257

[Γασπάρ_ντε_Καρβαχάλ_(Gaspar_de_C(Bookos.org)

Embed Size (px)

Citation preview

«

i δ

I 1 Μ g α ,ο

i >

i

I g

I

ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ/ΤΑΞΙΑΙΑ-ΑΝΑΚΑΑ ΥΨΕΙΣ Γ. ΝΤΕΚΑΡΒΑΧΑΑ - 7Ζ ΝΤΕΑΑΜΕΣΤΟ: ΕΛΛΟΡΑΔΟ

Ta στενά τον Αμαζονίου. (Γκραβούρα στην Ιστορία της Ακαδημίας των Επιστημών, Βιβλιοθήκη τον Ινστιτούτου, Παρίσι 1745).

Γ Α Σ Π Α Ρ Ν Τ Ε Κ Α Ρ Β Α Χ Α Λ

Π Ε Α Ρ Α Ρ Ι Α Σ Ν Τ Ε Α Λ Μ Ε Σ Τ Ο

ΕΛΔΟΡΑΔΟ Α Γ Κ Ι Ρ Ε Η Μ Α Σ Τ Ι Γ Α Τ Ο Υ Θ Ε Ο Υ

Εισαγωγή Μαρίνος Βλέσσας

Μετάφραση - Σχόλια ΝτίναΣώτηρα

Η μετάφραση του παρόντος έργου έγινε με την αροογή του Υπουργείου Πολιτισμού της Ισπανίας

La traducción se ha realizado mediante una ayuda del Ministerio de Cultura de España

Τίτλος του έργου στα ισπανικά: Gaspar de Carvajal-Pedrarias de Almesto: La Aventura del Amazonas

Η μετάφραση έγινε από το ισπανικό πρωτότυπο Το κείμενο είναι ολόκληρο και χωρίς συντομεύσεις

Copyright για την ελληνική μετάφραση, την εισαγωγή και τα σχόλια: ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ»

ISBN 960-303-047-3

Χρόνος Α' έκδοσης: ΚαλοκοΛρι 1997

Φωτοστοιχειοθεσία-Σελιδοποίηση-Φωτογραφική αναπαραγωγή: Μ. Αεοντακιανάκος

Ελικώνος 11, Χαλάνδρι, τηλ. 6812457, 6841959 Εκτύπωση-Βιβλιοδεσία: ΕΥΡΩΤΥΠΑΕ

Κολωνού 12-14, τηλ. 5234373

Τυπογραφικές διορθί&σεις: Δάφνη Ανδρέου Ετπ,μέλεια έκδοσης: ΑουκάςΑξελός

Εξώφυλλο: Στέλλα Γκρανιά

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ» Μαυρομιχάλη 39, Αθήνα 106 80

Τηλ. 3601956, 3610445, Fax 3610445

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Λίγα λόγια για τους συγγραφείς των δύο χρονικών που αποτε-λούν αυτή την έκδοση 9 Αντί Εισαγωγής: Ταξίδι στο παρελθόν του μέλλοντος. Ο διπλός κατάπλους του Αμαζονίου τον 16ο αιώνα 11

ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ: ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚ ΝΕΟΥ ΑΝΑΚΛ-Α ΥΨΕΩΣ ΤΟΥ ΞΑΚΟΥΣΤΟΥ Α ΥΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ 29

ΠΕΔΡΑΡΙΑΣ ΝΤΕ ΑΛΜΕΣΤΟ: ΦΙΑΑΑΗΘΗΣ ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΜΑ ΓΟΥΑ ΚΑΙΤΟΕΑΔΟΡΑΔΟ 9 9 Θάνατος του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα 129 Θάνατος του Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν 155 Κατάπλους του ποταμού Μαρανιόν 170 Αφιξη του τυράννου στη νήσο Μαργαρίτα 173 Θάνατος του κυβερνήτη Δον Χουάν ντε Βιλιαντράντο 185 Αφιξη του τυράννου στην Μπουρμπουράτα 202 Γράμμα του τυράννου 218 Αφανισμός και θάνατος του Αγκίρε 228

Συνάντηση των Αμαζόνων. (Γκραβούρα στις Παραδοξότητες της Ανταρ-κτικής Γαλλίας τον Αντρέ Τεβέ, Παρίσι 1558).

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ

ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ

ΟΦράυ Γασπάρ ντε Καρβαχάλ γεννήθηκε το 1504 στο Τρουχίγιο. Σε νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο τάγμα του

Αγίου Δομίνικου ντε Γκουθμάν Στα τέλη του 1536μετά από πρόσκληση του επισκόπου της Λίμας, Βιθέντε ντεΒαλβέρδε ττήγε στις Ινδίες με μια ομάδα οχτώ δομινικανών μοναχών. Στην Αίμα πρέπει ναγνώρισε ο Φράυ Γασπάρ τονΓκονθάλο Πιθάρο, ενώ αυτός κατευθυνόταν προς τοΚίτο και πήγε μαζί του ως εφημέριος. Τον συνόδευσε στην εκστρατεία του για την ανακάλυψη της χώρας της κανέλας, όταν όμως ο Ορε-λιάναχώρισε από τονΠιθάρο, ο δομινικανός τον ακολού-θησε. Έτσι ο Καρβαχάλ είναι αυτόπτης μάρτυρας του ότι ο διοικητής Ορελιάνα ήταν αδύνατον εκ των πραγμάτων να επιστρέψει εκεί όπου ο Πιθάρο είχε στήσει το στρατόπεδό του, πράγμα που κάνει την μαρτυρία του υπέρ του Ορελιά-να πολύ σημαντική για να καταρριφθούν οι κατηγορίες για προδοσία εναντίον του.

Μετά το τέλος της εξερεύνησης, αφού η αποστολή έφτα-σε στο νησίΚουμπαγουά, ο Καρβαχάλ πληροφορείται τον θά-νατο του Βιθέντε ντεΒαλβέρδε και αποφασίζει να επιστρέ-ψει στο Περού. Εκεί μαθαίνει ότι ο διοικητής Ορελιάνα κα-τηγορείται ότι πρόδωσε τονΓκονθάλο Πιθάρο και, αναμφί-βολα, αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που απο-φάσισε να γράψει την εξιστόρηση των γεγονότων. Το 1557 εκλέχτηκε επιθεωρητής του τάγματος του Αγίου Δομίνικου στο Περού. Πέθανε στο μοναστήρι της Αίμας το 1584.

Για την ζωή τουΠεδράριας ντεΑλμέστο γνωρίζουμε πολύ λίγα. Γεννήθηκε στην πόλη ΘάφρατηςΕξτρεμαδούρας. Μετά από την εκστρατεία στο Ελδοράδο κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου τηςΣάντα Φε, το οποίο τον απήλ-λαξε από κάθε κατηγορία συμμετοχής στην ανταρσία του Λόπε ντε Αγκίρε. Είναι γνωστό ότι ήταν ένας από τους ελά-χιστους «μαραηόνες» που επέστρεψαν στην Ισπανία μετά την εκστρατεία του Αγκίρε. Ο Πεδράριας ντε Αλμέστο είχε ως μοντέλο για την εξιστόρησή του ένα άλλο χρονικό της αποστολής του Ουρσούα, το Ελδοράδο: Χρονικό της αποστο-λής του Πέδρο ντε Ουρσούα και του Λόπε ντε Αγκίρε με συγ-γραφέα τον Φρανθίσκο Βάθκεθ, ο οποίος συμμετείχε επίσης στην αποστολή.

10

Α Ν Τ Ι Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η Σ

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Ο ΔΙΠΛΟΣ ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΜΑΖΟΝΙΟΥ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ

Ι. ΑΜΑΖΟΝΙΟΣ

Ο ταξιδιώτης που επιλέγει τη χερσαία οδό από τη λίμνη Τιτικάκα προς την κοιλάδα του Κούσκο, ακολουθώντας τον πανάρχαιο δρόμο των υψιπέδων, εστιάζει την προ-

σοχή του στο γυμνό, ανεμοδαρμένο τοπίο με τις μακρινές, χιο-νοσκέπαστες κορυφές και τα κοπάδια από προβατογκαμήλες, αιώνια στερεότυπα του ανδινού περίγυρου. Το ανέβασμα κα-ταλήγει στην τοποθεσία Λα Ράγια, έναν αυχένα, απ'όπου σιγά-σιγά ο δρόμος κατηφορίζει προς την ιερή κοιλάδα των Ίνκας, αθέατη ακόμη, ένα διάσημο σκηνικό ήρεμης αγροτικής ζωής, σχεδόν απαράλλακτης εδώ και χιλιετίες. Το μάτι αναζητά διαρ-κώς τα ίχνη των αρχαίων ανδι νώνπολιτισμών, αρδευτικά ανα-χώματα, ισοπεδωμένες σκαλωτές, πλαγιές, πέτρινα κτίσματα. Έτσι, εκείνο το ταπεινό ρυάκι μόλις εμφανέστερο από χαρα-γιά αρχαϊκού σκαπτικού εργαλείου σε άγονη γη, περνάει μάλ-λον απαρατήρητο. Και όμως στη Λα Ράγια έχει κανείς μπροστά του τη γέννηση του Αμαζονίου.

Αυτός ο υδροκριτής ήταν από παλιά γνωστός ως ένα σημα-ντικό σύνορο. Στους μύθους ίδρυσης του κράτους των Ίνκας ο βασιλιάς συναγωνίζεται τη βασίλισσα σ' ένα στοίχημα ρίψης. Η πέτρα δεν ξεπερνά ποτέ αυτό το όριο. Από κει και πέρα ο χώρος είναι ξένος, από μέσα ωστόσο είναι ενιαίος χωρίς ρήγ-ματα, συνεχής, όπως ταιριάζει στον αδιαίρετο χώρο ενός βα-

11

σίλειου. Είναι βέβαιο πως οι Ίνκας δεν είχαν συνειδητοποιή-σει την ύπαρξη του γιγαντιαίου ποταμού, αλλά έβλεπαν τηνΑα Ράγια σαν μια βολιΐ€ή μεταφορά, ένα σύμβολο, ενοποιημένου πολιτικού χώρου, που σε παλαιότερες εποχές υπήρξε κατακερ-ματισμένος. Η Αα Ράγια χωρίζει τη λεκάνη του Αμαζονίου από την «τυφλή» λεκάνη της λίμνης Τιτικάκα. Σίγουρα υπάρχουν και άλλες πηγές ποταμών που διεκδικούν τον τίτλο των πηγών του Αμαζονίου. Το ζήτημα παραμένει αρκετά ασαφές μέχρι σήμερα. Πάντως η Αα Ράγια, του Βιλκανότα είναι το πιο από-μακρο σημείο σ' ολόκληρη τη λεκάνη. Εδώ ή αλλού, στις αφε-τηρίες άλλων μεγάλων κλάδων, όπως του Μαρανιόν και του Ουαγιάγκα βρισκόμαστε πάντοτε μέσα στα γεωγραφικά όρια των μεγάλων ανδινών πολιτισμών. Αντίθετα όμως με άλλες πε-ριπτώσεις, τόσο γνωστές στην ανθρώπινη ιστορία, αυτή η φυσική συνύπαρξη έχει παίξει πολύ περιορισμένο ρόλο στην εξέλιξη των τοπικών πολιτισμών. Η ανδινή οικονομία, αποκλει-στικά σχεδόν στεριανή, βασίστηκε στην εκμετάλλευση μικρών ρευμάτων-κυρίως όσων χύνονται στον Ειρηνικό Ωκεανό, και ελάχιστα στο κολοσσιαίο υδάτι νο δυναμικό που γεννιέται στις περιοχές της και κατευθύνεται προς τα ανατολικά βαθύπεδα. Ο Βιλκανότα αρχίζει στη Αα Ράγια και προχωρώντας αγγίζει τον πυρήνα της ινκαϊκής αυτοκρατορίας σχηματίζοντας την ιερή κοιλάδα κοντά στις πόλειςΠισάκ και Ολανταϋτάμπο, και αφού αφήσει πίσω του την άγνωστη μέχρι πρόσφατα πόλη Μάτσου-Πίτσου μπαίνει στα βαθύπεδα. Τώρα ακολουθεί το δρόμο του ως Ουρουμπάμπα και αργότερα Ουκαγιάλι. Αφού στραφεί ανατολικά συμβάλλει με τ' άλλα δυο μεγάλα ρεύμα-τα, τον Μαρανιόν και τον Ουοίλιάγκα, και στο Ίκιτος γίνεται κιόλας ο Αμαζόνιος. Για τρισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα, αυτή η γιγαντιαία υδάτινη μάζα δέχεται από το βορρά και το νότο αναρίθμητους παραπόταμους, που εξασφαλίζουν ποσότητες νε-ρού ανεξάρτητα από τις τοπικές εναλλαγές βροχής-ξηρασίας. Όταν μειώνεται η στάθμη των μεν πλημμυρίζουν οι δε. Από ένα σημείο και πέρα συχνά η μια όχθη δεν διακρίνεται από την άλλη ώσπου μια συσσωρευμένη ροή διακοσίων χιλιάδων κυ-βικών μέτρων το δευτερόλεπτο καταλήγει στον Ατλαντικό απω-θώντας τα αλμυρά νερά πάνω από διακόσια χιλιόμετρα στ' ανοικτά. Εξήντα φορές μεγαλύτερος από τον ελαφρώς μακρύ-

12

τερό του Νείλο, δεν έχει να παρουσιάσει το ίδιο λαμπρό παρελ-θόν, Ωστόσο, στην αφρικάνικη εντυπωσιακή ιστορία του τελευ-ταίου, έχει ν'αντιπαραθέσει έναν εξίσου πλούσιο μύθο ζωντα-νό μέχρι τις μέρες μας. Με την ι νκαϊκή αυτοκρατορία τον συν-δέουν μερικές περίεργες σχέσεις. Όχι μόνον επειδή η εξερεύνη-σή του αρχίζει μέσα στα όριά της και έχει κατεύθυνση από τις πηγές στις εκβολές, αντίθετα με ότι συμβαίνει συνήθως, αλλά και γιατί εδώ γεννήθηκαν οι θρύλοι για τις μυστηριώδεις χώ-ρες στ' ανατολικά, που ερέθισαν τη φαντασία των πρώτων Ισπανών. Η εξερεύνηση του Αμαζονίου συνδέεται με πολιτι-σμούς που του είχαν γυρίσει την πλάτη και με ανθρώπους που δεν είχαν ακριβώς αυτό το σκοπό. Μύθοι και ειδικές ιστορικές συγκυρίες υπήρξαν οι κινητήριες δυνάμεις, που οδήγησαν στις προσπάθειες του 16ου αιώνα για τον κατάπλου του ποταμού. Με όλη τη δυνατή συντομία θα γίνει λοιπόν μια σχετική ανα-φορά.

Π. ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ

Εκτός από τον γεωγραφικό χώρο των μεγάλων ανδινών πο-λιτισμών, υπήρξαν και άλλα σημεία διείσδυσης στα βαθύπε-δα του Αμαζονίου. Κατά την πρώτη, όμως, εποχή μετά την κα-τάκτηση (1532) το Περού έγινε η κύρια αφετηρία εξορμήσεων προς τα ανατολικά τροπικά δάση, όχι μόνον ως πλέον γειτονι-κό, αλλά και ως η πρώτη σημαντική εστία εποικισμού, στην καρδιά της άλλοτε κραταιάς και οργανωμένης ινκαϊκής αυτο-κρατορίας. Το είδος και οι στόχοι των αποστολών αυτών κα-θορίστηκαν, ακριβώς, από τη δυναμική της αποικιοκρατικής κοινωνίας, κατά τη φάση της διαμόρφωσής της, από τις περι-πετειώδεις σχέσεις της με την Μητρόπολη, και λιγότερο από έναν καθαρό εξερευνητικό ζήλο, ο οποίος μάλιστα μειώνεται όσο περνά ο καιρός. Το ιστορικό περίγραμμα που ακολουθεί αρχίζει με την είσοδο των Ισπανών στο Περού και τελειώνει με την εγκατάσταση του αντιβασιλέα Τολέδο το 1569, εποχή που σηματοδοθεί και το τέλος της «ηρωικής εποχής» της Κατάκτη-σης.

Ο Φρανθίσκο Πιθάρο αποβιβάζεται με ελάχιστους άντρες και άλογα, το 1532, στη βόρεια ακτή του Περού. Από κει προ-χωρεί προς την Καχαμάρκα, όπου κατορθώνει να εξουδετερώ-

13

σει την αντίσταση του νικητή στον πρόσφατο εμφύλιο πόλεμο για τη διεκδίισιση του ινκαϊκού θρόνου, Αταχουάλπα, τον οποίο και εκτελεί τον επόμενο χρόνο, όχι πριν συγκεντρώσει άφθονο χρυσάφι ως λύτρα για την απελευθέρωσή του. Από την Καχα-μάρκα οι Ισπανοί κατεβαίνουν στο Κούσκο, όπου ενθρονίζουν έναν Ίνκα-ανδρείκελο. Στα επόμενα χρόνια εδραιώνεται η ισπανική κυριαρχία στον πυρήνα της παλιάς αυτοκρατορίας, ενώ το ηγετικό στρώμα της ινκαϊκής αριστοκρατίας εγκαθιστά στην δύσβατη περιοχή της Βιλκαμπάμπα μιαν εστία αντίστα-σης, που θα διαρκέσει τέσσερις δεκαετίες. Το 1535 ο ίδιος ο Πιθάρο ιδρύει την πόλη της Λίμας αλλά οι διαμάχες ανάμεσα στους ηγέτες της Κατάκτησης διαρκώς οξύνονται. Οι δολοφο-νίες είναι συχνές, ενώ κάποιοι ετύφοβοι διεκδικητές της από-λυτης εξουσίας στέλνονται σε μακρινές αποστολές για να εκτο-νωθεί η κατάσταση. Έτσι οργανώνεται η εκστρατεία στη Χιλή, ενώ ο μικρός αδελ^ς του Πιθάρο, ο Γκονσάλο αποπειράται την πρώτη εξερεύνηση του Αμαζονίου. Το 1541 δολοφονείται ο με-γάλος Πιθάρο, και λίγο αργότερα εγκαθίσταται στη Αίμα ο πρώτος αντιβασιλέας σε μια προσπάθεια της Ισπανίας να ελέγ-ξει τα πράγματα. Μέχρι το 1555 το Περού συγκλονίζεται από εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα σε Ισπανούς πολέμαρχους, ή από εξεγέρσεις των ιδίων ενάντια στην αδύναμη ακόμη κεντρική αποικιοκρατική εξουσία. Ο Γκονσάλο Πιθάρο, οργανώνει τώρα και καθοδηγεί τη μεγαλύτερη και πιο απειλητική απ'αυτές τις εξεγέρσεις, μέχρι την ήττα και τον αποκεφαλισμό του.

Όταν το 1556ο τρίτος αντιβασιλέας μαρκήσιος του Κανέτε κατορθώνει να βάλει κάποια τάξη, έχει ήδη ξεσπάσει σημα-ντική αναταραχή στα ιθαγενή έθνη, καθώς βαθμιαία συνει-δητοποιούν ότι οι Ευρωπαίοι διαφέρουν από παλαιότερους γνώριμούς τους, επικυριάρχους, που σέβονταν τους κανόνες ενός πανάρχαιου ανδινού εθιμικού δικαίου. Το μέτωπο παρ' όλ' αυτά δεν είναι ενιαίο. Η ι νκαϊκή εστία της Βιλκαμπάμπα έχει διαφορετικούς στόχους από εκείνους άλλων περιφερεια-κών εξεγέρσεων. Μοιάζει περισσότερο με διαπραγμάτευση προνομίων μέσα στα αποδεκτά πλαίσια της αποικιοκρατικής πολιτικής δομής, ενώ, αντίθετα, οι εναντιώσεις των άλλων εθνοτήτων, ενισχυμένες κι από τη γενικότερη κρίση λόγω επι-δημιών και εξαναγκαστικής εργασίας ολόκληρων πληθυσμών σε μακρινά ορυχεία, υπερασπίζονται έναν απειλούμενο πο-λιτισμό. Η κατάσταση στο Περού απαιτεί συνολικές λύσεις.

14

o πέμπτος αντιβασιλέας Φρανσίσκο Τολέδο, ένας ικανός ορ-γανωτής εγκαθίσταται στη Αίμα το 1569. Με σκληρά μέτρα οργανώνει μια πραγματική επιχείρηση διάλυσης του ανδι νού πολιτισμικού ιστού: Επεμβαίνει ακόμη και στην ιστορία των τοπικών κοινωνιών διατάζοντας έρευνες δικών του διανοου-μένων, οι οποίες καταλήγουν στο αναπόφευκτο και ευκταίο της ισπανικής κυριαρχίας, Αναδιαρθώνει δραματικά την πα-ραδοσιακή χωροταξική δομή, που έχει προκύψει από την πρα-κτική ανάγκη ταυτόχρονης εκμετάλλευσης των διαφορετικών οικολογικών ζωνών, σ' ένα «κατακόρυφο» ορεινό τοπογρα-φικό, συγκεντρώνοντας τους ινδιάνους σε νέες «πόλεις». Τέ-λος το 1572 κατορθώνει να φέρει πίσω στο Κούσκο τον τελευ-ταίο αρχηγό της Βιλκαμπάμπα, τον Τουπάκ Αμάρου τον Α \ και τον εκτελεί Έτσι ολοκληρώνεται η περίοδος της κατάκτη-σης του Περού.

Μια παράλληλη σειρά εξελίξεων, έξω από τα τρέχοντα συμ-βάντα, σχετίζεται άμεσα με τις εξερευνήσεις στην Αμαζονία και την συνολική ιστορική δυναμική στο Νέο Κόσμο, Πρόκει-ται για τις περιπέτειες του διαβόητου θεσμού της «Ενκομιέντα» της παραχώρησης ινδιάνων σε Ισπανούς εποίκους ως εργατι-κής δύναμη με την υποχρέωση της κατήχησης στο Χριστιανισμό -από τη στιγμή που έμνε αποδεκτό ότι κι αυτοί «έχουν ψυχή». Το 1512, με τους νόμους του Μπούργκος γίνεται μια προσπάθεια να οργανωθεί κάπως το καινοφανές αυτό σύστημα, τυπικά διαφορετικό από τη δουλεία, αλλά με πολλές ομοιότητες στην πράξη. Πλήθος ρυθμίσεων και τροπολογιών σ' ολόκληρο τον 16ο και 17ο αιώνα αποτελούν προϊόντα συμβιβασμών και συ-γκυριών, ΟΑαςΚάσας, σφοδρός πολέμιος της Ενκομιέντα φαί-νεται ότι αφυπνίζει πολλές συνειδήσεις, αλλά και συμβάλλει σε μια πιο διαυγή θεώρηση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του ισπανικού Στέμματος, Έτσι από το 1532οι ινδιάνοι δεν ανή-κουν πλέον στον «ενκομεντέρο», που τώρα περιορίζεται στη συλλογή φόρων με το αζημίωτο, αλλά στον Ισπανό βασιλιά. Από το 1536όταν ο θεσμός εισάγεται στο Περού κάτω από αυ^ τήν την πιο οριστική μορφή, δεν παύει ούτε στιγμή ν' αποτελεί ένα μόνιμο σημείο τριβής. Λεν λείπουν ακόμη και οι εξεγέρσεις, εφόσον οι εκχωρήσεις Ενκομιέντα σε ευνοημένους μειώνονται διαρκώς και ασκούνται ισχυρές πιέσεις για κατάργηση του δι-καιώματος κληρονόμησής της. Το 1542 οι «Νέοι Νόμοι» απα-

15

γορεύουν νέες εκχωρήσεις. Αυτό αυξάνει τη δυσαρέσκεια της πρώτης γενιάς κατακτητών και οδηγεί πολλούς σε εξεγέρσεις. Δεν είναι μόνον ο διαρ^ς περιορισμός των δικαιωμάτων αλλά και η συνεχής αλλαγή των κανόνων. Η Ενκομιέντα γίνεται αντικείμενο συναλλαγών, ιδιαίτερα όταν ο ισπανικός θρόνος έχει δυσκολίες, οπότε δίνει τη δυνατότητα σε οικονομικά εύ-ρωστους να αγοράζουν τα προνόμιά της.

Έτσι γύρω στα μέσα του 16ου αιώνα υπάρχουν περίπου 400.000ινδιάνοι φόρου υποτελείς, διαμοιρασμένοι σε430ενκθ' μεντέρος, μόλις δηλαδή στο 10% του συνόλου των εγκατεστη-μένων στο Περού Ισπανών. Οι υπόλοιποι αρκούνται σε μικρό κλήρο γης, προσφέρουν υπηρεσίες σε συμπατριώτες τους, πι-θανώς παλιούς συμπολεμιστές τους, ή αναζητούν νέους θησαυ-ρούς σε αφιλόξενα εδάφη, με την ελπίδα ότι έτσι θα πείσουν το Στέμμα να αναγνωρίσει κάποια δικαιώματά τους, πάνω σε γη που οι ίδιοι, για δεύτερη φορά κατέκτησαν. Από μια άποψη η αναζήτηση μακρινών εδαφών είναι άμεσα συναρτημένη με τις περιπέτειες του θεσμού της Ενκομιέντα, γιατί η τελευταία προσ-λαμβάνει ειδικά χαρακτηριστικά ανάλογα με την περιοχή.

Τα ισχυρά ορει νά ανδι νά κράτη, στο πέρασμα τω νχιλιετιώ ν, είχαν επενδύσει τη διαθέσιμη εργατική δύναμη σε αξιόλογα εγγειοβελτιωτικά έργα. Οι πληθυσμοί τους ήταν συνηθισμένοι σε εντατική εργασία, ενώ αντίθετα σταβαθύπεδα οι διάφορες νομαδικές φυλές δεν διέθεταν καμιάν αξιόλογη υποδομή πέρα από τη δική τους ατομική εργασία. Η διαφορά αυτή έγινε αμέ-σως αντιληπτή από τους Ισπανούς εισβολείς, και γεννήθηκε ο θεσμός της «Ενκομιέντα για προσωπικές υπηρεσίες», με στό-χο την καλύτερη εκμετάλλευση των πληθυσμών του τροπικού δάσους. Οι διαφορές από την κλασική δουλεία είναι ελάχιστες. Ωστόσο το ic πανικό Στέμμα και το Συμβούλιο των Ινδιών, για μια σειρά λόγους, που δεν μπορεί να αναλυθούν εδώ, δεν επι-θυμούσε την δουλεία των ινδιάν^ον και την χωρίς όρια εκμε-τάλλευσή τους, και σ' αυτό διέφερε από τις πρακτικές της Πορ-τογαλίας. Το 1549 απαγορεύεται διά νόμου να παραχωρείται προσωπική εργασία ινδιάνων αντί για φόρους σε προϊόντα, καταφέροντας ένα ισχυρό θεσμικό κτύπημα σε καταστάσεις ευρύτατα διαδεδομένες. Είναι φανερό ότι μια τέτοια εξέλιξη με-γάλωσε ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στους προνο-μιούχους ενκομεντέρος τωνανδινώνυψιπέδων, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα συγκέντρωσης σημαντικών ποσοτήτων διαφό-

16

ρων προϊόντων και στους υπόλοιπους, στις παρυφές των απο-δοτικών εδαφών. Όσο βέβαια μεγαλώνει η απόσταση από τα τοπικά κέντρα εξουσίας τόσο αυξάνουν και τα περιθώρια αυ-θαιρεσιών, ακόμη δε περισσότερο όταν το ίδιο το Στέμμα δεν λεπτολογεί και πολύ τα πράγματα, αναγνωρίζοντας την ύπαρ-ξη «ειδικών συνθηκών».

Μέχρι βαθιά στον 18ο αιώνα, όταν καταργείται εντελώς η Ενκομιέντα - και αργότερα εφόσον πάντοτε βρίσκονται μέθο-δοι υπερφαλάγγισης των όποιων θεσμών - οι δυνατότητες για εξαντλητική εκμετάλλευση των ιθαγενών πληθυσμών στα δάση τηςΑμαζονίας παραμένουν πολύ μεγάλες. Στα όρια της δικαιο-δοσίας Ισπανίας-Πορτογαλίας επικρατούν συνήθως καταστά-σεις θολές και μόνον η κατά τόπους αντίσταση των ιθαγενών δεν κάνει πάντοτε αυτές τις περιοχές έναν πραγματικό παρά-δεισο για κάθε είδους τυχοδιώκτες. Πάντως, για τέτοιες κατη-γορίες ανθρώπων, όσο περνούν οι δεκαετίες, το εσωτερικό της Ηπείρου γίνεται όλο και περισσότερο δελεαστικό και ίσως η μόνη διέξοδός τους όσο σταθεροποιείται η αυταρχική αποικιο-κρατική εξουσία στον πυρήνα των παλαιών ορεινών ανδινών πολιτισμών.

ΙΠ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΪΤΙΤΙ ΣΤΟ ΕΛΑΟΡΑΑΟ

Η εποχή των εξερευνήσεων αρχίζει σχεδόν ταυτόχρονα με την Κατάκτηση. Αμέσως μόλις ο στρατός του Πιθάρο πατάει στο έδαφος της Νότιας Αμερικής, κάποιοι οπλαρχηγοί του απο-τολμούν διεισδύσεις στα ανατολικά τροπικά δάση, από τις ίδιες τις διόδους που οι Ίνκας είχαν κάποτε επιχειρήσει να υποτά-ξουν τους λαούς τωνβαθυπέδων. Ένας από τους πρώτους που δοκιμάζει την τύχη του είναι οΠέδρο ντε Κάντια, το 1538. Διεισ-δύει στην επικίνδυνη περιοχή των ινδιάνων Ματσικέγκα, ανα-τολικά του Κούσκο και κατορθώνει να επιστρέψει μετά από μήνες ζωντανός με τους μισούς του άνδρες. Η αποστολή αυτού του πυροβολητή από την Κρήτη, για τον οποίον πολύ λίγα εί-ναι γνωστά, φαίνεται ότι στηρίχτηκε σε μύθους και διαδόσεις που στο εξής θα συγκροτήσουν μέρος του νοητικού υποστρώ-ματος σε κάθε απόπειρα διείσδυσης: Στα ανατολικά βαθύπε-δα, στη χώρα Καραμπάγια, στις παρυφές του δάσους της Αμα-

2. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο 1 7

ζονίας βασιλεύει το δίδυμο αντίστοιχο του Ίνκα, σε μια «συμ-μετρική» ως προς το Κούσκο πολιτεία, βουτηγμένη στα πλού-τη. Μας διαφεύγει η μορφή του μύθου σε προγενέστερες εκδο-χές του, είναι όμως βέβαιο ότι οι ισπανικές μεταγραφές ακο-λουθούν κάποια πανάρχαιη προφορική παράδοση, βασισμένη σε μια τυπικά ανδι νή διχοτομική και δυϊστική λογική: Σε κάθε πράγμα αντιστοιχεί ένα άλλο συμπληρωματικό, αντίπαλο και πιθανώς κρυμμένο. Είναι μια καλή αφετηρία για επίδοξους εξε-ρευνητές και κατακτητές, σε μια περίοδο που όλα επιτρέπονται και όλα φαίνονται, ακόμη, δυνατά. Ο καθένας τους δικαιού-ται να ονειρεύεται την πρώτη θέση, εφόσον ο χώρος είναι ανε-ξάντλητος. Ανατολικά του Κούσκο η Καραμπάγια και οι μύθοι του Παϊτιτί. Πιο βόρεια το Γκραν Παχονύίλ, μια μεγάλη σαβά-να πλούσια σε αλάτι μέσα στην καρδιά του τροπικού δάσους και ακόμη πιο βόρεια, στο Τσατσαπόγιας, μια άλλη «είσοδος» ενισχύει κι αυτή, αναπάντεχα, το μύθο των θαυμαστών πραγ-μάτων στο εσωτερικό της Ηπείρου. Αμέσως μετά την ίδρυση του ομώνυμου οικισμού, φτάνουν στην περιοχή από τ' ανατολικά τριακόσιοι περίπου ινδιάνοι Τούπι, οι οποίοι περιπλανήθηκαν για πολλά χρόνια στην Αμαζονία, κινούμενοι δυτικά σε ανα-ζήτηση της «Χώραςχωρίς κακό», πιθανώς σε βαθιά κρίση μετά την πρώτη επαφή με τους Ευρωπαίους εποίκους στις βραζιλια-νές ακτές. Αλλωστε τα απομεινάρια ενός ιδιαίτερου παρελθό-ντος φαίνονται παντού παρόντα. Οι Ισπανοί ανακαλύπτουν ή ακούν να γίνεται λόγος για λείψανα γιγαντιαίων θηλαστικών, για προϊστορικούς γίγαντες και για κοι νωνίες πολεμοχαρών γυ-ναικών. Σ' όλα αυτά βοηθά και το συνολικό σκηνικό, τα αρ-γοκίνητα λασπερά ποτάμια, το δάσος σε μεγέθη πρωτόγνωρα και οι ιθαγενείς φυλές που δεν μοιάζουν με απολύτως τίποτα γνωστό στην Ευρώπη του 16ου αιώνα.

Τι είδους όμως ιδεολογικές αποσκευές κουβαλούν μαζί τους οι κατακτητές, η περιμένουν να βρουν στο Νέο Κόσμο, και υποβάλλονται σε τέτοιο βαθμό ώστε να παίρνουν τις ιθαγενείς διή^σεις, συχνά, κατά γράμμα; Ο κύριος όγκος των στρατιω-τ(ψ στις εκστρατείες της Αμερικής αποτελείται βέβαια από τάάνητες πολεμιστές της Επανακατάκτησης της Ιβηρικής από τους Μαυριτανούς, αλλά ανάμεσά τους αφθονούν και κάποιοι άλλοι, ιδαλγοί, αιρετικοί, μυστικιστές, ιερωμένοι ενθουσιαστι-κών θρησκευτικών ταγμάτων και αρκετοί ανεπιθύμητοι στην Ευρώπη της Αντιμεταρρύθμισης.

18

Είναι εξάλλου βέβαιο ότι πέρασαν στο Περού και αρκετοί Ισπανοεβραίοι, μ έναν ενδιάμεσο σταθμό στηνΠορτογοίλία. Αν και προτιμούν να κρύβουν την καταγωγή τους, δε λείπουν τα μυστικά «Σάββατα» στη Αίμα της αποικιοκρατικής περιόδου, οι κατηγορίες για μαγεία, οι συνακόλουθοι διωγμοί και οι με-τανοίστεύσεις στο εσωτερικό της χώρας. Νεότερες έρευνες συ-γκλίνουν προς το συμπέρασμα ότι εκτεταμένα περιθωριακά, από ιδεολογική και θρησκευτική κυρίως άποψη, στρώματα της Ευρώπης, όχι μόνον μετανάστευσαν στο Περού αλλά και έπαι-ξαν σημαντικό ρόλο στον εποικισμό του εσωτερικού, είχαν συμμετοχή σε ιδρύσεις οικισμών, σε εξερευνήσεις αλλά και εξεγέρσεις. Πολλοί απ' αυτούς ασφυκτιούν σε ένα περιβάλλόν απολυταρχισμού και ιδεολογικών διωγμών που χαρακτηρίζει τον παλαιό κόσμο. 016ος αιώνας κάνει τις ουτοπίες να ανθί-ζουν. Ο ΤόμαςΜουρ γράφει τη «δική του» το 1516 και ενίοτε το κλίμα αυτό οδηγεί σε áλL·ς, όπως του Βάκωνα και του Καμπα-νέλλα, αλλά και σε διάχυτες προσδοκίες που τώρα βρίσκουν αποκούμπι σε μια γεωγραφία υπαρκτή, εκεί όπου θαυμαστά πράγματα προσφέρουν, εν δυνάμει, την πρώτη ύλη για την υλο-ποίηση ουτοπιών. Τι πλέον πρόσφορο από την Νότια Αμερική, όταν συνεχείς ανακαλύψεις, άφθονες διηγήσεις και μύθοι υπό-σχονται νέους ορίζοντες, σ' έναν αιώνα, που ήδη τόσο απροσ-δόκητος, συνεχίζει να τηρεί με το παραπάνω τις υποσχέσεις του;

Το Παϊτιτί, το Ελδοράδο, οι διηγήσεις των περιπλανώμενων Τούτη, που φτάνουν χορεύοντας στο Τσατσαπόγιας, τροφοδο-τούν ένα γενικό κλίμα μέσα στο οποίο ο ενθουσιαστικός ζήλος κάποιων θρησκευτικών ταγμάτων, οι ουτοπικές αναζητήσεις και ο μυστικισμός διωγμένων αιρετικών της Ευρώτΐης, συντάσ-σονται αρμονικά με τη δίψα για πλούτη και εξουσία. Ως σύνο-λο συγκροτούν το υπόστρωμα των κινήτρων πίσω από κάθε εξερεύνηση του 16ου αιώνα και αργότερα. Πολύ εύστοχα ένας Περουβιανός ανθρωπολόγος, μιλώντας για τις διεισδύσεις στην περιοχή των ινδιάνωνΚάμπα του ΓκρανΠαχονάλ στο ανατο-λικό Περού, ξεχωρίζει την πρώτη εποχή των «μυθικών» από μια επόμενη, την εποχή των «μυστικών». Μύθοι για πλούτη και φανταστικές καταστάσεις εμψυχώνουν τους πρώτους. Αργό-τερα όταν το βάρος μετατοπίζεται περισσότερο προς τους ιθα-γενείς πληθυσμούς αυξάνονται οι διεισδύσεις ιεραποστόλων, μυστικιστών, περιθωριακών και εξεγερμένων. Δεν είναι-πλέον

19

όλοι ευρωπαϊκής καταγωγής. Πολλοί ανήκουν στο μικτό φυ-λετικό τύπο των «μεστίζος», αυτού του προϊόντος της βίαιης πολιτισμικής συνάντησης. Βέβαια όλοι τους, μυστικοί και μυθικοί, στρατιώτες, τυχοδιώκτες, ονειροπόλοι, ιεραπόστολοι, πλάνητες ή εξεγερμένοι, υπάρχουν από πολύ νωρίς, σε αναλο-γίες διαφορετικές, που το μάτι του ιστορικού καλείται να εξα-κριβώσει. Ωστόσο, ο καθένας απ' αυτούς ζει με διαφορετικό τρόπο τους προσωπικούς του μύθους, ανάλογα με τις νοητικές αποσκευές του και την εκάστοτε διαθέσιμη ύλη των άφθονων ντόπιων ερεθισμάτων. Η φανταστική γεωγραφία τηςΑμαζονίας είναι πολυπρόσωπη, αντιφατική, ανεξάντλητη και όπως δεί-χνουν τα πράγματα ακόμη και στις μέρες μας, διαχρονική.

IV. ΓΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡΑΝΘΙΣΚΟ ΟΡΕΓΙΑΝΑ ΣΤΟΝ ΑΟΠΕ ΝΤΕ ΑΓΚΙΡΕ

Ανάμεσα στο 1539 που αρχίζει η αποστολή του Γκονσάλο Πιθάρο στον Αμαζόνιο και το 1561 που τελειώνει τις μέρες του ο Αγκίρε, πολλά έχουν αλλάξει στο Περού. Μια δεκαετία μετά από την Κατάκτηση το κλίμα της εξακολουθεί να είναι ζωντα-νό. Ακόμη κι όταν η διαθέσιμη γη παρουσιάζει στενότητα, σε σχέση με την απληστία των Ισπανών πολέμαρχων, οι πιο φιλό-δοξοι αναζητούν τις δικές τους διεξόδους. Μεταξύ τους λει-τουργεί ένα είδος άτυπου Δικαίου που σέβεται την πρωτιά της ανακάλυχιτης. Βέβαια συχνά το σύστημα της συναίνεσης κα-ταρρέει και αρχίζουν οι συνωμοσίες, τα πισώπλαταχτυπήμα-τα, οι δολοφονίες. Κατά την πρώτη εποχή της Κατάκτησης υπάρ-χουν, οπωσδήποτε κανόνες. Και υπάρχει ακόμη η πολυτέλεια να τους ορίζουν οι ίδιοι οι κατακτητές, χωρίς εξωτερικές διαι-τησίες.

Τον Νοέμβριο του 1539 ο Φρανθίσκο Πιθάρο, μαρκήσιος πλέον, ονοματίζει το μικρό αδελφό του Γκονσάλο κυβερνήτη του Κίτο. Το Ελδοράδο, στα ανατολικά της σημερινής Κολομ-βίας ανήκει ήδη στον στρατηγό Μπελανκάζαρ, που πρώτος έφτασε εκεί Έτσι για τον Γκονσάλο απομένει η δυνατότητα να ψάξει για θησαυρούς- πιο νότια, στη χώρα της Κανέλας. Η εκ-στρατεία του οργανώνεται όπως όλες οι αντίστοιχες. Ξεκινάει από το Κούσκο, όπου στρατολογήθηκαν διακόσιοι παλαίμαχοι Ισπανοί και πολλοί ινδιάνοι -ίσως τρεις χιλιάδες- για τις βοη-

20

θητικές εργασίες. Στο Κίτο ο Γκονζάλο δεν βρίσκει την αντα-πόκριση που περίμενε από τους καλοβολεμένους άποικους. Αυτό αποτελεί ήδη μιαν ένδειξη για τα κίνητρα συμμετοχής σε εξερευνήσεις. Το στοιχείο της περιπέτειας και της αναζήτησης μειώνεται με τα χρόνια και δίνει τη θέση του σε προσδοκίες απολαβών, που βέβαια ενδιαφέρουν περισσότερο όσους παίρ-νουν μέρος και λιγότερο κάποιους που συμμετέχουν με χρημα-τικές συνεισφορές. Όσοι διαθέτουν Ενκομιέντα δεν έχουν φι-λοδοξίες για κάτι παραπάνω, ενώ όσοι δεν διαθέτουν τείνουν προς την άμεση συμμετοχή. Κίνητρα περισσότερο υπερ-ατομι-κού χαρακτήρα, όπως η διεύρυνση των συνόρων και η ευρω-παϊκή προώθηση προς το εσωτερικό, συνοδευόμενα από πιο αφηρημένες ιδέες περί κράτους και διάδοσης του χριστιανικού πολιτισμού είναι περισσότερο μέσα στις προθέσεις του ισπα-νικού Στέμματος και σχεδόν καθόλου σ' εκείνες των Ισπανών κατακτητών της πρώτης αυτής εποχής. Η Κατάκτηση του Πε-ρού υπήρξε, από πολλές απόψεις μια, μεγάλης κλίμακας, ιδιω-τική επιχείρηση.

Αυτή η γενΐΊ€ή διαπίστωση συμβάλλει, νομίζω, στην καλύ-τερη κατανόηση της στάσης του Ορεγιάνα, ο οποίος προσεγγί-ζει τον Γκονσάλο στο Κίτο, σχεδόν τελευταίος Είναι ιδαλγός, συντοπίτης των Πιθάρο, και με τις λαμπρές περγαμηνές του -έχει ιδρύσει το σημαντικό λιμάνι του Γκουαγιανκί στο νότιο Εκουαδόρ- παζαρεύει τη συμμετοχή του στην αποστολή. Η πρώτη κάθοδος του Αμαζονίου, της οποίας τις λεπτομέρειες διαβάζει κανείς στο Χρονικό του Καρβαχάλ, δεν σημαδεύεται από αιματοχυσία αλλά από ένα είδος «προδοσίας». Ωστόσο η απροειδοποίητη αυτονόμηση του Ορεγιάνα είναι, από κάθε πλευρά, νόμιμη. Συμπαραδηλώνει την άρνηση υποταγής σ'έναν άλλο κατακτητή και την απευθείας σχέση του ικανού και του ισχυρού -στο μέτρο που κάτι τέτοιο δοκιμάζεται στην πράξη-με τον βασιλιά της Ισπανίας Ο Ορεγιάνα δεν κάνει τίποτ'άλλο από το να θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού στη συμφωνημέ-νη τους βάση: Καθένας που κατακτά, διεκδικεί τα νόμιμα συ-νακόλουθα οφέλη απ' αυτό, ανάλογα με την αξία και την τύχη του. Η επικύρωση των προνομίων του γίνεται από το Στέμμα και όχι από κάποια ντόπια αρχή. Το Στέμμα εγκρίνει εκστρα-τείες και εξερευνήσεις αλλά δεν μπορεί, ούτε καν αυτό, να ενα-ντιωθεί στην παραχώρηση θεμελειωδών προνομίων, τουλάχι-στον όχι ακόμη, στα 1540. Αν και η παρέμβαση στα πράγματα

21

της Νότιας Αμερικής απασχολεί ήδη πολύ έντονα την ισπανι-κή Αυλή, η δυναμική τους, εξακολουθεί να της διαφεύγει Βρι-σκόμαστε ακόμη στα όρια της «ηρωικής εποχής» τηςΚατάκτη-σης.

Όσο λοιπόν καμία ανθρώπινη αρχή δεν επαρκεί για να ονο-ματίσει οποιονδήποτε, ακόμη κι έναν Πιθάρο, ισόβιο αρχηγό αποστολής, τόσο χαρακτήρες ριψοκίνδυνοι σαν τον Ορεγιάνα μπορούν να διακινδυνεύουν όχι μόνον ένα τόλμημα όπως η κάθοδος του Αμαζονίου αλλά και να αισθάνονται, κατόπιν, απολύτως νομιμοποιημένοι στις απαιτήσεις τους. Αμέσως μετά τηνέξοδό του στον Ατλαντικό ο Ορεγιάνα ταξιδεύει στην Ισπα-νία, όπου αποσπά από την Αυλή του Καρόλου του Πέμπτου, ενώ αυτός είναι μάλιστα απών, έγγραφο που του αναγνωρίζεται η νομή μεγάλης περιοχής στις εκβολές του ποταμού. Επιστρέφει στην Αμερική και πεθαίνει το 1545. Αεν ωφελήθηκε από το τόλ-μημά του. Πιθανώς όμως, γι' αυτόν τονιδαλγόπολεμιστή η ίδια η πράξη της εξερεύνησης να του χάρισε μεγαλύτερη ικανοποίη-ση από ότι τα συνακόλουθα προνόμια. Ο Ορεγιάνα ανήκει, καθαρά, στην πρώτη γενιά κατακτητών, πάνω στους οποίους το Αγνωστο ασκούσε ακόμη κάποια γοητεία.

Ποια είναι η εικόνα δυο δεκαετίες αργότερα, όταν ο Πέδρο ντε Ουρσούα κερδίζει μια νέα άδεια αναζήτησης του Ελδορά-δο; Το Περού του 1560 δεν μοιάζει μ' εκείνο του 1540. Η εγκα-τάσταση του αντιβασιλέα μαρκήσιου του Κανέτε και η κατα-στολή των μεγάλων εξεγέρσεων, που απείλησαν τους δεσμούς τουΝέουΚόσμου μετηνίσπανία, είχε εμφανείς συνέπειες στην οικονομική ζωή. Τώρα περισσότερο παρά ποτέ το εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο ελέγχεται από τη Αίμα, τον Παναμά και την Ιβηρική. Η κατανομή των ανώτατων αξιωμάτων γίνεται στη Μητρόπολη, και οι Ενκομιέντας μετά τις αλλεπάλληλες νομι-κές περιπέτειες, τείνουν να περιορίζονται. Το ήδη τεταμένο κλίμα ανάμεσα στους Ισπανούς εποίκους γίνεται ακόμη πιο ασφυκτικό όταν ο αντιβασιλέας απαγορεύει, γύρω στα 1550, κάθε νέα αποστολή αναζήτησης του Ελδοράδο. Το Περού στα μέσα του 16ου αιώνα παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας έντονα διαστρωματωμένης κοινωνίας, με στεγανά ίσως ακόμη πιο αδιαπέραστα απ' ότι και στην ίδια την Ισπανία, ακυρώνοντας διαρκώς τις προσδοκίες μιας ολόκληρης γενιάς. Μαζί με τους μιγάδες, τουςμεστίζος και κάποιους ξεριζωμένους ινδιάνους,

22

όλο και περισσότεροι καθαρόαιμοι Ισπανοί γίνονται πλάνητες, ευκαιριακοί υποτακτικοί σε μεγαλόσχημους αφέντες, ένας ετε-ρόκλητος εσμός, πρόθυμος ν' ακολουθήσει όποιον υπόσχεται περισσότερα.

Δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος ο Πέδρο ντε Ουρσούα, αντί-θετα με τον Γκονσάλο Πιθάρο, μια εικοσαετία νωρίτερα, θα χρειαστεί να περιμένει πολλά χρόνια για να του επιτραπεί η αποστολή στο Ελδοράδο, το μεγάλο προσωπικό του όνειρο. Στο μεταξύ είναι υποχρεωμένος να κάνει λογής-λογής ανδραγαθή-ματα για να ξεχωρίσει. Ιδρύει πόλεις στην Κολομβία, τα βγά-ζει πέρα με τους πολεμοχαρείς Ταϊρόνα στη βόρεια άκρη της Ηπείρου και καταπνίγει την εξέγερση νέγρων του Παναμά, πράξη σημαντική γιατί βοηθά στην απρόσκοπτη διεκπεραίω-ση του εξωτερικού εμπορίου προς την Ευρώπη. Έχοντας μόλις γλιτώσει το θάνατο, ο Ουρσούα κερδίζει την εύνοια του αντι-βασιλέα Καηέτε και την πολυπόθητη άδεια για το Ελδοράδο. Από δω και πέρα τα πράγματα εξελίσσονται κατά τα γνωστά: Συγκέντρωση παλαίμαχων στρατιωτών και ι νδιάνωνβοηθητι-κών πολλές υποσχέσεις για χρήματα αλλά ελάχιστες εκταμιεύ-σεις. Έτσι ο Ουρσούα καταφεύγει με τη σειρά του στις συνει-σφορές των συμμετεχόντων, τάζοντας μέρος της λείας, εδάφη και προνόμια. Έχοντας επενδύσει τις οικονομίες μιας ζωής οι περισσότεροι σύντροφοί του είναι αποφασισμένοι για όλα. Συγκεντρώνει τριακόσιους στρατιώτες και πολλές εκατοντά-δες ινδιάνους και μεστίζος υττηρέτες. Το ανθρώπινο δυναμικό αυτής της αποστολής είναι εξαιρετικά ανομοιογενές. Ελπίζε-ται ότι θα το κρατά σε πειθαρχία το κύρος του αρχηγού με τη διαμεσολάβηση ενός στενού τυυρήνα φίλων, συγγενών και ευ-νοουμένων. Για τον ίδιο τον Λόπε ντε Αγκίρε, το μοιραίο πρό-σωπο αυτής της εκστρατείας, δεν είναι και πολλά γνωστά όπως και για όλους σχεδόν τους υπόλοιπους, παρά τις μεγάλες προ-σπάθειες από πλευράς των ερευνητών. Στα αρχεία έγινε δυνα-τόν να εντοπιστούν τα ίχνη δυο Λόπε ντε Αγκίρε την ίδια επο-χή. Μάλλον δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Τελικά με το σημερινό επίπεδο των διαθεσίμων πληροφοριών, ο Αγκίρε της αποστολής Ουρσούα θα πρέπει να ήταν ένας άντρας πάνω από 45χρονών, όταν εισβάλει τόσο δραματικά από την αφάνεια στο προσκήνιο, χωρίς να έχει στο ενεργητικό του καμιά σημα-ντική πράξη -ίσως μόνον κάποια δολοφονία στο Κούσκο. Το σκοτεινό του παρελθόν φαίνεται ότι οδηγεί κάποιους σε ειση-

23

γήσειςπρος τονΟυρσούα να τον αποκλείσει από την ομάδα του. ΐ^ι πολύ διαφορετικός από τους άλλους συμμετέχοντες, ο ώριμος αυτός άντρας φαίνεται να παίζει το τελευταίο χαρτί της ζωής του.

Τα εντυπωσιακά γεγονότα της δεύτερης καθόδου του Αμα-ζονίου δίνονται με άφθονες λεπτομέρειες από τους συμμετέχο-ντες χρονικογράφους και με το ανάλογο μίσος για τον Αγκίρε, τον κορυφαίο της ύβρεως. Αξίζει εδώ να επισημανθεί πάντως η κάποια ανεπάρκεια του Ουρσούα ως αρχηγού. Ο νέος άντρας έχει αναλωθεί για δέκα ολόκληρα χρόνια σε επικίνδυνες απο-στολές και τώρα διαθέτει λιγότερα αποθέματα θέλησης απ' όσα απαιτούνται για να χειραγωγηθεί ο ετερόκλητος συρφετός του. Μερωμένη του, Αόναΐνές, ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω του και έχει προβληθεί από πολλούς μελετητές ως καθοριστικός παρά-γοντας τηςχαλαρότητάς του. Ωστόσο η δυναμική της ομάδας και το γενικότερα τεταμένο κλίμα της εποχής ίσως να οδηγού-σε, έτσι ή αλλιώς, σε μοιραίες εξελίξεις. Το 1540 ο ατομικισμός του Ορεγιάνα έχει ακόμη κάποιες διεξόδους μέσα στα όρια της νομιμότητας. Αυο δεκαετίες αργότερα μπορεί ν' αναπτυχθεί μόνον ως εναντίωση στο ασφυκτικό πλαίσιο κανόνων, που πλέον είναι στο σύνολό τους εξωγενείς. Σε μια τέτοια ατμόσφαι-ρα δεν λείπουν οι συνεργοί για μια πορεία προς την τελειωτική ρήξη.

Γιατί, ενάντια στην άποψη της θρυλούμενης παράνοιας, ο Αγκίρε διαθέτει επεξεργασμένο σχέδιο, ίσως σχέδιο απελπισίας, όχι όμως εντελώς παράλογο. Ιδιαίτερα μετά την νίκη επί των εξεγερμένων πολεμάρχων και την εκκαθάριση των εσηών αντί-στασης μέσα στο Περού, το Στέμμα, διά του αντιβασιλέα, έχει πλέον οριστικά κερδίσει τον ανδινόχώρο. Για τους εναπομεί-ναντες αμφισβητίες ήδη στένεψαν σημαντικά τα περιθώρια για μια επιτυχή διεκδίκηση της εξουσίας από το εσωτερικό. Τώρα ο στρατός πρέπει να 'ναι πολυσυλλεκτικός, ισχυρός και να απειλήσει την αντιβασιλεία του Περού απ' έξω. Εάν αρχίσει να συμβαίνει κάτι τέτοιο τότε οι αρχηγοί αυτής της νέας εξέ-γερσης θα μπορούν, ίσως, να ελπίζουν στη συνακόλουθη κα-τάρρευση της εσωτερικής άμυνας ενός καθεστώτος έντονα νε-ποτιστικού και διεφθαρμένου, και στον πιθανό ξεσηκωμό του ιθαγενούς πληθυσμού, ο οποίος είναι έτοιμος ν' ακολουθήσει εκείνον που στην κρίσιμη στιγμή δείχνει να διαφεντεύει το παιγνίδι, όπως συνέβη και κατά την εποχή της Κατάκτησης.

24

Απ' όλη την εξιστόρηση της αποστολής Ουρσούα το κομμάτι που (χξίζει να διαβαστεί με τη μεγαλύτερη προσοχή είναι το γράμμα του Αγκίρε «του επαναστάτη μέχρι θανάτου», προς τον Ισπανό βασιλιά. Αν την ιστορία την γράφουν οι νικητές, ίσως οι μεγαλύτερες αλήθειες να κρύβονται στον αποσπασματικό λόγο των νικημένων. Γιατί εδώ αφήνονται κατά μέρος μακρο-σκελείς διηγήσεις και συρραφές ασήμαντων, καμιά φορά, γε-γονότων και προβάλλονται με την αξιοσημείωτη διαύγεια της απελπισίας σημαντικές πλευρές για τις ιστορικές νομοτέλειες της μεγάλης Διάρκειας. Όσα γράφει ο Αγκίρε με πικρία, κομπα-σμό, ειλικρίνεια κι ετηθετικότητα μοιάζουν ακόμη πιο αληθι-νά από τις λεπτομέρειες της μοιραίας αποστολής. Συνοψίζουν τον κόσμο της αποικιοκρατικής Αμερικής μόλις μια γενιά μετά από την Κατάκτηση χωρίς να συσκοτίζουν τίποτα το σημαντι-κό τουλάχιστον ως προς τις γενικές τάσεις και την περιρρέου-σα ατμόσφαιρα. Στα νερά του Αμαζονίου αρχίζει και τελειώ-νει η τελευταία μεγάλη εξέγερση των Ευρωπαίων εποίκων του Περού. Αεν είναι βέβαια σαφές ποιες θα ήταν οι μελλοντικές εξελίξεις αν οι εξεγερμένοι, όποιοι κι αν ήταν, κατόρθωναν να πάρουν την εξουσία. Ένα καθεστώς φεουδαρχίας και συνεχών εμφύλιων συρράξεων με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της Αμερικής σε εύθραυστα μικρά κρατίδια; Ένα καθεστώς «απαρ-τχάιντ;» Ή αντίθετα μια ιδιότυπη συμμαχία με τους ιθαγενείς άρχοντες στηριγμένη στην ισχυρή επιρροή της ενδιάμεσης κοι-νωνικής τάξης των μεστίζος; Το βέβαιο είναι ότι από το 1569, με την είσοδο του Φρανσίσκο Τολέδο στο πολιτικό προσκήνιο του Περού, παίρνει τέλος η μακρόχρονη αντιπαράθεση. Οικο-δομείται μια κοινωνία έντονα ιεραρχημένη, πατερναλιστική με κάποιες επιφανειακές αλλά στην πραγματικότητα ελάχιστες ανοχές προς το Διαφορετικό. Το προϊόν των πλουτοπαραγωγι-κών πόρων από τις Ανδεις συντροφοδοτεί την αναιμική ανάπτυ-ξη της Ιβηρικής και παίζει καθοριστικό ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις των επόμενων αιώνων. Με τα δυο ταξίδια στην ενδο-χώρα της Νότιας Αμερικής κλείνει ουσιαστικά η περίοδος της Ανακάλυψης και σύνδεσής της με την τότε παγκόσμια κοινω-νία.

Ο Ορεγιάνα κατεβαίνει τον Αμαζόνιο σε μια προοπτική διεύ-ρυνσης της διαδικασίας εδαφικής ενσωμάτωσης που αρχίζει το 1492με τον Κολόμβο. Ο Αγκίρε σε ένα σχεδόν «αποκαλυπτι-κό» ταξίδι πραγματοποιεί μια τελετουργία ελευθερίας και αχα-

25

λίνωτου ατομικισμού, πάνω στο σώμα της Ηπείρου, που δια-σχίζοντάς το, μοιάζει να το διεκδικεί για τον εαυτό του και για τόσες άλλες ανώνυμες ατομικότητες. Και των δύο τα πνεύμα-τα πλανώνται ακόμη πάνω από τον μεγάλο ποταμό.

V Ο ΑΜΑΖΟΝΙΟΣ, ΠΑΛΙ

Και οι ιθαγενείς; Οι άνθρωποι του Αμαζονίου; Δύσκολα ξε-φεύγει από τον αναγνώστη και των δύο χρονικών η έκδηλη αδιαφορία των συντακτών τους για το έμψυχο υλικό της γης που επιθυμούν να κατακτήσουν, να οικειοποιηθούν. Στην κα-λύτερη περίπτωση οι γηγενείς άνθρωποι υπάρχουν μόνον ως διάκοσμος του περιβάλλοντος, ως μια απειλή πίσω από την πράσινη κουρτίνα του δάσους ή ως ενσάρκωση κάποιας δικής τους φαντασίωσης, όπως συμβαίνει με τις Αμαζόνες, Είναι μια αδιαφορία διάχυτη σε πολλά πρώιμα χρονικά, ιδιαίτερα όταν δενγράφονται από λόγιους. Η ίδια, ωστόσο, αδιαφορία παρου-σιάζεται μειωμένη όταν γίνεται λόγος για τους ιθαγενείς των υψιπέδων. Εδώ η ευρωπαϊκή δίψα για εκμετάλλευση αντιπα-ρατίθεται -και συντίθεται- μ' έναν θαυμασμό για τα επιτεύγ-ματα του πολιτισμού τους, σε βαθμό τόσο έντονο ώστε να δια-τυπωθούν ακόμη και θεωρίες για έναν παλιό εκχριστιαησμό των γηγενών κατοίκων από κάποιον Απόστολο του Χριστού, που θα 'τανβολικό να ευθύνεται γι' αυτό το καταφανές πολι-τισμικό πλεόνασμα, στις ορεινές περιοχές της Ηπείρου.

Αντίθετα, όταν πρόκειται για ιθαγενείς του τροπικού δάσους κάθε πρόσχημα ενδιαφέροντος εξανεμίζεται. Οι ινδιάνοι είναι μόνον κατά παραχώρηση «όντα με ψυχή» και αυτό μετά από πολλή σκέψη και εντατικούς αγώνες φωτισμένων ανθρώπων στην Ευρώπη.

Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από ης δυο μεγάλες καθόδους του Αμαζονίου, στο ισπανικό τμήμα τουλάχιστον (δυτικά της γραμ-μής Τορντεσίγιας) έγιναν ελάχιστες προσπάθειες νέων εξερευ-νήσεων και αυτές κυρίως από φραγκισκανούςμοναχούς, στην περουβιανή Αμαζονία αν και οι εκεί φυλές αποδείχτηκαν εχθρι-κές. Από τα μέσα του Που αιώνα μέχρι σχεδόν τον 19ο αιώνα οι περιοχές αυτές μένουν στην πραγματικότητα κλειστές για τον λευκό άνθρωπο. Ο δίαυλος του κύριου ρεύματος του Αμα-ζονίου είναι πιο ελκυστικός. Μόνον στα 1630 αναπλέεται από

26

τον Πορτογάλο Τεζέιρα στα πλαίσια της αντιπαλότητας Ισπα-νίας - Πορτογαλίας,

Από τα μέσα του 17ου αιώνα το ενδιαφέρον των διεισδύσεων στο εσωτερικό της Ηπείρου μετατοπίζεται πιο νότια, έξω από την κυρίως Αμαζονία, στα υψίπεδα του Μάτο Γκρόσο. Το μέ-τωπο αυτό δεν είναι λιγότερο δραματικό. Οι πορτογαλικές συμ-μορίες προχωρούν βαθιά, αναζητώντας χρυσάφι και σκλά-βους, Συχνά συγκρούονται με τους Ισπανούς ιησουίτες, που οργανώνουν την ένοπλη άμυνα των ιθαγενών στους ιεραποστο-λικούς καταυλισμούς. Έτσι ο κυρίως Αμαζόνιος εισέρχεται, για μιαν ακόμη φορά στη σκιά των εξελίξεων. Θα χρειαστεί μια ανανέωση του ενδιαφέροντος από την Ευρώπη για να αρχίσει νέο κύμα εξερευνήσεων, στα τέλη του 18ου αιώνα, με το ταξίδι του μεγάλου Γερμανού λόγιου και φυσικού επιστήμονα Αλε-ξάντερ φονΧούμπολντ. Θα ακολουθήσουν πολλοί άλλοι εξε-ρευνητές, φυσιοδίφες, ή ανθρωπολόγοι, που αφήνουν πολυά-ριθμα συγγράμματα, πολλά από τα οποία είναι ανεκτίμητα για τη διεισδυτικότητά τους αλλά και για έναν λόγο πιο θλιβερό: Τότε υπήρχαν ακόμη πολυάριθμες φυλές ένας κόσμος μεγάλης ποικιλομορφίας και διαφορετικών παραδόσεων, που δε θα πάψει να συρρικνώνεται μέχρι την πλήρη εξαφάνιση κάποιων εθνοτήτων. Αυτοί οι τολμηροί επιστήμονες έγιναν οι τελευταίοι μάρτυρες μιας πολυφυλετικής Αμαζονίας, ψηλαφίζοντας τους τελευταίους σχηματισμούς ενός πολύπλοκου μωσαϊκού.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η Αμαζονία έρχεται και πάλι βίαια στο προσκήνιο με την έκρηξη της οικονομίας των ελαστι-κού, του οποίου η παγκόσμια σημασία δημιούργησε ισχυρές οικονομικές πιέσεις στην περιοχή. Ήταν πλέον σχεδόν αδύνα-το να αναχαιτιστεί η λαίλαπα των παρανομιών και της κατα-δίωξης των ντόπιων φυλών, κάποτε μέχρι βαθμού γενοκτονίας. Παρά την αντίσταση η διαφορά της ισχύος καθόρισε τελικά τα πράγματα, ιδίως στις μεθοριακές ζώνες της Βολιβίας και του Περού με τη Βραζιλία. Η έκρηξη της οικονομίας του καουτσούκ υποχώρησε, ως γνωστό, πολύ απότομα κατά τη δεκαετία του 1910, και μετά από μια περίοδο νέας σχετικής αφάνειας η λε-κάνη του Αμαζονίου επιστρέφει σιγά-σιγά και πάλι στο προ-σκήνιο από το 1960 και μετά. Για τις επόμενες δεκαετίες ο εποι-κισμός των αχανών της εκτάσεων είναι ραγδαίος ίσως και καταστροφικός, αλλά δεν αποτελεί ακόμη γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας. Μόνο τώρα, στα τέλη του αιώνα φαίνεται να γενι-

27

κεύεται η συνείδηση ότι το ποτάμι και το δάσος, σχεδόν χωρίς ιστορία, θα γίνουν ένας από τους πιο σταθερούς άξονες στην παγκοσμιοποιημένη πολιτική σκηνή του νέου αιώνα. Πέντε εκατονταετίες μετά από τις στιγμιαίες εξάρσεις της ανακάλυ-ψής του, ο Αμαζόνιος θα βγει οριστικά από την αφάνεια διεκ-δικώντας από όλα τα άλλα ποτάμια, κι εκείνα με το τόσο πλού-σιο παρελθόν, τον ρόλο του κορυφαίου του μέλλοντος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Burga, Μ.: Nacimiento de una Utopia, Lima 1988. Busto Duthurburu, J.A.: El Descubrimiento del Amazonas, Lima

1979. Choy, E.: Antropología e historia 2, Lima 1985. Flores Galindo, Α.: Buscando un Inca Identidad y utopia en los

Andes, Lima 1988. Hemming, J.: Red Gold. The conquest ofBrazilian Indians, Lond-

on 1978. Konetschke, R.: Süd-und Mittelamerika I, Fischer Weltgeschichte,

Frankfurt 1981. Levi-Strauss, C.: Θλιβεροί Τροπικοί, Αθήνα 1979. Mühlman, W.: Chiliasmus undNativismus, Berlin 1964. Ortiz de la Tabla, J.: Εισαγωγή στο χρονικό τoυFransisco Vasq-

uez: El Dorado, Madrid 1989. Regan, J.: Hacia la tierra sin mal, Iquitos-Peru, 1993. Urbano, H.: Del sexo, el incesto y los ancestros de Inkarri, Allpa-

nchis 17-18, Cusco-Peru, 1981. Várese, S.: La Sal de los cerros. Una aproximación al mundo Cam-

pa, Lima 1973.

Μάρτιος 1997 Μαρίνος Βλέσσας

28

ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ

ΕΞΙΣΤΌΡΗΣΗ ΠΟΥ ςΥΝΕΓΡΑΨΕ Ο ΑΔΕΛΦΌς ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΟΥ ΤΑΓ-ΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΝΤΟ ΔΟΜΙΝΓΚΟ ΝΤΕ ΓΚΟΥΘ-ΜΑΝ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚ ΝΕΟΥ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΩΣ ΤΟΥ ΞΑΚΟΥΣΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΧΑΡΗ ΣΕ ΤΥΧΗ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ Ο ΑΙΟΙΚΗΤΗΣ ΦΡΑΝΘΙΣΚΟ ΝΤΕ ΟΡΕΛΙΑΝΑ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΕΚΒΟ-ΛΕΣ, ΜΕ ΠΕΝΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΑΝΤΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΡΑΒΗΞΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΠΟΤΑΜΟ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΠΟΥ ΤΟΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ

ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΠΟΤΑΜΟΣ ΟΡΕΛΙΑΝΑ

Προσωπογραφία αρχηγού της πολεμικής φυλής Μαγιορούνα (Άνθρωποι τον ποταμού) στον παραπόταμο τον Αμαζονίον, Γιαβαρί. Αν και ολιγάριθ-μοι, εξακολονθούν να εναντιώνονται μέχρι σήμερα στις απόπειρες εγκα-τάστασης εποίκων στην περιοχή τονς. (Άτλας των Σπιξ και Μάρτιονς).

Ι^ ι α να γίνουν καλύτερα κατανοητά όλα όσα συνέτρεξαν στην αποστολή αυτή, πρέπει να πούμε ότι ο διοικητής τού-τος, ο Φρανθίσκο ντε Ορελιάνα ήταν στρατιωτικός διοι-

κητής και αναπληρωτής κυβερνήτης της πόλης του Σαντιάγο^, την οποία ο ίδιος, στο όνομα της Μεγαλειότητάς Σας^ οίκησε και κατέκτησε ιδίοις εξόδοις, και της κώμης Βίλια Νουέβα ντε Πουέρτο Βιέχο^, που ευρίσκεται στις επαρχίες του Περού. Κι επειδή πολλά και διάφορα ακούγονταν για μια χώρα όπου φύε-ται η κανέλα^, έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Μεγαλειό-τητάς Σας για να ανακαλύψει την κανέλα, γνωρίζοντας δε ότι ο Γκονθάλο Πιθάρο, εν ονόματι του μαρκήσιου^ ερχόταν να αναλάβει κυβερνήτης του Κίτο και της χώρας αυτής που ο διοι-κητής τούτος είχέ την φροντίδα της, για να πάει να ανακαλύ-

1. Η πόλη του Σαντιάγο ντε Γουαγιακίλ, την ίδρυση της οποίας αποδίδει ο χρονικογράφος Θιέθα ντε Λεόν στον Μπεναλκάθαρ το 1534. Σύμφωνα όμως με τον Α. ντε Αλθέδο, η πόλη αυτή ιδρύθηκε από τον Φρανθίσκο Πιθάρο το 1533 κατά την κατάκτηση του Περού και, αφού καταστράφηκε από τους ιθαγενείς, ξανακτίστηκε από τον Ορελιάνα το 1537. Για περ. στοι-χεία και πληροφορίες σχετικά με την κατάκτηση του Περού, την συντρι-βή της αυτοκρατορίας των Ίνκας και τη δράση του Φρανθίσκο Πιθάρο, βλέπε: Φρανθίσκο Λοπέθ ντε Χέρεθ, Φιλαλήθης εξιστόρηση της κατάκτη-σης του Περού, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1993. 2.0 αυτοκράτορας Κάρολος I. 3. Ιδρύθηκε το 1535 από τον Γκονθάλο ντε Όλμος, μετά από εντολή του Φ. Πιθάρο. 4. Είναι σημαντική η αναφορά αυτή στην αναζήτηση της κανέλας ως αιτία της αποστολής εξερεύνησης. Μόνο παρακάτω θα αναφερθεί ο συγγραφέας σε άλλους λόγους. 5.0 Φρανθίσκο ντε Πιθάρο.

31

ψει την χώρα αυτή, ττήγε στην πόλη του Κίτο, όπου βρισκόταν ο Γκονθάλο Πιθάρο, για να τον δει και να του προτείνει να ανα-λάβει υπό την κατοχήν του τη χώρα αυτή. Αφού γίνηκε αυτό, ο εν λόγω διοικητής είπε στον Γκονθάλο Πιθάρο πως ήθελε να πάει μαζί του, για να προσφέρει υπηρεσίες στην Μεγαλειότη-τά Σας και να πάρει μαζί του και τους φίλους του και να ξοδέ-ψει το βιος του για να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες. Κι αφού τα συμφωνήσανε, ο εν λόγω διοικητής ξαναγύρισε στη χώρα που είχε τη φροντίδα της για να επιβάλει τάξη και ηρεμία στην πόλη και την κώμη που αναφέραμε. Για να κατορθώσει δε να πραγματοποιήσει την εκστρατεία αυτή ξόδεψε γύρω στις σα-ράντα χιλιάδες χρυσά πέσος^ για τα χρειαζούμενα και, αφού προετοιμάστηκε, κίνησε για τη Βίλια ντε Κίτο, όπου είχε αφή-σει τον Γκονθάλο Πιθάρο. Μα όταν έφτασε εκεί, ανακάλυψε πως εκείνος είχε ήδη φύγει, και εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο διοικητής ήταν λίγο^ δίβουλος περί του πρακτέου, και πήρε την απόφαση να προχωρήσει και να τον ακολουθήσει [κατε-στραμμένο], παρ' ότι οι πάροικοι της περιοχής προσπάθησαν να τον εμποδίσουν, γιατί θα έπρεπε να διαβεί από περιοχές κα-κοτράχαλες με λαούς πολεμικούς από φόβο μην και τον σκο-τώσουν, όπως είχαν σκοτώσει κι άλλους που είχαν πάει με συ-νοδεία πολλών ανδρών. Μα εκείνος, παρ' όλα αυτά, για να προ-σφέρει τις υπηρεσίες του στη Μεγαλειότητά Σας, την πήρε την απόφαση, παρ' ότι επικίνδυνο πολύ ήταν, να ακολουθήσει τον κυβερνήτη που αναφέραμε. Κι έτσι, περνώντας κακουχίες πολ-λές, γιατί από πείνα μεγάλη υπέφερε και από επιθέσεις πολλές των ινδιάνων οι οποίοι, επειδή δεν είχε συνοδειά του παρά μόνο είκοσι τρεις άντρες, πολλές φορές τον έφερναν σε τόσο δυσχε-ρή θέση που πίστευαν όλοι ότι ήσαν χαμένοι και πως θα έβρι-σκαν τον θάνατο στα χέρια των ινδιάνων. Με αυτές και με τούτες τις κακουχίες προχώρησε[κατεστραμμένο], λεύγες από

6. Πέσο: Αναφέρεται και ως καστελιάνο. Ισπανικό μεσαιωνικό νόμισμα, που αντιστοιχούσε σε 4,6 γρ. χρυσού. 7. Εδω αρχίζουν να λείπουν ολόκληρα κομμάτια κειμένου από το χειρόγραφο που φυλάσσεται στην Βασιλική Ακαδημία της Ιστορίας της Μαδρίτης. Το κείμενο που ακολουθεί συμπληρώνεται από το αντίγραφο που δημοσίευσε ο Χοσέ Τορίβιο Μεδίνα (1894), και το οποίο σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης.

32

το Κίτο. Όταν η πορεία του έφτασε στο τέλος της, είχε πλέον απολέσει όλα όσα κουβαλούσε μαζί του, κι έτσι όταν πρόφτα-σε τον Γκονθάλο Πιθάρο δεν είχε μαζί του παρά μονάχα ένα σπαθί και μια αστυίδα και τους συντρόφους του φυσικά κι έτσι έφτασε στην επαρχία του Μοτίν, όπου ο Πιθάρο είχε στρατο-πεδεύσει, και όπου αφού συναντήθηκε μαζί του κινήσανε προς αναζήτηση της κανέλας. Όσα δε έχω ειπωμένα ίσαμε δω, μήτε τα είδα μήτε ήμουν παρών, αλλά τα πληροφορήθηκα απ' όλους εκείνους που πήγανε συνοδεία του διοικητή αυτού, γιατί εγώ ήμουνα με τον Γκονθάλο Πιθάρο και τον είδα να καταφτάνει τον ίδιο και τους συντρόφους του με τον τρόπο που παραπάνω ανάφερα. Όσα όμως θα πω από δω και στο εξής, θα τα εξιστο-ρήσω ως αυτόπτης μάρτυρας που τα είδε με τα ίδια του τα μά-τια και ως άνθρωπος που ήταν θέλημα Θεού να γίνει αφηγη-τής μιας ανακάλυψης τόσο πρωτόγνωρης που τέτοια κανείς δεν έχει ματαδεί, σαν κι αυτή που θα εξιστορήσω παρακάτω. Αφού ο διοικητής αυτός βρέθηκε στο πλευρό αυτού του Γκονθάλο Πιθάρο, που ήταν κυβερνήτης, εκείνος πήγε αυτοπροσώπως προς ανακάλυψη της κανέλας, μην βρίσκοντας δε ούτε εδάφη ούτε τίποτε που θα μπορούσε να υπηρετήσει τη Μεγαλειότητά Σας, πήρε την απόφαση να προχωρήσει. Και ο διοικητής Ορε-λιάνα πήγε στο κατόπι του με τους υπόλοιπους άντρες και πρό-φτασε τον κυβερνήτη τούτο σ' ένα χωριό που είχε το όνομα Γέμα^ που βρισκόταν σε κάτι χερσότοπους, εκατόν τριάντα λεύγες^ από το Κίτο, κι εκεί συναντήθηκαν ξανά. Ο κυβερνή-της θέλησε να στείλει άντρες κατάντη του ποταμού για να εξε-ρευνήσουν τον τόπο̂ ®, μα οι άλλοι είχανε την αντίθετη άποψη, γιατί δεν τους φαινόταν σωστό ν' αφήσουν τους χερσότοπους που βρίσκονταν πίσω από τα χωριά του Πάστο και του Ποπα-γιάν, από όπου ξεκινούσαν πολλοί δρόμοι" για να ακολουθή-

8. Κοντά στο ηφαίστειο Θουμάκο ή Σουμάκο. 9. Η λεύγα που χρησιμοποιεί ο Καρβαχάλ αντιστοιχεί σε 6,2 χιλιόμετρα περίπου. 10. Εφόσον βρίσκονται στη Γέμα, ο ποταμός που θέλει να ακολουθήσουν ο Πιθάρο πρέπει να είναι ο Κόκα. Η αποστολή του Πιθάρο ονόμασε τον ποταμό αυτό Σάντα Αννα, διότι έφτασαν στις όχθες του στις 26 Ιουλίου 1541, εορτή της Αγίας Αννας για τους καθολικούς. 11. Η άποψη αυτή είναι του Ορελιάνα, όπως φαίνεται παρακάτω.

3. ΓΑΣΠΑΡΝΤΈ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, 3 3

σουν έναν ποταμό. Παρ' όλα αυτά, ο κυβερνήτης επέμεινε να ακολουθήσει τον ποταμό τούτο, κι έτσι προχωρήσαμε είκοσι λεύγες, στο τέλος δε της πορείας μας απαντήσαμε κάτι οικι-σμούς όχι και πολύ μεγάλους, κι αυτού πήρε την απόφαση ο Γκονθάλο Πιθάρο να (ρτιάξουμε ένα πλοίο^ για να διαπλεύσου-με τον ποταμό από το ένα άκρο στο άλλο σε αναζήτηση τροφί-μων, γιατί ο ποταμός εκείνος είχε μόνο μισή λεύγα πλάτος. Παρ' όλο δε που ο εν λόγω διοικητής είχε τη γνώμη να μη φτιαχτεί το πλοίο, προβάλλοντας σωστά επιχειρήματα γι' αυτό, παρά να ακολουθήσουμε τους δρόμους που οδηγούσαν στον οικισμό που αναφέραμε παραπάνω, ο Γκονθάλο Πιθάρο δε δέχτηκε παρά έδωσε διαταγή ν' αρχίσουν να χτίζουν το πλοίο. Έτσι, βλέποντάς τα αυτά ο διοικητής Ορελιάνα, γύρισε όλο το στρα-τόπεδο και μάζευε σιδερικά για τα καρφιά και φόρτωνε στον καθένα τα ξύλα που έπρεπε να μεταφέρει. Με τον τρόπο αυτό και με τη δουλειά όλων των αντρών φτιάχτηκε το πλοίο, το οποίο φόρτωσε ο κυβερνήτης Πιθάρο με λίγο ρουχισμό και μερικούς ινδιάνους και πλεύσαμε κατάντη του ποταμού άλλες πενήντα λεύγες. Τότε τέλειωσαν τα κατοικημένα μέρη και πο-ρευόμασταν πια με μεγάλη δυσκολία κι υποφέραμε από έλλει-ψη τροφών. Όλα αυτά μεγάλη δυσαρέσκεια προκάλεσαν στους συντρόφους κι όλοι είχαν το μυαλό τους στον γυρισμό και δεν θέλανε να προχωρήσουν πιότερο, διότι υπήρχαν πληροφορίες ότι παραπέρα η χώρα ήταν πια έρημη κι ακατοίκητη. Ο διοικη-τής Ορελιάνα, βλέποντας τα όσα συνέβαιναν και τα μεγάλα βάσανα που περνούσαν όλοι τους, καθώς και ότι είχε χάσει ό,τι είχε και δεν είχε, συλλογίστηκε ότι δεν άρμοζε στην τιμή του να πάρει το δρόμο της επιστροφής μετά από τόσες απώλειες. Έτσι τίήγε στον κυβερ^τη και του είπε πως εκείνος είχε πάρει την απόφαση να αφήσει εκεί πέρα τα λιγοστά πράγματα που είχε και να τραβήξει κατάντη του ποταμού, και πως αν η τύχη του συνέτρεχε να βρει εκεί κοντά κατοικημένη περιοχή και τρόφιμα αρκετά για όλους, θα φρόντιζε να του στείλει μήνυ-μα, αν όμως έβλεπε ότι αργούσε, να μην τον υπολόγιζε. Στο

12. πλοίο αναφέρει ο Καρβαχάλ, αλλά μάλλον αποκαλεί έτσι ένα είδος σχεδίας με κουπιά και ένα κατάρτι με πανί, κατάλληλη για πλοήγηση σε ποτάμια.

34

αναμεταξύ δε, εκείνος θα έπρεπε να γυρίσει πίσω, εκεί όπου υπήρχε τροφή, και εκεί να τον περιμένει τρεις τέσσερις μέρες, ή όσο καιρό του φαινόταν σκόπιμο, κι αν δεν γύριζε να τον ξε-γράψει. Στα λόγια τούτα ο κυβερνήτης του αποκρίθηκε πως μπορούσε να πράξει κατά το δοκούν. Έτσι, ο διοικητής Ορελιά-να τιήρε μαζί του πενήντα εφτά άντρες, με τους οποίους μπάρ-καρε στο πλοίο για το οποίο κάναμε λόγο παραπάνω, καθώς και σε μερικά κανό που είχανε πάρει από τους ινδιάνους και ξεκίνησε κατάντη του ποταμού έχοντας σκοπό να πάρει το δρόμο του γυρισμού αν έβρισκε τροφή. Όλα όμως ήρθαν αντί-θετα από όσα ελπίζαμε όλοι μας, γιατί προχωρήσαμε διακόσιες λεύγες δίχως να βρούμε τρόφιμα μήτε για μας τους ίδιους, κι από την έλλειψη αυτή μεγάλα βάσανα περάσαμε, όπως θα ιστορί-σουμε στη συνέχεια. Κι έτσι πορευόμασταν δεόμενοι στον Κύ-ριό μας να ευδοκήσει και να μας οδηγήσει στο σωστό δρόμο στην αποστολή μας εκείνη για να μπορέσουμε να γυρίσουμε κοντά στους συντρόφους μας. Τη δεύτερη μέρα αφότου κινήσα-με και χωρίσαμε από τους συντρόφους μας παραλίγο να χαθού-με καταμεσής στον ποταμό, γιατί το πλοίο έπεσε πάνω σ' έναν κορμό και μια σανίδα του τσακίστηκε, κι αν δεν ήμασταν δί-πλα στη στεριά θα τέλειωνε εκεί η αποστολή μας. Διορθώθηκε όμως το κακό, γιατί το βγάλαμε από τα νερά και του βάλαμε ένα κομμάτι σανίδας κι ύστερα συνεχίσαμε το δρόμο μας με μεγά-λη βιάση. Κι επειδή ο ποταμός κυλούσε γοργά, προχωρούσαμε με είκοσι - είκοσι πέντε λεύγες, γιατί το ποτάμι φούσκωνε και αυξάνονταν τα νερά του εξαιτίας πολλών άλλων ποταμών που χύνονταν σ' αυτόν από τη δεξιά όχθη και προς τα νότια. Τρεις μέρες πόρευτήκαμε δίχως να συναπαντήσουμε κανέναν οικισμό. Βλέποντας ότι είχαμε μακρύνει από το μέρος όπου είχαν μείνει οι σύντροφοί μας και ότι είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαμε πάρει μαζί μας για την γεμάτη αβεβαιότητα πορεία που κάναμε, έπιασε να συζητάει ο διοικητής με τους συντρό-φους για τις δυσκολίες και το γυρισμό και την έλλειψη τρο-φής, διότι, επειδή υπολογίζαμε ότι θα γυρνούσαμε πίσω παρευ-θύς, δεν είχαμε πάρει μαζί μας αρκετά τρόφιμα. Επειδή πι-στεύαμε όμως ότι δεν γινόταν να είμαστε μακριά, συμφωνήσα-με να προχωρήσουμε. Κι έτσι κι έγινε, με μεγάλη προσπάθεια από τη μεριά όλων. Επειδή δε ούτε τις επόμενες δύο μέρες δεν

35

βρήκαμε τρόφιμα μήτε σημάδι κατοικημένης περιοχής, με την άδεια του διοικητή, έκανα εγώ μια λειτουργία, σαν αυτές που κάνουνε καταμεσής στο πέλαγος, εναποθέτοντας στο έλεος του Κυρίου μας τους εαυτούς μας και τις ζωές μας, ικετεύοντάς τον ταπεινά να μας βγάλει από την τόσο δύσκολη θέση που βρισκό-μαστε και να μας σώσει από τον βέβαιο χαμό, γιατί το βλέπα-με πια ότι, ακόμα κι αν θέλαμε να γυρίσουμε και να αναπλεύ-σουμε τον ποταμό, δεν ήταν μπορετό εξαιτίας του δυνατού ρεύ-ματος κι ήταν αδύνατον να δοκιμάσουμε να επιστρέψουμε διά ξηράς. Κινδυνεύαμε λοιπόν τα μέγιστα να πεθάνουμε εξαιτίας της μεγάλης πείνας που υποφέραμε. Κι έτσι, αναζητώντας τη λύση για το τι έπρεπε να κάνουμε, συζητώντας για τα βάσανα και τις κακουχίες μας, συμφωνήσαμε να διαλέξουμε ανάμεσα στα δυο κακά εκείνο που στον διοικητή και σε όλους φαινό-ταν το μικρότερο, δηλαδή να προχωρήσουμε και να ακολου-θήσουμε τον ποταμό και ή να πεθάνουμε ή να ανακαλύψουμε τι υπάρχει σ' αυτόν, εναποθέτοντας τις ελπίδες μας στον Κύ-ριό μας, πιστεύοντας ότι θα προστάτευε τις ζωές μας μέχρι να αξιωθούμε να δούμε την σωτηρία μας. Στο αναμεταξύ, λόγω έλλειψης άλλων τροφίμων, περάσαμε μεγάλες στερήσεις, και δεν τρώγαμε παρά δέρματα, ζώνες και σόλες παπουτσιών βρα-σμένα μαζί με κάτι χορταρικά, κι ήταν τόση η αδυναμία μας που δεν μπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας. Αλλοι μπου-σουλώντας κι άλλοι στηριγμένοι σε μπαστούνια χωθήκανε στα βουνά για να ψάξουν να βρούνε τίποτε ρίζες να φάνε, κι ήταν και μερικοί που φάγανε κάτι άγνωστα χόρτα, και βρέθηκαν στα πρόθυρα του θανάτου, γιατί κάνανε σαν τρελοί και είχανε χά-σει τα λογικά τους. Ήτανε όμως θέλημα Κυρίου να συνεχίσουμε το ταξίδι μας κι έτσι δεν πέθανε κανείς. Από τις κακουχίες τού-τες μερικοί σύντροφοι ήταν πολύ εξαντλημένοι και ο διοικη-τής τους έδινε κουράγιο και τους έλεγε να βάλουν τα δυνατά τους και να έχουν εμπιστοσύνη στον Κύριό μας, διότι εφόσον εκείνος ήταν που μας είχε ρίξει στο ποτάμι τούτο, θα μεριμνού-σε και να μας βγάλει σε καλό λιμάνι. Μ' αυτόν τον τρόπο εμ-ψύχωσε τους συντρόφους να υπομείνουν τις ταλαιπωρίες.

TY|v Πρωτοχρονιά της χρονιάς του σαράντα δύο κάποιοι από τους συντρόφους μας νομίσανε ότι άκουσαν τύμπανα ινδιάνων κι άλλοι ήτανε σίγουροι γι' αυτό ενώ άλλοι λέγανε πως δεν

36

άκουγαν τίποτα. Αλάφρωσε όμως κάπως η καρδιά τους και προχωρούσαν με πολύ (περισσότερη) προθυμία απ' ότι πριν. Κι επειδή ούτε κείνη τη μέρα ούτε και την επομένη δεν φάνηκε κα-τοικημένο μέρος, καταλάβαμε πως επρόκειτο για φαντασίωση, όπως και ήταν πράγματι. Και για τον λόγο αυτό, τόσο οι άρρω-στοι όσο και οι υγιείς, έχασαν εντελώς το κουράγιο τους και πίστεψαν πως δεν είχανε πλέον γλιτωμό. Ο διοικητής όμως τους εμψύχωνε με τα λόγια του. Επειδή δε ο Κύριός μας είναι πατέ-ρας φιλεύσπλαχνος και δίνει παρηγοριά και στέργει και βοη-θάει εκείνον που τον καλεί σε καιρούς μεγάλης χρείας, τη Δευ-τέρα το βράδυ, στις οχτώ του Γενάρη, κι ενώ τρώγαμε κάτι ρί-ζες του βουνού, ακούστηκαν ξεκάθαρα τύμπανα, από πολύ μα-κριά από τον τόπο που βρισκόμασταν εμείς. Ο πρώτος που τα άκουσε ήταν ο διοικητής και το είπε στους συντρόφους, κι όλοι αφουγκράστηκαν με προσοχή, όταν δε σιγουρεύτηκαν, ήταν τόση η χαρά που νιώσανε όλοι, που ξέχασαν όλα τα βάσανα και τις κακουχίες που είχαν περάσει γιατί βρισκόμασταν πλέον σε γη κατοικημένη και δεν θα πεθαίναμε πια από πείνα. Ο διοι-κη'^ς πρόσταξε τότε να φυλάμε σκοπιά με τη σειρά και με με-γάλη επαγρύπνηση, γιατί [κατεστραμμένο] ήταν πολύ πιθανό να μας είχαν αντιληφθεί οι ινδιάνοι και να έρχονταν τη νύχτα επίθεση να κάνουν στον καταυλισμό, καταπώς το έχουν συνή-θειο. Κι έτσι τη νύχτα εκείνη υπήρξε μεγάλη επιφυλακή, κι έμεινε ξάγρυπνος ο διοικητής, κι εκείνο το βράδυ ήταν σημα-ντικότερο απ' τα άλλα, γιατί όλοι καρτερούσαν με λαχτάρα την αυγή, έχοντας απηυδήσει πια να τρώνε ρίζες. Μόλις ήρθε το πρωί, πρόσταξε ο διοικητής να έχουν έτοιμη τη μπαρούτη και τα αρκεβούζια και τις βαλλίστρες, και να αρματωθούν όλοι, κι η αλήθεια είναι πως όλοι οι συντρόφοι φρόντιζαν με μεγάλη προσοχή να πράξουνε όπως ήταν πρέπον. Ο διοικητής όμως φρόντιζε και για τα δικά του καθήκοντα και για των υπολοί-πων. Κι έτσι, αφού κάναμε όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες, το πρωί συνεχίσαμε την πορεία μας προς αναζήτηση του χω-ριού. Είχαμε πλεύσει δυο λεύγες κατάντη του ποταμού, όταν είδαμε να αναπλέουν τέσσερις πιρόγες γεμάτες ινδιάνους που έρχονταν να κατοπτεύσουν τον τόπο, μόλις μας είδαν δε έκα-ναν στροφή με μεγάλη βιάση, δείχνοντας φιλοπόλεμες διαθέ-σεις, έτσι που πριν περάσει ένα τέταρτο ακούσαμε από τα χω-

37

ριά τύμπανα πολλά που κάνανε τη γη να σείεται, γιατί ακού-γονται σε μεγάλη απόσταση και έχουν πολύ εναρμονισμένο ήχο, με τα μπάσα, τα μεσαία και τα πρίμα τους. Τότε ο διοικη-τής πρόσταξε τους συντρόφους που ήτανε στα κουπιά να λά-μνουν πιο γρήγορα για να φτάσουμε στο πρώτο χωριό προτού συναχτεί ο κόσμος. Κι έτσι κι έγινε, και με βιάση μεγάλη αρχι-νήσαμε να προχωρούμε, και φτάσαμε στο χωριό όπου μας πε-ρίμεναν όλοι οι ινδιάνοι για να φυλάξουν και να διαφεντέψουν τα σπιτικά τους. Ο διοικητής πρόσταξε να βγούνε όλοι στην ξηρά με μεγάλη τάξη και να φροντίζουν ο καθείς για όλους και όλοι για τον καθένα, να μην παραβεί δε κανείς τις εντολές, να μεριμνούν για το καθήκον τους και να πράξει ο καθείς αυτό που είχε υποχρέωση να πράξει. Τόση ήταν η αναθάρρηση πού νιώσανε όλοι τους μόλις αντίκρισαν το χωριό, που λησμόνη-σαν όλες τις περασμένες κακουχίες. Οι δε ινδιάνοι εγκατέλει-ψαν το χωριό κι όλα τα τρόφιμα που υπήρχαν σ' αυτό, προς μεγάλη ανακούφιση και χαρά μας. Προτού φάνε οι σύντροφοι, παρ' ότι πολλή ανάγκη το είχανε, πρόσταξε ο διοικητής να ψά-ξουν όλο το χωριό, μπας και ξαναγυρίσουν οι ινδιάνοι και μας κάνουνε κακό ενώ θα συγκεντρώναμε τροφή και θα ξαποσταί-ναμε, κι έτσι κι έγινε. Εδώ άρχισαν οι σύντροφοι να παίρνουνε εκδίκηση για όλα τα δεινά που είχανε περάσει, και δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να τρώνε απ' όσα είχανε μαγειρέψει οι ιν-διάνοι και να πίνουνε από τα ποτά τους, με τόση λαχτάρα που δεν φαινόταν να χορταίνουν. Δεν τα έκαναν όμως όλα αυτά με ανεμελιά, γιατί παρ' όλο που έτρωγαν σαν άνθρωποι εκείνα που ανάγκη είχανε, δεν ξεχνούσαν να έχουν την προσοχή τους στραμμένη σε όσα ήταν απαραίτητα για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, όλοι τους δε επαγρυπνούσαν, με τις ασπί-δες τους στον ώμο και τα σπαθιά παραμάσχαλα, έχοντας το νου τους μήπως και ξαναγυρίσουν οι ινδιάνοι και μας επιτε-θούν. Κι έτσι αναπαυτήκαμε, γιατί αναπαμός ήτανε για μας μετά από τόσες κακουχίες που είχαμε περάσει, μέχρι τις δύο μετά το μεσημέρι, που αρχίσανε να έρχονται οι ινδιάνοι από τη μεριά του ποταμού για να δούνε περί τίνος επρόκειτο, γυρο-φέρνοντας στο ποτάμι σαν αποβλακωμένοι. Όταν το 'δε αυτό ο διοικητής, ανέβηκε στην απόκρημνη όχθη του ποταμού κι άρ-χισε να συνομιλεί μαζί τους στην γλώσσα τους, γιατί την κα-

38

ταλάβαινε κατά κάποιο τρόπο^ και να τους λέει φόβο να μην έχουνε και να έρθουν πιο σιμά γιατί να τους μιλήσει ήθελε. Ήρθανε λοιπόν οι ινδιάνοι εκεί που βρισκόταν ο διοικητής, κι εκείνος τους μίλησε με κολακευτικά λόγια κι έδιωξε το φόβο τους και τους έδωσε απ' όσα είχε, τους είπε δε να πάνε να φω-νάζουνε τον αφέντη τους, γιατί ήθελε να του μιλήσει και να του πούνε να μην φοβάται γιατί δεν ήθελε να του κάνει κακό. Κι έτσι οι ινδιάνοι τιήρανε όσα τους έδωσε και πήγανε να εξιστο-ρήσουν τα καθέκαστα στον αφέντη τους. Εκείνος κατέφθασε αργότερα φανταχτερά ντυμένος εκεί όπου ήτανε ο διοικητής κι οι σύντροφοι, κι όλοι τον καλοδέχτηκαν κι ο διοικητής κι οι άλλοι και τον αγκάλιασαν, κι ο ίδιος ο φύλαρχος έδειξε μεγά-λη ικανοποίηση όταν είδε την υποδοχή που του κάνανε. Τότε ο διοικητής πρόσταξε να του δώσουνε ρούχα κι άλλα πράγματα κι εκείνος χάρηκε πολύ. Και τόση ήταν η χαρά του, που είπε στον διοικητή να κοιτάξει να δει τι χρειαζόταν, κι εκείνος θα του τα πρόσφερε. Ο διοικητής του είπε ότι άλλο δεν ήθελε να του προμηθεύσει εκτός από τρόφιμα. Τότε ο φύλαρχος πρόσταξε τους ινδιάνους του να φέρουν τρόφιμα και πριν περάσει πολ-λή ώρα, φέρανε σε μεγάλη αφθονία όλα όσα ήταν χρειαζούμε-να, κρεατικά, πέρδικες, γαλοπούλες̂ "̂ και λογής - λογής ψάρια. Μετά απ' αυτό, ο διοικητής ευχαρίστησε πολύ τον φύλαρχο και του είπε να πάει στην ευχή του Θεού, και να καλέσει όλους τους προύχοντες κείνης εκεί της περιοχής, που ήταν δεκατρείς, για-τί να τους μιλήσει ήθελε σε όλους μαζί και να τους εξηγήσει το σκοπό του ερχομού του. Παρ' ότι δε εκείνος τους είπε πως την επομένη θα έρχονταν όλοι να δούνε τον διοικητή, και ότι εκείνος θα τους καλούσε και ότι έφευγε πολύ ικανοποιημένος, ο διοικητής έδωσε προσταγή να μην αμελήσουν τα καθήκοντά τους, τόσο ο ίδιος όσο και οι σύντροφο? του, διατάζοντας να φυλάμε σκοπιές και να παίρνουμε, μέρα νύχτα, μεγάλες προ-

13. Είναι πράγματι περίεργο που ο Ορελιάνα γνώριζε τη γλώσσα των Ιμαράις. Είναι πιθανόν όμως οι ινδιάνοι αυτοί να χρησιμοποιούσαν την κέτσουα για τις συνεννοήσεις τους. 14. Στην βραζιλιάνικη έκδοση του Χρονικού του Καρβαχάλ, ο ντε Μέλο Λε'ίτάου υπογραμμίζει την απουσία των πτηνών αυτών στην περιοχή του Αμαζονίου. Μάλλον ο χρονικογράφος χρησιμοποιεί ονόματα γνωστών πτηνών για να αναφερθεί σε άγνωστα σ' αυτόν είδη.

39

φυλάξεις για να μην μας ριχτούνε οι ινδιάνοι. Διέταξε δε να φροντίσουμε να μην φερθούμε αστόχαστα και να μην επανα-παυθούμε, για να μην αναθαρρήσουν οι ινδιάνοι και μας επι-τεθούν τη νύχτα ή τη μέρα. Την επομένη, κατά την ώρα του δειλινού, φάνηκε ο φύλαρχος αυτός και έφερε μαζί του άλλους τρεις - τέσσερις προύχοντες, γιατί οι υπόλοιποι δεν γινόταν να έρθουνε επειδή ήτανε μακριά και θα έρχονταν την άλλη μέρα. Ο διοικητής τους υποδέχθηκε όπως και τον πρώτο φύλαρχο και για πολλή ώρα τους μίλησε εκ μέρους της Μεγαλειότητάς Σας και εν ονόματί Σας ανακηρύχτηκε κύριος εκείνης εκεί της πε-ριοχής. Το ίδιο δε έπραξε και μ' όλους τους υπόλοιπους που ήρθαν μετά σ' εκείνη την επαρχία, γιατί, όπως είπα, ήταν δε-κατρείς, και ανακηρύχτηκε κύριος των εδαφών που διαφέ-ντευαν όλοι τους εν ονόματι της Μεγαλειότητάς Σας. Μετά από αυτό το γεγονός, πρόσταξε τους συντρόφους να συγκεντρωθούν για να τους μιλήσει για όσα έπρεπε να κάνουν για την καλή έκβαση της αποστολής και τη σωτηρία της ζωής τους, μιλώντας τους για ώρα πολλή και μ£ πολλά επιχειρήματα, εμψυχώνοντάς τους με λόγια υψιπετή. Αφού έβγαλε τον λόγο αυτόν ο διοικη-τής, οι σύντροφοι έμειναν πολύ ικανοποιημένοι βλέποντας το υψηλό φρόνημα του ίδιου του διοικητή και τη μεγάλη υπομο-νή με την οποία υπόμενε τα δεινά, και του απηύθυναν κι αυτοί πολύ ωραία λόγια, ήταν δε τόσο ικανοποιημένοι με τα λόγια που ο διοικητής τους είπε που δεν ένιωθαν πλέον καμιά κού-ραση παρ' όσα είχαν υπομείνει.

Αφού συνήλθαν λίγο ρι σύντροφοι από την πείνα και τις κα-κουχίες που είχαν περάσει, ο διοικητής ξανάπιασε δουλειά, και βλέποντας ότι ήταν αναγκαίο να μεριμνήσει για την παραπέρα πορεία, πρόσταξε να φωνάξουν όλους τους συντρόφους του, και τους μίλησε και πάλι και τους είπε ότι όπως καταλάβαιναν κι οι ίδιοι, αν ήταν θέλημα Θεού να μας βγάλει στην θάλασσα, δεν γινότανε να φτάσουμε σώοι μ' αυτό το πλοίο και αυτά τα μο-νόξυλα που είχαμε, και γι' αυτό ήταν απαραίτητο να βάλουμε τα δυνατά μας να φτιάξουμε άλλο μπpιγαvτívι^^ με μεγαλύτε-ρο εκτόπισμα για να μπορέσουμε να πλεύσουμε τον ποταμό,

15. Μπριγαντίνι ή μπρίκι: Είδος πλοίου με δύο κατάρτια και τετράγωνο ή στρογγυλό πανί.

40

παρ' όλο που δεν υπήρχε ανάμεσά μας τεχνίτης που να ξέρει αυτή τη δουλειά, γιατί η μεγαλύτερη δυσκολία που θα αντιμε-τωπίζαμε ήταν να φτιάξουμε τα καρφιά. Στο αναμεταξύ, οι ινδιάνοι δεν έπαυαν να έρχονται και να ξανάρχονται στον διοι-κητή και να του φέρνουνε τρόφιμα πολλά και με τόση ευταξία λες κι ήταν υττηρέτες όλη τους τη ζωή. Κι έρχονταν με τα κο-σμήματά τους και τους χρυσούς τους δίσκους και ποτέ ο διοι-κητής δεν καταδέχτηκε να πάρει το παραμικρό, ούτε καν να το κοιτάξει, για να μην αντιληφθούν οι ινδιάνοι ότι τα θεωρού-σαμε πολύτιμα, και παρ' ότι επιδεικνύαμε αδιαφορία, δόστου να κουβαλούν χρυσάφι κι άλλο χρυσάφι.

Εδώ μας πληροφόρησαν για τις αμαζόνες^^ και για τον πλού-το που υπάρχει εκεί κάτω, κι αυτός που μας έδωσε την πληρο-φορία ήταν ένας ινδιάνος φύλαρχος ονόματι Απάρια^ ,̂ ένας γέ-ροντας που έλεγε ότι είχε βρεθεί στη χώρα εκείνη και ο οποίος μας μίλησε και για έναν άλλο φύλαρχο που μακριά από τον ποταμό ζούσε, βαθιά στην ενδοχώρα ο οποίος, κατά τα λεγό-μενά του, είχε στην κατοχή του μεγάλο πλούτο σε χρυσάφι. Αυτός ο αφέντης ονομάζεται Ίκα. Ποτέ μας δεν τον είδαμε, γιατί όπως λέγω, ζούσε μακριά από τον ποταμό̂ ®.

Και για να μην χάσουμε χρόνο και ξοδέψουμε τρόφιμα μα-ταίως, συμφώνησε ο διοικητής να καταπιαστούμε αμέσως με όσα έπρεπε να κάνουμε, κι έτσι πρόσταξε να γίνουν όλες οι απα-ραίτητες προετοιμασίες, κι οι σύντροφοι είπαν πως ήθελαν να καταπιαστούν αμέσως με το χτίσιμο του πλοίου. Ανάμεσά μας ήτανε δυο άντρες στους οποίους πολλά οφείλουμε, γιατί κατα-πιάστηκαν με πράγματα που ποτέ τους δεν είχαν μάθει. Παρου-σιάστηκαν ενώπιον του διοικητή και του είπαν πως εκείνοι, με

16. ο μύθος της ύπαρξης της (ρυλής των Αμαζόνων ήταν πολύ διαδεδομένος στους Ισπανούς κατακτητές σε πολλές περιοχές της Αμερικής. 17. Απάρια είναι το όνομα ενός από τους φυλάρχους των ινδιάνων που επισκέφτηκε τον Ορελιάνα όταν αυτός βρισκόταν στην περιοχή των Ιμαράις, η χώρα του όμως βρισκόταν πιο κάτω στον ποταμό. 18. Είναι η πρώτη αναφορά του Καρβαχάλ σε διαδόσεις των ιθαγενών σχετικά με έναν ηγεμόνα που είχε στην κατοχή του μεγάλη ποσότητα χρυσού. Η κανέλα και το Ελ Δοράδο είναι οι μύθοι που παρότρυναν τον Γκονθάλο Πιθάρο στο ταξίδι του. Το κύριο κίνητρο της αποστολής του Ορελιάνα είναι η ανεύρεση εξόδου στη θάλασσα.

41

τη βοήθεια του Κυρίου μας, θα έφτιαχναν τα καρφιά που χρειά-ζονταν, και πως θα έβαζαν τους άλλους να φτιάξουν κάρβου-νο. Οι δύο αυτοί σύντροφοι ονομάζονταν ο ένας Χουάν ντε Αλ-κάνταρα, κι ήταν γόνος της πόλης του Αλκάνταρα κι ιδαλγός^^ κι ο άλλος Σεμπαστιάν Ροδρίγεθ κι ήταν γέννημα της Γαλικίας. Ο διοικητής τους το ανταπόδωσε υποσχόμενος σε αντάλλαγ-μα για ένα τόσο σπουδαίο έργο, εύσημα και αμοιβές. Και πρό-σταξε να φτιάξουν φυσερά από μποτίνια, καθώς και άλλα ερ-γαλεία και διέταξε τους υπόλοιπους συντρόφους να πάνε τρεις - τρεις και να δουλέψουνε για να φτιάξουν κάρβουνο, πράγμα που έγινε. Πήρε ο καθένας τα εργαλεία του και πήγανε στο βουνό να κόψουν ξύλα, τα κουβαλούσαν δε στον ώμο από το βουνό ίσαμε το χωριό, μισή λεύγα απόσταση, και ανοίγανε λάκκους καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια. Όπως ήτανε αδύναμοι και αδέξιοι σ' εκείνη τη δουλειά, μετά βίας άντεχαν το βάρος του φορτίου, ενώ οι υπόλοιποι σύντροφοι που δεν εί-χανε δύναμη να κόψουνε ξύλα, άλλοι δουλεύανε τα φυσερά κι άλλοι κουβαλούσαν νερό. Ο δε διοικητής επέβλεπε τα πά-ντα έτσι ώστε να έχουμε όλοι κάτι να κάνουμε. Ήτανε τόσος πολύς ο ζήλος των αντρών στη δουλειά τούτη σ' αυτό το χω-ριό που μέσα σε είκοσι μέρες, και με τη βοήθεια του Θεού, κα-τασκευάστηκαν δύο χιλιάδες πολύ καλά καρφιά καθώς και άλλα πράγματα. Ο δε διοικητής ανέβαλε την κατασκευή του μπριγαντινιού γι' αργότερα, που θα βρίσκαμε καλύτερη ευκαι-ρία και θα ήμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι.

Καθυστερήσαμε σε τούτο το χωριό περισσότερο απ' όσο έπρεπε, καταναλώνοντας όλες τις τροφές, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να περάσουμε μεγάλες δυσκολίες, κι η καθυστέρη-σή μας οφειλόταν στο ότι προσπαθούσαμε να βρούμε κάποιο τρόπο για να μάθουμε ειδήσεις από τον καταυλισμό^®. Όταν είδε ο διοικητής ότι αυτό ήταν αδύνατον, πήρε την απόφαση να δώσει χίλια καστελιάνος^^ σε έξι συντρόφους που θα ήταν πρόθυμοι να πάνε και να δώσουν μήνυμα στον κυβερνήτη Γκον-

19. Ιδαλγός, Hidalgo, από το hijodalgo, δηλαδή γιος κάποιου. Έτσι αποκα-λούσαν τους γόνους αριστοκρατικών οικογενειών. 20. Αναφέρεται στον καταυλισμό του Γκονθάλο Πιθάρο. 21. Βλέπε σημ. 6.

42

θάλο Πιθάρο για να του πάνε γραφή και να του πούνε από μέ-ρους τους τα νέα για τα καθέκαστα. Για συνοδεία τους θα τους έδινε και δύο νέγρους για να τους βοηθήσουν με τα κουπιά και μερικούς ινδιάνους. Κι ανάμεσα σε όλους τους άντρες δεν βρέ-θηκαν παρά μόνο τρεις, γιατί όλοι φοβούνταν τον θάνατο που ήταν βέβαιος, γιατί θα αργούσαν πολύ να φτάσουνε εκεί όπου είχαν αφήσει τον κυβερντ^τη, κι ότι εκείνος θα είχε πάρει ήδη το δρόμο του γυρισμού, γιατί είχαν προχωρήσει εκατόν πενή-ντα λεύγες^^ από το σημείο που είχαν αφήσει τον κυβερνήτη, στη διάρκεια των εννέα ημερών που είχαν ταξιδέψει.

Οι δουλειές μας είχανε τελειώσει και βλέποντας ότι τα τρό-φιμα τέλειωναν πια και ότι εφτά σύντροφοί μας είχαν πεθάνει από την πείνα, κινήσαμε, ανήμερα της Παναγίας της Καντελά-ρια^ .̂ Πήραμε όσα τρόφιμα μπορούσαμε, γιατί δεν είχαμε ταα χρόνο για να μείνουμε κι άλλο σ' εκείνο το χωριό, πρώτα απ' όλα επειδή οι ιθαγενείς έδειχναν να δυσανασχετούν και δεν θέλαμε να τους αφήσουμε δυσαρεστημένους, και δεύτερον για να μην χάσουμε χρόνο και ξοδέψουμε τα τρόφιμα χωρίς όφε-λος, γιατί δεν ξέραμε αν παρακάτω θα είχαμε έλλειψη. Κι έτσι αρχίσαμε να προχωρούμε στην επαρχία αυτή και δεν είχαμε κάνει είκοσι λεύγες όταν ενώθηκε με τον δικό μας ποταμό ένας άλλος από τα δεξιά^, που δεν ήταν και πολύ μεγάλος. Σε τού-το τον ποταμό είχε το κατάλυμά του ένας σπουδαίος ινδιάνος φύλαρχος ονόματι Ιριμοράνι, ένας πολύ συνετός ηγεμόνας, που είχε έρθει να δει τον διοικητή και να του προσφέρει τρόφιμα^.

22. Το χειρόγραφο της Βασιλικής Ακαδημίας της Ιστορίας αναφέρει δια-κόσιες λεύγες. Ο ίδιος ο Καρβαχάλ λέει ότι έκαναν είκοσι με είκοσι πέντε λεύγες τη μέρα, δηλαδή γύρω στις διακόσιες λεύγες συνολικά. Εφόσον το σημείο απ' όπου ξεκίνησε ο Ορελιάνα ήταν κοντά στη συμβολή των ποτα-μών Νάπο και Κόκα, τότε το χωριό στο οποίο βρίσκονταν πρέτυει να ήταν στις όχθες του Νάπο, μεταξύ της συμβολής του με τον ποταμό Αγουαρίκο και τον Κουραράι. 23. Πέμπτη, 2 Φεβρουαρίου 1542. 24.0 Κουραράι. 25. Ο φύλαρχος αυτός εμφανίζεται με διάφορα ονόματα σε άλλες ττηγές τις εποχής. Στο αντίγραφο της Βασιλικής Ακαδημίας της Ιστορίας αποκα-λείται Ιριμάρα, ενώ ο Οβιέδο τον αναφέρει ως Ιμάρα. Ήταν ένας από τους φυλάρχους που επισκέφτηκαν τον Ορελιάνα στο χωριό όπου είχε σταμα-τήσει για είκοσι μέρες.

43

o διοικητής θέλησε να πάει στη χώρα του αλλά δεν ήταν βολε-τό, γιατί ο ποταμός ήταν πολύ ορμητικός και τα νερά του φου-σκωμένα. Κι εδώ κοντέψαμε να χάσουμε τη ζωή μας, γιατί στη συμβολή, εκεί που έμπαινε ο ποταμός αυτός σ' εκείνον που δια-πλέαμε εμείς, τα νερά πάλευαν μεταξύ τους και πηγαινόφερ-ναν πολλά ξύλα από την μιαν όχθη στην άλλη, ήταν δε πολύ δύσκολο να τον διαπλεύσουμε, γιατί σχημάτιζε πολλούς στρο-βίλους και μας πέταγε από την μια όχθη στην άλλη. Με χίλιες δυσκολίες κατορθώσαμε παρ' όλα αυτά να ξεφύγουμε από αυτόν τον κίνδυνο δίχως να μπορέσουμε να φτάσουμε στο χωριό. Προχωρήσαμε παρακάτω, όπου είχαμε ακούσει για ένα άλλο χωριό που μας είχανε πει ότι βρισκόταν σε απόσταση διακόσιες λεύγες^^, γιατί όλος ο υπόλοιπος τόπος ήταν έρημος. Έτσι πορευτήκαμε με φοβερές δυσκολίες, περνώντας μεγάλες κακουχίες και φοβερούς κινδύνους, μεταξύ των οποίων μας συνέβη και μια φοβερή κακοτυχία που μας τάραξε πολύ στην κατάσταση που ήμασταν. Δυο πιρόγες με έντεκα Ισπανούς απ' τους δικούς μας χαθήκανε ανάμεσα σε κάτι νησιά δίχως να ξέρουμε πού βρισκόμασταν μήτε να μπορούμε να τους βρού-με: δυο μέρες πορεύονταν χαμένοι δίχως να μπορέσουν να μας συναντήσουν κι εμείς, νομίζοντας ότι δεν θα τους ξαναβλέπα-με, ήμασταν γεμάτοι αγωνία και θλίψη. Μόλις πέρασαν όμως οι δυο μέρες ήτανε θέλημα Θεού να ξανανταμώσουμε, κι ήταν μεγάλη η χαρά όλων μας, τόσο χαρήκαμε που μας φαινόταν πως όλες οι ταλαιπωρίες μας είχανε λησμονηθεί. Αφού ξαπο-στάσαμε μια μέρα εκεί όπου ανταμώσαμε, πρόσταξε ο διοικη-τής να προχωρήσουμε.

Την επομένη, κατά τις δέκα η ώρα, φτάσαμε σε κάτι οικι-σμούς όπου οι ινδιάνοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, και για να μην υπάρξει ανακατωσούρα δεν θέλησε ο διοικητής να πάμε εκεί, παρά έστειλε έναν σύντροφο να πάει μαζί με άλλους είκο-σι εκεί όπου ήτανε οι ινδιάνοι. Τους πρόσταξε να μην επιτεθούν στα σπίτια μήτε να ξεμπαρκάρουν, αλλά με φιλικό τρόπο να τους πληροφορήσουν ότι βρισκόμασταν σε φοβερή ανάγκη, και

26. Αυτό το χωριό πρέπει να βρισκόταν κοντά στο Λετίθια, σημερινό σύ-νορο μεταξύ Κολομβίας και Βραζιλίας.

44

να τους ζητήσουν να μας δώσουν να φάμε και να έρθουν να μιλήσουν με τον διοικητή, που βρισκόταν στη μέση του ποτα-μού, γιατί ήθελε να τους προσφέρει απ' όσα είχε και να τους πει το λόγο του ερχομού του. Οι ινδιάνοι ήταν ειρηνικοί και χα-ρήκανε πολύ μόλις αντίκρισαν τους συντρόφους μας, τους πρό-σφεραν δε πολλά τρόφιμα, άφθονες χελώνες και παπαγάλους, και τους είπανε να πούνε στον διοικητή να πάει να καταλύσει σ' ένα χωριό που ήταν στην άλλη όχθη του ποταμού, και ότι την επομένη το πρωί θα πήγαιναν να τον δούνε. Ο διοικητής χάρηκε πολύ με τα τρόφιμα κι ακόμα περισσότερο με τη σύνε-ση των ινδιάνων, κι έτσι πήγαμε να καταλύσουμε σ' εκείνο το χωριό και εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε εκεί πέρα, όπου μας επιτέθηκε πληθώρα κουνουπιών, γι' αυτόν τον λόγο δε ο διοι-κητής την άλλη μέρα το πρωί κίνησε για ένα άλλο χωριό, που φαινόταν παρακάτω. Όταν φτάσαμε οι ινδιάνοι δεν αντιστά-θηκαν, αντίθετα μας φέρθηκαν φιλικά, κι εκεί μείναμε τρεις μέρες, κι οι ινδιάνοι έρχονταν με ειρηνικές διαθέσεις και μας έφερναν να φάμε πλουσιοπάροχα. Την επομένη, αφού πέρασαν οι τρεις μέρες, φύγαμε από τούτο το χωριό και συνεχίσαμε την πορεία μας στον ποταμό σε αναζήτηση άλλων οικισμών. Έτσι προχωρούσαμε, όταν μια Κυριακή πpωí^^ σε μια διχάλα που έκανε ο ποταμός και χωριζόταν σε δυο μέρη, ανέβηκαν να μας δούνε κάποιοι ινδιάνοι με τέσσερα ή πέντε κανό που ήταν φορ-τωμένα με πολλά τρόφιμα, και έφτασαν κοντά εκεί που ήταν ο διοικητής και ζήτησαν άδεια να σιμώσουν γιατί θέλανε να μι-λήσουν στον διοικητή, ο οποίος πρόσταξε να σιμώσουν. Σίμω-σαν λοιπόν και του είπαν ότι εκείνοι ήταν ηγεμόνες υποτελείς στον Απάρια και ότι με δική του διαταγή έρχονταν για να μας φέρουν τρόφιμα. Κι άρχισαν να βγάζουν από τα κανό τους πολλές πέρδικες σαν εκείνες που έχουμε στην Ισπανία, μόνο που τούτες εδώ ήταν μεγαλύτερες και πολλές χελώνες, που είναι μεγάλες σαν ασπίδες και άλλα ψάρια. Ο διοικητής τους ευχα-ρίστησε και τους πρόσφερε απ' όσα είχε, κι αφού τους τα πού-λησε̂ ®, οι ινδιάνοι έμειναν πολύ ικανοποιημένοι βλέποντας πόσο καλά τους φέρονταν και ότι ο διοικητής καταλάβαινε τη

27.19 Φεβρουαρίου 1542. 28. Έδωσε, σύμφωνα με το αντίγραφο της Συλλογής Μουνιόθ.

45

γλώσσα τονς^^, πράγμα που βοήθησε πολύ για να βγάλουμε κάποια άκρη γιατί, αν δεν την καταλάβαινε, θα ήταν πολύ δύσκολη η έξοδός μας. Όταν οι ινδιάνοι θέλανε πια να μας αποχαιρετήσουν, είπανε στον διοικητή να πάει στο χωριό όπου έμενε ο αφέντης τους που, καταπώς έχω πει, λεγόταν Απάρια, κι ο διοικητής τους ρώτησε ποια από τις δυο διχάλες έπρεπε ν' ακολουθήσει. Εκείνοι αποκρίθηκαν ότι θα μας οδηγούσαν οι ίδιοι και πως έπρεπε να τους ακολουθήσουμε. Κι έτσι, σε λίγη ώρα, αντικρίσαμε τους οικισμούς όπου βρισκόταν ο αφέντης εκείνος, κι ενώ προχωρούσαμε προς τα κει, ο διοικητής ξανα-ρώτησε τους ινδιάνους ποιος ήταν ο κύριος εκείνων των οικι-σμών. Οι ινδιάνοι αποκρίθηκαν ότι εκεί βρισκόταν ο αφέντης τους που αναφέραμε παραπάνω, κι έτσι άρχισαν να κατευθύ-νονται προς το χωριό για να πάνε τα μαντάτα ότι φτάναμε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και είδαμε να βγαίνουν από το χωριό αυτό πολλοί ινδιάνοι και να επιβιβάζονται στις πιρόγες τους, ντυ-μένοι σαν πολεμιστές και φαινόταν ότι ήθελαν να μας επιτε-θούν. Ο διοικητής πρόσταξε τους συντρόφους του, που βλέπα-νε τις διαθέσεις των ινδιάνων, να είναι σε επιφυλακή με τα όπλα τους σε ετοιμότητα, για να μην καταφέρουν να μας βλάψουν αν μας ρίχνονταν. Με μεγάλη τάξη, λάμνοντας με όλη μας τη δύναμη, παραπλεύσαμε τη στεριά και οι ινδιάνοι φάνηκε να διαλύονται. Ο διοικητής κατέβηκε στη στεριά με τα όπλα του και πίσω του κι οι υπόλοιποι και αυτό φόβισε πολύ τους ινδιά-νους που αποτραβήχτηκαν ακόμα πιο πολύ. Ο διοικητής κατα-λάβαινε τη γλώσσα τους, καταπώς έχω αναφέρει, κι ήταν θέ-λημα Θεού για να μην χαθούμε στο ποτάμι, γιατί αν δεν την καταλάβαινε ούτε οι ινδιάνοι θα μας πλησίαζαν ειρηνικά ούτε και θα καταφέρναμε να βρούμε αυτούς τους οικισμούς. Κι αυτό επειδή ήταν θέλημα Θεού να γίνουν γνωστά στην καισαρική Μεγαλειότητά Σας ένα τέτοιο μεγάλο μυστικό και μια τόσο σημαντική ανακάλυψη, που με τόσες δυσκολίες ανακαλύφτη-κε, χωρίς από την άλλη να είναι δυνατόν να ανακαλυφθεί με άλλο τρόπο ή μόνο με τις ανθρώπινες δυνάμεις δίχως τη θέλη-ση και τη βοήθεια του Κυρίου ή δίχως να περάσουν πολλοί αιώνες και χρόνια.

29. Βλέπε σημ. 13.

46

Αφού κάλεσε ο διοικητής τους ινδιάνους, τους είπε να μην φοβούνται και να βγούνε στη στεριά. Και πράγματι, πλευρίσα-νε στη στεριά, κι η έκφραση του προσώπου τους έδειχνε ότι χαί-ρονταν για τον ερχομό μας. Και πήδηξε ο αφέντης τους στη στε-ριά, και μαζί του και πολλοί προύχοντες και ηγεμόνες που τον συνόδευαν, ζήτησε δε άδεια από τον διοικητή για να καθίσει, κι έτσι κάθισε ενώ όλοι του οι άντρες μείνανε ορθοί, πρόσταξε δε να βγάλουν από τις πιρόγες τους μεγάλη ποσότητα φαγητού, χελώνες̂ ® και μανάτους^^ και άλλα ψάρια, καθώς και ψητές πέρδικες, γάτες και πιθήκους. Βλέποντας ο διοικητής την καλή συμπεριφορά του ηγεμόνα εκείνου, του μίλησε με πολλά επιχει-ρήματα, δίνοντάς του να καταλάβει ότι ήμασταν χριστιανοί και λατρεύαμε έναν και μοναδικό Θεό ο οποίος ήταν δημιουργός όλων των πραγμάτων, και πως δεν ήμασταν σαν εκείνους που ήταν σε λάθος δρόμο και λάτρευαν πέτρες και αγάλματα που τα έφτιαχναν οι ίδιοι. Και με την ευκαιρία αυτή τους είπε και πολλά άλλα, καθώς επίσης κι ότι ήμασταν υπηρέτες και υποτε-λείς του αυτοκράτορα των χριστιανών, του μεγάλου Βασιλέα της Ισπανίας, που ονομαζόταν Δον Κάρλος κι ήταν κύριός μας, στον οποίο ανήκει η αυτοκρατορία πασών των Ινδιών και πολ-λές άλλες ηγεμονίες και βασίλεια που υπάρχουν στον κόσμο, και ότι με δική του διαταγή είχαμε έρθει σε τούτα τα εδάφη και θα του δίναμε αναφορά για όλα όσα είχαμε δει εδώ. Δείχνανε δε μεγάλη προσοχή και με πολλή προσήλωση ακούγανε όσα τους έλεγε ο διοικητής, και του είπανε πως αν πήγαινε να δει τα χω-ριά των αμουριάνος^^, που στη γλώσσα τους τα λέγανε κονιου-πουγιάρα, που θέλει να πει μεγάλες αφέντρες, να προσέχαμε πολύ τις κινήσεις μας, γιατί ήμασταν λιγοστοί κι εκείνες πολ-

30. Από τα διάφορα είδη χελώνας που υπάρχουν στην Αμαζονία, η Podoc-nemis expansa έχει μέγεθος αρκετά μεγάλο και ακόμα και σήμερα την κυ-νηγούν για το κρέας της. Η Podocnemis tacaxa, αρκετά μικρότερη σε μέγε-θος, έχει πολύ καλό κρέας. 31.0 Καρβαχάλ φαίνεται ότι συγχέει τον μανάτο με ένα είδος ψαριού, ενώ πρόκειται για μεγαλόσωμο υδρόβιο θηλαστικό, το Manatus americanus, κοινώς μανάτος ή τρίχεχος, το οποίο στην Βραζιλία το λένε Peixe boi (ψάρι ταύρος). 32. Αμουριάνος ή Κονιουπουγιάρα είναι ονομασίες των εδαφών στα οποία κατοικούσαν οι γυναίκες πολεμιστές που οι Ισπανοί αργότερα θα αποκα-λέσουν Αμαζόνες.

47

λές, και θα μας σκότωναν. Δεν υπήρχε ανάγκη να πάμε στη χώρα τους γιατί εδώ θα μας προμήθευαν με όλα τα χρειαζού-μενα. Ο διοικητής τους είπε ότι δεν γινόταν να κάνει αλλιώς από το να περάσει κάπως έξω από την ετακράτειά τους, για να δώσει αναφορά σε κείνον που τον έστελνε που ήταν ο Βασιλέας του και κύριός του. Κι αφού μίλησε ο διοικητής, και φάνηκε πως οι ακροατές του έμειναν πολύ ικανοποιημένοι, κείνος ο με-γάλος αφέντης ρώτησε ποιος ήτανε εκείνος, θέλοντας να πά-ρει περισσότερες πληροφορίες απ' όσα είχε ακούσει, για να δει αν ο διοικητής θα έπεφτε σε αντίφαση με όσα είχε πει, αλλά αυτός του απάντησε τα ίδια που είχε προσπαθήσει να του εξη-γήσει και πριν, και επιπλέον του είπε ότι ήμασταν γιοι του ήλιου και πως πηγαίναμε σε κείνον κει τον ποταμό όπως ήδη του είχε πει. Με τα λόγια αυτά μεγάλο δέος ένιωσαν οι ινδιάνοι και δεί-ξανε μεγάλη χαρά, θεωρώντας μας αγίους ή όντα εξ ουρανού, γιατί εκείνοι λατρεύουν και έχουν για θεό τους τον ήλιο, που τον ονομάζουν Τσίσε. Έπειτα είπανε στον διοικητή πως ήτανε στη διάθεσή του και πως θέλανε να τον υπηρετήσουν κι ότι έπρεπε να σκεφτεί τι χρειαζόταν ο ίδιος και οι σύντροφοί του κι εκείνος με μεγάλη προθυμία θα τους τα έδινε. Ο διοικητής τον ευχαρίστησε πολύ και πρόσταξε να του δώσουν πολλά πράγματα, σ' αυτόν και στους υπόλοιπους προύχοντες, και τόσο ευχαριστημένοι έμειναν που στη συνέχεια ό,τι και να ζητούσε ο διοικητής του το πρόσφεραν. Και σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και είπανε στον διοικητή^ να καταλύσει στο χωριό, εκεί-νοι θα το εγκατέλειπαν γιατί θέλανε να πάνε στα σπίτια τους και πως κάθε μέρα θα έρχονταν για να μας φέρνουν τρόφιμα. Ο διοικητής τους ζήτησε να έρθουν όλοι οι προύχοντες να τον δούνε, γιατί ήθελε να τους προσφέρει απ' όσα είχε. Ο αφέντης είπε ότι θα γύριζαν την επομένη και πράγματι ήρθαν όλοι με άφθονα τρόφιμα και ο διοικητής τους καλοδέχτηκε και τους φέρθηκε πολύ καλά και σε όλους μαζί τους μίλησε και πάλι για όσα είχε πει στην αρχή σ' εκείνον τον σπουδαίο αφέντη, και ανακηρύχτηκε κύριος όλων, εν ονόματι της Μεγαλειότητάς Σας. Οι φύλαρχοι ήταν είκοσι έξι, και σαν σύμβολο της κυριαρ-χίας του πρόσταξε να στήσουνε ένα σταυρό σ' ένα πολύ ψηλό σημείο, πράγμα που μεγάλη χαρά προκάλεσε στους ινδιάνους και από δω και στο εξής κάθε μέρα έρχονταν οι ινδιάνοι να μας

48

φέρουν τρόφιμα και να συνομιλήσουν με τον διοικητή, πράγ-μα που τους χαροποιούσε πολύ.

Βλέποντας ο διοικητής ότι εκείνο κει το μέρος ήταν καλά εφοδιασμένο και διαθέσιμο κι ότι οι ινδιάνοι ήταν καλοπροαί-ρετοι, πρόσταξε να συναχτούν όλοι οι συντρόφοι του και τους είπε ότι εκεί ήταν το σωστό μέρος για να φτιάξουν ένα μπριγα-vτívι^^ κι έτσι ρίχτηκαν όλοι στη δουλειά. Και βρέθηκε ανά-μεσά μας κάποιος που ήξερε να δουλεύει το ξύλο, ονόματι Διέ-γο Μεχία, ο οποίος, παρ' όλο που αυτό δεν ήταν το επάγγελμά του, έδωσε οδηγίες για το πώς έπρεπε να δουλέψουμε. Τότε ο διοικητής έδωσε διαταγές να μοιραστεί η δουλειά ανάμεσα σε όλους τους συντρόφους, κάθε ένας έπρεπε να φέρει και δύο νομείς̂ "̂ , ενώ άλλοι έπρεπε να κουβαλήσουν την καρίνα, άλ-λοι το ποδόσταμο^^, κι άλλοι να πριονίσουν μαδέρια, έτσι ώστε όλοι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν κάτι, καταβάλλοντας με-γάλη προσπάθεια, γιατί όπως ήτανε χειμώνας και η ξυλεία ήτανε μακριά, έπαιρναν το τσεκούρι τους και πήγαιναν στα βουνά και κόβανε όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν και τα μεταφέρανε στην πλάτη τους, κι ενώ εκείνοι τα κουβαλούσαν άλλοι τους προστάτευαν τα νώτα για να μην τους επιτεθούν οι ινδιάνοι. Δουλεύοντας μ' αυτόν τον τρόπο, μέσα σε επτά μέρες κόπηκε όλη η ξυλεία για εκείνο το μπριγαντίνι. Μόλις τέλειω-σε αυτή η δουλειά, τους ανατέθηκε άλλη, που ήταν να κάνου-νε κάρβουνο για να (ρτιαχτούν κι άλλα καρφιά καθώς και άλλα πράγματα. Κι ήταν να τους θαυμάζεις όταν έβλεπες με πόση χαρά δούλευαν οι σύντροφοί μας και κουβαλούσαν το κάρβου-νο κι έτσι ετοιμάστηκαν κι όλα τα υπόλοιπα χρειαζούμενα. Δεν υττήρχε άνθρωπος ανάμεσα σε όλους εμάς που να ήταν συνη-θισμένος σε παρόμοιες δουλειές. Όμως, παρ' όλες τις δυσκο-

33. Γιατί, όπως έχει αναφερθεί, το πλοίο που είχαν ήταν αρκετά κατεστραμ-μένο και δεν θα τους χρησίμευε για να συνεχίσουν το ταξίδι τους, ιδιαίτε-ρα αν σκεφτούμε ότι θέλανε να φτάσουν στη θάλασσα. 34. Οι νομείς είναι ισχυρές ξύλινοι δοκοί από σκληρό ξύλο με καμπύλο σχήμα, οι οποίες στερεώνονται κατά ίσα διαστήματα σε καθεμιά από τις δυο πλευρές της καρένας του πλοίου και συναποτελούν με αυτήν τον σκε-λετό του. 35. Ποδόσταμο ή ποδόστημα ή κοράκι της πρύμνης, είναι η κατακόρυφη συνέχιση της καρένας του πλοίου, η οποία διαμορφώνει την πρύμνη.

4. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΑ, Ελδοράδο 4 9

λίες αυτές, ο Κύριός μας έδωσε φώτιση σε όλους για όσα έπρε-πε να κάνουμε, γιατί έτσι θα σώζαμε τη ζωή μας, ενώ αν φεύ-γαμε από κει μόνο με το πλοίο και τις πιρόγες και συναντού-σαμε, πράγμα που έγινε αργότερα, πολεμοχαρείς φυλές, δεν θα μπορούσαμε ούτε να διαφεντέψουμε τον εαυτό μας μήτε και να εγκαταλείψουμε τον ποταμό και να σωθούμε. Έτσι ήταν ξεκά-θαρο ότι ο Θεός φώτισε τον διοικητή να αποφασίσει να κατα-σκευάσει το μπριγαντίνι σε τούτο το χωριό που ανάφερα πα-ραπάνω, γιατί παρακάτω ήταν αδύνατον και φτιάχτηκε την κατάλληλη στιγμή γιατί οι ινδιάνοι δεν παρέλειψαν να μας φέρνουνε πάντα άφθονο φαγητό όποτε τους το ζητούσε ο διοι-κητής. Με τόση βιάση ριχτήκαμε στη δουλειά για να φτιάξου-με το μπριγαντίνι, που σε τριάντα πέντε μέρες ήταν έτοιμο και το ρίξαμε στο νερό καλαφατισμένο με στουπί και περασμένο με πίσσα, που μας φέρνανε οι ινδιάνοι, όταν τους το γύρευε ο διοικητής. Δεν ήταν λίγη η χαρά των συντρόφων μας όταν τέ-λειωσαν εκείνο που τόσο επιθυμούσαν. Σε κείνο το χωριό υπήρ-χαν τόσα κουνούπια που δεν μπορούσαμε να προφυλαχτούμε ούτε τη μέρα ούτε και τη νύχτα, κι αν δεν τα διώχναμε ο ένας από τον άλλον δεν θα ξέραμε τι να κάνουμε. Επειδή δε η παρα-μονή μας στο μέρος εκείνο ήταν άνετη και η επιθυμία μας να φέρουμε εις πέρας την εκστρατεία μας ήταν πολύ μεγάλη, η δουλειά δεν μας φαινόταν εξαντλητική. Τότε, κι ενώ ήμασταν απασχολημένοι με το έργο τούτο, ήρθανε να δούνε τον διοικη-τή τέσσερις ινδιάνοι κι είχε ο καθένας απ' αυτούς ύψος μια πα-λάμη παραπάνω από τον πιο ψηλό χριστιανό, είχαν δε πολύ λευκό δέρμα και πολύ ωραία μαλλιά που τους έφταναν μέχρι τη μέση, φορούσαν πλούσια ρούχα και πολλά χρυσά στολίδια. Ήταν δε τόσο σεμνοί που όλοι μας μείναμε κατάπληκτοι με τις καλές διαθέσεις τους και την ευγένειά τους. Έβγαλαν πολλά φαγητά που τα απόθεσαν μπροστά στον διοικητή και του είπανε πως ήτανε υττήκοοι ενός πολύ τρανού αφέντη, και ότι με δική του διαταγή έρχονταν να δούνε ποιοι ήμασταν και τι θέλαμε και πού πηγαίναμε. Ο διοικητής τους υποδέχτηκε πολύ καλά και προτού τους μιλήσει, πρόσταξε να τους δώσουν πολλά κο-σμήματα κι εκείνοι πολύ το εκτίμησαν και χάρηκαν. Ο διοικη-τής τους είπε όσα είχε πει και στον αφέντη Απάρια και οι ιν-διάνοι ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη με τα λόγια του. Οι ινδιά-

50

νοι ζήτησαν άδεια από τον διοικητή για να πάνε να δώσουν αναφορά στον αφέντη τους. Ο διοικητής τους την έδωσε και τους έστειλε στην ευχή του Θεού, τους έδωσε δε πολλά πράγ-ματα για να πάνε στον αφέντη τους και τους είπε να του με-ταφέρουν ότι ο διοικητής τον παρακαλούσε πολύ να έρθει να τον συναντήσει γιατί θα χαιρόταν πολύ να τον δει. Εκείνοι υποσχέθηκαν πως θα το έκαναν και φύγανε και ποτέ πια δεν λάβαμε είδηση μήτε από πού ήταν ούτε και από ποια χώρα εί-χαν έρθει.

Μείναμε στο ίδιο εκείνο μέρος όλη τη Σαρακοστή και εξο-μολογήθηκαν όλοι οι σύντροφοι στους δύο ιερείς που βρισκό-μασταν εκεί̂ .̂ Εγώ τους κήρυξα όλες τις Κυριακές και τις γιορ-τάδες τα σχετικά με τον Μυστικό Δείπνο, τα Πάθη και την Ανά-σταση κι ό,τι καλύτερο θέλησε να με φωτίσει ο Λυτρωτής μας με τη χάρη του και προσπάθησα να βοηθήσω όσο μπορούσα να διατηρήσουν το ηθικό τους όλοι εκείνοι οι αδερφοί και σύντρο-φοι, υπενθυμίζοντάς τους ότι ήταν χριστιανοί και ότι θα υττηρε-τούσαν τα μέγιστα τον Θεό και τον αυτοκράτορα συνεχίζοντας την αποστολή και υπομένοντας τις τωρινές και τις μέλλουσες κακουχίες μέχρι να επιτύχουμε στις ανακαλύψεις μας αυτές, διότι αυτό τους είχε τύχει στη ζωή και την υπόληψή τους. Μ' αυτόν τον σκοπό λοιπόν κι επειδή είχα αφιερώσει τη ζωή μου στην αίσια έκβαση της περιπλάνησής μας είπα όσα μου φαινό-ταν πως άρμοζαν στο λειτούργημά μου. Κήρυξα επίσης την Κυ-ριακή του Θωμά^, και μπορώ να μαρτυρήσω μετά πάσης αλη-θείας ότι, τόσον ο διοικητής όσο και οι λοιποί σύντροφοι διέ-θεταν τόση επιείκεια ψυχής και πνεύματος και αίσθημα αγιο-σύνης και ευλάβειας στον Ιησού και την Πίστη την Αγία, που καλώς έπραξε ο Κύριος μας και ευδόκησε να μας συνδράμει. Ο διοικητής με παρακαλούσε να κηρύξω σε όλους να δείξουν όσο γίνεται την ευλάβειά τους, σαν άτομα που θεωρούν ορθόν να ζητήσουν την φιλευσπλαχνία του Θεού. Επιδιορθώσαμε και το μικρό πλοίο γιατί είχε :πια σαπίσει και αφού τακτοποιήθη-

36. Εκτός από τον Καρβαχάλ, ο άλλος ιερέας που συνόδευε την αποστολή ήταν ο μοναχός Γκονθάλο ντε λα Βέρα, του τάγματος της Χάριτος. 37. Στις 16 Απριλίου, διότι η Κυριακή του Θωμά είναι η επομένη της Κυ-ριακής του Πάσχα.

51

καν όλα και ήταν πανέτοιμα, διέταξε ο διοικητής να ετοιμα-στούν όλοι και να κάνουν προμήθειες γιατί, Θεού θέλοντος, ήθελε να ξεκινήσει την επόμενη Δευτέρα. Σ' αυτό το χωριό μας συνέβη ένα γεγονός που μας ξάφνιασε πολύ. Την Μεγάλη Τε-τάρτη, τη Μεγάλη Πέμπτη και τη Μεγάλη Παρασκευή μας ανά-γκασαν οι ινδιάνοι να νηστέψουμε αναγκαστικά γιατί δεν μας έφεραν φαγητό μέχρι το Σάββατο, παραμονή του Πάσχα, κι όταν ο διοικητής τους ρώτησε γιατί δεν μας είχαν φέρει φαγη-τό, εκείνοι αποκρίθηκαν ότι ο λόγος ήταν óu δεν είχαν μπορέ-σει να συλλέξουν τροφή. Κι έτσι το Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα και την Κυριακή του Θωμά, ήταν τόσα τα τρόφιμα που μας έφεραν, που τα πετάγαμε στον κάμπο. Για να πάνε δε όλα καλά, όπως ήταν πρέπον και με κάθε τάξη, έκανε υπολο-χαγό έναν ιδαλγό πολύ ικανό για το αξίωμα αυτό, τον Αλόνσο ντε Ρόμπλες, τον οποίο, όταν φτάναμε σε τόπους που οι κάτοι-κοί τους είχαν εχθρικές διαθέσεις, τον έστελνε ο διοικητής μαζί με μερικούς συντρόφους στη στεριά να περισυλλέξει τρόφιμα για όλους μας ενώ ο διοικητής έμενε να φυλάει τα μπριγαντί-νια, τα οποία σε τούτο το ταξίδι ήταν όλο μας το βιος και η μόνη μας παρηγοριά μετά από τον Θεό, διότι οι ινδιάνοι άλλη επιθυ-μία δεν είχανε από το να μας τα πάρουν.

Φύγαμε από το χωριό του Απάρια στις είκοσι τέσσερις του Απρίλη του εν λόγω έτους, παραμονή του Μάρκου του Ευαγγε-λιστή, με το καινούριο μπριγαντίνι, το οποίο είχε μήκος δεκαεν-νιά χόας̂ ® κι ήταν αρκετά μεγάλο για να ταξιδεύσει στη θάλασ-σα. Πορευτήκαμε ανάμεσα στους οικισμούς της ηγεμονίας εκεί-νης του Απάρια, που ήτανε πάνω από ογδόντα λεύγες, δίχως να συναπαντήσουμε ινδιάνους πολεμιστές, αντίθετα, ο ίδιος ο φύ-λαρχος ήρθε να δει τον διοικητή και μας και να μας φέρει τρό-φιμα. Ανήμερα του Μάρκου του Ευαγγελιστή χαρήκαμε πολύ γιατί φτάνοντας σε κάποιο χωριό ήρθε ο ίδιος ο φύλαρχος και μας πρόσφερε πολλά τρόφιμα, ο δε διοικητής τον υποδέχτηκε πολύ φιλικά. Δεν του φέρθηκε άσχημα γιατί θέληση κι επιθυ-μία του διοικητή ήταν, αν γινόταν, να παραμείνει σε εκείνο τον τόπο και τους βαρβαρικούς πληθυσμούς χωρίς πρόβλημα, λόγω

38. Η χόα ή γκόα αντιστοιχούσε σε τρεις παλάμες, δηλαδή 0,73 μέτρα. Επο-μένως το μπριγαντίνι είχε μήκος 13,87 μέτρα.

52

του ότι τον γνώριζε τον τόπο και κάτι τέτοιο δεν θα τον δυσα-ρεστούσε καθόλου, και γιατί έτσι θα υτιηρετούσε τον Κύριο και Θεό μας και τον Βασιλέα και Αυθέντη μας, όταν ευαρεστείτο η Μεγαλειότητά Σας να λαμπρυνθεί εύκολα η αγία μας κοινότη-τα και η χριστιανική πίστη και η σημαία της Καστίλλης και όταν η χώρα υποτασσόταν, για να την ειρηνεύσει και να την κατα-σ'^σει υποτελή στην υττηρεσία του Βασιλέως, όπως θα έπρεπε, γιατί πέρα από την διεκπεραίωση των παραπάνω με επιδεξιότη-τα και ευσπλαχνία, για τα αναγκαία, θα έπρεπε να τύχουν κα-λής μεταχείρισης οι ινδιάνοι για να προοδεύσουν και να μην υπάρξει προσφυγή στα όπλα παρά μόνον όταν το επέβαλλε η αυτοάμυνα. Και γι' αυτό τον λόγο, παρ' όλο που όλα τα χωριά που συναπαντήσαμε ήταν ερημωμένα, βλέποντας το πόσο καλά τους φερόμασταν, σ' ολόκληρη την επικράτεια αυτή μας προ-μήθευαν με τρόφιμα. Μετά από λίγες μέρες έπαψαν πλέον να εμφανίζονται ινδιάνοι, κι απ' αυτό καταλάβαμε πως είχαμε φύγει πια από την χώρα και την ηγεμονία εκείνου του σπουδαίου ηγεμόνα του Απάρια. Κι επειδή ο διοικητής φοβόταν το τι θα μπορούσε να μας συμβεί ένεκα του ότι το τρόφιμά μας ήταν λι-γοστά, διέταξε να προχωρήσουν τα μπριγαντίνια με μεγαλύτε-ρη βιάση από το συνηθισμένο.

Μια μέρα, το πρωί που είχαμε φύγει από ένα χωριό, βγήκα-νε να μας συναντήσουν δύο ινδιάνοι με μια πιρόγα, πλησία-σαν το μπριγαντίνι στο οποίο ήτανε ο διοικητής, ανέβηκαν επά-νω και, πιστεύοντας ο διοικητής ότι εκείνος που ήταν πιο γέ-ρος γνώριζε τον τόπο και θα μπορούσε να μας καθοδηγήσει στον κατάπλου του ποταμού, πρόσταξε να μείνει μέσα και τον άλλον τον έστειλε σπίτι του. Αρχίσαμε να πλέουμε κατάντη του ποταμού, αλλά αποδείχτηκε πως ο ινδιάνος δεν γνώριζε το ποτάμι ούτε και είχε ταξιδέψει ποτέ του εκεί πέρα, κι έτσι ο διοικητής διέταξε να τον ελευθερώσουν και να του δώσουν μια πιρόγα για να γυρίσει στον τόπο του. Από κει και πέρα συνα-ντούσαμε μόνο ερημωμένους τόπους και περάσαμε περισσότε-ρες κακουχίες και πείνα από τα πριν, γιατί ο ποταμός απλωνό-ταν από βουνό σε βουνό^ ,̂ και δεν βρίσκαμε τόπο να κοιμηθού-

39. Θέλει να πει ότι ήταν πολύ φουσκωμένα τα νερά του.

53

με ούτε και μπορούσαμε να πιάσουμε κανένα ψάρι κι έτσι αναγκαστήκαμε να τρώμε το συνηθισμένο μας έδεσμα, που ήταν χόρτα και αριά και πού λίγο ψημένο καλαμπόκι. Προχω-ρώντας κατά πώς το 'χαμε συνήθειο με πολύ κόπο κι υποφέρο-ντας πολύ από την πείνα, μια μέρα κατά το μεσημέρι φτάσαμε σε έναν ψηλό τόπο που έμοιαζε ότι ήταν κάποτε κατοικημένος και φαινόταν ότι εκεί μπορούσαμε να βγούμε και να ψάξουμε να βρούμε κάποια τρόφιμα ή ψάρια. Ήταν ανήμερα του Αγίου Ιωάννου του Ante-portamlatínam, έξι Μαΐου δηλαδή, κι εκεί συνέβη ένα γεγονός που δεν θα τολμούσα να το γράψω αν δεν είχα τόσους μάρτυρες που ήταν παρόντες σ' αυτό. Ένας σύ-ντροφος που έχω αναφέρει ήδη το όνομά του, εκείνος που έδι-νε διαταγές για το φτιάξιμο του μπριγαντινιού, έριξε με τη βαλ-λίστρα σ' ένα πουλί που καθόταν σ' ένα δέντρο δίπλα στο πο-τάμι, και πετάχτηκε ο αγκώνας της βαλλίστρας^ κι έπεσε στο ποτάμι. Μην έχοντας καμιά ελπίδα να ξαναβρεί τον αγκώνα, ένας άλλος σύντροφος ονόματι Κοντρέρας, έριξε ένα αγκίστρι στον ποταμό με ένα ραβδί και έβγαλε ένα ψάρι πέντε παλάμες μακρύ, κι επειδή ήταν μεγάλο και το αγκίστρι μικρό, χρειάστη-κε να βάλει πολλή τέχνη για να το βγάλει κι όταν το άνοιξε, μέσα στο στομάχι του βρέθηκε ο αγκώνας της βαλλίστρας, κι έτσι επιδιορθώθηκε, πράγμα που κατόπιν αποδείχθηκε σωτή-ριο γιατί, εκτός απ' τον Θεό, οι βαλλίστρες ήταν εκείνες που μας έσωσαν τη ζωή.

Όταν έκλεισαν δώδεκα μέρες από την Πρωτομαγιά, φτάσα-με στις επαρχίες του Ματσιπάρο"̂ ,̂ που είναι πολύ σπουδαίος ηγεμόνας και διαφεντεύει πλήθος λαού, η δε χώρα του συνορεύει μ' εκείνη ενός άλλου ηγεμόνα το ίδιο σπουδαίου, ονόματι Ομά-γα"̂ ,̂ κι είναι αναμεταξύ τους φίλοι κι ενώνουν τις δυνάμεις τους για να πολεμήσουν άλλους ηγεμόνες που βρίσκονται στην ενδοχώρα, που τους επιτίθενται καθημερινά για να τους διώ-

40. ο αγκώνας της β(χλλίστρας ήταν ένα κομμάτι από κόκαλο, συνήθως από το κάτω μέρος του κέρατου ελαφιού, το οποίο χρησίμευε για να στε-ρεώνει την χορδή. 41. Η αρχή της ετακράτειας του ηγεμόνα Ματσιπάρο μπορεί να τοποθετη-θεί κοντά στην συμβολή του ποταμού Τεφέ με τον Αμαζόνιο. 42. Ομάγα ή Ομάγουα.

54

ξουν απ' τα σπίτια τους. Το Ματσιπάρο αυτό είναι χτισμένο πάνω στον ποταμό, σ' ένα ύψωμα κι έχει πολλά και μεγάλα χωριά, που σε καιρό πολέμου συγκεντρώνουν ίσαμε πενήντα χιλιάδες άνδρες, ηλικίας από τριάντα ως εξήντα χρόνων, για-τί τα νεαρά παλικάρια δεν πάνε στον πόλεμο, κι όσες μάχες κάναμε εμείς μαζί τους δεν είδαμε παρά μόνο γέρους, που ήτα-νε πολύ καλοστεκούμενοι κι έχουνε χνούδι αντί για γένια.

Προτού φτάσουμε σ' αυτό το χωριό, από δυο λεύγες μακριά είδαμε ν' ασπρίζουν τα χωριά, και δεν είχαμε προχωρήσει και πολύ όταν είδαμε να ανεβαίνουν τον ποταμό πολλές πιρόγες, όλες έτοιμες για πόλεμο, με πολλά στολίδια κι ασπίδες, που εί-ναι φτιαγμένες από όστρακο σαύρας^^ και τομάρια από μανά-τους"^ και τάπιpoυς'*^ με ύψος όσο κι ένας άντρας που τους καλύπτουν ολόκληρους. Κάνανε πολύ μεγάλο σαματά, χτυπού-σαν πολλά τύμπανα και φυσούσαν τρομπέτες φτιαγμένες από ξύλο, απειλώντας μας ότι θα μας φάνε. Τότε ο διοικητής πρό-σταξε να πάνε τα δύο μπριγαντίνια δίπλα-δίπλα για να προστα-τεύουν το ένα το άλλο και να πιάσουν όλοι τα όπλα τους και να έχουν τα μάτια τους τέσσερα. Ανάγκη ήτανε δε να καταλά-βουν ότι έπρεπε να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και να παλέψουν για να βγουν σώοι από την κατάσταση αυτή, όλοι δε έπρετυε να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στα χέρια του Θεού, γιατί Εκείνος θα μας έστεργε στη δύσκολη στιγμή που περνού-σαμε. Στο αναμεταξύ, οι ινδιάνοι όλο και πλησίαζαν, χωρισμέ-νοι σε ομάδες για να μας κυκλώσουν, κι ήταν τόση η τάξη και η ορμή τους που φαινόταν ότι πια μας είχαν στο χέρι. Οι σύ-ντροφοί μας όμως ήταν τόσο ψυχωμένοι που φαινόταν ότι μπο-

43. Εννοεί από δέρμα καιμάν. Η λέξη καιμάν προέρχεται από την ισπανι-κή caiman, παραφθορά της καραϊβικής λέξης acayouman. Είδος κροκόδει-λου ποτάμιου και λιμναίου της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής, με μήκος που (ρτάνει μέχρι και 6 μέτρα. Οι καιμάν διακρίνονται από τους αλιγάτο-ρες για τις οστεοποιημένες κοιλιακές φολίδες. 44. Βλέπε σημ. 31. 45. Πρόκειται για τον Tapirus Amerícanus, γένος περισσοδάκτυλων θηλα-στικών, μεγέθους όσο και ένα μικρόσωμο άλογο, που χαρακτηρίζεται από κωνική κεφαλή που καταλήγει σε μακριά προβοσκίδα. Το δέρμα του εί-ναι πολύ σκληρό και γι' αυτό χρησιμοποιείται στην κατασκευή πανοπλιών και αστϋίδων.

55

ρούσε o καθένας τους να τα βάλει με τέσσερις ινδιάνους και βάλε. Έτσι πλησίαζαν οι ινδιάνοι μέχρι που άρχισαν να μας επιτίθενται. Τότε ο διοικητής πρόσταξε να ετοιμαστούν τα αρ-κεβούζια και οι βαλλίστρες. Εδώ μας συνέβη μια ατυχία που δεν ήταν και μικρή για τη δύσκολη θέση στην οποία ήμασταν. Οι άντρες με τα αρκεβούζια ανακάλυψαν ότι το μπαρούτι ήταν υγρό κι έτσι ήταν άχρηστο κι αναγκαστήκαμε να καλύψουμε την έλλειψη των αρκεβουζίων με τις βαλλίστρες. Κι έτσι άρχι-σαν οι άντρες με τις βαλλίστρες να καταφέρουν πλήγματα στον εχθρό, γιατί βρίσκονταν κοντά κι εμείς ήμασταν επίφοβοι. Κι όίταν είδαν οι ινδιάνοι την καταστροφή που τους κάναμε, άρ-χισαν να υποχωρούν, δίχως όμως να δείχνουν σημάδια δειλίας, αντίθετα έμοιαζε να μεγαλώνει η ορμητικότητά τους κι ολοέ-να κι έρχονταν κι άλλα πλήθη προς βοήθειά τους, κάθε φορά δε που έφτανε βοήθεια μας ρίχνονταν με τόση ορμή κι ανδρεία που έμοιαζε να θέλουνε να αρπάξουν τα μπριγαντίνια. Με τού-το τον τρόπο πολεμούσαμε ίσαμε που φτάσαμε στο χωριό, όπου μεγάλο πλήθος μας περίμενε στις απόκρημνες όχθες για να δια-φεντέψουν τα σπίτια τους. Σε τούτο εδώ το μέρος δώσαμε σκλη-ρή και επικίνδυνη μάχη, γιατί οι ινδιάνοι ήταν πολλοί και μας ρίχνονταν με μανία κι απ' το νερό κι απ' τη στεριά κι απ' όλες τις μεριές. Κι έτσι αναγκαστήκαμε, με κίνδυνο να χαθούμε όλοι, να επιτεθούμε και να καταλάβουμε το πρώτο πόστο, εκεί όπου οι ινδιάνοι δεν αφήνανε να πηδήξουν στη στεριά τους συντρό-φους μας, γιατί το υπερασπίζονταν με νύχια και με δόντια. Κι αν δεν ήταν οι βαλλίστρες, που στο σημείο αυτό οι βολές τους μας βοήθησαν πολύ, δεν θα κερδίζαμε το λιμάνι, πράγμα που αποδεικνύει ότι ήταν Θεία Πρόνοια το ότι βρήκαμε ξανά τον αγκώνα της βαλλίστρας. ΤΕτσι, με τούτη τη βοήθεια, αγκυρο-βόλησαν τα μπριγαντίνια στη στεριά και ττήδηξαν στο νερό οι μισοί από τους συντρόφους μας και χίμηξαν στους ινδιάνους με τόση ορμή που τους ανάγκασαν να τραπούν σε φυγή, ενώ οι υπόλοιποι μισοί μείνανε στα μπριγαντίνια για να τα υπερασπι-στούν από τους άλλους που βρίσκονταν στο νερό, και δεν έλε-γαν να πάψουν να πολεμούν, παρ' όλο που η στεριά ήτανε πια δική μας και οι βαλλίστρες τους προξενούσανε μεγάλο κακό, εκείνοι δεν έλεγαν να παρα'ή^σουν τους κακόβουλους σκοπούς τους. Αφού καταλήφθηκε η είσοδος του χωριού, πρόσταξε ο

56

διοικητής τον υπολοχαγό να πάρει μαζί του είκοσι πέντε άντρες και να γυρίσει όλο το χωριό, να διώξει τους ινδιάνους και να ψάξει να βρει τρόφιμα, γιατί σκοπό είχε να μείνει για να ξαπο-στάσει σε κείνο κει το χωριό πέντε-έξι μέρες για να συνέλθου-με από τις κακουχίες που είχαμε περάσει. Κι έτσι πήγε ο Αλφέ-ρεθ και προχώρησε ίσαμε μισή λεύγα μέσα στο χωριό, με πολ-λές δυσκολίες, γιατί, παρ' όλο που οι ινδιάνοι υποχωρούσαν, πολεμούσαν με γενναιότητα καθώς έφευγαν σαν άντρες που τους ήτανε δύσκολο πολύ να παρατήσουν τα σπίτια τους. Κι επειδή οι ινδιάνοι όταν δεν επιτύχουν με την πρώτη το σκοπό τους, τρέπονται εις φυγή για να ανασυνταχτούν και να ξανα-γυρίσουν αργότερα, και επί του προκειμένου είχαν ήδη τραπεί εις φυγή. Μόλις είδε ο υπολοχαγός το πλήθος του κόσμου, απο-φάσισε να μην προχωρήσει αλλά να γυρίσει και να εξιστορή-σει στον διοικητή τα καθέκαστα, κι έτσι γύρισε πίσω δίχως να του κάνουν κακό οι ινδιάνοι, και φτάνοντας στην είσοδο του χωριού, βρήκε τον διοικητή να έχει εγκατασταθεί στα οικήμα-τα ενώ ακόμα του έκαναν επιθέσεις από τη μεριά του ποταμού. Του εξιστόρησε όλα όσα συνέβησαν καθώς και ότι υπήρχε μεγάλη ποσότητα τροφίμων, χελώνες σε δεξαμενές και κτίσμα-τα με νερό καθώς και πολλά κρέατα και ψάρια και κάτι σαν γαλέτες, κι ήταν τόσο άφθονα που φτάνανε για να ταΐσουν ένα στρατόπεδο με χίλιους άνδρες για ένα χρόνο. Βλέποντας ο διοι-κητής ότι το λιμάνι ήταν καλό, αποφάσισε να μαζέψουμε τρό-φιμα και να ξαποστάσουμε εδώ, όπως ήδη έχω πει, και για το σκοπό αυτό διέταξε να φωνάξουν τον Κριστόμπαλ Μαλδονά-δο και του είπε να πάρει μια ντουζίνα άντρες και να πάει να περισυλλέξει όσα τρόφιμα μπορούσε. Και πράγματι ττήγε και βρήκε τους ινδιάνους να τριγυρίζουν στο χωριό και να μα-ζεύουν τα τρόφιμα που είχανε εκεί. Αυτός, ο Κριστόμπαλ Μαλ-δονάδο, άρχισε να μαζεύει τρόφιμα και αφού είχε περισυλλέ-ξει γύρω στις χίλιες χελώνες, ξεσηκώθηκαν οι ινδιάνοι και αυτή τη δεύτερη φορά ήρθε πια μεγάλο πλήθος και φαίνονταν πολύ αποφασισμένοι να μας σκοτώσουν και να προχωρήσουν και να επιτεθούν εκεί που βρισκόμασταν με τον διοικη'π^. Βλέ-ποντας δε ο Κριστόμπαλ Μαλδονάδο τον ξεσηκωμό των ινδιά-νων, φώναξε τους συντρόφους του και τους επιτέθηκε και κα-θυστέρησαν πολύ εκεί πέρα γιατί οι ινδιάνοι ξεπερνούσαν τις

57

δύο χιλιάδες ενώ οι σύντροφοι που ήτανε μαζί με τον Κριστό-μπαλ Μαλδονάδο δεν ήταν πάνω από δέκα, και πολέμησαν πολύ σκληρά για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Στο τέλος φάνηκαν τόσο επιδέξιοι που κατατρόπωσαν τους ινδιά-νους και συνέλεξαν ξανά τα τρόφιμα. Απ' αυτή τη μάχη πλη-γώθηκαν δυο σύντροφοι. Και επειδή η χώρα ήταν πυκνοκατοι-κημένη και κάθε μέρα οι ινδιάνοι ανανεώνονταν και ανασυ-ντάσσονταν, επιτέθηκαν και πάλι στον Κριστόμπαλ Μαλδονά-δο με τόση ορμητικό^τα που έμοιαζε να θέλουν, και παρ' ολί-γο να τα καταφέρουν, να τους πιάσουν όλους τους. Σ' αυτή την επίθεση λαβώσανε πολύ σοβαρά έξι συντρόφους, άλλους στα μπράτσα κι άλλους στα πόδια, και τον ίδιο τον Κριστόμπαλ Μαλδονάδο τον πλήγωσαν στο μπράτσο και του κατάφεραν μια μπαστουνιά στο πρόσωπο. Εδώ βρεθήκανε σε πολύ δύσκολη θέση και μεγάλη ανάγκη, γιατί οι σύντροφοι, όντας πληγωμέ-νοι και κατάκοποι [κατεστραμμένο] δεν μπορούσανε να πάνε ούτε μπρος ούτε πίσω, και πιστέψανε πια όλοι ότι ο θάνατός τους ήταν σίγουρος. Λέγανε δε ότι θέλανε να γυρίσουν εκεί όπου ήταν ο διοικητής κι ο Κριστόμπαλ Μαλδονάδο τους είπε να μην το σκέφτονται καν, γιατί εκείνος δεν σκόπευε να επιστρέψει εκεί όπου βρισκόταν ο διοικητής του και να αφήσει να κατι-σχύσουν οι ινδιάνοι. Κι έτσι σύναξε όσους συντρόφους μπο-ρούσαν ακόμα να πολεμήσουν και άρχισε να αντιστέκεται, πολέμησε δε τόσο ψυχωμένα, που ήταν του λόγου του που κα-τάφερε να μην σκοτώσουν οι ινδιάνοι όλους τους συντρόφους μας.

Στο μεταξύ, είχανε έρθει οι ινδιάνοι από την πάνω μεριά να επιτεθούν κι από τις δυο μεριές εκεί όπου βρισκόταν ο διοι-κητής μας, επειδή δε ήμασταν όλοι μας κατάκοποι από τη μάχη και αμέριμνοι και πιστεύαμε ότι είχαμε τα νώτα μας κα-λυμμένα γιατί μας προστάτευε ο Κριστόμπαλ Μαλδονάδο, φαίνεται πως θέλημα Κυρίου φώτισε τον διοικητή να στείλει τον προαναφερθέντα, γιατί άμα δεν τον είχε στείλει ή αν δεν βρισκόταν εκεί όπου ήταν, είμαι σίγουρος ότι οι ζωές μας θα έμπαιναν σε μεγάλο κίνδυνο. Κι όπως είπα, ο διοικητής μας και όλοι εμείς ήμασταν χωρίς αρματωσιές κι αμέριμνοι, κι έτσι οι ινδιάνοι κατόρθωσαν να μπούνε στο χωριό και να μας επιτεθούν δίχως να γίνουν αντιληπτοί. Τότε τους είδε ένας σύ-

58

ντροφός μας, ονόματι Κριστόμπαλ ντε Αγιλάρ^^, ο οποίος ρί-χτηκε μπροστά, πολεμώντας πολύ ψυχωμένα και κάλεσε συ-ναγερμό. Ακούγοντάς τον ο διοικητής μας βγήκε να δει τι συ-νέβαινε, χωρίς αρματωσιά^^, με το σπαθί στο χέρι, και είδε ότι οι ινδιάνοι είχανε κυκλώσει όλα τα σπίτια στα οποία βρίσκο-νταν οι σύντροφοί μας. Εκτός δε απ' αυτό, στην πλατεία βρι-σκόταν μια ομάδα από πεντακόσιους και παραπάνω ινδιά-νους. Ο διοικητής άρχισε να φωνάζει, κι έτσι βγήκανε οι σύ-ντροφοί μας στο κατόπι του διοικητή και ρίχτηκαν πάνω στην ομάδα με τόση λύσσα που τους διέλυσαν και ήταν μεγάλο το κακό που προξένησαν στους ινδιάνους, αλλά εκείνοι δεν έπα-ψαν να πολεμούν και να αμύνονται, κι έτσι πλήγωσαν εννιά συντρόφους άσχημα πολύ, μετά δε από δύο ώρες που πολε-μούσαμε, οι ινδιάνοι νικήθηκαν και διαλύθηκαν ενώ οι δικοί μας ήταν κατάκοποι. Στην αναμέτρηση αυτή διακρίθηκαν πολλοί από τους συντρόφους μας, που μέχρι τότε δεν είχαμε δει την αξία τους και δεν τους υπολογίζαμε και πολύ. Όλοι τους κατάλαβαν πολύ καλά την δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμασταν, υπήρξε δε κι ένας άνθρωπος που μ' ένα κοντό σπαθί όρμησε καταμεσής στον εχθρό και πολέμησε τόσο γερά που τον θαυμάσαμε όλοι μας και στο τέλος πληγώθηκε στο ένα πόδι. Μπλας ντε Μεδίνα είναι τ' όνομά του.

Όταν τέλειωσε κι αυτό, έστειλε ο διοικητής να μάθει τι είχε συμβεί στον Κριστόμπαλ Μαλδονάδο και πώς τα πήγαινε, τον συνάντησαν όμως μεσοδρομίς, γιατί επέστρεφε πια εκεί όπου βρισκόταν ο διοικητής, μαζί με όλους τους λαβωμένους. Κι ένας σύντροφος που λεγόταν Πέδρο ντε Αμπούδια, ο οποίος είχε πάει μαζί του, πέθανε σε οκτώ μέρες από τις λαβωματιές του. Ήταν γέννημα του Θιουδάδ Ροδρίγο.

Όταν έφτασε ο Κριστόμπαλ Μαλδονάδο εκεί όπου βρισκό-ταν ο διοικητής, πρόσταξε ο διοικητής να μείνουμε αυτού για να γιατρευτούν οι λαβωμένοι που ήταν δεκαοχτώ, κι άλλη θε-

46.0 Κριστόμπαλ ντε Αγιλάρ ήταν γιος του Μάρκος ντε Αγιλάρ και μιας ινδιάνας. Την εποχή εκείνη ήταν είκοσι επτά με είκοσι οκτώ χρόνων και είχε συμμετάσχει στους πολέμους του Περού και με τον Μπεναλκάθαρ στην κατάκτηση του Ποπαγιάν και της Λίλε. 47. Θέλει να πει χωρίς πανοπλία.

59

ραπεία δεν υττήρχε παρά μόνο γιατροσόφια, με τη βοήθεια δε του Κυρίου, σε δεκαπέντε μέρες γιάνανε όλοι τους, εκτός από εκείνον τον έναν που πέθανε. Στο αναμεταξύ ήρθανε να πούνε στον διοικητή ότι οι ινδιάνοι ξαναγύρισαν και πως βρίσκονταν σιμά σε μας σε ένα πέρασμα, περιμένοντας να ανασυνταχτούν. Για να τους διώξουν από κει πρόσταξε ο διοικητής ένα παλι-κάρι, ονόματι Κριστόμπαλ Ενρίκεθ να πάρει δεκαπέντε άντρες και να πάει εκεί πέρα. Πράγματι, εκείνος ττήγε και φτάνοντας πλήγωσαν στο πόδι έναν αρκεβουζιέρη που είχε μαζί του. Έτσι χάσαμε έναν από τους αρκεβουζιέρηδες γιατί από δω και στο εξής δεν μπορούσε πια να πολεμήσει. Στη συνέχεια ο Κριστό-μπαλ Ενρίκεθ έστειλε μήνυμα στον διοικητή για τα καθέκαστα και του μήνυσε επίσης να του στείλει κι άλλους άντρες γιατί οι ινδιάνοι ήταν πολλοί και όσο περνούσε η ώρα όλο και ανα-συντάσσονταν. Ο διοικητής τότε έστειλε μήνυμα και προστα-γή στον Κριστόμπαλ Ενρίκεθ ν' αρχίσει να έρχεται σιγά-σιγά εκεί όπου βρίσκονταν, δίχως να δείξει ότι οπισθοχωρούσε, γιατί δεν ήτανε καιρός να βάλουν σε κίνδυνο τη ζωή κανενός Ισπα-νού, κι ούτε κι ο ίδιος μήτε και οι σύντροφοί του επρόκειτο να κατακτήσουν τη χώρα ούτε κι αυτή ήταν η πρόθεσή του, γιατί ο Θεός τους είχε φέρει ίσαμε δω καταπλέοντας τον ποταμό, για να εξερευνήσουν τον τόπο και όταν ερχόταν η ώρα και ήταν θέλημα του Θεού και Κυρίου μας και της Μεγαλειότητάς Σας, θα έστελνε για να την κατακτήσουν. Κι έτσι, εκείνη την ημέρα, αφού συγκεντρώθηκαν οι άντρες, τους μίλησε ο διοικητής υπεν-θυμίζοντάς τους τις κακουχίες που είχανε περάσει και εμψυ-χώνοντάς τους για όσες τους περίμεναν στο μέλλον, δίνοντάς τους προσταγή να αποφεύγουν τις συγκρούσεις με τους ινδιά-νους γιατί μπορεί να απέβαιναν επικίνδυνες. Κι αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία κατάντη του ποταμού κι άρχισε να φορ-τώνει στα πλοία τρόφιμα, κι αφού τα φόρτωσαν, έδωσε διατα-γή ο διοικηττ'ίς να ανέβουν στα πλοία οι λαβωμένοι, κι όσους δεν μπορούσανε να βαδίσουν πρόσταξε να τους τυλίξουν σε κουβέρτες και να τους πάρουν στην πλάτη τους οι άλλοι, σαν να κουβαλούσαν φορτία καλαμπόκι, για να μην επιβιβαστούν κουτσαίνοντας και τους δουν οι ινδιάνοι κι αναθαρρήσουν και δεν μας αφήσουν να επιβιβαστούμε. Αφού έγινε αυτό, κι ενώ τα μπριγαντίνια ήταν έτοιμα κι οι άντρες ξαρμάτωτοι και με

60

τα χέρια στα κουπιά, κατέβηκε ο διοικητής μαζί με τους άντρες με μεγάλη τάξη και επιβιβάστηκαν στα πλοία και τράβηξαν να διασχίσουν τον ποταμό. Δεν βρισκόμασταν καλά - καλά σε απόσταση ριξιάς μιας πέτρας όταν καταφτάνουν πάνω από τετρακόσιοι ινδιάνοι κι από τη μεριά του ποταμού κι από τη στεριά, κι εκείνοι που βρίσκονταν στη στεριά επειδή δεν μπο-ρούσανε να μας βάλουν στο χέρι, άλλο δεν έκαναν από το να ξεφωνίζουν και να ουρλιάζουν. Εκείνοι που ήταν στο ποτάμι μας χιμούσαν ασταμάτητα και με μεγάλη μανία σαν άνθρω-ποι που είχαν πάθει ζημιά, οι συντρόφοι μας όμως, με τις βαλ-λίστρες και τα αρκεβούζια υπερασπίζονταν τόσο καλά τα μπρι-γαντίνια που κρατούσαν μακριά όλους εκείνους τους αχρείους. Αυτά συνέβαιναν κατά το λιόγερμα, μ' αυτό τον τρόπο μας ακολούθησαν ολονυχτίς, κάνοντας πού και πού επιθέσεις και δεν μας άφηναν στιγμή να ανασάνουμε, γιατί μας είχαν βάλει στα δυο στενά. Έτσι πορευόμασταν μέχρι που ξημέρωσε και βρεθήκαμε ανάμεσα σε πολλά και μεγάλα χωριά, απ' όπου ξεπρόβαιναν συνεχώς καινούριοι ινδιάνοι κι αντικαθιστούσαν εκείνους που ήταν κουρασμένοι. Κατά το μεσημέρι, οι σύντρο-φοί μας δεν μπορούσανε πια να κωπηλατήσουν γιατί ήμασταν όλοι μας κατάκοποι από την άσχημη νύχτα που περάσαμε και τις επιθέσεις των ινδιάνων. Ο διοικητής, για να ξαποστάσουν λίγο οι άντρες και να βάλουν κάτι στο στόμα τους, πρόσταξε να πάμε σ' ένα κατοικημένο νησί, που βρισκόταν καταμεσής στον ποταμό. Μόλις αρχίσαμε να μαγειρεύουμε για να φάμε, κατέφτασαν στο νησί πολυάριθμες πιρόγες και μας ρίχτηκαν τρεις φορές, έτσι που βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολη θέση. Βλέ-ποντας οι ινδιάνοι πως δεν γινόταν να μας κατατροπώσουν από τη μεριά του ποταμού, συμφώνησαν να μας ριχτούν κι από τη στεριά κι από τον ποταμό, γιατί ήσανε τόσοι πολλοί οι ινδιά-νοι που έφταναν και περίσσευαν. Βλέποντας ο διοικητής τις κινήσεις των ινδιάνων, αποφάσισε να μην τους περιμένει στη στεριά κι έτσι επιβιβάστηκε στα πλοία και ακολούθησε τη ροή του ποταμού, γιατί εκεί πίστευε ότι θα μπορούσε να υπερασπι-στεί καλύτερα τον εαυτό του. Κι έτσι αρχίσαμε να προχωράμε κι οι ινδιάνοι δεν έπαυαν να μας ακολουθούν και να μας ρί-χνονται χωρίς αναπαμό, γιατί από αυτά τα χωριά είχανε πια μαζευτεί πολλοί ινδιάνοι, και από τη μεριά της στεριάς δεν

61

μπορούσες πια να μετρήσεις το πλήθος που εμφανιζόταν. Ανά-μεσα σ' όλο αυτό τον λαό και τα πολεμικά μονόξυλα υπήρχαν και τέσσερις πέντε μάγοι, που είχαν όλοι τους βαμμένα άσπρα τα κορμιά τους και τα στόματά τους γεμάτα στάχτη που πέτα-γαν στον αέρα, με κάτι θυμιατά από κλαδιά στα χέρια τους με τα οποία ραντίζανε με νερό το ποτάμι κάνοντας μαγγανείες, και αφού κάνανε μια βόλτα γύρω από τα μπριγαντίνια μας μ' αυ-τόν τον τρόπο, καλούσαν τους πολεμιστές, κι έπειτα άρχιζαν να παίζουν τις κορνέτες, τις ξύλινες τρομπέτες τους και τα ταμπούρλα τους και παρευθύς χιμούσαν κατά πάνω μας. Όπως όμως έχω ήδη πει, τα αρκεβούζια και οι βαλλίστρες ήταν, μετά το Θεό, η σωτηρία μας. Και μας ακολουθούσαν μ' αυτό τον τρόπο μέχρι που μας ανάγκασαν να μπούμε σε ένα στένωμα, σε μια διακλάδωση του ποταμού. Εδώ βρεθήκαμε σε πολύ δύ-σκολη θέση και δεν ξέρω αν θα απόμενε κανένας από μας ζω-ντανός, γιατί μας είχαν στήσει παγίδα από τη μεριά της στε-ριάς και μας είχαν πια στο χέρι. Όσοι ήτανε μέσα στο ποτάμι αποφάσισαν να μας ξεπαστρέψουν, αποφασισμένοι πια να το κάνουν, γιατί ήταν πολύ σιμά, και προπορευόταν ο αρχηγός τους, επιδεικνύοντας την αντρεία του, τον οποίο έβαλε στόχο ένας σύντροφός μας, ονόματι Θελίς και του έριξε με το αρκε-βούζιο και τον πέτυχε κατάστηθα και τον σκότωσε. Τότε οι άντρες του έχασαν όλη τους την ορμή και πήγανε να δούνε τον αφέντη τους, και στο αναμεταξύ εμείς καταφέραμε να ξεφύ-γουμε, τραβώντας κατά πλάτος του ποταμού. Μας ακολούθη-σαν όμως ακόμα δυο μέρες και δυο νύχτες, δίχως να μας αφή-σουν σε αναπαμό, τόσο αργοπορήσαμε δε να φύγουμε από τη χώρα αυτού του ηγεμόνα, του Ματσιπάρο, που μας φάνηκε σε όλους μας πως το ταξίδι μας κράτησε πάνω από ογδόντα λεύ-γες. Και παντού μιλούσαν την ίδια γλώσσα, παντού υπήρχαν οικισμοί, κι από οικισμό σε οικισμό ήταν απόσταση μιας ριξιάς βαλλίστρας, κι ο πιο μακρινός ήταν μισή λεύγα μακριά, κι ήταν και ένα χωριό που εκτεινόταν σε μήκος πέντε λεύγες, με τα σπί-τια κολλητά, πολύ εντυπωσιακό να τα βλέπεις. Έτσι όπως περ-νούσαμε βιαστικά και προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε δεν εί-χαμε καιρό να μάθουμε τι υπήρχε στην ενδοχώρα. Καταπώς όμως φαινόταν, πρέπει να είναι η πιο πυκνοκατοικημένη που έχουμε δει, και το ίδιο μας είπανε κι οι ινδιάνοι της επαρχίας

62

του Απάρια, ότι δηλαδή στα παραμέσα εδάφη προς το νότο υττήρχε ένας μέγας ηγεμόνας, που λεγόταν Ίκα'^, και πως αυ-τός είχε αμύθητα πλούτη και πολύ χρυσάφι και ασήμι, πληρο-φορία καλή κι αξιόπιστη.

Έτσι λοιπόν, μετά από τόσες δυσκολίες, φύγαμε από την επι-κράτεια όπου ηγεμόνευε ο Ματσιπάρο και φτάσαμε σε μια άλλη το ίδιο μεγάλη, όπου άρχιζε η ηγεμονία του Ονιγουαγιάλ. Κα-θώς μπαίνεις στην χώρα αυτή υπάρχει ένα χωριό, όχι και πολύ μεγάλο, που ήταν φυλάκιο σ' ένα ύψωμα πάνω από τον ποτα-μό, όπου ήτανε συναγμένοι πολλοί πολεμιστές. Βλέποντας ο διοικητής ότι ούτε ο ίδιος ούτε και οι σύντροφοί του μπορού-σαν να αντέξουν κι άλλες κακουχίες, γιατί δεν ήταν μόνο ο πόλεμος, αλλά κι η πείνα που μας τυραννούσε, αφού οι ινδιά-νοι, παρ' όλο που είχαμε ανάγκη να φάμε, δεν μας άφηναν σε ανάπαυλα με τις ασταμάτητες επιθέσεις που μας έκαναν, ττήρε την απόφαση να καταλάβει το χωριό αυτό. Πρόσταξε λοιπόν να βάλουν ρότα τα μπριγαντίνια για το λιμάνι, βλέποντας δε οι ινδιάνοι ότι θέλαμε να καταλάβουμε το χωριό τους, άρχι-σαν να ετοιμάζονται για να αντισταθούν. Κι έτσι, ενώ σιμώ-ναμε στο λιμάνι, οι ινδιάνοι άρχισαν να ξοδεύουν από τα πο-λεμοφόδιά τους και μας ανάγκασαν να σταματήσουμε. Βλέπο-ντας ο διοικητής την αντίσταση των ινδιάνων, πρόσταξε τους άντρες να χρησιμοποιήσουν αμέσως τις βαλλίστρες και τα αρκεβούζια και να τραβήξουν γρήγορα κουπί για να ρίξουν κάβους στη στεριά. Έτσι λοιπόν, με τη βοήθεια όλων των αντρών κατάφεραν να πλησιάσουν τα μπριγαντίνια στη στε-ριά και ττήδηξαν οι συντρόφοι και πολέμησαν τόσο γενναία που έτρεψαν σε φυγή τους ινδιάνους κι έτσι καταλάβαμε το χωριό μαζί με όλα τα τρόφιμα που υττήρχαν. Το χωριό αυτό ήταν καλά οχυρωμένο, και γι' αυτό το λόγο, είπε ο διοικητής πως ήθελε να ξαποστάσουμε εδώ πέρα τρεις-τέσσερις μέρες και να κάνου-με μερικές προμήθειες για αργότερα. Κι έτσι ξαποστάσαμε, παρ' ότι δεν λείψανε οι επιθέσεις και μάλιστα πολύ επικίνδυνες, γιατί μια μέρα κατά τις δέκα η ώρα κατέφτασε μεγάλο πλήθος

48. Ίκα είναι το όνομα του ποταμού Πουτουμάγιο στη Βραζιλία. Ταυτό-χρονα είναι και το όνομα του φυλάρχου για τα πλούτη του οποίου έχουν πληροφορήσει οι ιθαγενείς τον Ορελιάνα.

63

από πιρόγες και προσπάθησαν να λύσουν τους κάβους στα μπριγαντίνια που βρίσκονταν στο λιμάνι και να τα αρπάξουν, κι αν δεν είχε προβλέψει ο διοικητής να διατάξει τους άντρες με τις βαλλίστρες να πηδήξουν γρήγορα μέσα δεν θα είχαμε μπορέσει να τα υπερασπιστούμε. Κι έτσι, με τη βοήθεια του Κυρίου και με τη δεξιοτεχνία και την καλοτυχία των συντρό-φων μας με τις βαλλίστρες, καταφέραμε κάποια πλήγματα στους ινδιάνους, που θεώρησαν καλό να πάρουν των ομματίων τους και να γυρίσουν στα σπιτικά τους. Έτσι μείναμε και ξα-ποστάσαμε ασφαλείς σε τούτο δω το αποκούμπι, τρώγοντας κατά την όρεξή μας, και μείναμε τρεις μέρες σ' αυτό το χωριό. Υπήρχαν πολλοί δρόμοι, πολύ καλοφτιαγμένοι που οδηγούσαν στην ενδοχώρα, κι αυτό ανησύχησε τον διοικητή, που έδωσε προσταγή να ετοιμαστούμε, γιατί άλλο δεν ήθελε να μείνουμε εκεί, μια που η παραμονή μας μπορεί να έκρυβε κινδύνους.

Το είπε ο διοικητής κι αμέσως άρχισαν όλοι τις προετοιμα-σίες για να αναχωρήσουν μόλις τους πρόσταζε. Είχαμε προχω-ρήσει, από τότε που αφήσαμε τη χώρα του Απάρια και μέχρι τούτο το χωριό, τριακόσιες σαράντα λεύγες, τις διακόσιες τις κάναμε δίχως να απαντήσουμε κατοικημένο τόπο. Σε τούτο το χωριό βρήκαμε μεγάλη ποσότητα από νοστιμότατες γαλέτες, που τις φτιάχνουν οι ινδιάνοι από καλαμπόκι και γιούκα"̂ ,̂ καθώς και πολλά φρούτα κάθε λογής.

Μα για να ξαναπιάσω την εξιστόρησή μου, πρέπει να πω ότι την Κυριακή μετά την Ανάληψη του Κυρίου, κινήσαμε από τού-το το χωριό και αρχίσαμε να προχωρούμε και δεν θα είχαμε κάνει ούτε δυο λεύγες όταν είδαμε στα δεξιά μας να ενώνεται με τον ποταμό αυτό ένα άλλο ποτάμι πολύ πιο ορμητικό και πιο μεγάλο. Τόσο μεγάλο ήταν, που στην είσοδό του υπήρχαν τρία νησιά, και για τον λόγο αυτό του δώσαμε το όνομα Τρινιδάδ^®. Στη συμβολή δε των δύο ποταμών υπήρχαν πολλοί και μεγά-λοι οικισμοί και τοποθεσίες πολύ όμορφες της Ομάγουα, επει-

49. Γιούκα ή μανιόκα ή κασσάβα, κοινές ονομασίες του ποώδους φυτού Manihot esculcnta, του γένους μανιχότη, του οποίου οι κονδυλώδεις ρίζες αποτελούν βαοηκό είδος διατροφής σε πολλά μέρη της Αφρικής, της Ινδίας και της Νότιας Αμερικής. 50. Δηλαδή (Αγία) Τριάδα. Πρόκειται μάλλον για τον ποταμό Κατούα, που σχηματίζει τρία νησιά στην συμβολή του με τον Αμαζόνιο.

64

δή δε τα χωριά ήταν πολυάριθμα και τόσο μεγάλα και είχανε πολλούς κατοίκους, δεν θέλησε ο διοικητής να πιάσουμε στε-ριά. Κι έτσι προχωρήσαμε όλη εκείνη την ημέρα ανάμεσα σε κατοικημένα μέρη, δεν έλειψαν δε οι μάχες γιατί μας έκαναν λυσσαλέες επιθέσεις από το ποτάμι που μας ανάγκαζαν να αρμενίζουμε καταμεσής του ποταμού. Πολλές φορές οι ινδιά-νοι άρχιζαν να μας μιλάνε, και όπως δεν τους καταλαβαίναμε δεν ξέραμε τι μας έλεγαν. Με το σούρουπο φτάσαμε σ' ένα χωριό που ήταν χτισμένο σε μια απόκρημνη όχθη του ποταμού κι έδωσε διαταγή ο διοικητής να το καταλάβουμε, γιατί μας φάνηκε μικρό κι είχε τόσο ωραία θέα που έμοιαζε να είναι τό-πος αναψυχής κάποιου ηγεμόνα της ενδοχώρας. Έτσι ετοιμα-στήκαμε να το καταλάβουμε και οι ινδιάνοι αντιστάθηκαν πάνω από μια ώρα, αλλά στο τέλος νικήθηκαν κι εμείς γίναμε κύριοι του χωριού, όπου βρήκαμε μεγάλη ποσότητα τροφίμων από τα οποία κάναμε προμήθειες. Σε τούτο το χωριό υπήρχε_ένα σπίτι της χαράς, μέσα στο οποίο υπήρχαν πήλινα δοχεία σε διάφορα σχήματα, λαγήνια και πιθάρια πολύ μεγάλα, πάνω από είκοσι πέντε αρόμπες^^, κι άλλα μικρότερα σκεύη όπως πιάτα και γαβάθες και κηροττήγια από φαγιάντσα από τη κα-λύτερη που έχει υπάρξει ποτέ στον κόσμο^ ,̂ που δεν μπορούν να συγκριθούν ούτε με της Μάλαγας, γιατί είναι όλα εφυαλω-μένα και επισμαλτωμένα με κάθε λο^ς χρώματα, τόσο ζωντα-νά που προκαλούν κατάπληξη, κι εκτός απ' αυτό, τα σχέδια και οι ζωγραφιές που έχουν είναι τόσο ταιριαστά που δείχνει ότι ξέρουν να τα δουλεύουν και να τα ζωγραφίζουν σαν τους χρι-στιανούς. Μας είπαν οι ινδιάνοι ότι όλα τα ττήλινα σκεύη που βλέπαμε σε τούτο εδώ το οίκημα υτη^ρχαν και στην ενδοχώρα αλλά εκεί ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι και ασήμι, κι ότι μπο-ρούσαν να μας πάνε εκεί πέρα γιατί ήτανε σιμά. Σε τούτο δω το οίκημα βρέθηκαν επίσης δύο είδωλα κατασκευασμένα από

51. Αρόμπα: Μονάδα βάρους ή χωρητικότητας. Εδώ είναι μονάδα χωρητικότητας και αντιστοιχεί σε 16 λίτρα. 52. Δεν είναι περίεργο που εντυπωσιάστηκε ο Καρβαχάλ από την ποιότητα των κεραμικών σκευών, γιατί μεταξύ των αρχαιολογικών ευρημάτων της τυεριοχής του Αμαζονίου υπάρχουν αντικείμενα πραγματικά εξαίρετα, από τα πιο ωραία του Νέου Κόσμου.

5. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, 6 5

φτερά με τόσο αλλόκοτο τρόπο που προκαλούσαν φόβο, κι εί-χανε το ύψος γίγαντα και στα μπράτσα είχανε περασμένες κάτι ροδέλες σαν βραχιόλια, και τα ίδια είχανε και στις γάμπες κο-ντά στα γόνατα. Τα αυτιά τους ήταν πολύ μεγάλα κι είχαν τρύ-πες όπως των ινδιάνων στο Κούσκο κι ήταν ακόμα μεγαλύτε-ρα̂ ^ . Αναπαριστούν ινδιάνους της φυλής που κατοικεί στην ενδοχώρα και διαθέτει αμέτρητα πλούτη, όπως έχω αναφέρει, και τα είδωλα τα έχουν εκεί πέρα από πάρα πολύ παλαιά. Σ' αυτό το χωριό βρήκαμε επίσης χρυσάφι και ασήμι, επειδή όμως σκοπός μας δεν ήταν άλλος από το να βρούμε τρόφιμα και να προσπαθήσουμε να σώσουμε τις ζωές μας και να φέρουμε πίσω πληροφορίες για ένα τόσο αξιόλογο τόπο, δεν μας απασχόλη-σαν ούτε και ενδιαφερθήκαμε για κανενός είδους πλούτη.

Από το χωριό τούτο ξεκινούσαν πολλοί δρόμοι, που ήταν πολύ φροντισμένοι, για την ενδοχώρα. Ο διοικητής θέλησε να μάθει πού οδηγούσαν και γι' αυτό πήρε μαζί του τον Κριστό-μπαλ Μαλδονάδο και τον υπολοχαγό καθώς κι άλλους συντρό-φους κι άρχισε να ακολουθεί έναν απ' αυτούς, δεν είχε όμως προχωρήσει πάνω από μισή λεύγα όταν οι δρόμοι έγιναν μεγα-λύτεροι και πιο μεγαλοπρεπείς. Βλέποντας αυτό ο διοικητής αποφάσισε να γυρίσει πίσω γιατί κατάλαβε ότι δεν ήταν συνε-τό να προχωρήσει κι άλλο. Έτσι επέστρεψε εκεί όπου ήτανε τα μπριγαντίνια κι όταν έφτασε με το λιόγερμα, και είπε ο διοικη-τής στους συντρόφους του ότι καλό θα ήταν να φύγουνε αμέ-σως από κει γιατί δεν ήταν σώφρον να κοιμηθούν τη νύχτα σε μέρος τόσο πυκνοκατοικημένο, και έδωσε διαταγή ν' ανεβούν αμέσως όλοι στα πλοία. Έτσι κι έγινε, κι αφού ανεβάσαμε τα τρόφιμα, μττήκαμε όλοι στα μπριγαντίνια κι αρχίσαμε να προ-χωρούμε, κι είχε πια βραδιάσει. Ολονυχτίς προσπερνούσαμε πολλά και πολύ μεγάλα χωριά μέχρι που ήρθε η μέρα, κι είχα-με προχωρήσει πάνω από είκοσι λεύγες, γιατί για να φύγουμε από κείνον τον πυκνοκατοικημένο τόπο άλλο δεν κάνανε οι

53. Η σύγκριση αυτή με τους Ορεχόνες των Ίνκας(ευγενείς της ινκαικής κοινωνίας που φορούσαν ως διακριτικό μεγάλα σκουλαρίκια), δείχνει ότι οι περιοχές αυτές είχαν δεχτεί ετπ,ρροές από τους πολιτισμούς των Ανδεων. Προφανώς ο ποταμός χρησίμευσε ως μέσο για να έρθουν σε επαφή οι διάφορες φυλές.

66

σύντροφοι μας από το να κωπηλατούν, κι όσο πιο πολύ προ-χωρούσαμε τόσο πιο πυκνοκατοικημένη και καλύτερη γη συ-ναντούσαμε. Πορευόμασταν δε πάντοτε αλάργα από την ακτή για να μην δώσουμε ευκαιρία στους ινδιάνους να 'ρθουνε στο κατόπι μας.

Προχωρήσαμε πάνω από εκατό λεύγες διασχίζοντας αυτή τη χώρα και την ηγεμονία του Ομάγουα και τέλος φτάσαμε σε μιαν άλλη χώρα ενός άλλου ηγεμόνα, ονόματι Παγουάνα^" ,̂ ο οποίος διαφεντεύει πλήθος λαού που είναι πολύ ειρηνικός, γιατί φτάσαμε στην είσοδο ενός οικισμού που θα είχε πάνω από δυο λεύγες μήκος, όπου οι ινδιάνοι μας περίμεναν στα σπίτια τους δίχως να θέλουν να μας βλάψουν ή να μας κάνουν κακό, παρά μας πρόσφεραν από τα υπάρχοντά τους. Απ' αυτό το χωριό ξε-κινούσαν πολλοί δρόμοι προς την ενδοχώρα, γιατί ο ηγεμόνας δεν κατοικεί δίπλα στον ποταμό, και οι ινδιάνοι μας προσκά-λεσαν να πάμε εκεί, γιατί θα χαιρόταν πολύ να μας δει. Ο ηγε-μόνας της χώρας αυτής έχει πολλά πρόβατα όπως εκείνα του Περού^ ,̂ κι έχει πολλά πλούτη σε ασήμι, σύμφωνα με όσα μας είπαν όλοι οι ινδιάνοι, η δε χώρα του είναι πολύ όμορφη κι ευ-χάριστη και κει αφθονούν κάθε λογής τρόφιμα και φρούτα, όπως ανανάδες και αχλάδια, που στη γλώσσα της Νέας Ισπα-νίας λέγονται αβοκάντο και δαμάσκηνα και γουάβες^^, καθώς και άλλα πολλά νοστιμότατα φρούτα.

Φύγαμε από αυτό το χωριό και συνεχίσαμε την πορεία μας, πάντοτε ανάμεσα από πολύ πυκνοκατοικημένα μέρη. Υττήρξε μέρα που προσπεράσαμε πάνω από είκοσι χωριά, χτισμένα στην όχθη που παραπλέαμε εμείς, γιατί την άλλη όχθη δεν μπορού-σαμε να τη δούμε επειδή ο ποταμός ήταν μεγάλος. Κι έτσι πο-ρευόμασταν δυο μέρες στην δεξιά όχθη κι έτιειτα διασχίζαμε τον ποταμό και προχωρούσαμε άλλες δυο μέρες στα αριστερά, γιατί όταν βλέπαμε τη μία όχθη δεν μπορούσαμε να δούμε την άλλη.

54. Η ηγεμονία του Παγουάνα πρέτεει να βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Αμαζονίου, ανάμεσα στις συμβολές του Κατούα και του Νέγρο. 55. Ο συγγραίρέας αναφέρεται στα λάμα, σύμφωνα όμως με τον Μέλο Λειτάου το είδος αυτό δεν υπάρχει στη Βραζιλία. 56. Μάλλον πρόκειται για κάποιο είδος του δέντρου Ίνγκα, που ονομάζεται-επίσης, γουάβα, γουάμα ή γουάμο, και σήμερα χρησιμοποιείται για να κάνει σκιά στις φυτείες του καφέ.

67

Τη Δευτέρα το πρωί, επέτειο του Αγίου Πνεύματος^^ αντι-κρίσαμε και περάσαμε δίπλα από ένα πολύ μεγάλο και πλού-σιο χωριό, που είχε πολλές συνοικίες που η κάθε μια τους είχε και αποβάθρα στον ποταμό. Σε κάθε αποβάθρα ήτανε συναγ-μένοι πολλοί ινδιάνοι. Αυτό το χωριό είχε μήκος πάνω από δυόμισι λεύγες και σ' όλο του το μήκος ήταν έτσι όπως το πε-ριέγραψα. Επειδή δε ήτανε τόσοι πολλοί οι ινδιάνοι σ' εκείνο το χωριό, πρόσταξε ο διοικητής να το προσπεράσουμε χωρίς να τους κάνουμε κακό και χωρίς να τους επιτεθούμε. Βλέποντας όμως εκείνοι ότι προσπερνούσαμε χωρίς να τους επιτεθούμε, επιβιβάστηκαν στις πιρόγες τους και μας ρίχτηκαν, αλλά οι βαλλίστρες και τα αρκεβούζια τους προξένησαν μεγάλες απώ-λειες και αναγκάστηκαν να γυρίσουν σπίτια τους και μας άφησαν να συνεχίσουμε τον κατάπλου μας. Την ίδια εκείνη μέρα καταλάβαμε ένα μικρό χωριό, όπου βρήκαμε τρόφιμα, κι εδώ τέλειωνε η επικράτεια του ηγεμόνα Παγουάνα, που έχω ήδη αναφέρει και μπήκαμε σε μια άλλη επικράτεια με πολύ περισ-σότερους κατοίκους και πολύ πολεμοχαρείς οι οποίοι μας έκα-ναν πολλές επιθέσεις. Δεν μάθαμε πώς λεγόταν ο ηγεμόνας αυτής της επαρχίας, πρόκειται όμως για έναν λαό με μέτριο ανάστημα και γεροδεμένα σώματα κι έχουν ξύλινες ασπίδες και ξέρουν να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους σαν πραγ-ματικοί άντρες.

Το Σάββατο, παραμονή της Αγίας Τριάδας̂ ®, έδωσε προστα-γή ο διοικητής να αγκυροβολήσουμε σ' ένα χωριό, και παρ' ότι οι ινδιάνοι πρόβαλαν αντίσταση, τους διώξαμε από τα σπίτια τους και προμηθευτήκαμε τρόφιμα και βρήκαμε ακόμα και με-ρικές κότες. Την ίδια μέρα, καθώς φεύγαμε από κει για να συ-νεχίσουμε το ταξίδι μας, είδαμε την εκβολή ενός άλλου μεγά-λου ποταμού στα δεξιά μας, που ενωνόταν μ' αυτόν τον οποίο διαπλέαμε εμείς, και τα νερά του ήταν μαύρα σαν μελάνι και γι' αυτό του δώσαμε το όνομα Ρίο Νέγρο. Κυλούσε με τόση τα-χύτητα και ορμή που σχημάτιζε μια γραμμή στα νερά του άλ-λου ποταμού δίχως να αναμειχτούν τα νερά του ενός με τον

57. 29 Μαίου. 58. 3 Ιουνίου.

68

άλλον σε απόσταση πάνω από είκοσι λεύγες^^. Την ίδια μέρα είδαμε κι άλλα χωριά, όχι πολύ μεγάλα. Την επομένη της Αγίας Τριάδας μεγάλη χαρά πήρε ο διοικητής κι όλοι οι υπόλοιποι γιατί συναντήσαμε κάτι ψαρότοπους σ' ένα χωριό που βρισκό-ταν σε μια πλαγιά, στο οποίο βρήκαμε πολλά ψάρια, πράγμα που έκανε τους Ισπανούς μας να χαρούν πολύ, γιατί είχε πε-ράσει πολύς καιρός που δεν είχανε βρει τόσο καλό κατάλυμα. Το χωριό αυτό βρισκόταν σε μια πλαγιά κι ήταν λίγο απομα-κρυσμένο από τον ποταμό, συνόρευε δε με άλλες φυλές που προφανώς βρισκόνταν σε πόλεμο μαζί του, γιατί ήτανε οχυρω-μένο μ' ένα τείχος από χοντρούς πασσάλους. Όταν οι σύντρο-φοί μας ανέβηκαν σ' αυτό το χωριό για να πάρουν τρόφιμα, οι ινδιάνοι θέλησαν να το υπερασπίσουν και αντιστάθηκαν μέσα σ' εκείνο το περιτοίχισμα, που δεν έχει παρά μια πύλη μόνο, κι άρχισαν να το υπερασπίζονται με μεγάλο σθένος. Επειδή όμως βρισκόμασταν σε ανάγκη, αποφασίσαμε να τους επιτεθούμε, και πράγματι επιτεθήκαμε αποφασισμένοι σ' εκείνη την πύλη. Οι σύντροφοι μπήκανε μέσα δίχως να βάλουν σε κίνδυνο τη ζωή τους και όρμησαν στους ινδιάνους και πολέμησαν μαζί τους μέχρι που τους κατατρόπωσαν, κι έπειτα συγκέντρωσαν τρόφιμα που ήταν άφθονα.

Την επομένη Δευτέρα φύγαμε από κει, και περνούσαμε διαρ-κώς από πολύ μεγάλους οικισμούς, και προμηθευόμασταν όσο καλύτερα μπορούσαμε ό,τι μας έλειπε. Εκείνη τη μέρα αγκυ-ροβολήσαμε σ' ένα χωριό, όχι και πολύ μεγάλο, όπου οι κάτοι-κοι μας περίμεναν. Σε τούτο το χωριό υπήρχε μια πλατεία πολύ μεγάλη και στη μέση της πλατείας ήτανε μια πλάκα τετράγω-νη, που η κάθε της πλευρά ήτανε ίσαμε δέκα πόδια, στην οποία απεικονιζόταν, λαξεμένη ανάγλυφα μια οχυρωμένη πόλη, με το τείχος της και μια πύλη. Στην πύλη αυτή υττήρχαν δυο στε-νόμακροι πυργίσκοι με αιχμηρό άκρο, πολύ ψηλοί, με τα πα-ράθυρά τους, που είχανε από μια πόρτα αντικριστά, με δυο κολώνες στην κάθε μία. Όλο το έργο στηριζόταν πάνω σε δυο

59. Η περιγραφή αυτή της συμβολής του ποταμού Νέγρο με τον Αμαζόνιο είναι απόλυτα ρεαλιστική και ακόμα και σήμερα μπορεί να παρατηρήσει κανείς μια γραμμή αρκετών χιλιομέτρων, αποτέλεσμα των διαφορετικών βαθμών πυκνότητας και θερμοκρασίας των υδάτων των δύο ποταμών.

69

λιοντάρια^, πολύ άγρια, που κοιτούσαν προς τα πίσω, σαν να 'θελαν να κρυφτούν το ένα από το άλλο, και που στήριζαν με τα πόδια και τα νύχια τους όλο το έργο. Στη μέση του υπήρχε μια στρογγυλή πλατεία και στο κέντρο της πλατείας μια τρύ-πα στην οποία έχυναν τσίτσα, που είναι το κρασί που πίνουν, εν είδει προσφοράς για τον ήλιο, τον θεό που λατρεύουν. Πολύ αξιοπρόσεχτο ήταν το οικοδόμημα αυτό, κι όλοι μας με δέος κοιτούσαμε το θέαμα αυτό, κι ο διοικητής ρώτησε έναν ινδιά-νο που βρέθηκε εκεί, τι ήτανε και σε ανάμνηση ποιανού πράγ-ματος το είχανε στην πλατεία. Κι ο ινδιάνος αποκρίθηκε πως ήτανε υπήκοοι και υποτελείς των Αμαζόνων, και πως άλλα πράγματα δεν τους πρόσφεραν παρά μόνο φτερά παπαγάλου και γουακαμάγιο για να επενδύουν τις οροφές των οικοδομη-μάτων των ιερών τους, τα χωριά τους δε ήτανε χτισμένα μ' αυτό τον τρόπο, και προς τιμήν τους το είχανε εκεί πέρα και το λά-τρευαν γιατί ήταν σύμβολο της αφέντρας τους, που είναι εκεί-νη που διαφεντεύει όλη τη χώρα αυτών των γυναικών. Στην ίδια πλατεία βρήκαμε κι ένα οικοδόμημα, όχι και πολύ μικρό, όπου υπήρχανε πολλές φορεσιές από φτερά λογής-λογής χρωμάτων, τα οποία φορούσαν οι ινδιάνοι για να γιορτάσουν τις γιορτές τους και να χορέψουν όταν ήθελαν να γλεντοκοπήσουν μπρο-στά σ' αυτή την πλάκα που ανάφερα παραπάνω, κι εκεί πρό-σφεραν τις θυσίες τους με κακόβουλες προθέσεις.

Έπειτα φύγαμε από τούτο το χωριό και συναντήσαμε ένα άλλο, στο οποίο υττήρχε η ίδια πλάκα και το ίδιο έμβλημα που ανάφερα παραπάνω. Αυτό το χωριό πρόβαλε σθεναρή αντίστα-ση και δεν μας άφηναν να βγούμε στη στεριά για μια ώρα περί-που. Στο τέλος όμως, μπορέσαμε και ξεμπαρκάραμε κι οι ινδιά-νοι, όντας πολυάριθμοι που όλο και πλήθαιναν, δεν θέλανε να παραδοθούν. Βλέποντας όμως τη ζημιά που τους κάναμε, απο-φάσισαν να το βάλουν στα πόδια, και τότε βρήκαμε καιρό να ψάξουμε για τίποτα τρόφιμα, αν και όχι για πολύ, γιατί οι ιν-διάνοι ορμούσαν και πάλι κατά πάνω μας. Ο διοικητής μας όμως δεν θέλησε να μείνουμε εκεί, γιατί τίποτα δεν θα κερδί-ζαμε με τη δοσοληψία αυτή, κι έτσι πρόσταξε να επιβιβαστού-με στα πλοία και να φύγουμε, πράγμα που έγινε.

60. Μάλλον πρόκειται για ιαγουάρους ή πούμα.

70

Αφού φύγαμε από κει, περάσαμε από πολλά άλλα χωριά, όπου οι ινδιάνοι μας υποδέχονταν με επιθέσεις, γιατί ήταν πο-λεμοχαρείς φυλές, με όπλα και ασπίδες ανά χείρας, κραυγάζο-ντας και ρωτώντας μας γιατί φεύγαμε άρον - άρον και λέγοντάς μας ότι μας περίμεναν εκεί πέρα. Ο διοικητής όμως δεν ήθελε να επιτεθεί εκεί όπου έβλεπε ό^ δεν μπορούσαμε να βγούμε έν-δοξα νικητές ή να πάρουμε κάποια τρόφιμα, όταν όμως υπήρ-χαν τρόφιμα, όποιο κι αν ήταν το μέρος, ριχνόταν στον κίνδυ-νο κι ο ίδιος κι οι σύντροφοι. Κι έτσι, σε μερικά μέρη, πολεμού-σαμε, εκείνοι από τη στεριά κι εμείς μέσα στο νερό. Επειδή όμως οι ινδιάνοι ήταν πολλοί, σχημάτιζαν πραγματικό τείχος κι έτσι τους προκαλούσαν αρκετές απώλειες τα αρκεβούζια κι οι βαλ-λίστρες μας. Κι έτσι προχωρούσαμε, δίνοντάς τους το κατάλλη-λο μάθημα, όπως έχω ήδη αναφέρει.

Τετάρτη, παραμονή της Αγίας Δωρεάς, στις εφτά Ιουνίου, έδωσε διαταγή ο διοικητής να αγκυροβολήσουμε σ' έναν μικρό οικισμό που ήταν χτισμένος δίπλα στο ποτάμι, τον οποίο κα-ταλάβαμε δίχως να συναντήσουμε αντίσταση, όπου βρήκαμε πολλά τρόφιμα, ιδίως ψάρια, τόσα πολλά και άφθονα που θα μπορούσαμε να φορτώσουμε μέχρις απάνω τα μπριγαντίνια μας. Τα ψάρια τα είχανε οι ινδιάνοι απλωμένα για να τα ξερά-νουνε και να τα πάνε στην ενδοχώρα για να τα πουλήσουνε. Βλέποντας οι σύντροφοι ότι εκείνο το χωριό ήτανε μικρό, πα-ρακάλεσαν τον διοικητή να μείνουμε εκεί για να ξεκουραστού-με, μια που ήταν παραμονή τέτοιας σπουδαίας γιορτής. Ο διοι-κητής, που ήταν άνθρωπος που γνώριζε τις συνήθειες των ιν-διάνων, είπε πως δεν έπρεπε να λένε τέτοια πράγματα επειδή δεν είχε κατά νου να το κάνει, γιατί παρ' όλο που το χωριό τους φαινόταν μικρό, η επικράτεια ήτανε μεγάλη, και μπορούσαν να έρθουν ενισχύσεις και να μας κάνουν μεγάλο κακό. Έπρεπε να φύγουμε, καταπώς το συνηθίζαμε και να πάμε να κοιμηθούμε στα βουνά. Τότε οι σύντροφοι του ζήτησαν και πάλι να τους κάνει τη χάρη να ξαποστάσουν εκεί. Ο διοικητής, βλέποντας ότι ήταν κοινή απαίτηση όλων, συμφώνησε, αν και ενάντια στη θέλησή του, κι έτσι ξαποστάσαμε σ' εκείνο το χωριό μέχρι την ώρα που έπεσε ο ήλιος, που γύρισαν οι ινδιάνοι στα σπίτια τους, γιατί όταν βγήκαμε στη στεριά δεν υττήρχαν γυναίκες, γιατί οι ινδιάνοι είχανε πάει να φροντίσουν τα χωράφια τους. Τώρα

71

ήταν η ώρα που επέστρεφαν και βλέποντας ότι τα σπίτια τους ήταν κατειλημμένα από αγνώστους, τρόμαξαν πολύ, και άρ-χισαν να μας φωνάζουν να βγούμε από κει. Και μόλις το είπαν αυτό άρχισαν να μας επιτίθενται. Ενώ όμως εκείνοι έμπαιναν στον καταυλισμό μας, βρέθηκαν μπροστά στους ινδιάνους τέσ-σερις-πέντε σύντροφοι, οι οποίοι πολέμησαν τόσο γενναία που ανάγκασαν τους ινδιάνους να μην τολμήσουν να μπούνε εκεί όπου βρίσκονταν οι δικοί μας, κι έτσι τους έκαναν να το βά-λουν στα πόδια, κι όταν ο διοικητής βγήκε δεν υττήρχε τίποτα πια να κάνει. Στο αναμεταξύ, είχε πια νυχτώσει, και υποψια-ζόμενος ο διοικητής τι θα επακολουθούσε, πρόσταξε να διπλα-σιαστούν οι σκοπιές και να κοιμηθούν όλοι αρματωμένοι, κι έτσι κι έγινε. Τα μεσάνυχτα όμως, την ώρα που έβγαινε το φεγ-γάρι, ξανάρχονται οι ινδιάνοι, πολλοί σε αριθμό αυτή τη φορά, και μας ρίχνονται από τρεις μεριές στον καταυλισμό μας. Όταν τους ττήραμε είδηση είχανε λαβώσει τους σκοπούς κι ήτανε πια ανάμεσά μας. Μόλις σήμανε συναγερμός, βγήκε ο διοικητής, φωνάζοντας και λέγοντας: "Ντροπή σας παλικάρια, μία δεν αξίζουν, επάνω τους". Κι έτσι ξεσηκώθηκαν οι σύντροφοί μας και χίμηξαν με μεγάλη ορμή στους ινδιάνους, οι οποίοι, παρ' όλο που ήταν νύχτα, κατατροπώθηκαν γιατί δεν μπορούσαν να αντισταθούν στους συντρόφους μας και το 'βαλαν στα πόδια. Πιστεύοντας ο διοικητής ότι θα ξαναγύριζαν, πρόσταξε να μείνουν άγρυπνοι όλοι οι άντρες και να τους στήσουν καρτέρι εκεί απ' όπου θα έρχονταν. Πρόσταξε δε να περιποιηθούμε τους λαβωμένους, και τους περιποιήθηκα εγώ, γιατί ο διοικητής ττηγαινοερχόταν από το ένα μέρος στο άλλο, δίνοντας προστα-γές για το τι έπρεπε να κάνουμε για να προστατεύσουμε τις ζωές μας, γιατί πάντα μεριμνούσε γι' αυτό. Κι αν δεν εγνώριζε τόσο καλά όλα τα σχετικά με τον πόλεμο, τόσο που έμοιαζε λες κι ο Κύριος τον έστεργε σε όσα έπρεπε να κάνει, πολλές φορές θα μας είχανε σκοτώσει. Έτσι λοιπόν περάσαμε τη νύχτα και μό-λις ξημέρωσε έδωσε διαταγή ο διοικητής να μπούμε στα πλοία και να φύγουμε. Πρόσταξε επίσης να κρεμάσουμε μερικούς ινδιάνους που είχαμε πιάσει αιχμάλωτους, πράγμα που έγινε. Κι αυτό για να τρομοκρατηθούν οι ινδιάνοι που ήτανε πιο μπρο-στά και να μη μας ριχτούν. Επιβιβαστήκαμε στα πλοία, κι ενώ πλέαμε κατά μήκος του ποταμού, φτάσανε στο χωριό πολλοί

72

ινδιάνοι για να μας επιτεθούν ενώ από τη μεριά του νερού έρ-χονταν πλήθος πιρόγες. Εμείς όμως ήδη πλϊαμε κατά μήκος του ποταμού, κι έτσι δεν πρόλαβαν να κάνουν πράξη τις κακόβου-λες προθέσεις τους.

Την ίδια μέρα τα πλοία προσάραξαν σε κάτι βράχια και αναγκαστήκαμε να περιμένουμε μέχρι την επομένη, και την άλλη μέρα συνεχίσαμε το ταξίδι μας, δεν είχαμε προχωρήσει δε ούτε τέσσερις λεύγες, όταν είδαμε στο δεξί μας χέρι ένα πολύ μεγάλο και ορμητικό ποτάμι να χύνεται στο δικό μας, κι επει-δή ήταν πολύ μεγαλύτερο το ονομάσαμε Ρίο Γκράντε^ .̂ Συνε-χίσαμε την πορεία μας και στα αριστερά μας αντικρίσαμε πολύ μεγάλους οικισμούς κτισμένους σε μια πλαγιά που έφτανε μέχρι το ποτάμι. Για να μπορέσει να τους παρατηρήσει καλύ-τερα ο διοικητής πρόσταξε να κατευθυνθούμε προς τα κει κι έτσι κι έγινε. Βλέποντας οι ινδιάνοι ότι πηγαίναμε προς τα κει, αποφάσισαν κατά πως φάνηκε να μην εμφανιστούν, αλλά να στήσουν καρτέρι, νομίζοντας ότι θα βγούμε στη στεριά, και για το σκοπό αυτό είχαν αφήσει αφύλακτους τους δρόμους που κατέβαιναν στο ποτάμι. Ο διοικητής και μερικοί σύντροφοι υποψιάστηκαν το κακόβουλο σχέδιο τους και πρόσταξε να συνεχίσουμε την πορεία μας. Τότε, βλέποντας οι ινδιάνοι ότι συνεχίζαμε το δρόμο μας, πέντε-έξι απ' αυτούς ξεσηκώθηκαν με τα όπλα τους κι άρχισαν να μας φωνάζουν και να μας προ-καλούν και να χτυπάνε μεταξύ τους τα όπλα, και τόσος ήτανε ο σαματάς που έκαναν που έμοιαζε να σείεται ο κόσμος ολό-κληρος. Συνεχίσαμε την πορεία μας και, μισή λεύγα παρακά-τω, συναντήσαμε ένα άλλο μεγαλύτερο χωριό αλλά αυτή τη φορά εξακολουθήσαμε την πορεία μας στο ποτάμι. Τούτη η χώρα είναι εύκρατη και σε καλή θέση, δεν καταφέραμε όμως να μάθουμε τα έθιμα των κατοίκων της γιατί δεν μας το επέ-τρεψαν. Και δω ήταν η τελευταία φορά που απαντήσαμε αυτή τη φυλή και παρακάτω συναντήσαμε άλλους που μας ταλαι-πώρησαν λιγότερο. Προχωρήσαμε, πάντοτε ανάμεσα από κα-τοικημένα μέρη κι ένα πρωινό, γύρω στις οχτώ, αντικρίσαμε πάνω σ' ένα ύψωμα ένα όμορφο χωριό που κατά τα φαινόμε-

61. ο ποταμός Μαδέιρα, ο οποίος σχηματίζεται με την ένωση του Μπένι και του Μαμορέ και έχει μήκος 3.879 χιλιόμετρα.

73

να πρέπει να ήταν η πρωτεύουσα κάποιου σπουδαίου ηγεμό-να. Θελήσαμε να πλησιάσουμε για να το δούμε, παρ' όλο τον κίνδυνο, αλλά δεν τα καταφέραμε γιατί μπροστά του ήτανε ένα νησί, κι όταν θελήσαμε να μπούμε είχαμε αφήσει πίσω μας το πέρασμα. Κι έτσι το προσπεράσαμε κι αρκεστήκαμε να το πα-ρατηρήσουμε. Στο χωριό αυτό, απ' όσο καταφέραμε να δούμε, υπήρχαν επτά παλούκια που ήτανε διάσπαρτα στο χωριό και πάνω στα παλούκια ήτανε καρφωμένα πολλά κεφάλια νεκρών. Για το λόγο αυτό δώσαμε σ' αυτή την επαρχία το όνομα Προ-βίνθια ντε λας Πικότας^^. Η έκτασή της πρέπει να ήτανε ίσαμε εβδομήντα λεύγες προς τα κάτω στον ποταμό. Απ' αυτό το χωριό κατηφόριζαν προς τον ποταμό δρόμοι λαξεμένοι με το χέρι, που είχαν κι από τις δυο μεριές φυτεμένα οπωροφόρα δέ-ντρα, πράγμα που έδειχνε ότι ήτανε σπουδαίος ο ηγεμόνας τού-της της χώρας.

Συνεχίσαμε την πορεία μας και την επομένη απαντήσαμε κι άλλο χωριό χτισμένο με τον ίδιο τρόπο κι επειδή χρειαζόμασταν τροφή, αναγκαστήκαμε να του επιτεθούμε. Οι ινδιάνοι κρύφτη-καν για να μας αφήσουν να βγούμε στη στεριά, κι όταν πήδη-ξαν έξω οι σύντροφοι, μόλις τους είδανε οι ινδιάνοι, ξεπρόβα-λαν από την κρυψώνα τους με πολύ άγριες διαθέσεις. Μπροστά - μπροστά πήγαινε ο αρχηγός τους ή ο ηγεμόνας τους εμψυχώ-νοντάς τους με δυνατές κραυγές. Ένας από τους άντρες που εί-χανε τις βαλλίστρες τον πρόσεξε και του έριξε και τον σκότω-σε. Μόλις το είδανε αυτό οι ινδιάνοι, αποφάσισαν να μην περι-μένουνε άλλο παρά να το βάλουνε στα πόδια, ενώ άλλοι οχυ-ρώθηκαν στα σπίτια τους και από κει αμύνονταν και πολεμού-σαν σαν λαβωμένοι σκύλοι. Βλέποντας ο διοικητής πως σκο-πό δεν είχανε να παραδοθούν, κι ότι δεν μας είχανε κάνει και πολύ κακό, μονάχα είχανε λαβώσει κάποιους απ' τους συντρό-φους μας, πρόσταξε να βάλουνε φωτιά στα σπίτια όπου βρίσκο-

62. Δηλαδή Επαρχία των Παλουκιών. Πρέπει να αναφέρουμε ότι οι ινδιάνοι της Βραζιλίας δεν συνήθιζαν να παλουκώνουν τα κεφάλια των αντιπάλων τους. Έχουν αναφερθεί τέτοιες περιπτώσεις όμως στην φυλή Μουντουρουκού, απόγονοι της οποίας σήμερα ζουν κοντά στον ποταμό Μαδέιρα.

74

νταν οι ινδιάνοι, κι έτσι βγήκανε από αυτά και το βάλανε στα πόδια. Τότε καταφέραμε να συλλέξουμε τρόφιμα, που σ' αυτό το χωριό, δόξα σοι ο Θεός, δεν έλειπαν, γιατί υπήρχαν πολλές χελώνες απ' αυτές που έχω ήδη αναφέρει κι άφθονες γαλοπού-λες και παπαγάλοι και φυσικά ψωμί και καλαμπόκι. Αφού φύγαμε από κει πήγαμε σ' ένα νησί να ξαποστάσουμε και να χαρούμε τα όσα είχαμε πάρει. Σε τούτο το χωριό πιάσαμε και μια ινδιάνα πολύ λογική, που μας είπε ότι εδώ κοντά προς την ενδοχώρα υπήρχαν πολλοί χριστιανοί σαν κι εμάς και τους κρατούσε αιχμάλωτους ένας ηγεμόνας που τους είχε φέρει από το κάτω μέρος του ποταμού. Μας είπε ακόμα ότι ανάμεσά τους υπήρχαν και δυο λευκές γυναίκες, και ότι άλλοι είχανε πάρει ινδιάνες και είχανε και παιδιά μαζί τους. Πρέπει να είναι εκεί-νοι που χαθήκανε με τον Διέγο ντε Ορδάς^ ,̂ που όπως πιστεύε-ται, με βάση τα στοιχεία που έδινε, ήταν κατά τη μεριά του βορρά.

Συνεχίσαμε την πορεία μας κατάντη του ποταμού δίχως να πιάσουμε στεριά, γιατί είχαμε αρκετά τρόφιμα και μετά από λίγες μέρες βγήκαμε απ' αυτή την επικράτεια. Εκεί όπου τέλειω-νε υπήρχε ένας μεγάλος οικισμός, κι εδώ η ινδιάνα μας είπε ποιον δρόμο έπρεπε να ακολουθήσουμε για να πάμε εκεί όπου βρίσκο-νταν οι χριστιανοί. Επειδή όμως εμείς δεν ήμασταν προετοιμα-σμένοι, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε, γιατί θα 'ρχόταν η κα-τάλληλη ώρα για να τους βγάλουμε από κει που βρίσκονταν.

Από το χωριό αυτό βγήκανε δυο ινδιάνοι μ' ένα μονόξυλο κι ήρθανε στο μπριγαντίνι όπου ήτανε ο διοικητής μας, ξαρμά-τωτοι, και φαίνεται πως είχανε έρθει για αναγνώριση γιατί για ώρα μας παρατηρούσαν. Κι όσο κι αν τους καλούσε ο διοικη-τής μας να μπούνε μέσα και τους πρόσφερε πολλά πράγματα.

63. Ένας από τους συντρόφους του Ερνάν Κορτές στην κατάκτηση του Μεξικού. Το 1531 ξεκίνησε από τη Σεβίλλη για μια αποστολή στη Στέρεα Γη. Ένα από τα πλοία του χάθηκε με τριακόσιους Ισπανούς. Σύμφωνα με τον Χουάν ντε Καστελιάνος, οι χριστιανοί για τους οποίους μαθαίνει ειδήσεις ο Ορελιάνα πρέπει να α^καν στην αποστολή του Αλόνσο ντε Ερέρα, το 1535, αν και αυτό φαίνεται μάλλον απίθανο. Για περ. στοιχεία σχετικά με τη δράση του Κορτές και των Ισπανών στο Μεξικό και την καταστροφή της αυτοκρατορίας των Αζτέκων, βλέπε: Φερνάντο Κορτές, Η κατάκτηση του Μεξικού, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1986.

75

δεν δέχτηκαν, παρά δείχνοντας προς τη στεριά, επέστρεψαν πίσω.

Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε δίπλα σ' αυτό το χωριό, μέσα στα μπριγαντίνια μας, και μόλις έφεξε κι αρχίσαμε να προχω-ράμε, βγαίνει απ' το χωριό πλήθος κόσμου και ανεβαίνουν στα μονόξυλα κι έρχονται να μας επιτεθούν καταμεσής του ποτα-μού, εκεί όπου πηγαίναμε εμείς. Οι ινδιάνοι αυτοί έχουνε βέλη και μ' αυτά πολεμάνε. Συνεχίσαμε το δρόμο μας δίχως να τους περιμένουμε. Προχωρήσαμε, παίρνοντας τρόφιμα από κει που βλέπαμε ότι δεν μπορούσαν να τα υπερασπιστούν και μετά από τέσσερις με πέντε μέρες καταλάβαμε ένα χωριό στο οποίο οι ινδιάνοι δεν αντιστάθηκαν. Εδώ βρήκαμε πολύ καλαμπόκι (κα-θώς και πολλή βρώμη)^, με το οποίο οι ινδιάνοι φτιάχνουν ψωμί, και πολύ καλό κρασί που έμοιαζε με μπύρα, σε μεγάλη αφθο-νία. Ανακαλύψαμε σ' αυτό το χωριό μια αποθήκη γεμάτη μ' αυτό το κρασί, προς μεγάλη χαρά των συντρόφων μας, καθώς επίσης και πολύ ωραία βαμβακερά ρούχα. Βρήκαμ£ επίσης σε τούτο το χωριό έναν λατρευτικό χώρο, μέσα στον οποίο υπήρ-χαν κρεμασμένα πολλά εμβλήματα πολεμικών όπλων, και πάνω απ' όλα, ψηλά, υπήρχαν δύο μίτρες πολύ καλοφτιαγμέ-νες, σε φυσικό μέγεθος, όπως εκείνες των επισκόπων. Ήταν υφασμένες από κάποιο άγνωστο υλικό, γιατί δεν έμοιαζε ούτε με βαμβάκι ούτε με μαλλί και είχαν πολλά χρώματα.

Συνεχίσαμε την πορεία μας εγκαταλείποντας το χωριό αυτό και πήγαμε να κοιμηθούμε στην άλλη όχθη του ποταμού, κατά πως το 'χαμε συνήθειο, στο βουνό κι εκεί ήρθανε πολλοί ινδιά-νοι να μας ριχτούν από τη μεριά του ποταμού, αλλά δυστυχώς γι' αυτούς αναγκάστηκαν να κάνουν πίσω. Την Τρίτη, είκοσι δύο Ιουνίου, διακρίναμε πολλά χωριά στην αριστερή όχθη του ποταμού, παρ' ότι πηγαίναμε καταμεσής του ποταμού, γιατί άσπριζαν τα σπίτια. Θελήσαμε να πλησιάσουμε, αλλά δεν μπο-ρέσαμε εξαιτίας του δυνατού ρεύματος και των άγριων κυμά-των που ήτανε πιο μεγάλα κι από της θάλασσας.

Την επόμενη Τετάρτη, καταλάβαμε ένα χωριό που βρισκό-ταν στη μέση ενός μικρού παραπόταμου σε μια μεγάλη επίπε-

64. Η βρώμη είναι φυτό της Ευρώπης. Ο Καρβαχάλ μάλλον θεώρησε βρώμη κάποιο παρόμοιο αυτοφυές φυτό της περιοχής του Αμαζονίου.

76

δη έκταση, πάνω από τέσσερις λεύγες. Όλα τα σπίτια του χω-ριού ήτανε χτισμένα κι απ' τις δυο πλευρές ενός δρόμου, με μια πλατεία στη μέση, και δω βρήκαμε πολλά τρόφιμα. Αυτό το χωριό, επειδή ήτανε χτισμένο όπως ανάφερα, το ονομάσαμε ντε λα Κάγιε.

Την επόμενη Πέμπτη περάσαμε από άλλα χωριά, όχι και πολύ μεγάλα, αλλά δεν σταθήκαμε. Όλα αυτά τα χωριά είναι κατοικίες ψαράδων της ενδοχώρας. Μ' αυτόν τον τρόπο προ-χωρούσαμε, αναζητώντας έναν ήρεμο τόπο για να γιορτάσου-με και να πανηγυρίσουμε την εορτή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, του πρόδρομου του Χριστού και, με το θέλημα του Κυρίου, καβατζάροντας μια πούντα που σχημάτιζε ο ποταμός, αντικρίσαμε μπροστά μας στην ακροποταμιά ν' ασπρίζουν πολλά και μεγάλα χωριά. Έτσι φτάσαμε ξαφνικά σε μια όμορ-φη χώρα που είναι η ηγεμονία των Αμαζόνων. Στα χωριά αυτά που ανέφερα παραπάνω, οι κάτοικοι είχαν ήδη πληροφορηθεί και γνώριζαν τον ερχομό μας, και για το λόγο αυτό βγήκανε καθ' οδόν να μας υποδεχτούν στον ποταμό, με κακές διαθέσεις, κι όταν φτάσανε κοντά στον διοικητή, εκείνος τους φέρθηκε φιλικά κι άρχισε να τους μιλάει και να τους προσκαλεί να πλησιάσουν. Εκείνοι όμως μας περιγελούσαν και μας κορόι-δευαν και μας πλησίαζαν και μας λέγανε να προχωρήσουμε, κι ότι θα μας περίμεναν παρακάτω και θα μας πιάνανε όλους και θα μας πήγαιναν στις Αμαζόνες. Θυμωμένος ο διοικητής από την αλαζονεία των ινδιάνων, πρόσταξε να τους ρίξουνε με τις βαλλίστρες και τα αρκεβούζια για να δούνε και να μάθουν πως είχαμε τα μέσα κακό να τους κάνουμε. Και πράγματι τους προξε^σαμε ζημιές και γυρίσανε πίσω στο χωριό να φέρουνε μήνυμα για τα όσα είχανε δει. Εμείς δεν σταματήσαμε την πο-ρεία μας και εξακολουθούσαμε να πλέουμε κοντά στα χωριά, και προτού φτάσουμε στην μισή λεύγα, υπήρχαν κοντά στη γλώσσα που σχηματίζει ο ποταμός διάσπαρτα πολλά αποσπά-σματα ινδιάνων, και καθώς εμείς προχωρούσαμε εκείνοι συ-νενώνονταν και πλησίαζαν στα χωριά τους. Στο κέντρο αυτού του χωριού ήταν πλήθος κόσμου σε σχηματισμό, και ο διοικη-τής πρόσταξε να πάνε τα μπριγαντίνια να αγκυροβολήσουν εκεί όπου ήτανε μαζεμένοι για να ψάξουνε να βρούνε τρόφιμα, κι έτσι κι έγινε, κι όταν αρχίσαμε να βγαίνουμε στη στεριά, οι

77

ινδιάνοι άρχισαν να υπερασπίζονται το χωριό και να μας πε-τούν βέλη και επειδή ήταν πάρα πολλοί τα βέλη έπεφταν βρο-χή. Όμως οι δικοί μας άντρες με τα αρκεβούζια και τις βαλλί-στρες δεν κάθισαν με τα χέρια σταυρωμένα, κι άλλο δεν κά-νανε παρά να τους ρίχνουνε, παρ' όλο όμως που σκότωναν πολλούς και τους έκαναν μεγάλη ζημιά, εκείνοι χαμπάρι δεν έπαιρναν, κι ενώ άλλοι πολεμούσαν οι υπόλοιποι χόρευαν. Εδώ παρά λίγο να χαθούμε όλοι μας, γιατί, όπως τα βέλη ήταν τόσα πολλά, οι σύντροφοι ήταν απασχολημένοι με το να προστατευ-τούν από αυτά και δεν μπορούσανε να τραβήξουν κουπί, και γι' αυτό μας προξένησαν πολλές απώλειες, έτσι που πριν βγούμε στη στεριά πληγώσανε πέντε από μας, ένας από τους οποίους ήμουνα κι εγώ γιατί με πέτυχαν με ένα βέλος στα παίδια που μου έφτασε μέχρι το κόκαλο, κι αν δεν ήτανε τα ράσα θα είχα απομείνει εκεί πέρα. Βλέποντας τον κίνδυνο που διατρέχαμε αρχίζει ο διοικητής να εμψυχώνει τους κωπηλάτες για να κά-νουν πιο γρήγορα για να καταφέρουμε να αγκυροβολήσουμε, κι έτσι με πολλές δυσκολίες, καταφέραμε να αράξουμε, και οι σύντροφοι ρίχτηκαν στο νερό, που τους έφτανε ίσαμε το στή-θος. Εδώ δόθηκε σκληρή και επικίνδυνη μάχη, γιατί οι ινδιάνοι είχανε μπερδευτεί με τους Ισπανούς, και πάλευαν με τόση αν-δρεία που ήταν να τους θαυμάζεις. Η συμπλοκή αυτή κράτησε πάνω από μια ώρα, γιατί οι ινδιάνοι δεν το βάζανε κάτω, διαρ-κώς τους αντικαθιστούσαν, παρ' όλο που πολλοί από τους δι-κούς τους πέφτανε νεκροί, και περνούσαν από πάνω τους και άλλο δεν κάνανε από το να τασωγυρίζουν και να επιτίθενται και πάλι. Θέλω να ξέρετε ποια ήτανε η αιτία που αυτοί οι ινδιάνοι πολεμούσαν κατά τέτοιο τρόπο. Μάθετε λοιπόν ότι είναι υττήκοοι και υποτελείς των Αμαζόνων, κι όταν έμαθαν τον ερχομό μας, πήγανε να τους ζητήσουν βοήθεια κι ήρθανε δέκα ή δώδεκα από δαύτες, γιατί τόσες είδαμε εμείς, που πολεμούσαν μπροστά-μπροστά απ' όλους τους ινδιάνους ως αρχηγοί, μάχονταν δε εκείνες οι γυναίκες με τόση ανδρεία που δεν τόλμησαν να στρέ-ψουν τις πλάτες τους οι ινδιάνοι, κι όποιος οτασθοχωρούσε μπρο-στά μας, τον σκότωναν με ραβδισμούς, κι αυτή είναι η αιτία που πολεμούσαν τόσο σκληρά αυτοί οι ινδιάνοι. Οι γυναίκες αυτές είναι πολύ ψηλές με κατάλευκο δέρμα, κι έχουν πολύ μακριά μαλλιά, πλεγμένα σε πλεξούδες που τυλίγουν γύρω απ' το κε-

78

φάλι τους. Είναι ρωμαλέες και περιφέρονταν γυμνές, με καλυμ-μένα μόνο τα απόκρυφά τους, με τα τόξα και τα βέλη στο χέρι, και καθεμιά τους πολεμάει όσο δέκα ινδιάνοι. Και, μάρτυς μου ο Θεός, μία απ' αυτές τις γυναίκες έριξε ένα βέλος που χώθηκε μια παλάμη μέσα στο μπριγαντίνι, κι άλλες ρίξανε βέλη με λι-γότερη δύναμη, τόσο που έκαναν τα μπριγαντίνια μας να μοιά-ζουν με σκαντζόχοιρους.

Πρέπει όμως να ξαναπιάσω την εξιστόρησή μου για τη συ-μπλοκή. Εδέησε λοιπόν ο Κύριος να δώσει δυνάμεις και να εμ-ψυχώσει τους συντρόφους μας, οι οποίοι σκότωσαν επτά-οκτώ Αμαζόνες απ' όσες είδαμε, πράγμα που αποθάρρυνε τους ινδιά-νους κι έτσι τους νικήσαμε και τους κατατροπώσαμε προξενώ-ντας τους μεγάλες απώλειες. Επειδή δε μαζευόταν για να τους βοηθήσει πλήθος λαού από άλλα χωριά και θα ξαναγύριζαν, γιατί ήδη καλούσαν τον κόσμο να επιτεθεί ξανά, πρόσταξε ο διοικητής με μεγάλη βιάση να μπαρκάρουν οι άντρες, γιατί δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο την ζωή όλων μας, κι έτσι ετηβιβά-στηκαν με την ψυχή στο στόμα, γιατί οι ινδιάνοι είχαν αρχίσει ήδη να τους επιτίθενται, και επιπλέον από το ποτάμι έρχονταν πολλά μονόξυλα, κι έτσι ξανοιχτήκαμε στον ποταμό και αφή-σαμε τη στεριά...

Έχουμε προχωρήσει από κει που κινήσαμε και αφήσαμε τον Γκονθάλο Πιθάρο χίλιες τετρακόσιες λεύγες, μπορεί και παρα-πάνω, λιγότερες πάντως όχι, και δεν ξέρουμε πόσες ακόμα απο-μένουν από δω ίσαμε τη θάλασσα. Σε τούτο το χωριό πιάσαμε αιχμάλωτο έναν σαλπιγκτή που βρισκόταν ανάμεσα στους υπό-λοιπους, που θα 'τανε μέχρι τριάντα χρόνων, ο οποίος, όταν τον πιάσαμε, άρχισε να εξιστορεί στον διοικητή πολλά για την εν-δοχώρα κι έτσι τον ττήρε μαζί του.

Αφού ξανοιχτήκαμε στον ποταμό, καταπώς είπα, αφεθήκα-με στο ρεύμα δίχως να κωπηλατούμε, γιατί οι σύντροφρί μας ήταν τόσο αποκαμωμένοι που δεν είχανε δύναμη ούτε τα κου-πιά να κρατήσουν. Συνεχίσαμε να προχωρούμε στον ποταμό, και θα 'χαμε διανύσει απόσταση μιας ριξιάς βαλλίστρας, όταν ανακαλύψαμε ένα χωριό όχι και πολύ μικρό στο οποίο δεν φαι-νόταν να υπάρχει κανείς γι' αυτό και οι σύντροφοι ζήτησαν από τον διοικητή να πάνε εκεί για να ψάξουνε να βρούνε τίποτε τρό-φιμα, γιατί στο προηγούμενο χωριό δεν μας είχανε αςχήσει να

79

πάρουμε τίποτα. Ο διοικητής τους είπε ότι δεν ήθελε, γιατί παρ' όλο που σ' εκείνους φαινόταν ότι δεν υττήρχε κανείς, εδώ ήτανε που έπρεπε να είμαστε ακόμα πιο προσεκτικοί απ' όσο όταν τους βλέπαμε ξεκάθαρα. Ξαναμαζευτήκαμε όμως, κι εγώ μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους, και ζητήσαμε να μας κάνει τη χάρη. Παρ' όλο που είχαμε προσπεράσει το χωριό, υποκύπτοντας στη θέλησή μας πρόσταξε ο διοικητής να γυρίσουν τα μπριγαντί-νια στο χωριό, κι έτσι όπως παραπλέαμε την ακροποταμιά, οι ινδιάνοι που παραμόνευαν κρυμμένοι ανάμεσα στις συστάδες των δέντρων, χωρισμένοι σε τμήματα κι έτοιμοι να μας στήσουν καρτέρι, έτσι όπως ττηγαίναμε δίπλα στη στεριά, βρήκαν ευκαι-ρία να μας ριχτούνε, κι άρχισαν να μας πετάνε τα βέλη βροχή, τόσο που δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλον. Επειδή όμως οι Ισπανοί μας ήταν εφοδιασμένοι από το Ματσιπάρο με γερές και μεγά-λες ασπίδες όπως έχω ήδη αναφέρει, δεν μας προξένησαν και τόσες ζημιές όσες θα μας προξενούσαν αν δεν ερχόμασταν προε-τοιμασμένοι για την άμυνά μας. Και σε τούτο δω το χωριό απ' όλους δεν επλήγωσαν παρά μόνο εμένα, που ένα βέλος με πέτυ-χε στο μάτι και βγήκε από την άλλη μεριά, κι απ' αυτή τη λα-βωματιά έχασα το μάτι μου, και δεν είναι μικρή η εξάντληση και ο πόνος μου, θέλημα δε του Κυρίου ήταν να χαρίσει τη ζωή του ανάξιου δούλου του για να γίνω καλύτερος και να Τον υπη-ρετήσω καλύτερα απ' ότι ίσαμε τώρα. Στο αναμεταξύ είχανε βγει στη στεριά οι Ισπανοί που ήταν στο μικρότερο πλοίο, κι όπως οι ινδιάνοι ήταν πολυάριθμοι, τους είχανε περικυκλώσει κι αν δεν έσπευδε προς βοήθεια τους ο διοικητής με το μεγάλο μπριγα-vτívι^^ θα ήταν χαμένοι και θα τους έπιαναν αιχμάλωτους οι ινδιάνοι. Και αυτό θα είχαν πάθει προτού ακόμα φτάσει ο διοι-κητής, αν δεν ήταν τόσο επιδέξιοι και δεν πολεμούσαν με τόσο ενθουσιασμό, αλλά ήταν ταα πολύ κουρασμένοι και βρίσκονταν σε πολύ άσχημη θέση. Ο διοικητής τους περιμάζεψε, και μόλις με είδε λαβωμένο πρόσταξε να επιβιβαστούν οι άντρες στα πλοία. Μπάρκαραν λοιπόν, γιατί οι ινδιάνοι ήταν πολλοί και εξαγριωμένοι και δεν μπορούσαν να τους κάνουν καλά οι σύ-ντροφοί μας, ο δε διοικητής φοβόταν μήπως χάσει κάποιον απ' αυτούς και δεν ήθελε να τους ρίξει σε τέτοια περιπέτεια, γιατί

65. Το μεγάλο μπριγαντίνι λεγόταν "Βικτόρια", ενώ το μικρό "Σαν Πέδρο".

80

γνώριζε καλά και διέβλεπε ότι ήταν απαραίτητο να έχει όλη τη δυνατή βοήθεια, γιατί η περιοχή ήταν πυκνοκατοικημένη και καλό θα ήταν να έμεναν όλοι ζωντανοί, γιατί δεν απείχαν με-ταξύ τους τα χωριά ούτε μισή λεύγα και ακόμα λιγότερο σε όλη εκείνη την δεξιά όχθη του ποταμού, που είναι η νότια όχθη του. Κι επιπλέον, σε απόσταση δυο λεύγες πάνω-κάτω προς την εν-δοχώρα διακρίνονταν να ασπρίζουν πολύ μεγάλες πόλεις. Τού-τη εδώ η χώρα είναι τόσο καλή, τόσο εύφορη και τόσο οικεία όσο και η δική μας Ισπανία, γιατί εμείς φτάσαμε εδώ του Αι-Γιαννιού και οι ινδιάνοι είχανε αρχίσει να καίνε τα χωράφια. Είναι χώρα εύκρατη και παράγει πολύ σιτάρι και ευδοκιμούν όλα τα οπωροφόρα. Επιπλέον είναι κατάλληλη για την εκτρο-φή ζώων κάθε λογής, γιατί εδώ φύονται πολλά χόρτα όπως και στην Ισπανία, όπως η ρίγανη και γαϊδουράγκαθα τατσιλωτά και με γραμμές και πολλά άλλα χόρτα πολύ καλά. Τα βουνά της χώρας τούτης έχουνε βαλανιδιές και φελλόδεντρα, που έχουν βελανίδια όπως είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια καθώς και βε-λανιδιές. Το έδαφος είναι ψηλό και σχηματίζει λόφους, με χα-μηλή βλάστηση. Το χορτάρι δεν φτάνει πάνω απ' το γόνατο, και υπάρχει πολύ κυνήγι κάθε είδους.

Συνεχίσαμε το δρόμο μας κι ο διοικητής πρόσταξε να προ-χωράμε καταμεσής του ποταμού για να αποφεύγουμε τις κατοι-κημένες περιοχές, που ήταν τόσες πολλές που προκαλούσαν φόβο. Αυτή την επικράτεια την ονομάσαμε επαρχία του Αγίου Ιωάννη, γιατί φτάσαμε εκεί την ημέρα της επετείου του, και εγώ είχα λειτουργήσει το πρωί καθώς καταπλέαμε τον ποταμό, προς τιμή του τόσο δοξασμένου προδρόμου του Χριστού, και πιστεύω ότι με δική του μεσολάβηση μου έσωσε αργότερα ο Θεός τη ζωή.

Βγήκαμε στη μέση του ποταμού κι οι ινδιάνοι ήρθαν στο κατόπι μας στο ποτάμι, γιατί ο διοικητής έδωσε διαταγή να δια-σχίσουμε το ποτάμι και να πάμε σ' ένα νησί που ήτανε ακατοί-κητο, και μας ακολουθούσαν μέχρι που νύχτωσε. Φτάσαμε στο νησί μετά τις δέκα τη νύχτα, και ο διοικη'^ς πρόσταξε να μην βγούμε στη στεριά γιατί ήταν πιθανόν να μας ριχτούν οι ινδιά-νοι. Κι έτσι διανυκτερεύσαμε στα μπριγαντίνια μας, κι όταν ήρθε το πρωί, πρόσταξε ο διοικητής να προχωρήσουμε με μεγάλη τάξη μέχρι να φύγουμε απ' αυτή την επαρχία του Αγίου Ιωάν-νη, που έχει πάνω από εκατόν πενήντα λεύγες ακτή, κατοικη-

6. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο 8 1

μένη όπως έχω πει. Και την επομένη, στις είκοσι πέντε Ιουνίου, περάσαμε ανάμεσα από κάτι νησιά που νομίσαμε ότι ήταν ακατοίκητα. Όταν όμως βρεθήκαμε ανάμεσά τους, αντικρίσα-με τόσους πολλούς οικισμούς σε τούτα τα νησιά που τρομοκρα-τηθήκαμε. Μόλις μας είδανε οι ινδιάνοι, βγήκαν στο κατόπι μας στο ποτάμι πάνω σε διακόσιες πιρόγες, που κάθε μια χωράει είκοσι με τριάντα ινδιάνους, μερικές δε και σαράντα, κι ήταν πολλές κι απ' αυτές. Οι πιρόγες ήτανε καταστόλιστες με διά-φορα εμβλήματα κι είχανε πολλά τύμπανα και σάλπιγγες και αυλούς που παίζουν με το στόμα και λαούτα που έχουν τρεις χορδές. Και έρχονταν με τόσο σαματά και φωνές και με τόση τάξη, που είχαμε τρομοκρατηθεί. Περικύκλωσαν και τα δύο μπριγαντίνια και μας επιτέθηκαν με λύσσα θέλοντας να μας σκοτώσουν όλους. Αλλά τα πράγματα τους ήρθαν ανάποδα, γιατί οι δικοί μας με τα αρκεβούζια και τις βαλλίστρες τους δώσανε τέτοιο μάθημα που βιάστηκαν να αποτραβηχτούν. Στη στεριά ήταν θαυμάσιο να βλέπεις τις ομάδες των ινδιάνων στα χωριά να χορεύουν και να παίζουν τα όργανά τους με φοινι-κόκλαδα στα χέρια, κι έδειχναν πολύ μεγάλη χαρά όταν μας έβλεπαν να περνάμε από τα χωριά τους. Τα νησιά αυτά είναι λίγο υπερυψωμένα από την επιφάνεια του ποταμού, με έδαφος επίπεδο, και μοιάζουν πολύ εύφορα, είναι δε τόσο όμορφα που, παρ' όλο που ήμασταν εξαντλημένοι, δεν παύαμε να τα θαυ-μάζουμε. Περιπλεύσαμε αυτό το νησί, που είναι και το μεγα-λύτερο, έχει μήκος έξι λεύγες και βρίσκεται στη μέση του πο-ταμού. Όσο για το πλάτος του δεν ξέρω πόσο ήταν. Οι ινδιάνοι μας ακολουθούσαν διαρκώς μέχρι που μας έδιωξαν από την επαρχία του Σαν Χουάν^, που, όπως λέγω, έχει εκατόν πενή-ντα λεύγες, τις οποίες τις κάναμε υποφέροντας πολύ από την πείνα, αποφεύγοντας να πολεμήσουμε γιατί, όπως ήταν πολύ πυκνοκατοικημένη περιοχή, δεν μπορούσαμε να βγούμε στη στεριά. Σε όλο αυτό το νησί μας ακολουθούσαν διαρκώς αυ-τές οι πιρόγες και τα μονόξυλα και μας ρίχνονταν όποτε θέλα-

66. Όπως και παραπάνω ο Καρβαχάλ χρησιμοποιεί τον όρο επαρχία για να αναφερθεί σε σύνολο οικισμών με κοινά χαρακτηριστικά και οι οποίοι ανήκουν στον ίδιο ηγεμόνα. Στο μέρος που αποκαλεί Σαν Χουάν ζούσαν οι ινδιάνοι Ταπάχος που σήμερα έχουν εξαφανιστεί.

82

νε. Επειδή όμως αρέσκονταν στους καρπούς των πυρών μας, μας συνόδευαν κατά διαστήματα. Όταν φύγαμε οίπό τούτο το νησί βρήκαμε ακόμα πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή, απ' όπου ξεπρόβαλαν καινούριες πιρόγες για να αντικαταστήσουν τις παλιές, που ήταν πολύ πιο πολλές και μας επιτέθηκαν. Εδώ ο διοικητής, βλέποντας την δύσκολη θέση μας και επιθυμώντας την ειρήνη μ' αυτούς τους ανθρώπους, για να δει αν θα μπο-ρούσαμε να βρούμε κάποια στιγμή ανάπαυσης, αποφάσισε να μιλήσει στους ινδιάνους και να τους καλέσει στον δρόμο της ειρήνης, και για το σκοπό αυτό πρόσταξε να βάλουν σε μια κολοκύθα κάποια δώρα και να τη ρίξουν στα νερά. Οι ινδιά-νοι τα ττήρανε, αλλά τόσο λίγο τα εκτίμησαν, που άρχισαν να τα περιγελούν. Αυτό δεν τους έκανε να πάψουν να μας ακολου-θούν μέχρι που μας έδιωξαν από τα χωριά τους που, όπως έχου-με πει, ήταν πολλά.

Το βράδυ εκείνο φτάσαμε πια μακριά από τα κατοικημένα μέρη και σταματήσαμε για να κοιμηθούμε σε έναν δρυμώνα που βρισκόταν σε ένα πλάτωμα στην ακροποταμιά. Δεν έπαψε όμως να μας κατατρώει τρομερή ανησυχία, γιατί είχαν καταφτάσει ινδιάνοι για να μας κατασκοπεύσουν και στην ενδοχώρα υπήρ-χαν πολλοί οικισμοί και πολλοί ήταν οι δρόμοι που οδηγούσαν σ' αυτήν. Για τον λόγο αυτό και ο διοικηιπ^ς και όλοι εμείς βρι-σκόμασταν σε επιφυλακή, έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο.

Σε τούτον εδώ τον τόπο κάλεσε ο διοικητής τον ινδιάνο που είχαμε πιάσει αιχμάλωτο προηγουμένως, με τον οποίο μπορού-σε πλέον να συνεννοηθεί γιατί είχε φτιάξει ένα λεξιλόγιο και τον ρώτησε από πού ήταν η καταγωγή του. Ο ινδιάνος αποκρί-θηκε πως ήταν από κείνο κει το χωριό όπου τον είχανε πιάσει. Ο διοικητής τον ρώτησε ποιο ήταν το όνομα του ηγεμόνα εκεί-νης της χώρας και ο ινδιάνος του αποκρίθηκε πως λεγόταν Κοουγίνκο, και πως ήταν μέγας ηγεμόνας κι η επικράτειά του έφτανε ίσαμε εδώ που ήμασταν, που όπως έχω πει, ήτανε γύρω στις εκατόν πενήντα λεύγες. Ο διοικητής τον ρώτησε ποιες ήτα-νε εκείνες οι γυναίκες που είχανε έρθει να τους βοηθήσουν για να μας πολεμήσουν. Ο ινδιάνος είπε πώς ήτανε κάποιες γυ-ναίκες που κατοικούσαν στην ενδοχώρα, σε απόσταση εφτά μερόνυχτα απ' την ακτή, κι επειδή αυτός ο ηγεμόνας, ο Κοου-γίνκο, ήταν υποτελής τους, είχαν έρθει να φυλάξουν την ακτή.

83

o διοικητής τον ρΓοτησε αν αυτές οι γυναίκες ήταν παντρεμέ-νες: ο ινδιάνος του είπε πως όχι. Τον ρώτησε ο διοικητής για το πώς ζούνε κι ο ινδιάνος αποκρίθηκε πως, όπως είχε ανα-φέρει, ζούνε στην ενδοχώρα και ότι εκείνος είχε πάει πολλές φορές εκεί πέρα και είχε δει τις συνήθειές τους και τις κατοι-κίες τους, και ως υπήκοός τους πήγαινε να τους δώσει τον φόρο όταν τον έστελνε ο αφέντης του. Ο διοικητής ρώτησε αν αυτές οι γυναίκες ήταν πολλές κι ο ινδιάνος είπε πως πράγ-ματι ήτανε πολλές κι ότι ο ίδιος γνώριζε με τα ονόματά τους εβδομήντα χωριά, και τα απαρίθμησε μπροστά σε όσους βρι-σκόμασταν εκεί πέρα, κι είπε ότι είχε πάει σε κάποια απ' αυτά. Ο διοικητής τον ρώτησε αν τα σπίτια σ' αυτά τα χωριά ήταν φτιαγμένα από καλάμια κι ο ινδιάνος απάντησε αρνητικά κι είπε πως ήταν πέτρινα κι είχαν και πόρτες, και ότι από το ένα χωριό στο άλλο υπήρχαν δρόμοι με περιτειχίσματα κι από τις δυο πλευρές τους και κατά διαστήματα είχανε σκοπιές για να μην μπορεί να μπει κανένας χωρίς να πληρώσει διόδια. Ο διοι-κητής τον ρώτησε αν αυτές οι γυναίκες έκαναν παιδιά κι ο ινδιάνος είπε πως ναι. Ο διοικητής τον ρώτησε πώς γινόταν κι έπιαναν παιδί αφού δεν παντρεύονταν, μήτε και ζούσε άντρας ανάμεσά τους. Εκείνος αποκρίθηκε πως αυτές οι ινδιάνες συνευρίσκονται κατά καιρούς με ινδιάνους κι όταν τους έρ-θει η επιθυμία αυτή μαζεύουν πολλούς πολεμιστές και πηγαί-νουν να επιτεθούν στη χώρα ενός πολύ σπουδαίου ηγεμόνα που βρίσκεται δίπλα στη χώρα αυτών των γυναικών, και τους φέρνουν με τη βία στη χώρα τους και τους κρατάνε μαζί τους όσο καιρό τους κάνει όρεξη, κι έπειτα, αφού μείνουν έγκυοι, τους ξαναστέλνουν στη χώρα τους δίχως να τους κάνουν κανένα κακό. Κι ύστερα, άμα έρθει ο καιρός να γεννήσουν, έτσι και γεννήσουν αγόρι το σκοτώνουν και το στέλνουν στον πατέρα του, κι αν κάνουν κόρη, την ανατρέφουν με μεγάλη προσοχή και την μυούν στα πράγματα του πολέμου. Είπε επί-σης ότι ανάμεσα σε όλες αυτές τις γυναίκες υπάρχει και μία αφέντρα η οποία κυβερνάει και έχει όλες τις υπόλοιπες υπό την δικαιοδοσία και την εξουσία της, η οποία αφέντρα ονο-μάζεται Κονιόρι. Είπε ακόμα ότι υπάρχουν πολλά πλούτη και χρυσάφι και ασήμι και ότι εκείνες που διαφεντεύουν δεν χρη-σιμοποιούν παρά μόνο χρυσά και ασημένια σκεύη ενώ οι

84

υπόλοιπες γυναίκες σερβίρονται σε ξύλινα σκεύη, εκτός από εκείνα που μπαίνουν στη φωτιά, που είναι πήλινα. Είπε ακό-μα ότι στην πρωτεύουσα και την πιο σπουδαία πόλη όπου κατοικεί η αφέντρα, υπάρχουν πέντε οικήματα πολύ μεγάλα που είναι χώροι λατρείας και σπίτια αφιερωμένα στον ήλιο, τα οποία ονομάζουν καραναΐν. Τα σπίτια αυτά από μέσα εί-ναι επενδυμένα από το πάτωμα μέχρι μισό εστάδο^^ ύψος, με χοντρές πλάκες σκεπασμένες με πολύχρωμες ζωγραφιές και ότι στα σπίτια αυτά έχουνε πολλά χρυσά και ασημένια είδω-λα με μορφές γυναικών καθώς και πολλά χρυσά και ασημέ-νια σκεύη για να κάνουν προσφορές στον ήλιο. Φοράνε ρού-χα από πολύ λεπτό μαλλί, γιατί σε τούτη δω τη γη υπάρχουν πολλά πρόβατα σαν εκείνα που έχει στο Περού. Η ενδυμασία τους είναι κάτι μανδύες που πέφτουν κολλητά στο σώμα από το στήθος μέχρι κάτω, που τους ρίχνουν προς τα πίσω και άλλοι σαν κάπες που στερεώνονται εμπρός με πολλά κορδό-νια. Τα μαλλιά τους είναι μακριά ίσαμε το έδαφος και φορού-νε στο κεφάλι κάτι χρυσές κορώνες με πάχος όσο δυο δάχτυ-λα κι αυτά είναι τα στολίδια τους. Είπε επιπλέον ότι σε κείνη εκεί τη χώρα, έτσι τουλάχιστον καταλάβαμε, υπάρχουνε κα-μήλες̂ ® που τις φορτώνουν, καθώς και άλλα ζώα, που δεν μπο-ρέσαμε να καταλάβουμε ποια ήταν, που έχουν το μέγεθος αλόγου και τρίχωμα μια πιθαμή, με μια σχισμή στα πόδια τους̂ ^ και τα 'χουνε δεμένα, είναι δε λιγοστά. Λέει πως υπάρ-χουν σε τούτη τη χώρα δύο μικρές λίμνες με αλμυρό νερό, κι απ' αυτό κάνουν αλάτι. Λέει πως έχουν δώσει διαταγή, όταν δύει ο ήλιος, να μην απομένει κανένας αρσενικός ινδιάνος σε όλες τούτες τις πόλεις, παρά να βγαίνουν όλοι και να φεύγου-νε από τα εδάφη τους. Κι επιπλέον, λέει, πολλές επαρχίες ιν-διάνων που συνορεύουν με τη χώρα τους τις έχουνε υποτελείς και τις αναγκάζουν να πληρώνουν φόρους και να τις υπηρε-τούν, κι υπάρχουν κι άλλες με τις οποίες έχουνε αμάχη, και ιδιαίτερα μ' εκείνην που ήδη αναφέραμε, και πιάνουν αιχμά-

67. Εστάδο: Μονάδα μήκους, ισοδύναμο με 7 πόδια, το ύψος δηλαδή ενός ανθρώπου περίπου. 68. Μπορεί να αναφέρεται και πάλι στα λάμα. 69. Μάλλον τάπιροι.

85

λωτούς τους άντρες για να έρχονται σε συνουσία μαζί τους. Αυτοί λένε πως είναι πολύ μεγαλόσωμοι και με λευκό δέρμα κι είναι πολυάριθμοι κι όλα όσα μας είπε τα έχει δει πολλές φορές, γιατί ήταν άνθρωπος που ταξίδευε πολύ. Κι όλα όσα μας είπε τούτος εδώ ο ινδιάνος κι ακόμα παραπάνω μας εί-χανε πει σ' ένα μέρος έξι λεύγες από το Κίτο, γιατί πολλά μαντάτα είχανε φτάσει ίσαμε εκεί γι' αυτές τις γυναίκες, και για να τις δούνε έρχονται πολλοί ινδιάνοι καταπλέοντας τον ποταμό χίλιες τετρακόσιες λεύγες. Και, ψηλά στην αρχή του ποταμού, μας λέγανε οι ινδιάνοι ότι όποιος πήγαινε στη χώρα αυτών των γυναικών, πήγαινε νεαρός και γύριζε γέρος. Λέει πως στη χώρα τους κάνει πολύ κρύο και πως υπάρχει ελάχι-στη ξυλεία αλλά τα τρόφιμα είναι άφθονα. Είπε κι άλλα πολ-λά, και πως κάθε μέρα ανακαλύπτει κι άλλα γιατί είναι ιν-διάνος πολύ μυαλωμένος και πολύ κατατοπισμένος, καταπώς είναι κι όλοι οι υπόλοιποι σ' εκείνη εκεί τη χώρα, όπως έχου-με πει.

Την επομένη το πρωί κινήσαμε να φύγουμε από τούτο δω το μέρος με τις βελανιδιές, πολύ χαρούμενοι γιατί πιστεύαμε πως θ' αφήναμε πια πίσω μας τα κατοικημένα μέρη και θα βρί-σκαμε καιρό να ξαποστάσουμε από τις περασμένες και τις τω-ρινές μας κακουχίες. Κι έτσι αρχινήσαμε και πάλι την συνη-θισμένη μας πορεία, δεν είχαμε προχωρήσει όμως πολύ, όταν στα δεξιά μας αντικρίσαμε επαρχίες και οικισμούς πολύ με-γάλους κτισμένους στα πιο όμορφα και ευχάριστα εδάφη που έχουμε δει κι ανακαλύψει σ' ολόκληρο τον ποταμό, γιατί ήταν εδάφη ψηλά, με πλαγιές και κοιλάδες πυκνοκατοικημένες. Κι απ' αυτές τις επαρχίες ξεπρόβαλαν κι ήρθαν προς το μέρος μας πλήθος πιρόγες για να μας ριχτούνε και να μας πολεμήσου-νε. Τούτοι δω οι ινδιάνοι είναι τόσο μεγαλόσωμοι, τόσο που να ξεπερνούν και τον πιο μεγαλόσωμο άνθρωπο και κακοκου-ρεμένοι, και ξεπρόβαλαν όλοι τους μπογιατισμένοι με μαύρο χρώμα, και για το λόγο αυτό την ονομάσαμε Επαρχία των Νέ-γρων̂ ® . Βγήκανε στολισμένοι και μας ρίχτηκαν πολλές φορές

70. Στην περιοχή Μοντεαλέγρε. Η επονομασία "νέγροι" οφείλεται στη χρήση του "γενιπάπο", μιας φυτικής χρωστικής με χρώμα σκούρο μπλε, η οποία είναι διαδεδομένη στην περιοχή του Αμαζονίου, και με την οποία

86

μα δεν μας κάνανε κακό, ενώ και του λόγου τους δεν έφυγαν αλώβητοι. Δεν επιχειρήσαμε να καταλάβουμε κανένα από αυτά τα χωριά γιατί δεν μας άφησε ο διοικητής, ένεκα που οι ινδιάνοι ήταν πολυάριθμοι. Ο διοικητής ρώτησε τον ινδιάνο που έχω αναφέρει ποια ήτανε η χώρα κείνη και ποιος την δια-φέντευε, κι αυτός είπε πως εκείνη έκεί η επικράτεια και οι οι-κισμοί που έμοιαζαν με πολλούς άλλους που δεν μπορούσαμε να δούμε, α ^ κ α ν σ' έναν πολύ τρανό ηγεμόνα, ονόματι Αρ-ριπούνα, ο οποίος διαφέντευε πολλά εδάφη. Ο ποταμός προς τα πάνω ήταν ογδόντα μερόνυχτα πορεία μέχρι μια λίμνη που υπήρχε στα βόρεια, κι ο τόπος εκείνος είναι πολύ πυκνοκατοι-κημένος και τον διαφεντεύει ένας άλλος ηγεμόνας που λέγε-ται Τιναμοστόν. Λέει όμως ότι αυτός είναι πολύ σπουδαίος πολεμιστής και ότι αυτού τρώνε ανθρώπινο κρέας, πράγμα που δεν γίνεται σε όλη την υπόλοιττη χώρα που ίσαμε εκεί είχαμε διασχίσει^^. Αυτός ο προαναφερθείς ηγεμόνας δεν είναι από την λίμνη, αλλά από άλλη. Είναι εκείνος που κρατάει στη χώρα του τους χριστιανούς για τους οποίους μας δώσανε πληροφορίες παραπάνω, γιατί αυτός ο ινδιάνος τους είχε δει. Και λέει πως έχει στην κατοχή του πλούτη πολλά σε ασήμι αλλά χρυσάφι δεν έχουνε. Στ' αλήθεια δε, αξίζει να δώσει κανείς πίστη σε όσα λέγονται για τη χώρα εκείνη, αν κρίνει κανείς από την όψη της και τη φτιαξιά της.

Συνεχίσαμε την πορεία μας στον ποταμό και μετά από δυο μέρες φτάσαμε σ' ένα μικρό χωριό, όπου οι ινδιάνοι πρόβαλαν αντίσταση, μα τους κατατροπώσαμε και τους ττήραμε τα τρόφι-μα. Προχωρήσαμε και βρήκαμε κι ένα άλλο χωριό δίπλα σ' αυτό, μεγαλύτερο. Εδώ πρόβαλαν αντίσταση και πολέμησαν οι ινδιά-νοι για μισή ώρα, με τόση έξαψη που, προτού προλάβουμε να βγούμε στη στεριά, σκότωσαν μέσα στο μεγάλο μπριγαντίνι έναν σύντροφο που λεγόταν Αντόνιο ντε Καράνθα, από το Μπούργος. Σε τούτο το χωριό χρησιμοποιούσαν οι ινδιάνοι κάποιο δηλητηριώδες βότανο, που βρέθηκε στην πληγή αυτού

βάφουν το σώμα τους πολλές φυλές ινδιάνων. 71. Η αναφορά στον κανιβαλισμό είναι μάλλον προσπάθεια του ινδιάνου να σπιλώσει μια άλλη φυλή. Ο Καρβαχάλ, από τη μεριά του, μαρτυρεί ότι δεν συνάντησε το έθιμο αυτό σε καμιά από τις φυλές που γνώρισε.

87

του συντρόφου, ο οποίος μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες παρέ-δωσε το πνεύμα του στον Θεό.

Για να επιστρέψουμε όμως στο σκοπό μας, θα αναφέρω ότι καταλάβαμε το χωριό και ττήραμε όσο καλαμπόκι χωρούσε στα μπριγαντίνια, γιατί, όταν είδαμε το βοτάνι, αποφασίσαμε να μην βγούμε στη στεριά ούτε σε κανένα κατοικημένο μέρος αν δεν ήτανε μεγάλη ανάγκη, κι έτσι προχωρήσαμε παίρνοντας περισ-σότερες προφυλάξεις απ' όσες ίσαμε τότε.

Συνεχίσαμε την πορεία μας με βιάση μεγάλη, παρακάμπτο-ντας τα κατοικημένα μέρη, και μια μέρα, κατά το σούρουπο φτάσαμε για να κοιμηθούμε σε έναν δρυμώνα που βρισκόταν στο στόμιο ενός ποταμού που ενωνόταν στα δεξιά σ' αυτόν που πλέαμε, με πλάτος καμιά λεύγα. Ο διοικητής πρόσταξε να τον διασχίσουμε για να πάμε να κοιμηθούμε εκεί που είπα, γιατί φαινόταν να μην υπάρχει κατοικημένο μέρος δίπλα στην ακρο-ποταμιά αυτού του ποταμού, και μπορούσαμε να κοιμηθούμε δίχως φόβο, παρ' όλο που η ενδοχώρα έμοιαζε πυκνοκατοικη-μένη. Δεν τρομάξαμε όμως και σταματήσαμε σ' αυτόν τον δρυ-μώνα. Εδώ πρόσταξε ο διοικητής να βάλουμε στα μπριγαντί-νια ένα φράκτη σαν παραπέτασμα για να προστατευτούμε από τα βέλη, που πράγματι αποδείχθηκε σωτήριος. Δεν είχε περά-σει πολύ ώρα που είχαμε στήσει τον καταυλισμό μας εκεί πέρα, όταν είδαμε να ξεπροβάλλουν πλήθος μονόξυλα και πιρόγες και να στέκονται σε μέρος που να τα βλέπουμε, δίχως να προσπαθήσουν να μας κάνουν κακό, παρά μόνο πηγαινοέρ-χονταν. Μείναμε σ' αυτόν τον καταυλισμό μιάμιση μέρα και είχαμε κατά νου να κάτσουμε παραπάνω. Εδώ συνέβη ένα γεγονός που τρόμαξε όσους το είδαμε και το θεωρήσαμε προ-μήνυμα. Ήταν γύρω στο δειλινό, όταν στάθηκε πάνω σ' ένα δέντρο κάτω από το οποίο είχαμε εγκατασταθεί εμείς, ένα πουλί που το κελάηδισμά του δεν το ξανακούσαμε ποτέ, που πολύ γρήγορα και ξεκάθαρα έλεγε "φύγετε", κι αυτό το είπε τρεις φορές και με μεγάλη βιάση. Πρέπει επίσης να πω ότι αυτό το ίδιο το πουλί ή κάποιο άλλο το είχαμε ακούσει και στο πρώτο χωριό όπου φτιάξαμε τα καρφιά, κι ήταν αλήθεια όσα έλεγε, γιατί νιώθοντας πως ήμασταν κοντά σε κατοικημένη γη, κοντά στο ξημέρωμα, μας έλεγε μ' αυτόν τον τρόπο: "φύ-γετε", κι αυτό πολλές φορές. Πάει να πει πως το πουλί αυτό

88

έλεγε αλήθεια με το κελάηδισμά του που το πιστεύαμε σαν να το βλέπαμε με τα μάτια μας. Έτσι όταν το άκουγαν οι σύντρο-φοι χαίρονταν, κι ιδιαίτερα σε περίπτωση που μας έλειπε η τροφή ή όταν ετοιμαζόμασταν όλοι να πολεμήσουμε. Εδώ μας άφησε αυτό το πουλί και ποτέ πια δεν το ξανακούσαμε.

Αργότερα πρόσταξε ο διοικητής να φύγουμε απ' αυτό το μέ-ρος, γιατί είχε μαζευτεί πλήθος ινδιάνων και, καταπώς φαινό-ταν, σχεδίαζαν να μας ριχτούνε μόλις βράδιαζε. Κείνο το βρά-δυ πρόσταξε ο διοικητής να το περάσουμε δεμένοι στα κλαδιά των δένδρων, γιατί δεν βρήκαμε μέρος να κοιμηθούμε στο έδα-φος, κι αυτό φαίνεται πως ήταν θεία θέληση, γιατί αν μας έβρι-σκαν όταν βγήκανε στη στεριά, ελάχιστοι από μας ή και κανέ-νας δεν θα απόμενε για να μπορέσει να εξιστορήσει το ταξίδι μας. Κι ενώ ήμασταν εμείς δεμένοι πάνω στα δέντρα καταπώς έχω πει, κατέφτασαν οι ινδιάνοι και από τη στεριά κι απ' το ποτάμι, και μας ψάχνανε κάνοντας μεγάλο σαματά, και φτά-σανε μέχρις εκεί που ήμασταν εμείς, γιατί τους ακούγαμε και τους βλέπαμε, μα ο Κύριος δεν επέτρεψε να μας επιτεθούν, γιατί αν μας ρίχνονταν δεν θα 'μενε ούτε ένας από μας. Είναι βέβαιο ότι ο Κύριος τους τύφλωσε για να μη μας δούνε. Μείναμε εκεί πάνω ίσαμε που ξημέρωσε, και πρόσταξε ο διοικητής να αρχί-σουμε να προχωρούμε. Εδώ καταλάβαμε ότι δεν ήμασταν μα-κριά από τη θάλασσα, γιατί έφτανε ίσαμε εδώ το θαλασσόμπα-σμα της παλίρροιας^^, προς μεγάλη χαρά όλων μας γιατί πλέον δεν θα αργούσαμε να φτάσουμε στη θάλασσα^^.

Αφού ξεκινήσαμε την πορεία μας, όπως είπα, μετά από λίγο ανακαλύψαμε έναν παραπόταμο όχι και πολύ μεγάλο, από τον οποίο είδαμε να ξεπροβάλλουν δυο ομάδες ινδιάνων με πιρόγες οι οποίοι με φωνές και ουρλιαχτά, πλησίασαν τα μπριγαντίνια και άρχισαν να μας ορμούν και να πολεμούν σαν λυσσασμένα σκυλιά. Κι αν δεν ήταν τα παραπετάσματα που είχαμε κάνει

72. Η παλίρροια γίνεται αισθητή στον Αμαζόνιο 1.000 χιλιόμετρα περίπου από τη θάλασσα. 73. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αναζήτηση εξόδου προς την θάλασσα, και επομένως η επικοινωνία αυτής με το Περού, είναι ένας από τους βασικούς σκοπούς της αποστολής του Ορελιάνα, τουλάχιστον από τότε που χώρι-σε από τον Πιθάρο.

89

πριν, θα βγαίναμε απ' αυτή τη συμπλοκή αποδεκατισμένοι. Έχοντας όμως τέτοια προστασία και με τη ζημιά που τους προ-κάλεσαν οι άντρες μας με τα αρκεβούζια και τις βαλλίστρες τα καταφέραμε, με τη βοήθεια του Θεού, να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας. Στο τέλος όμως δεν βγήκαμε χωρίς απώλειες, γιατί μας σκότωσαν έναν άλλον σύντροφο, ονόματι Γκαρθία ντε Σόρια, από το Λογρόνιο. Το βέλος του μπήχτηκε μόνο μισό δάχτυλο, επειδή όμως ήταν δηλητηριασμένο δεν έζησε ούτε είκοσι τέσσερις ώρες προτού παραδώσει το πνεύμα στον Κύριο. Μ' αυτό τον τρόπο πολεμούσαμε από τα ξημερώματα μέχρι μετά τις δέκα, δίχως να μας αφήνουν ούτε στιγμή να ξαποστάσου-με, αντίθετα ώρα με την ώρα πλήθαιναν οι ινδιάνοι, τόσο πολύ που το ποτάμι ήταν πια γεμάτο πιρόγες, κι αυτό επειδή βρισκό-μασταν σε πυκνοκατοικημένη χώρα που ο ηγεμόνας της λεγό-ταν Νουρανταλουγουαμπουραμπάρα. Στην απόκρημνη ακρο-ποταμιά ήτανε πλήθος ινδιάνοι, που παρακολουθούσαν την συμπλοκή, κι έτσι όπως μας ακολουθούσαν μας στρίμωχναν ακόμα πιο πολύ, γιατί βρίσκονταν πια πολύ κοντά στα μπρι-γαντίνια. Τότε ρίξαμε με τα αρκεβούζια δυο αξιοθαύμαστες βολές, που συνέβαλαν στο να μας αφήσουν ήσυχους εκείνοι οι διαβόλοι. Τη μία την έριξε ο Αλφέρεθ που σκότωσε με μια ριξιά δυο ινδιάνους, και τόσο φοβήθηκαν απ' αυτόν τον κεραυ-νό που πολλοί ρίχτηκαν στο νερό, και κανένας από δαύτους δεν σώθηκε, γιατί τους σκότωσαν όλους από τα μπριγαντίνια. Την άλλη την έριξε ένας Βάσκος, ονόματι Περούτσο. Ήταν πράγ-ματι αξιοθαύμαστο αυτό το γεγονός και εξαιτίας του οι ινδιά-νοι μας παράτησαν και το έβαλαν στα πόδια, δίχως να σώσουν εκείνους που ήτανε μέσα στο νερό, κανένας δε απ' αυτούς, όπως είπα, δεν διέφυγε.

Μόλις τέλειωσαν όλα, διέταξε ο διοικητής να πλεύσουμε κατά πλάτος του ποταμού προς την αριστερή όχθη για να απο-φύγουμε τα κατοικημένα μέρη κι έτσι κι έγινε. Προχωρήσαμε απ' αυτή τη μεριά μερικές λεύγες, κι ο τόπος φαινόταν εύφορος μα στην ακροποταμιά δεν υττήρχε κανένας οικισμός, φαίνεται πως όλοι είναι στην ενδοχώρα. Δεν μάθαμε ποια ήταν η αιτία "̂̂ .

74. Η αιτία μπορεί να ήταν οι συχνές πλημμύρες των παραποτάμιων εδα-φών.

90

Έτσι πλέαμε τις όχθες του ποταμού, κι είδαμε οικισμούς σε μέρη όμως που δεν μπορούσαμε να έχουμε κανένα όφελος, κι επι-πλέον έμοιαζαν με οχυρά πάνω σε κάτι απογυμνωμένα υψώ-ματα και πλαγιές, που θα 'τανε δυο-τρεις λεύγες από τον πο-ταμό. Δεν μάθαμε ποιος ήταν ο ηγεμόνας εκείνης εκεί της χώ-ρας, παρά μόνο ο ινδιάνος μας είπε ότι σ' εκείνα τα οχυρά οχυ-ρώνονταν όταν τους επιτίθενταν. Ούτε και μάθαμε ποιοι ήταν εκείνοι που τους επιτίθενται.

Ενώ συνεχίζαμε την πορεία μας, πρόσταξε ο διοικητής να βγούμε στη στεριά για να ξεκουραστούμε λιγάκι και να εξερευ-νήσουμε εκείνη τη χώρα που τόσο είχε ευφράνει την όρασή μας. Κι έτσι σταματήσαμε μερικές μέρες σε τούτο δω το μέρος, κι ο διοικητής διέταξε μερικούς άντρες να προχωρήσουν μια λεύ-γα στο εσωτερικό της χώρας για να δούνε και να μάθουνε τι είδους χώρα ήτανε. Ξεκίνησαν οι άντρες και δεν είχαν προχω-ρήσει ούτε μια λεύγα όταν γύρισαν πίσω και είπανε στον διοι-κητή ότι η χώρα γινόταν όλο και καλύτερη γιατί ήταν όλο σα-βάνες και λαγκαδιές όπως έχουμε πει, και υπήρχαν πολλά ίχνη ανθρώπων που έρχονταν εκεί για κυνήγι γι' αυτό και δεν θα έπρεπε να προχωρήσουν άλλο, ο δε διοικητής χάρηκε με όσα άκουσε.

Εδώ αρχίσαμε να εγκαταλείπουμε την εύφορη γη και τις σαβάνες και τα ψηλά εδάφη και αρχίσαμε να μπαίνουμε σε εδάφη χαμηλά με πολλά νησιά, όχι όμως τόσο πυκνοκατοικη-μένα όσο εκείνα που είχαμε συναντήσει πιο πάνω. Εδώ εγκατέ-λειψε ο διοικητής τη στεριά κι αρχίσαμε να προχωρούμε ανά-μεσα στα νησιά, προμηθευόμενοι τρόφιμα εκεί όπου βλέπαμε ότι μπορούσαμε να το κάνουμε δίχως κίνδυνο. Κι επειδή τούτα τα νησιά είναι πολλά και πολύ μεγάλα, ποτέ πια δεν μπορέσαμε να ξαναγυρίσουμε κοντά στη στεριά, ούτε από τη μια ούτε από την άλλη όχθη μέχρι που φτάσαμε στη θάλασσα. Θα πρέπει να τα-ξιδεύαμε ανάμεσα στα νησιά αυτά πάνω από διακόσιες λεύ-γες και σ' όλη αυτή τη διαδρομή, καθώς και καμιά εκατοστή λεύγες παρακάτω, η παλίρροια ανεβαίνει με μεγάλη ορμή. Όλα αυτά τα νησιά είναι γύρω στα τρακόσια όταν έχει παλίρροια και χίλια οχτακόσια όταν αποτραβιούνται τα νερά, μπορεί και παραπάνω.

Προχωρώντας στη συνηθισμένη μας πορεία, επειδή χρεια-

91

ζόμασταν απεγνωσμένα φαγητό, πήγαμε να καταλάβουμε ένα χωριό που ήταν χωμένο σε έναν μικρό παραπόταμο. Την ώρα της φουσκονεριάς, πρόσταξε ο διοικητής να πάει εκεί το μεγάλο μπριγαντίνι, το οποίο κατάφερε να αράξει στο λιμάνι και βγή-καν οι σύντροφοι στη στεριά. Το μικρό, έπεσε πάνω σ' ένα κού-τσουρο που ήταν καλυμμένο από τα νερά και δεν το είδανε, με τόση ορμή που μια σανίδα έγινε κομμάτια και το πλοίο πλημ-μύρισε νερά. Εδώ βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολη θέση, όσο δεν είχαμε βρεθεί σε όλη τη διαδρομή μας στο ποτάμι, και πιστέψα-με πως θα χαθούμε όλοι μας, γιατί η ατυχία μας χτυπούσε από παντού. Όταν οι σύντροφοί μας βγήκανε στη στεριά, ρίχτηκαν πάνω στους ινδιάνους και τους ανάγκασαν να το βάλουν στα πόδια και, νομίζοντας ότι ήταν ασφαλείς, άρχισαν να μαζεύουν τρόφιμα. Οι ινδιάνοι, που ήταν πολυάριθμοι, ξαναγύρισαν και χίμηξαν στους συντρόφους μας και τους έκαναν τέτοιο κακό που τους ανάγκασαν να γυρίσουν εκεί όπου βρίσκονταν τα μπριγαντίνια, με τους ινδιάνους στο κατόπι τους. Όμως, και στα μπριγαντίνια ελάχιστα ασφαλείς ήτανε, γιατί το μεγάλο είχε προσαράξει στα ρηχά, γιατί είχε κατεβεί η παλίρροια, και το μικρό ήταν πλημμυρισμένο, όπως έχω πει. Βρισκόμασταν σε μεγάλο κίνδυνο και σωτηρία δεν φαινόταν από πουθενά, παρά μόνο από μας τους ίδιους και απ' τον Θεό, που ήταν ο μόνος που θα μας έδινε κουράγιο και θα μπορούσε να μας βγάλει από την κρίσιμη κατάσταση που βρισκόμασταν. Τότε ο διοικητής πρόσταξε να πάρουμε μέτρα για να μην μας κάνουν κακό οι ινδιάνοι, κι έτσι διέταξε να χωριστούν οι άντρες και οι μισοί από τους συντρόφους να πολεμήσουν τους ινδιάνους κι οι υπό-λοιποι να βγάλουν στη στεριά το μικρό το μπριγαντίνι και να το καλαφατίσουν. Κι ύστερα πρόσταξε να τραβηχτεί πιο πάνω το μεγάλο, ώστε να μπορεί να πλέει, και μέσα έμεινε μόνο ο ίδιος ο διοικητής με τους δυο ιερωμένους που ερχόμασταν συνοδειά του κι άλλος ένας σύντροφος για να φυλάει αυτό το μπριγα-ντίνι και για να το προστατεύει από τους ινδιάνους από τη με-ριά του ποταμού. Σ' αυτή τη θέση βρισκόμασταν όλοι μας, κι είχαμε πολλά να φροντίσουμε, γιατί είχαμε πόλεμο από τη στε-ριά και ατυχία από το νερό. Μα εδέησε ο Κύριος μας ο Ιησούς Χριστός να μας βοηθήσει και να μας στέρξει, όπως έχει κάνει πάντοτε σε όλο αυτό το ταξίδι, στο οποίο καθοδήγησε το απο-

92

λεσθέν ποίμνιό του που βάδιζε δίχως να γνωρίζει ούτε πού ευ-ρίσκεται, ούτε πού πηγαίνει, ούτε και ποια θα ήταν η μοίρα του. Εδώ έγινε ολοφάνερο, με ξεχωριστό τρόπο, ότι έδειξε ο Θεός την ευσπλαχνία του για μας, γιατί χωρίς να καταλάβει κανείς πώς έγινε, η Θεία Χάρις με την απέραντη καλοσύνη της και η Θεία Πρόνοια μας έστερξαν και μας διέσωσαν, γιατί το μπριγαντίνι καλαφατίστηκε και ρίχτηκε στο νερό. Και την ίδια στιγμή έφυ-γαν οι πολεμιστές, που τις τρεις ώρες που κράτησε η επισκευή αυτή δεν έπαψαν να πολεμάνε. Ω Ύψιστε και Μεγαλοδύναμε, πόσες φορές δεν βρεθήκαμε σε στιγμές αγωνίας τόσο κοντά στον θάνατο, και δίχως την φιλευσπλαχνία σου θα ήταν αδύ-νατον να βρούμε δυνάμεις μήτε και συμβουλή από τους ζωντα-νούς για να σώσουμε τη ζωή μας. Απ' αυτό το χωριό πήραμε κάποια τρόφιμα και κρασί τη μέρα ακριβώς που τα είχαμε ανάγκη, έτσι που μεσ' την καρδιά της νύχτας είχαμε ήδη μπαρ-κάρει. Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε στα μπριγαντίνια, μέσα στο ποτάμι. Την επομένη αράξαμε δίπλα σ' ένα βουνό. Εδώ βαλθήκαμε να καλαφατίσουμε το μικρό μπριγαντίνι ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει, αυτό το έργο δε μας πήρε δεκαοχτώ μέρες, και αναγκαστήκαμε να ξαναφτιάξουμε καρφιά, κι οι σύντροφοί μας δουλέψανε πολύ σκληρά. Είχαμε όμως μεγάλη έλλειψη τροφής, τόσο που τρώγαμε το καλαμπόκι μετρώντας τους σπόρους. Ενώ βρισκόμασταν σε τόσο μεγάλη ανάγκη, έδειξε και πάλι ο Κύριος την ξεχωριστή του εύνοια για μας τους αμαρτωλούς, γιατί μας έστερξε σε τούτη τη δύσκολη στιγμή όπως και σε όλ^ς τις υπόλοιπες όπως έχω πει. Κι έτσι, μια μέρα κατά το σούρουπο είδαμε να πλέει μέσα στο ποτάμι ένας νε-κρός τάπιρος, ίσαμε ένα μουλάρι σε μέγεθος. Μόλις τον είδε ο διοικητής, πρόστοχξε κάποιους συντρόφους να τον πιάσουν και να πάρουν μια πιρόγα για να τον μεταφέρουν. Όταν τον έφε-ραν μοιράστηκε σε όλους τους συντρόφους έτσι ώστε έφτασε στον καθένα για να φάει πέντε με έξι μέρες, πράγμα που στά-θηκε μεγάλη ανακούφιση για όλους μας. Αυτός ο τάπιρος πρέ-πει να είχε πεθάνει πριν λίγο, γιατί ήταν ακόμα ζεστός και δεν είχε καμιά πληγή.

Μόλις καλαφατίσαμε το μπριγαντίνι και φτιάξαμε τα καρ-φιά για να καλαφατίσουμε το μεγάλο, μισέψαμε από κείνο το μέρος και προχωρήσαμε ψάχνοντας έναν κατάλληλο τόπο ή

93

κάποια παραλία για να μπορέσουμε να βγάλουμε και το μεγά-λο στην ακτή και να το καλαφατίσουμε. Την ημέρα του Σωτή-ρος, που είναι η μεταμόρφωση του Λυτρωτή μας Ιησού Χριστού, βρήκαμε την παραλία που ψάχναμε κι εκεί τελειώσαμε το κα-λαφάτισμα και των δυο πλοίων, τους φτιάξαμε ξάρτια από χόρ-το και κάβους για το ταξίδι στη θάλασσα, πανιά από τις κου-βέρτες που κοιμόμασταν, και τους βάλαμε και κατάρτια. Για να τελειώσουμε αυτό το έργο κάναμε δεκατέσσερις μέρες, με φοβερές και διαρκείς στερήσεις από την μεγάλη πείνα και τη λιγοστή τροφή που υπήρχε, γιατί δεν τρώγαμε παρά μόνο ό,τι πιάναμε στο ποτάμι, που ήταν κάτι άθλια σαλιγκάρια και κάτι κοκκινωπά καβούρια σε μέγεθος βατράχου. Κι αυτά πήγαιναν να τα πιάσουν οι μισοί σύντροφοι ενώ οι άλλοι μισοί συνέχι-ζαν τη δουλειά. Μ' αυτό τον τρόπο και με τόσα βάσανα τελειώ-σαμε το έργο μας, πράγμα που χαροποίησε πολύ τους συντρό-φους, που έφεραν εις πέρας τόσο επίπονο έργο.

Φύγαμε από τούτο το μέρος στις οκτώ του μηνός Αυγούστου, με λιγοστές προμήθειες γιατί λίγες ήταν και οι δυνατότητές μας και πολλά ήταν τα χρειαζούμενα που μας έλειπαν. Ξέραμε όμως πως δεν μπορούσαμε να τα έχουμε κι έτσι αντέχαμε τις στερή-σεις όσο καλύτερα μπορούσαμε. Από εδώ προχωρήσαμε με τα πανιά προσέχοντας την παλίρροια, παραπλέοντας τα παράκτια. Και πράγματι υττήρχε παλίρροια, ανάλογα σε ποιο μέρος του ποταμού πλέαμε, και παρ' όλο που ήμασταν ανάμεσα σε νησιά δεν ήταν μικρός ο κίνδυνος όταν περιμέναμε την παλίρροια. Κι επειδή δεν είχαμε κεpκέτες^^ δέναμε στους κάβους πέτρες. Πο-ντίζαμε πέτρες και ξύλα κι ήταν τόσο δύσκολη η κατάσταση που πολλές φορές μας ξέσερνε κι αναπλέαμε στον ποταμό, μέσα σε μια ώρα, περισσότερο απ' όσο είχαμε κατέβει όλη την ημέ-ρα. Εδέησε όμως ο Κύριος, παρ' όλες τις αμαρτίες μας, να μας βγάλει από αυτόν τον κίνδυνο και να μας βοηθήσει η Θεία Χάρη του και να μην επιτρέψει να πεθάνουμε από την πείνα ούτε και να ναυαγήσουμε, παρ' όλο που γλιτώσαμε παρά τρίχα γιατί πολλές φορές προσάραξαν τα πλοία, και όλοι μας μέσα στο νερό ζητούσαμε την ευσπλαχνία του Θεού. Κι αν μετρήσει κανείς τις φορές που χτύπησαν τα πλοία και προσάραξαν, θα

75. Μικρές άγκυρες με τέσσερις προεξοχές.

94

πιστέψει ότι ο Μεγαλοδύναμος Θεός θέλησε να μας γλιτώσει για να έρθουμε στο σωστό δρόμο ή για όποιο άλλο μυστηριώ-δη λόγο είχε η Θεία του Μεγαλοσύνη που εμείς οι άνθρωποι αδυνατούμε να εννοήσουμε. Συνεχίζαμε την πορεία μας, περ-νώντας διαρκώς από κατοικημένα μέρη, όπου προμηθευόμα-σταν κάποια τρόφιμα, παρ' ότι λιγοστά, γιατί οι ινδιάνοι τα έκρυβαν. Βρίσκαμε όμως κάτι ρίζες που τις έλεγαν ινάνες^^, που αν δεν ήταν κι αυτές θα πεθαίναμε της πείνας. Έτσι γλιτώσα-με παρά την ολοσχερή έλλειψη εφοδίων. Σε όλα τούτα τα χω-ριά μας περίμεναν ινδιάνοι αλλά ήταν άοπλοι, γιατί είναι λαοί πολύ ειρηνικοί, και μας έδιναν να καταλάβουμε με νοήματα ότι είχαν ξαναδεί χριστιανούς. Οι ινδιάνοι αυτοί κατοικούν στις εκβολές του ποταμού στον οποίο πλέαμε, κι εδώ προμηθευ-τήκαμε νερό, κάθε ένας κι από ένα σταμνί, καθώς και καλα-μπόκι, άλλοι ενάμισι αλμούθ^^ κι άλλοι λιγότερο και κατ' αυ-τόν τον τρόπο ετοιμαστήκαμε να αρμενίσουμε στη θάλασσα όπου μας οδηγούσε και μας έριχνε η περιπέτεια, γιατί εμείς δεν είχαμε ούτε πιλότο, ούτε πυξίδα ούτε και χάρτη πλοήγησης, μήτε και ξέραμε κατά ποια μεριά ή κατά ποια πλευρά έπρεπε να τραβήξουμε. Για όλα αυτά προνοούσε ο Κύριος μας και Λυ-τρωτής Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήτανε πλοηγός και οδηγός μας, κι είχαμε εμπιστοσύνη στην Αγία του Μεγαλοσύνη ότι Εκείνος θα μας έφερνε και θα μας οδηγούσε σε χώρα χριστιανών. Όλοι οι ινδιάνοι που ζούνε σε τούτο το ποτάμι που περάσαμε είναι, όπως έχουμε ττει άνθρωποι με μεγάλη σύνεση και πολύ καλοί τεχνίτες, καταπώς φαινόταν από τα έργα που φτιάχνουν, τα είδωλα και τις ζωγραφιές και τα πολύχρωμα σχέδια, με χρώ-ματα ολοζώντανα, που ήταν χάρμα οφθαλμών.

Από τις εκβολές αυτού του ποταμού βγήκαμε ανάμεσα από δυο νησιά, που απείχαν το ένα από το άλλο γύρω στις τέσσε-ρις λεύγες, ενώ όλος ο ποταμός θα πρέπει να έχει απ' άκρου εις άκρον περίπου πενήντα λεύγες. Το γλυφό νερό εισχωρεί στη

76. Εννοεί το ινιάμε, ποώδες φυτό της οικογένειας των διοσκουριδιδών με μεγάλη κονδυλώδη ρίζα, με γεύση σαν την γλυκοπατάτα, η οποία τρώγε-ται βραστή ή ψητή. 77. Αλμούθ ή αλμούδ: Μονάδα όγκου που ισοδυναμεί με 4.625 λίτρα, και χρησιμοποιείται κυρίοος για σιτηρά, όσπρια ή άλλους σπόρους.

95

θάλασσα πάνω από είκοσι πέντε λεύγες, φουσκώνει δε και χα-μηλώνει η στάθμη του έξι με επτά οργιές. Βγήκαμε, όπως είπα, από τον ποταμό στις είκοσι επτά του μηνός Αυγούστου, την ημέ-ρα του Σαν Λουίς̂ ® και μας έκανε τόσο καλόν καιρό που ποτέ, ούτε στον ποταμό ούτε στην θάλασσα δεν μας έπιασε νεροπο-ντή, και δεν ήταν μικρό το θαύμα τούτο που έκανε ο Κύριος για μας. Αρχίσαμε να προχωράμε και με τα δύο μπριγαντίνια, μερι-κές φορές βλέποντας στεριά κι άλλοτε βλέποντάς την χωρίς να ξέρουμε πού είμαστε. Την επέτειο του Αποκεφαλισμού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου τη νύχτα, απομακρύνθηκε το ένα μπριγαντίνι, και ποτέ πια δεν το ματαείδαμε, πιστέψαμε δε πως είχε χαθεί, και μετά από εννιά μέρες που ναυσιπλοούσαμε, μπή-καμε οι αμαρτωλοί στον κόλπο του Πάρια, πιστεύοντας πως ήμασταν στο σωστό το δρόμο, κι αφού βρεθήκαμε μέσα, θελή-σαμε να ξαναβγούμε στην θάλασσα κι ήταν η έξοδος τόσο δύσκολη που παλεύαμε επτά μέρες. Όλες αυτές τις μέρες δεν άφησαν απ' τα χέρια τους τα κουπιά οι σύντροφοι και όλες αυτές τις επτά μέρες δεν τρώγαμε παρά κάτι φρούτα σαν δα-μάσκηνα, που τα λένε όγος. Έτσι, με πολλές δυσκολίες, βγή-καμε από το στόμα του δράκου, έτσι θα μπορούσαμε να το απο-καλέσουμε το μέρος εκείνο, γιατί παραλίγο να μείνουμε εκεί μέσα. Βγήκαμε απ' αυτή τη φυλακή και προχωρήσαμε δυο μέ-ρες παραπλέοντας την ακτή, και τέλος, δίχως να γνωρίζουμε ούτε πού βρισκόμασταν, ούτε πού πηγαίναμε, ούτε και ποια θα ήταν η μοίρα μας, αράξαμε στο νησί Κουμπάγουα και την πόλη Νουέβα Κάδιθ, όπου συναπαντήσαμε τον σύντροφό μας, το μικρό μπριγαντίνι, που είχε φτάσει πριν δυο μέρες, γιατί εκεί-νοι έφτασαν στις εννιά Σεπτεμβρίου και εμείς στις έντεκα του ίδιου μήνα με το μεγάλο μπριγαντίνι, στο οποίο επέβαινε και ο διοικητής μας. Τόση ήταν η χαρά όλων μας, που δεν γίνεται να την περιγράψω, γιατί κι εκείνοι μας είχαν για χαμένους όπως κι εμείς εκείνους.

Για ένα πράγμα έχω γνώση και βεβαιότητα, ότι τόσο εκεί-νους όσο κι εμάς μας εδέησε ο Κύριος με τη χάρη του τα μέγι-στα, που μας έφερε με τέτοιο καιρό, γιατί αν ήταν αλλιώτικος

78. 244 μέρες αφότου χώρισαν από τον Γκονθάλο Πιθάρο, στις 26 Δεκεμ-βρίου του 1541.

96

τα μαδέρια που έπλεαν στην ακτή δεν θα μας άφηναν να ναυ-σιπλοήσουμε, γιατί είναι η πιο επικίνδυνη ακτή που έχω δει. Οι πάροικοι αυτής της πόλης μας καλοδέχτηκαν σαν να ήμα-σταν παιδιά τους και μας περιποιήθηκαν και μας έδωσαν ό,τι χρειαζόμασταν.

Απ' αυτό το νησί αποφάσισε ο διοικητής να κινήσει και να πάει να δώσει αναφορά στη Μεγαλειότητά Σας για αυτή την καινούρια και σπουδαία ανακάλυψη και για τον ποταμό τού-το, ο οποίος ταστεύουμε ότι είναι ο Μαρανιόν, γιατί από τις πη-γές του ίσαμε το νησί Κουμπάγουα είναι ίσαμε τετρακόσιες πε-νήντα λεύγες καταπώς υπολογίσαμε αφού είχαμε πια φτάσει. Σε όλη την ακτή υπάρχουν πολλά ποτάμια, που είναι όμως μι-κρά.

Εγώ, ο Φράι Γασπάρ ντε Καρβαχάλ, ο ταπεινότερος των ιε-ρωμένων του τάγματος του ιερωμένου μας πατρός Αγίου Δομί-νικου, θέλησα να μπω στον μικρό κόπο και να περιγράψω τα συμβάντα της πορείας μας στο νερό και σε στέρεα γη, για να ειπώ την αλήθεια και να πληροφορήσω περί όλων αυτών, και να μη δοθεί λαβή σε πολλούς που θα ζητήσουν να περιγράψουν την οδύσσειά μας σε αναντιστοιχία με όσα περάσαμε κι είδαν τα μάτια μας. Όλα όσα έχω καταγράψει και εξιστορήσει είναι αληθινά κι επειδή η μακρηγορία γεννάει τον κάματο, αφηγήθη-κα επιφανειακά και εν συνόψει όλα τα συμβάντα, για λογαρια-σμό του διοικητή Φρανθίσκο ντε Ορελιάνα και των ιδαλγών που τον συνόδευαν, καθώς και των συντρόφων που τον ακολουθή-σαμε από το στρατόπεδο του Γκονθάλο Πιθάρο, αδερφού του δον Φρανθίσκο Πιθάρο, μαρκήσιου και κυβερνήτη του Περού. Ευλογητός ει Κύριε. Αμήν.

7. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο 9 7

Ινδιάνοι Νάπο. (Έγχρωμη λιθογραφία ανωνύμου, 19ος αιώνας).

Π Ε Δ Ρ Α Ρ Ι Α Σ Ν Τ Ε Α Λ Μ Ε Σ Τ Ο

ΦίΛΑΛΗΘΗΣ ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΜΑΓΟΥΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΑΟΡΑΔΟ ΣΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΠΟΥ Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΠΕΔΡΟ ΝΤΕ ΟΡ-ΣΟΥΑ ΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙ, ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΝΤΟΛΉΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΠΟΥ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ Ο ΑΝΊΊΒΑΣΙΛΕΑΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ ΝΤΕ ΚΑ-ΝΕΤΕ', ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΙΉΡΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟ-ΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΠΟΤΑΜΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΟΝΟΜΑΖΟΥΝ ΑΜΑΖΟΝΙΟ ΚΑΙ ΠΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΝ ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ ΠΟΤΑΜΟ ΜΑΡΑ-ΝΙΟΝ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΗΓΑΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΙΡΟΥ, ΚΑΙ ΕΚΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΒΡΑΖΙ-ΛΙΑ. ΘΑ ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΟΥΜΕ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ ΔΟΝ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΝΤΕ ΓΟΥΘ-ΜΑΝ̂ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΠΕ ΝΤΕ ΑΓΚΙΡΕ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΓΡΙΌΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΡΑΞΑΝ ΑΥΤΟΙ ΟΙ

ΑΧΡΕΙΟΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ

1.0 Αντρές Ουρτάδο ντε Μεντόθα, μαρκήσιος ντε Κανιέτε, διετέλεσε avu-βασιλέας του Περού από το 1556 μ^ρι το 1561. 2. Γιος του Αλβαρ Πέρεθ ντε Εσκιβέλ, πσο είχε διακριθεί στο πλευρό του Ουρτάδο ντε Μεντόθα στην υπεράσπιση του οχυρού Πέουκο, στην Χιλή. Φαίνεται πως ήταν άντρας προληπτικός, με δειλό χαρακτήρα, λιγομίλη-τος και παρ' όλα αυτά σεβαστός από τους άντρες του.

Ινδιάνοι σε μάχη. (Γκραβούρα στην Ιστορία ενός ταξιδιού στην γη της Βραζιλίας τον Ζαν ντε Αερί, Αα Ροσέλ, 1575).

π ρόκειται για τον κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, γεννη-μένο στη Ναβάρα. Ήταν ιππότης, και ευπατρίδης από τον Οίκο των Ορσούα, άντρας με ικανότητες πολλϊς και

μεγάλη πείρα στις ανακαλύψεις και τις εισελάσεις στα μέρη των ινδιάνων. Ανακάλυψε και εποίκησε στο Νέο Βασίλειο της Γρα-νάδας την πόλη της Παμπλóvα^ συμμετείχε στην κατάκτηση των Μούσος^ και τον εποικισμό τους και διετέλεσε διοικητής στην εκστρατεία κατά των Τάίρόνα^ καθώς και σε άλλα μέρη αυτού του Νέου Βασιλείου. Και στη Νόμπρε ντε Διός^ και τον Πανα-μά, του ανέθεσε ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε να καθυποτάξει τους νέγρους σκλάβους που είχαν δραπετεύσει και μεγάλες ζημιές έκαναν σ' εκείνη τη χώρα. Την αποστολή τούτη την εξετέλεσε με τόση δεξιότητα και προσήλωση, που κατάφερε να συλλά-βει και να σκοτώσει πολλούς από τους νέγρους ινδιάνους, και όσοι απόμειναν ήταν τόσο παραδειγματικά τιμωρημένοι και πε-ριδεείς, που για μέρες πολλές δεν τολμούσαν να κάνουν κι άλλες καταστροφές. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος τούτος, πήγε στο Πιρού, στα τέλη του έτους του χίλια πεντακόσια πενήντα οχτώ. Έχοντας δε αντιληφθεί ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε την ανδρειο-σύνη και την ικανότητά του, του ανέθεσε την εκστρατεία στο Ελδοράδο, καθώς και σε πολλές άλλες επαρχίες και γειτονικές

3. Το Νέο Βασίλειο της Γρανάδας είναι η σημερινή Κολομβία. 4. Ινδιάνοι με φήμη πολύ πολεμοχαρούς φυλής, που ζούσαν μεταξύ του πο-ταμού Μαγδαλένα και της λίμνης Μαρακαΐμπο. 5. Παλιά ονομασία των αυτοχθόνων ινδιάνων που ζούσαν κοντά στην Σά-ντα Μαρία. 6. Πόλη του Παναμά που ιδρύθηκε το 1510.

101

χώρες, για τις οποίες φήμες πολλές και θαυμαστές ακούγονταν στο βασίλειο του Πιρού, τόσο εξαιτίας των σπουδαίων πραγ-μάτων που είπε ότι είχε δει ο διοικητής Ορελιάνα κι όσοι μαζί του πήγανε από το Πιρού και κατέπλευσαν τον ποταμό αυτόν τον Μαρανιόν, όπου έλεγαν ότι βρίσκονταν αυτές οι επαρχίες, όσο και εξαιτίας όσων διηγούνταν κάποιοι Βραζιλιάνοι ινδιά-νοι^ που από τη χώρα τους ανέπλευσαν τούτον τον ποταμό, κά-νοντας ανακαλύψεις και κατακτήσεις, ίσαμε που φτάσανε στο Πιρού, όταν βρισκόταν εκεί ο πρόεδρος Γάσκα®.

Εξιστόρησαν οι Βραζιλιάνοι τούτοι ινδιάνοι, ότι ξεκίνησαν από την πατρίδα τους, που βρίσκεται στις ακτές της Βραζιλίας, πάνω από δέκα με δώδεκα χιλιάδες απ' αυτούς, με πολλά μονό-ξυλα, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, και μαζί τους πήγαν και δυο Ισπανοπορτογάλοι, που ο ένας τους λέγανε ότι ονομαζόταν Ματέο, για να αναζητήσουν καλύτερη γη απ' τη δική τους. Εγώ όμως λέω πως το έκαναν πιότερο για να γεμίσουν τις καταραμένες τους κοιλιές με ανθρώπινο κρέας, γιατί όλοι τούτοι έχουνε συνήθειο να το τρώνε και τρελαίνονται γι' αυτό^. Έκαναν πάνω από δέκα χρόνια να ανέβουν από τον ποταμό τούτο ίσαμε το Πιρού. Κι από τους δώδεκα χιλιάδες ινδιάνους, κατόρθωσαν να φτάσουν μονάχα γύρω στους τριακόσιους κα-θώς και μερικές γυναίκες κι όταν έφτασαν σε ένα χωριό που λέγεται Τσατσαπόγιας έμειναν εκεί πέρα μαζί με τους Ισπα-νούς. Πεθάνανε πολλοί σ' αυτόν τον ποταμό σε πολέμους και μάχες που κάνανε με τους ιθαγενείς τούτοι οι ινδιάνοι. Τόσο θαυμαστά πράγματα λέγανε για τον ποταμό και τις γειτονικές του επαρχίες, κι ιδιαίτερα για την επαρχία της Ομάγουα, κα-

τ. Έτσι αποκαλούσαν γύρω στους τριακόσιους ιθαγενείς που είχαν ανέ-βει από τον Αμαζόνιο μέχρι το περουβιανό υψίπεδο, τον Νοέμβριο του 1549, κατά την προεδρία του Λα Γάσκα. Πολλά έλεγαν οι ινδιάνοι αυτοί για τα πλούτη της Ομάγουα, πράγμα που αναζωπύρωσε την επιθυμία πολλών Ισπανών να φτάσουν μέχρι το βασίλειο εκείνο, που η φήμη του βασιζόταν και σε όσα έλεγαν εκείνοι που συμμετείχαν στην αποστολή του Ορελιάνα. 8. Πέδρο ντε Λα Γάσκα, πρόεδρος του Περού μεταξύ 1547 και 1550. 9. Οι ινδιάνοι αυτοί μπορεί να ήταν Τουπιναμπάς, για τους οποίους και άλλες πηγές λένε óji ήταν ανθρωποφάγοι, αναφορά πολύ συχνή στα χρο-νικά της εποχής, που δεν είναι όμως πάντοτε αληθής.

102

θώς και για το μεγάλο πλήθος των ιθαγενών, και για τους αμέ-τρητους θησαυρούς και πλούτη, που γέννησαν την επιθυμία σε πολλούς να τα δούνε και να τα ανακαλύψουν. Έτσι, ο μαρκή-σιος ντε Κανιέτε, αντιβασιλέας του Πιρού, όρισε, εν ονόματι της Μεγαλειότητάς Σας̂ °, κυβερνήτη αυτών των επαρχιών και του ποταμού τον Πέδρο ντε Ορσούα, δίνοντάς του μεγάλες εξου-σίες και δικαιοδοσίες σε ευρύτατη επικράτεια καθώς επίσης και σημαντική οικονομική ενίσχυση εις βάρος του θησαυρο-φυλακίου της Μεγαλειότητάς Σας.

Αρχές του έτους χίλια πεντακόσια πενήντα εννιά, γνωστο-ποίησε ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα τα σχετικά με τις δι-καιοδοσίες του σε όλο το Πιρού και σ' άλλα μέρη, κι ύστερα κίνησε ο ίδιος ο Πέδρο ντε Ορσούα από την πόλη της Λίμα με συνοδειά ίσαμε είκοσι πέντε άντρες, που οι περισσότεροί τους ήταν καραβομαραγκοί μαζί με δώδεκα νέγρους ξυλουργούς και πριονιστές. Είχε πάρει μαζί του πολλά απαραίτητα εργαλεία καθώς και καρφιά και κατράμι και άλλα χρειαζούμενα για την κατασκευή πλοίων. Καλά προετοιμασμένος λοιπόν ττήγε στην επαρχία των Μοτιλόνες, που βρίσκεται στις οροσειρές του Πι-ρού, σ' έναν μεγάλο ποταμό που περνάει από κει πέρα, όπου είχανε φτάσει οι ινδιάνοι από τη Βραζιλία που αναφέραμε πα-ραπάνω^^ Αφού έψαξε να βρει το καταλληλότερο μέρος, έφτια-ξε έναν ταρσανά στην όχθη του ποταμού αυτού, είκοσι λεύγες παρακάτω, σ' ένα χωριό που είχαν στήσει οι Ισπανοί σε τούτη την επαρχία, που λεγόταν Σάντα Κρουθ ντε Καποκόβαρ, που το είχε εποικήσει ένας διοικητής, ο Πέδρο Ραμίρο. Κι αφήνο-ντας έναν διοικητή ως υπασπιστή του στο στόλο, που ήταν ο ίδιος ο Πέδρο Ραμίρο, και έναν ανθυποπλοίαρχο, τον Χουάν Κόρσο ως υποπλοίαρχο, τους πρόσταξε να κατασκευάσουν πλοία και βάρκες, ενώ ο ίδιος γύρισε στην πόλη της Λίμα για να βρει άντρες και να ψάξει για όσα του έλειπαν για την προε-τοιμασία της εκστρατείας του.

Τούτη η επαρχία των Μοτιλόνες^ ονομάζεται έτσι γιατί μο-

10. ο βασιλιάς Φίλιππος Π. 11. Πρόκειται για την περιοχή του ποταμού Ουαγιάγα. 12. Motilones σημαίνε κεκαρμένοι, επωνυμία που δόθηκε στους ινδιάνους αυτούς γιατί είχαν τη συνήθεια να κουρεύουν πλήρως ή μερικώς το κε-

103

νάχα αυτοί εδώ οι ινδιάνοι είναι κουρεμένοι σ' ολόκληρο το Πιρού. Η γη εδώ είναι πολύ εύφορη, και παράγει κυρίως καλα-μπόκι και βαμβάκι, κι οι ινδιάνοι φορούν ρούχα ριχτά. Ο πο-ταμός που τη διασχίζει είναι πολύ ορμητικός και με πολλά νερά και δεν μπορεί να συγκριθεί με τα ποτάμια της Ισπανίας. Έχει τις ττηγές του στο Πιρού, στην επαρχία του Γουανούκο. Τα νερά του είναι άφθονα σχεδόν από τις πηγές του, αλλά είναι πλωτός μόνο για τριακόσιες λεύγες, γιατί περνάει από εδάφη πολύ κα-κοτράχαλα και από μεγάλες οροσειρές και βραχώδη όρη, πράγ-μα που προκαλεί μεγάλους καταρράκτες και πολύ δυνατά ρεύ-ματα σ' αυτή την επαρχία των Μοτιλόνες. Απ' αυτόν τον ποτα-μό ανέβηκαν οι ινδιάνοι από τη Βραζιλία, και από δω πήγαν διά ξηράς στο χωριό Τσατσαπόγιας, όπου και πληροφορήθη-καν οι Ισπανοί μας περί των προαναφερθέντων, οι δε ινδιάνοι από τη Βραζιλία, όντας ολιγάριθμοι, έτυχαν της βοήθειας των ^ανθρώπων μας.

Φεύγοντας ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα από τον ταρσα-νά του για την πόλη της Λίμας, για να αποτελειώσει τις ετοιμα-σίες για την εκστρατεία του, ένεκα του ότι πολύ λίγα μέσα είχε, και κυρίως ελάχιστα λεφτά, ενώ πολλά ήσαν όσα του λείπανε, έμεινε εκεί περίπου ενάμιση χρόνο. Και παρά λίγο να παραιτη-θεί από την εκστρατεία, γιατί τότε ακριβώς ήρθε μήνυμα από την Ισπανία ότι η Μεγαλειότητά Σας είχε και πάλι ορίσει αντι-βασιλέα του Πιρού τον Δον Διέγο ντε Αθεβέδο, ακούγοντας δε τα μαντάτα αυτά, ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε δεν μπορούσε, μήτε και τολμούσε, να προβαίνει σε τόσες χάρες και ευεργετήματα όπως στην αρχή. Οι δε δικαστικοί επίτροποι του Στέμματος και οι έποικοι του Πιρού λέγανε ότι δεν ήταν κατάλληλη εποχή για να συναχτούν άντρες. Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ήρθε και-νούρια είδηση ότι ο Δον Διέγο ντε Αθεβέδο είχε πεθάνει στην Σεβίλλη, κατά την επιστροφή του από το Πιρού, κι έτσι ο μαρ-κήσιος του έδειξε και πάλι την εύνοιά του, πιότερο κι από πριν, παρ' όλο που αυτό δεν έγινε δίχως να εγείρει τις υποψίες των κατοίκων του Πιρού, γιατί κυκλοφορούσαν δημόσια οι φήμες ότι ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε, επειδή φοβόταν τον έλεγχο που

φάλι τους, συνήθεια που ακόμα έχουν ορισμένοι ιθαγενείς της Νοτίου Αμε-ρικής.

104

θα έρχονταν να του κάνουν, κι επειδή είχε οργισθεί και προ-σβληθεί που η Μεγαλειότητά Σας του αφαιρούσε το αξίωμα, ήθελε, με πρόσχημα την εκστρατεία, να συγκεντρώσει άντρες για να εξεγερθεί το Πιρού εναντίον της Μεγαλειότητάς Σας, και να έχει τον Πέδρο ντε Ορσούα, που ήταν υποχείριό του για διοι-κητή και προστάτη του, για να γίνει ξεσηκωμός στο Πιρού, αφού μαζευτούν οι άντρες. Πράγμα που ήταν ψέμα και κατα-σκεύασμα ανθρώπων φαύλων που επιζητούσαν φασαρίες.

Όλο αυτόν τον καιρό τριγύριζε ο Πέδρο ντε Ορσούα στο Πι-ρού, δίχως να επιστρέψει στον ταρσανά του, ψάχνοντας να βρει άντρες και χρήματα για να αποτελειώσει τις προετοιμασίες. Και βρέθηκαν κάποιοι που του δάνεισαν, μα χίλια μα δύο χιλιάδες πέσος, κάποιοι λιγότερα κι άλλοι περισσότερα. Αρκετά τα χρέη και οι στοιχειώδεις ελλείψεις τον κατέθλιβαν. Βρίσκοντας κάθε μέρα καινούριους άντρες και διεκπεραιώνοντας υποθέσεις, μετά από ενάμιση χρόνο, ή λίγο πιο πριν, πήγε σ' ένα χωριό που το λένε Μόγιο Μπάμπα, όπου βρισκόταν ένας κληρικός, ονό-ματι Πορτίλιο, που ήταν ιερέας και εφημέριος. Το χωριό τού-το, το Μόγιο Μπάμπα, είναι κοντά στον ταρσανά του. Αυτός ο κληρικός ήταν πλούσιος, και αφού ήρθε σε επαφή και συζήτη-σε με τον Πέδρο ντε Ορσούα, με βάση τα όσα άφησε να εννοη-θούν, του είπε ότι ήταν καλότυχος γιατί αν τον έπαιρνε μαζί του σ' εκείνη την εκστρατεία ως ιερέα και εφημέριο, θα του δάνειζε δυο χιλιάδες πέσος. Έχοντας δε για σίγουρα τα δυο χιλιάδες πέσος, έδωσε εντολή να αγοράσουν ορισμένα χρεια-ζούμενα, όταν έφτασε όμως η στιγμή να πληρωθούν, μετάνιω-σε ο κληρικός για όσα είχε πει στην αρχή στον Πέδρο ντε Ορ-σούα και δεν θέλησε να δώσει τα λεφτά. Βλέποντας ο κυβερ-νήτης όλα τούτα, και εξαιτίας της μεγάλης ανάγκης στην οποία βρισκόταν, προσπάθησε να βρει τα χρήματα, κι έκανε με μερι-κούς από τους στρατιώτες του την συμφωνία, που θα σας εξι-στορήσω παρακάτω. Ήτανε κάποιος Δον Χουάν ντε Βάργκας, στρατιώτης αυτού του κυβερνήτη, τον οποίο αργότερα τον διό-ρισε αρχιδιοικητή, ο οποίος ήταν πληγωμένος από μια-δυο μα-χαιριές, και τον είχαν στην εκκλησία του χωριού αυτού, και ο οποίος μαζί με τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν και τον Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα και κάποιον Πέρο Αλόνσο Κάσκο, κι έναν μιγάδα, κάποιον Πέδρο ντε Μιράντα, τα συμφώνησαν

105

με τον κυβερνήτη, κι ο Πέδρο ντε Μιράντα, μια νύχτα πολύ σκο-τεινή, γύρω στα μεσάνυχτα, γυμνός, μόνο με το πουκάμισό του, ττήγε στο σπίτι του κληρικού αυτού, και χτυπώντας την πόρτα, με μεγάλη βιάση και βροντερά χτυπήματα, προσποιούμενος ότι ήταν πολύ ταραγμένος, του είπε ότι ο Δον Χουάν ντε Βάργκας ήταν ετοιμοθάνατος και ότι τον ικέτευε στο όνομα του Θεού να πάει να τον εξομολογήσει. Κι ο κληρικός τον πίστεψε και βγή-κε από το σπίτι του μισόγυμνος και πολύ βιαστικός κι όταν έφτασε στην εκκλησία, που ήταν μακριά από τα σπίτια του χωριού, οι στρατιώτες που ανάφερα παραπάνω, κρατώντας αρ-κεβούζια και έχοντας αναμμένα τα φυτίλια, τον περικύκλω-σαν μέσα στην εκκλησία και με την απειλή ότι θα τον σκοτώ-σουν, τον εξανάγκασαν να υπογράψει μια εντολή πληρωμής για δυο χιλιάδες πέσος, που την είχαν έτοιμη μαζί τους, προς κά-ποιον εμπορευόμενο τον οποίο είχε πληρεξούσιο ο κληρικός για τα λεφτά του κι έτσι γυμνό όπως ήτανε, δίχως να τον αφήσουν να επιστρέψει στο σπίτι του, ούτε και να μιλήσει σε κανέναν, τον ανάγκασαν να ανέβει σ' ένα άλογο, κι εκείνο το βράδυ τον ττήγαν παρά τη θέλησή του στους Μοτιλόνες κι εκεί τον ανά-γκασαν να τους δώσει όλα τα υπόλοιπα που του απόμεναν, που θα 'ταν άλλες τρεις χιλιάδες πέσος. Αυτά τα χρήματα, όπως λέγανε οι φήμες, τα είχε εξοικονομήσει ο κληρικός αυτός από τον ίδιο του τον εαυτό κι απ' το φαγητό του και το ντύσιμό του, κάνοντας αιματηρές οικονομίες για να τα εξοικονομήσει. Έτσι το επέτρεψε ο Κύριος να απωλέσει τα χρήματά του ο κληρικός, ο οποίος βρήκε φρικτό θάνατο στην εκστρατεία και όλοι όσοι του είχαν ασκήσει βία πέθαναν μαχαιρωμένοι και κανένας τους δεν βγήκε ζωντανός από την εκστρατεία.

Έφυγε λοιπόν ο κυβερνήτης από το Μόγιο Μπάμπα για να πάει στο χωριό της Σάντα Κρουθ, που είναι το χωριό των Μο-τιλόνες, και φτάνοντας εκεί, ενώ ετοίμαζε την αναχώρηση, για-τί είχαν συναχτεί πια πολλοί άντρες και στο χωριό δεν υπήρ-χαν τα μέσα για τη συντήρηση όλων, αποφάσισε στο αναμε-ταξύ να στείλει σαράντα με πενήντα άντρες να μείνουν σε κάποια χωριά των ινδιάνων αυτών, των Μοτιλόνες, που τα λένε Ταμπαλόκος. Μαζί μ' αυτούς έστειλε και δύο επικεφα-λής, που ο ένας τους λεγόταν Διέγο ντε Φρίας, υπηρέτης του αντιβασιλέα του Πιρού και πολύ έμπιστός του, τον οποίο είχε

106

στείλει ως ταμία στην εκστρατεία, και ο άλλος λεγόταν Φραν-θίσκο Δίαθ ντε Αρλες, και ήταν γεννημένος στον τόπο εκείνο και πολύ φίλος του κυβερνήτη. Και πρόσταξε τον διοικητή Πέδρο Ραμίρο, τον υπασπιστή του και δήμαρχο του χωριού αυτού της Σάντα Κρουθ, που ήταν άνθρωπος που ήξερε τον τόπο και τον οποίο φοβούνταν οι ινδιάνοι και τον σέβονταν, να πάει μαζί τους, και αφού τους δώσει εντολές για όσα έπρεπε να κάνουν, να τους αφήσει σ' εκείνα τα χωριά. Και τούτο το έφεραν βαρέως οι επικεφαλής αυτοί, να τους προστάζει δη-λαδή ο Πέδρο Ραμίρο, κι επειδή φθονούσαν τον Πέδρο ντε Ορ-σούα, αυτοί οι δύο επικεφαλής επέστρεψαν μόνοι τους αφή-νοντας τον Πέδρο Ραμίρο με τους υπόλοιπους άντρες καθ' οδόν. Στο δρόμο τους συναπάντησαν δύο στρατιώτες, φίλους του, που ο ένας τους λεγόταν Γκρισότα και ο άλλος ήταν κά-ποιος Μαρτίν, στους οποίους είπαν ότι επέστρεφαν, γιατί εί-χαν αντιληφθεί ότι ο υπασπιστής είχε στασιάσει με τους άντρες του και ήθελε να εισελάσει στην ενδοχώρα για να εποι-κήσει μια επαρχία για την οποία είχε ακουστά και πως θα πρόσφεραν μεγάλη υπηρεσία στον Βασιλιά και τον κυβερνή-τη εάν αποπειρώντο να τον συλλάβουν. Και πως αν εκείνοι τους βοηθούσαν, θα μπορούσαν να αποπειραθούν και πάλι να συλλάβουν αυτόν τον Πέδρο Ραμίρο. Οι δυο στρατιώτες, ένε-κα του ότι παρασύρθηκαν από τους δυο επικεφαλής και δώ-σαν βάση στα λεγόμενά τους, πείσμωσαν και υποσχέθηκαν να τους βοηθήσουν. Κι έτσι γύρισαν και οι τέσσερις εκεί όπου ήταν ο διοικητής αυτός με τους άντρες, και τα βρήκαν όλα ευμενή για τα επίβουλα σχέδια τους, γιατί ο Πέδρο Ραμίρο ήταν μόνος του στην όχθη ενός μεγάλου ποταμού ενώ όλοι οι άντρες βρίσκονταν στην απέναντι όχθη. Είχαν περάσει τον ποταμό δυο-δυο και τρεις-τρεις, με μια μικρή πιρόγα και ο Πέδρο Ραμίρο είχε μείνει τελευταίος με συνοδειά μόνο ένα πα-λικάρι και περίμενε να γυρίσει η πιρόγα για να πάει στην απέ-ναντι όχθη μαζί με τους άντρες. Εκείνη τη στιγμή έφτασαν αυτοί οι τέσσερις και κάθισαν όλοι μαζί και πιάσανε ήρεμα τη συζήτηση στην ακροποταμιά και τον καθησύχασαν με τις κουβέντες τους. Σε λίγο, τον άδραξαν σφιχτά και οι τέσσερις και, δίχως να τον αφήσουν να κουνήσει ρούπι, τον ξαρμάτω-σαν. Τότε ο Διέγο ντε Φρίας πρόσταξε έναν από τους νέγρους,

107

που τους συνόδευε, να τον πνίξει με γκαρότα^, κι έτσι τον έπνιξαν, και του έκοψαν το κεφάλι. Όταν έφτασε η πιρόγα, πέρασαν στην αντίπερα όχθη ένοπλοι δίνοντάς τους να κατα-λάβουν ότι ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα τους είχε προστά-ξει να σκοτώσουν τον Πέδρο Ραμίρο γιατί ήθελε να στασιά-σει με τους άντρες. Ο δε κυβερνήτης πληροφορήθηκε αργότε-ρα το γεγονός αυτό από τον νεαρό που είπαμε ότι ήταν συνο-δειά με τον Πέδρο Ραμίρο, οι δε στρατιώτες αυτοί έστειλαν έναν φίλο τους μαντατοφόρο στον κυβερνήτη για να μάθει τι συνέβαινε, και τον έστειλαν να πει ότι είχαν αιχμάλωτο τον Πέδρο Ραμίρο γιατί είχε στασιάσει με τους άντρες του. Ο κυ-βερ^της όμως, που ήξερε ήδη την αλήθεια από τον νεαρό αυτόν, ανάγκασε τον μαντατοφόρο να του εξιστορήσει τα κα-θέκαστα, και μαθαίνοντας απ' αυτόν ότι εκείνοι οι τέσσερις είχανε πιάσει τα όπλα, κίνησε παρευθύς μόνος του και πήγε εκεί όπου βρίσκονταν, και, αφού τους παραφύλαξε, κατάφε-ρε να τους συλλάβει και τους τέσσερις, κι από κει τους πήγε στο χωριό της Σάντα Κρουθ, όπου, ακολουθώντας όλους τους τύπους, τους επέβαλε την ποινή του θανάτου, κάνοντας ό,τι ήταν δυνατόν για να αποδοθεί δικαιοσύνη και χωρίς να τους επιτρέψει να προβούν σε έφεση έβαλε να τους κόψουν το κε-φάλι και στους τέσσερις. Με το συμβάν αυτό ο κυβερνήτης εδραίωσε το κύρος του ενώπιον του Αντιβασιλέα και των δι-καστικών επιτρόπων του Στέμματος κι όταν μαθεύτηκε το συμβάν αυτό σ' όλο το Πιρού, όσοι είχαν υποψίες ότι ο κυ-βερντ^της ήθελε να στασιάσει, όπως έχουμε αναφέρει, άλλα-ξαν γνώμη και βεβαιώθηκαν μ' αυτό το γεγονός. Ορισμένοι δε πρόβλεψαν ότι η εκστρατεία τούτη δεν θα είχε καλό τέλος, γιατί ξεκινούσε με αίμα.

Μετά από αυτά τα γεγονότα, ήρθαν στους Μοτιλόνες για να ενωθούν με τον κυβερ^ίτη Πέδρο ντε Ορσούα σαράντα άντρες, τους οποίους κάποιος κυβερνήτης, ο Χουάν ντε Σαλίνας, που σκόπευε να κάνει την ίδια εκστρατεία, είχε αφήσει σε κάποια επαρχία για να τον περιμένουν, γιατί ο ίδιος είχε πάει να βρει κι

Β. Μέθοδος εκτέλεσης των καταδικασμένων σε θάνατο τους οποίους έπνι-γαν με ένα σκοινί που το έσφιγγαν με ένα ξύλο.

108

άλλους άντρες καθώς και βοήθεια. Όταν όμως αυτοί έμαθαν ότι ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα θα έκανε την εκστρατεία αυτή και όχι ο Χουάν ντε Σαλίνας, κίνησαν από πολύ μακριά για να τον συναπαντήσουν και ανέβηκαν τον ποταμό αυτό των Μοτιλόνες μέχρι που έφτασαν στον ταρσανά του, και συμμε-τείχαν όλοι τους στην εκστρατεία αυτή, και μαζί με αυτούς και οι έποικοι του χωριού της Σάντα Κρουθ, που ερήμωσε. Συγκέ-ντρωσε ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα τριακόσιους άντρες εφοδιασμένους με όλα τα απαραίτητα, με άλλα τόσα άλογα και κάμποσους νέγρους, και πολλούς άλλους βοηθητικούς καθώς και εκατό αρκεβούζια, σαράντα βαλλίστρες και πολλά πολε-μοφόδια, μπαρούτι και μολύβι, νίτρο και θειάφι.

Τότε περίπου έφτασε στους Μοτιλόνες κάποια Δόνια Ινές̂ "̂ , μια πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα, η οποία ήταν φίλη του κυβερ-νήτη, για να τον συνοδεύσει στην εκστρατεία, παρ' όλη την αντίθετη γνώμη των φίλων του κυβερνήτη, που προσπάθησαν να τον εμποδίσουν. Εκείνος όμως την πήρε μαζί του ενάντια στη θέληση όλων, πράγμα που είχε κακή ατιήχηση στο μεγαλύτερο μέρος των αντρών. Πρώτα απ' όλα γιατί ήταν κακό παράδειγ-μα και δεύτερον, γιατί στους πολέμους όπου υπάρχουν άνθρω-ποι τόσο διαφορετικοί, παρόμοια πράγματα προκαλούν πάντοτε σκάνδαλα και φασαρίες, και πάνω απ' όλα αμέλεια σε ό,τι αφορά την καλή διοίκηση των στρατιωτών. Και όντως στάθη-κε η βασική αιτία του θανάτου του κυβερνήτη και του δικού μας ολοκληρωτικού χαμού.

Τον καιρό που ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα ήτανε στο Πιρού και προσπαθούσε να συνάξει άντρες και να ετοιμάσει όλα τα χρειαζούμενα για την εκστρατεία του, οι καραβίσιοι και οι βαθμοφόροι που όπως είπαμε είχε αφήσει στον ταρσανά, έφτιαξαν έντεκα πλοία, άλλα μεγάλα κι άλλα μικρά, κι ανά-μεσά τους ήτανε και κάτι σχεδίες πολύ φαρδιές και επίπεδες χωρίς βύθισμα, που τις λένε τσάτας, που στην καθεμιά τους χωρούσαν τριάντα με σαράντα άλογα και στην πλώρη και την πρύμνη πολλά κοπάδια ζώα καθώς και άντρες. Όλα τούτα τα

14. Η Δόνια Ινές ντε Ατιένθα, χήρα μιγάδα καλλονή, στο σπίτι της οποίας είχε μείνει ο Πέδρο ντε Ουρσούα όταν επέστρεφε από τη Λίμα στο ναυπη-γείο του στον Ουαγιάγα.

109

πλοία, εξαιτίας του ότι, όπως είπα, ο κυβερνήτης καθυστέρησε πολύ και επειδή τυερισσή ήταν η ατζαμοσύνη των βαθμοφόρων και όσων είχαν μείνει εκεί είτε λόγω του ότι στη χώρα τούτη οι βροχές είναι πολλές, σάπισαν, οπότε μόλις τα έριξαν στο πο-τάμι τα πιο πολλά από αυτά διαλύθηκαν, κι απόμειναν μόνο δυο μπριγαντίνια και τρεις τσάτας μα κι αυτά σε τόσο κακή κατάσταση που όταν άρχισαν να τα φορτώνουν, άνοιγαν και διαλύονταν μέσα στο νερό. Έτσι, δεν τόλμησαν να τα φορτώ-σουν, και σε μια μόνο τσάτα, την πιο ανθεκτική, μπόρεσαν να χωρέσουν ίσαμε είκοσι επτά άλογα, κι όλα τα υπόλοιπα, που ήταν πολλά, μείνανε έξω και χάθηκαν σ' ένα βουνό.

Όταν έφτασε ο κυβερνήτης στον ταρσανά του, επειδή εκεί δεν υττήρχαν τρόφιμα και όσα είχε μπορέσει να φέρει από το χωριό της Σάντα Κρουθ και την επαρχία των Μοτιλόνες ήταν λιγοστά, γιατί με τόσους άντρες είχανε ξοδευτεί, αποφάσισε, τρεις μήνες πριν την αναχώρησή του, να στείλει έναν δικό του διοικητή, ονόματι Δον Χουάν ντε Βάργκας, με εκατό άντρες κι ένα μπριγαντίνι, κάμποσες πιρόγες και σχεδίες σ' έναν ποτα-μό που λεγόταν Koκάμα^^ που ενώνεται με το ποτάμι της χώ-ρας των Μοτιλόνες, τον οποίο είχε ανακαλύψει ο κυβερνήτης Χουάν ντε Σαλίνας, και γνώριζε ότι εκεί υττήρχαν πολλοί κά-τοικοι καθώς και τρόφιμα. Και τον πρόσταξε να ανέβει από τον ποταμό ίσαμε να βρει κατοικημένη γη και να φέρει όσο πιο πολλά τρόφιμα και πιρόγες μπορούσε, να τον περιμένει δε στην εκβολή του ποταμού αυτού, γιατί τα μαντάτα έλεγαν ότι η χώρα μπροστά τους ήταν έρημη. Και επειδή δεν είχαν τρόφιμα για να μπορέσουν οι εκατό αυτοί άντρες που θα προχωρούσαν μπρο-στά να τα πάρουν μαζί τους, έστειλε μπροστά από τον Δον Χουάν τριάντα από αυτούς με μερικές σχεδίες, και μια μεγά-λη πιρόγα με συνοδειά έναν επιστήθιο φίλο του, ονόματι Γκαρ-θία ντε Αρθε, σε μια επαρχία που λεγόταν Καπερούθος, γιατί οι ινδιάνοι της χώρας εκείνης φορούσαν στα κεφάλια τους ένα είδος σκούφου, που θα ήταν γύρω στις είκοσι λεύγες από τον ταρσανά, να ψάξουν να βρουν τρόφιμα σε κείνη εκεί την επαρ-χία, και τους πρόσταξε όσα έβρισκαν να τα ττηγαίνανε στον Δον

15. ο ποταμός Γιουκαγιάλι.

110

Χουάν. O Γκαρθία ντε Αρθε, μην βρίσκοντας τρόφιμα σε κεί-νην την επαρχία, ή όπως άλλοι θέλουν να λένε, επειδή δεν ήθε-λε να πάει με τον διοικητή εκείνο και να παίξει το παιχνίδι του, δίχως να περιμένει σε κείνη την επαρχία μήτε και στις εκβολές του ποταμού, άρχισε να καταπλέει τον ποταμό με τους τριάντα άντρες, και διέσχισαν πάνω από τριακόσιες λεύγες έρημης γης μέχρι που έφτασαν σε ένα κατοικημένο νησί̂ ,̂ που από το όνο-μά του το ονομάσαμε νήσο Γκαρθία, για το οποίο καθώς και για τα όσα συνέβησαν εκεί θα μιλήσουμε παρακάτω.

Ο Δον Χουάν ντε Βάργκας ξεκίνησε με τους υπόλοιπους άντρες, γύρω στους εβδομήντα, στις αρχές του Ιουλίου του χί-λια πεντακόσια εξήντα, και μην βρίσκοντας τον Γκαρθία ντε Αρθε στο Καπερούθος, συνέχισε μέχρι που έφτασε στον ποταμό Κοκάμα. Και αφήνοντας μερικούς από τους άντρες που είχε μαζί του στις εκβολές του ποταμού να ττεριμένουν το μπριγαντίνι, και μαζί μ' αυτούς επικεφαλής κάποιον Γκονθάλο Ντουάρτε, πήρε μαζί του τους πιο γερούς άντρες και μερικές πιρόγες που είχε μαζί του και άρχισαν να αναπλέουν τον ποταμό. Μετά από εί-κοσι δύο μέρες βρήκανε κατοικημένη γη και πολλά τρόφιμα, κυρίως καλαμπόκι. Πήρε δε πολλές πιρόγες που βρήκε, καθώς και μερικούς ινδιάνους σαν βοηθητικούς, φόρτωσε όλες τις πι-ρόγες με καλαμπόκι και γύρισε στις εκβολές του ποταμού όπου είχε αςχήσει καταπονημένους από την πείνα εκείνους που είχαν μείνει με το μπριγαντίνι. Όταν συναπάντησε όσους είχαν απο-μείνει έμαθε ότι είχαν πεθάνει τρεις Ισπανοί και πολλά ζώα, με τον ερχομό του δε ανακουφίσθηκαν όλοι. Κι εκεί περίμενε τον κυβερνήτη, ο οποίος είχε μείνει με τους υπόλοιπους άντρες στους Μοτιλόνες. Ο κυβερνήτης, αφού συγκέντρωσε τους άντρες του στους Μοτιλόνες κίνησε για τον ταρσανά, αλλά καθυστέρησε περισσότερο από όσο πίστευε γιατί τα πλοία έσπασαν και αναγκάστηκε να (ρτιάξει πολλές σχεδίες και ένα μεγάλο κανό. Και με τρεις τσάτας που είχαν απομείνει και ένα μπριγαντίνι, κινήσαμε να αναπλεύσουμε τον ποταμό, περίλυ-ποι που έπρεπε να αφήσουμε τα άλογα και πολλά ρούχα και

16. Το νησί Καραρίες, πέρα από την συμβολή του Νάπο με τον Μαρανιόν, όπου ο Ουρσούα συνάντησε τον Γκαρθία ντε Αρθε.

111

ζώα και άλλα πράγματα, που λόγω έλλειψης πλοίων δεν μπο-ρούσαμε να πάρουμε μαζί μας, διακινδυνεύοντας τα μέγιστα τη ζωή μας, γιατί ο ποταμός είναι πολύ ορμητικός και τα πλοία που είχαμε ήταν τσακισμένα και σάπια. Τ^ν ώρα που ξεκινού-σαμε μερικοί άντρες ξεσηκώθηκαν γιατί θέλανε να γυρίσουν στο Πιρού. Μόλις το κατάλαβε ο κυβερνήτης συνέλαβε μερι-κούς και μετερχόμενος την προσποίηση, και χωρίς κανείς να το σκάσει, ξεκίνησε στις είκοσι έξι του Σεπτέμβρη του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα.

Αφού μπάρκαρε στα πλοία ο κυβερνήτης με τους άντρες του, ξεκίνησε την ίδια μέρα να πλέει κατάντη του ποταμού. Αφού πέρασε ένα κομμάτι με μεγάλα ρεύματα έφτασε σε μέρη όπου τα νερά ησύχαζαν, σε απόσταση ένα τέταρτο της λεύγας από τον ταρσανά. Καθυστέρησε όλη εκείνη την ημέρα εκεί για να επι-βιβάσει τα άλογα και την επομένη το πρωί ξεκίνησε. Και περ-νώντας από πολλά ρεύματα και δίνες εκείνη τη μέρα, άφησε πίσω όλα τα βουνά και τις οροσειρές του Πιρού και άρχισε να μπαίνει πια σε πεδινά, που εκτείνονται σχεδόν μέχρι την θά-λασσα του Βορρά. Την επομένη το πρωί βρήκε το μπριγαντίνι που είχαμε μαζί μας σε μια ξέρα και από το χτύπημα πετάχτη-κε ένα κομμάτι από την καρίνα. Μόλις το είδε ο κυβερνήτης να προσαράζει δεν σταμάτησε να το συνδράμει παρά προχώρησε με την υπόλοιπη αρμάδα μέχρι που έφτασε στο Καπερούθος, όπου είχε στείλει προπομπή έναν κάποιον Λορένθο ντε Θαλ-ντουέντο μαζί με μερικούς άντρες και πιρόγες, για να ψάξει να βρει εκεί κάποια τρόφιμα, διότι μεγάλη ανάγκη τα είχανε στην αρμάδα. Και αφού μοίρασε όσα είχε μαζέψει εκεί ο Λορένθο ντε Θαλντουέντο, που ήτανε λιγοστά, έμεινε να περιμένει το μπριγαντίνι. Οι άντρες με το μπριγαντίνι φάνηκαν πολύ επιδέ-ξιοι, γιατί έκλεισαν την τρύπα με κουβέρτες και σε δυο μέρες, με πολλά βάσανα, συναπαντήθηκαν με τον κυβερνήτη τους. Εκεί έμεινε η αρμάδα άλλες δυο μέρες για να επιδιορθωθεί το μπριγαντίνι και αφού φτιάχτηκε το στείλανε μπροστά εσπευ-σμένα, με μερικούς άντρες και επικεφαλής τον Πέδρο Αλόνσο Γαλέας, στις εκβο5ίές του Κοκάμα, για να προειδοποιήσει τον Δον Χουάν ντε Βάργκας για τον ερχομό μας, για να μην επιχει-ρούσαν τίποτα ο Δον Χουάν και όσοι ήτανε μαζί τους, ένεκα του ότι είχαμε καθυστερήσει πολύ, επειδή θα σκέφτονταν ότι

112

πλέον δεν θα ττηγαίναμε, όπως πράγματι και σκέφτηκαν, και πάλι όμως υττήρξαν και πολλοί απ' αυτούς που θέλανε να φύ-γουνε και να μην περιμένουνε. Και σχετικά με αυτό υπήρξαν και κάποιοι που σχεδόν στασίασαν.

Αφού φύγαμε από αυτή την επαρχία των Καπερούθος, πο-ρευτήκαμε χωρίς κανένα εμπόδιο. Κατεβαίναμε από τα πλοία και κοιμόμασταν στην στεριά μέχρι που φτάσαμε σε μια πού-ντα ενός ποταμού που ενώνεται με εκείνον τον άλλον, των Μοτιλόνες, που μπαίνει από τη μεριά του αριστερού χεριού, που τον ονομάσαμε ποταμό Μπρακαμόρος^^ επειδή φτάνει στο Πι-ρού από μια επαρχία με αυτό το όνομα. Είναι, κατά πως φαί-νεται, δυο φορές μεγαλύτερος από κείνον από τον οποίο ερχό-μαστε. Ενώνονται σε απόσταση εκατόν είκοσι λεύγες από τον ταρσανά. Πηγάζει ο ποταμός τούτος από το Πιρού, στην ίδια την επαρχία του Γουανούκο, και κυλάει δίπλα στις πηγές του ποταμού των Μοτιλόνες. Διασχίζει ο ποταμός τούτος το παλιό Γουανούκο, και από κει γίνεται όλο και πιο μεγάλος και περ-νάει ανάμεσα από την Καχαμάρκα και την Τσαπαπόγιας και από κει φτάνει στο Μπρακαμόρος. Εδώ ενώνεται πρέπει δε να είναι πάνω από τριακόσιες λεύγες από τις πηγές του, και στην ένωση αυτού του ποταμού στάθηκε ο κυβερνήτης δυο μέρες και έστειλε άντρες με πιρόγες να ψάξουν για κατοικημένα μέρη, αλλά δεν βρήκανε τίποτα. Και αφού φύγανε από κει από την ένωση των ποταμών αυτών, χωρίς να τους συμβεί τίποτα άξιο να το διηγηθούμε, φτάσαμε εκεί που ενώνεται με τον άλλο πο-ταμό που έρχεται από τα δεξιά, που λέγεται Κοκάμα, κι έχει το όνομα αυτής της επαρχίας και βρίσκεται πάνω από τον ποτα-μό από τον οποίο ανέβηκε ο Δον Χουάν ντε Βάργκας και έφτα-σε στην Κοκάμα. Το μέρος που ενώνονται οι ποταμοί αυτοί θα πρέπει να είναι ίσαμε ογδόντα λεύγες από το Μπρακαμόρος. Στην εκβολή του ποταμού αυτού του Κοκάμα συναπαντήσαμε τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, που όπως είχαμε πει είχε προχω-ρήσει με εβδομήντα άντρες για να ψάξει για τρόφιμα. Βρίσκο-νταν εκεί δυο μήνες περιμένοντας τον κυβερνήτη και στο διά-στημα αυτό έφαγαν οι άντρες το μεγαλύτερο μέρος των τροφί-

17. Μπρακαμόρος ή Πακαμούρους, δηλαδή ο Μαρανιόν ή ο Αμαζόνιος.

8. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΛΑ, Ελδοράδο 1 1 3

μων που είχανε φέρει από πάνω από την επαρχία της Κοκάμα. Μερικοί άντρες εξύφαναν συνωμοσία ενάντια στον δον Χουάν: κάποιοι έλεγαν πως θέλαν να τον σκοτώσουνε, άλλοι να μην τον σκοτώσουνε παρά να τον παρατήσουνε εκεί πέρα και να φύγουνε, να γυρίσουν στο Πιρού. Όπως και να ήταν, με τον ερχομό του κυβερνήτη σταμάτησαν όλα κι οι άντρες αγαλλία-σαν παρ' όλο που στενοχωριόνταν κάπως που δεν είχανε ειδή-σεις του Γκαρθία ντε Αρθε, που όπως είπαμε είχε ανέβει τον ποταμό με τριάντα άντρες. Εδώ μοιράστηκαν όσα τρόφιμα υττήρχανε, και σε άλλους έπεσαν πολλά ενώ σε άλλους λίγα, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες μοιρασιές.

Τούτος ο ποταμός, ο Κοκάμα, είναι πολύ ορμητικός και έχει άφθονα νερά. Είναι λίγο μικρότερος από εκείνον που ονομά-σαμε Μπρακαμόρος και μεγαλύτερος από εκείνον των Μοτιλό-νες. Έχει πολλών ειδών ψάρια, καθώς και χελώνες, και στα πα-ράλια υπάρχουν πολλά αυγά από χελώνες και πάρα πολλά που-λιά μεγάλα όσο και τα περιστέρια, που είναι πολύ παχουλά και νόστιμα. Το ποτάμι τούτο πηγάζει από τα βασίλεια του Πιρού. Όσο για το ποιες είναι οι πηγές του οι γνώμες είναι πολλές και διχάζονται, γιατί άλλοι λένε ότι είναι ο Απουρίμα και ο Αουάν-κα, καθώς και τα ποτάμια του Βίλκος και του Χάουχας και άλλα πολλά, που ενώνονται μαζί τους. Καταπώς πιστεύω εγώ, όπως και άλλοι, πρόκειται για ένα μεγάλο ποτάμι που πηγάζει από τις πίσω υπώρειες του Τσιντσακότσα, στην ίδια την επαρ-χία του Γουανούκο, το οποίο διασχίζει τα χωριά και τους οικι-σμούς που ονομάζουν Παουκαρτάμπο και Γουακαμπάμπα και ενώνεται με τα ποτάμια που ξεκινούν από το Ταμάρα και με πολλά άλλα που ξεκινούν από τα βουνά των επαρχιών εκείνων, καθώς και με βάση εκείνα που είδε και διέσχισε ο κυβερνήτης Γκόμεθ ντε Αριας στον τόπο που αποκαλούν Ρουπαρούπα, για-τί τα ποτάμια αυτά που αναφέρω, φτάνουν και με το παραπά-νω για να σχηματίσουν τον ποταμό αυτό του Κοκάμα, ακόμη και πιο μεγάλο, κι εφόσον φτάνει στο Πορίμα και το Βανκάι, μαζί με τους υπόλοιπους προαναφερθέντες, που κατ' ανάγκην ενώνονται όλοι με τον ποταμόν αυτό του Κοκάμα, δεν μπορεί να υπάρχει άλλος που να εισρέει από τη γη των Μοτιλόνες και που να μπορεί να μας βάλει σε υποψίες ότι μπορεί να προκύ-πτει από τη συνένωση όλων των ποταμών του Ρουπαρούπα,

114

γιατί κανείς τους δεν είναι ούτε κατά διάνοια πιο ορμητικός από τον προαναφερθέντα, ο οποίος είναι σαφώς μεγαλύτερος από όλους τους άλλους μαζί, κατά την ταπεινή μου γνώμη.

Ενώνονται αυτά τα τρία μεγάλα ποτάμια μεταξύ τους κα-θώς και με πολλά άλλα μικρότερα ποτάμια και ρυάκια και παραπόταμους που δεν θα απαριθμήσω και φτιάχνουν από δω και κάτω έναν ποταμό τόσο μεγάλο, που παρόμοιός του δεν πι-στεύω να υπάρχει στον κόσμο. Απλώνεται ο ποταμός τούτος και έχει πολλά παρακλάδια, και το καλοκαίρι σχηματίζει μεγάλες παραλίες στις οποίες υπάρχουν πολλά αυγά από χελώνες και ικοτέες^^ και σαύρες και πουλιά απ' αυτά που αναφέραμε πα-ραπάνω, που όταν είναι ακόμα μικρά μπορείς να τα πιάσεις με τα χέρια. Στην συμβολή του ποταμού αυτού, του Κοκάμα, στα-μάτησε ο κυβερνήτης για οχτώ μέρες με όλη την αρμάδα του. Εδώ μοιράστηκαν λίγα τρόφιμα στους άντρες κι έτσι ανέκτη-σαν κάπως τις δυνάμεις τους γιατί είχαν ξεθεωθεί από την πεί-να. Αφήσαμε δε στο μέρος τούτο πολλές από τις σχεδίες που εί-χαμε μαζί μας, γιατί δεν προχωρούσαν το ίδιο γρήγορα με τα πλοία, κι εκείνοι που τις οδηγούσαν ττήρανε πολλές πιρόγες από εκείνες που είχε ο Δον Χουάν ντε Βάργκας, που τις είχε φέρει από το Κοκάμα.

Κίνησε η αρμάδα από την εκβολή του ποταμού αυτού και δεν είχε καλά καλά ξανοιχτεί όταν άνοιξε και γέμισε νερά το μπριγαντίνι με το οποίο είχε προπορευτεί ο Δον Χουάν ντε Βάρ-γκας. Έγινε τόσο ξαφνικά, που μόλις και μετά βίας κατάφεραν οι άντρες που ήτανε μέσα να βγούνε στην στεριά. Κωπηλατώ-ντας με όλη τους την δύναμη κατάφεραν να ξεμπαρκάρουν, πολλές δε από τις πιρόγες που προπορεύονταν γύρισαν πίσω και μπήκανε α αυτές οι άντρες καθώς και το κοπάδι που ήτανε πάνω στο μπριγαντίνι. Κι απόμεινε το μπριγαντίνι εκεί πέρα γεμάτο νερά και γινωμένο χίλια κομμάτια. Από κει προχώρη-σε η αρμάδα επί πέντε ή έξι μέρες κατάντη του ποταμού, ακο-λουθώντας πάντα τα παρακλάδια στο δεξί μέρος. Σταματού-σαμε κάθε μέρα μόλις νύχτωνε ή και λίγο αργότερα, κι όσοι από

18. Δηλαδή ο Μαρανιόν, ο Ουαγιάγα και ο Ουκαγιάλι. 19. Είδος χελώνας της Νοτίου Αμερικής (Emys rugosa), που έχει μήκος 30 εκατοστά και βρώσιμο κρέας.

115

τους άντρες θέλανε πηδούσαν στην στεριά για να ψαρέψουν και να μαζέψουν θαλασσινά, να μαγειρέψουν για να φάνε και να κοιμηθούν. Ύστερα, μια μέρα γύρω στο μεσημέρι, πέσαμε ξαφνικά πάνω σε κάτι ινδιάνους που ψάρευαν σε μια χέρσα ακτή, με τα κανό τους. Είχανε πιάσει γύρω στις εκατό χελώνες κι είχανε μαζέψει και πολλά αυγά χελώνας, αλλά μόλις μας αντίκρισαν το έσκασαν με τις πιρόγες τους και μας άφησαν ό,τι είχανε πιάσει. Εκεί σταμάτησε η αρμάδα και οι χελώνες και τα αυγά μοιράστηκαν σε όλους. Αφού φύγαμε από αυτή την ακτή, βρήκαμε έναν άλλον μεγάλο ποταμό, το ίδιο μεγάλο με εκείνον των Μοτιλόνες, που έρχεται από τα αριστερά. Πιστέ-ψαμε ότι ο ποταμός εκείνος ήταν ο ποταμός της χώρας της κανέλας̂ ®, τον οποίο είχε ακολουθήσει ο διοικητής Ορελιάνα, που πηγάζει από το Πιρού στις πίσω υπώρειες του Κίτο της χώρας των Γκίχος.

Δυο τρεις μέρες αφού είχαμε αφήσει πίσω μας την συμβολή του ποταμού αυτού, πέσαμε πάνω σε ένα νησί κατοικημένο από ινδιάνους που ήταν και ο πρώτος οικισμός που συναπαντήσα-με α ολόκληρο τον ποταμό σε απόσταση πάνω από τρακόσιες λεύγες από το Καπερούθος, περιοχή εντελώς ακατοίκητη. Εκεί βρήκαμε τον Γκαρθία ντε Αρθε που, όπως έχουμε πει είχε προ-χωρήσει κατάντη του ποταμού με τους τριάντα άντρες πριν από τον Δον Χουάν ντε Βάργκας. Μεγάλες κακουχίες και στερήσεις τους ταλάνισαν ενώ προχωρούσανε στην ακατοίκητη χώρα, τόσο που νόμιζαν ότι θα πεθάνουνε από την πείνα και το μόνο φαγητό που τους στήριζε ήταν σαύρες του νερού που ο Γκαρθία ντε Αρθε σκότωνε με το αρκεβούζιο, γιατί ήταν θαυμαστός σκο-πευτής. Χάσανε δυο άντρες στην πορεία, οι οποίοι φύγανε μαζί για να βρούνε τρόφιμα και ποτέ πια δεν ξαναγύρισαν. Πιστεύα-νε πως χάθηκαν στα κακοτράχαλα εδάφη του βουνού και πως δεν μπόρεσαν να βρούνε τον δρόμο τους πίσω από κει που εί-χανε ξεκινήσει. Κανένας δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν. Όταν τους συναπαντήσαμε, ο Γκαρθία ντε Αρθε και οι συντρόφοι του ήτα-νε οχυρωμένοι μέσα σε έναν φράκτη από πασσάλους που εί-χανε φτιάξει μπροστά στην είσοδο των καλυβιών, από φόβο για τους ινδιάνους που έρχονταν καθημερινά και τους κάνανε επι-

20. Ο ποταμός Νάπο.

116

θέσεις, κι αν δεν ήτανε ο Γκαρθία ντε Αρθε που με το αρκεβού-ζιό του μεγάλη ζημιά τους έκανε, θα είχανε πεθάνει. Έχουν να λένε, και εξακριβώθηκε πως είναι αλήθεια, ότι σε μια επίθεση που τους έκαναν οι ινδιάνοι και τους είχανε στριμώξει για τα καλά, ο Γκαρθία ντε Αρθε έβαλε στο αρκεβούζιό του δυο μπά-λες που τις είχε δέσει με ένα σύρμα, και με μια μόνο ριξιά σκό-τωσε τους πέντε από τους έξι ινδιάνους που ήτανε πάνω σε μια πιρόγα. Κι άλλα πολλά και θαυμαστά ανδραγαθήματα έκανε κι έτσι έσωσε την δικιά του τη ζωή και των συντρόφων του. Τόσος ήταν ο φόβος που είχανε για τους ινδιάνους που μια μέρα που τους πλησίασαν ειρηνικά εκείνοι, πιστέψανε πως ήτανε παγίδα και πως έρχονταν να τους σκοτώσουνε. Έτσι για να τρο-μοκρατήσουνε τους υπόλοιπους, σκότωσαν μέσα σε μια καλύ-βα πάνω από σαράντα με σπαθιές και μαχαιριές, καταπώς τους συμβούλεψε και τους είπε ο περί ου ο λόγος Γκαρθία ντε Αρθε, όπως λέγεται.

Το νησί τούτο το ονομάσαμε Νήσο του Γκαρθία, γιατί σ' αυτό συναπαντήσαμε τον Γκαρθία ντε Αρθε. Πρέπει να βρίσκε-ται πάνω από εκατό λεύγες από την εκβολή του Κοκάμα, κο-ντά στον ποταμό που πιστέψαμε πως ήτανε εκείνος της κανέ-λας. Στο νησί αυτό υπήρχανε δυο χωριά, με τριάντα ή και πε-ρισσότερα σπίτια το καθένα τους. Οι ινδιάνοι του νησιού αυ-τού είναι καλότροποι και λεβεντόκορμοι. Φοράνε πουκαμίσες φτιαγμένες από τριχιές. Τα σπίτια είναι τετράγωνα και μεγά-λα και τα όπλα τους είναι ένα είδος ράβδου με μυτερή άκρη, με μέγεθος όσο και τα βέλη που χρησιμοποιούν στη χώρα των Βάσκων, που τις πετάνε με ένα είδος ιμάντα και τις απαντάς στο μεγαλύτερο μέρος των Ινδιών. Τον φύλαρχο του νησιού αυτού τον λένε οι ινδιάνοι στην γλώσσα τους Πάππα. Εδώ εί-δαμε για πρώτη φορά κουνούπια με μακριά πόδια, λιγοστά όμως. Το φαγητό που τρώνε οι ινδιάνοι αυτοί είναι λιγοστό καλαμπόκι και άφθονη γλυκιά γιούκα και γλυκοπατάτες. Έχουν μασάτο^^ που είναι τριμμένη γιούκα που την βάζουν σε λακκούβες κάτω από το χώμα για να σαπίσει και από αυτό φτιάχνουν ψωμί και ένα είδος ποτού. Επικοινωνούν μεταξύ

21. Το μασάτο είναι ποτό που γίνεται με ζύμωση αλεσμένης γιούκας.

117

τους μόνο με πιρόγες. Στο νησί αυτό έμεινε η αρμάδα οχτώ μέρες. Εδώ βγάλαμε στη στεριά τα άλογα που δεν είχανε ξε-μπαρκάρει από τα πλοία από τότε που φύγαμε από το καρνά-γιο και είχανε ήδη πεθάνει και δυο - τρία. Από εδώ έστειλε ο κυβερνήτης κάποιους άντρες να εξερευνήσουν τον τόπο και να βρούνε ανιχνευτές και δραγουμάνους, αλλά δεν βρήκανε τίπο-τα. Στο νησί αυτό μας βούλιαξε και μία από τις τρεις σχεδίες^^ που είχαμε, που ήτανε ήδη μισοανοιγμένη και μισοσπασμένη. Εδώ διόρισε ο κυβερνήτης τον Δον Χουάν ντε Βάργκας αρχι-διοικητή και τον Δον Ερνάντο ντε Γουθμάν λοχαγό.

Έφυγε ο κυβερνήτης από τη Νήσο Γκαρθία ακολουθώντας τον παραπόταμο στα δεξιά του, πλέοντας πάντα σιμά στην στε-ριά. Βρήκε πολλά άλλα νησιά και χωριά, χωρίς κατοίκους, γιατί από φόβο προς τον Γκαρθία ντε Αρθε και την αρμάδα το είχαν βάλει στα πόδια. Το μόνο που βρήκαμε ήταν χωράφια σπαρμέ-να με γιούκα και γλυκοπατάτα, γιατί όλα τα υπόλοιπα τα εί-χανε πάρει. Σε κείνα κει τα μέρη βρήκαμε και κάτι άσπρες κότες και κοκόρια όπως εκείνα της Καστίλλης, καθώς και γουακα-μάγια^^ και άσπρους παπαγάλους. Συναπαντήσαμε ένα χωριό, το πρώτο που βρήκαμε στην στεριά στα δεξιά μας, όπου δια-κρίναμε στο ποτάμι κάποιους ινδιάνους που πλησίαζαν με πι-ρόγες διστακτικά και από μακριά για να μας περιεργαστούνε. Στο χωριό τούτο ήρθε με ειρηνικές προθέσεις να μας συναπα-ντήσει ένας φύλαρχος μαζί με κάποιους ινδιάνους και μας έφερε ψάρια και χελώνες. Ο κυβερνήτης του πρόσφερε σε αντάλλαγμα γυάλινες χάντρες και μαχαίρια, για να τον ευχα-ριστήσει και να του δείξει τις ειρηνικές του διαθέσεις. Όταν έφυγε, ήρθαν κι άλλοι ινδιάνοι και έφεραν κι αυτοί ψάρια και χελώνες. Σε όλους όσους ήρθαν πρόσφερε ο κυβερνήτης μαχαί-ρια, για να τους ευχαριστήσει. Πρόσταξε ο κυβερνήτης να μην πάρει κανείς ή να ανταλλάξει τίποτε με κανέναν ινδιάνο από όσους έρχονταν, αλλά να τους οδηγήσουν όλους μπροστά του.

22. Με το όνομα σχεδία αναφέρεται σε πλεούμενα με μεγάλη χωρητικότη-τα και δυνατότητα να μεταφέρουν φορτίο. Πλέουν είτε με πανιά είτε με κουπιά και το όνομα σχεδία οφείλεται στο ότι είναι επίπεδα, χωρίς πλώ-ρη. 23. Πουλί της Αμερικής που μοιάζει με παπαγάλο, με πολύχρωμα φτερά και μέγεθος όσο η κότα.

118

κι εκείνος θα μοίραζε όσα του έδιναν σε όσους είχαν περισσό-τερη ανάγκη, κι έτσι κι έγινε. Το χωριό εκείνο το ονομάσαμε Καράρι, κι από το όνομα αυτό πήρε την επωνυμία της όλη η επαρχία. Προχωρώντας πιο κάτω απ' αυτό το χωριό, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους πολλές πιρόγες με τρόφιμα και ψάρια και χελώνες και άλλα πράγματα και κυκλοφορούσαν αναμεταξύ μας. Μερικοί από μας δεν τολμούσαμε να κάνουμε ανταλλαγές μαζί τους, γιατί τέτοια ήταν η διαταγή του κυβερ-νήτη, δεν ξέρω για ποιον λόγο, άλλοι όμως, στα κρυφά, έκα-ναν ανταλλαγές και καμιά φορά τους παίρνανε τα πράγματα δίχως αντάλλαγμα. Όλα τα χωριά που συναπαντήσαμε ήταν ακατοίκητα και οι ινδιάνοι το έβαζαν στα πόδια από φόβο για την αρμάδα και τα όσα είχε κάνει ο Γκαρθία ντε Αρθε στο νησί τους. Στο νησί αυτό συνέλαβε ο κυβερ\^της κάποιον Αλόνσο ντε Μοντόγια και διέταξε να τον αλυσοδέσουν γιατί είπανε, και ήταν αλήθεια, ότι εκείνος μαζί με κάποιους άλλους θέλανε να το σκάσουνε με πιρόγες και να γυρίσουνε ανάντη στον ποτα-μό προς το Πιρού, που ήτανε απόσταση πεντακοσίων λευγών. Έτσι τον κράτησε αιχμάλωτο για μερικές μέρες και θα ήταν καλύτερα να τον είχε σκοτώσει, καταπώς του άξιζε, για την ανταρσία του αυτή καθώς και για άλλες, γιατί τούτος ο άντρας τον μισούσε και για αυτό έγινε αργότερα ο αρχισυνωμότης που προκάλεσε τον θάνατο του κυβερνήτη. Αλλά ο Πέδρο ντε Ορ-σούα φάνηκε καλός με το παραπάνω, και όχι μόνο δεν τιμώ-ρησε όσους το άξιζαν, αλλά δεν είπε κακό ή προσβλητικό λόγο σε κανέναν από τους στρατιώτες του.

Σε τούτη την επαρχία του Καράρι ττήρε την απόφαση ο κυ-βερνήτης να εξερευνήσει αν στην ενδοχώρα υτιήρχαν δρόμοι ή οικισμοί. Σταμάτησε λοιπόν σε κάποιο χωριό και έστειλε κά-ποιον Πέρο Αλφόνσο Γαλέας με μερικούς άντρες για να εξερευ-νήσει τον τόπο. Αυτός προχώρησε μέσα από έναν βάλτο και από κει πήρε ένα μονοπάτι που οδηγούσε σ' ένα βουνό, και στο διά-βα του συναπάντησε μερικούς ινδιάνους φορτωμένους με κα-σάμτα^ καθώς και άλλα πράγματα, οι οποίοι, μόλις αντίκρισαν τους Ισπανούς το έβαλαν όλοι τους στα πόδια, και δεν μπόρε-σαν να πιάσουν παρά μόνο μια ινδιάνα, που τους είπε με νοή-

24. Ψωμί από γιούκα.

119

ματα ότι το χωριό της ήταν πέντε μέρες από κει πέρα με τα πό-δια. Επειδή όμως αυτοί δεν θέλησαν να προχωρήσουν άλλο, γύρισαν δίχως να ανακαλύψουν τίποτε άλλο, φέρνοντας μαζί τους και την ινδιάνα, που ήταν ντυμένη αλλιώτικα και μιλούσε διαφορετικά από τους ινδιάνους της επαρχίας τούτης. Μερικοί άντρες είχανε την γνώμη ότι έπρεπε να γυρίσουν πίσω μαζί με εκείνη την ινδιάνα και να εξερευνήσουν εκείνον τον τόπο για τον οποίο τους μίλησε. Όμως ο κυβερ\η^της δεν θέλησε να καθυστε-ρήσει, γιατί τα πλοία μας ήταν σε κακή κατάσταση, μισοανοιγ-μένα ακόμη και ο βασικός μας προορισμός ήταν η Ομάγουα, όπου σκεφτόταν να σταματήσουμε, και δεν ήθελε να τον αφή-σουν στην μέση τα πλοία προτού φτάσει εκεί πέρα. Κάθε μέρα έρχονταν πολλοί ινδιάνοι με πιρόγες, γιατί είχανε μάθει ότι στους πρώτους που είχανε έρθει δεν τους είχαμε κάνει κανένα κακό, αντίθετα ο κυβερνήτης τους είχε δώσει ανταλλάγματα. Έρχονταν λοιπόν να μας δούνε και να ανταλλάξουνε πράγμα-τα μαζί μας, παρ' όλο που δεν τολμάγαμε να το κάνουμε παρά μόνο στα κρυφά, γιατί έτσι είχε προστάξει ο κυβερνήτης, για ποιο λόγο δεν ξέρω, και θύμωνε και μάλωνε όσους έκαναν ανταλλαγές με τους ινδιάνους, παρ' όλο που καμιά φορά έκα-νε τα στραβά μάτια. Προχωρήσαμε και φτάσαμε σε μια άλλη επαρχία που την ονομάσαμε Μανικούρι, από το όνομα ενός άλλου χωριού. Οι κάτοικοι ανήκουν στην ίδια φυλή, και φο-ράνε τα ίδια ρούχα κι έχουν την ίδια γλώσσα, τα ίδια όπλα και σπίτια. Όλοι τούτοι οι ινδιάνοι είναι φίλοι και σύμμαχοι, και φαίνεται να συνιστούν μια μόνο επαρχία και όχι δύο, γιατί όλοι οι οικισμοί έχουν ομοιογένεια και δεν χωρίζονται μεταξύ τους. Φαίνεται επίσης ότι Καράρι και Μανικούρι είναι ονόματα χωριών και όχι επαρχιών. Εκτείνεται η χώρα τούτη από την Νήσο Γκαρθία ίσαμε το ακρωτήρι που ονομάσαμ£ Μανικούρι, πάνω από εκατόν πενήντα λεύγες. Όλα τα χωριά είναι χτισμέ-να στις όχθες του ποταμού και δεν απέχουν πολύ το ένα από το άλλο. Οι ινδιάνοι της επαρχίας αυτής φοράνε κάποια κοσμή-ματα από χρυσάφι, μικρά όμως, όπως σκουλαρίκια και κρίκους στα αυτιά και τη μύτη. Δεν είναι μεγάλος ο πληθυσμός των επαρχιών αυτών, .καταπώς το λογαριάσαμε, γιατί στους οικι-σμούς που είδαμε πρέπει να κατοικούν ίσαμε εφτά με οχτώ χιλιάδες ινδιάνοι, το πολύ δέκα, τόσοι φαίνεται να είναι κατα-

120

πώς είδαμε από την όχθη, γιατί δεν μπορούσαμε να καλοδια-κρίνουμε έτσι που φτάναμε νύχτα και φεύγαμε το πρωί, δίχως να δούμε ούτε να καταλάβουμε τι υπήρχε στην ενδοχώρα. Στην επαρχία τούτη υπάρχουν πολλά ντόπια φρούτα, πολύ νόστιμα, και πολλά κουνούπια διαφόρων ειδών. Εδώ πέρα μας βούλια-ξε το μπριγαντίνι που μας είχε απομείνει και ξωμείναμε με δύο σχεδίες μονάχα.

Αφού προσπεράσαμε την επαρχία αυτή, πέσαμε σε κάτι ερη-μοτόπια δίχως να το πάρουμε είδηση και πορευτήκαμε εννιά μέρες με στερήσεις μεγάλες γιατί δεν είχαμε εφοδιαστεί με τρό-φιμα. Και τα βάσανά μας θα ήταν μεγαλύτερα αν δεν έστεργε ο Θεός να μας εφοδιάσει με πολλά ψάρια που πιάναμε στο ποτά-μι με αγκίστρια, που φτάνανε για να φάνε οι περισσότεροι άντρες. Αυτό οφείλεται σε μεγάλη παράλειψη από τη μεριά του κυβερνήτη και εκείνων που κυβερνούσαν την στρατιά, γιατί δεν ανέκριναν καθημερινά τους ανιχνευτές και τους δραγουμά-νους. Έτσι λοιπόν, αν κρατούσε περισσότερο καιρό η πορεία μας στον ερημότοπο, δεν ξέρω τι θα γινόμασταν, γιατί το ψά-ρεμα κράτησε λίγο και μπήκαμε στον χερσότοπο με λιγοστά τρόφιμα και με μεγάλη απρονοησία επειδή, καθώς συναντού-σαμε παντού στο διάβα μας χωριά και κοιμόμασταν όλα τα βράδια σ' αυτά, δεν είχαμε υποψιαστεί ότι θα μπορούσαμε να συναπαντήσουμε τόσο μεγάλο ερημότοπο. Κι έτσι, ήταν πολ-λοί που δεν είχανε τι να φάνε, παρά μερικά φυτά που βρίσκα-νε στις όχθες του ποταμού, που ήταν λιγοστά για όλους αυτούς τους άντρες που ζητούσαν τροφή. Και μ' όλα αυτά χαθήκανε μερικοί άντρες. Στον ερημότοπο τούτο συναπαντήσαμε την συμβολή άλλων δύο μεγάλων ποταμών, όχι πολύ απομακρυ-σμένων τον έναν από τον άλλον. Είδαμε καθαρά ότι ήταν πολύ ορμητικοί και τα νερά τους ήταν θολά, που σημαίνει ότι οι πηγές τους δεν θα ήτανε και πολύ μακριά. Έρχονταν οι ποταμοί τού-τοι από τα δεξιά και είχαν τις όχθες τους ανυψωμένες και στο χρώμα του κεραμιδιού. Ο κυβερνήτης, λόγω της μεγάλης ανά-γκης που είχαμε για τρόφιμα, δεν θέλησε να καθυστερήσει εκεί πέρα μήτε να τους εξερευνήσει.

Εννιά μέρες πορευόμασταν σε κείνον τον ερημότοπο, κι έδω-σε ο Θεός και συναπαντήσαμε ένα χωριό ινδιάνων, ό,τι ακρι-βώς χρειαζόμασταν για να πάρουν τέλος τα βάσανα και οι στε-

121

ρήσεις που περνάγαμε. Το χωριό τούτο το ονομάζουν οι ινδιά-νοι Ματσιφάρο. Είναι μεγάλο χωριό, το μεγαλύτερο απ' όσα εί-χαμε συναπαντήσει ίσαμε εκεί πέρα. Είναι χτισμένο πάνω σε μια απόκρημνη όχθη του ποταμού. Οι ινδιάνοι του χωριού αυ-τού δεν είναι πολύ ψηλοί, κυκλοφορούν εντελώς γδυτοί και τα όπλα τους είναι οι εκτοξευτήρες ράβδων με ιμάντα. Με τους άλλους που συναπαντήσαμε παραπάνω είναι εχθροί και βρί-σκονται σε αμάχη. Τα σπίτια είναι στρογγυλά και μεγάλα και στηρίζονται σε πασσάλους μττηγμένους στο χώμα, είναι σκε-πασμένα με φύλλα φοινικιάς μέχρι το έδαφος κι έχουν δυο πόρτες. Φτάσαμε στο χωριό τούτο ξαφνικά και δίχως να μας πάρουν είδηση οι ινδιάνοι. Μόλις όμως μας αντίκρισαν ταάσανε τα όπλα και βάλανε τις γυναίκες και τα παιδιά τους κι όσους ήταν ανήμποροι να πολεμήσουν μέσα σε πιρόγες στο ποτάμι για να είναι ασφαλείς, και μας περίμεναν στο χωριό για να πολε-μήσουν τρακόσιοι με τετρακόσιοι ινδιάνοι. Μπροστάρης πήγε ο κυβερνήτης με ένα αρκεβούζιο στο χέρι και συνοδειά του κι άλλοι άντρες με αρκεβούζια και ασπίδες, λιγοστοί όμως, και οι ινδιάνοι έδειξαν ότι είχανε σκοπό να τους ριχτούνε μόλις σκαρφάλωναν στον γκρεμό. Ο κυβερνήτης όμως, το 'λεγε η καρδιά του και πρόσταξε τους άντρες με τα αρκεβούζια να μην ρίξει κανείς πριν τους δώσει εκείνος σινιάλο, κι εκείνος ττήγαινε μπροστά απ' όλους, φωνάζοντας στους ινδιάνους και κρατώ-ντας ένα άσπρο πανί, δείχνοντάς τους με νοήματα να 'ρθούνε να το πάρουνε. Τότε ο φύλαρχος του χωριού ήρθε και ττήρε το πανί και με φιλικές διαθέσεις πλησίασε τους Ισπανούς μαζί με άλλους ινδιάνους. Όλοι οι υπόλοιποι ινδιάνοι μαζωχτήκα-νε σε μια μεριά και διατάχτηκαν σαν σώμα στρατού με τα όπλα στο χέρι κι έτσι περίμεναν αρκετή ώρα στην μικρή πλατεία ίσαμε που έφτασε όλη η αρμάδα. Τους ζήτησε ο κυβερλ^της τότε να μας παραχωρήσουν ένα μέρος του χωριού καθώς και φα-γητό κι εκείνοι να μείνουνε στο υπόλοιπο μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και τους είπε ότι δεν θα τους πείραζε κανένας. Έτσι εγκαταστάθηκαν όλοι οι άντρες της αρμάδας καταμεσής στο χωριό, εκεί όπου τους έδειξε ο κυβερλ^της, ο οποίος τους έδωσε προσταγή να μην απομακρυνθούν από κει μήτε και να πλησιάσουν στα σπίτια των ινδιάνων για κανένα λόγο. Σε τοι̂ το το χωριό υττήρχανε, καταπώς υπολογίσαμε όλοι

122

μας, πάνω από έξι χιλιάδες μεγάλες χελώνες, που τις είχανε οι ινδιάνοι για να τις φάνε, κλεισμένες σε κάτι λάκκους που εί-χανε ανοίξει, περιφραγμένους γύρω - γύρω με φράχτη από χο-ντρούς πασσάλους, για να μην ξεφύγουνε και στην πόρτα κάθε καλύβας υπήρχαν κάνα δυο λάκκοι από δαύτους γεμάτοι με χελώνες. Υπήρχαν μεγάλες ποσότητες καλαμποκιού μαζεμένες στις καλύβες και στον κάμπο πολυάριθμα χωράφια με γιούκα και άλλα φαγώσιμα. Κι επειδή δεν δώσανε πίστη στα λόγια του κυβερνήτη αρχίνησαν οι ινδιάνοι να μεταφέρουν τα φαγώσι-μα, τις χελώνες και το καλαμπόκι, από κείνο το μέρος του χω-ριού που είχαμε αφήσει για κείνους, και να τα πηγαίνουνε με τις πιρόγες να τα κρύψουνε. Μόλις το είδανε αυτό οι άντρες του στρατοπέδου, άρχισαν να πηγαίνουνε οι στρατιώτες στα σπί-τια των ινδιάνων και να μαζεύουνε όσα τρόφιμα βρίσκανε. Αυτό όμως ήταν ενάντια στη θέληση του κυβερνήτη και για το λόγο αυτό έπιασε αιχμάλωτους μερικούς Ισπανούς και κά-ποιους μιγάδες, κι έτσι σταμάτησαν να μαζεύουνε τρόφιμα, οι δε ινδιάνοι αποτέλειωσαν τη μεταφορά όλων όσων απόμεναν. Αν υπήρχε τάξη και κουμάντο υττήρχε φαΐ για πολλές μέρες, αλλά τέτοιοι αχρείοι που ήτανε, χωρίς να σκέφτονται ότι αρ-γότερα μπορεί να τους λείψει, σκορπίσανε πολύ γρήγορα τα τρόφιμα και τα ξοδέψανε, γιατί με το λίπος και τα αυγά που παίρνανε από τις χελώνες, και με το κρέας τους και το καλα-μπόκι που υττήρχε, τρώγανε καθημερινά λουκουμάδες και γλυ-κά και πολλά μαγειρευτά και ήταν πιότερο αυτό που πετάγανε παρά εκείνο που τρώγανε. Φτιάχνανε κρασί από το καλαμπό-κι και πίνανε και έτσι τα αποτέλειωσαν πολύ σύντομα όλα. Πολύ λυτιήθηκε ο κυβερνήτης μετά για το κακό κουμάντο που έγινε, γιατί ο πρώτος που του τέλειωσαν τα τρόφιμα ήταν αυ-τός, και μετά ήταν αναγκασμένος να ζητάει από όσους ακόμα είχανε.

Στο χωριό αυτό μείναμε τριάντα τρεις μέρες και γιορτάσα-με εδώ πέρα τα Χριστούγεννα. Από δω πέρα έστειλε ο κυβερ-νήτης τον Πέρο Αλόνσο να εξερευνήσει την περιοχή, ο οποίος κίνησε με μερικούς άντρες με πιρόγες από έναν βάλτο με μαύ-ρα νερά, όχι πολύ πλατύ, που μπαίνει στο ποτάμι κοντά σ' αυτό το χωριό στο δεξί χέρι, και μέσα ανακάλυψε έναν νερόλακκο τόσο μεγάλο και φοβερό που ττήρανε μεγάλη τρομάρα. Προχώ-

123

ρησαν τόσο βαθιά στον νερόλακκο αυτό που παραλίγο να χα-θούνε και να μην καταφέρουνε να ξαναβγούνε. Δεν βρήκανε μήτε πού τέλειωνε μήτε και ανακάλυψαν τίποτα. Συνέβη τότε σε τούτο το χωριό να έρθουνε ίσαμε διακόσιοι ινδιάνοι από την παραπάνω επαρχία, που είναι εχθροί και έχουνε πόλεμο μετα-ξύ τους, έτοιμοι για πόλεμο, με δεκαέξι πιρόγες για να τους ριχτούνε και να τους ληστέψουνε και να τους αιχμαλωτίσου-νε, καταπώς είναι συνήθειο αναμεταξύ τους. Κι ένα βράδυ, δίχως να τους καταλάβουμε, χίμηξαν πάνω σε τούτο το χωριό όπου βρισκόμασταν εμείς, που είναι και το πρώτο αυτής της επαρχίας του Ματσιφάρο, και μόλις μας αναγνώρισαν, δεν τόλμησαν να βγούνε στην στεριά από τον φόβο τους. Κι από το ποτάμι, ενώ σχεδόν είχε ξημερώσει, αρχίνησαν να παίζουν εγερ-τήρια με τις τρομπέτες τους και τα φλάουτά τους και τα άλλα πολεμικά τους όργανα, και σε διάταξη μάχης άρχισαν να φεύ-γουν ανεβαίνοντας τον ποταμό προς την χώρα τους, χωρίς να έχουν κάνει κανένα κακό. Προτού όμως φύγουνε, ο φύλαρχος τούτου του χωριού του Ματσιφάρο ήρθε με μεγάλη βιασύνη να ζητήσει βοήθεια από τον κυβερχ^τη εναντίον εκείνων των ιν-διάνων, λέγοντας ότι ήταν εχθροί τους και πολύ γενναίοι, και πως είχανε έρθει να τους σκοτώσουνε και να τους καταστρέ-ψουνε και του ζήτησε να του δώσει μερικούς Ισπανούς να τον βοηθήσουνε να τους αποκρούσει. Κι ο κυβερνήτης, για να τον ευχαριστήσει, έστειλε τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, τον υπασπι-στή με πενήντα άντρες, που οι πιο πολλοί τους κρατούσαν αρ-κεβούζια, για να τον βοηθήσουν, κι εκείνοι τους προκάμανε ενώ γύριζαν στον τόπο τους μέσα από τους βαλτότοπους και τους περικύκλωσαν. Βλέποντας οι ινδιάνοι ότι δεν μπορούσαν να ξεφύγουν, ετοιμάστηκαν να πολεμήσουν και αντικρίζοντας τους Ισπανούς λένε ότι γύρεψαν με νοήματα ειρήνη, μα εκεί-νοι δεν τους κατάλαβαν ή δεν θελήσανε να καταλάβουν και άρχισαν να ρίχνουν με τα αρκεβούζια ενώ οι Ινδιάνοι του Ματσιφάρο τους έριχναν ακόντια. Τόσο πολύ τρόμαξαν οι ιν-διάνοι από τα αρκεβούζια που παρατήσανε τις πιρόγες και το σκάσανε στα βουνά, κι έτσι δεν κατάφεραν να συλλάβουν παρά μόνο τέσσερις με πέντε από δαύτους αλλά τους άρπαξαν όλες τους τις πιρόγες. Πιστέψαμε ότι θα πεθαίνανε όλοι στα χέρια των ινδιάνων του Ματσιφάρο, γιατί ήτανε δίχως πιρόγες

124

και πολύ μακριά από τα σπίτια τους και σε έρημο και χέρσο τόπο.

Εδώ πέρα, οι περισσότεροι από τους άντρες πιστέψανε πως οι οδηγοί που είχαμε μαζί μας, που ήτανε κάποιοι ινδιάνοι Βραζιλιάνοι από κείνους που από τούτο δω το ποτάμι βγήκα-νε στο Πιρού, όπως έχουμε αναφέρει, μας είχανε γελάσει και όλες οι πληροφορίες που μας είχανε δώσει ήταν ψεύτικες γιατί είχαμε προχωρήσει στο ποτάμι ίσαμε εφτακόσιες λεύγες, δί-χως να δούμε τίποτα απ' όσα μας είχανε εξιστορήσει. Επι-πλέον, μαζί μας είχε έρθει κι ένας Ισπανός από κείνους που είχαν κατέβει τον ποταμό με τον διοικητή Ορελιάνα^^ ο οποίος δεν γνώριζε τον τόπο κι όλο λάθευε^ ,̂ κι έτσι οι άντρες άρχι-σαν να δείχνουν δυσπιστία για τις πληροφορίες, και να πι-στεύουν ότι τους κορόιδευε, και θέλανε να γυρίσουνε στο Πιρού, και λέγανε ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο να βρούνε. Μόλις το πήρε είδηση αυτό ο κυβερνήτης, λένε πως είπε ότι κανένας δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι κι ότι όσοι ήταν παλι-κάρια ακόμα θα γερνούσανε εξερευνώντας την χώρα εκείνη. Και σ' αυτό, είναι αλήθεια πως έδειξε πάντα μεγάλη ανδρεία και καρτερικότητα, μόνο που έπρεπε να γνωρίζει να φυλάγε-ται από τους εχθρούς του και να δείχνει εμπιστοσύνη στους φίλους του, που τον προειδοποίησαν ότι έπρεπε να βάλει να φρουρούν το άτομό του, όχι επειδή κάποιος απ' όσους του έδωσαν την συμβουλή αυτή ήξερε κάτι συγκεκριμένο για την ανταρσία, αλλά γιατί μάντευαν τι μπορούσε να συμβεί, γιατί μερικοί από τους άντρες ήτανε εντελώς ξεδιάντροποι. Οι πιο πολλοί από τους άντρες, που ήτανε άνθρωποι φαύλοι και κα-κοπροαίρετοι, εκείνο δε τον καιρό όντας χολωμένοι, δεν κα-λοβλέπανε τον κυβερνήτη, γιατί δεν τους άφηνε να κλέβουνε και να πιάνουνε και να αλυσοδένουνε τους ινδιάνους και να σκοτώνουνε όποιον βρίσκανε εμπρός τους. Και λέγανε ότι από τότε ήδη είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει με φόβο τη θέση του

25. Αναφέρεται στον Αλόνσο Εστέμπαν. 26. Δεν είναι παράξενο που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον τόπο με ευ-κολία, γιατί θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Ορελιάνα ταξίδευε από δυο μέρες σε κάθε όχθη του ποταμού και επιπλέον η περιοχή είναι πολύ μεγά-λη και ομοιόμορφη.

125

το ίδιο δε και η Δόνια Ινές, η φιλενάδα του. Μ' αυτό θέλανε να πούνε πως η γυναίκα αυτή, κατά κάποιο τρόπο, τον είχε κάνει να αλλάξει τρόπους, κι ότι του είχε κάνει μάγια, γιατί ενώ πριν ήτανε πολύ προσηνής και συζητούσε με όλους, είχε γίνει πια κάπως βαρύς και δύσθυμος και απέφευγε κάθε συ-ζήτηση κι έτρωγε μοναχός του, πράγμα που δεν το είχε κάνει ποτέ μέχρι τότε, δεν καλούσε δε κανέναν. Είχε γίνει φίλος της μοναξιάς και κοιμόταν πάντα μόνος του, και κρατιόταν όσο μπορούσε περισσότερο μακριά από τις συζητήσεις του στρα-τοπέδου, έχοντας δίπλα του μόνο την Δόνια Ινές, καταπώς φαίνεται για να μην τον ενοχλεί κανείς στους έρωτές του. Και απορροφημένος από αυτούς, έμοιαζε να έχει ξεχάσει τον πό-λεμο και τις εξερευνήσεις, πράγμα εντελώς αντίθετο, είναι αλήθεια, από τις μέχρι τότε συνήθειες και τα πεπραγμένα του. Υπήρχαν στο στρατόπεδό του κάποιοι στρατιώτες που θελή-σανε να κάνουν ανταρσία και να γυρίσουνε στο Πιρού και παρ' όλο που το επιχείρησαν και τους ανακάλυψαν, αντί για άλλη τιμωρία τους έβαλε λαμνοκόπους στην σχεδία της Δό-νια Ινές, όπως εκείνους που τους ρίχνουνε στις γαλέρες. Και παρ' όλο που αυτή η τιμωρία ήταν πολύ μικρή ανάλογα με τα όσα τους άξιζε να πάθουνε, το πήρανε για μεγάλη προσβολή. Και κάποιοι καλοθελητές, για να τους κάνουν να νιώσουν τα-πεινωμένοι, μουρμούριζαν λέγοντας ότι καλύτερα θα ήταν να τους κρέμαγε παρά να τους βάλει να λάμνουνε στις σχεδίες και τις πιρόγες. Από τότε αρχίσανε να συμβαίνουνε διάφορες αθλιότητες και παρατυπίες στο στρατόπεδό του, που το χει-ρότερο απ' όλα ήταν ο θάνατός του, που σε κείνο κει το χω-ριό που είπαμε αρχίσανε να τον μηχανεύονται διότι οι προ-δότες βρήκανε πρόσφορο έδαφος βλέποντάς τον χολωμένο και αμελή. Και σε όλα τούτα ήρθε να συνεπικουρήσει και η κα-κοβουλία μερικών από τους στρατιώτες του στρατοπέδου του, που ήταν ανέκαθεν προδότες και είχανε συμμετάσχει στο Πιρού σε πολλές ανταρσίες επιζήμιες για τις υπηρεσίες προς την Μεγαλειότητά Σας, μερικοί από τους οποίους είχανε έρ-θει στην εκστρατεία αυτή από ανάγκη, γιατί προσπαθούσανε να ξεφύγουνε και να κρυφτούνε για εγκλήματα και προδοσίες που είχανε κάνει, κι ήτανε η τελευταία τους επιλογή να συμ-μετέχουν σ' αυτήν, για να παραπλανήσουν τις αρχές που τους

126

αναζητούσαν, καθώς και άλλοι που είχανε έρθει στην εκστρα-τεία αυτή γιατί επιθυμούσανε την ανταρσία, επειδή δημόσια είχε ειπωθεί στο Πιρού ότι ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα δεν μάζευε κόσμο για να κάνει εκστρατεία αλλά για να ξε-σηκωθεί ενάντια στο Πιρού σε συμφωνία που είχε κάμει με τον Αντιβασιλέα, πράγμα που ήταν συκοφαντικό ψεύδος, όπως είδαμε κι έχουμε πει. Κι αυτά τα υποκείμενα, για να απαλλαχτούν από τα βάρη και τις ταλαιπωρίες της εκστρα-τείας, και επειδή επιθυμούσαν να γυρίσουνε στο Πιρού, προ-σπαθούσανε να ανακαλύψουνε και να μηχανευτούν πώς θα μπορούσαν να το κάνουν. Κι επειδή όλοι τούτοι που αναφέ-ρω ήταν άνθρωποι χαμηλής υποστάθμης και δεν είχανε στον ήλιο μοίρα, οι πιότεροι δε απ' αυτούς ήτανε και χαμηλόβαθ-μοι, δεν υπήρχε ανάμεσά τους κανένας που να έχει ικανότη-τες να γίνει διοικητής και επικεφαλής στον οποίο να έδειχναν πρόθυμα υπακοή οι άντρες, τα συμφωνήσανε με τον Δον Φερ-νάντο ντε Γκουθμάν, που ήτανε λοχαγός του στρατοπέδου και εκτός από ευγενής εθεωρείτο ικανός και αγαπητός από τους άντρες, επειδή ήτανε κι αυτός φαύλος και είχε τις ίδιες από-ψεις. Και του πρόβαλαν σαν αφορμή την αιχμαλωσία κάποιου μιγάδα υπηρέτη του, που ο κυβερνήτης είχε διατάξει να συλ-λάβουν, όπως ανάφερα παραπάνω, πράγμα που ήταν αλήθεια αλλά που δεν είχε και τόση σημασία, παρ' όλο που εκείνοι του έδωσαν μεγάλη σημασία, λέγοντας πως ήτανε μεγάλη η προ-σβολή που του είχε κάνει ο κυβερνήτης, μια που ήτανε από ευγενική γενιά και λοχαγός της στρατιάς, και πως όποιος δεν προσβαλλόταν από τέτοια πράγματα δεν ήταν άντρας. Εκεί-νο όμως που τον παρακίνησε πιότερο ήταν η φιλοδοξία και η δίψα να κυβερνήσει, γιατί του υποσχέθηκαν πως θα γινόταν γενικός διοικητής και επικεφαλής όλων. Πρώτα όμως προσπα-θήσανε να μαζέψουνε καμιά πενηνταριά ή εξηνταριά ομοϊδεά-τες τους και ένα βράδυ, με όσα περισσότερα όπλα μπορέσανε να βρούνε, να πάρουνε τα πλοία και να βγούνε στη θάλασσα κι από κει στο Πιρού. Όμως ο Αγκίρε και κάποιος Λορένθο Θαλντουέντο είχανε την γνώμη ότι ήταν καλύτερα να σκοτώ-σουνε τον κυβερνήτη και να ξεσηκωθούν μια και καλή, κι έτσι τα συμφωνήσανε και βγάλανε απόφαση. Έχοντας δε τον Δον Φερνάντο γενικό διοικητή και επικεφαλής θα μπορούσαν να

127

εξερευνήσουν την χώρα και να την εποικίσουν κι έτσι θα υπηρετούσαν καλύτερα τον βασιλιά και δεν θα πήγαιναν ενά-ντια στην βασιλική θέληση, γιατί ο κυβερνήτης είχε παραμε-λήσει πολύ την υπόθεση της εξερεύνησης ίσαμε τα τότε. Κι όλα αυτά τα έπραξαν για να μην τους παγιδεύσει ο Δον Φερνάντο, άντρας που ήταν υποχρεωμένος απέναντι στον κυβερνήτη και δώσει αναφορά στον κυβερνήτη για τα τεκταινόμενα, και περί αυτών τον διαβεβαίωσαν για να τον βολιδοσκοπήσουν. Στό-χος τους όμως δεν ήταν να εποικίσουν τον τόπο εκείνο παρά να δραπετεύσουν και να σκοτώσουν τον κυβερνήτη, γιατί η αλήθεια είναι ότι ήταν η μεγαλύτερη προδοσία που έχει γίνει στον κόσμο, εκείνη που του έκανε του κυβερνήτη ο Δον Φερ-νάντο, γιατί ήτανε μεγάλη και παλιά η φιλία που τον έδενε μαζί του, τόσο μεγάλη που δεν έτρωγε ο ένας δίχως τον άλ-λον, και πολλές ήτανε οι φορές που κοιμόνταν παρέα, παρ' όλο που είχε ο καθένας το κρεβάτι του, κι ήτανε απίστευτη η με-γάλη αδελφοσύνη και φιλία που έδειχνε ο Πέδρο ντε Ορσούα προς τον Δον Φερνάντο, και με πράξεις μα και με λόγια, που δεν γίνεται να πιστέψεις πως τέτοια προδοσία την έκανε κά-ποιος άνθρωπος σε άλλον, όντας φίλοι όπως αυτοί οι δύο.

128

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΠΕΔΡΟ ΝΤΕ ΟΡΣΟΥΑ

Τ 1 ώρα θα εξιστορήσουμε πώς άρχισε να πλέκεται η πλεκτά-νη για τον θάνατο του κυβερνήτη, η οποία έχει ως εξής. Έφυγε ο κυβερνήτης από τούτο το χωριό του Ματσιφά-

ρο, δίχως να γνωρίζει τίποτα απ' όσα αναφέραμε, την επομένη της μέρας των Χριστουγέννων, και ττήγε την ημέρα εκείνη σε ένα άλλο χωριό της επαρχίας τούτης, όπου πήρε την απόφα-ση να στείλει κάποιον Σάντσο Πιθάρο με μερικούς άντρες να εξερευνήσει έναν δρόμο που βρήκαμε εκεί, που έμοιαζε να πη-γαίνει στην ενδοχώρα και κείνος έμεινε εκεί πέρα να περιμέ-νει τον εν λόγω Σάντσο Πιθάρο. Τούτο το χωριό είχε εγκατα-λειφθεί από τους κατοίκους του και τα υπάρχοντά τους γιατί μας φοβηθήκανε, κι όσο καιρό μείναμε εκεί, τελειοποίησαν οι συνωμότες το κακόβουλό τους σχέδιο και το πραγματοποίη-σαν τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, ημέρα της Περιτομής του Κυρίου, και πρώτη του χρόνου του χίλια πεντακόσια εξήντα ένα, στις δύο με τρεις η ώρα τα ξημερώματα. Ενώθηκαν με τον Δον Φερνάντο ίσαμε δώδεκα από δαύτους τους προδότες, αφού είχανε πρώτα ειδοποιήσει κι άλλους φίλους τους και οπαδούς τους μόλις ακούσουνε να τους καλούν να τρέξουνε οπλισμένοι, και πήγανε στο κατάλυμα του κυβερνήτη, όπου τον βρήκανε να συνομιλεί με τον φίλο του, που λεγότανε Πε-δράριας ντε Αλμέστο^^ ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους ο ένας δίπλα στον άλλον, γιατί μεγάλη εμπιστοσύνη του είχε και από πάντα ήταν έμπιστος και επιστήθιος φίλος του. Μόλις μπήκα-

27. Εδώ το κείμενο διαφέρει από εκείνο του Φρανθίσκο Βάθκεθ, διότι ο τελευταίος παραλείπει κάθε αναφορά στον Πεδράριας ντε Αλμέστο.

9. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο 1 2 9

νε οι προδότες και είδε ο κυβερνήτης ότι ερχόταν κόσμος, γύρισε προς το μέρος τους, γιατί ήτανε ξαπλωμένος σε μια αιώρα, και τους είπε: «Τι είναι τούτα κύριοι; Τι γυρεύετε τέ-τοια ώρα εδώ πέρα;» Και αποκρινόμενος ένας που λεγότανε Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα, είπε: «Τώρα θα δείτε», και τον χτύπησε μ' ένα σπαθί που κρατούσε και με τα δυο χέρια κατάστηθα, έτσι που τον πέρασε πέρα για πέρα. Ακολούθησε ο Δον Φερνάντο και οι υπόλοιποι που ήτανε μαζί του. Και μόλις είδε ο Πεδράριας που ήτανε μαζί του πως τον σκοτώνα-νε, αρχίνησε να ξεφωνίζει: «Τι προδοσία είναι τούτη κύριοι!» κι έπιασε το σπαθί του για να υπερασπιστεί τον κυβερνήτη, και πάλεψε για λίγο, μέχρι που τον απείλησαν να παραδώσει τα όπλα για να μην τον σκοτώσουνε. Βλέποντας ο Πεδράριας ότι ήτανε ανώφελο να αντισταθεί, τους παρέδωσε τα όπλα. Του κυβερνήτη του κατάφεραν πλήθος μαχαιριές και σπαθιές μέχρι που τον σκοτώσανε. Τον εν λόγω Πεδράριας ντε Αλμέ-στο τον πήρανε όμηρο μαζί τους, μα τους ξέφυγε φοβούμενος μην τον σκοτώσουνε κι εκείνον επειδή ήτανε φίλος του Πέδρο ντε Ορσούα. Κι έτσι άρχισαν να φωνάζουν δυνατά και να λένε: «Ζήτω ο Βασιλιάς, δικός μας είναι ο τύραννος», κι όλα τούτα κράτησαν αρκετή ώρα, έτσι ώστε να μαζωχτούν όλοι οι άντρες από το στρατόπεδο με τα ξεφωνητά «ζήτω ο Βασι-λιάς», για να μάθουνε όλοι μαζί και να αντιληφθούν την με-γάλη τους προδοσία, που ίσαμε τότε την κάλυπταν με τα ξε-φωνητά για τον Βασιλιά. Κι οι άντρες σιμώσανε όλοι μαζί, ή σχεδόν όλοι. Ύστερα κάποιοι απ' τους αντάρτες πήγανε να σκοτώσουνε τον Δον Φερνάντο ντε Βάργκας, τον υπασπιστή του κυβερνήτη, τον οποίο συναντήσανε καθ' οδόν, καθώς έβγαινε από την καλύβα του για να δει τι ήτανε εκείνος ο σαματάς, φορώντας την πανοπλία του και με το ακόντιό του στα χέρια. Και μόλις τους σίμωσε, αρχίνησαν να του φωνά-ζουν βωμολοχίες, του άρπαξαν το ακόντιο και τον πρόσταξαν να βγάλει την αρματωσιά του, και την ώρα που του την έβγα-ζε κάποιος Χουάν ντε Βάργκας, από τα Κανάρια Νησιά, που ήτανε σύντροφος των τυράννων, ενώ του είχε βγάλει το ένα μανίκι της πανοπλίας και του έβγαζε και το άλλο, πήγε από πίσω κάποιος Μαρτίν Πέρεθ, σύντροφος τούτων στην προδο-σία, και έριξε μια τόσο δυνατή σπαθιά στον Δον Χουάν ντε

130

Βάργκας που το σπαθί βγήκε από την άλλη μεριά και πλήγω-σε βαριά τον άλλον Χουάν ντε Βάργκας, εκείνον απ' τα Κα-νάρια, που ήταν δίπλα του και τον ξαρμάτωνε, έτσι που με ένα χτύπημα παρά λίγο να σκοτώσει και τους δυο. Ύστερα συνέ-χισαν να ξεφωνίζουν λευτεριά, λευτεριά. Κι όπως ερχόταν κόσμος για να δει τι συνέβαινε, οι προδότες τους έβαζαν στη σειρά με απειλές μεγάλες, κι έπειτα τους πληροφόρησαν για τον θάνατο του κυβερνήτη και του υπασπισι^ του δίχως να μάθει κανείς μήτε ποιος μήτε πόσοι ήτανε εκείνοι που σκοτώ-σανε τον κυβερνήτη, αλλά κάθε ένας συλλογιζόταν χωριστά και πίστευε ότι το μεγαλύτερο μέρος των αντρών είχε πάρει μέρος στον σκοτωμό εκείνο. Κι όταν κατάλαβαν τι είχε γίνει, οι προδότες είχαν πλέον πολλούς φίλους και προσκείμενους στο πλευρό τους, που ήταν κι αυτοί πρόθυμοι για ανταρσίες και εξεγέρσεις και θέλανε κι εκείνοι να γυρίσουν στο Πιρού. Μερικοί από τους προδότες αυτούς πήγανε ύστερα στις πλα-τείες, τα σπίτια και τα καταλύματα στην ύπαιθρο και ανά-γκαζαν να έρθουνε με τη βία όλους τους άντρες του αποσπά-σματος. Έτσι μάζεψαν όλους τους άντρες και τους ξαρμάτω-σαν και θέλησαν να σκοτώσουν μερικούς φίλους και συγγε-νείς και έμπιστους του κυβερνήτη. Τότε, με λόγια που τον δια-βεβαίωναν για την ασφάλειά του, ανάγκασαν και τον Πεδρά-ριας ντε Αλμέστο να βγει και τον φέρανε μπροστά στον Δον Φερνάντο ο οποίος δεν έδωσε την συγκατάθεσή του για να τον σκοτώσουν, παρά πρόσταξε να του δείξουν σεβασμό, γιατί καλά έπραξε που θέλησε να βοηθήσει τον κυβερνήτη μια που ήταν φίλος του, και ότι το ίδιο θα θέλανε κι εκείνοι να κάνουνε οι δικοί τους φίλοι γι αυτούς σε μια τέτοια περίπτωση. Πρό-σταξε όμως να κυκλοφορεί ξαρμάτωτος ίσαμε να 'ρθει και-ρός να του ξαναδώσουνε τα όπλα. Αργότερα, την ίδια εκείνη νύχτα ανακήρυξαν γενικό διοικητή τον Δον Φερνάντο και στρατοπεδάρχη τον Λόπε ντε Αγκίρε. Έδωσαν δε προσταγή να μην μιλάει κανένας από τους στρατιώτες ψιθυριστά αλλά όλοι να μιλάνε δυνατά, και θελήσανε και να σκοτώσουνε κάποιους που μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ύστερα βγάλανε κρασί που είχε μαζί του ο κυβερνήτης για τις λειτουργίες και για μια ώρα ανάγκης, κι αναμεταξύ τους και με τους άντρες του στρατο-πέδου που ήτανε στην ομάδα το ήπιανε κείνη τη νύχτα. Κά-

131

ποιοι νέγροι, που ανήκαν στον κυβερνήτη, ανοίξανε μετά από διαταγή της Δόνια Ινές ένα μεγάλο λάκκο και θάψανε δίπλα-δίπλα τον κυβερνήτη και τον υπασπιστή του τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, ενώ οι προδότες μείνανε μέχρι το χάραμα συ-ντεταγμένοι.

Πριν από τον θάνατο του κυβερνήτη, συνέβησαν ορισμένα πράγματα άξια να τα αναφέρουμε. Πέντε μέρες προτού τον σκο-τώσουνε, κάποιος Κομενταδόρ^® του Αγίου Ιωάννη, ονόματι Χουάν Νούνιεθ ντε Γκεβάρα, πολύ φίλος του κυβερνήτη, άν-θρωπος ηλικιωμένος, τίμιος και έμπιστος, που ήταν απλός στρα-τιώτης στο στρατόπεδο, ενώ περπατούσε ένα βράδυ στην πόρ-τα της καλύβας όπου έμενε, εξαιτίας της μεγάλης ζέστης που έκανε (η καλύβα αυτή ήταν η κοντινότερη απ' όλες τις άλλες στο κατάλυμα του κυβερνήτη σε κείνο το χωριό με τις χελώ-νες), είδε να περνάει πίσω από την καλύβα του κυβερνήτη ένας όγκος που έμοιαζε με άνθρωπο, που είπε με χαμηλόφωνη φωνή: «Πέδρο ντε Ορσούα, κυβερνήτη του Ελδοράδο και της Ομά-γουα, ας σε συγχωρέσει ο Θεός!» Τότε ο Κομενταδόρ εκείνος πλησίασε με βιάση να δει ποιος είχε ξεστομίσει κείνα τα λόγια και είπε ότι ο όγκος εκείνος μπροστά στα μάτια του εξαφανί-στηκε σα να διαλύθηκε και δεν αντίκρισε κανέναν. Κι ύστερα, την άλλη μέρα, το εξιστόρησε σε κάποιους φίλους του κι αφού συλλογιστήκανε πολύ βγάλανε το συμπέρασμα πως, επειδή ο κυβερλ^της εκείνο τον καιρό ήτανε άρρωστος, μπορεί και να πέθαινε από κείνη την αρρώστια, κι έτσι δεν τολμήσανε να του το πούνε, για να μην φανταστεί τίποτα κακό από το περιστατι-κό εκείνο. Παίρνω το θάρρος να το γράψω αυτό, γιατί ο Κομε-νταδόρ εκείνος ήταν τίμιος και καλός άνθρωπος και πιστεύω πως έλεγε την αλήθεια.

Το άλλο συμβάν ήτανε ότι ένας νέγρος ονόματι Χουάν, που ήταν ο αρχισκλάβος του Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα, ενός από κείνους που πήγανε να σκοτώσουνε τον κυβερνήτη, και μάλιστα ο πρωτεργάτης, όπως έχω εξιστορήσει παραπάνω, αυ-τός λοιπόν ο νέγρος αντιλήφθηκε την ημέρα που τον σκοτώσα-νε τα σχέδια που κάνανε ο αφέντης του και οι υπόλοιποι για να τον σκοτώσουνε, και κείνο το απόγευμα, σχεδόν όταν είχε νυ-

28. Ανώτερος αξιωματούχος στρατιωτικού μοναχικού τάγματος.

132

χτώσει, λίγο πριν φτάσουνε για να κάνουν πράξη την προδο-σία τους, πήγε να προειδοποιήσει τον κυβερνήτη για αυτό, ο Πέδρο ντε Ορσούα όμως ήτανε με την Δόνια Ινές και δεν μπό-ρεσε να του μιλήσει. Και για να μην καταλάβει ο αφέντης του τι σκοπούς είχε, επέστρεψε ύστερα από λίγο αφού είχε προει-δοποιήσει έναν άλλον νέγρο που ανήκε στον κυβερνήτη, ονό-ματι Ερνάντο, για να του το πει, ο οποίος δεν το φρόντισε ή το ξέχασε και δεν του το είπε ή δεν θέλησε να του το πει. Μετά από λίγες μέρες, αφότου είχε πεθάνει ο κυβερνήτης, το μάθανε οι τύραννοι, κι ήταν οι ίδιοι οι νέγροι που τους το μαρτυρήσανε, και θελήσανε να σκοτώσουνε τον νέγρο εκείνο, τον Χουάν τον αρχισκλάβο. Επειδή όμως δούλευε στην κατασκευή των μπρι-γαντινιών που φτιάχνανε δεν τον σκοτώσανε, και του έδωσαν πάνω από πεντακόσιες βουρδουλιές, δεμένο σε έναν στύλο σε μια πλατεία, μπροστά σε όλους τους στρατιώτες, αποκαλύπτο-ντας σε όλους την αιτία που τον μαστίγωναν.

Πολύ πριν από αυτό συνέβη κι ένα άλλο πράγμα, το οποίο το βεβαιώνω εγώ ο ίδιος που ήμουνα παρών και το είδα με τα μάτια μου. Πριν λοιπόν αρχίσει να καταπλέει τον ποταμό ο κυ-βερνήτης, ενώ βρισκόταν στους Μοτιλόνες, ένας σπουδαίος άρ-χοντας του Πιρού, ονόματι Πέδρο ντε Ανιάσκο, που είχε διατε-λέσει πολλές φορές διοικητής του Βασιλιά κι είχε μεγάλη πεί-ρα, ξέροντας τις προθέσεις που 'χανε μερικοί από τους στρα-τιώτες της στρατιάς του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, ο οποίος ήτανε πολύ καλός του φίλος, του έγραψε μια επιστολή, την οποίο την είδα με τα μάτια μου, λέγοντάς του ότι για δέκα άντρες λιγότερους δεν επρόκειτο να πάει στράφι η εκστρατεία του και τον εκλιπαρούσε να μην πάρει μαζί του κάποιους στρα-τιώτες που είχε μαζέψει εκεί παρά να τους διώξει, γιατί του φαί-νονταν άνθρωποι φασαριόζοι και ταραχοποιοί και δεν θα ήταν φρόνιμο να τους πάρει μαζί του. Και τον ίδιο καιρό φτάσανε και άλλες επιστολές από τον Αντιβασιλέα, τον μαρκήσιο ντε Κανιέτε, με έξι διατάγματα υπογραμμένα από τον ίδιο και επι-κυρωμένα από τον γραμματέα του, και η θέση των ονομάτων ήταν κενή για να συμπληρώσει τα ονόματα εκείνων που ήθελε να πετάξει έξω ο ίδιος ο κυβερνήτης. Λέγανε τα διατάγματα ότι μόλις τα διαβάζανε έπρεπε να φύγουν και να πάνε να παρου-σιαστούν στον Αντιβασιλέα, δεδομένου ότι επρόκειτο για ζη-

133

τήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν από κοινού, σε σχέση με τις υπηρεσίες προς τη Μεγαλειότητά Σας, κι αυτό για να μην υποψιαστούν όσοι θα υποδείκνυε ο κυβερνήτης ότι τους αντι-μετώπιζαν ως κακόβουλους ανθρώπους και να μην εξεγερθούν. Ο κυβερνήτης όμως, επειδή ήταν άνθρωπος που δεν είχε πείρα στις δολοπλοκίες και τις ατιμίες των ανθρώπων του Πιρού, μήτε και γνώριζε τους κακούς σκοπούς που εκείνοι που τον σκοτώ-σανε πάντοτε είχανε, παρ' όλο που τον είχανε πια πληροφορή-σει για τις δόλιες προθέσεις τους, ο καλός κυβερνήτης δεν θέ-λησε να τους κάνει κακό, παρά τους έδειξε τα διατάγματα που του είχανε στείλει και το κενό στη θέση των ονομάτων σ' αυτά, και τα 'κανε όλα αυτά για να τους αποδείξει ότι ήθελε το καλό τους και για να τον θεωρούν όλοι φίλο τους. Κι επειδή ήμουν παρών και τα είδα με τα μάτια μου κι ήμουνα εγώ ο ίδιος εκεί-νος που τα έδειξε σε όλους και τους πληροφόρησε για τη χάρη που τους έκανε ο κυβερνήτης, μπορώ να τα αναφέρω αυτά, παρ' όλο που πάντα είχα αντίθετη άποψη στο να παραμείνουνε και πίστευα ότι έπρεπε να τους αναγκάσει να γυρίσουνε στο Πι-ρού, γιατί έλεγα εγώ ότι όποιος έκανε μια προδοσία μπορούσε να κάνει τρακόσιες. Ο κυβερνπ^της όμως αποκρινόταν ότι θα συνέβαινε το αντίθετο, και ότι, για να διορθώσουν το παρελ-θόν τους, θα πολεμούσανε σωστά και θα προσπαθούσανε να κερδίσουνε φήμη. Στο τέλος, και μετά από παρακλήσεις των φίλων του, έδιωξε τον Δον Μαρτίν ντε Γκουθμάν, όχι επειδή ο ευγενής αυτός είχε κάνει τίποτα ενάντια στις θελήσεις της Με-γαλειότητάς Σας, αλλά επειδή πίστευε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν άξιος να έχει πιστούς φίλους και ότι εκείνοι θα μπορού-σαν να τον κάνουνε συνένοχο στις δολοπλοκίες τους και να τον βγάλουνε από τον σωστό δρόμο, όπως έχω αποδείξει ότι έγινε με τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, που εκεί κατέληξε. Και ο καλός μας ο κυβερνήτης πέθανε επειδή με τη μεγάλη του κα-λοσύνη τους έδειξε εμπιστοσύνη κι επειδή δεν πίστευε τους φίλους του, κι αποκρινόταν ότι εκείνος δεν είχε βλάψει ούτε είχε προσβάλει κανέναν στρατιώτη όπως έκαναν άλλοι διοικη-τές. Κι ότι αν ήταν δυσαρεστημένοι και μίλαγαν άσχημα για αυτόν, δεν ήταν επειδή τους έδινε αφορμές παρά επειδή ήταν κουρασμένοι και καταπονημένοι από την εκστρατεία. Κι έτσι απαντούσε σε όσους του μιλούσαν για αυτό το θέμα και του

134

λέγανε να φυλάγεται, γιατί εκείνοι οι άντρες ήταν αναίσχυντοι. Γιατί πράγματι ένας πολύ πιστός του φίλος, που απέδειξε πά-ντοτε με πράξεις ότι του ήταν πιστός, που λεγόταν Πεδράριας, του είχε πει πολλές φορές να προσέχει, γιατί αν δεν έκοβε κάνα δυο κεφάλια δεν θα υπήρχε ασφάλεια στο στρατόπεδό του και θα κινδύνευαν η ζωή η δική του και των φίλων του. Τον προει-δοποποίησε ακόμα ότι κάθε μέρα πληθαίνανε οι αναίσχυντοι στην στρατιά του. Κι ο κυβερνήτης, αφού συμβουλεύτηκε έναν κληρικό που τον εμπιστευότανε και άλλους δυο γέρους, του απάντησε ότι θα το εξέταζε και θα έδινε όποια διαταγή του φαινότανε καλύτερη. Και με την απάντηση αυτή πήγανε όλοι στα καταλύματά τους, κι εκείνος ποτέ δεν ττήρε μέτρα για όλα τούτα κι έτσι οι προδότες αυτοί πραγματοποίησαν την κατα-ραμένη τους επιθυμία, γιατί αν ο καλός ο κυβερνήτης έκανε κάποιο απ' όλα τα πράγματα που αναφέραμε, τολμώ να βεβαιώ-σω ότι σήμερα δεν θα ήτανε νεκρός ή τουλάχιστον δεν θα πέ-θαινε καταπώς πέθανε. Και η χώρα, αν υπάρχει τέτοιος τόπος^^ θα είχε ανακαλυφθεί και οι φίλοι και υττηρέτες της Μεγαλειό-τητάς Σας που πηγαίναμε εκεί δεν θα είχαμε περάσει τόσα βάσανα και κινδύνους για τη ζωή μας, και δεν θα μας είχανε βρει όλα εκείνα τα κακά. Αλλά ο καλός μας ο κυβερνήτης, με αγαθή πρόθεση και μεγάλο ενθουσιασμό, ποτέ του δεν σκέ(ρτη-κε ότι μπορούσε να συμβεί κάποιο κακό απ' αυτά που αναφέ-ραμε, γιατί αν του είχε περάσει απ' το μυαλό θα είχε προσπα-θήσει να το σταματήσει, σαν καλός χριστιανός και υττηρέτης της Μεγαλειότητάς Σας, όπως ήτανε πάντοτε.

Στην αρχή της εξιστόρησης τούτης είπαμε ότι ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα ήταν ευγενής από το βασίλειο της Ναβάρας. Τώρα θα αναφέρουμε λίγα πράγματα για το άτομό του, τον χα-ρακτήρα του και τις συνήθειές του. Ήταν λοιπόν ο Πέδρο ντε Ορσούα ένα παλικάρι ίσαμε τριάντα πέντε χρόνων, μεσαίου παραστήματος και κάπως ντελικάτος στην κατασκευή, με κα-λές αναλογίες για το ύψος του. Είχε ωραίο και ευχάριστο πρό-σωπο και τα σκούρα καστανά του γένια ήταν περιποιημένα και πυκνά. Ήταν άντρας ευγενικός με καλούς τρόπους και γλυκο-

29. Το Ελδοράδο θέλει να ττει προφανώς.

135

μίλητος, κι έδειχνε πολύ καταδεκτικός και συντροφικός με τους στρατιώτες του. Περηφανευόταν για το κομψό του περπάτημα κι έτσι ήτανε σε όλα του. Φαινόταν να έχει ιδιαίτερη ικανότη-τα στο λόγο, γιατί με όσους συναναστρεφότανε έμοιαζε να τους πείθει καταπώς το 'θελε. Φερόταν καλά στους στρατιώτες και με υπερβολικά καλούς τρόπους. Ήταν περισσότερο φιλεύσπλα-χνος απ' ότι αυστηρός. Ισχυριζόταν ότι ήταν καθ' υπερβολήν επαΐων στα περί την ιππική, εφόσον το απέδειξε πάντοτε ότι ίππευε με χάρη, γιατί πολλοί που καταλάβαιναν από ιππασία του αναγνώριζαν αυτό το προσόν. Πάνω απ' όλα υπηρέτησε καλά τη Μεγαλειότητά Σας, καλά και πιστά, δίχως ποτέ να πράξει ενάντια, μήτε καν να το σκεφτεί, σύμφωνα με όσα ξέ-ρουμε γι' αυτόν. Όσο συμπεριφερόταν μ' αυτόν τον τρόπο, όλοι τον βλέπανε πάντοτε με καλό μάτι και τον αγαπούσανε. Επει-δή όμως, όπως λένε, όλοι οι θνητοί κάνουνε σφάλματα, ανάμε-σα σε τούτες τις αρετές είχε και κάποια ελαττώματα και κα-κές συνήθειες, παρ' όλο που πιστεύεται ότι η αιτία γι' αυτά ήταν η Δόνια Ινές, η φιλενάδα του. Πολλοί όμως από μας που γνω-ρίζαμε καλά τον χαρακτήρα του, δεν μπορούσαμε παρά να πιστέψουμε ότι η αρρώστια του ήταν η αιτία που είχε αλλάξει, επειδή όμως ήταν πολλοί οι άντρες που είχαν πάει μαζί του και καθένας είχε διαφορετική κρίση και χαρακτήρα, μερικοί λέγα-νε πως το φταίξιμο ήταν της Δόνια Ινές. Όπως και να 'χει το πράγμα, φαινόταν κάπως άπληστος, παρ' όλο που όταν χρεια-ζόταν ήταν γενναιόδωρος, ιδίως στις υποσχέσεις. Αν είχε ανά-γκη κάποιον, προέβαινε σε γενναιόδωρες προσφορές και υπο-σχέσεις, κι αφού πια τον έφερνε με τα νερά του έτσι που δεν μπορούσε να κάνει πίσω και κατάφερνε αυτό που ήθελε, δεν τηρούσε όλα όσα είχε υποσχεθεί, αλλά αυτό το ελάττωμα εί-ναι κοινό στους περισσότερους διοικητές σε όλα σχεδόν τα μέρη των Ινδιών. Κι αν έβλεπε κάποιο πράγμα ή κάποιο καλό λάφυ-ρο που είχε κάποιος απ' τους στρατιώτες του, το λιμπιζότανε και προσπαθούσε να κάνει ανταλλαγές και να το αποκτήσει. Ήταν κατά κάποιο τρόπο αχάριστος με τους φίλους του και με όσους τον είχανε υπηρετήσει και του είχανε κάνει χάρες. Δεν ήτανε σπλαχνικός με τους αρρώστους και όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και πολύ σπάνια τους επισκεπτόταν. Ο θυμός του και η μνησικακία του κρατούσε για πολύ καιρό κι είχε γίνει απρό-

136

σεκτος και αμελής στην καλή διακυβέρνηση και την εφαρμο-γή πειθαρχίας στη στρατιά του και την αρμάδα του, και τόσο απότομος και αγενής στο φέρσιμό του που όσοι τον γνωρίζαμε από πριν λέγαμε μεταξύ μας ότι δεν ήταν δυνατόν αυτός να είναι ο Πέδρο ντε Ορσούα ή ότι δεν είχε σώας τας φρένας. Με λίγα λόγια, ήταν πολύ ερωτευμένος και επιρρεπής στο ωραίο φύλο, αν και είχε την τιμιότητα να μην επωφελείται από τις περιστάσεις μήτε και να κομπάζει όπως πολλοί για πράγματα που συμβαίνουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Έζησε μόνο τρεις μή-νες και τρεις μέρες από τότε που επιβιβάστηκε στα πλοία στον ταρσανά ίσαμε που τον σκοτώσανε. Ξεκίνησε στις είκοσι έξι του Σεπτέμβρη του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα. Όσοι μαζεύτηκαν κείνο κει το βράδυ για να σκοτώσουνε τον Πέδρο ντε Ορσούα, τον κυβερνήτη και τον υπασπιστή του τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, απ' όσο είδα με τα ίδια μου τα μάτια, για-τί ήμουνα στο πλάι του κυβερνήτη, και που είναι σίγουρα αλή-θεια, γιατί εκτός από αυτό, οι ίδιοι περηφανεύονταν μετά για την πράξη τους αυτή, είναι οι παρακάτω:

Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπα-ντέρα, Λορένθο ντε Θαλντουέντο, Αλόνσο ντε Μοντόγια, Μιγέλ Σεράνο ντε Κάθερες, Πέδρο ντε Μιράντα, μιγάδας, Πέδρο Ερ-νάντεθ, Μαρτίν Πέρεθ, Διέγο ντε Τόρες, Κριστόμπαλ Φερνάν-δεθ, Αλόνσο ντε Βιλιένα, Χουάν ντε Βάργκας, από τα Κανάρια Νησιά και ο απάνθρωπος τύραννος Αόπε ντε Αγκίρε που ήταν ο επικεφαλής τους και ο κατ' εξοχήν δολοπλόκος.

Αφού πέρασε εκείνη η νύχτα, την άλλη μέρα το πρωί, συνά-χτηκαν σε σύσκεψη όλοι οι φονιάδες του κυβερνήτη μαζί με πολλούς άλλους που τους είχανε πάρει με το μέρος τους και τους είχανε κάμει φίλους και προσκείμενούς τους, και όρισαν διοι-κητές και βαθμοφόρους παραπάνω απ' όσους ήσανε οι στρατιώ-τες. Ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν είχε ήδη ανακηρυχθεί γενι-κός διοικητής και ο Αόπε ντε Αγκίρε γίνηκε στρατοπεδάρχης. Ο Χουάν ντε λα Μπαντέρα γίνηκε διοικητής της φρουράς, ο Λο-ρένθο ντε Θαλντουέντο, ο Κριστόμπαλ Φερνάντεθ και ο Μιγέλ Σεράνο, διοικητές του πεζικού, ο Αλόνσο ντε Μοντόγια, διοι-κητής του ιππικού και ο Αλόνσο ντε Βιλιένα, λοχαγός, ο Πέ-δρο ντε Μιράντα, ο μιγάδας, δικαστικός αρχικλητήρας και ο Πέδρο Ερνάντεθ, αρχιταμίας. Όλοι τούτοι ήταν όσοι εκείνη τη

137

νύχτα σκοτώσανε τον καλό τους τον κυβερνήτη. Κι από δαύ-τους αφήσανε δίχως αξιώματα, προς το παρόν, τον Μαρτίν Πέρεθ και τον Χουάν ντε Βάργκας, από τα Κανάρια. Εκτός από αυτούς, ήσανε κι άλλοι που μολονότι δεν παρευρέθησαν στον θάνατο του κυβερνήτη, πήγανε με το μέρος των φονιάδων και ττήρανε αξιώματα και βαθμούς στο στρατόπεδο, κι αυτοί ήσα-νε ο Σεμπαστιάν Γκόμεθ, ένας Πορτογάλος πλοηγός, που τον κάνανε ναυτικό διοικητή, ενώ ο Κομενταδόρ Χουάν ντε Γκεβά-ρα και ο Πέδρο Αλόνσο Γαλέας, γίνανε διοικητές πεζικού. Ο Αλόνσο Ενρίκεθ Ορεγιάνα, διοικητής πολεμοφοδίων, ο Μιγέλ Μπονέδο ναυτικός υποδιοικητής. Κάποιον Διέγο Βαλκάθαρ τον κάνανε αρχιστρατοδίκη, και όταν του έδιναν το αξίωμα, είπε ότι το αποδεχότανε στο όνομα του Βασιλέα Δον Φελίπε, του αφέντη μας. Αυτό που είπε κακοφάνηκε στους τυράννους, κι ο ίδιος έδειξε να έχει μετανιώσει που το είπε, από φόβο ότι θα τον κάνανε κομμάτια, όμως οι τύραννοι προς το παρόν κρύψανε τις προθέσεις τους, γιατί ακόμα δεν είχε εκδηλωθεί ανάμεσά τους πρόθεση καμία ενάντια στις προς τον Βασιλέα υπηρεσίες, αντίθετα πιστεύανε ότι θα εξερευνούσανε τη χώρα και θα υπη-ρετούσανε την Μεγαλειότητά Σας και τα κρίματά τους θα τους συχωρούνταν, όπως θα αναφέρω εκτενέστερα παρακάτω. Μετά από δυο μέρες κατέφτασε ο Σάντσο Πιθάρο, τον οποίο ο κυβερ-νήτης Πέδρο ντε Ορσούα είχε στείλει να εξερευνήσει ένα μο-νοπάτι, όπως έχουμε αναφέρει, ο οποίος δεν ήξερε τίποτα απ' όσα είχανε συμβεί, μήτε και κανένας απ' όσους είχανε πάει μαζί του, μέχρι που γυρίσανε στο στρατόπεδο, όπου οι εν λόγω τύραννοι είχανε βάλει σκοπιές φανερές και κρυφές για να μην μπορέσει κανείς να τους ειδοποιήσει για όσα είχανε γίνει. Μόλις έφτασε ο Σάντσο Πιθάρο, τον κάνανε οι τύραννοι αρχιλοχία, και του λόγου του ανέφερε ότι το μόνο που είχε ανακαλύψει σε κάτι βουνά στην ενδοχώρα ήτανε κάτι μικροί οικισμοί.

Στη μάζωξη τούτη, οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς και τους διοικητές του στρατοπέδου, καθώς και από τους φο-νιάδες του κυβερνήτη κι απ' τους υπόλοιπους σύμμαχούς τους, συμφώνησαν και αποφάσισαν ότι έπρεπε να πάνε να εξερευ-νήσουν τον τόπο για τον οποίο είχε πληροφορίες ο Πέδρο ντε Ορσούα κι ότι έπρεπε να τον αναζητήσουν και να τον εποική-σουν, κι ότι για την υπηρεσία τους αυτή η Μεγαλειότητά Σας

138

θα συχωρνούσε τους φονιάδες του καλού μας του Πέδρο ντε Ορσούα. Για τον λόγο αυτόν έπρεπε να συντάξουνε μια ανα-φορά μαζί με τους επιφανέστερους άντρες του στρατοπέδου, για το πως ο Πέδρο ντε Ορσούα παραμελούσε και αδιαφορούσε για την υπόθεση της εξερεύνησης, κι ότι δεν είχε πρόθεση να ψά-ξει να βρει τον τόπο εκείνο ούτε και να τον εποικήσει, και πλη-θώρα άλλων ψεμάτων και φαυλοτήτων. Και σχετικά με την γραφή εκείνη όλοι οι άντρες του στρατοπέδου έπρεπε να δώσου-νε τη συγκατάθεσή τους και να την υπογράψουν κι ότι θα την φυλάγανε για να την χρησιμοποιήσουνε εν ευθέτω χρόνω. Ο δε τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε και άλλοι ομοϊδεάτες του σιωπήσα-νε και δεν συγκατατέθηκαν. Εκείνοι που μεγαλύτερο ζήλο δεί-χνανε για την αναφορά εκείνη ήταν ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθ-μάν, ο Αλόνσο ντε Μοντόγια και ο Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπα-ντέρα. Αφού έγινε η αναφορά εκείνη, καταπώς εκείνοι θέλανε, για να την ετακυρώσουνε με την συγκατάθεση και τις υπογρα-φές όλης της στρατιάς, υπόγραψε πρώτος ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, ο γενικός διοικητής και δεύτερος ο Λόπε ντε Αγκί-ρε, ο στρατοπεδάρχης, ο οποίος έβαλε στην υπογραφή του: Λόπε ντε Αγκίρε, προδό^ς. Και δείχνοντάς το στους υπόλοιπους είπε: «Τι είδους τρέλα και ανοησία ήταν εκείνη που τους είχε πιά-σει όλους που, μετά τον θάνατο του κυβερνήτη που είχε ορίσει ο Βασιλιάς και που εκπροσωπούσε την εξουσία του και το άτο-μό του, πίστευαν ότι με τον τρόπο τούτο θα έβγαζαν από πάνω τους την ενοχή; Είπε ακόμη ότι όλοι τους ήτανε προδότες και ότι, ακόμα κι αν ανακαλύπτανε τον τόπο εκείνο κι ήτανε κα-λύτερος κι από το Πιρού, ο πρώτος καλαμαράς που θα 'φτάνε εκεί πέρα θα τους έκοβε τα κεφάλια σε όλους. Κι ότι δεν έπρε-πε να σκέφτονται έτσι, αλλά έπρεπε να πουλήσουν ακριβά το κεφάλι τους προτού τους σκοτώσουν κι ότι το Πιρού ήτανε καλή χώρα και καλή και η εκστρατεία, κι ότι εκεί πέρα είχανε καλούς φίλους που θα τους συντρέχανε κι ότι αυτό ήταν το καλύτερο για όλους». Στα λόγια τούτα αποκρίθηκε κάποιος Βιλιένα, λοχαγός, ένας από κείνους που πήγανε να σκοτώσου-νε τον κυβερχΊ^τη, λέγοντας ότι ο Λόπε ντε Αγκίρε μιλούσε σωστά κι έλεγε την αλήθεια κι ότι δεν μπορούσανε να κάνου-νε τίποτα άλλο κι ότι όποιος έδινε διαφορετική συμβουλή στον γενικό διοικητή, τον αφέντη του, δεν ήταν ούτε φίλος ούτε

139

σωστός υπηρέτης. Απόκριση έδωσε σ' αυτά ο Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα κι είπε ότι η θανάτωση του γενικού διοικητή Πέδρο ντε Ορσούα δεν ήτανε προδοσία, παρά υπηρεσία προς τον Βασιλιά, γιατί δεν είχε πρόθεση να πάει να εξερευνήσει τον τόπο, παρ' όλο που είχε μαζί του τόσους πολλούς και άξιους άντρες και παρ' ότι είχε η Μεγαλειότητά Σας ξοδέψει τόσα χρή-ματα από το θησαυροφυλάκιό της, και ότι αν κάποιος αποκα-λούσε τον ίδιο προδότη θα έλεγε ψέματα κι ότι αυτός θα τον έκανε να το καταλάβει για τα καλά και θα σφάζονταν μαζί του. Κι όσοι είχανε την ίδια άποψη με τον Λόπε ντε Αγκίρε θελήσα-νε να απαντήσουνε σ' αυτά, αλλά ο γενικός διοικητής τους κι οι άλλοι διοικητές μπήκανε στη μέση και τους ημέρεψαν. Ο Χουάν Αλόνσο δευτερολόγησε και είπε ότι μπορούσανε να πράξουνε καταπώς θέλανε κι ότι δεν έπρεπε να σκεφτούνε ότι όσα έλεγε τα έλεγε από φόβο, γιατί ήξερε να κρατάει ψηλά το κεφάλι όσο και όλοι οι άλλοι. Κι εκεί σταμάτησε προς το πα-ρόν η υπόθεση κι οι περισσότεροι άντρες θέλανε να γυρίσουν στο Πιρού.

Πέντε με έξι μέρες αφότου σκοτώθηκε ο κυβερνήτης, φύγα-νε οι τύραννοι από εκείνο το χωριό όπου τον σκοτώσανε. Εκεί πέρα χάλασε κι η άλλη σχεδία, και μας απόμεινε μόνο εκείνη όπου κουβαλούσαμε τα άλογα. Εκείνη την ημέρα φτάσανε σε άλλο χωριό που ήταν κι εκείνο ερημωμένο από ανθρώπους^®, και βρήκανε μόνο τις καλύβες δίχως τίποτα μέσα. Εκείνη τη νύχτα, όσοι είχανε τη γνώμη να γυρίσουνε στο Πιρού, τρυπή-σανε και σπάσανε την σχεδία με τα άλογα και την βουλιάξα-νε. Γι' αυτό τον λόγο κι επειδή υπήρχε άφθονη ξυλεία για να φτιάξουνε μερικά πλοία, με τα οποία είχαν αποφασίσει να πάνε στο Πιρού, σταμάτησαν σε κείνο κει το μέρος, όπου έμειναν σχεδόν τρεις μήνες για να φτιάξουνε δυο μπριγαντίνια. Την δουλειά την ανέλαβαν τέσσερις Ισπανοί αξιωματικοί που ήτα-νε μαραγκοί και ξυλοκόποι κι όλοι οι υπόλοιποι Ισπανοί της στρατιάς βοηθούσανε στο έργο εκ περιτροπής κάθε μέρα. Υπήρ-χαν πολλά σκεπάρνια και πριόνια καθώς και πολλά άλλα ερ-γαλεία που είχε μαζί του ο κυβερνήτης για την περίπτωση που

30. Εκείνο το χωριό το αποκάλεσαν χωριό των Μπριγαντινιών, γιατί εκεί στάθηκαν για να κατασκευάσουν τα πλοία αυτά.

140

θα χρειάζονταν για να φτιαχτούν πλοία κι υπήρχε και λίγο κατράμι και κάποια καρφιά, αλλά ήταν λιγοστά. Τον καιρό εκείνο μας βασάνιζε μεγάλη πείνα γιατί σε κείνο το μέρος δεν βρήκαμε παρά μόνο άγρια γιούκα από τα χωράφια που, για να μπορέσεις να την φας, έπρεπε να την κάνεις κασάμπι, κι είχα-με πολύ λίγους υττηρέτες για να το κάνουνε, γιατί οι πιο πολ-λοί είχανε πεθάνει, και τα χωράφια ήτανε μακριά. Πηγαίναμε να μαζέψουμε γιούκα με πιρόγες κι ήταν πολύ κοπιαστικό να διασχίσουμε τον ποταμό γιατί είχε πλάτος μια λεύγα. Απ' τα ψαρέματα δεν μπορούσαμε να βγάλουμε κανένα ψάρι και η κυριότερη τροφή μας ήταν άγριοι καρποί που βρίσκαμε εκεί, που τα λέγανε χόμπο, καρμίτο, τσάτο και γουανάμπανα, κα-θώς και πολλά και διάφορα άλλα φρούτα. Εδώ φαγώθηκαν τα άλογα κι όλα τα σκυλιά κι ορισμένοι φάγανε ακόμα και όρ-νεα.

Λίγες μέρες αφότου είχαμε φτάσει σε τούτο το χωριό, όλοι οι τύραννοι αποφάσισαν να πάνε στο Πιρού για να το κατα-λάβουνε αν ήταν μπορετό. Εδώ σκότωσε ο φρικτός τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε τον Γκαρθία ντε Αρθε, επειδή ήτανε φίλος του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα και θέλησε να σκοτώσει και τον Διέγο ντε Βαλκάθαρ, που όπως είπαμε τον είχανε κάνει αρχι-δικαστή οι τύραννοι μετά τον θάνατο του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα και ο οποίος είχε δεχτεί το αξίωμα στο όνομα του Βα-σιλέα Δον Φελίπε, του κυρίου μας, αλλά του το είχανε αφαιρέ-σει πλέον. Κι ενώ τον πήγαιναν για να τον σκοτώσουνε ο Λόπε ντε Αγκίρε και άλλοι, μεσάνυχτα, γυμνό μόνο με το πουκάμι-σο, γιατί τον είχανε βγάλει από το κρεβάτι που ήτανε ξαπλω-μένος, εκείνος το έσκασε. Τους ξέφυγε και το 'βαλε στα πόδια γιατί το είχε σίγουρο ότι θα τον σκοτώνανε, και έτρεχε ξεφω-νίζοντας «ζήτω ο Βασιλιάς, κύριοι!», για να μπερδέψει αυτούς που τον ακολουθούσαν. Κι έτσι όπως προσπαθούσε να ξεφύ-γει από τον θάνατο, γκρεμίστηκε από έναν πολύ ψηλό γκρεμό και τσακισμένος και γεμάτος πληγές κρύφτηκε σ' ένα λόγγο. Την άλλη μέρα ο Δον Φερνάντο έστειλε να τον ψάξουνε και του έδωσε τον λόγο του ότι η ζωή του ήταν ασφαλής, κι έτσι γύρι-σε στο στρατόπεδο και γλίτωσε εκείνη τη φορά. Σκοτώσανε εδώ σε τούτο το χωριό τον Πέδρο ντε Μιράντα, τον μιγάδα, που ήτανε δικαστικός αρχικλητήρας και τον Πέδρο Ερνάντεθ, τον

141

αρχιταμία τους, που ήτανε συνένοχοι τους στον θάνατο του κυ-βερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, γιατί όπως διέδωσαν στο στρατό-πεδο είχε σκοπό να σκοτώσει τον γενικό διοικητή τους τον Δον Φερνάντο και άλλους διοικητές, για ποιον λόγο δεν ξέρω. Κι εκείνο που πιστεύεται για όλα αυτά είναι πως άρχιζε πια να πέφτει η τιμωρία του Ουρανού στα κεφάλια των φονιάδων του Πέδρο ντε Ορσούα, που σιγά - σιγά τους αποδεκάτισε ίσαμε που δεν έμεινε κανείς τους. Γιατί τα όσα είπανε γι' αυτούς τους δυο ήτανε ψέματα. Κι ύστερα βάλανε δυο άλλους στα αξιώματα τούτα, τον Χουάν Λόπεθ Θεράτο τον κάνανε δικαστικό αρχι-κλητήρα και αρχιταμία τον Χουάν Λόπεθ ντε Αγιάλα, Σε τού-το το χωριό έκανε ο Δον Φερνάντο αρχιδιοικητή του τον Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα που, μαζί με τον Λόπε ντε Αγκίρε, τον στρατοπεδάρχη, ήτανε εκείνοι που διατάζανε. Κι ό,τι διέταζε ο ένας ο άλλος ήθελε να το εμποδίσει κι υττήρχαν ανταγωνισμοί ανάμεσά στους δυο αυτούς, καθώς και στους περισσότερους στρατιώτες της στρατιάς, για το ποιο από τα αξιώματα ήτανε το πιο τρανό, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εχθρότητα ανά-μεσά τους και φατρίες, και υπερίσχυσε, για τότε τουλάχιστον, ο Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα. Κι έτσι, ο γενικός διοικη-τής τους ο Δον Φερνάντο πήρε τον τίτλο του στρατοπεδάρχη από τον Λόπε ντε Αγκίρε και τον έδωσε στον Χουάν Αλόνσο μαζί μ' εκείνον του υποδιοικητή που είχε από πριν, και ανέθεσαν την διοίκηση της φρουράς στον Λορένθο ντε Θαλντουέντο ενώ τον Λόπε ντε Αγκίρε τον κάνανε διοικητή του ιππικού. Πολλοί από τους φίλους του Δον Φερνάντο και τους αξιωματούχους της στρατιάς του είχανε την άποψη να σκοτώσουνε τον Λόπε ντε Αγκίρε γιατί φοβόντουσαν τις αντιδράσεις του τώρα που του είχαν αφαιρέσει το αξίωμα κι εκείνος ήτανε άνθρωπος μοχθη-ρός κι αντάρτης κι είχε φίλους πολλούς. Ο Δον Φερνάντο όμως δεν συγκατατέθηκε, αλλά άρχισε να προσπαθεί να καταπραΰ-νει τον Λόπε ντε Αγκίρε, που είχε θυμώσει και γκρίνιαζε που του είχανε πάρει το αξίωμα, και για να τον ευχαριστήσει του υποσχέθηκε πως δεν θα έμπαινε στο Πιρόύ δίχως να του ξανα-δώσει το αξίωμα του στρατοπεδάρχη, και του υποσχέθηκε ότι μόλις έφταναν θα πάντρευε μια κόρη μιγάδα που είχε μαζί του ο Λόπε ντε Αγκίρε με έναν αδερφό του που λεγότανε Δον Μαρ-τίν ντε Γκουθμάν που βρισκότανε στο Πιρού. Στο κορίτσι έδω-

142

σε τον τίτλο της Δόναα και της χάρισε πλούσια μεταξωτά ρού-χα που 'τανε του κυβερνήτη και κοσμήματα κι άρχισε να της φέρεται σαν κουνιάδα του.

Αφού γίνηκαν όλα αυτά που εξιστορήσαμε, όλο και φού-ντωνε η έχθρα ανάμεσα στον Λόπε ντε Αγκίρε και τον Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα. Κι ο Λόπε ντε Αγκίρε ζούσε συνε-χώς με το φόβο μην και τον σκοτώσουνε κι ήταν προσεκτικός και πάντοτε οπλισμένος στα κρυφά, κι αυτός κι όλοι του οι φίλοι. Ο Χουάν Αλόνσο θέλησε να τον σκοτώσει κάμποσες φορές, καταπώς λέγανε, μα δεν τόλμησε, γιατί πάντα ήταν προσεκτικός και είχε συνοδεία. Εκείνο τον καιρό μεγάλωσε πολύ η αλαζονεία του Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα και κυκλοφορούσε η φήμη που λέγανε ότι ήταν αληθινή ότι δεν ήτανε ευχαριστημένος που ήταν υποδιοικητής και στρατοπε-δάρχης και δεύτερος στην ιεραρχία, παρά ήθελε να είναι πρώ-τος και να σκοτώσει τον γενικό διοικητή του, τον Δον Φερνά-ντο και να γίνει ο ίδιος γενικός διοικητής και να κάνει τον Κριστόμπαλ Ερνάντεθ, άνθρωπο έμπιστό του, στρατοπεδάρ-χη. Αν είναι αλήθεια ή όχι δεν ξέρω, πάντως αυτά λέγανε και το είπανε και στον Λόπε ντε Αγκίρε και κάνανε να το πιστέ-ψει κι ο Δον Φερνάντο . Κι εκείνος που επέμενε υπερβολικά στη φήμη αυτή ήταν ο Λορένθο ντε Θαλντουέντο, ο διοικητής της φρουράς που εχθρευότανε τον Χουάν Αλόνσο γιατί συνα-γωνίζονταν οι δυο τους για τον έρωτα της Δόνια Ινές, που ήτανε η παλιά φιλενάδα του κυβερνήτη. Αποφάσισαν λοιπόν αναμεταξύ τους να σκοτώσουν τον Χουάν Αλόνσο και τον Κριστόμπαλ Ερνάντεθ. Και μια μέρα που ο Χουάν Αλόνσο βρι-σκόταν στο σπίτι του Δον Φερνάντο, του γενικού διοικητή του, και παίζανε χαρτιά, κι ήτανε μαζί του κι ο Κριστόμπαλ Ερ-νάντεθ, κι εκείνος που είχε προτείνει το παιχνίδι ήτανε ο Δον Φερνάντο για να είναι απασχολημένοι και να τους σκοτώ-σουν, όπως κι έγινε. Στο αναμεταξύ τα είχανε συμφωνήσει με τον Λόπε ντε Αγκίρε κι ήρθε με κάποιους οπλισμένους φίλους του, είχε κι ο Δον Φερνάντο ειδοποιήσει κάποιους άλλους που βρίσκονταν εκεί μέσα, και κείνοι μαζί με τον Λόπε ντε Αγκί-ρε και τους φίλους του τους σκότωσαν με σπαθιές, με δόρατα και αρκεβούζια. Ύστερα ξανάγινε ο Λόπε ντε Αγκίρε στρατο-πεδάρχης όπως ήταν παλιότερα, και ο Δον Φερνάντο έκανε

143

διοικητή πεζικού στη θέση του Κριστόμπαλ Ερνάντεθ κάποιον Γκονθάλο Γκιράλ, φίλο του στενό και συντοπίτη του. Παρ' ό-λες αυτές τις αναταραχές, η κατασκευή των μπριγαντινιών προχωρούσε με γρηγοράδα.

Στο μέρος αυτό σκοτώσανε οι ινδιάνοι τον Σεμπαστιάν Γκό-μεθ, τον ναυτικό διοικητή, καθώς και κάποιον Μολίνα, κι έναν άλλον Βιγιαρεάλ, καθώς κι έναν Πέδρο Δίαθ, κάποιον Μεντό-θα και έναν Αντόν Ροδρίγεθ, ενώ ήτανε έξω απ' το στρατόπεδο και ψάχνανε για τροφή και ψάρευαν. Την αφορμή την έδωσαν οι ίδιοι οι τύραννοι γιατί, ενώ οι ινδιάνοι της επαρχίας εκεί-νης του Ματσιφάρο ήτανε ειρηνικοί κι έρχονταν να ανταλλά-ξουνε πράγματα μαζί μας, επειδή θέλανε να τους πάρουνε για δούλους οι τύραννοι, τους κορόιδεψαν, και με πονηριά και κολακείες πείσανε πάνω από πενήντα από δαύτους να μπού-νε σε κάτι καλύβες λέγοντάς τους τάχα πως ήθελε να τους δει ο Δον Φερνάντο . Κι όταν βρεθήκανε μέσα τους σκότωσαν όλους̂ ^ και τους κύκλωσαν και τους αλυσοδέσανε. Δεν πέρα-σαν τέσσερις με πέντε μέρες και το έσκασαν όλοι τους και δεν έμεινε σχεδόν κανένας τους και μετά από αυτό ξεσηκώθηκαν και σκότωσαν τους έξι αυτούς στρατιώτες. Και δεν συνέβη μόνο αυτή η συμφορά αλλά κι άλλες πολλές, γιατί δεν ξανάρ-θανε να κάνουνε ανταλλαγές μαζί μας, και υποφέραμε πολύ όλοι μας μεγάλες στερήσεις από την έλλειψη τροφίμων, γιατί οι ινδιάνοι προηγουμένως μας φέρνανε τρόφιμα και μεις τους δίναμε κάτι ψιλολόγια για αντάλλαγμα. Εκτός από αυτό μας κλέβανε τις πιρόγες τη νύχτα και δεν τολμάγαμε να ξεμυτί-σουμε στην ύπαιθρο για να ψάξουμε για φαί παρά μόνο πολ-λοί μαζί ενώ πριν βγαίνανε μόνο τέσσερις-πέντε. Ακούστηκε επίσης, κι ήτανε μάλλον αλήθεια, πως επειδή ο Λόπε ντε Αγκί-ρε πίστευε ότι μερικοί από τους άντρες θα μπορούσαν να φύ-γουνε με τις πιρόγες, που ήτανε πολλές και πολύ γερές, κι αν γινότανε αυτό δεν θα μπορούσε να κάνει πράξη τα δόλια σχέ-δια του, ο ίδιος στα κρυφά την νύχτα έλυνε τις πιρόγες και τις άφηνε να τις παρασύρει το ποτάμι και διέδιδε ότι τις κλέ-βανε οι ινδιάνοι. Κι είτε το έκανε εκείνος είτε οι ινδιάνοι μέσα σε λίγες μέρες από τις εκατόν πενήντα και βάλε πιρόγες που

31. Τους πιάσανε όλους, λέει ο Βάθκεθ, όπως είναι και πιο λογικό.

144

είχαμε δεν μας έμειναν παρά καμιά εικοσαριά, οι πιο σαρα-βαλιασμένες.

Εκείνο τον καιρό, κατόπιν συμβουλής του Λόπε ντε Αγκίρε, θέλησε ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν να τον αναγνωρίσει όλη η στρατιά ως γενικό διοικητή, και για αυτό, αφού είχε προει-δοποιήσει τους φίλους και συμμάχους του, έδωσε προσταγή να μαζευτούνε όλοι οι άντρες του στρατοπέδου σε μια πλατεία κοντά στο κατάλυμά του κι αφού μαζεύτηκαν όλοι, κι ο Λόπε ντε Αγκίρε με τους έμπιστούς του κι οι φίλοι του Δον Φερνάντο αρματωμένοι, ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν τους έβγαλε τον εξής λόγο:

«Κύριοι, πάνε πολλές μέρες που θέλω να σας ανακοινώσω αυτό που επιθυμώ να κάνω τώρα. Εγώ έχω το αξίωμα αυτό του γενικού διοικητή, όπως γνωρίζετε, ίσως ενάντια στη θέληση κάποιων από σας και γι' αυτό και για να υπάρξει μεγαλύτερη σύμπνοια μεταξύ μας, εγώ, από τη στιγμή αυτή παραιτούμαι από το αξίωμα αυτό, και το ίδιο θα κάνουν κι οι αξιωματού-χοι αυτοί για να το δώσετε ελεύθερα σε όποιον νομίζετε εσείς, σε όποιον προτιμάτε και συμφωνείτε όλοι σας». Και λέγοντας αυτά, κάρφωσε στο έδαφος μια αλαβάρδα που κρατούσε, σε ένδειξη ότι παραιτείτο από το αξίωμα και το ίδιο έκαναν και οι αξιωματικοί του. Ύστερα, πρώτοι απ' όλους οι φίλοι του εν λόγω Δον Φερνάντο και μετά από αυτούς το μεγαλύτερο μέρος του στρατοπέδου, είπανε πως θέλανε ως γενικό διοικητή τους τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, κι ο Δον Φερνάντο το δέχτη-κε και τους ευχαρίστησε και τους είπε ότι μπορούσε να πει ο καθένας τους τη γνώμη του ελεύθερα, δίχως κανένα φόβο. Όποιος ήθελε να τους ακολουθήσει στον πόλεμο ενάντια στο Πιρού, καταπώς ήτανε αποφασισμένοι να κάνουνε ο ίδιος και οι συντρόφοι του, έπρεπε να υπογράψει και να πάρει όρκο ότι θα το κάνει και να δείχνει υπακοή στον γενικό διοικητή του και τους άλλους διοικητές σε ό,τι κι αν τον προστάζανε. Κι αν υπήρ-χανε κάμποσοι που θέλανε να πάνε να εξερευνήσουνε και να εποικήσουνε τη χώρα, εκείνος θα τους άφηνε να πάνε με έναν αρχηγό που θα διαλέγανε οι ίδιοι, κι αν ήταν λιγοστοί θα τους άφηνε στον πρώτο ειρηνικό τόπο που θα βρίσκανε, όπου θα μπορούσανε να μείνουνε, και ο ίδιος υποσχόταν σε όλους, τους έδινε τον λόγο του, ότι δεν θα τους έκαναν κανένα κακό για

10. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο 1 4 5

όσα λέγανε. Όλοι οι άντρες της στρατιάς συνυπέγραψαν και ορκίστηκαν να συμμετάσχουν στον πόλεμο ενάντια στο Πιρού, και μερικοί το έκαναν επειδή δεν μπορούσανε να κάμουνε αλ-λιώς, από φόβο μήπως τους σκοτώσουνε, εκτός από μερικούς που, συγκαλυμμένα, δεν υπογράψανε, κι αυτοί ήταν λιγοστοί υττηρέτες και πολλοί άχρηστοι και...

Την άλλη μέρα μαζευτήκανε στο σπίτι του Δον Φερνάντο, του γενικού διοικητή τους, ο στρατοπεδάρχης καθώς και οι διοικητές και οι αξιωματικοί, κι αφού έκανε λειτουργία ένας κληρικός που λεγότανε Αλόνσο ντε Ενάο, μόλις τέλειωσε η λει-τουργία, παρουσία όλων, ο κληρικός αυτός έβαλε όλους αυ-τούς τους αξιωματούχους να ορκιστούνε επίσημα σε μια Αγία Τράπεζα και ένα Ευαγγέλιο, στο οποίο βάλανε τα χέρια τους, κι ορκίστηκαν ότι θα βοηθούσαν και θα συντρέχαν ο ένας τον άλλον και πως με μια ψυχή και μια θέληση θα άρχιζαν τον πόλεμο ενάντια στο Πιρού, πως ανάμεσα τους δεν θα υπήρχα-νε μήτε μνησικακίες μήτε ξεσηκωμοί και πως δεν θα στρεφό-ταν ο ένας ενάντια στον άλλον, κι όποιος δεν έπραττε έτσι και δεν τηρούσε τον όρκο δεν θα μπορούσε να συγχωρεθεί παρά μόνο στην Ρώμη. Κι αυτό το έκαναν εξαιτίας των προηγούμε-νων ταραχών που είχαν γίνει ανάμεσα στον Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα κι άλλους της φατρίας του και τον Αόπε ντε Αγκί-ρε και τους έμπιστούς του, γιατί νομίσανε ότι έτσι θα αποφεύ-γανε παρόμοιες ανταρσίες. Κι ορκίστηκε πρώτα ο Δον Φερνά-ντο ντε Γκουθμάν, ο γενικός διοικητής τους, και μετά ο Αόπε ντε Αγκίρε, ο στρατοπεδάρχης του και κατόπιν όλοι οι υπόλοι-ποι διοικητές, υπολοχαγοί, λοχίες καθώς και οι βαθμοφόροι του στρατοπέδου κι ο όρκος εκείνος, όχι μόνο δεν τηρήθηκε, αλλά έμοιαζε σα να είχανε ορκιστεί να κάνουνε το αντίθετο, γιατί πάντα υπήρχαν ανάμεσά τους διενέξεις, ξεσηκωμοί, μνησικα-κίες, εχθρότητες και διαφωνίες, και παραπάνω απ' όσες είχα-νε υπάρξει ίσαμε τότε. Σε τούτο το ίδιο μέρος, μετά από λίγες μέρες, ο τύραννος Αόπε ντε Αγκίρε, ο στρατοπεδάρχης, μάζεψε μια μέρα όλους τους άντρες μπροστά στην πόρτα του Δον Φερ-νάντο, του γενικού διοικητή τους, όπως είπανε κάποιοι δίχως να τον έχει προειδοποιήσει, μήτε κι ήξερε εκείνος τίποτα γι αυτό. Αλλοι όμως είπανε ότι έδωσε την συγκατάθεσή του μετά από προτροπή του Γκονθάλο Ντουάρτε, που ήταν ο αυλάρχης του.

146

και του Λορένθο ντε Θαλντουέντο, διοικητή της φρουράς του και σύναξε όλους τους άντρες του στρατοπέδου, κι ο Λόπε ντε ^γκίρε τους έβγαλε τον παρακάτω λόγο:

«Κύριοι: ήδη γνωρίζετε και είδατε πως τις προάλλες, με την συγκατάθεση όλων, κάναμε γενικό διοικητή τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν και το υπογράψαμε με τα ονόματά μας, καθώς και ότι σε μερικούς που δεν θελήσανε να υπογράψουν και δεν είχαν την ίδια άποψη, τους φερθήκανε και τους φερόμαστε σαν αδέλφια μας και μοιραστήκαμε μαζί τους τα υπάρχοντά μας, κι αν κάποιος από σας που υπογράψατε τις προάλλες το μετά-νιωσε, να το πεί δίχως κανέναν φόβο γιατί θα του φερθούμε με τον ίδιο τρόπο όπως και στους υπόλοιπους». Κι όλοι όσοι ήτα-νε εκεί είπανε ότι θέλανε να συνεχίσουνε εκείνο που είχανε αρχίσει, γιατί ήταν το μόνο που μπορούσανε να κάνουνε κι ότι δεν είχανε άλλο να πούνε. Τότε εκείνος αποκρίθηκε και είπε ότι για να έχει ο πόλεμος εκείνος καλύτερη βάση και μεγαλύτερο κύρος, θα έπρεπε πλέον να ανακηρύξουν τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν ηγεμόνα, για να τον στέψουνε Βασιλιά άμα φτάσουν στο Πιρού. Κι ότι για να το κάνουνε αυτό έπρεπε να απαρνη-θούν τα βασίλεια της Ισπανίας και την υποταγή στον Βασιλιά Δον Φελίπε, κι ότι ο ίδιος διακήρυττε ότι δεν τον αναγνώριζε μήτε τον είχε ματαδεί, ούτε τον ήθελε ούτε τον είχε Βασιλέα του, κι ότι διάλεγε κι είχε ως πρίγκιπά του και Βασιλέα του τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, και γι' αυτό θα ττήγαινε να του φιλή-σει το χέρι, κι όλοι έπρεπε να τον ακολουθήσουν και να κάμου-νε το ίδιο. Κι ύστερα προχώρησε προς το σπίτι όπου ήτανε ο Δον Φερνάντο, κι όλοι ξοπίσω του, και πρώτος και καλύτερος ο Λόπε ντε Αγκίρε κι ύστερα όλοι οι υπόλοιποι του ζητούσαν να του φιλήσουν το χέρι και τον φώναζαν η εξοχότητα σας, κι εκεί-νος τους αγκάλιαζε όλους και δεν έδινε σε κανέναν το χέρι. Έδειχνε ικανοποιημένος και χαρούμενος με την καινούρια του επωνυμία και το νέο του αξίωμα. Ύστερα ίδρυσε πριγκιπικό οίκο με πολλούς αξιωματούχους και ευγενείς. Κι από τότε έτρω-γε μόνος και τον σερβίριζαν με επισημότητα. Απόκτησε σοβα-ρότητα με το καινούριο του αξίωμα κι έδωσε καινούριες δια-ταγές στους διοικητές του, καθορίζοντας μισθούς δέκα και εί-κοσι χιλιάδων πέσος από το ταμείο και την περιουσία του, και οι επιστολές του αρχίνηζαν ως εξής: «Δον Φερνάντο ντε Γκουθ-

147

μάν, ελέω Θεού, ηγεμόνας της Στέρεας Γης και του Πιρού και κυβερνήτης της Χιλής». Κι όταν λέγανε αυτά, πρώτα ο γραμ-ματικός του κι ύστερα όλοι οι υπόλοιποι του στρατοπέδου, όταν ανάφεραν το όνομα του Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, με μεγά-λο σεβασμό βγάζανε τα καπέλα τους, λες και ανάφεραν το όνομα του Βασιλιά του Δον Φελίπε, του κύρη μας, και παίζανε τρομπέτες και ταμπούρλα κάθε φορά που αρχίζανε να διαβά-ζουνε κάποια διαταγή που τους έδινε. Πριν από την αναχώρη-ση από κείνο το χωριό έκανε αρχιλοχία κάποιον Μαρτίν Πέ-ρεθ, που όπως είπαμε ήτανε μαζί του και μαζί με τους υπόλοι-πους στην δολοφονία του Πέδρο ντε Ορσούα, εκείνον που έδω-σε τη σπαθιά στον Δον Χουάν ντε Βάργκας, που ήτανε φίλος στενός και σύντροφος του Λόπε ντε Αγκίρε, του στρατοπεδάρ-χη. Και τον Σάντσο Πιθάρο, που είχε πριν αυτόν τον τίτλο, τον έκανε διοικητή του ιππικού. Ίσαμε εκείνο το χωριό των Μπρι-γαντινιών είχανε έρθει μια χαρά κάποιες σχεδίες που είχαμε βγάλει από τον ταρσανά, αν και ήρθαν σε κακά χάλια, και σαν κατασκευή δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τετράγωνες βάρ-κες από χλωρά κλαριά, που μπόρεσαν να φτάσουν μέχρι τη θάλασσα με πιότερη ασφάλεια από τα μπριγαντίνια και τα πλοία. Κι είναι βέβαιο ότι, αν είναι καλοφτιαγμένες κι από καλή ξυλεία, χοντρή και ξεραμένη, είναι κατ' εμέ τα καλύτερα πλεούμενα για τον ποταμό, και πιο σίγουρα, αν και ο ελλιμενι-σμός τους είναι κάπως κουραστικός. Αν όμως αποκτήσουν το κατάλληλο σχήμα, λέω πως θα διευκολύνονταν τα πράγματα.

Αφού περάσανε τρεις μήνες σ' αυτό το χωριό των Μπριγα-ντινιών, στο οποίο συνέβησαν όλα όσα αφηγηθήκαμε, τέλειω-σαν δυο πλεούμενα επίπεδα, δίχως κουβέρτες και έξαλα, με-γάλα κι όμορφα γιατί, καταπώς λέγανε με κάθε ένα απ' αυτά τα σκαριά μπορούσανε να φτιάξουνε πλεούμενο τριακοσίων τόνων και κινήσανε από κει πέρα με σκοπό να πάνε να σκλα-βώσουνε το Πιρού. Σκοπός τους ήτανε να προσπαθήσουν να βγούνε στη θάλασσα όσο πιο σύντομα μπορούσανε και επειδή είχανε μεγάλη ανάγκη από προμήθειες σκόπευαν να προσορ-μιστούν στην νήσο Μαργαρίτα^^, και σε τρεις - τέσσερις μέρες να πάρουνε τα απαραίτητα τρόφιμα και νερό και να.κινήσου-

32. Στην Καραϊβική.

148

νε για το Νόμπρε ντε Διός̂ ^ και να αγκυροβολήσουνε σε ένα ποταμό ονόματι Σακέες, πολύ κοντά στο Νόμπρε ντε Διός, κι από κει, τη νύχτα, να πάνε από τη στεριά στο χωριό και πριν τους πάρουν είδηση να καταλάβουνε το λιμάνι και το βουνό του Καπίξα, που είναι το πέρασμα για τον Παναμά, για να μην μπορέσει κανένας να προειδοποιήσει τους κατοίκους. Κι αφού πιάσουν το πέρασμα αυτό μερικοί άντρες, οι υπόλοιποι να επι-τεθούν στο Νόμπρε ντε Διός και να το καταλάβουν, να το πλια-τσικολογήσουν και να το πυρπολήσουν και να σκοτώσουνε όλους τους υπόπτους. Κι ύστερα, δίχως καθυστέρηση, να ρι-χτούνε στον Παναμά και να κάνουνε το ίδιο και να αρπάξου-νε όλα τα πλοία που υπάρχουνε στο λιμάνι, για να μην μπορέ-σουν να ειδοποιήσουνε το Πιρού για τον ερχομό τους. Και να πάρουνε όλο τα βαρύ οπλισμό που υττήρχε στο Νόμπρε ντε Διός κι εκεί να φτιάξουνε μια γαλέρα καθώς κι άλλα πλεούμενα της αρμάδας. Και λέγανε ότι εκεί πέρα πολλοί θα έρχονταν να ενω-θούν μαζί τους από τη Βεράγουα και πολλοί άλλοι Ισπανοί από τη Νικαράγουα καθώς κι από άλλα μέρη και πάνω από χίλιοι νέγροι, στους οποίους θα έδιναν όπλα και λευτεριά. Και μ' όλα τούτα κι όλους αυτούς τους πολεμιστές, λέγανε πως, μέσα σε πολύ λίγες μέρες θα έκαναν δικό τους όλο το Πιρού. Είχανε αρχινήσει κιόλας να το μοιράζουνε ανάμεσά τους, όχι μόνο τις γαίες και τις διανομές ινδιάνων των εποίκων αλλά ακόμα και τις γυναίκες τους, όλες όσες ήταν όμορφες κι ο καθένας τους διάλεγε για τον εαυτό του εκείνη που του άρεσε πιο πολύ. Κι υπήρχανε και μερικοί που έρχονταν μπροστά στον Δον Φερνά-ντο, τον δικό τους Αρχοντα του Σκότους, και του λέγανε: «Κύ-ριε, μια χάρη έρχομαι να ζητήσω από τη εξοχότητά σας, και πρέπει να μου υποσχεθείτε ότι θα μου την κάνετε πριν ομολο-γήσω ποια είναι». Και η εξοχότητά του τους αποκρινόταν: «Ζή-τησε μου ό,τι θέλεις, γιατί σε τέτοιο καλό στρατιώτη σαν και σένα τίποτα δεν μπορώ να αρνηθώ. Και να είσαι σίγουρος ότι θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις». Κι έτσι άρχιζε εκείνος που ζητού-σε τη χάρη κι έλεγε: «Γνωρίζει η εξοχότητά σας πόσα πολλά θα κάνω εγώ για να σας υπηρετήσω, και σ' αυτό με υποχρεώ-νει η λογικής. Η χάρη που θέλω να μου κάνετε είναι ότι εγώ ζω

33. Στον Παναμά.

149

στο τάδε χωριό του Πιρού κι εκεί κατοικεί κάποιος πλούσιος πάροικος που, όταν θα φτάσουμε εκεί, εγώ θα προσπαθήσω να τον ξεκάνω, κι ύστερα θέλω να γίνουν δικές μου οι γαίες του κι η γυναίκα που 'χει». Στα λόγια τούτα αποκρινότανε η εξο-χότητά του εν πλήρει αναισχυντία: «Έτσι θα γίνει, πες πως εί-ναι ήδη δικά σου από τα τώρα». Κι αφού όπως φαίνεται, είναι αδύνατον να υπάρχουν άντρες τόσο ξεδιάντροποι και επιδέξιοι στην κολακεία ώστε να έχουν τον εκάστοτε ηγεμόνα και άρ-χοντά τους στο τσεπάκι τους, αυτό που συνέβαινε δεν ήταν παρά αποτέλεσμα φόβου και πανουργίας, που κυριαρχούσαν κατά το μάλλον ή ήττον στα διαμειβόμενα. Κι όλο τούτο τον καιρό, δεν υπολόγιζαν ότι μπορούσε να τους τύχει κάτι κακό ή κάποια αναποδιά, μήτε υπολογίζανε την μεγάλη δύναμη του Κυρίου, που μπορεί για λίγο να επιτρέπει να υπάρχουνε τέτοιοι απάνθρωποι τύραννοι προς κολασμό των αμαρτιών των ανθρώ-πων, στο τέλος όμως τους τιμωρεί και τους ανταμείβει με την πληρωμή που οι ωμότητές τους και οι κακές τους πράξεις αξί-ζουν. Κι ακόμα λιγότερο είχαν κατά νου ότι, παρ' όλο που η Μεγαλειότητά Σας, ο Βασιλέας Δον Φελίπε, ο κύρης μας, βρί-σκεται μακριά από αυτά τα μέρη των ινδιάνων, έχει σ' αυτά πολλούς και πιστούς υπηρέτες και αντιπροσώπους, κι ότι τ' όνομά του το τιμούν οι καλοί και το τρέμουνε οι φαύλοι σε όλα τα μέρη του κόσμου, ακόμα και τα πιο μακρινά.

Αφού φύγανε από αυτό το χωριό των Μπριγαντινιών, ττήγα-νε την ημέρα κείνη σ' ένα άλλο χωριό στην ίδια επαρχία, κι από κει ακολούθησε η αρμάδα ένα παρακλάδι του ποταμού που βρισκόταν στη μεριά του αριστερού χεριού^, κι απομακρύνθη-καν από τη στεριά που ήταν στα δεξιά, την οποία είχαμε παρα-πλεύσει ίσαμε τότε. Κι αυτό το έκανε ο διεφθαρμένος τύραννος για να μας απομακρύνει από τη χώρα της Ομάγουα που, κατα-πώς μας είχανε πει, βρισκόταν στη στεριά στο δεξί μας χέρι. Το έκανε δε αυτό ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε κι άλλοι ομοϊ-δεάτες του, επειδή πιστεύανε πως αν συναπαντούσαμε καλό τόπο θα μας ερχόταν η επιθυμία να τον εποικήσουμε και έτσι θα εμποδίζονταν οι δολερές τους προθέσεις και σκοποί. Μετά

34. Αυτή η παράγραφος οδήγησε μερικούς ιστορικούς να πιστέψουν ότι ακολούθησαν τον ποταμό Νέγρο για να φτάσουν τον Ορινόκο.

150

από τρεις μέρες και μια νύχτα που προχωρούσαμε από τα πα-ρακλάδια του ποταμού στο αριστερό μας χέρι, όλα τους έρη-μα, συναπαντήσαμε ένα χωριό με λιγοστά σπίτια κι άφθονα κουνούπια. Το χωριό είναι μικρό και η γη χέρσα, τα πιο πολλά σπίτια τετράγωνα και μεγάλα και σκεπασμένα με άχυρα, τέ-τοια που ίσαμε τότε δεν είχαμε δει. Οι κάτοικοι του χωριού αυτού μας πήρανε είδηση και τρέξανε να κρυφτούνε όλοι τους. Βρήκαμε στο χωριό τούτο λίγο καλαμπόκι και κασάμπι καθώς και ψάρια ψημένα στα κάρβουνα, και ταάσαμε πολλά ψάρια με πετονιές. Οι ινδιάνοι ήρθανέ να κάνουν ανταλλαγές μαζί μας. Είναι γυμνοί, κι έχουν τα ίδια όπλα μ' όσους είχαμε συ-ναπαντήσει παραπάνω. Κι επειδή οι άντρες ήταν εξαντλημένοι από την πείνα και κάποιος Αλόνσο ντε Μοντόγια είχε πάει μαζί με μερικούς άντρες με πιρόγες από έναν άλλο παραπόταμο για να ψάξει για τρόφιμα, κι επειδή ακόμα ήτανε Μεγάλη Εβδομά-δα, αποφάσισαν οι τύραννοι κι οι δικοί τους να μείνουνε εκεί πέρα οχτώ μέρες, για να περιμένουνε αυτόν τον διοικητή Μο-ντόγια και να συνέλθουν οι άντρες από τις κακουχίες που εί-χανε περάσει από την πείνα. Στο χωριό τούτο κάναμε Ανάστα-ση. Εδώ σκότωσε ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε τον Πέρο Αλόν-σο Κάσκο, που ήτανε δικαστικός αρχικλητήρας του κυβερνή-τη Πέδρο ντε Ορσούα, γιατί είπανε ότι, οργισμένος αυτός ο Πέρο Αλόνσο που οι τύραννοι δεν του είχανε δώσει σημασία, μήτε τον είχανε κάνει διοικητή τους, όπως άλλους, πράγμα που εκεί-νος το επιθυμούσε, σκάρωσε κι απήγγειλε, συζητώντας με κά-ποιον Βιγιατόρο, ένα λατινικό στίχο που λέει: Audaces fortuna juvat, timidosquerepclliU που πάει να πει: «Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς μα τους δειλούς τους τσακίζει». Κάποιος τον άκουσε και το 'πε στον Λόπε ντε Αγκίρε , ο οποίος διέταξε να σκοτώ-σουν με γκαρότα αυτόν τον Πέρο Αλόνσο, καθώς και τον Βι-γιατόρο. Μόλις έμαθε τα μαντάτα ο ηγεμόνας Δον Φερνάντο, έδωσε προστα^ να μην τους σκοτώσουνε. Κι έτσι γλίτωσε ο Βιγιατόρο, γιατί όταν έφτασε πλέον η διαταγή του Δον Φερνά-ντο, είχανε ήδη πνίξει τον Πέρο Αλόνσο. Στο χωριό τούτο ττή-ρανε το αξίωμα του υπολοχαγού από τον Αλόνσο ντε Βιλιένα, που όπως είπαμε είχε το αξίωμα αυτό από τότε που σκοτώσα-νε τον αγαθό γενικό διοικητή Πέδρο ντε Ορσούα, επειδή βρή-κανε τάχα κάποια μείον στον Βιλιένα αυτόν, λέγοντας ότι δού-

151

λευε σαν υττηρέτης σε κάποιους πάροικους στο Πιρού, και πως εκείνο το αξίωμα ήταν πολύ σπουδαίο κι έπρεπε να δοθεί σε κάποιον σπουδαίο άντρα. Ο Δον Φερνάντο έκανε τον Βιλιένα αρχιθαλαμηπόλο του και προσωρινά δεν έδωσαν το αξίωμα του υπολοχαγού σε κανέναν.

Μετά την Ανάσταση, φύγαμε από κείνο το χωριό και προ-χωρήσαμε μια μέρα και κατά το απόγεμα συναπαντήσαμε ένα άλλο ινδιάνικο χωριό, που ήταν το μεγαλύτερο απ' όσα είχα-με συναπαντήσει ίσαμε τα τώρα, γιατί ήταν σε μήκος πάνω από δυο λεύγες. Τα σπίτια, το ένα δίπλα στ' άλλο απλώνονταν σε μια σειρά κατά μήκος της απότομης όχθης του ποταμού κι οι ινδιάνοι είχανε φύγει απ' το χωριό και είχανε παρατήσει τα σπίτια τους γεμάτα ως απάνω με καλαμπόκι. Τούτοι οι ινδιά-νοι κυκλοφοράνε θεόγυμνοι κι έχουν τα ίδια όπλα με τους παραπάνω. Τα σπίτια είναι τετράγωνα και μικρά, σκεπασμέ-να με φύλλα από ζαχαροκάλαμα. Πίσω από το χωριό τούτο, σε απόσταση όσο μια ριξιά από βαλλίστρα από την όχθη του ποταμού, υπάρχει μια μεγάλη λίμνη σαν βαλτότοπος, και το χωριό συνεχίζεται, κι έτσι μοιάζει να είναι χτισμένο σε ένα μακρόστενο νησί^^ Όλος ο τόπος αυτός είναι χέρσος και δεν έχει τίποτα άλλο, εκτός από τα σπίτια και κάτι μικρά χωρά-φια που είναι δίπλα τους. Υπάρχουν πολλά κουνούπια κι άφθο-νη τροφή κι ένα είδος κρασιού που πίνουνε οι ινδιάνοι που το φτιάχνουνε με πολλά πράγματα. Βάζουνε οι ινδιάνοι να ωρι-μάσει μέσα σε μεγάλα πιθάρια, που μερικά χωράνε πάνω από είκοσι αpóμπες^^ κάτι σαν πηχτό πολτό από καλαμπόκι και μέσα σ' αυτά τα κιούπια βράζει όπως το κρασί στην Ισπανία μέχρι που είναι έτοιμο. Τότε το βγάζουνε και το σουρώνουνε, του ρίχνουνε λίγο νερό και το πίνουνε. Είναι τόσο δυνατό που σε μεθάει αν δεν το ανακατέψεις με πολύ νερό. Είχανε οι ιν-διάνοι του χωριού αυτού μεγάλες ποσότητες από δαύτο κι οι Ισπανοί, οι δε νέγροι και οι ινδιάνοι της στρατιάς το 'πιάνε σε λίγες μέρες. Είναι πολύ νόστιμο κι έχει χρώμα σαν το ροζέ

35. Στο χωριό αυτό πρόσθεσαν την κουβέρτα στα μπριγαντίνια. Ονομάστη-κε Ματάνθα, δηλαδή χωριό της Σφαγής, γιατί εδώ δολοφόνησαν τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν. 36. Αρόμπα, μονάδα χωρητικότητας που αντιστοιχεί σε 16 λίτρα.

152

κρασί. Αφού εγκατασταθήκαμε σε τούτο το χωριό ήρθανε οι ινδιάνοι ειρηνικά και μας φέρθηκαν πολύ φιλικά, κι έκαναν μαζί μας ανταλλαγές και μας έδιναν άφθονα ψάρια, χελώνες και αγριόχοιρους και μερικούς μανάτους^^ κι άλλα πολλά. Κι ακόμα μας υττηρετούσαν, με το αζημίωτο βέβαια, για να αλέ-σουνε καλαμπόκι και σε άλλες δουλειές, και κυκλοφορούσαν δίχως φόβο ανάμεσά μας και μπαίνανε και στα καταλύματά μας, ή μάλλον καλύτερα, στα σπίτια τους, στα οποία είχαμε εγκατασταθεί. Ήταν δεξιοτέχνες στην κλεψιά, και τις νύχτες μας βουτάγανε κάτω από το κεφάλι μας τα ρούχα και τα όπλα μας, και άλλα πολλά. Είχαν στο αίμα τους το πνεύμα της συ-ναλλαγής, τόσο που, παρ' όλο που οι στρατιώτες τους ρίχνανε με τα αρκεβούζια και τους σκοτώνανε και τους πιάνανε αιχ-μαλώτους, εκείνοι δεν έπαυαν να έρχονται να ανταλλάξουν όσους από δαύτους είχαν συλλάβει οι Ισπανοί με μανάτους και τρόφιμα. Σε τούτο δω το χωριό υττήρχε πολλή ξυλεία, μεγάλα μαδέρια που είχανε μαζεμένα οι ινδιάνοι, όλα από κέδρο, για να φτιάχνουνε τις πιρόγες τους. Εδώ αποφασίσανε οι τύραν-νοι κι ο πρίγκιπάς τους να φτιάξουνε ένα κάλυμμα για τα μπρι-γαντίνια, επειδή βρήκανε μεγάλο απόθεμα από τροφές και ξύλα, κι επειδή έτσι πιστεύανε πως θα έπρεπε να γίνει οι καρα-βίσιοι γιατί από τη μια θα μεγάλωναν τα καράβια και θα χω-ρούσανε πιο άνετα όλοι οι άντρες και από την άλλη γιατί θα ερματίζονταν και θα ήταν πιο ασφαλή για να πλεύσουν στην θάλασσα.

Στο χωριό αυτό, επειδή τα σπίτια ήταν παρατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο στην όχθη του ποταμού, όπως είπαμε πα-ραπάνω, οι άντρες μείνανε πολύ μακριά μεταξύ τους. Από τη μια άκρη ίσαμε την άλλη το στρατόπεδο εκτεινόταν πάνω από ένα τέταρτο της λεύγας προς τα κάτω στον ποταμό. Στις τελευ-ταίες καλύβες εγκαταστάθηκε ο ηγεμόνας, ο Αρχων του Σκό-τους, μαζί με τους υπηρέτες του και τους αξιωματούχους και τους ευπατρίδες του και σιμά του οι υπόλοιποι διοικητές, και στη μέση ο τύραννος Αόπε ντε Αγκίρε, ο στρατοπεδάρχης, δί-πλα στα μπριγαντίνια, για να φροντίζει να γίνει γρήγορα η δουλειά, και παραπέρα όλοι οι υπόλοιποι άντρες. Ξεκίνησαν

37. Βλέτϋε σημ. 31 του πρώτου κειμένου.

153

τις ετασκευές στα μπριγαντίνια με μεγάλη προσοχή. Δουλεύα-νε αξιωματούχοι και νέγροι κι Ισπανοί, χωρισμένοι όπως είπα-με παραπάνω. Έκαναν έναν μήνα για να φτιάξουνε όσα λεί-πανε από τα μπριγαντίνια. Σε τούτο δω το μέρος, επειδή ο Δον Φερνάντο κι οι υπόλοιποι διοικητές του είχανε μετανιώσει πια που είχανε σκοτώσει τον καλό τους τον κυβερνήτη τον Πέδρο ντε Ορσούα κι είχαν καταλάβει τον άσχημο δρόμο που 'χανε πάρει και θέλανε να δούνε αν μπορούσανε να διορθώσουνε το λάθος τους, μαζευτήκανε μια μέρα και κάνανε συμβούλιο, δί-χως να καλέσουνε ούτε τον Λόπε ντε Αγκίρε ούτε και κανέναν από τους έμπιστούς του, και συμφωνήσανε για δεύτερη φορά να πάνε να εξερευνήσουνε τη χώρα και να την αποικήσουνε. Κι επειδή για να το κάνουνε αυτό το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν ο Λόπε ντε Αγκίρε και μερικοί από τους συντρόφους τους που ετηθυμούσανε τον πόλεμο με το Πιρού, συμφωλπ^σανε ότι έπρετιε να τους σκοτώσουνε, κι η πλειοψηφία είχε την γνώμη ότι έπρε-πε να το κάνουνε επί τόπου, να στείλουνε να τους φωνάξουνε στο συμβούλιο εκείνο, προτού το μυριστούν. Κάποιος όμως Αλόνσο Μοντόγια είχε την άποψη ότι έπρεπε να το αφήσουν για κάποια άλλη στιγμή που θα ήταν πιο βολικό, γιατί ο Λόπε ντε Αγκίρε είχε μαζί του πάντοτε πολλούς έμπιστους και θα 'τανε καλύτερα να το κάνουνε όταν θα είχανε ταα αποπλεύσει, εφό-σον λίγο απόμενε πια για να τελειώσουνε τα μπριγαντίνια, κι ο Λόπε ντε Αγκίρε θα πήγαινε, καταπώς το είχε συνήθειο, να επισκεφτεί τον Δον Φερνάντο στο μπριγαντίνι του, κι εκεί πέρα θα μπορούσανε να τον σκοτώσουνε στα σίγουρα, δίχως να κιν-δυνέψουνε να πάθουνε τίποτα μήτε οι ίδιοι μήτε και κανείς άλλος. Κι αυτή η ιδέα άρεσε στον πρίγκιπά τους που μισούσε τον κίνδυνο. Αφού αποφασίσανε αυτά, φύγανε από το συμβού-λιο, αφού ορκίστηκαν να το κρατήσουνε μυστικό. Ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε όμως τους πρόλαβε και τους αποτέλειωσε, όπως θα πούμε παρακάτω.

154

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΝ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΝΤΕ ΓΚΟΥΘΜΑΝ

Στο αναμεταξύ, ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε ο στρατοπε-δάρχης, φρόντιζε να κάνει φίλους κι έφτιαξε μια ομάδα με σαράντα άνδρες από τους πιο έμταστους φίλους του,

και τους καλύτερα οπλισμένους και εφοδιασμένους άντρες του στρατοπέδου, κι όλους τους υπόλοιπους τους μοίρασε κι αυ-τούς με τον ίδιο τρόπο ανάμεσα στους υπόλοιπους διοικητές του πρίγκιπά του, φροντίζοντας να μην έχει κανένας περισσότερους στρατιώτες από τον άλλον. Είχε λοιπόν στην ομάδα του αυτούς τους σαράντα στρατιώτες και έμπιστούς του κι άλλους πολλούς που κάθε μέρα έρχονταν να ενωθούν μαζί με τον τύραννο Λόπε ντε Αγκίρε από τις άλλες ομάδες, στους οποίους έδινε τα καλύ-τερα όπλα, σπαθιά και αρκεβούζια του στρατοπέδου. Κι όσους δεν θεωρούσε δικούς του, τους έπαιρνε τα όπλα, γιατί τάχα ήταν απρόσεκτοι ή επειδή είχανε κάνει κάποιο παράπτωμα, και τα έδινε στους έμπιστούς του. Κι αυτοί ήτανε κι οι μόνοι που κλη-ρονομούσαν υποχρεωτικά τα υπάρχοντα όσων πέθαιναν ή όσων σκότωνε ο ίδιος στο στρατόπεδο. Και με όλα τούτα άρχι-σε ο τύραννος αυτός να γίνεται αλαζονικός, τόσο που δεν ήθε-λε να αφήσει τον πρίγκιπά του να κάνει τίποτα από μόνος του, γιατί ήθελε να γίνονται όλα κατά πως ήθελε και διέταζε ο ίδιος. Θέλησε να σκοτώσει κάποιον Γκονθάλο Ντουάρτε, αρχιαυλάρ-χη του πρίγκιπά του, επειδή είχε χολωθεί μαζί του, κι επειδή εκείνος είχε ζητήσει από τον ηγεμόνα να βγάλει διάταγμα έτσι ώστε ούτε ο Λόπε ντε Αγκίρε, ο στρατοπεδάρχης, ούτε και οι άλλοι αξιωματούχοι, να μην χρειάζεται να του ζητούν αναφο-ρά, ούτε κι ο ίδιος ο στρατοπεδάρχης να υπάγεται στην δικαιο-δοσία τους αλλά μονάχα σε αυτήν του ηγεμόνα, ο οποίος και

155

συγκατατέθηκε. Κι ο Λόπε ντε Αγκίρε, οργισμένος μαζί του για πολλά, και ιδίως για αυτή την εξαίρεση, τον συνέλαβε με σκο-πό να τον σκοτώσει αλλά ο ηγεμόνας του τον ττήρε από τα χέ-ρια του, κι ο τύραννος, θύμωσε πολύ κι αγρίεψε και ξάπλωσε καταγής κι είπε στον ηγεμόνα ότι δεν θα σηκωνόταν από κει πέρα αν δεν του παρέδιδε τον αιχμάλωτο γιατί ήθελε να τον τι-μωρήσει και να αποδώσει δικαιοσύνη. Κι έβγαλε το σπαθί από το θηκάρι του κι είπε ότι καλύτερα το 'χε να του κόψει το κε-φάλι με κείνο το σπαθί παρά να τον εμποδίσει να κάνει εκείνο που πίστευε ότι ήταν καλύτερο για να τον υττηρετήσει. Και τότε εκείνος του ζήτησε να φύγει κι είπε ότι θα ζητούσε πληροφο-ρίες ο ίδιος για τα καθέκαστα και θα απέδιδε δικαιοσύνη. Τότε μττήκανε στη μέση οι διοικητές του στρατοπέδου και συμφιλιώ-σανε τον Λόπε ντε Αγκίρε και τον εν λόγω Γκονθάλο Ντουάρ-τε, και πάνω που φιλιώνανε αποκαλύφθηκε ένα γεγονός που ίσαμε τότε δεν ήταν γνωστό, γιατί ο Γκονθάλο Ντουάρτε, θέ-λοντας να κερδίσει τη φιλία του Λόπε ντε Αγκίρε ανακοίνωσε δημόσια ότι ο Λόπε ντε Αγκίρε γνώριζε πολύ καλά ότι στην ανταρσία είχε συμφωνήσει μαζί του να σκοτώσουνε τον Πέ-δρο ντε Ορσούα και να κάνουνε γενικό διοικητή τον Δον Φερ-νάντο ντε Γκουθμάν κι ότι ο Λόπε ντε Αγκίρε θα γινότανε στρα-τοπεδάρχης, στον δε Γκονθάλο Ντουάρτε είχε υποσχεθεί ότι θα τον κάνει διοικητή, κι ότι παρ' όλο που δεν είχε πραγματοποιή-σει την υπόσχεση εκείνη, εκείνος το είχε κρατήσει τόσο καλά το μυστικό που κανένας εκεί πέρα δεν το είχε μάθει. Στα λόγια τούτα ο Λόπε ντε Αγκίρε αποκρίθηκε ότι έλεγε την αλήθεια, κι έτσι, αγκαλιάστηκαν και γίνηκαν φίλοι. Κι αν όλα αυτά που αποκαλύφθηκαν ήταν αλήθεια, όπως τα συζητήσανε εκείνοι οι δυο, ήταν πράγματι μεγάλη προδοσία εκ μέρους του Γκονθάλο Ντουάρτε να μην προειδοποιήσει τον Πέδρο Ντε Ορσούα, που τον θεωρούσε στενό του φίλο και τον υπολόγιζε πολύ μέσα στο στρατόπεδο. Στο αναμεταξύ, λίγο προτού τελειώσουν οι επι-σκευές στα μπριγαντίνια, έγινε ένας καβγάς ανάμεσα στον Λόπε ντε Αγκίρε και τον διοικητή της φρουράς του ηγεμόνα τους, που ήταν ο Λορένθο ντε Θαλντουέντο, ο οποίος είχε σπι-τώσει την Δόνια Ινές, που όπως έχουμε πει ήτανε η λεγάμενη του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, κι είχε και σαν φιλενάδα και κάτι παραπάνω και μια μιγάδα, κάποια Δόνια Μαρία ντε Σο-

156

τομαγιόρ. Αφορμή ήταν οι δυο γυναίκες αυτές που θέλανε να κουβαλήσουνε πάνω στα μπριγαντίνια κάποια στρώματα που κι ο στρατοπεδάρχης δεν ήθελε γιατί έλεγε ότι πιάνανε πολύ χώρο. Θύμωσε λοιπόν γι' αυτό ο Λορένθο ντε Θαλντουέντο και λένε πως είπε μπροστά στις γυναίκες, πετώντας ένα δόρυ που κρατούσε στα χέρια: «Χάρη καμιά δε δέχομαι από τον Λόπε ντε Αγκίρε! Να ζήσουμε λοιπόν χωρίς αυτόν, κι ας γίνει ό,τι είναι να γίνει!» Μαζί μ' αυτό, λένε ότι η Δόνια Ινές μια μέρα πριν είχε πει ενώ έθαβε μια μιγάδα που της είχε πεθάνει: «Ας σε σχωρέ-σει ο Θεός κόρη μου, πολλούς συντρόφους θα 'χεις προτού πε-ράσουν λίγες μέρες». Όλα τούτα τα προφτάσανε στον τύραν-νο τον Λόπε ντε Αγκίρε που εξαιτίας αυτών κι επειδή ανάμεσό τους είχανε γίνει κι άλλες παρεξηγήσεις, ο στρατοπεδάρχης πήρε την απόφαση να σκοτώσει τον Λορένθο ντε Θαλντουέντο. Μάζεψε για το σκοπό αυτό τους δικούς του, ειδοποίησε για τα καθέκαστα τον πρίγκιπά τους κι έστειλε να φωνάξουνε τον Λορένθο ντε Θαλντουέντο. Μαθαίνοντας εκείνος τι συνέβαινε έστειλε τον Γκονθάλο Γκιράλ ντε Φουέντες, τον διοικητή του, να μιλήσει στον Λόπε ντε Αγκίρε και να τον ηρεμήσει. Ο Γκον-θάλο Γκιράλ συναπάντησε στο δρόμο του τον Λόπε ντε Αγκίρε με όλους τους δικούς του αρματωμένους, που έρχονταν να σκοτώσουν τον Θαλντουέντο και δεν μπόρεσε να τον ηρεμήσει γιατί ήταν πολύ αγριεμένος και εξοργισμένος. Βρήκε τον Θαλ-ντουέντο παρέα με τον πρίγκιπά τους να τον παρακαλάει να τον προστατεύσει από τον Λόπε ντε Αγκίρε και να φωνάξει να συναχτούν οι άντρες του. Ο στρατοπεδάρχης δεν τους έδωσε καιρό, μπροστά στον πρίγκιπά τους τον σκότωσε με σπαθιές και χτυπήματα από δόρατα, δίχως να τον σεβαστεί μήτε να του δώσει σημασία, παρ' όλο που τον ικέτευε και τον πρόσταζε να μην το κάνει. Κι ύστερα πρόσταξε έναν δικό του λοχία, ονόμα-τι Αντόν Λιαμόσο κι έναν μιγάδα, κάποιον Φρανθίσκο ντε Γκουθμάν να πάνε να σκοτώσουνε την Δόνια Ινές. Κι εκείνοι πήγανε και την σκοτώσανε με σπαθιές και μαχαιριές, έτσι που ήταν κρίμα να την βλέπεις, και της κλέψανε ό,τι είχε. Αφού πέθανε ο Λορένθο ντε Θαλντουέντο, ο τύραννος εκστόμισε ενά-ντια στον πρίγκιπά τους πολλές βρισιές, κι ανάμεσα στα άλλα του είπε ότι δεν έπρεπε κανείς να έχει εμπιστοσύνη στους Σε-βιλλιάνους. Κι ότι έπρεπε να προσέχει, γιατί θα του 'κανε τα

157

ίδια, κι ότι από δω και μπρος, αν τον φώναζε σε πολεμικό συμ-βούλιο, να φρόντιζε να έχει μαζί του πενήντα δικούς του άντρες καλά αρματωμένους, κι ότι καλύτερα θα το 'χε να φάει πέτρες από την Παριακάρα^® παρά τους λουκουμάδες που του πρόσφε-ρε ο Γκονθάλο Ντουάρτε, ο αυλάρχης του, κι άλλα πολλά. Αφού του πέρασε ο θυμός, ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε πάσχισε να ηρεμήσει τον πρίγκιπά τους, και του 'πε κάποιες δικαιολογίες και εξηγήσεις γιατί είχε σκοτώσει τον Λορένθο ντε Θαλντουέ-ντο μπροστά του, λέγοντάς του ότι εκείνος είχε προσπαθήσει να σκοτώσει έναν πολύ καλό και πιστό υπηρέτη της εξοχότη-τάς του και δεν έπρεπε να στενοχωριέται, γιατί ήτανε ζωντα-νός για να τον φυλάει και να τον υπηρετεί πιστότερα από οποιονδήποτε. Ο πρίγκιπάς τους όμως, επειδή δεν άντεχε άλλο, έκανε ότι έμεινε ικανοποιημένος δίχως να είναι, αλλά από κεί-νη την ημέρα ήταν διαρκώς φοβισμένος και με ολοφάνερη την ταραχή στο πρόσωπό του. Ο δε στρατοπεδάρχης φρόντιζε κι έκανε όλο και περισσότερους φίλους, και κυκλοφορούσε πά-ντα συνοδευόμενος από εβδομήντα αρματωμένους άντρες και βάλε, κι έλεγε ότι το έκανε για να φυλάει τον ηγεμόνα. Κι οι δυο τους όμως ζούσανε με φόβο ο ένας για τον άλλον κι ήταν πολύ προσεκτικοί. Λένε ότι είναι αλήθεια ότι κάποιος Γκονθά-λο Γκιράλ ντε Φουέντες, διοικητής του Δον Φερνάντο κι ένας Αλόνσο ντε Βιλιένα, ο θαλαμηπόλος του, που ήτανε στο συμ-βούλιο που είπαμε παραπάνω, στο οποίο ο ηγεμόνας και οι διοι-κητές σχεδίαζαν πώς να σκοτώσουνε τον Λόπε ντε Αγκίρε, βλέ-ποντας ότι αυτός είχε κάνει πολλούς φίλους τον προειδοποίη-σαν στα κρυφά γι' αυτό, κι έτσι εκείνος βιάστηκε να σκοτώσει τον ηγεμόνα, αν και το είχε αποφασίσει από τα πριν. Στο ανα-μεταξύ έστειλε ο ηγεμόνας να φωνάξουνε τον Λόπε ντε Αγκίρε κι εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν ήταν πια καιρός και δεν θέλησε να πάει στο κάλεσμά του.

Αφού τέλειωσαν τα μπριγαντίνια και θέλανε πια να φύγου-νε από κείνο κει το χωριό, αποφάσισε ο στρατοπεδάρχης να σκοτώσει τον ηγεμόνα κι όλους τους διοικητές που είχαν πά-ρει μέρος στο συμβούλιο που είπαμε παραπάνω, και για τον σκοπό αυτό ένα βράδυ μάζεψε όσο πιο πολλούς άντρες μπορού-

38. Χωριό της επαρχίας Ουαροτσίρι του Περού.

158

σε, δικούς του κι άλλους, λέγοντάς τους σ' όλους τους ότι ήθε-λε να τιμωρήσει κάποιους διοικητές που είχαν κάνει ανταρσία ενάντια στον ηγεμόνα. Και για να μην ειδοποιήσει κανένας για αυτή την σύναξη των αντρών τον ηγεμόνα, που, όπως έχουμε πει, δεν ήξερε τίποτα από τα σχέδια του στρατοπεδάρχη, πρό-σταξε να βγάλουν μια διαταγή ότι, επί ποίλ^ θανάτου, όποιος είχε πιρόγες έπρεπε να τις φέρει εκείνο το βράδυ στο κατάλυ-μά του. Κι έβαλε στα δυο βήματα σκοταές για να μην μπορέσει ο Αρχων του Σκότους, ο ηγεμόνας του να μάθει τίποτα μήτε από τη μεριά της ξηράς μήτε από το ποτάμι. Κι ύστερα, προς τα ξη-μερώματα, πήγε να σκοτώσει τον διοικητή Αλόνσο ντε Μοντό-για και τον ναύαρχο Μιγέλ Μποβέδο, οι οποίοι βρίσκονταν ανύποπτοι στα καταλύματά τους. Κι εκεί πέρα τους σκοτώσα-νε, δίχως να το πάρει είδηση κανείς, με σπαθιές και χτυπήμα-τα από ακόντια. Σκότωσε πρώτα αυτούς, γιατί ήταν εγκατεστη-μένοι στην πάνω μεριά του στρατοπέδου, κι ανάμεσα σ' εκεί-νους και τον ηγεμόνα ήταν εγκατεστημένος ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε, για να μην τον ενοχλήσουνε ενώ θα πήγαινε να σκοτώσει τον ηγεμόνα και τους υπόλοιπους διοικητές που εί-χανε καταλύματα στην κάτω μεριά. Μόλις τους αποτέλειωσε, θέλησε να πάει να σκοτώσει τον ηγεμόνα, καταπώς το είχε αποφασίσει και μοίρασε τους δικούς του με τέτοιο τρόπο ώστε σε κάθε δέκα με δώδεκα από αυτούς έδωσε εντολή, ονομαστι-κά, να σκοτώσουνε έναν απ' αυτούς που ήθελε. Οι δικοί του όμως του έφεραν αντιρρήσεις λέγοντας ότι δεν ήτανε πρόσφο-ρο να το κάνουνε εκείνη την ώρα, γιατί ήτανε πολύ σκοτεινή η νύχτα και θα σκοτώνονταν αναμεταξύ τους δίχως να αναγνω-ρίζουν ο ένας τον άλλον. Όλη εκείνη τη νύχτα ήτανε πανέτοι-μοι ο τύραννος κι οι δικοί του, φυλάγοντας τα μπριγαντίνια κι είχανε βάλει μέσα πολεμοφόδια, κουπιά και ζώα, για την πε-ρίπτωση που το μάθαινε ο ηγεμόνας τους και μάζευε άντρες, κι έβλετυε ο Λόπε ντε Αγκίρε ότι δεν μπορούσε να πραγματοποιή-σει τις προθέσεις του, να φύγει με τα μπριγαντίνια και τους δικούς του που 'χε μέσα και ν' αφήσει εκεί πέρα τους υπόλοι-πους απομονωμένους, δίχως πλεούμενα μήτε πιρόγες που να μπορέσουν να τους πάρουν το κατόπι. Όλη εκείνη τη νύχτα έβαλε σκοπιές στους δρόμους για να μην αφήσουν να περάσει κανένας και να ειδοποιήσει τους άλλους. Και μπόρεσε εύκολα

159

να το κάνει γιατί το στρατόπεδο βρισκόταν, καταπώς έχουμε πει, σ' ένα νησί μακρόστενο που με τη φουσκονεριά είχε γίνει σχεδόν βάλτος κι υπήρχανε περάσματα πολύ στενά που με ευκολία μπορούσαν να φυλαχτούν. Κι όλα αυτά γίνονταν δί-χως να ξέρει κανείς απ' όσους είχε μαζί του πως ήθελε να σκο-τώσει τον ηγεμόνα παρά μόνο τους διοικητές. Την άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, άφησε σκοπιές στα μπριγαντίνια και πήγε μ' όλους τους δικούς του στο σπίτι του ηγεμόνα τους, που δεν είχε πάρει είδηση για όλα αυτά. Και έπαιρνε μαζί του κι όλους τους άντρες που συναπαντούσε στο διάβα του κι έλεγε σ' όλους ότι πήγαινε να τιμωρήσει κάποιους στασιαστές, κι ότι τον ηγεμό-να και κύριό τους όλοι θα έπρεπε να τον προφυλάξουν και να του φερθούν με τον πρέποντα σεβασμό. Τα είχε συζητήσει μόνο με κάποιον Μαρτίν Πέρεθ, αρχιλοχία, και τον Χουάν ντε Αγκί-ρε, τους καλύτερούς του φίλους, ότι, κρυφά απ' όλους, θα σκό-τωναν και τον Δον Φερνάντο. Και καθ' οδόν, προτού φτάσου-νε στο κατάλυμα του ηγεμόνα, σκότωσε ο φρικτός αυτός τύ-ραννος, με τα ίδια του τα χέρια, έναν παπά, ονόματι Αλόνσο ντε Ενάο, που τον βρήκε ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, και του έδωσε μια σπαθιά που πέρασε το κορμί του πέρα ως πέρα κα-θώς και το κρεβάτι, μέχρι που καρφώθηκε στο μαγκάλι. Και δίχως να καθυστερήσει πιότερο, πήγε βιαστικά στο σπίτι του ηγεμόνα, που ήτανε στο κρεβάτι, και μόλις άκουσε το σαματά που κάνανε όταν φτάνανε πια στην πόρτα, σηκώθηκε με το που-κάμισο και βλέποντας τον στρατοπεδάρχη μπροστά του, λένε ότι είπε: «Θεέ μου, τι είναι τούτο;», κι ο τύραννος του είπε να μείνει ακίνητος. Ο ίδιος κι οι φίλοι του σκοτώσανε τον διοικη-τή Μιγέλ Σεράνο και τον Γκονθάλο Ντουάρτε, καθώς και κά-ποιον Μπαλτάσαρ Τοσκάνο, και στο γυρισμό, οι εν λόγω Μαρ-τίν Πέρεθ και Χουάν ντε Αγκίρε σκοτώσανε τον ηγεμόνα Δον Φερνάντο με σπαθιές και αρκεβούζια. Κι αυτό το τέλος είχε η τρέλα και η έπαρση της πριγκιπικής του θητείας, και έχασε εκεί πέρα τα αξιώματα που είχε ήδη λάβει, κι όλα όσα σχεδίαζε πήγανε στράφι.

Ήτανε τούτος ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν γέννημα της Σεβίλλης. Καταπώς λένε, ήταν γιος του δημοτικού σύμβουλου Εσκιβέλ και κάποιας Δόνια Τάδε ντε Γκουθμάν. Ήταν άντρας με ωραίο παράστημα, καλοφτιαγμένος και γύρω στα είκοσι πέ-

160

ντε με είκοσι έξι. Ήταν κατά κάποιο τρόπο ευγενικός άντρας, με ήρεμους τρόπους και κάπως αδιάφορος. Ήταν ενάρετος άν-θρωπος κι εχθρευότανε τις αγριότητες. Δεν ανεχότανε να σκο-τώνουν κανέναν οι διοικητές του, εμπόδισε πολλούς θανάτους και κακά στο στρατόπεδό του. Πέρα απ' αυτά, ήταν άνθρωπος με βίτσια κι ήταν λαίμαργος και φίλος του πιοτού και του φα-γητού, αγαπούσε ιδιαίτερα τα φρούτα, τους λουκουμάδες και τα γλυκά κι έδινε και την ψυχή του ακόμα για να τα αποκτή-σει. Κι όποιος ήθελε να πιάσει φιλίες μαζί του άμα του πρόσφερε κάποιο απ' αυτά εύκολα τον πλησίαζε και τον έφερνε με τα νερά του. Έδειξε μεγάλη αγνωμοσύνη στον κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, που πάντοτε τον τιμούσε και τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση, και τον έκανε λοχαγό του, αξίωμα που ήταν το κα-λύτερο μέσα στο στρατόπεδό του, κι εκείνος τον σκότωσε από φιλοδοξία και μόνο. Η πρωτοκαθεδρία του στην τυραννία με το όνομα του γενικού διοικητή, κι ύστερα του ηγεμόνα κράτη-σε σχεδόν πέντε μήνες, που στη διάρκειά τους δεν πρόφτασε να χορτάσει λουκουμάδες κι άλλα φαγητά που τον κάνανε χαρού-μενο, και διήρκεσε από την πρώτη του Ιανουαρίου του χίλια πεντακόσια εξήντα ένα, που σκοτώσανε τον κυβερνήτη, ίσαμε τις είκο<7ΐ δύο Μαΐου του ίδιου χρόνου, που ο τύραννος κι οι δικοί του τον σκοτώσανε.

Αφού λοιπόν σκότωσε ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε αυτούς που αναφέραμε, το σύνολο επτά, μαζί με τους δύο της προηγού-μενης νύχτας, κι ανάμεσά τους κι έναν παπά και τον ηγεμόνα, σύναξε όλους τους άντρες σε μια πλατεία και πήγε κι ο ίδιος, με ογδόντα δικούς του καλά αρματωμένους να τον περιφρου-ρούνε, και τους είπε σε όλους ότι κανένας τους δεν έπρεπε να ξεσηκωθεί για όσα είχανε δει, γιατί αυτά είναι πράγματα που προκαλεί ο πόλεμος, κι ότι ο ηγεμόνας κι οι υπόλοιποι είχανε πεθάνει επειδή δεν ξέρανε να κυβερνούνε. Δεν ήθελε, είπε, να ασχοληθεί άλλο μ' αυτά, παρά τους παρακαλούσε να τον θεω-ρούν φίλο και σύντροφό τους και ότι από δω και πέρα δεν θα καθυστερούσε ο πόλεμος και τέλειωσε ανακηρύσσοντας τον εαυτό του γενικό διοικητή. Κι έδωσε ύστερα καινούρια αξιώ-ματα και θέσεις. Τον Μαρτίν Πέρεθ, που πριν ήτανε αρχιλοχίας, τον έκανε στρατοπεδάρχη, τον Χουάν Γκόμεθ τον καλαφάτη τον έκανε ναυτικό υποδιοικητή και κάποιον Χουάν ντε Γκεβάρα,

11. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο 1 6 1

Κομενταδόρ της Ρόδου που ήτανε διοικητής του ηγεμόνα, του ττήρε το αξίωμα και το έδωσε σε έναν Διέγο ντε Τρουχίλιο, δικό του άνθρωπο, που πριν ήτανε υπολοχαγός του. Στον Χουάν ντε Γκεβάρα υποσχέθηκε ότι, όταν έφταναν στο Νόμπρε ντε Διός, θα του έδινε είκοσι χιλιάδες πέσος για να μπορέσει να γυρίσει στην Ισπανία. Κάποιον Διέγο Τιράδο τον έκανε διοικητή του ιπ-πικού, πράγμα που εκείνος δεν το ήθελε, και κατά κάποιο τρό-πο το έδειξε ότι δεν ήθελε να δεχτεί, αν και αργότερα, στο νησί Μαργαρίτα έδειξε στον Αγκίρε ότι ήταν ευχαριστημένος. Έναν άλλον, τον Νικολάς ντε Κοθάγια, τον έκανε διοικητή της φρου-ράς του και ττήρε το σκήπτρο του δικαστικού αρχικλητήρα από τον Χουάν Αλβάρεθ Θεράτο και το έδωσε σε έναν μιγάδα, τον Καριόν, που 'χε παντρευτεί με μια ινδιάνα στο Πιρού. Αφησε τα αξιώματα των διοικητών στον Πέρο Αλόνσο Γαλέας και τον Αλόνσο Πιθάρο, που προηγουμένως ήταν δΐ9ΐκητές του ηγεμό-να, αλλά καθαίρεσε από διοικητή τον Γκονθάλο Γκιράλ. Ύστε-ρα πρόσταξε να βγάλουν διαταγή σε όλο το στρατόπεδο πως, επί ποινή θανάτου, κανένας δεν έπρεπε από δω και πέρα να έχει μυστικές συνομιλίες μήτε να βγάζει σπαθί ούτε κι άλλα όπλα μπροστά του, ούτε και στο στράτευμα, κι ο ίδιος έμεινε στο μπριγαντίνι δυο μέρες μαζί με τους δικούς του και τη φρουρά του δίχως να βγει καθόλου από κει.

Δυο μέρες πέρασαν που οι τύραννοι σκοτώσανε τον πρίγκι-πά τους, και φύγαμε από κείνο κει το χωριό και προχωρήσαμε κατάντη του ποταμού οχτώ μέρες και επτά νύχτες δίχως στα-ματημό. Στο δεξί μας χέρι αντικρίσαμε μια οροσειρά όχι και πολύ ψηλή, με χερσότοπους και γυμνά βουνά. Σε τούτη την ορο-σειρά φαινόταν πολύς καπνός και διακρίναμε κάποιους οικι-σμούς στις όχθες του ποταμού. Εδώ λέγανε οι δραγουμάνοι πως βρισκότανε η Ομάγουα και η πλούσια γη που μας λέγανε πά-ντα. Έδωσε προσταγή να μην μιλήσει κανείς με τους οδηγούς. Απομακρυνθήκαμε και πήραμε το άλλο παρακλάδι του ποτα-μού, γιατί η θέληση του τύραννου ήτανε να μακρύνουμε από κει. Εδώ πέρα είδαμε μεγάλους οικισμούς, κι ύστερα συναπα-ντήσαμε κάτι νησιά όπου ζούσανε κάτι ινδιάνοι που ήτανε τοξότες. Οι πρώτες πιρόγες πιάσανε στεριά σ' ένα χωριό όπου βρήκαμε πολλές ιγκουάνες δεμένες έξω από τα σπίτια των ιν-διάνων και παρακάτω ενώθηκε μαζί μας και το πλεούμενο που

162

ερχόταν από τα δεξιά που το 'χαμε αφήσει πιο πάνω. Στο μέ-ρος τούτο αντικρίσαμε και πάλι στο δεξί μας χέρι κι άλλη οροσειρά με χερσότοπους και γυμνά βουνά, αν και εδώ πέρα δεν φαινόταν να υπάρχουν οικισμοί όπως στα δεξιά μας. Οι δυο αυτές οροσειρές, η μια από τη μια μεριά κι η άλλη από την άλλη, κάνουνε τον ποταμό να στενεύει λιγάκι εδώ πέρα, όχι όμως και τόσο ώστε να μην είναι ακόμα κι εδώ ασύγκριτος στο πλάτος του και τη μεγαλοσύνη του. Στη συνέχεια, συναπαντήσαμε ένα μεγάλο χωριό ινδιάνων, στο δεξί μας χέρι πάνω σε μια απόκρη-μνη όχθη του ποταμού. Οι ινδιάνοι τούτοι είναι καλοστεκού-μενοι, κυκλοφορούν γυμνοί και έχουν τόξα, είναι άγριοι άνθρω-ποι και λέγονται Αρνακίνας. Διαθέτουν ένα βοτάνι που μπο-ρεί να κάνει μεγάλο κακό^̂ και οικοδομήματα για να λατρεύουν τους θεούς τους και να κάνουνε τις τε>^τουργίες τους και τις θυσίες. Στην πόρτα του κάθε οικοδομήματος υπάρχουν δυο βωμοί όπου, καταπώς φαίνεται, αποκεφαλίζουν τους ινδιάνους που θυσιάζουν. Στον ένα είναι ζωγραφισμένος πάνω σε μια τάβλα ένας ήλιος και η μορφή ενός άντρα, και εδώ φαίνεται πως θυσιάζουν τους άντρες, ενώ στον άλλον, που έχει ζωγρα-φισμένο το φεγγάρι και τη μορφή μιας γυναίκας, τις γυναίκες. Είναι γιομάτοι με ανθρώπινο αίμα, καταπώς μας φάνηκε, και αυτό το συμπεράναμε από εικασίες γιατί δεν είχαμε κανέναν να ρωτήσουμε, μιας και δεν είχαμε δραγουμάνους. Σε τούτο χωριό βρήκαμε κομμάτια απ' τα στολίδια ενός σπαθιού και καρφιά και άλλα μικροπράγματα από σίδερο. Φτάνοντας σε τούτο το χωριό, έστειλε ο τύραννος προπομπούς πάνω από τριά-ντα άντρες, με μικρές και μεγάλες πιρόγες. Οι ινδιάνοι περίμε-ναν στην όχθη του ποταμού αρματωμένοι. Είπανε πως είχανε ειρηνικές διαθέσεις, γιατί δεν δείξανε καμιά πολεμική διάθε-ση. Οι άντρες όμως από τις πιρόγες τους ρίξανε με τα αρκεβού-ζια, λαβώσανε και σκότωσαν μερικούς, και εκείνοι το βάλανε στα πόδια δίχως να πολεμήσουν ή να ρίξουνε βέλη και απαρα-τήσανε το χωριό με όλο του το έχει, γιατί δεν πρόφτασαν να πάρουνε τίποτα από τα σττίτια τους. Δεν μπορέσανε να πιάσουνε παρά μόνο έναν ινδιάνο και μια ινδιάνα, και τον ινδιάνο τον

39. Αναφορά στο κουράρε, δηλητήριο στο οποίο εμβάπτιζαν τα βέλη τους οι ινδιάνοι του Αμαζόνιου.

163

πληγώσανε με ένα από τα ίδια του τα βέλη, για να δούνε αν ήτανε φαρμακερό το βοτάνι. Και την άλλη μέρα, την ίδια ώρα πάνω κάτω πέθανε, δίχως να τον έχουνε λαβώσει σ' άλλη με-ριά παρά μόνο εκεί που είχε ματώσει. Αφού οι ινδιάνοι κρύψανε τις γυναίκες και τα παιδιά έρχονταν κάθε μέρα γύρω από το χωριό μα δεν τολμήσανε να μας ριχτούνε. Τότε πιάστηκε αιχ-μάλωτος κι άλλος ένας ινδιάνος και του 'δωσε ο τύραννος ένα - δυο πελέκια για δρεπάνια και άλλα μικροπράγματα. Και με νοήματα τον ξαπόστειλε για να πάει να μιλήσει στους συντρό-φους του να έρθουνε να τον δούνε ειρηνικά κι αυτός δεν θα τους έκανε κακό. Μας στείλανε οι ινδιάνοι δυο μαντατοφόρους, ο ένας κουτσός απ' το ένα πόδι κι ο άλλος παραμορφωμένος από τη μια μεριά και φέρανε κι οι δυο τους παπαγάλους και λίγα ψάρια, και με νοήματα μας είπανε ότι θα έρχονταν αργότερα όλοι οι ινδιάνοι ειρηνικά. Ύστερα όμως εμείς φύγαμε δίχως να περιμένουμε πιότερο. Η χώρα που ζουν οι ινδιάνοι τούτοι είναι τόπος ψηλός κι επίπεδος, που δεν είναι βαλτότοπος, και έχου-νε κτισμένες καλύβες σ' ένα βουνό με αραιά φελλόδεντρα. Το χωριό αυτό βρίσκεται στη στεριά που ήταν στο δεξί χέρι.

Σε τούτο το χωριό βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες από καλα-μπόκι, κρεμασμένο σε δεμάτια και άφθονη άγρια γιούκα στα σπαρτά, ενώ στα σπίτια πολλές διχτυωτές αιώρες, πολλά δί-χτυα για ψάρεμα καθώς και πολλές τριχιές και σχοινιά με τα οποία φτιάξαμε τα ξάρτια. Βρήκαμε άφθονα κομμένα παλού-κια για να φτιάξουμε άλμπουρα κι αντένες καθώς και πολλά κιούπια και πιθάρια για να 'χουμε νερό όταν θα ξανοιγόμα-σταν στη θάλασσα, κι όλα σε μεγάλη αφθονία. Και φτιάξαμε σε τούτο το χωριό τα άρμενα των καραβιών, από κουβέρτες και σεντόνια από βαμβακερό ύφασμα κι άλλα υφάσματα από καραβόπανο, που συνάχτηκαν από Ισπανούς και ινδιάνους του στρατοπέδου. Στο χωριό τούτο είδαμε την φουσκονεριά που ανεβαίνει ίσαμε αυτό, και φτάνει ακόμα παραπάνω, πριν απ' το χωριό, που πρέπει να ήτανε ίσαμε και διακόσιες λεύγες πριν να φτάσουμε στη θάλασσα. Όταν φτάσαμε σε τούτο το χωριό το έσκασαν οι οδηγοί που είχαμε μαζί μας από το Πιρού, που ήτανε εκείνοι οι Βραζιλιάνοι ινδιάνοι που όπως είπαμε είχαν ανεβεί τον ποταμό τούτο. Απ' αυτό βγάλαμε το συμπέρασμα ότι οι ινδιάνοι του χωριού τούτου πρέπει να ανήκαν στην ίδια

164

φυλή με κείνους τους Βραζιλιάνους ινδιάνους κι ότι το χω-ριό τους πρέπει να ήταν κοντά, γιατί διαφορετικά δεν θα τολ-μούσανε να το σκάσουνε οι οδηγοί αυτοί ανάμεσα σε ινδιά-νους που τρώνε ανθρώπινο κρέας. Μείναμε σε τούτο το χω-ριό δεκαπέντε μέρες φτιάχνοντας τα ξάρτια και βάζοντας τα άλμπουρα στα πλοία. Στο αναμεταξύ, σκότωσε ο τύραννος κάποιον Μοντεβέρδε, που 'ταν Φλαμανδός, γιατί πίστευε πως δεν έδειχνε και μεγάλο ενθουσιασμό για τον πόλεμο, κι έτσι εμφανίστηκε μια μέρα πεθαμένος και μια επιγραφή στο στή-θος του έλεγε, επειδή ήταν στασιαστάκος. Κι ύστερα κάποιοι είπανε πως ο Μοντεβέρδε ήτανε τάχατες λουθηριανός. Ενώ ετοιμαζόμασταν να φύγουμε από τούτο το χωριό σκότωσε κι έναν διοικητή, τον Διέγο Τρουχίλιο και κάποιον Χουάν Γκον-θάλεθ, αρχιλοχία, στους οποίους είχε δώσει τα αξιώματα όταν σκότωσε τον ηγεμόνα τους. Η αιτία, καταπώς είπανε, που πε-θάνανε ήτανε επειδή είχανε κάνει πολλούς φίλους κι ο τύραν-νος τους φοβήθηκε, αν και είπε σαν δικαιολογία ότι σχεδία-ζαν να τον σκοτώσουνε. Αφού πεθάνανε αυτοί οι δυο, έκανε διοικητή, στη θέση του Διέγο Τρουχίλιο κάποιον Κριστόμπαλ Γκαρθία, καλαφάτη, και αρχιλοχία κάποιον Χουάν Τέλιο. Όλον αυτό τον καιρό που μείνανε οι τύραννοι σε τούτο το χωριό δεν ξεμυτίσανε από τα μπριγαντίνια, όπου ήτανε μαζί μέ τη φρουρά και τους φίλους τους. Στο ένα ήτανε ο στρατο-πεδάρχης και στο άλλο ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε και δεν αφήνανε να ανέβει μήτε και να κοιμηθεί εκεί μέσα κανένας από τους ύποπτους. Όταν φύγαμε από εκεί, ξαρμάτωσε όλους τους άντρες που του φαίνονταν ύποπτοι, παίρνοντάς τους τα σπαθιά και τα αρκεβούζια, κι όλοι οι δικοί του κι εκείνοι της φρουράς τους ήτανε αρματωμένοι, και τ' άρματα που μάζε-ψε τα είχε δεμένα με πολλά σκοινιά σ' ένα υπόστεγο στην πρύμνη του καραβιού, όπου δεν αφήνανε κανέναν να πλησιά-σει εκτός από τους φρουρούς ή τους στενούς φίλους των τυ-ράννων αυτών. Εδώ, με τη συγκατάθεση του τυράννου και την θέλησή του και την άδειά του, κάποιος Μαδριγάλ λάβωσε με προδοτικό τρόπο τον Αόπεθ Θεράτο, που είχε κάνει δικαστι-κός αρχικλητήρας του Δον Φερνάντο, επειδή πολύ πριν από αυτό το γεγονός, λένε ότι ο Χουάν Αόπεθ είχε εναντιωθεί στον Μαδριγάλ, και του έδωσε με μια λόγχη τέσσερα - πέντε χτυ-

165

πήματα πισώπλατα, ενώ κατέβαινε από το μπριγαντίνι όπου βρισκότανε ο τύραννος, μπροστά σ' αυτόν. Κι ο τύραννος έκανε μια κίνηση να συλλάβει τον εν λόγω Μαδριγάλ, για να φανεί ότι δεν το είχε προστάξει ο ίδιος, μα ύστερα τον άφησε ελεύθερο κι ενώ ο Χουάν Λόπεθ Θεράτο είχε σχεδόν γιάνει από τα τραύματά του, εκείνοι που τον γιατροπόρευαν, με εντολή του τυράννου, του ρίξανε κάτι που τον πιάσανε σπασμοί και πέθανε.

Αφού φύγαμε από τούτο το χωριό που του δώσαμε το όνο-μα των Ξαρτιών, προχωρήσαμε κατάντη του ποταμού πέντε με έξι μέρες, κι εκεί που πλέαμε, πρόσταξε ο τύραννος αυτός κά-ποιον λοχία του, ονόματι Αντόν Λιαμόσο, να σκοτώσει τον κο-μενταδόρ Χουάν ντε Γκεβάρα. Είπε δε πως το 'κανε αυτό γιατί ήταν κι αυτός στασιαστής μαζί με τον Αιέγο Τρουχίλιο και τον Χουάν Γκονθάλεθ. Ενώ λοιπόν ο κομενταδόρ αυτός βρισκότα-νε ανύποπτος πάνω στο πλοίο, του έδωσε ο Λιαμόσο μ' ένα στιλέτο τρεις - τέσσερις μαχαιριές και τον έπιασε από τον κα-βάλο και τον πέταξε στο ποτάμι, κι εκεί πνίγηκε και πέθανε, ενώ φώναζε και ζητούσε να εξομολογηθεί. Κι ο τύραννος τον κοί-ταγε μ' απόλαυση μεγάλη κι όταν συναντηθήκαμε με το άλλο μπριγαντίνι, το διηγιόταν στους άντρες που βρίσκονταν εκεί. Φτάσαμε σε κάτι οχυρά που έχουνε σ' εκείνα τα μέρη οι ινδιά-νοι, που είναι φτιαγμένα πάνω σε ψηλούς πασσάλους και πε-ριτειχισμένα με τάβλες από φοίνικες και στο πιο ψηλό τους μέρος έχουνε πολεμίστρες για να πετάνε τα βέλη τους. Από κει πέρα λαβώσανε οι ινδιάνοι τέσσερις με πέντε Ισπανούς από καμιά εικοσαριά που είχανε πάει ως εμπροσθοφυλακή με έναν αρχηγό και τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν, κι όταν έφτα-σε όλη η αρμάδα στο οχυρό αυτό οι ινδιάνοι το είχαν πλέον σκάσει. Δεν βρήκαμε καθόλου τρόφιμα στα σπίτια ούτε και χωράφια, γιατί καταπώς φαίνεται οι ινδιάνοι αυτοί τρέφονται μόνο με ψάρια ή τα ανταλλάσσουν με άλλα τρόφιμα. Μεταξύ άλλων, βρήκαμε εδώ πέρα και ξεραμένο αλάτι, για πρώτη φορά σ' ολόκληρο το βασίλειο από την περιοχή των Καπερούθος μέχρι εδώ πέρα, πάνω κάτω χίλιες τρακόσιες λεύγες, κι οι ιν-διάνοι μήτε το γνωρίζουν μήτε και το τρώνε. Στο οχυρό αυτό μείναμε τρεις μέρες για να φτιάξουμε κάποια πράγματα που χρειαζόμασταν για τα μπριγαντίνια. Το οχυρό αυτό είναι χτι-

166

σμένο σε ένα μικρό στόμιο που σχηματίζει ο ποταμός, που βρί-σκεται σε απόσταση τρεις βολές με το αρκεβούζιο από τον κυρίως ποταμό και μοιάζει με νησί. Όταν κινήσαμε να φύγου-με από κει πέρα, εμφανίστηκαν στο ποτάμι πολλίς πιρόγες με ινδιάνους πολεμιστές, και μερικοί είπανε πως ήτανε πάνω από εκατό. Πιστέψαμε ότι έρχονταν να μας ριχτούνε κι ετοιμαστή-καμε για μάχη αλλά εκείνοι απομακρύνθηκαν και μεις τους ττήραμε στο κατόπι. Επειδή όμως ήμασταν στο στόμιο εκείνο του ποταμού, όταν φτάσαμε στο ποτάμι είχανε χαθεί και ποτέ πια δεν τους ξανάδαμε μήτε και που μάθαμε πού είχανε χτισμένα τα χωριά τους.

Κι αφού φύγαμε από κείνον εκεί τον τόπο, περιπλανηθήκα-με ανάμεσα σε πολλά νησιά και παρακλάδια του ποταμού έτσι που δεν ξέραμε προς τα πού έτρεχε, γιατί τα ρεύματα ήταν ορ-μητικά κι οι φουσκονεριές πολλές και ασταμάτητες τόσο ανά-ντη όσο και κατάντη του ποταμού κι οι πλοηγοί και οι θαλασ-σινοί που 'χαμε εκεί πέρα ήτανε μπερδεμένοι και δεν καταλα-βαίνανε τον ποταμό μήτε γνωρίζανε τις φουσκονεριές. Δύο απ' αυτούς πήρανε δυο πιρόγες που είχαμε και κινήσανε να εξε-ρευνήσουν κάτι κάβους και μετά από πολλούς δισταγμούς και πολλές διχογνωμίες, γιατί οι μεν λέγανε ότι έπρεπε να πάμε στον έναν κάβο κι οι δε σε άλλον, εδέησε ο Κύριος και αποφασίσα-με κατά πού θα κινήσουμε. Συναπαντήσαμε ένα μικρό ινδιά-νικο χωριό που ήταν κτισμένο σε ένα κατάξερο νησί, στην απόκρημνη όχθη του ποταμού. Τούτοι οι ινδιάνοι κυκλοφορούν γδυτοί και φοράνε στα πόδια τους κάτι σόλες από ελαφοτόμα-ρο που τις δένουνε με κορδόνια όπως κάνουνε και στο Πιρού. Έχουνε οι ινδιάνοι αυτοί τα μαλλιά τους κομμένα στρογγυλά έτσι που να σχηματίζονται γραμμές, όπως οι καλόγεροι, μόνο που αυτοί έχουνε μαλλιά σ' ολόκληρο το κεφάλι τους. Σε τού-το το χωριό εγκατέλειψε ο απάνθρωπος τύραννος εκατό περί-που ινδιάνους που είχανε γίνει χριστιανοί, απ' όσους είχανε απομείνει από τους υττηρέτες που είχαμε φέρει από το Πιρού, λέγοντας ότι δεν χωράγανε στα μπριγαντίνια κι ότι ήταν επι-κίνδυνο να βγούμε στη θάλασσα με τόσο πολύ κόσμο, γιατί δεν θα έφτανε το φαΐ και το νερό. Πολύ άσπλαχνη ήταν αυτή του η πράξη, κυρίως γιατί πιστεύαμε πως εκείνοι οι ινδιάνοι είναι αγριάνθρωποι και θα τους σκοτώνανε για να τους φάνε. Κι αν

167

δεν το κάνανε, γρήγορα θα τους αποτέλειωνε ο τόπος εκείνος που είναι κακός και νοσηρός. Εδώ πέρα σκότωσε ο τύραννος και δυο στρατιώτες, τον έναν τον λέγανε Πέδρο Γκουτιέρεθ και τον άλλον Διέγο Παλόμο, γιατί ενώ μιλούσανε αναμεταξύ τους είπανε: «Μας εγκαταλείπουν πια οι ινδιάνοι. Ας γίνει ό,τι πρέ-πει να γίνει». Και για να έχει πρόσχημα μπροστά στους άντρες παρουσίασε σαν μάρτυρα ότι είχανε πει τα λόγια τούτα ένα νέγρο, αχθοφόρο, ο οποίος είπε μπροστά σε όλους ότι τους είχε ακούσει, κι όσο για κείνους πρόσταξε να τους σκοτώσουμε με τη γκαρότα. Ο Διέγο Παλόμο εκλιπαρούσε τον τύραννο, στο όνομα του Κυρίου, να μην τον σκοτώσει και να τον αφήσει ζωντανό μαζί με τους ινδιάνους από το Πιρού που θα έμεναν εκεί πέρα, λέγοντας ότι θα γινόταν ερημίτης και θα τους μά-ζευε όλους και θα τους δίδασκε τον λόγο του Κυρίου, μα ο αδίστακτος τύραννος που δεν νοιαζόταν καθόλου για τη θρη-σκεία, δεν θέλησε να το κάνει και τον σκότωσε. Αφού φύγαμε από τούτο το χωριό, συνεχίσαμε την πορεία μας, άλλες φορές χάνοντας τον δρόμο μας κι άλλοτε ακολουθώντας σωστή πο-ρεία, και φτάσαμε στη θάλασσα, δίχως να συναπαντήσουμε άλλους οικισμούς μήτε και ινδιάνους, παρ' όλο που από δω πέρα, στην οροσειρά που ανέφερα στο αριστερό μας χέρι, εί-δαμε καπνό πολύ και κάτι καλύβια. Και προτού βγούμε στη θάλασσα πολλές κακουχίες περάσαμε και κίνδυνους και θύελ-λες και φουσκονεριές. Και περάσαμε από πολλές ρηχάδες που κάνει ο ποταμός στην εκβολή στην θάλασσα, τόσο που ήτανε φορές που τα μπριγαντίνια περνούσανε από μέρη όπου το νερό έφτανε μόνο μισή οργιά, αλλά έστερξε ο Θεός κι ο πυθμένας ήταν σκέτη λάσπη μαλακή κι άφθονη κι έτσι κατάφεραν και περάσανε σύρριζα από κείνη κει την λάσττη κι ήτανε θαύμα το ότι δεν γινήκανε κομμάτια τα πλοία. Χαθήκανε σε κείνα κει τα μέρη τρία παλικάρια, ένας Ισπανός και δυο μιγάδες, που ήτα-νε σε μια πιρόγα που είχαμε, κι η ορμή του ποταμού τους παγί-δευσε και τους γύρισε ανάντη του ποταμού, δίχως να μπορέ-σουν να πιάσουνε στεριά, μέχρι που τους χάσαμε από τα μά-τια μας και ποτέ πια δεν τους ματαείδαμε. Μαζί τους ήτανε κι άλλοι ινδιάνοι χριστιανοί και σε κάτι νησάκια ξωμείνανε κά-ποιες ινδιάνες που βγήκανε για να μαζέψουνε θαλασσινά, γιατί η παλίρροια της θάλασσας ανέβαινε με τόση ορμή που δεν εί-

168

χανε καιρό να ξανανέβουνε στα μπριγαντίνια και μάλλον πνι-γήκανε. Από τις εκβολές του ποταμού αυτού ίσαμε το νησί Μαργαρίτα κάναμε δεκαεπτά μέρες. Έτσι λοιπόν, από τότε που ρίξαμε τα πλοία στον ποταμό στο καρνάγιο με τον κυβερνήτη μας τον Πέδρο ντε Ορσούα ίσαμε που φτάσαμε στην Μαργαρί-τα πέρασαν δέκα μήνες, από τις είκοσι έξι Σεπτεμβρίου του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα. Τους μήνες αυτούς πορευ-τήκαμε στον ποταμό και τη θάλασσα για τρεις μήνες και είκο-σι μέρες, που μας κάνουνε εκατόν δέκα ημέρες, πάνω κάτω, ενενήντα τρεις ή ενενήντα τέσσερις στον ποταμό και δεκαεφτά στην θάλασσα. Όλον τον υπόλοιπο καιρό, που είναι έξι μήνες, τον ξοδέψαμε στο να φτιάχνουμε τα μπριγαντίνια, να ψάχνου-με να βρούμε τρόφιμα και να ξαποσταίνουμε. Πολλά τα βάσα-να που περάσαμε στην θάλασσα από την πείνα και τη δίψα, τόσο πολύ που θαρρώ πως αν κρατούσε το ταξίδι τέσσερις -πέντε μέρες ακόμα θα πεθαίνανε οι μισοί από τους άντρες, αν και δεν θα *τανε από τους φίλους του τύραννου, γιατί αυτοί ήτανε πάντα καλύτερα εφοδιασμένοι και παίρνανε από τους άλλους για να τους δώσουνε σ' αυτούς και με όλα αυτά μας πέθαναν τρεις - τέσσερις στρατιώτες από την πείνα.

169

ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΜΑΡΑΝΙΟΝ

f I 1 χει τούτος ο ποταμός μήκος, κατά πως λένε εκείνοι που ΓΗ ξέρανε να το εκτιμήσουνε, πάνω από χίλιες εξακόσιες I y λεύγες από τις πηγές του ίσαμε τη θάλασσα, υπολογί-

ζοντας από κει που ξεκινήσαμε εμείς. Κι είναι τόσο μεγάλος και ορμητικός, που δεν έχει σύγκριση με κανέναν απ' όσους ίσαμε τώρα έχουν ανακαλυφθεί. Ξεχειλίζει σε μερικά μέρη, την ώρα της φουσκονεριάς, και φτάνει πάνω από εκατό λεύγες έξω από την κοίτη του κι έχει τόσα πολλά κουνούπια μέρα και νύχτα που δεν καταλαβαίνω πώς μπορούνε και ζούνε οι ντόπιοι σ' αυτόν. Μέχρι που φτάσαμε στο χωριό των Χελωνών^, οι νερο-ποντές ήτανε λιγοστές, και νομίζω πως εκείνη η εποχή πρέπει να είναι το καλοκαίρι, αν υπάρχει καλοκαίρι στον τόπο αυτό, που κρατάει από τον Σεπτέμβρη ίσαμε τα Χριστούγεννα. Από κει και κάτω έβρεξε πολύ, κι είχαμε πολλές καταιγίδες και κεραυνούς και συνήθως πολύ αέρα, που σήκωναν στο ποτάμι τέτοια κύματα, πιο μεγάλα κι απ' της θάλασσας, που βουλιά-ζουνε τα κανό και τις πιρόγες αν δεν βρούνε έγκαιρα αραξο-βόλι σε απάνεμη στεριά. Κι ακόμα και στα μπριγαντίνια βρε-θήκαμε φορές - φορές σε τέτοιο κίνδυνο, ιδιαίτερα μια νύχτα, που πιστεύαμε ότι θα πνιγούμε. Όταν βρέχει στις ττηγές των πο-ταμών που χύνονται σε τούτον δω, τα νερά φουσκώνουνε τόσο πολύ που πλημμυρίζουνε και καλύπτουνε όλη τη στεριά γύρω - γύρω. Τον μήνα του Σεπτέμβρη που εμείς αρχίσαμε να τον κα-τεβαίνουμε, ήδη αρχίνηζαν να έρχονται οι φουσκονεριές από τα πάνω και τον Ιούλη, που βγήκαμε στη θάλασσα, ακόμα δεν

40. Το Ματσιπάρο.

170

είχανε κατέβει τα νερά. Έτσι λοιπόν κρατάνε όλο το χρόνο, κι επειδή η απόσταση από τη θάλασσα ίσαμε τις πηγές του ποτα-μού είναι τόσο μεγάλη, προτού χυθούν στην θάλασσα τα νερά από τη μια φουσκονεριά, έρχονται και πάλι από πάνω κι άλλα νερά. Παρ' όλο που τα νερά του ποταμού είναι υπερβολικά ζεστά η θερμοκρασία αυτή είναι αρρωστημένη. Στα περισσό-τερα μέρη του ποταμού είχανε πολύ όμορφα κανάτια δουλεμέ-να με μεγάλη τέχνη, και ζωγραφισμένα, σε χίλια δυο σχήμα-τα, και εφυαλωμίνα όπως αυτά που έχουμε στην Ισπανία. Σ' όλη τη διαδρομή του ποταμού δεν είδαμε μήτε χρυσάφι μήτε ασήμι, παρά μόνο στα μέρη που ονομάσαμε Καράρι και Μα-κάρι, όπου κάποιοι ινδιάνοι φοράνε χρυσά σκουλαρίκια και κρίκους στην μύτη. Γνωρίζουνε όμως οι ινδιάνοι το χρυσάφι και το ασήμι, και το έχουνε περί πολλού, πολύ περισσότερο απ' τ' άλλα μέταλλα. Φοράνε κάτι πουκαμίσες πολύ καλοφτιαγ-μένες. Σ' ολόκληρο τον ποταμό, από τη χώρα των Καπερούθος ίσαμε εκεί που χύνεται στη θάλασσα δεν βρήκαμε αλάτι, κι οι ινδιάνοι, καθώς κι εκείνοι από την επαρχία του Καράρι, μήτε το έχουνε ούτε το τρώνε, ούτε και το γνωρίζουν κι ούτε το θεω-ρούν σπουδαίο πράγμα. Αφού τελειώνουν οι φουσκονεριές που έρχονταν από τ' ανάντη, σχηματίζει ο ποταμός ακρογιαλιές πολύ μεγάλες στις οποίες υπάρχουν πλήθος αυγά από χελώνες και ικοτέες, τόσα που δεν γίνεται να τα απαριθμήσεις, που μ' αυτά μπορούν να συντηρηθούν χίλιοι άντρες. Υπάρχουν επί-σης άφθονες χελώνες και πουλιά, που μπορείς να τα πιάσεις στις ακροποταμιές όταν είναι ο καιρός τους. Έχει και αρίφνη-τα ψάρια, σε μεγάλη ποικιλία, που είναι πολύ νόστιμα. Έχει πάνω από χίλια νησιά"̂ ^ κοντά στις εκβολές του στην θάλασ-σα, που τα πιο πολλά από αυτά είναι βαλτότοποι, γιατί με τα νερά από τις φουσκονεριές που κατεβαίνουν και τις παλίρροιες πλημμυρίζουν και σκεπάζονται τα νησιά καθώς και ένα μεγά-λο μέρος από τις οχθοποταμιές γύρω - γύρω. Και μόλις τελειώ-σουν τα νησιά αυτά, προτού μπει στη θάλασσα, ενώνονται όλα τα νερά σε ένα ποτάμι μόνο και μπαίνουνε στη θάλασσα. Την παλίρροια την καταλαβαίνεις σε απόσταση πάνω από διακό-σιες λεύγες μακριά από τη θάλασσα, κι όταν αρχίζει η φυρο-

41. Δύο χιλιάδες λέει ο Βάθκεθ.

171

νεριά σιμά στη θάλασσα, ξεπροβάλλουν τόσα νησιά και τόσο μεγάλη έκταση στεριάς, που φαίνεται αδύνατο να μπορέσει να τα σκεπάσει και πάλι όλα εκείνα που ξεσκέπασε. Όταν αρχι-νάει η φουσκονεριά, έρχεται η παλίρροια με τόση ταχύτητα και βρόντο, που ακούγεται σε απόσταση πάνω από τέσσερις λεύ-γες, και μ' ένα κύμα νερού υψωμένο ίσαμε τ' απάνω, ψηλότε-ρο και από αψηλό σπίτι, που σου κόβει τα ήπατα. Αυτό το λένε οι θαλασσινοί θαλασσόμπασμα και είναι πολύ επικίνδυνο. Πολλά και σπουδαία είναι και άλλα πράγματα που θα μπορού-σα να αφηγηθώ, τα παραλείπω όμως για να μην μακρυγορώ.

172

ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΤΥΡΑΝΝΟΥ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ

Απόγευμα ήταν σαν έφτασε ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε με τους καταραμένους του οπαδούς στη νήσο Μαργαρί-τα, στις είκοσι του Ιούνη του χίλια πεντακόσια εξήντα

ένα, κι επειδή οι πλοηγοί που είχανε δεν ξέρανε κατά πού έπε-φτε το κύριο λιμάνι, αράξανε τα μπριγαντίνια σε διαφορετικά λιμάνια. Εκείνο στο οποίο επέβαινε ο τύραννος Λόπε ντε Αγκί-ρε, αγκυροβόλησε σ' ένα λιμάνι που το λένε Παράγουα, που ήτανε τέσσερις λεύγες από το χωριό, ενώ το άλλο μπριγαντίνι στο οποίο επέβαινε ο στρατοπεδάρχης του, ο Μαρτίν Πέρεθ, έπιασε σε άλλο λιμάνι, στην βορινή πλευρά, δυο λεύγες από-σταση από το πρώτο κι άλλες τέσσερις λεύγες από το χωριό. Κι αφού πιάσανε λιμάνι, ο τύραννος αυτός, προτού κατέβει στην στεριά, πρόσταξε να συλλάβουν κάποιον Γκονθάλο Γκιράλ ντε Φουέντες, που ήτανε παλιά διοικητής του ηγεμόνα τους, του Δον Φερνάντο, κι έναν άλλον, κάποιον Διέγο ντε Βαλκάθαρ, που όπως έχουμε πει ήτανε αρχιδικαστής του στρατοπέδου των τυ-ράννων αυτών, τον οποίον είχανε θελήσει παλιότερα να τον σκοτώσουν αλλά το είχε σκάσει. Και τους δυο τους σκότωσε με γκαρότα δίχως να εξομολογηθούν. Τον δε Γκονθάλο Γκιράλ, επειδή δεν πνίγηκε αμέσως, τον αποτέλειωσαν με πολλές μα-χαιριές, γιατί φώναζε και ζητούσε να εξομολογηθεί κι υττήρχε κίνδυνος να τον ακούσει κανένας από τους παροίκους του νησιού που 'χανε έρθει εκεί πέρα για να δούνε τι σόι άνθρωποι ήτανε, κι ύστερα τον πετάξανε στη θάλασσα. Αργότερα, το ίδιο βράδυ, έστειλε ο τύραννος έναν στρατιώτη, ονόματι Ροδρίγεθ και επιστήθιο φίλο του, γιατί τέτοιος θα πρέπει να 'τανε για να του αναθέσει την αποστολή εκείνη, στον στρατοπεδάρχη, από

173

τη μεριά της στεριάς, μαζί με μερικούς ινδιάνους που τον οδη-γούσαν, και τον έστειλε να μεταφέρει την προσταγή να σκοτώ-σουν τον Σάντσο Πιθάρο, που ήταν διοικητής του, και που ο τύραννος υποπτευόταν ότι δεν θα τον ακολουθούσε, και πράγ-ματι ο στρατοπεδάρχης τον σκότωσε. Τον πρόσταξε επίσης ν' αφήσει κάποιους άντρες στο μπριγαντίνι για να το φυλάνε και ο ίδιος να πάρει τους υπόλοιπους άντρες και να πάει εκείνη τη νυχτιά να βρει τον Λόπε ντε Αγκίρε όσο πιο γοργά μπορούσε από τη στεριά. Πράγμα που έκανε, και πληροφόρησε τον γενι-κό διοικητή του για το πού και πώς είχανε πιάσει λιμάνι, και ζήτησε εντολές για το τι έπρεπε να κάνει. Κι ο στρατιώτης αυ-τός, ο Ροντρίγεθ, που έστειλε μαντατοφόρο ο τύραννος, εκτέ-λεσε πιστά την αποστολή του, ενώ μπορούσε αν ήθελε να ειδο-ποιήσει τους παροίκους της Μαργαρίτα, γιατί πορευότανε με συνοδειά ινδιάνους του τόπου εκείνου πάνω από δυο λεύγες. Μα δεν το έκανε, γιατί ήτανε προδότης και πιστός στον τύραν-νο. Κι ύστερα πάλι, όταν ο στρατοπεδάρχης έστειλε κάποιον Διέγο Λουθέρο να ρωτήσει τον τύραννο για το τι ήθελε να κά-νει, μπορούσε κι αυτός να ειδοποιήσει τους παροίκους του νη-σιού, μα δεν το έκανε παρά εκτέλεσε τόσο καλά την αποστολή του, σαν μεγάλος προδότης που 'τανε και πιστός στον αφέντη του, τον τύραννο, πασχίζοντας να φανεί έμπιστος φίλος των τυράννων αυτών. Κι έπειτα πάλι, όταν φτάσανε στη στεριά, ο στρατοπεδάρχης κατέβασε από το μπριγαντίνι κάποιον Ρομπέρ-το ντε Κοκάγια, μπαρμπέρη, και κάποιον Φρανθίσκο Ερνάντεθ, πλοηγό, δίχως να επιτρέψει να πάει κανείς άλλος μαζί τους. Κι οι εν λόγω πήγανε μαζί με κάτι νέγρους να ψάξουν για τρόφι-μα σε κάτι σπίτια, μισή λεύγα και βάλε από κει πέρα. Κΐλ^σα-νε κατά το δειλινό και γυρίσανε τα μεσάνυχτα μαζί με τον Ροδρίγεθ, που τον συναπαντήσανε στον δρόμο. Κάποιος απ' αυτούς τους τέσσερις που κατονόμασα θα μπορούσε να ειδο-ποιήσει το χωριό και τους παροίκους του νησιού, αν το ήθελε, κι έτσι ο τύραννος θα κατατροπωνόταν και δεν θα έκανε το κακό που έκανε. Όταν έφτασε ο μαντατοφόρος που έστειλε ο Λόπε ντε Αγκίρε στο μπριγαντίνι του στρατοπεδάρχη, εκείνος έβαλε σε εφαρμογή όσα του πρόσταζε ο γενικός διοικητής του, και τα μεσάνυχτα είπε σ' όλους τους άντρες να κατέβουνε στη στεριά κι αρχίσανε να προχωράνε μαζί με τους οδηγούς που

174

είχε φέρει μαζί του ο Ροντρίγεθ, κι ύστερα, όταν απομακρύν-θηκαν από το μπριγαντίνι, σκότωσε τον Σάντσο Πιθάρο και τον άφησε πεθαμένο καταμεσής στον κάμπο.

Στο αναμεταξύ, ο κυβερνήτης κι οι πάροικοι του νησιού μό-λις αντίκρισαν τα μπριγαντίνια αναστατώθηκαν γιατί δεν ξέ-ρανε τι είδους άνθρωποι ήτανε, και στείλανε μια πιρόγα από τη θάλασσα και άντρες από τη στεριά για να κάνουν αναγνώ-ριση. Κι όταν εκείνοι φτάσανε, είδανε τον Λόπε ντε Αγκίρε να ξεμπαρκάρει τους αρρώστους και κάποιους από τους έμπι-στούς του και καταπώς λένε δίπλα του έστεκε κάποιος Διέγο Τιράδο, ο διοικητής του ιππικού, κι όλους τους υπόλοιπους άντρες τους άφησε στο μπριγαντίνι κρυμμένους κάτω από την κουβέρτα. Συνομίλησε ο τύραννος κι οι δικοί του με δυο - τρεις παροίκους του νησιού που φτάσανε εκεί και τους κάνανε να πιστέψουν πως είχανε χαθεί τάχα στον Μαρανιόν κι ότι εί-χανε κατέβει από το Πιρού αναζητώντας μια χώρα για την οποία τους είχανε δώσει πληροφορίες και τους ζητήσανε κρέας για να φάνε, κι όλα αυτά με πολλές ικεσίες και μεγάλη πειστικότητα. Τότε οι πάροικοι αυτοί σκοτώσανε κάνα δυο γελάδια και τους τα δώσανε. Σ' έναν απ' αυτούς, ονόματι Γασπάρ Ροδρίγεθ, που φάνηκε στον τύραννο πλέον επιφανής και καλύτερος συζητητής και ρήτορας, του έδωσε, για να καθησυχάσει τις υποψίες του και να τον παραπλανήσει, έναν μάλλινο μανδύα με χρυσά σιρίτια και μπορντούρες κι ένα επιχρυσωμένο ασημένιο ποτήρι, κι είπε στον ίδιο και στους άλλους ότι άλλο δεν θέλανε παρά να ανταλλάξουνε τρόφιμα με λεφτά. Εκείνο το βράδυ κυκλοφόρησε το νέο αυτό στο χωριό με γραφές που γράψανε και στείλανε στους άλλους οι πάροικοι αυτοί, και λέγανε κι άλλα, ότι τάχα ήτανε άνθρω-ποι πολύ πλούσιοι από το Πιρού, κι ότι ήτανε άρρωστοι και πέθαιναν της πείνας και δίνανε άφθονο ασήμι και χρυσάφι και κοσμήματα που είχανε σε αντάλλαγμα για τρόφιμα, κι ότι είχανε δώσει τον μανδύα και το κύπελλο στον Γασπάρ Ροδρί-γεθ. Κι όταν μαθεύτηκαν τα καθέκαστα στο χωριό της Μαρ-γαρίτα, ο Δον Χουάν ντε Βιλιαντράντο, ο κυβερνήτης του νησιού, παρακινημένος από την απληστία του, καταπώς λένε, κι επειδή ήθελε να δει κάποια απ' τα κοσμήματα που λέγανε ότι μοιράζανε οι τύραννοι αυτοί κίνησε την ίδια εκείνη νύχτα

175

γύρω στα μεσάνυχτα για το Γουάτσι όπου βρισκόταν ο τύραν-νος ο Λόπε ντε Αγκίρε, παρέα με κάποιον Μανουέλ Ροδρίγεθ, δήμαρχο, κι έναν άλλον, κάποιον Αντρές ντε Σαλαμάνκα. Ξημερώματα την άλλη μέρα, που ήτανε Τρίτη της Μαρίας της Μαγδαληνής, φτάσανε εκεί πέρα μαζί με άλλους που 'χανε ενωθεί μαζί τους στην πορεία, οι οποίοι σίγουρα πήγαιναν κι αυτοί κινούμενοι από την ίδια απληστία, κι ο τύραννος βγή-κε να τους προϋπαντήσει στο δρόμο, μαζί με τον διοικητή του Αιέγο Τιράδο κι άλλους έμπιστούς του φίλους. Τότε ο τύραν-νος έδειξε τόση ταπεινοσύνη που γονάτισε και φίλησε τα πό-δια του κυβερνήτη, του Δον Χουάν, κι εκείνοι που ήτανε μαζί του έπραξαν ομοίως. Και κάνοντας πως θέλανε να τους εξυ-πηρετήσουνε, πήρανε τα άλογά τους εκείνοι που συνόδευαν τον τύραννο, και τα δέσανε μακριά από κει που βρίσκονταν εκείνοι. Ο κυβερνήτης Δον Χουάν ήταν όλο φιλοφρονήσεις και αβρότητες με τον τύραννο, και του πρόσφερε άνδρες να τον υπηρετήσουν και σπίτι για διαμονή. Ο τύραννος του αποκρί-θηκε ευχαριστώντας τον πολύ, με μεγάλη πειστικότητα και πολύ μετρημένα. Κι αφού είχανε μιλήσει αρκετή ώρα, ο Λόπε ντε Αγκίρε απεχώρησε με τους δικούς του και πήγε να μιλή-σει στους στρατιώτες του που ήτανε ακόμα στο μπριγαντίνι, κι ύστερα γύρισε ξανά στον κυβερνήτη και μιλώντας του με σεβασμό όπως και πριν, του είπε: «Κύριε, οι στρατιώτες του Πιρού, πάντα είχανε και έχουνε σε μεγαλύτερη εκτίμηση τα καλά όπλα από τα ρούχα και τις φορεσιές, αν κι απ' αυτά έχουνε άφθονα. Παρακαλούν την χάρη σας να προστάξει να τους δοθεί η άδεια να κυκλοφορούν με τα όπλα τους και τα αρκεβούζια τους». Ο Δον Χουάν, που ήταν νεαρός και άπλη-στος πολύ για τα κοσμήματα, του αποκρίθηκε πως θα γινό-ταν καταπώς το θέλανε εκείνοι, αν και ήταν πια αργά και ακόμα κι αν πρόσταζε το αντίθετο δεν θα έβγαζε τίποτα, για-τί, καταπώς έλεγαν, είχε πια πέσει στην παγίδα. Τότε ο τύραν-νος στράφηκε στους στρατιώτες του και τους είπε: «Εμπρός, μαρανιόνες, τα αρκεβούζια καθαρίστε, γιατί 'ναι πολύ υγρά και κακοπαθημένα από τη θάλασσα. Έχετε πια την άδεια να είστε αρματωμένοι». Και τότε, την ίδια ώρα, μεγάλη αντάρα ακούστηκε από τους εορταστικούς πυροβολισμούς των αρκε-βουζίων, κι εμφανίστηκαν πλήθος πανοπλίες και δόρατα και

176

πυροβόλα, κι ο τύραννος πήγε να μιλήσει με τους στρατιώτες του. Ο Δον Χουάν κι όσοι ήτανε μαζί του πήγανε λίγο παρά-μερα και λέγανε αναμεταξύ τους ότι δεν τους φαινότανε πως θα ήταν για καλό τόσα όπλα και τόσα αρκεβούζια, και ασχο-λούνταν με το να βρούνε κάποιον τρόπο για να τους τα πά-ρουνε. Τότε τους σίμωσε και πάλι ο τύραννος, μαζί με κά-ποιους δικούς του, και τους μίλησε με λιγότερο σεβασμό από τα πριν: «Κύριοι, εμείς οδεύουμε κατά το Πιρού, όπου κατα-πώς έχουμε ακούσει γίνονται πόλεμοι πολλοί, κι έχουμε πλη-ροφορηθεί ότι οι αφεντιές σας δεν πρόκειται να μας φερθούν καλά και να μας αφήσουν να πάμε εκεί πέρα. Γι' αυτό και πρέπει να ρίξετε τα άρματα και να παραδοθείτε και να μας δώσετε γρήγορα τις προμήθειες που χρειαζόμαστε». Ο κυβερ-νήτης αρνήθηκε και πισωπάτησε λίγο λέγοντας: «Μα τι είναι αυτά, μα τι είναι αυτά;» Σκοπεύοντάς τους όμως κατάστηθα με πολλά αρκεβούζια και δόρατα, τους πήρανε τα όπλα και τα ακόντια. Ξαρμάτωσαν και κάτι παροίκους που βρίσκονταν εκεί πέρα και τους πήρανε και τ' άλογα. Και είδα με τα μάτια μου κάποιους στρατιώτες, τον Διέγο Τιράδο, τον Μαρτίν Ρο-δρίγεθ, τον Διέγο Σάντσεθ Μπιλμπάο και κάποιον Ρομπέρτο ντε Κοκάγια και κάποιον μιγάδα, τον Καριόν, που τα καβά-λησαν και κάλπαζαν και λέγανε με δυνατά ξεφωνητά: «Εμπρός να πάρουμε το νησί, γιατί ο κυβερνήτης αιχμάλωτός μας είναι κι όλη η χώρα είναι δική μας». Κι έτσι κίνησαν για να καταλάβουν το χωριό της Μαργαρίτα, κι όλους τους ντό-πιους του νησιού που συναπαντούσαν τους ξαρμάτωναν και τους παίρνανε τ' άλογα. Τότε ο τύραννος πρόσταξε να κινή-σουν όλοι οι άντρες με μεγάλη γρηγοράδα και να πάνε στο χωριό. Καβάλησε ο τύραννος το άλογο του κυβερνήτη και κεί-νου του είπε ν' ανέβει στα καπούλια, μα ο κυβερνήτης έτσι θυμωμένος που ήτανε αρνήθηκε κι ο τύραννος ξεπέζεψε και είπε: «Εμπρός λοιπόν, θα πάμε όλοι πεζολάτες». Αφού είχανε προχωρήσει λίγο, συναπάντησαν τον στρατοπεδάρχη και τη συνοδειά του καθώς και τους άντρες απ' το άλλο μπριγαντί-VI. Τότε ο Δον Χουάν, που 'χε κουραστεί να πηγαίνει πεζός, βλέποντας ότι δεν έβγαζε τίποτα με τους θυμούς, καβάλησε στα καπούλια του αλόγου του, πάνω στο οποίο είχε ανέβει ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε και τον προσκαλούσε ν' ανέβει

12. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο 1 7 7

κι εκείνος. Μετά από λίγο ο στρατοπεδάρχης και μαζί του κι άλλοι στρατιώτες, όλοι καβάλα σε άλογα προπορεύτηκαν, και γύρω στο μεσημέρι φτάσανε στο χωριό του νησιού. Οι κάτοι-κοι ήταν ήσυχοι και ανέμελοι γιατί δεν ξέρανε τίποτα από όσα είχανε γίνει κι έτσι εκείνοι μπήκανε στο χωριό τρέχοντας πάνω στ' άλογά τους και φωνάζοντας: «Λευτεριά! Λευτεριά! Ζήτω ο Λόπε ντε Αγκίρε!» και χωθήκανε μέσα στο οχυρό που 'τανε ανοιχτό και το κατέλαβαν. Άλλοι τριγύριζαν στο χωριό με τις ίδιες ιαχές και ξαρμάτωναν όσους συναντούσαν. Σε λίγο έφτασε κι ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε με τους υπόλοι-πους άντρες και τους αιχμάλωτους και πήγε ο ίδιος μαζί με πολλούς άλλους στην πλατεία του χωριού για να κόψουνε με τσεκούρια τον πάσσαλο που βρισκότανε εκεί. Του δώσανε πολλές τσεκουριές, μα επειδή ήτανε φτιαγμένος από πολύ σκληρό αγιόξυλο δεν κατάφεραν να τον κόψουνε και τα πα-ράτησαν. Έπειτα πήγανε σ' ένα οίκημα όπου βρισκόταν το βασιλικό χρηματοκιβώτιο και δίχως να περιμένουν μήτε να ζητήσουν τα κλειδιά, κάνανε κομμάτια τις πόρτες της αίθου-σας στην οποία το είχανε και το σπάσανε και κλέψανε και άρπαξαν ό,τι είχε εκεί μέσα και σχίσανε και τα βασιλικά κατάστιχα με τους λογαριασμούς. Κι αφού το κάνανε αυτό, πρόσταξε ο τύραννος να ντελαλήσουνε δημόσια ότι όλοι οι πά-ροικοι που βρίσκονταν και κατοικούσανε πάνω στο νησί έπρε-πε να φέρουνε ενώπιόν του όλα τα όπλα που είχανε, επί ποινή θανάτου. Κι ότι όσοι βρίσκονταν στα χωράφια έπρεπε να συ-ναχτούν στο χωριό, αλλιώς θα τους θανάτωναν, και δεν επι-τρεπόταν να φύγουν από κει πέρα δίχως την άδειά του. Ύστε-ρα κουβάλησαν στο οχυρό ένα βαρέλι κρασί από το σπίτι ενός έμπορα και μέσα σε δυο ώρες το ήπιανε όλο.

Την ίδια μέρα έστειλε ο τύραννος ανθρώπους του σ' όλα τα σπίτια του χωριού να εξακριβώσουνε τι αποθέματα από εμπο-ρεύματα και κρασί και τρόφιμα υπήρχανε. Απ' όσα βρήκανε ττήρανε αρκετά και τα πήγανε στο οχυρό για να τα μοιράσουνε αναμεταξύ τους, ενώ για τα υπόλοιπα κάνανε απογραφή και τ' αφήσανε στα σπίτια στα οποία τα βρήκαν και τα κλειδώσανε, παίρνοντας τα κλειδιά, και έδωσαν προσταγή να μην αγγίξει κανείς όσα αφήσανε εκεί επί ποινή θανάτου. Μαζέψανε επίσης όλα τα όπλα που βρήκανε στα σπίτια κι ανακαλύψανε και βού-

178

τηξαν άφθονα ρούχα κι άλλα εμπορεύματα που προορίζονταν για την Μεγαλειότητά Σας, σ' ένα πλεούμενο ανηολόγητο που είχαν αρπάξει στο νησί τούτο, κι όλα τα μοίρασαν αναμεταξύ τους. Τον καιρό εκείνο το νησί ήτανε πλούσια εφοδιασμένο σε εμπορεύματα και τρόφιμα, πολύ καλύτερα από την εποχή που εποικίστηκε, και τα σπίτια των παροίκων ήταν καλά εφοδια-σμένα με πάμπολλα αγαθά. Τα περισσότερα απ' αυτά τα κλέ-ψανε οι τύραννοι, ίσαμε που τους άφησαν γδυτούς που ήταν καημός ψυχής να τους βλέπεις. Πρόσταξε έπειτα ο τύραννος να ψάξουν και να βρούνε και να μαζέψουνε όλα τα κανό και τις πιρόγες του νησιού και να τα καταστρέψουν για να μην δραπετεύσει κανείς και ειδοποιήσει για την άφιξή του.

Ύστερα έριξε στη φυλακή τον κυβερνήτη, τον Δον Χουάν ντε Βιλιαντράντο, και τον Μανουέλ Ροδρίγεθ, τον δήμαρχο, καθώς και κάποιον έμπορο, τον Γασπάρ Πλαθουέλα, γιατί του είπανε του τύραννου ότι είχε προστάξει να φυγαδεύσουν και να κρύ-ψουν ένα του πλεούμενο που ερχότανε από το Σάντο Δομίνγκο φορτωμένο με εμπορεύματα. Είχανε σκοπό να τον σκοτώσου-νε, επειδή όμως τελικά το πλοίο έφτασε στο νησί δεν το κάνα-νε. Κάποιοι από τους στρατιώτες που ζούσαν στο νησί, κι εί-χανε όρεξη για μπλεξίματα, ενώθηκαν με τους τυράννους αυ-τούς και τους βοηθούσαν να κατακλέβουνε και να καταστρέ-φουνε το νησί με αντάλλαγμα χρήματα. Του δώσανε την υπό-σχεση ότι θα τον ακολουθήσουνε και θα τον βοηθήσουνε, και κάποιοι από δαύτους γίναν καλύτεροι κι από φίλοι του. Αυτοί του μαρτύρησαν πού είχανε κρυμμένα αγαθά οι πάροικοι για-τί ήταν ντότιιοι κι ήτανε δύσκολο να κρυφτούν απ' αυτούς. Οι ίδιοι του δώσανε πληροφορίες για ένα μεγάλο πλοίο εφοδιασμέ-νο με κανόνια που ήτανε αραγμένο στην απέναντι στεριά και το 'χε κάποιος Φρανθίσκο Μοντεσίνος, προβιντσιάλης του τάγ-ματος των δομινικανών, που βρισκότανε εκεί με κάμποσους άντρες και είχε εποικίσει ένα χωριό στο Μαρακαπάνα"^ ,̂ φρο-ντίζοντας για τον προσηλυτισμό των ινδιάνων με προσταγή της Μεγαλειότητάς Σας. Και του είπανε του τύραννου ότι θα μπο-ρούσε εύκολα και με λιγοστούς άντρες να το κάνει δικό του. Δίχως να χάσει καιρό ο τύραννος έστειλε έναν διοικητή του.

42. Χωριό του Νέου Βασιλείου της Γρανάδας, στην ακτή της Καραϊβικής.

179

ονόματι Πέδρο ντε Μονγκία, μαζί με δεκαοχτώ άντρες να πάει να αρπάξει το πλοίο αυτό, και πήρανε για οδηγό έναν ντόπιο νέγρο που ήξερε καλά τα παράκτια εκείνα. Στο δρόμο τους συ-ναπάντησαν το πλοίο του Πλαθουέλα που ήτανε φυλακισμέ-νος και το κατέλαβαν, και κάποιος Πορτογάλος, ο Κάστο Διέ-γο Ερνάντεθ μαζί με τέσσερις στρατιώτες ανέβηκε στο πλοίο και το πήγε στον τύραννο ενώ ο Μονγκία με δεκατέσσερις μόνο άντρες συνέχισε το ταξίδι του.

Έδωσε προσταγή ο τύραννος στους παροίκους του νησιού να του μαζέψουνε γρήγορα εξακόσια κριάρια και κάμποσα μο-σχάρια καθώς και κασάμπι και καλαμπόκι, για να τα πάρει μαζί του, κι ανέθεσε στον καθένα να του φέρει μια συγκεκρι-μένη ποσότητα. Μοίρασε κι όλους τους άντρες του στα σπίτια των παροίκων και τους υποχρέωσε να τους ταΐζουν. Τη μέρα τρώγανε στα σπίτια και μένανε εκεί πέρα, ενώ ο ίδιος έτρωγε μαζί με όλη τη φρουρά του στο οχυρό. Αλλά σαν έπεφτε η νύ-χτα κοιμόντουσαν όλοι μαζί σε μια πλατεία του οχυρού που ήταν σιμά στη θάλασσα, ενώ ο τύραννος με τη φρουρά του κοιμόταν μέσα στο οχυρό. Την επομένη, πρόσταξε να κρεμά-σουνε δίχως εξομολόγηση κάποιον Ενρίκεθ ντε Ορεγιάνα, που ήταν διοικητής πολεμοφοδίων, γιατί είχε τσακωθεί μαζί του και επειδή λέγανε ότι είχε μεθύσει τη μέρα που μπήκανε στο νησί και το πόστο του το έδωσε στον Αντόν Λιαμόσο, τον λοχία του. Είχε πάντα γύρω του πολλούς φρουρούς και τα βράδια φύλα-γαν στο χωριό και στους δρόμους πολλές σκοπιές και περί-πολοι, πεζοί και καβαλαραίοι, για να μην μπορεί ούτε να μπει ούτε και να βγει κανένας δίχως να το γνωρίζει ο ίδιος. Έβγα-λε ένα λόγο στους παροίκους του νησιού, προειδοποιώντας τους να μην προσπαθήσουν να το σκάσουν, γιατί δεν είχε σκοπό να τους κάνει κακό. Τους υποσχέθηκε ότι θα τους πλή-ρωνε για τα αγαθά που τους είχαν αρπάξει καθώς και για όσα θα τους έπαιρναν στο μέλλον. Και ρώτησε πόσο πουλούσαν τις κότες και τα άλλα ζώα κι όταν του είπανε ότι οι κότες έκαναν δυο ρεάλια τους αποκρίθηκε πως ήτανε πολύ φθηνές κι ότι έπρεπε να τις πουλάνε τρία. Και τους είπε ότι τα υπό-λοιπα ζώα και τα αγαθά θα τους τα πλήρωναν σε μεγαλύτε-ρη τιμή απ' όσο έκαναν συνήθως. Κι έτσι όταν αγόραζε κάτι δεν ξόδευε χρόνο για να κάνει παζάρια, παρά υποσχόταν να

180

πληρώσει όσα του ζητούσαν, γιατί στην πραγματικότητα δεν είχε σκοπό να πληρώσει, ήθελε μόνο να τους καθησυχάσει.

Αφού ξεμπάρκαρε ο τύραννος σε τούτο το νησί, το έσκασαν εκείνη την ίδια νύχτα πέντε στρατιώτες, πιστοί στην υπηρεσία της Μεγαλειότητάς Σας, που τα ονόματά τους ήτανε Γκονθάλο ντε Θουνίγα, Φρανθίσκο Βάθκεθ, Χουάν ντε Βιγιατόρο, Πεδρά-ριας ντε Αλμέστο και Kαστíγιo'̂ ^ Ο τύραννος εξοργίστηκε πολύ μ' αυτό, κι άρχισε να κακομεταχειρίζεται και να απειλεί τον Δον Χουάν, τον κυβερνήτη που τον είχε αιχμάλωτο, και τους παροίκους του νησιού, κατηγορώντας τους πως εκείνοι είχανε κρύψει τους στρατιώτες εκείνους, και πως αν αυτοί δεν τον ήθε-λαν, οι στρατιώτες δε θα μπορούσαν να κρυφτούν, γιατί οι πάροικοι το 'ξεραν το νησί απ' άκρο σ' άκρο. Κι υποσχέθηκε να δώσει διακόσια πέσος για καθέναν από τους στρατιώτες αυτούς που θα του φέρνανε, κι έδωσε κι άλλες ψεύτικες υπο-σχέσεις. Στο αναμεταξύ, τρεις μέρες αφότου έφτασαν στο νησί, πληγώθηκε ένας απ' αυτούς, ονόματι Πεδράριας ντε Αλμέστο ο οποίος, όταν μαθεύτηκε ότι πήγαιναν να καταλάβουν το νησί, για να μην συμμετέχει στην κατάληψη του νησιού μαζί με τους υπόλοιπους, το έσκασε και κρύφτηκε σ' ένα βουνό. Βλέποντας όμως ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει από πουθενά, δεν είχε άλλη διέξοδο από το να γυρίσει στο χωριό και να πει ότι δεν βρισκό-ταν ανάμεσά τους επειδή είχε πληγωθεί. Μόλις το 'μαθε ο τύ-ραννος, έστειλε κάποιον λοχαγό του, ονόματι..., να τον βρει και τον πρόσταξε όπου κι αν τον έβρισκε να τον σκοτώσει. Εκεί-νος όταν τον βρήκε κι είδε ότι ήταν λαβωμένος, πίστεψε τα όσα του είπε ο Πεδράριας, και προς το παρόν δεν τον σκότωσε παρά τον ανέβασε στ' άλογό του και τον πήγε στον τύραννο που ήταν έτοιμος να διατάξει να τον σκοτώσουν. Στο τέλος όμως, έστερ-ξε ο Κύριος και τον άφησε ελεύθερο αφού τον απείλησε λέγο-ντάς του πως αυτή τη φορά τη γλίτωσε αλλά από δω και στο εξής έπρεπε να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα. Ύστερα ο τύ-ραννος προσπάθησε να πείσει τους παροίκους να του φέρουνε τους άλλους τέσσερις στρατιώτες που ανέφερα παραπάνω. Κάποιοι πάροικοι του νησιού αυτού, κινημένοι είτε από απλη-

43. Στο κείμενο του Βάθκεθ δεν αναφέρεται το όνομα του Πεδράριας ντε Αλμέστο, ούτε συμπεριλαμβάνεται και η παρακάτω παράγραφος που ανα-φέρεται σ' αυτόν.

181

στία για την αμοιβή είτε από τις ικεσίες του Δον Χουάν του κυβερνήτη τους, που ήτανε φυλακισμένος και φοβόταν ότι θα τον σκότωναν, και για το καλό της πατρίδας τους, που ο τύραν-νος απειλούσε ότι θα την κατέστρεφε, πήγανε να ψάξουν να τους βρούνε, άλλοι από δω κι άλλοι από κει, κι είχανε μαζί τους φιρμάνια υπογεγραμμένα από τον κυβερνήτη για να τους συλ-λάβουνε και να τους πάνε κουβαλητούς στον τύραννο. Κι επει-δή βάλανε τα δυνατά τους, βρήκανε δυο απ' αυτούς, τον Κα-στίγιο και τον Βιγιατόρο, και τους κουβάλησαν αιχμάλωτους μπροστά στον τύραννο κι εκείνος πρόσταξε να τους κρεμάσου-νε από τον πάσσαλο της πλατείας δίχως εξομολόγηση. Αυτό αποτέλεσε κακό προηγούμενο, γιατί πολλοί στρατιώτες που ακολουθούσαν τους τυράννους παρά τη θέλησή τους κι είχαν μεγάλη λαχτάρα να το σκάσουνε, δεν αποτόλμησαν να το επι-χειρήσουν γιατί δεν ξέρανε τα κατατόπια, είδανε δε ότι οι πά-ροικοι των οποίων την βοήθεια σκέφτονταν να ζητήσουν, έψα-χναν να βρουν και να συλλάβουν τους φυγάδες. Τον Φρανθί-σκο Βάσκεθ και τον Γκονθάλο ντε Θουνίγια, παρ' όλο που τους αναζήτησαν επισταμένως, ποτέ δεν μπόρεσαν να τους βρούνε γιατί τους συνέδραμε ο Κύριος και ξέφυγαν. Την ημέρα εκείνη πρόσταξε ο τύραννος κάποιους έμπιστούς του να σκοτώσουν έναν δομινικανό καλόγερο που είδε να περνάει από την πλα-τεία, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε και τον άφησε να ζήσει μετά από παρακλήσεις των κατοίκων του νησιού.

Έλεγε ο τύραννος αυτός ότι είχε δώσει υπόσχεση να μην αφήσει ζωντανό κανέναν καλόγερο από όσους θα συναπαντού-σε, εκτός από εκείνους που ανήκαν στο τάγμα της Χάριτος, γιατί έλεγε ότι μονάχα εκείνοι δεν ανακατεύονταν στις δου-λειές στις Ινδίες. Κι έλεγε ότι έπρεπε να σκοτώσουνε κι όλους τους προέδρους και τους δικαστικούς επιτρόπους του Στέμμα-τος, τους επισκόπους κι αρχιεπισκόπους και κυβερνήτες, τους νομομαθείς και εισαγγελείς, που θα κατάφερναν να πιάσουνε, γιατί έλεγε ότι αυτοί και οι καλόγεροι ήτανε υπεύθυνοι για την καταστροφή των Ινδιών. Κι ότι έπρεπε να σκοτώσουνε κι όλες τις φαύλες γυναίκες, γιατί αυτές ήτανε η αιτία για μεγάλες συμ-φορές και σκάνδαλα σ' ολόκληρο τον κόσμο και εξαιτίας μια-\Ί^ς από δαύτες, που είχε πάρει μαζί του ο κυβερνήτης Ορσούα βρήκαν τον θάνατο κι ο ίδιος και άλλοι πολλοί. Ύστερα πρό-

182

στάξε να κάψουνε και να καταστρέψουνε τα μπριγαντίνια με τα οποία είχανε φτάσει στο νησί, για να μην μπορέσει κανένας να ξεφύγει και πάει να ειδοποιήσει για τον ερχομό του, κι από την άλλη επειδή το είχε για δικό του το πλοίο του καλόγερου, αφού είχε στείλει τον διοικητή του, τον Μονγκία να το αρπά-ξει. Και επειδή ένας πάροικος του νησιού, ονόματι Αλόνσο Πέρεθ ντε Αγιλέρα, ξέφυγε απ' το χωριό, πήγε ο ίδιος ο τύραν-νος αυτοπροσώπως μαζί με πλήθος στρατιώτες, από τους μα-ρανιόνες αλλά κι από κείνους του νησιού που είχαν ενωθεί μαζί τους, και γκρεμίσανε την στέγη κι ολόκληρο το σπίτι του και κλέψανε όλο του το βιος και σκοτώσαν τα ζωντανά του. Πάνω στην έβδομη ή την όγδοη μέρα από τον ερχομό τους στο νησί, πρόσταξε να σκοτώσουν έναν δικό του διοικητή, έναν από τους καλύτερούς του φίλους, ονόματι Χουάνες ντε Ιτουριάγα, συ-μπατριώτη του Βάσκο, γιατί ήτανε τίμιος άνθρωπος και τον είχε φοβηθεί, επειδή, λέει, του είπανε ότι σύναζε φίλους και ότι συχνά έκανε το τραπέζι σε κάποιους στρατιώτες. Κι ενώ δει-πνούσε ένα βράδυ με τους φίλους του στο κατάλυμά του, έφτα-σε ο στρατοπεδάρχης, ο Μαρτίν Πέρεθ, με μερικούς αρκεβου-ζιέρηδες κι όταν σηκώθηκε ο Ιτουριάγα από το τραπέζι για να τους υποδεχτεί, τον πυροβόλησαν με τα αρκεβούζια και έτσι πέθανε. Κι εκεί τον παρατήσανε εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα το πρωί τον θάψανε με μεγάλες τιμές, με σημαίες και με ταμπούρλα που ηχούσαν πένθιμα. Κι επειδή ο τύραννος αυτός ήτανε κακός και διεστραμμένος, ήταν εχθρός των καλών και των ενάρετων. Και κατέληξε να σκοτώσει όλους τους αποδέ-λοιπους τίμιους ανθρώπους, λίγους λίγους, γιατί, επειδή αυτός περνούσε και φαινόταν για τίμιος άνθρωπος τους φοβόταν τους ανάλογους μ' αυτόν, και δεν θα συγκατατίθετο να παρεισφρύ-σει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσά τους. Ήτανε φίλος ανθρώπων φαύλων και κατωτέρας υποστάθμης, τους οποίους εμπιστευό-ταν και τους θεωρούσε έμπιστους φίλους του, επειδή πίστευε ότι άνθρωποι σαν κι αυτούς δεν είχανε ψυχή για να τον σκο-τώσουνε κι ότι ανάμεσά τους θα ζούσε πιο ασφαλής. Τον πε-ρισσότερο καιρό η κυριότερη ασχολία του ήτανε να κάνει επι-θεωρήσεις και να συντάσσει τους άντρες και να τους δείχνει πώς έπρεπε να πολεμάνε. Τους έλεγε ότι δεν έπρεπε να πολεμή-σουν με κανέναν απ' όσους θα του επιτίθενταν, αν δεν ήταν ο

183

ίδιος o Βασιλιάς αυτοπροσώπως, κι ότι τους υπόλοιπους έπρε-πε να τους κατατροπώνουνε με τεχνάσματα και τερτίπια, για-τί αυτός που καταλάβαινε απ' αυτά τα είχε σε μεγαλύτερη εκτίμηση. Περίμενε να φτάσει από στιγμή σε στιγμή ο διοικη-τής του ο Μονγκία, που τον είχε στείλει να αρπάξει το πλοίο του μοναχού, κι επειδή είδε πως αργούσε, το θεώρησε κακό σημάδι κι ήταν περίλυπος και απειλούσε με θάνατο όλους τους κατοίκους του νησιού κι έλεγε πως αν ο εν λόγω διοικητής κι οι στρατιώτες του ήτανε νεκροί ή είχανε πιαστεί αιχμάλωτοι, θα σκότωνε ακόμα και τα μωρά που θήλαζαν και θα ρήμαζε τον τόπο και για να πάρει εκδίκηση έπρεπε να σκοτώσουν χί-λιους καλογήρους. Τότε του ήρθε μαντάτο ότι φάνηκε το κα-ράβι του καλόγερου, μα δεν μπορούσε να ξέρει ποιος το κου-μαντάριζε, κι ήτανε μεσ' στην αμφιβολία ίσαμε που, από έναν νέγρο που 'χε έρθει με μια πιρόγα από το Μαρακαπάνα, μαθεύ-τηκε με σιγουριά ότι ο διοικητής Μονγκία κι όσοι στρατιώτες ήτανε μαζί του είχανε όλοι μπει και πάλι στην υπηρεσία της Μεγαλειότητάς Σας. Μόλις πληροφορήθηκε ο καλόγερος τον ερχομό του τύραννου και όσα είχε κατά νου να κάνει, κίνησε με το πλοίο του μαζί με τους άντρες αυτούς, και με όσους άλ-λους είχε, να έρθει να τον καταστρέψει και να τον πολεμήσει. Ο τύραννος, μόλις τ' άκουσε αυτά μάνισε κι άφρισε και ξεστό-μιζε μεγάλες απειλές ενάντια στον καλόγερο και τους στρατιώ-τες αυτούς και τους κατοίκους του νησιού, και πρόσταξε να τους συλλάβουν όλους, μαζί με τις γυναίκες τους και να τους πάνε στο οχυρό. Έδωσε διαταγή για αυστηρότερο περιορισμό του Δον Χουάν, του κυβερνήτη, και του Μανουέλ Ροδρίγεθ, του δήμαρχου και των υπόλοιπων παροίκων, που ήταν έγκλειστοι. Και τους μιλούσε σε όλους μ' άσχημα λόγια κι έλεγε ότι έπρε-πε να τρέξει ποτάμι το αίμα των παροίκων στην πλατεία της Μαργαρίτα. Κι ύστερα πρόσταξε τους στρατιώτες του να πά-ρουνε τ' άλογα που είχαν αρπάξει από τους παροίκους και να πιάσουνε ορισμένα σημεία στη διαδρομή από το χωριό ίσαμε ένα λιμάνι του νησιού που το λέγανε Πούντα δε λας Πιέδρας,· όπου του είχανε μηνύσει ότι θα ξεμπάρκαρε ο καλόγερος. Ξα-νάδωσε το πόστο του λοχαγού στον Αλόνσο ντε Βιλιένα, που είχε το αξίωμα αυτό τον καιρό που ήταν ηγεμόνας ο Γκουθμάν, και του το είχε αφαιρέσει, όπως έχουμε αναφέρει παραπάνω.

184

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΔΟΝ ΧΟΥΑΝ ΝΤΕ ΒΙΛΙΑΝΤΡΑΝΤΟ

/ • 1 να Σάββατο, κατά το μεσημέρι, τον ειδοποίησαν ότι το w ^ καράβι του Προβιντσιάλη είχε πιάσει στο λιμάνι αυτό, Μ Jxo Πούντα ντε λας Πιέδρας, που βρίσκεται σε απόστα-

ση πέντε λεύγες από το χωριό. Και του μηνύσανε πως κουβαλού-σε πολλούς ποί^μιστές μαζί με ινδιάνους οπλισμένους με βέλη. Τότε, ο απάνθρωπος ο τύραννος, μ' οργή μεγάλη και θυμό, άρ-χισε να βλαστημάει τα Θεία και τους Αγίους. Κι έδειχνε στους στρατιώτες του ότι ήταν περήφανος γι' αυτούς, προετοιμάζο-ντας τους να πολεμήσουν με τον καλόγερο, γιατί πίστευε ότι έφερνε μαζί του πολλούς άντρες. Και με τον φόβο αυτό και για να γίνει περισσότερο αρεστός στους στρατιώτες του και να μην αποτολμήσουν να αυτομολήσουν και να πάνε με το μέρος του καλόγερου, λέγοντας «μεταξύ εχθρών, οι ολιγότερο εχθροί», πρόσταξε να κατεβάσουνε σε ένα μπουντρούμι που υπήρχε στο οχυρό εκείνο, τον κυβερνήτη και τον Μανουέλ Ροδρίγεθ, τον δήμαρχο, και κάποιον Κόσμε ντε Λεόν, δικαστικό αρχικλητή-ρα, καθώς και κάποιον Κάθερες, δημοτικό σύμβουλο, κι έναν άλλον, τον Χουάν Ροδρίγεθ, υπηρέτη του κυβερνήτη, που ήταν όλοι τους έγκλειστοι. Βλέποντάς τους ο τύραννος περίλυπους, για να τους παρηγορήσει τους είπε ότι δεν έπρεπε να θλίβονται μήτε και να φοβούνται, γιατί τους έδινε υπόσχεση καθώς και τον λόγο του πως ακόμα κι αν ο καλόγερος έφερνε πιότερους στρατιώτες κι απ' τα μεγάλα γαϊδουράγκαθα και τα δέντρα που υπήρχαν στην Μαργαρίτα, γιατί δεν φυτρώνει και τίποτα άλλο σ' αυτό το νησί, ακόμα κι αν πεθαίνανε όλοι του οι στρατιώτες κανένας από αυτούς δεν θα έβρισκε το θάνατο. Κι ότι έπρεπε να μείνουν ήσυχοι γιατί τους το υποσχόταν ο ίδιος. Και μ' αυτά

185

τα λόγια που τους είπε παρηγορήθηκαν λίγο κι ευχαριστήθη-καν. Όμως ο τύραννος αυτός είχε το συνήθειο, σύμφωνα με τον φαύλο του βίο και την πολιτεία του, να μην κρατάει ποτέ τον λόγο του, παρά μόνο από θαύμα, κι όταν μιλούσε καθησυχα-στικά σε κάποιον, τότε αυτό σήμαινε πως ήθελε να τον σκοτώ-σει ή να τον βλάψει, όπως κι έγινε κι εκείνη την ημέρα. Μόλις νύχτωσε, πρόσταξε να πάνε σπίτια τους οι πάροικοι του νησιού μαζί με τις γυναίκες τους που είχε φυλακίσει για να μην αντι-ληφθούν αυτό που είχανε κατά νου να πράξουνε. Κι αφού φύ-γανε όλοι κι είχε προχωρήσει η νύχτα κάποιος Φρανθίσκο ντε Καριόν μαζί με άλλους στρατιώτες και νέγρους με σχοινιά και γκαρότες πήγανε εκεί που ήτανε φυλακισμένοι ο κυβερνήτης κι όλοι όσοι αναφέραμε παραπάνω πως ήτανε μαζί του. Και πήγανε πρώτα στον κυβερνήτη και του είπανε να εναποθέσει τις ελπίδες του στον Θεό γιατί επρόκειτο να πεθάνει. Τότε εκεί-νος εξανέστη κι απόρησε πώς μπορούσε να γίνει αυτό αφού ο κυβερνήτης ο Λόπε ντε Αγκίρε μόλις τους είχε δώσει τον λόγο του ότι δεν θα τους σκότωνε. Τότε ο δικαστικός αρχικλητήρας κι οι στρατιώτες του αποκρίθηκαν ότι, παρ' όλα αυτά, έπρεπε να πεθάνουν. Και σκότωσαν με γκαρότα τον κυβερνήτη, κι ύστερα απ' αυτόν τον Μανουέλ Φερνάντεθ, τον δήμαρχο, και τον Κόσμε ντε Λεόν, τον δικαστικό αρχικλητήρα, καθώς και τον Χουάν Ροδρίγεθ και στη συνέχεια τον Κάθερες, τον δημοτικό σύμβουλο που ήταν ένας γέρος μονόχειρας και παράλυτος. Κι αφού πεθάνανε κι οι πέντε τους, τους σκέπασαν με ένα ψαθί για να μην τους δει κανένας. Γύρω στα μεσάνυχτα σύνοίξε ο τύραννος τους στρατιώτες του και τους έφερε μέσα στο οχυρό με τα κεριά αναμμένα. Πρόσταξε να ξεσκεπάσουν τα μακελε-μένα πτώματα και δείχνοντάς τους τούς σκοτωμένους τους είπε: «Κοιτάξτε, μαρανιόνες, τα κατορθώματά σας. Πέρα από το προηγούμενο κακό και τη ζημιά που κάνατε στον ποταμό Μαρανιόν σκοτώνοντας τον κυβερνήτη σας τον Πέδρο ντε Ορσούα και τον υπασπιστή του τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, καθώς κι άλλους πολλούς, κι ορκίσατε κι ανακηρύξατε ηγε-μόνα σας τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν και το υπογράψατε με τ' όνομά σας, σκοτώσατε σε τούτο δω το νησί τον κυβερνή-τη του και τους δημάρχους και τους δικαστές που, νάτοί εδώ πέρα είναι. Γι' αυτό, από δω και πέρα, ας κοιτάξει ο καθένας

186

τον εαυτό του κι ας αγωνιστεί για την ζωή του, γιατί δεν υπάρ-χει μέρος στον κόσμο που να μπορέσετε να ζήσετε ασφαλείς παρά μόνο στο πλευρό μου, μετά από τέτοια εγκλήματα που κά-νατε». Ύστερα πρόσταξε ν' ανοίξουν δυο λάκκους μέσα στην ίδια την αίθουσα κι εκεί τους θάψανε. Κι ύστερα, την ίδια ώρα, κίνησε ο αχρείος ο τύραννος να πάει μαζί με ογδόντα αρκεβου-ζιέρηδες στο Πούντα ντε λας Πιέδρας να συναντήσει τον κα-λόγερο, κι έμεινε ο στρατοπεδάρχης, ο Μαρτίν Πέρεθ στο χω-ριό να φυλάει τους φυλακισμένους. Κι ο στρατοπεδάρχης αυ-τός έστησε μεγάλο φαγοπότι την ημέρα εκείνη στο οχυρό με τρομπέτες και χαρές και πανηγύρια.

Όταν πια έφτασε ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε με τους ογδό-ντα του στρατιώτες στο Πούντα ντε λας Πιέδρας, είδε ότι το πλοίο του καλόγερου τραβούσε ήδη μ' ανοιχτά πανιά κατά το χωριό. Τότε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πισωγύρισε κι έφτασε στο χωριό την ίδια Κυριακή το απόγευμα όπου μεγάλη υποδο-χή του κάνανε με χαιρετιστήριες ομοβροντίες ο στρατοπεδάρ-χης του κι οι στρατιώτες που είχανε μείνει μαζί του. Τότε, ένας διοικητής του, ονόματι Κριστόμπαλ Γκαρθία, που ήταν καλα-φάτης όπως το έχουμε αναφέρει, είτε από φθόνο είτε από κα-κοβουλία είτε ακόμα επειδή ίσως και να 'ταν αλήθεια, είπε πως ο στρατοπεδάρχης σύναζε άντρες για να τον σκοτώσει και να ξεσηκώσει τους άντρες, να πάρει τα πλοία και να φύγει για τη Γαλλία. Κι ότι είχε φάει εκείνη τη μέρα μαζί με τους συνωμό-τες στο οχυρό με γιορτές και πανηγύρια. Κι έφερε ως μάρτυρα κι ένα παλικάρι, υπηρέτη του, που είπε ότι είχε δει τη σύναξη κι είχε πάρει είδηση τη συμφωνία κι ότι όλα είχανε γίνει όπως του είχε πει ο αυθέντης του. Τότε, ο απάνθρωπος ο τύραννος αποφάσισε να σκοτώσει τον στρατοπεδάρχη. Έστειλε λοιπόν να τον φωνάξουνε να 'ρθει στο κατάλυμά του και πρόσταξε έναν έμπιστο φίλο του από την φρουρά του ονόματι Τσάβες μόλις μπει από την πόρτα να τον σκοτώσει με το αρκεβούζιο. Όταν έφτασε ο στρατοπεδάρχης, ανυποψίαστος για το τι επρό-κειτο να συμβεί δίχως να φυλάγεται, τον σίμωσε ο Τσάβες από πίσω και τον πυροβόλησε με το αρκεβούζιο και τον πλήγωσε βαριά. Ύστερα ρίχτηκαν πάνω του κι άλλοι φίλοι του τύραν-νου, που ήτανε ειδοποιημένοι, με μαχαίρια και δόρατα και του κατάφεραν πλήθος λαβωματιές. Ο στρατοπεδάρχης, που ένιω-

187

σε ότι ήτανε βαριά λαβωμένος, πάσχιζε να ξεφύγει τρέχοντας εδώ κι εκεί στο οχυρό, ζητώντας να εξομολογηθεί και φωνά-ζοντας τον γενικό διοικητή. Τότε ο Τσάβες τον αποκεφάλισε με μια σπάθα κι έτσι τον αποτέλειωσαν. Τόσος ήταν ο θόρυβος και η φασαρία που έγινε όταν σκότωσαν τον στρατοπεδάρχη αυ-τόν μέσα στο οχυρό που οι γυναίκες κι οι πάροικοι του νησιού που ήταν έγκλειστοι μέσ' το οχυρό, νομίσανε πως θέλανε να τους σκοτώσουνε όλους τους, κι ιδιαίτερα τις γυναίκες. Αλλες χωθήκανε κάτω από τα κρεβάτια κι άλλες κρύφτηκαν πίσω από τις πόρτες και στις γωνιές. Κάποια Μαρίνα ντε Τρουχίλιο, γυ-ναίκα του Ερνάντο ντε Ριβέρος, ρίχτηκε στον δρόμο από ένα παράθυρο του οχυρού και χτύπησε πολύ, μα απ' το φόβο της δεν το ένιωσε κι έτρεξε να κρυφτεί. Από τις επάλξεις του οχυ-ρού ττήδηξαν κάποιος Αομίνγκο Λόπεθ κι ένας άλλος, ο Πέδρο ντε Ανγκούλο, πάροικοι του νησιού, που μείναν αλώβητοι και τρέξανε να καταφύγουν στο βουνό. Ο τύραννος εμφανίστηκε σ' ένα παράθυρο του οχυρού κι από κει είπε στον κόσμο που είχε συναχτεί ανάστατος στην πλατεία, πως δεν είχανε ιδέα τι ήταν εκείνη η φασαρία μέσα στο οχυρό και είπε σε όλους ότι είχε σκοτώσει τον Μαρτίν Πέρεθ, τον στρατοπεδάρχη του, για-τί αυτός σχεδίαζε να τον σκοτώσει τον ίδιο, κι έτσι τους ηρέ-μησε.

Στο αναμεταξύ, ο στρατοπεδάρχης κειτόταν πεθαμένος στο πάτωμα και από τις πολλές πληγές που είχε στο κεφάλι του μνή-σκανε τα μυαλά του και κυλούσε το αίμα. Παρών ήταν κι ο διοικητής των πολεμοφοδίων, προσκείμενος στον τύραννο, ονό-ματι Αντόν Αιαμόσο, που ήτανε ένας απ' αυτούς που είχανε πει στον τύραννο ότι συνωμοτούσαν μαζί με τον στρατοπεδάρχη για να τον σκοτώσουνε. Τότε απευθύνθηκε σ' αυτόν ο τύραν-νος και του είπε: «Κι εσύ, υιέ μου, Αντόν Αιαμόσο, λένε πως κι εσύ είχες κατά νου να σκοτώσεις τον πατέρα σου». Εκείνος το αρνήθηκε με μεγάλα λόγια και με όρκους, κι επειδή πίστεψε ότι θα τον ικανοποιούσε περισσότερο, ρίχτηκε πάνω στο κορμί του στρατοπεδάρχη, μπροστά σε όλους και ξάπλωσε πάνω του και του έγλειφε τα αίματα που έτρεχαν από τις πληγές στο κεφάλι του, και πάνω στη φόρα του έγλειψε και λίγα μυαλά, λέγοντας: «Σε τούτον τον προδότη αξίζει να του πιούμε το αίμα», πράγ-μα που προκάλεσε τον θαυμασμό όλων. Ύστερα απ' αυτά αφαί-

188

ρεσε o τύραννος την διοίκηση της φρουράς του από κάποιον Νικολάς ντε Σοσάγια, γιατί είχε υποψίες πως ήτανε κι εκείνος συνωμότης μαζί με τον στρατοπεδάρχη, και την ανέθεσε σε άλλον, κάποιον Ρομπέρτο ντε Σοσάγια, μπαρμπέρη και πολύ στενό του φίλο. Πρόσταξε ο τύραννος να πάνε σπίτια τους όλοι οι πάροικοι του νησιού που ήταν έγκλειστοι μαζί με τις γυναί-κες τους, κι από δω και στο εξής να ζήσουν ήσυχοι, δίχως φόβο, γιατί είχαν τελειώσει πλέον οι σκοτωμοί και οι αγριότητες, αφού υπεύθυνος και αιτία για όλα αυτά ήταν ο στρατοπεδάρ-χης του που ήταν πλέον νεκρός. Πράγμα που ήταν ψέματα, γιατί ο στρατοπεδάρχης δεν έκανε τίποτα άλλο από το να εκτελεί τις δικές του διαταγές, και θα είχε σκοτώσει πολύ περισσότερους αλλά ο στρατοπεδάρχης τον εμπόδιζε και τον εκλιπαρούσε να μην κάνει τόσους σκοτωμούς.

Αφού γίνανε τα όσα είπαμε, μια Τρίτη γύρω στο πρωί έφτα-σε το πλοίο του Προβιντσιάλη στο χωριό κι αγκυροβόλησε στο λιμάνι σε απόσταση μισή λεύγα περίπου από το οχυρό. Μόλις το είδε ο τύραννος αγκυροβολημένο, έδωκε προσταγή στους άντρες του να συνταχτούν και με πέντε μπρούτζινα κανόνια κι ένα σιδερένιο που είχανε βρει στο νησί, κίνησαν και πήγανε στην ακτή, γιατί πίστευε πως είχαν πρόθεση να ξεμπαρκάρουν στη στεριά. Κι ήτανε απ' τη μια ο τύραννος κι οι στρατιώτες του στη στεριά κι απ' την άλλη οι άντρες του καλόγερου μέσα σε πιρόγες στις οποίες είχανε ανέβει για να δείξουν ότι θέλανε να κατέβουν στην στεριά, και φώναζαν οι μεν τους δε προδό-τες και λέγανε κι άλλα πολλά προσβλητικά λόγια, αλλά ποτέ δεν ξεμπαρκάρανε. Κι έτσι περάσανε ολόκληρη τη μέρα στο λιμάνι, με τα βασιλικά εμβλήματα υψωμένα στο καράβι, κι όταν είδε ο τύραννος ότι δεν είχαν σκοπό να ξεμπαρκάρουνε στη στεριά, γύρισε με τους άντρες του στο οχυρό, κι εκεί έπια-σε κι έγραψε μια γραφή στον Προβιντσιάλη αυτόν, όπου του έλεγε τα εξής:

ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΤΥΡΑΝΝΟΥ

«Εξοχότατε και σεβασμιότατε κύριε: πολύ θα θέλα-με να κάνουμε στην αυθεντία σας υποδοχή μετά βαΐων

189

και κλάδων αντί για αρκεβούζια και πυροβολισμούς, γιατί μας έχουνε πει σ' αυτόν εδώ τον τόπο ότι είστε καθ' όλα γενναιόδωρος και με το παραπάνω. Κι είναι αλήθεια, απ' όσα είδαμε σήμερα, που ξεπερνούν τα λεγόμενα, γιατί κανείς δεν είναι τόσο φίλος των όπλων και των στρατιω-τικών, όσον η αυθεντία σας, πράγμα που το διαπιστώσα-με βλέποντας σε τι ύψη ανδρείας και μεγαλοσύνης ανήλ-θαν οι αρχηγοί μας με τη σπάθη ανά χείρας. Δεν πρόκει-ται να αρνηθώ, όπως δεν πρόκειται να κάμουν κι όλοι αυτοί οι κύριοι που βρίσκονται εδώ πέρα, ότι ξεκινήσαμε από το Πιρού για να πάμε στον ποταμό Μαρανιόν να κά-νουμε εξερευνήσεις και να αποικίσουμε τον τόπο, άλλοι από μας γεροί κι άλλοι ανάπηροι, εξαιτίας των πολλών κακουχιών που τραβήξαμε στο Πιρού. Κι είναι αλήθεια ότι αν βρίσκαμε κάποιο τόπο, όσο άθλιος κι αν ήταν, θα σταματούσαμε εκεί πέρα για να ξεκουράσουμε αυτά τα θλιβερά κορμιά που έχουνε περισσότερα ράμματα κι από τα ρούχα των προσκυνητών. Επειδή όμως δεν βρήκαμε όλα αυτά που είπα και εξαιτίας των πλείστων κακουχιών που περάσαμε, καταλάβαμε ότι είμαστε ζωντανοί μόνο από κάποιο θαύμα, γιατί ήταν πολλές οι φορές που ο πο-ταμός κι η θάλασσα και η πείνα μας απείλησαν με θά-νατο. Έτσι, όσοι έχουν στραφεί εναντίον μας ας έχουνε κατά νου ότι βάλθηκαν να πολεμήσουνε με πνεύματα αν-θρώπων πεθαμένων. Οι στρατιώτες της εκλαμπρότητάς σας μας αποκαλούν προδότες. Πρέπει να τους τιμωρήσε-τε, για να μην ξεστομίζουν τέτοια λόγια, γιατί το να στρέ-φεται κανείς ενάντια στον Δον Φελίπε, τον Βασιλιά της Καστίλλης, δεν είναι παρά ίδιον ανδρών γενναίων και με μεγάλη ψυχή. Γιατί αν εμείς είχαμε κάποιο επάγγελμα, έστω και ταπεινό θα επιλέγαμε τη ζωή. Η μοίρα όμως μας όρισε να μην γνωρίζουμε τίποτα παρεκτός να φτιάχνου-με σφαίρες και να ρίχνουμε δόρατα, κι αυτό είναι το νό-μισμα που περνάει εδώ πέρα. Αν έχετε ακόμα ανάγκη από τέτοιου είδους μονέδα, έχουμε μπόλικη. Θα 'θελα να δώσω στην αυθεντία σας να καταλάβει πόσα πολλά μας οφείλει το Πιρού και πόσο μεγάλο δίκιο έχουμε για να κάνουμε τα όσα κάνουμε, μα νομίζω πως αυτό είναι

190

αδύνατο. Γι' αυτό και δεν θα αναφέρω τίποτα. Αύριο, αν είναι θέλημα Θεού θα στείλω στην εκλαμπρότητά σας όλα τα επίσημα έγγραφα για τις διοιιαιτικές πράξεις που συνήφθησαν μεταξύ μας, με την ελεύθερη θέληση του κα-θενός. Και τα λέω αυτά, σκεφτόμενος ποια δικαιολογία σκοπεύουν να προβάλουν αυτοί οι κύριοι που βρίσκονται μαζί σας για το ότι όρκισαν τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθ-μάν Βασιλέα τους κι αποσχίσθηκαν από τα βασίλεια της Ισπανίας, και στασίασαν και επαναστάτησαν σε ένα χωριό και ττήρανε τη δικαιοσύνη στα χέρια τους και τους ξαρμάτωσαν κι εκείνους κι άλλους πολλούς ιδιώτες και τους κλέψανε τα υπάρχοντά τους. Και πάνω απ' όλους ο Αλόνσο Αριας, λοχίας του Δον Φερνάντο κι ο Ροδρίγο Γκουτιέρεθ, ευγενής στην υπηρεσία του. Όσο για τους υπόλοιπους, δεν χρειάζεται καν να τους αναφέρω γιατί είναι σκύβαλα. Ούτε και τον Αλόνσο Αριας θα κατονό-μαζα, αν δεν ήτανε πολύ καλός στο να φτιάχνει ξάρτια. Ο Ροδρίγο Γκουτιέρεθ είναι αλήθεια πως είναι τίμιος άν-θρωπος, αν δεν θωρούσε πάντα καταγής, που είναι σημά-δι μεγάλου προδότη. Κι αν κατά τύχη εμφανίστηκε εκεί πέρα κάποιος Γκονθάλο ντε Θουνίγα, ένας σμιχτοφρύ-δης παπάς απ' τη Σεβίλλη, να ξέρει η αυθεντία σας πως είναι άνθρωπος ποταπός κι ιδού τα κατορθώματά του: ήτανε μαζί με τον Αλβάρο ντε Ογιόν στο Ποπαγιάν στον ξεσηκωμό και την εξέγερση ενάντια στην μεγαλειότητά σας κι όταν έφτασε η ώρα της μάχης παράτησε τον διοι-κητή του και το 'σκάσε. Κι αφού τη γλίτωσε από κει, συμ-μετείχε σε μια εξέγερση στο Πιρού στην πόλη του Σαντ Μιγέλ ντε Πιούρα, μαζί με κάποιον ντε Σίλβα, και κλέ-ψανε το χρηματοκιβώτιο του Βασιλιά, σκοτώσανε τον δι-καστή και το 'σκάσε και πάλι. Είναι άνθρωπος που όσο υπάρχει φαΐ είναι φιλότιμος μα μόλις έρθει η ώρα της μάχης το βάζει πάντα στα πόδια, αν και οι υπογραφές του δεν μπορούν να το σκάσουν. Για έναν μόνο λυπάμαι που δεν βρίσκεται μαζί μου, για τον Σαλγέρο, που μεγά-λη ανάγκη τον είχαμε για να μας φυλάει το κοπάδι, κι αυτό γιατί ξέρει πολύ καλά από τέτοια. Του καλού μου του φίλου του Μιμπρένιο καθώς και του Αντόν Πέρεθ και

191

του Αντρές Δίαθ τους ασπάζομαι την χείρα. Τον δε Μον-γκία και τον Αρτεάγα, ας τους συγχωρέσει ο Θεός, γιατί αν είναι ακόμα ζωντανοί, το θεωρώ αδιανόητο το ότι με έχουν απαρνηθεί. Παρακαλώ την αυθεντία σας να με πληροφορήσει για το αν είναι πεθαμένοι ή ζωντανοί, αν και θα επιθυμούσαμε να ήμασταν όλοι μαζί, έχοντας για πατέρα και αφέντη μας την αυθεντία σας. Γιατί, αφού πιστέψει κανείς στον Θεό, εκείνος που δεν είναι καλύτε-ρος από τον άλλον δεν αξίζει τίποτα. Και συμβουλεύω την αυθεντία σας να μην πάει στο Σάντο Αομίνγκο, για-τί είναι σίγουρο ότι θα σας αφαιρέσουν το αξίωμα που κατέχετε και ως προς αυτό: ή καίσαρ ή τίποτα. Παρακα-λώ την αυθεντία σας να μου στείλει γραπτή απάντηση κι αν προτιμάτε, ας αρχίσει η μάχη. Γιατί τους προδότες θα τους τιμωρήσει ο Θεός και τους πιστούς θα τους ανα-στήσει ο Βασιλέας, αν και ίσαμε τώρα δεν έχουμε δει τον Βασιλέα να ανασταίνει κανέναν, ούτε να χαρίζει ζωή ούτε να γιατρεύει πληγές. Ας φυλάει ο Κύριος την εκλα-μπρότατη και σεβασμιότατη μεγαλειότητά σας και ας της χαρίζει αξιοσύνη. Από το οχυρό μας της νήσου Μαργα-ρίτας. Ασπάζεται τη χείρα της αυθεντίας σας, ο ταπει-νός σας υπηρέτης.

Λόπε ντε Αγκίρε »

Στο γράμμα τούτο αποκρίθηκε ο Προβιντσιάλης, μα δεν μου ήταν βολετό να μεταφέρω την απάντησή του εδώ, εκτός του ότι, εν ολίγοις, του έλεγε ότι ο Μονγκία και ο Αρτεάγα ήταν καλά κι ότι ήταν πιστοί υπηρέτες του Βασιλέα, κι ότι κι εκείνοι κι οι άλλοι όλοι είχανε τεθεί στην υπηρεσία του κι ήταν πιστοί υπή-κοοί του. Κι ότι τον παρακαλούσε στο όνομα του Θεού να πά-ψει πλέον να κάνει κακό στο νησί και κυρίως να μην ατιμάσει τους ναούς και τις γυναίκες. Κατά το απόγευμα, ο Προβιντσιά-λης επέστρεψε στο Μαρακαπάνα, και δίχως να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να εμφανιστεί από τη θάλασσα, έκαμε πιότε-ρο κακό παρά καλό γιατί ειπώθηκε ότι, αν δεν είχε έρθει, δεν θα σκότωνε ο τύραννος ο Δον Χουάν τον κυβερνήτη ούτε και τους

192

υπόλοιπους που σκότωσε. Κι εφόσον είχε έρθει, αν ξεμπάρκα-ρε στη στεριά παρ' όλο που ήταν μακριά απ' το χωριό κι ενω-νόταν με τους πάροικους του νησιού, που πολλοί απ' αυτούς είχανε κρυφτεί στο βουνό, πιθανόν πολλοί από τους στρατιώ-τες του τύραννου, βλέποντας ότι είχανε κάποιον να τους βοη-θήσει και να τους συνενώσει υπό το όνομα του Βασιλιά στο νησί, θα δραπέτευαν πολλοί απ' αυτούς που ήταν ενάντιοι στην θέλησή του μα δεν τολμούσαν να το σκάσουνε, γιατί δεν ξέρα-νε τα κατατόπια ούτε και πού να κρυφτούνε από τον τύραννο. Γιατί αλλιώς δεν τολμούσανε να το κάνουνε γιατί είχανε δει ότι οι πάροικοι κι οι κάτοικοι του νησιού είχανε ψάξει να βρού-νε κάποιους που το είχανε σκάσει και τους είχαν παραδώσει στον τύραννο. Και με τον τρόπο αυτό, θα ευδοκούσε και ο αδί-στακτος τύραννος θα κατατροπωνόταν ή θα έφευγε απ' το νησί πιο γρήγορα και πιο αποδυναμωμένος. Θα πρέπει όμως να λά-βουμε υπόψη μας τον ζήλο του Προβιντσιάλη, γιατί είχε κα-λές προθέσεις κι ό,τι έκανε το έκανε για το καλό όλων και τα υπόλοιπα να τα αποδώσουμε στον Κύριο. Την ίδια μέρα που αγκυροβόλησε το πλοίο του Προβιντσιάλη, βρέθηκαν κρυμμέ-νοι ανάμεσα σε κάτι μεγάλα γαϊδουράγκαθα στην ακτή δυο στρατιώτες του τυράννου, που κατά τα λεγόμενα θέλανε να καταφύγουν στο πλοίο του καλόγερου, κι ο τύραννος τους σκότωσε δίχως να τους αφήσει να εξομολογηθούν. Τον έναν τον λέγανε Χουάν ντε Σαντ Χουάν και τον άλλον Παρέδες. Φεύγο-ντας από τούτο το νησί ο Προβιντσιάλης πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο Σάντο Δομίνγκο για να ειδοποιήσει για την άφι-ξη αυτού του τύραννου και καθ' οδόν διέδωσε τα νέα και στην Μπουρμπουράτα και σ' όλα τα παράλια της Στέρεας Γης.

Ο τύραννος είχε κάψει κι είχε βουλιάξει τα μπριγαντίνια με τα οποία είχε έρθει στο νησί, έχοντας σίγουρο ότι θα άρπαζε ο διοικητής Μονγκία το πλοίο του Προβιντσιάλη και θα του το 'φερνε, μα τα πράγματα του ήρθαν ανάποδα. Βλέποντας τότε πως στα τρία πλοία που είχε αρπάξει απ' το νησί δεν χωράγα-νε όλοι οι άντρες του, γιατί ήτανε μικρά, αποφάσισε να αποτε-λειώσει ένα καράβι που είχε αρματώσει ο Δον Χουάν, ο κυβερ-νήτης του νησιού. Έστειλε λοιπόν να του βρούνε κάποιους ξυλουργούς που το είχανε σκάσει και κρύβονταν κάπου στο νησί, κι οι ίδιοι οι πάροικοι του τους έφεραν, και τους έβαλε

13. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο 1 9 3

να δουλεύουνε πρωί - βράδυ, Κυριακή και σχόλη ίσαμε που το τέλειωσαν μέσα σε είκοσι πέντε μέρες. Και στο διάστημα αυτό έκαψε και γκρέμισε πολλά σπίτια και καταλύματα των παροί-κων του νησιού που το είχανε σκάσει στο βουνό και τους κλέ-ψανε πράγματα πολλά από το ρουχισμό και τα υπάρχοντά τους και τους σκοτοδσανε τα ζωντανά τους. Στο αναμεταξύ, σκότω-σε ο τύραννος κάποιον Μαρτίν Δίαθ ντε Αλμεντάριθ, πρώτο εξά-δερφο του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, που από τότε που εί-χανε σκοτώσει τον κυβερνήτη αυτόν ο τύραννος τον είχε αιχ-μάλωτο και του είχε πάρει τα όπλα. Του είχε δώσει την άδεια να μείνει στο νησί κι ο Μαρτίν Δίαθ είχε εγκατασταθεί μακριά από το χωριό. Έστειλε λοιπόν ο τύραννος μερικούς στρατιώτες να τον σκοτώσουν, κι εκείνοι τον σκότωσαν με γκαρότα. Είπε τότε ο τύραννος στους στρατιώτες του ότι είχε σκοτώσει τον Μαρτίν Δίαθ εττειδή δεν ήθελε να αφήσει κανέναν εχθρό τυίσω του, κι ότι μέλημα αποκλειστικό του ήταν να σκοτώνει τους εχθρούς του και να δίνει και τη ζωή του ακόμα για τους φίλους του, κι ότι δεν επρόκειτο να ξεχάσει ούτε τους μεν ούτε και τους δε.

Στο αναμεταξύ, ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, προ-σήλθε ο τύραννος μαζί με όλους τους στρατιώτες του παρατε-ταγμένους στην κεντρική εκκλησία του χωριού για να ευλογή-σει τα λάβαρα των διοικητών του, κι ο ίδιος ως γενικός διοικη-τής πήγαινε επικεφαλής της παράταξης. Κι έτυχε και είδε πε-ταμένο στο χώμα έναν ρήγα από μια τράπουλα κι άρχισε να τον ποδοπατάει και τον έκανε κομμάτια, ξεστομίζοντας πολ-λές βλαστήμιες και προσβλητικά λόγια ενάντια στον Βασιλέα τον Δον Φελίπε, τον αφέντη μας, καταπώς συνήθιζε να κάμει κι άλλες φορές. Κι όχι μόνο αυτό, μα βλαστημούσε κι απαρ-νιόταν και τον Θεό, ως βασιλέα κι αφέντη όλων μας. Και το ίδιο κάνανε και πολλοί άλλοι στρατιώτες παραστεκάμενοί του, που για να τον μιμηθούν και να τον ευχαριστήσουν, βλαστημού-σαν κι απαρνιόντουσαν επανειλημμένα τον Θεό και τον Βασι-λέα. Αφού ευλογήθηκαν τα λάβαρα, τα παρέδωσε στους διοι-κητές του και στον υπολοχαγό του, και τους είπε ότι εκείνα τα λάβαρα που τους έδινε όφειλαν να τα υπερασπιστούν ενάντια σε όλο τον κόσμο κι ότι δεν τους πρόσταζε τίποτα άλλο παρε-κτός να φροντίσουν να σεβαστούν τις εκκλησίες και τις γυναί-κες, κι όσο για τα υπόλοιπα ας έπρατταν καταπώς ήθελαν κι

194

ας ακολουθούσαν όποιους νόμους ήθελαν, γιατί κανένας δεν θα τους εμπόδιζε. Κι ακόμα κι αυτά τα δύο πράγματα που τους ανέθεσε σχετικά με τις εκκλησίες, τα είπε μάλλον για να μην φανεί τελείως αιρετικός και κακός χριστιανός, όπως και ήταν στην πραγματικότητα, και για να τον εμπιστευθούν κάπως οι παρευρισκόμενοι, κι όχι γιατί σκόπευε να τιμωρήσει κάποιον που θα έκανε το αντίθετο, καταπώς το συνήθιζαν. Είπε επίσης στους στρατιώτες του ότι αυτός είχε ανακηρύξει καινούριο Βασιλέα, κι ότι έπρεπε να φτιαχτούν καινούριοι νόμοι για το πώς θα πρέπει να ζουν οι ακόλουθοι κι οι φίλοι του, πράγμα που προκάλεσε μεγάλο τρόμο σε όσους ήτανε χριστιανοί, οπότε ετί-θετο ζήτημα ζωής και θανάτου, γιατί τον καιρό εκείνο η ευκαι-ρία ήταν μεγάλη να ενωθούν όλοι τους και με μια φωνή να κά-νουνε κομμάτια τον αδίστακτο αυτόν τύραννο. Επειδή όμως η δύναμη των κακόβουλων ανθρώπων που ήταν με το μέρος του ήταν μεγάλη, και όσοι είχανε καλές προθέσεις ήταν λιγοστοί και ξαρμάτωτοι, οι κακόβουλοι δικοί του άνθρωποι αντιστάθηκαν σε όσους είχαν εξοργισθεί μετά λόγου του, και κρίμα μου φαί-νεται τώρα να είμαστε όλοι ίσοι κι όμοιοι, μετρημένοι με τα ίδια σταθμά και τιερασμένοι από κρισάρα όσοι έδειξαν ότι ήταν πι-στοί υττηρέτες του Θεού και του Βασιλιά κι όσοι ήταν τότε υπο-στηρικτές του τυράννου αυτού και των αιρεσιών και των ωμο-τήτων του. Γιατί, όντας αυτόπτης μάρτυς, δύναμαι να ισχυρι-στώ ότι γι' αυτούς, ένεκα της φαυλότητάς τους, τα δικαστήρια της Μεγαλειότητάς Σας δεν θα έπρετιε να επιδείξουν ίχνος εταεί-κειας, αν και, όπως θα γίνει σιγά - σιγά κατανοητό, υπάρχουν πλέον ελάχιστοι από δαύτους που κατέληξαν σώοι, άλλοι πνιγ-μένοι, άλλοι καταγκρεμισμένοι, άλλοι νεκροί στα χέρια των ιν-διάνων, λίγοι τελικά γλίτωσαν. Διότι ο Θεός, ο ακριβοδίκαιος Κριτής, τιμωρεί έκαστον καταπώς το αξίζει και ανάλογα με τη διαγω^ του. Σε τούτο δεν θα ήθελα να σταθώ, αν και θα έπρετυε να ασχοληθεί κανείς μ' αυτό έστω και για να δείξει τους δισταγ-μούς της δικαιοσύνης ως προς το ζήτημα, και θα πω το πώς αφανίστηκε ο τύραννος στην επικράτεια της Βενεζουέλας.

Κι ενώ τέλειωνε το φτιάξιμο του πλοίου, ακούστηκε ότι ο λοχαγός του τύραννου, ονόματι Αλόνσο ντε Βιλιένα, είχε πρό-θεση να τον σκοτώσει τον τύραννο αυτόν και να σηκώσει μπαϊ-ράκι υπέρ του Βασιλέα. Κοινοποίησε τους σκοπούς του σε κά-

195

ποιους στρατιώτες του τύραννου για να τον βοηθήσουνε, μα εκείνοι πήγανε και του τα προφτάσανε. Τότε εκείνος έδωσε προ-σταγή να σκοτώσουνε τον λοχαγό του, μα εκείνος το κατάλα-βε και το 'σκάσε στα βουνά. Κι αυτό που τηστεύουνε κι έχουνε σίγουρο στη νήσο Μαργαρίτα και το συζητούσαν αφού έφυγε ο τύραννος είναι ότι, επειδή ο Αλόνσο Βιλιένα φοβόταν ότι θα πεθάνει κι ότι ο τύραννος αυτός ήθελε να τον σκοτώσει, επειδή είχε θυμώσει μαζί του, γι' αυτό λοιπόν, επειδή έβλεπε τον κίν-δυνο, ήθελε να απομακρυνθεί από κοντά του, μα δεν τολμούσε να το κάνει, γιατί ήτανε ένας από τους δεκατρείς που είχανε πάει να σκοτώσουνε τον καλό τον κυβερ\τ^τη τον Πέδρο ντε Ορσούα και ότι ήταν πάντα ενθουσιώδης οπαδός του τυράννου. Από την άλλη, φοβόταν κιόλας ότι οι δικαστές της Μεγαλειότητάς Σας θα τον σκότωναν. Έτσι λοιπόν, αφού είχε αποφασίσει πλέον κι είχε ετοιμάσει την φυγή του, για να κατορθώσει να ξεφύγει ζω-ντανός, είπε σε κάποιους στρατιώτες ότι σχεδίαζε να σκοτώ-σει τον τύραννο και ζήτησε τη βοήθειά τους. Και το είπε δημό-σια έτσι που σίγουρα θα το μάθαινε ο τύραννος. Ύστερα το έσκασε, καταπώς το είχε σχεδιάσει, κι αυτό το έκανε δημόσια γνωστό, οπότε κατ' ανάγκην θα έπρεπε να το πληροφορήθηκε και ο τύραννος, και μετά έφυγε, όπως το είχε συμφωνήσει, πράγμα που έκαμε από σκοπού και υστερόβουλα, έτσι ώστε όταν τα δικαστήρια της Μεγαλειότητάς Σας θα επληροφορού-ντο τα περί του βίου και της πολιτείας του, να έχει να επιδείξει υπηρεσίες στον Βασιλέα, για να αντισταθμίσει τη φαυλότητά του, και όχι με στόχο να το κάμει πράξη όπως έλεγε, αλλά για να δημιουργηθεί θόρυβος, γιατί αν ήθελε στ' αλήθεια να υπη-ρετήσει τη Μεγαλειότητά Σας δεν θα το έλεγε τόσο δημόσια για να φύγει μετά, ούτε θα περίμενε πότε θα ευδοκούσε να μπαρ-κάρει ο τύραννος για να μισέψει από την Μαργαρίτα, οπότε είναι σαφές ότι χρονοτρίβησε τότε για να μην έχει χρόνο ο τύ-ραννος να τον αναζητήσει. Κι έτσι ο τύραννος, εξοργισμένος με την φυγή αυτού εδώ, άρχισε να υποψιάζεται κι άλλους και τους κατηγορούσε ότι ήταν με το μέρος του Βιλιένα, και χωρίς να έχει άλλες αποδείξεις εκτός από τις υποψίες του, σκότωσε έναν υπολοχαγό της φρουράς του, ονόματι Δομίνγκεθ, που ήτα-νε φίλος του εν λόγω Βιλιένα. Τον σκότωσε με μαχαιριές κά-ποιος Χουάν ντε Αγκίρε, που ήταν αυλάρχης του τύραννου

196

αυτού, και τον πετάξανε κάτω από το οχυρό. Για τον ίδιο λόγο κρέμασε κι έναν άλλον στρατιώτη από τους μαρανιόνες του, ονόματι Λοαΐσα. Και τη γυναίκα κάποιου πάροικου του νησιού, ονόματι Αννα ντε Ρόχας, την κρέμασε από τον στύλο της πλα-τείας και της ρίξανε πολλές φορές με τα αρκεβούζια, γιατί του είπανε του τύραννου ότι ο Βιλιένα μπαινόβγαινε πολλές φορές στο σπίτι αυτής της γυναίκας και ότι εκεί συνάζονταν οι στα-σιαστές. Πρόσταξε επίσης να σκοτώσουν και τον άντρα αυτη-νής της Αννα ντε Ρόχας, που λεγότανε Διέγο Γκόμεθ, άνθρωπο ηλικιωμένο κι άρρωστο, που βρισκόταν σε ανάρρωση σε ένα κτήμα μια λεύγα από το χωριό. Εκτός απ' αυτόν, σκότωσαν κι έναν δομινικανό καλόγερο που βρισκόταν μαζί του, και τους στραγγάλισαν και κλέψανε όλα όσα υττήρχαν στο κτήμα. Όταν γύρισαν στο χωριό, ο αδίστακτος τύραννος πρόσταξε αυτούς τους κολασμένους υπηρέτες του, αφού είχανε σκοτώσει ήδη έναν καλόγερο, να σκοτώσουν κι έναν άλλον σύντροφό του, που βρισκόταν εκεί στο χωριό, κι ήτανε κι εκείνος δομινικα-νός. Σ' αυτόν τον καλόγερο είχε εξομολογηθεί αυτός ο άθλιος τύραννος, κι ύστερα, μετά από καμιά ώρα, τον σκοτώσανε αυτοί οι αχρείοι δήμιοι. Τον κλείσανε σ' ένα σπίτι και την ώρα που πήγαιναν να τον σκοτώσουνε, ο καλόγερος τους ικέτευσε να τον αφήσουνε πρώτα να προσευχηθεί για λίγο στον Θεό, και ξαπλώνοντας στο πάτωμα μπρούμυτα, έψαλε τον ψαλμό Ελέη-σόνμε ο Θεόςκχ άλΤίες προσευχές, παρ' όλο που οι αχρείοι τύ-ραννοι δεν του δώσανε και πολύ καιρό. Όταν σηκώθηκε από το πάτωμα, εναπόθεσε τον εαυτό του στον Κύριο και τους είπε πως δεχόταν τον θάνατο από τον Θεό, κι ότι μπορούσαν να τον σκοτώσουν με τον σκληρότερο θάνατο. Κι έτσι τον στραγγάλι-σαν με γκαρότα, με το σκοινί στο στόμα, μέχρι που του το κομ-μάτιασαν, κι επειδή δεν πέθαινε γρήγορα του πέρασαν το σκοινί στον λαιμό. Υπάρχει η φήμη πως ο καλόγερος αυτός πέθανε σαν μάρτυρας επειδή είχε επιβάλει κάποια επιτίμια στον τύραννο όταν τον εξομολόγησε. Αφού έγινε κι αυτό, πρόσταξε ο τύραν-νος να κρεμάσουν κάποιον Σομορόστρο, πάροικο του νησιού, γέρο άνθρωπο, επειδή όταν έφτασε ο τύραννος στο νησί είχε προσφερθεί να πάει μαζί του, όταν όμως έφτασε η ώρα να μισέ-ψουμε ζήτησε να μείνει κι εκείνος του την έδωσε την άδεια, μα έμεινε κρεμασμένος από τον στύλο.

197

Ενώ ήταν ήδη έτοιμος να ξεκινήσει ο τύραννος, κι είχε πια τελειώσει το πλοίο και το είχανε ρίξει στο νερό, πρόσταξε να κρεμάσουν μια γυναίκα του νησιού, μια κάποια ντε Τσάβες, γιατί απ' το σπίτι της το έσκασε ένας στρατιώτης από κείνους που είχανε πάει με το μέρος του σ' αυτό το νησί κι ισχυρίστη-κε πως η γυναίκα το ήξερε και δεν τον ειδοποίησε. Πολλοί από τους στρατιώτες του νησιού που είχαν προσφερθεί να τον ακο-λουθήσουνε, βλέποντας τις αχρειόΐητές του και τις ατιμίες του, το είχανε σκάσει. Ήτανε τόσο αδίστακτος και αχρείος αυτός ο τύραννος, που όσους δεν του είχανε κάνει κανένα κακό μήτε τον είχανε βλάψει τους σκότωνε δίχως καμιά αιτία. Κι άλλους, που δεν ήθελε ούτε είχε αφορμή καμία για να τους σκοτώσει, για να μην του ξεφύγει κανένας χωρίς να έχει κάτι να πει για αυτόν, τους πρόσβαλε. Πρόσταξε να του φέρουνε μπροστά του ένα παλικαράκι που ζούσε στο νησί, και δεν είχε έρθει να τον δει. Και, για τιμωρία για την παράλειψή του, πρόσταξε να του κουρέψουνε τα γένια, αφού του τα είχανε πλύνει από τα πριν με ούρα που βρωμοκοπούσαν και τον διέταξε να πληρώσει τον μπαρμπέρη με τέσσερις κότες. Κι έναν άλλον στρατιώτη από τους δικούς του, κάποιον Καγιάδο, που δεν ήτανε άνθρωπος που τον υπολόγιζε μήτε και ήθελε να τον σκοτώσει, επειδή παρέλει-ψε μια μέρα να πάει στην μονάδα του, τον πρόσταξε κι εκείνον να ξυρίσει σύρριζα την γενειάδα του στον στύλο της πλατείας και διέταξε να του την πλύνουνε όπως και του αλλουνού.

Ενώ είχε πια τελειώσει το πλοίο κι ο τύραννος είχε σκοπό να φύγει απ' το νησί, κατέφθασε κάποιος Φρανθίσκο Φαχάρ-δο, πάροικος ενός χωριού που λέγεται Καράκας, στην επικρά-τεια της Βαλενθουέλα, μαζί με μερικούς ινδιάνους πολεμιστές οπλισμένους με βέλη κι άλλους που ξέρανε από βότανα για να βοηθήσει τους παροίκους του νησιού. Εγκαταστάθηκε σ' ένα βουνό, μισή λεύγα από το χωριό, ανάμεσα στα αγροκτήματα. Ειπώθηκε πως αυτή ήταν και η αιτία που δεν τα έκαψε και δεν τα κατέστρεψε ο τύραννος, παρ' όλο που ήταν αποφασισμένος να το κάνει, μα δεν τόλμησε να στείλει ανθρώπους να το επι-χειρήσουν μην και το σκάσουν, γιατί μερικοί είχαν αρχίσει ήδη να το κάνουν. Αν τότε του είχε επιτεθεί ο Φαχάρδο, οι περισσό-τεροι άντρες του τύραννου θα ττήγαιναν με το μέρος του. Από φόβο μην του φύγουνε, διέταξε ο τύραννος να κλειστούν όλοι

198

01 στρατιώτες του μέσα στο οχυρό, για να μην μπορέσει να το σκάσει κανένας μέσα στην φασαρία όταν θα του επιτίθενταν οι ινδιάνοι με τα βέλη τους. Κι έτσι έφτιαξε μια πόρτα στο πίσω μέρος του οχυρού προς την θάλασσα κι από κει έβαζε όλους τους άντρες να μπαρκάρουν ένας - ένας. Στο αναμεταξύ, κι ενώ ο αχρείος ο τύραννος ήτανε στην ακροθαλασσιά κι οι άντρες είχανε όλοι μπαρκάρει κι είχε απομείνει μόνο ο ίδιος και κά-ποιοι στενοί του φίλοι στην στεριά, τον πλησίασε ένας απ' τους στρατιώτες, απ' τους μαρανιόνες του και από τους καλύτερούς του φίλους, που λεγόταν Αλόνσο Ροδρίγεθ, κι ήταν ναυτικός υποδιοικητής, και του είπε του τύραννου να τραβηχτεί λίγο κατά τη στεριά γιατί τον βρέχανε τα κύματα της θάλασσας. Και δίχως καμιά εξήγηση μήτε αιτία, έβγαλε το σπαθί του και του έδωσε μια που σχεδόν του έκοψε το μπράτσο. Κι ύστερα πρό-σταξε να τον πάρουνε για να τον περιποιηθούν τον στρατιώτη αυτόν, κι ενώ ήταν έτοιμοι να το κάνουν, άλλαξε γνώμη και έδωσε άλλη διαταγή, να τον στραγγαλίσουνε με γκαρότα, κι έτσι έγινε και τον σκοτώσανε δίχως να μπορέσει να εξομολο-γηθεί. Κι ύστερα ο τύραννος αυτός ττήγε με κάποιους φίλους του στο σπίτι ενός ιερωμένου, ονόματι Κοντρέρας, που ήτανε ιερέας του χωριού, τον κουβάλησε στα πλοία και τον ανάγκα-σε να επιβιβαστεί και τον ττήρε μαζί του, ενάντια φυσικά στην θέληση του κληρικού αυτού.

Ξεκίνησε ο τύραννος από τη νήσο Μαργαρίτα μια Κυριακή, περασμένο μεσημέρι, την τελευταία μέρα του Αυγούστου του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα. Είχε μείνει σ' εκείνο το νησί σαράντα μέρες, και το εγκατέλειψε αφού το ερήμωσε και κατέ-κλεψε κοπάδια, τρόφιμα κι άλλα αγαθά, τόσο που όσοι είχαν απομείνει εκεί πέρα δεν θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα παρά με πολύ κόπο, κι αφού είχε κάνει όλα εκείνα τα απάν-θρωπα και αχρεία πράγματα που έχω αφηγηθεί κι άλλα πολ-λά. Σκότωσε ο τύραννος στην πορεία του στο ποτάμι, προτού φτάσει στο νησί αυτό, είκοσι πέντε άντρες, κι ανάμεσά τους τον κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα και τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, τον υπασπιστή του, την Δόνια Ινές, κάποιον Αλόνσο ντε Ενάο, ιερωμένο, καθώς και κάποιον Κομενταδόρ της Ρόδου. Κι όλοι οι υπόλοιποι ήτανε ο ηγεμόνας του, ναυτικοί υποδιοικητές, διοι-κητές, λοχαγοί και λοχίες κι άλλοι βαθμοφόροι που ο αδίστα-

199

κτος τύραννος ανέβαζε και κατέβαζε στα αξιώματα, κι όταν σκότωνε έναν από δαύτους έβαζε άλλον στη θέση του, ενώ τα υπάρχοντα, τα όπλα και οι υττηρέτες όλων όσων σκότωνε ττή-γαιναν στους υποχρεωτικούς κληρονόμους, που ήταν οι φίλοι κι οι έμπιστοι του τυράννου, στους οποίους τα μοίραζε όλα κι έτσι τους είχε του χεριού του και κέρδιζε όλο και περισσότε-ρους φίλους. Στη ντ̂ σο Μαργαρίτα σκότωσε άλλους δεκατέσ-σερις από τους μαρανιόνες του, κι έντεκα παροίκους του νη-σιού, μαζί με δύο μοναχούς και δύο γυναίκες, που μας κάνουν σύνολο πενήντα νοματαίους, που τους σκότωσε ίσαμε να φύ-γει απ' το νησί, δίχως να υπολογίσουμε άλλους δυο ινδιάνους που ξέρανε ισπανικά που σκότωσε εκεί πέρα, και τους περισ-σότερους τους σκότωσε δίχως να τους αφήσει να εξομολογη-θούν. Έφτασε στο νησί με διακόσιους άντρες ίσως και λίγο περισσότερους, κι είχε μαζί του ενενήντα αρκεβούζια και εί-κοσι θώρακες. Πενήντα πέντε απ' αυτούς τους άντρες μείνανε στο νησί, αν υπολογίσουμε τους πεθαμένους κι όσους το σκά-σανε, κι άλλους που τους άφησε ο τύραννος, κι εκείνους που ενώθηκαν με τον μοναχό μαζί με τον Μονγκία. Πήγαν με το μέρος του εκεί πέρα έντεκα με δώδεκα στρατιώτες. Στο νησί βρήκε πενήντα αρκεβούζια και πολλά δόρατα και σπαθιά, και έξι κανόνια, πέντε μπρούτζινα κι ένα σιδερένιο. Καταπώς τα λογαριάζω, έφυγε από τη νήσο Μαργαρίτα με τουλάχιστον εκατόν εξήντα άντρες. Όταν το σκάσανε μερικοί άντρες πήρα-νε μαζί τους και καμιά δεκαριά αρκεβούζια, και του μείνανε γύρω στα εκατόν τριάντα αρκεβούζια και τα έξι κανόνια που ανέφερα. Πήρε μαζί του από το νησί ίσαμε εκατό ινδιάνους και ινδιάνες, τους καλύτερους που μπορούσε να πάρει. Πήρε τρία άλογα κι ένα μουλάρι, κι όλες τις σέλες που μπόρεσε να βρει. Επειδή είχε καταλάβει πως τα μαντάτα είχανε ήδη φτάσει στο Νόμπρε ντε Διός και τον Παναμά, κι ότι δεν μπορούσε να τρα-βήξει κατά κει, όπως είχε κατά νου, αποφάσισε να πάει στην Μπουρμπουράτα, να διασχίσει όλη την επικράτεια της Βενε-ζουέλας και το Νέο Βασίλειο της Γρανάδας κι από κει να τρα-βήξει για το Πιρού. Αλλά απέτυχε στο σχέδιο του αυτό, καθώς και σε ένα άλλο, όπως θα εξιστορήσουμε παρακάτω. Οι σέλες που ττήρε από δω πέρα ήτανε για πολλά άλογα που πίστευε ότι θα έβρισκε στην επικράτεια της Βενεζουέλας.

200

Ξεκίνησε λοιπόν ο τύραννος, όπως είπαμε, από τη νήσο Μαρ-γαρίτα, μια Κυριακή, τελευταία μέρα του Αυγούστου, μαζί με τους άντρες και τα όπλα και τα πολεμοφόδια που απαριθμή-σαμε, και μοίρασε όλους τους άντρες του στα τέσσερα πλοία που είχε, τρία μικρά πλεούμενα κι ένα μεγάλο, εκείνο που είχε φτιάξει τελευταία στη νήσο Μαργαρίτα. Και σε κάθε ένα απ' αυτά τα πλεούμενα είχε μοιράσει τους άντρες που εμπιστευό-ταν πιο πολύ, στους οποίους ανέθεσε και την φροντίδα τους. Τα μικρότερα ακολουθούσαν εκείνο στο οποίο βρισκόταν αυ-τός, που ήταν το μεγαλύτερο και το πιο γρήγορο. Προτού φτά-σουν στην Μπουρμπουράτα, τους τύχανε πολλές νηνεμίες και άνεμοι αντίξοοι, κι έτσι έκανε για να πάει στην Μπουρμπου-ράτα από τη νήσο Μαργαρίτα οχτώ μέρες, ενώ συνήθως είναι μια διαδρομή δυο - τριών ημερών. Άλλοι θάνατοι δεν συνέβη-σαν στη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά ο αχρείος ο τύραννος κι οι προδότες οι σύντροφοί του, επειδή δεν είχανε τον καιρό κα-ταπώς θέλανε, βλαστημούσαν τον Θεό και τους Αγίους του, και τους καιρούς και τους ανέμους. Έλεγε μερικές φορές ο τύραν-νος, εκνευρισμένος απ' όλα αυτά ότι δεν πίστευε στο Θεό, εκτός κι αν ήταν λήσταρχος και του λόγου του, κι ότι μέχρι τότε ήτα-νε με το μέρος τους μα τώρα πια είχε πάει με το μέρος των αντι-πάλων. Απειλούσε ότι θα σκότωνε τους πλοηγούς και τους θαλασσινούς που είχε στα πλοία. Νόμιζε ότι τον κορόιδευαν, ότι εκείνοι φταίγανε για το χάσιμο χρόνου, και θυμωμένος μαζί τους έλεγε ότι αν ο Θεός είχε φτιάξει τον Παράδεισο για τέ-τοιους άχρηστους ανθρώπους εκείνος δεν ήθελε να πάει εκεί πέρα. Κι άλλες φορές, υψώνοντας τα μάτια στον ουρανό, έλε-γε: «Κύριε, αν είναι να μου κάνεις κάποιο καλό, κάντο τώρα, τη δόξα κράτα την για τους Αγίους σου». Και ξεστομίζοντας αυτές κι άλλες πολλές βλαστήμιες, έφτασε στην Μπουρμπου-ράτα, μια Κυριακή, στις εφτά του Σεπτέμβρη του ίδιου έτους. Στο λιμάνι ήτανε ένα καράβι με εμπορεύματα, που οι ιδιοκτή-τες του, βλέποντας ότι ερχόταν ο τύραννος, το φούνταραν μαζί με ένα μέρος του φορτίου του που δεν μπόρεσαν να το βγάλου-νε, κι ο τύραννος πρόσταξε να του βάλουνε φωτιά και κάηκε ίσαμε τη γάμπια"^.

44. ο δόλων, το τετράγωνο ιστίο των ιστιοφόρων.

201

ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΤΥΡΑΝΝΟΥ ΣΤΗΝ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΡΑΤΑ

Την ίδια μέρα που έφτασε, είπε σε όλους τους άντρες να ξε-μπαρκάρουν, και κατέλυσαν εκείνη τη νύχτα στην ακτή. Την επομένη το πρωί έστειλε μερικούς από τους φίλους

του στο χωριό, που ήτανε μισή λεύγα απ' το λιμάνι, οι οποίοι βρήκαν το χωριό ερημωμένο, δίχως ψυχή ζώσα. Όλος ο κόσμος είχε φύγει από φόβο για τους τύραννους αυτούς. Βρήκανε στο λιμάνι έναν στρατιώτη από τους μαρανιόνες που είχανε πάει με το μέρος του μοναχού μαζί με τον Μονγκία, ονόματι Φρανθίσκο Μαρτίν, πλοηγό, ο οποίος τους είπε ότι ήθελε να ενωθεί και πάλι με την συντροφιά του τυράννου, του Λόπε ντε Αγκίρε. Τον πή-γανε λοιπόν στο πλοίο κι ο τύραννος τον καλόπιασε και τον ρώτησε για το τι συνέβη κι εκείνος είπε ότι ο Μονγκία κι ο Αρ-τεάγα κι ο Αλόνσο Γκουτιέρεθ τους είχανε εξαπατήσει όλους και τους είχαν ξαρματώσει έναν προς έναν. Κι αφού το κάνα-νε αυτό αρχίσανε να ζητωκραυγάζουν υπέρ του Βασιλιά και πήγανε με το μέρος του μοναχού. Δεν μπορούσανε να κάμουνε αλλιώς ούτε κείνος ούτε οι άλλοι γιατί ήτανε ξαρμάτωτοι. Ο ίδιος, μόλις έμαθε τον ερχομό του, ήρθε να τον βρει και να μπει στην υττηρεσία του, και μερικοί από τους συντρόφους του, που περιφέρονταν εκεί πέρα θεονήστικοι και γυμνοί είχανε την ίδια επιθυμία μ' αυτόν, και μόλις μάθαιναν τον ερχομό του ήταν σίγουρος ότι θα έρχονταν να τον υπηρετήσουν. Τότε ο τύραν-νος έδωσε ρούχα σ' αυτόν τον στρατιώτη και έγραψε μαζί του μια επιστολή γεμάτη αγάττη προς αυτούς που του είχε αναφέ-ρει και τον έστειλε να τους βρει και να τους δώσει τη γραφή και να τους φέρει μαζί του. Εκείνος τότε έφυγε και περιπλανή-θηκε δυο - τρεις μέρες μα γύρισε λέγοντας ότι δεν τους είχε

202

συναπαντήσει. Την ίδια μέρα, προτού πάει ο τύραννος στην Μπουρμπουράτα, πρόσταξε να σκοτώσουν έναν Πορτογάλο, ονόματι Φαρίας, που ήταν από κείνους που είχαν πάει με το μέρος του στη \η^σο Μαργαρίτα. Η αιτία που τον σκότωσε ει-πώθηκε πως δεν ήταν άλλη από το ότι είχε ρωτήσει εκείνος ο στρατιώτης αν ο τόπος εκείνος στον οποίο βρίσκονταν ήταν νησί ή στεριά. Εκείνη την ημέρα πρόσταξε ο τύραννος να πάνε όλοι οι άντρες στο χωριό κι εκείνος έμεινε τελευταίος απ' όλους, κι έβαλε φωτιά στα πλοία που τους είχανε φέρει ίσαμε εκεί. Όταν έφτασε στο χωριό, εγκατέστησε εκεί πέρα τους άντρες του κι ο ίδιος έλαβε πολύ περισσότερες προφυλάξεις απ' ότι ίσαμε τότε κι αύξησε την προσωπική του φρουρά. Κι έδωσε προστα-γή να συγκεντρώσουν και να μαζέψουν όσα άλογα βρούνε στο χωριό και στα περίχωρα, και μάζεψαν ίσαμε είκοσι πέντε με τριάντα, τα περισσότερα αδάμαστες φοράδες. Κι επειδή μερι-κοί από τους στρατιώτες που πήγανε να ψάξουνε για άλογα γύρισαν πίσω πληγωμένοι από βούκεντρα, τόσο πολύ εξοργί-στηκε ο τύραννος που πρόσταξε να ντελαλήσουνε ότι κήρυξε τον πόλεμο μέχρις εσχάτων ενάντια στον Βασιλέα της Καστίλ-λης και τους υττηκόους του, εκτός από όσους έρχονταν με το μέρος του. Σ' αυτούς υποσχόταν ότι θα τους χάριζε τη ζωή, ενώ όλους τους υπόλοιπους έδωσε προσταγή να τους σκοτώνουν, κι αν κάποιος από τους δικούς του στρατιώτες δεν σκότωνε όσους συναπαντούσε, πρόσταζε να τον σκοτώσουν κι εκείνον. Πιάσανε αιχμάλωτο έναν δήμαρχο του χωριού αυτού, ονόμα-τι Τσάβες, που τον βρήκανε σε ένα μαντρί τέσσερις λεύγες από το χωριό και λένε πως έγινε με τη θέλησή του γιατί ήθε>^ να δει μήπως και βγάλει κανένα κέρδος. Έμεινε εκεί δεκαοχτώ μέρες, δαμάζοντας τα υποζύγια, για να μεταφέρει μ' αυτά τα πολεμοφόδια και τα ζώα, και βλέποντας ότι χρειαζόταν κι άλλα για να μπορέσει να τα μεταφέρει όλα, έγραψε ένα γράμμα στους παροίκους της Νουέβα Βαλένθια, που ήτανε δέκα με δώδεκα λεύγες από κει πέρα, στην ενδοχώρα, λέγοντάς τους ότι δεν είχε σκοπό να πάει στο χωριό τους αλλά να ακολουθήσει άλλον δρόμο πιο σύντομο, από το Μπαρτσιθιμέτο και το Τοκούγιο, και για να πάει εκεί πέρα χρειαζόταν να του στείλει κάθε πάροι-κος του χωριού από ένα άλογο, κι ότι θα τους τα πλήρωνε πολύ καλά με χρυσά και ασημένια κοσμήματα. Κι ότι έπρεπε να του

203

στείλουν τα άλογα με άτομα εμπιστοσύνης κι αν δεν το κάνα-νε δεν του έμενε άλλη επιλογή παρά να πάει να τους απαντή-σει και τους απείλησε ότι θα τους έκανε όσο μεγαλύτερο κακό μπορούσε. Αλλά οι πάροικοι της Βαλένθια δεν έστειλαν ποτέ απάντηση. Στο χωριό αυτό της Μπουρμπουράτα, σκότωσε έναν έμπορα που είχε πιάσει αιχμάλωτο στο βουνό, ονόματι Πέρο Νούνιεθ, γιατί παραπονέθηκε ότι ένας στρατιώτης από τους μαρανιόνες του είχε αρπάξει μια ράβδο χρυσού αξίας εξήντα πέσος, που είχε μέσα σε ένα θαμμένο πιθάρι με ελιές, κι ότι ο στρατιώτης είχε ξεθάψει το πιθάρι και το είχε πάρει μαζί με το χρυσάφι. Φώναξε ο τύραννος τον στρατιώτη και τον ρώτησε για το χρυσάφι μα εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι το πιθάρι δεν είχε τέτοιο πράγμα μέσα. Θέλοντας ο τύραννος να το εξακρι-βώσει, ρώτησε τον Πέρο Νούνιεθ, τον έμπορο: «Είχε κανένα σημάδι το πιθάρι;», κι εκείνος αποκρίθηκε πως είχε ένα σκέ-πασμα με γύψο. Τότε ο τύραννος είπε στον έμπορο ότι εφόσον έλεγε ψέματα γι' αυτό το θέμα σίγουρα θα έλεγε ψέματα και για άλλα και πρόσταξε να τον σκοτώσουνε με γκαρότα γιατί ήτανε ψεύτης. Ο κύριος λόγος όμως που έβαλε να τον σκοτώ-σουνε ήτανε επειδή όταν φέρανε αιχμάλωτο τον έμπορο αυτόν από το βουνό όπου κρυβόταν, ο τύραννος του μίλησε καλότρο-πα και τον ρώτησε γιατί το είχε σκάσει κι εκείνος του αποκρί-θηκε πως το είχε κάνει από φόβο. Τότε ο τύραννος του ζήτησε να του πει τι φήμες κυκλοφορούσαν για το άτομό του κι ο Πέ-δρο Νούνιες προσπάθησε να ξεφύγει κι αποκρίθηκε ότι δεν κυκλοφορούσε καμιά φήμη. Ο τύραννος και πάλι του ζήτησε να του πει όλα όσα λέγανε κι ο εμπορευόμενος αποκρίθηκε: «Λένε , αφέντη μου, πολλά και διάφορα...». «Μίλα και μη φο-βάσαι, σου δίνω το λόγο μου ότι δεν θα σου κάνω κακό». Και τότε ο εμπορευόμενος άρχισε να λέει: «Λένε, κύριέ μου, πως η αφεντιά σας κι όλη η παρέα σας είστε λουθηριανοί, κακόβου-λοι κι απάνθρωποι». Μόλις το άκουσε αυτό ο τύραννος εξορ-γίσθηκε και του είπε: «Βάρβαρε, ηλίθιε!», κι έβγαλε την σιδε-ρένια περικεφαλαία που φορούσε στο κεφάλι του και τον απεί-λησε μ' αυτή, κι οργισμένος μαζί του τον εσκότωσε.

Πρόσταξε επίσης να κρεμάσουνε εδώ πέρα κι έναν στρατιώ-τη από τους μαρανιόνες ονόματι Πέρεθ, τον οποίο βρήκε ο τύ-ραννος έξω απ' το χωριό, ξαπλωμένο δίπλα σε ένα ρυάκι, άρ-

204

ρωστο. Κι όταν τον ρώτησε ο τύραννος τι έκανε εκεί πέρα, εκεί-νος αποκρίθηκε ότι ήταν πολύ άρρωστος, κι ο τύραννος του είπε: «Στην κατάσταση που είσαστε, κύριε Πέρεθ, δεν μπορείτε να συνεχίσετε την εκστρατεία. Μάλλον είναι προτιμότερο να μεί-νετε εδώ πέρα». Κι ο Πέρεθ του είπε: «Ας γίνει όπως προστάζει η αφεντιά σας». Κι όταν γύρισε ο τύραννος στο κατάλυμά του, έδωσε προσταγή στους δικούς του να φέρουνε ενώπιόν του αυ-τόν τον στρατιώτη, λέγοντας: «Φέρτε μου τον Πέρεθ, που είναι άρρωστος. Πρέπει να τον γιατρέψουμε και να του κάνουμε και κάποιο δώρο!». Και μόλις τον φέρανε, πρόσταξε να τον κρεμά-σουνε, γιατί ήθελε ο αχρείος αυτός άντρας να μην εκφράζει κανένας την επιθυμία να μείνει εκεί πέρα παρά να τον ακολου-θήσουν όλοι τους ακόμα κι αν σέρνονταν. Κι αφού τον σκότω-σαν του βάλανε και μια επιγραφή στο στήθος που έγραφε: «Πέ-θανε γιατί ήταν άχρηστος και χαραμοφάης». Πολλοί από τους διοικητές του τον εκλιπαρούσαν να του χαρίσει τη ζωή του στρα-τιώτη αυτού μα εκείνος αποκρίθηκε, οργισμένος, ότι δεν έπρεπε να τον παρακαλάει κανένας για έναν άντρα που δείλιαζε στον πόλεμο. Στο χωριό αυτό της Μπουρμπουράτα βρήκανε κάποια εμπορεύματα που τα 'χανε κρυμμένα και θαμμένα, υφάσματα μάλλινα και βαμβακερά και τρόφιμα και πολλά βαρέλια κρα-σί, κι όλα αυτά οι τύραννοι αυτοί τα φάγανε και τα κλέψανε. Και δεν τους έ(ρτασε που έπιναν το κρασί με τη σέσουλα, παρά έβραζαν σ' αυτό το κρέας και μαγείρευαν τα φαγητά τους. Κι ήτανε και μερικοί που βγάζανε το σκέπασμα των βαρελιών και μπαίνανε γυμνοί εκεί μέσα και πλένονταν κι άλλοι πλένανε τα πόδια τους σε λεκάνες τα βράδια, πράγμα που ήταν μεγάλη σπατάλη και καταστροφή.

Ενώ ο αχρείος ο τύραννος ευρίσκετο πλέον καθ' οδόν προς την Βαλένθια, το έσκασαν δυο στρατιώτες που ήθελαν ανέκα-θεν να υπηρετήσουν την Μεγαλειότητά Σας. Ο ένας λεγόταν Πεδράριας ντε Αλμέστο κι ο άλλος Αιέγο ντε Αλαρκόν, τους οποίους ο τύραννος τους είχε πάντα ξαρμάτωτους, γιατί δεν τους είχε εμπιστοσύνη γνωρίζοντας ότι δεν ήταν με το μέρος του. Μόλις κατάλαβε την απουσία τους, έκανε μεγάλη φασαρία και βλαστημούσε κι έλεγε ότι αν είχε δώσει πίστη στους φίλους του θα τους είχε κάνει κόμμάτια. Και πρόσταξε να σταματήσει όλη η στρατιά άλλες δυο μέρες στο χωριό κι έστειλε να πιάσουνε

205

αιχμάλωτο τον Τσάβες, τον δήμαρχο, που τον είχε αιχμαλωτί-σει και άλλοτε, κι όταν τον φέρανε μπροστά του του είπε: «Να ξέρετε ότι αν δεν μου βρείτε αυτούς τους δυο στρατιώτες που το σκάσανε, τον Πεδράριας και τον Αλαρκόν, θα πάρω μαζί μου τη γυναίκα σας και τα παιδιά σας και τη γυναίκα του Δον Χου-λιάν ντε Μεντόθα, την κόρη σας. Γι' αυτό ανοίξτε τα μάτια σας και κάντε ό,τι σας λέω, αν θέλετε να μην γενεί μακελειό ανα-μεταξύ σας». Ο δήμαρχος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να βρει τους στρατιώτες εκείνους κι επειδή δεν κατάφερε να τους βρει μέσα σε δυο μέρες, ο αχρείος ο τύραννος πήρε τις γυ-ναίκες τους απ' αυτόν τον δήμαρχο κι από τον δικαστικό αρ-χικλητήρα, τον Δον Χουλιάν, και κατέστρεψε κι έκαψε και λή-στεψε το χωριό κι άρπαξε και δέκα - δώδεκα γυναίκες, που τους ακολουθούσαν πεζή. Και συνέχισε τον δρόμο του για την Βα-λένθια με τα πολεμοφόδια και τις σφαίρες των πυροβόλων όπλων φορτωμένα στα άλογα και τους στρατιώτες φορτωμέ-νους με τα όπλα τους και ζωντανά και τρόφιμα. Στο χωριό αυτό άφησε με τη θέλησή του τρεις αρρώστους στρατιώτες, που λέ-γονταν Παρέδες, Χιμένεθ και Μαρκίνα.

Μόλις οι πάροικοι της επικράτειας της Βενεζουέλας έμαθαν ότι ο τύραννος είχε ξεμπαρκάρει στην Μπουρμπουράτα και σκόπευε να προχωρήσει στην ενδοχώρα, φοβούμενοι τις βιαιό-τητες και τις αχρειότητες για τις οποίες ήταν ικανός, και για τις οποίες τους είχαν ήδη προειδοποιήσει, οι πάροικοι της Βε-νεζουέλας και του Μπαρτσιθιμέτο, που είναι τα δυο χωριά που βρίσκονται κοντύτερα στη θάλασσα και πάνω στο δρόμο απ' όπου θα περνούσε ο τύραννος, το σκάσανε στο βουνό παίρνο-ντας μαζί τους τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και τα υπάρχοντά τους, γιατί πίστευαν ότι δεν θα μπορούσαν να αντι-σταθούν. Αλλά οι πάροικοι της πόλης του Τοκούγιο, που είναι πιο απομακρυσμένο από τη θάλασσα και στην οποία βρισκό-ταν τον καιρό εκείνο ο κυβερνήτης, που ήταν ο νομομαθής Πέδρο Πάμπλο Κολιάδο, ήταν πιο ψυχωμένοι και δείξανε με-γαλύτερη ανδρεία. Κι όλοι τους μαζί με τον κυβερνήτη τους πήραν την απόφαση, αφού κρύψουν σε ασφαλές μέρος τα γυ-ναικόπαιδα, να ριψοκινδυνέψουν και να αγωνιστούν για να υττηρετήσουν τον Θεό και τον Βασιλέα τους. Τότε ο κυβερνή-της αυτός διόρισε στρατιωτικούς διοικητές εν ονόματι της

206

Μεγαλειότητάς Σας. Και έκανε γενικό διοικητή κάποιον Γκου-τιέρεθ ντε λα Πένια, πάροικο του Τοκούγιο που ήτανε κυβερ-νήτης στο Τοκούγιο πριν από τον νομομαθή Κολιάδο κι όρισε επίσης κι άλλους παροίκους, διοικητές και λοχαγούς. Ύστερα, ο Γκουτιέρεθ ντε λα Πένια, ο γενικός διοικητής, σύναξε όλους τους άντρες του Τοκούγιο που ήτανε σαράντα μονάχα και δυο καβαλαραίοι με δόρατα και επιστήθια με επένδυση και ασπί-δες από αγελαδοτόμαρα και με το βασιλικό λάβαρο υψωμένο, ξεκίνησε για την πόλη του Μπαρτσιθιμέτο, που είναι δώδεκα λεύγες από το Τοκούγιο, κατά τη μεριά της θάλασσας, έτσι ώστε να βγούνε μπροστά από τον τύραννο, φωνάζοντας και καλώ-ντας όλον τον λαό της επικράτειας αυτής, από τα χωριά του Νίτα και του Κόικας και από άλλα μέρη. Ειδοποίησαν επίσης και τον διοικητή Πέρο Μπράβο, που βρισκόταν σαράντα λεύ-γες από το χωριό του Τοκούγιο σ' ένα άλλο χωριό που λεγόταν Μέριδα, στα σύνορα του Νέου Βασιλείου της Γρανάδας, και φτάνοντας στο Μπαρτσιθιμέτο, εγκαταστάθηκαν στο χωριό. Μόλις έμαθαν οι πάροικοι του χωριού αυτού, που ήταν κρυμ-μένοι στα βουνά, τα νέα για τον ερχομό του αρχιδιοικητή και των παροίκων του Τοκούγιο, ήρθανε να ενωθούν μαζί τους και έτσι έφτασαν όλοι μαζί τους ογδόντα καβαλαραίους, με τον οπλισμό και τα εφόδια που αναφέραμε. Κι έτσι περίμεναν εκεί τον τύραννο αφού έβαλαν φρουρές και κατασκόπους σ' όλους τους δρόμους για να μην μπορέσουν να φτάσουν οι τύραννοι δίχως να τους πάρουν είδηση και μάζεψαν από τον δρόμο τους όλα τα ζωντανά και τα τρόφιμα που μπόρεσαν να βρουν. Σε λίγο έφτασε στο χωριό του Κόικας κάποιος Γκαρθία ντε Παρέ-δες, πάροικος του χωριού αυτού του Κόικας, μαζί με κάποιους άλλους συντρόφους του και φέρανε μαζί τους τρία με τέσσερα αρκεβούζια, που ήταν τα μοναδικά όπλα που διέθεταν οι κά-τοικοι της Βενεζουέλας και χαρήκανε πολύ με τον ερχομό του και του δώσανε το αξίωμα του στρατοπεδάρχη της Μεγαλειό-τητάς Σας. Καθημερινά πλήθος ανδρών κατέφθαναν από όλη την επικράτεια για να μπουν στην υπηρεσία της Μεγαλειότη-τάς Σας.

Κίνησε λοιπόν όπως είπαμε ο τύραννος από τη Μπουρμπου-ράτα και τράβηξε κατά την Νουέβα Βαλένθια, και την μέρα εκείνη, ενώ προχωρούσανε στα παράκτια, είδανε να έρχεται μια

207

πιρόγα από τη μεριά του χωριού της Μπουρμπουράτα και τους φάνηκε πως μέσα ήτανε Ισπανοί. Κι έχοντας κατά νου ο τύραν-νος να πιάσει κάποιον αιχμάλωτο, προχώρησε λίγο προς ένα βουνό και μόλις είδε ότι δεν τον βλέπανε πια από την θάλασσα σταμάτησε κι εγκατέστησε εκεί πέρα το στρατόπεδό του. Μό-λις έπεσε η νύχτα ο τύραννος πήρε μαζί του είκοσι πέντε με τριάντα αρκεβουζιέρηδες και ξαναγύρισε στο χωριό αυτό. Χώρισε τους άντρες που είχε μαζί του σε δυο ομάδες και πρό-σταξε να ψάξουν τα σπίτια του χωριού και να συλλάβουν όσους έβρισκαν. Κι άρχισε κι ο ίδιος να ψάχνει, μα δεν βρήκα-νε κανέναν. Κι η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να καταλάβω τι δικαιολογία μπορούν να έχουν όσοι είχανε πάει μαζί του εκεί-νο το βράδυ, γιατί ποτέ ίσαμε τα τότε δεν υπήρξε καλύτερη ευκαιρία για να τον σκοτώσουν, αν όσοι ήτανε εκεί επιθυμού-σαν να υπηρετήσουν την Μεγαλειότητά Σας και πάνω απ' όλα τον Κύριο. Κι αυτό το λέω γιατί ο τύραννος έμεινε μόνος του ερευνώντας τα σπίτια, και μέθυσε με το άφθονο κρασί που υπήρχε εκεί πέρα κι ο καθείς μπορούσε να τον σκοτώσει με ευκολία, γιατί δεν τον φυλάγανε οι φίλοι του. Εκείνοι όμως είτε δεν το θελήσανε είτε δεν το τολμήσανε. Μπορεί να φταίει και το ότι δεν τους πέρασε από το μυαλό η σκέψη αυτή ή πάλι ότι δεν ήταν θέλημα Θεού να πεθάνει τη στιγμή εκείνη. Σ' αυτή την επίσκεψη που έκανε στην Μπουρμπουράτα το σκάσανε άλλοι τρεις στρατιώτες από τους μαρανιόνες του, ονόματι Ροσάλες, Ακόστα και Χόρχε ντε Ρόχας. Κι απ' το πολύ κρασί που 'χαν μέσα τους ο τύραννος κι οι σύντροφοί του, δεν ανακάλυψαν το φευγιό τους παρά μόνο το πρωί.

Στο αναμεταξύ, κι όσο ο τύραννος ήτανε στη Μπουρμπου-ράτα, ξεσηκώθηκε το στρατόπεδο και γένηκαν ταραχές, αιτία δε είναι η εξής. Εκεί που είχανε στρατοπεδεύσει υττήρχε έλλει-ψη νερού και πήγανε να ψάξουν να βρούνε σε κάτι χείμαρρους στα βουνά μακριά από κει πέρα, όπου κάποιοι ινδιάνοι υπηρέ-τες των τυράννων αυτών ανακάλυψαν στο βουνό κάτι καλύ-βες που ήταν το κρησφύγετο κάποιων που κρύβονταν εκεί, οι οποίοι το 'σκασαν μόλις ένιωσαν εκείνους που έψαχναν για νερό. Στις καλύβες αυτές βρήκανε κάποια ζώα καθώς και πράγ-ματα που όσοι κρύβονταν εκεί πέρα μέσα στη βιάση τους να φύγουν τα είχανε απαρατήσει, κι ανάμεσα στα πράγματα εκεί-

208

να μια κάπα που αναγνώρισαν ότι ανήκε σε κάποιον Ροδρίγο Γκουτιέρεθ, έναν απ' τους μαρανιόνες, που όπως έχουμε πει πήγε με το μέρος του μοναχού μαζί με τον Μονγκία, καθώς και μια ένορκη δήλωση που είχε κάνει προς τις δικαστικές αρχές της Μπουρμπουράτα. Και στη δήλωση αυτή μάρτυρας ήτανε ο Φρανθίσκο Μαρτίν, ο πλοηγός, που όπως έχουμε επίσης πει είχε πάει μαζί με τους άντρες του Μονγκία αλλά επέστρεψε για να μπει στην υπηρεσία του τυράννου στην Μπουρμπουράτα. Κι όπως διαβάζαμε τη δήλωση ανακαλύψαμε από τα λεγόμενά της ότι ο εν λόγω Φρανθίσκο Μαρτίν υποστήριζε πολύ τον Ροδρίγο Γκουτιέρεθ, κι ο αυλάρχης του τυράννου του Λόπε ντε Αγκίρε, που ο τύραννος είχε αφήσει υπεύθυνο του στρατοπέδου όταν γύρισε στην Μπουρμπουράτα, εξοργισμένος μ' αυτόν τον Φραν-θίσκο Μαρτίν, τον πλοηγό, για όσα ανέφερε για να υποστηρί-ξει τον Ροδρίγο Γκουτιέρεθ, του έχωσε μερικές μαχαιριές κι ήρ-θανε κι άλλοι φίλοι του τυράννου και τον αποτέλειωσαν. Κι ένας στρατιώτης, ονόματι Αράνα, από τους στενούς φίλους του τυράννου του έριξε μια με το αρκεβούζιο, μα αστόχησε και δεν πέτυχε τον εν λόγω Φρανθίσκο Μαρτίν αλλά έναν άλλον στρα-τιώτη που βρισκόταν σιμά του, αιχμάλωτος, γιατί καταπώς έλεγαν είχε προσπαθήσει να το σκάσει εκείνη τη νύχτα, που λεγόταν Αντόν Γκαρθία και τον σκότωσε, κι έτσι πέθαναν κι οι δυο τους. Οι περισσότεροι στο στρατόπεδο ήταν σίγουροι πως ο Αράνα ηθελημένα σκότωσε αυτόν τον Αντόν Γκαρθία, με το πρόσχημα ότι έριχνε στον άλλον. Κι έτσι, ο Αράνα δεν τιμωρή-θηκε και λένε πως τον άκουσαν να λέει ότι έπαιρνε αυτός την ευθύνη κι ότι ο γενικός διοικητής, ο αφέντης του, θα τον επαι-νούσε. Κι αυτή ήταν η αιτία που γίνηκαν φασαρίες, γιατί άλ-λοι επαινούσαν το γεγονός κι άλλοι το κατέκριναν. Μα αυτός ο Αράνα, σαν καλός φίλος κι έμπιστος του τυράννου που ήταν, κίνησε με μεγάλη βιασύνη για τη Μπουρμπουράτα και προει-δοποίησε τον τύραννο για τα όσα συνέβαιναν στο στρατόπεδό του, κι εκείνος γύρισε εκεί πέρα όσο πιο γρήγορα γινόταν και χάρηκε με τα καθέκαστα. Την επομένη το πρωί έφυγε συνεχί-ζοντας το ταξίδι του για τη Νουέβα Βαλένθια, κι επειδή οι δρό-μοι ήταν κακοτράχαλοι και το έδαφος δύσβατο, οι στρατιώτες παράτησαν εκεί πέρα τις περισσότερες κουμπάνιες που είχαν ζαλωθεί. Κι εγκατέλειψαν εκεί και κάποια σιδερένια πυροβό-

14.ΓΑΣΠΑΡ1ΝΓΓΕΚΑΡΒΑΧΑΛ,̂ Λ<%κ:̂ <ίο 2 0 9

λα όπλα γιατί τα άλογα δεν μπορούσανε να τα ανεβάσουν. Κόπιασαν πολύ ο τύραννος κι οι ακόλουθοι κι οι φίλοι του να ανεβάσουν τα πολεμοφόδια, φορτώνοντάς τα και ξεφορτώνο-ντάς τα πολλές φορές για να ξεκουράσουνε τα άλογα και μοί-ραζαν ανάμεσά τους τα φορτία και τα ανέβαζαν οι ίδιοι στις ανηφόρες. Ακόμα κι ο Λόπε ντε Αγκίρε φορτώθηκε κι αυτός ένα μεγάλο μέρος από τα πολεμοφόδια αυτά. Δούλεψε σκληρά εδώ πέρα κι έπεσε άρρωστος, τόσο βαριά που τη μέρα που έφτασε στην Βαλένθια, ξεκαβαλίκεψε από το άλογο του, μην μπορώ-ντας να κρατηθεί στη σέλα, και ξάπλωσε καταγής ως να 'τανε νεκρός, και κάποιοι στρατιώτες που ήτανε σιμά του τον κου-βαλήσανε, κι άλλοι του κάνανε σκιά με μια τέντα που είχανε φτιάξει με μια σημαία. Εδώ πρέπει να πούμε ότι ήταν ντροπή τους, και δεν μπορούν να αρνηθούν την ενοχή τους, γιατί είχε δίπλα του πολύ λίγους φρουρούς και ήταν πολύ εύκολο να τον σκοτώσουνε, επειδή έτσι που ήταν άρρωστος είχε στείλει μπρο-στάρηδες όλους τους δικούς του στην Βαλένθια για να κατα-λάβουν το χωριό. Και λένε ακόμα ότι ο τύραννος αυτός, ταλαι-πωρημένος από την αρρώστια του, τους είπε μια δυο φορές: «Σκοτώστε με, σκοτώστε με!», γιατί ούτε στο φορείο μπορούσε να αντέξει. Και μόλις έβλεπε κάποια σκιά, ορμούσε κατά κει και ξάπλωνε καταγής. Κι έτσι τον κουβάλησαν πάνω από μισή λεύγα, και κάποιοι απ' αυτούς έρχονται τώρα και περηφανεύο-νται και διακηρύσσουν ότι είναι πιστοί υπηρέτες της Μεγαλειό-τητάς Σας. Κι όλα τούτα δεν τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια, γιατί εγώ το είχα σκάσει στα βουνά μαζί με τον σύντροφό μου τον Διέγο ντε Aλαpκóv^^ γιατί μέχρι που με πιάσανε και με ξαναγύρισαν στον τύραννο, δεν γνώριζα τίποτα απ' όλα τού-τα, όπως θα εξιστορήσω παρακάτω. Μέσα σε λίγες μέρες ο τύ-ραννος ανάρρωσε και ανέλαβε από την αρρώστια του. Το χω-ριό αυτό της Βαλένθια το βρήκανε εγκαταλελειμμένο όπως και την Μπουρμπουράτα και στα περίχωρα βρήκανε κάποιες φο-ράδες και πουλάρια. Μείνανε είκοσι και παραπάνω μέρες εδώ

45. Η παράγραφος αυτή μας ετατρέπει να μάθουμε την ταυτότητα του συγ-γραφέα της εξιστόρησης, γιατί όπως γράφει στην σελίδα 205 «το έσκασαν δυο στρατιώτες... ο ένας λεγόταν Πεδράριας ντε Αλμέστο κι ο άλλος Διέ-γο ντε Αλαρκόν...».

210

πέρα, δαμάζοντας τα άλογα, γιατί όλα τους ήτανε άγρια, για να μπορέσουν να κουβαλήσουν τα πυροβόλα όπλα και τα πο-λεμοφόδια, καθώς και για να μεταφέρουν κάποιους από τους διοικητές τους και φίλους. Κι επειδή έβλεπε ο τύραννος ότι όλοι οι κάτοικοι των χωριών από όπου περνάγανε ίσαμε εδώ φεύ-γανε, και κανένας δεν ερχόταν με το μέρος του καταπώς πίστευε ότι θα κάνανε, βλαστημούσε κι έβριζε κι έλεγε πολλές φορές ότι οι άνθρωποι της χώρας εκείνης ήτανε χειρότεροι κι από βαρ-βάρους και λιγόψυχοι και δειλοί. Κι αναρωτιόταν πώς ήταν δυ-νατόν να μην έχει έρθει κανένας με το μέρος τους, γιατί μονά-χα τούτοι εδώ αρνιόνταν τον πόλεμο, ενώ απ' αρχής του κόσμου οι άνθρωποι επεδίωκαν τον πόλεμο και συμμετείχαν πρόθυμα σ' αυτόν, κι ακόμα και στον ουρανό είχε γίνει πόλεμος ανάμε-σα στους αγγέλους όταν διώξανε από κει τον Σατανά. Κι αυτά ήτανε τα παράπονα του τυράννου, λες κι εκείνος ήταν καλός και είχε αναλάβει κάποια δίκαιη και ιερή εκστρατεία.

Σ' αυτό το χωριό της Βαλένθια πρόσταξε να κρεμάσουν έναν στρατιώτη από τους μαρανιόνες του, ονόματι Γκονθάλο Παγα-δόρ επειδή απομακρύνθηκε σε απόσταση μιας ριξιάς με το αρ-κεβούζιο απ' το χωριό για να μαζέψει κάτι καρπούς που τους λένε παπάγιες, ενώ εκείνος είχε δώσει διαταγή να μην βγει κα-νένας δίχως την άδειά του και πρόσταξε να τον κρεμάσουν στο ίδιο δέντρο απ' το οποίο είχε μαζέψει τα φρούτα.

Αφού τέλειωσε αυτό, οι στρατιώτες που είπαμε παραπάνω ότι το έσκασαν από την Μπουρμπουράτα, από τους πρώτους, ο Πεδράριας ντε Αλμέστο κι ο Διέγο ντε Αλαρκόν, ταλαιπωρη-μένοι πολύ από την πείνα και τη δίψα στην περιπλάνησή τους στα βουνά όπου κρύβονταν από τον αισχρό αυτόν τύραννο και κουρασμένοι από τις κακουχίες πήραν την απόφαση, για να υπηρετήσουν καλύτερα την Μεγαλειότητά Σας, να φανερωθούν στο χωριό της Μπουρμπουράτα, φωνάζοντας το όνομα του Βα-σιλέα, και να κάνουν τους κατοίκους του χωριού αυτού να ση-κώσουν παντιέρα στο όνομα του Βασιλέα του Δον Φελίπε, του αφέντη μας. Κι έτσι κι έκαναν. Και μέρα μεσημέρι, πήγανε και στήθηκαν καταμεσής στην πλατεία του χωριού αυτού της Μπουρμπουράτα οι δυο αυτοί στρατιώτες κι αρχίσανε να ξε-φωνίζουν λέγοντας: «Όσοι κι όποιοι βρίσκονται στο χωριό, ας βγούνε να υπηρετήσουν τον Βασιλέα, μιας και γι' αυτό έχου-

211

με έρθει εδώ πέρα. Ας υψώσουμε τη σημαία στο όνομα του Βασιλέα, του κυρίου κι αυθέντη μας, κι ας μαζευτούμε εδώ πέρα για να πάμε να κατατροπώσουμε τον αχρείο τον τύραν-νο!». Μόλις ξεστόμισαν τα λόγια αυτά, ξεπρόβαλαν από τα σπίτια τους επτά με οχτώ πάροικοι και στρατιώτες, που έδει-χναν πρόθυμοι να κάνουν όσα είπανε ο Πεδράριας κι ο Αλαρ-κόν. Για να αποκοιμίσουν τις υποψίες τους, έρχονται κι ο δή-μαρχος ο Τσάβες κι ο Δον Χουλιάν ντε Μεντόθα, ο δικαστικός αρχικλητήρας του χωριού, με τα σκήπτρα τους, λέγοντας: «Κύ-ριοι, ζήτω ο Βασιλέας, που εν ονόματί του φέρουμε τα σκήπτρα αυτά. Πρέπει να πράξουμε όπως λέτε!». Μόλις όμως αντίκρι-σαν τον Πεδράριας και τον Αλαρκόν, πέσανε πάνω τους οι πάροικοι κι ο δήμαρχος κι ο δικαστικός αρχικλητήρας, φωνά-ζοντας και λέγοντας: «Συλλάβετε τους προδότες! Ζήτω ο γενι-κός διοικητής Αόπε ντε Αγκίρε!» Ο Πεδράριας, μόλις είδε την προδοσία, άρχισε να υπερασπίζεται τον εαυτό του με το σπα-θί. Τότε συλλάβανε τον Αιέγο ντε Αλαρκόν, τον δε Πεδράριας, βλέποντας ότι υπερασπιζόταν τον εαυτό του όπως μπορούσε, τον αφήσανε και δεν τον πιάσανε προς στιγμήν αλλά πέσανε όλοι πάνω στον Αλαρκόν, τον οποίον τον δέσανε με πολλές αλυσίδες. Ο Πεδράριας το 'σκάσε και πάλι στα βουνά, όπου περιπλαντ^θηκε άλλες τέσσερις ημέρες, μα επειδή τον τυραννού-σε η πείνα, αναγκάστηκε να πάει να ψάξει για τροφή τη νύχτα σε ένα σπίτι στο οποίο είχανε βάλει κατασκόπους. Κι έτσι, τα μεσάνυχτα, τον ανακάλυψαν μέσα σε μια καλύβα και εκεί τον πιάσανε ο Δον Χουλιάν μ' άλλους τέσσερις χωριανούς και τον ττήγανε εκεί όπου κρατούσαν αιχμάλωτο τον Διέγο ντε Αλαρ-κόν, και τους πέρασαν δυο σιδερένια κολάρα στον καθένα και μια αλυσίδα που, έτσι κι ήτανε από χρυσάφι, θα είχαν γενεί πλούσιοι. Τότε τους είπανε για ποιο λόγο το κάνανε, επειδή ο τύραννος τους είχε πάρει ομήρους τις γυναίκες τους και θέλα-νε να τις ανταλλάξουνε με τα κεφάλια τους. Κι όταν ο Πεδρά-ριας ρώτησε τον δήμαρχο Τσάβες γιατί κρατούσε το σκήπτρο του Βασιλέα στα χέρια του αφού ήταν τόσο μεγάλος προδότης, πήγε ο δήμαρχος κι άρπαξε ένα ακόντιο που βρισκόταν σιμά του και του έριξε μία, παρ' όλο που ήτανε δεμένος με την αλυ-σίδα κι είχε χειροπέδες στα χέρια του. Αφού τους έπιασε αιχ-μάλωτους ο δήμαρχος, ειδοποίησε με αγγελιαφόρους τον αχρείο

212

τον τύραννο για να στείλει κάποιους να τους πάρουνε. Όταν είδε ότι αργούσανε να φανούν πρόσταξε κάποιους άντρες του χωριού, να πάνε, εκ μέρους της Μεγαλειότητάς Σας, να παρα-δώσουν τους στρατιώτες αυτούς στον τύραννο Λόπε ντε Αγκί-ρε. Τότε ο Πεδράριας κι ο Αλαρκόν ζήτησαν να εξομολογηθούν από έναν κληρικό που βρισκόταν εκεί εκείνο τον καιρό, ο οποίος στην αρχή αρνήθηκε να το κάνει από φόβο για τον τύραννο, μα στο τέλος εξομολόγησε τους δυο αυτούς στρατιώτες. Ύστερα εκείνοι που είχαν ειδοποιηθεί να πάνε συνοδεία αυτών των δυο στρατιωτών, μαζί με τον δικαστικό αρχικλητήρα, τον Δον Χου-λιάν ντε Μεντόθα, ανάγκασαν γύρω στα μεσάνυχτα τον Αλαρ-κόν και τον Πεδράριας να προχωρήσουν και τους είχανε δεμέ-νους με μια αλυσίδα ενώ ο καθένας τους είχε δυο σιδεριές πε-ρασμένες στο λαιμό του. Κι αφού είχανε περπατήσει γύρω στις έξι λεύγες εκείνο το βράδυ και την επόμενη μέρα, κι ήτανε πια τρεις με τέσσερις λεύγες από την Βαλένθια, όπου βρισκόταν εγκατεστημένος ο τύραννος, ένας απ' αυτούς, εκείνος με το όνο-μα Πεδράριας, φώναξε τον Δον Χουλιάν για να του βάλει κα-λύτερα την αλυσίδα, με σκοπό να του αρπάξει το σπαθί και να του επιτεθεί ή να ελευθερωθεί από τα δεσμά του. Και θα του πήγαιναν όλα καλά, αλλά ο σύντροφός του είχε σταματήσει κι επαναλάμβανε: «Σε τι θα μας χρησιμεύσει, παρά μόνο για να πεθάνουμε σαν χριστιανοί;». Τότε ο Πεδράριας, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να κάνει αυτό που σκόπευε, ρίχτηκε καταγής και τους εκλιπαρούσε με επιμονή να του κόψουνε εκεί πέρα το κε-φάλι, γιατί έτσι θα είχαν κάνει το καθήκον τους και θα τους επέστρεφαν τις γυναίκες τους, γιατί δεν σκόπευε να πάει να δώσει αυτή την ικανοποίηση στον Λόπε ντε Αγκίρε και τους άλλους προδότες. Γιατί πιότερο στενοχωριόταν γι' αυτό, ακό-μα κι αν δεν ήταν να τον σκότωναν, το να πέσει δηλαδή ζω-ντανός στα χέρια τους. Βλέποντας εκείνοι που τον συνόδευαν πως δεν ήθελε να προχωρήσει, αλλά προτιμούσε να πεθάνει εκεί πέρα, συμφώνησαν μεταξύ τους να του κόψουν το κεφάλι. Έτσι, του είπαν να διαλέξει με ποιον τρόπο ήθελε να τον σκο-τώσουν, κι εκείνος αποκρίθηκε ότι έπρεπε να ακονίσουν ένα μαχαίρι ή ένα σπαθί για να γίνουν όλα πιο γρήγορα και να του κόψουν τον λαιμό. Πράγματι, ο Δον Χουλιάν ντε Μεντόθα πήρε ένα πλατύ σπαθί που είχε και το ακόνισε σε μια πέτρα δίπλα

213

σε ένα ρυάκι που ήτανε εκεί πέρα, πλησίασε τον Πεδράριας και τον παρακάλεσε ξανά να περπατήσει λέγοντάς του ότι στο αναμεταξύ μπορεί να γινόταν κάτι και να σωζόταν. Τότε ο Πεδράριας του αποκρίθηκε ότι έπρεπε να τον αφήσει ελεύθερο γιατί είχε έρθει εδώ πέρα για να υπηρετήσει τον Βασιλέα, κι ότι αυτό που έκαναν ήταν προδοσία. Ο Δον Χουλιάν του αποκρί-θηκε ότι πιότερο αγαπούσε τη γυναίκα του, κι ότι αφού την έπαιρνε πίσω είχαν σειρά όλα τα άλλα. Κι έτσι είπε ο Πεδρά-ριας: «Κάμετε λοιπόν ό,τι είναι να γίνει. Εγώ φεύγω ευχαριστη-μένος, γιατί πεθαίνω γι' αυτό που είναι υποχρέωσή μας, να υπηρετούμε τον Θεό και τον Βασιλέα». Τότε ο Δον Χουλιάν τον έπιασε από τα γένια λέγοντας του να πει το Πιστεύω, κι εκεί-νος αποκρίθηκε: «Πιστεύω εις έναν Θεό, και ότι εσείς είστε μεγάλος προδότης». Και λέγοντας αυτά, του πέρασε την κόψη του σπαθιού δυο τρεις φορές απ' τον λαιμό, κι όταν ξεπήδησε το αίμα, ο Δον Χουλιάν δίστασε και σάστισε και δεν προχώ-ρησε. Κι αυτός ο Πεδράριας έμεινε να χάνει αίμα από μια με-γάλη πληγή στον λαιμό κι επειδή νόμισαν ότι τον είχαν σκο-τώσει, τον αφήσανε έτσι όλη εκείνη τη νύχτα ίσαμε που ξημέ-ρωσε. Κι επειδή ήταν θέλημα Θεού, η κόψη του σπαθιού δεν του έκοψε το λαρύγγι κι έτσι έμεινε ζωντανός. Μόλις είδανε ότι ήτανε ζωντανός τον παρακάλεσαν και πάλι να προχωρήσει για να πάει εκεί όπου βρισκόταν ο τύραννος, και παρ' όλο που δεν το ήθελε, αλλά ήθελε να τον αποτελειώσουν, μετά από τις πα-ρακλήσεις τους, δέχτηκε να προχωρήσει κι έτσι φτάσανε στο μέρος όπου βρισκόταν ο τύραννος. Κάποιοι από τους έμπιστούς του, μόλις μάθανε τον ερχομό αυτών των στρατιωτών, πήγανε στον τύραννο και του ζητήσανε τα συχαρίκια για τα νέα που του φέρνανε. Κι όλα όσα εδώ πέρα αναφέρω είναι γνωστά τοις πάσι, και από τις δηλώσεις θα φανεί και με το παραπάνω. Έτσι, μόλις φτάσανε στην Βαλένθια, πρόσταξε ο τύραννος μερικούς έμπιστούς του κι άλλους που δεν ήταν και τόσο κοντινοί του, να τους πιάσουν και, προτού φτάσουν εκεί που βρισκόταν αυτός, να τους μαχαιρώσουν και να τους κάνουν κομμάτια. Πήγανε λοιπόν μερικοί, που τα ονόματά τους δεν θα τα αναφέ-ρω, κι άρχισαν να λένε στους δυο στρατιώτες: «Γιατί λοιπόν μας αφήσατε στο έλεος των εχθρών μας και πήγατε με τον Βασιλέα; Τι σας πέρασε απ' το μυαλό;». Ο Πεδράριας, έξω

214

φρενών πια, τους αποκρίθηκε: «Αφού λοιπόν είναι να πεθάνου-με, πες πως είμαστε ήδη πεθαμένοι. Ελπίδα δεν υπάρχει». Ενώ γίνονταν αυτά έφτασε μήνυμα από τον Λόπε ντε Αγκίρε να τους φέρουνε μπροστά του γιατί ήθελε να τους μιλήσει. Κι έτσι, εκεί-νοι οι εκπρόσωποί του δεν μπόρεσαν να κάνουν πράξη τους άθλιους σκοπούς τους και τους οδήγησαν ενώπιον του τυράν-νου, ο οποίος τους είπε: «Τι είναι αυτό που πήγατε να κάνετε; Ε λοιπόν, μάρτυς μου ο Θεός, έρχεστε πάνω στην ώρα, γιατί είχα δώσει λόγο να φτιάξω απ' το τομάρι από δύο μαρανιόνες ένα ταμπούρλο και τώρα θα μπορέσω να εκπληρώσω την υπόσχε-σή μου. Και θα δούμε αν ο Βασιλιάς ο Δον Φελίπε, τον οποίο πήγατε να υπηρετήσετε, θα σας αναστήσει. Γιατί, μάρτυς μου ο Θεός, ούτε ζωή δίνει μήτε και γιατρεύει λαβωματιές». Ύστε-ρα μτϋήκε στο κατάλυμά του όπου βρισκόταν η κόρη του για να βάλει τον δερμάτινο θώρακά του και το κράνος του. Και λένε ότι η κόρη του ήταν που τον ικέτευσε να μην σκοτώσει τον Πε-δράριας, κι εκείνος υποχώρησε στα παρακάλια της. Έτσι, όταν βγήκε από το κατάλυμά του, άρχισε να μιλάει στους άντρες, μα τα λόγια του δεν τα θυμάται κανείς, γιατί μερικοί ήταν πε-ρίλυποι που βλέπανε τους δυο στρατιώτες ένα βήμα από τον θάνατο ενώ άλλοι λέγεται ότι από την ευχαρίστησή τους δεν πρόσεχαν τι έλεγε. Στο τέλος, αφού τέλειωσε τον λόγο του, πλησίασε τον Πεδράριας και τον αγκάλιασε λέγοντας: «Αυτόν τον θέλω ζωντανό. Τον άλλον κάντε τον κομματάκια». Τότε τον Διέγο ντε Αλαρκόν τον πήρανε συνοδειά ανάμεσά τους εκεί-νοι οι αχρείοι δήμιοι, μαζί με κάποιον Καριόν, έναν μιγάδα, δικαστικό αρχικλητήρα του στρατοπέδου, και τον ττήρανε από το κατάλυμα του τυράννου και τον περιέφεραν στους δρόμους ανάμεσα στις σκηνές του στρατοπέδου με έναν τελάλη που διαλαλούσε με δυνατή φωνή: «Ιδού η δικαιοσύνη που προστά-ζει να αποδοθεί ο Λόπε ντε Αγκίρε, ο πανίσχυρος αρχηγός των μαρανιόνες, σε τούτον εδώ τον άντρα, επειδή είναι υττηρέτης του Βασιλέα της Καστίλλης. Πρόσταξε να τον κάνουν κομμάτια. Καθείς πληρώνει ανάλογα με τα έργα του». Κι έτσι του κόψα-νε το κεφάλι, κι αφού τον κάνανε τέσσερα κομμάτια, τα βάλα-νε σε πασσάλους σε μια πλατεία και το κεφάλι στη μέση στον στύλο. Κι ο τύραννος ξεφώνιζε δυνατά στους στρατιώτες που είχαν μαζευτεί τριγύρω απ' το κεφάλι του Διέγο ντε Αλαρκόν:

215

«Ε, στρατιώτες μου κι ιππότες, τι βλάκας που θα 'ταν ο Πεδρά-ριας αν βρισκόταν στην ίδια θέση με τον σύντροφό του, γιατί δεν πρόκειται να έρθει ο Βασιλιάς της Καστίλλης να τον ανα-στήσει!». Τον δε Πεδράριας τον προέτρεπε να ανοίξει τα μάτια του, γιατί ο Βασιλιάς ούτε ζωή θα του 'δινε ούτε και θα του γιά-τρευε την πληγή. Ύστερα πρόσταξε να γιατροπορέψουνε αυτόν τον Πεδράριας ντε Αλμέστο, και τον συγχώρεσε εφιστώντας του την προσοχή σε όσα είχε κάνει γι' αυτόν, και πράγματι ήταν μεγάλο θαύμα που ο Θεός φώτισε τον τύραννο και δεν έκανε πράξη την μεγάλη του αχρειότητα. Πράγμα που ήταν πρωτό-γνωρο, γιατί ίσαμε τότε ο τύραννος αυτός δεν είχε χαρίσει την ζωή κανενός. Ύστερα του βάλανε έξι ράμματα στην πληγή αυτού του Πεδράριας ντε Αλμέστο, που πίστευε ότι θα πεθάνει απ' αυτήν.

Από τούτο το χωριό έστειλε ο τύραννος αυτός τον διοικητή του, τον Κριστόμπαλ Γκαρθία, μαζί με μερικούς άντρες σε μια πολύ μεγάλη λίμνη που βρισκόταν κοντά στην Βαλΐένθια που λεγόταν Καρίγουα" ,̂ όπου υπάρχουν πολλά νησιά κατοικημέ-να από ινδιάνους, γιατί είχανε πει στον τύραννο αυτό ότι κά-ποιοι πάροικοι της Βαλένθια ήταν κρυμμένοι εκεί πέρα κι ότι είχανε μαζί τους το μεγαλύτερο μέρος του ρουχισμού κι όλων των υπαρχόντων του χωριού και τους έδωσε προσταγή να προ-σπαθήσουν με κάθε τρόπο να μπούνε μέσα, να ταάσουν αιχμά-λωτους όσους μπορέσουνε και να αρπάξουν τον ρουχισμό. Μα έδωσε ο Κύριος και δεν έγινε έτσι γιατί κάτι σχεδίες από καλά-μια που φτιάξανε δεν μπόρεσαν να αντέξουνε βάρος πάνω στο νερό και βυθίστηκαν και ττήγανε στον πάτο μόλις μττήκανε μέσα κι έτσι επέστρεψαν άπραγοι.

Τότε ήρθε είδηση ότι ο δήμαρχος Τσάβες από την Μπουρ-μπουράτα έστειλε να πούνε του τυράννου ότι κρατούσε αιχμά-λωτο τον Ροδρίγο Γκουτιέρεθ. Ο στρατιώτης αυτός ήταν ένας από κείνους που είχανε πάει με το μέρος του καλόγερου μαζί με τον Μονγκία. Κι έλεγε ακόμα ο δήμαρχος Τσάβες να στεί-λουν να τον πάρουνε, τον είχε δε συλλάβει ο προδότης ο δήμαρ-χος μέσα στην εκκλησία της Μπουρμπουράτα, γιατί ο εν λόγω Αιέγο Γκουτιέρεθ είχε μπει εκεί μέσα κι είχε βρει καταφύγιο

46. Η σημερινή λίμνη της Βαλένθια.

216

αυτού. Κι εκεί ττήγε ο δήμαρχος αυτός και τον έπιασε αιχμά-λωτο, και τον φύλαγε περιμένοντας να στείλει ο τύραννος να τον πάρουν. Ο τύραννος, μόλις το έμαθε, έστειλε με μεγάλη ευχαρίστηση και γρηγοράδα τον Φρανθίσκο ντε Καριόν, τον δικαστικό του αρχικλητήρα, με δώδεκα στρατιώτες, για να του τον φέρουν. Ο Γκουτιέρεθ όμως αυτός κατάφερε να εξαγορά-σει κάποιον νέγρο που τον φύλαγε και ξέφυγε προτού φτάσουν εκείνοι που πήγαιναν να τον πάρουν κι έτσι έσωσε την ζωή του. Κι όταν οι στρατιώτες αυτοί γύρισαν χωρίς αυτόν, ο τύραννος στενοχωρήθηκε πολύ και επέπληξε τον δικαστικό αρχικλητή-ρα και τους στρατιώτες που δεν σκότωσαν τον δήμαρχο τον Τσάβες, γιατί πίστευε ότι εκείνος ήταν που τον είχε ελευθερώ-σει. Μετά από λίγες μέρες, όπως λένε, ο δήμαρχος Τσάβες έστει-λε γραφή για να ειδοποιήσει τον τύραννο ότι οι πάροικοι της επικράτειας της Βενεζουέλας συνάζονταν εναντίον του κι εί-χανε σηκώσει την βασιλική παντιέρα κι ότι καλούσαν όλον τον κόσμο της επαρχίας να ενωθεί μαζί τους, ζητώντας βοήθεια μέ-χρι κι απ' το Νέο Βασίλειο της Γρανάδας, και για τον λόγο αυτό επέσπευσε την αναχώρησή του ο τύραννος.

217

ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΤΥΡΑΝΝΟΥ

^ ^ ^ σ ο ν καιρό έμεινε στο χωριό αυτό της Βαλένθια, έπιασε Ι Ικ ι έγραψε αυτός ο αχρείος ο τύραννος γραφή προς την ^^Μεγαλε ιότητά Του τον Βασιλέα Δον Φελίπε, τον κύριο

και αυθέντη μας, με λόγια ξεδιάντροπα κι αχρεία σαν του λό-γου του, την οποία την έστειλε με τον πατέρα Κοντρέρας, αφού τον έβαλε να ορκιστεί ότι θα έστελνε το γράμμα αυτό στο ανώ-τατο δικαστήριο του Σάντο Δομίνγκο, για να (ρτάσει από κει στα χέρια της Μεγαλειότητάς Σας, και έδωσε άδεια στον πατέρα Κο-ντρέρας να επιστρέψει από κει στη νήσο Μαργαρίτα. Εκείνος πήρε το γράμμα αυτό και το έστειλε στο Σάντο Δομίνγκο, κα-ταπώς είχε υποσχεθεί, και το γράμμα λέει τα παρακάτω:

«Φίλιππε, Βασιλέα της Ισπανίας, υιέ του Καρόλου του αήττητου: εγώ, ο Λόπε ντε Αγκίρε, ταπεινός σου υπήκοος, χριστιανός, από παρακατιανή γενιά, ιδαλγός, Βάσκος στην καταγοΰγή και κάτοικος της πόλης του Ονιάτε στο βασίλειο της Ισπανίας, στα νιάτα μου διέσχισα τον Ωκεανό και πήγα στα μέρη του Περού για να δείξω τι αξίζω με το δόρυ στο χέρι και για να εκπληρώσω το χρέος που έχει κάθε σωστός άντρας. Κι έτσι, εττί είκοσι τέσσε-ρα χρόνια, σε υττηρέτησα πιστά στο Πιρού, κατατρόπω-σα πολλούς ινδιάνους και εποίκησα πολλά χωριά εν ονόματί σου, πάντοτε σύμφωνα με τις δυνατότητές μου και τις δυνάμεις μου, δίχως να ενοχλήσω ποτέ τους αξιω-ματούχους σου και να απαιτήσω την πληρωμή μου, όπως φαίνεται στα βασιλικά σου αρχεία».

«Εξοχότατε Βασιλέα και Αυθέντη, πιστεύω ότι αντά-

218

ξιος δεν στάθηκες για μας, παρά φάνηκες άσπλαχνος και αχάριστος παρ' όλες τις υπηρεσίες που σου προσφέρα-με. Πιστεύω όμως πως μάλλον σε εξαπάτησαν εκείνοι που σου στέλνουν γραφές από τη χώρα τούτη, που είναι πολύ μακριά για σένα για να μπορέσεις να εξακριβώσεις μόνος σου την αλήθεια. Σε προειδοποιώ Ισπανέ Βασιλέα, ας υπάρξει παντού δικαιοσύνη και ορθότης, για τους πιστούς υπηκόους που έχεις σε τούτα δω τα μέρη, αν και εγώ επειδή δεν μπορούσα να ανεχτώ πλέον τις αχρειότη-τες που κάνουν οι δικαστικοί επίτροποί σου, ο Αντιβα-σιλέας σου και οι κυβερνήτες σου, έπαψα πλέον να σε υπακούω μαζί με τους συντρόφους μου, που θα κατονο-μάσω αργότερα, και εξοριστήκαμε από την πατρίδα μας, την Ισπανία, και πήραμε την απόφαση να σε πολεμήσου-με όσο πιο σκληρά μας επιτρέπουν οι δυνάμεις μας. Και πίστεψέ με. Βασιλέα κι Αυθέντη, ότι ήμασταν υποχρεω-μένοι να ενεργήσουμε έτσι, επειδή δεν μπορούμε πλέον να αντέξουμε τους μεγάλους φόρους και τις άδικες τι-μωρίες και ανταμοιβές που μας επέβαλαν οι εκπρόσω-ποί σου, οι οποίοι για να ανταμείψουν τους γιους και τους υπηρέτες τους μας άρπαξαν και μας έκλεψαν την φήμη μας, την ζωή μας και την τιμή μας. Κρίμα, κρίμα, ω Βασιλέα, που μας φερθήκατε τόσο άσχημα. Κουτσός είμαι από το δεξί μου πόδι, από δυο βολές που μου 'ρι-ξαν στην κοιλάδα της Τσουκίνγκα, όταν μαζί με τον μοίραρχο Αλόνσο ντε Αλβαράδο πολεμούσαμε εν ονόμα-τί σου τον Φρανθίσκο Ερνάνδεθ Χιρόν, που είχε επανα-στατήσει εναντίον σου, όπως κι εγώ και τώρα οι σύντρο-φοί μου που είμαστε αντάρτες και θα είμαστε μέχρι τον θάνατο, γιατί έχουμε καταλάβει πια σε τούτο το βασί-λειο πόσο άσπλαχνος είσαι, και πως δεν κρατάς τον λόγο σου. Και σε τούτα δω τα μέρη έχουμε λιγότερη εμπιστο-σύνη στα συγχωροχάρτια σου απ' όσο τα βιβλία του Μαρτίνου Λούθηρου. Γιατί ο Αντιβασιλέας σου, ο μαρ-κήσιος ντε Κανιέτε, τύραννος κακός και φαύλος και φι-λόδοξος, κρέμασε τον Μαρτίν ντε Ρόμπλες, άνθρωπο που είχε διακριθεί για τις υπηρεσίες που σου πρόσφερε, κα-θώς και τον γενναίο Τόμας Βάθκεθ, κατακτητή του Πι-

219

ρού, το ίδιο και τον κακόμοιρο τον Αλόνσο Δίαθ, που δού-λεψε για την ανακάλυψη αυτού του βασιλείου σκληρό-τερα κι από τους ανιχνευτές του Μωυσή στην έρημο. Και τον Πιεδραίτα, που κέρδισε πολλές μάχες εν ονόματί σου, γιατί ακόμα και στην Λουκάρα εκείνοι σου έδωσαν τη νίκη, γιατί αν δεν έρχονταν με το μέρος σου σήμερα θα ήταν ο Φρανθίσκο Ερνάντεθ Βασιλιάς του Πιρού. Και δεν πρέπει να θεωρείς σπουδαίες τις υπηρεσίες που σου γρά-φουν ότι σου προσέφεραν οι δικαστές σου, γιατί μεγάλο παραμύθι είναι να αποκαλούν υπηρεσίες την σπατάλη οχτακοσίων χιλιάδων πέσος από το βασιλικό σου θησαυ-ροφυλάκιο για τα βίτσια και τις αχρειότητές τους. Τιμώ-ρησε τους όπως τους αξίζει γιατί είναι αλήθεια ότι είναι αχρείοι.

"Πρόσεξε, πρόσεξε. Βασιλέα της Ισπανίας, μην είσαι τόσο σκληρός προς τους υττηκόους σου, ούτε τόσο αχά-ριστος, γιατί ενώ εσύ κι ο πατέρας σου ζούσατε ξένοια-στοι στο βασίλειο της Καστίλλης, κέρδισαν και σου πρό-σφεραν οι υττήκοοί σου με το αίμα τους και ξοδεύοντας το βιος τους τόσα βασίλεια και ηγεμονίες που έχεις σε τούτα δω τα μέρη. Πρόσεξε, Βασιλέα κι Αυθέντη, γιατί δεν μπορείς να λέγεσαι δίκαια βασιλέας και να έχεις δικαιώματα σε τούτη τη γη όπου δεν διακινδύνεψες ποτέ, δίχως να ανταμείψεις πρώτα αυτούς που δούλεψαν γι' αυτήν.

"Βέβαιος είμαι ότι πάνε στην κόλαση λίγοι βασιλιά-δες μόνο κάι μόνο επειδή είστε λίγοι. Γιατί αν ήσασταν πολλοί, κανείς σας δεν θα μπορούσε να πάει στον Πα-ράδεισο γιατί εκεί θα ήσασταν χειρότεροι κι από τον ίδιο τον Εωσφόρο, έτσι διψασμένοι που 'σαστε για ανθρώπι-νο αίμα. Δεν παραξενεύομαι όμως ούτε και σας δίνω σημασία, γιατί θεωρείστε ανήλικοι, και κάθε άνθρωπος αφελής έχει το ακαταλόγιστο και η κυβέρνησή σας εί-ναι σκέτα φούμαρα. Ορκίζομαι δε ταπεινά στον Θεό ότι είναι αλήθεια πως εγώ ο ίδιος κι οι διακόσιοι αρκεβου-ζιέρηδες μαρανιόνες, κατακτητές ιδαλγοί που έχω μαζί μου, δεν θα σου αφήσουμε ζωντανό ούτε έναν εκπρόσω-πό σου, γιατί εγώ ξέρω ίσαμε πού φτάνει η ευσπλαχνία

220

σου. Και σήμερα είμαστε οι πιο καλότυχοι από τους ζω-ντανούς, γιατί βρισκόμαστε σε τούτα δω τα μέρη των Ινδιών, διατηρώντας την πίστη μας προς τον Θεό και τηρώντας τις εντολές του, χωρίς να έχουμε διαφθαρεί, σαν σωστοί χριστιανοί, τηρώντας όλες τις προσταγές της Αγίας Μητέρας Εκκλησίας της Ρώμης, και έχουμε την πρόθεση, παρ' όλο που είμαστε αμαρτωλοί σε τούτη την ζωή, να μαρτυρήσουμε για να τηρήσουμε της εντολές του Θεού.

"Όταν αποβιβαστήκαμε από τον ποταμό των Αμαζό-νων, που τον λένε Μαρανιόν, είδα σε ένα κατοικημένο από χριστιανούς νησί, που το λένε Μαργαρίτα, κάποια έγγραφα που έρχονταν από την Ισπανία για την σημαντι-κή αίρεση των λουθηριανών που έχει εμφανιστεί εκεί, τα οποία μας τρομοκράτησαν και μας φόβισαν, γιατί εδώ στους κύκλους μας υπήρχε ένας Γερμανός, κάποιος Μοντεβέρδε, που τον έκανα κομμάτια. Τα σαρκία είναι άξια της τύχης τους, όπου όμως κι αν βρισκόμαστε εμείς, πίστεψέ με εξοχότατε ηγεμόνα ότι όλοι ζουν σύμφωνα με την χριστιανιι^ πίστη.

"Είναι τόσο μεγάλη η διάλυση και η διαφθορά των κληρικών σε τούτα τα μέρη, που θα πρέπει να πέσει πάνω τους η οργή σου και η τιμωρία σου, γιατί όλοι συμπερι-φέρονται λες κι είναι κυβερνήτες. Πρόσεξε, πρόσεξε Βασιλέα, μην πιστεύεις ό,τι σου λένε γιατί όταν κλαυθ-μηρίζουν εκεί πέρα ενώπιον της βασιλικής εξοχότητάς σου το πράττουν για να έρθουν εδώ πέρα και να αρχί-σουν να προστάζουν. Αν θέλεις να μάθεις τι είδους ζωή κάνουν εδώ, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το εμπό-ριο, να κάνουν περιουσία και να αποκτήσουν αγαθά. Ξεπουλάνε τα Αχραντα Μυστήρια της Εκκλησίας, είναι εχθροί των φτωχών, άσπλαχνοι, φιλόδοξοι, λαίμαργοι και αλαζόνες. Ακόμα κι ο πιο ταπεινός καλόγερος θέλει να προστάζει και να κυβερνάει αυτά τα μέρη. Σταμάτη-σε τους. Βασιλέα κι Αυθέντη, γιατί μ' αυτά που κάνουν και με το κακό παράδειγμά τους, δεν πρόκειται να ριζώ-σει ποτέ η πίστη στους ιθαγενείς. Κι αν αυτοί οι διεφθαρ-μένοι καλόγεροι δεν ξεριζωθούν από τούτα τα μέρη θα

221

γενούν μεγάλα σκάνδαλα. Αν εγώ κι οι σύντροφοί μου, δικαιολογημένα, έχουμε

αποφασίσει να πεθάνουμε, τόσο γι' αυτό όσο και για άλλα περασμένα, μοναδικέ Βασιλέα, εσύ έχεις το φταί-ξιμο, γιατί δεν εκτίμησες τον μόχθο των υπηκόων σου και δεν υπολόγισες ποτέ πόσα πολλά τους χρωστάς. Κι αν εσύ δεν φροντίζεις γι' αυτούς παρά πιστεύεις τους δικαστές σου, ποτέ δεν πρόκειται να κυβερνήσεις σωστά. Δεν χρειάζεται να σου παρουσιάσω μάρτυρες, σε προειδο-ποιώ μόνο ότι αυτοί οι δικαστικοί επίτροποί σου, παίρ-νουν μισθό κάθε χρόνο τέσσερις χιλιάδες πέσος και ξο-δεύουν οχτώ χιλιάδες, και μετά από τρία χρόνια έχουν βάλει στην άκρη ο καθένας τους εξήντα χιλιάδες πέσος, κι έχουν ακόμα και κληρονομιές και περιουσία. Κι αν παρ' όλα αυτά έμεναν ευχαριστημένοι με το να τους υπηρετούμε όπως όλους τους ανθρώπους, καλά θα ήταν, παρ' όλο που θα μας κόστιζε. Όμως, εξαιτίας των αμαρ-τιών μας θέλουν όποτε τους συναντάμε να γονατίζουμε και να τους προσκυνάμε και να τους λατρεύουμε σαν τον Ναβουχοδονόσορα, πράγμα που δεν μπορούμε να το αντέξουμε. Κι εγώ, που πληγώθηκα κι έμεινα κουτσός όσο ήμουν στην υττηρεσία σου καθώς και οι παλιοί συ-ντρόφοι μου που μόχθησαν και κουράστηκαν για να σε υπηρετήσουν, ποτέ δεν θα πάψουμε να σε προειδοποιού-με να μην έχεις εμπιστοσύνη σ' αυτούς τους γραμματι-ζούμενους, και να τους προσέχεις πολύ γιατί ξοδεύουν τον καιρό τους στο να παντρεύουν τους γιους και τις θυγατέρες τους, και δεν ασχολούνται με τίποτα άλλο και το έμβλημά τους είναι: "Ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε".

"Γιατί οι καλόγεροι κανέναν δεν έχουν σκοπό να σώσουν ούτε και να κατηχήσουν κι είναι εγκατεστημέ-νοι στις καλύτερες γαίες του Πιρού. Κι η ζωή που κάνουν είναι σκληρή κι επικίνδυνη, γιατί ο καθένας τους έχει στην κουζίνα του καμιά δωδεκαριά κοπέλες εν είδει εμπράκτου μετανοίας, που δεν είναι και πολύ γριές, κι άλλα τόσα παλικάρια που τα στέλνουν να ψαρεύουν, να κυνηγάνε πέρδικες και να συλλέγουν καρπούς. Όλοι οι ινδιάνοι πρέπει να τους υπηρετούν. Μα την πίστη μου.

222

σου ορκίζομαι, Βασιλέα και Αυθέντη, ότι αν δεν βάλεις φραγμό στις αχρειότητες που γίνονται σε τούτη τη χώρα, θα πέσει κεραυνός να σε κάψει από τον ουρανό. Κι αυτά στα λέω για να σε προειδοποιήσω και να μάθεις την αλή-θεια, αν και ούτε γω ούτε κι οι σύντροφοί μου επιθυμού-με ούτε και περιμένουμε την ευσπλαχνία σου.

" Ω!, τι μεγάλο κρίμα που ο καίσαρας κι αυτοκρά-τορας πατέρας σου κατέκτησε με τις δυνάμεις της Ισπα-νίας την ένδοξη Γερμανία και ξόδεψε τόσα χρήματα, φερμένα από τις Ινδίες, που εμείς ανακαλύψαμε, κι εσύ τώρα δεν νοιάζεσαι για τα γηρατειά μας και για την κούρασή μας, ούτε καν για το ότι θα μας σκοτώσεις από την πείνα κάποια μέρα! Ξέρεις καλά πως ακόμα και σε τούτα τα μέρη, εξοχότατε Βασιλέα και Αυθέντη, φτά-νουν τα νέα ότι κατέκτησες την Γερμανία με τα όπλα κι η Γερμανία κατέκτησε την Ισπανία με τα βίτσια, έτσι που νιώθουμε ικανοποιημένοι εμείς εδώ που ζούμε μόνο με καλαμπόκι και νερό μόνο και μόνο γιατί δεν συμμε-τέχουμε σ' αυτή την μεγάλη φενάκη, κι όσοι έχουν πε-ριπέσει σ' αυτήν χάρισμά σου. Όπου κι αν γίνονται οι πόλεμοι, για τους ανθρώπους γίνονται. Σε καμία περί-πτωση όμως ούτε και με καμιά αντιξοότητα δεν θα πά-ψουμε να υπακούμε στις εντολές της Αγίας Μητέρας Ρωμαϊκής Εκκλησίας.

"Δεν μπορούμε να πιστέψουμε εξοχότατε Βασιλέα και Αυθέντη, ότι εσύ ο ίδιος είσαι σκληρός με τους πιστούς σου υπηκόους που έχεις σε τούτα τα μέρη. Μάλλον οι δικαστικοί σου επίτροποι κι οι εκπρόσωποί σου το κά-νουν χωρίς την συγκατάθεσή σου. Το λέω αυτό εξοχό-τατε Βασιλέα και Αυθέντη, γιατί στην πόλη ντε λος Ρέ-γιες, σε απόσταση δυο λεύγες απ' αυτήν κοντά στην θά-λασσα, ανακαλύφθηκε μια λίμνη στην οποία ζούνε κά-ποια ψάρια, γιατί ο Θεός το επέτρεψε. Κι αυτοί οι αχρείοι οι δικαστές κι οι προύχοντές σου, που φροντίζουν για τη βασιλική περιουσία, για να εκμεταλλευτούν οι ίδιοι τα ψάρια, όπως κι έκαναν, για τα δώρα και τα βίτσια τους, την νοίκιασαν εν ονόματί σου, λέγοντάς μας ότι αυτή ήταν η θέλησή σου, λες κι είμαστε ηλίθιοι. Αν είναι πράγ-

223

ματι έτσι, άφησε μας κύριε να ψαρέψουμε κανένα ψάρι, γιατί είναι πολύ δύσκολο να βρούμε ψάρια. Ο Βασιλέας της Καστίλλης δεν έχει ανάγκη τα τετρακόσια πέσος που είναι το ποσό για το οποίο την νοικιάζουν. Γιατί, επιφα-νέστατε Βασιλέα, δεν ζητάμε χάρες ούτε στην Κόρδοβα, ούτε στο Βαγιαδολίδ, ούτε στην Ισπανία, που είναι τσι-φλίκι σου και πρόσεξε, Βασιλέα και Αυθέντη, γιατί υπάρ-χει Θεός για όλους, καθώς και δικαιοσύνη, ανταμοιβή, παράδεισος και κόλαση.

"Το έτος χίλια πεντακόσια πενήντα εννιά ανέθεσε ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε την εκστρατεία στον ποταμό Αμαζόνιο στον Πέδρο ντε Ορσούα, από τη Ναβάρα, ή μάλλον απ' τη Γαλλία. Εκείνος άργησε να φτιάξει τα πλοία μέχρι το έτος χίλια πεντακόσια εξήντα, στην επαρ-χία των Μοτιλόνες στην επικράτεια του Πιρού, που ονο-μάζεται έτσι επειδή οι ινδιάνοι που ζούνε εκεί έχουν τα κεφάλια τους ξυρισμένα. Τα πλοία αυτά όμως, επειδή στο μέρος στο οποίο τα έφτιαξαν βρέχει πολύ, μόλις τα ρίξα-με στο νερό σπάσανε κι αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε σχεδίες και να αφήσουμε ξοπίσω τα άλογα και τα εφό-δια. Αρχίσαμε να καταπλέουμε τον ποταμό, βάζοντας σε μεγάλο κίνδυνο τις ζωές μας, κι ύστερα συναπαντήσα-με τα πιο ορμητικά ποτάμια του Πιρού και καταφέραμε να φτάσουμε σε έναν κόλπο με γλυκό νερό. Προχωρήσα-με, την πρώτη φορά, τριακόσιες λεύγες, από το καρνά-γιο απ' όπου μπαρκάραμε την πρώτη φορά.

"Εκείνος ο κυβερνήτης ήταν τόσο διεστραμμένος, φι-λόδοξος και άθλιος που δεν μπορέσαμε να αντέξουμε. Έτσι, επειδή είναι αδύνατον να εξιστορήσω τις αχρειό-τητες, κι επειδή, όσον αφορά του λόγου μου, θα με θεω-ρήσεις μεροληπτικό, εξοχότατε Βασι^α και Αυθέντη, δεν θα πω τίποτα άλλο παρά ότι τον σκοτώσαμε. Κι ο θάνα-τός του ήταν αλήθεια πως ήταν γρήγορος. Ύστερα, ένα παλικάρι, κάποιον ιππότη από την Σεβίλλη, που λεγόταν Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, τον ανακηρύξαμε Βασιλιά μας και ορκιστήκαμε στο όνομά του, όπως θα δει η εξο-χότητά σου από τις υπογραφές όλων όσων το έκαναν κι εμένα με διόρισαν στρατοπεδάρχη του. Επειδή όμως δεν

224

ανέχτηκα τις προσβολές του και τις αχρειότητές του, θέλησαν να με σκοτώσουν, κι εγώ σκότωσα τον νέο βα-σιλιά και τον διοικητή της φρουράς του και τον αρχιδιοι-κητή του καθώς και τέσσερις διοικητές, τον αυλάρχη του και τον προσωπικό του ιερέα και μια γυναίκα που είχαν συνωμοτήσει εναντίον μου, έναν Κομενταδόρ της Ρόδου, έναν ναυτικό υποδιοικητή και δύο λοχίες κι άλλους πέ-ντε με έξι συμμάχους του, με σκοπό να συνεχίσω τον πόλεμο και να πεθάνω στην μάχη, ένεκα οι πολλές αχρειότητες που μας έκαναν οι εκπρόσωποί σου. Και διόρισα καινούριους διοικητές και αρχιλοχία, επειδή όμως θέλησαν να με σκοτώσουν τους κρέμασα όλους. Και τραβούσαμε τη ρότα μας με όλους αυτούς τους σκο-τωμούς και με μεγάλες περιπέτειες σ' αυτόν τον ποταμό τον Μαρανιόν. Κάναμε για να φτάσουμε στις εκβολές του και την θάλασσα πάνω από δεκάμισι μήνες. Περπατήσα-με εκατό μέρες ακριβώς και προχωρήσαμε χίλιες πεντα-κόσιες λεύγες. Είναι μεγάλος κι ορμητικός ο ποταμός, κι οι εκβολές του είναι ογδόντα μίλια γλυφό νερό αντίθετα με ό,τι λένε. Σε πολλά παρακλάδια του έχει μεγάλες ρη-χάδες και ογδόντα λεύγες έρημο, δίχως κανέναν οικισμό, όπως θα δει η Μεγαλειότητά σου από μια εξιστόρηση που έχουμε κάνει, που λέει όλη την αλήθεια. Στην πορεία που ακολουθήσαμε έχει πάνω από έξι χιλιάδες νησιά. Ένας Θεός ξέρει πώς ξεφύγαμε από αυτή την φοβερή λίμνη! Σε προειδοποιώ. Βασιλέα και Αυθέντη, μην δώσεις την συ-γκατάθεσή σου να έρθει καμιά αρμάδα σ' αυτόν τον γε-μάτο κακοτυχίες ποταμό γιατί, στο ορκίζομαι σαν χρι-στιανός, Βασιλέα και Αυθέντη, ότι αν έρθουν εκατό χι-λιάδες άντρες δεν πρόκειται να γλιτώσει κανείς, ό,τι κι αν σου πουν ψέματα θα 'ναι, και δεν υπάρχει στον πο-ταμό αυτό τίποτα άλλο παρεκτός απελπισία, κυρίως για τους νεοφερμένους από την Ισπανία.

"Οι διοικητές κι οι αξιωματούχοι που έχω τώρα μαζί μου, και που έχουν δώσει όρκο να πεθάνουν σ' αυτή την αναζήτηση σαν άνθρωποι που έχουν υποφέρει πολύ εί-ναι οι εξής: «Χουάν Χερόνιμο ντε Εσπίντολα, Γενοβέζος, διοικητής πεζικού. Δύο Ανδαλουσιάνοι, ο διοικητής ιπ-

15. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΛΑ, Ελδοράδο 225

πικού Διέγο Τιράδο, Ανδαλουσιάνος, που οι δικαστές σου, Βασιλιά κι Αυθέντη, του άρπαξαν με αδικία τους ινδιάνους που 'χε κερδίσει με το σπαθί του. Ο διοικητής της φρουράς μου Ρομπέρτο ντε Κόκα και ο υπολοχαγός του Νούφλο Ερνάνδεθ, από την Βαλένθια. Ο Χουάν Λό-πεθ ντε Αγιάλα, από την Κουένκα, ο ταμίας μας. Ο λοχα-γός Μπλας Γκουτιέρεθ, κατακτητής είκοσι πέντε χρόνων από τη Σεβίλλη. Ο Κουστόδιο Ερνάνδεθ, υπολοχαγός. Πορτογάλος. Ο Διέγο ντε Τόρες, υπολοχαγός, από τη Ναβάρα. Ο λοχίας Πέδρο Ροντρίγεθ Βίσο, ο Διέγο ντε Φιγκερόα κι ο Κριστόμπαλ ντε Ρίβας, που συμμετείχε στις κατακτήσεις. Ο Πέδρο ντε Ρόχας, Ανδαλουσιάνος. Ο Χουάν ντε Σαλθέδο, υπολοχαγός του ιππικού. Ο Μπαρ-τολομέ Σάντσεθ Πανιάγουα, ο αρχικλητήρας. Ο Διέγο Σάντσεθ Μπιλμπάο, ο ταμίας μας.

"Κι άλλοι πολλοί ιδαλγοί από την ομάδα αυτή παρα-καλούν τον Θεό, τον Κύριό μας, να σε έχει πάντα καλά και να αυξάνει τη μεγαλοσύνη σου και την τύχη σου ενάντια στους Τούρκους και τους Γάλλους και σε όλους όσους σε τούτα δω τα μέρη θέλουν να σε πολεμήσουν. Ας μας βοηθήσει ο Θεός με την χάρη του να μπορέσουμε να πάρουμε με τα όπλα μας τα όσα μας χρωστάς, γιατί μας αρνήθηκαν όσα δίκαια μας χρωστούσαν. Ο υιός πι-στών σου υπηκόων από τη χώρα των Βάσκων, και επα-ναστάτης μέχρι θανάτου εξαιτίας της αχαριστίας σου.

Αόπε ντε Αγκίρε, ο Προσκυνητής. »

Μετά απ' αυτό, ο αχρείος ο τύραννος ξεκίνησε με μεγάλη βιάση για την Βαλένθια, και μια νύχτα πριν φύγει, πρόσταξε να πάνε όλοι οι άντρες να κοιμηθούν σε μια περιφραγμένη με καλάμια αυλή ενός σπιτιού στο οποίο έμενε ο ίδιος. Εκείνη την ίδια νύχτα πρόσταξε να σκοτώσουν στα κρυφά τρεις στρατιώ-τες από τους μαρανιόνες του, που τον έναν τον λέγανε Μπενί-το Δίαθ, επειδή είχε πει ότι είχε κάποιον συγγενή στο Νέο Βα-σίλειο, καθώς και κάποιον ντε Λόρα κι έναν Θιγάρα, επειδή τους θεωρούσε ύποπτους και φοβόταν ότι θα το σκάγανε. Το

226

πρωί, όταν φύγανε από κει, πρόσταξε να βάλουνε φωτιά στο σπίτι που είχανε βάλει τους πεθαμένους. Κι έφυγε από κει και κίνησε για το Μπαρτσιθιμέτο κατά τη μεριά των βουνών, αφή-νοντας πίσω του την Βαλένθια κατακαμένη και κατεστραμμέ-νη. Πήρε μαζί του πολλά άλογα και σκότωσε πολλά ζωντανά, αγελάδες και μοσχάρια και κριάρια.

227

ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΚΙΡΕ

Στο διάστημα που ο τύραννος αυτός βρισκόταν στην Βα-λένθια δαμάζοντας πουλάρια, που ήτανε και το πρώτο του επάγγελμα στο Πιρού, οι περισσότεροι πάροικοι της επι-

κράτειας της Βενεζουέλας μαζεύτηκαν στην πόλη του Μπαρ-τσιθιμέτο, όπου βρισκόταν ο γενικός διοικητής τους. Κι εκεί συ-νάχτηκαν μέσα σε λίγες μέρες πάνω από εκατόν πενήντα κα-βαλαραίοι, πρόθυμοι να υττηρετήσουν τον Βασιλέα και να υπε-ρασπιστούν τα σπίτια τους και τα υπάρχοντά τους από τον αχρείο τον τύραννο. Κι ενώ ήταν όλοι φοβισμένοι και γεμάτοι αμφιβολίες, γιατί δεν ξέρανε μήτε πού βρισκόταν ο τύραννος αυτός, μήτε τι έκανε ούτε από πού ούτε και πότε θα έκανε την εμφάνισή του, κι ενώ καθημερινά μεγάλωνε η φήμη των ατι-μιών του, πράγμα που τους προκαλούσε τρόμο, εισάκουσε ο Κύριος τις παρακλήσεις τους κι έφερε στο στρατόπεδό τους έναν από τους μαρανιόνες, που είχε έρθει με τους τυράννους αυτούς μέχρι τη \Ί^σο Μαργαρίτα, κι από κει το είχε σκάσει. Το όνομά του ήταν Περαλόνσο Γαλέας, ηλικιωμένος και αξιό-πιστος άνθρωπος, ο οποίος πήγε με μια πιρόγα στην Στέρεα Γη κι από την Μαρακαπάνα στην Μπουρμπουράτα και την Βαλεν-θιάνα, όπου και κρύφτηκε όταν έφτασε εκεί πέρα ο τύραννος. Κι αφήνοντάς τον στην Βαλένθια, ήρθε στο Μπαρτσιθιμέτο στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας. Ορισμένοι από το στρα-τόπεδο επειδή ήταν φοβισμένοι και καχύποπτοι, είπανε πως δεν έπρεπε να έχουν εμπιστοσύνη σ' αυτόν τον Περαλόνσο, γιατί μπορεί να τον είχανε στείλει για να τους κατασκοπεύει. Κι έτσι ενέσπειραν υποψίες κι οι γνώμες ήταν πολλές, αλλά αφού τον συναναστράφηκαν και συζήτησαν μαζί του, είδανε πως δεν

228

ήταν κακός και αναγνώρισαν πως ήταν πιστός. Χάρηκαν πολύ με τον ερχομό του, γιατί τους έδωσε λεπτομερείς πληροφορίες που όλοι θέλανε να μάθουν για τον τύραννο αυτό και τους άντρες του καθώς και για τα όπλα και τα πολεμοφόδια και τα πυροβόλα όπλα που είχε και τον αριθμό των στρατιωτών του. Τους έδωσε και κάποιες ελπίδες ότι μπορεί και να τον νικού-σαν, λέγοντάς τους πως θα τους νικούσαν δίχως να χρειαστεί καν να δώσουν μάχη, γιατί οι υπόλοιποι τίμιοι άντρες που είχε μαζί του ο τύραννος μόλις έβλεπαν το στρατό και το βασιλικό λάβαρο της Μεγαλειότητάς Σας, θα πήγαιναν με το μέρος τους, γιατί επιθυμία μεγάλη είχανε να υττηρετήσουν την Μεγαλειό-τητάς Σας, εκτός από μερικούς που ήτανε φίλοι κι έμπιστοι του τυράννου αλλά αυτοί δεν ήταν πάνω από εξήντα ή λίγοι παρα-πάνω. Τα νέα αυτά διέλυσαν τον φόβο που επικρατούσε στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας κι οι άντρες πήρανε μεγά-λη χαρά γιατί τους είχανε πει, κι εκείνοι το είχαν πιστέψει, πως ο τύραννος είχε πολύ μεγαλύτερη δύναμη απ' αυτή που τους είπε και τους είχε διαβεβαιώσει ο Περαλόνσο. Έτσι, τον πίστε-ψαν και του έκαναν μεγάλες τιμές, κι από κει τον στείλανε στο Τοκούγιο για να δώσει αναφορά στον κυβερνήτη του τον Πά-μπλο Κολιάδο που ήταν άρρωστος απ' την καρδιά του, κατά την άποψη του υποφαινόμενου.

Είχε φύγει πια ο τύραννος από την Βαλένθια, όπως έχουμε αναφέρει, και προχωρούσε προς το Μπαρτσιθιμέτο, όταν καθ' οδόν το έσκασαν οχτώ με δέκα στρατιώτες και πήρανε τα βου-νά. Μόλις το έμαθε αυτό ο τύραννος άρχισε να βλαστημάει και να βρίζει και να ξεστομίζει απειλές, κι είπε στενάζοντας: «Αχ ο έρημος. Τι έκανα και μ' αφήνετε τώρα που σας χρειάζομαι πε-ρισσότερο! Αχ, προφήτη Αντονίκο, την αλήθεια προφήτεψες. Αν σε είχα πιστέψει δεν θα το είχαν σκάσει αυτοί οι μαρανιόνες!» Κι αυτό το 'λεγε για ένα παλικάρι, ονόματι Αντονίκο, που ήταν υπηρέτης του τυράννου αυτού, τον οποίο αγαπούσε πολύ. Το παλικάρι του είχε επαναλάβει πολλές φορές να μην εμπιστεύε-ται τους μαρανιόνες, γιατί θα το έσκαγαν όλοι και θα τον εγκα-τέλειπαν. Και κάθε φορά που το έσκαζε κάποιος θυμόταν τον προφήτη Αντονίκο κι έλεγε: «Ιδού αυτός που μου προφήτευσε το γεγονός αυτό πριν από καιρό». Κάποιος ναυτικός υποδιοικη-τής όμως, το ίδιο διεστραμμένος όπως κι εκείνος, κι ίσως και

229

χειρότερος, o Χουάν Γκόμεθ του είπε: «Α, παρ' όλα αυτά κύριε σκεφτείτε αντί για τρεις να σας είχαν φύγει τριάντα τις προάλ-λες». Και το είπε αυτό για τους τρεις στρατιώτες που είχε σκο-τώσει όταν έφευγαν από την Βαλένθια. Κι είπε κι άλλα αυτός ο Χουάν Γκόμεθ: «Α, παρ' όλα αυτά, κύριε, υπάρχουν πολλά και ωραία δένδρα!» Αφού είχε προχωρήσει δυο - τρεις μέρες, συ-νάντησε κάτι αγροικίες νέγρων σκλάβων των παροίκων της επι-κράτειας και σταμάτησε μια μέρα για να πάρει τρόφιμα και κυρίως για να πάρει και τους νέγρους αυτούς, τους οποίους τους ήθελε για να τον βοηθήσουν. Έφερε δεκαπέντε με είκοσι από δαύτους στο στρατόπεδό του μαζί με τον γενικό διοικητή του, στους οποίους είπε ότι ήταν ελεύθεροι, κι ότι θα τους χά-ριζε την ελευθερία σε όλους όσους ενώνονταν μαζί του. Και τους φερόταν τόσο καλά, και καλύτερα ακόμα από τους Ισπα-νούς. Κι εκείνοι, έχοντας την εύνοιά του, βίαζαν κι έκλεβαν και σκότωναν κι έκαναν κι άλλες ζημιές και απρέπειες. Κι ο τύραν-νος χαιρόταν μ' αυτά, και μάλιστα τους έδινε την άδειά του. Αλλά μάταιες αποδείχθηκαν οι προσπάθειες του, γιατί οι αφέ-ντες των νέγρων, όταν έμαθαν τον ερχομό του, τους επικήρυ-ξαν. Την άλλη μέρα, ενώ συνέχιζε τον δρόμο του, τον έπιασε νεροποντή ενώ ανέβαινε μια μικρή ανηφοριά, που επειδή ήταν απότομη και λασπωμένη και τ' άλογα που είχανε φορτωμένα τα φορτία και τα πολεμοφόδια ήταν τα περισσότερα φοράδες κι είχαν κουραστεί, γλιστρούσαν και πέφτανε, χωρίς να μπο-ρούν να κάνουν ούτε βήμα μπροστά. Όταν το είδε αυτό ο τύ-ραννος, άρχισε να βλαστημάει τόσο άσχημα ενάντια στον Θεό και τους Αγίους του, που τρομοκράτησε όλους όσους τον ακού-γανε. Κι είπε, εξοργισμένος πολύ: «Μήπως νομίζει ο Θεός ότι επειδή βρέχει δεν θα πάω στο Πιρού και δεν θα καταστρέψω τον κόσμο; Γελασμένος θα βγει». Τέτοιες κι άλλες παρόμοιες βλαστήμιες έλεγε, μέχρι που κάνανε σε όλη την ανηφοριά σκα-λοπάτια με τσάπες και κατάφεραν να ανεβούν τα άλογα. Στο αναμεταξύ, κι ενώ εκείνος είχε σταματήσει εκεί, οι άντρες της εμπροσθοφυλακής του, που δεν γνώριζαν τίποτα, προχώρησαν πολύ, πιστεύοντας πως όλοι οι υπόλοιποι τους ακολουθούσαν. Κι όταν ο τύραννος κατάφερε να ανέβει στην κορφή και δεν είδε κανέναν στρατιώτη, άρχισε να βλαστημάει και πάλι κι είπε στον Χουάν ντε Αγκίρε και στον διοικητή της φρουράς του και

230

σ' άλλους φίλους που ήτανε μαζί του: «Εγώ, κύριοι, σας προ-φητεύω πως αν δεν έρθουν με το μέρος μας σαράντα ή πεΑ^ντα στρατιώτες σε τούτη εδώ την επικράτεια, δεν πρόκειται να φτά-σουμε στο βασίλειο του Πιρού, καταπώς βλέπω την συμπερι-φορά των δικών μας αντρών». Και προχώρησε εξοργισμένος πολύ και με μεγάλη βιάση για να φτάσει την εμπροσθοφυλα-κή, και βρίζοντας και προσβάλλοντας τους στρατιώτες και τους διοικητές, τους ανάγκασε να γυρίσουν πίσω στην κορφή της ανηφοριάς. Όταν έφτασε στην κοιλάδα που την ονομάζουν ντε λας Ντάμας, που βρισκόταν δίπλα σε ένα ποτάμι κι ήταν γε-μάτη καλαμπόκι, ο τύραννος χάρηκε πολύ γιατί είχε αρχίσει να τους λείπει το φαΐ, κι έτσι σταθήκανε εκεί μια μέρα για να προμηθευτούν τρόφιμα. Λένε πως εδώ, θυμωμένος και καχύπο-πτος με τους μαρανιόνες του, έκανε συμβούλιο με τους διοικη-τές και τους έμπιστούς του, κι αποφάσισε να σκοτώσει όλους τους ύποπτους και τους άρρωστους, που θα 'τανε πάνω από σαράντα, και να μείνει μ' εκατό μόνο στρατιώτες από τους πιο έμπιστούς του. Ορισμένους όμως από το συμβούλιο αυτό τους φώτισε ο Κύριος και τον συγκράτησαν, γιατί δεν συναίνεσε ο Κύριος να γίνουν πράξη τα απάνθρωπα σχέδιά του. Κι έτσι υπο-χώρησε προς το παρόν. Την άλλη μέρα το πρωί έφυγε από κει και προχώρησε με μεγάλη βιασύνη μέχρι που νύχτωσε και τότε σταμάτησε κοντά σε ένα χαντάκι με νερό. Εκείνη την ημέρα είδανε κάποιους ανιχνευτές από το στρατόπεδο της Μεγαλειό-τητάς του που βρίσκονταν στο Μπαρτσιθιμέτο σε απόσταση οχτώ λεύγες από κει. Γιατί, μόλις μάθανε στο στρατόπεδο αυτό τον ερχομό του τυράννου, κίνησε ο στρατοπεδάρχης, ο Διέγο Γκαρθία ντε Παρέδες με δεκατέσσερις - δεκαπέντε καβαλα-ραίους να τους κατασκοπεύσει και να τους καταφέρει κάποιο πλήγμα αν έβρισκε ευκαιρία. Εδώ, σε τούτη την κοιλάδα, σε ένα πέρασμα στο βουνό, συναπαντήθηκαν ξαφνικά οι αντίπαλοι, κι οι τύραννοι σήμαναν συναγερμό στο στρατόπεδό τους ενώ οι άντρες του Βασιλιά, μόλις τους είδανε, θελήσανε να κάνου-νε αμέσως πίσω, αλλά επειδή πήγαιναν ο ένας πίσω από τον άλλον και το πέρασμα ήταν πολύ στενό κι απόκρημνο πάνω στη βιασύνη τους να γυρίσουν πέσανε ο ένας πάνω στον άλλον και έγινε τέτοια ανακατωσούρα που όταν τα κατάφεραν να βγού-νε από κει πέρα, αφήσανε εκεί δυο ακόντια και κάποιους σκού-

231

φους που πάνω στη βιασύνη τους τούς πέσανε, κατέφυγαν δε σε κάτι καλύβες όπου και κοιμήθηκαν εκείνη την νύχτα.

Μόλις είδε ο τύραννος αυτός τους ανιχνευτές του στρατο-πέδου της Μεγαλειότητάς Σας, σήμανε συναγερμό κι έδωσε προσταγή ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε να ετοιμαστούν οι άντρες και να ανάψουν τα φυτίλια οι αρκεβουζιέρηδες, γιατί τους πιάσανε απροετοίμαστους οι ανιχνευτές αυτοί και δεν βρέθηκαν σε όλο το στρατόπεδο πάνω από ένα με δυο φυτίλια αναμμένα. Κι έμεινε για να ξαποστάσει σιμά σε κείνη τη γούρ-να τρεις με τέσσερις ώρες, και κορόιδευε και λοιδορούσε τους άντρες του στρατοπέδου της Μεγαλειότητάς Σας για τα ακό-ντια που τους πέσανε καθώς και για τους σκούφους, που οι περισσότεροι ήταν βαμβακεροί, τριμμένοι και λιγδιασμένοι, κι έλεγε στους στρατιώτες του: «Κοιτάξτε, μαρανιόνες, σε τι χώρα σας έφερε η τύχη και που θέλετε να το σκάσετε και να μείνετε: Κοιτάξτε τι λερούς σκούφους φοράνε οι κακομοίρηδες τούτοι! Κοιτάξτε πόσο πλούσιοι είναι οι υποτακτικοί του Βασιλέα της Καστίλλης!» Ύστερα απ' αυτό, με το φως του φεγγαριού που φώτιζε αρκετά, προχώρησε όλη τη νύχτα, έχοντας βάλει μυστι-κές φρουρές στους στρατιώτες που θεωρούσε ύποπτους, για να μην τους το σκάσουν. Κι όταν πλησίαζαν πια εκεί όπου είχανε σταθεί για να κοιμηθούν οι ανιχνευτές του στρατού της Μεγα-λειότητάς Σας, τους πήρανε είδηση εκείνοι και βλέποντας ότι δεν μπορούσαν πια να βλάψουν τον τύραννο, γιατί τους είχα-νε πλέον δει, επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους και τους ειδο-ποίησαν ότι εντός ολίγου έφτανε ο τύραννος. Μόλις μαθεύτη-κε αυτό, συμφώνησαν αναμεταξύ τους, επειδή το στρατόπεδό τους βρισκόταν μέσα στο χωριό, κι αν τους ριχνόταν εκεί ο τύραννος είτε μέρα είτε νύχτα, θα βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση, γιατί εκείνοι ήταν όλοι αρκεβουζιέρηδες και θα μπορού-σαν να οχυρωθούν πίσω από τα πράγματα και τους τοίχους ενώ οι άντρες του στρατού της Μεγαλειότητάς σας ήταν όλοι κα-βαλάρηδες, κι αποφάσισαν να μεταφερθεί το στρατόπεδο από κει πέρα και να πάνε αμέσως σ' ένα ξέφωτο με κάτι ευρύχω-ρες καλύβες κοντά στο χωριό, για να μπορούν να εκμεταλλευ-τούν καλύτερα το γεγονός ότι διέθεταν άλογα. Εγκαταστάθη-καν σε ένα ξέφωτο ανάμεσα στις καλύβες αυτές, όπου υπήρχε νερό, και πήρανε μαζί τους όλα τα απαραίτητα εφόδια για τους

232

ίδιους και για τα άλογα. Προχώρησε ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε με τους άντρες του

όλη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα μέχρι το σούρουπο, δίχως να σταματήσει καθόλου, και τότε, αφού ήτανε πια μιάμιση λεύγα από το Μπαρτσιθιμέτο, σταμάτησε και βρήκε κατάλυμα εκεί για να περάσει τη νύχτα και πρόσταξε να εγκατασταθεί το πυρο-βολικό του στο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό αυτό. Κι αφού έβαλε σκοπιές και φρουρούς, έστειλε ένα γράμμα στους παροί-κους του Μπαρτσιθιμέτο με έναν ινδιάνο μιγάδα από το Πιρού, στο οποίο τους έλεγε να μην το βάλουν στα πόδια ούτε και να εγκαταλείψουν το χωριό τους, κι αυτός τους υποσχόταν ότι δεν θα έκανε κακό ούτε και θα πείραζε κανέναν κι ότι δεν ζητού-σε τίποτα άλλο απ' αυτούς κι από όλη την επικράτεια παρεκτός από τρόφιμα και μερικά άλογα, επί πληρωμή. Κι ότι όποιος με την θέλησή του ήθελ£ να τον ακολουθήσει και να πάει μαζί του, θα τον δεχόταν με χαρά και θα τον αντάμειβε όταν φτάνανε στο Πιρού. Κι ότι αν το βάζανε στα πόδια τους υποσχόταν ότι θα έκαιγε και θα ισοπέδωνε το χωριό τους και θα κατέστρεφε τα ζωντανά και τα χωράφια τους και θα έκανε κομμάτια όλους όσους θα έπεφταν στα χέρια του.

Κοιμήθηκε ο τύραννος εκεί το βράδυ εκείνο με τη φρουρά του γύρω του και γερές σκοπιές και την επομένη το πρωί, μέρα Τετάρτη, είκοσι δύο του Οκτώβρη του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα, προχώρησε προς το χωριό του Μπαρτσιθιμέτο, και πρόσταξε δημόσια όλους τους δικούς του να ρίξουν με τα αρκεβούζια και να σκοτώσουν όποιον στρατιώτη απομακρυ-νόταν από το στρατόπεδο έστω και τρία βήματα. Όταν έφτασε πια κοντά στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας και το χω-ριό, είδε ότι οι άντρες του Βασιλιά ήταν πολύ κοντά του και τους περίμεναν ψηλά σε μια απόκρημνη πλαγιά στον άλλον δρόμο, στο τέλος του χωριού, έτσι που ανάμεσά τους βρισκό-ταν το χωριό. Ο τύραννος στάθηκε στην όχθη ενός ποταμού που ήταν εκεί κοντά, συγκέντρωσε τους άντρες του και τους έβαλε στην σειρά, κι έβαλε όσους εμπιστευόταν περισσότερο στην εμπροσθοφυλακή και με υψωμένες όλες τις σημαίες, έξι τον αριθμό, τέσσερις του στρατού του και δύο λάβαρα, άρχισε να προχωρεί προς τη μεριά τους, έχοντας τα φορτωμένα ζώα και τους βαστάζους στην οπισθοφυλακή. Όταν έφτασε κοντά, πρό-

233

στάξε να πυροβολήσουν με τα αρκεβούζια, ρίχνοντάς τους απανωτά για να δούνε την αντίδρασή τους, γιατί ταστεύανε ότι έτσι θα τρομοκρατούσανε τους αντιπάλους τους. Κι ύστερα πρόσταξε να πυροβολήσουν ξανά και κάθε αρκεβουζιέρης να ρίξει μπάλες με σύρμα για να τους κάνουν μεγαλύτερη ζημιά, κι οι μπάλες αυτές είναι ως εξής: είναι δυο μολυβένιες μπάλες ενωμένες η μια με την άλλη με ένα σύρμα, κάπως χοντρό και μακρύ μιάμιση παλάμη, έτσι ώστε να μην μπορούν να αποχω-ριστούν. Κι έτσι καθώς τις ρίχνουνε κόβουν και κάνουν κομ-μάτια ό,τι πετύχουν. Οι άντρες της στρατιάς της Μεγαλειότη-τάς Σας, βλέποντας τους τυράννους πλέον κοντά τους, άρχι-σαν να κατεβαίνουν από τον γκρεμό στην πεδιάδα, με το βασι-λικό λάβαρο υψωμένο, και προχώρησαν προς το μέρος τους, ενώ το ίδιο έκαναν κι οι τύραννοι, κι έτσι συναντήθηκαν στο χωριό αυτό κι ανάμεσα στα σπίτια και τους δρόμους του έγι-ναν αψιμαχίες και λίγο έλειψε να γίνει μάχη. Αλλά οι διοικη-τές της στρατιάς της Μεγαλειότητάς Σας το απέφυγαν κι ανά-γκασαν τους άντρες τους να αποσυρθούν, περιμένοντας πιο κατάλληλη στιγμή. Και πράγματι, η απόφασή τους αυτή ήταν σωστή, γιατί αν έκαναν επίθεση εκείνη τη στιγμή θα πάθαιναν μεγάλη καταστροφή γιατί οι άντρες του τυράννου είχαν όλοι αρκεβούζια και μπορούσαν να οχυρωθούν στα σπίτια και τις μάντρες του χωριού. Βλέποντας τους άντρες του Βασιλέα να ορμάνε με τόση αποφασιστικότητα, και μην ξέροντας τις προ-θέσεις τους, ούτε αν θα έβρισκαν σ' αυτούς ευσπλαχνία αν πήγαιναν με το μέρος τους, πάλευαν όλοι τους με φοβερή αν-δρεία, κι ένας Θεός ξέρει τι θα γινόταν. Κι έτσι οι άντρες της στρατιάς της Μεγαλειότητάς Σας αποσύρθηκαν και πάλι στην απόκρημνη πλαγιά, ενώ ο τύραννος έμεινε στο χωριό κι εγκα-τέστησε το στρατόπεδό του σε έναν περιτειχισμένο χώρο που είχε ύψος όσο δυο ντάπιες, κι είχε γύρω - γύρω επάλξεις, που ήταν το σπίτι του διοικητή Νταμιάν ντε Μπάριο, πάροικου του χωριού αυτού, κι αυτό το έκανε , από τη μια για να είναι πιο προστατευμένος από τους καβαλάρηδες κι από την άλλη για να έχει μαζεμένους εκεί πέρα τους ύποπτους, για να μην μπο-ρέσουν να το σκάσουν και να πάνε στο στρατόπεδο της Μεγα-λειότητάς Σας, που ήταν αυτό που επιθυμούσαν όλοι οι τίμιοι άντρες που είχε μαζί του, που δεν ήταν και πάρα πολλοί.

234

Αφού αποσύρθηκαν οι άντρες της Μεγαλειότητάς Σας στην απόκρημνη πλαγιά, μείνανε εκεί αρκετή ώρα για να δούνε τι έκανε ο τύραννος αυτός κι οι άντρες του, περιμένοντας κιόλας μήπως και ερχόταν κανένας με το μέρος τους όπως τους είχε πει ο Περαλόνσο. Κι όπως δεν ερχότανε κανένας, ξαναγύρισαν να ξαποστάσουν στο κατάλυμά τους, αφήνοντας κοντά στο στρα-τόπεδο του τυράννου δώδεκα καβαλάρηδες για ανιχνευτές. Στο αναμεταξύ, ο στρατοπεδάρχης, ο Διέγο ντε Γκαρθία, μαζί με οχτώ καβαλάρηδες, πήγανε, δίχως να τους δούνε οι τύραννοι αυτοί και επιτέθηκαν στην οπισθοφυλακή τους και τους άρπα-ξαν κάποιες αποσκευές που ήτανε πίσω - πίσω, καθώς και τέσ-σερα άλογα με κάποιο ρουχισμό και λίγα πολεμοφόδια για τα πυροβόλα όπλα, που ήταν μεγάλη ωφέλεια για το στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας γιατί για τους λιγοστούς αρκεβουζιέ-ρηδες που είχανε δεν διέθεταν πολεμοφόδια. Αφού εγκαταστά-θηκαν οι τύραννοι στο κτίριο που αναφέραμε, βγήκανε κάποιοι από τους στρατιώτες τους και πήγανε να ψάξουνε τα σπίτια του χωριού και να μαζέψουνε ό,τι έβρισκαν σ' αυτά. Τότε στα σπί-τια αυτά βρήκανε πολλά συγχωροχάρτια που λέγανε ότι ο νο-μομαθής Πάμπλο Κολιάδο, κυβερνήτης εκείνης εκεί της επαρ-χίας, θα συγχωρούσε όλους όσοι έμπαιναν στην υπηρεσία του Βασιλέα, για όλα τα παραπτώματα που πιθανόν να είχαν κάνει κατά την εν λόγω τυραννία, με την προϋπόθεση ότι θα το έκα-ναν προτού δοθεί η μάχη με τους άντρες και τη στρατιά της Μεγαλειότητάς Σας. Μερικά από αυτά τα πιστοποιητικά φτά-σανε στα χέρια του τυράννου, φρόντισαν γι' αυτό οι έμπιστοί του. Τότε σύναξε όλους τους άντρες και τους έβγαλε λόγο για ώρα πολύ, λέγοντάς τους ότι θα έπρεπε ν' αναλογιστούν τις κα-ταστροφές που είχαν κάνει καθώς κι όσους είχαν σκοτώσει, κι ότι έπρεπε να είναι βέβαιοι πως αφού ούτε ο ίδιος ο Βασιλιάς δεν μπορούσε να τους συγχωρέσει, πόσο μάλλον ένας άσημος καλαμαράς κυβερνήτης. Τους είπε ακόμα πως όλα εκείνα ήτανε τεχνάσματα για να τους παραπλανήσουν, όπως είχανε κάνει και με τον Μαρτίν ντε Ρόμπλες και τον Τόμας Βάθκεθ και τον Πιεδραΐτά, και τόσους άλλους που, αφού τους συγχώρεσε ο Βα-σιλιάς, τους κρέμασαν κι ότι έπρεπε να παραδειγματιστούν από αυτό γιατί όσα τους έλεγε ήταν ολοφάνερα, καθώς και πολλά άλλα πράγματα που τους έφερε ως παράδειγμα. Αφού λοιπόν

235

01 στρατιώτες του τυράννου γύρισαν όλο το χωριό και μάζε-ψαν όλα όσα βρήκανε στα σπίτια, με διαταγή του τυράννου οι έμπιστοι του φίλοι τους βάλανε φωτιά. Κι ενώ καιγόταν ένα σπίτι δίπλα στην εκκλησία, μεταδόθηκε σ' αυτήν η φωτιά και κάηκε ολόκληρη και λένε ότι ο τύραννος βλέποντας τις φλό-γες πρόσταξε να βγάλουν όλα τα άμφια και τις εικόνες και να τα φυλάξουν. Κι έτσι κάηκε η εκκλησία αυτή κι όλο σχεδόν το χωριό και δεν απόμειναν παρά λίγα σπίτια στη μια πλευρά, τα οποία οι στρατιώτες της Μεγαλειότητάς Σας ήρθανε κρυφά και τα κάψανε γιατί τα είχαν ετοιμάσει για να μπορέσουν να τους κάνουν κακό από κει πέρα.

Τη νύχτα εκείνη κοιμήθηκαν και στα δύο στρατόπεδα αφού βάλανε γερές σκοπιές που άλλαζαν συνεχώς και αγρυπνούσαν παρακολουθώντας τους αντιπάλους τους. Την επομένη, ημέρα Πέμπτη λίγο πριν την αυγή, ρίξανε οι στρατιώτες της Μεγαλειό-τητάς Σας ενάντια στους τυράννους με πέντε αρκεβούζια, που ήταν και τα μοναδικά που είχανε. Μόλις ένιωσε τον κίνδυνο ο τύραννος, πρόσταξε να σωπάσουν όλοι και να είναι σε επιφυ-λακή. Προτού ξημερώσει για τα καλά, έστειλε ο τύραννος σα-ράντα αρκεβουζιέρηδες και τους πρόσταξε να πάνε στα κρυφά από μια χαράδρα για να επιτεθούν σ' εκείνους που τους είχανε πυροβολήσει. Πράγματι τα κατάφεραν τόσο καλά που, δίχως να τους δουν και να τους πάρουν είδηση πέσανε πάνω τους και έγινε συμπλοκή, δεν τραυματίστηκε όμως κανείς, και οι δύο αντίπαλοι αποσύρθηκαν ο καθένας στο στρατόπεδό του. Την ίδια ημέρα, την Πέμπτη, το απόγευμα πλέον, έφτασε στο στρα-τόπεδο του κυβερνήτη ο Πάμπλο Κολιάδο, που μέχρι τότε ήταν άρρωστος στο Τοκούγιο και γι' αυτό δεν είχε εμφανιστεί, αν και υττήρξαν πολλοί που αυτό το είχαν πάρει στραβά. Μαζί του ήρθε κι ο διοικητής Πέδρο Μπράβο με είκοσι καβαλάρηδες από τη Μέριδα, οι οποίοι μόλις έμαθαν ότι ο τύραννος ο Αγκίρε βρι-σκόταν στην επικράτεια της Βενεζουέλας, επιθυμώντας να υπη-ρετήσουν την Μεγαλειότητά Σας και να κερδίσουν τιμή και δόξα, ήρθαν να βοηθήσουν τους παροίκους απ' την πόλη της Μέριδα, που είναι στα σύνορα του Νέου Βασίλειου της Γρανά-δας, εβδομήντα λεύγες από το χωριό του Μπαρτσιθιμέτο. Ο ερ-χομός τους εμψύχωσε και χαροποίησε τόσο πολύ τους άντρες της Μεγαλειότητάς Σας που θεωρούσαν πλέον σίγουρη τη νίκη

236

τους και δεν φοβόντουσαν πια τον τύραννο και με το δίκιο τους γιατί είχαν συγκεντρωθεί πλέον εκατόν ογδόντα καβαλάρηδες, όλοι τους άνθρωποι τίμιοι και σεμνοί που επιθυμούσαν να υττη-ρετήσουν τον Θεό και τον Βασιλέα και κύριο μας και να υπε-ρασπιστούν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τα σπίτια και τα υπάρχοντά τους απ' αυτούς τους αχρείους, απάνθρωπους και διεστραμμένους τυράννους κι ακόμα και να πεθάνουν κάνο-ντας το καθήκον τους. Στο αναμεταξύ δεν έπαυαν να στέλνουν ανιχνευτές στο στρατόπεδο του τυράννου. Πρώτα απ' όλα για να μην βρουν ευκαιρία να βγούνε και να προμηθευτούν τρόφι-μα ή άλογα και δεύτερον αν κάποιοι από τους άντρες του τυ-ράννου θέλανε να περάσουν με το μέρος του Βασιλιά, όπως τους είχε πει ο Περαλόνσο, να τους συνδράμανε οι ανιχνευτές αυτοί και να τους προστατεύανε και να τους πηγαίνανε στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς του.

Μερικοί από τους στρατιώτες του στρατοπέδου του τυράν-νου που επιθυμούσαν να υπηρετήσουν την Μεγαλειότητά Σας και να περάσουν στο στρατόπεδό σας, δεν βρήκαν την ευκαι-ρία να το κάνουν γιατί ήτανε κλεισμένοι σ' εκείνο το περιφραγ-μένο με ντάπιες οίκημα και μέρα - νύχτα ο τύραννος έβαζε ισχυ-ρές φρουρές από έμπιστούς του φίλους, μέχρι την τρίτη νύχτα, την Παρασκευή, που πέρασαν δυο στρατιώτες του τυράννου αυτού στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας, με δυο αρκε-βούζια. Ο ένας λεγόταν Γκαρθία Ρένχελ κι ο άλλος Γκερέρο, οι οποίοι τους δώσανε ελπίδες πως θα λιποτακτούσαν κι άλλοι πολλοί και βοήθησαν πολύ με τον ερχομό τους γιατί επιβεβαιώ-θηκε αυτό που τους είχε πει ο Περαλόνσο. Χαρακτηριστικά εί-πανε οι δυο αυτοί στρατιώτες ότι θα λιποτακτούσαν κάποιος Χουάν Χερόνιμο ντε Εσπίντολα, διοικητής του τυράννου αυ-τού, κι ένας Ερνάν Θεντέρο, που σίγουρα θα το κάνανε μόλις βρίσκανε ευκαιρία, μαζί με όσους περισσότερους άντρες μπο-ρούσαν. Οι άντρες στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας κα-λοδέχτηκαν τους στρατιώτες αυτούς και τους δώσανε άλογα και συνόδευαν τους ανιχνευτές για να μιλήσουν στους άντρες του τυράννου και να τους πείσουν να λιποτακτήσουν. Την επό-μενη νύχτα έστειλε ο τύραννος τον διοικητή της φρουράς του, τον Ρομπέρτο ντε Κόκα και τον διοικητή Κριστόμπαλ Γκαρθία, μαζί με άλλους φίλους κι έμπιστούς του, ίσαμε εξήντα αρκε-

237

βουζιέρηδες, για να ψάξουν με προσοχή και μυστικότητα να βρουν το μέρος όπου βρισκόταν το στρατόπεδο της Μεγαλειό-τητάς Σας, γιατί δεν το ξέρανε, και να τους επιτεθούν και να τους κάνουν όση μεγαλύτερη ζημιά μπορούσαν και να αρπά-ξουν τ' άλογα, γιατί μεγάλη ανάγκη τα είχε ο τύραννος. Ύστε-ρα τους είπε να καταφύγουν στο οχυρό και την άλλη μέρα το πρωί θα έβγαινε ο ίδιος με τους υπόλοιπους άντρες να τους βοηθήσει και να τους κάνει πλάτες. Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες δεν γνώριζαν πού πήγαιναν αλλά πίστευαν ότι ττήγαιναν να ψάξουν να βρουν άλογα και ζωντανά γιατί αυτό τους είχαν ανακοινώσει ο τύραννος κι οι φίλοι του. Ενώ προ-χωρούσαν μέσ' τη νύχτα κι έψαχναν το στρατόπεδο της Μεγα-λειότητάς Σας, τους αντιλήφθηκε κάποιος διοικητής, ένας Ρο-μέρο, που ερχόταν την ώρα εκείνη από το χωριό της Νίρα, που βρίσκεται στην επικράτεια αυτή, για να μπει στην υπηρεσία της Μεγαλειότητάς Σας, με οχτώ ή δέκα συντρόφους του. Κι ενώ προχωρούσε σε κείνους τους χερσότοπους κι έψαχνε για το στρατόπεδο του Βασιλιά, είδε τους αρκεβουζιέρηδες. Μόλις τους είδε όλους να προχωρούν πεζοί, κατάλαβε ότι ήταν άντρες του τυράννου κι επειδή υποψιάστηκε τους σκοπούς τους, όρ-μησε προς τα κει που νόμιζε ότι ήτανε το στρατόπεδο της Με-γαλειότητάς Σας με μεγάλη βιασύνη, φωνάζοντας για να τους προειδοποιήσει. Τότε έπεσε πάνω στους ανιχνευτές και τους εξιστόρησε τα όσα είχε δει, και μαζί μ' αυτούς ειδοποίησαν αμέσως το στρατόπεδο της Μεγα>^ιότητάς Σας στο οποίο παρ' όλο που είχαν βάλει φρουρούς και σκοπιές, δεν είχανε πάρει είδηση τι συνέβαινε. Όλοι οι άντρες ανέβηκαν στα άλογα και βγήκανε να αναζητήσουνε τους τυράννους αυτούς μα επειδή μετά από αρκετή ώρα δεν τους είχανε βρει κι είχε πια πέσει η νύχτα, αποφάσισαν να μείνει ο στρατοπεδάρχης με εβδομήντα καβαλάρηδες και να συνεχίσει την αναζήτηση των τυράννων, κι αν δεν τους έβρισκε να μην εγκατέλειπε τις προσπάθειες μέχρι το πρωί, για να μην βρουν ευκαιρία να κάνουν αυτό που είχαν κατά νου. Όλοι οι υπόλοιποι άντρες γύρισαν για να ξε-κουραστούν στο κατάλυμά τους. Ο στρατοπεδάρχης κι οι άντρες του περιπλανήθηκαν όλη σχεδόν την νύχτα και τους αναζητούσαν. Εκείνοι όμως, όταν είδαν ότι τους είχαν κατα-λάβει κι ότι δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τον σκοπό

238

τους, κρύφτηκαν σε μια μικρή κοιλάδα σε ένα ψηλό ξέφωτο, όπου δεν μπορούσαν να τους δούνε παρά μόνο αν πέφτανε πάνω τους. Στο τέλος, ο στρατοπεδάρχης κι οι άντρες που ήτανε μαζί του, κουράστηκαν πια να τους αναζητούν, κι επειδή δεν τους έβρισκαν, επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους, όπου έμειναν όλοι τη νύχτα οπλισμένοι σε επιφυλακή, δίχως να ξαποστάσουν μήτε να κοιμηθούν, γιατί μόλις οι φρουροί κι οι σκοπιές άκου-γαν οποιοδήποτε θόρυβο, κι επειδή γνώριζαν ότι οι άντρες του τυράννου ήταν εκεί έξω, νόμιζαν πως ήταν αυτοί και σήμαι-ναν διαρκώς συναγερμό.

Μόλις ξημέρωσε, αποκαλύφθηκε η θέση των τυράννων στο ξέφωτο κι όλοι η στρατιά της Μεγαλειότητάς Σας πήγε κατά πάνω τους, μην τολμώντας δε οι άντρες του τυράννου να περι-μένουν στο ξέφωτο, στείλανε να ζητήσουν βοήθεια από τον τύ-ραννο και οπισθοχώρησαν σε έναν γκρεμό δίπλα σ' ένα ποτά-μι που ήτανε κοντά τους, που ήταν ψηλός κι απόκρημνος, και κει οχυρώθηκαν, από φόβο για τα άλογα. Δεν άργησε πολύ να τρέξει να τους συνδράμει ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε, μόλις έμαθε την θέση τους. Κίνησε από το οχυρό με είκοσι πέντε ή τριάντα αρκεβουζιέρηδες και την σημαία της φρουράς του υψωμένη, η οποία ήταν μαύρη με δυο ματωμένα σπαθιά στη μέση, και ήχους από τρομπέτες και τύμπανα. Κι όταν ενώθη-καν με τους υπόλοιπους, βγήκανε όλοι στην πεδιάδα, κι ανά-μεσα στις δύο στρατιές έγινε μια αποφασιστική και έντονη συμπλοκή. Οι άντρες της Μεγαλειότητάς Σας άρχισαν να υπο-χωρούν, με σκοπό να παρασύρουν τους άντρες του τυράννου σε επίπεδο έδαφος και να τους απομακρύνουν από έναν γκρε-μό που υπήρχε εκεί πέρα για να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν τα άλογα, και πράγματι ο τύραννος τους ακολουθούσε με με-γάλη βιασύνη. Αφού είχανε υποχωρήσει με την θέλησή τους και ήτανε πια καταμεσής στην πεδιάδα οι άντρες της Μεγαλειότη-τάς Σας γύρισαν και τους ρίχτηκαν με μεγάλη ζέση. Εδώ δό-θηκε μια αποφασιστική και λυσσαλέα μάχη κι ήταν ευχής έργο που οι άντρες του τυράννου δεν είχανε λογχοφόρους κι έτσι άρχισαν να τα χάνουν βλέποντας ότι τους επιτίθενταν απ' όλες τις πλευρές, γιατί τους είχανε περικυκλωμένους σχεδόν από παντού. Στη συμπλοκή αυ'^ συμμετείχε κι ένας διοικητής του ιππικού του τυράννου αυτού, ονόματι Διέγο Τιράδο, καβάλα

239

σε μια φοράδα. Κι έβγαινε κι έκανε επίθεση ενάντια στους άντρες της Μεγαλειότητάς Σας όποτε έβρισκε ευκαιρία κι έβλε-πε ότι μπορούσε να το κάνει εκ του ασφαλούς και δίχως να διατρέχει κίνδυνο. Και πάνω σε μια έφοδο, από κείνες που συνήθιζε να κάνει, πέρασε στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας. Τότε ο τύραννος άρχισε να οπισθοχωρεί, τρομοκρατημέ-νος με την λιποταξία του Διέγο Τιράδο. Και για να μην πάρουν θάρρος κι οι υπόλοιποι άντρες του και κάνουνε το ίδιο, άρχισε να λέει ο τύραννος: «Ηρεμήστε κύριοι! Τον Διέγο Τιράδο τον έστειλα εγώ για να κάνει μια δουλειά που είναι για το καλό όλων μας. Και πιστέψτε με ότι δεν έφυγε χωρίς την άδειά μου». Κι αυτά τα έλεγε με μεγάλη προσοχή για να μην τον εγκατα-λείψουν κι άλλοι. Αφού ενώθηκε ο Διέγο Τιράδο με τους άντρες της Μεγαλειότητάς Σας, τον οδήγησαν στον κυβερνήτη Πάμπλο Κολιάδο που, μαζί με τους υπόλοιπους αξιωματικούς του στρα-τοπέδου, χάρηκε πολύ με τον ερχομό του και του κάνανε μεγά-λες τιμές. Ο κυβερνήτης ο Πάμπλο Κολιάδο του έδωσε ένα καλό άλογο το οποίο ίππευε ο ίδιος. Μόλις είδε το άλογο ο Διέγο Τι-ράδο, στράφηκε προς τη μεριά του στρατοπέδου του τυράννου φωνάζοντας: «Εμπρός κύριοι, ζήτω η σημαία του Βασιλιά! Ζήτω ο Βασιλιάς, που κάνει τόσες χάρες!» Κι είναι αλήθεια ότι φέρθηκε σωστά στην περίπτωση αυτή για να σώσει τη ζωή του και να επανορθώσει τις πράξεις του και να ζήσει τον υπόλοιπο καιρό που του απόμενε. Γιατί εμείς οι άνθρωποι δεν πρέπει να κρίνουμε τις προθέσεις αλλά τα έργα που κάνει ο καθείς. Κι αυτό δεν το λέω με άλλο σκοπό παρά μόνο προς χάριν της αλή-θειας, επειδή κάθε δίκαιος άνθρωπος πρέπει να την έχει σαν το κύριο όπλο του κι επειδή οι κύριοι δικαστές μου έδωκαν προ-σταγή να συντάξω την εξιστόρηση τούτη με όποιο τρόπο και σειρά μου ήταν βολετό, και σ' αυτή να καταγράψω όλα όσα συνέβησαν στην εκστρατεία εκείνη, διότι θα απεστέλλετο από τούτο το Βασιλικό Δικαστήριο του Νέου Βασιλείου της Γρανά-δας στους κυρίους του Βασιλικού Συμβουλίου της Μεγαλειό-τητάς Σας στην Αυλή της Ισπανίας. Έτσι θέλω να πω ότι ο εν λόγω Διέγο Τιράδο ήρθε σ' αυτό το Νέο Βασίλιο της Γρανάδας και παρουσιάστηκε ενώπιον των κυρίων του Βασιλικού Συμ-βουλίου της Μεγαλειότητάς Σας, όχι χωρίς φιλοδοξία και με την πρόθεση να του κάνει η Μεγαλειότητά Σας χάρες και να

240

τον ανταμείψει για τις υπηρεσίες του, αν και σε κάθε μια από αυτές τις υπηρεσίες αντιστοιχούσαν καμιά τρακοσαριά ζημιές και πλημμελήματα. Γιατί αν ήταν καλός και πιστός υπηρέτης της Μεγαλειό^τάς Σας, πολλές φορές είχε την ευκαιρία να το αποδείξει με έργα, δίχως να περιμένει το τέλος του τυράννου. Γιατί ήτανε ένας από κείνους τους τρεις που μπήκανε πρώτοι στο χωριό της Νήσου Μαργαρίτας, ζητωκραυγάζοντας τον τύ-ραννο και πιάσανε αιχμάλωτους και λαβώσανε τις αρχές και τους κατοίκους του χωριού. Κι ήταν ένας από δαύτους που βού-τηξαν και πλιατσικολόγησαν το Βασιλικό Ταμείο και το κά-νανε κομμάτια. Και πάντοτε, ως επικεφαλής και διοικητής του τυράννου, είχε στη διάθεσή του τα καλά τα άλογα που υττήρ-χαν στο στρατόπεδο, καθώς και όσα αρπάξανε από τον κυβερ-νήτη Δον Χουάν ντε Βιλιαντράντο και τους δημάρχους του Βασιλέα. Και μ' αυτά τα άλογα ττήγαινε στα αγροκτήματα του νησιού αυτού λεηλατώντας και τραυματίζοντας τους παροί-κους. Γιατί είναι γνωστό τοις πάσι ότι στη Νήσο Μαργαρίτα κάποιοι ινδιάνοι με βέλη του στήσανε παγίδα, γιατί τους είχε αρπάξει τις γυναίκες και τις πήγαιναν στον τύραννο. Κι οι ιν-διάνοι, για να ξαναπάρουν πίσω τις γυναίκες τους, τους κυνή-γησαν με τα βέλη τους και τους λαβώσανε όλους. Αρχηγός τους και διοικητής ήταν ο Διέγο Τιράδο, και μαζί του ο Ρομπέρτο ντε Κόκα, καθώς και κάποιος Διέγο Σάντσεθ Μπιλμπάο. Οι ινδιά-νοι κατάφεραν και τους πήρανε τις γυναίκες τους, κι εκείνοι γύρισαν βαριά λαβωμένοι. Είχε όλο τον καιρό και κάθε ευκαι-ρία να πάει ρϋΤτο μέρος των αντρών του Βασιλέα, γιατί μπο-ρούσε να παραμείνει στο νησί, όπως έκαναν άλλοι. Κι εφόσον δεν το έκανε, θα μπορούσε να πάψει πια να ζητάει χάρες από την Μεγαλειότητά Σας. Γιατί λέει πως αυτός μόνος του κατα-τρόπωσε τον τύραννο, στερώντας από πολλούς άλλους τα σχε-τικά οφέλη, παρ' όλο που γνώριζε πολύ καλά τι είχαν πράξει οι άλλοι. Επειδή όμως ισχύει το ότι η αλήθεια μπορεί να λυγί-ζει μα ποτέ δεν σπάει, είναι θέλημα Κυρίου να εμφανιστεί κά-ποιος και να τολμήσει να πει την αλήθεια. Οι εν λόγω κύριοι του Βασιλικού Δικαστηρίου θεώρησαν και με το παραπάνω ότι έτσι όντως είχαν τα πράγματα. Παρ' όλα αυτά υπήρξαν κι άνθρωποι που διακινδύνευσαν και υπέφεραν πιο πολύ απ' αυτόν για να υπηρετήσουν τον Βασιλέα. Θα έπρεπε δε να είναι

16. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ,Ελδοράδο 2 4 1

κι αυτός ικανοποιημένος όπως κι οι άλλοι. Τα λέω όλα τούτα, γιατί υπήρξε και μια άλλη εξιστόρηση'̂ '̂ η οποία εξαπάτησε πολλούς που είπαν πως ο Διέγο Τιράδο άξιζε να του κάνει χά-ρες η Μεγαλειότητά Σας, χάρες τις οποίες και εκέρδισε, και το πρώτο που κατάφερε είναι να τον στείλουν σιδηροδέσμιο στην επικράτεια της Βενεζουέλας και τη θέση του να πάρει ο κυβερ-νήτης της. Και άποψή μου δεν είναι ότι πρέπει να υπάρξει μια εξιστόρηση που θα κερδίσει τον τίτλο της φιλαλήθους γιατί πολ-λά πράγματα την αντικρούουν, ιδίως δε, πράγματα που θα έπρε-πε να αφορούν την Μεγαλειότητά σας και το ανώτατο Σας Συμ-βούλιο και που θα πρέπει να διερευνηθούν με προσοχή και να επαληθευθούν από άτομα που ήταν παρόντα, και τα οποία θα πρέπει να δηλώσουν ότι την ταστεύουν, γιατί μόνον έτσι, νομί-ζω, θα αποφευχθούν τα λάθη και θα αποδοθούν εκάστω έκα-στα.

Στην συμπλοκή που ανέφερα ότι έγινε εδώ πέρα, συνέβη ένα πολύ αξιοσημείωτο γεγονός. Ενώ όλοι οι άντρες του τυράννου ήταν αρκεβουζιέρηδες κι επιτίθενταν και έριχναν διαρκώς ενά-ντια στους άντρες του Βασιλιά, δεν λάβωσαν μήτε άνθρωπο μήτε άλογα από τον στρατό της Μεγαλειότητάς Σας ενώ εκεί-νοι, παρ' όλο που είχαν μόνο πέντε-έξι αρκεβούζια, λαβώσανε δυο από τους άντρες του τυράννου και του σκότωσαν και μια φοράδα, την οποία ίππευε ο ίδιος.

Βλέποντας ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε την λιποταξία του διοικητή του τού Διέγο Τιράδο, τον οποίο τον εμπιστευόταν πε-ρισσότερο απ' όλους τους δικούς του και τον πυροβολισμό που είχανε ρίξει στην φοράδα του που τον κατατρόμαξε και τον ανησύχησε πολύ καθώς και την ορμητικότητα με την οποία τους ρίχνονταν οι άντρες του Βασιλέα και την ολιγωρία των δικών του, καθώς κι ότι οι μαρανιόνες του, οι περιβόητοι αρ-κεβουζιέρηδες, δεν είχανε λαβώσει ούτε καν ένα άλογο από τους αντιπάλους, άρχισε να καταλαβαίνει ότι ήταν χαμένος. Και θέλοντας να ξεφύγει από τον χαμό του, κατέβηκε από την σκοτωμένη φοράδα και με ένα δόρυ στο χέρι, άρχισε να μαζεύει τους άντρες του όσο πιο γρήγορα μπορούσε με τη βοήθεια με-

47. Αναφέρεται μάλλον συ\\ Εξιστόρηση του Φρανθίσκο Βάθκεθ, ο οποίος τονίζει το πόσο θαρραλέα φέρθηκε ο Διέγο Τιράδο.

242

ρικών από τους φίλους του που τους σπρώχνανε με δόρατα και τους οδήγησε στον γκρεμό που αναφέραμε, με τους άντρες της Μεγαλειότητάς Σας στο κατόπιν του για να τον κατατροπώ-σουν. Δίχως να σταματήσει εκεί, ττήγε με μεγάλη βιασύνη στο οχυρό του, γιατί φοβήθηκε ότι θα τον έπιαναν οι άντρες της Με-γαλειότητάς Σας. Κι αν εκείνοι το έπαιρναν είδηση, εκεί πέρα μπορούσαν να τον κατατροπώσουν αμέσως, γιατί του είχαν μείνει πολύ λίγοι άντρες, κι οι περισσότεροι ήταν άρρωστοι και δεν ήταν έμπιστοί του. Αφού γύρισε ο τύραννος στο οχυρό του, ολοφάνερα δυσαρεστημένος, άρχισε να βρίζει τους στρατιώ-τες και τους διοικητές του, αποκαλώντας τους δειλούς κι άχρη-στους, κι έλεγε: «Μα πού πυροβολείτε μαρανιόνες, στα αστέ-ρια;». Ύστερα άρχισε να αφοπλίζει κάποιους που τους θεωρού-σε ύποπτους, κι έβαλε γερές φρουρές στο στρατόπεδό του, τους πιο στενούς του φίλους, για να μην το σκάσει κανείς. Την άλλη μέρα, αποφάσισε με κάποιους από τους φίλους του να διαπρά-ξει μια μεγάλη αχρειότητα, κι έκανε μια λίστα με όσους στρα-τιώτες θεωρούσε ύποπτους κι όσους ήταν άρρωστοι στο στρα-τόπεδό του, για να τους σκοτώσει όλους, και θα πρέπει να 'ταν πάνω από πενήντα άντρες. Με όσους του απόμεναν σκόπευε να αποτραβηχτεί κατά την θάλασσα και να προσπαθήσει ν' αρ-πάξει κάποιο πλοίο και να τραβήξει προς άλλη κατεύθυνση. Ήταν ήδη έτοιμος να κάνει πράξη τα ανόσια σχέδιά του κι αφού αφόπλισε αυτούς που σκόπευε να σκοτώσει ανακοίνωσε τις άθλιες προθέσεις του σε άλλους φίλους του, σε όσους πρώτοι το είχαν μυριστεί. Εκείνοι, προβλέποντας πλέον τον χαμό του, και επιθυμώντας να επιδείξουν κάποια εύσημα για να περά-σουνε στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας, όπως κάνανε αργότερα, βλέποντας ότι δεν υττήρχε άλλη λύση, τον εμπόδισαν με σωστά επιχειρήματα, λέγοντας πως δεν ήταν δυνατόν να μπορέσουν να αναγνωρίσουν τους υπόπτους, αν και όταν υπήρ-χαν. Κι ότι μπορεί, νομίζοντας ότι σκότωνε τους ύποπτους, τυχαία να σκότωνε εκείνους που ήταν με το μέρος του κι ήτα-νε φίλοι του, κι αντίθετα, μπορεί να άφηνε ζωντανούς εκείνους που ήτανε αντίπαλοί του. Ας έκρινε από τον διοικητή του τον Διέγο Τιράδο που ήταν ένας από κείνους που περισσότερο τους είχε εμπιστοσύνη και είχε λιποτακτήσει. Κι ότι δεν ήταν και-ρός να σκοτώσουν κανέναν γιατί, αν σκότωνε εκείνους που

243

υποπτευόταν, εκείνοι που θα μέναν ζωντανοί θα μπαίνανε σε υποψίες και θα έπρεπε να τους σκοτώσει κι αυτούς κι από τον φόβο τους θα του έφευγαν όλοι κι ότι μπορεί να λάθευε σε όσα πίστευε σωστά. Με τα λόγια αυτά καθώς και με άλλα που του είπανε και πάνω απ' όλα, με το θέλημα του Θεού που δεν επέ-τρεψε να γίνει μια τέτοια αχρειότητα, εγκατέλειψε την ιδέα να τους σκοτώσει. Δεν έπαψε όμως να έχει κατά νου να γυρίσει στην ακτή, αυτή ήταν η πρόθεσή του. Έτσι, προσέχοντας πολύ τα αρκεβούζια που πήρε από όσους δικούς του υποψιαζόταν για να μην πάρουν μαζί τους και τα όπλα και τα στρέψουν εναντίον του σε περίπτωση που λιποτακτούσαν και πήγαιναν με το μέρος του Βασιλιά, έμεινε κλεισμένος στο οχυρό δίχως να βγει και χωρίς να επιτρέψει σε κανέναν να βγει τρεις μέρες, δηλαδή από την Παρασκευή το πρωί μέχρι την Δευτέρα, οργα-νώνοντας τη φυγή του από τη μεριά της θάλασσας. Όλες αυτές τις μέρες είχε βάλει να φρουρούν σκοπιά οι πιο στενοί του φί-λοι , τους οποίους είχε για φρουρούς και οι οποίοι ήταν σχε-δόν εξίσου ένοχοι μ' αυτόν για την τυραννία. Τις ημέρες αυτές υποφέρανε πολύ από την πείνα στο στρατόπεδο του τυράννου, γιατί δεν άφηνε κανέναν να βγει επειδή φοβόταν ότι θα το έσκα-γαν, και για να πάνε να ψάξουνε για τρόφιμα έπρεπε να πάνε πολλοί μαζί, γιατί γύρω από το οχυρό κυκλοφορούσαν πάντα πολλοί καβαλάρηδες του στρατού της Μεγαλειότητάς Σας, για να τους εμποδίζουν να βρούγε τρόφιμα και για να μαζευτούν όσοι διέφευγαν. Έτσι, από την πείνα, φάγανε εκείνες τις μέρες στο στρατόπεδο του τυράννου κάποια νεαρά μουλάρια και σκυλιά που σκότωσαν, και θα τρώγανε ακόμα και τα άλογα αλλά τους εμπόδισε ο τύραννος γιατί τα χρειαζόταν για να αποσυρθεί κατά τη θάλασσα.

Στο αναμεταξύ, από τους στρατιώτες του τυράννου που εί-χαν λιποτακτήσει εκείνες τις μέρες στο στρατόπεδο του Βασι-λιά, μαθεύτηκε ότι ο τύραννος αυτός είχε αποφασίσει να γυ-ρίσει στην Μπουρμπουράτα. Για να εξακριβώσουν αν αυτό ήταν αλήθεια, πήρε ο στρατοπεδάρχης τριάντα με σαράντα κα-βαλάρηδες και πήγανε κοντά στο στρατόπεδο του τυράννου για να δουν τι γινόταν. Την Δευτέρα το πρωί, στις είκοσι επτά του Οκτώβρη του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα, ενώ είχε α-φοπλίσει ο τύραννος πολλούς από τους άντρες του κι ανάμε-

244

σά τους και κάποιους από τους διοικητές του κι είχε φορτώσει πια τα πολεμοφόδια και τα όπλα στα άλογα που είχανε εκεί, θέλησε να κινήσει κατά την θάλασσα, αλλά κανένας από τους δικούς του δεν θέλησε να τον ακολουθήσει, λέγοντας όλοι με μια φωνή ότι ήταν καλύτερα να περιμένουν και να προχωρή-σουν μόλις έπεφτε η νύχτα. Μετά απ' αυτό οι αφοπλισμένοι άρ-χισαν να λένε ότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν δίχως όπλα, κι ότι δεν ήταν σωστό να γυρίσουν πίσω, και λέγανε ότι το καλύτερο ήταν να τους επιστρέψουν τα όπλα τους και να προ-χωρήσουν μπροστά. Βλέποντας ο τύραννος τη θέλησή τους και θέλοντας να τους ικανοποιήσει και να δοκιμάσει μήπως έτσι πήγαιναν καλύτερα τα πράγματα, παρ' όλο που ήταν πια αργά για πειραματισμούς, κι αφού προηγήθηκαν ανάμεσα σε κείνον και τους μαρανιόνες κάποιες συζητήσεις, στις οποίες οι μα-ρανιόνες του αποκρίνονταν με προπέτεια και ενώ παραπονιό-ταν για τους μαρανιόνες που τον εγκατέλειπαν και τϋήγαιναν με το μέρος του Βασιλιά, του αποκρίθηκε κάποιος Χουάν Χε-ρόνιμο ντε Εσπίντολα, ένας διοικητής του, λέγοντας ότι δεν είχε δίκιο που παραπονιόταν γι' αυτούς γιατί αν όταν άρχισαν να το σκάνε στην Μαργαρίτα και την Στερεά Γη τους είχε αφήσει και δεν είχε δώσει διαταγή να τους βρούνε και να τους κρεμά-σουν, τότε θα έβλεπε πραγματικά πόσοι άντρες θα του έμεναν και τι μπορούσαν να του προσφέρουν, αλλά εκείνος κι οι φί-λοι του κουβαλούσαν τους περισσότερους άντρες με το ζόρι κι έτσι δεν έπρεπε τώρα να ξαφνιάζεται. Αφού άκουσε τα λόγια τούτα ο τύραννος παραδέχτηκε με μεγάλη του θλίψη, ότι ήταν αλήθεια. Και θέλησε να σκοτώσει τον Εσπίντολα μα δεν βρήκε κανέναν να τον βοηθήσει σ' αυτό, γιατί εκείνοι που μπορού-σαν να τον βοηθήσουν έβλεπαν πως ήταν πια χαμένος. Τότε ο τύραννος επέστρεψε τα όπλα σε όλους τους και τους είπε να πράξουνε καταπώς ήθελαν. Υττήρξαν μερικοί που δεν θέλησαν να τα πάρουν, κι ο ίδιος ο τύραννος τύήγε και τους παρακάλε-σε να τα πάρουν και τους ζήτησε συγγνώμη λέγοντας ότι μπο-ρούσαν να του συγχωρήσουν ένα λάθος λες κι ήτανε μόνο εκεί-νη η προσβολή που είχε κάνει στους στρατιώτες του, τους οποίους είχε κάνει δούλους και τους είχε συντρίψει στερώντας τους την ε5ΐευθερία τους, πράγμα που δήλωνε και η προσωνυ-μία του, σκοτώνοντάς τους και προσβάλλοντάς τους με έργα

245

και με λόγια. Στο τέλος όμως πήρανε όλοι τα όπλα τους και κανένας δεν βρέθηκε να αποτολμήσει να τον σκοτώσει τη στιγ-μή εκείνη. Τότε εμφανίστηκε πάνω στον γκρεμό του οχυρού ο στρατοπεδάρχης του στρατοπέδου της Μεγαλειότητάς Σας μαζί με τους άντρες του, αρκετά κοντά στον τύραννο, κι οι άντρες του τυράννου άρχισαν να τους ρίχνουν με τα αρκεβούζια και πλήγωσαν στον λαιμό το άλογο στο οποίο επέβαινε ο διοικη-τής Πέδρο Μπράβο κι ήταν η μόνη λαβωματιά που δέχτηκε ο στρατός της Μεγαλειότητάς Σας. Εκείνη την ώρα, θα ήταν λίγο πριν το μεσημέρι, είπανε οι στρατιώτες στον τύραννο πως θέ-λανε να πάνε να τους επιτεθούν γιατί είχανε πλησιάσει πολύ και θέλανε να τους διώξουνε από εκεί πέρα κι ο τύραννος βγή-κε για να τους κοιτάζει από την πύλη του οχυρού. Κι ενώ γινό-νταν αυτά, ο διοικητής Εσπίντολα, παίρνοντας μαζί του κά-ποιους δικούς του, επειδή φοβόταν για τα όσα είχε πει στον τύ-ραννο, άρχισε να ττηγαίνει με το μέρος των αντρών του Βασι-λιά μπροστά στα μάτια του τυράννου, κι ενώθηκε με τον στρα-τοπεδάρχη της Μεγαλειότητάς Σας και πίσω του και μερικοί από τους άντρες που βρίσκονταν εκεί. Κι ο τύραννος, με μεγά-λο πόνο και θλίψη, τους παρακολουθούσε ενώ τον εγκατέλει-παν. Όταν ξαναμπήκε στο οχυρό είδε πως όλοι όσοι είχαν μεί-νει εκεί πέρα είχαν αρχίσει να το σκάνε από τον κήπο, πηδώ-ντας τον φράκτη και τα τοιχία του οχυρού. Έτσι απόμεινε με έξι-εφτά από δαύτους που έλεγαν ότι ήταν φίλοι του, ανάμεσά τους κι ένας διοικητής του, κάποιος Λιαμόσο, στον οποίο είπε ο τύραννος: «Γιε μου, Λιαμόσο, πώς σου φαίνονται όλα τού-τα;» Κι ο Λιαμόσο αποκρίθηκε: «Εγώ θα πεθάνω μαζί με την αφεντιά σου, και θα μείνω μέχρι να μας κάνουν κομμάτια». Τότε ο τύραννος έστρεψε το πρόσωπό του κι αντίκρισε έναν στρατιώτη που όπως έχουμε πει διακρίθηκε για τις υπηρεσίες του προς τον Βασιλιά, που λεγόταν Πεδράριας ντε Αλμέστο, και του είτυε: «Πεδράριας μείνε ακίνητος και μην βγεις από δω μέσα, εγώ είμαι εκείνος που θα πω πριν ξεψυχήσω ποιος και πόσοι ήτανε πιστοί στον Βασιλέα της Καστίλλης. Κι ας μην νομίζουν αυτοί, που τόσους κυβερνήτες και μοναχούς και κληρικούς και γυναίκες σκότωσαν, που λήστεψαν και κάψανε και κατέστρε-ψαν χωριά, που κάνανε κομμάτια βασιλικά θησαυροφυλάκια, πως τώρα θα τα ξεγράψουν όλα με το να πάνε τρέχοντας στο

246

στρατόπεδο του Βασιλιά». Τότε ο Πεδράριας, ξέροντας ότι δεν ήταν ασφαλής από τις προδοσίες του τυράννου, περίμενε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, κι επειδή δεν είχε όπλα και στην πύλη του οχυρού στέκονταν φρουροί δυο αρκεβουζιέρηδες, αποφάσισε να αρπάξει ένα δόρυ που ήτανε εκεί και να βγει από την πύλη φωνάζοντας: «Ζήτω ο Βάσιλιάς! Ζήτω ο Βασιλιάς!» κι όσοι φύλαγαν την πύλη έκαναν το ίδιο. Τότε οι νέγροι που ήτανε μαζί με τον στρατηγό τους βγήκανε και κείνοι λέγοντας στον Πεδράριας: «Κύριε, πάρε μας μαζί σου στο στρατόπεδο του Βασιλιά, γιατί θα μας σκοτώσουν». Έτσι, βλέποντας ο αχρείος ο τύραννος πως είχε μείνει σχεδόν ολομόναχος, απελ-πισμένος όπως ήταν αυτός ο διάβολος, αντί να μετανοήσει για τις αμαρτίες του, διέπραξε κι άλλη βαρβαρότητα χειρότερη από πριν, με την οποία επισφράγισε όλες τις υπόλοιπες αγριότητές του. Σκότωσε με μαχαιριές την μοναχοκόρη του, την οποία έδειχνε ότι την αγαπούσε περισσότερο κι από τον εαυτό του. Όταν ο Πεδράριας συνάντησε τον στρατοπεδάρχη και του εξι-στόρησε τα όσα έκανε ο τύραννος, κι εκείνος είδε ότι μαζί του είχαν έρθει όλοι οι νέγροι κι οι φρουροί που είχε βάλει στις πύλες του οχυρού, ζήτησε την γνώμη του Πεδράριας για το τι έπρεπε να κάνουν, κι εκείνος του αποκρίθηκε ότι έπρεπε να πάνε στο οχυρό και να του επιτεθούν και να τον κάνουν να παραδο-θεί. Έτσι, ο Διέγο Γκαρθία ντε Παρέδες, στρατοπεδάρχης της Μεγαλειότητάς Σας, πρόσταξε κάποιον από τη συνοδεία του να ξεπεζέψει κι έδωσε το άλογο στον Πεδράριας και του είπε να πάνε οι δυο τους μπροστά κι οι υπόλοιποι, που θα 'τανε ίσαμε δεκαπέντε καβαλάρηδες, να τους ακολουθήσουν. Και κάνανε επίθεση στο οχυρό κι ο στρατοπεδάρχης του στρατοπέδου κι ο Πεδράριας μττήκανε μέσα, με μεγάλη προσοχή γιατί φοβόνταν τα πυροβόλα όπλα, γιατί μπορεί να ήταν έτοιμος ο τύραννος και να τους έριχνε. Αλλά με το θέλημα του Θεού, όταν μπήκα-νε δεν τους είχε πάρει είδηση ο τύραννος πάνω στην αναστά-τωσή του. Ξεπέζεψαν και πιάσανε αιχμάλωτο τον τύραννο, ο οποίος μόλις είδε ότι ο στρατοπεδάρχης του στρατοπέδου κι ο Πεδράριας είχανε βγάλει τα σπαθιά τους κι είχανε σκοπό να τον χτυττήσουνε, είπε: « Αχ, Πεδράριας, τι το κακό σου έκανα εγώ:» Κι ο Πεδράριας άρχισε να τον αφοπλίζει και του έβγαλε έναν καφέ μανδύα με ανοίγματα για τα χέρια που είχε για να

247

κρατάει τα όπλα του κι ύστερα ο Διέγο Γκαρθία ντε Παρέδες του ττήρε τον πέτσινο θώρακα. Έφτασαν κι όλοι οι άλλοι άντρες, κι εκεί μπροστά στα πόδια του τυράννου βρήκανε την κόρη του νεκρή, μαχαιρωμένη. Τότε παρακάλεσε ο τύραννος τον Διέγο Γκαρθία ντε Παρέδες να μην αφήσει να σκοτώσουν κανέναν από τους μαρανιόνες του, αλλά να τον ακούσουν πρώτα και να τον οδηγήσουν στον κυβερνήτη και τον γενικό διοικητή γιατί ήθελε να μιλήσει μαζί τους και να τους πει πράγματα που με-γάλη υπηρεσία θα πρόσφεραν στην Μεγαλειότητά Σας. Δύο όμως από τους μαρανιόνες του, που αρκετά ένοχοι ήταν, των οποίων το όνομα δεν θα αναφέρουμε μέχρι να δοθεί ευκαιρία, μόλις τον άκουσαν να ξεστομίζει αυτά τα λόγια, από φόβο μήπως πει πράγματα που θα έβλαπταν τους ίδιους και θα τους καταδίκαζαν, του έριξαν ο ένας μετά τον άλλον με τα αρκεβού-ζια που κουβαλούσαν. Με την πρώτη ριξιά, που τον πέτυχε λίγο πιο πάνω από το στήθος, κάτι είπε μέσα απ' τα δόντια του μα δεν κατάλαβαν τι ήθελε να πει. Μόλις του ρίξανε για δεύτερη φορά, έπεσε νεκρός δίχως να ζητήσει συγχώρεση απ' τον Θεό, αλλά σαν κακός χριστιανός, και αν δώσουμε βάση στα λόγια του, σαν ειδωλολάτρης και αιρετικός και ματαιόδοξος, γιατί του φαινόταν πως καλύτερη τύχη θα είχε να τον θεωρούσαν παράτολμο αντί για χριστιανό, γιατί είχε πει πολλές φορές ότι, αν δεν κατάφερνε να πάει στο Πιρού και να το καταστρέψει και να σκοτώσει όσους βρίσκονταν εκεί, τουλάχιστον η φήμη των κατορθωμάτων του και των αγριοτήτων που είχε διαπρά-ξει, θα έμενε στην μνήμη των ανθρώπων για πάντα και το κε-φάλι του θα έμπαινε στον πάσσαλο για να μην χαθεί η ανάμνη-σή του κι ότι μ' αυτό ήταν ικανοποιημένος. Κι έτσι ττήγε η ψυχή του στην κόλαση για πάντα και το μόνο που θα απομείνει από δαύτον ανάμεσα στους ανθρώπους είναι η φήμη του αχρείου Ιούδα, για να βλαστημούν και να φτύνουν στο όνομά του, σαν τον χειρότερο και αχρειότερο άνθρωπο που γεν\ή^θηκε ποτέ στον κόσμο.

Αφού πέθανε πια ο αχρείος ο τύραννος, του έκοψε το κεφά-λι ένας από τους μαρανιόνες του, ονόματι Κουστόδιο Ερνάντεθ, που δεν ήταν άμοιρος ευθυνών, ο οποίος κίνησε μαζί με τον Πε-δράριας ντε Αλμέστο να πάνε τα μαντάτα στον κυβερνήτη και τον γενικό διοικητή, που έρχονταν μαζί με όλους τους άντρες

248

προς το οχυρό με μεγάλη βιάση, για να τους πει ο Πεδράριας τα νέα για τον θάνατο του τυράννου και για να μην βιάζεται πια ο στρατός του Βασιλιά να έρθει. 'Οταν τους έφτασε ο Πε-δράριας, τον καλοδέχτηκαν κι ο κυβερνήτης κι ολόκληρο το στρατόπεδό του και τότε τους εξιστόρησε τα όσα συνέβησαν, πράγμα που τους χαροποίησε πολύ. Ύστερα ήρθε όλος ο στρα-τός και έκανε επίθεση στο οχυρό όπου βρισκόταν νεκρός πια ο καταραμένος ο τύραννος, που κειτόταν καταγής και τον έσερ-ναν από δω κι από κει οι νέγροι και οι ινδιάνοι. Τότε ο κυβερ-νήτης Πάμπλο Κολιάδο πρόσταξε να μαζέψουν τα όπλα και τα πολεμοφόδια και να βάλουνε φρουρούς να φυλάνε τον τύραν-νο καθώς και τους δρόμους γύρω από το Μπαρτσιθιμέτο και πράγματι έτσι έγινε. Το κεφάλι του το πήγανε στο Τοκούγιο και το κρεμάσανε από τον στύλο μέσα σε ένα σιδερένιο κλουβί και το δεξί του χέρι στην πόλη Μέριδα και το αριστερό στην Βα-λένθια, λες κι ήταν τα λείψανα κάποιου αγίου. Έτσι, όχι μόνο βγήκε αληθινό αυτό που από μόνος του είχε προφητεύσει για τον εαυτό του, αλλά κι ακόμα περισσότερο απ' όσα ήθελε και επιθυμούσε, για να τον θυμούνται όλοι και να μην απωλεσθεί η αχρεία του ανάμνηση. Εγώ πιστεύω πως θα ήτανε καλύτερο να τον ρίξουνε στα σκυλιά για να τον φάνε ολόκληρο, για να ξεχαστεί η κακή του φήμη, γιατί πολύ γρήγορα θα χανόταν από την μνήμη των ανθρώπων ένας τέτοιος αχρείος άνθρωπος που ήθελε να κερδίσει φήμη με την ατιμία. Ήταν φορές που ο τύ-ραννος αυτός έλεγε πως ήξερε με βεβαιότητα ότι η ψυχή του δεν μπορούσε να σωθεί. Κι ότι ακόμα και ζωντανός ήξερε ότι θα καιγόταν στην κόλαση. Κι επειδή δεν γίνεται να είναι πιο μαύρο το κοράκι από τα φτερά του, έπρεπε να κάνει αχρειότη-τες και ατιμίες για να ακουστεί το όνομα του Αγκίρε σε ολό-κληρη τη γη και ίσαμε τον έβδομο ουρανό. Κι άλλες φορές έλε-γε πως ο Θεός είχε τον Παράδεισο για όσους τον υπηρετούσαν και τη γη για όσους είχαν κότσια. Κι ας έδειχνε ο Βασιλέας της Καστίλλης την διαθήκη του Αδάμ, για να δούμε αν του είχε αφήσει κληρονομιά αυτή την χώρα των Ινδιών. Έλεγε πως οι άνθρωποι δεν πρέπει, από φόβο μήπως πάνε στην κόλαση, να μην κάνουν όλα όσα ορέγονταν, αφού μόνο και μόνο το να πι-στεύουν στον Θεό αρκεί για να πάνε στον Παράδεισο. Κι ότι αυτός δεν ήθελε να είναι οι στρατιώτες του φανατικοί χριστια-

249

νοί και θρήσκοι, αλλά να παίζουν την ψυχή τους στα ζάρια με τον διάολο αν χρειαστεί. Κι έτσι ήταν εχθρός όσων είχαν μαζί τους ροζάρια ή ευαγγέλια, και τους τα έπαιρνε ή τους τα έσχι-ζε και δεν τους άφηνε να τα έχουν μαζί τους, ούτε και τολμού-σαν να προσεύχονται μπροστά του.

Πέθανε ο τύραννος αυτός μια Δευτέρα, στις είκοσι εφτά του Οκτώβρη του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα, παραμονή των Αποστόλων Πέτρου και Ιούδα, μεγάλη η χάρη τους, έξι μέρες αφότου είχε φτάσει στη Νουέβα Βαλένθια και την πόλη του Μπαρτσιθιμέτο, κι αφού είχε κυβερνήσει μόνος του ως τύ-ραννος από τις είκοσι δύο Μαΐου του ιδίου έτους, μέρα που σκό-τωσε τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, τον πρίγκιπά του, ίσα-με τη μέρα που πέθανε, που μας κάνει πέντε μήνες και πέντε μέρες. Στο διάστημα αυτό σκότωσε πάνω από εβδομήντα αν-θρώπους κι ανάμεσά τους και μοναχούς και κληρικούς και γυναίκες.

Βλέποντας ο τύραννος αυτός, τρεις μέρες πριν από τον θά-νατό του, ότι οι άντρες του άρχιζαν να λιποτακτούν και να μπαί-νουν στην υττηρεσία του Βασιλιά κι ότι μπορούσε να ηττηθεί παρά τη θέλησή του, γιατί νόμιζε ότι στην επικράτεια της Βε-νεζουέλας θα συναντούσε μικρή αντίσταση, παρ' όλο που δεν το 7ΐ;ερίμενε γιατί λιγοστοί ήταν οι άντρες και τα όπλα που υττήρ-χαν εκεί, όντας άνθρωπος που δεν θυμόταν τον Θεό, ούτε υπο-λόγιζε την μεγάλη του δύναμη, κι επειδή όταν Εκείνος θέλει κατατροπώνει τους ξιπασμένους με το χέρι των αδύναμων και των ταπεινών, λένε ότι είπε: «Αν πρέπει να πεθάνω νικημένος στην επικράτεια αυτή της Βενεζουέλας, δεν έχω πίστη μήτε στον Θεό, μήτε στην αίρεση του Μωάμεθ μήτε στον Λούθηρο, κι ούτε κι ειδωλολάτρης είμαι. Το μόνο που πιστεύω είναι ότι δεν υπάρ-χει άλλο από τη γέννηση και τον θάνατο». Κι έτσι πέθανε δί-χως να εξομολογηθεί, από αρκεβούζιο, αφορεσμένος από τον πάπα πολλάκις, πληρώνοντας για τον θάνατο των μοναχών και των κληρικών και ενός Κομενταδόρ της Ρόδου, καθώς και για τους εμπρησμούς πολλών χωριών και εκκλησιών καθώς και για άλλα πολλά που αναφέραμε στην Εξιστόρηση αυτή, κι αφού είχε ξεστομίσει πολλά ανίερα λό^α, δίχως κανένα σημάδι με-ταμέλειας μήτε και χριστιανικού πνεύματος. Απ' όλα τούτα

250

μπορούμε να φανταστούμε πού βρίσκεται η ψυχή του, εφόσον πέθανε αιρετικός κι αφορεσμένος δίχως συγχώρεση για τις αμαρτίες του.

Ήταν ο τύραννος αυτός ο Λόπε ντε Αγκίρε πενηντάρης σχε-δόν, μικρόσωμος κι ασήμαντος, άσχημος με πρόσωπο μικρό και λιπόσαρκο. Όταν τα μάτια του σε κάρφωναν, έβραζε η ματιά του, κυρίως όταν ήταν οργισμένος. Το πνεύμα του ήταν οξύ και γρήγορο για άνθρωπο αγράμματο. Ήταν Βάσκος και, καταπώς έλεγε ο ίδιος, γέννημα του Ονιάτε, της επαρχίας της χώρας των Βάσκων. Δεν έχω καταφέρει να μάθω ποιοι ήταν οι γονείς του, αλλά απ' όσα έλεγε ο ίδιος σε ένα γράμμα που έγραψε στον Βασιλιά Δον Φελίπε, τον κύριο μας, ήταν ιδαλγός. Κρίνοντάς τον όμως από τα έργα του, ήταν τόσο απάνθρωπος και αχρείος, που δεν υπάρχει ούτε και μπορεί να βρει κανείς πάνω του κά-ποιο καλό στοιχείο ή κάποια αρετή. Ήταν καβγατζής και πα-ράτολμος όταν βρισκόταν με παρέα. Κι άντεχε πολύ στις κα-κουχίες, ιδιαίτερα στην έλλειψη ύπνου, κι όσο κράτησε η τυ-ραννία του, λίγες φορές τον είδαν να κοιμάται, μόνο κάποιες στιγμές τη μέρα, ενώ την νύχτα πάντα ξαγρυπνούσε. Αντεχε στην πεζοπορία ακόμα και φορτωμένος με μεγάλο βάρος. Μπο-ρούσε να κουβαλήσει πολλά όπλα στις ανηφοριές και πολλές φορές πεζοπορούσε φορώντας δυο βαριούς θώρακες, σπαθί και σπάθα και σιδερένιο κράνος, και μ' ένα αρκεβούζιο ή ένα ακό-ντιο στο χέρι. Αλλες φορές πάλι ένα επιστήθιο. Ήταν βέβαια εχθρός των καλών και των ενάρετων κι έτσι του φαινόνταν κακές όλες οι ενάρετες και άγιες πράξεις. Ήταν φίλος και σύ-ντροφος των άτιμων και ανήθικων ανθρώπων, κι όσο πιο κλέ-φτης, κακός και βάναυσος ήταν κάποιος τόσο καλύτερος φί-λος του γινόταν. Ήταν πάντοτε προσεκτικός, άστατος, διπρό-σωπος και δολοπλόκος. Ελάχιστες φορές έλεγε την αλήθεια και ποτέ, παρά μόνο από θαύμα, δεν τηρούσε τον λόγο του. Ήταν κακοήθης, φιλήδονος και λαίμαργος και πολλές φορές έπινε κρασί. Ήταν κακός χριστιανός, κι αιρετικός λουθηριανός ή κάτι ακόμα χειρότερο. Έκανε και έλεγε όλα όσα είπαμε παρα-πάνω, σκότωσε κληρικούς, μοναχούς, γυναίκες και αθώους ανθρώπους που δεν έφταιγαν σε τίποτα, δίχως να τους αφήσει να εξομολογηθούν, παρ' όλο που το ζητούσαν και μπορούσε να γίνει. Συνηθισμένη αμαρτία του ήταν να εναποθέτει την ψυχή

251

του, το κορμί του και το άτομό του στο δαιμόνιο, ονοματίζο-ντας την κεφαλή του, τα πόδια του και τα μπράτσα του, καθώς και τα πράγματά του. Δεν ξεστόμιζε λέξη δίχως να βλαστημή-σει και να απαρνηθεί τον Θεό και τους αγίους του. Ποτέ δεν είπε καλό για κανέναν, ούτε καν για τους φίλους τους, παρά τους κακολογούσε όλους. Και τέλος, δεν υπάρχει κανένα ελάτ-τωμα που να μην το είχε πάνω του. Έζησε στο Πιρού ο τύραν-νος αυτός πάνω από είκοσι χρόνια. Το επάγγελμά του ήταν να δαμάζει πουλάρια για λογαριασμό άλλων και να τα ημερεύει. Ήταν πάντα άνθρωπος ανήσυχος και καβγατζής, φίλος της ανταρσίας και της εξέγερσης. Έτσι συμμετείχε σε όλες τις εξε-γέρσεις που γίνανε στο Πιρού την εποχή του. Δεν ξέρω να πρό-σφερε στην Μεγαλειότητά Σας καμιά αξιόλογη υπηρεσία. Το μόνο ήταν που τύήγε μαζί με τον Διέγο ντε Ρόχας στην επιχείρη-ση εναντίον των Τσούντσος̂ ® και από κει έφυγε με τον διοικη-τή Πέδρο Αλβαρεθ Ολγίν, υποστηρικτή του Βάκα ντε Κάστρο. Και την παραμονή της μάχης των Τσούπας, κρύφτηκε στην Γουαμάνγκα, για να μην συμμετέχει σ' αυτήν. Στην δε εξέγερ-ση που έκανε ο Γκονθάλο Πιθάρο, παρ' ότι συμμετείχε ως δή-μιος, έμεινε στη Νικαράγουα και δεν γύρισε παρά μόνο αφού τέλειωσε η μάχη της Χακιχαγουάνα κι αφού πέθανε και ηττή-θηκε ο Πιθάρο. Κι έπειτα από αυτά συμμετείχε σε πολλές εξε-γέρσεις που δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ήταν ένας από κεί-νους που σκότωσαν τον στρατηγό Ινοχόσα, δήμαρχο και ανώ-τατο δικαστή του Τσάρκας, μαζί με τον Δον Σεμπαστιάν ντε Καστίγια και εξεγέρθηκαν ενάντια στην Μεγαλειότητά Σας. Κι αφού κατατροπώθηκε και πέθανε ο Δον Σεμπαστιάν, ο τύραν-νος αυτός, ως πρωτεργάτης της ανταρσίας, το έσκασε και κρυ-βόταν για μέρες πολλές. Τον καταδίκασαν σε θάνατο και οι ντε-λάληδες ντελαλούσαν τ' όνομά του κι είναι βέβαιο πως δεν θα ξέφευγε από τα χέρια του μοίραρχου Αλόνσο ντε Αλβαράδο, που με μεγάλη επιμονή τον έψαχνε κι αυτόν κι άλλους πολλούς που είχαν πάρει μέρος στην ανταρσία, αν δεν στασίαζε ο Φραν-θίσκο Ερνάντεθ Χιρόν. Οπότε είχε την τύχη να ευεργετηθεί εκ της γενικής χάρης που έδωσαν οι δικαστικοί επίτροποι του

48. Ομάδες ιθαγενών που εθεωρούντο ιδιαίτερα πολεμοχαρείς και κατοι-κούσαν στην επαρχία Χάρμα.

252

Περού, εν ονόματι της Μεγαλειότητάς Σας, σ' αυτούς και σε όλους τους υπόλοιπους που ττήραν μέρος σ' αυτή και σε άλλες ανταρσίες, καθώς και για άλλα παραπτώματα που μπορεί να είχαν κάνει, με την προϋπόθεση ότι θα υττηρετούσαν την βασι-λική σημαία και την Μεγαλειότητά Σας στον πόλεμο ενάντια στον τύραννο Φρανθίσκο Ερνάντεθ Χιρόν. Έτσι λοιπόν ο Αγκί-ρε, με τη χάρη που πήρε, αναγκάστηκε να πάει με το ζόρι μαζί με τον εν λόγω μοίραρχο, και κει πληγώθηκε στο ένα πόδι. Ήταν τόσο καβγατζής και κακότροπος που δεν μπορούσε να σταθεί σε κανένα χωριό του Πιρού, ενώ κι απ' όλα τα άλλα μέρη τον είχαν εξορίσει, κι ήταν γνωστός μόνο με ένα όνομα: Αγκίρε ο τρελός. Τον έκλεισαν στη φυλακή στο Κούσκο, γιατί καταπώς είπανε, κι ήταν αλήθεια, πως αυτός και κάποιος Λορένθο ντε Ζαλντουέντο σχεδίαζαν ανταρσία για να εξεγερθούν ενάντια στη Μεγαλειότητά Σας. Τον είχανε έτοιμο για την κρεμάλα, μα όταν είδε ότι τον κυνηγούσαν όλοι για τα παραπτώματά του και τις υπερβολές του, συγκατατέθηκε να 'ρθει σ' αυτή την απο-στολή μαζί με τον κυβερνήτη τον Πέδρο ντε Ορσούα. Κι αυτό το 'κανε πιότερο από τις φήμες που κυκλοφορούσαν στο Πιρού πως ο Πέδρο ντε Ορσούα σύναζε άντρες για να κάμει ανταρ-σία κι όχι επειδή είχε ο ίδιος επιθυμία για εξερευνήσεις. Όταν έφτασε στους Μοτιλόνες, επειδή είχε καταλάβει πια ότι ο Πέ-δρο ντε Ορσούα δεν ήταν από κείνους που νόμιζε, παρά ήταν πιστός υπηρέτης του Βασιλέα, θέλησε να σκοτώσει εκεί πέρα τον Πέδρο ντε Ορσούα και να ανακηρύξει γενικό διοικητή τον Μαρτίν ντε Γκουθμάν, για να πάνε να επιτεθούν στο Πιρού, όπως έχουμε πει, ζήτημα που κανόνισε με κάποιον Γκονθάλο Ντουάρτε. Έτσι λοιπόν αυτός ήταν ο κύριος υπαίτιος του θα-νάτου του κυβερνήτη του Πέδρο ντε Ορσούα, σκοτώνοντας κι όλους όσους έχουμε αναφέρει. Κι έκανε τις αχρειότητες και τις απανθρωπιές που έκανε, κι άλλες πολλές. Θέλησα να τα εξι-στορήσω όλα τούτα με λεπτομέρειες, γιατί αυτός ο τύραννος έλεγε δημόσια ότι είχε εξεγερθεί επειδή είχε υπηρετήσει την Μεγαλειότητά Σας επί είκοσι τέσσερα χρόνια στο Πιρού και δεν είχε πάρει καμιά ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, για να το καταλάβουν όσοι το δούνε και το πληροφορηθούν αυτό, ποιες ακριβώς δηλαδή ήταν οι υπηρεσίες του και ποιο είναι το βρα-βείο που του αξίζει για αυτές, καθώς και ότι η Μεγαλειότητά

253

Σας και οι εκπρόσωποι Σας, για τους οποίους τόσο παραπονιό-ταν, είχαν φανεί τόσο καλοί μαζί του, αφού δεν του αφαίρε-σαν τη ζωή, μια και τόσες φορές άξιζε τον θάνατο.

254

Γιορτινή πομπή των Τονκοννα στον Άνω Αμαζόνιο. Οι μάσκες αναπα-ριστάνονν δαίμονες τον δάσονς. Πρόκειται για τελετή ξερριζώματος των μαλλιών ενός βρέφονς, πράξη με την οποία σνμβολίζεται η ένταξή τον στην κοινότητα. (Σχέδιο μέλονς της αποστολής Σπιξ και Μάρτιονς στην

Αμαζονία, 1817-1820).

ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ / ΤΑΞΙΔΙΑ - ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ

ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ-ΠΕΔΡΑΡΙΑΣ ΝΤΕ ΑΛΜΕΣΤΟ Ε Λ Δ Ο Ρ Α Δ Ο : ΑΓΚΙΡΕ, Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Αμαζόνιος: Η χώρα της κανέλας, το βασίλειο τιον μυθιπών Αμαζό-νοϊν, η χώρα της Ομάγουα, το χρυσό Ελδοράδο, η Αμαζονία, η καρδιά της Βραζιλίας. Ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου που ήταν γνοχπός πολύ πριν εξερευνηθεί. Από την κατάκτηση του Περού και πέρα φήμες για χώρες γεμάτες μυθικά πλούτη και παραδεισένιους τόπους διαδίδανταν παντού. Ένας παλιός μύθος των Ινδιάνατν λέει πως ο Δημιουργός έκανε απλώς ένα πρόχειρο σχέδιο της περιοχής του Αμαζονίου και ανέθεσε στους ανθρώπους να το συμπληρώσουν και να το τελειοποιήσουν. Η εξε-ρεύνηση του Αμαζονίου κατά κάποιο τρόπο ταυτίζεται με το μύθο. Ακό-μα και σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί.

Ο πρώτος που κατέπλευσε τον Αμαζόνιο ήταν ο Φρανθίσκο ντε Ορε-γιάνα. Σττιν αποστολή αυτή συμμετείχε ο απαραίτητος μοναχός Γασπάρ ντε Καρβαχάλ, ο οποίος έκπληκτος απ' όσα έβλεπε και ζούσε γράφει:

«Μάθετε λοιπόν ότι είναι υπήκοοι και υποτελείς των Αμαζόνων, κι όταν έμαθαν τον ερχομό μας, πήγανε να τους ζητήσουν βοήθεια, κι ήρθανε δέκα ή δώδεκα απ' αυτές, τόσες τουλάχιστον είδαμε εμείς, και μπήκανε μπροστάρηδες στους Ινδιάνους σαν να ήταν αρχηγοί Με τόση ανδρεία πολεμούσανε εκείνες οι γυναίκες που δεν τολμούσανε να στρέψουν τις πλάτες τους οι Ινδιάνοι κι όποιος πισωγύριζε μπροστά μας, τον σκότωναν με ξυλιές, κι αυτή ήταν η αιτία που πολεμούσαν τόσο σκληρά ...Οι γυναίκες αυτές είναι πανύψηλες, με δέρμα κάτα-σπρο κι έχουνε πολύ μακριά μαλλιά, πλεγμένα σε πλεξούδες που τυλί-γουν γύρω απ' το κεφάλι τους. Είναι γεροδεμένες και τριγυρνάνε γυ-μνές, μόνο τα απόκρυφά τους καλύπτουν ».

Είκοσι χρόνια αργότερα η σαγήνη του μυθικού Ελδοράδο οδηγεί στην οργάνωση μιας δεύτερης αποστολής προς αναζήτησή του. Ο Πέ-δρο ντε Ουρσούα παρασυρμένος απ' όσα διαδίδονταν για τα αμύθητα πλούτη της «χώρας της Ομάγουα», ξεκινάει συντροφευόμενος από τον Αόπε ντε Αγκίρε, έναν .άντρα βίαιο και γεμάτο πάθος, που δεν διστάζει να δολοφονήσει τον αρχηγό της αποστολής, επαναστατώ-ντας contra omnes και να οδηγήσει αυτός μόνος την αποστολή στα ^ βάθη του Αμαζονίου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μετατραπεί η ο εξερεύνηση σε μια σειρά αιματηρών επεισοδίων που κορυφώνονται με 2 το θάνατο και του ίδιου του Αγκίρε, της «Μάστιγας του Θεού» όπως S τον αποκαλεί και με συγκλονιστικό τρόπο τον αποτυπώνει ο μεγάλος ζ

σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζογκ στην ομώνυμη ταινία του. £2