140
1 Αναστάσιος Γ. Μαράς, Δρ Θ. Χριστιανική Γραμματεια Ι Κείμενα και σημειώσεις Αναστάσιος Γ. Μαράς, Δρ Θ. Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών

Χρισ Rιανική Γραμμα Rει α Ι · 1 Αναστάσιος Γ. Μαράς, Δρ Θ. Χρισ rιανική Γραμμα rει α Ι Κείμενα και σημειώσεις

  • Upload
    others

  • View
    14

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

  • 1

    Αναστάσιος Γ. Μαράς, Δρ Θ.

    Χριστιανική Γραμματει α Ι

    Κείμενα και σημειώσεις

    Αναστάσιος Γ. Μαράς, Δρ Θ. Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών

  • 2

    Άδειες Χρήσης

    • Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons.

    • Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως εικόνες, που υπόκειται σε άλλου τύπου άδειας

    χρήσης, η άδεια χρήσης αναφέρεται ρητώς.

    Χρηματοδότηση

    • Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του εκπαιδευτικού

    έργου του διδάσκοντα.

    • Το έργο «Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών»

    έχει χρηματοδοτήσει μόνο τη αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού υλικού.

    • Το έργο υλοποιείται στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος

    «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» και συγχρηματοδοτείται από την

    Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και από εθνικούς πόρους.

  • 3

    Ταυτίζοντας τη νέα γνώση με αίρεση,

    κάνεις την ορθοδοξία συνώνυμη της άγνοιας.

    Desiderius Erasmus (1466-1536)

  • 4

    Περιεχόμενα

    1. Η πατερική θεολογία στο σύγχρονο κόσμο ........................................................... 7

    2. Migne, J.P. (1800-1875), πατρολόγος ................................................................ 10

    Βιβλιογραφία ........................................................................................................... 10

    3. Αίρεση .................................................................................................................. 11

    4. Ουαλέντιος ή Ουαλεντίνος (†160), γνωστικός αιρεσιάρχης ............................... 14

    Βιβλιογραφία ........................................................................................................... 15

    5. Κοδράτος. Απολογητής του 2ου

    αιώνα................................................................. 16

    Βιβλιογραφία ........................................................................................................... 16

    6. Επιστολή προς Διόγνητον ........................................................................................ 18

    Βιβλιογραφία ........................................................................................................... 19

    Εκδόσεις ............................................................................................................... 19

    Δευτερεύουσα βιβλιογραφία ................................................................................ 19

    7. Η στάση των Απολογητών απέναντι στον πολιτισμό του 2ου

    - 3ου

    αιώνα μ.Χ. ........ 21

    8. Κλήμης ο Αλεξανδρέας (150-220/231) ................................................................... 45

    8.1 Βίος .................................................................................................................... 45

    8.2 Έργα ................................................................................................................... 47

    8.2.1 Σωζόμενα έργα .......................................................................................... 47

    8.2.2 Απολεσθέντα έργα .................................................................................... 48

    8.3 Θεολογία ............................................................................................................ 48

    8.4 Βιβλιογραφία ..................................................................................................... 51

    8.4.1 Εκδόσεις ..................................................................................................... 51

    8.4.2 Δευτερεύουσα βιβλιογραφία ................................................................... 51

    9. Ευσέβιος Καισαρείας (265/280-339/340) ................................................................ 53

    9.1 Γενική Θεώρηση ................................................................................................ 53

    9.2 Βίος .................................................................................................................... 53

    9.3 Έργα ................................................................................................................... 55

    9.4 Θεολογικές απόψεις ........................................................................................... 57

    9.5 Βιβλιογραφία ..................................................................................................... 60

    9.5.1 Εκδόσεις ...................................................................................................... 60

    9.5.2 Δευτερεύουσα βιβλιογραφία ....................................................................... 60

    10. Μ. Κωνσταντίνος και Ευσέβιος Καισαρείας : Η σχέση του Κωνσταντίνου με το

    Θεό στο έργο Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου ................................................. 61

    10.1 Εισαγωγή ......................................................................................................... 61

    10.2 Η μεταστροφή του Μ. Κωνσταντίνου ............................................................. 63

    10.3 Ο Ευσέβιος εγκωμιάζει τον Μ. Κωνσταντίνο ................................................. 68

  • 5

    10.4 Φιλόθεος βασιλεία Κωνσταντίνου και θεία ανταμοιβή ................................... 69

    10.5 Επιλεγόμενα ..................................................................................................... 76

    10.6 Βιβλιογραφία ................................................................................................... 78

    10.6.1 Πηγές......................................................................................................... 78

    10.6.2 Βοηθήματα ................................................................................................ 78

    11. Μάρκος Αρεθουσίων (αρειανός) 4ος

    αι. ................................................................. 81

    Βιβλιογραφία ........................................................................................................... 81

    12. Μαρτυρίες του Μ. Αθανασίου για τη Σύνοδο της Σαρδικής ................................. 82

    13. Μακεδόνιος Α΄ Κωνσταντινουπόλεως (4ος αι.) .................................................... 89

    13.1 Βίος .................................................................................................................. 89

    13.2 Θεολογία .......................................................................................................... 89

    13.3 Βιβλιογραφία ................................................................................................... 90

    14. Βασίλειος. Ο πατήρ του Μ. Βασιλείου (4ος αι.) ................................................... 92

    Βιβλιογραφία ................................................................................................................ 92

    15. Βασίλειος ο Μέγας (329/330-379) ........................................................................ 93

    15.1. Βίος ................................................................................................................. 93

    15.2. Έργα ................................................................................................................ 96

    15.3. Θεολογία ......................................................................................................... 97

    15.4. Βιβλιογραφία ................................................................................................ 103

    15.4.1. ΕΚΔΟΣΕΙΣ.............................................................................................. 103

    15.4.2 ΜΕΛΕΤΕΣ ............................................................................................... 103

    16. Η θρησκευτική ποίηση και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος .......................................... 105

    16.1 Εισαγωγή ....................................................................................................... 105

    16.2 Θρησκευτική ποίηση ..................................................................................... 105

    16.3 Γρηγόριος ο Θεολόγος ................................................................................... 107

    16.4 Επιλεγόμενα ................................................................................................... 112

    17. Η πολιτική σκέψη του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ...................................... 114

    18. Γρηγόριος Νύσσης (335/340-394) ....................................................................... 119

    18.1. Γενική θεώρηση ............................................................................................ 119

    18.2. Βίος ............................................................................................................... 119

    18.3. Έργα .............................................................................................................. 121

    18.3.1. Δογματικά .............................................................................................. 121

    18.3.2. Ερμηνευτικά ........................................................................................... 122

    18.3.3. Ασκητικά-ηθικά ..................................................................................... 123

    18.3.4. Ομιλίες και Λόγοι .................................................................................. 124

    18.3.5. Επιστολές ............................................................................................... 124

    18.4. Θεολογία ....................................................................................................... 125

  • 6

    18.5. Βιβλιογραφία ................................................................................................ 130

    18.5.1. Κείμενα .................................................................................................. 130

    18.5.2 Μελέτες ................................................................................................... 130

    19. Η περί φαντασμάτων θέση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης .................................. 132

  • 7

    1. Η πατερική θεολογία στο σύγχρονο κόσμο1

    Εξετάζοντας κανείς σήμερα τις θέσεις των σύγχρονων ορθόδοξων θεολόγων

    όπως αυτές εκφράζονται, τόσο μέσα από μελέτες όσο και από εισηγήσεις και θέσεις

    στα πλαίσια συνεδρίων, θα διακρίνει την έντονη επίδραση των Ελλήνων, κυρίως,

    Πατέρων. Ίσως το φαινόμενο αυτό να θεωρηθεί φυσικό, όμως δεν είναι παρά μόνο

    μερικές δεκάδες χρόνια που η Ορθόδοξη Θεολογία έχει στραφεί προς αυτή την

    κατεύθυνση.

    Μέχρι και τον περασμένο αιώνα το σύνολο σχεδόν των Ανατολικών

    Ορθοδόξων Εκκλησιών βρισκόταν κάτω από ισλαμική κατοχή, με συνέπεια την

    ενασχόλησή τους με τα άμεσα πρακτικά ποιμαντικά ζητήματα που προέκυπταν από

    τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες. Η έλλειψη παιδείας οδήγησε στη σταδιακή

    αποξένωση από τις πατερικές πηγές. Σε ένα δεύτερο επίπεδο η σχολαστική διαμάχη

    μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών, που ενέπλεξε τελικά και την

    Ορθοδοξία, έδωσε στη θεολογία της ένα σχολαστικό τόνο, ξένο προς την

    παραδοσιακή γραμμή της. Ακόμα και οι θεολογικές Σχολές, που από τα μέσα του

    περασμένου αιώνα συστάθηκαν, οργανώθηκαν πάνω σε σχολαστικά πρότυπα.

    Η αναστροφή της παραπάνω κατάστασης αρχίζει μόλις στα 1936, στα πλαίσια

    του Α΄ Συνεδρίου Ορθόδοξης Θεολογίας που έλαβε χώρα στην Αθήνα. Με το

    σλόγκαν επιστροφή στους Πατέρες ξεκίνησε για την ορθόδοξη θεολογία η αναζήτηση

    της σύγχρονης αυτοσυνειδησίας της μέσα από ένα πατερικό πρίσμα. Η υιοθέτηση της

    πρακτικής αυτής έφτανε στο σημείο του να τοποθετεί ακόμη και τη Βίβλο σε δεύτερη

    θέση2. Η διαβάθμιση αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί σε ένα καθαρά θεωρητικό επίπεδο

    καθώς στην πράξη δε γίνεται διαχωρισμός Αγίας Γραφής και Παράδοσης3.

    Η στροφή στους Πατέρες δεν αποτελεί ορθόδοξη πρωτοτυπία καθώς ήδη από

    τα μέσα του 19ου αιώνα παρατηρείται στη Δύση ένας οργασμός εκδόσεων Ελλήνων

    και Λατίνων Πατέρων. Στα 1844 ξεκινάει στο Παρίσι η έκδοση της Patrologiae

    cursus completus, series latina και στα 1857 η αντίστοιχη series graeca από τον

    Migne, γνωστότερη ως Πατρολογία του Migne. Στα 1866 στη Βιέννη αρχίζει η

    έκδοση της σειράς Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum. Στα 1877 η σειρά

    Monumenta Germaniae Historica και από τα 1897 η Die Griechischen Christlichen

    Schriftsteller der Ersten drei Jahrhunderte. Την ίδια εποχή ξεκινάει και η έκδοση των

    κειμένων των Σύρων, Κοπτών και λοιπών Πατέρων.

    Η στροφή στους Πατέρες έδωσε στην Ορθόδοξη Θεολογία μια ζωντάνια και

    έναν τρόπο θεώρησης και αντιμετώπισης των θεολογικών ζητημάτων που για καιρό

    φαινόταν να έχει χάσει. Η αποδέσμευση από τη σχολαστική θεολογία της Δύσης ήταν

    αναμφίβολα η σημαντικότερη ωφέλεια. Ο σχολαστικισμός, ξένος εντελώς από το

    1 Η παρούσα μελέτη αποτέλεσε ανακοίνωση στο πλαίσιο Θεολογικής

    Ημερίδας της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Βελλάς, (6

    Φεβρουαρίου 1996), η οποία δημοσιεύθηκε στο Γρηγόριος ο

    Παλαμάς, 1997, τ. , τεύχ. 767, σ. 267-272. 2 ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ Πέτρος, Θέματα Ορθόδοξης Ερμηνευτικής, Θεσσαλονίκη

    1985, σσ.16-17. 3 NISSIOTIS Nikos, The unity of Scripture and Trad;ition. An

    Eastern Orthodox contribution to the Prolegomena of

    Hermeneutics, The Greek Orthodox Theological Review 2,

    Brookline MA. 1965-6, σ. 205 κ.εξ.

  • 8

    ορθόδοξο πνεύμα και δέσμιος του ορθολογισμού του, έθεσε την Ορθόδοξη Εκκλησία

    μπροστά στα αδιέξοδα και τα διλήμματα της Δύσης. Η πατερική σκέψη βοήθησε στο

    ξεπέρασμα της παραπάνω κατάστασης δίνοντας λύσεις που στηρίζονταν στην ζωή

    της Εκκλησίας. Η ζωντάνια του πατερικού λόγου ώθησε την ορθόδοξη θεολογική

    σκέψη στην ανάπτυξη ενός θεολογικού λόγου που βασίζονταν τόσο στις θεωρητικές

    αλήθειες της πίστεως όσο και στην καθημερινή ζωή του πιστού. Ο θεολογικός λόγος

    παύει να είναι ένα θεωρητικό ιδεολόγημα αποκτώντας πρακτική υπόσταση, υπό το

    πρίσμα πάντοτε της Αποκάλυψης.

    Κέντρο της Πατερικής σκέψης είναι η Αποκάλυψη και πηγές της η Αγία

    Γραφή και η Ιερά Παράδοση. Βασική πηγή της Αποκαλύψεως είναι ακόμα και η

    δημιουργία, θεωρούμενη μέσα στο κλίμα της πνευματικής εμπειρίας της Αγίας

    Γραφής και της Ιεράς Παράδοσης. Οι πηγές αυτές, που για τους Πατέρες αποτελούν

    έναν άλλο τρόπο φανέρωσης του Θεού στον κόσμο, οδήγησαν και τους σύγχρονους

    ορθόδοξους θεολόγους σε νέους δρόμους στην πορεία για τη γνώση του Θεού.

    Ιδιαίτερο βάρος έχει η άμεση γνώση του Θεού, όπως αυτή παρουσιάζεται

    στους μυστικούς. Οι πνευματικές αυτές εμπειρίες αποτελούν ελάχιστα δείγματα της

    πνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας. Μέσα από αυτές φαίνεται ένας διαφορετικός

    θεολογικός λόγος ακριβώς γιατί βασίζεται όχι στην έμμεση αλλά στην άμεση γνώση

    του Θεού. Εφ όσον ο Θεός είναι αναλλοίωτος αντίστοιχα και οι εμπειρίες των

    μυστικών θεολόγων, που προσπαθούν να μας Τον γνωρίσουν, παραμένουν πάντοτε

    επίκαιρες και νέες.

    Τα παραπάνω στοιχεία που δίνουν στον πατερικό λόγο μια διαρκή φρεσκάδα

    επηρέασαν το σύνολο σχεδόν των σύγχρονων ορθόδοξων θεολόγων. Η σύνδεση της

    πατερικής θεολογίας και της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας ήταν φυσικό

    επακόλουθο και οδήγησε τους θεολόγους να τονίζουν όλο και περισσότερο τη

    σημασία της άμεσης γνώσης του Θεού από τον πιστό που επιτυγχάνεται μυστηριακά

    μέσα από τα μυστήρια. Η απόρριψη της δυτικής αντίληψης ότι τα μυστήρια είναι

    μόνο επτά και η αποδοχή πως μυστήριο είναι κάθε ακολουθία, εφόσον υπάρχει σ΄

    αυτήν συμμετοχή του Αγίου Πνεύματος, τονίζει το λειτουργικό - μυστηριακό

    χαρακτήρα της Εκκλησίας. Η ίδια η Εκκλησία, της οποίας οι πιστοί, κληρικοί και

    λαϊκοί, αποτελούν μέλη του σώματος του Χριστού με κεφαλή τον ίδιο το Χριστό,

    είναι ένα μυστήριο που οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου.

    Θα μπορούσε ίσως να υποστηριχθεί ότι η αναγέννηση αυτή της ορθόδοξης

    θεολογίας συμβαδίζει με μια αντίστοιχη συνειδητοποίηση της αξίας των πατερικών

    κειμένων από πλευράς Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Πράγματι ανατρέχοντας κανείς

    στα κείμενα της Β΄ Βατικανής Συνόδου θα ανακαλύψει 325 χωρία, εκ των οποίων τα

    130 είναι Ελλήνων Πατέρων4. Ήδη στα 1960 ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄, με την ευκαιρία

    του εορτασμού των πενήντα χρόνων του Βιβλικού Ινστιτούτου Ρώμης, ανάμεσα στα

    άλλα θα αναφερθεί στη σημασία της μελέτης των Πατέρων5. Η συνειδητοποίηση της

    ολοένα και περισσότερο λαϊκοποίησης της επιστήμης της Πατρολογίας κάτω από τον

    τίτλο Αρχαία Χριστιανική Γραμματεία, που μελετούσε τους Πατέρες σε ένα

    περισσότερο ιστορικό και φιλολογικό πλαίσιο και λιγότερο ή και καθόλου θεολογικό,

    ήταν αυτή που πιθανώς οδήγησε στον τονισμό του θεολογικού χαρακτήρα των

    κειμένων και στην ανάπτυξη των πατρολογικών σπουδών, σε συνδυασμό με τις

    κατευθυντήριες γραμμές της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Η λειτουργία στα 1969 του

    Πατρολογικού Ινστιτούτου Augustinianum στη Ρώμη, ήταν το επιστέγασμα αυτής της

    4 GROSSI Vittorino, Gli studi patristici nelle direttive recenti

    della Chiesa, Lo Studio dei Padri della Chiesa oggi, Roma 1977,

    σ. 57. 5 GROSSI Vittorino, ο.π., σσ. 56-58.

  • 9

    τάσης. Στα εγκαίνιά του ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ θα δώσει τη δυναμική που η Β΄

    Βατικανή Σύνοδος είδε στη μελέτη των Πατέρων, ως πρόσπτωση στη μελέτη της

    Αγίας Γραφής, αναγέννηση των θεολογικών σπουδών, δημιουργία μιας έγκυρης

    ιερατικής επιστήμης, μιας ιεραποστολικής θεολογίας6.

    Οπωσδήποτε τόσο οι θέσεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου, όσο και ανάπτυξη

    των πατρολογικών σπουδών έδωσαν έναν άλλο τόνο στη Ρωμαιοκαθολική θεολογία,

    αλλά δε στάθηκε δυνατόν να την μετακινήσουν πέρα από το θεολογικό τρόπο σκέψης

    του Θωμά Ακινάτη. Ακόμα η εμμονή στον περιορισμό της Πατερικής εποχής στους

    πέντε πρώτους μ.Χ. αιώνες στέρησε τη Ρωμαιοκαθολική σκέψη από τη φυσική

    συνέχεια και ανάπτυξη της Πατερικής θεολογίας.

    Αντίθετα η συστηματοποίηση των πατερικών σπουδών στον ορθόδοξο χώρο

    οδήγησε σε μια αφομοίωση του πατερικού τρόπου σκέψης από τους σύγχρονους

    θεολόγους. Για την περαιτέρω γνωριμία και κατανόηση του Πατερικού πνεύματος το

    Οικουμενικό Πατριαρχείο προχώρησε στη σύσταση και λειτουργία του Πατριαρχικού

    Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, στα 1967 στη Θεσσαλονίκη. Το ίδρυμα αυτό δεν έχει

    ως σκοπό του την λειτουργία μεταπτυχιακού κύκλου με αντικείμενο την Πατρολογία,

    αλλά την επιστημονική έρευνα. Οι εκδόσεις, τα συνέδρια και η δημιουργία αρχείου

    μικροφίλμ με τα χειρόγραφα του Αγίου Όρους, αποτελούν τους κύριους τομείς της

    δραστηριότητάς του. Τα μαθήματα ελληνικής παλαιογραφίας και η εξειδικευμένη σε

    πατρολογικά θέματα βιβλιοθήκη του είναι παράγοντες που σκοπό έχουν την

    διευκόλυνση της μελέτης των πηγών.

    Η μελέτη των πηγών διατηρεί τη φρεσκάδα των κειμένων και τη σύνδεσή

    τους με την καθημερινή πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας. Για το σκοπό αυτό το

    ειδικό βάρος στις Ανώτατες και Ανώτερες Θεολογικές Σχολές στον Ελλαδικό χώρο

    έχει μετατεθεί από τα εγχειρίδια Πατρολογίας και Εκκλησιαστικής Γραμματολογίας

    στη διδασκαλία των κειμένων και στην πατερική τεκμηρίωση των λοιπών

    μαθημάτων. Η τακτική αυτή ακολουθείται και στη Μέση Εκπαίδευση, με πρακτικές

    εφαρμογές του τη διδασκαλία πατερικών κειμένων στα Εκκλησιαστικά Λύκεια και τη

    διάνθιση των επιμέρους ενοτήτων του μαθήματος των Θρησκευτικών με πατερικά

    αποσπάσματα7.

    Συνοψίζοντας θα παρατηρήσουμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται

    στον Ορθόδοξο χώρο μια ολοένα και μεγαλύτερη άνθηση των πατερικών σπουδών.

    Άμεσο αποτέλεσμα ήταν η αποδέσμευση και εκκαθάριση της Ορθόδοξης Θεολογίας

    από σχολαστικές θέσεις. Ο θεολογικός λόγος διαποτίζεται από το πατερικό πνεύμα

    που βασίζεται στην Αποκάλυψη και είναι συνδυασμός των θεωρητικών αληθειών της

    πίστεως και της καθημερινής πνευματικής εμπειρίας του πιστού. Η εμπειρία

    αποκτάται μυστηριακά μέσα στην Εκκλησία όπου και η σωτηρία του ανθρώπου. Η

    Πατερική Θεολογία αποτέλεσε για το σύγχρονο Ορθόδοξο κόσμο την πηγή της

    θεολογικής αυτοσυνειδησίας του και αφετηρία της «νέας» πορείας του, συνεχίζοντας

    την παραδοσιακή του πορεία που διακόπηκε από την ισλαμική κατάκτηση.

    6 GRECH Prosper, L΄ Istituto Patristico «Augustinianum» di Roma,

    Lo Studio dei Padri della Chiesa oggi, Roma 1977, σ. 175. 7 Στις Β΄και Γ΄ τάξεις των Εκκλησιαστικών Λυκείων εξετάζονται

    πατερικά αποσπάσματα κατ΄ επιλογή του διδάσκοντος καθηγητού,

    κυρίως από το βιβλίου του Ε.Θεοδώρου Ανθολόγιο Πατερικών

    Κειμένων (Αθήνα 198315). Στη Δ΄ τάξη διδάσκονται, παράλληλα με

    την Εκκλησιαστική Γραμματολογία, πατερικά κείμενα από το

    πρωτότυπο.

  • 10

    2. Migne, J.P. (1800-1875), πατρολόγος

    Ο Ρωμαιοκαθολικός ιερέας Jacques-Paul Migne γεννήθηκε στις 25

    Σεπτεμβρίου 1800 στο Saint Flour της Κ. Γαλλίας και πέθανε στις 24 Οκτωβρίου

    1875 στο Παρίσι. Στόχος της ζωής του ήταν η μόρφωση των Χριστιανών και

    ειδικότερα των Γάλλων κληρικών. Γι’ αυτό εξέδωσε θεολογικές εγκυκλοπαίδειες και

    λεξικά στα λατινικά και τα γαλλικά (63 τόμοι). Έγινε γνωστός για την κριτική έκδοση

    των 161 τόμων κειμένων των Ελλήνων Πατέρων (1857-1868, με λατινική

    μετάφραση) και των 221 τόμων των Λατίνων Πατέρων και εκκλησιαστικών

    συγγραφέων (1844-1855). Κύριοι συνεργάτες του στην προσπάθεια αυτή ήταν ο –

    μετέπειτα Καρδινάλιος– J.P. Pitra και ο Καθηγητής Πανεπιστημίου στη Λουβαίν J.P.

    Malou. Κατά περίπτωση συνεργάσθηκαν μαζί του και πολλοί άλλοι, μεταξύ των

    οποίων οι Έλληνες Σύψωμος, Πανταζίδης και Δοβριάδης. Για την αποφυγή λαθών

    γινόταν πέντε διορθώσεις. Η ελληνική σειρά περιλαμβάνει κείμενα ως τη Σύνοδο της

    Φλωρεντίας (1439), ενώ η λατινική ως τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ (1216). Το

    Φεβρουάριο του 1868 πυρκαγιά κατέστρεψε το τυπογραφείο του Migne στο Petit

    Montrouge στο Παρίσι και έθεσε τέρμα στην εκδοτική προσπάθειά του.

    Βιβλιογραφία Κόρπης, Π., Ο κ. αββάς Migne : Η μεγαλύτερη εκδοτική περιπέτεια του 19

    ου αιώνα,

    Ηράκλειο : Civitas Ιστορική Βιβλιοθήκη, 2009. Μουτσούλας, Ηλ.Δ., Εισαγωγή εις

    την Πατρολογία, Αθήνα : Γρηγόρης, 2009, σ. 96-104. Χρήστου, Π.Κ., Ελληνική Πατρολογία : τ. Α΄ : Εισαγωγή, Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών

    Αφοί Κυριακίδη 1985, σ. 325-326. Mandouze, A. και Fouilheron, J. Migne et le renouveau

    des etudes patristiques : Actes de colloque de Saint - Flour 7-8 Juillet 1975, Paris :

    Beaucheshe, 1985. Hamman, A.G., Jacques-Paul Migne : Le retour aux Pères de l’Église,

    Paris : Beauchesne, 1975. Μουτσούλας, Ηλ.Δ., Ο Jacques-Paul Migne και η συμβολή του εις την ανάπτυξη των πατερικών σπουδών, Αθήνα : Αποστολική Διακονία, 1975. Τζιράκης,

    Νικ.Ε., «Μίγνιος Παύλος Ιάκωβος», ΘΗΕ, τ. 8, στ. 1140-1141.

  • 11

    3. Αίρεση Στην αρχαία Ελλάδα η ύπαρξη πολλών φιλοσοφικών σχολών με διαφορετική

    σε γενικές ή ειδικές γραμμές κοσμοθεωρία, αλλά και με κοινές γραμμές,

    χαρακτηριστικά και επιδράσεις, οδήγησε στην αποδοχή μιας ποικιλίας απόψεων, ως

    εκφάνσεων της μιας μοναδικής ενιαίας πραγματικότητας. Στους ελληνιστικούς

    χρόνους η επιλογή μιας φιλοσοφικής σχολής είχε πρακτικό χαρακτήρα, ως επιλογή

    μιας επιστημονικά θεμελιωμένης τέχνης του βίου8. Κάτω από αυτές τις συνθήκες

    δύσκολα θα μπορούσαμε να εννοήσουμε μια φιλοσοφική ομάδα της κλασικής

    αρχαιότητας ως αίρεση, με την έννοια που δίνουμε σήμερα στον όρο.

    Στην Π. Διαθήκη ο όρος αίρεση έχει τη σημασία του διαλέγω, προτιμώ ή

    εκλέγω9. Στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα ή Ιουδαίο (25 π.Χ.-50 μ.Χ.) ο όρος αίρεση

    έχει τη σημασία τη σημασία της εκλογής ή προτίμησης μιας φιλοσοφικής σχολής10

    .

    Στον Ιουδαϊκό κόσμο των χρόνων του Χριστού η ύπαρξη μιας πληθώρας

    θρησκευτικών και πολιτικών παρατάξεων δεν νοούνταν ως στοιχείο διάλυσης αλλά

    ζωτικότητας11

    . Στο πλαίσιο αυτό οι τέσσερις μεγάλες θρησκευτικοπολιτικές

    παρατάξεις (Σαδδουκαίοι, Φαρισαίοι, Εσσαίοι, Ζηλωτές) λειτουργούσαν όπως οι

    φιλοσοφικές σχολές του ελληνικού πολιτισμού. Επομένως, όπως στον Ελληνικό έτσι

    και στον Ιουδαϊκό κόσμο η θρησκευτική διαφοροποίηση ήταν ανεκτή, έστω και υπό

    προϋποθέσεις12

    . Μόνη εξαίρεση στην Ιουδαϊκή θρησκευτική ανοχή του διαφορετικού

    αποτέλεσαν από το 432 π.Χ. οι Σαμαρείτες13

    . Οι τελευταίοι δεν είχαν ουσιαστικές

    εθνικές ή θρησκευτικές διαφορές από τους Ιουδαίους γι’ αυτό και εκλαμβάνονταν

    από τους Ρωμαίους ως μια αναγνωρισμένη θρησκευτική ομάδα, η οποία όμως δε

    διέφερε ιδιαίτερα από τους Ιουδαίους. Αντίθετα οι Ιουδαίοι έτρεφαν ένα μίσος για

    τους Σαμαρείτες το οποίο σταδιακά αυξάνονταν, ιδιαίτερα μετά το 128 π.Χ. με τον

    Υρκανό και τους Ασμοναίους διαδόχους του14

    .

    Στην Κ. Διαθήκη αρχικά ο όρος αίρεση έχει την ίδια σημασία με εκείνη που

    είχε στον Ιουδαϊσμό. Σταδιακά όμως και σε αντιστοιχία με τη χρήση του όρου από

    τον ραββινισμό αρχίζει να διαφοροποιείται και σημαίνει τη φατρία με εσφαλμένη

    διδασκαλία μέσα στην Εκκλησία ή κάποια ιδιαίτερη χριστιανική κοινότητα εχθρική

    προς την Εκκλησία15

    . Παρόλα αυτά ως το 2ο αιώνα μ.Χ. η αίρεση δεν έχει γίνει ακόμα

    τεχνικός όρος με τον οποίο ορίζεται η παρέκκλιση από τη χριστιανική διδασκαλία και

    η αποκοπή από την Εκκλησία. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι δεν υπήρχαν ομάδες οι

    οποίες ήταν αιρετικές αλλά δεν ονομάζονται έτσι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση

    των Ιουδαϊζόντων Εβιωνιτών, οι οποίοι δεν αποδέχονταν τη θεότητα του Χριστού και

    την παρθενική γέννησή του.

    8 W. Windelband και H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο ιστορίας της Φιλοσοφίας, μετάφρ. Ν.Μ.

    Σκουτερόπουλος, τ. α΄, 4η έκδ. Αθήνα : ΜΙΕΤ, 2001, σ. 20.

    9 Γεν 49:5. Α΄ Μακ 8:30.

    10 «τοῖς μἕν γὰρ ἀσκηταῖς προκόπτουσι καὶ βελτιουμένοις ἡ ἑκούσιος αἵρεσις

    τἀγαθοῦ μαρτυρεῖται», Φίλων, Περὶ τῶν τοῦ δοκησισόφου Κάϊν καὶ ὡς μετανάστης

    γίγνεται XXIII, LCL 227, 370. 11

    Σ. Χ. Αγουρίδης, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, 3η έκδ. Θεσσαλονίκη : Π.

    Πουρναράς, 1983, σ. 326. 12

    Τέτοιες προϋποθέσεις ήταν η αυστηρή μονοθεΐα του Γιαχβέ, η τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου,

    η τέλεση της λατρείας στο ναό των Ιεροσολύμων, κ.ά. 13

    J.A. Montgomery, The Samaritans; The earliest Jewish sect : Their history, theology and

    literature, New York : KTAV, 1968, σ. 72-76. 14

    Σ. Χ. Αγουρίδης, ό.π., σ. 254. 15

    Π. Βασιλειάδης, «Αιρέσεις ή θεολογικές τάσεις στον αρχέγονο Χριστιανισμό», στο Π.

    Βασιλειάδης, Ερμηνεία των Ευαγγελίων, Θεσσαλονίκη : Π. Πουρναράς, 1990, σ. 101-102.

  • 12

    Τέτοιου είδους αιρετικές παρεκκλίσεις για τους δυο πρώτους αιώνες

    καλύπτονται με τη χρήση των όρων ψευδοπροφήτες ή ψευδαπόστολοι. Στο πλαίσιο

    αυτό, για τον άγνωστο συγγραφέα της Διδαχής των Αποστόλων (1ος

    αι. μ.Χ.) ως

    ψευδοπροφήτης νοείται όποιος ζητάει χρήματα για τον εαυτό του, όποιος δεν έχει

    «τους τρόπους κυρίου», όποιος δεν πράττει όσα διδάσκει και δεν κοινωνεί στο

    μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας16

    . Την ίδια περίοδο ο Ερμάς (περ. 90-140)

    αφιερώνοντας στο θέμα σχεδόν όλη την 11η Εντολή του Ποιμένα, συνοψίζει τα κύρια

    χαρακτηριστικά των ψευδοπροφητών, τα οποία, όπως αναφέρει, του τα είχε

    υπαγορεύσει κάποιος άγγελος17

    . Από την ομάδα των Αποστολικών Πατέρων ο

    Ιγνάτιος Αντιοχείας (50-113) αναφέρθηκε στη λανθασμένη χριστολογία των

    ψευδοπροφητών, οι οποίοι περιπλέκουν στις διδασκαλίες τους τον Ιησού Χριστό, με

    σκοπό να παραπλανήσουν τους πιστούς και να τους οδηγήσουν στον πνευματικό

    θάνατο18

    . Στη συνέχεια ο Ιγνάτιος γίνεται περισσότερο αποκαλυπτικός για την

    ταυτότητα των εν λόγω αιρετικών, αποκαλύπτοντας ότι πρόκειται για Δοκήτες19

    .

    Μάλιστα, ο Ιγνάτιος ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο αιρετικοί, έστω και

    με την Καινοδιαθηκική σημασία της φατρίας20

    . Με το θέμα της διαφοροποίησης από

    την πίστη και τη ζωή των χριστιανικών κοινοτήτων ασχολήθηκαν αποσπασματικά και

    οι Απολογητές. Κατά τον φιλόσοφο και μάρτυρα Ιουστίνο (110-165) οι

    ψευδαπόστολοι οδηγούν τους πιστούς στην πλάνη21

    . Ο ίδιος ταυτίζει τους

    ψευδαπόστολους με τους αιρετικούς Γνωστικούς, αναφερόμενος στους Μαρκιανούς,

    τους Ουαλεντιανούς, τους Βασιλιδιανούς, τους Σατορνιλιανούς και άλλους, εκ των

    οποίων ο καθένας ονομάζεται σύμφωνα με το όνομα του αρχηγέτη του22

    .

    Από το 2ο αιώνα ο Χριστιανισμός με τον Ειρηναίο Λυώνος (140-202)

    σταματά να κάνει λόγο για ψευδοπροφήτες και αρχίζει να μιλάει πλέον καθαρά για

    αιρέσεις23

    . Μάλιστα βλέπει στο πρόσωπο του Σίμωνα Μάγου μια από τις πιο

    16

    Διδαχὴ τῶν δώδεκα ἀποστόλων, XI, 8-9 και 12, LCL 24,326. 17 «Πρῶτον μὲν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ δοκῶν πνεῦμα ἔχειν ὑψοῖ ἑαυτὸν καὶ θέλει

    πρωτοκαθεδρίαν ἔχειν, καὶ εὐθὺς ἰταμός ἐστι καὶ ἀναιδὴς καὶ πολύλαλος καὶ ἐν

    τρυφαῖς πολλαῖς ἀναστρεφόμενος καὶ ἐν ἑτέραις πολλαῖς ἀπάταις καὶ μισθοὺς

    λαμβάνων τῆς προφητείας αὐτοῦ· ἐὰν δὲ μὴ λάβῃ, οὐ προφητεύει. Δύναται οὖν

    πνεῦμα θεῖον μισθοὺς λαμβάνειν καὶ προφητεύειν; Οὐκ ἐνδέχεται τοῦτο ποιεῖν

    θεοῦ προφήτην, ἀλλὰ τῶν τοιούτων προφητῶν ἐπίγειόν ἐστι τὸ πνεῦμα». Ερμάς.

    Ποιμήν. Εντολή 11 και 12, LCL 25,120-122. 18 Ιγνάτιος Αντιοχείας, Προς Τραλλιανούς, 6,2, LCL 24,218.

    19 «Εἰ δε, ὥσπερ τινὲς ἄθεοι ὄντες, τουτέστιν ἄπιστοι, λέγουσιν, τὸ δοκεῖν

    πεπονθέναι αὐτόν, αὐτοὶ ὄντες τὸ δοκεῖν, ἐγὼ τί δέδεμαι, τι δὲ καὶ εὔχομαι

    θηριομαχῆσαι;», Ιγνάτιος Αντιοχείας, Προς Τραλλιανούς, 10,1, LCL 24,220. Οι

    Δοκήτες δεν αποδέχονταν την ανθρώπινη φύση του Χριστού και δίδασκαν ότι

    έπαθε φαινομενικά και όχι πραγματικά. 20 «μόνῃ τῇ χριστιανικῇ τροφῇ χρῆσθε, ἀλλοτρίας δὲ βοτάνης ἀπέχεσθε, ἥτις ἐστὶν

    αἵρεσις», Ιγνάτιος Αντιοχείας, Προς Τραλλιανούς, 6,1, LCL 24,216. Για την

    ερμηνεία του όρου αίρεση βλ. Π. Βασιλειάδης, ό.π., σ. 103. 21 «Εἶπε γὰρ ὅτι φονεύεσθαι καὶ μισεῖσθαι διὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ μέλλομεν, καὶ ὅτι

    ψευδοπροφῆται καὶ ψευδόχριστοι πολλοὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ παρελεύσονται,

    καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν». Ιουστίνος, Φιλόσοφος και μάρτυς. Προς Τρύφωνα

    Ιουδαίον διάλογος, 82. PG 6,669Β. 22

    Ιουστίνος, Φιλόσοφος και μάρτυς. Προς Τρύφωνα Ιουδαίον διάλογος, 35. PG

    6,549C-552Β. 23

    Ο Ειρηναίος Λυώνος μιλώντας για τον Πολύκαρπο Σμύρνης και τη δράση του

    στη Ρώμη κατά των Γνωστικών Ουαλεντίνου και Μαρκίωνα αναφέρει ότι

  • 13

    επικίνδυνες αιρέσεις, η οποία δρα ύπουλα μέσα στην Εκκλησία και ταυτόχρονα

    θεωρεί τον Σίμωνα ως την αρχή της εμφάνισης του προβλήματος των αιρέσεων24

    . Στο

    πλαίσιο αυτό και γράφοντας κατά του Γνωστικισμού ο Ειρηναίος θέτει ως κριτήριο

    διαχωρισμού της ορθοδοξίας από την αίρεση την αποστολικότητα. Για την Εκκλησία

    δεν υπήρχε καμία άλλη κρυμμένη γνώση, την οποία δεν γνώριζαν οι Απόστολοι και

    την δίδασκαν οι Γνωστικοί. Το σύνολο της διδασκαλίας του Κυρίου περιέχεται στη

    διδασκαλία των Αποστόλων, την οποία και παρέδωσαν στους διαδόχους τους25

    . Όμως

    δεν ήταν η αποστολικότητα το μόνο κριτήριο ορθοδοξίας. Η παλαιότητα αποτέλεσε

    ένα εξίσου βασικό κριτήριο για την εκτίμηση της ορθοδοξίας και της αίρεσης26

    . Στην

    προοπτική αυτή κάθε νεωτερισμός δεν μπορούσε να σχετίζεται με την ορθοδοξία και

    γι’ αυτό εξετάζονταν με καχυποψία και έντονη κριτική διάθεση. Μέσα σ’ αυτό το

    θεολογικό πλαίσιο από το 2ο αι. και εξής ολοένα και περισσότεροι εκκλησιαστικοί

    άνδρες αγωνίζονταν υπέρ της αλήθειας, αλλά και της αποστολικής και

    εκκλησιαστικής δόξας27

    .

    Από τον 4ο αιώνα και εξής με την εμπλοκή των αυτοκρατόρων στην επίλυση

    των εκκλησιαστικών ζητημάτων, η έμφαση στον αγώνα για την καταπολέμηση των

    αιρέσεων δόθηκε στη σύγκληση Συνόδων. Η αρχή έγινε με την αναγνώριση του

    θεσμού των εκκλησιαστικών συνόδων από τον Μ. Κωνσταντίνο, η οποία παρέκαμψε

    τα πολιτικά δικαστήρια για ζητήματα πίστης28

    . Έτσι, κανόνες, όροι και σύμβολα ως

    δογματικά παράγωγα των Συνόδων χρησιμοποιούνταν για την καταπολέμηση των

    αιρέσεων και αποκτούσαν νομική βάση με την υιοθέτησή τους από την πολιτική και

    τους νόμους της αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο αυτό η αίρεση αντιμετωπίζονταν όχι

    μόνο από την Εκκλησία αλλά και τους αυτοκράτορες, καθώς οι ετερόδοξες

    πεποιθήσεις μπορούσαν να εξελιχθούν σε σημαντικά κινήματα αμφισβήτησης της

    αυτοκρατορικής εξουσίας29

    .

    «πολλοὺς ἀπὸ τῶν προειρημένων αἱρετικῶν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ

    Θεοῦ» (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως 3,3,4, SCh 211,2, σ. 40. 24 «Ὃ καὶ θαυμάζειν ἄξιον εἰς δεῦρο γινόμενον πρὸς τῶν ἔτι καὶ νῦν τὴν ἀπ’

    ἐκείνου μιαρωτάτην μετιόντων αἵρεσιν, οἳ τῇ τοῦ σφῶν προπάτορος μεθόδῳ τὴν

    ἐκκλησίαν λοιμώδους καὶ ψωραλέας νόσου δίκην ὑποδυόμενοι τὰ μέγιστα

    λυμαίνονται τοὺς οἷς ἐναπομάξασθαι οἷοί τε ἂν εἶεν τὸν ἐν αὐτοῖς

    ἀποκεκρυμμένον δυσαλθῆ καὶ χαλεπὸν ἰόν». Ευσέβιος Καισαρείας,

    Εκκλησιαστική ιστορία, 2,1,12, ΒΕΠΕΣ 19, 226. 25 «Ἀναγνῶτε ἀκριβῶς τὸ ὑπὸ τῶν ἀποστόλων εὐαγγέλιον ἡμῖν δεδομένον, καὶ

    ἀναγνῶτε ἀκριβῶς τὰς προφητείας, καὶ εὐρήσετε πᾶσαν τὴν πράξιν καὶ πᾶσαν

    τὴν διδασκαλίαν καὶ πᾶν τὸ πάθος τοῦ Κυρίου ἡμῶν προειρημένον ἐν αὐταῖς».

    Ειρηναίος Λυώνος, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως. 4,34,1. SCh

    100, 847. 26 Ν. Α. Ματσούκας, Ορθοδοξία και αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του

    Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ αιώνα, 2η έκδ. Θεσσαλονίκη : Π. Πουρναράς, 1992, σ. 97-99. 27 «Πλείστων οὖν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ τῆς ἀληθείας

    ὑπεραγωνιζομένων λογικώτερόν τε τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς δόξης

    ὑπερμαχούντων, ἤδη τινὲς καὶ διὰ συγγραμμάτων τοῖς μετέπειτα προφυλακτικὰς

    αὐτῶν δὴ τούτων τῶν δηλωθεισῶν αἱρέσεων παρεῖχον ἐφόδους». Ευσέβιος

    Καισαρείας, Εκκλησιαστική ιστορία, 4,7,5, ΒΕΠΕΣ 19, 286. 28

    Ν. Χ. Μαγγιώρος, Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η δονατιστική έριδα : συμβολή στη μελέτη των

    σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας κατά την κωνσταντίνεια περίοδο, Θεσσαλονίκη : Βυζάντιον,

    2001, σ. 142. 29

    J. Haldon, Βυζάντιο : μια ιστορία, μετάφρ. Σ. Ν. Σφυρόερα, Αθήνα : Ελληνικά γράμματα,

    2007, σ. 224-228.

  • 14

    Παρόλα αυτά η παρεξηγημένη, σήμερα, εμμονή των Συνόδων και των

    Πατέρων που μετείχαν σ’ αυτές στα δόγματα δεν αποτελούσε μια φιλολογική

    προσέγγιση της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά μια αγωνιώδης προσπάθεια για τη

    σωτηρία του ανθρώπου. Δηλαδή, δεν επρόκειτο για θεωρητικές αλλά για πρακτικές

    θεολογικές διαφωνίες. Στο σημείο αυτό θεωρία και πράξη συνδέονταν λειτουργικά

    για το Χριστιανισμό, όπως ακριβώς συνέβαινε στην αρχαία Ελλάδα κάθε φορά που ο

    φιλοσοφικός λόγος γινόταν ώριμος30

    . Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται σαφές ότι η

    διατύπωση των δογμάτων προήλθε μέσα από τη λεκτική διατύπωση και περιγραφή

    της ζωής των χριστιανικών κοινοτήτων. Αν δεν είχε προηγηθεί μια αντίστοιχη αλλά

    λανθασμένη περιγραφή από την γραφίδα κάποιου αιρετικού, οι χριστιανικές

    κοινότητες δεν θα είχαν προχωρήσει στη δική τους εκδοχή. Ταυτόχρονα, η

    διαχρονική εμμονή της Εκκλησίας στην ορθοδοξία οφείλεται στην πεποίθηση ότι η

    ζωή της κοινότητας έχει ως σκοπό της τη σωτηρία του ανθρώπου, δηλαδή την

    υιοθεσία του ανθρώπου από το Θεό. Με μια λέξη πρόκειται για τη θέωση η οποία

    έχει μια έντονη εσχατολογική διάσταση.

    Πρακτικά, η διατύπωση ενός λανθασμένου δόγματος έχει άμεση συνέπεια

    στην καθημερινότητα του πιστού, καθώς σχετίζεται άμεσα με τον επίσκοπο και την

    τέλεση της λατρείας31

    . Έτσι, για παράδειγμα η αιρετική χριστολογία του

    Απολλινάριου Λαοδικείας καθιστά παράλογη ή χωρίς νόημα την τέλεση του

    μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Απολλινάριος δίδασκε

    ότι ο Χριστός είχε πλήρη θεία φύση, αλλά η ανθρώπινη φύση του περιελάμβανε

    σώμα και άλογη ψυχή32

    . Η αποδοχή ενός τέτοιου Χριστού θα σήμανε τη σωτηρία

    μόνο του σώματος και της ψυχής του ανθρώπου, αλλά όχι και του ανθρώπινου νου.

    Κατά τον ίδιο τρόπο κάθε αίρεση φαίνεται να θέτει σε κίνδυνο την καθημερινότητα

    και εσχατολογικά τη σωτηρία του πιστού. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται σαφές γιατί δεν

    είναι δυνατόν να υπάρχουν πολλές διαφορετικές δογματικές θεωρήσεις για τον

    Χριστιανισμό.

    Σε κάθε περίπτωση στην Ανατολή ο Χριστιανισμός παρά την πιστή τήρηση

    των δογμάτων δεν οδηγήθηκε σε μια πολιτική διωγμών των αιρετικών. Σε αντίθεση

    με την Εκκλησία οι αυτοκράτορες ήταν αυτοί που προσπάθησαν να επιβάλλουν τη

    θρησκευτική ομοιογένεια, η οποία δημιουργούσε συνθήκες σταθερότητας και

    μακροημέρευσης για τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ειδικότερα για την παρουσία

    τους στο θρόνο. Στο πλαίσιο αυτό οι αυτοκρατορικές παρεμβάσεις στην Εκκλησία

    ήταν άλλοτε υπέρ των Ορθοδόξων και άλλοτε υπέρ των αιρετικών, καθώς το

    πρωτεύον κίνητρο των αυτοκρατόρων δεν ήταν θεολογικό.

    4. Ουαλέντιος ή Ουαλεντίνος (†160), γνωστικός αιρεσιάρχης

    Ο Ουαλέντιος ή Ουαλεντίνος ήταν γνωστικός αιρεσιάρχης αιγυπτιακής

    καταγωγής, ο οποίος σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και πήγε στη Ρώμη πριν το 136.

    Όταν το 136 απέτυχε να γίνει επίσκοπος Ρώμης, έχοντας αντίπαλό του τον μετέπειτα

    πάπα Υγίνο, εγκατέλειψε την ορθοδοξία και δημιούργησε δική του σχολή. Την

    30

    Ν. Α. Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 2η έκδ. Θεσσαλονίκη : Π. Πουρναράς, 1984, σ.

    59. 31

    Ιωάννης Ζηζιούλας, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά

    τους τρεις πρώτους αιώνας. 2η έκδ. Αθήνα : Γρηγόρης, 1990, σ. 110 κ.εξ.

    32 Αν. Γ. Μαράς, «Χριστολογικές αποκλίσεις εκκλησιαστικών εκκλησιαστικών συγγραφέων

    κατά τον 4ο και 5

    ο αιώνα», Επιστημονική Επιθεώρηση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος

    Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία 1 (2010), σ. 204-210.

  • 15

    περίοδο που επίσκοπος Ρώμης ήταν ο Ανίκητος (155-160/6) εγκατέλειψε τη Ρώμη για

    να επιστρέψει στην Ανατολή, πιθανότατα στην Κύπρο. Αργότερα επέστρεψε στη

    Ρώμη, στην οποία πέθανε το 160. Ο Ουαλεντίνος είχε γράψει επιστολές, ομιλίες,

    ψαλμούς, ευαγγέλιο, ενώ αποδίδονται σ’ αυτόν το Ευαγγέλιο Αληθείας και το Περί

    Αναστάσεως. Από τα έργα του σώζονται μόνο μερικά αποσπάσματα. Παρόλα αυτά η

    διδασκαλία του μάς είναι γνωστή από τον Ειρηναίο Λυώνος, ο οποίος ανέπτυξε και

    αναίρεσε το σύστημα του Ουαλεντίνου.

    Από όσα μπορούμε να γνωρίζουμε άμεσα ή έμμεσα, ο Ουαλεντίνος δίδασκε

    έναν ενσυνείδητο παύλειο χριστιανικό Γνωστικισμό, ανάγοντας τη διδασκαλία του

    στον Θεοδά ή Θευδά, μαθητή του Απ. Παύλου. Στην κορυφή του πολύπλοκου

    συστήματός του βρίσκεται ο Βυθός, ύψιστος, απρόσιτος, ακατάληπτος και αγέννητος

    πατέρας, μαζί με τη σύζυγό του τη Σιγή. Από αυτήν την αρχική δυάδα προέκυψαν

    διαδοχικά ο Νους και η Αλήθεια, ο Λόγος και η Ζωή, ο Άνθρωπος και η Εκκλησία,

    αλλά και δώδεκα αιώνες. Συνολικά, αυτές οι θεότητες συγκροτούν το πλήρωμα, το

    οποίο αγνοεί τον Βυθό, με εξαίρεση τον Νού. Ο τελευταίος αιώνας, η Σοφία στην

    προσπάθειά του να γνωρίσει τον Βυθό επαναστάτησε. Αυτό οδήγησε τον Νου στην

    προβολή της νέας συζυγίας, Χριστός-Πνεύμα για την κατανόηση του Βυθού. Η

    διαδικασία αυτή οδήγησε στην προβολή ενός άζυγου τέλειου αιώνα του Ιησού. Η

    ενθύμηση της επανάστασης της Σοφίας μεταβλήθηκε σε κάτω Σοφία ή Αχαμώθ με

    την επέμβαση του Χριστού και της Σοφίας. Οι Άγγελοι, ο κόσμος και ο άνθρωπος

    αποτελούν έργα των κατώτερων παθών της κάτω Σοφίας. Για την απαλλαγή της από

    το πάθος ο Χριστός έστειλε τον Ιησού, ενώ για την τελείωση των ανθρώπων

    στάλθηκε ο Ιησούς Χριστός.

    Βιβλιογραφία Παπαδόπουλος, Στ., Πατρολογία, τ. Α΄, Αθήνα : χ.ε.,

    21994, σ. 227-230. Φειδάς, Βλ.Ι., Εκκλησιαστική

    ιστορία, τ. Α΄, Αθήνα : χ.ε., 21994, σ. 158-159. Quasten, J. Patrology, τ. 1, Westminster [MAR] 1986,

    σ. 260-261. Gianotto, C., «Valentino gnostico», Dizionario Patristico e di Antichità Christiane, τ. 2,

    Casale Monferrato [AL] : Marietti, 1983, στ. 3542-3544. Layton, B. (εκδ.), The rediscovery of

    Gnosticism, τ. 1 : The School of Valentinus, Leiden: Brill, 1980. Χρήστου, Π.Κ., Ελληνική Πατρολογία,

    τ. B΄, Θεσσαλονίκη : Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1978, σ. 153-157. Rudolph, K., Die

    Gnosis : Wesen und Geschichte einer spätantiken Religion, Leipzig: Koehler & Amelang, 1977, σ.

    339-347. Simonetti, M., Testi gnostici cristiani, Bari: Laterza, 1970, σ. 119-259. Χρήστου, Π.Κ.,

    «Ουαλεντίνος», ΘΗΕ, τ. 8, στ. 985-988. Quispel, G., La conception de l'homme dans la gnose

    valentinienne, Zurich : Rhein-Verlag, 1948. Quispel, G., «La conception de l'homme dans la gnose

    valentinienne», Eranos Jahrbuch , 15 (1947) 250-286. Sagnard, F.M., La gnose valentinienne et la

    témoignage de saint Irénée, Paris : Vrin, 1947. Völker, W., Quellen zur christlichen Gnosis, Tübingen:

    Mohr, 1932, σ. 57-141. Leisegang, H., Die Gnosis, Leipzig: A. Kroner, 1924, σ. 281-297.

  • 16

    5. Κοδράτος. Απολογητής του 2ου αιώνα

    Ο Κοδράτος είναι ο αρχαιότερος γνωστός Απολογητής, δηλαδή ο πρώτος

    χριστιανός που απευθύνθηκε στους μη χριστιανούς με σκοπό να ανατρέψει τις

    αποδιδόμενες στο Χριστιανισμό κατηγορίες. Μετά από αυτόν εμφανίζονται σταδιακά

    οι λοιποί γνωστοί Απολογητές.

    Σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας (Εκκλ. Ιστ. 4,3,1-2) ο Κοδράτος

    παρέδωσε μια απολογία στον αυτοκράτορα Αίλιο Αδριανό, στην οποία έδινε έμφαση

    στα έργα του Χριστού. Κατά τον Ευσέβιο το εν λόγω κείμενο αποτελεί λαμπρό

    τεκμήριο της διάνοιας, της αρχαιότητας και της αποστολικής ορθοφροσύνης του

    Κοδράτου. Η επίδοση του κειμένου στον αυτοκράτορα θα πρέπει να έγινε είτε το

    123-124 κατά την παραμονή του τελευταίου στη Μ. Ασία, είτε το 125-126 στην

    Αθήνα, είτε το 129. Δυστυχώς, η Απολογία αυτή χάθηκε, με εξαίρεση το μικρό

    απόσπασμα που διέσωσε ο Ευσέβιος. Σύμφωνα με τον Φώτιο, η εν λόγω απολογία

    σώζονταν μέχρι τον 6ο αιώνα, όταν χρησιμοποιήθηκε από τον Ευσέβιο Θεσσαλονίκης

    στο έργο του «Κατά Αφθαρτοδοκητών».

    Η έλλειψη άλλων στοιχείων για το βίο του Κοδράτου, αλλά και η ύπαρξη

    πολλών προσώπων με το ίδιο όνομα (μάρτυρας, προφήτης, επίσκοπος, Απολογητής)

    οδήγησε τους ερευνητές στη διατύπωση διάφορων θεωριών για το πρόσωπό του. Ο

    J.R. Harris υποστήριξε ότι τμήματα της Απολογίας του Κοδράτου είναι

    ενσωματωμένα στα Ψευδοκλημέντια και άλλα μεταγενέστερα κείμενα, χωρίς όμως να

    βρει υποστηρικτές. Ο P. Andriessen ταύτισε το κείμενο του Κοδράτου με την

    Επιστολή προς Διόγνητον, θεωρία που απέρριψαν οι περισσότεροι ερευνητές. Η

    αναφορά του Ευσέβιου στην «αρχαιότητα» του Κοδράτου οδήγησε τον Στ.

    Παπαδόπουλο να θεωρήσει πιθανή την ταύτιση του Απολογητή Κοδράτου με τον

    ομώνυμο μαθητή των Αποστόλων, άποψη με την οποία συμφωνεί ο Δ. Τσάμης, ενώ ο

    J. Quasten θεωρεί ότι η θεωρία αυτή δεν διαθέτει επαρκή τεκμηρίωση. Αντίθετα, οι

    τρεις προαναφερόμενοι ερευνητές συμφωνούν ότι είναι λάθος να ταυτίζουμε τον

    Κοδράτο με τον ομώνυμο επίσκοπο των Αθηνών, ο οποίος έζησε την περίοδο του

    Μάρκου Αυρήλιου. Την άποψη αυτή είχε υποστηρίξει ο Ιερώνυμος (Vir.illustr. 19

    και Ep. 70,4) και πριν από αυτόν ο Διονύσιος Κορίνθου (περί το 160-180). Ο

    τελευταίος ήταν σύγχρονος με τον επίσκοπο Αθηνών Κοδράτο, γεγονός που έρχεται

    σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Ευσέβιου και καθιστά αδύνατη την ταύτιση του

    Απολογητή με τον επίσκοπο Αθηνών Κοδράτο.

    Διχασμός παρατηρείται και στο ζήτημα της καταγωγής του Κοδράτου, καθώς

    ο P. Andriessen και άλλοι θεωρούν ότι ήταν μάλλον Μικρασιάτης, ενώ άλλοι

    Αθηναίος. Τη δεύτερη άποψη τεκμηριώνει επαρκώς ο Π.Κ. Χρήστου,

    υποστηρίζοντας ότι η Αθήνα ήταν η κοιτίδα της χριστιανικής απολογητικής.

    Βιβλιογραφία Εκδόσεις

    PG 5, 1261-1266. ΒΕΠΕΣ 3, 126.

    Δευτερεύουσα βιβλιογραφία

    Αεράκης, Ν.Γ., Κανών παρακλητικός εις τον άγιον μάρτυρα Κοδράτον και τους συν αυτώ τους εν

    Κορίνθω : (Ων η μνήμη τελείται τη ι΄ Μαρτίου), Αθήνα : χ.ε., 2004. Τζιράκης, Νικ.Ε., Απολογητές,

    Αθήνα : Αρμός, 2003, σ. 33-36. Παπαδόπουλος, Στ., Πατρολογία, τ. Α΄, Αθήνα : χ.ε., 21994, σ. 183-

    184. Τσάμης, Δ., Εκκλησιαστική γραμματολογία, Θεσσαλονίκη : Π. Πουρναράς, 1992, σ. 53. Quasten,

    J. Patrology, τ. 1, Westminster [MAR] 1986, σ. 190-191. Zangara, V., «Quadrato», Dizionario

    Patristico e di Antichità Christiane, τ. 2, Casale Monferrato [AL] : Marietti, 1983, στ. 2957-2958.

    Χρήστου, Π. Κ., Ελληνική Πατρολογία, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη : Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών

    Μελετών, 1978, σ. 531-533. Andriessen, P., «Quadratus a-t-il étè en Asie Mineure ?», Sacris Erudiri 2

  • 17

    (1949) 44-54. Bardy, G., «Sur l’apologiste Quadratus», Annuaire de l’Institute de Philologie et

    d’Histoire orientales et slaves 9 (1949) 75-86. Andriessen, P., L' apologie de Quadratus conservé sous

    le titre d'Epitre à Diognète, Louvain : Abbaye du Mont César, 1946. Harris, J.R., «The quest of

    Guadratus», Bulletin of John Rylands Library 8 (1924) 121-156. Harris, J.R., «A new Chritian

    Apology», Bulletin of John Rylands Library 7 (1923) 384-397. Harris, J.R., «The Apology of

    Quadratus», Expository Times 21 (1921) 147-160. Leslie, E. Quadratus : A tale of the world in the

    church, New York : Nelson & Phillips, 1875.

  • 18

    6. Επιστολή προς Διόγνητον

    Το έργο αυτό σώζονταν σε ένα μοναδικό χειρόγραφο (Cod. Argentoratensis

    Gr. 9) του 13ου

    -14ου

    αιώνα, το οποίο είχε βρεθεί το 1436 σε ιχθυοπωλείο της

    Κωνσταντινούπολης από τον Λατίνο κληρικό Thomas d’Arezzo. Δυστυχώς, το

    χειρόγραφο κάηκε με τον εμπρησμό της βιβλιοθήκης του Στρασβούργου το 1870,

    κατά τη διάρκεια του Γαλλο-πρωσικού πολέμου. Όλες οι εκδόσεις της Επιστολής

    βασίστηκαν σ’ αυτό το χειρόγραφο, το οποίο έφερε τον τίτλο Ἰουστίνου

    φιλοσόφου καὶ μάρτυρος πρὸς Διόγνητον. Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε

    ότι ο Ιουστίνος δεν ήταν ο συγγραφέας του κειμένου.

    Πρόκειται για μια χριστιανική απολογία σε μορφή επιστολής ή καλύτερα

    επιστολιμαίας πραγματείας, η οποία απευθύνεται σε κάποιον εθνικό, το Διόγνητο. Το

    πρόσωπο αυτό, ορισμένοι ερευνητές ταυτίζουν με τον δάσκαλο του Μάρκου

    Αυρήλιου, άλλοι με τον αυτοκράτορα Αδριανό, ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι

    ο Διόγνητος δεν ήταν κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά κάθε ειδωλολάτρης. Το

    όνομα Διόγνητος δεν ήταν ασυνήθιστο κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.

    Πράγματι, τουλάχιστον δέκα επίσημα πρόσωπα ονομάζονταν έτσι, και θα μπορούσαν

    να είναι οι αποδέκτες της Επιστολής. Έχοντας ως βάση τις πληροφορίες του κειμένου

    ο Διόγνητος μάς είναι άγνωστος και κάθε θεωρία για την ταυτοποίησή του είναι

    αβάσιμη, καθώς δεν μπορούμε να προβούμε σε ασφαλή προσδιορισμό του εν λόγω

    προσώπου.

    Όμως εξίσου άγνωστος παραμένει και ο συγγραφέας της Επιστολής, γεγονός

    που έδωσε την αφορμή για τη διατύπωση ποικίλων υποθέσεων και την κατά καιρούς

    απόδοση της πατρότητας του έργου σε περίπου είκοσι συγγραφείς από τον 1ο ως τον

    15ο αιώνα (Απολλώς, Ιερόθεος, Κλήμης Ρώμης, Κοδράτος, Μαρκίων, Αριστείδης,

    Απελλής, Ιουστίνος, Βαλεντίνος, Αμβρόσιος, Μελίτων Σάρδεων, Θεόφιλος

    Αντιοχείας, Πάνταινος, Ιππόλυτος, Κλήμης Αλεξανδρέας, Λουκιανός, Μεθόδιος,

    Ψευδο-Ιερόθεος, Νικηφόρος Κάλλιστος, κ.ά.). Στο πλαίσιο αυτό η σύνδεση της

    Επιστολής με την πατρίδα της απολογητικής γραμματείας, δηλαδή την Αθήνα, έγινε

    από εκείνους τους ερευνητές που δέχονται ως συγγραφέα του έργου κάποιον από

    τους Αθηναίους Απολογητές ή τον Κλήμη Αλεξανδρέα. Είναι προφανές ότι χωρίς μια

    οριστική συμφωνία των ερευνητών στην ταυτότητα του συγγραφέα της Επιστολής

    δεν μπορεί να υπάρξει οριστική λύση ούτε στο ζήτημα του τόπου συγγραφής του

    έργου. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει αναφορά στην Επιστολή στα κείμενα της

    πρώιμης χριστιανικής γραμματείας, ενώ απουσιάζει και κάποια διαφωτιστική

    εσωτερική απόδειξη, η οποία θα μπορούσε να μας βοηθήσει στην ασφαλή

    χρονολόγηση του κειμένου. Κατά συνέπεια η όποια χρονολόγηση του έργου είναι

    αβέβαιη, με πιθανότερο χρόνο συγγραφής την περίοδο μεταξύ του τέλους του 2ου

    ως

    τα μέσα του 3ου

    αιώνα.

    Αν και ορισμένοι ερευνητές κατατάσσουν την Επιστολή στην ομάδα των

    κειμένων των Αποστολικών Πατέρων, ο χαρακτήρας του περιεχομένου της συνηγορεί

    στην κατάταξή της στα απολογητικά κείμενα. Πράγματι, όπως οι περισσότερες

    πρώιμες απολογίες υπέρ του Χριστιανισμού ξεκινά αναπτύσσοντας την ανοησία της

    λατρείας των ειδώλων και την ανεπάρκεια της ιουδαϊκής θρησκείας. Στην προοπτική

    αυτή τελικός σκοπός της Επιστολής είναι να καταστήσει εμφανή την ανωτερότητα

    του Χριστιανισμού έναντι του Ιουδαϊσμού και της ειδωλολατρίας.

    Αναλύοντας το περιεχόμενο της Επιστολής διακρίνουμε τις ακόλουθες

    ενότητες: Α) κεφ. 1, πρόλογος, Β) κεφ. 2-4, απόρριψη της θρησκείας των Ελλήνων

    και της ιουδαϊκής λατρείας, Γ) κεφ. 5-6, περιφρόνηση του κόσμου του θανάτου, Δ)

    κεφ. 7-8, αναφορά στη χριστιανική πίστη και λατρεία, Ε) κεφ. 9, απάντηση στο

  • 19

    ερώτημα γιατί άργησε η εμφάνιση του Χριστιανισμού, ΣΤ) κεφ. 10, επίγνωση του

    πατέρα και φιλοστοργία, Ζ) κεφ. 11-12, παράρτημα.

    Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρονται τα θέματα τα οποία θα αναπτυχθούν στη

    συνέχεια. Παράλληλα, πληροφορούμαστε ότι ο Διόγνητος είχε ζητήσει από το

    συγγραφέα της Επιστολής πληροφορίες για το Χριστιανισμό και τον τρόπο με τον

    οποίο θρησκεύουν οι χριστιανοί. Ο συγγραφέας ανταποκρινόμενος στο αίτημα του

    Διόγνητου συγγράφει την επιστολή με σκοπό να επωφεληθεί όσο γίνεται περισσότερο

    ο Διόγνητος. Στο δέκατο κεφάλαιο, το οποίο έχει χαρακτήρα επιλόγου, ο συγγραφέας

    καλεί τον Διόγνητο να δεχθεί τη χριστιανική πίστη και να γίνει μιμητής του Θεού.

    Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατάσταση των χριστιανών στον κόσμο, καθώς διαμένουν

    σε δικές τους πατρίδες, αλλά ως πάροικοι. Συμβιώνουν με τον κόσμο, αλλά έρχονται

    από άλλο κόσμο, ουράνιο, και είναι γι’ αυτόν ότι είναι η ψυχή για το σώμα, δηλαδή

    καθίστανται η ψυχή του κόσμου. Στο σημείο αυτό ο Π. Κ. Χρήστου βλέπει ότι

    τίθενται οι πρώτες αρχές της θεωρίας περί δυο πολιτειών.

    Τα δυο τελευταία κεφάλαια δεν συνδέονται με τα προηγούμενα καθώς δεν

    απευθύνονται σε ένα πρόσωπο αλλά σε πολλούς, οι οποίοι δεν είναι ειδωλολάτρες

    αλλά χριστιανοί. Πιθανότατα τα κεφάλαια αυτά ανήκουν σε άλλο προγενέστερο έργο,

    ίσως σε ομιλία η οποία είχε ως θέμα την εορτή του Πάσχα ή των Θεοφανείων. Στην

    υπόθεση αυτή συνηγορεί η διαφορά της ρυθμικότητας και του ύφους των εν λόγω

    κεφαλαίων σε σχέση με τα προηγούμενα. Η απόδοση των κεφαλαίων αυτών στον

    Ιππόλυτο, τον Μεθόδιο, τον Μελίτωνα Σάρδεων, ή σε άλλους δεν μπορεί να

    υποστηριχθεί με επάρκεια, παρά τις όποιες ομοιότητες ύφους και ορολογίας μεταξύ

    της Επιστολής και των προαναφερόμενων συγγραφέων.

    Από θεολογικής πλευράς η χριστολογία της Επιστολής προς Διόγνητον είναι

    υπερβολικά απλοποιημένη, γεγονός που τη φέρνει σε δυσαρμονία με τη λοιπή

    χριστιανική γραμματεία του τέλους του 2ου

    αιώνα. Αυτό συμβαίνει επειδή ο

    συγγραφέας, αν και απορρίπτει τον Ιουδαϊσμό, είχε επαφές με ιουδαιοχριστιανικούς

    κύκλους των οποίων τόσο η χριστολογία όσο και η λοιπή θεολογία ήταν σχετικά

    ρηχή. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι η επιφανειακή θεολογία της Επιστολής βρίσκεται

    σε αντίθεση με τη λογοτεχνική αρτιότητα του κειμένου, η οποία παραπέμπει σε

    συγγραφέα με μεγάλη κλασική παιδεία και επάρκεια λόγου. Για τον ίδιο λόγο άξονας

    του έργου δεν είναι η θεολογική εμβάθυνση, αλλά η ηθική και η θεοσέβεια των

    χριστιανών η οποία τους καθιστά ανώτερους έναντι των άλλων θρησκειών. Παρόλα

    αυτά η θεοσέβεια και η μίμηση του Χριστού δεν συνδέονται με το πάθος του Κυρίου

    και την άσκηση.

    Βιβλιογραφία

    Εκδόσεις PG 2, 1167-1187. ΒΕΠΕΣ 2, 251-257. SCh 33. Loeb Classical Library 25, 347-379. Ψευτογκάς, Β.,

    Ανθολόγιο πατερικών έργων : περίοδος πρώτη (100-313 μ.Χ.), Θεσσαλονίκη : ΑΠΘ, 1986, σ. 118-125.

    Δευτερεύουσα βιβλιογραφία Hill, Ch. E., From the lost teaching of Polycarp : identifying Irenaeus’ apostolic presbyter and the

    author of Ad Diognetum, Tübingen : Mohr Siebeck, c2006. Παπαδόπουλος, Στ., Πατρολογία, τ. Α΄,

    Αθήνα : χ.ε., 21994, σ. 310-312. Urbán, An. (επιμ.), Concordantia in Epistulam ad Diognetum,

    Hildesheim· New York : Olms-Weidmann, 1993. Τσάμης, Δ., Εκκλησιαστική γραμματολογία,

    Θεσσαλονίκη : Π. Πουρναράς, 1992, σ. 64-66. Rizzi, M., La questione dell’unità dell’"Ad Diognetum",

    Milano : Vita e pensiero, 1989. Quasten, J. Patrology, τ. 1, Westminster [MAR] 1986, σ. 248-253.

    Zincone, S., «Diogneto (A)», Dizionario Patristico e di Antichità Christiane, τ. 1, Casale Monferrato

    [AL] : Marietti, 1983, στ. 969-971. Χρήστου, Π. Κ., Ελληνική Πατρολογία, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη :

  • 20

    Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1978, σ. 615-621 και 629-631. Brandle, R., Die Ethik der

    Schrift an Diognet, Zürich : Theologischer Verlag, 1975. Messana, V., «Il topos dell’ironia in “Ad

    Diognetum”, 1-4», Augustinianum, 14 (1974) 489-495. Sirolli, G., La Didachè : lettera a Diogneto,

    lettera di Barnaba, Roma : Presenza, 1966. Thierry, J. J., «The Logos as teacher in Ad Diognetum XI»,

    VigChr, 20 (1960) 65-72. Καρπάθιος, Εμ., Συμπλήρωση του χάσματος της προς Διόγνητον επιστολής,

    Θεσσαλονίκη : χ.ε., 1925.

  • 21

    7. Η στάση των Απολογητών απέναντι στον πολιτισμό του 2ου- 3ου αιώνα μ.Χ.

    Η έννοια του όρου πολιτισμός μπορεί να έχει πολλές ερμηνείες, οι οποίες είναι

    συνήθως παραπλήσιες, καθώς δίνουν ιδιαίτερη έμφαση σε μια από τις παραμέτρους ή

    τις συνιστώσες του33

    . Γι’ αυτό και κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφοροι ορισμοί

    της εν λόγω έννοιας. Ένας από αυτούς, ιδιαίτερα περιεκτικός και πρόσφατος, ορίζει

    τον πολιτισμό ως τον τρόπο ζωής ενός λαού, στον οποίο περιλαμβάνονται οι αξίες, οι

    τέχνες, οι επιστήμες, τα φιλοσοφικά συστήματα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και

    οτιδήποτε άλλο, πέρα από την κατάσταση της φύσης, αποτελεί προϊόν ή προέκταση

    της ανθρώπινης νόησης και δράσης34

    . Μπορεί ο παραπάνω ορισμός να περιλαμβάνει

    ή να είναι συμβατός με την ιστορική εμπειρία της Εκκλησίας, η οποία

    αυτοπροσδιορίζεται ως η παρατεινόμενη στους αιώνες συνέχεια της ενανθρώπισης

    του Θεού, δηλαδή της πρόσληψης του κτιστού στον τρόπο ύπαρξης του ακτίστου;35

    Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ πριν από πενήντα περίπου χρόνια διατύπωσε έναν

    θεολογικό προβληματισμό αναφορικά με τη σχέση Χριστιανισμού και πολιτισμού36

    .

    Στο πλαίσιο αυτό ο πολιτισμός ως σύστημα αξιών δεν αυτονομείται, αλλά εντάσσεται

    και εξετάζεται μέσα στην πραγματικότητα της Εκκλησίας. Πως όμως προσδιορίζεται

    η σχέση της Εκκλησίας με τον Πολιτισμό; Η καθολικότητα της Εκκλησίας

    εκφράζεται από κάθε τοπική Εκκλησία μέσα από τη γλώσσα και τον επιχώριο

    πολιτισμό37

    . Στην προοπτική αυτή ένας πολιτισμός μπορεί να δώσει τη δυνατότητα

    στην Εκκλησία να δημιουργήσει ένα σώμα σχέσεων κοινωνίας, που θα

    απελευθερώνει τον άνθρωπο από το θάνατο και θα τον οδηγεί στη θέωση. Αντίστοιχα

    όμως ένας πολιτισμός μπορεί να αποκλείει ή να δ�