Upload
markos-gkanis
View
29
Download
6
Embed Size (px)
DESCRIPTION
Λατινοαμερικάνικο διήγημα, cuento latinoamericano, Gabriel García Márquez
Citation preview
Gabriel García Márquez- Θάνατος αδιάκοπος πολύ πιο πέρα απ’ την αγάπη
Του γερουσιαστή Ονέσιμο Σάντσες του έμεναν για να πεθάνει έξη μήνες και έντεκα μέρες,
όταν συνάντησε την γυναίκα της ζωής του. Την γνώρισε στο Ροσάλ δελ Μπιρρέι
(Τριανταφυλλώνας του Αντιβασιλέα) , ένα χωριουδάκι φωτεινό, που την νύχτα ήταν ένα
κρυφό απάγγειο για τα πλοία, με τα οποία έκαναν ρεσάλτο οι κοντραμπαντιέρηδες και
αντίθετα, στο φως του ήλιου έμοιαζε με μια κρυψώνα, την πιο άχρηστη της ερήμου,
μπροστά από μια μαραγκιασμένη θάλασσα, χωρίς ζωή και τόσο απομονωμένο από παντού,
που κανένας δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι εκεί ζούσε κάποιος ικανός να αλλάξει την
μοίρα κανενός. Ακόμα και το όνομά του έμοιαζε μια κοροϊδία, αφού το μοναδικό
τριαντάφυλλο που ήταν ορατό σε εκείνο το χωριό, το έφερε ο ίδιος ο γερουσιαστής
Ονέσιμο Σάντσες, το ίδιο εκείνο απόγευμα που γνώρισε την Λάουρα Φαρίνια.
Ήταν μια αναπόφευκτη στάση της προεκλογικής εκστρατείας που γίνεται κάθε τέσσερα
χρόνια. Από το πρωί κατέφτασαν τα καμιόνια με τα σκηνικά του θεάτρου. Έπειτα έφτασαν
τα φορτηγά με τους νοικιασμένους ιθαγενείς που κουβαλούσαν στα χωριά για γεμίζουν με
την παρουσία τους τις δημόσιες εκδηλώσεις. Λίγο μετά τις έντεκα, με την μουσική και τα
βεγγαλικά και τους άντρες της ακολουθίας έφτασε το υπουργικό αυτοκίνητο, που είχε το
χρώμα φραουλόζουμου. Ο γερουσιαστής Ονέσιμο Σάντσες ήταν γαλήνιος και ατάραχος
μέσα στο κλιματιζόμενο αμάξι, αλλά αμέσως με το που άνοιξε την πόρτα, ανατρίχιασε από
μια ανάσα φωτιάς και το πουκάμισο του από φυσικό μετάξι, μούσκεψε, σαν να
εμποτίστηκε από μια μπλαβιά σούπα, που τον έκανε να νιώσει πολλά χρόνια γηραιότερος
και τόσο μόνος όσο ποτέ. Στην πραγματικότητα, μόλις συμπλήρωνε τα 42, τον είχαν
βραβεύσει με τιμές, ως μεταλλειολόγο μηχανικό στην Γότινχα και ήταν ένας ακαταπόνητος
αναγνώστης, των- αν και χωρίς πολύ τύχη- κακομεταφρασμένων, Λατίνων κλασσικών. Ήταν
παντρεμένος με μια λαμπερή γερμανίδα, με την οποία είχε πέντε παιδιά και όλοι ήταν
ευτυχισμένοι στο σπίτι του και αυτός ο ευτυχέστερος όλων, μέχρι που του ανακοίνωσαν,
πριν τρεις μήνες, ότι τα ερχόμενα Χριστούγεννα θα ήταν απαξάπαντος νεκρός.
Ενώ τελείωναν οι προετοιμασίες για την δημόσια συγκέντρωση, ο γερουσιαστής κατάφερε
να μείνει μόνος για μια ώρα, στο σπίτι που του είχαν κλείσει για να ξεκουραστεί. Πριν
ξαπλώσει έβαλε μέσα σε ένα ποτήρι με πόσιμο νερό, ένα τριαντάφυλλο που είχε
διατηρήσει ζωντανό διασχίζοντας την έρημο, γευμάτισε τα δημητριακά της περιοχής, που
είχε πάρει μαζί του για να μετριάσει τις επαναλαμβανόμενες τηγανιές από κοψίδια που τον
περίμεναν την υπόλοιπη ημέρα και πήρε μερικά παυσίπονα, πριν την προγραμματισμένη
ώρα, έτσι ώστε η ανακούφιση, να φτάσει πριν από τον πόνο. Μετά έβαλε τον ηλεκτρικό
ανεμιστήρα πολύ κοντά στο ράντσο και ξάπλωσε γυμνός για δεκαπέντε λεπτά κάτω από την
διακριτική παρουσία του τριαντάφυλλου, κάνοντας μια τεράστια διανοητική προσπάθεια
για να αφαιρέσει από το μυαλό του την ιδέα του θανάτου ενώ κοιμόταν. Εκτός από τους
γιατρούς, κανείς δεν ήξερε ότι ήταν οριστικά καταδικασμένος, είχε, λοιπόν, αποφασίσει να
κρατήσει το μυστικό για τον εαυτό του, χωρίς καμιά αλλαγή στην ζωή του, όχι από
αλαζονεία, αλλά από ντροπή.
Αισθανόταν μια απόλυτη αυτοκυριαρχία, όταν εμφανίστηκε πάλι δημόσια στις τρεις το
απόγευμα, ήρεμος και καθαρός, με ένα λινό παντελόνι χοντροϋφασμένο και ένα
πουκάμισο με ζωγραφιστά λουλούδια, με την ψυχή ανακουφισμένη από τα παυσίπονα.
Παράλληλα η φθορά του θανάτου ήταν περισσότερο ύπουλη από ότι υπέθετε, γιατί όταν
ανέβηκε στην εξέδρα ένιωσε μια περιφρόνηση για αυτούς που διεκδικούσαν να του
σφίξουν το χέρι και δεν συμπόνεσε όπως παλιά τις αγέλες των ξυπόλητων ιθαγενών, οι
οποίοι ίσα που μπορούσαν να αντέξουν την κάψα της ασβεστωμένης και αποστειρωμένης
πλατειούλας. Έκανε να σιγήσουν οι επευφημίες με μια κίνηση του χεριού του, σχεδόν χωρίς
θυμό και άρχισε να μιλάει χωρίς χειρονομίες, με τα μάτια σταθερά πάνω στην θάλασσα
που αναστέναζε από την ζέστη. Η φωνή του διακεκομμένη και βαθιά είχε την ποιότητα του
γαληνεμένου νερού, αλλά η ομιλία του, που την είχε αποστηθίσει και τόσες φορές και την
είχε επαναλάβει, δεν του ερχόταν στο μυαλό για να πει την αλήθεια, αλλά για να κάνει
αντιπαράθεση σε μια μοιρολατρική φράση από το τέταρτο βιβλίο των απομνημονευμάτων
του Μάρκου Αυρήλιου. (1)
-Βρισκόμαστε εδώ για να υποτάξουμε την φύση- άρχισε κόντρα σε όλες του τις
πεποιθήσεις- δεν θα είμαστε πια οι παραπεταμένοι της πατρίδας, τα ορφανά του Θεού στο
βασίλειο της δίψας και της υπαίθρου, οι εξόριστοι της ίδιας μας της γης. Θα γίνουμε άλλοι,
κυρίες και κύριοι, θα γίνουμε μεγάλοι και ευτυχισμένοι.
Ήταν τα τσιτάτα για το τσίρκο που τον ακολουθούσε. Ενώ μιλούσε, οι βοηθοί του πετούσαν
στον αέρα χάρτινα πουλάκια, και τα ψεύτικα πτηνά έπαιρναν ζωή, πετάριζαν πάνω από την
ξύλινη εξέδρα με τα σανίδια και πήγαιναν προς την θάλασσα. Ταυτόχρονα, άλλοι έβγαζαν
από τα καμιόνια μερικά δέντρα του θεάτρου από φύλλα τσόχας και τα φύτευαν πίσω από
το πλήθος στο νιτρώδες έδαφος. Για τελευταία άφησαν να στήσουν μια πρόσοψη από
χαρτόνι που προσομοίωνε σπιτάκια με κόκκινα τούβλα και παράθυρα από γυαλί, και με
αυτά σκέπασαν τα σημάδια της μίζερης πραγματικής ζωής.
Ο γερουσιαστής συνέχισε την ομιλία με δυο φράσεις στα Λατινικά για να δώσει χρόνο στην
παρωδία. Υποσχέθηκε μηχανές για την βροχή, φορητές ταΐστρες για τα ζώα , λάδια για την
ευτυχία που θα έκαναν να μεγαλώνουν τα όσπρια μέσα στον ασβέστη και χαλκομανίες
θρησκευτικού περιεχομένου στα παράθυρα. Όταν είδε ότι ο φανταστικός κόσμος είχε
τελειώσει, τον έδειξε με το δάχτυλο.
-Έτσι θα γίνουμε, κυρίες και κύριοι- φώναξε.- Κοιτάξτε. Έτσι θα γίνουμε.
Το κοινό γύρισε. Ένα υπερωκεάνιο από ζωγραφιστό χαρτί περνούσε πίσω από τα σπίτια και
ήταν ψηλότερο κι από τα πιο ψηλά σπίτια της τεχνητής πόλης. Μόνο ο γερουσιαστής
παρατήρησε ότι κατά το στήσιμο, το ξεστήσιμο και κατά την μεταφορά από το ένα μέρος
στο άλλο είχε φαγωθεί από την ταλαιπωρία και ήταν τόσο φτωχό, σκονισμένο και
λυπημένο όπως ακριβώς και το Ροσάλ δελ Μπιρρέι.
Ο Νέλσον Φαρίνια δεν πήγε να χαιρετήσει τον γερουσιαστή, για πρώτη φορά εδώ και
δώδεκα χρόνια. Άκουσε την ομιλία από την αιώρα του, ανάμεσα σε ρεταλάκια ύπνου, κάτω
από τα δοκάρια ενός σπιτιού που είχε χτίσει με τα ίδια του τα χέρια-του φαρμακοποιού- με
τα οποία είχε διαμελίσει την πρώτη του γυναίκα. Είχε διαφύγει την τιμωρία στην Καγένα
και εμφανίστηκε στο Ροσάλ δελ Μπιρρέι με ένα πλοίο γεμάτο παρδαλούς αθώους
παπαγάλους και μια μαυρούλα πανέμορφη και προκλητική που την συνάντησε στο
Παραμαρίμπο και με την οποία απόκτησε μια κόρη. Η γυναίκα πέθανε από φυσικό θάνατο
λίγο μετά και δεν είχε την τύχη της άλλης- της οποίας τα κομμάτια έγιναν λίπασμα για το
ίδιο της το περιβόλι με τα κουνουπίδια- αντίθετα την έθαψαν ολόκληρη μαζί με το
ολλανδέζικο όνομά της, στο τοπικό κοιμητήριο. Η κόρη είχε κληρονομήσει το χρώμα της και
τα διάφορα της και τα απαθή και κίτρινα μάτια του πατέρα της και εκείνος είχε κάθε λόγο
να πιστεύει ότι μεγάλωνε την ομορφότερη γυναίκα του κόσμου.
Από τότε που γνώρισε τον Ονέσιμο Σάντσες, στην πρώτη προεκλογική εκστρατεία, ο Νέλσον
Φαρίνια είχε ικετεύσει την βοήθεια του, για να παραλάβει ένα πλαστό πιστοποιητικό
ταυτότητας, που θα τον έσωζε από την δικαιοσύνη. Ο γερουσιαστής, ευγενικός αλλά
άκαμπτος, του το αρνήθηκε. Ο Νέλσον Φαρίνια, για πολλά χρόνια, δεν παραιτήθηκε από
την προσπάθεια και κάθε φορά που έβρισκε την ευκαιρία, επαναλάμβανε την αίτηση και
κάθε φορά με διαφορετικό δωράκι. Αλλά πάντοτε έπαιρνε την ίδια απάντηση. Γι’ αυτό και
ετούτη την φορά έμεινε ξαπλωμένος στο ράντσο, καταδικασμένος να σαπίσει ζωντανός σε
εκείνο το καμίνι που ήταν ένα κρησφύγετο πειρατικό. Όταν άκουσε τα χειροκροτήματα της
λήξης, τέντωσε το κεφάλι και πάνω από τους στύλους του φράχτη είδε από την ανάποδη
ολόκληρη την παρωδία: τα στηρίγματα των κτηρίων, τα ψεύτικα δέντρα, τους κρυμμένους
κομπάρσους, που έσπρωχναν το υπερωκεάνιο. Έφτυσε με λύσσα.
-Merde- είπε- c´ est le Blacaman de la politique.
Έπειτα από την ομιλία, όπως ήταν το συνήθειο, ο γερουσιαστής έκανε μια βόλτα στους
δρόμους του χωριού, ανάμεσα σε μουσικές και βεγγαλικά, ενώ ο λαός τον πολιορκούσε και
του έλεγε τα βάσανα του. Ο γερουσιαστής τους άκουγε με καλή διάθεση και πάντα έβρισκε
ένα τρόπο για να τους παρηγορεί, χωρίς να τους κάνει όμως δύσκολες χάρες. Μια γυναίκα
σκαρφαλωμένη στην ταράτσα ενός σπιτιού, ανάμεσα στα έξη μικρά παιδιά της, κατάφερε
να ακουστεί πάνω από την οχλοβοή και τον σαματά της μπαρουτόσκονης.
-Εγώ δεν ζητάω πολλά, γερουσιαστή- είπε- τίποτα παραπάνω από ένα γάιδαρο για
κουβαλάω νερό από το Πηγάδι του Πνιγμένου.
Ο γερουσιαστής κάρφωσε τα μάτια στα έξη κοκκαλιάρικα παιδιά.
-Τι έγινε ο άντρας σου;- την ρώτησε.
-Πήγε να βρει την τύχη του στο νησί Αρούβα- απάντησε η γυναίκα καλόβολα- και βρήκε
εκεί μια πλανεύτρα, από αυτές που βάζουν διαμάντια στα δόντια τους.
Η απάντησε προκάλεσε μια καταιγίδα από χαχανίσματα.
-Εντάξει- αποφάσισε ο γερουσιαστής- θα τον έχεις τον γάιδαρο σου.
Λίγο αργότερα, ένας βοηθός του, έφερε στο σπίτι της γυναίκας ένα γάιδαρο που στα
καπούλια του είχαν γράψει με ανεξίτηλη μπογιά ένα προεκλογικό σύνθημα, έτσι που
κανένας να μην ξεχάσει, ότι αυτό ήταν ένα δώρο του γερουσιαστή.
Στην σύντομη πορεία του στον δρόμο, έκανε κι άλλες χάρες μικρότερες και ακόμα έδωσε σε
έναν άρρωστο, που είχε τραβήξει το κρεβάτι του ως την πόρτα για να τον δει να περνάει,
ένα κουταλάκι. Στην τελευταία γωνία, ανάμεσα από τους πασσάλους της αυλής, είδε τον
Νέλσον Φαρίνια στο ραντσάκι του και του φάνηκε σταχτής και μαραμένος, όμως τον
χαιρέτησε χωρίς ενδιαφέρον.
-Πως είστε;
Ο Νέλσον Φαρίνια στριφογύρισε στο ραντσάκι του και τον κοίταξε μουσκεμένος, με το
θλιμμένο κεχριμπαρένιο βλέμμα του.
-Moi, vous savez- είπε.
Η κόρη του βγήκε στην αυλή ακούγοντας τον χαιρετισμό. Φορούσε μια συνηθισμένη
φθαρμένη ρόμπα και είχε το κεφάλι στολισμένο με πολύχρωμα κοτσιδάκια και ένα
πρόσωπο, σαν ζωγραφιά του ήλιου, αλλά ακόμα και σε αυτήν την απελπιστική κατάσταση,
δεν υπήρχε αμφιβολία ότι επρόκειτο για την πιο όμορφη κοπέλα του κόσμου. Ο
γερουσιαστής έμεινε άφωνος.
-Διάολε!- αναστέναξε έκπληκτος- τι κορμάρες φτιάχνει ο Μεγαλοδύναμος!
Εκείνη την νύχτα, ο Νέλσον Φαρίνια έντυσε την κόρη του με τα πιο καλά της ρούχα και την
έστειλε στον γερουσιαστή. Δυο πάνοπλοι φρουροί με τα αυτόματα στα χέρια, που
κουτουλούσαν από την ζέστη, στο σπίτι που τους είχαν παραχωρήσει, την διέταξαν να
περιμένει στην μοναδική καρέκλα της εισόδου.
Ο γερουσιαστής βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο, σε σύσκεψη με τους προύχοντες του
Ροσάλ δελ Μπιρρέι, τους οποίους είχε συγκαλέσει για να τους ανακοινώσει τις αλήθειες
που έκρυβε στις ομιλίες του. Ήταν τόσο όμοιοι, με όλους όσους παρίσταντο και στα
υπόλοιπα χωριά της ερήμου, που ο ίδιος ο γερουσιαστής αισθάνονταν μια τεράστια
απέχθεια για το γεγονός, ότι η ίδια συνεδρίαση επαναλαμβανόταν κάθε νύχτα. Το
πουκάμισο του είχε μουσκέψει από τον ιδρώτα και προσπαθούσε να το στεγνώσει επάνω
στο σώμα του με το ζεστό αεράκι του ηλεκτρικού ανεμιστήρα, που βούιζε, σαν τεράστια
αλογόμυγα, μέσα στην νάρκη του δωματίου.
-Εμείς, φυσικά, δεν τρώμε χάρτινα πουλάκια- είπε.- Εσείς και εγώ ξέρουμε ότι την ημέρα
που θα υπάρξουν δέντρα και λουλούδια σε αυτόν τον χεστρώνα των ζώων, την ημέρα που
θα γεμίσουν τα πηγάδια με τσιπούρες αντί για νεροσκούληκα, αυτήν την μέρα, ούτε εσείς
ούτε εγώ θα έχουμε να κάνουμε κάτι άλλο εδώ. Έγινα κατανοητός;
Κανένας δεν απάντησε. Ενώ μιλούσε, ο γερουσιαστής έσκισε από το ημερολόγιο ένα
αυτοκόλλητο και έφτιαξε με τα χέρια του μια πεταλούδα από χαρτί. Την έβαλε στο ρεύμα
του ανεμιστήρα, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, και η πεταλούδα πετάρισε μέσα στο δωμάτιο
και έπειτα βγήκε από την μισάνοιχτη πόρτα. Ο γερουσιαστής συνέχισε να μιλά με μια
αυτοκυριαρχία στηριγμένη στην συμφιλίωση του με τον θάνατο.
-Λοιπόν- είπε- δεν χρειάζεται να σας επαναλάβω, αυτό που ήδη ξέρετε και με το
παραπάνω: ότι η επανεκλογή μου είναι η καλύτερη μπίζνα για εσάς και για μένα, γιατί εγώ
είμαι ως εδώ μέσα στα σάπια νερά και στον ιδρώτα των ιθαγενών και από την άλλη εσείς
ζείτε από αυτό.
Η Λάουρα Φαρίνια είδε την χάρτινη πεταλούδα. Μόνο εκείνη την είδε, γιατί ο φρουρός της
εισόδου κοιμόταν στηριγμένος στο κοντάκι του όπλου του. Μετά από μερικές στροφές η
τεράστια πεταλούδα με την λιθογραφία επάνω της ξεδιπλώθηκε εντελώς, συγκρούστηκε με
τον τοίχο και έμεινε κολλημένη. Η Λάουρα Φαρίνια προσπάθησε να την σκίσει με τα νύχια.
Ένας από τους φρουρούς που ξύπνησε από τα χειροκροτήματα της διπλανής αίθουσας,
πρόσεξε την μάταια προσπάθεια της.
-Δεν μπορεί να σκιστεί- είπε στο μισούπνι του.- Είναι ζωγραφισμένη στον τοίχο.
Η Λάουρα Φαρίνια ξανακάθισε, ενώ άρχισαν να βγαίνουν οι άντρες της συγκέντρωσης. Ο
γερουσιαστής παρέμεινε στην πόρτα του δωματίου, με το χέρι στο πόμολο και πρόσεξε την
Λάουρα Φαρίνια, μονάχα όταν ο προθάλαμος έμεινε άδειος.
-Τι κάνεις εδώ;
-C’ est de la part mon père- είπε εκείνη.
Ο γερουσιαστής κατάλαβε. Εξέτασε τον μισοκοιμισμένο φρουρό, έπειτα εξέτασε την
Λάουρα Φαρίνια, της οποίας η απίθανη ομορφιά ήταν δυνατότερη από τον πόνο του και
κατέληξε ότι ο ίδιος ο θάνατος θα αποφάσιζε γι’ αυτόν.
-Μπες- είπε.
Η Λάουρα Φαρίνια έμεινε να θαυμάζει στην πόρτα του δωματίου: χιλιάδες χαρτονομίσματα
πετούσαν στον αέρα πεταρίζοντας όπως η πεταλούδα. Αλλά ο γερουσιαστής έσβησε τον
ανεμιστήρα και τα χαρτονομίσματα έμειναν χωρίς αέρα και στάθηκαν πάνω στα πράγματα
του δωματίου.
-Βλέπεις- χαμογέλασε- ακόμα και τα σκατά πετάνε.
Η Λάουρα Φαρίνια κάθισε, σαν μαθητούδι. Είχε λείο δέρμα και κρουστό, στο ίδιο το χρώμα
και την χροιά που έχει το αργό πετρέλαιο, τα μαλλιά της, σαν την χαίτη μιας φοραδίτσας,
και τα μάτια της τεράστια, πιο διάφανα κι απ’ το φως. Ο γερουσιαστής ακολούθησε το
νήμα του βλέμματός της και σταμάτησε στο τριαντάφυλλο, το ταλαιπωρημένο από το νίτρο.
-Είναι ένα τριαντάφυλλο- είπε.
-Ναι- είπε εκείνη με το πρόσωπο μπερδεμένο-, έχω δει τέτοια στην Ριοάτσα.
Ο γερουσιαστής κάθισε στο ντιβάνι, μιλώντας για τριαντάφυλλα, ενώ ξεκούμπωνε το
πουκάμισο. Πάνω στον θώρακα, εκεί που υποτίθεται βρισκόταν η καρδιά, μέσα στο στήθος,
είχε ένα τατουάζ κουρσάρικο, μια καρδιά τρυπημένη με βέλος. Πέταξε στο πάτωμα το
μουσκεμένο πουκάμισο και ζήτησε από την Λάουρα Φαρίνια να τον βοηθήσει να βγάλει τις
μπότες.
Εκείνη γονάτισε μπροστά στο ντιβάνι. Ο γερουσιαστής συνέχιζε να την εξετάζει σκεφτικός
και καθώς του έλυνε τα κορδόνια αναρωτήθηκε, ποιος από τους δυο θα ήταν ο άτυχος
αυτής της συνεύρεσης.
-Είσαι πολύ μανούλι- είπε.
-Μην το λέτε-είπε εκείνη. – Θα κλείσω τα 19 τον Απρίλη.
Ο γερουσιαστής ενδιαφέρθηκε περισσότερο.
-Ποια μέρα;
-Στις 11- είπε εκείνη.
Ο γερουσιαστής αισθάνθηκε καλύτερα. «Είμαστε κριοί», είπε. Και πρόσθεσε χαμογελώντας:
-Είναι το ζώδιο της μοναξιάς.
Η Λάουρα Φαρίνια δεν έδωσε σημασία, την απασχολούσε, ότι δεν ήξερε τι να κάνει με τις
μπότες. Ο γερουσιαστής, από την μεριά του, δεν ήξερε τι να κάνει με την Λάουρα Φαρίνια,
γιατί δεν ήταν συνηθισμένος στους απρόβλεπτους έρωτες και επίσης συνειδητοποιούσε ότι
όλο ετούτο αποτελούσε μια προσβολή. Μόνο για να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί,
φυλάκισε την Λάουρα Φαρίνια ανάμεσα στα γόνατα του, την αγκάλιασε από την μέση και
ξάπλωσε με την πλάτη στο ντιβάνι. Τότε κατάλαβε ότι εκείνη ήταν γυμνή κάτω από το
φόρεμα, γιατί το σώμα της ανέδιδε ένα σκοτεινό άρωμα, σαν ζώο του βουνού, όμως είχε
φοβισμένη την καρδιά και το σώμα της αναστατωμένο από ένα παγωμένο ιδρώτα.
-Κανένας δεν μας αγαπά- αναστέναξε αυτός.
Η Λάουρα Φαρίνια ήθελε να πει κάτι, αλλά ο αέρας της έφτανε μόνο για να αναπνεύσει.
Την ξάπλωσε δίπλα του για να την βοηθήσει, έσβησε το φως και στην κάμαρα κυριάρχησε η
παρουσία του τριαντάφυλλου. Εκείνη εγκαταλείφθηκε στο έλεος της μοίρας της. Ο
γερουσιαστής την χάιδεψε αργά, ψαχούλευε με το χέρι του, ίσα που την άγγιζε, αλλά εκεί
που θα έπρεπε να την συναντήσει, σκόνταψε σε ένα σιδερένιο εμπόδιο.
-Τι έχεις εκεί;
-Ένα λουκέτο- είπε εκείνη.
-Κατάρα!- είπε ο γερουσιαστής, θυμωμένος και ρώτησε αυτό που ήξερε και με το
παραπάνω- Που είναι το κλειδί;
Η Λάουρα Φαρίνια αναστέναξε με ανακούφιση.
-Το έχει ο μπαμπάς μου- απάντησε-. Μου είπε να σας πω, να στείλετε να το πάρει ένας
δικός σας και να του στείλετε μαζί μια διαβεβαίωση γραπτή ότι στα σίγουρα θα
τακτοποιήσετε την περίπτωση του.
Ο γερουσιαστής κοκάλωσε. «Κερατά φραντσέζε», μουρμούρισε αγανακτισμένος. Μετά
έκλεισε τα μάτια για να χαλαρώσει και κλείστηκε στον εαυτό του μέσα στο σκοτάδι.
Θυμήσου- θυμήθηκε- εσύ και αυτό (αναφέρεται στο τριαντάφυλλο), σε πολύ σύντομο
χρόνο θα είστε νεκροί και λίγο μετά δεν θα έχει μείνει από εσάς ούτε και το όνομά σας (2).
Περίμενε να του περάσει το ρίγος.
-Πες μου ένα πράγμα- ρώτησε τότε- Τι έχεις ακούσει να λένε για μένα;
-Την απόλυτη αλήθεια;
-Την απόλυτη αλήθεια.
-Λοιπόν- τόλμησε η Λάουρα Φαρίνια-, λένε ότι είστε ο χειρότερος απ’ όλους, γιατί είστε
ξεχωριστός.
Ο γερουσιαστής έμεινε ατάραχος. Έμεινε για ώρα σιωπηλός με τα μάτια κλειστά και όταν τα
άνοιξε ξανά, έμοιαζε να έχει γυρίσει πίσω από τα πιο σκοτεινά του ένστιχτα.
-Διάολε- αποφάσισε- πες στον κερατά τον πατέρα σου, ότι θα του τακτοποιήσω την
υπόθεση.
-Αν θέλετε να πάω η ίδια για το κλειδί- είπε η Λάουρα Φαρίνια.
Ο γερουσιαστής την συγκράτησε.
-Ξέχνα το κλειδί- είπε- και κοιμήσου λιγάκι μαζί μου. Είναι όμορφο να βρίσκεται κανείς με
κάποιον, όταν είναι μόνος του.
Τότε εκείνη τον ξάπλωσε στον ώμο της με τα μάτια καρφωμένα στο τριαντάφυλλο. Ο
γερουσιαστής την αγκάλιασε από την μέση, έκρυψε το πρόσωπο του στην μασχάλη της,
που θύμιζε ζώο του βουνού και υπέκυψε στον τρόμο. Έξη μήνες και έντεκα μέρες μετά, είχε
πεθάνει σ’ αυτήν την ίδια θέση, ατιμασμένος και αποκηρυγμένος από το δημόσιο
σκάνδαλο της Λάουρα Φαρίνια, και κλαίγοντας από θυμό που πέθανε χωρίς να την κάνει
δική του.
(1) Πρόκειται για την φράση του Μάρκου Αυρήλιου για την οποία κάνει υπαινιγμό λίγο
πριν την προεκλογική ομιλία, αλλά και μετά την σκέφτεται μόνος του.
(2) Η φράση από τα απομνημονεύματα του Μάρκου Αυρήλιου όπου κάνει αναφορά
στο τριαντάφυλλο.
Gabriel García Márquez-Muerte constante más allá del amor
Al senador Onésimo Sánchez le faltaban seis meses y once días para morirse cuando
encontró a la mujer de su vida. La conoció en el Rosal del Virrey, un pueblecito ilusorio que
de noche era una dársena furtiva para los buques de altura de los contrabandistas, y en
cambio a pleno sol parecía el recodo más inútil del desierto, frente a un mar árido y sin
rumbos, y tan apartado de todo que nadie hubiera sospechado que allí viviera alguien capaz
de torcer el destino de nadie. Hasta su nombre parecía una burla, pues la única rosa que se
vio en aquel pueblo la llevó el propio senador Onésimo Sánchez la misma tarde en que
conoció a Laura Fariña.
Fue una escala ineludible en la campaña electoral de cada cuatro años. Por la mañana
habían llegado los furgones de la farándula. Después llegaron los camiones con los indios de
alquiler que llevaban por los pueblos para completar las multitudes de los actos públicos.
Poco antes de las once, con la música y los cohetes y los camperos de la comitiva, llegó el
automóvil ministerial del color del refresco de fresa. El senador Onésimo Sánchez estaba
plácido y sin tiempo dentro del coche refrigerado, pero tan pronto como abrió la puerta lo
estremeció un aliento de fuego y su camisa de seda natural quedó empapada de una sopa
lívida, y se sintió muchos años más viejo y más solo que nunca. En la vida real acababa de
cumplir 42, se había graduado con honores de ingeniero metalúrgico en Gotinga, y era un
lector perseverante aunque sin mucha fortuna de los clásicos latinos mal traducidos. Estaba
casado con una alemana radiante con quien tenía cinco hijos, y todos eran felices en su casa,
y él había sido el más feliz de todos hasta que le anunciaron, tres meses antes, que estaría
muerto para siempre en la próxima Navidad.
Mientras se terminaban los preparativos de la manifestación pública, el senador logró
quedarse solo una hora en la casa que le habían reservado para descansar. Antes de
acostarse puso en el agua de beber una rosa natural que había conservado viva a través del
desierto, almorzó con los cereales de régimen que llevaba consigo para eludir las repetidas
fritangas de chivo que le esperaban en el resto del día, y se tomó varias píldoras analgésicas
antes de la hora prevista, de modo que el alivio le llegara primero que el dolor. Luego puso
el ventilador eléctrico muy cerca del chinchorro y se tendió desnudo durante quince minutos
en la penumbra de la rosa, haciendo un grande esfuerzo de distracción mental para no
pensar en la muerte mientras dormitaba. Aparte de los médicos, nadie sabía que estaba
sentenciado a un término fijo, pues había decidido padecer a solas su secreto, sin ningún
cambio de vida, y no por soberbia sino por pudor.
Se sentía con un dominio completo de su albedrío cuando volvió a aparecer en público a las
tres de la tarde, reposado y limpio, con un pantalón de lino crudo y una camisa de flores
pintadas, y con el alma entretenida por las píldoras para el dolor. Sin embargo, la erosión de
la muerte era mucho más pérfida de lo que él suponía, pues al subir a la tribuna sintió un
raro desprecio por quienes se disputaron la suerte de estrecharle la mano, y no se
compadeció como en otros tiempos de las recuas de indios descalzos que apenas si podían
resistir las brasas de caliche de la placita estéril. Acalló los aplausos con una orden de la
mano, casi con rabia, y empezó a hablar sin gestos, con los ojos fijos en el mar que suspiraba
de calor. Su voz pausada y honda tenía la calidad del agua en reposo, pero el discurso
aprendido de memoria y tantas veces machacado no se le había ocurrido por decir la verdad
sino por oposición a una sentencia fatalista del libro cuarto de los recuerdos de Marco
Aurelio.
- Estamos aquí para derrotar a la naturaleza -empezó, contra todas sus convicciones-. Ya no
seremos más los expósitos de la patria, los huérfanos de Dios en el reino de la sed y la
intemperie, los exilados en nuestra propia tierra. Seremos otros, señoras y señores, seremos
grandes y felices.
Eran las fórmulas de su circo. Mientras hablaba, sus ayudantes echaban al aire puñados de
pajaritas de papel, y los falsos animales cobraban vida, revoloteaban sobre la tribuna de
tablas, y se iban por el mar. Al mismo tiempo, otros sacaban de los furgones unos árboles de
teatro con hojas de fieltro y los sembraban a espaldas de la multitud en el suelo de salitre.
Por último armaron una fachada de cartón con casas fingidas de ladrillos rojos y ventanas de
vidrio, y taparon con ella los ranchos miserables de la vida real.
El senador prolongó el discurso, con dos citas en latín, para darle tiempo a la farsa. Prometió
las máquinas de llover, los criaderos portátiles de animales de mesa, los aceites de la
felicidad que harían crecer legumbres en el caliche y colgajos de trinitarias en las ventanas.
Cuando vio que su mundo de ficción estaba terminado, lo señaló con el dedo.
- Así seremos, señoras y señores -gritó-. Miren. Así seremos.
El público se volvió. Un trasatlántico de papel pintado pasaba por detrás de las casas, y era
más alto que las casas más altas de la ciudad de artificio. Sólo el propio senador observó que
a fuerza de ser armado y desarmado, y traído de un lugar para el otro, también el pueblo de
cartón superpuesto estaba carcomido por la intemperie, y era casi tan pobre y polvoriento y
triste como el Rosal del Virrey.
Nelson Fariña no fue a saludar al senador por primera vez en doce años. Escuchó el discurso
desde su hamaca, entre los retazos de la siesta, bajo la enramada fresca de una casa de
tablas sin cepillar que se había construido con las mismas manos de boticario con que
descuartizó a su primera mujer. Se había fugado del penal de Cayena y apareció en el Rosal
del Virrey en un buque cargado de guacamayas inocentes, con una negra hermosa y
blasfema que se encontró en Paramaribo, y con quien tuvo una hija. La mujer murió de
muerte natural poco tiempo después, y no tuvo la suerte de la otra cuyos pedazos
sustentaron su propio huerto de coliflores, sino que la enterraron entera y con su nombre de
holandesa en el cementerio local. La hija había heredado su color y sus tamaños, y los ojos
amarillos y atónitos del padre, y éste tenía razones para suponer que estaba criando a la
mujer más bella del mundo.
Desde que conoció al senador Onésimo Sánchez en la primera campaña electoral, Nelson
Fariña había suplicado su ayuda para obtener una falsa cédula de identidad que lo pusiera a
salvo de la justicia. El senador, amable pero firme, se la había negado. Nelson Fariña no se
rindió durante varios años, y cada vez que encontró una ocasión reiteró la solicitud con un
recurso distinto. Pero siempre recibió la misma respuesta. De modo que aquella vez se
quedó en el chinchorro, condenado a pudrirse vivo en aquella ardiente guarida de
bucaneros. Cuando oyó los aplausos finales estiró la cabeza, y por encima de las estacas del
cercado vio el revés de la farsa: los puntales de los edificios, las armazones de los árboles, los
ilusionistas escondidos que empujaban el trasatlántico. Escupió su rencor.
- Merde -dijo-, c’est le Blacaman de la politique.
Después del discurso, como de costumbre, el senador hizo una caminata por las calles del
pueblo, entre la música y los cohetes, y asediado por la gente del pueblo que le contaba sus
penas. El senador los escuchaba de buen talante, y siempre encontraba una forma de
consolar a todos sin hacerles favores difíciles. Una mujer encaramada en el techo de una
casa, entre sus seis hijos menores, consiguió hacerse oír por encima de la bulla y los truenos
de pólvora.
- Yo no pido mucho, senador -dijo-, no más que un burro para traer agua desde el Pozo del
Ahorcado.
El senador se fijó en los seis niños escuálidos.
- ¿Qué se hizo tu marido? -preguntó.
- Se fue a buscar destino en la isla de Aruba -contestó la mujer de buen humor-, y lo que se
encontró fue una forastera de las que se ponen diamantes en los dientes.
La respuesta provocó un estruendo de carcajadas.
- Está bien -decidió el senador-, tendrás tu burro.
Poco después, un ayudante suyo llevó a casa de la mujer un burro de carga, en cuyos lomos
habían escrito con pintura eterna una consigna electoral para que nadie olvidara que era un
regalo del senador.
En el breve trayecto de la calle hizo otros gestos menores, y además le dio una cucharada a
un enfermo que se había hecho sacar la cama a la puerta de la casa para verlo pasar. En la
última esquina, por entre las estacas del patio, vio a Nelson Fariña en el chinchorro y le
pareció ceniciento y mustio, pero lo saludó sin afecto:
- Cómo está.
Nelson Fariña se revolvió en el chinchorro y lo dejó ensopado en el ámbar triste de su
mirada.
- Moi, vous savez -dijo.
Su hija salió al patio al oír el saludo. Llevaba una bata guajira ordinaria y gastada, y tenía la
cabeza guarnecida de moños de colores y la cara pintada para el sol, pero aun en aquel
estado de desidia era posible suponer que no había otra más bella en el mundo. El senador
se quedó sin aliento.
- ¡Carajo -suspiró asombrado-, las vainas que se le ocurren a Dios!
Esa noche, Nelson Fariña vistió a la hija con sus ropas mejores y se la mandó al senador. Dos
guardias armados de rifles, que cabeceaban de calor en la casa prestada, le ordenaron
esperar en la única silla del vestíbulo.
El senador estaba en la habitación contigua reunido con los principales del Rosal del Virrey, a
quienes había convocado para cantarles las verdades que ocultaba en los discursos. Eran tan
parecidos a los que asistían siempre en todos los pueblos del desierto, que el propio senador
sentía el hartazgo de la misma sesión todas las noches. Tenía la camisa ensopada en sudor y
trataba de secársela sobre el cuerpo con la brisa caliente del ventilador eléctrico que
zumbaba como un moscardón en el sopor del cuarto.
- Nosotros, por supuesto, no comemos pajaritos de papel -dijo-. Ustedes y yo sabemos que
el día en que haya árboles y flores en este cagadero de chivos, el día en que haya sábalos en
vez de gusarapos en los pozos, ese día ni ustedes ni yo tenemos nada que hacer aquí. ¿Voy
bien?
Nadie contestó. Mientras hablaba, el senador había arrancado un cromo del calendario y
había hecho con las manos una mariposa de papel. La puso en la corriente del ventilador, sin
ningún propósito, y la mariposa revoloteó dentro del cuarto y salió después por la puerta
entreabierta. El senador siguió hablando con un dominio sustentado en la complicidad de la
muerte.
- Entonces -dijo- no tengo que repetirles lo que ya saben de sobra: que mi reelección es
mejor negocio para ustedes que para mí, porque yo estoy hasta aquí de aguas podridas y
sudor de indios, y en cambio ustedes viven de eso.
Laura Fariña vio salir la mariposa de papel. Sólo ella la vio, porque la guardia del vestíbulo se
había dormido en los escaños con los fusiles abrazados. Al cabo de varias vueltas la enorme
mariposa litografiada se desplegó por completo, se aplastó contra el muro, y se quedó
pegada. Laura Fariña trató de arrancarla con las uñas. Uno de los guardias, que despertó con
los aplausos en la habitación contigua, advirtió su tentativa inútil.
- No se puede arrancar -dijo entre sueños-. Está pintada en la pared.
Laura Fariña volvió a sentarse cuando empezaron a salir los hombres de la reunión. El
senador permaneció en la puerta del cuarto, con la mano en el picaporte, y sólo descubrió a
Laura Fariña cuando el vestíbulo quedó desocupado.
- ¿Qué haces aquí?
- C’est de la part de mon père -dijo ella.
El senador comprendió. Escudriñó a la guardia soñolienta, escudriñó luego a Laura Fariña
cuya belleza inverosímil era más imperiosa que su dolor, y entonces resolvió que la muerte
decidiera por él.
- Entra -le dijo.
Laura Fariña se quedó maravillada en la puerta de la habitación: miles de billetes de banco
flotaban en el aire, aleteando como la mariposa. Pero el senador apagó el ventilador, y los
billetes se quedaron sin aire, y se posaron sobre las cosas del cuarto.
- Ya ves -sonrió-, hasta la mierda vuela.
Laura Fariña se sentó como en un taburete de escolar. Tenía la piel lisa y tensa, con el mismo
color y la misma densidad solar del petróleo crudo, y sus cabellos eran de crines de potranca
y sus ojos inmensos eran más claros que la luz. El senador siguió el hilo de su mirada y
encontró al final la rosa percudida por el salitre.
- Es una rosa -dijo.
- Sí -dijo ella con un rastro de perplejidad-, las conocí en Riohacha.
El senador se sentó en un catre de campaña, hablando de las rosas, mientras se
desabotonaba la camisa. Sobre el costado, donde él suponía que estaba el corazón dentro
del pecho, tenía el tatuaje corsario de un corazón flechado. Tiró en el suelo la camisa mojada
y le pidió a Laura Fariña que lo ayudara a quitarse las botas.
Ella se arrodilló frente al catre. El senador la siguió escrutando, pensativo, y mientras le
zafaba los cordones se preguntó de cuál de los dos sería la mala suerte de aquel encuentro.
- Eres una criatura -dijo.
- No crea -dijo ella-. Voy a cumplir 19 en abril.
El senador se interesó.
- Qué día.
- El once -dijo ella.
El senador se sintió mejor. «Somos Aries», dijo. Y agregó sonriendo:
- Es el signo de la soledad.
Laura Fariña no le puso atención pues no sabía qué hacer con las botas. El senador, por su
parte, no sabía qué hacer con Laura Fariña, porque no estaba acostumbrado a los amores
imprevistos, y además era consciente que aquél tenía origen en la indignidad. Sólo por ganar
tiempo para pensar aprisionó a Laura Fariña con las rodillas, la abrazó por la cintura y se
tendió de espaldas en el catre. Entonces comprendió que ella estaba desnuda debajo del
vestido, porque el cuerpo exhaló una fragancia oscura de animal de monte, pero tenía el
corazón asustado y la piel aturdida por un sudor glacial.
- Nadie nos quiere -suspiró él.
Laura Fariña quiso decir algo, pero el aire sólo le alcanzaba para respirar. La acostó a su lado
para ayudarla, apagó la luz, y el aposento quedó en la penumbra de la rosa. Ella se abandonó
a la misericordia de su destino. El senador la acarició despacio, la buscó con la mano sin
tocarla apenas, pero donde esperaba encontrarla tropezó con un estorbo de hierro.
- ¿Qué tienes ahí?
- Un candado -dijo ella.
- ¡Qué disparate! -dijo el senador, furioso, y preguntó lo que sabía de sobra-: ¿Dónde está la
llave?
Laura Fariña respiró aliviada.
- La tiene mi papá -contestó-. Me dijo que le dijera a usted que la mande a buscar con un
propio y que le mande con él un compromiso escrito asegurando que le va a arreglar su
situación.
El senador se puso tenso. «Cabrón franchute», murmuró indignado. Luego cerró los ojos
para relajarse, y se encontró consigo mismo en la oscuridad. Recuerda -recordó- que seas tú
o sea otro cualquiera, estarás muerto dentro de un tiempo muy breve, y que poco después
no quedará de ustedes ni siquiera el nombre. Esperó a que pasara el escalofrío.
- Dime una cosa -preguntó entonces-: ¿Qué has oído decir de mí?
- ¿La verdad de verdad?
- La verdad de verdad.
- Bueno -se atrevió Laura Fariña-, dicen que usted es peor que los otros, porque es distinto.
El senador no se alteró. Hizo un silencio largo, con los ojos cerrados, y cuando volvió a
abrirlos parecía de regreso de sus instintos más recónditos.
- Qué carajo -decidió- dile al cabrón de tu padre que le voy a arreglar su asunto.
- Si quiere yo misma voy por la llave -dijo Laura Fariña.
El senador la retuvo.
- Olvídate de la llave -dijo- y duérmete un rato conmigo. Es bueno estar con alguien cuando
uno está solo.
Entonces ella lo acostó en su hombro con los ojos fijos en la rosa. El senador la abrazó por la
cintura, escondió la cara en su axila de animal de monte y sucumbió al terror. Seis meses y
once días después había de morir en esa misma posición, pervertido y repudiado por el
escándalo público de Laura Fariña, y llorando de la rabia de morirse sin ella.