Upload
eleni-karatza
View
108
Download
3
Embed Size (px)
DESCRIPTION
Carr_Τι είναι ιστορία
Citation preview
K. r .·»!ίν ,·- - . 'ί
/ ' ·.· · ’ i . :·: . . Μ» #
® 1 ^ *
s s
cIVlI
*x *
Εκδόσεις «γνώση»Γραβιας 9-13, 106 78 Αθήνα Τηλ. 3303487 Fax 3810892
«Gnosis» Publishers Gravias 9-13, 106 78 Athens Tel. 3303487 Fax 3810892
Έντουαρντ X. Καρ, Τι είναι ιστορία;Edward Hallett Carr, What is History?
1η Ικδοση, Φθινόπωρο 1999
Μακέτα εξωφύλλου Στέλιος Κούτριας
Εικόνα εξωφύλλου Henri Rousseau
© εκδόσεις «γνώση» για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο
ISBN 960-235-632-4
Ε . X . Κ Α Ρ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ;
Σ Κ Ε Ψ Ε ΙΣ ΓΙΑ Τ Η Θ Ε Ω ΡΙΑ Τ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΛΟ Τ Ο Τ ΙΣΤ Ο ΡΙΚ Ο Υ
Δεύτερη έκδοση, με επιμέλεια, και επίλογο του R.W. Davies
Μετάφραση ΑΝΤΡΕΑΣ ΠΑΠΠΑΣ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ « Γ Ν Ω Σ Η »ΑΘΗΝΑ 1999
D16
• 8
b
I ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ I I ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ |
311215 n
Περιεχόμενα
Σημείωμα του μεταφραστή .............Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση .......Ο ιστορικός και τα γεγονότά’τ.........Η κοινωνία και τό άτομο .................Ιστορία, επιστήμη και ηθηίή·'...........Η αιτιότητα στην ιστορία ................Η ιστορία ως πρόοδος.......................Ο ορίζοντας διευρύνεται ...................Από τον Επίλογο του R.W. Davies
στη δεύτερη έκδοση .................Ευρετήριο ονομάτων .........................
Σημείωμα, του μεταφραστή
Το Τι είναι ιστορία; κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1974, από τις Εκδόσεις 70-Πλανήτης. «Ηρωικές» ήταν οι εποχές, «ηρωική» ήταν — από κάθε άποψη — και η έκδοση. Σε στοιχειοθεσία απλής γραφομηχανής IBM, με τυποτεχνικά προβλήματα, ορθογραφικά και τυπογραφικά λάθη, κ.ο.κ. Όσο για τη μετάφραση της μακαρίτισσας Φρίντας Λιάππα, κι αυτή «ηρωική» ήταν. Αντανάκλαση μιας εποχής πειραματισμών και ενθουσιασμών, αλλά και μέ εμφανή τα σημάδια της προχειρότητας, της βιασύνης, ή ακόμη και της άγνοιας του αντικειμένου. Ας είμαστε όμως επιεικείς, κι ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί από τη γενιά της/ μας έβλεπαν τότε τις μεταφράσεις περισσότερο ως αντιστασιακές — και γενικότερα πολιτικές — πράξεις, και λιγότερο με όρους επαγγελματικού προσανατολισμού.
Η εδώ και χρόνια απουσία από το εμπόριο των τόσο χρήσιμων για τον σπουδαστή της ιστορίας αλλά και για τον απλό αναγνώστη αυτών κειμένων, καθώς και «οι αμαρτίες περί την διάπλασιν» που βάραιναν την παλαιότερη έκδοση, με έπεισαν ότι, μετά από 25 περίπου χρόνια, θα άξιζε τον κόπο να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει ξανά το Τι είναι ιστορία;
Στην παρούσα έκδοση έχει ληφθεί υπόψη η δεύτερη αγγλική έκδοση, του 1987 (η πρώτη είχε γίνει το 1961, χρονιά των παραδόσεων του "Καρ στο Κέιμπριτζ με τον γενικό αυτό τίτλο). Παράλληλα, επειδή τα ονόματα που αναφέρει ο συγγραφέας είναι πολλά και κατά κανόνα άγνωστα στο ευ-
10 Ε.Χ. ΚΑΡ
ρύτερο ελληνικό κοινό, θεώρησα χρήσιμο να προσθέσω 75 περίπου Σημειώσεις του μεταφραστή [Σ.τ.μ.], για πρόσωπα που μνημονεύονται στο βιβλίο — ιστορικούς, συγγραφείς, πολιτικούς στοχαστές, αλλά και λιγότερο γνωστά ιστορικά πρόσωπα.
Τέλος, από το επιλογικό κείμενο του R.W. Davies, που βασίζεται στις προσθήκες και τις αλλαγές που ετοίμαζε ο Καρ για τη δεύτερη έκδοση, έκρινα σκόπιμο να μεταφραστούν και να προστεθούν στην ελληνική έκδοση εκείνα τα κομμάτια που θα φώτιζαν, κατά την κρίση μου πάντοτε, το αρχικό κείμενο.
Λνδρέας Παππάς Μάιος 1999
Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση
Ό ταν το 1960 τελείωνα το πρώτο χειρόγραφο με τις έξι παραδόσεις μου, που εκδόθηκαν το 1961, ο Δυτικός κόσμος ζούσε ακόμα τον απόηχο των δύο παγκοσμίων πολέμων και των δύο μεγάλων επαναστάσεων του 20ού αιώνα, της Ρωσικής και της Κινέζικης. Η αθώα αυτοπεποίθηση και η πίστη στη διαρκή πρόοδο της ανθρωπότητας, που χαρακτήριζαν τη Βικτοριανή εποχή, αποτελούσαν πια μακρινό παρελθόν. Η πραγματικότητα πρόβαλλε ανησυχητική, αν όχι απειλητική. Μολαταύτα, υπήρχαν ήδη ενδείξεις ότι ορισμένοι από τους κινδύνους που απειλούσαν την ανθρωπότητα θα μπορούσαν να αποτραπούν. Η διεθνής οικονομική κρίση, που ορισμένοι θεωρούσαν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν είχε ξεσπάσει. Η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε διαλυθεί χωρίς ιδιαίτερους κλυδωνισμούς. Η αποσταλινοποίηση στη Σοβιετική Ένωση και η «απομα- καρθοποίηση» στις Ηνωμένες Πολιτείες προχωρούσαν με ικανοποιητικούς ρυθμούς. Η Γερμανία και η Ιαπωνία είχαν συνέλθει από τη συντριπτική ήττα του 1945 και η οικονομία τους ανέκαμπτε με ταχείς ρυθμούς, ενώ η Γαλλία γινόταν σιγά σιγά και πάλι μεγάλη δύναμη. Στις Η ΠΑ άρχιζε η περίοδος του Κένεντυ, και στα χρηματιστήρια αξιών όλου του κόσμου η άνθηση ήταν γεγονός.
Ό λα αυτά δικαιολογούσαν εν μέρει τη σχετική αισιοδοξία με την οποία έκλεινα τις παραδόσεις μου. Τα επόμενα είκοσι χρόνια, πολλές από τις ελπίδες μου, αλλά και η γενικότερη μακαριότητα που αντανακλούσαν τα κείμενά μου, δια- ψεύστηκαν. Ο Ψυχρός Πόλεμος συνεχίστηκε με αυξημένη
12 Ε.Χ. ΚΑΡ
συχνά ένταση, απειλώντας πάντοτε την ανθρωπότητα με πυρηνικό ολοκαύτωμα. Η οικονομική κρίση που ξέσπασε τελικά στη δεκαετία του 1970 έπληξε σοβαρά τις βιομηχανικές χώρες και η μάστιγα της ανεργίας εμφανίστηκε και πάλι στη Δύση. Βία και τρομοκρατία έγιναν επίσης με τον καιρό συνηθισμένα φαινόμενα. Η δυναμική παρουσία των πετρελαιοπαραγωγών χωρών στη διεθνή σκηνή άλλαξε εν μέρει τους διεθνείς συσχετισμούς, εις βάρος των βιομηχανικών χωρών της Δύσης. Ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος είχε πάψει πια να παίζει παθητικό ρόλο, επηρεάζοντας σημαντικά τις εξελίξεις. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η αισιοδοξία φαινόταν παράλογη. Η αίσθηση ότι το μέλλον διαγράφεται ζοφερό κέρδιζε σταθερά έδαφος. Ωστόσο, θα πρέπει κανείς να είναι επιφυλακτικός όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με παρόμοιες απαισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον του κόσμου. Κι αυτό, για δύο τουλάχιστον λόγους.
Πρώτον, η άποψη ότι το μέλλον επιφυλάσσει καταστροφές και μόνο, αν και τροφοδοτείται από αδιαμφισβήτητα γεγονότα, δεν είναι παρά αφηρημένη νοητική κατασκευή. Αν η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων του πλανήτη ήταν πράγματι τόσο απαισιόδοξη, δεν θα συμπεριφερόταν με τον τρόπο που συμπεριφέρεται. Οι άνθρωποι ερωτεύονται, γεννούν παιδιά, τα μεγαλώνουν με ιδιαίτερη φροντίδα. Η υγεία και η εκπαίδευση των επόμενων γενεών αποτελεί κατ’ εξοχήν μέλημα τόσο των γονέων όσο και της πολιτείας. Μεγάλος αριθμός ερευνητών επιδίδεται σε νέες εφευρέσεις, που βελτιώνουν τους όρους παραγωγής, και αναζητά νέες πηγές ενέργειας. Άπειροι μικροεπενδυτές συμπεριφέρονται με τρόπο που μόνο επικείμενη καταστροφή του πλανήτη δεν προδικάζει. Η διατήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, απασχολεί όλο και περισσότερους ανθρώπους. Θα αποτολμούσα το συμπέρασμα ότι οι αναφορές στο επικείμενο τέλος του κόσμου ή του πολιτισμού εκπορεύονται μάλλον από ορισμένους μονίμως διαμαρ- τυρόμενους, ολοφυρόμενους και «ανησυχούντες» διανοούμε
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 13
νους, των οποίων η παρουσία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι ιδιαίτερα αισθητή.
Δεύτερον, οι προβλέψεις για το ζοφερό μέλλον που περιμένει την ανθρωπότητα εκπορεύονται κυρίως — αν όχι αποκλειστικά — από τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης. Αυτό δεν είναι παράξενο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι για πέντε περίπου αιώνες οι χώρες αυτές υπήρξαν αδιαφιλονίκητοι ηγεμόνες του κόσμου, θεωρώντας ότι αποτελούν φάρο πολιτισμού σ’ έναν κόσμο βαρβαρότητας και αμάθειας! Η έμπρακτη αμφισβήτηση αυτής της παραδοχής θεωρείται από ορισμένους ότι είναι ένδειξη βαθιάς κρίσης και παρακμής· ότι ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει στην καταστροφή. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι το επίκεντρο παρόμοιων απόψεων και ανησυχιών βρίσκεται στη Μεγάλη Βρετανία, όπου η αντίθεση μεταξύ της αίγλης του 19ου αιώνα και της σημερινής πραγματικότητας είναι οπωσδήποτε εντονότερη.
Καταλήγω, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι το ρεύμα σκεπτικισμού και δυσανεξίας που κάνει σήμερα ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του, προβλέποντας ως επί το πλείστον παρακμή και καταστροφές για το μέλλον, είναι μια μορφή ελιτισμού. Το συναντάμε κυρίως σε κοινωνικά στρώματα των οποίων τα προνόμια και η αίσθηση ασφάλειας έχουν πληγεί, καθώς και στις χώρες εκείνες που έχουν χάσει την ηγεμονική τους θέση στον κόσμο. Φορείς παρόμοιων απόψεων είναι κυρίως διανοούμενοι, οι οποίοι κατά κανόνα εκφράζουν απόψεις των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων (ας μην ξεχνάμε τη φράση «οι ιδέες μιας κοινωνίας είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης της»). Δεν έχει σχέση αν ορισμένοι απ’ αυτούς τους διανοούμενους προέρχονται από άλλα κοινωνικά στρώματα· από τη στιγμή που γίνονται διανοούμενοι, αφομοιώνονται αυτόματα στην κυρίαρχη ελίτ. Ά λλω στε, εξ ορισμού οι διανοούμενοι «είναι ελίτ».
Μεγαλύτερη σημασία έχει ίσως ότι, στα σημερινά συμ- φραζόμενα, σε όλες τις ομάδες μιας κοινωνίας, ανεξάρτητα από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη συνοχή τους, παρατηρούν
14 Ε.Χ. ΚΑΡ
ται φαινόμενα διαφοροποίησης και ετεροδοξίας. Αυτό συμβαίνει κατ’ εξοχήν στην περίπτωση των διανοουμένων— και δεν εννοώ εδώ τις συνήθεις αντιπαραθέσεις μεταξύ διανοουμένων που θεωρούν κοινά αποδεκτές ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Στις δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης παρόμοιες διαφοροποιήσεις είναι ανεκτές· οι ετερόδοξες απόψεις, στο βαθμό που έτσι κι αλλιώς προέρχονται από μια μικρή μειοψηφία, διατυπώνονται και κυκλοφορούν χω ρίς περιορισμούς, έστω κι αν ο κυνικός παρατηρητής θα μπορούσε να ισχυριστεί πως γίνονται ανεκτές επειδή ακριβώς η επιρροή τους είναι μικρή και οι οπαδοί τους λίγοι.
Σε ό,τι με αφορά, για σαράντα περίπου χρόνια φέρω την ιδιότητα του «διανοούμενου». Ειδικότερα όμως τα τελευταία χρόνια, θεωρώ τον εαυτό μου — και με θεωρούν — όλο και περισσότερο «ετερόδοξο διανοούμενο». Η εξήγηση γ ι’ αυτό είναι ότι, έχοντας ζήσει αν όχι το αποκορύφωμα έστω τον απόηχο της Βικτοριανής εποχής, που κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η αισιοδοξία και η πίστη στο μέλλον, δεν μου είναι εύκολο σήμερα να δεχτώ ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε βαδίζει σταθερά και ανεπανόρθωτα προς την παρακμή. Στις σελίδες που ακολουθούν θα προσπαθήσω να διαφοροποιηθώ από την τάση που κυριαρχεί στους κύκλους των διανοουμένων της Δύσης (και ειδικότερα της Βρετανίας), να δείξω σε ποιο σημείο και για ποιο λόγο ο δρόμος που ακολουθούν σήμερα είναι λάθος. Η άποψη που θα διατυπώσω για το μέλλον θα είναι, αν όχι αισιόδοξη, τουλάχιστον πιο νηφάλια, πιο ισορροπημένη, λιγότερο ζοφερή.
Ε.Χ. Καρ
Ο ιστορικός και τα γεγονόφα
Τι είναι ιστορία; Για την περίπτωση που κάποιος θεωρεί ότι το ερώτημα δεν έχει νόημα ή είναι περιττό, θα αναφέρω δύο αποσπάσματα από την πρώτη και τη δεύτερη, αντίστοιχα, Cambridge Modern History. Να τι έγραφε ο Ά κτον1 τον Οκτώβριο του 1896, στην έκθεσή του προς τα μέλη της εκδοτικής επιτροπής του Cambridge University Press, σχετικά με το έργο του οποίου την επιμέλεια είχε αναλάβει:
Είναι μοναδική ευκαιρία να καταγραφεί, με τον πιο επωφελή τρόπο και για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό αναγνωστών, η πληρότητα γνώσεων που πρόκειται να μας κληροδοτήσει ο 19ος αιώνας... Με συνετό καταμερισμό εργασίας θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε, κάνοντας οικεία στον καθένα όχι μόνο τα σχετικά ντοκουμέντα, αλλά και τα πιο ώριμα συμπεράσματα της διεθνούς έρευνας.
Οριστική ιστορία δεν μπορούμε να έχουμε στη γενιά μας- μπορούμε όμως να απαλλαγούμε από τη συμβατική ιστορία, δείχνοντας παράλληλα το σημείο όπου βρισκόμαστε στην πορεία από τη μια μορφή ιστορίας στην άλλη, καθώς
1. Acton, John Emerich Edward Dalberg (1834-1902). Ά γγλος ιστορικός. Γεννήθηκε στη Νάπολη. Σπούδασε στο Oscott της Ιρλανδίας και στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, με καθηγητή τον Νταίλιν- γκερ. Φιλελεύθερος βουλευτής από το 1859 ώς το 1864. Ηγετική φυσιογνωμία στους κύκλους των άγγλων καθολικών και φιλελεύθερων. Από το 1895, καθηγητής της μοντέρνας ιστορίας στο Κέιμπρι- τζ. Σχεδίασε και επιμελήθηκε την έκδοση της πολύτομης Cambridge Modern History, αλλά πέθανε πριν την ολοκλήρωση του έργου. [Σ.τ.μ.]
16 Ε.Χ. ΚΑΡ
σήμερα υπάρχει πρόσβαση σε κάθε απαραίτητη πληροφορία και όλα τα προβλήματα επιδέχονται λύση.2
Εξήντα περίπου χρόνια αργότερα, ο καθηγητής Σερ Τζωρτζ Κλαρκ, στη γενική εισαγωγή του στη δεύτερη Cambridge Modern History, σχολίαζε την πεποίθηση του Άκτον και των συνεργατών του, ότι κάποτε θα γίνει εφικτό να γραφεί «οριστική ιστορία»:
Οι ιστορικοί μιας επόμενης γενιάς δεν έχουν τέτοιες φιλοδοξίες. Θεωρούν αναμενόμενο ότι το έργο τους θα ξεπεραστεί ξανά και ξανά. Πιστεύουν ότι η γνώση του παρελθόντος έχει φτάσει ώς εμάς με τη μεσολάβηση ενός ή περισσότερων ανθρώπινων μυαλών, τα οποία την έχουν «επεξεργαστεί»· επομένως, δεν μπορεί να συνίσταται σε πρωταρχικά και απρόσωπα στοιχεία, τα οποία τίποτε δεν μπορεί να τα αλλάξει... Η έρευνα δείχνει να είναι ατέρμονη· ορισμένοι ανυπόμονοι επιστήμονες καταφεύγουν στον σκεπτικισμό, ή έστω στη θεωρία ότι, αφού όλες οι ιστορικές κρίσεις εμπεριέχουν στοιχεία υποκειμενισμού, όλες είναι εξίσου έγκυρες και δεν υπάρχει «αντικειμενική» ιστορική αλήθεια.3
Ό ταν οι ειδήμονες διαφωνούν τόσο ριζικά μεταξύ τους, ο δρόμος για να εμβαθύνουμε στο ζήτημα ανοίγει διάπλατα. Ελπίζω ότι είμαι επαρκώς αποστασιοποιημένος ώστε να μπορώ να αποφανθώ για την αμφίβολη αξία όσων γράφονταν στη δεκαετία του 1890. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει και ότι είμαι πεισμένος πως το εισαγωγικό κείμενο της δεκαετίας του 1950 είναι οπωσδήποτε έγκυρο. Θα έχετε ίσως αν- τιληφθεί ήδη ότι η συζήτηση εύκολα μπορεί να διολισθήσει σε κάτι ευρύτερο από τη φύση της 'στορίας. Η σύγκρουση απόψεων μεταξύ του Ά κτον και του Σερ Τζωρτζ Κλαρκ αντανακλά την αλλαγή που είχε επέλθει εν τω μεταξύ ως προς
2. The Cambridge Modern History: Its Origin, Authorship and Production (1907), σσ. 10-12.
3. The New Cambridge Modern History, A' (1957), σ. 318.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 17
τη συνολική μας θεώρηση της κοινωνίας. Ο Άκτον εκπροσωπεί σαφώς τις θετικιστικές απόψεις και την αυτοπεποίθηση της όψιμης Βικτοριανής περιόδου- ο Κλαρκ απηχεί τις αμφιβολίες και τον αμήχανο σκεπτικισμό της γενιάς των μ 7τήτνικ. Ό ταν επιχειρούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα «Τι είναι ιστορία;», η απάντησή μας, συνειδητά ή ασύνειδα, αντικατοπτρίζει τη θέση μας στο χρόνο και αποτελεί μέρος της απάντησής μας στο γενικότερο ερώτημα πώς βλέπουμε την κοινωνία στην οποία ζούμε. Δεν φοβάμαι μήπως το θέμα που πραγματεύομαι θεωρηθεί — αν εξεταστεί πιο προσεκτικά— κοινότοπο. Αν κάτι φοβάμαι, αυτό είναι μήπως θεωρηθεί υπερφίαλο εκ μέρους μου να καταπιαστώ με ένα τόσο ευρύ και τόσο σημαντικό θέμα.
Ο 19ος αιώνας ήταν κατ’ εξοχήν αιώνας γεγονότων. Οι ιστορικοί του 19ου αιώνα συμφωνούσαν κατά βάση ότι ζητούμενο ήταν «τα γεγονότα». Ό ταν στη δεκαετία του 1830 ο Ράνκε,4 αντιδρώνταο στην ηθικοπλαστικού χαρακτήρα .ιστορία, επισήμαινε ότι στόχος του ιστορικού είναι να δείξει απλώς...<<πως ακριβώς έγιναν τα πράγματα» (wie es eigentlich gewesen), ο αφορισμος του αυτός —αν και όχι τόσο βαθυστόχαστος— γνώρισε εντυπωσιακή επιτυχία. Τρεις γενεές γερμανών, βρετανών, ή ακόμη και γάλλων, ιστορικών “ ρίχνονταν στη μάχη” επαναλαμβάνοντας τη μαγική επωδό wie es eigentlich gewesen — έστω κι αν η κύρια χρησιμότητα της φράσης, όπως και όλων των επωδών άλλωστε, ήταν ότι τους απήλλασσε από την κουραστική υποχρέωση να σκε- φτούν μόνοι τους.
4. Ranke, Leopold von (1795-1886). Γερμανός ιστορικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου από το 1825 ώς το 1872! Σημαντικότερο ίσως έργο του η Ιστορία των παπών του 16ου και 17ου ζιώνα (1834-37), την οποία έγραψε αφού μελέτησε αρχεία της Βενετίας, τ η ς Ρώμης και της Φλορεντίας. Έγραψε επίσης Παγκόσμια ιστορία (1881-88· ανολοκλήρωτη), καθώς και μονογραφίες για τον Βαλενσταϊν, τον Μεγάλο Φρειδερίκο, τον Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Δ', κ-ά. [Σ.τ.μ.]
18 Ε.Χ. ΚΑΡ
Οι θετικιστές, θέλοντας να θ ε μ ε λ ι ώ σο υ ν τον ισχυρισμό τους ότι επιστήμη, έριξαν επίσης το βάροςτους υπέρ της λατρείας των γεγονότων. Πρώτα οφείλει να εξακριβώνει κανείς τα γεγονότα, έλεγαν οι θετικιστές, και έπειτα να αντλεί τα συμπεράσματα του από αυτά. Στη Μεγάλη Βρετανία ειδικότερα, αυτή η αντίληψη για την ιστορία ταίριαζε άψογα με την παράδοση του εμπειρισμού, κυρίαρχη τάση στη βρετανική φιλοσοφία από τον Λοκ ώς τον Μπέρ- τραντ Ράσελ. Η εμπειρική θεωρία της γνώσης προϋποθέτει τον πλήρη διαχωρισμό του υποκειμένου από το αντικείμενο. Τα γεγονότα, όπως και οι εντυπώσεις, έχουν εξωτερική προέλευση, ανεξάρτητη από τη συνείδηση του παρατηρούν- τος υποκειμένου. Η διαδικασία της πρόσληψης είναι παθητική· έχοντας έρθει σε επαφή με τα γεγονότα, το υποκείμενο ενεργεί εν συνεχεία ανάλογα. Το Oxford Shorter English Dictionary, χρήσιμο αν και κάπως μεροληπτικό έργο που αντανακλά τις βασικές παραδοχές του εμπειρισμού, αντιδιαστέλλει σαφώς τις δυο διαδικασίες, ορίζοντας το γεγονός ως «εμπειρικό δεδομένο, ανεξάρτητο από τα συμπεράσματα».
Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να ονομαστεί «άποψη του κοινού νου για την ιστορία».[Η ιστορία αποτελείται από σώμα εξακριβωμένων γεγονότων. Τα γεγονότα είναι στη διάθεση του ιστορικού μέσω ντοκουμέντων, επιγραφών και άλλων στοιχείων, όπως περίπου τα ψάρια στον πάγκο του ψαρά. Ο ιστορικός διαλέγει, και εν συνεχεία “ τα μαγειρεύει και τα σερβίρει” με όποιον τρόπο προτιμά. Ο Άκτον, που το γούστο του ήταν απέριττο, προτιμούσε να τα σερβίρει “σ κ έτα ^Σ τη ν επιστολή του με οδηγίες προς τους συνεργάτες της πρώτης Cambridge Modern History, έγραφε: «Ο τρόπος με τον οποίο αναφερόμαστε στο Βατερλώ θα πρέπει να ικανοποιεί Γάλλους και Άγγλους, Γερμανούς και Ολλανδούς» .5 Ακόμη και ο Σερ Τζώρτζ Κλαρκ, αν και συχνά επικρίνει τον Ά κτον για την προσέγγισή του, δεν διστάζει να αντιδιαστείλει τον «σκληρό πυρήνα των γεγονότων», που
5. Acton, Lectures on Modern History (1906), σ. 318.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 19
ιτεοιβάλλεται «από τη σάρκα της αμφισβητούμενης ερμηνείας»6 — ξεχνώντας ίσως ότι το σαρκώδες μέρος του φρούτου είναι αυτό που απολαμβάνουμε/ Η υπέρτατη σοφία του^ ν ^ Α Vεμπειρισμού και του_.κοςνού ,ναυ .σ.τηναστορία^ω.οιι:.π β ώ τα υ ^ υΓ\^ακοίβωσε τα γ εγονότα, και μετά διακινδύνευσε στην “ κι- ^ νούμενη άμμο” της ε^μηνε]αςΛ, Η άποψη,.αυτή φέρνει στο ” j νου την αγαπημένη ρήση του γνωστού φιλελεύθερου δημοσιογράφου Τσ.Π. Σκοτ: «Τα γεγονότα είναι ιερά, η γνώμη είναι ελεύθερη». ;
Σήμερα, η προσέγγιση αυτή δεν αρκεί. Δεν θα εμπλακώ σε φιλοσοφικές συζητήσεις σχετικά με τη φύση της γνώσης μας για το παρελθόν. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ, ας δεχτούμε κατ’ αρχήν πως το γεγονός ότι ο Ιούλιος Καίσαρ διέβη τον Ρουβίκονα και το γεγονός ότι στη μέση του δωματίου υπάρχει ένα τραπέζι είναι γεγονότα της ίδιας, ή συγκρίσιμης, τάξης- και τα δυο τα συνειδητοποιούμε με τον ίδιο ή αντίστοιχο τρόπο, και τα δυο έχουν τον ίδιο αντικειμενικό χαρακτήρα για όποιον τα γνωρίζει.Ωστόσο, έστω και με δεδομένη αυτή την τολμηρή και όχι ιδιαίτερα ευλογοφανή παραδοχή, το επιχείρημά μας προσκρούει άμεσα στη δυσκολία ότι δεν είναι όλα τα γεγονότα του παρελθόντος ιστορικά γεγονότα, ή έστω δεν αντιμετωπίζονται ως τέτοια από τον ιστορικό. Ποιο είναι, λοιπόν, το κριτήριο, με βάση το οποίο διακρίνουμε τα γεγονότα της ιστορίας από τα άλλα γεγονότα του παρελθόντος-,') Γι είναι ιστορικό γεγονός; Να ένα κρίσιμο ερώτημα, το
οποίο πρέπει να εξετάσουμε με λίγο μεγαλύτερη προσοχή.Σύμφωνα με την άποψη του κοινού νου, υπάρχουν ορισμένα βασικά γεγονότα, που είναι τα ίδια για όλους τους ιστορικούς και αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, τη ραχοκοκαλιά της ιστορίας (για παράδειγμα, το γεγονός ότι η Μάχη του Χαστινγκς' έγινε το 1066 μ.Χ.). Σ ’ αυτό ακριβώς το ση-
6. Listener, 19 Ιουνίου 1952, σ. 992.Στις 14 Οκτωβρίου 1066, στο Hastings της νοτιοανατολικής
Αγγλίας, ο Γουλιέλμος ο Κατακτηκής νίκησε τον Εδουάρδο τον Εξο-
20 Ε.Χ. ΚΑΡ
μείο, είναι, απαραίτητες δύο παρατηρήσεις.Ασφαλώς είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς ότι η συγ
κεκριμένη μάχη έγινε το 1066 και όχι το 1065 ή το 1067. στο Χάστινγκς και όχι στο Ήστμπορν ή στο Μπράιτον Όταν όμως τίθενται παρόμοια ζητήματα, θυμάμαι την παρατήρηση του Α.Ε. Χάουζμαν8: «η ακρίβεια είναι καθήκον, όχι αρετή» .9 Το να επαινεί κάνεις τον ιστορικό για την ακρίβεια "του είναι σαν να επαινεί τον αρχιτέκτονα γιατί χρησιμοποίησε τη σωστή ξυλεία ή το σωστό μπετόν σ’ ένα κτήριο. Με άλλα λόγια, η ακρίβεια είναι αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι και ουσιώδης λειτουργία. Γ ι’ αυτά ακριβώς τα ζητήματα ο ιστορικός δικαιούται να βασίζεται στις λεγόμενες «βοηθητικές επιστήμες» της ιστορίας: αρχαιολογία, επιγρα- φολογία, νομισματολογία, χρονολογία, κ.ά. Δεν απαιτείται από τον ιστορικό να έχει την ειδίκευση που επιτρέπει στον ειδήμονα να αποφανθεί για την προέλευση και τη χρονολόγηση ενός θραύσματος από μάρμαρο ή από αγγείο, να απο- κρυπτογραφήσει μια επιγραφή, ή να κάμει τους απαραίτητους αστρονομικούς υπολογισμούς ώστε να εντοπίσει την ακριβή χρονολογία ενός γεγονότος. Τα λεγάμενα βασικά γεγονότα, που είναι κοινά για όλους τους ιστορικούς, ανήκουν κατοΓκανόνα στην κατηγορία των «πρώτων υλών» του ιστορικού μάλλον, παρά της ίδιας της ιστορίας.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι η επίκληση αυτών των βασικών γεγονότων δεν απορρέει από κάποια ιδιότητά τους, αλλά από την a priori απόφαση του ιστορικού. Παρά τη φράση του Τσ.Π. Σκοτ που ανέφερα ήδη, σήμερα όλοι οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος γ ια να ε^ρ.εάσε^«νείς.:π)^Λ»Αν^ r f mi κπιλέ-
μολογητή και εγκαθίδρυσε τη Νορμανδική κυριαρχία στην Αγγλία. [Σ.τ.μ.]
8. Housman, Alfred Edward (1859-1936). Ά γγλος κλασικός φιλόλογος, λατινιστής και ποιητής. Καθηγητής λατινικών στο Κέιμπριτζ από το 1911. [Σ .τ.μ.]
9. Μ. Manilii Astronomicon: Liber Primus (β' έκδ. 1937), σ. 87.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 21
γοντας και παρουσιάζοντας τα κατάλληλα γεγονότα. Έλε- γ αν τταλίότερα ότι, τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Φυσικά, αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα γ εγονότα μιλούν μόνο όταν ο ιστορικός τα emxg&sgxfi· α α τ ^ «ποφ«αΙζεί.ποΑ&· .γ?γ.{»»&ΕΧ θα φέρει στο προσκήνιο, μ,ε ποια σειρά, σε.χοια_συμφραζό- αενα. Ένας ήρωας του Πιραντέλο, αν δεν κάνω λάθος, έλεγε ότι το γεγονός είναι σαν άδειο σακί· δεν μπορεί να. «σταθεί όρθιο», παρά μόνο αν το γεμίσεις με κάτι. Ο μόνος λόγος που ενδιαφερόμαστε να μάθουμε ότι η συγκεκριμένη μάχη έγινε στο Χάστινγκς το 1066 είναι επειδή οι ιστορικοί τη θεωρούν μείζονος σημασίας ιστορικό γεγονός. Ο ιστορικός αποφασίζει, _για δικούς του λόγους, ότι η διάβασή ενός μικρού ποταμού (του Ρουβίκονα) από τον Καίσαρα υπήρξε ιστορικό γ εγονός, ενώ η διάβαση του ίδιου ποταμού από εκατομμύρια άλλους ανθρώπους, πριν ή μετά τον Καίσαρα, δεν ενδιαφέρει σήμερα κανέναν. Το ότι έφτασα σ’ αυτό το κτήριο πριν μίσή ώρα με τα πόδια, με ποδήλατο ή με αυτοκίνητο είναι κάτι που συνέβη στο παρελθόν, όπως και η διάβαση του Ρουβίκονα από τον Καίσαρα. Κι όμως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι ιστορικοί θα αγνοήσουν το συγκεκριμένο γεγονός. Ο Τάλκοτ Πάρσονς έχει αποκαλέσει την επιστήμη «επιλεκτικό σύστημα γνωστικών προσανατολισμών προς την πραγματικότητα» .10 Θα μπορούσε κανείς να πει το ίδιο πράγμα με πιο απλά λόγια. Πάντως, η ιστορία είναι, μεταξύ άλλων, και αυτό. Ο ιστορικός είναι κατ’ ανάγκη επιλεκτικός. Η πίστη σ’ έναν σκληρό πυρήνα ιστορικών γεγονότων, που υπάρχουν αντικειμενικά και ανεξάρτητα από το πως ερμηνεύονται από τον ιστορικό, ισοδυναμεί με παράλογη πλάνη, την οποία ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να ξεριζώσει κανείς.
Ας ρίξουμε μια ματιά στη διαδικασία ^ ε την οποία ένα απλο συμβάν του παρελθόντος μετατρέπεται σε ιστορικό γεγονός. Στο Stalybridge Wakes, το 1850, κατά τη διάρκεια
10· Τ. Parsons-E. Shils, Towards a General Theory of Action (γ' έκδ.,1-954), σ , 167.
22 Ε.Χ. ΚΑΡ
ενός καβγά, ένας ψωμάς ποδοπατήθηκε συνειδητά μέχρι θανάτου από το εξαγριωμένο πλήθος. Πρόκειται για ιστορικό γεγονός; Έναν μόλις χρόνο πριν θα απαντούσα κατηγορηματικά «όχι». Το επεισόδιο μνημονεύεται μόνο στα όχι ιδιαιτέρως γνωστά απομνημονεύματα ενός αυτόπτη μάρτυρα,11 χωρίς ωστόσο ποτέ να έχει θεωρηθεί σημαντικό από τους ιστορικούς. Πριν ένα χρόνο, ο δρ. Κίτσον Κλαρκ το ανέφερε στις παραδόσεις του στην Οξφόρδη.12 Αυτό μετατρέπει αυτόματα το συγκεκριμένο συμβάν σε ιστορικό γεγονός; Ό χ ι ακόμη, πιστεύω. Ως προς το σημερινό του status, θα έλεγα ότι έχει προταθεί να γίνει μέλος της “ εκλεκτής λέσχης” των ιστορικών γεγονότων. Είναι πιθανό ότι τα αμέσως επόμενα χρόνια θα δούμε το συμβάν να εμφανίζεται πρώτα σε υποσημειώσεις, μετά στο κυρίως κείμενο, και τέλος σε άρθρα και βιβλία για την Αγγλία του 19ου αιώνα, ενώ μετά από είκοσι ή τριάντα χρόνια θα έχει ίσως αποκτήσει την ιδιότητα του αδιαφιλονίκητου ιστορικού γεγονότος. Υπάρχει, όμως, και το ενδεχόμενο κανείς να μην επανέλθει σ’ αυτό, οπότε θα παραμείνει ξεχασμένο στα τάρταρα των μη ιστορικών γεγονότων του παρελθόντος, από τα οποία ο δρ. Κίτσον Κλαρκ προσπάθησε ηρωικά να το ελευθερώσει. Τι από τα δύο θα συμβεί; Νομίζω ότι η μοίρα του θα εξαρτηθεί από το sty 7) θέστη γ ια την υποστήριξη της οποίας ο δρ. Κλαρκ επικαλέστηκε το συμβάν θα γίνει δεκτή ως έγκυρη και σημαντική κχί χτ:ό. άλλους ιστορικούς. Η ιδιότητα του ιστορικού γεγονότος είναι τελικά ζήτημα ερμηνείας. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ιστορικό γεγονός στο οποίο να μην εμφιλοχωρεί το στοιχείο της ερμηνείας.
Ας μου επιτραπεί μια προσωπική ανάμνηση. Ό ταν σπούδαζα αρχαία ιστορία σ’ αυτό εδώ το πανεπιστήμιο, πριν πολλά χρόνια, είχα διαλέξει το θέμα «Η Ελλάδα στην περίοδο των Περσικών Πολέμων». Έχοντας συγκεντρώσει
11. Lord George Sanger, Seventy Years a Showman (β' έκδ., 1926), σσ. 188-89.
12. Dr. Kitson Clark, The Making of Victorian England (1962).
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 23
15-20 τόμους στα ράφια της βιβλιοθήκης μου, θεωρούσα δεδομένο ότι υπήρχαν εκεί όλα τα γεγονότα που σχετίζονταν με το θέμα μου. Ας δεχτούμε — και δεν απείχε, πράγματι, πολύ από την αλήθεια— ότι οι τόμοι αυτοί περιείχαν όλα τα σχετικά γεγονότα που ήταν, ή θα μπορούσαν να είναι, τότε γνωστά. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να αναρωτηθώ μέσω ποιας σύμπτωσης, ή ποιας διαδικασίας φυσικής φθοράς, από τα μυριάδες συμβάντα που θα πρέπει να ήταν κάποτε γνωστά επέζησαν ορισμένα, τα οποία και αποτέλεσαν «τα γεγονότα της ιστορίας». Έ χω την αίσθηση ότι, ακόμη και σήμερα, ένα_από τ α στοιχεία που Μ,ας γοη- τεύουΤΙϊίΓσχεση με την Αρχαία και τη Μεσαιωνική ιστορία είναι η ψευδαίσθηση ότι όλα τα βασικά γεγονότα είναι στη διάθεσή μας· η επίμονη απαίτηση για διάκριση μεταξύ ιστορικών γεγονότων jcai άλλα),ν γεγονότων του παρελθόντος παρέλκει, αφού τα λίγα γεγονότα που είναι γνωστά για τις περιόδους αυτές αποτελούν όλα μέρος της ιστορίας. "“ Ί
Ο Μπιούρυ,13 που είχε ασχοληθεί και με τις δυ?Γαυτές ιστορικές περιόδους, έγραφε: «η Αρχαία και η Μεσαιωνική ιστορία βρίθουν κενών» .14 Η ιστορία έχει αποκληθεί τεράστιο παζλ από το οποίο λείπουν πολλά κομμάτια. Το κύριο πρόβλημα, ωστόσο, δεν βρίσκεται στα κενά. Αν η εικόνα που έχουμε για την Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. είναι ελλιπής, αυτό δεν οφείλεται κυρίως στο ότι κάποια από τα κομμάτια της έχουν χαθεί, όσο στο ότι πρόκειται για εικόνα διαμορφωμένη από μια πολύ μικρή ομάδα ανθρώπων, που ζούσαν στην Αθήνα της εποχής εκείνης. Γνωρίζουμε πολλά για το
,πώς έβλεπε την Ελλάδα του 5ου αιώνα ένας αθηναίος πολίτης, αλλά σχεδόν τίποτε για το πώς την έβλεπε ένας σπαρ- τιάτης, ένας Θηβαίος, ένας κορίνθιος —και πόσο μάλλον
13. Bury, John Bagnell (1861-1927). Ιρλανδός ιστορικός και κλασικός φιλόλογος. Δίδαξε στο Δουβλίνο από το 1893 ώς το 1902, και εν συνεχεία στο Κέιμπριτζ. Κύριο έργο του η μνημειώδης Ιστορία τ^ζ Υστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1889). [Σ .τ.μ.]
14. J.B. Bury, Selected Essays (1930), σ. 52.
24 Ε.Χ. ΚΑΡ
ένας πέρσης, ένας δούλος, ή ένας μέτοικος που κατοικούσε στην Αθήνα. Η εικόνα που έχουμε είναι προεπιλεγμένη και προκαθορισμένη, όχι τόσο από συμπτώσεις, όσο από ανθρώπους συνειδητά ή ασύνειδα διαποτισμένους με συγκεκριμένες απόψεις, οι οποίοι θεωρούσαν αξιομνημόνευτα εκείνα τα γεγονότα που θα μπορούσαν να στηρίξουν τις απόψεις τους.
Αντίστοιχα, όταν διαβάζω σε σύγχρονες ιστορίες ότι οι άνθρωποι του Μεσαίωνα ήταν βαθιά θρησκευόμενοι, αναρωτιέμαι πώς το ξέρουμε, κι αν πράγματι έτσι είχαν τα πράγματα. Αυτά που γνωρίζουμε ως γεγονότα της Μεσαιωνικής ιστορίας έχουν σχεδόν όλα επιλεγεί από γενεές χρονικογράφων που ασχολούνταν επαγγελματικά με τη θρησκευτική θεωρία και πράξη, και επομένως ήταν φυσικό να θεωρούν εξαιρετικά σημαντικό και να καταγράφουν κυρίως ό,τι είχε σχέση με τη θρησκεία. Η εικόνα του ρώσου χωρικού ως βαθιά θρησκευόμενου άλλαξε με την Επανάσταση του 1917. Η αντίστοιχη εικόνα του μεσαιωνικού ανθρώπου, είτε είναι αληθινή είτε όχι, παραμένει ακλόνητη, επειδή όλα σχεδόν τα γνωστά γεγονότα που συγκροτούν αυτή την εικόνα έχουν προεπιλεγεί από ανθρώπους που πίστευαν — και ήθελαν να πείσουν και τους άλλους— ότι αυτά ήταν και τα σημαντικά. Αντιθέτως, πολλά άλλα γεγονότα, τα οποία θα αποδείκνυαν ίσως το αντίθετο, έχουν οριστικά καταδικαστεί στη λήθη. Το χέρι των ιστορικών, των αντιγραφέων χειρογράφων και των χρονικογράφων του παρελθοντος έχει καθορίσει αμ,ετά- κλητα την εικόνα μας "για το παρελθόν. «Η ιστορία που διαβάζουμε», γράφ^7ΓκαϋηγητήςΛΓπάρακλαφ,1:-' «αν καί ’βα
15. Barraclough, Geoffrey (1908-85). Ά γγ λο ς ιστορικός. Δίδαξε, διαδοχικά, στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Κέιμπριτζ, του Λίβερπουλ, του Λονδίνου (LSE), της Καλιφόρνιας και του Μονάχου (1983-85, ως επισκέπτης καθηγητής). Κύρια έργα του: Οι ρίζες του σύγχρονου κράτους (1946), Η ιστορία σ ’ έναν κόσμο που αλλάζει (1955), Ε ισαγω γή στη σύγχρονη ιστορία (1969· ελλ. έκδοση, ΚΑΛ- ΒΟΣ, Αθήνα 1972), Ά τλα ς Παγκόσμιας Ιστορίας των «Times» (1978). [Σ .τ.μ.]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 25
σίζεται σε γεγονότα, δεν είναι — αν θέλουμε να ακριβολογή-σουμε - παοά yita_g£Ui -.g.K0.κοινά αποδεκτές κρίσεις» ·16
Ό μως, ας δούμε και τη διαφορετική, αλλά ε£ίσου δυσχερή, Βεση"τού μελετητή της σύγχρονης ιστορίας. Ο ιστορικός που ασχολείται με την Αρχαιο^'τόΓη_τδν’'Μεσαίωνα μπορεί να είναι ικανοποιημένος με την παρατεταμένη διαδικασία “κοσκινίσματος” , η οποία, με την πάροδο του χρόνου, έχει θέσει στη διάθεσή του ένα εύχρηστο corpus ιστορικών γεγονότων. Ό πω ς έχει υπογραμμίσει ο Λύτον Στράτσυ17 με το γνωστό προκλητικό του ύφος, «η άγνοια είναι το πρώτο προαπαιτούμενο για τον ιστορικό· η άγνοια που απλοποιεί και αποσαφηνίζει, που επιλέγει και παραλείπει» .18 Ό ταν νιώθω τον πειρασμό — όπως συμβαίνει ενίοτε — να φθονήσω την απόλυτη αυτάρκεια συναδέλφων που γράφουν αρχαία ή μεσαιωνική ιστορία, παρηγορούμαι με τη σκέψη ότι η αυτάρκειά τους οφείλεται κυρίως στο ότι αγνοούν τόσα πολλά πράγματα για το θέμα τους. Ο ιστορικός της σύγχρονης εποχής δεν απολαμβάνει κανένα από τα πλεονεκτήματα αυτής της εγγενούς άγνοιας. Πρέπει α ίδιος να “ καλλιεργήσει” την απαραίτητη άγνοια, και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο πιο σύγχρονη είναι η περίοδος που τον απασχολεί. Το_καθήκον του είναι διπλό: να ανακαλύψει τα λίγα σημαντικά γεγονότα που πρέπει να θεωρηθούν «ιστορικά», παρακάμπτοντας ταυτόχρονα πολλά άλλα γεγονότα ως μηιστορικά. ......
Πρόκειται για το αντίστροφο ακριβώς της “ αίρεσης” του 19ου αιώνα ότι η ιστορία αποτελεί απάνθισμα του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού αδιαμφισβήτητων και αντικειμενι-
16. G. Barraclough, History in a Changing World (1955), σ. 14.17. Strachey, Lytton (1880-1932). Ά γγ λ ο ς λόγιος, αισθητικός και
βιογράφος. Υπήρξε μέλος της Ομάδας του Μπλούμσμπερυ. Το έργο του Εξέχοντες βικτοριχνοί (Eminent Victorians, 1918) προκάλεσε μεγάλη αίσθηση όταν κυκλοφόρησε, κυρίως για την ειρωνεία του, το αντισυμβατικό του πνεύμα και το κομψό του ύφος. [Σ .τ.μ.]
18. L yHon Strachey, Πρόλογος στο Eminent Victorians.
26 Ε.Χ. ΚΑΡ
χών γεγονότων. Ό ποιος προσχωρήσει σ’ αυτή την “ αίρεση” θα πρέπει να εγκαταλείψει το επάγγελμα του ιστορικού και να επιδοθεί στη συλλογή γραμματοσήμων, ή σε κάποια άλλη συλλεκτική δραστηριότητα· αλλιώς, θα καταλήξει στο τρελοκομείο. Αυτή ακριβώς η “ αίρεση” έχει προκαλέσει τα τελευταία εκατό χρόνια τις πιο καταστροφικέ·; συνέπειες στη σύγχρονη ιστοριογραφία, καθώς οδήγ ησε στην “π.αρα- γωγή” τεράστιου και διαρκώς αυξανόμενου όγκου άχαρων ιστορικών έργων και ιδιαιτέρα εξει^ικευμενοίν μονογ^αφίών, από υποτιθέμενους ιστορικούς που γνωρίζουν όλο και περισσότερα για όλο και λιγότερα πράγματα, οι οποίοι βυθίζονται χωρίς να αφήσουν ίχνη στον ωκεανό της «γεγονοτολογίας».
Υποπτεύομαι ότι η αίσθηση διάψευσης των προσδοκιών του, που χαρακτήριζε τον Άκτον ως ιστορικό, ήταν απόρροια αυτής της “αίρεσης” —και όχι της σύγκρουσης των φιλελεύθερων απόψεών του με τους δεσμούς του πίστης με τον Καθολικισμό, όπως γίνεται δεκτό συνήθως. Σ ’ ένα νεανικό του κείμενο, ο ίδιος ο Άκτον έγραφε για τον δάσκαλό του, τον Νταίλινγκερ:19 «Δεν έγραφε ποτέ αν το υλικό του ήταν ανεπαρκές, και γ ι’ αυτόν τα υλικά ήταν πάντοτε ανεπαρκή» .20 Στο σημείο αυτό, ο Ά κτον διατύπωνε, βέβαια, προκαταβολικά την ετυμηγορία του για τον εαυτό του, για το παράξενο φαινόμενο ενός εξέχοντος ιστορικού ο οποίος... δεν έγραψε ιστορία. Άλλωστε, ο Άκτον συνέταξε έμμεσα και το επιτάφιο επίγραμμά του· στο εισαγωγικό σημείωμά του για τον πρώτο τόμο της Cambridge Modern History, που εκδόθηκε αμέσως μετά το θάνατό του, έγραφε περίλυπος ότι ως ιστορικός αντιμετώπιζε πιεστικές απαιτήσεις που απει-
19. Dollinger, Johann Joseph Ignaz von (1799-1890). Γερμανός καθολικός θεολόγος και ιστορικός. Καθηγητής της εκκλησιαστικής ιστορίας στο Μόναχο (σχεδόν χωρίς διακοπή) από το 1826 ώς το 1871! Το 1848-49 υπήρξε μέλος του Γερμανικού Κοινοβουλίου στη Φραγκφούρτη. [Σ .τ.μ.]
20. Αναφέρεται σε G.P. Gooch, History and Historians in the Nineteenth Century, σ. 385.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 27
λούσαν να τον μετατρέψουν «από λόγιο σε ερανιστή εγκυκλοπαίδειας» .21 Κάτι είχε πάει στραβά, κι αυτό ήταν η π ίστη στην ακατάπαυστη και αμείωτη σώρευση «σκληρών γεγονότων» ως θεμέλιου της ιστορίας. Με άλλα λόγια, η πί- στη ότι τα γεγονότα μιλάνε από μόνα τους και ότι ο αριθμός τους είναι κατ’ ανάγκη περιορισμένος, πίστη τόσο αδιαφιλονίκητη την εποχή εκείνη ώστε ελάχιστοι ιστορικοί θεωρούσαν — και θεωρούν ακόμη και σήμερα — αναγκαίο να ανα- ρωτηθούν «Τι είναι ιστορία;».
Ο φετιχισμός των γεγονότων που χαρακτήριζε τον 19ο αιώνα συμπληρωνόταν και δικαιολογούνταν από τον φετιχι- σμό των ντοκουμέντων. Τα ντοκουμέντα ήταν η Κιβωτός της Διαθήκης στο ναό των γεγονότων· ο ιερέας-ιστορικός τα πλησίαζε με σκυμμένο κεφάλι και μιλούσε με δέος γ ι’ αυτά.Τι μας λένε, όμως, τα ίδια τα ντοκουμέντα (οι συνθήκες, τα διατάγματα, τα μισθωτήρια συμβόλαια, τα επίσημα έγγραφα, η υπηρεσιακή αλληλογραφία, οι προσωπικές επιστολές, τα ημερολόγια), όταν καταπιαστούμε μαζί τους; Κανένα ντοκουμέντο δεν μπορεί να μας πει κάτι παραπάνω απ’ έζτι Ό ii'K σκεφτόταν ο συντάκτης του: τι πίστευε πως είχε συμβεί, τι XfoltWtyViV, θεωρούσε ότι θα έπρεπε να συμβεί ή θα συνέβαινε, ίσως τι ήθελε να πιστεύουν οι άλλοι ότι πιστεύει, ή_ ακόμη και τι νόμιζε ο ίδιος ότι πίστευε. Ό λα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν τ ίποτε, ώς τη στιγμή που ο ιστορικός Οα άσχοληΒεί μαζί τους και θα τα αποκρυπτογραφήσει. Ο ιστορικός πρέπει να επεξεργαστεί τα γεγονότα, είτε αυτά είναι καταγραμμένα σε ντοκουμέντα είτε όχι, πριν μπορέσει να τα επικαλεστεί και να τα αξιοποιήσει.
Θα προσπαθήσω να φωτίσω αυτό που θέλω να πω χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα που τυχαίνει να γνωρίζω καλά.Οταν ο Γκούσταφ Στρέζεμαν,22 υπουργός εξωτερικών της
21. Cambridge Modern History, A' (1902), σ. 4.22^ Stresemann, Gustav (1878-1929). Γερμανός πολιτικός. Ηγέτης
το-J Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος. Διατέλεσε καγκελάριος για λίγους μήνες το 1923, και εν συνεχεία υπουργός εξωτερικών ώς το 1929. [Σ .τ.μ.]
28 Ε.Χ. ΚΑΡ
Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, πέθανε το 1929, άφησε τεράστιο όγκο (300 κούτες γεμάτες) επίσημων, ημιεπίσημων και προσωπικών εγγράφων, που όλα σχεδόν αφορούσαν τα έξι χρόνια κατά τα οποία ήταν επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας. Οι φίλοι και οι συγγενείς του θεώρησαν μετά το Θάνατό του ότι Θα έπρεπε να τιμηθεί η μνήμη του επιφανούς πολιτικού. Ο πιστός του γραμματέας έπεσε “ με τα μούτρα” στη δουλειά και σε τρία χρόνια κυκλοφόρησαν πράγματι τρεις ογκώδεις τόμοι, με 600 περίπου σελίδες ο καθένας και με τον εντυπωσιακό γενικό τίτλο Stresemanns Vermttchtnis ( = Η κληρονομιά του Σ τρέζεμαν), όπου δημοσιεύονταν επιλεγμένα ντοκουμέντα από τις 300 κούτες που είχε αφήσει πεθαίνοντας. Αν δεν είχε υπάρξει αυτή η πρωτοβουλία, τα έγγραφα είναι πολύ πιθανό ότι θα είχαν αφεθεί να σαπίζουν σε κάποιο υπόγειο ή κάποια σοφίτα, και επομένως θα χάνονταν για πάντα. Το 1945 όμως, τα έγγραφα έπεσαν στα χέρια των αγγλοαμερικάνων, οι οποίοι φωτογράφησαν τα περισσότερα και έθεσαν τα φωτοαντίγραφα στη διάθεση του Public Record Office στο Λονδίνο και των National Archives στην Ουάσινγκτον. Αν έχει κανείς την απαιτούμενη υπομονή και περιέργεια, μπορεί σήμερα να διαπιστώσει ότι ο γραμματέας του Στρέζεμαν είχε κάμει κάτι ούτε ιδιαίτερα ασυνήθιστο, ούτε τόσο σκανδαλώδες όσο φαίνεται από πρώτη ματιά.
Ό ταν πέθανε ο Στρέζεμαν, η δυτική του πολιτική είχε στεφθεί από σημαντικές επιτυχίες, όπως το Σύμφωνο του Λοκάρνο, η ένταξη της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών, το Σχέδιο Dawes και το Σχέδιο Young, η αποχώρηση των Συμμαχικών στρατευμάτων κατοχής από τη Ρηνανία. Αυτά τα επιτεύγματα έδειχναν να είναι το πιο σημαντικό και αποδοτικό μέρος της εξωτερικής πολιτικής του Στρέζεμαν, και επομένως δεν ήταν αφύσικο ότι υπεραντι- προσωπεύσνταν στη συλλογή ντοκουμέντων που επιμελήθη- κε ο γραμματέας του. Από την άλλη μεριά, στην ανατολική πολιτική του, και ειδικότερα στις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, φαίνεται ότι ο Στρέζεμαν δεν είχε ανάλογες επιτυ-
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 29
χίες· ήταν, επομένως, επίσης “ φυσιολογικό” η επιλογή των σχετικών ντοκουμέντων να έχει γίνει με πιο αυστηρά κριτήρια, αφού πολλά από αυτά αφορούσαν διαπραγματεύσεις που οδήγησαν σε πενιχρά αποτελέσματα, παρουσίαζαν περιορισμένο ενδιαφέρον, και δεν προσέθεταν κάτι στη φήμη του Στρέζεμαν. Κι όμως, γνωρίζουμε ότι ο Στρέζεμαν εν- διαφερόταν με μεγαλύτερη ένταση και σταθερότητα για τις σχέσεις της χώρας του με τη Σοβιετική Ένωση, οι οποίες έπαιζαν πολύ σημαντικότερο ρόλο στη συνολικότερη εξωτερική πολιτική που ασκούσε απ’ ό,τι θα μπορούσε να υποθέσει ο ανυποψίαστος αναγνώστης της συλλογής που εξέδωσε ι ο γραμματέας του. Παρόμοια ή χειρότερα παραδείγματα OPd υποκειμενισμού αποτελούν, άλλωστε, συχνό φαινόμενο σε ^ πολλές συλλογές δημοσιευμένων εγγράφων, στις οποίες ο ιστορικός έχει την τάση να βασίζεται — έστω κι αν δεν τις μνημονεύει.
Να, όμως, που η μικρή αυτή ιστορία δεν τελειώνει εδώ.Λίγο μετά τη δημοσίευση της Κληρονομιάς του Στρέζεμαν, ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία. Το όνομα του Στρέζεμαν παραδόθηκε στη λήθη, η έκδοση εξαφανίστηκε από την κυκλοφορία. Τα περισσότερα αντίτυπα θα πρέπει να κατα- στράφηκαν, με αποτέλεσμα σήμερα το βιβλίο να είναι δυσεύρετο. Στη Δύση αντίθετα, η φήμη του Στρέζεμαν παρέ- μεινε αμείωτη. Το 1935, ένας άγγλος εκδότης κυκλοφόρησε σε μετάφραση μια συντομευμένη εκδοχή της γερμανικής έκδοσης. Ή ταν μια επιλογή... της επιλογής που είχε ήδη κάμει ο γραμματέας, στην οποία περιλαμβάνονταν τα 2/3 πε-
ν_^ίπου του πρωτότυπου υλικού. Ό πω ς εξηγούσε ο άγγλος μεταφραστής στον πρόλογό του, η αγγλική έκδοση ήταν «ελαφρώς συντετμημένη», καθώς είχε παραλειφθεί το μέρος εκείνο του υλικού που ο ίδιος θεωρούσε ότι «είχε μάλλον εφήμερη αξία... και παρουσίαζε περιορισμένο ενδιαφέρον για τους άγγλους αναγνώστες και σπουδαστές» .23 Έ στω κι αν
/__ £______23. Gustav Stresemann, His Diaries, Letters and Papers, A ' (1935).
Προλογικό Σημείωμα του επιμελητή-μεταφραστή.
30 Ε.Χ. ΚΑΡ
αυτό φαινόταν επίσης λογικό, το αποτέλεσμα είναι ότι η ήδη υποτονισμένη ανατολική πολιτική χάνεται ακόμη περισσότερο από το οπτικό πεδίο του αναγνώστη, ενώ η Σοβιετική Ένωση καταλήγει να εμφανίζεται ως ευκαιριακός μόνο — και μάλλον ανεπιθύμητος — παρείσακτος στην προσανατολισμένη βασικά προς τη Δύση πολιτική του Στρέζεμαν. Κι όμως, με εξαίρεση ίσως ορισμένους ειδικευμένους ιστορικούς, για τον Δυτικό κόσμο η αυθεντική φωνή του Στρέζεμαν αποτυπώνεται στην αγγλική μάλλον παρά στην πρωτότυπη γερμανική έκδοση —και ακόμη λιγότερο, βέβαια, στα ίδια τα ντοκουμέντα. Αν τα έγγραφα του Στρέζεμαν είχαν καταστραφεί κατά τους βομβαρδισμούς του 1945 και αν τα λιγοστά αντίτυπα της γερμανικής έκδοσης είχαν εξαφανιστεί, κανείς δεν θα αμφισβητούσε ποτέ την αυθεντικότητα και την αυθεντία της αγγλικής έκδοσης. Πολλές δημοσιευμένες συλλογές ντοκουμέντων, τις οποίες οι ιστορικοί αποδέχονται πρόθυμα ελλείψει των πρωτοτύπων, δεν έχουν ασφαλέστερες βάσεις από αυτές που μόλις περιέγραψα.
Θέλω, όμως, να προχωρήσω ένα βήμα πιο πέρα. Ας ξε- χάσουμε προς στιγμήν τους επιμελητές τόσο της γερμανικής όσο και της αγγλικής έκδοσης, και ας είμαστε ευγνώ- μονες που μπορούμε, αν θέλουμε, να συμβουλευτούμε τα αυθεντικά έγγραφα ενός από τους πρωταγωνιστές της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας. Τι μας λένε, λοιπόν, τα έγγραφα αυτά; Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν εκατοντάδες καταγραμμένες συνομιλίες του Στρέζεμαν με τον σοβιετικό πρεσβευτή στο Βερολίνο, καθώς και είκοσι περίπου συνομιλίες του με τον Τσιτσέριν, τον σοβιετικό ομόλογό του. Σε όλες αυτές τις συζητήσεις, ο Στρέζεμαν εμφανίζεται να δεσπόζει, διατυπώνοντας τα επιχειρήματά του με εύγλωττο και πειστικό τρόπο, ενώ εκείνα του συνομιλητή του είναι κατά κανόνα ανεπαρκή, νεφελώδη, μη πειστικά. Τα έγγραφα, όμως, δεν μας λένε τι ακριβώς συνέβη, αλλά μόνο τι νόμιζε ο Στρέζεμαν ότι συνέβη, ή τι ήθελε να πιστεύουν οι άλλοι ότι συνέβη, ή ίσως και τι ο ίδιος ήθελε να πιστεύει ότι
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 31
συνέβη. Πριν από τους επιμελητές των δύο εκδόσεων, της γερμανικής και της αγγλικής, η διαδικασία επιλογής είχε αρχίσει από τον ίδιο τον Στρέζεμαν. Αν υποθέσουμε, μάλιστα, ότι είχαμε στη διάθεσή μας και την καταγραφή των ίδιων αυτών συζητήσεων από τον Τσιτσέριν, θα μαθαίναμε η εκείνος πίστευε ότι συνέβη, ενώ τα πραγματικά περιστατικά θα έπρεπε και πάλι να ανασυσταθούν στο μυαλό του ιστορικού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα γεγονότα και τα ντοκουμέντα είναι βασικα εργαλεία του ιστορικού. Ας μην τα μετατρέπουμε. 6μώς^~αε~φετΐχ7 Αυτα καϋεαυτα 'δεν απο- τελούν ιστόρίΑ;ζύτέ^ρ'6σψεροΤ>ν^ στο ερώ-τημα που δεν κουράζομαι να θέτω «Τι είναι ιστορία;».
Σ ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφερθώ εν συντομία στο γιατί οι ιστορικοί του 19ου αιώνα ήταν κατά κανόνα αδιάφοροι για τη φιλοσοφία της ιστορίας — ο όρος επινοήθηκε από τον Βολταίρο, και από τότε έχει χρησιμοποιηθεί με διάφορες έννοιες. Για τους διανοούμενους της Δυτικής Ευρώπης, ο 19ος αιώνας ήταν περίοδος που απέπνεε αισιοδοξία και εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του ανθρώπου. Τα γεγονότα ήταν σε γενικές γραμμές ικανοποιητικά, και η τάση να θέτει κανείς και να απαντά δυσάρεστα ερωτήματα ήταν, κατά συνέπεια, περιορισμένη. Ο Ράνκε πίστευε με ευσέβεια ότι η Θεία Πρόνοια θα φρόντιζε για το νόημα της ιστορίας αν ο ίδιος φρόντιζε για τα γεγονότα, έστω κι αν ο Μπούρ- κχαρτ,24 με μια πιο σύγχρονη οπωσδήποτε δόση κυνισμού, επισήμαινε ότι «δεν είμαστε μυημένοι στους σκοπούς της αιώνιας σοφίας». Ο καθηγητής Μπάτερφηλντ παρατηρούσε
^αρκετά χρόνια αργότερα (το 1931) ότι «οι ιστορικοί έχουν προβληματιστεί πολύ λίγο για τη φύση των πραγμάτων, ή ακόμη και για τη φύση του αντικειμένου τους» .25 Ό μω ς, ο
24. Burckhardt, Jacob Christopher (1818-97). Ελβετός ιστορικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας (1858-93). Γνωστός κυρίως αϊτό το έργο του Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία (I860). [Σ .τ.μ.]
25. Η. Butterfield, The Whig Interpretation of History (1931), σ. 67.
32 Ε.Χ. ΚΑΡ
προκάτοχός μου σ’ αυτή τη θέση Α.Λ. Ράουζ, περισσότερο δίκαιος στην κριτική του, έγραφε για το βιβλίο του Ουΐν- στον Τσώρτσιλ World Crisis ( = Παγκόσμια κρίση· αναφέρε- ται στον Α / Παγκόσμιο Πόλεμο) ότι, ενώ ήταν εφάμιλλο της Ιστορίας της Ρωσικής Επανάστασης του Τρότσκι ως προς τη ζωντάνια, τη γλαφυρότητα και το ύφος του, ήταν κατώτερο κατά τούτο και μόνο: «δεν είχε πίσω του φιλοσοφία της ιστορίας» .26 Οι βρετανοί ιστορικοί αρνούνταν να παρασυρθούν σ’ αυτόν το δρόμο, όχι γιατί πίστευαν ότι η ιστορία δεν είχε νόημα, αλλά γιατί θεωρούσαν ότι το νόημά της ήταν υπόρρητο, πλην όμως προφανές.
Η φιλελεύθερη αντίληψη για την ιστορία που χαρακτήρι- ζε τον 19ο αιώνα ειχε στενή συγγένεια με το οικονομικό δόγμα του ' im ssez^aJrer^ οποίο άπότελούσε επίσης απόρροιά μιας ήρεμης και γεμάτης αυτοπεποίθηση αντιμετώπισής του κόσμου. Με άλλα λόγια, ας κάνει ο καθένας τη δουλειά του, και το «κρυμμένο χέρι» θα φροντίζει για την παγκόσμια αρμονία. Τα ίδια τα γεγονότα της ιστορίας αποτε- λούσαν απόδειξη του υπέρτατου γεγονότος: της ευεργετικής, και προφανώς απεριόριστης, προόδου προς υψηλότερες σφαίρες. Ή ταν η εποχή της αθωότητας, και οι ιστορικοί περπατούσαν στον Κήπο της Εδέμ χωρίς καν φύλλο συκής, γυμνοί και χωρίς να νιώθουν ντροπή μπροστά στον θεό της ιστορίας. Έκτοτε, έχουμε γνωρίσει την Αμαρτία και έχουμε ζήσει την Πτώση. Όσο για τους ιστορικούς που σήμερα προφασίζονται πως δεν είναι απαραίτητη μια φιλοσοφία της ιστορίας, αυτοί απλώς προσπαθούν μάταια και συνειδητά, σαν τα μέλη μιας αποικίας γυμνιστών, να αναβιώσουν τον Κήπο της Εδέμ στην αυλή του εξοχικού τους. Σήμερα, το επιτακτικό και δυσάρεστο ερώτημα «Τι είναι ιστορία;» δεν μπορεί πια να παρακάμπτεται.
Τα τελευταία πενήντα χρόνια, τα σοβαρά έργα που έχουν προσπαθήσει να απαντήσουν στο ερώτημα «Τι είναι ιστο-
26. A.L. Rowse, The End of an Epoch (1947), σσ. 282-83.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 33
ρ(α;» είναι αρκετά. Το δόγμα της προτεραιότητας και της αυτονομίας των γεγονότων αμφισβητήθηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία, τη χώρα που τόσο συνέβαλε στο να κλονιστεί η κυριαρχία του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα. Οι φιλόσοφοι στους οποίους οφείλεται αυτή η πρόκληση είναι σήμερα σχεδόν άγνωστοι, με εξαίρεση ίσως τον Ντιλτάυ.27 Ειδικότερα στη Μεγάλη Βρετανία, η ευημερία και η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας ήταν πριν από το 1900 τόσο μεγάλη, ώστε να μπορούμε να αγνοούμε τους αιρετικούς εκείνους που έβαλλαν κατά της λατρείας των γεγονότων. Ή δη πάντως στις αρχές του 20ού αιώνα, η σκυτάλη πέρασε στην Ιταλία· εδώ ο Κρότσε28 είχε αρχίσει να διατυπώνει μια φιλοσοφία της ιστορίας, που ήταν φανερό ότι όφειλε πολλά στους γερμανούς δάσκαλους. Ό λη η ιστορία είναι «σημερινή ιστορία», διακήρυσσε ο Κρότσε,29 εννοώντας ότι η ιστορία συνίσταται βασικά στο να βλέπει κανείς το παρελθόν με τα μάτια του παρόντος και υπό το φως των σημερινών προβλημάτων. Κύριο καθήκον του ιστορικού δεν είναι, επομένως,
27. Dilthey, Wilhelm (1833-1911). Γερμανός φιλόσοφος και ιστορικός των ιδεών. Μαθητής του Ράνκε, δίδαξε στα πανεπιστήμια της Βασιλείας, του Κίελου, του Μπρέσλαου, και τέλος του Βερολίνου (1882-1911). Σ ’ αυτόν οφείλεται η διάκριση σε επιστήμες της φύσης (Naturwissenshaften) και επιστήμες του πνεύματος (Geisteswissenscha- ftcn). [Σ .τ.μ.]
28. Croce, Benedetto (1866-1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός, Μαθητικός, κριτικός και φιλελεύθερος πολιτικός. Ιδρυτής της επιθεώρησης La Critics. Γερουσιαστής και υπουργός παιδείας το Ϊ92Θ-21, αντιτάχθηκε στο καθεστώς του Μουσολίνι. [Σ .τ.μ.]
29. Τα πλήρη συμφραζόμενα του περιώνυμου αυτού αφορισμού εί- ναι: «Οι πρακτικές απαιτήσεις που αποτελούν τη βάση κάθε ιστορικής κρίσης δίνουν σε όλη την ιστορία το χαρακτήρα της “ σημερινής ιστορίας” . Ό σο χρονικά απομακρυσμένα κι αν φαίνονται τα γεγονότα Τΐου εκτίθενται, στην πραγματικότητα η ιστορία αναφέρεται σε ανάγκες και καταβτάσεις του παρόντος, στο πλαίσιο των οποίων πάλλον- ΐαι τα γεγονότα αυτά» (Β. Croce, History as the Story of Liberty, αγγλ. μτφρ. 1941, σ. 19).
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
34 Ε.Χ. ΚΑΡ
να καταγράφει αλλά να αξιολογεί- αν δεν αξιολογεί, π ώ ς; μπορεί να ξέρει τι αξίζει να καταγραφεί και τι όχι; Το 1910 ο αμερικάνος ιστορικός Καρλ Μπέκερ30 υποστήριξε με συ-> νειδητά προκλητική γλώσσα ότι «τα γεγονότα της ιστορίας δεν υπάρχουν για τον ιστορικό, ώς τη στιγμή που θα τα δη-ϊ
f Ο Λμιουργησει».Αυτές οι προκλήσεις πέρασαν αρχικά μάλλον απαρατήρη
τες. Μόνο μετά το 1920 ο Κρότσε άρχισε να έχει σημαντική επίδραση στη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία. Ο λόγος γ ι’ αυτό δεν ήταν ότι ο Κρότσε πλεονεκτούσε σε σχέση με τους γερμανούς προδρόμους του ως προς την οξυδέρκεια των πα- ρατηρήσεών του και την κομψότητα του ύφους του· στα χρόνια που ακολούθησαν τον Α ' Παγκόσμιο Πόλεμο τα γεγονότα είχαν ήδη πάψει να μας χαμογελούν εξίσου όσο πριν το 1914, και επομένως ήμασταν πιο δεκτικοί σε μια φιλοσοφία που επιδίωκε να μειώσει το κύρος τους. Ο Κρότσε επηρέασε τον άγγλο φιλόσοφο και ιστορικό Κόλινγκγουντ,32 τον μόνο βρετανό στοχαστή του 20ού αιώνα που η συνεισφορά του στην ιστορία της φιλοσοφίας είναι σημαντική— έστω κι αν ο Κόλινγκγουντ δεν έζησε αρκετά ώστε να γράψει τη συστηματική πραγματεία που σχεδίαζε, τα δημοσιευμένα και αδημοσίευτα κείμενά του με θέμα τη φιλοσοφία της ιστορίας συγκεντρώθηκαν σε μια μεταθανάτια έκδοση με τίτλο The Idea of History ( = I I ιδέα της Ιστορίας), που κυκλοφόρησε το 1945.
απόψεις του Κόλινγκγουντ είναι συνοπτικά οι εξής. Η / · φιλοσοφία της ιστορίας δεν ασχολείται ούτε με «το παρελ- ι' θόν αυτό καθεαυτό», ούτε με τη «σκέψη του ιστορικού γ ι’
αυτό καθεαυτό το παρελθόν», αλλά με την αμοιβαία σχέση
30. Becker, Carl Lotus (1873-1945). Αμερικανός ιστορικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Cornell (1917-41). Αυθεντία στην ιστορία του Διαφωτισμού, και γενικότερα του 18ου αιώνα. [Σ .τ.μ.]
31. Atlantic Monthly, Οκτώβριος 1910, σ. 528.32. Collingwood, Robin George (1889-1943). Ά γγ λο ς φιλόσοφος,
αρχαιολόγος και ιστορικός, καθηγητής στην Οξφόρδη από το 1934 ώς το 1941. [Σ .τ.μ.]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 35
τίον δύο. «Το παρελθόν που μελετά ο ιστορικός δεν είναι ένα νεκρό παρελθόν, αλλά ένα παρελθόν που, με μια ορισμένη έννοια, εξακολουθεί να ζει στο παρόν». Ό μω ς, μια παρελ- 0ούσα πράξη είναι νεκρή, δηλαδή χωρίς νόημα για τον ιστορικό, αν αυτός δεν μπορεί να αντιληφθεί τη σκέψη που βρίσκεται πίσω από την πράξη. Κατά συνέπεια, «όλη η ιστορία είναι ιστορία της σκέψης», ενω «ιστορία είναι η. ανάπλαση "στο μυαλό τδϊ7"ιστορϊκού της σκέψης εκείνης της οποίας.την ιστορία αυτός μελετά». Η ανασύνθεση του παρελθόντος στο μυαλό του ιστορικού εϊςαρτάταΤαπό τα εμπειρικά στοιχεία.Δεν είναι, όμως, εμπειρική διαδικασία, και δεν μπορεί να συνίσταται στην απλή π αράθεση γεγονότων. Αντιθέτων, η διαδικασία ανασύνθεσης κατευθύνει την επιλογή και την ερμηνεία των γεγονότων, μετατρέπει ουσιαστικά τα απλά
-συμβάντα σε ιστορικά γεγονότα. Ο καθηγητής Όακσοτ33, ο οποίος στο σημείο αυτό πλησιάζει τον Κόλινγκγουντ, γράφει: «Η ιστορία είναι εμπειρία του ιστορικού. Δεν “ φτιάχνεται” από κανέναν άλλο παρά μόνο από τον ιστορικό. Ο μοναδικός τρόπος να φτιάχνει κανείς ιστορία είναι να τη γράφει» .34
Η κριτική αυτή αναζήτηση, αν και γεννά σοβαρές επιφυλάξεις, φέρνει στην επιφάνεια ορισμένες παραμελημένες αλήθειες. ς ^ j j
Πρώτον, τα γεγονότα τΐτς-^τβρϊας ποτέ δεν φτάνουν ώς "td**' ρ —Λ·»·’-Λ»— .· ■* ι Alii ΙΙΙΙΜη . -... · t ... ^
εμας «καθαρά»· δεν υπαρχουν και δεν μπορούν να υπαρχουν σε καθαρή μορφή, αφού πάντοτε διαθλώντα^ στο ^υαλό ί] εκείνου που τα καταγράφει. Συνεπώς, όταν εξετάζουμε ένα . έργο ιστορίας, πρωταρχικό μας μέλημα δεν πρέπει να είναι (τα γεγονότα που περιγράφονται, αλλά ο ιστορικός που _το ">6'Λ'ορ I kevi έγραψε. Θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Τζ.Μ. Τρι- 0 0 ,
tpvu** 6.4ο
33. Oakeshott, Michael Joseph (1901-90). Ά γγ λ ο ς πολιτικός φιλόσοφος, καθηγητής στο London School of Economics (1951-69). Συντηρητικών αντιλήψεων, έγινε κυρίως γνωστός από το έργο του Για τον πολιτισμό (1969). [Σ .τ.μ.]
34. Μ. Oakeshott, Experience and its Modes (1933), σ. 99
βέλυαν,35 του μεγάλου άγγλου ιστορικού το όνομα του οποίου φέρουν αυτές οι παραδόσεις. Στην αυτοβιογραφία του ο ίδιος αναφέρει ότι «στο σπίτι του μεγάλωσε σύμφωνα με μια παράδοση που ακολουθούσε τις βασικές κατευθύνσεις των Ουΐγων, και μάλιστα σε υπερβολικό θα μπορούσε να πει κανείς βαθμό» .36 Δεν νομίζω, άλλωστε, ότι ο Τριβέλυαν θα διαφωνούσε με το χαρακτηρισμό, αν τον ονόμαζα τον πιο πρόσφατο κρίκο στη μακρά σειρά των μεγάλων άγγλων φιλελεύθερων ιστορικών που θήτευσαν στις παραδόσεις του κόμματος των Ουΐγων — δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ανάγει το οικογενειακό του δέντρο, μέσω του Τζωρτζ Ό το Τριβέλυαν, στον μέγιστο αναμφισβήτητα ιστορικό της παράδοσης αυτής, τον Μακώλεϋ.37
Το πιο περίτεχνο και ώριμο έργο του Τζ.Μ. Τριβέλυαν, England under Queen Anne ( = Η Α γγλία στα χρόνια της βασίλισσας Α ννας38), γράφτηκε με δεδομένο αυτό ακριβώς το υπόβαθρο· γ ι’ αυτό, μόνο αν διαβαστεί στο συγκεκριμένο πλαίσιο, 'μπορεί να αποκαλύψει στον αναγνώστη το πλήρες νόημά του και την πλήρη σημασία του. Αν κανείς (ακολουθώντας το παράδειγμα ορισμένων ανυπόμονων αναγνωστών αστυνομικών μυθιστορημάτων) διαβάσει πρώτα το τελευταίο κεφάλαιο, θα βρει στις τελευταίες σελίδες του 3ου τόμου την καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, σύνοψη αυτού που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ερμηνεία της ιστορίας από
36 Ε.Χ. ΚΑΡ
35. Trevelyan, George Macaulay (1876-1962). 'Αγγλος ιστορικός, γιος του πολιτικού Sir George Otto Trevelyan (1838-1928). Καθηγητής της σύγχρονης ιστορίας στο Κέιμπριτζ (1924-40). Κύριο έργο του η Κοινωνική Ιστορία της Α γγλ ία ς (1944). [Σ .τ.μ.]
36. G.M. Trevelyan, An Autobiography (1949), σ. 11.37. Macaulay, Thomas Babington (1800-59). Ά γγ λ ο ς ιστορικός,
θείος του G.O. Trevelyan. Διατέλεσε μέλος του Κοινοβουλίου και υπουργός. Η Ιστορία της Α γγλ ία ς μετά την άνοδο στο θρόνο του Ιακώβου Β ' θεωρείται το σημαντικότερο έργο του. [Σ .τ.μ.]
38. Βασίλισσα της Αγγλίας από το 1702 ώς το 1714. Νεότερη αδελφή της Μαρίας, συζύγου του Γουλιέλμου Γ'. [Σ .τ.μ.]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 37
Αν και η ερμηνεία αυτή των γεγονότων κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Άννας δεν είναι ίσως η μοναδική δυνατή, πρόκειται για έγκυρη και, στα χέρια του Τριβέλυαν, γόνιμη ερμηνεία. Ωστόσο, για να την εκτιμήσουμε σε όλη της την έκταση, πρέπει να καταλάβουμε τι ακριβώς κάνει ο ιστορικός. Γιατί, όπως υποστηρίζει ο Κόλινγκγουντ, αν ο ιστορικός πρέπει να αναπλάσει νοητικά ό,τι συνέβη στο μυαλό των πρωταγωνιστών του, ο αναγνώστης πρέπει κι αυτός με τη σειρά του να αναπλάσει τι συμβαίνει στο μυαλό του ιστορικού. Πριν αρχίσετε να μελετάτε τα γεγονότα, μελετήστε τον ιστορικό. Ό ταν^ίαΡαζετε“"ενα ιστορικό έργο, έχετε πάντοτε το νου σας να ακούσετε το βόμβο από το μυαλό του ιστορικού· αν δεν ακούτε τίποτε, ή εσείς είστε κουφός στις αποχρώσεις των τόνων, ή ο συγγραφέας είναι μονότονος. Στην.
πραγματικότητα, τα γεγονότα δεν είναι σαν τα ψάρια στον(*/' πάγκο του ψαρά, αλλά .σαν ,.ψάρ^.,.που_κολυμπο’υν σε απέ-(^ γ
ραντη,’και καμιά φορά δυσπρόσιτη, θάλασσα. Το τι θ α /“πιάσει” ο το σημείο πουεπιλέγει για να "ψαρέψει και από τα σύνεργοΓπδΤΓχρησιμο-!«οιεί — σε σΰνάρΤήση~παντότε με το είδος ψαριού που θέλβτ
'ν α πιάσει. Σε γενικές γραμμές, ο ιστορικός θα περιλάβει \b tc 0 iO| ~ στο^-έργο του το είδος εκείνο γεγονότων που επιθυμεί. Ιστο- ρίά~ σημαίνει Ερμηνεία. ΤΓράγματι, αν αντιστρέφοντας τη φράση του Σερ Τζωρτζ Κλαρκ έλεγα ότι η ιστορία είναι «ένας σκληρός πυρήνας ερμηνείας περιστοιχισμένος από σάρκα αμφισβητήσιμων γεγονότων», η ετυμηγορία μου δεν
39. Γουλιέλμος της Οράγγης, βασιλιάς της Αγγλίας ως Γουλιέλ- fJ-ος Γ'. Από το 1689 ώς το 1694 βασίλευσε μαζί με τη σύζυγό του Μαρία, και από το 1694 ώς το 1702 μόνος του. [Σ .τ.μ.]
38 Ε.Χ. ΚΑΡ
υπάρχει αμφιβολία ότι θα ήταν μονόπλευρη και παραπλανητική· τολμώ, όμως, να πω όχι περισσότερο απ’ ό,τι η αρχι
.κή ρήση.. ' , ( ^ ) Τ ο δεύτερο σημείο έχει σχέση με την ανάγκη του ιστορι-
f ftC v si / ~............................/ ί -■■■■'i r ·'·'—— ..........γ /-ιν - \ κου να κατανοήσει μεσω της φαντασίας του πως σκεφτον- ^ ταν οι άνθρωποι που τον απασχολούν. Ο 19ος αιώνας ήταν
φτωχός σε έργα Μεσαιωνικής ιστορίας· τον απωθούσαν υπερβολικά οι προλήψεις του Μεσαίωνα και οι βαρβαρότητες στις οποίες αυτές ωθούσαν, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κατανοήσει μέσω της φαντασίας τον μεσαιωνικό άνθρωπο. Ο Μπούρκχαρτ έγραφε επικριτικά για τον Τριακονταε τή Πόλεμο: «Είναι σκανδαλώδες μια πίστη, είτε πρόκειται για καθολικούς είτε για προτεστάντες, να θέτει την επιβίωσή της σε ανώτερη μοίρα από την ακεραιότητα ενόί έθνους» .40 Για τον φιλελεύθερο ιστορικό του 19ου αιώνα που ανατράφηκε με την πεποίθηση ότι είναι σωστό κα αξιέπαινο να σκοτώνει κανείς για να υπερασπίσει την πα~ τρίδα του αλλά κακό και στενοκέφαλο να σκοτώνει για να υπερασπίσει τη θρησκεία του, ήταν εξαιρετικά δύσκολο νι κατανοήσει τη νοοτροπία και τον ψυχισμό όσων πολέμησα1 στον Τριακονταετή Πόλεμο. Αυτή η δυσκολία είναι ιδιαίτερα αισθητή στο πεδίο που με απασχολεί αυτή την εποχή Πολλά απ’ όσα έχουν γραφτεί τα τελευταία δέκα χρόνιο στις αγγλόφωνες χώρες για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά κα' στη Σοβιετική Ένωση σχετικά με τις αγγλόφωνες χώρες, πάσχουν από αδυναμία να κατανοήσουν έστω και στο ελάχιστο, μέσω της φαντασίας, τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης της άλλης πλευράς, με αποτέλεσμα όσα αυτή λέει κα πράττει να φαίνονται πάντοτε παράλογα, κακόβουλα ή υπο-
\ · κριτικά. Με λίγα λόγια, δεν μπορεί να γραφτεί ιστορία πα· ρά μόνο αν ο ιστορικός πετύγει κάποιου είδους επικοινωνώ και επαφή με τον τρόπο σκέψης εκείνων για τους οποίου·
WIC fcpAJMOj
40. J. Burckhardt, Judgments on History and Historians (1959), 179.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 39
ί'^φ να τρίτο σημείο είναι, ότι μπορούμε να δούμε και να κα- ^ίνιηΤισουμε το παρεΙ0δ ^ ^ παρόντος’. Οίητορικός ανήκει στην εποχή του, είναι δεμενος μ ά ν τ η ς . Οι -^ιες οΓ Λέξεις πσΰ"χρησΐμοποιεί (δημοκρατία, αυτοκρατορία, πόλεμος, επανάσταση) έ’/ουν .από τις οποίες κανείς δεν μπορεί να τις απρ)ΕΚ.£σει. Αρκετοί μελετητές της Αρχαίας ιστορίας συνηθίζουν να χρησιμοποιούν λέξεις όπως πόλις ή /?M?s στο — ελληνικό και λατινικό αντίστοιχα — πρωτότυπο, για να αποφύγουν αυτήν ακριβώς την παγίδα. Ό μως, το πρόβλημα εξακολουθεί να υφί- σταται. Πρόκειται για ιστορικούς που ζουν στο παρόν και δεν μπορούν να “ ταξιδέψουν” στο παρελθόν, έστω κι αν χρησιμοποιούν ασυνήθιστες ή απαρχαιωμένες λέξεις και εκφράσεις. Ό πω ς αντίστοιχα δεν θα αρκούσε να φορέσει κανείς χλαμύδα ή τήβεννο για να γράψει καλύτερη ιστορία της αρχαίας Ελλάδας ή της Ρώμης. Οι όροι με τους οποίους οι γάλλοι ιστορικοί διαφορετικών εποχών έχουν περιγράψει το παρισινό πλήθος, που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στη Γαλλική Επανάσταση (le peupJe, les sans-culottes, la canaille, les bras-nus), αποτελούν, για όσους γνωρίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού, μανιφέστα πολιτικής τοποθέτησης και ερμηνείας των γεγονότων από ορισμένη σκοπιά.
Ο ιστορικός είναι τελικά υποχρεωμένος να διαλέξει^^Η χρήση της γλώσσας δεν του αφήνει περιθώρια να^είναι ουδέτερος· ούτε πρόκειται για ζήτημα ορολογίας και μόνο. "Τα τελευταία εκατό χρόνια, οι αλλαγές της ισορροπίας "δυνάμεων στην Ευρώπη έχουν αλλάξει ριζικά τη στάση των βρε- τανων ιστορικών απέναντι στον Φρειδερίκο τον Μεγάλο. Οι αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Καθολικισμού και Προτεσταντισμού έχουν επίσης αλλάξει ριζικά τη στάση των ιστορικών απέναντι σε μορφές όπως ο Λούθηρος, ο Λο- Υΐ·ολα, ή ο Κρόμγουελ. Αρκεί έστω και επιδερμική γνώση του έργου των γάλλων ιστορικών των τελευταίων σαράντα Χρόνων για ναΝριντιληφθεί κανείς πόσο η στάση τους απέναντι στη Γαλλική Επανάσταση έχει επηρεαστεί από τη
^σικη Επανάσταση του 1917. Ο ιστορικός δεν ανήκει στο
40 Ε.Χ. ΚΑΡ
παρελθόν ανήκει στο παρόν. Ο καθηγητής Τρέβορ-Ρόπερ41 έχει γράψει ότι ο ιστορικός «οφείλει να αγαπά το παρελθόν» .42 Έ χω τις επιφυλάξεις μου γ ι’ αυτό. Η αγάπη για το παρελθόν εύκολα μποεί να αποτελεί έκφραση μιας ρομαντικής νοσταλγίας για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες άλλων εποχών, σύμπτωμα ότι έχουμε χάσει την πίστη μας στο παρόν και το μέλλον, το ενδιαφέρον μας για ό,τι συμβαίνει ή θα συμβεί. Θα προτιμούσα μια άλλη επιγραμματική διατύπωση, η οποία κάνει λόγο για την ανάγκη να αποφύγουμε τον εναγκαλισμό των «παγωμένων χεριών του παρελθόν-ί τος». Αποστολή του ιστορικού δεν είναι ούτε να αγαπήσει το παρελθόν, ούτε να χειραφετηθεί απ’ αυτό, αλλά να το γνωρίσει εις βάθος και να το αξιοποιήσει ως κλειδί για την
'κατανόηση του παρόντος; ................— -_________
Αυτές είναι ορισμένες από τις οξυδερκείς επισημάνσεις της; αντίληψης εκείνης για την ιστορία που θα μπορούσε, χάριν συντομίας, να αποκληθεί «του Κόλινγκγουντ». Καλό θα εί-
. , , ναι, όμως, να δούμε και τους κινδύνους που αυτή εμπεριέ-; χει. Η έμφαση στο ρόλο του ιστορικού ως διαμορφωτή της
ιστορίας, αν εξωθήθ^'^ην~Ί£σχατη συνέπειά της, οδηγεί tjTl JJTnv κατάργηση κάΒ£™ενΤάΐ<χζΙστορικής αντικειμενικότη
τ α ς ,Σ αυτή την περίπτωση^ ιστορία είναι ό,τι “κατασκευάζει” οιστορικός. Ο Κόλινγκγουντ μάλιστα —όπως προκύπτει από ένα αδημοσίευτο κείμενό του που παρατίθεται από τον επιμελητή της μεταθανάτιας έκδοσης του τελευταίου έργου του— φαίνεται ότι είχε καταλήξει σε ανάλογα συμπεράσματα:
41. Trevor-Roper, Hugh (γεν. 1914). Ά γγλος ιστορικός. Σπούδασε και δίδαξε (1957-80) στην Οξφόρδη. Γνωστός, μεταξύ άλλων, από το έργο του Οι τελευταίες ημέρες του Χ ίτλερ (1947), καθώς και από την ανάμιξή του στην υπόθεση του πλαστού Ημερολογίου του Χ ίτλερ, του οποίου αρχικά υποστήριξε την αυθεντικότητα. [Σ .τ.μ .]
42. Εισαγωγή σε J. Burckhardt, ό.π.. σ. 17.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 41
Ο Άγιος Αυγουστίνος έβλεπε την ιστορία από τη σκοπιά των πρώτων χριστιανών, ο Τιγεμόν43 από τη σκοπιά ενός γάλλου του 17ου αιώνα, ο Γκίμπον44 από τη σκοπιά ενός άγγλου του 18ου αιώνα, ο Μόμσεν45 από τη σκοπιά ενός γερμανού του 19ου αιώνα. Το ερώτημα ποια ήταν η σωστή σκοπιά δεν έχει νόημα. Καθεμιά τους ήταν η μόνη δυνατή για εκείνον που την υιοθετούσε.46
Έτσι οδηγούμαστε στον απόλυτο σκεπτικισμό, που θυμίζει την παρατήρηση του Φρούντε47 ότι η ιστορία είναι «σαν παιδικό παιχνίδι με γράμματα, με τα οποία μπορεί κανείς να σχηματίσει όποια λέξη θέλει» .48 Ο Κόλινγκγουντ, αντιδρών- τας στην άποψη ότι η ιστορία είναι απλή συρραφή γεγονότων, πλησιάζει επικίνδυνα στο σημείο να αντιμετωπίζει την
43. Tillemond, Louis S6bastien Le Nain de (1637-98). Γάλλος ιερωμένος και ιστορικός. Κύρια έργα του: Εκκλησιαστική Ιστορία των έξι πρώτων αιώνων και Ιστορία των αυτοκρατόρων. [Σ .τ.μ.]
44. Gibbon, Edward (1737-94). Ά γγλος ιστορικός. Έ ζησε στη Λω- ζάνη από το 1753 ώς το 1758, ενώ το 1764 επισκέφθηκε τη Ρώμη, όπου και συνέλαβε την ιδέα για το μνημειώδες, πολύτομο έργο του Η παρακμή και η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1776-88). Π αρά τις ελλείψεις του, τον υποκειμενισμό που το διακρίνει κάι τις αντιρρήσεις που έχει κατά καιρούς προκαλέσει, το έργο του Γκίμπον παραμένει πάντοτε κλασικό. Διατέλεσε επίσης μέλος του Κοινοβουλίου και ανέλαβε κυβερνητικά αξιώματα. [Σ .τ.μ.]
45. Mommsen, Theodor (1817-1903). Γερμανός ιστορικός. Εμβριθής μελετητής ρωμαϊκών επιγραφών, καθηγητής του Ρωμαϊκού Δ ικαίου, και τελικά καθηγητής της αρχαίας ιστορίας στο Βερολίνο από το 1858. Κύρια έργα του η Ιστορία της Ρώμης (3 τόμοι· 1854-55) και οι Ρωμαϊκές επαρχίες (1885). Το 1902, του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ της λογοτεχνίας! [Σ .τ.μ.]
46. Froude, James Anthony (1818-94). Ά γγλος ιστορικός. Σπούδαζε και δίδαξε στην Οξφόρδη. Κύριο έργο του η δωδεκάτομη Ιστορία Της Α γγλ ία ς από την πτώση του Wolsey ώς την Ισπανική Αρμάδα, που ολοκληρώθηκε το 1869. [Σ.τ.μ.]
47. R. Collingwood, The Idea of History (1946), σ. xii.48. A. Froude, Short Studies on Great Subjects, A' (1894), σ. 21.
42 Ε.Χ. ΚΑΡ
ιστορία σαν κάτι που ξεπηδά από τον ανθρώπινο εγκέφαλ!προσεγγίζοντας την άποψη του Σερ Τζωρτζ Κλαρκ, ποανέφερα ήδη, ότι «δεν υπάρχει “αντικειμενική” ιστοριχ
λ · αλήθεια». Στη θέση m e Ostopiac ότι η ιστορία δεν έχει von\ « μα, ένουμε εδώ τη θεωρία των απεριόριστων νοημάτων, πο
ΜΑ,ν,νΑον ίπ Χρυς είναι λίγο-πολύ σωστά. Η δεύτερη αυτή θεωρίΐμάς φέρνει στο ίδιο σημείο από άλλο δρόμο, και γ ι’ αυτό ε ίναι εξίσου αστήρικτη όσο και η πρώτη. Έ να βουνό παίρνΙδιαφορετικό σχήμα ανάλογα με την οπτική γωνία απ’ όποτο κοιτάζει κανείς· αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι αντικειμ«|νικά δεν έχει σχήμα, ή ότι έχει άπειρα σχήματα. Το ότι
\ ερμηνεία των γεγονότων είναι απαραίτητη στην~~ϊστορί«ενώ παραλλτιλα καμιά ερμηνεία δεν είναι απόλυτα αντικει!
iJtWOCWtA 1Q Γ . μενική, οεν σημαίνει και οτι ολες οι ερμηνείες είναι εςισο|Ιγχρρες^ -η ότι τα γεγονότα δεν επιδέχονται αντικείμενάερμηνεία.. Σε επόμενο κεφάλαιο, θα αναφερθώ εκτενώς σττι ακριβώς σημαίνει αντικειμενικότητα στην ιστορία.
Ωστόσο, στην άποψη του Κόλινγκγουντ ελλοχεύει ένα! ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος. Αν ο ιστορικός βλέπει πάντοί τε την ιστορική περίοδο που μελετά με τα μάτια της εποχή! του και μελετά τα προβλήματα του παρελθόντος ως κλει3 για τα τρέχοντα προβλήματα, είναι φυσικό να διολισθήσβ σε μια αμιγώς πραγματιστική προσέγγιση των γεγονότων θεωρώντας κριτήριο της ορθής ερμηνείας το αν αυτή είνα πρόσφορη ή όχι για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού! Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, τα γεγονότα.της ιστορία! §εν έχουν σή{Λ3Κϊΐα· π ερμηνεία τους είναι το παν. «Η πλάνϊ μιας άποψης δεν αποτελεί και αιτία απόρριψής της... Το ζή | τημα είναι αν προάγει τη ζωή, διασώζει τη ζωή, συμβάλε στη διατήρηση του είδους, ή ίσως δημιουργεί νέο είδος»! έγραφε ο Νίτσε.49 Ανάλογη γραμμή πλεύσης, αν και με λ ι | γότερο ρητό και αποφασιστικό τόνο, ακολουθούσαν και ο| αμερικανοί πραγματιστές. Γ ι’ αυτούς, η γνώση πάντοτε σ^
49. Πέραν του καλού και του κακού, κεφ. 1.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 43
£τί αποσκοπεί· το κύρος της, επομένως, εξαρτάται από το Κύροζ του σκοπού τγ)ζ·
Όμως, ακόμη και σε περιπτώσεις οπότε δεν διατυπώνονται πα ρόμ οιες θεωρίες, η ακολουθούμενη πρακτική δεν τΐοίύε!· να είναι εξίσου ανησυχητική. Έ χω συναντήσει πολλά παραδείγματα ερμηνειών που παραποιούν Βάναυσα τα γεγο- ^,'τα, ώστ£..^-_έ^ω-απ.όλυτη συνείδηση των κ ινδύνων που,Γ^τάρχουν σε.παρόμοιε ς . &γτΐλήψεΐ£· Δεν είναι παράδοξοότι, μελετώντας κανείς προσεκτικά ορισμένα ακραία δείγματα της σοβιετικής αλλά και της αντισοβιετικής ιστοριογραφίας, τείνει συχνά να νοσταλγήσει τον — απατηλό έστω— παράδεισο μιας ιστορίας απόλυτα βασισμένης στα γεγονότα, που χαρακτήριζε τον 19ο αιώνα.
Πώς μπορούμε, λοιπόν, σήμερα να ορίσουμε την υποχρέωση του ιστορικού απέναντι στα γεγονότα; Πιστεύω ότι τα τελευταία χρόνια έχω αφιερώσει αρκετές ώρες ψάχνοντας και διαβάζοντας με προσοχή ντοκουμέντα. Έ τσι, η ιστορική μου αφήγηση βρίθει υποσημειώσεων και έχω αποφύγει τη μομφή ότι αντιμετωπίζω υπεροπτικά τα γεγονότα και τα στοιχεία. Το καθήκον του ιστορικού, να σέβεται τ<χ. γεγονότα δεν εξαντλείται στην υποχρέωση..να βεβαιώνεται για την ακρίβεια τους· οφείλει_να φέρνει στην επιφάνεια όλα τα γεγονότα που είναι ή θα μπορού^ν j^ y iv o u v γνωστά,, και που σχετίζονται, με τον ένα ή τον., άλλο,..,τρότϊο,,,με το, θέμα το οποίο τον απασχολεί και την ερμηνεία που προτείνει. Αν προσπαθεί να αποδείξει ότι ο άγγλος της Βικτοριανής επο- Χήζ ήταν ηθικό και λογικό κατά βάση άτομο, δεν θα πρέπει να ξεχνά τι συνέβη το 1850 στο Stalybridge Wakes. Από την
,®λλη μεριά, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να εξαφοΕνίσεΓκα- νεις το στοιχείο της eg^veiact~7)~ οποία είναι ο £ωο86τη£ τγ]ς ιστορίας.
Μερικές φορές, μη ειδικοί με ρωτάνε πώς δουλεύει ο ^στορίκός όταν γράφει\ιστορία. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι 0 ιστορικός χωρίζει τιπ δουλειά του σε δύο σαφώς διακριτές Μ-εταξυ τους φάσεις η περιόδους. Σ ’ ένα πρώτο, μακράς '■αρκεΐας, στάδιο διαβάζει τις απαραίτητες πηγές και γεμί-
44 E X. ΚΑΡ
Λ
ζει τα σημειωματάριά του με γεγονότα. Ακολουθεί ένα δει τερο στάδιο, οπότε παύει να ασχολείται με τις πηγές τι και, με βάση τις σημειώσεις που έχει κρατήσει, αρχίζει γράφει. Σε ό,τι με αφορά, η εικόνα αυτή δεν είναι καθόλοΙ ακριβής. Από τη στιγμή που έχω αρχίσει την έρευνα τι πηγών μου, τα ερεθίσματα είναι τέτοια ώστε αρχίζω * γράψιμο — όχι απαραιτήτως του πρώτου κεφαλαίου. Εν συνεχεία, διάβασμα και γράψιμο προχωρούν παβάλληλαΓ θώς προχωρώ το διάβασμα, στο κείμενο που έχω ήδη γρά ψει γίνονται προσθαφαιρέσεις, διαγραφές, ή . αναδΐατυπώ σεις. Το διάβασμά μου κατευθύνεται και γονιμοποιείται απι -το οσο περισσότερό γράφω, τόσο περισσότερο _ξέ;
, - e U'iOJ Ρω τι ψάχνω, τόσο καλύτερα καταλαβαίνω, τη. σημασία τω' Cv* ι -1 νέων στοιχείων που βρίσκω. Ορισμένοι ιστορικοί κάνουν
ίσως όλο αυτό το προκαταρκτικό γράψιμο στο μυαλό τους| χωρίς χαρτί, μολύβι ή γραφομηχανή, όπως ακριβώς ορισμένοι παίζουν σκάκι με το μυαλό τους, χωρίς σκακιέρα κα^ πιόνια· ζηλεύω την ικανότητά τους αυτή, αλλά δεν μπορί να τους μιμηθώ. Είμαι πάντως βέβαιος πως, για τον ιστορικό που είναι άξιος του τίτλου του, ό,τι οι οικονομολόγοι ονομάζουν «input» και «output» δεν είναι παρά τμήματαί μιας ενιαίας διαδικασίας. Δεν μπορείς ούτε να τα ξεχωρί-| σεις, ούτε να δώσεις προτεραιότητα στο ένα από τα δύο.Ι Διαφορετικά, ή θα γράψεις ιστορία που θα είναι συρραφήΐ γεγονότων χωρίς νόημα, ή θα γράψεις ιστορία-προπαγάνδα,Ι ή θα γράψεις ιστορική μυθοπλασία, στην οποία τα γεγονότα! θα χρησιμοποιούνται για διακοσμητικούς μόνο σκοπούς.
Εξετάζοντας, λοιπόν, τη σχέση του ιστορικού με τα γεγονότα, βρισκόμαστε σε φαινομενικά δύσκολη θέση. Από τη | μια, μας απειλεί η Σκύλλα μιας θεωρίας που πιστεύει στην j
\ πρωτοκαθεδρία των γεγονότων απέναντι στην ερμηνεία κ α ι!θέλει τον ιστορικό απλό ερανιστή τους. Από την άλλη, μας
^ Ι / ^ π ε ιλ ε ί η Χάρυβδις μιας εξίσου αστήρικτης θεωρίας, που ΐβλέπει την ιστορία ως υποκειμενικό δημιούργημα του ιστορικού, ο οποίος αποφασίζει ποια είναι ιστορικά γεγονότα και τα νοηματοδοτεί μέσω της ερμηνείας του. ]Με _άλλα....λάγχα,
W I . ,Οβ&ηΜ ί Λ.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 45
α1ΐό τη F 1* έχ°υμε μια αντίληψη για την ιστορία που το ^fjxpo βάρους της βρίσκεται στο παρελθόν, και από την άλ- ^ μ ί α αντίληψη που έχει το κέντρο βάρους της στο παρόν.
-0 στόσο, η θέση μας είναι λιγότερο επισφαλής απ’ ό,τι δείχνει. Τους δυο αυτούς πόλους, το γεγονός και την ερμηνεία, θα τους συναντήσουμε πάντως με διάφορες αμφιέσεις (ιδιαιτερότητες και γενικά χαρακτηριστικά, εμπειρική και θεωρητική προσέγγιση, αντικειμενικό και υποκειμενικό στοιχείο) στη συνέχεια των παραδόσεων μου. ,.,
Οι δυσκολίες του ιστορικού είναι αντανάκλαση της ανθρώπινης φύσης. Με εξαίρεση ίσως τη νηπιακή του ηλικία και τα βαθιά γεράματα, ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ πλήρως εξαρτημένος από το περιβάλλον του. Από την άλλη μεριά όμως, δεν είναι και ποτέ εντελώς ανεξάρτητος απ’ αυτό, ού- . τε το εξουσιάζει απόλυτα. Η σχέση του ιστορικού με το θέ- \ ^ μα του είναι αντίστοιχη με τη "σχέση του «ν(Τρωπόϋ~μΓτο περιβάλλον του; δεν είναι ποτέ ουτε ταπεινος~σκλαβο~ς~0υτε τυραννικός κύριος των γεγονοτων τοΰΓΤΤΓσ:/εσεΐc ΥοΰΊΓε'^ά' γεγον6τα 'εΓ ν^σγΐσεΐΓ ^ιοmiiac..κάΓ αμοιβαιότητα. Ό πω ςγνωρίζει κάθε εν ενεργεία ιστορικός^υπάρχει συνεχής διαδι- ^ λ Λ r ^ , κασί^'άλληλεπίδρασηςίΕ^ι σύντηξης μεταξύ των γεγονότων ' Jκαι της ερμηνείας τους· είναι αδύνατο να αναγνωρίσει κανείς πρωτοκαθεδρία του ενός απέναντι στο άλλο.
Ο ιστορικός ξεκινά με προσωρινή επιλογή γεγονότων και με προσωρινή ερμηνεία, στο φως της οποίας έχει γίνει αυτή η επιλογή — από τον ίδιο ή από άλλους. Καθώς η δουλειά του προχωρά, τόσο η επιλογή και “ διευθέτηση” των γεγο
νότων όσο και η ερμηνεία υπόκεινται σε λεπτές — και ίσως εν μέρει ασύνειδες— αλλαγές, μέσω της διαδικασίας αλληλεπίδρασης. Η διαδικασία αυτή εμπεριέχει και το στοιχείο της αλληλεπίδρασης μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, οίφού ο ιστορικός ανήκει στο παρόν ενώ τα γεγονότα ανή- 0κουν στο παρελθόν. Ο ιστοοικόο και τα γεγονότα τη<: ιστο- \fciP ISte & ρίας έ-/ουν ;απόλυτη ^ 4 χ^η..0.·1 ν^.£.τον. άλλο...Xfctek. τα_Υ£- \^op\Vb % γονότα, ο ιστοριΧ$ς είναι μετέωρο; και αυθαίρετο;· χω ρίς τον ιστορικό τους, τα γεγονότα είναι νεκρά και δίχως νόη-
46 Ε.Χ. ΚΑΡ
μα. Συνεπώς, να ποια είναι η πρώτη μου απάντηση στο ερώτημα «Τι είναι ιστορία;»: μια συνεχής διαδικασία αλλη-
{ λεπίδρασης μεταξύ του ιστορικού και τ ^ '^ γ εγονοτω^Γτοΰ^ ένα; διάλογοί δίχως τέλος μεταξύ παρόντος και___παρελ-
Η κοινωνία και το άτομο
Το ερώτημα τι από τα δύο προηγείται, η κοινωνία ή το άτομο, θυμίζει το ερώτημα για την κότα και το αβγό. Είτε αντιμετωπίζεται ως λογικό είτε ως ιστορικό πρόβλημα, δεν μπορεί κανείς να ταχθεί με τη μια ή την άλλη εκδοχή, χωρίς η τοποθέτησή του να επιδέχεται διόρθωση. Τα άτομα είναι άρρηκτα δεμένα με την κοινωνία· οι δυο έννοιες δεν είναι αντίθετες, αλλά αμοιβαία αναγκαίες και συμπληρωματικές. Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, σύμφωνα με την πασίγνωστη ρήση του Τζων Ντόουν, αλλά κομμάτι ηπείρου.1 Αυτή πάντως είναι μια όψη της αλήθειας. Από την άλλη μεριά, ας μην ξεχνάμε το απόφθεγμα ενός κλασικού ατομικι- στή, του Τζ.Στ. Μιλ: «Όταν βρεθούν μαζί με άλλους, οι άνθρωποι στη βαθύτερη υπόστασή τους δεν αλλάζουν» .2 Ό χι βέβαια. Το λάθος βρίσκεται στην υπόθεση ότι είχαν οποιαδήποτε υπόσταση, ότι υπήρχαν, πριν «βρεθούν μαζί με άλλους». Από τη στιγμή που θα γεννηθούμε, ο κόσμος γύρω μας επιδρά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μας μετατρέπει απο βιολογικά όντα σε κοινωνικά.
Σε οποιοδήποτε στάδιο της προϊστορίας ή της ιστορίας, οι άνθρωποι γεννιούνται στους κόλπους μιας κοινωνίας, από την οποία και διαπλάθονται. Η γλώσσα που μιλούν δεν απο- τελεί ατομική τους κληρονομιά, αλλά κοινό κτήμα της ομάδας στους κόλπους της οποίας ανατρέφονται. Τόσο η γλώσσα όσο και το γενικότερο περιβάλλον, βοηθούν να διαμορ
1. Devotions upon Emergent Occasions, αρ. XVII.2. J.S. Mill, A System of Logic, VII, 1
φωθεί ο τρόπος σκέψης τους· τις πρώτες ιδέες τους τις <χν-\ τλούν από τους άλλους. Ό πω ς πολύ σωστά έχει ειπωθεί, τοί άτομο εκτός κοινωνίας θα ήταν αδύνατον όγι μόνο να υ,ιλή- : σει, αλλά και να σκεωτεί. Η γοητεία που εξακολουθεί να,7 , „|,Γ — ·|— ■ -_ - .......... Τ -- 1 I ^ασκεί ώς τις μέρες μας ο μύθος του Ροβινσόνα Κρούσου, συνδέεται με την προσπάθεια του να υπάρχει ανεξάρτητα από την κοινωνία. Ό μω ς, η προσπάθειά του αποτυγχάνει. Ο Ροβινσόνας δεν παύει να είναι ένας άγγλος από το York, που έχει μαζί του τη Βίβλο και προσεύχεται στον θεό του. Ό ταν ο συγγραφέας φέρνει τον ήρωά του σε επαφή μ’ ένα δεύτερο άτομο, τον Παρασκευά, μια υποτυπώδης έστω νέα κοινωνία αρχίζει να διαμορφώνεται. Άλλος σχετικός μύθος είναι εκείνος του Κιρίλοφ στους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι, ο οποίος αυτοκτονεί για να αποδείξει την απόλυτη ελευθερία του. Για το άτομο, η μόνη απόλυτα ελεύθερη πράξη είναι η αυτοκτονία- όλες οι άλλες ενέργειές του συνδέονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με την ιδιότητά του ως μέλους της κοινωνίας.3
Λέγεται συνήθως από τους ανθρωπολόγους ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν λιγότερο ατομικός και περισσότερο
'.διαμορφωμένος από την κοινωνία στην οποία ζούσε, απ’ ό,τι ο πολιτισμένος απόγονός του. Τπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας σ’ αυτή την άποψη. Οι απλούστερες κοινωνίες είναι και πιο ομοιόμορφες, με την έννοια ότι απαιτούν και επιτρέπουν μικρότερη ποικιλία ατομικών δεξιοτήτων και απασχολήσεων απ’ ό,τι οι πιο προηγμένοι και σύνθετοι κοινωνικοί σχηματισμοί. Η ολοένα και μεγαλύτερη εξατομίκευση είναι μ’ αυτή την έννοια αναγκαίο επακόλουθο της σύγχρονης κοινωνίας και διαποτίζει όλες τις δραστηριότητές της, από
3. Ο Ντυρκχάιμ, στη γνωστή του μελέτη για την αυτοκτονία, επινοεί τον όρο ανομία για να δηλώσει την κατάσταση του απομονωμένου απο την κοινωνία ατόμου, η οποία είναι πιθανό να το οδηγήσει σε συναισθηματικές διαταραχές και αυτοκτονία. Παράλληλα όμως, ο ίδιος αποδεικνύει ότι η αυτοκτονία δεν είναι σε καμιά περίπτωση ανεξάρτητη από τις κοινωνικές συνθήκες.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 49
τη βάση ώς την κορυφή. Θα ήταν, όμως, σοβαρό λάθος να 0εωρήσουμε ότι η διαδικασία αυτή εξατομίκευσης αντιτίθε- τΖ, στην αυξανόμενη ισχύ και συνοχή της κοινωνίας. Κοινωνία και άτομο εξελίσσονται παράλληλα και καθορίζονται αμοιβαία. Ό ταν γίνεται λόγος για σύνθετες ή προηγμένες κοινωνίες, εννοούμε κοινωνίες στις οποίες η αλληλεξάρτηση των ατόμων έχει προσλάβει σύνθετες και προηγμένες μορφές. Θα ήταν παρακινδυνευμένο να δεχτούμε ότι η δυνατότητα μιας σύγχρονης εθνικής κοινότητας να διαπλάθει το χαρακτήρα και τον τρόπο σκέψης των μελών της, αλλά και να επιτυγχάνει τη σχετική ομοιομορφία και ενιαία συμπεριφορά τους, είναι μικρότερη από την αντίστοιχη δυνατότητα μιας «πρωτόγονης» φυλετικής κοινωνίας.
Η παλαιά αντίληψη περί εθνικού χαρακτήρα ο οποίος βασίζεται σε βιολογικές διαφορές έχει προ πολλού καταρρεύ- σει. Μολαταύτα, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι υπάρχουν διαφορετικοί εθνικοί χαρακτήρες, που απορρέουν από διαφορετικό κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο. Η απατηλή αυτή οντότητα που αποκαλείται συνήθως «ανθρώπινη φύση» ποικίλλει τόσο πολύ από χώρα σε χώρα και από αιώνα σε αιώνα, ώστε είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι καθορίζεται ιστορικά από τις κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες και συμβάσεις. Υπάρχουν, για παράδειγμα, πολλές διαφορές μεταξύ Αμερικανών, Ρώσων και Ινδιάνων. Ό μω ς, καθώς οι πιο σημαντικές απ’ αυτές τις διαφορές παίρνουν τη μορφή διαφορετικών στάσεων ως προς τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ Λτόμων —ή, με άλλα λόγια, ως προς τον τρόπο συγκρότησης της κοινωνίας—, ο καλύτερος τρόπος για να μελετηθούν οι διαφορές Αμερικανών, Ρώσων και Ινδιάνων είναι ίσως να μελετήσει κανείς τις διαφορές μεταξύ της αμερικανικής, της ρωσικής και της ινδιάνικης κοινωνίας. Ο λεγόμενος πολιτισμένος άνθρωπος, όπως και ο «πρωτόγονος», διαμορφώνεται από την κοινωνία, συμβάλλοντας παράλληλα στη διαμόρφωσή της. Δεν υπάρχει αβγό χωρίς κότα, αλλά ούτε και κότα χωρίς αβγό.
Θα ήταν εντελώς περιττό να συζητάμε γ ι1 αυτές τις προ
50 Ε.Χ. ΚΑΡ
φανέστατες αλήθειες, αν δεν είχαν συσκοτιστεί κατά τη., εξαιρετικά κρίσιμη ιστορική περίοδο από την οποία μόλις έχει αρχίσει να βγαίνει ο Δυτικός κόσμος. Η λατρεία τη ατομικότητας είναι ένας από τους ευρύτατα διαδεδομένου σύγχρονους ιστορικούς μύθους. Κατά τον Μπούρκχαρντ, ί λατρεία του ατόμου άρχισε με την Αναγέννηση, όταν ο άνθρωπος, που ώς τότε «είχε συνείδηση του εαυτού του μόνο ως μέλους φυλής, λαού, κόμματος, οικογένειας ή συντεχνίας, έγινε πνευματικό άτομο και αναγνώρισε τον εαυτό του ως τέτοιο» (είναι χαρακτηριστικό ότι το δεύτερο μέρος1 του έργου του Μπούρκχαρτ Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία έχει τίτλο «Η ανάπτυξη του ατόμου»). Αργότερα, η λατρεία αυτή συνδέθηκε με την άνοδο του καπιταλισμού και τον Προτεσταντισμό, με τις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης και το οικονομικό δόγμα του laissez- faire. Τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη που διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση ήταν τα δικαιώματα του ατόμου. Ο ατομικισμός αποτελούσε τη βάση της κυρίαρχης κατά τον 19ο αιώνα φιλοσοφίας του ωφελιμισμού. Το δοκίμιο του Μόρλεϋ4 Π ερί συμβιβασμού, χαρακτηριστικό δείγμα φιλελευθερισμού της Βικτοριανής εποχής, αποκαλούσε τον ατομικισμό και τον ωφελιμισμό «θρησκεία της ανθρώπινης ευτυχίας και ευημερίας». Ο «χωρίς περιορισμούς ατομικισμός» ήταν το κλειδί για την ανθρώπινη πρόοδο.
Η προ'ιούσα εξατομίκευση που συνόδευσε την εμφάνιση του σύγχρονου κόσμου ήταν φυσιολογική διαδικασία για έναν εξελισσόμενο πολιτισμό. Η κοινωνική επανάσταση, που άνοιξε το δρόμο προς την εξουσία σε νέες κοινωνικές ομάδες, ήταν έργο ατόμων στα οποία δόθηκαν νέες δυνατό-
4. Morley, John (1838-1923). Ά γγλος φιλελεύθερος συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός και πολιτικός. Διατέλεσε επανειλημμένα βουλευτής και υπουργός. Έγραψε, μεταξύ άλλων, την τετράτομη βιογραφία του Γκλάντστοουν (1903), έργα για τον Βολταίρο, τον Ντιντερό, του Ρουσώ, τον Έντμουντ Μπερκ, τον Ρίτσαρντ Κόμπ- ντεν, καθώς και Αναμνήσεις (1917). [Σ .τ.μ.]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 51
τ2ς ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Καθώς στα ώτα στάδια του καπιταλισμού τα μέσα παραγωγής και
§ι«νομής βρίσκονταν εν πολλοίς στα χέρια μεμονωμένων ατόμων' ^ ιδεολογία της νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο της ατομικής πρωτοβουλίας. Ωστόσο, η όλη διαδικασία είχε κοινωνικό χαρακτήρα· αντιστοιχούσε σε μια ιδιαίτερη φάση της ιστορικής εξέλι- ξης5 και επομένως δεν μπορεί να εξηγηθεί με όρους εξέγερσης των ατόμων κατά της κοινωνίας, ή χειραφέτησης των «τόμων από τους κοινωνικούς περιορισμούς.
Τπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι, ακόμη και στον Δυτικό κόσμο, ο οποίος υπήρξε το επίκεντρο αυτής της εξέλιξης και αυτής της ιδεολογίας, η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος έχει φτάσει στο τέλος της. Δεν χρειάζεται σ’ αυτό το σημείο να επιμείνω στην άνοδο της λεγόμενης «δημοκρατίας των μαζών», ή στη βαθμιαία αντικατάσταση των ιδιωτικών μορφών οικονομικής παραγωγής και οργάνωσης από αντίστοιχες συλλογικές. Κι όμως, η ιδεολογία που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της μακράς και γόνιμης αυτής περιόδου εξακολουθεί να κατέχει ηγεμονική θέση στη Δυτική Ευρώπη και σε όλον τον αγγλόφωνο κόσμο. Ό ταν μιλάμε για σύγκρουση μεταξύ ελευθερίας και ισότητας, ή μεταξύ ατομικής ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, τείνουμε συχνά να ξεχνάμε ότι ol συγκρούσεις δεν γίνονται μεταξύ αφηρημένων ιδεών. Δεν πρόκειται για μάχες μεταξύ ατόμων και κοινωνίας, αλλά μεταξύ ομάδων ατόμων που δρουν στους κόλπους της κοινωνίας, και οι οποίες προσπαθούν να προωθήσουν ευνοϊκές γ ι’ αυτές κοινωνικές ρυθμίσεις. Ο ατομικισμός, όχι πια με την έννοια του μεγάλου κοινωνικού κινήματος αλλά της ψευδούς αντίθεσης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, αφενός έχει σήμερα μετατραπεί σε σύνθημα μιας ομάδας συγκεκριμένων συμφερόντων, και αφετέρου, λόγω του αντιφατικού του χαρακτήρα, μας εμποδίζει να κατανοήσουμε τι πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο. Δεν έχω τίποτε να προσάψω στη λατρεία του ατόμου, εφόσον αυτή ισο- δυναμεί με διαμαρτυρία για τη “ διεστραμμένη” εκείνη αντί
52 Ε.Χ. ΚΑΡ
ληψη, που αντιμετωπίζει το άτομο ως μέσο και την κοινω-*' νία ή το κράτος ως σκοπό. Ό μω ς, η αφηρημένη έννοια ενό ατόμου που βρίσκεται έξω από την κοινωνία και σε αντιπαράθεση μαζί της δεν βοηθά να αντιληφθούμε την πραγματικότητα, είτε αυτή αφορά το παρόν είτε το παρελθόν.
Κι έτσι φτάνω, επιτέλους, στο κρίσιμο σημείο της μα κράς παρέκβασής μου. Ο κοινός νους αντιμετωπίζει τη ιστορία ως κάτι που γράφεται από άτομα και αφορά άτομα. Η άποψη αυτή, που είχε υιοθετηθεί και ενθαρρυνθεί από· τους φιλελεύθερους ιστορικούς του 19ου αιώνα, στη βαθύτερη ουσία της δεν είναι λάθος. Σήμερα όμως, αποδεικνύετα* απλουστευτική και ανεπαρκής, γ ι αυτό και απαιτεί περαιτέρω εμβάθυνση. Οι γνώσεις του ιστορικού δεν είναι απο-ι κλειστικό του κτήμα- άνθρωποι από διάφορες εποχές και χώρες έχουν συνεισφέρει στη σώρευσή τους. Εξάλλου, εκείνοι των οποίων οι πράξεις μελετώνται από τον ιστορικό δεν ήταν απομονωμένα άτομα, που δρούσαν εν κενώ- η κοινωνία της εποχής τους ήταν το πλαίσιο στο οποίο λειτουργούσαν,; και από το οποίο επηρεάζονταν. Στην προηγούμενη παράδοσή μου περιέγραφα την ιστορία ως διαδικασία αλληλεπίδρασης, ως διάλογο μεταξύ του ιστορικού και των γεγονότων1 του παρελθόντος. Τώρα, θα ήθελα να ερευνήσω το σχετικό βάρος τόσο του ατόμου όσο και του κοινωνικού στοιχείου.; Σε ποιο βαθμό ο ιστορικός είναι μεμονωμένο άτομο και σε- ποιο βαθμό δημιούργημα της κοινωνίας και της εποχής, στην οποία ζει; Σε ποιο βαθμό τα γεγονότα της ιστορίας αφορούν μεμονωμένα άτομα και σε ποιο βαθμό κοινωνικ" γεγονότα;
Ο ιστορικός είναι ασφαλώς άτομο, ανθρώπινο ον. Ό π ω ς κάθε άτομο, είναι ταυτόχρονα και κοινωνικό δημιούργημα, γέννημα αλλά και εκφραστής της κοινωνίας στην οποία ανήκει — συνειδητά ή μη. Μ’ αυτήν ακριβώς την τελευταία του ιδιότητα, προσεγγίζει τα γεγονότα του ιστορικού παρελθόντος. Λέγεται συχνά ότι η πορεία της ιστορίας είναι ένα είδος «κινούμενης παρέλασης». Η μεταφορά δεν είναι
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 53
£σχημη, με την προϋπόθεση ότι ο ιστορικός θα αποφύγει τον πειρασμό να θεωρήσει τον εαυτό του είτε αετό που παρακολουθεί την παρέλαση από την απόκρημνη κορυφή ενός βράχου, είτε διασημότητα που την παρακολουθεί από την εξέδρα των επισήμων. Ο ιστορικός δεν είναι παρά μια ακόμη θολή φιγούρα που παίρνει μέρος στην παρέλαση. Καθώς
ποφέλαση ξεδιπλώνεται, στρίβοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά, ή ακόμη και αλλάζοντας κατεύθυνση, οι σχετικές θέσεις όσων παίρνουν μέρος σ’ αυτή αλλάζουν συνέχεια· έτσι, θα μπορούσε κανείς να έχει απόλυτα δίκιο λέγοντας, για παράδειγμα, ότι “ είμαστε” σήμερα πιο κοντά στον Μεσαίωνα απ’ ό,τι οι προπαππούδες μας έναν αιώνα πριν, ή ότι ο αιώνας του Καίσαρα έχει περισσότερα κοινά στοιχεία με την εποχή μας απ’ ό,τι ο αιώνας του Δάντη. Καθώς η πομπή προχωράει, και μαζί της και ο ιστορικός, νέες όψεις και νέες οπτικές γωνίες προκύπτουν. Ο ιστορικός είναι μέρος της ιστορίας. Το σημείο της παρέλασης στο οποίο βρίσκεται καθορίζει και την οπτική γωνία από την οποία βλέπει το παρελθόν.
Αυτός ο κοινός τόπος ισχύει εξίσου και όταν η περίοδος που εξετάζει ο ιστορικός απέχει αρκετά από την εποχή του. Όταν μελετούσα Αρχαία ιστορία, τα κλασικά συγγράμματα ηταν — και πιθανότατα εξακολουθούν να είναι — η Ιστορία της Ελλάδας του Γκρότε και η Ιστορία της Ρώμης του Μό- μσεν. Ο Γκρότε,5 φιλελεύθερος τραπεζίτης που έγραψε το εργο του στη δεκαετία του 1840, εξέφραζε την ανερχόμενη, πολιτικά προοδευτική βρετανική μεσαία τάξη και τις προσδοκίες (της για μια αθηναϊκού τύπου δημοκρατία· στην εξι- δανικευ^ϊ,ένη αυτή εικόνα της αρχαίας Αθήνας, ο Περικλής εμφανιζόταν ως μεταρρυθμιστής εμφορούμενος από τις αρ
5. Grote, George (1794-1871). Ά γγ λο ς ιστορικός, τραπεζίτης και π0Λιτικός, γερμανικής καταγωγής. Στη δεκαετία του 1840 εγκατέ- λειψε τις επιχειρηματικές και πολιτικές του δραστηριότητες, για να ^φοσιωθεί στη συγγραφή της Ιστορίας της Ελλάδας (1846-56). Εγραψε επίσης βιβλία για τον Πλάτωνα και 'Ίρν Αριστοτέλη. [Σ.τ.μ.]
54 Ε.Χ. ΚΑΡ
χές του Μπένθαμ6 αλλά και ως επικεφαλής αυτοκρατορίας,. Δεν θα αυθαιρετούσα, πιστεύω, αν υποστήριζα ότι η παραγνώριση του προβλήματος των δούλων στην Αθήνα από τον? Γκρότε αντανακλούσε την αδυναμία της κοινωνικής ομάδας: στην οποία ανήκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της νέας;, βιομηχανικής εργατικής τάξης στη Βρετανία. Από την άλλη μεριά, ο Μόμσεν ήταν γερμανός φιλελεύθερος, απογοητευμένος από την ήττα των γερμανικών επαναστάσεων του' 1848-49. Γράφοντας στη δεκαετία του 1850, οπότε και εμφανίζεται για πρώτη φορά τόσο η έννοια όσο και ο όρος Realpolitik, ο Μόμσεν αισθανόταν επιτακτικά την ανάγκη του «ισχυρού άνδρα», ο οποίος θα ξεκαθάριζε το συγκεχυμένο τοπίο, μετά την αποτυχία του γερμανικού λαού να πραγματοποιήσει τις πολιτικές του επιδιώξεις. Δεν θα μπορέσουμε, λοιπόν, ποτέ να εκτιμήσουμε την πραγματική αξία της ιστορίας του Μόμσεν, παρά μόνο αν συνειδητοποιήσουμε ότι η εξιδανίκευση του Καίσαρα εκ μέρους του είναι απόρροια του διακαούς του πόθου να υπάρξει ο «ισχυρός άν- δρας» που θα σώσει τη Γερμανία. Όσο για τον Κικέρωνα, αυτός δεν ήταν, κατά τον Μόμσεν, παρά αναποτελεσματικός πολυλογάς, που του θύμιζε έντονα αντίστοιχους ρήτορες στο βραχύβιο Γερμανικό Κοινοβούλιο της Φραγκφούρτης, το 1848.
Πραγματικά, δεν θα το θεωρούσα παραδοξολογία, αν κάποιος έλεγε ότι η Ιστορία της Ελλάδας του Γκρότε είναι σήμερα εξίσου διαφωτιστική για τη σκέψη των ριζοσπαστών φιλοσόφων στην Αγγλία του 1840 όσο και για την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα· ή ότι όποιος θέλει να καταλάβει τις επιπτώσεις του 1848 στον τρόπο σκέψης των
6. Bentham, Jeremy (1748-1832). Ά γγλος νομικός, φιλόσοφος και κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Από τους θεμελιωτές της θεωρίας του ωφελιμισμού, η οποία αναπτύσσεται κυρίως στα έργα του Δοκίμιο για τη διακυβέρνηση (1776) και Εισαγωγή στις αρχές της ηθικής και της νομοθεσίας (1789). Ταξίδεψε επανειλημμένα στην Ευρώπη, και το 1792 ανακηρύχθηκε επίτιμος πολίτης της Γαλλικής Δημοκρατίας. [Σ.τ.μ.]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 55
ο μανών φιλελεύθερων, θα πρέπει να προστρέχει συχνά ^τΤν Ιστορία της Ρώμης του Μόμσεν. Άλλωστε, αυτού του είδους η ΧΡήσγ) τουζ δεν μειώνει καθόλου το κύρος των μεγάλων ιστορικών έργων. Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι τ0 μεγάλο κύρος του Μόμσεν δεν οφείλεται στην Ιστορία γης Ρώμης αλλά στο corpus επιγραφών που εξέδωσε και στο έργο του για το Ρωμαϊκό Δίκαιο· σ’ αυτή την περίπτω- ση5 θα υποβιβάζαμε την ιστορία σε επίπεδο ανθολογίας. Όμως, για να γράψει κανείς μεγάλη ιστορία, πρέπει ο τρόπος με τον οποίο βλέπει το παρελθόν να φωτίζεται από τη βαθιά του γνώση των προβλημάτων του παρόντος. Ορισμένοι έχουν εκφράσει την απορία τους γιατί ο Μόμσεν δεν προχώρησε την Ιστορία του πιο πέρα από την κατάλυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αν και δεν του έλειπε ούτε ο χρόνος, ούτε οι ευκαιρίες, ούτε οι σχετικές γνώσεις. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε πως, όταν ο Μόμσεν έγραφε την Ιστορία της Ρώμης, ο «ισχυρός άνδρας» δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στη Γερμανία, και επομένως τα προβλήματα που γεννά η επικράτησή του δεν ήταν επίκαιρα. Από τον Μόμσεν έλειπε το κίνητρο να βρει τις αντίστοιχες αναλογίες με τη Ρώμη της Αυτοκρατορικής περιόδου, γ ι’ αυτό και δεν ολοκλήρωσε ποτέ την Ιστορία του.
Θα μπορούσα εύκολα να επικαλεστώ και άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις ιστορικών του 20ού αιώνα. Στην προηγούμενη παράδοσή μου εξεθείασα το βιβλίο του Τζ.Μ. Τριβέλυαν Η Α γγλ ία στα χρόνια της βασίλισσας Αννας, θεωρώντας το κορυφαίο έργο της φιλελεύθερης παράδοσης, στην οποία διαπαιδαγωγήθηκε ο συγγραφέας του. Τώρα, θα ήθελα να αναφερθώ στο εντυπωσιακό και εξαιρετικά σημαντικό επίτευγμα κάποιου που αρκετοί από εμάς θα συμφωνούσαν ότι υπήρξε ο μεγαλύτερος βρετανός ιστορικός μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο: του Σερ Λιούις Νάμιερ.7 Ο Νάμιερ
7. Namier, Sir Lewis (1888-1960). Ά γγλος ιστορικός. Ρωσικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Πολονία. Σπούδασε στην Οξφόρδη, απέκτησε τη βρετανική υπηκοότητα το 1913, και σταδιοδρόμησε ως δη
56 Ε.Χ. ΚΑΡ
ήταν συντηρητικός- όχι ο χαρακτηριστικός τύπος άγγλοι συντηρητικού (που, αν ξύσεις λίγο κάτω από την επιφάνεια* αποδεικνύεται κατά τα 3/4 φιλελεύθερος), αλλά συντηρητικός που όμοιος του δεν έχει εμφανιστεί για περισσότερο απ$ έναν αιώνα στην άτυπη κοινότητα των βρετανών ιστορικών; Στο διάστημα που μεσολάβησε από τα μέσα του 19ου αιώνα ώς το 1914 ήταν σχεδόν αυτονόητο για τους βρετανούς| ιστορικούς να αντιμετωπίζουν τις ιστορικές αλλαγές ως αλ- , λαγές προς το καλύτερο. Στη δεκαετία του 1920, περάσαμε| σε μια περίοδο οπότε η αλλαγή άρχισε να συνδέεται με το··; φόβο για το μέλλον το ενδεχόμενο μιας αλλαγής προς το ? χειρότερο δεν αποκλειόταν πια, και η αυθεντικά συντηρητική σκέψη γνώρισε σχετική άνθηση.
Ό πω ς ο φιλελευθερισμός του Άκτον, έτσι και ο συντηρητισμός του Νάμιερ αντλούσε δύναμη και βάθος από τις ρίζες που είχε στην παράδοση της ηπειρωτικής Ευρώπης.8 Σε αντιδιαστολή με τον Φίσερ9 ή τον Τόυνμπη,10 ο Νάμιερ δεν είχε ρίζες στον φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα και λυπόταν γ ι1 αυτό. Αφότου ο Α ' Παγκόσμιος Πόλεμος και η θνησιγε-
μοσιογράφος και διπλωμάτης. Καθηγητής της νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ από το 1931 ώς το 1952. [Σ .τ.μ.]
8. Αξίζει ίσως να επισημανθεί ότι και ένας άλλος σημαντικός βρε- τανός συντηρητικός συγγραφέας της περιόδου του Μεσοπολέμου, ο Τ .Σ . Έλιοτ, είχε επίσης μη βρετανική καταγωγή. Ό ποιος είχε μεγαλώσει και σπουδάσει στη Μεγάλη Βρετανία πριν το 1914 ήταν πολύ δύσκολο — αν όχι αδύνατο — να αποφύγει την περιοριστική επίδραση της φιλελεύθερης παράδοσης.
9. Fischer, Herbert Albert Laurens (1865-1940). Ά γγ λο ς ιστορικός. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Σ έο’.λντ Vat διατέ- λεσε υπουργός παιδείας από το 1916 ώς το 1922. Κυριό·):ερο έργο του η Ιστορία της Ευρώττης (1930). [Σ .τ.μ.]
10. Toynbee, Arnold Joseph (1889-1975). Ά γγλος ιστορικός, μελετητής της ιστορίας των πολιτισμών. Γνωστός κυρίως από τη δεκάτομη Παγκόσμια ιστορία, του (1934-54). Κατά τη διάρκεια τόσο του Α' όσο και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε στο υπουργείο εξωτερικών. [Σ.τ.μ.]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 57
' Εφήνγ) των ΒεΡσ0ίλλιών είχαν αποκαλύψει τη χρεοκοπία φιλελευθερισμού, ο σοσιαλισμός και ο συντηρητισμός
όβαλλαν ως οι πιο πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Ο Νάμιερ εμφανίστηκε στο προσκήνιο ως ο κατ’ εξοχήν συντηρητικός ιστορικός. Δούλεψε σε δύο κυρίως πεδία, που η επιλογή τους δεν ήταν τυχαία. Σε ό,τι αφορά την Αγγλική ιστορία, στράφηκε προς την περίοδο εκείνη οπότε για τελευταία φορά η κυρίαρχη τάξη ήταν σε θέση να διεκδικήσει δεσπόζουσα θέση (και την ίδια την εξουσία) σε μια κοινωνία πει- θαρχημένη και κατά βάση στατική. Ό ταν ο Γεώργιος Γ ' ανέβηκε στο θρόνο [το 1760· Σ.τ.μ.], η πολιτική δεν είχε ακόμη προσβληθεί από το φανατισμό των ιδεών και από την παθιασμένη πίστη στην πρόοδο, που λίγο αργότερα έφερε μαζί της η Γαλλική Επανάσταση, εγκαινιάζοντας τον αιώνα του θριαμβεύοντας φιλελευθερισμού. Ο Νάμιερ επέλεξε να εντρυφήσει σε μια εποχή που παρέμενε ακόμη απρόσβλητη από “ κινδύνους” όπως οι ιδέες, η επανάσταση, ο φιλελευθερισμός.
Εξίσου ενδεικτική ήταν, ωστόσο, και η επιλογή του δεύτερου θέματος που κατ’ εξοχήν απασχόλησε τον Νάμιερ. Παρακάμπτοντας τις μεγάλες επαναστάσεις της νεότερης ιστορίας (Αγγλική, Γαλλική, Ρωσική), με τις οποίες παρεμπιπτόντως μόνο ασχολήθηκε, ο Νάμιερ προτίμησε να μελετήσει εις βάθος τις επαναστάσεις του 1848. Με άλλα λόγια, επαναστάσεις που απέτυχαν, οδήγησαν σε οπισθοχώρηση τον ανερχόμενο σε όλη την Ευρώπη φιλελευθερισμό, έδειξαν την αδυναμία των ιδεών απέναντι στη στρατιωτική ισχύ, των δημοκρατών όταν βρεθούν αντιμέτωποι με στρατιώτες. Ο Νάμιερ, αποκαλώντας αυτή την ταπεινωτική ήττα «επανάσταση των διανοουμένων», κατέληγε στο ηθικό δίδαγμα ότι η ανάμιξη των ιδεών σε μια υπόθεση τόσο σοβαρή όσο η πολιτική είναι όχι μόνο μάταιη, αλλά και επικίνδυνη. Το συμπέρασμά μου αυτό δεν είναι σε καμιά περίπτωση αυθαίρετο· έστω κι αν ο Νάμιερ δεν έγραψε τίποτε συστηματικό σχετικά με τη φιλοσοφία της ιστορίας, διατύπωσε την άποψή του με τη συνηθισμένη του ευκρίνεια και
58 Ε.Χ. ΚΑΡ
γλαφυρότητα σ’ ένα δοκίμιό του που δημοσιεύτηκε πριν με-' ρικά χρόνια: «Ό σο λιγότερο παρεμβάλλει κανείς πολιτικές4 θεωρίες και δόγματα στο ελεύθερο παιχνίδι του μυαλού, τό- ' σο το καλύτερο για τη σκέψη του». Εξάλλου, αναφερόμενοςί στην κατηγορία που του είχε αποδοθεί ότι εξοβελίζει το πνεύμα από την ιστορία, συνέχιζε:
Ορισμένοι πολιτικοί φιλόσοφοι παραπονούνται για τον σ χετικό “λήθαργο” και για την απουσία γενικών πολιτικών αντιπαραθέσεων στη χώρα μας- σήμερα αναζητούνται πρακτικές λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα, ενώ όλες οι πλευρές τείνουν να ξεχνούν τα προγράμματα και τα ιδεώδη. Κ ατά τη γνώ μη μου, αυτή η στάση δείχνει μεγαλύτερη εθνική ωριμότητα, και το μόνο που μπορώ να ευχηθώ είναι να εξακολουθήσει να επικρατεί, ανεπηρέαστη από τις επεξεργασίες των πολιτικών φιλοσόφων.11
Δεν θέλω προς το παρόν να αντιδικήσω μ’ αυτή την άποψη· επιφυλάσσομαι να το κάμω σε επόμενη παράδοσή μου. Στόχος μου εδώ είναι να αναδείξω δυο σημαντικές αλήθειες. Πρώτον, ότι δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει· απόλυτα ή να εκτιμήσει το έργο του ιστορικού, αν πρώτα δεν έχει αντιλη- φθεί τη σκοπιά από την οποία έχει προσεγγίσει το θέμα του. Δεύτερον, ότι η σκοπιά αυτή είναι άρρηκτα δεμένη μ’ ένα κοινωνικό και ιστορικό υπόβαθρο. Ας μην ξεχνάμε ότι, όπως είπε κάποτε ο Μαρξ, και ο εκπαιδευτής πρέπει να εκπαιδευτεί. Σε σύγχρονη διάλεκτο, αυτό σημαίνει ότι και ο
j εγκέφαλος αυτού που κάνει πλύση εγκεφάλου πρέπει να έχειυποστεί πλύση. Ο ιστορικός, πριν αρχίσει να γράφει ιστορία, είναι ο ίδιος προϊόν της ιστορίας.
Οι ιστορικοί στους οποίους αναφέρθηκα (ο Γκρότε και ο Μόμσεν, ο Τριβέλυαν και ο Νάμιερ) είχαν βγει όλοι τους από την ίδια, κατά κάποιον τρόπο, κοινωνική και^7εολτηκή μήτρα. Καμιά αλλαγή σκοπιάς δεν παρατηρείται σε όλη την πορεία τους, από το πρώιμα ώς τα όψιμα έργα τους. Ωστό-
L
l l . L. Namier, Personalities and Powers (1955), σσ. 5, 7.
---------------- -----------------------------------------------------------
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 59
σε περιόδους ραγδαίων εξελίξεων υπήρξαν ιστορικοί στα £ γα των οποίων αντικατοπτρίζονται διαδοχικές κοινωνικές τάξεις πραγμάτων.· Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα απ’ 4σα γνωρίζω είναι ο γερμανός ιστορικός Μάινεκε,12 η ζωή *αι τ0 έργο του οποίου εκτείνονται σε ασυνήθιστα μακρά π ε ρ ί ο δ ο , καλύπτοντας πλήθος επαναστατικών και καταστροφικών αλλαγών στις τύχες της χώρας του.
Στην ουσία έχουμε τρεις διαφορετικούς Μάινεκε, ο καθένας από τους οποίους εκφράζει και διαφορετική ιστορική επο/ή στο καθένα από τα τρία μείζονος σημασίας έργα του. Ο Μάινεκε του Κοσμοπολιτισμός και εθνικό κράτος (1907) βλέπει με εμπιστοσύνη τα γερμανικά εθνικά ιδανικά να πραγματώνονται στο Β' Ράιχ του Μπίσμαρκ και του Γου- λιέλμου Β', ταυτίζοντας παράλληλα — όπως πολλοί στοχαστές του 19ου αιώνα, με πρώτον τον Ματσίνι — τον εθνικισμό με την ανώτερη μορφή οικουμενισμού. Ο Μάινεκε του Η ιδέα της raison d ’ 4tat (1925) αντανακλά τη σύγχυση που επικρατούσε στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο κόσμος της πολιτικής έχει πια μετατραπεί σε πεδίο συγκρούσεων (χωρίς οριστικό νικητή) μεταξύ raison d ’ 4tat και μιας ηθικής εξωγενούς ως προς την πολιτική, η οποία δεν μπορεί εν τέ- λει να υπερισχύσει. Τέλος, ο Μάινεκε του Η γένεση του ιστορισμού (1936), που εκδόθηκε όταν η ναζιστική λαίλαπα του είχε αφαιρέσει όλους τους ακαδημαϊκούς του τίτλους, εκβάλλει κραυγή απόγνωσης, απορρίπτοντας έναν ιστορικι- σμο που φαίνεται να δέχεται πως «ό,τι υπάρχει, καλώς υπάρχει», ταλαντευόμενος αμήχανα μεταξύ ιστορικά καθορισμένης σχετικότητας και υπερλογικού απόλυτου. Τέλος, °ταν σε προχωρημένη πια ηλικία ο Μάινεκε θα έχει δει τη Χ.ωρα του να υφίσταται μια νέα στρατιωτική ήττα, ακόμη
; 12. Meinecke, Friedrich (1862-1954). Γερμανός ιστορικός. Καθηγη- Λ *πό το 1914 στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και διευθυντής
(1893-1935) του περιοδικού Historische Zeitsohrift. Κατά την περίοδο του Ναζισμού έπεσε σε δυσμένεια, λόγω των φιλελεύθερων απόψεων του> και σταμάτησε να διδάσκει. [Σ .τ.μ .] -
60 Ε.Χ. ΚΑΡ
πιο συντριπτική από εκείνη του 1918, απελπισμένος θα υιοθετήσει και πάλι, στο. έργο του Η γερμανική καταστροφή: (1946), την άποψη ότι η ιστορία βρίσκεται στο έλεος τυ-: φλών και ανεξέλεγκτων δυνάμεων.13 Για τον ψυχολόγο ή τον βιογράφο, η εξέλιξη του Μάινεκε ως ατόμου θα παρου-,’ σίαζε αναμφισβήτητο ενδιαφέρον. Ωστόσο, αυτό που ενδια-; φέρει τον ιστορικό είναι ο τρόπος με τον οποίο το έργο του, Μάινεκε αντικατοπτρίζει τρεις — ή ίσως τέσσερις — διαδοχικές και σαφώς διαφορετικές μεταξύ τους περιόδους του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος.
Ας πάρουμε, όμως, κι ένα πιο κοντινό σε μας χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στη ριζοσπαστική δεκαετία του 1930, όταν το Φιλελεύθερο Κόμμα είχε μόλις πάψει να αποτελεί υπολογίσιμη δύναμη στη βρετανική πολιτική σκηνή, ο καθηγητής Μπάτερφηλντ14 έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Η ερμηνεία της ιστορίας από τους Ουιγους, το οποίο γνώρισε μεγάλη —και δικαιολογημένη— επιτυχία. Πρόκειται για αξιόλογο βιβλίο από πολλές απόψεις, μια από τις οποίες είναι και η εξής: αν και σε περισσότερες από 130 σελίδες καταφέρεται κατά της συγκεκριμένης ερμηνείας της ιστορίας, δεν νομίζω ότι αναφέρει έστω και έναν ουΐγο εκτός από τον Φοξ15 (ο οποίος δεν ήταν ιστορικός), ή έστω και έναν ιστορικό εκτός από τον 'Ακτον (ο οποίος δεν ήταν
13. Οφείλω σ’ αυτό το σημείο να επισημάνω πόσο χρήσιμη υπήρξε για μένα η εξαίρετη ανάλυση του δρ. W. Stark σχετικά με την εξέλιξη του Μάινεκε, στην εισαγωγή που έγραψε για την αγγλική μετάφραση του Die Idee der StaatsrSson, που δημοσιεύτηκε το 1957 με τον τίτλο Maehiavellism.
14. Butterfield, Sir Herbert (1900-79). Ά γγ λ ο ς ιστορικός. Καθηγητής στο Κέιμπριτζ από το 1944 ώς το 1968. Γνωστότερα έργα του Η ερμηνεία της ιστορίας από τους Ουιγους (1931), (J άγγλος κχι η ιστορία του (1944) και Οι ρίζες της σύγχρονης επισνημης (1949). [Σ .τ.μ.]
15. Fox, Charles James (1749-1806). Ά γγλος φιλελεύθερος πολιτικός, κύριος αντίπαλος του Ουΐλιαμ Πιτ του Νεότερου. Διατέλεσε επανειλημμένα πρωθυπουργός. [Σ .τ.μ.]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 61
υίγοζ)·16 Πάντως, όσο κι αν το βιβλίο υστερεί σε ακρίβεια ι χεπτομέρειες, οι σπινθηροβόλες και συχνά δηκτικές κρί
σεις του συγγραφέα αποζημιώνουν και με το παραπάνω τον « ν α γ ν ώ σ τ η , ο οποίος δ ε ν έχει τελικά καμιά αμφιβολία για τ0 ότι «η ερμηνεία της ιστορίας από τους Ουιγους» ήταν κάτι κακό. Μια από τις βασικές κατηγορίες εναντίον της είναι ότι «μελετά το παρελθόν με σημείο αναφοράς το παρόν», άποψη ως προς την οποία ο Μπάτερφηλντ είναι κατηγ ο ρ η μ α τ ικ ό ς και αυστηρός:
Ό λ ες οι αμαρτίες και οι σοφιστείες της ιστορίας έχουν τις ρίζες τους στη μελέτη του παρελθόντος με το ένα μάτι στραμμένο στο παρόν... Αυτή είναι η ουσιαστική έννοια του όρου «ανιστορικός».1'
Μεσολάβησαν δώδεκα χρόνια από τότε. Η μόδα των ριζικών ανατροπών πέρασε. Η χώρα του καθηγητή Μπάτερφηλντ ενεπλάκη σε πόλεμο που συχνά λέγεται ότι έγινε για την υπεράσπιση των συνταγματικών ελευθεριών, όπως αυτές ενσαρκώνονταν στην παράδοση των Ουΐγων, με επικεφαλής έναν μεγάλο ηγέτη, ο οποίος δεν παρέλειπε να επικαλεστεί το παρελθόν «με το ένα μάτι στραμμένο στο παρόν». Σ ’ ένα μικρό βιβλίο με τίτλο Ο άγγλος και η ιστορία του, που κυκλοφόρησε το 1944, ο Μπάτερφηλντ όχι μόνο απο- φαινόταν ότι η «ερμηνεία της ιστορίας από τους Ουιγους» ?)ταν η κατ’ εξοχήν «αγγλική» ερμηνεία, αλλά μιλούσε και με ενθουσιασμό για τους «δεσμούς του άγγλου με την ιστορία», καθώς και για τη «σύζευξη του παρόντος με το παρελθόν» .18
Το να επισημαίνει κανείς παρόμοιες μεταστροφές απόψεων δεν σημαίνει και ότι ασκεί εχθρική κριτική. Σκοπός
16. Η. Butterfield, The Whig Interpretation of History (1931).17. Ό .π ., σσ. 11, 31-2.18. II. Butterfield, The Englishman and his History (1944), σσ. 2,
4-5.
-·)
62 Ε.Χ. ΚΛΡ
μου δεν είναι να ανασκευάσω τον Μπάτερφηλντ της πρώτης περιόδου επικαλούμενος τον Μπάτερφηλντ της δεύτερης περιόδου, ή να υποστηρίξω ότι η αρχική του κρίση δεν ήταν νηφάλια, σε αντιδιαστολή με τη δεύτερη. Έ χω απόλυτη επίγνωση ότι, αν κάποιος έμπαινε στον κόπο να διαβάσει προσεκτικά όλα όσα είχα γράψει πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά τον Πόλεμο, δεν θα δυσκολευόταν να εντοπίσει αντιφάσεις και ανακολουθίες εξίσου φανερές με εκείνες που ανακαλύπτω εγώ σε άλλους. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα πρέπει να ζηλεύω τον ιστορικό που θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι έζησε τα κοσμογονικά γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων χωρίς να αλλάξει ριζικά ορισμένες από τις απόψεις του. Επιδίωξή μου είναι απλώς να δείξω πόσο πι-: στά το έργο του ιστορικού καθρεφτίζει την κοινωνία στην οποία αυτός ζει και εργάζεται. Δεν είναι μόνο τα γεγονότα ρευστά, αλλά και ο ιστορικός. Ό ταν πιάνει κανείς στα χέρια του ένα ιστορικό βιβλίο, δεν αρκεί να κοιτάξει το όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο· ορισμένες φορές το πότε γράφτηκε ή εκδόθηκε το βιβλίο είναι πιο αποκαλυπτικό. Αν ο Ηράκλειτος έχει δίκιο όταν λέει ότι δεν μπορούμε να διαπλεύ- σουμε δύο φορές το ίδιο ποτάμι γιατί το νερό του έχει εν τω μεταξύ αλλάξει, ισχύει ίσως εξίσου — και για τον ίδιο λό-: γο — ότι δεν μπορούν δύο βιβλία να έχουν συγγραφέα «τον ίδιο» ιστορικό, αφού εν τω μεταξύ δεν είναι πια ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος. ·
Αν, μάλιστα, αφήσουμε προς στιγμήν τον ιστορικό ως] άτομο και στραφούμε προς ό,τι θα μπορούσαμε να ονομά- ■ σουμε «γενικές τάσεις» στη συγγραφή ιστορίας, η έκταση στην οποία ο ιστορικός είναι γέννημα της κοινωνίας του γ ίνεται ακόμη πιο φανερή. Τον 19ο αιώνα, όλοι σχεδόν οι βρί- τανοί ιστορικοί θεωρούσαν ότι η πορεία της ιστορίας επιβε- . βαίωνε την αρχή της συνεχούς προόδου, εκφράζοντας έτσι την ιδεολογία μιας κοινωνίας που πράγματι προοδευε με ραγδαίους ρυθμούς. Στο βαθμό που οι εξελίξεις ήταν ευνοϊκές, η ιστορία ήταν «πλήρης νοήματος» για τους βρετανούς ιστορικούς· σήμερα που τα πράγματα πηγαίνουν στραβά, η
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 63
άττοψη ότι υπάρχει εγγενές νόημα στην ιστορία τείνει να με- τχτριχπεί σε αίρεση. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο γόυνμπη προσπάθησε απεγνωσμένα να αντικαταστήσει τη γραμμ^ή άποψη για την ιστορία με μια κυκλική θεωρία __τάση που χαρακτηρίζει συνήθως τις κοινωνίες της παρακμής·19 Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος του Τόυ- νμπη, οι· βρετανοί ιστορικοί στην πλειοψηφία τους αρκούν- ταν να δηλώνουν ότι απλώς δεν υπάρχει γενικό μοντέλο εξέλιξης στγ)ν ιστορία. Μια κοινότοπη φράση του Φίσερ με ανάλογο περιεχόμενο20 έγινε σύντομα τόσο δημοφιλής όσο και ο περιώνυμος αφορισμός του Ράνκε τον προηγούμενο αιώνα (βλ. σελ. 17). Αν κάποιος μου πει ότι οι βρετανοί ιστορικοί της τελευταίας τριακονταετίας οδηγήθηκαν στο να αλλάξουν τη στάση τους μετά από βαθείς ατομικούς προβληματισμούς και νύχτες απομόνωσης και αυτοσυγκέντρωσης στη σοφίτα τους, δεν θα θεωρήσω αναγκαίο να αμφισβητήσω το γεγονός. Απλώς, θα εξακολουθήσω να πιστεύω ότι όλοι αυτοί οι προβληματισμοί και όλες οι νύχτες περισυλλογής είναι κοινωνικό φαινόμενο, απόρροια και έκφραση της θεμελιώδους αλλαγής στο χαρακτήρα και τις απόψεις της κοινωνίας μας μετά το 1914.
Η καλύτερη ένδειξη για το χαρακτήρα μιας κοινωνίας είναι το είδος της ιστορίας που γράφει — ή δεν γράφει — η συγκεκριμένη κοινωνία. Ο ολλανδός ιστορικός Γκέιλ,21 στη
19. Ό ταν είχε ήδη αρχίσει η παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Μάρκος Αυρήλιος παρηγοριόταν με τη σκέψη ότι «όλα όσα συμβαίνουν σήμερα έχουν συμβεί ήδη στο παρελθόν και θα συμβούν και πάλι στο μέλλον» (Εις εαυτόν, X ). Ό πω ς γνωρίζουμε, ο Τόυνμ- ~Ύ, πήρε τη θεωρία των ιστορικών κύκλων από την Παρακμή της Δύσης του Σπένγκλερ.
20. Από τον πρόλογο στο A History of Europe, με ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 1934.
21. Geyl, Pieter (1887-1966). Ολλανδός ιστορικός. Δίδαξε ολλανδική ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (1919-36) και νεότερη 1στορία στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης (1936-58). Γνωστός κυ- Ρ'-ως από τα έργα του για τον Ναπολέοντα και για την εξέγερση των
64 Ε.Χ. ΚΑΡ
γοητευτική του μονογραφία που μεταφράστηκε αγγλικά τον τίτλο Ναπολέων: υπέρ και κατά, δείχνει πώς οι διαδο κές κρίσεις των γάλλων ιστορικών του 19ου αιώνα για ι Ναπολέοντα αντανακλούσαν τα μεταβαλλόμενα — και συχ αλληλοσυγκρουόμενα — πρότυπα της γαλλικής πολιτικ ζωής και σκέψης. Οι απόψεις των ιστορικών, όπως κ όλων των ανθρώπων, διαμορφώνονται από το χώρο και χρόνο στον οποίο ζουν. Ο Άκτον, που είχε απόλυτη επίγν ση αυτής της αλήθειας, αναζήτησε διέξοδο στην ίδια τ ιστορία:
Η ιστορία πρέπει να μας ελευθερώνει όχι μόνο από τη υπερβολική επίδραση άλλων εποχώ ν, αλλά και από τη υπερβολική επίδραση της δικής μας εποχής· από την τυραν ' νία του περιβάλλοντος, του αέρα που αναπνέουμε.22
Αυτή η εκτίμηση για το ρόλο της ιστορίας ίσως ακούγε-, ται υπερβολικά αισιόδοξη. Θέλω, όμως, να πιστεύω ότι ri ιστορικός που έχει πιο σαφή επίγνωση της θέσης του είναι και πιο κατάλληλος να την υπερβεί· με άλλα λόγια, είναι πιοί ικανός να εκτιμήσει τον ουσιώδη χαρακτήρα των διαφορών που έχει η κοινωνία του και η οπτική του από εκείνες άλλων περιόδων και τόπων, απ’ ό,τι ο ιστορικός που διαμαρτύρεται ηχηρά ότι δεν αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο, αλλά απλώς και μόνο άτομο. Η ικανότητα του ανθρώπου να υπερβαίνει την κοινωνική και ιστορική του θέση εξαρτάται, κατά τη γνώμη μου, από την ευαισθησία με την οποία αναγνωρίζει το βαθμό στον οποίο η θέση του αυτή τον καθορίζει.
Στην πρώτη μου παράδοση είπα: πριν μελετήσετε την ιστορία, μελετήστε τον ιστορικό. Τώρα, θα προσέθετα: πριν μελετήσετε τον ιστορικό, μελετήστε το ιστορικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Ο ιστορικός είναι ασφαλώς άτομο, αλ-
Κάτω Χωρών κατά των Αψβούργων τον 16ο και 17ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε κρατούμενος στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. [Σ .τ.μ .]
22. Acton, Lectures on Modem History (1906), σ. 33.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 65
π ρ ο ϊό ν ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών. Ο σπου- ss τ·/ιζ ^ ιστορίας πρέπει να μάθει να τον βλέπει μέσα
το διπλό αυτό πρίσμα.
Ας αφήνουμε τώρα τον ιστορικό, και ας εξετάσουμε τον άλλο παράγοντα της εξίσωσης: τα ιστορικά γεγονότα. Ποιο είναι το αντικείμενο της έρευνας του ιστορικού: η συμπεριφορά των ατόμων, ή η δράση των κοινωνικών δυνάμεων; Σ ’ α υ τ ό το σημείο το έδαφος είναι ήδη καλά “πατημένο” από προηγούμενους μελετητές της ιστορίας. Ό ταν ο Σερ Α'ιζάια Μπερλίν23 δημοσίευσε πριν μερικά χρόνια το ιδιαίτερα γλαφυρό και δημοφιλές δοκίμιό του με τίτλο Historical Inevitability ( = Ιστορικό αναπόφευκτο), στο οποίο θα επανέλθω σε επόμενη παράδοσή μου, προσέθεσε ως προμετωπίδα τη φράση του Τ .Σ. Έλιοτ «αχανείς, απρόσωπες δυνάμεις». Σε όλη την έκταση του δοκιμίου του, ο Μπερλίν ειρωνεύεται εκείνους που πιστεύουν ότι οι «απρόσωπες δυνάμεις» και όχι τα άτομα είναι ο αποφασιστικός παράγοντας στην ιστορία. Η άποψη ότι το σημαντικό στην ιστορία είναι ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά των ατόμων (αυτό που θα ονόμαζα η θεωρία για τον Κακό Βασιλιά Ιωάννη) έχει βαθιές ρίζες. Η επιθυμία να θεωρήσει κανείς ότι κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η ατομική μεγαλοφυϊα χαρακτηρίζει τα πρώτα στάδια της ιστορικής συνείδησης. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να συνδέουν τα επιτεύγματα του παρελθόντος με το όνομα συγκεκριμένων προσώπων, στα οποία και τα απέδιδαν (Όμηρος, Αυκούργος, Σόλων). Ανάλογες τάσεις εκδηλώνονται και πάλι στην Αναγέννηση, οπότε ο Πλούταρχος, ο κατ’ εξοχήν ηθικολόγος βιογράφος, ήταν πολύ πιο δημοφιλής από τους καθαυτό ιστορικούς της Αρχαιότητας
23. Berlin, Sir Isaiah (1912-97). Ά γγ λ ο ς φιλόσοφος και ιστορικός, λετονικής καταγωγής. Δίδαξε πολιτική και κοινωνική θεωρία στην Οξφόρδη. Έ ργα του: Καρλ Μ αρξ (1939), Ιστορικό αναπόφευκτο (1954), Δύο έννοιες της ελευθερίας (1959), Βίκο και Χέρντερ (1976), κ.ά. [Σ .τ.μ.]
*
66 Ε.Χ. ΚΑΡ
και ασκούσε μεγαλύτερη επίδραση απ’ αυτούς.Στη χώρα μας ειδικότερα, θα έλεγα ότι ανατραφήκαμε μ'
αυτή τη θεωρία για την ιστορία. Κι όμως, θα πρέπει σήμερ να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει κάτι το παιδαριώδες, ή έστω* το αφελές, στη συγκεκριμένη αντίληψη. Σε εποχές που η κοινωνία ήταν απλούστερη και ο δημόσιος βίος φαινόταν ν εξαρτάται από τη δράση λίγων επώνυμων, η θεωρία αυτή είχε ίσως κάποια βάση. Αντίθετα, είναι προφανώς ακατάλληλη όταν πρόκειται για την εξαιρετικά σύνθετη κοινωνία^ της εποχής μας —άλλωστε, η γέννηση της νέας επιστήμης; της κοινωνιολογίας κατά τον 19ο αιώνα ήταν και ένα είδος απάντησης στην όλο και πιο περίπλοκη κοινωνική πραγματικότητα. Συχνά οι παραδοσιακές αντιλήψεις διακρίνονται, πάντως, για την ανθεκτικότητά τους. Στις αρχές του 20ού; αιώνα, το απόφθεγμα «ιστορία είναι η βιογραφία μεγάλων προσωπικοτήτων» εξακολουθούσε να διατηρεί την αξιοπιστία του. Πριν λίγα μόλις χρόνια, ένας διακεκριμένος αμερι- κανός ιστορικός κατηγόρησε τους συναδέλφους του — ίσως αστειευόμενος εν μέρει— για «μαζική εξόντωση των ιστορικών προσωπικοτήτων», τις οποίες έχουν την τάση να θεωρούν «τυφλά όργανα κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων».24 Έ στω κι αν οι φανατικοί αυτής της θεωρίας τείνουν σήμερα να εκλείψουν, ή έστω να σιωπούν, χαρακτηριστικό δείγμα μιας σύγχρονης εκδοχής της συνάντησα σε πρόσφατο βιβλίο της Σ.Β. Ουέτζγουντ:25
Η ατομική συμπεριφορά των ανθρώπων με ενδιαφέρει π ε ρισσότερο απ’ ό,τι η συμπεριφορά που έχουν ως ομάδα ή ως τάξη. Η ιστορία μπορεί να γραφτεί με τη μια ή την άλλη προκατάληψη- είναι όλες εξίσου παραπλανητικές... Σ ’ αυτί
24. American Historical Review, Ιανουάριος 1951, σ. 270. ί25. Wedgwood, Cicely Veronica (1910-97). Αγγλίδα ιστορικός. Το
συγγραφικό της έργο αφορά κυρίως τον 17ο αιώνα, και ειδικότερα την περίοδο των Στιούαρτ στην Αγγλία. [Σ .τ.μ .]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 67
το βιβλίο... προσπαθώ να καταλάβω πώς αισθάνονταν αυτοί οι άνθρωποι και γιατί ενήργησαν έτσι.26
Η πρόθεση είναι σαφής και, καθώς η δεσποινίς Ουέ- τζγουντ είναι δημοφιλής συγγραφέας, είμαι βέβαιος ότι π ο λλο ί σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Ο δρ. Ράουζ,27 για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι το Ελισαβετιανό σύστημα διακυβέρνησης κατέρρευσε επειδή ο Ιάκωβος Α ' δεν μπορούσε να το καταλάβει, και ότι η Αγγλική Επανάσταση του 1648 ήταν απόρροια της ανοησίας που χαρακτήριζε τους δυο πρώτους βασιλείς της δυναστείας των Στιούαρτ.28 Ακόμη και ένας ιστορικός όπως ο Σερ Τζέιμς Νηλ29 που διακρίνε- ται για την επιφυλακτικότατα των κρίσεών του, δεν αποφεύγει πάντοτε τον πειρασμό να εκφράσει το θαυμασμό του για τη βασίλισσα Ελισάβετ ως άτομο, αντί να εξηγήσει τι εκπροσωπούσε η δυναστεία των Τυδόρ. Τέλος, ο Σερ Α. Μπερλίν, στο δοκίμιό του που ανέφερα λίγο πριν, ανησυχεί ιδιαίτερα μήπως οι ιστορικοί παραλείψουν να καταδικάσουν τον Τζενγκίς Χαν ή τον Χίτλερ ως «κακούς ανθρώπους».30
26. C.V. Wedgwood, The King’s Peace (1955), σ. 17.27. Rowse, Alfred Leslie (1903-96). Ά γγ λ ο ς ιστορικός και λογοτέ
χνης. Σπούδασε και δίδαξε στην Οξφόρδη. Η ιστορία της Αγγλίας και η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Κορνουάλη, αποτέλεσαν το κύριο θέμα των ιστορικών και λογοτεχνικών αντίστοιχα έργων του. [Σ .τ.μ.]
28. A.L. Rowse, The England of Elizabeth (1950), σσ. 261-62, 382. Οφείλω να ομολογήσω ότι σ’ ένα παλαιότερο δοκίμιό του ο δρ. Ράουζ καταδίκαζε «τους ιστορικούς που πιστεύουν ότι οι Βουρβόνοι απέτυχαν να επαναφέρουν τη μοναρχία στη Γαλλία μετά το 1870 μόνο και μόνο γιατί ο Ερρίκος Ε' επέμενε στο θέμα της λευκής σημαίας» (The End of an Epoch, 1949, σ. 275). Τι να πω; Ίσως θεωρεί παρόμοιες απόψεις κατάλληλες μόνο όταν ο ίδιος ερμηνεύει την ιστορία της Αγγλίας.
29. Neale, Sir James Ernest (1890-1975). Ά γγλος ιστορικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (1927-56). Υπήρξε αυθεντία στην πολιτική και συνταγματική ιστορία της Ελισαβετιανής περιόδου. [Σ .τ.μ.]
30. I. Berlin, Historical Inevitability (1954), σ. 42.
/>
68 Ε.Χ. ΚΑΡ
Η θεωρία «για τον Κακό Βασιλιά Ιωάννη και την Καλ Βασίλισσα Ελισάβετ» δείχνει να έχει αυξημένη απήχησν όταν πρόκειται για γεγονότα της πρόσφατης σχετικά ιστο ρίας. Είναι ευκολότερο να αποκαλεί κανείς τον κομμουνισμ «πνευματικό τέκνο του Καρλ Μαρξ», απ’ ό,τι να αναλύει τι* ρίζες του και το χαρακτήρα του- να αποδίδει τη Ρωσικ ' Επανάσταση του 1917 στο ότι ο τσάρος Νικόλαος Β ' ήτα- βλάκας ή στο χρυσάφι των Γερμανών, αντί να μελετά τι βαθύτερες κοινωνικές αιτίες της- να θεωρεί ότι οι δύο παγ , κόσμιοι πόλεμοι οφείλονταν στον κακό χαρακτήρα του Γου- λιέλμου Β ' και του Χίτλερ αντίστοιχα, και όχι στην ανατροπή του συστήματος διεθνών σχέσεων.
Η διατύπωση της δεσποινίδας Ουέτζγουντ που παρέθεσα- πιο πάνω συνδυάζει δύο επιμέρους παραδοχές. Πρώτον, ότι; η ατομική συμπεριφορά των ανθρώπων είναι κάτι ξεχωρι-' στό από τη συμπεριφορά τους ως μελών μιας ομάδας ή τάξης, και επομένως ο ιστορικός μπορεί να επιλέγει αν θα εν- τρυφήσει στη μια ή στην άλλη. Δεύτερον, ότι το να μελετά κανείς την ατομική συμπεριφορά των ανθρώπων σημαίνει να μελετά τα συνειδητά κίνητρα των πράξεών τους.
Μετά απ’ όσα έχω ήδη πει, δεν χρειάζεται να επιμείνω ως προς το πρώτο σημείο. Το να βλέπει κανείς τον άνθρωπο μάλλον ως άτομο παρά ως μέλος της μιας ή της άλλης ομάδας είναι εξίσου παραπλανητικό όσο και να. προσπαθεί να απομονώσει τη μια του ιδιότητα από την άλλη. Το άτομο ανήκει εξ ορισμού σε ομάδα, είτε αυτή είναι η κοινωνία, είτε η τάξη του, η φυλή του, ή το έθνος του. Οι πρώτοι βιολόγοι αρκούνταν να ταξινομούν τα διάφορα είδη ζώων, πουλιών και ψαριών και δεν προσπαθούσαν να τα μελετήσουν σε σχέση με το φυσικό τους περιβάλλον. Ίσω ς οι κοινωνικές επιστήμες σήμερα να μην έχουν ξεπεράσει εντελώς το πρωτόγονο αυτό στάδιο εξέλιξής τους. Ορισμένοι βλέπουν την ψυχολογία και την κοινωνιολογία ως τις επιστήμες που ασχολούνται με το άτομο και την κοινωνία αντίστοιχα· γ ι’ αυτό και «ψυχολογισμό» αποκαλούμε συνήθως την αντίληψη ότι όλα τα κοινωνικά προβλήματα μπορούν τελικά να
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 69
αναχθούν στην ανάλυση της ατομικής συμπεριφοράς. Ωστόσο ο ψυχολόγος που δεν μελετά το κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου δεν θα προχωρήσει πολύ μακριά. Νιώθω τον πειρασμό να επιχειρήσω τη διάκριση σε βιογραφία, που αν- τια ετω π ίζε ι τον άνθρωπο ως άτομο, και ιστορία, που αντιμ ετω π ίζει τον άνθρωπο ως μέρος ενός συνόλου, προσθέτοντας ταυτόχρονα ότι η καλή βιογραφία eivat κακή ιστορία. Ο Ά κ τ ο ν έγραψε κάποτε: «τίποτε δεν ω θεί την άποψη του ανθρώπου για την ιστορία σε περισσότερες πλάνες και άδικες κρίσεις απ’ ό,τι το ενδιαφέρον που προκαλούν οι ατομικοί
/ ο ίχαρακτήρες». 1Όμως, κι αυτή η διάκριση, σε βιογραφία και ιστορία, δεν
είναι πραγματική. Ούτε θα ήθελα να υιοθετήσω την προμετωπίδα του Τζ.Μ. Γιανγκ32 στο βιβλίο του Βικτοριανή Α γ γλία: «οι υπηρέτες μιλούν για ανθρώπους· οι ευγενείς συζητούν θέματα».33 Υπάρχουν ασφαλώς βιογραφίες που αποτε- λούν αξιόλογες συνεισφορές στην ιστορία. Στο πεδίο που γνωρίζω καλύτερα, οι βιογραφίες του Στάλιν και του Τρό- τσκι από τον Ντόυτσερ34 είναι χαρακτηριστικά παρα-
31. Home and Foreign Review, Ιανουάριος 1863, σ. 219.32. Young, George Malcolm (1882-1959). Ά γγλος ιστορικός και δο
κιμιογράφος. Υπηρέτησε ως ανώτερος κρατικός λειτουργός στις δεκαετίες του 1910 και 1920. Γνωστός κυρίως από τα έργα του με θέμα την Αγγλία της Βικτοριανής εποχής. [Σ .τ.μ.]
33. Ο Herbert Spencer, αναπτύσσοντας την ιδέα αυτή, γράφει στο Κεφάλαιο 2 του The Study of Sociology: «Αν θέλεις να εκτιμήσεις σε γενικές γραμμές την πνευματική εμβέλεια κάποιου, ο καλύτερος τρόπος είναι να παρατηρήσεις την αναλογία μεταξύ γενικών διαπιστώσεων και απόψεων για πρόσωπα που χαρακτηρίζει την ομιλία του· σε ποιο βαθμό οι απλές αλήθειες για άτομα υποκαθίστανται από αφηρη-
) μένες αλήθειες, που απορρέουν από πλήθος εμπειριών, σχετικών τόσο με ανθρώπους όσο και με καταστάσεις. Αν τους μετρήσετε, θα διαπιστώσετε ότι είναι ελάχιστοι εκείνοι που υπερβαίνουν τη βιογραφική προσέγγιση των ανθρώπινων υποθέσεων».
34. Deutscher, Isaac (1907-67). Πολονικής καταγωγής μαρξιστής ιστορικός. Μέλος του Κ.Κ. Μεγ. Βρετανίας (1926-32), και εν συνεχεία ηγετική φυσιογνωμία της παγκόσμιας αντισταλινικής (τροτσκι-
70
δείγματα. Άλλες βιογραφίες πάλι δεν απέχουν πολύ α
Ε.Χ. ΚΑΡ
ιστορικά μυθιστορήματα. «Για τον Λύτον Στράτσυ», γ ρ # · φει ο καθηγητής Τρέβορ-Ρόπερ, «τα ιστορικά προβλήματ· ήταν πάντοτε προβλήματα ατομικής συμπεριφοράς και ε κ · κεντρικότητας... Δεν αναζητούσε ποτέ απαντήσεις, ο ύ τ · έθετε ερωτήματα, για ιστορικά, πολιτικά και κοινω νικ· προβλήματα».35 Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να γ ρ ά φ * ή να διαβάζει ιστορία· άλλωστε, μπορούν να γραφτούν εξαΛ ρετα βιβλία για το παρελθόν, τα οποία να μην είναι ιστορία· Νομίζω πάντως πως νομιμοποιούμαστε να χρησιμοποιούμε τη λέξη «ιστορία» μόνο προκειμένου για έρευνα στο παρελ* θόν του «εν κοινωνία» ανθρώπου. I
Όσο για το δεύτερο σημείο, δηλαδή ότι ρόλος της ιστό,·· ρίας είναι να ερευνά γιατί τα άτομα ενήργησαν όπως ενήρ-1 γησαν, η άποψη αυτή μού φαίνεται τόσο απίθανη, ώστα υποψιάζομαι πως ακόμη και η δεσποινίς Ουέτζγουντ δε1! εφαρμόζει στην πράξη όσα υποστηρίζει. Ό λοι σήμερα γ ν ω ί ρίζουν ότι οι άνθρωποι δεν ενεργούν πάντοτε — ούτε καν συ* νήθως, ίσως — με βάση κίνητρα που συνειδητοποιούν πλή-1 ρως, ή που είναι διατεθειμένοι να παραδεχτούν. Το νο| αγνοεί κανείς την ύπαρξη ασύνειδων ή ανομολόγητων κινή-Ι τρων σημαίνει να προσεγγίζει το αντικείμενό του με το ένοΙ μάτι σκόπιμα κλειστό. Κι όμως, υπάρχουν ορισμένοι που! πιστεύουν ότι αυτό πρέπει να κάνει ο ιστορικός! Το θέμα εί-| ναι πως, όσο κανείς αρκείται να λέει ότι ο βασιλιάς Ιωάννης] ήταν άπληστος, ανόητος και ήθελε να κυβερνά τυραννικά,| μιλάει με όρους ατομικών ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών, κατανοητούς ακόμη και από μικρά παιδιά. Αν, όμως, πει) κανείς ότι ο Ιωάννης ο Ακτήμων — ανεξάρτητα αν είχε ή! όχι συνείδηση του γεγονότος — ήταν όργανο των συμφερόν-j των που αντιτίθενταν στην άνοδο των φεουδαρχών βαρόνων στην εξουσία, ξεφεύγει ίσως από το παιδαριώδες επιχείρη-
στικής) αντιπολίτευσης. Έγραψε βιογραφίες του Στάλιν (1949) και του Τρότσκι (3 τόμοι· 1954, 1959, 1963). [Σ .τ.μ.]
35. H.R. Trevor-Roper, Historical Essays (1957), σ. 281,
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 71
μα ότι είχε κακό χαρακτήρα· μοιάζει, ωστόσο, να υπαινίσε- *-αι πως τα ιστορικά συμβάντα δεν καθορίζονται από συνειδητές πράξεις των ατόμων, αλλά από εξωγενείς και πανίσχυρες δυνάμεις, που επενεργούν ασύνειδα στη βούλησή γουζ. Φυσικά, πρόκειται για καθαρή ανοησία. Σε ό,τι με αφορά τουλάχιστον, δεν πιστεύω στη Θεία Πρόνοια, στο Π α γ κ ό σ μ ιο Πνεύμα, στο Πεπρωμένο, στην ιστορία με κεφαλαίο I, ή σε οποιαδήποτε άλλη από τις αφαιρέσεις που υποτίθεται ότι κατευθύνουν τον ρου των γεγονότων. Σ ’ αυτό το σημείο, θα υιοθετούσα ανεπιφύλακτα τη δι,ατύπωση του Μαρξ: «Η ιστορία, δεν δρα, δεν/κατέχει τεράστια πλούτη, δεν δίνει μάχες. Αυτός που κάνει τα πάντα., που κατέχει και μάχεται, είναι ο άνθρωπος, ο άνθρωπος μ.ε σάρκα και οστά».
Οι δυο επισημάνσεις που θα ήθελα να κάμω σχετικά με το θέμα αυτό δεν συνδέονται με τη μία ή την άλλη αφηρη- μένη αντίληψη για την ιστορία· βασίζονται σε αμιγώς εμπειρικές παρατηρήσεις.
Πρώτον, θέλω να επισημάνω ότι η ιστορία είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα αριθμών. Ο Καρλάυλ36 είναι υπεύθυνος για την ατυχή διατύπωση ότι «ιστορία είναι η βιογραφία των μεγάλων ανδρών». Κι όμως, να τι γράφει ο ίδιος στο σημαντικότερο ιστορικό του έργο:
Η πείνα, η γύμνια και η εφιαλτική καταπίεση, που βάραιναν 25 εκατομμύρια ψυχές. Αυτή ήταν η πρω ταρχική κινητήρια δύναμη της Γαλλικής Επανάστασης, και όχι οι πληγω μένες ματαιοδοξίες και οι φιλοσοφικές διαφωνίες λόγιων δικηγόρων, πλούσιων καταστηματαρχών, ή ευγενών της
36. Carlyle, Thomas (1795-1881). Σκοτικής καταγωγής βρετανός ιστορικός και δοκιμιογράφος. Σπούδασε στο Εδιμβούργο. Βαθύς γνώστης και μελετητής της γερμανικής λογοτεχνίας. Α πό το 1834 ώς το τέλος της ζωής του έζησε στο Λονδίνο. Κυριότερα έργα του: Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης (1837), Γ ια τους ήρωες, τη λα τρεία του ήρωα και το ηρωικό στοιχείο στην ιστορίχ (1841), Ιστορία του Φρειδερίκου του Μ εγάλου (1858-65). [Σ .τ.μ.]
72 Ε.Χ. ΚΑΡ
υπαίθρου. Η ίδια κινητήρια δύναμη θα βρίσκεται πάντοτ πίσω απ’ όλες τις αντίστοιχες επαναστάσεις, σε όλες τι χώ ρες.37
Ή , όπως έγραφε ο Λένιν, «η πολιτική αρχίζει εκεί όπο* υπάρχουν μάζες· όχι εκεί όπου πρόκειται για χιλιάδες, αλλ' εκεί όπου πρόκειται για εκατομμύρια αρχίζει η πολιτική μ" την ουσιαστική έννοια του όρου». Τα εκατομμύρια του Καρ , λάυλ και του Λένιν ήταν, προφανώς, εκατομμύρια ατόμων’’ δεν ήταν απρόσωπα. Συχνά σε τέτοιου είδους συζητήσει γίνεται σύγχυση μεταξύ ανώνυμου και απρόσωπου πλήθους, οι άνθρωποι δεν παύουν να είναι άτομα, έστω κι αν αγνοού με τα ονόματά τους. Οι «αχανείς, απρόσωπες δυνάμεις» το Τ.Σ . Έ λιοτ είναι αυτοί που ο Κλάρεντον,38 ένας συντηρητι. κός πιο τολμηρός και πιο ειλικρινής στις απόψεις του, απο καλούσε «βρόμικοι άνθρωποι χωρίς όνομα».39 Αυτά τ ανώνυμα εκατομμύρια, άτομα που ενεργούσαν λίγο-πολ ασύνειδα, από κοινού, αποτελούσαν κοινωνική δύναμη. Ένα δυσαρεστημένος αγρότης ή ένα δυσαρεστημένο χωριό είνα φυσικό να μην απασχολήσουν τον ιστορικό· όμως, εκατομ μύρια δυσαρεστημένοι αγρότες και χιλιάδες δυσαρεστημέν χωριά είναι γεγονός που ο ιστορικός δεν μπορεί να τ* αγνοήσει. Οι λόγοι για τους οποίους ο Γιάννης δεν παντρεύ τηκε δεν ενδιαφέρουν τον ιστορικό· αν, όμως, χιλιάδες σύγ χρονοι του Γιάννη δεν παντρεύονται, και επομένως υπάρχε πρόβλημα υπογεννητικότητας στην κοινωνία, το γεγονό
37. History of the French Revolution, Γ', iii, κεφ. 1.38. Clarendon, Edward Hyde, κόμης του (1609-74). Ά γγλος πολι
τικός. Κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1642-48) συντάχθηκε με του οπαδούς της μοναρχίας. Διατέλεσε σύμβουλος του Καρόλου Β' στη* εξορία. Μετά την Παλινόρθωση (1660), ο βασιλιάς τού απένειμε το τίτλο του κόμη, αλλά το 1667 έπεσε σε δυσμένεια. Πέθανε εξόριστο στη Γαλλία. [Σ .τ.μ.]
39. Clarendon, A Brief View and Survey of the Dangerous and Perni cious Errors to Church and State in Mr. Hobbes’ Book entitled Leviatha (1676), σ. 320.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 73
ατ:οκτά ίσως ιστορικό ενδιαφέρον. Δεν πρέπει, εξάλλου, να μας μπερδεύει η διαπίστωση ότι όλα τα κινήματα ξεκινούν από μειοψηφίες. Έ στω κι αν όλα τα αποτελεσματικά κινήματα είχαν λίγους ηγέτες και πολλούς οπαδούς, δεν θα μπορούσαν ποτέ να πετύχουν χωρίς τα πλήθη που τα πλαισίωσαν. Στην ιστορία μετρούν οι αριθμοί.
Η δεύτερη επισήμανσή μου είναι ακόμη πιο εύκολο να επιβεβαιωθεί. Συγγραφείς που εκπροσωπούν διάφορες σχολές σκέψης συμπίπτουν στη διαπίστωση ότι οι πράξεις των ανθρώπων έχουν συχνά αποτελέσματα που οι ίδιοι, ή και οποιοσδήποτε άλλος, ούτε τα επιδίωκαν ούτε τα επιθυμούσαν. Ο πιστός χριστιανός πιστεύει ότι το άτομο που ενεργεί συνειδητά για δικούς του, συχνά εγωιστικούς σκοπούς είναι ασύνειδο όργανο των επιδιώξεων του Θεού. Η φράση του Μάντεβιλ40 «ιδιωτικά πάθη-δημόσιες αρετές» ήταν μια πρώτη, σκόπιμα παραδοξολογικη, διατύπωση αυτής της άποψης. Είναι πασίγνωστα το «κρυμμένο χέρι» του Ά νταμ Σμιθ και η «πανουργία του Λόγου» του Χέγκελ, εκφράσεις σύμφωνα με τις οποίες τα άτομα, έστω κι αν πιστεύουν ότι εκπληρώνουν τις δικές τους και μόνο επιθυμίες, εξυπηρετούν ευρύτερους κοινωνικούς σκοπούς. Στον πρόλογο της Κριτικής της πολιτικής οικονομίας, ο Μαρξ γράφει ότι «κατά την παραγωγική διαδικασία τα άτομα αναπτύσσουν μεταξύ τους καθορισμένες και αναγκαίες σχέσεις, ανεξάρτητα από τη θέλησή τους». Στο Πόλεμος και ειρήνη ο Τολστόι, απηχώντας τον Ά νταμ Σμιθ, γράφει: «Αν και ο άνθρωπος ζει συνειδητά για τον εαυτό του, δεν παύει ποτέ να είναι ασύνειδο όργανο για την επίτευξη των οικουμενικών ιστορικών επιδιώξεων της ανθρωπότητας». Και για να κλείσουμε αυτή την ανθολογία, που είναι ήδη αρκετά πλούσια, ο καθη
40. Mandeville, Bernard (1670-1733). Ολλανδικής καταγωγής άγγλος σατιρικός συγγραφέας και παραδοξολόγος. Γνωστός κυρίως από ™ έμμετρο έργο του Ο μύθος των μελισσών (1723), όπου υποστηρίζει ότι οι κάθε είδους αρετές δεν είναι παρά μορφές εγωισμού. [Σ.τ.μ.]
(
74 Ε.Χ. ΚΑΡ
γητής Μπάτερφηλντ επισημαίνει: «Υπάρχει κάτι στη φύο των ιστορικών γεγονότων που στρέφει την πορεία της ιστοί ρίας προς κατευθύνσεις τις οποίες κανείς ποτέ δεν επι| δίωξε».41
Από το 1914 ώς το 1945, μετά από μια περίοδο εκατ| χρόνων κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν μόνο περιορι! σμένης έκτασης τοπικές συγκρούσεις, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι συγκλόνισαν την ανθρωπότητα. Δεν θα αποτελούσερ ασφαλώς, πειστική εξήγηση του φαινομένου ότι κατά τς πρώτο μισό του 20ού αιώνα περισσότεροι άνθρωποι ήθελα^ πόλεμο (ή λιγότεροι ήθελαν ειρήνη) απ’ ό,τι κατά τα τελευ-1 ταία 75 χρόνια του 19ου αιώνα. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι υπήρχαν άτομα που επιθυμούσαν τη μεγάλη οικο-1 νομική κρίση της δεκαετίας του 1930. Κι όμως, δεν υπάρχε! αμφιβολία ότι η κρίση προκλήθηκε από τη δράση ατόμων! τα οποία επιδίωκαν συνειδητά εντελώς διαφορετικούς το καθένα στόχους. Άλλωστε, η απόκλιση μεταξύ των προθέ-1 σεων του ατόμου και των συνεπειών που έχει η δράση του| δεν είναι απαραίτητο να περιμένει πάντοτε τον ιστορικό του| μέλλοντος για να διαπιστωθεί. Τον Μάρτιο του 1917, ο γερουσιαστής Λοτζ42 έγραφε για τον τότε πρόεδρο των Ηνω-Ι μένων Πολιτειών Ουΐλσον: «δεν σκοπεύει να οδηγηθεί σε! πόλεμο, αλλά νομίζω ότι τα γεγονότα θα τον παρασύρουν» .43 Θα ήταν εντελώς αυθαίρετο να ισχυριστεί κανείς! ότι η ιστορία μπορεί να γραφτεί με βάση «ερμηνείες ανθρώπινων προθέσεων»,44 ή εκτιμήσεις των ίδιων των πρωταγω -1
41. The Englishman and his History (1944), σ. 103.42. Lodge, Henry Cabot (1850-1924). Αμερικανός ρεπουμπλικάνος
πολιτικός. Αντιτάχθηκε σθεναρά στην πολιτική του προέδρου Ουΐλ- j σον, και ειδικότερα στη συμμετοχή των ΗΠΑ στην Κοινωνία των-! Εθνών. [Σ .τ.μ.]
43. Αναφέρεται σε B.W. Tuchman, The Zimmerman Telegram I (1958), σ. 180.
44. Η φράση προέρχεται από το βιβλίο του I. Berlin, Historical Inevitability (1954), σ. 7, όπου φαίνεται πως επιδοκιμάζεται να γράφει κανείς ιστορία μ’ αυτόν τον τρόπο.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 75
vcCrrwv της ως προς το γιατί ενήργησαν με τον τρόπο που £νήργησαν. Τα γεγονότα της ιστορίας είναι πράγματι γεγονότα τα οποία αφορούν άτομα· όχι όμως ενέργειες ατόμων ΰζ συνθήκες απομόνωσης, ούτε κίνητρα —πραγματικά ή φανταστικά— που τα ίδια τα άτομα θεωρούν ότι τα οδήγησαν στις πράξεις τους. Πρόκειται για γεγονότα που αφορούν σχέσεις μεταξύ ατόμων «εν κοινωνία», καθώς και κοινωνικές δυνάμεις που συχνά οδηγούν σε διαφορετικά — ή ακόμη και αντίθετα— αποτελέσματα από εκείνα τα οποία επιδίωκαν τα άτομα με τη δράση τους.
Ένα από τα σοβαρά μειονεκτήματα της αντίληψης του Κόλινγκγουντ για την ιστορία, στην οποία αναφέρθηκα στην προηγούμενη παράδοσή μου, είναι η παραδοχή πως ο ιστορικός καλείται να ερευνήσει τη σκέψη που οδήγησε το ιστορικό πρόσωπο στην πράξη του. Στην πραγματικότητα, αυτό που καλείται να ερευνήσει ο ιστορικός είναι τι βρίσκεται π ίσω από την πράξη, ανεξάρτητα από τη συνειδητή σκέψη ή το κίνητρο του ιστορικού προσώπου.
Θα ήθελα σ’ αυτό το σημείο να αναφερθώ στον ιστορικό ρόλο των εξεγερμένων ή των ετερόδοξων. Υιοθετώντας τη δημοφιλή εικόνα του ατόμου που εξεγβίρεται κατά της κοινωνίας, επανερχόμαστε στην εσφαλμένη αντίθεση μεταξύ κοινωνίας και ατόμου. Καμιά κοινωνία δεν είναι απόλυτα ομοιογενής. Η κοινωνία είναι πάντοτε πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων, κι εκείνοι που αντιτίθενται στην υφιστάμενη τάξη πραγμάτων είναι εξίσου προϊόντα και αντανάκλαση της κοινωνίας όσο και οι κάτοχοι της εξουσίας. Ο Τάυλερ και ο Πουγκάτσεφ45 εκπροσωπούσαν ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις, όπως και ο Ριχάρδος Β ' ή η Αικατερίνη Β' αντίστοιχα. Μονάρχες και εξεγερμένοι ήταν εξίσου προϊόντα των ιδιαίτερων κοινωνικών συνθηκών της εποχής τους. Θα ήταν παραπλανητικό και υπεραπλουστευτικό να θεωρήσει
45. Ηγέτες αγροτικών εξεγέρσεων, κατά τη περίοδο της βασιλείας του Ριχάρδου Β' στην Αγγλία (1367-1400) και της Αικατερίνης της Μεγάλης στη Ρωσία (1762-96), αντίστοιχα. [Σ .τ.μ.]
(
76 E X. ΚΑΡ
κανείς τον Τάυλερ και τον Πουγκάτσεφ άτομα εξεγερμέν κατά της κοινωνίας. Ο ιστορικός τους ρόλος απορρέει απ τη δράση τους ως επικεφαλής μαζικών κινημάτων. Ας εξε τάσουμε, όμως, την περίπτωση ενός πολύ πιο λόγιου ατομι·* κιστή, αμφισβητία, και εξεγερμένου κατά της κοινωνίας τη εποχής του: του Νίτσε. Ακόμη και ο Νίτσε ήταν σαφώς γέν νημα της γερμανικής —ή ίσως και γενικότερα της ευρωπαϊ κής— κοινωνίας της εποχής του· δεν θα μπορούσε να είχε ζήσει στο Περού, ή στην Κίνα. Μια γενιά μετά το θάνατό:, του, η σημασία και η ισχύς των απόψεων και των κοινωνικών δυνάμεων που εξέφραζε ο Νίτσε έγινε πιο φανερή απν ό,τι ήταν για τους συγχρόνους του.
Ο ρόλος του εξεγερμένου στην ιστορία παρουσιάζει αναλογίες με το ρόλο του «μεγάλου άνδρα». Η θεωρία της ιστορίας που βασίζεται στο ρόλο των μεγάλων ανδρών δεν είναι’ πια της μόδας τα τελευταία χρόνια, αν και κάθε τόσο δεν, παραλείπει να μας θυμίζει την ύπαρξή της. Ο επιμελητής μιας σειράς με δημοφιλή εγχειρίδια ιστορίας, που εμφανίστηκε μετά τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο, καλούσε τους αναγνώστες «να έρθουν σε επαφή με σημαντικά ιστορικά θέματα, ξεκινώντας με τη βιογραφία ενός μεγάλου άνδρα». Αλλά και ο Α .Τζ.Π . Τέιλορ,46 σ’ ένα από τα λιγότερο γνωστά δοκίμιά του, γράφει ότι «η νεότερη ιστορία της Ευρώπης μπορεί να γραφτεί με άξονα τρεις τιτάνες: Ναπολέων, Μπίσμαρκ, Λένιν» ,47 έστω κι αν ο ίδιος στα πιο φιλόδοξα έργα του δεν φαίνεται να υιοθετεί την παράτολμη αυτή άποψη.
Ποιος είναι ο ρόλος του «μεγάλου άνδρα», της προσωπικότητας στην ιστορία; Ο μεγάλος άνδρας είναι κι αυτός
46. Taylor, Allan John Percivale (1906-90). Ά γγλος ιστορικός. Σπούδασε και δίδαξε στην Οξφόρδη. Κύρια έργα του: Ο αγώνας για την κυριαρχία στην Ευρώπη 1848-1918 (1954), Οι ρίζες του Β ' Παγκοσμίου Πολέμου (1961), όπου υποστήριξε την αιρετική άποψη ότι ο πόλεμος ήταν μάλλον αποτέλεσμα παρεξηγήσεων και λανθασμένων εκτιμήσεων παρά προμελετημένου σχεδίου, και Α γγλικ ή ιστορία: 1914-1945 (1965). [Σ .τ.μ.]
47. A.J.P. Taylor, From Napoleon to Stalin (1950), σ. 74.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 77
άτομο· όντας όμως εξέχον άτομο, είναι και κοινωνικό φαινόμενο με εξέχουσα σημασία. «Είναι προφανές», έγραφε ο Γκίμπον, «πως οι εξέχοντες χαρακτήρες έχουν ανάγκη από την κατάλληλη εποχή για να αναδειχθούν· σήμερα, η μεγα- λοφυία του Κρόμγουελ ή του [καρδινάλιου ντε] Ρετς ίσως να περνούσε απαρατήρητη».48 Στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ο Μαρξ εντοπίζει το αντίστροφο φαινόμενο: «Η ταξική πάλη στη Γαλλία δημιούργησε τις συνθήκες και τις σχέσεις εκείνες που επέτρεψαν σε μια μετριότητα να εμφανιστεί ως ήρωας». Αν υποθέσουμε ότι ο Μπίσμαρκ είχε γεννηθεί τον 18ο αιώνα, δεν θα είχε ενώσει τη Γερμανία, και ίσως δεν θα γινόταν ποτέ «μεγάλος άνδρας».
Ωστόσο, πιστεύω ότι δεν είναι ανάγκη να φτάνει κανείς ώς το άλλο άκρο, υιοθετώντας την άποψη του Τολστόι ότι οι μεγάλοι άνδρες δεν είναι τίποτε άλλο από «ετικέτες που δίνουν το όνομά τους στα γεγονότα». Φυσικά, ορισμένες φορές η λατρεία των μεγάλων ανδρών μπορεί να έχει πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις. Ο υπεράνθρωπος του Νίτσε είναι απωθητικός. Θα μπορούσε εύκολα κανείς να επικαλεστεί το σχετικά πρόσφατο παράδειγμα τδυ Χίτλερ, ή τις ζοφερές συνέπειες που είχε για τη Σοβιετική Ένωση η προσωπολατρία. Σκοπός μου δεν είναι να υποβαθμίσω τη μεγαλοσύνη των μεγάλων ανδρών, ούτε και προσυπογράφω την άποψη ότι «οι μεγάλοι άνδρες είναι συνήθως κακοί άνθρωποι». Διαφωνώ απλώς με την αντίληψη που θέτει τους μεγάλους άνδρες εκτός ιστορίας, που θεωρεί ότι αυτοί επιβάλλονται στην ιστορία χάρη στη μεγαλοσύνη τους, ότι «ξεπετάγονται ως εκ θαύματος από το άγνωστο για να διακόψουν την κανονική ροή της ιστορίας» .49 Ακόμη και σήμερα, θεωρώ ότι η κλασική περιγραφή του Χέγκελ (στη Φιλοσοφία του Δ ικαίου) παραμένει αξεπέραστη:
Μ εγάλος άνδρας είναι εκείνος που μπορεί να εκφράσει τηθέληση της εποχής του, να πει στην εποχή του ποια είναι η
48. Decline and Fall of the Roman Empire, κεφ. LXX.49. V.G. Childe, History (1947), σ. 43.
>
78 Ε.Χ. ΚΑΡ
θέλησή της, και να την εκπληρώσει. Ό ,τ ι κάνει, είναι η καρδιά και η ουσία της εποχής του, την οποία πραγματώνει.
Κάτι ανάλογο εννοεί και ο Φ.Ρ. Λήβις,50 όταν γράφει ότι οι συγγραφείς είναι μεγάλοι «στο μέτρο που προάγουν την αυτογνωσία του ανθρώπου».51 Ο μεγάλος άνδρας εκπροσωπεί πάντοτε είτε υπαρκτές δυνάμεις, είτε δυνάμεις που ο ίδιος βοηθάει να γεννηθούν μέσω της αμφισβήτησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων εκ μέρους του. Ίσως, όμως, ο μεγαλύτερος βαθμός δημιουργικότητας θα πρέπει να αναγνωριστεί σε προσωπικότητες όπως ο Κρόμγουελ ή ο Λένιν, που συνέβαλαν στη διαμόρφωση των δυνάμεων επικεφαλής των οποίων μεγαλούργησαν, σε αντιδιαστολή με ηγέτες όπως ο Ναπολέων ή ο Μπίσμαρκ, που τέθηκαν επικεφαλής ήδη υπαρκτών δυνάμεων. Ούτε θα πρέπει να ξεχνάμε εκείνες τις προσωπικότητες που προηγήθηκαν τόσο πολύ της εποχής τους, ώστε ο ρόλος τους αναγνωρίστηκε μόνο από τις επόμενες γενιές. Κατά τη γνώμη μου, ο μεγάλος άνδρας, ως εξέχον άτομο, είναι ταυτόχρονα προϊόν αλλά και ενεργό υποκείμενο της ιστορικής διαδικασίας, εκπρόσωπος αλλά και διαμορφωτής κοινωνικών δυνάμεων που αλλάζουν τη μορφή του κόσμου και τις ιδέες των ανθρώπων.
Η ιστορία, λοιπόν, και με τις δύο έννοιες του όρου (τόσο η έρευνα που διεξάγει ο ιστορικός, όσο και τα γεγονότα του παρελθόντος που αποτελούν αντικείμενο της έρευνάς του) είναι κοινωνική διεργασία, στην οποία τα άτομα εμπλέκονται ως κοινωνικά όντα· η υποτιθέμενη αντίθεση ατόμου και κοινωνίας προκαλεί στον μελετητή σύγχυση, και μόνο σύγχυση. Η αλληλεπίδραση ιστορικού και γεγονότων, την οποία αποκάλεσα ήδη «διάλογο παρόντος και παρελθόντος», δεν
50. Leavis, Frank Raymond (1895-1978). Ά γγ λο ς κριτικός της λογοτεχνίας. Γνωστός κυρίως από την κοινωνιολογικού χαρακτήρα μελέτη του Κουλτούρα και περιβάλλον (1933). [Σ .τ.μ.]
51. F.R. Leavis, The Great Tradition (1948), σ. 2.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 79
είναι διάλογος μεταξύ αφηρημένων και απομονωμένων ατόμων, αλλά μεταξύ της κοινωνίας του σήμερα και της κοινωνίας του χθες. Κατά τον Μπούρκχαρτ, ιστορία είναι η καταγραφή όλων εκείνων των γεγονότων μιας εποχής «που μια άλλη εποχή θεωρεί αξιομνημόνευτα». Μπορούμε να κατανοήσουμε το παοελθόν μόνο υπό το φω<:_του παρόντος, και το παρόν υπό το οωα του παρελθόντος. Η ιστορία έγει διπλό καθήκον: αφενός να δώσει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να κατανοήσει την κοινωνία του παρελθόντος, και αφετέρου να ενισχύσει τον ηγεμονικό έλεγχο π ου αυτός ασκεί στη σημε- ρινη_κοινωνία.
Ιστορία, επιστήμη, ηθική
Όταν ήμουν πολύ νέος, είχα εντυπωσιαστεί μαθαίνοντας ^ότι, παρά τα φαινόμενα, η φάλαινα δεν είναι ψάρι. Σήμερα, ,αυτά τα ζητήματα ταξινόμησης με συγκινούν λιγότερο, γ ι’ 1αυτό και δεν ανησυχώ ιδιαίτερα όταν με βεβαιώνουν ότι ηιστορία δεν είναι επιστήμη. Άλλωστε, πρόκειται μάλλον γιαορολογική ιδιομορφία της αγγλικής γλώσσας. Σε οποιαδή-ποτε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα, η ιστορία περιλαμβάνεταιαναντίρρητα στη λέξη science = επιστήμη. Στον αγγλόφωνοκόσμο όμως, το ζήτημα έχει ήδη αρκετά μακρύ παρελθόναμφισβητήσεων πίσω του, και τα προβλήματα που γεννάαποτελούν κατάλληλη εισαγωγή στο θέμα της μεθόδου στην -----ιστορία.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν η επιστήμη είχε ήδη συμβάλει σημαντικά να αυξηθούν οι γνώσεις του ανθρώπου τόσο για τον κόσμο όσο και για τις φυσικές του ιδιότητες, άρχισε να τίθεται το ερώτημα αν η επιστήμη θα μπορούσε ενδεχομένως να προωθήσει και τη γνώση του ανθρώπου για την Κοινωνία. Οι εν ευρεία εννοία κοινωνικές επιστήμες,στις οποίες περιλαμβάνεται- κ α ι. η,.ιστορία,..^^έπαψοΜ.. ναεξελίσσονται σημαντικά..σε,όλη. τη διάρκεια του 19ου αιώνα.Η μέθοδος με την οποία η επιστήμη μελετούσε τον φυσικό κόσμο εφαρμόστηκε και στη μελέτη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Στο πρώτο μέρος αυτής της περιόδου κυριαρχούσε η νευτώνεια παράδοση· η κοινωνία, όπως και ο φυσικός κόσμος, αντιμετωπιζόταν ως ένα είδος μηχανισμού (είναι χαρακτηριστικό o tl ο Χέρμπερτ Σπένσερ δημοσίευσε το 1851 ένα βιβλίο με τίτλο Κοινωνική στατική). Ο Μπέρτραντ
82 E X. ΚΑΡ
Ράσελ, έχοντας μεγαλώσει, σ’ αυτό ακριβώς το κλίμα, θ 1 ταν πολύ αργότερα ότι κάποτε πίστευε πως θα μπορο-' να υπάρξουν «μαθηματικά της ανθρώπινης συμπεριφο εξίσου ακριβή όσο και τα μαθηματικά των μηχανώ Ακολούθησε ο Δαρβίνος, με τη νέα επανάσταση που έ"! στην επιστήμη, και οι κοινωνικοί επιστήμονες, επηρεα νοι από τη βιολογία, άρχισαν να αντιμετωπίζουν την κοι' νία με όρους ζώντος οργανισμού. Ωστόσο, η πράγμα~ σημασία της δαρβίνειας επανάστασης ήταν ότι, ακολουθ τας το δρόμο που είχε ανοίξει ήδη ο Λάυελ2 στη γεωλο* “ έφερε” την ιστορία πιο κοντά στην επιστήμη. Η επιστή δεν aCTyr)>r»Wnni jrt/x-ps-xAri πτατιχό και άχρονο, αλλά τη διαδικασία αλλαγής και εξέλιξης. Η εξέλιξη στην ε, στηΜη επιβεβαίωνε και συαπλήοωνε την πρόοδο στην ΐσ _ρία. Ωστόσο, τίποτε δεν συνέβη που να αλλάξει την επαγ· γική μέθοδο της ιστορικής μεθόδου, για την οποία μίλη στην πρώτη παράδοσή μου: πρώτα συλλέγεις τα γεγονότ και μετά τα ερμηνεύεις. Η μέθοδος αυτή γινόταν γενικά π ραδεκτό ότι ίσχυε και προκειμένου για την επιστήμη γένι κότερα. Προφανώς, αυτό είχε κατά νου και ο Μπιούρυ, ότ ~ το 1903 περιέγραφε την ιστορία ως «τίποτε περισσότερ και τίποτε λιγότερο από επιστήμη».
Η αντίδραση σ’ αυτή την αντίληψη για την ιστορία υπήρξε έντονη τα επόμενα πενήντα χρόνια. Στη δεκαετία το 1930, ο Κόλινγκγουντ επέμενε ιδιαίτερα στη διαχωριστικ γραμμή μεταξύ του φυσικού κόσμου, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, και του κόσμου της ιστορίας. Ή δη την εποχή εκείνη, το απόφθεγμα του Μπιούρυ αναφερόταν πια σπάνια, και μάλλον ειρωνικά. Αυτό, ωστόσο, που οι ιστορικοί του Μεσοπολέμου δεν είχαν αντιληφθεί ήταν ότι και στην επιστήμη είχαν γίνει τόσο βαθιές ανατρο-
1. Β. Russell, Portraits from M em ory (1958), σ. 202. Lyell, Sir Charles (1797-1875). Σκοτσέζος γεωλόγος. To έργο
του Α ρχές γεω λογίας (1830-33) άσκησε μεγάλη επίδραση στην εποχή του. [Σ .τ.μ.]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 83
^ στε ο Μπιούρυ ίσως να είχε περισσότερο δίκιο απ’ ενικά γινόταν δεκτό, αν και για λάθος λόγο. Ό ,τ ι είχε
^ γεωλογία με τον Λάυελ και στη βιολογία με τον ι g/v0 έχει γίνει στις μερες μας και με την αστρονομία, η Ttoi# εξετάζει πώς το σύμπαν έφτασε στη σημερινή του
κΛτάσταση. Άλλωστε, αν λάβουμε υπόψη ότι οι φυσικοί της εποχής δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν πως δεν ερ ε υ ν ο ύ ν δεδομένα αλλά συμβάντα, ο ιστορικός είναι ίσως δικαιολογημένος να νιώθει πιο άνετα στον κόσμο της επι- στήμηζ σήμερα απ’ ό,τι πριν από εκατό χρόνια.
Ας εξετάσουμε πρώτα την έννοια του «νόμου». Κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, οι επιστήμονες δέχονταν ότι οι φύ- ^ 0^00 μ σικοί νόμοι είχαν ανακαλυφθεί και αποδειχθεί μια για πάντα. Δουλειά 'του επιστήμονα ήταν να ανακαλύψει" και να αποδείξει κι άλλους τέτοιους νόμους, μέσω της επαγωγικής διαδικασίας και με βάση τα όσα παρατηρεί. 0 όρος «νόμος» εξακολουθούσε να απολαμβάνει την αίγλη που του είχαν , I' προσδώσει ο Γαλιλαίος και ο Νεύτων. Οι μελετητές της^ ,ΐΑ W κοινωνίας, επιθυμώντας συνειδητά ή ασύνειδα να βεβαίώ-fop^hHjOQ , σουν την επιστημονικότατη τω^,^γαβΐών-τους, -υιο^ετοάσανί^ (ΐλανάλογη γλώσσα και π ίστευαν πω ς ακολουθούσαν την ίδια μέθοδο. Η πολιτική οικονομία ήταν ίσως το πρώτο” πεδίο ^στο οποία"' έγινε αισθητή αυτή η τ£ση, με τους νόμους του ...___Γκρέσαμ^-και του Ά νταμ Σμιθ. Ο Μπερκ αναφερόταν «στους νόμους του εμπορίου, που είναι νόμοι της φύσης, και συνεπώς Νόμοι του Θεού»,3 ο Μάλθους διατύπωσε το νόμο για τον πληθυσμό, ο Λασάλ τους «σιδηρούς νόμους των μισθών», ενώ ο Μαρξ έγραφε στον πρόλογο του Κεφαλαίου όχι είχε ανακαλύψει «τον οικονομικό νόμο με βάση τον οποίο κινείται η σύγχρονη κοινωνία». Τέλος, ο Μπακλ4 στις-
3. «Thoughts and Details on Scarcity» (1795), στο The Work* of Edmund Burke (1846), IV, σ. 270.
4. Buckle, Henry Thomas (1821-62). Ά γγ λ ο ς ιστορικός. Αυτοδίδα- ’ κτος σε μεγάλο βαθμό, γνώριζε 18 γλώσσες! Έ γινε κυρίως γνωστός από το έργο του Ιστορία του πολιτισμού στην Α γγλ ία (1857-61). [Σ.τ.μ.]
84 Ε.Χ. ΚΑΡ
τελευταίες σελίδες της Ιστορίας του πολιτισμού στην Α γλίχ εξέφραζε την πεποίθηση ότι η πορεία της ανθρωπότ τας «ήταν διαποτισμένη από την ένδοξη αρχή της παγκ σμιας και απαρέγκλιτης κανονικότητας».
Σήμερα αυτή η ορολογία μοιάζει όχι μόνο ξεπερασμ' αλλά και υπεροπτική, τοσό'για τον φυσικό όσο και γ ια τκοινωνικό..επιστήμονα. Ένα χρόνο πριν από την απόφαν ;του Μπιούρυ, το 1902, ο γάλλος μαθηματικός Ανρί Πουα· καρέ εξέδωσε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο La science et l ’hypo thdse ( = Η επιστήμη και η υπόθεση), το οποίο έφερε πραγ ματική επανάσταση στην επιστημονική σκέψη. Η βασικ θέση του Πουανκαρέ ήταν ότι οι γενικές αρχές που διατυ' πώνονται από επιστήμονες, όταν δεν πρόκειται για απλού ορισμούς ή συγκαλυμμένες συμβάσεις σχετικές με τη χρήσι της γλώσσας, δεν είναι παρά υποθέσεις προορισμένες ν αποκρυσταλλώσουν και να οργανώσουν την περαιτέρω σκέ ψη· επομένως, υπόκεινται σε επαλήθευση, τροποποίηση, ή απόρριψη. Σήμερα αυτό θεωρείται κοινός τόπος· ο κομπασμός του Νεύτωνα «δεν κάνω υποθέσεις» ακούγεται κούφιος. Ακόμη και όταν οι επιστήμονες — και ειδικότερα οι κοινωνικοί επιστήμονες— εξακολουθούν από κεκτημένη ταχύτητα να κάνουν λόγο ορισμένες φορές για «νόμους», δεν πιστεύουν στην ύπαρξή τους με την έννοια που έδιναν στον όρο οι επιστήμονες του 18ου και του 19ου αιώνα. Είναι πια κοινή παραδοχή ότι οι επιστήμονες ανακαλύπτουν νέα πράγματα και αποκτούν νέες γνώσεις, διατυπώνοντας όχι ακριβείς και γενικής ισχύος νόμους, αλλά υποθέσεις που ανοίγουν το δρόμο για νέες έρευνες. Σ ’ ένα κλασικό εγχειρίδιο για το θέμα, υποστηρίζεται ότι η επιστημονική μέθοδος είναι ουσιαστικά «κυκλική»:
Επιβεβαιώνουμε τις αρχές επικαλούμενοι το εμπειρικό υλικό, ό,τι θεωρείται «γεγονός»· ταυτόχρονα, επιλέγουμε, αναλύουμε και ερμηνεύουμε το εμπειρικό υλικό με βάση τις αρχές.5
5. M.R. Cohen-E. Nagel, Introduction to Logic and Scientific M ethod (1934), σ. 596.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 85
Ίσως ο όρος «αμφίδρομη» να είναι_προτιμότερος από το ^ ’ΰκλική>>, αφού δεν πρόκειται ουσιαστικά για"επάνοδό στο γ· ίδιο σημείο, αλΧά'γΐά πόρέΤά*'προςνέες"άνακο^$ε^^έσω ν της αλληλε^πίδραση^άρΐ£ων και εμπειρικών στοιχείων, θεω- ρίας και π ρ ^ ιιχ ή ς . Κάθε μορφή σκέψης απαιτεί αποδοχή ορισμένων προϋποθέσεων βασισμένων στην παρατήρηση, οι οποίες επιτρέπουν την επιστημονική σκέψη, ενώ παράλληλα υπόκεινται σε αναθεώρηση υπό το φως αυτής της σκέψης. Αυτές οι υποθέσεις μπορεί να είναι βάσιμες σε ορισμένα συμφραζόμενα ή για ορισμένους σκοπούς, αλλά όχι πάντοτε.Σε κάθε περίπτωση, το κριτήριο είναι η εμπειρική επιβεβαίωση ότι πράγματι προωθούν αποτελεσματικά νέες συλλήψεις και προσθέτουν στο corpus των γνώσεών μας. Ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Ράδερφορντ έχει πε- ριγράψει πρόσφατα τη μέθοδό του:
Κάτι μέσα του τον ωθούσε να μάθει πώς λειτουργούσαν τα πυρηνικά φαινόμενα, όπως θα μπορούσε κανείς να θέλει πά- ση θυσία να μάθει «τι γίνεται στην κουζίνα». Δεν πιστεύω ότι αναζητούσε εξήγηση με την κλασική έννοια της θεωρίας που θεμελιώνεται σε ορισμένους βασικούς νόμους· από τη στιγμή που ήξερε τι συμβαίνει, ήταν ικανοποιημένος.6
Η περιγραφή αυτή ταιριάζει εξίσου καλά και στην περίπτωση του ιστορικού, ο οποίος έχει πάψει να αναζητά βασικούς νόμους και αρκείται να ερευνά πώς λειτουργούν τα πράγματα.
Ο χαρακτήρας των υποθέσεων που χρησιμοποιεί ο ιστορικός κατά την έρευνά του δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνον των υποθέσεων του φυσικού επιστήμονα. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την πασίγνωστη διάγνωση του Μαξ Βέμπερ για τη σχέση μεταξύ προτεσταντισμού και καπιταλισμού. Κανένας σήμερα δεν θα έκανε λόγο για «νόμο», όπως ίσως θα συνέβαινε σε παλαιότερες εποχές. Πρόκειται
6. Sir Charles Ellis, σε Trinity Renew (Cambridge, 1960), σ. 14.
για υπόθεση εργασίας, η οποία — μέσω και των τροποποιήσεων της κατά τη διάρκεια των ερευνών που ακολούθησαν τη διατύπωσή τη ς— δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει συμβά-1 λει στο να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο τον προτεσταντισμό όσο και τον καπιταλισμό. Άλλο χαρακτηριστικό παρά-J δείγμα είναι η άποψη του Μαρξ ότι «ο χειροκίνητος μύλος! μάς δίνει μια κοινωνία με φεουδάρχες, ενώ ο ατμοκίνητος] μύλος μια κοινωνία με καπιταλιστές βιομήχανους», Μεΐ σύγχρονους όρους δεν πρόκειται για «νόμο», όπως ίσως θ α | είχε ισχυριστεί ο Μαρξ, αλλά για γόνιμη υπόθεση, που,,δεί- · χνει το δρόμο για περαιτέρω έρευνα και εμβάθυνση στο θέ- μά. Παρόμοιες υποθέσεις είναι απαραίτητα εργαλεία σκέψης. Ο γνωστός γερμανός οικονομολόγος των αρχών του | 20ού αιώνα Βέρνερ Ζόμπαρτ μιλούσε για την «αίσθηση ζάλης» που καταλαμβάνει όσους έχουν εγκαταλείψει τον μαρ- : ξισμό:
Ό τ α ν χάσουμε τις βολικές φόρμουλες που ώς τώρα μάς καθοδηγούσαν εν μέσω μιας περίπλοκης πραγματικότητας... αισθανόμαστε ότι πνιγόμαστε στον ωκεανό των γεγονότω ν, ώσπου να βρούμε νέο στήριγμα, ή να μάθουμε να κολυμπάμε.7
fitpici'jiiji.iWih Η διαμάχη για την περιοδολόγηση στην ιστορία εμπίπτει σ' αυτή τγ)ν κατηγορία. Η διαίρεση της ιστορίας σε περ_ιό-
J δους δεν είναι γεγονός. Είναι αναγκαία ως υπόΒεση ή ως ερ- If γαλείο σκέτης, έγκυρη στο βαθμό που είναι διαφωτιστική·
£>)(! τι εγκυρότητά της ή μη είναι θέμα ερμηνείας. Οι ιστορικοί / που διαφωνούν"πότε τελείωσε ο ?ϊε^Τωνας~καταλήγουν ου
σιαστικά να διαφωνούν ως προς την ερμηνεία ορισμένων γεγονότων. Το συγκεκριμένο ερώτημα λοιπόν, έστω κι αν δεν αφορά γεγονότα, δεν είναι χωρίς νόημα. Η γεωγραφική
Α διαίρεση της ιστορίας είναι επίσης υπάβ&χ^αχι (/ ν ορισμένα συμφραζόμενα το να γίνεται λόγος για ευρωπαϊκή
86 Ε.Χ. ΚΑΡ
ι
7. W. Sombart, The Quintessence of Capitalism (αγγλ. μτφρ., 1915), σ. 354.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 87
ιστορία ζίνκι 'ισωζ έγκυρη και γόνιμη υπόθεση εργασίας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ίσως λειτουργεί παραπλανητικά κβα επιζήμια. Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν τη Ρωσία μέρος της Ευρώπης, αλλά υπάρχουν και ορισμένοι που διαφωνούν ρητά. Η προκατάληψη του ιστορικού μπορεί να κρι- 0εί με βάση την υπόθεση που υιοθετεί. Θα αναφέρω σ’ αυτό τ0 σημείο την κρίση για τις μεθόδους των κοινωνικών επιστημών ενός σημαντικού μελετητή της κοινωνίας, που είχε σπουδάσει θετικές επιστήμες. Ο Ζωρζ Σορέλ, που είχε δουλέψει πολλά χρόνια ως μηχανικός πριν αρχίσει στα 45 του (το 1892) να γράφει για τα προβλήματα της κοινωνίας, τόνιζε την ανάγκη να απομονώνει κανείς ορισμένα στοιχεία μιας κατάστασης, έστω και με κίνδυνο να οδηγηθεί στην υπεραπλούστευση:
Πρέπει κανείς να προχωρεί με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο· πρέπει να δοκιμάζει πιθανές επιμέρους υποθέσεις και να ικανοποιείται με προσωρινές προσεγγίσεις, έτσι ώστε να αφήνει πάντοτε ανοιχτή την πόρτα για βαθμιαία διόρθωση.8
Τον 19ο οάώνα, όχι μόνο οι φυσικοί επιστήμονες αλλά και ιστορικοί όπως ο Ά κτον προσέβλεπαν στη μέρα εκείνη οπότε, μέσω της συσσώρευσης επιβεβαιωμένων γεγονότων, θα υπήρχε πλήρες corpus γνώσεων, που θα ξεκαθάριζε μια για πάντα όλα τα αμφισβητούμενα ζητήματα. Σήμερα, τόσο οι επιστήμονες γενικά όσο και οι ιστορικοί ειδικότερα αρκούν- ται να προχωρούν βαθμιαία από τη μια υπόθεση στην άλλη, απομονώνοντας τα γεγονότα που τους ενδιαφέρουν μέσω των ερμηνειών τους και ελέγχοντας τις ερμηνείες τους μέσω των γεγονότων. Στην πρώτη μου παράδοση ανέφερα την επισήμανση του καθηγητή Μπάρακλαφ ότι η ιστορία είναι «μια σειρά από κοινά αποδεκτές κρίσεις». Ενόσω ετοίμαζα τις παραδόσεις μου, ένας καθηγητής της φυσικής στο Κέιμ-
8. G. Sorel, MatSriaux d ’ une th6orie du proletariat (1919), σ. 7.
88 E X. ΚΑΡ
πριτζ, μιλώντας στο B.B.C., όρισε την επιστημονική αλήθεια ως «πρόταση που έχει γίνει δημόσια αποδεκτή απί τους ειδικούς».9 Δεν συμφωνώ με καμιά από τις δυο αυτές* διατυπώσεις, για λόγους που θα γίνουν προφανείς όταν ανα-| φερθώ στο ζήτημα της αντικειμενικότητας στην ιστορία.1 Παραμένει, ωστόσο, εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένας φυσικός κι ένας ιστορικός εκφράζονται με σχεδόν πανομοιότυπο I τρόπο μιλώντας για το ίδιο πρόβλημα. j j
Είναι γνωστό πως οι αναλογίες αποτελούν παγίδα για τον απρόσεκτο μελετητή. Πιστεύω ότι υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των άλλων επιστημών και της ιστορίας, με αποτέλεσμα να είναι ίσως πράγματι παραπλανητικό να χρησιμοποιεί κανείς τον ίδιο όρο (science) και στις δυο περιπτώ-
-, V;£s\ ®εις. Οι διαφορές αυτές, κατά τη γνώμη μου, αφορούν συνο-τα ε^ ς: Ά WTopia ασγολείται αποκλειστικά με το
Γ ' - # ι Λΐι/νΛι —Ι..Λ ~ . 1."\ Ί — _ . 1. . Q \ ^
χηνι μοναδικό, ενώ οι άλλες επιστήμες με το γενικό· β η ιστορία ■ α\Λ §εν δίνει μαθήματα- γ) η ιστορια^αδυνατεί να,-προβλέφα: δ)
ΛΑ.,) oy)t] η ιστορία είναι αναγκαστικά υποκειμενική· ε) η ιστορία^ σε W αντιδιαστολή με τις άλλες επιστήμες, άπτεται θεμάτων θρη-
σκείας και ηθικής. Στη συνέχεια της παράδοσής μου, θα εξετάσω διαδοχικά τις πέντε αυτές θέσεις.
Itoi0/Q Πρώτον, υποστηρίζεται ότι η ιστορία ασχολείται με το μο-r ' ναδικό και το ιδιαίτερο, ενώ οι άλλες επιστήμες με το γενι-
U & 4 0 I C O > ο , / ύ < ί Γ α >' ν κο και το καυολικο. Οι ρίζες αυτής της άποψης θα μπορούσε να πει κανείς ότι βρίσκονται στον Αριστοτέλη, ο οποίος έγραφε πως η ποίηση είναι «πιο φιλοσοφική» και «πιο σοβαρή» από την ιστορία, αφού η ποίηση ασχολείται με γενικές αλήθειες, ενώ η ιστορία με ειδικές.10 Την ίδια διάκριση συναντάμε και σε αρκετούς μεταγενέστερους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Κόλινγκγουντ.11 Πρόκειται μάλ-
9. Ο καθηγητής J. Ziman (The Listener, 18 Αυγούστου 1960).10. Ποιητική, κεφ. Θ'.11. R.G. Collingwood, Historical Imagination (1935), σ, 5.12. Λεβιάθχν, Α', ίν.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 89
^0ν για παρανόηση. Η γνωστή φράση του Χομπς εξακολου- 0εί να ισχύει: «Τίποτε στον κόσμο δεν είναι καθολικό παρά μόνο τα ονόματα, γιατί καθένα από τα κατονομαζόμενα πράγματα είναι ατομικό και μοναδικό» .12 Ό πω ς δυο γεωλογικά στρώματα, δυο ζώα του ίδιου είδους ή δυο άτομα δεν είναι ίδια, έτσι και δυο ιστορικά συμβάντα δεν είναι ποτέ ταυτόσημη. Ωστόσο, η εμμονή στη μοναδικότητα των ιστορικών γεγονότων μπορεί να λειτουργεί παραλυτικά, όπως η γνωστή φράση του επισκόπου Μπάτλερ,13 που κάποτε οι φιλόσοφοι της γλώσσας την αγαπούσαν ιδιαίτερα: «Καθετί είναι αυτό που είναι και όχι κάτι άλλο». Αν παρασυρθεί κανείς σ’ αυτό το δρόμο, σύντομα καταλήγει σ’ ένα είδος φιλοσοφικής νιρβάνας, στην οποία δεν μπορεί να ειπωθεί κάτι ουσιαστικό για τίποτε.
Η ίδια η χρήση της γλώσσας οδηγεί τον ιστορικό, όπως και κάθε άλλο επιστήμονα, στη γενίκευση. Ο Πελοποννη- σιακός Πόλεμος και ο Β" Παγκόσμιος Πόλεμος δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διέφεραν πολύ μεταξύ τους· ο καθένας τους είχε τη μοναδικότητά του. Ό μω ς, ο ιστορικός δεν παύει να τους αποκαλεί και τους δυο «πολέμους», και μόνο ένας σχολαστικός θα μπορούσε να έχει αντίρρηση γ ι’ αυτό. Ό ταν ο Γκίμπον αποκαλούσε τόσο την καθιέρωση του Χριστιανισμού ως~είΐ;ίσημης θρησκείας του κράτους από τον, Κωνσταντίνο όσο και την εμφάνιση του Ισλάμ «επαναστάσεις» ,14 ήταν προφανές ότι γενίκευε δυο εντελώς μοναδικά ιστορικά γεγονότα. Το ίδιο ισχύει και όταν σήμερα γίνεται λόγος για την Αγγλική, τη Γαλλική, τη Ρωσική και την Κινέζικη Επανάσταση. Στην ουσία, ο ιστορικός δεν ενδια- φέρεται για το μοναδικό, αλλά για το γενικό που εμπεριέχε
13. Butler, Joseph (1692-1752). Ά γγλος θεολόγος και ηθικός φιλόσοφος. Σπούδασε στην Οξφόρδη και διατέλεσε αρχικά ιεροκήρυκας και εν συνεχεία επίσκοπος. Το βασικό του έργο, με τίτλο Δεκαπέντε κηρύγματα, δημοσιεύτηκε το 1726. [Σ .τ.μ.]
14. Decline and Fall of the Roman Empire, κεφ. X X , 1.
90 Ε.Χ. ΚΑΡ
ται στο μοναδικό. Στη δεκαετία του 1920, οι ιστορικοί θεω» ρούσαν κατά κανόνα αιτία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είτε τους κακούς χειρισμούς διπλωματών που δρούσαν μ ι
τρόπο αδιαφανή και εντελώς ανεξέλεγκτο, είτε την επιθυμίι ορισμένων χωρών για αναθεώρηση των συνόρων τους. Στηί δεκαετία του 1930, γινόταν ήδη ευρύτατα δεκτό ότι ο πόλε μος οφειλόταν σε ανταγωνισμούς μεταξύ των ιμπεριαλιστι-| κών δυνάμεων, οι οποίες, υπό την πίεση της ανάγκης του καπιταλισμού για νέες αγορές, επιδίωκαν να μοιράσουν υπέρ τους τις αποικίες και τις ζώνες επιρροής. Ό λες αυτές οι συζητήσεις και οι απόψεις εμπεριέχουν το στοιχείο της γενίκευσης, από τη στιγμή που επιχειρούν να αποδώσουν έναν | πόλεμο — ή τουλάχιστον έναν πόλεμο τέτοιας έκτασης — σε | μία μόνο αιτία. Ο ιστορικός προσφεύγει συνεχώς σε γενι- | κεύσεις για να επαληθεύσει τα στοιχεία του. Αν ο ιστορικός |— ασύνειδα μάλλον παρά συνειδητά— είναι πεισμένος ότι j την εποχή του Ριχάρδου Γ ' ήταν σύνηθες φαινόμενο ο ηγε- \ μόνας να εξοντώνει τους πιθανούς αντίζηλούς του για το ' θρόνο, είναι ευνόητο ότι η κρίση του για τη δολοφονία των δύο νεαρών πριγκίπων15 θα επηρεαστεί απ’ αυτή τη γενίκευση.
Ο αναγνώστης της ιστορίας, όπως και ο συγγραφέας της, έχει πάντοτε την τάση να γενικεύει, εφαρμόζοντας τις επισημάνσεις του ιστορικού είτε σε συμφραζόμενα τα οποία τού είναι πιο οικεία, είτε στην εποχή του. Ό ταν διαβάζω την Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, συλλαμβάνω τον εαυτό μου συχνά να γενικεύει, εφαρμόζοντας τα σχόλια του Καρλάυλ στο πεδίο που κατ’ εξοχήν με έχει απασχολήσει και μέ απασχολεί: τη Ρωσική Επανάσταση. Για παράδειγμα, ο Καρλάυλ γράφει [για την Τρομοκρατία]:
15. Το 1483, ο Εδουάρδος και ο Ριχάρδος, γιοι του Εδουάρδου Δ ', στραγγαλίστηκαν στον Πύργο του Λονδίνου, με εντολή του σφετεριστή του θρόνου Ριχάρδου Γ', αδελφού του πατέρα τους. [Σ .τ.μ .]
*
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 91
Είναι αποτρόπαιη για χώρες που έχουν γνωρίσει την ισότητα απέναντι στο νόμο, αλλά όχι και τόσο αφύσικη στην π ε ρίπτωση χωρών που δεν την έχουν γνωρίσει ποτέ.
Ή , πιο χαρακτηριστικά:
Δυστυχώ ς, η ιστορία αυτής της περιόδου έχει γραφτεί με όρους υστερίας. Η υπερβολή, το ανάθεμα, ο ολοφυρμός π ε ρισσεύουν· γενικώς, ζόφ ος.16
Για τη διαμόρφωση του σύγχρονου κράτους κατά τον 16ο αιώνα, ο Μπούρκχαρτ γράφει:
Ό σ ο πιο πρόσφατα έχει γεννηθεί μια εξουσία, τόσο λιγότε- ρο μπορεί να παραμείνει στατική. Πρώτον, γιατί εκείνοι που τη δημιούργησαν, έχοντας πια συνηθίσει στην ορμητική περαιτέρω εξέλιξη, είναι και θα παραμείνουν εκ των π ρα γμάτων καινοτόμοι. Δεύτερον, γιατί οι δυνάμεις που είτε αφυπνίστηκαν είτε υποτάχθηκαν α π ’ αυτούς δεν μπορούν παρά να αξιοποιηθούν σε περαιτέρω πράξεις βίας.17
Είναι ανοησία να λέγεται ότι η γενίκευση δεν ταιριάζει στην ιστορία- αντίθετα^ η ιστορία Τρ’εφεταΙ"<Χ.1ΐ6 τιζ γενιχέϋσΈίς. Στη νέα Cambridge ModerrTTJhk)rv^'o'''TZ. Ρ. Έλτον18“γρά'- φει: ' &πδ' τό7'σΰλ1 εκ?η'ιστορικών..γ£γονό.·ζ&),ν,..εί5(ίαι..η χενίκευση».1'^ ωστόσο, να θεωρούμε ότι η γενίκευση επιτρέπει την κατασκευή ‘ ε ι^χω ρ ω ν’’" ίστο'ρικών σχημ_άτων7 στα οποία π ρέ- πει να ταιριάζουν τ« επψ,έρους γεγονότα. Καθώς μάλιστα ο
16. History of the French Revolution, A', v , κεφ. 9· Γ', i, κεφ. 1.17. J. Burckhardt, Judgements on History and Historians (1959), σ.
3418. Elton, Geoffrey Rudolph (γεν. 1921). Ά γγ λ ο ς ιστορικός. Δίδαξε
στο Κέιμπριτζ και ειδικεύτηκε στην εξέλιξη των θεσμών κατά την περίοδο των Τυδόρ (1485-1603). [Σ .τ.μ .]
19. Cambridge Modern History, II (1958), σ. 20.
Μαρξ είναι ένας από εκείνους που έχουν κατ’ επανάληψ κατηγορηθεί ότι κατασκευάζει παρόμοια σχήματα, ή ότι π ι ;; στεύει σ’ αυτά, θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα απ επιστολή του, που θέτει το ζήτημα στις πραγματικές το διαστάσεις:
Γεγονότα που είναι εντυπωσιακά όμοια αλλά συμβαίνουν σ ! διαφορετικό ιστορικό περιβάλλον οδηγούν σε εντελώς δια' φορετικά αποτελέσματα. Μελετώντας κανείς καθεμιά αττ αυτές τις εξελίξεις χωριστά, κι έπειτα συγκρίνοντάς τες, εί ναι εύκολο να βρει το κλειδί για την κατανόηση του φαινο4 μένου- αντίθετα, δεν είναι δυνατόν να φτάσει ώς την κατα' νόησή του χρησιμοποιώντας το passe-partout μιας ιστορι- κής-φιλοσοφικής μεθόδου, κύριο πλεονέκτημα τη οποίας είναι ότι βρίσκεται υπεράνω της ιστορίας.20
Η ιστορία ασχολείται με τη σχέση μεταξύ του μοναδικού και τοΰ"^γ|νϊκ^ΓΪ^ΐστορικός, είναι αδύνατον κανείς~να τα? ξεγωρίσει, ή να δώσει στο ένα προτεραιότητα έναντι του άλ- &QU*. 6π.ως ακριβώς είναι αδύνατον να 1;εχώρίσεϊτο” γεγονός από την ερμηνεία _του.
Σ ’ αυτό το σημείο αξίζει ίσως να γίνουν ορισμένες επιση-, ^ μάνσεις για τη σχέση ιστορίας και κοινωνιολογίας. Σήμερα,
η κοινωνιολογία αντιμετωπίζει δύο αντίθετους κινδύνους: να γίνει υπερβολικά θεωρητική και να γίνει υπερβολικά εμπειρική. Στην πρώτη περίπτωση, θα χανόταν σε αφηρημένες και χωρίς νόημα γενικεύσεις για την κοινωνία. Ο κίνδυνος αυτός γίνεται μεγαλύτερος όταν υποστηρίζεται ότι σκοπός της κοινωνιολογίας είναι να γενικεύει με βάση τα επιμέρους
20. Η επιστολή από την οποία προέρχεται το απόσπασμα δημοσιεύτηκε στη ρωσική εφημερίδα Otechestvennye Zapiski, το 1877. Ο καθηγητής Πόπερ δείχνει να αποδίδει στον Μαρξ ό,τι ονομάζει «θεμελιώδες σφάλμα του ιστορικισμού», δηλαδή την πεποίθηση ότι οι ιστορικές τάσεις ή ροπές «δεν μπορούν να απορρέουν παρά μόνο από καθολικής ισχύος νόμους» ( The Poverty of Historicism, 1957, σσ. 128-29). Κι όμως, αυτό ακριβώς αμφισβητεί ρητά ο Μαρξ στην επιστολή του.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟ ΡΙΑ ; 93
γεγονότα που καταγράφει η ιστορία* μάλιστα, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η κοινωνιολογία διαφέρει από την ιστορία κατά το ότι έχει «νόμους». Ο άλλος κίνδυνος είναι αυτός που είχε προβλέψει ο Καρλ Μανχάιμ .21 σχεδόν μια γενιά πριν, και που σήμερα διαγράφεται απειλητικός: «ο κατακερματισμός [της κοινωνιολογίας] σ ε μεμονωμένα τεχνικά προβλήματα κοινωνικής αναπροσαρμογής».22 Η κοινωνιο- λογία ασχολείται με ιστορικά καθορισμένες κοινωνίες, καθεμιά από τ ις οποίες είναι μοναδική. Ω στόσο, η προσπάθεια να αποφύγει κανείς τη γενίκευση και τη ν ερμηνεία, περιορίζοντας το ενδιαφέρον του στα λεγόμενα «τεχνικά» προβλήματα, ισοδυναμεί — ασύνειδα ίσως— με συνηγορία υπέρ μιας στατικής κοινωνίας. Αν η κοινωνιολογία θέλει να απο- τελεί γόνιμο πεδίο μελέτης, πρέπει, ό π ω ς και η ιστορία, να ασχολείται με τη σχέση μεταξύ μοναδικού και γενικού. Π αράλληλα, πρέπει να έχει και δυναμικό προσανατολισμό, μελετώντας τις κοινωνικές αλλαγές και εξελίξεις, και όχι στατικά την κοινωνία (άλλωστε, δεν υπάρχουν ουσιαστικά στατικές κοινωνίες). Κατά τα άλλα, θα πρόσθετα ότι, όσο πιο ι κοινωνιολογική γίνει η ιστορία και ό σ ο πιο ιστορική τ, κοι- \ νωνιολογία, τόσο το καλύτερο και γ ια τ ις δυο. Ας αφήσουιχε τα σύνορα που τις χωρίζουν ανοιχ τ ά. και^.τη- με^αΗύ επικοινων^Ελελεύθερη. — r ' Gf W'. Γ)ή)τθ£ο
............ .
Το ζήτημα της γενίκευσης συνδέεται στενά με το δεύτερο/& \ σημείο στο οποίο θέλω να αναφερθώ: τα διδάγματα τ η ς^ ί·στορίας. Με τη γενίκευση προσπαθούμε ουσιαστικά να δι- U M f _δαχτούμε από την ιστορία, να 'αξΓοπόιήσουμε τα διδάγματα που προκύπτουν από μια σειρά ^γεγονότων~σε~*διαφορετικα σι>μ.φραζόμενα· συνειδητά ή ασύνειδα, αυτό επιδιώκουμε
21. Mannheim, Karl (1893-1947). Ο υγγρικ ής καταγωγής γερμανός ^ ινω νιολόγος. Δίδαξε στην Χαϊδελβέργη κ α ι τη Φραγκφούρτη. Το ; ^ 3 , μετά την επικράτηση των Ναζί, εγκαταστάθη κε στο Λονδίνο, 07ΐου και δίδαξε ώς το θάνατό του. [Σ .τ .μ .]
22. Κ. Mannheim, Ideology and Utopia (<χγγλ. μτφρ., 1936), σ. 228.
94 Ε.Χ. ΚΑΡ
όταν γενικεύουμε. Εκείνοι που απορρίπτουν τη γενίκευση; και επιμένουν ότι την ιστορία την αφορούν μόνο τα επιμέ-ί ρους συμβάντα είναι λογικό να αρνούνται και τη δυνατότητα'1 να διδαχτούμε από την ιστορία. Ό μως, αυτή η αντίληψη' διαψεύδεται από τα ίδια τα γεγονότα, και όλοι μπορούμε να; επικαλεστούμε σχετικά παραδείγματα.
Το 1919, συμμετείχα στις εργασίες της Διάσκεψης Ειρήνης στο Παρίσι, ως χαμηλόβαθμο μέλος της βρετανικής αν-, τιπροσωπίας. Ό λοι μας τότε πιστεύαμε ότι θα μπορούσαμε1 να αξιοποιήσουμε τα διδάγματα του Συνεδρίου της Βιέννης, της τελευταίας αυτής μεγάλης ευρωπαϊκής διάσκεψης ειρή- ϊ νης, που είχε γίνει πριν εκατό περίπου χρόνια. Ο Τσαρλς Ουέμπστερ, γνωστός σήμερα ιστορικός που υπηρετούσε τό-' τε στο υπουργείο πολέμου, είχε γράψει ένα δοκίμιο, στο * οποίο ανέφερε ποια ήταν αυτά τα διδάγματα. Δυο απ’ αυτά; τα θυμάμαι ακόμη πολύ καλά. Το πρώτο ήταν ότι, ξανασχε- ! διάζοντας το χάρτη της Ευρώπης, δεν θα έπρεπε σε καμιά ' περίπτωση να αγνοηθεί η αρχή της αυτοδιάθεσης. Το δεύτερο δίδαγμα —πολύ πιο πεζό— ήταν ότι δεν πρέπει ποτέ να πετάς μυστικά έγγραφα στον κάλαθο των αχρήστων, αφού το περιεχόμενό του θα αγοραστεί οπωσδήποτε από τις μυστικές υπηρεσίες άλλης χώρ&ς που παίρνει μέρος στις διαπραγματεύσεις.
Ίσως το παράδειγμα που μόλις επικαλέστηκα να είναι υπερβολικά πρόσφατο. Ανάλογα, ωστόσο, φαινόμενα θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς και σε παλαιότερες περιόδους. Ό λοι γνωρίζουμε πόσο η αρχαία Ελλάδα επηρέασε τη Ρώ μη. Δεν είμαι, όμως, βέβαιος αν υπάρχει κάποιος ιστορικός που έχει προσπαθήσει να αναλύσει τι ακριβώς διδάχτηκαν οι Ρωμαίοι —ή πίστευαν οι ίδιοι ότι διδάχτηκαν— από την ιστορία της Ελλάδας. Τα διδάγματα που άντλησε η δυτική Ευρώπη κατά τον 17ο, τον 18ο και τον 19ο αιώνα από την Παλαιά Διαθήκη θα μπορούσαν να εντυπωσιάσουν τον προσεκτικό μελετητή. Δύσκολα θα μπορέσει κανείς να καταλάβει την Αγγλική Επανάσταση του 1648, αν αγνοεί την επίδραση που ασκούσε η Παλαιά Διαθήκη στους άγγλους που-
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 95
ριτανούς. Εξάλλου, αυτή καθεαυτή η έννοια του «εκλεκτού λαού» έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γέννηση και την ανάπτυξη του σύγχρονου εθνικισμού. Τέλος, η νέα βρετανική κυ- ρίαρχη τάξη του 19ου αιώνα ήταν βαθιά επηρεασμένη από την κλασική παιδεία. Ό πω ς ήδη έχω αναφέρει, ο Γκρότε θεωρούσε υπόδειγμα για το νέο δημοκρατικό κράτος την αρχαία Αθήνα, ενώ ενδιαφέρον θα παρουσίαζε και μια μελέτη με θέμα σε ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο οι δημιουργοί της βρετανικής αυτοκρατορίας είχαν επηρεαστεί από την ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σε ό,τι αφορά την κατ’ εξοχήν ιστορική περίοδο στην οποία έχω εντρυφήσει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ηγέτες της Ρωσικής Επανάστασης ήταν βαθύτατα επηρεασμένοι — σε βαθμό εμμονής, θα μπορούσε να πει κανείς— από τα διδάγματα της Γαλλικής Επανάστασης, των επαναστάσεων του 1848 και της Παρισινής Κομμούνας του 1871.
Θα υπενθυμίσω, λοιπόν, και πάλι την ιδιότητα εκείνη που προκύπτει από τον διττό χαρακτήρα της ιστορίας. Η άντλη- σγ) διδαγμάτων από την ιστορία δεν είναι ποτέ ϋ,ονόπλευοΎΐ διαδικασία._Μαθαίνω για το παρόν υπό το φως όσων συνέ- Pv gfl&y ctxo— —I το '■-> fπαρελθόν υπό το φως του παρόντος. Ρόλος της ιστορίας εί- ' *Γ'’ ”Λ’ ^ ναι να προάγει τη βαθύτερη κατανόηση τόσο του παρελθόν- ι-τος όσο και.._ΤΔα„πί3ίρ.όν.ΐΩς,.. υιέσω ττις ααοι&αίας συσγέτισής τους.
Το τρίτο σημείο αφορά το ρόλο της πρόβλεψης στην ιστορία. Δεν μπορούμε να διδαχτούμε από την ιστορία, έχει ^ υποστηριχθεί, γιατί η ιστορία, σε αντιδιαστολή με άλλες επιστήμες, δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Και σ’ αυτό το θέμα υπάρχουν παρανοήσεις. Ό πω ς επισημάνθηκε ήδη, οι επιστήμονες δεν είναι σήμερα τόσο επιρρεπείς να μιλούν για «νόμους». Οι λεγόμενοι επιστημονικοί νόμοι που επη-' ρεάζουν την καθημερινή μας ζωή καταγράφουν στην ουσία τάσεις· δηλώνουν τι θα συμβεί σε συνθήκες εργαστηρίου' ή
«των άλλων παραγόντων μη μεταβαλλομένων», και δ ισχυρίζονται ότι προβλέπουν τι θα συμβεί σε συγκεκριμέν περιπτώσεις. Ο νόμος της βαρύτητας δεν δηλώνει ότι κά' μήλο θα πέσει στο έδαφος· είναι πιθανό να πέσει μέσα στ καλάθι που κάποιος παρεμβάλλει. Ο νόμος της οπτικής ό το φως ταξιδεύει σε ευθεία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μι συγκεκριμένη ακτίνα φωτός να διαθλάται ή να διαχέεται λό γω παρεμβολής ενός αντικειμένου. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο νόμοι της φυσικής είναι άχρηστοι, ή ότι δεν ισχύουν καταρ\ χήν. Σήμερα, η επιστήμη κλίνει μάλλον στην άποψη ότι r επαγωγή μπορεί λογικά να οδηγήσει μόνο σε πιθανότητες r σε λογική πεποίθηση· αντιμετωπίζει τα πορίσματά τη' μάλλον ως γενικούς κανόνες ή οδηγούς, η εγκυρότητα των οποίων μπορεί να ελεγχθεί μόνο σε κάθε συγκεκριμένη περί-; πτώση. «Από την επιστήμη στην πρόγνωση, από την πρό-; γνώση στη δράση», όπως έγραφε και ο Κοντ.23
Σε ό,τι αφορά το θέμα της πρόβλεψης στην ιστορία, το' κλειδί βρίσκεται στη διάκριση μεταξύ του γενικού καί"του; ειδικού,, του καθολικού και του μοναδΐκου'ΓΌπως ήδη τόνι-: σα, ο ιστορικός είναι υποχρεωμένος να γενικεύει· γενικεύον- τας, χαράζει γενικές κατευθύνσεις για μελλοντική δράση, οι οποίες, αν και δεν αποτελούν συγκεκριμένες προβλέψεις, είναι και έγκυρες και χρήσιμες. Δεν μπορεί να προβλέψει συγκεκριμένα γεγονότα, γιατί αφενός το συγκεκριμένο είναι μοναδικό και αφετέρου υπεισέρχεται το στοιχείο του ατυχήματος. Αυτή η διάκριση, που ενίοτε προκαλεί αμηχανία στους φιλοσόφους, είναι απόλυτα σαφής στον απλό άνθρωπο. Αν δύο ή τρία παιδιά σ’ ένα σχολείο πάθουν ιλαρά, συμπεραίνει κανείς ότι κι άλλα παιδιά θα κολλήσουν. Αυτή η πρόβλεψη (αν θέλει κανείς να την ονομάσει έτσι), βασισμένη στην ικανότητά μας να γενικεύουμε με βάση την ώς τώρα εμπειρία μας, είναι έγκυρος αλλά και χρήσιμος οδηγός για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων. Πάντως, δεν μπορεί κανείς να προβλέψει ότι ειδικά ο Γιαννάκης ή η Ελενίτσα θα
96 Ε.Χ. ΚΑΡ
23. Auguste Comte, Cours de philosophie positive, I, σ. 51.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 97
πάθουν ιλαρά. Με ανάλογο τρόπο δουλεύει και ο ιστορικός. Κανείς δεν περιμένει απ’ αυτόν να προβλέψει ότι τον επόμενο μήνα θα ξεσπάσει επανάσταση στη Ρουριτανία. Μελετώντας αφενός τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στη Ρουριτανία και αφετέρου γενικά την ιστορία, μπορεί απλώς να καταλήξει κανείς στο λογικό συμπέρασμα ότι είναι πιθανό να γίνει στο προβλέψιμο μέλλον επανάσταση, αν υπάρξει το κατάλληλο έναυσμα, ή αν η κυβέρνηση δεν λάβει μέτρα για να την αποτρέψει. Παράλληλα μ’ αυτή την πρόβλεψη, μπορούν να υπάρξουν και εκτιμήσεις, βασισμένες εν μέρει στην αναλογία με άλλες προηγούμενες επαναστάσεις, ως προς τη στάση που αναμένεται να τηρήσουν συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού.
Η πρόβλεψη μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο με την επέλευση συγκεκριμένων γεγονότων, τα οποία δεν είναι δυνατόν αυτά καθεαυτά να προβλεφθούν. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως τα συμπεράσματα για το μέλλον που βασίζονται σε ιστορικά προηγούμενα δεν έχουν αξία, ή υπό όρους εγκυρό- τητα, χρήσιμη ως οδηγό δράσης και ως κλειδί για την κατανόηση του τι ακριβώς συμβαίνει. Δεν ισχυρίζομαι ότι τα συμπεράσματα του κοινωνικού επιστήμονα ή του ιστορικού μπορούν να συγκριθούν .ε εκείνα του φυσικού ως προς την ακρίβειά τους, ή ότι η μικρότερη αξία τους απ’ αυτή την άποψη οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι οι κοινωνικές επιστήμες είναι λιγότερο προηγμένες. Ο άνθρωπος είναι η πιο περίπλοκη φυσική οντότητα που γνωρίζουμε και η μελέτη της συμπεριφοράς του είναι πιθανό να συνεπάγεται διαφορετικού τύπου δυσκολίες από εκείνες που αντιμετωπίζει ο φυσικός. Αυτό που θέλω απλώς να δείξω είναι ότι οι στόΥΟί. και οι"μέθοδοΓ"τΌΐΓ ιστορικού δεν διαφέρουν ριζικά απά.τους ,στόχαυς-κοα-τις. μεθοδουϋ των, άλλω^..επιστημόνων.
Το τέταρτο σημείο εισάγει ένα πολύ πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των κοινωνικά/ν επιστημών και της ιστορίας αφενός, και των θετικών επιστημών αφετέρου. Στις κοινωνικές επιστήμες υποκείμενο
98 Ε.Χ. ΚΑΡ
και αντικείμενο ανήκουν στην ίδια κατηγορία, υπάρχει α φίδρομη αλληλεπίδραση μεταξύ τους. 0 άνθρωπος δεν είν" απλώς η πιο περίπλοκη και μεταβλητή φυσική οντότητ- καλείται να μελετηθεί από άλλους ανθρώπους, και όχι α ανεξάρτητους παρατηρητές που ανήκουν σε άλλα είδη. κοινωνιολόγος, ο οικονομολόγος, ο ιστορικός, είναι υπο; χρεωμένος να εμβαθύνει σε μορφές ανθρώπινης συμπεριφ ράς όπου υπεισέρχεται το στοιχείο της βούλησης, να εξακρι. βώσει γιατί τα ανθρώπινα όντα τα οποία μελετά θέλησαν ν δράσουν με τον τρόπο που έδρασαν. Αυτό διαμορφώνει μι σχέση μεταξύ παρατηρούντος υποκειμένου και παρατηρού, μενού αντικειμένου, που χαρακτηρίζει μόνο την ιστορία κα* τις κοινωνικές επιστήμες. Η οπτική γωνία του ιστορικο υπεισέρχεται, εκ των πραγμάτων, σε κάθε παρατήρησή του, το στοιχείο της σχετικότητας διαπερνά την ιστορία. Κατ τον Καρλ Μανχάιμ, «ακόμη και οι κατηγορίες στις οποίε κατατάσσονται και ταξινομούνται οι εμπειρίες, ποικίλλου ανάλογα με την κοινωνική θέση του παρατηρητή».24
Ωστόσο, δεν αληθεύει μόνο ότι οι προτιμήσεις του κοινωνικού επιστήμονα επηρεάζουν οπωσδήποτε όλες του τις πα-' ρατηρήσεις, αλλά και ότι η διαδικασία της παρατήρησης, επηρεάζει και τροποποιεί το παρατηρούμενο αντικείμενο. Οι άνθρωποι των οποίων η συμπεριφορά είναι αντικείμενο παρατήρησης και ανάλυσης μπορούν να έχουν ήδη προειδοποιηθεί, μέσω της πρόβλεψης δυσάρεστων γ ι’ αυτούς συνεπειών· επομένως, προσαρμόζουν αναλόγως τη δράση τους, ώστε η πρόβλεψη, έστω κι αν είναι σωστή, να διαψευστεί. Ένας από τους λόγους που η ιστορία σπάνια επαναλαμβάνεται μεταξύ ανθρώπων με ιστορική συνείδηση είναι ότι τη δεύτερη φορά οι πρωταγωνιστές γνωρίζουν την κατάληξη, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται ο τρόπος με τον οποίο ενεργούν. Οι Μπολσεβίκοι γνώριζαν ότι η Γαλλική Επανάσταση είχε καταλήξει στον Ναπολέοντα και φοβόντουσαν το ενδεχόμενο να συμβεί το ίδιο και με τη δική τους επανάσταση.
24. Κ. Mannheim, ό.π., σ. 130.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 99
Έβλεπαν, λοιπόν, με καχυποψία τον Τρότσκι, που θύμιζε περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλοι ηγέτες τους τον Ναπολέοντα, και εμπιστεύονταν εκείνον που δεν του έμοιαζε καθόλου: τον Στάλιν.
Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις που οι εξελίξεις επηρεάζονται με τον αντίστροφο τρόπο. Ο οικονομολόγος που, αναλύοντας επιστημονικά τις υφιστάμενες οικονομικές συνθήκες, προβλέπει ότι επίκειται άνθηση ή κρίση, αν το κύρος του είναι μεγάλο και τα επιχειρήματά του πειστικά, μπορεί να συμβάλει με την ίδια την πρόβλεψή του στο να συμβεί το προβλεπόμενο γεγονός. Ο πολιτικός επιστήμονας που, με βάση τα ιστορικά προηγούμενα, διατυπώνει την άποψη ότι ο δεσποτισμός είναι πάντοτε βραχύβιος μπορεί να συμβάλει στην πτώση ενός δεσποτικού καθεστώτος. Όλοι γνωρίζουμε την τακτική των υποψηφίων στις εκλογές: προβλέπουν πως θα νικήσουν, με σκοπό να ενισχύσουν έτσι τις πιθανότητες νίκης τους. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς γενι- κεύοντας να ισχυριστεί ότι οι οικονομολόγοι, οι πολιτικοί επιστήμονες και οι ιστορικοί, όταν αποτολμούν προβλέψεις, τρέφουν ορισμένες φορές την ελπίδα ότι θα επιταχύνουν έτσι την επιβεβαίωση τω^ι προβλέψεών τους. Το μόνο που μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα για τις περίπλοκες σχέσεις μεταξύ παρατηρούντος υποκειμένου και παρατηρούμενου αντικειμένου, μεταξύ του κοινωνικού επιστήμονα και των δεδομένων του ή του ιστορικού και των γεγονότων που εξετάζει, είναι ότι η αμοιβαία επίδραση είναι συνεχής και αέναα μεταβαλλόμενη.
Θα μπορούσα να επισημάνω σ’ αυτό το σημείο ότι ορισμένοι φυσικοί έχουν αναφερθεί σχετικά πρόσφατα στην επιστήμη τους με όρους που αφήνουν να εννοηθεί ότι οι αναλογίες μεταξύ του φυσικού κόσμου και του κόσμου του ιστορικού είναι περισσότερες και πιο εντυπωσιακές. Καταρ- χήν, στα πορίσματά τους οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι υπάρχει το στοιχείο της αβεβαιότητας ή της απροσδιοριστίας. Στην επόμενη παράδοσή μου θα αναφερθώ εκτενώς στο χαρακτήρα και τα όρια του λεγάμενου ιστορικού ντετερμινισμού.
100 Ε.Χ. ΚΑΡ
Πάντως, είτε η απροσδιοριστία της σύγχρονης φυσικής ναι εγγενής στο σύμπαν είτε δείχνει απλώς τον ατελή τρό^Β με τον οποίο το αντιλαμβανόμασταν ώς τώρα, δεν θα π ά ψ Η να έχω αμφιβολίες για τις υποτιθέμενες αναλογίες π@Η υπάρχουν με την ικανότητά μας να κάνουμε ιστορικές π ρ |Η βλέψεις. Δεύτερον, πληροφορούμαστε ότι στη σύγχρονη cptjH σική ο χώρος και ο χρόνος συναρτώνται με την κίνηση τϋΗ “παρατηρητή” , ότι όλες οι μετρήσεις ποικίλλουν λόγω τ η · αδυναμίας να υπάρξει μόνιμη σχέση μεταξύ παρατηρούντ<Β υποκειμένου και παρατηρούμενου αντικειμένου, ότι το τελ® κό αποτέλεσμα της παρατήρησης εξαρτάται όχι μόνο από νΜ αντικείμενο αλλά και από το υποκείμενο. Ενώ, όμως, η πέΗ ριγραφή αυτή θα ταίριαζε —με ελάχιστες αλλαγές— κοΒ στην περίπτωση των σχέσεων του ιστορικού με το αντικείβ μενό του, δεν δέχομαι ότι η ουσία αυτών των σχέσεων μπο| ρεί με οποιονδήποτε τρόπο να συγκριθεί με το χαρακτήρι των σχέσεων μεταξύ φυσικού και σύμπαντος. Μολονότι β®| σικά προσπαθώ να μειώνω αντί να διογκώνω τις διάφορέ μεταξύ των προσεγγίσεων του ιστορικού από τη μια μεριΐ και του θετικού επιστήμονα από την άλλη, δεν πιστεύω ότ βοηθάει να εξανεμίζει κανείς αυτές τις διαφορές, βασισμένοι σε ατελείς αναλογίες. ί
Πάντως, αν και πιστεύω ότι η εμπλοκή του κοινωνικοί επιστήμονα ή του ιστορικού με το αντικείμενο των μελετώ·* του διαφέρει από την αντίστοιχη εμπλοκή του θετικού επι-t στήμονα, καθώς και ότι τα προβλήματα της σχέσης υποκει·* μένου και αντικειμένου είναι πολύ πιο σύνθετα, το θέμα δεν εξαντλείται εδώ. Οι κλασικές θεωρίες της’ γνώσης, που κυ-1 ριαρχούσαν τον 17ο, τον 18ο και τον 19ο αιώνα, βασίζονταν! στη σαφή διάκριση γνωστικού υποκειμένου και γνωστικού! αντικειμένου. Ανεξάρτητα από ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις! ως προς τη διαδικασία της γνώσης, οι φιλόσοφοι θεωρούσαν! δεδομένο το διαχωρισμό υποκειμένου και αντικειμένου, αν- ! θρώπου και εξωτερικού κόσμου. Οι αιώνες αυτοί συμπί-i πτουν με τη χρυσή εποχή της επιστήμης, την εποχή της γέννησης και της ανάπτυξής της. Οι θεωρίες της γνώσης;
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ;101
επηρεάστηκα βαθια απο τις αντιλήψεις ΤωΝ- σκαπανέων επιστήμης. Η αντιπαράθεση του ανθρώπου προς τον εξωτε_ ρ1κό κόσμο ήταν σαφής. Ο εξωτερικός κόσμ.0ς ήταν εν μ£ μόνο προσπελάσιμος και δυνάμει εχθριχός, γ ια τ£ ήταν δύ_ σκολο να κατανοηθεί και να ελεγχθεί ατ:όλ^τα
Με τις επιτυχίες της σύγχρονης επιστ ήμ.η ς / η άποψη αυ_ τή για τον κόσμο εχει αλλαξει ριζικά. Ο σ>]μεριν6ς επιστή_ μονας είναι πολύ πιο πιθανό να αντιμεττω π ^ζει τΐζ §υν£ της φύσης ως κάτι με το οποίο μπορεί α·υνεργαστε' τιθα_ σεύοντάς το, παρά ως κάτι με το οποίο εί ^ αναγκασμένος να πολεμά. Οι κλασικές θεωρίες της γνώ σ>ς δεν ταιοιά^ουν πια με τη νεότερη επιστήμη, και με την επ1στή „η _ _ κής κατ’ εξοχήν. Δεν είναι παράξενο ότι τελευταία πε_ νήντα χρόνια οι φιλόσοφοι έχουν αρχίσει να αμφισβ ύν αυτές τις θεωρίες, να αναγνωρίζουν πως υ ^ £ ρχα σχ| ση αλ_ληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης μεταξύ γνωστικού υποκειμένου και γνωστικού αντικειμένου.
Οι συνέπειες που έχουν παρόμοιες «ντιλήψεις για τις κοι. νωνικές επιστήμες είναι μεγάλες. Σ την * ρώτϊ] παράδοσή μου υποστήριξα ότι η μελέτη της ιστορίας είναι δύσκολο να εναρμονιστεί με την παραδοσιακή εμπεΐρικιστική 0 ^ της γνώσης, θ α ήθελα τώρα να διατυπώαω την ^ποψη ότι οι κοινωνικές επιστήμες/ r o σύνολό τους είναι ασύμβατες με οποιαδήποτε θεωρία της γνώσης βαοίζεται στη > διαχωριστική γραμμή μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου ερευνητή και ερευνώμενου πεδίου. Στην π ρθσπάθειά της να εμπεδώσει την επιστημονική της θεση και συνοχή, η κοινω- νιολογία έχει δημιουργήσει - κ α ι σωστά_ τον κλάδο που ονομάζεται κοινωνιολογία της γνώσής. γ 0 γεγονός ότι κοινωνιολογία της γνώσης δεν έχει να επιδε(ξει ώς τώρα μεγάλα επιτεύγματα οφείλεται κυρίως, πισΤεύω στ0 ότι παραμένει εγκλωβισμένη στα στενά όρια Της Παραδοσιακής θεωρίας της γνώσης. Αν οι φιλοσοφοι, UTt6 την επήρεια αρχικά των σύγχρονων θετικών επ ισ^μ ώ , κα, _ν συν ία των σύγχρονων κοινωνικών επιστημών, αρχίζουν σή να απεγκλωβίζονται και να επεξεργάζονται *ιο σύγχρονα μον-
102 Ε.Χ. ΚΑΡ
τέλα για τη διαδικασία της γνώσης (απ’ ό,τι η παραδοσιαί^Β αντίληψη που θεωρούσε τη συνείδηση παθητικό δέκτη σ τ β | χείων), οι οιωνοί είναι καλοί, τόσο για τις κοινωνικές επΗ στήμες γενικά όσο και για την ιστορία ειδικότερα. Θα επΜ νέλθω, ωστόσο, σ’ αυτό το θέμα, όταν θα εξετάσω τι g f l νοούμε σήμερα αντικειμενικότητα στην ιστορία. S
■
Τελευταίο αλλά όχι μικρότερης σημασίας-είναι το θέμα α ν · ιστορία, από τη στιγμή που συνδέεται στενά με ζ η τή μ α β θρησκείας και ηθικής, διαφέρει όχι μόνο από τις άλλες επ9 στήμες γενικά, αλλά και από τις άλλες κοινωνικές επ ισ η β μες. Ως προς τη σχέση της ιστορίας με τη θρησκεία, « αναφέρω μόνο ό,τι θεωρώ απαραίτητο για την αποσαφήνισ· της άποψής μου. Το να είναι κανείς σοβαρός αστρονόμος δ η είναι ασύμβατο με το να πιστεύει ότι το σύμπαν δημιουργέ* θηκε και οργανώθηκε από τον Θεό. Ασύμβατο είναι να π ι ΐ στεύει σ’ έναν Θεό που επεμβαίνει κατά βούληση για να αλ ί λάξει την τροχιά ενός πλανήτη, να ματαιώσει μια έκλειψη, '■ να αλλάξει τους κανόνες του συμπαντικού παιχνιδιού. Κατί αναλογία, υποστηρίζουν ορισμένοι, μπορεί ένας σοβαρό! ιστορικός να δέχεται ότι υπάρχει Θεός που καθορίζει τη συ«Ι νολική πορεία της ιστορίας και της δίνει νόημα, αλλά δεν εί-ι ναι δυνατόν να πιστεύει σ’ έναν Θεό όπως αυτός της Πα-| λαιάς Διαθήκης, ο οποίος επεμβαίνει και σφάζει τους Αμα-Ι ληκίτες, ή παρατείνει τη διάρκεια της ημέρας ώστε να ευ-j νοηθεί ο στρατός του Ιησού του Ναυή. Ο ιστορικός δεν μπορεί, με λίγα λόγια, να επικαλείται τον Θεό για να ερμηνεύσει συγκεκριμένα ιστορικά συμβάντα. Σ ’ ένα πρόσφατο βιβλίο του, ο αιδεσιμότατος Ν τ’ Αρσύ προσπαθεί να κάμει σαφή αυτή τη διάκριση:
Δ εν μπορεί ο μελετητής να απαντά σε οποιοδήποτε ιστορικό ερώτημα λέγοντας «ήταν θέλημα Θεού». Μόνο αφού θα έχουμε πρώτα φτάσει στο ίδιο σημείο με τους άλλους [ιστορικούς] ως προς την προσπάθεια να αποσαφηνιστούν τα εγ-
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 103
κόσμια συμβάντα και το ανθρώπινο δράμα, θα δικαιούμαστε να επιχειρούμε άλλου είδους, ευρύτερες ερμηνείες.25
Το παράξενο μ’ αυτή την άποψη είναι ότι δείχνει να χρησ ιμ ο π ο ι ε ί τη θρησκεία σαν ένα είδος μπαλαντέρ της τράπουλας. τον οποίο φυλάει κανείς για εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν δεν μπορεί να δώσει άλλη λύση. Ο λουθηρανός θεολόγος Καρλ Μπαρτ26 είχε ίσως περισσότερο δίκιο προτείνοντας τη διάκριση σε θεία και εγκόσμια ιστορία. Κάτι ανάλογο, αν αντιλαμβάνομαι σωστά, προτείνει και ο καθηγητής Μπάτερ- φηλντ, όταν κάνει λόγο για «τεχνική» ιστορία, εννοώντας όχι μόνο εκείνο το είδος ιστορίας που γράφει ο ίδιος, αλλά και την ιστορία που εγώ ή εσείς θα ενδιαφερόμασταν να γράψουμε. Χρησιμοποιώντας, ωστόσο, το περίεργο αυτό επίθετο, διατηρεί το δικαίωμα να πιστεύει στην παράλληλη ύπαρξη μιας ιστορίας εσωτερικής, ή υπό την επήρεια της Θείας Πρόνοιας, η οποία δεν αφορά όλους εμάς τους υπόλοιπους. Συγγραφείς όπως ο Μπερντιάεφ,27 ο Μαριταίν28 ή ο
25. M.C. D’Arcy, The Sense of History: Secular and Sacred (1959), σ. 164. Ή δη ο Πολύβιος έγραφε: «Ό ταν μπορούμε να βρούμε την αιτία όσων συμβαίνουν, δεν υπάρχει λόγος να τα αποδίδουμε στους θεούς».
26. Barth, Karl (1886-1968). Ελβετός θεολόγος. Καθηγητής σε γερμανικά πανεπιστήμια, εναντιώθηκε στο καθεστώς των Ναζί και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Βασιλεία, όπου και δίδαξε από το 1935 ώς το 1962. [Σ .τ.μ.]
27. Berdyaev, Nikolai (1874-ΐΦ ί8χ! Ρώσος φιλόσοφος. Αν και αρχικά υποστήριξε τους Μπολσεβίκους και χαιρέτισε την Επανάσταση του 1917, το 1922 έφυγε από τη Ρωσία και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Βερολίνο κι έπειτα στο Κλαμάρ, κοντά στο Παρίσι. Έγραψε: Ελευθερία και πνεύμα (1927), Η μοίρα του ανθρώπου (1931), Ό ν ειρα και πραγματικότητα (1949), κ.ά. [Σ .τ.μ.]
28. Maritain, Jacques (1882-1973). Γάλλος φιλόσοφος. Δίδαξε στο Καθολικό Ινστιτούτο, στο Παρίσι, από το 1914 ώς το 1940, κι έπειτα στον Καναδά και τις ΗΠΑ. Υπήρξε από τους βασικούς εκπροσώπους του Νεοθωμισμοό, εφαρμόζοντας κατ’ εξοχήν τη σκέψη του Ακινάτη στην προσέγγιση σύγχρονων φιλοσοφικών, αισθητικών και πολιτικών προβλημάτων. [Σ .τ.μ.]
Ρ. Νήμπουρ29 αποδέχονται την αυτονομία της ιστορίας, αλ λά επιμένουν ότι ο σκοπός της είναι «εξωιστορικός». Προ1, σωπικά, δυσκολεύομαι να συμβιβάσω την ακεραιότητα τη ιστορίας με την πίστη σε κάποια υπεριστορική δύναμη, απ την οποία εξαρτάται το νόημά της και η σημασία τη— ανεξάρτητα αν η δύναμη αυτή είναι ο Θεός του «εκλεκτό λαού», ο Θεός των χριστιανών, το «κρυμμένο χέρι» τω ντεϊστών, ή το «παγκόσμιο πνεύμα» του Χέγκελ. Για του σκοπούς αυτών των παραδόσεων, θα θεωρήσω δεδομένο ότ' ο ιστορικός πρέπει να λύνει τα προβλήματα που αντιμετω πίζει χωρίς να προσφεύγει σε παρόμοιους από μηχανή θεούς, ότι η ιστορία —για να χρησιμοποιήσω την ίδια με-; ταφορά όπως και πιο πάνω — είναι παιχνίδι που παίζετα* χωρίς μπαλαντέρ.
Η σχέση ιστορίας και ηθικής είναι πιο περίπλοκη, και ο σχετικές συζητήσεις χαρακτηρίζονταν στο παρελθόν απ1 αρκετές αμφισημίες. Σήμερα είναι σχεδόν περιττό να τονίσει κανείς ότι ο ιστορικός δεν οφείλει να εκφέρει ηθικές κρί-> σεις για την ιδιωτική ζωή των ιστορικών προσώπων. Η| οπτική γωνία του είναι διαφορετική από εκείνη του ηθικολόγου. Ο Ερρίκος Η ' μπορεί να ήταν πολύ κακός σύζυγο αλλά καλός βασιλιάς. Η ιδιωτική του ζωή ενδιαφέρει, βέβαια, τον ιστορικό, αλλά μόνο στο βαθμό που επηρέασε τις εξελίξεις, κι αυτό ισχύει τόσο για τα ελαττώματά του όσο και για τις αρετές του. Στην προσωπική ζωή τους ο Πα- στέρ και ο Αϊνστάιν ήταν, όπως λέγεται, άμεμπτοι. Ό μω ς, θα μειωνόταν άραγε η αξία των επιστημονικών τους επι-; τευγμάτων, αν ήταν άπιστοι σύζυγοι, άσπλαχνοι πατέρες, ί κακοί με τους συνεργάτες τους; Λέγεται ότι ο Στάλιν φέρ
104 Ε.Χ. ΚΑΡ
29. Niebuhr, Reinhold (1892-1971). Αμερικανός θρησκευτικό και κοινωνικός στοχαστής. Από τους ανανεωτές του Προτεσταντι σμού κατά τον 20ό αιώνα, ανέπτυξε έντονη κοινωνική και πολιτικ*' δράση ως σοσιαλιστής κατά τον Μεσοπόλεμο. Μετά το 1945, οι θέ σεις του έγιναν συντηρητικές. Το συγγραφικό του έργο είναι πλου σιότατο. [Σ .τ.μ .]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 105
θηκε με βαναυσότητα και αδιαφορία στη δεύτερη γυναίκα του· ως ιστορικός της Σοβιετικής Ένωσης δεν θεωρώ ότι το γεγονός με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η προσωπική ηθική δεν είναι σημαντική, ή ότι η ιστορία των ηθών δεν αποτελεί κομμάτι της ιστορίας. Απλώς, ο ιστορικός δεν είναι απαραίτητο να διατυπώνει ηθικές κρίσεις για την ιδιωτική ζωή των προσώπων που τον απασχολούν· έχει άλλα πράγματα να κάμει.
Πιο αμφιλεγόμενο είναι, οπωσδήποτε, το ζήτημα των ηθικών κρίσεων για δημόσιες πράξεις. Η πεποίθηση ότι ο ιστορικός οφείλει να εκφέρει ηθικές κρίσεις έχει βαθιές ρίζες. Ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, στη Βρετανία, η τάση αυτή ήταν πανίσχυρη, λόγω των ηθικολογικών τάσεων της εποχής, αλλά και των ατομοκεντρικών αντιλήψεων που κυριαρχούσαν. Ο Ρόουζμπερυ30 έγραφε ότι ο αγγλικός λαός ήθελε να ξέρει αν ο Ναπολέων ήταν «καλός άνθρωπος».31 Ο Άκτον, στην αλληλογραφία του με τον Κρέιτον,32 τόνιζε ότι «η απολυτότητα του ηθικού κώδικα είναι το μυστικό της αυθεντίας, της αξιοπρέπειας και της χρησιμότητας της ιστορίας», ενώ παράλληλα δήλωνε ότι φιλοδοξία του ήταν να γίνει η ιστορία «διαιτητής του επίμαχου, οδηγός για τον περιπλανώμενο, θεματοφύλακας του ηθικού κριτηρίου, που όχι μόνο οι επίγειες δυνάμεις αλλά και οι δυνάμεις της
30. Rosebery, Archibald Philip Primrose, 5ος κόμης του (1847- 1929). Σκοτσέζος φιλελεύθερος πολιτικός και συγγραφέας. Διατέλε- σε υπουργός εξωτερικών (1886, 1892-94) και, μετά την αποχώρηση του Γκλάντστοουν, πρωθυπουργός (1894-95). Το συγγραφικό του έργο είναι αξιόλογο και περιλαμβάνει κυρίως ιστορικές μονογραφίες. [Σ.τ.μ.]
31. Rosebery, Napoleon: The Last Phase, σ. 364.32. Greighton, Mandell (1843-1901). Ά γγλος ιστορικός. Δίδαξε εκ
κλησιαστική ιστορία τόσο στην Οξφόρδη όσο και στο Κέιμπριτζ, και το 1891 έγινε επίσκοπος. Η Ιστορία των παπών κατά την περίοδο της Μεταρρύθμισης (5 τόμοι- 1882-94) είναι το σημαντικότερο έργο του. [Σ .τ.μ.]
106 Ε.Χ. ΚΑΡ
θρησκείας τείνουν μόνιμα να υποβιβάζουν».33Η άποψη αυτή ήταν απόρροια της σχεδόν μυστικιστική!
πίστης του Άκτον στην αντικειμενικότητα και την προτέΐ ραιότητα των ιστορικών γεγονότων, η οποία, προφανώς, ό) απλώς επιτρέπει αλλά επιβάλλει στον ιστορικό να διατυπώ* νει, στο όνομα της ιστορίας ως υπεριστορικής δύναμης, ηθι| κές κρίσεις για πρόσωπα. Πάντως, και στην εποχή μα ανάλογες αντιλήψεις δεν είναι άγνωστες, έστω κι αν ορισμέ! νες φορές διατυπώνονται με απρόσμενο, τρόπο. Ο Τόυνμτ περιέγραφε την εισβολή του Μουσολίνι στην Αβησσυνία τ | 1935 ως «προμελετημένο προσωπικό αμάρτημα»,34 ενώ Σερ Αϊζάια Μπερλίν τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση στο δοκίΐ μιό του που ήδη αναφέρθηκε ότι είναι καθήκον του ιστοριί κού «να κρίνει τον Καρλομάγνο, ή τον Ναπολέοντα, ή το^ Τζενγκίς Χαν, ή τον Χίτλερ, ή τον Στάλιν, για τις σφαγέ! στις οποίες επιδόθηκαν».35 Αυτή η άποψη έχει επικριθε αποτελεσματικά από τον καθηγητή Νόουλς (Knowles), οποίος, στην εναρκτήρια ομιλία του, ανέφερε την αποδοκι^ μασία του Φίλιππου Β ' της Ισπανίας από τον Μότλεϋ («αν υπάρχουν αμαρτίες... που δεν τις διέπραξε, ο λόγος γ ιΐ
33. Acton, Historical Essays and Studies (1907), σ. 505.34. Survey of International Affairs, 1935, II, 3.35. I. Berlin, Historical Inevitability, σσ. 76-77. Η στάση το<|
Μπερλίν θυμίζει τις απόψεις του συντηρητικού νομικού του 19οι! αιώνα, Fitzjames Stephen, ο οποίος έγραφε στο βιβλίο του History ι the Criminal Law of England (1883), II, σσ. 81-82: «Ο ποινικός νόμο| βασίζεται, λοιπόν, στην αρχή ότι είναι ηθικά ορθό να μισεί κανεί| τους εγκληματίες... Είναι απόλυτα επιθυμητό να μισούνται οι εγκληΐ ματίες, να τους επιβάλλονται ποινές που να εκφράζουν αυτό το μίσο§ και να το δικαιώνουν...». Οι σημερινοί εγκληματολόγοι δεν συμμερΜ ζονται παρόμοιες απόψεις· ακόμη, όμως, κι αν αυτές ισχύουν σε οριΙ σμένες περιπτώσεις, δεν είναι εφαρμόσιμες όταν πρόκειται για ετυ! μηγορία της ιστορίας.
36. Motley, John Lothrop (1814-77). Αμερικανός ιστορικός και δΗ πλωμάτης. Ως ιστορικός, έγινε κυρίως γνωστός με τα έργα του γέννηση της Ολλανδικής Δημοκρατίας (1856) και Ιστορία των Ηνω- μένων Κάτω Χωρών (1860-69). [Σ .τ.μ.]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 107
(χυτό είναι ότι δεν επιτρέπεται στην ανθρώπινη φύση να αγγίξει το τέλειο ακόμη και στο κακό») και του Ιωάννη του Ακτήμονα από τον Σταμπς37 («μολυσμένος με κάθε λογής έγκλημα που θα μπορούσε να αποτελεί όνειδος για έναν άνθρωπο») ως παραδείγματα ηθικών κρίσεων για άτομα, που ο ιστορικός είναι αναρμόδιος να εκφέρει. «Ο ιστορικός δεν είναι δικαστής, και πολλώ μάλλον δεν εκδίδει τελεσίδικες καταδικαστικές αποφάσεις».3 Υπάρχει επίσης μια ενδιαφέρουσα παράγραφος στον Κρότσε, την οποία θα ήθελα να παραθέσω:
Οι κατηγορίες παραγνωρίζουν τη μεγάλη διαφορά ότι τα δικαστήριά μας (νομικά ή ηθικά) είναι σημερινά δικαστήρια, για ζωντανούς, ενεργούς και ενδεχομένως επικίνδυνους πολίτες, ενώ οι άνθρωποι εκείνοι κρίθηκαν ήδη από τα δικαστήρια της εποχής τους και δεν μπορούν να καταδικαστούν ή να αθωωθούν δύο φορές. Δεν μπορούν να δικαστούν, γιατί απλούστατα ανήκουν στο παρελθόν· αποτελούν αντικείμενο της ιστορίας και δεν υπόκεινται σε άλλη κρίση εκτός από εκείνη που ανιχνεύει και κατανοεί το πνεύμα του έργου τους... Όσοι, με το πρόσχημα ότι γράφουν ιστορία, συμπεριφέρονται σαν δικαστές, άλλοτε καταδικάζοντας και άλλοτε αθωώνοντας γιατί πιστεύουν πως αυτός είναι ο ρόλος της ιστορίας... δεν έχουν ιστορική αίσθηση.39
Δεν πιστεύω ότι είναι δική μας δουλειά να διατυπώσουμε ηθικές κρίσεις για τον Χίτλερ, τον Στάλιν, ή ακόμη και τον γερουσιαστή Μακ Κάρθυ. Ο λόγος γ ι’ αυτό είναι ότι πρόκειται για περίπου σύγχρονούς μας, ότι εκατομμύρια από
37. Stubbs, William (1825-1901). 'Αγγλος κληρικός και ιστορικός. Διατέλεσε επίσκοπος του Τσέστερ και της Οξφόρδης. Κύρια ιστορικά έργα του είναι: Συνταγμχτιχή' Ιστορίχ της Α γγλ ίχ ς ώς το 1485 (1874-78) και Οι πρώτοι. Π λχντχγενέτες (1876). [Σ .τ.μ.]
38. D. Knowles, The Historian and Character (1955), σσ. 4-5, 12,19.
39. B. Croce, History as the Story of Liberty (αγγλ. μτφρ., 1941), σ.47.
108 E X. ΚΑΡ
όσους, άμεσα ή έμμεσα, υπέφεραν εξαιτίας τους βρίσκοντ εν ζωή. Επομένως, γ ι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, είν δύσκολο να τους προσεγγίσουμε ως ιστορικοί και να αγνό' σουμε άλλες μας ιδιότητες, που θα μας νομιμοποιούσ ίσως να κρίνουμε τις πράξεις τους. Πρόκειται για μια α τις δυσκολίες — την κύρια δυσκολία, θα έλεγα — που αντί μετωπίζει ο σύγχρονος ιστορικός. Από την άλλη μεριά, -ν ωφελεί σήμερα να καταδικάζουμε τα ανομήματα του Καρ. λομάγνου ή του Ναπολέοντα;
Ας απορρίψουμε, λοιπόν, την αντίληψη εκείνη που βλέπ τον ιστορικό σαν δικαστή, κι ας στραφούμε προς το πιο δύ σβατο αλλά και πιο γόνιμο έδαφος των ηθικών κρίσεων όχ πια για άτομα, αλλά για γεγονότα, θεσμούς και πολιτικέ επιλογές του παρελθόντος. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι ορισμέ νες φορές όσοι επιμένουν στις ηθικές καταδίκες ατόμω προσφέρουν έμμεσα, παρά τη θέλησή τους, άλλοθι σε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες ή κοινωνίες. Ο γάλλος ιστορικό Λεφέμπρ,40 στην προσπάθειά του να απαλλάξει τη Γαλλική' Επανάσταση από την ευθύνη για τις καταστροφές και τις; εκατόμβες των Ναπολεοντείων Πολέμων, απέδιδε όλα αυ- τά «στη δικτατορία ενός στρατηγού... του οποίου η ιδιοσυγκρασία... δεν μπορούσε εύκολα να αποδεχτεί την ειρήνη και1 τη μετριοπάθεια».41 Οι Γερμανοί είναι σήμερα πρόθυμοι να δεχτούν την ηθική καταδίκη του Χίτλερ ως ατόμου, απο- φεύγοντας έτσι ενδεχομένως την ηθική κρίση των ιστορικών: για την κοινωνία που τον εξέθρεψε. Οι Ρώσοι, οι Βρετανοί και οι’Αμερικάνοι υιοθετούν αντίστοιχα με ευκολία τις προσωπικές επιθέσεις κατά του Στάλιν, του Νέβιλ Τσάμπερλεϊν ή του γερουσιαστή Μακ Κάρθυ, οι οποίοι μετατρέπονται
40. Leffebvre, Georges (1874-1959). Γάλλος ιστορικός, αυθεντία σε θέματα που σχετίζονται με την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Δίδαξε στη Σορβόνη. Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο ξεχωρίζουν Η Γαλλική Επανάσταση (αναθ. εκδ. 1951) και ο Ναπολέων (4η έκδ, 1954). [Σ .τ.μ.]
41. Peuples et civilisations, τόμος XIV: NapoMon, σ. 58.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 109
έτσι σε αποδιοπομπαίους τράγους για τα συλλογικά τους σφάλματα ως λαών.
Ό μως, και οι εγκωμιαστικές ηθικές κρίσεις για άτομα μπορεί να είναι εξίσου παραπλανητικές όσο και η ηθική καταδίκη τους. Η αναγνώριση του γεγονότος ότι ορισμένοι δουλοκτήτες ήταν άνθρωποι με πλατιές αντιλήψεις έχει επανειλημμένα χρησιμοποιηθεί ως πρόφαση για να αποφευχθεί η καταδίκη της δουλείας ως ανήθικης. Ο Μαξ Βέμπερ κάνει λόγο για τη «δουλεία χωρίς αφέντη, στην οποία ο καπιταλισμός παγιδεύει τον εργάτη ή τον οφειλέτη», υποστηρίζοντας παράλληλα —και σωστά— ότι ο ιστορικός οφείλει να εκφέρει ηθική κρίση για το θεσμό, και όχι για τα άτομα που τον δημιούργησαν.42 Ο ιστορικός δεν δικάζει τον ένα ή τον άλλο εκπρόσωπο του ανατολικού δεσποτισμού. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει και ότι πρέπει να μένει αδιάφορος, ή να τηρεί ίσες αποστάσεις μεταξύ ενός δεσποτικού καθεστώτος της Ανατολής και της Αθήνας του Περικλή. Δεν καλείται να κρίνει από ηθική άποψη τον ένα ή τον άλλο ιδιοκτήτη δούλων, αλλά αυτό δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να κρίνει τις δουλοκτητικές κοινωνίες. Ό πω ς ανέφερα ήδη, τα ιστορικά γεγονότα προϋποθέτουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, το στοιχείο της ερμηνείας. Οι ιστορικές ερμηνείες, εξάλλου, εμπεριέχουν πάντοτε ηθικές κρίσεις — ή, αν προτιμά κανείς έναν πιο ουδέτερο όρο, αξιολογικές κρίσεις.
Αυτή, πάντως, δεν είναι παρά η αρχή μόνο των δυσκολιών του ιστορικού. Η ιστορία είναι διαδικασία συγκρούσεων, στο πλαίσιο της οποίας τα αποτελέσματα — ανεξαρτήτως αν εμείς τα θεωρούμε θετικά ή αρνητικά— ευνοούν άμεσα ή (συχνότερα) έμμεσα ορισμένες κοινωνικές ομάδες εις βάρος άλλων. Οι χαμένοι υφίστανται τις συνέπειες της ήττας τους. Σε κάθε μεγάλη ιστορική περίοδο, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Πρόκειτ^Γγια κατ’ εξοχήν ακανθώδες ζήτημα για τον ιστορικό, καθώς δεν είναι εύκολο να βάλει κανείς στη ζυγαριά τα οφέλη των μεν και τις απώλειες των
42. From Max Weber: Essays in Sociology (1947), σ. 58.
δε. Άλλωστε, ο ιστορικός δεν είναι ο μόνος που αντιμετωπί ζει αυτό το πρόβλημα. Στην καθημερινή ζωή είμαστε πολ πιο συχνά απ’ ό,τι νομίζουμε αναγκασμένοι να επιλέξουμε τ «μικρότερο κακό», ή να κάμουμε το κακό ώστε να εξυπηρέ τήσουμε καλούς σκοπούς. Σε ό,τι αφορά την ιστορία, το δί λήμμα τίθεται συχνά με την παραπλανητική μορφή «το κό στος της προόδου» ή «το τίμημα της επανάστασης». Ό πω είχε ήδη επισημάνει ο Φράνσις Μπέικον στο δοκίμιό του Οι Innovations ( = Για τις καινοτομίες), «η επίμονη διατήρησ ενός εθίμου είναι εξίσου πρόξενος ταραχών όσο και μια και; νοτομία». Το «κόστος της συντήρησης» είναι για τους αδικημένους της κοινωνίας εξίσου επαχθές όσο και το «κόστο. της καινοτομίας» για εκείνους που χάνουν τα προνόμιά του^ Τον 18ο αιώνα, ο Σάμιουελ Τζόνσον επικαλούνταν με πάθο το επιχείρημα του «μικρότερου κακού» για να δικαιολογήσει τις υφιστάμενες ανισότητες και τη διατήρησή τους:
Καλύτερα ορισμένοι να είναι δυστυχισμένοι, παρά να μη* είναι κανένας ευτυχισμένος, όπως θα συνέβαινε σε καθεστώ γενικής ισότητας.43
Το δίλημμα αυτό τίθεται πάντοτε με πιο δραματικό τρόπο: σε περιόδους ριζικών αλλαγών, οπότε και είναι ευκολότερο να μελετήσουμε τη στάση του ιστορικού απέναντι στο πρόβλημα.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την ιστορία της εκβιομηχάνισης της Μεγάλης Βρετανίας, από το 1780 ώς το 1870 περίπου. Κανένας ιστορικός δεν θα μπορούσε ίσως να αρνη- θεί ότι η βιομηχανική επανάσταση υπήρξε μεγάλο βήμα
110 Ε.Χ. ΚΑΡ
43. BasweU, Life of Doctor Johnson (1776), II, σ. 20 (Everyman ed.). Ο Μπούρκχαρτ (Judgments on History and Historians, σ. 85) θρηνεί για τους «σιωπηλούς στεναγμούς» των θυμάτων της προόδου, «που, κατά κανόνα, δεν ήθελαν τίποτε άλλο παρά να διατηρήσουν τα κεκτη- μένα τους», αλλά δεν λέει κουβέντα για τους στεναγμούς των θυμάτων του ancien regime, που κατά κανόνα δεν είχαν τίποτε να «διατηρήσουν».
XI ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; I l l
προόδου. Παράλληλα, θα αναφερόταν εκ των πραγμάτων στη μαζική μετακίνηση αγροτών στις πόλεις, στο στοίβαγμά τους σε ανθυγιεινά εργοστάσια και σπίτια, στην εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας. Κατά κανόνα όμως, αποδέχεται έμμεσα ότι ο καταναγκασμός και η εκμετάλλευση, τουλάχιστον κατά τα πρώτα στάδια, ήταν μέρος του κόστους της εκβιομηχάνισης. Δεν γνωρίζω ιστορικό που να έχει ισχυριστεί ότι, με δεδομένο αυτό το κόστος, θα ήταν καλύτερα να είχε αποφευχθεί η πρόοδος που έφερε η εκβιομηχάνιση. Ειδικά για μένα, το θέμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σύντομα η Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης που γράφω θα φτάσει στο ζήτημα της κολεκτιβοποίησης της γης, ως στοιχείο του κόστους που είχε η εκβιομηχάνιση. Αν λοιπόν, κατ’ αναλογία με όσα ήδη ανέφερα για τη βιομηχανική επανάσταση στη Μεγάλη Βρετανία και τους ιστορικούς της, αποδοκιμάζω τις βιαιότητες και τις υπερβολές της κολεκτιβοποίησης αλλά θεωρώ τη διαδικασία στο σύνολό της αναπόφευκτο κόστος προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαία και επιθυμητή εκβιομηχάνιση, θα κατηγορηθώ για κυνισμό και για δικαιολόγηση «κακών πραγμάτων».
Οι ιστορικοί δικαιολογούν συχνά την αποικιοποίηση της Ασίας και της Αφρικής από τις χώρες της Δύσης κατά τον 19ο αιώνα, προβάλλοντας όχι μόνο τις άμεσα θετικές επιπτώσεις που είχε αυτή στην παγκόσμια οικονομία, αλλά και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της για τους «καθυστερημένους» λαούς των δύο ηπείρων. Σε τελική ανάλυση, υποστηρίζεται, η σύγχρονη Ινδία είναι παιδί της βρετανικής κυριαρχίας, ενώ η σύγχρονη Κίνα παιδί της επίδρασης του ιμπεριαλισμού του 19ου αιώνα αφενός και της Ρωσικής Επανάστασης αφετέρου. Ό μω ς, αυτοί που καρπώθηκαν τα όποια οφέλη από την Κινέζικη Επανάσταση ή την ανεξαρτησία της Ινδίας δεν ήταν τα θύμίατα της αποικιακής πολιτικής, αλλά οι απόγονοί τους. Δυστυχώς για τους ίδιους, όσοι πληρώνουν το κόστος σπάνια δρέπουν και τους καρπούς. Το γνωστό απόσπασμα από την επιστολή του Έ ν- γκελς ταιριάζει απόλυτα σ’ αυτή την περίπτωση:
112 Ε.Χ. ΚΑΡ
Η ιστορία είναι ίσως η πιο σκληρή απ’ όλες τις θεές. Οδηγεί το θριαμβικό άρμα της πάνω από σωρούς πτωμάτων, όχι μόνο σε περιόδους πολέμου, αλλά και “ειρηνικής” οικονομικής ανάπτυξης. Κι εμείς, άντρες και γυναίκες, είμαστε δυ-ι στυχώς τόσο ανόητοι, ώστε δεν έχουμε το κουράγιο να επιδιώξουμε την αυθεντική πρόοδο παρά μόνο αν κεντριστούμε, από συμφορές που δείχνουν να ξεπερνούν κάθε όριο.44
Η χειρονομία του Ιβάν Καραμάζοφ, με την οποία αψηφά την κοινωνία, δεν είναι παρά ηρωική πλάνη. Έχουμε γεννηθεί μέσα στην κοινωνία, μέσα στην ιστορία. Δεν υπάρχει ει- σητήριο εισόδου που μας προσφέρεται, και που μπορούμε να το δεχτούμε ή να το αρνηθούμε. Ο ιστορικός δεν διαθέτει πιο πειστική απάντηση στο πρόβλημα του πόνου και των οδυνών απ’ ό,τι ο θεολόγος. Το μόνο που μπορεί κι αυτός να επικαλεστεί είναι η θεωρία του μικρότερου κακού και του μεγαλύτερου καλού.
Ό μω ς, το ότι ο ιστορικός —αντίθετα με τον θετικό επιστήμονα — εμπλέκεται από την ίδια τη φύση του υλικού του σε ζητήματα ηθικών κρίσεων, μήπως συνεπάγεται και υποταγή της ιστορίας σε υπεριστορικά αξιολογικά πρότυπα; Δεν νομίζω. Ας θεωρήσουμε δεδομένο ότι αφηρημένες έννοιες όπως «καλό» και «κακό», καθώς και πιο εκλεπτυσμένες παραλλαγές τους, βρίσκονται εκτός των ορίων της ιστορίας. Μολαταύτα, σε ό,τι αφορά τις ηθικές κρίσεις της ιστορίας, παρόμοιες αφαιρέσεις παίζουν εν πολλοίς τον ίδιο ρόλο που παίζουν και οι μαθηματικοί και λογικοί τύποι στις φυσικές επιστήμες: δεν έχουν νόημα ούτε μπορούν να εφαρμοστούν, ώς τη στιγμή που θα αποκτήσουν συγκεκριμένο περιεχόμενο. Για να χρησιμοποιήσω μια άλλη μεταφορά, τα ηθικά προτάγματα που εφαρμόζουμε στην ιστορία ή στην καθημερινή ζωή είναι ένα είδος τραπεζικής επιταγής. Λέξεις όπως ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, δημοκρατία είναι γενικές κατηγορίες, που παραμένουν χωρίς αξία ώς τη στιγ-
44. Γράμμα στον Danielson, 24 Φεβρουάριου 1893.
L ______
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 113
μ·ή που το «έντυπο της επιταγής» θα συμπληρωθεί με το ποσό και το όνομα του αποδέκτη· ώς τη στιγμή, με άλλα λόγια, που θα διευκρινίσουμε πόση ελευθερία προτείνουμε, για. ποιους, κ.ο.κ. Ο τρόπος με τον οποίο συμπληρώνουμε κάθε φορά την επιταγή, η διαδικασία δηλαδή με την οποία αφηρημένες ηθικές έννοιες αποκτούν συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο, αφορά σαφώς την ιστορία και τον ιστορικό. Άλλωστε, οι ηθικές μας κρίσεις διαμορφώνονται μέσα σε εννοιολογικό πλαίσιο, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί επίσης προϊόν της ιστορίας.
Η συνηθέστερη μορφή που παίρνει στις μέρες μας η δια- μάχη για ζητήματα ηθικών κρίσεων είναι η συζήτηση για τις σχέσεις ελευθερίας και δημοκρατίας. Το περιεχόμενο που δίνεται στις αφηρημένες και οικουμενικές αυτές αξίες ποικίλλει από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο- η εφαρμογή τους και τα πρακτικά ζητήματα που αυτή γεννά μπορούν να γίνουν αντιληπτά και να συζητηθούν μόνο με ιστορικούς όρους. Για να .αναφερθώ σ’ ένα λιγότερο γνωστό παράδειγμα, έχει γίνει προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η έννοια της «οικονομικής λογικής» ως αντικειμενικό και μη αμφισβητήσιμο κριτήριο, με το οποίο μπορεί να ελεγχθεί και να κριθεί αν μια οικονομική πολιτική είναι επιθυμητή ή όχι. Η προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, καθώς οι θεωρητικοί που έχουν ανατραφεί με τους νόμους της κλασικής οικονομίας καταδικάζουν a priori το σχεδίασμά, ως παράλογη παρέμβαση στις εγγενώς λογικές οικονομικές διαδικασίες (για παράδειγμα, μια πολιτική τιμών που αρνεί- ται να δεσμευτεί από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης). Έ στω κι αν οι υπεύθυνοι του σχεδιασμού μπορεί ενίοτε να λειτουργούν ανορθολογικά, ή ακόμη και ανόητα, δεν είναι σωστό να τους κρίνουμε με βάση την κλασική οικονομική λογική. Προσωπικά, κλίνω μά^λβν προς την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή ο ανεξέλεγκτος και ανοργάνωτος οικονομικός φιλελευθερισμός ήταν στην ουσία παράλογος, και ότι ο σχεδιασμός επιχειρεί να εισαγάγει το στοιχείο της λογικής στην οικονομική διαδικασία. Προς το παρόν πάντως,
114 E X. ΚΑΡ
αρκούμαι να επισημάνω ότι είναι αδύνατον να υπάρξει αφ· ρημένο και υπεριστορικό κριτήριο, καθώς κάθε πλευρά είν αναπόφευκτο να του προσδίδει το περιεχόμενο που ταιριάζ στις δικές της ιστορικές συνθήκες και επιδιώξεις.
Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα με όσους προσπ θούν να θέσουν υπεριστορικά πρότυπα ή κριτήρια, με βά τα οποία να κρίνονται τα ιστορικά γεγονότα και οι ιστορικέ καταστάσεις — ανεξάρτητα αν τα κριτήρια απορρέουν απ τον Θεό, όπως θεωρούν δεδομένο οι θεολόγοι, ή από τον ορ θό λόγο και τη φύση, όπως ισχυρίζονται οι φιλόσοφοι το* Διαφωτισμού. Αυτή καθεαυτή η προσπάθεια να υπάρξου, παρόμοια κριτήρια όχι μόνο είναι ανιστορική, αλλά και αν τιφάσκει με την ίδια τη φύση της ιστορίας· δίνει δογματικέ απαντήσεις σε ερωτήματα που ο ιστορικός οφείλει να θέτει διαρκώς. Αν ο ιστορικός δέχεται ότι υπάρχουν εκ των προ~'; τέρο^ν απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, προχωρεί με τα· μάτια κλειστά και ακυρώνει τον ίδιο του τον εαυτό. Ιστορία: σημαίνει κίνηση, και η κίνηση συνεπάγεται τη σύγκριση.' IV αυτό και οι ιστορικοί τείνουν να εκφράζουν τις ηθικές’ τους αξιολογήσεις με όρους που από τη φύση τους εμπεριέ-1 χουν μάλλον το στοιχείο της σύγκρισης («προοδευτικό», «αντιδραστικό», κ.ο.κ.) παρά της απολυτότητας («καλό», «κακό», κ.ο.κ.). Οι κοινωνίες και τα ιστορικά φαινόμενα ορίζονται συνήθως όχι σε σχέση με κάποιο απόλυτο πρότυπο, αλλά με βάση τη μεταξύ τους σχέση.
Επιπλέον, όταν εξετάζουμε απόλυτες και εξωιστορικές— υποτίθεται — αξίες, διαπιστώνουμε ότι τελικά κι αυτές είναι ιστορικά καθορισμένες. Η εμφάνιση μιας αξίας ή μιας ιδέας σε συγκεκριμένο τόπο και σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι απόρροια ιστορικών συνθηκών. Το πρακτικό περιεχόμενο εννοιών που θεωρούνται απόλυτες, όπως η ισότητα, η ελευθερία, η δικαιοσύνη ή το φυσικό δίκαιο, ποικίλλει από περίοδο σε περίοδο και από ήπειρο σε ήπειρο. Κάθε κοινωνία έχει τις δικές της αξίες, οι οποίες είναι ιστορικά καθορισμένες. Κάθε κοινωνία αντιδρά στην “ εισβολή” ξένων και διαφορετικών αξιών, τις οποίες συνήθως σπεύδει να χα
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 115
ρακτηρίσει με αρνητικά φορτισμένους όρους («αστικές» ή «καπιταλιστικές», «ολοκληρωτικές» ή «αντιδημοκρατι- χές»)· Τα πρότυπα και οι αξίες ως γενικές έννοιες, ανεξάρτητα από κοινωνικούς και ιστορικούς καθορισμούς, αποτε- λούν —όπως, άλλωστε, και το άτομο ως γενική έννοια — ψευδαίσθηση. Σοβαρός ιστορικός είναι αυτός που αναγνωρίζει τον ιστορικά καθορισμένο χαρακτήρα όλων των αξιών, και όχι εκείνος που υποστηρίζει την εξωιστορική αντικειμενικότητα των δικών του αξιών. Οι πεποιθήσεις μας και οι αξιολογικές κρίσεις που διατυπώνουμε είναι κι αυτές μέρος της ιστορίας, εξίσου αντικείμενο της ιστορικής έρευνας όσο και οποιαδήποτε άλλη όψη της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ας ανακεφαλαιώσω όσα προσπάθησα να πω για την απαίτηση της ιστορίας να περιλαμβάνεται στις επιστήμες. Ο όρος «επιστήμη» καλύπτει ήδη τόσο πολλούς και ποικίλους κλάδους της ανθρώπινης γνώσης, χρησιμοποιεί τόσο διαφορετικές μεταξύ τους μεθόδους και τεχνικές, ώστε το βάρος της αποδείξεως φαίνεται να πέφτει μάλλον σε όσους προσπαθούν να αποκλείσουν την ιστορία από τις επιστήμες, παρά σ’ εκείνους που προσπαθούν να την περιλάβουν σ’ αυτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιχειρηματολογία υπέρ του αποκλεισμού της δεν προέρχεται από θετικούς επιστήμονες που επιθυμούν να εξοβελίσουν τους ιστορικούς από την εκλεκτή παρέα τους, αλλά από ιστορικούς και φιλόσοφους, που διεκδικούν για λογαριασμό της ιστορίας μια θέση μεταξύ των επιστημών του ανθρώπου. Η διαφωνία αυτή αντανακλά, κατά κάποιον τρόπο, την παλιά διαίρεση σε ανθρωπιστική παιδεία και σε επιστήμες, σύμφωνα με την οποία οι ανθρωπιστικές σπουδές αντιπροσώπευαν την πλατιά καλλιέργεια της κυρίαρχης τάξης, ενώ οι πρακτικές επιστήμες τη δεξιότητα των τεχνικών που την υπηρετούσαν. Άλλωστε, οι ίδιοι οι όροι «επιστήμες του ανθρώπου» και «ανθρωπιστική παιδεία» δεν είναι, απ’ αυτή την άποψη, παρά επιβιώσεις της παλιάς αυτής προκατάληψης κατά των θετικών επιστημών. Η κύρια ένστασή μου ως προς την αμφισβήτηση του επιστημονικού χαρακτήρα της ιστορίας είναι
116 Ε.Χ. ΚΑΡ
ότι έτσι δικαιολογείται και διαιωνίζεται η διάκριση των επιστημών σε «ανθρωπιστικές» και μη. Προσωπικά, δεν π ιστεύω ότι το χάσμα που χωρίζει τον ιστορικό από τον γεωλόγο είναι μεγαλύτερο, ή δυσκολότερο να γεφυρωθεί, απ’ ό,τι εκείνο που χωρίζει τον γεωλόγο από τον φυσικό. Ό μως, το χάσμα δεν πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, να καλυφθεί με το να διδάσκονται οι ιστορικοί τις βάσεις των θετικών επιστημών, ή οι θετικοί επιστήμονες στοιχεία ιστορίας. Ο δρόμος αυτός είναι αδιέξοδος, και οι ίδιοι οι επιστήμονες πολύ απέχουν από το να λειτουργούν μ’ αυτόν τον τρόπο.
Πιστεύω ότι το πρόβλημα θα μπορο^ε να αντιμετωπιστεί εν μέρει βελτιώνοντας το επίπεδο της ιστορίας· κάνοντας την — ας μου επιτραπεί η διατύπωση — πιο επιστημονική, αυξάνοντας τις απαιτήσεις μας απ’ όσους δηλώνουν ιστορικοί. Συχνά στα πανεπιστήμια η ιστορία αντιμετωπίζεται ως η εύκολη λύση από εκείνους που θεωρούν τις κλασικές σπουδές υπερβολικά δύσκολες και τις θετικές επιστήμες υπερβολικά συστηματικές. Μια από τις φιλοδοξίες των παραδόσεών μου είναι να ενισχυθεί η άποψη ότι η ιστορία είναι πολύ πιο δύσκολη από τις κλασικές σπουδές, και τουλάχιστον εξίσου συστηματική με οποιαδήποτε θετική επιστήμη. Προϋπόθεση γ ι’ αυτό είναι οι ίδιοι οι ιστορικοί να αποκτήσουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη σημασία του έργου τους. Ο Σερ Τσαρλς Σνόου4° δεν είχε άδικο όταν πρόσφατα αντιπαρέθεσε την «απροκάλυπτη» αισιοδοξία του θετικού επιστήμονα με τους «χαμηλούς τόνους» και το «αντικοινωνικό αίσθημα» εκείνων που ο ίδιος αποκαλεί «φιλολο- γούντες διανοούμενους».46 Ορισμένοι ιστορικοί — κυρίως από εκείνους που γράφουν «για την ιστορία» δίχως να είναι
45. Snow, Charles Percy (1905-80). Ά γγλος φυσικός και λογοτέχνης. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κύριο θέμα των λογοτεχνικών του έργων υπήρξαν τα ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος, και ειδικά ο επιστήμονας. [Σ .τ.μ .]
46. C.P. Snow, The Two Cultures and the Scientific Revolution (1959), σσ. 4-8.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 117
ισ τ ο ρ ι κ ο ί — ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία των «φιλολο- γούντων διανοουμένων». Ασχολούνται τόσο πολύ με το να μας πείσουν ότι η ιστορία δεν είναι επιστήμη, να μας εξηγήσουν τι δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ή να κάνει, ώστε δεν τους μένει αρκετός χρόνος για να εξετάσουν τα επιτεύγ- ματά της και τις δυνατότητές της.
Άλλος τρόπος ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα για το οποίο έγινε ήδη λόγος είναι να γίνει βαθύτερα κατανοητό ότι θετικοί επιστήμονες και ιστορικοί έχουν κοινούς στόχους. Σ ’ αυτό κυρίως έγκειται, άλλωστε, και η αξία του σχετικά πρόσφατου και διαρκώς αυξανόμενου ενδιαφέροντος για την ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης. Η μελέτη του ανθρώπου και του περιβάλλοντος του, και ειδικότερα η μελέτη της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης, αφορά τόσο τον θετικό επιστήμονα όσο και τον κοινωνιολόγο ή τον ιστορικό —τον καθένα, βέβαια, με τον τρόπο του. Ο στόχος είναι κοινός: να κατανοήσει ο άνθρωπος καλύτερα το περιβάλλον στο οποίο ζει και, κατανοώντας το, να το ελέγξει αποτελεσματικότερα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι προϋποθέσεις και οι μέθοδοι στις οποίες βασίζονται ο φυσικός, ο γεωλόγος, ο ψυχολόγος και ο ιστορικός διαφέρουν μεταξύ τους σημαντικά· ούτε και υποστηρίζω ότι, για να γίνει πιο «επιστημονικός», ο ιστορικός θα πρέπει όλο και περισσότερο να υιοθετεί μεθόδους ανάλογες με εκείνες των φυσικών επιστημών. Ο ιστορικός, όπως και κάθε άλλος επιστήμονας, δεν παύει να θέτει το ερώτημα «γιατί;». Στην επόμενη παράδοσή μου θα εξετάσω με ποιον τρόπο θέτει το ερώτημα, και πώς προσπαθεί να απαντήσει σ’ αυτό.
Η αιτιότητα στην ιστορία
Αν το γάλα που βάλαμε στην κατσαρόλα βράσει, θα χυθεί. Δεν ξέρω, και ούτε με απασχόλησε ποτέ ιδιαίτερα, γιατί συμβαίνει αυτό. Αν ήμουν αναγκασμένος να δώσω μια εξήγηση, θα έλεγα ίσως ότι οφείλεται στην ιδιότητα του γάλατος να χύνεται όταν βράζει, κάτι που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, αλλά ουσιαστικά δεν λέει τίποτε. Κι όλα αυτά, γιατί απλούστατα δεν είμαι φυσικός. Με τον ίδιο τρόπο, μπορεί κανείς να διαβάζει —ή ακόμη και να γράφει— για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, χωρίς να θέλει να μάθει γιατί συνέβησαν· μπορεί να αρκείται στη φράση «ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε γιατί ο Χίτλερ ήθελε πόλεμο», η οποία, αν και αληθεύει εν μέρει, δεν εξηγεί τίποτε. Σ ’ αυτή την περίπτωση, θα ήταν αυθαίρετο να αποκαλεί κανείς τον εαυτό του μελετητή της ιστορίας ή ιστορικό. Μελέτη της ιστορίας σημαίνει μελέτη των αιτίων. Ό πω ς ανέφερα και στο τέλος της προηγούμενης παράδοσής μου, ο ιστορικός θέτει συνεχώς το ερώτημα «γιατί;» και δεν μπορεί να ησυχάσει όσο προσδοκά την απάντηση. Κατά τη γνώμη μου, αξιόλογος ιστορικός — αλλά και γενικότερα στοχαστής — είναι αυτός που, όταν τα πράγματα ή τα συμφραζόμενα αλλάζουν, ρωτάει «γιατί;».
Ο Ηρόδοτος, πατέρας της ιστορίας, δήλωνε σαφώς στην αρχή του έργου του ότι σκοπός του ήταν να διατηρήσει την ανάμνηση των πράξεων Ελλήνων και βαρβάρων, και πάνω απ’ όλα να δείξει τα αίτια των μεταξύ τους πολέμων. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που ακολούθησαν το παράδειγμα του κατά την αρχαιότητα· ακόμη και ο Θουκυδίδης έχει κατη-
γορηθεί ότι δεν έχει σαφή αίσθηση της σχέσης αιτίου και ί αιτιατού.1 Τον 18ο αιώνα όμως, όταν άρχισε να θεμελιώνε- : ται η σύγχρονη ιστοριογραφία, ο Μοντεσκιέ, στις Σκέφεις : για τα αίτια του μεγαλείου των Ρωμαίων και. της παρακμής \ τους, έθεσε ως αφετηρία τις αρχές ότι «υπάρχουν γενικές ; αιτίες, ηθικές ή φυσικές, οι οποίες ισχύουν σε κάθε μοναρχία- την ανεβάζουν, τη στηρίζουν, ή την ανατρέπουν» και ί
«όλα όσα συμβαίνουν υπόκεινται σ’ αυτές τις αιτίες». Λίγα ! χρόνια αργότερα, στο Πνεύμα των νόμων, ο ίδιος ανέπτυξε | περαιτέρω και γενίκευσε αυτή την αρχή. Θεωρούσε παρόλο- | γο να υποθέτει κανείς ότι «η τυφλή μοίρα έχει προκαλέσει \ όλα τα αποτελέσματα που βλέπουμε στον κόσμο». Τους ανθρώπους δεν τους κυβερνούσαν «μόνο οι φαντασίες τους»· η συμπεριφορά τους ακολουθούσε ορισμένους νόμους και ορι- ! σμένες αρχές, που απορρέουν από «τη φύση των πραγ- 1 μάτων».
Τα επόμενα 200 περίπου χρόνια, ιστορικοί και φιλόσοφοι ! της ιστορίας επιδίωξαν με ιδιαίτερο ζήλο να βάλουν τάξη 5 στην παρελθούσα πείρα της ανθρωπότητας, ανακαλύπτοντας ' τις αιτίες των ιστορικών συμβάντων και τους νόμους που τα ] διέπουν. Οι νόμοι αυτοί, όπως και οι αιτίες, άλλοτε γίνονταν ; αντιληπτοί με μηχανικούς ή βιολογικούς, άλλοτε με μετα- | φυσικούς, άλλοτε με οικονομικούς, καί άλλοτε με ψυχολογι- 1 κούς όρους. Πάντως, γινόταν γενικά δεκτό ότι η ιστορία βά- 1 ζει σε τάξη τα γεγονότα του παρελθόντος, με βάση τη μεθο- J δική αλληλουχία αιτίων και αποτελεσμάτων. «Αν δεν έχεις J τίποτε άλλο να πεις», έγραφε ο Βολταίρος στο λήμμα της J Εγκυκλοπαίδειας για την ιστορία, «εκτός από το ότι ένας 1 βάρβαρος διαδέχτηκε στο θρόνο έναν άλλο βάρβαρο στις ! όχθες του Όξου ή του Ταξάρτη, ποιο το όφελος για μας;». 1
Η εικόνα έχει αλλάξει κάπως τα τελευταία χρόνια. Σήμε- ' ρα, για λόγους που ανέφερα στην προηγούμενη παράδοσή μου, δεν γίνεται λόγος για ιστορικούς «νόμους»· ακόμη και η λέξη «αίτιο» δεν είναι πια της μόδας — εν μέρει για φιλο
120 Ε.Χ. ΚΑΡ ]
1. F.M. Cornford, Thucydides Mythistoricus.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 121
σοφικούς λόγους, που δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε, και εν μέρει λόγω της υποτιθέμενης σχέσης της με τον ντετερμινισμό, η οποία και θα με απασχολήσει κυρίως εδώ. Ορισμένοι δεν μιλούν σήμερα για «αίτια» στην ιστορία, αλλά για «εξήγηση», ή «ερμηνεία», ή «τη λογική της κατάστασης», ή «την εσωτερική λογική των γεγονότων» (όρος του Ντίσεϋ2), ενώ άλλοτε απορρίπτουν την αιτιακή προσέγγιση («γιατί συνέβη») υπέρ της λειτουργικής προσέγγισης («πώς συνέβη»), αν και κατά τη γνώμη μου το «πώς» οδηγεί αναπόφευκτα στο ερώτημα «γιατί;». Άλλοι πάλι διακρίνουν διάφορα είδη αιτίων (μηχανικά, βιολογικά, ψυχολογικά, κ.ά.), θεωρώντας τα ιστορικά αίτια ιδιαίτερη κατηγορία. Αν και ορισμένες απ’ αυτές τις διακρίσεις είναι εν μέρει έγκυρες, θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να τονίζονται τα στοιχεία εκείνα που είναι κοινά σε όλα τα αίτια, και όχι εκείνα που τα διαφοροποιούν. Σε ό,τι με αφορά, θα αρκεστώ να χρησιμοποιώ τη λέξη «αίτιο» με την κοινή της έννοια και θα αγνοήσω προς το παρόν τις λεπτές αυτές διαφοροποιήσεις.
Ας αναρωτηθούμε καταρχήν τι κάνει πρακτικά ο ιστορικός όταν είναι υποχρεωμένος να εντοπίσει τα αίτια ενός συμβάντος. Κατά κανόνα, θα αποδώσει το συγκεκριμένο συμβάν σε περισσότερες από μια αιτίες. Ο οικονομολόγος Άλφρεντ Μάρσαλ έγραψε κάποτε ότι «θα πρέπει να εφι- στούμε με κάθε δυνατόν τρόπο την προσοχή των ανθρώπων, ώστε να μην αποδίδουν όσα συμβαίνουν σε μία και μόνη αιτία... παραγνωρίζοντας άλλες που δρουν παράλληλα».3 Ο φοιτητής που θα ερωτηθεί «γιατί έγινε επανάσταση το 1917 στη Ρωσία;» και θα απαντήσει αναφέροντας μία μόνο αιτία, θα είναι τυχερός αν δεν απορριφθεί στις εξετάσεις. Ο ιστορικός βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλές αιτίες. Θα μπορούσε να αναφέρει ως αίτια της Επανάστασης των Μπολσεβίκων
2. Dicey, Albert Venn (1835-1922). Ά γγ λ ο ς νομικός, καθηγητής του δικαίου στην Οξφόρδη από το 1882 ώς το 1909. [Σ .τ.μ .] I
3. Memorials of Alfred Marshall, A.C. Pigou (επιμ.), 1925, σ. 428-,
122 Ε.Χ. ΚΑΡ
τις συνεχείς ήττες στο μέτωπο, την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας λόγω των αναγκών του πολέμου, την αποτελεσματική προπαγάνδα των Μπολσεβίκων, την αποτυχία του τσαρικού καθεστώτος στις προσπάθειές του για επίλυση του αγροτικού ζητήματος, τη συγκέντρωση εξαθλιωμένων προλεταριακών μαζών στα εργοστάσια της Πετρούπολης, το γεγονός ότι ο Λένιν ήξερε σαφώς τι επιδίωκε ενώ οι αντίπαλοί του όχι, κ.ο.κ. Με λίγα λόγια, θα μπορούσε κανείς να αποδώσει την Οκτωβριανή Επανάσταση σ’ έναν κυκεώνα μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών και προσωπίδων αιτίων.
Φτάνουμε έτσι στο δεύτερο γνώρισμα που χαρακτηρίζει την προσέγγιση του ιστορικού. Ο φοιτητής που θα απαντούσε στην ίδια ερώτηση παραθέτοντας απλώς τη μια μετά την άλλη δέκα περίπου αιτίες της Ρωσικής Επανάστασης, θα περνούσε ίσως το μάθημα, αλλά αποκλείεται να έπαιρνε λίαν καλώς ή άριστα· η ετυμηγορία των εξεταστών θα ήταν, πιθανότατα: «διαβασμένος, αλλά χωρίς δημιουργική σκέψη». Ο πραγματικός ιστορικός, μπροστά σ’ αυτόν τον κατάλογο αιτίων που ο ίδιος έχει συντάξει, θα ένιωθε την επαγγελματική ώθηση να τα ταξινομήσει, να τα ιεραρχήσει, να τα συνδέσει μεταξύ τους, και πιθανόν να αποφασίσει ποιο θα πρέπει να θεωρείται «σε τελική ανάλυση» (αγαπημένη φράση των ιστορικών) το κύριο αίτιο. Συχνά γνωρίζουμε τον ιστορικό από τα αίτια που επικαλείται. Ο Γκίμπον απέδωσε την παρακμή και την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αφενός στο θρίαμβο του Χριστιανισμού και αφετέρου στις εισβολές των βαρβάρων. Οι άγγλοι ουΐγοι ιστορικοί του 19ου αιώνα απέδιδαν την ισχύ και την ευημερία της Βρετανίας στη διαμόρφωση πολιτικών θεσμών βασισμένων στις συνταγματικές ελευθερίες. Τόσο ο Γκίμπον όσο και οι άγγλοι ιστορικοί του 19ου αιώνα, δείχνουν σήμερα ξεπερασμένοι, γιατί αγνοούν τα οικονομικά αίτια, στα οποία οι σύγχρονοι ιστορικοί δίνουν περίοπτη θέση. Κάθε ιστορικό επιχείρημα στρέφεται γύρω από το ζήτημα της προτεραιότητας του ενός ή του άλλου αιτίου.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 123
Ο Ανρί Πουανκαρέ, στο βιβλίο του που ανέφερα ήδη, επισήμαινε ότι η επιστήμη προχωρούσε ταυτόχρονα «προς την ενότητα και την απλότητα» αλλά και «προς την ποικι- λομορφία και την περιπλοκότητα», προσθέτοντας ότι αυτή η διττή, και εκ πρώτης όψεως αντιφατική, διαδικασία αποτε- λούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόοδο.4 Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της ιστορίας. Ο ιστορικός, επε- κτείνοντας και βαθαίνοντας τις έρευνές του, σωρεύει όλο και περισσότερες απαντήσεις στο ερώτημα «γιατί;». Ο πρόσφατος σχετικά πολλαπλασιασμός των έργων οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής και νομικής ιστορίας —για να μην αναφέρω νέες προσεγγίσεις σε σύνθετα ζητήματα πολιτικής ιστορίας, καθώς και τις νέες τεχνικές στο χώρο της στατιστικής και της ψυχολογίας — έχει αυξήσει εντυπωσιακά τον αριθμό και το εύρος των απαντήσεων στο ερώτημα αυτό. Ο Μπέρτραντ Ράσελ περιέγραφε με ακρίβεια την κατάσταση, όταν τόνιζε ότι «κάθε επιστημονική πρόοδος μας απομα- κρύνει ολοένα και περισσότερο από τις απλουστευτικές ομοιομορφίες που παρατηρεί κανείς αρχικά».5 Παράλληλα όμως, ο ιστορικός, λόγω της επιθυμίας του να κατανοήσει το παρελθόν, είναι και αναγκασμένος να απλοποιεί την πολλαπλότητα των απαντήσεων, να προτάσσει ορισμένες απ’ αυτές, να εισάγει στοιχεία τάξης και ενότητας στο χάος των γεγονότων και των επιμέρους αιτίων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ιστορικός οφείλει να δουλεύει τόσο μέσω της απλοποίησης όσο και μέσω του πολλαπλασιασμού των αιτίων. Ό πω ς και οι άλλες επιστήμες, έτσι και η ιστορία προχωρεί μέσω αυτής της διττής — και, εκ πρώτης όψεως, αντιφατικής— εξελικτικής διαδικασίας.
Σ ’ αυτό το σημείο θα πρέπει, έστω και απρόθυμα, να ασχοληθώ με δυο προβλήματα που ανακύπτουν. Το ένα θα το ονομάσω συμβατικά «ο ντετερμινισμός στην ιστορία» ή «η πανουργία του Χέγκελ», και το άλλο «το τυχαίο στην
4. La science et I’hypothdse (1902), σσ. 262-3.5. B. Russell, Mysticism and Logic (1918), σ. 188.
124 Ε.Χ. ΚΑΡ
ιστορία» ή «η μύτη της Κλεοπάτρας». Καταρχάς, θα πρέ: να πω δυο λόγια για το πώς τα ζητήματα αυτά ήλθαν πρ'' σφατα στο προσκήνιο. Ο καθηγητής Καρλ Πόπερ, ο οποίο1 δημοσίευσε το 1934 στη Βιέννη το σημαντικό για τη νέ οπτική στο πεδίο των επιστημών βιβλίο του με τίτλο Η λο γική της επιστημονικής έρευνας, δημοσίευσε κατά τη διάρ ' κεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Αγγλία δυο βιβλία, που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δημοφιλή: Η ανοιχτή χοινωνίι και οι εχθροί της (1945) και Η μιζέρια του ιστορικισμού.6, Τα δυο αυτά βιβλία είναι γραμμένα υπό την έντονη, συναισθηματικά φορτισμένη επίδραση της αντίθεσης του συγγρα- φέα τους προς τον Χέγκελ, ο οποίος, μαζί με τον Πλάτωνα,7 θεωρούνταν από πολλούς πνευματικός πατέρας του Να- , ζισμού, αλλά και προς τον Μαρξ, ο οποίος δέσποζε κατά τη δεκαετία του 1930 στους κύκλους της βρετανικής αριστε- ράς. Κύριος στόχος του Πόπερ ήταν οι, κατ’ αυτόν, ντετερ- μινιστικές φιλοσοφίες της ιστορίας των Χέγκελ και Μαρξ, που στεγάζονταν υπό τον κοινό επιτιμητικό όρο «ιστορι- κισμός».8
6. Εκδόθηκε με τη μορφή βιβλίου το 1957, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για κείμενα που δημοσιεύτηκαν το 1944 και 1945.
7. Ο πρώτος που περιέλαβε τον Πλάτωνα στους προδρόμους του Φασισμού ήταν ο Ρίτσαρντ Κρόσμαν, στέλεχος του Εργατικού Κόμματος, σε μια σειρά από ραδιοφωνικές ομιλίες του με τίτλο «Ο Πλάτων σήμερα», το 1937.
8. Εκτός από ένα ή δύο σημεία όπου δεν απαιτείται ακρίβεια, έχω αποφύγει γενικά να χρησιμοποιήσω τον όρο «ιστορικισμός», αφού ο Πόπερ, με τα πολυδιαβασμένα συγγράμματά του, έχει δημιουργήσει σύγχυση για την ακριβή σημασία του. Αν και η συνεχής επιμονή στο να προσδιορίζεται το ακριβές περιεχόμενο των όρων είναι ένα είδος σχολαστικισμού, 6α πρέπει, ωστόσο, να ξέρει κανείς «περί τίνος ο λόγος». Έ χω την αίσθηση ότι ο καθηγητής Πόπερ χρησιμοποιεί τον όρο ιστορικισμός σαν καλάθι όπου βάζει όλες τις απόψεις για την ιστορία με τις οποίες διαφωνεί. Στα κείμενά του, ο όρος καλύπτει τόσο θεωρίες που εξομοιώνουν την ιστορία με τις άλλες επιστήμες, όσο και θεωρίες που κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ τους. Στην Ανοιχτή κοινωνία., ο Χέγκελ, ο οποίος απέφευγε επιμελώς κάθε πρόγνωση,
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 125
Το 1954, ο Σερ Αϊζάια Μπερλίν δημοσίευσε το δοκίμιό του με τίτλο Ιστορικό αναπόφευκτο. Παραλείποντας τον Πλάτωνα από τους στόχους της κριτικής του (ίσως από χ ρ ό ν ιο σεβασμό γ ι’ αυτόν τον στυλοβάτη της οξφορδιανής παράδοσης), ο Μπερλίν προσέθετε στις κατηγορίες κατά του Χέγκελ και του Μαρξ το επιχείρημα' ότι, εξηγώ ντας τις πράξεις των ανθρώπων με όρους αιτιότητας, ο «ιστορικι- σμός» αρνείται ουσιαστικά την ελεύθερη βούληση και ενθαρρύνει τους ιστορικούς να αποφεύγουν την υποχρέωσή τους για ηθική καταδίκη των Χίτλερ και των Στάλιν της ιστορίας^Κατά τα άλλα, η επιχειρηματολογία είναι εν πολ- λοίς η ίδια. Ο Σερ Αϊζάια είναι ένας δικαίως δημοφιλής και πολυδιαβασμένος συγγραφέας. Τα τελευταία χρόνια πάντως, δεν υπάρχει σχεδόν κανείς στη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες που να έχει γράψει έστω κι ένα άρθρο για ιστορικό θέμα χωρίς να λοιδωρεί τον Χέγκελ και τον Μαρξ για τον «ντετερμινισμό» τους, επισημαίνοντας παράλληλα πόσο παράλογο είναι να παραγνωρίζεται ο ρόλος του τυχαίου στην ιστορία. Θα ήταν ίσως άδικο να θεωρήσουμε τον Σερ Αϊζάια υπεύθυνο για τους κάθε λογής επιγόνους του. Ακόμη και όταν υποστηρίζει πράγματα που, κατά τη γνώμη μου, είναι εντελώς αυθαίρετα, ο Σερ Αϊζάια κερδίζει τη συμπάθειά μας λόγω του ελκυστικού τρόπου με τον οποίο τα λέει. Οι επίγονοι και οι μιμητές κρατούν την αυθαιρεσία, χωρίς να διαθέτουν την αντίστοιχη ελκυστικότη- τα. Έ τσ ι ή αλλιώς πάντως, δεν υπάρχει τίποτε πραγματικά
αντιμετωπίζεται ως ο αρχιερέας του ιστορικισμού, αν και στον πρόλογο της Μιζέριας του ιστοριχισμου ο ιστορικισμός περιγράφεται ως «η προσέγγιση εκείνη που θεωρεί δεδομένο ότι κύριος στόχος των κοινωνικών επιστημών είναι η πρόγνωση». Παλαβότερα, ο ιστορικι- σμός χρησιμοποιούνταν στη Μεγάλη Βρετανία ως το αντίστοιχο του γερμανικού όρου «ιστορισμός» (Historismus). Ο Πόπερ, ωστόσο, διακρίνει τον ιστορικισμό από τον ιστορισμό, επιτείνοντας έτσι την ορο- λογική σύγχυση. Ορισμένοι άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο «ιστορικισμός» ως συνώνυμο αυτού που συνήθως αποκαλούμε «φιλοσοφία της ιστορίας».
126 Ε.Χ. ΚΑΡ
καινούργιο σε όλα αυτά. Ή δη το 1860, ο Τσαρλς Κίνγκσλεϋ9 υπογράμμιζε ότι «η μυστηριώδης ικανότητα του ανθρώπου να παραβιάζει τους ίδιους τους νόμους της ύπαρξής του» ' αποδείκνυε ότι δεν μπορεί να υπάρχει «αναπόφευκτη συνέ-' χεια» στην ιστορία.10 Ο Πόπερ και ο Μπερλίν, ωστόσο, ξ α -: νάδωσαν ζωή καί ώθηση σ’ αυτή την παλιά επιχειρηματολο- < γία. Για να ξεκαθαρίσω την κατάσταση, θα χρειαστεί, λοι- πον, να επιχειρηματολογήσω κι εγώ λίγο πιο εκτεταμένα.
Θα αρχίσω ορίζοντας τον ντετερμινισμό ,ως την πεποίθηση πως ό,τι συμβαίνει έχει αιτία ή αιτίες, αλλά και πως δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί διαφορετικά παρά μόνο αν είχε άλλη αιτία ή άλλες αιτίες. Ο ντετερμινισμός δεν αφορά μόνο την ιστορία, αλλά την ανθρώπινη συμπεριφορά γενικότερα. Το άτομο που οι ενέργειές του δεν έχουν αιτία, και επομένως δεν επιδέχονται καμιά πρόβλεψη, είναι νοητική αφαίρεση, όπως και το εκτός κοινωνίας άτομο, για το οποίο έγινε ήδη λόγος. Ο ισχυρισμός του Πόπερ ότι «όλα είναι ενδεχόμενα στις ανθρώπινες υποθέσεις» ή δεν έχει νόημα, ή είναι εσφαλμένος. Κανείς δεν πιστεύει — ούτε και μπορεί να πι- στεψει— κάτι τέτοιο. Το αξίωμα ότι όλα έχουν αιτία απο- τελεί προϋπόθεση της ικανότητάς μας να αντιλαμβανόμαστε τι γίνεται γύρω μας.11 Ο εφιαλτικός χαρακτήρας των έργων
9. Kingsley, Charles (1819-75). Ά γγ λ ο ς συγγραφέας και ιστορικός. Έγραψε ποιήματα, μυθιστορήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Υπήρξε από τους πρώτους χριστιανοσοσιαλιστές και, προς τα τέλη της ζωής του, ανέλαβε εφημέριος της βασίλισσας Βικτορίας. Από το 1860 ώς το 1869, δίδαξε νεότερη ιστορία στο Κέιμπριτζ. [Σ .τ.μ.]
10. C. Kingsley, The Limits of Exact Science as Applied to History (1860), σ. 22.
11. «Ο Νόμος της Αιτιότητας δεν μας επιβάλλεται από τον κόσμο· είναι ίσως η πιο βολική μέθοδος προσαρμογής μας στον κόσμο» (J. Rueff, From the Physical to the Social Sciences, Βαλτιμόρη 1929, σ. 52). Ο ίδιος ο Πόπερ (Η λογική της επιστημονικής έρευνας, σ. 248) αποκαλεί την πίστη στην αιτιότητα «μεταφυσική υποστασιοποίηση ενος απολύτως δικαιολογημένου μεθοδολογικού κανόνα».
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 127
του Κάφκα οφείλεται ακριβώς στο ότι όλα όσα συμβαίνουν δεν έχουν φανερή αιτία, ή αιτία που να μπορεί να διαπιστωθεί. Αυτό οδηγεί στην πλήρη αποδιάρθρωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, η οποία θεωρεί δεδομένο ότι τα γεγονότα έχουν αιτίες και ότι μπορεί κανείς να εντοπίσει ορισμένες τουλάχιστον απ’ αυτές, ώστε να διαθέτει ένα είδος οδηγού δράσης, με βάση όσα συνέβησαν στο παρελθόν και όσα συμβαίνουν στο παρόν. Η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από αιτίες που μπορούν, κατά κανόνα, να διαπιστωθούν αν δεν ίσχυε αυτό, θα αντιμετωπίζαμε σοβαρά προβλήματα ακόμη και στις καθημερινές μας δραστηριότητες. Μια φορά κι έναν καιρό, ορισμένοι θεωρούσαν την έρευνα για τα αίτια των φυσικών φαινομένων βλασφημία, αφού αυτά θεωρούνταν ότι διέπονται από τη θεία θέληση. Οποιαδήποτε προσπάθεια να ερμηνεύσουμε γιατί οι άνθρωποι ενήργησαν όπως ενήργησαν απορρίπτεται από τον Σερ Αϊζάια Μπερλίν, με το επιχείρημα ότι οι πράξεις είναι πάντοτε απόρροια της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου. Επομένως, σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, οι κοινωνικές επιστήμες βρίσκονται σήμερα στην ίδια φάση με εκείνη στην οποία βρίσκονταν οι φυσικές επιστήμες όταν επικρίνονταν γιατί παραγνώριζαν το ρόλο της θείας βούλησης.
Ας δούμε, όμως, τι γίνεται στην καθημερινή μας ζωή. Κάθε πρωί συναντάτε τον κύριο Σμιθ. Τον χαιρετάτε φιλικά αλλά αδιάφορα, λέγοντας κάτι για τον καιρό ή για την κατάσταση στο πανεπιστήμιο, κι αυτός απαντά με ανάλογο τρόπο. Ας υποθέσουμε ότι ένα πρωί ο Σμιθ, αντί να απαντήσει στο σχόλιό σας με τον συνηθισμένο τρόπο, επικρίνει έντονα την εμφάνισή σας ή το χαρακτήρα σας. Ά ραγε θα ανασηκώσετε τους ώμους αδιάφορα και θα θεωρήσετε ότι το γεγονός απλώς αποδεικνύει την ελεύθερη βούληση του Σμιθ, ή ότι όλα είναι ενδεχόμενα στις ανθρώπινες σχέσεις; Δεν νομίζω. Αντίθετα, θα σκεφτείτε κάτι σαν: «Τον καημένο τον Σμιθ! Ξέρεις, βέβαια, ότι ο πατέρας του πέθανε στο φρενοκομείο;», ή «Ο καημένος ο Σμιθ! Φαίνεται ότι τα πάει όλο και χειρότερα με τη γυναίκα του». Με άλλα λόγια, θα επι
128 Ε.Χ. ΚΑΡ
χειρήσετε να διαγνώσετε την αιτία της εκ πρώτης όψει ανεξήγητης συμπεριφοράς του Σμιθ, πιστεύοντας ακράδαν; τα ότι υπάρχει κάποια αιτία που την προκάλεσε. Φοβάμα όμως, ότι σ’ αυτή την περίπτωση θα επισύρατε την ορ* του Σερ Αϊζάια Μπερλίν, ο οποίος θα διαμαρτυρόταν ότι? ερμηνεύοντας αιτιοκρατικά την ενέργεια του Σμιθ, αφενό υιοθετείτε τις ντετερμινιστικές απόψεις του Χέγκελ και το Μαρξ, και αφετέρου παρακάμπτετε την υποχρέωσή σας ν καταδικάσετε τον Σμιθ ως παλιάνθρωπο!
Κι όμως, ούτε πρόκειται για θέμα ντετερμινισμού ή μη:; ούτε η ηθική ευθύνη του ατόμου διακυβεύεται. Στην καθημερινή πραγματικότητα, τα διλήμματα δεν τίθενται μ’ αυ-> τόν τον τρόπο. Δεν υπάρχουν από τη μια μεριά ελεύθερες3 και από την άλλη προκαθορισμένες ανθρώπινες πράξεις.;' Ό λες οι πράξεις είναι και ελεύθερες και προκαθορισμένες, ανάλογα με την έννοια που δίνει κανείς στους όρους. Η ενέργεια του Σμιθ έχει προφανώς κάποια αιτία, ή κάποιες αιτίες. Από τη στιγμή, όμως, που δεν οφείλεται σε εξωτερικές πιέσεις αλλά στην ίδια του την προσωπικότητα, ο Σμιθ είναι ηθικά υπεύθυνος, αφού θεωρείται αυτονόητος κανόνας της κοινωνικής συμβίωσης ότι οι φυσιολογικοί ενήλικες έχουν την ηθική ευθύνη της προσωπικότητάς τους. Είμαι βέβαιος ότι κανένας απ’ όσους ερευνούν τα αίτια ενός εγκλήματος δεν θεωρεί πως, εντοπίζοντάς τα, αρνείται έμμεσα την ηθική ευθύνη του εγκληματία.
Ας επανέλθουμε τώρα στον ιστορικό. Ό π ω ς και κάθε άλλος άνθρωπος, έτσι και ο ιστορικός πιστεύει ότι οι ανθρώπινες πράξεις έχουν αίτια που μπορούν κατά κανόνα να διαπιστωθούν. Αν δεν το πιστεύαμε αυτό, η ιστορία — όπως και η καθημερινή ζωή, αντίστοιχα— θα ήταν περίπου αδύνατη. Το καθήκον του ιστορικού να εξετάζει τα αίτια της ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν σημαίνει και απόρριψη της ελεύθερης βούλησης του ατόμου. Το πρόβλημα του «αναπόφευκτου» δεν του δημιουργεί ιδιαίτερες δυσκολίες. Συχνά, βέβαια, οι ιστορικοί — όπως και κάθε άνθρωπος — δεν αποφεύγουν τα ρητορικά σχήματα- χαρακτηρίζουν λοιπόν ένα
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 129
συμβάν «αναπόφευκτο», όταν στην ουσία εννοούν απλώς ότι ,υπάρχει σαφής συρροή παραγόντων που οδηγούν στο να είναι το γεγονός αναμενόμενο. Πρόσφατα, έψαξα και στα δικά μου κείμενα για ανάλογα ρητορικά ολισθήματα, και δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι τα έχω αποφύγει εντελώς. Γράφω, για παράδειγμα, ότι μετά το 1917 η σύγκρουση μεταξύ Μπολσεβίκων και Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν «αναπόφευκτη». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ήταν πιο συνετό να είχα γράψει «εξαιρετικά πιθανή», μολονότι ακόμη και σήμερα θα θεωρούσα παρόμοιες “ διορθώσεις” σχολαστικότητα.
Στην πράξη, οι ιστορικοί ποτέ δεν αντιμετωπίζουν τα γεγονότα ως «αναπόφευκτα»... πριν αυτά συμβούν. Συνήθως εξετάζουν τις εναλλακτικές λύσεις που είχαν οι πρωταγωνιστές, θεωρώντας ότι υπήρχε δυνατότητα επιλογής. Παράλληλα όμως, σπεύδουν —και σωστά— να εξηγήσουν γιατί τελικά επιλέχθηκε ο ένας δρόμος και όχι ο άλλος. Τίποτε στην ιστορία δεν είναι «αναπόφευκτο» με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Έ στω και με κίνδυνο η ζωή να γίνει έτσι πιο μουντή, προτιμώ να παραιτηθώ από λέξεις όπως «αναπόφευκτο», «αναπόδραστο» ή «νομοτελειακό», να τις αφή- σω για τους ποιητές και τους μεταφυσικούς.
Οι κατηγορίες που απευθύνονται στους ανύπαρκτους εν πολλοίς υποστηρικτές της θεωρίας του «αναπόφευκτου», καθώς και η ένταση των σχετικών επιθέσεων τα τελευταία χρόνια, με ωθούν να αναζητήσω τυχόν ανομολόγητα κίνητρα που κρύβονται πίσω απ’ αυτές. Έ χω την αίσθηση ότι η κύρια πηγή των κατηγοριών και των επιθέσεων βρίσκεται σ’ εκείνη τη σχολή σκέψης που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει πρόχειρα «τι θα μπορούσε να έχει γίνει», και που συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με τη μελέτη της σύγχρονης ιστορίας. Πρόσφατα είδα να αναγγέλλεται εδώ στο Κέιμ- πριτζ μια συζήτηση με τίτλο «Ή ταν η Ρωσική Επανάσταση αναπόφευκτη;». Αν έβλεπε, όμως, κανείς να αναγγέλλεται συζήτηση με τίτλο «Ή ταν ol Πόλεμοι των Ρόδων αναπόφευκτοι;» θα θεωρούσε ασφαλώς ότι οι οργανωτές είχαν
130 Ε.Χ. ΚΑΡ
σκωπτική διάθεση. Ό ταν ο ιστορικός γράφει για τη Ν ο ρ β μανδική Κατάκτηση ή για τον Πόλεμο της Α μερ ικανική· Ανεξαρτησίας εξηγώντας απλώς τι συνέβη και γιατί, κ α νεϋ · δεν σκέφτεται να τον κατηγορήσει για ντετερμινισμό ε π ε ιδ β δεν τον απασχολεί το εναλλακτικό ενδεχόμενο να είχε η τ τ η β θεί ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής ή ο Τζωρτζ ΟυάσινγκτονΗ Ό ταν, όμως, γράφω για τη Ρωσική Επανάσταση του 191Μ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο —τον μόνο πρόσφορο για το ® ιστορικό — , με επικρίνουν ότι έμμεσα υποστηρίζω πως τ ο · πράγματα δεν θα μπορούσαν να είχαν συμβεί αλλιώς. Λ έ γ ε · ται, για παράδειγμα, ότι, αν ο Στολίπιν είχε προλάβει να · ολοκληρώσει την αγροτική του μεταρρύθμιση, ή αν η Ρω σίά· δεν είχε εμπλακεί στον Α ' Παγκόσμιο Πόλεμο, ίσως να μ η \· είχε γίνει ποτέ επανάσταση· αν, πάλι, η κυβέρνηση Κερέν-β σκι είχε πετύχει στο έργο της, ή αν είχαν επικρατήσει όχι ο · Μπολσεβίκοι αλλά οι Μενσεβίκοι ή οι ΣοσιαλεπαναστάτεςΙΙ τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά. m
Ό λες αυτές οι υποθέσεις είναι θεωρητικά δυνατές· πάντο-Λ τε μπορεί κανείς να επιδίδεται σ ’ ένα είδος παιχνιδιού συνα-1 ναστροφών βασισμένου στο «τι θα μπορούσε να έχει γίνει» .· Αυτό, όμως, δεν έχει καμιά σχέση με τον ντετερμινισμό,! γιατί ο αυθεντικός αιτιοκράτης θα απαντούσε πως, για να ΐ έχουν συμβεί διαφορετικά τα πράγματα, θα έπρεπε να έχουν! και διαφορετικά αίτια. Παρόμοιες εικασίες δεν αφορούν, τε-1 λικά, τον ιστορικό. Κανείς σήμερα δεν έχει πρόθεση να ανα-« τρέψει τα αποτελέσματα που είχαν η Νορμανδική Κατάκτη-Ι ση και η Αμερικανική Ανεξαρτησία, ή να διαμαρτυρηθεί έ ν - | τονα γ ι’ αυτά. Ο ιστορικός είναι φυσικό να θεωρεί ότι τα ! κεφάλαια αυτά έχουν κλείσει οριστικά. Αντίθετα, πολλοί! από εκείνους που τα συμφέροντά τους έχουν πληγεί άμεσα ή | έμμεσα από την επικράτηση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, 1 ή που φοβούνται τις απώτερες συνέπειές της, επιθυμούν να I καταθέσουν τις αντιρρήσεις και τις διαφωνίες τους. Αυτή η μορφή διαμαρτυρίας εκφράζεται συνήθως με το να αφήνει ο αναγνώστης ή ο μελετητής της ιστορίας τη φαντασία του j αχαλίνωτη ως προς το πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 131
εί//αν εξελιχθεί καλύτερα- παράλληλα, αγανακτεί με τον [στορικό που κάνει σεμνά τη δουλειά του, εξηγώντας τι συνέβη και γιατί, ή γιατί οι επιθυμίες του ενός ή του άλλου παρέμειναν ανεκπλήρωτες. Το πρόβλημα με τη σύγχρονη ιστορία είναι ότι οι άνθρωποι θυμούνται την εποχή που τα διάφορα ενδεχόμενα ήταν ακόμη ανοιχτά, και γ ι’ αυτό δυσκολεύονται να υιοθετήσουν τη στάση του ιστορικού, για τον οποίο τα γεγονότα είναι τετελεσμένα. Πρόκειται για αντίδραση σαφώς συναισθηματική και εντελώς ανιστορική, που ωστόσο έχει τροφοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό τις πρόσφατες επιθέσεις και κριτικές κατά του υποτιθέμενου «ιστορικού αναπόφευκτου». Ας απαλλαγούμε, όμως, μια για πάντα απ’ αυτό το παραπλανητικό δίλημμα.
Άλλη πηγή επιθέσεων είναι αυτό που αποκαλώ «η μύτη της Κλεοπάτρας». Πρόκειται για τη θεωρία εκείνη που υποστηρίζει ότι η ιστορία είναι κατά βάση συρροή συμπτώσεων και τυχαίων συμβάντων. Για παράδειγμα, το αποτέλεσμα της Ναυμαχίας του Άκτιου ήταν απόρροια όχι των λόγων που συνήθως προβάλλονται από τους ιστορικούς, αλλά του ξελο- γιάσματος του Μάρκου Αντώνιου από την Κλεοπάτρα. Ο Γκίμπον, σχολιάζοντας το γεγονός ότι μια κρίση ποδάγρας εμπόδισε τον Βαγιαζήτ να προελάσει στην κεντρική Ευρώπη, έγραφε: «η κακή διάθεση ενός ανθρώπου μπορεί να αποτρέψει ή να αναστείλει τη δυστυχία εθνών».12 Το ότι ο βασιλιάς της Ελλάδας Αλέξανδρος πέθανε το φθινόπωρο του 1920 από το δάγκωμα μιας μαϊμούς είχε τόσες συνέπειες για τη χώρα του ώστε ο Τσώρτσιλ παρατηρούσε: «διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν απ’ αυτό το δάγκωμα».13 Τέλος, να πώς ο Τρότσκι σχολίαζε στην Αυτοβιογραφία του το γεγονός ότι κατά το κρίσιμο για τη διαδοχή του Λένιν φθινόπωρο του 1923 ήταν καθηλωμένος στο κρε-' βάτι με πυρετό, έχοντας κρυολογήσει ενώ κυνηγούσε πά-
12. Decline and Fall of the Roman Empire, κεφ. LXIV.13. W. Churchill, The World Crisis: The Aftermath (1929), σ. 386.
132 Ε.Χ. ΚΑΡ
πιες: «Μπορεί κανείς να προβλέψει έναν πόλεμο ή μια επα-, νάσταση, αλλά είναι αδύνατον να προβλέψει τις συνέπειε-1 ενός φθινοπωρινού κυνηγιού πάπιας».
Θα πρέπει πρώτα να διευκρινιστεί ότι το ζήτημα αυτό; δεν έχει καμιά σχέση με τον ντετερμινισμό. Η γοητεία που; ασκούσε η Κλεοπάτρα στον Αντώνιο, η κρίση ποδάγρας του; Βαγιαζήτ ή ο πυρετός του Τρότσκι δεν αφήνουν ασφαλώς αδιάφορο τον ιστορικό. Θα ήταν άσκοπη και αδικαιολόγητη; υποτίμηση της ομορφιάς της Κλεοπάτρας αν ισχυριζόταν; κανείς ότι το ξελόγιασμα του Αντώνιου δεν είχε αιτία. Ά λ λωστε, η σχέση μεταξύ γυναικείας ομορφιάς και ανδρικού; ξελογιάσματος είναι μια από τις πιο συνηθισμένες σχέσεις; αιτίου-αιτιατού που παρατηρούμε στην καθημερινή ζωή. Αυτές οι λεγάμενες συμπτώσεις στην ιστορία αντιπροσωπεύουν μια σχέση αιτίου και αποτελέσματος που διακόπτει-— ή ανατρέπει, κατά κάποιον τρόπο— τη σχέση που ο ιστορικός φροντίζει πρωταρχικά να διερευνήσει. Ο Μπιούρυ έχει δίκιο όταν κάνει λόγο για «σύγκρουση μεταξύ δύο ανεξάρτητων αιτιωδών αλυσίδων».14 Ο Σερ Αϊζάια Μπερλίν, ο οποίος ξεκινάει το δοκίμιό του Ιστορικό αναπόφευκτο εκθειάζοντας ένα άρθρο του Μπέρενσον15 με τίτλο «Η άποψη για το τυχαίο στην ιστορία», συγκαταλέγεται σε εκείνους που συγχέουν αυτή την έννοια του τυχαίου συμβάντος με την απουσία αιτιώδους καθορισμού. Αν εξαιρέσουμε πάντως αυτή τη σύγχυση, το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι υπαρκτό. Πώς μπορούμε να εντοπίσουμε στην ιστορία συνεκτική αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος;
14. Για τη σχετική επιχειρηματολογία του, βλ. The Idea of Progress (1920), σσ. 303-4.
15. Berenson, Bernard (1865-1959). Λιθουανικής καταγωγής αμε- ρικανός κριτικός και ιστορικός της τέχνης. Αποφοίτησε το 1887 από το Χάρβαρντ και το 1900 εγκαταστάθηκε στο Σετινιάνο, κοντά στη Φλορεντία, όπου, παράλληλα με το συγγραφικό του έργο, δημιούργησε την εντυπωσιακή του συλλογή πινάκων. Το βιβλίο του Ιταλοί ζωγράφοι της Αναγέννησης (1894-1907) αποτέλεσε πραγματική τομή στην εποχή του και θεωρείται ώς σήμερα κλασικό. [Σ .τ.μ.]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 133
Πώς μπορούμε να βρούμε νόημα στην ιστορία; Πότε η αλληλουχία μπορεί να σπάσει, ή να παρεκκλίνει υπό την επίδραση άλλης, άσχετης κατά τη γνώμη μας, αλληλουχίας',
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθώ, έστω και εν συντομία, στις ρίζες της πρόσφατης τάσης να τονίζεται εμ- φατικά ο ρόλος του τυχαίου στην ιστορία. Ο Πολύβιος νεται ότι ήταν ο πρώτος ιστορικός που ασχολήθηκε συστηματικά με το πρόβλημα. Κατά τον Γκίμπον, ο λόγος γι’ αυ_ τό ήταν ότι «οι Έλληνες, όταν πια η χώρα τους είχε μετα- τραπεί σε ρωμαϊκή επαρχία, απέδιδαν τους θριάμβους της Ρώμης όχι στην αξία της αλλά στην τύχη».16 Ο Τάκίτος, γράφοντας κι αυτός σε περίοδο σχετικής παρακμής τηζ πα_ τρίδας του, ασχολήθηκε επίσης διεξοδικά με το τυχαίο· Το ανανεωμένο ενδιαφέρον των βρετανών συγγραφέων γι® ττ] σημασία του τυχαίου στην ιστορία συμπίπτει με το κλίμα αβεβαιότητας και ανησυχίας, που χρονολογείται από τις «ρ~ χές του 20ού αιώνα κι έγινε ιδιαίτερα αισθητό μετα το 1914. Ο πρώτος βρετανός ιστορικός που, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, διατύπωσε παρόμοιες απόψεις φαίνεται ότι ήταν ο Μπιούρυ. Με το άρθρο του «Ο δαρβινισμός στην ιστορία» (1909) έδινε έμφαση στο «στοιχείο της σύμπτω- σης», ενώ το ίδιο θέμα έθιγε και στο άρθρο του «Η μύτη της Κλεοπάτρας», λίγα χρόνια αργότερα.17 Σ ’ ένα απόσπασμα που ήδη παρέθεσα, και που αντανακλά την απογοήτευση των φιλελεύθερων για τη διάψευση των προσδοκιών τους μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χ.Α.Λ. Φίσερ ζητά από
16. Decline and Fall o f the Roman Empire, κεφ. XXXVIII. Είναι ενδιαφέρον ότι οι Έλληνες, μετά την κατάχτηση της χώρας τους από τους Ρωμαίους, επιδίδονταν κι αυτοί στο παιχνίδι «τι θα μπορούσε ν« ειχε γίνει», την προσφιλή παρηγοριά των ηττημένων. Αν ο Μέγας Αλέξανδρος δεν είχε πεθάνει τόσο νέος, έλεγαν, «θα είχε κ α τ α κ τ ή σ ε ι . τη Δύση, και η Ρώμη θα είχε γίνει υποτελής των Ελλήνων» (Κ·· νοη Fritz, The Theory of the Mixed Constitution in Antiquity, 1954, o. 395).
17. Και τα δύο άρθρα αναδημοσιεύονται σε J.B. Bury, Selected Essays (1930). Για τα σχόλια του Κόλινγκγουντ στις απόψεις του Μπιούρυ, βλ. The Idea of History, σσ. 148-50.
134 Ε.Χ. ΚΑΡ
τους αναγνώστες να αναγνωρίσουν «το ρόλο του συμπτω"' τικού και του απρόβλεπτου» στην ιστορία.18
Η δημοτικότητα στη Μεγάλη Βρετανία απόψεων θεωρούν την ιστορία σύνολο τυχαίων συμβάντων συνέ· με την εμφάνιση του υπαρξισμού στη Γαλλία, σύμφωνα^ τον οποίο η ανθρώπινη ύπαρξη δεν έχει «ούτε αιτία, ο λόγο, ούτε αναγκαιότητα». Στη Γερμανία εξάλλου, όπ ήδη αναφέρθηκε, ο Μάινεκε προς το τέλος της ζωής του έ νε ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο του τυχαίου στην ιστορ επικρίνοντας μάλιστα τον Ράνκε, γιατί δεν είχε δώσει σ,1 τυχαίο την απαιτούμενη προσοχή. Μετά τον Β ' Παγκόσμ Πόλεμο, ο Μάινεκε απέδιδε τις εθνικές συμφορές των τ λευταίων 40 ετών σε μια σειρά από τυχαίους παράγοντ όπως η ματαιοδοξία του Κάιζερ, η εκλογή του Χίντεμπου γκ στην προεδρία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι εμμ νές του Χίτλερ, κ.ο.κ. — είναι ενδεικτικό σε ποιο σημεί παρακμής μπορεί να οδηγηθεί ένας μεγάλος ιστορικός, επη;, ρεασμένος από τις συμφορές της χώρας του.19 Στις περί. πτώσεις ηττημένων κοινωνικών ομάδων ή εθνών, θα δούμ; συχνά να κυριαρχούν θεωρίες που τονίζουν το ρόλο του τ υ ; χαίου ή του συμπτωματικού στην ιστορία. Άλλωστε, είνα γνωστό ότι την άποψη πως η επιτυχία ή η αποτυχία στι εξετάσεις είναι θέμα τύχης την υιοθετούν όσοι έχουν μέτριους ή κακούς βαθμούς.
Αποκαλύπτοντας, ωστόσο, τις ρίζες μιας θεωρίας, δεν σημαίνει και ότι “ ξεμπερδεύει” κανείς μαζί της. Το ερώτημα ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος της «μύτης της Κλεοπάτρας» στην ιστορία εκκρεμεί πάντοτε. Ο Μοντεσκιέ φαίνεται πως ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να προστατεύει τους νόμους της ιστορίας από παρόμοιους “παρείσακτους” . «Αν ένα κράτος καταστράφηκε από το μεμονωμένο γεγονός μιας μάχης και της τυχαίας έκβασής της», έγραφε στο έργο
18. Βλ. σελ. 63.19. Τα σχετικά αποσπάσματα παρατίθενται στην εισαγωγή του
VV. Stark. Βλ. σελ. 60.
ΤΓ ΕΓΝΑΓ ΙΣΤΟΡΙΑ: 135
του γι« τγ1ν ακμή *αι τγ)ν παρακμή των Ρωμαίων, «υπήρχε κρ0ψανώς μια γενικότερη αιτία, η οποία να δικαιολογεί την πτώση του συγκεκριμένου κράτους λόγω της έκβασης μιας μάχης και μόνο». Ανάλογες δυσκολίες συναντούν κατά καιρούς και οι μαρξιστές. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μαρξ μόνο μια φ ο ρ ά έθιξε το θέμα, κι αυτή σε επιστολή του:
Η παγκόσμια ιστορία θα είχε πολύ μυστικιστικό χαρακτήρα αν δεν άφηνε κανένα περιθώριο για το ρόλο του τυχαίου. Το τυχαίο γίνεται φυσικά μέρος της γενικότερης εξελικτικής διαδικασίας και αντισταθμίζεται από άλλες μορφές τυχαίου. Η επιτάχυνση ή επιβράδυνση, πάντως, της εξέλιξης εξαρτάται από παρόμοιες “συντυχίες” , στις οποίες περιλαμβάνεται και ο «τυχαίος» χαρακτήρας όσων βρίσκονται αρχικά επικεφαλής ενός κινήματος.
Η “απολογία” , λοιπόν, του Μαρξ για το ρόλο του τυχαίου στην ιστορία έχει τρεις πτυχές. Πρώτον, το τυχαίο μπορεί να «επιταχύνει» ή να «επιβραδύνει» τις εξελίξεις, αλλά δεν μπορεί, προφανώς, να αλλάξει ριζικά την πορεία τους. Δεύτερον, το ένα τυχαίο αντισταθμίζεται από άλλο, με αποτέλεσμα στο τέλος ο παράγων τύχη να αυτοαναιρείται. Τρίτον, το τυχαίο εκφράζεται κυρίως μέσω των πρωταγωνιστών της ιστορίας και του χαρακτήρα τους.20 Στην Αυτοβιογραφία του, ο Τρότσκι ενίσχυσε τη θεωρία των αντισταθμιζόμενων — και επομένως, αυτοαναιρούμενων — τυχαίων συμβάντων, προσφεύγοντας σ’ έναν εύστοχο παραλληλισμό.
Ολόκληρη η ιστορική διαδικασία είναι διάθλαση των ιστορικών νόμων μέσω τυχαίων συμβάντων. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της βιολογίας, μπορούμε να πούμε ότι ο ιστορικός
20. Στον Επίλογο του Πόλεμος χχι ειρήνη ο Τολστόι μνημονεύει την «τύχη» και τη «μεγαλοφυΐα» ως όρους που εκφράζουν την ανικανότητα του ανθρώπου να αντιληφθεί τις απώτερες αιτίες.
136 Ε.Χ. ΚΑΡ
νόμος πραγματώνεται μέσω της φυσικής επιλογής τυχαίω- συμβάντων.
Ομολογώ ότι αυτή η θεωρία ούτε με ικανοποιεί, ούτε μ πείθει. Σήμερα το τυχαίο υπερτονίζεται σαφώς από όσου επιδιώκουν να δώσουν έμφαση στη σημασία του. Δεν υπάρ-* χει, πάντως, αμφιβολία ότι το τυχαίο παίζει ρόλο- λέγοντα ότι επιταχύνει ή επιβραδύνει αλλά δεν αλλάζει ριζικά την πορεία των εξελίξεων, απλώς παίζουμε με τις λέξεις. Ούτε και βλέπω γιατί πρέπει να πιστέψω ότι ένα τυχαίο συμβάν;— για παράδειγμα, ο πρόωρος θάνατος του Λένιν, σε ηλικία· 54 ετών— αντισταθμίζεται αυτόματα από κάποιο άλλο τυχαίο συμβάν, έτσι ώστε να αποκαθίσταται το ισοζύγιο τη£ εξελικτικής πορείας της ιστορίας.
Εξίσου ανεπαρκής είναι και η άποψη ότι το τυχαίο στην: ιστορία δεν είναι παρά το μέτρο της άγνοιάς μας, η ονομα-' σία για κάτι που αδυνατούμε να κατανοήσουμε.21 Υπάρχουν; ασφαλώς περιπτώσεις που συμβαίνει αυτό. Οι πλανήτες πή-; ραν το όνομά τους, που σημαίνει ουσιαστικά «περιπλανώμε- νοι», όταν ακόμη οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι περιφέρονται1 τυχαία στον ουρανό και η κανονικότητα της κίνησής τους δεν είχε γίνει αντιληπτή. Το να περιγράφεις κάτι που συνέβη ως ατυχία είναι βολικό, αφού έτσι αποφεύγεις τον κόπο να ερευνήσεις τα αίτιά του· όταν κάποιος υποστηρίζει ότι η ιστορία δεν είναι παρά σύνολο τυχαίων συμβάντων, τείνω να τον θεωρώ ύποπτο για διανοητική οκνηρία, ή για έλλειψη διανοητικής ζωτικότητας. Κατά κανόνα πάντως, οι σοβαροί ιστορικοί επισημαίνουν συνήθως ότι κάτι που ώς τότε θεωρούνταν τυχαίο δεν ήταν στην πραγματικότητα διόλου τυχαίο, αλλά μπορεί να εξηγηθεί ορθολογικά και να ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο συμβάντων. Και πάλι όμως, η απάν
21. Κατά τον Τολστόι, «αναγκαζόμαστε να επανέλθουμε στη μοιρολατρία όταν θέλουμε να εξηγήσουμε ανορθολογικά συμβάντα, δηλαδή γεγονότα των οποίων τη λογική δεν αντιλαμβανόμαστε» (Π όλεμος και ειρήνη, IX , 1).
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 137
τηση στο ερώτημα που τίθεται είναι ελλιπής. Τυχαίο δεν είναι κάτι που αδυνατούμε να αντιληφθούμε. Η λύση στο πρόβλημα του τυχαίου στην ιστορία πρέπει, πιστεύω, να αναζη- τηθεί σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο ιδεών.
Σε προηγούμενη παράδοσή μου τόνισα ότι η ιστορία αρχίζει με την επιλογή και την ταξινόμηση των γεγονότων από τον ιστορικό, ώστε να μετατραπούν σε ιστορικά γεγονότα. Δεν είναι όλα τα γεγονότα ιστορικά. Ωστόσο, η διάκριση σε ιστορικά και μη ιστορικά γεγονότα δεν είναι ούτε ανελαστική ούτε μόνιμη· οποιοδήποτε γεγονός μπορεί να αποκτήσει status ιστορικού γεγονότος, από τη στιγμή που θα γίνει αντιληπτή η σημασία του. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την προσέγγιση των αιτίων από τον ιστορικό. Η σχέση του ιστορικού με τα αίτια έχει τον διττό και αμφί- δρομο χαρακτήρα που διακρίνει και τη σχέση του με τα γεγονότα.' Τα αίτια καθορίζουν την ερμηνεία της ιστορικής διαδικασίας, αλλά και η ερμηνεία καθορίζει την επιλογή και την ταξινόμηση των αιτίων. Ουσία της ιστορικής ερμηνείας είναι η ιεράρχηση των αιτίων, η σχετική σημασία που έχει το ένα ή το άλλο αίτιο. Αυτό είναι το κλειδί σε ό,τι αφορά το πρόβλημα του τυχαίου στην ιστορία.
Το σχήμα που είχε η μύτη της Κλεοπάτρας, η ποδάγρα του Βαγιαζήτ, το δάγκωμα της μαϊμούς από το οποίο πέθα- νε ο βασιλιάς Αλέξανδρος της Ελλάδας, ο θάνατος του Λένιν, ήταν συμβάντα που μπορεί να πει κανείς ότι άλλαξαν τον ρου της ιστορίας. Είναι μάταιο να προσπαθούμε να τα αποσιωπήσουμε, ή να υποκρινόμαστε ότι δεν έπαιξαν κανένα ρόλο. Από την άλλη μεριά, στο βαθμό που ήταν τυχαία περιστατικά, δεν εντάσσονται στη μια ή την άλλη ορθολογική ερμηνεία της ιστορίας, ή στην ιεράρχηση των αιτίων που επιχειρεί ο ιστορικός. Ο Πόπερ και ο Μπερλίν (τους αναφέρω και πάλι ως τους πιο επιφανείς και δημοφιλείς εκπροσώπους αυτής της σχολής σκέψης) θεωρούν δεδομένο ότι η προσπάθεια του ιστορικού να νοηματοδοτήσει την ιστορική διαδικασία και να αντλήσει απ’ αυτή συμπεράσματα ισοδυ- ναμεί με προσπάθεια να περιοριστεί «η εμπειρία στο σύνολό
138 E X. ΚΑΡ
της» σε συμμετρικά σχήματα — προσπάθεια καταδικασμένη να αποτύχει, λόγω της παρουσίας του τυχαίου στην ιστορίας Κανένας λογικός ιστορικός, ωστόσο, δεν ισχυρίζεται ότ επιχειρεί κάτι τόσο θεαματικό όσο να αγκαλιάσει «την εμ« πειρία στο σύνολό της»· απλώς αρκείται σ’ ένα μικρό κλά* σμα των γεγονότων, ακόμη κι αν πρόκειται για το πεδίο i την πτυχή της ιστορίας που έχει επιλέξει. Ο κόσμος το*, ιστορικού, όπως και κάθε άλλου επιστήμονα, δεν είναι φα>Ί τογραφική αναπαραγωγή της πραγματικότητας, αλλά μοντέλο εργασίας, που του δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθε και να ελέγξει περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικά το κόσμο. Από τα εμπειρικά δεδομένα του παρελθόντος — i απ’ όσα εμπειρικά δεδομένα τού είναι προσιτά— ο ιστορικός διυλίζει εκείνα που θεωρεί ότι επιδέχονται λογική εξή· γηση και ερμηνεία, βγάζοντας απ’ αυτά συμπεράσματα ποι μπορούν να του είναι χρήσιμα ως οδηγός δράσης. Ένας δη· μοφιλής συγγραφέας, αναφερόμενος στα επιτεύγματα τη< επιστήμης, έγραφε πριν μερικά χρόνια για τον τρόπο με το>| οποίο δουλεύει το ανθρώπινο μυαλό: «ψάχνοντας στα κουρέλια των “γεγονότων” , επιλέγει, κόβει και ταιριάζει όσ« θεωρεί σχετικά, πετώντας τα άσχετα και συρράπτοντας ένο( λογικό “πάπλωμα γνώσης” ».22 Με ορισμένες επιφυλάξει^ ως προς τους κινδύνους του άμετρου υποκειμενισμού, δεν διαφωνώ ότι και το μυαλό του ιστορικού δουλεύει λίγο-πολύ μ’ αυτόν τον τρόπο.
Αυτή η διαδικασία μπορεί να εκπλήσσει και να σοκάρει^ τους φιλόσοφους, ή ακόμη και ορισμένους ιστορικούς. Είναι* όμως, εντελώς συνηθισμένη στην περίπτωση των απλών ανθρώπων και του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα1 πρακτικά προβλήματα της καθημερινής ζωής. Ας πούμε ότ^ ο κ. Τζόουνς, γυρίζοντας από ένα πάρτι στο οποίο ήπιε πε-1 ρισσότερο απ’ ό,τι συνήθως, οδηγώντας αυτοκίνητο που τα φρένα του αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι ήταν ελαττωματικά, σε μια στροφή γνωστή για την περιορισμένη της·
22. L. Paul, The Annihilation of Man (1944), σ. 147.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 139
ορατότητα, χτυπάει και. σκοτώνει τον κ. Ρόμπινσον, ο οποίος διέσχιζε το δρόμο για να πάει να αγοράσει τσιγάρα στο μαγαζάκι της γωνίας. Μετά την πρώτη σύγχυση, η αστυνομία αρχίζει να εξετάζει τα αίτια του ατυχήματος. Οφείλεται στην κατάσταση του οδηγού λόγω της αυξημένης χρήσης αλκοόλ, οπότε θα ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του; Οφείλεται στην κακή κατάσταση των φρένων, οπότε Θα πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες στο συνεργείο που υποτίθεται ότι τα έλεγξε πριν μια βδομάδα; Οφείλεται στην τυφλή στροφή, οπότε θα πρέπει να το λάβει σοβαρά υπόψη της η τροχαία; Ενώ η αστυνομία εξετάζει όλα αυτά τα ενδεχόμενα, δυο αξιοσέβαστοι πολίτες εμφανίζονται και υποστηρίζουν με ιδιαίτερη ενάργεια ότι, αν ο Ρόμπινσον δεν είχε βγει για να αγοράσει τσιγάρα, δεν θα διέσχιζε το δρόμο, και επομένως δεν θα είχε σκοτωθεί. Ά ρα, κατ’ αυτούς, η επιθυμία του Ρόμπινσον να καπνίσει ήταν η αιτία του θανάτου του, και η έρευνα που γίνεται δεν θα πρέπει να αγνοήσει αυτό το στοιχείο. Πού καταλήγουμε, λοιπόν, θα σκεφτεί η αστυνομία.
Με άλλα λόγια, όλα όσα λέγονται από τους θιασώτες του τυχαίου και του συμπτωματικού στην ιστορία κχι έχουν δόση αλήθειας χαι είναι από πρώτη ματιά λογικά. Ό μω ς, η ιστορία είναι διαδικασία επιλογής ως προς την ιστορική σημασία των γεγονότων. Για να δανειστώ και πάλι τη φράση του Τάλκοτ Πάρσονς, η ιστορία είναι «επιλεκτικό σύστημα», όχι μόνο γνωστικών αλλά και αιτιακών προσανατολισμών. Ό π ω ς ακριβώς από τον απέραντο ωκεανό των γεγονότων ο ιστορικός επιλέγει όσα θεωρεί σημαντικά για το σκοπό του, έτσι και από τις πολλαπλές σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος επιλέγει μόνο όσες θεωρεί σημαντικές, ενώ τις άλλες τις απορρίπτει ως “ άσχετες” , και επομένως ως μη επιδεχόμενες λογική ερμηνεία. Είναι αλήθεια ότι η μύτη της Κλεοπάτρας, η ποδάγρα του Βαγιαζήτ, το δάγκωμα του Αλέξανδρου της Ελλάδας από τη μαϊμού, ο θάνατος του Λένιν ή το γεγονός ότι ο Ρόμπινσον ήταν καπνιστής, είχαν σημαντικά αποτελέσματα. Δεν ευσταθεί, ωστόσο, ως γενική
πρόταση ότι οι μεγάλοι στρατηγοί χάνουν τις μάχες γιατ σαγηνεύονται από όμορφες βασίλισσες, ότι το να διατηρε κανείς στον κήπο του μαϊμούδες προκαλεί καταστροφικού πολέμους, ή ότι οι άνθρωποι σκοτώνονται σε τροχαία ατυ-;. χήματα γιατί καπνίζουν! Αν πεις στον απλό άνθρωπο ότι ο:. Ρόμπινσον σκοτώθηκε γιατί ο οδηγός ήταν μεθυσμένος, , γιατί τα φρένα δεν λειτούργησαν, ή γιατί η συγκεκριμένη στροφή δεν έχει καλή ορατότητα, θα θεωρήσει όλες αυτές; τις εξηγήσεις λογικές. Αν μάλιστα αυτός αρέσκεται να εξειδικεύει, θα μπορούσε να αποφασίσει σε ποια απ’ αυτές τις , αιτίες οφείλεται ο θάνατος του Ρόμπινσον· αποκλείεται, πάντως, να τον αποδώσει στο ότι ήταν καπνιστής.
Κατ’ αναλογία, αν πούμε στον φοιτητή της ιστορίας πως οι συγκρούσεις που συγκλόνισαν τη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του 1920 οφείλονταν σε διαφωνίες για το ρυθμό εκβιομηχάνισης, για την πολιτική στον αγροτικό τομέα, ή ακόμη και σε προσωπικές αντιζηλίες μεταξύ των ηγετικών φυσιογνωμιών του νέου καθεστώτος, θα θεωρήσει όλες αυτές τις αιτίες λογικές και από ιστορική άποψη σημαντικές— με την έννοια ότι θα μπορούσε κανείς να τις επικαλεστεί και σε άλλες αντίστοιχες ιστορικές καταστάσεις (ενώ το ίδιο δεν ισχύει, για παράδειγμα, με τον πρόωρο θάνατο του Λένιν). Αν μάλιστα θελήσει να εμβαθύνει σ’ αυτά τα ζητήματα, ο φοιτητής της ιστορίας θα μπορούσε να θυμηθεί το πο- λυχρησιμοποιημένο και συχνά παρεξηγημένο απόφθεγμα από την εισαγωγή στη Φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ: «ό,τι είναι λογικό είναι πραγματικό, και ό,τι είναι πραγματικό είναι λογικό».
Ας γυρίσουμε, όμως, για λίγο στους λόγους που προκά- λεσαν το θάνατο του Ρόμπινσον. Με ποιο κριτήριο αποφασίσαμε, άραγε, ότι ορισμένοι λόγοι ήταν λογικοί και «πραγματικοί», ενώ άλλοι άλογοι και συμπτωματικοί. Κατά κανόνα, δίνοντας λογικές ερμηνείες στα γεγονότα, οι άνθρωποι κάτι επιδιώκουν. Πιστεύω ότι, όταν αποφασίζουμε πως ορισμένες εξηγήσεις είναι λογικές ενώ άλλες όχι, κάνουμε διάκριση μεταξύ εξηγήσεων που υπηρετούν κάποιο σκοπό και
140 Ε.Χ. ΚΑΡ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 141
εξηγήσεων που δεν διαθέτουν αυτή την ιδιότητα. Στην περίπτωση του Ρόμπινσον, έχει νόημα να υποθέσει κανείς ότι περιορισμοί στη χρήση αλκοόλ από τους οδηγούς, αυστηρότεροι έλεγχοι στην κατάσταση των φρένων, ή βελτίωση της ορατότητας στις διασταυρώσεις, θα μπορούσαν να μειώσουν τον αριθμό των τροχαίων ατυχημάτων. Αντίθετα, δεν έχει κανένα νόημα να υποθέσουμε ότι, αν υπάρξουν περιορισμοί στη δυνατότητα των ανθρώπων να καπνίζουν, θα υπάρξει και μείωση των ατυχημάτων. Αυτό είναι το κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ των επιμέρους αιτίων. Αντίστοιχα αντιμετωπίζουμε το ζήτημα και στην ιστορία, όπου επίσης ισχύει η διάκριση σε λογικά και συμπτωματικά αίτια. Τα πρώτα, όντας δυνάμει εφαρμόσιμα σε άλλες χώρες, άλλες περιόδους και άλλες συνθήκες, οδηγούν σε γόνιμες γενικεύσεις και χρήσιμα διδάγματα· διευρύνουν και βαθαίνουν τη δυνατότητά μας να κατανοούμε.23 Σε ό,τι αφορά τα συμπτωματικά αίτια, δεν μπορεί να υπάρξει γενίκευση· όντας μοναδικά με την πλήρη έννοια του όρου, τα αίτια αυτά δεν προσφέρονται για διδάγματα και δεν οδηγούν σε συμπεράσματα.
Σ ’ αυτό το σημείο οφείλω να επισημάνω και κάτι ακόμη. Το κλειδί για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της αιτιότητας στην ιστορία είναι ακριβώς αυτή η έννοια του σκοπού, η οποία συνεπάγεται απαραίτητα αξιολογικές κρίσεις. Ό πω ς ανέφερα και στην προηγούμενη παράδοσή μου, η ερμηνεία στην ιστορία συνδέεται πάντοτε με αξιολογικές κρίσεις· έτσι, και η αιτιότητα συνδέεται πάντο-
23. Ο καθηγητής Πόπερ κοντοστέκεται προς στιγμήν σ’ αυτό το σημείο, αλλά χωρίς να αντλεί τα ανάλογα συμπεράσματα. Μιλώντας για «πολλαπλότητα ερμηνειών, οι οποίες βρίσκονται βασικά στο ίδιο επίπεδο υπαινικτικότητας και αυθαιρεσίας» [ό,τι κι αν εννοεί με τις δυο αυτές λέξεις], προσθέτει παρενθετικά: «ορισμένες απ’ αυτές μπορεί κανείς να τις ξεχωρίσει για τη γονιμότητά τους — σημείο που έχει τη σημασία του» (The Poverty of Historicism, σ. 151). Δεν πρόκειται για ένχ σημείο αλλά για το σημείο που έχει σημασία, και που αποδει- κνύει ότι ο ιστορικισμός (τουλάχιστον με ορισμένες έννοιες του όρου) δεν είναι τελικά και τόσο «μίζερος», «κακόμοιρος» ή «φτωχός».
142 Ε.Χ. ΚΑΡ
τε με την ερμηνεία. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Μάινε* κε, «η αναζήτηση αιτιοτήτων στην ιστορία είναι ανέφικτΐ χωρίς αναφορά σε αξίες... Πίσω από την αναζήτηση αίτιο τήτων βρίσκεται πάντοτε, άμεσα ή έμμεσα, η αναζήτησν' αξιών».24 Επανερχόμαστε, λοιπόν, σε ό,τι ανέφερα πριν λί γο για τη διττή και αμφίδρομη λειτουργία της ιστορίας! προάγει την κατανόηση του παρελθόντος υπό το φως τοΰ παρόντος, αλλά και του παρόντος υπό το φως του παρελθόντος. Οτιδήποτε (λ.χ., η γοητεία που ασκούσε στον Αντώνι- η μύτη της Κλεοπάτρας) δεν συμβάλλει σ’ αυτή τη διττή1,, λειτουργία είναι, από τη σκοπιά του ιστορικού, άγονο και' ατελέσφορο.
Είναι, όμως, καιρός να ομολογήσω ότι ώς τώρα κατέφυ- ! γα σ’ ένα μάλλον φτηνό κόλπο, που μου επέτρεψε να συντο- ; μεύσω και να απλοποιήσω όσα ήθελα να πω: χρησιμοποίη- ί σα τη συμβατική φράση «παρελθόν και παρόν». Ό π ω ς είναι * γνωστό, στην πραγματικότητα το παρόν δεν έχει παρά νοη- \ τική υπόσταση, ως φανταστική διαχωριστική γραμμή μετα- ; ξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Μιλώντας για το παρόν, έχω ' ήδη εισαγάγει στην επιχειρηματολογία μου μια άλλη διά- "ν στάση του χρόνου. Το ενδιαφέρον για το παρελθόν και το " ενδιαφέρον για το μέλλον είναι αλληλένδετα. Η διαχωριστι- κή γραμμή μεταξύ προϊστορικών και ιστορικών χρόνων { συμπίπτει με τη στιγμή που οι άνθρωποι παύουν να ζουν αποκλειστικά το παρόν και αρχίζουν να ενδιαφέρονται τόσο για το παρελθόν τους όσο και για το μέλλον τους. Η ιστορία αρχίζει αφότου η παράδοση αρχίζει να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, και παράδοση σημαίνει διατήρηση των συνηθειών και των διδαγμάτων του παρελθόντος. Τότε το παρελθόν αρχίζει να καταγράφεται προς όφελος των μελλοντικών γενεών. «Η ιστορική σκέψη», γράφει ο Χου'ιζίνγκα,25
24. Kausalitaten und Werte in der Gesehichte (1928).25. Huizinga, Johan (1872-1945). Ολλανδός ιστορικός. Ασχολήθη- ■
κε κυρίως με τον πολιτισμό του Ύστερου Μεσαίωνα, της Αναγέννησης και της περιόδου της Μεταρρύθμισης. Κατά τη διάρκεια του Β'
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 143
«είναι πάντοτε τελεολογική». Πρόσφατα, εξάλλου, ο Σερ Τσαρλς Σνόου έγραψε για τον Ράδερφορντ: «όπως όλοι οι επιστήμονες... είχε το μέλλον μέσα του, σχεδόν χωρίς να σκέφτεται τι σημαίνει αυτό».26 Νομίζω ότι και οι καλοί ιστορικοί, χωρίς σχεδόν να σκέφτονται τι σημαίνει αυτό, έχουν επίσης το μέλλον μέσα τους. Εκτός από την ερώτηση «γιατί;», ο ιστορικός δεν παύει να αναρωτιέται και «προς ποια κατεύθυνση;».
Παγκοσμίου Πολέμου, φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε για την αντίθεσή του προς τους Ναζί. Κύρια έργα του Το λυκόφως του Μεσαίωνα (1919), Έρασμος (1924), Ο άνθρωπος και το παιχνίδι (1938). [Σ .τ.μ.]
26. The Baldwin Age, John Raymond (επιμ.), 1960, σ. 246.
Η ιστορία ως πρόοδος
Ένας καθηγητής της νεότερης ιστορίας στην Οξφόρδη, πριν τριάντα περίπου χρόνια, έλεγε στην εναρκτήρια παράδοσή του:
Η επιθυμία για ερμηνεία της ιστορίας έχει τόσο βαθιές ρίζες ώστε, αν δεν διαθέτουμε συγκροτημένη άποψη για το παρελθόν, ωθούμαστε είτε στον μυστικισμό είτε στον κυνισμό.1
«Μυστικισμό» αποκαλεί, νομίζω, την άποψη ότι το νόημα της ιστορίας βρίσκεται έξω απ’ αυτήν, στο πεδίο της θεολογίας ή της εσχατολογίας — την άποψη, με άλλα λόγια, συγγραφέων όπως ο Μπερντιάεφ, ο Ρ. Νήμπουρ ή ο Τόυνμπη.2 «Κυνισμό», την άποψη ότι η ιστορία δεν έχει νόημα, ή έχει πολλά (εξίσου έγκυρα ή μη) νοήματα, ή έχει το νόημα που εμείς αυθαίρετα αποφασίζουμε να της δώσουμε. Και τις δυο αυτές απόψεις, παρόλο ότι είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στην εποχή μας, τις απορρίπτω κατηγορηματικά. Μένει, λοιπόν, η υπαινικτική φράση «συγκροτημένη άποψη για το παρελθόν», την οποία και θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω — όπως τουλάχιστον εγώ την καταλαβαίνω.
Ό πω ς και οι αρχαίοι πολιτισμοί της Ασίας, ο κλασικός πολιτισμός της Ελλάδας και της Ρώμης ήταν βασικά ανι-
1. F. Powicke, Modern Historians and the Study of History (1955), σ. 174.
2. Βλ., για παράδειγμα, A.J. Toynbee, Civilization on Trial (1948), Πρόλογος.
146 Ε.Χ. ΚΑΡ
-ίϊ
στορικός. Αν και «πατέρας της ιστορίας», ο Ηρόδοτος άφη- ΐ σε πολύ λίγους απογόνους. Άλλωστε, οι συγγραφείς της αρ- ' χαιότητας ελάχιστα ενδιαφέρονταν για το μέλλον, αλλά και για το παρελθόν. Ο Θουκυδίδης πίστευε ότι τίποτε εξίσου σημαντικό δεν είχε συμβεί πριν από τα γεγονότα που περι- , γράφει και τίποτε εξίσου σημαντικό δεν επρόκειτο να συμ- ■ βεί στο μέλλον. Ο Λουκρήτιος θεωρούσε ότι η αδιαφορία, του ανθρώπου για το μέλλον ήταν απόρροια της αδιαφορίας ί
του για το παρελθόν:
Α ς σκεφτούμε πόσο αδιαφορούμε για τους αιώνες των αιώνων που προηγήθηκαν της γέννησής μας. Είναι ο καθρέφτης ,· που η φύση κρατάει μπροστά μας και όπου εικονίζεται ο , μετά το θάνατό μας μελλοντικός χρόνος.3
Τα ποιητικά οράματα για λαμπρότερο μέλλον έπαιρναν : τη μορφή οράματος για επιστροφή στον χρυσούν αιώνα του παρελθόντος. Η κυκλική αυτή αντίληψη εξομοίωνε ό,τι συμβαίνει στην ιστορία με ό,τι συμβαίνει στη φύση. Η ιστο- : ρία δεν ακολουθούσε εξελικτική πορεία· αφού δεν/υπήρχε ' αίσθηση του παρελθόντος, δεν υπήρχε και αίσθηση του μέλ- ; λοντος. Μόνο ο Βιργίλιος, στην τέταρτη Εκλογή του οποίου υπήρχε η κλασική εικόνα της επιστροφής στον χρυσούν αιώ- : να, είχε την έμπνευση στην Αινειά8<χ να “σπάσει” —έστω j και στιγμιαία— αυτή την κυκλική αντίληψη. Η φράση; «Imperium sine fine dedi» ( = αυτοκρατορία χωρίς δεδομένο] τέλος) ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη για την εποχή του και i είχε ως συνέπεια να θεωρηθεί αργότερα ο Βιργίλιος σχεδόν ί χριστιανός προφήτης.
Η τελεολογική αντίληψη για την ιστορία, η άποψη δηλαδή ότι η ιστορική εξελικτική διαδικασία κινείται προς ορισμένο καταληκτικό σημείο, έχει εβραϊκή, και κατ’ επέκταση χριστιανική, προέλευση. Η ιστορία απέκτησε έτσι νόημα και σκοπό, χάνοντας όμως παράλληλα τον εγκόσμιο χαρα
3. De Rerum Nature, Γ', 992-95.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 147
κτήρα της. Η επίτευξη του στόχου της ιστορίας θα σήμαινε αυτομάτως και το τέλος της ιστορίας, τη μετατροπή της σε θεοδικία. Αυτή ήταν η μεσαιωνική αντίληψη για την ιστορία. Η Αναγέννηση αποκατέστησε την ανθρωποκεντρική αντίληψη για τον κόσμο και την πρωτοκαθεδρία του ορθού λόγου, ενώ παράλληλα αντικατέστησε την απαισιόδοξη κλασική άποψη για το μέλλον με την αισιόδοξη άποψη της ιου- δαιοχριστιανικής παράδοσης. Ο χρόνος, που κάποτε τον θεωρούσαν εχθρικό και διαβρωτικό, έγινε φιλικός και δημιουργικός. Δεν έχει κανείς παρά να αντιπαραθέσει το «Da- mnosa quid non imminuit dies?» ( = Ποιανού, αλίμονο, οι μέρες δεν τελειώνουν;) του Οράτιου με το «Veritas temporis film» ( = Αλήθεια, κόρη του χρόνου) του Φράνσις Μπέικον. Οι ορθολογιστές της περιόδου του Διαφωτισμού, οι οποίοι και θεμελίωσαν τη νεότερη ιστοριογραφία, κράτησαν την ιουδαιοχριστιανικής προέλευσης τελεολογική αντίληψη, εκ- κοσμικεύοντας όμως το στόχο (το «τέλος») και, επομένως, αποκαθιστώντας τον ορθολογικό χαρακτήρα της ιστορικής εξελικτικής διαδικασίας. Η ιστορία άρχισε να θεωρείται πρόοδος με σκοπό την τελειοποίηση του ανθρώπου επί της γης. Ο Γκίμπον, κορυφαίος ιστορικός της περιόδου του Διαφωτισμού, δεν δίσταζε να καταλήξει «στο ευχάριστο συμπέρασμα ότι κάθε εποχή αύξησε και αυξάνει τον πραγματικό πλούτο, την ευτυχία, τις γνώσεις, και ίσως την αρετή του ανθρώπινου είδους».4
Η «λατρεία της προόδου» κορυφώθηκε όταν η Μεγάλη Βρετανία βρισκόταν στον κολοφώνα της από άποψη ευημερίας, ισχύος και αυτοπεποίθησης. Οι βρετανοί ιστορικοί, όπως ήταν φυσικό, υπήρξαν θερμοί υποστηρικτές και κατ’ εξοχήν εκπρόσωποι αυτής της λατρείας. Αρκεί να αναφέρω δύο μόνο παραδείγματα, που δείχνουν ότι ώς πολύ πρόσφατα η πίστη στην πρόοδο κυριαρχούσε στη σκέψη των συμπατριωτών μας. Το 1896, στην έκθεσή του για την υπό έκ-' δόση Cambridge Modern History, στην οποία αναφέρθηκα ξε
4. Decline and Fall of the Rowan Empire, κεφ. XXXVIII.
148 Ε.Χ. ΚΑΡ
κινώντας την πρώτη μου παράδοση, ο Άκτον αποκαλούσε^ την ιστορία «προοδευτική επιστήμη», ενώ παράλληλα, στην εισαγωγή του στον πρώτο τόμο, έγραφε: «δεν μπορούμε" παρά να συμπεράνουμε ότι η πρόοδος αποτελεί την επ ιστη-' μονική υπόθεση με βάση την οποία πρέπει να γράφεται η; ιστορία». Στον τελευταίο τόμο του ίδιου έργου, που εκδόθη-. κε το 1910, διαβάζουμε ότι «οι επερχόμενοι αιώνες θα δουν να αυξάνεται απεριόριστα η εξουσία του ανθρώπου επί των; φυσικών πλουτοπαραγωγικών πόρων, καθώς και η ικανότη- ; τά του να τους χρησιμοποιεί με επινοητικό τρόπο για την; ευημερία του είδους».5 Έχοντας υπόψη μου και όσα πρόκει- : ται να υποστηρίξω εν συνεχεία, οφείλω να ομολογήσω ότι·; μεγάλωσα και σπούδασα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα. Θα μπο- ·, ρούσα, λοιπόν, να προσυπογράψω ανεπιφύλακτα τα λόγια; του, κατά μισή περίπου γενεά πρεσβύτερού μου, Μπέρτραντ j Ράσελ: «Μεγάλωσα όταν η αισιοδοξία της Βικτοριανής πε- ριόδου βρισκόταν σε πλήρη άνθηση και... διατηρώ ακόμα! κάτι από την αισιόδοξη ματιά που τη χαρακτήριζε».6
Το 1920, όταν ο Μπιούρυ έγραψε το βιβλίο του Η ιδέα '.· της προόδου, το κλίμα είχε ήδη γίνει βαρύτερο. Την^ξέλιξη,: αυτή, σύμφωνα και με τη μόδα της εποχής, ο Μτκόύρυ την απέδιδε «στους δογματικούς που είχαν εγκαθιδρύσει το σημερινό καθεστώς τρόμου στη Ρωσία»· μολαταύτα, εξακολουθούσε να αναφέρεται στην πρόοδο ως «την ιδέα που εμ- ; ψυχώνει και κινεί τον Δυτικό πολιτισμό».7 Ακολούθησε μα- ί κρά περίοδος σιωπής. Λέγεται ότι ο τσάρος Νικόλαος Α' της Ρωσίας είχε εκδώσει διάταγμα με το οποίο απαγόρευε ' τη χρήση της λέξης «πρόοδος»· σήμερα, αρκετοί φιλόσοφοι ] και ιστορικοί στη Δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολι- ,ϊ τείες δείχνουν να συμφωνούν — έστω και καθυστερημένα — : μαζί
5. Cambridge Modem History: Its Origin, Authorship and Production (1907), σ. 13· Cambridge Modern History, I (1902), σ. 4· X II (1910), σ. 791.
6. B. Russell, Portraits from Memory (1956), <s. 17.7. J.B. Bury, The Idea of Progress (1920), σσ. vii-viii.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 149
του. Η ιδέα της προόδου μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί. Η παρακμή της Δύσης θεωρείται σήμερα περίπου αυτονόητη. Αν αγνοήσει, ωστόσο, κανείς τις σχετικές μεγαλοστομίες, τι έχει πράγματι συμβεί; Σε ποιους οφείλεται η διαμόρφωση αυτού του ρεύματος σκέψης;
Τις προάλλες, αιφνιδιάστηκα όταν διάβασα τη μοναδική φράση του Μπέρτραντ Ράσελ που γνωρίζω στην οποία το ταξικό αισθητήριο και κριτήριο είναι σαφές: «Γενικά, υπάρξει σήμερα στον κόσμο πολύ λιγότερη ελευθερία απ’ ό,τι πριν εκατό χρόνια».8 Δεν διαθέτω μεζούρα που να μετράει την ελευθερία, ούτε και ξέρω πώς θα μπορούσε κανείς να βάλει στη ζυγαριά από τη μια τη μικρότερη ελευθερία για λίγους, και από την άλλη τη μεγαλύτερη ελευθερία για πολλούς. Ανεξάρτητα πάντως από τη μονάδα μέτρησης, θεωρώ εξωφρενικά αναληθή τον ισχυρισμό αυτό. Ο Α .Τζ.Π . Τέι- λορ μάς επιτρέπει να ρίξουμε μια κλεφτή έστω ματιά στην ακαδημαϊκή ζωή της Οξφόρδης, όταν γράφει πως όλη αυτή η συζήτηση για την παρακμή του πολιτισμού «καταλήγει ουσιαστικά να σημαίνει ότι παλαιότερα οι καθηγητές του πανεπιστημίου είχαν υπηρέτες, ενώ σήμερα πρέπει να ασχοληθούν οι ίδιοι με την μπουγάδα τους».9 Είναι προφανές, νομίζω, ότι για τους πρώην υπηρέτες το ότι πλένουν οι καθηγητές μόνοι τους τα ρούχα τους μπορεί να συμβολίζει την πρόοδο. Η κατάλυση της κυριαρχίας των λευκών στην Αφρική, για την οποία ανησυχούν νοσταλγοί της Αυτοκρατορίας, οπαδοί του απάρτχαϊντ και επενδυτές σε χρυσωρυχεία, μπορεί για άλλους, πολύ περισσότερους, να αποτελεί πρόοδο.
Δεν βλέπω γιατί στο θέμα της προόδου θα έπρεπε να υιοθετήσω αυτοδικαίως την οπτική γωνία της δεκαετίας του 1950 και όχι της δεκαετίας του 1890, την οπτική γωνία του αγγλόφωνου κόσμου και όχι της Ρωσίας, της Ασίας ή της Αφρικής, την οπτική γωνία του αστού διανοούμενου και όχι
8. Β. Russell, ό.π., σ. 124.9. The Observer, 21 Ιουνίου 1959.
του μέσου πολίτη, ο οποίος, σύμφωνα και με ό,τι δηλώνει ο( πρωθυπουργός μας, «ποτέ δεν περνούσε καλύτερα». Ας '; αφήσουμε προς στιγμήν κατά μέρος το ερώτημα αν ζούμε > σε περίοδο προόδου ή παρακμής, κι ας εξετάσουμε πιο συ-; στηματικά και αναλυτικά τι συνεπάγεται η έννοια της προό- ; δου, ποιες παραδοχές προϋποθέτει και σε ποιο βαθμό αυτές) ισχύουν ή όχι σήμερα.
Πριν απ’ όλα, θα ήθελα να διαλύσω τη σύγχυση που υπάρχει σχετικά με την πρόοδο και την εξέλιξη. Οι διανοητές της εποχής του Διαφωτισμού υιοθετούσαν δυο φαινομενικά ασύμβατες απόψεις. Από τη μια εξομοίωναν τους νόμους της ιστορίας με τους νόμους της φύσης, ενώ από την άλλη πίστευαν στην πρόοδο. Πώς θα μπορούσε, όμως, να θεμελιωθεί η άποψη ότι η φύση είναι «προοδευτική», ότι τείνει σταθερά προς κάποιο στόχο; Ο Χέγκελ αντιμετώπισε το πρόβλημα κάνοντας σαφή διάκριση μεταξύ ιστορίας, η οποία είναι «προοδευτική», και φύσης, η οποία δεν είναι. Η επανάσταση που έφερε ο Δαρβίνος φάνηκε να αίρει όλα τα εμπόδια, εξομοιώνοντας την εξέλιξη με την πρόοδρ· όπως και η ιστορία, η φύση αποδεικνυόταν τελικά επίσης «προοδευτική». Έ τσι, όμως, άνοιξε ο δρόμος για μια πολύ μεγαλύτερη παρανόηση, καθώς συνέχεαν τη βιολογική κληρονομικότητα, που είναι πηγή της εξέλιξης, με την κοινωνική πρόσκτηση, που είναι πηγή της προόδου στην ιστορία.
Η διάκριση είναι γνωστή και προφανής. Αν ένα. νήπιο από την Ευρώπη μεγαλώσει σε κινέζικο οικογενειακό περιβάλλον, το δέρμα του θα παραμείνει λευκό, αλλά θα μιλάει κινέζικα. Με άλλα λόγια, το χρώμα είναι θέμα βιολογικής κληρονομικότητας, ενώ η γλώσσα κοινωνική πρόσκτηση. Η βιολογική εξέλιξη μετριέται με χιλιετίες ή και με εκατομμύρια χρόνια — από τότε που υπάρχουν γραπτές ιστορικές πηγές, δεν έχει παρατηρηθεί στον άνθρωπο καμιά βιολογική αλλαγή. Αντίθετα, η πρόοδος μετριέται σε κλίμακα γενεών. Ως έλλογο ον, ο άνθρωπος αναπτύσσει τις δυνάμει ικανότη- τές του μέσω της σωρευμένης εμπειρίας προηγούμενων γε
150 Ε.Χ. ΚΑΡ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 151
νεών. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει μεγαλύτερο εγκέφαλο και μεγαλύτερη σύμφυτη ικανότητα σκέψης απ’ ό,τι οι πρόγονοί του πριν 5.000 χρόνια. Ό μω ς, η αποτελεσματικότητα της σκέψης του έχει σήμερα πολλαπλασιαστεί μέσω της μάθησης, αφομοιώνοντας τις εμπειρίες προηγούμενων γενεών. Η μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτηριστικών, που οι βιολόγοι την απορρίπτουν, είναι η βάση της κοινωνικής προόδου. Η ιστορία είναι πρόοδος μέσω της μεταβίβασης επίκτητων ικανοτήτων από τη μια γενιά στην άλλη.
Δεύτερον, δεν είναι απαραίτητο — ούτε και πρέπει — να θεωρούμε ότι η πρόοδος έχει καθορισμένη αρχή ή καθορισμένο τέλος. Η δημοφιλής παλαιότερα άποψη ότι ο πολιτισμός άρχισε την 4η χιλιετία π.Χ. στην Κοιλάδα του Νείλου είναι σήμερα εξίσου μη πειστική όσο και η χρονολόγηση που τοποθετούσε τη δημιουργία του κόσμου στο 4004 π.Χ. Ο πολιτισμός δεν έχει, προφανώς, αρχή· είναι εξαιρετικά αργή εξελικτική διαδικασία, στην πορεία της οποίας σημειώνονται από καιρού εις καιρόν αναμφισβήτητα άλματα. Δεν υπάρχει λόγος να μας απασχολεί το ερώτημα πότε άρχισε η πρόοδος, ή ο πολιτισμός.
Η υπόθεση ότι υπάρχει τέλος στην ιστορία έχει οδηγήσει σε ακόμα πιο σοβαρές παρεξηγήσεις και παρανοήσεις. Ο Χέγκελ έχει κατηγορηθεί δικαίως ότι έβλεπε την πρωσική μοναρχία ως το τέλος της προόδου — έστω κι αν πρόκειται, προφανώς, για ακραία ερμηνεία της άποψής του ότι η πρόγνωση είναι αδύνατη. Σε ό,τι αφορά αυτή την «πλάνη», ο εξέχων ιστορικός της Βικτοριανής εποχής Τόμας Άρνολντ10 υπερέβαλλε τον Χέγκελ όταν το 1841, στην εναρκτήρια παράδοσή του στην Οξφόρδη, υποστήριζε ότι διανύουμε την
10. Arnold, Thomas (1795-1842). Ά γγ λ ο ς λόγιος και εκπαιδευτικός, πατέρας του Μάθιου Άρνολντ. Από το 1828 ώς το 1841 διατέ- λεσε διευθυντής στο παραδοσιακό σχολείο Ράγκμπυ (ιδρύθηκε το 1567· σ’ αυτό οφείλεται η ονομασία του γνωστού ομαδικού παιχνιδιού, που πρωτοπαίχτηκε εδώ το 1823), στο οποίο και εισήγαγε σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Το 1841, έγινε καθηγητής της νεότερης ιστορίας στην Οξφόρδη. [Σ .τ.μ.]
152 E X. ΚΑΡ
τελευταία φάση της ιστορίας της ανθρωπότητας: «Το πλή-f ρωμα του χρόνου, πιο πέρα από το οποίο δεν θα υπάρχει μέλλουσα ιστορία, είναι ορατό».11 Αναλογικά, η πρόγνωση, του Μαρξ, ότι με την προλεταριακή επανάσταση η ιστορία5 θα οδηγηθεί στον τελικό στόχο της αταξικής κοινωνίας, ήταν από λογική και ηθική άποψη λιγότερο ευάλωτη. Δεν: υπάρχει πάντως αμφιβολία ότι απόψεις που μιλούν για τοΐ «τέλος της ιστορίας», απόψεις με σαφώς εσχατολογικό χαρακτήρα, ταιριάζουν πολύ περισσότερο στον θεολόγο παρά στον ιστορικό, υιοθετώντας ουσιαστικά την πλάνη ενός «εκτός ιστορίας» σκοπού.
Αναμφισβήτητα, ο ανθρώπινος νους έλκεται από την ιδέα του πεπερασμένου. Το όραμα του Άκτον για την ιστορική εξέλιξη ως ατέρμονη πρόοδο προς την ελευθερία φαίνεται σήμερα πράγματι ψυχρό και ασαφές. Αν, όμως, ο ιστορικός δεν θέλει να εγκαταλείψει την ιδέα της προόδου, πιστεύω ότι πρέπει να την αντιμετωπίζει ως εξελικτική διαδικασία, στην οποία οι απαιτήσεις και οι συνθήκες διαδοχικών περιόδων προσδίδουν το δικό τους ιδιαίτερο περιεχόμενο. Αυτό ακριβώς εννοεί ο Άκτον όταν γράφει ότι η ιστορία δεν καταγράφει απλώς την πρόοδο αλλά είναι μια «προοδευτική επιστήμη», ότι η ιστορία και με τις δυο έννοιες της λέξης (ως διαδοχή γεγονότων και ως καταγραφή γεγονότων) είναι προοδευτική. Να πώς περιγράφει ο Άκτον τις προόδους της ελευθερίας στην ιστορία:
Χάρη στις συνδυασμένες προσπάθειες των αδυνάτων, που απέρρεαν από την ανάγκη τους να αντισταθούν στη βία και τη διαρκή αδικία, μετά από τετρακόσια χρόνια γοργώ ν αλλαγών αλλά και αργής προόδου, η ελευθερία διαφυλάχθηκε, εξασφαλίστηκε, επεκτάθηκε, και τελικά κατανοήθηκε.12
Η ιστορία ως διαδοχή γεγονότων ταυτιζόταν κατά τον
11. Τ. Arnold, An Inaugural Lecture on the Study of Modern History (1841), σ. 38.
12. Acton, Lectures on Modem History (1906), σ. 51.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 153
Άκτον με την πρόοδο προς την ελευθερία, ενώ η ιστορία ως καταγραφή των γεγονότων αυτών ταυτιζόταν με την πρόοδο προς την κατανόηση της ελευθερίας· οι δυο εξελικτικές διαδικασίες εκτυλίσσονται ταυτόχρονα.13 Ο φιλόσοφος Μπράν- τλεϋ,14 γράφοντας σε εποχή που ευνοούσε τους παραλληλισμούς με τη φυσική εξέλιξη, παρατηρούσε: «για τη θρησκευτική πίστη, το τέλος της εξέλιξης συμπίπτει μ’ αυτό... που έχει ήδη εξελιχθεί».15 Για τον ιστορικό, το τέλος της προόδου δεν «έχει ήδη εξελιχθεί»· εξακολουθεί να παραμένει εξαιρετικά απόμακρο και οι οδοδείκτες προς αυτό διακρί- νονται μόνο καθώς προχωράμε. Η πυξίδα είναι πολύτιμος και απαραίτητος οδηγός, αλλά δεν είναι χάρτης. Το περιεχόμενο της ιστορίας μπορεί να πραγματωθεί μόνο στο βαθμό που το βιώνουμε.
Το τρίτο σημείο που θέλω να τονίσω είναι ότι δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να πίστευε ποτέ ή να πιστεύει σ’ ένα είδος προόδου που ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία, χωρίς παλινδρομήσεις, παρεκβάσεις, διακοπές. Ακόμη και η πιο ριζική παλινδρόμηση δεν αρκεί, επομένως, για να κλονίσει την πίστη στην πρόοδο. Είναι προφανές ότι υπάρχουν περίοδοι οπισθοδρόμησης και περίοδοι προόδου. Επιπλέον, θα ήταν επιπολαιότητα να θεωρεί κανείς ότι, μετά την οπισθοδρόμηση, η πρόοδος μπορεί να ξαναρχίσει από το ίδιο σημείο όπου είχε σταματήσει, ή ότι θα ακολουθήσει την ίδια πορεία. Σχήματα όπως οι τέσσερις ή τρεις πολιτισμοί των Χέγκελ και Μαρξ, οι είκοσι ένας πολιτισμοί του Τόυνμπη,
13. Ο Καρλ Μανχάιμ (Ideology and Utopia, σ. 236) συνδέει επίσης την «επιθυμία του ανθρώπου να πλάθει την ιστορία» με την «ικανότητά του να την κατανοεί».
14. Bradley, Francis Herbert (1846-1924). Βρετανός φιλόσοφος. Έντονα επηρεασμένος από τον Καντ και τον Χέγκελ, υπήρξε ο σημαντικότερος ίσως εκπρόσωπος του βρετανικού ιδεαλισμού στα τ|λη του 19ου αιώνα. Κύρια έργα του: Ηθικές μελέτες (1876), Α ρχές λο γικής (1883), Εξωτερική μορφή και πραγματικότητα (1893). [Σ .τ.μ.]
15. F.H. Bradley, Ethical Studies (1876), σ. 293.
154 Ε.Χ. ΚΑΡ
καθώς και η θεωρία ότι οι πολιτισμοί έχουν κύκλο ζωής πο περιλαμβάνει άνοδο, παρακμή και πτώση, δεν έχουν στη* ουσία νόημα. Αντανακλούν απλώς το γεγονός ότι οι προ* σπάθειες που απαιτούνται για την προαγωγή του πολιτι-; σμού σβήνουν σ’ ένα μέρος για να αναζωπυρωθούν αργότερα κάπου αλλού, με αποτέλεσμα η όποια πρόοδος παρατηρείτα*' στην ιστορία να μην είναι ούτε χρονικά ούτε τοπικά συνε-ί χής. Πράγματι, αν ήμουν επιρρεπής να διατυπώνω «ιστορι-) κούς νόμους», ένας απ’ αυτούς θα ήταν ότι η τάξη, η χώρα> ή η ήπειρος που παίζει σε μια περίοδο ηγεμονικό ρόλο ως- προς την πρόοδο είναι μάλλον απίθανο να παίζει αντίστοιχο: ρόλο και στην επόμενη περίοδο. Κι αυτό γιατί είναι τόσο βαθιά διαποτισμένη με τις παραδόσεις, τα συμφέροντα και την ιδεολογία της προηγούμενης περιόδου, ώστε αδυνατεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις και τις συνθήκες της επόμενης.16 Αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο ό,τι για μια ομάδα θεωρείται περίοδος παρακμής για μια άλλη να είναι απαρχή της ακμής της. Πρόοδος δεν σημαίνει ποτέ ότι όλοι προοδεύουν εξίσου και ταυτόχρονα.
Ό λοι σχεδόν οι πρόσφατοι προφήτες της-τΐαρακμής, καθώς και οι σκεπτικιστές που θεωρούν πως η ιστορία δεν έχει νόημα και κηρύσσουν το τέλος της προόδου, είναι ενδεικτικό ότι προέρχονται από εκείνες τις περιοχές του πλανήτη και από εκείνες τις κοινωνικές τάξεις που, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, έχουν παίξει ηγεμονικό ρόλο σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό και την πρόοδό του. Προφανώς, όλοι αυτοί δεν είναι εύκολο να αποδεχτούν ότι το ρόλο που έπαιζαν στο
16. Ανάλογη είναι και η διάγνωση στο βιβλίο του R.S. Lynd Knowledge for what? (1939), σ. 88: «Στον δικό μας πολιτισμό, συχνά οι ηλικιωμένοι έχουν στραμμένο το βλέμμα τους προς το παρελθόν, προς την εποχή της ρώμης και της ισχύος τους, και αντιστέκονται στο μέλλον, που το θεωρούν απειλή. Στη φάση που χάνει τη σχετική του δύναμη και παρακμάζει, ένας πολιτισμός είναι, επομένως, πιθανό να στρέφει κατ’ εξοχήν το βλέμμα του προς τον υποτιθέμενο χρυσούν αιώνα του παρελθόντος, ενώ η ζωή συνεχίζεται σ’ ένα κάθε άλλο παρά λαμπρό παρόν».
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 155
παρελθόν θα τον παίζουν στο εξής άλλοι λαοί και άλλες τάξεις· από τη στιγμή που η ιστορία τούς “ συμπεριφέρθηκε” -τόσο άσχημα, δεν μπορεί — σκέφτονται — να έχει νόημα ή λογική πορεία.
Φτάνω έτσι στο τελευταίο ερώτημα που τίθεται: ποιο είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της προόδου, από την άποψη της ιστορικής δράσης; Όσοι αγωνίζονται για να δοθούν πολιτικά δικαιώματα σε όλους, για τη μεταρρύθμιση της ποινικής νομοθεσίας, για την κατάργηση των φυλετικών ή των κοινωνικών διακρίσεων, δεν σημαίνει και ότι επιδιώκουν συνειδητά την «πρόοδο», ή την πραγμάτωση του ενός ή του άλλου «ιστορικού νόμου». Το ότι ο ιστορικός είναι αυτός που ερμηνεύει τις ενέργειές τους από τη σκοπιά της προόδου, δεν αναιρεί την ίδια την πρόοδο ως έννοια. Σ ’ αυτό το σημείο χαίρομαι που συμφωνώ απόλυτα με τον Σερ Αϊζάια Μπερλίν ότι «πρόοδος και αντίδραση, όσο κι αν έχουν δεινο- παθήσει ως λέξεις, δεν είναι έννοιες χωρίς περιεχόμενο».17
Είναι προϋπόθεση της ιστορίας ότι ο άνθρωπος μπορεί να επωφελείται (έστω κι αν δεν το κάνει πάντοτε) από την εμπειρία των προγενέστερων, ότι η πρόοδος στην ιστορία, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει με την εξέλιξη στη φύση, βασίζεται στη μεταβίβαση των «κεκτημένων» — είτε πρόκειται για υλικές κατακτήσεις, είτε για την ικανότητα να κυριαρχεί κανείς στο περιβάλλον, να το μετασχηματίζει και να το αξιοποιεί. Ο Μαρξ θεωρεί την ανθρώπινη εργασία θεμέλιο του όλου οικοδομήματος. Αυτό το σχήμα θα μπορούσε να γίνει δεκτό, αν ο όρος «εργασία» χρησιμοποιείται με την ευρύτερη δυνατή έννοιά του. Η απλή σώρευση αγαθών δεν ωφελεί, αν δεν συνοδεύεται αφενός από αυξημένες τεχνικές και κοινωνικές γνώσεις και εμπειρίες, και αφετέρου από αυξημένη κυριαρχία του ανθρώπου επί του ευρύτερου περιβάλ- λοντός του. Πιστεύω ότι λίγοι είναι αυτοί που θα αμφισβητούσαν σήμερα το γεγονός ότι η παράλληλη αύξηση του υλικού πλούτου, των επιστημονικών γνώσεων και της κυριαρ
17. Foreign Affairs, XXVIII, 3 (Ιούνιος 1950), σ. 382.
156 E X. KAP
χίας επί του περιβάλλοντος συνιστά πρόοδο. Αυτό που συχνά αμφισβητείται είναι κατά πόσο έχει υπάρξει κατά τον 20ό αιώνα πρόοδος ως προς τη ρύθμιση της κοινωνίας, ή ως προς την κυριαρχία μας επί του εθνικού και διεθνούς περιβάλλοντος. Μήπως η εξέλιξη του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος πολύ απέχει από το να είναι ανάλογη με τις προόδους του στο πεδίο της τεχνολογίας;
Τα συμπτώματα που οδηγούν στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι προφανή. Νομίζω, ωστόσο, ότι το ερώτημα τίθεται με λάθος τρόπο. Η ιστορία έχει γνωρίσει πολλές καμπές, κατά τις οποίες η ηγεμονία και η πρωτοβουλία έχουν περάσει από μια κοινωνική ομάδα ή γεωγραφική περιοχή σε άλλη — χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Γαλλική Επανάσταση, ή η μετατόπιση της παγκόσμιας ισχύος από τη Μεσόγειο στη δυτική Ευρώπη. Οι περίοδοι αυτές χαρακτηρίζονται συνήθως από βίαιες ανακατάξεις και από διαμάχες για την εξουσία. Οι .παλιές αυθεντίες εξασθενούν, οι παλιές οριοθετήσεις σβήνουν η νέα τάξη πραγμάτων αναδύεται εν μέσω αλληλοσυγκρουόμενων φιλοδοξιών και εχθροτήτων. Έ χω την αίσθηση ότι τέτοια είναι και η περίοδος στην οποία ζούμε. Δεν μπορώ σε καμιά περίπτωση να'δεχτώ ότι η προσέγγισή μας στα προβλήματα κοινωνικής οργάνωσης, ή η καλή μας πρόθεση να οργανώσουμε την κοινωνία υπό το φως αυτών των προσεγγίσεων, έχει υποβαθμιστεί- θα διακινδύνευα, αντίθετα, την εκτίμηση ότι έχει αναβαθμιστεί αισθητά. Ούτε οι δυνατότητές μας έχουν μειωθεί, ούτε οι ηθικές μας αρετές έχουν αμβλυνθεί. Ό μω ς, η περίοδος συγκρούσεων και αναταράξεων στην οποία ζούμε, ως αποτέλεσμα της νέας ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ ηπείρων, χωρών και τάξεων, ασκεί πολύ μεγαλύτερη πίεση στις ικανότητες και τις αρετές μας, περιορίζοντας — και συχνά ματαιώνοντα ς— τη θετική τους αξιοποίηση.
Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω το γεγονός ότι η πίστη στην πρόοδο αμφισβητείται έντονα τα τελευταία 50 χρόνια στον Δυτικό κόσμο, δεν έχω πειστεί ότι η πρόοδος ως ιστορική έννοια έχει κλείσει τον κύκλο της. Σε ό,τι αφορά το πε
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 157
ριεχόμενο του όρου ειδικότερα, θα έλεγα ότι η αντίληψη πολλών στοχαστών του 19ου αιώνα, ότι η πρόοδος στην ιστορία μπορεί να τείνει προς πεπερασμένο και σαφώς προσδιορισμένο στόχο, έχει αποδειχθεί ανεφάρμοστη και άγονη. Πίστη στην πρόοδο σημαίνει πίστη στη βαθμιαία ανάπτυξη των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, και όχι σε αυτόματη ή αναπόδραστη εξελικτική πορεία. Η «πρόοδος» είναι αφηρημένη έννοια- οι συγκεκριμένοι στόχοι που επιδιώκει η ανθρωπότητα, όμως, απορρέουν από την ίδια την πορεία της ιστορίας, και όχι από κάποια εξωτερική πηγή. Δεν πιστεύω ούτε στην τελείωση του ανθρώπου, ούτε σε μελλοντικούς επίγειους παράδεισους. Ως προς αυτό, θα συμφωνούσα με τους θεολόγους και τους μυστικιστές, που υποστηρίζουν ότι η τελείωση δεν είναι εφικτή «εντός της ιστορίας». Αρκού- μαι στη δυνατότητα απεριόριστης προόδου, ή προόδου που δεν υπόκειται σε όρια τα οποία μπορεί ή πρέπει κανείς να προβλέψει- οι στόχοι μπορούν να καθορίζονται μόνο καθ’ οδόν και η εγκυρότητά τους να ελέγχεται μόνο κατά τη διαδικασία υλοποίησής τους. Δίχως την έννοια αυτή της προόδου, διερωτώμαι πώς μπορεί μια κοινωνία να επιβιώσει. Κάθε πολιτισμένη κοινωνία επιβάλλει θυσίες στα μέλη της για χάρη των επερχόμενων γενεών, θυσίες που δικαιολογούνται στο όνομα ενός καλύτερου αυριανού κόσμου. Κατά τον Μπιούρυ, «η αρχή του καθήκοντος προς τις επερχόμενες γενεές είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιδέα της προόδου».18 Ίσω ς αυτό το καθήκον δεν έχει ανάγκη από δικαιολόγηση- αν όμως έχει, δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσα να το δικαιολογήσω.
Φτάνουμε έτσι στο περιβόητο ζήτημα της αντικειμενικότητας στην ιστορία. Η ίδια η λέξη αντικειμενικότητα είναι παραπλανητική και γεννά ερωτήματα. Σε προηγούμενη παράδοσή μου υποστήριξα ότι οι κοινωνικές επιστήμες —και μεταξύ αυτών και η ιστορία— είναι ασύμβατες με μια θεω
18. J.B. Bury, The Idea of Progress (1920), σ. ix.
158 Ε.Χ. ΚΑΡ
ρία της γνώσης που ξεχωρίζει απόλυτα υποκείμενο και α ν | τικείμενο, παρατηρητή και παρατηρούμενο. Έχουμε ανάγκη! από νέο μοντέλο, που να ανταποκρίνεται στη σύνθετη σχέση., αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης μεταξύ τους. Τα ιστο-| ρικά γεγονότα δεν μπορούν να είναι απολύτως αντικειμένι-| κά· την ιδιότητά τους ως «ιστορικών» την αποκτούν χάρή; στη σημασία που τους αποδίδει ο ιστορικός. Αντικειμενικό-] τητα στην ιστορία —αν επιμένουμε στη χρήση του συμβατικού αυτού όρου— δεν μπορεί να σημαίνει αντικειμενικό-' τητα των γεγονότων, αλλά μόνο των σχέσεων ερμηνείας και| γεγονότος, των σχέσεων παρελθόντος, παρόντος και μέλλον- ί τος. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω τους λόγους που με ώθη- :: σαν να απορρίψω ως ανιστορική την προσπάθεια να κρίνω τα ιστορικά συμβάντα με βάση ένα απόλυτο αξιολογικό κρι- . τήριο, εκτός ιστορίας και ανεξάρτητο απ’ αυτή. Άλλωστε, η ίδια η έννοια της απόλυτης αλήθειας δεν ταιριάζει στον κόσμο της ιστορίας —ή, ίσως, και καμιάς επιστήμης.
Μόνο για τις απλούστερες δυνατές ιστορικές αποφάνσεις μπορεί κανείς να πει ότι είναι απΛλυτα σωστές ή απόλυτα εσφαλμένες. Σε πιο σύνθετο και εξελιγμένο επίπεδο, ο ιστο- - ρικός που αμφισβητεί την απόφανση ενός παλαιότερου συ-, ναδέλφου του δεν είναι πιθανό να την καταδικάζει ως απόλυτα εσφαλμένη, αλλά ως ανεπαρκή, μονόπλευρη, παραπλανητική, απόρροια απόψεων που ξεπεράστηκαν ή αποδείχθη- ' καν αυθαίρετες με βάση μεταγενέστερα στοιχεία. Ο ισχυρισμός ότι η Ρωσική Επανάσταση οφείλεται στη βλακεία του τσάρου Νικολάου Β ' ή στη μεγαλοφυΐα του Λένιν είναι εντελώς ανεπαρκής — τόσο ανεπαρκής, ώστε να γίνεται παραπλανητικός. Δεν μπορεί, όμως, και να τον αποκαλέσει κανείς εντελώς εσφαλμένο· τέτοιου είδους απολυτότητες δεν ταιριάζουν στον ιστορικό.
Ας ξαναθυμηθούμε το παράδειγμα με το λυπηρό γεγονός του θανάτου του Ρόμπινσον [βλ. σελ. 139-141], Η αντικειμενικότητα των ερευνών μας για το περιστατικό δεν ήταν συνάρτηση του τι ακριβώς συνέβη (αυτό ήταν δεδομένο), αλλά της διάκρισης μεταξύ γεγονότων καθοριστικής σημα
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 159
σίας, τα οποία μάς ενδιέφεραν κατ’ εξοχήν, και απλών ή συμπτωματικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαμε και να αγνοήσουμε. Ή ταν εύκολο να κάμουμε αυτή τη διάκριση, επειδή το κριτήριό μας για το τι είναι σημαντικό και τι όχι, το θεμέλιο της αντικειμενικότητάς μας, ήταν σαφές και άμεσα συναρτημένο με τον επιδιωκόμενο στόχο: τη μείωση των τροχαίων ατυχημάτων. Ο ιστορικός, όμως, είναι λιγό- τερο τυχερός απ’ ό,τι ο ερευνητής που μοναδική του επιδίωξη είναι να περιοριστούν τα θύματα από τροχαία ατυχήματα. Στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει τα γεγονότα, ο ιστορικός έχει επίσης ανάγκη από κριτήριο αντικειμενικότητας, που δεν είναι άλλο από το κριτήριο τι είναι καθοριστικής σημασίας και τι όχι, τι είναι σημαντικό και τι συμ- πτωματικό. Το κριτήριο αυτό συνδέεται με τον επιδιωκόμε- νο στόχο, ο οποίος κατ’ ανάγκη εξελίσσεται, αφού η εν εξελίξει ερμηνεία του παρελθόντος είναι απαραίτητη λειτουργία της ιστορίας.
Η παραδοσιακή αντίληψη ότι η αλλαγή πρέπει πάντοτε να ερμηνεύεται με όρους σταθερούς και αναλλοίωτους είναι αντίθετη με την εμπειρία του ιστορικού. «Για τον ιστορικό το μόνο απόλυτο είναι η αλλαγή»,19 γράφει ο Μπάτερφηλντ— εξαιρώντας, βέβαια, έμμεσα τον εαυτό του ως προς ένα συγκεκριμένο πεδίο. Το απόλυτο στην ιστορία δεν είναι κάτι στο παρελθόν, από το οποίο ξεκινάμε· δεν είναι ούτε και κάτι στο παρόν, αφού όλη η παρούσα σκέψη είναι κατ’ ανάγκη σχετική. Είναι κάτι ανολοκλήρωτο, υπό διαμόρφωση· κάτι στο μέλλον προς το οποίο κινούμαστε, το οποίο αρχίζει να μορφοποιείται μόνο καθώς το πλησιάζουμε χα,ι υπό το φως
19. Η. Butterfield, The Whig Interpretation of History (1931), σ. 58. Πιο λεπτή είναι η διατύπωση στο The Sociology of the Renaissance του A. von Martin (αγγλ. μτφρ., 1945): «Αδράνεια και κίνηση, στατικό και δυναμικό, είναι θεμελιώδεις κατηγορίες για οποιαδήποτε κοινωνιολογική προσέγγιση της ιστορίας... Η ιστορία γνωρίζει την αδράνεια με τη σχετική της μόνο έννοια- το κρίσιμο ερώτημα είναι αν κυριαρχεί η αδράνεια ή η αλλαγή». Η αλλαγή είναι το θετικό και απόλυτο στοιχείο στην ιστορία, ενώ η αδράνεια το υποκειμενικό και σχετικό.
160 Ε.Χ. ΚΑΡ
του οποίου διαμορφώνουμε βαθμιαία, καθώς κινούμαστ την ερμηνεία μας για το παρελθόν. Το κριτήριό μας δεν ναι απόλυτο με τη στατική έννοια του όρου, δεν είναι το ί χτες, σήμερα, για πάντα· κάτι τέτοιο θα ήταν ασύμβατο το χαρακτήρα της ιστορίας. Είναι, ωστόσο, απόλυτο από σκοπιά της ερμηνείας μας για το παρελθόν. Απορρίπτει σχετικιστική άποψη ότι όλες οι ερμηνείες ισχύουν εξίσου, ότι κάθε ερμηνεία ισχύει στον δικό της τόπο και χρόν αποτελώντας τελικά το κριτήριο με το οποίο θα αξιολογη" η ερμηνεία μας για το παρελθόν. Μόνο χάρη σ’ αυτή την ί νοια της κατεύθυνσης στην ιστορία μπορούμε να βάλου τάξη στα γεγονότα του παρελθόντος και να τα ερμηνεύσου! με (το καθήκον του ιστορικού), αλλά και να απελευθερώσο- με και να οργανώσουμε τις σημερινές ανθρώπινες δραστηριότητες με ορίζοντα το μέλλον (καθήκον του πολιτικού, το οικονομολόγου, του κοινωνικού μεταρρυθμιστή). Η ίδια t εξελικτική διαδικασία παραμένει προοδευτική και δυναμική. Τόσο η αίσθησή μας της κατεύθυνσης όσο και η ερμηνεί- μας για το παρελθόν υπόκεινται σε συνεχή τροποποίηση καθώς προχωράμε.
Ο Χέγκελ έντυσε το απόλυτό του με- το μυστικό σχήμα; του παγκόσμιου πνεύματος και έκαμε το κεφαλαιώδες λάθος, να τοποθετήσει το τέλος της ιστορίας στο παρόν, αντί να τοι προβάλει στο μέλλον. Αναγνώρισε μια διαδικασία συνεχούς εξέλιξης στο παρελθόν, ενώ την απέκλεισε αδικαιολόγητα για το μέλλον. Ό σοι μετά τον Χέγκελ ασχολήθηκαν εις βάθος με τη φύση της ιστορίας, την αντιμετώπισαν ως σύνθεση παρελθόντος και μέλλοντος. Ο Τοκβίλ, έστω κι αν δεν ήταν απόλυτα απαλλαγμένος από τη θεολογική προσέγγιση' της εποχής του και έδωσε υπερβολικά στενό περιεχόμενο στο δικό του απόλυτο, είχε πάντως συλλάβει την ουσία του θέματος. Έχοντας ήδη αναφερθεί στην εξέλιξη της ισότητας ως οικουμενικής και διαχρονικής αξίας, συνέχιζε:
Αν οι σύγχρονοί μας μπορούσαν να δουν τη βαθμιαία καιπροοδευτική εξέλιξη της ισότητας ως παρελθόν αλλά και ως
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 161
μέλλον της ιστορίας τους, η εξέλιξη αυτή θα αποκτούσε τον ιερό χαρακτήρα της θέλησης του Κυρίου και Θεού τους.20
Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά γ ι’ αυτό το ζήτημα, που εχκρεμεί πάντοτε. Ο Μαρξ, που συμμεριζόταν εν μέρει την επιφύλαξη του Χέγκελ για αναφορές στο μέλλον και ενδιαφε- ρόταν κυρίως να στηρίξει τη θεωρία του στην ιστορία του παρελθόντος, αναγκάστηκε από την ίδια τη φύση του θέματός του να προβάλει στο μέλλον το απόλυτο της αταξικής κοινωνίας. Ο Μπιούρυ περιέγραφε την ιδέα της προόδου —λίγο αδέξια, είναι αλήθεια, αλλά με ανάλογες προθέσεις— ως «θεωρία που εμπεριέχει σύνθεση του παρελθόντος και προφητεία του μέλλοντος».21 Ο Νάμιερ από τη μεριά του, παρα- δοξολογώντας σκόπιμα, γράφει ότι οι ιστορικοί «φαντάζονται το παρελθόν και θυμούνται το μέλλον».22 Μόνο το μέλλον δίνει το κλειδί για την ερμηνεία του παρελθόντος, και μόνο μ’ αυτή την έννοια μπορούμε να μιλάμε για «σε τελική ανάλυση» αντικειμενικότητα στην ιστορία. Το ότι το παρελθόν φωτίζει το μέλλον και το μέλλον φωτίζει το παρελθόν αποτελεί δικαίωση αλλά και εξήγηση ταυτόχρονα της ιστορίας.
Τι εννοούμε, λοιπόν, όταν επαινούμε έναν ιστορικό ως αντικειμενικό, ή όταν λέμε ότι ο Α ιστορικός είναι πιο αντικειμενικός από τον Β; Ό χ ι, βέβαια, ότι τα γεγονότα που αναφέρει είναι σωστά, αλλά ότι διαλέγει τα σωστά γεγονότα, ότι εφαρμόζει το σωστό κριτήριο αξιολόγησης. Ό ταν απο- καλούμε έναν ιστορικό αντικειμενικό, νομίζω ότι εννοούμε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι έχει την ικανότητα να υπερβαίνει την περιορισμένη ορατότητα της θέσης που κατέχει στην κοινωνία και την ιστορία — ικανότητα που, όπως επισήμανα και σε προηγούμενη παράδοσή μου, εξαρτάται εν μέρει από το κατά πόσον αντιλαμβάνεται το βαθμό της προσωπικής του εμπλοκής· κατά πόσον, με άλλα λόγια, αναγνωρίζει ότι
‘20. Η Δημοκρατία σ-njv Αμερική , Πρόλογος.21. The Idea of Progress (1920), σ. 5.22. L.B. Namier, Conflicts (1942), σ. 70.
162 Ε.Χ. ΚΑΡ
η απόλυτη αντικειμενικότητα είναι αδύνατη. Δεύτερον, εν; νοούμε ότι έχει την ικανότητα να προβάλλει το όραμά το στο μέλλον, έτσι ώστε να αποκτά βαθύτερη και διαρκέστερ επίγνωση του παρελθόντος απ’ ό,τι ο ιστορικός που η οπτι, κή του καθορίζεται απόλυτα από τη θέση του στην ιστορικ·,, διαδικασία. Οι ιστορικοί που γράφουν ιστορία με μεγαλύτε', ρη διαχρονική αξία αλλά και αντικειμενικότητα είναι εκείν που διαθέτουν ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μακρό πνοη θεώρηση, τόσο του παρελθόντος όσο και του μέλλον , τος. Ο ιστορικός του παρελθόντος μπορεί να προσεγγίσε την αντικειμενικότητα μόνο στο βαθμό που προσεγγίζει τη κατανόηση του μέλλοντος.
Ό ταν σε προηγούμενη παράδοση αποκάλεσα την ιστορία;; διάλογο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, θα ήταν ίσως- καλύτερα να την είχα ονομάσει διάλογο μεταξύ συμβάντων? του παρελθόντος και βαθμιαία αναδυόμενων μελλοντικών’ στόχων. Η ερμηνεία που δίνει ο ιστορικός στο παρελθόν, η επιλογή τι είναι σημαντικό και τι όχι, εξελίσσεται καθώς εμφανίζονται νέοι στόχοι. Για όσο διάστημα υπήρχε η αίσθηση ότι κύριος στόχος ήταν οι συνταγματικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα, οι ιστορικοί ερμήνευαν το παρελθόν με συνταγματικούς και πολιτικούς όρους. Ό ταν οι στόχοι έγιναν κυρίως οικονομικοί και κοινωνικοί, οι ιστορικοί στράφηκαν προς οικονομικές και κοινωνικές ερμηνείες του παρελθόντος. Η νέα ερμηνεία, θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς, δεν είναι περισσότερο αληθινή από την παλιά, αφού όλες οι ερμηνείες είναι σωστές για την εποχή τους. Μολαταύτα, από τη στιγμή που η ενασχόληση με οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους αντιστοιχεί σε πιο προχωρημένη φάση εξέλιξης του ανθρώπου απ’ ό,τι η ενασχόληση με πολιτικούς και συνταγματικούς στόχους, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι και η οικονομική και κοινωνική ερμηνεία της ιστορίας αντιπροσωπεύει πιο προχωρημένη ιστορική φάση απ’ ό,τι η αποκλειστικά πολιτική ερμηνεία. Η παλιά ερμηνεία δεν απορρίπτεται, αλλά εμπεριέχεται στην καινούργια, η οποία την υπερβαίνει.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 163
Η ιστοριογραφία είναι «προοδευτική» επιστήμη, με την έννοια ότι επιδιώκει συνεχώς να διευρύνει και να εμβαθύνει την κατανόηση γεγονότων, των οποίων η διαδοχή είναι αυτή καθεαυτή προοδευτική. Η σύγχρονη ιστοριογραφία έχει αναπτυχθεί τους δύο τελευταίους αιώνες μέσα σε κλίμα π ίστης στην πρόοδο- χωρίς αυτή την πίστη δεν μπορεί να επιβιώσει, αφού έτσι μόνο είναι σε θέση να ξεχωρίζει τι είναι σημαντικό και τι όχι. Προς το τέλος της ζωής του, ο Γκαί- τε έκοψε κάπως απότομα αυτόν τον γόρδιο δεσμό:
Σ ε περιόδους παρακμής, όλες οι τάσεις είναι, υποκειμενικές- από την άλλη μεριά όμως, όταν οι συνθήκες ωριμάζουν για μια νέα εποχή, όλες οι τάσεις είναι αντικειμενικές.23
Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να πιστεύει στο μέλλον της ιστορίας, ή ακόμη και στο μέλλον της κοινωνίας. Δεν αποκλείεται η κοινωνία μας να καταστραφεί, ή να χαθεί από αργή φθορά, και η ιστορία να καταλήξει θεολογία (δηλαδή, μελέτη των θείων επιδιώξεων και όχι των ανθρώπινων επιτευγμάτων), ή λογοτεχνία (δηλαδή αφήγηση θρύλων και περιστατικών). Σ ’ αυτή την περίπτωση πάντως, δεν θα πρόκειται για ιστορία με την έννοια που τη γνωρίζουμε — τουλάχιστον τα 200 τελευταία χρόνια.
Θα ήθελα, επίσης, να αναφερθώ στη γνωστή και συνηθισμένη αντίθεση προς κάθε θεωρία που τοποθετεί το τελικό κριτήριο της ιστορικής κρίσης στο μέλλον. Τα τελευταία 200 χρόνια, οι περισσότεροι ιστορικοί όχι μόνο δέχονταν ότι η ιστορία κινείται προς ορισμένη κατεύθυνση, αλλά και π ίστευαν — συνειδητά ή ασύνειδα — ότι η κατεύθυνση αυτή είναι σε γενικές γραμμές σωστή, ότι η ανθρωπότητα κινείται από το χειρότερο προς το καλύτερο και από το κατώτερο επίπεδο προς το ανώτερο. Ο ιστορικός δεν αναγνώριζε απλώς την κατεύθυνση, αλλά και την υιοθετούσε. Το κριτη-
23. Αναφέρεται σε J. Huizinga, Men and Ideas (1959), σ. 50.
164 Ε.Χ. ΚΑΡ
ριο τι είναι σημαντικό και τι όχι, που εφάρμοζε ως προς την προσέγγισή του στο παρελθόν, δεν βασιζόταν μόνο στην αίσθηση της πορείας που ακολουθεί η ιστορία, αλλά και στην αίσθηση της δικής του ηθικής εμπλοκής σ’ αυτή την πορεία. Η αντίθεση που υποτίθεται ότι υπήρχε μεταξύ του «είναι» και του «δέον», μεταξύ γεγονότος και αξίας, είχε ξεπερα- στεί. Την αισιόδοξη αυτή άποψη, απόρροια μιας εποχής υπέρμετρης εμπιστοσύνης στο μέλλον, ασπάζονταν ου'ιγοι και φιλελεύθεροι, εγελιανοί και μαρξιστές, θεολόγοι και ορ- θολογιστές.
Για 200 περίπου χρόνια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς χωρίς να υπερβάλλει ότι αυτή ήταν η κοινά αποδεκτή έμμεση απάντηση στο ερώτημα «τι είναι ιστορία;». Οι αμφισβητήσεις και οι αντιρρήσεις που ακούγονται σήμερα συνδέονται με τη διάχυτη ατμόσφαιρα ανησυχίας και απαισιοδοξίας, η οποία έχει αφήσει ελεύθερο το πεδίο για τους θεολόγους, που αναζητούν το νόημα της ιστορίας έξω από την ιστορία, και για τους σκεπτικιστές, που δεν βρίσκουν στην ιστορία κανένα νόημα. Απ’ όλες τις πλευρές ακούμε — και μάλιστα εμφατικά— ότι η διάσταση μεταξύ «είναι» και «δέον» είναι απόλυτη και δεν μπορεί/να αρθεί, ότι οι «αξίες» δεν μπορούν να απορρέουν από' «γεγονότα». Πρόκειται, πιστεύω, για δρόμο που δεν οδηγεί πουθενά. Ας δούμε πώς αντιμετωπίζουν το ζήτημα ορισμένοι ιστορικοί που τους επέλεξα λίγο-πολύ τυχαία.
Ο Γκίμπον δικαιολογεί τη μεγάλη έκταση που καταλαμβάνουν στο έργο του οι νίκες του Ισλάμ με βάση το επιχείρημα ότι «οι οπαδοί του Μωάμεθ εξακολουθούν να κρατούν τα πολιτικά και θρησκευτικά σκήπτρα στον Ανατολικό κόσμο». Παράλληλα, προσθέτει ότι «κάτι αντίστοιχο θα ήταν αδικαιολόγητο προκειμένου για τα στίφη που, μεταξύ του 7 ου και του 12ου αιώνα, κατέβηκαν από τις πεδιάδες της Σκυθίας», αφού το Βυζάντιο «απέκρουσε αυτές τις άτακτες επιθέσεις και επέζησε».24 Τπάρχει λογική σ’ αυτό το επι
24. The Decline and Fall of the Roman Empire, κεφ. LV.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 165
χείρημα. Σε γενικές γραμμές, η ιστορία καταγράφει αυτά που έκαμαν οι άνθρωποι, και όχι αυτά που δεν κατάφεραν να κάμουν· απ’ αυτή την άποψη, η ιστορία είναι αναπόφευκτα εξιστόρηση επιτυχιών. Ο Τώνεϋ25 παρατηρεί ότι οι ιστορικοί κάνουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων να φαίνεται αναπόφευκτη, «φέρνοντας στο προσκήνιο τις δυνάμεις που θριάμβευσαν και απωθώντας σε δεύτερο πλάνο εκείνες που ηττήθηκαν κατά κράτος».26 Αυτή δεν είναι κατά μία έννοια και η ουσία του έργου που επιτελεί ο ιστορικός;
Ο ιστορικός δεν πρέπει να υποτιμά τις αντιστάσεις- νίκες που υπήρξαν επίπονες και δύσκολες δεν πρέπει να εμφανίζονται ως απλός “περίπατος” . Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ηττημένοι συνέβαλαν εξίσου όσο και οι νικητές στο τελικό αποτέλεσμα. Αυτά είναι αποφθέγματα οικεία σε κάθε ιστορικό. Η γνωστή φράση του Χέγκελ ότι στην ιστορία «μόνο εκείνοι οι λαοί που καταφέρνουν να δημιουργήσουν κράτος κάνουν αισθητή την παρουσία τους»,27 έχει επικριθεί γιατί δίνει μοναδική αξία στη συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, και επομένως ανοίγει το δρόμο για μια επικίνδυνη «λατρεία του κράτους». Κι όμως, αυτό που προσπαθεί να πει ο Χέγκελ είναι βασικά σωστό και αντικατοπτρίζει τη γνωστή διάκριση σε προϊστορία και ιστορία- μόνο εκείνοι οι λαοί που κατόρθωσαν να οργανώσουν σ’ ένα βαθμό την κοινωνία τους παύουν να είναι «πρωτόγονοι» και “μπαίνουν” στην ιστορία. Ο Καρλάυλ αποκαλούσε τον Λουδοβίκο ΙΕ ' «ενσάρκωση του Παγκόσμιου Σολοικισμού». Προφανώς, η
25. Tawney, Richard Henry (1880-1962). Ά γγ λο ς ιστορικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (1931-49). Στέλεχος του Εργατικού Κόμματος, ασχολήθηκε κυρίω'ς με την οικονομική ιστορία, και ειδικότερα με την εμφάνιση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Κυριότερα έργα του: Το αγροτικό πρόβλημα κατά τον 16ο αιώνα (1912), Η θρησκεία και η άνοδος του καπιταλισμού (1926). [Σ .τ.μ.]
26. R.H. Tawney, The Agrarian Problem in the Sixteenth Century (1912), σ. 177.
27. Στις Παραδόσεις φιλοσοφίας της ιστορίας.
\
166 Ε.Χ. ΚΑΡ
ασυνήθιστη αυτή διατύπωση του άρεσε, γιατί τη χρησιμ' ποίησε και πάλι στο ίδιο έργο του:
Τ ι είναι αυτή η ιλιγγιώδης καθολική κίνηση; Θεσμοί, κ νωνικές ρυθμίσεις, μεμονωμένα μυαλά, που κάποτε λειτου' γούσαν μέσω της συνεργασίας τους, τώρα συγκροόοντ παράφορα. Αναπόφευκτο· είναι η διάλυση του 11αγκόσμι Σολοικισμού, ο οποίος επιτέλους έχει φθαρεί.28
Το κριτήριο είναι και πάλι ιστορικό: ό,τι ταίριαζε σε μι εποχή μετατρέπεται με τον καιρό σε «σολοικισμό», και γί: αυτό καταδικάζεται. Ακόμη και ο Μπερλίν, όταν ξεφεύγ ' από τις υψιπέτεις φιλοσοφικές του αφαιρέσεις και εξετάζ- συγκεκριμένες ιστορικές καταστάσεις, δείχνει να υιοθετ αντίστοιχες απόψεις. Σε μια ραδιοφωνική ομιλία του λίγ μετά την έκδοση του Ιστορικού αναπόφευκτου, εξεθείαζε τον Μπίσμαρκ (παρά τα ηθικά του ελαττώματα) ως «μεγα-; λοφυΐα», ως «το κατ’ εξοχήν παράδειγμα πολιτικού με πο-; λύ υψηλού επιπέδου πολιτική κρίση», συγκρίνοντάς τον μ®· προσωπικότητες όπως ο Ιωσήφ Β ' της Αυστρίας, ο Ροβε-; σπιέρος, ο Λένιν ή ο Χίτλερ, που απέτυχαν να υλοποιήσουν τους «θετικούς στόχους τους». Θεωρώ αυτή την ετυμηγορία! υπερβολική, αλλά προς το παρόν αυτό που ενδιαφέρει είναι1 το κριτήριο στο οποίο βασίζεται. Κατά τον Μπερλίν, ο Μπίσμαρκ καταλάβαινε το υλικό με το οποίο δούλευε, ενώ οι άλλοι παρασύρθηκαν από αφηρημένες θεωρίες, που αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές. Το ηθικό δίδαγμα είναι ότι «η αποτυχία απορρέει από την απόρριψη αυτού που λειτουργεί καλύτερα... και την υιοθέτηση άλλης συστηματικής μεθόδου ή αρχής, που διεκδικεί την ιδιότητα της οικουμενικής αξίας».29 Με άλλα λόγια, το μέτρο για την κρίση του ιστορικού δεν είναι κάποια αρχή που έχει αξιώσεις οικουμενικής αξίας, αλλά το «τι λειτουργεί καλύτερα».
Το κριτήριο «τι λειτουργεί καλύτερα» δεν το επικαλού-
28. Τ. Carlyle, The French Revolution, A, i, κεφ. 4- A, iii, κεφ. 7.29. Εκπομπή στο Γ' Πρόγραμμα του B.B.C., 19 Ιουνίου 1957.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 167
μαστέ, βέβαια, μόνο όταν γίνεται λόγος για το παρελθόν. Αν κάποιος σάς έλεγε πως, κατά τη γνώμη του, θα ήταν επιθυμητό στις σημερινές συνθήκες να ενωθούν η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σ’ ένα κράτος, ίσως θεωρούσατε αρκετά λογική την άποψή του. Αν συνέχιζε υποστηρίζοντας ως πολίτευμα του ενιαίου κράτους τη συνταγματική μοναρχία και όχι την προεδρική δημοκρατία, μπορεί και πάλι να μη θεωρούσατε παράλογη την πρότασή του. Αν, όμως, συμπλήρωνε ότι σκόπευε να αναλάβει πρωτοβουλία για την επανένωση των δύο χωρών υπό το βρετανικό στέμμα, πιθανότατα θα του απαντούσατε ότι θα έχανε άσκοπα τον καιρό του. Προσπαθώντας να του εξηγήσετε γιατί, θα έπρεπε να του πείτε ότι παρόμοια ζητήματα δεν λύνονται με βάση γενικής ισχύος αρχές, αλλά με βάση το τι θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες· θα μπορούσατε ακόμη και να υποπέσετε στο “ αμάρτημα” να επικαλεστείτε την ιστορία με κεφαλαίο I, λέγοντάς του ότι «η Ιστορία» είναι εναντίον του.
Ρόλος του πολιτικού είναι να λαμβάνει υπόψη του όχι μόνο τι είναι ηθικά ή θεωρητικά επιθυμητό, αλλά και τις δυνάμεις που υπάρχουν, καθώς και το πώς θα μπορούσαν αυτές να αξιοποιηθούν ώστε να επιτευχθούν — έστω και εν μέ- ρει— οι επιδιωκόμενοι στόχοι. Οι πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται υπό το φως της ερμηνείας της ιστορίας εδράζονται σ’ αυτόν το συμβιβασμό. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ριζικά εσφαλμένο από το να θέτουμε αφηρημένα, υποτίθεται, κριτήρια για το τι είναι επιθυμητό και να καταδικάζουμε το παρελθόν υπό το φως αυτών των κριτηρίων. Ας αντικαταστήσουμε τη λέξη «επιτυχία», που έχει αποκτήσει τόσες δυσάρεστες συνεκδοχές, με την ουδέτερη έκφραση «αυτό που λειτουργεί καλύτερα». Άλλωστε, μετά από τόσες διαφωνίες μου με τον Σερ Αιζάια Μπερλίν που επισήμανα κατά τη διάρκεια των παραδόσεών μου, χαίρομαι που στο σημείο αυτό εντοπίζω και μια συμφωνία μας.
Η αποδοχή του κριτηρίου «τι λειτουργεί καλύτερα» δεν
168 Ε.Χ. ΚΑΡ
σημαίνει πάντως και πως η εφαρμογή του είναι εύκολη, αυτονόητη. Δεν πρόκειται για κριτήριο που ευνοεί επιπό' λαιες κρίσεις, ή που αποδέχεται την άποψη πως ό,τι υπάρχ καλώς υπάρχει. Η ιστορία αναγνωρίζει ό,τι θα μπορούσα ν αποκαλέσω «καθυστερημένο επίτευγμα». Οι προφανεί αποτυχίες του σήμερα μπορεί να αποδειχθεί ότι συνέβαλα; σημαντικά στα επιτεύγματα του αύριο —η γνωστή περί πτώση των προφητών πριν την εποχή τους. Ένα από τ~ πλεονεκτήματα αυτού του κριτηρίου, σε σχέση με το κριτή.; ριο της σταθερής και καθολικής ισχύος αρχής, είναι ότι μπο.' ρεί να απαιτεί αναβολή της ετυμηγορίας μας, ή δικαιολόγη σή της υπό το φως γεγονότων που δεν έχουν συμβεί ακόμ**: Ο Προυντόν, που μιλούσε με όρους αφηρημένων ηθικών αρ χών, δικαιολογούσε το πραξικόπημα του Ναπολέοντα Γ\ από τη στιγμή που πέτυχε· ο Μαρξ, που απέρριπτε το κρι τήριο των αφηρημένων ηθικών αρχών, καταδίκαζε τοΓ Προυντόν γ ι’ αυτή του τη στάση. Η χρονική απόσταση απ το συγκεκριμένο γεγονός μάς επιτρέπει πιθανόν σήμερα ν αποφανθούμε ότι ο Προυντόν είχε άδικο και ο Μαρξ δίκιο.'
Τα επιτεύγματα του Μπίσμαρκ. προσφέρονται κατ’ εξοχήν για εξέταση του ζητήματος της ιστορικής κρίσης. Πα; ρόλο ότι δέχομαι το κριτήριο «τι λειτουργεί καλύτερα» πο" προτείνει ο Μπερλίν, εξακολουθώ να απορώ με τα στενά κα βραχυπρόθεσμα όρια στα οποία περιορίζει την εφαρμογ. του. Ό ,τ ι δημιούργησε ο Μπίσμαρκ λειτουργεί πράγμα"' καλά; Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως, αντίθετα, οδήγησ σε τεράστιες συμφορές. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι επΓ χειρώ να καταδικάσω τον Μπίσμαρκ, ο οποίος δημιούργησ; το γερμανικό Ράιχ, ή τα εκατομμύρια των γερμανών που τ; επιθυμούσαν και βοήθησαν να δημιουργηθεί. Ως ιστορικό όμως, θα είχα να θέσω ορισμένα ερωτήματα. Οι συμφορέ οι οποίες ακολούθησαν οφείλονταν σε κρυφά ρήγματα πο" υπήρχαν στη δομή του Ράιχ; Μήπως οι ίδιες οι συνθήκε της γέννησής του το προόριζαν να γίνει αυταρχικό ή επιθετικό; Ή μήπως, όταν δημιουργήθηκε το Δεύτερο Ράιχ στην ευρωπαϊκή —ή ακόμη και την παγκόσμια— σκην
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 169
επικρατούσε ήδη συνωστισμός και οι επεκτατικές τάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν ήδη τόσο έντονες, ώστε η εμφάνιση μιας νέας επεκτατικής Μεγάλης Δύναμης αρκούσε για να οδηγηθούμε σε μείζονα σύγκρουση και σε κατάρρευσ η του συστήματος στο σύνολό του;
Αν ισχύει η τελευταία υπόθεση, θα ήταν ίσως λάθος να θεωρήσουμε τον Μπίσμαρκ και τον γερμανικό λαό υπεύθυνους — ή τουλάχιστον, αποκλειστικά υπεύθυνους— για τις δυσμενείς εξελίξεις. Μια αντικειμενική κρίση για τα επιτεύγματα του Μπίσμαρκ και για το πώς αυτά λειτούργησαν προϋποθέτει την απάντηση του ιστορικού σ’ αυτά τα ερωτήματα. Αμφιβάλλω, ωστόσο, κατά πόσο αυτός είναι σήμερα σε θέση να απαντήσει οριστικά. Το μόνο που θα μπορούσα να πω είναι ότι ο ιστορικός της δεκαετίας του 1920 είχε περισσότερες πιθανότητες να είναι αντικειμενικός απ’ ό,τι ο ιστορικός της δεκαετίας του 1880, ότι ο ιστορικός του σήμερα είναι πιθανότερο να είναι αντικειμενικός απ’ ό,τι ο ιστορικός της δεκαετίας του 1920,. κ.ο.κ. Νομίζω ότι επιβεβαιώνεται έτσι η άποψή μου ότι η αντικειμενικότητα στην ιστορία δεν βασίζεται — και δεν μπορεί να βασίζεται — σε καθορισμένο και σταθερό κριτήριο· καθώς η ίδια η ιστορία ακολουθεί την πορεία της, το κριτήριο εξελίσσεται. Η ιστορία αποκτά νόημα και αντικειμενικότητα μόνο όταν υπάρχει συνεκτική σχέση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος.
Ας δούμε τώρα και μια άλλη πτυχή της υποτιθέμενης διάστασης μεταξύ γεγονότος και αξίας. Η άποψη ότι οι αξίες δεν μπορούν να προκύπτουν από τα γεγονότα ευσταθεί εν μέρει μόνο. Αρκεί κανείς να εξετάσει το σύστημα των αξιών που κυριαρχεί σε μια εποχή ή μια χώρα, για να διαπιστώσει σε ποιο βαθμό αυτό διαμορφώνεται από τα γεγονότα του συγκεκριμένου περιβάλλοντος. Επισήμανα ήδη σε προηγούμενη παράδοσή μου το μεταβαλλόμενο ιστορικό περιεχόμενο λέξεων-αξιών, όπως ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη. Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα της Εκκλησίας, ως θεσμού που μέλημά του είναι εν πολλοίς η διάδοση ηθικών αξιών. Δεν έχει κανείς παρά να συγκρίνει τις αξίες των
170 Ε.Χ. ΚΑΡ
πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων με εκείνες των πβί' του Μεσαίωνα, ή τις αξίες των παπών του Μεσαίω· εκείνες των προτεσταντικών Εκκλησιών του 19ου ι— ή ακόμη και τις αξίες της σημερινής ισπανικής ρω 11 καθολικής Εκκλησίας με εκείνες των ποικίλων χριστιανι' Εκκλησιών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι διαφορές « αξιών είναι απόρροια διαφορετικών ιστορικών γεγονό Αν η δουλεία, η φυλετική ανισότητα ή η εκμετάλλευση παιδικής εργασίας θεωρείται σήμερα κατά κανόνα ανή (σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, οπότε αντ τωπίζονταν είτε θετικά είτε ουδέτερα), αυτό οφείλεται συγκεκριμένα γεγονότα, που συνέβησαν τα τελευταία - περίπου χρόνια.
Ο ισχυρισμός, λοιπόν, ότι οι αξίες δεν μπορούν να προ·' πτουν από τα γεγονότα είναι τουλάχιστον μονόπλευρος ‘ παραπλανητικός. Ακόμη και η αντίστροφη διαπίστωση, τα γεγονότα δεν μπορούν να απορρέουν από αξίες, αληθ μόνο εν μέρει και απαιτεί περαιτέρω διευκρινίσεις. Ό προσπαθούμε να μάθουμε τα γεγονότα, οι ερωτήσεις r, θέτουμε —και επομένως, και οι απαντήσεις που παίρν μ ε— υπαγορεύονται από ''το προσωπικό μας σύστη* αξιών. Η εικόνα που έχουμε για τα γεγονότα του ευρύτε; περιβάλλοντος μας διαμορφώνεται από τις αξίες μας, α τις κατηγορίες με τις οποίες προσεγγίζουμε τα γεγονότ Οι αξίες υπεισέρχονται στα γεγονότα και αποτελούν ουσι ‘ δες μέρος τους. Μέσω των αξιών μας αποκτούμε την ικαν τητα να προσαρμοζόμαστε στο περιβάλλον μας, να προσα; μόζουμε το περιβάλλον μας σε μας, και τελικά να κυριαρ χούμε σ’ αυτό. Δίνοντας, όμως, δραματικές διαστάσεις στη πάλη του ανθρώπου με το περιβάλλον του, υπάρχει κίνδυνο να οδηγηθούμε σε ψευδή αντίθεση και αντιδιαστολή μεταξΛ γεγονότων και αξιών. Η πρόοδος στην ιστορία εξασφαλίζεται μέσω της αλληλεξάρτησης και της αλληλεπίδρασης γεγονότων και αξιών. Αντικειμενικός είναι ο ιστορικός που διεισδύει όσο πιο βαθιά γίνεται στην αμφίδρομη αυτή σχέση και διαδικασία.
' , !Ν ^ Ι ΙΣΤΟ ΡΙΑ ;
τονξη που με τον κόσμο του λώ νει μόνο και
Χαρακτηρίίττ^Οζ απ ,ν οποίο χ^αιμοποιούμ:. >e ^ ^ αποΨ^ είναί ο τρόπος με που m8eer<*1 τόσο Μ·^ τ < ^ , ^ λέ-Τ/ «αλήθεια», λέ- :ον κίσμο τ ω ν αξι,ών, π Των ΤεΤονότων όσο και; δύο. Σε όλες τις γλί^ ^ 1 Μ ένο ντα ς στοιχεία και από ει μόνο γεγονότα ή αξ*.0>ς υπαΡΧει μία λέξη που δεν δη-
και τα ojo αυτά σ το ίχε* ^ _ °γικη κρίση, αλλά εμπεριέχει προηγούμενη εβδομάδα μτ^Ό ? °Τ π7ΪΥα στο Λονδίνο την νείς, ωστόσο, δεν θα μιλνού^ 21 V<* / ρ’ ^εί· «γεγονός»· κα- κριμένη ενέργεια μου 0%·τε 2, γΐα <<αλήθεια», αφού η συγκέ- περιεχομένου. Αντίθετα..^ £ , ^ ται °ποιουδήποτε αξιολογικού Πολιτειών μνημονεύουν^ ο·^ .^ ?1 ®εμελιωτές των Ηνωμένων την προφανή αλήθεια *<$Tt ^ Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας ίσα δικαιώματα, μπορε;^ ν0ζ ° ' 00 άνθρωποι γεννιώνται με ριεχόμενο της φράσης πει κ« ^ ς ότι το αξιολογικό πε-κό, και επομένως θα μ π ^Χ υΡοτερο από το διαπιστωτι- θεια». Το βασίλειο τ η ς ισ τ ^ °υσ,ε να Y‘Vet λόγος για «αλή- μεταξύ των δύο αυτώ ν α^ θ ε ια ς βρίσκεται κάπουλογικά ουδέτερων γε-γον£ ων* T°U β°Ρειου π όλου των αξιο- αξιολοηκών κρίσεων π θυ ων’ και του νότιου πόλου των γεγονότα. Ό π ω ς τό ν ι* ^ π Ρ°σπαθούν πάντοτε να γίνουν ο ιστορικός αμφιταλο^^τεύ T‘ απο τγ3ν πρώτη μου παράδοση, νείας, μεταξύ γεγονό>ος ^ ' %L ετα'^ γεγονότος και ερμη- συνδέσει το ένα από το μπορώντας να απο-μπορούσε ίσως να γ ίν εί °' Σ εναν κόσμο στατικό, θα γεγονότος και αξίας. Ο υ σ ^ γΐ<* αυσ^ Ρ ή διάκριση μεταξύ κίνηση, ή —αν κανείς $ ^ 10ί τΎξ- ^ ο ρ ία ς είναι η αλλαγή, η κο όρο- η πρόοδος. δν°χλειται από τον παλαιομοδίτι-
Κλείνόντας, επανέρ^α. ότι η πρόοδος είναι «η αΐ λοιπον στην άποψη του Άκτον οποία πρέπει να γρ<*φετ ‘" ‘"ΐμονική υπόθεση με βάση την λει, να μετατρέψει τ ην t ιστορια». Μπορεί κανείς, αν θέ- νόημα του παρελθόντος θεολογ ία> εξαρτώντας τονάμεις. Μπορεί επίσης ° ,ε^ωιστορικές ή υπερλογικές δυ- χνία, σε απλή συλλογή ς να μετατρέψει σε λογοτε- παρελθόν. Ιστορία Τΐ0υ νη,π? και θρύλους για το
’' « « .* « <*ξ„ του ο ν ί μ α ^ ς τη ς μ π ο -
171
172 Ε.Χ. ΚΑΡ
ρεί, ωστόσο, να γραφτεί μόνο απ’ όσους αποδέχονται 0r J υπάρχει κατεύθυνση στην ιστορία και την αναζητούν. Η πε, ποίθηση ότι έχουμε παρελθόν είναι πάντοτε στενά δεμένη μ ' την πεποίθηση ότι έχουμε μέλλον. Μια κοινωνία που δεν πι, στεύει στη δυνατότητά της να προοδεύσει θα πάψει σύντομα- να ασχολείται και με την προοδό της κατά το παρελθόν·. Ό πω ς είπα και στην αρχή της πρώτης μου παράδοσης, η; άποψή μας για την ιστορία αντανακλά την άποψή μας για· την κοινωνία. Επανέρχομαι, λοιπόν, στην αρχική αυτή θέση μου, διακηρύσσοντας την πίστη μου στο μέλλον της κοινωνίας και στο μέλλον της ιστορίας.
Ο ορίζοντχς Siευρύνεται
Η άποψη που ανέπτυξα στις προηγούμενες παραδόσεις μου, otl η ιστορία είναι διαδικασία σε αέναη κίνηση και ο ιστορικός κινείται επίσης «εντός της», με ωθεί σε ορισμένα συμπεράσματα για το ρόλο της ιστορίας και του ιστορικού σήμερα. Ζούμε σε εποχή κατά την οποία η ατμόσφαιρα βαραίνει με προβλέψεις για παγκόσμια καταστροφή, προβλέψεις που ούτε να τις υιοθετήσει κανείς είναι εύκολο, αλλά ούτε να τις απορρίψει κατηγορηματικά. Μολαταύτα, θα προχωρήσω στην εξέταξη του παρόντος και του μέλλοντος της κοινωνίας μας, θεωρώντας δεδομένο ότι ο κόσμος — ή τουλάχιστον, το μεγαλύτερο μέρος το υ - θα επιζήσει από τους κινδύνους που τον απειλούν, ότι η ιστορία θα εξακολουθήσει την πορεία της.
Λίγο μετά το μέσον του 20ού αιώνα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αλλαγές πιο βαθιές —πιο σαρωτικές, ίσως — απ’ όλες όσες συντελέστηκαν αφότου ολοκληρώθηκε η μετάβαση από τον μεσαιωνικό στον σύγχρονο κόσμο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αλλαγές που παρατηρούνται σήμερα είναι, σε τελική ανάλυση, απόρροια των επιστημονικών ανακαλύψεων και εφευρέσεων, της ολοένα και ευρύτερης εφαρμογής τους, καθώς και των εξελίξεων που αποτελούν άμεση ή έμμεση συνέπεια τους. Η πιο εμφανής όψη αυτής της αλλαγής είναι οι κοινωνικές ανακατατάξεις, ανάλογες σε έκταση και σημασία μόνο με εκείνες που, κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα, σηματοδότησαν την άνοδο της αστικής τάξής. Τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη νέα διάρθρωση της παραγωγής, και κατ’ επέκταση της κοινωνίας, είναι τόσο
μεγάλα και σύνθετα, ώστε είναι, αδύνατον να εξεταστο εδώ. Θα περιοριστώ σε δύο μόνο πτυχές της διαδικασίας ζικών αλλαγών, που θεωρώ ότι σχετίζονται άμεσα με το μα μου και τις οποίες θα μπορούσα να ονομάσω «αλλα βάθους» και «αλλαγές γεωγραφικού κέντρου βάρους».
Η ιστορία ξεκινά όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να βλέπουν ' πέρασμα του χρόνου όχι με όρους φυσικών διαδικασιών Μ κύκλος των εποχών του έτους, η διάρκεια της ανθρώπι· '1 ζωής), αλλά με όρους συμβάντων, στα οποία οι άνθρωπΓ εμπλέκονται συνειδητά και τα οποία μπορούν να επηρε σουν. Κατά τον Μπούρκχαρτ, ιστορία είναι «η ρήξη με ^ φύση που προκαλείται από την αφύπνιση της συνείδησης»! Ιστορία είναι η μακρά προσπάθεια του ανθρώπου να κατα νοήσει το περιβάλλον στο οποίο ζει, χρησιμοποιώντας ι{ λογική του, και να επιδράσει σ' αυτό. Η σύγχρονη εποχ/ ωστόσο, είδε να διευρύνεται το φάσμα αυτών των προσπα; θειών, και μάλιστα με ρηξικέλευθο τρόπο. Ο άνθρωπος πρα σπαθεί σήμερα να καταλάβει όχι μόνο το περιβάλλον το-* αλλά και τον εαυτό του- αυτό προσθέτει, κατά κάποιον τρό-ί πο, νέα διάσταση τόσο στον ορθό λόγο όσο και στην ιστορία* Η εποχή μας έχει πολύ περισσότερο συνείδηση της ιστορία' απ’ ό,τι όλες οι προηγούμενες εποχές. Ο σύγχρονος άνθρω-! πος έχει σε πρωτοφανή βαθμό συνείδηση του εαυτού του,; και κατ’ επέκταση συνείδηση της ιστορίας. Ψάχνει με πάθος το μισοσκόταδο του παρελθόντος του, ελπίζοντας ότι έτσι θα φωτίσει κάπως το δρόμο που ακολουθεί· αλλά και αντίστροφα, οι προσδοκίες και ανησυχίες του για ό,τι βρίσκεται μπροστά του ενισχύουν τη βαθύτερη γνώση του παρελθόντος του. Με λίγα λόγια, παρελθόν, παρόν και μέλλον αποτελούν κρίκους της ατέρμονης αλυσίδας της ιστορίας.
Η αλλαγή που έφερε η ανάπτυξη της αυτοσυνείδησης στον άνθρωπο μπορούμε να πούμε ότι αρχίζει με τον Ντε- κάρτ. Τότε για πρώτη φορά ο άνθρωπος ορίζεται ως ον που
174 Ε.Χ. ΚΑΡ
1. J. Burckhardt, Reflections on History (1959), σ. 31.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 175
μπορεί όχι μόνο να σκέφτεται, αλλά και να σκέφτεται τη σκέψη του, που μπορεί να παρατηρεί τον παρατηρούντα εαυτό του, που μπορεί να είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο τόσο της σκέψης όσο και της παρατήρησης. Η εξέλιξη αυτή ολοκληρώθηκε και έγινε εμφανέστερη στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ο Ρουσώ άνοιξε νέους ορίζοντες για την ανθρώπινη αυτογνωσία και αυτοσυνείδηση, θέτοντας τις βάσεις για μια νέα προσέγγιση του φυσικού κόσμου και του πολιτισμού. Η Γαλλική Επανάσταση, έγραφε ο Τοκβίλ, είχε πηγή έμπνευσή της την πεποίθηση ότι «το ζητούμενο ήταν να αντικατασταθεί το πλέγμα παραδοσιακών εθίμων, που ισχύει στην υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, από απλούς, στοιχειώδεις κανόνες, που απορρέουν από τον ορθό λόγο και τον φυσικό νόμο».2 «Ποτέ έως τότε», σημείωνε ο Άκτον, «οι άνθρωποι δεν είχαν επιδιώξει την ελευθερία γνωρίζοντας τι ζητούν».3 Για τον Άκτον, όπως και για τον Χέγκελ, ελευθερία και ορθός λόγος συμβάδιζαν πάντοτε.
«ΓΙριν 87 χρόνια οι πατέρες μας έφεραν στον κόσμο ένα καινούργιο έθνος, που κυοφορήθηκε σε συνθήκες ελευθερίας και αφιερώθηκε στην αρχή ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιώνται ίσοι». Σύμφωνα και με τη φράση αυτή του Λίνκολν, η δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ήταν η πρώτη φορά που άνθρωποι αποφάσισαν συνειδητά να αποτε- λέσουν έθνος, στους κόλπους του οποίου να διαπλάσουν άλλους ανθρώπους. Τον 17ο και 18ο αιώνα, ο άνθρωπος είχε ήδη αποκτήσει πλήρη συνείδηση του κόσμου που τον περιβάλλει και των νόμων που τον διέπουν. Οι μυστηριώδεις βουλές της ανεξιχνίαστης θείας πρόνοιας υποκαθίστανται έτσι από νόμους. Με τον καιρό μάλιστα, καθώς ο άνθρωπος συνειδητοποιεί πλήρως την εξουσία του επί του περιβάλλοντος του και του εαυτού του, αποκτά και συνείδηση του δι-
2. A. de Tocqueville, De I’ Ancien R6gime, Γ', κεφ. 1.3. Ανέκδοτο χειρόγραφο (Add. MSS. 4870), Cambridge University
Library.
176 Ε.Χ. ΚΑΡ
καιώματός του να φτιάχνει ο ίδιος τους νόμους που τον δε-| σμεύουν.
Η πορεία από τον 18ο αιώνα ώς τον σύγχρονο κόσμος ήταν μακρά και βαθμιαία. Οι αντιπροσωπευτικοί φιλόσοφοί,! της μεταβατικής περιόδου ήταν ο Χέγκελ και ο Μαρξ, ο ρόλος των οποίων υττήρξε αμφιλεγόμενος. Ο Χέγκελ ήταν πεισμένος ότι οι νόμοι της θείας πρόνοιας έχουν μετατραπεί σε; νόμους του ορθού λόγου. Το παγκόσμιο πνεύμα του Χέγκελ· κρατάει στο ένα του χέρι τη θεία πρόνοια και στο άλλο τον ; ορθό λόγο. Ό ταν ο Χέγκελ γράφει για τον ορθολογικό προο- ρισμό του παγκόσμιου πνεύματος,4 πρόκειται ουσιαστικά για την αντίληψη του Ά νταμ Σμιθ περί αρμονίας των συμφερόντων, μεταφρασμένη στη γλώσσα της γερμανικής φιλοσοφίας. Το ρόλο που κατά τον Ά νταμ Σμιθ παίζει το «κρυμμένο χέρι», τον παίζει κατά τον Χέγκελ η περιβόητη «πανουργία του Λόγου», που ωθεί τους ανθρώπους να εκπληρώνουν στόχους των οποίων δεν έχουν συνείδηση. («Τα άτομα ικανοποιούν τα προσωπικά τους συμφέροντα», έγραφε αντίστοιχα ο Ά νταμ Σμιθ, «αλλά την ίδια στιγμή επιτε- λούν και κάτι άλλο, που, αν και δεν υπάρχει στη συνείδησή τους, υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση στις πράξεις τους»). Παράλληλα όμως, ο Χέγκελ ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που θεώρησε ουσία της πραγματικότητας την ιστορική αλλαγή και την ανάπτυξη της συνείδησης του ανθρώπου για τον εαυτό του. Ιστορική εξέλιξη σήμαινε εξέλιξη προς την έννοια της ελευθερίας. Ωστόσο, ο Χέγκελ, όντας πολιτικά υπερβολικά επιφυλακτικός και — ιδιαίτερα μετά την Παλινόρθωση του 1815 στη Γαλλία— υπερβολικά προσκολλημέ- νος στο κατεστημένο της εποχής του, δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο στις φιλοσοφικές προτάσεις του. Ο Χέρτσεν ήταν εξαιρετικά εύστοχος όταν χαρακτήριζε τη θεωρία του Χέγκελ «άλγεβρα της επανάστασης». Το αριθμητικό στοιχείο στις αλγεβρικές εξισώσεις του Χέγκελ προστέθηκε από τον Μαρξ.
4. Στις Παραδόσεις φιλοσοφίας της ιστορίας.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 177
Ο Μαρξ, βασισμένος αφενός στη φιλοσοφία του Χ έγκελ και αφετέρου στην οικονομική θεωρία του Ανταμ Σ μ ιθ , εκκινούσε από την αντίληψη ενός κόσμου που διέττεται από λογικούς φυσικούς νόμους. Όπως και ο Χέγκελ, αλλά αυτή τη φορά με πρακτική και συγκεκριμένη μορφή, προσέβλεπε σ’ έναν κόσμο του οποίου οι νόμοι προκύπτουν απο τη λογική εξέλιξη ως επακόλουθο της επαναστατικής δράσης. Στην τελική σύνθεση του Μαρξ, η ιστορία σήμαινε τρια πράγματα, άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους, ώστε να αποτελούν συνεκτικό και λογικό σύνολο: την κίνηση σύμφωνα με αντίχειμε- νικούς (πρωταρχικά οικονομικούς) νόμους· τη συνακόλουθη ανάπτυξη της σκέψης μέσω της διαλεκτικής εξέλιξης· και τη δράση, με τη μορφή της πάλης των τάξεων, ως φυσική συνέπεια, με την οποία η επαναστατική θεωρία και πράξη συμφιλιώνονται και ενοποιούνται. Η θεωρία του Μ αρξ απο- τελεί σύνθεση αντικειμενικών νόμων και συνειδητής δράσης ικανής να μεταφράσει τους νόμους σε πράξη, κράμα αυτού που συνήθως αποκαλείται (εσφαλμένα) ντετερμινισμός και βολανταρισμού. Ο Μαρξ έκανε συνεχώς λόγο για νόμους στους οποίους οι άνθρωποι ώς τώρα υπόκεινταν χωρίς να έχουν συνείδησή τους· εξάλλου, επανειλημμένα τόνιζε αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «ψευδή συνείδηση» όσων εμπλέκονται στην καπιταλιστική οικονομία και κοινωνία.
«Οι αντιλήψεις για τους νόμους της παραγωγής, όπως αυτές διαμορφώνονται στο μυαλό των φορέων παραγωγής και κυκλοφορίας των αγαθών, διαφέρουν ριζικά από τους νόμους που πράγματι ισχύουν», έγραφε ο Μαρξ στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου. Παράλληλα, υπάρχουν στα κείμενά του και πανηγυρικές εκκλήσεις για συνειδητή επαναστατική δράση. « Ώ ς τώρα οι φιλόσοφοι ερμήνευαν τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Όμως, το θέμα είναι να τον αλλάξουμε», αναφέρεται στην πασίγνωστη θέση στον Φόυερμπαχ. «Το προλεταριάτο», προσέθετε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, «θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για να αφαιρέσει βαθμιαία το κεφάλαιο από τα χέρια της αστικής τάξης και να συγκεντρώσει όλα τα μέσα παραγωγής στα
178 Ε.Χ. ΚΑΡ
χέρια του κράτους». Τέλος, στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου ΒονχπάρτΊ7, ο Μαρξ έγραφε για «αυτοσυνείδηση που διαλύει, μέσω μακροχρόνιων διαδικασιών, κάθε παραδοσιακή ιδέα». Το προλεταριάτο θα “ έσβηνε” την ψευδή συνείδηση της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και θα έφερνε την αληθή συνείδηση της αταξικής κοινωνίας.
Ωστόσο, η αποτυχία των επαναστάσεων του 1848 υπήρξε σοβαρή ήττα και ανέστειλε τις εξελίξεις, που φαίνονταν επικείμενες όταν ο Μαρξ έγραφε τα πρώτα του έργα. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήταν, σε γενικές γραμμές, περίοδος ευημερίας και σταθερότητας. Στον Μαρξ πάντως, η «τάξη», έστω κι αν δεν ορίζεται σαφώς, παραμένει κατά βάση αντικειμενική έννοια, που εδράζεται στην οικονομική ανάλυση. Με τον Λένιν, η έμφαση μετατοπίζεται από την «τάξη» στο «κόμμα», το οποίο αποτελεί την πρωτοπορία της τάξης και «εισάγει» σ’ αυτή την απαραίτητη αυτοσυνείδηση. Στον Μαρξ, η «ιδεολογία» είναι αρνητικά φορτισμένη έννοια, απόρροια της ψευδούς συνείδησης που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Στον Λένιν, η ιδεολογία αποκτά ουδέτερο ή θετικό περιεχόμενο και ενσταλάζεται στη μεγάλη μάζα των δυνάμει ταξικά συνειδητών εργατών από μια πρωτοπορία με ταξική συνείδηση- η διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης παύει να είναι αυτόματη διαδικασία και γίνεται κάτι που πρέπει να κατακτηθεί με συνειδητή δράση.
Ο άλλος μεγάλος στοχαστής που προσέθετε νέα διάσταση στον ορθό λόγο ήταν ο Φρόυντ. Διαπαιδαγωγημένος με τις αρχές του φιλελεύθερου ατομικισμού, ο Φρόυντ δεχόταν ανεπιφύλακτα την ύπαρξη θεμελιώδους αντίθεσης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, προσέγγιζε τον άνθρωπο ως βιολογική μάλλον παρά κοινωνική οντότητα, ενώ παράλληλα έτεινε να θεωρεί το κοινωνικό περιβάλλον δεδομένο, και όχι κάτι που διαμορφώνεται και μεταμορφώνεται συνεχώς από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οι μαρξιστές επέκριναν κατά κανόνα τον Φρόυντ ότι προσεγγίζει τα κοινωνικά προβλήματα από τη σκοπιά του ατόμου κυρίως, κατηγορώντας τον μάλιστα ορισμένες φορές ως αντιδραστικό. Η μομφή αυτή θα ταίριαζε
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 179
όχι τόσο στον ίδιο τον Φρόυντ, όσο στη σύγχρονη νεοφροϋ- δική σχολή που ακμάζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία θεωρεί ότι τα προβλήματα προσαρμογής είναι εγγενή στο άτομο και όχι στη δομή της κοινωνίας. Όσο για τον ισχυρισμό ότι με τον Φρόυντ ο ρόλος του άλογου στοιχείου στις ανθρώπινες υποθέσεις επεκτείνεται, πρόκειται για εντελώς εσφαλμένο συμπέρασμα, το οποίο βασίζεται στη χονδροειδή σύγχυση μεταξύ της απλής αναγνώρισης του ρόλου που παίζει το άλογο στοιχείο και της λατρείας του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στον αγγλόφωνο τουλάχιστον κόσμο, παρατηρούνται σήμερα φαινόμενα «λατρείας του άλογου στοιχείου», κυρίως από εκείνους που υποτιμούν τα επιτεύγματα και τις δυνατότητες του ορθού λόγου — ως επακόλουθο ίσως των γενικότερων τάσεων απαισιοδοξίας και υπερσυντηρητισμού, στις οποίες θα αναφερθώ πιο κάτω. Οι ρίζες αυτών των απόψεων, ωστόσο, πολύ απέχουν από το να βρίσκονται στον Φρόυντ, ο οποίος ήταν ανεπιφύλακτα— σχεδόν “ ωμά” θα μπορούσε να πει κανείς — ορθολογιστής. Ρίχνοντας φως στις ασύνειδες ρίζες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο Φρόυντ διεύρυνε τους ορίζοντες της γνώσης μας και της δυνατότητάς μας να κατανοούμε την πραγματικότητα· αύξησε την ικανότητά μας να γνωρίζουμε και να ελέγχουμε τον εαυτό μας, και επομένως και το περιβάλλον μας. Α π’ αυτή την άποψη, η θεωρία του συνιστά επαναστατικό και προοδευτικό επίτευγμα, που μάλλον συμπληρώνει παρά αντικρούει το έργο του Μαρξ. Αν και δεν ξέφυγε ποτέ εντελώς από την αντίληψη ότι η ανθρώπινη φύση είναι σταθερή και αμετάβλητη, ο Φρόυντ προσέφερε τα εργαλεία γ,ια τη βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, και επομένως για τη συνειδητή αλλαγή της.
Για τον ιστορικό, η ιδιαίτερη σημασία του Φρόυντ είναι διττή. Πρώτον, ο Φρόυντ έβαλε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της παλιάς αυταπάτης ότι, για να εξηγηθούν οι ενέργειες των ανθρώπων, αρκούν τα κίνητρα που οι ίδιοι προβάλλουν, ή πιστεύουν ότι τους ώθησαν να δράσουν. Το βήμα αυτό υπήρξε αναμφισβήτητα θετικό, χωρίς όμως και να
180 Ε.Χ. ΚΑΡ
συμμερίζομαι τη σημερινή τάση ορισμένων να φωτίζουν τη*, συμπεριφορά ιστορικών προσωπικοτήτων μέσω ψυχαναλυτικών μεθόδων. Η διαδικασία της ψυχανάλυσης βασίζεται* στην “ανάκριση” του αναλυόμενου, και φυσικά δεν μπορεί·! κανείς να ξαπλώσει στο ντιβάνι έναν νεκρό. Δεύτερον, ο , Φρόυντ ενθαρρύνει έμμεσα τον ιστορικό να εξετάσει τη δική του θέση στην ιστορία, τα φανερά ή κρυφά κίνητρα που τον*; ώθησαν να επιλέξει το συγκεκριμένο θέμα, τη συγκεκριμένη .. περίοδο, ή τα συγκεκριμένα γεγονότα — όπως αντίστοιχα ο Μαρξ ωθεί τον ιστορικό να εξετάσει το κοινωνικό υπόβαθρο που καθόρισε την οπτική του γωνία, την αντίληψή του για το μέλλον, η οποία και διαμορφώνει την αντίληψή του για . το παρελθόν. Μετά τον Μαρξ και τον Φρόυντ, ο ιστορικός δεν έχει πια καμιά δικαιολογία να θεωρεί τον εαυτό του αποστασιοποιημένο παρατηρητή, εκτός κοινωνίας και εκτός ιστορίας. Ζούμε τον αιώνα της αυτοσυνείδησης και ο ιστορικός μπορεί και πρέπει «να ξέρει τι κάνει».
Η μετάβαση σε ό,τι ονομάζω σύγχρονο κόσμο, η επέκταση του ορθού λόγου σε νέα πεδία, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Ορισμένα από τα κύρια συμπτώματα αυτής της μετάβασης θα εξετάσω αμέσως τώρα.
Ας αρχίσω με την οικονομία. Ώ ς το 1914, η πίστη σε αντικειμενικούς οικονομικούς νόμους που διέπουν την οικονομική συμπεριφορά χωρών και ανθρώπων, και τους οποίους κανείς δεν μπορεί να αψηφήσει χωρίς κόστος, ήταν ουσιαστικά ακλόνητη. Οι κύκλοι του εμπορίου, οι διακυμάνσεις των τιμών, η ανεργία, καθορίζονταν απ’ αυτούς τους νόμους. Η άποψη αυτή εξακολούθησε να κυριαρχεί ώς τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση και τη δεκαετία του 1930. Έκτοτε, οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Σήμερα, κανείς σχεδόν δεν δίνει στον όρο «οικονομικοί νόμοι» το ίδιο περιεχόμενο. Η αλλαγή αυτή είναι κυρίως απόρροια της μετάβασης από την ατομική στη μεγάλης κλίμακας καπιταλιστική παραγωγή. Όσο στην αγορά κυριαρχούσε ο μεμονωμένος έμπορος ή επιχειρηματίας, κανείς δεν φαινόταν ικανός να ελέγχει την οικονομία, ή έστω να την επηρεάζει καθοριστικά — εξ ου
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 181
και η αυταπάτη περί απρόσωπων νόμων και διαδικασιών. Ακόμη και την Τράπεζα της Αγγλίας στις μέρες της μεγάλης δόξας της, δεν τη θεωρούσαν επιδέξιο χειριστή οικονομικών καταστάσεων και μεγεθών, αλλά ένα είδος αντικειμενικού, οιονεί αυτόματου θεματοφύλακα των οικονομικών εξελίξεων.
Με τη μετάβαση από την οικονομία του laissez-faire στη διευθυνόμενη (είτε από μεγάλα καπιταλιστικά μονοπώλια και τραστ, είτε από το κράτος) οικονομία, οι ψευδαισθήσεις διαλύθηκαν. Σήμερα είναι σαφές ότι ορισμένοι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις με συγκεκριμένους στόχους, και ότι η πορεία της οικονομίας εξαρτάται κατά βάση απ’ αυτές τις αποφάσεις. Όλοι πια γνωρίζουμε ότι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας που καθορίζει την τιμή των προϊόντων. Η μετάβαση από το laissez-faire στο σχεδιασμό, από την πίστη σε αντικειμενικούς οικονομικούς νόμους στην πεποίθηση ότι ο άνθρωπος με τη δράση του μπορεί να καθορίζει την οικονομική του μοίρα, είναι αναμφισβήτητη. Η οικονομική πολιτική έχει πια γίνει μέρος της κοινωνικής πολιτικής. Το 1910, στον τελευταίο τόμο της Cambridge Modem History, να τι έγραφε διορατικά ένας συγγραφέας που μόνο μαρξιστής δεν ήταν:
Η πίστη στη δυνατότητα κοινωνικής μεταρρύθμισης μέσω συνειδητών προσπαθειών είναι κυρίαρχο ρεύμα στην ευρωπαϊκή σκέψη, έχοντας υποσκιάσει την πίστη στην ελευθερία ως πανάκεια... Η διάδοσή της είναι σήμερα εξίσου σημαντική και γόνιμη όσο και η πίστη στα ανθρώπινα δικαιώματα κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης.5
Σήμερα, 50 περίπου χρόνια αργότερα, και αφού βέβαια έχει μεσολαβήσει η Ρωσική Επανάσταση και η Μεγάλη Οικονομική Κρίση, η άποψη αυτή θεωρείται σχεδόν κοινός τόπος. Η μετάβαση από την παθητική αποδοχή αντικειμενικών οι-··
5. Cambridge Modern History, X II (1910), α. 15. Συγγραφέας του κεφαλαίου αυτού ήταν ο S. Leathes.
182 Ε.Χ. ΚΑΡ
κονομίκών νόμων (οι οποίοι, έστω κι αν υποτίθεται ότι είναι σύμφωνοι με τον ορθό λόγο, δεν ελέγχονται και δεν επηρεάζονται από τον ανθρώπινο παράγοντα) στην πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να ελέγχει την οικονομική του μοίρα μέσω της συνειδητής δράσης αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, πρόοδο, αφενός ως προς την ισχύ του ορθού λόγου, και αφετέρου ως προς τη δυνατότητα του ανθρώπου να κατανοεί και να ελέγχει τον εαυτό του και το περιβάλλον του.
Ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου δεν αρκεί για να εξετάσω αντίστοιχες εξελίξεις σε άλλα πεδία. Ακόμη και η επιστήμη, όπως επισήμανα ήδη, δεν ασχολείται σήμερα τόσο με την αναζήτηση αντικειμενικών φυσικών νόμων, όσο με τη διατύπωση υποθέσεων εργασίας, μέσω των οποίων ο άνθρωπος μπορεί να αξιοποιήσει τη φύση χάριν των σκοπών του και να μετασχηματίσει το περιβάλλον του. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ίσως ότι ο άνθρωπος έχει χρησιμοποιήσει συνειδητά τον ορθό λόγο όχι μόνο για το μετασχηματισμό του περιβάλλοντος του, αλλά και του εαυτού του. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Μάλθους προσπάθησε να διατυπώσει αντικειμενικούς δημογραφικούς νόμους, οι οποίοι λειτουργούν— όπως και οι αντίστοιχοι νόμοι της αγοράς, που διατύπωσε ο Ά νταμ Σμιθ — χωρίς ο άνθρωπος να έχει συνείδησή τους. Σήμερα, κανείς δεν πιστεύει στην ύπαρξη παρόμοιων αντικειμενικών νόμων· αντίθετα, ο έλεγχος των γεννήσεων έχει γίνει ζήτημα ορθολογικής και συνειδητής κοινωνικής πολιτικής. Στην εποχή μας ο μέσος όρος ζωής έχει αυξηθεί σημαντικά και η αναλογία μεταξύ των γενεών στον πληθυσμό έχει αλλάξει. Επίσης γνωρίζουμε πια ότι υπάρχουν ουσίες που μπορούν να επηρεάσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, ή εγχειρήσεις που είναι ικανές να αλλάξουν το χαρακτήρα του ανθρώπου. Τόσο ο άνθρωπος όσο και η κοινωνία έχουν αλλάξει χάρη σε συνειδητή προσπάθεια και δράση, και μάλιστα μπροστά στα μάτια μας.
Οι πιο σημαντικές πάντως απ’ αυτές τις αλλαγές είναι ίσως εκείνες που οφείλονται στην εξέλιξη των μεθόδων πει- θούς και εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμιδών
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 183
επιχειρούν σήμερα συνειδητά να συμβάλουν όσο το δυνατόν περισσότερο στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας ορισμένου τύπου, ενσταλάζοντας στη νέα γενιά τις απόψεις, τις στάσεις και τις πεποιθήσεις που ταιριάζουν στον συγκεκριμένο τύπο κοινωνίας. Η εκπαιδευτική πολιτική αποτελεί πια αναπόσπαστο μέρος της ορθολογικά σχεδιασμένης κοινωνικής πολιτικής. Κύριος ρόλος του ορθού λόγου δεν είναι πια να ερευνά απλώς, αλλά να μετασχηματίζει. Η αυξημένη συνείδηση της δυνατότητας του ανθρώπου να επηρεάζει θετικά τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις μέσω της εφαρμογής ορθολογικών διαδικασιών, πιστεύω ότι είναι μια από τις κυριότερες εκφάνσεις των επαναστατικών αλλαγών που χαρακτηρίζουν τον 20ό αιώνα.
Αυτή η “ επέκταση” του ορθού λόγου εντάσσεται στη συνολικότερη εκείνη διαδικασία που σε προηγουμένη παράδοση ονόμασα «εξατομίκευση», η οποία συνίσταται στη διαφοροποίηση των ανθρώπινων δεξιοτήτων, ασχολιών και ευκαιριών, ως επακόλουθο της γενικότερης προόδου του πολιτισμού. Ίσω ς η πιο μακρόπνοη κοινωνική συνέπεια της βιομηχανικής επανάστασης να ήταν ο βαθμιαίος πολλαπλασιασμός εκείνων που μαθαίνουν να σκέφτονται ορθολογικά. Η κοινωνική, η τεχνολογική και η επιστημονική επανάσταση είναι αναπόσπαστα μέρη της ίδιας διαδικασίας. Δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε πόσο εμπλουτίστηκε και διαφοροποιή- θηκε τα τελευταία 50-60 χρόνια η ιστορία —ή και οποιαδή- ποτε άλλη επιστήμη— και πόσο αυξήθηκαν τα περιθώρια της εξειδίκευσης. Έ χω , ωστόσο, υπόψη μου ένα ακόμη πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πριν 30 περίπου χρόνια, ένας ανώτερος γερμανός αξιωματικός, που επισκεπτόταν τη Σοβιετική Ένωση, κατέγραφε ορισμένες διαφωτιστικές παρατηρήσεις ενός σοβιετικού αξιωματικού που ασχολούνταν με τη δημιουργία αξιόμαχης Κόκκινης Αεροπορίας.
Εμείς οι Ρώσοι έχουμε ακόμη να κάμουμε με έμψυχο υλικό που παραμένει πρωτόγονο. Είμαστε αναγκασμένοι να προσαρμόσουμε τα αεροπλάνα στον τύπο πιλότου που διαθέτου
184 E X. KAP
με. Στο βαθμό που θα καταφέρουμε να διαμορφώσουμε νέου τύπου πιλότους, θα τελειοποιηθεί και η τεχνική εξέλιξη του υλικού. Οι δυο παράγοντες επηρεάζονται αμοιβαία. Π ρω τόγονο έμψυχο υλικό δεν είναι κατάλληλο για πολύπλοκες μηχανές.6
Σήμερα, μια γενιά αργότερα, γνωρίζουμε ότι οι σοβιετικές μηχανές δεν είναι πια πρωτόγονες, όπως δεν είναι «πρωτόγονοι» και τα εκατομμύρια σοβιετικών πολιτών που σχεδιάζουν, κατασκευάζουν και χρησιμοποιούν αντίστοιχες μηχανές. Ως ιστορικός, ενδιαφέρομαι κατ’ εξοχήν γ ι’ αυτό το φαινόμενο. ΕξορΘολογισμός της παραγωγής σημαίνει κάτι πολύ πιο σημαντικό: εξορθολογισμό του ανθρώπου. Σε όλον τον κόσμο σήμερα, «πρωτόγονοι» άνθρωποι μαθαίνουν να χρησιμοποιούν περίπλοκες μηχανές, και επομένως να σκέφτονται λογικά. Η επανάσταση που εγώ αποκαλώ «επέκταση του ορθού λόγου» βρίσκεται, επομένως, στα πρώτα της μόλις βήματα.
Ορισμένοι απαισιόδοξοι και σκεπτικιστές θα με ανακαλέσουν σίγουρα στην τάξη αν παραλείψω σ’ αυτό το σημείο να αναφερθώ στους κινδύνους και τις αβεβαιότητες που γεννά η πίστη στον θετικό ρόλο του ορθού λόγου. Σε προηγούμενη παράδοσή μου, είχα την ευκαιρία να επισημάνω ότι η μεγαλύτερη εξατομίκευση (με την έννοια που έδωσα στον όρο πιο πάνω) δεν συνοδεύτηκε από μείωση των πιέσεων για ομοιομορφία και συμμόρφωση προς τα κυρίαρχα πρότυπα. Πρόκειται, πράγματι, για ένα από τα παράδοξα της σύνθετης κοινωνίας στην οποία ζούμε. Η εκπαίδευση, αναγκαίο και ισχυρό όργανο για τη διεύρυνση των ατομικών ικανοτήτων και ευκαιριών, και επομένως για την ενίσχυση της εξατομί- κευσης, είναι ταυτόχρονα και ισχυρό εργαλείο στα χέρια εκείνων των ομάδων και εκείνων των συμφερόντων που επιθυμούν την κοινωνική ομοιομορφία. Η απαίτηση για μεγαλύτερη υπευθυνότητα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που
6. Vierteljahrshefte fur Zeitgeschichte, Μόναχο 1953, σ. 38.
ΤΙ ΕΙΝΛΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 185
τόσο συχνά διατυπώνεται, έχει καταρχήν στόχο ορισμένα αρνητικά φαινόμενα, τα οποία όλοι λίγο-πολύ καταδικάζουμε. Συχνά, ωστόσο, η απαίτηση αυτή καταλήγει σε προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν τα πανίσχυρα αυτά εργαλεία ως μέσα μαζικής πειθούς, ικανά να επιβάλουν τάσεις και απόψεις που θεωρούνται «κοινά αποδεκτές», να διαπλάσουν και να στρέψουν τους πολίτες — και μέσω αυτών την κοινωνία — προς την κατεύθυνση που επιθυμούν όσοι ελέγχουν τα media.
Άλλα γλαφυρά παραδείγματα κινδύνων που απειλούν τον σύγχρονο άνθρωπο είναι η εμπορική διαφήμιση και η πολιτική προπαγάνδα. Συχνά μάλιστα, οι δυο αυτές δραστηριότητες βρίσκονται στα χέρια των ίδιων προσώπων. Ό λο και περισσότερο, τα πολιτικά κόμματα και οι υποψήφιοι αναθέτουν την επικοινωνιακή τους πολιτική σε επαγγελματίες διαφημιστές. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται τόσο στην προώθηση προϊόντων όσο και στην πολιτική διαφήμιση είναι πλέον εντυπωσιακά όμοιες. Οι διαφημιστές και οι υπεύθυνοι για τις καμπάνιες των κομμάτων δεν χρησιμοποιούν τον ορθό λόγο στατικά, αλλά δυναμικά. Δεν τους ενδιαφέρει τόσο τι πιστεύει ή τι θέλει σήμερα ο καταναλωτής ή ο ψηφοφόρος, όσο τι θα μπορούσε, μέσω κατάλληλων χειρισμών, να πιστέψει ή να θελήσει. Άλλωστε, η ψυχολογία των μαζών διδάσκει ότι ο καλύτερος και συντομότερος τρόπος για να γίνει κάτι δεκτό είναι μέσω της ενεργοποίησης του άλογου στοιχείου. Έχουμε έτσι μια επιχειρηματική και πολιτική ελίτ που πετυχαίνει τους στόχους της μέσω λογικών διεργασιών, πιο εξελιγμένων από ποτέ, η οποία όμως αξιοποιεί κυρίως τον... ανορθολογισμό των μαζών. Η μέθοδος που ακολουθείται θυμίζει αυτό που ο Όσκαρ Ουάιλντ ονόμαζε «χτυπήματα κάτω από το μυαλό» (κατά το «χτυπήματα κάτω από τη μέση»). Υπερβάλλω λίγο ως προς την εικόνα που δίνω, για να μην κατηγορηθώ ότι υποτιμώ τον κίνδυνο. Οι κυρίαρχες ομάδες κάθε κοινωνίας χρησιμοποιούν λιγότε- ρο ή περισσότερο εξαναγκαστικά μέσα, με σκοπό να χειραγωγούν και να ελέγχουν την κοινή γνώμη. Η μέθοδος που
186 Ε.Χ. ΚΑΡ
περιέγραψα πω πάνω είναι, κατά τη γνώμη μου, χειρότερη από άλλες, καθώς συνιστά «ύβρη κατά του ορθού λόγου».
Ως απάντηση στη σοβαρή αυτή και βάσιμη κατηγορία, μπορώ να επικαλεστώ δύο επιχειρήματα. Το πρώτο είναι αρκετά γνωστό: κάθε εφεύρεση, κάθε καινοτομία, κάθε νέα τεχνική είχε πάντοτε όχι μόνο τη θετική πλευρά της, αλλά και την αρνητική. Κάθε φορά, κάποιος πληρώνει το τίμημα. Δεν γνωρίζω πόσος ακριβώς καιρός πέρασε από την εμφάνιση της τυπογραφίας, πριν οι επικριτές της αρχίσουν να επισημαίνουν ότι διευκολύνει τη διάδοση «εσφαλμένων ιδεών». Σήμερα, αρκετοί επιστήμονες δείχνουν να έχουν μετανιώσει για τη συμβολή τους στην αποδέσμευση της πυρηνικής ενέργειας. Ωστόσο, παρόμοιες αντιρρήσεις και επιφυλάξεις δεν φαίνεται να ανέστειλαν στο παρελθόν, ή να πρόκειται να αναστείλουν σήμερα, νέες ανακαλύψεις και εφευρέσεις. Είναι εξίσου απίθανο να επιστρέψουμε στην ιππήλατη άμαξα ή στον καπιταλισμό του laissez-faire, όσο και να επανέλθουμε στη μικρής κλίμακας παραγωγή ή τη φιλελεύθερη δημοκρατία του 19ου αιώνα. Η ενδεδειγμένη απάντηση είναι πως όλα αυτά τα αρνητικά εμπεριέχουν και το αντίδοτό τους. Η θεραπεία δεν βρίσκεται στη λατρεία του ανορθολογισμού, ή στην άρνηση του ρόλου που παίζει ο ορθός λόγος στη σύγχρονη κοινωνία, αλλά στην ολοένα και μεγαλύτερη συνειδη- τοποίηση αυτού του ρόλου. Ό πω ς και κάθε άλλη πρόοδος στο παρελθόν, η σημερινή αλματώδης πρόοδος της επιστήμης συνεπάγεται κόστος, απώλειες, κινδύνους. Παρά τις ενστάσεις και τις δυσοίωνες προβλέψεις σκεπτικιστών, κυνι- κών και προφητών της καταστροφής, οι οποίοι κατά κανόνα προέρχονται από χώρες που έχουν χάσει την προνομιακή τους θέση στην παγκόσμια σκηνή, δεν διστάζω να πω ότι θεωρώ την επιστημονική πρόοδο το πιο εντυπωσιακό, το πιο επαναστατικό ίσως φαινόμενο της εποχής μας.
Η δεύτερη όψη των κοσμογονικών αλλαγών που συντελούν- ται αφορά τις «γεωγραφικές» ανακατατάξεις. Ο 15ος και ο 16ος αιώνας, οπότε ο μεσαιωνικός κόσμος έκλεισε οριστικά
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 187
τον κύκλο του και τέθηκαν τα θεμέλια του σύγχρονου κόσμου, σημαδεύτηκαν από την ανακάλυψη νέων ηπείρων και τη μετατόπιση του παγκόσμιου κέντρου βάρους από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό. Ή δη η Γαλλική Επανάσταση είχε ως έμμεσο αποτέλεσμα την περιορισμένη έστω αλλαγή των συσχετισμών υπέρ του Νέου Κόσμου. Οι αλλαγές, ωστόσο, που παρατηρούνται στον 20ό αιώνα είναι καταλυτικές. Μετά από 400 περίπου χρόνια, το κέντρο βάρους θα μετατοπιστεί από τη δυτική Ευρώπη, και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξελιχθούν σε ηγεμονική δύναμη του αγγλόφωνου — καί όχι μόνο — κόσμου. Παράλληλα, η ανατολική Ευρώπη, η Ασία και η Αφρική εισβάλλουν ορμητικά στην παγκόσμια σκηνή και επηρεάζουν καθοριστικά τις εξελίξεις. Η άποψη περί «ασάλευτης Ανατολής» δεν είναι σήμερα παρά κλισέ, απόλυτα ξεπερασμένο από τα πράγματα.
Ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στο τι συνέβη στην Ασία από την αρχή του 20ού αιώνα ώς σήμερα. Η αγγλο-ιαπωνι- κή συμμαχία του 1902 ήταν η πρώτη επίσημη αποδοχή ασιατικής χώρας ως ισότιμου συνομιλητή. Έ στω κι αν πρόκειται για απλή σύμπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δυναμική εμφάνιση της Ιαπωνίας στην παγκόσμια σκηνή έγινε με τη νίκη της στον Ρωσο-Ιαπωνικό Πόλεμο, και επομένως πυροδότησε έμμεσα τις επαναστατικές εξελίξεις στη Ρωσία. Οι επαναστάσεις του 1789 και του 1848 στη Γαλλία είχαν βρει μιμητές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η επανάσταση του 1905 στη Ρωσία δεν είχε άμεσο αντίκτυπο στην Ευρώπη, αλλά βρήκε μιμητές στην Ασία· τα αμέσως επόμενα χρόνια επαναστάσεις ξέσπασαν στην Περσία (1905), την Τουρκία (1908) και την Κίνα (1911). Ο Α ' Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν ακριβώς «παγκόσμιος», αλλά μάλλον ευρωπαϊκός πόλεμος με παγκόσμιες συνέπειες και προεκτάσεις (αφύϊτνιση του αραβικού εθνικισμού, ενίσχυση των εθνι- κοαπελευθερωτικών τάσεων στην Ινδία και των αντιξενικών αισθημάτων στην Κίνα, απαρχές της βιομηχανικής ανάπτυξης σε αρκετές ασιατικές χώρες).
Με τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, η ώθηση προς αυ-
/
188 E X. KAP
τή την κατεύθυνση έγινε ακόμα πιο έντονη. Αξίζει ίσως να επισημανθεί ότι, ενώ οι ηγέτες της επανάστασης αναζητούσαν — επίμονα, αλλά μάταια— μιμητές στην Ευρώπη, τελικά βρήκαν μόνο στην Ασία. Η Ευρώπη ήταν αυτή που έδειχνε τώρα «ασάλευτη», ενώ η Ασία άλλαζε άρδην. Είναι ίσως νωρίς για να αποτιμήσει κανείς τη σημασία των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στην Ασία και την Αφρική coc τις μέρες μας. Αναμφισβήτητα, με τη διάδοση των σύγχρονων τεχνολογιών και μεθόδων παραγωγής, καθώς και με την εκπαιδευτική και πολιτική αφύπνιση εκατομμυρίων κατοίκων της Ασίας και της Αφρικής, η εικόνα των ηπείρων αυτών αλλάζει. Έ στω κι αν δεν είμαι σε θέση να προβλέψω τι θα συμβεί στο μέλλον, δεν βλέπω με βάση ποιο κριτήριο,, θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί ότι οι εξελίξεις αυτές συνι- στούν «πρόοδο» από τη σκοπιά της παγκόσμιας ιστορίας. Η νέα μορφή που έχει πάρει ο κόσμος ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών συνεπάγεται μείωση του ειδικού βάρους της Μεγάλης Βρετανίας, και των αγγλόφωνων χωρών γενικότερα, στην παγκόσμια σκηνή. Αυτό πάντως που με ενοχλεί και με ανησυχεί δεν είναι η πρόοδος των ασιατικών και αφρικανικών χωρών, αλλά, αντίθετα, η τάση ορισμένων κυρίαρχων ομάδων στη Δύση να κλείνουν τα μάτια μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις, να υιοθετούν απέναντι τους στάση που ταλαντεύεται μεταξύ δύσπιστης περιφρόνησης και συγκαταβατικής αποδοχής, να διολισθαίνουν για μια ακόμα φορά στην παραλυτική νοσταλγία του παρελθόντος.
Αυτό που ονόμασα ήδη «επέκταση του ορθού λόγου» έχει ιδιαίτερες συνέπειες για τον ιστορικό. Κοινωνικές ομάδες και τάξεις, λαοί και ήπειροι, που ώς πρόσφατα βρίσκονταν στο περιθώριο της ιστορίας, κάνουν σήμερα δυναμικά την εμφάνισή τους στην παγκόσμια σκηνή. Στην πρώτη μου παράδοση υποστήριξα την άποψη ότι η τάση των ιστορικών του Μεσαίωνα να βλέπουν την ιστορία μέσα από το πρίσμα της θρησκείας οφειλόταν στο ότι οι πηγές τους ήταν αποκλειστικά θρησκευτικές. Θα ήθελα τώρα να προεκτείνω κάπως αυτόν το συλλογισμό μου.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 189
Έ χει διατυπωθεί η άποψη — ορθά, πιστεύω, αν και με κάποια δόση υπερβολής — ότι η Εκκλησία ήταν «ο μοναδικός ορθολογικός θεσμός κατά τον Μεσαίωνα».7 Ως «μοναδικός ορθολογικός θεσμός», η Εκκλησία ήταν και ο μόνος ιστορικός θεσμός, καθώς μόνο αυτή ακολουθούσε λογική εξελικτική πορεία που μπορούσε να γίνει αντιληπτή από τον ιστορικό. Η κοινωνία, διαμορφωμένη και οργανωμένη από την Εκκλησία, δεν είχε δική της έλλογη ζωή· οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού αντιμετωπίζονταν σαν να ανήκαν στη φύση μάλλον παρά στην κοινωνία, όπως περίπου συνέβαινε με τους πρωτόγονους λαούς. Η νεότερη ιστορία αρχίζει όταν ολοένα και περισσότεροι λαοί αποκτούν κοινωνική και πολιτική συνείδηση, αποκτούν συνείδηση του εαυτού τους ως ιστορικής οντότητας με παρελθόν και μέλλον, ολοκληρώνουν την «είσοδό τους στην ιστορία». Ακόμη και στις πιο προηγμένες χώρες, μόλις τα τελευταία 200 περίπου χρόνια η κοινωνική, πολιτική και ιστορική συνείδηση έχει αρχίσει να εξαπλώνεται σε ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε πλειοψηφία του πληθυσμού. Σήμερα, μπορούμε για πρώτη φορά να μιλάμε για έναν κόσμο λαών που έχουν ενταχθεί με την πλήρη έννοια του όρου στην ιστορία, που προσελκύουν το ενδιαφέρον όχι πια των αποικιακών αξιωματούχων ή των ανθρωπολόγων, αλλά των ιστορικών.
Πρόκειται για πραγματική επανάσταση στην αντίληψή μας για την ιστορία. Τον 18ο αιώνα, η ιστορία εξακολουθούσε να παραμένει ιστορία των ελίτ. Τον 19ο αιώνα, οι ιστορικοί άρχισαν να βλέπουν την ιστορία από τη σκοπιά ολόκληρων εθνικών κοινοτήτων, ολόκληρου του «λαού». Ο Τζ.Ρ . Γκρην,8 ένας μάλλον βαρετός ιστορικός, είναι γνω-
7. A. von Martin, The Sociology of the Renaissance (αγγλ. μτφρ. 1945), σ. 18.
8. Green, John Richard (1837-83). Ά γγ λ ο ς ιστορικός. To έργο του Σύντομη ιστορία του χγγλικού λχού (1874) γνώρισε μεγάλη επιτυχία και πήρε την οριστική, επαυξημένη μορφή του το 1877-80, οπότε και κυκλοφόρησε με τον τίτλο Ιστορίχ του αγγλικού λχού. [Σ .τ.μ.]
190 Ε.Χ. ΚΑΡ
στός ως ο πρώτος που έγραψε βιβλίο με τίτλο Ιστορία του αγγλικού λαού. Τον 20ό αιώνα, δεν υπάρχει άγγλος ι,στορι- , κός που να μην αναφέρεται στο «λαό». Δεν θα επιμείνω όμως σ’ αυτό· περισσότερο με απασχολεί η αδυναμία μ α ς ) ως ιστορικών να εκτιμήσουμε σωστά το γεγονός ότι οι ορίζοντες της ιστορίας διευρύνονται καθημερινά πολύ πιο πέρα από τη χώρα μας, και τη δυτική Ευρώπη γενικότερα. Το 1896, ο Άκτον έγραφε ότι η παγκόσμια ιστορία είναι κάτι διαφορετικό από τη «συνδυασμένη ιστορία όλων των χω ρών», και προσέθετε:
Κινείται με βάση μια αλληλουχία, στην οποία ο ρόλος των εθνών είναι επικουρικός. Η ιστορία τους [των εθνών] θα ειπω θεί... ανάλογα με το πότε και πόσο συνέβαλαν στην κοινή μοίρα της ανθρωπότητας.9
Και βέβαια, κατά τον Άκτον, κάθε σοβαρός ιστορικός δεν μπορούσε παρά να ασχολείται με την παγκόσμια ιστορία, όπως τουλάχιστον εκείνος την εννοούσε. Τι κάνουμε, όμως, εμείς σήμερα για να διευκολυνθεί η προσέγγιση της παγκόσμιας ιστορίας σύμφωνα μ’ αυτό το πνεύμα;
Δεν είχα πρόθεση να αναφερθώ εδώ στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται η ιστορία σ’ αυτό το πανεπιστήμιο· όμως, τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν όσα υποστηρίζω είναι τόσο εντυπωσιακά, ώστε θα ήταν δειλία εκ μέρους μου να αποφύγω τον πειρασμό. Τα τελευταία χρόνια, η ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών κατέχει ολοένα και πιο καίρια θέση στην ύλη που διδάσκεται. Η πρόοδος είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά έτσι διαγράφεται ο κίνδυνος να αντικατασταθεί ο παραδοσιακός βρετανικός τοπικισμός από τον — εξίσου επιζήμιο, αλλά και πιο ύπουλο ίσως— «επαρχιωτισμό του αγγλόφωνου κόσμου». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τελευταία 400 χρόνια ο αγγλοσαξονικός κόσμος έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο από ιστορική άποψη. Ωστόσο, το να θεωρούμε τα
9. Cambridge Modern History: Its Origin, Authorship and Production (1907), σ. 14.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 191
χρόνια αυτά επίκεντρο της παγκόσμιας ιστορίας συνιστά σοβαρή διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Η διόρθωση παρόμοιων ευρύτατα διαδεδομένων αντιλήψεων είναι κατ’ εξοχήν καθήκον των καθηγητών της ιστορίας. Έ χω την αίσθηση, όμως, ότι στο σημείο αυτό το τμήμα νεότερης ιστορίας της σχολής μας αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων. Πιστεύω ότι είναι σφάλμα να αποκτά κανείς πτυχίο ιστορίας χωρίς να γνωρίζει άλλη σύγχρονη γλώσσα εκτός από τα αγγλικά. Είναι, επίσης, λάθος να μη δίνονται στον υποψήφιο για αποφοίτηση οι δυνατότητες να μελετήσει εις βάθος τη νεότερη ιστορία άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Ο φοιτητής που γνωρίζει αρκετά για την Ασία, την Αφρική ή τη Λατινική Αμερική θα έχει σήμερα πολύ περιορισμένες δυνατότητες να δείξει και να αναπτύξει τις γνώσεις του, αν κληθεί να γράψει εργασία με θέμα «Η επέκταση της Ευρώπης». Ο ίδιος ο τίτλος προκαθορίζει, δυστυχώς, και το περιεχόμενο. Οι γνώσεις που απαιτούνται από τον φοιτητή για χώρες όπως η Κίνα ή η Περσία δεν υπερβαίνουν το επίπεδο του τι συνέβη από τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι κάνουν δυναμικά την παρουσία τους στην περιοχή, προσπαθώντας ουσιαστικά να κατακτήσουν αυτές τις χώρες. Η άποψη που διατυπώθηκε με κατηγορηματικό τρόπο πριν μερικά χρόνια από έναν καθηγητή της κινεζικής γλώσσας, ότι δεν μπορούμε να τοποθετούμε την Κίνα στο περιθώριο των παγκόσμιων ιστορικών εξελίξεων,10 δεν δείχνει να συγκινεί τους ιστορικούς του Κέιμπριτζ. Το έργο του Νήντχαμ11 Science and Civilization in China ( = Επιστήμη και πολιτισμός στην Κίνα.) δεν “προήλθε” από το Τμήμα Ιστορίας του πανεπι
10. E.G. Pulleyblank, Chinese History and World History (1955), σ. 36.
11. Needham, Joseph (1900-95). Ά γγλος βιοχημικός και ιστορικός της επιστήμης. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έζη- σε στην Κίνα. Το δωδεκάτομο έργο του Επιστήμη κχι πολιτισμός στην Κίνα (1954-84) συνέβαλε σημαντικά στην εξοικείωση της Δύσης με τις μεθόδους και τα επιτεύγματα της παραδοσιακής κινεζικής επιστήμης. [Σ .τ.μ.]
192 Ε.Χ. ΚΑΡ
στημίου μας, αλλά από το Τμήμα Φυσικών Επιστημών.Δεν θα έπρεπε ίσως να θίξω όλα αυτά τα εσωτερικά μας
προβλήματα. Πιστεύω, ωστόσο, ότι αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα του τρόπου σκέψης που εξακολουθεί σήμερα να κυριαρχεί στα βρετανικά πανεπιστήμια και στους βρετανικούς πνευματικούς κύκλους. Το παλιό ευφυολόγημα για τον απομονωτισμό της Βικτοριανής εποχής («Θύελλες στη Μάγχη· αποκομμένη η Ευρώπη») δεν έχει πάψει, δυστυχώς, να αντανακλά εν μέρει την πραγματικότητα. Ενώ εμείς συγκεντρωνόμαστε συχνά και ανταλλάσσουμε απόψεις στην αγγλική για το πώς άλλες χώρες και ήπειροι παραμένουν λόγω της “παράδοξης” συμπεριφοράς τους αποκομμένες από τα ευεργετήματα και τις ευλογίες του πολιτισμού μας, έχω ορισμένες φορές την αίσθηση ότι, αντίθετα, με την ανικανότητά μας και την απροθυμία μας να καταλάβουμε άλλους λαούς και πολιτισμούς, αυτοί που κινδυνεύουν να απομονωθούν — αν δεν έχουν απομονωθεί ήδη —~ απ’ ό,τι πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο είμαστε εμείς.
Στην πρώτη μου παράδοση τόνισα τη σαφή διαφορά οπτικής μεταξύ της εποχής μας και του τέλους του 19ου αιώνα. Θα ήθελα, κλείνοντας, να επανέλθω και να αναπτύξω αυτή τη διαφοροποίηση. Ό ταν χρησιμοποιώ τους όρους «φιλελεύθερος» και «συντηρητικός», είναι νομίζω προφανές ότι δεν εννοώ ό,τι και τα ομώνυμα βρετανικά πολιτικά κόμματα. Ό ταν ο Άκτον μιλούσε για «πρόοδο» δεν έδινε στον όρο την έννοια των «βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων», όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη Μεγάλη Βρετανία. «Η Επανάσταση, ή όπως λέμε εμείς ο Φιλελευθερισμός», έγραφε το 1887! Δέκα χρόνια αργότερα, σε μια διάλεξή του για τη νεότερη ιστορία, έλεγε ότι «η μέθοδος της σύγχρονης προόδου ήταν η επανάσταση», ενώ σε μια άλλη ομιλία του έκανε λόγο για την «εμφάνιση γενικών ιδεών που τις αποκαλούμε επανάσταση». Τέλος, σ’ ένα από τα ανέκδοτα χειρόγραφά του, συμπλήρωνε: «Οι Ουΐγοι κυβέρνησαν με βάση το συμβιβασμό· οι Φιλελεύθεροι αρχίζουν να κυβερνούν βασισμένοι σε
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 193
ιδέες» .12 Με άλλα λόγια, ο Άκτον πίστευε ότι «κυριαρχία των ιδεών» σήμαινε φιλελευθερισμό, και φιλελευθερισμός σήμαινε επανάσταση. Στις μέρες του, ο φιλελευθερισμός δεν είχε χάσει την κοινωνική δυναμική του. Σήμερα, ό,τι επιζεί απ’ αυτόν έχει μετατραπεί σε παράγοντα κοινωνικής συντήρησή-
Δεν έχει νόημα να προτείνει κανείς σήμερα επάνοδο στις απόψεις του Άκτον. Αυτό που ενδιαφέρει τον ιστορικό είναι να τοποθετήσει τον Ά κτον στις πραγματικές του διαστάσεις, να αντιδιαστείλει την τοποθέτησή του με εκείνη των σύγχρονων στοχαστών, να αναρωτηθεί τι απ’ όσα υποστήριζε μπορεί να ισχύει ώς τις μέρες μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γενιά του Άκτον έπασχε από υπερβολική αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, αγνοώντας εν μέρει το σαθρό έδαφος στο οποίο εδράζονταν οι πεποιθήσεις της. Παράλληλα όμως, διέθετε δυο στοιχεία που τοσο μάς λείπουν σήμερα: αίσθηση της αλλαγής ως προωθητικού παράγοντα στην ιστορία, και πίστη στον ορθό λόγο ως οδηγό για την κατανόηση του περίπλοκου κόσμου στον οποίο ζούμε.
Ας ακούσουμε, όμως, ορισμένες φωνές της δεκαετίας του 1950. Σε προηγούμενη παράδοσή μου αναφέρθηκα στον Σερ Λιούις Νάμιερ και στην ικανοποίηση που εξέφραζε γιατί, ενώ αναζητούνται «πρακτικές λύσεις για συγκεκριμένα προβλήματα», τείνουμε να ξεχάσουμε «προγράμματα και ιδέες», πράγμα που αποτελεί, κατ’ αυτόν, ένδειξη «εθνικής ωριμότητας» (βλ. σελ. 55-58). Δεν συμπαθώ παρόμοιους παραλληλισμούς μεταξύ της ζωής των ανθρώπων και των εθνών- άλλωστε, από τη στιγμή που γίνεται λόγος για
12. Acton, Selections from Correspondence (1917), σ. 278- Lectures on Modern History (1906), σσ. 4, 32· Add. MSS, 4949, Cambridge University Library. Ο Σταμπς χώριζε τη νεότερη ιστορία σε δύο περιόδους, με διαχωριστική γραμμή τη Γαλλική Επανάσταση: η πρώτη ήταν ιστορία «εξουσιών και δυναστειών», ενώ στη δεύτερη οι ιδέες παίζουν καθοριστικό ρόλο (W. Stubbs, Seventeen Lectures on the Study of Mediaeval and Modern History, γ' έκδ., 1900, σ. 239).
194 E X. KAP
«εθνική ωριμότητα» μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ανα- | ρωτηθεί ποιο θα είναι το επόμενο στάδιο. \
Αυτή η εξύμνηση του πρακτικού και του συγκεκριμένου | και η αντίστοιχη καταδίκη των προγραμμάτων και των : ιδεών αποτελεί, φυσικά, το αποκορύφωμα του συντηρητισμού. Ανάλογες ακραία συντηρητικές αντιλήψεις, που διατυπώνονται με τη μορφή ακραίου εμπειρισμού, είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στις μέρες μας. Ο κατάλογος όσων σχετικά πρόσφατα έχουν καταδικάσει τον πολιτικό «ουτοπισμό» και «μεσσιανισμό» είναι μακρύς· συνήθως αυτοί είναι οι όροι που χρησιμοποιούνται προκειμένου να αποδοκιμαστούν μακρόπνοες ριζοσπαστικές ιδέες για το μέλλον της κοινωνίας. 'Αλλωστε, και στις Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφατα, ιστορικοί και πολιτικοί στοχαστές είχαν ακόμη λιγότερες ίσως αναστολές απ’ ό,τι οι βρετανοί συνάδελφοί τους προκειμένου να διακηρύξουν ανοιχτά την υιοθέτηση των πιο συντηρητικών απόψεων εκ μέρους τους. Ένας από τους επιφανέστερους αλλά και μετριοπαθέστερους αμερικανούς συντηρητικούς ιστορικούς, ο καθηγητής Σάμιουελ Μόρισον13 του Χάρβαρντ, είναι χαρακτηριστικό ότι έλεγε τον Δεκέμβριο του 1950 πως είχε έρθει πια το πλήρωμα του χρόνου να αν- τιδράσουν οι ιστορικοί στη «γραμμή Τζέφερσον, Τζάκσον, Φρ. Ρούζβελτ» (όπως την αποκαλούσε), ενώ παράλληλα συνηγορούσε υπέρ μιας ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών «γραμμένης από λελογισμένα συντηρητική σκοπιά» .14
Τη συντηρητική αυτή αντίληψη στην πιο σαφή και απόλυτη μορφή της την έχει και πάλι εκφράσει — τουλάχιστον
13. Morison, Samuel Eliot (1887-1976). Αμερικανός ιστορικός. Σπούδασε και δίδαξε στο Χάρβαρντ. Έγραψε, μεταξύ άλλων, βιογραφία του Χριστόφορου Κολόμβου με τίτλο Ναύαρχος των ωκεανών (1942), Ιστορία των ναυτικών επιχειρήσεων των ΗΗΑ κατά τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο (15 τόμοι- 1947-62), Ιστορία του αμερικανικού λαού (1965), Η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ευρωπαίους (1971-74), κ.ά. [Σ .τ.μ .]
14. American Historical Review, LVI, 2 (Ιανουάριος 1951), σσ. 272-73.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 195
σε ό,τι αφορά τη Μεγάλη Βρετανία— ο Καρλ Πόπερ, με τις επιθέσεις του κατά της «συνολικής αναμόρφωσης της κοινωνίας βάσει καθορισμένου σχεδίου».15 Οφείλω πάντως να αναγνωρίσω ότι είναι προς τιμήν του καθηγητή Πόπερ πως παραμένει σταθερά υπέρμαχος του ορθού λόγου και δεν “φλερτάρει” ούτε στιγμή με τον ανορθολογισμό του παρελθόντος ή του παρόντος. Προτείνοντας «συνταγματικές μεταρρυθμίσεις» και «μεγαλύτερη εξίσωση των εισοδημάτων», ο Πόπερ θυμίζει βρετανό κρατικό αξιωματούχο που προσπαθεί να εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς ποτέ να αμφισβητεί τις βασικές προϋποθέσεις ή τους απώτερους στόχους της πολιτικής που εφαρμόζεται. Αυτή την υποταγή των απαιτήσεων του ορθού λόγου στις παραδοχές της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων τη θεωρώ, μακροπρόθεσμα, απαράδεκτη. Η πρόοδος της ανθρωπότητας, είτε πρόκειται για την επιστήμη γενικά, είτε για την ιστορία, είτε για την κοινωνία, υπήρξε πάντοτε απόρροια της τολμηρής απόφασης των ανθρώπων να μην περιοριστούν σε απλές σταδιακές βελτιώσεις, αλλά να αμφισβητήσουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα πράγματα, τις ρητές ή υπόρρητες παραδοχές που η υφι- σταμένη τάξη πραγμάτων προϋποθέτει. Προσβλέπω σε μια εποχή που οι ιστορικοί, οι κοινωνιολόγοι και οι πολιτικοί στοχαστές του αγγλόφωνου κόσμου θα ανακτήσουν το θάρρος αυτής της αμφισβήτησης.
Πάντως, περισσότερο και από τη μειωμένη απήχηση που έχει ο ορθός λόγος στους λόγιους και τους πολιτικούς στοχαστές του αγγλόφωνου κόσμου, με ανησυχεί η εξασθένηση της πίστης στη συνεχή προωθητική κίνηση της ανθρωπότητας. Από πρώτη άποψη, η διαπίστωσή μου αυτή φαίνεται παράδοξη, μια και σχεδόν ποτέ δεν γινόταν τόσο πολύς λόγος για τις αλλαγές που συντελούνται γύρω μας. Ό μω ς, οι αλλαγές, αντί να θεωρούνται πια επίτευγμα, ευκαιρία, πρόο
15. Κ. Popper, The Poverty of Historicism (1957), σσ. 64, 67-68, 74.
196 Ε.Χ. ΚΑΡ
δος, αντιμετωπίζονται με φόβο. Είναι κι αυτό σημείο των καιρών. Οι πολιτικοί και οικονομικοί μας εγκέφαλοι συνηθίζουν σήμερα να μας επισημαίνουν ότι πρέπει να δυσπιστού- με στις ρηξικέλευθες και μεγαλόπνοες ιδέες, να αποφεύγουμε ό,τι μυρίζει επανάσταση, να προχωρούμε — αν πρέπει να προχωρούμε— με αργά και προσεκτικά βήματα. Σε μια εποχή που ο κόσμος αλλάζει με πιο γοργό ρυθμό και πιο ριζικό τρόπο απ’ ό,τι ποτέ άλλοτε τα 400 τελευταία χρόνια, θεωρώ αυτή την αντίληψη μυωπική- ο φόβος μου δεν είναι μήπως ο κόσμος πάψει να κινείται, αλλά μήπως η Μεγάλη Βρετανία — ή και ο αγγλόφωνος κόσμος γενικότερα — μείνει πίσω από τις εξελίξεις, διολισθαίνοντας ανεπαίσθητα και αδιαμαρτύρητα σ’ ένα είδος νοσταλγικής αποτελμάτωσης. Προσωπικά, παραμένω αισιόδοξος. Όσο κι αν ακούω να αμφισβητούν και να επικρίνουν την ιδέα της προόδου, όταν στρέφω το βλέμμα μου σ’ έναν κόσμο που συγκλονίζεται από ανακατατάξεις και κυοφορεί νέα φαινόμενα, δεν θα πά- ψω να επαναλαμβάνω τα λόγια ενός μεγάλου επιστήμονα: «Κι όμως, κινείται».
R.W. Davies
Επίλογος στη δεύτερη έκδοση (1987)
Από τη νέα έκδοση του Τι είναι ιστορία;, που ο Ε.Χ. Καρ ετοίμαζε, μόνο ο πρόλογος ολοκληρώθηκε. Υπήρχε, ωστόσο, ανάμεσα στα άλλα χαρτιά του ένα μεγάλο κουτί με κριτικές και επιστολές, σχετικές με την πρώτη έκδοση. Είναι προφανές ότι ο Καρ σχεδίαζε να καλύψει θέματα που είχαν αγνοηθεί ή καλυφθεί ελλιπώς στην έκδοση του 1961, να προσθέσει νέο υλικό, ενισχύοντας —ή ακόμη και αναθεωρώντας, ορισμένες φορές— τα επιχειρήματά του και τις απόψεις του. Ειδικότερα το τελευταίο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ο ορίζοντας διευρύνεται», είναι φανερό από τις σημειώσεις του ότι σκόπευε να το ξαναγράψει σχεδόν από την αρχή.
Αντίθετα, ελάχιστα πράγματα θα άλλαζε στα δύο πρώτα κεφάλαια, που έχουν τίτλο «Ο ιστορικός και τα γεγονότα» και «Η κοινωνία και το άτομο». Διαφωνούσε κατηγορηματικά με τον εμπειρισμό στην προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων, που καταλήγει να εκθειάζονται ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί επειδή «θεωρούν ότι ο ρόλος τους περιορίζεται στο να συγκεντρώνουν και να καταγράφουν γεγονότα με εξονυχιστική ακρίβεια και αμεροληψία». Αυτοί οι ιστορικοί, αν πράγματι περιορίζονται σ’ αυτό και μόνο, θυμίζουν, κατά τον Καρ, τον Φούνες, τον ήρωα εκείνο του Μπόρχες που- δεν ξεχνούσε ποτέ ό,τι είχε δει, ακούσει ή αισθανθεί, με αποτέλεσμα ο ίδιος να ομολογεί ότι «η μνήμη μου έχει γίνει σωρός από σκουπίδια». Ο Φούνες ήταν «σχεδόν ανίκανος να σκεφτεί», αφού σκέφτομαι σημαίνει «ξεχνώ τις διαφορές,
198 Ε.Χ. ΚΑΡ
γενικεύω, κάνω αφαιρέσεις». Ο Καρ απέρριπτε τον εμπειρισμό στην ιστορία, και γενικότερα στις κοινωνικές επιστήμες, ορίζοντάς τον ως «την πεποίθηση ότι όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν με την εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων απαλλαγμένων από οποιοδήποτε αξιολογικό στοιχείο». Ο ίδιος ο Ράνκε, στο όνομα του οποίου οι εμπειριστές ιστορικοί ορκίζονται, ήταν κατά τον Λούκατς αντι-ιστορι- κός, με την έννοια ότι παρέθετε συμβάντα, κοινωνίες και θεσμούς, αδυνατώντας να ερμηνεύσει τη μετάβαση από το ένα στο άλλο, και επομένως μετέτρεπε την ιστορία σε συλλογή περιστατικών.1
Ο Καρ, επικρίνοντας τον εμπειρισμό, επικαλείται τον Γκίμπον, ο οποίος έγραφε ότι η καλύτερη ιστορία μπορούσε να γραφτεί από «ιστορικούς-φιλόσοφους», ικανούς να διακρίνουν εκείνα τα γεγονότα που παίζουν καθοριστικό ρόλο σ’ ένα σύστημα σχέσεων.2 Άλλωστε, ο Γκίμπον δεν παρέ- λειπε να αναγνωρίσει πόσα όφειλε στον Τάκιτο, «τον πρώτο ιστορικό που εφήρμοσε την επιστήμη της φιλοσοφίας στη μελέτη των γεγονότων».3 Σ ’ ένα κείμενό του, που τελικά δημοσιεύτηκε ως μέρος του δοκιμίου του για τον Λούκατς με τίτλο «Από τον Ναπολέοντα στον Στάλιν» (1980), ο Καρ έγραφε:
Η παράδοση του αγγλόφωνου κόσμου είναι βαθύτατα επηρεασμένη από τον εμπειρισμό... Ό λ α αυτά ο Μαρξ θα τα αποδοκίμαζε με τον πιο απόλυτο τρόπο. Ο Μαρξ δεν ήταν εμπειριστής. Θα θεωρούσε ασφαλώς στείρα διαδικασία να μελετά κανείς το μέρος χωρίς καμιά αναφορά στο όλον, το γεγονός παρακάμπτοντας τη σημασία του, το συμβάν ανεξάρτητα από τις αιτίες του ή τις συνέπειές του, την επιμέ- ρους κρίση αγνοώντας τη γενικότερη κατάσταση.Η διαφορά αυτή έχει ιστορικές ρίζες. Δ εν είναι τυχαίο ότι
1. G. Lukacs, The Historical Novel (1962), σσ. 176, 182.2. E. Gibbon, Essai sur l ’Stude de la litterature (1761).3. E. Gibbon, Decline and Fall of the Roman Empire (1909), IX , σ.
230.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 199
ότι στον αγγλόφωνο κόσμο ο εμπειρισμός παραμένει σε μεγάλο βαθμό κυρίαρχος. Σε μια στέρεα εδραιωμένη τάξη πραγμάτων, της οποίας τα διαπιστευτήρια κανείς δεν επιθυμεί να αμφισβητήσει, ο εμπειρισμός αποτελεί τη θεωρητική βάση για επιμέρους μεταρρυθμίσεις, όπως συνέβαινε κατ’ εξοχήν στη Μεγάλη Βρετανία του 19ου αιώνα. Σ ε περιόδους κρίσης ωστόσο, όταν τα ίδια τα θεμέλια ενός συστήματος αμφισβητούνται και λείπουν οι κατευθυντήριες γραμμές, ο εμπειρισμός αποδεικνύεται ανεπαρκής.
Στο Τι είναι ιστορία; ο Καρ εστίαζε ιδιαίτερα την προσοχή του στον τρόπο με τον οποίο το ιστορικό και κοινωνδκό περιβάλλον επηρεάζει την επιλογή και την ερμηνεία των γεγονότων από τον ιστορικό. Η άποψη των Αράβων, λ.χ., για την ιστορία είναι σαφώς επηρεασμένη από τη συμπάθειά τους για τον νομαδικό τρόπο ζωής. Γ ι’ αυτούς, η ιστορία είναι μια συνεχής ή κυκλική πορεία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι κάτοικοι των πόλεων ή των οάσεων εκτοπίζονται από νομάδες, οι οποίοι με τη σειρά τους εγκαθίστανται στις πόλεις, για να εκτοπιστούν κι αυτοί από νέους νομάδες που έρχονται από την έρημο, κ.ο.κ. Οι άραβες ιστορικοί θεωρούν ότι η μόνιμη εγκατάσταση οδηγεί στην πολυτέλεια, και επομένως στον εκφυλισμό. Αντίθετα, ο Γκίμπον, ζώντας στην Αγγλία του 18ου αιώνα, δεν έβλεπε την ιστορία ως κυκλική διαδικασία, αλλά ως θριαμβευτική πορεία προς τα μπρος, όπως προκύπτει και από την περιώνυμη φράση του: «κάθε εποχή έχει αυξήσει — και εξακολουθεί να αυξάνει — τον πλούτο, την ευτυχία, τις γνώσεις, και ίσως την αρετή του ανθρώπινου είδους». Βλέποντας την ιστορία από την πλεονεκτική θέση μιας κυρίαρχης τάξης που ξεχείλιζε από αυτοπεποίθηση, ο Γκίμπον υποστήριζε ότι η Ευρώπη ήταν ασφαλής από τους βαρβάρους, αφού «πριν προχωρήσουν σε κατακτήσεις, πρέπει να πάψουν να είναι βάρβαροι».
Ο Καρ επισημαίνει ότι οι επαναστατικές περίοδοι επηρεάζουν με επαναστατικό τρόπο τη μελέτη της ιστορίας. «Τίποτε δεν προξενεί τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία, όσο η επανάσταση», γράφει. Οι άγγλοι ιστορικοί του
200 Ε.Χ. ΚΑΡ
18ου αιώνα αντανακλούν τον απόηχο της Ένδοξης Επανάστασης του 1688. Η Γαλλική Επανάσταση υπέσκαψε την «α-ιστορική προσέγγιση του γαλλικού Διαφωτισμού, η οποία πίστευε στο αμετάβλητο της ανθρώπινης φύσης». Σε περιόδους ραγδαίων αλλαγών, η σχετικότητα των ιστορικών γνώσεων αναγνωρίζεται ευρύτατα. Ο Μακώλεϋ διαπίστωνε ουσιαστικά το αυτονόητο, όταν έγραφε ότι «όποιος είχε την ίδια ακριβώς άποψη για την [Γαλλική] Επανάσταση το 1789, το 1794, το 1804, το 1814 και το 1834, θα πρέπει να ήταν ή προφήτης που διαθέτει το δώρο της θείας έμπνευσης, ή ισχυρογνώμων ανόητος».4
Με δεδομένη τη σχετικότητα της ιστορικής γνώσης, με ποια έννοια μπορεί να γίνεται λόγος για αντικειμενική ιστορία; Ο Καρ υποστήριζε ότι, ενώ κανένας ιστορικός δεν μπορεί να διεκδικήσει για τις δικές του αξίες «υπεριστορική» αντικειμενικότητα, αποκαλούμε «αντικειμενικό» τον ιστορικό εκείνο που «είναι σε θέση να υπερβαίνει την περιορισμένη οπτική της προσωπικής του θέσης στην κοινωνία και την ιστορία», και «να προβάλλει την οπτική του στο μέλλον, με τρόπο που του εξασφαλίζει βαθύτερη γνώση και κατανόηση του παρελθόντος».
Στο Γι είναι ισ τ ο ρ ία χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο διαδοχικές γενεές ιστορικών αξιολογούσαν τα επιτεύγματα του Μπίσμαρκ, ο Καρ τόνιζε ότι «ο ιστορικός της δεκαετίας του 1920 είχε μεγαλύτερες πιθανότητες να τον κρίνει αντικειμενικά απ’ ό,τι ο ιστορικός της δεκαετίας του 1880, όπως και ο σημερινός ιστορικός έχει περισσότερες πιθανότητες από εκείνον της δεκαετίας του 1920», επιμένοντας ότι «η αντικειμενικότητα στην ιστορία δεν βασίζεται —και δεν μπορεί να βασίζεται— σε σταθερά και αμετακίνητα κριτήρια, αλλά σε κριτήρια που διαμορφώνονται καθώς η ιστορία προχωρεί». Το ζήτημα της αντικειμενικότητας στην ιστορία είναι πάντως φανερό ότι εξακο
4. G. Macaulay, Works (1898), VIII, σ. 431 (από δοκίμιο για τον Sir James Mackintosh).
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 201
λουθούσε να απασχολεί τον Καρ σε όλη του τη ζωή. Στις σημειώσεις του, αφού πρώτα απέρριπτε την «απόλυτη και άχρονη αντικειμενικότητα» ως «εξωπραγματική αφαίρεση», προσέθετε: «Η ιστορία απαιτεί επιλογή και ταξινόμηση των γεγονότων του παρελθόντος υπό το φως μιας αρχής ή ενός μέτρου αντικειμενικότητας, που δέχεται ο ιστορικός. Επομένως, το στοιχείο της ερμηνείας είναι πάντοτε παρόν δίχως αυτό, το παρελθόν μετατρέπεται σε κυκεώνα απειράριθμων μεμονωμένων γεγονότων χωρίς σημασία, και έτσι βέβαια δεν μπορεί να γραφτεί ιστορία».
Στο Τι είναι ιστορία; ο Καρ προσέγγιζε τη ζήτημα της ιστορικής αντικειμενικότητας κι από μια άλλη γωνία— έστω κι αν δεν χρησιμοποιούσε σ’ αυτή την περίπτωση τον όρο «αντικειμενικότητα». Τον απασχολούσαν πάντοτε οι ομοιότητες και οι διαφορές μεταξύ ιστορίας και φυσικών επιστημών, ως προς τη μέθοδο που χρησιμοποιούν. Οι ομοιότητες τείνουν με τον καιρό να αποδειχθούν περισσότερες από τις διαφορές. Οι φυσικοί επιστήμονες δεν κινούνται σήμερα επαγωγικά, από την παρατήρηση προς τη διατύπωση νόμων καθολικής ισχύος· μέσω της αλληλεπίδρασης υποθέσεων εργασίας και δεδομένων, οδηγούνται σε γενικές διαπιστώσεις και σε ανακαλύψεις. Ό πω ς και οι φυσικές επιστήμες, έτσι και η ιστορία δεν ασχολείται, όπως πιστεύουν ορισμένοι, με μεμονωμένα γεγονότα, αλλά με την αλληλεπίδραση μοναδικού και γενικού. Στην πραγματικότητα, «τον ιστορικό δεν τον ενδιαφέρει το μοναδικό, αλλά τα στοιχεία εκείνα του μοναδικού που έχουν γενικότερη αξία και σημασία».
Ό πω ς δείχνουν οι πρόχειρες σημειώσεις που βρέθηκαν στα χαρτιά του, ο Καρ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η σχετικότητα της επιστημονικής γνώσης είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι πίστευε παλιότερα. Ο χρόνος και ο τόπος επηρεάζουν σημαντικά τη θεωρία και την πρακτική του φυσικού επιστήμονα. Η αλληλεπίδραση υποθέσεων εργασίας και συγκεκριμένων συμβάντων στις φυσικές επιστήμες θυμίζει σαφώς τη σχέση μεταξύ γενικεύσεων και γεγονότων
202 Ε.Χ. ΚΑΡ
στην ιστορία. Οι έγκυρες επιστημονικές υποθέσεις δεν διαθέτουν τη δυνατότητα ακριβούς πρόβλεψης, που συχνά τους αποδίδεται· σε ορισμένους κλάδους των θετικών επιστημών μάλιστα, θυμίζουν τις γενικεύσεις του ιστορικού.
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Η αιτιότητα στην ιστορία», ο Καρ αναφερόταν εν εκτάσει στο χαρακτήρα των ιστορικών γενικεύσεων. Ό ταν εξετάζει ένα ιστορικό γεγονός, ο ιστορικός βρίσκεται αντιμέτωπος με πλήθος αιτίων, τα οποία και προσπαθεί να ιεραρχήσει. Στις σημειώσεις του Καρ για τη νέα έκδοση του Τι είναι ιστορία; υπάρχουν αποσπάσματα από τον Μοντεσκιέ και τον Τοκβίλ, όπου διατυπώνονταν αντίστοιχες απόψεις. «Τα αίτια γίνονται λιγότερο αυθαίρετα», έγραφε ο Μοντεσκιέ, «στο βαθμό που έχουν γενικότερες συνέπειες. Έ τσι, γνωρίζουμε καλύτερα τι είναι αυτό που δίνει σ’ ένα έθνος το χαρακτήρα του παρά τι είναι αυτό που δίνει τη συγκεκριμένη νοοτροπία σ’ ένα άτομο... τι είναι αυτό που διαμορφώνει το πνεύμα των κοινωνιών οι οποίες έχουν υιοθετήσει συγκεκριμένο τρόπο ζωής, από το τι είναι αυτό που διαμορφώνει το χαρακτήρα ενός μεμονωμένου ατόμου».5 Ως προς τη διάκριση, εξάλλου, του Τοκβίλ σε «παλαιά και γενικής ισχύος» και «πρόσφατα και ειδικότερα» αίτια,6 ο Καρ σχολιάζει: «Λογικό. Το γενικό συμπίπτει με το μακροπρόθεσμο».
Για τον ιστορικό που προσπαθεί να εξηγήσει τα ιστορικά γεγονότα με όρους μακροπρόθεσμων, γενικών, αποχρώντων αιτίων, ο ρόλος του τυχαίου στην ιστορία είναι ένα από τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει. Ο πρόωρος θάνατος του Λένιν επηρέασε οπωσδήποτε τις εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση, αλλά δεν καθόρισε το τι συνέβη τα επόμενα χρόνια. Αναπτύσσοντας περαιτέρω αυτή του την άποψη, που διατυπωνόταν ήδη στο Τι είναι ιστορία;, ο Καρ
5. Στο Πνεύμα των νόμων, και ειδικότερα στο «Δοκίμιο για τα αίτια που επηρεάζουν το νου και το χαρακτήρα».
6. De I’Ancien Regime, Β' και [ '.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 203
γρά φ ει στις σημειώσεις του: «η ιστορία διέπεται από κανόνες που της επιτρέπουν να θεωρείται σοβαρή επιστήμη· μολαταύτα, οι κανόνες αυτοί ανατρέπονται ενίοτε από απρόβλεπτα γεγονότα».
Ιδιαίτερα προβλήματα ως προς το ρόλο του τυχαίου προκύπτουν όταν εξετάζει κανείς το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία. Ο Καρ επανερχόταν σταθερά σ’ αυτό το ζήτημα, το οποίο έπαιρνε μάλιστα μεγαλύτερες απ’ ό,τι συνήθως διαστάσεις όταν επρόκειτο για το ρόλο που έπαιξε η προσωπικότητα του Στάλιν στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Η λατρεία του ατόμου, υποστηρίζει ο Καρ στις σημειώσεις του, είναι «ελιτίστικη θεωρία», καθώς ο ατομικισμός αντί- παραθέτει τελικά το άτομο στις «απρόσωπες μάζες».
Η εμμονή στα απόλυτα δικαιώματα του ελεύθερου ατόμου είναι στην εποχή μας ιδιαίτερα διαδεδομένη στους κύκλους των διανοουμένων. Ή δη στις δεκαετίες του 1920, ο Άλντους Χάξλεϋ έγραφε: «Σκοπός της ζωής... είναι ο σκοπός που εμείς θέτουμε. Νόημά της είναι ό,τι εμείς επιλέγουμε ως νόημα... Κάθε άνθρωπος έχει αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα να θέτει τις βάσεις της φιλοσοφίας του για τη ζωή».7 Στη δεκαετία του 1930, στο Είναι καί το Μηδέν, ο Σαρτρ έκανε διάκριση μεταξύ του «είναι δι’ εαυτό» (καθαρή ατομική συνείδηση, απόλυτη ελευθερία και ευθύνη) και του «είναι καθ’ εαυτό» (τον υλικό, αντικειμενικό, μη συνειδητό κόσμο). Τότε βέβαια, ο Σαρτρ ήταν αντιμαρξιστής, με «στοιχεία αναρχισμού, που πάντοτε τον διέκριναν». Αλλά και στη δεκαετία του 1960, παρόλο ότι στην Κριτική του διαλεκτικού Λόγου δεχόταν τον Μαρξισμό ως την «κατ’ εξοχήν φιλοσοφία της εποχής μας», οι απόψεις του Σαρτρ, υπέρμαχου «του υπαρξισμού, της πλήρους ελευθερίας, της ατομικότητας και της υποκειμενικότητας», ήταν, κατά τον Καρ, «ασύμβατες με τον μαρξισμό». Ο Αντόρνο εξάλλου, αν και επίσης επηρεασμένος από τον μαρξισμό, ήθελε πάντοτε, κατά τον Καρ, «να σώσει το άτομο από την απόλυτη
7. A. Huxley, Do as you will (1929), σ. 101.
204 Ε.Χ. ΚΑΡ
υποταγή σ’ έναν κόσμο τεχνοκρατικό και γραφειοκρατικό, όπου κυριαρχούν τα κλειστά φιλοσοφικά συστήματα (ο ιδεαλισμός του Χέγκελ, ο υλισμός του Μαρξ)». Τέλος, για τον Φρόυντ, η ελευθερία του ατόμου δεν ήταν απόρροια του πολιτισμού· αντίθετα, ο πολιτισμός είχε ως συνέπεια την επιβολή περιορισμών στο άτομο.
Ο ισχυρισμός ότι η κοινωνία περιορίζει το άτομο, και επομένως ότι το άτομο πρέπει να απαλλαγεί απ’ αυτούς τους περιορισμούς, εν μέρει συμβαδίζει αλλά και εν μέρει αντιφάσκει με την άποψη ότι ορισμένα άτομα μπορούν να ενεργούν αγνοώντας ή υπερβαίνοντας την εποχή τους, άποψη που συχνά καταλήγει να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των «μεγάλων ανδρών» στην ιστορία.
Ο Μαρξ, απαντώντας σε όσους τόνιζαν την ιδιαίτερη σημασία του ανεξάρτητου και αυτόνομου σε σχέση με την κοινωνία ατόμου, υποστήριζε στα Grundrisse ότι η άποψη που «θεωρεί αφετηρία το μεμονωμένο άτομο» είναι «παράλογη», αφού ο άνθρωπος πρωτοεμφανίζεται ως «νομαδικό ζώο», «αποκτά ατομικότητα μέσω της ιστορικής του εξέλιξης»· μάλιστα, «μείζονα ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία εξατο- μίκευσης παίζει η ανταλλαγή».
Ο Τοκβίλ, από τη μεριά του, έγραφε το 1852, θέλοντας να τονίσει ότι οι ενέργειες των μεμονωμένων πολιτικών καθορίζονται από δυνάμεις που βρίσκονται «έξω απ’ αυτούς»:
Σε όλους τους πολιτισμένους λαούς, οι πολιτικές επιστήμες διατυπώνουν, ή έστω σχηματοποιούν, γενικές ιδέες- απ’ αυτές τις γενικές ιδέες διαμορφώνονται τα προβλήματα, εν μέσω των οποίων οι πολιτικοί πρέπει να δράσουν, αλλά και οι νόμοι, που οι ίδιοι νομίζουν ότι τους δημιουργούν. Οι πολιτικές επιστήμες διαμορφώνουν ένα είδος πνευματικής ατμόσφαιρας- σ’ αυτή ζουν και αναπνέουν τόσο οι κοβερ- νώντες όσο και οι κυβερνώμενοι μιας κοινωνίας, οι οποίοι ασύνειδα αντλούν από την ατμόσφαιρα αυτή τις αρχές που διέπουν τη δράση τους.
.Τέλος, ο Τολστόι ωθούσε στις έσχατες συνέπειές της την άποψη ότι τα άτομα δεν παίζουν σχεδόν κανένα ρόλο στην
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 205
ιστορία. Σ ’ ένα από τα προσχέδιά του για τον επίλογο του Πόλεμος και ειρήνη, έγραφε ότι «τα ιστορικά πρόσωπα είναι προϊόντα της εποχής τους, απόρροια του συνδυασμού σύγχρονων και παρελθόντων γεγονότων».
Ο Καρ συμμεριζόταν σε γενικές γραμμές την άποψη του Μαρξ και του Τοκβίλ. Υπογράμμιζε ότι «τα άτομα στην ιστορία έχουν “ ρόλους” , και κατά μία έννοια ο ρόλος έχει μεγαλύτερη σημασία από το άτομο». Γράφοντας για τον Ρ. Μακντόναλντ, επισήμαινε ότι «οι αμφιταλαντεύσεις του δεν ήταν τόσο απόρροια του χαρακτήρα του (ο οποίος έπαιξε ρόλο μόνο ως προς το να του ανατεθεί η ηγεσία), όσο των βασικών διλημμάτων που αντιμετώπιζε το Εργατικό Κόμμα στο σύνολό του». Το ενδιαφέρον του Καρ στρεφόταν λι- γότερο στην αξιολόγηση του ενός ή του άλλου πολιτικού, και περισσότερο στην ανάλυση «των συμφερόντων και των αντιλήψεων που διαμορφώνουν τη σκέψη του». Ο ιστορικός, έγραφε, είναι προτιμότερο να βλέπει την ιστορία «με όρους υποσυνείδητων συλλογικών αντιλήψεων και στάσεων μάλλον, παρά με όρους συνειδητής ατομικής συμπεριφοράς».
Πάντως, ο Καρ δεν συμμεριζόταν την ακραία θέση του Τολστόι ως προς το ρόλο του ατόμου. Το πρόβλημα του τυχαίου στην ιστορία, έγραφε, «δεν παύει να με απασχολεί και να με προβληματίζει». Ως προς τις συνέπειες που είχε ο πρόωρος θάνατος του Λένιν για την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης, προσέθετε στις σημειώσεις του: «έστω κι αν εμμένει κανείς στην άποψη ότι μακροπρόθεσμα τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί μ’ αυτόν λίγο-πολύ τον τρόπο, υπάρχει πάντοτε και το βραχυπρόθεσμα, που για πάρα πολλούς ανθρώπους η σημασία του υπήρξε τεράστια». Με άλλα λόγια, υπάρχει σαφής μετατόπιση της έμφασης σε σχέση με όσα υποστηρίζονταν στο Τι είναι ιστορία.; για το ρόλο του τυχαίου. Σε μια συνέντευξή του στον Πέρυ Άντερσον τον Σ επτέμβριο του 1978, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καρ έλεγε: «Αν ο Λένιν είχε ζήσει στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 έχοντας ακέραιες τις πνευματικές του ικανότητες, θα είχε αντιμετωπίσει τα ίδια ακριβώς προβλήματα». Θα είχε,
206 Ε.Χ. ΚΑΡ
λοιπόν, προχωρήσει στη δημιουργία μεγάλης κλίμακας, εκ- μηχανισμένων αγροτικών μονάδων παραγωγής, στην ταχύρρυθμη εκβιομηχάνιση, στον έλεγχο της αγοράς, στον έλεγχο και τη διεύθυνση της εργασίας. Ό μω ς, θα κατάφερνε «να ελαχιστοποιήσει και να αμβλύνει το στοιχείο του καταναγκασμού». Το 1980 εξάλλου, ο Καρ έγραφε:
Τπό τον Λένιν, ίσως το πέρασμα, να. μην ήταν απόλυτα ομαλό- δεν θα είχε, πάντω ς, συμβεί ό,τι συνέβη. Ο Λένιν δεν θα ανεχόταν ποτέ την παραποίηση των στοιχείων, στην οποία τόσο συχνά επιδιδόταν ο Στάλιν... Η ΕΣΣΔ υπό τον Λένιν δεν θα είχε γίνει ποτέ «η χώρα του μεγάλου ψεύδους», όπως την έχουν αποκαλέσει. Αυτή είναι η εκτίμησή μου.8
Σ ’ αυτό το σημείο ο Καρ, σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση, φαίνεται να αποδίδει ουσιαστικό ρόλο στο τυχαίο γεγονός του πρόωρου θανάτου του Λένιν. Ά λλω στε, στον τελευταίο τόμο της Ιστορίας της Σοβιετικής Ρω σίας., που κυκλοφόρησε το 1978, ο Καρ έγραφε: «η προσωπικότητα του Στάλιν, σε συνδυασμό με τις πρωτόγονες και αυταρχικές παραδόσεις της ρωσικής γραφειοκρατίας, έδωσε στην “ επανάσταση από τα πάνω” ιδιαίτερα σκληρό χαρακτήρα». Με άλλα λόγια, η «επανάσταση από τα πάνω» ήταν σε γενικές γραμμές απόρροια μακροπρόθεσμων αιτίων, τα οποία και πρέπει να απασχολούν πρωταρχικά τον ιστορικό. Ωστόσο, ο βαθμός του καταναγκασμού που ασκήθηκε οφειλόταν και στο ρόλο του τυχαίου (του πρόωρου θανάτου του Λένιν, στη συγκεκριμένη περίπτωση) στην ιστορία.
Σε αρκετές σημειώσεις και επιστολές του, ο Καρ εξετάζει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ιστορικές σπουδές, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα την επιρροή που ασκούσε ο μαρξισμός στην περίοδο 1920-80:
8. From Napoleon to Stalin (1980), σσ. 262-63.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 207
Α πό τον Α ' Π αγκόσμιο Π όλεμο κι έπειτα, η επίδραση της υλιστικής αντίληψης για την ιστορία υπήρξε έντονη. Θα μπορούσε ίσως να ισχυριστεί κανείς ότι σε όλες τις σοβαρές ιστορικές εργασίες της συγκεκριμένης περιόδου είναι εμφανής αυτή η επίδραση. Ενδεικτική της αλλαγής στον τρόπο προσέγγισης της ιστορίας είναι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τις μάχες, τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις και τις πολιτικές ίντριγκες προς τους οικονομικούς παράγοντες, τις κοινωνικές συνθήκες, τις στατιστικές, την άνοδο και την πτώση των κοινωνικών τάξεων. Η αυξημένη δημοτικότητα της κοινωνιολογίας είναι ένα ακόμη σύμπτωμα της ίδιας εξέλιξης· ορισμένοι, μάλιστα, έχουν επιχειρήσει να μετατρέψουν την ιστορία σε κλάδο της κοινωνιολογίας.
Στο Τι είναι ιστορία; ο Καρ είχε ήδη επισημάνει τη θετική επίδραση της κοινωνιολογίας στην ιστορία, παρατηρώντας ότι «όσο πιο κοινωνιολογική γίνεται η ιστορία και όσο πιο ιστορική γίνεται η κοινωνιολογία, τόσο το καλύτερο και για τις δύο». Στις σημειώσεις του για τη δεύτερη έκδοση, γράφει: «Η κοινωνική ιστορία είναι το υπόστρωμα. Δεν αρκεί, όμως, να μελετά κανείς το υπόστρωμα· ορισμένες φορές μάλιστα, γίνεται ανιαρό — ίσως αυτό συνέβη στην περίπτωση της σχολής των Annales. Δεν μπορείς πάντως να παραβλέψεις το υπόστρωμα».
Την ίδια στιγμή που αναγνωρίζει αυτή την εξέλιξη ως θετική, ο Καρ επιμένει ότι, σε γενικές γραμμές και στις κυρίαρχες τουλάχιστον εκδοχές τους, τόσο η ιστορία όσο και οι κοινωνικές επιστήμες βρίσκονται σε κρίση. Έ τσι, αποδο- κιμάζει τόσο τον ρηχό εμπειρισμό της υπερειδίκευσης (την οποία αποκαλεί μορφή «αυτοευνουχισμού»), όσο και τη λατρεία της «ποσοτικής» ιστορίας, η οποία, θεωρώντας τα στατιστικά στοιχεία πηγή κάθε ιστορικής έρευνας, οδηγεί ίσως την υλιστική αντίληψη για την ιστορία στα όρια του παραλογισμού. Αυτή η κρίση στους κόλπους της ιστορικής επιστήμης συνοδεύεται, εξάλλου, από την τάση φυγής προς τις κοινωνικές επιστήμες, την οποία ο Καρ θεωρεί επίσης αρνητική εξέλιξη:
208 Ε.Χ. ΚΑΡ
Η ιστορία ασχολείται με τις θεμελιώδεις διαδικασίες αλλαγής. Αν αυτές οι εξελικτικές διαδικασίες σού προκαλούν αλλεργία, εγκαταλείπεις την ιστορία και καταφεύγεις στις κοινωνικές επιστήμες. Σήμερα, η ανθρωπολογία, η κοινω- νιολογία, κ.ο.κ. ανθούν, ενώ η ιστορία ασθενεί. Αυτό δείχνει ότι και η κοινωνία μας νοσεί.
Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται, κατά τον Καρ, και γενικότερα στις επιστήμες του ανθρώπου: «οι οικονομολόγοι καταφεύγουν στην οικονομετρία, οι φιλόσοφοι στη λογική και τη γλωσσολογία, οι λογοτεχνική κριτική στην ανάλυση του ύφους και της τεχνικής». Ο Τάλκοτ Πάρσονς αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνιολόγου που «οδήγησε την αφαίρεση σε τόσο ακραίες μορφές, ώστε έχασε κάθε επαφή με την ιστορία».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις σημειώσεις του Καρ και στον δομισμό (ή «δομικό λειτουργισμό»). Αν και κάποτε τον είχα ακούσει να λέει ότι τουλάχιστον οι δομιστές εξετάζουν το παρελθόν στο σύνολό του αποφεύγοντας την παγίδα της υπερειδίκευσης, πίστευε ότι συνολικά ο δομισμός είχε επηρεάσει αρνητικά τη μελέτη της ιστορίας. Η δομική ή «οριζόντια» προσέγγιση, «αναλύει την κοινωνία με βάση το από πού προήλθε και προς τα πού πηγαίνει». «Κάθε λογικός ιστορικός», κατά τον Καρ, «θα συμφωνήσει ότι και οι δυο προσεγγίσεις είναι απαραίτητες». Πάντως, ενώ σε μια προχειρογραμμένη σημείωσή του γράφει ότι «η διάκριση σε αφηγηματική και δομική ιστορία είναι πλασματική», αλλού σπεύδει να διευκρινίσει ότι έχει μεγάλη σημασία ποια από τις δυο προσεγγίσεις υιοθετεί ο ιστορικός:
Αυτό εξαρτάται αναμφισβήτητα από την ιδιοσυγκρασία του, αλλά κυρίως από το περιβάλλον στο οποίο δουλεύει. Ζούμε σε μια κοινωνία που αντιμετω πίζει την αλλαγή κυρίως ως αλλαγή προς το χειρότερο, τη φοβάται, και γ ι’ αυτό προτιμά την «οριζόντια» προσέγγιση, που προσβλέπει σε ελάσσονος σημασίας μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 209
Σε άλλο πάλι σημείο, ο Καρ παρατηρεί ότι «η πρώτη [η οριζόντια] προσέγγιση είναι συντηρητική, με την έννοια ότι εξετάζει μια στατική κατάσταση», προσθέτοντας: «Ό σο κι αν ο Λεβί-Στρως επικαλείται τον Μαρξ για τις ανάγκες των έργων του... έχω την υποψία ότι ο δομισμός είναι φιλοσοφία που ταιριάζει σε μια συντηρητική περίοδο».
Η κριτική που ασκεί ο Καρ στη σημερινή κατάσταση των ιστορικών σπουδών συνοδεύεται από επισήμανση της ανάγκης για «γενική ιστορία», η οποία να αξιοποιεί τα πορίσματα των επιμέρους ιστορικών κλάδων (δημογραφική ιστορία, στρατιωτική ιστορία, ιστορία του πολιτισμού, κ.ά.) και να ερευνά τις μεταξύ τους σχέσεις. Επιμένει επίσης στην άποψη ότι η ιστορία δεν είναι απλή θεραπαινίδα των κοινωνικών επιστημών, από τις οποίες τροφοδοτείται σε θεωρία, ενώ παράλληλα τις τροφοδοτεί με πρώτη ύλη:
Αναγνωρίζω ότι πολλοί σημερινοί ιστορικοί πάσχουν από έλλειψη θεωρίας. Η θεωρία, όμως, που τους λείπει είναι θεωρία της ιστορίας, και δεν μπορούν να την αντλήσουν από αλλού. Η πορεία πρέπει να είναι αμφίδρομη... Ο ιστορικός οφείλει να αντλεί στοιχεία από τους ειδικούς σε θέματα οικονομίας, δημογραφίας, στρατιωτικών επιχειρήσεων, κ.ο.κ. Αλλά κι αυτοί, με τη σειρά τους, έχουν ανάγκη από ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, που μόνο ο «γενικός ιστορικός» μπορεί να τους το εξασφαλίσει. Το πρόβλημα είναι... ότι οι ιστορικές θεωρίες είναι από τη φύση τους θεωρίες αλλαγής, ενώ η κοινωνία στην οποία ζούμε θέλει ή αποδέχεται μόνο δευτε- ρεύουσες ή ειδικότερες αλλαγές στις υπάρχουσες ισορροπίες.
Ο Καρ ήταν απόλυτα πεισμένος ότι η οπτική του ιστορικού εξαρτάται από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει. Στη Μεγάλη Βρετανία της δεκαετίας του 1970 ήταν, λοιπόν, επόμενο τις απόψεις του να συμμερίζεται μόνο μια μειοψηφία ριζοσπαστών ή “ αιρετικών” ιστορικών. Η έξαρση του νεοσυντηρητισμού και του νεοφιλελευθερισμού στη Βρετανία, που έφτασε στο απόγειό της κατά τη δεκαετία του 1980, ήταν φυσικό να συνοδευτεί από προσπάθειες των
210 Ε.Χ. ΚΑΡ
συντηρητικών πολιτικών και ιστορικών να στρέψουν την εκπαίδευση και την κοινωνία προς τον παραδοσιακό βρετανικό πατριωτισμό και τη λατρεία του ένδοξου παρελθόντος της χώρας. Πιστεύω ότι ο Καρ θα τα θεωρούσε όλα αυτά πανηγυρική απόδειξη του γεγονότος ότι ο ιστορικός αντανακλά τις κυρίαρχες τάσεις της κοινωνίας στην οποία ζει.
Θέλοντας, εξάλλου, στη νέα έκδοση του Τι είναι ιστορία; να δει την κρίση των ιστορικών σπουδών στα ευρύτερα συμ- φραζόμενα της κοινωνικής και πνευματικής κρίσης που χαρακτηρίζει την εποχή μας, ο Καρ ετοίμαζε ένα κεφάλαιο για την τέχνη και τη λογοτεχνία. Ο σχετικός φάκελος που βρέθηκε στα χαρτιά του περιλαμβάνει σημειώσεις τόσο για τη λογοτεχνία όσο και για τη λογοτεχνική κριτική. Αν και το υλικό είναι σε εμβρυακή μορφή, το βασικό νήμα που δείχνει να διαπερνά τη σκέψη του είναι ανάλογο με εκείνο που διαπερνά και τα δημοσιευμένα κεφάλαια του έργου του: όπως οι φυσικές επιστήμες και οι κοινωνικές επιστήμες, έτσι και η λογοτεχνία και η λογοτεχνική κριτική επηρεάζονται —ή ακόμη και διαμορφώνονται — από το κοινωνικό περιβάλλον. Ξεφυλλίζοντας τις σημειώσεις του, συναντά κανείς δυο αντιφατικά παραθέματα σχετικά με την τέχνη: τη φράση του Όργουελ «κάθε τέχνη είναι προπαγάνδα»,9 αλλά και την επισήμανση του Μαρξ στην Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας ότι «ως προς την τέχνη, είναι γνωστό ότι ορισμένοι κορυφαίοι δημιουργοί πολύ απέχουν από να αντιστοιχούν στο γενικό επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας, και επομένως και στην υλική της διάρθρωση».
Στα τελευταία κεφάλαια της νέας έκδοσης, ο Καρ σκόπευε, αντικρούοντας την κυρίαρχη στις μέρες μας απαισιοδοξία, να επαναβεβαιώσει ότι η ιστορία του ανθρώπου ήταν κατά βάση «πορεία προς την πρόοδο» και να διακηρύξει την εμπιστοσύνη του στο μέλλον της ανθρωπότητας. Στο Τι είναι ιστορία; είχε ήδη υπογραμμίσει ότι η άποψη περί συνεχούς
9. G. Orwell, Collected Essays, Journalism and Letters (1968), I, 448.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 211
προόδου του ανθρώπου, που οι ρίζες της βρίσκονται στους ορθολογιστές της περιόδου του Διαφωτισμού, είχε φτάσει στην κορυφαία της στιγμή όταν η βρετανική ισχύς και αυτοπεποίθηση βρισκόταν στο απόγειό της. Μετά, ωστόσο, τον Α ' Παγκόσμιο Πόλεμο, η πίστη στην ιστορία ως πρόοδο υποχώρησε σημαντικά. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο σκεπτικισμός ως προς την πρόοδο και η απαισιοδοξία για το μέλλον κυριαρχούσαν — και κυριαρχούν — όλο και περισσότερο. Ο Πόπερ, που πριν 25 χρόνια είχε δώσει μια διάλεξη με τίτλο «Η ιστορία της εποχής μας: μια αισιόδοξη άποψη», το 1979, σε άλλη διάλεξή του, έλεγε «δεν πιστεύω στην πρόοδο».10 Για ορισμένους ιστορικούς, η ίδια η ιδέα της προόδου θεωρείται κάτι σαν παλαιομοδίτικο αστείο. Σχετικά πρόσφατα, γράφτηκε για τον Ζωρζ Λεφέμπρ: «ήταν ένας πολύ αφελής άνθρωπος, που πίστευε στην ανθρώπινη πρόοδο».11
Ο Καρ πίστευε στην ανθρώπινη πρόοδο κατά το παρελθόν, προσθέτοντας ότι «η κατανόηση του παρελθόντος... σημαίνει και μεγαλύτερη διορατικότητα για το μέλλον». Συμφωνούσε με τον Χομπς ότι «διαμορφώνουμε το μέλλον με βάση τις αντιλήψεις μας για το παρελθόν», αλλά προσέθετε: «σχεδόν εξίσου ισχύει και το αντίστροφο: το όραμά μας για το μέλλον επηρεάζει την οξυδέρκειά μας ως προς το παρελθόν». Σε εποχές αμφιβολιών και γενικευμένης δυσπιστίας, ο Καρ θεωρούσε σημαντικό να καταθέσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν το παρόν, καθώς και το όραμά του για το μέλλον. Πριν 40 περίπου χρόνια, είχε διατυπώσει την άποψη ότι η ουτοπία και η πραγματικότητα ήταν ουσιαστικές όψεις της πολιτικής επιστήμης, και ότι «μόνο όταν συνυπάρχουν, υπάρχει σωστή πολιτική σκέψη και πολιτική ζωή».12 Παρόλο ότι στα χρόνια που ακολούθησαν τον θεω
10. Encounter, Νοέμβριος 1979, σ. 11. Στην ίδια, ωστόσο, διάλεξη ο Πόπερ εξακολουθούσε να δηλώνει αισιόδοξος.
11. Richard Cobb, A Second identity (1969), σ. 100.12. The Twenty Years’ Crisis, 1919-1939 (1939).
212 Ε.Χ. ΚΑΡ
ρούσαν μάλλον ψυχρό ρεαλιστή, σ’ ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που έγραψε λίγο πριν πεθάνει, διαβάζουμε: «Ίσω ς ο κόσμος χωρίζεται σε κυνικούς, που δεν βρίσκουν νόημα σε τίποτε, και ουτοπιστές, που δίνουν νόημα στα πράγματα με βάση τα μεγαλόπνοα, μη επαληθεύσιμα οράματά τους για το μέλλον. Προτιμώ τους δεύτερους». Εξάλλου, σ’ ένα φάκελο με τον τίτλο «Ελπίδα» που βρέθηκε στα χαρτιά του, υπάρχει η εξής πρόχειρη σημείωση: «Ρόλος της ουτοπίας είναι να δώσει συγκεκριμένη υπόσταση στην ονειροφαντασία... η ουτοπία θα συμφιλιώσει το άτομο με το γενικό συμφέρον. Η αυθεντική ουτοπία δεν συμπίπτει με την αφελή (αθεμελίωτη) αισιοδοξία».
Οι κορυφαίοι μελετητές του κλασικού βρετανικού καπιταλισμού, ο Ά νταμ Σμιθ και ο Καρλ Μαρξ, συνδύαζαν και οι δύο την οξυδερκή ματιά στην κοινωνία της εποχής τους με στοιχεία ουτοπίας. Ό μω ς, «τόσο η ουτοπία του Σμιθ, το “αόρατο χέρι” , όσο και η ουτοπία του Μαρξ, η “δικτατορία του προλεταριάτου” , απέκτησαν ελάχιστα ελκτικό πρόσωπο όταν έγινε προσπάθεια να εφαρμοστούν στην πράξη». Από τους φακέλους με τίτλους «Μαρξισμός και Ιστορία» και «Μαρξισμός και Μέλλον», είναι φανερό ότι ο Καρ ήθελε οι εκτιμήσεις του για το παρόν και το μέλλον να βασίζονται σε προσεκτική μελέτη και εκτίμηση του Μαρξ και του μαρξισμού. Σε αρκετές από τις σημειώσεις του δείχνει να συμμερίζεται την άποψη του φίλου του Χέρμπερτ Μαρκούζε ότι «στη Δύση σήμερα, το προλεταριάτο,- οι οργανωμένοι βιομηχανικοί εργάτες, δεν είναι επαναστατική δύναμη — ίσως μάλιστα και να είναι αντεπαναστατική δύναμη».13 Παράλληλα, υπογράμμιζε ότι ο σκεπτικισμός ως προς τη δυνατότητα του προλεταριάτου να κυβερνήσει είχε οδηγήσει ήδη τον Τρότσκι στην απαισιοδοξία, και τον Μαρκούζε στην αμφιβολία για την ικανότητα του προλεταριάτου να εγκαθιδρύ- σει μη καταπιεστικό κοινωνικό καθεστώς (στη Σοβιετική Ένωση), ή να υπερβεί την ενσωμάτωσή του στην υπάρχου-
13. From Napoleon to Stalin (1980), σ. 271.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 213
σα τάξη πραγμάτων (στη Δύση). Στο αυτοβιογραφικό πάντως κείμενό του, για το οποίο έγινε ήδη λόγος, ο Καρ έγραφε:
Πράγματι, δεν μπορώ παρά να προβλέψω παρακμή και φθορά για τη Δυτική κοινωνία έτσι όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σήμερα· παρακμή που είναι πιθανό — αν και όχι απαραίτητο— να καταλήξει σε δραματική κατάρρευση. Ωστόσο, πιστεύω ότι, κάτω από την επιφανειακή αυτή εικόνα, κυοφορούνται νέες δυνάμεις και νέα κινήματα, που τη μορφή τους δεν μπορεί κανείς να μαντέψει. Αυτή είναι η προσωπική μου μη επαληθεύσιμη ουτοπία... Τποθέτω ότι θα μπορούσα να την αποκαλέσω «σοσιαλιστική», και μ’ αυτή την έννοια είμαι ίσως μαρξιστής. Π άντω ς, ο Μαρξ δεν όρισε το περιεχόμενο του σοσιαλισμού παρά μόνο με λίγες ουτοπικές φράσεις. Ούτε κι εγώ μπορώ να το ορίσω.
Με άλλη, εξάλλου, ευκαιρία ο Καρ έσπευδε να προσθέσει: «Οι πολιτικές όψεις του οράματος μου αυτού παραμένουν συγκεχυμένες και ακαθόριστες. Ο μαρξισμός δεν μπορεί να δώσει τις απαραίτητες απαντήσεις. Η ιδέα μιας κοινωνίας υπό τον έλεγχο των εργατών αποδείχθηκε απατηλή στη Ρωσία, όπου το προλεταριάτο ήταν ολιγάριθμο. Παράλληλα, είναι πρακτικά αδύνατο να εφαρμοστεί σε ακόμη λιγότε- ρο αναπτυγμένες χώρες, όπου το προλεταριάτο είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο».
Κλείνοντας, θα άξιζε ίσως να παραθέσουμε ένα προσχέδιο κειμένου, γραμμένο γύρω στο 1970, όπου οι απόψεις του Καρ για το παρόν και το μέλλον αποτυπώνονται με αρκετά σαφή και γλαφυρό τρόπο:
Ο κόσμος έχει αλλάξει άρδην τα τελευταία 50 χρόνια. Οι πρώην αποικίες των δυτικοευρωπαϊκών χωρών έχουν κερδίσει την ανεξαρτησία τους... Τ ο πιο θεαματικό ίσως γεγονός της περιόδου αυτής υπήρξε η μετατροπή της Σοβιετικής Έ νω σης, και πιο πρόσφατα της Κίνας, σε παγκόσμια δύναμη. Η αίσθηση αβεβαιότητας που προκαλούν αυτές οι αλλα
214 Ε.Χ. ΚΑΡ
γές, των οποίων οι συνέπειες παραμένουν άγνω στες, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αίσθηση ενός κόσμου σχετικής σταθερότητας και ασφάλειας, που κυριαρχούσε τον 19ο αιώνα. Σ ’ αυτό το κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας, τα οράματα για την κοινωνία του μέλλοντος βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.
Η Ρωσική Επανάσταση —και μετά απ’ αυτή, η Κινέζικη και η Κουβανέζικη — ήταν φυσικό να γίνουν στο όνομα του Μαρξ και του μαρξισμού. Καθώς ο Μαρξ ήταν ο κατ’ εξοχήν προφήτης της παρακμής και πτώσης του καπιταλισμού, ήταν επόμενο όσοι αμφισβητούσαν αυτό το σύστημα παραγωγής και επιδίωκαν την ανατροπή του να επικαλούνται τον Μαρξ ως αυθεντία και να εμπνέονται από τον μαρξισμό. Ό λα αυτά τα οράματα μιας νέας κοινωνίας εμπεριείχαν, πάντως, στοιχεία ουτοπίας. Άλλωστε, τα κείμενα όπου ο Μαρξ περιγράφει την κοινωνία του μέλλοντος είναι λιγοστά και έχουν έντονα ουτοπικό χαρακτήρα. Ορισμένες από τις προβλέψεις του Μαρξ διαψεύστηκαν ή αποδείχθηκαν ανεφάρμοστες, προκαλώντας έτσι σύγχυση στους οπαδούς του και τροφοδοτώντας τις αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Δεν υπάρχει, όμως, αμφιβολία ότι πολλές από τις αναλύσεις του διατηρούν ακέραιη την αξία τους, και κανένα σχέδιο ή όραμα για την κοινωνία του μέλλοντος δεν μπορεί να τις αγνοήσει.
Ο Μαρξ ήταν ο προφήτης της παραγωγικότητας, της εκβιομηχάνισης ως της οδού προς ανώτερες μορφές παραγωγικότητας, του εκσυγχρονισμού μέσω της τεχνολογικής προόδου. Στα κείμενά του ο καπιταλισμός πιστώνεται ότι ελευθέρωσε την παραγωγική διαδικασία από τα δεσμά της φεουδαρχίας, θέτοντας τις βάσεις για μια σύγχρονη, τεχνικά προηγμένη παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα όμως, με τις αναλύσεις του ο Μαρξ ήθελε να αποδείξει ότι ο καπιταλισμός, βασισμένος στις αρχές της ιδιωτικής επιχείρησης, δημιουργούσε νέα εμπόδια και νέους φραγμούς στην περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής. Μόνο αν ο έλεγχος
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ; 215
της παραγωγής περνούσε από τα χέρια της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης στα χέρια των ίδιων των εργατών, θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας και του παραγόμενου πλούτου. Η μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία θα ήταν, κατά τον Μαρξ, κοινωνία αφθονίας.
Στο βαθμό που μεγάλο μέρος του πληθυσμού της γης εξακολουθεί να στερείται τα πιο στοιχειώδη υλικά αγαθά, δεν είναι παράδοξο ότι παρόμοιοι οραματισμοί για το μέλλον εξακολουθούν να εμπνέουν και να κινητοποιούν τους ανθρώπους. Ούτε και προξενεί έκπληξη πως, αντίθετα με ό,τι είχε προβλέψει και προσδοκούσε ο Μαρξ, οι θεωρίες αυτές έχουν γίνει — και γίνονται — ευνοϊκά δεκτές όχι τόσο στις προηγμένες χώρες (όπου οι λαοί απολαμβάνουν αρκετά από τα πλεονεκτήματα του καπιταλισμού, και δύσκολα θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι το συγκεκριμένο σύστημα έχει εξαντλήσει τη δυναμική του), όσο στις χώρες εκείνες όπου ώς τώρα ο καπιταλισμός δεν έχει κάμει παρά ελάχιστα αισθητή την παρουσία του. Η Ρωσική Επανάσταση έγινε σε μια τεχνολογικά καθυστερημένη χώρα, όπου ο αστικός/καπιταλιστικός μετασχηματισμός της οικονομίας και της κοινωνίας είχε μόλις αρχίσει. Μετά τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο, η επανάσταση εξαπλώθηκε σε χώρες όπου ο αστικός μετασχηματισμός δεν είχε καν αρχίσει ακόμη. Μεγάλο μέρος του κόσμου που βρίσκεται πια έξω από τη σφαίρα επιρροής της Δύσης εξακολουθεί σήμερα να ζει με το όραμα ενός μέλλοντος στο οποίο, μέσω κάποιου είδους κοινωνικού ελέγχου και σχεδιασμού της παραγωγής, θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί η εκβιομηχάνιση της παραγωγής και ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας, παρακάμπτοντας ενδεχομένως το στάδιο της αστικής επανάστασης.