120
ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Δρ. Ιωάννης Παπαδημόπουλος Καθηγητής

e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

  • Upload
    others

  • View
    4

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Δρ. Ιωάννης Παπαδημόπουλος

Καθηγητής

Page 2: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

§. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ

1. Έννοια του Δικαίου

Κυριότερα στοιχεία κάθε πολιτισμού θεωρούνται: η επιστήμη, η γλώσσα, η θρησκεία, το δίκαιο, η τέχνη, η τεχνική, η πολιτική οργάνωση, η κοινωνική διάρθρωση, τα ήθη και τα έθιμα. Το δίκαιο ως ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του πολιτισμού προσδιορίζει την ομοιομορφία και την ποικιλία των εκδηλώσεων της ζωής του πολιτισμού.

Το δίκαιο προσλαμβάνει τα κυριότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα από την συνείδηση του ελληνικού Λαού περί του δικαίου και από εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες και προσπαθεί πάντα να ανταποκριθεί και να αναπροσαρμοσθεί στις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις και ιστορικές συνθήκες. Συνεπώς το δίκαιο είναι όργανο πολιτισμού, μέσο προς ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης βάσει της αντικειμενικής περί δικαίου αντίληψης, και το σπουδαιότερο, το δίκαιο κρίνεται όχι μόνο ως πραγματικότητα, αλλά και ως ιδέα.

Για να γίνει κατανοητή η έννοια του δικαίου είναι απαραίτητη και μία αναφορά στις έννοιες της ηθικής και της εθιμοτυπίας.

Δίκαιο είναι το σύνολο των αναγκαστικών κανόνων που έχουν τεθεί από την Πολιτεία, δηλαδή την οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων, και ρυθμίζουν τόσο τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους όσο και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ της Πολιτείας και των πολιτών.

Ηθική είναι το σύνολο των μη αναγκαστικών κανόνων, οι οποίοι απευθύνονται στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και επιβάλλουν σ' αυτόν μια ορισμένη συμπεριφορά απέναντι στους συνανθρώπους του.

Εθιμοτυπία είναι το σύνολο των μη αναγκαστικών κανόνων, που αφορούν την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων στις μεταξύ τους σχέσεις.

Σύμφωνα με τους παραπάνω ορισμούς η βασική διαφορά μεταξύ των κανόνων δικαίου και των κανόνων ηθικής και εθιμοτυπίας έγκειται στο σημείο της αναγκαστικότητας. Οι κανόνες δικαίου είναι αναγκαστικοί, διότι

Page 3: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

επιβάλλονται από τη Πολιτεία και η παραβίαση αυτών οδηγεί σε κυρώσεις. Οι κανόνες της ηθικής και της εθιμοτυπίας αντίθετα είναι μη αναγκαστικοί, διότι δεν επιβάλλονται σε κανέναν βίαια και η τήρησή τους επαφίεται στη διάθεση του καθενός. Ως κυρώσεις εξαιτίας παραβίασης κανόνων ηθικής και εθιμοτυπίας θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει την αποδοκιμασία του ατόμου από το κοινωνικό σύνολο και την αυτοτιμωρία του λόγω διατάραξης τη συνείδησής του, αν φυσικά αυτή υπάρχει. Πάντως οι κανόνες της ηθικής ρυθμίζουν την εσωτερική συμπεριφορά του ατόμου, ενώ οι κανόνες δικαίου και εθιμοτυπίας κατά κανόνα την εξωτερική συμπεριφορά. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις οι κανόνες δικαίου αναφέρονται στα εσωτερικά ελατήρια που υποκίνησαν την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων. Π.χ. στο ποινικό δίκαιο ερευνάται η ύπαρξη αμέλειας ή δόλου του δράστη κατά τη διενέργεια της εγκληματικής πράξης, το ίδιο και στην περίπτωση ύπαρξης ή όχι καλής πίστης στις συναλλαγές. Παραπέρα ενώ η ηθική επιβάλλει υποχρεώσεις, στις οποίες δεν αντιστοιχούν δικαιώματα, το δίκαιο αναγνωρίζει δικαιώματα, στα οποία αντιστοιχούν ορισμένες υποχρεώσεις.

Παραδείγματα: Ο Α συμφωνεί με τον Β να του πωλήσει ένα αυτοκίνητο. Ο Α έχει υποχρέωση να παραδώσει το αυτοκίνητο στον Β και αν δεν το παραδώσει θα έχει συνέπειες, διότι η πώληση ρυθμίζεται στο δίκαιο και υπάρχουν οι σχετικοί κανόνες δικαίου που προβλέπουν τις συνέπειες που θα έχει ο πωλητής, αν δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στον αγοραστή. Έτσι ο αγοραστής μπορεί να ασκήσει αγωγή στο δικαστήριο για παράδοση του αυτοκινήτου. Ο πωλητής θα καταδικαστεί και αν δεν συμμορφωθεί οικειοθελώς με τη δικαστική απόφαση, θα αναγκαστεί με τα μέσα που προβλέπει το δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή θα γίνει αναγκαστική εκτέλεση.

Ο Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο σπίτι του Γ. Ο Γ όμως απουσιάζει. Στην περίπτωση αυτή ο Γ δεν θα έχει καμία συνέπεια, αφού η κοινωνική αυτή σχέση είναι σχέση εθιμοτυπική και δεν έχει αναχθεί σε κανόνα δικαίου. Ο Δ δεν μπορεί να πάει στο δικαστήριο και να ζητήσει χρήματα από τον Γ για το κρασί που αγόρασε ή τα χρήματα που ξόδεψε για φαγητό σε γειτονικό εστιατόριο. Η Α σπουδάστρια δεν συμπαθεί τη Β σπουδάστρια και παρακαλεί από μέσα της να πέσει στις σκάλες και να σπάσει το πόδι της. Οι σκέψεις αυτές της Α δεν έχουν καμία συνέπεια, αναφέρονται απλά στη στάθμη ηθικής της Α και η μοναδική ίσως συνέπεια θα μπορούσε να είναι, αν αργότερα η Α μετανιώσει για τις σκέψεις αυτές και έχει τις τύψεις της συνείδησής της.

2. Διακρίσεις του Δικαίου

Page 4: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Το δίκαιο διακρίνεται στο εσωτερικό και στο διεθνές δίκαιο.

Εσωτερικό δίκαιο είναι το σύνολο κανόνων, που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις των ανθρώπων που ζουν σ'ένα συγκεκριμένο κράτος.

Διεθνές δίκαιο είναι το σύνολο κανόνων, που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις που ξεφεύγουν τα όρια της επικράτειας ενός συγκεκριμένου κράτους.

Το εσωτερικό δίκαιο διακρίνεται σε δύο μεγάλους κλάδους: το Δημόσιο και το Ιδιωτικό δίκαιο.

Το δημόσιο δίκαιο περιλαμβάνει τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι ρυθμίζουν τις σχέσεις της πολιτείας και των οργανισμών δημοσίου δικαίου αφενός μεταξύ τους και αφετέρου προς τους πολίτες, εφόσον η πολιτεία και οι οργανισμοί αυτοί συμμετέχουν στις σχέσεις αυτές ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Με την έννοια αυτή η πολιτεία ασκεί κυριαρχική εξουσία και επιδιώκει με την εφαρμογή των κανόνων δημοσίου δικαίου τη πραγματοποίηση πολιτειακών σκοπών, π.χ. είσπραξη φόρων, επιβολή μέτρων δημόσιας τάξης, εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, διοικητικά μέτρα υγειονομικής φύσεως κλπ. Κατά συνέπεια στη ρύθμιση σχέσεων μεταξύ πολιτείας και πολιτών αυτή βρίσκεται σε κυριαρχική και πλεονεκτικότερη θέση. Στην εφαρμογή, όμως, των κανόνων ιδιωτικού δικαίου η πολιτεία εμφανίζεται ως ιδιώτης, δηλαδή ως ίση απέναντι στους συναλλασσόμενους με αυτή ιδιώτες, π.χ. ως αγοραστής φαρμακευτικού υλικού από ιδιώτη για τα δημόσια νοσοκομεία. Στη περίπτωση αυτή κατά τη ρωμαϊκή έκφραση η πολιτεία εμφανίζεται ως Fiscus.

Οι κλάδοι του δημοσίου δικαίου είναι οι εξής:

α) Το Συνταγματικό Δίκαιο

Συνταγματικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων, που ρυθμίζουν τη μορφή του πολιτεύματος, θέτουν τις βασικές αρχές της οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους και καθορίζουν τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα των πολιτών.

β) Το Διοικητικό Δίκαιο

Διοικητικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την οργάνωση και τη λειτουργία των υπηρεσιών του κράτους.

γ) Το Ποινικό Δίκαιο

Ποινικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων, που ρυθμίζουν ποιες πράξεις είναι αξιόποινες και ποιες κυρώσεις επιβάλλονται σε περίπτωση τέλεσης μιας αξιόποινης πράξης.

δ) Το Δικονομικό Δίκαιο

Page 5: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Το δικονομικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων, που καθορίζουν την οργάνωση και τη λειτουργία των δικαστηρίων καθώς επίσης και τη διαδικασία που ακολουθείται στα δικαστήρια για την απονομή της δικαιοσύνης.

στ) Το Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Εκκλησιαστικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων, που ρυθμίζουν την οργάνωση της εκκλησίας καθώς και τις σχέσεις αυτής με τους πιστούς της και το κράτος.

ζ) Το Δημοσιονομικό Δίκαιο

Δημοσιονομικό Δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων, που ρυθμίζουν τη δημοσιονομική δραστηριότητα του κράτους.

Το ιδιωτικό δίκαιο περιλαμβάνει τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι ρυθμίζουν τις σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους, στις οποίες αυτά συμμετέχουν με ισότητα, δηλαδή ως ίσα προς ίσα. Την ισότητα όμως αυτή δεν μπορούμε να την απολυτοποιήσουμε, αφού π.χ. στις σχέσεις γονέων - τέκνων υφίσταται κάποια ανισότητα με τα δικαιώματα που παρέχει ο νόμος στους γονείς. Παραταύτα το οικογενειακό δίκαιο είναι ιδιωτικό δίκαιο. Επίσης δύο Δήμοι αποφασίζουν αλλαγή κοινοτικών συνόρων. Στην περίπτωση αυτή υφίσταται σχέση ισότητας και στα δύο μέρη, και όμως εφαρμόζεται εδώ δημόσιο δίκαιο.

Κλάδοι του ιδιωτικού δικαίου είναι οι εξής:

α) Το αστικό δίκαιο

Το αστικό δίκαιο ήταν και είναι ο θεμελιώδης κλάδος του ιδιωτικού δικαίου. Είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζει τις ιδιωτικές έννομες σχέσεις όλων των προσώπων, ανεξάρτητα από την ιδιότητα αυτών. Το σύνολο των κανόνων αυτών περιλαμβάνεται στον αστικό κώδικα.

Στην αρχή το αστικό δίκαιο περιλάμβανε ολόκληρο το ιδιωτικό δίκαιο, με το οποίο ταυτιζόταν. Βαθμιαία όμως αποσπάστηκαν απ' αυτό διάφοροι κλάδοι και κατέστησαν αυτοτελή δίκαια. Οι κλάδοι αυτοί είναι το εμπορικό δίκαιο, το εργατικό δίκαιο, το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι κλάδοι αυτοί του ιδιωτικού δικαίου είναι ειδικοί, γιατί περιέχουν κανόνες που αναφέρονται είτε σε ορισμένες πράξεις, όπως π.χ. το εμπορικό δίκαιο που ρυθμίζει τις εμπορικές σχέσεις, είτε σε ορισμένα πρόσωπα, όπως π.χ. το εργατικό δίκαιο, που αναφέρεται στους εργαζόμενους που παρέχουν εξηρτημένη εργασία, είτε σε ορισμένες σχέσεις, όπως το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, που ρυθμίζει τις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου μεταξύ προσώπων διαφορετικής ιθαγένειας, είτε σε ορισμένα αγαθά, όπως το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, που ρυθμίζει τα δικαιώματα των πνευματικών δημιουργών επάνω στα δημιουργούμενα απ' αυτούς λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα.

Page 6: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Το αστικό δίκαιο διαιρείται σε πέντε μέρη που είναι τα εξής:

α. Γενικές Αρχές, που είναι το σύνολο εκείνων των κανόνων του αστικού δικαίου και ρυθμίζουν τις βασικές αρχές, οι οποίες εφαρμόζονται όχι μόνο στις αστικές έννομες σχέσεις αλλά και σε άλλους κλάδους του δικαίου.

β. Ενοχικό δίκαιο, που είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις ενοχικές σχέσεις, δηλαδή τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ δανειστών και οφειλετών.

γ. Εμπράγματο δίκαιο, που είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τα εμπράγματα δικαιώματα και τη νομή, δηλαδή τις σχέσεις των προσώπων προς τα πράγματα.

δ. Οικογενειακό δίκαιο, που είναι το σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τις οικογενειακές έννομες σχέσεις, δηλαδή το γάμο, το διαζύγιο και τις σχέσεις γονέων και τέκνων.

ε. Κληρονομικό δίκαιο, είναι το σύνολο των κανόνων, που ρυθμίζουν την τύχη της περιουσίας ενός προσώπου που πέθανε.

β) Εμπορικό δίκαιο

Εμπορικό δίκαιο είναι ο κλάδος του ιδιωτικού δικαίου που έχει ως αντικείμενο το εμπόριο με τη νομική έννοια του όρου. Περιλαμβάνει το Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου, το Δίκαιο των Εταιριών, το Δίκαιο των Αξιογράφων, το Πτωχευτικό Δίκαιο, το Ασφαλιστικό Δίκαιο και το Ναυτικό και Αεροπορικό Δίκαιο.

γ) Εργατικό δίκαιο

Εργατικό δίκαιο είναι ο κλάδος του ιδιωτικού δικαίου που ρυθμίζει τις σχέσεις εργαζομένων και εργοδοτών, που απορρέουν από την παροχή εξαρτημένης εργασίας. Το εργατικό δίκαιο διακρίνεται στο ατομικό και στο συλλοικό εργατικό δίκαιο.

δ) Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο

Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο είναι ο κλάδος του ιδιωτικού δικαίου, που υποδεικνύει ποιο ουσιαστικό δίκαιο θα εφαρμοστεί σε μια ιδιωτική διεθνή σχέση.

3. Πηγές του Δικαίου

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Αστικού Κώδικα πηγές του δικαίου είναι: ο νόμος και το έθιμο.

Page 7: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

α) Ο νόμος

Νόμος είναι ο κανόνας που τίθεται από τη πολιτεία και ανάλογα με το περιεχόμενό του διακρίνεται σε ουσιαστικό, που περιέχει κανόνα δικαίου, παρουσιάζει δηλαδή νομοθετικό περιεχόμενο, άσχετα με το πολιτειακό όργανο από το οποίο τέθηκε, όπως είναι π.χ. το Σύνταγμα, το διάταγμα και η διοικητική πράξη, και σε τυπικό, που δεν περιέχει κανόνα δικαίου και άσχετα από το περιεχόμενό του τέθηκε από την αρμόδια νομοθετική εξουσία, όπως είναι π.χ. ο νόμος που εξουσιοδοτεί υπουργό να εκποιήσει δημόσιο πράγμα. Η διάκριση αυτή του νόμου σε τυπικό και ουσιαστικό έχει μεγάλη πρακτική σημασία, γιατί ο τυπικός νόμος μπορεί να καταργηθεί μόνο με άλλο τυπικό νόμο. Όλοι, όμως οι νόμοι ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους είναι τυπικοί, διότι εκδόθηκαν βάσει νόμιμης διαδικασίας και δημοσιεύτηκαν, όπως πρέπει. Υπάρχουν νόμοι που έχουν αυξημένη τυπική ισχύ, δηλαδή υπερισχύουν έναντι οποιασδήποτε αντιτιθέμενης διάταξης. Αυτοί είναι το Σύνταγμα και οι συντακτικοί νόμοι ή διατάγματα, διότι εκδόθηκαν από τη συντακτική εξουσία και αφορούν την ερμηνεία διατάξεων του Συντάγματος.

Πάντως πηγή δικαίου, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του αστικού κώδικα, είναι μόνο ο ουσιαστικός νόμος, δηλαδή εκείνος που περιέχει κανόνα δικαίου, ανεξάρτητα αν είναι συγχρόνως και τυπικός νόμος.

Το άρθρο 2 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ. Η τυπική δύναμη του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην εφημερίδα της Κυβέρνησης, ενώ η ουσιαστική μετά δέκα ημέρες από τη δημοσίευση, εκτός αν ο ίδιος ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Αυτό συμβαίνει για να μη θίγονται κεκτημένα δικαιώματα, τα οποία έχει αποκτήσει ο πολίτης προγενέστερα, ιδίως κυριότητας, γιατί τότε θα δημιουργηθούν δικαιώματα αποζημίωσης από το κράτος. Ο νόμος υπάρχει για να ρυθμίζει μελλοντικές σχέσεις. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όμως ο νομοθέτης, που είναι παντοδύναμος, μπορεί να δώσει αναδρομική δύναμη στο νόμο, όταν θίγονται χρηστά ήθη και να κηρύξει ορισμένες δικαιοπραξίες άκυρες, εφόσον είναι αισχροκερδείς κλπ.

Ένας νόμος διατηρεί την ισχύ του, εφόσον νεότερος κανόνας δεν τον καταργήσει ρητώς ή σιωπηρώς. Η ρητή κατάργηση γίνεται, όταν ο νεότερος νόμος αναφέρει ρητά ότι καταργεί τον παλαιότερο νόμο. Η σιωπηρή, όταν το περιεχόμενο του νεότερου νόμου είναι αντίθετο ή ασυμβίβαστο με το περιεχόμενο του παλαιότερου, όπως π.χ. τα άρθρα 14 και 15 του αστικού κώδικα, τα οποία αναφέρονται στη ρύθμιση των προσωπικών και περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και τα οποία αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 του νόμου 1329/1983. Έτσι σιωπηρά με βάση σήμερα την ισότητα των δύο φύλων ο θεσμός της προίκας καταργήθηκε. Υπάρχουν νόμοι που

Page 8: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

ισχύουν για ορισμένη χρονική διάρκεια, μετά την παρέλευση της οποίας δεν ισχύουν, όπως ο νόμος για την απαλλαγή των σεισμοπλήκτων από τη φορολογία για ένα έτος. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι τα δικαιώματα που προστατεύονται από το Σύνταγμα, π.χ. δικαίωμα ιδιοκτησίας, δεν μπορούν να ανατραπούν αναδρομικά, όπως και οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, γιατί διαφορετικά στην τελευταία περίπτωση θα παραβιάζονταν η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αφού η νομοθετική εξουσία θα μπορούσε να αφαιρεί από την δικαστική τις υποθέσεις που ανήκουν στην αρμοδιότητά της.

β) Το έθιμο

Το έθιμο είναι άγραφος κανόνας δικαίου, ο οποίος τίθεται όχι από την πολιτεία, αλλά από την κοινωνία κατευθείαν με τη μακρόχρονη, αδιάκοπη και ομοιόμορφη άσκηση, κατά τρόπο ώστε να δημιουργείται η πεποίθηση στον πράττοντα, ότι εφαρμόζει κανόνα δικαίου.

Κατά συνέπεια για να υπάρξει έθιμο, πρέπει να υπάρχουν δύο στοιχεία: α) η συνείδηση του λαού ότι το πραττόμενον κατ' αυτόν τον τρόπο αποτελεί δίκαιο και β) μακρόχρονη, αδιάκοπη και ομοιόμορφη άσκηση. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.Δ. της 7/10-5- 1946, το έθιμο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταργήσει νόμο, αλλά μόνο να συμπληρώσει αυτόν. Το έθιμο στη σημερινή εποχή σε όλες τις νομοθεσίες της ηπειρωτικής Ευρώπης έχει ελάχιστη σημασία ως πηγή του δικαίου. Η λεπτομερής ρύθμιση των περισσοτέρων θεμάτων από τον Αστικό Κώδικα και άλλους ειδικούς νόμους και η ταχύτητα με την οποία κινείται η νομοθετική μηχανή δεν αφήνουν περιθώρια για να εξακολουθήσουν να ισχύουν παλαιότερα έθιμα ή για να δημιουργηθούν νέα.

γ) Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου και οι διεθνείς συμβάσεις

Πηγές του εσωτερικού ελληνικού δικαίου αποτελούν επίσης σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, και οι "γενικώς παραδεδεγμένοι" κανόνες του διεθνούς δικαίου και οι διεθνείς συμβάσεις, που έχουν αυξημένη τυπική ισχύ. Ποιοι είναι οι γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου κρίνεται από τη γενική θεωρία του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Τέτοιοι κανόνες αποτελούν οι θεμελιώδεις αρχές δικαίου που είναι αναγνωρισμένες από το κράτος ή γενικά διεθνή έθιμα. Η άρση της αμφισβήτησης σχετικά με το χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικώς παραδεδεγμένων, γίνεται από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 100 παρ.1 του

Page 9: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Συντάγματος). Οι παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου εντάσσονται άμεσα στο ελληνικό δίκαιο χωρίς να απαιτείται κάποια επιπρόσθετη πράξη της πολιτείας.

Αντίθετα από τους παραπάνω κανόνες του διεθνούς δικαίου, που αποτελούν άμεση πηγή του εσωτερικού δικαίου, οι διεθνείς συμβάσεις αποτελούν έμμεση πηγή του εσωτερικού δικαίου, γιατί γίνονται μέρος αυτού μόνο ύστερα από την επικύρωσή τους με νόμο. Τόσο οι γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του δημοσίου διεθνούς δικαίου όσο και οι διεθνείς συμβάσεις μετά την επικύρωσή τους με νόμο υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου.

δ) Η νομολογία

Το σύνολο των συγκεκριμένων λύσεων που δίνουν τα δικαστήρια σε νομικά ζητήματα, που αντιμετωπίζουν κατά την απονομή της δικαιοσύνης, αποτελεί τη νομολογία των δικαστηρίων.

Η νομολογία δεν είναι πηγή δικαίου, συμβάλλει όμως σημαντικά στην προαγωγή του, είτε ερμηνεύοντας τις διατάξεις των νόμων δίνοντας ορισμένο περιεχόμενο σε αόριστες νομικές έννοιες, είτε συμπληρώνοντας τα κενά του νόμου που προήλθαν από θελημένες ή όχι αβλεψίες του νομοθέτη.

4. Ερμηνεία των κανόνων δικαίου

Ερμηνεία κανόνα δικαίου (νόμου) καλείται η εργασία εκείνη, με την οποία επιδιώκεται ν' ανευρεθεί η αληθινή έννοια του νόμου. Πολλοί νόμοι είναι ασαφείς και πολλές φορές δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς την αληθινή τους έννοια και κυρίως ως προς το πεδίο εφαρμογής τους. Για την ερμηνεία του νόμου υπάρχουν πολλές μέθοδοι, από τις οποίες οι σπουδαιότερες είναι: α) η αυθεντική, β) η γραμματική και γ) η λογική ερμηνεία.

Αυθεντική ερμηνεία καλείται, εκείνη η οποία γίνεται από τον ίδιο τον νομοθέτη με την έκδοση μεταγενέστερου ερμηνευτικού νόμου. Με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης εξηγεί ποιο ήταν ακριβώς το περιεχόμενο του προηγούμενου νόμου, που είχε θέσει και ο οποίος παρουσιάζει ασάφεια.

Γραμματική ερμηνεία καλείται εκείνη, η οποία γίνεται σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. Ερευνάται δηλαδή η ακριβής έννοια των λέξεων με τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού, για να βρεθεί η ακριβής έννοια του νόμου. Η ερμηνεία αυτή μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε σφάλματα.

Page 10: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Λογική ερμηνεία καλείται εκείνη, η οποία γίνεται με βάση τους κανόνες της λογικής. Η ερμηνεία αυτή απομακρύνεται από το γράμμα του νόμου και με βάση την ορθή σκέψη και τους κανόνες της λογικής προσπαθεί να βγάλει ορισμένα συμπεράσματα. Στη λογική ερμηνεία εφαρμόζονται τα εξής επιχειρήματα: α) Η σιωπή του νόμου: Εφόσον ο νόμος δεν αναφέρεται διαφορετικά, άρα στο πόρισμα στο οποίο καταλήξαμε είναι ορθό. β) Η αντιδιαστολή του νόμου: Εφόσον ο νόμος ορίζει έτσι για το Α θέμα, έπεται ότι για το Β, το οποίο είναι αντίθετο του Α, θα ισχύει εντελώς το αντίθετο και γ) Το μικρότερο από το μεγαλύτερο: Εφόσον ο νόμος επιτρέπει το μεγαλύτερο, θα επιτρέπει και το μικρότερο. Εφόσον π.χ. ο νόμος επιτρέπει την αποκλήρωση, έπεται ότι επιτρέπει και την εγκατάλειψη της νόμιμης μοίρας.

Κατά τη λογική ερμηνεία του νόμου πρέπει να ερευνάται: α) το ιστορικό του νόμου, δηλαδή τα αίτια που προκάλεσαν το νόμο και η ιστορική του καταγωγή, β) η σκοπιμότητα του νόμου, για ποιο σκοπό εκδόθηκε και γ) το επιστημονικό του νόμου, δηλαδή εκείνος που προβαίνει στη λογική ερμηνεία του νόμου, πρέπει να γνωρίζει καλά την επιστήμη του δικαίου.

Η λογική ερμηνεία άλλοτε επεκτείνει την έννοια του νόμου και σε θέματα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο γράμμα του νόμου, οπότε μιλάμε για διασταλτική ερμηνεία και άλλοτε περιορίζει την έννοιά του στο ελάχιστο, οπότε μιλάμε για συσταλτική ερμηνεία του νόμου.

Page 11: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

§. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αναφέραμε παραπάνω ότι το αστικό δίκαιο διαιρείται σε πέντε μέρη, σύμφωνα με το σύστημα που ακολουθεί ο Αστικός Κώδικας: στις Γενικές Αρχές, στο Ενοχικό δίκαιο, στο Εμπράγματο δίκαιο, στο Οικογενειακό δίκαιο και στο Κληρονομικό δίκαιο. Παρακάτω θα αναφερθούμε στις θεμελιώδεις έννοιες των Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου.

1. Τα πρόσωπα

Πρόσωπο καλείται κάθε υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα να είναι ένας πρόσωπο, καλείται προσωπικότητα ή ικανότητα δικαίου. Η ικανότητα να έχει ένας δικαιώματα και η ικανότητα να έχει υποχρεώσεις συμπίπτουν. Τα πρόσωπα διακρίνονται σε φυσικά και νομικά.

α) Τα φυσικά πρόσωπα

Το δίκαιο ρυθμίζει βιοτικές σχέσεις των ανθρώπων και τις ανάγει έτσι σε έννομες σχέσεις. Το άρθρο 34 του αστικού κώδικα ορίζει ότι κάθε άνθρωπος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Φυσικό πρόσωπο είναι λοιπόν ο άνθρωπος, ο οποίος έχει και βούληση. Κάθε άνθρωπος μετέχει σε έννομες σχέσεις και κατά συνέπεια είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Μόνο στους παλαιούς χρόνους ο δούλος ήταν ικανός να έχει υποχρεώσεις και ανίκανος να έχει δικαιώματα. Από τη γενική ικανότητα του δικαίου δεν μπορεί κανείς να παραιτηθεί. Εκτός όμως από τη γενική ικανότητα υπάρχουν και ειδικές ικανότητες, σύμφωνα με τις οποίες ένας άνθρωπος μπορεί να είναι υποκείμενο της έννομης σχέσης, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Αυτές οι ειδικές ικανότητες μπορούν να περιοριστούν με τη βούληση του προσώπου, εφόσον βέβαια ο περιορισμός αυτός δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη και δεν συνεπάγεται υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας του προσώπου. Έτσι π.χ. γάμο μπορούν να συνάψουν μόνο όσοι έχουν συμπληρώσει ορισμένη ηλικία, σε υιοθεσία μπορεί να προβεί κανείς μόνο, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό του και στο πρόσωπο του υιοθετούμενου ορισμένες προϋποθέσεις που

Page 12: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

ορίζουν οι σχετικές διατάξεις του νόμου. Η γενική ικανότητα δικαίου προστατεύεται συνταγματικά (άρθρα 2 και 5 Συντάγματος) και δεν μπορεί να την περιορίσει ούτε ο νομοθέτης, ενώ οι ειδικές ικανότητες δεν προστατεύονται συνταγματικά και μπορούν να περιοριστούν με νόμο.

Ικανότητα δικαίου ή προσωπικότητα έχει κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από τις προσωπικές του ιδιότητες (φύλο, θρησκεία, καταγωγή, κατάσταση υγείας κλπ.) και ιδίως ανεξάρτητα από την ηλικία του. Αντίθετα δικαιοπρακτική ικανότητα, δηλαδή ικανότητα να επιχειρεί κάποιος δικαιοπρακτικές πράξεις, έχουν μόνο οι ενήλικες, αυτοί δηλ. που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας και δεν βρίσκονται κάτω από δικαστική συμπαράσταση και δεν στερούνται κατά τη στιγμή της επιχειρήσεως της δικαιοπραξίας της συνειδήσεως των πραττομένων ή της χρήσης του λογικού εξαιτίας πνευματικής ασθένειας. Οι άνω των δέκα ετών ανήλικοι και αυτοί, που βρίσκονται κάτω από σχετική δικαστική συμπαράσταση έχουν περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία.

αα) Αρχή και τέλος του φυσικού προσώπου

Το φυσικό πρόσωπο αρχίζει να υπάρχει κατά το άρθρο 35 του Α.Κ. από τον τοκετό και παύει μετά τον θάνατό του. Μόλις ολοκληρωθεί η έξοδος του παιδιού από το σώμα της μητέρας, αποκτά ικανότητα δικαίου, έστω και αν αναπνεύσει για λίγο και ανεξάρτητα πάντως αν είναι βιώσιμο. Κατά το άρθρο 36 του Α.Κ. ως προς τα δικαιώματα που επάγει το δίκαιο είναι όχι μόνο το παιδί που γεννήθηκε ζωντανό αλλά και το κυοφορούμενο, αρκεί να γεννηθεί ζωντανό, χωρίς να απαιτείται να είναι και βιώσιμο, αλλά να έχει ανθρώπινη μορφή. Αυτό σημαίνει ότι, αν το κυοφορούμενο γεννηθεί ζωντανό και έχει ανθρώπινη μορφή, λογίζεται ότι υπήρξε αναδρομικά από το χρόνο της σύλληψής του, αν όμως γεννηθεί νεκρό ή αν δεν έχει ανθρώπινη μορφή, θεωρείται ότι ουδέποτε υπήρξε. Η διάταξη του άρθρου 36 Α.Κ. έχει μεγάλη πρακτική σημασία, όσον αφορά κυρίως το Κληρονομικό δίκαιο, γιατί μπορεί να γίνει κληρονόμος και ο κυοφορούμενος, οπότε κατά το άρθρο 1865 του Α.Κ. είναι δυνατόν να διοριστεί κηδεμόνας της κληρονομιάς και κατά το άρθρο 1867 η μητέρα του να ζητήσει ανάλογη διατροφή από την κληρονομική μερίδα μέχρι τον τοκετό.

Το τέλος του φυσικού προσώπου επέρχεται με το θάνατο και με την αφάνεια. Ο καθορισμός του χρονικού σημείου του θανάτου ανήκει στην επιστήμη. Πριν από μερικά χρόνια γίνονταν δεκτό, ότι ο θάνατος επέρχεται, όταν σταματήσει η λειτουργία της καρδιάς και του αναπνευστικού συστήματος. Σήμερα με την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης είναι δυνατή η τεχνητή διατήρηση της λειτουργίας αυτών των δύο οργάνων, παρόλο που ο εγκέφαλος έχει

Page 13: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

σταματήσει να λειτουργεί. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να γίνεται δεκτό, ότι ο θάνατος έχει επέλθει με την προηγηθείσα λήξη της λειτουργίας του εγκεφάλου.

Με την ύπαρξη του φυσικού προσώπου και με τον θάνατό του συνδέονται διάφορες έννομες συνέπειες, όπως είναι π.χ. η κληρονομική διαδοχή, που επέρχεται με το θάνατο του προσώπου. Δικαιώματα και υποχρεώσεις τρίτων μπορεί να εξαρτώνται και από το γεγονός, ότι ένα πρόσωπο ζούσε ένα ορισμένο χρονικό σημείο ή ότι επέζησε κάποιου άλλου προσώπου. Στις περιπτώσεις αυτές, εκείνος που θέλει να ασκήσει ένα δικαίωμα, η κτήση του οποίου έχει ως προϋπόθεση ένα από τα παραπάνω γεγονότα, βαρύνεται με την απόδειξη των παραπάνω γεγονότων. Έτσι εκείνος που επικαλείται κληρονομικό δικαίωμα και ζητά βάσει αυτού να εισπράξει απαίτηση του κληρονομούμενου, πρέπει να αποδείξει το θάνατό του. Ο θάνατος, όπως και η γέννηση και ο γάμος αποδεικνύονται με ληξιαρχική πράξη, η οποία εκδίδεται από το Δήμο ή τη Κοινότητα με βάση τα ληξιαρχικά βιβλία που τηρούνται με την εποπτεία του εισαγγελέα. Η γέννηση και ο γάμος πρέπει να δηλώνονται στα ληξιαρχικά βιβλία εντός δέκα ημερών από την τέλεσή τους, ενώ ο θάνατος εντός 24 ωρών, μετά την πάροδο των οποίων επιτρέπεται η ταφή, αφού προηγουμένως προσκομιστεί και βεβαίωση ιατρού για τα αίτια του θανάτου.

Λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει η απόδειξη του θανάτου του ανθρώπου και του χρονικού σημείου που επήλθε ο Αστικός Κώδικας εισάγει δύο τεκμήρια. ‘Έτσι αν πολλά άτομα εκτέθηκαν σε κοινό κίνδυνο, πυρκαγιάς, ναυαγίου, σεισμού, βομβαρδισμών, πλημμύρας κλπ. και δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι ο ένας επέζησε από κάποιον άλλο, τότε τεκμαίρεται ότι όλοι πέθαναν ταυτόχρονα. Το τεκμήριο αυτό της συναποβίωσης έχει μεγάλη σημασία για το κληρονομικό δίκαιο, γιατί κληρονομεί εκείνος που ζούσε ή ήταν συνειλημμένος κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Επίσης κατά τον αστικό κώδικα νεκρός θεωρείται και το άτομο εκείνο που εκτέθηκε σε κίνδυνο και δεν βρέθηκε το σώμα του, όπως π.χ. ένας παραλυτικός κάηκε σε πυρκαγιά και δεν βρέθηκαν τα ίχνη του.

Αφάνεια καλείται ο υποθετικός θάνατος, δηλαδή επειδή ένα άτομο εξαφανίστηκε ενώ βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής, ή επειδή λείπει πολύ καιρό χωρίς ειδήσεις θεωρείται ο θάνατός του ως αποδεδειγμένος. Στις δύο αυτές περιπτώσεις μπορεί να ζητηθεί η αφάνεια του ατόμου με δικαστική απόφαση. Στην πρώτη περίπτωση δεν μπορεί να ζητηθεί η κήρυξη της αφάνειας πριν περάσει ένας χρόνος από τότε που επήλθε ο κίνδυνος ή εάν ο κίνδυνος ήταν παρατεταμένος, από την τελευταία στιγμή του κινδύνου, π.χ. από τη λήξη του πολέμου. Στην δεύτερη περίπτωση δεν μπορεί να ζητηθεί η κήρυξη της αφάνειας πριν περάσουν πέντε χρόνια από την τελευταία του είδηση. Όταν π.χ. αλληλογραφούσε κάποιος με τους δικούς του και έπαυσε να γράφει ενώ ήταν άρρωστος.

Page 14: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Οποιοσδήποτε εξαρτά δικαιώματα από την εξαφάνιση ενός ανθρώπου, π.χ. σύζυγος, τέκνα, μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση για κήρυξή του σε αφάνεια. Η αίτηση για κήρυξη σε αφάνεια δικάζεται από το πρωτοδικείο της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του εξαφανισμένου και όταν δεν υπάρχει ούτε κατοικία ούτε διαμονή από το πρωτοδικείο της πρωτεύουσας. Αν το δικαστήριο κρίνει την αίτηση βάσιμη, διατάζει τη δημοσίευση της περίληψής της στον τύπο με πρόσκληση προς τον άφαντο ή σε κάθε άλλο πρόσωπο που γνωρίζει κάτι, να παράσχει πληροφορίες για τη ζωή ή το θάνατό του. Η αίτηση εκδικάζεται μετά ένα έτος από τη δημοσίευση και το δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα να διατάξει και άλλες αποδείξεις ή να απορρίψει ή να δεχθεί την αίτηση ως βάσιμη. Αν κατά τη διάρκεια της δίκης εμφανιστεί ο άφαντος ή ληφθούν ειδήσεις του ή αποδεχθεί ο θάνατός του, η αίτηση για την αφάνεια απορρίπτεται. Το δικαστήριο που κήρυξε την αφάνεια μετά από αίτηση κάθε ατόμου, που έχει συμφέροντα, μπορεί να άρει την κατάσταση της αφάνειας ή να μεταβάλει το χρόνο έναρξης. Η αφάνεια επιφέρει τα ίδια αποτελέσματα του φυσικού θανάτου. Δηλαδή παύει η δικαιοδοτική ικανότητα του άφαντου και η περιουσία του περιέρχεται στους κληρονόμους ή κληροδόχους. Όσον αφορά το διαζύγιο, η αφάνεια δεν επιφέρει τη λύση του γάμου, αλλά αποτελεί λόγο λύσης του γάμου.

Αν μετά την κήρυξη σε αφάνεια εμφανιστεί ο άφαντος, αυτός έχει δικαίωμα να άρει την αφάνεια και να ανακτήσει την περιουσία του από αυτούς στους οποίους έχει περιέλθει λόγω της αφάνειας. Αν ήταν παντρεμένος και δεν είχε εκδοθεί διαζύγιο, ο γάμος εξακολουθεί να υπάρχει. Αν όμως ο γάμος είχε λυθεί με διαζύγιο, τότε οι πρώην σύζυγοι αν επιθυμούν να συνεχίσουν την έγγαμη συμβίωσή τους, πρέπει να τελέσουν εκ νέου το γάμο τους.

ββ) Ιδιότητες ή καταστάσεις των φυσικών προσώπων

Εκτός από την γενική ικανότητα δικαίου, όπως αναφέραμε και παραπάνω, υπάρχουν και ειδικές ικανότητες, ιδιότητες ή καταστάσεις των προσώπων, βάσει των οποίων ο άνθρωπος μπορεί να μετέχει στις κατ'ιδίαν σχέσεις, π.χ. να συνάπτει γάμο, να υιοθετεί, να είναι συμπαραστάτης ανηλίκου κλπ. Αυτές οι ειδικές ικανότητες που προστατεύονται συνταγματικά, εξετάζονται με συντομία παρακάτω και είναι το φύλο, η υγεία, η ηλικία, η τιμή, η θρησκεία, η συγγένεια, η κατοικία και η ιθαγένεια.

Το Σύνταγμα του 1975 καθιέρωσε με το άρθρο 4 παρ. 2 την ισότητα ανδρών και γυναικών. Η διάταξη ορίζει ότι Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ο αστικός κώδικας προσαρμόστηκε με τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου με το νόμο 1329/1983.

Page 15: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Η υγεία μαζί με την ηλικία αποτελούν τη βάση για την ικανότητα του προσώπου για δικαιοπραξία και για καταλογισμό σε περίπτωση τέλεσης άδικων πράξεων. Όταν υπάρχει έλλειψη υγείας είτε εξαιτίας σωματικού είτε εξαιτίας ψυχικού ελαττώματος το πρόσωπο τίθεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της ασθένειάς του, σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης. Τέτοιοι είναι οι κωφοί, οι τυφλοί, οι άλαλοι και όσοι δεν μπορούν να φροντίζουν για τον εαυτό τους ,ή την οικογένειά τους, επειδή πάσχουν από διαρκή πνευματική νόσο, η οποία αποκλείει τη χρήση του λογικού. Η ηλικία έχει μεγάλη σπουδαιότητα, γιατί βάσει αυτής προσδιορίζεται η ικανότητα του ανθρώπου για δικαιοπραξία και η ικανότητά του για αδικοπραξία ή για καταλογισμό. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία είναι ο ενήλικος, εκείνος δηλαδή που έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Ανίκανος για δικαιοπραξία είναι εκείνος που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος και εκείνος που βρίσκεται σε δικαστική συμπαράσταση, ακόμη και αν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας. Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του μπορεί να συνάψει σύμβαση εργασίας με συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλεια. Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το 14ο έτος, μπορεί να διαθέτει ελεύθερα ότι κερδίζει από την προσωπική του εργασία ή ότι του δόθηκε για να το διαθέσει ελεύθερα. Ο ανήλικος, που έχει συμπληρώσει το 10ο έτος, είναι ικανός για δικαιοπραξία, από την οποία αποκτά απλά και μόνο έννομο συμφέρον, π.χ. αποδοχή κληρονομιάς.

Η τιμή είναι η αξία, που αποδίδεται σε κάθε άνθρωπο από την κοινωνία, η εκτίμηση που έχουν οι συνάνθρωποί του γι' αυτόν. Η τιμή αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας και προστατεύεται με τα άρθρα 57 και 932 Α.Κ. Η μείωση της τιμής μπορεί να έχει ως συνέπεια τη στέρηση ορισμένων ειδικών ικανοτήτων, όταν για την ύπαρξη αυτών απαιτείται από το νόμο ανεπίληπτη διαγωγή. Μείωση της τιμής επέρχεται είτε εξαιτίας κακής συμπεριφοράς του ατόμου στην κοινωνία είτε εξαιτίας ποινικής καταδίκης.

Η θρησκεία δεν επιδρά στην δικαιοπρακτική ικανότητα του ανθρώπου. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Συντάγματος η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη και η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθένα. Τα κωλύματα γάμου μεταξύ χριστιανών και αλλοθρήσκων, που προϋπήρχαν και ήταν αντισυνταγματικά, καταργήθηκαν με τη καθιέρωση του πολιτικού γάμου.

Η συγγένεια έχει μεγάλη σημασία για τη δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ειδικότερα για το οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο. Από τη συγγενική σχέση καθορίζεται η υποχρέωση για διατροφή, το κληρονομικό δικαίωμα, το δικαίωμα νόμιμης μοίρας και το κώλυμα σύναψης γάμου. Συγγένεια εξ αίματος υπάρχει μεταξύ των προσώπων, τα οποία έχουν την ίδια κοινή καταγωγή, από το ίδιο δηλ. αίμα, όπως π.χ. το παιδί προς τον πατέρα ή τη μητέρα, ο εγγονός προς τον παππού ή τη γιαγιά κ.ο.κ. Η συγγένεια αυτή καλείται κατ' ευθεία γραμμή, σε αντίθεση με τη συγγένεια εκ πλαγίου, όπως

Page 16: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

είναι οι αδελφοί μεταξύ τους ή οι πρώτοι εξάδελφοι, ή ο ανεψιός και θείος κ.ο.κ. Η σπουδαιότερη, όμως, διάκριση μεταξύ των συγγενών είναι η διάκριση κατά βαθμούς. Όσο μικρότερος είναι ο βαθμός, τόσο στενότερη είναι η συγγένεια. Όσες οι γεννήσεις, τόσοι και οι βαθμοί. Έτσι ο πατέρας και το παιδί του είναι συγγενείς εξ αίματος κατ' ευθεία γραμμή και πρώτου βαθμού, γιατί χρειάστηκε μία γέννηση. Ο παππούς και ο εγγονός εξ αίματος κατ' ευθεία γραμμή και δευτέρου βαθμού, γιατί χρειάστηκαν δύο γεννήσεις, μία του πατέρα από τον παππού και μία του εγγονού από τον πατέρα. Ο ανεψιός και ο θείος είναι τρίτου βαθμού εξ αίματος και εκ πλαγίου, οι αδελφοί μεταξύ τους δευτέρου βαθμού εξ αίματος και εκ πλαγίου, οι πρώτοι εξάδελφοι μεταξύ τους τέταρτου βαθμού εξ αίματος και εκ πλαγίου. Η συγγένεια εξ αγχιστείας δημιουργείται με το γάμο. Αν ο Α π.χ. νυμφευθεί τη Β, μεταξύ των συγγενών του Α και των συγγενών της Β και αντιστρόφως δημιουργείται συγγένεια εξ αγχιστείας, το λεγόμενο συμπεθεριό. Και εδώ έχουμε βαθμούς συγγενείας, οι οποίοι μετρούνται χωριστά από τη πλευρά της γυναίκας και χωριστά από τη πλευρά του άνδρα. Έτσι ο αδελφός της συζύγου π.χ. με τον αδελφό του συζύγου είναι συγγενείς εξ αγχιστείας τέταρτου βαθμού.

Υιοθεσία καλείται η νομική εκείνη πράξη, με την οποία ένα πρόσωπο λαμβάνει τη θέση του κατιόντος εκείνου, ο οποίος υιοθετεί. Η υιοθεσία δημιουργεί κληρονομικά δικαιώματα και κωλύματα γάμου. Έτσι εμποδίζεται ο γάμος εκείνου που υιοθέτησε ή των κατιόντων του με αυτόν που υιοθετήθηκε. Το κώλυμα διατηρείται και μετά τη λύση της υιοθεσίας.

Κατοικία καλείται ο τόπος, όπου ο άνθρωπος έχει εγκατασταθεί μόνιμα και ασκεί τις βιοτικές του σχέσεις. Διακρίνεται σε εκούσια, όταν την επιλέγει ο άνθρωπος ελεύθερα, και σε νόμιμη, όταν ορίζεται από το νόμο, όπως π.χ. στις περιπτώσεις των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν νόμιμη κατοικία τον τόπο όπου ασκούν το λειτούργημά τους ή των ανηλίκων που έχουν νόμιμη κατοικία την κατοικία των γονέων τους. Η κατοικία έχει σημασία για το προσδιορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου, στο οποίο μπορεί να ασκηθεί αγωγή εναντίον κάποιου. Στο δικονομικό δίκαιο ορίζεται η γενική δωσιδικία των δικαστηρίων του τόπου, όπου κατοικεί ο εναγόμενος.

Ιθαγένεια καλείται ο νομικός δεσμός ενός προσώπου με το δίκαιο ορισμένης πολιτείας. Ο Α λέμε έχει την ελληνική ιθαγένεια, υπάγεται δηλαδή στους ελληνικούς νόμους. Αντίθετα εθνικότητα καλείται ο εθνολογικός δεσμός ενός προσώπου με ορισμένη πολιτεία. Συνεπώς είναι δυνατόν ένα πρόσωπο να έχει άλλη ιθαγένεια και άλλη εθνικότητα. Π.χ. οι Έλληνες της Αμερικής έχουν αμερικάνικη ιθαγένεια, πλην όμως έχουν ελληνική εθνικότητα, αισθάνονται ότι ανήκουν στο ελληνικό έθνος.

Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί η αναγνώριση και η προστασία του δικαιώματος στην προσωπικότητα του ανθρώπου, που ονομάζεται η αξία που έχει κάθε άνθρωπος, δηλαδή ο ηθικός κόσμος μέσα στον οποίο κινείται (τιμή,

Page 17: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

υπόληψη, οικονομική πίστη) και οι έμφυτες ικανότητες, με τις οποίες συμβάλλει στην προαγωγή του πνευματικού βίου (εφευρέσεις, ανακαλύψεις, συγγραφικό έργο). Το γενικό αυτό δικαίωμα στην προσωπικότητα προστατεύεται σύμφωνα με το άρθρο 57 του αστικού κώδικα.

Παραδείγματα: Δεν επιτρέπεται η εξύβριση, η δυσφήμηση, η κυκλοφορία εντύπου που αναφέρεται στην ιδιωτική ζωή του προσώπου ή φωτογραφιών του, η κλοπή πνευματικών έργων, γιατί αυτές οι πράξεις είναι παράνομες και συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας.

Εκείνος, του οποίου προσβάλλεται η προσωπικότητα έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και παύση της επανάληψης στο μέλλον, αποζημίωση και ικανοποίηση για ηθική βλάβη που υπέστη.

β) Τα νομικά πρόσωπα

αα) Έννοια

Καταρχήν θα πρέπει να ειπωθεί ότι ικανότητα να είναι κανείς υποκείμενο έννομων σχέσεων μπορεί να έχει μόνο ο άνθρωπος, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, γιατί μόνο αυτός έχει βούληση, προς την οποία μπορεί να απευθυνθεί η έννομη τάξη και να αξιώσει υποταγή. Παρά ταύτα υπάρχουν ποικίλα συμφέροντα και πολλοί κοινωνικοί σκοποί, οι οποίοι δεν μπορούν να επιτευχθούν διαφορετικά, παρά μόνο με την ένωση πολλών φυσικών προσώπων ή με τη συγκέντρωση περιουσία, που είναι τα νομικά πρόσωπα.

Έτσι νομικά πρόσωπα είναι ενώσεις προσώπων, που έχουν συσταθεί για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού ή σύνολα περιουσίας, που έχουν ταχθεί στην εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού και έχουν αποκτήσει, με τη τήρηση των όρων του νόμου, αυτοτελή προσωπικότητα, δηλαδή είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Νομικά πρόσωπα είναι τα σωματεία, τα ιδρύματα, οι συνεταιρισμοί, οι σύλλογοι, οι εταιρίες, το Κράτος, οι Δήμοι, οι Κοινότητες κλπ. Το νομικό πρόσωπο έχει ικανότητα που εκτείνεται σε όλες τις έννομες σχέσεις, ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, εκτός από εκείνες, που προϋποθέτουν ιδιότητα φυσικού προσώπου, όπως είναι ιδίως οι σχέσεις του οικογενειακού δικαίου. Το νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να συνάψει γάμο, να υιοθετήσει, να αποβιώσει και να κληρονομηθεί. Το νομικό πρόσωπο έχει πλήρη ικανότητα για δικαιοπραξία. Αφού όμως το νομικό πρόσωπο δεν έχει φυσική υπόσταση, τις σχετικές δικαιοπραξίες τις επιχειρούν τα σύμφωνα με το καταστατικό ή τη συστατική

Page 18: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

πράξη ορισμένα φυσικά πρόσωπα, τα οποία αποτελούν τα νόμιμα όργανα του νομικού προσώπου και δεν επέχουν απλά θέση νόμιμου αντιπροσώπου του. Οι πράξεις και οι παραλείψεις των οργάνων του νομικού προσώπου, εφόσον ενεργούν με την ιδιότητά τους αυτή, είναι πράξεις και παραλείψεις του ίδιου του νομικού προσώπου. Το άρθρο 70 του Α.Κ. ορίζει, ότι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Αντίστοιχα το άρθρο 72 του Α.Κ. ορίζει, ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, εφόσον λάβουν χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί και παράγουν υποχρέωση αποζημιώσεως.

ββ) Διακρίσεις των νομικών προσώπων

Τα νομικά πρόσωπα διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.

Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) είναι αυτά που επιδιώκουν δημοσίους σκοπούς και είναι εξοπλισμένα με δημόσια εξουσία. Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) είναι αυτά που επιδιώκουν ιδιωτικούς σκοπούς. Η διάκριση αυτή έχει μεγάλη πρακτική σημασία, γιατί τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου διέπονται από το δημόσιο δίκαιο, ενώ τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου από το ιδιωτικό δίκαιο.

Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ιδρύονται από το κράτος με νόμο, για την εκτέλεση μιας κρατικής λειτουργίας ή υπηρεσίας. Το σπουδαιότερο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου είναι το ίδιο το κράτος. Επίσης νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου είναι οι Δήμοι, οι Κοινότητες, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, το Ι.Κ.Α. κλπ. Προβλήματα γεννιούνται σχετικά με ορισμένα νομικά πρόσωπα, που λειτουργούν με μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, ιδίως της ανώνυμης εταιρίας, τα οποία όμως ιδρύονται από το κράτος για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος. Στην ουσία πρόκειται για νομικά πρόσωπα στα οποία είτε τους έχει ανατεθεί, παράλληλα με την ιδιωτική τους δραστηριότητα, η άσκηση διοίκησης, είτε πρόκειται για δημόσιες επιχειρήσεις. Η τυπική μορφή του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου έχει επιλεγεί από το κράτος μόνο για να καταστεί ευχερέστερη και αποδοτικότερη η λειτουργία τους, ιδίως με την αποφυγή των πολύπλοκων γραφειοκρατικών διατυπώσεων των δημοσίων υπηρεσιών. Για αυτό ονομάζονται και νομικά πρόσωπα μικτής φύσεως ή διφυούς χαρακτήρα ή οργανισμοί του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Τέτοια νομικά πρόσωπα είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, η Αγροτική Τράπεζα, η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, η ΕΡΤ κλπ. που λειτουργούν με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας.

Page 19: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Ως προς τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υπάρχει κλειστός αριθμός, δηλαδή προβλέπονται από το νόμο περιοριστικά ορισμένοι μόνο τύποι νομικών προσώπων και δεν είναι δυνατή η δημιουργία άλλων τύπων από ιδιώτες. Ο αστικός κώδικας προβλέπει το σωματείο, το ίδρυμα, την επιτροπή εράνων και την αστική εταιρία, η οποία, αν επιδιώκει οικονομικό σκοπό, μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Στο εμπορικό δίκαιο προβλέπονται και ρυθμίζονται οι εμπορικές εταιρίες: η ομόρρυθμη εταιρία (Ο.Ε.), η ετερόρρυθμη εταιρία (Ε.Ε.), η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία (Ι.Κ.Ε.), η ανώνυμη εταιρία (Α.Ε.), η εταιρία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.) και ο συνεταιρισμός.

γ) Γενικές διατάξεις που διέπουν τα νομικά πρόσωπα του αστικού δικαίου

Ο Αστικός Κώδικας περιέχει γενικές διατάξεις σχετικά με τη σύσταση και τη λειτουργία όλων των νομικών προσώπων του αστικού δικαίου.

αα) Σύσταση και διοίκηση νομικού προσώπου

Για τη σύσταση κάθε νομικού προσώπου είναι αναγκαία ή ύπαρξη δύο πράξεων: της συστατικής πράξης με την οποία ιδρύεται το νομικό πρόσωπο και του καταστατικού που περιέχει τους όρους της διοίκησης και της λειτουργίας του. Τόσο η συστατική ή ιδρυτική πράξη όσο και το καταστατικό γίνονται εγγράφως.

Τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν κατοικία, γιατί αυτή αρμόζει μόνο στα φυσικά πρόσωπα. Συνδέονται όμως με ορισμένο τόπο που αναπτύσσουν τη δράση τους και ο οποίος καλείται έδρα. Η έδρα του νομικού προσώπου καθορίζεται στη συστατική πράξη ή το καταστατικό του. Τα νομικά πρόσωπα δεν μπορούν να έχουν πολλαπλή έδρα, εξαιρουμένων των εμπορικών εταιριών. Το όνομα του νομικού προσώπου λέγεται επωνυμία. Το δίκαιο αναγνωρίζει στο νομικό πρόσωπο ικανότητα δικαίου και δικαιοπρακτική ικανότητα.

Τα νομικά πρόσωπα διοικούνται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Όταν η διοίκηση είναι πολυμελής, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο στη συστατική πράξη ή το καταστατικό, οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Η έκταση της εξουσίας εκείνου που έχει τη διοίκηση προσδιορίζεται από τη συστατική πράξη ή το καταστατικό. Ο προσδιορισμός αυτός ισχύει και για τρίτους. Αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου ή αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται

Page 20: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

προς εκείνα του νομικού προσώπου, ο πρόεδρος των Πρωτοδικών (με δικαστική απόφαση) διορίζει προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον.

Η διοίκηση του νομικού προσώπου είναι το όργανο με το οποίο εκδηλώνεται η βούλησή του. Κατά συνέπεια οι πράξεις της διοίκησης, που επιχειρούνται στο όνομα του νομικού προσώπου και μέσα στα όρια της εξουσίας, όπως αυτή προσδιορίζεται στο καταστατικό ή στη συστατική πράξη, δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις απευθείας για το νομικό πρόσωπο.

Παράδειγμα: Ο εκπολιτιστικός σύλλογος με την επωνυμία "Σωματείο φίλων της παραδοσιακής μουσικής" προσλαμβάνει ένα δάσκαλο μουσικής με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Τη σύμβαση εργασίας για λογαριασμό του σωματείου θα την υπογράψει το Διοικητικό Συμβούλιο. Αν όμως αργότερα το σωματείο δεν πληρώνει το δάσκαλο μουσικής για την εργασία που προσφέρει, ο τελευταίος δεν μπορεί να στραφεί κατά του διοικητικού συμβουλίου, αλλά μόνο κατά του σωματείου, που είναι και ο εργοδότης του.

Για τις παράνομες πράξεις των οργάνων του νομικού προσώπου ευθύνεται και το νομικό πρόσωπο, εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

ι. Η πράξη ή η παράλειψη του οργάνου του νομικού προσώπου να δημιουργεί υποχρέωση για αποζημίωση.

ιι. Η πράξη ή η παράλειψη να προέρχεται από όργανο που αντιπροσωπεύει το νομικό πρόσωπο.

ιιι. Η πράξη ή η παράλειψη του οργάνου να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί.

Στην περίπτωση παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του νομικού προσώπου παράλληλα με το νομικό πρόσωπο ευθύνεται όμως και το υπαίτιο πρόσωπο.

Παράδειγμα: Ο Δ είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του αθλητικού σωματείου "Ορφέας" και πείθει τον Π, που είναι ο πιο πλούσιος της περιοχής, να δωρίσει στο σωματείο 20.000 ευρώ με την αιτιολογία να αγοράσει το σωματείο τον ποδοσφαιριστή Γ, πράγμα που είναι αναληθές. Όταν ο Π πληροφορείται την αλήθεια, ζητά τα χρήματά του πίσω, γιατί εξαπατήθηκε από τον Δ. Έτσι ασκεί αγωγή αποζημίωσης τόσο εναντίον του σωματείου όσο και εναντίον του Δ. Ο Π θα πάρει τα χρήματά του στην περίπτωση αυτή είτε από το σωματείο είτε από τον Δ, αφού και οι δύο είναι συνυπεύθυνοι σε ολόκληρο για το ποσό αυτό.

ββ) Τέλος του νομικού προσώπου

Page 21: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Η παύση της ύπαρξης του νομικού προσώπου επέρχεται σε δύο στάδια. Το πρώτο είναι η διάλυση και το δεύτερο η περάτωση της εκκαθάρισης της περιουσίας του. Η διάλυση επέρχεται, όταν συντρέξει οποιοσδήποτε από τους λόγους διάλυσης, που προβλέπει ο νόμος για κάθε είδος νομικού προσώπου. Π.χ. το σωματείο διαλύεται με απόφαση της γενικής συνέλευσης, όταν τα μέλη του γίνουν λιγότερα από δέκα. Η επιτροπή εράνων διαλύεται με τη παρέλευση του χρόνου που είχε ταχθεί για τη λειτουργία τους. Η ομόρρυθμη εταιρία με καταγγελία ενός των εταίρων της. Η διάλυση επιφέρει τη λήξη των δραστηριοτήτων του νομικού προσώπου, αλλά δεν εξαφανίζει τη νομική του προσωπικότητα, η οποία διατηρείται μέχρι τελειώσει η εκκαθάριση.

Η εκκαθάριση έχει ως σκοπό τη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του νομικού προσώπου, την εξόφληση των χρεών του και τη καταβολή του τυχόν υπόλοιπου στα δικαιούμενα πρόσωπα, όπως ορίζεται από το καταστατικό, ή την συστατική πράξη, ή από το νόμο. Αν δεν προβλέπεται τίποτε στο καταστατικό ή την συστατική πράξη ή από το νόμο, ή αν δεν αποφάσισε σχετικά το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου, τότε η περιουσία που απέμεινε μετά την πληρωμή των χρεών, περιέρχεται στο δημόσιο.

3. Τα νομικά πρόσωπα του αστικού δικαίου

α) Το σωματείο

αα) Έννοια και σύσταση

Σωματείο είναι ένωση είκοσι τουλάχιστον φυσικών ή νομικών προσώπων, που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό και έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα σύμφωνα με τους όρους του νόμου.

Ο αστικός κώδικας ρυθμίζει στα άρθρα 78 έως 106 τα σωματεία που επιδιώκουν μη κερδοσκοπικούς ή ιδανικούς σκοπούς. Τέτοιοι σκοποί μπορεί να είναι φιλανθρωπικοί, πνευματικοί, καλλιτεχνικοί, πολιτικοί, θρησκευτικοί, αθλητικοί κλπ.

Μπορεί όμως το σωματείο να επιδιώκει οικονομικούς σκοπούς, γιατί κάθε οικονομικός σκοπός δεν είναι και κερδοσκοπικός. Π.χ. τα επαγγελματικά σωματεία, όπως είναι τα σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, που

Page 22: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

αποβλέπουν στην προαγωγή των επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων των μελών τους, ή τα σωματεία ιδιοκτητών αστικών ακινήτων που αποβλέπουν στην προώθηση της προσοδοφόρας χρήσης των ακίνητων, τα οποία ανήκουν στα μέλη τους.

Για τη σύσταση του σωματείου είναι αναγκαία η τήρηση ορισμένης διαδικασίας. Συγκεκριμένα αρχικά απαιτείται η συστατική πράξη, η οποία είναι μια έγγραφη συμφωνία μεταξύ είκοσι τουλάχιστον προσώπων (ιδρυτικών μελών) που αποφάσισαν την ίδρυση του σωματείου. Στη συνέχεια συντάσσεται το καταστατικό, που είναι ένα έγγραφο με το οποίο καθορίζονται οι όροι της λειτουργίας και της οργάνωσης του σωματείου και αναφέρονται τα στοιχεία που το εξατομικεύουν. Κατόπιν οι ιδρυτές ή η προσωρινή διοίκηση του σωματείου υποβάλει αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας στην οποία το σωματείο θα έχει την έδρα του. Στην αίτηση επισυνάπτεται η συστατική πράξη, τα ονόματα των μελών της προσωρινής διοίκηση και το καταστατικό με τις υπογραφές των μελών. Το δικαστήριο, αφού εξετάσει αν έχουν τηρηθεί οι όροι που απαιτεί ο νόμος για τη σύσταση του σωματείου και ότι ο σκοπός του δεν είναι παράνομος ή ανήθικος, εκδίδει την απόφαση που δέχεται την αίτηση και διατάσσει τη δημοσίευση στον τύπο περίληψης του καταστατικού με τα ουσιώδη στοιχεία και την εγγραφή του σωματείου στο βιβλίο σωματείων, που τηρείται στο πρωτοδικείο της περιφέρειας της έδρας του σωματείου. Η εγγραφή στο βιβλίο σωματείων γίνεται μόλις η δικαστική απόφαση γίνει τελεσίδικη. Από την εγγραφή στο βιβλίο των σωματείων, το σωματείο αποκτά νομική προσωπικότητα, δηλαδή αρχίζει να υπάρχει ως νομικό πρόσωπο.

ββ) Όργανα και λειτουργία του σωματείου

Τα απαραίτητα όργανα του σωματείου σύμφωνα με το νόμο είναι η Διοίκηση και η Συνέλευση των μελών του.

Η συνέλευση είναι το σύνολο των μελών του σωματείου. Αποτελεί το ανώτατο όργανό του και αποφασίζει για κάθε υπόθεση που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Η συνέλευση δεν εκπροσωπεί το σωματείο, αλλά οι αποφάσεις της δεσμεύουν τη διοίκηση και εκτελούνται από αυτή.

Η συνέλευση, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, είναι αρμόδια για την εκλογή των προσώπων της διοίκησης, αποφασίζει για την είσοδο ή αποβολή μέλους, για την έγκριση του ισολογισμού, για τη μεταβολή του σκοπού του σωματείου, για την τροποποίηση του καταστατικού και για τη διάλυση του σωματείου. Επίσης έχει την εποπτεία και τον έλεγχο των οργάνων της διοίκησης και έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε να τα παύει.

Page 23: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Η συνέλευση συγκαλείται από τη διοίκηση του σωματείου στις περιπτώσεις που ορίζει το καταστατικό ή αν το επιβάλει το συμφέρον του σωματείου. Εκτός από τη διοίκηση τη σύγκληση της συνέλευσης μπορεί να τη ζητήσουν τόσα μέλη, όσα ορίζει το καταστατικό. Αν το καταστατικό δεν περιέχει τέτοιο όρο, τη σύγκληση μπορεί να τη ζητήσει το ένα πέμπτο των μελών με έγγραφη αίτησή του και αναγράφει τα θέματα, που θα συζητηθούν.

Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συγκαλέσει τη συνέλευση. Αν δε τη συγκαλέσει, μπορεί το μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειας, που έχει την έδρα το σωματείο, να εξουσιοδοτήσει τα μέλη, που ζήτησαν τη σύγκλησή της, να συγκαλέσουν αυτά τη συνέλευση.

Οι αποφάσεις της συνέλευσης λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Ειδικά για τη λήψη απόφασης για τροποποίηση του καταστατικού ή διάλυση του σωματείου απαιτείται ειδική απαρτία του ενός δευτέρου (1/2) του όλου αριθμού των μελών και ειδική πλειοψηφία των τριών τετάρτων (3/4) των παρόντων μελών. Για τη λήψη απόφασης για μεταβολή του σκοπού του σωματείου απαιτείται η συναίνεση όλων των μελών.

Η διοίκηση του σωματείου είναι το εκτελεστικό όργανο του σωματείου, έχει τη γενική επιμέλεια των υποθέσεων του σωματείου και εκπροσωπεί αυτό προς τα έξω. Η διοίκηση του σωματείου συνήθως είναι πολυμελής, πρόκειται δηλαδή για το Διοικητικό Συμβούλιο. Η διοίκηση (το διοικητικό συμβούλιο) εκλέγεται από τη συνέλευση των μελών και τα μέλη της πρέπει να είναι μέλη του σωματείου, εκτός αν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.

Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει και άλλα όργανα, όπως π.χ. την Εξελεγκτική επιτροπή, το Πειθαρχικό συμβούλιο.

γγ) Μέλη του σωματείου

Η κτήση της ιδιότητας του μέλους του σωματείου επέρχεται είτα από την αρχή, με τη συμμετοχή του στη σύσταση του σωματείου, είτε μεταγενέστερα, με την είσοδο στο σωματείο. Η είσοδος των νέων μελών στο σωματείο είναι ελεύθερη, εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά. όλα τα μέλη του σωματείου έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ιδιαίτερα δικαιώματα απονέμονται ή αφαιρούνται μόνο εφόσον συναινέσουν όλα τα μέλη.

Μέλη του σωματείου μπορούν να είναι και νομικά πρόσωπα. Για την είσοδο νέων μελών στο σωματείο αποφασίζει η συνέλευση, εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά. Η απώλεια της ιδιότητας του μέλους του σωματείου επέρχεται στις εξής περιπτώσεις:

Page 24: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

ι. Με την αποχώρηση του μέλους.

ιι. Με την αποβολή του μέλους στις περιπτώσεις που ορίζει το καταστατικό, όπως π.χ. η τέλεση εγκληματικών πράξεων, και στις περιπτώσεις που υπάρχει σπουδαίος λόγος και το αποφάσισε η συνέλευση των μελών του σωματείου, όπως π.χ. σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων προς το σωματείο.

ιιι. Με το θάνατο του μέλους.

ιιιι. Με τη διάλυση του σωματείου.

δδ) Διάλυση του σωματείου

Η διάλυση του σωματείου επέρχεται στις εξής περιπτώσεις:

ι. Με απόφαση της συνέλευσης των μελών για την οποία απαιτείται απαρτία του μισού αριθμού των μελών και πλειοψηφία των τριών τετάρτων.

ιι. Αυτοδικαίως στις περιπτώσεις που ορίζει το καταστατικό και όταν τα μέλη του σωματείου μείνουν λιγότερα από δέκα.

ιιι. Με δικαστική απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας του σωματείου, αν το ζητήσει η διοίκησή του ή το ένα πέμπτο των μελών του ή η εποπτεύουσα αρχή στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. Αυτές οι περιπτώσεις είναι τρεις: η μείωση του αριθμού των μελών του ή άλλες αιτίες, εκ των οποίων είναι αδύνατη η ανάδειξη διοίκησης ή η εξακολούθηση λειτουργίας του σωματείου. Η εκπλήρωση του σκοπού του σωματείου ή η εγκατάλειψή του λόγω μακροχρόνιας αδράνειας. Η επιδίωξη σκοπού διαφορετικού από εκείνον που καθορίζεται στο καταστατικό.

Η περιουσία του σωματείου που διαλύθηκε δεν διανέμεται ποτέ στα μέλη του.

β) Το ίδρυμα

αα) Έννοια - Σύσταση

Πολλοί άνθρωποι θέλουν να ευεργετήσουν το κοινωνικό σύνολο και να αποκτήσουν συγχρόνως υστεροφημία. Για το λόγο αυτό διαθέτουν εν ζωή ή με διαθήκη ορισμένη περιουσία για την εξυπηρέτηση συνήθως κοινωφελών

Page 25: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

σκοπών. Η περιουσία αυτή μπορεί να διατεθεί με σκοπό να συσταθεί αυτοτελές ίδρυμα.

Ίδρυμα είναι μια περιουσία που τάχθηκε με ιδρυτική πράξη για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού.

Παραδείγματα: Ο γνωστός εφοπλιστής Ω άφησε με διαθήκη του μέρος από τη περιουσία του που θα διατεθεί με τη σύσταση ιδρύματος σε κοινωφελείς σκοπούς, όπως ίδρυση νοσοκομείων, χορήγηση υποτροφιών κλπ. Ο επιφανής Σερραίος Α άφησε με δικαιοπραξία εν ζωή μέρος της περιουσίας του, που θα διατεθεί για τη δημιουργία μιας σύγχρονης βιβλιοθήκης στη πόλη των Σερρών.

Για τη σύσταση του ιδρύματος απαιτείται ιδρυτική πράξη και έγκριση της σύστασης του ιδρύματος από την πολιτεία με έκδοση προεδρικού διατάγματος.

Η ιδρυτική πράξη είναι μονομερής δικαιοπραξία, με την οποία εκδηλώνεται η βούληση του ιδρυτή για τη σύσταση ορισμένου ιδρύματος. Η ιδρυτική πράξη μπορεί να είναι είτε δικαιοπραξία εν ζωή είτε διάταξη τελευταίας βούλησης, δηλαδή διαθήκη. Αν είναι δικαιοπραξία εν ζωή πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Στην ιδρυτική πράξη πρέπει να καθορίζεται ο σκοπός του ιδρύματος, η περιουσία που αφιερώνεται και ο οργανισμός του. Τα δύο πρώτα στοιχεία είναι απαραίτητα, γιατί δεν μπορεί να συσταθεί ίδρυμα χωρίς να καθοριστεί από τον ιδρυτή ο σκοπός και η περιουσία που διατίθεται. Διαφορετικά είναι άκυρη η ιδρυτική πράξη. Αντίθετα η έλλειψη του οργανισμού δεν επιφέρει ακυρότητα της ιδρυτικής πράξης. Ο οργανισμός μπορεί να οριστεί ή να συμπληρωθεί ή να τροποποιηθεί και με το προεδρικό διάταγμα. Με τον οργανισμό του ιδρύματος καθορίζονται η επωνυμία, η έδρα και οι όροι λειτουργίας και διοίκησης του ιδρύματος.

Η έγκριση της σύστασης του ιδρύματος γίνεται με την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος. Το Προεδρικό Διάταγμα εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργού που είναι αρμόδιος με βάση το σκοπό του ιδρύματος, δηλαδή του Υπουργού Οικονομικών αν το ίδρυμα έχει κοινωφελή σκοπό και του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας αν το ίδρυμα έχει φιλανθρωπικό σκοπό.

Το ίδρυμα αποκτά νομική προσωπικότητα μόλις δημοσιευθεί το Προεδρικό Διάταγμα, που εγκρίνει την ίδρυσή του, στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.

ββ) Διοίκηση - Διάλυση

Page 26: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Ο τρόπος με τον οποίο διοικείται και λειτουργεί το ίδρυμα καθορίζεται από τον οργανισμό του. Πράγματι ο ιδρυτής συνήθως καθορίζει τα πρόσωπα, που θα αποτελέσουν την πρώτη διοίκηση του ιδρύματος καθώς και τον τρόπο εκλογής των μεταγενέστερων διοικήσεων.

Αν στην ιδρυτική πράξη δεν περιέχεται ο οργανισμός του ιδρύματος ή είναι ελλιπής, μπορεί να οριστεί ή να συμπληρωθεί ή να τροποποιηθεί με το Προεδρικό Διάταγμα που εγκρίνει τη σύστασή του, λαμβάνοντας υπόψη τη θέληση του ιδρυτή.

Μπορεί όμως ο οργανισμός να μεταβληθεί μεταγενέστερα από την αρμόδια αρχή ύστερα από αίτηση της διοίκησης, ακόμη και εναντίον της θέλησης του ιδρυτή, αν η μεταβολή αυτή επιβάλλεται για τη συντήρηση της περιουσίας του ιδρύματος ή για την εκπλήρωση του σκοπού του.

Επίσης σε περίπτωση που ο σκοπός του ιδρύματος έγινε απραγματοποίητος, μπορεί να δοθεί σε αυτό άλλος παραπλήσιος σκοπός, σύμφωνα με την πιθανότερη θέληση του ιδρυτή του.

Το ίδρυμα διαλύεται αυτοδικαίως στις περιπτώσεις που ορίζει η ιδρυτική πράξη ή ο οργανισμός του. Επίσης το ίδρυμα διαλύεται με Προεδρικό Διάταγμα αν ο σκοπός του εκπληρώθηκε ή έγινε απραγματοποίητος ή αν έχει παρεκκλίνει από το σκοπό του, ή αν ο σκοπός ή η λειτουργία του έγινε παράνομος ή ανήθικος ή αντίθετος προς τη δημόσια τάξη.

γ) Η επιτροπή εράνου

Επιτροπή εράνου είναι μια επιτροπή πέντε τουλάχιστον προσώπων που έχει νομική προσωπικότητα και επιδιώκει τη συγκέντρωση χρημάτων ή άλλων περιουσιακών αντικείμένων για εξυπηρέτηση ορισμένου δημοσίου ή κοινωφελούς σκοπού.

Για τη σύσταση επιτροπής εράνου απαιτείται συστατική πράξη. Η συστατική πράξη είναι έγγραφη συμφωνία πέντε τουλάχιστον προσώπων που περιέχει τις δηλώσεις βούλησης των προσώπων αυτών για τη σύσταση της επιτροπής και το σκοπό που θα επιδιώξει. Η επιτροπή εράνου αποκτά νομική προσωπικότητα από τη δημοσίευση του Προεδρικού Διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και το οποίο εγκρίνει τη σύσταση της επιτροπής. Στο Προεδρικό Διάταγμα περιέχεται ο οργανισμός της επιτροπής και καθορίζει το έργο, την έδρα της και το χρονικό διάστημα για την περάτωση του έργου της, που μπορεί να παραταθεί με νέο Προεδρικό Διάταγμα. Η επιτροπή εράνου έχει ένα μόνο όργανο, τη διοίκησή της, που αποτελείται από τα μέλη της.

Page 27: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Η επιτροπή εράνου διαλύεται αυτοδικαίως μόλις περάσει ο χρόνος που τάχθηκε για να περατώσει το έργο της ή όταν περατωθεί το έργο της. Επίσης με Προεδρικό Διάταγμα στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, δηλαδή: Αν η επιτροπή αποφασίσει τη διάλυσή της, αν έχει παρεκκλίνει από το έργο της, αν η εκτέλεση του έργου της έγινε ανέφικτη ή συνάγεται οπωσδήποτε ότι εγκαταλείφθηκε και αν ο σκοπός της έγινε παράνομος ή ανήθικος ή αντιβαίνει στη δημόσια τάξη.

4. Το δικαίωμα

α) Έννοια της έννομης σχέσης και του δικαιώματος

Τα δικαιώματα πηγάζουν κατά κύριο λόγο από έννομες σχέσεις. Έννομη σχέση είναι η σχέση ενός προσώπου (φυσικού ή νομικού) προς άλλο πρόσωπο ή προς ορισμένο αγαθό (βιοτική σχέση) και η οποία σχέση ρυθμίζεται από το δίκαιο και παράγει έννομα αποτελέσματα.

Επομένως έννομες σχέσεις δεν είναι όλες οι σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους ή προς διάφορα αγαθά, γιατί υπάρχουν και βιοτικές σχέσεις, όπως π.χ. η φιλία, ο έρωτας και γενικότερα οι κοινωνικές σχέσεις, που δεν ρυθμίζονται από το δίκαιο. Η ρύθμιση μιας βιοτικής σχέσης από το δίκαιο έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Παραδείγματα: Η σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή, η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, η σχέση μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή, η σχέση μεταξύ γονέων και τέκνων είναι έννομες σχέσεις και για κάθε μέρος δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Δικαίωμα είναι η εξουσία που απονέμει το δίκαιο στο πρόσωπο, για την ικανοποίηση έννομου συμφέροντος. Αναλύοντας τον ορισμό αυτό συνάγουμε ότι α) το δικαίωμα πηγάζει από την έννομη τάξη, δηλαδή από έναν ουσιαστικό κανόνα δικαίου. Αν η υποχρέωση του υπόχρεου, και αντίστοιχα, η εξουσία του δικαιούχου πηγάζει από την ηθική ή από την εθιμοτυπία δεν υπάρχει δικαίωμα με την τεχνική έννοια του όρου. Έτσι εκείνος που υποσχέθηκε την καταβολή προξενητικών γάμου, υποχρεούται μόνο σύμφωνα με τις εθιμοτυπικές αντιλήψεις να καταβάλει το ποσό, ενώ ο προξενητής δεν δικαιούται από το νόμο να το ζητήσει, β) το δικαίωμα ανήκει σ' ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό. Δικαιώματα χωρίς φορέα δεν υπάρχουν, γ) το δικαίωμα είναι εξουσία του προσώπου, έτσι π.χ. ο κύριος του πράγματος μπορεί να το χαρίσει, να το πουλήσει, ο δικαιούχος μιας απαίτησης μπορεί να την εκχωρήσει, να επιδιώξει να την εισπράξει, να χορηγήσει προθεσμία

Page 28: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

εξόφλησης στον οφειλέτη, δ) το δικαίωμα έχει ως σκοπό την ικανοποίηση ανθρώπινων συμφερόντων. Τα συμφέροντα αυτά μπορεί να είναι οικονομικά, π.χ. το δικαίωμα του πωλητή να απαιτήσει τη πληρωμή του τιμήματος, προσωπικά, π.χ. τα δικαιώματα των συζύγων μεταξύ τους, ή και να αφορούν συμφέροντα άλλων προσώπων, π.χ. το συμφέρον του παιδιού ή γονική μέριμνα, τέλος το δικαίωμα μπορεί να ικανοποιηθεί, αν ο υπόχρεος αρνείται να συμμορφωθεί προς το περιεχόμενό του, με τη συνδρομή της πολιτείας.

β) Είδη δικαιωμάτων

Τα δικαιώματα ανάλογα με τις πηγές προέλευσής τους διακρίνονται σε δημόσια και ιδιωτικά. Δημόσια καλούνται τα δικαιώματα εκείνα, τα οποία πηγάζουν από το Δημόσιο Δίκαιο, όπως είναι π.χ. το εκλογικό δικαίωμα. Ιδιωτικά δικαιώματα καλούνται τα δικαιώματα εκείνα, τα οποία πηγάζουν από το ιδιωτικό δίκαιο και τα σπουδαιότερα είναι τα αστικά δικαιώματα, με τα οποία θα ασχοληθούμε.

Τα αστικά δικαιώματα είναι τα ενοχικά, τα εμπράγματα, τα κληρονομικά και τα οικογενειακά.

Ενοχικό δικαίωμα είναι το δικαίωμα, που παρέχει στο δικαιούχο την εξουσία να απαιτήσει από κάποιον άλλο μια παροχή, να αναγκάσει δηλαδή τον άλλο να πράξει ή να μην πράξει κάτι. Τα ενοχικά δικαιώματα πηγάζουν κατά κύριο λόγο από τις συμβάσεις. Αγοράζω π.χ. ένα βιβλίο από τον βιβλιοπώλη και του καταβάλλω το τίμημα. Ο βιβλιοπώλης υποχρεούται να μου παραδώσει το βιβλίο. Μέχρις ότου ο βιβλιοπώλης μου παραδώσει το βιβλίο, έχω ενοχικό δικαίωμα να αναγκάσω το βιβλιοπώλη να μου παραδώσει το βιβλίο. Στο ενοχικό δικαίωμα δημιουργείται η ενοχική σχέση μεταξύ δύο προσώπων. Το ένα δικαιούται να ζητήσει από το άλλο να πράξει ή να μην πράξει, το άλλο υποχρεούται να συμμορφωθεί μ' αυτό, να πράξει ή να μην πράξει. Το πρώτο πρόσωπο λέγεται δανειστής ή πιστωτής, ενώ το άλλο οφειλέτης ή χρεώστης. Στο ενοχικό δικαίωμα του δανειστή αντιστοιχεί η υποχρέωση του οφειλέτη και αντιστρόφως. Το ενοχικό δικαίωμα έχει μεγάλη σημασία για την όλη οικονομική ζωή και βασίζεται πάνω στους εξής θεμελιώδεις κανόνες: α) εκείνος, που ελεύθερα και αβίαστα υποσχέθηκε, οφείλει να εκπληρώσει την υπόσχεσή του (ελευθερία των συμβάσεων, δικαιοπρακτική ευθύνη), β) εκείνος, που παράνομα ζημίωσε άλλον, οφείλει να τον αποζημιώσει (αδικοπρακτική ευθύνη) και γ) εκείνος, που αδικαιολόγητα και σε βάρος άλλου πλούτισε, οφείλει να επιστρέψει ότι έλαβε (αδικαιολόγητος πλουτισμός).

Εμπράγματο δικαίωμα είναι το δικαίωμα που παρέχει εξουσία άμεση κα απόλυτη σε ένα πράγμα, υλικό ή άυλο αγαθό, η οποία αφορά όλες ή

Page 29: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

ορισμένες μόνο χρησιμότητές του. Τα εμπράγματα δικαιώματα ορίζονται περιοριστικά στο νόμο και είναι τέσσερα: η κυριότητα, οι δουλείες, το ενέχυρο και η υποθήκη. Τα εμπράγματα δικαιώματα είναι απόλυτα ή αποκλειστικά δικαιώματα, γιατί ισχύουν απέναντι σε όλους.

Κληρονομικό δικαίωμα είναι το δικαίωμα που έχει ένα πρόσωπο πάνω στη περιουσία ενός άλλου προσώπου που πέθανε, π.χ. το δικαίωμα του κληρονόμου να ζητήσει την εγκατάστασή του στην κληρονομιά.

Οικογενειακό δικαίωμα είναι το δικαίωμα που πηγάζει από το γάμο και τη συγγένεια. Τα οικογενειακά δικαιώματα διακρίνονται σε προσωπικά και περιουσιακά. Προσωπικά οικογενειακά δικαιώματα είναι εκείνα που παρέχουν την εξουσία σε ένα πρόσωπο να ζητήσει από ένα άλλο μέλος της οικογένειάς του ορισμένη συμπεριφορά, π.χ. το αμοιβαίο δικαίωμα των συζύγων για συμβίωση, το δικαίωμα των γονέων για ονοματοδοσία του τέκνου τους.

Περιουσιακά οικογενειακά δικαιώματα είναι εκείνα που παρέχουν την εξουσία σε ένα πρόσωπο να ζητήσει από κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς του μία παροχή με οικονομική αξία, π.χ. το δικαίωμα του συζύγου να απαιτήσει από τον άλλο σύζυγο διατροφή.

Περαιτέρω τα δικαιώματα διακρίνονται σε περισσότερα είδη. Θα αναφερθούμε παρακάτω στις κυριότερες διακρίσεις:

Περιουσιακά προσωπικά και μικτής φύσεως δικαιώματα:

Περιουσιακά δικαιώματα είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται για την ικανοποίηση ενός οικονομικού συμφέροντος. Περιουσιακά δικαιώματα είναι τα ενοχικά, τα εμπράγματα και τα κληρονομικά.

Προσωπικά δικαιώματα είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται για την ικανοποίηση ενός ηθικού συμφέροντος. Προσωπικά δικαιώματα είναι τα προσωπικά οικογενειακά δικαιώματα και το δικαίωμα της προσωπικότητας.

Μικτής φύσεως δικαιώματα είναι τα δικαιώματα που έχουν προσωπικό και περιουσιακό χαρακτήρα συγχρόνως. Μικτά δικαιώματα είναι το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και το δικαίωμα πάνω στην εφεύρεση, γιατί από τα δικαιώματα αυτά απορρέουν αφενός εξουσίες ηθικής φύσεως, με τις οποίες προστατεύονται προσωπικά και ηθικά συμφέροντα του φορέα τους και αφετέρου περιουσιακές αξίες, με τις οποίες προστατεύονται οικονομικά συμφέροντα του φορέα τους. Π.χ. το δικαίωμα του συγγραφέα να αποσύρει από την κυκλοφορία το έργο του ή το δικαίωμά του να εξασφαλίσει οικονομική ωφέλεια από την κυκλοφορία του έργου του.

Απόλυτα και σχετικά δικαιώματα:

Page 30: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Απόλυτα δικαιώματα είναι εκείνα που έχουν ως περιεχόμενο την αποκλειστική εξουσίαση από το φορέα τους ενός αγαθού, έτσι ώστε κάθε άλλο πρόσωπο να έχει την υποχρέωση να απέχει από κάθε προσβολή του αγαθού αυτού. Τα κυριότερα απόλυτα δικαιώματα είναι το δικαίωμα της προσωπικότητας, τα εμπράγματα δικαιώματα, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα προσωπικά οικογενειακά δικαιώματα.

Σχετικά δικαιώματα είναι τα δικαιώματα που γεννούν μια υποχρέωση ή μια δέσμευση ενός ορισμένου προσώπου απέναντι σ' ένα άλλο πρόσωπο. Σχετικά δικαιώματα είναι κυρίως τα ενοχικά δικαιώματα. Π.χ. ο πωλητής μπορεί να ζητήσει το τίμημα μόνο από τον αγοραστή και ο τελευταίος έχει υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα στον πωλητή.

Kύρια και παρεπόμενα, διαιρετά και αδιαίρετα:

Κύρια λέγονται τα δικαιώματα εκείνα, τα οποία είναι αυθύπαρκτα, δηλ. η ύπαρξή τους δεν εξαρτάται από άλλο δικαίωμα. Είμαι π.χ. κύριος ενός βιβλίου ή ενός σπιτιού. Παρεπόμενα λέγονται τα δικαιώματα εκείνα, τα οποία εξαρτώνται από άλλα δικαιώματα και υπάρχουν, γιατί υπάρχουν εκείνα. Το δάνειο ο π.χ. είναι κύριο δικαίωμα, γιατί έχει αυθυπαρξία, η εγγύηση όμως που δίδεται από τον αγοραστή για το δάνειο ή το ενέχυρο και η υποθήκη, είναι παρεπόμενα δικαιώματα, γιατί εξαρτώνται από το δάνειο.

Διαιρετά ονομάζονται τα δικαιώματα εκείνα, τα οποία μπορούν να διαιρεθούν είτε φυσικά είτε ιδανικά σε μερίδια. Η συνιδιοκτησία π.χ. σε ένα οικόπεδο είναι διαιρετό δικαίωμα, εφόσον το οικόπεδο μπορεί να διαιρεθεί σε τεμάχια και ο κάθε συνιδιοκτήτης να λάβει το δικό του. Αδιαίρετα ονομάζονται τα δικαιώματα εκείνα, τα οποία δεν μπορούν να διαιρεθούν ούτε φυσικά ούτε ιδανικά, όπως π.χ. η συνιδιοκτησία πολλών ατόμων στο ίδιο αυτοκίνητο ή στο ίδιο πλοίο, επίσης η συνιδιοκτησία σε οικόπεδο που δεν μπορεί από το νόμο να διαιρεθεί.

Διαπλαστικά δικαιώματα: Διαπλαστικά είναι τα δικαιώματα που παρέχουν στο φορέα τους τη δυνατότητα να προβαίνει μονομερώς στη σύσταση, αλλοίωση ή κατάργηση έννομης σχέσης ή δικαιώματος.

Παραδείγματα: Το δικαίωμα κατάληψης αδέσποτου κινητού πράγματος, το δικαίωμα της όχλησης και της επιλογής στη διαζευκτική ενοχή, το δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης έργου, εργασίας, εταιρίας, το δικαίωμα ανάκλησης δωρεάς, το δικαίωμα διαζυγίου. Όλα αυτά είναι διαπλαστικά δικαιώματα.

Η άσκηση των διαπλαστικών δικαιωμάτων γίνεται κατά κανόνα με μονομερή δικαιοπραξία που η δήλωση βούλησής της απευθύνεται στο πρόσωπο, που θα υποστεί τις συνέπειες της άσκησής του. Έτσι π.χ. μόλις περιέλθει η δήλωση του εργοδότη ότι καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας στον εργαζόμενο

Page 31: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

ή η δήλωση του δωρητή ότι ανακαλεί τη δωρεά στο δωρεοδόχο, τότε επέρχεται αντίστοιχα η λύση της σύμβασης εργασίας και η κατάργηση της δωρεάς.

Το κύριο χαρακτηριστικό των διαπλαστικών δικαιωμάτων είναι ότι δεν περιέχουν αξίωση, γιατί με την άσκησή τους ο φορέας τους δεν απαιτεί από το πρόσωπο στο οποίο κατευθύνονται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη. Την έννομη μεταβολή, που αποτελεί περιεχόμενο των διαπλαστικών δικαιωμάτων, την επιφέρει μονομερώς ο φορέας τους με μόνη την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Εξάλλου του ότι τα διαπλαστικά δικαιώματα δεν περιέχουν αξίωση προκύπτει από το ότι τα δικαιώματα αυτά δεν υπόκεινται σε παραγραφή, γιατί σε παραγραφή υπόκεινται μόνο οι αξιώσεις.

5. Η αξίωση και η ένσταση

α) Έννοια της αξίωσης και σχέση με το δικαίωμα

Η αξίωση είναι είδος δικαιώματος και ειδικότερα το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από έναν άλλο μια πράξη ή μια παράλειψη. Η αξίωση υπάρχει σε κάθε περίπτωση που ένα πρόσωπο έχει ένα ορισμένο αίτημα εναντίον άλλου προσώπου και το αίτημα αυτό είναι νομικά δικαιολογημένο και μπορεί να κριθεί δικαστικά. Με την έννοια αυτή η αξίωση παράγεται από δικαιώματα και μάλιστα λέγεται ότι αποτελεί τη δυναμική εκδήλωση του δικαιώματος.

Η αξίωση όμως δεν ταυτίζεται με το δικαίωμα, γιατί υπάρχουν δικαιώματα, όπως είναι τα διαπλαστικά, που δεν παράγουν αξίωση και είναι δυνατό από το ίδιο δικαίωμα να παράγονται περισσότερες αξιώσεις. Κατά συνέπεια το δικαίωμα είναι ευρύτερη έννοια από την αξίωση. Από πρακτική άποψη ένα δικαίωμα δεν παραγράφεται ποτέ, υπόκειται όμως σε αποσβεστική ή αποκλειστική προθεσμία, ενώ η αξίωση παραγράφεται.

Παράδειγμα: Ο Α είναι κύριος μιας εξοχικής κατοικίας. Αν κάποιος τρίτος δεν προξενήσει οποιαδήποτε βλάβη στην κατοικία, τότε το δικαίωμα της κυριότητας του Α πάνω στην κατοικία δεν γεννά καμία αξίωση. Αν όμως τρίτος προξενήσει βλάβες στην κατοικία, τότε ο Α έχει εναντίον του περισσότερες αξιώσεις, όπως να ζητήσει αποζημίωση για την καταστροφή ή βλάβη, να ζητήσει την παράλειψη τέτοιων ενεργειών στο μέλλον ή να επιδιώξει την ικανοποίησή του με έγερση καταψηφιστικής αγωγής.

β) Η Ένσταση

Page 32: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Η ένσταση είναι δικαίωμα που αντιτάσσεται κατά άλλου ασκούμενου δικαιώματος και παραλύει την ενέργειά του προσωρινά ή οριστικά.

Η ένσταση αντιτάσσεται μόνο σε δικαίωμα που έχει νόμιμα συσταθεί και εξακολουθεί να υπάρχει και χρησιμεύει ως μέσο άμυνας του ενιστάμενου κατά εκείνου που ασκεί το δικαίωμα αυτό.

Παραδείγματα: Ο εργαζόμενος προβαίνει σε επίσχεση εργασίας, αρνείται δηλαδή να προσφέρει την αντιπαροχή του στον εργοδότη, μέχρις ότου εκείνος να του καταβάλει τους δεδουλευμένους μισθούς. Στην περίπτωση αυτή έχουμε τη λεγόμενη γνήσια αναβλητική ένσταση, διότι το δικαίωμα του εργοδότη, να ζητήσει από τον εργαζόμενο να του παρέχει την εργασία, παραλύεται προσωρινά, μέχρι να καταβάλει αυτός τους καθυστερούμενους μισθούς στον εργαζόμενο. Τέτοιες ενστάσεις είναι ακόμη η ένσταση δίζησης και η ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος.

Ο Α οφείλει στον Β 1.000 ευρώ. Έχουν περάσει όμως πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που ο Β έπρεπε να εξοφλήσει το χρέος του. Ο Α εγείρει αγωγή κατά του Β και ζητεί την επιστροφή των χρημάτων. Ο Β προτείνει στο δικαστήριο την ένσταση παραγραφής, ότι δηλαδή συμπληρώθηκαν τουλάχιστον είκοσι χρόνια και σύμφωνα με το νόμο η αξίωση του Α για επιστροφή των χρημάτων παραγράφεται. Στην περίπτωση αυτή έχουμε τη λεγόμενη γνήσια ανατρεπτική ένσταση, διότι η αξίωση του Α παραγράφεται οριστικά, αφού έχει συμπληρωθεί η παραγραφή της. Τέτοιες ενστάσεις είναι επίσης η ένσταση συμψηφισμού, η ένσταση της αναστροφής πωλήσεως και η ένσταση μείωσης του τιμήματος.

γ) Κτήση, αλλοίωση και απώλεια του δικαιώματος

αα) Κτήση δικαιώματος

Κτήση δικαιώματος είναι η σύνδεσή του με ορισμένο πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που ονομάζεται υποκείμενο του δικαιώματος ή φορέας αυτού. Η κτήση του δικαιώματος συντελείται μόλις λάβουν χώρα τα γεγονότα που απαιτεί ο νόμος, π.χ. η νομή πράγματος στην περίπτωση του άρθρου 1041 ΑΚ με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο και συμπλήρωση τριών ετών στα κινητά και δέκα στα ακίνητα οδηγεί στη κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία. Η κτήση του δικαιώματος επέρχεται μόλις συντρέξει και το τελευταίο γεγονός. Η κτήση του δικαιώματος επέρχεται κατά κανόνα μόνο με τη βούληση του

Page 33: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

προσώπου που αποκτά. Δικαιώματα όμως αποκτώνται σε ορισμένες περιπτώσεις απευθείας από το νόμο, χωρίς να απαιτείται να εκδηλωθεί σύμφωνη γνώμη του αποκτώντος, ο οποίος μπορεί στη περίπτωση αυτή να αναιρέσει την κτήση τους, έτσι ώστε τελικά δεν αγνοείται η βούλησή του. Π.χ. αυτοδίκαια κτήση της κληρονομιάς, χωρίς τη βούληση ή καν τη γνώση αυτού που την αποκτά. Ο αποκτών έχει όμως το δικαίωμα να την αποποιηθεί. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις αποκτώνται από το νόμο δικαιώματα, που είναι συνυφασμένα με τη νομική θέση του αποκτώντα. Π.χ. τα δικαιώματα των εργαζομένων με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, τα οικογενειακά δικαιώματα που αποκτούνται με τη σύναψη του γάμου.

Η κτήση του δικαιώματος διακρίνεται σε πρωτότυπη και παράγωγη. Πρωτότυπη είναι η κτήση, όταν το δικαίωμα γεννιέται στο πρόσωπο του δικαιούχου ως νέο δικαίωμα, ανεξάρτητα από προϋπάρχον δικαίωμα άλλου προσώπου. Π.χ. κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας με τη δημιουργία του έργου, κτήση κυριότητας αδέσποτου κινητού με κατάληψη, κτήση με εύρεση θησαυρού, με συνάφεια, με ένωση και με ανάμιξη, κτήση κυριότητας κινητού παρά μη κυρίου.

Παράγωγη είναι η κτήση που στηρίζεται σε προϋπάρχον δικαίωμα άλλου προσώπου. Σ' αυτή η κτήση του δικαιώματος επέρχεται κατά κανόνα με τη βούληση του φορέα του, όπως συμβαίνει με την κτήση κυριότητας με μεταβίβαση, εκχώρηση απαιτήσεως, με την κτήση κληρονομιάς από διαθήκη. Σε μερικές όμως περιπτώσεις η παράγωγη κτήση του δικαιώματος επέρχεται χωρίς τη βούληση του φορέα του, όπως συμβαίνει π.χ. στη κτήση κληρονομιάς με διαδοχή εξ αδιαθέτου. Εφόσον στη παράγωγη κτήση το δικαίωμα, που αποκτιέται στηρίζεται στο δικαίωμα του προηγούμενου δικαιούχου, είναι προφανές, ότι τότε μόνο συντελείται η απόκτησή του, όταν αυτός είχε πράγματι το δικαίωμα αυτό. Η παράγωγη κτήση διακρίνεται σε παράγωγη μεταφορική και σε παράγωγη δημιουργική. Παράγωγη μεταφορική είναι η κτήση, όταν το δικαίωμα μεταβιβάζεται σε άλλο πρόσωπο ακριβώς όπως υπάρχει σ' αυτόν που το μεταβιβάζει. Παράγωγη μεταφορική είναι π.χ. η μεταβίβαση της κυριότητας πράγματος και η εκχώρηση απαιτήσεως. Παράγωγη δημιουργική είναι η κτήση, όταν από το προϋπάρχον δικαίωμα δημιουργείται νέο με απόσπαση ορισμένων εξουσιών απ' αυτό, κατά τρόπο ώστε το παλαιό δικαίωμα να εξακολουθεί να υφίσταται, περιορισμένο όμως ποσοτικά κατά τις εξουσίες, που αποτέλεσαν το νέο δικαίωμα. Παράγωγη δημιουργικά κτήση υπάρχει π.χ. όταν ο κύριος ακινήτου συνιστά δουλεία επάνω σ' αυτό ή παρέχει τίτλο για εγγραφή υποθήκης ή όταν ο κύριος κινητού συνιστά δικαίωμα ενεχύρου επάνω σ' αυτό.

ββ) Αλλοίωση δικαιώματος

Page 34: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Αλλοίωση του δικαιώματος είναι η μεταβολή του δικαιώματος είτε ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου είτε ως προς το πρόσωπο του υπόχρεου είτε ως προς το αντικείμενό του.

Η αλλοίωση του δικαιώματος ως προ το πρόσωπο του δικαιούχου ή του υπόχρεου λέγεται υποκειμενική αλλοίωση του δικαιώματος.

Παραδείγματα: Ο Α (υπόχρεος) όφειλε στο Β (δικαιούχο) 1.000 ευρώ. Ο Α πριν πληρώσει το χρέος του πέθανε. Κληρονόμος του Α είναι ο Γ. Ο Γ εφόσον αποδέχθηκε την κληρονομιά του Α αναλαμβάνει να πληρώσει και το χρέος του Α προς τον Β. Στην περίπτωση αυτή έχουμε αλλοίωση του δικαιώματος ως προς το πρόσωπο του υπόχρεου.

Ο Δ οφείλει στον Ε 1.000 ευρώ. Ο Ε πέθανε και τον κληρονομεί ο Ζ. Ο Ζ θα είναι πλέον ο δικαιούχος και νομιμοποιείται να ζητήσει τα χρήματα από τον Δ. Η αλλοίωση ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου λέγεται διαδοχή και διακρίνεται σε ειδική και καθολική.

Η αλλοίωση ως προς το αντικείμενο του δικαιώματος λέγεται αντικειμενική αλλοίωση του δικαιώματος και μπορεί να είναι είτε ποσοτική είτε ποιοτική.

Παραδείγματα: Ο Α συμφώνησε με τον Β να του πωλήσει 1.000 κιλά σιτάρι. Ο Α όμως δεν παρέδωσε το σιτάρι στον Β, γιατί το πούλησε στον Γ. Στην περίπτωση αυτή ο Β μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από τον Α, έχουμε δηλαδή ποιοτική μεταβολή του περιεχομένου του δικαιώματος, αντί για την αρχική παροχή οφείλεται πλέον αποζημίωση.

Ο Δ οφείλει στον Ε 2.000 ευρώ από δάνειο. Ο Δ κατέβαλε μόνο 1.000 ευρώ στον Ε για μερική εξόφληση του δανείου. Στην περίπτωση αυτή έχουμε ποσοτική μεταβολή του περιεχομένου του δικαιώματος, αφού ο Δ δεν κατέβαλε ολόκληρη την παροχή, αλλά μόνο μέρος αυτής. Κατά συνέπεια οφείλεται η υπόλοιπη παροχή.

γγ) Απώλεια δικαιώματος

Απώλεια δικαιώματος είναι η λύση του συνδέσμου που υφίσταται μεταξύ του δικαιούχου και του δικαιώματος. Η απώλεια του δικαιώματος συνδέεται με ορισμένα γεγονότα, που είτε λαμβάνουν χώρα με τη θέληση του δικαιούχου, είτε επέρχονται ανεξάρτητα απ' αυτή, όπως π.χ. θάνατος του δικαιούχου, πάροδος χρόνου κλπ. Απώλεια δικαιώματος επέρχεται σε ορισμένες περιπτώσεις και με δικαστική απόφαση, π.χ. με την κήρυξη της αναξιότητας, με την παύση της γονικής μέριμνας.

Page 35: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Η απώλεια του δικαιώματος που επέρχεται με τη θέληση του δικαιούχου λέγεται απαλλοτρίωση ή διάθεση του δικαιώματος. Αυτή περιλαμβάνει την εκποίηση ή τη μεταβίβαση του δικαιώματος, που επέρχεται εξαιτίας μεταβίβασής του σ' άλλον, με την επιβάρυνση, που γίνεται με την αφαίρεση ορισμένων εξουσιών από το αρχικό δικαίωμα και με την παραίτηση, δηλαδή την απόσβεση του δικαιώματος με τη βούληση του δικαιούχου, ανεξάρτητα αν αυτό περιέλθει σ' άλλον.

Περιπτώσεις απώλειας του δικαιώματος χωρίς τη θέληση του δικαιούχου είναι: ο θάνατος του προσώπου, η έκπτωση από το δικαίωμα, η πάροδος του χρόνου για τον οποίο έχει συσταθεί το δικαίωμα, η δημιουργία νέου δικαιώματος υπέρ άλλου προσώπου βάσει διατάξεως του νόμου, η οποία έχει σαν συνέπεια τη κατάργηση του παλιού δικαιώματος, η ολική καταστροφή του πράγματος, ως προς το δικαίωμα της κυριότητας πάνω σ' αυτό, η πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης, κάτω από την οποία έχει συσταθεί το δικαίωμα και η σύγχυση, δηλαδή όσον αφορά τα ενοχικά δικαιώματα, όταν στο ίδιο πρόσωπο συμπίπτουν οι ιδιότητες του δανειστή και του οφειλέτη.

α) Άσκηση και η κατάχρηση δικαιώματος

Άσκηση του δικαιώματος είναι η χρησιμοποίηση της εξουσίας, που περιέχεται σε αυτό από το δικαιούχο. Η άσκηση του δικαιώματος περιλαμβάνει την απόλαυση των ωφελειών που προκύπτουν από το δικαίωμα, τη διάθεση δικαιώματος και την διενέργεια πράξεων που είναι αναγκαίες για την προστασία του. Έτσι π.χ. ο κύριος ενός σπιτιού μπορεί να κατοικήσει σ' αυτό, να το εκμισθώσει, να το πουλήσει, ο κύριος ενός αγροτικού κτήματος μπορεί να το καλλιεργεί και να μαζεύει τους καρπούς του.

Η προστασία του δικαιώματος, όταν αυτό προσβάλλεται ή, έστω αμφισβητείται, γίνεται με τη συνδρομή της πολιτείας, την οποία μπορεί να επικαλεστεί κάθε πρόσωπο. Η συνδρομή αυτή παρέχεται από τα δικαστήρια ή και από τα διοικητικά όργανα, ύστερα από αίτηση του δικαιούχου, που γίνεται με έγερση αγωγής, με αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, με άσκηση προσφυγής κλπ. Σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται και η αυτοδύναμη, δηλαδή με τα ίδια μέσα του δικαιούχου και χωρίς τη συνδρομή της αρχής, προστασία του δικαιώματος (αυτοδικία, άμυνα και κατάσταση ανάγκης.

Η άσκηση του δικαιώματος είναι προαιρετική για το δικαιούχο, με την έννοια, ότι δεν μπορεί να τον υποχρεώσει κανείς να ασκήσει το δικαίωμά του, εκτός αν έχει αναλάβει τέτοια υποχρέωση με σύμβαση. Ο κύριος αγροκτήματος μπορεί π.χ. να μην το καλλιεργήσει, να μην το εκμισθώσει και να μην το

Page 36: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

διεκδικήσει από τρίτο που το κατέλαβε. Υποχρέωση άσκησης δικαιώματος υφίσταται κατ' εξαίρεση σε ορισμένα λειτουργικά δικαιώματα, όπως είναι π.χ. η γονική μέριμνα.

β) Κατάχρηση δικαιώματος

Η άσκηση του δικαιώματος υπόκειται σε περιορισμούς, που προκύπτουν από το σκοπό του και το γενικό περί δικαίου αίσθημα. Το άρθρο 281 του αστικού κώδικα ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Με τη διάταξη αυτή τίθενται όρια στην εγωιστική άσκηση του δικαιώματος και ορίζεται, ότι η άσκησή του αυτή πέρα από τα όρια αυτά αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος και απαγορεύεται. Έτσι με τον τρόπο αυτό η άσκηση του δικαιώματος βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του δικαστηρίου. Με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν παραχωρείται ελευθερία στο δικαστή να κρίνει, κατ' εκτίμηση κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, πότε η άσκηση δικαιώματος αποτελεί κατάχρηση, αλλά ορίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων θα διαμορφώσει την κρίση του. Τα κριτήρια που προσδιορίζουν τα όρια πέρα των οποίων η άσκηση του δικαιώματος είναι καταχρηστική είναι τα εξής:

α. Καλή πίστη: Καλή πίστη είναι η ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλεται στη κοινωνική συμβίωση.

Παραδείγματα: Απόλυση υπαλλήλου για λόγους εκδίκησης, κατασκευή υπερβολικά ψηλού μαντρότοιχου από τον Α για να κρύψει εντελώς τη θέα του γείτονά του Β προς τη θάλασσα.

β. Χρηστά ήθη: Χρηστά ήθη είναι οι ηθικοί κανόνες που ανταποκρίνονται όχι στην απόλυτη ηθική αλλά στην κρατούσα κοινωνική ηθική, δηλαδή στους κανόνες για την ηθική συμπεριφορά, που έχουν εδραιωθεί στη συνείδηση του λαού.

Παραδείγματα: Απόλυση της εργαζομένης λόγω εγκυμοσύνης, απαγόρευση του πατέρα στον γιο, με τον οποίο έχουν κληρονομικές διαφορές, να επισκεφθεί τον τάφο της μητέρας του που βρίσκεται στο οικόπεδό του.

γ. Οικονομικός σκοπός του δικαιώματος: Κάθε δικαίωμα αναγνωρίζεται από την έννομη τάξη, για να εξυπηρετήσει ο φορέας του με την άσκησή του συνήθως οικονομικά του συμφέροντα. Όταν λοιπόν η άσκηση του δικαιώματος είναι προφανώς αντίθετη προς τον οικονομικό σκοπό, για τον οποίο αναγνωρίστηκε το δικαίωμα, τότε προσκρούει στο άρθρο 281 ΑΚ.

Page 37: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Παραδείγματα: Κατάσχεση ακινήτων, που έχουν δυσανάλογα μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση. Έξωση του μισθωτή από τον εκμισθωτή, ενώ υπάρχει και εγγυητής που εξασφαλίζει την πληρωμή των καθυστερούμενων μισθωμάτων.

δ. Κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος: Κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος είναι η κοινωνική λειτουργία που πρέπει να εκπληρώνει ένα δικαίωμα. Συνήθως στα μη περιουσιακά δικαιώματα, π.χ. οικογενειακά, προσωπικά, προέχει ο ηθικοκοινωνικός σκοπός κατά την εκπλήρωσή τους.

Παραδείγματα: Απόλυση εργαζομένης επειδή ζήτησε άδεια μητρότητας, απόλυση ευσυνείδητου εργαζομένου με πολυμελή οικογένεια, ενώ διατηρούνται στη θέση τους νεότεροι υπάλληλοι χωρίς οικογενειακά βάρη.

Για να υπάρχει καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν αρκεί να υπάρχει υπέρβαση ενός από τα παραπάνω αναφερόμενα όρια, αλλά θα πρέπει η υπέρβαση αυτή να είναι προφανής. Προφανής είναι η υπέρβαση όταν έρχεται σε εμφανή αντίθεση με την ωφέλεια που προσδοκάται από την άσκηση του δικαιώματος.

Όπως αναφέραμε η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται από το άρθρο 281 ΑΚ και επομένως αποτελεί πράξη παράνομη. Έτσι:

α. Αν η άσκηση του δικαιώματος συνιστά δικαιοπραξία, η δικαιοπραξία αυτή είναι άκυρη. Π.χ. καταχρηστική καταγγελία συμβάσεως εργασίας, μίσθωσης κλπ.

β. Αν η άσκηση γίνεται με υλική ενέργεια, όπως π.χ. περίφραξη οικοπέδου με τοίχο χαμηλότερο από τον αναγκαίο για λόγους παρενόχλησης του γείτονα, τότε αυτός που βλάπτεται από αυτή την ενέργεια μπορεί να ζητήσει την παύση αυτής της άσκησης δικαιώματος και την παράλειψή της στο μέλλον.

γ. Αν συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, τότε εκείνος που καταχρηστικά ασκεί το δικαίωμα, οφείλει αποζημίωση στο θιγόμενο.

δ. Αν το δικαίωμα ασκείται με αγωγή ανταγωγή, ένσταση κπλ., τότε αυτές απορρίπτονται, όπως π.χ. έγερση αγωγής έξωσης κατά του βαριά άρρωστου μισθωτή θα απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη.

7. Η προστασία του δικαιώματος

Page 38: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Όταν προσβληθεί ένα δικαίωμα, τότε γεννιέται ζήτημα προστασίας του. Στα σύγχρονα κράτη η προστασία των δικαιωμάτων παρέχεται κατά κανόνα από τη δικαστική αρχή και τα όργανα της αναγκαστικής εκτέλεσης, στα οποία οφείλει να προσφύγει ο θιγόμενος. Η προστασία αυτή ονομάζεται ένδικη ή δικαστική προστασία. Ο δρόμος της προστασίας των δικαιωμάτων σε περίπτωση προσβολής τους από την πολιτεία ακολουθείται για να αποφύγουμε την επικράτηση του δικαίου του ισχυρότερου, που επικρατούσε σε παλαιότερες εποχές. Δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει ο καθένας και να γίνεται κριτής της υπόθεσής του, γιατί τότε θα οδηγούμεθα στην κατάλυση κάθε έννοιας ευνομούμενης πολιτείας.

Παρά τη μονοπώληση της προστασίας των δικαιωμάτων από τη πολιτεία, ο νόμος επιτρέπει όμως σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις και την αυτοδύναμη προστασία των δικαιωμάτων. Αυτοδύναμη προστασία του δικαιώματος είναι η ενέργεια από τον ίδιο το δικαιούχο του δικαιώματος όλων εκείνων των αναγκαίων πράξεων που απαιτούνται για την προστασία του.

α) Ένδικη Προστασία

Το άρθρο 20 του Συντάγματος ορίζει ότι ο καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματά του ή συμφέροντά του. Σύμφωνα με τη συνταγματική αυτή διάταξη καθένας έχει δικαίωμα για παροχή δικαστικής προστασίας. Η δικαστική προστασία παρέχεται από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας και αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ικανοποίησης των δικαιωμάτων και στην προστασία αυτών από τυχόν προσβολές (ένδικη προστασία).

Όταν προσβάλλεται λοιπόν ένα δικαίωμα, ο ενδιαφερόμενος (ενάγοντας) μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια, ασκώντας τη σχετική αγωγή, και να ζητήσει την προσήκουσα δικαστική προστασία. Το δικαστήριο θα εξετάσει την αγωγή σύμφωνα με τους προβλεπόμενους δικονομικούς κανόνες και κατόπιν θα εκδώσει απόφαση, η οποία μπορεί να δικαιώνει τον ενάγοντα ή να απορρίπτει την αγωγή του.

Σύμφωνα με το άρθρο 87 του Συντάγματος η δικαιοσύνη απονέμεται από τα δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές. Τα δικαστήρια δεν είναι ενιαία, αλλά διακρίνονται ανάλογα με τον τομέα απονομής της δικαιοσύνης σε πολιτικά, ποινικά και διοικητικά δικαστήρια. Τα πολιτικά δικαστήρια, που μας ενδιαφέρουν στο αστικό δίκαιο, είναι εκείνα που απονέμουν την πολιτική δικαιοσύνη, δηλαδή τη δικαιοσύνη σε ιδιωτικές διαφορές. Τα πολιτικά δικαστήρια είναι ο Άρειος Πάγος, τα εφετεία, τα πολυμελή πρωτοδικεία, τα μονομελή πρωτοδικεία και τα ειρηνοδικεία. Οι

Page 39: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

υποθέσεις κατανέμονται για εκδίκαση σε διάφορα δικαστήρια, ανάλογα με τη φύση ή την αξία του αντικειμένου τους. Επίσης μια υπόθεση μπορεί να δικαστεί σε δύο επίπεδα. Υπάρχουν δηλαδή δύο βαθμοί δικαιοδοσίας και για το λόγο αυτό τα δικαστήρια διακρίνονται σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια. Τα πρωτοβάθμια είναι τα ειρηνοδικεία και τα μονομελή και πολυμελή πρωτοδικεία. Δευτεροβάθμια είναι τα πολυμελή πρωτοδικεία, που είναι αρμόδια για υποθέσεις που εκδικάσθηκαν στον πρώτο βαθμό ενώπιον των ειρηνοδικείων και τα εφετεία, που είναι αρμόδια για την εκδίκαση των υποθέσεων που κρίθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον των μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων. Ο Άρειος Πάγος ασκεί μόνο αναιρετικό έλεγχο, δηλαδή δεν επανεξετάζει την υπόθεση, αλλά ελέγχει μόνο το νομικό μέρος της απόφαση για να διαπιστώσει, αν τα κατώτερα δικαστήρια εφάρμοσαν σωστά το νόμο.

Για να εκδικαστεί μια ιδιωτική διαφορά, θα πρέπει η υπόθεση να εισαχθεί οπωσδήποτε σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας απαγορεύεται. Ποιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά, καθορίζεται με βάση την αξία ή τη φύση του επίδικου αντικειμένου. Οι σημαντικότερες διαφορές υπάγονται στο πολυμελές πρωτοδικείο, οι λιγότερο σημαντικές στο μονομελές πρωτοδικείο και οι ακόμα λιγότερο σημαντικές διαφορές στο ειρηνοδικείο.

β) Αυτοδύναμη προστασία

Οι περιπτώσεις αυτοδύναμης προστασίας του δικαιώματος είναι τρεις: η αυτοδικία, η άμυνα και η κατάσταση ανάγκης.

αα) Αυτοδικία

Αυτοδικία σύμφωνα με το άρθρο 282 του αστικού κώδικα είναι η ικανοποίηση της αξίωσης από το δικαιούχο αυτοδύναμα και χωρίς τη βοήθεια της αρχής.

Ο νόμος θεωρεί την αυτοδικία πράξη παράνομη και την αναγάγει σε αξιόποινο αδίκημα. Η αυτοδικία επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο μόνο αν συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:

α. Να υπάρχει αξίωση ιδιωτικού δικαίου και να μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή και να εξαναγκαστεί με αναγκαστική εκτέλεση, όπως π.χ. όταν ο Α αφαιρέσει ένα βιβλίο που ανήκει στον Β.

Page 40: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Σύμφωνα με τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι οι αξιώσεις κατά του δημοσίου δεν επιτρέπεται να ικανοποιηθούν με αυτοδικία. Επίσης η αξίωση θα πρέπει να μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά. Αν δεν συντρέχει και αυτός ο όρος η αυτοδικία είναι παράνομη, όπως π.χ. υπάρχει μεν σύμφωνα με το νόμο αμοιβαία αξίωση των συζύγων για συμβίωση, αλλά αυτή η αξίωση δεν μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά, δεν μπορεί δηλαδή ο ένας σύζυγος να αναγκάσει τον άλλον να ζήσουν μαζί.

β. Να μη μπορεί να παρασχεθεί έγκαιρα βοήθεια της αρχής. Ως αρχή θεωρείται όχι μόνο η δικαστική και η εισαγγελική, αλλά και κάθε κρατικό όργανο, που είναι αρμόδιο για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων, όπως π.χ. η αστυνομία.

γ. Από την αναβολή να υπάρχει κίνδυνος να ματαιωθεί ή να δυσκολευτεί σημαντικά η πραγμάτωση της αξίωσης. Πότε υπάρχει τέτοιος κίνδυνος κρίνεται αντικειμενικά με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Π.χ. κίνδυνος ματαίωσης της αξίωσης υπάρχει σε περίπτωση κλοπής πράγματος, όταν ο δράστης τρέπεται σε φυγή. Όταν όμως ο μισθωτής ενός διαμερίσματος παρόλο που έληξε η μίσθωση και δεν παραδίδει το διαμέρισμα στον εκμισθωτή και κύριο αυτού, δεν μπορεί ο τελευταίος να αυτοδικήσει, αλλά θα πρέπει να προσφύγει στα δικαστήρια.

Σε κάθε περίπτωση, όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, εκείνος που αυτοδικεί δεν πρέπει να υπερβαίνει τα αναγκαία μέτρα που είναι απαραίτητα για την ικανοποίηση της αξίωσής του. Π.χ. στην περίπτωση της αφαίρεσης ενός πράγματος ο δικαιούχος παίρνει πίσω το πράγμα από τον κλέφτη και στη συνέχεια τον κακοποιεί ή τον κρατεί παράνομα, η πράξη της αυτοδικίας είναι παράνομη. Παράνομη επίσης είναι η αυτοδικία, όταν κάποιος αυτοδικεί από πλάνη, επειδή θεωρεί ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της αυτοδικίας.

Η αυτοδικία, όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, επιτρέπεται και δεν γεννά υποχρέωση αποζημίωσης εκείνου, που υπέστη ζημία από αυτή. Αν όμως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου είναι πράξη παράνομη και εκείνος που αυτοδίκησε έχει υποχρέωση αποζημίωσης και συνιστά επίσης και ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.

ββ) Άμυνα

Σύμφωνα με το άρθρο 284 του αστικού κώδικα άμυνα είναι η υπεράσπιση που επιβάλλεται σε κάποιον για ν' αποτρέψει παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον του ίδιου ή τρίτου.

Page 41: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Κατά συνέπεια για να μη θεωρηθεί παράνομη πράξη η άμυνα πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

α. Να υφίσταται επίθεση, δηλαδή θετική ενέργεια που τείνει να προσβάλει έννομο αγαθό του αμυνόμενου ή άλλου προσώπου. Δεν αποτελεί επίθεση η παράλειψη, π.χ. η μη απόδοση του δανείου. Η επίθεση μπορεί να στρέφεται κατά οποιουδήποτε έννομου αγαθού του αμυνόμενου ή τρίτου, είτε προσωπικού είτε περιουσιακού χαρακτήρα, π.χ. ελευθερία, τιμή, σωματική ακεραιότητα, περιουσία.

β. Η επίθεση πρέπει να είναι παρούσα, δηλαδή να έχει αρχίσει και να μην έχει ακόμη τελειώσει. Όταν η επίθεση έχει τελειώσει δεν χωρεί άμυνα. Π.χ. όταν ο κλέφτης αφαιρεί ένα παλτό, δεν μπορεί ο κύριος του παλτού που συναντά τον κλέφτη την άλλη μέρα να του αφαιρέσει βιαίως το παλτό.

γ. Η επίθεση πρέπει να είναι άδικη, δηλαδή η ενέργεια του επιτιθέμενου να είναι αντίθετη στην έννομη τάξη. Επομένως δεν επιτρέπεται άμυνα εναντίον νόμιμων πράξεων της αρχής, όπως π.χ. ενέργεια κατάσχεσης από δικαστικό επιμελητή ή νόμιμη ενέργεια κατεδάφισης αυθαιρέτου.

δ. Η πράξη ή οι πράξεις του αμυνόμενου να συνιστούν επιβαλλόμενη υπεράσπιση, που να έχει σκοπό την απόκρουση της επίθεσης. Πότε η πράξη της άμυνας είναι αναγκαία για την απόκρουση της επίθεσης κρίνεται με αντικειμενικά κριτήρια. Δεν έχει σημασία το μέγεθος της ζημίας που προκαλείται. Π.χ. και η θανάτωση του κλέφτη κρίνεται ότι ήταν πράξη επιβαλλόμενη για την υπεράσπιση της περιουσίας, αν ο κλέφτης οπλοφορούσε.

Όταν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις της άμυνας, η πράξη του αμυνόμενου δεν είναι παράνομη. Για τη ζημία που θα προκαλέσει ο αμυνόμενος στον επιτιθέμενο δεν έχει καμία υποχρέωση για αποζημίωση. Αν όμως η πράξη του αμυνόμενου γίνει με υπέρβαση των ορίων της άμυνας, τότε είναι παράνομη και δημιουργεί σε βάρος του υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης στον επιτιθέμενο. Π.χ. αν κάποιος κλέψει μια σοκολάτα από ένα περίπτερο, δεν μπορεί ο περιπτεράς να του καρφώσει στην πλάτη ένα στιλέτο για να μην κατορθώσει να διαφύγει.

γγ) Κατάσταση ανάγκης

Σύμφωνα με το άρθρο 285 του αστικού κώδικα κατάσταση ανάγκης υπάρχει όταν κάποιος εξαναγκάζεται να καταστρέψει ξένο πράγμα για να αποτρέψει επικείμενο κίνδυνο που απειλεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία σ'αυτόν που επιχειρεί την καταστροφή ή σε άλλο.

Page 42: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Η κατάσταση ανάγκης μοιάζει με την άμυνα, γιατί και στις δύο περιπτώσεις επιδιώκεται η απόκρουση κινδύνου και η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης. Διαφέρουν όμως μεταξύ τους, γιατί η άμυνα στρέφεται κατά προσώπου, ενώ αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης κατά προσώπου.

Για να μην αποτελεί η καταστροφή ξένου πράγματος παράνομη πράξη πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

α. Να επίκειται κίνδυνος, δηλαδή κατάσταση, από την οποία προκύπτει η δυνατότητα να επέλθει βλάβη σε πρόσωπο ή σε άλλο έννομο αγαθό.

Ο κίνδυνος μπορεί να προέρχεται από φυσική αιτία, όπως π.χ. από πυρκαγιά, από πράγμα ή από ζώο, όπως π.χ. από άγριο ζώο που διέφυγε από τσίρκο, από ετοιμόρροπο τοίχο, ή ανθρώπινη ενέργεια, όπως π.χ. κακοποιός καταδιώκει μια γιαγιά για να τη ληστέψει. Η γιαγιά για να διαφύγει σπάει την πόρτα ενός καταστήματος και κρύβεται σ'αυτό.

Ο κίνδυνος πρέπει να είναι επικείμενος, δηλαδή να αναμένεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και με μεγάλη πιθανότητα.

β. Η καταστροφή του ξένου πράγματος να είναι αναγκαία για την αποτροπή του επικείμενου κινδύνου.

Αυτό θα κριθεί με αντικειμενικά κριτήρια και όχι σύμφωνα με την αντίληψη αυτού, που προέβη στην καταστροφή. Π.χ. αντί να σκοτώσω το σκυλί που με καταδιώκει, μπορώ να καταφύγω στο διπλανό σπίτι.

γ. Ο κίνδυνος να απειλεί ζημία δυσανάλογα μεγαλύτερη από αυτήν που προκλήθηκε με την καταστροφή ξένου πράγματος.

Πρέπει δηλαδή το θυσιαζόμενο αγαθό να έχει μικρότερη αξία από αυτό που απειλείται να καταστραφεί. Π.χ. για να σώσω ένα αγωνιστικό ποδήλατο που βρίσκεται σε μία φλεγόμενη αποθήκη, δεν μπορώ να μπω με ένα ξένο αυτοκίνητο μέσα στην αποθήκη για να σώσω το ποδήλατο.

Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της κατάστασης ανάγκης, αυτός που επιχείρησε την καταστροφή ή τη βλάβη ξένου πράγματος δεν έχει υποχρέωση να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτή του, γιατί η πράξη του δεν θεωρείται παράνομη. Το δικαστήριο όμως εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις μπορεί να τον υποχρεώσει να καταβάλει στον ζημιωθέντα εύλογη αποζημίωση.

8. Η παραγραφή

Page 43: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

α) Έννοια της παραγραφής

Παραγραφή είναι η εξασθένηση μιας αξίωσης εξαιτίας του ότι ο δικαιούχος της αξίωσης αδράνησε να την ασκήσει μέσα σ' ορισμένο χρονικό διάστημα. Για το λόγο αυτό ο υπόχρεος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή του και να αντιτάξει εναντίον της αξίωσης, αν αυτή ασκηθεί δικαστικά, ανατρεπτική ένσταση και να επιτύχει την απόρριψη της αγωγής. Δηλαδή η αξίωση δεν καταλύεται με την παραγραφή, αλλά παραλύει και ο φορέας της δεν μπορεί να εξαναγκάσει δικαστικά τον υπόχρεο να εκπληρώσει την υποχρέωσή του.

Παράδειγμα: Ο Α δάνεισε στον Β στις 1.1.1980 100.000 ευρώ που έπρεπε να επιστρέψει στις 30.11.1981. ο Β δεν επέστρεψε τα χρήματα και ο Α δεν τα ζήτησε μέχρι στις 31.12.2001. Ο Α εγείρει αγωγή στις 05.01.2002 και ζητά την επιστροφή των χρημάτων. Ο Β αντιτάσσει την ένσταση της παραγραφής κατά της αξίωσης αυτής , αφού έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια και η αξίωση αυτή εξασθένησε πλέον, δηλαδή έχει παραγραφεί.

Ο θεσμός της παραγραφής εξυπηρετεί την ασφάλεια του δικαίου των συναλλαγών, που απαιτεί να επέρχεται η εκκαθάριση των αξιώσεων μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η δικαστική ικανοποίηση μιας αξίωσης μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα φέρνει σε δύσκολη θέση τον υπόχρεο, γιατί δεν είναι εύκολο πλέον να προστατευτεί ικανοποιητικά. Τα αποδεικτικά μέσα πιθανόν να έχουν χαθεί και μάρτυρες δεν είναι εύκολο να βρεθούν. Επίσης ο δανειστής είναι υπεύθυνος, αν αφήσει να περάσει αρκετός χωρίς να ασκήσει την αξίωση του εναντίον του οφειλέτη και συνεπώς τον εαυτό του πρέπει να μέμφεται, αν παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής.

Η παραγραφή είναι θεσμός αναγκαστικού δικαίου και κατά συνέπεια είναι άκυρη η δικαιοπραξία με την οποία αποκλείεται η παραγραφή ή ορίζεται χρόνος μικρότερος ή μεγαλύτερος από το νόμιμο. Παραίτηση όμως από την παραγραφή είναι ισχυρή, αφού αυτή αποτελεί διάθεση απαλλοτρίωσης του δικαιώματος που δεν αντίκειται στο σκοπό της παραγραφής.

β) Χρόνος παραγραφής

Ο χρόνος της παραγραφής των αξιώσεων είναι είκοσι χρόνια, εφόσον όμως δεν ορίζεται στο νόμο διαφορετικά. Ο κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής περιορίζεται σημαντικά. Το άρθρο 250 ΑΚ αναφέρει τις αξιώσεις που υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή και οι οποίες εμφανίζουν μεγάλη συχνότητα στις συναλλαγές. Τέτοιες είναι: α) των εμπόρων, των βιομηχάνων και των χειροτεχνών, για εμπορεύματα που χορήγησαν, για την εκτέλεση εργασιών και για την επιμέλεια υποθέσεων άλλων, καθώς και για δαπάνες

Page 44: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

που έκαναν, β) εκείνων που ασκούν κατ' επάγγελμα τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη δασοκομία, για τη χορήγηση των προϊόντων του επαγγέλματός τους, γ) εκείνων που ασκούν μεταφορά γενικά προσώπων ή πραγμάτων, για κόμιστρα και τα έξοδά τους, δ) των ξενοδόχων, των πανδοχέων και αυτών που χορηγούν κατ' επάγγελμα τροφή, για την παροχή κατοικίας και τροφής καθώς και για κάθε άλλη παροχή για τις ανάγκες των πελατών τους καθώς και για τις δαπάνες που έκαναν, ε) εκείνων που ασκούν κατ' επάγγελμα την επιμέλεια ξένων υποθέσεων ή την παροχή υπηρεσιών, για τις αμοιβές και για τις δαπάνες τους, στ) των υπηρετών και των εργατών για την πληρωμή των μισθών ή άλλων αμοιβών και εξόδων τους, ζ) εκείνων που παρέχουν κάθε είδους διδασκαλία, για την αμοιβή και τις δαπάνες τους, η) των ιδρυμάτων που προορίζονται για τη διδασκαλία, την ανατροφή, την περίθαλψη ή τη νοσηλεία, για την παροχή διδασκαλίας, περίθαλψης ή νοσηλείας και τις σχετικές δαπάνες θ) εκείνων που δέχονται πρόσωπα για περίθαλψη ή για ανατροφή, για τις παροχές και δαπάνες τους, ι) των γιατρών και των μαιών, για την αμοιβή και τις δαπάνες τους, κ) των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, για τις αμοιβές και τις δαπάνες τους, λ) των προσώπων που διορίστηκαν από κάποια αρχή και διεξάγουν ορισμένες υποθέσεις, για τις αμοιβές και τις δαπάνες τους, μ) των διαδίκων για τις προκαταβολές που έδωσαν στους δικηγόρους τους, ν) των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων για τις αμοιβές και τις δαπάνες τους, ξ) των τόκων, χρεωλύτρων και μερισμάτων, ο) των κάθε είδους μισθωμάτων, π) των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά, και τέλος ρ) των προσώπων στα οποία παρέχεται εργασία, για τις προκαταβολές τους έναντι των αξιώσεων από την παροχή τους.

Παραγραφές συντομότερες από είκοσι χρόνια υπάρχουν και στις αξιώσεις του αγοραστή για μείωση του τιμήματος, αναστροφή της πώλησης ή αποζημίωση παραγράφονται σε έξι μήνες στα κινητά και σε δύο χρόνια στα ακίνητα, αξιώσεις του εκμισθωτή κατά του μισθωτή εξαιτίας φθορών ή μεταβολών του μισθίου παραγράφονται σε έξι μήνες, αφότου το αναλάβει, αξιώσεις από αδικοπραξία παραγράφονται μετά πέντε χρόνια αφότου ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση.

γ) Έναρξη παραγραφής

Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Επομένως για την έναρξη της παραγραφής απαιτείται να υπάρχει η αξίωση και συγχρόνως να είναι εναγώγιμη. Εδώ θα εξετάσουμε από ποιο χρονικό σημείο και μετά υπάρχει αξίωση που πηγάζει από τα ενοχικά δικαιώματα. Στα ενοχικά δικαιώματα, λοιπόν, η αξίωση γεννιέται μόλις

Page 45: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

συσταθεί η ενοχική απαίτηση. Επειδή όμως για να αρχίσει η παραγραφή πρέπει να είναι η αξίωση και δικαστικά επιδιώξιμη, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ ενοχών, που συνίστανται σε θετική πράξη και ενοχών που συνίστανται σε παράλειψη. Η παραγραφή των πρώτων αρχίζει μόλις συσταθεί το ενοχικό δικαίωμα και αν αυτό τελεί υπό αναβλητική προθεσμία, μόλις παρέλθει η προθεσμία. Η παραγραφή των δεύτερων αρχίζει μόλις επιχειρηθεί η πράξη, που πρέπει να παραλειφθεί, γιατί πριν απ' αυτή η αξίωση εκπληρώνεται και δεν είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Θα πρέπει όμως να ειπωθεί ότι η παραγραφή δεν αρχίζει, έστω και αν έχει γεννηθεί η αξίωση, εφόσον δεν είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Αυτό συμβαίνει, όταν υπάρχουν νομικοί λόγοι που καθιστούν τη δικαστική της επιδίωξη αδύνατη. Τέτοια νομικά κωλύματα είναι η ύπαρξη αναβλητικής ένστασης, π.χ. ένσταση του μη απαιτητού του χρέους.

Ειδικά όμως για τις αξιώσεις που υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής.

Παραδείγματα: Ο Α ιδιώτης δανείστηκε από τον Β 1.000 ευρώ, τα οποία έπρεπε να επιστρέψει στις 30.4.2002. Από τις 1.5.2002 η αξίωση του Α κατά του Β έχει γεννηθεί και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη και από την ημερομηνία αυτή αρχίζει να μετρά ο χρόνος παραγραφής.

Ο έμπορος Δ αγοράζει από τον χονδρέμπορο Ε εμπορεύματα επί πιστώσει αξίας 500.000 ευρώ και έπρεπε να καταβάλει τα χρήματα στις 30.5.2003. Επειδή η αξίωση αυτή υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να μετρά όχι από τότε που έγινε δικαστικά επιδιώξιμη, δηλαδή από την 1.6.2003, αλλά αρχίζει από τη λήξη του έτους, δηλαδή την 1.1.2004.

δ) Αναστολή και διακοπή της παραγραφής

Αναστολή της παραγραφής είναι ο μη υπολογισμός στο χρόνο της παραγραφής ορισμένου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο διαρκεί ένα ορισμένο περιστατικό, που συνιστά το λόγο της αναστολής και η συνέχιση της παραγραφής μετά τη παύση του λόγου αυτού.

Η αναστολή διακρίνεται σε απόλυτη και σε αναστολή συμπληρώσεως της παραγραφής. Απόλυτη είναι η αναστολή, όταν αναπτύσσει την ενέργειά της σε οποιοδήποτε στάδιο της παραγραφής και αν επέλθει ο λόγος της, είτε δηλαδή κατά την έναρξη της παραγραφής είτε κατά τη διαδρομή της είτε κατά το τέρμα της προθεσμίας παραγραφής. Ειδικότερα σε απόλυτη αναστολή παραγραφής υπόκεινται κατά το άρθρο 256 ΑΚ οι αξιώσεις: μεταξύ των

Page 46: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, έστω και αν ύστερα ακυρωθεί, μεταξύ γονέων και τέκνων κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας, μεταξύ επιτρόπων και επιτροπευομένων κατά τη διάρκεια της επιτροπείας, των υπηρετών και των κυρίων κατά τη διάρκεια της υπηρετικής σχέσης, όχι όμως πέρα από δεκαπέντε χρόνια.

Αναστολή συμπληρώσεως είναι η αναστολή που επέρχεται, όταν το γεγονός που τη θεμελιώνει συμβαίνει κατά το τελευταίο εξάμηνο της παραγραφής και έχει ως συνέπεια να παρεμποδίζει τη συμπλήρωση της παραγραφής. Η αναστολή συμπληρώσεως επέρχεται στις εξής περιπτώσεις: α) αν ο δικαιούχος εμποδίστηκε να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής εξαιτίας δικαιοστασίου ή άλλου λόγου ανώτερης βίας, π.χ. η αιφνίδια διακοπή των συγκοινωνιών, απρόβλεπτη σωματική ή ψυχική ασθένεια, διακοπή της λειτουργίας των δικαστηρίων εξαιτίας απρόβλεπτων λόγων, β) αν ο δικαιούχος μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής αποτράπηκε από την άσκηση της αξίωσης με δόλο του υπόχρεου, π.χ. όταν ο υπόχρεος για να αποτρέψει το δικαιούχο από την άσκηση της αξιώσεως αρχίζει παρελκυστικές συζητήσεις μαζί του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του χρέους, γ) όταν ο δικαιούχος της αξίωσης είναι πρόσωπο που βρίσκεται κάτω από επιμέλεια και κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής δεν έχει επίτροπο, κηδεμόνα ή αντιλήπτορα, δ) όταν πρόκειται για αξίωση που ανήκει σε κληρονομιά ή απευθύνεται κατά κληρονομιάς η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες από τότε που ο κληρονόμος απέκτησε τη κληρονομιά ή αφότου η αξίωση μπορεί να ασκηθεί από κηδεμόνα κληρονομιάς ή κατά κηδεμόνα κληρονομιάς.

Τόσο στην απόλυτη αναστολή όσο και στην αναστολή συμπληρώσεως το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής. Μετά τη παύση του λόγου της αναστολής συνεχίζεται η παραγραφή. Η συνεχιζόμενη παραγραφή δεν συμπληρώνεται σε καμία περίπτωση πριν περάσουν έξι μήνες.

Διαφορετική από την αναστολή είναι η διακοπή της παραγραφής. Με τη διακοπή ματαιώνεται ο χρόνος της παραγραφής, που έχει περάσει μέχρι τότε και αρχίζει να τρέχει νέα παραγραφή από την αρχή. Λόγοι της διακοπής είναι: α) όταν η αξίωση αναγνωρίζεται με οποιαδήποτε τρόπο από τον υπόχρεο, π.χ. η καταβολή τόκων, η αίτηση προθεσμίας για την εξόφληση της απαίτησης, η παροχή ασφάλειας, η καταβολή μέρους της απαίτησης, β) όταν εγερθεί αγωγή εκ μέρους του δικαιούχου ή με ενέργεια άλλης δικαστικής πράξης. Η αγωγή εγείρεται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου και την επίδοση αντιγράφου αυτής στον εναγόμενο. Με τις διαδικαστικές πράξεις της επίδοσης της επιταγής για πληρωμή κάτω από εκτελεστό δικόγραφο, με την αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση, με την αναγγελία για κατάταξη σε πλειστηριασμό και με την υποβολή ενστάσεως για συμψηφισμό της αξίωσης επέρχεται επίσης η διακοπή της παραγραφής.

Page 47: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

9. Αποσβεστική προθεσμία

Αποσβεστική προθεσμία είναι το χρονικό διάστημα, που τάσσεται από το νόμο ή τους συμβαλλόμενους, μέσα στο οποίο πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα. Αν το δικαίωμα δεν ασκηθεί μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα επέρχεται πλήρης απόσβεσή του, χάνεται δηλαδή οριστικά. Σε αποσβεστική προθεσμία υπόκεινται τα δικαιώματα που δεν περιέχουν αξίωση, δηλαδή τα διαπλαστικά, π.χ. το δικαίωμα για ακύρωση ακυρώσιμης δικαιοπραξίας, που υπάγεται σε αποσβεστική προθεσμία δύο ετών, το δικαίωμα εγέρσεως αγωγής διαζυγίου για μοιχεία, διγαμία, επιβουλή της ζωής και υπαίτιο κλονισμό της έγγαμης σχέσης, που υπάγεται σε αποσβεστική προθεσμία ενός έτους αφότου ο σύζυγος, που προσβλήθηκε, έλαβε γνώση του λόγου διαζυγίου.

Μεταξύ της αποσβεστικής προθεσμίας και της παραγραφής υπάρχουν οι εξής διαφορές: η παραγραφή αφορά μόνο αξιώσεις, ενώ η αποσβεστική προθεσμία έχει ως αντικείμενο δικαιώματα, η αποσβεστική προθεσμία τάσσεται είτε από το νόμο είτε από δικαιοπραξία, ενώ η παραγραφή στηρίζεται πάντοτε στο νόμο, η συμπλήρωση της αποσβεστικής προθεσμίας που τάσσεται από το νόμο λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ενώ η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη μόνο με ένσταση.

10. Δικαιοπραξίες

α) Έννοια

Έχουμε ήδη αναφέρει στην αρχή οι ανθρώπινες πράξεις δεν ενδιαφέρουν όλες το δίκαιο. Υπάρχουν ανθρώπινες πράξεις, όπως είναι π.χ. οι κοινωνικές και οι φιλικές σχέσεις που, είναι ουδέτερες για το δίκαιο. Οι πράξεις που ενδιαφέρουν το δίκαιο διακρίνονται στις δίκαιες και άδικες πράξεις. Άδικες πράξεις είναι εκείνες που την τέλεση των οποίων απαγορεύει το δίκαιο, όπως π.χ. κλοπή ή καταστροφή ξένου πράγματος, σωματικές βλάβες προσώπου. Αντίθετα δίκαιες πράξεις είναι εκείνες που επιτρέπει το δίκαιο, όπως π.χ. σύναψη δανείου, πώλησης, γάμου, ίδρυση εταιρίας κλπ. Από τις δίκαιες πράξεις η πιο σπουδαία είναι η δικαιοπραξία.

Δικαιοπραξία είναι το πραγματικό που περιέχει δήλωση ή πράξη βουλήσεως για τη παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, π.χ. η αγοραπωλησία, η

Page 48: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

μίσθωση, η διαθήκη. Δύο συνεπώς είναι τα βασικά στοιχεία της δικαιοπραξίας: α) η βούληση, η οποία θα κατευθύνεται στη παραγωγή έννομου αποτελέσματος, και β) η δήλωσή της στον εξωτερικό κόσμο, δηλαδή η εξωτερίκευση της βούλησης. Για να υπάρξει ορισμένη δικαιοπραξία πρέπει να υπάρξουν όλα τα στοιχεία που ο νόμος θεωρεί απαραίτητα για να ολοκληρωθεί η αντικειμενική της υπόσταση (το πραγματικό). Έτσι για να υπάρξει πώληση πράγματος πρέπει να υπάρξει πράγμα, τίμημα και συμφωνία των συμβαλλομένων ως προς αυτά. Πάντως η δήλωση της βούλησης μπορεί να γίνει άμεσα ή έμμεσα, ρητά ή σιωπηρά. Κληρονόμος π.χ. πριν δηλώσει ότι αποδέχεται την κληρονομιά, πληρώνει και ικανοποιεί τον ανυπόμονο δανειστή του κληρονομούμενου. Έτσι δηλώνει μεν ρητά και άμεσα τη βούλησή του ότι δέχεται να εξοφλήσει το χρέος του, βεβαιώνει δε έμμεσα και σιωπηρά ότι θέλει να είναι κληρονόμος.

β) Είδη δικαιοπραξιών

Οι δικαιοπραξίες διακρίνονται σε διάφορα είδη, με ορισμένα κριτήρια, τα κυριότερα από τα οποία είναι ο αριθμός των προσώπων, που μετέχουν σ' αυτές, ο σκοπός και το περιεχόμενό τους.

Ανάλογα με τον αριθμό των προσώπων, που μετέχουν στην κατάρτισή τους, οι δικαιοπραξίες διακρίνονται σε μονομερείς και πολυμερείς. Μονομερείς δικαιοπραξίες είναι αυτές, που μπορούν να επιχειρηθούν έγκυρα μόνο από ένα πρόσωπο, δηλαδή περιέχουν τη δήλωση βουλήσεως ενός μόνο προσώπου. Μονομερείς δικαιοπραξίες είναι π.χ. η καταγγελία συμβάσεως, η ιδρυτική πράξη ιδρύματος, η υπαναχώρηση και η διαθήκη. Για να συντελεστεί η μονομερής δικαιοπραξία απαιτείται συνήθως να περιέλθει η δήλωση βουλήσεως σ' άλλο πρόσωπο, οπότε η δικαιοπραξία είναι απευθυντέα ή ληψιδεής, π.χ. η καταγγελία συμβάσεως και η υπαναχώρηση. Σε σπάνιες περιπτώσεις η δικαιοπραξία συντελείται μόνο με τη δήλωση βουλήσεως, π.χ. στη διαθήκη και στην ιδρυτική πράξη ιδρύματος, οπότε η δικαιοπραξία είναι μη απευθυντέα ή μη ληψιδεής.

Πολυμερείς δικαιοπραξίες είναι εκείνες, για την επιχείρηση των οποίων απαιτείται η σύμπραξη περισσοτέρων προσώπων. Οι πολυμερείς διακρίνονται σε συμβάσεις, σε συνδικαιοπραξίες και σε συλλογικές πράξεις.

Σύμβαση είναι η δικαιοπραξία, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα (συμβαλλόμενοι) ρυθμίζουν με ομόφωνη βούληση μια έννομη σχέση, στην πώληση ή στη μίσθωση τα συμφέροντα των μερών είναι αντίθετα π.χ. ο πωλητής δηλώνει ότι πουλάει, ο αγοραστής ότι αγοράζει, συμπίπτουν όμως αυτές οι δύο βουλήσεις στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, που είναι η σύναψη

Page 49: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

της σύμβασης. Στην εταιρία π.χ. τα επιδιωκόμενα συμφέροντα των συμβαλλόμενων μερών είναι κοινά. Σ' άλλες πάλι συμβάσεις επιδιώκεται η εξυπηρέτηση του συμφέροντος ενός από τους συμβαλλομένους, π.χ. στην εντολή, το χρησιδάνειο. Συνήθως όμως στις συμβάσεις μετέχουν δύο πρόσωπα με αντιτιθέμενα συμφέροντα. Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που συμμετέχουν περισσότερα πρόσωπα, π.χ. στις εταιρίες.

Συνδικαιοπραξία είναι οι δικαιοπραξία που περιλαμβάνει περισσότερες όμοιες δηλώσεις βουλήσεως, π.χ. υιοθεσία και από τους δύο συζύγους μαζί, καταγγελία συμβάσεως από περισσότερους δανειστές.

Συλλογικές πράξεις είναι οι αποφάσεις ενώσεως προσώπων ή συλλογικών οργάνων νομικών προσώπων, που λαμβάνονται ή με ομοφωνία των δηλώσεων βουλήσεως των προσώπων, που δικαιούνται ψήφου, ή με ορισμένη πλειοψηφία αυτών, π.χ. αποφάσεις της γενικής συνέλευσης των μελών σωματείου, οι αποφάσεις πολυμελών διοικήσεων των νομικών προσώπων.

Ανάλογα με το σκοπό και το περιεχόμενο οι δικαιοπραξίες διακρίνονται σε:

α. Δικαιοπραξίες "εν ζωή" και δικαιοπραξίες "αιτία θανάτου". Με τις πρώτες ρυθμίζονται προσωπικές οι περιουσιακές σχέσεις ζώντος προσώπου, με τις δεύτερες ρυθμίζεται κυρίως η νομική τύχη της περιουσίας ενός προσώπου μετά το θάνατό του. Αιτία θανάτου δικαιοπραξία είναι μόνο η διαθήκη.

β. Δικαιοπραξίες προσωπικού δικαίου και δικαιοπραξίες περιουσιακού δικαίου. Με τις πρώτες ρυθμίζονται θέματα που αφορούν τη προσωπική κατάσταση του δικαιοπρακτούντος, π.χ. γάμο, επιμέλεια τέκνου. Με τις δεύτερες ρυθμίζονται θέματα περιουσιακού δικαίου και στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι δικαιοπραξίες του ενοχικού, του εμπράγματου, του κληρονομικού δικαίου (εκτός από τη διαθήκη) και οι δικαιοπραξίες του οικογενειακού δικαίου, που δεν αφορούν θέματα προσωπικής κατάστασης.

γ. Δικαιοπραξίες ενοχικές και δικαιοπραξίες εμπράγματες. Ενοχικές είναι εκείνες, με τις οποίες συνίστανται, μετατίθεται, καταργείται ή αλλοιώνεται ενοχικό δικαίωμα. Οι περισσότερες ενοχικές δικαιοπραξίες είναι συμβάσεις, π.χ. πώληση, μίσθωση πράγματος, έργου, ή εργασίας, η δωρεά, το δάνειο, το χρησιδάνειο κλπ. Μονομερείς ενοχικές δικαιοπραξίες είναι π.χ. η προκήρυξη αμοιβής, η καταγγελία συμβάσεως, η υπαναχώρηση. Εμπράγματες δικαιοπραξίες είναι εκείνες με τις οποίες συνίσταται, μετατίθεται καταργείται ή αλλοιώνεται εμπράγματο δικαίωμα. Εμπράγματες δικαιοπραξίες και μάλιστα συμβάσεις είναι π.χ. η μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακινήτου πράγματος και η σύσταση πραγματικής δουλείας. Μονομερείς εμπράγματες δικαιοπραξίες είναι π.χ. η παραχώρηση υποθήκης και η απώλεια κυριότητας νομής με εγκατάλειψη της νομής του.

Page 50: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

δ. Δικαιοπραξίες υποσχετικές και δικαιοπραξίες εκποιητικές. Υποσχετικές είναι εκείνες, με τις οποίες παράγεται υποχρέωση ενός προσώπου (του υποσχόμενου, που καλείται οφειλέτης) και αντίστοιχα ενοχικό δικαίωμα ενός άλλου προσώπου (του δέκτη της υποσχέσεως, που καλείται δανειστής). Με την υποσχετική δικαιοπραξία δεν επέρχεται απώλεια του δικαιώματος για τον οφειλέτη, απλά αυξάνεται το παθητικό της περιουσίας του εξαιτίας της υποχρέωσης, που αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή. Αντίστοιχα αυξάνει το ενεργητικό της περιουσίας του δανειστή εξαιτίας του ενοχικού δικαιώματος, που αποκτά. Υποσχετικές δικαιοπραξίες είναι π.χ. η πώληση, η μίσθωση πράγματος, η δωρεά, η παρακαταθήκη, η εντολή κλπ. Για να καταλάβουμε καλύτερα την έννοια της υποσχετικής δικαιοπραξίας αναφέρουμε π.χ. την πώληση. Με την σύναψη της πώλησης δεν επέρχεται μεταβολή στη κυριότητα του πράγματος, αλλά αναλαμβάνει ο πωλητής την υποχρέωση να το μεταβιβάσει στον αγοραστή, η οποία μεταβίβαση θα γίνει με αντίστοιχη μεταβιβαστική πράξη. Αν αφορά κινητό πράγμα, με παράδοση της νομής του κινητού από τον πωλητή στον αγοραστή και συμφωνία ότι μετατίθεται η κυριότητα. Αν αφορά ακίνητο, συμφωνία του πωλητή ακινήτου με τον αγοραστή, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, ότι μεταβιβάζεται σ' αυτόν η κυριότητα και μεταγραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Εκποιητικές δικαιοπραξίες είναι οι δικαιοπραξίες που επιδρούν άμεσα στην υπόσταση ενός δικαιώματος (ενοχικού ή εμπράγματου), δηλαδή επιφέρουν τη μεταβίβαση, την αλλοίωση, την επιβάρυνση ή την κατάργηση του. Π.χ. εκχώρηση απαίτησης, μεταβίβασης κυριότητας κινητού ή ακινήτου, μεταβίβαση δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, μεταβολή του τρόπου ασκήσεως δουλείας, σύσταση ενεχύρου, υποθήκης, εγκατάλειψη κυριότητας κινητού ή ακινήτου. Δεν συνιστούν εκποιητικές δικαιοπραξίες μεταβιβάσεις, αλλοιώσεις, επιβαρύνσεις και καταργήσεις δικαιωμάτων, που δεν οφείλονται στη βούληση του φορέα του δικαιώματος, όπως π.χ. αυτές που επέρχονται εξαιτίας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή καταστροφής του αντικειμένου του δικαιώματος.

Η διάκριση των δικαιοπραξιών σε υποσχετικές και εκποιητικές δεν πρέπει να συγχέεται με τη διάκριση σε ενοχικές και εμπράγματες. Οι εμπράγματες δικαιοπραξίες είναι όλες εκποιητικές, γιατί επιφέρουν άμεση μεταβολή σε υφιστάμενο εμπράγματο δικαίωμα. Από τις ενοχικές μόνο εκείνες, με τις οποίες συνίσταται ενοχικό δικαίωμα, είναι υποσχετικές, εκείνες με τις οποίες μεταβιβάζεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα είναι εκποιητικές, π.χ. εκχώρηση απαίτησης, άφεση χρέους.

ε. Δικαιοπραξίες επιδοτικές και δικαιοπραξίες μη επιδοτικές. Δικαιοπραξίες του περιουσιακού δικαίου, με τις οποίες ο ένας από τους δικαιοπρακτούντες προσπορίζει στον άλλο ένα περιουσιακό όφελος συνιστάμενο στη κτήση δικαιώματος ή στην απαλλαγή από υποχρέωση, καλούνται επιδοτικές. Το προσποριζόμενο με την επιδοτική δικαιοπραξία περιουσιακό όφελος καλείται

Page 51: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

επίδοση. Αντίθετα μη επιδοτικές δικαιοπραξίες είναι οι δικαιοπραξίες του προσωπικού δικαίου, π.χ. υιοθεσία, αναγνώριση τέκνου και μεγάλο μέρος των δικαιοπραξιών του περιουσιακού δικαίου, π.χ. καταγγελία συμβάσεως, εγκατάλειψη κυριότητας, υπαναχώρηση κλπ., γιατί μ' αυτές δεν προσπορίζεται σε κανένα περιουσιακό όφελος. Η διάκριση των δικαιοπραξιών σε επιδοτικές και μη επιδοτικές έχει κυρίως σημασία για την περαιτέρω διάκρισή τους σε επαχθείς και χαριστικές και σε αιτιώδεις και μη αιτιώδεις.

στ. Δικαιοπραξίες επαχθείς και δικαιοπραξίες χαριστικές. Επαχθείς είναι οι δικαιοπραξίες, στις οποίες το περιουσιακό όφελος που προσπορίζει ο ένας στον άλλο από τους δικαιοπρακτούντες γίνεται με αντάλλαγμα, π.χ. η πώληση, η μίσθωση, το έντοκο δάνειο. Αντίθετα χαριστικές είναι οι δικαιοπραξίες, στις οποίες η προσπόριση του οικονομικού όφελους, γίνεται χωρίς αντάλλαγμα, π.χ. δωρεά, άτοκο δάνειο, χρησιδάνειο.

ζ. Δικαιοπραξίες αιτιώδεις και δικαιοπραξίες αναιτιώδεις. Οι επιδοτικές δικαιοπραξίες διακρίνονται σε αιτιώδεις και αναιτιώδεις. Αιτιώδεις είναι εκείνες, στις οποίες η επίδοση (προσπόριση οικονομικού όφελους) εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας για την οποία γίνεται αυτή και συμφωνία των δικαιοπρακτούντων σχετικά μ' αυτή. Αντίθετα στις αναιτιώδεις δικαιοπραξίες η ισχύς τους είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας, έτσι ώστε η επίδοση, στην οποία τείνουν, συντελείται παρά την έλλειψη οποιασδήποτε αιτίας. Οι δικαιοπραξίες του αστικού κώδικα είναι κατά κανόνα αιτιώδεις. Αναιτιώδεις είναι λίγες δικαιοπραξίες και ειδικότερα από τις ενοχικές μόνο η άφεση χρέους, η εκχώρηση, η αναδοχή χρέους, η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, η έκταξη και το ανώνυμο χρεόγραφο.

γ) Προϋποθέσεις του έγκυρου των δικαιοπραξιών

Προϋποθέσεις του κύρους της δικαιοπραξίας είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρξουν κατά τη κατάρτιση της δικαιοπραξίας για να είναι έγκυρη. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν αποτελούν στοιχεία του πραγματικού της δικαιοπραξίας, αλλά ανεξάρτητες ρυθμίσεις. Είναι η ικανότητα για δικαιοπραξία, η πραγματική θέληση της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, η μη αντίθεση της δικαιοπραξίας στο νόμο ή στα χρηστά ήθη, σε ορισμένες περιπτώσεις η προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου ή η προηγούμενη συναίνεση κάποιου προσώπου. Η έλλειψη μιας από τις προϋποθέσεις αυτές κατά τη κατάρτιση της δικαιοπραξίας έχει ως συνέπεια την απόλυτη ή τη σχετική ακυρότητα της δικαιοπραξίας.

αα) Ικανότητα για δικαιοπραξία

Page 52: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Ικανότητα για δικαιοπραξία είναι η ικανότητα ενός προσώπου να καταρτίζει αυτοπροσώπως δικαιοπραξίες. Ο νόμος δεν απονέμει την ικανότητα για δικαιοπραξία σε όλα τα πρόσωπα, αλλά μόνο σε πρόσωπα που διαθέτουν ένα ορισμένο κατώτατο όριο πνευματική ωριμότητας και υγείας.

Η ικανότητα για δικαιοπραξία δεν πρέπει να συγχέεται με την ικανότητα δικαίου και την ικανότητα για καταλογισμό.

Ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα να είναι κανείς υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Την ικανότητα αυτή την έχει κάθε άνθρωπος.

Ικανότητα για καταλογισμό είναι η ικανότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται τη σημασία των πράξεών του, έτσι ώστε να μπορεί να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο. Σύμφωνα με τον αστικό κώδικα ανίκανοι για καταλογισμό είναι: Ο ανήλικος κάτω των δέκα ετών, εκείνος που δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή στερούνταν της χρήσης του λογικού εξαιτίας πνευματικής ασθένειας κατά την τέλεση της ζημιογόνου πράξεως, ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο, αλλά όχι το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του, αν αποδειχθεί ότι ενέργησε χωρίς διάκριση και ο κωφάλαλος αν αποδεχθεί ότι ενέργησε και αυτός χωρίς διάκριση. "Χωρίς διάκριση" σημαίνει ότι ένα άτομο δεν έχει την ικανότητα να διαγνώσει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του.

Ικανοί για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας είναι εκείνοι που συμπλήρωσαν το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους και εφόσον βέβαια δεν συντρέχει γι'αυτούς κάποιος λόγος δικαιοπρακτικής ανικανότητας. Για τη συμπλήρωση της ενηλικίωσης υπολογίζεται και η ημέρα της γέννησης, π.χ. αυτός που γεννήθηκε στις 1.1.1990 θα ενηλικιωθεί στις 1.1.2008.

Υπάρχουν όμως και πρόσωπα που είναι πλήρως ανίκανοι για δικαιοπραξία ή περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία.

Οι πλήρως ανίκανοι για δικαιοπραξία διακρίνονται στους απόλυτα ανίκανους για δικαιοπραξία και στους σχετικά ανίκανους για δικαιοπραξία.

Απόλυτα ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι εκείνοι που δεν μπορούν να καταρτίσουν καμία δικαιοπραξία. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι ανήλικοι που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας τους και τα άτομα που βρίσκονται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση.

Με το νόμο 2447/1996 οι θεσμοί της δικαστικής απαγόρευσης και της δικαστικής αντίληψης έχουν ενοποιηθεί σε ενιαίο θεσμό με την ονομασία δικαστική συμπαράσταση. Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλονται τα εξής πρόσωπα:

Page 53: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

α. Όποιος λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του.

β. Όποιος λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού εκθέτει στον κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, τους κατιόντες ή τους ανιόντες του.

γ. Τα άτομα που εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας τους τουλάχιστον δύο ετών μπορούν να τεθούν σε μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση μόνο εφόσον το ζητήσουν τα ίδια από το Δικαστήριο και μόνο για τις πράξεις που αυτά θα έχουν προσδιορίζει στην αίτησή τους που απευθύνουν στο δικαστήριο.

Για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση αποφασίζει πάντα το Δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ιδίου του πάσχοντος ή του συζύγου του ή των γονέων ή των τέκνων του ή του εισαγγελέα ή ακόμη αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο ανάλογα με την περίπτωση αποφασίζει την υποβολή ενός προσώπου είτε σε καθεστώς πλήρους ή μερικής στερητικής δικαστικής συμπαράστασης είτε σε καθεστώς πλήρους ή μερικής επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης είτε σε συνδυασμό των δύο. Όταν ένα πρόσωπο υποβληθεί σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης είναι ανίκανο να καταρτίσει αυτοπροσώπως οποιαδήποτε δικαιοπραξία. Τυχόν δικαιοπραξία που θα καταρτίσει είναι άκυρη, έστω και αν έχει συνείδηση της σημασίας της δικαιοπραξίας. Γι' αυτόν διενεργεί δικαιοπραξίες ο δικαστικός συμπαραστάτης του, που είναι ο νόμιμος αντιπρόσωπός του.

Για λογαριασμό του ανήλικου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος δικαιοπραξίες καταρτίζουν οι γονείς του, που ασκούν και τη γονική μέριμνά του. Σε περίπτωση που ένας ανήλικος δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του και καταρτίσει μια δικαιοπραξία, τότε αυτή είναι άκυρη.

Σχετικά ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι τα ενήλικα άτομα που δεν έχουν βέβαια τεθεί σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, αλλά όμως όταν καταρτίζουν μια συγκεκριμένη δικαιοπραξία είτε δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους είτε βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους.

Με τον όρο "δεν έχει συνείδηση των πράξεών του" εννοείται ότι ένα πρόσωπο κατά το χρονικό διάστημα που επιχειρεί να καταρτίσει μια δικαιοπραξία βρίσκεται σε σύγχυση και δεν μπορεί να διακρίνει τη σημασία των πράξεών του εξαιτίας π.χ. μέθης, χρήσης ναρκωτικών, υψηλού πυρετού.

Σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης βρίσκεται ένα άτομο όταν έχει σημαντική μείωση της ικανότητας

Page 54: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

αξιολόγησης της πραγματικότητας που το εμποδίζει να σχηματίσει ελεύθερα τη βούλησή του και να εκτιμήσει τις συνέπειες της δήλωσής του. Συνήθως αυτό συμβαίνει όταν η πνευματική ασθένεια είναι τόσο σοβαρή, ώστε η βούληση του δηλούντα δε διαμορφώνεται ομαλά.

Η διαφορά της απόλυτης από τη σχετική ανικανότητα για δικαιοπραξία είναι ότι οι απόλυτα ανίκανοι για δικαιοπραξία δεν μπορούν να καταρτίσουν καμία δικαιοπραξία και αν τυχόν καταρτίσουν αυτή είναι άκυρη χωρίς να εξετάζεται αν είχαν συνείδηση της πράξης ή όχι.

Οι σχετικά ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι καταρχήν πρόσωπα ικανά για δικαιοπραξία. Μπορεί όμως να αποδεχθεί ότι για την κατάρτιση μιας συγκεκριμένης δικαιοπραξίας είτε δεν είχαν συνείδηση των πράξεών τους είτε βρίσκονταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόρισε αποφασιστικά τη δήλωση βουλήσεως τους. Στην περίπτωση αυτή η δικαιοπραξία είναι άκυρη.

Περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία είναι τα άτομα που είναι ικανά να καταρτίζουν δικαιοπραξίες μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος ή μόνο εφόσον τηρηθούν οι όροι που τάσσει ο νόμος.

Σύμφωνα με το άρθρο 129 ΑΚ περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία είναι εκείνοι που συμπλήρωσαν το δέκατο έτος της ηλικίας τους, όχι όμως και το δέκατο όγδοο, εκείνοι που βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση και εκείνοι που βρίσκονται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση.

Έτσι ο ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο έτος της ηλικίας του είναι ικανός να καταρτίζει δικαιοπραξίες από τις οποίες αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος. Έννομο όφελος σημαίνει απόκτηση δικαιώματος χωρίς παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεως ή απώλεια άλλου δικαιώματος, όπως π.χ. ανάληψη δωρεάς. Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας μπορεί επίσης να διαθέτει ελεύθερα οτιδήποτε κερδίζει από την προσωπική του εργασίας ή οτιδήποτε του δόθηκε για δική του χρήση ή για ελεύθερη διάθεση. Επίσης ο ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του μπορεί να συνάψει σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος, έχοντας όμως τη συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλειά του και που είναι κατά κανόνα οι γονείς του. Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το δωδέκατο έτος της ηλικίας του έχει την ικανότητα να παρίσταται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο στο οποίο συζητείται η υπόθεση της υιοθεσίας του και να συναινέσει για την υιοθεσία. Ο ανήλικος που έχει τελέσει κατ'εξαίρεση γάμο μπορεί να επιχειρεί μόνος του κάθε δικαιοπραξία που είναι απαραίτητη για να συντηρεί ή να βελτιώνει την περιουσία του ή για να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της προσωπικής του συντήρησης και εκπαίδευσης, καθώς και τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του.

Page 55: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Τα άτομα που έχουν υποβληθεί σε καθεστώς μερικής στερητικής δικαστικής συμπαράστασης είναι ανίκανα να καταρτίσουν αυτοπροσώπως ορισμένες μόνο δικαιοπραξίες, οι οποίες προσδιορίζονται στη δικαστική απόφαση που θέτει ένα άτομο σε αυτό το καθεστώς. Για όλες τις άλλες δικαιοπραξίες το άτομο που έχει τεθεί σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση είναι πλήρως ικανό.

Τα άτομα που έχουν υποβληθεί σε καθεστώς πλήρους επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης για την ισχύ όλων των δικαιοπραξιών που καταρτίζουν, απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη. Κατά συνέπεια όλες δικαιοπραξίες που καταρτίζει άτομο που έχει υποβληθεί στο καθεστώς αυτό είναι άκυρες, αν γίνουν χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη.

Τα άτομα που έχουν υποβληθεί σε καθεστώς μερικής επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, σε καθεστώς δηλαδή όπου για την κατάρτιση ορισμένων δικαιοπραξιών, που αναφέρονται στη δικαστική απόφαση, απαιτείται συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του, είναι πλήρως ικανά για όλες τις άλλες δικαιοπραξίες που καταρτίζουν. Οι ορισμένες όμως δικαιοπραξίες που αναφέρονται στη δικαστική απόφαση είναι άκυρες, αν τις καταρτίσει ένα άτομο χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του.

ββ) Η δήλωση βούλησης

Η δικαιοπραξία περιέχει ως βασικό στοιχείο τη δήλωση βούλησης ενός προσώπου, εφόσον είναι μονομερής ή τις δηλώσεις βούλησης περισσότερων προσώπων, εφόσον είναι πολυμερής. Η δήλωση βούλησης περιλαμβάνει δύο στοιχεία: τη βούληση, που είναι το εσωτερικό στοιχείο της και σημαίνει τη θέληση ενός προσώπου να παράγει συγκεκριμένα έννομα αποτελέσματα και τη δήλωση, που είναι το εξωτερικό στοιχείο της και σημαίνει την πράξη ή την ηθελημένη συμπεριφορά με την οποία εξωτερικεύεται η βούληση.

Η δήλωση βούλησης διακρίνεται: ανάλογα με τον τρόπο που γίνεται σε άμεση ή ρητή και σε έμμεση ή σιωπηρή και ανάλογα με το αν απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο σε απευθυντέα και μη απευθυντέα.

Άμεση ή ρητή είναι η δήλωση, η οποία έχει ως άμεσο σκοπό την εξωτερίκευση ορισμένης δικαιοπρακτικής βούλησης, όπως π.χ. σύναψη σύμβασης με πρόταση προς τον αντισυμβαλλόμενο και αποδοχή της από αυτόν, αποποίηση της κληρονομιάς με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου. Η άμεση δήλωση βούλησης εξωτερικεύεται με το λόγο, γραπτό και προφορικό, με κινήσεις χεριού, κεφαλιού κλπ.

Page 56: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Έμμεση ή σιωπηρή είναι η δήλωση, όταν δεν υπάρχει άμεση έκφραση ορισμένης δικαιοπρακτικής βουλήσεως, αλλά συνάγεται μια τέτοια βούληση συμπερασματικά από άλλες πράξεις ή περιστατικά, όπως π.χ.

από την εκποίηση κληρονομιαίων πραγμάτων συνάγεται η βούληση αποδοχής της κληρονομιάς.

Μη απευθυντέα είναι η δήλωση βούλησης, η οποία αναπτύσσει νομική ενέργεια από την εξωτερίκευσή της και ανεξάρτητα από την περιέλευσή της σε ορισμένο πρόσωπο, όπως π.χ. η διαθήκη που με τη σύνταξή της αποκτά νομική ενέργεια χωρίς να χρειάζεται προηγουμένως να περιέλθει σε κάποιο άλλο πρόσωπο.

Απευθυντέα είναι η δήλωση βούλησης που απαιτείται να απευθυνθεί σε άλλο πρόσωπο και αναπτύσσει νομική ενέργεια μόλις περιέλθει στο πρόσωπο αυτό. Οι περισσότερες δηλώσεις βούλησης είναι απευθυντέες, όπως π.χ. η πρόταση για τη σύναψη σύμβασης του ενός συμβαλλομένου πρέπει να περιέλθει στον άλλο, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη πρέπει να περιέλθει στον εργαζόμενο για να έχει νομική ισχύ.

Η βούληση όμως εκείνου που επιχειρεί να καταρτίσει μια δικαιοπραξία πρέπει να μην έχει διαμορφωθεί κατά τρόπο ελαττωματικό. Να μην είναι αποτέλεσμα δηλαδή πλάνης, απάτης ή απειλής.

Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της πραγματικότητας από εκείνον που προβαίνει σε δήλωση βούλησης. Υπάρχουν δύο είδη πλάνης: Η πλάνη στη δήλωση και η πλάνη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης.

Πλάνη στη δήλωση είναι η ακούσια διάσταση ανάμεσα στη δήλωση και στη βούληση. Η πλάνη στη δήλωση διακρίνεται σε δύο είδη: στην πλάνη στην πράξη της δήλωσης και στην πλάνη στο περιεχόμενο της δήλωσης.

Πλάνη στην πράξη της δήλωσης υπάρχει, όταν χρησιμοποιεί κάποιος κατά τη δήλωση της βούλησής του εσφαλμένα τα δηλωτικά της μέσα, π.χ. ο έμπορος στην παραγγελία γράφει εσφαλμένα τη ποσότητα εμπορευμάτων (αντί για 100 γράφει 1000) ή την τιμή.

Πλάνη στο περιεχόμενο της δήλωσης υπάρχει, όταν αυτός που δικαιοπρακτεί διατυπώνει μεν σωστά τη δήλωση, αλλά βρίσκεται σε πλάνη ως προς το περιεχόμενό της ή τη νομική της σημασία, όπως π.χ. Ο εργοδότης Α αντί να προσλάβει τον Β κάνει λάθος ως προς το πρόσωπο και προσλαμβάνει τον Γ στην επιχείρησή του. Ο Α θέλει να συστήσει με τον Β και Γ προσωπική εταιρία, αλλά αυτός να ευθύνεται μέχρι το ποσό της εισφοράς του, αντί όμως να συστήσει ετερόρρυθμη εταιρία με αυτούς συστήνει ομόρρυθμη, γιατί αγνοεί τη διαφορά μεταξύ των δύο εταιρικών τύπων.

Πλάνη:

Page 57: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Πλάνη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης είναι η άγνοια ή η εσφαλμένη γνώση των περιστατικών (γεγονότων και ανθρώπινων πράξεων) στα οποία στηρίχθηκε ο δικαιοπρακτών για να σχηματίσει τη βούλησή του. Π.χ. ο Α πίστευε λανθασμένα ότι μπορεί να ρευστοποιήσει τις μετοχές στο χρηματιστήριο σε υψηλή τιμή που είχαν κάποια ημέρα και παρήγγειλε ένα πολυτελές αυτοκίνητο. Ο Α μισθώνει ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείου της Μυκόνου για τον Αύγουστο, επειδή εσφαλμένα πληροφορείται ότι το μήνα αυτό θα βρίσκεται στη Μύκονο η Κλώντια Σίφερς.

Στην πλάνη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης δεν υπάρχει διάσταση βούλησης και δήλωσης, αλλά εσφαλμένος σχηματισμός βούλησης, που δεν θα σχηματιζόταν, αν ο δικαιοπρακτών γνώριζε την πραγματική κατάσταση.

Η πλάνη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης δεν είναι ουσιώδης και επομένως δεν παρέχει δικαίωμα ακύρωσης της δικαιοπραξίας. Και αυτό, γιατί οι σκοποί, οι προβλέψεις ή οι υπολογισμοί που επιδρούν για να πάρει ένα πρόσωπο απόφαση για την κατάρτιση μιας δικαιοπραξίας είναι νομικά αδιάφοροι. Αν πράγματι ο δικαιοπρακτών επιθυμεί να εξαρτήσει την ενέργεια μιας δικαιοπραξίας από παράγοντες που απετέλεσαν τα παραγωγικά αίτια της βούλησής του, θα πρέπει να αναγάγει τα παραγωγικά αίτια σε αίρεση της δικαιοπραξίας. Π.χ. Ο Α συμφωνεί να αγοράσει από το Β ένα διαμέρισμα, υπό την αίρεση ότι θα εγκριθεί η χορήγηση στεγαστικού δανείου από την Τράπεζα.

Κατ' εξαίρεση, όταν η πλάνη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης αναφέρεται σε ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος θεωρείται ουσιώδης, αν κατά τη συμφωνία των μερών ή με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οι ιδιότητες αυτές είναι τόσο σπουδαίες για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Π.χ. Ο εργοδότης προσέλαβε την υπάλληλο, επειδή νόμισε ότι αυτή είναι γνώστης χειρισμού υπολογιστή, αλλά αυτή δεν γνώριζα καν πως λειτουργεί ο υπολογιστής. Ο Α αγόρασε ένα οικόπεδο νομίζοντας ότι είναι άρτιο και οικοδομήσιμο για να κτίσει πάνω σ'αυτό μια οικία, πλην όμως το οικόπεδο είναι εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού.

Αν η πλάνη είναι ουσιώδης έχει ως συνέπεια ότι αυτός που πλανήθηκε μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η δικαιοπραξία δηλαδή που καταρτίστηκε λόγω ουσιώδους πλάνης δεν είναι άκυρη άλλά ακυρώσιμη. Η ακυρώσιμη δικαιοπραξία παράγει έννομα αποτελέσματα μέχρι την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση.

Δικαίωμα να ασκήσει τη σχετική αγωγή ακύρωσης της δικαιοπραξίας έχει εκείνος που πλανήθηκε ή οι κληρονόμοι του. Το δικαίωμα αυτό αποσβήνεται μετά πάροδο δύο ετών από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Πρόκειται για αποσβεστική προθεσμία, που αρχίζει από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της δικαιοπραξίας.

Page 58: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Εκείνος που αξιώνει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία επειδή πλανήθηκε έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία που επέρχεται από την ακύρωση. Η υποχρέωση για την αποζημίωση αποκλείεται, αν αυτός που ζημιώθηκε γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την πλάνη.

Απάτη:

Απάτη είναι η εκ προθέσεως συμπεριφορά που έχει σκοπό να παραπλανήσει ένα πρόσωπο ή να ενισχύσει ή να διατηρήσει την πλάνη, στην οποία αυτό βρίσκεται, έτσι ώστε να το οδηγήσει σε δήλωση βούλησης, στην οποία διαφορετικά δεν θα προέβαινε.

Παραδείγματα: Ο πωλητής διαβεβαιώνει τον υποψήφιο αγοραστή ότι το οικόπεδο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και για το λόγο αυτό ο δεύτερος προβαίνει στην αγορά του. Στην πραγματικότητα όμως το οικόπεδο βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως. Ο υποψήφιος υπάλληλος Υ δηλώνει ότι γνωρίζει άριστα τη χρήση υπολογιστών και για το λόγο αυτό προσλήφθηκε από τον εργοδότη. Λίγο αργότερα όμως ο εργοδότης διαπιστώνει ότι ο Υ τον εξαπάτησε, αφού έχει άγνοια από χειρισμό υπολογιστών. Ο υποψήφιος αγοραστής Α θεωρεί πίνακα άσημου ζωγράφου ως πίνακα διάσημου ζωγράφου και προσφέρει στον πωλητή υπέρογκο τίμημα, αυτός εκμεταλλεύεται την άγνοιά του και τον πουλάει στην τιμή που του προσφέρθηκε.

Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό για να υπάρχει απάτη πρέπει να συντρέξουν οι εξής προϋποθέσεις:

α. Να υπάρχει παραπλάνηση ενός προσώπου από κάποιο άλλο, έτσι ώστε να οδηγηθεί σε ορισμένη δήλωση βούλησης. Η παραπλάνηση μπορεί να γίνει με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αποσιώπηση αληθινών γεγονότων.

β. Η παραπλάνηση να γίνεται με πρόθεση. Απαιτείται δηλαδή ύπαρξη δόλου. Αμέλεια δεν αρκεί. Π.χ. ο πωλητής του οικοπέδου στο παραπάνω παράδειγμα πρέπει να γνωρίζει ότι το οικόπεδο είναι εκτός σχεδίου πόλεως. Αν όμως δεν γνώριζε τίποτα σχετικά και δεν έκανε καμία συζήτηση για αυτό με τον υποψήφιο αγοραστή, τότε δεν υπάρχει πρόθεση εξαπάτησης.

γ. Να υπάρχει πραγματική πρόκληση παραπλάνησης, έτσι ώστε η δήλωση βούλησης αυτού που παραπλανήθηκε να οφείλεται στην εξαπάτηση που επιχειρήθηκε από το άλλο πρόσωπο. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παραπλάνησης και δήλωσης βούλησης. Αν π.χ. για τον αγοραστή του οικοπέδου ήταν αδιάφορο αν αυτό είναι εντός ή εκτός σχεδίου πώλησης, τότε δεν υπάρχει δικαίωμα ακύρωσης της δικαιοπραξίας λόγω απάτης.

Page 59: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις η δικαιοπραξία που καταρτίστηκε είναι ακυρώσιμη. Εκείνος που εξαπατήθηκε έχει δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο με αγωγή την ακύρωση της δικαιοπραξίας, η οποία πλέον θεωρείται από την αρχή άκυρη. Το δικαίωμα εκείνου που εξαπατήθηκε να εγείρει αγωγή ακύρωσης της δικαιοπραξίας αποσβήνεται όταν περάσουν δύο έτη από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Πρόκειται για αποσβεστική προθεσμία, που αρχίζει από την επομένη της κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Εκτός όμως από την ακύρωση της δικαιοπραξίας εκείνος που εξαπατήθηκε έχει δικαίωμα να ζητήσει και αποζημίωση από εκείνον που διέπραξε την απάτη.

Απειλή:

Απειλή είναι η δημιουργία φόβου σε ένα πρόσωπο λόγω εξαγγελίας κακού, η επέλευση του οποίου εξαρτάται από τη βούληση εκείνου που το εξαγγέλλει. Εξαγγελία του κακού υπάρχει, όταν γνωστοποιείται στον απειλούμενο με λόγους, χειρονομίες ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ότι θα υποστεί το κακό αυτό, αν δεν προβεί σε συγκεκριμένη δήλωση βούλησης που επιθυμεί αυτός που απειλεί.

Παραδείγματα: Ο Α απειλεί τον Β ότι αν δεν του πουλήσει το γειτονικό οικόπεδο θα τον σκοτώσει. Ο Β κάτω από αυτές τις απειλές πουλάει στον Α το οικόπεδο. Ο Γ τραυματίζει με το αυτοκίνητο τον πεζό Δ και τον απειλεί ότι θα τον αφήσει αβοήθητο να πεθάνει, αν προηγουμένως δεν υπογράψει ένα έγγραφο ότι δεν θα αξιώσει από αυτόν καμία αποζημίωση.

Η δικαιοπραξία που καταρτίζεται λόγω απειλής είναι ακυρώσιμη. Για να ακυρωθεί όμως μια δικαιοπραξία λόγω απειλής πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

α. Η απειλή πρέπει να γίνει με σκοπό να εξαναγκάσει τον απειλούμενο να προβεί στη δήλωση βούλησης που επιθυμεί εκείνος που τον απείλησε. Π.χ. Ο Α απείλησε τον Β ότι θα τον σκοτώσει, αν δεν του δωρήσει ένα αρχαίο κειμήλιο που έχει στο σπίτι του. Η δωρεά αυτή του Α προς τον Β είναι ακυρώσιμη.

β. Η απειλή πρέπει να προκαλεί φόβο σε σώφρονα άνθρωπο. Π.χ. η απειλή του Α προς τον Β γείτονα ότι θα είναι πάντα θυμωμένος μαζί του αν δεν του πωλήσει μερικά τετραγωνικά μέτρα από το οικόπεδό του, δεν προκαλεί φόβο σε σώφρονα άνθρωπο και η τυχόν πώληση του οικοπέδου είναι έγκυρη. Αν όμως ο Α έλεγε στο Β ότι θα τον δηλητηριάσει, τότε η δικαιοπραξία της πώλησης είναι ακυρώσιμη.

γ. Η απειλή πρέπει να εκθέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή, την περιουσία αυτού που απειλήθηκε ή των προσώπων που συνδέονται μαζί του στενότατα. Π.χ. Ο Α

Page 60: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

απείλησε την Β ή τον πατέρα της Γ ότι θα σκοτώσει έναν από αυτούς, αν η Β δεν παντρευτεί τον Α.

δ. Η απειλή ασκήθηκε κατά τρόπο παράνομο και αντίθετο προς τα χρηστά ήθη. Οι περισσότερες περιπτώσεις, που η απειλή είναι παράνομη, είναι εκείνες στις οποίες το απειλούμενο κακό αντίκειται σε ποινικές διατάξεις, όπως π.χ. απειλή φόνου, απειλή ψευδούς κατάθεσης κλπ. Μπορεί όμως η απειλή να συνίσταται και σε μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης. Απειλή που είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη μπορεί να υπάρχει και όταν το απειλούμενο κακό και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι νόμιμο. Π.χ. Ο δανειστής απειλεί την πρώην σύζυγό του και οφειλέτρια ότι θα προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη του χρέους (νόμιμες ενέργειες), αν δεν συναινέσει στην ανάθεση της γονικής μέριμνας του τέκνου τους σ' αυτόν. Αν τυχόν η σύζυγος συναινέσει, η δικαιοπραξία αυτή της ανάθεσης της γονικής μέριμνας στο σύζυγο είναι ακυρώσιμη, γιατί είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη.

Όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις η δικαιοπραξία που καταρτίστηκε είναι ακυρώσιμη. Την αγωγή για ακύρωση της δικαιοπραξίας την εγείρει αυτός που απειλήθηκε ή οι κληρονόμοι του. Το δικαίωμα της έγερσης της αγωγής αποσβήνεται όταν περάσουν δύο έτη από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Εκείνος που απειλήθηκε μπορεί παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας να ζητήσει και αποζημίωση από εκείνον που τον απείλησε.

11. Συμβάσεις

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω σύμβαση είναι η δικαιοπραξία που περιέχει δηλώσεις βούλησης δύο ή περισσοτέρων προσώπων, οι οποίες διαφέρουν μεν μεταξύ τους, π.χ. ο Α δηλώνει στο Β τη βούληση του να του εκμισθώσει το διαμέρισμα για ορισμένη διάρκεια έναντι ορισμένου μισθώματος και ο Β δηλώνει στον Α ότι δέχεται τους μισθωτικούς αυτούς όρους, συμπίπτουν όμως ως προς το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα, π.χ. τόσο ο Α όσο και ο Β επιδιώκουν την κατάρτιση της μίσθωσης του διαμερίσματος.

Η σύμβαση καταρτίζεται με τη σύμπτωση των αντιτιθέμενων δηλώσεων βούλησης των μερών. Η δήλωση βούλησης που γίνεται από το ένα μέρος στο άλλο και με την οποία προσφέρεται η κατάρτιση μιας σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η κατάρτισή της να εξαρτάται μόνο από την αποδοχή, ονομάζεται πρόταση. Π.χ. Η δήλωση του Α προς τον Β ότι του εκμισθώνει ένα διαμέρισμα για δύο χρόνια με μηνιαίο μίσθωμα 300 ευρώ συνιστά πρόταση για σύναψη σύμβασης μίσθωσης.

Page 61: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Αντίστοιχα η δήλωση βούλησης εκείνου προς τον οποίο έγινε η πρόταση και με την οποία δηλώνει ότι συμφωνεί για την κατάρτιση της σύμβασης ονομάζεται αποδοχή. Π.χ. ο Β, στον οποίο ο Α πρότεινε την μίσθωση του διαμερίσματος δηλώνει ότι αποδέχεται την κατάρτιση της μίσθωσης του διαμερίσματος.

Χρονικά η πρόταση προηγείται της αποδοχής. Συνήθως όμως η πρόταση και η αποδοχή συμπίπτουν χρονικά. Έτσι π.χ. στα περισσότερα συμφωνητικά (πωλητήρια, μισθωτήρια κλπ.) τα μέρη διατυπώνουν μαζί το περιεχόμενο της σύμβασης και τα υπογράφουν. Η πρόταση για να είναι ισχυρή πρέπει να είναι πλήρης και σαφής, έτσι ώστε να αρκεί ένα "αποδέχομαι" από εκείνον στον οποίο απευθύνεται για να καταρτιστεί η σύμβαση. Θα πρέπει επίσης να γίνει με πρόθεση του προτείνοντος να δεσμευθεί συμβατικά, εφόσον γίνει από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται.

Από την άλλη πλευρά η αποδοχή πρέπει να ανταποκρίνεται ακριβώς στο περιεχόμενο της πρότασης. Η αποδοχή της πρότασης για την κατάρτιση της σύμβασης απαιτείται να περιέλθει σ'εκείνον που έκανε την πρόταση μέσα στην προθεσμία που είχε τάξει. Αν δεν είχε τάξει προθεσμία, η αποδοχή πρέπει να περιέλθει σε αυτόν ως τη στιγμή που κατά τις περιστάσεις ήταν υποχρεωμένος να την περιμένει. Αν η δήλωση της αποδοχής αποσταλεί καθυστερημένα, θεωρείται σαν νέα πρόταση για κατάρτιση σύμβασης. Δήλωση αποδοχής με τροποποιήσεις (προσθήκες, επιφυλάξεις κλπ.) θεωρείται ως απόρριψη της πρότασης με σύγχρονη υποβολή νέας πρότασης.

Η σύμβαση καταρτίζεται μόλις περιέλθει η αποδοχή σ'αυτόν που έκανε την πρόταση. Αν δεν υπάρχει συμφωνία σε όλα τα σημεία της σύμβασης, τότε η σύμβαση θεωρείται ότι δεν καταρτίστηκε.

Πολλές φορές η κατάρτιση της σύμβασης δεν ολοκληρώνεται αμέσως σε ένα στάδιο, αλλά πριν από την κατάρτισή της διεξάγονται διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών. Αυτό συμβαίνει συνήθως στις περιπτώσεις που οι συμβάσεις έχουν μεγάλο περιουσιακό αντικείμενο, π.χ. αγορά ακινήτων, μηχανημάτων, στοιχείων επιχειρήσεων κλπ., ή υπάρχει ανάγκη να ρυθμιστούν πολύπλοκοι όροι, όπως π.χ. στις μεγάλες συμβάσεις έργου, στις συμβάσεις συνεργασίας επιχειρήσεων.

Το στάδιο των διαπραγματεύσεων αρχίζει από τη στιγμή που εκδηλώνεται ενδιαφέρον για την κατάρτιση μιας σύμβασης, δηλαδή όχι μόνο από τότε που θα αρχίσουν οι συζητήσεις για την κατάρτιση της σύμβασης, αλλά και νωρίτερα με την υποβολή πρότασης για σύναψη σύμβασης ή με την πρόσκληση για υποβολή πρότασης. Οι διαπραγματεύσεις τελειώνουν είτε με την οριστική διακοπή και τη ματαίωση της σύμβασης, είτε με την κατάρτιση προσυμφώνου, είτε με την κατάρτιση οριστικής σύμβασης.

Page 62: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Έτσι κατά τις διαπραγματεύσεις, παρόλο που οι διαπραγματευόμενοι δεν συνδέονται με κανένα συμβατικό δεσμό, δεν είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλο, αλλά δημιουργείται μεταξύ τους μια σχέση εμπιστοσύνης. Όποιος λοιπόν κατά της διαπραγματεύσεις για τη σύναψη μιας σύμβασης προξενεί υπαίτια στον άλλο ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει, ακόμη και αν δεν καταρτίστηκε η σύμβαση. Η ευθύνη αυτή ονομάζεται ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις ή προσυμβατική ευθύνη.

Παράδειγμα: Ο Α επιχειρηματίας από την Αθήνα συμφωνεί με τον Β στη Θεσσαλονίκη να αγοράσει ένα οικόπεδο στην περιοχή του αεροδρομίου, όπου ο Α θα κτίσει στο οικόπεδο αυτό ένα πολυκατάστημα. Ενώ και τα δύο μέρη συμφώνησαν για το τίμημα και τους όρους πληρωμής ο Β δεν εμφανίζεται στο συμβολαιογράφο για να υπογράψει τη σύμβαση πώλησης ακινήτου. Ο Α στο μεταξύ είχε υποβληθεί σε έξοδα για την αγορά, όπως πληρωμή δικηγόρου, μηχανικού, μεσίτη, και ακόμη είχε βρει ένα άλλο οικόπεδο στην ίδια περιοχή να αγοράσει με ευνοϊκότερους όρους και δεν το έκανε γιατί είχε τη βέβαιη πεποίθηση ότι θα κατήρτισε τη σύμβαση πώλησης του οικοπέδου με το Β. Στην περίπτωση αυτή ο Α μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από το Β για τα έξοδα που υποβλήθηκε για την ματαιωθείσα αγορά του οικοπέδου από τον Β καθώς επίσης και για την απώλεια ευκαιρίας αγοράς του άλλου οικοπέδου με ευνοϊκότερους όρους.

Η αποζημίωση δηλαδή στην περίπτωση που υπάρχει ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία για τις δαπάνες

που υποβλήθηκε ο ζημιωθείς εξαιτίας των διαπραγματεύσεων και που θα είχε αποφύγει αν δεν μεσολαβούσε η αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά του ζημιώσαντα όσο και το διαφυγόν κέρδος, το οποίο συνίσταται στη ζημία που έχει υποστεί ο ζημιωθείς εξαιτίας του ότι δεν κατάρτισε άλλη σύμβαση που θα μπορούσε να καταρτίσει, αν δεν υπολόγιζε στη σύμβαση που ματαιώθηκε.

Οι διαπραγματεύσεις, αν δεν ματαιωθούν, μπορούν επίσης να μην οδηγήσουν απευθείας στην κατάρτιση οριστικής σύμβασης αλλά στην κατάρτιση προσυμφώνου.

Προσύμφωνο είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση που είναι οριστική.

Η πρακτική χρησιμότητα του προσυμφώνου συνίσταται στο ότι με αυτό εξασφαλίζεται η δέσμευση των συμβαλλόμενων για τη σύναψη της κύριας σύμβασης, για την οποία ενδιαφέρεται ο ένας τουλάχιστον από αυτούς, όταν η άμεση σύναψη της κύριας σύμβασης δεν είναι δυνατή για πραγματικούς ή νομικούς λόγους. Π.χ. ο αγοραστής δεν έχει συγκεντρώσει ακόμη το τίμημα

Page 63: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

που πρέπει να καταβάλει στον πωλητή, ή για το πωλούμενο ακίνητο δεν έχουν οριστικοποιηθεί οι τίτλοι κυριότητας.

Το προσύμφωνο υπόκειται στον τύπο που ορίζει ο νόμος για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί. Π.χ. αν πρόκειται για κατάρτιση προσυμφώνου πώλησης ακινήτου, το προσύμφωνο πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, γιατί για την κατάρτιση της οριστικής πώλησης ακινήτου απαιτείται σύμφωνα με το νόμο να τηρηθεί ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου.

11. Τύπος των δικαιοπραξιών

Η δήλωση βούλησης και αντίστοιχα η δικαιοπραξία, που περιέχει τη δήλωση βούλησης, διακρίνεται σε τυπική και άτυπη.

Άτυπη είναι η δήλωση βούλησης όταν είναι έγκυρη με οποιοδήποτε μέσο και αν εξωτερικευτεί. Τυπική είναι όταν για την εξωτερίκευσή της πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα ορισμένο μέσο (τύπος), που καθορίζεται είτε από το νόμο (νόμιμος) είτε από τα μέρη (εκούσιος).

Ο αστικός κώδικας καθιερώνει την αρχή του άτυπου των δικαιοπραξιών και επιβάλει την τήρηση του τύπου μόνο για τη σύναψη ορισμένων δικαιοπραξιών. Οι σκοποί που για ορισμένα είδη δικαιοπραξιών επιβάλλεται η τήρηση του τύπου είναι οι εξής:

α. Η προστασία των συναλλασσόμενων από απερίσκεπτες ή βιαστικές αποφάσεις σχετικά με τη σύναψη δικαιοπραξιών με μεγάλο περιουσιακό αντικείμενο, όπως π.χ. η πώληση ακινήτου, η εγγύηση, η αναγνώριση χρέους.

β. Η διευκόλυνση της απόδειξης της κατάρτισης μιας δικαιοπραξίας.

γ. Η προστασία των τρίτων, π.χ. με τη μεταβίβαση των ακινήτων με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή των συμβολαίων στο υποθηκοφυλακείο, μπορεί ο δανειστής να πληροφορηθεί την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη.

δ. Η εξασφάλιση των φορολογικών συμφερόντων του δημοσίου, όπως π.χ. είσπραξη φόρου μεταβίβασης ακινήτων, φόρου δωρεών κλπ. Σήμερα η πολιτεία με τη ψήφιση όλων και περισσότερων ειδικών φορολογικών νόμων επιβάλει για την έγκυρη σύναψη πολλών δικαιοπραξιών τον γραπτό τύπο και τη θεώρηση από τις φορολογικές αρχές, έτσι ώστε η αρχή του άτυπου των δικαιοπραξιών που ακολουθεί ο αστικός κώδικας να έχει περιοριστεί σε μεγάλη κλίμακα.

Page 64: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Ο τύπος διακρίνεται στον συστατικό και στον αποδεικτικό.

Συστατικός είναι ο τύπος που αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της δικαιοπραξίας, έτσι ώστε αν δεν τηρηθεί αυτός η δικαιοπραξία είναι άκυρη.

Αποδεικτικός είναι ο τύπος που δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της δικαιοπραξίας, έτσι ώστε αν δεν τηρηθεί αυτός η δικαιοπραξία δεν είναι άκυρη, αλλά απλώς χρησιμεύει για την απόδειξη κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Π.χ. για την έγκυρη κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης πράγματος δεν απαιτείται η τήρηση τύπου και έτσι οι συμβαλλόμενοι δεν είναι υποχρεωμένοι να συντάξουν γραπτό συμφωνητικό. Για την ευκολότερη όμως απόδειξη της ύπαρξης και του περιεχομένου της σύμβασης οι συμβαλλόμενοι προβαίνουν στην έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης.

Τα είδη του συστατικού τύπου, που προβλέπονται στο νόμο, είναι τρία: το ιδιωτικό έγγραφο, το συμβολαιογραφικό έγγραφο και η δήλωση ενώπιον δημόσιας αρχής.

α.Το ιδιωτικό έγγραφο: Ιδιωτικό έγγραφο είναι έγγραφο που συντάσσεται από ιδιώτη και φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή εκείνου που το έχει εκδώσει. Το περιεχόμενο του εγγράφου μπορεί να έχει γραφεί από οποιοδήποτε πρόσωπο και με οποιοδήποτε μέσο. Ο εκδότης του εγγράφου είναι εκείνος μόνο που δεσμεύεται από το έγγραφο, ο οποίος πρέπει να έχει θέσει την υπογραφή του με το χέρι του στο τέλος του περιεχομένου του εγγράφου. Αν το έγγραφο έχει περισσότερα φύλλα ο εκδότης υπογράφει στο τέλος κάθε φύλλου και στις τυχόν παραπομπές στο περιθώριο. Η υπογραφή εν λευκώ ενός εγγράφου, δηλαδή ενός εγγράφου που δεν έχει καθόλου κείμενο ή είναι μόνο εν μέρει συμπληρωμένο, είναι έγκυρη αν θα γραφεί από εκείνον, στον οποίο παραδίδεται το έγγραφο από τον εκδότη, με βάση όσα έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους. Σε αντίθετη περίπτωση ο εκδότης μπορεί να προσβάλει τη δήλωση που περιέχεται στο έγγραφο λόγω πλάνης ή απάτης.

β. Το συμβολαιογραφικό έγγραφο: Το συμβολαιογραφικό έγγραφο είναι έγγραφο που συντάσσεται από συμβολαιογράφο και περιέχει τις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων. Η σύνταξη του συμβολαιογραφικού εγγράφου προβλέπεται από το νόμο για τις μεταβιβάσεις κυριότητας κινητών, για τη δωρεά για τα γαμικά σύμφωνα, για την ιδρυτική πράξη ιδρύματος εν ζωή.

γ. Η δήλωση ενώπιον δημόσιας αρχής. Σε ορισμένες περιπτώσεις που επιβάλει η δήλωση βούλησης γίνεται ενώπιον ορισμένης δημόσιας αρχής, όπως π.χ. στο δικαστήριο, στο ληξίαρχο κλπ. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η δήλωση των μελλονύμφων για το επώνυμο του παιδιού τους που γίνεται ενώπιον του λειτουργού που θα τελεστεί ο γάμος, η δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς που γίνεται στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς κλπ.

Page 65: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Όταν γίνεται η δήλωση βούλησης ενώπιον ορισμένης δημόσιας αρχής, η αρχή αυτή συντάσσει κατά κανόνα ένα δημόσιο έγγραφο που λέγεται έκθεση.

Συνέπεια της μη τήρησης του συστατικού τύπου που ορίζεται για τη δικαιοπραξία από το νόμο είναι η ακυρότητα της δικαιοπραξίας, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από ειδική διάταξη. Π.χ. σύμφωνα με το άρθρο 498 παρ. 2 ΑΚ η δωρεά κινητού πράγματος για την οποία δεν συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο είναι έγκυρη, από τη στιγμή που ο δωρητής παρέδωσε το πράγμα στο δωρεοδόχο.

Η ακυρότητα είναι απόλυτη και λαμβάνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.

Εάν ο τύπος έχει καθοριστεί από τα μέρη, τότε η μη τήρηση του τύπου έχει επίσης ως συνέπεια σε περίπτωση αμφιβολίας την ακυρότητα της δικαιοπραξίας. Η ακυρότητα αυτή όμως θεραπεύεται, αν τα μέρη με επίγνωση της έλλειψης του τύπου αυτού εκπληρώσουν τη δικαιοπραξία.

12. Περιεχόμενο των δικαιοπραξιών

Ο αστικός κώδικας ακολουθεί την αρχή της ελευθερίας των δικαιοπραξιών, που έχει μεταξύ των άλλων ως πρακτική συνέπεια ότι κάθε δικαιοπραξία που καταρτίζεται είναι ισχυρή, εκτός αν έχει περιεχόμενο που είναι αντίθετο με απαγορευτική διάταξη νόμου ή τα χρηστά ήθη.

α) Περιεχόμενο της δικαιοπραξίας που αντίκειται στο νόμο

Το άρθρο 174 του αστικού κώδικα ορίζει ότι κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου είναι άκυρη. Π.χ. δικαιοπραξία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη που επιτρέπει στον τελευταίο να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου ή και της οικογένειάς του, δικαιοπραξία που καθορίζει χρόνο παραγραφής μικρότερο ή μεγαλύτερο από το νόμιμο.

Σε τι είδους νόμο βρίσκεται η σχετικά απαγορευτική διάταξη, όπως π.χ. σε αστικό, ποινικό ή διοικητικό νόμο, είναι αδιάφορο. Από τις σχετικές απαγορευτικές διατάξεις του αστικού κώδικα άλλες περιέχουν ευθέως απαγόρευση και άλλες είναι διατυπωμένες κατ'αρνητικό τρόπο. Π.χ. το άρθρο 502 ΑΚ ορίζει ότι αν η δωρεά συνίσταται σε περιοδικές παροχές, ο θάνατος

Page 66: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

του δωρητή συνεπάγεται την απόσβεση της υποχρέωσής του, εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά.

Μια δικαιοπραξία μπορεί τυπικά να μην αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, να θεωρείται όμως άκυρη, διότι είναι αντίθετη στο πνεύμα του νόμου, δηλαδή γίνεται κατά καταστρατήγηση μιας απαγορευτικής διάταξης νόμου.

Παράδειγμα: Σε μια εταιρική σύμβαση σύστασης προσωπικής εταιρίας ορισμένης διάρκειας, οι συμβαλλόμενοι εταίροι δεν αποκλείουν το δικαίωμα καταγγελίας της εταιρικής σύμβασης για σπουδαίο λόγο πριν περάσει ο χρόνος για τον οποίο αυτή συστήθηκε, συμφωνούν όμως ότι ως σπουδαίο λόγο συνιστούν μόνο οι λογιστικές ατασθαλίες. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει καταστρατήγηση του νόμου, γιατί η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας τυπικά μεν επιτρέπεται, στην ουσία όμως καταστρατηγείται, αφού επιτρέπεται μόνο για ένα λόγο.

β) Περιεχόμενο δικαιοπραξίας που είναι αντίθετο με τα χρηστά ήθη

Σύμφωνα με το άρθρο 178 του αστικού κώδικα κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Η διάταξη αυτή αποτελεί γενική ρήτρα και εξειδικεύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τα δικαστήρια. Ενδεικτικά οι δικαιοπραξίες που αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:

α. Δικαιοπραξίες με ανήθικο περιεχόμενο, όπως π.χ. συμφωνία για διάπραξη ενός εγκλήματος ή για την πραγμάτωση ενός αποτελέσματος που είναι αντίθετο στην ηθική. Έτσι αν ο Α συμφωνήσει με τον Β να του δώσει ένα χρηματικό ποσό για να καταστρέψει αυτός το κατάστημα του Γ, δεν μπορεί ο Β, ο οποίος κατέστρεψε το κατάστημα του Γ να ζητήσει τα χρήματα από τον Α, γιατί η δικαιοπραξία αυτή είναι άκυρη, αφού είναι αντίθετη με τα χρηστά ήθη.

β. Δικαιοπραξίες με τις οποίες δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία ενός προσώπου. Π.χ. η συμφωνία να μην ασκήσει αυτός που αποχωρεί από μια εμπορική εταιρία κάθε εμπορική δραστηριότητα για όλη του τη ζωή.

γ. Δικαιοπραξίες που έχουν σκοπό επιζήμιο για το κοινωνικό σύνολο, όπως π.χ. συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων για αύξηση των τιμών.

δ. Δικαιοπραξίες με τις οποίες δεσμεύεται κάποιος για πράξη ή παράλειψη, που κανονικά σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις η βούλησή του θα

Page 67: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

πρέπει να μείνει μακριά από καταναγκασμό. Π.χ. συμφωνία μεταξύ των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου με σκοπό τη διευκόλυνση της λύσης του.

ε. Αισχροκερδείς δικαιοπραξίες. Το άρθρο 179 ΑΚ ορίζει ότι αισχροκερδής δικαιοπραξία είναι η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή.

Κουφότητα σημαίνει αδιαφορία και αφέλεια, εξαιτίας της οποίας ο συναλλασσόμενος δεν μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των πράξεων του. Π.χ. Ο απομονωμένος αγρότης Α πείθεται από έναν πλασιέ βιβλίων να αγοράσει ένα έργο πενήντα τόμων ατομικής φυσικής που νομίζει ότι θα τον χρειασθεί.

Απειρία είναι η έλλειψη πείρας για τη ζωή και τις συναλλαγές. Π.χ. Ο Α αποφυλακίζεται μετά από είκοσι χρόνια και συμφωνεί με τον Β να πάρει ένα δάνειο από αυτόν με 30% επιτόκιο.

Ανάγκη θεωρείται κάθε κατάσταση οικονομική ή όχι που δεν επιδέχεται αναβολή. Π.χ. ο Α που χρειάζεται επειγόντως χρήματα για να χειρουργήσει το παιδί του στο εξωτερικό πωλεί ένα οικόπεδο αξίας δέκα εκατομμυρίων δρχ. στον Β για δύο εκατομμύρια δραχμές. Ο αλλοδαπός που εργάζεται παράνομα στην Ελλάδα νοικιάζει ένα μικρό υπόγειο δωμάτιο αντί 100.000 δρχ. το μήνα.

13. Ανίσχυρες δικαιοπραξίες

Μια δικαιοπραξία είναι έγκυρη, όταν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που απέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι. Μια δικαιοπραξία είναι ανίσχυρη (ελαττωματική) όταν είτε δεν παράγει κανένα έννομα αποτέλεσμα, είτε παράγει μεν έννομα αποτελέσματα, αλλά δίνεται το δικαίωμα σε ορισμένα πρόσωπα, που θίγονται από αυτά να τα ανατρέψουν με αγωγή ή με ένσταση.

Οι ανίσχυρες δικαιοπραξίες διακρίνονται στις ανυπόστατες, στις ατελείς, στις άκυρες και στις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες.

α) Ανυπόστατες δικαιοπραξίες

Ανυπόστατες δικαιοπραξίες είναι εκείνες, στις οποίες λείπουν ένα ή περισσότερα στοιχεία, από αυτά που απαιτεί ο νόμος για να υπάρξουν ως συγκεκριμένης μορφής δικαιοπραξίες.

Page 68: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Οι ανυπόστατες δικαιοπραξίες είναι ανύπαρκτες και δεν παράγουν κανένα έννομο αποτέλεσμα.

Παράδειγμα: Είναι ανυπόστατη η πώληση, στην οποία καθορίζεται μεν το αντικείμενο που πωλείται, αλλά δεν καθορίζεται όμως το τίμημα της πώλησης και ούτε μπορεί να συναχθεί ο τρόπος καθορισμού του από άλλα γεγονότα. Στην περίπτωση αυτή δεν δημιουργείται καμία συμβατική δέσμευση από την δικαιοπραξία της πώλησης, αφού ως τέτοια είναι ανύπαρκτη.

β) Ατελείς δικαιοπραξίες

Ατελείς δικαιοπραξίες είναι εκείνες που για να έχουν ισχύ θα πρέπει να συντρέξουν ορισμένα στοιχεία, που είναι άγνωστο αν θα συντρέξουν. Οι δικαιοπραξίες αυτές βρίσκονται σε μετέωρη κατάσταση μέχρι να συντρέξουν τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την ολοκλήρωσή τους. Αν βέβαια συντρέξουν τα στοιχεία αυτά, τότε οι ατελείς δικαιοπραξίες αναπτύσσουν πλήρη ισχύ.

Παράδειγμα: Ο Α συνάπτει σύμβαση με τον Β, που ενεργεί όμως για λογαριασμό του Γ, αλλά δεν έχει λάβει πληρεξουσιότητα από αυτόν και για το λόγο αυτό η εγκυρότητα της σύμβασης εξαρτάται από την έγκριση του Γ. Αν ο Γ εγκρίνει τη σύμβαση, τότε η δικαιοπραξία ολοκληρώνεται και είναι έγκυρη.

γ) Άκυρες δικαιοπραξίες

Άκυρη είναι η δικαιοπραξία που συντελείται πλήρως κατά τη μορφή της, δεν παράγει όμως τα έννομα αποτελέσματα στα οποία απέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι, γιατί υπάρχει σ'αυτή κάποιο ουσιώδες ελάττωμα.

Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται από το νόμο σαν να μην έγινε ποτέ. Επομένως δεν απαιτείται να κηρυχθεί ως άκυρη με δικαστική απόφαση. Μπορεί όμως αυτός που έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει με αναγνωριστική αγωγή την έκδοση δικαστικής απόφασης που αναγνωρίζει την ακυρότητα. Μόνο για την άκυρη απόφαση γενικής συνέλευσης σωματείου και τον άκυρο γάμο απαιτείται η ακυρότητα να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές η ακυρότητα μοιάζει με την ακυρωσία.

Οι λόγοι, για τους οποίους μια δικαιοπραξία θεωρείται άκυρη, είναι πολλοί και ορίζονται στον αστικό κώδικα. Έτσι ακυρότητα υπάρχει, όταν λείπει η δικαιοπρακτική ικανότητα (π.χ. σύσταση εταιρίας από ανήλικο), όταν κατά την

Page 69: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

κατάρτιση της δικαιοπραξίας δεν τηρηθεί ο τύπος που προβλέπει ο νόμος (π.χ. πώληση ακινήτου με ιδιωτικό και όχι με συμβολαιογραφικό έγγραφο), όταν το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας είναι αντίθετο στο νόμο ή τα χρηστά ήθη (π.χ. κατάρτιση αισχροκερδούς δικαιοπραξίας) κλπ.

αα) Είδη ακυρότητας

Τα είδη ακυρότητας είναι τα εξής:

α. Ακυρότητα αρχική και επιγενόμενη.

Αρχική είναι η ακυρότητα που υπάρχει από τη στιγμή της κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Π.χ. η ακυρότητα εξαιτίας δικαιοπρακτικής ανικανότητας (πώληση ακινήτου από ανήλικο), εξαιτίας μη τήρησης του απαιτούμενου τύπου (πώληση ακινήτου χωρίς συμβολαιογραφικό έγγραφο), εξαιτίας της αντίθεσης της δικαιοπραξίας στο νόμο ή στα χρηστά ήθη (σύμβασης καταβολής χρηματικού ποσού για πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων).

Επιγενόμενη είναι η ακυρότητα που επέρχεται μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Η δικαιοπραξία καταρτίζεται μεν έγκυρα, αλλά λόγω επέλευσης μεταγενέστερων αιτίων γίνεται άκυρη. Π.χ. η έκτακτη διαθήκη γίνεται άκυρη αν περάσουν τρεις μήνες, αφότου έπαψαν για το διαθέτη οι περιστάσεις που δικαιολογούν τη σύνταξή της και ο διαθέτης ζει ακόμη. Αν δηλαδή κάποιος συντάξει διαθήκη σε κατάσταση αιχμαλωσίας, αργότερα όμως η αιχμαλωσία λήγει και επανέρχεται η ζωή σε ομαλές συνθήκες που επιτρέπουν τη σύνταξη κοινής διαθήκης και περάσουν έκτοτε τρεις μήνες, η έκτακτη διαθήκη θεωρείται άκυρη.

ββ) Ακυρότητα απόλυτη και σχετική

Απόλυτη είναι η ακυρότητα, την οποία μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον και όχι μόνο τα πρόσωπα που μετέχουν στη δικαιοπραξία. Ο όρος έννομο συμφέρον δηλώνει κάθε βιοτικό συμφέρον που κρίνεται άξιο να προστατευθεί από το νόμο και για το λόγο αυτό προβλέπεται ειδική κάθε φορά ρύθμιση. Η απόλυτη ακυρότητα θεσπίζεται από το νόμο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως όταν π.χ. η δικαιοπραξία καταρτίζεται

Page 70: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

χωρίς να τηρηθεί ο νόμιμος τύπος, όταν αντίκειται στα χρηστά ήθη ή σε απαγορευτική διάταξη νόμου.

Παράδειγμα: Ο Α πώλησε στον Β ένα διαμέρισμα με ιδιωτικό έγγραφο και όχι με συμβολαιογραφικό. Η δικαιοπραξία αυτή πάσχει από απόλυτη ακυρότητα, αφού δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος νόμιμος τύπος. Την ακυρότητα αυτή μπορεί να την επικαλεστεί όχι μόνο ο Α, αλλά και ο οποιοσδήποτε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον, όπως λ.χ. η Τράπεζα. από την οποία ο Α πήρε δάνειο.

Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο. δεν θεραπεύεται με την πάροδο του χρόνου και ούτε είναι δυνατή η παραίτηση από το δικαίωμα της επίκλησης.

Σχετική είναι η ακυρότητα, όταν μπορούν να την επικαλεστούν μόνο ορισμένα πρόσωπα, για χάρη των οποίων τη θεσπίζει ο νόμος και τα οποία συνήθως αναφέρονται σ'αυτόν. Με την σχετική ακυρότητα δεν προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον, αλλά ιδιωτικά συμφέροντα. Σχετική ακυρότητα π.χ. είναι η ακυρότητα της διάθεσης ορισμένου αντικειμένου που απαγορεύεται από το νόμο, εφόσον η απαγόρευση έχει ταχθεί για χάρη ορισμένων προσώπων. Σχετική είναι επίσης η ακυρότητα των δωρεών, στις οποίες προβαίνουν οι γονείς από την περιουσία του τέκνου. Την ακυρότητα των δωρεών αυτών μπορούν να την επικαλεστούν ο πατέρας, η μητέρα, το ίδιο το τέκνο και οι κληρονόμοι του.

Η σχετική ακυρότητα δεν λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο, αλλά μόνο εφόσον την επικαλεσθούν πρόσωπα, υπέρ των οποίων έχει θεσπισθεί από το νόμο. Μέχρι τότε η δικαιοπραξία παράγει τα έννομα αποτελέσματά της.

γγ) Ακυρότητα ολική και μερική

Ολική είναι η ακυρότητα, όταν ολόκληρη η δικαιοπραξία είναι άκυρη. Αυτό συμβαίνει π.χ. όταν η ακυρότητα οφείλεται στη μη τήρηση του απαιτούμενου τύπου, σε έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας.

Μερική είναι η ακυρότητα, όταν είναι άκυρο μόνο ένα μέρος του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, ενώ το υπόλοιπο μέρος της είναι έγκυρο.

Παραδείγματα: Η σύμβαση δανείου με μεγαλύτερο επιτόκιο από το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο δεν είναι εξ ολοκλήρου άκυρη, αλλά μόνο το μέρος που αφορά το ποσοστό του επιτόκιο πέρα από το επιτρεπόμενο. Η κατάρτιση της σύμβασης του δανείου παραμένει ως προ το υπόλοιπο μέρος έγκυρη και δεν μπορεί έτσι ο δανειολήπτης να ανατρέψει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, αλλά μόνο το μέρος της κατά το οποίο ο τόκος υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο, που ορίζεται κάθε φορά με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.

Page 71: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Η συνεγγύηση που δίνεται για το ίδιο χρέος από περισσότερα πρόσωπα, από τα οποία το ένα είναι ανίκανο για δικαιοπραξία, δεν είναι άκυρη και για τα άλλα πρόσωπα. Για τους υπόλοιπους συνεγγυητές παραμένει η δικαιοπραξία ισχυρή.

Το άρθρο 181 ΑΚ ορίζει ότι η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι αυτή δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Στην περίπτωση αυτή για να επεκταθεί η ακυρότητα σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, θα πρέπει κάποιος από τους συμβαλλόμενους να αποδείξει ότι κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας η θέληση των μερών, αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους της, ήταν να μην ισχύσει ούτε το υπόλοιπο μέρος.

δδ) Ακυρώσιμες δικαιοπραξίες

Ακυρώσιμη είναι η δικαιοπραξία που παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της, αλλά μπορεί όμως να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση εξαιτίας πλάνης, απάτης ή απειλής. Μετά την ακύρωσή της η ακυρώσιμη δικαιοπραξία εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, δηλαδή θεωρείται ως άκυρη από τη στιγμή της κατάρτισής της.

Δικαίωμα για την ακύρωση μιας ακυρώσιμης δικαιοπραξίας έχει μόνο εκείνος που πλανήθηκε ή εξαπατήθηκε ή απειλήθηκε. Το δικαίωμα για την ακύρωση της δικαιοπραξίας είναι διαπλαστικό και μπορεί να ασκηθεί με αγωγή, ανταγωγή ή ένσταση.

Το δικαίωμα ακυρώσεως ακυρώσιμης δικαιοπραξίας, δηλαδή ακυρώσεως δικαιοπραξίας εξαιτίας πλάνης, απάτης και απειλής αποσβήνεται είτε με παραίτηση του δικαιούχου είτε με την πάροδο διετίας από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Η προθεσμία αυτή είναι αποσβεστική προθεσμία και αρχίζει από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Σε περίπτωση όμως που η πλάνη ή η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η διετία αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή. Αν δεν ζητηθεί από το δικαστήριο η ακύρωση μιας ακυρώσιμης δικαιοπραξίας μέσα στην προθεσμία που ορίζει ο νόμος, η ακυρώσιμη δικαιοπραξία παραμένει έγκυρη και δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί.

Σύμφωνα με τα παραπάνω η διαφορά της άκυρης από την ακυρώσιμη δικαιοπραξία είναι η εξής:

Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Η ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως και δεν

Page 72: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

απαιτείται δικαστική απόφαση που να την κηρύσσει. Μόνο η αναγνώριση της ακυρότητας μπορεί να ζητηθεί με έγερση αναγνωριστικής αγωγής.

Αντίθετα η ακυρώσιμη δικαιοπραξία παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματα μέχρι να ακυρωθεί με έκδοση δικαστικής απόφασης μέσα στην αποσβεστική προθεσμία που ορίζει ο νόμος.

13. Αιρέσεις

α) Έννοια των αιρέσεων

Αίρεση είναι ο πρόσθετος όρος, που τίθεται στη δικαιοπραξία, σύμφωνα με τον οποίο η ενέργειά της εξαρτάται από την επέλευση ενός γεγονότος μέλλοντος και αβέβαιου. Π.χ. η εκμίσθωση ακινήτου υπό την αίρεση ότι ο εκμισθωτής θα αποκτήσει την κυριότητά του μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Ο κυνηγός Α νοικιάζει ένα δωμάτιο σε ορεινή περιοχή της Πίνδου για τον Οκτώβριο μήνα με τον όρο ότι θα επιτραπεί στην περιοχή το κυνήγι του λαγού. Ο Α συμφωνεί με τον Β να αγοράσει το αυτοκίνητό του, αν κερδίσει στο πρωτοχρονιάτικο λαχείο.

Για να υπάρξει αίρεση απαιτείται:

α. Να υπάρχει όρος που τίθεται από τους συμβαλλόμενους και περιορίζει την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας. Π.χ. πώληση αυτοκινήτου με τον όρο ο αγοραστής να κερδίσει στο λαχείο.

β. Το γεγονός από το οποίο εξαρτάται η ενέργεια της δικαιοπραξίας (τα έννομα αποτελέσματά της) να είναι μελλοντικό και αβέβαιο. Π.χ. στη συμφωνία αγοράς του αυτοκινήτου με τον περιορισμό, αν ο αγοραστής κερδίσει στο λαχείο, το γεγονός αυτό είναι μελλοντικό και αβέβαιο.

Οι αιρέσεις που εξαρτούν την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο ονομάζονται γνήσιες αιρέσεις.

Αντίθετα στις περιπτώσεις που τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας εξαρτώνται από γεγονότα όχι μελλοντικά και αβέβαια ή από το νόμο και όχι από την βούληση των μερών, γίνεται λόγος για καταχρηστικές αιρέσεις.

Παραδείγματα καταχρηστικών αιρέσεων: Στις περιπτώσεις που οι αιρέσεις αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, όπως λ.χ. ο Α υπόσχεται στον Β να του παραδώσει ένα μηχάνημα καθαρισμού οδών με τον όρο να έχει βρέξει

Page 73: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

στην περιοχή. Ο Δ υπόσχεται στη Γ να της δωρίσει ένα κόσμημα, αν μαγειρέψει το μεσημέρι μουσακά, τον οποίο ήδη η Γ τον έχει μαγειρέψει.

Στις περιπτώσεις που οι αιρέσεις συνίστανται σε γεγονός, που αποτελεί κατά το νόμο απαραίτητο στοιχείο για την ενέργεια της δικαιοπραξίας (νομικές αιρέσεις), όπως λ.χ. ο Α πωλεί το μηχάνημα στον Β με τον όρο να συμφωνήσουν στο τίμημα. ο Γ εγκαθιστά τον Δ κληρονόμο του, αν ζει κατά τον θάνατό του.

Στις περιπτώσεις που οι αιρέσεις αναφέρονται σε γεγονός που είναι βέβαιο ότι θα συμβεί οπωσδήποτε (αναγκαίες αιρέσεις), όπως λ.χ. ο Α υπόσχεται στο Β ότι θα λάβει το ρολόι του, όταν θα πεθάνει.

β) Είδη γνησίων αιρέσεων

Οι γνήσιες αιρέσεις διακρίνονται σε αναβλητικές και διαλυτικές.

Αναβλητική είναι η αίρεση, που αναβάλει την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας και τα οποία επέρχονται μόλις πληρωθεί η αίρεση, μόλις δηλαδή συμβεί το μέλλον και αβέβαιο γεγονός.

Παράδειγμα: Ο πατέρας δωρίζει ένα κόσμημα στην κόρη του και συμφωνούν ότι θα γίνει κύρια του κοσμήματος, αν θα πάρει το πτυχίο της από το Τμήμα Διοίκησης και Διαχείρισης Έργων του ΤΕΙ Λάρισας.

Διαλυτική είναι η αίρεση, όταν τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας επέρχονται αμέσως, αλλά αυτά ανατρέπονται αν συμβεί το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, οπότε παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση.

Παράδειγμα: Ο Α μεταβιβάζει την κυριότητα ενός ακινήτου στον Β με την συμφωνία ότι αν ο Β δεν εξοφλήσει το τίμημα που πιστώθηκε μέσα σε έξι μήνες, η κυριότητα του ακινήτου θα επανέλθει στον Α. Στην περίπτωση αυτή η δικαιοπραξία της πώλησης παράγει αμέσως τα έννομα αποτελέσματά της, τα οποία όμως μπορούν να ανατραπούν, αν ο Β δεν εξοφλήσει το τίμημα μέσα στην συμφωνημένη προθεσμία των έξι μηνών.

γ) Η λειτουργία της αίρεσης

Κάθε αίρεση διέρχεται δύο στάδια: το στάδιο της εκκρεμότητας και το στάδιο της πλήρωσης ή της ματαίωσής της.

Page 74: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Στάδιο εκκρεμότητας είναι το στάδιο από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας μέχρι το χρονικό σημείο της πλήρωσης ή της ματαίωσης

της αίρεσης, κατά το οποίο δεν έχει κριθεί οριστικά η ενέργεια της δικαιοπραξίας.

Αν μια δικαιοπραξία περιέχει αναβλητική αίρεση, κατά το στάδιο της εκκρεμότητας δεν επέρχονται τα έννομα αποτελέσματά της. Ανάμεσα όμως στα συμβαλλόμενα μέρη δημιουργείται ένας ενοχικός δεσμός, που σημαίνει ότι μεταξύ των συμβαλλομένων δεν γεννιούνται από τη δικαιοπραξία που καταρτίστηκε με αναβλητική αίρεση δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά μόνο δικαίωμα προσδοκίας, δηλαδή ένα ατελές δικαίωμα, διότι έχουν ολοκληρωθεί όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την κτήση του δικαιώματος και υπολείπεται για την απόκτησή του η πλήρωση της αίρεσης.

Το δικαίωμα προσδοκίας δημιουργεί για τον υπόχρεο τις εξής υποχρεώσεις:

α. οφείλει να μην προβεί σε ματαίωση ή βλάβη του υπό αίρεση δικαιώματος. Σε διαφορετική περίπτωση ο δικαιούχος μπορεί να ζητήσει από αυτόν αποζημίωση.

Παράδειγμα: Ο Α τον Μάιο συμφωνεί με το Β να νοικιάσει ένα τζιπ για τον Αύγουστο στο Πήλιο με την αίρεση ότι τον Αύγουστο θα επιτραπεί στην περιοχή το κυνήγι τρυγονιών. Αν επιτραπεί το κυνήγι, δηλαδή πληρωθεί η αίρεση και ο Β με υπαιτιότητά του προκαλέσει ζημιές στο αυτοκίνητο, τότε ο Α μπορεί να ζητήσει από τον Β αποζημίωση.

β. έχει υποχρέωση να μην διαθέσει το αντικείμενο της δικαιοπραξίας. Αν ο υπόχρεος παραβεί αυτήν την υποχρέωση, τότε σε περίπτωση πλήρωσης της αίρεσης, η διάθεση είναι αυτοδικαίως άκυρη, εφόσον ματαιώνει ή βλάπτει το αποτέλεσμα που εξαρτάται από την αίρεση.

Παράδειγμα: Ο Α δώρισε στον Β ένα αγροτικό αυτοκίνητο με τη συμφωνία να του μεταβιβάσει την κυριότητα του αυτοκινήτου, αν ο Β μέσα σε ένα μήνα του επισκευάσει τη στέγη του σπιτιού του. Ο Α όμως πριν περάσει ο μήνας μεταβιβάζει την κυριότητα του αυτοκινήτου αυτού στον Γ. Στην περίπτωση αυτή η μεταβίβαση προς τον Γ είναι έγκυρη, αν όμως η μεταβίβαση γίνει μετά την πλήρωση της αίρεσης μετά δηλαδή από την επισκευή της στέγης, είναι αυτοδικαίως άκυρη.

Αν μια δικαιοπραξία περιέχει διαλυτική αίρεση, κατά το στάδιο εκκρεμότητας, τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται αμέσως. Τα αποτελέσματα όμως αυτά ανατρέπονται αυτοδικαίως, αν πληρωθεί η αίρεση.

Στην περίπτωση της διαλυτικής αίρεσης η θέση του δικαιούχου υπό διαλυτική αίρεση είναι η ίδια με τη θέση του υπόχρεου υπό αναβλητική αίρεση. Ο δικαιούχος δηλαδή υπό διαλυτική αίρεση πρέπει να μην βλάψει ή ματαιώσει

Page 75: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

το δικαίωμα που εξαρτάται από την αίρεση και να μην διαθέσει το αντικείμενο της δικαιοπραξίας κατά το στάδιο αυτό.

Παράδειγμα: Ο Α μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στον Β υπό τον όρο ότι ο Β θα εξοφλήσει το τίμημα μέσα σε έξι μήνες. Στην περίπτωση που πληρωθεί η αίρεση, δηλαδή ο Β δεν εξοφλήσει το τίμημα μέσα σε έξι μήνες, οπότε πρέπει να παραδώσει πίσω το ακίνητο στον Α, και προκάλεσε στο μεταξύ ζημίες στο ακίνητο, οφείλει να αποζημιώσει τον Α για τις ζημίες αυτές. Αν ο Β έχει μεταβιβάσει το ακίνητο στο Γ και δεν έχει εξοφλήσει το τίμημα στον Α, τότε η διάθεση του ακινήτου προς τον Γ είναι άκυρη.

Το δεύτερο στάδιο, που είναι η πλήρωση της αίρεσης, υπάρχει αν συμβεί το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, από το οποίο εξαρτήθηκαν τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας.

Στην αναβλητική αίρεση η πλήρωση σημαίνει την επέλευση του μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος, από το οποίο εξαρτάται η ενέργεια της δικαιοπραξίας. Π.χ. ο Α που συμφώνησε να αγοράσει από τον Β ένα διαμέρισμα που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης με τον όρο να δοθεί άδεια από το Δήμο για χρήση επαγγελματικής στέγης. Αν λοιπόν δοθεί η σχετική άδεια από το δήμο δικαιούται ο Α να αξιώσει από τον Β την παράδοση και τη μεταβίβαση της κυριότητας του διαμερίσματος. Ο Β δικαιούται αντίστοιχα να ζητήσει από τον Α την καταβολή του τιμήματος. Συνέπεια δηλαδή της πλήρωσης της αναβλητικής αίρεσης είναι η επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας.

Στη διαλυτική αίρεση η πλήρωση της αίρεσης σημαίνει την επέλευση του μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος, από το οποίο εξαρτάται η ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας. Π.χ. ο Α μεταβίβασε την κυριότητα ενός πράγματος στον Β με τον όρο ότι ο Β θα καταβάλει σ'αυτόν το τίμημα μέσα σε τρεις μήνες. Αν ο Β δεν καταβάλει το τίμημα στο χρονικό αυτό διάστημα, δηλαδή πληρωθεί η διαλυτική αίρεση, τότε παύει να είναι κύριος του πράγματος και κύριός του γίνεται ξανά ο Α. Συνέπεια δηλαδή της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης είναι η ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας και η αυτοδίκαιη επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση.

Η αίρεση μπορεί να μην πληρωθεί αλλά να ματαιωθεί. Ματαίωση της αίρεσης υπάρχει όταν δε συμβεί το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός.

Ματαίωση της αναβλητικής αίρεσης σημαίνει τη μη επέλευση του μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος από το οποίο εξαρτάται η ενέργεια της δικαιοπραξίας. Π.χ. ο Α νοικιάζει ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο της πόλης για το Σαββατοκύριακο με τον όρο ότι θα δώσει στην πόλη το Σαββατοκύριακο συναυλία ένα γνωστό συγκρότημα. Η συναυλία ακυρώνεται. Στην περίπτωση

Page 76: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

αυτή έχουμε ματαίωση της αναβλητικής αίρεσης. Η δικαιοπραξία δηλαδή της μίσθωσης δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.

Ματαίωση της διαλυτικής αίρεσης σημαίνει τη μη επέλευση του μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος από το οποίο εξαρτάται η επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση. Π.χ. ο πατέρας δωρίζει στην κόρη ένα κόσμημα με τον όρο να μην αποτύχει στις πτυχιακές εξετάσεις. Αν η κόρη πετύχει στις εξετάσεις και πάρει το πτυχίο της, υπάρχει ματαίωση της διαλυτικής αίρεσης. Συνέπεια δηλαδή της ματαίωσης της διαλυτικής αίρεσης είναι η οριστικοποίηση των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας. Στο παράδειγμα η κόρη με την επιτυχία της στις εξετάσεις γίνεται οριστικά κυρία του κοσμήματος.

14. Προθεσμίες

Στον αστικό κώδικα ο όρος προθεσμία χρησιμοποιείται με διαφορετικές έννοιες, όπως ως έκφραση ή καθορισμός του χρόνου στο νόμο, σε δικαστική απόφαση ή σε δικαιοπραξία, ως αποσβεστική ή αποκλειστική προθεσμία και ως πρόσθετος όρος τη δικαιοπραξίας.

α) Η προθεσμία ως έκφραση ή καθορισμός χρόνου

Η προθεσμία ως έκφραση ή καθορισμός χρόνου σημαίνει είτε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο είτε ένα χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ή μετά την παρέλευση του οποίου θα συμβεί ένα γεγονός. Π.χ. ο Α εργολάβος συμφωνεί με τον Β εργοδότη ότι θα εκτελέσει το συμφωνημένο έργο εντός δύο μηνών. Ο Γ συμφωνεί με τον Δ ότι θα του επιστρέψει τα 1.000 ευρώ που δανείστηκε από αυτόν μετά από έξι μήνες.

Η προθεσμία αρχίζει να υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας που συνέβη το γεγονός και λήγει όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία ημέρα της προθεσμίας. Π.χ. ο Α δάνεισε στις 30 Ιουνίου 2000 στον Β 2.000 ευρώ για δύο χρόνια. Η προθεσμία αρχίζει να υπολογίζεται από την 1-7-2000 και λήγει την 2-7-2002.

Αν η ημέρα της λήξης είναι Κυριακή ή άλλη κατά το νόμο εορτάσιμη ημέρα, η προθεσμία λήγει όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Page 77: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Η προθεσμία ως έκφραση ή καθορισμός χρόνου, όταν προβλέπεται από το νόμο, καλείται νόμιμη, όταν προβλέπεται από δικαστική απόφαση, καλείται δικαστική και όταν προβλέπεται από δικαιοπραξία, καλείται δικαιοπρακτική.

β) Αποσβεστική ή αποκλειστική προθεσμία

Αποσβεστική ή αποκλειστική προθεσμία είναι το χρονικό διάστημα, που τάσσεται από το νόμο ή τους συμβαλλόμενους, μέσα στο οποίο πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα. Αν το δικαίωμα δεν ασκηθεί μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα επέρχεται πλήρης απόσβεσή του, χάνεται δηλαδή οριστικά.

Σε αποσβεστική προθεσμία υπόκεινται τα δικαιώματα που δεν περιέχουν αξίωση, δηλαδή τα διαπλαστικά, π.χ. το δικαίωμα για ακύρωση ακυρώσιμης δικαιοπραξίας, που υπάγεται σε αποσβεστική προθεσμία δύο ετών, το δικαίωμα εγέρσεως αγωγής διαζυγίου για μοιχεία, διγαμία, επιβουλή της ζωής και υπαίτιο κλονισμό της έγγαμης σχέσης, που υπάγεται σε αποσβεστική προθεσμία ενός έτους αφότου ο σύζυγος, που προσβλήθηκε, έλαβε γνώση του λόγου διαζυγίου.

Η αποσβεστική ή αποκλειστική προθεσμία που τάσσεται από το νόμο λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Π.χ. αν ασκηθεί αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω απάτης, πλάνης ή απειλής, ο νόμος ορίζει ότι αυτή θα πρέπει να ασκηθεί μέσα σε δύο έτη από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Σε περίπτωση που η αγωγή ασκηθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, τότε το δικαστήριο θα την απορρίψει, ανεξάρτητα από το αν τη ζήτησε ή όχι ο εναγόμενος.

Μεταξύ της αποσβεστικής προθεσμίας και της παραγραφής υπάρχουν οι εξής διαφορές: η παραγραφή αφορά μόνο αξιώσεις, ενώ η αποσβεστική προθεσμία έχει ως αντικείμενο δικαιώματα, η αποσβεστική προθεσμία τάσσεται είτε από το νόμο είτε από δικαιοπραξία, ενώ η παραγραφή στηρίζεται πάντοτε στο νόμο, η συμπλήρωση της αποσβεστικής προθεσμίας που τάσσεται από το νόμο λαμβάνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ενώ η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη μόνο με ένσταση.

γ) Η προθεσμία ως πρόσθετος όρος της δικαιοπραξίας

Προθεσμία ως πρόσθετος όρος της δικαιοπραξίας σημαίνει τον όρο που περιλαμβάνεται στη δικαιοπραξία και σύμφωνα με τον οποίο η ενέργεια της

Page 78: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

δικαιοπραξίας, δηλαδή η επέλευση ή η ανατροπή των έννομων αποτελεσμάτων της, εξαρτάται από ορισμένο μελλοντικό σημείο.

Σύμφωνα με τον εννοιολογικό αυτό προσδιορισμό η προθεσμία, ως πρόσθετος όρος της δικαιοπραξίας, μπορεί να είναι αναβλητική ή διαλυτική.

Αν οριστεί στη δικαιοπραξία ότι τα αποτελέσματά της αρχίζουν από ορισμένο χρονικό σημείο (π.χ. μίσθωση ακινήτου από την 1η Μαρτίου του επομένου έτους) η προθεσμία είναι αναβλητική, ενώ αν οριστεί ότι τα αποτελέσματά της παύουν από ορισμένο χρονικό σημείο (π.χ. σύσταση ομόρρυθμης εταιρίας με διάρκεια δέκα έτη, μετά το πέρας και του δέκατου έτους η εταιρία διαλύεται) η προθεσμία είναι διαλυτική.

Τόσο στην αναβλητική όσο και στη διαλυτική προθεσμία εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις περί αιρέσεων. Η διαφορά όμως μεταξύ αίρεσης και προθεσμίας συνίσταται στο ότι στην αίρεση η επέλευση ή ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας εξαρτάται από μέλλον και αβέβαιο γεγονός, ενώ στην προθεσμία η επέλευση ή ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας εξαρτάται από γεγονός μελλοντικό και βέβαιο. Στην προθεσμία είναι βέβαιο δηλαδή ότι τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας θα αρχίσουν ή θα πάψουν, γιατί θα επέλθει οπωσδήποτε το μελλοντικό χρονικό σημείο ή γεγονός.

15. Αντιπροσώπευση και πληρεξουσιότητα

α) Η αντιπροσώπευση

αα) Έννοια

Αντιπροσώπευση με ευρύτερη έννοια είναι η επιχείρηση νομικών πράξεων και ειδικότερα δικαιοπραξιών από ένα πρόσωπο, που ονομάζεται αντιπρόσωπος, για λογαριασμό ενός άλλου προσώπου, που ονομάζεται αντιπροσωπευόμενος. Με το θεσμό της αντιπροσώπευσης γίνεται δυνατή σ' ένα πρόσωπο η ενέργεια νομικών πράξεων με τη χρησιμοποίηση ενός άλλου προσώπου, όταν δεν επιθυμεί να ενεργήσει αυτοπροσώπως, ή η αυτοπρόσωπη ενέργεια του είναι δύσκολη ή αδύνατη εξαιτίας πραγματικών ή νομικών λόγων.

Page 79: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

ββ) Είδη

Διακρίνονται τα ακόλουθα είδη αντιπροσώπευσης:

- Άμεση αντιπροσώπευση:

Άμεση είναι η αντιπροσώπευση, όταν ο αντιπρόσωπος συνάπτει τη δικαιοπραξία μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του για λογαριασμό και στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου, έτσι ώστε τα αποτελέσματά της επέρχονται άμεσα στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου, π.χ. στη πώληση πράγματος με άμεση αντιπροσώπευση του πωλητή, πωλητής δεν είναι ο αντιπρόσωπος, αλλά αυτός που αντιπροσωπεύει, ο οποίος κατά συνέπεια υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα που πουλήθηκε στον αγοραστή και να του μεταβιβάσει τη κυριότητά του.

-Έμμεση αντιπροσώπευση:

Έμμεση αντιπροσώπευση είναι η αντιπροσώπευση όταν ο αντιπρόσωπος συνάπτει τη δικαιοπραξία για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, αλλά στο όνομα αυτού του ιδίου (δηλ. του αντιπροσώπου), έτσι ώστε τα αποτελέσματά της παράγονται στο πρόσωπό του, ύστερα τα μεταβιβάζει στον αντιπροσωπευόμενο με άλλη δικαιοπραξία, π.χ. ο Α αγοράζει ένα οικόπεδο από τον Β στο όνομά του για λογαριασμό του Γ. Κατόπιν με νέα δικαιοπραξία ο Α το μεταβιβάζει στον Γ.

-Ενεργητική και νόμιμη αντιπροσώπευση:

Ενεργητική αντιπροσώπευση είναι αυτή, στην οποία ο αντιπρόσωπος προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, ενώ παθητική είναι αυτή, στην οποία ο αντιπρόσωπος δέχεται δήλωση βουλήσεως στο όνομα του αντιπροσωπευομένου.

-Εκούσια και νόμιμη αντιπροσώπευση:

Εκούσια είναι η αντιπροσώπευση, όταν στηρίζεται στη βούληση του αντιπροσωπευομένου. Νόμιμη είναι, όταν η εξουσία του αντιπροσώπου στηρίζεται σε διάταξη νόμου και καλύπτει κυρίως τις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες ο αντιπροσωπευόμενος είναι πρόσωπο ανίκανο για δικαιοπραξία (αντιπροσώπευση του ανήλικου από τους γονείς του, ή από επίτροπο, του απαγορευμένου από επίτροπο κλπ. Ο σύνδικος πτώχευσης, ο εκκαθαριστής

Page 80: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

κληρονομιάς και ο εκτελεστής διαθήκης δεν είναι νόμιμοι αντιπρόσωποι, αλλά φορείς, βάσει του νόμου, δημοσίου λειτουργήματος.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε τις προϋποθέσεις της άμεσης αντιπροσώπευσης, οι οποίες είναι: α) η δικαιοπραξία πρέπει να είναι δεκτική αντιπροσώπευσης. Ορισμένες δικαιοπραξίες του οικογενειακού και του κληρονομικού δικαίου, που είναι άκρως προσωποπαγείς, όπως π.χ. η υιοθεσία, η εκούσια αναγνώριση τέκνου, η σύνταξη διαθήκης, επίσης μερικές δικαιοπραξίες του περιουσιακού δικαίου, που μπορούν να επιχειρηθούν μόνο αυτοπροσώπως, όπως οι πράξεις που επιχειρεί κανείς με την ιδιότητα μέλους σωματείου, ο έλεγχος ή η παρακολούθηση των εργασιών της εταιρίας από τον εταίρο, β) Η δικαιοπραξία πρέπει να επιχειρηθεί από τον αντιπρόσωπο στο όνομα του αντιπροσωπευομένου. Πρέπει δηλαδή να επιχειρήσει ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία με δική του βούληση, αλλά να καταστήσει σαφές, ότι την επιχειρεί όχι για τον εαυτό του, αλλά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, στο πρόσωπο του οποίου θέλει να επέλθουν τα αποτελέσματά της, γ) πρέπει να υπάρχει εξουσία του αντιπρόσωπου για αντιπροσώπευση και η δικαιοπραξία να επιχειρείται μέσα στα όρια της εξουσίας αυτής. Η εξουσία για αντιπροσώπευση μπορεί να στηρίζεται στη βούληση του αντιπροσωπευόμενου και σε διάταξη νόμου, π.χ. ο πατέρας του ανηλίκου, ο επίτροπος του ανηλίκου είναι νόμιμοι αντιπρόσωποι, και δ) προϋπόθεση για την ύπαρξη έγκυρης αντιπροσώπευσης είναι να έχει ο αντιπρόσωπος ικανότητα για δικαιοπραξία, έστω περιορισμένη.

β) Η πληρεξουσιότητα

Πληρεξουσιότητα είναι η εξουσία αντιπροσώπευσης, που παρέχεται με δικαιοπραξία. Η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με μονομερή δήλωση προς τον πληρεξούσιο (εσωτερική πληρεξουσιότητα) την οποία δεν είναι ανάγκη να την αποδεχθεί αυτός, είτε με δήλωση προς τον τρίτο, με τον οποίο πρόκειται να καταρτίσει τη δικαιοπραξία ο αντιπρόσωπος (εξωτερική πληρεξουσιότητα) είτε προς τους τρίτους αόριστα, με δημόσια γνωστοποίηση.

Η πληρεξουσιότητα είναι καταρχήν άτυπη δικαιοπραξία. Το άρθρο 217 παρ. 2 ΑΚ ορίζει όμως, ότι εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, η δήλωση πληρεξουσιότητας υποβάλλεται στον τύπο που απαιτείται για τη δικαιοπραξία την οποία αφορά η πληρεξουσιότητα. Έτσι π.χ. η παροχή πληρεξουσιότητας για την πώληση ακινήτου πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο, γιατί ο τύπος αυτός επιβάλλεται για τη σύμβαση πώλησης ακινήτου. Αντίθετα η πληρεξουσιότητα για την πώληση κινητού είναι άτυπη.

Page 81: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

Η έκταση της πληρεξουσιότητας, που παρέχεται στον αντιπρόσωπο με την πληρεξουσιότητα, καθορίζεται με ερμηνεία του περιεχομένου της δηλώσεως, με την οποία παρέχεται η πληρεξουσιότητα. Η δήλωση αυτή είτε γίνει προς τον πληρεξούσιο είτε προς τον τρίτο ερμηνεύεται στενά, απαγορευμένης καταρχήν, της διασταλτικής ή αναλογικής της ερμηνείας. Συνήθως η πληρεξουσιότητα διακρίνεται ανάλογα με την έκτασή της σε γενική και ειδική. Γενική είναι εκείνη η πληρεξουσιότητα που αφορά είτε σε κάθε δικαιοπραξία του παρέχοντος πληρεξουσιότητα, είτε και σε μεγαλύτερο ή μικρότερο κύκλο υποθέσεών του. Αντίθετα ειδική πληρεξουσιότητα είναι εκείνη, που αφορά στην επιχείρηση ορισμένης μόνο δικαιοπραξίας ή ορισμένου είδους δικαιοπραξιών, όπως π.χ. πωλήσεων.

Η πληρεξουσιότητα παύει είτε εξαιτίας γενικών λόγων, δηλαδή τέτοιων που απαντούν σε κάθε έννομη σχέση, όπως π.χ. η πάροδος προθεσμίας, η περάτωση από τον πληρεξούσιο της ενέργειας για την οποία δόθηκε κλπ. Οι ειδικοί λόγοι παύσης της πληρεξουσιότητας είναι οι εξής: α) η ανάκληση της πληρεξουσιότητας. Η παραίτηση από το δικαίωμα της ανάκλησης είναι άκυρη, εφόσον η πληρεξουσιότητα αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αντιπροσωπευόμενου. Το δικαίωμα της ανάκλησης της πληρεξουσιότητας είναι διαπλαστικό και ασκείται με μονομερή δήλωση βουλήσεως απευθυντέα προς τον πληρεξούσιο ή προς τον τρίτο, με τον οποίο πρόκειται να επιχειρηθεί η δικαιοπραξία. Κατά κανόνα η ανάκληση δεν υπόκειται σε τύπο, αν όμως η πληρεξουσιότητα παρασχέθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο, η ανάκληση γίνεται μόνο με τον ίδιο τύπο, β) με τη λήξη της έννομης σχέσης, επάνω στην οποία στηρίζεται η πληρεξουσιότητα. Έτσι αν απολυθεί υπάλληλος καταστήματος, στον οποίο ο καταστηματάρχης είχε χορηγήσει πληρεξουσιότητα να εισπράττει οφειλές πελατών, παύει η πληρεξουσιότητα αυτή, γ) με το θάνατο του αντιπροσωπευομένου ή του πληρεξουσίου, δ) η πληρε-ξουσιότητα παύει λόγω ανικανότητας για δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου ή του πληρεξουσίου, που επέρχεται μετά τη χορήγησή της. Ανικανότητα νοείται εδώ και η πλήρης και η περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία, τέλος ε) η πληρεξουσιότητα παύει με την παραίτηση του πληρεξουσίου απ' αυτή.

Δικαιοπραξίες που επιχειρήθηκαν μετά την παύση της πληρεξουσιότητας από πληρεξούσιο που αγνοούσε την παύση ισχύει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου ή των καθολικών του διαδόχων, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τη παύση της πληρεξουσιότητας. Αν ο πληρεξούσιος κατά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας με τον τρίτο γνώριζε ότι η πληρεξουσιότητα είχε πάψει, ο αντιπροσωπευόμενος που επικαλείται κατά του τρίτου την παύση αυτή, μπορεί κατά τις περιστάσεις να υποχρεωθεί σε εύλογη αποζημίωσή του, αν του ήταν εύκολο να είχε γνωστοποιήσει την παύση στον τρίτο.

Page 82: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

16. Ασκήσεις υπό μορφή ερωτηματολογίου

1.Το σπουδαιότερο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου είναι:

α. Το Κράτος, δηλαδή το Δημόσιο

β. Η Τράπεζα της Ελλάδος

γ. Η Εκκλησία της Ελλάδος

δ. Η Ακαδημία Αθηνών

2.Ο προσδιορισμός της επωνυμίας του νομικού προσώπου γίνεται:

α. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου

β. Με δικαστική απόφαση

γ. Με απόφαση του εποπτεύοντος το νομικό πρόσωπο Νομάρχη

δ. Με τη συστατική πράξη ή τον οργανισμό του νομικού προσώπου

3.Το νομικό πρόσωπο ως έδρα έχει:

α. Τον τόπο κατοικίας του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου

β. Την πρωτεύουσα του νομού όπου λειτουργεί

γ. Τον τόπο που ορίζεται στο καταστατικό ή στον οργανισμό του

δ. Δεν είναι αναγκαίος ο ορισμός συγκεκριμένου τόπου ως έδρας

4.Αν η διοίκηση του νομικού προσώπου είναι πολυμελής, οι αποφάσεις, εφόσον στο καταστατικό του δεν ορίζεται άλλως, λαμβάνονται:

α. Με παμψηφία των μελών της διοίκησής του

β. Με σχετική πλειοψηφία των μελών της διοίκησής του

γ. Με απόλυτη πλειοψηφία των μελών της διοίκησής του

δ. Με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της διοίκησής του

5.Αν λείπουν πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου:

α. Αντικαθίστανται από τα αμέσως επόμενα εκλεγέντα μέλη

β. Διορίζεται προσωρινή διοίκηση από τη γενική συνέλευση του νομικού προσώπου

Page 83: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

γ. Διορίζεται προσωρινή διοίκηση από το δικαστήριο

δ. Η διοίκηση λειτουργεί με όσα πρόσωπα παραμένουν

6.Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν:

α. Πάντοτε

β. Ποτέ

γ. Όταν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανατέθηκαν

δ. Όταν η πράξη ή η παράλειψη αντιβαίνει στο καταστατικό του νομικού προσώπου

7.Αν τα συμφέροντα ορισμένων μελών της διοίκησης νομικού προσώπου συγκρούονται με τα συμφέροντα του ιδίου του νομικού προσώπου, τότε:

α. Γίνεται αντικατάστασή τους από τα μέλη που εκλέχθηκαν ως επιλαχόντα

β. Διορίζεται προσωρινή διοίκηση του νομικού προσώπου με δικαστική απόφαση

γ. Διορίζεται προσωρινή διοίκηση του νομικού προσώπου με απόφαση της πλειοψηφίας της γενικής συνέλευσης

δ. Η απόφαση λαμβάνεται από τα υπόλοιπα μέλη

8.Η νομική προσωπικότητα του νομικού προσώπου παύει:

α. Με τη διάλυσή του

β. Με συμφωνία των μελών του

γ. Με το πέρας της εκκαθάρισής του

δ. Με την πτώχευσή του

9.Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις:

α. Κάθε μέλους του

β. Των προσώπων που το αντιπροσωπεύουν

γ. Των μελών του διοικητικού του συμβουλίου

δ. Δεν ευθύνεται ποτέ προσωπικά το ίδιο

10.Για τη σύσταση σωματείου απαιτείται η ένωση:

Page 84: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

α. Τουλάχιστον δύο προσώπων

β. Τουλάχιστον δέκα προσώπων

γ. Τουλάχιστον είκοσι προσώπων

δ. Τουλάχιστον πεντακοσίων προσώπων

11.Αν η απόφαση της γενικής συνέλευσης σωματείου αντιβαίνει στο καταστατικό:

α. Είναι αυτοδικαίως άκυρη

β. Είναι άκυρη, μόνον αν κηρυχθεί ως τέτοια από την εποπτεύουσα το σωματείο αρχή

γ. Είναι άκυρη, μόνον αν κηρυχθεί ως τέτοια από το δικαστήριο

δ. Είναι άκυρη, αν δεν υπάρξει μεταγενέστερη τροποποίηση του καταστατικού που να την επιτρέπει

12.Τη λύση του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ακολουθεί:

α. Η καθολική του διαδοχή

β. Η εκκαθάρισή του

γ. Η διανομή της περιουσίας του στα μέλη

δ. Η σύγχυση της περιουσίας του με την ιδιωτική περιουσία του δημοσίου

13.Ίδρυμα είναι:

α. Η περιουσία που ορίσθηκε για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού

β. Η δημόσια υπηρεσία που ορίσθηκε για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού

γ. Η ένωση προσώπων που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό

δ. Η ένωση προσώπων που επιδιώκει σκοπό κερδοσκοπικό

14.Η επιτροπή εράνων αποκτά νομική προσωπικότητα:

α. Με την έκδοση δικαστικής απόφασης

β Με την έκδοση προεδρικού διατάγματος

γ. Με την καταχώριση του καταστατικού της στο ειδικό βιβλίο του Πρωτοδικείου της έδρας του

Page 85: e-class.teilar.gr · Web viewΟ Γ καλεί το Δ στο σπίτι του για φαγητό. Ο Δ αγοράζει ένα ακριβό κρασί και πηγαίνει στο

δ. με τη δημοσίευση του καταστατικού του σε δύο εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας της πρωτεύουσας του κράτους

15.Δικαιοπραξία που καταρτίστηκε χωρίς την τήρηση τύπου είναι:

α. Άκυρη, αν ο τύπος επιβάλλεται από το νόμο

β. Ακυρώσιμη σε κάθε περίπτωση

γ. Άκυρη, αν δεν επικυρωθεί μεταγενέστερα με δικαστική απόφαση

δ. Ανυπόστατη

16.Η δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά χαρακτηρίζεται ως:

α. Πεπλανημένη

β. Απατηλή

γ. Εικονική

δ. Ψευδής

17.Στην άμεση αντιπροσώπευση:

α. Η δήλωση βούλησης γίνεται από τον αντιπροσωπευόμενο στο όνομά του

β. Η δήλωση βούλησης γίνεται από τον αντιπρόσωπο στο όνομά του

γ. Η δήλωση βούλησης γίνεται από τον αντιπρόσωπο στο όνομα του αντιπροσωπευομένου

δ. Η δήλωση βούλησης γίνεται στο όνομα και του αντιπροσώπου και του αντιπροσωπευομένου

18.Ο ανήλικος, που συμπλήρωσε το 12ο έτος της ηλικίας του, μπορεί:

α. Να συντάξει διαθήκη

β. Να καταρτίσει δικαιοπραξία ως αντιπρόσωπος άλλου

γ. Να τελέσει γάμο χωρίς άδεια του δικαστηρίου

δ. Να εργασθεί, ως υπάλληλος, χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων του.