354

i Legewna Twn Psuxwn

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: i Legewna Twn Psuxwn
Page 2: i Legewna Twn Psuxwn

2

2

54.

Έτρεχαν σαν τα ποντίκια µέσα στο λαβύρινθο. Πίσω τους ένας φρουρός µε το

πιστόλι ηλεκτρισµού στο χέρι. Ακουγόντουσαν τα είκοσι χιλιάδες βολτ να

σπινθηρίζουν και η κοµµένη του ανάσα. Ήταν πολύ γέρος –ίσως σαράντα χρονών-

και πολύ χοντρός για να τους προλάβει. Αν έτρεχαν στο δρόµο ή σε ένα γήπεδο δε θα

είχε καµία ελπίδα. Όµως εκεί µέσα τα πράγµατα ήταν διαφορετικά.

Ο Τζορτζ οδηγούσε την Υπατία, λες και είχε διασχίσει άπειρες φορές αυτούς

τους διαδρόµους. Της φώναζε, λίγο πριν φτάσουν σε διασταύρωση, να πάει δεξιά ή

αριστερά, και πάντα είχε δίκιο. Ο διάδροµος που αποφεύγανε ήταν πάντα αδιέξοδο ή

άλλοι δυο φρουροί περίµεναν στο τέλος τους. Η Υπατία ακολουθούσε τις διαταγές

του χωρίς καθόλου να το σκέφτεται. Υπήρχε κάτι στον τόνο της φωνής του που την

έπειθε ότι διάλεγε πάντα σωστά.

Είχαν κατεβεί ήδη τρεις ορόφους και πλησιάζανε στο ισόγειο και την έξοδο,

όπου ο Άιρτον τους περίµενε µε αναµµένη τη µηχανή του αυτοκινήτου. Αν έµπαιναν

µέσα κανένα περιπολικό δε θα τους σταµατούσε. Όµως η Υπατία είχε πλέον

κουραστεί κι αυτό φαινόταν από την ένταση στο πρόσωπο της. Δε θα το παραδεχόταν

ποτέ, αλλά είχε πάψει να χαµογελάει και έβγαζε κοφτά τον αέρα από τα πνευµόνια

της. Ο Τζορτζ κατάλαβε ότι έπρεπε να πάρει το παιχνίδι πάνω του.

Στη τελευταία διασταύρωση φώναξε στην Υπατία να πάει αριστερά και

εκείνος έµεινε λίγο πίσω, κουτσαίνοντας όσο πιο επιδεικτικά µπορούσε. Εκείνη τον

κοίταξε ανήσυχη για µια στιγµή, λίγο πριν αρχίσει να κατεβαίνει τις σκάλες που θα

την έβγαζαν στο ισόγειο. Ο Τζορτζ της έκλεισε το µάτι.

«Παίξε µπάλα, κορίτσι µου», της φώναξε και έστριψε προς την αντίθετη

κατεύθυνση, κάνοντας ότι έπρεπε να βοηθάει το πόδι του µε τα χέρια του. Ο φρουρός

σταµάτησε για µια στιγµή και κοίταξε τους δύο εισβολείς που είχαν διασπαστεί.

Όπως ήταν αναµενόµενο διάλεξε τον εύκολο στόχο, εκείνον που κούτσαινε.

Ο Τζορτζ τον άφησε να πλησιάσει και µετά ξεκίνησε να τρέχει ξανά. Στην

επόµενη στροφή αντίκρισε δυο φρουρούς να έρχονται κατά πάνω του. Σταµάτησε να

τρέχει και σήκωσε τα χέρια. Οι φρουροί τον µιµηθήκανε, χωρίς φυσικά να σηκώσουν

τα χέρια τους. Χαµογελούσαν, όχι φιλικά. Μόλις τον έπιαναν θα τον έκαναν να

µαρτυρήσει για την αναστάτωση που προκάλεσε. Πριν τον παραδώσουν στην

Page 3: i Legewna Twn Psuxwn

3

3

αστυνοµία θα του µάθαιναν πόσο επώδυνο µπορεί να είναι ένα ηλεκτροσόκ στα

γεννητικά όργανα.

«Εντάξει, νικήσατε», είπε ο Τζορτζ και χαµήλωσε τα χέρια και το κεφάλι.

Απ’ έξω ακούστηκαν ρόδες να σπινιάρουν και πυροβολισµοί. Ο Τζορτζ

χαµογέλασε. Τώρα έµενε να σώσει τον εαυτό του. Και τη λεγεώνα.

Ήξερε ότι αν έπεφτε στα χέρια τους θα µαρτυρούσε τα πάντα πριν καν του

κάνουνε την ένεση. Δεν είχε τη δύναµη και τη θέληση του Μαχάτµα. Δεν άντεχε τον

πόνο ούτε θα αντιστεκόταν σε όποια ψυχολογικά βασανιστήρια θα του έκαναν. Θα

κελαηδούσε πριν καν τον αγγίξουνε. Θα πρόδιδε τη λεγεώνα και το δάσκαλο, θα

έδινε τα ονόµατα και τις διευθύνσεις όλων των µελών, ακόµα και της Υπατίας. Ήξερε

πως δε θα µπορούσε να αντισταθεί. Όµως ήξερε και ποιος ήταν. Ήξερε ποιανού ψυχή

κουβαλούσε µέσα στο τόσο αδύναµο σώµα του. Μέσα στο λειψό σώµα του.

Κοίταξε πίσω του. Άλλοι δύο φρουροί, πολύ πιο ξεκούραστοι, συνόδευαν το

σαραντάρη που τους είχε εντοπίσει.

Έκανε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, τόσο που να ακουστούν οι σπόνδυλοι

του να ξεκλειδώνουν. Έπειτα έσκυψε και σήκωσε το δεξί µπατζάκι. Οι φρουροί

κοίταξαν και µετά γελάσανε. Η δουλειά τους θα ήταν πιο εύκολη απ’ όσο περιµένανε.

Ο Τζορτζ σκέφτηκε ότι είχε έρθει η στιγµή. Τώρα θα φαινόταν αν ο δάσκαλος ήξερε

να διαλέγει ψυχές. Αν η Λεγεώνα του ήταν αληθινή ή µόνο µια δονκιχωτική

προσπάθεια να αντιταχθεί στους γίγαντες.

Άφησε τους φρουρούς να τον πλησιάσουν στα δύο µέτρα και µετά είπε: «Τον

Πελέ τον ξέρετε;»

Page 4: i Legewna Twn Psuxwn

4

4

1.

Όταν ο Αντρέας έλαβε το mail για να παρουσιαστεί στο «Σχολείο Δεύτερης

Ευκαιρίας» ήξερε ότι αυτή ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Στο προηγούµενο σχολείο

του είχαν δώσει οριστική αποβολή από όλα τα ιδρύµατα δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης

της χώρας. Ποτέ δεν υποστήριξε ότι η αποβολή του ήταν άδικη. Και αν γυρνούσε

πίσω στο χρόνο θα έκανε ακριβώς τα ίδια.

Είχε κρυφτεί στο γυµναστήριο µε άλλον ένα από τους «χαµένους», ένα

συµµαθητή του που αν κατάφερνε να τελειώσει το σχολείο θα ήταν καθαρά θέµα

τύχης. Είχαν καταφέρει να καβατζώσουν ένα δίλιτρο φτηνό κρασί και έπιναν µεγάλες

γουλιές από το µπουκάλι. Κάπνιζαν και φυσούσαν τον καπνό από ένα ανοιχτό

παράθυρο. Αυτό τον καπνό εντόπισε ένας καθηγητής και µπήκε στο γυµναστήριο

τρέχοντας. Τους πλησίασε και τους πρόσταξε να του παραδώσουν το µπουκάλι. Ο

Αντρέας του είπε να περιµένει να πιει µια τζούρα ακόµα. Καθώς κατέβαζε το

κοκκινωπό υγρό –που σίγουρα δεν είχε φτιαχτεί από σταφύλια, ο καθηγητής τον

κοίταξε απαξιωτικά και του είπε:

«Πολιτάκο, δεν περίµενα κάτι άλλο από εσένα. Είσαι µπεκρής και χαµένος

από τα γεννοφάσκια σου.» Και πρόσθεσε: «Το µήλο κάτω από τη µηλιά θα πέσει.»

Αντί για απάντηση ο Αντρέας του έφερε το µισογεµάτο –ή µισοάδειο,

εξαρτάται πως το βλέπεις- µπουκάλι στο κεφάλι. Μόλις ο καθηγητής του έπεσε κάτω

αιµόφυρτος του έδωσε και δυο κλωτσιές στα πλευρά. Έπειτα αποχώρησε χωρίς καν

να πάρει την τσάντα του, ενώ πίσω του άκουγε φωνές και απειλές.

Δεν υπήρχε κανένας λόγος να πάει στο πειθαρχικό συµβούλιο. Δεν ήθελε να

υπερασπιστεί τον εαυτό του. Με mail του στάλθηκε η απόφαση. Αλλά δε

στεναχωρήθηκε. Ήξερε ότι δε θα έµενε εκεί για πολύ καιρό, ούτως ή άλλως.

Page 5: i Legewna Twn Psuxwn

5

5

Το κακό ήταν ότι όποιος δε συνέχιζε το σχολείο ήταν υποχρεωµένος να πάει

στο στρατό. Μέχρι να ενηλικιωθεί. Και αν ο Αντρέας δεν µπορούσε να ανεχτεί τους

καθηγητές τι θα έκανε όταν θα βρισκόταν αντιµέτωπος µε τους λοχίες;

Η ειδοποίηση από το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας ήρθε λίγο πριν ο Αντρέας

το πάρει απόφαση ότι θα έπρεπε να κόψει τα µαλλιά του. Δεν είχε ξανακούσει για

αυτό. Πίστευε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση πέρα από τα δηµόσια και τα ιδιωτικά.

Το εκπαιδευτικό σύστηµα είχε διαµορφωθεί ως ένα εργαλείο διαχωρισµού.

Στα δηµόσια πήγαινε η πλειοψηφία του πληθυσµού. Δεν υπήρχαν πια επαγγελµατικά

λύκεια, τεχνικές σχολές και λύκεια προπαρασκευής για το πανεπιστήµιο. Στα ιδιωτικά

πανεπιστήµια έµπαιναν, χωρίς εξετάσεις, µόνο όσοι φοιτούσαν σε ιδιωτικό λύκειο –

και είχαν να πληρώσουν τα δίδακτρα. Απ’ τα δηµόσια έβγαιναν άτοµα που

µπορούσαν να εργαστούν µόνο ως υπάλληλοι. Κι αυτό σήµαινε δώδεκα ώρες δουλειά

την ηµέρα, σε εξαήµερη βάση, µε µισθό που αρκούσε µόνο για να καλύψουν τις

βιοτικές τους ανάγκες. Αν κάποιος µαθητής του δηµοσίου τύχαινε να ξεχωρίσει, χάρη

στις υψηλές του επιδόσεις, έµπαινε µε κρατική υποτροφία σε ιδιωτικό, για να

µπορέσει να συνεχίσει στην τριτοβάθµια εκπαίδευση. Οι υπόλοιποι έµεναν στο

δηµόσιο µέχρι να ενηλικιωθούν και µετά έµπαιναν στο στίβο της µισθωτής εργασίας.

Μέχρι να συµβεί αυτό αλώνιζαν στις αίθουσες των δηµοσίων χωρίς να µαθαίνουν

τίποτα χρήσιµο. Οι καθηγητές τους ήταν όσοι δεν είχαν τις ικανότητες ή τις

διασυνδέσεις να δουλέψουν σε ιδιωτικό. Ο µισθός τους ήταν αντίστοιχος ενός

ανειδίκευτου εργάτη και εκδικούνταν τους µαθητές για την αποτυχία τους. Βαθµοί

δεν έµπαιναν, όλοι έπρεπε να αποφοιτήσουν, αρκεί να µην ήταν παραβατικές

προσωπικότητες. Αλλά οι καθηγητές χαίρονταν να χλευάζουν τους µαθητές τους, οι

οποίοι εκ των πραγµάτων θα γινόντουσαν υπάλληλοι, όπως και οι ίδιοι.

Μόλις διάβασε το µήνυµα για τη δεύτερη ευκαιρία που του δινόταν ο Αντρέας

σκέφτηκε ένα σωφρονιστικό ίδρυµα µε όλους τους απόκληρους του συστήµατος. Ένα

βήµα µόνο πριν το αναµορφωτήριο ή το στρατό. Το βράδυ που έπεσε να κοιµηθεί

ονειρεύτηκε µια αρένα όπου οι µαθητές αλληλοεξοντώνονταν για να επιβιώσουν.

Λίγο πριν ξηµερώσει άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Η µάνα του µπήκε µέσα

παραπατώντας και χωρίς καν να κοιτάξει αν ο γιος της ήταν στο κρεβάτι του, χωρίς

να βγάλει τα ρούχα της έπεσε να κοιµηθεί. Λίγα λεπτά µετά ροχάλιζε και ο Αντρέας

έµεινε µε ανοιχτά τα µάτια να απολαµβάνει το ροχαλητό της.

Page 6: i Legewna Twn Psuxwn

6

6

3.

Για να φτάσει στο καινούριο του σχολείο χρειάστηκε να περπατήσει µια ώρα.

Τα λεωφορεία και το µετρό ήταν πολύ ακριβά για την τσέπη του και ως µαθητής

δηµοσίου δεν είχε καµία έκπτωση. Τα µέσα µαζικής µεταφοράς άνηκαν σε ιδιωτικές

εταιρίες, όπως και οι δρόµοι, τα νοσοκοµεία και τα πανεπιστήµια. Μόνο ο στρατός

και η αστυνοµία ήταν υπό τη διεύθυνση της ευρωκυβέρνησης. Καθώς και τα

δικαστήρια. Το µόνο δικαίωµα που είχαν πια οι πολίτες ήταν να εργάζονται, να

καταναλώνουν και να υποτάσσονται.

Το κτίριο µπρος στο οποίο βρέθηκε δεν έµοιαζε καθόλου µε αρένα, ούτε καν

µε σχολείο. Ξανακοίταξε τη διεύθυνση µήπως και είχε κάνει λάθος. Μετά πρόσεξε

µια µικροσκοπική ταµπέλα, σχεδόν αόρατη, στην είσοδο της πολυκατοικίας:

«Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, έβδοµος όροφος.» Το ασανσέρ φυσικά δε

λειτουργούσε. Ανέβηκε τις σκάλες βέβαιος ότι δε θα έµενε σε εκείνο το µέρος πάνω

από µια ώρα. Μάλλον θα έπρεπε να αποχαιρετήσει τα µαλλιά του.

Στάθηκε έξω από την πόρτα για να πάρει µια ανάσα, πριν χτυπήσει το

κουδούνι. Του άνοιξε ένας ψηλός κι αδύνατος συνοµήλικος του. Φορούσε γυαλιά

µυωπίας και χαµογελούσε λες και τον είχαν ποτίσει αγχολυτικά τρίτης γενιάς µε το

κιλό.

«Εδώ είναι το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας;» ρώτησε ο Αντρέας σχεδόν

ενοχληµένος από το χαµόγελο του ψηλού.

«Εσύ πρέπει να είσαι ο Τζορτζ», είπε εκείνος. «Καλώς ήρθες στη λεγεώνα.»

Του Αντρέα του ήρθε να βάλει τα γέλια. Τον είχαν στείλει σε ψυχιατρείο;

Page 7: i Legewna Twn Psuxwn

7

7

«Μάλλον κάποιο λάθος έγινε», είπε και γύρισε να φύγει.

Εκείνη την ώρα έφτασε στον έβδοµο, εµφανώς λαχανιασµένος, ένας άντρας

αδιευκρίνιστης ηλικίας. Είχε άσπρα µαλλιά και µούσι. Κοίταξε τον Αντρέα µε τα

µικρά του µάτια και του είπε ότι είχε αργήσει.

«Ο Μαχάτµα θα σου κάνει µια µικρή ξενάγηση πριν βαφτιστείς», είπε και

χαιρέτησε τον ξερακιανό µαθητή που έσκυβε το κεφάλι.

«Τι στο διάολο γίνεται εδώ;» σκέφτηκε ο Αντρέας, έχοντας στο µυαλό του

θρησκευτική σέχτα.

«Ακούστε», είπε δυνατά. «εγώ το σχολείο µου ψάχνω να βρω.»

«Το βρήκες», είπε ο άντρας χωρίς να γυρίσει.

«Σε βρήκε», είπε ο ψηλός συνεχίζοντας να χαµογελάει.

Του έδωσε το χέρι.

«Εδώ µέσα µε λένε Μαχάτµα.»

«Κι εγώ υποτίθεται ότι είµαι ο Τζορτζ;»

«Δεν υποτίθεται. Είσαι.»

«Τζορτζ τι;»

«Maradona good. Pele better. George Best.»

Ήταν έτοιµος να φύγει όταν από την ανοιχτή πόρτα είδε να περνάει ένα ξανθό

κορίτσι και να του ρίχνει µια γρήγορη µατιά.

«Έχει και γκοµενάκια εδώ;» ρώτησε τον ψηλό.

«Κορίτσια», είπε εκείνος χωρίς να σταµατάει στιγµή να χαµογελάει.

«Ό,τι πεις», έκανε ο Αντρέας και µπήκε µέσα.

Το σχολείο έµοιαζε πιο πολύ µε ασφαλιστική εταιρεία. Τοίχοι γκρίζοι χωρίς

ανακοινώσεις, αφίσες και γκράφιτι. Ακούγονταν µόνο χαµηλόφωνες συζητήσεις.

Έπειτα ένα δυνατό γέλιο, κάπως παράταιρο για το χώρο. Μια πόρτα στα αριστερά

τους άνοιξε και βγήκε αυτός που γελούσε. Ήταν ένας µελαχρινός νεαρός, λίγο πιο

ψηλός από τον Αντρέα. Φορούσε έναν µπερέ µε άστρο και το βλέµµα του έµοιαζε να

έχει όλη τη ζωντάνια που έλειπε από τον ψηλό ξεναγό.

«Τζορτζ, από ‘δω ο Τσε. Τσε, ο Τζορτζ», τους σύστησε ο Μαχάτµα.

Ο Τσε τον κοίταξε από πάνω µέχρι κάτω.

«Εσύ είσαι το καινούριο αστέρι;» τον ρώτησε.

Page 8: i Legewna Twn Psuxwn

8

8

Ο Αντρέας προσπάθησε να καταλάβει αν του έκανε πλάκα και αν πήγαινε

γυρεύοντας για καβγά.

«Ποιανού είσαι;» τον ρώτησε ο Τσε.

Ο Αντρέας δεν κατάλαβε, έτσι ο Τσε απεύθυνε την ερώτηση προς το

Μαχάτµα: «Ποιανού είναι αυτός;»

«Θα σου πει ο δάσκαλος», απάντησε ο Μαχάτµα.

«Ναι, µε συγχωρείς», έκανε ειρωνικά ο Τσε. «Παράβαση ιεραρχίας.»

Ζύγισε το Αντρέα µε το βλέµµα.

«Σε τι είσαι καλός, µάγκα;»

«Στο να δέρνω όσους κάνουν τον έξυπνο», απάντησε αµέσως ο Αντρέας και

έσφιξε τις γροθιές του.

«Ουου», έκανε ο Τσε σαν να είχε φοβηθεί. «Μάλλον Μπρους θα έπρεπε να σε

λένε.»

Και έκανε µια αστεία µίµηση του Μπρους Λη. Ο Αντρέας πετάχτηκε για να

τον πιάσει από το λαιµό. Ο Τσε τραβήχτηκε πίσω εκπληκτικά γρήγορα και κλώτσησε

το Αντρέα στο δεξί πόδι για να τον ρίξει. Ο ήχος που ακούστηκε –κλωτσιά πάνω σε

µέταλλο- και ο πόνος που ένιωσε τον ξάφνιασαν. Τόσο που δεν πρόλαβε να

αποκρούσει την µπουνιά που τον βρήκε στο στήθος και τον έριξε κάτω.

«Τι στο...» έκανε µόνο κοιτώντας το πόδι που είχε χτυπήσει. Το παπούτσι στο

δεξί πόδι του Αντρέα είχε γυρίσει 90 µοίρες. Έσκυψε και το έβαλε στη θέση του,

πιάνοντας το καλάµι. Ο Τσε πρόλαβε να δει µια µεταλλική λάµψη κάτω από το

ανασηκωµένο µπατζάκι.

«Τι γίνεται, ροµπότ µας στείλανε;» είπε καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί. Μια

κλωτσιά του Αντρέα τον έστειλε δυο µέτρα πίσω. Τότε µπήκε στη µέση ο Μαχάτµα.

Μια άλλη πόρτα άνοιξε και φάνηκε ο άντρας, που όπως είχε καταλάβει ο Αντρέας

ήταν ο Δάσκαλος. Πίσω του το κορίτσι που είχε δει και ένας µικροκαµωµένος, σαν

τυφλοπόντικας τύπος.

«Δάσκαλε», έκανε ο Μαχάτµα σαν να ζητούσε τη βοήθεια του.

«Γνωριστήκατε βλέπω», είπε εκείνος και βοήθησε τον Τσε να σηκωθεί.

«Τι ειν’ αυτός;» ρώτησε ο Τσε καθώς µάζευε το µπερέ του. «Ο iron man;»

«Κάποιος πολύ πιο ταλαντούχος», είπε ο δάσκαλος.

«Σκατά ταλαντούχος», είπε ο Αντρέας. «Δεν ξέρω τι γίνεται εδώ...»

Page 9: i Legewna Twn Psuxwn

9

9

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.

«Θα µάθεις», του είπε ο δάσκαλος. «Κάνε λίγη υποµονή. Αν φύγεις πας ίσια

στο στρατό. Εδώ θα είναι πιο ωραία... Αν και πιο δύσκολα.»

Τους έδειξε την ανοιχτή πόρτα.

«Έλα να µας γνωρίσεις. Έλα να µάθεις ποιος είσαι. Δε θα το µετανιώσεις.

Ελπίζω.»

Και µπήκε στην αίθουσα. Η κοπέλα µε τα ξανθά µαλλιά κοίταξε το πρόσωπο

και το δεξί πόδι του Αντρέα. Εκείνος τους άφησε όλους να φύγουνε. Ο Μαχάτµα,

πριν πάει πίσω τους, του είπε µόνο: «Έλα.»

Ο Αντρέας σκέφτηκε τι έπρεπε να κάνει. Δεν του άρεσε εκεί µέσα, αλλά δεν

ήθελε να τον περάσουν για δειλό. Ειδικά εκείνη η ξανθιά. Περπάτησε προς την

αίθουσα κουτσαίνοντας. Τον πονούσαν τα δάκτυλα του δεξιού ποδιού, αυτού που του

έλειπε.

4.

Ο Αντρέας είχε χάσει το πόδι του και τον πατέρα του όταν ήταν εφτά χρονών.

Και πιο πολύ του έλειπε ο πατέρας του. Η µάνα του τον έλεγε ανεύθυνο, εγωιστή,

παρτάκια, και ίσως να µην είχε άδικο. Όµως είχε πλάκα. Είχαν παντρευτεί πολύ νέοι

και ο πατέρας του ποτέ δεν ωρίµασε. Ελάχιστα δούλευε. Ξεχνούσε να γυρίσει στο

σπίτι όταν έβγαινε για ένα ποτό µε τους φίλους του. Του έδινε να τρώει ό,τι είχε

πρόχειρο και µια φορά του είχε δώσει να δοκιµάσει και µπύρα. Η µητέρα του Αντρέα

δούλευε δυο δουλειές και προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα. Ο πατέρας του µόνο

έκανε σχέδια και τζογάριζε. Ήθελε να πιάσει την καλή και να αγοράσει µια φάρµα,

όπου θα περνούσαν όλη τους την ηµέρα κάνοντας ιππασία. Το πιο ρεαλιστικό σχέδιο

που είχε ήταν η ληστεία τράπεζας και η γυναίκα του τον παρότρυνε. Η κούραση και η

απογοήτευση την έκαναν να του φέρεται περιφρονητικά. Όταν δεν τσακωνόντουσαν

βρίζονταν και όταν δε βρίζονταν δε µιλιόντουσαν καν. Εκείνη έφευγε από τα

χαράµατα λέγοντας ‘του: «Σήµερα είπαµε θα κάνεις τη ληστεία;» Εκείνος πήγαινε να

ξαπλώσει δίπλα στο Αντρέα και κοιµόταν µέχρι το µεσηµέρι.

Παρά τη φτώχεια τους συνέχεια τραγουδούσε. Όταν σηκωνόταν έφτιαχνε ένα

βαρύ καφέ και κάπνιζε χωρίς να τον νοιάζει που ο γιος του έπαιζε ανάµεσα στους

καπνούς. Μόλις συνερχότανε έφτιαχνε ένα πλούσιο πρωινό, µε ό,τι υπήρχε στο

Page 10: i Legewna Twn Psuxwn

10

10

ψυγείο. Αυγά, µπέικον, λουκάνικα, ο Αντρέας έτρωγε σκουπίδια από τη στιγµή που

σταµάτησε να πίνει γάλα. Όσο τον τάιζε του µιλούσε για τις µηχανές, το µεγάλο

πάθος του. Του µιλούσε για Ενφιλντ, εντούρο και πιστόνια, και ο µικρός άκουγε

αυτές τις ιστορίες σαν να άκουγε παραµύθια. Έπειτα του εξηγούσε το τέλειο σχέδιο

του για να ληστέψει µια τράπεζα.

Το είχε ψάξει πολύ καλά. Η µόνη δουλειά που είχε κάνει ήταν διανοµέας

αλληλογραφίας σε µια τράπεζα. Δεν είχε αντέξει πολύ εκεί µέσα. Έβλεπε τα

εκατοµµύρια να στοιβάζονται σαν τούβλα κι αυτός έπαιρνε ψωροδεκάρες. Μια µέρα

είπε σε έναν συνάδελφο του –µεταξύ σοβαρού κι αστείου- ότι έπρεπε να βρουν ένα

τρόπο να βάλουν χέρι στα λεφτά που περνούσαν καθηµερινά κάτω από τη µύτη τους.

Ο συνάδελφος τον µαρτύρησε αµέσως στο διευθυντή της τράπεζας κι έτσι ο πατέρας

του Αντρέα βρέθηκε άνεργος, χωρίς αποζηµίωση και µε ένα θαυµαστικό στο

ηλεκτρονικό ποινικό του µητρώο.

Από τότε δεν ξαναδούλεψε. Έµενε µέχρι αργά στον υπολογιστή και έκανε

αναζήτηση στο διαδίκτυο για «συστήµατα ασφαλείας». Το είχε βάλει σκοπό να

ληστέψει τράπεζα, χωρίς καν να χρησιµοποιήσει όπλο, και ίσως να τα κατάφερνε, αν

δεν συνέβαινε το ατύχηµα.

Ένα χειµωνιάτικο απόγευµα, που ο ήλιος έλαµπε µετά από πολλές µέρες

κατάθλιψης, είπε στο Αντρέα ότι θα πηγαίνανε βόλτα. Τον ανέβασε στη µηχανή του

και πήρανε τους δρόµους. Είχε πιει ήδη αρκετά για να µη νοιάζεται για φανάρια και

προτεραιότητες. Ο εφτάχρονος Αντρέας απολάµβανε την ελευθερία του παγωµένου

αέρα και τις απότοµες επιταχύνσεις του πατέρα του σαν να ήταν στο λούνα-παρκ.

Ώσπου ένα φορτηγό βγήκε µπροστά τους και ο πατέρας του έστριψε άτσαλα το τιµόνι

για να αποφύγει τη σύγκρουση. Η µηχανή έπεσε στο πλάι και το δεξί πόδι του Αντρέα

τρίφτηκε ανάµεσα στο µέταλλο και στο οδόστρωµα µέχρι που να κουρελιαστεί. Όταν

σταµατήσανε, µετά από εκατό µέτρα ο Αντρέας δεν ένιωθε πόνο. Έβλεπε τον πατέρα

του να ουρλιάζει και κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κοίταξε εκεί που έπρεπε

να βρίσκεται το δεξί του πόδι και είδε µια µπάλα από µατωµένες σάρκες και κόκαλα.

Όµως δεν πονούσε και όλο το σκηνικό του φάνηκε σαν να έβλεπε όνειρο. Το µόνο

που ήθελε ήταν να σταµατήσει να ουρλιάζει ο πατέρας του και να του πει ένα

τραγούδι. Λίγο µετά λιποθύµησε.

Page 11: i Legewna Twn Psuxwn

11

11

Ξύπνησε στο νοσοκοµείο. Η µητέρα του, µε βουρκωµένα µάτια και µαύρους

κύκλους από κάτω, του χάιδευε το κεφάλι.

«Που είναι ο µπαµπάς;» ήταν το πρώτο πράγµα που είπε ο Αντρέας.

Η µητέρα του έσφιξε το στόµα της και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ο Αντρέας

ένιωσε τα δάκτυλα του δεξιού του ποδιού να τον τρώνε. Έβαλε το χέρι κάτω από το

σεντόνι για να τα ξύσει, αλλά δε βρήκε τίποτα εκεί. Σήκωσε δισταχτικά το σεντόνι,

σαν όταν άνοιγε το δώρο που του είχε φέρει ο Άγιος Βασίλης, ελπίζοντας να ήταν

αυτό που είχε ζητήσει. Το πόδι του έφτανε µέχρι το γόνατο, το οποίο ήταν τυλιγµένο

µε γάζες. Από εκεί και κάτω τίποτα. Οι γιατροί δεν είχαν πάρει κάποια δύσκολη

απόφαση. Το πόδι του ήταν εντελώς λιωµένο και δεν υπήρχε άλλη λύση από τον

ακρωτηριασµό.

Ο πατέρας του είχε εξαφανιστεί. Πήγε το Αντρέα στο νοσοκοµείο και µετά

έφυγε κλαίγοντας. Αν έµενε θα πήγαινε φυλακή. Αυτό ήταν σίγουρο. Οδηγούσε

µεθυσµένος και είχε να πληρώσει την ασφάλεια τουλάχιστον ένα χρόνο. Ακόµα κι αν

δεν ευθυνόταν αυτός για το ατύχηµα –που δεν υπήρχε τέτοιο θέµα, αφού είχε περάσει

µε κόκκινο, ακόµα και τότε θα τον χώνανε µέσα.

Δεν ξανακούσανε ποτέ νέα του. Ο Αντρέας ήθελε να πιστεύει ότι αυτοκτόνησε

ή ότι έκανε τη ληστεία που τόσο καλά είχε προγραµµατίσει και κάποια στιγµή, όταν

θα αισθανόταν ασφαλής, θα του έστελνε τη διεύθυνση του, σε κάποια φάρµα στην

Νότια Αµερική. Όµως ποτέ δεν επικοινώνησε. Η µάνα του υποχρεώθηκε και

δανείστηκε για να πληρώσει τα έξοδα του νοσοκοµείου. Όµως ποτέ δε θα έβρισκε τα

χρήµατα για να του αγοράσει ένα πρόσθετο µέλος, αν δεν υπήρχε η τηλεόραση.

Όταν ο Αντρέας έκλεινε έναν χρόνο χωρίς πόδι η µητέρα του προσέγγισε έναν

τηλεοπτικό παραγωγό και του διηγήθηκε τη δυστυχία της. Εκείνου του άρεσε πολύ.

Ήταν µια τραγωδία που θα έβγαζε µεγάλα νούµερα τηλεθέασης. Χωρίς να

προσπαθήσει να καλύψει την κυνικότητα της πρότασης του της είπε:

«Έλα στην εκποµπή να µιλήσεις για τον άντρα σου και το παιδί σου. Φέρτο κι

αυτό να κάνουµε κοντινά από το πόδι του. Κλάψε όσο περισσότερο µπορείς και αν

φτάσει η θεαµατικότητα το 15% το καναλι θα πληρώσει το τεχνητό µέλος για το γιο

σου.»

Έτσι και έγινε. Η κλαίουσα µητέρα και ο ανάπηρος γιος εκτεθήκανε σαν ζώα

στο ζωολογικό κήπο. Όλοι συγκινηθήκανε, οι νοικοκυρές έκλαψαν βλέποντας το

Page 12: i Legewna Twn Psuxwn

12

12

δράµα, λίγο πριν αλλάξουνε κανάλι για να παρακολουθήσουν την αγαπηµένη τους

σαπουνόπερα, το κανάλι έβγαλε κάµποσα εκατοµµύρια από τις διαφηµίσεις και ο

Αντρέας απέκτησε το πρώτο του µεταλλικό πόδι.

Δεν ήταν ό,τι πιο κοµψό, αλλά µπορούσε να πηγαίνει στο σχολείο όρθιος.

Γρήγορα αναγκάστηκε να αλλάξει σχολείο, αφού οι παλιοί συµµαθητές του ήξεραν τι

είχε συµβεί, και το χρησιµοποιούσαν εναντίον του όταν τσακώνονταν. Ο Αντρέας

πρόλαβε να ανοίξει κάνα δυο µύτες πριν τον αποβάλλουν. Στο καινούριο σχολείο

κανείς δεν τον ήξερε. Έµαθε να περπατάει σαν να µην είχε κανένα πρόβληµα, αλλά

απέφευγε να τους ακολουθεί στα πάρτι και στο µάθηµα γυµναστικής. Κάποια στιγµή

µαθευότανε ότι ο καινούριος έχει ένα σιδερένιο πόδι και ο πρώτος που επιχειρούσε

να τον κοροϊδέψει γι’ αυτό κατέληγε µε µωλωπισµένα πλευρά. Μέχρι να δείρει τον

καθηγητή του και να τον αποβάλλουν από όλα τα σχολεία της χώρας, µέχρι να του

έρθει το mail για το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, ο Αντρέας είχε περάσει απ’ όλα τα

δηµόσια της περιφέρειας που άνηκε.

Πριν το ατύχηµα είχε δείξει µεγάλο ταλέντο στα αθλήµατα και ειδικά στο

ποδόσφαιρο. Από πέντε χρονών είχε γραφτεί στο παιδικό τµήµα µιας οµάδας και ο

προπονητής του είχε µείνει άναυδος. Μπορούσε να κοντρολάρει την µπάλα και να

σουτάρει και µε τα δύο πόδια. Όταν ξεκινούσε τις τρίπλες ούτε οι δεκάχρονοι δεν

µπορούσαν να τον σταµατήσουν. Το ύψος του και τα κιλά του τον βοηθούσαν σε

αυτό. Ήταν µικρόσωµος για την ηλικία του και ο πατέρας του ξεχνούσε συχνά να τον

ταΐσει. Το µέλλον του προβλεπόταν λαµπρό.

Οι αθλητές και οι καλλιτέχνες ήταν οι µόνοι από τη «µάζα» που µπορούσαν

να γίνουν πλούσιοι και διάσηµοι. Ίσως γιατί αυτές ήταν οι µόνες δραστηριότητες που

δεν εξαρτιόνταν από το εισόδηµα των γονέων και τα ιδιωτικά σχολεία. Τα µουσικά

τµήµατα των ιδιωτικών έβγαζαν εξαίρετους οργανοπαίχτες, αλλά µόνο µέσα από το

βούρκο µπορούσαν να ξεφυτρώσουν αστέρια, της µουσικής ή του ποδοσφαίρου. Η

κοινωνία δεν αποθάρρυνε τους καλλιτέχνες και τους αθλητές, αφού έτσι έδιναν µια

ελπίδα και στους υπόλοιπους πληβείους.

Ο Αντρέας σχεδόν σίγουρα θα κατάφερνε να γίνει «κάποιος», αν δεν ανέβαινε

στη µηχανή του πατέρα του εκείνο το χειµωνιάτικο πρωινό. Μετά το ατύχηµα η µόνη

του σχέση µε το ποδόσφαιρο ήταν το ΦΙΦΑ στην κονσόλα παιχνιδιού.

Page 13: i Legewna Twn Psuxwn

13

13

5.

Μπήκε στην αίθουσα προσπαθώντας να κουτσαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο.

Τα γέλια και οι συζητήσεις κοπήκανε απότοµα σαν πέρασε το κατώφλι. Μέσα στην

αίθουσα ήταν λίγοι µαθητές, δέκα όλοι κι όλοι. Καθόντουσαν σε ηµικύκλιο και ο

δάσκαλος κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Γύρισε, χαµογέλασε και έπιασε µια

καρέκλα. Πήγαινε και την έβαλε ανάµεσα στον Τσε και το Μαχάτµα.

«Δε θέλω ροµπότ δίπλα µου», είπε ο Τσε.

«Ούτε ο Τζορτζ θέλει να κάτσει δίπλα σου, αλλά κάπως έτσι ξεκινάνε οι

µεγάλες φιλίες: Με µια γροθιά», είπε ο δάσκαλος και κοίταξε τον Αντρέα. «Κάθισε»,

του είπε.

Page 14: i Legewna Twn Psuxwn

14

14

«Αντρέα µε λένε», είπε αυτός.

«Κάθισε, Αντρέα», είπε ο δάσκαλος. «Δεν νοµίζω να φοβάσαι το συµµαθητή

σου.»

Ο Αντρέας χαµογέλασε ειρωνικά και έκατσε στην καρέκλα του.

«Μόνο πρόσεχε µη µε πατήσεις», του είπε ο Τσε καθώς ο δάσκαλος πήγαινε

προς την έδρα.

Ο Αντρέας συγκρατήθηκε. Θα τον κανόνιζε στο διάλειµµα, αν είχαν διάλειµµα

σε αυτό το σχολείο.

«Λοιπόν», είπε ο δάσκαλος. «Πριν µας γνωρίσεις, Αντρέα, θα πρέπει να

γνωρίσεις τον εαυτό σου. Το µόνο βιβλίο που πρέπει να διαβάσεις στο... σχολείο µας,

είναι αυτό.» Σήκωσε ένα βιβλίο από την έδρα και πλησίασε τον Αντρέα. «Και πρέπει

να σου πω ότι από ‘δω και πέρα κανείς, εδώ µέσα τουλάχιστον, δε θα ξανακούσει το

βαφτιστικό σου.»

Άφησε µπροστά στον Αντρέα µια βιογραφία του Τζορτζ Μπεστ. Στο

εξώφυλλο ήταν µια χαρακτηριστική φωτογραφία του. Με τα µακριά γιεγιέδικα

µαλλιά και τις µακριές φαβορίτες που είχε κάνει τον κόσµο να τον αποκαλεί: «Ο

πέµπτος Μπητλ.» Οι υπόλοιποι εννιά µαθητές, εκτός από το Μαχάτµα, που ήδη ήξερε

περί τίνος πρόκειται, τεντώθηκαν για να δουν το βιβλίο που κρατούσε ο Αντρέας.

«Μουσικό µας έφερες;» είπε ο Τσε.

«Όχι», είπε ο δάσκαλος. «Μουσικό δε χρειαζόµαστε.»

«Και τι ήταν αυτός;» ρώτησε ένας µαθητής από την άκρη των θρανίων.

«Ο Τζορτζ Μπεστ ήταν ο πιο ταλαντούχος και ο πιο αυτοκαταστροφικός

ποδοσφαιριστής που έχει εµφανιστεί σ’ αυτόν τον πλανήτη», είπε ο δάσκαλος.

Ο Τσε γέλασε και ο Αντρέας σηκώθηκε όρθιος.

«Με κοροϊδεύεις;» ρώτησε και τα ανύπαρχτα δάκτυλα του δεξιού ποδιού των

έτρωγαν.

«Μη φεύγεις ακόµα», του είπε ο δάσκαλος. «Κανείς δε σε αναγκάζει να

µείνεις, αλλά περίµενε λίγο.»

Πριν ο Αντρέας κάτσει ο Τσε ξαναµίλησε.

«Σε τι τον χρειαζόµαστε τον ποδοσφαιριστή;» ρώτησε γελώντας. «Θα ρίχνει

µπάλες στους µπάτσους; Ή θα τους κάνει τρίπλες;»

Page 15: i Legewna Twn Psuxwn

15

15

Όλοι γελάσανε, εκτός από ένα µαθητή, ο Αντρέας τον είδε µε την άκρη του

µατιού του να κοιτάει τα χέρια του χωρίς να συµµετέχει στη γενική θυµηδία.

Ο δάσκαλος περίµενε να σταµατήσουν τα γέλια.

«Σας έχω πει επανειληµµένα ότι δεν υπάρχουν κανόνες ευφυΐας. Εσύ, Τσε, σε

τι είσαι καλός;»

«Στον πόλεµο», απάντησε εκείνος χωρίς να το σκεφτεί.

«Στον ανταρτοπόλεµο», τον διόρθωσε ο δάσκαλος. «Και ο Μαχάτµα;»

«Στην ειρήνη», είπε ο ψηλός.

«Ο Αδόλφος;» ρώτησε ο δάσκαλος δείχνοντας το µαθητή που κοιτούσε τα

χέρια του.

Κανείς δε µίλησε. Ήταν φανερό ότι δεν τον συµπαθούσαν.

Ο δάσκαλος γύρισε στην έδρα του.

«Απ’ ό,τι φαίνεται ακόµα δεν έχετε καταλάβει τι συµβαίνει. Θα τα ξαναπώ

µήπως και θυµηθείτε... Μέχρι το ενενήντα, το χίλια εννιακόσια ενενήντα, οι

ψυχολόγοι µετρούσαν την ευφυΐα µε λογικο-µαθηµατικά τεστ. Το γνωστό σε όλους

IQ. Intelligence quallity. Έξυπνος, µε απλά λόγια, ήταν όποιος ήταν καλός στα

µαθηµατικά. Όπως η Υπατία ή ο Καρλ. Μετά κατάλαβαν, ή αναγκάστηκαν να

περιλάβουν και άλλους τύπους στο µοντέλο της ιδιοφυΐας. Άραγε ο Μότσαρτ θα

µπορούσε να λύσει µια δευτεροβάθµια εξίσωση; Ο Νουρέγιεφ σίγουρα όχι. Ο

Μικελάντζελο πως τα πήγαινε µε τα µαθηµατικά; Καθόλου δε µας ενδιαφέρει. Ήταν

µεγαλοφυής σε αυτό που έκανε. Υπάρχουν οκτώ είδη ευφυΐας. Πέρα από τη λογικο-

µαθηµατική, είναι η µουσική, η κιναισθητική, η χωρική, η λεκτική, η διαπροσωπική,

η ενδοπροσωπική, η φυσιοκρατική και η συναισθηµατική. Εγώ πιστεύω ότι είναι

πολύ περισσότερες, αλλά θα σας µιλήσω άλλη φορά για τις υπόλοιπες. Κάθε

άνθρωπος είναι καλός σε περισσότερα από ένα πράγµατα. Αλλά κάποιοι είναι

εξαιρετικοί, ιδιοφυείς σε έναν συγκεκριµένο τοµέα. Ο Τζορτζ έχει την κιναισθητική

ευφυΐα σε υπέρτατο βαθµό. Σε συνδυασµό µε ένα εξαιρετικό ταλέντο στη διοίκηση

µιας οµάδας.»

«Και το πόδι του;» ρώτησε ένας µαθητής χωρίς να έχει διάθεση να προσβάλει

τον Αντρέα. Απλά έκανε την ερώτηση που όλοι είχαν στο µυαλό τους.

«Ο Μπετόβεν έγραψε την Ενάτη όταν είχε κουφαθεί. Τα ταλέντο σας δε

βρίσκεται στα πόδια σας ή στα µάτια σας, αλλά στο µυαλό σας.»

Page 16: i Legewna Twn Psuxwn

16

16

Ο Αντρέας δε φαινόταν να έχει πειστεί. Ναι, πριν το ατύχηµα ήταν

ταλαντούχος, αλλά τι ζητούσαν τώρα απ’ αυτόν;

«Το ερώτηµα που θέλεις να κάνεις, Τζορτζ, και επέτρεψε µου να σε λέω έτσι,

είναι γιατί είσαι εδώ; Ποιοι είµαστε εµείς και τι είναι το σχολείο µας. Θα στο πω

απλά: Καθένας από τους συµµαθητές σου είναι η µετεµψύχωση κάποιου ιδιαίτερα

ταλαντούχου ανθρώπου.»

Ο Αντρέας γέλασε γιατί νόµιζε ότι του έκαναν πλάκα. Όµως κανείς δε

γελούσε.

«Σοβαρά µιλάς;» ρώτησε κοιτώντας τριγύρω του.

«Σοβαρότατα», είπε ο δάσκαλος. «Και ο σκοπός του... σχολείου µας, δεν είναι

να προετοιµαστείτε για να βγείτε στον κόσµο, αλλά να προετοιµαστείτε για να

καταστρέψετε τον κόσµο, να ανατρέψετε την καθεστηκυία τάξη πραγµάτων.»

Ο Αντρέας σηκώθηκε.

«Δεν νοµίζω ότι θέλω να πάρω µέρος στην τρέλα σας», είπε και πήγε προς την

πόρτα.

Ο δάσκαλος πήρε τη βιογραφία και του την έδωσε.

«Είσαι ελεύθερος να αποφασίσεις», του είπε. «Πάρε αυτό το βιβλίο και αν θες

διάβασε το. Είναι δικό σου. Δεν υπάρχει άλλος Τζορτζ. Εµείς θα σε περιµένουµε και

αύριο, αν έχεις τη διάθεση να πάρεις µέρος στον πόλεµο µας, που ίσως να ‘ναι και

τρέλα.»

Ο Αντρέας κοντοστάθηκε στην πόρτα.

«Και που το ξέρεις ότι θα πάω ίσια στην αστυνοµία να σας καταδώσω;»

«Δε θα σου πω ότι οι αστυνοµικοί δε θα σε πιστέψουν. Αν πας ίσως να και να

καταστρέψεις ή να καθυστερήσεις τον αγώνα µας. Όµως, ενώ δεν ξέρω αν θα

ξανάρθεις εδώ, ξέρω κάτι σίγουρα: Ότι δεν είσαι ρουφιάνος.»

Ο Αντρέας τον κοίταξε στα µάτια.

«Δεν είµαι», είπε και έφυγε.

Μόλις ακούστηκε η πόρτα να κλείνει η ξανθιά κοπέλα είπε µε σιγουριά: «Θα

έρθει πάλι.»

«Το ξέρω», συµφώνησε ο δάσκαλος.

Page 17: i Legewna Twn Psuxwn

17

17

6.

Page 18: i Legewna Twn Psuxwn

18

18

Ο Αντρέας γύρισε στο σπίτι και έκατσε µπροστά στην κονσόλα. Ξεκίνησε να

παίζει ένα παιχνίδι, όµως δεν µπορούσε να συγκεντρωθεί. Λίγο µετά την άφησε και

πήρε το βιβλίο. Στο οπισθόφυλλο έγραφε κάτι που είχε πει ο ίδιος ο Μπεστ: «Αν είχα

γεννηθεί άσχηµος κανείς δε θα ήξερε τον Πελέ». Και µια φράση προπονητή του: «Ο

Τζορτζ είχε καλό δεξί και καλύτερο αριστερό. Κάποιες φορές στο γήπεδο φαινόταν

να έχει έξι πόδια.» Μέχρι το βράδυ είχε διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο και αυτό ήταν

κάτι που πρώτη φορά έκανε στη ζωή του. Ταυτίστηκε µε τον Μπεστ. Ήταν κι αυτός

παιδί από µια φτωχή οικογένεια. Έπαιζε στη βασική οµάδα πριν κλείσει τα δεκαοκτώ.

Αλλά είχε χαραµίσει το ταλέντο του, εξαιτίας του ανυπότακτου χαρακτήρα του και

την τάσης του στον αλκοολισµό. Γνήσιος Ιρλανδός. Είχε ξοδέψει, όπως έλεγε ο ίδιος,

τα λεφτά του σε γρήγορα αυτοκίνητα και σε γυναίκες. Τα υπόλοιπα τα είχε απλά

σπαταλήσει. Όταν έµπαινε στο γήπεδο οι αντίπαλοι ποδοσφαιριστές κυνηγούσαν τη

σκιά του και οι θεατές παραληρούσαν. Είχε γίνει διάσηµος σαν τους Μπητλς, αλλά

παρήκµασε πολύ γρήγορα και πέθανε εξαιτίας του ποτού. Ένας κολασµένος

αυτοκαταστροφικός άγγελος του ποδοσφαίρου.

Έπεσε στο κρεβάτι για να κοιµηθεί, αλλά δεν µπορούσε να κλείσει µάτι.

Σκεφτόταν το σχολείο του. Σκεφτόταν το ξανθό κορίτσι. Σκεφτόταν τον Τσε και του

ανέβαινε το αίµα στο κεφάλι.

«Καλύτερα µε τους τρελούς, παρά στο στρατό», αποφάσισε. Ύστερα

κοιµήθηκε ήσυχος.

Το επόµενο πρωί έφτασε νωρίς στο σχολείο. Βρήκε τον Τσε µε το Μαχάτµα

απέξω. Προχώρησε κατά πάνω τους χωρίς να δείξει φόβο. Ο Τσε κάπνιζε ένα φτηνό

πούρο.

«Επιτρέπεται το κάπνισµα;» ρώτησε ο Αντρέας για να µπει στην παρέα.

«Εµένα µου το έχει συστήσει ο γιατρός», είπε ο Τσε.

«Αηδίες λέει», έκανε ο Μαχάτµα. «Επειδή ο πρόγονος του είχε άσθµα και

κάπνιζε νοµίζει ότι πρέπει να καπνίζει κι αυτός. Καλά έκανες και ήρθες», είπε µετά

κοιτώντας τον Αντρέα.

«Ο πρόγονος του;» ρώτησε ο Αντρέας χωρίς να απαντήσει στο καλωσόρισµα.

«Έτσι λέµε εδώ το σώµα στο οποίο κατοικούσε πριν η ψυχή µας», είπε ο

Μαχάτµα.

Page 19: i Legewna Twn Psuxwn

19

19

«Δηλαδή το πιστεύετε στ’ αλήθεια;»

«Θα το πιστέψεις κι εσύ. Άµα µείνεις θα το πιστέψεις.»

«Θες µια τζούρα;» του είπε ο Τσε και του πρότεινε το πούρο.

Ο Αντρέας αρνήθηκε.

«Κατάλαβα», είπε ο Τσε. «Εσείς οι αθλητές φροντίζετε για το σώµα σας». Και

γέλασε.

Ο Αντρέας έσφιξε πάλι τις γροθιές του.

«Μην του δίνεις σηµασία», είπε ο Μαχάτµα. «Ακόµα δεν έχει ξεχωρίσει στο

µυαλό του τις έννοιες επανάσταση και µαγκιά.»

«Και δεν νοµίζω να τις ξεχωρίσω ποτέ», είπε ο Τσε και πλησίασε ένα άλλο

πηγαδάκι µαθητών.

«Αυτού, ποιος είναι ο... πρόγονος του;» ρώτησε ο Αντρέας.

«Ο Ερνέστο Γκεβάρα.» Και σαν είδε ότι το όνοµα δεν έλεγε κάτι στον Αντρέα

συµπλήρωσε: «Ένας επαναστάτης.»

«Εσένα;»

«Ο Μαχάτµα Γκάντι», είπε εκείνος κάνοντας µια µικρή υπόκλιση.

«Επαναστάτης κι αυτός;»

«Πολύ µεγαλύτερος από τον Γκεβάρα», είπε ο Μαχάτµα και γρήγορα

µετάνιωσε γι’ αυτό που είχε πει. «Πολύ διαφορετικός. Διαφορετικά όπλα.»

«Κι αυτή εκεί;» είπε ο Αντρέας δείχνοντας µε το κεφάλι την ξανθιά κοπέλα

που είχε ξεχωρίσει από την πρώτη µέρα.

«Η Υπατία;» έκανε ο Μαχάτµα χαµογελώντας. «Είναι η πιο έξυπνη της

λεγεώνας, µιλώντας πάντα για το IQ. Αλλά µην το πεις αυτό στον Κάρλ. Εκείνος

είναι απόγονος του Γκάους, του πρίγκιπα των µαθηµατικών, και δεν του αρέσει που

έρχεται δεύτερος.»

Η Υπατία µαγνητίστηκε από τα βλέµµατα τους και τους πλησίασε. Πριν έρθει

αρκετά κοντά ο Μαχάτµα ψιθύρισε στον Αντρέα: «Την πρόγονο της την

κοµµατιάσανε µε όστρακα, επειδή ήταν γυναίκα φιλόσοφος. Γι’ αυτό πρόσεχε τι λες.»

Ο Αντρέας είχε µείνει να κοιτάει την Υπατία. Εκείνη έφτασε κοντά τους και

έβαλε το ένα χέρι στη µέση.

«Θα το πίστευα πιο πολύ αν µου έλεγαν ότι ο πρόγονος σου ήταν η Ωραία

Ελένη», της είπε ο Αντρέας.

Page 20: i Legewna Twn Psuxwn

20

20

Εκείνη χάρηκε µε τη φιλοφρόνηση, αλλά προσπάθησε να µην το δείξει.

«Ώστε αποφάσισες να έρθεις;» τον ρώτησε.

«Εξαιτίας σου», είπε ο Αντρέας που η βιογραφία που είχε διαβάσει την

προηγούµενη µέρα τον είχε πολύ επηρεάσει.

«Ξέρεις», έκανε εκείνη, «δε συµπαθώ και πολύ τους άντρες.»

«Ίσως δεν έχεις γνωρίσει τον κατάλληλο.»

Του έριξε άλλη µια µατιά και γύρισε να φύγει.

«Είναι φωτιά», είπε ο Αντρέας και ο Μαχάτµα γέλασε.

Τότε µπήκε µέσα ο δάσκαλος, λαχανιασµένος και πάλι από τις σκάλες.

Εντόπισε τον Αντρέα από µακριά και του υποκλίθηκε σαν να τον ευχαριστούσε.

Έπειτα µπήκε στην αίθουσα και οι µαθητές σιγά-σιγά τον ακολούθησαν.

«Κι αυτός τι ρόλο βαράει;» είπε ο Αντρέας, εννοώντας το δάσκαλο.

«Αυτός είναι κάτι σαν τον Ξαβιέ στους x-men», είπε ο διοπτροφόρος νεαρός

που ο Αντρέας είχε παρατηρήσει από την προηγούµενη. «Παύλος», συστήθηκε και

του έδωσε το µονίµως ιδρωµένο χέρι του.

«Κι εµείς είµαστε σαν τους x-men, αλλά χωρίς δυνάµεις», είπε ο Τσε που είχε

βρεθεί πίσω τους.

Ο Αντρέας δεν ήθελε να τον έχει πίσω του, σαν να φοβόταν µην του κλέψει

την µπάλα, και τον άφησε να µπει πρώτος στην αίθουσα. Ο Μαχάτµα τον

συγκράτησε για να του µιλήσει.

«Αυτός είναι η αρχή όλων», είπε σιγά. «Ο ιδρυτής της λεγεώνας, του

σχολείου µας. Είχε πολλούς προγόνους, ανάµεσα τους ο Σιντάτρα Γκαοτάµα και ο

Πυθαγόρας. Αυτός µας βρίσκει.»

«Αυτός είναι ο αρχηγός», είπε ο Αντρέας.

«Όχι, αυτός είναι ο δάσκαλος.» Σταµάτησε τον Αντρέα στο κατώφλι και του

µίλησε στο αυτί: «Ο αρχηγός, έτσι τουλάχιστον λέει ο δάσκαλος, και πρέπει να

παραδεχτώ ότι ακόµα δεν το έχω καταλάβει, είναι... ο Αδόλφος.» Και του έδειξε

διακριτικά τον καταθλιπτικό συµµαθητή τους που είχε ανοίξει ήδη το τετράδιο του

και περίµενε για να συνεχίσει τις σηµειώσεις του.

«Αδόλφος;» έκανε ο Αντρέας. «Εννοείς ότι ο πρόγονος του ήταν ο... Χίτλερ;»

«Ακριβώς», έκανε σιγά ο Μαχάτµα.

«Μα αυτός ήταν καθίκι. Τρελός. Δολοφόνος.»

Page 21: i Legewna Twn Psuxwn

21

21

Ο Μαχάτµα σήκωσε τους ώµους. Αλλά ο δάσκαλος είχε καταλάβει τι έλεγαν.

«Ένας µικρός πρόλογος προτού αρχίσουµε», είπε, καθώς ο Αντρέας και ο

Μαχάτµα καθόντουσαν στις καρέκλες τους. «Οι πρόγονοι σας δεν σας καθορίζουν.

Κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέξει τι θα κάνει. Εγώ σας κάλεσα βάσει του

ταλέντου σας. Δε λέω, βάσει της ψυχής σας, γιατί έχουµε καινούριους στην παρέα

µας που χρειάζονται λίγο χρόνο για να χωνέψουν την πραγµατικότητα.»

Ο Τσε έδειξε µε τον αντίχειρα τον Αντρέα.

«Δεν υπάρχει πεπρωµένο ή µοίρα. Υπάρχει µόνο ο άνθρωπος και η τύχη.

Αυτά τα δύο παλεύουν. Κάποιες φορές υπερισχύει το τυχαίο, άλλες φορές η

προσπάθεια εναντίον του. Αλλά τίποτα δεν είναι προκαθορισµένο. Μπορεί ο Άιρτον

να γίνει ένας σπουδαίος µουσικός. Όπως µπορεί ο Μότσαρτ, αν είχε γεννηθεί σε

οικογένεια µαθηµατικών, να γινόταν ο µεγαλύτερος µαθηµατικός όλων των εποχών.

Και να θυµάστε», πρόσθεσε κοιτώντας το Μαχάτµα, «ότι ο πιο σηµαντικός µαθητής

του Ιησού ήταν ο Ιούδας. Χωρίς εκείνον δε θα είχε συµβεί η σταύρωση... Ποιος από

εσάς, λοιπόν, είναι έτοιµος να προδώσει το δάσκαλο του;»

Ακούµπησε τα χέρια στην έδρα και τους κοίταξε όλους, έναν-έναν, στα µάτια.

«Δε θα το µάθουµε σήµερα», είπε µετά από λίγο. «Σήµερα θα κάνουµε κάτι

διαφορετικό. Σήµερα θα αρχίσει η δράση της λεγεώνας µας. Και θα µας βοηθήσει σε

αυτό ο Τζορτζ.»

Όλοι γυρίσανε να τον κοιτάξουνε. Ο Τσε, εµφανώς, µε ζήλεια.

«Ξέρετε τι χρειάζεται µια επανάσταση για να ξεκινήσει; Θα σας πω.» Ο

δάσκαλος γύρισε και έγραψε στο πίνακα µε µεγάλα και βιαστικά γράµµατα:

«Κεφάλαιο.»

«Αυτό σηµαίνει», είπε ο δάσκαλος, αφού άφησε το µαρκαδόρο, «λεφτά».

Ο Αντρέας κοίταξε τριγύρω του και σήκωσε τα χέρια σε µια χειρονοµία που

σήµαινε: «Δεν καταλαβαίνω.» Δεν µπορούσε να ζητήσει λεφτά από εκείνον.

«Από σήµερα», τους είπε ο δάσκαλος, «ξεχνάµε τις θεωρίες και τα µαθήµατα.

Αρχίζει η δράση. Χρειαζόµαστε τουλάχιστον ένα εκατοµµύριο. Ξέρετε κανέναν να

µας το χαρίσει;» Κανείς δεν απάντησε. «Ούτε κι εγώ. Ξέρετε, µήπως, που υπάρχουν

πολλά λεφτά;»

«Στις τράπεζες», είπε ο Παύλος.

Page 22: i Legewna Twn Psuxwn

22

22

«Σωστά», έκανε ο δάσκαλος δείχνοντας τον Παύλο. «Από σήµερα ξεκινάµε

την καταστροφή του συστήµατος. Και θα αρχίσει µε µια ληστεία τράπεζας.»

Σαν το άκουσε αυτό ο Αντρέας έκανε πίσω στην καρέκλα του.

«Ναι, Τζορτζ, καλά το κατάλαβες», είπε ο δάσκαλος. «Χρειαζόµαστε το

σχέδιο του πατέρα σου.»

Και πριν προλάβει ο Αντρέας να πει οτιδήποτε ο δάσκαλος πρόσθεσε: «Ξέχνα

το βαφτιστικό του όνοµα. Από δω και πέρα θα είσαι ο Τζορτζ.»

Ο Τζορτζ δεν έφερε αντιρρήσεις.

Page 23: i Legewna Twn Psuxwn

23

23

7.

Σαν γύρισε στο σπίτι έβαλε τη σκάλα για να ανέβει στο πατάρι. Ήξερε ότι η

µητέρα του φύλαγε µια κούτα, µε τα πράγµατα του πατέρα του, όσα δεν είχε πετάξει.

Τη βρήκε µε κόπο, πίσω από τις κούτες µε τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Ήταν

καλυµµένη από σκόνη. Είχαν περάσει εννιά χρόνια από τότε που την παράχωσε εκεί

µέσα. Ο Τζορτζ τη σήκωσε ευλαβικά, σαν να κρατούσε ένα µπαούλο µε θησαυρούς.

Την πήρε στο δωµάτιο του χωρίς πολλές προφυλάξεις. Η µητέρα του δούλευε δυο

δουλειές. Δεν είχε χρόνο ενδιάµεσα για να γυρίσει στο σπίτι. Έφευγε το πρωί και

επέστρεφε αργά την νύχτα. Η δεύτερη δουλειά ήταν σε µπαράκι. Και πάλι ίσα που

έβγαζαν αρκετά λεφτά για να πληρώνουν τους λογαριασµούς και τα πάγια έξοδα. Στις

εκπτώσεις αγοράζανε από ένα ρούχο, για να έχουν την επόµενη χρονιά. Στα γενέθλια

του ο Αντρέας, αυτός που πια λεγόταν Τζορτζ, έπαιρνε το µοναδικό δώρο της χρονιάς.

Συνήθως ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι. Τα καλοκαίρια δούλευε κι αυτός, ως βοηθός

σερβιτόρου σε ένα µικρό εστιατόριο. Τα περισσότερα λεφτά που έβγαζε τα έδινε για

να µπορέσει η µητέρα του να πληρώσει την πιστωτική κάρτα και την εφορία. Όσα

του περισσεύανε, και δεν ήταν πολλά, τα ξόδευε στον υπολογιστή του ή αγόραζε ένα

ακόµα εξάρτηµα για τη µηχανή που προσπαθούσε να φτιάξει.

Φεύγοντας ο πατέρας του είχε αφήσει πίσω και τη µοιραία µηχανή. Ο Τζορτζ

την ανακάλυψε στα δώδεκα. Ήταν ήδη πολύ σκουριασµένη και της έλειπαν αρκετά

εξαρτήµατα. Ήταν µια indian πεντακοσάρα του ’65. Κάτω από τη σκουριά φαινόταν

ακόµα κάτι από την παλιά της οµορφιά. Όµως τα ανταλλακτικά της ήταν δυσεύρετα

και κοστίζανε περισσότερο από το να πάρεις µια ολοκαίνουρια, νέο µοντέλο. Όµως ο

Page 24: i Legewna Twn Psuxwn

24

24

Τζορτζ δεν ήθελε καινούρια. Ήξερε ότι θα περνούσαν πολλά χρόνια µέχρι να µαζέψει

αρκετά λεφτά για να ολοκληρώσει το έργο του, αλλά συνέχιζε.

Σαν άνοιξε το κουτί βρήκε φωτογραφίες από τον πατέρα του και τη µητέρα

του, όταν ήταν νέοι. Ήταν στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, όταν ακόµα οι νέοι

είχαν το προνόµιο να ονειρεύονται. Η ευρωκυβέρνηση δεν είχε ακόµα επιβληθεί στις

επιµέρους κυβερνήσεις. Οι άνθρωποι δουλεύανε οκτάωρο, πέντε µέρες τη βδοµάδα

και αµείβονταν σχετικά καλά. Πως έγινε, τόσο γρήγορα και χωρίς δυνατότητα

απεµπλοκής, να εγκλωβιστούν όλοι σε ένα σύστηµα που προωθούσε τον πλουτισµό

των λίγων, κανείς δεν το κατάλαβε. Ξεκίνησε µε κάποιες αναπροσαρµογές στο

εργασιακό καθεστώς ώστε να γίνουν οι οικονοµίες των αδύναµων οικονοµικά κρατών

πιο εύρωστες, συνέχισε µε την κατάργηση κάθε εργασιακού δικαιώµατος και ένας

αστείος πόλεµος λίγων ηµερών µε την Κίνα, «ανάγκασε» τις κυβερνήσεις να

υιοθετήσουν το κινεζικό σύστηµα διακυβέρνησης. Τα media βοήθησαν διασπείροντας

το φόβο µιας πιθανής κατάκτησης και οι χρηµατοοικονοµικοί κύκλοι

χρηµατοδότησαν την νέα τάξη. Τα πάντα έγιναν ιδιωτικά και ουσιαστικά

µονοπωλιακά. Οι µικροί επαγγελµατίες δεν άντεξαν το φόρτο της νέας φορολογικής

κλίµακας και έτσι πολύ σύντοµα όλα τα χρήµατα πήγαιναν στα χέρια δέκα ανθρώπων

που κατείχαν, µε τη βοήθεια της ευρωκυβέρνησης, το 90 τοις εκατό του πλούτου.

Στις φωτογραφίες που κοιτούσε ο Τζορτζ οι δυο νέοι δεν ήξεραν τι θα συµβεί

στις ζωές τους. Ήταν ερωτευµένοι –γι’ αυτό η µητέρα του δεν είχε πετάξει τις

φωτογραφίες- και χαµογελούσανε.

Τις άφησε στην άκρη και έψαξε πιο βαθιά στην κούτα. Ξέθαψε ένα

ηµερολόγιο και δυο cd-rom. Ακόµα και αν δουλεύανε ακόµα θα ήταν πολύ δύσκολο

να βρουν συµβατό υπολογιστή. Τα καινούρια pc δεν είχαν καν θέση για αυτές τις

πανάρχαιες µονάδες αποθήκευσης. Όλα γινόντουσαν µέσω διαδικτύου. Δεν υπήρχε

πια λόγος να αποθηκεύεις δεδοµένα και αν το χρειαζόσουν µπορούσες να το κάνεις

µόνο µε φλασάκι.

Έβαλε τα cd στην τσάντα του και ξάπλωσε στο κρεβάτι για να διαβάσει το

ηµερολόγιο. Το µεγαλύτερο µέρος του ήταν ποιήµατα και ο Τζορτζ παραξενεύτηκε.

Δεν ήξερε ότι ο πατέρας του είχε τέτοιο ταλέντο ή –τουλάχιστον- ενδιαφέρον.

Προσπάθησε να διαβάσει κάποια από αυτά, αλλά δεν τα πήγαινε καθόλου καλά µε

την ποίηση. Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά επιχειρούσε να διαβάσει κάτι τέτοιο.

Page 25: i Legewna Twn Psuxwn

25

25

Φαίνονταν τόσο παράταιρη στον κόσµο του, στην εποχή του. Η ποίηση είχε γίνει

µουσειακό είδος, όπως η τραγωδία στο θέατρο και το κοινωνικό µυθιστόρηµα. Οι

εκδοτικοί οίκοι εκδίδανε πια µόνο ροζ και αστυνοµικά µυθιστορήµατα. Κανείς δεν

ενδιαφερόταν για την αιχµηρή λογοτεχνία, και αν κάποιος το έκανε, θα έπρεπε να

ψάξει στα παλαιοβιβλιοπωλεία για να βρει κάτι ανάλογο. Δεν είχαν ποτέ

απαγορευτεί. Κάτι τέτοιο θα τους έδινε νέα δύναµη. Απλά δεν εκδίδονταν πια και οι

άνθρωποι είχαν συνηθίσει να διαβάζουν όπως τρώνε: Απλώς για να γεµίζουν τα

στοµάχια τους.

Ο Τζορτζ έφτασε σε µια ηµερολογιακή σελίδα µε ηµεροµηνία 22-7-2006. Ο

πατέρας του έγραφε:

«Διαβάσαµε σήµερα µε την Ελένη το «1984» του Όργουελ. Συγκλονιστικό,

αλλά κάπως ανεπίκαιρο. Αυτά τα πράγµατα δε θα συµβούν ποτέ στον κόσµο µας. Ή

µήπως θα συµβούν; Κάναµε έρωτα το πρωί στη σκηνή και µάλλον µας άκουσε όλο το

κάµπινγκ. Μετά κατεβήκαµε στην παραλία και µείναµε µέχρι το βράδυ. Υπέροχη

νύχτα. Μιλούσαµε για το µέλλον µας, για τα παιδιά που θα κάνουµε, για το νόµπελ

λογοτεχνίας που θα πάρω, όταν πια δε θα το χρειάζοµαι. Η Ελένη πιστεύει ότι είµαι

πολύ ταλαντούχος. Μετά γυρίσαµε στη σκηνή µας, ξανακάναµε έρωτα και η Ελένη

κοιµήθηκε. Κάθοµαι έξω, κοιτάω τ’ αστέρια, πίνω και γράφω. Δεν µπορώ να βγάλω

από το µυαλό µου το 1984.»

Ο Τζορτζ σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στη βιβλιοθήκη. Άνοιξε τα κάτω

ντουλάπια και κάπου εκεί, θαµµένο κάτω από λογαριασµούς και ένθετα εφηµερίδων

που η µητέρα του κρατούσε για να διαβάσει κάποτε, ανακάλυψε ένα πολυδιαβασµένο

αντίτυπο του 1984. Θυµόταν ότι το είχε δει. Του είχε κάνει εντύπωση το εξώφυλλο

όταν ήταν παιδί και έψαχνε τις ντουλάπες και τα συρτάρια για κάποιο χαµένο

θησαυρό. Το πήρε στο κρεβάτι του, πιστεύοντας ότι θα το παρατούσε από την πρώτη

σελίδα. Δεν είχε διαβάσει ποτέ µυθιστόρηµα και η βιογραφία του Τζορτζ Μπεστ ήταν

το πρώτο βιβλίο που είχε ανοίξει στη ζωή του.

Ήταν αργά την νύχτα, σχεδόν ξηµερώµατα, όταν µπήκε η µητέρα του στο

σπίτι. Είδε το φως στο δωµάτιο του γιου της και παραξενεύτηκε.

«Τι κάνεις;» του είπε από την πόρτα.

Ο Τζορτζ της έδειξε το βιβλίο που σχεδόν είχε τελειώσει.

Page 26: i Legewna Twn Psuxwn

26

26

«Που το θυµήθηκες αυτό;» είπε εκείνη και πήγε στο δωµάτιο της για να

προλάβει να κοιµηθεί λίγες ώρες.

Ο Τζορτζ τέλειωσε το βιβλίο όταν έξω είχε πάρει να χαράζει. Και δεν

κοιµήθηκε αµέσως. Είχε µείνει να κοιτάζει το ταβάνι και να σκέφτεται.

8.

Το επόµενο πρωινό σηκώθηκε από το κρεβάτι µε δυσκολία, αλλά ούτε για µια

στιγµή δεν σκέφτηκε να παραστήσει τον άρρωστο. Έβρισε σαν είδε την ώρα και

ετοιµάστηκε όσο πιο γρήγορα µπορούσε. Στο δρόµο σκεφτόταν ότι πρώτη φορά το

έκανε αυτό. Συνήθως, µε την παραµικρή αφορµή, απέφευγε να πάει στο σχολείο.

Τώρα γιατί έτρεχε; Αυτό όµως που δεν µπορούσε να βγάλει από το µυαλό του ήταν

πως ήξερε ο δάσκαλος για το σχέδιο του πατέρα του; Μήπως πραγµατικά είχε

κάποιες δυνάµεις; Αλλά κάτι τέτοιο θα σήµαινε ότι και η ιδέα του περί µετεµψύχωσης

ήταν σωστή. Και τότε ο Τζορτζ –είχε αρχίσει να αποκαλεί τον εαυτό του έτσι και του

φαινόταν γελοίο- θα ήταν πράγµατι η µετεµψύχωση του νεκρού ποδοσφαιριστή. Αυτό

τι συνέπειες θα είχε στη ζωή του;

Μόλις µπήκε στην τάξη ο δάσκαλος κοίταξε τα χέρια του.

«Πρόβληµα», είπε ο Τζορτζ και άνοιξε την τσάντα του. «Είναι µόνο σε

τέτοια», και έδειξε τα cd.

«Κανένα πρόβληµα», είπε ο δάσκαλος και του τα πήρε. «Αλεξάνδρα, έχεις

δουλειά.»

Μια µικροκαµωµένη κοπέλα σηκώθηκε από τη θέση της. Πήρε τα cd και τα

κοίταξε µε περιέργεια.

Page 27: i Legewna Twn Psuxwn

27

27

«Μπορείς να φτιάξεις ένα µέσο για να τα διαβάσει;» ρώτησε ο δάσκαλος.

Εκείνη ίσα που κούνησε το κεφάλι.

«Πάρε αυτό και ξεκίνα τώρα», της είπε ο δάσκαλος και της έδωσε την

πιστωτική του κάρτα. «Πόσο καιρό θα χρειαστείς;»

«Μια-δυο µέρες», είπε η Αλεξάνδρα.

«Ωραία, έχεις τέσσερις ώρες. Θέλω πριν φύγουµε από ‘δω να έχεις

τελειώσει.»

Χωρίς να µιλήσει η Αλεξάνδρα βγήκε.

Ο Τζορτζ έκατσε δίπλα στο Μαχάτµα και ρώτησε για το κορίτσι.

«Πρόγονος της είναι ο Μπελ, ο εφευρέτης. Μπορεί να φτιάξει αεροπλάνο από

οδοντογλυφίδες.»

«Λοιπόν», έκανε ο δάσκαλος. «Μέχρι να έχουµε το σχέδιο µπορούµε να

µιλήσουµε για το κίνητρο µας. Τι προσπαθούµε να κάνουµε και γιατί;»

«Να κερδίσουµε το µέλλον µας», είπε ο Παύλος, που όπως φαινόταν

προσπαθούσε να είναι ο καλός µαθητής.

«Απόστολος Παύλος», ψιθύρισε ο Μαχάτµα στο αυτί του Τζορτζ.

«Πλάκα µου κάνεις», είπε εκείνος λίγο πιο δυνατά απ’ ό,τι έπρεπε.

«Καθόλου.»

«Υποτίθεται ότι είναι η λεκτική ευφυΐα της λεγεώνας», είπε ο Τσε από την

άλλη, «αλλά εµένα µου µοιάζει πιο πολύ µε γλείφτη που δεν ξέρει πάνω από πενήντα

λέξεις.»

Ο δάσκαλος είχε πάει στον πίνακα και έγραφε µε µεγάλα γράµµατα:

«Μέλλον».

«Για κάποιο λόγο, που δε µας έχει εξηγήσει ακόµα, όσο πιο παλιός είναι ο

πρόγονος σου τόσο πιο ισχυρή η µετεµψύχωση», είπε –πάλι ψιθυριστά- ο Μαχάτµα.

Ο Τζορτζ σκέφτηκε ότι ο δικός του πρόγονος ήταν ο πιο πρόσφατος. Μόλις το

2005.

«Οι ψυχές µας δεν ξέρουν τίποτα για το χρόνο», είπε ο δάσκαλος που µάλλον

είχε ακούσει το Μαχάτµα. «Ο χρόνος βρίσκεται µέσα στο κεφάλι µας. Ξέρετε τι είχε

πει ο Αϊνστάιν, ο οποίος, δυστυχώς, ακόµα δεν έχει µετεµψυχωθεί, για τη σχετικότητα

του χρόνου; Αν κάθοµαι πάνω σε µια καυτή πλάκα για ένα λεπτό µου φαίνεται

αιώνας. Αν στα γόνατα µου κάθεται για µια ώρα µια δεσποινίδα µου φαίνεται σαν

Page 28: i Legewna Twn Psuxwn

28

28

δευτερόλεπτο.» Τα αγόρια γελάσανε µε αυτήν την παρατήρηση. Ο δάσκαλος

συνέχισε. «Χρόνος υπάρχει µόνο για τα θνητά µας σώµατα και αυτά τον

αντιλαµβάνονται κάπως διαστρεβλωµένα. Οι ψυχές δεν περιµένουν σε κάποιο

καθαρτήριο µέχρι να έρθει η ώρα τους να µετενσαρκωθούν. Χρόνος υπάρχει µέσα

στο σύµπαν όπως το κατανοούµε µε τον ανθρώπινο εγκέφαλο µας. Οι ψυχές δεν είναι

ανθρώπινες.»

«Θεός υπάρχει;» ρώτησε ο Τσε µε ευδιάκριτη την ειρωνεία στην ερώτηση

του.

«Δε διδάσκουµε θεολογία εδώ µέσα», είπε ο δάσκαλος. «Αν θες να µάθεις

περισσότερα για το θεό ρώτα τον Παύλο.»

«Σιγά µη ρωτήσω το βλαµµένο», είπε ο Τσε.

«Δεν είµαστε θρησκευτική οµάδα ή κάποια αίρεση», συνέχισε ο δάσκαλος

κοιτώντας τον Τζορτζ. «Καθένας έχει δικαίωµα να πιστεύει σε οτιδήποτε θέλει. Ο

στόχος µας είναι το µέλλον, άµεσα και µακροπρόθεσµα, και όχι η αιωνιότητα.»

«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Τζορτζ και αυτή ήταν η πρώτη φορά που ρωτούσε

κάτι στην τάξη, οποιουδήποτε σχολείου.

«Πόσων χρονών είναι η µητέρα σου;» τον ρώτησε ο δάσκαλος.

«Σαράντα κάτι», είπε ο Τζορτζ.

«Την έχεις ρωτήσει ποτέ πως ζούσαν πριν... τριάντα χρόνια;»

«Δεν έτυχε.»

«Θα σου πω εγώ, που έχω περάσει τα εξήντα. Μέχρι το τέλος του

προηγούµενου αιώνα, και τις αρχές του δικού µας, κάθε άνθρωπος είχε δικαίωµα να

ονειρεύεται και να κυνηγάει τα όνειρα του. Κάποιοι τα καταφέρνανε. Και δε µιλάω

για ανεδαφικά όνειρα. Μιλάω για το δικαίωµα σε µια ευτυχισµένη ζωή. Χωρίς να

χρειάζεσαι τα αγχολυτικά τρίτης γενιάς για να χαµογελάσεις.»

Ο Τζορτζ τα ήξερε καλά αυτά τα αγχολυτικά. Το συρτάρι δίπλα στο κρεβάτι

της µητέρας του ποτέ δεν άδειαζε από τέτοια. Τα αγχολυτικά τρίτης γενιάς ήταν σαν

τους µετανάστες τρίτης γενιάς. Που δε θυµούνται από που ήρθαν και έχουν

προσαρµοστεί άψογα στο περιβάλλον τους. Έτσι έκαναν και τα αγχολυτικά αυτά:

Είχαν φτιαχτεί για να προσαρµόζονται απόλυτα στο σώµα του δέκτη και τον έκαναν

να ξεχνάει γιατί έπρεπε να τα παίρνει. Πουλιόντουσαν στα σούπερ µάρκετ όπως οι

τσίχλες και συνήθως τα έβρισκες στο ίδιο ράφι, δίπλα στο ταµείο. Κόστιζαν λίγο

Page 29: i Legewna Twn Psuxwn

29

29

περισσότερο και έβγαιναν σε όλα τα αρώµατα: Μέντα, βατόµουρο, τροπικά φρούτα

και ότι άλλο µπορούσες να φανταστείς. Ήταν εθιστικά όσο και η νικοτίνη, αλλά οι

γονείς τα έδιναν στα παιδιά τους για να τα βοηθήσουν να είναι χαρούµενα.

«Υπήρχαν παιδιά τότε», συνέχισε ο δάσκαλος, «που έβγαιναν στο δρόµο για

να παίξουν µπάλα. Και µετά ξεκίνησε η τροµοκρατία των µέσων. Τα παιδιά, όπως κι

εσείς, έβγαιναν από το σπίτι µόνο για να πάνε σε φροντιστήρια και οργανωµένες

δραστηριότητες. Το παιχνίδι περιορίστηκε στο σπίτι και σύντοµα έγινε µοναχική

απασχόληση µπροστά σε µία από τις πολλές οθόνες... Και το µέλλον αυτών των

παιδιών;» Γύρισε και υπογράµµισε τη λέξη µέλλον. «Να δουλεύουν από τη στιγµή

που αποφοιτούν µέχρι να πεθάνουν, σε δουλειές όσο το δυνατόν πιο ανούσιες και όσο

το δυνατόν πιο κακοπληρωµένες... Δεν ξέρω αν το θυµάστε, από τους παππούδες σας,

όσους έζησαν αρκετά, αλλά κάποτε οι άνθρωποι, προτού πεθάνουν ή κριθούν

ανεπαρκείς για εργασία, έβγαιναν στη σύνταξη. Κι αυτό σήµαινε ότι σταµατούσαν να

δουλεύουν και συνέχιζαν να πληρώνονται.»

«Αυτό µ’ αρέσει», είπε ο Τσε.

«Αυτό δε θα το ζήσεις», του είπε ο δάσκαλος. «Οι εθνικές κυβερνήσεις, µε

την πίεση της ευρωκυβέρνησης, ανέβαζαν τα όρια συνταξιοδότησης, µέχρι που έγινε

ο πόλεµος των τριάντα ηµερών, και η ευρωκυβέρνηση κατάφερε να περάσει τη

λυτρωτική για τις τράπεζες τροπολογία: Όποιος δε δουλεύει δεν πληρώνεται.»

«Γιατί οι άνθρωποι άφησαν να συµβούν όλα αυτά;» ρώτησε η Υπατία.

«Κανείς δεν τους ρώτησε. Όποιες αντιδράσεις προέκυψαν τιθασεύτηκαν µε το

φόβο της αρρώστιας, της πείνας και του πολέµου. Η τηλεόραση και τα µέσα γενικώς

έθεσαν τα θεµέλια της αποστασιοποίησης που τόσο βόλευε τους Ολύµπιους.»

«Και οι νέοι τι έκαναν;» είπε µε ένταση ο Τσε.

«Οι νέοι είναι ο εύκολος στόχος. Τους δίνεις τη σωστή τηλεοπτική σειρά, τους

δίνεις τα κατάλληλα τραγούδια, τα πιο αναίµαχτα βιβλία, και ακολουθούν. Όταν τα

πρότυπα σου είναι επιλεγµένα για να σε οδηγήσουν στην υποταγή, υποτάσσεσαι.»

«Κι εµείς τι υποτίθεται ότι θα κάνουµε τώρα;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Καλή ερώτηση», είπε ο δάσκαλος. «Η καλύτερη.»

Ο δάσκαλος περπάτησε αργά ως το παράθυρο και κοίταξε την πόλη.

Page 30: i Legewna Twn Psuxwn

30

30

«Θα χτυπήσουµε το θηρίο στην καρδιά του», είπε χωρίς στόµφο. «Και η

καρδιά του θηρίου είναι η οικονοµία του. Να σας πω ποιο είναι το µέλλον µας; Να

καταστρέψουµε την παγκόσµια οικονοµία.»

«Αυτό θα φέρει µεγάλη αναστάτωση», είπε ο Παύλος.

«Σίγουρα», έκανε ο δάσκαλος.

«Θα γίνει πόλεµος», είπε ο Τσε.

«Το ελπίζω», έκανε ο δάσκαλος.

«Θα ανατραπούν τα πάντα», είπε ο Αδόλφος και όλοι γύρισαν να τον

κοιτάξουν. Δεν συνήθιζε να συµµετέχει στις συζητήσεις.

«Αυτός είναι ο στόχος µας, Αδόλφε», είπε ο δάσκαλος. «Αυτός είναι ο στόχος

της λεγεώνας µας: Να ανατρέψει τα πάντα.»

Κανείς δε µίλησε. Ο Τζορτζ σκεφτόταν ότι είχε µπλέξει σε κάτι µεγαλύτερο

απ’ ό,τι νόµιζε. Το ίδιο µάλλον σκεφτόντουσαν όλοι.

«Ας κάνουµε ένα διάλειµµα», είπε ο δάσκαλος. «Κάθε πορεία χιλίων µιλίων

ξεκινάει µε το πρώτο βήµα, και το πρώτο µας βήµα θα είναι η εξασφάλιση των

αναγκαίων πόρων. Ας περιµένουµε να δούµε τι θα µας φέρει η Αλεξάνδρα.»

Ένας-ένας οι µαθητές σηκώθηκαν και βγήκαν. Ο Τζορτζ έµεινε τελευταίος.

Πλησίασε το δάσκαλο.

«Τι θα γίνει», τον ρώτησε, «αν το σχέδιο του πατέρα µου δε µας κάνει;»

«Το σχέδιο του πατέρα σου ήταν η αφορµή για να µπεις στην οµάδα µας», του

είπε ο δάσκαλος. «Δεν το χρειαζόµαστε περισσότερο απ’ ό,τι χρειαζόµαστε εσένα.»

«Εγώ δεν ξέρω να κάνω τίποτα», είπε σιγά ο Τζορτζ. «Δεν είµαι έξυπνος σαν

την οµορφούλα ούτε αποφασιστικός σαν τον άλλον από ‘κει.»

«Μπορείς να κάνεις περισσότερα απ’ όσα νοµίζεις», του είπε ο δάσκαλος.

Ο Τζορτζ δεν έφερε αντίρρηση. Έξω από την πόρτα τον περίµενε ο Μαχάτµα.

Πήγαν λίγο παράµερα και ο Τζορτζ τον ρώτησε τι ακριβώς είχε κάνει ο δικός του

πρόγονος.

«Ήταν σπουδαίος», είπε ο Μαχάτµα µε καµάρι. «Απελευθέρωσε µια

ολόκληρη ήπειρο χωρίς να ασκήσει βία.»

«Πως το έκανε;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Κάνοντας απεργίες πείνας.»

Page 31: i Legewna Twn Psuxwn

31

31

9.

Ο Μαχάτµα είχε βαφτιστεί Γιάννης. Τόσο απλά, τόσο κοινότοπα. Αλλά από

την ηλικία των τεσσάρων έδειξε ότι δεν ήταν καθόλου συνηθισµένο παιδί. Οι γονείς

του, όπως οι γονείς των περισσότερων παιδιών, έλειπαν όλη τη µέρα από το σπίτι. Η

επιβίωση ήταν πολύ πιο δύσκολη απ’ ό,τι µπορούσε να καταλάβει ένα παιδί. Από έξι

Page 32: i Legewna Twn Psuxwn

32

32

µηνών ο Γιάννης πήγαινε σε ολοήµερο παιδικό σταθµό. Οι ψυχολόγοι ευλογούσαν

αυτή τη διαδικασία. Το παιδί έπρεπε να κοινωνικοποιηθεί και οι γονείς έπρεπε να

δουλέψουν. Οι γονείς απενοχοποιούνταν, οι φόροι καταβάλλονταν και τα σούπερ

µάρκετ πλούτιζαν.

Το Σεπτέµβριο που ο Γιάννης έγινε τεσσάρων χρονών πλησίασε τον πατέρα

του και τη µητέρα του, που έβλεπαν τηλεόραση τρώγοντας κάτι πλαστικό που είχαν

αγοράσει απ’ έξω, και τους ανακοίνωσε ότι δε θα ξαναπήγαινε στον παιδικό σταθµό.

Οι γονείς του γελάσανε και του είπαν να πάει για ύπνο. Το επόµενο πρωινό ο Γιάννης

δε σηκωνόταν από το κρεβάτι. Η µητέρα του στην αρχή τον παρακαλούσε. Μετά από

λίγο έχασε την υποµονή της και άρχισε να ουρλιάζει. Ο πατέρας του τον διέταξε να

κατέβει από το κρεβάτι για να ετοιµαστεί. Ο Γιάννης έµεινε ακλόνητος στην

απόφαση του. Τον απείλησαν ότι δε θα του ξαναγοράσουνε παιχνίδια. Ότι θα

πετούσαν και όλα τα παλιά του. Ο Γιάννης δεν αντιδρούσε. Τον σήκωσαν µε το ζόρι

και προσπάθησαν να τον ντύσουν. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να ντύσεις ένα παιδί που

ξαπλώνει στο πάτωµα µε όλο το βάρος του σώµατος του. Εν τέλει τα κατάφεραν και

τον έβαλαν µε το ζόρι στο λεωφορείο του παιδικού. Ο Γιάννης κατέβηκε στο σχολείο.

Αλλά εκεί αρνήθηκε να φάει πρωινό, να συµµετάσχει στις δραστηριότητες, ακόµα και

να πιει νερό. Ο γιατρός που τον εξέτασε αποφάνθηκε ότι ήταν απόλυτα υγιής και

σύστησε να του δώσουν ένα παιδικό αγχολυτικό για να τον ηρεµήσουν. Ο Γιάννης

αρνήθηκε µε πείσµα και οι δασκάλες αποφάσισαν να ρίξουν το µπαλάκι στους γονείς

του.

Το απόγευµα που γύρισε στο σπίτι ο Γιάννης τους ανακοίνωσε ότι δε θα

ξανάβαζε τίποτα στο στόµα του µέχρι να πραγµατοποιηθεί η απόφαση του. Οι γονείς

του µαγείρεψαν το αγαπηµένο του φαγητό και του το άφησαν να αχνίζει δίπλα στο

κρεβάτι. Ο Γιάννης ούτε που το άγγιξε. Το επόµενο πρωινό είχε περάσει ένα

εικοσιτετράωρο χωρίς να έχει πιει ούτε νερό. Οι γονείς του τον πήγαν στο

νοσοκοµείο και η διάγνωση ήταν η ίδια: Νευρολογική διαταραχή.

Στο σπίτι προσπάθησαν να του δώσουν σούπα, χυµό, νερό, αλλά ο Γιάννης

ξερνούσε πάνω τους ότι του έδωσαν µε τη βία. Απελπισµένη η µητέρα του πήρε µια

βδοµάδα άδεια –άνευ αποδοχών- από τη δουλειά της. Το ίδιο βράδυ ο Γιάννης έφαγε

µε την όρεξη εφήβου. Όταν πέρασε η βδοµάδα και η µητέρα του είπε ότι έπρεπε να

γυρίσει στη δουλειά της και ο Γιάννης στον παιδικό, άρχισε ξανά η απεργία πείνας.

Page 33: i Legewna Twn Psuxwn

33

33

Έτσι ο πατέρας του αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη δουλειά του. Δούλευε πια από

το σπίτι και κέρδιζε τα µισά λεφτά. Ανακοίνωσαν στο Γιάννη ότι δε θα έπαιρνε πάλι

δώρο, πέρα ίσως από το χριστουγεννιάτικο, κι ότι θα έπρεπε να περιορίσουν ακόµα

και το φαγητό τους.

«Δε µε νοιάζουν τα παιχνίδια ούτε το φαγητό», τους είπε µε σοβαρότητα που

ταίριαζε µόνο σε ενήλικα. «Τους γονείς µου θέλω.»

Η αλήθεια είναι ότι τα επόµενα δύο χρόνια, µέχρι να πάει ο Γιάννης στο

δηµοτικό, ήταν τα πιο όµορφα οικογενειακά τους χρόνια. Ζούσαν βέβαια πολύ πιο

φτωχικά και στερηµένα, αλλά είχαν χρόνο για να παίζουν. Το σπίτι τους είχε γίνει το

καταφύγιο τους. Ο πατέρας του ανακάλυψε ότι ήταν πατέρας, όχι µόνο βιολογικά, και

η µητέρα του γυρνούσε από τη δουλειά σε ένα µέρος που ακόµα αντηχούσαν τα

γέλια.

Στο δηµοτικό ο Γιάννης δεν άργησε να προκαλέσει µια καινούρια εξέγερση. Η

δασκάλα της πρώτης ήταν µια απολύτως στριµµένη γεροντοκόρη που κρατούσε τα

παιδιά µέσα στο διάλειµµα, αν τύχαινε να κάνουν φασαρία κατά την ώρα του

µαθήµατος. Χωρίς να το καταλάβει κανείς ο Γιάννης οργάνωσε τους συµµαθητές του.

Έτσι µια µέρα, µόλις χτύπησε το κουδούνι, η δασκάλα τους είπε να βγουν. Ήταν πιο

ήσυχοι και υπάκουοι απ’ όσο µπορεί να ονειρευτεί εκπαιδευτικός για εξάχρονα

παιδιά. Κανείς δε σηκώθηκε από την καρέκλα του. Η δασκάλα τους το ζήτησε άλλη

µια φορά, τους πρόσταξε, τους φώναξε. Όλα τα παιδιά κοιτούσαν το Γιάννη και

έµεναν στις θέσεις τους. Η δασκάλα πήγε να φέρει το διευθυντή. Μόλις εκείνος

µπήκε µέσα ο Γιάννης σηκώθηκε και είπε ότι δε θα ξανάβγαιναν σε διάλειµµα, αν

πρώτα η δασκάλα τους δε τους ζητούσε συγνώµη και αν δεν υποσχόταν ότι δε τους

απαγόρευε την έξοδο. Ο διευθυντής απείλησε ότι θα καλέσει τους γονείς των παιδιών.

«Αυτή είναι εξέγερση», είπε αγριεµένος. «Και θα τιµωρηθείτε αυστηρά.»

Φοβισµένα τα παιδιά κοιτάξανε το Γιάννη. Εκείνος, υπερβολικά ψηλός και

σοβαρός για την ηλικία του, στάθηκε µπρος στο διευθυντή και είπε:

«Ζητάµε µόνο ότι µας ανήκει. Τίποτα παραπάνω.»

«Πολύ καλά», απάντησε ο διευθυντής. «Τότε δε θα ξαναβγείτε ποτέ

διάλειµµα.»

Τα νέα της εξέγερσης διαδόθηκαν. Οι υπόλοιποι µαθητές, εµπνευσµένοι από

το θάρρος του Γιάννη, αποφάσισαν να συµπαρασταθούν στα πρωτάκια. Την τρίτη

Page 34: i Legewna Twn Psuxwn

34

34

ώρα, όταν χτύπησε το κουδούνι, καµία φωνή δεν ακούστηκε στο σχολείο, και το

προαύλιο έµεινε άδειο. Οι δάσκαλοι δεν µπορούσαν να κάνουν κάτι. Τα παιδιά

καθόντουσαν στα θρανία τους χωρίς καν να µιλάνε και όταν άρχιζε το µάθηµα

συµµετείχαν κανονικά, ίσως και µε µεγαλύτερο ζήλο απ’ ό,τι συνήθως. Ακόµα και οι

µαθητές των τελευταίων θρανίων σήκωναν το χέρι τους και έκαναν ερωτήσεις του

τύπου: «Ποια είναι τα δικαιώµατα µας ως µαθητές;» ή «Πως τιµωρούσαν στην

Αρχαία Ελλάδα τους στρατηγούς που δεν άξιζαν το αξίωµα τους;»

Οι δάσκαλοι άντεξαν τρεις µέρες. Ο πατέρας του Γιάννη, που κλήθηκε στο

γραφείο ως ο κηδεµόνας του πρωτοστάτη της «σιωπηλής εξέγερσης» σήκωσε τους

ώµους.

«Αν βρείτε τον τρόπο να τον κάµψετε πείτε το µου κι εµένα», απάντησε στους

δασκάλους.

Ο διευθυντής, που είχε µεταπτυχιακό στην παιδική ψυχολογία, νόµισε ότι είχε

τη λύση. Η τέταρτη µέρα της εξέγερσης ήταν µια ηλιόλουστη µέρα. Ο διευθυντής,

καταστρατηγώντας το πρόγραµµα, ανακοίνωσε στους µαθητές ότι θα πηγαίνανε

εκδροµή. Εκείνοι, αντί να χειροκροτήσουν και να πανηγυρίσουν ως συνήθως,

στράφηκαν να δουν την αντίδραση του ηγέτη τους. Ο Γιάννης πήρε την τσάντα του

και µπήκε στο κτίριο. Έκατσε στο θρανίο και σταύρωσε τα χέρια του µπροστά. Ο

διευθυντής δήλωσε, ορθά κοφτά, πως όποιος δεν πήγαινε στην εκδροµή θα

αποβαλλόταν από το σχολείο. Οι µαθητές, αφού µουρµούρισαν λιγάκι, ακολούθησαν

το παράδειγµα του Γιάννη. Πήγαν και έκατσαν στα θρανία τους χωρίς να µιλάνε. Ο

διευθυντής αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Το συµβούλιο δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης

είχε µάθει για τη «σιωπηλή ανταρσία» και κρούσµατα µίµησης είχαν αρχίσει να

εκδηλώνονται και σε άλλα σχολεία, δηµοτικά, γυµνάσια και λύκεια. Η γεροντοκόρη

αρνήθηκε να ζητήσει συγνώµη από τα «κουτσούβελα», όπως ακριβώς είπε, και

τέθηκε σε διαθεσιµότητα, προτού απολυθεί. Ο διευθυντής συνόδεψε την καινούρια

δασκάλα στην τάξη του Γιάννη και τους υποσχέθηκε ότι θα έκαναν διάλειµµα πάντα

και ακριβώς µόλις θα χτυπούσε το κουδούνι. Αυτά τα είπε κοιτώντας το Γιάννη.

«Σας ευχαριστούµε», είπε εκείνος και έδειξε το ρολόι. «Έχουµε ακόµα µια

ώρα εκδροµής. Μπορούµε να την περάσουµε στο προαύλιο;»

Ο διευθυντής συµφώνησε µε ανακούφιση και τα παιδιά βγήκαν στην αυλή

κουβαλώντας το Γιάννη στους ώµους τους.

Page 35: i Legewna Twn Psuxwn

35

35

Συνέχισε να είναι καλός µαθητής και να προκαλεί αναταραχές µέχρι και το

λύκειο. Οι καθηγητές του πάντα πρόσεχαν τη συµπεριφορά τους όταν ήταν στο

τµήµα του και άλλοι δύο σκληροπυρηνικοί απολυθήκανε όταν προσπάθησαν να

κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους. Ο Γιάννης και τις δύο φορές έφτασε ως το

πειθαρχικό συµβούλιο, αλλά η επίγνωση του δικαίου και οι γενικευµένες καταλήψεις

και αποχές των µαθητών πάντα τον δικαίωναν. Ώσπου στη δευτέρα λυκείου

χρειάστηκε να καλύψει ένα αδίκηµα. Ένας µαθητής, γνωστός ταραχοποιός,

κατηγορήθηκε –όχι άδικα- για την καταστροφή ενός υπολογιστή του σχολείου. Αν

αποδεικνυόταν ότι το είχε κάνει αυτός θα έπαιρνε το δρόµο για το σωφρονιστήριο. Ο

Γιάννης τον κάλυψε και πήρε όλη την ευθύνη. Ζήτησε από τους συµµαθητές του να

µην αντιδράσουν όταν του δόθηκε αποβολή από όλα τα δηµόσια σχολεία. Οι

καθηγητές γνώριζαν ότι απέβαλλαν έναν αθώο, όµως ήταν προτιµότερο να

σταυρώσουν τον Ιησού παρά το Βαρνάβα.

Την ίδια µέρα ο Γιάννης έλαβε ένα email από το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας.

Έτσι έµαθε ποιος είναι. Έτσι έγινε ο Μαχάτµα.

Page 36: i Legewna Twn Psuxwn

36

36

10.

Ο Τζορτζ γέλασε σαν άκουσε την ιστορία του Μαχάτµα.

«Δε θα το φανταζόµουν ότι µπορείς να κάνεις τόσα πολλά µε το να µην κάνεις

τίποτα», είπε και τον χτύπησε στον ώµο.

«Δεν είναι τίποτα», είπε ο Μαχάτµα. «Είναι η αντίδραση της ahimsa.»

«Της ποιας;»

«Της µη-βίας», εξήγησε ο Μαχάτµα. «Ο πρόγονος µου, σου είπα, ελευθέρωσε

µια ήπειρο µε αυτόν τον τρόπο.»

«Έτυχε», είπε ο Τσε που τους είχε πλησιάσει για να ακούσει.

«Τίποτα δεν τυχαίνει», είπε ο Μαχάτµα.

«Στη βία µπορείς να απαντήσεις µόνο µε βία και τη φωτιά την πολεµάς µε

φωτιά. Αν έχεις διαφορετική άποψη τότε τι κάνεις εδώ;»

«Δε θα πειράξουµε κανέναν, αυτό το έχει τονίσει ο δάσκαλος.»

«Κι αν χρειαστεί να σκοτώσεις για να µη σε σκοτώσουν;»

Ο Τσε χαµογέλασε. Νόµιζε ότι είχε κάνει µατ.

«Θα προτιµήσω να µε σκοτώσουν», είπε ο Μαχάτµα, έχοντας πλήρη επίγνωση

της δήλωσης του.

«Τότε είσαι ανόητος. Και επικίνδυνος», είπε ο Τσε και έφυγε νευριασµένος. Η

παρτίδα είχε βγει ισοπαλία, στην καλύτερη περίπτωση.

Ο Μαχάτµα τον άφησε να αποµακρυνθεί πριν µιλήσει.

«Είναι πολύ δυνατός», είπε κοιτώντας το γεροδεµένο σώµα του να

αποµακρύνεται. «Αλλά έχει πάρει λάθος δρόµο.»

«Δεν υπάρχει λάθος δρόµος, γιατί δεν υπάρχει σωστός», είπε ο δάσκαλος που

περνούσε δίπλα τους πηγαίνοντας προς την αίθουσα. «Υπάρχει µόνο δρόµος και

αυτός προς τα πάνω ή προς τα κάτω είναι ο ίδιος.»

Έπειτα τους ειδοποίησε να τους ακολουθήσουν. Τους µίλησε µε λίγα λόγια για

τις επαναστάσεις του δεκάτου ενάτου και του εικοστού αιώνα.

«Το µεγαλύτερο πρόβληµα όλων των επαναστάσεων», είπε εν κατακλείδι,

«δεν είναι η ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος, αλλά η επιβίωση του καινούριου.

Ο άνθρωπος έχει µια φυσική ροπή προς την εξουσία και τη διαφθορά της. Ελάχιστοι

κατάφεραν να κατακτήσουν την εξουσία και να παραµείνουν επαναστάτες. Είναι

Page 37: i Legewna Twn Psuxwn

37

37

οξύµωρο ουσιαστικά. Όποιος είναι στην εξουσία δεν µπορεί να είναι επαναστάτης. Ο

Γκεβάρα», είπε και κοίταξε τον Τσε, «προτίµησε να συνεχίσει την επανάσταση και

πέθανε γι’ αυτήν. Ο Γκάντι», ήταν η σειρά του Μαχάτµα, «δεν διεκδίκησε ποτέ θέση

στη χώρα που απελευθέρωσε. Και τον δολοφονήσανε.» Ξερόβηξε λιγάκι για να τους

τραβήξει την προσοχή. «Να ξέρετε, η µοίρα των οραµατιστών είναι η δολοφονία.

Σχεδόν πάντα. Ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο απόστολος Παύλος, η Υπατία, ο Γκάντι, ο

Τρότσκι, ο Γκεβάρα, ο Σαντάτ, ο Λένον... Ίσως αυτή να είναι και η δική σας µοίρα.»

«Εκτός αν πεθάνουµε από το ποτό πρώτα», είπε σιγά ο Τσε κοιτώντας προς

τον Τζορτζ.

«Από τι θα πεθάνετε δεν ξέρω», είπε ο δάσκαλος ηρεµώντας τον Τζορτζ που

κουνιόταν πέρα-δώθε στην καρέκλα του. «Δεν είµαι προφήτης ούτε µάγος. Αλλά

ξέρω ότι ο κόσµος θα σας λατρέψει και θα σας µισήσει. Δεν υπάρχει µέση οδός.»

«Για ποιον θα κάνουµε ό,τι κάνουµε;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Για τη σωτηρία της ψυχής µας», είπε ο Παύλος.

«Αυτό είναι µαταιοδοξία», είπε ο δάσκαλος. «Αν θες να σώσεις την ψυχή σου

πήγαινε σε ένα µοναστήρι και προσευχήσου.»

«Για τους συνανθρώπους µας», είπε ο Μαχάτµα.

«Αυτό είναι µεγαλύτερη µαταιοδοξία», είπε ο δάσκαλος. «Οι συνάνθρωποι

σου δε σου ζήτησαν να τους σώσεις.»

«Γιατί δεν µπορούµε να κάνουµε αλλιώς», είπε ο Αδόλφος και όλοι γύρισαν

να τον κοιτάξουν.

Δε συνήθιζε να µιλάει ούτε να συµµετέχει στις συζητήσεις. Ήταν απόµακρος

και αποστασιοποιηµένος από την πρώτη µέρα και όταν οι συµµαθητές του έµαθαν

ποιος ήταν ο πρόγονος του απέφευγαν και να τον κοιτάνε.

«Αν υπάρχει µια σωστή απάντηση, που δεν το νοµίζω, αυτή είναι η πιο

κοντινή», είπε ο δάσκαλος επιβραβεύοντας τον Αδόλφο.

«Μα δεν µπορεί», πετάχτηκε όρθια η Υπατία. «Όταν ένας άνθρωπος δεν

µπορεί να επιλέξει παύει να είναι άνθρωπος. Δεν µπορεί να είναι η µοίρα ή η φύση

µας που µας έφερε εδώ.»

«Όχι, έχεις δίκιο. Όλοι επιλέξαµε να συµµετέχουµε.»

«Μα δεν µπορεί να έχει και αυτή δίκιο», είπε ο Παύλος. «Έχουν αντίθετη

άποψη οπότε µόνο ένας από τους δύο µπορεί να έχει δίκιο.»

Page 38: i Legewna Twn Psuxwn

38

38

«Δίκιο έχεις κι εσύ», του είπε ο δάσκαλος και όλων τα µάτια άνοιξαν. Πως

γινόταν να έχουν όλοι δίκιο; Μόνο ο Μαχάτµα χαµογέλασε µε εκείνον το γαλήνιο

τρόπο, που θύµιζε τη θάλασσα, την καθαρή θάλασσα, µια απάνεµη µέρα του

καλοκαιριού.

Έπειτα, παραδόξως, ξαφνιάζοντας και τον εαυτό του ο Τζορτζ είπε:

«Σε µια οµάδα υπάρχει µόνο ένας αρχηγός... Αλλά έντεκα παίχτες.»

Ο δάσκαλος συγκατένευσε και ολοκλήρωσε τη σκέψη του µαθητή του:

«Σε µια καλή οµάδα υπάρχουν έντεκα παιχνίδια. Ο αρχηγός δεν κάνει τίποτα

άλλο από να τα συνδυάζει µε τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγήσουν στην νίκη.»

Στο άκουσµα της λέξης «νίκη» ο Αδόλφος κοίταξε έξω. Ο Τσε έσφιξε τα

δόντια. Ο Μαχάτµα χάθηκε να κοιτάει κάτι πέρα από τους τοίχους και οι υπόλοιποι

µαθητές έµειναν σιωπηλοί.

«Και να ξέρετε κάτι», είπε ο δάσκαλος που βρήκε την ευκαιρία στο κενό που

άφησε η σιωπή τους. «Εδώ δεν είµαστε για τη χαρά του παιχνιδιού. Έχουµε έρθει για

να νικήσουµε και δεν υπάρχει άλλος δρόµος, πάνω ή κάτω, βίας ή µη-βίας. Μόνο

νίκη.»

Πριν οι µαθητές προλάβουν να χωνέψουν τα λόγια του άνοιξε η πόρτα και

µπήκε µέσα η Αλεξάνδρα.

Χωρίς να µιλήσει άφησε ένα πάκο από χαρτιά στην έδρα του δασκάλου.

Έπειτα πήγε και κάθισε στη θέση της, ικανοποιηµένη από τον εαυτό της.

. «Τέλος το µάθηµα για σήµερα», είπε ο δάσκαλος και σήκωσε τα χαρτιά.

«Χρειάζοµαι να µελετήσω τους θησαυρούς που µας έφερε η Αλεξάνδρα... Και ο

Τζορτζ. Καλή σας µέρα.»

Οι µαθητές σηκωθήκανε απρόθυµα και πήρανε τις άδειες τους τσάντες. Δε

χρειαζόταν να κουβαλάνε βιβλία µαζί τους.

Page 39: i Legewna Twn Psuxwn

39

39

11.

Ο Τζορτζ κατέβηκε πρώτος τις σκάλες και στήθηκε στην έξοδο της

πολυκατοικίας. Χαιρέτησε το Μαχάτµα, αντάλλαξε µια µατιά µε τον Τσε, αλλά δεν

έφυγε. Περίµενε µέχρι να δει την Υπατία, µαζί µε την Αλεξάνδρα, να κατεβαίνουν.

«Προς τα που πάτε;» ρώτησε κοιτώντας την Υπατία.

«Ανατολικά», είπε αυτή.

«Ωραία», είπε ο Τζορτζ. «Προς τα ‘κει πάω κι εγώ.»

Έπειτα στράφηκε προς την Αλεξάνδρα.

Εκείνη κοίταξε την Υπατία και αποµακρύνθηκε.

«Δε µιλάει και πολύ, ε;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Μιλάει όταν πρέπει», απάντησε η Υπατία. «Είχα την εντύπωση πως µένεις

στην άλλη πλευρά», του είπε προτού ξεκινήσουν.

«Θα κάνω µια µικρή παράκαµψη», είπε ο Τζορτζ.

«Μένω µακριά.»

«Δικά µου είναι τα πόδια», είπε ο Τζορτζ και αµέσως µετάνιωσε γι’ αυτό που

είχε πει. Το διόρθωσε λέγοντας: «Μ’ αρέσει το περπάτηµα.»

«Εντάξει, λοιπόν», είπε µόνο η Υπατία και ξεκίνησε.

Στην αρχή, τα πρώτα δύο τετράγωνα κανένας δε µιλούσε. Μετά ο Τζορτζ

αποφάσισε πως έπρεπε να πει κάτι.

«Είσαι πολύ έξυπνη;» ρώτησε, καταλαβαίνοντας πόσο ανόητη ήταν η

ερώτηση του.

«Πιο έξυπνη απ’ όλους τους άντρες που γνωρίζω», είπε η Υπατία. «Αλλά αυτό

δεν είναι δύσκολο.»

Page 40: i Legewna Twn Psuxwn

40

40

«Μάλλον δεν τους συµπαθείς και πολύ τους άντρες», είπε χαµογελώντας ο

Τζορτζ.

Η Υπατία σταµάτησε να περπατάει και τον κοίταξε αυστηρά.

«Την πρόγονο µου την κοµµατιάσανε µε όστρακα, επειδή ήταν γυναίκα και

αγαπούσε τη φιλοσοφία.» Έκανε µια θεατρική παύση. «Και µάντεψε ποιοι την

κοµµατιάσανε.» Έπειτα συνέχισε να περπατάει, πιο γρήγορα από πριν.

«Καλά», είπε ο Τζορτζ που δε δυσκολευόταν να την προφταίνει, παρά το

τεχνητό πόδι. «Δεν είναι όλοι οι άντρες δολοφόνοι.»

«Όχι;» έθεσε τη ρητορική ερώτηση η Υπατία. «Για πες µου πόσους βιασµούς

από γυναίκα ξέρεις;»

«Βιασµούς;»

«Ναι, βιασµούς. Ή πες µου πόσες γυναίκες εµπλέκονται στην παιδική

πορνογραφία.»

«Δεν µπορεί, θα υπάρχουν και γυναίκες.»

«Για ψαξ’ το λίγο στο ίντερνετ...»

Έπειτα ξανασταµάτησε.

«Κάνε µια έρευνα να δεις πόσες γυναίκες δολοφόνοι κατ’ εξακολούθηση

έχουν υπάρξει ή τι ποσοστό των δολοφονιών διαπράττονται από γυναίκες.»

«Εντάξει, οι άντρες είναι λίγο πιο βίαιοι.»

«Λίγο;» έκανε η Υπατία και κούνησε το κεφάλι της απαξιωτικά. Έπειτα

χύθηκε πάλι προς τα µπροστά. Τα µακριά της πόδια έκαναν µεγάλα και γρήγορα

βήµατα.

«Πες µου µια γυναίκα που να ξεκίνησε έναν πόλεµο», τον ρώτησε και

έσπρωξε έναν µαύρο µικροπωλητή που πουλούσε λαθραία.

«Η ωραία Ελένη;» ρώτησε ο Τζορτζ έτοιµος να γελάσει.

«Πλάκα µου κάνεις», είπε η Υπατία και κοντοστάθηκε. «Μήπως να γυρίσεις

σιγά-σιγά προς το σπίτι σου; Θα σε περιµένει ο καλός σου πατερούλης να σου πει κι

άλλα παραµύθια.»

Ο Τζορτζ συνοφρυώθηκε και η Υπατία µπόρεσε να διαβάσει την ταραχή στο

πρόσωπο του. Η ένταση της µαλάκωσε.

«Εσείς οι άντρες», του είπε, λίγο πιο µαλακά, «είστε υπεύθυνοι για ό,τι κακό

έχει συµβεί στην ανθρωπότητα.»

Page 41: i Legewna Twn Psuxwn

41

41

«Και για ό,τι καλό. Πες µου µια γυναίκα που να ξεκίνησε µια επανάσταση.»

«Η Εύα;» είπε η Υπατία και γελάσανε.

Περπατήσανε δίπλα έτσι µέχρι που ο Τζορτζ είπε: «Αν δεν ήταν όµως ο

εωσφόρος.»

«Σ’ έπιασε όρεξη για µυθολογία; Ο εωσφόρος ήταν άγγελος, πνεύµα, χωρίς

φύλο. Ο Αδάµ δε θα κουνούσε το χοντρό του κώλο από τον παράδεισο αν δεν ήταν η

Εύα.»

«Και η ανθρωπότητα θα ζούσε ευτυχισµένη στον αιώνα τον άπαντα µέσα στον

παράδεισο.»

«Αν δεν τους ‘διώχναν από τον παράδεισο δε θα υπήρχε ανθρωπότητα. Μέσα

εκεί ο θεός τους είχε στειρωµένους. Σαν γάτες.»

«Μάλλον κάτι τέτοια θα έλεγε και η πρόγονος σου.»

«Γι’ αυτό και την κοµµατιάσανε;»

«Δεν ήθελα να το πω.»

«Δε χρειαζότανε. Αν ζούσες στην Αλεξάνδρεια, θα είχες πάρει κι εσύ ένα

όστρακο, είµαι σίγουρη.»

Η Υπατία άνοιξε το βήµα της περισσότερο σαν να ήθελε να ξεφύγει από

κάποιον ενοχλητικό.

«Αν κάτι λείπει από τις γυναίκες», φώναξε ο Τζορτζ, «αυτό είναι η αίσθηση

του χιούµορ.»

Η Υπατία στράφηκε απότοµα.

«Για τους άντρες όλα είναι αστεία.»

«Αν τα βλέπεις από απόσταση όλα είναι αστεία, πράγµατι. Ακόµα και... η

λεγεώνα. Τα ονόµατα µας, ο στόχος µας.»

«Αν τα κοιτάξεις από κοντά όλα είναι σοβαρά. Τραγικά σχεδόν.»

«Όταν κοιτάζω εσένα από κοντά βλέπω µόνο οµορφιά.»

«Χέσε µας», έκανε η Υπατία και συνέχισε να περπατάει. Όχι όµως τόσο

γρήγορα όσο πριν.

«Αυτό που δεν καταλαβαίνω», της είπε ο Τζορτζ σαν την πρόφτασε, «είναι

πως βρέθηκες εσύ στη... λεγεώνα. Στους πολύ έξυπνους µαθητές υποτίθεται ότι

δίνουν υποτροφία για τα ιδιωτικά.»

Page 42: i Legewna Twn Psuxwn

42

42

«Δε χρειαζόµουν την υποτροφία», είπε η Υπατία και στάθηκε µπροστά σε ένα

αυτοκίνητο. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη της και το απασφάλισε.

«Το κατάλαβα όταν είπες ότι ζεις στα ανατολικά», είπε ο Τζορτζ

παρατηρώντας το αυτοκίνητο. Ήταν ένα από εκείνα τα µικρά –και πανάκριβα-

υβριδικά που επιτρεπόταν να οδηγάνε και οι έφηβοι, όσοι είχαν λεφτά να το

αγοράσουν.

«Θες να σε πάω πουθενά;» τον ρώτησε η Υπατία.

«Όχι στο σπίτι σου σίγουρα, γιατί δεν είµαι κατάλληλα ντυµένος.»

«Σου είπα ότι µένω µακριά, για να γυρίσεις µε τα πόδια.»

«Στα προάστεια σίγουρα.»

«Κάπου εκεί.»

«Ωραία», έκανε ο Τζορτζ ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού. «Πήγαινε µε

σπίτι, δυτικά, αρκεί να µου πεις τι κάνει µια ιδιοφυής προνοµιούχα στο σχολείο

δεύτερης ευκαιρίας.»

Page 43: i Legewna Twn Psuxwn

43

43

12.

Η Υπατία, κατά κόσµο Ευαγγελία ή Εύα, ήταν σίγουρα προνοµιούχος. Ο

πατέρας της ήταν χειρουργός και η µητέρα της ψυχίατρος. Ζούσαν στα προάστια, σε

ένα υπέροχο σπίτι µε κήπο, ανάµεσα στους υπόλοιπους προνοµιούχους που ποτέ δεν

ανησυχούσαν για το µέλλον των παιδιών τους ή το δικό τους. Τους γονείς της δεν

τους έβλεπε περισσότερο απ’ ό,τι τα παιδιά των κατώτερων τάξεων. Μεγάλωσε µε

νταντά και µαγείρισσα και από µικρή ηλικία στάλθηκε σε ολοήµερο ιδιωτικό σχολείο.

Εκεί δεν άργησε να δείξει την ευφυΐα της. Πρώτευε χωρίς κόπο και όλοι οι δάσκαλοι

προέβλεπαν ένα λαµπρό µέλλον για τη µικρή Εύα. Σπουδές στο εξωτερικό,

µεταπτυχιακά, διδακτορικά και ίσως κάποια πολύ σηµαντική ανακάλυψη.

Η Εύα χαιρόταν να είναι ξεχωριστή, κακοµαθηµένη και ξιπασµένη.

Μεγαλώνοντας γινόταν όλο και πιο όµορφη και αυτό της έδινε ένα ακόµα

πλεονέκτηµα στο µικρόκοσµο του ακριβού σχολείου της. Σίγουρα θα εκπλήρωνε όλα

τα όνειρα των γονιών της και των δασκάλων της αν κάποια µέρα, λίγο καιρό αφότου

µπήκε στην εφηβεία, δεν τύχαινε να χαθεί σε ένα µέρος τόσο διαφορετικό από τον

κόσµο που γνώριζε.

Η αρχή είχε γίνει από τα όνειρα της. Από ένα συγκεκριµένο όνειρο. Όταν

ήταν περίπου δώδεκα χρονών το είδε για πρώτη φορά. Τρόµαξε τόσο πολύ που

Page 44: i Legewna Twn Psuxwn

44

44

ξύπνησε ουρλιάζοντας και αρνιόταν να ξανακοιµηθεί ολόκληρο το βράδυ. Τελικά οι

γονείς της της έδωσαν ένα ελαφρύ υπνωτικό και την έστειλαν σε έναν ήσυχο ύπνο

χωρίς όνειρα. Το επόµενο βράδυ επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία. Αυτή τη φορά η Εύα

δεν ούρλιαξε, αλλά έµεινε µε ανοιχτά τα µάτια στο κρεβάτι της µέχρι το ξηµέρωµα.

Όταν η µητέρα της της ζήτησε να της περιγράψει το όνειρο της η Εύα δεν ήξερε τι να

πει. Δεν ήταν ένα ξεκάθαρο όνειρο µε µαχαίρια και δόντια που µπήγονταν µέσα της,

κάτι που η µητέρα της εύκολα θα απέδιδε στο φόβο της σεξουαλικής εισχώρησης. Η

πιο καλή περιγραφή που έδωσε ήταν η εξής:

«Έρχεται ένα πράγµα. Τόσο µικρό. Και πρέπει να το βάλω στη θέση του. Το

κάνω χωρίς κόπο. Σαν µια πρόσθεση. Μόλις τελειώνω έρχεται άλλο ένα. Το βάζω κι

αυτό στη θέση του. Μετά κι άλλο κι άλλο και καταλαβαίνω ότι έχω µπροστά µου

δισεκατοµµύρια από αυτά τα µικρά πράγµατα και πρέπει όλα, ένα-ένα, να τα βάλω

στη θέση τους.»

Όταν η µητέρα της ρώτησε τι είναι αυτά τα µικρά πράγµατα η Εύα είπε ότι θα

µπορούσαν να είναι αριθµοί ή γραµµές ή... κύµατα. Κι ότι υπάρχει πολύ έντονη η

αίσθηση του θαλασσινού στοιχείου. Αλλά δεν είναι νερό ούτε κάτι συγκεκριµένο.

Η µητέρα της, η ψυχίατρος, πίστεψε ότι είχε να κάνει µε µια απλή περίπτωση

πρωτοεφηβικού άγχους. Της έδωσε ένα κουτί µε αγχολυτικά τρίτης γενιάς και της

είπε να ξεκουραστεί για λίγες µέρες. Όµως, παρά τα φάρµακα, η Εύα δεν µπορούσε

να κλείσει τα µάτια της. Μόλις την έπαιρνε ο ύπνος τα µικρά πράγµατα ερχόντουσαν

ξανά απαιτώντας να µπουν στη θέση τους. Μόνο όταν έπαιρνε υπνωτικά µπορούσε να

κοιµηθεί, γιατί τότε δεν έβλεπε όνειρα. Η µητέρα της κατάλαβε ότι είχε να κάνει µε

µια δύσκολη περίπτωση πρώιµης ψύχωσης. Ξεκίνησε να τη στουµπώνει µε

αντιψυχωτικά και το πρόβληµα λύθηκε, εν µέρει. Η Εύα µπορούσε πια να κοιµηθεί

ήσυχη, αλλά το ταλέντο της στα µαθηµατικά και στη λογική ατρόφησε. Τους γονείς

της δεν τους πείραξε πολύ η ισοπέδωση της κόρης τους. Καλύτερα να ήταν λιγότερο

ευφυής και λογική, παρά µια ψυχωτική µεγαλοφυΐα.

Όµως η Εύα υπέφερε. Από µικρή λάτρευε τους αριθµούς και τις σχέσεις τους.

Όταν οι συνοµήλικοι της µάθαιναν πρόσθεση εκείνη ανακάλυπτε τους πενταψήφιους

πρώτους αριθµούς και τη σχέση τους µε τους φίλιους. Όταν οι συµµαθητές της

βαρυγκωµούσαν για να αποστηθίσουν την προπαίδεια εκείνη επέλυνε διαφορικές

εξισώσεις, για διασκέδαση. Οι δάσκαλοι τους έδειχναν το πυθαγόρειο θεώρηµα και

Page 45: i Legewna Twn Psuxwn

45

45

εκείνη ασχολιόταν µε τη σπαζοκεφαλιά της Ριµάνειας γεωµετρίας. Και το πιο

παράξενο ήταν ότι οι λύσεις της φανερώνονταν αυτόµατα, ενορατικά, σχεδόν

θεόσταλτα, λες και ο εγκέφαλος της ήταν ένα µυστικιστικό όργανο της θείας

αρµονίας.

Όλα αυτά τα έχασε µόλις ξεκίνησε να παίρνει τα αντιψυχωτικά. Ενώ πριν

αρκούσε να δει έναν πενταψήφιο αριθµό για να ξέρει, χωρίς να χρειαστεί να σκεφτεί,

όλους τους διαιρέτες και τους παραγώγους του, µετά κοιτούσε τον αριθµό άσκοπα για

πολύ ώρα και το µόνο που καταλάβαινε γι’ αυτόν ήταν ότι έβλεπε έναν µεγάλο

αριθµό µε πέντε ψηφία. Η χηµεία του εγκεφάλου της άλλαξε και η µαγεία των

αριθµών ήταν κάτι που το θυµόταν τόσο αχνά όσο τα χρόνια της πριν γίνει τεσσάρων

ή µπορεί και ακόµα πιο θαµπά, σαν µια προηγούµενη ζωή γεµάτη θαύµατα και πόνο.

Παραπονέθηκε γι’ αυτό στη µητέρα της και εκείνη την παρηγόρησε λέγοντας

‘της ότι είναι καλύτερα να είναι φυσιολογική και µέτρια, παρά ψυχωτική και

ξεχωριστή. Οι περισσότεροι ψυχίατροι θα συµφωνούσαν µαζί της, όπως και οι

περισσότεροι άνθρωποι γενικά, αλλά η Εύα, που είχε γνωρίσει την κρυφή πλευρά του

σύµπαντος –και την πιο όµορφη, δεν άντεχε να την ανταλλάξει µε µια µέτρια,

φυσιολογική και άχρωµη θεώρηση της πραγµατικότητας.

Έτσι, κρυφά από τη µητέρα της, αποφάσισε να σταµατήσει να παίρνει τα

φάρµακα της. Δεν ήταν µια εύκολη απόφαση, αλλά πίστευε ότι θα µπορούσε να

νικήσει τη σκοτεινή πλευρά των νευρωνικών της συνδέσεων. Της πήρε σχεδόν έναν

χρόνο. Έναν χρόνο αγρύπνιας και υπερπροσπάθειας. Τα βράδια που ξυπνούσε

ιδρωµένη σηκωνόταν και καθόταν στο γραφείο της. Προσπαθούσε να λύσει τα άλυτα

θεωρήµατα, µερικές φορές και να τετραγωνίσει τον κύκλο. Εξαντληµένη, µια-δυο

ώρες προτού ξηµερώσει την έπαιρνε ο ύπνος –ένας µαύρος ύπνος, χωρίς όνειρα και

µικρά πράγµατα- πάνω στις σηµειώσεις της. Το πρωί µάζευε όσες δυνάµεις είχε για

να πάει στο σχολείο. Δεν της ήταν δύσκολο να συνεχίσει να είναι η πρώτη στην τάξη.

Τα υπόλοιπα παιδιά µαθαίνανε µόνο όσα χρειάζονταν για να περάσουν στο

πανεπιστήµιο –και αυτά δεν ήταν πολλά για έναν εγκέφαλο µε τη δυναµική της Εύας.

Οι καθηγητές προτιµούσαν αυτή τη φυσιολογικά έξυπνη µαθήτρια από την άλλοτε

µεγαλοφυΐα που τους έκανε να νιώθουν τόσο ηλίθιοι. Τους µαύρους κύκλους κάτω

από τα µάτια της τους αποδώσανε στο στίγµα µεσογειακής αναιµίας –θαλασσαιµία

είναι ο επιστηµονικός της όρος- και στουµπώσανε την Εύα µε ταµπλέτες σιδήρου και

Page 46: i Legewna Twn Psuxwn

46

46

διπλές µερίδες από µοσχαρίσιο συκώτι. Η Εύα ανάνηψε, όχι χάρη στο σίδερο φυσικά.

Ένα χρόνο µετά κοιµήθηκε για πρώτη φορά χωρίς κανένα µικρό πράγµα να της

διακόψει τα όνειρα.

Έτσι περάσανε τα επόµενα τρία χρόνια. Η Εύα έπεισε τη µητέρα της ότι δε

χρειαζόταν τα αντιψυχωτικά, ξεκίνησε να προετοιµάζεται για το καλύτερο

πανεπιστήµιο του κόσµου στα µαθηµατικά, όπου θα γινόταν δεκτή χωρίς να χρειαστεί

να τελειώσει το λύκειο –η νεώτερη φοιτήτρια που θα περνούσε τις πύλες του ινδικού

πανεπιστηµίου- και συνέχισε να απολαµβάνει την µαθηµατική αρµονία του

σύµπαντος χωρίς να κρύβεται. Και ο πατέρας της της έκανε δώρο ένα πανάκριβο

υβριδικό. Όλοι –µαζί και η Εύα- πιστέψανε ότι ήταν µια µικρή περιπέτεια υγείας µε

αίσιο τέλος. Και ίσως να έµενε έτσι αν η Εύα δε χανότανε στη λάθος µεριά της πόλης.

Ήταν δεκάξι χρονών και ξεκίνησε για την πόλη. Ήθελε επειγόντως να

αγοράσει τη Λογική του Σπινόζα. Αυτή ήταν η τελευταία της ανακάλυψη. Διάβασε

κάποια αποσπάσµατα στην ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας του Ράσελ και είχε µείνει

άναυδη µε τη διαύγεια των γεωµετρικών προτάσεων του Ολλανδού. Οδηγούσε χωρίς

να µπορεί να σταµατήσει να σκέφτεται. Δυο φορές λίγο έλειψε να τρακάρει, έτσι

αποφάσισε να αφήσει το αυτοκίνητο της και να συνεχίσει περπατώντας. Πάντα

σκεφτόταν καλύτερα όταν περπατούσε. Πέρασε πολύ ώρα µέχρι να καταλάβει ότι

είχε σταθµεύσει –και διέσχιζε- µία από τις πιο κακόφηµες περιοχές της πόλης. Το

ενενήντα τοις εκατό των κατοίκων αυτής της περιοχής ήταν µετανάστες που

κοιτούσαν µε προκλητικό βλέµµα τα ακριβά ρούχα και το καθαρό πρόσωπο αυτής της

αταίριαστης ξανθιάς. Η Εύα, για να ξεπεράσει τους φόβους της, ξεκίνησε να

υπολογίζει τετραγωνικές ρίζες, ενώ ταυτόχρονα έψαχνε για ένα ταξί. Μια επιγραφή

που υποδείκνυε που βρισκόταν το κέντρο της πόλης την έκανε να αφήσει την

ασφάλεια της µεγάλης οδού στο πεζοδρόµιο της οποίας περπατούσε. Λίγο µετά είχε

χαθεί σε λαβυρινθώδη γκρίζα σοκάκια, όπου τα σκουπίδια έφταναν ως τον πρώτο

όροφο και τα µελαµψά παιδιά –απόγονοι των προσφύγων που δηµιούργησαν οι

αναταραχές στην Αφρική- την κοιτούσαν τρώγοντας τις µύξες τους.

Όταν πια είχε σκοτεινιάσει αντιστεκόταν µετά βίας στην έντονη παρόρµηση

να πάρει τηλέφωνο τον πατέρα της για να έρθει να τη σώσει από την τρύπα της ζωής

στην οποία είχε βρεθεί. Κάποια στιγµή σταµάτησε να αντιστέκεται. Της απάντησε

Page 47: i Legewna Twn Psuxwn

47

47

τηλεφωνητής. Ο πατέρας της είχε χειρουργείο ή κάποια άλλη δουλειά, σηµαντικότερη

από το να σώζει την απερίσκεπτη κόρη του. Η µητέρα της επίσης δε σήκωνε το

τηλέφωνο.

Πριν βάλει το κινητό στην τσάντα άκουσε βήµατα πίσω της. Γύρισε και είδε

έναν µελαµψό άντρα. Τον θυµήθηκε από κάποια προηγούµενη συνάντηση. Μάλλον

την ακολουθούσε αρκετή ώρα. Άνοιξε το βήµα της και προσπάθησε να σκεφτεί

αριθµούς για να ηρεµήσει. Όµως η οµορφιά των µαθηµατικών δε ανθούσε σε τέτοιες

κακόφηµες περιοχές.

Ο επόµενος δρόµος που µπήκε ήταν αδιέξοδο. Στάθηκε για µια στιγµή,

κοιτώντας τον ψηλό τοίχο που ορθωνόταν απέναντι της, υπολογίζοντας το ύψος του,

και µετά γύρισε. Είδε τον σκοτεινό άντρα να την πλησιάζει. Ευχήθηκε να την

προσπεράσει και να πάει να κάνει κάτι απρόβλεπτο και αστείο στον αδιέξοδο δρόµο.

Όπως να αρχίζει να φτιάχνει ζωάκια από µπαλόνια.

Ο άντρας έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε κάτι γυαλιστερό που

σίγουρα δεν ήταν µπαλόνι. Σήκωσε το σουγιά στο ύψος του στήθους του, για να είναι

σίγουρος ότι τον είχε δει εκείνη, και πριν η Εύα προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση

της –ξεκίνησε να λέει: «σε παρακαλώ»- τη χτύπησε µε τη γροθιά του στο πρόσωπο.

Η Εύα έπεσε κάτω και ένιωσε το αίµα να τρέχει στο πρόσωπο της, καθώς εκείνος την

έσερνε ανάµεσα σε δύο κάδους. Εκεί της είπε κάτι στη γλώσσα του -η Εύα κατάλαβε

ότι την έβριζε, ίσως να την έλεγε «πουτάνα»- και µε το σουγιά της έσκισε τα ρούχα.

Τότε ξαναήρθαν τα µικρά πράγµατα. Πιο πολλά από ποτέ, πιο ανυπόµονα από

ποτέ, και για πρώτη φορά έξω από το όνειρο. Τα µάτια της Εύας έγιναν άσπρα καθώς

προσπαθούσε να τα βάλει στη θέση τους και σπασµοί ξεκίνησαν να δονούν το σώµα

της. Ο άντρας τη χτύπησε άλλη µια φορά στο πρόσωπο, την απείλησε µε το σουγιά

του, αλλά όταν κατάλαβε ότι το κορίτσι δεν υποκρινόταν σήκωσε το παντελόνι του

και έφυγε όσο πιο γρήγορα µπορούσε.

Η Εύα συνήλθε µετά από δυο µέρες στην ιδιωτική κλινική που διεύθυνε ο

πατέρας της. Οι επιληπτικοί σπασµοί είχαν ξεσηκώσει τη γειτονιά και οι αστυνοµικοί

βρήκαν ένα νεαρό κορίτσι, µε σκισµένα ρούχα και αφρούς στο στόµα. Την πήγαν στο

νοσοκοµείο της περιοχής, όπου οι γιατροί δεν ήθελαν να της κάνουν εισαγωγή πριν

µάθουν αν ήταν ασφαλισµένη. Η Εύα δεν είχε ταυτότητα στην τσάντα της, αλλά ένας

νεαρός αστυνοµικός, που ακόµα δεν είχε µάθει να κάνει µόνο όσα τον πληρώνουν να

Page 48: i Legewna Twn Psuxwn

48

48

κάνει, είχε την ιδέα να ξανακαλέσει τους τελευταίους αριθµούς από το κινητό της.

Έτσι έµαθαν ποιος ήταν ο πατέρας της και την πήγαν στην κλινική για να την

περιθάλψουν.

Όταν η Εύα άνοιξε τα µάτια δεν µπορούσε να θυµηθεί το όνοµα της. Της

είχαν χορηγήσει ενδοφλέβια τέτοια ποσότητα φαρµάκων που πολλοί ηρωινοµανείς θα

ήθελαν να ήταν στη θέση της. Η Εύα πέρασε τον επόµενο µήνα στο σπίτι της,

παραγεµισµένη σαν γαλοπούλα µε φάρµακα. Τα µικρά πράγµατα παραµόνευαν στη

γωνία του µυαλού της, σαν επίδοξοι βιαστές. Η µητέρα της ήδη κανόνιζε να της

κλείσει µια θέση σε ένα πολυτελές ψυχιατρείο και η Εύα πιθανότατα δε θα έφερνε

αντίσταση όταν της ήρθε το πρώτο mail από το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. Οι

γονείς της –και η ίδια η Εύα- γελάσανε µε την ιδέα. Μέχρι που τους επισκέφτηκε και

ζήτησε να δει κατ’ ιδίαν την Εύα ο Δάσκαλος. Τι της είπε κανένας δεν έµαθε, αλλά

µετά από τη συνάντηση η Εύα ήταν κατηγορηµατική: Θα πήγαινε στο σχολείο

δεύτερης ευκαιρίας. Έτσι γεννήθηκε –ή ξαναγεννήθηκε- η Υπατία.

13.

Η Υπατία τέλειωσε τη διήγηση της τη στιγµή που σταµατούσε στο δρόµο του

Τζορτζ. Έσβησε τη µηχανή και γύρισε να τον κοιτάξει.

«Λοιπόν;» έκανε. «Τώρα άρχισες να µε φοβάσαι;»

«Να σε φοβάµαι;»

«Ναι, ξέρεις... Η τρελή...»

«Το αντίθετο. Τώρα κατάλαβα ποια είσαι... Και σίγουρα δεν είσαι τρελή.»

«Οι ψυχίατροι έχουν διαφορετική άποψη. Και η µαµά µου το ίδιο.»

«Και τι ξέρουν οι ψυχίατροι; Ή η µαµά σου; Μετά από αυτό που πέρασες

είναι για χειροκρότηµα που συνεχίζεις να κυκλοφορείς στο δρόµο.»

Η Εύα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και έφτιαξε τα µαλλιά της.

Page 49: i Legewna Twn Psuxwn

49

49

«Με βοήθησε πολύ ο Δάσκαλος. Μου µίλησε για ανθρώπους που ήταν

επιληπτικοί. Για µεγάλους ανθρώπους. Ο Μωάµεθ, ο Ντοστογιέφκσι. Κι αυτοί

σίγουρα δεν ήταν τρελοί.»

«Ούτε κι εσύ είσαι. Δεν τους ξέρω τους τύπους, αλλά εσύ σίγουρα δεν

είσαι...» Ο Τζορτζ έκανε µια παύση. «Συνεχίζεις να βλέπεις αυτά τα πραγµατάκια;»

«Στον ύπνο µου µόνο. Κάποιες φορές. Όλο και πιο σπάνια.»

«Και τι κάνεις;»

«Ξαγρυπνάω λύνοντας εξισώσεις. Τα µαθηµατικά είναι η ζωή µου... Είναι

πανέµορφα.»

«Δε θα συµφωνήσω µαζί σου, αλλά εγώ είµαι ένας ακόµα άξεστος άντρας.»

«Δεν είσαι άξεστος.»

«Το παλεύω», είπε ο Τζορτζ και έπιασε το χερούλι της πόρτας. «Σ’ ευχαριστώ

που µ’ έφερες σπίτι. Και που µου ανοίχτηκες.»

Η Εύα δε µίλησε. Μόνο λίγο πριν ο Τζορτζ κλείσει την πόρτα τον φώναξε.

«Τζορτζ... Σ’ ευχαριστώ κι εγώ.»

Ο Τζορτζ έµεινε στην άκρη του δρόµου µέχρι που το υβριδικό έστριψε.

«Ωραία», σκέφτηκε. «Η λαίδη κι ο αλήτης.»

Μπήκε στο άδειο του σπίτι και έβρασε µακαρόνια. Τα σκέπασε µε κέτσαπ και

έκατσε µπροστά στον υπολογιστή για να φάει. Αντί, όµως, να παίξει µε το Φιφα

ξεκίνησε να κάνει αναζήτηση στο διαδίκτυο για την επιληψία.

Την εποµένη ο Δάσκαλος τους περίµενε στην αίθουσα από νωρίς. Μόλις

έκατσε και ο τελευταίος µαθητής ο Δάσκαλος δίπλωσε τα χέρια του µπροστά στο

στήθος του και είπε, σαν να ανακοίνωνε ένα τεστ γνώσεων: «Ωραία. Έχουµε σχέδιο.»

Θα χτυπούσαν µια τράπεζα στις ανατολικές συνοικίες. Εκεί οι κάτοικοι είχαν

περισσότερο ρευστό, πλήρωναν µεγαλύτερους λογαριασµούς και ξεπλήρωναν ακόµα

µεγαλύτερα δάνεια. Η συγκεκριµένη τράπεζα είχε έναν φρουρό, γύρω στα πενήντα,

που µε δυσκολία µπορούσε να δει τις πατούσες του, πόσο µάλλον να τις ακουµπήσει.

Αυτόν θα τον εξουδετέρωνε ο Τσε.

«Όσο µπορείς πιο ήπια», του είπε κοιτώντας ‘τον αυστηρά.

«Θα έχουµε όπλα;» ρώτησε ο Τσε.

«Αυτά εδώ», απάντησε ο δάσκαλος και έβγαλε από έναν σάκο πέντε σιδερικά.

Page 50: i Legewna Twn Psuxwn

50

50

Τα άφησε µπροστά στους µαθητές κι εκείνοι τραβήχτηκαν πίσω σαν να

έβλεπαν µεταλλικό φίδι. Μόνο ο Τσε βιάστηκε να πάρει ένα στα χέρια του. Το ζύγισε,

το περιεργάστηκε και είπε µε περιφρόνηση: «Κρότου; Μπορώ να µας βρω αληθινά.»

«Τα αληθινά όπλα ρίχνουν αληθινές σφαίρες», είπε ο Δάσκαλος.

«Ναι. Όπως αυτές που θα ρίχνουν τα όπλα της αστυνοµίας», είπε ο Τσε.

«Δε θα υπάρξει συµπλοκή µε την αστυνοµία.»

«Που το ξέρεις; Το κανόνισες;»

«Το κανόνισε ο πατέρας του Τζορτζ.»

Οι µαθητές κοιτάξανε τον Τζορτζ. Εκείνος µόνο σήκωσε τους ώµους.

«Ακούστε µε», είπε ο δάσκαλος. «Η αστυνοµία έρχεται όταν κάποιος πατήσει

το συναγερµό. Το να πιστεύουµε ότι µπορούµε να προλάβουµε τα χέρια και τα πόδια

των υπαλλήλων που είναι στα ταµεία και σε κάποια γραφεία, καθώς και του

διευθυντή, είναι χιµαιρικό. Πρέπει απλά να διασφαλίσουµε ότι η αστυνοµία δε θα

‘ρθει.»

«Μπορούµε να πάµε και να ξεφουσκώσουµε τα λάστιχα απ’ όλα τα

περιπολικά», είπε ο Άιρτον που του άρεσε να κάνει πλάκες.

«Καλή ιδέα, αν ξεκινήσουµε σήµερα σε ένα µήνα θα έχουµε τελειώσει», είπε

ο Δάσκαλος και όλοι γελάσανε. «Το θέµα είναι ότι δεν προλαβαίνουµε γιατί η...

ανάληψη, θα γίνει», ο Δάσκαλος έκανε µια µεγάλη και δραµατική παύση πριν

ξαναµιλήσει, «αύριο.» Το γέλιο στα πρόσωπα των µαθητών πάγωσε αυτόµατα, σαν

κάτουρο στους µείον σαράντα βαθµούς.

«Εγώ δεν µπορώ αύριο, έχω να πάω στον οδοντίατρο», είπε ο Άιρτον, αλλά

κανείς δε γέλασε.

Τους άρεσε να συµµετέχουν στη λεγεώνα και να κάνουν σχέδια για το µέλλον,

για το µακρινό µέλλον. Όµως αυτό το «αύριο» τους ακούστηκε πολύ απότοµο και

εκφοβιστικό.

«Σκέψου αργά, δράσε γρήγορα... Ξέρετε ποιος το είπε αυτό; Ο µεγαλύτερος

κλόουν του κινηµατογράφου: Μπάστερ Κίτον.» Καθόλου δε φάνηκε να τους

καθησυχάζει αυτό το απόφθεγµα. Ο Δάσκαλος γέλασε µόνος του. «Η αστυνοµία

έρχεται την πρώτη φορά που χτυπάει ο συναγερµός. Και τη δεύτερη. Άντε και την

τρίτη, αν δεν έχει καµιά καλή εκποµπή στην τηλεόραση. Σίγουρα δε θα έρθει τη

δέκατη.»

Page 51: i Legewna Twn Psuxwn

51

51

«Ναι, αλλά θα παίρνει τουλάχιστον ένα τηλέφωνο, να µάθει τι έχει πάθει ο

γαµηµένος ο συναγερµός», είπε ο Τζορτζ που σκεφτόταν όπως ο πατέρας του,

προσπαθώντας να µπει στο µυαλό του αντιπάλου.

«Ναι», έκανε ο Δάσκαλος. «Παίρνει τηλέφωνο στο γραφείο του διευθυντή και

ζητάει έναν αριθµό ασφαλείας, τον οποίο δεν ξέρουµε. Εκεί µπαίνει η Αλεξάνδρα.

Έξω από την τράπεζα υπάρχει το κουτί τηλεφωνίας. Υποκλέπτουµε τον αριθµό και

στη συνέχεια κάνουµε προώθηση των κλήσεων στο γραφείο µου. Εγώ θα περιµένω

εδώ για να τους καθησυχάσω, ως καλός διευθυντής.»

«Δε θα ‘ρθεις µαζί µας;» έκανε η Υπατία την ερώτηση που ήρθε στα χείλη

όλων.

«Το πρόσωπο µου, όπως και όλων των ενηλίκων, είναι οστεοµετρηµένο

ψηφιακά και καταχωρηµένο. Ακόµα και αν φορέσω το µουστάκι και τα γυαλιά του

Γκαούτσο Μαρξ οι υπολογιστές θα µε αναγνωρίσουν αυτόµατα. Και ποτέ δε θα

ήθελα να είµαι µέλος σε µια φυλακή που θα είχε εµένα ως µέλος», είπε

παραφράζοντας ένα απόφθεγµα του κωµικού. «Τα δικά σας πρόσωπα δεν έχουν

καταχωρηθεί ακόµα, γιατί αναπτύσσονται. Αρκεί να βαφτείτε µαύροι, µελαψοί

τουλάχιστον, και να µιλάτε µε ξενική προφορά. Τα στερεότυπα θα κάνουν την

υπόλοιπη δουλειά.»

«Πως θα τους αναγκάσουµε να µας δώσουν τα λεφτά;» είπε ο Τσε, που

έδειχνε να µην έχει κανέναν δισταγµό για την... ανάληψη. «Με αυτά εδώ;» Και έδειξε

τα όπλα κρότου.

Αντί για απάντηση ο Δάσκαλος σήκωσε ένα και πάτησε τη σκανδάλη. Ο

εκκωφαντικός ήχος τους έκανε όλους να τιναχτούν πίσω.

«Απάντησα στην ερώτηση σου;»

Ο Τσε έκανε µόνο ένα µορφασµό αποδοχής και έτριψε το αυτί του.

«Το θέµα είναι να τους κάνετε να πιστέψουν ότι τα όπλα είναι αληθινά. Να το

πιστέψετε κι εσείς οι ίδιοι. Καµία ταµίας δε θα ζητήσει να τα ελέγξει. Κι αν το κάνει,

σας παρακαλώ, µη τους τα δώσετε.»

Οι µαθητές γελάσανε αυτή τη φορά.

«Τα χρηµατοκιβώτια έχουν χρονοκαθυστέρηση», είπε ο Τζορτζ, «πως θα τα

ανοίξουµε;»

Page 52: i Legewna Twn Psuxwn

52

52

«Το ‘χεις διαβάσει ήδη;» είπε ο Δάσκαλος δείχνοντας τις σηµειώσεις του

πατέρα του.

«Όχι. Αλλά εγώ πληρώνω όλους τους λογαριασµούς. Και µ’ αρέσει να

παρατηρώ το χώρο.»

«Πολύ καλά κάνεις. Γι’ αυτό και θα είσαι ο αρχηγός σε αυτή την... ανάληψη.»

Ακόµα και ο Τζορτζ ξαφνιάστηκε µε αυτή την ανάθεση. Ο Τσε τον κοίταξε µε

µίσος. Είχε έρθει πριν δυο µέρες για να του πάρει την ηγεσία;

«Δεν ξέρω αν µπορώ», είπε ο Τζορτζ. «Ίσως να τα κατάφερνε καλύτερα

κάποιος άλλος. Ο Τσε. Ο Μαχάτµα. Ή µπορεί η Υπατία.»

«Ο Τσε είναι πολύ αιµατώδης για αυτή τη δουλειά. Ο Μαχάτµα πολύ... µη

βίαιος. Η Υπατία πολύ έξυπνη. Εσύ είσαι ο πιο φλεγµατικός και χρειάζεται να είσαι

έτσι γιατί...»

«Γιατί θα είσαι µόνο ένα όργανο», ακούστηκε µια αποφασιστική φωνή. Και

ήταν του Αδόλφου.

Ο Δάσκαλος τον κοίταξε ανήσυχος.

«Γιατί η ηγεσία πρέπει να είναι φλεγµατική, θα έλεγα εγώ», είπε και γύρισε

στον πίνακα για να φτιάξει ένα σχεδιάγραµµα. Έφτιαξε ένα ορθογώνιο. «Το

µεγαλύτερο πρόβληµα µας θα είναι αυτό», είπε και άφησε το µαρκαδόρο. «Όταν ο

πατέρας του Τζορτζ οργάνωνε την τέλεια ληστεία δεν υπήρχαν οι πόρτες του ενός

ατόµου. Μπορούσαν να µπουν µέσα δέκα άτοµα ταυτόχρονα και, κυρίως, να βγουν

δέκα άτοµα ταυτόχρονα. Η είσοδος δε µας ενοχλεί. Αλλά θα πρέπει να βγείτε ένας-

ένας. Και αυτό απαιτεί ηρεµία. Πρώτος θα βγει ο Τσε. Τελευταίος ο Τζορτζ. Κι αυτό

σηµαίνει ότι θα πρέπει να ελέγχεις µια ολόκληρη τράπεζα µόνος σου... Και φυσικά

ότι διατρέχεις το µεγαλύτερο κίνδυνο.»

«Με τα χρηµατοκιβώτια τι θα κάνουµε, δε µας είπες», ρώτησε ο Τζορτζ για να

ελαφρύνει την τελευταία δήλωση. Δεν του άρεσε να το παίζει ήρωας.

«Τα χρηµατοκιβώτια δε µας ενδιαφέρουν. Δε χρειαζόµαστε τόσα πολλά

λεφτά. Αρκούν όσα θα έχουν οι ταµίες», απάντησε ο Δάσκαλος. «Σήµερα

πληρώνονται οι δηµόσιοι υπάλληλοι. Αύριο θα πάνε να τακτοποιήσουν τους

λογαριασµούς τους.»

«Και που το ξέρετε ότι θα πάνε όλοι αύριο;» ρώτησε η Υπατία.

Page 53: i Legewna Twn Psuxwn

53

53

«Δε θα πάνε όλοι. Αλλά οι περισσότεροι. Ο µέσος υπάλληλος πληρώνει τους

λογαριασµούς του όσο έχει λεφτά. Γιατί ξέρει ότι σε µερικές µέρες δε θα ‘χει. Και

προτιµάει να πεινάσει παρά να του κατασχέσουν το σπίτι, το αυτοκίνητο και ό,τι

άλλο έχει.»

Αυτό ήταν κάτι που δεν µπορούσε να το ξέρει η Υπατία. Οι γονείς της πάντα

είχαν λεφτά.

«Και οι κάµερες;» ρώτησε ο Μαχάτµα. «Τις αφήνουµε να µας τραβάνε;»

«Για τις κάµερες θα φροντίσουν η Υπατία και ο Καρλ. Από εδώ που είµαστε.

Είναι όλες συνδεδεµένες στο διαδίκτυο. Δε θα δυσκολευτούν να τις

απενεργοποιήσουν.»

«Και ποιοι θα πάµε στην τράπεζα τελικά;» ρώτησε ο Τσε.

«Να φέρω τον Ρωµαίο µου;» ρώτησε ο Άιρτον, αναφερόµενος στο πειραγµένο

–και παράνοµο- Άλφα Ροµέο του.

«Όχι. Όχι αυτοκίνητα. Θα πάτε µε ποδήλατα. Είναι πολύ πιο ευέλικτα στο

χάος που επικρατεί στους δρόµους.»

«Η εντούρο µου είναι περισσότερο ευέλικτη», έκανε ο Άιρτον.

«Και περισσότερο αναγνωρίσιµη. Όχι. Μόνο ποδήλατα. Τα οποία θα κλέψετε

σήµερα και θα τα παρατήσετε όπου µπορείτε.»

«Ποιοι;» ρώτησε ξανά ο Τσε.

«Απ’ έξω θα είναι η Αλεξάνδρα. Μέσα θα µπείτε...» Κοίταξε τα χαρτιά του,

όχι γιατί είχε σηµειωµένα τα ονόµατα, αλλά για να τους δείξει πόσο οργανωµένο

ήταν το σχέδιο. «Ο Τσε, ο Τζορτζ, ο Παύλος, ο Άιρτον, ο Μαχάτµα και... ο Αδόλφος.»

«Πλάκα µου κάνεις;» φώναξε ο Τσε. «Θα πάρουµε και τον ψυχάκια µαζί;

Αυτός θα ακούσει κανένα εβραϊκό όνοµα και θα βάλει φωτιά στο κτίριο.»

Στο πρόσωπο του Αδόλφου δεν κινήθηκε ούτε ένας µυς.

«Βλέπεις γιατί δεν µπορείς να είσαι αρχηγός;» είπε στον Τσε ο Δάσκαλος.

Εκείνος έκανε µια χειρονοµία παραίτησης και έκατσε στη θέση του.

«Το σχέδιο δεν έχει τρύπες», ξεκίνησε να λέει ο Δάσκαλος.

«Αν κάποιος µας επιτεθεί;» ρώτησε ο Μαχάτµα και ο Τσε γέλασε.

«Θα αρχίσουµε τα Χάρε Κρίσνα», είπε για να πάρει εκδίκηση από το

Δάσκαλο.

Page 54: i Legewna Twn Psuxwn

54

54

«Κανείς δε θα σας επιτεθεί», είπε ο Δάσκαλος. «Θα κρατάτε αληθινά όπλα,

αυτό βάλτε ‘το καλά στο κεφάλι σας. Και δε θα υπάρχουν πολλοί πελάτες εκείνη τη

στιγµή. Ειδικά νέοι.»

«Και πως θα το διασφαλίσουµε αυτό;» ρώτησε ο Παύλος.

«Κάθε ένας σας που θα µπαίνει µέσα θα πατάει το κουµπί για τον αριθµό

προτεραιότητας όσες περισσότερες φορές µπορεί. Είναι σίγουρο πως οι νέοι δεν

µπορούν να περιµένουν πάνω από ώρα για να κάνουν τη δουλειά τους. Θα φύγουν για

να ξαναγυρίσουν αργότερα. Θα µείνουν µόνο οι γέροι και αυτοί δεν νοµίζω να έχουν

καµιά διάθεση να το παίξουν ήρωες. Οι πόρτες ενός ατόµου θα µας βοηθήσουν σε

αυτό το σηµείο. Προτού αρχίσετε την ανάληψη θα κρατήσετε ανοιχτή τη µέσα πόρτα.

Έτσι κανείς δε θα µπορεί να µπει. Η συγκεκριµένη τράπεζα έχει το πλεονέκτηµα ότι

δεν µπορείς να δεις απ’ έξω τι γίνεται στα ταµεία.»

«Θα αφήσουµε κάρτα επίσκεψης;» ρώτησε ο Τζορτζ και µόνο ο Δάσκαλος

κατάλαβε τι ρώταγε.

«Ναι», είπε. «Τα στερεότυπα θα δουλέψουν. Σας έχω έτοιµη µια διακήρυξη

γραµµένη στα αραβικά. Η αντιτροµοκρατική θα βρεθεί στα ίχνη µας, αλλά θα τους

δώσουµε παραπλανητικά ίχνη. Άσε τα κυνηγόσκυλα να ψάχνουν για λύκους και για

αλεπούδες. Εµείς είµαστε σπουργίτια. Οι πρωταθλητές της επιβίωσης.»

«Θα µπορούσαµε να είµαστε και κατσαρίδες», είπε ο Παύλος, αλλά κανένας

δεν του έδωσε σηµασία.

«Το σχέδιο», συνέχισε ο δάσκαλος, «έχει ενενήντα εννιά τοις εκατό

πιθανότητες να πετύχει.»

«Το υπόλοιπο ένα τοις εκατό τι είναι;» ρώτησε ο Καρλ, που ο υπολογισµός

πιθανοτήτων ήταν µία από τις αγαπηµένες του ασχολίες.

«Η τύχη. Πάντα πρέπει να υπολογίζουµε τον παράγοντα τύχη.»

«Και αν συµβεί αυτό το ένα τοις εκατό;» ρώτησε ο Μαχάτµα. «Αν κάποιος

συλληφθεί, τι πρέπει να κάνει;»

«Σας έχω ετοιµάσει κάψουλες µε υδροκυάνιο», απάντησε ο δάσκαλος και

όλοι γουρλώσανε τα µάτια. «Αστειεύοµαι. Αν κάποιος συλληφθεί θα οµολογήσει

αµέσως τα πάντα, µε όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτοµέρειες. Οι ανακριτικές τους

µέθοδοι είναι ανατριχιαστικές. Δε χρειαζόµαστε µάρτυρες και ήρωες την παρούσα

Page 55: i Legewna Twn Psuxwn

55

55

στιγµή. Όχι, τουλάχιστον, πριν εµπλακεί µεγαλύτερο µέρος του πληθυσµού. Αυτοί

χρειάζονται µάρτυρες και τότε ίσως τους δώσουµε κάποιον.»

«Μα αν µιλήσουµε η λεγεώνα θα διαλυθεί», είπε η Αλεξάνδρα.

«Προσωρινά. Είστε όλοι ανήλικοι. Αν τους µιλήσετε για τους προγόνους σας

και για τη µετεµψύχωση θα σας πάρουν για τρελούς ή για παραστρατηµένους νέους

που επηρεάσθηκαν από κάποιον τρελό.» Έδειξε τον εαυτό του. «Ο υποφαινόµενος.

Δε θα χρησιµοποιήσουµε αληθινά όπλα ούτε θα σκοτώσουµε κάποιον. Στη χειρότερη

περίπτωση να σας στείλουν για ένα-δυο χρόνια στο σωφρονιστήριο. Θα το αντέξετε.

Ίσως να κατηχήσετε και κάποιους άλλους εκεί µέσα. Θα βγείτε σίγουρα στα

δεκαοκτώ σας κι αυτό σηµαίνει ότι θα έχετε όλον τον καιρό να δηµιουργήσετε µια

καινούρια λεγεώνα.»

«Κι εσείς;» ρώτησε η Υπατία που καταλάβαινε ότι αν τύχαινε αυτό το ένα τοις

εκατό εκείνη θα περνούσε λίγο καιρό σε µια ιδιωτική ψυχιατρική κλινική.

«Εγώ θα πάω φυλακή, αλλά το ‘χω ξανακάνει. Είναι ένα υπέροχο µέρος για

να διαβάζεις, να σκέφτεσαι και να γράφεις. Μόνο το φαγητό είναι σκατά, αλλά θα το

αντέξω νοµίζω.»

«Ποιος θα είναι ο διάδοχος σας, αν συµβεί κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Παύλος.

«Δεν έχω κάποιο αξίωµα το οποίο µεταδίδεται κληρονοµικά. Όταν θα

ξανασυναντηθείτε θα καταλάβετε ποιος θα είναι ο αρχηγός της οµάδας.»

Όλοι οι µαθητές γυρίσανε προς τον Τζορτζ. Εκείνος έκανε ότι δεν άκουσε.

«Αυτά µε το ένα τοις εκατό», είπε ο δάσκαλος. «Να θυµάστε µόνο αυτό: Αν

κάτι πάει στραβά θυµηθείτε τον Μπάστερ Κίτον. Σκεφτείτε αργά και δράστε

γρήγορα.»

Έπειτα τους έδωσε µερικές συµβουλές για το ντύσιµο.

«Μη φορέσετε δικά σας ρούχα. Ανοίξτε το καλάθι µε τα άπλυτα και πάρτε

ρούχα του πατέρα σας. Καλό θα είναι να µυρίζουν και να είναι λιγάκι λερωµένα. Όχι

κάτι ιδιαίτερα εξεζητηµένο, όχι υπερβολές. Μην ξεχνάτε ότι µέχρι να µπείτε όλοι

µέσα θα είστε απλοί πελάτες. Μην τραβήξετε την προσοχή.»

«Αυτό θα γίνει ούτως ή άλλως γιατί θα είµαστε πολύ µελαψοί για τα γούστα

τους», είπε ο Μαχάτµα.

«Μελαψοί, αλλά αξιοπρεπείς. Να έχετε µαζί σας βιβλία, όχι εφηµερίδες. Οι

άνθρωποι που διαβάζουν φαίνονται πάντα πιο ακίνδυνοι. Καθίστε κοντά στο

Page 56: i Legewna Twn Psuxwn

56

56

µηχάνηµα µε τα νούµερα και κάντε ότι διαβάζετε. Καλύτερα, τώρα που το σκέφτοµαι,

να κρατάτε ξενόγλωσσα βιβλία. Στα αγγλικά ή στα γαλλικά. Θα νοµίσουν ότι είστε

φοιτητές ανταλλαγής.»

«Έχω µια βιογραφία του Γκεβάρα στα ισπανικά», είπε ο Τσε. Έπειτα εξήγησε

στο Μαχάτµα που τον κοίταξε διερευνητικά. «Έχει πολύ ωραίες φωτογραφίες.»

Ο Δάσκαλος γέλασε.

«Αυτό θα ήταν πολύ ωραίο. Δεν έχει να δώσει κάτι στο σχέδιο, αλλά είναι

αστείο. Κινηµατογραφικό σχεδόν. Ο καθένας να κρατάει τη βιογραφία του προγόνου

του. Και εννοείται ότι θα τις αφήσετε στην τράπεζα. Τα δακτυλικά σας αποτυπώµατα

δεν είναι αρχειοθετηµένα ακόµα. Και σίγουρα τα λαγωνικά θα µπερδευτούν πολύ.

Μπράβο, Τσε.»

«Είναι σαν να τους λες: Αυτοί είµαστε. Συλλάβετε µας», είπε ο Παύλος.

«Κανείς δε θα πιστέψει ότι µπορεί να είµαστε τόσο ηλίθιοι.»

«Ακριβώς», είπε ο Δάσκαλος. Έπειτα κοίταξε τα χαρτιά του. «Δεν νοµίζω ότι

υπάρχει κάτι άλλο να πούµε. Το σχέδιο µας είναι σχεδόν αυθόρµητο και αυτό του

προσδίδει ένα ακόµα πλεονέκτηµα . Θα δράσουµε σαν καλλιτέχνες .

Αυτοσχεδιάζοντας. Και να ξέρετε ότι στον αυτοσχεδιασµό γίνονται τα λιγότερα

λάθη.»

Μιλήσανε λίγη ώρα ακόµα, πιο πολύ αστειευόµενοι, για να ξεχάσουνε το

άγχος τους. Η Υπατία ήθελε να πάρει µέρος στη ληστεία και να φορέσει το πιο

προκλητικό της φόρεµα. Ο Δάσκαλος της είπε ότι έτσι θα αποσυντόνιζε περισσότερο

τους συµµαθητές της, παρά τους ταµίες. Ο Τζορτζ συµφώνησε. Έπειτα ο Άιρτον

πρότεινε να χρησιµοποιήσει το µερίδιο του για να «επισκευάσει» τον Ρωµαίο του. Ο

Τζορτζ είπε ότι πάντα ονειρευόταν να πάει διακοπές σε ένα τροπικό νησί. Και µετά

όλοι ξεκίνησαν να ονειρεύονται τι θα έκαναν αν τα λεφτά ήταν για προσωπική τους

χρήση. Ο Δάσκαλος τους άφησε να χαζολογούν και έριξε άλλη µια µατιά στα χαρτιά

του. Αυτό που δεν τους είχε πει ήταν ότι οι πιθανότητες αποτυχίας έφταναν στο

εξήντα τοις εκατό. Ήταν πιο πιθανό να µην τα καταφέρουν. Αλλά µόνο έτσι θα

δοκιµαζόταν η λεγεώνα. Νικητής είναι αυτός που παίζει µε τις πιθανότητες εναντίον

του και κερδίζει. Αυτός µόνο αξίζει την νίκη.

Page 57: i Legewna Twn Psuxwn

57

57

Καθώς έβγαιναν από την τάξη ο Τσε πέρασε βιαστικά και έσπρωξε µε τον

ώµο του τον Τζορτζ, χωρίς φυσικά να ζητήσει συγνώµη. Ο Τζορτζ σταµάτησε να

περπατάει και µίλησε στο Μαχάτµα που στεκόταν ακριβώς δίπλα του.

«Τι πρόβληµα έχει αυτός;» του είπε, µιλώντας αρκετά δυνατά για να

µπορέσουν να τον ακούσουν όλοι.

Ο Μαχάτµα τον έπιασε από το µπράτσο για να προχωρήσει.

«Έχει ένα... θέµα µε την ηγεσία», του απάντησε.

«Το θέµα του είναι ότι θέλει πάντα να είναι αυτός ο αρχηγός», ακούστηκε η

φωνή της Υπατίας πίσω τους.

«Κι εγώ τι φταίω;» ρώτησε ο Τζορτζ. «Δεν το ζήτησα να είµαι αρχηγός. Ας

πάει να τσακωθεί µε το Δάσκαλο.»

«Μην του βάζεις ιδέες», είπε η Υπατία και τους προσπέρασε.

«Τι σηµαίνει αυτό;» ρώτησε ο Τζορτζ το Μαχάτµα.

«Έχει περάσει πολλά ο Τσε», απάντησε εκείνος.

«Και λοιπόν; Εµείς είµαστε τα παιδιά των λουλουδιών; Όλα ήταν ωραία και

ρόδινα στη δική µας τη ζωή;»

«Μην του πηγαίνεις κόντρα. Καταλαβαίνει το σωστό και το δίκαιο, απλά

χρειάζεται λίγο χρόνο.»

«Δεν πρόκειται να κάτσω να µε γαµήσει ο κάθε Τσε.»

«Αν γνωρίζεις τα πάντα, συγχωρείς τους πάντες.»

«Τα µόνα πάντα που γνωρίζω είναι εκείνες οι ασπρόµαυρες αρκούδες», είπε ο

Τζορτζ και έκανε να φύγει. Το ξανασκέφτηκε και γύρισε στο Μαχάτµα. «Δηλαδή τι

το ιδιαίτερο έχει ζήσει;»

«Δεν µπορώ να σου πω εγώ. Αν εκείνος το θελήσει θα σου πει. Δικιά του ζωή

είναι.»

«Θα κάνω αίτηση στο αρµόδιο υπουργείο», είπε ο Τζορτζ κάνοντας

ταυτόχρονα την κίνηση µε το δεξί του χέρι που σήµαινε: «Μαλακίες».

Page 58: i Legewna Twn Psuxwn

58

58

14.

Ο Τσε ήξερε τα πάντα για τον πόλεµο. Είχε γεννηθεί στη µέση της αστικής

πολεµικής ζώνης, σε εκείνο τον τοµέα της πόλης όπου οι αστυνοµικοί απέφευγαν να

πλησιάσουν. Μια περιοχή όπου το έγκληµα ήταν ο νόµος και η παρανοµία ο

κεντρικός και αναπόφευκτος δρόµος.

Οι ηρωινοµανείς περιφέρονταν σε οµάδες των δέκα, µε τις γάµπες τους

σηµαδεµένες και πρησµένες από τις µολυσµένες σύριγγες. Τα τσιράκια του

οργανωµένου εγκλήµατος εισέπρατταν ανεµπόδιστα τις «µίζες ασφαλείας» από τα

λιγοστά καταστήµατα που είχαν µείνει ανοικτά. Ήταν πιο εύκολο να αγοράσεις όπλο

–αν είχες τα χρήµατα- απ’ ό,τι ψωµί. Οι έφηβοι έπρεπε από νωρίς να διαλέξουν σε

ποια συµµορία θα ανήκανε. Οι αναποφάσιστοι και οι δειλοί –πόσο µάλλον οι

ειρηνιστές, οι οποίοι ήταν τόσο σπάνιο είδος, σαν να ψάχνεις για δελφίνια στην

έρηµο Ατακάµα- βρίσκονταν πολύ σύντοµα αντιµέτωποι µε όλες τις συµµορίες, χωρίς

κανέναν να τους υπερασπιστεί. Και συνήθως πεθαίνανε. Οι πόρνες -οι παλιότερες

φερµένες από το ανατολικό µπλοκ, το νέο αίµα από την Αφρική και την Ασία- µετά

βίας χωρούσαν να σταθούν σε µια ευθεία γραµµή στο πεζοδρόµιο.

Στο κέντρο της συνοικίας υπήρχε µια µεγάλη εκκλησία, στην οποία δε

γίνονταν πια λειτουργίες. Αρκετοί ιερείς, µε πίστη στο Θεό και στη δύναµη Του να

µεταµορφώνει τις ανθρώπινες συνειδήσεις, είχαν προσπαθήσει να κηρύξουν το Λόγο

Του. Ο τελευταίος που το αποτόλµησε βρέθηκε µαχαιρωµένος µέσα στο ιερό,

απογυµνωµένος από τα άµφια και τα εµβλήµατα της θείας του αποστολής. Η

εκκλησία όµως δεν είχε ερηµώσει. Πολλές πόρνες, ως άλλες Μαγδαληνές, την

καθάριζαν από τις ακαθαρσίες των ηρωινοµανών και των αστέγων, άναβαν τα

καντήλια και φρόντιζαν µε περισσή προσοχή και ευλάβεια τα ξυλόγλυπτα και τις

εικόνες.

Η εκκλησία ήταν «η Μεταµόρφωση του Κυρίου» και από αυτήν είχε πάρει το

όνοµα της η περιοχή: Μεταµόρφωση. Αυτή ήταν η παλιά της ονοµασία. Τώρα οι

Page 59: i Legewna Twn Psuxwn

59

59

πάντες την ήξεραν ως «Aναµόρφωση» και ειρωνικά, διακωµωδώντας το σύστηµα

δικαιοσύνης το οποίο προσπαθούσε να µην µπλέκεται στα πόδια της Μαφίας –

διαφόρων εθνικοτήτων και χρωµάτων- οι κάτοικοι αποκαλούσαν το µέρος που

ζούσαν «Αναµορφωτήριο».

Η µητέρα του Ανουάρ –µιλώντας για αυτόν που αργότερα έγινε γνωστός ως

Τσε- ήταν Αιγύπτια, µέλος της χριστιανικής εκκλησίας των Κοπτών. Όταν η Βόρεια

Αφρική απελευθερώθηκε από τα δεσµά των Ισλαµιστών τυράννων και παραδόθηκε

σε εκείνα του µετακαπιταλιστικού ολοκληρωτισµού ήταν µόλις δεκάξι χρονών. Οι

αδίστακτοι διαχειριστές του παγκοσµιοποιηµένου trafficking τη δελεάσανε µε το

όραµα µιας πλουσιοπάροχης ζωής στην Ευρώπη. Πριν να το καταλάβει βρέθηκε σε

ένα µουχλιασµένο δωµάτιο της Αναµόρφωσης, χωρίς διαβατήριο και χωρίς ελπίδα

διαφυγής, να πουλάει το σώµα της και να παίρνει το δέκα τοις εκατό από το µόχθο

της. Από το παραθυράκι της τουαλέτας, όπου πήγαινε να πλυθεί ανάµεσα στους

πελάτες, µπορούσε να δει την εκκλησία της Μεταµόρφωσης. Στην αρχή προσευχόταν

να καταφέρει να γυρίσει στην πατρίδα της. Λίγο καιρό µετά προσευχόταν να πεθάνει.

Σε µερικά χρόνια σταµάτησε να προσεύχεται κι αν τύχαινε να είναι ανοικτό το

παράθυρο όταν πήγαινε να πλυθεί το έκλεινε χωρίς να αισθάνεται τύψεις. Ο Θεός την

είχε εγκαταλείψει.

Το ότι έµεινε έγκυος ήταν θαύµα. Είχε κάνει τόσες εκτρώσεις, σε «ιατρεία»

πιο βρώµικα και από τις χειρότερες τουαλέτες της Αλεξάνδρειας, από τα χέρια

«γιατρών» που θα µπορούσαν να έχουν κάνει καριέρα στο ξεκοίλιασµα αγελάδων,

που τα σωθικά της ήταν περισσότερο ρηµαγµένα από την ξεσχισµένη ψυχή της.

Κατάλαβε ότι εγκυµονούσε µόλις στον τέταρτο µήνα. Υποσχέθηκε τα πάντα

στον «προσωπικό της φροντιστή» για να την αφήσει να γεννήσει το παιδί της.

Εκείνος πείστηκε µόνο όταν του πλήρωσε τη χασούρα για τους επόµενους πέντε

µήνες που θα ήταν «σε άδεια».

Τότε ξαναβρήκε την πίστη της. Πήγαινε καθηµερινά στη Μεταµόρφωση και

βοηθούσε τις άλλες πόρνες στο καθάρισµα. Εκείνες τη φρόντιζαν σαν να ήταν

αδελφή τους. Της µαγείρευαν, την κανάκευαν και την προστάτευαν. Ήταν η πιο

ευτυχισµένη περίοδο της ζωής της, από τότε που είχε εγκαταλείψει την πατρίδα της

για να ακολουθήσει τις σειρήνες της Ευρωπαϊκής Δυστοπίας.

Page 60: i Legewna Twn Psuxwn

60

60

Ο µετέπειτα Τσε γεννήθηκε ως Ανουάρ. Η µητέρα του θυµόταν τον παππού

της, ο οποίος της µιλούσε συχνά για τον Ανουάρ Σαντάτ, τον Αιγύπτιο πολιτικό που

πλήρωσε µε τη ζωή του την εµµονή του για µετριοπάθεια και ειρήνη. Ήλπιζε ότι ο

γιος της θα γινόταν σπουδαίος άνθρωπος και θα οδηγούσε τους βασανισµένους

δουλοπάροικους του εικοστού πρώτου αιώνα σε µια νέα Γη της Επαγγελίας, κοινή για

όλους τους κολασµένους, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύµατος. Έδωσε στο παιδί

της το όνοµα της ειρήνης, αλλά το γέννησε µέσα στον πόλεµο.

Ο Ανουάρ έµαθε να βλαστηµάει πριν να µιλήσει. Έµαθε να τρέχει πριν να

περπατήσει. Έµαθε να παλεύει πριν να παίξει. Έµαθε να φτιάχνει µολότωφ πριν να

κάνει χειροτεχνίες. Έµαθε να επιβιώνει πριν να ζήσει.

Στη περιοχή που µεγάλωσε δεν υπήρχαν παιδότοποι, καλλιτεχνικά εργαστήρια

και αθλητικοί σύλλογοι. Τα νήπια έπαιζαν ξύλο, τα παιδιά µαθαίνανε την τέχνη της

κλοπής και οι έφηβοι έκαναν σκοποβολή στα µέλη της αντίπαλης συµµορίας. Το

σχολείο ήταν το µέρος όπου έστελναν όλους τους ανεπιθύµητους δασκάλους. Οι

περισσότεροι από αυτούς παραιτούνταν πριν κακοποιηθούν ή βιαστούν. Οι πιο

σκληροί αντέχανε µία ή δύο σχολικές χρονιές.

Ο Ανουάρ, ως µπάσταρδος γιος µιας πόρνης, µιας µετανάστριας, δεν ήταν

κάτι το παράδοξο. Η διαφορετικότητα ήταν ο κανόνας στην Αναµόρφωση, τόσο που

εξαίρεση είχε γίνει η «κανονικότητα». Από παιδί έδειξε την ηγετικές του ικανότητες

και το ταλέντο του στον πόλεµο. Πριν καν πάει σχολείο γυρνούσε στο σπίτι µε

µατωµένες γροθιές και γόνατα. Αλλά κανείς δεν είχε καταφέρει να τον χτυπήσει στο

πρόσωπο ούτε να τον καταβάλει. Η µάνα του τον τάιζε οληµερίς κρέατα και

σησαµέλαιο, το ελιξίριο των Αιγυπτίων. Έτσι το κορµί του είχε πάρει ανδρική µορφή

πριν καν βγάλει τρίχες. Ταυτόχρονα προσπαθούσε να τον σπρώξει προς τη θρησκεία,

αλλά ο Ανουάρ απεχθανόταν ενστικτωδώς κάθε είδους εξουσία.

Όταν, κάποια µέρα, η µητέρα του ζήτησε να προσευχηθεί, ο Ανουάρ της

ζήτησε ένα µοναχά λόγο για να κάνει κάτι τέτοιο.

«Η πίστη στο Θεό σώζει», του είπε εκείνη.

«Εσένα γιατί δε σε έσωσε τότε;» της απάντησε ψυχρά ο Ανουάρ. Και καθώς

έβγαινε από το σπίτι πρόσθεσε: «Μόνο η πίστη στον εαυτό µου θα µε σώσει». Και

χτύπησε την πόρτα φεύγοντας.

Page 61: i Legewna Twn Psuxwn

61

61

Ήταν µόλις δεκατεσσάρων χρονών τότε, αλλά είχε δει και είχε κάνει τόσα

πράγµατα που δεν µπορούσε να πιστεύει στην αγαθότητα κάποιου υπέρτατου όντος.

Οι ηγέτες της αφρικάνικης µαφίας τον είχαν ήδη ορίσει αρχηγό των

«φυντανιών» τους. Ο Ανουάρ καθοδηγούσε µε απόλυτη σκληρότητα –τέτοια που

µόνο ένα παιδί µπορεί να επιδείξει- µια οµάδα πενήντα ατόµων, κάποιων µέχρι και

τέσσερα χρόνια µεγαλύτερων. Αποστολή τους ήταν η διανοµή ναρκωτικών, οι

µικροκλοπές και η παρενόχληση των «ασφαλισµένων» σε διαφορετικές

«ασφαλιστικές εταιρίες». Ο Ανουάρ, πράττοντας αυτοβούλως, οργάνωσε επιδροµές

σε συνοικίες έξω από την Αναµόρφωση. Αυτά τα πλιάτσικα σύντοµα προκάλεσαν την

οργή της αστυνοµίας, που προειδοποίησε τους «Αφρικανούς», να παραµείνουν στα

όρια του γκέτο τους, γιατί αλλιώς θα έχαναν τα προνόµια της ανενόχλητης

παρανοµίας.

Ο αρχηγός των Αφρικανών κάλεσε τον Ανουάρ σε µία άντρας-προς-άντρα

συνάντηση. Στη µια µεριά του γραφείου καθόταν ένα µεσήλικας Λίβυος που είχε

στείλει στο θάνατο περισσότερους και από τον δάσκαλο του, τον έκπτωτο ηγέτη της

Λιβύης, τον Μουαµπάρ Καντάφι. Στην άλλη είχε κάτσει ένα δεκατετράχρονο παιδί.

Στο τέλος της συνάντησης ο µεσήλικας ήταν σχεδόν τροµαγµένος. Μόλις ο Ανουάρ

έφυγε από το γραφείο σήκωσε το τηλέφωνο και είπε στα πρωτοπαλίκαρα των

Αφρικανών: «Αυτό το παιδί πρέπει να βγει από τη µέση. Είναι σπέρµα του

διαβόλου.»

Ο Ανουάρ ήταν πολύ έξυπνος για να τα βάλει –ανοιχτά- µε ολόκληρη την

αφρικανική µαφία. Αλλά µέσα του έκαιγε το πάθος για εκδίκηση. Γιατί ήξερε ότι οι

τέως προστάτες του ήταν οι νταβατζήδες της µάνας του, οι υπαίτιοι για την κατάντια

της, για τη δική του προδιαγραµµένη µοίρα. Προσποιήθηκε υπακοή και για έναν

χρόνο ανέλαβε τα µικροθελήµατα των «τσικό». Όµως στο κεφάλι του δούλευε

διαρκώς το σχέδιο του, τον τρόπο που θα ανταπέδιδε ό,τι είχαν κάνει στη µητέρα του.

Οι «Αφρικάνοι» ελέγχανε την εισαγωγή χασίς στην Αναµόρφωση και στην

υπόλοιπη χώρα. Τόνοι επεξεργασµένου χασίς, σε µορφή σοκολάτας και σε

συσκευασία σοκολάτας, εισάγονταν µε προορισµό µια αποθήκη διακίνησης αραβικών

προϊόντων. Μαζί µε αυτά ερχόντουσαν και µπουκάλια 150 ml µε ετικέτες

σησαµέλαιου, τα οποία περιείχαν πρώτης ποιότητας χασισέλαιο. Τελωνειακοί και

αστυνοµικοί γνωρίζανε για την παράνοµη διακίνηση, όµως οι µισθοί τους ήταν πολύ

Page 62: i Legewna Twn Psuxwn

62

62

χαµηλοί για να µπορέσουν να αρνηθούν µια χρηµατική συνεισφορά –διόλου

αξιοκαταφρόνητης- στην ευηµερία των παιδιών τους.

Ο ιδιοκτήτης της αποθήκης πουλούσε στη χοντρική αραβικά προϊόντα και τα

βράδια άνοιγε τις πόρτες για τα ηµιφορτηγά των «Αφρικανών». Το εισόδηµα που

δήλωνε στην εφορία δε θα µπορούσε να δικαιολογήσει τις αγορές ακινήτων στο

κέντρο της Τρίπολης.

Ο µεσήλικας της αφρικανικής µαφίας είχε κάνει το λάθος να πιστέψει ότι ο

Ανουάρ είχε τροµάξει. Δικαιολογηµένο λάθος. Πόσοι δεκατετράχρονοι θα

ερχόντουσαν αντιµέτωποι µε µια µορφή πολύ πιο αδυσώπητη και ανελέητη από το

θεό της Παλαιάς Διαθήκης; Σχεδόν κανένας. Ή, καλύτερα, µόνο ένας.

Το βράδυ των γενεθλίων των δεκαπέντε χρόνων του Ανουάρ η µητέρα του

κατάφερε να µείνει σπίτι λίγο παραπάνω, ίσα να σβήσουν τα κεριά της τούρτας και

να προσποιηθούν ότι είναι µια φυσιολογική µονογονεϊκή οικογένεια. Μετά εκείνη

έφυγε για τη δουλειά της και ο Ανουάρ ετοίµασε τα σύνεργα του: Δύο µπιτόνια

βενζίνη και έναν αναπτήρα ζίπο. Λίγο προτού ξεκινήσει έριξε µια µατιά στο δώρο

που του είχε αγοράσει η µητέρα του: Έναν ορθόδοξο χρυσό σταυρό, που του είχε

αγοράσει επειδή δεν είχε χρόνο να ψάξει για τον Κοπτικό. Χαµογέλασε ειρωνικά και

βγήκε. Λίγα λεπτά µετά ξαναµπήκε στο σπίτι και έβαλε το σταυρό στην τσέπη του. Η

πίστη σώζει.

Στην αποθήκη µε το «σησαµέλαιο» και τις «σοκολάτες» κοιµόταν ένας

οπλισµένος «χαµάλης». Χαµάληδες αποκαλούσαν όσους δεν είχαν τα κότσια να

αναλάβουν δυσκολότερες δουλειές, να διεκδικήσουν θέσεις µε περισσότερες ευθύνες

και «υποχρεώσεις». Η εξουδετέρωση του ήταν πιο εύκολη απ’ ό,τι νόµιζε. Απλά του

χτύπησε την πόρτα. Όταν εκείνος την άνοιξε –µισοξύπνιος, µισοκοιµισµένος- τον

έστειλε δια της βίας πίσω στον κόσµο των ονείρων. Τις νυχτερινές ώρες κανένας δεν

κυκλοφορούσε οικειοθελώς στο συγκεκριµένο δροµίσκο. Ο Ανουάρ έσυρε το χαµάλη

στο απέναντι πεζοδρόµιο και τον άφησε να ονειρεύεται ξανθές καλλονές ανάµεσα σε

δύο κάδους σκουπιδιών. Έπειτα µπήκε στην αποθήκη και έκλεισε την πόρτα πίσω

του.

Έψαξε µέχρι να βρει τα ράφια µε το αραβικό σύµβολο για τον αριθµό εφτά.

Ήξερε ότι εκεί αποθήκευαν τα «εξαιρετικά» προϊόντα τους, τα πλέον προσεδοφόρα.

Άνοιξε την τσάντα του και τα έλουσε µε τη βενζίνη. Δυο λίτρα έφταναν. Το

Page 63: i Legewna Twn Psuxwn

63

63

σησαµέλαιο και το χασισέλαιο κάνουν καλή φλόγα από µόνα τους. Άναψε το ζίπο και

τον πέταξε. Καθώς η βενζίνη έδωσε το έναυσµα του ολοκαυτώµατος έτρεξε προς την

πόρτα. Εκεί σταµάτησε, έβγαλε το χρυσό σταυρό από την τσέπη του και τον άφησε

στο πάτωµα. Μετά βγήκε, ενώ οι αναθυµιάσεις από το χασίς που καιγόταν είχαν

αρχίσει ήδη να γίνονται βαυκαλιστικές. Περπάτησε αργά µέχρι το σπίτι του,

αποφεύγοντας τους δρόµους όπου θα µπορούσαν να τον δουν. Καθώς έβαζε το κλειδί

στην πόρτα άκουσε τις σειρήνες των πυροσβεστικών που εισέρχονταν

καθυστερηµένα στην περιοχή, υπό τη συνοδεία περιπολικών. Είχαν αργήσει ήδη,

αλλά αυτό ήταν µέρος του σχεδίου και της πραγµατικότητας στην Αναµόρφωση.

Το επόµενο πρωί οι «Αφρικανοί» µετρούσαν ζηµιές πολύ µεγαλύτερες από τα

κέρδη χιλίων πόρνων µε δέκα χρόνια αδιάλειπτης «εργασίας». Ο ορθόδοξος σταυρός

που βρέθηκε τους οδήγησε στη Ρώσικη µαφία. Ξέσπασε πόλεµος τέτοιων

διαστάσεων που η αστυνοµία αναγκάστηκε να παρέµβει.

Ο Ανουάρ απολάµβανε τα νέα από τον καναπέ του. Στο σχολείο δεν ήταν

υποχρεωµένος να πηγαίνει. Οι καθηγητές δεν ασχολούνταν µε τις απουσίες των

µαθητών, αλλά µε την επιβίωση τους. Η µητέρα του ποτέ δε θα φανταζόταν ότι ο γιος

της, µε τέτοιο όνοµα, ήταν ο υπεύθυνος αυτής της σύρραξης. Ο µεσήλικας Λίβυος

είχε να αντιµετωπίσει τους Ρώσους και τους αστυνοµικούς.

Ώσπου, καθώς η κατάσταση εξοµαλυνόταν και η παρανοµία έµπαινε στους

φυσιολογικούς της ρυθµούς, ο Δάσκαλος χτύπησε την πόρτα του διαµερίσµατος του

Ανουάρ. Δεν υπήρχε λόγος να του στείλει ηλεκτρονικό µήνυµα ή γραπτή πρόσκληση

για το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. Ο Ανουάρ δε θα το διάβαζε καν. Δεν πίστευε τότε

ότι υπήρχε άλλη λύση από το να αναλάβει ο ίδιο –εν καιρώ- τα ηνία της αφρικανικής

µαφίας. Μετά από µισή ώρα συζήτησης όµως κατάλαβε ότι το πεπρωµένο του ήταν

πολύ µεγαλύτερο από την Αναµόρφωση. Ήταν η επανάσταση. Και εγένετο ο Τσε.

Page 64: i Legewna Twn Psuxwn

64

64

15.

Ήταν µια υπέροχη µέρα για ληστεία. Ένα ψιλόβροχο είχε µποτιλιάρει όλους

τους δρόµους της πόλης. Μόνο τα µηχανάκια των courrier και των πακετάδων

κινούνταν. Καθώς και τα ποδήλατα. Οι οδηγοί έβριζαν και κόρναραν για να

προλάβουν να πάνε στη δουλειά τους. Η συννεφιά έκανε τους πάντες µελαγχολικούς

και υποτονικούς. Μόνο οι ποδηλάτες της λεγεώνας περνούσαν ανάµεσα στα

ακινητοποιηµένα αυτοκίνητα χαµογελώντας. Ήταν πολύ νέοι για να τους φοβίζει το

ενδεχόµενο της αποτυχίας. Ήξεραν –ή µάλλον πίστευαν- ότι θα τα καταφέρουν.

Ο Τζορτζ ξύπνησε το πρωί και ανέβηκε στο πατάρι. Εκεί φυλούσε η µητέρα

του, για άγνωστο λόγο, κάποια από τα ρούχα του πατέρα του. Τα δοκίµασε και είδε

ότι ήταν στο νούµερο του. Όταν ο πατέρας του είχε εξαφανιστεί ο Τζορτζ -ο Αντρέας-

ήταν οκτώ χρόνια µικρότερος και τον θυµόταν ως γίγαντα. Τώρα καταλάβαινε ότι

ήταν ένας γίγαντας που έφτανε το πολύ ως το medium. Καθώς διάλεγε ποια

Page 65: i Legewna Twn Psuxwn

65

65

σκονισµένα ρούχα θα φορέσει παρατήρησε ένα πακέτο από χαρτιά στον πάτο της

σακούλας. Όταν τα διάβασε κατάλαβε ότι ήταν µια εκτύπωση του περίφηµου σχεδίου

του. Και τροµοκρατήθηκε όταν είδε, σηµειωµένο µε βιαστικά γράµµατα σε µια άκρη,

τη φράση: «Αδύναµο σχέδιο. Πιθανότητες επιτυχίας: 40%». Ίσως θα έπρεπε να το πει

στους συµµαθητές του.

«Έχω παίξει και πιο δύσκολα παιχνίδια», είπε δυνατά και κοίταξε τη

βιογραφία –αγγλική- του Τζορτζ Μπεστ.

Ντύθηκε και µπήκε στην τουαλέτα για να µουτζουρωθεί µε τις αποκριάτικες

µπογιές προσώπου που ο Δάσκαλος τους είχε µοιράσει. Καθώς το έκανε ένιωσε

ευτυχισµένος. Για πρώτη φορά είχε έναν σκοπό στη ζωή του. Τι σηµασία είχε αν θα

τα καταφέρνανε ή όχι; Τουλάχιστον πίστευε σε κάτι, πίστευε και στον εαυτό του, και

αυτό ήταν ένα συναίσθηµα δυνατό σαν να σκοράρεις σε παγκόσµιο πρωτάθληµα.

Η έξαψη της στιγµής που πλησίαζε τον είχε κάνει να βλέπει τα τόσο

συνηθισµένα αντικείµενα και τους βαρετούς –µέχρι εκείνη τη στιγµή- χώρους του

σπιτιού του µε µια απίστευτη εγγύτητα. Αποχαιρέτησε το σπίτι του πριν βγει –ηχηρά,

λες και µιλούσε σε άνθρωπο- και αφού έκλεισε την πόρτα τον έπιασε µια απίστευτα

ανίκητη νοσταλγική αίσθηση. Μπήκε πάλι µέσα και έγραψε σε ένα χαρτί: «Σε αγαπώ,

µαµά. Και σ’ ευχαριστώ.» Δεν της είχε πει ποτέ κάτι τέτοιο. Όχι, τουλάχιστον, από

τότε που θυµόταν τον εαυτό του. Κόλλησε το σηµείωµα στην πόρτα του ψυγείου µε

έναν µαγνήτη και βγήκε.

Είχε κλέψει ένα ποδήλατο χωρίς καθόλου να κουραστεί ή να φοβηθεί. Το

βρήκε απέναντι από µια καφετέρια, δεµένο µε µια ψιλή αλυσίδα. Ξεκίνησε να

βλαστηµάει για το ποδήλατο που του είχαν κλέψει. Καθώς έκοβε την αλυσίδα µε µια

πένσα ένας συνταξιούχος σταµάτησε να τον κοιτάξει. Ο Τζορτζ του είπε ότι ήταν το

δικό του ποδήλατο, αλλά κάποιος άλλος του το είχε πάρει µέσα από την

πολυκατοικία. Ο συνταξιούχος τον πίστεψε και τον βοήθησε να το επανακτήσει.

Καθώς ποδηλατούσε προς την τράπεζα είδε ένα περιπολικό µε αναµµένο το

φάρο. «Αυτός θα ήταν ο τρίτος λάθος συναγερµός», σκέφτηκε και σηκώθηκε όρθιος

στα πετάλια για να επιταχύνει.

Ήταν ο πρώτος που έφτασε στην τράπεζα. Για µια στιγµή σκέφτηκε µήπως οι

υπόλοιποι είχαν λιγοψυχήσει, µέχρι που είδε την Αλεξάνδρα, µε φόρµα µάστορα, να

ανακατεύει καλώδια στο κουτί τηλεφωνίας. Η Αλεξάνδρα του έκλεισε διακριτικά το

Page 66: i Legewna Twn Psuxwn

66

66

µάτι. Αυτό ήταν το σύνθηµα ότι όλα πήγαιναν καλά. Τα επόµενα τηλεφωνήµατα της

αστυνοµίας θα προωθούνταν στο γραφείο του Δασκάλου. Ο Τζορτζ άφησε το

ποδήλατο –ξεκλείδωτο- στο πεζοδρόµιο, πήρε µια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα.

Όλοι γυρίσανε να τον κοιτάξουνε σαν µπήκε µέσα. Στα µάτια τους ήταν

ευδιάκριτος ο φόβος και η προκατάληψη. Μόλις όµως έκατσε και άνοιξε το βιβλίο

του τα βλέµµατα χαλαρώσανε. Ο Τζορτζ έκανε ότι διαβάζει ενώ παρατηρούσε το

χώρο, τους ταµίες και τους πελάτες.

Λίγο µετά µπήκε ο Τσε. Δεν είχε βάψει το πρόσωπο του, όπως είχε προτείνει ο

Δάσκαλος. Μόνο που είχε λαδώσει τα µαλλιά του και τα είχε πιάσει σε κοτσίδα. Είχε

τονίσει το αραιό µουστάκι και το γαλλικού τύπου µουσάκι του και φορούσε µπερέ

ζωγράφου. Έµοιαζε πραγµατικά µε ισπανό φοιτητή των καλών τεχνών. Πάτησε

µερικές φορές το κουµπί για τα χαρτάκια µε τον αριθµό προτεραιότητας και αφού τα

παράχωσε στην τσέπη του έκατσε να διαβάσει ένα ισπανόφωνο βιβλίο για τις

εικαστικές αναπαραστάσεις του Γκεβάρα στους τοίχους της Αβάνας.

Μετά από λίγο µπήκε ο Άιρτον –µε κάπως καρναβαλίστικη εµφάνιση, ο

Παύλος και ο Μαχάτµα. Ο τελευταίος, αφού πάτησε το κουµπί αρκετές φορές, πήγε

και έκατσε σε ένα γραφείο. Ο Τζορτζ τον άκουσε να ρωτάει, η φωνή του ήταν τόσο

εξαιρετικά µελιστάλαχτη, για ένα φοιτητικό δάνειο για Ινδούς φοιτητές.

Όταν µπήκε ο Αδόλφος ο Τζορτζ, προς στιγµήν, δεν τον αναγνώρισε. Δεν είχε

µακιγιαριστεί, αλλά περπατούσε σαν να είχε κινητικά προβλήµατα. Με µια µατιά

κατάλαβε ότι ήταν ο τελευταίος της λεγεώνας –ίσως να περίµενε απ’ έξω- και χωρίς

να πάρει αριθµό πήγε στο ταµείο. Ο Τζορτζ τον άκουσε να τραυλίζει και είδε την

ταµία να γέρνει µπροστά, όλο ευγένεια, για να καταλάβει τι της έλεγε ο ΑΜΕΑ.

Ο Τζορτζ ήταν έτοιµος να σηκωθεί όταν εκείνη τη στιγµή άνοιξε την πόρτα

και µπήκε στην τράπεζα µια µητέρα. Είχε ένα µωρό στο καροτσάκι και ένα

τετράχρονο αγοράκι έτρεχε τριγύρω της σαν σωµατίδιο που προσπαθεί να γεµίσει

κάθε άδειο χώρο. Ο Τσε του έκανε νόηµα µε τα µάτια ότι είχε έρθει η στιγµή. Ο

χοντρός και γέρος της ασφάλειας κοιτούσε έξω από το παράθυρο, σαν να υπολόγιζε

τις πιθανότητες να βγει για να καπνίσει. Το υπερκινητικό αγόρι έτρεχε από τοίχο σε

τοίχο σαν να το είχαν κουρδίσει. Ο Τζορτζ κατάλαβε ότι αν ξεκινούσαν τη ληστεία θα

ήταν πιο δύσκολο να τιθασέψουν το µικρό διάβολο της Τασµανίας από µια διµοιρία

καφεϊνοµανείς µατατζήδες µε σύνδροµο Τουρέ. Λίγο πριν ο Τσε σηκωθεί για να

Page 67: i Legewna Twn Psuxwn

67

67

χτυπήσει το φρουρό, ο Τζορτζ πετάχτηκε επάνω και έδωσε στην κουρασµένη µητέρα

ένα από τα χαρτάκια που κρατούσε. Το επόµενο νούµερο για εξυπηρέτηση. Η µητέρα

τον ευχαρίστησε, πλήρωσε κάποιο λογαριασµό, και έβγαλε έξω, µε απειλές και

κατάρες τον τετράχρονο χούλιγκαν.

Μόνο τότε ο Τζορτζ σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε προς την πόρτα. Ο

Τσε µε τη σειρά του πλησίασε το φρουρό. Καθώς ο Τζορτζ έσκυβε για να βάλει ένα

χαρτί κάτω από την ανοικτή πόρτα εισόδου, ο Τσε χτυπούσε επιδέξια το φρουρό στο

κεφάλι. Πριν οποιοσδήποτε καταλάβει τι γινόταν ο Τζορτζ έβγαλε το όπλο από την

τσέπη του και πυροβόλησε. Ο Μαχάτµα, ο Αδόλφος, ο Παύλος και ο Άιρτον έπιασαν

τις γωνίες της τράπεζας.

«Είναι ληστεία», είπε ο Τζορτζ µε προφορά που µόνο Άραβας που

µετανάστευσε πριν λίγα χρόνια στη χώρα θα µπορούσε να έχει. «Μείνετε ήρεµος και

κακό δε θα πάθεις εσείς.»

Έπειτα πήγε στα ταµεία και άφησε από µια σακούλα σούπερ-µαρκετ µπροστά

σε κάθε υπάλληλο.

«Γεµίζεις αυτές», τους είπε. Και φώναξε: «Τώρα.»

Εκείνοι ξεκίνησαν να βγάζουν λεφτά από τα συρτάρια τους, ενώ ταυτόχρονα

πατούσαν τα κρυφά κουµπιά συναγερµού. Ο Τζορτζ ευχήθηκε να ήταν η Αλεξάνδρα

στη θέση της και να είχε καταφέρει να κάνει τη δουλειά που της είχε ανατεθεί. Την

ίδια στιγµή έκανε νόηµα στον Τσε για να βγει έξω. Αλλά εκείνος κούνησε το κεφάλι

του αρνητικά. Ο Τζορτζ δεν τα ‘χασε. Περίµενε κάτι τέτοιο από τον Ισπανό φοιτητή.

Γύρισε προς το Άιρτον. Αυτός πλησίασε, πήρε µια σακούλα και βγήκε. Τον

ακολούθησε ο Παύλος και ο Μαχάτµα. Καθώς έβγαιναν έξω κι αυτοί ο διευθυντής

φάνηκε να αντιδράει.

«Δε θα τη γλιτώσετε έτσι, καθάρµατα», είπε και έκανε ένα βήµα προς τον

Τζορτζ.

Πριν προλάβει να κάνει κάτι παραπάνω του ήρθε µια καρέκλα στο κεφάλι. Ο

Αδόλφος, που τόση ώρα είχε κρυφτεί ανάµεσα στους πελάτες, στεκόταν ευθυτενής

πάνω από τον αιµόφυρτο διευθυντή.

«Ο επόµενος που θα κουνηθεί θα πεθάνει», είπε µε φωνή σαν ερπετού και

όλοι έκαναν ένα βήµα πίσω.

Page 68: i Legewna Twn Psuxwn

68

68

Ο Τζορτζ σήκωσε τις τρεις τελευταίες σακούλες και άνοιξε την πόρτα. Ο Τσε

και ο Αδόλφος πήραν από µία και µπήκαν µαζί στο ενδιάµεσο. Τώρα ο Τζορτζ θα

έπρεπε να συγκρατήσει τον κόσµο στα χέρια του, ως άλλος Άτλαντας, µέχρι να

ξανανοίξει η πόρτα. Δε θα ήταν δύσκολο να τα καταφέρει. Η φωνή του Αδόλφου και

το αίµα που έβγαινε από το πρόσωπο του διευθυντή τους είχε τροµάξει όλους.

Αλλά τότε συνέβη το ένα τοις εκατό για το οποίο µιλούσε ο Δάσκαλος. Έξω

από την τράπεζα σταµάτησε –µε καθυστέρηση, εξαιτίας του ψιλόβροχου και του

µποτιλιαρίσµατος- το τεθωρακισµένο φορτηγάκι της ιδιωτικής εταιρίας ασφάλειας

που µετέφερε τα λεφτά της τράπεζας. Ο σεκιουριτάς, µε την ενδοεπικοινωνία στο

χέρι, προσπαθούσε να µπει µέσα, αλλά η πόρτα δεν άνοιγε. Ο Τσε µε τον Αδόλφο

είχαν παγιδευτεί ανάµεσα στις δύο πόρτες. Ο σεκιουριτάς τους είχε δει και είχε ήδη

πιάσει το περίστροφο του. Όµως δεν µπορούσαν να ξαναµπούνε µέσα, αφού η πόρτα

πίσω τους είχε κλείσει. Ο Τζορτζ πάτησε το κουµπί για να τους βοηθήσει να µπουν.

Κάποιοι υπάλληλοι είχαν σηκωθεί όρθιοι µε απειλητικές διαθέσεις. Ο σεκιουριτάς

προσπαθούσε να ανοίξει την εξωτερική πόρτα και καλούσε την αστυνοµία. Τα

πράγµατα ήταν πολύ δύσκολα. Ο Τζορτζ τότε άρχισε να σφυρίζει το θέµα από τη

«Γέφυρα του ποταµού Κβάι.» Ο χρόνος φάνηκε να έχει σταµατήσει µέσα στην

τράπεζα. Όλοι κοιτούσαν τον παρανοϊκό ληστή που σφύριζε. Ακόµα και οι δύο

συνεργάτες του τον κοιτούσαν χωρίς να µπορούν να καταλάβουν τι έκανε. Μετά ο

Τζορτζ, µε αργά βήµατα πλησίασε τον Αδόλφο και του είπε στο αυτί: «Όταν θα

βγούµε θα είσαι πάλι άτοµο µε ειδικές ανάγκες.» Έπειτα έδειξε στον Τσε ένα

γραφείο. «Πιάσε», του είπε. Πριν το σηκώσουν φώναξε µε όλη του τη δύναµη: «Θα

σας σκοτώσω όλους», και πυροβόλησε στον αέρα. Πελάτες και υπάλληλοι έπεσαν

στο έδαφος.

«Για να δούµε, λοιπόν», είπε στον Τσε, «πόσο δυνατός είσαι.»

Μόλις σηκώσανε το γραφείο του έδειξε µε το κεφάλι την τζαµαρία που έβλεπε

σε έναν παράπλευρο δρόµο. Πήραν φόρα και πέταξαν έξω το βαρύ γραφείο. Ο

θόρυβος από το διπλό κρύσταλλο που έσπαζε ήταν πιο εκκωφαντικός από τα πιστόλια

κρότου. Ο Τζορτζ έπιασε τον Αδόλφο και τον έσυρε έξω. Πίσω τους ήταν ο Τσε. Ο

σεκιουριτάς πετάχτηκε στο κατόπι τους. Ο Τζορτζ έβαλε τον Αδόλφο, που έβγαζε

σάλια από το στόµα, σαν ασπίδα µπροστά του. Ο σεκιουριτάς τους φώναζε να

παραδοθούν, τους φώναζε ότι ερχόταν η αστυνοµία. Ο Τζορτζ ακούµπησε το πιστόλι

Page 69: i Legewna Twn Psuxwn

69

69

του στο κεφάλι του ΑΜΕΑ και περπάτησε προς τα πίσω αρχίζοντας πάλι να σφυρίζει.

Ο σεκιουριτάς τους σηµάδευε, αλλά δεν τολµούσε να πυροβολήσει. Είχε δει και πριν

τον Αδόλφο, όταν προσπαθούσε να βγει από την µπροστινή πόρτα, αλλά δεν

µπορούσε να τον συνδυάσει µε τον όµηρο που κρατούσαν οι ανελέητοι ληστές. Οι

τρεις της λεγεώνας έφτασαν στη γωνία τη στιγµή που ο διευθυντής έβγαινε από το

σπασµένο τζάµι και φώναζε στο σεκιουριτά ότι ήταν όλοι µαζί, ότι ο όµηρος ήταν

ληστής, ότι έπρεπε να τους πυροβολήσει. Το δάκτυλο του σεκιουριτά πήγε να πιέσει

τη σκανδάλη, αλλά την τελευταία στιγµή σκέφτηκε ότι δεν ήταν δικιά του δουλειά να

κυνηγάει τους ληστές και ότι, αν ο διευθυντής έκανε λάθος, θα πήγαινε φυλακή για

πολλά χρόνια. Χωρίς να κατεβάσει το όπλο είπε στο διευθυντή, µέσα από τα δόντια

του, να πάει να γαµηθεί.

Οι τρεις της λεγεώνας έστριψαν στη γωνία και ξεκίνησαν να τρέχουν.

Παραδόξως ο Τζορτζ ήταν ο πιο γρήγορος. Στο επόµενο στενό είδαν µπροστά τους

ένα ίντερνετ καφέ.

«Ποιος είναι για ένα Φίφα;» φώναξε στους συµµαθητές του. Εκείνοι αργήσαν

να καταλάβουν τι εννοούσε. Ο Τζορτζ έβγαλε από το σακίδιο του τα υγροµάντηλα

και ξεκίνησε να ξεβάφεται. Ο Τσε τον κατάλαβε και έλυσε τα µαλλιά του. Πετάξανε

τα σακάκια τους και έβγαλαν έξω από το παντελόνι τις µπλούζες. Μετά σταµάτησαν

να τρέχουν και µπήκαν στο καφέ ένας-ένας.

Μέσα στο µαγαζί ήταν εκατοντάδες έφηβοι που είχαν χαθεί στα διαδικτυακά

παιχνίδια τους. Οι τρεις συµµαθητές έκατσαν σε διαφορετικούς υπολογιστές και

ξεκίνησαν να παίζουν. Οι σειρήνες των περιπολικών ακούστηκαν πολλές φορές απ’

έξω. Αλλά εκείνοι είχαν αφοσιωθεί στο παγκόσµιο πρωτάθληµα. Έπαιξαν τρεις ώρες

και µετά ο Τζορτζ σηκώθηκε. Αφού πλήρωσε προχώρησε προς την πόρτα. Ο Τσε του

έκανε νόηµα να τον πλησιάσει.

«Έχεις πέντε ευρώ;», του είπε σιγά. Στα πόδια του είχε µια σακούλα µε

τουλάχιστον πενήντα χιλιάδες.

«Μας τα ‘πρηξες, φιλαράκι», είπε ο Τζορτζ δυνατά και του πέταξε ένα

δεκάευρω.

Έπειτα περπάτησε ήρεµα µέχρι την πιο κοντινή στάση λεωφορείου. Μπήκε

στο πρώτο λεωφορείο που ήρθε και έκατσε να κοιτάει έξω από το παράθυρο.

Κατέβηκε στον τερµατικό σταθµό και περπάτησε, αργά, µέχρι το σπίτι του. Στο

Page 70: i Legewna Twn Psuxwn

70

70

δρόµο σκεφτόταν όσα είχαν συµβεί. Ήταν απόλυτα ικανοποιηµένος από τον εαυτό

του. Ειδικά επειδή τα πράγµατα δεν πήγαν σύµφωνα µε το σχέδιο. Είχε παίξει µε τις

πιθανότητες εναντίον του και είχε κερδίσει. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν.

Πέταξε τη σακούλα κάτω από το κρεβάτι του. Μετά ξεντύθηκε και ξάπλωσε.

Έπρεπε να περιµένει ως την εποµένη για να δει αν πράγµατι όλα είχαν πάει καλά.

16.

Page 71: i Legewna Twn Psuxwn

71

71

Πήγε στο σχολείο χωρίς τα λεφτά. Τύλιξε τη σακούλα µέσα στα ρούχα του

πατέρα του, σαν φόρο τιµής, και τα έκρυψε στη σοφίτα. Μέσα στην τάξη τον

περίµεναν. Σαν µπήκε ξεκίνησαν να χειροκροτούν. Ακόµα και ο Τσε χειροκροτούσε -

χλιαρά.

«Τα καταφέραµε;» ρώτησε ο Τζορτζ.

Αντί για απάντηση ο Δάσκαλος του έδειξε µια εφηµερίδα. Είχε πρωτοσέλιδο

τη ληστεία και έγραφε: «Θρασύτατη ληστεία. Κινδύνεψαν άνθρωποι». Από κάτω µε

µικρότερα γράµµατα: «Αλλοδαποί λήστεψαν το υποκατάστηµα της Εθνικής στο...» Ο

Τζορτζ διάβασε στα πεταχτά το άρθρο. Ο δηµοσιογράφος έγραφε για επικίνδυνους

και ανισόρροπους αλλοδαπούς εγκληµατίες. Και συνέχιζε αναφέροντας την

ποσοστιαία αύξηση της εγκληµατικότητας σε σχέση µε την αύξηση των µεταναστών.

«Τα καταφέραµε», του είπε ο Δάσκαλος και του έδωσε το χέρι.

«Πόσα µαζέψαµε;» είπε ο Τζορτζ.

«Αρκετά», έκανε ο δάσκαλος, «ακόµα και χωρίς τη δική σου σακούλα.»

«Ωραία», είπε ο Τζορτζ, «τότε αυτά µπορώ να τα κρατήσω.»

Όλοι γελάσανε. Όλοι εκτός από τον Τζορτζ.

«Το σχέδιο ήταν του πατέρα µου άλλωστε», είπε σοβαρά.

Ο Τσε έκανε ένα βήµα καταπάνω του, ενώ µουρµούριζε κάποια βρισιά.

«Θα τα µοιραστούµε», του είπε o Τζορτζ. «Μισά-µισά.» Και µετά

χαµογέλασε.

Ο Τσε δεν µπορούσε να καταλάβει αν αστειευόταν.

«Είσαι σκληρό καρύδι», συνέχισε ο Τζορτζ. «Εντάξει, εξήντα-σαράντα.

Τελευταία προσφορά.»

«Εβδοµήντα-τριάντα», είπε ο Τσε.

«Σύµφωνοι», απάντησε ο Τζορτζ και δώσανε τα χέρια.

Μετά πήγαν και έκατσαν στις καρέκλες τους. Ο Δάσκαλος χαµογελούσε, αλλά

οι συµµαθητές τους κοιτούσαν χωρίς να ξέρουν τι έπρεπε να πουν.

«Ή µπορεί να τα φέρω αύριο», είπε ο Τζορτζ. «Μην τα βρει η µάνα µου και

νοµίζει ότι έκανα... καµιά ληστεία.»

«Ή ότι διακινείς ναρκωτικά», είπε ο Παύλος.

«Καλή ιδέα, ε, δάσκαλε; Θα βγάλουµε πολλά.»

Page 72: i Legewna Twn Psuxwn

72

72

«Δικαιωµατικά σου ανήκει...» ξεκίνησε ο Δάσκαλος. «Ένα µεγάλο µπράβο...

Χωρίς λεφτά.»

«Ήσουν ο καλύτερος αρχηγός οµάδας που έχει γίνει», του είπε ο Τσε και αυτό

ήταν κάτι που δύσκολα θα ακουγόταν από το στόµα του.

«Ήµασταν η καλύτερη οµάδα», είπε ο Τζορτζ και κοίταξε προς τον Αδόλφο.

Εκείνος καθόταν στη θέση του κοιτώντας έξω. Μόνο που στο πρόσωπο του

υπήρχε ένα δυσδιάκριτο χαµόγελο.

«Καθίστε», τους είπε ο Δάσκαλος και όλοι πήγαν στις καρέκλες τους.

«Σίγουρα όσοι µπήκαν µέσα είναι οι σταρ της ανάληψης, αλλά να µην ξεχνάµε ότι

χωρίς τους τεχνικούς µας δε θα γινόταν τίποτα.»

Η Υπατία, ο Καρλ και η Αλεξάνδρα φάνηκαν να ευχαριστιούνται µε αυτή την

υπενθύµιση.

«Ήµασταν άτυχοι, αλλά και τυχεροί. Αν ο σεκιουριτάς ήταν λιγάκι πιο

πωρωµένος, ή απλά πιο νευρικός, ίσως και να είχε πυροβολήσει», είπε ο Δάσκαλος.

«Και αν δεν έβρεχε θα είχε έρθει στην ώρα του», είπε ο Κάρλ.

«Αυτό είναι το ένα τοις εκατό για το οποίο σας µίλησα».

Ο Τζορτζ σκέφτηκε για µια στιγµή να ρωτήσει το Δάσκαλο για το «εξήντα

τοις εκατό αποτυχία», που είχε ανακαλύψει στις σηµειώσεις του πατέρα του. Αλλά

δεν το έκανε. Ήταν κάτι που θα µπορούσαν να συζητήσουν κατ’ ιδίαν.

«Συµπεριφερθήκατε όπως ακριβώς ήθελα: Καλλιτεχνικά», είπε ο Δάσκαλος

προτού κάτσει. «Καταρχήν σχεδόν κανένας δεν ακολούθησε την πρόταση

µεταµφίεσης που σας πρότεινα. Μόνο ο Τζορτζ και ο Παύλος έµοιαζαν µε Άραβες. Οι

υπόλοιποι βάλατε το προσωπικό σας στοιχείο. Και αυτό ακριβώς είναι η τέχνη: Η

καλύτερη αναπαράσταση της ιδιαίτερης προσωπικότητας του καθενός. Ο Τσε έγινε

ισπανόφωνος φοιτητής και ο Μαχάτµα Ινδός. Ο Άιρτον... Λες και µόλις βγήκε από το

καρναβάλι του Τζανέιρο. Μάλλον οι πρόγονοι σας σας οδήγησαν εκεί.»

Προτού κάποιος ρωτήσει –και ο Τζορτζ ετοιµαζόταν να το κάνει- πως

µπορούσε ο Δάσκαλος να ξέρει τόσες λεπτοµέρειες για την εµφάνιση τους, ο

Δάσκαλος τους εξήγησε.

«Οι κάµερες ασφαλείας δεν σταµάτησαν να γράφουν. Αλλά µόνο εµείς

βλέπαµε τι συνέβαινε. Σας διαβεβαιώνω ότι δεν ήταν καθόλου διασκεδαστικό. Ειδικά

όταν ο Αδόλφος χτύπησε το διευθυντή µε την καρέκλα.»

Page 73: i Legewna Twn Psuxwn

73

73

«Έπρεπε να το κάνει», τον κάλυψε ο Τζορτζ. «Τον διευθυντή τον είχαν πιάσει

τάσεις ηρωισµού και έπρεπε να φανεί ότι δεν αστειευόµαστε.»

«Ίσως και να ‘χεις δίκιο», είπε ο Δάσκαλος. «Σηµασία έχει η νίκη, έτσι δε σας

έλεγα τις προάλλες;»

«Χωρίς να τραυµατίσουµε κάποιον», είπε ο Μαχάτµα.

«Δεν παθαίνεις τίποτα µε µια καρεκλιά», είπε ο Τσε.

«Καλό του κάναµε», συµπλήρωσε ο Τζορτζ. «Την επόµενη φορά θα το

σκεφτεί πολύ πριν το παίξει ήρωας.»

«Το σηµαντικό είναι αυτά που γράφουν οι εφηµερίδες», είπε ο Δάσκαλος. «Τα

media διαµορφώνουν, δυστυχώς, τη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου. Και οι

αστυνοµικοί είναι άνθρωποι. Κανείς δε θα φανταστεί ότι µια χούφτα δεκαεξάχρονοι

λήστεψαν τράπεζα.»

«Και τώρα τι;» ρώτησε η Υπατία.

«Τώρα ξοδεύουµε λεφτά και προετοιµαζόµαστε για το πρώτο µας χτύπηµα.»

«Που θα είναι στο...» έκανε ο Τσε.

«Χρηµατιστήριο», είπε ο Δάσκαλος, «στην καρδιά του θηρίου».

«Τι έχει εκεί για να βουτήξουµε;» ρώτησε ο Τσε.

«Δε κλέβουµε τίποτα πια. Τώρα µόνο... καταστρέφουµε.» Στράφηκε προς την

Αλεξάνδρα. «Πως τα πας µε τις εκρηκτικές ύλες;»

«Τις λατρεύω», είπε εκείνη µε µια φάλτση φωνή, ασυνήθιστη στην οµιλία.

«Ωραία», είπε ο Δάσκαλος. «Σε ένα µήνα είναι τριήµερο αργίας. Πρέπει να

είµαστε έτοιµοι να κατεδαφίσουµε τον ναό της απληστίας.»

«Θα γκρεµίσω τον ναό και σε τρεις µέρες θα τον ξανακτίσω», είπε ο Παύλος,

που ήξερε πολύ καλά τα λόγια του Ιησού.

«Θα τους πάρει πολύ παραπάνω από τρεις µέρες ή τρία χρόνια για να

συνέλθουν από ένα τέτοιο χτύπηµα», έκανε ο Τσε.

«Περνάµε στην τροµοκρατία δηλαδή», είπε ο Μαχάτµα.

«Τροµοκρατία είναι αυτό που ζουν οι γονείς σας και αυτό που ετοιµάζουν και

για σας», είπε ο Δάσκαλος. «Εγώ το λέω δικαιοσύνη.»

«Εγώ το λέω πόλεµο», είπε ο Αδόλφος από τη γωνία του.

«Ο πόλεµος έχει αρχίσει πριν πολλά χρόνια», στράφηκε να του πει ο

Δάσκαλος. «Μέχρι τώρα ήταν µονόπλευρος. Τώρα ήρθε η σειρά µας.»

Page 74: i Legewna Twn Psuxwn

74

74

«Εγώ το λέω επανάσταση», είπε ο Τσε.

«Είναι. Επανάσταση.»

«Ανάσταση», έκανε ο Παύλος.

«Θα περάσουµε καλά», είπε ο Τζορτζ κοιτώντας την Υπατία.

Εκείνη συµφώνησε κουνώντας το κεφάλι της.

«Ο θαρραλέος πεθαίνει µια φορά. Ο δειλός πεθαίνει όλη του τη ζωή», είπε ο

Παύλος.

«Κανείς δε θα πεθάνει», είπε ο δάσκαλος. «Βγάλτε το θάνατο από το µυαλό

σας και θα σας ξεγράψει από τις λίστες του.»

«Άµα στον πόλεµο πας για να πεθάνεις, τότε για πόλεµο, στρατιώτη µου δεν

κάνεις», ξαναµίλησε ο Παύλος.

«Κόφτο µε τα στιχάκια, µας ζάλισες», του είπε ο Τσε.

«Πάταξον µεν, άκουσον δε», συνέχισε ο Παύλος.

«Ε, δε σε αντέχω άλλο. Θα σε πατάξω», είπε ο Τσε και του έριξε µια

σφαλιάρα.

Ο Παύλος ατάραχος έστρεψε και το άλλο µάγουλο.

«Αρκεί», φώναξε ο Δάσκαλος. «Τέρµα το παιχνίδι. Αρχίζουµε το µάθηµα.»

Πριν κάτσει στην καρέκλα του έπιασε την εφηµερίδα. Διάβασε στα πεταχτά

µια στήλη που µιλούσε για την ανικανότητα της αστυνοµίας. Ευχήθηκε, χωρίς να

µιλήσει, να ήταν πράγµατι έτσι.

Page 75: i Legewna Twn Psuxwn

75

75

17.

Ο Παύλος ήταν ο µόνος από τη Λεγεώνα που το βαφτιστικό του όνοµα και το

όνοµα του «προγόνου» του ταυτίζονταν. Στα δεκάξι του χρόνια είχε διαβάσει

περισσότερα βιβλία και από Αργεντινό βιβλιοθηκονόµο της δηµοτικής βιβλιοθήκης

του Μπουένος Άιρες. Είχε ξεκινήσει πριν καν πάει στο δηµοτικό και από εννιά

χρονών διάβαζε –κρατώντας και σηµειώσεις- τέσσερα-πέντε βιβλία τη βδοµάδα.

Αυτή του η εµµονή δεν είχε καµία σχέση µε τα γονίδια του ή το περιβάλλον. Στο

σπίτι, στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, δεν είχε παρά τρία λογοτεχνικά βιβλία, ένα λεξικό,

την Αγία Γραφή και µία εγκυκλοπαίδεια –τα βιβλία ήταν δώρο µε την αγορά της

εγκυκλοπαίδειας. Είχε αποστηθίσει από νωρίς και τους εικοσιτέσσερις τόµους, είχε

διαβάσει δυο φορές το λεξικό, λήµµα προς λήµµα, και είχε αντιγράψει από µνήµης

στα τετράδια του τα τρία λογοτεχνικά δώρα. Την Αγία Γραφή δε σταµατούσε ποτέ να

τη διαβάζει.

Στη δηµοτική βιβλιοθήκη και στα βιβλιοπωλεία της γειτονιάς τον γνωρίζανε

όλοι. Όποτε έµπαινε µέσα οι υπάλληλοι έκαναν ότι δεν τον είδαν, αφήνοντας κάποιον

άλλο να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα. Γιατί όποιος βιβλιοθηκονόµος ή υπάλληλος

βιβλιοπωλείου έκανε το λάθος να ρωτήσει τον Παύλο αν χρειάζεται βοήθεια

προσέκρουε σε έναν βράχο εκνευριστικής ευρυµάθειας.

Έγραψα προηγουµένως ότι η βιβλιοµανία του Παύλου δεν είχε καµία σχέση

µε τα γονίδια που κληρονόµησε ή το περιβάλλον όπου ανατράφηκε, αλλά αυτό ίσως

να µην είναι απόλυτα αληθές. Γιατί, ενώ πράγµατι οι γονείς του δεν είχαν διαβάσει

ποτέ λογοτεχνικό βιβλίο και δεν είχαν σε καµία υπόληψη τη λογοτεχνία ή την ποίηση

και την ιστοριογραφία, µπορεί το ποιόν τους να καθόρισε την αγάπη του µοναχογιού

τους για το διάβασµα.

Page 76: i Legewna Twn Psuxwn

76

76

Η µητέρα του Παύλου ήταν µοδίστρα, όσο καιρό µπορούσε να δουλεύει. Γιατί

ταυτόχρονα ήταν µια ιδιαίτερα εύθραυστη ψυχή, µε ψυχολογικά προβλήµατα που

έγιναν πιο ευδιάκριτα και έντονα µετά τα τριάντα, οπότε χρειάστηκε να τεθεί υπό

φαρµακευτική αγωγή, προκειµένου να σταµατήσει να ακούει «κάποιες φωνές» που

την κατηγορούσαν για ψυχρότητα –όσον αφορά τις συζυγικές σεξουαλικές

υποχρεώσεις της.

Ο πατέρας του Παύλου ήταν κυνηγός φοροφυγάδων. Ένα απαιτητικό και

δύσκολο επάγγελµα, αλλά και εξαιρετικά προσοδοφόρο. Η ευρωκυβέρνηση,

προκειµένου να αντιµετωπίσει τη φοροδιαφυγή, ανέθετε σε ιδιώτες τον εντοπισµό

εκείνων που απέκρυπταν έσοδα. Αυτό δεν ήταν κάτι που µπορούσε να γίνει δια της

νόµιµης οδού. Χρειαζόταν πονηριά και ταλέντο.

Ο πατέρας του Παύλου, µαζί µε όλη την οικογένεια, µετακόµιζαν σε µια πόλη

και συστηνόταν ως ελεύθερος επαγγελµατίας ή ως εισοδηµατίας ή –εξαρτάται και

από το µέρος που βρισκόντουσαν- ως νέος αγρότης. Συσχετιζόταν µε τους

ανθρώπους, τους έκανε να τον εµπιστευτούν, τους ανοιγόταν για να του ανοιχτούν,

µέχρι που τους προσλάµβανε για να του κάνουν κάποιες δουλειές στο σπίτι. Το παιδί,

ο Παύλος στη συγκεκριµένη περίπτωση, πήγαινε στο καινούριο σχολείο, γνώριζε

τους νέους συµµαθητές τους και τους καλούσε, µαζί µε τους γονείς τους, στο σπίτι

για να γιορτάσουν τα γενέθλια του. Ο πατέρας του Παύλου, από κάθε καινούρια

σχέση αποζυµούσε πληροφορίες. Τι δουλειά κάνει ο τάδε, τι σπίτι έχει, τι αυτοκίνητο,

που πήγε διακοπές το τελευταίο καλοκαίρι. Ήταν πολύ οξυδερκής άνθρωπος και

µπορούσε να καταλάβει –έχοντας ελάχιστες πληροφορίες- ποιος δήλωνε τα

πραγµατικά του εισοδήµατα. Όµως το µεγαλύτερο πλεονέκτηµα του ήταν ο

χαµαιλεοντισµός του. Μπορούσε να κουβεντιάζει µε τους αγρότες για την παραγωγή

πατάτας και µε τους καλλιτέχνες για τη ζωγραφική µικτής τεχνικής. Άφηνε µεγάλα

φιλοδωρήµατα στους σερβιτόρους βολιδοσκοπώντας την οικονοµική άνεση των

υπόλοιπων πελατών και παζάρευε σκληρά στη λαϊκή αγορά αρνούµενος να πάρει

απόδειξη για ό,τι είχε αγοράσει. Έψαχνε για τους επαγγελµατίες που θα του έκαναν

υπερτιµολογήσεις και άφηνε διακριτικά «φακελάκια» στους δηµόσιους υπαλλήλους

που τον εξυπηρετούσαν.

Για ένα ή το πολύ -αν υπήρχαν ευκαιρίες- δύο χρόνια γινόταν έµπιστος και

δηµοφιλής στην πόλη όπου βρισκόταν. Μετά, µέσα σε µια νύκτα, µάζευε τα

Page 77: i Legewna Twn Psuxwn

77

77

πράγµατα του και µετακόµιζε, µαζί µε όλη την οικογένεια. Την εποµένη, όσοι είχαν

κάνει το λάθος να ανοιχτούν, δεχόντουσαν την επίσκεψη των εφοριακών, οι οποίοι

κρατούσαν τις αποδείξεις της φοροδιαφυγής.

Ήταν πολύ δύσκολο να αποκτήσεις φίλους µε αυτό τον τρόπο. Μέχρι την

ηλικία των τεσσάρων ο Παύλος απλώς είχε να υποστεί τις διαρκείς µετακοµίσεις.

Λίγα χρόνια µετά, µε την ολιστική ευφυΐα που διαθέτουν τα παιδιά, κατάλαβε ότι ο

πατέρας του χρησιµοποιούσε τους καινούριους κάθε φορά φίλους του για να

ευδοκιµήσουν τα απεχθή άνθη της εργασίας του. Έτσι χάθηκε στα βιβλία και στους

µυθιστορηµατικούς ήρωες, γιατί –πολύ απλά- αυτοί δεν µπορούσαν να

φορολογηθούν.

Ίσως να κατάφερνε να κοινωνικοποιηθεί λιγάκι πιο οµαλά αν είχε µια µητέρα

που θα τον στήριζε, που θα του έδειχνε έναν άλλο δρόµο πέρα από εκείνο της

επαγγελµατικής απάτης του πατέρα του και της αποστασιοποιηµένης συνάφειας των

βιβλίων. Όµως η µητέρα του, όντας εύθραυστη ψυχολογικά, δεν άντεξε να είναι

σύζυγος ενός καταδότη, ενός ανθρώπου που χρησιµοποιούσε τα χαρίσµατα του για να

προσεγγίζει τους άλλους και να τους καταστρέφει. Έγινε ψυχρή µε το σύζυγο της και

έχασε την επαφή µε το περιβάλλον και το παιδί της.

Η αποστασιοποίηση της φάνηκε όταν ο Παύλος αρρώστησε µε µια κοινή, όσο

και δύσκολη, επευφικίτιδα. Η ολιγωρία της µητέρας και του πατέρα, της πρώτης από

ψυχολογικά αίτια, του δεύτερου λόγω φόρτου εργασίας, οδήγησε σε φλεγµονή που

κόστισε τελικά την ολική τύφλωση του αριστερού µατιού του Παύλου. Με δυσκολία

ο οφθαλµίατρος κατάφερε να σώσει το δεξί µάτι του παιδιού. Για να το καταφέρει

αναγκάστηκε να έχει το µικρό ασθενή του για ένα χρόνο µε κλειστό το σώο µάτι. Ο

Παύλος, προσωρινά τυφλός, κόντεψε να τρελαθεί. Η ακρόαση βιβλίων του φαινόταν

τόσο χρονοβόρα. Εκείνος είχε µάθει να διαβάζει µια σελίδα σε ένα λεπτό, το πολύ,

και ήταν πια αναγκασµένος να ακολουθεί το ρυθµό του αφηγητή. Δεν µπορούσε να

κρατάει σηµειώσεις και το κυριότερο, τα περισσότερα από τα ακουστικά βιβλία που

κυκλοφορούσαν στο διαδίκτυο τα είχε ήδη διαβάσει.

Όταν επιτέλους του επιτράπηκε να δει ένιωσε σαν τον Απόστολο Παύλο που

είχε δει το φως το αληθινό. Ξεκίνησε να διαβάζει πολύ πιο δύσκολα βιβλία και δεν

έχανε ούτε λεπτό µε άλλες ασχολίες –ούτε καν για να µελετάει για το σχολείο. Στην

τάξη του ήταν ένας από τους χειρότερους µαθητές, ένας από αυτούς των τελευταίων

Page 78: i Legewna Twn Psuxwn

78

78

θρανίων, χωρίς όµως την αίγλη της αλητείας που συνήθως περιβάλλει αυτούς τους

µαθητές. Πέρα από τις διαρκείς µετακοµίσεις και την απέχθεια για το επάγγελµα του

πατέρα του είχε να αντιµετωπίσει και το χλευασµό των συµµαθητών του για την

εµφάνιση του. Ντυνόταν σαν µεσήλικας, είχε το σωµατότυπο σαύρας και το πρόσωπο

του θύµιζε τον Σαρτρ στα εξήντα του. Επιπλέον ήταν εξαιρετικά απόµακρος,

απρόσιτος πιο πολύ. Δεν έλεγε ποτέ ανέκδοτα ούτε γελούσε όταν ακουγόταν ένα.

Αδιαφορούσε για τις γυναίκες –τις οποίες θεωρούσε χαµερπή όντα- πιο πολύ απ’ ό,τι

αδιαφορούσαν αυτές για εκείνον. Τις εκδροµές τις απέφευγε, και σε όσες ήταν

υποχρεωµένος να πάει προτιµούσε να µένει στο λεωφορείο –παρέα µε τον οδηγό- και

να συνεχίζει το διάβασµα. Οι συµµαθητές του τον θεωρούσαν «φυτό» και οι

καθηγητές του «αντικοινωνικό». Ο Παύλος δεν έδινε δεκάρα για τη γνώµη τους. Είχε

για παρέα και συντροφιά τα σηµαντικότερα πνεύµατα, τους µεγαλύτερους

συγγραφείς, τους πιο διαυγείς ποιητές, τους πιο δυσνόητους φιλοσόφους.

Όλα άλλαξαν όταν ο Παύλος ήταν δεκάξι χρονών. Σε µια σχολική εορτή –για

τον αγώνα ανεξαρτησίας της χώρας- του δόθηκε εκών άκων ένα ποίηµα. Η

καθηγήτρια που είχε φορτωθεί τη διοργάνωση της γιορτής είχε ζητήσει στην αρχή

εθελοντές. Όµως κανείς µαθητής δεν ενδιαφερόταν να συµµετάσχει σε ένα ακόµα

βαρετό εορτασµό, κάποιας ξεχασµένης εποχής. Η καθηγήτρια αναγκάστηκε να

διαλέξει στην τύχη πέντε µαθητές. Ένας από αυτούς ήταν και ο Παύλος. Και δεν

µπορούσε να αρνηθεί.

Το ποίηµα που του δόθηκε ήταν πιο ανούσιο απ’ ό,τι περίµενε, σχεδόν γελοίο.

Αναφερόταν στην τόλµη των λίγων που τα έβαλαν µε τους πολλούς, µε κοινότοπες

φράσεις και µεταφορές τόσο προβλέψιµες που έκαναν τον Παύλο να κοκκινίζει από

ντροπή. Το διάβασε µια φορά και το πέταξε στο γραφείο του. Όταν θα έφτανε η

στιγµή θα ανέβαινε στην εξέδρα, θα το διάβαζε µε µονότονη και βαριεστηµένη φωνή,

όπως έκαναν και όλοι οι άλλοι µαθητές, και µετά θα επέστρεφε στα διαβάσµατα του.

Η µέρα της γιορτής ήταν µια εξαιρετικά ηλιόλουστη µέρα. Τα παιδιά που

είχαν στριµωχτεί στο γυµναστήριο αδηµονούσαν να τελειώσει το βασανιστήριο και

να βγουν έξω για να κάνουν σκέιτ, να φλερτάρουν, να ακούσουν µουσική και να

τσακωθούν. Ο Παύλος στεκόταν δίπλα στην εξέδρα και περίµενε τη σειρά του

διαβάζοντας µια βιογραφία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Ήταν ο τελευταίος και οι

µαθητές σχεδόν αλυχτούσαν όταν ανέβηκε τα σκαλιά και πλησίασε το µικρόφωνο. Ο

Page 79: i Legewna Twn Psuxwn

79

79

Παύλος έβγαλε το χαρτί του από την τσέπη και ετοιµάστηκε να ολοκληρώσει το

αδιάφορο καθήκον του. Όµως, ένα δευτερόλεπτο πριν ξεκινήσει, ο λυκειάρχης µπήκε

στο γυµναστήριο. Έφριξε µε την κατάσταση που επικρατούσε εκεί µέσα και άρχισε

να βρίζει τους µαθητές. Αφού τους στόλισε παντοιοτρόπως µε κοσµητικά επίθετα που

δεν αρµόζουν στο στόµα εκπαιδευτικού τους ανακοίνωσε ότι δε θα έφευγαν από το

γυµναστήριο µε τη λήξη της γιορτής, αλλά θα έµεναν εκεί µια ώρα παραπάνω προς

σωφρονισµό. Αφού τέλειωσε µε τις απειλές και τις βρισιές στράφηκε προς τον

Παύλο, περιµένοντας να ακούσει το ποίηµα του. Ο Παύλος σάστισε για µια στιγµή.

«Ξεκίνα, µικρέ», τον πρόσταξε ο λυκειάρχης. «Τι έγινε; Δεν ξέρεις να

διαβάζεις;»

Οι µαθητές γελάσανε και ο λυκειάρχης χάρηκε που είχε βρει ένα

αποδιοποµπαίο τράγο. Όµως δεν κατάλαβε ότι το µάτι του Παύλου, εκείνο το σώο

δεξί µάτι, τον κοιτούσε µε µίσος πια και όχι µε βαριεστηµάρα ή φόβο.

Ο Παύλος τσαλάκωσε το χαρτί µε το ποίηµα και το πέταξε πάνω από τον ώµο

του. Οι µαθητές γελάσανε και πάλι, αλλά ο λυκειάρχης προαισθάνθηκε τη θύελλα

που ερχόταν.

«Είδα ένα όνειρο», είπε ο Παύλος κρατώντας µε τα δυο του χέρια το

µικρόφωνο. «Είδα ότι οι νέοι δε φοβόντουσαν να ζήσουν, να αγαπήσουν, να

φωνάξουν... Ότι δε φοβόντουσαν τίποτα. Και κανέναν.»

Σιγή απλώθηκε στο γυµναστήριο. Έντροµη η καθηγήτρια που είχε αναλάβει

τη γιορτή έψαχνε τα χαρτιά της, για να δει αν τα λόγια που έλεγε ο µονόφθαλµος

µαθητής περιλαµβάνονταν στο ποίηµα που του είχε δώσει.

«Είδα τους γέρους που µισούνε τη ζωή να κρύβονται φοβισµένοι.»

Ο λυκειάρχης είχε γίνει κάτασπρος. Ο Παύλος συνέχισε να ρητορεύει ως

άλλος πάστορας και οι µαθητές, σαν το ποίµνιο µια λουθηρανικής εκκλησίας, τον

κοιτούσαν στα χείλη και επαναλάµβαναν κάποιες από τις λέξεις που εκείνος τόνιζε.

Οι υπόλοιποι καθηγητές, ειδοποιηµένοι από κάποιον συνάδελφο τους, άφησαν το

γραφείο και τους καφέδες τους και έτρεξαν να ακούσουν. Οι παραβατικοί µαθητές, τα

αιωνίως µαύρα πρόβατα του σχολείου, πέταξαν τα τσιγάρα τους και τα σπρέι και

χώθηκαν στην αίθουσα. Η φωνή του Παύλου έµοιαζε να µη βγαίνει από τα πνευµόνια

του, από το σαυροειδές σώµα εκείνου που όλοι ήξεραν ως απροσάρµοστο. Τα χέρια

του είχαν αφήσει πια το µικρόφωνο και έδιναν έµφαση σε κάθε φράση. Κάποιες

Page 80: i Legewna Twn Psuxwn

80

80

στιγµές έκανε µια µεγάλη παύση και κοιτούσε έναν-έναν –έτσι τουλάχιστον ένιωθαν

αυτοί- όλους τους µαθητές. Μετά συνέχιζε µε µεγαλύτερη ένταση, δονώντας την

ψυχή των εφήβων που για πρώτη φορά τους δινόταν ένα όραµα, ένα όνειρο, κάτι

µεγαλύτερο και από την ίδια τους την ύπαρξη. Οι περισσότεροι είχαν συγκινηθεί,

κάποιοι είχαν δακρύσει και τα µαύρα πρόβατα χτυπούσαν τα πόδια τους και ύψωναν

τις γροθιές τους. Οι καθηγητές είχαν µαζευτεί κοντά στην έξοδο, αλλά ούτε και

εκείνοι µπορούσαν να φύγουν, µαγεµένοι από τον τρόµο και τη σαγήνη που

σκορπούσε ο µονόφθαλµος οµιλητής.

Στο τέλος ο Παύλος πλησίασε όσο µπορούσε το µικρόφωνο και ψιθύρισε:

«Αυτά είχα να πω εγώ. Τώρα είναι η σειρά σας. Είστε λιοντάρια ή ποντίκια;» Και

γύρισε να φύγει.

Το χειροκρότηµα κόντεψε να γκρεµίσει το γυµναστήριο. Οι καθηγητές έφυγαν

–σχεδόν τρέχοντας- για το γραφείο τους, για να οργανώσουν την άµυνα τους, ενώ

καρέκλες έφευγαν πάνω από τα κεφάλια τους σπάζοντας τις τζαµαρίες. Εξοργισµένοι

οι έφηβοι κατέστρεφαν ότι έβλεπαν µπροστά τους και αν εκείνη τη στιγµή κάποιος

τους έδινε όπλα θα πήγαιναν σίγουρα να πολεµήσουν. Σηκώσανε τον Παύλο στα

χέρια και αλαλάζοντας προχώρησαν ως την πόρτα των καθηγητών. Πέτρες, βιβλία

και τσάντες χτυπούσαν στα κάγκελα που κάποιος προνοητικός λυκειάρχης είχε

τοποθετήσει στα παράθυρα πριν χρόνια. Η αστυνοµία δεν άργησε να έρθει, αλλά το

µόνο που κατάφερε ήταν να φυγαδεύσει τους φοβισµένους καθηγητές, λίγο πριν τους

λυντσάρουν. Οι µαθητές εισέβαλαν στα γραφεία και κατάστρεψαν καθετί που

αντιπροσώπευε την καθεστηκύια τάξη των καθηγητών.

Οι ταραχές γρήγορα µεταδόθηκαν και στα υπόλοιπα σχολεία της πόλης.

Χρειάστηκε η παρέµβαση του εισαγγελέα και των ΜΑΤ για να λυθούν οι καταλήψεις

που κόστισαν πολλά εκατοµµύρια στο κράτος και την αποβολή στον Παύλο. Εκείνος

δε στεναχωρήθηκε ιδιαίτερα, αφού είχε καταφέρει να µετατραπεί από «φυτό» σε

είδωλο και πρωτεργάτη µιας τέτοιας –σχολικής έστω- επανάστασης. Για πρώτη φορά

κατάλαβε ότι ήταν γεννηµένος για πολλά περισσότερα απ’ το να διαβάζει βιβλία,

περιθωριοποιηµένος και απροσάρµοστος, από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό.

Βρήκε την έφεση του και αυτή ήταν, καθαρά και ολοφάνερα, η προπαγάνδα, η

δηµαγωγία. Τότε έλαβε και το ηλεκτρονικό µήνυµα για το σχολείο δεύτερης

Page 81: i Legewna Twn Psuxwn

81

81

ευκαιρίας, όπου ο Σαούλ, ο Σαύλος, ο Παύλος, βαφτίστηκε απόστολος και βρήκε τον

προορισµό του.

18.

Την υπόθεση της ληστείας την ανέλαβαν δύο της αντιτροµοκρατικής. Εξαρχής

ο αρχηγός της αστυνοµίας πίστεψε ότι είχε να κάνει µε έναν νέο πυρήνα

τροµοκρατών. Πιθανότατα αλλοδαπών. Έστειλε στον τόπο του εγκλήµατος τον

«χοντρό και το λιγνό». Ο χοντρός ήταν ο Καρόγλου. Παλιά καραβάνα µε πολλές

επιτυχίες στο ενεργητικό του. Είχαν ακουστεί γι’ αυτόν πολλά, ειδικά όταν αγόρασε

µια µεζονέτα σε κάποιο νησί, αλλά η διαφθορά δεν ήταν κάτι καινούριο, ούτε

ακριβώς καταδικαστέο. Οι αστυνοµικοί χρηµατίζονταν, αυτό το ήξεραν και οι

δεκάχρονοι, χωρίς να χρειάζεται να έχουν δει το Σέρπικο.

Ο λιγνός ήταν ένας εικοσιδυάχρονος, που είχε αποφοιτήσει από τη σχολή µε

την καλύτερη βαθµολογία της τελευταίας δεκαετίας. Τον έλεγαν Κελάµη και ο

Καρόγλου όλο µπέρδευε το όνοµα του. Τον έλεγε τη µία Καλέµη, την άλλη Κηλάµη,

και γενικά έπαιζε µε τα νεύρα του. Του είχαν φορτώσει τον πρωτάρη, για να τον

Page 82: i Legewna Twn Psuxwn

82

82

εκπαιδεύσει. Η εκπαίδευση είχε αρχίσει µε τη µέθοδο του καφέ. Όπου βρισκόντουσαν

ο Καρόγλου έστελνε τον Κελάµη (Καλέµη, Κηλάµη) να του φέρει έναν ΚΑΛΟ καφέ.

Εκείνος συνοφρυωνόταν, αλλά υπάκουε.

Όταν βρεθήκανε στην τράπεζα ο καφές δεν άργησε να έρθει. Γυρνώντας ο

Κελάµης βρήκε το συνάδελφο του να µιλάει µε το διευθυντή.

«Ήταν παρανοϊκοί», έλεγε ο διευθυντής, «ειδικά ο αρχηγός τους, ο

µελαµψός.»

Ο Καρόγλου πήρε τον καφέ και τον κοίταξε µε απέχθεια.

«Καπουτσίνο το λένε αυτό;» ρώτησε πριν καν δοκιµάσει. «Που είναι το

αφρόγαλα;»

«Γιατί λέτε ότι ήταν παρανοϊκοί;» ρώτησε ο Κελάµης πριν καν καθίσει.

«Τους είπες να βάλουν ζάχαρη;»

«Δεν ξέρω. Αυτήν την αίσθηση µου δηµιούργησαν. Σαν να το διασκέδαζαν.»

«Είπαν κάτι που σας έκανε εντύπωση;»

«Όχι, δεν ήταν κάτι συγκεκριµένο. Η γενική αίσθηση που µου άφησαν.»

«Νεροζούµι είναι. Η βάση του καλού καπουτσίνο είναι ένας δυνατός εσπρέσο

µε καϊµάκι.»

«Οι κινήσεις τους πως ήταν;»

«Σαν να... αυτοσχεδίαζαν. Στο σανίδι. Γι’ αυτό λέω-»

«Και το γάλα το ‘χουν κάψει. Πόσο ανίκανος πρέπει να είσαι για να κάψεις το

γάλα του καπουτσίνο;»

«Σας φάνηκε να χειρίζονται τα όπλα τους µε απειρία;»

«Το αντίθετο. Πυροβολούσαν σαν να κρατούσαν... παιχνίδια.»

«Αυτός είναι ο χειρότερος καφές που µου έχεις φέρει, Καλέµη».

«Έδειχναν να φοβούνται;»

«Ναι. Όχι. Σαν να προσποιούνταν τους φοβισµένους. Αλλά το διασκέδαζαν.»

«Ήταν ερασιτέχνες», είπε ο Καρόγλου αφήνοντας τον καφέ του στην άκρη.

«Όλα είναι διασκεδαστικά, όταν τα κάνεις για πρώτη φορά ή για δεύτερη, έτσι δεν

είναι, Καλέµη;»

«Πόσες φορές µπορείς να ληστέψεις µια τράπεζα;» του απάντησε ο Κελάµης.

«Το ενενήντα ήταν δύο τύποι που είχαν ληστέψει ίσαµε σαράντα

υποκαταστήµατα. Αλλά το ενενήντα εσύ πήγαινες γυµνάσιο ακόµα. Ή δηµοτικό;»

Page 83: i Legewna Twn Psuxwn

83

83

«Πόσοι κρατούσαν όπλο;» ρώτησε ο Κελάµης το διευθυντή για να αποφύγει

να απαντήσει στην ερώτηση του συναδέλφου του. Ναι, δηµοτικό πήγαινε.

«Όλοι», είπε ο διευθυντής και µετά το ξανασκέφτηκε. «Ο αρχηγός τους

σίγουρα. Νοµίζω κι εκείνος που µε χτύπησε.»

«Άσφαιρα», είπε ο Καρόγλου κοιτώντας το ταβάνι. «Ή, πιο πιθανό είναι,

κρότου. Παιχνίδια.»

Ο διευθυντής και ο Κελάµης κοίταξαν µε τη σειρά τους το ταβάνι.

«Η βαλιστική δεν βρήκε ούτε έναν κάλυκα. Ή τρύπα... Κρότου σίγουρα.»

«Έµοιαζαν σαν αληθινά», είπε ο διευθυντής.

«Και ακούγονταν σαν τέτοια;» τον ρώτησε ο Καρόγλου.

«Σίγουρα.»

«Κύριε...» Κοίταξε τον Κελάµη για να του πει το όνοµα.

«Παπάζογλου», είπε εκείνος.

«Κύριε Παπάζογλου, έχετε ακούσει ποτέ αληθινό όπλο;» Πριν του απαντήσει

συµπλήρωσε την ερώτηση του: «Έχετε πάει στο στρατό;»

«Βεβαίως», απάντησε ο διευθυντής.

«Και ήσασταν στη ΔΟΥ της υπηρεσίας σας;»

«Έκανα δεκαεννιά µήνες», αµύνθηκε αυτός.

«Όπλο πιάσατε ποτέ; Έχετε πιάσει ποτέ όπλο στη ζωή σας;»

«Το ένφηλντ», παραδέχτηκε ο διευθυντής.

«Εννοείτε το τουφέκι του δευτέρου παγκοσµίου πολέµου που έδιναν στην

προπαίδευση για να νοµίζεις ότι είσαι φαντάρος; Αληθινό όπλο, έχετε πιάσει; Έχετε

πυροβολήσει ποτέ στη ζωή σας;»

Ο διευθυντής δε µίλησε.

«Ε, λοιπόν, να θυµάστε, για την επόµενη φορά που θα ληστέψουν το µαγαζί

σας µια χούφτα ερασιτέχνες, ότι τα αληθινά όπλα δεν κάνουν τόσο πολύ θόρυβο.»

«Πιστεύετε ότι ήταν αλλοδαποί;» τον ρώτησε ο Κελάµης για να τον σώσει.

«Έτσι ακούγονταν», είπε εκείνος.

«Το καφέ που φέρανε είναι µπούρδα», είπε ο Καρόγλου µιλώντας µε

προφορά.

«Και δεν έµοιαζαν πολύ µε...» πήγε να πει ο διευθυντής.

Page 84: i Legewna Twn Psuxwn

84

84

«Μπορείτε να ξεχωρίσετε έναν Αλγερινό από έναν Αιγύπτιο;» ρώτησε ο

Καρόγλου.

«Δεν ξέρω. Ίσως», απάντησε ο διευθυντής.

«Έναν Κενυάτη από ένα Σεναγαλέζο;»

«Δεν ήταν µαύροι», είπε ο διευθυντής.

«Απλά µελαψοί;»

«Όχι όλοι τους. Αυτός που µε χτύπησε όχι.»

«Αλλά µιλούσαν παράξενα.»

«Ναι», έκανε άψυχα ο διευθυντής.

«Σας ζήτησαν να ανοίξετε το χρηµατοκιβώτιο;» ρώτησε ο Κελάµης.

«Όχι. Και να το έκαναν δε θα µπορούσα.»

«Πως ήταν τα δόντια τους;» ρώτησε ο Καρόγλου και ο διευθυντής τον κοίταξε

απορηµένος.

«Τι θέλετε να πείτε; Δεν καταλαβαίνω.»

«Ήταν µαύρα; Κίτρινα; Έλαµπαν; Τους έλειπε κανένα;»

«Δεν καταλαβαίνω... Δε θυµάµαι. Κανονικά δόντια µάλλον.»

«Υπήρχε κάτι άλλο που σας έκανε εντύπωση;» ρώτησε ο Κελάµης.

«Το σφύριγµα.»

«Το ποιο;» ρώτησαν µαζί οι δύο αστυνοµικοί.

«Ο αρχηγός τους. Σφύριζε έναν γνωστό σκοπό.»

«Ποιον;»

«Κάτι που είχε να κάνει µε ποδόσφαιρο. Ή µάλλον όχι. Από ταινία ήταν...

Παλιά ταινία.»

«Ποδόσφαιρο ή ταινία;» τον πίεσε ο Καρόγλου.

«Δεν είµαι σίγουρος», είπε ο διευθυντής.

«Ωραία, σας ευχαριστούµε», του είπε ο Καρόγλου.

«Θα ήθελα να ρωτήσω κάτι ακόµα», είπε ο Κελάµης.

«Δε χρειάζεται», είπε ο Καρόγλου στον Κελάµη. Και µετά στο διευθυντή:

«Σας ευχαριστούµε πολύ.»

Ο διευθυντής ανταπόδωσε τις ευχαριστίες και έφυγε. Ο Κελάµης έκανε ότι

σηµείωνε κάτι για να µη φανεί ο εκνευρισµός του.

Page 85: i Legewna Twn Psuxwn

85

85

«Μη γράφεις τίποτα», του είπε ο Καρόγλου. «Δεν είναι δικιά µας δουλειά.

Αυτοί ήταν τόσο τροµοκράτες όσο κι ο σκύλος µου.»

«Δες τα βιβλία που διαβάζανε για προκάλυψη», του είπε ο Κελάµης.

«Αν ήταν Άραβες θα διαβάζανε κάτι ελληνικό», είπε ο Καρόγλου και

προχώρησε προς την πόρτα. «Ή µπορεί εφηµερίδα. Για να µας δείξουν ότι είναι

Έλληνες. Μπορεί και να διαβάζανε το Κοράνι, για να µας κάνουν να πιστέψουµε ότι

µόνο ένας αφελής θα άφηνε τέτοια ίχνη.»

«Αυτοί διαβάζανε...» Ο Κελάµης κοίταξε ψηλά σαν να του είχε έρθει ιδέα. Τι

κοινό είχαν όλες αυτές οι βιογραφίες; Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του.

«Γκεβάρα, Γκάντι, Χίτλερ, Απόστολος Παύλος και Άιρτον. Και είµαι

σίγουρος ότι αυτός που το έπαιζε αρχηγός διάβαζε, έκανε ότι διάβαζε, τη βιογραφία

του Τζορτζ Μπεστ... Παιχταράς.»

Ο Κελάµης προσπάθησε να κρύψει την άγνοια του.

«Δε σ’ αρέσει το ποδόσφαιρο, ε;» τον ρώτησε ο Καρόγλου. «Ούτε που έχεις

ακούσει για τον Μπεστ.»

«Έχω σηµαντικότερα πράγµατα να κάνω.»

«Και µε τις κλασικές ταινίες µάλλον δεν τα πας καλά.»

Καθώς έβγαινε ο Καρόγλου ξεκίνησε να σφυρίζει το θέµα από τη «Γέφυρα

του ποταµού Κβάι». Θυµόταν πολύ καλά τη µελωδία, αν και είχε πολλά χρόνια να δει

την ταινία. Το τελευταίο παγκόσµιο πρωτάθληµα είχε γίνει στην Αγγλία, και ο

ανεπίσηµος ύµνος του µουντιάλ, σε χορευτική εκτέλεση, ήταν το θέµα από τη γέφυρα

του ποταµού Κβάι. Γύρισε προς τον Κελάµη.

«Αυτοί που έκαναν τη ληστεία ήταν, στην καλύτερη, εικοσιπεντάχρονοι.»

«Εµένα µου φανήκανε πολύ έξυπνοι. Πως κατάφεραν να µπλοκάρουν τις

κάµερες;»

«Πως τα πας µε τους υπολογιστές;» του είπε ο Καρόγλου.

«Πολύ καλά.»

«Εγώ έχω έναν στο σπίτι και τον χρησιµοποιώ µόνο για να βλέπω καµιά

τσόντα. Πρέπει να δεις όµως τι του κάνει ο γιος µου. Όχι τώρα, που είναι

εικοσιπέντε», τόνισε την ηλικία του γιου του, «αλλά από δέκα χρονών. Τον λύνει και

τον δένει.»

Περπατούσαν δίπλα-δίπλα. Ο Καρόγλου έψαχνε για καφετέρια.

Page 86: i Legewna Twn Psuxwn

86

86

«Κι αυτό αποδεικνύει ότι ήταν εικοσάρηδες;» ρώτησε ο Κελάµης.

«Υπάρχουν τριών ειδών ληστές. Οι απελπισµένοι, οι πωρωµένοι και οι

εξυπνάκηδες. Οι απελπισµένοι είναι συνήθως τίποτα οικογενειάρχες, που έµειναν

άνεργοι και κάνουν την απόπειρα για λόγους επιβίωσης. Συνήθως αποτυγχάνουν.

Είναι πολύ κουρασµένοι... Οι πωρωµένοι είναι οι δικοί µας. Τροµοκράτες εγχώριοι

και εισαγόµενοι. Για να πετύχουν το σκοπό τους χρησιµοποιούν κάθε µέσο. Έχουν

αληθινά όπλα και συνήθως θρηνούµε θύµατα, όταν αποφασίζουν να µαζέψουν λεφτά

για τον ιερό σκοπό τους... Οι τρίτοι δεν έχουν στ’ αλήθεια ανάγκη τα λεφτά, αλλά

έχουν σε πολύ µεγάλη εκτίµηση τον εαυτό τους για να πάνε να γίνουν υπάλληλοι και

να δουλεύουν δωδεκάωρο χωρίς έναν καφέ της προκοπής... Από εδώ τον πήρες;»

ρώτησε δείχνοντας µια συνοικιακή καφετέρια.

«Ναι», έκανε ο Κελάµης.

«Καλά, δεν είδες ότι τους φτιάχνει γυναίκα; Καµιά γυναίκα δεν µπορεί να

φτιάξει καλό καφέ.»

«Όχι όπως στον έφτιαχνε η µάνα σου;» είπε χαµογελώντας ο Κελάµης.

Ο Καρόγλου τον κοίταξε µε προσποιητό θαυµασµό.

«Κάνουµε και χιούµορ; Καλό σηµάδι είναι αυτό. Θα χρειαστείς όλη τη

ποσότητα χιούµορ που διαθέτεις για να επιβιώσεις στην υπηρεσία.»

Συνέχισαν να προχωράνε και ο Καρόγλου έβγαλε να στρίψει τσιγάρο.

«Είχα ένα φίλο που πέθανε από το τσιγάρο», είπε καθώς έβαζε τον καπνό στο

χαρτάκι.

«Καρκίνος;» ρώτησε ο Κελάµης.

«Όχι. Τοξότης.»

«Εννοώ: Καρκίνος του πνεύµονα;»

«Α, όχι. Μια µέρα πήγε να περάσει το δρόµο στρίβοντας τσιγάρο και τον

πάτησε αυτοκίνητο.»

Ο Κελάµης γέλασε.

«Αυτό που σου έρχεται πρώτο στο µυαλό είναι αυτό που ο άλλος θέλει να

πιστέψεις», του είπε ο Καρόγλου τσαλακώνοντας το τσιγάρο και πετώντας ‘το στον

κάδο. Το είχε κόψει πριν αρκετούς µήνες, αλλά του άρεσε να στρίβει ένα κάθε τόσο.

«Τι µας είπαν αυτοί: Είµαστε αλλοδαποί και ντυνόµαστε σαν µεσήλικες. Γι’ αυτό τα

Page 87: i Legewna Twn Psuxwn

87

87

ρούχα τους δεν έκαναν καµιά εντύπωση στο διευθυντή. Έχεις δει τι παντελόνια

φοράει η νεολαία;»

Του έδειξε, χωρίς να του πει τίποτα, µια καφετέρια στο απέναντι πεζοδρόµιο.

Περάσανε το δρόµο και πήγανε προς τα εκεί.

«Απ’ αυτά που µας είπαν εµείς πρέπει να καταλάβουµε το αντίθετο. Είναι

Έλληνες και δεν έχουν ξαναφορέσει στη ζωή τους σακάκι... Μπορεί να είναι και

ανήλικοι.»

«Ίσως κάποιος να τους καθοδηγούσε», είπε ο Κελάµης.

«Δεν έχεις άδικο σ’ αυτό, Καλέµη», του είπε ο βετεράνος και στάθηκε έξω

από την πόρτα της καφετέριας. Έψαξε στο µπουφάν του για το πορτοφόλι του. «Αν

ήταν ανήλικοι έχουν σίγουρα κάποιον που τους δασκάλεψε.»

«Και τι µας λέει ότι αυτός δε θα τους στείλει αύριο σε µια αποστολή

αυτοκτονίας;»

Ο Καρόγλου απέµεινε σκεφτικός. Έπειτα έβγαλε ένα χαρτονόµισµα από την

τσέπη του και το έδωσε στον Κελάµη.

«Πήγαινε πάρε µου έναν καφέ της προκοπής», του είπε.

Εκείνος πήρε το χαρτονόµισµα και πήγε να µπει στο µαγαζί.

«Και µη χαλάσεις τα ρέστα σε καραµέλες», του φώναξε ο Καρόγλου.

Μόλις βγήκε µε το πλαστικό ποτήρι –και τα ρέστα, τον βρήκε να κοιτάει τα

αυτοκίνητα που είχαν µποτιλιαριστεί.

«Πως πήγαν στην τράπεζα;» ρώτησε, ίσως τον εαυτό του, ο Καρόγλου. Μετά

είδε τον καφέ. «Ήταν άντρας;» ρώτησε ανοίγοντας το καπάκι.

«Έτσι φαινόταν. Αλλά δε του στήθηκα για να βεβαιωθώ», απάντησε ο

Κελάµης.

«Όσο πας και βελτιώνεσαι, Καλέµη... Πάρε το διευθυντή να στείλει τους

ηλίθιους του εγκληµατολογικού. Πες του να τους πει να ψάξουν για ποδήλατα

παρατηµένα.»

«Ποδήλατα;» έκανε ο Κελάµης.

«Ναι. Κάπως θα ήρθαν ως εδώ... Ήταν πολύ έξυπνοι για να ληστέψουν την

τράπεζα της γειτονιάς.»

«Την αφήνουµε, λοιπόν, την υπόθεση;»

Page 88: i Legewna Twn Psuxwn

88

88

«Μας αφήνει να την αφήσουµε. Αν αυτοί ήταν τροµοκράτες τότε εγώ είµαι

βερίκοκο Αργεντινής.»

«Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που λες;», είπε ο Κελάµης βγάζοντας το κινητό του

τηλέφωνο.

«Ότι δεν είµαι βερίκοκο; Δεν ξέρω. Μερικές φορές αισθάνοµαι τόσο...

φρουτένιος.»

«Για την υπόθεση λέω. Για το τηλέφωνο.»

«Εκατό τοις εκατό. Αν ήταν τροµοκράτες θα σου φέρνω καφέ µέχρι που να

πάθεις διάτρηση στοµάχου.»

Ο Κελάµης κάλεσε τον αριθµό και στάθηκε παράµερα για να µπορέσει να

µιλήσει. Ο Καρόγλου δοκίµασε λίγο από τον καφέ του.

«Πολύ καλός», είπε. «Θα στρίψω κι ένα τσιγάρο.»

Και έβγαλε τον καπνό του, ενώ ο νεαρός συνάδελφός του µιλούσε µε το

διευθυντή.

Page 89: i Legewna Twn Psuxwn

89

89

19.

Δέκα µέρες µετά τη ληστεία φάνηκε ότι η Αλεξάνδρα δεν θα τα κατάφερνε µε

τα εκρηκτικά. Δεν είπε κάτι, αλλά όταν ο Δάσκαλος τη ρωτούσε για την πρόοδο της,

εκείνη συγχυζόταν και του έλεγε ότι θα τα καταφέρει. Οι συµµαθητές της φάνηκαν να

ανησυχούν. Κανείς δεν ήθελε να κουβαλάει ένα κιλό ασταθή εκρηκτικά. Ο Δάσκαλος

συµµεριζόταν την ανησυχία τους και βρήκε τη λύση.

Η λύση ήταν η Μαρί. Εµφανίστηκε στο µάθηµα την ενδεκάτη µέρα και έψαξε

καρέκλα για να κάτσει. Όλοι οι αρσενικοί της παραχώρησαν τη δικιά τους. Ήταν σαν

την αρνητική εικόνα της Υπατίας. Μελαχρινή µε πολύ σκούρο δέρµα. Αλλά εξίσου

όµορφη, µε έναν πιο γήινο τρόπο. Ήταν πιο κοντή από την Υπατία, αλλά το σηµείο

υπεροχής της ήταν η λεκάνη της. Είχε πολύ στρογγυλή λεκάνη, χωρίς να είναι παχιά.

Απλά τα κόκαλα της ήταν φτιαγµένα έτσι ώστε να φωνάζουν: «Μπορώ να κάνω

πολλά παιδιά. Και εύκολα.» Ο πρωτόγονος αρσενικός που ελλοχεύει σε κάθε άντρα

εντυπωσιαζόταν ενστικτωδώς από τις αναλογίες της. Και οι συµµαθητές της ήταν

αρσενικοί. Η Μαρί έκατσε ανάµεσα στον Τσε και στο Μαχάτµα. Ο τελευταίος τη

ρώτησε αν είχε τετράδιο µαζί της και µόλις αυτή αρνήθηκε της έδωσε ένα δικό του. Η

Μαρί το κοίταξε σαν κάτι τελείως περιττό. Σήκωσε τη µακριά της φούστα ως τα

γόνατα και χαµογέλασε στους συµµαθητές της. Μόνο στα αγόρια. Αν εκείνα ήταν

κινούµενα σχέδια θα µάζευαν το σαγόνι τους από το πάτωµα.

Ο Τζορτζ την κοιτούσε µε τα φρύδια να φτάνουν ως τα µαλλιά και τις κόρες

του να έχουν ανοίξει διάπλατα. Μέχρι που εστίασε σε ένα ξανθό κεφάλι πίσω της. Η

Υπατία τον κοιτούσε µε αηδία. Ο Τζορτζ κατάλαβε και γύρισε προς το Δάσκαλο που

είχε αρχίσει να µιλάει.

«Η Μαρί θα µας βοηθήσει µε το χρηµατιστήριο. Είναι η καλύτερη στη χηµεία

και, γενικά, στις ουσίες.»

Η Αλεξάνδρα σηκώθηκε όρθια.

«Αλεξάνδρα», την καθησύχασε ο Δάσκαλος, «δεν είπα ότι βγαίνεις από το

παιχνίδι. Καθένας έχει το ταλέντο του και το ρόλο του. Εσύ θα αναλάβεις τη

µηχανολογική κατασκευή, που είναι και η πιο σηµαντική. Δε θέλουµε τα εκρηκτικά

να εκραγούν νωρίτερα, ειδικά αν κάποιος συµµαθητής σου τα κουβαλάει στα χέρια

Page 90: i Legewna Twn Psuxwn

90

90

του... Είναι πολύ σηµαντικό να κατασκευάσουµε τα εκρηκτικά µε όσο το δυνατόν πιο

συνηθισµένα υλικά. Δεν µπορούµε να πάµε να αγοράσουµε πενήντα κιλά δυναµίτη. Η

Μαρί µπορεί να κατασκευάσει νιτρογλυκερίνη από σαπούνι και κουτσουλιές

πουλιών.»

«Καλύτερα να αποφύγουµε τις κουτσουλιές. Βρωµάνε», είπε η Μαρί και αυτή

ήταν η πρώτη φορά που ακουγόταν η φωνή της. Όλοι καταλάβανε ότι ήταν

αλλοδαπή, αν δεν µπορούσαν να προσδιορίσουν την καταγωγή της.

Η Αλεξάνδρα και η Υπατία την κοιτάξανε από πάνω µέχρι κάτω, µε εκείνο τον

τρόπο που µόνο µια γυναίκα µπορεί να παρατηρήσει την αντίζηλο της.

Η Μαρί ένιωσε το βλέµµα τους και το µόνο που έκανε ήταν να ανεβάσει τη

φούστα της λίγο πιο ψηλά, σαν τους έλεγε να µην τα βάζουν µαζί της.

«Τσουλάκι», είπε ψιθυριστά η Υπατία.

Το ίδιο σκέφτονταν και τα αγόρια, όχι όµως ως κάτι αρνητικό.

«Η πρόγονος της Μαρί», είπε ο Δάσκαλος, «είναι η Μαρία Σκουοντόφσκα.»

«Πόρνη σίγουρα», είπε η Υπατία στην Αλεξάνδρα κι εκείνη γέλασε.

«Ίσως να την ξέρετε ως Μαντάµ Κιουρί», συνέχισε ο δάσκαλος.

«Δε σου ‘πα;» έκανε η Υπατία. «Μαντάµα.»

«Η Κιουρί», είπε ο Δάσκαλος υψώνοντας την ένταση της φωνής του, «ήταν

µια µοναδική περίπτωση στον επιστηµονικό χώρο. Ο µόνος άνθρωπος που έχει πάρει

δύο, σε διαφορετικούς τοµείς, βραβεία νόµπελ. Φυσικής και χηµείας.»

«Ατοµική βόµβα θα φτιάξουµε;» ρώτησε ο Μαχάτµα, αφού χαµογέλασε στη

Μαρί.

«Δεν νοµίζω», είπε ο Δάσκαλος. «Ακόµα και αν δεν υπήρχε το θέµα της

ραδιενέργειας θα ήταν λίγο δύσκολο να πάµε να αγοράσουµε ένα γραµµάριο

ουράνιο.»

Η Υπατία σήκωσε το χέρι της για να µιλήσει.

«Ίσως», είπε µόλις ο Δάσκαλος της έδωσε το λόγο, «η µαντάµ να µπορούσε

να αποµονώσει ουράνιο από τις κουτσουλιές.»

«Αν της έφερνε η κοπελίτσα κάνα δυο τόνους ίσως και να τα κατάφερνε η

µαντάµ», είπε η Μαρί.

«Γιατί δεν κοιτάς κάτω από το φουστάνι σου;» τη ρώτησε ευθέως η Υπατία.

Page 91: i Legewna Twn Psuxwn

91

91

«Αυτό που έχω κάτω από το φουστάνι µου είναι πολύ πιο ενεργό από το δικό

σου», απάντησε γρήγορα η Μαρί.

«Ραδιενεργό µάλλον, απ’ τις πολλές αρρώστιες», έκανε η Υπατία.

Η Μαρί απάντησε σε µια γλώσσα που κανείς δεν κατάλαβε.

«Αρκούν οι φουστανοµαχίες», παρενέβη ο Δάσκαλος. «Ο σκοπός µας είναι

πολύ πιο σηµαντικός.» Τα αγόρια της τάξης δε φαίνονταν να συµµερίζονται αυτήν

την άποψη. Θα προτιµούσαν να δουν τις συµµαθήτριες τους να αποκαλύπτουν τα

ενεργά και ραδιενεργά σηµεία τους. «Η Μαρί θα µας φτιάξει τα εκρηκτικά µε υλικά

που θα αγοράσουµε από το σούπερ-µάρκετ, τρόπος του λέγειν. Η Αλεξάνδρα θα

φτιάξει τους µηχανισµούς πυροδότησης. Οι υπόλοιποι θα επικεντρωθείτε στο ρόλο

σας. Σ’ αυτήν την επιχείρηση αρχηγός θα είναι ο Τσε.»

Όλοι, ιδιαίτερα ο Τσε, ξεχάσανε προς στιγµήν τα µπούτια της Μαρίας.

«Δε θα υπάρξει επαφή µε ανθρώπους», εξήγησε ο Δάσκαλος. «Θα είναι ένα

καθαρό χτύπηµα ανταρτοπόλεµου. Και σε αυτό δεν έχουµε καλύτερο από τον Τσε.

Θα χτυπήσουµε βράδυ. Δεν επιτρέπεται να υπάρχει καµία πιθανότητα ανθρώπινης

απώλειας.»

«Ένας δυο φρουροί δε θα ήταν µεγάλη απώλεια για την ανθρωπότητα», είπε ο

Τσε.

«Ξέχνα την ανθρωπότητα αν θέλεις επανάσταση», τον µάλωσε ο δάσκαλος.

«Είναι η αγαπηµένη γενίκευση όλων αυτών που µισούν τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο

µε σάρκα και οστά. Εµένα, εσένα, τους συµµαθητές σου... Κάθε άνθρωπος είναι

µοναδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός. Το να µιλάς για ανθρωπότητα είναι τόσο

αφηρηµένο και ηλίθιο όπως το να µιλάς για δεντρότητα ή για σκυλότητα. Είναι µια

γενίκευση χρήσιµη µόνο για τους φιλοσόφους. Εµείς δε φιλοσοφούµε, ζούµε. Γι’ αυτό

κάθε ζωή έχει αξία για εµάς. Ανεξαρτήτως επαγγέλµατος ή...»

«Ο πατέρας του Τσε είναι πυρηνικός φυσικός», είπε αστειευόµενος ο Άιρτον,

«και η µάνα του...»

«Άσε τη µάνα µου ήσυχη», φώναξε ο Τσε και σηκώθηκε όρθιος, αφού

χτύπησε µε τις γροθιές του το γραφείο. Όλοι παγώσανε. Το µόνο που ακουγόταν ήταν

το ρουθούνισµα του Τσε, ίσως και το σφυροκόπηµα από τις φλέβες στα µηνίγγια του.

Ο Δάσκαλος βρέθηκε µπροστά του για να τον ηρεµήσει.

Page 92: i Legewna Twn Psuxwn

92

92

«Ξέχνα τον Άιρτον», του είπε. «Νοµίζει ότι είναι ο γελωτοποιός του βασιλιά,

που µπορεί να αστειεύεται µε τα πάντα...»

«Τι είπα;» ρώτησε ο γελωτοποιός.

«Που θα βάλουµε τα εκρηκτικά;» ρώτησε ο Τζορτζ για να αποφορτίσει την

κατάσταση.

Ο Δάσκαλος έβαλε τον Τσε να κάτσει κάτω πριν απαντήσει.

«Αυτό θα το φροντίσει η Αλεξάνδρα. Θέλουµε το χρηµατιστήριο να

καταρρεύσει κάθετα».

«Όπως στις κατεδαφίσεις µεγάλων κτιρίων;» ρώτησε ο Μαχάτµα.

«Ακριβώς. Η Αλεξάνδρα ξέρει πως γίνεται... Ξέρεις;» γύρισε και τη ρώτησε.

«Τα εκρηκτικά θα µπουν στις βασικές κολώνες», είπε εκείνη. «Αυτό που έχει

τη µεγαλύτερη σηµασία είναι όλοι οι µηχανισµοί να πυροδοτηθούν ταυτόχρονα. Ένα

δευτερόλεπτο καθυστέρηση να έχει κάποιος και το κτίριο θα γείρει στο πλάι.»

Μετά, σαν να είχε µιλήσει περισσότερο απ’ όσο άντεχε κοίταξε κάτω.

«Πλακώνοντας τα διπλανά», διευκρίνισε ο Καρλ.

«Σωστά.»

«Οπότε, Αλεξάνδρα», της είπε ο Δάσκαλος, «εσύ ασχολήσου µε τους

µηχανισµούς και την ακρίβεια πυροδότησης τους. Δε χωράνε πολλά καρπούζια κάτω

από µια µασχάλη.»

«Ειδικά αν είναι αξύριστη», είπε η Υπατία κοιτώντας τη Μαρί.

«Υπατία, εσύ θα αναλάβεις το συναγερµό και ο Καρλ τις κάµερες», είπε ο

Δάσκαλος προλαβαίνοντας την αντίδραση της Μαρί.

«Η αστυνοµία δε φυλάει το χρηµατιστήριο;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Αυτούς θα τους πάρουµε από εκεί. Θα δηµιουργήσουµε αντιπερισπασµό.

Μια µικρότερη οµάδα, δύο ατόµων, θα ανατινάξει κάτι δευτερεύον στη γειτονιά. Δε

χρειάζεται να το κατεδαφίσει, απλώς να προκαλέσει σάλο. Θα µπορούσαµε να

χρησιµοποιήσουµε και γκαζάκια. Κάτι κοινότοπο.»

«Υπάρχει µια αντιπροσωπεία της mercentes εκεί κοντά», είπε ο Τζορτζ.

«Πάντα ήθελα να οδηγήσω µία. Ή να την κάψω.»

«Θέλουµε κάτι πιο συµβολικό», είπε ο Δάσκαλος.

«Το µουσείο µοντέρνας τέχνης;» ρώτησε ο Καρλ.

Ο Δάσκαλος τον καυτηρίασε µε το βλέµµα του.

Page 93: i Legewna Twn Psuxwn

93

93

«Η τέχνη είναι ιερή. Αυτή κρατάει ζωντανούς τους ανθρώπους στις πιο

δύσκολες στιγµές της.»

«Οπότε ούτε το βιβλιοπωλείο που υπάρχει στη γειτονιά», αστειεύτηκε ο

Άιρτον, που είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του πολύ πιο γρήγορα από τον Τσε.

«Ειδικά το βιβλιοπωλείο. Το κάψιµο των βιβλίων αρµόζει µόνο σε

τύραννους.»

«Υπάρχει και η κρατική τηλεόραση εκεί», είπε ο Παύλος.

Ο Δάσκαλος γέλασε.

«Φυσικά. Πως δεν το σκέφτηκα; Ίσως θα έπρεπε να κατεδαφίσουµε την

τηλεόραση και όχι το χρηµατιστήριο. Μεγαλύτερη ζηµιά κάνει.»

«Ναι , αλλά η τηλεόραση λειτουργεί είκοσι τέσσερις ώρες το

εικοσιτετράωρο», του θύµισε ο Τζορτζ.

«Πως αλλιώς; Οι έµποροι πρέζας είναι πάντα στο πόστο τους», είπε ο

Δάσκαλος µε αηδία. «Δε θα κατεδαφίσουµε την τηλεόραση. Απλά θα κάψουµε όσα

αυτοκίνητα είναι παρκαρισµένα µπροστά της. Όχι τα ιδιωτικά. Το δικαίωµα στην

ατοµική ιδιοκτησία είναι αναφαίρετο. Ο κάθε άνθρωπος µπορεί να απαρνηθεί την

ιδιοκτησία του, αν το θελήσει. Αλλά εµείς δεν έχουµε δικαίωµα να του επιβάλλουµε

αυτήν την άρνηση.»

«Η ιδιοκτησία είναι κλοπή», είπε ο Τσε, προσπαθώντας να επανέλθει.

Απ’ τον καιρό που µπήκε στη λεγεώνα, από τότε που σταµάτησε να είναι ο

Ανουάρ της Αναµόρφωσης και είχε ενστερνιστεί το ρόλο του επαναστάτη, διάβαζε

µόνο κοµµουνιστικά βιβλία. Μπορεί ποτέ να µην είχε αποδεχτεί τη χριστιανική πίστη,

αλλά είχε βρει κάτι άλλο για να πιστέψει.

«Τσιτάτα και αποφθέγµατα ανθρώπων που βοήθησαν να εγκαθιδρυθούν τα

απολυταρχικότερα των απολυταρχικών πολιτευµάτων», του απάντησε ο Δάσκαλος.

«Πάλι γενικεύεις. Πρόσεξε το αυτό.»

Ο Τσε δεν απάντησε. Μόνο ξεφύσησε αποδοκιµαστικά. Πάντα αντιδρούσε

αρνητικά όταν τον δασκαλεύανε. Όµως σαν έµενε µόνος σκεφτόταν τι του είχαν πει.

«Θα κάψουµε τα φορτηγάκια της τηλεόρασης, λοιπόν;» είπε ο Τζορτζ.

«Ναι. Η επανάσταση δε θα είναι τηλεοπτική. Δε θα µεταδοθεί ζωντανά. Η

τηλεόραση σκοτώνει το πνεύµα. Και η επανάσταση δε γίνεται χωρίς πνεύµα, χωρίς

νου, χωρίς ελευθερία.»

Page 94: i Legewna Twn Psuxwn

94

94

«Και πως θα πειστεί η µάζα;» ρώτησε ο Αδόλφος από την άλλη µεριά.

«Επανάσταση χωρίς προπαγάνδα δε γίνεται.» Δε µίλαγε συχνά, αλλά όταν το έκανε ο

Δάσκαλος τον άκουγε µε περισσή προσοχή.

«Δεν έχεις άδικο, Αδόλφε», του είπε. «Αλλά αυτός είναι ο τοµέας τους. Δεν

µπορούµε να τα βάλουµε µαζί τους επικοινωνιακά. Θα µας συντρίψουν...» Σταµάτησε

να µιλάει και έκατσε στην καρέκλα του.

«Να σας πω την αλήθεια», είπε µετά από λίγο, «ποτέ δεν ήµουν καλός στο

σκάκι. Δεν µπορώ να σκεφτώ τις επόµενες πενήντα κινήσεις. Ο εγκέφαλος µου, ίσως

να φταίει το αλκοόλ και οι άλλες ουσίες, λειτουργεί βραχυπρόθεσµα. Είµαι καλός στο

να σκέφτοµαι το άµεσο µέλλον. Δεν µπορώ να σχεδιάσω τα πολύ µακρινά. Γι’ αυτό

σας λέω συνέχεια ότι πρέπει να πράττουµε σαν καλλιτέχνες. Αν ξέρεις τι ακριβώς

πρόκειται να κάνεις, ποιος ο λόγος να το κάνεις;»

«Μπάστερ Κίτον;» ρώτησε ο Παύλος.

«Όχι. Πάµπλο Πικάσο», απάντησε ο δάσκαλος. «Ο επόµενος στόχος µας είναι

το χρηµατιστήριο. Μέχρι εκεί ξέρω και µέχρι εκεί πρέπει να σκέφτεστε κι εσείς. Αν

το σχέδιο µας πετύχει, θα δούµε τις αντιδράσεις, θα εκτιµήσουµε το αποτέλεσµα, και

αναλόγως θα πράξουµε.»

«Το κοινοβούλιο θα ήταν καλός στόχος», είπε ο Τσε.

«Όχι και τόσο σηµαντικός. Καµιά απόφαση δεν παίρνεται εκεί µέσα.»

«Ένα γήπεδο ποδοσφαίρου;» ρώτησε η Υπατία.

«Πολύ θα το ήθελα, αλλά όχι. Θα στρέφαµε τον κόσµο εναντίον µας, µε

πρώτο τον Τζορτζ.»

«Τι πρόβληµα έχουν όλοι µε το ποδόσφαιρο;» έκανε εκείνος.

«Ωθεί τους άντρες στον ανεγκεφαλισµό µήπως;» τον ρώτησε η Υπατία.

«Διασκέδαση είναι. Εκτόνωση», απάντησε ο Τζορτζ.

«Ακριβώς», είπε ο Δάσκαλος. «Εκτόνωση σε λάθος µέρος. Αποτραβά τους

πολίτες-»

«Τους άντρες», τον διέκοψε η Υπατία.

«Ναι, τους άντρες, από τα κοινά.»

«Τι πιο κοινό από ένα παγκόσµιο πρωτάθληµα;» έκανε ο Τζορτζ. «Και που θα

βρεις περισσότερο πάθος; Στα µουσεία ή στα βιβλιοπωλεία; Αν η επανάσταση αρχίσει

κάπου αυτό το κάπου θα είναι το γήπεδο.»

Page 95: i Legewna Twn Psuxwn

95

95

Η Υπατία πήγε να µιλήσει, αλλά ο δάσκαλος τη σταµάτησε.

«Αφήστε αυτές τις συζητήσεις για την καφετέρια. Τώρα έχουµε στόχο.

Συγκεκριµένο.» Στράφηκε προς τη Μαρί. «Θέλω να µου γράψεις ένα κατάλογο από

τα υλικά που θα χρειαστείς.»

Η Μαρί συµφώνησε µε ένα απλό κατέβασµα του κεφαλιού.

Ο Δάσκαλος διέλυσε την τάξη. Καθώς σηκώνονταν ο Μαχάτµα ρώτησε τη

Μαρί από που είναι.

«Από ‘δω», είπε εκείνη.

«Σίγουρα», ακούστηκε η φωνή της Υπατίας καθώς έβγαινε.

«Η Μαρί είναι ροµ», είπε ο Δάσκαλος. «Τσιγγάνα», διευκρίνισε. «Και ελπίζω

να µην έχει κανείς πρόβληµα µε αυτό.»

Οι µαθητές βγήκαν χωρίς να πουν κάτι. Αλλά ο Δάσκαλος έκανε λάθος. Όλοι

είχαν πρόβληµα µε αυτό.

Page 96: i Legewna Twn Psuxwn

96

96

20.

Η Μαρί γεννήθηκε ως Λάλα σε έναν καταυλισµό εγκατεστηµένων τσιγγάνων,

στο περιθώριο της πόλης και της ζωής. Όπως και τα υπόλοιπα αδέλφια της, εφτά στον

αριθµό, δεν πήγε ποτέ σχολείο. Από παιδί βγήκε στους δρόµους. Όταν ήταν µωρό

βοηθούσε τη µητέρα της να προκαλεί τον οίκτο των περαστικών και να αυξάνει τα

έσοδα της επαιτείας. Μόλις µεγάλωσε λίγο της φόρτωσαν ένα ακορντεόν,

δυσανάλογα µεγάλο, και την έστειλαν να παίζει έξω από σούπερ-µάρκετ. Αλλά

σίγουρα δεν είχε το δαιµονικό µουσικό ταλέντο που έκανε πλούσιους και γνωστούς

κάποιους τσιγγάνους.

Δεν είχε να επιδείξει κάποια ιδιαίτερη ικανότητα, πέρα από την εξαιρετική της

δεξιοτεχνία στη µαγειρική. Η Λάλα µπορούσε να συνδυάζει τα πιο αλλοπρόσαλλα

µπαχαρικά και καρυκεύµατα για να δηµιουργήσει ένα πρωτότυπο και εντυπωσιακό

πιάτο. Χωρίς ποτέ να ακολουθεί τις συνταγές που είχε κληρονοµήσει από τις

γιαγιάδες της και τα χιλιόχρονα της καρυκευµατικής ιστορίας της έφτιαχνε φαγητά

που έκαναν τους δοκιµαστές της -την οικογένεια της- να αλλοιθωρίζει από την

γευστική αποκάλυψη.

Αλλά κανείς δε νοιάστηκε να καλλιεργήσει αυτήν την έφεση της. Το µόνο που

έπρεπε να κάνει ήταν να πηγαίνει στο σπίτι όσο περισσότερα λεφτά µπορούσε.

Page 97: i Legewna Twn Psuxwn

97

97

Παίζοντας ακορντεόν, ζητιανεύοντας, κλέβοντας. Όταν δεν τα κατάφερνε καλά την

υποδεχόταν ο πατέρας της µε το ζωνάρι. Η µητέρα της δεν τολµούσε να την

προστατέψει. Μόνο της περιποιόταν τους µώλωπες τραγουδώντας της ταχταρίσµατα

που η ρίζα τους χανόταν στη µακρινή Ινδία.

Όταν έγινε δώδεκα χρονών η Λάλα απέκτησε καινούριο ρόλο. Έβγαινε νύχτα

στην πόλη µε το µεγαλύτερο αδελφό της κι εκείνος έπαιζε πρόθυµα το ρόλο του

προαγωγού. Η πρώτη της φορά σχεδόν βγήκε στον πλειστηριασµό. Υπήρχαν πολλοί

ανώµαλοι που ήθελαν να έχουν την τιµή και την απόλαυση να ξεπαρθενιάσουν ένα

µικρό κορίτσι. Ο άντρας που έδωσε τα περισσότερα λεφτά ήταν ένας µεσόκοπος

καθηγητής, µε µια τεράστια ψηφιακή βιντεοθήκη παιδεραστίας. Με τη Λάλα έκανε το

όνειρο του πραγµατικότητα και καθόλου δε λυπήθηκε το βδοµαδιάτικο που έδωσε.

Καθόλου δε λυπήθηκε το κορίτσι που τον κοιτούσε στα µάτια, όση ώρα εκείνος

έπραττε το ανοσιούργηµα του.

Όταν γύρισαν στο κατάλυµα τους έκαναν µια µεγάλη γιορτή ξοδεύοντας το

µεγαλύτερο µέρος των χρηµάτων που η Λάλα µε αίµα είχε κερδίσει. Εκείνης της

έκαναν δώρο ένα καινούριο φουστάνι, το οποίο θα αποτελούσε τη φόρµα εργασίας

της για τον επόµενο χρόνο. Έτσι η Λάλα βρέθηκε να κερδίζει περισσότερα από την

υπόλοιπη οικογένεια που ασχολείτο κυρίως µε την επαιτεία και την «ανακύκλωση».

Στα δεκατρία της την πάντρεψαν, την πούλησαν για την ακρίβεια, σε έναν

νεαρό τσιγγάνο που κέρδιζε αρκετά µε το εµπόριο κάνναβης. Εκείνος δε βιαζόταν να

της κάνει παιδιά. Ήξερε ότι δε θα ήταν ελκυστική και χρήσιµη αν γεννούσε δυο-τρία

κουτσούβελα. Την «έσπρωχνε» στους παραβατικούς και οµόκεντρους κύκλους του,

που απλώνονταν σε ολόκληρη την πόλη. Κάποιες ατυχείς συλλήψεις και οι

αντίστοιχες εκτρώσεις αφαίρεσαν από τη Λάλα τη δυνατότητα τεκνοποίησης. Ο

νεαρός τότε ζήτησε τα λεφτά του πίσω από τα πεθερικά. Τι να την έκανε µια γυναίκα

που δεν µπορούσε να του κάνει παιδιά; Οι γονείς της αναγκάστηκαν να πληρώσουν

και η Λάλα πλήρωσε µε αίµα τη στειρότητα της. Συνέχισε στο ίδιο πόστο, ένα

άθυρµα στα χέρια πελατών και οικογένειας. Και θα ζούσε έτσι, µέχρι να γεράσει τόσο

που κανείς να µην πληρώνει για τις «υπηρεσίες» της, αν δε βρισκόταν στον

καταυλισµό τους ο Σωσσυράκης.

Ο Ντίνος Σωσσυράκης ήταν ένας εξηντάχρονος εισοδηµατίας ,

µανιοκαταθλιπτικός και µονήρης, ο οποίος ζούσε µε τη µητέρα του µέχρι που εκείνη

Page 98: i Legewna Twn Psuxwn

98

98

πέθανε, την εποχή που η Λάλα ξεπουλούσε την παρθενιά της για ένα µηνιάτικο

καθηγητή. Είχε σπουδάσει χηµικός, χωρίς να έχει καµία έφεση ή αγάπη για να

ανόργανα στοιχεία. Προτού τελειώσει τις σπουδές του πέθανε ο πατέρας του και ο

Ντίνος είχε την πρώτη µανιοκαταθλιπτική κρίση. Ξεκίνησε να παίρνει λίθιο και να

εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση, έναν φούρνο. Δεν ήταν δυστυχισµένος,

αλλά ούτε και ευτυχισµένος. Μέχρι που πέθανε και η µητέρα του.

Χωρίς εκείνη να τον αποθαρρύνει, να τον ευνουχίζει µάλλον, ο Σωσσυράκης

αφοσιώθηκε στο σκοπό που είχε στο µυαλό του από παιδί –και δεν είχε καµία σχέση

µε τη διακόρευση νεαρών ροµά. Ο Σωσσυράκης ήθελε να φτιάξει ένα συγκριτικό

λεξικό της τσιγγάνικης και της σανσκριτικής γλώσσας. Είχε µάθει τα σανσκριτικά

µόνος του, µελετώντας ατελείωτες ώρες στο παιδικά διακοσµηµένο δωµάτιο του,

όταν η µητέρα του κοιµόταν. Εκείνη, πεπεισµένη ότι ο γιος της είναι βαριά

άρρωστος, του έδινε το λίθιο σαν να ήταν σιρόπι για το βήχα, και τον µεγάλωνε

απόλυτα προφυλαγµένο από τις γυναίκες και την άσχηµη επιρροή τους. Δεν ήθελε να

ακούει τίποτα για τα σανσκριτικά και την Ινδία. Πίστευε ότι η µανιοκατάθλιψη του

γιου της τον είχε οδηγήσει σε αυτήν την εµµονή και έκανε τα πάντα για να τον

επαναφέρει στο φυσιολογικό. Για να το πετύχει αυτό είχε αφήσει το Γουίνι το

αρκουδάκι µε όλη του την παρέα να συντροφεύει τον πενηντάχρονο Ντίνο στο δάσος

των γαλάζιων ονείρων του λίθιου. Εκείνος υπάκουε. Μόνο όταν άκουγε το ροχαλητό

της µητέρας του πέταγε στην άκρη τα στρατιωτάκια και τα λούτρινα παιχνίδια, για να

βγάλει τους τόµους της σανσκριτικής. Μελετούσε ως τα ξηµερώµατα και ξυπνούσε

όταν ο ήλιος έδυε. Αυτόν του το «βαµπιρισµό» η µητέρα του τον απέδιδε στη

διαταραγµένη ψυχική κατάσταση. Και τον µπούκωνε µε λίθιο.

Τη µέρα που την κηδέψανε ο Ντίνος γύρισε στο σπίτι και πέταξε όλα τα

υπολείµµατα της παιδικής του ηλικίας, µαζί µε τα χάπια του. Το ίδιο απόγευµα πήγε

για πρώτη φορά σε καταυλισµό τσιγγάνων. Ήξερε ότι εκείνοι δε συντηρούσαν

γραπτά µνηµεία. Ο µόνος τρόπος για να προχωρήσει την έρευνα του ήταν η επί τόπου

προφορική εξέταση.

Μέσα στον καταυλισµό τον περάσανε στην αρχή για άρρωστο. Ο

Σωσσυράκης είχε πολλά χρόνια να δει το φως του ήλιου, έτσι η µελανίνη στο δέρµα

του ήταν λιγότερη και από τη µελανίνη αλµπίνου. Μετά τον πιστέψανε για

παιδεραστή, αστυνοµικό, δηµοσιογράφο και εφοριακό, µέχρι να καταλήξουνε ότι

Page 99: i Legewna Twn Psuxwn

99

99

ήταν απλά τρελός. Ο Σωσσυράκης, µέρα µε τη µέρα, γράµµα µε το γράµµα,

κατέγραφε τη γλώσσα των τσιγγάνων. Το πιο δύσκολο κοµµάτι του εγχειρήµατος του

ήταν να διαχωρίσει τις γλωσσικές επιρροές από τη βάση της γλώσσας που ήταν

ολοφάνερα σανσκριτικά.

Όταν βρέθηκε στο κατάλυµα της Λάλας εκείνη νόµιζε ότι είχε να κάνει µε

πελάτη. Ο Ντίνος, αδιαφορώντας παντελώς για τους υπαινιγµούς της, τη ρώτησε πως

τη λένε και τι σηµαίνει το όνοµα της. Μετά ξεκίνησε να τη ρωτάει αν θυµόταν κάτι

από τη γιαγιά της, αφού πληροφορήθηκε ότι εκείνη είχε πεθάνει.

Ο ερευνητής, που ως συνήθως είχε ξεχάσει να φάει, µύρισε την ευωδιά που

έβγαινε από την κατσαρόλα της Λάλας και τα σάλια του θα τα ζήλευε ο σκύλος κάθε

Παβλόφ. Σε όλη του τη ζωή δεν είχε δοκιµάσει κάτι άλλο από τα ανάλατα και

νερόβραστα γεύµατα που του ετοίµαζε η µητέρα του για να προφυλάξει την υγεία

του. Δεν αρνήθηκε ένα πιάτο από το φαΐ που είχε ετοιµάσει η Λάλα, µια ιδιόρρυθµη

αταβιστική κατασκευή από κοτόπουλο κάρι µε κυδώνια. Για εκείνον ήταν σαν να

ανακάλυπτε την πρωταρχική γλώσσα, τη µητέρα των γλωσσών, τη γλώσσα που

µίλησε ο Αδάµ όταν ο θεός του φύσηξε την ζωογόνο πνοή. Της άφησε λίγα λεφτά για

να την ευχαριστήσει. Την εποµένη βρέθηκε, καθόλου τυχαία, ξανά στο κατάλυµα της

και έφαγε ρεβιθοκεφτέδες στα κάρβουνα µε σάλτσα δυόσµου. Χορτασµένος και

ευτυχισµένος έτσι όπως δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του της πρότεινε να γίνει η

µαγείρισσα του –και να τον βοηθάει µε το λεξικό. Εκείνη του ζήτησε τόσα λεφτά,

όσα κέρδιζε µε τις νυχτερινές της εξορµήσεις, φουσκώνοντας λίγο το ποσό. Οι

καταθέσεις του Σωσσυράκη ήταν εξαψήφιες, έτσι της έδωσε τα διπλάσια λεφτά από

αυτά που του ζήτησε. Την εποµένη η Λάλα ήταν στο σπίτι του –µε τις ευλογίες της

οικογένειας της.

Ήταν η µαγείρισσα του µέχρι τη µέρα που έπεσε στην αντίληψη της το βιβλίο

της ανόργανης χηµείας του πρώτου έτους. Η Λάλα δεν ήξερε να διαβάζει, αλλά κάτι

στα χρώµατα των µοντέλων της τράβηξε την προσοχή. Ζήτησε από τον Ντίνο να της

εξηγήσει τι ήταν εκείνα τα σχεδιαγράµµατα και εκείνος της εξήγησε. Ό,τι έπαθαν οι

γευστικοί του κάλυκες από τη µαγειρική της, έπαθαν οι νευρώνες της από τη χηµεία.

Ο Ντίνος αναγνώρισε στο πρόσωπο της την ιδιοφυία της. Για ένα χρόνο ξέχασε τη

συγκριτική γλωσσολογία και της µετεµφύτευε τις γνώσεις που είχε πάρει στο

πανεπιστήµιο. Η Λάλα έµοιαζε µε τον Ινδό µαθηµατικό που ισχυριζόταν ότι η θεά

Page 100: i Legewna Twn Psuxwn

100

100

Κάλι του προµήθευε αξιώµατα και λύσεις. Ο περιοδικός πίνακας είχε γίνει η

θρησκεία της. Ξυπνούσε και κοιµόταν µαζί του αγκαλιά. Σύντοµα ο Ντίνος

αναγκάστηκε να προσλάβει φροντιστή για την τσιγγάνα που είχε ουσιαστικά

υιοθετήσει. Η Λάλα έστησε στο δωµάτιο της µητέρας Σωσσυράκη το µικρό της

χηµικό εργαστήριο. Εκεί ανακάτευε τις ουσίες εµπειρικά, αυτοσχεδιαστικά, όπως

µαγείρευε. Σύντοµα οι γνώσεις της πάνω στη χηµεία ήταν αντίστοιχες ενός καθηγητή

πανεπιστηµίου και σαν ετεροχρονισµένος αλχηµιστής µετουσίωνε µέταλλα και

αµέταλλα.

Μέσω του Σωσσυράκη την εντόπισε και ο Δάσκαλος. Είχαν γνωριστεί στη

δηµοτική βιβλιοθήκη. Ο Δάσκαλος ήξερε σανσριτικά και χίντου, αφού είχε ζήσει για

αρκετό καιρό στην Ινδία. Ο Ντίνος εκµεταλλεύτηκε αυτή την –τυχαία;- γνωριµία και

κάθε Παρασκευή συναντιόντουσαν σε ένα καφέ για να πάρει τις πληροφορίες που

χρειαζόταν. Μια µέρα και ο Ντίνος του µίλησε για την εξαιρετική µαγείρισσα και

ιδιοφυή χηµικό που είχε στο σπίτι. Ο Δάσκαλος απαίτησε να τη γνωρίσει. Μόλις την

είδε αναγνώρισε την πρόγονο της. Ήταν µια πολύ ξεχωριστή περίπτωση, ίσως η πιο

δυνατή µετεµψύχωση που είχε συναντήσει. Η Λάλα δεν είχε πάει ποτέ σχολείο, έτσι

δεν είχε διαφθαρεί από το ισοπεδωτικό εκπαιδευτικό σύστηµα. Το σώµα της ήταν

ταλαιπωρηµένο και η ψυχή της κουρελιασµένη από την πτώση στην τσιµεντένια

βιαιότητα της νύχτας. Όµως το διάστηµα που είχε µείνει µε το Σωσσυράκη και η

ασφάλεια που ένιωθε µαζί του –εκείνος ουδέποτε την είδε ως κάτι άλλο από κόρη,

την έκαναν να ξεχάσει όσα είχε ζήσει. Ο κόσµος γύρω τους µιλούσε για την

τσιγγανοπούλα που είχε ξεµυαλίσει τον ανισόρροπο. Ειδικά όταν µαθεύτηκε ότι ο

Σωσσυράκης είχε γράψει όλη του την περιουσία στη µικρή.

Η Λάλα δεν ενδιαφερόταν πια για τα λεφτά. Της αρκούσε να ξέρει ότι ποτέ δε

θα ξαναγυρνούσε στη φρίκη του πεζοδροµίου και ότι θα µπορούσε να συνεχίσει να

ασχολείται µε τη χηµεία. Από την άλλη ήταν ένα κορίτσι που είχε ζήσει περισσότερα

από δέκα γυναίκες. Έτσι όταν βρισκόταν σε ξένο περιβάλλον –όπως στο σχολείο

δεύτερης ευκαιρίας- ενεργοποιούσε το µηχανισµό έλξης αρσενικών, που τόσο καλά

ήξερε να χειρίζεται. Με το Δάσκαλο δε χρειάστηκε να το κάνει αυτό. Αναγνώρισε στο

πρόσωπο του έναν ακόµα συνοδοιπόρο σε αυτό που είχε κυριεύσει την ύπαρξη της.

Την υπέροχη επιστήµη της χηµείας.

Page 101: i Legewna Twn Psuxwn

101

101

Για κάποιον λόγο που και οι µελετητές των ροµά δεν έχουν ακόµα

ξεκαθαρίσει οι τσιγγάνοι υιοθετούν άµεσα και αβίαστα τη θρησκεία της χώρας που

διαµένουν. Μπορεί ποτέ να µη γίνονται γρανάζια του εκάστοτε οικονοµικού

συστήµατος και να αποφεύγουν την εκπαίδευση, όµως θρησκευτικά είναι πιο βολικοί

και από δίχρονο παιδί. Έτσι και η Λάλα αµέσως πίστεψε όσα της είπε ο Δάσκαλος για

τη µετενσάρκωση. Άλλωστε ήταν κάτι που κουβαλούσε στα γονίδια της. Οι ροµά

κατάγονται από τους ανέγγιχτους (αθίγγανοι) της κατώτερης κάστας των Ινδιών.

Ο Δάσκαλος αρχικά δεν ήθελε να τη συµπεριλάβει στη λεγεώνα. Ίσως να την

προετοίµαζε για κάτι µεγαλύτερο ή να είχε προβλέψει την αντίδραση των υπόλοιπων

µαθητών. Όταν όµως κατάλαβε ότι η Αλεξάνδρα δε θα τα έβγαζε πέρα µε την

κατασκευή των εκρηκτικών υλών που χρειάζονταν για το χρηµατιστήριο, ρώτησε τη

Λάλα αν θα µπορούσε να τους βοηθήσει. Εκείνη είχε περάσει πολλά για να φοβηθεί

εννιά δεκαεξάχρονους. Όµως πρώτα ρώτησε το Σωσσυράκη. Εκείνος εµπιστευόταν

απόλυτα το Δάσκαλο, αλλά της είπε ότι δε χρειαζόταν τη συγκατάθεση του –ή την

άδεια του- για να κάνει οτιδήποτε. Η Λάλα για να τον ευχαριστήσει του µαγείρεψε το

αγαπηµένο του φαγητό: Χοιρινό κότσι στη γάστρα, µε πάπρικα και πορτοκάλι. Την

εποµένη φόρεσε ένα φουστάνι, βαφτίστηκε Μαρί και πήγε στο σχολείο δεύτερης

ευκαιρίας.

21.

Μόλις οι µαθητές βγήκαν από την τάξη και η πόρτα έκλεισε, αφήνοντας µέσα

τη Μαρί µε το Δάσκαλο, ξεκίνησαν να ξεδιπλώνουν τις –αναντίρρητα ρατσιστικές-

αντιρρήσεις τους.

«Καλά το κατάλαβα», είπε ο Καρλ, «από τον τρόπο που µιλούσε.»

«Πλάκα µας κάνει;» ρώτησε ο Τσε. «Θα κουβαλάµε τα εκρηκτικά που θα έχει

φτιάξει µια γύφτισσα;»

Page 102: i Legewna Twn Psuxwn

102

102

Όλοι φάνηκαν να συµφωνούν, εκτός από το Μαχάτµα και την Υπατία που

κοιτούσε στο φωταγωγό.

«Δεν είναι ότι είµαι ρατσιστής», είπε ο Τζορτζ, «αλλά αυτοί δεν πιστεύουν σε

τίποτα.»

«Και γιατί δεν είσαι ρατσιστής;» τον ρώτησε ο Μαχάτµα. «Αυτοί;»

«Εννοώ ότι δεν έχω πρόβληµα µε τη ράτσα της, µε τα γονίδια της. Δε

γεννήθηκε κλέφτρα, αλλά πες µου έναν γύφτο που να µην είναι.»

«Με τι έχεις πρόβληµα;»

«Με τον τρόπο που µεγάλωσε», είπε ο Παύλος για να καλύψει την

καθυστέρηση του Τζορτζ. «Κάθε άνθρωπος είναι δηµιούργηµα του κοινωνικού του

περίγυρου.»

«Κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός», είπε ο Μαχάτµα.

«Γενικεύσεις», είπε ο Τσε. «Ιδιαιτερότητα και ατοµικότητα και σκυλότητα...

Αν σε µεγαλώνουν γύφτοι θα γίνεις γύφτος. Αν σε µεγαλώνουν Ελβετοί θα γίνεις

γιατρός.»

«Τότε εµείς δε θα έπρεπε να είµαστε εδώ», είπε ο Μαχάτµα.

«Εµείς πιστεύουµε στον άνθρωπο, στην επανάσταση, στη δικαιοσύνη», είπε ο

Παύλος. «Αυτή σε τι πιστεύει;»

«Δεν τη γνωρίζω προσωπικά, αλλά...», ξεκίνησε να λέει ο Μαχάτµα. Είχε

βρεθεί σε διασταυρούµενα πυρά και του ήταν δύσκολο να αντιµετωπίσει τόσες

επιθέσεις µόνος.

«Πιστεύει στο τέτοιο της», είπε η Αλεξάνδρα, που ακόµα δεν το είχε δεχτεί

πως της είχαν πάρει ένα µέρος της επιχείρησης. Αµέσως κοκκίνισε µε τις λέξεις που

είχαν βγει σαν βατράχια από το στόµα της.

«Να µου λείπει το τέτοιο της», είπε ο Άιρτον. «Ποιος ξέρει πόσο καιρό έχει να

το πλύνει;»

«Λες να υπάρχει γύφτισσα που την νοιάζει η επανάσταση;» ρώτησε ο Τσε το

Μαχάτµα.

«Δεν είναι γύφτισσα. Γεννήθηκε στη φυλή των ροµά», αµύνθηκε εκείνος.

«Λέξεις», έκανε ο Τσε.

«Ξέρεις ποιο είναι το τρίπτυχο της φυλής της;» τον ρώτησε, χωρίς να

περιµένει απάντηση, ο Παύλος. «Μετακίνηση, αυτοαπασχόληση και οικογένεια. Δεν

Page 103: i Legewna Twn Psuxwn

103

103

πρόκειται να βρεις γύφτο συνδικαλιστή. Γιατί ποτέ δε δουλεύουν και αρνιούνται να

συµµετέχουν σε οµάδες που τις αποτελούν άτοµα έξω από τη φυλή τους. Είναι οι

κατσαρίδες της ανθρώπινης κοινωνίας... Εσύ τι λες;» ρώτησε τον Αδόλφο,

περιµένοντας να τον υποστηρίξει.

«Οι κατσαρίδες είναι οι πιο ευπροσάρµοστοι οργανισµοί», είπε εκείνος. «Και

ανθεκτικοί.»

«Δεν είµαι ρατσιστής», ξαναείπε ο Τζορτζ λες και προσπαθούσε να πείσει

κάποιον, ίσως τον εαυτό του, «αλλά ποτέ δε θα έκανα φίλο έναν γύφτο. Δεν νοµίζω

ότι έχουν καν φίλους. Πέρα από τους δικούς τους, της φυλής τους.»

«Είστε µικροπρεπείς και βροµιάρηδες», ακούστηκε τότε µια φωνή. Η Υπατία

ήταν που είχε µιλήσει. «Την κοιτούσατε σαν λιγούρια µέχρι που µάθατε τι είναι.

Είστε χειρότεροι από αυτούς που θέλετε να πολεµήσετε.» Πλησίασε τον Τσε. «Αν η

επανάσταση σου πετύχει τι θα κάνεις µε τους τσιγγάνους, µε τους γύφτους; Θα τους

στείλεις στη Σιβηρία ή θα τους κάψεις, όπως έκανε ο Χίτλερ;» Δεν έδωσε σηµασία

στον Αδόλφο που στεκόταν παραδίπλα. «Και µετά ποιοι έχουν σειρά; Οι

οµοφυλόφιλοι; Οι διανοητικά ανεπαρκείς; Οι τρελοί; Οι ανάπηροι;» Και κοίταξε τον

Τζορτζ.

Εκείνος άσπρισε. Αν το είχε πει αυτό κάποιος άλλος θα τον είχε χτυπήσει.

«Είµαστε εδώ επειδή πιστεύουµε ότι µας αξίζει ένα καλύτερο µέλλον. Επειδή

πιστεύουµε ότι µπορούµε να φτιάξουµε έναν κόσµο χωρίς ταµπέλες. Αν ξεκινάµε

αποκλείοντας τους τσιγγάνους, τότε έχουµε ήδη αποτύχει, και καλύτερα να πάµε στα

σπίτια µας να δούµε τηλεόραση και να αποβλακωθούµε. Γιατί δεν αξίζουµε κάτι

παραπάνω.»

Έκανε να φύγει, αλλά στράφηκε προς τον Τζορτζ.

«Δεν είµαι ρατσιστής», του είπε. «Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι γεννιούνται

µε ένα πόδι λιγότερο. Αλλά αν σκέφτεσαι σαν ανάπηρος, ε, τότε είσαι. Όχι στο

σώµα.»

Και βάρεσε την πόρτα πίσω της καθώς έβγαινε.

Ο Παύλος ξερόβηξε για να διακόψει την παρατεταµένη ησυχία που

ακολούθησε την έξοδο της Υπατίας.

Page 104: i Legewna Twn Psuxwn

104

104

«Αυτό λέγεται δηµοκρατία», ακούστηκε η φωνή του Δασκάλου πίσω τους και

όλη γυρίσανε. «Δηµοκρατία είναι η ησυχία που ακολουθεί και όχι οι φωνές που

προηγούνται. Όλοι µπορούν να φωνάζουν, αλλά λίγοι να σκέφτονται.»

Η Μαρί στεκόταν πίσω του. Χωρίς καθόλου να φοβάται.

«Καταλαβαίνω τις αντιρρήσεις σας, γιατί, όπως είπε κι ο Παύλος...» Εκείνος

σήκωσε τους ώµους. «Μιλάγατε πολύ δυνατά», του εξήγησε. «Όπως είπε, λοιπόν, κι

ο Παύλος κάθε άνθρωπος επηρεάζεται από τον κοινωνικό του περίγυρο. Όλοι µας

µεγαλώνουµε µε προκαταλήψεις και στερεότυπα. Αν θέλουµε όµως να κάνουµε την

υπέρβαση, να ανεβούµε ένα σκαλί επίγνωσης, πρέπει να µην έχουµε καµία τυφλή

πεποίθηση. Ο εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέµα, είναι η πεποίθηση.»

«Ο Τσάρλι Τσάπλιν το είπε αυτό;» ρώτησε ο Άιρτον.

«Όχι. Ο Νίτσε. Αλλά µια και τον ανέφερες. Το ξέρετε ότι ο Τσάπλιν είχε

τσιγγάνικη καταγωγή;»

«Εξ ου και ο αλητάκος του», συµπέρανε ο Παύλος.

«Μπορεί. Το θέµα είναι ότι δε σας µάζεψα εδώ για να δηµιουργήσω µια

οµάδα ανεγκέφαλων ιδιοφυών. Θέλουµε να γκρεµίσουµε τον ναό της στενοκεφαλιάς,

αλλά πρέπει στη θέση του να βοηθήσουµε να φτιαχτεί κάτι καλύτερο. Και σε αυτό το

καλύτερο δε θα υπάρχουν τσιγγάνοι, οµοφυλόφιλοι και άρειοι. Θα υπάρχουν µόνο

άνθρωποι και ο καθένας θα δίνει σύµφωνα µε τις δυνάµεις του, θα αµείβεται

σύµφωνα µε τις ανάγκες του... Και, αλήθεια σας λέω, αν κάποιος αισθάνεται ότι δεν

µπορεί να συνεργαστεί µε τη Μαρί, τότε καλύτερα να αποχωρήσει.»

Αυτά είπε ο Δάσκαλος και κανείς δε µίλησε. Έπειτα ρώτησε τη Μαρί αν ήθελε

να φύγουν. Εκείνη του απάντησε ότι ήθελε να µείνει λίγο µε τους συµµαθητές της, να

τους µιλήσει.

«Θες να µείνω;» τη ρώτησε ο Δάσκαλος.

Η Μαρί γέλασε.

«Δεν νοµίζω να χρειαστώ προστασία.» Έπειτα κοίταξε τους συµµαθήτες της.

«Θα χρειαστώ;»

Εκείνοι χαµογέλασαν ή έσκυψαν το κεφάλι. Ο Δάσκαλος χαιρέτησε και έφυγε.

Μόλις έµειναν µόνοι τους η Μαρί ξεκίνησε να µιλάει κοιτώντας τους έναν-

έναν στα µάτια.

Page 105: i Legewna Twn Psuxwn

105

105

«Δεν έµεινα για να σας αλλάξω γνώµη για µας, για τους ρόµα, για τους

τσιγγάνους, για τους γύφτους, για τους πείτε τους όπως θέλετε. Ο µόνος άνθρωπος

που εµπιστεύοµαι τυφλά και για τον οποίον θα έδινα τη ζωή µου είναι αυτός που µου

έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω τον εαυτό µου. Και δεν είναι γύφτος. Ούτε πρόκεται»

-«πρόκεται» είπε και ο Παύλος έκρυψε το χαµογελό του- «να το παίξω ότι µε κόφτει

η επανάσταση και οι αλλαγές που θέλετε να κάνετε και όλα αυτά τα πράµατα που

λέει ο Δάσκαλος. Ένα πράγµα µόνο µε νοιάζει: Η χηµεία. Και θα σας φτιάξω τα

καλύτερα εκρηκτικά που έχουν γίνει, όχι γιατί µε νοιάζει τι θα πάθουν ένα µάτσο

καλοµαθηµένα πιτσιρίκια, που νοµίζουν ότι έχουν περάσει πολλά επειδή η µαµά τους

δεν τους έπαιρνε παγωτό κάθε µέρα. Θα το κάνω επειδή γουστάρω τη χηµεία και

επειδή θέλω να είµαι η καλύτερη.»

«Εγώ πιστεύω σε σένα», της είπε ο Μαχάτµα.

«Μην πιστεύεις σε µένα. Να πιστεύεις στη δουλειά µου.»

Η Μαρί κοίταξε πάλι γύρω σαν να έψαχνε κάποιον.

«Και τελικά η ξανθούλα είναι η πιο εντάξει απ’ όλους σας. Είναι λίγο

ψηλοµύτα, αλλά είναι πολύ εντάξει.»

Έπειτα γύρισε προς την Αλεξάνδρα.

«Μπορείς αύριο να έχεις έναν δωδεκάβολτο ηλεκτρικό πυροκροτητή

πλαστικών εκρηκτικών; Κάτι σαν C4;»

«Ναι. Γιατί;»

«Θα σας φέρω ένα µικρό δείγµα.»

«Αρκεί να µη µας τινάξεις στον αέρα», είπε ο Άιρτον για να ελαφρύνει λίγο

την ατµόσφαιρα.

«Εσύ, µάστορα», του είπε κοφτά η Μαρί, «ασχολήσου µε τα αυτοκινητάκια

σου και άσε τις εκρήξεις σε µένα.» Ο Άιρτον δε γέλασε. «Και το πράµα µου είναι

πολύ πιο καθαρό από το δικό σου.»

Με αυτή τη φράση έφυγε, χωρίς να χαιρετήσει.

«Εγώ συνεχίζω να µην την εµπιστεύοµαι», είπε ο Παύλος.

Όλοι συµφώνησαν και ξεκίνησαν για να γυρίσουν στα σπίτια τους.

Page 106: i Legewna Twn Psuxwn

106

106

22.

Στο δρόµο ο Τζορτζ έσερνε το πόδι του πιο πολύ από ποτέ. Δεν µπορούσε να

βγάλει από το µυαλό του αυτό που του είχε πει η Υπατία. Τη µια στιγµή νευρίαζε και

την έβριζε και την άλλη της έδινε δίκιο. Του άξιζε αυτό που του είπε, έτσι κατάλαβε,

αλλά δεν µπορούσε να συνηθίσει την πίκρα που του είχε µείνει στο στόµα.

Σκεφτόταν πόσο άδικο ήταν αυτό που είχε πάθει. Αν εκείνη την ηµέρα δεν ανέβαινε

στη µηχανή του πατέρα του, γιατί φοβόταν ή επειδή νύσταζε, και αν εκείνη τη µέρα

δεν έβρεχε... Αν εκείνο το φορτηγό περνούσε δέκα δευτερόλεπτα µετά. Αν είχαν

αργήσει να φύγουν από το σπίτι µισή ώρα. Αν είχαν συµβεί όλα αυτά τα «αν» ή µόνο

ένα από αυτά δε θα µπορούσε η Υπατία να τον λέει ανάπηρο µπροστά σε όλους τους

συµµαθητές του. Αν είχαν συµβεί όλα αυτά τα «αν» ή µόνο ένα ο πατέρας του δε θα

είχε φύγει.

Φαντάστηκε ότι η Αλεξάνδρα του έφτιαχνε µία µηχανή του χρόνου. Θα γύριζε

πίσω και την στιγµή που ο πατέρας του θα ανέβαζε το µικρό παιδί στη µηχανή θα

πήγαινε και θα τον ρωτούσε κάτι. Κάτι απλό, όπως: «Που βρίσκεται η τάδε οδός;» Ή

ακόµα καλύτερα: «Τι µηχανή είναι αυτή;»

Ο πατέρας του θα απαντούσε και θα καθυστερούσε λίγα δευτερόλεπτα. Όσα

χρειάζονταν για να µην βρεθεί στο δρόµο τους το φορτηγό.

Μπήκε στο σπίτι και πέταξε τα παπούτσια του στη µέση. Άκουσε θόρυβο

στην κουζίνα και για µια στιγµή σκέφτηκε ότι ο πατέρας του είχε γυρίσει και ότι

ετοίµαζε τηγανίτες, µε πολύ µέλι και βούτυρο, όπως συνήθιζε να κάνει σχεδόν κάθε

απόγευµα.

Πήγε γρήγορα και είδε τη µητέρα του να καθαρίζει ένα κρεµµύδι και να

κλαίει.

«Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε. «Τι έγινε;» Δεν µπορούσε να καταλάβει αν τα

κλάµατα οφείλονταν στο κρεµµύδι.

«Με σταµάτησαν απ’ τη δουλειά», είπε εκείνη. Τα πρωινά δούλευε σε ένα

πολυκατάστηµα, πωλήτρια.

Page 107: i Legewna Twn Psuxwn

107

107

«Γιατί; Τι σου ‘παν;»

Η µητέρα του άφησε το κρεµµύδι στο νεροχύτη και έκατσε στο τραπέζι.

«Μας µάζεψε ο διευθυντής και είπε ότι πρέπει να γίνουν µειώσεις στους

µισθούς... Γιατί η εταιρία δεν πέτυχε το στόχο της.» Έπιασε το κεφάλι της. «Με

σκουντήξανε οι άλλες να µιλήσω... Και µίλησα.»

«Τι είπες;»

«Ότι είχαµε αύξηση πέντε τοις εκατό σε σχέση µε πέρυσι και ότι αυτό δε

δικαιολογεί τη µείωση.»

Έπιασε το ποτήρι της και ήπιε λίγο κρασί. Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό. Η

µητέρα του αντιπαθούσε τα αλκοολούχα.

«Ο διευθυντής είπε ότι δεν κάνει διαπραγµατεύσεις. Ότι µας ανακοινώνει

αυτό που θα γίνει... Μετά από µια ώρα µε κάλεσαν στο λογιστήριο. Μου έδωσαν το

υπόλοιπο του µισθού µου και την απόλυση.» Ξεκίνησε πάλι να κλαίει, χωρίς

κρεµµύδι αυτή τη φορά. «Μετά από δεκαπέντε χρόνια δουλειάς και δε µου έδωσαν

ούτε ένα αναµνηστικό. Ούτε το µισθό µιας µέρας.»

«Μη στεναχωριέσαι», της είπε σοβαρά ο Τζορτζ.

«Πως να µη στεναχωριέµαι; Στη βραδινή δουλειά βγάζω όσα χρειαζόµαστε

για τους λογαριασµούς. Δεν περισσεύει ούτε για το φαΐ.»

«Μη στεναχωριέσαι», της ξαναείπε. «Θα τη βρω εγώ τη λύση.»

Η µητέρα του τον κοίταξε έτσι όπως µόνο µια µητέρα µπορεί να κοιτάξει το

παιδί της. Ήθελε να πει κάτι για τον άντρα της, για εκείνη τη µηχανή, για το πόσο

όµορφος άντρας γινότανε και ο γιος της, πόσο πιο ευσυνείδητος. Αντί να µιλήσει

ξεκίνησε να κλαίει.

Ο Τζορτζ την πλησίασε και τη χάιδεψε σαν να ήταν το παιδί του. Εκείνη

χώθηκε στο στέρνο του για να παρηγορηθεί. Ο Τζορτζ κοιτούσε τον τοίχο απέναντι

του σαν να προσπαθούσε να τον γκρεµίσει µε το βλέµµα.

Μόλις η µητέρα του έφυγε για τη βραδινή δουλειά της ο Τζορτζ ανέβηκε στο

πατάρι. Κατέβασε τη σακούλα µε τη λεία από την τράπεζα. Δεν είχε δώσει τα λεφτά

στο Δάσκαλο. Εκείνος δε τα χρειαζόταν, για την ώρα, και τον είχε ρωτήσει αν τα είχε

κρύψει σε ασφαλές σηµείο. Ο Τζορτζ του είχε πει ότι η µητέρα του δεν είχε χρόνο να

λουστεί, όχι να ανέβει στο πατάρι. Ο Δάσκαλος δεν µπορούσε να τα καταθέσει σε

Page 108: i Legewna Twn Psuxwn

108

108

τράπεζα. Κάθε ποσό άνω των τριακοσίων ευρώ έπρεπε να συνοδεύεται από

δικαιολογητικά είσπραξης. Είπε στον Τζόρτζ ότι τον εµπιστεύεται να τα κρατήσει

µέχρι να τα χρειαστούν.

Καθώς άνοιγε τη σακούλα ο Τζορτζ σκεφτόταν αυτά που είχε πει για τη Μαρί

και τους τσιγγάνους. Ότι όλοι τους είναι κλέφτες. Μέτρησε τα λεφτά. Ήταν πάνω από

εξήντα χιλιάδες ευρώ. Και κανείς δεν το ήξερε. Μετά τη ληστεία η τράπεζα

ανακοίνωσε ότι είχε κλαπεί το διπλάσιο ποσό από αυτό που στ’ αλήθεια της είχαν

πάρει. Η ασφαλιστική εταιρία θα κάλυπτε τη χασούρα. Ο Τζορτζ σκέφτηκε ότι κανείς

δε θα το καταλάβαινε αν έπαιρνε... Δέκα χιλιάδες. Αυτά τα λεφτά θα τους βοηθούσαν

να τα βγάλουν πέρα ένα, µπορεί και δύο χρόνια. Μέχρι να βρει η µητέρα του µια

καινούρια δουλειά, µέχρι να βρει εκείνος µια δουλειά, µέχρι η λεγεώνα να

καταστρέψει το οικονοµικό σύστηµα. Όµως δεν έπρεπε να τα παρουσιάσει όλα µαζί

στη µητέρα του. Εκείνη θα πίστευε ότι... τα είχε κλέψει.

Θα της έλεγε ότι άφησε το σχολείο και ότι βρήκε µια δουλειά σε... Σε µια

ποδοσφαιρική οµάδα. Γέλασε µόνος του. Ναι, θα έλεγε ότι τον πήραν σε µια οµάδα

για να... Για να κόβει το γκαζόν. Ξαναγέλασε. Η µάνα του θα τον πίστευε. Ό,τι και να

της έλεγε θα τον πίστευε.

Έκρυψε δέκα χιλιάρικα κάτω από το στρώµα του και έβαλε τη σακούλα στη

θέση της. Δεν αισθανόταν ότι έκανε κάτι κακό. Η οικογένεια του είχε τα λεφτά

µεγαλύτερη ανάγκη από τη λεγεώνα. Δεν τα έπαιρνε για να αγοράσει... µηχανή. Αν τα

λεφτά της λεγεώνας τελείωναν θα µπορούσαν να κάνουν µία ακόµη ληστεία.

Άλλωστε αυτός ήταν που είχε σώσει την κατάσταση, στον πατέρα του άνηκε το

σχέδιο, δεν άξιζε µια µικρή ανταµοιβή;

Θυµήθηκε την Υπατία που τον είχε αποκαλέσει ανάπηρο, θυµήθηκε και το

διευθυντή του πολυκαταστήµατος. Φαντάστηκε να βάζουν εκρηκτικά στο

πολυκατάστηµα ή στο σπίτι του διευθυντή. Μετά συνειδητοποίησε ότι αν πετύχαινε

το σχέδιο τους, που κανείς δεν ήξερε ακόµα ποιο ήταν, τότε δε θα υπήρχαν

πολυκαταστήµατα και διευθυντές.

Πήγε στον υπολογιστή και έβαλε στη µηχανή αναζήτησης τη λέξη «ροµ».

Κατάλαβε ότι η Μαρί ήταν η πιο ελεύθερη απ’ όλους τους. Γιατί δεν είχε τίποτα να

χάσει.

Page 109: i Legewna Twn Psuxwn

109

109

Η εποµένη ήταν Κυριακή, έτσι ο Τζορτζ είχε όλη την ηµέρα δική του. Το

σχολείο είχε γίνει εξαήµερο, όχι για να µαθαίνουν οι µαθητές κάτι παραπάνω, αλλά

γιατί η εργασία στο δηµόσιο και τον ιδιωτικό τοµέα ήταν εξαήµερη, οπότε οι γονείς

έπρεπε κάπου να αφήνουν τα παιδιά τους.

Ο Τζορτζ βρήκε τη µητέρα του να κλαίει στην κουζίνα. Δεν µπορούσε να της

πει ακόµα κάτι για τα λεφτά ή για τη φανταστική δουλειά που θα έβρισκε. Ούτε όµως

άντεχε να µείνει δίπλα της για να την παρηγορήσει.

«Έχε πίστη στο Θεό», της είπε µόνο κι εκείνη τον κοίταξε σαν να µην τον

αναγνώριζε. Ο Τζορτζ την άφησε µόνη και έκατσε µπροστά στον υπολογιστή του.

Όµως τα χέρια του τον έτρωγαν και τα πόδια του, ακόµα και εκείνο που έλειπε,

µυρµήγκιαζαν. Ήθελε να κάνει κάτι πιο... χειροπιαστό, πιο κουραστικό.

Κατέβηκε στο άδειο κατάστηµα, στο ισόγειο της πολυκατοικίας τους. Ήταν

ξενοίκιαστο και άδειο τόσα πολλά χρόνια που ακόµα και το µεσιτικό γραφείο που

είχε αναλάβει την ενοικίαση του είχε κλείσει. Οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν

εξασφαλίσει ένα κλειδί και χρησιµοποιούσαν το µαγαζί ως αποθήκη. Οτιδήποτε δε

χρειαζόντουσαν ή δεν µπορούσαν να επισκευάσουν το παρατούσαν εκεί µέσα.

Ο Τζορτζ πήρε το κλειδί από την κρυψώνα που όλοι γνωρίζανε και µπήκε στο

άδειο κατάστηµα. Προσπέρασε ψυγεία, τηλεοράσεις, καναπέδες µε τα έντερα τους να

φαίνονται και κατευθύνθηκε προς το βάθος. Εκεί, κάτω από ένα νάιλον, είχε τη

µηχανή του πατέρα του, τη µοιραία µηχανή που κανείς δεν είχε οδηγήσει ούτε

επισκευάσει τα τελευταία δέκα –σχεδόν- χρόνια.

Έµοιαζε σαν µούµια από τη σκόνη και σαν λείψανο. Σαν σκελετός από ένα

παλαιολιθικό ζώο, δίχως επιστηµονική ονοµασία και δίχως επιστηµονική αξία, που

περίµενε τον κατάλληλο παλαιοντολόγο για να το ξεθάψει από τη λήθη.

Την έβγαλε στο πεζοδρόµιο για να µπορεί να βλέπει τι κάνει. Εκεί την

ξεσκόνισε και την έτριψε µέχρι που να γυαλίσει. Ήταν κάπως στραπατσαρισµένη,

αλλά έδειχνε ακόµα ζωντανή, λες και το µόνο που της έλειπε ήταν ο κατάλληλος

αναβάτης. Σαν άλογο που όλοι το νοµίζουν τελειωµένο και ετοιµάζονται να του

δώσουν τη χαριστική βολή, λίγο πριν έρθει ο σωστός τζόκεϊ για να το καβαλήσει και

το οδηγήσει πρώτο στον τερµατισµό.

Λίγη ώρα µετά συνέχιζε να την τρίβει και να τη γυαλίζει, καθυστερώντας

επίτηδες να ασχοληθεί µε τα ουσιαστικά προβλήµατα της. Τη λάτρευε ως µηχανή,

Page 110: i Legewna Twn Psuxwn

110

110

αλλά δεν είχε τις γνώσεις για να την επιδιορθώσει. Κάποια στιγµή σκέφτηκε ότι θα

µπορούσε να πάρει λίγα από τα λεφτά της λεγεώνας και να την πάει σε έναν ειδικό,

ένα µηχανικό που θα ήξερε ποια ανταλλακτικά έπρεπε να παραγγείλει και πόσο θα

κόστιζαν. Όµως δεν ήθελε να το κάνει έτσι. Όχι µόνο επειδή εκείνα τα λεφτά δεν

ήταν δικά του –και υπήρχαν πολύ πιο επείγουσες ανάγκες που τον οδηγούσαν στην

κλεψιά. Αλλά, κυρίως, επειδή ήθελε να τη φτιάξει µόνος του, σαν ένα προσωπικό

τάγµα, όπως εκείνοι που ανεβαίνανε γονυπετείς χίλια σκαλιά µέχρι κάποια εκκλησία

προκειµένου να πραγµατοποιηθεί η ευχή τους.

Ενώ γυάλιζε και έτριβε, αναβάλλοντας για αργότερα τα επουσιώδη, άκουσε

πίσω του να σταµατάει µια µηχανή και µετά ένα σφύριγµα που µόνο θαυµασµό

φανέρωνε.

«Φίλε, έχεις εκεί το τέλειο εργαλείο», άκουσε να του λέει µια γνώριµη φωνή.

Γύρισε και είδε τον Άιρτον, που ξεκαβαλούσε την εντούρο του για να τον

πλησιάσει.

«Που το βρήκες το εργαλείο;» ρώτησε ο Άιρτον και έσκυψε να χαϊδέψει το

«ζωάκι».

Ο Τζορτζ δεν απάντησε, µόνο στάθηκε από πάνω της, σαν γονιός που

καµαρώνει για το όµορφο µωρό του.

«Αυτή, φίλε», συνέχισε ο Άιρτον, «δεν είναι µηχανή, είναι µουσειακό

κοµµάτι.» Άγγιξε τα στραπατσαρισµένα µέρη της µηχανής. «Χτυπηµένη όµως.» Ο

Τζορτζ έγνεψε καταφατικά. «Πάω στοίχηµα ότι δεν περνάει τα εκατόν είκοσι.»

Έσκυψε να δει το κοντέρ. «Ναι, δεν είναι για τρέξιµο, όµως αν τη φτιάξεις αυτή τη

κούκλα µπορείς να γυρίσεις όλο το κόσµο χωρίς να χρειάζεται να σταµατάς για κάτι

άλλο πέρα από βενζίνα... Φοβερό εργαλείο. Δικό σου είναι ή το ξάφρισες από καµιά

µάντρα;»

«Είναι», ξεκίνησε να λέει ο Τζορτζ, αλλά το ξανασκέφτηκε. «Ήταν... Του

πατέρα µου.»

Ο Άιρτον δεν ήταν ο πιο ευαίσθητος στα κρυφά νοήµατα.

«Γαµώ τους πατεράδες έχε ις , φιλαράκι . . . Αν και λίγο , την

κακοµεταχειρίστηκε. Παλεύεις να την ξαναβγάλεις στο δρόµο;»

«Ναι», παραδέχτηκε ο Τζορτζ, «αλλά λεφτά δεν υπάρχουν.»

Page 111: i Legewna Twn Psuxwn

111

111

«Λεφτά; Τι τα θες τα λεφτά; Μήπως νοµίζεις ότι θα βρεις καινούρια

ανταλλακτικά; Το εργοστάσιο της έχει κλείσει πριν να γεννηθούµε εµείς, πριν να

γεννηθεί κι ο γέρος σου µάλλον. Αυτή θέλει δουλειά και κλεψιά. Και εξυπνάδα. Λίγες

βόλτες σε µάντρες και τα βρήκαµε τα ανταλλακτικά. Όχι τα ίδια ακριβώς, αλλά θα

δουλεύει. Να, αυτόν τον τροφοδότη», έσκυψε για να δείξει ένα κατεστραµµένο

εξάρτηµα, «δεν πρόκειται να τον βρεις ίδιο. Αλλά τον αντικαθιστάς εύκολα. Όλες οι

αµερικάνικες µηχανές του πενήντα ψώνιζαν από το ίδιο µαγαζί.»

«Δηλαδή πιστεύεις ότι µπορείς να τη φτιάξεις χωρίς να αγοράσουµε τίποτα;»

«Πιστεύω ότι µπορώ να φτιάξω τα πάντα, αρκεί να έχουν ρόδες και τιµόνι.

Ό,τι κινείται επισκευάζεται.»

Μόνο εκείνη τη στιγµή ο Τζορτζ αναρωτήθηκε πως είχε βρεθεί ο Άιρτον έξω

από το σπίτι του. Και τον ρώτησε γι’ αυτό.

«Α, ναι, ξέχασα», είπε εκείνος και έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη του. «Δεν

ξέρω γιατί µε εµπιστεύτηκε για αυτό, αφού το ξέρει ότι δεν είµαι ο πιο έµπιστος

διανοµέας που µπορούσε να βρει. Πέρα από την ταχύτητα.»

Ο Τζορτζ άνοιξε το σηµείωµα.

«Κρύψε το πακέτο µέχρι να έρθει η στιγµή», έγραφε.

«Ο Δάσκαλος;» ρώτησε τον Άιρτον.

«Ξέρω ότι θα προτιµούσες ένα ραβασάκι από την ξανθιά µας, ονόµατα να µη

λέµε.»

Ο Τζορτζ ξεκίνησε να σκέφτεται για την αιτία αυτού του σηµειώµατος. Δεν

του έλεγε κάτι καινούριο, εκτός κι αν είχε διαισθανθεί την ανάγκη του για χρήµατα.

Και σίγουρα θα προτιµούσε να διάβαζε κάτι του τύπου: «Θα σε περιµένω στο τάδε

µέρος. Σε αγαπώ. ΥΓ: Συγνώµη γι’ αυτό που σου είπα χθες.» Όχι, βεβαίως από το

Δάσκαλο, αλλά από την Υπατία.

Ο Άιρτον γυρόφερνε τη µηχανή.

«Εδώ που τα λέµε ίσως η µπροστινή ρόδα να µπορεί να φτιαχτεί, για να µην

της βάλουµε ξένα παπούτσια.»

«Εγώ δεν ξέρω πολλά», παραδέχτηκε ο Τζορτζ.

«Ξέρεις ισορροπία;» τον ρώτησε ο Άιρτον. «Αυτό είναι το µόνο που

χρειάζεται να ξέρεις. Θα στη κάνω καινούρια πριν να προλάβεις να πεις ινδιάνος.»

«Ινδιάνος», είπε χαµογελώντας ο Τζορτζ.

Page 112: i Legewna Twn Psuxwn

112

112

«Άργησα ήδη», αποκρίθηκε ο Άιρτον καθώς ανέβαινε στη µηχανή του. «Στο

είπα ότι δεν είµαι ο πιο έµπιστος που µπορείς να βρεις.» Έβαλε µπρος. «Σε δέκα

λεπτά θα είµαι πίσω. Χρονοµέτρησε µε αν θες.» Και έφυγε κάνοντας σούζα.

Ο Τζορτζ κατάλαβε το σκοπό του σηµειώµατος. Ο Δάσκαλος ήθελε να έχει

οµάδα, όχι παίκτες.

23.

Ο Αριστοτέλης ήταν το δεύτερο παιδί µιας απολύτως φυσιολογικής

οικογένειας. Οι γονείς του ήταν πανεπιστηµιακοί µε «χρήσιµες» έδρες και

παχύσαρκους µισθούς. Χρήσιµη πανεπιστηµιακή έδρα ήταν µια έδρα µε αντικείµενο

τεχνοκρατικό, που έβγαζε φοιτητές οι οποίοι ήταν παραγωγικοί. Άχρηστες

θεωρούνταν όλες οι ανθρωπιστικές σπουδές, τις οποίες ακολουθούσαν πλέον µόνο οι

εκκεντρικοί και πλούσιοι φοιτητές, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν για την

επαγγελµατική τους σταδιοδροµία, που ήταν εκ των προτέρων τελειωµένη. Η

φιλοσοφία, η ιστορία, η φιλολογία ήταν κάποιες από τις επιστήµες που δεν

ενδιέφεραν την κοινωνία και τους πλουτοπαραγωγικούς φορείς.

Στην απολύτως φυσιολογική οικογένεια του Αριστοτέλη υπήρχε ένας εξόχως

φυσιολογικός –όσο και ταλαντούχος, έξυπνος, κοινωνικός- πρωτότοκος γιος, ο

Πεισίστρατος. Ο εν λόγω τύραννος ήταν τουλάχιστον πεφωτισµένος και σίγουρα

χαρισµατικός. Είχε γεννηθεί µε γαλάζια µάτια και ξανθωπά µαλλιά, θήλαζε µέχρι το

πρώτο έτος και ποτέ δεν έφτυνε το φαγητό του. «Καθάρισε» µε την πάνα από τα δύο

έτη και µιλούσε µε αφηρηµένους όρους και άψογη διαίσθηση της γραµµατικής πριν

καν κλείσει τα τρία. Στο ιδιωτικό σχολείο οι δασκάλες του τον λάτρευαν και ήταν

πάντα το υπόδειγµα, το πρότυπο για τα υπόλοιπα παιδιά. Πάντα συγκεντρωµένος,

ποτέ δεν έκανε φασαρία, ακολουθούσε τους κανόνες και διέπρεπε σε όλα τα

µαθήµατα.

Page 113: i Legewna Twn Psuxwn

113

113

Όταν, τέσσερα χρόνια µετά τον Πεισίστρατο, γεννήθηκε –από ατύχηµα- ο

Αριστοτέλης, όλες οι θέσεις της οικογένειας ήταν πιασµένες. Ο πρωτότοκος ήταν το

τέλειο παιδί, σε ό,τι έκανε. Οι γονείς ασχολήθηκαν πολύ λιγότερο µε το δεύτερο

παιδί. Και πάντα είχαν ως µέτρο σύγκρισης το πρώτο.

«Ο αδελφός σου στην ηλικία σου πάντα έτρωγε όλο του το φαγητό», του

έλεγαν, «µαζί µε τα µπρόκολα.» Και ο Αριστοτέλης ξερνούσε µετά τη δεύτερη

µπουκιά.

«Ο αδελφός σου στην ηλικία σου είχε πάντα συµµαζεµένο το δωµάτιο του»,

του έλεγαν. Και ο Αριστοτέλης σκόρπιζε τα παιχνίδια του σε όλο το σπίτι.

«Ο αδελφός σου έφτιαχνε αυτά τα παζλ», που ήταν για παιδιά τεσσάρων

χρονών, «από τα τρία του». Και ο Αριστοτέλης δεν έκανε ούτε τα σφηνώµατα.

«Ο αδελφός σου πάντα κάνει ό,τι του λέµε», του έλεγαν. Και ο Αριστοτέλης

έκανε πάντα το αντίθετο.

Αλλά και στο σχολείο ερχόταν πάντα δεύτερος. Ήταν ο αδελφός του

χαρισµατικού παιδιού που όλοι οι δάσκαλοι λάτρευαν. Μόλις τον έβλεπαν και

µάθαιναν ποιος ήταν του έλεγαν: «Ελπίζουµε να είσαι όπως ο αδελφός σου». Και

ξεκινούσαν να απαριθµούν τα χαρίσµατα του Πεισίστρατου. Ο Αριστοτέλης έµοιαζε

να πασχίζει για να τους απογοητεύσει όλους.

Ο τέλειος αδελφός του δεν επιδείκνυε την υπεροχή του. Όπως ο άγιος δεν έχει

συναίσθηση της αγιοσύνης του, έτσι κι αυτός δεν έδειχνε να µην έχει συναίσθηση του

µεγαλείου του. Δεν ήταν ποτέ ανταγωνιστικός, δεν καυχιόταν και πάντα υποστήριζε

το µικρό του αδελφό, µπροστά στους γονείς τους ή τους δασκάλους του.

«Σε ζηλεύω», του είχε πει κάποτε. «Γιατί εσύ είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι

θέλεις, ενώ εγώ είµαι παγιδευµένος ανάµεσα στις προσδοκίες των άλλων για µένα και

στην εικόνα που έχω πλάσει.»

Ο Πεισίστρατος ήταν πάντα σοβαρός και πολύ πιο ώριµος από όλα τα παιδιά

της ηλικίας του. Ο Αριστοτέλης βρέθηκε στον αντίποδα και έγινε ο γελωτοποιός, ο

τζόκερ, αυτός που δεν µπορεί να καταλάβει τα όρια ανάµεσα στο αστείο και το

σοβαρό. Στο σπίτι τον τιµωρούσαν πολύ συχνά για την ανεύθυνη συµπεριφορά του.

Όµως ακόµα και οι τιµωρίες ήταν για αυτόν σαν δωρεάν βόλτες στο λούνα παρκ.

Όταν οι γονείς τους προσπαθούσαν να τον συνετίσουν µε τη δύναµη της πειθούς

Page 114: i Legewna Twn Psuxwn

114

114

βρίσκονταν «γυµνοί» µπροστά σε έναν κωµικό που µπορούσε µε µία του φράση να

τους φανερώσει το µέγεθος της ανελεύθερης και προκατασκευασµένης ζωής τους.

Στο ιδιωτικό σχολείο όπου φοιτούσε τον ανεχόντουσαν επειδή κάποιος

πλήρωνε για να το κάνουν. Σε όλα τα µαθήµατα ήταν πάτος –στην καλύτερη

περίπτωση. Στο µόνο πράγµα που ήταν καλός ήταν στα µηχανήµατα.

Απέκτησε τη συνήθεια να καταστρέφει τα παιχνίδια του από την νηπιακή

ηλικία. Ήταν ικανός να πάρει ένα δώρο και πριν καν να παίξει µαζί του να το πάρει

στο δωµάτιο και να το διαλύσει. Οι γονείς του νόµιζαν ότι το έκανε από αντίδραση

στον πρωτότοκο, ο οποίος συµπεριφερόταν στα παιχνίδια του λες και είχαν ψυχή.

Ίσως αυτή να ήταν η αφετηρία της καταστροφικής µανίας. Όµως ο Αριστοτέλης πολύ

γρήγορα ξεπέρασε αυτό το στάδιο και τα διέλυε για να καταλάβει πως λειτουργούν.

Από τα κοµµάτια δηµιουργούσε καινούρια παιχνίδια, τερατώδικα σχεδόν, που

λειτουργούσαν ως κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που έδειχνε στο κουτί.

Το πρώτο του ποδήλατο το έλυσε σε τόσο µικρά κοµµάτια που ποτέ δεν

κατάφερε να το κάνει να κυλήσει. Οι γονείς του ορκίστηκαν να µην του ξαναπάρουν

ποδήλατο –και τήρησαν τον όρκο τους. Ένα χρόνο µετά ο Αριστοτέλης έφτιαξε το

δικό του ποδήλατο. Χρησιµοποίησε µέρη από το πρώτο και κατεστραµµένο, από το

ποδήλατο του αδελφού του και από άλλα δύο που ουσιαστικά έκλεψε από τα παιδιά

της γειτονιάς. Με την πρώτη βόλτα στο τετράγωνο της ευνοµούµενης και ήσυχης

γειτονιάς του κατάλαβε ποιος ήταν ο προορισµός της ζωής του: Η ταχύτητα.

Στα δεκαπέντε του είχε κάνει τους γονείς του να αµφιβάλλουν για το αν ήταν

δικό τους παιδί. Το ποµπώδες όνοµα που του είχαν δώσει δεν το χρησιµοποιούσε πια.

Όλοι τον ήξεραν ως Τέλη –οι φίλοι του τον φωνάζανε Ταφ. Είχε αφήσει µακριά

µαλλιά, είχε κάνει τατουάζ και ήταν κοινό µυστικό –ή φόβος- ότι έκανε χρήση

εθιστικών ουσιών. Στο σχολείο ήταν ένας από τους χειρότερους µαθητές, αν όχι ο

χειρότερος. Ήταν ο µόνος µαθητής ιδιωτικού σχολείου που είχε αναγκαστεί να

παρακολουθήσει την ίδια τάξη για δεύτερη φορά.

Αλλά στο «δρόµο» όλοι τον σεβόντουσαν. Είχε δυο µηχανές και ένα Ροµέο

που κέρδιζαν σε όλες τις κόντρες. Αυτά τα είχε αγοράσει και φτιάξει µε τα λεφτά που

κέρδιζε δουλεύοντας σε συνεργεία αυτοκινήτων. Οι µάστορες τον καλοπλήρωναν,

γιατί ο Τέλης µπορούσε να λύσει µηχανικά προβλήµατα µε αυτοσχεδιαστικούς

Page 115: i Legewna Twn Psuxwn

115

115

χειρισµούς, χρησιµοποιώντας φτηνά ανταλλακτικά για να επιδιορθώσει ακριβά

αυτοκίνητα.

Ο αδελφός του, στα δεκαεννιά, είχε ήδη γίνει δεκτός σε πανεπιστήµιο του

εξωτερικού, όπου θα σπούδαζε την ύψιστη τέχνη του ψεύδους, τη δικονοµία. Είχε

αρραβωνιαστεί την πρώτη κοπέλα µε την οποία πλάγιασε και σχεδίαζε να την

παντρευτεί µόλις θα γυρνούσε από τις σπουδές του. Ο Τέλης, από την άλλη, µετρούσε

ήδη περισσότερες κατακτήσεις από τα δάκτυλα των χεριών του, ίσως και των ποδιών

του µαζί.

Συναντηθήκανε για τελευταία φορά στο τέλος του καλοκαιριού, λίγο πριν ο

Πεισίστρατος φύγει για τις εξαιρετικές σπουδές του. Ο Τέλης τον απέφευγε

διακριτικά, αλλά δεν µπόρεσε να του αρνηθεί µια τελευταία βόλτα. Μπήκανε στον

Ρωµαίο του και ανεβήκανε στο βουνό. Εκεί σταµατήσανε σε ένα σηµείο όπου είχαν

πανοραµική θέα της πόλης. Ο Πεισίστρατος, γαλήνιος και σίγουρος για τον εαυτό του

–όπως πάντα- πήγε και στάθηκε στην άκρη του γκρεµού.

«Οι γονείς µας ανησυχούν για σένα», του είπε χωρίς να τον κοιτάξει.

«Κι εγώ ανησυχώ γι’ αυτούς», απάντησε ο Τέλης, αφού γέλασε. «Ξέρεις πόσο

καιρό έχουν να πηδηχτούν; Μεταξύ τους τουλάχιστον.»

«Δεν είναι όλα αστεία», συνέχισε ο Πεισίστρατος µε το ίδιο ύφος.

«Δεν είναι;» ρώτησε ο Τέλης και άναψε τσιγάρο.

Ο Πεισίστρατος άκουσε τον ήχο του αναπτήρα και γύρισε να κοιτάξει τον

αδελφό του.

«Αυτό θα σε σκοτώσει», του είπε και το υπέροχα λευκό δέρµα του φανέρωνε

ότι ποτέ δεν είχε κάνει καταχρήσεις.

«Αυτό;» είπε ο Τέλης κοιτώντας την καύτρα. «Μπα, δεν νοµίζω. Μάλλον από

αυτοκινητιστικό θα πάω, έτσι όπως τρέχω.»

«Δεν είναι αστείο», ξανάπε ο Πεισίστρατος.

«Ποιο απ’ όλα;»

«Όλα.»

Ο Τέλης χαµογέλασε.

«Όλα είναι πάρα πολλά για να είναι αστεία», του είπε. «Αλλά αν τα δεις

ξεχωριστά το καθένα, ε, τότε όλα είναι αστεία.»

Page 116: i Legewna Twn Psuxwn

116

116

«Σε ζηλεύω», είπε ο Πεισίστρατος και στράφηκε ξανά προς το γκρεµό. Δε

θυµόταν ότι του είχε πει το ίδιο πράγµα πριν µερικά χρόνια. Αλλά ο Τέλης δεν το είχε

ξεχάσει. «Εγώ ακολουθώ το δρόµο που µου δείξανε και πασχίζω να είµαι ο

καλύτερος. Εσύ ακολουθείς το δικό σου δρόµο.»

«Και περνάω καλά», είπε ο Τέλης.

«Δεν κάνεις µόνο αυτό... Εγώ σε εµπιστεύοµαι», είπε ο Πεισίστρατος και

προχώρησε ως την άκρη του γκρεµού. Οι µύτες των ποδιών του οσφρίζονταν το κενό

από κάτω. Αρκούσε ένα χτύπηµα στον ώµο και ο Πεισίστρατος θα έπαιρνε την

κατιούσα. «Είσαι ο πιο ισορροπηµένος απ’ όλους µας. Γιατί κάνεις αυτό που αληθινά

αγαπάς.»

Ο Τέλης τον πλησίασε, ώστε να µπορεί να τον πιάσει αν χάσει την ισορροπία

του, και τον ρώτησε τι ήταν αυτό που πραγµατικά θα ήθελε να κάνει.

«Δεν ξέρω», είπε ο Πεισίστρατος. «Δε µου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να το

σκεφτώ.»

Ο Τέλης γέλασε.

«Σκέφτεσαι πάρα πολύ, αδελφέ», του είπε. «Πες, τώρα, τι θες. Χωρίς να

σκέφτεσαι.»

Ο Πεισίστρατος έκλεισε τα µάτια σαν να έκανε µια υπεράνθρωπη

προσπάθεια. Ο Τέλης όρµηξε πάνω του, τον έσπρωξε στο κενό και τον κράτησε την

ίδια στιγµή. Πανικόβλητος ο Πεισίστρατος έκανε ένα βήµα πίσω.

«Τώρα µίλα, τώρα», του φώναξε ο Τέλης.

«Ο φύλακας στη σίκαλη», είπε ο Πεισίστρατος, αναψοκοκκινισµένος και

σχεδόν χαρούµενος.

«Ο ποιος;» ρώτησε ο Τέλης.

Ο Πεισίστρατος τον κοίταξε, ενώ κρατιόταν από τη µπλούζα του.

«Να δίνω δωρεάν παγωτά στα παιδιά», είπε.

«Γιατί;»

«Να έχω ένα πολύχρωµο καρότσι και να βγαίνω έξω µ’ αυτό και να δίνω

δωρεάν παγωτά στα παιδιά.»

«Γιατί;» ξανάπε ο Τέλης και έσπρωξε πάλι τον αδελφό του στο γκρεµό.

«Για να τα βλέπω χαρούµενα», είπε βιαστικά ο Πεισίστρατος και τραβήχτηκε

πίσω στη βεβαιότητα του εδάφους. «Τα παιδιά.»

Page 117: i Legewna Twn Psuxwn

117

117

«Εσύ ποτέ δεν έτρωγες παγωτά», του θύµισε ο Τέλης.

«Δε µ’ αφήνανε», απάντησε ο Πεισίστρατος.

«Και λοιπόν;», είπε ο Τέλης και γελώντας πήγε προς το αυτοκίνητο. «Ούτε κι

εµένα µε αφήνανε.» Έβαλε µπρος. Η µηχανή ακούστηκε σαν ένα αιλουροειδές που

γουργουρίζει. Έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο και φώναξε: «Για πόσο καιρό

ακόµα θα κάνεις ό,τι σε αφήνουν να κάνεις;»

Ο Πεισίστρατος κοίταξε για µια τελευταία φορά τον γκρεµό και χαµογέλασε.

Είχε πάει εκεί για να κάνει ένα µάθηµα στο µικρό του αδελφό. Αλλά είχε µάθει

περισσότερα.

Γύρισε και µπήκε στο αυτοκίνητο.

«Πόσο µπορεί να τρέξει η µαλακία που έχεις φτιάξει;» ρώτησε φορώντας τη

ζώνη.

«Δεν θα το πιστεύεις», του είπε ο Τέλης και έστριψε για να βγει στην εθνική.

Ο Πεισίστρατος γύρισε στις σπουδές του αλλαγµένος. Πρώτα έστειλε ένα

ηλεκτρονικό µήνυµα στη µέλλουσα σύζυγο του, όπου της έγραφε ότι δεν ήθελε να τη

δεσµεύει µε κάτι για το οποίο δεν ήταν σίγουρος και ευτυχισµένος. Και ότι ήθελε

λίγο χρόνο µε τον εαυτό του.

Άφησε µούσια και µακριά µαλλιά και άρχισε να συναναστρέφεται

αριστερίζοντες φοιτητές. Εκείνοι στην αρχή τον αντιµετώπισαν µε δυσπιστία, ως

ρουφιάνο του πρύτανη και των αστυνοµικών αρχών. Μόλις πείστηκαν για την

ειλικρίνεια των προθέσεων του τον δέχτηκαν στους κόλπους του φοιτητικού

κινήµατος. Γρήγορα ο Πεισίστρατος κατέκτησε µια υψηλή θέση στο ακτιβιστικό

κίνηµα που είχε γίνει γνωστό ως «οι Οργισµένοι».

Έξι µήνες µετά τη συζήτηση µε τον αδελφό του στο χείλος του γκρεµού

πρωτοστατούσε στη µαζικότερη διαδήλωση φοιτητών. Εκεί ήρθε αντιµέτωπος µε την

αστυνοµία και ως έντιµος και θαρραλέος που ήταν δεν έτρεξε να κρυφτεί όταν

ξεκίνησαν οι πυροβολισµοί. Οι λαστιχένιες σφαίρες κόστιζαν πολύ περισσότερο από

τις κανονικές και ήταν λιγότερο αποτελεσµατικές. Η σφαίρα που βρήκε στο πρόσωπο

τον Πεισίστρατο του στέρησε την οµορφιά, τα νιάτα και τη ζωή.

Όλο αυτόν τον καιρό, που προηγήθηκε της δολοφονίας του, ο Πεισίστρατος

έστελνε γράµµατα στο µικρό του αδελφό. Απέφευγε τα ηλεκτρονικά µηνύµατα, γιατί

Page 118: i Legewna Twn Psuxwn

118

118

ήξερε ότι τα φίλτρα των οµοσπονδιακών θα ψάρευαν τις κατάλληλες λέξεις και θα

τον οδηγούσαν στο κρατητήριο. Στα γράµµατα έλεγε πόσο είχε αλλάξει η ζωή του

από τότε που µίλησε µε τον Τέλη. Πόσο ευτυχισµένος αισθανόταν που είχε βρει ένα

νόηµα για τη ζωή του, που είχε ανακαλύψει το δρόµο του, κι αυτός δεν ήταν άλλος

από την επανάσταση. Ο Τέλης χαµογελούσε συγκαταβατικά, αλλά δεν απαντούσε. Η

επανάσταση ήταν κάτι που ποτέ δεν τον είχε απασχολήσει. Δεν είχε στερηθεί κάτι στη

ζωή του και οι µηχανές, η ταχύτητα, ο δρόµος ήταν ο δικός του προορισµός.

Τη µέρα που ανακοινώθηκε στους γονείς τους ότι ο πρωτότοκος ήταν το

άτυχο θύµα µιας εκπυρσοκρότησης ο Τέλης είχε µείνει έξω µέχρι αργά. Βρήκε τους

γονείς του να κλαίνε στην κουζίνα. Δεν του έδωσαν καµιά σηµασία. Μόνο του

πέρασαν την τυπική ανακοίνωση της πρεσβείας. Ο Τέλης το διάβασε και το µόνο που

είπε ήταν: «Το ξέρω ότι θα προτιµούσατε να είµαι εγώ στη θέση του... Κι εγώ θα το

προτιµούσα.» Δεν µπόρεσε να βρει κάτι αστείο για να πει.

Μια µέρα µετά ήρθε το τελευταίο γράµµα του Πεισίστρατου.

«Αδελφέ», του έγραφε. «Εδώ είµαστε έτοιµοι να αλλάξουµε τον κόσµο. Δε θα

είναι εύκολο, αλλά θα τα καταφέρουµε, γιατί έχουµε το δίκιο µε το µέρος µας. Τίποτα

δεν µπορεί να µας σταµατήσει πια. Τρέχουµε πιο γρήγορα και από τα πειραγµένα

αυτοκίνητα σου. Είµαστε λίγοι, αλλά είµαστε ονειροπόλοι. Ναι, ο αδελφός σου δεν

κάνει πια ό,τι του λένε. Κι εσύ µε βοήθησες σε αυτό. Σ’ ευχαριστώ και σ’ αγαπώ.

ΥΓ1: Γιατί δεν έρχεσαι εδώ; Θα είσαι πολύ χρήσιµος µε το ταλέντο σου.

ΥΓ2: Δώσε φιλιά στους γονείς.»

Ο Τέλης ήταν ένας άνθρωπος µε έντονη αίσθηση του χιούµορ. Αλλά δε βρήκε

τίποτα αστείο σε εκείνο το µεταθανάτιο µήνυµα. Έµεινε στο κρεβάτι του για πολλές

µέρες, ακίνητος, να κοιτάει το ταβάνι.

Από την κατάθλιψη τον έβγαλε ο Δάσκαλος. Του πρόσφερε ένα λόγο για να

γελάσει ξανά. Την επανάσταση. Και ένα καινούριο όνοµα.

Page 119: i Legewna Twn Psuxwn

119

119

24.

Την εποµένη η Μαρί µπήκε στην τάξη καθυστερηµένη, αλλά δεν

απολογήθηκε για αυτό. Στάθηκε για µια στιγµή όρθια και κοίταξε στα µάτια την

Υπατία. Εκείνη αναµετρήθηκε µαζί της µέχρι που η Μαρί χαµογέλασε. Το ίδιο έκανε

και η Υπατία. Η Αλεξάνδρα ζήλεψε την αναµέτρηση τους και τη φιλία τους, που

Page 120: i Legewna Twn Psuxwn

120

120

φαινόταν να αναδύεται µέσα από εκείνη τη σιωπηλή αναγνώριση. Μετά η Μαρί,

χωρίς να δώσει καµιά σηµασία στο Δάσκαλο ή στους άλλους µαθητές, ρώτησε την

Αλεξάνδρα αν το είχε φέρει. Η Αλεξάνδρα άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε δυο

αντικείµενα µικρά σαν κατσαρίδες.

«Χρονοµετρικός», της είπε καθώς της τα έδινε.

Η Μαρί µόνο κούνησε το κεφάλι σαν να ήταν κάτι που ήδη ήξερε. Έπειτα

έβαλε το χέρι της στο ντεκολτέ της και ψαχούλεψε το σουτιέν της.

«Μη φοβάσαι, µάστορα, έχω κάνει µπάνιο», είπε στον Άιρτον καθώς έβγαζε

µια µικρή µπίλια, µεγέθους µπιζελιού.

Άρχισε να πλάθει το αντικείµενο σαν να ήταν πλαστελίνη. Μόλις το έκανε

µακρόστενο το έκοψε σε πέντε µικρά κοµµάτια. Το κάθε κοµµάτι ήταν µικρότερο από

µύγα. Άφησε ένα πάνω στην έδρα του Δασκάλου και κοίταξε τα παπούτσια του.

«Δεν φοράς τακούνια, Δάσκαλε;» ρώτησε και γύρισε. Η Υπατία είχε ήδη

βγάλει το παπούτσι της.

«Μη φοβάσαι», της είπε η Μαρί καθώς το έπαιρνε, «δε θα πάθει τίποτα.»

«Το ξέρω», έκανε η Υπατία.

Η Μαρί σήκωσε το παπούτσι πάνω από τη «µύγα» που είχε ακουµπήσει στην

έδρα.

«Ελπίζω να µπορείς να κάνεις µάθηµα και χωρίς έδρα», είπε στο Δάσκαλο και

προτού εκείνος προλάβει να την εµποδίσει η Μαρί χτύπησε τη «µύγα». Όλοι έκαναν

πίσω ή έκλεισαν τα αυτιά τους. Αλλά τίποτα δεν έγινε.

«Χάλασε», είπε η Μαρί και άρχισε να χτυπάει και να ξαναχτυπάει τη «µύγα».

Ο Δάσκαλος πήγε πάλι να τη σταµατήσει, αλλά µετά έµεινε στη θέση του,

λίγο δύσπιστος και προβληµατισµένος.

«Βοήθησε µε, αγόραρε», είπε η Μαρί στον Τσε και ακούµπησε τη «µύγα»

µπροστά του. Εκείνος πήγε να τη χτυπήσει µε τη γροθιά του. Η Μαρί τον σταµάτησε.

«Δεν είναι βεγγαλικό», του είπε.

Ο Τσε κοίταξε τριγύρω. Είδε στη γωνία της τάξης µια διαλυµένη καρέκλα.

Έβγαλε το πόδι της και το σήκωσε πάνω από το κεφάλι του. Σε αυτή τη στάση

κοίταξε τη Μαρί.

Page 121: i Legewna Twn Psuxwn

121

121

«Καν’το», του είπε αυτή και έκλεισε τα αυτιά της. Ο Τζορτζ, ο Μαχάτµα και

οι υπόλοιποι µαθητές είχαν σηκωθεί από τη θέση τους και είχαν οπισθοχωρήσει.

Έµοιαζαν σαν παιδιά που προσπαθούν να σκάσουν ένα µπαλόνι.

Ο Τσε βάρεσε µε όλη του τη δύναµη τη «µύγα». Και πάλι δεν έγινε τίποτα.

«Πιο δυνατά», φώναξε η Μαρί και ο Τσε χτύπησε κάµποσες φορές.

«Περίµενε», του είπε η Μαρί.

Κοίταξε από κοντά τη «µύγα».

«Συγνώµη. Αυτή είναι η τσίχλα µου.»

Πήρε τη «µύγα», την ένωσε µε την υπόλοιπη τσίχλα και την έβαλε στο στόµα

της. Ενώ µασούσε είπε: «Μη φοβάστε. Δεν παθαίνουµε τίποτα εµείς οι τσιγγάνοι.

Έχουµε δυνατά αντισώµατα.»

Επέστρεψε το παπούτσι στην Υπατία λέγοντας ότι έπρεπε να το δουλέψει λίγο

παραπάνω. Μετά έβγαλε ξανά την τσίχλα από το στόµα της και έκοψε ένα κοµµάτι

µικρό σαν ποντικοκούραδο. Το ακούµπησε στην έδρα του δασκάλου και πήρε τις

συσκευές που της είχε δώσει η Αλεξάνδρα.

«Δώδεκα βολτ;» τη ρώτησε κι εκείνη έγνεψε ότι τόσα ακριβώς ήταν.

«Ωραία.»

Ακούµπησε τις άκρες από τα καλώδια στο ποντικούραδο.

«Δάσκαλε», έκανε, «πήγαινε στη γωνία... Κι εσείς», είπε κοιτώντας τους

συµµαθητές της. Εκείνοι σηκώθηκαν αργά και µαζεύτηκαν γύρω από το δάσκαλο

τους σαν αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι στη µέση της µεγάλης νύχτας.

Η Μαρί στάθηκε µπροστά τους µε τον πυροκροτητή της Αλεξάνδρας στα

χέρια.

«Ελπίζω να µπορείς να κάνεις µάθηµα και χωρίς την έδρα», ξαναείπε. «Τρία

δευτερόλεπτα νοµίζω ότι σας φτάνουν για να κλείσετε τα αυτάκια σας», έκανε και

πάτησε την αντίστροφη µέτρηση.

Όλοι µετρήσανε από µέσα τους: «Τρία, δύο, ένα».

Μετά έγινε µια έκρηξη που ταρακούνησε όλο τον όροφο. Οι µαθητές

πεταχτήκανε πίσω και το γραφείο κόπηκε στη µέση. Ελάχιστος καπνός βγήκε, σαν

από ηλεκτρικό τσιγάρο. Ο Δάσκαλος γέλασε.

«Πρέπει να πάω να καθησυχάσω τους αρχιτέκτονες από πάνω πριν έρθει η

αστυνοµία», είπε και πήγε προς την πόρτα. Εκεί στάθηκε να κοιτάξει τα

Page 122: i Legewna Twn Psuxwn

122

122

αποτελέσµατα της έκρηξης. «Μπράβο, Μαρί. Δεν είχα καµιά αµφιβολία ότι θα τα

κατάφερνες.»

Ύστερα έφυγε για να µιλήσει στους αρχιέκτονες για ένα αποτυχηµένο πείραµα

χηµείας και να τους διαβεβαιώσει ότι δε θα το επαναλάβουν. Οι µαθητές όλοι

πλησίασαν το κατεστραµµένο γραφείο.

«Κι αυτό έγινε µε ένα τόσο µικρό κοµµάτι;» ρώτησε ο Τσε.

«Σε κάθε κολώνα θα δέσετε µισό κιλό τσίχλας», του απάντησε η Μαρί.

«Μπορούµε να τη µασήσουµε πριν;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Μπορείτε να τη βάλετε και στον κώλο σας», έκανε η Μαρί. «Αν δε της

δώσεις δώδεκα βόλτ δε γίνεται τίποτα.»

«Μόνο δώδεκα;» ρώτησε η Αλεξάνδρα που είχε ενθουσιαστεί.

«Ακριβώς δώδεκα», είπε η Μαρί. «Η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσµατα.»

«Τότε να το κάνουµε», είπε η Υπατία και διευκρίνισε: «Στις δώδεκα τα

µεσάνυχτα ακριβώς. Για να είναι πιο συµβολικό.»

«Το ρολόι του κόσµου χτυπάει µεσάνυχτα», είπε ο Παύλος.

«Εσένα πολύ σ’ αρέσει να µιλάς», του είπε η Μαρί και όλοι γελάσανε.

«Λοιπόν, είστε εντάξει; Ήθελα να το κάνω πιο δυνατό ακόµα, αλλά γινόταν

ασταθές.»

«Πόσες κολώνες θα ανατινάξουµε;» ρώτησε ο Μαχάτµα.

«Δέκα», απάντησε η Αλεξάνδρα. «Δέκα αρκούν και θα καταρρεύσει σαν

χάρτινος πύργος.»

«Πέντε κιλά εκρηκτικών δηλαδή», είπε ο Τσε. «Πολύ εύκολο µας το

έκανες...» Δίστασε λίγο να πει το όνοµα της. «Μαρί», είπε τελικά σαν να την

αναγνώριζε ως µέλος της λεγεώνας.

«Σας το είπα», ακούστηκε ο Δάσκαλος που µόλις έµπαινε στην τάξη. Κοίταξε

το διαλυµένο γραφείο του και γέλασε ξανά. «Οι µασόνοι από πάνω ήταν έτοιµοι να

πάρουν την αστυνοµία... Το πίστεψαν ότι κάναµε πειράµατα χηµείας.» Έπειτα προς

τη Μαρί. «Πόσα χρειαζόµαστε;»

«Πεντακόσια ευρώ φτάνουν», είπε εκείνη.

«Πεντακόσια ευρώ;» έκανε ο Καρλ. «Πρέπει να κατοχυρώσεις την πατέντα

σου.»

Page 123: i Legewna Twn Psuxwn

123

123

«Θα την κατοχυρώσει σε δεκαεφτά µέρες», απάντησε ο Δάσκαλος. «Θα

αφήσουµε ένα κοµµάτι ύλης ανέπαφο, για να το βρει η αντιτροµοκρατική. Θα είναι

ισχυρό πλήγµα γι’ αυτούς. Μια καινούρια εκρηκτική ύλη, τόσο ισχυρή. Από µια

καινούρια οµάδα.»

«Θα χεστούν πάνω τους οι πολιτικοί», είπε ο Τσε.

«Τους χρειάζεται... Θα πρέπει, αυτή τη φορά, να αφήσουµε και ένα µήνυµα.

Χωρίς να προσπαθήσουµε να τους παραπλανήσουµε.»

«Να το αναρτήσουµε στο ίντερνετ», είπε η Υπατία.

«Ναι. Εσύ µε τον Κάρλ θα αναλάβετε την ανάρτηση. Ξέρετε... Να το

ανεβάσετε από κάποιο ίντερνετ καφέ και να φανεί λες και στάλθηκε από το

Μπαγκλαντές. Ο Παύλος θα γράψει το κείµενο.»

«Εγώ;» έκανε ο Παύλος. Ήταν η πρώτη φορά που του ανέθετε κάτι τέτοιο.

«Ξεκίνα από σήµερα», του είπε ο Δάσκαλος. «Γράψε διακόσιες-τριακόσιες

σελίδες και µετά σβήσε όλα τα περιττά µέχρι να µείνουν δύο ή τρεις.»

«Θα το γράψω και θα το φέρω να το δείτε», είπε ο Παύλος που είχε ήδη να

σκέφτεται την αρχή.

«Όχι. Δε θα µου το δείξεις. Ούτε σε κανέναν άλλο. Είσαι πολύ καλύτερος στο

λόγο από οποιονδήποτε. Αν ακούσεις τη γνώµη των άλλων θα γίνει ένα συνοθύλευµα

απόψεων και σκέψεων, όπως οι διακηρύξεις των οργανώσεων του προηγούµενου

αιώνα. Θέλω να φτιάξεις κάτι λογοτεχνικό. Όπως ο πρόγονος σου. Κάτι που οι

άνθρωποι θα ονειρεύονται, κάτι που θα τους κάνει να ελπίζουν σε έναν καλύτερο

κόσµο. Κάτι που θα µπορεί να µελοποιηθεί.»

«Δεν το σκεφτόµουν έτσι», παραδέχτηκε ο Παύλος. «Νόµιζα ότι θέλατε κάτι

πιο... επαγγελµατικό.»

«Σκέψου ότι αυτή θα είναι η πρώτη σου δηµοσίευση. Η πρώτη σου προσφορά

στον άνθρωπο, στα γράµµατα. Γράψε κάτι µνηµειώδες. Κάτι που οι άνθρωποι θα

θυµούνται για πάντα. Γίνε µαταιόδοξος ως συγγραφέας.»

Ο Παύλος κόντεψε, κυριολεκτικά, να κατουρηθεί από τη χαρά του.

«Θα µπούµε λίγοι µέσα», συνέχισε ο δάσκαλος. «Ο Τσε σίγουρα-»

«Άλλον έναν χρειάζοµαι», είπε εκείνος. «Μόνο µε τον Τζορτζ τα

καταφέρνω.»

Page 124: i Legewna Twn Psuxwn

124

124

«Το ξέρω. Αλλά θέλω να έρθει µαζί σου ο Μαχάτµα και ο Αδόλφος. Και η

Αλεξάνδρα. Να πάρει κι εκείνη το βάφτισµα του πυρός.»

«Θα πάω κι εγώ», είπε η Μαρί.

Όλοι την κοιτάξανε µε απορία. Νόµιζαν ότι ο ρόλος της θα περιοριζόταν στην

κατασκευή.

«Ίσως να χρειαστείτε τη βοήθεια µου», τους εξήγησε.

«Ωραία. Και η Μαρί», είπε ο Δάσκαλος. «Ο Άιρτον µε τον... Με τον Καρλ θα

αναλάβουνε τον αντιπερισπασµό. Θα χρησιµοποιήσετε τη µηχανή σου, Άιρτον, για να

φύγετε όσο πιο γρήγορα γίνεται.»

«Δε θα προλάβουν να µας δουν», είπε ο Άιρτον και έκλεισε το µάτι στον

Καρλ.

«Αυτός είναι ο στόχος», είπε ο Δάσκαλος και σαν άκουσε αυτή τη λέξη ο

Τζορτζ θυµήθηκε τη µητέρα του.

«Εµείς πως θα φύγουµε;» ρώτησε.

«Με το λεωφορείο. Από ‘κει µέσα η Αλεξάνδρα θα πυροδοτήσει την έκρηξη...

Θέλω να είστε ντυµένοι σαν δεκαεξάχρονοι που βγαίνουν τη σαββατιάτικη έξοδο

τους... Και να έχετε κόψει εισιτήριο.»

«Εγώ θα µείνω πάλι µέσα;» ρώτησε η Υπατία.

«Εσύ θα είσαι µαζί µου.»

«Θα µπορούσα να µείνει ο Καρλ και να πάω εγώ µε τον Άιρτον», πρότεινε η

Υπατία.

«Ναι», έκανε ο Άιρτον. «Και αν συµβεί τίποτα να κάνουµε ότι

χαµουρευόµαστε.»

«Στα όνειρα σου», του είπε η Υπατία.

«Καλά. Θα χαµουρευτώ µε τον Κάρλ.»

«Όχι», είπε ο Δάσκαλος στην Υπατία. «Δε θέλω να βγεις έξω. Όχι ακόµα.»

Η Υπατία, η Αλεξάνδρα και ο Τζορτζ κατάλαβαν. Ο Δάσκαλος φοβόταν µια

κρίση της Υπατίας τη χειρότερη στιγµή. Οι υπόλοιποι µαθητές νόµιζαν ότι είχε να

κάνει µε µία κάποια αδυναµία που είχε ο Δάσκαλος στην Υπατία. Μόνο η Μαρί, που

η διαίσθηση της λειτουργούσε πιο αποτελεσµατικά, κοίταξε µε περιέργεια την

Υπατία. Σκέφτηκε ότι η «ψηλοµύτα» δεν ήταν τόσο καλοµαθηµένη όσο φαινόταν.

Page 125: i Legewna Twn Psuxwn

125

125

Ότι κάτι την έτρωγε, βαθιά, σαν σκουλήκι που ανοίγει το δρόµο του από το σπόρο

του µήλου προς τη φλούδα.

«Θα σας δώσω λεφτά», είπε ο Δάσκαλος σε όλους τους µαθητές. «Θέλω να

πάτε και να αγοράσετε καινούρια ρούχα. Ειδικά τα παπούτσια σας θέλω να είναι

αφόρετα. Μετά από αυτό το χτύπηµα κάθε µας κίνηση θα ελέγχεται. Κάθε µας

αποτύπωµα. Θα πάρετε ρούχα και την εποµένη του χτυπήµατος θα τα πετάξετε. Θα

τα πετσοκόψετε και θα τα πετάξετε. Δε θέλουµε να τα βρουν ρακοσυλλέκτες.»

«Και ισχύει το ίδιο;» ρώτησε ο Μαχάτµα.

«Για ποιο πράγµα;»

«Αν κάποιος από εµάς πιαστεί...»

«Δεν µπορώ να καταλάβω γιατί το σκέφτεσαι. Αν στη ληστ... Αν στην

ανάληψη υπήρχε µια πιθανότητα για κάτι τέτοιο τώρα δεν υπάρχει καµία. Θα µπείτε,

θα βάλετε τα εκρηκτικά και θα πάρετε το πρώτο λεωφορείο... Τι εµβέλεια έχουν οι

µηχανισµοί πυροδότησης, Αλεξάνδρα;»

«Πεντακόσια µέτρα.»

«Δεν φτάνουν. Θέλω να είστε τουλάχιστον ένα χιλιόµετρο µακριά.»

Η Αλεξάνδρα σκέφτηκε εκπληκτικά γρήγορα.

«Θα χρησιµοποιήσω κινητό τηλέφωνο», είπε. «Μπορώ να το κάνω και από τη

Βεγγάζη.»

«Μπορείς;» τη ρώτησε ο Δάσκαλος. Από τον τόνο της φωνής του φαινόταν

ότι είχε σκεφτεί κάτι καινούριο.

«Απ’ τη Βεγγάζη;» ρώτησε η Αλεξάνδρα.

«Από ένα κινητό της Βεγγάζης. Χωρίς να χρειαστεί να πας εκεί.»

«Δε θα είναι δύσκολο», είπε η Αλεξάνδρα. «Καλώ έναν αριθµό από τη

Βεγγάζη και προωθώ την κλήση στο κινητό πυροδότη. Μόλις θα πάρει αυτός πίσω,

µπουµ.»

«Είναι λίγο ανεξέλεγκτο αυτό», είπε η Υπατία. «Δεν ξέρεις πότε ακριβώς θα

πάρει πίσω.»

«Δε θα καλέσουµε ιδιώτη», είπε η Αλεξάνδρα. «Μια εταιρία τηλεφωνίας µε

αυτόµατο τηλεφωνητή. Θα µας στείλει µήνυµα και...»

«Και έτσι δε θα µπλέξουµε και κάποιον αθώο Άραβα», είπε ο Μαχάτµα.

Page 126: i Legewna Twn Psuxwn

126

126

«Αµάν πια µε τους αθώους αυτού του κόσµου», είπε ο Τσε. «Κανείς δεν είναι

αθώος. Όλοι βοηθήσανε να φτάσει ο κόσµος µας εδώ που είναι. Με το να µένουν

απαθείς.»

«Ουδείς εκών κακός», είπε ο Παύλος, που σκεφτόταν ήδη τη σύνταξη της

διακήρυξης.

«Αφήστε τα φιλοσοφικά ζητήµατα για τον Παύλο», είπε ο Δάσκαλος. «Εµάς

µας ενδιαφέρει να πετύχουµε το στόχο µας.»

Για άλλη µια φορά ο Τζορτζ αναρίγησε. Δεν του άρεσε να ακούει αυτή τη

λέξη από το στόµα του Δασκάλου.

«Θα πετύχει, Αλεξάνδρα;» ρώτησε ο Δάσκαλος.

«Εκατό τοις εκατό. Χωρίς καµία, µα καµία πιθανότητα για το αντίθετο.»

Ο Καρλ πήγε να µιλήσει, για να πει ότι τίποτα δεν ήταν απίθανο, η κβαντική

φυσική έδειχνε ότι τα πάντα µπορούν να συµβούν, ακόµα και αυτά που ποτέ δε

συµβαίνουν. Αλλά δεν πρόλαβε. Ο Δάσκαλος είχε πάρει το λόγο και ο Καρλ ήταν

πολύ δειλός για να τον διακόψει.

«Τότε θα το κάνουµε έτσι. Μέσω Βεγγάζης. Αν φανεί ότι η οµάδα µας έχει

µέλη σε όλον τον κόσµο θα µας δώσει µια αίγλη που θα µας εξυπηρετήσει... Μένει

µόνο να µελετήσουµε τις λεπτοµέρειες. Θέλω όταν θα µπείτε στο χρηµατιστήριο να

λειτουργείτε λες και σηκώνεστε βράδυ για κατούρηµα. Να µπείτε και να βγείτε σε

δυο λεπτά. Χωρίς φακούς και χωρίς να ψάχνετε για τις κολώνες... Θα είστε πέντε,

οπότε ο καθένας σας θα βάλει τα εκρηκτικά σε δυο κολώνες. Δε θα σας πάρει πάνω

από ένα λεπτό.»

Γύρισε στον πίνακα και κατέβασε έναν χάρτη του χρηµατιστηρίου. Βάφτισε

τις κολώνες ανά δύο µε τα ονόµατα αυτών που θα τις ανατίναζαν.

«Έχω µια ιδέα», είπε τότε ο Τζορτζ. «Γιατί δεν πάµε µια εκδροµή; Στο

χρηµατιστήριο;»

Όλοι κατάλαβαν τι εννοούσε. Κανένας χάρτης δε συγκρινόταν µε την ίδια την

βιωµατική περιήγηση στο χώρο.

«Έχεις πολύ δίκιο», του είπε ο Δάσκαλος. «Κάθε µέρα κάνουν περιηγήσεις

στο χρηµατιστήριο για τους µαθητές. Κι εσείς είστε. Μαθητές.»

«Δε σηµειώνουν ποια σχολεία τους επισκέπτονται;» ρώτησε ο Μαχάτµα.

Page 127: i Legewna Twn Psuxwn

127

127

«Δεν νοµίζω να ελέγχουν τα στοιχεία», απάντησε ο Δάσκαλος. «Θα πούµε ότι

είµαστε µια τάξη από το... ενενηκοστό λύκειο.»

«Που είναι αυτό;» ρώτησε ο Μαχάτµα.

«Δε µας νοιάζει», απάντησε ο Δάσκαλος. «Λοιπόν, παιδιά, σας έχω καλά νέα.

Αύριο θα πάµε εκπαιδευτική εκδροµή.»

Καθώς έβγαιναν από την τάξη ο Καρλ πλεύρισε τον Τζορτζ.

«Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι οι πιθανότητες αποτυχίας είναι µηδενικές;» τον

ρώτησε σιγά.

«Αφού το λέει ο δάσκαλος», αποκρίθηκε εκείνος.

«Έλα τώρα, Τζορτζ. Είσαι πολύ πιο έξυπνος απ’ ό,τι προσπαθείς να φαίνεσαι.

Από µόνο του αυτό, ότι κρύβεις την ευφυΐα σου, φανερώνει έναν άνθρωπο που

σκέφτεται.»

«Σ’ ευχαριστώ, Καρλ, αλλά µην ξεχνάς ότι ο δικός µου πρόγονος ήταν ένας

απλός, ταλαντούχος βέβαια, ποδοσφαιριστής. Οι αθλητές δε φηµίζονται για την

εξυπνάδα τους. Ενώ οι µαθηµατικοί...»

Ο Καρλ τον κράτησε για να αποµακρυνθούν οι άλλοι µαθητές.

«Δεν πίστεψα ούτε για µια στιγµή ότι είµαστε πραγµατικά οι µετενσαρκώσεις

κάποιων επιφανών», του είπε συνωµοτικά.

«Τότε γιατί είσαι εδώ;»

«Έχω κι εγώ τα σχέδια µου», απάντησε ο Καρλ, κοιτώντας µήπως ήταν σε

απόσταση ακοής ο Δάσκαλος. «Αν µε βοηθούσες ίσως η επανάσταση να γινόταν

νωρίτερα, χωρίς ανατινάξεις και θα κερδίζαµε και πολλά-πολλά χρήµατα.»

Ο Τζορτζ τον κοίταξε µε πραγµατικό ενδιαφέρον, έτοιµος να ακούσει την

πρόταση του. Εκείνη τη στιγµή τους πλησίασε αθόρυβα ο Τσε και ακούµπησε το χέρι

του στον ώµο του Καρλ, που πετάχτηκε σαν να τον είχαν πιάσει επ’ αυτοφώρω.

«Τι ψιθυρίζετε εσείς;» ρώτησε κοιτώντας τον Καρλ.

«Τίποτα, τίποτα ιδιαίτερο», ψέλλισε εκείνος και γύρισε να φύγει. «Θα τα

πούµε µια άλλη φορά», είπε στο Τζορτζ.

«Τι σου ‘λεγε;» ρώτησε ο Τσε.

«Τι ρόλο βαράει αυτός;» απέφυγε την ερώτηση ο Τζορτζ.

«Σκουλήκι», είπε ο Τσε. «Μην τον εµπιστεύεσαι σε τίποτα. Σκουλήκι...»

Page 128: i Legewna Twn Psuxwn

128

128

«Έξυπνο σκουλήκι όµως.»

«Γι’ αυτό σου λέω να µην τον εµπιστεύεσαι. Οι πολύ έξυπνοι άνθρωποι

κάνουν τα χειρότερα.»

Ο Μαχάτµα ήρθε στην παρέα και µε µια ερώτηση του η συζήτηση άλλαξε

θέµα. Ξεκίνησαν να µιλάνε, ο Μαχάτµα και ο Τσε, για την προσωπική ευθύνη του

ανθρώπου. Ο Τζορτζ έκανε ότι άκουγε, αλλά σκεφτόταν τα λόγια που του είχε πει ο

Καρλ.

25.

Ο Καρλ ήταν πραγµατικά ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, µε κάποιες όµως

ιδιαιτερότητες που ίσως να είχε κληρονοµήσει, ίσως να ήταν επίκτητες. Ήταν το

τρίτο παιδί µιας φτωχής µικροαστικής οικογένειας και ουσιαστικά µε τη γέννηση του

είχε οδηγήσει την οικογένεια του στην ένδεια. Ο πατέρας του ήταν κατώτερος

δηµόσιος υπάλληλος. Η µητέρα του καθάριζε σπίτια, όποτε µπορούσε να βρει

δουλειά, αφού ελάχιστοι πια άνθρωποι προσλάµβαναν οικιακή βοηθό. Η όλη κύηση

και η γέννα ήταν εξαιρετικά προβληµατικές. Η µητέρα του, αναιµική από παιδί,

αναγκάστηκε να περάσει τους δύο τελευταίους µήνες στο νοσοκοµείο, µε διαρκείς

αιµορραγίες και απανωτές φιάλες µε αίµα. Η δηµόσια νοσοκοµειακή περίθαλψη ήταν

µία από τις ιστορίες που έλεγαν οι γονείς στα παιδιά τους για να κοιµηθούν, µαζί µε

τα υπόλοιπα «παραµύθια» µιας τόσο πρόσφατης εποχής όπου το «κράτος»

συνοδευόταν συχνά και από τον προσδιορισµό «κοινωνικό». Για να µπορέσει ο

πατέρας του να πληρώσει τους λογαριασµούς αναγκάστηκε να υποθηκεύσει το σπίτι,

γνωρίζοντας ότι αυτό ισοδυναµούσε µε κατάσχεση.

Πράγµατι ο Ιερώνυµος και η µητέρα επέζησαν του τοκετού και, πράγµατι,

λίγο καιρό αφότου γυρίσανε στο σπίτι αναγκάστηκαν να µετακοµίσουν στο ενοίκιο

και να αποχαιρετήσουν εκείνο το ευρύχωρο σπίτι που κάποια γιαγιά τους είχε

κληροδοτήσει πριν πολλά χρόνια. Η καινούρια τους κατοικία είχε τα µισά

Page 129: i Legewna Twn Psuxwn

129

129

τετραγωνικά, ήταν σε µια πολύ υποβαθµισµένη περιοχή, δεν είχε κεντρική θέρµανση

και, το χειρότερο, έπρεπε να πληρώνουν ενοίκιο γι’ αυτήν.

Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπηµα για το οικογενειακό εισόδηµα. Μέχρι τότε

επιβίωναν «αξιοπρεπώς», και αξιοπρεπώς σηµαίνει ότι είχαν να φάνε κάθε µέρα, µε

τα ζυµαρικά και τα όσπρια να κατέχουν την κυρίαρχη θέση στο τραπέζι τους. Μόλις

βρεθήκανε στη δύσκολη θέση να πληρώνουν ενοίκιο οι µέρες της χλιδής και του

κυριακάτικου ψητού ξεχαστήκανε. Το µόνο θερµαντικό σώµα που είχαν στο σπίτι

ήταν µια µικρή σόµπα υγραερίου, που ζέσταινε µετά βίας το δωµάτιο της

τηλεόρασης. Εκεί µέσα κοιµόταν ο βενιαµίν της οικογένειας. Τα αδέλφια του και οι

γονείς του, όταν ερχόταν η ώρα του ύπνου, φορούσαν τα πουλόβερ τους και πήγαιναν

στις κρεβατοκάµαρες για να χωθούν γρήγορα κάτω από τις κουβέρτες.

Ο Ιερώνυµος είχε µεγαλώσει µες στη στέρηση και του φαινόταν ως κάτι

απολύτως φυσιολογικό. Τα παιδιά της γειτονιάς ζούσαν σε ανάλογες συνθήκες και σε

αντίστοιχα σπίτια, έτσι δεν είχε κάτι να ζηλέψει από αυτούς. Όταν όλοι είναι φτωχοί,

τότε όλοι είναι πλούσιοι.

Ο µεγαλύτερος αδελφός του Ιερώνυµου, µόλις ενηλικιώθηκε, µετανάστευσε

στην Αυστραλία, ελπίζοντας για κάτι καλύτερο από ένα πιάτο µακαρόνια µε σάλτσα,

χωρίς κιµά και τυρί βεβαίως. Ο πεντάχρονος Ιερώνυµος χάρηκε πολύ µε αυτή την

εξέλιξη, αφού θα έφευγε από το κοινόχρηστο δωµάτιο της τηλεόρασης και θα έπαιρνε

τη θέση του στο «φούρνο», όπως κατ’ ευφηµισµό αποκαλούσαν το παιδικό δωµάτιο.

Εκείνη την εποχή πήγε για πρώτη φορά σχολείο και αναγνωρίστηκε η

εξαιρετική του ιδιοφυία. Οι γονείς του δεν είχαν το χρόνο και τη διάθεση να

ασχοληθούν µαζί του. Το πρώτιστο µέληµα τους ήταν η επιβίωση, έτσι δεν µπόρεσαν

να καταλάβουν τα ταλέντα του µικρότερου γιου τους. Όταν η δασκάλα τους κάλεσε

στο σχολείο για τους µιλήσει πίστεψαν ότι ο Ιερώνυµος είχε κάνει κάποια αταξία και

τον τιµώρησαν στερώντας ‘του το βραδινό φαγητό. Όµως η πραγµατικότητα ήταν

εντελώς διαφορετική. Η δασκάλα µίλησε στη µητέρα του για την εξαιρετική ευφυΐα

του παιδιού της. Εκείνη χάιδευε τα µαλλιά του και προσπαθούσε να καταλάβει αν

µιλούσαν για το ίδιο παιδί.

«Τον πρότεινα ήδη στο Ανατόλια», είπε η δασκάλα όταν αντιλήφθηκε ότι η

µητέρα του δεν ήξερε για τι της µιλούσε. «Είναι το καλύτερο ιδιωτικό σχολείο της

Page 130: i Legewna Twn Psuxwn

130

130

πόλης µας µε άµεση πρόσβαση στα ινδικά και κινεζικά πανεπιστήµια. Θα χρειαστεί

να κάνει κάποια τεστ, αλλά πιστεύω ότι θα είναι παιχνιδάκι για τον Ιερώνυµο.»

Και χαµογέλασε στο παιδί που κρύφτηκε πίσω από τη µητέρα του.

«Δεν καταλαβαίνω τι µου λέτε», είπε εκείνη. «Εµείς δεν έχουµε...»

Ξεροκατάπιε πριν συνεχίσει. Αλλά δεν ντρεπόταν. «Εµάς δε µας µένουν χρήµατα για

να φάµε, κυρία Π. Πως περιµένετε να πληρώσουµε ιδιωτικό σχολείο; Δεν µπορείτε να

τον κρατήσετε εδώ;»

Η δασκάλα γέλασε και µετά βιάστηκε να εξηγήσει την αιτία του γέλιου της.

«Σας καταλαβαίνω. Κι εγώ δεν είµαι σε καλύτερη κατάσταση... Αλλά µιλάµε

για υποτροφία, όλα δωρεάν, µαζί µε µια µικρή επιδότηση για τα βιβλία και όποιες

ανάγκες θα έχει το παιδί.»

Η µητέρα γούρλωσε τα µάτια της. Μετά κοίταξε το παιδί της, αυτό το παιδί

που είχε τόσο πολύ τυραννιστεί για να γεννήσει.

«Είσαι τόσο έξυπνος;» τον ρώτησε και µετά προς τη δασκάλα: «Είναι τόσο

έξυπνος;»

«Είναι µεγαλοφυής», απάντησε εκείνη. «Θα κάνει σπουδαία πράγµατα στη

ζωή του, αρκεί να του δώσετε αυτή την ευκαιρία.»

Ο Ιερώνυµος άκουγε σαν να µιλούσαν για κάποιον άλλο. Το µόνο που τον

ενδιέφερε εκείνη τη στιγµή ήταν να τον πάρει η µητέρα του και να γυρίσουν σπίτι.

«Σκεφτείτε», είπε η δασκάλα γέρνοντας µπροστά, «ότι στο Ανατόλια θα είναι

οικότροφος. Αµέσως γλιτώνετε τα έξοδα διατροφής ενός παιδιού. Και, πιστέψτε µε,

πολύ θα ήθελα να τρώω κάθε µέρα από την κουζίνα τους. Αν καταλαβαίνετε τι θέλω

να πω.»

Η µητέρα έγνεψε ότι καταλάβαινε.

«Και το επίδοµα που θα σας δίνουν δεν είναι διόλου αξιοκαταφρόνητο. Είναι

περίπου...»

Και αφού κοίταξε τα χαρτιά τής είπε ένα ποσό ίσο µε τα τρία τέταρτα του

κατώτερου µισθού. Η µητέρα µε το ζόρι κρατήθηκε να µη ξεφωνίσει.

«Και, κυρίως, ασφαλίζετε το µέλλον του γιου σας. Το ενενήντα εννιά τοις

εκατό των αποφοίτων του Ανατόλια δεν έχουν ούτε το ένα τρίτο της ευφυΐας του γιου

σας, παρά µόνο τα πορτοφόλια των γονιών τους. Ο γιος σας θα διαπρέψει αν φοιτήσει

εκεί, αλλιώς... Καταλαβαίνετε. Δε χρειάζεται να συνεχίσω.»

Page 131: i Legewna Twn Psuxwn

131

131

Δεν χρειαζόταν. Υπέγραψε τα χαρτιά χωρίς καν να µιλήσει µε τον άντρα της

πρώτα. Εκείνος, µόλις έµαθε τα τετελεσµένα, κοίταξε µε απορία το γιο του.

«Το ήξερα ότι είσαι ξεχωριστός», του είπε. Αν και η αλήθεια είναι ότι ούτε

που το είχε υποψιαστεί.

Τη µέρα που ετοιµάζανε τη βαλίτσα του ο Ιερώνυµος έκλαιγε. Δεν ήθελε να

φύγει από το σπίτι του και δεν τον έπειθαν όταν του έλεγαν ότι εκεί που θα πάει θα

τρώει κάθε µέρα λουκάνικα και παγωτά. Προτιµούσε να τουρτουρίζει στο «φούρνο»

και να µπουκώνεται µε ψωµί για να χορτάσει. Ούτε τον ενδιέφερε πόσο έξυπνος είναι

ή πόσο θα βελτιωνόταν το µέλλον του µε αυτή την αποχώρηση. Αυτός ήξερε ότι το

επόµενο βράδυ θα κοιµόταν µε ξένους ανθρώπους, µακριά από το σπίτι του, τον

αδελφό του που τον σκέπαζε το βράδυ και του διάβαζε το Ροβινσόνα Κρούσο για να

κοιµηθεί. Αυτός ήξερε ότι από την εποµένη θα ήταν µόνος. Και προαισθανόταν ότι θα

ήταν πιο µόνος απ’ όσο θα άντεχε.

Και οι προβλέψεις του βγήκαν αληθινές µε το χειρότερο τρόπο. Ο Ιερώνυµος

δεν ήταν απλά µόνος. Ήταν µόνος ενάντια σε όλους τους άλλους.

Τα τεστ τα πέρασε µε εκατό στα εκατό, επιτυχία πρωτοφανή για ένα παιδί της

ηλικίας του. Ακόµα και ένας ενήλικος δε θα µπορούσε να τα καταφέρει τόσο καλά. Οι

δάσκαλοι και οι διευθυντές ενθουσιάστηκαν µαζί του. Είδαν στο κατσουφιασµένο

πρόσωπο του την ευκαιρία για πολλά διεθνή βραβεία σε µαθητικούς διαγωνισµούς,

ίσως και µια σπουδαία ακαδηµαϊκή καριέρα, πράγµα που θα πρόσθετε µεγάλη αξία

στο κύρος του σχολείου τους. Θα µπορούσαν µετά από µερικά χρόνια να καυχιούνται

ότι ο διεθνής φήµης επιστήµονας και ερευνητής Ιερώνυµος Μ. είναι «τέκνο» του

πρωτοποριακού εκπαιδευτικού τους συστήµατος.

Αυτή η εύνοια των διδασκόντων έριξε τον Ιερώνυµο στον Καιάδα της

καταφρόνιας των συµµαθητών του. Άποροι µαθητές, που φοιτούσαν µε υποτροφία,

υπήρχαν κι άλλοι. Όµως κανείς δεν είχε αυτή την άνεση του Ιερώνυµου να είναι

πρώτος σε όλα τα µαθήµατα χωρίς καθόλου να προσπαθεί.

Ο Ιερώνυµος ήταν ουσιαστικά τεµπέλης. Ποτέ δε µελετούσε ούτε καν

συµβουλευόταν λεξικά και βιβλία προκειµένου να τελειώσει µια εργασία του. Μες

στην τάξη έµοιαζε να µην παρακολουθεί, αλλά αν τύχαινε να τον ρωτήσει κάτι ο

δάσκαλος, ο Ιερώνυµος απαντούσε, χωρίς καν να σκέφτεται, µε τρόπο που άφηνε

άφωνο όποιον τον άκουγε. Ήξερε να προσεγγίζει κάθε ζήτηµα µε καθαρά καινούρια

Page 132: i Legewna Twn Psuxwn

132

132

οπτική. Εκεί όπου οι µαθητές του βασανίζονταν να φτάσουν εκείνος προσπερνούσε

αλαζονικά. Στα µαθηµατικά ειδικά ήταν τόσο µπροστά που οι δάσκαλοι του ζητούσαν

τη γνώµη του για κάθε πρόβληµα που δεν ήξεραν πως να διδάξουν. Ο Ιερώνυµος το

παρουσίαζε µε τέτοιο τρόπο που ακόµα και ο τελευταίος µαθητής µπορούσε να

καταλάβει ποιο ακριβώς ήταν το ζητούµενο, ποια η δόκιµη λύση και ποια η

εναλλακτική, κάνοντας τους δασκάλους να ψάχνουν στα εγχειρίδια διδασκαλίας.

Τελειώνοντας την παρέµβαση του γυρνούσε αδιάφορα στο µουτζούρωµα του

τετραδίου του, αδιαφορώντας για το εγκώµιο που του έπλεκε ο δάσκαλος.

Η σαφής ανωτερότητα του, σε συνδυασµό µε το σνοµπισµό του, τον είχε

αποµονώσει από τους πάντες. Στην αρχή ήταν αντικείµενο χλευασµού, αλλά µετά

από µερικά χρόνια είχε γίνει αόρατος. Κανείς δεν του έδινε σηµασία, κανείς δεν του

µιλούσε, κανείς δεν τον έβλεπε. Περνούσε τα διαλείµµατα και τα απογεύµατα στην

αυλή, παρατηρώντας πως οι σφήκες έτρωγαν τα σαπισµένα αχλάδια ή πως τα

επιθετικά περιστέρια ράµφιζαν τα λιγότερο επιθετικά -µέχρι θανάτου πολλές φορές.

Κυρίως όµως κοιτούσε και φθονούσε τους συµµαθητές του.

Από την πρώτη µέρα που βρέθηκε στο Ανατόλια ο Ιερώνυµος κατάλαβε ότι ο

κόσµος είναι πολύ µεγαλύτερος και, κυρίως, πολύ πιο πλούσιος από τη γειτονιά του.

Οι γόνοι των µεγαλοαστικών οικογενειών έλαµπαν µέσα στα φωτοστέφανα που είχαν

κληρονοµήσει. Κάθε τι πάνω τους φανέρωνε την καταγωγή τους. Το πεντακάθαρο

δέρµα τους και τα γυαλιστερά µαλλιά τους, τα κάτασπρα και χωρίς ατέλειες δόντια

τους, τα ολοκαίνουρια και πανάκριβα ρούχα τους, τα παπούτσια τους, τα ηλεκτρονικά

τους παιχνίδια. Εκείνος κουβαλούσε µέσα στη µικρή –αν και µεγάλη για την ηλικία

του- βαλίτσα τα παντελόνια που είχε κληρονοµήσει από τα αδέλφια του,

ταλαιπωρηµένα και µπαλωµένα πολλές φορές, λίγα εσώρουχα αγορασµένα από τη

λαϊκή και το αγαπηµένο του παιχνίδι, έναν δικέφαλο δράκο, µε τον οποίο κοιµόταν

αγκαλιά για να τον προστατεύει και να τον ζεσταίνει µε τις φλόγες του.

Τους έβλεπε να διαχειρίζονται χρήµατα που θα έφταναν για ολόκληρη την

οικογένεια του. Μασουλούσαν διάφορα γλυκίσµατα που ο Ιερώνυµος δεν είχε ποτέ

δοκιµάσει. Αγόραζαν κόµικς και παιχνίδια, τα οποία κατέστρεφαν πριν καν να

χρησιµοποιήσουν.

Όµως το απόλυτο ξύπνηµα, η ξαφνική συνειδητοποίηση των ταξικών

διαφορών, ήταν όταν κάποια συµµαθήτρια τον κάλεσε στο σπίτι της για το τραπέζι

Page 133: i Legewna Twn Psuxwn

133

133

των Χριστουγέννων. Ήταν ένα κορίτσι που διέφερε από τα υπόλοιπα, αφού ήταν το

µόνο που µιλούσε στον Ιερώνυµο.

Η Χρύσα, όπως ήταν το όνοµα της, ήταν η µοναχοκόρη δύο καλλιτεχνών, µιας

ζωγράφου και ενός συγγραφέα. Ο πατέρας της είχε γίνει ανέλπιστα πλούσιος, όταν

κάποιο βιβλίο του έγινε κινηµατογραφική ταινία. Η Χρύσα είχε γεννηθεί µέσα σε ένα

διαµέρισµα µουχλιασµένο, αλλά προτού προλάβει να µιλήσει µετακόµισε στα

προάστια. Οι γονείς της δεν είχαν προλάβει να διαφθαρούν από τα πλούτη, έτσι την

διδάξανε αξίες όπως η ισότητα και η ισοτιµία που οι παλαιότεροι στο χρήµα είχαν

ξεχάσει.

Τα πρώτα χρόνια, την εποχή που ο Ιερώνυµος δεν είχε γίνει ακόµα αόρατος,

αλλά ζούσε την κατά πολύ χειρότερη περίοδο του χλευασµού, η Χρύσα ήταν η µόνη

που τολµούσε να τον υπερασπιστεί και να τον κάνει παρέα. Εκείνος την είχε

ερωτευτεί, µε τον τρόπο που ερωτεύονται τα παιδιά. Κάθε πρωί την περίµενε στο

προαύλιο και ξεκινούσε να της µιλάει για τα πράγµατα που πίστευε ότι θα έβρισκε

ενδιαφέροντα. Όπως την απόλυτη κυριαρχία των αριθµών Φιµπονάτσι στη φύση –αν

και δεν χρησιµοποιούσε αυτόν ακριβώς τον όρο. Έτσι όταν τον κάλεσε, µαζί µε τους

γονείς του, να κάνουν Χριστούγεννα στο σπίτι της, ο Ιερώνυµος ενθουσιάστηκε. Δεν

προαισθάνθηκε, από την ψυχρή αποδοχή της πρόσκλησης από τη µητέρα του, και τα

βαριά βλέφαρα του πατέρα του, την επερχόµενη καταστροφή.

Μόνο όταν έφτασαν εκεί κατάλαβε τι επρόκειτο να ζήσει. Τα ρούχα του, τα

ρούχα των γονιών του, το µισοδιαλυµµένο αυτοκίνητο τους ήταν µια παραφωνία

µέσα στην επίδειξη χλιδής της έπαυλης της Χρύσας. Ο πατέρας της προσπαθούσε να

είναι ευγενικός, αλλά υπήρχαν πολιτιστικά χάσµατα που δεν µπορούσαν να

γεφυρώσουν. Σύντοµα ο Ιερώνυµος είχε µείνει σε µια άκρη του τραπεζιού,

διστάζοντας να απλώσει το χέρι. Κοιτούσε τριγύρω του την καλαίσθητη πολυτέλεια –

η µητέρα της Χρύσας είχε επιβάλλει την αισθητική της, θαύµαζε το γιορτινό τραπέζι -

πιο γεµάτο απ’ οτιδήποτε είχε δει στα όνειρα του, και ντρεπόταν για την αµηχανία

των γονιών του, για την εµφάνιση τους, για την έλλειψη καλλιέργειας, για τη

δουλοπρεπή σιωπή τους.

Μόνο τότε µίσησε τους γονείς του που δεν ήταν αρκετά ικανοί για να του

προσφέρουν κάτι παραπάνω. Μόνο τότε µίσησε τους πλούσιους που µπορούσαν να

έχουν όλα αυτά που εκείνος δεν τολµούσε να ονειρευτεί. Μόνο τότε µίσησε τη

Page 134: i Legewna Twn Psuxwn

134

134

Χρύσα που προσπαθούσε να είναι συγκαταβατική µαζί του. Μόνο τότε µίσησε τον

εαυτό του. Και άρχισε να σκέφτεται πως θα µπορούσε να τους νικήσει όλους αυτούς,

µαζί και τον εαυτό του.

Σπείρε µια πράξη και θα θερίσεις µια συνήθεια. Σπείρε µια συνήθεια και θα

θερίσεις ένα χαρακτήρα. Σπείρε ένα χαρακτήρα και θα θερίσεις ένα πεπρωµένο. Η

πράξη που έσπειρε ο Ιερώνυµος –για να θερίσει ένα πεπρωµένο- ήταν µια ασήµαντη,

αν και πολύ έξυπνη, κλοπή.

Ήταν δεκαπέντε χρονών και πιο αόρατος από ποτέ, πιο δυστυχισµένος από

ποτέ. Διέπρεπε στα µαθήµατα του και είχε καταφέρει να βγει δεύτερος σε έναν

διαγωνισµό µαθηµατικών. Πρώτη είχε βγει µια κοπέλα από άλλο ιδιωτικό, την οποία

ο Ιερώνυµος δε γνώριζε. Μια όµορφη και ψηλοµύτα ξανθιά, της οποίας το πρόσωπο

δε θα ξεχνούσε ποτέ. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που κάποιος, µάλιστα κάποιος

πλούσιος, όµορφος και προνοµιούχος, τον νικούσε στον τοµέα του. Το όνοµα της δεν

το θυµόταν όταν βρέθηκε στη λεγεώνα, αλλά ήταν σίγουρος ότι αυτή που τον είχε

ξεπεράσει ήταν το κορίτσι που λεγόταν πια Υπατία.

Λίγες µέρες µετά το διαγωνισµό οι συµµαθητές του ξεκίνησαν να

προετοιµάζονται για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές. Το σχολείο είχε οργανώσει µια

προαιρετική πενταήµερη εκδροµή σε κάποιο χιονοδροµικό κέντρο. Ο Ιερώνυµος δεν

είχε την οικονοµική δυνατότητα ούτε και τη διάθεση να τους ακολουθήσει στα χιόνια.

Αυτός θα περνούσε τις διακοπές στο παγετώνα του παιδικού του δωµατίου, το οποίο,

τώρα που είχε δει και την άλλη πλευρά, δεν του φαινόταν καθόλου ελκυστικό.

Συνοδός και διαχειριστής των χρηµάτων που έδιναν οι γονείς για τα αεροπορικά

εισιτήρια και για το ξενοδοχείο ήταν ένας νεαρός, αλλά ιδιαίτερα φιλόδοξος και

αποτελεσµατικός, καθηγητής. Εκείνος έτρεφε µια ιδιαίτερη συµπάθεια για τον

Ιερώνυµο, τόσο ιδιαίτερη που κάποιοι µαθητές τη σχολιάζανε κακεντρεχώς.

Ο συγκεκριµένος καθηγητής ήταν πολύ θηλυπρεπής για τα µάτια των

µαθητών του. Μιλούσε πάντα πολύ ευγενικά, έως γλυκερά, περπατούσε λίγο

«περίεργα» και δεν τον ενδιέφεραν καθόλου τα αντρικά θέµατα, όπως το ποδόσφαιρο

και τα αυτοκίνητα. Δίδασκε φιλολογία και όταν διάβαζε κάποιο ποίηµα, µε φωνή που

παλλόταν από τη συγκίνηση, τα αγόρια των τελευταίων θρανίων γελούσαν.

Page 135: i Legewna Twn Psuxwn

135

135

Κάποιος «έξυπνος» για να τον δοκιµάσει του είχε βάλει κρυφά στη τσάντα το

τελευταίο τεύχος του Playboy. Όταν εκείνος το ανακάλυψε είπε χαµογελώντας:

«Ξέρετε... Στο playboy έχουν δηµοσιεύσει κείµενα τους σηµαντικοί

Αµερικανοί συγγραφείς.» Κι αφού το άφησε στο γραφείο του είπε ήρεµα: «Στο

διάλειµµα ο κάτοχος του µπορεί να το πάρει πίσω.» Και συνέχισε να µιλάει για τη

διφορούµενη αισθαντικότητα στα ποιήµατα του Καβάφη.

Άµεσα βγήκε και η ετυµηγορία του µαθητικού δικαστηρίου, µε ακλόνητα

επιχειρήµατα και αποδείξεις: «Δεν του έριξε ούτε µια µατιά!» ή «Αν ήταν αληθινός

άντρας θα το κρατούσε για τον εαυτό του» ή «Τουλάχιστον θα µας κατσάδιαζε, αν δε

µας ανέφερε στον διευθυντή».

Ο Ιερώνυµος δε συµµετείχε στη σταύρωση του φιλόλογου, όπως δε

συµµετείχε και σε καµιά άλλη συλλογική πράξη ή σκέψη των συµµαθητών του. Ούτε

όµως τον υποστήριξε. Δεν είχε κανέναν λόγο για να το κάνει και η συµπάθεια που ο

καθηγητής του έδειχνε καθόλου δεν τον συγκινούσε.

Κάποιοι µαθητές σχολίασαν τη συµπεριφορά του καινούριου καθηγητή στους

γονείς τους κι εκείνοι έσπευσαν να προστατέψουν την ηθική των παιδιών τους. Ο

διευθυντής, ύστερα από µια σύντοµη και αµήχανη συζήτηση µε το φιλόλογο, τους

καθησύχασε. Τα παιδιά τους δεν κινδύνευαν. Ο φιλόλογος, πέρα από τις λαµπρές

σπουδές του, είχε και µια σύντοµη ετεροφυλοφιλική σχέση που έφτασε ως τον

αρραβώνα µε κάποια συµφοιτήτρια του. Το θέµα κόπασε και ο καθηγητής συνέχισε

να διδάσκει µε φωνή που παλλόταν από το συναίσθηµα.

Δυο µέρες πριν από την προσωρινή λήξη των µαθηµάτων για τα

Χριστούγεννα ο Ιερώνυµος συνέλαβε ένα σχέδιο για να εκδικηθεί τους συµµαθητές

του και να περάσει πιο διασκεδαστικά στις διακοπές του.

Εκείνο το βράδυ, όταν οι συµµαθητές κοιµήθηκαν, έφυγε σιωπηλά από το

δωµάτιο. Βγήκε στην αυλή µε τη φόρµα που φορούσε για να κοιµηθεί και πήγε στο

κτίριο των καθηγητών. Χτύπησε απαλά την πόρτα του φιλόλογου. Εκείνος δεν

κοιµόταν. Ήταν στηµένος µπροστά στην παλαιολιθική γραφοµηχανή του, έπινε και

προσπαθούσε να συνθέσει ένα ποίηµα αντάξιο αυτών που δίδασκε καθηµερινά.

«Πρέπει να σας µιλήσω», του είπε ο Ιερώνυµος. «Εσείς είστε ο µόνος

άνθρωπος που µπορώ να εµπιστευτώ.»

Page 136: i Legewna Twn Psuxwn

136

136

Είδε το κρασί που έπινε ο φιλόλογος και ρώτησε αν θα µπορούσε να έχει κι

εκείνος ένα ποτήρι. Τα θλιµµένα µάτια του έπεισαν τον καθηγητή να µοιραστεί µαζί

του το µερλό.

Αφού ήπιε το κρασί του µονοκοπανιά ο Ιερώνυµος αποφάσισε να µιλήσει:

«Φοβάµαι», έκανε µια µεγάλη παύση, «ότι δε µου αρέσουν τα κορίτσια.» Και

συνέχισε λέγοντας πόσο διαφορετικός αισθανόταν από τα άλλα παιδιά, πόσο

ιδιαίτερος, πόσο... ανώµαλος. Ότι ήθελε κι αυτός, «όπως όλοι οι φυσιολογικοί

άνθρωποι», να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, να είναι κανονικός. Όµως µε τα

πορνοπεριοδικά και τις πορνοσελίδες του διαδικτύου δεν αισθανόταν τίποτα, όσο κι

αν προσπαθούσε. Είπε ότι και οι συµµαθήτριες τού φαινόντουσαν αδιάφορες, ενώ –

αντίθετα- όταν βρισκόταν στο γυµναστήριο µε τα αγόρια κάτι κινιόταν µέσα του.

Ο φιλόλογος ξεκίνησε να του λέει ότι ήταν πολύ νωρίς για να αποφασίσει για

την σεξουαλική του ταυτότητα. Έπρεπε να περιµένει να ωριµάσει και να δοκιµάσει

διαφορετικές εµπειρίες πριν αποφασίσει. Αλλά ακόµα κι αν ανακάλυπτε ότι είναι

διαφορετικός δε θα έπρεπε να ντρέπεται. Η διαφορετικότητα οδηγεί τον άνθρωπο σε

δύσκολα µονοπάτια, όµως η συνειδητοποίηση αυτής και η αποδοχή της, τον

απελευθερώνει και τον ενδυναµώνει.

Συνέχισαν τη συζήτηση µέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Όταν ο Ιερώνυµος

του ζήτησε να κοιµηθεί στο δωµάτιο του ο φιλόλογος δεν µπορούσε να αρνηθεί.

Όµως, επειδή καταλάβαινε ότι θα ήταν απολύτως ανεύθυνο εκ µέρους του να

κοιµηθεί στο ίδιο δωµάτιο µε έναν –αρσενικό- µαθητή του, τον καληνύχτισε και πήγε

να περάσει την νύχτα του στα µπαράκια της πόλης.

Αυτό ακριβώς περίµενε ο Ιερώνυµος. Μόλις ο φιλόλογος έφυγε σηκώθηκε και

άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια του και τα σηµειωµατάρια του. Βρήκε τον αριθµό

τραπεζικού λογαριασµού και τον κωδικό για την κάρτα. Την ίδια την κάρτα

αναλήψεων δεν τη βρήκε –ο φιλόλογος την είχε στο πορτοφόλι του, αλλά δεν του

ήταν δύσκολο να εισχωρήσει στο σύστηµα εφόσον είχε τα υπόλοιπα στοιχεία.

Έγραψε στη γραφοµηχανή, κάτω από ένα ηµιτελές ποίηµα, ένα ευχαριστήριο

σηµείωµα –χωρίς όµως να γράψει το όνοµα του- και γύρισε στο δωµάτιο του όσο

ήταν ακόµα νύχτα.

Η επόµενη µέρα ήρθε και πέρασε. Ο Ιερώνυµος µάζεψε τα πράγµατα του και

έφυγε, χωρίς να αποχαιρετήσει κανέναν. Πριν γυρίσει σπίτι σταµάτησε σε ένα

Page 137: i Legewna Twn Psuxwn

137

137

ίντερνετ καφέ και χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια σήκωσε από το

τραπεζικό λογαριασµό της εκδροµής όλο το ποσό. Τα µετέφερε στο λογαριασµό

κάποιου αγνώστου, και µετά, χρησιµοποιώντας την πιστωτική κάρτα που είχε κλέψει

από κάποιον συµµαθητή του, πήρε τα λεφτά.

Ο φιλόλογος, όταν συνειδητοποίησε ότι ο λογαριασµός που διαχειριζόταν

ήταν άδειος, δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ανέφερε αµέσως το γεγονός στη διοίκηση του

σχολείου. Εκείνοι, για να µη θιγεί η υπόληψη του Ανατόλια, κράτησαν την κλοπή

κρυφή και αντικατέστησαν το ποσό µε χρήµατα του σχολείου. Το µόνο που ζητήθηκε

από το φιλόλογο ήταν η άµεση παραίτηση του.

Καθώς εκείνος άδειαζε το δωµάτιο του, κατηγορώντας τη µοίρα που του

στέρησε τη µοναδική ευκαιρία να εξελιχτεί, βρήκε το ευχαριστήριο σηµείωµα του

Ιερώνυµου, στο κάτω µέρος της σελίδας ενός ανολοκλήρωτου ποιήµατος.

«Σας ευχαριστώ για όλα», του έγραφε. «Με βοηθήσατε περισσότερο απ’ όσο

µπορείτε να φανταστείτε.»

Άµεσα, διαισθητικά, ο φιλόλογος συνέλαβε ολόκληρη την εικόνα. Όµως δεν

είχε καµία απόδειξη ούτε καν ένδειξη για την εικασία του. Ο Ιερώνυµος είχε γράψει

το σηµείωµα στη γραφοµηχανή, έτσι δεν υπήρχε καν η ένδειξη του γραφικού του

χαρακτήρα. Άλλωστε αν υποστήριζε ότι τα λεφτά τα είχε πάρει κάποιος µαθητής που

κοιµήθηκε στο δωµάτιο του θα αντιµετώπιζε ακόµα χειρότερα προβλήµατα. Προτού

φύγει από το σχολείο ζήτησε από µία φίλη του στη γραµµατεία τη διεύθυνση του

Ιερώνυµου.

Όσο περίµενε έξω από το σπίτι του φανταζόταν να τον απειλεί, να τον

χτυπάει, ίσως και να τον σκοτώνει. Σιγά σιγά άρχισε να ηρεµεί και να παρατηρεί τη

γειτονιά από το τζάµι του αυτοκινήτου. Ένιωσε την αδικία που βίωνε καθηµερινά ο

Ιερώνυµος, ένας τιποτένιος ανάµεσα στους προνοµιούχους του Ανατόλια. Μόλις τον

είδε να βγαίνει, µε σκυφτό το κεφάλι και τα χέρια στις τσέπες, τον συγχώρεσε. Βγήκε

από το αµάξι, τον πλησίασε και το µόνο που του είπε ήταν: «Είναι κρίµα, ένας

άνθρωπος µε τις δικές σου δυνατότητες, να αναλώνεται µε τέτοιες µικροκλοπές». Και

έφυγε, για να µεθύσει, να γράψει και να βρει µια δουλειά όπου δε θα µπορούσε να

διαβάζει ποιήµατα.

Ο Ιερώνυµος σκέφτηκε πολύ αυτά που του είπε ο καθηγητής. Και κατάλαβε

ότι είχε δίκιο. Είχε τις δυνατότητες για πολύ σηµαντικότερες κλοπές. Δε χρειαζόταν

Page 138: i Legewna Twn Psuxwn

138

138

το σχολείο και τις σπουδές. Μπορούσε να γίνει πλούσιος πολύ πιο εύκολα –και πιο

γρήγορα.

Ο επόµενος στόχος του ήταν το ίδιο το σχολείο. Προφασίστηκε ότι χρειαζόταν

χρήµατα –το οποίο δεν ήταν ψέµα- και κατάφερε να τον δεχτούν ως

ηµιαπασχολούµενο στη γραµµατειακή υποστήριξη. Στον ελεύθερο χρόνο του θα

περνούσε πιστωτικά τιµολόγια χρησιµοποιώντας τον προσωπικό του υπολογιστή –τον

οποίο, παρεµπιπτόντως τον είχε αγοράσει µε τα λεφτά της εκδροµής. Για µερικούς

µήνες ο Ιερώνυµος παρακολούθησε τον ισολογισµό του σχολείου, ψάχνοντας για τα

αδύναµα σηµεία του συστήµατος. Δεν άργησε να τα βρει. Ένα απόγευµα, στην

τραπεζαρία του σχολείου, όσο πιο αθώα και ήσυχα µπορούσε, σήκωσε 50.000 ευρώ

από τον τρεχούµενο λογαριασµό του σχολείου και έσπειρε έναν ιό που θα κατέστρεφε

όλα τα δεδοµένα του Ανατόλια. Το επόµενο πρωινό µόλις η πρώτη γραµµατέας που

άνοιξε τον υπολογιστή της πάτησε για πρώτη φορά το enter είδε στην οθόνη του

υπολογιστή ένα χαµογελαστό πέος και από κάτω τη φράση: «Την πουτσίσατε».

Πρώτα η δουλειά και µετά η ευχαρίστηση: Η κλοπή ήταν η δουλειά του

Ιερώνυµου. Η καταστροφή όλων των δεδοµένων ήταν η εκδίκηση του. Το Ανατόλια

κάλεσε τους σηµαντικότερους ηλεκτρονικούς ντετέκτιβ. Δεν µπόρεσαν να κάνουν

τίποτα άλλο από το να παραδέχονται ότι ο χάκερ ήταν εξαιρετικά ευφυής. Το σχολείο

δεν κατάλαβε τίποτα για την κλοπή µέχρι που λίγες µέρες µετά µια επιταγή προς

προµηθευτή βγήκε ακάλυπτη. Τότε εµπλέχτηκαν και οι τράπεζες και το θέµα έπαψε

να είναι πρόβληµα του σχολείου. Όµως ο δράστης, όπως και η κατεύθυνση που

πήραν τα χρήµατα, δεν βρέθηκαν. Ο Ιερώνυµος θα είχε κερδίσει, αν δεν ήταν άτυχος

–ή, µάλλον, απρόσεχτος.

Δυο µήνες µετά κάποιος καθηγητής αναγνώρισε τον Ιερώνυµο µέσα σε

εµπορικό κέντρο. Πλησίασε για να του µιλήσει, αλλά κοκάλωσε και έµεινε

κρυµµένος, όταν είδε το µαθητή του να βγάζει από την τσέπη ένα πακέτο από

πενηντάευρα για να πληρώσει –τοις µετρητοίς!- για έναν υπολογιστή που κόστιζε

περισσότερα απ’ όσα κέρδιζε ο ίδιος ο καθηγητής σε τρεις µήνες.

Όταν τον καλέσανε στο γραφείο, µαζί µε τους γονείς του και κάποιους

ευρωσπονδιακούς αστυνοµικούς, για να δώσει εξηγήσεις σχετικά µε τα µετρητά που

διαχειριζόταν, ο Ιερώνυµος έβαλε τα κλάµατα και παραδέχτηκε ότι έπαιρνε λεφτά

από ηλικιωµένους κυρίους, των οποίων τα ονόµατα δε γνώριζε, για σεξουαλικές

Page 139: i Legewna Twn Psuxwn

139

139

εξυπηρετήσεις. Οι γονείς του συγκλονιστήκανε, οι ευρωσπονδιακοί πράκτορες δεν

µπόρεσαν να βρουν τίποτα εις βάρος του και η διεύθυνση του Ανατόλια αναγκάστηκε

να τον αποβάλλει χωρίς να µπορεί να διεκδικήσει ούτε ευρώ από τα λεφτά που είχαν

χαθεί.

Για τρεις µήνες ο Ιερώνυµος έµεινε στο σπίτι, χωρίς να κάνει χρήση των

χρηµάτων που είχε ασφαλισµένα σε ασιατική τράπεζα, και σχεδίαζε την επόµενη

κίνηση του, µια γενική και ιδιαίτερα προσοδοφόρα επίθεση στα χρηµατιστήρια. Όταν

του ήρθε η πρόσκληση για το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας γέλασε. Όταν συνάντησε

το Δάσκαλο και µίλησε µαζί του σταµάτησε να γελάει. Ήταν ότι ακριβώς χρειαζόταν:

Θα κατέστρεφε ολόκληρο το σύστηµα και θα γινόταν αληθινά πλούσιος. Έτσι

γεννήθηκε ο Καρλ.

26.

Page 140: i Legewna Twn Psuxwn

140

140

Η εκδροµή είχε µεγάλη επιτυχία. Τα παιδιά, µε τα κινητά στο χέρι, τραβούσαν

διαρκώς φωτογραφίες. Η βαριεστηµένη ξεναγός τους µιλούσε για τον τρόπο

λειτουργίας του χρηµατιστηρίου. Δεν της φάνηκε παράξενο που δεν την προσέχανε.

Κανείς µαθητής δεν της έδινε ποτέ σηµασία. Ο Άιρτον έκανε κάποιες αθώες

ερωτήσεις του τύπου: «Είναι βαρύ το κτίριο;» «Πόσο παλιές είναι αυτές οι κολώνες;»

και γελούσε µόνος του. Ο Δάσκαλος αναγκάστηκε να τον τραβήξει έξω για να τον

κάνει να σταµατήσει.

«Καθηµερινά διακινούνται δισεκατοµµύρια ευρώ εδώ µέσα», είπε κάποια

στιγµή η ξεναγός. Αυτή ήταν µια πληροφορία που πάντα έκανε εντύπωση στα παιδιά.

«Εσείς τι µισθό παίρνετε;» τη ρώτησε ο Τσε και για µια στιγµή φάνηκε σαν να

σταµάτησε κάθε θόρυβος µέσα στην αίθουσα. Έτσι τουλάχιστον ένιωσε η ξεναγός.

Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα µέχρι να συνέλθει. Σιχαινόταν τη δουλειά της,

όχι επειδή ήταν βαρετή ή επειδή ο µισθός της ήταν ανάλογος κάθε κατώτερου

υπαλλήλου. Αυτό που την πείραζε ήταν ο τρόπος που την αντιµετώπιζαν οι

χρηµατιστές. Λες και δεν υπήρχε, λες και ήταν σερβιτόρα που µπλεκόταν µέσα στα

τόσο πολυάσχολα και ακριβοπληρωµένα παπούτσια τους. Τις ώρες πριν αρχίσουν οι

ξεναγήσεις έπρεπε να τους πηγαίνει καφέ. Ήταν ανάµεσα στα καθήκοντα της κι αυτό.

Πολλές φορές είχε σκεφτεί να βρίσει έναν από αυτούς τους φαντασµένους νεαρούς

που νόµιζαν ότι ήταν οι κυρίαρχοι του κόσµου. Ή να του αδειάσει στο κεφάλι τον

καφέ και να αποχωρήσει δείχνοντας τους το µεσαίο δάκτυλο. Όµως η ανεργία εκεί

έξω είχε φτάσει το τριάντα τοις εκατό. Ποτέ δε θα τολµούσε. Γι’ αυτό και έπρεπε να

δικαιολογήσει αυτήν την ατολµία.

«Πληρώνοµαι πολύ καλά», είπε, «και έχω την ευχαρίστηση να δουλεύω σε

ένα τόσο υπέροχο κτίριο. Το οποίο, παρεµπιπτόντως, χτίστηκε το 1905, από το Γάλλο

αρχιτέκτονα...»

Ο Τζορτζ σκούντησε τον Τσε.

«Και γκρεµίστηκε το 2023 από τον δεκαεξάχρονο µαθητή Ερνέστο Γκεβάρα»,

του είπε στο αυτί.

«Γνωστό και ως Τσε», έκανε εκείνος και γέλασε.

Και συνέχισαν να βγάζουν φωτογραφίες αδιαφορώντας για την ξεναγό που

προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι έκανε κάτι πολύ σηµαντικό.

Η Αλεξάνδρα µε τη Μαρί επιθεωρούσαν τις κολώνες.

Page 141: i Legewna Twn Psuxwn

141

141

«Σε τι ύψος είναι καλύτερο να τα βάλουµε;» αναρωτήθηκε η Αλεξάνδρα.

«Στη βάση», είπε η Μαρί. «Δε θα έχουµε χρόνο να µετράµε. Οπότε ακριβώς

στη βάση είναι το καλύτερο. Το δάπεδο θα δυναµώσει και την έκρηξη.»

Η Αλεξάνδρα συµφώνησε µε ένα κούνηµα του κεφαλιού. Ακόµα δεν είχε

ξεπεράσει τη ρατσιστική της διάθεση, όµως στιγµή µε τη στιγµή αναγνώριζε στο

πρόσωπο της νεαρής τσιγγάνας µια αληθινή µεγαλοφυΐα, ακόµα και σε θέµατα που

δεν είχαν να κάνουν µε τη χηµεία.

«Από παιδί ήθελα να γίνω χρηµατιστής», είπε ο Καρλ στην Υπατία, και έδειξε

τους ιδρωµένους νεαρούς που έπαιζαν τον κόσµο στα δάκτυλα τους. «Όλοι µαζί δε µε

φτάνουν στα µαθηµατικά...»

«Γιατί άλλαξες γνώµη;» τον ρώτησε η Υπατία.

«Δεν έχω αλλάξει», είπε εκείνος και της χαµογέλασε. «Αν είχα ένα

εκατοµµύριο ευρώ θα µπορούσα να ανατινάξω, όχι µόνο το κτίριο, αλλά όλα τα

χρηµατιστήρια του κόσµου. Χωρίς να χρειάζοµαι εκρηκτικά.»

«Αλλά σου λείπει το εκατοµµύριο.»

«Το δουλεύω κι αυτό», είπε αινιγµατικά ο Καρλ.

Η Υπατία ήξερε ότι ο Καρλ δούλευε µε ένα «σκουλήκι» τραπεζικών

λογαριασµών. Το «σκουλήκι» έµπαινε στο παγκόσµιο δίκτυο Maestro και

απορροφούσε ένα κλάσµα του ευρώ από κάθε κατάθεση. Οι ίδιοι οι καταθέτες δεν το

καταλαβαίνανε, αλλά οι υπολογιστές της κάθε τράπεζας χτυπούσαν συναγερµό.

Επιπλέον ο Καρλ έπρεπε να βρει τον τρόπο να κάνει τη µεταφορά σε δικό του

λογαριασµό χωρίς να τον εντοπίσουν. Μια υποτίµηση του νοµίσµατος ή µια αλλαγή

νοµίσµατος θα τον βοηθούσε πολύ, προκειµένου να καλύψει τα ίχνη του, όµως είχε

να γίνει υποτίµηση από τη δεκαετία του ογδόντα, όταν ακόµα χρησιµοποιούσαν το

εθνικό και όχι το ευρωπαϊκό νόµισµα. Αν είχε το εκατοµµύριο που ήθελε ίσως να

πετύχαινε την κατάρρευση του ευρωπαϊκού τραπεζικο-πιστωτικού συστήµατος. Αλλά

για να έχει το εκατοµµύριο έπρεπε να συµβεί η υποτίµηση. Ήταν φαύλος κύκλος και

ο Καρλ έψαχνε τον τρόπο για να τον τετραγωνίσει.

Έτσι όπως είχαν χωριστεί αυθόρµητα σε δυάδες ο Μαχάτµα είχε βρεθεί δίπλα

στον Αδόλφο. Εκείνος, µε τα φρύδια κατεβασµένα πάνω από τα µαύρα µάτια του,

παρατηρούσε τους χρηµατιστές. Όπως στεκόντουσαν δίπλα-δίπλα έµοιαζαν πολύ

διαφορετικοί –και τόσο ίδιοι. Ο Μαχάτµα ήταν -όπως πάντα- γαλήνιος. Φαινόταν

Page 142: i Legewna Twn Psuxwn

142

142

µαλθακός, σαν ένα αγαθό παιδί που όλοι οι συµµαθητές του πειράζουν. Ήταν

µακρόστενος µε λεπτοκαµωµένα κόκαλα. Είχε γαλάζια, σχεδόν διάφανα µάτια, που

σε προδιαθέτανε να του χαµογελάσεις ή να τον κοροϊδέψεις. Η µύτη του ήταν

µακρόστενη όπως και το υπόλοιπο σώµα του. Τα µαλλιά του ήταν εξίσου άχρωµα και

είχαν αρχίσει ήδη να αραιώνουν. Αν ζούσε, σίγουρα θα έκανε φαλάκρα πριν τα

τριάντα. Δε φρόντιζε πολύ τα δόντια του και έτσι όπως ήταν φανατικός χορτοφάγος

και γενικά λιτοδίαιτος, είχε ήδη χάσει ένα, κι αυτή η έλλειψη τον έκανε σχεδόν

γραφικό όταν χαµογελούσε.

Ο Αδόλφος δίπλα του έµοιαζε σαν ένα γεροδεµένο καταχθόνιο νάνο. Ήταν

είκοσι, µπορεί και τριάντα πόντους, πιο κοντός από το Μαχάτµα. Είχε κατάµαυρα

ίσια µαλλιά που έλαµπαν σαν το τρίχωµα καθαρόαιµου σκύλου. Δυνατή

µονοκόµµατη µύτη και πηγούνι που πεταγόταν προς τα έξω. Τα χείλη του, ανάµεσα

σε δύο τόσο έντονα χαρακτηριστικά, έµοιαζαν σαν δυο γραµµές, αιώνια σφιγµένες.

Δεν είχε λαιµό και σαν λύκος στρεφόταν ολόκληρος όταν ήθελε να δει κάτι. Και

αρκεί να κοιτούσες τον καρπό του χεριού του για να καταλάβεις το µέγεθος και τη

δύναµη των οστών του.

Και όµως. Αυτοί οι τόσο διαφορετικοί εµφανισιακά άνθρωποι έµοιαζαν πάρα

πολύ, αν είχες το χρόνο να ασχοληθείς µε την ιδιαιτερότητα του βλέµµατος τους.

Γιατί τότε καταλάβαινες ότι ήταν δύο άνθρωποι µε ένα τουλάχιστον κοινό

χαρακτηριστικό: Τίποτα δεν µπορούσε να τους λυγίσει. Η διαφορά τους ήταν στον

τρόπο που αντιµετώπιζαν κάθε πρόκληση. Ο Γκάντι σκεφτόταν: «Το δίκαιο θα

θριαµβεύσει» και χαµογελούσε. Ο Αδόλφος σκεφτόταν: «Μόνο ο πιο ισχυρός

θριαµβεύει», και έσφιγγε τα χείλη.

«Θα τους νικήσουµε», είπε κάποια στιγµή ο Μαχάτµα, κοιτώντας τους

χρηµατιστές και τον ηλεκτρονικό πίνακα πάνω από τα χέρια του, τον πίνακα που

επηρέαζε τον κόσµο πιο πολύ και από κάθε πυρηνική κεφαλή. «Δε γίνεται αλλιώς.»

«Θα τους νικήσουµε», συµφώνησε ο Αδόλφος. «Γιατί είµαστε

αποφασισµένοι.»

Ο Δάσκαλος µπήκε µέσα µε τον Άιρτον. Είχε προσπαθήσει να τον πείσει να

µη µιλάει, όµως εκείνος, µε το που βρέθηκε κοντά στην ξεναγό, τη ρώτησε τι κάνει

τα βράδια, εκεί γύρω στα µεσάνυχτα. Ο Δάσκαλος τράβηξε τον Άιρτον, ζήτησε

συγνώµη από την ξεναγό, και τον έφερε δίπλα στον Παύλο. Αυτό ήταν το χειρότερο

Page 143: i Legewna Twn Psuxwn

143

143

που θα µπορούσε να του κάνει. Ο Παύλος, όπως ο πρόγονος του, είχε παντελή

έλλειψη του χιούµορ. Αν ξεκινούσες να του λες το καλύτερο ανέκδοτο του κόσµου,

όπως αυτό µε τη γυναίκα και το πιο άσχηµο µωρό, που µπαίνουν σε ένα λεωφορείο, ο

Παύλος θα σε ρωτούσε, πολύ σοβαρά, «τι εννοείς όταν λες το πιο άσχηµο µωρό του

κόσµου;» Και δε θα σε άφηνε να συνεχίσεις το ανέκδοτο. Θα σου έλεγε ότι κανένα

µωρό δεν είναι άσχηµο, ειδικά για τα µάτια της µητέρας του. Και ότι η ασχήµια ή η

οµορφιά είναι αξίες που υπόκεινται στις εκάστοτε κοινωνικές προτιµήσεις. Τον

δέκατο ένατο αιώνα η γυναίκα έπρεπε να είναι παχουλή και άσπρη. Τον εικοστό,

αδύνατη και µαυρισµένη. Τον εικοστό πρώτο, γυµνασµένη και... Και πριν

ολοκληρώσει την πραγµατεία του περί κάλλους και αισθητικής εσύ ήθελες να πέσεις

σε ένα δροσερό ποταµό και να αφήσεις τη ζωή σου στα χέρια του ρεύµατος.

Αντίθετα ο Άιρτον τίποτα δεν έπαιρνε στα σοβαρά ή τουλάχιστον αυτήν την

εντύπωση ήθελε να αφήνει. Ήταν δικαίως ο κλόουν της τάξης, αυτός που έλεγε

αστεία κάθε στιγµή, ακόµα και όταν κανείς δεν είχε τη διάθεση να γελάσει. Δεν ήταν

ολωσδιόλου ηλίθιος. Ο εγκέφαλος του λειτουργούσε µε περισσότερες στροφές από

τον κινητήρα της πειραγµένης Άλφα Ροµέο του. Αλλά δεν άντεχε τη βαρύτητα, όπως

µισούσε και τη βραδύτητα. Οι αρχαίοι Κινέζοι, όπως και οι Έλληνες, θεωρούσαν τη

χελώνα ως το ζώο της σοφίας. Ο Παύλος ήταν χελώνα. Ο Άιρτον ήταν λαγός.

Χαιρόταν τη ζωή του και όποτε έβρισκε την ευκαιρία καθόταν στη σκιά να

µασουλήσει λίγα καρότα. Αδιαφορώντας αν η χελώνα θα κέρδιζε την κούρσα. Ίσως

να προαισθανόταν κι αυτός, όπως ο Γκάντι, ότι σύντοµα θα πέθαινε. Γι’ αυτό δεν

έχανε χρόνο µε σκέψεις που του έτρωγαν χρόνο.

«Αυτό που βλέπω σήµερα», του είπε ο Παύλος σαν βρέθηκε δίπλα του, «είναι

µια αυτοκρατορία που καταρρέει. Κι εµείς θα ξεκινήσουµε το γκρέµισµα.»

«Αυτό που βλέπω εγώ», του είπε ο Άιρτον, «είναι δυο ωραία κωλαράκια. Και

δεν ξέρω ποιο είναι το καλύτερο.»

Κοιτούσε εναλλάξ την Υπατία και τη Μαρί. Την πίσω µεριά τους.

«Πως µπορείς να σκέφτεσαι κώλους; Μια τέτοια στιγµή;» τον ρώτησε σοβαρά

ο Παύλος.

«Ειδικά µια τέτοια στιγµή τι καλύτερο θα µπορούσα να σκέφτοµαι;»

απάντησε ο Άιρτον.

Page 144: i Legewna Twn Psuxwn

144

144

Νόµιζε ότι µε αυτή τη φράση θα τον σταµατούσε, αλλά ο Παύλος είχε πολλά

ακόµα να πει. Ξεκίνησε να µιλάει και ο Άιρτον βαριαναστέναξε.

Λίγο µετά η ξενάγηση τέλειωσε –προς µεγάλη ανακούφιση του Άιρτον- και οι

µαθητές της λεγεώνας βγήκαν στο δρόµο.

«Προτείνω ένα γεύµα. Για να δεθούµε καλύτερα», είπε ο Δάσκαλος και

ξεκίνησε να περπατάει µπροστά από την οµάδα του.

Στο δρόµο η Μαρί πλησίασε την Υπατία.

«Είσαι παρθένος, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε.

Η Υπατία προσπάθησε να καταλάβει αν εννοούσε το ζώδιο της ή την

κατάσταση του παρθενικού της υµένα.

«Στο ζώδιο εννοώ», εξήγησε η Μαρί, αφού την άφησε να βασανίζεται για λίγη

ώρα.

«Είµαι», είπε η Υπατία. «Γιατί;»

«Είναι παράξενο», είπε η Μαρί και πλησίασε την Αλεξάνδρα.

«Εσύ είσαι του αέρα», της είπε και αφού το σκέφτηκε λιγάκι πρόσθεσε:

«Υδροχόος».

Η Αλεξάνδρα το αποδέχτηκε, λιγάκι παραξενεµένη. Η Μαρί στη συνέχεια και

µέχρι να φτάσουν στην ταβέρνα όπου ο δάσκαλος θα τους έκανε το τραπέζι

προσέγγισε όλους τους συµµαθητές της για να µάθει τα ζώδια τους. Οι περισσότεροι

απαντούσαν και για τους περισσότερους έκανε σωστή πρόβλεψη. Μόνο ο Παύλος

την κοίταξε αποτιµητικά.

«Δεν µπορεί να πιστεύεις σε τέτοιες ανοησίες», της είπε.

«Ιχθείς», διαπίστωσε σωστά η Μαρί και πλησίασε τον Άιρτον.

Έτσι έµαθε τα ζώδια όλων. Ο Αδόλφος ταύρος και ο Μαχάτµα ζυγός. Ο Τσε

κριός, ο Καρλ αιγόκερως και ο Άιρτον δίδυµος. Η Αλεξάνδρα υδροχόος και ο Τζορτζ

τοξότης. Ο Παύλος ιχθείς και η Υπατία παρθένος.

«Κι εσύ;» τη ρώτησε ο Τζορτζ.

«Σκορπιός», είπε η Μαρί και η Υπατία τη ζήλεψε. Γιατί αυτό ήταν το ζώδιο

του σεξ, κάτι που όλοι το ήξεραν.

Καθώς ο Δάσκαλος έµπαινε στην ταβέρνα για να κανονίσει για το τραπέζι

τους η Μαρί στάθηκε στην πόρτα και µίλησε στους συµµαθητές της.

Page 145: i Legewna Twn Psuxwn

145

145

«Δεν βλέπετε κάτι περίεργο;» τους ρώτησε.

«Εγώ µπορώ να δω την άκρη του σουτιέν σου από ‘δω πάνω», είπε ο Άιρτον

που πιο γρήγορα απ’ όλους είχε ξεχάσει τις ρατσιστικές του προκαταλήψεις.

«Δε λέω γι’ αυτό», είπε η Μαρί χαµογελώντας και σηκώνοντας το φόρεµα

της. «Είµαστε δέκα και όλοι ανήκουµε σε διαφορετικό ζώδιο. Τι πιθανότητες

υπάρχουν να έγινε αυτό τυχαία;»

Ο Καρλ βάλθηκε να υπολογίζει τις πιθανότητες. Τα ζώδια είναι δώδεκα. Οι

µαθητές δέκα. Αν ο πρώτος µαθητής είναι κάποιο ζώδιο τότε ο δεύτερος, σύµφωνα µε

τις πιθανότητες έχει ένα προς έντεκα πιθανότητες να ανήκει σε κάποιο άλλο. Και ο

τρίτος έχει ένα προς δέκα πιθανότητες, ο τέταρτος ένα προς εννιά...

«Φτάνει, Καρλ», του είπε η Μαρί. «Απλά ήθελα να σας πω ότι κάτι παράξενο

συµβαίνει.»

«Η αστρολογία δεν είναι επιστήµη», είπε ο Παύλος. «Είναι, στην καλύτερη

περίπτωση, µια αµφίβολη πεποίθηση.»

«Το µόνο µη αµφίβολο στη ζωή είναι ο θάνατος», του είπε η Μαρί.

«Είµαστε δέκα», είπε η Υπατία. «Ποια ζώδια λείπουν;»

«Το λιοντάρι και ο καρκίνος», απάντησε η Μαρί. «Τα πιο δυνατά στοιχεία.

Σαν το υδρογόνο και τον άνθρακα.»

«Αρνούµαι να συµµετέχω σε µια τέτοια συζήτηση», είπε ο Παύλος και µπήκε

στην ταβέρνα.

«Για πρώτη φορά θα συµφωνήσω µε τον Παύλο», είπε ο Τσε και τον

ακολούθησε.

Ο Αδόλφος πήγε πίσω τους, χωρίς να µιλήσει.

«Στ’ αλήθεια πιστεύεις στα ζώδια;» τη ρώτησε ο Καρλ.

«Δεν πιστεύω σε τίποτα», είπε η Μαρί. «Είµαι τσιγγάνα, µην το ξεχνάς. Αλλά

είµαι και επιστήµονας, γι’ αυτό πιστεύω στα πάντα. Μέχρι να αποδείξω το αντίθετο.»

«Έτσι πρέπει να σκέφτεται ένας επιστήµονας», είπε ο Μαχάτµα. «Όλα είναι

δυνατά, εκτός και αν αποδειχτεί ότι δεν είναι.»

«Αξίωµα των µαθηµατικών», είπε ο Κάρλ. «Η έλλειψη απόδειξης δεν είναι

απόδειξη έλλειψης.»

«Αυτό», είπε ο Μαχάτµα, «νόµιζα ήταν σχολαστικό επιχείρηµα υπέρ της

ύπαρξης του θεού.»

Page 146: i Legewna Twn Psuxwn

146

146

«Όλα είναι µαθηµατικά», είπε η Υπατία. «Ακόµα και ο θεός.»

«Ω, θεέ µου», είπε ο Άιρτον κοιτώντας τον ουρανό. «Δεν τους ακούς τι λένε

για σένα αυτοί οι... βλάσφηµοι;» Έπιασε τον Τζορτζ και του είπε, δήθεν συνωµοτικά:

«Πάµε µέσα, Γιωργάκη, γιατί σε λίγο θ’ αρχίσει ο Δίας τα αστροπελέκια.»

Μπήκαν στην ταβέρνα καλύπτοντας τα κεφάλια τους και γελώντας.

Η Υπατία µαγνητίστηκε από το βλέµµα του Μαχάτµα. Παρακολουθούσε τους

δυο συµµαθητές του µε έναν τρόπο που µόνο σε ερωτευµένο άρµοζε. Όταν κατάλαβε

ότι τον κοιτούσε της χαµογέλασε.

«Οι άνθρωποι δεν ξέρουν πόσο ευλογηµένοι είναι», της είπε.

Η Υπατία δεν είχε νιώσει ποτέ ευλογηµένη για κάτι, ακόµα κι αν ποτέ δεν είχε

πεινάσει ούτε είχε χρειαστεί να βγει στο πεζοδρόµιο για να επιβιώσει. Μπήκε κι αυτή

µέσα, προσπαθώντας να καταλάβει τι έλειπε από τη ζωή της. Οι υπόλοιποι

συµµαθητές ακολούθησαν, έχοντας ο καθένας κάτι διαφορετικό στο µυαλό του.

Ο Δάσκαλος τους έδειξε τις θέσεις τους και έκατσε.

«Σαν το µυστικό δείπνο µου µοιάζει», είπε ο Παύλος.

«Μπορεί και να είναι», είπε εκείνος. «Χωρίς σταύρωση και ανάσταση όµως.»

«Κάποιος θα σε προδώσει, δάσκαλε, πες µας ποιος είναι ο Ιούδας», είπε για

αστείο ο Άιρτον και όλοι σκεφτήκανε τον Αδόλφο. Η σκέψη και µόνο τους έκανε να

νιώσουν τύψεις και η σιωπή που κατακάθισε στο τραπέζι βάρυνε τα φρύδια του

Αδόλφου.

«Ο Ιούδας ήταν ο σηµαντικότερος µαθητής του Ιησού», είπε ο Δάσκαλος.

«Χωρίς αυτόν δε θα υπήρχε σταύρωση ούτε χριστιανισµός.»

Ο Παύλος σκέφτηκε να φέρει αντιρρήσεις. Όλοι ήξεραν ότι ο σηµαντικότερος

απόστολος ήταν ο Παύλος. Αυτός δηµιούργησε το χριστιανισµό όπως τον ξέρουµε,

µε τις επιστολές του, και όχι ο Ιούδας µε το φιλί του. Ούτε καν ο ίδιος ο Χριστός που

φαινόταν να αγνοεί ή να απαξιώνει τη δύναµη του γραπτού λόγου. Τα λόγια πετάνε,

τα γραπτά µένουν και τι θα ήταν ο Σωκράτης αν ο Πλάτωνας δεν τον είχε

συµπεριλάβει στους διάλογους του;

Δεν είπε τίποτα γιατί µια καινούρια σκέψη ξεκίνησε να παίρνει σχήµα στο

µυαλό του: Ό,τι ήταν ο Πλάτωνας για το Σωκράτη και ο απόστολος Παύλος για τον

Ιησού, θα ήταν εκείνος για το Δάσκαλο. Και αν η επανάσταση τους πετύχαινε, διόλου

απίθανο, θα κέρδιζε µια θέση ανάµεσα στους µεγαλύτερους άντρες όλων των εποχών.

Page 147: i Legewna Twn Psuxwn

147

147

Η µαταιοδοξία είναι το πιο συνηθισµένο ελάττωµα των εφήβων –των ανθρώπων

ίσως- και ο Παύλος ένιωσε να πνίγεται από αυτήν. Και του άρεσε πολύ.

«Επιπλέον ο Ιούδας έκανε κάτι», συνέχιζε ο Δάσκαλος, «που οι θεολόγοι και

οι χριστιανοί το θεωρούν την ανώτατη αµαρτία, µεγαλύτερη και από την υποτιθέµενη

προδοσία. Αυτοκτόνησε... Θα µπορούσε να ζητήσει συγχώρεση, να παραδεχτεί το

λάθος του και να συνεχίσει να ζει. Το ίδιο θα µπορούσε να κάνει και ο Σωκράτης, αν

και εκείνος δεν έκανε κάποιο λάθος, σύµφωνα µε τη φιλοσοφία του πάντα. Ο

Σωκράτης δεν απέδρασε όταν ο µαθητής του τον πληροφόρησε ότι είχε πληρώσει

τους φύλακες του. Μόνος του πλήρωσε το κώνειο, µόνος του το ήπιε. Ο ένας έµεινε

αθάνατος και ένδοξος, ο άλλος αθάνατος και άτιµος. Καταδικασµένος ως το απόλυτο

κακό, το παράδειγµα προς αποφυγή. Ίσως και να καίγεται στις αιώνιες πυρές της

κόλασης. Όµως, αυτό που κανείς παπάς δε θα σας πει ποτέ, αποδέχτηκε ως τίµιος

άνθρωπος τις συνέπειες της πράξης του. Ακριβώς όπως ο Σωκράτης. Δεν προσπάθησε

να δικαιολογηθεί ούτε να αποφύγει την τιµωρία που του αναλογούσε. Ακόµα

καλύτερα κι απ’ τον Ιησού, ήπιε το πικρό του ποτήρι χωρίς καθόλου να παραπονεθεί

γι’ αυτό. Σκεφτείτε ‘το: Ακόµα και ο ίδιος ο θεός, αν θέλουµε να µιλάµε ως

χριστιανοί, δίστασε µπροστά στο θάνατο. Ο άνθρωπος, ο προδότης, ο κακούργος, δεν

έκανε κανέναν συµβιβασµό.»

«Δάσκαλε», του είπε ο Άιρτον κοιτώντας ‘τον όσο πιο σοβαρά µπορούσε.

«Αρκεί να µην προσπαθήσεις να πλύνεις τα πόδια µου. Φοράω τις ίδιες κάλτσες µια

βδοµάδα τώρα.»

Όλοι γελάσανε, ακόµα και ο Δάσκαλος.

«Σ’ ευχαριστώ, Άιρτον», του απάντησε. «Η κωµωδία είναι το πιο ανθρώπινο

χαρακτηριστικό των ανθρώπων και µερικές φορές το ξεχνάω.»

«Ο Ιησούς ποτέ δε γελούσε, ενώ-» ξεκίνησε να λέει ο Παύλος, αλλά ο Τσε,

που καθόταν δίπλα του, τον χτύπησε στον ώµο για να σταµατήσει.

«Κοφ’ το, φιλαράκι. Τέρµα η κατήχηση για σήµερα», του είπε και ο Παύλος

κατέβασε το κεφάλι.

«Πράγµατι», είπε ο Δάσκαλος. «Ώρα για φαΐ... Πάρτε ό,τι τραβάει η όρεξη

σας, κερνάει η λεγεώνα.»

Page 148: i Legewna Twn Psuxwn

148

148

Φώναξαν το σερβιτόρο και ξεκίνησαν να παραγγέλνουν. Ο Τσε ζήτησε και

κρασί. Ο σερβιτόρος σήκωσε λίγο τα µάτια για να πάρει τη συγκατάθεση του

Δασκάλου.

«Τα παιδιά συνοδεύονται», είπε εκείνος. «Φέρε ό,τι θέλουν.»

Λίγο µετά κρατούσαν τα ποτήρια στα χέρια τους. Τσουγκρίσανε, µα πριν

πιουν κοίταξαν το δάσκαλο τους, περιµένοντας από αυτόν µια πρόποση.

«Είθε να ζήσετε σε έναν κόσµο ελεύθερο», του είπε και ήπιαν.

Καθώς έτρωγαν από τα πρώτα πιάτα που ήρθαν στο τραπέζι η Μαρί µίλησε

στο Δάσκαλο.

«Τι γνώµη έχεις για τα ζώδια;» τον ρώτησε. Η Μαρί και ο Τζορτζ ήταν οι

µόνοι από τους µαθητές που του µιλούσαν στον ενικό.

«Τα αστρολογικά εννοείς;» είπε εκείνος καταπίνοντας την µπουκιά του.

«Αυτά ακριβώς».

«Δεν τα απορρίπτω. Τίποτα δεν απορρίπτω.»

«Το ξέρετε ότι όλοι µας ανήκουµε σε διαφορετικό ζώδιο;»

«Φυσικά», είπε ο Δάσκαλος και γέµισε το ποτήρι του.

«Τυχαίο είναι;»

«Τίποτα δεν είναι τυχαίο.»

«Περιµένετε», είπε ο Καρλ. «Αν δεν είναι τυχαίο, σηµαίνει ότι µας επιλέξατε

σύµφωνα µε τα ζώδια µας.»

«Αν ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο θα έβρισκα δέκα µαθητές, µε διαφορετικά

ζώδια, και θα τους καλούσα. Τι πιθανότητες θα υπήρχαν, Καρλ, να είναι απόγονοι

σηµαντικών ανθρώπων, όπως εσείς;»

«Απειροελάχιστες, εκτός και αν εµείς δεν είµαστε οι µετεµψυχώσεις κάποιων

σηµαντικών –όπως είπατε- ανθρώπων.»

«Τι ζώδιο είστε εσείς;» ρώτησε η Μαρί. «Η γιαγιά µου ίσως να καταλάβαινε,

αλλά εγώ αµφιταλαντεύοµαι ανάµεσα σε δύο.»

«Σε ποια;» ρώτησε ο Δάσκαλος σαν χαµογελαστός και χορτάτος Βούδας.

«Λιοντάρι ή καρκίνος.» Τα µάτια της έµοιαζαν να κάνουν ανασκαφές στην

ουσία του Δασκάλου.

«Τα πέτυχες και τα δύο», είπε εκείνος. «Γεννήθηκα στις 22 Ιουλίου, περίπου

τα µεσάνυχτα. Η µητέρα µου πέθανε στη γέννα, αλλά δεν νοµίζω και εκείνη να

Page 149: i Legewna Twn Psuxwn

149

149

κοιτούσε το ρολόι. Στο πιστοποιητικό γράψανε δώδεκα, αλλά πάλι δε νοµίζω να

υπάρχει κάποιος που να πιστεύει ότι αυτό ήταν ακριβές... Εξάλλου», συνέχισε αφού

κατάπιε χωρίς σχεδόν να το µασήσει λίγο κοτόπουλο, «είµαι και σκορπιός. Όπως κι

εσύ.»

«Στον ωροσκόπο;» ρώτησε η Μαρί.

«Όχι», έκανε ο Δάσκαλος. «Στη σύλληψη... Οι γονείς µου µε συνέλαβαν στις

26 Οκτωβρίου.»

«Πως», πήγε να ρωτήσει η Υπατία.

«Το θυµάµαι», είπε ο Δάσκαλος.

Όλοι, ακόµα και ο Άιρτον που µέχρι εκείνη την ώρα προτιµούσε να κοιτάζει

το ντεκολτέ της Μαρί, ακόµα και ο Αδόλφος που καθόλου δεν ενδιαφερόταν για

ζώδια, ακόµα και ο Παύλος που οραµατιζόταν µεγαλεία, όλοι, στράφηκαν προς το

Δάσκαλο.

«Εννοείται ότι σας το είχαν εκµυστηρευτεί οι γονείς σας», είπε η Υπατία που

δεν ήθελε να φαντάζεται ότι θα ακούσει κάτι άλλο από το δάσκαλο της.

«Όχι», απάντησε εκείνος αβίαστα, ενώ ήξερε ότι εκείνη τη στιγµή παιζόταν η

αυθεντία του. «Το θυµάµαι γιατί το έχω ζήσει.»

Ανήσυχοι οι µαθητές αλληλοκοιταχτήκανε. Ο Δάσκαλος τους, αυτός που τους

είχε µπλέξει σε µια τόσο επικίνδυνη περιπέτεια ήταν τρελός;

«Πόσων χρονών νοµίζετε ότι είµαι;» τους ρώτησε ο δάσκαλος.

Κανείς δεν ήθελε να απαντήσει. Φοβόντουσαν ότι θα τους έλεγε πεντακοσίων

ή ότι είναι αθάνατος, και τότε θα έπρεπε να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους µαζί

του. Ή θα τον λάτρευαν ως θεό ή θα τον έκλειναν στο ψυχιατρείο. Και αυτή είναι µια

πολύ δύσκολη απόφαση.

«Ελάτε, πείτε, µη φοβάστε ότι θα µε προσβάλετε», είπε εκείνος.

«Εξήντα κάτι;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Θα το ‘θελα», απάντησε ο Δάσκαλος.

«Εκατόν δώδεκα;» είπε ο Τσε έτοιµος να σηκωθεί και να φύγει.

«Μακάρι να φτάσω τα ενενήντα εννιά και τα υπόλοιπα χάρισµα σου.»

«Δώδεκα;» ρώτησε ο Άιρτον.

«Έτσι αισθάνοµαι», απάντησε ο δάσκαλος χαµογελώντας.

«Εβδοµήντα», είπε η Μαρί.

Page 150: i Legewna Twn Psuxwn

150

150

«Και πέντε», έδωσε τη λύση ο δάσκαλος.

«Δε σας φαίνεται», είπε η Υπατία. «Με τίποτα.» Όλοι συµφώνησαν.

«Ευχαριστώ», είπε ειλικρινά ο δάσκαλος.

«Μάλλον ποτέ δεν παντρευτήκατε, γι’ αυτό», είπε ο Άιρτον.

Άξαφνα το πρόσωπο του δασκάλου σκοτείνιασε. Πήγε να πει κάτι, αλλά αντ’

αυτού σήκωσε το ποτήρι του και ήπιε. Η Αλεξάνδρα πάτησε τον Άιρτον, για να του

δείξει ότι είχε κάνει γκάφα. Εκείνος, που η διακριτικότητα δεν συγκαταλεγόταν

ανάµεσα στα προτερήµατα του, φώναξε.

«Τι πατάς;» της είπε.

«Είναι πολλά που δεν ξέρετε για µένα», είπε ο δάσκαλος. «Ουσιαστικά δεν

ξέρετε τίποτα για µένα. Και αυτό δεν είναι δίκαιο... Όχι, δε θα σου πλύνω το

πονεµένο σου πόδι, Άιρτον, και νοµίζω ότι ούτε ο Ιησούς έκανε στ’ αλήθεια κάτι

τέτοιο µε τους µαθητές του. Όµως οφείλω να σας πω κάποια πράγµατα για µένα, για

να καταλάβετε ποιος είναι αυτός που σας έφερε εδώ.»

Ζήτησε από τον σερβιτόρο µισό κιλό κρασί ακόµα και αφού γέµισε το ποτήρι

του ξεκίνησε να µιλάει.

27.

Ο Δάσκαλος γεννήθηκε το 1948 στην πιο βροχερή πόλη της Αµερικής. Ήταν

κατακαλόκαιρο, αλλά έξω έβρεχε. Πάντα βρέχει στο Σηάτλ. Κι όταν δε βρέχει

ψιχαλίζει. Άµα δεν ψιχαλίζει, ο ουρανός ετοιµάζεται για µπόρα. Κι άµα έξω ο ήλιος

λάµπει τότε καλύτερα να πάρεις την οµπρέλα σου.

Ήταν το πρώτο –και τελευταίο- παιδί της Ρεβέκκας Λόνγκµαν και του Μιχάλη

Αθανασούλη . Οι γονείς του συναντηθήκανε µετά τον πόλεµο στην

πανεπιστηµιούπολη. Εκείνη ήταν φοιτήτρια καλών τεχνών και εκείνος δίδασκε

φιλοσοφία. Όπως συµβαίνει µε όλους τους ανθρώπους που συναντάνε το πλατωνικό

τους ήµισυ, ερωτεύτηκαν σφόδρα. Ξεπεράσανε χωρίς καθόλου να το σκεφτούν τις

θρησκευτικές τους διαφορές και οι γονείς τους τούς αποκλήρωσαν. Η Εβραία και ο

Page 151: i Legewna Twn Psuxwn

151

151

χριστιανός ορθόδοξος παντρεύτηκαν σε ένα δηµαρχείο καταµεσής στην έρηµο της

Αριζόνας, ενώ έκαναν ήδη το µήνα –τους µήνες- του µέλιτος.

Όταν γύρισαν στο Σηάτλ η Ρεβέκκα ήταν ήδη στον έκτο µήνα. Ίσα που

πρόλαβαν να ετοιµάσουν το παιδικό δωµάτιο και τα νερά έσπασαν. Η Ρεβέκκα

βασανιζόταν για δύο εικοσιτετράωρα στην κλινική. Ο Μιχάλης κάπνιζε και για να

παρηγορηθεί θυµόταν τους στωικούς. Ένας από αυτούς, όταν το παιδί του είχε

πεθάνει, καθόλου δεν είχε κλάψει. Και όταν τον ρώτησε ένας συµπολίτης του

Αθηναίος γιατί δεν κλαίει, είχε απαντήσει: «Το ήξερα πως ο γιος µου ήταν θνητός».

Αυτό που δεν υπολόγισε ο Μιχάλης ήταν πως και η γυναίκα του ήταν θνητή.

Εκείνη την τόσο ζεστή µέρα του Ιουλίου, που η βροχή έπεφτε σαν κάτουρο γαϊδάρου,

περίπου στα µεσάνυχτα, γεννήθηκε ο γιος του. Και λίγο µετά, αφού η Ρεβέκκα

αγκάλιασε για πρώτη –και τελευταία- φορά το µωρό της, ο Μιχάλης έµεινε µόνος.

Δεν κατηγόρησε ποτέ το παιδί του γι’ αυτό. Ο Μιχάλης δίδασκε τους

στωικούς και είχε πάρει µαθήµατα από αυτούς. Μόνο που η ζωή του έγινε µονότονη

και ανούσια, σαν το κλαψούρισµα της γάτας του Σρέντιγκερ, που περιµένει µέσα στο

κουτί της, µέχρι κάποιος να ανοίξει την πόρτα και να ανακαλύψει αν ζει ή αν έχει

πεθάνει. Αγαπούσε το παιδί του χωρίς εξάρσεις, όπως ήταν η υπόλοιπη ζωή του. Ποτέ

δεν του φώναξε, ποτέ δεν το χτύπησε, αλλά και ποτέ δεν έκατσε στο πάτωµα να

παίξει µαζί του. Η αδελφή του, µια γεροντοκόρη που παθιαζόταν µόνο µε τον

κινηµατογράφο, ανάλαβε τα πρακτικά ζητήµατα ανατροφής του παιδιού. Το τάιζε, το

άλλαζε, το έκανε µπάνιο και το µάθαινε την αληθινή πίστη, αυτή του Κυρίου.

Ο µικρός Κώστας, που όλοι τον φωνάζανε Γκας, µεγάλωσε κάτω από τη

βροχή του Σηάτλ και τη συναισθηµατική ανυδρία του πατέρα του και της θείας του.

Ήταν άριστος ως µαθητής και άχρηστος ως άνθρωπος. Ο πατέρας του τού είχε

κληροδοτήσει την απάθεια και η θεία του την απέχθεια για καθετί σωµατικό.

Βρέθηκε στο πανεπιστήµιο του Σαν Φραντσίσκο το 1965 για να σπουδάσει

κοινωνιολογία και καθόλου δεν τον ενδιέφερε τι θα µπορούσε να συµβεί στην

κοινωνία µια εποχή που όλα έτειναν στην αλλαγή.

Το 1965 το Σαν Φραντσίσκο ήταν το επίκεντρο ενός τροµακτικού σε ένταση –

αν και µικρού σε διάρκεια- σεισµού που θα ταρακουνούσε όλη την υφήλιο. Δεν είχε

να κάνει µε τεκτονικές πλάκες, αλλά µε λουλούδια και αγάπη. Τα παιδιά που

γεννήθηκαν µετά το δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο και µεγάλωσαν στην κοµφορµιστική

Page 152: i Legewna Twn Psuxwn

152

152

απάθεια του ’50 έγιναν τα «παιδιά των λουλουδιών», οι χίππις που µε το ντύσιµο, τη

µουσική τους και την ανάγκη τους για αγάπη θα έκαναν τη δεκαετία του εξήντα την

πιο ενδιαφέρουσα και χρωµατιστή δεκαετία που είχε περάσει ο πλανήτης.

Ο Γκας ένιωσε σαν εξωγήινος από την πρώτη µέρα που πάτησε το πόδι του

στο πανεπιστήµιο. Ήταν ένας θωρακισµένος άνθρωπος, που φορούσε ίδια ρούχα µε

τον πατέρα του, µιλούσε όπως εκείνος και µισούσε το σώµα του, γιατί η θεία του τον

είχε γαλουχήσει µε την αηδία για το σεξ, ενώ εκείνος –όπως κάθε έφηβος- ξυπνούσε

και κοιµόταν έχοντας µόνο αυτό στο µυαλό του. Νοίκιασε ένα σπίτι στο Haight-

Ashburry, µια περιοχή όπου η σεµνότερη φοιτήτρια φορούσε µίνι πάνω από το

γόνατο.

Ανήµπορος να αντιµετωπίσει τις ορδές των κοριτσιών και των φανταχτερά

ντυµένων αγοριών και ανίκανος να ενταχθεί στην κοινωνία τους ετοιµαζόταν να

παρατήσει τις σπουδές του και να γυρίσει στην αναφροδίσια ασφάλεια του πατρικού

του. Μέχρι που γνώρισε στο πανεπιστήµιο τον Rod Albin. Εκείνος ήταν φοιτητής της

ψυχολογίας και µουσικός. Μια µέρα του πρότεινε να περάσει από το σπίτι του και ο

Γκας δέχτηκε. Στον αριθµό 1090 της οδού Page, ο Albin διεύθυνε ένα από τα

σηµαντικότερα κέντρα της αυγής των χίπις. Ήταν ένα εγκαταλειµµένο µέγαρο µε µια

µνηµειώδη σκάλα από ξύλο τριανταφυλλιάς. Σε αυτό το µέρος έκαναν πρόβα τα

σηµαντικότερα συγκροτήµατα της περιοχής και όχι µόνο. Η ίδια η Janis Joplin

πήγαινε στο 1090 όταν βρισκόταν στο Σαν Φραντσίσκο. Ο Γκας τρόµαξε σαν να ήταν

πράκτορας της CΙΑ στο άνδρο της KGB. Έψαχνε την έξοδο για να φύγει όταν µια

κοπέλα, της οποίας ποτέ δεν έµαθε το όνοµα, τον τράβηξε από το χέρι και τον

ανέβασε σε ένα από τα δεκάδες υπνοδωµάτια του µεγάρου. Τις επόµενες δέκα µέρες

ο Γκας δεν πήγε στη σχολή του –δε βγήκε καν από το µέγαρο για να είµαστε

ακριβείς. Ήρθε σε επαφή µε το πρώτο –και σηµαντικότερο για εκείνον- µέρος της

χίπικης κουλτούρας: Τη σεξουαλική επανάσταση. Τη δέκατη µέρα τηλεφώνησε στον

πατέρα του και του ανακοίνωσε ότι παρατάει τις σπουδές του. Με τα λίγα λεφτά που

είχε αγόρασε τα κατάλληλα ρούχα και µια κιθάρα –δεν ήξερε να παίζει ούτε νότα,

αλλά ήταν απαραίτητο αξεσουάρ. Εγκαταστάθηκε µόνιµα στο 1090 και άφησε τα

µαλλιά του να µακραίνουν.

Λίγους µήνες µετά γνώρισε τους Χαρούµενους Πλακατζήδες και τo

λεωφορείο τους. Οι Πλακατζήδες ήταν µια οµάδα νεαρών µε αρχηγό τον Ken Kesey.

Page 153: i Legewna Twn Psuxwn

153

153

Αυτός είχε εκδώσει πριν τρία χρόνια το περίφηµο βιβλίο: «Ένα πέταγµα πάνω από τη

φωλιά του κούκου», είχε γίνει διάσηµος και πλούσιος. Αγόρασε ένα σχολικό

λεωφορείο του ’39 και αφού το εξόπλισε µε γιγάντια µεγάφωνα και το έβαψε µε

έντονα ψυχεδελικά χρώµατα έβαλε µέσα τους Πλακατζήδες και ξεκίνησαν το ταξίδι

τους. Το ταξίδι µε το “Further” –αυτό ήταν το όνοµα του λεωφορείου, ήταν διττό.

Πρώτα απ’ όλα ήταν ψυχεδελικό. Το LSD δεν είχε απαγορευτεί ακόµα. Ήταν η πιο

ισχυρή ψυχότροπη ουσία που είχε κατασκευάσει ο άνθρωπος και µέσα στο

λεωφορείο είχαν αρκετά κιλά για να «τριπάρουν» είκοσι ελέφαντες. Χωρίς να

σταµατάνε να παίρνουν από αυτό οι Πλακατζήδες ξεκίνησαν για την ανατολική ακτή

των ΗΠΑ, προκειµένου να συναντήσουν τον γκουρού του acid, τον δρ Timothy

Leary. Ο Γκας αποχαιρέτησε τη δυτική ακτή, το 1090, και τα κορίτσια που του

χάρισαν τόσο όµορφες στιγµές και µπήκε στο Further για να πάει όσο πιο µακριά

µπορούσε. Το λεωφορείο οδηγούσε ο Neal Cassady –ο άνθρωπος που έµεινε στην

ιστορία ως Dean Moriarty, ο συνοδηγός του Keroyak στη βίβλο των µπήτνικς «On the

road». Ήταν µια µυθική συντροφιά, αλλά ο Γκας δε θα θυµόταν τίποτα από όλο αυτό

το ταξίδι. Για τους Ευτυχισµένους Πλακατζήδες το lsd ήταν κάτι σαν άθληµα, σαν

αγώνας αντοχής. Έπαιρναν όσο περισσότερο µπορούσαν σαν να διαγωνίζονταν σε

έναν παράδοξο µαραθώνιο παραίσθησης. Όταν έφτασαν στον προορισµό τους δεν

είχαν την υποδοχή που περίµεναν.

Για τον δρ Τιµοθι Λίρι το lsd δεν ήταν διασκέδαση. Το 1961 ήταν ένας

αξιοσέβαστος καθηγητής ψυχολογίας σε ένα από τα σηµαντικότερα πανεπιστήµια της

Αµερικής, αυτό του Χάρβαρντ. Εκείνη την εποχή πείστηκε ότι για την ανακούφιση

των ψυχικών πόνων δεν αρκούσαν οι παραδοσιακές µέθοδοι. Βρέθηκε στο Μεξικό

και µελέτησε τα παραισθησιογόνα µανιτάρια, µέρος της τελετουργίας των Ινδιάνων.

Λίγο µετά κατάφερε να χρηµατοδοτηθεί για ένα εγκεκριµένο πρόγραµµα του

Χάρβαρντ. Χορήγησε, υπό ελεγχόµενες συνθήκες, ψιλοκυβίνη –το παράγωγο των

ιερών µανιταριών- σε 400 άτοµα (µουσικούς, συγγραφείς, φοιτητές, τροφίµους των

φυλακών). Σύντοµα µεταπήδησε στο κατά πολύ ισχυρότερο lsd. Είχε πειστεί ότι η

µεγάλη αλλαγή του ανθρώπου και της ανθρωπότητας θα γινόταν µε τις ψυχότροπες

ουσίες.

Page 154: i Legewna Twn Psuxwn

154

154

Όταν οι Χαρούµενοι Πλακατζήδες έφτασαν στο Millbrook, στο τεράστιο

γοτθικό και πέτρινο σπίτι, µε τα 63 δωµάτια, που ο Λίρι χρησιµοποιούσε ως αρχηγείο,

νόµιζαν ότι θα έβρισκαν κάποιους που χρησιµοποιούσαν το lsd για να βλέπουν ωραία

χρώµατα και άγνωστα σχήµατα. Έκαναν λάθος. Ο Λίρι είχε ιδρύσει τη Λίγκα για την

Πνευµατική Αποκάλυψη και το µότο του ήταν: «Πρέπει να βγεις από το µυαλό σου

για να χρησιµοποιήσεις το νου σου.» Οι οπαδοί του –ή θα µπορούσαµε να πούµε τα

πειραµατόζωα- έπαιρναν το lsd υπό ελεγχόµενες συνθήκες και βυθοσκοπούσαν το

ασυνείδητο τους. Κάποιοι από αυτούς –παρά τις ελεγχόµενες συνθήκες- δεν άντεξαν

τη ενδοσκόπηση και κατέληξαν για την υπόλοιπη ζωή τους σε ψυχιατρεία. Όµως ο

Λίρι συνέχιζε τις έρευνες του συνδυάζοντας ‘τες µε ταντρικό σεξ και αποσπάσµατα

από την Καινή Διαθήκη. Δεν είχε έρθει ακόµα ο καιρός που θα υποστήριζε ότι µπορεί

να µιλήσει µε τα δελφίνια, αλλά ο ήδη διαταραγµένος νους του πολλές φορές

συναντούσε το Θεό, σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις.

Ο Kesey και οι Πλακατζήδες κατέβηκαν από το λεωφορείο τους µε

χρωµατιστά καπνογόνα, ενώ τα ηχεία έπαιζαν στη διαπασών charlatans. Ο

αξιοσέβαστος δόκτωρας τους είπε να κλείσουν τη µουσική γιατί ενοχλούν τα

υποκείµενα του –ήτοι τα πειραµατόζωα- και τους κάλεσε για ένα τσάι. Εκεί τους

µίλησε για τους σκοπούς της Λίγκας, πράγµα που έκανε τους Πλακατζήδες να

βαρεθούν από τα πρώτα λεπτά. Αφού χαιρετηθήκανε µπήκαν στο further

απηυδισµένοι και έφυγαν για να γυρίσουν την Αµερική. Ο µόνος που έµεινε ήταν ο

Γκας.

Εκείνος είχε γοητευθεί από τα λόγια και το παρουσιαστικό του Λίρι, που του

θύµιζε τόσο έντονα τον πατέρα του. Τον ρώτησε αν µπορούσε να πάρει κι εκείνος

µέρος στα πειράµατα. Ο δόκτωρας τον δέχτηκε και ξεκίνησε χορηγώντας του µια

µικρή δόση lsd για να δει πως αποκρίνεται ο εγκέφαλος του. Ο Γκας είχε πολύ

δεκτικό εγκέφαλο έτσι πολύ γρήγορα πήρε σειρά για το θάλαµο αποµόνωσης.

Αυτό ήταν το πιο προχωρηµένο –και επικίνδυνο- πείραµα του Λίρι. Έκλεινε

τα υποκείµενα σε ένα απολύτως σκοτεινό δωµάτιο, µε σταθερές συνθήκες. Η

θερµοκρασία ήταν πάντα ίδια και κανένας ήχος δεν ακουγόταν. Μέσα στο δωµάτιο

υπήρχε µόνο ένα στρώµα και µια τουαλέτα. Αντί για φαΐ έπιναν ένα πρωτεϊνούχο

διάλυµα, το οποίο περιείχε µια τεράστια ποσότητα lsd. Λίγο µετά την είσοδο τους στο

δωµάτιο τα υποκείµενα ξεκινούσαν να κοιµούνται. Κοιµόντουσαν δεκαπέντε ώρες

Page 155: i Legewna Twn Psuxwn

155

155

στην αρχή, µετά δέκα, µετά έµεναν σε µια περίεργη κατάσταση ανάµεσα στην

εγρήγορση και τον ύπνο, κάτι σαν ύπνωση. Εφόσον δεν υπήρχαν εξωτερικά

ερεθίσµατα και µε τη βοήθεια του lsd ξεκινούσαν να βυθίζονται στα προσωπικά τους

οράµατα. Κάποιοι έχαναν τελείως τον έλεγχο και δεν έβγαιναν ποτέ. Οι περισσότεροι

έκαναν ένα ταξίδι στον εαυτό τους. Θυµόντουσαν µε λεπτοµέρειες την παιδική τους

ηλικία, ακόµα και πριν τα τέσσερα χρόνια. Οι πιο δεκτικοί έφταναν να θυµούνται

µέχρι και την ηµέρα της γέννησης τους. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που θυµήθηκαν και τη

ζωή τους µέσα στη µήτρα –και την περιέγραψαν ως το ανώτατο συναίσθηµα γαλήνης.

Τρεις υποστήριξαν ότι ένιωσαν τη στιγµή της σύλληψης. Ένας από τους τρεις ήταν κι

ο Γκας, αλλά εκείνος προχώρησε ακόµα βαθύτερα. Μπόρεσε να θυµηθεί και τις

προηγούµενες ζωές του.

Ο Γκας έµεινε στο θάλαµο αποµόνωσης πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλο.

Τριάντα τρεις ηµέρες. Όταν βγήκε έπρεπε να τον κρατάνε για να περπατάει και τα

µάτια του δεν έβλεπαν όπως και πριν. Κάθε άνθρωπο που κοιτούσε µπορούσε να δει

τους προηγούµενους εαυτούς του και το χρώµα της αύρας του. Ο Λίρι του έκανε

εγκεφαλογράφηµα και αναπήδησε µε τα αποτελέσµατα. Ο εγκέφαλος του

λειτουργούσε σαν µηχανή αυτοκινήτου που της έχεις βάλει κηροζίνη. Κι αυτό

σήµαινε ότι σύντοµα θα καιγόταν.

Προσπάθησε να τον κρατήσει στο Millbrook για να συνεχίσει τα πειράµατα

µαζί του. Όµως ο Γκας δεν ήταν καθόλου χαρούµενος µε αυτό που έβλεπε στο Λίρι.

Οι πρόγονοι του –τότε ακόµα δεν είχε ονοµάσει έτσι τις προηγούµενες ενσαρκώσεις-

ήταν κοινοί άνθρωποι, αλλά αυτό από µόνο του δε θα ήταν πρόβληµα. Η αύρα του

ήταν προβληµατική. Ήταν θολή και καφέ, µε εκρήξεις κόκκινου γύρω από το κεφάλι.

Ασυναίσθητα ο Γκας κατάλαβε ότι ήταν ένας άνθρωπος τον οποίο δεν έπρεπε να

εµπιστευτεί. Με την πρώτη ευκαιρία το έσκασε, και χάθηκε σε έναν κόσµο πολύ

διαφορετικό από αυτόν που θυµότανε.

28.

Page 156: i Legewna Twn Psuxwn

156

156

Ο σερβιτόρος ερχότανε όλο και πιο συχνά στο τραπέζι τους µε πρόσχηµα τα

άδεια πιάτα. Τα µάζευε µε θόρυβο και κοιτούσε στα µάτια το Δάσκαλο, που

σταµατούσε τη διήγηση του, όταν τον έβλεπε να πλησιάζει.

«Μάλλον πρέπει να φεύγουµε», είπε τελικά αυτός και του έκανε νόηµα για το

λογαριασµό. Ο σερβιτόρος φάνηκε να χαίρεται.

Οι µαθητές του, µουδιασµένοι, κοιτούσαν το τραπέζι ή τα χέρια τους.

«Άµα θέλετε, και µπορείτε, ελάτε στο σπίτι µου να σας τελειώσω την

ιστορία», τους είπε καθώς πλήρωνε.

Οι περισσότεροι του αποκρίθηκαν µε ένα βλέµµα δυσπιστίας. Ο Δάσκαλος

καταλάβαινε και δικαιολογούσε τη συµπεριφορά τους. Αυτά που τους είχε πει ήταν

πάρα πολλά για τα αυτιά τους, για τα αυτιά κάθε ανθρώπου.

«Το σπίτι µου δεν είναι µακριά. Όποιος αντέχει για περισσότερα ας έρθει για

έναν καφέ», είπε και βγήκε χωρίς να τους πιέσει περισσότερο.

Τον ακολούθησαν όλοι. Η απόσταση που κρατούσαν από αυτόν στο

πεζοδρόµιο ήταν αντιστρόφως ανάλογη της εµπιστοσύνης που του είχαν. Δίπλα του

περπατούσαν ο Μαχάτµα και ο Παύλος. Ο πρώτος θα πίστευε ότι κι αν του έλεγε ο

Δάσκαλος, ακόµα κι αν διατεινόταν ότι ήταν εξωγήινος και είχε έρθει στη Γη για να

σώσει τα ραπανάκια από τον αφανισµό. Δεν ήταν εύπιστος, απλά είχε µάθει να βλέπει

πέρα και κάτω από τις λέξεις, και σαν να µπορούσε κι αυτός να δει τις αύρες, ήξερε

ότι ο Δάσκαλος δεν έλεγε ψέµατα ούτε ήταν ανισόρροπος. Ο Παύλος από την άλλη

δεν ήταν σίγουρος αν πίστευε το Δάσκαλο. Ίσως να είχε πρόγονο και τον απόστολο

Θωµά. Αλλά δε ζήτησε να δει τους τύπους των ήλων. Θα ακολουθούσε το δάσκαλο

ακόµα και αν αποδεικνυόταν ότι ήταν απατεώνας. Γιατί η µαταιοδοξία είχε φωλιάσει

για τα καλά µέσα του και το µόνο που τον ενδιέφερε πια ήταν να δοξαστεί ως ένας

νέος απόστολος. Λίγο πιο πίσω τους ερχόταν ο Αδόλφος. Εκείνος δεν νοιαζόταν αν

όσα τους είπε ο Δάσκαλος ήταν αληθινά ή όχι. Ο σκοπός τους ήταν αληθινός και

έπρεπε να τον επιτύχουν πάση θυσία και πάση ανισορροπία. Δίπλα του περπατούσε ο

Καρλ, ο οποίος χρειαζόταν το Δάσκαλο και τη λεγεώνα για να προχωρήσει τη δικιά

του επιχείρηση. Οι υπόλοιποι έξι, σε τριάδες, είχαν µείνει λίγο πιο πίσω, ώστε να µην

ακούγονται αυτά που συζητούσαν.

«Δε µε νοιάζει κι αν είναι λιγάκι κούκου», έλεγε ο Άιρτον. «Όλοι κούκου

είµαστε, αλλιώς δε θα ήµασταν εδώ.»

Page 157: i Legewna Twn Psuxwn

157

157

«Όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι που πέρασαν από αυτόν τον πλανήτη την είχανε

την τρέλα τους», είπε ο Τσε. «Χωρίς τρέλα δε γίνεται τίποτα. Και ο Γκεβάρα, που

ξεκίνησε µε τριάντα άντρες να κατακτήσει µια χώρα δεν ήταν τρελός;»

«Αν είχε αποτύχει θα ήταν τρελός», του είπε η Υπατία. «Εφόσον πέτυχε ήταν

οραµατιστής.»

«Το θέµα είναι ότι παίζουµε τις ζωές µας», είπε η Αλεξάνδρα.

«Μα καλά», έκανε η Μαρί γελώντας. «Τώρα το καταλάβατε ότι δεν είστε

καλά στα µυαλά σας; Κι εσείς κι ο Δάσκαλος σας; Εσείς πιστεύετε ότι είστε οι

απόγονοι κάποιων πεθαµένων.»

«Άλλο αυτό», είπε η Αλεξάνδρα, «αυτό είναι διαφορετικό.»

«Σε τι;» τη ρώτησε η Μαρί και η Αλεξάνδρα προσπάθησε να βρει κάτι να

απαντήσει.

«Στο ότι δεν έχει καµιά σηµασία», απάντησε ο Τζορτζ.

Όλοι στάθηκαν για να ακούσουν τι ακριβώς εννοούσε.

«Εγώ, να σας πω την αλήθεια, ποτέ δεν πίστεψα ότι είµαι η µετενσάρκωση, η

µετεµψύχωση ή όπως το λένε τελικά, κάποιου ποδοσφαιριστή. Εντάξει, η Υπατία

είναι τόσο έξυπνη που σε κάνει να απορείς. Το ίδιο και η Μαρί, η Αλεξάνδρα, όλοι

σας. Εγώ όµως τι το ιδιαίτερο έχω πέρα από...» Γύρισε προς την Υπατία. «Πέρα από

την αναπηρία µου;»

«Δεν το είπα έτσι», ξεκίνησε να λέει η Υπατία, αλλά ο Τζορτζ της έκανε

νόηµα ότι δεν ήθελε να ακούσει τις εξηγήσεις της. Εκείνη είπε κάτι µέσα από τα

δόντια της, κάτι που έµοιαζε µε βρισιά.

«Είτε όµως είµαστε µετενσαρκώσεις είτε όχι τη δουλειά µας την κάνουµε»,

είπε η Αλεξάνδρα.

«Εγώ είµαι σίγουρα η µετενσάρκωση του Σένα. Κανείς δεν οδηγάει

καλύτερα», είπε ο Άιρτον.

«Το θέµα είναι», συνέχισε ο Τζορτζ, «αν µπορούµε να εµπιστευόµαστε το

σχέδιο ενός ανθρώπου που στην καλύτερη περίπτωση έχει λιώσει τον εγκέφαλο του

από τα πολλά ναρκωτικά.»

«Αυτό κατάλαβες απ’ όσα είπε;» τον ρώτησε µε περιφρόνηση η Υπατία.

«Εσύ που είσαι πιο έξυπνη απ’ όλους τους άντρες τι κατάλαβες;» απάντησε ο

Τζορτζ, στον ίδιο τόνο.

Page 158: i Legewna Twn Psuxwn

158

158

«Ηρεµήστε, πιτσουνάκια», έκανε η Μαρί. «Αν θέλετε να µαλώσετε νοικιάστε

κάνα δωµάτιο», και έδειξε ένα κακόφηµο ξενοδοχείο µπροστά από το οποίο

περνούσαν.

Ο Άιρτον και η Αλεξάνδρα χασκογέλασαν.

«Όσο πιο τρελός είναι κάποιος τόσο πιο πολύ τον εµπιστεύοµαι», είπε ο Τσε.

«Δε θα ακολουθούσα ποτέ κάποιον σαν τον Παύλο ή τον Καρλ. Θα προτιµούσα

ακόµα και τον Αδόλφο από εκείνους τους δύο γλείφτες. Ο Δάσκαλος πιστεύει σε αυτό

που κάνουµε και δε µε νοιάζει καθόλου αν είχε πάρει lsd ή χαµοµήλι. Ούτε αν βλέπει

τις αύρες ή νεράιδες και ξωτικά. Είµαστε µαζί σε ένα παρανοϊκό σχέδιο κι αν αυτός

είναι τρελός τότε είµαστε κι εµείς.»

«Εγώ είµαι µια χαρά», είπε ο Άιρτον κάνοντας αστείες γκριµάτσες.

«Άι γαµήσου κι εσύ», του είπε ο Τσε γελώντας.

«Πολύ ευχαρίστως», είπε ο Άιρτον και έπιασε το µπράτσο της Μαρί. «Πόσο

το χρεώνεις για έναν τρελό, οµορφούλα;» τη ρώτησε κάνοντας φούσκες µε τα σάλια

του.

Πριν να προλάβει να καταλάβει τι γινότανε η Μαρί του έδωσε µια τόσο

δυνατή γροθιά που κόντεψε να του ξεκολλήσει το σαγόνι.

«Μπράβο σου», φώναξε η Υπατία.

Ο Άιρτον κρατούσε το σαγόνι του και κοιτούσε απορηµένα τριγύρω.

Ο Δάσκαλος που έπιασε την κίνηση µε την άκρη του µατιού του ή µπορεί να

τη συναισθάνθηκε σαν µια διαταραχή της συνολικής αύρας γύρισε προς τα πίσω.

Μόλις η Μαρί έφτασε κοντά του τη ρώτησε τι είχε γίνει.

«Τίποτα», είπε εκείνη.

«Του έδωσε ότι του άξιζε», είπε η Υπατία που ερχόταν πίσω της.

Ο Δάσκαλος πλησίασε τον Άιρτον.

«Κάτι µου λέει ότι είπες χοντράδα», του είπε χαµογελώντας.

«Εγώ;» έκανε ψευδά ο Άιρτον. «Πως σου ήρθε αυτό;»

«Η τσιγγανοπούλα έχει κότσια», είπε σιγά ο Τσε.

«Και βαρύ χέρι», πρόσθεσε ο Άιρτον.

Η Υπατία είχε φτάσει τη Μαρί που προχωρούσε πια µπροστά απ’ όλους.

«Όσο πάει και σε συµπαθώ περισσότερο», της είπε.

Page 159: i Legewna Twn Psuxwn

159

159

«Δε χρειάζεται, ξανθούλα», απάντησε η Μαρί. «Κράτα τη συµπάθεια σου για

τους ανθρώπους της φυλής σου.»

Και άνοιξε το βήµα της.

«Είδες;» της σφύριξε στο αυτί ο Παύλος. «Πάντα θα υπάρχει η φυλή της και η

φυλή µας.»

«Άι χάσου, γλείφτη», του πέταξε η Υπατία.

Στα επόµενα λίγα τετράγωνα, µέχρι το σπίτι του Δασκάλου, κανείς δε

µιλούσε.

Σταθήκανε έξω από µια παλιά πολυκατοικία του εξήντα. Οι περισσότεροι

απογοητεύτηκαν. Περίµεναν κάτι πιο χλιδάτο για τον αρχηγό τους. Το κτίριο δεν είχε

ασανσέρ. Έπρεπε να ανέβουν ως τον έκτο µε τα πόδια. Για τους µαθητές αυτό δεν

ήταν πρόβληµα, αλλά προπορευόταν ο Δάσκαλος. Μετά τον τρίτο όροφο είχε

λαχανιάσει και χρειαζόταν να κοντοστέκεται κάθε τόσο για να πάρει ανάσα.

«Μήπως να µετακοµίσεις κάπου µε ασανσέρ, δάσκαλε;» του φώναξε ο Άιρτον

που ήταν λίγα σκαλοπάτια πιο κάτω. «Μη µας πάθεις και κάνα έµφραγµα τώρα που

σε χρειαζόµαστε.»

Ο δάσκαλος προσπάθησε να γελάσει, αλλά κατάφερε µόνο να βήξει.

«Θες βοήθεια;» τον ρώτησε ο Μαχάτµα και τον έπιασε απ’ τη µασχάλη.

«Τη µέρα που θα χρειαστώ βοήθεια για να ανέβω έξι ορόφους θα πάω σε

γηροκοµείο και θα αρχίσω να λύνω σταυρόλεξα», είπε ο Δάσκαλος και συνέχισε

µόνος του.

Καθώς περνούσαν πόρτες ανοίγανε και πρόσωπα µεταναστών έβγαιναν για να

κοιτάξουν τι συνέβαινε. Ο Άιρτον τους καληµέριζε όλους κι εκείνοι έµπαιναν αµέσως

µέσα χωρίς να µιλήσουν.

«Δε σταµατάς ποτέ;» τον ρώτησε η Υπατία που ερχόταν πίσω του.

«Μόνο µε γροθιές», είπε δυνατά εκείνος για να τον ακούσει η Μαρί.

Η Μαρί κούνησε το κεφάλι της πέρα-δώθε, σαν να είχε να κάνει µε ένα

πεισµατάρικο παιδί. Μετά γύρισε να τον κοιτάξει και χαµογέλασε.

Ο Άιρτον ξεκίνησε να τραγουδάει ένα αυτοσχέδιο σκοπό:

«Όρη θ’ ανέβω και βουνά, για να σε δω να χαµογελάς ξανά».

«Τι παίρνει αυτός;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Κηροζίνη», απάντησε ο Τσε.

Page 160: i Legewna Twn Psuxwn

160

160

«Πάντα», συµφώνησε ο Άιρτον και συνέχισε το τραγούδι.

Σαν φτάσανε στον έκτο ο Δάσκαλος του έκανε νόηµα να σταµατήσει.

«Και δεν ακούσατε το ρεφρέν», είπε ο Άιρτον.

«Αντί για το ρεφρέν καλύτερα να πεις συγνώµη σε κάποιον», του είπε ο

Δάσκαλος και άνοιξε την πόρτα.

Καθώς στριµώχνονταν για να περάσουν ο Άιρτον συγκράτησε τη Μαρί στο

κεφαλόσκαλο.

«Συγνώµη», της είπε σοβαρά όταν όλοι µπήκαν µέσα. «Αλλά, ξέρεις... Εγώ

είµαι ο αστείος της παρέας, ο κλόουν. Δεν είχα πρόθεση να πω κάτι κακό.»

«Το ξέρω», του είπε η Μαρί. «Το κατάλαβα. Αλλά την άξιζες την µπουνιά.»

«Το δέχοµαι», είπε ο Άιρτον και την άφησε να µπει. Αν τον κοιτούσε ο

Δάσκαλος θα έβλεπε την αύρα του να γίνεται εκτυφλωτικά λαµπρή. Αλλά δε

χρειαζόταν να µπορείς να βλέπεις τις αύρες για να καταλάβεις ότι ο Άιρτον ήταν

ερωτευµένος.

Το σπίτι το Δασκάλου ήταν µια χαοτική βιβλιοθήκη που τη φιλοξενούσε ένα

αλλόκοτο µουσείο. Κάθε τοίχος ήταν γεµάτος βιβλία. Από το πάτωµα τόµοι

υψώνονταν σαν δωρικές κολώνες. Το γραφείο του έµοιαζε λες και µόλις είχε

εισβάλλει η CIA, το FBI και η KGB ψάχνοντας για κάποιο πολύτιµο µικροφίλµ, όπως

αυτά που αναζητούσαν στις κατασκοπευτικές ταινίες του προηγούµενου αιώνα.

Χαρτιά και σηµειώσεις πεταγµένα εκ πρώτης όψεως χωρίς κανένα σύστηµα.

Τετράδια, cd, ακόµα και κασέτες που οι µαθητές του είχαν δει µόνο σε φωτογραφίες

των γονιών τους. Παντού τριγύρω υπήρχαν αντικείµενα τέχνης και λατρείας από

ολόκληρο τον πλανήτη. Αγαλµατίδια και ειδώλια, αρχαιοελληνικά, βουδιστικά και

από πολιτισµούς ψυχρούς –όπως τους αποκαλούσε ο Λεβιστρός, αφρικανικές µάσκες

και σκαριφήµατα των αβορίγηνων. Ιµπρεσιονιστικοί και κυβιστικοί πίνακες που

έµοιαζαν αυθεντικοί, γλυπτά αφηρηµένα και προϊστορικά, δίπλα σε φυσοκάλαµα και

τόξα που είχαν έρθει από τα τροπικά µέρη.

Κάθε µαθητής κατευθύνθηκε µε θαυµασµό προς την «πτέρυγα» που τον

ενδιέφερε περισσότερο. Ο Παύλος, ο Μαχάτµα, ο Καρλ και η Υπατία διάβαζαν τους

τίτλους στις ράχες των βιβλίων, βγάζοντας κάθε τόσο επιφωνήµατα έκπληξης. Η

Αλεξάνδρα µελετούσε µια κατασκευή που έµοιαζε να έχει φτιαχτεί από το Λεονάρντο

Page 161: i Legewna Twn Psuxwn

161

161

Ντα Βίντσι. Η Μαρί παρατηρούσε τη συλλογή πετρωµάτων. Ο Αδόλφος είχε βρει ένα

αντίτυπο του Ηγεµόνα του Μακιαβέλι –η πρώτη ελληνική έκδοση- και προσπαθούσε

να καταλάβει την καθαρεύουσα. Ο Άιρτον έκανε ότι κοιτούσε έναν πίνακα, ενώ στην

πραγµατικότητα δε χόρταινε να βλέπει τη Μαρί. Ο Τζορτζ χάιδευε τα κεφάλια των

αγαλµάτων, χωρίς να έχει ενθουσιαστεί ιδιαίτερα. Ο Τσε έπιασε µια ακουστική

κιθάρα στα χέρια του και διάβασε την αφιέρωση που υπήρχε γραµµένη στο σκάφος

της.

«Αυτή ήταν στ’ αλήθεια του Λένον;» ρώτησε το Δάσκαλο.

«Μ’ αυτή ηχογράφησε το give peace a change», του απάντησε εκείνος και την

πήρε στα χέρια του. Προσπάθησε να παίξει, αλλά η κιθάρα ήταν ξεκούρδιστη πολύ

καιρό και οι αρθρώσεις στα δάκτυλα του είχαν σκληρύνει.

«Ωραίος άνθρωπος ο Τζον», είπε καθώς της έδινε πίσω στον Τσε. «Είχε πολλά

να δώσει. Γι’ αυτό τον σκοτώσανε.»

«Αυτός µοιάζει µε αυθεντικό Ματίς», είπε η Υπατία που είχε επισκεφτεί µε

την οικογένεια της τα σηµαντικότερα µουσεία της Ευρώπης. Κοιτούσε ένα

µικροσκοπικό σχεδόν πίνακα.

«Δε µοιάζει», είπε ο Δάσκαλος και πλησίασε για να τον ξανακοιτάξει. «Είναι

ο αγαπηµένος µου ζωγράφος. Ποτέ δε συµπάθησα τον ποµπώδη Πικάσο», έκανε

δείχνοντας ένα σκίτσο µε κάρβουνο παραδίπλα.

«Μάλλον δε χρειαζόταν να ληστέψουµε τράπεζα», είπε ο Καρλ που

προσπαθούσε να εκτιµήσει αν οι θησαυροί του Δάσκαλου άξιζαν ένα εκατοµµύριο.

«Μάλλον αν έµπαινε εδώ µέσα η αρχαιολογική υπηρεσία θα σου φέρναµε

τσιγάρα στη φυλακή», είπε ο Τζορτζ.

«Πάει καιρός που το ‘κοψα», είπε ο Δάσκαλος.

«Δε φοβάσαι µη σε ληστέψουνε;» τον ρώτησε η Αλεξάνδρα.

«Είµαι πολύ γέρος για να φοβάµαι οτιδήποτε», απάντησε εκείνος.

«Άλλωστε ποιος διαρρήκτης θα έκανε τον κόπο να ανέβει έξι ορόφους για να

µπει σε αυτό το αχούρι;» είπε ο Άιρτον.

«Ακριβώς», είπε ο δάσκαλος. «Αν έβαζα συναγερµό και θωρακισµένη πόρτα

όλο και κάποιος θα έκανε τον κόπο.»

«Ό,τι δε φυλάσσεται δεν έχει αξία», διαπίστωσε ο Τσε.

Page 162: i Legewna Twn Psuxwn

162

162

«Είναι καλό να χρησιµοποιείς τα στερεότυπα προς όφελος σου», ολοκλήρωσε

ο Δάσκαλος και πήγε προς την κουζίνα. «Ελπίζω να πίνετε τσάι.»

«Όταν είµαι άρρωστος», είπε ο Άιρτον.

«Τσάι από µαριχουάνα, εννοούσα», είπε ο Δάσκαλος από την πόρτα και όλοι

γυρίσανε να τον κοιτάξουν. «Αστειεύοµαι. Πάει καιρός που δε χρησιµοποιώ ουσίες.

Εκτός από κρασί φυσικά. Αυτό όµως δε µε χρησιµοποιεί, το γεύοµαι.»

Έφτιαξε µια κανάτα έρλ γκρέι και έκανε χώρο στο γραφείο. Με τη βοήθεια

του Μαχάτµα και της Αλεξάνδρα έφερε όλα τα απαιτούµενα. Έπειτα ζήτησε από τους

µαθητές τους να βρουν ένα µέρος να κάτσουν.

«Πρέπει να σας ολοκληρώσω την ιστορία µου», τους είπε και ήπιε µια γουλιά

πριν ξεκινήσει.

Page 163: i Legewna Twn Psuxwn

163

163

29.

Φεύγοντας από το Μίλµπρουκ ο Γκας βρέθηκε µε ένα σακίδιο και δεκαπέντε

δολάρια στην τσέπη. Εκείνη την εποχή ένας δεκαεφτάχρονος µε τόσα λεφτά

µπορούσε να γυρίσει όλη την Αµερική. Έµενε σε κοινόβια που υπεραφθονούσαν,

δούλευε εποχιακός εργάτης όταν χρειαζόταν να µετακινηθεί και µελετούσε τους

ανθρώπους και τις αύρες τους. Πολύ σύντοµα κατάλαβε ότι µόνο τα παιδιά

προσχολικής ηλικίας είχαν λευκή και ακτινοβόλα αύρα. Με το που πήγαιναν στο

σχολείο η αύρα τους «λερωνόταν» και θάµπωνε. Στους έφηβους και στους νέους

µπορούσες σπάνια να βρεις εκλάµψεις φωτεινότητας, αλλά κανείς ενήλικος –µε

ελάχιστες εξαιρέσεις- δεν είχε αύρα φωτεινότερη του κεριού. Όσον αφορά τους

προγόνους τους δεν είχε καταφέρει ακόµα να έχει καθαρή εικόνα για το τι ήταν ο

καθένας. Και ήταν τόσο κουραστικό να «διαβάζει» τόσες ζωές που συνήθως

περπατούσε κοιτώντας κάτω. Θα χρειαζόταν τα µαθήµατα από το µάγο της φυλής

των Νάρας για να µάθει να διαχωρίζει την ήρα από το σιτάρι.

Έκανε µερικές ανούσιες σχέσεις στο οδοιπορικό του, παρακολούθησε

φεστιβάλ και συναυλίες, συµµετείχε σε πορείες και διαδηλώσεις για το Βιετνάµ και

τα ανθρώπινα δικαιώµατα και γενικά ρούφηξε τα αρώµατα της εποχής του. Μέχρι

που άρχισε να συνειδητοποιεί ότι το κίνηµα των χίπις ήταν µια επανάσταση των

χορτάτων, γι’ αυτό και δεν είχε καµιά πιθανότητα επιτυχίας. Μόλις τα παιδιά των

λουλουδιών µεγάλωναν θα έπαιρναν τη θέση που δικαιωµατικά τους άξιζε: Άξιοι

Page 164: i Legewna Twn Psuxwn

164

164

δουλευταράδες, κερδοσκόποι χρηµατιστές, καταθλιπτικές νοικοκυρές και άβουλοι

καταναλωτές. Το εξήντα ήταν ένα µικρό διάλειµµα του καπιταλισµού, για να παίξει

µια τελευταία φορά, πριν ξεχυθεί µε γαµψά νύχια στην αποθέωση του µατεριαλισµού

της δεκαετίας του ογδόντα.

Αποφασισµένος να δώσει ένα νόηµα στη ζωή του αποφάσισε να προσχωρήσει

στη πιο επιτυχηµένη και δηµοφιλή επανάσταση της εποχής του. Ακολουθώντας την

αντίθετη πορεία από τους αντικαθεστωτικούς που έφευγαν για να σωθούν πέρασε

λαθραία µε ένα πλοιάριο από το Μαϊάµι στην Κούβα. Εκεί γοητεύτηκε από τους

Κουβανούς, τους πιο λαµπερούς ανθρώπους που είχε γνωρίσει έως τότε, και

απογοητεύτηκε πλήρως από την επανάσταση. Οι άνθρωποι λάτρευαν το χορό και το

τραγούδι, παρά την απόλυτη ένδεια, αλλά το κράτος µισούσε κάθε τι το χρωµατιστό,

πέρα από το κόκκινο λάβαρο και το αίµα. Πριν τον ρίξουν στις φυλακές ως

αµερικάνο πράκτορα, πρόλαβε να δει το Φιντέλ Κάστρο να βγάζει λόγο από το

µπαλκόνι του. Και είχε συγκλονιστεί. Η αύρα του κάλυπτε µε το µέγεθος της τις

αύρες των υπουργών που στεκόντουσαν δίπλα του, αλλά ήταν σκοτεινή και

χοντροκοµµένη σαν τη µουσική των Velvet Underground. Ο Γκας ευελπιστούσε να

συναντήσει τον Γκεβάρα, το ίνδαλµα της γενιάς του και πολλών νέων µετά από

αυτούς. Όµως ο Αργεντινός, απογοητευµένος, είχε εγκαταλείψει την Κούβα δύο

χρόνια νωρίτερα για να ξεκινήσει µια παγκόσµια επανάσταση.

Ο Γκας βρέθηκε σε έναν καινούριο θάλαµο αποµόνωσης, πολύ διαφορετικό

από εκείνον του Λίρι. Φρενιασµένοι στρατιωτικοί τον έδερναν για να αποκαλύψει τα

µυστικά της αµερικανικής κυβέρνησης. Όταν κατάλαβαν ότι η µόνη τοποθεσία που

µπορούσε να τους δώσει ήταν εκείνη του ψυχεδελικού Red Dog Saloon στο Σαν

Φραντζίσκο, τον σώριασαν σε ένα πλοίο και τον εγκατέλειψαν στο Γιουκατάν.

Από το Μεξικό ο Γκας τηλεφώνησε στον πατέρα του. Είχε κουραστεί και το

σκεφτόταν σοβαρά να γυρίσει πίσω. Όµως ο πατέρας του, που είχε να µάθει νέα του

κοντά τρία χρόνια, του µίλησε τόσο ψυχρά –τόσο στωικά. Αν είχε διακρίνει στη φωνή

του έστω έναν µικρό κόµπο συγκίνησης ο Γκας θα επέστρεφε στο Σηάτλ και θα

γινόταν ένας ακόµα από τους «πειραγµένους» της γενιάς του Βιετνάµ. Ο πατέρας του

τον ρώτησε µόνο που βρίσκεται και αν χρειαζόταν λεφτά. Ο Γκας του έδωσε τα

στοιχεία της κωµόπολης όπου βρισκόταν και έκλεισε χωρίς να του πει αντίο. Εκείνο

το βράδυ, και ενώ περίµενε τις ταξιδιωτικές επιταγές, έκλεισε όλα τα φώτα, ήπιε λίγο

Page 165: i Legewna Twn Psuxwn

165

165

γιαχέ -που µπορούσες να βρεις παντού στο Μεξικό, και έκανε µια βιωµατική

αναδροµή. Είδε πάλι το πρόσωπο της µητέρας του, ιδρωµένη και ετοιµοθάνατη στο

τραπέζι του χειρουργείου, να τον παίρνει στα χέρια της, να τον φιλάει για πρώτη και

τελευταία φορά, και να του λέει ότι τον αγαπάει.

Ο µικρός του ξενοδοχείου, που ανέβηκε για να τον ειδοποιήσει ότι έχει φτάσει

το έµβασµα του, µπήκε στο δωµάτιο ελπίζοντας σε ένα καλό φιλοδώρηµα. Βρήκε τον

γκρίνγκο κουλουριασµένο στη στάση του εµβρύου, να ψελλίζει : «µαµά».

Ο Γκας χρειάστηκε τη βοήθεια της γιατρού του χωριού –η οποία ήταν µια

φαφούτα γερόντισσα, που δεν ήξερε τι ήταν το µικρόβιο, αλλά είχε βγάλει πολλούς

από τη λήθη του γιαχέ. Μόλις συνήλθε πήγε στον Ειρηνικό και άρχισε να ταξιδεύει

νότια. Τα λεφτά που του είχε στείλει ο πατέρας του ισοδυναµούσαν µε ένα µηνιάτικο

καθηγητή στις ΗΠΑ, αλλά εκεί κάτω, ειδικά κάτω από τον ισηµερινό, ήταν µια

ολόκληρη περιουσία. Χωρίς να γυρεύει κάτι συγκεκριµένο ο Γκας πέρασε απ’ το

Περού και µπήκε στη Βολιβία. Δεν ακολουθούσε κάποιον ταξιδιωτικό οδηγό. Όποτε

συναντούσε τρένο έµπαινε, χωρίς να ρωτήσει που ακριβώς πηγαίνει, αρκεί να

κατευθυνόταν νότια. Αν βρισκόταν στο δρόµο του φορτηγό ή καραβάνι τους ζητούσε

να τον πάρουν µαζί του. Άφησε όσο πιο γρήγορα µπορούσε τη Λα Πας και τη

δικτατορία που η CIA προµήθευε µε όπλα και ανέβηκε στο φορτηγό ενός νεαρού που

πήγαινε για την ενδοχώρα.

Ο οδηγός ήταν νεότερος από εκείνον, µπορεί να ήταν και ανήλικος. Μασούσε

διαρκώς φύλλα κόκας και χαµογελούσε. Σε λίγα χρόνια θα του είχαν µείνει πολύ

λιγότερα δόντια. Δεν ήξερε ούτε λέξη αγγλικά και τα ισπανικά του Γκας

περιορίζονταν στις απόλυτα αναγκαίες φράσεις. Όµως συνεννοούνταν µια χαρά.

Μιλήσανε για τις γυναίκες –αυτό ήταν το αγαπηµένο θέµα του νεαρού, για την

πολιτική κατάσταση της χώρας και για το θεό. Για το Βολιβιανό ο θεός δεν ήταν κάτι

υπερβατικό και δυσθεώρητο, όπως για κάθε δυτικό. Ήταν καθολικός, αλλά στο αίµα

του κυλούσαν Αµαζόνιοι ινδιάνικου αίµατος. Θεός ήταν το δάσος, τα βουνά, ο ήλιος

και η βροχή. Θεός ήταν ακόµα και το φορτηγό του που ανέβαινε τους πιο

κακοτράχαλους γκρεµούς, µε το ένα λάστιχο να αιωρείται ανάµεσα στο δρόµο και

την αιωνιότητα. «Dios», του έλεγε και έδειχνε τον κόνδορα. «Dios», του έλεγε και

του έδινε να πιει απ’ το φλασκί του. «Dios», του είπε το πρωινό που ξυπνήσανε σε

µια βουνοκορφή και ο ήλιος που ανέτειλε έκανε τον Γκας να θέλει να προσευχηθεί.

Page 166: i Legewna Twn Psuxwn

166

166

Ο Γκας είχε γοητευθεί από αυτόν τον άνθρωπο. Δεν είχε πρόγονο. Η ψυχή του

για πρώτη φορά ενσαρκωνόταν. Η αύρα του ήταν λαµπερή και άσπιλη σαν

νεογέννητου. Ο Μιγκέλ δεν είχε πάει ποτέ σχολείο και πίστευε σε ότι έβλεπαν τα

µάτια του. Γι’ αυτό όλα ήταν θεϊκά για εκείνον. Καθετί ήταν πρωτόγνωρο και τα

µουλάρια που προσπερνούσαν τα κοιτούσε µε θαυµασµό.

Ο Γκας, παρότι ελληνικής καταγωγής, δεν είχε ποτέ διαβάσει Καζαντζάκη. Αν

το είχε κάνει θα αναγνώριζε στο πρόσωπο του νεαρού µιγάδα το δικό του Ζορµπά.

Και ίσως να έµενε µαζί του. Όµως την τρίτη µέρα του ταξιδιού τους σκαρφάλωσαν µε

κόπο και κίνδυνο στον ορεινό όγκο του Νιανκαουασού.

Από ‘κει και πέρα αστραπές σκότους χάραζαν την ολόφωτη αύρα του Μιγκέλ.

Τα µάτια του δεν γύρευαν τον dios, αλλά σηµάδια. Μόνο όταν δύο βρώµικοι

γενειοφόροι χωριάτες, µε τις φυσιγγιοθήκες χιαστί τους έκαναν νόηµα να µπουν σε

έναν καρόδροµο, ο Μιγκέλ έλαµψε και χαµογέλασε ξανά.

«Guerrillas», είπε στον Γκας που προσπαθούσε να καταλάβει τι γινόταν.

«Guerrillas y dios.»

Το φορτηγό σταµάτησε µπροστά από έναν οικισµό µε τρία σπίτια. Ο Μιγκέλ

πήδηξε έξω. Το ίδιο πήγε να κάνει και ο Γκας, αλλά βρέθηκε αντιµέτωπος µε τις

σκουριασµένες κάνες δύο ανταρτών. Ο Μιγκέλ έτρεξε κατά πάνω τους φωνάζοντας:

«Companero, companero».

«Gringo», αποκρίθηκαν µε περιφρόνηση οι αντάρτες.

«Hermano», τους είπε ο Μιγκέλ ακουµπώντας µε τα δύο του χέρια το στήθος,

στο ύψος της καρδιάς.

Οι αντάρτες κοιτάξανε εναλλάξ τον γκρίνγκο και τον Μιγκέλ και µετά

κατεβάσανε τα όπλα τους. Πήγαν στο πίσω µέρος του φορτηγού να δουν τι τους είχε

φέρει.

Ο Γκας κατέβηκε µέσα στην αγκαλιά του Μιγκέλ.

«Mi hermano», είπε ο Μιγκέλ.

Και ο Γκας κατάλαβε ότι είχε βρει τον αδελφό του.

Έπειτα ο Μιγκέλ πήγε να βοηθήσει στο ξεφόρτωµα. Πέρα από τους αντάρτες

είχαν µαζευτεί µερικές γυναίκες που κρατούσαν µωρά στην αγκαλιά τους και

κάµποσα ξυπόλητα παιδιά, πιο βρώµικα από το λασπωµένο δρόµο. Για λίγο

κοιτάγανε τον νεοφερµένο γκίνγκο, κάνοντας αφηρηµένες ανασκαφές στη µύτη τους,

Page 167: i Legewna Twn Psuxwn

167

167

αλλά τον ξεχάσανε αµέσως µόλις οι άντρες άρχισαν να κατεβάζουν τα κιβώτια µε τις

προµήθειες. Ο Μιγκέλ πήδηξε στην καρότσα και άνοιξε µια κούτα. Έβγαλε από µέσα

σοκολάτες και τα παιδιά ορµήξανε για να προλάβουν. Τις έπαιρναν και καθόντουσαν

καταγής για να τις φάνε, αδιαφορώντας για τις φωνές των µανάδων τους που

πιθανότατα τους έλεγαν να κρατήσουν λίγο και για τα αδέλφια τους.

Σαν τέλειωσε το µοίρασµα των τροφίµων οι αντάρτες µαζεύτηκαν σαν

µέλισσες σε µέλι γύρω από το τελευταίο ξύλινο κασόνι. Το άνοιξαν και

απογοητεύτηκαν. Δέκα ντουφέκια όλα κι όλα και δυο κουτιά µε σφαίρες. Ο Μιγκέλ

ξεκίνησε να τους εξηγεί ότι το κοµουνιστικό κόµµα της Βολιβίας ήταν εναντίον τους,

τη στιγµή που ο κυβερνητικός στρατός έπαιρνε όπλα κατευθείαν από τις ΗΠΑ. Οι

αντάρτες απογοητευµένοι πήραν τα όπλα τους και γύρισαν στις οικογένειες τους.

Καθώς έφευγαν κοιτούσαν τον Γκας σαν να έφταιγε εκείνος για τη βοήθεια που έδινε

η CIA στο καθεστώς. Ο Γκας έβλεπε στην αύρα τους ένα πολύ ιδιαίτερο σηµάδι, που

µετά από χρόνια θα µάθαινε τι ήταν: Αποδοχή του θανάτου.

Ο Μιγκέλ πήδηξε κάτω και τον σκούντηξε.

«Venga y vea el dios», του είπε. «Έλα να γνωρίσεις το θεό.»

Ο Γκας τον ακολούθησε στα λασπωµένα µονοπάτια. Λίγο παρακάτω είδε έναν

άντρα µε αύρα τόσο φωτεινή που έµοιαζε φωτοστέφανο. Είχε µούσια, στο στόµα του

κρατούσε µια σβησµένη πίπα και κρατούσε δυο παιδιά στην αγκαλιά του. Πρώτη

φορά ο Γκας έβλεπε άνθρωπο µε χρυσαφένια αύρα. Και µέσα του µπορούσε να δει

τον πρόγονο του. Ήταν κάποιος προφήτης, από εκείνους της Παλαιάς Διαθήκης. Ίσως

ο Αβραάµ, ίσως ο Ησαΐας, µα πιο πολύ του έµοιαζε µε τον Ιησού του Ναυί.

Πολεµιστής. Ακόµα δεν είχε µάθει να καταλαβαίνει την προγονική ενσάρκωση µε µια

µατιά. Αλλά ήξερε ποιον έβλεπε, θυµόταν το πρόσωπο του από τις φωτογραφίες, αν

και ήταν πια πολύ πιο κουρασµένο, στα πρόθυρα της παραίτησης.

«El dio», είπε ο Μιγκέλ και πήγε να του φιλήσει το χέρι.

Εκείνος τραβήχτηκε και τον χτύπησε µε την πίπα στο κεφάλι.

Ο Γκας δυσκολευόταν να πιστέψει την τύχη του. Και καλά έκανε, γιατί δεν

ήταν τύχη. Πόσες πιθανότητες έχεις να συναντήσεις σε µια ζούγκλα του Αµαζονίου

τον άνθρωπο που γύρευες στην Κούβα; Καµία. Αυτό που τον πήγε ως εκεί ήταν πολύ

πιο µεγάλο από την τύχη –και πολύ πιο δυσνόητο. Ο Ερνέστο Γκεβάρα, ο άνθρωπος

που πήρε τη Σάντα Κλάρα, αδύνατος, σκονισµένος και µε το στίγµα της αποδοχής

Page 168: i Legewna Twn Psuxwn

168

168

του θανάτου στη χρυσαφένια του αύρα, του έκανε νόηµα να καθίσει κοντά του.

Μιλήσανε για λίγη ώρα. Ο Τσε τον ρώτησε για τον κόσµο. Ο Γκας µίλησε πρώτα για

τις ΗΠΑ. Μετά του είπε τι συνέβαινε στην Κούβα. Εκείνος µόνο άκουγε και κάθε

τόσο ανεβοκατέβαζε λίγο το κεφάλι σαν να ήθελε να πει ότι το περίµενε. Όταν ο

Γκας είπε ότι είχε να πει ο Τσε άναψε την πίπα του.

«Η επανάσταση», του είπε βγάζοντας τούφες καπνού, «είναι σαν έναν τυφλό

σε λαβύρινθο.»

Έπειτα σιώπησε και ξεκίνησε να παίζει µε τα µωρά που προσπαθούσαν να

φτάσουν την πίπα του.

«Ποτέ δεν έπαιξα µε τα παιδιά µου», είπε µετά από λίγο. «Κρίµα. Μόνο αυτά

µπορούν να αλλάξουν τον κόσµο.»

Ο Γκας θυµήθηκε την Καινή Διαθήκη που του διάβαζε η θεία του. Στα παιδιά

ανήκει η βασιλεία των ουρανών.

«Ίσως έπρεπε να κάνουµε µια επανάσταση µε παιδιά», του πρότεινε.

«Θα τα σταυρώνανε. Σε µικρούς σταυρούς. Ακόµα κι αν ήταν τα παιδιά τους.»

Ο Τσε άφησε τα παιδιά να πάνε στη µάνα τους. Τα κοιτάξανε για λίγο καθώς

έτρεχαν για να πέσουν στην αγκαλιά τους.

«Αξίζει αυτό που κάνεις;» ρώτησε ο Γκας σαν να τον ρωτούσε για τον θάνατο

που ερχόταν. «Άξιζαν κάτι όσα έκανες;» σαν τον ρωτούσε για την Κούβα που είχε

αφήσει στα χέρια ενός ανθρώπου που ήταν πιστός µόνο στην εξουσία.

«Κάθε ανάσα που παίρνει ένας ελεύθερος άνθρωπος αξίζει. Ακόµα κι αν ξέρει

ότι θα είναι η τελευταία του», είπε ο Τσε και ρούφηξε µε τα ρουθούνια του όσο

περισσότερο αέρα µπορούσε.

Ο Γκας είδε το στίγµα της αποδοχής του θανάτου να παίρνει σχήµα. Και

έµοιαζε µε κόνδορα. Από τότε ήξερε. Όταν έβλεπε στην αύρα κάποιου ένα σχήµα σαν

πουλί ο θάνατος του δεν ήταν µακριά.

Page 169: i Legewna Twn Psuxwn

169

169

29.

Ο Δάσκαλος κοίταξε έναν-έναν όλους τους µαθητές. Εκείνοι τρόµαξαν και

γύρισαν τα µάτια τους προς το κούτελο τους σαν να προσπαθούσαν να δουν ένα

πουλί να κάθεται στο κεφάλι τους.

«Μην αγχώνεστε», τους είπε. «Προσπαθώ µόνο να δω ποιος βαρέθηκε.»

«Ήταν το 1967;» ρώτησε ο Τσε που καθόλου δε φαινόταν να έχει βαρεθεί.

«Ναι», απάντησε ο Δάσκαλος µισοκλείνοντας τα µάτια του σαν να ήθελε να

θυµηθεί το µέρος. «Άνοιξη.»

«Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να µε πάρει», ξεκίνησε να λέει ο Άιρτον,

αλλά σταµάτησε γιατί όλοι τον αγριοκοιτάξανε.

«Άνοιξη;» ρώτησε ο Τσε απογοητευµένος.

Page 170: i Legewna Twn Psuxwn

170

170

«Οκτώβρης», είπε ο Δάσκαλος και συµπλήρωσε για όσους δεν καταλάβανε:

«Στο νότιο ηµισφαίριο.»

«8 Οκτωβρίου 1967», έκανε ο Τσε σαν να διάβαζε µια αόρατη οθόνη.

«Περικυκλώνουν τον Γκεβάρα στο φαράγγι του Τσούρο. Τον πληγώνουν στη δεξιά

κνήµη και τον πιάνουν ζωντανό. 9 Οκτωβρίου: Τον πηγαίνουν στον οικισµό Λα

Χιγκέρα. Εκεί αναθέτουν στον υπαξιωµατικό Μάριο Τεράν να τον εκτελέσει. Εκείνος

διστάζει και ο Γκεβάρα του φωνάζει: Ρίξε, δειλέ. Έναν άντρα θα σκοτώσεις.»

«Ήταν ο πιο µεγάλος άντρας που έχω συναντήσει», είπε ο Δάσκαλος.

Τα µάτια του Τσε λάµψανε. Ήθελε να ακούσει κι άλλα, όσο γινόταν

περισσότερα για τον πρόγονο και ίνδαλµα του.

«Ήσασταν στη µάχη;» τον ρώτησε.

«Όχι. Την ίδια µέρα έφυγα µε το Μιγκέλ. Με άφησε στα σύνορα µε τη

Βραζιλία.»

Απογοητευµένος ο Τσε βάλθηκε να κοιτάει το τραπέζι και να σκέφτεται.

Ο Δάσκαλος βύθισε το βλέµµα του για αρκετά λεπτά στο άδειο του φλιτζάνι.

Μετά ρώτησε για την ώρα. Δεν είχε ούτε ένα ρολόι στο σπίτι του.

«Μάλλον πρέπει να φύγετε», τους είπε. «Οι γονείς σας θα σας ψάχνουν.»

«Οι γονείς µας ούτε που θυµούνται τα ονόµατα µας», είπε ο Άιρτον.

«Ναι, να φύγουµε», είπε η Υπατία που µπορούσε καλύτερα από τον Άιρτον να

αποκωδικοποιεί τα µηνύµατα.

«Πότε θα ακούσουµε τη συνέχεια;» ρώτησε ο Μαχάτµα.

«Όταν θα είστε έτοιµοι. Χωνέψτε πρώτα αυτά που ακούσατε σήµερα.»

Σηκωθήκανε όλοι αργά και πήγανε προς την πόρτα. Σαν βγήκανε έξω ο

Δάσκαλος τους χαµογέλασε.

«Επανάσταση µε παιδιά ζήτησα», είπε και τους καληνύχτισε.

Κατέβηκαν τις σκάλες πολύ πιο αργά απ’ ό,τι τις ανεβήκανε. Έξω από την

πολυκατοικία έµειναν να κοιτούν τριγύρω.

«Εγώ τον πιστεύω», είπε η Υπατία.

«Είµαστε τυχεροί που τον έχουµε για δάσκαλο», είπε ο Μαχάτµα.

«Κάθε µαθητής έχει το δάσκαλο που του αξίζει», είπε ο Παύλος.

Χωρίς να πουν κάτι παραπάνω χωριστήκανε. Ο Τζορτζ βρέθηκε να περπατάει

µε την Υπατία, το Μαχάτµα και τη Μαρί. Όλοι τους ήταν σκεφτικοί. Η ιστορία µε τον

Page 171: i Legewna Twn Psuxwn

171

171

Γκεβάρα τους είχε κάνει να αντιληφθούν την ιερότητα της αποστολής τους. Αλλά

ταυτόχρονα συνειδητοποίησαν ότι µια τέτοια αποστολή τους φέρνει πολύ κοντά στο

θάνατο.

«Μήπως θα ήταν καλύτερα να πάµε στα σπίτια µας και να ξεχάσουµε τη

λεγεώνα;» ρώτησε ο Τζορτζ επενδύοντας µε λέξεις αυτό που σκεφτόντουσαν όλοι.

«Γιατί δε µας βλέπω να ενηλικιωνόµαστε έτσι όπως έχουµε µπλέξει.»

«Κάθε ανάσα που παίρνει ένας ελεύθερος άνθρωπος είναι ιερή», είπε ο

Μαχάτµα.

«Ναι, αλλά κάθε ανάσα που παίρνει αυτός ο άνθρωπος µπορεί να είναι και η

τελευταία του.»

«Καθενός ανθρώπου µπορεί να είναι η τελευταία του», είπε η Υπατία.

«Οπότε ας την κάνουµε να αξίζει», είπε ο Μαχάτµα.

«Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η Μαρί από την άλλη µεριά. Αυτό ήταν ένα πολύ

ισχυρό επιχείρηµα.

«Δε βρεθήκαµε τυχαία εδώ», είπε η Υπατία. «Αυτή είναι η µοίρα µας.»

«Με συγχωρείς, αλλά δεν πιστεύω στη µοίρα», έκανε ο Τζορτζ που

περπατούσε λίγο πίσω της. Όµως την ίδια στιγµή θυµήθηκε το ατύχηµα του και πως

όλα θα ήταν διαφορετικά, αν η µηχανή του πατέρα του δεν έπαιρνε µπρος µε την

πρώτη εκείνη τη µέρα που ξεκίνησαν για τη βόλτα.

«Ούτε ‘γω», είπε η Μαρί. «Αλλά µ’ αρέσει να κάνω κάτι που έχει σηµασία.»

«Είσαι δικιά µας τότε», της είπε ο Μαχάτµα.

«Δεν είµαι κανενός».

Ο Τζορτζ τους αποχαιρέτησε και έστριψε στον επόµενο δρόµο. Ήταν πολύ

κοντά στο σπίτι του. Εκείνη την περιοχή την είχε περπατήσει αµέτρητες φορές.

Θυµήθηκε ότι ο πατέρας του συνήθιζε να τον πηγαίνει βόλτες εκεί τριγύρω και να

του δείχνει όλα τα αξιοθαύµαστα του αστικού τοπίου. Ο Τζορτζ στάθηκε µπροστά

στο ενυδρείο του «Αµαζονίου». Είχε περάσει αµέτρητες ώρες µε τον πατέρα του εκεί,

παρατηρώντας τα ψάρια και κάνοντας χιλιάδες ερωτήσεις. Ο πατέρας του ποτέ δεν

κουραζόταν να του απαντάει. Πως το λένε το χρωµατιστό ψάρι, που έχει κρυφτεί η

σµέρνα, τι είναι εκείνο το πράγµα που βγάζει µπουρµπουλήθρες. Του έλεγε τα ίδια

και τα ίδια ξανά και ο Τζορτζ, ο Αντρέας µάλλον, άκουγε µε ορθάνοιχτα µάτια. Μέχρι

Page 172: i Legewna Twn Psuxwn

172

172

την ηµέρα του ατυχήµατος ήταν ο καλύτερος µπαµπάς του κόσµου. Μετά

εξαφανίστηκε.

Αν τουλάχιστον ήξερε τι είχε γίνει, που είχε πάει και τι του είχε συµβεί. Θα

τον συγχωρούσε αν γυρνούσε πίσω, ποτέ δεν του κράτησε κακία για το πόδι του.

Αλλά γιατί το είχε σκάσει µε αυτόν τον τρόπο; Η µητέρα του έλεγε ότι ήταν δειλός,

τίποτα παραπάνω. Και όταν την άκουγε να το λέει αυτό, σκεφτόταν ότι δειλός ήταν

και ο ίδιος.

Μπήκε στο σπίτι του. Ως συνήθως δεν ακουγόταν τίποτα. Η µητέρα του είχε

ήδη φύγει για τη βραδινή της δουλειά. Από τη µέρα που την απολύσαν έψαχνε και για

µια πρωινή, αλλά οι εργοδότες τη διώχνανε ή της προτείνανε ένα µισθό που δε θα

έφτανε ούτε για τη µαναβική του µήνα.

Ο Τζορτζ πήγε στο δωµάτιο του, σήκωσε το στρώµα και έβγαλε διακόσια

ευρώ. Το ξανασκέφτηκε και κράτησε µόνο πενήντα. Πήγε και τα άφησε πάνω στο

τραπέζι, κάτω από ένα κίτρινο χαρτάκι. «Καληµέρα», της έγραφε. Θα το ‘βρισκε το

πρωί, µόλις θα ξύπναγε. Είχε έρθει ο καιρός να της πει για τη «δουλειά» του.

Όµως το πρωί που σηκώθηκε ο Τζορτζ δεν άκουσε κανένα θόρυβο από την

κουζίνα. Η µητέρα του, απ’ τη µέρα που τη διώξανε απ’ την δουλειά, συνήθιζε να

σηκώνεται νωρίς και να µαγειρεύει, να φτιάχνει γλυκά, να σκουπίζει, να κάνει ό,τι

µπορεί για να νιώσει ενεργή. Ο Τζορτζ πήγε στο δωµάτιο της. Τα σεντόνια ήταν

ατσαλάκωτα. Τη φώναξε, ενώ ήξερε ότι η µητέρα του δεν είχε γυρίσει στο σπίτι. Το

πρώτο πράγµα που σκέφτηκε ήταν ότι είχε φύγει κι αυτή. Ότι είχε µείνει µόνος του.

Έτρεξε να της τηλεφωνήσει. Το τηλέφωνο της χτύπησε αρκετές φορές και

µετά ακούστηκε η µηχανική φωνή της τηλεφωνήτριας που ρωτούσε αν ήθελε να

αφήσει µήνυµα. Ο Τζορτζ το έκλεισε και έκατσε στον καναπέ. Αν τον είχε αφήσει δεν

έπρεπε να το µάθει κανείς. Ήταν ανήλικος και θα κατέληγε στο ορφανοτροφείο.

Ευτυχώς είχε αρκετά λεφτά για να πληρώνει τους λογαριασµούς. Αρκετά,

τουλάχιστον, µέχρι να γίνει δεκαοκτώ.

Πριν προλάβει να σκεφτεί όλες τις πιθανότητες χτύπησε το τηλέφωνο. Ο

Τζορτζ το σήκωσε πριν χτυπήσει δεύτερη φορά. Ήταν η µητέρα του. Θα γυρνούσε σε

λίγη ώρα. Ο Τζορτζ διέκρινε στη φωνή της κάτι που δεν είχε ξανακούσει. Δεν ήταν

κούραση, αυτή την είχε συνηθίσει. Έµοιαζε πιο πολύ µε ντροπή.

Page 173: i Legewna Twn Psuxwn

173

173

Καθώς ετοίµαζε το πρωινό του, σκέφτηκε ότι η µητέρα του είχε βρει γκόµενο.

Λίγα χρόνια αφότου έφυγε ο πατέρας του είχε φέρει έναν άντρα στο σπίτι. Ήταν ένας

πολύ συµπαθητικός σαραντάρης. Ήσυχος και διακριτικός. Δεν προσπάθησε να

κερδίσει τη φιλία του παιδιού µε γλοιώδη τεχνάσµατα. Ούτε να αντικαταστήσει τον

πατέρα του. Όµως δεν έµεινε πολύ καιρό. Κάποια µέρα ο Τζορτζ γύρισε από το

σχολείο και ένιωσε ότι κάτι είχε αλλάξει. Πήγε στην κρεβατοκάµαρα της µητέρας του

και είδε ότι έλειπαν τα ρούχα του. Αθόρυβα όπως ήρθε, έτσι και έφυγε. Ο Τζορτζ δε

θυµόταν ούτε το όνοµα του.

«Μακάρι να βρει κάποιον», σκεφτόταν καθώς ντυνόταν. «Κάποιον που να

έχει και λίγα λεφτά για να σταµατήσει τη νυχτερινή δουλειά.»

Και τότε άρχισε να τρέµει. Η µητέρα του δούλευε σε µπαρ. Μήπως η ντροπή

που νόµιζε ότι διέκρινε στη φωνή της, ήταν κάτι άλλο; Μήπως είχε αποφασίσει να

συµπληρώσει το εισόδηµα της –ο Τζορτζ ένιωσε τα µάγουλα του να καίνε- µε

κάποιον άλλο τρόπο, κάτι που δεν είχε να κάνει µε µισθωτή εργασία; Αµέσως πήγε

στο κρεβάτι του και έβγαλε ένα χιλιάρικο. Θα της έλεγε ότι λήστεψε τράπεζα, ότι δε

χρειαζόταν να... Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Αλλά το ήξερε ότι η µάνα του θα

προτιµούσε να γίνει πόρνη, απ’ το να δεχτεί τα λεφτά του παιδιού της και την νέα του

ενασχόληση.

Άφησε το χιλιάρικο στο τραπέζι και έγραψε ένα καινούριο χαρτάκι:

«Θα σου εξηγήσω».

Βγήκε στο δρόµο ζαλισµένος. Καθώς περπατούσε σκεφτόταν τι θα της έλεγε

για τα λεφτά. Θα µπορούσε να πει ότι τα βρήκε στο δρόµο. Όµως δεν ήταν καλή

δικαιολογία. Η µητέρα του µπορεί να τον πίστευε, αλλά δε θα ανακουφιζόταν. Τα

χίλια ευρώ έφταναν για ένα µήνα. Μετά τι; Δε θα µπορούσε να της πει ότι βρήκε

άλλα τόσα τον επόµενο µήνα. Αποκλείεται να τον πίστευε. Ίσως να νόµιζε ότι κι

εκείνος εκδιδόταν. Να της πει ότι είχε βρει µια δουλειά µε τέτοιο µισθό ήταν γελοίο.

Έπρεπε να βρει κάτι πιστευτό, κάτι που να µην µπορεί να αρνηθεί η µητέρα του.

Η ιδέα του ήρθε αναπάντεχα λίγο πριν µπει στο ασανσέρ για το σχολείο. Είδε

στο διάδροµο την Αλεξάνδρα και την τράβηξε από το µανίκι χωρίς καν να χαιρετήσει.

«Σε χρειάζοµαι», της είπε και φώναξε στους συµµαθητές του: «Πείτε στο

δάσκαλο ότι θα αργήσουµε καµιά ωρίτσα.»

Page 174: i Legewna Twn Psuxwn

174

174

Μόλις βγήκε στο διάδροµο της εξήγησε τι ήθελε: Μια ταχυδροµική επιταγή

που να φαίνεται ότι έχει πληρωθεί από κάπου µακριά. Από τη Λατινική Αµερική.

Γιατί όχι, από την Βολιβία;

«Πολύ εύκολο», είπε η Αλεξάνδρα που δεν ενδιαφερόταν να κάνει ερωτήσεις.

Πήγαν στο ταχυδροµείο και η Αλεξάνδρα άρχισε να ψάχνει στο κάδο που

βρισκόταν απ’ έξω. Βρήκε την απόδειξη είσπραξης µιας επιταγής. Σε ένα ίντερνετ

καφέ τη σκανάρανε και η Αλεξάνδρα ξεκίνησε να τη δουλεύει στο photoshop.

«Για ποιον είναι;» τον ρώτησε. «Εταιρία, δηµόσια υπηρεσία ή...»

«Για τη µητέρα µου», απάντησε ο Τζορτζ.

Η Αλεξάνδρα γέλασε.

«Παιχνιδάκι.»

Αφού διόρθωσε τα στοιχεία τον ρώτησε αν ήθελε να γράψει και κάποιο

µήνυµα.

«Όχι», έκανε ο Τζορτζ, αλλά αφού το σκέφτηκε για λίγο άλλαξε γνώµη. «Ναι,

θέλω. Γράψε.» Κοίταξε τον τοίχο σαν να προσπαθούσε να δει ως τη Βολιβία. «Είµαι

καλά. Συγνώµη που έφυγα. Πάντα θα σας αγαπώ. Τον επόµενο µήνα θα στείλω

περισσότερα.»

Η Αλεξάνδρα έγραψε ό,τι της είπε και αφού τη δούλεψε λιγάκι πήγε στον

υπάλληλο του καφέ και ζήτησε µια εκτύπωση σε χαρτί εκατόν εξήντα γραµµαρίων.

Έκοψε τα περιθώρια και παρέδωσε στον Τζορτζ µια άψογη ταχυδροµική επιταγή.

Είχαν τελειώσει σε µισή ώρα.

«Θα στο χρωστάω», της είπε καθώς γύριζαν πίσω.

«Αστείο πράγµα», είπε η Αλεξάνδρα. «Τέτοια δως µου όσα θέλεις.»

Ο Τζορτζ κοιτούσε την απόδειξη είσπραξης και διάβαζε το µήνυµα. Θα ήθελε

να ήταν αλήθεια.

30.

Page 175: i Legewna Twn Psuxwn

175

175

Ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα όταν έχεις κάτι να περιµένεις. Ή µπορεί να

ισχύει και το αντίθετο. Ή µπορεί, απλά, ο χρόνος να περνάει γρήγορα ούτως ή άλλως.

Πριν να το καταλάβουν έφτασε το τριήµερο του δεύτερου χτυπήµατος. Ο Δάσκαλος

βάφτισε την αποστολή: «Ο ναός των Ιεροσολύµων», αν και ο Παύλος είχε

αντιρρήσεις γι’ αυτό. Ο ναός των Ιεροσολύµων γκρεµίστηκε πολλές φορές και άλλες

τόσες ξαναχτίστηκε. Και αν ο νεοφιλελευθερισµός είχε τις ιδιότητες του φοίνικα, να

αναγεννιέται από τις στάχτες του, τότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να επιχειρήσουν να

τον καταστρέψουν. Το µόνο που διατάραξε τις ηµέρες πριν το χτύπηµα ήταν µια

διάρρηξη στο σπίτι του Δασκάλου. Ο διαρρήκτης πήρε µόνο τρεις πίνακες, των

οποίων η αξία ανερχόταν στο ένα εκατοµµύριο ευρώ, σύµφωνα µε την µετριοπαθή

εκτίµηση που έκανε ο Δάσκαλος. Αυτός που είχε µπει στο σπίτι ήξερε τι έψαχνε και

σίγουρα δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Όταν ο δάσκαλος ανακοίνωσε τη διάρρηξη οι

µαθητές του άρχισαν να κοιτιούνται, σαν του µαθητές του Ιησού που έψαχναν να

βρουν ποιος θα ήταν ο καταδότης. Κανείς όµως δε ρώτησε: «Μήπως ήµουν εγώ,

δάσκαλε;»

Μόνο η Υπατία υποψιάστηκε τον αληθινό ένοχο: Ήταν ο Καρλ, ο οποίος είχε

βρει τον τρόπο να πραγµατοποιήσει το προσωπικό του όνειρο: Να κατακτήσει τα

χρηµατιστήρια. Όµως υπολόγιζε χωρίς τον ξενοδόχο. Ήταν πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι

πίστευε να προσεγγίσει τους κατάλληλους συλλέκτες. Τα κυκλώµατα της λαθραίας

εµπορίας τέχνης ήταν πολύ πιο στεγανά και από εκείνα της σωµατεµπορίας. Γιατί

εµπλέκονταν άτοµα υπεράνω υποψίας και αµύθητης περιουσίας. Έτσι ο Καρλ έµεινε

µε µια «επιταγή» που δεν µπορούσε να εξαργυρώσει, µέχρι το τριήµερο του

χτυπήµατος.

Την Κυριακή το βράδυ οι µαθητές µαζεύτηκαν στο σχολείο. Αυτοί που θα

έµπαιναν στο χρηµατιστήριο ήταν ντυµένοι λες και ετοιµάζονταν για έξοδο. Αν τους

έβλεπες δύσκολα θα πίστευες ότι ήταν κάτι παραπάνω από µια παρέα εφήβων που

ετοιµάζονταν για ξεφάντωµα. Ο Δάσκαλος τους έδωσε από ένα σακίδιο. Μέσα είχαν

τα εκρηκτικά της Μαρί. Αµελητέο βάρος για τον καθένα. Η Αλεξάνδρα είχε συνδέσει

τους πυροδοτικούς µηχανισµούς. Αν εκείνη την ώρα καλούσε κατά λάθος τον αριθµό

στη Βεγγάζη, το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας –µαζί µε ολόκληρη την πολυκατοικία-

θα γκρεµιζόταν συθέµελα. Φυσικά η Αλεξάνδρα είχε απενεργοποιηµένο το

επικίνδυνο τηλέφωνο.

Page 176: i Legewna Twn Psuxwn

176

176

«Κάνουµε ένα µεγάλο βήµα απόψε», τους είπε ο Δάσκαλος. «Γιατί σήµερα ο

κόσµος θα µάθει την ύπαρξη µας... Έχεις έτοιµο το κείµενο;» ρώτησε τον Παύλο.

Εκείνος έβγαλε ένα φλασάκι και το έδωσε στην Υπατία.

«Σε λίγες ώρες θα µας ξέρουν οι πάντες. Κι αυτό σηµαίνει ότι θα µας

κυνηγήσουν. Προσέξτε να µην πάρετε µαζί σας τίποτα που να καταδεικνύει την

ταυτότητα σας. Και αυτό περιλαµβάνει και τα κινητά σας τηλέφωνα. Ειδικά αυτά. Οι

εταιρίες τηλεφωνίας ξέρουν που είναι οποιοσδήποτε ανά πάσα στιγµή. Θα τα

αφήσετε εδώ κι εµείς θα τα χρησιµοποιούµε για να στέλνουµε µηνύµατα σε

τηλεφωνικούς διαγωνισµούς, ώστε να φαίνεται ότι περάσαµε την νύχτα όλοι µαζί.»

«Να παραγγείλετε και πίτσες, πολλές πίτσες», είπε ο Άιρτον.

«Δεν είναι άσχηµη ιδέα», απάντησε ο Δάσκαλος. «Εσύ τι θα κάνεις µε το

κινητό µετά την έκρηξη;» ρώτησε την Αλεξάνδρα.

«Να το αφήσω στο λεωφορείο, να κάνει βόλτες στην πόλη;»

«Κακή ιδέα... Θα το απενεργοποιήσεις αµέσως, θα το αποσυναρµολογήσεις

και θα κατέβεις κάπου κοντά στη θάλασσα. Πέτα ‘το µέσα και γύρνα µε την ησυχία

σου, σαν να έχεις βγει µια µοναχική βόλτα.» Έπειτα κοίταξε τους υπόλοιπους.

«Ξεφορτωθείτε ταυτότητες, κοσµήµατα και σηµειωµατάρια. Θα κουβαλάτε µόνο τα

σακίδια και τα εισιτήρια για το λεωφορείο. Τίποτα δικό σας.»

Οι µαθητές αφήσανε τα πορτοφόλια τους στην έδρα.

«Είστε στρατιώτες τώρα», τους είπε ο Δάσκαλος, «στον πιο ιερό πόλεµο.»

Φορτωθήκανε τις τσάντες και κατέβηκαν στο δρόµο. Δε θα έπαιρναν το

λεωφορείο από την ίδια στάση. Καθώς περίµεναν σε διαδοχικές στάσεις είδαν τον

Άιρτον µε τον Κάρλ να τρέχουν στον άδειο δρόµο.

«Δε θα αισθάνεται πολύ καλά όταν φτάσουν», µονολόγησε ο Τζορτζ.

Ανέβηκε στο λεωφορείο, έριξε µια µατιά να δει που ήταν οι υπόλοιποι της

λεγεώνας και έµεινε όρθιος να κοιτάει έξω. Η µητέρα του είχε πιστέψει το παραµύθι

που της σέρβιρε, αφού το είχε σχεδόν πιστέψει και ο ίδιος. Δεν τόλµησε να τη

ρωτήσει γιατί είχε αργήσει εκείνη την νύχτα, αλλά δεν επαναλήφθηκε.

Το µόνο που είχε πει η µητέρα του, σαν είδε την επιταγή και τα λεφτά, ήταν:

«Νοµίζεις ότι θα ξαναστείλει;»

«Είµαι σίγουρος», απάντησε βιαστικά ο Τζορτζ. «Μάλλον θα ‘πιασε την καλή

εκεί που βρέθηκε.»

Page 177: i Legewna Twn Psuxwn

177

177

«Μακάρι», είπε η µητέρα του.

Το µίσος που ένιωθε για εκείνον τον άνθρωπο ήταν µικρότερης έντασης από

το φόβο που ένιωθε για το µέλλον της –και το µέλλον του παιδιού της. Καλύτερα να

έµενε εκεί και να βοηθούσε οικονοµικά παρά να επέστρεφε άφραγκος και ανεύθυνος,

όπως παλιά. Ο ίδιος ο Τζορτζ, αν τον ρωτούσες, θα προτιµούσε τη δεύτερη λύση.

Αλλά πίστευε ότι δε θα τον ξαναδεί ποτέ. Καθώς πλησιάζανε στην πλατεία

Ελευθερίας και τον στόχο τους, σκέφτηκε ότι θα µπορούσε να χρησιµοποιήσει την

εφευρετικότητα της Αλεξάνδρα και την επιδεξιότητα της Υπατίας µε τους

υπολογιστές για να τον εντοπίσει. Αν, φυσικά, ζούσε ακόµα.

Ο Τσε πέρασε δίπλα του και τον σκούντηξε, δήθεν κατά λάθος. Καθώς του

ζητούσε συγνώµη του έδειξε µε τα µάτια τη στάση. Δεν έπρεπε να κατέβουν όλοι

µαζί, και ο Τζορτζ, αφηρηµένος όπως ήταν, κόντεψε να χάσει την προτελευταία

στάση. Στην τελευταία θα κατέβαινε ο αρχηγός της οµάδας.

Πήδηξε έξω και ακολούθησε το λεωφορείο. Είδε την ώρα σε ένα φαρµακείο.

Ήταν δώδεκα παρά τέταρτο και πολύς κόσµος κυκλοφορούσε έξω. Ήταν αργία και η

νεολαία αλήτευε στις πλατείες. Τα τελευταία χρόνια τα περισσότερα µπαρ είχαν

κλείσει. Οι νέοι προτιµούσαν να αγοράζουν ένα µπουκάλι και να το µοιράζονται στις

πλατείες, ενώ συχνά τις αυθόρµητες συγκεντρώσεις τους ακολουθούσαν επεισόδια

και επέµβαση της αστυνοµίας. Η φτώχεια και η έλλειψη µέλλοντος τους είχε κάνει να

σκέφτονται και να αντιδρούν. Καθώς περνούσε ανάµεσα τους ο Τζορτζ κατάλαβε ότι

η πόλη έβραζε, η χώρα έβραζε, ο κόσµος έβραζε. Η αστυνοµία γινόταν µέρα µε τη

µέρα και πιο βάναυση, στην προσπάθεια της να συγκρατήσει τα πλήθη -των νέων

ειδικά- που είχαν αφήσει τις τηλεοράσεις και ξηµεροβραδιάζονταν στους δρόµους.

Θυµήθηκε αυτό που είχε πει ο Δάσκαλος για την επανάσταση των χορτάτων. Οι

άνθρωποι δεν ήταν πια χορτάτοι. Οι περισσότεροι είχαν ακόµα να φάνε, αλλά αυτό

δεν τους έφτανε.

Οι νέοι αγανακτούσαν µε την βέβαιη έκβαση της ζωής τους. Θα δούλευαν από

τα δεκαοκτώ µέχρι να πεθάνουν και δε θα κέρδιζαν αρκετά λεφτά για να ζουν

αξιοπρεπώς. Η προηγούµενη γενιά είχε µεγαλώσει µε την οικονοµική βοήθεια και

στήριξη των γονιών. Τώρα ούτε οι γονείς κέρδιζαν αρκετά για να βοηθήσουν τους

εαυτούς τους –πόσο µάλλον τα παιδιά τους. Υπήρχαν πάντα κάποιοι που ζούσαν

πλουσιοπάροχα. Όµως η πλειονότητα του πληθυσµού είχε κατεβάσει το κεφάλι και

Page 178: i Legewna Twn Psuxwn

178

178

πάσχιζε να ξεπληρώσει χρέη, χρέη που οι αετονύχηδες της κοινωνίας είχαν

δηµιουργήσει και οι κυνόδοντες των τραπεζιτών ροκάνιζαν. Ο φόβος της πείνας τους

έκανε να συνεχίζουν, αλλά όσο περνούσε ο καιρός η αγανάκτηση γινόταν µεγαλύτερη

από το φόβο. Χρειαζόταν ένας σπινθήρας και η κοινωνική δοµή θα τιναζόταν στον

αέρα. Κι αυτός ο σπινθήρας θα ήταν ευγενική χορηγία της λεγεώνας.

Ο Τζορτζ είδε τον Τσε στην πλατεία Ελευθερίας. Καθόταν µέσα σε µια παρέα

νέων και άκουγε ένα συγκρότηµα ούρµπαν-χοπ να επενδύει µε στίχους την οργή.

Στάθηκε όρθιος κοντά του για να περιµένουν τους υπόλοιπους. Ο τραγουδιστής

φώναζε στο µικρόφωνο:

«Εφιάλτης στο δρόµο µε τους ανθρώπους

αθώοι µπλέκουν µε παρανόµους

κυνηγηµένα ζώα µες στο σκοτάδι

βγήκε ο ήλιος µ’ ακόµα ‘ναι βράδυ.»

Μόλις τέλειωσε το τραγούδι οι παρευρισκόµενοι χειροκροτούσαν και έβριζαν,

ενώ ύψωναν τις γροθιές τους πάνω από το κεφάλι. Κάποιος πρότεινε ένα µπουκάλι

στον Τζορτζ. Εκείνος ήπιε µια γουλιά για να µη φανεί παράξενος. Κόντεψε να

ξεράσει. Η φορολογία στο αλκοόλ, όπως και σε όλα τα προϊόντα, τα έκανε

απλησίαστα για τους ανθρώπους του δρόµου. Έτσι έφτιαχναν τα δικά τους ποτά.

Κάποιοι απλά αναµίγνυαν οινόπνευµα µε χυµούς, αλλά οι πιο εφευρετικοί είχαν

στήσει στο σπίτι τους ή σε κάποιο υπόγειο τις δικές τους αυτοσχέδιες µηχανές

απόσταξης. Το αποτέλεσµα ήταν εκρηκτικό –συχνά µάλιστα χρησιµοποιούσαν το

ποτό που έφτιαχναν για να γεµίζουν τις βόµβες-µολότοφ.

Καθώς ο τραγουδιστής ξεκινούσε το επόµενο τραγούδι –«κοινωνία και σκατά,

µία απ’ τα ίδια»- έφτασαν ένας-ένας και οι υπόλοιποι της λεγεώνας. Ο Τσε τους είδε

και χωρίς να πει τίποτα γύρισε για να φύγει. Μετά από τη διήγηση του Δασκάλου για

τον Γκεβάρα ο Τσε είχε αλλάξει. Μιλούσε πολύ λιγότερο και δε φαινόταν να έχει

καµιά διάθεση για τσακωµούς. Στα διαλείµµατα αποµονωνόταν και διάβαζε βιβλία

στρατηγικής πολέµου και ανταρτοπόλεµου. Δε συµµετείχε στα αστεία και

αντιµετώπιζε τους συµµαθητές του µε συγκαταβατικότητα. Έµοιαζε να έχει

µεγαλώσει δέκα χρόνια, µπορεί και είκοσι. Κάποια στιγµή ο Τζορτζ τον είχε ρωτήσει

αν είναι καλά κι εκείνος, αφού τον κοίταξε για λίγο σαν να προσπαθούσε να

Page 179: i Legewna Twn Psuxwn

179

179

καταλάβει την ερώτηση, απάντησε ότι ήταν καλύτερα από ποτέ. Ο Τζορτζ κοίταξε το

ρολόι στη στάση των λεωφορείων. Σε λίγο θα ήταν δώδεκα.

Καθώς έµπαιναν στο τετράγωνο που υψωνόταν επιβλητικό το χρηµατιστήριο

ο κόσµος αραίωσε. Εκεί δεν υπήρχαν πλατείες και παγκάκια και η αστυνοµία έδιωχνε

όποιους τύχαινε να διαλέξουν την περιοχή για ερωτικές κουβέντες ή για αυτοσχέδιες

µουσικές παραστάσεις. Παρ’ όλ’ αυτά ο Μαχάτµα ανησύχησε και πλησίασε τον

Τζορτζ.

«Ίσως θα έπρεπε να το κάνουµε αργότερα», του είπε. «Κυκλοφορεί κόσµος.»

«Θα είναι εσωτερική», είπε ο Τζορτζ εννοώντας την έκρηξη. «Και θα πέσει

κάθετα. Κανένας δε θα κινδυνέψει. Το πολύ-πολύ να σκονιστεί λιγάκι.»

Ο Τσε τους άκουσε να µουρµουρίζουν και σταµάτησε, δήθεν για να δέσει το

κορδόνι του.

«Κόφτε ‘το», τους είπε καθώς περνούσαν δίπλα του. Μετά σηκώθηκε και

ακολούθησε το Μαχάτµα. «Δε γίνεται επανάσταση χωρίς θύµατα», του είπε

ψιθυριστά. «Εµείς είµαστε τα πιο πιθανά. Αλλά µπορεί και κάποιος άλλος να γίνει

ήρωας.»

Ο Μαχάτµα πήγε να απαντήσει, αλλά ο Τσε άνοιξε το βήµα του και

αποµακρύνθηκε. Μπορούσαν πια να δουν το περιπολικό που φυλούσε το

χρηµατιστήριο. Αν ο Άιρτον µε τον Καρλ αργούσαν τρία λεπτά ακόµα, η οµάδα των

κατεδαφιστών θα έπρεπε να προσπεράσει το κτίριο, χωρίς να κάνει τίποτα.

Τότε ακούστηκε η πρώτη έκρηξη. Ο Τζορτζ δε γύρισε να δει τον Τσε, αλλά

ήταν σίγουρος ότι θα χαµογελούσε. Μετά πέντε εκρήξεις στη σειρά και οι συναγερµοί

σε όλες τις τράπεζες της περιοχής ξεκίνησαν να χτυπάνε. Ο φάρος στο περιπολικό

του χρηµατιστηρίου άναψε την ίδια στιγµή που η µουσική στην πλατεία Ελευθερίας

σταµάτησε. Οι αστυνοµικοί και το πλήθος της πλατείας κατευθύνθηκαν ενστικτωδώς

προς το ίδιο σηµείο. Εκεί που γινόταν φασαρία. Μόλις χάθηκε το µπλε φως του

φάρου, φάνηκαν οι λάµψεις από τις φωτιές που είχαν ανάψει έξω από το κτίριο της

κρατικής τηλεόρασης. Ακούστηκε η βοή από τα πόδια του πλήθους που έτρεχε προς

το επίκεντρο και αν ένας φιλήσυχος πολίτης στεκόταν στο παράθυρο του σίγουρα θα

τρόµαζε εκείνη τη στιγµή. Δεν υπάρχει πιο ανησυχητικός ήχος από εκείνον ενός

πλήθους που τρέχει.

Page 180: i Legewna Twn Psuxwn

180

180

Ο Τσε έστριψε και ανέβηκε τα σκαλοπάτια του χρηµατιστηρίου. Οι υπόλοιποι

της λεγεώνας χωθήκανε πίσω του στις σκιές. Έκαναν στην άκρη για την Αλεξάνδρα.

Εκείνη πήγε στο κουτί µε τους αριθµούς που άνοιγε τις πόρτες και ξεκίνησε να

πληκτρολογεί. Δεν είχαν τον κωδικό, αλλά η Αλεξάνδρα δούλευε µε σιγουριά. Ο

Τζορτζ τη θαύµασε. Θα µπορούσε να γίνει µια πρώτη τάξης κλέφτρα και να µη

χρειάζεται να περιµένει από τη λεγεώνα τίποτα, αφού θα ξεκουραζόταν σε κάποιο

τροπικό νησί µε τις καταθέσεις της να είναι εξαψήφιες. Ο πίνακας του κουτιού

εισόδου έγραφε «λάθος κωδικός» και η Αλεξάνδρα συνέχιζε να πατάει πλήκτρα.

Μέχρι που ακούστηκε ένας ηλεκτρονικός ήχος και οι πόρτες απασφαλιστήκανε.

«Άντε γαµήσου», είπε µόνο η Αλεξάνδρα σαν να είχε κερδίσει σε ένα

ηλεκτρονικό παιχνίδι.

«Πέντε λεπτά», είπε ο Τσε, αλλά πριν µπει ο Μαχάτµα τον έπιασε από το

µανίκι.

«Δεν πρέπει να το διακινδυνέψουµε», του είπε και οι υπόλοιποι της λεγεώνας

έµειναν να περιµένουν την απάντηση.

«Εγώ θα βάλω τα εκρηκτικά µου», είπε µε σιγουριά ο Τσε. «Όπως και οι

υπόλοιποι της λεγεώνας. Αν εσύ δεν το κάνεις το κτίριο θα καταρρεύσει πάνω στα

διπλανά και θα είσαι ο αποκλειστικός υπαίτιος και υπεύθυνος για ό,τι συµβεί.»

Και λέγοντας αυτά µπήκε στο χρηµατιστήριο. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν

και τελευταίος µπήκε ο Μαχάτµα. Ο συναγερµός χτυπούσε και τα φώτα τους

βοήθησαν να βρουν το δρόµο τους. Έτσι όπως είχαν οργανώσει το χτύπηµα, και µετά

την εκπαιδευτική τους εκδροµή, χρειάστηκαν λιγότερα από τρία λεπτά να δέσουν τα

εκρηκτικά στη βάση κάθε κολώνας. Μόνο ο Μαχάτµα αργοπόρησε να ολοκληρώσει

την αποστολή του. Ο Τσε βρέθηκε στην έξοδο και κοίταξε πίσω. Σαν είδε το

συµµαθητή του να διστάζει όρµηξε. Του πήρε την τσάντα από την πλάτη και έβαλε

τις δεσµίδες που έλειπαν.

«Αν δε βγεις µαζί µας τώρα και αν επιβιώσεις από την έκρηξη να ξέρεις ότι θα

σε σκοτώσω», του είπε αποφασιστικά και ο Μαχάτµα τον ακολούθησε.

Βγήκαν έξω στα πέντε λεπτά. Το περιπολικό δεν είχε γυρίσει ακόµα. Τα

πράγµατα πήγαιναν καλύτερα απ’ ό,τι είχαν σχεδιάσει. Έξω από το κτίριο της

τηλεόρασης είχαν ξεσπάσει ταραχές. Το πλήθος των νέων, εκστασιασµένο από το

κάψιµο των αυτοκινήτων, είχε βάλει φωτιά σε µερικά ακόµα και έστηνε

Page 181: i Legewna Twn Psuxwn

181

181

οδοφράγµατα για να αντιµετωπίσει την αστυνοµία. Δεν ήξεραν, κανείς δεν ήξερε, ότι

η νύχτα θα γινόταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα.

Η λεγεώνα περπάτησε ως τη στάση του λεωφορείου και όλοι ανεβήκανε.

Καθώς το λεωφορείο ξεκινούσε ο Τσε γύρισε για να κάνει σήµα στην Αλεξάνδρα να

πάρει τηλέφωνο. Με την πρώτη µατιά κατάλαβε ότι κάποιος έλειπε και ήξερε ποιος

ήταν αυτός. Η Αλεξάνδρα είχε ενεργοποιήσει το τηλέφωνο, αλλά έψαχνε να βρει το

Μαχάτµα. Ο Τσε την πλησίασε και τα µάτια του της είπαν τι να κάνει.

«Που είναι ο Μαχάτµα;» ρώτησε εκείνη δυνατά.

Υπήρχαν λίγοι επιβάτες στο λεωφορείο, αλλά δύο γυναίκες γύρισαν και την

κοίταξαν. Ο Τσε τη διέταξε, χωρίς να µιλήσει, αλλά η Αλεξάνδρα δίστασε. Η Μαρί

πέρασε δίπλα της, σαν να προσπαθούσε απλά να φτάσει ως την πόρτα, και της πήρε

το κινητό απ’ τα χέρια πριν εκείνη το καταλάβει. Η Αλεξάνδρα προσπάθησε να

σηκωθεί, αλλά το βαρύ χέρι του Αδόλφου, που καθόταν στη διπλανή θέση, κάνοντας

ότι κοιτάει έξω, την κράτησε κάτω. Η Μαρί προσπέρασε και τον Τσε, πήγε ως τη

µέση του λεωφορείου και πάτησε το πλήκτρο της κλήσης. Την ίδια στιγµή το έβαζε

στην τσέπη και χαµογελούσε σε έναν γέρο που έµοιαζε να έχει αποκοιµηθεί στη θέση

του. Το µόνο που πρόλαβε να κάνει η Αλεξάνδρα ήταν να κοιτάξει πίσω. Ακούστηκε

ένας υπόκωφος ήχος και µετά ήρθε η κατάρρευση, κάτι σαν σεισµός. Όλοι οι

επιβάτες γυρίσανε να δουν τι είχε συµβεί. Ο οδηγός πάτησε φρένο, ακινητοποίησε το

όχηµα και προχώρησε προς τα πίσω.

«Τι έγινε;» ρώτησε κάποιος, που στεκόταν, όλως τυχαίως, δίπλα στον Τσε.

Εκείνος σήκωσε τους ώµους, σαν βαριεστηµένος έφηβος.

Τα αυτοκίνητα που ήταν στο δρόµο είχαν σταµατήσει και οι οδηγοί είχαν βγει

έξω. Ο οδηγός του λεωφορείου πήγε και άνοιξε τις πόρτες. Από εκεί που

βρισκόντουσαν δεν µπορούσαν να δουν το χρηµατιστήριο, αλλά ένα σύννεφο σκόνης

είχε ανέβει πάνω από τα κτίρια.

«Σεισµός», είπε µια πανικόβλητη γυναίκα.

«Δεν ήταν σεισµός», είπε ο διπλανός της.

«Τροµοκρατική επίθεση», είπε κάποιος πιο πίσω.

«Πάµε να φύγουµε, οδηγέ», φώναξε ένας τρίτος και όλοι συµφωνήσανε.

Τα ακινητοποιηµένα αυτοκίνητα πίσω από το λεωφορείο κορνάρανε και ο

οδηγός πήγε στη θέση του. Καθώς το λεωφορείο ξεκινούσε ο Τσε κοίταξε τον

Page 182: i Legewna Twn Psuxwn

182

182

Αδόλφο. Εκείνος κατάλαβε τι του ζητούσε. Έπιασε το χέρι της Αλεξάνδρα και της

είπε στο αυτί: «Είναι καλά. Πρόσεχε τι κάνεις.»

Δεν το πίστευε ότι ο Μαχάτµα ήταν καλά, αλλά ήξερε τι ήθελε να ακούσει η

Αλεξάνδρα. Εκείνη κουλουριάστηκε στη θέση της. Λίγο µετά πλησίασαν τη θάλασσα

και η Μαρί πάτησε το κουµπί για να κατέβει. Ο Τσε κατέβασε λίγο το κεφάλι του σαν

να την ευχαριστούσε. Η κίνηση στο δρόµο ήταν κανονική. Η Μαρί κατέβηκε, µε το

χέρι στην τσέπη. Περπάτησε ως τη θάλασσα και πέταξε το τηλέφωνο. Ο Τζορτζ

κατέβηκε στην επόµενη στάση.

31.

Το χρηµατιστήριο πράγµατι κατέρρευσε κάθετα, λες και είχαν κάνει τη δουλειά

επαγγελµατίες. Πέρα από τη σκόνη που κάλυψε τα διπλανά κτίρια και τα γυαλιά που

γέµισαν το δρόµο κανείς δεν έπαθε κακό. Όλα τα πρωτοσέλιδα της χώρας, αλλά και

του πλανήτη ολόκληρου, από την Αµερική µέχρι την Νέα Γουινέα, αναφέρονταν στο

πρωτοφανές τροµοκρατικό χτύπηµα. Όλα τα διεθνή χρηµατιστήρια έκλεισαν µε

απώλειες και ο Καρλ βλαστηµούσε που δεν είχε καταφέρει να πουλήσει τους πίνακες.

Ο πρωθυπουργός της χώρας καταδίκασε την άνανδρη τροµοκρατική επίθεση, η οποία

θα µπορούσε να είχε πολλά θύµατα, αφού αθώοι άνθρωποι περνούσαν από εκεί και

καµία προειδοποίηση δεν είχε δοθεί. Τόνισε ότι τίποτα δεν µπορούσε να εµποδίσει

την πρόοδο της χώρας -και όλοι, πέρα από τους πολιτικούς του κυβερνώντος

κόµµατος, αναρωτηθήκανε για ποια πρόοδο µιλούσε. Τα τελευταία δέκα χρόνια –

τουλάχιστον- η χώρα βυθιζόταν σε ένα οικονοµικό και κοινωνικό έλος και µόνο οι

τραπεζίτες έµοιαζαν να προοδεύουν. Ο πρωθυπουργός συνέχισε λέγοντας ότι

σύντοµα θα βρίσκονταν στα χέρια της δικαιοσύνης οι ένοχοι. Για το συγκεκριµένο

θέµα δεν έλεγε ψέµατα. Η αστυνοµία κρατούσε το Μαχάτµα.

Εκείνος, όταν η υπόλοιπη λεγεώνα µπήκε στο λεωφορείο ακολουθώντας το

σχέδιο, άρχισε να τρέχει γύρω από το χρηµατιστήριο. Με κίνδυνο της ζωής του

έψαχνε να βρει περαστικούς για να τους διώξει. Οι µόνοι που συνάντησε ήταν δυο

µοτοσικλετιστές αστυνόµοι που είχαν κληθεί για τις φασαρίες που γίνονταν έξω από

το κτίριο της τηλεόρασης. Πριν καν τον εντοπίσουν –ίσως να µην του έδιναν καν

Page 183: i Legewna Twn Psuxwn

183

183

σηµασία- ο Μαχάτµα όρµηξε πάνω τους φωνάζοντας ‘τους να φύγουν. Εκείνοι

σταµατήσανε έξω από το χρηµατιστήριο. Ο Μαχάτµα τους φώναξε ότι υπήρχε βόµβα

και ότι έπρεπε να αποµακρυνθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Πριν προλάβουν να

του ζητήσουν τα στοιχεία του η γη σείστηκε. Μόλις καθάρισε η ατµόσφαιρα από τη

σκόνη οι αστυνοµικοί έβγαλαν τα όπλα τους και ακινητοποιήσανε το Μαχάτµα.

Εκείνος δεν αντιστάθηκε, µόνο τους έλεγε να ψάξουν τριγύρω µήπως είχε χτυπήσει

κάποιος. Του περάσανε χειροπέδες και καλέσανε την αντιτροµοκρατική, αν και δε

χρειαζόταν να το κάνουν. Σε δέκα λεπτά η µισή αστυνοµική δύναµη της πόλης

βρισκόταν στον τόπο του εγκλήµατος.

Ο Κελάµης, µισή ώρα µετά το χτύπηµα, στεκόταν µπροστά στο σωρό που µέχρι

πριν την έκρηξη ήταν η καρδιά της οικονοµικής ζωής της χώρας. Ο Καρόγλου άργησε

να έρθει. Βλαστηµώντας, που τον έτρεχαν βραδιάτικα, πλησίασε τον Κελάµη.

«Τι έχουµε;» είπε βάζοντας το πουκάµισο του µέσα στο παντελόνι.

«Ελληνικό γλυκό», του απάντησε ο Κελάµης.

«Τι;» έκανε µόνο ο βετεράνος.

«Ελληνικό γλυκό, αλλά όχι στον ατµό, όχι βαπορίσιο. Τον θέλω στο γκαζάκι,

κανονικά.»

«Τρελάθηκες;» είπε ο Καρόγλου. «Σε πείραξε η σκόνη;»

«Ήταν αυτοί που ληστέψανε την τράπεζα», είπε ήρεµα ο Κελάµης. «Θυµάσαι

το στοίχηµα;»

Ο Καρόγλου είχε πει -δεν το θυµόταν, αλλά ο Κελάµης δεν το είχε ξεχάσει-

ότι αν οι ληστές της τράπεζας ήταν τροµοκράτες θα του έφερνε καφέδες εκείνος.

«Που το ξέρεις ότι ήταν οι ίδιοι;» ρώτησε ο Καρόγλου βγάζοντας τον καπνό

του για να στρίψει ένα τσιγάρο.

«Πιάσαµε έναν», του είπε ο Κελάµης και γύρισε να τον κοιτάξει για να δει τι

εντύπωση θα του έκαναν τα λόγια του.

«Τον πιάσαµε;» είπε ο Καρόγλου και ασυναίσθητα άναψε το τσιγάρο.

«Δεκαεξάχρονος. Ο διευθυντής τον αναγνώρισε ήδη.»

«Που τον έχουµε;»

«Στο όγδοο.»

«Και τι καθόµαστε εδώ; Πες στα παιδιά να µαζέψουν στοιχεία.»

Page 184: i Legewna Twn Psuxwn

184

184

Γύρισε για να φύγει, αλλά ο Κελάµης δεν κουνήθηκε.

«Τι;» ρώτησε ο Καρόγλου.

«Δεν µπορώ να κάνω ανάκριση χωρίς καφεδάκι», είπε ο Κελάµης.

Ο Καρόγλου γέλασε.

«Εσύ θα πας ψηλά. Πες τους να βρουν τι εκρηκτικά χρησιµοποίησαν. Θα σε

περιµένω. Ελληνικό;»

«Γλυκό. Στο γκαζάκι.»

«Δε θες στη χόβολη;» ρώτησε ειρωνικά ο Καρόγλου.

«Θα το προτιµούσα. Αλλά να µη σε τυραννάω.»

«Γαµήσου. Θα σε περιµένω στο όγδοο.»

«Μη ξεχάσεις τον καφέ», του φώναξε ο Κελάµης και χαµογέλασε.

Λίγη ώρα αργότερα έπινε τον καφέ του και κοιτούσε τα παιδιά του ογδόου

που τους ενηµέρωναν.

«Ούτε νερό δεν πίνει», είπε ο µεγαλύτερος από αυτούς.

«Φέρτε ‘του κόκα-κόλα. Και ένα χάρµπουργκερ ή σάντουιτς. Τι τρώνε οι

έφηβοι;» είπε ο Καρόγλου.

«Δεν έχει πει ούτε µια λέξη», συνέχισε ο αστυνόµος που είχε ξεκινήσει την

ανάκριση.

«Παιδί είναι», είπε ο Καρόγλου. «Πάρτε τηλέφωνο τη µάνα του. Μόλις το

µάθει θα βάλει τα κλάµατα. Ο πιτσιρίκος.... Μπορεί και η µάνα.»

«Το κάναµε ήδη», είπε ο µεγαλύτερος από τα παιδιά του όγδοου και έδωσε

στον Καρόγλου έναν φάκελο.

«Τι ρόλο βαράει;» ρώτησε ο Καρόγλου χωρίς να µπει στον κόπο να ανοίξει το

φάκελο, που τον άφησε στον Κελάµη.

«Καθαρό µητρώο, αλλά ταραξίας από το δηµοτικό. Τον αποβάλλανε από το

λύκειο πριν κάνα χρόνο.»

«Τώρα σε ποιο σχολείο είναι;» ρώτησε ο Κελάµης που έψαχνε στο φάκελο.

«Σε κάποιο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας», του απάντησε. «Αλλά δεν ξέρουµε

τι ακριβώς είναι αυτό. Ο διευθυντής δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης δεν το ‘χει

ξανακούσει.»

Page 185: i Legewna Twn Psuxwn

185

185

«Ψάξατε στο ίντερνετ; Μπορεί εκεί...» ξεκίνησε να λέει ο Κελάµης, αλλά ο

Καρόγλου δεν τον άφησε να συνεχίσει.

«Μην ζορίζεστε», τους είπε. «Έχω δυο γιους στην εφηβεία. Ξέρω τι

σκέφτονται. Σε δέκα λεπτά θα µου έχει πει τα πάντα.» Έπειτα κοίταξε τον Κελάµη.

«Τι λένε για τα εκρηκτικά;»

«Ακόµα τίποτα. Κάτι καινούριο µάλλον. Πολύ µικρή ποσότητα και ιδιοφυής

µηχανισµός πυροδότησης.»

«Στο είχα πει ότι ήταν έξυπνοι», δήλωσε ο Καρόγλου για να πάρει το αίµα του

πίσω.

«Αν είχαµε µείνει στην υπόθεση µπορεί να είχαµε βρει κάτι νωρίτερα.»

«Αν η γιαγιά µου είχε αρχίδια», είπε ο Καρόγλου, που ένιωθε ότι του έθιγαν

την επαγγελµατική του υπόληψη. Είχε κάνει λάθος, αλλά δε χρειαζόταν να τον

βγάλουν στην αναφορά γι’ αυτό. «Το πιτσιρίκι θα µιλήσει πριν να βγάλω το σακάκι

µου.»

Και προχώρησε για να µπει στην αίθουσα που είχανε το Μαχάτµα. Αλλά δεν

ήξερε µε ποιον είχε να κάνει.

Αντίθετα ο Δάσκαλος ήξερε. Υποδέχτηκε τους τελευταίους της λεγεώνας στο

σχολείο και κλείδωσε. Κανείς δε µιλούσε. Δεν ήξεραν τι ακριβώς είχε συµβεί, αλλά

από την έκφραση του Δασκάλου καταλάβαιναν ότι κάτι είχε πάει στραβά.

«Καταρχήν µπράβο σας», τους είπε, αλλά κανείς δεν ενθουσιάστηκε

ιδιαίτερα. «Ο Άιρτον και ο Καρλ ήταν άψογοι. Βοήθησε και το πλήθος που έτρεξε να

κάνει συµπαράσταση, αλλά αυτό δεν το χρειαζόµασταν.»

«Τι έγινε ο Μαχάτµα;» ρώτησε η Αλεξάνδρα που δεν άντεχε να περιµένει

άλλο.

«Τον πιάσανε», είπε ο Δάσκαλος κοιτώντας τον Τσε.

«Δε φταίω εγώ», είπε εκείνος. «Προσπάθησα να τον πείσω να ακολουθήσει το

σχέδιο, αλλά εκείνος είχε αγχωθεί για τις παράπλευρες απώλειες. Τι έκανε; Πήγε και

παραδόθηκε;»

«Απ’ ό,τι καταλάβαµε από τη συχνότητα της αστυνοµίας στεκόταν έξω από το

κτίριο και φώναζε ότι υπήρχε βόµβα», είπε η Υπατία, αφού πήρε την άδεια, µε ένα

βλέµµα από το Δάσκαλο.

Page 186: i Legewna Twn Psuxwn

186

186

«Ο µαλάκας», µονολόγησε ο Τσε.

«Την πατήσαµε», είπε ο Καρλ.

«Αυτός την πάτησε», του αντιγύρισε ο Τσε.

«Σε λίγο θα ξέρουν τα πάντα για µας», διαµαρτυρήθηκε ο Καρλ.

«Ο Μαχάτµα δε θα µιλήσει», είπε ο Τζορτζ ήρεµα.

«Αυτό είναι αλήθεια», συµφώνησε ο Δάσκαλος. «Κανείς άνθρωπος δεν

µπορεί να κάµψει τη θέληση του Μαχάτµα. Ούτε εσύ µπορούσες να κάνεις κάτι,

Τσε.»

«Τότε γιατί τον έστειλες µαζί µας;» είπε θυµωµένος εκείνος.

«Δεν ήξερα πως θα αντιδράσει. Δεν είµαι µάντης.»

«Μαντεύεις όµως ότι δε θα µιλήσει.»

«Αυτή είναι απλή ψυχολογία. Τον ξέρω.»

«Αλλά όχι αρκετά για να µην τον στείλεις στην κατεδάφιση.»

Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος αµφισβητούσε την αυθεντία του Δασκάλου.

Όλοι οι µαθητές περίµεναν να ακούσουν την απάντηση του.

«Έχεις δίκιο», είπε εκείνος. «Έκανα λάθος. Αλλά δε σας είπα ποτέ ότι είµαι

αλάνθαστος.»

«Εµείς το είχαµε πιστέψει», είπε η Αλεξάνδρα.

«Το κτίριο έπεσε;» ρώτησε η Μαρί που δεν είχε διάθεση για φιλοσοφικές

συζητήσεις.

«Σαν χάρτινος πύργος», της απάντησε η Υπατία. «Το youtube έχει γεµίσει

βιντεάκια.»

«Αυτό θέλω να το δω», είπε η Μαρί και πήγε κοντά της.

«Το κείµενο µου; Το ανεβάσατε;» ρώτησε διστακτικά ο Παύλος.

«Λίγο µετά την κατεδάφιση. Σε πέντε γλώσσες. Έχει ήδη ένα εκατοµµύριο

like. Είναι το πρώτο θέµα στο διαδίκτυο.»

«Αρέσει;» συνέχισε ο Παύλος που ήθελε να ακούσει περισσότερα.

«Ένα εκατοµµύριο σε δυο ώρες δε σου φτάνουν; Μέχρι αύριο το πρωί θα

είσαι ο πιο πολυδιαβασµένος συγγραφέας του αιώνα.»

«Οι δηµοσιογράφοι τι λένε για το κείµενο;»

«Δε διάβασα κριτικές ακόµα, αλλά µάλλον θα πάρεις το Πούλιτζερ», είπε η

Υπατία που δεν άντεχε να ασχολείται άλλο µε τη µαταιοδοξία του συµµαθητή της.

Page 187: i Legewna Twn Psuxwn

187

187

«Εµείς τι κάνουµε τώρα;» ρώτησε ο Τζορτζ το Δάσκαλο, που στεκόταν στο

παράθυρο και κοιτούσε έξω χωρίς να βλέπει.

«Διακοπές», είπε εκείνος µετά από λίγο. «Το σχολείο κλείνει για ένα

δεκαπενθήµερο.»

«Και θα συνεχιστεί στη φυλακή», είπε ο Άιρτον, αλλά κανείς δε γέλασε.

«Ο Μαχάτµα δε θα µιλήσει», είπε τότε ο Αδόλφος. «Έχει µεγαλύτερα αρχίδια

απ’ όλους µας.»

Αυτή ήταν η µεγαλύτερη φράση που είχαν ακούσει από το στόµα του.

«Ναι», έκανε ο Δάσκαλος. «Δυστυχώς.»

Περπάτησε για λίγο στην αίθουσα. Έπειτα τους είπε να πάνε στα σπίτια τους.

Βαρύθυµοι οι µαθητές σηκωθήκανε.

«Που τον έχουν;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Στο όγδοο τµήµα», του απάντησε η Υπατία.

«Ίσως να µπορούσαµε να πάµε να τον βγάλουµε», είπε ο Τσε.

«Μην µπερδεύεστε µε τις αµερικάνικες ταινίες που βλέπετε. Νοµίζετε ότι

είστε Ράµπο;»

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Άιρτον που δεν τα πήγαινε καλά µε τον

κινηµατογράφο του προηγούµενου αιώνα.

«Ακόµα και αν τα καταφέρναµε, µε κάποιον υπερφυσικό τρόπο, να τον

φυγαδεύσουµε, θα υπήρχαν πολλά θύµατα. Νοµίζετε ότι ο Μαχάτµα θα σας

ακολουθούσε αν είχατε πριν εξοντώσει µερικές δεκάδες αστυνοµικούς;»

«Εκτός και αν τον παίρναµε χωρίς να σκοτώσουµε κανέναν», είπε ο Τζορτζ

και κοίταξε τον Τσε.

«Αυτό είναι αδύνατον», είπε ο Δάσκαλος.

«Τίποτα δεν είναι αδύνατον», είπε ο Τσε.

«Ο Μαχάτµα δε θα µιλήσει», έκανε ο Δάσκαλος και µετά, για να προλάβει τις

αντιρρήσεις πρόσθεσε: «Έτσι νοµίζω... Αν πιαστεί κάποιος άλλος από εσάς δε θα

αντέξει πάνω από ώρα.»

«Καλά το είπες: Αν», είπε ο Τσε και βγήκε. Χωρίς να πουν τίποτα

σηκωθήκανε και οι υπόλοιποι µαθητές. Η αξιοπιστία του Δασκάλου είχε δεχτεί καίριο

χτύπηµα.

Στο διάδροµο ο Τσε πλησίασε τον Τζορτζ.

Page 188: i Legewna Twn Psuxwn

188

188

«Έχεις κάποιο σχέδιο;» τον ρώτησε ψιθυριστά.

«Όχι», παραδέχτηκε εκείνος. «Αλλά νοµίζω ότι όλοι µαζί θα βρούµε κάτι.»

Φώναξε και τους υπόλοιπους για να τους µιλήσει.

«Είστε έξυπνοι άνθρωποι», τους είπε. «Πολύ πιο έξυπνοι από εµένα. Θέλετε

να βοηθήσετε να οργανώσουµε ένα σχέδιο απόδρασης;»

«Ο Δάσκαλος δε συµφωνεί», είπε ο Παύλος.

«Όποιος δε συµφωνεί δε συµµετέχει», του είπε ο Τσε κοιτώντας ‘τον άγρια.

«Δεν τον έχουν και στις φυλακές του Αλκατράζ», είπε η Αλεξάνδρα που ήθελε

να βοηθήσει το Μαχάτµα.

«Ναι, δυστυχώς», είπε ο Υπατία, «γιατί αυτές είναι τουριστικό αξιοθέατο

τώρα πια. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο.»

«Νοµίζετε ότι µπορούµε να µπούµε σε ένα αστυνοµικό τµήµα και να

αρπάξουµε τον πιο σηµαντικό τους κρατούµενο κάτω από τη µύτη τόσων

αστυνοµικών; Χωρίς να ανοίξει ρουθούνι;» Ο Παύλος ήταν που µίλησε, λίγο πιο

δυνατά απ’ ό,τι συνήθιζε.

«Θα πάθουν πλάκα αν τα καταφέρουµε», είπε η Μαρί και γέλασε. Της άρεσε

η ιδέα.

«Μπορούµε να τα καταφέρουµε», είπε ο Τζορτζ. «Κανείς δε θα περιµένει µια

τέτοια κίνηση.»

«Και τι θα κερδίσουµε;» ρώτησε ο Καρλ.

«Συµφωνώ», είπε ο Παύλος. «Άλλωστε µέχρι να κάνουµε αυτήν την

περίφηµη κίνηση ο Μαχάτµα µπορεί να έχει µιλήσει.»

«Το ότι θα τον σώσουµε δεν έχει καµιά σηµασία για σένα;» ρώτησε η Υπατία

τον Παύλο. Εκείνος δεν έδειξε να συγκινείται.

«Λοιπόν, τα πράγµατα είναι απλά», είπε ο Τζορτζ. «Αύριο το πρωί θα είµαι

στην πλατεία Ελευθερίας. Όποιος θέλει να βοηθήσει έρχεται. Όποιος δε θέλει ας

κάτσει στο σπίτι του.»

Καληνύχτισε και έφυγε. Ένας-ένας τον ακολούθησαν οι συµµαθητές του. Ο

Δάσκαλος καθόταν µε το αυτί στην πόρτα και χαµογελούσε.

Ο Καρόγλου είχε βγάλει το σακάκι του, είχε ιδρώσει και είχε καπνίσει τρία

τσιγάρα. Πηγαινοερχόταν ανήσυχος στην αίθουσα ανάκρισης, ενώ ο Κελάµης

Page 189: i Legewna Twn Psuxwn

189

189

προσπαθούσε να καλοπιάσει τον κρατούµενο. Του πρόσφερε νερό και φαΐ, αλλά

εκείνος φαινόταν να µην ακούει τίποτα. Έξω είχε πάρει να ξηµερώνει και ο

Καρόγλου κάθε τόσο κοιτούσε το ρολόι του και βλαστηµούσε µέσα από τα δόντια

του. Ξαφνικά δεν άντεξε άλλο. Γύρισε απότοµα και µε µια κίνηση πέταξε στο

πάτωµα το νερό και το χάρµπουγκερ που του είχαν φέρει. Τα βλέφαρα του Μαχάτµα

ούτε που ανοιγόκλεισαν.

«Άκου µε καλά, κωλόπαιδο», του είπε, ενώ ο Κελάµης σηκωνόταν.

«Σύµφωνα µε τον αντιτροµοκρατικό νόµο µπορούµε να σε κρατήσουµε εδώ όσο

καιρό θέλουµε, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο, χωρίς δικηγόρο. Και, πίστεψε µε,

δεν πρόκειται να ξαναδείς τη µανούλα σου αν δεν αρχίσεις να ανοιγοκλείνεις το

στόµα σου.»

Έκανε ένα βήµα πίσω για να δει τι εντύπωση είχαν κάνει τα λόγια του στον

έφηβο. Εκείνος είχε καρφώσει το βλέµµα σε µια σκιά στον τοίχο και διαλογιζόταν. Ο

Καρόγλου πέρασε την παλάµη του µπροστά από τα µάτια του Μαχάτµα, σαν να

ήθελε να ελέγξει αν έβλεπε. Μετά πήρε µια ανάσα, κοίταξε αριστερά και γυρνώντας

του έδωσε ένα τόσο δυνατό χαστούκι που τον έριξε από την καρέκλα. Ο Κελάµης

έτρεξε να τον σηκώσει. Ο Μαχάτµα είχε δεχτεί το χτύπηµα χωρίς καν να κουνηθεί ή

να µιλήσει.

«Ρε, µήπως έχει πάρει ναρκωτικά αυτός;» είπε ο Καρόγλου στον νεώτερο

συνάδελφο του.

Ο Μαχάτµα επέστρεψε στη θέση του και στη σκιά του διαλογισµού. Ο

Καρόγλου στράφηκε να δει τι κοιτούσε µε τόση προσήλωση ο κρατούµενος. Δεν είδε

τίποτα.

«Μου φαίνεται λίγο πειραγµένος», είπε στον Κελάµη.

«Πρόσεχε τι κάνεις τότε», του απάντησε εκείνος.

«Θα προσέξω πολύ», είπε ο Καρόγλου και βγήκε από την αίθουσα.

Όσο έλειπε ο Κελάµης έπιασε ξανά το ρόλο του καλού µπάτσου, χωρίς να

προσποιείται.

«Πες ό,τι ξέρεις», του είπε ευγενικά. «Πες κάτι. Δε θα σε αφήσουν στην

ησυχία σου αλλιώς.»

Δεν ήξερε ότι κανείς δεν µπορούσε να διαταράξει τη γαλήνη που ένιωθε ο

Μαχάτµα.

Page 190: i Legewna Twn Psuxwn

190

190

«Αυτό που έκανες ήταν σπουδαίο και σε θαυµάζω», συνέχισε ο Κελάµης.

«Δείχνει ότι δεν ήθελες να πάρεις µέρος στην επίθεση. Ίσως κάποιος να σε έπεισε...

Είσαι ανήλικος, θα τη βγάλεις πολύ φτηνά. Μπορεί να µην µπεις καν στο

αναµορφωτήριο. Αλλά ξεκίνα να µιλάς... Σε παρακαλώ.»

Αλλά ο Μαχάτµα δεν άκουγε καν τι του έλεγε. Έκανε διαλογισµό από όταν

ήταν παιδί, πολύ πριν διαβάσει ινδική φιλοσοφία και πολύ πριν µάθει ποιος ήταν ο

πρόγονος του. Όταν ήταν µωρό η µητέρα του είχε ανησυχήσει. Γιατί το παιδί της είχε

αργήσει να µιλήσει και πολύ συχνά έµενε να κοιτάει τις σκιές, χωρίς καν να

ανασαίνει –έτσι τουλάχιστον νόµιζε η µητέρα του. Όταν µεγάλωσε και ανακάλυψε

την υπερβατικότητα της γιόγκα αφιέρωνε µεγάλο µέρος της ηµέρας του στις

ασκήσεις αναπνοής και διαλογισµού. Στα δεκάξι του χρειαζόταν λίγα δευτερόλεπτα

για να πατήσει το πλήκτρο «αναµονή» του εγκεφάλου του. Το µυαλό του άδειαζε και

το σώµα του υπολειτουργούσε, σαν ζώο που έπεφτε σε χειµερία νάρκη. Δεν είχε

πετύχει ακόµα την αιώρηση, αλλά αν ζούσε ως τα ογδόντα σίγουρα θα τα κατάφερνε.

Ο Κελάµης του µίλησε λίγη ώρα ακόµα, µέχρι που κατάλαβε ότι δε θα

πετύχαινε τίποτα. Ξεκίνησε να ψάχνει το φάκελο του για να ανακαλύψει τυχόν

ιατρικά προβλήµατα ή προβλήµατα µε ναρκωτικά. Διαβάζοντας για το τρόπο που ο

Μαχάτµα εξανάγκαζε τους δασκάλους και τους καθηγητές του να κάνουν ότι θέλει

θυµήθηκε τη ληστεία. Χωρίς να ξέρει τι ακριβώς έψαχνε άνοιξε τον αντίστοιχο

φάκελο. Σε κάποια σελίδα αναφέρονταν οι βιογραφίες που είχαν αφήσει οι ληστές.

Σαν είδε ότι υπήρχε και µία του Γκάντι γέλασε. Κοίταξε ξανά το Μαχάτµα.

«Θεέ µου», του είπε ή µονολόγησε. «Δεν πρόκειται να µιλήσεις ακόµα και αν

σε κόψουµε κοµµατάκια. Έτσι δεν είναι;»

Αντί για το στόµα του Μαχάτµα άνοιξε η πόρτα της ανακριτικής αίθουσας. Ο

Καρόγλου µπήκε µέσα βροµώντας τσιγαρίλα. Πίσω του ερχόταν ένας γιατρός.

«Ξέρω τι συµβαίνει», είπε ο Κελάµης.

«Κι εγώ θα ξέρω τα πάντα σε λίγο», απάντησε ο Καρόγλου.

Ο γιατρός πλησίασε το Μαχάτµα για να τον εξετάσει. Σαν είδε τη µελανιά στο

µάγουλο του γύρισε προς τον Καρόγλου.

«Τον χτύπησε ένα θραύσµα από την έκρηξη», είπε εκείνος προτού ακούσει

την ερώτηση.

«Και είχε σχήµα χεριού;» ρώτησε ο γιατρός.

Page 191: i Legewna Twn Psuxwn

191

191

«Κάνε τη δουλειά σου, ντόκτορ, και άσε µας να κάνουµε τη δική µας», είπε ο

Καρόγλου και έβγαλε τον καπνό του. Κοίταξε πόσο του είχε µείνει και µετά τον

έδειξε στον Κελάµη. «Κοντεύω να τον τελειώσω. Το πιστεύεις;»

Ο γιατρός πήρε την πίεση του Μαχάτµα και φώτισε τις κόρες των µατιών του.

«Δε φαίνεται να είναι υπό επήρεια», είπε και του χτύπησε το γόνατο. Έπειτα

έβγαλε το στηθοσκόπιο για να τον ακούσει. «Αλλά οι σωµατικές του λειτουργίες

είναι πεσµένες. Του δώσατε να φάει;»

«Αυτός δεν κουνάει τα βλέφαρα του, πλάκα µου κάνεις;» είπε ο Καρόγλου.

«Αν συνεχίσει έτσι ίσως χρειαστεί να µεταφερθεί στο νοσοκοµείο», είπε ο

γιατρός.

«Μόνο νεκρός θα φύγει από ‘δω µέσα», είπε κοφτά ο Καρόγλου.

Ο γιατρός έκανε ότι δεν άκουσε. Έλεγξε τα αντανακλαστικά του, τον

τσίµπησε για να του πάρει αίµα. Ο Μαχάτµα δεν αντέδρασε.

«Παράξενο», είπε ο γιατρός, «µοιάζει σαν να...»

«Διαλογίζεται», είπε ο Κελάµης µε βεβαιότητα.

«Ναι», έκανε ο γιατρός, σαν να είχε ακούσει τη λέξη ή τη διάγνωση που

έψαχνε να βρει.

Ο Καρόγλου εξοργίστηκε.

«Αυτό το κωλόπαιδο πριν από λίγο ανατίναξε το χρηµατιστήριο. Εσείς θα µου

τον βγάλετε και άγιο σε λίγο.» Πλησίασε το γιατρό και τον τράβηξε στη γωνία.

«Γιατρέ, κάνε αυτό για το οποίο πληρώνεσαι και άσε τις διαγνώσεις.»

«Πρώτα απ’ όλα είµαι γιατρός», είπε εκείνος προσβεβληµένος. «Έχω δώσει

όρκο να προστατεύω τους ασθενείς µου.»

«Άσε τους όρκους σου για το νοσοκοµείο», του είπε ο Καρόγλου και όταν

είδε ότι δεν τον είχε πείσει πρόσθεσε: «Αν ο ασθενής σου δε µιλήσει, στο ορκίζοµαι,

ότι θα τον στείλω στη νιρβάνα µια για πάντα.»

Ο γιατρός τόλµησε να κοιτάξει τον Καρόγλου στα µάτια. Και φοβήθηκε από

αυτό που είδε.

«Δεν ξέρω αν θα έχει αποτέλεσµα», είπε ανοίγοντας την τσάντα του.

«Πότε ήταν η τελευταία φορά που δεν είχε;» τον ρώτησε ο Καρόγλου.

Ο γιατρός δεν απάντησε. Έβγαλε το πιστόλι έκχυσης και προσάρµοσε ένα

φιαλίδιο, αφού το ταρακούνησε λίγες φορές. Το διάλυµα περιείχε δέκα

Page 192: i Legewna Twn Psuxwn

192

192

µικρογραµµάρια βιοθυλαµίδιο του λυσεργικού οξέος ή αλλιώς lsb-25. Οι πράκτορες

της CIA, που το παρείχαν αφειδώς σε κάθε αστυνοµική αρχή, το έλεγαν χαΐδευτικά:

«Lucy in the sky with barnacles». Ήταν το αποτέλεσµα των ερευνών πάνω στις

ψυχότροπες ουσίες, που είχε αρχίσει από τη δεκαετία του εξήντα. Αυτή η ουσία

αποσυντόνιζε τον εγκέφαλο και του χάριζε υπέροχες στιγµές ψυχωτικής αγαλλίασης,

µαζί µε όλες τις παράπλευρες επιδράσεις της συγγενούς της ουσίας, όπως διεύρυνση

της αντίληψης, παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις και θρησκευτικά οράµατα ή αίσθηση

της επιστροφής στο όλον. Όσοι το έπαιρναν έχαναν τον έλεγχο του εγκεφάλου τους

περισσότερο και από γέρο µε ακράτεια που προσπαθεί να ελέγξει την ουροδόχο του

κύστη –µετά από δέκα ποτήρια µπύρας µε θέα τους καταρράκτες του Νιαγάρα.

Εξοµολογούνταν τα πάντα, σαν να ήταν ετοιµοθάνατοι µπροστά στον άγγελο του

θανάτου, χωρίς να λένε ψέµατα ή να προσπαθούν να κρύψουν κάτι. Και το

σηµαντικότερο απ’ όλα, ειδικά εφόσον το δοκίµαζαν πράκτορες εχθρικών χωρών,

όταν συνερχόσουν δε θυµόσουν τίποτα, µα τίποτα, απ’ όσα είχαν συµβεί.

Ο γιατρός πλησίασε το Μαχάτµα. Του κατέβασε λίγο το πουκάµισο και έκανε

την ένεση στο λαιµό. Μετά απαθής µάζεψε τα σύνεργα του, λες και είχε κάνει

εµβόλιο σε νήπιο.

«Σε µια ώρα επενεργεί», είπε στον Καρόγλου, «και διαρκεί συνήθως οκτώ µε

δέκα ώρες... Θα έρθω σε λίγο να ελέγξω την κατάσταση του ασθενή.»

«Δεν είναι ασθενής, γιατρέ», του είπε ο Καρόγλου. «Τροµοκράτης είναι.»

«Για µένα όλοι είναι ασθενείς», είπε ο γιατρός λίγο πριν φύγει.

«Αν σκοτωνόταν το παιδί σου στην έκρηξη θα είχες άλλη γνώµη», του είπε ο

Καρόγλου.

«Δε θα είχα», είπε µόνο ο γιατρός και έπιασε το πόµολο.

Ο Καρόγλου τον ακολούθησε έξω. Ο Κελάµης έστησε αυτί.

«Άκου, γιατρέ», έλεγε ο Καρόγλου. «Εδώ δεν παίζουµε τους γιατρούς χωρίς

σύνορα. Μέχρι να µιλήσει ο πιτσιρικάς δε θα ξαναµπείς στο δωµάτιο. Ακόµα κι αν

έρθεις µε τον πρόεδρο της δηµοκρατίας αυτοπροσώπως... Κι αν δε σ’ αρέσει η

δουλειά σου πήγαινε καθώς θα βγαίνεις να υπογράψεις την παραίτηση σου. Και άσε

εµάς να βγάλουµε το φίδι απ’ την τρύπα. Κατάλαβες;»

Page 193: i Legewna Twn Psuxwn

193

193

Ο Κελάµης δεν µπορούσε να δει το πρόσωπο του γιατρού, αλλά µάντευε την

αντίδραση του. Όταν ο Καρόγλου ξαναµπήκε στην αίθουσα ανακρίσεων δε του

µίλησε ούτε καν τον κοίταξε. Είχε πολλά να µάθει ακόµα.

32.

Page 194: i Legewna Twn Psuxwn

194

194

Ο Κελάµης ποτέ δε θα φανταζόταν τον εαυτό του «µπάτσο». Ήταν γιος

αστυνοµικού και ο πατέρας του τον πίεζε από παιδί να ακολουθήσει το επάγγελµα

του, αλλά ο Γιώργος δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Ανάµεσα στην αυταρχική φύση

του πατέρα του και τη µελαγχολική εγγύτητα της µητέρας του είχε επιλέξει –από

πολύ µικρός- τη δεύτερη. Δεν ήταν άνθρωπος της δράσης και σίγουρα όχι της βίας. Η

εξωστρέφεια του πατέρα του τον εκνεύριζε. Ο τρόπος που έκανε φανερή την

παρουσία του από τη στιγµή που έµπαινε στο σπίτι –ποτέ δε χρησιµοποιούσε τα

κλειδιά του, πάντα χτυπούσε το κουδούνι- και το τρανταχτό του γέλιο όταν του

άνοιγε ο Γιώργος, τον έκαναν να ντρέπεται.

Η µητέρα του ήταν αυτοδίδακτη ζωγράφος και πουλούσε τους πίνακες της

µέσω του διαδικτύου. Είχε µετατρέψει σε στούντιο το µισό σαλόνι, έτσι δεν έφευγε

ποτέ από το σπίτι. Όσες ώρες ο Γιώργος ήταν µόνος µαζί της απολάµβανε την ησυχία

και την ηρεµία. Έβαζε κλασική µουσική, έστηνε τον καµβά της και ζωγράφιζε µε

παστέλ χρώµατα και απαλές κινήσεις. Εκείνος καθόταν δίπλα της, µε ένα βιβλίο στο

χέρι, και έκανε ότι διαβάζει, ενώ στην πραγµατικότητα ρουφούσε µε όλους τους

πόρους του σώµατος του την καλλιτεχνική γαλήνη. Μέχρι που ακουγόταν το

κουδούνι να χτυπάει ανυπόµονα και ο πατέρας του έµπαινε µέσα, αφού πρώτα

κοιτούσε το Γιώργο στα µάτια και τον ρωτούσε, έκανε πάντα την ίδια ερώτηση:

«Ποιανού παιδί είσαι εσύ;»

Μετά εισέβαλε γελώντας και φωνάζοντας: «Φαΐ».

Πολλές φορές η µητέρα ξεχνούσε να µαγειρέψει –ή µάλλον ξεχνούσε που

βρισκόταν και ποια ήταν. Ο πατέρας άνοιγε µία µία όλες τις κατσαρόλες, κοιτούσε

στο φούρνο και µετά ούρλιαζε το όνοµα της. Εκείνη έβγαινε από τον κόσµο της και

τον πλησίαζε λες και ήταν πρωταγωνίστρια σε διαφορετική ταινία, λες και κάποιος

είχε ανακατέψει για αστείο, τις σκηνές από δύο τελείως διαφορετικές ταινίες. Εκείνη

λεπτεπίλεπτη και µουτζουρωµένη, λίγο πιο ψηλή από το Γιώργο στα δώδεκα, εκείνος

σχεδόν θηριώδης, σαν Ρώσος στρατιώτης του δεύτερου παγκόσµιου πολέµου. Όµως

δε τον φοβόταν.

«Πάλι δε µαγείρεψες;» της φώναζε. «Δουλεύω όλη µέρα.»

«Κι εγώ δουλεύω όλη µέρα», απαντούσε εκείνη ήρεµα και άνοιγε το ψυγείο

για να του ετοιµάσει κάτι γρήγορο.

Page 195: i Legewna Twn Psuxwn

195

195

Το µεγαλύτερο πρόβληµα του πατέρα δεν ήταν η έλλειψη φαγητού. Η µητέρα

µε τους πίνακες της, οι οποίοι πουλιόντουσαν στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη,

έβγαζε τα τριπλάσια λεφτά. Αλλά εκείνος, ως γνήσιο αρσενικό, δεν µπορούσε να

αποδεχτεί τη ζωγραφική ως δουλειά, δεν µπορούσε να αποδεχτεί ότι κέρδιζε λιγότερα

από τη γυναίκα του. Δεν µιλούσε ποτέ γι’ αυτό κι όταν η γυναίκα του ζητούσε την

άποψη του για κάποιον καινούριο της πίνακα έλεγε πάντα: «Και που θες να ξέρω εγώ;

Ένας αγροίκος µπάτσος είµαι».

Το χειρότερο που µπορούσε να συµβεί στο Γιώργο, πέρα από την παρουσία

του πατέρα του στο σπίτι, ήταν να παίζει η εθνική οµάδα ποδοσφαίρου.

«Θα δούµε τον αγώνα;» ρωτούσε το γιο του.

«Έχω διάβασµα», απαντούσε ψιθυριστά εκείνος.

«Χέσε το διάβασµα», του έλεγε ο πατέρας του νοµίζοντας ότι του έκανε χάρη.

«Κανείς δεν έγινε πλούσιος διαβάζοντας.»

Και τον έπαιρνε µε το ζόρι να παρακολουθήσουν τον αγώνα. Έβαζε την

τηλεόραση στη διαπασών, έτρωγε την οµελέτα που του έφερνε η γυναίκα του και

φώναζε σε κάθε φάση λες και ήταν στο γήπεδο.

Κάποια φορά ο Γιώργος είχε ρωτήσει τη µητέρα του:

«Γιατί παντρεύτηκες τον µπαµπά;»

Περίµενε να ακούσει κάτι για τα λάθη της νεότητας ή κάποια τραγική ιστορία

αναπόφευκτου συνοικεσίου.

Η µητέρα του χρειάστηκε λίγο χρόνο για να καταφέρει να επιστρέψει στην

πραγµατικότητα. Όταν τα κατάφερε και κατάλαβε τι τη ρωτούσε ο γιος της απάντησε,

µειλίχια όπως πάντα µιλούσε: «Είµαι ερωτευµένη µαζί του.» Και επέστρεψε στη

ζωγραφική της.

Ο Γιώργος συγκλονίστηκε. Πως µπορούσε να είναι ερωτευµένη µε έναν

τέτοιο χοντράνθρωπο; Θα έπρεπε να έχει δίπλα της κάποιον πιο... Καλλιτέχνη. Πιο

διακριτικό. Πιο ήσυχο. Πιο... «Σαν κι εµένα.»

«Σαν κι εµένα», είχε καρφωθεί στο µυαλό του η φράση όταν πήγε να κοιµηθεί

και το βράδυ ξύπνησε ιδρωµένος, χωρίς να θυµάται τι όνειρο είχε δει. Αλλά από

εκείνη τη µέρα ξεκίνησε να αποµακρύνεται από τη µητέρα του.

Page 196: i Legewna Twn Psuxwn

196

196

Στο σχολείο ήταν µέτριος µαθητής. Περνούσε περισσότερη ώρα διαβάζοντας

µυθιστορήµατα και δυσκολευόταν πολύ να συγκεντρωθεί στη µελέτη. Έκανε

περισσότερη παρέα µε τα κορίτσια, αφού δεν άντεχε τα αγόρια της τάξης, που του

θυµίζανε τόσο πολύ τον πατέρα του. Κάποιες υποψίες και φήµες για την πιθανή του

οµοφυλοφιλία εξανεµίστηκαν όταν ο Γιώργος έκανε σχέση µε ένα κορίτσι πέντε

χρόνια µεγαλύτερο, που του φερόταν κάπως «µητρικά». Οι συµµαθητές του τον είχαν

πια ως ίνδαλµα και το συµβουλεύονταν για κάθε ερωτικής και σεξουαλικής φύσης

θέµα. Εκείνος ήταν απολύτως αποπροσανατολισµένος. Έψαχνε να βρει ποιος ήταν ο

προορισµός του στη ζωή, τι επάγγελµα θα ακολουθούσε, τι θα γινόταν. Για ένα χρόνο

προσπάθησε να µάθει κιθάρα, αλλά το αυτί του δεν τον βοηθούσε ιδιαίτερα. Μετά

σκέφτηκε τη ζωγραφική, αλλά η µητέρα του τον αποθάρρυνε.

«Δεν είναι αυτό το ταλέντο σου», του είχε πει πριν καν πιάσει το πινέλο. «Δεν

είναι οι τέχνες.»

Ο Γιώργος πειράχτηκε µε αυτή την παρατήρηση. Ξεκίνησε να γράφει

ποιήµατα, τα οποία λάτρεψε η κοπελιά του. Αλλά η µητέρα του, αφού τα διάβασε,

κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Συνέχισε να ψάχνεις», του είπε µόνο.

Ο Γιώργος έγραψε ένα διήγηµα. Το δούλεψε πολλές µέρες, λέξη προς λέξη. Η

αντίδραση της µητέρας του ήταν η ίδια.

«Πολύ δουλειά, λίγο πάθος», του είπε.

Ο Γιώργος εξοργίστηκε. Για να πάρει εκδίκηση έγραψε ένα µεγαλύτερο

διήγηµα για µια υπόθεση φόνου. Θύµατα, στην ιστορία του, ήταν ένα αντρόγυνο και

θύτης ο ίδιος τους ο γιος, ο οποίος κατάφερνε να βγει αλώβητος και αθώος από την

όλη διαδικασία.

Η µητέρα του ενθουσιάστηκε.

«Το ήξερα ότι έχεις κληρονοµήσει την προσωπικότητα του πατέρα σου», του

είπε.

Ο Γιώργος σταµάτησε να γράφει. Ήταν στην τελευταία τάξη του λυκείου, πιο

χαµένος από ποτέ. Ο πατέρας του τον πίεζε να δώσει εξετάσεις για τη σχολή

αξιωµατικών της αστυνοµίας, γιατί ήταν οι µόνοι δηµόσιοι υπάλληλοι που έπαιρναν

κάτι παραπάνω από τον κατώτερο µισθό. Η µητέρα του συνέχιζε να ζωγραφίζει χωρίς

να δίνει ιδιαίτερη σηµασία στα αδιέξοδα του γιου της. Η κοπελιά του τον είχε

Page 197: i Legewna Twn Psuxwn

197

197

παρατήσει για κάποιον µεγαλύτερο, πιο ώριµο και σίγουρα πιο πλούσιο. Κι ο Γιώργος

συνέχιζε να ψάχνει τι θα µπορούσε να κάνει στη ζωή του.

Μέχρι που αρρώστησε η µητέρα του. Ήταν µια συνηθισµένη µορφή καρκίνου,

αλλά µε πολύ επιθετική µορφή. Μέχρι να συνειδητοποιήσει ο Γιώργος τι συνέβαινε,

µέχρι να αποδεχτεί την πιθανότητα να χάσει τον πιο κοντινό του άνθρωπο, η µητέρα

του είχε σταµατήσει τις χηµειοθεραπείες και όδευε, µειλίχια όπως συνήθιζε, προς το

θάνατο.

Όµως αυτό που τον τρόµαξε περισσότερο δεν ήταν η ιδέα του θανάτου της

µητέρας του, αλλά η απρόσµενη φθίση του πατέρα του. Εκείνος ο τόσο ενθουσιώδης

άνθρωπος έγινε σε λίγους µήνες ένα φάντασµα, ένας άνθρωπος χωρίς υπόσταση, λες

και είχαν πετάξει το Ρώσο στρατιώτη σε κάποιο γκούλαγκ της Σιβηρίας.

Κυκλοφορούσε µέσα στο σπίτι χωρίς καν να ανασαίνει και µε κάθε βογκητό της

γυναίκας του έτρεχε στο προσκέφαλο της. Τη φρόντιζε όσο κανένας άντρας έχει

φροντίσει τη γυναίκα του και µόλις εκείνη αποκοιµιόταν καθόταν στην αγαπηµένη

του πολυθρόνα και ξεκινούσε να κλαίει. Τα δάκρυα που έχυνε έµοιαζαν να τον

λιώνουν. Λίγο πριν το τέλος έµοιαζε πραγµατικά σαν κρατούµενο σε στρατόπεδο

συγκεντρώσεως.

Μια µέρα ο Γιώργος τόλµησε να τον πλησιάσει και να τον αγγίξει, απόµακρα,

στον ώµο. Το πρόσωπο που τον κοίταξε δεν ήταν του πατέρα του, ήταν κάποιου

γέρου.

«Τι θα κάνω χωρίς αυτήν;» του είπε χωρίς να σταµατήσει να κλαίει.

Ο Γιώργος έφυγε χωρίς να απαντήσει.

Μετά το θάνατο της όλα αλλάξανε. Ο πατέρας του βγήκε εσπευσµένα στη

σύνταξη. Δε φώναζε πια ούτε γελούσε. Καθόταν στο στούντιο της γυναίκας του και

κοιτούσε τους ατελείωτους πίνακες. Δε ζητούσε πια φαΐ. Ο Γιώργος µαγείρευε και

κάποιες φορές σχεδόν τον τάιζε στο στόµα. Τον φώναζε να δουν µαζί κάποιον αγώνα,

αλλά εκείνος χάιδευε τα πινέλα και τους καµβάδες, µουρµουρίζοντας ερωτικά λόγια.

Φοβήθηκε ότι θα τον έχανε κι αυτόν. Χωρίς να του πει τίποτα έδωσε εξετάσεις για τη

σχολή αξιωµατικών της αστυνοµίας. Όταν πέρασε και του το ανακοίνωσε τον είδε να

χαµογελάει ξανά, έστω για λίγο, έστω τόσο υποτονικά.

Όταν ξεκίνησε τα µαθήµατα είχε βγει από τη συναισθηµατική παγίδα της

εφηβείας, σαν να είχε βγάλει τα παραµορφωτικά γυαλιά που φορούσε ως τότε και

Page 198: i Legewna Twn Psuxwn

198

198

που τον έκαναν να βλέπει όλο τον κόσµο και τις πράξεις του υπό το πρίσµα του

εγωκεντρισµού του.

Από την πρώτη χρονιά έδειξε ότι ήθελε να κάνει πολλά περισσότερα απ’ το να

παίρνει το µισθό του και να υπογράφει αναφορές. Είχε το ταλέντο να εµβαθύνει στα

κίνητρα και στις βαθύτερες αιτίες κάθε εγκληµατικής πράξης. Διάβαζε διαρκώς

αστυνοµικά µυθιστορήµατα και ψυχολογικές µελέτες. Οι καθηγητές του τον

παρότρυναν να συνεχίσει τις σπουδές του στη νοµική, για να γίνει εγκληµατολόγος,

όµως εκείνος είχε ταυτιστεί µε τους ντετέκτιβ των βιβλίων. Αδηµονούσε να βγει

στους δρόµους και ως άλλος επιθεωρητής Ρέµπους να βυθοσκοπήσει τους ωκεανούς

του εγκλήµατος.

Τα καλλιτεχνικά γονίδια της µητέρας του τον έκαναν να διεισδύει σε κάθε –

θεωρητική- υπόθεση µε το δεξί µέρος του εγκεφάλου του, το ολιστικό. Αρκούσε να

διαβάσει µια φορά τα υπάρχοντα στοιχεία και αµέσως κατέληγε: «Ο µπάτλερ το

‘κανε». Λειτουργούσε διαισθητικά, αλλά η διαίσθηση του ήταν πιο ακριβής στα

συµπεράσµατα της από υπερυπολογιστή. Οι καθηγητές του τον λάτρευαν, αλλά

προσπαθούσαν να το προσγειώσουν.

«Εκεί έξω», του έλεγαν, «δεν αρκεί να ξέρεις ποιος το έκανε. Πρέπει και να

καταφέρεις να το αποδείξεις.»

Μετά του µιλούσαν για την πολυπλοκότητα του δικαστικού συστήµατος που

συνήθως έκανε πιο µπερδεµένη η διαφθορά.

«Ο αστυνοµικός είναι το όργανο µιας διεφθαρµένης κοινωνίας. Αυτός που

συλλαµβάνεις, ακόµα κι αν είναι ένοχος, µπορεί να µην πρέπει να συλληφθεί. Να µη

σε αφήσουν να τον συλλάβεις. Τα πολιτικά και τα οικονοµικά συµφέροντα ορίζουν

τις αρµοδιότητες σου, όσο κυνικό και αν ακούγεται αυτό.»

Ο Γιώργος είχε µάθει να ακούει τους πάντες. Μπορεί η ροµαντική ψυχή του

να διαφωνούσε, αλλά αντιλαµβανόταν ότι η πραγµατικότητα δε ακολουθεί την οδό

των πεποιθήσεων και των επιθυµιών µας.

Ολοκλήρωσε τις σπουδές του ως αριστούχος. Τη µέρα της ορκωµοσίας

βοήθησε τον πατέρα του να κάνει µπάνιο και να φορέσει τη στολή του. Είχε να βγει

από το σπίτι τέσσερα χρόνια, όσο καιρό πενθούσε. Στην τελετή όλοι οι συνάδελφοι

και οι καθηγητές του έδιναν συγχαρητήρια για το γιο του. Εκείνος προσπαθούσε να

Page 199: i Legewna Twn Psuxwn

199

199

χαµογελάσει, αλλά οι µύες του προσώπου του δεν τον βοηθούσαν. Σωριάστηκε στην

πρώτη σειρά για να ακούσει το λόγο που θα έβγαζε ο γιος του, ως αριστούχος της

τάξης του. Και ήταν ο πιο λογοτεχνικός λόγος αστυνοµικού που έχει ακουστεί ποτέ.

Ο Γιώργος µίλησε για τη δικαιοσύνη και την ακεραιότητα. Μίλησε για την

αυτοθυσία. Μίλησε για το ανώτατο λειτούργηµα της προστασίας των πολιτών, πέρα

από µικροπολιτικά συµφέροντα και δικαστικές αυθαιρεσίες.

Ο πατέρας του Γιώργου άκουσε τον υπουργό Ασφάλειας και Τάξης –που

καθόταν στη διπλανή θέση- να ρωτάει το διευθυντή της σχολής για τον νεαρό που

έβγαζε τέτοιο λόγο. Και µετά να προβλέπει ότι θα πάει πολύ ψηλά ή θα γκρεµιστεί.

Ο Γιώργος τέλειωσε το λόγο του µε µια αναφορά στην οικογένεια του, που

έκανε τον πατέρα του να δακρύσει.

«Έγκληµα», είπε, «είναι να µη γνωρίζεις τον εαυτό σου και να αδιαφορείς για

τους ανθρώπους. Εγκληµατίας είναι όποιος αφήνει τη ζωή να χάνεται και να δεν

κάνει τίποτα για να τη διατηρήσει. Έγκληµα είναι να µη βοηθάς –µε ό,τι όπλο έχεις-

να ανθίσει η αγάπη, ο αλληλοσεβασµός και η αξιοπρέπεια. Εγκληµατίας είναι όποιος

δεν δίνει όλη του τη ζωή σε αυτούς που την αξίζουν.»

Ο Γιώργος µιλούσε για τον εαυτό του, αλλά καθένας από το ακροατήριο

προσέλαβε τα λόγια του µε άλλο τρόπο. Το ακροατήριο χειροκρότησε θερµά, ο

πατέρας του δάκρυσε και ο υπουργός γύρισε προς το γενικό διοικητή και του είπε στο

αυτί:

«Ριξ’ ‘τον στα λιοντάρια. Αν βγει σώος, που δεν το νοµίζω, τον θέλω στο

γραφείο µου.»

Τα «λιοντάρια» ήταν η αντιτροµοκρατική οµάδα και ο Καρόγλου. Ο Γιώργος

θα µάθαινε κολύµπι στα βαθιά.

Page 200: i Legewna Twn Psuxwn

200

200

33.

Ο Τζορτζ πήγε στην πλατεία Ελευθερίας λίγο µετά το ξηµέρωµα. Από τους

µαύρους κύκλους κάτω από τα µάτια του µπορούσες να καταλάβεις ότι δεν είχε

κοιµηθεί καθόλου. Όλο το βράδυ έψαχνε να βρει έναν τρόπο για να σώσουν το

Μαχάτµα, όµως δεν τα κατάφερνε και αυτό τον κρατούσε περισσότερο σε

υπερδιέγερση.

Μέχρι τις εννιά είχαν µαζευτεί όλοι οι συµµαθητές –εκτός από τον Παύλο και

τον Καρλ. Ο Τσε πρότεινε να φύγουν, καυτηριάζοντας την αναµενόµενη απουσία των

συµµαθητών τους µε ένα ειρωνικό χαµόγελο. Καθώς όµως σηκώνονταν από το

παγκάκι άκουσαν το χαρακτηριστικό ήχο από τα παπούτσια του Παύλου. Εκείνος,

προσπαθώντας να δείχνει µεγαλύτερος από την ηλικία του, ντυνόταν σαν πενηντάρης

πανεπιστηµιακός της Γηραιάς Αλβιόνας. Σακάκι µε δερµάτινα µπαλώµατα στους

αγκώνες, πουκάµισο και καζάκα µε ρόµβους, παντελόνι από κασµίρ και δερµάτινο

λουστρίνι µε τακούνι.

Ο Τζορτζ του έδωσε το χέρι.

«Ήρθα µήπως σας µεταπείσω», είπε ο Παύλος.

«Τότε καλύτερα να µην ερχόσουν», του απάντησε ο Τσε, βέβαιος ότι µιλούσε

για όλους.

«Τότε µπορεί να σας βοηθήσω µόλις σας συλλάβουνε», είπε ο Παύλος, που το

όνειρο του –πέρα από το νόµπελ λογοτεχνίας- ήταν να γίνει δικηγόρος.

«Καταρχήν», έκανε ο Τζορτζ. «Ξέρει κανείς που πάµε;»

«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Παύλος

Η Υπατία και η Αλεξάνδρα έβγαλαν τα κινητά τους και µπήκαν στο διαδίκτυο.

Page 201: i Legewna Twn Psuxwn

201

201

«Εννοώ αυτό που κατάλαβαν τα κορίτσια: Που είναι το όγδοο τµήµα;»

«Ελπίζω να µη θέλεις να πάµε τώρα», είπε ο Παύλος που είχε ήδη µετανιώσει

που είχε πάει µαζί τους.

«Ένα τετράγωνο πάνω από τη µεγάλη λαϊκή», είπε η Μαρί που ήξερε την

πόλη καλύτερα απ’ όλους. «Βενιζέλου µε Κρήτης».

«Δεν είναι µακριά», είπε ο Τζορτζ και ξεκίνησε. Ο Παύλος έτρεξε να τον

προλάβει.

«Έχετε σχέδιο;» τον ρώτησε.

«Θα σκεφτούµε κάτι µέχρι να φτάσουµε.»

«Αστειεύεσαι; Δεν πάµε απρόσκλητοι σε τσάι. Αυτό θέλει οργάνωση.»

«Δεν έχουµε χρόνο», είπε αποφασιστικά ο Τζορτζ. «Αν τον πάρουν από εκεί

θα τον πάνε σε καµιά τρύπα που δε θα έχει καν διεύθυνση.»

«Αυτό είναι τρέλα», φώναξε ο Παύλος.

«Εκεί πατάµε», είπε ο Τσε που ερχόταν πίσω τους. «Κανείς δε θα περιµένει

µια τέτοια κίνηση.»

«Ποια κίνηση;» είπε πιο δυνατά ακόµα ο Παύλος. «Ούτε εσείς δεν ξέρετε την

κίνηση.»

«Αυτό την κάνει δυο φορές απρόβλεπτη.»

«Δεν µπορώ να συµµετέχω σε αυτήν την αυτοκτονία», είπε ο Παύλος και

σταµάτησε να περπατάει.

«Έχει κανείς καµιά ιδέα;» ρώτησε ο Τζορτζ σαν άφησαν τον αντιρρησία πίσω.

Κανείς δε µίλησε.

«Πρέπει να βρούµε έναν τρόπο να τον εξαφανίσουµε από εκεί µέσα ως δια

µαγείας», είπε όταν κατάλαβε ότι δε θα άκουγε ιδέα.

«Δουλεύω έναν τηλεµεταφορέα», είπε η Αλεξάνδρα, «αλλά ακόµα δεν έχω

καταφέρει να ξεφορτωθώ τις µύγες».

«Μπορούµε να σκάψουµε ένα τούνελ, να µπούµε µέσα, να τον πάρουµε και

κανείς να µην καταλάβει τίποτα», είπε ο Άιρτον.

«Μέχρι να τελειώσει το τούνελ θα έχει µεταφερθεί όλο το τµήµα», είπε η

Υπατία.

«Αν ντυνόµασταν µπάτσοι;» είπε ο Τσε. «Και να λέγαµε ότι θα τον

µεταφέρουµε σε κάποια... φυλακή;»

Page 202: i Legewna Twn Psuxwn

202

202

«Δεν νοµίζω ότι θα στον δώσουνε έτσι. Χωρίς χαρτιά, χωρίς ταυτότητα.

Άλλωστε δε µοιάζεις και πολύ µε µπάτσο µε αυτά τα µαλλιά.»

«Να στείλουµε τα κορίτσια να τους αποπλανήσουν», είπε ο Άιρτον.

«Ναι. Ντυµένες µπατσίνες. Με χειροπέδες», είπε ειρωνικά η Μαρί.

«Μ’ αρέσει σαν ιδέα», είπε ο Άιρτον.

«Σοβαρευτείτε, δεν έχουµε πολύ χρόνο», τους είπε ο Τζορτζ που είδε από

µακριά την αρχή της λαϊκής αγοράς.

«Μήπως πρέπει να το σκεφτείτε λίγο καλύτερα;» ακούστηκε η φωνή του

Παύλου που τους είχε ξαναφτάσει. «Αν ο Μαχάτµα είναι όπως λέτε θα αντέξει λίγο

ξύλο πριν να µιλήσει.»

«Δεν είναι το ξύλο που φοβάµαι», είπε η Υπατία, «αν και εσένα θα σου άξιζαν

λίγες σφαλιάρες.»

Ο Παύλος έκανε ότι δεν την άκουσε.

«Τι εννοείς;» τη ρώτησε ο Τζορτζ.

«Έψαχνα στα µπλογκ το βράδυ», είπε εκείνη. «Γράφουν για διάφορες ουσίες

που δίνουν στους κρατούµενους. Σου κάνουν το µυαλό πουρέ.»

«Δηλαδή;» ρώτησε ο Τζορτζ αποφεύγοντας τους πρώτους µικροπωλητές που

συναντήσανε.

«Διάφορα ψυχότροπα. Με χειρότερο κάτι που έχει να κάνει µε στρείδια.»

«Κι εγώ νόµιζα ότι τα στρείδια είναι αφροδισιακά», είπε ο Άιρτον κοιτώντας

την Μαρί.

«Δε σοβαρεύεσαι ποτέ;» του είπε εκείνη.

«Όχι», απάντησε ο Άιρτον.

«Είναι κωδικός», είπε η Υπατία. «Η Λούση στον ουρανό µε στρείδια. Ή

αλλιώς lsb. Βιοκάτι του τάδε οξέως.»

«Βιοθυλαµίδιο του λυσεργικού οξέος;» ρώτησε η Μαρί.

«Ναι, νοµίζω», είπε η Αλεξάνδρα.

«Το ξέρεις;» ρώτησε ο Τσε.

«Ξέρω κάθε χηµική ένωση», είπε µε σιγουριά η Αλεξάνδρα. «Πραγµατικά θα

του κάνει το µυαλό πουρέ.»

«Ένας παραπάνω λόγος να βιαστούµε», είπε ο Τζορτζ και άνοιξε το βήµα του.

Page 203: i Legewna Twn Psuxwn

203

203

«Το θέµα δεν είναι να βιαστούµε να φτάσουµε», είπε ο Παύλος που

περπατούσε πάλι δίπλα του. «Το θέµα είναι να ξέρουµε τι κάνουµε. Δεν µπορούµε

απλά να µπούµε µέσα και να τον πάρουµε. Ακόµα και αν τα καταφέρναµε έτσι απλά

θα έχουν κάµερες. Σε λίγες ώρες θα ξέρουν όλο το γενεαλογικό µας δέντρο.»

«Δεν υπάρχει περίπτωση να µας τον δώσουνε χωρίς χαρτιά», είπε ο Τσε.

«Πρέπει να τον βγάλουµε έξω», είπε ο Τζορτζ.

«Μπορούµε να το ανατινάξουµε», είπε ο Αδόλφος ψυχρά και κανείς δε τον

ρώτησε αν εννοούσε µε το Μαχάτµα µέσα.

Μόνο ο Τσε γύρισε να τον κοιτάξει. Η σκέψη του ήταν απάνθρωπη, αλλά

αποτελεσµατική. Ο Μαχάτµα θα λυτρωνόταν, µε το κεφάλι του πουρέ, και η λεγεώνα

θα σωζόταν.

«Αυτή θα ήταν η έσχατη λύση», είπε ο Τζορτζ που καταλάβαινε ότι είχαν

διασχίσει τη µισή λαϊκή αγορά και σύντοµα θα έφταναν στο όγδοο –χωρίς σχέδιο

δράσης.

«Πως βγάζεις µια εκατοντάδα σφήκες από µια σφηκοφωλιά;» ρώτησε η

Υπατία. «Χωρίς να τις σκοτώσεις;»

«Με καπνό», απάντησε αυθόρµητα ο Άιρτον.

«Αυτό είναι!» είπε ο Τζορτζ. «Καπνός... Δε θα µπορούν να µας δουν και οι

κάµερες.»

«Και πως θα αναπνέουµε;» ρώτησε ο Παύλος.

«Ξηρός πάγος», είπε η Μαρί. «Το χρησιµοποιούν στις συναυλίες για εφέ. Δεν

παθαίνεις τίποτα.»

«Μπορείς να το φτιάξεις;» τη ρώτησε ο Τζορτζ.

«Θέλω λίγες ώρες», απάντησε εκείνη.

«Θα σε πάω εγώ», της είπε ο Άιρτον.

Η Μαρί τον κοίταξε και είπε: «Μια ώρα.»

«Ξεκινήστε», τους είπε ο Τζορτζ.

Γύρισαν πίσω για να πάρουν τη µηχανή του Άιρτον.

Ο Τζορτζ κοίταξε την Υπατία.

«Μπορείς να βρεις τα σχέδια του αστυνοµικού τµήµατος;» τη ρώτησε.

«Όχι από το κινητό», είπε εκείνη. «Χρειάζοµαι έναν ξένο υπολογιστή.»

«Βρες ένα ίντερνετ καφέ. Σε περιµένουµε σε... µισή ώρα;»

Page 204: i Legewna Twn Psuxwn

204

204

«Θα πάω µαζί της», είπε ο Καρλ και στρίψανε ανάµεσα στους πάγκους µε τα

φρούτα.

«Μπορεί να γίνει», είπε ο Τζορτζ στον Παύλο. Εκείνος κούνησε το κεφάλι µε

δυσπιστία.

«Ίσως να πρέπει να τον κουβαλήσουµε.»

«Καλύτερα να τον κρύψουµε», είπε ο Τσε. «Κάπου µέσα στο έδαφος;»

«Οι κατακόµβες του Παρισιού είναι µίλια µακριά», είπε ο Παύλος.

«Τότε πάνω», είπε ο Τζορτζ. «Τι υπάρχει πάνω από την µπατσαρία;»

Προσπάθησαν να σκεφτούν. Ένας ιχθυοπώλης δίπλα τους διαφήµιζε τα ψάρια

του.

«Νέµο», είπε ο Αδόλφος.

Κανείς δεν κατάλαβε τι εννοούσε.

«Είναι ένας κινηµατογράφος», εξήγησε ο Αδόλφος. «Πάνω από το όγδοο.»

Πράγµατι, πάνω από το όγδοο αστυνοµικό τµήµα υπήρχε ένας παιδικός

κινηµατογράφος. Έπαιζε παλιές ταινίες της pixar και της disney, αυτές που είχαν

φτιαχτεί πριν να υπάρξει ο τρισδιάστατος κινηµατογράφος. Ήταν πια σχεδόν

ερειπωµένος, σίγουρα ρετρό, αλλά πολλοί γονείς πήγαιναν τα παιδιά τους για να δουν

τα αγέραστα αριστουργήµατα στη µεγάλη οθόνη.

Ο Τζορτζ γέλασε. Είχε δει κι αυτός µια ταινία εκεί, µε τον πατέρα του.

«Τώρα κατάλαβα γιατί ξέρω το µέρος», είπε. «Είναι τέλειο. Κανείς δε θα

σκεφτεί να ψάξει σε έναν κινηµατογράφο, ακριβώς πάνω από το τµήµα.»

Ταυτόχρονα, αλλά χωρίς να συνεννοηθούν, σαν µια µπάντα που

αυτοσχεδιάζει, έριξαν το ρυθµό του βηµατισµού τους. Είχαν σχεδόν φτάσει στο

όγδοο. Απ’ έξω ήταν σταθµευµένες είκοσι µηχανές της αστυνοµίας και αρκετά

περιπολικά. Αν περνούσες µια οποιαδήποτε άλλη µέρα θα έβλεπες δυο-τρεις

αστυνοµικούς να καπνίζουν και να µιλάνε για ποδόσφαιρο. Αλλά εκείνη τη στιγµή οι

φύλακες είχαν υπερδιπλασιαστεί και ακουµπούσαν νευρικά το περίστροφο τους.

«Θα πρέπει να κάνουµε ένα µικρό αντιπερισπασµό», είπε ο Τσε. «Για να

µπορέσουµε να βάλουµε µπρος το εφέ µας.»

«Θα πάρουµε τη Μαρί να φέρει και λίγο από το εκρηκτικό της µείγµα», έκανε

ο Τζορτζ κοιτώντας τριγύρω. «Αλλά που θα τα βάλουµε για να µην έχουµε θύµατα;»

Page 205: i Legewna Twn Psuxwn

205

205

Η Αλεξάνδρα του έδειξε µε το κεφάλι τις δηµόσιες τουαλέτες. Ο δήµος είχε

σταµατήσει να πληρώνει καθαριστές και η µπόχα τους έφτανε ως έξω.

«Θα τους πληµµυρίσουµε σκατά», είπε ο Τσε.

Ο Παύλος χαµογέλασε, για πρώτη φορά.

«Μ’ αρέσει ο συµβολισµός», του είπε.

«Ωραία», έκανε ο Τζορτζ. «Εσύ Παύλο, µε τον Αδόλφο, ανεβείτε στον

κινηµατογράφο για να δείτε αν µπορούµε να µπούµε µέσα.»

«Θα ‘ναι κλειστός», είπε ο Παύλος. «Τα παιδιά έχουν µάθηµα τώρα.»

«Μας συµφέρει. Παραβιάστε την πόρτα, σπάστε ‘την, βρείτε κάτι για να

µπούµε. Εµείς θα περιµένουµε τους υπόλοιπους.»

Ο Παύλος µε τον Αδόλφο ξεχώρισαν από την οµάδα και µπήκαν από την

πλαϊνή είσοδο του κτιρίου.

«Δε θα ξέρουν από που τους ήρθε», είπε ο Τζορτζ και κοίταξε τους φύλακες

του ογδόου.

Κάτι τους είχε αναστατώσει και οι µοτοσικλετιστές ανεβήκανε στις µηχανές

τους, βάλανε µπρος και ανάψανε τους φάρους.

«Κάτι συµβαίνει», είπε ο Τσε.

Πλήθος περίεργων είχε σταθεί απέξω και κοιτούσε. Οι τρεις της λεγεώνας

χωθήκανε ανάµεσα τους. Εκείνη τη στιγµή ακούστηκε η σειρήνα ενός ασθενοφόρου,

µπάσα και αποµακρυσµένη στην αρχή που όσο πλησίαζε γινόταν πιο λεπτή, σαν

τραγουδιστής που ανεβαίνει οκτάβες. Το ασθενοφόρο σταµάτησε έξω από την είσοδο

του ογδόου. Δυο τραυµατιοφορείς έβγαλαν το φορείο και µπήκαν τρέχοντας στο

τµήµα. Η Αλεξάνδρα ρώτησε µε τα µάτια τον Τζορτζ τι συνέβαινε. Εκείνος σήκωσε

τους ώµους. Λίγα δευτερόλεπτα µετά είδαν να βγάζουν στο φορείο το Μαχάτµα. Δεν

του είχαν σκεπάσει το πρόσωπο, οπότε δεν ήταν νεκρός. Αλλά στα ανοικτά του µάτια

αντικαθρεπτιζόταν το κενό της νιρβάνας.

Όταν το lsb έσκασε στο κεφάλι του Μαχάτµα ήταν σαν βόµβα µεγατόνων σε

ένα κατασκευασµένο από χαρτί σκηνικό. Ο Μαχάτµα δεν είχε πιει ποτέ αλκοόλ, δεν

κάπνιζε και φυσικά δεν είχε δοκιµάσει καµία ψυχότροπη ουσία ή κάποιο ναρκωτικό.

Αν ήταν προετοιµασµένος, αν ήξερε τι θα του συµβεί, θα µπορούσε να το

αντιµετωπίσει καλύτερα και από τον ίδιο τον Τίµοθι Λίρι. Όµως το σύνολο της

Page 206: i Legewna Twn Psuxwn

206

206

νόησης του είχε βυθιστεί σε µια σκούρα κηλίδα στον τοίχο. Η εγκεφαλική του

λειτουργία είχε πέσει πολύ πιο χαµηλά από εκείνη µοναχού που προσεύχεται

ατελείωτες ώρες, νηστικός και αυτοκτονικός, κλεισµένος στο κελί του. Σχεδόν άγγιζε

το µηδέν όταν τα δέκα µικρογραµµάρια λυσεργικού οξέως έφτασαν µε την

κυκλοφορία του αίµατος στον εγκέφαλο. Ο Μαχάτµα δεν πρόλαβε να σκεφτεί –δεν

µπορούσε να το κάνει άλλωστε- ώστε να αντισταθεί στους βανδάλους του οξέως που

κατέστρεφαν ολοκληρωτικά τους νευρώνες του. Ένιωσε µόνο το µυαλό του να

σβήνει, σαν κάποιος να τον είχε βγάλει από την πρίζα, και σωριάστηκε στο πάτωµα.

Ο Κελάµης και ο Καρόγλου, που περίµεναν να δράσει η ψυχότροπη ουσία,

συζητούσαν χαµηλόφωνα για το πως φτιάχνεται ένας καλός ελληνικός καφές και αν

τελικά αυτός ο καφές είναι ελληνικός, τούρκικος ή αραβικός.

Ο Μαχάτµα έπεσε µε γδούπο στο πάτωµα χωρίς να βάλει τα χέρια του για να

προστατευτεί από την πτώση. Το κρανίο του ακούστηκε σαν µια καρύδα που τη

χτυπάς σε πέτρες για να ανοίξει. Ο Κελάµης έτρεξε να τον µαζέψει.

«Θέατρο κάνει», είπε ο Καρόγλου χωρίς να κουνηθεί, αλλά δεν πίστευε αυτό

που είχε πει.

«Φώναξε το γιατρό», είπε ο Κελάµης που προσπαθούσε να τον συνεφέρει και

ένιωθε σαν να κρατούσε πτώµα.

Το πρώτο πράγµα που σκέφτηκε ο Καρόγλου ήταν ότι έχαναν το µοναδικό

τους µάρτυρα.

«Φέρε το γιατρό», φώναξε ο Κελάµης και ο Καρόγλου βγήκε έξω όσο πιο

γρήγορα µπορούσε.

Όταν γύρισε, µε το γιατρό που είχε χορηγήσει τη µοιραία δόση, ο Κελάµης

του έδινε το φιλί της ζωής.

«Δεν έχει σφυγµό», είπε απεγνωσµένα.

Ο γιατρός έπεσε πάνω του. Τον άκουσε και ξεκίνησε να χτυπάει το στήθος

του.

«Τι του κάνατε;» φώναξε στον Καρόγλου.

«Ούτε που τον αγγίξαµε», είπε εκείνος.

«Φωνάξτε ασθενοφόρο», είπε ο γιατρός.

Αλλά αυτό είχε ήδη γίνει. Πίσω από το διπλό καθρέφτη της ανακριτικής

αίθουσας καθόντουσαν δύο αστυνοµικοί.

Page 207: i Legewna Twn Psuxwn

207

207

Λίγο πριν µπουν οι τραυµατιοφορείς ο Καρόγλου ρώτησε το γιατρό αν είχε

πεθάνει.

«Δεν ξέρω», είπε εκείνος. «Νοµίζω ότι πιάνω σφυγµό κάθε τόσο, αλλά δεν

αναπνέει.»

Οι τραυµατιοφορείς µπήκαν µέσα.

«Έχετε µηχάνηµα ανάνηψης στο ασθενοφόρο;» τους ρώτησε ο γιατρός.

«Δε λειτουργεί», είπε ο ένας τραυµατιοφορέας.

Οι περικοπές στον τοµέα της υγείας είχαν πρώτα απ’ όλα αχρηστεύσει κάθε

µηχάνηµα που χρειαζόταν συντήρηση. Ο τελευταίος που είχε δοκιµάσει τον

απινιδωτή είχε ψηθεί ζωντανός σαν καλαµάρι φλαµπέ.

«Δεν τον προλαβαίνουµε», είπε ο γιατρός καθώς οι τραυµατιοφορείς

φόρτωναν το Μαχάτµα στο φορείο.

Βγήκαν έξω τρέχοντας και ο Καρόγλου µε τον Κελάµη τους συνόδεψαν.

Όταν η Αλεξάνδρα είδε το Μαχάτµα σε κατάσταση φυτού έκλεισε το στόµα

της. Έπειτα άρχισε να σπρώχνει για να τον πλησιάσει. Ο Τσε την πρόλαβε και την

έπιασε από τον ώµο. Εκείνη τίναξε το χέρι του και συνέχισε. Βγήκε µπροστά από το

πλήθος, στάθηκε και φώναξε: «Μαχάτµα». Ο Τζορτζ στάθηκε δίπλα της και την

έπιασε από τη µέση για να την τραβήξει. Όµως η κραυγή της είχε ακουστεί. Ο

Κελάµης πρώτος, µετά και ο Καρόγλου, την εντόπισαν ανάµεσα στο πλήθος.

Κοιταχτήκανε για να επιβεβαιώσουν αυτό που είχαν σκεφτεί. Ξεκίνησαν να

περπατάνε κατά πάνω της µε τα χέρια να αγγίζουν τα περίστροφα. Ο Τζορτζ και η

Αλεξάνδρα έµειναν να τους κοιτάνε να πλησιάζουν. Τότε ο Τσε βρέθηκε δίπλα τους

και τους είπε να τρέξουν. Έπιασε την Αλεξάνδρα και την τράβηξε. Γυρίσανε για να

χαθούν στο πλήθος. Ο Καρόγλου πρώτος έβγαλε το περίστροφο και, αφού τους

φώναξε να σταµατήσουν, πυροβόλησε στον αέρα. Πανικός επικράτησε. Λίγοι ήταν

αυτοί που έπεσαν κάτω. Οι πιο πολύ ξεκίνησαν να τρέχουν χωρίς να καταλαβαίνουν

τι κάνουν. Ο Τσε, η Αλεξάνδρα, ο Τζορτζ, ο Κελάµης και ο Καρόγλου προσπαθούσαν

να ανοίξουν δρόµο σπρώχνοντας. Κάµποσοι αστυνοµικοί ακολουθούσαν, ενώ οι

µοτοσικλετιστές περικύκλωναν το πανικόβλητο πλήθος.

Page 208: i Legewna Twn Psuxwn

208

208

Λίγα µέτρα παρακάτω βρέθηκε χώρος και το πλήθος διασκορπίστηκε. Οι τρεις

της λεγεώνας βρέθηκαν εκτεθειµένοι και άκουσαν τους αστυνοµικούς να τους

φωνάζουν να σταµατήσουν.

«Η λαϊκή!» φώναξε ο Τζορτζ και έφυγε πρώτος µπροστά.

Ο Καρόγλου πυροβόλησε, σηµαδεύοντας χαµηλά. Η σφαίρα βρήκε τον

Τζορτζ στο δεξί πόδι και τον έριξε κάτω. Λες και βρισκόταν µισό µέτρο από τα

αντίπαλα δίκτυα ο Τζορτζ πετάχθηκε επάνω και συνέχισε να τρέχει.

«Τι στο...» έκανε ο Καρόγλου και σταµάτησε για µια στιγµή να τρέχει. Γύρισε

στον Κελάµη που κοιτούσε µε την ίδια απορία. «Ροµπότ είναι;»

Η σφαίρα τον είχε πετύχει, δε χρειαζόταν να είναι βετεράνος για να τον

καταλάβει. Αλλά εκείνος συνέχιζε να τρέχει σαν να µην είχε συµβεί τίποτα.

Περπάτησαν λίγα βήµατα, ως το σηµείο που είχε πέσει ο Τζορτζ. Δεν είδανε ίχνη

αίµατος. Οι υπόλοιποι αστυνοµικοί τους προσπεράσανε. Ο Καρόγλου είχε χάσει κάθε

διάθεση για κυνηγητό. Με το πιστόλι στο χέρι έψαχνε κάτω για αίµατα.

«Τον πέτυχα, δεν τον πέτυχα;» ρώτησε τον Κελάµη.

Εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει και κοιτούσε τους συναδέλφους του που

συνέχιζαν να τρέχουν.

«Τον πέτυχες», είπε και κατέβασε το όπλο του.

Οι τρεις της λεγεώνας είχαν καταφέρει να χωθούν µέσα στη λαϊκή.

«Χωριστείτε», φώναξε ο Τζορτζ και καθένας ακολούθησε διαφορετική

πορεία. Οι αστυνοµικοί πίσω τους έκρυβαν τα όπλα τους και κοιτούσαν

απεγνωσµένοι, µήπως και διακρίνουν κάτι ανάµεσα στους αγοραστές. Ο Τζορτζ

πέρασε, περπατώντας γρήγορα πια, µπροστά από την Υπατία και τον Καρλ. Εκείνοι

έκαναν ότι δεν τον είδαν.

Δύο λεπτά αργότερα οι αστυνοµικοί είχαν σταµατήσει να τρέχουν. Ο

Καρόγλου, λίγα µέτρα πιο πίσω, κοιτούσε το πλακόστρωτο και επαναλάµβανε:

«Αφού τον πέτυχα». Ο Μαχάτµα, στο ασθενοφόρο που έτρεχε για το νοσοκοµείο, µε

τη συνοδεία µηχανών, είχε ήδη µπει στην νιρβάνα.

Page 209: i Legewna Twn Psuxwn

209

209

33.

Ο Καρόγλου και ο Κελάµης είχαν πέσει σε δυσµένεια. Την εποµένη του

θανάτου του µοναδικού µάρτυρα, του Μαχάτµα, ο γενικός διευθυντής, που µόλις είχε

ακούσει τον εξάψαλµο από τον υπουργό Τάξης και Ασφάλειας, τους κάλεσε στο

γραφείο του. Δε χρειαζόταν να έχουν ιδιαίτερη γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας για

Page 210: i Legewna Twn Psuxwn

210

210

να καταλάβουν τι τους περίµενε. Ο διευθυντής κοιτούσε έξω από το παράθυρο και

έτριζε τις αρθρώσεις των δακτύλων του –ή µήπως αυτά που έτριζαν ήταν τα δόντια

του; Ο Καρόγλου έκατσε σε µια καρέκλα χωρίς να πάρει την άδεια. Ο Κελάµης

έµεινε όρθιος. Ο διευθυντής γύρισε αργά.

Είχε κάνει ένα σεµινάριο διαχείρισης ανθρώπινου δυναµικού και είχε µάθει

ότι πάντα έπρεπε να αρχίζει την κουβέντα µε ένα χαµόγελο. Όµως εκείνη τη στιγµή

του ήταν αδύνατο να επιβληθεί στο πρόσωπο του. Έµοιαζε σαν να φορούσε τη µάσκα

από κάποια αρχαία τραγωδία, όπου έπαιζε το ρόλο του θεού-τιµωρού.

Ο Κελάµης νόµιζε ότι θα άκουγε µια αυστηρή επίπληξη, µια ψυχρή και

στεγνή αγόρευση ή, στη χειρότερη περίπτωση θα ετίθετο σε διαθεσιµότητα. Αυτό που

ήρθε δεν το περίµενε.

Ο διευθυντής πλησίασε αργά -σχεδόν χωλαίνοντας- το γραφείο του και

ξαφνικά χτύπησε µε όλη του τη δύναµη και τις δυο παλάµες του. Μέχρι και ο

Καρόγλου πετάχτηκε από το ξάφνιασµα.

«Τη γαµήσατε», ούρλιαξε. «Με γαµήσατε και θα σας γαµήσω.»

Ο Κελάµης αποσβολώθηκε. Όταν τέλειωσε τη σχολή –µε αριστεία και

επαίνους πρωτοφανείς- πίστευε ότι θα µεγαλουργούσε. Σίγουρα ποτέ δε θα

φανταζόταν ότι θα άκουγε τον διευθυντή να του φωνάζει τρεις φορές τη λέξη που

αρχίζει από γάµµα. Έµεινε ακίνητος, σταµάτησε να αναπνέει και να ανοιγοκλείνει τα

βλέφαρα του, σαν σαύρα που βλέπει τη σκιά του γερακιού και παριστάνει τη νεκρή.

Ο Καρόγλου, που είχε ξαναζήσει καταστάσεις ανάλογες µε εκείνη, αν και όχι

τόσο εκρηκτικές, έκανε το λάθος να µιλήσει.

«Νώντα», ξεκίνησε να λέει, χρησιµοποιώντας το µικρό όνοµα του διευθυντή,

όπως συνήθιζε.

«Νώντα να πεις τη µάνα σου», του φώναξε ο διευθυντής µε τη γροθιά του

σφιγµένη. «Εµένα θα µε λες κύριε, για να µη σου πω να µε φωνάζεις γαµιά µου. Γιατί

αυτό πρόκειται να σας κάνω.»

Ο Καρόγλου τραβήχτηκε πίσω –σωµατικά και νοητικά.

«Έχει κανένας σας τελειώσει την ιατρική και δεν το ξέρω;» ρώτησε ο

διευθυντής κοιτώντας ‘τους εναλλάξ. «Το φαντάστηκα», είπε ειρωνικά όταν οι

υφιστάµενοι του δεν απάντησαν. «Ο γιατρός έκανε καταγγελία και κατέθεσε µήνυση,

το ξέρεις;» είπε στον Καρόγλου.

Page 211: i Legewna Twn Psuxwn

211

211

«Ρουφιάνε», είπε ο Καρόγλου µέσα από τα δόντια του.

«Ρουφιάνος θα γίνει ο κώλος σου µ’ αυτά που πρόκειται να πάθεις... Νοµίζεις

ότι δουλεύω όλη µου τη ζωή σε τούτο το κωλοχανείο, ότι προσπαθώ όλη µου τη ζωή

να φτάσω κάπου, για να έρθεις εσύ και να µου γαµήσεις τη ζωή µε τις µαλακίες σου;

Και δεν έχω πιάσει ακόµα τον πιτσιρίκο», έδειξε τον Κελάµη, «που νοµίζει ότι είναι

πράκτορας του FBI, σε δευτεροκλασάτη ταινία.» Ο Κελάµης δεν τόλµησε να ανοίξει

το στόµα του. «Εσύ όµως, γαµηµένε παλιόγερε», συνέχισε ο διευθυντής, «τι νοµίζεις

ότι είσαι; Ο σερίφης που στέλνει στον αγύριστο όποιον µπαίνει στην πόλη του;»

Ύψωσε ακόµα περισσότερο τη φωνή του: «Ποιος σου έδωσε το δικαίωµα να παίρνεις

πρωτοβουλίες, να παίρνεις τέτοιες πρωτοβουλίες; Είσαι ένα µαλάκας µπάτσος που

τέλειωσε το εξατάξιο µε µέσο όρο κάτω από τη βάση. Και ξαφνικά την είδες

Βρώµικος Χάρι;»

Ο διευθυντής σήκωσε το ποτήρι του και ήπιε. Δεν είχε µέσα νερό. Ο

Καρόγλου ήξερε ότι ο Νώντας έπινε τζιν µε τόνικ, όταν πιεζόταν υπερβολικά. Το

κατέβασε µονορούφι. Τα µάτια του γυαλίζανε. Αλλά, µάλλον, δεν έφταιγε το ποτό.

«Είναι η χειρότερη τροµοκρατική επίθεση στην ιστορία της χώρας µας κι

εσείς πηγαίνετε και σκοτώνετε το µόνο µάρτυρα.»

«Έπαιρνε ναρκωτικά», είπε ο Καρόγλου για να δικαιολογηθεί.

«Δε µε νοιάζει αν έπαιρνε ή αν πουλούσε δέκα τόνους κολοµβιανής κοκαΐνης

την ηµέρα. Τι σχέση έχει µε τη µαλακία σας;»

«Δεν το περιµέναµε», ξεκίνησε να λέει ο Κελάµης.

«Αυτό που θα σας συµβεί το περιµένετε;» Ο γενικός άδειασε το ποτό του και

χωρίς καθόλου να ντραπεί άνοιξε το συρτάρι και γέµισε µέχρι τη µέση το ποτήρι µε

τζιν. Ήπιε λίγο και γέλασε. «Νοµίζετε ότι θα σας θέσω σε διαθεσιµότητα για λίγο

καιρό, ένα δυο µήνες, και µετά θα επιστρέψετε όλο χαρά στη δουλειά σας; Αυτό

νοµίζετε;»

Ο Καρόγλου συνοφρυώθηκε. Ένα µεγάλο µέρος από το µισθό του το έδινε

στα παιδιά του, που είχαν φτιάξει δικές τους οικογένειες, αλλά δύσκολα θα επιβίωναν

χωρίς τις τακτικές γονικές παροχές. Η γυναίκα του δεν έπαιρνε πολλά περισσότερα

από το βασικό µισθό. Αν έµεναν µόνο µε το µισθό της δε θα µπορούσαν καν να

ξεπληρώσουν τις δόσεις του στεγαστικού. Και σίγουρα ο Καρόγλου δεν ήταν ο

καλύτερος υποψήφιος για την αγορά εργασίας. Ήταν πολύ µεγάλος, χωρίς πτυχία,

Page 212: i Legewna Twn Psuxwn

212

212

πολύ κουρασµένος να ψάξει για καινούρια δουλειά. Από τα δεκαοκτώ του ήταν

αστυνοµικός. Δεν ήξερε να κάνει τίποτα άλλο. Δε θα άντεχε την απόλυση. Ο Κελάµης

θα τα κατάφερνε καλύτερα. Ήταν τόσο νέος. Θα δούλευε σερβιτόρος, θα δούλευε σε

οικοδοµή, κάπως θα τα έβγαζε πέρα. Άλλωστε δεν είχε να ανησυχεί για κανέναν άλλο

πέρα από τον εαυτό του. Εκείνος όµως τι θα έκανε;

«Βλέπω ότι άρχισες να ανησυχείς, Καρόγλου», είπε χαιρέκακα ο γενικός.

«Ποιος θα προσλάβει ένα γέρο µπάτσο, ε;»

«Κύριε διοικητά», πετάχτηκε ο Κελάµης. «Αν χρειάζεστε έναν αποδιοποµπαίο

τράγο προσφέροµαι οικειοθελώς. Ο συνάδελφος µου έχει προσφέρει πάρα πολλά στο

σώµα και την κοινωνία για να...»

Ο γενικός εξοργίστηκε.

«Ποιος σου έδωσε το λόγο και µιλάς; Νοµίζεις ότι είσαι ο συνήγορος του

διαβόλου; Ένα µυγόχεσµα είσαι, τίποτα παραπάνω. Βούλωσε ‘το.»

Ο Καρόγλου γύρισε προς τα πίσω και κοίταξε τον Κελάµη στα µάτια, σαν να

του έλεγε ότι θα ήταν καλύτερα, και για τους δυο, να µη ξαναµιλήσει.

«Δεν έχετε καταλάβει ακόµα τι πρόκειται να σας συµβεί», συνέχισε στον ίδιο

τόνο ο γενικός. «Δε µιλάµε για την απόλυση σας, αυτή είναι βέβαιη. Μιλάµε για

ανακριτική επιτροπή και στρατοδικείο, µε τις κατηγορίες της παράβασης καθήκοντος

και του εκ προµελέτης φόνου.»

Ο Καρόγλου πετάχτηκε επάνω.

«Αυτό παραπάει», αντέδρασε για πρώτη φορά. «Σκοτώσαµε έναν τροµοκράτη

και...»

Συνειδητοποίησε τι είχε πει και σταµάτησε.

«Ωραία», έκανε ο γενικός. «Πολύ ωραία υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου. Αν

πεις τα ίδια µπροστά στο δικαστή έχεις βέβαια τα ισόβια.»

Ο διοικητής έκατσε στην καρέκλα του και πάτησε το κουµπί της

ενδοεπικοινωνίας. Ζήτησε λίγο τόνικ ή µπίτερ λέµον ή «µια σόδα, που να σας πάρει ο

διάολος». Μετά θυµήθηκε να ζητήσει και παγάκια. Έβαλε τζιν στο ποτήρι του και

περίµενε. Όλοι έµοιαζαν να περιµένουν.

«Ήταν ανήλικος, Δηµήτρη», είπε στον Καρόγλου µόλις έφτιαξε το ποτό του.

Ακουγόταν πολύ πιο ήρεµος. «Και χέστο αυτό. Ο υπουργός και όλη η κυβέρνηση

έχουν τροµοκρατηθεί. Μάλλον τα πράγµατα θα χειροτερέψουν. Κάποιος πρέπει να

Page 213: i Legewna Twn Psuxwn

213

213

την πληρώσει... Και δυστυχώς αυτοί θα είστε εσείς.» Αφού γεύτηκε το ποτό

συµπλήρωσε: «Μάλλον κι εγώ.»

«Νώντα», του είπε ο Καρόγλου που ένιωσε ότι η επικοινωνία είχε

αποκατασταθεί, «ξέρεις πολύ καλά ότι δεν πράξαµε ενάντια στο καθήκον µας ούτε

κάναµε κάτι που δεν έχει ξαναγίνει... Απλά ήταν... Μια άτυχη στιγµή.»

«Ήταν καταστροφή», είπε ο διοικητής. «Και ακόµα δεν έχεις καταλάβει, ίσως

κανείς να µην µπορεί να καταλάβει, που θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση.»

«Μπορούµε να τους πιάσουµε», είπε ο Κελάµης µε σιγουριά.

«Τι ξέρεις γι’ αυτούς;» τον ρώτησε βαριεστηµένα ο διοικητής.

«Ότι είναι ανήλικοι και...»

«Ωραία. Μια φράξια ανήλικων τροµοκρατών που κατεδάφισαν το

χρηµατιστήριο σε ένα λεπτό... Δεν έχουµε αποτυπώµατα, δεν έχουµε οστεοµέτρηση,

δεν έχουµε εγκληµατικό παρελθόν, δεν έχουµε τίποτα.»

«Μπορούµε», ξεκίνησε να λέει ο Κελάµης.

«Να πάρουµε σβάρνα τα σχολεία και να ρωτάµε ποιος µαθητής αποβλήθηκε

τις τελευταίες µέρες;» ρώτησε ειρωνικά ο διοικητής.

Ο Κελάµης δεν απάντησε, αλλά η ειρωνική παρατήρηση του διοικητή του

έδωσε µια ιδέα.

«Τέλος πάντων», συνέχισε ο διοικητής. «Το θέµα είναι ότι υπάρχουν εντολές

από πάνω και κανείς δε ζήτησε τη γνώµη µου γι’ αυτές.»

«Πες ό,τι θες να πεις», είπε ο Καρόγλου που δεν άντεχε άλλο να περιµένει.

Χρειαζόταν απεγνωσµένα ένα τσιγάρο.

«Μπαίνετε στην εφεδρεία για έναν µήνα. Μετά θα απολυθείτε, θα

προφυλακιστείτε και θα αρχίσει η εισαγγελική έρευνα. Στην καλύτερη περίπτωση θα

φάτε δέκα χρονάκια, χωρίς αναστολή, και θα βγείτε στα τρία.»

«Θα µας βγάλουν τέσσερις, θες να πεις», έκανε ο Καρόγλου. «Το ξέρεις ότι

ένας µπάτσος δε τη βγάζει πάνω από µια µέρα στη στενή.»

«Δες ‘το απ’ την καλή πλευρά», του είπε ο διοικητής.

«Δε θα χρειάζεται να ανησυχώ για καρκίνο;» είπε ο Καρόγλου.

«Έχετε έναν µήνα έξω», είπε ο διοικητής χωρίς να γελάσει.

«Προλαβαίνουµε το παιχνίδι της εθνικής», είπε ο Κελάµης και ο Καρόγλου

γέλασε.

Page 214: i Legewna Twn Psuxwn

214

214

Ο διοικητής κοίταξε τον πάτο του ποτηριού του.

«Είστε καλοί αστυνοµικοί», είπε σοβαρά. «Μπορείτε σε έναν µήνα να δώσετε

κάποια στοιχεία. Οι πολιτικοί δεν νοιάζονται για το µαλακισµένο. Να σώσουν τους

κώλους τους προσπαθούν... Αν βοηθήσετε να πιάσουµε αυτά τα τσογλάνια θα γίνετε

ήρωες. Κανείς δε θα θυµάται τι έγινε.»

«Ή εµείς ή αυτοί», είπε ο Καρόγλου. «Με έναν µήνα προθεσµία.»

«Δε θα είστε σε υπηρεσία, αλλά θα σας εξασφαλίσω πρόσβαση στα

δεδοµένα.»

«Μπορούµε να το κάνουµε», είπε ο Κελάµης.

Ο Καρόγλου γύρισε και τον κοίταξε. Έµοιαζε να έχει ήδη παραιτηθεί απ’ τη

ζωή του.

«Αν τα καταφέρετε θα είσαι ο νεώτερος υποδιοικητής στην ιστορία της

αντιτροµοκρατικής και της αστυνοµίας εν γένει», είπε ο διοικητής στον Κελάµη.

«Χωρίς να αποκλείω, µελλοντικά, µια θέση στο κοινοβούλιο... Γιατί είσαι καλός

στους λόγους.» Ο Κελάµης θυµήθηκε το διοικητή στη πρώτη σειρά τη µέρα της

ορκωµοσίας του. «Κι εσύ, Δηµήτρη, εξασφαλίζεις το µέλλον των παιδιών σου. Θα

φροντίσω να βγάλεις σύνταξη ευρωσπονδιακού πράκτορα. Με όλα τα επιδόµατα.»

Ο Καρόγλου χαµογέλασε.

«Ξέρεις να το κάνεις, καλύτερα από κάθε άλλο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε το

διοικητή.

«Τι εννοείς;»

«Ο καλός και ο κακός µπάτσος, χωρίς να χρειάζεσαι παρτενέρ. Σκοτσέζικο

ντους. Πρώτα µας παγώνεις τα αρχίδια και µετά µας παίρνεις πίπα.»

«Δεν κατάλαβες», του είπε αυστηρά ο διοικητής. «Ένα µήνα διορία µου

δώσανε κι εµένα. Μετά θα µοιράζω την αλληλογραφία και θα καθαρίζω τουαλέτες.

Στην καλύτερη.»

«Τότε προετοιµάσου», του είπε ο Καρόγλου και σηκώθηκε. «Μπορούµε να

φύγουµε τώρα; Ή µήπως ξέχασες να µας πεις τίποτα άλλο ωραίο; Τους αριθµούς του

λόττο, µια προεδρική θέση για τον νέο µας από ‘δω.»

«Βγες εσύ», του είπε ο διοικητής. «Θέλω να πω κάτι τελευταίο στον

Κελάµη.»

«Ωραία», έκανε ο Καρόγλου και πήγε να φύγει. Ο Κελάµης τον συγκράτησε.

Page 215: i Legewna Twn Psuxwn

215

215

«Ο Καρόγλου είναι ο συνεργάτης µου», είπε θαρρετά. «Ότι θέλετε να µου

πείτε θα το ακούσει κι αυτός.»

«Όπως θέλεις», είπε ο διοικητής που δεν είχε τέτοιου είδους ευαισθησίες. «Ο

συνάδελφος σου είναι πολλά χρόνια στη δουλειά και ξέρω τι µπορώ να περιµένω από

αυτόν. Είναι σαν κι εµένα: Ένας γέρικος σκύλος. Και δεν µπορείς να µάθεις νέες

συνήθειες σε έναν γέρικο σκύλο.» Κουδούνισε τα παγάκια στο άδειο ποτήρι του για

να επιβεβαιώσει τα λεγόµενα του. «Μόνο εσύ µπορείς να κάνεις την έκπληξη και

πιστεύω σε αυτό που λέω.»

Ο Κελάµης δέχτηκε την πρόκληση µε µια κίνηση του κεφαλιού. Γύρισε για να

φύγει. Στην πόρτα ο διοικητής θυµήθηκε κάτι και τον φώναξε.

«Κελάµη... Καν’ ‘το για τον πατέρα σου», του είπε.

«Ο πατέρας µου δε δίνει δεκάρα για την πολιτική φούσκα που

υπερασπίζεστε», είπε αγριεµένος ο Κελάµης.

«Δεν θα άντεχε όµως να δει το γιο του στη φυλακή», είπε ο διοικητής.

«Κύριε», είπε ο Κελάµης, «µε όλο το σεβασµό... Άντε γαµήσου.»

Βάρεσε την πόρτα πίσω του όσο πιο δυνατά µπορούσε. Ο Καρόγλου γελούσε.

«Μικρέ», του είπε, «έχεις µεγάλα αρχίδια τελικά... Πάµε να σε κεράσω έναν

καφέ.»

Ο Κελάµης δέχτηκε την προσφορά. Χρειαζόταν έναν καφέ.

Page 216: i Legewna Twn Psuxwn

216

216

34.

Τις επόµενες µέρες όλα τα πρωτοσέλιδα ήταν αφιερωµένα στη νέα

τροµοκρατική οµάδα. Το κείµενο του Παύλου δηµοσιεύτηκε παντού και µελετήθηκε

όσο κανένα άλλο γραπτό από την εποχή του Κοµµουνιστικού Μανιφέστου. Οι άντρες

της αντιτροµοκρατικής προσπαθούσαν να ανακαλύψουν σε αυτό στοιχεία για τη

λεγεώνα. Οι δηµοσιογράφοι ανέλυαν την κάθε πρόταση και έβγαζαν –ως συνήθως-

αυθαίρετα και αντικρουόµενα συµπεράσµατα. Κάποιος βιβλιοκριτικός –γνωστός για

τις αντιεξουσιαστικές του θέσεις- έγραψε ένα εγκωµιαστικό άρθρο για τις

«αναµφισβήτητα µεγάλη λογοτεχνική αξία» του συντάκτη –και απολύθηκε γι’ αυτό.

Ο απλός κόσµος είχε βρει στη λεγεώνα ένα Ζορό που θα έπαιρνε εκδίκηση για όσα

βάσανα και απογοητεύσεις τους είχαν προκαλέσει οι κυβερνήσεις ανδρείκελα των

τραπεζιτικών κύκλων. Ο Παύλος µιλούσε για δικαιοσύνη, για αξιοπρεπή διαβίωση,

για πραγµατική και όχι πλασµατική ισότητα, για το δικαίωµα στο όνειρο. Μιλούσε

για τον κάθε ένα άνθρωπο ξεχωριστά και έγραφε ότι δικαιούται να ζήσει ελεύθερος

και ευτυχισµένος, γιατί οι πρόγονοι του –ένδοξοι αυτοί- είχαν θυσιαστεί για κάποια

ιδανικά. Για ιδανικά που οι δοσίλογοι πολιτικοί είχαν ξεπουλήσει έναντι πινακίου

φακής σε ξένα συµφέροντα.

Όλα τα κόµµατα, µε πρώτο το κυβερνών, καταδίκασαν ή κράτησαν απόσταση

από τη διακήρυξη. Διαχωρισµός ανάµεσα σε αριστερά και δεξιά δεν υπήρχε πλέον.

Όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί πληρώνονταν για να υποστηρίζουν τα οικονοµικά µέτρα

λιτότητας, τα οποία δε φαινόταν να έχουν ηµεροµηνία λήξης. Ο κόσµος το ήξερε

αυτό και η αποχή στις εκλογές ήταν συνήθως άνω του εξήντα τοις εκατό. Η

επαναστατική διακήρυξη της λεγεώνας καθρέφτιζε απόλυτα τη δυσαρέσκεια τους και

την ελπίδα τους ότι µια καινούρια δύναµη µπορούσε να αναδυθεί µέσα από τις

στάχτες της χώρας. Το χτύπηµα στο χρηµατιστήριο είχε εντυπωσιάσει τους πάντες.

Οι συνεδριάσεις της Βουλής ξεκίνησαν να γίνονται µε τηλεδιασκέψεις και

κάθε δηµόσιο κτίριο φυλασσόταν δρακόντεια. Η Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση έστειλε –

Page 217: i Legewna Twn Psuxwn

217

217

χωρίς να πάρει την άδεια της υποτελούς Ελληνικής κυβέρνησης- δέκα χιλιάδες

στρατιώτες για να εξασφαλίσουν την τάξη και να αποφύγουν έναν λαϊκό ξεσηκωµό

που θα δηµιουργούσε κινήµατα υποστήριξης και αλληλεγγύης στις υπόλοιπες χώρες.

Έτσι η χώρα εν µία νυκτί βρέθηκε υπό στρατιωτικό νόµο ή θα ήταν καλύτερα αν

λέγαµε υπό κατοχή. Αυτό εξαγρίωσε ακόµα περισσότερο τους απηυδισµένους πολίτες

που ανυποµονούσαν να δουν τη λεγεώνα να καταστρέφει τα ξενόφερτα άρµατα

µάχης. Η αντίσταση δεν ήταν πια θέµα των λίγων νεαρών που πυρπολούσαν µε

µολότωφ τις τράπεζες. Οι πάντες, ακόµα και τα παιδιά, έφτυναν όταν περνούσε δίπλα

τους ξένος στρατιώτης και πολλοί από αυτούς βρέθηκαν σε δύσκολη θέση,

περικυκλωµένοι από τον αγριεµένο όχλο, τόσο που χρησιµοποίησαν τα όπλα τους για

να προστατέψουν τον εαυτό τους. Οι πρώτοι που έπεσαν νεκροί από τα πυρά των

αλλοδαπών στρατιωτών ανακηρύχτηκαν ελέω λαού µάρτυρες και πυροδότησαν νέες,

µεγαλύτερες ταραχές. Η χώρα βρισκόταν πια σε πόλεµο και οι πολιτικοί δεν

τολµούσαν να βγουν πια από τα σπίτια τους. Κάποιοι που το αποτόλµησαν δέχτηκαν

τη δίκαιη οργή του κόσµου. Μέχρι που ο υπουργός οικονοµικών κάηκε µέσα στο

αυτοκίνητο του, µαζί µε την οικογένεια του, και ο πρωθυπουργός έβγαλε το στρατό

στο δρόµο, κηρύσσοντας επισήµως στρατιωτικό νόµο.

Οι µπλόγκερς ήταν οι µόνοι που τόλµησαν να γράψουν για δικτατορία. Τα

έντυπα µέσα και η τηλεόραση µιλούσαν για εξασφάλιση της τάξης και της

ασφάλειας. Αλλά ο κόσµος είχε σταµατήσει να πιστεύει ότι του σερβίριζε η

τηλεόραση.

Ο θάνατος του Μαχάτµα έγινε γνωστός από το διαδίκτυο. Η Αλεξάνδρα, η

Υπατία και ο Παύλος βοήθησαν σε αυτό. Πολύ γρήγορα το πρόσωπο του έγινε το

σύµβολο της αντίστασης και οι έφηβοι έγραφαν στους τοίχους: «Ο Μαχάτµα ζει». Το

γεγονός ότι ήταν ένας νεκρός επαναστάτης, ένας νεκρός στην ηλικία τους, τους έκανε

να ταυτιστούν µαζί του. Τα δηµόσια λύκεια της χώρας τελούσαν µόνιµα πλέον υπό

κατάληψη και στις συναυλίες που γινόντουσαν εκεί πάντα κάποιο συγκρότηµα είχε

ένα τραγούδι για το Μαχάτµα. Η αστυνοµία και ο στρατός παρενέβαινε για τις

διαλύσει, αλλά οι έφηβοι πολεµούσαν πιο λυσσαλέα από τους κουρασµένους γονείς

τους. Σύντοµα ο πρωθυπουργός αναγκάστηκε να κλείσει όλα τα σχολεία και να

στείλει τους µαθητές σε άνευ αποδοχών διακοπές, µήπως και κατευνάσει την

αντίδραση τους. Οι µαθητές βγήκαν στους δρόµους και κάθε τόσο τα οχήµατα της

Page 218: i Legewna Twn Psuxwn

218

218

πυροσβεστικής έτρεχαν να σβήσουν φλεγόµενους και µη καιόµενους κάδους

απορριµµάτων που διαλαλούσαν την αποφασιστικότητα των εφήβων και

παρακώλυαν την κυκλοφορία.

Κανείς δεν έµενε ήσυχος πια στον καναπέ του. Κανείς δεν αισθανόταν

ασφαλής για να συνεχίσει να διαπράττει εγκλήµατα εναντίον του λαού. Το χτύπηµα

στο χρηµατιστήριο ήταν µόνο η αφορµή, ο θάνατος του Μαχάτµα το παράδειγµα, και

η πυρπόληση του υπουργού οικονοµικών το προµήνυµα της θύελλας που ερχόταν. Ο

κόσµος είχε πια ξεπεράσει το σηµείο της αγανάκτησης και περίµενε την επόµενη

κίνηση από τη λεγεώνα για να καταστρέψει τα πάντα.

Page 219: i Legewna Twn Psuxwn

219

219

35.

Τα εναποµείναντα µέλη της λεγεώνας συναντήθηκαν στο σχολείο τους

δεκαπέντε µέρες µετά το χτύπηµα. Οι εξελίξεις τους είχαν προσπεράσει και τους

είχαν καταδικάσει. Δεν µπορούσαν πια να κάνουν υποθέσεις και σχέδια

επαναστατικής δράσης. Η επανάσταση είχε αρχίσει. Έπρεπε να φανούν αντάξιοι των

προσδοκιών.

Όταν µπήκαν όλοι στην αίθουσα ο Δάσκαλος κλείδωσε την πόρτα και

κατέβασε τα στόρια.

«Μάλλον δεν είµαστε πλέον το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, αλλά το κρυφό

σχολειό», είπε ο Άιρτον, αλλά κανείς δε γέλασε.

«Ξεκίνησε», είπε µόνο ο δάσκαλος και φαινόταν τροµαγµένος. «Δεν περίµενα

τα πράγµατα να εξελιχτούν µε τόσο γρήγορους ρυθµούς...» Έπιασε την τσάντα του

και την ξανάφησε κάτω. «Γνωρίζετε τη γνωστική ασυµφωνία του Φέστινγκερ;»

ρώτησε τους µαθητές που τον κοιτούσαν µε πολύ διαφορετικό βλέµµα από την

προηγούµενη συνάντηση. «Εν ολίγοις ο Φέστινγκερ λέει ότι οι καταστάσεις

διαµορφώνουν τις πεποιθήσεις µας και όχι το αντίθετο, όπως πιστεύει ο πολύς

κόσµος.» Κανείς δε µιλούσε. Ο Δάσκαλος κατάλαβε τι ήθελαν να ακούσουν. «Δεν θα

µπορούσα να προβλέψω τι θα πάθαινε ο Μαχάτµα. Σας το έχω ξαναπεί: Δεν είµαι

µάντης. Η απώλεια του µου κόστισε κι εµένα πάρα πολύ, ιδίως επειδή σκέφτοµαι ότι

εγώ τον έµπλεξα σε αυτή την υπόθεση... Αλλά τώρα πρέπει να του δείξουµε ότι η

θυσία του δεν πήγε άδικα. Η πραγµατικότητα τους έχει σχεδόν καταρρεύσει. Αρκεί

ένα φύσηµα. Και ο κόσµος εκεί έξω το περιµένει αυτό από εµάς.»

Page 220: i Legewna Twn Psuxwn

220

220

«Τι θα ανατινάξουµε;» ρώτησε ο Τσε που ανυποµονούσε να αναλάβει δράση.

«Η προβλεψιµότητα είναι για τους γραφικούς και τους ατάλαντους», είπε ο

Δάσκαλος. «Κι εσείς έχετε ταλέντο και κυρίως έχετε... Μια οµάδα. Δεν είστε πλέον

µερικοί έφηβοι που πασχίζουν να βρουν τον εαυτό τους. Είστε λεγεωνάριοι. Αυτό το

αποδείξατε όταν αποφασίσατε µόνοι σαν να σώσετε το Μαχάτµα. Και είµαι σίγουρος

ότι θα τα καταφέρνατε αν τα πράγµατα είχαν εξελιχτεί διαφορετικά.»

«Αν δρούσαµε νωρίτερα...» είπε η Αλεξάνδρα.

«Δεν υπάρχει χρόνος να κάνουµε υποθέσεις και να ασχολούµαστε µε όλα τα

αν. Έχουµε πόλεµο—»

«Και κάποιες απώλειες δικαιολογούνται», είπε ο Αδόλφος που τον τελευταίο

καιρό µιλούσε όλο και περισσότερο.

Ο Δάσκαλος ήθελε να πει ότι καµιά απώλεια δε δικαιολογείται, αλλά

κατάλαβε ότι θα έλεγε ψέµατα. Αυτό που ζούσαν ήταν η πραγµατική ζωή, όχι κάποια

ταινία. Και στη ζωή πεθαίνουν και οι καλοί. Κυρίως αυτοί.

«Όποιος θέλει να αποχωρήσει από τη λεγεώνα µπορεί να το κάνει», είπε

κοιτώντας ‘τους στα µάτια. «Όπως δεν µπορώ να σας υποσχεθώ ότι θα νικήσουµε,

έτσι δε θα σας κοροϊδέψω λέγοντας ‘σας ότι κανείς δε θα πάθει τίποτα. Τα πράγµατα

είναι πλέον πολύ δύσκολα και πολύ επικίνδυνα. Γι’ αυτό, όποιος θέλει...»

Πήγε και ξεκλείδωσε την πόρτα. Κανείς όµως µαθητής δε σηκώθηκε.

«Θα πολεµήσουµε. Μέχρι εσχάτων», είπε ο Τσε. «Και νοµίζω ότι µιλώ εκ

µέρους όλων.»

«Δε θα µας βρουν;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Ούτε γι’ αυτό µπορώ να εγγυηθώ πλέον», απάντησε ο Δάσκαλος. «Οι

τοπικές αρχές σίγουρα θα συνεργάζονται ήδη µε τις διεθνείς αντιτροµοκρατικές

οµάδες.»

«Είµαστε τροµοκράτες;» ρώτησε η Υπατία.

«Αν χάσουµε, ναι. Αν κερδίσουµε θα είµαστε απελευθερωτές.»

«Η ιστορία γράφεται από τους νικητές», είπε ο Αδόλφος.

«Γι’ αυτό πρέπει να κερδίσουµε», συµφώνησε ο Δάσκαλος.

«Και ποιο είναι το σχέδιο;» ρώτησε ο Καρλ.

Page 221: i Legewna Twn Psuxwn

221

221

«Το χρηµατιστήριο ήταν η καρδιά του θηρίου», είπε ο Δάσκαλος. «Το πλήγµα

ήταν δυνατό και τώρα επιβιώνει χάρη στη µηχανική υποστήριξη του στρατού και των

σωµάτων ασφαλείας... Τώρα πρέπει να χτυπήσουµε τον εγκέφαλο του θηρίου.»

«Ήτοι;» ρώτησε ο Παύλος.

«Το ινστιτούτο προστασίας προσωπικών δεδοµένων», απάντησε ο Δάσκαλος.

«Υποτίθεται ότι υπάρχει για να κάνει ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι κάνει. Κάθε

πληροφορία για κάθε πολίτη αυτής της χώρας είναι περασµένη στους υπολογιστές

του. Ουσιαστικά το ινστιτούτο είναι το κέντρο της εσωτερικής ασφαλείας. Κάθε µας

συναλλαγή, κάθε µας παράπτωµα ή ανάρτηση στο διαδίκτυο, καταχωρείται στον

ηλεκτρονικό µας φάκελο. Γνωρίζουν ακόµα και τις λογοτεχνικές µας προτιµήσεις, τι

µουσική ακούµε, ποιο είναι το χόµπι µας. Κάθε πολίτης µε επικίνδυνα γούστα, κάθε

εν δυνάµει ανατρεπτικός, είναι κίτρινος. Όποιος έχει ήδη συλληφθεί ή είναι βέβαιο

ότι υπονοµεύει την τάξη είναι κόκκινος. Οι ποινικοί εγκληµατίες συνήθως µένουν στο

κίτρινο. Η κλοπή, ο βιασµός ή ο φόνος δεν αποτελούν κίνδυνο για την καθεστηκυία

τάξη, όχι περισσότερο από ένα αντικαθεστωτικό ποίηµα.»

«Εµείς τι χρώµα να έχουµε;» ρώτησε ο Παύλος.

«Αν ήξεραν ότι είσαι ο συντάκτης του µανιφέστου µας θα ήσουν µαύρος. Που

σηµαίνει άµεση σύλληψη.»

Ο Παύλος χάρηκε µε αυτό που άκουσε.

«Αλλά για την ώρα πρέπει να είστε στο πορτοκαλί.»

«Λευκοί ποιοι είναι;» ρώτησε ο Καρλ.

«Οι γονείς σου. Οι γονείς των περισσοτέρων από εσάς.»

«Γιατί δεν τους εµβολίζουµε;» ρώτησε η Υπατία και εξήγησε: «Να µπούµε

στο σύστηµα τους και να τους ρίξουµε κάποιο ιό.»

«Αν ήταν τόσο απλό», είπε ο Δάσκαλος, «δε θα σας µάζευα όλους. Θα έµενα

µε εσένα και τον Καρλ.»

«Πρέπει να µπούµε µέσα;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Μάλλον... Δεν ξέρω καν αν θα καταφέρουµε να µολύνουµε το σύστηµα τους

ούτε καν από µέσα.»

«Χτύπηµα στα τυφλά, λοιπόν;» ρώτησε ο Τσε.

«Ναι, και κάτω από τη ζώνη.»

«Χρειαζόµαστε ιό;» ρώτησε ο Καρλ.

Page 222: i Legewna Twn Psuxwn

222

222

«Κάτι καινούριο. Ο υπολογιστής τους είναι πιο δυνατός και από αθλητή που

όλη τη µέρα παίρνει βιταµίνες.»

«Υπερβιταµίνωση τότε», είπε η Μαρί από την άκρη. Η Υπατία την κοίταξε

και γέλασε.

«Ναι. Ένα δικό µας τείχος προστασίας, τόσο δυνατό που να αποκλείει ακόµα

και τους ίδιους τους χρήστες του προγράµµατος.»

«Κάτι σαν αλλεργία;» αναρωτήθηκε ο Καρλ.

«Χειρότερο. Καρκίνος. Ο οργανισµός αυτοκαταστρέφεται.»

«Μπορείτε να φτιάξετε κάτι τέτοιο;» ρώτησε τον Κάρλ και την Υπατία ο

Δάσκαλος.

«Δεν το ‘χω ξανακάνει», είπε η Υπατία.

«Ούτε το ‘χω ακούσει», είπε ο Καρλ.

«Μπορεί να γίνει;»

«Τα πάντα µπορούν να γίνουν, αρκεί να φτιάξεις το σωστό πρόγραµµα», είπε

µε σιγουριά ο Καρλ.

«Αυτό θα κάνουµε τότε», είπε ο Δάσκαλος ενθουσιασµένος. «Όχι µια ίωση

της σειράς, αλλά καλπάζουσα λευχαιµία, κάτι που να αλλοιώσει τον ίδιο τον ιστό του

διαδικτύου, να τον ξετινάξει.»

«Και τι θα κερδίσουµε έτσι;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Φαντάζεσαι έναν πλανήτη χωρίς κράτη;» τον ρώτησε ο Δάσκαλος. «Να

χαθεί κάθε φορολογική ενηµερότητα και κάθε προσωπικό δεδοµένο; Ξεκινήσαµε τον

πόλεµο ενάντια στην οικονοµία, αλλά ουσιαστικά είναι ένας πόλεµος πληροφοριών.

Μόλις θα καταρρεύσει το δίκτυο τους θα είµαστε ίσοι, ένας προς έναν. Και εµείς

είµαστε πολύ περισσότεροι.»

«Αυτοί έχουν το στρατό», είπε ο Τσε.

«Ο στρατός ποτέ δε στάθηκε εµπόδιο στις επαναστάσεις. Όταν υπάρχει

γενικευµένη λαϊκή εξέγερση ο στρατός συνήθως προσχωρεί σ’ αυτήν.»

«Θα πρέπει να κάνουµε κάτι εντυπωσιακό», είπε ο Τζορτζ. «Κάτι που να

πυροδοτήσει την οργή τους.»

«Το κοινοβούλιο», είπε ο Τσε.

Page 223: i Legewna Twn Psuxwn

223

223

«Έχετε δίκιο», είπε ο Δάσκαλος, «αλλά αυτό θα είναι πολύ πιο δύσκολο από

το χρηµατιστήριο. Ειδικά τώρα... Δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρουµε να µπούµε

µέσα.»

«Θα το κάνουµε απ’ έξω», είπε η Μαρί.

«Τότε θα υπάρχουν σίγουρα θύµατα», είπε η Αλεξάνδρα.

«Πόσους σκοτώσανε τις προάλλες στη πλατεία;» Ο Τσε αναφερόταν στους

πολίτες που έπεσαν από τα πυρά των ξένων στρατιωτών. «Είναι πόλεµος πια, δεν το

καταλαβαίνετε;»

«Ίσως θα µπορούσαµε»,ξεκίνησε να λέει ο Δάσκαλος και σταµάτησε για να

σκεφτεί. «Πρέπει να τους προειδοποιήσουµε για το κοινοβούλιο, ώστε να µην

πλησιάσει κανείς ούτε καν αστυνοµικοί. Αλλά ταυτόχρονα να είµαστε βέβαιοι ότι δεν

µπορούν να εξουδετερώσουν το µηχανισµό µας.»

«Να τους βοµβαρδίσουµε», έκανε ο Άιρτον.

«Θα πρέπει η Αλεξάνδρα να φτιάξει αεροπλάνο», είπε ο Δάσκαλος.

«Μπορούµε να χρησιµοποιήσουµε ένα µετεωρολογικό αερόστατο», είπε

εκείνη.

«Όχι. Πολύ ριψοκίνδυνο. Τα εκρηκτικά πρέπει να τοποθετηθούν µέσα.»

«Δεν νοµίζω να γίνονται εκδροµές πια στη Βουλή».

«Όχι. Είναι κλειδωµένη. Κανείς δεν µπαίνει µέσα. Ούτε καθαρίστρια.»

«Ένας σκύλος;»

«Πολύ καλό, Άιρτον. Ξεκίνα να τον εκπαιδεύεις.»

«Από πάνω δεν µπορούµε, από µέσα δε γίνεται. Από κάτω;» ρώτησε η

Αλεξάνδρα.

Προτού απαντήσει ο Δάσκαλος µίλησε η Μαρί:

«Απ’ έξω θα το κάνουµε.»

«Πως θα είναι ελεγχόµενη;»

«Δε θα είναι», είπε ο Αδόλφος. «Οι στρατιώτες που φυλούν το Κοινοβούλιο

είναι οι εχθροί µας.»

«Δεν το δέχοµαι», είπε η Υπατία και σηκώθηκε όρθια. «Αυτοί οι στρατιώτες

είναι άνθρωποι. Θα µπορούσε να είναι ένας από εµάς.»

Page 224: i Legewna Twn Psuxwn

224

224

«Έχουµε ένα θέµα ηθικής», είπε ο Δάσκαλος. «Έχουµε δικαίωµα να

σκοτώσουµε;» Όλοι περίµεναν από τον ίδιο την απάντηση. «Εγώ πιστεύω ότι δεν το

έχουµε.»

«Τότε θα χάσουµε», είπε ο Αδόλφος.

«Είµαστε πιο έξυπνοι από αυτούς», είπε η Υπατία.

«Και ποιος σου είπε ότι οι πιο έξυπνοι κερδίζουν;» τη ρώτησε ο Παύλος.

Κανείς δεν περίµενε κάτι τέτοιο από τον Παύλο.

«Κερδίζουν οι αποφασισµένοι», είπε χαµογελώντας ο Αδόλφος.

«Περιµένετε», τους είπε ο Δάσκαλος. «Ας το κάνουµε δηµοκρατικά. Θα

ψηφίσουµε: Ποιος θέλει µια επίθεση ανεξαρτήτως θυµάτων; Σηκώστε χέρι.»

Πρώτος σήκωσε το χέρι του ο Αδόλφος. Σχεδόν ταυτόχρονα το έκανε και ο

Τσε. Μετά ο Παύλος και ο Καρλ. Η Μαρί δεν άργησε να συµφωνήσει. Η Αλεξάνδρα

το σκέφτηκε για λίγο, αλλά δε σήκωσε το χέρι της.

«Πέντε υπέρ, τέσσερις κατά», είπε ο Δάσκαλος.

«Ο Μαχάτµα θα ψήφιζε σίγουρα κατά», είπε η Υπατία.

«Γι’ αυτό πέθανε», είπε ψυχρά ο Τσε.

«Μένει η δική µου ψήφος», είπε ο Δάσκαλος. «Αν ψηφίσω κατά έχουµε

ισοψηφία.»

«Ως Δάσκαλος η ψήφος σου είναι διπλή σε περίπτωση ισοψηφίας», είπε η

Υπατία.

Οι µαθητές που είχαν ψηφίσει υπέρ φάνηκαν να δυσανασχετούν µε αυτόν τον

νέο κανόνα, αλλά κοίταξαν το Δάσκαλο περιµένοντας ‘τον.

Ο Δάσκαλος πήγε ως το παράθυρο. Στους δρόµους είχαν στηθεί οδοφράγµατα

και οι καπνοί από τους κάδους και τα αυτοκίνητα που καιγόντουσαν υψώνονταν

σχεδόν σε κάθε τετράγωνο.

«Το θέµα είναι», είπε εκείνος. «Αν είστε έτοιµοι να δεχτείτε την απόφαση

µου... Γιατί τελικά, έτσι όπως έγινε, η απόφαση θα είναι δική µου.» Γύρισε προς τους

µαθητές του. «Η ψήφος µου θα έχει αξία τελικά ή όσοι έχουν αντίθετη γνώµη θα

συνεχίσουν να διαµαρτύρονται και θα διαλυθούµε σε δύο λεγεώνες; Μια

σκληροπυρηνική και µία µετριοπαθή;»

«Τότε σίγουρα θα χάσουµε», είπε ο Τζορτζ και όλοι φάνηκαν να συµφωνούν

µαζί του. «Ως άτοµα όλοι δικαιούµαστε να έχουµε γνώµη. Αλλά για να συνεχίσουµε

Page 225: i Legewna Twn Psuxwn

225

225

να είµαστε οµάδα πρέπει να τηρήσουµε το αποτέλεσµα της ψηφοφορίας. Έτσι δεν

είναι;» Γύρισε προς τον Αδόλφο και επανάλαβε την ερώτηση: «Έτσι δεν είναι;»

Εκείνος µόνο έσφιξε τα χείλη. «Αυτό σηµαίνει ναι... Κι εσύ, Υπατία;» Η Υπατία

κατέβασε το κεφάλι. «Ωραία. Συµφωνούµε όλοι;» Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. «Σ’

ακούµε τότε, Δάσκαλε.»

Ο Δάσκαλος άργησε να απαντήσει. Πήγε και έκατσε στην καρέκλα του.

Έµεινε να κοιτάζει τα χαρτιά του. Για λίγη ώρα ακουγόντουσαν µόνο τα

δευτερόλεπτα που µετρούσε το ρολόι της αίθουσας.

«Κάθε ανθρώπινη ζωή είναι σηµαντικότερη από οποιοδήποτε ιδανικό»,

ξεκίνησε να λέει και η Υπατία χαµογέλασε. «Ο φόνος είναι φόνος, χωρίς καµιά

δικαιολογία.

«Η αυτοάµυνα δικαιολογεί», φώναξε ο Παύλος, αλλά ο Τσε τον σταµάτησε.

«Χωρίς καµία δικαιολογία», ξαναείπε ο Δάσκαλος.

Έπιασε τα χαρτιά του, τα σήκωσε και τα χτύπησε στην καινούρια έδρα του. Η

προηγούµενη είχε καταστραφεί στην επίδειξη της εκρηκτικής ύλης της Μαρί.

«Όµως κάθε λαός έχει δικαίωµα να ανατρέπει όποια κυβέρνηση δεν τηρεί το

κοινωνικό συµβόλαιο. Με κάθε κόστος.» Η Υπατία τον κοίταξε ανήσυχη. «Δεν

υπάρχει µόνο µαύρο και άσπρο, καλό και κακό. Κάθε κακία εµπεριέχει ένα ίχνος

καλοσύνης και το αντίθετο. Οι απόλυτες καταστάσεις και οι απόλυτες ηθικές είναι

µόνο για το Θεό... Ο άνθρωπος είναι ζώο και τα ζώα σκοτώνουν για να επιζήσουν.»

«Δεν είµαστε ζώα», είπε η Υπατία.

«Είµαστε», της απάντησε ο Δάσκαλος. «Κοινωνικά και έλλογα, αλλά ζώα.

Και απειλείται πλέον η ίδια µας η υπόσταση. Αν υποχωρήσουµε, αν περιµένουµε να

δικαιωθούµε στην επόµενη ζωή, όπως ο Μαχάτµα, θα εξαφανιστούµε.» Σηκώθηκε

όρθιος. «Ο άνθρωπος, πάνω απ’ όλα, είναι θυµικό ζώο, συναισθηµατικό, παράλογο.

Ξεχάστε τα επιχειρήµατα και τη λογική. Δεν κατευθύνουν αυτά τη ζωή µας, τις ζωές

µας. Η βάση των κινήτρων µας δεν είναι τοποθετηµένη στη λογική του Αριστοτέλη

ούτε στην ιδεολογία του Πλάτωνα και του Λάο Τσε. Η πρωτόγονη φύση µας µάς

κατευθύνει. Η ίδια η ζωική δύναµη. Και αυτή δε δέχεται επιχειρήµατα, δεν

επηρεάζεται από ιδεολογίες. Είναι αυτόνοµη και απρόβλεπτη. Όπως είναι ο ίδιος ο

άνθρωπος, πάνω απ’ όλα: Απρόβλεπτος. Οπότε η ψήφος µου, όπως και η δική σας,

ακόµα και αν δεν το γνωρίζετε, δεν έχει να κάνει µε την ηθική, αλλά µε κάτι που δεν

Page 226: i Legewna Twn Psuxwn

226

226

µπορείτε να ελέγξετε. Εγώ δεν είµαι ο Δάσκαλος ή ο Γκας ή ο γιος της Ρεβέκκας

Λόνγκµαν. Είµαι πολλά περισσότερα, τόσα πολλά που ποτέ δε θα µπορέσω να τα

καταλάβω. Και δεν µπορώ να δικαιολογήσω κανένα φόνο, όπως δεν µπορώ να

δικαιολογήσω και την απόφαση µου. Αλλά ξέρω ποια είναι.»

Και ο Δάσκαλος, αργά, σήκωσε το χέρι του.

36.

Τις επόµενες δεκαπέντε µέρες ο Καρόγλου έβλεπε τηλεόραση, κάπνιζε και

έπινε. Είχε ήδη παραιτηθεί, είχε ήδη συµβιβαστεί µε την ιδέα της απόλυσης και της

φυλάκισης –ίσως και µε την ιδέα του θανάτου. Το µόνο που έκανε πριν κάτσει,

οριστικά, στην πολυθρόνα του ήταν να στείλει σε τράπεζα του εξωτερικού κάποια

Page 227: i Legewna Twn Psuxwn

227

227

λεφτά που είχε κερδίσει µε όχι και τόσο νόµιµο τρόπο. Δε θα εξασφάλιζαν το µέλλον

των παιδιών του και της γυναίκας του, αλλά τουλάχιστον δε θα πεινούσαν τα επόµενα

χρόνια.

Ένα από εκείνα τα βράδια καθώς γυρνούσε αδιάφορα από κανάλι σε κανάλι

πέτυχε µια ασπρόµαυρη ταινία. Έµεινε να κοιτάζει την οθόνη, χωρίς να ενδιαφέρεται

για την υπόθεση της ταινίας. Μετά από λίγο δάκρυα του ήρθαν στα µάτια. Σίγουρα

βοήθησε η κατάθλιψη στην οποία ήταν πια ολότελα χωµένος, καθώς και το µισό

µπουκάλι ουίσκι που είχε κατεβάσει. Όµως τη συγκινησιακή έκρηξη την είχε

πυροδοτήσει η ασπρόµαυρη εικόνα –«όπως η γεύση της µαντλέν», θα έλεγε ο

Παύλος, αλλά ο Καρόγλου δεν ήξερε καν ποιος ήταν ο Προυστ. Έσβησε την

τηλεόραση κι εκεί, µέσα στο ηµίφως του δωµατίου, όλη του η ζωή πέρασε µπροστά

από τα µάτια του. Ναι, σαν να έβλεπε ταινία.

Θυµήθηκε την παιδική του ηλικία στο χωριό. Να αλωνίζει όλη µέρα µε τα

αδέλφια του στα χωράφια, να κυνηγάνε σαύρες και να στήνουν παγίδες για τα

πουλιά. Να παίζουν µπάλα µε τα σκισµένα παπούτσια τους µέχρι να νυχτώσει και να

ακουστούν οι φωνές των µανάδων που κήρυτταν το τέλος του αγώνα. Στο σχολείο

πηγαίνανε για να έχουν το προνόµιο του διαλείµµατος, όπου ο Καρόγλου -

Δηµητράκης εκείνο τον καιρό- µπορούσε να δέρνει και να χειραγωγεί όλους τους

συµµαθητές του.

Στο σπίτι τους έλειπαν πολλά, αλλά δεν ήξεραν ότι τα είχαν ανάγκη. Η

οικογένεια του ήταν φτωχή, αλλά ήταν µεγάλη. Είχαν τη γιαγιά να τους τηγανίζει

αυγά κάθε πρωί και τον παππού να τους λέει ιστορίες από τους πολέµους που είχε

ζήσει. Είχαν το τζάκι για να ζεσταίνονται πριν ξεκινήσουν για το σχολείο και την

ασπρόµαυρη τηλεόραση για να παρακολουθούν τις αγαπηµένες τους εκποµπές στα

δύο κρατικά κανάλια. Παιχνίδια έπαιρναν σπάνια, αλλά κατασκεύαζαν τα δικά τους,

µε ό,τι υλικό είχαν διαθέσιµο. Αρκούσαν δυο ξύλα για να παίξουν πόλεµο, ένα

ρουλεµάν για να βγάλουν τις µπίλιες τους. Η φαντασία τους καθόριζε το παιχνίδι τους

και όχι τα παιχνίδια τη φαντασία τους. Τα παιδιά της πάνω γειτονιάς ήταν οι

άσπονδοι εχθροί τους. Οργανώνανε σκληρές µάχες, για τις οποίες έφτιαχναν ρόπαλα

µε καρφιά, ακόντια µε µυτερές άκρες, βαριές αλυσίδες και αστεράκια νίντζα! Όµως

ποτέ δεν έφταναν ως τη σύρραξη, έµεναν µόνο στις απειλές, στην επίδειξη όπλων και

στην υπόσχεση ότι την επόµενη φορά θα πολεµούσαν στ’ αλήθεια. Όλος ο κόσµος

Page 228: i Legewna Twn Psuxwn

228

228

τους ήταν το σπίτι, το χωριό και η πιο κοντινή πόλη, στην όποια πήγαιναν πολύ

σπάνια.

Έτσι ο Δηµητράκης προετοιµαζόταν για µάχες που ποτέ δε γινόντουσαν και

έβλεπε τα κινούµενα σχέδια ασπρόµαυρα µέχρι που έφτασε σε ηλικία όπου τα µόνα

λαγουδάκια που τον ένοιαζαν ήταν εκείνα του πλέιµποι, ένα απόκτηµα τόσο σπάνιο

που έκανε τον κάτοχο του αυτόµατα επίκεντρο της παρέας. Τότε, όταν ακόµα

αυνανιζόταν κάθε βράδυ, κι ενώ δεν είχε βρει ακόµα το θάρρος να ξυρίσει για πρώτη

φορά το χνούδι κάτω από τη µύτη του, πήγε για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα. Αυτή

η εµπειρία του άλλαξε τη ζωή. Κατάλαβε πόσο µικρό ήταν το χωριό του και πόσο

απέραντος ο κόσµος. Γύρισε πίσω έκθαµβος και αποφασισµένος. Έπρεπε να πάει να

ζήσει στην πόλη.

Πάντα θα θυµόταν τη χαρά που ένιωσε όταν ο πατέρας του ήρθε να του πει

ότι κατάφερε να τον βάλει στην αστυνοµία. Δεν ήταν θέµα ταλέντου και

προσπάθειας, παρά µόνο χρήσης πολιτικού µέσου. Ο Δηµητράκης αποχαιρέτησε τους

φίλους του και την Αρετή, που του είχε χαρίσει λίγα παραπάνω από ένα φιλί, µάζεψε

τα λιγοστά του ρούχα και υποσχέθηκε στην οικογένεια του ότι θα επέστρεφε µε την

πρώτη ευκαιρία.

Περάσανε δέκα χρόνια µέχρι να έρθει η ευκαιρία. Ο Καρόγλου, δεν ήταν

Δηµητράκης πια, λάτρεψε την πόλη. Όσο ήταν εργένης ρούφηξε όλους τους χυµούς

της. Δεν υπήρξε µπαράκι που να µην µέθυσε και νυχτερινό κέντρο που να µη

διασκέδασε. Έκανε σχέσεις µε πολλές γυναίκες που του έδωσαν πρόθυµα ό,τι η

Αρετή διαφύλαττε. Στη δουλειά του ήταν καλός, χωρίς να περιµένει να δρέψει

δάφνες. Κέρδιζε αρκετά λεφτά για να έχει έγχρωµη τηλεόραση και βίντεο, αν και δεν

έµενε αρκετά στο σπίτι για να τα απολαύσει. Η ζωή του ήταν έξω, στους δρόµους,

µέχρι που παντρεύτηκε.

Θυµόταν την αγωνία για το πρώτο παιδί και τις ατελείωτες ώρες που πέρασε

µαζί του στο παιδικό δωµάτιο. Και πόσο γρήγορα το είδε να µαθαίνει να περπατάει,

να µιλάει, να πηγαίνει στο σχολείο, να του ζητάει τσιγάρο στο στρατόπεδο

εκπαίδευσης. Μετά από λίγο καιρό όλα γινόντουσαν τόσο απότοµα, σαν να έτρεχε ο

χρόνος κάθε µέρα και πιο γρήγορα.

Είχε ζήσει µια ωραία ζωή. Είχε κάνει όλα όσα ήθελε να κάνει. Ίσως γιατί δε

ζητούσε και πολλά. Πίστευε ότι έτσι απλά θα γινόταν και παππούς και ότι κάποια

Page 229: i Legewna Twn Psuxwn

229

229

µέρα θα πέθαινε χωρίς τίποτα να διαταράξει αυτή την ολοένα αυξανόµενη ταχύτητα

των επαναλαµβανόµενων ηµερών.

Καθώς κοιτούσε τη σαραντάρα επίπεδη τηλεόραση του ξεκίνησε να γελάει.

Σκέφτηκε ότι αν είχαν µια τέτοια στο χωριό, ακόµα και τότε που τα κανάλια ήταν

µόλις δύο, δε θα ξεκολλούσαν από πάνω της. Γύρισε και παρατήρησε το σπίτι του.

Πόσα απ’ όσα είχε αγοράσει τα χρειαζόταν πραγµατικά; Αλλά τώρα πια δε θα

µπορούσε να ζει χωρίς τηλεχειριστήριο. Θα ήταν πολύ κουραστικό να σηκώνεται για

να χαµηλώνει την ένταση. Και τι θα έκανε χωρίς τη θήκη για µη χάνονται τα

τηλεχειριστήρια όλων των συσκευών που είχε µαζέψει; Τι θα έκανε χωρίς κινητό

τηλέφωνο; Πως θα τον έβρισκαν παντού και πάντα; Και ο υπολογιστής, το πλυντήριο

πιάτων, ο φούρνος µικροκυµάτων, ο... Ο βραστήρας; Η σηµαντικότερη εφεύρεση του

εικοστού αιώνα. Ξυπνάς και έχεις ζεστό νερό για τον καφέ σου σε λίγα δευτερόλεπτα.

Το στεγνωτήριο, ο αφυγραντήρας, ο παρασκευαστής ψωµιού...

Θυµήθηκε το ψωµί που έφτιαχνε η γιαγιά του. Τεράστια καρβέλια που

µυρίζανε προζύµι και έβγαιναν ζεστά από το φούρνο της αυλής. Πως έτρεχαν όλα τα

παιδιά να πάρουν µια φέτα από το ζεστό ψωµί και να το φάνε µε ζάχαρη ή πελτέ

ντοµάτας ή σκέτο, ανάλογα τα γούστα του καθενός. Και πως η γιαγιά σταµάτησε να

φτιάχνει ψωµί όταν όλοι δοκίµασαν και προτίµησαν τον αφράτο άρτο πολυτελείας,

εκείνη τη λάσπη που µπορούσες να δαγκώσεις, χωρίς να φοβάσαι µη σου φύγει

κανένα δόντι, µόνο για µια µέρα. Γιατί το ψωµί της γιαγιάς ήταν σαν φρέσκο µετά

από µια βδοµάδα, αλλά δεν ήταν τόσο µαλακό και νόστιµο και άοσµο, όπως ακριβώς

το γάλα εβαπορέ σε αντίθεση µε το κατσικίσιο.

Ο Καρόγλου καθόταν στην πολυθρόνα και γελούσε µόνος του. Είχαν την

κατσίκα στην αυλή –δε θυµόταν πια πως την έλεγαν. «Πόπη;» Όχι, έτσι έλεγαν τη

γιαγιά του. Αλλά κανείς δεν ήθελε να πίνει το γάλα της, να τρώει το τυρί που

έφτιαχνε η γιαγιά από αυτό. Είχαν δοκιµάσει την κονσέρβα και δεν άντεχαν πια την

ξινίλα του αληθινού γάλατος.

Αναπάντεχα ο Καρόγλου ένιωσε ότι είχε αποτύχει. Όχι µόνο επειδή πολύ

σύντοµα θα βρισκόταν στη φυλακή, αν και αυτός ήταν ένας πολύ καλός λόγος. Είχε

αποτύχει γιατί είχε εµπλακεί σε µια ζωή δίχως νόηµα και γιατί είχε µείνει µόνος. Τα

παιδιά του είχαν φύγει από το σπίτι πολύ νωρίς και σπάνια έβρισκαν το χρόνο να τον

πάρουν τηλέφωνο, πόσο µάλλον να τον επισκεφτούν. Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη και

Page 230: i Legewna Twn Psuxwn

230

230

γι’ αυτά και έπρεπε να φροντίσουν για το δικό τους βραστήρα και αφυγραντήρα και

έγχρωµη τηλεόραση σαράντα ιντσών. Με τη γυναίκα είχε σταµατήσει να κάνει έρωτα

πριν αρκετά χρόνια και να µιλάει ακόµα περισσότερα. Η επικοινωνία µεταξύ τους

περιοριζόταν στα θέµατα της καθηµερινότητας, όπως η πληρωµή των λογαριασµών

και το φαγητό της ηµέρας. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, έβλεπαν µαζί τηλεόραση

και σχολιάζανε πικρόχολα το µαλλί του παρουσιαστή ειδήσεων, σαν τους γέρους του

Μάπετ Σόου.

Το Μάπετ Σόου. Θυµήθηκε πάλι το σπίτι τους στο χωριό. Πως έτρεχαν όλα τα

παιδιά στην κουζίνα όταν ακουγόταν το µουσικό θέµα της αγαπηµένης τους σειράς.

Νοµίζανε ότι ο Κέρµιτ ήταν γκρι, παρότι βάτραχος. Και η γιαγιά έπλεκε στην

καρέκλα της, παρακολουθώντας αλλά αδυνατώντας να καταλάβει το χιούµορ της

εκποµπής. Ο παππούς τους έλεγε να χαµηλώσουν για να µπορέσει να διαβάσει το

Ριζοσπάστη και η µητέρα, αυτή η αεικίνητη µητέρα, περνούσε συνέχεια µπροστά από

την τηλεόραση για να πάει να απλώσει τα ρούχα, για να σκουπίσει, για να πλύνει τα

πιάτα και να µαγειρέψει.

Θυµήθηκε τον πατέρα του. Πάντα κουρασµένο και λιγοµίλητο. Να γυρνάει το

βράδυ από το καφενείο, µε τη µυρωδιά του τσιγάρου να έχει ποτίσει τα ρούχα του και

τα λειψά µαλλιά του. Έβγαζε από την τσέπη του τα λουκούµια που είχε κερδίσει στη

δηλωτή και τα παιδιά τσακώνονταν για το ποιος θα πάρει το κόκκινο, το

τριανταφυλλένιο. Μετά καθόταν στο τζάκι, άναβε τσιγάρο, και µιλούσε µε το δικό

του πατέρα -τον παππού τους- για τα χωράφια και τα λιπάσµατα. Είχε πέντε παιδιά να

ταΐσει, ποτέ δεν του έφταναν τα λεφτά της σοδειάς. Όµως όταν η γυναίκα του –η

µάνα τους- του έφερνε το φαγητό και ένα ποτήρι κρασί, εκείνος της έπιανε το χέρι

σφιχτά και την κοιτούσε στα µάτια. Εκείνη ανταπέδιδε το βλέµµα του χαµογελώντας

λιγάκι. Αυτό ήταν που περίµεναν να δουν κάθε βράδυ τα παιδιά πριν πάνε στο

κρεβάτι τους. Γιατί αυτό τα έπειθε ότι και η επόµενη µέρα θα ήταν όµορφη όπως η

προηγούµενη.

Ο Καρόγλου έκλαιγε όταν η γυναίκα του µπήκε στο δωµάτιο.

«Τι συµβαίνει;» τον ρώτησε εκείνη, χωρίς να τον πλησιάσει.

Της έκανε νόηµα να κάτσει δίπλα του και της έπιασε το χέρι. Του φάνηκε

σκληρό και τραχύ. Πόσο καιρό είχε να την αγγίξει; Όταν την γνώρισε, είχαν περάσει

Page 231: i Legewna Twn Psuxwn

231

231

τριάντα χρόνια από τότε, δε χορταίνανε να αγγίζουν ο ένας τον άλλο. Αυτός ήταν

είκοσι πέντε, αυτή δύο χρόνια µικρότερη. Μοσχοβολούσε πανεπιστήµιο, ήταν στην

τελευταία χρονιά. Ξυπνούσε το πρωί, την έβλεπε να κοιµάται δίπλα του γυµνή, και

σηκωνόταν να κλείσει το ξυπνητήρι. Θα αργούσε λίγο στη δουλειά, εκείνη θα έχανε

ένα µάθηµα, αλλά θα προλάβαιναν να αγκαλιαστούν για άλλη µια φορά. Το δέρµα

της ήταν βελούδινο, έτσι το αισθανόταν. Κι όταν η κοιλιά της φούσκωσε για πρώτη

φορά την άλειφε µε λάδι για να µην κάνει ραγάδες, ή µάλλον, για να έχει το προνόµιο

να την αγγίζει. Μετά την έβλεπε να θηλάζει και αισθανόταν τόσο τυχερός, που ήταν

εκείνη η µητέρα του παιδιού τους.

Και µετά; Μέρα µε τη µέρα η ζωή σταµάτησε να είναι όµορφη. Είχαν τόσα να

κάνουνε, τόσα θέµατα να φροντίσουν, που δεν είχαν πια χρόνο να φροντίσουν τους

εαυτούς τους. Κάνανε έρωτα κάθε Σάββατο βράδυ, µετά µια φορά το µήνα, µετά

όποτε τύχαινε. Και δεν τύχαινε συχνά. Κανείς δεν έκλεινε πια το ξυπνητήρι.

Πεταγόντουσαν αλαφιασµένοι από το κρεβάτι και έτρεχαν. Μέχρι το βράδυ έτρεχαν.

Και αν είχαν τη δύναµη να µιλήσουν πριν κοιµηθούν έµεναν στις δύο άκρες του

κρεβατιού, χωρίς να αγγίζονται, απαριθµώντας µόνο τις υποχρεώσεις της εποµένης.

Κάπως έτσι, γρήγορα και απλά, ένιωσαν να γερνάνε, πέρασε η ζωή χωρίς χαµόγελα

και χωρίς τριανταφυλλένια λουκούµια.

«Τι µας συνέβη;» ρώτησε ο Καρόγλου τη γυναίκα του µπροστά στη σβηστή

τηλεόραση των σαράντα ιντσών. «Θυµάσαι πως ήµασταν όταν γνωριστήκαµε; Τι

συνέβη από τότε;»

«Είχαµε τόσα να προλάβουµε», είπε εκείνη. «Τόσα να...»

«Να αγοράσουµε», την πρόλαβε ο Καρόγλου.

«Να λύσουµε», είπε εκείνη. «Αλλάξανε πολύ τα πράγµατα από τότε που

γνωριστήκαµε.»

«Ή αλλάξαµε εµείς.»

«Δε µας αφήσανε περιθώρια», είπε η γυναίκα του. «Δε µας ρωτήσανε άµα

θέλουµε να αλλάξουµε ή όχι.»

«Μας πέταξαν στα µούτρα τόσα πράγµατα και µας έπεισαν ότι τα

χρειαζόµαστε. Και έπρεπε να χαθούµε για να αποκτήσουµε.»

«Τι άλλο να κάναµε;» είπε εκείνη και τον κοίταξε στα µάτια. «Έχεις πιει», του

είπε παρά τον ρώτησε.

Page 232: i Legewna Twn Psuxwn

232

232

«Όσο χρειαζόµουν για να αντέξω.» Σκέφτηκε λιγάκι αυτό που είχε πει. «Ίσως

αυτό να είναι το πρόβληµα», είπε αποφασιστικά και σηκώθηκε. «Περίµενε µε λιγάκι,

µ’ αρέσει να σε έχω δίπλα µου ξανά και να µιλάµε, µε κλειστή την τηλεόραση.»

«Κι εµένα µ’ αρέσει», είπε η γυναίκα του και βούρκωσε, γιατί σκέφτηκε ότι

σύντοµα µπορεί να µην τον είχε δίπλα της, έστω στην άλλη µεριά του κρεβατιού.

Ο Καρόγλου πήγε στον υπολογιστή και κάλεσε τον Κελάµη. Όσο περίµενε να

συνδεθεί έψαξε τα χαρτιά του και βρήκε τη διακήρυξη της λεγεώνας. Της έριξε µια

µατιά για να θυµηθεί το περιεχόµενο της.

«Έχουν δίκιο», είπε µόλις ο Κελάµης άνοιξε τη σύνδεση.

Τον έβλεπε λίγο σκοτεινά και του το είπε. Ο Κελάµης άνοιξε ένα φως για να

φαίνεται καλύτερα.

«Έγινε τίποτα καλό;» τον ρώτησε.

«Έχουν δίκιο», ξαναείπε ο Καρόγλου.

«Ποιοι;» ρώτησε ο Κελάµης.

«Αυτοί.» Κοίταξε τα χαρτιά. «Η λεγεώνα των ψυχών... Έχουν δίκιο.»

Ο Κελάµης άργησε να καταλάβει.

«Σε τι πράγµα;» ρώτησε µετά από λίγο.

«Σε όλα», είπε ο Καρόγλου. «Ληστέψανε τις ζωές µας, την ευτυχία µας, µε

αντάλλαγµα µια έγχρωµη τηλεόραση σαράντα ιντσών που παίζει µόνο µαλακίες.»

Πέρασε περισσότερη ώρα µέχρι να απαντήσει ο Κελάµης, λες και ήτανε σε

ένα διαστηµόπλοιο που αποµακρυνόταν µε µεγάλη ταχύτητα από τη γη.

«Δεν είναι αυτή η δουλειά µας», είπε τελικά. «Να κρίνουµε τι είναι σωστό και

τι λάθος.»

«Όχι. Αυτή είναι η ζωή µας.»

«Και τι θες να κάνουµε; Να πάµε µαζί τους ή να τους αφήσουµε να

καταστρέφουν και να πάµε µέσα;» ρώτησε εκνευρισµένος ο Κελάµης.

«Δεν έχει µείνει κάτι για να καταστρέψουν. Φρόντισαν άλλοι γι’ αυτό», είπε ο

Καρόγλου. «Εµείς οι ίδιοι.»

«Είναι αργά», είπε ο Κελάµης.

«Ποτέ δεν είναι αργά.»

«Είναι αργά για τέτοιες συζητήσεις», ολοκλήρωσε τη φράση του ο Κελάµης.

«Ποτέ δεν είναι αργά», ξαναείπε ο Καρόγλου. «Μόνο σκέψου.»

Page 233: i Legewna Twn Psuxwn

233

233

Και διέκοψε τη σύνδεση. Γύρισε στη γυναίκα του που περίµενε στον καναπέ.

«Θυµάσαι το πρώτο µας σπιτάκι;» τη ρώτησε καθώς καθόταν.

«Δεν είχε καν θέρµανση», είπε εκείνη γελώντας.

«Μ’ αρέσει που γελάς», της είπε ο Καρόγλου και έσκυψε να τη φιλήσει.

37.

Ο Κελάµης δεν είχε παραξενευτεί από τη βιντεοκλήση του συναδέλφου του.

Τον είχε δει λίγες µόνο µέρες µετά τη «συζήτηση» τους µε το γενικό διευθυντή και

αυτός που συνάντησε δε θύµιζε σε τίποτα τον Καρόγλου που ήξερε. Δεν απαντούσε

στα τηλεφωνήµατα και στα µέιλ, έτσι είχε αποφασίσει να πάει στο σπίτι του να τον

βρει. Χτυπούσε το κουδούνι για πολύ ώρα χωρίς απόκριση. Έβλεπε το αυτοκίνητο

του στην πυλωτή της πολυκατοικίας και ήξερε ότι ο Καρόγλου δεν πήγαινε ούτε

µέχρι το περίπτερο µε τα πόδια. Πάτησε κάποιο άλλο κουδούνι και ζήτησε να του

ανοίξουν για να αφήσει καταλόγους του ΙΚΕΑ. Ανέβηκε µέχρι τον τέταρτο µε τα

πόδια και ξεκίνησε να χτυπάει την πόρτα. Ακριβώς την ώρα που ετοιµαζόταν να την

παραβιάσει άνοιξε και είδε πίσω της τον Καρόγλου. Ήταν αξύριστος και πιωµένος.

Φορούσε τις πιτζάµες του και ήταν φανερό ότι είχε αρκετές µέρες να µπει στην

µπανιέρα.

«Το περίµενα ότι θα ήσουν εσύ», είπε βραχνά και άτονα. «Ήρθα να σου

ανοίξω πριν µου καταστρέψεις την πόρτα.»

Έπειτα γύρισε και µπήκε στο σπίτι χωρίς να προσκαλέσει τον Κελάµη.

Δε χρειαζόταν να τον ρωτήσει τι έχει πάθει, γιατί δεν απαντούσε στο

τηλέφωνο. Η αντίδραση του ήταν απολύτως φυσιολογική. Όπως ο πατέρας του είχε

εγκαταλείψει τα εγκόσµια και τον εαυτό του µετά το θάνατο της µητέρας του, έτσι

και ο Καρόγλου προετοιµαζόταν ψυχολογικά για τη διαπόµπευση. Ο Κελάµης

σκέφτηκε ότι οι µπάτσοι δεν είναι και τόσο σκληρά καρύδια, όσο προσπαθούν να

φαίνονται, ειδικά οι µεσήλικες µπάτσοι. Είχαν µάθει να έχουν πάντα την εξουσία στα

χέρια τους και όταν ξαφνικά αντιλαµβάνονταν ότι δεν ελέγχουν τις βασικότερες

παραµέτρους της ζωής τους, παρέλυαν.

Τον βρήκε στον καναπέ. Να βλέπει τηλεόραση µε σβησµένα µάτια και ένα

ποτήρι ουίσκι στο χέρι.

Page 234: i Legewna Twn Psuxwn

234

234

«Μπορούµε να τους βρούµε», του είπε.

«Καλή τύχη», αποκρίθηκε ο Καρόγλου αλλάζοντας κανάλια.

«Μαζί µπορούµε. Είσαι σπουδαίος αστυνοµικός», ξεκίνησε να λέει ο

Κελάµης προσπαθώντας να του τονώσει το ηθικό, µε λίγο αδέξιο τρόπο.

«Δεν είµαι αστυνοµικός πια», τον έκοψε ο Καρόγλου. «Ακόµα κι αν µε

παρακαλούσαν να γυρίσω στο σώµα θα τους έφτυνα.»

«Δεν πρέπει να παραιτείσαι», συνέχισε ο Κελάµης γνωρίζοντας ότι έπαιζε ένα

χαµένο παιχνίδι.

«Δεν παραιτήθηκα. Με απολύσανε... Λάθος, µε εξοντώσανε. Προτιµώ να πάω

φυλακή παρά να τους κάνω τη δουλειά τους.»

«Σκέψου τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου. Τα εγγόνια σου.»

«Τι θα λένε για µένα, ε;» Ο Καρόγλου ανακάθισε. «Σταµάτα γιατί µου

θυµίζεις τον αρχιµαλάκα...» Κοίταξε τον Κελάµη στα µάτια. «Ίσως έχει δίκιο τελικά:

Θα γινόσουν πολύ καλός πολιτικός.»

Εκείνος προσβεβληµένος γύρισε να φύγει.

«Κλείσε την πόρτα πίσω σου», του φώναξε ο Καρόγλου που δεν είχε δυνάµεις

για να σηκωθεί.

«Έλα κλείσ’ ‘την µόνος σου», απάντησε ο Κελάµης και κατέβηκε από τις

σκάλες.

Το πήρε απόφαση ότι ήταν µόνος. Στους δρόµους τα επεισόδια και οι

εµπρησµοί είχαν γίνει µέρος της καθηµερινότητας. Ήταν ολοφάνερο ότι ερχόταν η

γενικευµένη εξέγερση και αυτό δε θα ήταν καθόλου καλό για την κυβέρνηση, την

αστυνοµία και για τον ίδιο. Αν τα πράγµατα ηρεµούσαν, όπως είχε συµβεί τόσες

φορές στο παρελθόν, ίσως τότε ο υπουργός να έδειχνε κάποια επιείκεια. Αλλά η

λεγεώνα των ψυχών είχε εµπνεύσει τον κόσµο, πρώτα µε τη µεγαλειώδη κατεδάφιση

του χρηµατιστηρίου και κατόπιν µε εκείνη την άνευ προηγούµενου επαναστατική

διακήρυξη.

«Ποιος την έγραψε;» σκεφτόταν ο Κελάµης µέσα στο αυτοκίνητο του,

προσέχοντας να αποφεύγει τους κάδους που φλεγόντουσαν στη µέση του

οδοστρώµατος.

Οι ειδικοί γραφολόγοι της ευρωσπονδιακής αστυνοµίας δεν είχαν εντοπίσει

επαναλήψεις ή σχέσεις µε προηγούµενες διακηρύξεις. Ο συντάκτης της ή µάλλον οι

Page 235: i Legewna Twn Psuxwn

235

235

συντάκτες της ήταν καινούρια πρόσωπα στο τροµοκρατικό χώρο, έλεγαν. Ο Κελάµης

πίστευε ότι την είχε γράψει ένα άτοµο. Όταν µάλιστα ρώτησε έναν γραφολόγο αν θα

µπορούσε να το είχε κάνει κάποιος ανήλικος, εκείνος είχε γελάσει.

«Θα πρέπει να είναι µεγαλοφυΐα τότε», του απάντησε.

«Ίσως και να ‘ναι. Μια οµάδα από µεγαλοφυείς ανήλικους», µονολόγησε ο

Κελάµης περιµένοντας στο φανάρι. Γύρισε το κεφάλι και είδε ένα γκράφιτι στον

απέναντι τοίχο. Ήταν το πρόσωπο του νεαρού που είχαν χάσει µέσα από τα χέρια

τους. Του ανήλικου τροµοκράτη που έθεσε σε κίνδυνο όλη την οργάνωση και

θυσίασε, ουσιαστικά, τη ζωή του προκειµένου να µην υπάρξουν παράπλευρες

απώλειες. Πόσοι ανήλικοι –και πόσοι ενήλικες για να λέµε την αλήθεια- θα έκαναν

κάτι τέτοιο; Παρατήρησε το σύνθηµα πάνω στον τοίχο: «Ο Μαχάτµα ζει.»

Μια αστραπή φώτισε το µυαλό του Κελάµη. Έκανε επιτόπου αναστροφή, µε

τους οδηγούς που περίµεναν πίσω του να του κορνάρουν και να τον βρίζουν, και πήρε

το δρόµο για το σπίτι του.

«Ο Γκάντι ήταν µεγαλοφυΐα», επαναλάµβανε στον εαυτό του. «Ή,

τουλάχιστον, ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος.»

Απέρριψε την ιδέα να είχε γράψει το κείµενο ο νεαρός που είχαν στην

αίθουσα ανάκρισης. Τα χαρακτηριστικά του Γκάντι ήταν η αυτοθυσία, η ακεραιότητα

και η... Άργησε λιγάκι να θυµηθεί τη λέξη... Ahimsa. Ναι. Μη-βία. Ό,τι ακριβώς, µε

εξαίρεση την κατεδάφιση, είχε κάνει και ο νεαρός.

Μπήκε στο σπίτι τρέχοντας και άνοιξε το φάκελο της ληστείας. Έτρεξε τις

σελίδες στα τεκµήρια της υπόθεσης και συγκεκριµένα στα βιβλία, στις βιογραφίες

που είχαν αφήσει πίσω τους οι ληστές: Γκεβάρα, Μπεστ, Απόστολος Παύλος, Σένα,

Γκάντι και Χίτλερ. Όλοι τους ξεχωριστοί, µεγαλοφυείς στον τοµέα τους. Ποιος θα

µπορούσε να έχει γράψει ένα κείµενο που θα έδινε ελπίδα και πίστη στους

ανθρώπους; Γέλασε µόνος του. Αµέσως πήρε τηλέφωνο το γραφολόγο που τον είχε

ειρωνευτεί. Τον ρώτησε αν υπήρχαν θρησκευτικές, κυρίως βιβλικές αναφορές στη

διακήρυξη.

«Άφθονες», απάντησε εκείνος. «Πιο πολλές κι από τους λόγους του Μάρτιν

Λούθερ Κίνγκ.»

«Πιο συγκεκριµένα», συνέχισε σε έξαψη ο Κελάµης. «Από τις επιστολές του

Αποστόλου Παύλου;»

Page 236: i Legewna Twn Psuxwn

236

236

Το χάσµα στην επικοινωνία δεν ήταν θέµα τηλεφωνίας. Ο γραφολόγος µόλις

είχε συνειδητοποιήσει τι τον βασάνιζε, και δεν µπορούσε να ανακαλύψει, στην

ανάλυση της διακήρυξης.

«Σχεδόν όλες», παραδέχτηκε µετά από λίγο. «Οι περισσότερες θρησκευτικές

αναφορές είναι από τις επιστολές του Παύλου.»

«Ωραία», είπε ο Κελάµης. «Ξεκινήστε να δουλεύετε µε το προφίλ ενός

έφηβου», τόνισε το «έφηβος», «που νοµίζει ότι είναι ο Απόστολος Παύλος.»

Ο γραφολόγος πήγε να τον ρωτήσει κάτι ακόµα, αλλά ο Κελάµης έκλεινε το

τηλέφωνο συγκλονισµένος από την σκέψη που του ήρθε σαν θεία επιφώτιση. Έπιασε

ένα στυλό και έγραψε όσο πιο γρήγορα µπορούσε, σχεδόν αυτόµατα:

«Δεν είναι επικοινωνιακό τέχνασµα. Αυτά τα παιδιά», υπογράµµισε την

τελευταία λέξη, «πιστεύουν ότι είναι οι συνεχιστές κάποιων µεγάλων ανθρώπων.»

Θυµήθηκε το όνοµα της οµάδας: «Λεγεώνα των ψυχών». Θυµήθηκε το Μαχάτµα και

τον νεαρό Παύλο της διακήρυξης. Με το χέρι του να τρέµει έγραψε: «Ίσως πιστεύουν

ή τους έχουν πείσει ότι είναι η µετεµψύχωση αυτών ακριβώς των ανθρώπων.»

Έκατσε στην καρέκλα. Είχε κάνει ένα πολύ µεγάλο βήµα. Ξανακοίταξε τις

βιογραφίες που είχαν αφήσει πίσω τους. Τι µπορούσε να ανακαλύψει από αυτές; Ο

Καρόγλου του είχε µιλήσει για ποδόσφαιρο. Ο αρχηγός της ληστείας σφύριζε το θέµα

του τελευταίου παγκόσµιου πρωταθλήµατος. Ο Μπεστ λοιπόν. Είχε βρει και τον

τρίτο της οµάδας. Όµως ποιοι ήταν οι υπόλοιποι και ποιος ήταν ο ρόλος τους;

Κάποιοι είχαν παγιδέψει τα τηλέφωνα και είχαν µπλοκάρει τις κάµερες. Το

αστυνοµικό του ένστικτο, που ήταν περισσότερο καλλιτεχνική διαίσθηση, του είπε

ότι ήταν περισσότεροι στη Λεγεώνα από εκείνους που µπήκαν στην τράπεζα. Και

σίγουρα αυτοί που ήταν απέξω είχαν ταυτιστεί µε άλλους νεκρούς ήρωες.

Ο Κελάµης ανατρίχιασε. Ποιος ήταν αυτός που είχε φτιάξει το καινούριο

εκρηκτικό; Και µε ποιον ταυτιζόταν; Με τον Άλφρεντ Νόµπελ; Πως ήταν δυνατόν να

βρεθούν τόσοι µεγαλοφυείς έφηβοι και να πειστούν για να ξεκινήσουν την εξέγερση;

Το µυαλό του λειτουργούσε σε πρωτόγνωρους ρυθµούς. Υπήρχε

καθοδηγητής, αυτό ήταν σίγουρο. Όπως σίγουρο ήταν ότι ο καθοδηγητής δεν ήταν

ανήλικος. Με ποιον ταυτιζόταν αυτός, αν ταυτιζόταν µε κάποιον;

Page 237: i Legewna Twn Psuxwn

237

237

Έπιασε πάλι το στυλό: «Κάποιοι από τους µεγάλους δασκάλους στην ιστορία

της ανθρωπότητας... Βούδας, Σωκράτης, Κοµφούκιος, Χριστός, Μωάµεθ... Ο

δάσκαλος είναι γέρος.»

Δεν κατάλαβε γιατί έγραψε την τελευταία φράση. Κανείς από τους Δασκάλους

δεν ήταν γέρος. Ίσως µεσήλικες, αλλά όχι γέροι. Είχε µπερδευτεί. Πήρε τηλέφωνο το

γενικό διοικητή για να του αναφέρει τα συµπεράσµατα του και να του ζητήσει την

άδεια. Την άδεια να µπει στο Ινστιτούτο Προστασίας Προσωπικών Δεδοµένων.

«Είναι δύσκολο αυτό που µου ζητάς», του είπε ο γενικός. «Θα πρέπει να πάρω

άδεια από τον υπουργό κι εκείνος µε τη σειρά του από τον πρωθυπουργό.»

«Πόσο καιρό νοµίζουν ότι θα αντέξουν;» είπε ο Κελάµης. «Τα πάντα

καταρρέουν. Ο κόσµος έχει βγει στους δρόµους... Εγώ είµαι η µόνη σας ελπίδα.»

Ο γενικός του είπε να περιµένει και άλλαξε γραµµή. Όσο περίµενε ο Κελάµης

σκεφτόταν ότι τόσο ιδιοφυείς άνθρωποι όπως αυτοί της λεγεώνας, αφήνουν ίχνη απ’

όπου περνάνε. Ο Μαχάτµα, ο µόνος για τον οποίο ήξεραν, είχε αποβληθεί

µεγαλειωδώς, αφού διέγραψε µια φωτεινή πορεία στο µαθητικό στερέωµα, και είχε

συνεχίσει, όπως έλεγαν οι γονείς του, σε εκείνο το ανύπαρχτο σχολείο δεύτερης

ευκαιρίας. Οι συµµαθητές του...

Ο Κελάµης ένιωσε να τον πονάει το κεφάλι του, σαν γυναίκα που γεννάει. Το

σχολείο δεύτερης ευκαιρίας ήταν ο πυρήνας της οµάδας. Και αφού υπήρχε σχολείο

υπήρχε και δάσκαλος. Οι µαθητές θα ήταν άτοµα που αποβλήθηκαν από το σχολείο

τους. Και αυτό σήµαινε παραβατικότητα. Αυτό σήµαινε ίχνη. Ήξερε ήδη την

προσωπικότητα των έξι της οµάδας. Όσες και οι βιογραφίες που είχαν αφήσει στη

ληστεία. Οι υπόλοιποι ήταν αυτοί που διαχειρίζονταν την τεχνολογία και τα

εκρηκτικά. Οπότε µαθηµατικές ιδιοφυΐες και άνθρωποι µε ταλέντο στις µηχανές και

στις χηµικές ουσίες.

«Άλλοι έξι», έγραψε βιαστικά στο τετράδιο του.

Τότε του µίλησε πάλι ο γενικός και του ανακοίνωσε ότι είχε στη διάθεση του

όλα τα στοιχεία του Ινστιτούτου.

«Μόλις σας τους παραδώσω θέλω να αρθούν οι κατηγορίες και για τον

Καρόγλου», απαίτησε ο Κελάµης.

«Δεν κατάλαβες», του είπε ο γενικός. «Αν µας παραδώσεις τη Λεγεώνα θα

πάρεις ό,τι κι αν ζητήσεις.»

Page 238: i Legewna Twn Psuxwn

238

238

«Θα γίνει µέσα στον επόµενο µήνα», είπε ο Κελάµης και έκλεισε το

τηλέφωνο.

Αποκαµωµένος ξάπλωσε στον καναπέ.

«Είναι έξυπνοι», µονολόγησε και χάρηκε µε αυτό. Γιατί µόλις θα τους

οδηγούσε στη φυλακή θα τους έδειχνε, θα έδειχνε σε όλους, ότι εκείνος είναι ο πιο

έξυπνος.

38.

Η Λεγεώνα είχε σταµατήσει να αποδίδει. Δύο µέρες µετά την ψηφοφορία και

ενώ όλοι είχαν δεχτεί να ακολουθήσουν την απόφαση της πλειοψηφίας, τίποτα δε

γινόταν. Όπως αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα ο Δάσκαλος, δεν υπήρχε πια συνεργία.

Καθένας έλεγε τις ιδέες του, τις οποίες οι άλλοι τις άκουγαν χωρίς να αντιδρούν ή να

συµφωνούν. Απλώς αποδεχόντουσαν ότι ακουγόταν και συνέχιζαν µε τη δική τους

θέση. Ουσιαστικά δεν υπήρχε πια οµάδα, αλλά δέκα ανεξάρτητα άτοµα που έκαναν

ότι τους ζητούσαν. Έµοιαζαν µε εργαζόµενους σε µια επιχείρηση που δεν τους

εµπνέει. Έκαναν το ωράριο τους και ό,τι χρειαζόταν για να µην απολυθούν, αλλά δεν

έδιναν ούτε το ένα δέκατο από τον εαυτό τους. Γιατί είχαν σταµατήσει να πιστεύουν.

«Το πρόβληµα µε τη δηµοκρατία», τους είπε τελικά ο Δάσκαλος, «είναι ότι η

µειοψηφία πρέπει να πειθαρχεί στις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Και κανείς

άνθρωπος δεν µπορεί να µεγαλουργήσει αν δε θεωρεί δικό του αυτό στο οποίο

δίνεται... Ξέχασα έναν από τους βασικούς κανόνες για τη δηµιουργικότητα µιας

οµάδας. Τη συνεργία... Όλοι µαζί θα βρούµε µια λύση για το κοινοβούλιο. Μια τρίτη

λύση, κάτι που θα µας εκφράζει όλους.»

Page 239: i Legewna Twn Psuxwn

239

239

«Δηλαδή θα πρέπει να υπάρξει οµοφωνία;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Απόλυτη. Αλλάζουµε τους κανόνες για να µπορέσουµε να ξαναγίνουµε

οµάδα. Από εδώ και πέρα, αν κάποιος θέτει βέτο...»

«Αρνησικυρία», τον διόρθωσε ο Παύλος. «Κάθε λέξη έχει αξία.»

«Σωστά», έκανε ο δάσκαλος, αλλά η παρέµβαση του Παύλου του είχε

διακόψει τον ειρµό. «Δε θα κατεδαφίσουµε το κοινοβούλιο», είπε τελικά. «Μπορούµε

να κάνουµε κάτι πιο εντυπωσιακό, πιο όµορφο, πιο πρωτότυπο, πιο...»

«Αναίµακτο», είπε η Υπατία.

«Το αίµα είναι ό,τι πιο εντυπωσιακό», είπε ο Τσε.

«Ας το βάψουµε κόκκινο, λοιπόν», πετάχτηκε η Αλεξάνδρα. Όλοι την

κοιτάξανε. «Όχι µε αίµα. Συµβολικά.»

«Ένα µατωµένο Κοινοβούλιο», µονολόγησε ο Παύλος. «Θα έκανε το γύρο

του κόσµου σε δευτερόλεπτα.»

«Θα µας νοµίζανε για µάγους», είπε ο Τζορτζ. «Ειδικά αν γινόταν µέσα σε µια

νύχτα.»

«Μπορούµε να διαδώσουµε στο ίντερνετ ότι έχουµε και το Χάρι Πότερ µαζί

µας», είπε ο Άιρτον. «Θα το πιστεύανε.»

«Ανεξίτηλο», είπε ο Καρλ. «Να µην µπορούν να το σβήσουν, παρά µόνο αν

γκρεµίσουν µόνοι τους το κτίριο.»

Ο Δάσκαλος τον έδειξε µε το δάκτυλο.

«Αυτό είναι µεταµοντέρνα τροµοκρατία», είπε και όλοι γελάσανε.

«Το θέµα είναι», είπε η Υπατία διαλύοντας τη γενική θυµηδία, «πως θα το

κάνουµε κάτι τέτοιο; Ωραίο σχέδιο, αλλά µήπως είναι ανεφάρµοστο;»

«Κάνουµε ό,τι είναι δυνατόν. Για το αδύνατο θα χρειαστούµε λίγο χρόνο

παραπάνω», ακούστηκε µια φωνή.

Ήταν ο Αδόλφος. Ο Παύλος ζήλεψε. Ήταν µια φράση που θα µπορούσε να

είχε σκεφτεί ο ίδιος και να χρησιµοποιήσει σε µια επόµενη διακήρυξη. Μετά τρόµαξε

µε την ιδέα ότι κάποιος άλλος από τη Λεγεώνα µπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα

από τον ίδιο στην προπαγάνδα. Όµως ο πρόγονος του Αδόλφου, ο χείριστος των

δολοφόνων του εικοστού αιώνα, ήταν αναµφισβήτητα µεγαλοφυής προπαγανδιστής.

Ο ίδιος ο συµµαθητής του δεν είχε δείξει τέτοια δείγµατα, αν και τον τελευταίο

Page 240: i Legewna Twn Psuxwn

240

240

καιρό, που είχε αρχίσει να µιλάει, έλεγε πράγµατα που καρφώνονταν στο κεφάλι σου

σαν διαµαντένιο τρυπάνι σε βούτυρο.

Ο Τζορτζ παρατήρησε το φθόνο στα µάτια του Παύλου και το θαυµασµό στον

τρόπο που ο Δάσκαλος ανεβοκατέβαζε το κεφάλι του χαµογελώντας. Μια εικόνα του

ήρθε στο µυαλό: Δυο δροµείς των εκατό µέτρων. Ο ένας προηγείται µε σταθερή

ταχύτητα. Ο δεύτερος όλο και επιταχύνει µέχρι που φτάνει τον πρώτο στο νήµα του

τερµατισµού. Η εµπειρία έλεγε ότι ο αθλητής που επιταχύνει συνήθως κερδίζει την

κούρσα. «Μήπως ο Αδόλφος θα γίνει, κάποια στιγµή, ο ηγέτης της λεγεώνας;»

αναρωτήθηκε ο Τζορτζ. Ένας ηγέτης, µε τη δύναµη του Χίτλερ και τη καθοδήγηση

του Δασκάλου, πόσους πολέµους θα κέρδιζε; Ένας Χίτλερ που µάχεται για το δίκαιο.

Ο Τζορτζ ανατρίχιασε. Τίποτα δε θα µπορούσε να τον σταµατήσει.

«Πράγµατι», είπε ο Δάσκαλος. «Ίσως ακούγεται αδύνατο, αλλά θα το

καταφέρουµε. Μαζί. Αν δουλέψουµε ως οµάδα µπορούµε. Το σύνολο είναι ανώτερο

από το άθροισµα των µελών... Αρκεί να συµφωνούµε όλοι, να αρέσει σε όλους µας

ως ιδέα...» Και µετά στράφηκε προς το Τσε, που σίγουρα ήταν ο πιο

σκληροπυρηνικός της λεγεώνας. «Τσε;» του είπε.

«Δε µ’ αρέσει να σκοτώνω ανθρώπους», είπε θιγµένος ο Τσε. «Με ενδιαφέρει

το αποτέλεσµα και όχι ο τρόπος.»

«Και τι γνώµη έχεις για µια ανεξίτηλα κόκκινη βουλή;» τον ρώτησε ο

Δάσκαλος. «Ως αποτέλεσµα.»

«Μ’ αρέσει», είπε ο Τσε χαµογελώντας. «Ειδικά αυτό το ανεξίτηλο της

υπόθεσης», και έδειξε µε τον αντίχειρα τον Καρλ.

«Είναι κάποιος που έχει αντίρρηση γι’ αυτή τη δράση;» ρώτησε το σύνολο ο

Δάσκαλος.

«Ας µιλήσει τώρα, αλλιώς να σωπήσει για πάντα», είπε µε βαθιά φωνή ιερέα ο

Άιρτον.

«Ωραία, λοιπόν, έτσι θα γίνει», επιβεβαίωσε ο Δάσκαλος.

«Ο γαµπρός µπορεί να φιλήσει την νύφη», είπε ο Άιρτον και έσκυψε για

αστείο προς τη Μαρί που καθόταν δίπλα του.

Εκείνη, απροσδόκητα για τους πάντες και ιδίως για τον Άιρτον, δεν τον

απέφυγε. Έπιασε το πρόσωπο του µε τα δύο της χέρια και του έδωσε ένα ρουφηχτό

Page 241: i Legewna Twn Psuxwn

241

241

φιλί. Οι πάντες γελάσανε, ακόµα και ο Αδόλφος χαµογέλασε. Ο Δάσκαλος ένιωσε να

πετάει στα σύννεφα. Τους είχε ξανακάνει οµάδα.

«Λοιπόν», είπε η Υπατία και χρειάστηκε να φωνάξει για να ακουστεί.

«Επανέρχοµαι, ορθολογιστικά και ξενέρωτα, στην αρχική µου ερώτηση: ΠΩΣ θα το

κάνουµε;»

Τα γέλια σταµάτησαν απότοµα.

«Να το βάψουµε µε το χέρι σίγουρα δεν µπορούµε», είπε ο Τζορτζ.

«Εκτός αν πληρώσουµε χίλιους Αλβανούς», είπε ο Άιρτον και δεν ένιωσε το

βλέµµα της Αλεξάνδρα που τον καυτηρίαζε.

«Πρέπει να γίνει µέσα σε µια νύχτα», είπε ο Δάσκαλος. «Να µην καταλάβουν

πως έγινε. Όπως είπε κι ο Τζορτζ να µοιάζει µε µαγεία.»

«Θα µας µυθοποιήσουνε», είπε ο Αδόλφος.

«Μαγεία είναι η επιστήµη», είπε η Μαρί.

«Πως µπορεί να γίνει, Μαρί; Μια καινούρια µπογιά;» τη ρώτησε ο Δάσκαλος.

«Ανεξίτηλη µπογιά µπορεί να γίνει», απάντησε η Μαρί. «Αλλά πως θα βαφτεί

τέτοιο κτίριο σε µια νύχτα;»

«Δεν είναι θέµα µπογιάς», είπε ο Καρλ. «Αν το βάψουµε εµείς σε µια νύχτα,

αυτοί θα το βάψουνε από πάνω σε µια ώρα.»

«Έχει δίκιο ο Καρλ», είπε ο Δάσκαλος. «Δεν αρκεί να το βάψουµε. Πρέπει

να...» Κοίταξε τη Μαρί περιµένοντας βοήθεια. Εκείνη έσφιξε τα χείλη και κούνησε το

κεφάλι της αποφατικά.

«Να το αλλοιώσουµε», είπε η Αλεξάνδρα. Κανείς δεν κατάλαβε τι ακριβώς

εννοούσε. «Καρλ», συνέχισε εκείνη, «βρες από τι είναι φτιαγµένη η Βουλή.»

«Από τριακόσιους προδότες», είπε ο Τσε και ο Άιρτον γέλασε.

«Τι θες;» τη ρώτησε ο Καρλ που είχε µπει ήδη στην επίσηµη σελίδα της

ιστορίας του Κοινοβουλίου.

«Χρονολογία και υλικά.»

«Λοιπόν», έκανε ο Καρλ µε τα δάκτυλα του να δουλεύουν το ίδιο γρήγορα µε

το µυαλό του. «Παλαιά Ανάκτορα... Νεοκλασικό του φον Γκέρτνερ.»

«Τον ήξερες;» ρώτησε ο Άιρτον τον Αδόλφο. Εκείνος, φυσικά, δεν απάντησε.

Page 242: i Legewna Twn Psuxwn

242

242

«Η κατασκευή τους ξεκίνησε το 1836 και τελείωσε το 1847.

Χρησιµοποιήθηκε πέτρα από τον Υµηττό, µάρµαρα από την Πεντέλη, την Τήνο, την

Πάρο και την Νάξο. Ξύλα από την Εύβοια.»

«Πέτρα από τον Υµηττό. Του 1836», µονολόγησε η Αλεξάνδρα.

«Θες να βρούµε µια ουσία που να αλλοιώνει µόνο την πέτρα του Υµηττού;»

ρώτησε µε θαυµασµό η Μαρί. «Και να την κάνει ανεξίτηλα κόκκινη;»

«Οποιαδήποτε πέτρα παρόµοιας σύστασης. Αρκεί να είναι το ίδιο παλιά»,

απάντησε η Αλεξάνδρα.

«Θα πειραχτούν και όλα τα κοντινά κτίρια µε εξίσου παλιά υλικά», είπε η

Μαρί.

«Μόνο αν η προσβολή είναι ανεξέλεγκτη», σκέφτηκε η Αλεξάνδρα.

«Τότε δεν µπορεί να είναι αέριο.»

«Με τίποτα. Δε θα µπορούµε να το ελέγξουµε.»

«Υγρό δεν µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε», είπε η Μαρί.

Οι υπόλοιποι της λεγεώνας απλώς παρακολουθούσαν τη στιχοµυθία.

«Όχι. Όχι υγρό», έκανε η Αλεξάνδρα.

«Τότε τί;» έκανε η Μαρί.

Όλοι κοιτάξανε την Αλεξάνδρα. Τα µάγουλα της κοκκίνισαν και χαµήλωσε τα

µάτια.

«Ακτινοβολία», είπε µετά από λίγο. Αλλά είχε µιλήσει τόσο σιγά που

χρειάστηκε να επαναλάβει τη λέξη: «ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ.»

Όλων τα κεφάλια στράφηκαν προς τη Μαρί, σαν να παρακολουθούσαν έναν

αγώνα τένις.

«Γαµήσου», είπε η Μαρί και µετά γέλασε. «Είναι υπέροχο. Ακτινοβολία!»

«Θα τα καταφέρετε;» τις ρώτησε ο Δάσκαλος.

«Είναι αδύνατο», είπε η Μαρί. «Φυσικά και θα τα καταφέρουµε... Αν και δεν

ξέρω πως.»

«Ραδιοϊσότοπα», είπε η Αλεξάνδρα. «Άνθρακας 14... Το αγαπηµένο σου,

Μαρί.»

Η Μαρί φάνηκε να λάµπει.

«Και πως θα το κάνουµε κόκκινο;»

«Δεν ξέρω», παραδέχτηκε η Αλεξάνδρα. «Αλλά σίγουρα γίνεται.»

Page 243: i Legewna Twn Psuxwn

243

243

«Σε λατρεύω τρελά», είπε η Μαρί.

«Κι εγώ ξέρω να φτιάχνω πολύ καλή µακαρονάδα», είπε στη Μαρί ο Άιρτον.

«Το θέµα λύθηκε», είπε ο Δάσκαλος. «Τα κορίτσια θα βρουν τον τρόπο να

βάψουν κόκκινες τις πέτρες µε ραδιοϊσότοπα και ο Άιρτον θα µας φτιάξει

µακαρονάδα.»

Ξεκίνησε να µαζεύει τα πράγµατα του, δίνοντας έτσι το σύνθηµα ότι το

σχολείο είχε τελειώσει.

«Αύριο το πρωί θα ξέρουµε πως θα γίνει», είπε µε σιγουριά και η Αλεξάνδρα

κοίταξε τη Μαρί. Εκείνη σήκωσε τα φρύδια και τους ώµους. «Μέχρι να βρουν τη

λύση η Μαρί µε την Αλεξάνδρα –και να αγοράσει ο Άιρτον τα υλικά για τη

µακαρονάδα- µπορούµε να πάµε στα σπίτια µας να ξεκουραστούµε.»

Ο Δάσκαλος τους έδειξε την πόρτα. Οι µαθητές σηκώθηκαν αγχωµένοι και

χαρούµενοι. Δεν είχε σηµασία τι θα κατάφερναν οι δύο της οµάδας. Υπήρχε πάλι

οµάδα, κι αυτό ήταν το µόνο που είχε σηµασία τελικά.

39.

Μόλις βγήκαν έξω η Μαρί ρώτησε την Αλεξάνδρα που θα πηγαίνανε.

Page 244: i Legewna Twn Psuxwn

244

244

«Τι εννοείς;» έκανε εκείνη.

«Σπίτι σου ή σπίτι µου;» Η Αλεξάνδρα έδειχνε να µην καταλαβαίνει. «Δεν

πιστεύω να θες να πάµε σε καφετέρια και να µιλήσουµε για ραδιενέργεια και τη

Βουλή.»

«Όχι, όχι», είπε η Αλεξάνδρα, «σίγουρα αυτό δε γίνεται.»

«Ωραία... Πάµε στο σπίτι µου τότε. Το σπίτι του Σωσσυράκη, για να τα λέµε

τα σύκα σύκα. Είναι πολύ γλυκός άνθρωπος και ξέρει ήδη πολλά για τη Λεγεώνα.»

«Χρειάζοµαι τα βιβλία µου», είπε η Αλεξάνδρα. «Δεν πρόκειται να βρεις στο

ίντερνετ τέτοιες πληροφορίες. Όχι, χωρίς να πιαστείς στο φίλτρο της υπηρεσίας

πληροφοριών.»

«Ωραία, πάµε σπίτι σου τότε.»

Η Αλεξάνδρα φάνηκε να διστάζει.

«Τι συµβαίνει;» τη ρώτησε η Μαρί. «Δεν έχεις τακτοποιήσει;» Και

χαµογέλασε. Κατάλαβε ότι η συµµαθήτρια της δεν αστειευόταν. «Μήπως φοβάσαι να

βάλεις τη γύφτισσα στο σπίτι σου; Για να µη σου κλέψει τα κοσµήµατα;»

«Δεν έχω κοσµήµατα», είπε η Αλεξάνδρα. «Οι γονείς µου...»

«Κατάλαβα. Δε θέλουν να κάνεις παρέα µε άτοµα σαν του λόγου µου.»

«Δεν είναι τόσο απλό.»

«Είναι πολύ απλό, Αλεξάνδρα. Μαζί µπορούµε να φτιάξουµε κάτι υπέροχο.

Νοµίζεις ότι ο Μπελ σκεφτόταν τους γονείς τους όταν αποφάσιζε τι θα φτιάξει;»

«Το ξέρω πολύ καλά αυτό», είπε η Αλεξάνδρα. «Εντάξει, πάµε σπίτι.»

Έξω από την πολυκατοικία, καθώς ξεκλείδωναν την πόρτα η Αλεξάνδρα

γύρισε στη Μαρί και της είπε σιγανά:

«Πηγαίνεις στο εικοστό δεύτερο λύκειο».

«Ωραία», είπε η Μαρί. «Πάντα ήθελα να πάω λύκειο.»

Σαν ανοίξανε την πόρτα του διαµερίσµατος ήρθε να τους υποδεχτεί ο πατέρας

της Αλεξάνδρα. Μόλις τον είδε η Μαρί κατάλαβε ότι ήταν Αλβανός. Εκείνος την

κοίταξε σαν να ετοιµαζόταν να την πετάξει έξω.

«Μπαµπά, η συµµαθήτρια µου η Μαρί.»

«Hola», χαιρέτησε η Μαρί.

Page 245: i Legewna Twn Psuxwn

245

245

«Είναι Ισπανίδα», είπε η Αλεξάνδρα µε τα µάτια της ανοιχτά από την

έκπληξη.

Ο πατέρας της δε φάνηκε να χαλαρώνει.

«Είναι καινούρια στο σχολείο και θα τη βοηθήσω µε µια εργασία.»

«Ραδιοϊσότοπα», είπε η Μαρί µε τσιγγάνικη προφορά.

«Να αφήσετε την πόρτα ανοικτή», είπε εκείνος χωρίς να χαµογελάσει.

Μόλις µπήκαν στο δωµάτιο της Αλεξάνδρα η Μαρί της είπε στο αυτί:

«Δεν είναι ψέµα. Οι προπαππούδες µου είχαν περάσει από την Ισπανία.»

Καθώς η Αλεξάνδρα έψαχνε για τα βιβλία που χρειαζόντουσαν η Μαρί

συνέχισε, πάντα σιγά.

«Είσαι Αλβανίδα;»

«Ναι», απάντησε η Αλεξάνδρα. «Τροµερή αποκάλυψη; Συνήθως όλοι όσοι το

µαθαίνουν µου λένε ότι δε µοιάζω µε Αλβανίδα.»

«Και πως µοιάζουν οι Αλβανίδες; Έχουν τρία βυζιά;»

«Τον πατέρα µου όµως τον κατάλαβες», είπε η Αλεξάνδρα.

«Είναι πιο χαρακτηριστική φυσιογνωµία...»

«Αλβανού.»

«Ναι», είπε η Μαρί. «Ξέρεις γιατί έκανα την Ισπανίδα;»

«Νοµίζω ότι ξέρω.»

«Οι µετανάστες είναι αυτοί που φέρονται χειρότερα στη φυλή µου. Μάλλον οι

Έλληνες είναι βέβαιοι για την ανωτερότητα τους. Μας αντιµετωπίζουν όπως τις

κατσαρίδες, ως αναγκαίο κακό. Αλλά οι ξένοι φέρονται πολύ πιο άσχηµα. Και πιο

βίαια συνήθως.»

«Το σιχαίνοµαι αυτό το πράγµα», είπε η Αλεξάνδρα. «Οι δικοί µου µισούν

τους Έλληνες, αλλά θέλουν να γίνουν αποδεχτοί από εκείνους. Όταν όµως βλέπουν

µαύρο ή πακιστανό ή τσιγγάνο, γίνονται οι χειρότεροι ρατσιστές.»

«Μη µου µιλάς για ρατσισµό. Δεν υπάρχουν µεγαλύτεροι ρατσιστές από τη

φυλή µου.»

«Και µόνο που έχεις µιλήσει δυο φορές για τη φυλή σου αρκεί», της είπε η

Αλεξάνδρα. «Αλλά... Δεν είναι τόσο απλό το θέµα.»

«Ποιο θέµα;» ρώτησε η Μαρί.

Page 246: i Legewna Twn Psuxwn

246

246

Όµως η Αλεξάνδρα δεν την είχε ακούσει. Είχε βρει ανάµεσα στους

εκατοντάδες τόµους της βιβλιοθήκης της, το βιβλίο που έψαχνε.

«Ξέχνα ‘τα όλα», είπε στη Μαρί. «Κοίτα τι έχω εδώ.»

Ακούµπησε µπροστά της ένα πολυκαιρισµένο βιβλίο. Η Μαρί είδε τον τίτλο

και έµεινε µε το στόµα ανοικτό. Δάκρυα της ήρθαν στα µάτια.

«Που το βρήκες αυτό;» ρώτησε µην τολµώντας να το αγγίξει.

«Σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στα πανεπιστήµια. Το είχαν στο καλάθι µε τα

αζήτητα... Πέντε ευρώ.» Γέλασε λες και είχε βρει διαµάντια να πουλιούνται ως

άνθρακες.

Ήταν η πρώτη –και η τελευταία- ελληνική έκδοση της µελέτης της Κιουρί για

το ράδιο. Ένα σχεδόν µυθικό βιβλίο για όσους δεν ήξεραν γαλλικά. Η Μαρί χάιδευε

το εξώφυλλο, αναβάλλοντας την ηδονή του ανοίγµατος, σαν έναν εραστή που ξοδεύει

ατελείωτες ώρες στα προκαταρκτικά.

«Είναι δικό σου», της είπε η Αλεξάνδρα.

«Αλήθεια το λες;»

«Θα το χρησιµοποιήσεις καλύτερα από εµένα. Αλλά µην το διαβάσεις τώρα.»

«Θα κάνω την καρδιά µου πέτρα.»

«Άνοιξε στο πέµπτο κεφάλαιο κι εγώ θα ψάξω στο ίντερνετ, στη σελίδα των

γεωλόγων, για την πέτρα του Υµηττού.»

Αυτόµατα χαθήκανε και οι δύο στη µελέτη τους και δεν έδωσαν σηµασία στον

πατέρα της Αλεξάνδρα που πήγε να ελέγξει τι έκαναν

Page 247: i Legewna Twn Psuxwn

247

247

40.

Το µεγαλύτερο πρόβληµα της Αλεξάνδρας δεν ήταν η καταγωγή της. Μ’ αυτή

είχε γεννηθεί, µ’ αυτή είχε µεγαλώσει και είχε µάθει να τη διαχειρίζεται –που

συνήθως σήµαινε να την κρύβει.

Τα χρόνια µετά την κατάρρευση της Ελληνικής δηµοκρατίας και την

αντικατάσταση της από το οµοσπονδιακό κράτος της Ευρώπης είχε αναπτυχθεί στη

χώρα ένα µείζον εθνικιστικό κίνηµα των ελληνοποιηµένων Αλβανών. Εκλέγανε το

δικό τους κόµµα, το οποίο απαριθµούσε τουλάχιστον δέκα βουλευτές. Είχαν

καταφέρει να διδάσκονται τα αλβανικά -τουλάχιστον στα σχολεία των αστικών

κέντρων, είχαν το δικό τους τηλεοπτικό σταθµό και τις δικές τους εφηµερίδες. Το

παράδοξο ήταν ότι το κόµµα τους ήταν αγκιστρωµένο στο ακροδεξιό κόµµα που

υποτίθεται ότι κυβερνούσε, αφού ουσιαστικά απλά ανακοίνωνε τις αποφάσεις της

οµοσπονδιακής κυβέρνησης. Οι πολίτες –ελληνικής και αλβανικής καταγωγής- δεν

έβλεπαν κάτι το ύποπτο σε αυτή τη συµµαχία. Η κοινωνία ήταν αφιονισµένη και

διεφθαρµένη εκ των έσω, οπότε τίποτα δεν τη συγκινούσε.

Η Αλεξάνδρα, ή µάλλον η Ανίλα, όπως ήταν το πραγµατικό της όνοµα,

απέφευγε να φοράει το κόκκινο έµβληµα µε τον αετό στο λαιµό της, όχι τόσο λόγω

πολιτικής αντίρρησης ή ντροπής για την καταγωγή της, όσο γιατί προσπαθούσε

πάντοτε να περνάει απαρατήρητη. Από µικρή ήταν εσωστρεφής και ντροπαλή, µε µια

ιδιαίτερη προσήλωση στα αντικείµενα, παρά στους ανθρώπους. Το να παίζει µε

παιδιά της ηλικίας της της φαινόταν πιο δύσκολο απ’ το να φάει το µπρόκολο της.

Όταν τα υπόλοιπα κοριτσάκια µαζεύονταν για να κάνουν τα βαφτίσια µιας

καινούριας κούκλας, εκείνη πήγαινε στην άκρη του δωµατίου, τους γύριζε την πλάτη

και προσπαθούσε να καταλάβει το µηχανισµό που έκανε ένα παιχνίδι να µιλάει –

διαλύοντας ‘το συνήθως στα εξ ων συνετέθη. Στην παιδική χαρά άλλαζε θέσεις στο

υποµόχλιο της τραµπάλας και παρατηρούσε πως η µετακίνηση επηρέαζε την

Page 248: i Legewna Twn Psuxwn

248

248

αναλογία βαρών. Μάζευε τους –συλλεκτικούς πλέον- λαµπτήρες πυρακτώσεως και

τους έδινε ρεύµα µέχρι που να εκραγούν.

Τις τάξεις του σχολείου τις περνούσε χαριστικά, επειδή ήταν πάντα ήσυχη και

επειδή ο πατέρας της ήταν σηµαίνον στέλεχος της επιτροπής του αλβανικού

κόµµατος. Οι καθηγητές, φοβούµενοι µην κατηγορηθούν για ρατσισµό, της έδιναν τη

βάση, ακόµα κι αν εκείνη δεν ενδιαφερόταν καν να προσποιηθεί ότι... ενδιαφέρεται

για τα µαθήµατα. Όσο οι βαριεστηµένοι καθηγητές παρέδιδαν το µάθηµα εκείνη

µελετούσε τους κανόνες της µηχανικής και του ηλεκτροµαγνητισµού.

Πολύ σύντοµα µπορούσε να επισκευάσει τις ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού

και να κατασκευάζει κάποιες δικές της, όπως ένα πλυντήριο πιάτων που

χρησιµοποιούσε την υδροδυναµική ενέργεια για να αυτοτροφοδοτείται.

Η αδυναµία εκδήλωσης συναισθηµάτων και η εµµονή της µε τα αντικείµενα

αρχικά ερµηνεύτηκαν ως παιδική ιδιαιτερότητα που θα αµβλυνόταν µε τον καιρό.

Καθώς όµως τα χρόνια περνούσαν και η Ανίλα αποµονωνόταν περισσότερο στον

εαυτό της και στο εργαστήριο της οι γονείς της αποφάσισαν να την πάνε σε

ψυχολόγο. Εκείνος διέγνωσε µια ελαφριά µορφή αυτισµού µε ενδεχόµενες

ιδεοψυχαναγκαστικές εκφάνσεις, µε πιο απλά λόγια ότι ήταν προβληµατική δίχως

ελπίδα θεραπείας. Οι γονείς της δεν αποδέχτηκαν τη διάγνωση και προσπάθησαν µε

κάθε τρόπο να την κάνουν φυσιολογική. Της απαγόρευσαν να κατασκευάζει «αυτά τα

περίεργα πράγµατα» στο δωµάτιο της και την έγραψαν σε ένα παιδικό εργαστήριο

θεάτρου.

Για καλή τύχη της Ανίλας, η δασκάλα του θεάτρου κατάλαβε αµέσως ότι

εκείνο το παιδί αδυνατούσε να εκφράσει τα συναισθήµατα της, µε οποιοδήποτε άλλο

τρόπο πέρα από τις κατασκευές. Έτσι της ανέθεσε να σχεδιάσει τη σκηνική

παρουσίαση της επόµενης παράστασης.

Η Ανίλα, χρησιµοποιώντας αντικείµενα που έβρισκε στα σκουπίδια και στα

παλαιοπωλεία, και συµµετέχοντας ολόψυχα στη δηµιουργική διαδικασία της

θεατρικής παραγωγής, κατάφερε –µε µηδενικό κόστος- να φτιάξει το πιο πρωτότυπο

και φουτουριστικό σκηνικό θεατρικής παράστασης. Η δασκάλα, µια ιδιοφυής

σκηνοθέτης του πειραµατικού θεάτρου, που είχε παραγκωνιστεί από κάθε σκηνή

λόγω του οξύθυµου χαρακτήρα της –ο οποίος είχε βάση στο απόλυτο ένστικτο της

για την τέχνη χωρίς συµβιβασµούς, αντιλήφθηκε τι είχε στα χέρια της και

Page 249: i Legewna Twn Psuxwn

249

249

προσάρµοσε –ίσως λιγάκι βάναυσα- τους µικρούς της ηθοποιούς στο µεγαλείο του

σκηνικού της Ανίλας.

Η παράσταση στο τέλος της χρονιάς σήµανε το τέλος της σκηνοθέτιδας ως

παιδαγωγού. Οι γονείς, που είχαν πάει για να καµαρώσουν τα παιδιά τους σε µια

κλασική παράσταση, τα είδαν να πέφτουν θύµατα αποτρόπαιων και ευφάνταστων

οργάνων βασανιστηρίου. Μηχανές και νυστέρια άνοιγαν τα κρανία των παιδιών για

να τους εµφυτεύσουν εικόνες κατανάλωσης. Ροµποτικοί βραχίονες ξερίζωναν τις

καρδιές τους και τις αντικαθιστούσαν µε ανατριχιαστικά µηχανικά έντοµα.

Πλαστικοποιητές ισοπέδωναν τα πρόσωπα τους εξαφανίζοντας κάθε είδους

χαρακτηριστικό, αφήνοντας µόνο τρύπες –για το στόµα, τα ρουθούνια, τα αυτιά και

τα µάτια. Και -στη τελευταία σκηνή της παράστασης, όπου οι γονείς αγανακτισµένοι

σηκώθηκαν και πήραν τα παιδιά τους, αφού βεβαίωσαν τη σκηνοθέτιδα ότι θα τη

µηνύσουν ανελέητα- η «πρωταγωνίστρια» διακορευόταν από ένα πολιορκητικό κριό

που αντί για κεφάλι είχε µια τηλεόραση.

Κι ενώ έξω από το µικρό θέατρο είχαν στηθεί οι γονείς και συζητούσαν πως

θα προχωρούσαν τη µήνυση τους, η Ανίλα προφασίστηκε ότι είχε ξεχάσει «κάτι» για

να επιστρέψει.

Βρήκε τη δασκάλα της στο φουαγιέ, να πίνει µόνη της και να κοιτάει τις

αφίσες των θεατράνθρωπων που ήταν κρεµασµένοι στον τοίχο.

«Κυρία Τάνια», της είπε η µικρή Ανίλα, «σας ευχαριστώ.»

Η Τάνια σηκώθηκε και την πήρε στην αγκαλιά της. Μύριζε αλκοόλ και

τσιγάρο.

«Εγώ σε ευχαριστώ, Ανίλα», απάντησε συγκινηµένη. «Μου θύµισες τι είναι το

θέατρο... Μου θύµισες ποια είµαι.»

«Εκεί έξω», είπε η Ανίλα δείχνοντας τις σκάλες, «δεν είναι χαρούµενοι.»

«Μη σε νοιάζει γι’ αυτούς. Ποτέ δε θα καταλάβουν. Ποτέ δε θα σε

καταλάβουν... Είσαι ο πιο χαρισµατικός και ο πιο συναισθηµατικός άνθρωπος που

έχω συναντήσει», της είπε η Τάνια.

Η Ανίλα, χωρίς καθόλου να το σκεφτεί, έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά της.

Η σκηνοθέτιδα ήταν άτεκνη, από επιλογή, και είχε περάσει την ηλικία της

τεκνοποίησης. Έσφιξε την Ανίλα και τη φίλησε.

«Αν ποτέ είχα ένα παιδί θα ήθελα να είναι όπως εσύ», της είπε και την έδιωξε.

Page 250: i Legewna Twn Psuxwn

250

250

Η Ανίλα κοιµήθηκε µε τη µυρωδιά από τα στήθη της δασκάλας της.

Όταν ξύπνησε είχε γίνει γυναίκα. Έµεινε για αρκετή ώρα να παρατηρεί το

κόκκινο σηµάδι στα σεντόνια της. Προσπαθούσε να καταλάβει τι σήµαινε. Ήξερε τι

ήταν, αντιλαµβανόταν το βιολογικό µηχανισµό του σώµατος της. Αλλά δεν

αισθανόταν έτοιµη για να αντιδράσει, συναισθηµατικά. Γιατί σε τίποτα δεν

αντιδρούσε. Η µητέρα της ήταν που την ανάγκασε να αρχίσει να φοράει σουτιέν.

Εκείνη έµοιαζε να µην έχει αντιληφθεί ότι τα στήθη της είχαν αρχίσει να

φουσκώνουν και προκαλούσαν τις διερευνητικές µατιές των αγοριών –όλων των

ηλικιών. Στα πάρτυ που την καλούσαν πήγαινε αναγκαστικά, οι γονείς της πάσχιζαν

να την κοινωνικοποιήσουν. Όµως συνήθως καθόταν σε µια γωνιά και περίµενε µε το

ποτήρι της στο χέρι, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά εξερευνούσαν τις απαρχές της

σεξουαλικότητας τους µε «αθώα» ερωτικά παιχνίδια και κολλητούς αργούς χορούς.

Οι γονείς της πειστήκανε να την αφήσουν να ξαναφτιάξει το εργαστήριο της

όχι χάρη στις προσπάθειες της και στον αγώνα της να τους πείσει γι’ αυτό. Το

αντίθετο µάλιστα. Η Ανίλα, ως εσωστρεφές άτοµο, ποτέ δε διεκδικούσε κάτι. Έµενε

στο δωµάτιο της σιωπηλή, κατατονική ουσιαστικά, κοιτώντας τους τοίχους µέχρι που

να έρθει η ώρα να πέσει για ύπνο. Συνέχισε να τρώει, να πηγαίνει στο σχολείο, να

βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού και ποτέ δεν παραπονέθηκε. Όµως λειτουργούσε

σαν αυτόµατο. Έκανε ό,τι της λέγανε να κάνει και τίποτα παραπάνω. Μόλις τη

φωνάζανε για φαγητό πήγαινε, καθόταν και άδειαζε αργά το πιάτο της. Μετά έµενε

στη θέση της και απαντούσε µονολεκτικά στις ερωτήσεις των γονιών της. Κι όταν

εκείνοι της έλεγαν ότι µπορούσε να σηκωθεί, η Ανίλα απλώς σηκωνόταν από την

καρέκλα της και έµενε όρθια στη µέση της κουζίνας, περιµένοντας την επόµενη

εντολή. Δεν προσποιούταν.

Κάποια µέρα, για να τη δοκιµάσει, ο πατέρας της είπε να ανάψει το µάτι της

κουζίνας και να ακουµπήσει το χέρι της επάνω του. Ο πατέρας της ήταν σκληρός

άνθρωπος. Είχε δουλέψει πολύ και είχε υποστεί πολλές προσβολές από τα αφεντικά

για να καταφέρει να φτάσει στο σηµείο να έχει µια δική του επιχείρηση. Πίστευε ότι

η Ανίλα έπαιζε µαζί τους και νόµιζε ότι µπορούσε να την αναγκάσει να υποχωρήσει.

Καθώς τα δευτερόλεπτα περνούσαν και το µάτι ζεσταινόταν κρατούσε τη γυναίκα του

για να µη σηκωθεί και διακόψει το µάθηµα πειθαρχίας. Η Ανίλα δε έδειχνε καν να

Page 251: i Legewna Twn Psuxwn

251

251

πονάει. Ώσπου η µυρωδιά από σάρκα που ψήνεται αναδύθηκε και η µητέρα

ουρλιάζοντας τράβηξε την κόρη της. Το χέρι της είχε κοκκινίσει. Ευτυχώς ήταν ήπια

εγκαύµατα που ξεπεράστηκαν µε λίγη κρέµα. Αλλά οι γονείς της κατάλαβαν ότι

έπρεπε να επισκεφτούν ξανά τον ψυχολόγο, έναν διαφορετικό αυτή τη φορά.

Εκείνος, µετά από αυτά που του είπαν και ένα ολιγόλεπτο τεστ, διέγνωσε µια

ελαφρώς διαφοροποιηµένη εκδοχή του συνδρόµου Σάµσα. Οι ασθενείς µε αυτό το

σύνδροµο ζούσαν τη ζωή τους αποστασιοποιηµένα, σαν να ήταν θεατές σε µια ταινία

ή σαν να διάβαζαν µυθιστόρηµα. Δε θα τρόµαζαν ούτε θα ζητούσαν βοήθεια ακόµα κι

αν ξυπνούσαν και είχαν µεταµορφωθεί σε κατσαρίδες.

Ο γιατρός συνέστησε στους γονείς της Ανίλας να της κεντρίσουν το

ενδιαφέρον της για τη ζωή και ρώτησε αν παλιότερα είχε κάποιο χόµπι ή κάποιο

ενδιαφέρον. Εκείνοι κοιτάχτηκαν και συνεννοηθήκανε µε ένα βλέµµα.

Φεύγοντας από το γιατρό µπήκαν σε ένα κατάστηµα «φτιάξ’ ‘το µόνος σου»

και της αγόρασαν αρκετά υλικά και εργαλεία για να ξαναστήσει το εργαστήριο της.

Πολύ σύντοµα η Ανίλα επανήλθε στη φυσιολογική –στην προ του συνδρόµου

φυσιολογική- ζωή. Έτρωγε δυο µπουκιές από το φαγητό της –αφήνοντας πάντα το

µπρόκολο- και µετά πεταγόταν για να επιστρέψει στις κατασκευές της. Δεν έγινε όσο

φυσιολογική θα ήθελαν οι γονείς της, αλλά τουλάχιστον έκανε µπάνιο πιο συχνά.

Η µεγάλη ανατροπή έγινε όταν µια µέρα στο σχολείο η Ανίλα υπερασπίστηκε

µια συµµαθήτρια της. Η Σοφία, ένα άσχηµο κορίτσι που είχε ταλέντο µόνο στο να

φαντασιώνεται νεράιδες, έγινε ο στόχος των πειραγµάτων µιας παρέας αγοριών που

δεν ανέχονταν να τους πλησιάζουν χοντρά κορίτσια. Με τη σαδιστική διάθεση που

χαρακτηρίζει τα αρσενικά στην εφηβεία, έβαλαν τη Σοφία στη µέση και ξεκίνησαν να

της τραβούν το σουτιέν, να της σηκώνουν τη φούστα και να τη ρωτούν «αν είχε

βγάλει τρίχες στο µουνί της» και αν θα γούσταρε «να της τον βάλουν λιγάκι, έτσι για

πλάκα».

Όλα τα παιδιά στο προαύλιο γελούσαν µε το «αστείο», µέχρι που η Ανίλα

βρέθηκε ανάµεσα τους και απαίτησε να σταµατήσουν. Ο αρχηγός της παρέας την

πλησίασε και τη ρώτησε µήπως θα προτιµούσε να γαµούσαν εκείνη αντί για τη

χοντρή. Η γροθιά που δέχτηκε από την Ανίλα του κόστισε ένα δόντι. Τα χέρια της δεν

ήταν τα τρυφερά κοριτσίστικα χέρια των συµµαθητριών τους. Ο νταής συνήλθε

Page 252: i Legewna Twn Psuxwn

252

252

γρήγορα και την έπιασε από το λαιµό. Αλλά δεν πρόλαβε να κάνει κάτι. Η παρέα που

πείραζε τη Σοφία, όπως και η Σοφία, ήταν Έλληνες. Μόλις απλώσανε χέρι σε µια

«Αλβανίδα», δέκα αγόρια –Αλβανικής καταγωγής- τους περικυκλώσανε. Το

επεισόδιο έληξε µε µικρές αµυχές στα πρόσωπα των νταήδων και µονοήµερες

αποβολές για όσους συµµετείχαν. Αλλά η Ανίλα είχε αποκτήσει µια καινούρια

θαυµάστρια.

Η Σοφία την ακολουθούσε πλέον παντού, σαν πιστός σκύλος. Πήγαινε στο

εργαστήριο της και παρακολουθούσε –χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα- τα πειράµατα

της Ανίλας. Στο σχολείο την περίµενε στην πόρτα και έλαµπε µόλις έβλεπε την

ηρωίδα της να πλησιάζει. Δεν ήταν χαζή. Απλά ήταν αθεράπευτα ροµαντική, το

ακριβώς αντίθετο από την Ανίλα. Η Σοφία πίστευε τα πάντα, ειδικά αν αυτά είχαν

φτερά και ήταν άυλα ή πνεύµατα. Πίστευε στις νεράιδες, στους αγγέλους, στο ρέικι,

τη κρυσταλλοθεραπεία και τη µαγγανεία, στο θεό, στα φαντάσµατα και στη

µεταθανάτια ζωή. Η Ανίλα από την άλλη πίστευε µόνο στους νόµους της φυσικής και

σε ό,τι µπορούσε να αποδείξει µε πειράµατα. Παραδόξως σύντοµα έγιναν

πραγµατικές φίλες. Το έλλειµµα της Ανίλας στην οµιλία και τα συναισθήµατα το

αναπλήρωνε η Σοφία µε τη φλυαρία της και το εξαιρετικά ευσυγκίνητο του

χαρακτήρα της.

Οι γονείς της Ανίλας δεν είδαν µε καλό µάτι τη φιλία τους. Δεν τους άρεσε

που η κόρη τους περνούσε τόσο πολύ καιρό µε µια Ελληνίδα. Όµως το προτιµούσαν

από το να είναι πάντα µόνη, έτσι δεν έφεραν αντίρρηση.

Όµως τα παιδιά στο σχολείο είχαν διαφορετική γνώµη. Η σχέση των δύο

«αλλόκοτων» κοριτσιών τους έκανε στην αρχή να γελάνε. Σύντοµα όµως το αστείο

µεταλλάχτηκε σε κουτσοµπολιό –που φυσικά ξεκίνησε από την παρέα των νταήδων

που είχε ξεφτιλίσει η Ανίλα. Εκείνοι διέδωσαν ότι τα δυο κορίτσια ήταν λεσβίες και

ότι τις είχαν δει να φιλιούνται µε πάθος στις τουαλέτες. Ο µικρόκοσµος του σχολείου

χάρηκε που βρέθηκε ένα θέµα για να ξεχνιούνται τα δικά τους ελαττώµατα. Έτσι δεν

ήταν καθόλου σπάνιο να ρωτήσει κάποιος τη Σοφία αν θα πάει διακοπές το καλοκαίρι

στη Λέσβο. Η Ανίλα δεν έδωσε καµία σηµασία σε όσα ακούγονταν και λέγονταν γι’

αυτές, γιατί ποτέ δεν την ένοιαζε η γνώµη των συµµαθητών της –και των ανθρώπων

εν γένει. Όµως η Σοφία ήταν πολύ πιο ευαίσθητη από το µέσο έφηβο –κι αυτό είναι

ένα τεράστιο ποσό ευαισθησίας.

Page 253: i Legewna Twn Psuxwn

253

253

Κάποια στιγµή το κουτσοµπολιό έφτασε στα αυτιά µιας καθηγήτριας και

εκείνη θεώρησε αναγκαίο το να ειδοποιήσει τους γονείς των κοριτσιών –για παν

ενδεχόµενο. Αµφότεροι –Αλβανοί και Έλληνες- σοκαρίστηκαν. Η µόνη λύση που

βρέθηκε ήταν να χωριστούν οι ύποπτες. Μετέγραψαν τη Σοφία σε άλλο σχολείο και

τους απαγόρευσαν να συναντιούνται.

Η Ανίλα στεναχωρέθηκε λιγάκι για αυτή την άδικη τιµωρία, αλλά επέστρεψε

στο εργαστήριο της και παρηγορήθηκε εύκολα. Η Σοφία δεν µπόρεσε να το αντέξει.

Λίγες µέρες µετά το χωρισµό πήρε την εικόνα του αρχάγγελου Γαβριήλ στην αγκαλιά

της και πήδηξε από τον έβδοµο όροφο.

Όταν η Ανίλα έµαθε για την αυτοκτονία της µόνης της φίλης δεν έκλαψε.

Αλλά την εποµένη, στο σχολείο, ο νταής µε το σπασµένο δόντι την πλησίασε και της

είπε ειρωνικά:

«Πολύ λυπήθηκα για τη χοντρή σου γκόµενα».

«Θα λυπηθείς», του απάντησε η Ανίλα και του γύρισε την πλάτη.

Λίγες µέρες µετά παράξενα ατυχήµατα άρχισαν να συµβαίνουν στους πέντε

που είχαν ξεκινήσει την όλη ιστορία περί λεσβιασµού.

Τον πρώτο τον τίναξε το ρεύµα όταν πήγε να πάρει ένα αναψυκτικό από τον

αυτόµατο πωλητή. Επέζησε, αφού του αλλάξανε όλο το αίµα. Αλλά απέκτησε ένα

πρόβληµα στην οµιλία, αφού δεν µπορούσε πλέον να ανοίξει καλά το στόµα του. Ο

δεύτερος κάπνισε ένα τσιγάρο πίσω από το γυµναστήριο που τον έστειλε στο

νοσοκοµείο σε κώµα. Όταν συνήλθε, µετά από έξι µήνες, χρειάστηκε φυσιοθεραπεία

για να µπορέσει να κρατήσει το πιρούνι του ξανά. Ο τρίτος κουφάθηκε όταν τα

ακουστικά του mp3 βραχυκυκλώσανε µέσα στα αυτιά του και ο τέταρτος

παραµορφώθηκε όταν η µπαταρία του κινητού του έσκασε στα µούτρα του. Το

χειρότερο ατύχηµα το έπαθε ο νταής µε το σπασµένο δόντι. Εκείνου το ποδήλατο

διαλύθηκε απροσδόκητα, ενώ το καβαλούσε, µε αποτέλεσµα το σίδερο της σέλας να

περάσει µέσα από τον πρωκτό του και να φτάσει σχεδόν ως το στοµάχι. Επέζησε κι

αυτός, µετά από τρεις ώρες στο χειρουργείο, αλλά δε θα ξαναπήγαινε ποτέ στην

τουαλέτα, για φυσιολογική αφόδευση.

Κανείς δεν κατηγόρησε ευθέως την Ανίλα, αφού κανείς δεν µπορούσε να

πιστέψει ότι εκείνη διέθετε τις ικανότητες για κάτι τέτοιο. Όµως η περιρρέουσα

ατµόσφαιρα που την ακολουθούσε σε κάθε της βήµα έκανε τους συµµαθητές της να

Page 254: i Legewna Twn Psuxwn

254

254

συνασπιστούν για τη διώξουν. Δε χρειαζόταν να υπάρχει λογική στην αντίδραση τους.

Είπαν στους γονείς τους ότι η Ανίλα ήταν µια µάγισσα, ένα διεφθαρµένο κορίτσι, που

έφερνε τη δυστυχία σε όσους ήταν τριγύρω της. Το Γονέων και Κηδεµόνων ζήτησε

την αποβολή της. Οι καθηγητές δεν αντέδρασαν, αφού και αυτοί ένιωθαν να

απειλούνται. Όµως τους δυσκόλευε η θέση του πατέρα της. Εκείνος, από τη µεριά

του, υποψιαζόταν ότι η κόρη του ήταν υπεύθυνη για τα «ατυχήµατα» που συνέβαιναν

στους µαθητές του σχολείου.

Τη λύση έδωσε η ίδια η Ανίλα όταν ζήτησε να µεταγραφτεί στο σχολείο

δεύτερης ευκαιρίας. Ο Δάσκαλος την είχε προσεγγίσει σε ανύποπτο χρόνο και ο

τρόπος του θύµισε στην Ανίλα το µόνο άνθρωπο που την είχε εκτιµήσει: Την Τάνια,

τη δασκάλα του θεάτρου.

Όλοι ανέπνευσαν ελεύθερα όταν η Ανίλα άφησε το σχολείο της για να πάρει

ένα όνοµα που της ταίριαζε πιο πολύ, τουλάχιστον έτσι το αισθανόταν: Αλεξάνδρα.

41.

«Έχουµε καλά νέα και κακά νέα», είπε η Μαρί στους συµµαθητές της. Εκείνοι

κοίταξαν έξω.

Οι ταραχές στους δρόµους είχαν καταλαγιάσει προσωρινά. Ο κύριος λόγος,

πέρα από την κούραση των εξεγερµένων, ήταν η ανακοίνωση του πρωθυπουργού ότι

θα προχωρούσε σε πρόωρες εκλογές, καθώς και η απόσυρση των ευρωσπονδιακών

µονάδων καταστολής ταραχών. Ο κόσµος πίστεψε ότι είχε κερδίσει και τραβήχτηκε

για λίγο στο καβούκι του περιµένοντας να δει πως θα εξελιχτούν τα πράγµατα. Οι πιο

κυνικοί, αυτοί που ήξεραν περισσότερα από πολιτική και ιστορία, µιλούσαν για

στρατηγικό ελιγµό της κυβέρνησης, προκειµένου να εξαρθρώσει –σιωπηλά και

µυστικά- τους πυρήνες της αντίδρασης. Οι πιο ροµαντικοί είχαν δει στο πρόσωπο

Page 255: i Legewna Twn Psuxwn

255

255

ενός νέου υποψήφιου κόµµατος, που είχε ξεπηδήσει από το ίντερνετ, και του οποίου

ο αρχηγός ήταν ένας δηµοφιλέστατος µπλόγκερ, την ελπίδα της αλλαγής.

Για να πάνε οι µαθητές του σχολείου δεύτερης ευκαιρίας στο «µάθηµα» είχαν

περάσει από διαλυµένες πλατείες και οδοφράγµατα προχείρως παραγκωνισµένα,

κάδους που ακόµα κάπνιζαν και ερειπωµένους δρόµους. Κάθε τρία καταστήµατα

υπήρχε µια σπασµένη βιτρίνα και παντού ήταν γραµµένα συνθήµατα. Το όλο σκηνικό

θύµιζε πεδίο µάχης, λίγο µετά τη µάχη, αλλά χωρίς τραυµατίες και νεκρούς. Αυτούς

τους είχαν µαζέψει τα ασθενοφόρα.

«Δε λες µόνο τα καλά;» ρώτησε ο Άιρτον.

«Τα καλά είναι ότι βρήκαµε τον τρόπο», είπε η Μαρί και ξεκίνησε να µιλάει

και να γράφει στο πίνακα παραθέτοντας τεχνικές λεπτοµέρειες για το πως θα

χρησιµοποιούσαν τα ραδιοϊσότοπα για να γίνουν κόκκινες οι πέτρες της Βουλής.

Οι µόνοι που κατάλαβαν όλα όσα έλεγε ήταν ο Καρλ και η Υπατία. Οι

υπόλοιποι, µαζί και ο Δάσκαλος, κοιτούσαν τους χηµικούς τύπους σαν παιδί της

πρώτης δηµοτικού που προσπαθεί να κατανοήσει τον απειροστικό λογισµό.

«Αριστούργηµα», είπε ο Άιρτον σκουντώντας τον Παύλο. «Δεν κατάλαβα

τίποτα.»

«Δε χρειάζεται να καταλάβουµε», είπε ο Δάσκαλος. «Σηµασία έχει ότι

γίνεται.»

«Και ποια είναι τα κακά νέα;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Τα κακά νέα είναι ότι δεν µπορούµε να αγοράσουµε ραδιενεργό ράδιο από

το σούπερ µάρκετ. Ούτε να το εξάγω από κουτσουλιές περιστεριών.» Τη δεύτερη

φράση η Μαρί την είπε κοιτώντας την Υπατία.

«Δεν νοµίζω να κυκλοφορεί λαθραία κάτι τόσο επικίνδυνο», είπε ο Τσε.

«Εκτός κι αν προσεγγίσουµε πολύ επικίνδυνους κύκλους: Ιρανούς και Τούρκους

λαθρέµπορους όπλων.»

«Δεν έχουµε αρκετά λεφτά για κάτι τέτοιο», είπε ο Δάσκαλος. «Και σίγουρα

δε θέλουµε να τους κλέψουµε.»

Ο Τσε τον κοίταξε µε µάτια που γυαλίζανε, σαν σκύλος που περιµένει να

ακούσει την εντολή από το αφεντικό του για να ορµήξει.

«Όχι, Τσε», είπε ο Δάσκαλος. «Αυτοί είναι πολύ σκληροί για τα δόντια µας.»

Page 256: i Legewna Twn Psuxwn

256

256

«Οπότε εγκαταλείπουµε το σχέδιο;» ρώτησε ο Παύλος.

«Υπάρχει µια λύση», είπε η Μαρί. «Υψηλού κινδύνου και πάλι.»

«Κίνδυνος είναι το µεσαίο µου όνοµα», είπε ο Άιρτον.

«Ο Δηµόκριτος;» ρώτησε ο Δάσκαλος.

Η Υπατία και ο Καρλ γελάσανε. Ο Παύλος θορυβήθηκε.

«Δεν πιστεύω να εννοείτε το ινστιτούτο πυρηνικής φυσικής;»

Η Αλεξάνδρα κατένευσε για να δείξει ότι αυτό ακριβώς εννοούσαν.

«Είναι τρέλα», είπε ο Παύλος. «Αυτό το µέρος φυλάσσεται καλύτερα και από

το Πεντάγωνο.»

«Είναι πράγµατι δύσκολο», συµφώνησε ο Δάσκαλος.

«Θέλετε να πείτε ότι εκεί έχουν πλουτώνιο, ουράνιο και τέτοια;» ρώτησε ο

Τζορτζ.

«Μικροποσότητες», είπε η Μαρί αστειευόµενη.

«Θα µπορούσαµε να τους απειλήσουµε µε κάτι πολύ µεγαλύτερο», είπε ο Τσε

και µόνο ο Αδόλφος φάνηκε να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν την πρόταση.

«Ωραία», είπε ο Άιρτον τρίβοντας τα χέρια του. «Θα φτιάξουµε ατοµική

βόµβα.»

«Μη λέτε µαλακίες», φώναξε η Υπατία, αλλά κοίταξε έντροµη το Δάσκαλο να

για να καταλάβει αν είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο.

«Θέλουµε να φτιάξουµε τον κόσµο, όχι να τον καταστρέψουµε», είπε εκείνος.

«Δεν είναι ανάγκη να κάνουµε τη βόµβα», είπε ο Τσε. «Μόνο να τους

κάνουµε να πιστέψουν ότι µπορούµε.»

«Θα στρέψουµε τον κόσµο εναντίον µας», παρενέβη ο Παύλος. «Κανείς δε θα

υποστηρίξει µερικούς τρελούς που µπορούν να ανατινάξουν την πόλη τους.»

«Δεν µπορούµε να φτιάξουµε ατοµική βόµβα», είπε η Αλεξάνδρα. Την ίδια

στιγµή στράφηκε προς τη Μαρί: «Μπορούµε;»

«Ίσως... Μια µικρή...» έκανε η Μαρί. «Διασποράς ραδιενεργών στοιχείων.»

«Κοµµένη η συζήτηση», είπε ο Δάσκαλος που αισθανόταν σαν να είχε

δηµιουργήσει ένα τέρας. Οι µαθητές του, χωρίς τη σωστή καθοδήγηση, µπορούσαν

να γίνουν πραγµατικά επικίνδυνοι. «Θα πάρουµε το ράδιο χωρίς να το καταλάβει

κανείς...» Ήρθε αντιµέτωπος µε τα βλέµµατα απορίας των µαθητών του. «Αλλά δεν

ξέρω ακόµα πως θα το κάνουµε.»

Page 257: i Legewna Twn Psuxwn

257

257

«Ίσως δε χρειάζεται να το κάνουµε», είπε ο Τζορτζ διαρρηγνύοντας τη σιωπή

που απλώθηκε µετά τα τελευταία λόγια του Δασκάλου. Και συνέχισε για να εξηγήσει

τι εννοούσε: «Ίσως πρέπει να βγούµε λιγάκι από την τάξη µας. Σε ένα µήνα θα

έχουµε εκλογές. Αυτός ο Προδαφίκας, ο µπλόγκερ, φαίνεται ότι θέλει να αλλάξει τα

πράγµατα. Ακούγεται ειλικρινής. Μήπως πρέπει να περιµένουµε να δούµε τι θα κάνει

το κόµµα του, οι Ανώνυµοι Πολίτες;»

«Ξέχνα τις εκλογές και τον Προδαφίκα», είπε ο Δάσκαλος. «Ακόµα κι αν

πραγµατικά είναι τόσο ανεξάρτητος και φιλόπατρις όσο δείχνει, ακόµα κι αν θέλει

πραγµατικά να αλλάξει τα δεδοµένα, δε θα καταφέρει. Δεν επιλέγουµε εµείς την

πορεία της χώρας µας. Όλα είναι προκαθορισµένα. Αν αυτός προσπαθήσει να

αντιταχθεί µέσα από το ίδιο το σύστηµα θα συντριβεί. Δε θα τον αφήσουνε. Η µόνη

λύση είναι να συντριβεί το σύστηµα. Η επανάσταση δε θα µεταδοθεί από την

τηλεόραση, σας το είπα. Η επανάσταση δεν είναι ο Προδαφίκας ούτε η λεγεώνα.

Εµείς είµαστε απλώς η σπίθα. Η καύσιµη ύλη είναι πάντα ο λαός. Αν δεν

αναφλεχτούν αυτοί δεν υπάρχει καµία ελπίδα... Γι’ αυτό δεν µπορούµε να τους

απειλήσουµε µε πυρηνικά», είπε γυρνώντας προς τον Τσε. «Δεν πρέπει να µας

φοβούνται. Πρέπει να µας νιώσουν ως µέρος της ψυχής τους, της αγωνίας τους, του

αγώνα τους.»

Ο Τζορτζ κατέβασε το κεφάλι ευχαριστηµένος. Σίγουρα προτιµούσε κι

εκείνος να συνεχίσουν τον αγώνα απ’ το να κάθονται να περιµένουν τις εξελίξεις.

«Συµφωνείτε να προχωρήσουµε σε ένα σχέδιο για την κλοπή του ράδιου;»

ρώτησε ο Δάσκαλος τους µαθητές του σαν να απευθυνόταν στη Βουλή.

Όλοι συµφωνούσαν, µα µόνο ο Καρλ µίλησε: «Και ποιο είναι αυτό το

σχέδιο;»

«Ας δούµε καταρχήν ποιες είναι οι δυσκολίες».

«Η φρούρηση», είπε ο Παύλος.

«Ωραία.»

«Οι φρουροί δεν είναι τίποτα», είπε η Μαρί. «Ίσως δεν έχετε καταλάβει

ακόµα για τι µιλάµε... Η ραδιενέργεια που εκπέµπει το ράδιο είναι δεκάδες φορές πιο

ισχυρή από του ουρανίου. Η Κιουρί πέθανε εξαιτίας αυτής της ακτινοβολίας, από

αναιµία που της προκάλεσε η ραδιενέργεια.»

«Είσαι βέβαιη ότι µπορείς να τη χειριστείς;» τη ρώτησε η Υπατία.

Page 258: i Legewna Twn Psuxwn

258

258

«Αυτοί που θα πάρουν το ράδιο πρέπει να φοράνε ειδικές στολές.»

«Το δερµάτινο µπουφάν µου δεν αρκεί µάλλον», έκανε ο Άιρτον.

«Και δεν µπορούµε να το επεξεργαστούµε στο σπίτι µου», συµπλήρωσε η

Αλεξάνδρα. «Ακόµα κι αν λείπουν οι γονείς µου.»

«Ωραίο σχέδιο», είπε ειρωνικά ο Παύλος. «Μάλλον έπρεπε να µας πείτε τα

κακά νέα πρώτα, για να µη χάνουµε χρόνο µε τα καλά.»

«Μπορούµε να στήσουµε ένα εργαστήριο κάπου... Στην ύπαιθρο;» ρώτησε ο

Δάσκαλος.

«Αν είχαµε µερικά εκατοµµύρια θα τελειώναµε σε ένα-δυο χρόνια», είπε η

Αλεξάνδρα.

Όλοι συνοφρυώθηκαν. Ούτε τα λεφτά είχαν ούτε την πολυτέλεια του χρόνου.

Ήταν έτοιµοι να παραδεχτούν την αδυναµία τους να προχωρήσουν στο συγκεκριµένο

σχέδιο όταν ακούστηκε η φωνή του Αδόλφου.

«Το εργαστήριο υπάρχει», είπε σιγά. «Και οι στολές και τα µηχανήµατα.»

Ο Δάσκαλος τον πλησίασε απορηµένος.

«Δε χρειάζεται να το κλέψουµε καν», του είπε ο Αδόλφος.

«Εννοείς...» ξεκίνησε να λέει ο Δάσκαλος.

«Να κατασκευάσουµε το όπλο µας στο Δηµόκριτο», είπε ο Καρλ,

παραξενεµένος που δεν το είχε σκεφτεί αυτός πρώτα.

«Ωραία», έκανε ο Παύλος. «Να τους στείλουµε µια αίτηση: Η λεγεώνα των

ψυχών αιτεί όπως της χορηγηθεί το ινστιτούτο πυρηνικής φυσικής προκειµένου να

δηµιουργηθεί άοσµη και αθόρυβη συσκευή βαφής παλαιών τοίχων.»

Μόνο ο Άιρτον γέλασε και τον χτύπησε στην πλάτη.

«Είσαι ξενέρωτος», του είπε, «αλλά λες και κανένα καλό που και που.»

«Αυτή είναι η καλύτερη ιδέα», είπε ο Δάσκαλος. «Θα χρησιµοποιήσουµε τα

όπλα τους εναντίον τους.» Στράφηκε προς τη Μαρί και την Αλεξάνδρα. «Πόσες ώρες

χρειάζεστε για να φτιάξετε τη συσκευή σας;»

«Ώρες;» έκανε η Μαρί.

«Οκτώ, το πολύ δέκα», απάντησε η Αλεξάνδρα.

«Μπορούµε σε δέκα ώρες;» τη ρώτησε η Μαρί.

«Θα χρησιµοποιήσουµε χλωριούχο ράδιο», της απάντησε η Αλεξάνδρα κι

εκείνη γέλασε.

Page 259: i Legewna Twn Psuxwn

259

259

«Μπορούµε», είπε στο Δάσκαλο.

«Σας πιστεύω», είπε εκείνος.

Πήγε και έκατσε στην καρέκλα του. Για λίγο έµεινε να κοιτάει αφηρηµένα τον

τοίχο. Κανείς δε µιλούσε.

«Δεν πρέπει να υπάρξουν συγκρούσεις», είπε τελικά. «Η Μαρί και η

Αλεξάνδρα θα µπουν µέσα µόνες τους και θα βγουν σαν κυρίες.»

«Καλύτερα ως καθαρίστριες», είπε η Υπατία, χωρίς να έχει καµιά διάθεση να

προσβάλλει τις συµµαθήτριες της. «Μπορούµε εύκολα να φτιάξουµε ψεύτικες

ταυτότητες και ηλεκτρονικά κλειδιά.»

«Όπως να φροντίσουµε και τις κάµερες», είπε ο Καρλ. «Αν γίνει βράδυ, που

κανείς δε θα είναι µέσα, αρκεί να παγώσουµε την εικόνα. Κανείς δε θα καταλάβει τη

διαφορά.»

«Πρέπει να γίνει Σάββατο βράδυ λοιπόν», είπε ο Δάσκαλος. «Θα µάθουµε τι

ώρα πηγαίνουν οι πραγµατικές καθαρίστριες, θα τις ειδοποιήσουµε ότι έχουν ρεπό ή

καλύτερα ότι γίνεται µια επικίνδυνη εργασία γι’ αυτό και είναι υποχρεωµένες να µην

προχωρήσουν στο καθαρισµό εκείνη τη µέρα.»

«Οι φρουροί δε θα παραξενευτούν που βλέπουν καινούρια πρόσωπα;» ρώτησε

ο Τζορτζ.

«Δε θα είναι καινούρια», είπε ο Δάσκαλος και γύρισε προς τη Μαρί και την

Αλεξάνδρα. «Προσλαµβάνεστε, από αύριο, στην υπηρεσία καθαρισµού του

Δηµόκριτου. Η Υπατία και ο Καρλ θα φροντίσουν γι’ αυτό... Για τα µαθήµατα µην

ανησυχείτε, θα τα κάνουµε απογευµατινές ώρες.»

«Νοµίζατε ότι θα τη γλιτώνατε;» είπε ο Άιρτον.

«Θα πηγαίνετε κάθε µέρα, οκτάωρο, και θα βοηθάτε τις συναδέλφους σας.

Δεν νοµίζω να δυσαρεστηθούν µ’ αυτό. Πείτε τους ότι αποσπαστήκατε προσωρινά

από µια άλλη υπηρεσία, για να µη φοβηθούν για τη δουλειά τους, αρχίσουν τα

παράπονα και πάει το θέµα παραπάνω. Οι επιστήµονες δεν πρόκειται να σας δώσουν

καµιά σηµασία, είµαι βέβαιος γι’ αυτό. Ούτε που θα σηκώνουν τα πόδια για να

σφουγγαρίσετε.» Γέλασε µόνος του µε το αστείο του. «Οι φρουροί θα σας

συνηθίσουν, έτσι δε θα τους φανεί περίεργο όταν θα πάτε µόνες σας για να

καθαρίσετε. Ούτε όταν θα σταµατήσετε να πηγαίνετε. Θα είστε προσωρινές.»

Page 260: i Legewna Twn Psuxwn

260

260

«Ουδέν µονιµότερο του προσωρινού», είπε ο Παύλος. «Τα πρόσωπα τους θα

καταγραφούν. Στη µνήµη των φρουρών, των καθαριστριών και από τις κάµερες. Τι

λέτε γι’ αυτό, Δάσκαλε;»

«Κανένα πρόβληµα», απάντησε εκείνος. «Γιατί κανείς δε θα µάθει ότι κάτι

κλάπηκε. Όλα θα γίνουν αθόρυβα.» Έπειτα ανησύχησε. «Πότε θα ανακαλύψουν οι

επιστήµονες ότι τους λείπει ράδιο;» ρώτησε τη Μαρί.

«Ίσως ποτέ. Στη χειρότερη περίπτωση όταν κάνουν απογραφή των

αποθεµάτων, που δεν είναι τόσο εύκολο σαν να ζυγίζεις πατάτες. Ίσως σε κάνα χρόνο

ή δύο».

«Μέχρι τότε δε θα υπάρχει λεγεώνα», είπε προφητικά ο Αδόλφος.

Οι υπόλοιποι µαθητές τον κοίταξαν µε ανησυχία. Ήξερε κάτι που δεν ήξεραν

εκείνοι; Ο Δάσκαλος όµως συµφώνησε.

«Σε ένα χρόνο θα έχουµε ανατρέψει τα πάντα. Ή θα έχουµε αποτύχει. Ούτως

ή άλλως θα έχουµε διαλυθεί.»

«Κι εµείς τι θα κάνουµε;» αναρωτήθηκε ο Τζορτζ, που δεν µπορούσε να

φανταστεί τη ζωή του χωρίς τη Λεγεώνα, δεν µπορούσε να φανταστεί ότι θα γινόταν

ξανά ο Αντρέας που υπήρχε κάποτε.

Η Υπατία σκεφτόταν κάτι άλλο και σήκωσε το χέρι της για να µοιραστεί τις

σκέψεις της. Ο Δάσκαλος της έδωσε το λόγο.

«Το ράδιο», είπε η Υπατία, «είναι πολύ επικίνδυνο στοιχείο. Μπορούµε να το

χειριστούµε για το σκοπό που θέλουµε χωρίς να βλάψουµε ανθρώπους;»

«Καινούριος Μαχάτµα µας προέκυψε», είπε ο Τσε.

«Είναι σηµαντικό», του είπε η Υπατία. «Θα είµαστε σε δηµόσιο χώρο, στην

πιο πολυσύχναστη πλατεία. Δεν µπορούµε να τους εκθέσουµε όλους σε επικίνδυνη

ακτινοβολία.»

«Δε θα είναι επικίνδυνη», είπε η Μαρί. «Ο µόνος κίνδυνος είναι για µας που

θα µπούµε µέσα... Αλλά δε µε νοιάζει αυτό το ρίσκο αν είναι να δουλέψω σε αληθινό

εργαστήριο.»

«Ούτε που θα καθαρίζεις αυτό το εργαστήριο;» τη ρώτησε ο Άιρτον.

«Έχω κάνει πολύ χειρότερα πράγµατα», είπε η Μαρί κοιτώντας ‘τον στα

µάτια. Εκείνος δε θέλησε να αστειευτεί.

Page 261: i Legewna Twn Psuxwn

261

261

«Κι εµείς τι θα κάνουµε;» ρώτησε ο Τσε. «Όσο αυτές θα καθαρίζουν και θα

φτιάχνουν τη συσκευή τους;»

«Θα µείνουµε στον πάγκο των αναπληρωµατικών», του απάντησε ο Τζορτζ.

«Νοµίζεις», του είπε ο Δάσκαλος. «Η Κόκκινη Βουλή είναι ένα παράπλευρο

σχέδιο, πιο πολύ εντυπωσιασµού και προπαγάνδας. Ο κύριος στόχος µας, σας το είπα,

είναι το ινστιτούτο προστασίας προσωπικών δεδοµένων. Αυτό πρέπει να

καταστρέψουµε, και δεν εννοώ το κτίριο... Η Υπατία και ο Καρλ θα αρχίσουν να

δουλεύουν, από σήµερα, στο πρόγραµµα υπερβιταµίνωσης των υπολογιστών τους. Οι

υπόλοιποι πρέπει να βρούµε πως θα εισχωρήσουµε εκεί. Και, πιστέψτε µε, το

ινστιτούτο δεν κλείνει τα Σαββατοκύριακα ούτε τα βράδια.»

«Θα νικήσουµε», είπε ο Τσε.

«Το ξέρω», είπε ο Δάσκαλος. «Γιατί έχουµε το δίκιο µε το µέρος µας.»

Ο Αδόλφος κάγχασε.

«Η δύναµη είναι το δίκαιο του ισχυρού», είπε.

«Είµαστε πιο ισχυροί από αυτούς», είπε ο Δάσκαλος. «Γιατί εµείς υπηρετούµε

έναν σκοπό µεγαλύτερο από τις ζωές µας, ενώ αυτοί είναι µισθοφόροι, πληρώνονται

για να υπακούουν. Και...» Έκοψε τον Παύλο που πήγε να µιλήσει. «Η ευφυΐα του

καθενός από σας, στα πράγµατα που κατέχει, είναι αξιοσηµείωτη. Η ευφυΐα της

Λεγεώνας, ως σύνολο, ως οµάδα, είναι κάτι που δεν έχει ξανασυµβεί σε αυτόν τον

κόσµο. Θα επικρατήσουµε επειδή είµαστε οι εξυπνότεροι.»

«Δεν επικρατούν οι πιο έξυπνοι», είπε ο Αδόλφος και ξεκίνησε να µαζεύει τα

πράγµατα του. «Επικρατούν οι αποφασισµένοι.»

Ο Τσε γύρισε και τον κοίταξε. Από το βλέµµα του και µόνο φάνηκε ότι

συµφωνούσε µαζί του. Πάλι.

Κανονίσανε µια ιδιαίτερη συνάντηση των «επιστηµόνων», έτσι έλεγαν µεταξύ

τους την υποοµάδα που αποτελείτο από τον Κάρλ, την Υπατία, τη Μαρί και την

Αλεξάνδρα, και διαλύσανε τη συγκέντρωση –το µάθηµα.

Καθώς φεύγανε ο Τζορτζ πλησίασε το Δάσκαλο.

«Μου φαίνεται ότι ο Αδόλφος έχει κάποιο δίκιο σ’ αυτά που λέει», του είπε

κατεβαίνοντας τις σκάλες.

Page 262: i Legewna Twn Psuxwn

262

262

«Ο Αδόλφος έχει απόλυτο δίκιο», απάντησε ο Δάσκαλος. «Αυτός και ο Τσε

είναι οι µόνοι που θα µπορούσαν να ηγηθούν µιας ένοπλης επανάστασης... Αλλά

πρέπει να συγκρατηθούν. Για την ώρα. Μέχρι να ευδοκιµήσουν οι καταστάσεις.»

«Κι εγώ τι ρόλο βαράω;» ρώτησε, τόσο ειλικρινά, ο Τζορτζ.

Ο Δάσκαλος σταµάτησε να κατεβαίνει –ήταν ανάµεσα στο δεύτερο και τον

τρίτο όροφο- για να του απαντήσει:

«Εσύ µοιάζεις πιο πολύ µε εµένα. Θα αργήσεις να καταλάβεις ποιος είναι ο

ρόλος σου. Δεν έχεις πειστεί ακόµα, δεν έχεις πιστέψει στον εαυτό σου. Δεν είναι

κακό αυτό, έχεις πολλά να µάθεις ακόµα, και θα καταλάβεις περισσότερα από αυτούς

τους δύο. Αλλά δεν είσαι ένας απλός πολεµιστής, είσαι φιλόσοφος.»

Ο Δάσκαλος συνέχισε να κατεβαίνει. Ο Τζορτζ τον ακολούθησε γελώντας.

«Φιλόσοφος-µπαλαδόρος; Αυτό κι αν είναι απ’ τα πρωτάκουστα... Εκτός κι αν

είµαι τελικά απόγονος του Σόκρατες.»

Ο Δάσκαλος δεν του απάντησε. Περίµενε να βγουν στο δρόµο. Έδειξε µε το

κεφάλι του τους περαστικούς.

«Αυτοί», είπε στον Τζορτζ, «νοµίζουν ότι ξέρουν που πηγαίνουν... Ο Αδόλφος

ξέρει που πηγαίνει. Εσύ...» Τον κοίταξε µε περηφάνια, λες και ήταν ο µοναχογιός του.

«Εσύ αµφιβάλλεις για τα πάντα. Ακόµα και για τον εαυτό σου. Γι’ αυτό είσαι πιο

σηµαντικός απ’ ό,τι νοµίζεις.»

«Θα ήθελα να σταµατήσω να αµφιβάλλω», του είπε ο Τζορτζ.

Ο Δάσκαλος τον χτύπησε στον ώµο.

«Έχεις χρόνο;» τον ρώτησε. «Έχεις», απάντησε µόνος στην ερώτηση του.

«Συνόδεψε µε µέχρι το σπίτι µου. Νοµίζω ότι δε σου τελείωσα την ιστορία µου. Ας

την ακούσεις µόνο εσύ. Είσαι ο πιο κατάλληλος.»

Ο Τζορτζ τον ακολούθησε. Πίσω τους, αρκετά µακριά για να µην µπορούν να

τον καταλάβουν, στεκόταν ο Παύλος και παρακολουθούσε τη σκηνή.

Page 263: i Legewna Twn Psuxwn

263

263

42.

Ο Γκας δε θα το πίστευε αν του έλεγαν ότι µόλις άφηνε τη Βολιβία και τα

βουνά της θα αισθανόταν ότι είχε αφήσει πίσω του τον πολιτισµό. Κι όµως έτσι έγινε.

Βρέθηκε στο κέντρο της Βραζιλίας, σ’ ένα µέρος όπου ο πασίδηλος ηγέτης δεν ήταν

ούτε δεξιός ούτε αριστερός ούτε καν άνθρωπος. Εκεί βασίλευε η ζούγκλα. Για καλή

του τύχη πολύ γρήγορα συνάντησε δύο βραζιλιάνους χρυσοθήρες που έψαχναν για το

µυθικό Ελντοράντο. Όχι την πόλη, αλλά ένα κοίτασµα χρυσού που θα τους έκανε πιο

πλούσιους από βασιλιάδες. Εκείνοι τον αντιµετώπισαν στην αρχή µε καχυποψία.

Μετά πίστεψαν ότι ήταν ένας από τους τρελούς Αµερικάνους τουρίστες που νόµιζαν

ότι ο Αµαζόνιος ήταν τουριστικό θέρετρο ή ένας από αυτούς που κατέβαιναν ως

άλλοι Θορώ για να ζήσουν την ερηµιά και την αποµόνωση. Και ήξεραν τι πάθαιναν

και οι δύο κατηγορίες Αµερικάνων. Τρελαινόντουσαν ή πέθαιναν, αν και τις

περισσότερες φορές πέθαιναν πολύ προτού προλάβουν να τρελαθούν.

Δεν ήθελαν να τον έχουν στα πόδια τους, έτσι τον οδήγησαν σε έναν

καταυλισµό Γάλλων ανθρωπολόγων. Οι Γάλλοι ήταν µαθητές του Λεβιστρώς και

προσπαθούσαν να συνεχίσουν το έργο του µέγιστου ανθρωπολόγου. Ούτε κι εκείνοι

χαρήκανε ιδιαίτερα µε το «ορφανό» που τους αφήσανε στην πόρτα οι χρυσοθήρες.

Όµως ως ανθρωπολόγοι ήταν και ανθρωπιστές, έτσι δεν µπορούσαν να αφήσουν τον

Γκας µόνο. Την εποµένη ξεκινήσανε να ανεβαίνουν το ποτάµι για να συναντήσουν τη

χαµένη φυλή των Νάρας που τόσα είχε γράψει γι’ αυτούς ο δάσκαλος τους στους

Θλιµµένους Τροπικούς. Πήραν τον Αµερικάνο µαζί τους, αφού του συνέστησαν να

µη µιλάει, για να µη διαταράξει την επιστηµονική τους έρευνα.

Δυο βδοµάδες µετά οι ανθρωπολόγοι είχαν φτάσει στα όρια τους, χωρίς να

έχουν προχωρήσει στη σύνταξη µιας –τουλάχιστον- επιστηµονικής παραγράφου. Η

ζούγκλα δεν ήταν τόσο ελκυστική όσο τους φαινόταν στα βιβλία του Λεβιστρώς.

Ήταν ουσιαστικά ένας τοίχος από φυτά, έντοµα και αρρώστιες, που έκρυβε σθεναρά

τα µυστικά των νοµάδων της. Οι µισοί από αυτούς είχαν αρρωστήσει, κάποιος είχε

χαθεί στο ποτάµι και οι υπόλοιποι ονειρεύονταν τη στιγµή που θα γυρνούσαν στην

ακαδηµαϊκή ασφάλεια της Σορβόννης.

Page 264: i Legewna Twn Psuxwn

264

264

Ο Γκας, παραδόξως, ήταν ο µόνος που είχε προσαρµοστεί, σωµατικά και

ψυχολογικά, σ’ αυτόν τον γιγάντιο µύκητα που αλλοίωνε τις συνειδήσεις και τη

φυσιολογία των ανθρώπων. Στο τέλος της δεύτερης εβδοµάδας εκείνος ουσιαστικά

οδηγούσε την αποστολή. Χωρίς να µιλάει, χωρίς να ιδρώνει, χωρίς να νοσταλγεί.

Όπως ο συνταγµατάρχης Κουρτ απολάµβανε τη διείσδυση του σε εκείνο το

τροµαχτικό µηδέν της βλάστησης. Ούτε στιγµή δεν αναρωτιόταν ποιος ήταν και ποιο

ήταν το όφελος εκείνης της ανώφελης περιπέτειας. Είχε γίνει άγριος, πρωτόγονος,

καινούριος και αποζυµούσε το κάθε λεπτό χωρίς να δίνει σηµασία στο χρόνο, σε όσα

έγιναν και σε όσα θα γίνουν. Είχε βγάλει τα ρούχα του –κρατώντας µόνο το

εσώρουχο- και ο ήλιος είχε θυµίσει στο δέρµα του την καταγωγή του. Μελαµψός σαν

Έλληνας θαλασσοπόρος –σε µια θάλασσα πρασίνου- και σαν αρχαίος Εβραίος που

διασχίζει την έρηµο των υδάτων στεκόταν στην πλώρη και αγνάντευε µε µισόκλειστα

µάτια το σώµα του ποταµού που ίδιο µε φίδι ελισσόταν ανάµεσα στα δέντρα. Ένιωθε

σαν να γυρνούσε στο µέρος όπου είχε γεννηθεί και σύντοµα θα πραγµατοποιόταν η

αναγέννηση του.

Το τέλος της περιπέτειας των ανθρωπολόγων ήρθε όταν µια βροχή –πιο πολύ

έµοιαζε µε ψιχάλα- από βέλη έπεσε στο ταλαιπωρηµένο εξερευνητικό τους πλοιάριο.

Ήταν µικροσκοπικά βέλη από φυσοκάλαµο και στην αρχή τους φάνηκε σαν αστείο.

Όσοι, όµως, τρυπηθήκανε από αυτά τα «παιδικά» βέλη πεθάνανε σε λίγες ώρες µε

αφόρητους πόνους. Ο Γκας θα µάθαινε αργότερα ότι οι ινδιάνοι της φυλής των

Νάρας βουτούσαν τις αιχµές στη γλίτσα κάποιων µικρών πολύχρωµων βατράχων.

Αυτή η γλίτσα ήταν ισχυρότατο νευροτοξικό δηλητήριο, χρήσιµο στο κυνήγι πιθήκων

και ανθρωπολόγων.

Ο Γκας προσάραξε το πλοιάριο στην κοντινότερη ξέρα για να περιποιηθεί

τους τραυµατισµένους. Το µόνο που µπόρεσε να κάνει ήταν να τους κλείσει τα µάτια

και να προσευχηθεί γι’ αυτούς, πριν τους ρίξει στους καϊµάν που περίµεναν για το

χορταστικό γαλλικό γεύµα.

Βγήκε στη στεριά µε τέσσερις Γάλλους που είχαν επιζήσει. Και συνάντησαν

τη φυλή που τόσο καιρό έψαχναν. Οι πολεµιστές τους οδήγησαν στον καταυλισµό

τους, πιθανότατα για να τους θυσιάσουν µπροστά στην κεντρική φωτιά. Ενώ οι

ανθρωπολόγοι εκλιπαρούσαν σε κάθε ινδιάνικη διάλεκτο που γνωρίζανε, ο αρχηγός

βγήκε από την καλύβα του µε το τελετουργικό µαχαίρι. Δίπλα του ερχόταν ο Ναµπί, ο

Page 265: i Legewna Twn Psuxwn

265

265

µάγος της φυλής, ντυµένος µε φτερά άρπυιας. Σαν είδε τον Γκας άφησε το ιερό

τύµπανο κάτω και αυτό τρόµαξε τους ιθαγενείς που σταµάτησαν απότοµα το

τραγούδι της θυσίας. Ο µάγος πλησίασε τον Γκας και του µίλησε. Ο Γκας δεν

κατάλαβε εκείνη τη στιγµή τι του είπε, αλλά µετά από καιρό, όταν πια είχε µάθει τη

γλώσσα τους, θα µετέφραζε –ελεύθερα- αυτά που είχαν ειπωθεί.

«Εσύ δεν είσαι φάντασµα», του είχε πει ο Ναµπί και «φαντάσµατα» ήταν όλοι

οι λευκοί που τολµούσαν να εισέλθουν στην περιοχή τους. «Εσύ είσαι Ναµπί και

βλέπεις τα σηµάδια του θεού.» Η λέξη που χρησιµοποιούσαν οι Νάρας για να

υποδηλώσουν το θεό ήταν η ίδια που χρησιµοποιούσαν για το ποτάµι. Το ποτάµι ήταν

ο θεός.

Οι Γάλλοι αφέθηκαν ελεύθεροι και ξεκίνησαν να καταγράφουν στα moleskine

σηµειωµατάρια τους την καθηµερινότητα των Νάρας. Ο Γκας αφέθηκε ελεύθερος και

ακολούθησε τον Ναµπί και τον αρχηγό στην κεντρική καλύβα. Εκεί δέχτηκε εξαρχής

την ιεροτελεστία της µύησης. Τον έπλυναν, τον έβαψαν µε το χυµό ενός κόκκινου

φρούτου και του φορέσανε το µοναδικό του ρούχο: Μια καλαµένια θήκη για το πέος

του. Μετά ο Ναµπί µοιράστηκε µαζί του το ιερό ποτό των µάγων: Ένα ενθεογενές

ποτό, καµωµένο από τη γλίτσα του πολύχρωµου βατράχου, άγριο µέλι από µέλισσες

χωρίς κεντρί, νερό του ποταµού –του θεού- και σάλιο παρθένας για να επιταχύνει τη

ζύµωση. Το ποτό, που οι ανθρωπολόγοι, χωρίς να το δοκιµάσουν, ονόµασαν «σόµα»,

έστειλε τον Γκας, για ένα φεγγάρι, είκοσι εννιά µέρες ακριβώς, σε έναν κόσµο

παραισθήσεων πολύ διαφορετικό από εκείνο του lsd. Όταν γύρισε ήταν µέλος της

φυλής και διάλεξε ανάµεσα στις παρθένες του Πρίβτι (που σαν έννοια αντιστοιχούσε

σε αυτό που ένας δυτικός θα αποκαλούσε Γη-Κόσµο-Σύµπαν) την καινούρια του

γυναίκα.

Ο Γκας έµεινε δέκα χρόνια –σύµφωνα µε το δυτικό ηµερολόγιο- στο Πρίβτι.

Παντρεύτηκε τρεις γυναίκες και απέκτησε επτά παιδιά –από τα οποία τα πέντε

πεθάνανε πριν να προλάβουν να µιλήσουν. Ο Ναµπί τον έµαθε να διακρίνει τους

προγόνους του κάθε Νάρα, αφού γι’ αυτούς οι προηγούµενες µετενσαρκώσεις

υπήρχαν και επηρέαζαν τη µοίρα του κάθε απογόνου. Του δίδαξε τις αποχρώσεις της

αύρας και τον εξ’ αποστάσεως εντοπισµό των ιερών πνευµάτων –που για τους Νάρας

δεν ήταν τίποτα άλλο από την ενσάρκωση των Ναµπί. Του έµαθε τα µυστικά

τραγούδια και τα θανατηφόρα φυτά –αυτά που σκότωναν ή θεράπευαν ανάλογα τη

Page 266: i Legewna Twn Psuxwn

266

266

δόση. Του αποκάλυψε το µεγαλύτερο µυστικό, αυτό που µόνο ο εκάστοτε Ναµπί

µάθαινε από τον προκάτοχο του: Ότι το Πρίβτι –η Γη, ο Κόσµος, το Σύµπαν- δεν

ήταν τίποτα παραπάνω από ένα φύλλο του δέντρου-χωρίς-τέλος.

Και µετά τον έδιωξε.

Μια µέρα τον πήρε µαζί του στο µεγάλο κυνήγι του αετού. Φύγανε πολύ

µακριά από το Πρίβτι, χωρίς να µιλάνε, χωρίς να κοιτάζονται. Είκοσι εννιά µέρες

µετά έφτασαν στο τέλος του κόσµου, του Πρίβτι. Εκεί όπου η βραζιλιάνικη

κυβέρνηση είχε στείλει τους αποψιλωτές της. Τεράστια φορτηγά κουβαλούσαν τα

νεκρά σώµατα των δέντρων, τους κορµούς που θα στέλνονταν στην Κίνα για να

κατασκευαστούν έπιπλα µιας Σουηδικής εταιρείας, τα οποία θα πουλιόντουσαν στη

Βραζιλία, και στον υπόλοιπο κόσµο, στο υπόλοιπο Πρίβτι, χρεωµένα σε πιστωτικές

κάρτες τραπεζών που λογοδοτούσαν στην Κεντρική Τράπεζα της Αµερικής.

«Αυτό είναι το τέλος του Πρίβτι», είπε ο Ναµπί και πήρε το δρόµο του

γυρισµού. Ο Γκας έµεινε µόνος. Αλλά ήξερε τι έπρεπε να προστατέψει, ήξερε τι

έπρεπε να καταστρέψει.

Οι εργάτες που τον περιµαζέψανε γελούσαν µαζί του. Οι εφηµερίδες της

Βραζιλίας αφιέρωσαν λίγες στήλες στον Αµερικάνο Ροβινσόνα. Ο Γκας επέστρεψε

στο Σηάτλ µε αεροπλάνο που ναύλωσε η βραζιλιάνικη κυβέρνηση ειδικά γι’ αυτόν.

Μόνο όταν γύρισε κατάλαβε γιατί το είχαν κάνει. Στο διάστηµα που έλειπε ο πατέρας

του είχε πεθάνει. Ο Γκας ήταν ο µοναδικός κληρονόµος µιας µεγάλης περιουσίας που

είχε το επίθετο της µητέρας του. Η πρώτη του σκέψη ήταν να χαρίσει όλα τα

περιουσιακά στοιχεία σε µη κερδοσκοπικές οργανώσεις. Όµως αυτό ήταν κάτι που

δεν του επιτρεπόταν να κάνει. Οι ασφαλιστικές ρήτρες της κληρονοµιάς του ήταν

σαφείς: Μπορούσε να χαραµίσει τον πλούτο του σε ανούσιες, προσωπικές

διασκεδάσεις, αλλά δεν επιτρεπόταν να τον δωρήσει.

Ο Γκας είχε βρεθεί σε έναν πολύ διαφορετικό κόσµο από αυτόν που είχε

αφήσει. Ήταν η δεκαετία του ογδόντα και ο υλισµός είχε γίνει το άλλοθι των παιδιών

των λουλουδιών –που ήταν πια τριάντα-κάτι χρονών. Κάθε ιδεολογία, κάθε

εναλλακτική λύση στον άκρατο καπιταλισµό είχε καταρρεύσει ή έπνεε τα λοίσθια,

όπως ο ετοιµόρροπος κοµµουνισµός. Η τεχνολογία των υπολογιστών είχε αρχίσει να

κυριεύει τον κόσµο και ο επίπλαστος παράδεισος των πιστωτικών καρτών ήταν η

Page 267: i Legewna Twn Psuxwn

267

267

µόνη πραγµατικότητα. Οι πολίτες ξόδευαν αλόγιστα, λεφτά που δεν είχαν,

φουσκώνοντας το λογαριασµό -και πλουτίζοντας τους τραπεζίτες και τους

χρηµατιστές- τον οποίο θα καλούνταν να πληρώσουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια

τους, τριάντα χρόνια µετά.

Ο Γκας, που είχε µάθει να ζει χωρίς ηλεκτρισµό και φούρνο µικροκυµάτων,

είχε γίνει –για τις εφηµερίδες- ο εκκεντρικός εκατοµµυριούχος ή ο τσιγκούνης δεν-

ξέρω-τι-έχω. Αφού κατάλαβε ότι η Αµερική δε θα του έδινε απαντήσεις –στα

ερωτήµατα που ακόµα δεν είχε ανακαλύψει- αποφάσισε να ταξιδέψει στον Τρίτο

κόσµο, εκεί όπου δεν κυκλοφορούσαν σκανδαλοθηρικές εφηµερίδες και κανείς δε

γνώριζε το πρόσωπο του.

Στην Νέα Υόρκη, απ’ όπου θα έπαιρνε το αεροπλάνο για την Ινδία,

συνάντησε, χωρίς να το επιδιώξει, το πρώην µέλος των Σκαθαριών, τον άνθρωπο που

είχε γίνει πιο δηµοφιλής από τον Ιησού. Ο Τζον Λένον, µε την Όνο πάντα δίπλα του,

του θύµισε λίγο τη συνάντηση που είχε µε τον Γκεβάρα, στα βουνά της Βολιβίας.

Είχαν βρεθεί ψηλά, στο ενενηκοστό όροφο ενός ουρανοξύστη, αλλά τα µόνα δέντρα

τριγύρω τους ήταν τα κτίρια της µητρόπολης. Η αύρα του Λένον έµοιαζε µε εκείνη

του Γκεβάρα, αλλά ήταν κάπως πιο θολή, πιο µπερδεµένη, σαν τις νεροµπογιές που

αναµιγνύει ένα πεντάχρονο παιδί.

Πολύ γρήγορα συντονιστήκανε. Ο Λένον πίστευε κι εκείνος στην

επανάσταση, στη δύναµη του λαού, όµως ο τραπεζικός του λογαριασµός τον

διαχώριζε αυτοµάτως από το λαό κι αυτό το καταλάβαινε. Φαινόταν, κάθε φορά που

αναφερόταν στο συγκεκριµένο θέµα, από µια ρυτίδα που πλάταινε ανάµεσα στα

φρύδια του κι από την αύρα του –αυτό µόνο ο Γκας µπορούσε να το δει- που έχανε

την λάµψη της. Ο Γκας θα αποχωρούσε από τη συνάντηση απογοητευµένος, αν η

Όνο δε ζητούσε από τον Τζον να τους παίξει κάτι στο λευκό τους πιάνο. Ο Λένον

προτίµησε την κιθάρα και έπαιξε το “working class hero”. Τότε η αύρα του

φωτίστηκε και έγινε λαµπερή σαν του dios που είχε συναντήσει ο Γκας στο βουνό.

«Δε θα ‘πρεπε να κάνεις τίποτα άλλο», του είπε ο Γκας σαν τέλειωσε το

τραγούδι.

«Το ξέρω», είπε ο Λένον. «Μόνο αυτό αγάπησα στη ζωή µου, µόνο σ’ αυτό

ήµουν πραγµατικά καλός.»

Page 268: i Legewna Twn Psuxwn

268

268

Η Όνο τον κοίταξε άγρια. Δε δεχόταν να έχει αντίζηλο, ακόµα κι αν ήταν η

µουσική. Ο Λένον δεν αντιλήφθηκε την ταραχή της. Είχε γυρίσει το κεφάλι και

κοιτούσε έξω. Ο Γκας είδε µια άρπυια να στέκεται πάνω από το κεφάλι του

ονειροπόλου. Ο Ναµπί τον είχε διδάξει να αναγνωρίζει τα µυστικά σηµάδια.

Σηκώθηκε όρθιος και έδωσε το χέρι του στο Λένον.

«Δεν πειράζει», του είπε. «Έκανες αρκετά.»

«Και θα κάνει κι άλλα», πετάχτηκε η Όνο.

Όµως ο Λένον είχε διαβάσει στα µάτια του Γκας την αλήθεια.

«Ήρθε το τέλος;» τον ρώτησε.

«Δεν υπάρχει τέλος», απάντησε ο Γκας. «Ένα φύλλο µπορεί να πέσει, αλλά το

δέντρο συνεχίζει.»

«Θα έφτιαχνα ένα ωραίο τραγούδι µε αυτό το στίχο», είπε ο Λένον. Έπειτα

τον ευχαρίστησε και τον συνόδεψε ως την πόρτα.

«Αφού πας στην Ινδία πήγαινε να βρεις το δάσκαλο µας. Εµάς µας βοήθησε...

Αν και εσύ δεν τον χρειάζεσαι.»

«Θα βρω κάποιον που να χρειάζοµαι», είπε ο Γκας και έφυγε.

Λίγες µέρες µετά ο Λένον δολοφονήθηκε.

Ο Γκας στην Ινδία απογοητεύτηκε. Οι περίφηµοι γκουρού ήταν άνθρωποι που

η αύρα τους δε διέφερε πολύ από εκείνη της Θάτσερ, όπως τουλάχιστον την ένιωθε ο

Γκας εξ’ αποστάσεως. Αποκτούσαν δύναµη και οπαδούς για να θρέψουν το εγώ τους.

Είχαν στήσει τα φιλοσοφικά παλάτια τους ανάµεσα στις παραγκουπόλεις και τα

σώµατα των ζητιάνων. Πρέσβευαν την κάθαρση του ανθρώπου χωρίς να επιστρέφουν

οτιδήποτε σε εκείνους που πραγµατικά τη χρειάζονταν. Δεν πάλευαν για ισονοµία και

ισότητα, πάλευαν για να επεκτείνουν το σύστηµα των καστών και εκτός Ινδίας.

Κάποιοι άξιζαν τα πάντα, ενώ οι υπόλοιποι –και ήταν συνήθως οι πολλοί- απλά

εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των εκλεκτών. Ο Γκας τους σιχάθηκε και συνέχισε το

ταξίδι του στην ενδοχώρα της Αυστραλίας.

Εκεί χάθηκε από το χρόνο για µερικά ακόµα χρόνια. Οι Αβορίγινες του

θύµισαν τόσο τους Νάρας, αν και εκείνοι επιβίωναν σε ένα µέρος που πρόσφερε ότι

χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ζήσει, ενώ οι αυτόχθονες Αυστραλοί είχαν κλειστεί

Page 269: i Legewna Twn Psuxwn

269

269

στη µέγγενη του σύγχρονου πολιτισµού που τους αφοµοίωνε, τους περιόριζε και τους

εξόντωνε. Έµαθε τα µονοπάτια των ονείρων τους, τους τραγουδιστούς εκείνους

µύθους της παλιάς τους ζωής, και προσπάθησε να αντιδράσει στη λαίλαπα των

εταιρειών που κατέστρεφαν τον τόπο τους, προσφέροντας για αντάλλαγµα

προκατασκευασµένα σπίτια και επίδοµα ανεργίας. Έφυγε από την Αυστραλία

νικηµένος, ξανά, και κατάλαβε ότι τα όρια της ελευθερίας είχαν στενέψει. Ο Κόσµος

όδευε ταχύτατα προς την ισοπέδωση κάθε πολιτιστικής κληρονοµιάς, προς την

εξουδετέρωση κάθε επικίνδυνης διαφορετικότητας. Οι γλώσσες χάνονταν, τα έθιµα

λησµονιόντουσαν και τα επιτεύγµατα του τεχνολογικού πολιτισµού εξαπλώνονταν

ραγδαία, µετατρέποντας τους ανθρώπους σε µια άβουλη µάζα οµοιόµορφων

καταναλωτών.

Γυρνώντας στην Αµερική συνειδητοποίησε ότι η αµύθητη περιουσία του είχε

γίνει καπνός. Οι χρηµατιστηριακές εταιρείες επωφελούµενες της απουσίας του είχαν

φροντίσει να απορροφήσουν προς όφελος τους τα κεφάλαια που κανείς δεν

διεκδικούσε. Ο Γκας είχε αποµείνει µε το σπίτι του και τα αντικείµενα τέχνης που

είχε αγοράσει όταν έψαχνε να βρει έναν τρόπο να ξοδέψει χρήµατα. Πιο ελεύθερος

από ποτέ διάλεξε σε ποια χώρα θα ήθελε να τελειώσει την αναζήτηση του. Κι αυτός

ήταν ένας βραχώδης τόπος στην άκρη των Βαλκανίων. Πήγε στην Ελλάδα.

Κατάλαβε εξ’ αρχής ότι οι Έλληνες δε διέφεραν σε τίποτα από τους

Αµερικάνους. Ίσως ήταν χειρότεροι από αυτούς, γιατί µόλις είχαν ανακαλύψει το

λάκκο της πιστωτικής ευηµερίας και είχαν χωθεί ως στα αυτιά µέσα στις λάσπες του.

Προσπαθώντας να ξεφύγει από την κονσερβοποίηση των αστικών κέντρων κατέφυγε

σε ένα µικρό νησί των Κυκλάδων. Ήταν ένα νησί που δε διέθετε αµµούδινες

παραλίες και τουριστικά θέλγητρα. Η πλειοψηφία των λιγοστών κατοίκων ήταν

ψαράδες, οι υπόλοιποι δηµόσιοι ή δηµοτικοί υπάλληλοι. Η πρώτη έκπληξη για τον

Γκας ήταν όταν πλησίασε έναν γέρο που έπλεκε τα δίχτυα του, για να τον ρωτήσει

που µπορούσε να µείνει –για µια ή δυο νύχτες. Ο γέρος έλαµπε, πολύ περισσότερο

από τον Λένον ή τον Γκεβάρα, παρότι δεν είχε κάνει τίποτα τόσο «σηµαντικό» όπως

θα έλεγε ο υπόλοιπος κόσµος. Σαν είδε τον Γκας σηκώθηκε και τον πήγε στο σπίτι

του. Του έβαλε να φάει, τον φίλεψε από το καλύτερο ποτό που είχε, και του έστρωσε

να κοιµηθεί.

Page 270: i Legewna Twn Psuxwn

270

270

Ο καπετάν Παναγιώτης έγινε ο καλύτερος φίλος του Γκας. Τον έπαιρνε µαζί

του για ψάρεµα, του µάθαινε να ξεχωρίζει τα ψάρια, να µπαλώνει τα δίχτυα και κάθε

βράδυ καθόντουσαν κάτω από τα αστέρια για να πιούνε και να µιλήσουνε. Ο ψαράς

είχε ζήσει τη ζωή του έτσι όπως ήθελε. Δεν είχε πολλά πράγµατα, είχε µόνο ό,τι

χρειαζόταν.

Κάποια νύχτα ο Γκας συνειδητοποίησε ότι ο ψαράς δεν είχε στο φτωχικό του

σπίτι τηλεόραση ούτε είχε δει κάποιο βιβλίο ή περιοδικά και εφηµερίδες. Ο

Παναγιώτης παραδέχτηκε, χωρίς καθόλου να ντρέπεται, ότι δεν ήξερε να διαβάζει. Ο

πατέρας του τον είχε πάρει στο καΐκι από µικρό παιδί, τι να το κάνει το σχολείο

άλλωστε; Όσο για την έλλειψη τηλεόρασης; Εκεί ο Παναγιώτης αγρίεψε:

«Μη µου λες για του διαόλου το κουτί. Είναι οι άνθρωποι σαν τις ζαρκέτες.»

Η ζαρκέτα είναι ένα ψάρι που συγγενεύει µε το ψάρι-γλώσσα. Ο Γκας

κατάλαβε την παροµοίωση: Είναι επίπεδοι.

Αποφάσισε να µείνει στο νησί. Αγόρασε ένα µικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα

και περνούσε τον καιρό του κοιτώντας τα κύµατα και τα αστέρια. Δεν τεµπέλιαζε,

στοχαζόταν. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που κατέστρεφε τους

ανθρώπους και πως θα το εµπόδιζε.

Η απάντηση του ήρθε λίγα χρόνια µετά, κρυµµένη πίσω από δύο τεράστια

γυαλιά ηλίου. Η µεγαλύτερη Αµερικανίδα σταρ, το απόλυτο ποπ είδωλο, διάλεξε το

απόµερο νησί για να κάνει ιγκόγνιτο τις διακοπές της. Όλη η υφήλιος έµαθε για

εκείνο τον «κρυµµένο παράδεισο», για το «εναλλακτικό θέρετρο». Ορδές τουριστών

άρχισαν να καταφτάνουν από τις τέσσερις άκρες της Γης. Οι τοπικοί άρχοντες και οι

κάτοικοι του νησιού έτριβαν τα χέρια τους. Το χειµώνα χτίστηκαν πολυτελή

ξενοδοχεία, θορυβώδη µπιτς µπαρ και άνοιξε το πρώτο υποκατάστηµα τράπεζας. Το

επόµενο καλοκαίρι το ησυχαστήριο του Γκας µεταβλήθηκε σε κόλαση. Τη µέρα οι

µικρές και λιγοστές παραλίες του νησιού έβριθαν από ρακετοφόρους και µωρά που

έκλαιγαν σε κάθε γνωστή γλώσσα. Το βράδυ έφηβοι ξερνούσαν σε κάθε γωνιά και οι

προβολείς από τα υπαίθρια µπαρ έκρυβαν τα άστρα.

Και ο καπετάν Παναγιώτης, ο άνθρωπος που είχε ζήσει όλη του τη ζωή µέσα

στη θάλασσα, έγινε το σύµβολο του νησιού. Οι τουρίστες τον πυροβολούσαν µε τις

φωτογραφικές τους µηχανές. Η γραφικότητα του ήταν ανεκτίµητη. Μέχρι που οι

Page 271: i Legewna Twn Psuxwn

271

271

δηµοτικοί άρχοντες αποφάσισαν να του δώσουν ένα µόνιµο µισθό, προκειµένου να

µένει στο λιµάνι µπαλώνοντας τα δίχτυα που δεν έπιαναν πλέον ψάρια, αλλά

δολάρια. Ο Γκας νόµισε ότι ο φίλος του θα αντιδρούσε, αλλά έκανε λάθος. Ο ψαράς

απολάµβανε τη δηµοσιότητα και αποδέχτηκε χωρίς κόπο το µισθό που θα τον

βοηθούσε να ζει χωρίς να κοπιάζει καθηµερινά. Αλλά όσα πήρε χωρίς κόπο του

αφαίρεσαν όσα είχε κερδίσει κοπιάζοντας τόσα χρόνια. Πριν να τελειώσει αυτό το

δεύτερο καλοκαίρι της ευηµερίας ο καπετάν Παναγιώτης είχε γίνει ένας χοντρός

αλκοολικός που έλιωνε κάτω από τα φλας και κοιτούσε τη θάλασσα µε θολά µάτια.

Καθώς ο Γκας ετοιµαζόταν να φύγει, για άλλη µια φορά, κατάλαβε τι ήταν

αυτό που είχε καταστρέψει το Γκεβάρα, τους Νάρας, το Λένον, τους Ινδούς γκουρού,

τους Αβορίγινες και τον Παναγιώτη. Δεν ήταν το χρήµα, ήταν η απληστία. Ήταν η

απληστία της ανθρωπότητας και κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Οι άνθρωποι

ανταλλάζανε αυτό που χρειαζόντουσαν πραγµατικά για όσα τους πουλιόντουσαν ως

αναγκαία. Όσοι ζούσαν χωρίς γραφή, χωρίς σούπερ µάρκετ, χωρίς ρούχα, έπρεπε να

εκπολιτιστούν. Γιατί όλοι οι άνθρωποι είχαν δικαίωµα στο διαδίκτυο, στο σούσι και

στον Σαίξπηρ. Ο δυτικός πολιτισµός δεν διαπραγµατευόταν ούτε αµφέβαλλε για τις

αξίες του. Ποιος µπορούσε να αµφισβητήσει την επιστήµη, τη δηµοκρατία, τις τέχνες

και το χρήµα; Ποιος τολµούσε να το κάνει;

Ο Γκας βρέθηκε σε ένα ξενοδοχείο της Αθήνας, ψάχνοντας για το επόµενο

σταθµό του. Ένα µέρος που να µην είχε ακόµα καταστρέψει ο παραλογισµός της

αναίτιας αφθονίας. Ενώ σκεφτόταν τη Μαγαδασκάρη, τη Γη του Πυρός, ίσως και τα

νησιά του Πάσχα, έφτασε περπατώντας ως την Ακρόπολη. Η γη εκεί ανέδυε µια

απροσδιόριστη οσµή από ιδανικά που το πέπλο του καυσαερίου δεν µπορούσε να

καταπνίξει. Τα πόδια του τον οδήγησαν µπροστά στον Παρθενώνα. Ο Γκας µπορούσε

να νιώσει την ενέργεια που είχαν αφήσει στο χώρο οι συζητήσεις ανάµεσα στο

Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Ο µαθητής επινοούσε το τέλειο, ο δάσκαλος ρωτούσε για

το ανθρώπινο.

Ο Γκας έκατσε στο χώµα για να σκεφτεί. Να σκεφτεί αν έπρεπε να αντιδράσει

σε αυτό που είχε δει να συµβαίνει, αν µπορούσε να αντιδράσει. Φωνές τον εµπόδιζαν

να συγκεντρωθεί. Σήκωσε τα µάτια και είδε δυο µικρά παιδιά, ίσως να ήταν τρίχρονα,

που έπαιζαν ανάµεσα στα µάρµαρα, χωρίς να νιώθουν κανένα σεβασµό για το µέρος

που βρίσκονταν. Του θύµισαν τα παιδιά του, αυτά που είχε αφήσει πίσω στον

Page 272: i Legewna Twn Psuxwn

272

272

Αµαζόνιο. Τους χαµογέλασε κι εκείνα τον πλησίασαν, αφού πρώτα απόρησαν µε το

χαµόγελο του και µε τον τρόπο που καθόταν στο χώµα, λες και δεν ήταν «µεγάλος».

«Πως σε λένε;» τον ρώτησε το µεγαλύτερο αγόρι, αλλά πριν προλάβει να

απαντήσει ο Γκας, ήρθε η µητέρα του και µάζεψε τα δυο παιδιά. Θα περνούσαν λίγα

χρόνια ακόµα πριν να µάθουν ότι δεν πρέπει να µιλάνε στους ξένους.

Καθώς έφευγαν τα µικρά, κοιτώντας συνέχεια προς τον Γκας, µια τάξη

δηµοτικού µπήκε στον αρχαιολογικό χώρο. Περπατούσαν βαριεστηµένα σε µια σειρά,

ακουµπώντας την πλάτη του µπροστινού. Στα µάτια τους ήταν ευδιάκριτη η ανία και

στα σώµατα τους ο περιορισµός. Το µόνο που ήθελαν, δεν χρειαζόταν να µπορείς να

διακρίνεις την αύρα για να το καταλάβεις, ήταν να παίξουν µε τα χώµατα, να τρέξουν,

να σκαρφαλώσουν στα δέντρα και στους κίονες. Όµως είχαν µάθει πια να υπακούουν

στους δασκάλους τους και να κάθονται χωρίς να σαλεύουν στα θρανία τους.

Η ξεναγός ξεκίνησε να τους µιλάει για τον Παρθενώνα, κουρασµένη κι αυτή

από τα λόγια που έλεγε απαράλλαχτα σε κάθε τάξη και σε κάθε τουρίστα. Τα παιδιά –

ειδικά αυτά στις πρώτες σειρές- έκαναν ότι ακούγανε. Δεν ήταν πια µωρά, ήξεραν ότι

οι ταραξίες τιµωρούνταν. Και η δασκάλα τους στεκόταν λίγα µέτρα πιο πίσω.

Μόνο δυο παιδιά, τα τελευταία στην ουρά των αµίλητων ακούνητων,

πειράζονταν και αδιαφορούσαν για όσα έλεγε η «κυρία εκεί µπροστά». Ο Γκας

απολάµβανε τη λάµψη που εκπέµπανε οι αύρες τους, χωρίς να µιλάει. Μέχρι που

εκείνοι οι δύο τον εντοπίσανε και γυρίσανε να του µιλήσουν.

«Γιατί κάθεσαι κάτω;» του είπε το ένα παιδί.

«Επειδή είναι πιο αναπαυτικά απ’ το να στέκεσαι όρθιος», απάντησε ο Γκας.

Τα παιδιά γελάσανε. Δεν µπορούσαν να καταλάβουν τι σήµαινε «πιο

αναπαυτικά». Αυτά µε το ζόρι κρατιόντουσαν για να µην αρχίσουν να τρέχουν.

«Είσαι δάσκαλος;» τον ρώτησε το δεύτερο παιδί, λίγο ντροπαλά.

«Χωρίς µαθητές», είπε ο Γκας.

Η δασκάλα της τάξης κοίταξε αυστηρά προς τα πίσω. Τα παιδιά της γαλαρίας

έκαναν ότι άκουγαν όσα έλεγε η ξεναγός. Μόλις η δασκάλα τους έστρεψε το βλέµµα

της συνέχισαν τις ερωτήσεις.

«Τι έπαθαν οι µαθητές σου;»

«Μεγάλωσαν.»

«Γιατί µιλάς έτσι;»

Page 273: i Legewna Twn Psuxwn

273

273

«Δεν είµαι από ‘δω.»

«Από που είσαι;»

«Από παντού.»

Η δασκάλα γύρισε ξανά και τους έκανε νόηµα να µη µιλάνε. Τα παιδιά

υπάκουσαν για λίγο, αλλά µετά ένα από αυτά ρώτησε ψιθυριστά:

«Σίγουρα είσαι δάσκαλος;»

«Θα γίνω», είπε ο Γκας και κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει.

43.

Ο Τζορτζ γύρισε σπίτι του χωρίς να είναι βέβαιος για το νόηµα των όσων είχε

ακούσει. Ο Δάσκαλος είχε γεράσει και είχε γυρίσει όλο τον κόσµο µέχρι να

καταλάβει τι έπρεπε να κάνει. Αυτό ήταν καλό τελικά ή µήπως ήταν µόνο αδυναµία;

Από παιδί τον ρωτούσαν τι ήθελε να γίνει όταν µεγαλώσει. Τα υπόλοιπα παιδιά είχαν

έτοιµες τις απαντήσεις τους. Απαντήσεις που έκαναν περήφανους τους γονείς τους,

ακόµα κι αν ήταν ανεφάρµοστες. Ο ένας έλεγε πρωθυπουργός, ο άλλος γιατρός, ο

τρίτος πυροσβέστης. Ο Τζορτζ δεν ήξερε τι να απαντήσει. Μέχρι το ατύχηµα έλεγε

ποδοσφαιριστής, αλλά όταν χάθηκε αυτή η προοπτική, µαζί µε τον πατέρα του, έµενε

αναποφάσιστος όποτε του γινόταν η ερώτηση. Κάποια στιγµή αποφάσισε να

απαντάει: «Πάλι παιδί». Και όλοι γελούσαν µε την τόσο εύστοχη απάντηση. Όµως

κανείς δεν καταλάβαινε ότι ο Τζορτζ θα ήθελε να γίνει όπως ήταν πριν το ατύχηµα,

Page 274: i Legewna Twn Psuxwn

274

274

ένα παιδί που έπαιζε µπάλα και έτρωγε τα αποτυχηµένα γεύµατα που του ετοίµαζε ο

πατέρας του.

«Τι θέλω να γίνω;» αναρωτήθηκε στο δρόµο. Έβλεπε τριγύρω του τα

αποµεινάρια της καταστροφής και σκέφτηκε µήπως ήθελε να γίνει επαναστάτης.

Όµως αυτή η λέξη, «επαναστάτης», δεν τον γέµιζε µε περηφάνια και οργή, όπως τον

Τσε. «Σπουδαίος άνθρωπος», είπε στη συνέχεια, αλλά δεν ήξερε τι σήµαινε αυτό.

Ίσως η Υπατία ή ο Παύλος και η Μαρί να γινόντουσαν σπουδαίοι. Θα µπορούσαν

δηλαδή, έτσι µετέφρασε τη σπουδαιότητα, να προσφέρουν πολλά στην ανθρωπότητα.

Εκείνος τι µπορούσε να προσφέρει; Περπάτησε λίγα µέτρα ακόµα και διόρθωσε την

ερώτηση του: «Τι χρειαζόταν η ανθρωπότητα;» Ελευθερία; Ειρήνη; Πίστη; Τηγανιτές

πατάτες; Γέλασε. Κάτι τέτοιο θα έλεγε ο Άιρτον. Και τότε του ήρθε: Σκέφτηκε ότι αν

ρωτούσε τον καθένα ξεχωριστά, τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά χωρίς να µπλέκεται µε

αυτό το απροσδιόριστο τέρας που λεγόταν ανθρωπότητα, αν τον ρωτούσε τι ήταν

αυτό που είχε µεγαλύτερη ανάγκη θα έπαιρνε οκτώ δισεκατοµµύρια απαντήσεις.

Κάποιες θα ταυτίζονταν, αλλά το κοινό σηµείο σε όλες τις απαντήσεις θα ήταν ότι ο

καθένας θα είχε ανάγκη αυτό ακριβώς που του λείπει.

Κι εκείνος; Εκείνος τι θα ζητούσε; Η απάντηση του δόθηκε µόλις µπήκε στο

σπίτι.

Βρήκε τη µητέρα του στο τραπέζι της κουζίνας να κλαίει. Στα χέρια της

κρατούσε ένα επιστολόχαρτο, παραδίπλα είχε παρατηµένο έναν φάκελο βιαστικά

σχισµένο.

«Γυρίζει», του είπε δίνοντας ‘του την επιστολή.

«Επιστρέφω σε δέκα µέρες... Αν µε θέλετε.» διάβασε και αναγνώρισε το

γραφικό χαρακτήρα.

Τρέµοντας πήρε το φάκελο και κοίταξε τη διεύθυνση. Ήταν από µια πόλη της

Χιλής. Για µια στιγµή πίστεψε ότι ήταν ένα πλαστό γράµµα που είχε στείλει µε τη

βοήθεια της Αλεξάνδρας, κάποια µέρα την οποία η συνείδηση του την είχε απωθήσει

στα ψηλά ράφια του εγκεφάλου. Ή µήπως η ίδια η Αλεξάνδρα είχε αποφασίσει µόνη

της να στείλει ένα τέτοιο γράµµα; Όµως υπήρχε εκείνος ο γραφικός χαρακτήρας,

τσαπατσούλικος και καλλιτεχνικός, έντονος και βιαστικός, ίδιος όπως ο πατέρας του.

«Πως αισθάνεσαι;» ρώτησε τη µητέρα του κερδίζοντας χρόνο για να

καταλάβει πως αισθανόταν εκείνος.

Page 275: i Legewna Twn Psuxwn

275

275

«Δεν ξέρω», απάντησε εκείνη. «Φοβισµένη... Θυµωµένη... Και κάπως...

Ωραία.» Και χαµογέλασε.

«Τον αγαπάς ακόµα;» τη ρώτησε ο Τζορτζ, αν και η ερώτηση απευθυνόταν

κυρίως στον εαυτό του.

«Δεν ξέρω», απάντησε ξανά αυτή. Και µετά είπε µε σιγουριά: «Ναι.» Αλλά

κοίταξε το πόδι του γιου της. «Δεν ξέρω», είπε πιο σκληρά.

«Δε φταίει αυτός», είπε ο Τζορτζ. «Μόνο που θα ήθελα να µην είχε φύγει.»

«Γι’ αυτό φταίει», είπε η µητέρα του και σηκώθηκε όρθια. «Γι’ αυτό», και

πήγε να πλύνει πιάτα σαν να ήθελε να ξεπλύνει την ανάµνηση των δύσκολων χρόνων

που έζησαν.

«Ας τον ακούσουµε πριν αποφασίσουµε», είπε ο Τζορτζ.

Η µητέρα του γύρισε να τον κοιτάξει.

«Μεγάλωσες», του είπε µε περηφάνια και χαρά.

«Μόνο µη µε ρωτήσεις τι θέλω να γίνω», είπε ο Τζορτζ και πήγε προς την

πόρτα. Εκεί στάθηκε. «Μαµά», της είπε, και είχε πολύ καιρό να την αποκαλέσει έτσι,

«θα φτιάξεις τηγανιτές πατάτες;»

Εκείνη γέλασε. «Και λουκάνικα;»

«Ό,τι πιο ανθυγιεινό µπορείς. Να το γιορτάσουµε.»

Πήγε στο δωµάτιο του και περιφερόταν άσκοπα από τη µια µεριά στην άλλη,

κάνοντας ότι συµµάζευε, λες και ο πατέρας του θα ερχόταν από στιγµή σε στιγµή.

Μπροστά στον καθρέφτη είδε ξαφνικά το χαµογελαστό του πρόσωπο. Ήταν

χαρούµενος. Ίσως και κάτι παραπάνω: Ήταν ευτυχισµένος. Αυτό που συνέβαινε το

είχε δει µόνο στα όνειρα του. Μόνο που εκεί είχε δυο πόδια. Αλλά δεν τον ένοιαζε.

Είχε καταλάβει, πιο πολύ είχε νιώσει, ότι η µητέρα του ήταν θετική σε αυτή την

επιστροφή, σε αυτή την νεκρανάσταση. Θα ήταν δύσκολα στην αρχή, αµήχανα, αλλά

ίσως να κατάφερνε να έχει αυτό που πιο πολύ ήθελε: Μια οικογένεια. Παρατήρησε το

πρόσωπο του από πιο κοντά και έβγαλε την µπλούζα του για να δει το σώµα του. Πως

θα φαινόταν στον πατέρα του; Μετά από τόσο καιρό; Χωρίς να το καταλάβει

ξεκίνησε να κλαίει. Όλα θα άλλαζαν. Ακόµα κι αν ο πατέρας του συνέχιζε να είναι

όπως τότε, όλα είχαν αλλάξει. Τώρα πια µπορούσε και ο ίδιος να βοηθήσει στα

οικονοµικά. Στο πατάρι είχαν τριάντα οκτώ χιλιάδες ευρώ.

Page 276: i Legewna Twn Psuxwn

276

276

Και πάγωσε. Γιατί σκέφτηκε ότι δεν ήθελε πια να είναι µέλος της Λεγεώνας.

Μέχρι τότε ποντάριζε τη ζωή του, τώρα πια δεν ήθελε να τη χάσει. Δεν ήθελε να

αλλάξει τον κόσµο, δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα. Ήθελε µόνο να ζήσει αυτό που είχε

στερηθεί.

Έπεσε στο κρεβάτι και έκλεισε σφιχτά τα µάτια του. Είδε µπροστά του το

Δάσκαλο, την Υπατία και τα υπόλοιπα παιδιά της Λεγεώνας. Του ήρθαν, σαν να

έβλεπε ταινία, οι σκηνές από τη ληστεία. Και µετά οι κολώνες του χρηµατιστηρίου.

Θυµήθηκε την έξαψη που ένιωσε όταν έδεσε πάνω τους τα εκρηκτικά. Σήκωσε το

µπατζάκι και κοίταξε την τρύπα που είχε ανοίξει στο µεταλλικό του πόδι η σφαίρα

του αστυνοµικού. Σκέφτηκε τον Μαχάτµα, ψηλό και άχαρο, να του µιλάει για την

ahimsa. Πως µπορούσε να κάνει πίσω, να προδώσει όλα αυτά και όλους αυτούς;

Τότε η µητέρα του χτύπησε την πόρτα. Ο Τζορτζ πετάχτηκε από το κρεβάτι

και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πριν της πει να µπει. Η γυναίκα που άνοιξε δε θύµιζε

σε τίποτα την απελπισµένη που έκλαιγε πριν από λίγο καιρό επειδή είχε απολυθεί.

Δεν είχε αλλάξει ρούχα ούτε είχε βαφτεί, αλλά το πρόσωπο της είχε γίνει πιο κόκκινο,

πιο νεανικό.

«Το δείπνο σερβιρίστηκε, κύριε», είπε µε φωνή µπάτλερ. «Ελάτε πριν

ξεθυµάνει η χοληστερίνη.»

«Έρχοµαι, Άλφρεντ», είπε ο Τζορτζ µε φωνή αριστοκράτη της Οξφόρδης.

Πριν πάει στην κουζίνα κοιτάχτηκε πάλι στον καθρέφτη. Ήταν ευτυχισµένος,

ξανά. Και, πρώτα απ’ όλα, δεν ήθελε να προδώσει τον εαυτό του.

44.

Το επόµενο απόγευµα ο Τζορτζ έλειπε από το µάθηµα. Η απουσία του είχε

γίνει αισθητή και συναισθήµατα φόβου και ανησυχίας είχαν κυριέψει τους

υπόλοιπους µαθητές. Όλοι σκέφτηκαν ότι ο Τζορτζ είχε συλληφθεί. Αλλά κανείς δεν

τολµούσε να το πει.

Page 277: i Legewna Twn Psuxwn

277

277

«Μήπως πρέπει να ακυρώσουµε το µάθηµα µέχρι να µάθουµε τι έχει συµβεί;»

ρώτησε τελικά ο Παύλος.

«Σίγουρα κάτι έγινε», είπε η Υπατία, «ο Τζορτζ δε θα το έχανε µε τίποτα.»

«Να πάρουµε τηλέφωνο», είπε ο Καρλ.

«Καλύτερα να πάµε από ‘κει, διακριτικά», έκανε ο Τσε. «Αν τον έχουν πιάσει

θα ελέγχουν κάθε του τηλεφώνηµα.»

«Ηρεµήστε», είπε ο Άιρτον. «Μάλλον ο άνθρωπος αποφάσισε να κάνει µια

κοπάνα, για να χαλαρώσει λιγάκι. Κι εγώ το σκέφτοµαι εδώ και πολύ καιρό.»

«Ο Άιρτον έχει δίκιο», είπε ο Δάσκαλος που σκεφτόταν και την ιδιαίτερη

συζήτηση που είχαν την προηγούµενη µέρα. «Ας µη µας πιάνει πανικός. Μπορεί κάτι

να του έτυχε... Αν και, έτσι νοµίζω, το πιο πιθανό είναι να φανεί σε λίγο

λαχανιασµένος και να ζητήσει συγνώµη που µπέρδεψε τις ώρες.»

«Δεν το πιστεύω», ψιθύρισε η Υπατία.

«Ας ξεκινήσουµε εµείς και βλέπουµε.» Γύρισε προς την Αλεξάνδρα και τη

Μαρί. «Λοιπόν; Πως ήταν η πρώτη σας µέρα στη δουλειά; Αντιµετωπίσατε κάποιο

πρόβληµα;»

«Ναι», είπε η Μάρι φουρκισµένη. «Με τις υπόλοιπες καθαρίστριες. Μας

έχωσαν στις τουαλέτες κι εκείνες έπιναν το καφεδάκι τους.»

«Αναµενόµενο, είστε καινούριες και προσωρινές», είπε ο Δάσκαλος. «Είχατε

κάποιο πρόβληµα µε τα κλειδιά, τις ταυτότητες ή τους φρουρούς;»

«Κανένα. Σηµασία δε µας δώσανε. Ξέφραγκο αµπέλι είναι εκεί µέσα. Και

τίποτα να µην είχαµε πάλι θα περνάγαµε.»

«Πλησιάσατε καθόλου τα εργαστήρια;»

«Ούτε καν στον ίδιο όροφο», είπε η Αλεξάνδρα.

«Σου είπα», έκανε η Μαρί. «Οκτώ ώρες καθαρίζαµε τουαλέτες.»

«Δεν πειράζει. Κερδίζετε την εµπιστοσύνη τους έτσι. Να κάνετε ό,τι σας λένε

σαν να φοβόσαστε ότι θα χάσετε τη δουλειά σας.»

Ο Δάσκαλος κοίταξε το ρολόι του, σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα.

Ανησυχούσε κι εκείνος, αλλά προσπαθούσε να τιθασέψει τον εαυτό του.

«Εσείς πως τα πάτε;» απευθύνθηκε στην Υπατία και τον Καρλ.

«Πολύ καλά», είπε ο Καρλ. «Δε θα φτιάξουµε καινούριο πρόγραµµα. Θα

χρησιµοποιήσουµε το firewall του αµερικάνικου πενταγώνου, µπολιασµένο µε κάνα

Page 278: i Legewna Twn Psuxwn

278

278

δυο άλλα, της IBM, της google, ίσως και της κινεζικής κυβέρνησης. Θα ανεβάσουµε

την προστασία στο θεό και θα του ρίξουµε και µερικά σφάλµατα σύνδεσης, αδυναµία

αναγνώρισης, ίσως και µια παράλογη γραµµατοσειρά, κάτι σαν αραµαϊκά

ανακατεµένα µε ιερογλυφικά.»

«Βάλτε και αρχαία ελληνικά, να νοµίζουν οι υπολογιστές ότι πρόκειται για

νέα ελληνικά», είπε ο Παύλος.

Ο Καρλ δεν του έδωσε καµιά σηµασία, αλλά η Υπατία σηµείωσε την ιδέα.

«Μόλις εγκατασταθεί το καινούριο τείχος προστασίας δε θα µπορεί ούτε ο

καλύτερος χάκερ του κόσµου να το διασπάσει. Κι αυτό το υπογράφω.»

«Μ’ αρέσει η αυτοπεποίθηση σου, Καρλ», είπε ο Δάσκαλος. «Για το ίδιο το

σύστηµα τι συνέπειες θα έχει;»

Ο Καρλ σήκωσε τα µάτια του ψηλά, σε µια γκριµάτσα ικεσίας, σαν να

ρωτούσε κάποιον «εκεί ψηλά» γιατί έπρεπε να εξηγεί τα αυτονόητα στους άσχετους.

«Δε θα µπορεί κανείς χρήστης να συνδεθεί», είπε η Υπατία για να καλύψει το

κενό. «Μόλις κάποιος θα κάθεται και θα πληκτρολογεί τον κωδικό του για να µπει, θα

βλέπει µπλε οθόνη.»

«Σου είπα: Καλύτερα να γίνεται επανεκκίνηση», της φώναξε ο Καρλ.

Καθώς οι δυο τους µαλώνανε για τον καλύτερο τρόπο αδρανοποίησης των

υπολογιστών, ο Δάσκαλος στράφηκε στο γραφείο του. Πήρε το φορητό του

υπολογιστή στα χέρια και τον «ζύγισε». Έπειτα ρώτησε τους µαθητές του:

«Θα µπορούσατε να κάνετε αυτό µε κάθε υπολογιστή που είναι συνδεδεµένος

στο διαδίκτυο;»

Ο Καρλ και η Υπατία σταµάτησαν να τσακώνονται και τον κοιτάξανε µε

απορία, ίσως µε φόβο.

«Αυτό θα ήταν χειρότερο και από ατοµική βόµβα», είπε ο Τσε ρουθουνίζοντας

χαρούµενα.

«Σε έλκει η καταστροφή», του είπε ο Παύλος.

«Ναι», έκανε ο Τσε.

«Το ίντερνετ το χρειαζόµαστε κι εµείς», είπε ο Παύλος στο Δάσκαλο. «Είναι

πια το µόνο δηµοκρατικό µέσο, το µόνο µέρος όπου µπορεί ο καθένας να λέει τη

γνώµη του.»

Page 279: i Legewna Twn Psuxwn

279

279

«Φοβήθηκε µη χάσει τον άµβωνα», είπε ο Άιρτον και δικαιολογήθηκε για τη

«δύσκολη» λέξη που είχε χρησιµοποιήσει: «Πήγαµε κι εµείς σχολείο.»

«Δίχως το ίντερνετ», είπε η Υπατία, «δε θα υπάρχει τίποτα. Ούτε νοσοκοµεία

ούτε παιδεία ούτε...»

«Γιατί; Υπάρχουν;» τη ρώτησε ο Τσε.

«Χρειαζόµαστε το ίντερνετ για τις δράσεις µας», είπε η Υπατία.

«Ηρέµησε», έκανε ο Δάσκαλος. «Δεν είπα να το κάνουµε. Ρώτησα µόνο αν

γίνεται.»

«Τα πάντα γίνονται», απάντησε ψυχρά ο Καρλ.

«Ωραία. Παγώνει το θέµα. Δε µας ενδιαφέρει για την ώρα. Τώρα το θέµα µας

είναι το κόκκινο κοινοβούλιο, το ινστιτούτο...»

«Και η κοπάνα του Τζορτζ», είπε ο Άιρτον.

Αυτόν τον είχαν ξεχάσει.

«Ο Άιρτον έχει δίκιο. Ξανά. Το πιο σηµαντικό για σήµερα είναι να δούµε τι

έγινε ο Τζορτζ.» Ο Δάσκαλος πήγε να πιάσει το τηλέφωνο του, αλλά άλλαξε γνώµη.

«Ποιος θα πάει µε τον Άιρτον µέχρι το σπίτι του;»

Ταυτόχρονα σηκωθήκανε ο Τσε και η Υπατία.

«Καλύτερα η Υπατία», είπε ο Δάσκαλος.

«Συµφωνώ µε το Δάσκαλο. Ξανά», είπε ο Άιρτον. «Η Τουρ µου δεν τρέχει

καλά µε δύο άντρες πάνω της.»

Καθώς ετοιµαζόντουσαν για να φύγουν, ο Δάσκαλος τους έδωσε µερικές

συµβουλές:

«Δε θα πάτε µε τη µηχανή. Πάρτε το αυτοκίνητο. Μη χτυπήσετε κουδούνι

ούτε να προσπαθήσετε να µπείτε στην πολυκατοικία του. Παρκάρετε εκεί µπροστά

και κάντε το ζευγαράκι.»

«Όσο πάει και µου αρέσει περισσότερο», είπε ο Άιρτον.

«Όχι υπερβολές», είπε ο Δάσκαλος. «Περιµένετε καµιά ώρα κι αν δεν τον

δείτε φύγετε. Δεν πρέπει να τραβήξετε τα βλέµµατα.»

«Κι άµα τον δούµε;» ρώτησε η Υπατία.

«Αν είναι µόνος του πάει να πει ότι όλα είναι καλά. Πλησιάστε ‘τον. Αν τον

δείτε µε παρέα φύγετε αµέσως και ειδοποιήστε µας να φύγουµε κι εµείς.»

Page 280: i Legewna Twn Psuxwn

280

280

«Μην ανησυχείς για τίποτα, Δάσκαλε», είπε ο Άιρτον και έπιασε την Υπατία

από τη µέση. Εκείνη τον κοίταξε άγρια.

«Τι;» είπε ο Άιρτον. «Μπαίνω στο ρόλο.»

«Ξεχάστε ‘τους τώρα», είπε ο Δάσκαλος µόλις βγήκαν. «Αλεξάνδρα, είναι

κάτι που νοµίζεις ότι θα χρειαστείτε στο Δηµόκριτο;»

Page 281: i Legewna Twn Psuxwn

281

281

45.

Βρήκαν να σταθµεύσουν πολύ κοντά στην είσοδο της πολυκατοικίας του

Τζορτζ. Ο Άιρτον έσβησε τη µηχανή και αφού ακούµπησε το χέρι του πίσω από το

κεφάλι της Υπατίας την κοίταξε στα µάτια.

«Μην αρχίσεις τις µαλακίες», του το ξέκοψε εκείνη.

«Μ’ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι», είπε ο Άιρτον, «αλλά κάτι άλλο είχα

στο µυαλό µου.» Φάνηκε ότι δίσταζε να ξεκινήσει.

«Εγώ θα κοιτάω την είσοδο κι εσύ µίλα», του είπε η Υπατία που είχε αρχίσει

να καταλαβαίνει τι συνέβαινε.

«Σου έχει πει τίποτα η Μαρί για µένα;» τη ρώτησε τελικά ο Άιρτον.

«Δεν είναι αυτό που λένε φίλη µου η Μαρί. Τη σέβοµαι και πιστεύω ότι το

ίδιο αισθάνεται κι εκείνη για µένα, αλλά δεν είναι φίλη µου.»

«Κι εγώ τη σέβοµαι», είπε ο Άιρτον. «Αυτό είναι το πρόβληµα.» Το άγριο

βλέµµα της Υπατίας τον ανάγκασε να δώσει εξηγήσεις. «Δεν είµαι κάνας πρωτάρης.

Από δεκατριών χρονών νταραβερίζοµαι µε κοριτσάκια και µε πιο µεγάλες

χαζογκόµενες.»

«Συγχαρητήρια», του είπε η Υπατία.

«Όµως µε τη Μαρί είναι διαφορετικά. Αισθάνοµαι διαφορετικά. Είναι πιο

έξυπνη από εµένα, πολύ πιο έξυπνη, και σίγουρα έχει ζήσει περισσότερα. Δεν εννοώ

γαµήσια και τέτοια, συγνώµη κιόλας για τα γαλλικά µου. Αλλά να...» Γύρισε και

κοίταξε από την άλλη. «Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω. Δε θέλω µόνο να την πηδήξω.

Ίσως δε θέλω καν να την πηδήξω, εννοώ...» Δεν ήξερε τι εννοούσε.

«Θα ‘θελες να την παντρευτείς», του είπε η Υπατία.

Ο Άιρτον γέλασε, σχεδόν υστερικά. Μετά από λίγο ηρέµησε.

«Ναι», είπε, «σε βάθος χρόνου, κάποτε, ναι θα το ήθελα, ναι», και

χαµογέλασε µε αυτή του τη συνειδητοποίηση.

«Έχεις ερωτευτεί ξανά στη ζωή σου;» τον ρώτησε η Υπατία χωρίς να του

αφήνει περιθώρια για υπεκφυγές.

Ο Άιρτον αρνήθηκε µε όλο του το σώµα.

Page 282: i Legewna Twn Psuxwn

282

282

«Ξέρεις», είπε η Υπατία. «Σε εκτίµησα πολύ µε αυτό που µου είπες. Γιατί

πρέπει να είσαι µεγάλος άνθρωπος για να ερωτευτείς µια κοπέλα σαν τη Μαρί.»

«Επειδή είναι τσιγγάνα;» ρώτησε ο Άιρτον.

«Όχι, µην το παίζεις ανόητος ξανά... Επειδή η Μαρί είναι µια πολύ δυνατή

γυναίκα -και δεν είναι κορίτσι, είναι γυναίκα. Δεν έχει να κάνει µε την ευφυΐα της.

Και η Αλεξάνδρα είναι έξυπνη, κι εγώ είµαι –µη γελάς, το ξέρω και το ξέρεις ότι

είµαι. Αλλά η Μαρί είναι ίσως ο πιο δυνατός άνθρωπος που έχω γνωρίσει, αν

εξαιρέσουµε το Μαχάτµα.»

Η αναφορά στο χαµένο φίλο τους θύµισε την αποστολή τους. Ο Άιρτον

κοίταξε το ρολόι του και έκανε µια επιθεώρηση τριακοσίων εξήντα µοιρών έξω από

το αµάξι. Δε φαινόταν να τους έχει παρατηρήσει κάποιος. Άλλωστε ο τρόπος που

µιλούσαν έδινε την εντύπωση ότι ήταν στ’ αλήθεια ζευγάρι που προσπαθούσε να

λύσει κάποια διαφορά, πριν αρχίσουν και πάλι να φιλιούνται παθιασµένα.

«Δεν µπορούµε να κάτσουµε πολύ ακόµα», της είπε απογοητευµένος.

«Και στεναχωριέσαι επειδή δεν είδαµε τον Τζορτζ ή επειδή θέλεις να

ρωτήσεις κάτι ακόµα;»

«Το έχετε, ε;» ρώτησε αινιγµατικά ο Άιρτον.

«Τι εννοείς;»

«Αυτό το παράξενο ένστικτο να καταλαβαίνετε τι θέλει ο άλλος.»

«Εννοείς: Οι γυναίκες;»

Ο Άιρτον κούνησε το κεφάλι του.

«Ίσως δε θα έπρεπε να πω κάτι τέτοιο, αλλά... Απ’ την αυγή της

ανθρωπότητας οι γυναίκες µεγαλώνουν τα παιδιά και ταυτόχρονα πρέπει να

καταλαβαίνουν πως νιώθουν οι άντρες, που ανοίγουν το στόµα τους µόνο για να τους

πουν: Άνοιξε τα πόδια σου. Ίσως είναι θέµα προσαρµοστικότητας. Μόνο οι γυναίκες

που είχαν αυτό το παράξενο ένστικτο, όπως είπες, µπορούσαν να επιβιώσουν, να

αναπαραχτούν και να...»

Η Υπατία σταµάτησε ξαφνικά να µιλάει. Ο Άιρτον δε χρειαζόταν εξηγήσεις.

Σχεδόν ταυτόχρονα µε την απότοµη παύση της γύρισε το κεφάλι προς την είσοδο της

πολυκατοικίας. Ο Τζορτζ είχε βγει και περπατούσε στο πεζοδρόµιο, προς τη µεριά

τους. Το πρόσωπο του τους έκανε να σαστίσουν. Έµοιαζε σαν µικρό παιδί, που οι

Page 283: i Legewna Twn Psuxwn

283

283

γονείς του το έστειλαν να πάρει ψωµί και ήξερε ότι µε τα ρέστα θα έπαιρνε και ένα

παγωτό ή ένα κόµικ.

«Δεν υπάρχει κίνδυνος», είπε η Υπατία µε σιγουριά.

«Τι έπαθε αυτός;» αναρωτήθηκε µεγαλόφωνα ο Άιρτον. «Ladose 3 του

δώσανε;»

«Θα το µάθουµε τώρα», είπε η Υπατία και βγήκε από το αµάξι.

Ο Τζορτζ την εντόπισε αµέσως. Το χαµόγελο έσβησε αµέσως από τα χείλη

του, αλλά δεν προσπάθησε να την αποφύγει. Σταµάτησε να περπατάει και του

περίµενε, σαν να χρειαζόταν χρόνο για να δικαιολογηθεί.

«Φιλαράκο, µας τρόµαξες», του είπε ο Άιρτον του έδωσε το χέρι και τον

χτύπησε στην πλάτη. «Νοµίζαµε ότι σε µπουζουριάσανε.»

«Όχι», απάντησε ο Τζορτζ, κοιτώντας πάντα την Υπατία.

Εκείνη τον πλησίασε. Στάθηκε για λίγο απέναντι του και µετά τον ρώτησε

µόνο:

«Γιατί;»

Αυτό το «παράξενο ένστικτο» που είχε αναφέρει πριν από λίγο ο Άιρτον την

είχε κάνει να καταλάβει ότι ο Τζορτζ είχε ήδη φύγει.

«Γιατί τι;» είπε ο Άιρτον κοιτώντας εναλλάξ την Υπατία και τον Τζορτζ.

«Έρχεται ο πατέρας µου», απάντησε ο Τζορτζ στην ερώτηση της Υπατίας, λες

και ο Άιρτον δεν στεκόταν εκεί µπροστά τους.

«Πρόσεχε µόνο πόσα επενδύεις», του είπε η Υπατία.

«Τι λέτε;» ρώτησε ο Άιρτον. Μετά, το πήρε απόφαση, σαν να είχε κι εκείνος

το «παράξενο ένστικτο» των γυναικών και είπε ότι θα τους άφηνε για λίγο µόνους.

Πήγε και µπήκε στο καταφύγιο του, στο «πειραγµένο» του Ρωµαίο.

«Καταλαβαίνω πως νιώθεις και ίσως να σε ζηλεύω», είπε η Υπατία µόλις

αποµακρύνθηκε ο Άιρτον, «αλλά η Λεγεώνα είναι κάτι παραπάνω από αυτό.»

«Κάτι παραπάνω από τι; Από την ευτυχία;»

«Απ’ το εγώ, από τους γονείς, από το... Ναι, από την ευτυχία. Ο στόχος µας

είναι µεγαλύτερος από τους εαυτούς µας.»

«Για σένα ίσως», απάντησε ο Τζορτζ. «Γιατί έχεις πολλά να δώσεις.»

«Κι εσύ δίνεις πολλά.»

Page 284: i Legewna Twn Psuxwn

284

284

«Ας µην κοροϊδευόµαστε», της είπε ο Τζορτζ. «Εγώ είµαι ένας ανάπηρος

ατάλαντος που δεν ξέρω για ποιο λόγο µε διάλεξε ο Δάσκαλος.»

«Δεν είσαι ανάπηρος και σίγουρα δεν είσαι ατάλαντος», του είπε θυµωµένα η

Υπατία.

«Σε τι έχω ταλέντο;» την ρώτησε ο Τζορτζ.

«Δεν ξέρω», παραδέχτηκε η Υπατία. «Ο Δάσκαλος ξέρει... Είσαι σαν... Σαν

την κόλλα που µας δένει.»

«Κάτι σαν το Ρίνγκο Σταρ», είπε ο Τζορτζ χαµογελώντας περιφρονητικά –και

η περιφρόνηση είχε ως στόχο τον εαυτό του. «Ο πατέρας µού έλεγε από παιδί που

ήµουν ότι αυτός κρατούσε τα Σκαθάρια ενωµένα.»

«Ξέρεις να αποδέχεσαι τις απόψεις όλων και αυτό δεν είναι κάτι εύκολο», του

απάντησε η Υπατία. «Και µοιάζεις να µαθαίνεις, κάθε µέρα να µαθαίνεις.»

Τα λόγια της του θύµισαν όσα του είχε πει ο Δάσκαλος την προηγούµενη

µέρα. Ένιωσε ότι αν συνέχιζε τη συζήτηση µαζί της θα ξεχνούσε τις αποφάσεις του,

αυτές που είχε πάρει το προηγούµενο βράδυ, όταν έτρωγε τηγανιτές πατάτες µε τη

µητέρα του και γελούσαν, τροµαγµένοι ίσως. Χαρούµενοι σίγουρα.

«Φεύγω από τη Λεγεώνα», είπε για να κόψει την κουβέντα.

«Το ξέρω», είπε η Υπατία. «Το κατάλαβα µόλις σε είδα να βγαίνεις.»

«Πες στο Δάσκαλο ότι δεν έχει να φοβάται κάτι από µένα.»

«Δεν νοµίζω ότι χρειάζεται να του το πω.»

Ο Τζορτζ σκέφτηκε για µια στιγµή να της πει και για τα λεφτά της ληστείας ή

να πάει και να της τα φέρει. Όµως είχε ήδη αποµακρυνθεί από τη Λεγεώνα και ήξερε

ότι θα χρειαζόταν αυτά τα λεφτά για να διασφαλίσει την ενότητα της

πιθανολογούµενης οικογένειας. Δεν είπε τίποτα, µόνο άλλαξε στάση, σαν να βιαζόταν

να πάει κάπου και η Υπατία τον καθυστερούσε.

«Θα γυρίσεις», του είπε η Υπατία µε σιγουριά.

«Θα σας σκέφτοµαι συνέχεια», απάντησε εκείνος. «Θα σε σκέφτοµαι

συνέχεια», είπε πιο σιγά.

«Να προσέχεις», του είπε η Υπατία και γύρισε να φύγει.

«Εσείς να προσέχετε», της φώναξε ο Τζορτζ.

«Εσύ κινδυνεύεις πολύ περισσότερο από εµάς», είπε σιγά η Υπατία χωρίς να

τον κοιτάξει, αλλά ο Τζορτζ την άκουσε.

Page 285: i Legewna Twn Psuxwn

285

285

Η Υπατία πήγε και έκατσε στη θέση του συνοδηγού.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Άιρτον και είδε τον Τζορτζ να φεύγει χωρίς να χαιρετάει.

«Βάλε µπρος», του είπε η Υπατία και ο Άιρτον έστριψε το κλειδί.

«Τι έπαθε ο Τζορτζ;» ρώτησε καθώς ξεκινούσε.

«Δεν υπάρχει πια Τζορτζ», του είπε η Υπατία και έκανε ότι κοιτάει από την

άλλη, για να µη δει ο Άιρτον τα µάτια της.

Ο Τζορτζ ένιωθε τις τύψεις να τον τσιγκλάνε και ένα αίσθηµα νοσταλγίας να

τον συνοδεύει µέχρι το σούπερ µάρκετ. Με τη λίστα που του είχε γράψει η µητέρα

του άρχισε να γεµίζει το καρότσι. Ήθελαν να ετοιµάσουν ένα µεγάλο τραπέζι, για να

υποδεχτούν τον πατέρα του µε µια γιορτή. Καθώς έπαιρνε τυριά, κρέατα και κρασιά

σκεφτόταν ότι αυτή η καταναλωτική πανδαισία ήταν ο εχθρός του, µέχρι να διαβάσει

το γράµµα. Αυτό ήταν κάτι που αντιµαχόταν η Λεγεώνα. Έτσι είχαν οδηγήσει οι

ιθύνοντες της νέας παγκόσµιας τάξης τους ανθρώπους στα κελιά της δωδεκάωρης

εργασίας. Δηµιουργώντας ‘τους ανάγκες, δίνοντας ‘τους την ευκαιρία να έχουν όλα

αυτά που οι πρόγονοι τους ούτε που γνώριζαν. Και όταν έφτασε στο ταµείο και

έβγαλε λεφτά για να πληρώσει ο Τζορτζ αισθάνθηκε ακόµα πιο άσχηµα. Ήταν τα

λεφτά που είχε πάρει από τη Λεγεώνα.

«Το σχέδιο ήταν του πατέρα µου», σκεφτόταν στο δρόµο της επιστροφής,

προσπαθώντας να δικαιολογήσει τις πράξεις του. «Του αξίζει µερίδιο κι εκείνου.»

Όµως ο Τζορτζ είχε περάσει στην άλλη πλευρά πια. Είχε αγωνιστεί για κάτι

παραπάνω από ένα γεµάτο καρότσι του σούπερ µάρκετ. Ένιωθε ότι η καινούρια του

ευτυχία δε θα ήταν ποτέ άσπιλη. Χωρίς να το καταλάβει είχε ενηλικιωθεί, γιατί είχε

γίνει κύριος των επιλογών του, γιατί είχε επιλέξει. Δε θα ξαναγινόταν παιδί, όσο κι αν

το ήθελε. Η πρόσκαιρη ελπίδα ότι όλα θα ξαναγινόντουσαν όπως πριν –όπως πριν το

ατύχηµα, κυρίως όπως πριν τη Λεγεώνα- ήταν µια ψευδαίσθηση, µια παθολογική

προσκόλληση σε χαµένους παραδείσους.

Όµως δεν µπορούσε και να γυρίσει στη Λεγεώνα. Αν δεν είχε συναντήσει τους

συµµαθητές τους –τους συναγωνιστές του, αν δεν είχε µιλήσει µε την Υπατία, ίσως

να πήγαινε την εποµένη στο σχολείο και να έλεγε ότι κάτι του έτυχε ή ότι ήταν

άρρωστος. Τώρα πια η πόρτα της επιστροφής είχε κλείσει. Έτσι το ένιωθε. Και

Page 286: i Legewna Twn Psuxwn

286

286

ξαφνικά ένιωσε πιο δυστυχισµένος από ποτέ. Γιατί για λίγο είχε νιώσει το αίσθηµα

της ελευθερίας, της δράσης, του αγώνα, ενώ τώρα το µόνο που έκανε ήταν να

κουβαλάει µερικές σακούλες βιοδιασπώµενες, γεµάτες πράγµατα που δεν τον

βοηθούσαν να γεµίσει το κενό που ένιωθε να χάσκει µέσα του.

Η µητέρα του κατάλαβε ότι κάτι είχε συµβεί.

«Μην ανησυχείς», του είπε. «Εγώ θα είµαι πάντα εδώ, ό,τι και να γίνει µε τον

πατέρα σου.»

Ο Τζορτζ κούρνιασε για λίγο στην αγκαλιά της, αλλά το παιδί που θα

ξεχνούσε τα πάντα εκεί µέσα είχε πια µεγαλώσει.

Η Υπατία µπήκε αµίλητη στην τάξη. Πίσω της ο Άιρτον, το ίδιο απρόσιτος,

και αυτό έκανε πολύ κακή εντύπωση σε όλους.

«Δεν κινδυνεύουµε», είπε εκείνη µόλις έκατσε στη θέση της.

Η δήλωση της δεν ανακούφισε κανέναν. Περίµεναν να ακούσουν τη συνέχεια.

Αλλά η Υπατία δε φαινόταν να έχει τη διάθεση να µιλήσει. Φοβόταν µήπως αρχίσει

να βλέπει µπροστά της ξανά όλα εκείνα τα µικρά πράγµατα που της ζητούσαν να τα

βάλει στη θέση τους.

Ο Δάσκαλος δεν ξεχνούσε ποτέ ότι οι µαθητές του ήταν έφηβοι. Κι αυτό

σήµαινε ότι, όσο ιδιοφυείς και ξεχωριστοί από τους υπόλοιπους και να ήταν, το

συναίσθηµα καθοδηγούσε µάλλον τις πράξεις τους, παρά η λογική. Γι’ αυτό άλλωστε

είχε φτιάξει τη Λεγεώνα. Επειδή ήξερε ότι η λογική δεν είναι αρκετά απρόβλεπτη για

να ξεκινήσει µια επανάσταση.

Όµως οι µαθητές δεν µπορούσαν να διαπραγµατευτούν µε την αινιγµατική

σιωπή της Υπατίας.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Τσε τον Άιρτον. «Τον βρήκατε; Τι σας είπε;»

«Φεύγει από τη Λεγεώνα», είπε ο Άιρτον που για πρώτη φορά δεν είχε

διάθεση για αστεία.

«Δεν µπορεί να φύγει», πετάχτηκε ο Παύλος. «Τι νοµίζει ότι είναι η Λεγεώνα;

Λέσχη ανάγνωσης; Πρέπει να του το απαγορεύσουµε.»

«Δεν απαγορεύουµε τίποτα», είπε ο Δάσκαλος , που φαινόταν

προβληµατισµένος, αλλά ήρεµος. «Στη Λεγεώνα βρισκόµαστε όλοι µε τη θέληση µας.

Δεν υπάρχουν εξαναγκασµοί ούτε ρήτρες ασφαλείας για πιθανή αποχώρηση.»

Page 287: i Legewna Twn Psuxwn

287

287

«Τι έπαθε;» ρώτησε την Υπατία η Αλεξάνδρα.

«Γυρνάει ο πατέρας του», απάντησε εκείνη.

«Κι εγώ νόµισα ότι γεννάει η γάτα του», είπε ο Παύλος. «Τι δικαιολογία είναι

αυτή;»

«Μη γίνεσαι δογµατικός, Παύλο», του είπε ο Δάσκαλος. «Έχεις

κληρονοµήσει τον κώδικα απόλυτης ηθικής του πρόγονου σου. Αλλά είσαι και

λογοτέχνης. Μπορείς να κατανοήσεις την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου

χαρακτήρα.»

«Μπορούµε να τον εµπιστευτούµε;» ρώτησε ο Αδόλφος.

«Σίγουρα», απάντησε η Υπατία.

«Ναι», συµφώνησε ο Δάσκαλος. «Δεν υπάρχει φόβος να µας προδώσει. Όχι ο

Τζορτζ... Αλλά θα πρέπει να συνεχίσουµε χωρίς εκείνον.»

«Θα έπρεπε, τουλάχιστον, να έχουµε θεσπίσει έναν όρκο προς τη Λεγεώνα»,

είπε ο Παύλος.

«Οι όρκοι δίνονται για να αθετούνται», είπε ο Δάσκαλος. «Δεν είµαστε

θρησκευτική σέχτα. Είµαστε ελεύθεροι άνθρωποι. Και ορθά στοχάζεται µόνο όποιος

ελεύθερα σκέπτεται. Σας το ‘χω ξαναπεί: Όποιος θέλει να αποχωρήσει από τη

Λεγεώνα µπορεί να το κάνει, χωρίς να χρειάζεται να δώσει εξηγήσεις... Η αποχώρηση

του Τζορτζ είναι µεγάλη απώλεια, αλλά θα προσπαθήσουµε να τα καταφέρουµε και

χωρίς αυτόν. Και νοµίζω ότι µπορούµε.»

«Έτσι µεγαλώνει και το µερίδιο µας απ’ τα λάφυρα», είπε ο Άιρτον και όλοι

ένιωσαν ευγνώµονες που κάποιος µπορούσε να αστειευτεί.

Ο Δάσκαλος χαµογέλασε.

«Σ’ ευχαριστούµε για την παρατήρηση, Άιρτον. Πάντα πίστευα ότι δεν µπορεί

να υπάρξει βασίλειο χωρίς γελωτοποιό... Λοιπόν», έκανε βιαστικά πριν ξαναµιλήσει ο

Άιρτον. «Έχουµε πολύ δουλειά να κάνουµε, οπότε ξεκινήστε να κατεβάζετε ιδέες.

Πως θα µπούµε στο ινστιτούτο;»

Page 288: i Legewna Twn Psuxwn

288

288

46.

Ο Κελάµης δεν είχε αφεθεί να παρακµάσει. Ήξερε ότι η ρουτίνα θα τον

κρατούσε µάχιµο. Ξυπνούσε πάντα πολύ πρωί, έκανε τη γυµναστική του και µετά ένα

παγωµένο ντους. Ξυριζόταν, φορούσε φρεσκοπλυµένα και καλοσιδερωµένα ρούχα

και... καθόταν µπροστά στον υπολογιστή του. Κάποιες µέρες δεν έβγαινε καθόλου

από το σπίτι, αλλά πάντα ετοιµαζόταν λες και θα πήγαινε σε γάµο. Και όταν έβγαινε,

το µόνο µέρος που πήγαινε ήταν το Ινστιτούτο Προστασίας Προσωπικών Δεδοµένων.

Είχε προχωρήσει αρκετά στις έρευνες του, αλλά του έλειπε ακόµα εκείνο το

στοιχείο που θα του έδινε όσες πληροφορίες χρειαζόταν, δηλαδή ένα πλήρες όνοµα ή

µια διεύθυνση.

Ξεκίνησε –αφελώς, όπως παραδέχτηκε σύντοµα- ψάχνοντας για το σχολείο

δεύτερης ευκαιρίας. Δεν υπήρχε κανένα στοιχείο γι’ αυτό. Όµως ήταν σίγουρο ότι

υπήρχε. Ποιος το είχε ιδρύσει και που βρισκόταν; Για µια στιγµή σκέφτηκε ότι θα

µπορούσε η έδρα του να ήταν µια ιστοσελίδα και τίποτα παραπάνω. Αλλά θα ήταν

δύσκολο να οργανώσεις επιχείρηση όπως το γκρέµισµα του χρηµατιστηρίου µέσα

από µια ιστοσελίδα. Όχι, ήταν σίγουρος ότι οι λεγεωνάριοι µαζεύονταν σε υπαρκτό

χώρο για να σχεδιάσουν τα χτυπήµατα τους. Αποφάσισε να το αφήσει για αργότερα.

Page 289: i Legewna Twn Psuxwn

289

289

Μετά έκανε µια αναζήτηση στα σχολικά αρχεία για τους µαθητές που είχαν

αποβληθεί τον τελευταίο χρόνο. Ήλπιζε να ερχόταν αντιµέτωπος µε ένα πλήθος

µερικών εκατοντάδων ατόµων, τους οποίους θα περιόριζε σε πολύ λιγότερους

χρησιµοποιώντας κάποια φίλτρα. Όµως το αποτέλεσµα τον ξάφνιασε. Ήταν αρκετές

χιλιάδες µαθητές, δεκάδες χιλιάδες. Σαν είδε τον αριθµό ακούµπησε πίσω στην

καρέκλα του. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν ότι ποτέ δε θα έβρισκε τους

«λεγεωνάριους». Μετά ξανακοίταξε το νούµερο και ψιθύρισε: «Τι συµβαίνει;»

Άνοιξε µερικούς από τους φακέλους ψάχνοντας για την αιτία αποβολής:

Οπλοφορία, επίθεση σε συµµαθητή, επίθεση σε καθηγητή, απόπειρα βιασµού, χρήση

ναρκωτικών, κλοπή, βιαιοπραγία... Ήταν σαν να διάβαζε τους φακέλους

φυλακισµένων.

Για λίγο ξέχασε τη Λεγεώνα. Άρχισε να σκέφτεται ότι όλοι αυτοί οι νέοι ήταν

εκτός σχολείου, έτοιµοι για τα πάντα, και σίγουρα υπήρχαν πολλοί περισσότεροι. Η

ανεργία των νέων έφτανε µέχρι και το τριάντα ή σαράντα τοις εκατό και οι µισθοί

αυτών που δούλευαν ήταν εξευτελιστικοί. Η φορολόγηση των πάντων είχε ρίξει στην

εξαθλίωση το µεγαλύτερο µέρος του πληθυσµού. Οι καλύτεροι, όσοι µε άλλα λόγια

είχαν ένα πτυχίο, είχαν ξεπουληθεί µεταναστεύοντας, ότι ακριβώς επιζητούσε η

ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Όσοι έµειναν πίσω δούλευαν µε µισθούς που κάποτε θα τους

έκαναν να γελάνε ή να βρίζουν. Τώρα δεν είχαν άλλη επιλογή, έπρεπε κάπου να

δουλέψουν.

«Ή µήπως έχουν;» αναρωτήθηκε ο Κελάµης. «Όλοι αυτοί οι µαθητές... Και οι

άνεργοι... Είναι έτοιµοι για...»

Ο Κελάµης κατάλαβε ότι έπρεπε να βιαστεί. Όχι µόνο για να προλάβει το

τέλος του µήνα και την αρχή της δίκης. Αυτό δεν ήταν τίποτα. Κατάλαβε ότι

βρισκόταν πολύ κοντά στην αρχή της ολοκληρωτικής επανάστασης. Και ήξερε ποιοι

θα την καθοδηγούσαν.

Ξαναµπήκε στο φάκελο αυτού που είχε ονοµαστεί Μαχάτµα. Δεν υπήρχε

κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί αυτό το όνοµα πέρα... Πέρα από ολόκληρη τη

ζωή του. Όµως αυτό δεν τον βοηθούσε για να αναζητήσει τα ονόµατα και των

υπόλοιπων λεγεωνάριων. Τι θα µπορούσε να ψάχνει; Αν ο «Παύλος» ήταν γιος ιερέα

ή παπαδοπαίδι...

Γέλασε και σηκώθηκε για να πάρει έναν καφέ.

Page 290: i Legewna Twn Psuxwn

290

290

Στην πόρτα συνάντησε έναν από τους φρουρούς που έβλεπε κάθε µέρα.

Εκείνος δεν του µιλούσε, όχι επειδή είχε κάτι µαζί του, αλλά µόνο επειδή –κάτω από

το κατεβασµένο του καπέλο- κοιµόταν. Ήταν χήρος και για να µπορεί να συντηρεί τα

παιδιά του είχε και µια δεύτερη νυχτερινή δουλειά. Δούλευε είκοσι ώρες την ηµέρα

και είχε αποκτήσει την ικανότητα να κοιµάται όπου βρισκόταν και σε οποιαδήποτε

στάση, αρκεί να του έδινες ένα καπέλο ή κάτι για να σκεπάσει τα µάτια του. Ο

Κελάµης έµεινε για λίγο να τον κοιτάει, όχι µε κάποιο συγκεκριµένο σκοπό, σαν να

προσπαθούσε να θυµηθεί κάτι. Τα µάτια του κατέβηκαν στο ταµπελάκι µε το όνοµα

και τον αριθµό του φρουρού... Και µετά ο Κελάµης ούρλιαξε: «Ναι», κάνοντας τον

κοιµισµένο φρουρό να πεταχτεί ένα µέτρο πάνω.

«Με συγχωρείς», του είπε ο Κελάµης και καθώς γυρνούσε στον υπολογιστή

του συµπλήρωσε: «Και ευχαριστώ.»

Πήγε και έκατσε. Τον κοιµισµένο φρουρό τον έλεγαν Παύλο. Αυτό ήταν απλά

µια σύµπτωση. Όµως ο Κελάµης είχε σκεφτεί ένα χαρακτηριστικό του Αποστόλου

Παύλου που ίσως να είχε καταγραφεί στο φάκελο του λεγεωνάριου. Την παροδική

τύφλωση. Πηγαίνοντας για τη Δαµασκό, ο Σαούλ, ο διώκτης του χριστιανισµού είχε

πέσει από το άλογο του τυφλωµένος. Μόνο τότε έγινε ο απόστολος των εθνών. Και

µετά είχε γιατρευτεί.

«Τύφλωση», έγραψε ο Κελάµης στο φίλτρο αναζήτησης των µαθητών που

είχαν αποβληθεί.

Η κλεψύδρα αναµονής εµφανίστηκε για λίγα µόνο δευτερόλεπτα και αµέσως

µετά η αναζήτηση του έδωσε µόνο ένα αποτέλεσµα.

Ο µαθητής λεγόταν Παύλος και ήταν τυφλός από το ένα µάτι. Είχε

προκαλέσει µια µεγάλη αναταραχή στο σχολείο του, µετά από έναν επαναστατικό

λόγο που έβγαλε σε κάποια γιορτή. Μετά από την αποβολή του δε γράφτηκε σε άλλο

σχολείο.

Ο Κελάµης δεν µπορούσε να πιστέψει στα µάτια του. Αν κάπνιζε θα άναβε

εκείνη τη στιγµή ένα πούρο. Ήταν σίγουρος ότι είχε βρει τον Παύλο της Λεγεώνας.

Και δεν ήταν δύσκολο να το επιβεβαιώσει. Εκτύπωσε τη φωτογραφία του µαθητή και

έτρεξε στην τράπεζα που εργαζόταν ο διευθυντής της αρχικής ληστείας. Εκείνος

δίστασε για µια στιγµή.

Page 291: i Legewna Twn Psuxwn

291

291

«Φορούσε σκούρα γυαλιά», είπε και πήρε τη φωτογραφία στα χέρια του.

«Αλλά... Ναι, ήταν ένας από αυτούς. Μόνο που ήταν λίγο πιο... κίτρινος;»

Ο Κελάµης δεν επέµεινε. Ήξερε ότι ήταν ο Παύλος της Λεγεώνας. Όµως το

χρώµα που είχε αναφέρει ο διευθυντής του είχε δώσει µια καινούρια ιδέα. Επέστρεψα

όσο πιο γρήγορα µπορούσε στο Ινστιτούτο. Εκεί κοίταξε το «χρώµα» του µισότυφλου

µαθητή. Το χρώµα κάθε πολίτη έδειχνε την επικινδυνότητα του προς την καθεστηκύια

τάξη πραγµάτων. Ο Παύλος ήταν κίτρινος, που σήµαινε: «Πιθανός». Οι ανήλικοι δεν

ανέβαιναν ποτέ πάνω από αυτό το χρώµα. Ένας κίτρινος γινόταν πορτοκαλί µόλις

έκλεινε τα δεκαοκτώ, χωρίς να κάνει τίποτα καινούριο.

Ο Κελάµης έβαλε τη µηχανή αναζήτησης να φιλτράρει τους µαθητές που

είχαν αποβληθεί ανάλογα µε το χρώµα τους. Η κλεψύδρα του έδωσε τρεις χιλιάδες

σαράντα πέντε αποτελέσµατα. Αυτοί ήταν οι πολιτικά επικίνδυνοι µαθητές. Οι

υπόλοιποι ήταν µικροί κακούργοι, χωρίς πολιτική σκέψη, ακίνδυνοι οπότε.

«Δε θα συµφωνήσω µε αυτό», σκέφτηκε ο Κελάµης, «όλοι είναι επικίνδυνοι

πια. Απλά αυτοί οι κίτρινοι θα είναι οι καθοδηγητές και κάπου ανάµεσα τους

κρύβονται και οι αγαπηµένοι µου λεγεωνάριοι.»

Πριν προλάβει να αρχίσει την εξονυχιστική έρευνα χτύπησε το τηλέφωνο του.

Ήταν ο διοικητής. Τον ρώτησε αν είχε κάποιο αποτέλεσµα. Ο Κελάµης ζύγισε τη

φωτογραφία του Παύλου και απάντησε αρνητικά.

«Πολύ σύντοµα θα σου τους παραδώσω», απάντησε.

«Το πολύ σύντοµα ίσως να είναι αργά», είπε ο διοικητής. «Βιάσου.»

Και του ‘κλεισε το τηλέφωνο.

Ο Κελάµης χαµογέλασε στο είδωλο του στην οθόνη. Ο διοικητής δεν έπρεπε

να µάθει τίποτα ακόµα. Αν του έδινε τον Παύλο πιθανότατα η αντιτροµοκρατική θα

εξάρθρωνε όλη τη Λεγεώνα σε λίγες ώρες. Όµως ποιος θα έπαιρνε τη δόξα; Ίσως ο

διοικητής να κρατούσε το λόγο του και να έσβηνε όλες τις κατηγορίες για τον

Κελάµη και τον Καρόγλου. Όµως αυτό δεν του αρκούσε τώρα πια. Ήθελε να

εισχωρήσει στον πυρήνα της Λεγεώνας, να τους πιάσει επ’ αυτοφόρω, ίσως να τους

συλλάβει και µόνος. Ίσως αν τα κατάφερνε να καλούσε πρώτα τα κανάλια και µετά

ενισχύσεις. Δεν µπορούσε να εµπιστευτεί το διοικητή. Με αυτό τον τρόπο δε θα του

άφηνε κανένα περιθώριο για να οικειοποιηθεί την επιτυχία. Θα γινόταν ήρωας µέσα

σε µια µέρα -ή νύχτα. Και µετά θα µπορούσε να παραιτηθεί από την αστυνοµία και

Page 292: i Legewna Twn Psuxwn

292

292

να συνεχίσει... Στην πολιτική; Στην ευρωσπονδιακή αστυνοµία; Ναι, αυτό θα ήθελε.

Να αφήσει πίσω του τη µίζερη χώρα του και το µίζερο µισθό του. Να γίνει µέρος της

µεγάλης εικόνας, µέρος της µεγάλης αστυνοµίας.

«Ας βιαστώ λοιπόν», έκανε τρίβοντας τα χέρια του. «Ποιοι άλλοι ήταν στην

τράπεζα; Ο αρχηγός... Τζορτζ Μπεστ.»

Χωρίς να το σκεφτεί έβαλε ως φίλτρο τη λέξη «ποδόσφαιρο», αλλά η µηχανή

του επέστρεψε µηδενικά αποτελέσµατα. Και αυτό ήταν φυσικό, αφού ο Τζορτζ δεν

είχε ποτέ βαφτεί κίτρινος. Είχε αποβληθεί επειδή έδειρε τον καθηγητή του και αυτό

δεν τον καθιστούσε απειλή για το σύστηµα. Όµως ο Κελάµης δεν το ήξερε αυτό.

Προσπάθησε λίγο ακόµα χρησιµοποιώντας τον αλκοολισµό, την Ιρλανδία, ακόµα και

τις φαβορίτες. Κανένα αποτέλεσµα. Ο Κελάµης συνοφρυώθηκε. Ίσως η επιτυχία του

µε τον Παύλο να ήταν απλά σύµπτωση. Τότε θυµήθηκε το όνοµα. Ο Παύλος της

Λεγεώνας και ο Παύλος που είχε αποβληθεί. Μήπως τότε και ο Τζορτζ ήταν Γιώργος;

Το δοκίµασε. Εµφανιστήκανε γύρω στους ογδόντα κίτρινοι Γιώργηδες. Κατάλαβε ότι

το όνοµα Γιώργος ήταν πολύ συνηθισµένο για να τον βοηθήσει. Αποφάσισε να

αφήσει τον Μπεστ για αργότερα. Αυτό ήταν κάτι που είχε µάθει από τα σταυρόλεξα:

Γράψε πρώτα αυτά που ξέρεις σίγουρα, τα εύκολα. Τα δύσκολα θα αποκαλυφτούν

µόνα τους.

«Ας βιαστώ», ψιθύρισε. «Επόµενος: Άιρτον Σέννα... Αυτοκίνητο, ταχύτητα,

αγώνες.»

Πάλι µηδενικά αποτελέσµατα. «Βραζιλία;» Τίποτα.

Όσο και να έψαχνε για τον Άιρτον δε θα έβρισκε τίποτα. Ο Αριστοτέλης δεν

είχε ποτέ αποβληθεί από το ιδιωτικό σχολείο που τον έστελναν οι γονείς του. Μετά το

θάνατο του αδελφού του –και την προσέγγιση του Δασκάλου- είχε απλά εγκαταλείψει

το ιδιωτικό.

«Επόµενος: Τσε Γκεβάρα... Τι σκατά να γράψω γι’ αυτόν;» Το µυαλό του πήγε

στο άσθµα του Αργεντινού. Κανένα αποτέλεσµα. Έγραψε ακόµα: «γιατρός»,

«πούρο», «επανάσταση», «µπερές». Πάλι τίποτα. Έκατσε πίσω στην καρέκλα του

απογοητευµένος. Αν ήξερε ότι ο Τσε δεν είχε αποβληθεί ποτέ από το σχολείο του,

αφού ελάχιστα είχε πάει σε κάποιο, τότε δε θα σπαζοκεφάλιαζε άδικα.

Κοπάνησε το πληκτρολόγιο και σηκώθηκε. Πηγαίνοντας για καφέ είδε τον

Παύλο, τον φρουρό που συνήθως κοιµόταν, να τον κοιτάει µε γλαρωµένα τα µάτια.

Page 293: i Legewna Twn Psuxwn

293

293

«Τι θα έγραφες για τον Γκεβάρα;» τον ρώτησε µήπως και του ξαναδώσει τη

λύση, όπως έγινε κατά τύχη µε τον Παύλο.

«Τον ποιον;» του απάντησε ο φρουρός ανοίγοντας λίγο παραπάνω τα µάτια.

«Δεν πειράζει», είπε ο Κελάµης και πλησίασε τον αυτόµατο πωλητή. Καθώς

έψαχνε για νόµισµα σκεφτόταν ποιος του είχε µείνει.

«Ο Χίτλερ!» µονόλογησε και πάτησε το κουµπί για ελληνικό γλυκό, παρότι

σιχαινόταν τον καφέ της µηχανής. «Ωραία. Τι να γράψω γι’ αυτόν; Παρανοϊκός;

Αντισηµιτιστής; Νεοναζί;!» Άφησε τον καφέ του και γύρισε στον υπολογιστή του. Τι

άλλο θα ήταν η µετενσάρκωση του Χίτλερ από νεοναζί;

Έγραψε «νεοναζί» και «ακροδεξιός». Η µηχανή του επέστρεψε κάτι λιγότερα

από χίλια ονόµατα. Ήταν πάρα πολύ για να τους ψάξει έναν-έναν. Χρειαζόταν κάποιο

στοιχείο πιο προσωπικό, πιο ιδιαίτερο.

Θυµήθηκε τη βιογραφία του Χίτλερ. Χαµογέλασε και έγραψε στο φίλτρο:

«Εβραϊκής καταγωγής». Η µηχανή του επέστρεψε ένα µόνο άνθρωπο. Και καθώς ο

Κελάµης εκτύπωνε τη φωτογραφία για να πάει ξανά στο διευθυντή της τράπεζας,

ήταν βέβαιος ότι µόλις είχε βρει τον τρίτο της Λεγεώνας.

.

47.

Ο Αδάµ γεννήθηκε πλούσιος και Εβραίος. Μέχρι να χάσει την πρώτη του

ιδιότητα δεν είχε συνειδητοποιήσει τη σηµασία της δεύτερης. Στο ιδιωτικό σχολείο

όπου πήγαινε τα πρώτα χρόνια της ζωής του η καταγωγή, η εθνικότητα και το χρώµα

του δέρµατος δεν είχαν καµιά σηµασία, αρκεί να είχες χρήµατα. Οι αποδιοποµπαίοι

τράγοι ήταν οι ευφυείς «φτωχοί» που φοιτούσαν στο σχολείο µε υποτροφία.

Page 294: i Legewna Twn Psuxwn

294

294

Εκείνος σίγουρα δεν ήταν ευφυής. Στα περισσότερα µαθήµατα έπιανε τη

βάση, υποχρεωτικά, αφού πλήρωνε. Μόνο στην ιστορία είχε ιδιαίτερη ύφεση, καθώς

και στην έκθεση, όπου οι καθηγητές παρέβλεπαν τα ορθογραφικά και συντακτικά του

λάθη, και εκθείαζαν το πάθος του και το ρητορικό του ταλέντο.

Ήταν µοναχικός, σχεδόν αντικοινωνικός, και µέχρι να τελειώσει το δηµοτικό

δεν είχε ούτε έναν φίλο. Αυτό δεν τον πείραζε. Στα διαλείµµατα καθόταν µόνος του

και κοιτούσε την χαρωπή οµήγυρη των συµµαθητών του µε µάτια σκληρά, κάτω από

τα τόσο πυκνά φρύδια του. Κανείς δε ήξερε τι σκεφτόταν κι αυτός ο ίδιος δε θα

µπορούσε να εξηγήσει αν τον ρωτούσαν. Ίσως τίποτα άλλο από περιφρόνηση.

Περιφρόνηση για τις µικρές χαρές και τα γέλια, για τους πρώτες έρωτες και τους

παιδικούς αγώνες. Περιφρόνηση για ό,τι είχε να κάνει µε την παιδικότητα. Λες και

είχε γεράσει πρόωρα και αντιλαµβανόταν τη µαταιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Λες και ήξερε ότι όλα είναι εύθραυστα και παροδικά –όλα πέρα από τη βούληση για

δύναµη.

Το καλοκαίρι που τέλειωσε το γυµνάσιο ήρθε ως επιβεβαίωση της διάθεσης

του, της απαισιοδοξίας του. Μετά από µια παγκόσµια οικονοµική κρίση ο πατέρας

του, χρηµατιστής και µεγαλοµέτοχος σε ευρωπαϊκές τράπεζες, βρέθηκε να χρωστάει

περισσότερα χρήµατα από τον προϋπολογισµό ενός αναπτυσσόµενου κράτους. Χωρίς

να αφήσει καν ένα σηµείωµα έβγαλε τα παπούτσια του, σκαρφάλωσε στα κάγκελα

του γραφείου του και µέτρησε αντίστροφα είκοσι ορόφους. Ο Αδάµ έφυγε από την

παραλία για να παραστεί στην κηδεία. Δεν έκλαψε ούτε µια στιγµή. Για τον Αδάµ ο

πατέρας ήταν ένας άνθρωπος που κλεινόταν στο γραφείο του, µιλούσε στο τηλέφωνο

και –µερικές φορές- του χάιδευε το κεφάλι σαν να ήταν κουτάβι.

Η µητέρα του έκανε ό,τι µπορούσε για να διαφυλάξει ένα κοµµάτι της

περιουσίας τους, παρακαλώντας δικηγόρους και ξορκίζοντας πολιτικούς που τόσο

είχαν ωφεληθεί από τις χρηµατιστηριακές δραστηριότητες του συζύγου της. Οι

πάντες τους γύρισαν την πλάτη, πασχίζοντας να κρατηθούν µακριά από τη δυσωδία

που ανέδυε το σκάνδαλο του αυτόχειρα χρηµατιστή.

Ο Αδάµ άργησε τρεις µήνες να γραφτεί στο λύκειο. Και δεν ήταν πια το

ιδιωτικό της ελίτ και των προαστίων. Το νέο του σχολείο –και η καινούρια του

γειτονιά- δεν είχε γρασίδι, δέντρα και πισίνα. Μόνο τσιµέντο, στενούς δρόµους

γεµάτους σκουπίδια και κάγκελα έξω από κάθε παράθυρο.

Page 295: i Legewna Twn Psuxwn

295

295

Τα πρόσωπα των καινούριων του συµµαθητών δε θύµιζαν µακάρια

µηρυκαστικά που βοσκάνε σε απέραντα χωράφια µε τη βεβαιότητα της αυριανής

τροφής να τους χαρίζει ευδαιµονία. Ήταν µια άναρχη συνάθροιση σαρκοβόρων, όπου

ο κανιβαλισµός ισοδυναµούσε µε τη σωτηρία. Οι αδύναµοι χάνονταν και οι ισχυροί

όριζαν τους κανόνες. Όποιος δεν προσαρµοζόταν εξαφανιζόταν και όποιος δεν

εξελισσόταν παράκµαζε και χανόταν. Ο Αδάµ είχε βρεθεί στα Γκαλαπάγκος της

ανθρώπινης κοινωνίας και –σαν άλλος Δαρβίνος- ετοιµαζόταν να ανακαλύψει µια

καινούρια θεωρία εξέλιξης, αστική, νεοφιλελεύθερη και ανθρωποκεντρική.

Πριν προλάβει να εισχωρήσει και να χειραγωγήσει αυτούς που

αντιλαµβανόταν ως θηράµατα και υποψήφιους οπαδούς του αποκαλύφτηκε η

εβραϊκότητα του. Η αποκάλυψη αυτή ήταν διττή. Πρώτα για τους συµµαθητές του,

αλλά κυρίως για τον ίδιο τον Αδάµ. Μέχρι τότε δεν τον είχε απασχολήσει. Χάνουκα ή

Χριστούγεννα, δεν είχε µεγάλη σηµασία γι’ αυτόν που οι γιορτές δεν ήταν τίποτα

άλλο από µια οχληρή παύση στην εκούσια αποµόνωση του. Όµως η µισαλλοδοξία

ανθεί στα λαϊκά στρώµατα, όπως ο κάκτος στην έρηµο.

Στα δεκαπέντε του ο Αδάµ κατάλαβε ότι είναι Εβραίος. Δεν του στολίσανε το

στήθος µε κίτρινο αστέρι, αλλά το σώµα του έκανε σηµάδια από τις βέρµαχτ. Μια

οµάδα νεοναζί συµµαθητών του χάρηκε που βρέθηκε ένας πιο ενδιαφέρων στόχος

από τους συνήθεις µετανάστες. Ο Αδάµ γι’ αυτούς αντιπροσώπευε την πηγή της

δυστυχίας τους, αφού είχε έρθει από τα προάστεια και ήταν γόνος Εβραίου

χρηµατιστή. Όλοι ήξεραν ότι για την οικονοµική κατάσταση της χώρας ευθυνόταν το

εβραϊκό λόµπι. Το διαβάζανε στην εφηµερίδα του εξωκοινοβουλευτικού κόµµατος

τους και το ακούγανε απ’ τα χείλη των βουλευτών του ακροδεξιού κόµµατος. Με την

πρώτη ευκαιρία τον στριµώξανε έξω από το σχολείο. Τον δείρανε µέχρι αναισθησίας

και βιντεοσκοπήσανε το κατόρθωµα τους.

Παραδόξως µόλις ο Αδάµ πήρε εξιτήριο πήγε εθελούσια στη φωλιά του

λύκου. Ήταν ένα υπόγειο που λειτουργούσε ως αθλητικός σύλλογος πυγµαχίας, αλλά

πίσω από τη βιτρίνα δέσποζε ο αγκυλωτός σταυρός. Όταν τον είδαν τα µέλη του

συλλόγου έξυσαν τα ξυρισµένα τους κρανία και γελάσανε. Νόµισαν ότι είχε πάει να

ζητήσει τα ρέστα και ετοιµάστηκαν να του τα δώσουν µε τις σιδερογροθιές τους.

«Μισώ τους Εβραίους πιο πολύ από εσάς», ξεκίνησε να τους λέει ο Αδάµ.

Page 296: i Legewna Twn Psuxwn

296

296

Λίγη ώρα αργότερα είχαν ξεχάσει ποιον άκουγαν. Τα λόγια του τους

συνεπήραν. Για να δοκιµάσουν την ειλικρίνεια των προθέσεων του ζήτησαν κάτι

παραπάνω από λόγια. Ο Αδάµ οργάνωσε µια επίθεση στην παλιότερη συναγωγή της

πόλης.

Μερικές µέρες µετά ο εµπρησµός και η ολοσχερής καταστροφή του

θρησκευτικού και πολιτιστικού µνηµείου έκανε το γύρο του κόσµου. Ο Αδάµ έγινε

αποδεχτός µε παιάνες από τους νεοναζί. Ένα χρόνο µετά τίποτα δε γινόταν χωρίς τη

δική του συγκατάθεση. Είχε επιβληθεί στην οµάδα µε την αυστηρότητα και την

πειθαρχία του. Ήταν ο πιο µικρόσωµος και ο µικρότερος σε ηλικία, ανάµεσα σε µια

αγέλη παραφουσκωµένων λύκων. Όµως ήταν αδίστακτος και ψυχρός, µια µηχανή

καταστροφής που είχε διαγράψει από το λεξιλόγιο του τη λέξη «οίκτος». Οι

κοµµουνιστές, οι αναρχοαυτόνοµοι, οι µετανάστες έτρεµαν το µικρόσωµο αρχηγό

που είχε το ψευδώνυµο Νιµπελούνγκεν. Απ’ όπου περνούσε µετρούσαν τραυµατίες,

κάποιες φορές και νεκρούς. Τίποτα και κανείς δεν µπορούσε να τιθασέψει την

ανεξέλεγκτη µανία της οµάδας του. Και ο Αδάµ επεξεργαζόταν το σχέδιο που θα

κατέστρεφε την παράταξη που τον ανέδειξε.

Είχε µίσος µέσα του. Όχι µόνο ενάντια στους ανθρώπους που τον είχαν

ποδοπατήσει –και τον είχαν αποθεώσει. Μισούσε τους πάντες και ο αληθινός σκοπός

του ήταν να ταρακουνήσει συθέµελα ολόκληρη την κοινωνία. Η Βίβλος του ήταν το

Τάδε έφη Ζαρατούστρα, του Νίτσε, και ήθελε να γίνει ο κεραυνός που θα έκαιγε το

µέσο άνθρωπο, για να φτιάξει τον Υπεράνθρωπο που θα επιβίωνε πάνω και πέρα απ’

όλους. Ήθελε να γίνει αυτός που θα επέβαλλε τη βούληση της δύναµης πάνω στα

αδύναµα ποντίκια που συναναστρεφόταν κάθε µέρα. Και πρώτα έπρεπε να

ξεµπερδεύει µε τους κοντοκουρεµένους και ανεγκέφαλους συντρόφους του.

Βρήκε την ευκαιρία όταν διορίστηκε στο σχολείο του ένας καθηγητής

αλβανικής καταγωγής. Πριν να καταλάβουν τι τους χτύπησε ο Αδάµ οργάνωσε µια

κατάληψη όπου οι καθηγητές κρατήθηκαν σε οµηρία στο γραφείο. Όταν έφτασε η

αστυνοµία ο Αδάµ είχε εξαγριώσει τόσο τους λύκους του που η πρώτη διµοιρία

αποχώρησε κουβαλώντας τους τραυµατίες της. Ο Αδάµ είχε σκεφτεί να εξοπλίσει

τους στρατιώτες του µε µπαλόνια υδροχλωρικού οξέος και όπλα paint ball, όπου αντί

για µπογιά ξερνούσαν ακουαφόρτε.

Page 297: i Legewna Twn Psuxwn

297

297

Η οµάδα καταστολής ταραχών που ακολούθησε βρέθηκε να αντιµετωπίζει µια

λεγεώνα µανιασµένων εφήβων. Οι ταραχές κράτησαν αρκετές ώρες και οι

λαστιχένιες σφαίρες επικράτησαν. Όλοι οι εξεγερµένοι συνελήφθησαν, εκτός από τον

αρχηγό τους. Ο Αδάµ είχε ανάψει το φυτίλι και είχε φύγει πριν εκραγεί η βόµβα.

Τον επόµενο µήνα έζησε στο δρόµο. Κοιµόταν κάτω από γέφυρες και έτρωγε

στα συσσίτια των δηµοτικών αρχών. Όταν τον βρήκε ο Δάσκαλος κατάλαβε ότι είχε

µπροστά του την πιο δυνατή µετενσάρκωση. Δεν είχε την ευφυΐα των υπόλοιπων της

Λεγεώνας, αλλά η θέληση του ήταν η πιο ισχυρή που είχε συναντήσει. Μόνο ο

Μαχάτµα ήταν εξίσου δυνατός, αλλά σε εκείνον είχε δει εξαρχής το πουλί πάνω από

το µέτωπο. Το µόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να τον πείσει να στρέψει την

ενεργητικότητα του προς το δικό τους σκοπό.

Του νοίκιασε ένα διαµέρισµα και πέρασε πολλές νύχτες συζητώντας µαζί του.

Όταν του είπε ποιος ήταν ο πρόγονος του ο Αδάµ γέλασε.

«Δε θα µε πείραζε», είπε, «ακόµα κι αν ήταν ο Τζέγκινς Χαν ή ο Αττίλας.»

«Αρκεί να κατακτήσεις τον κόσµο.»

«Αρκεί να τον καταστρέψω.»

Ήταν µια δύσκολη απόφαση για το Δάσκαλο. Ο Αδόλφος ήταν επικίνδυνος.

Και ήξερε ότι δεν µπορούσε να τιθασέψει αυτή τη δύναµη. Έπρεπε να την

καθοδηγήσει.

Τον έβαλε στη Λεγεώνα χωρίς να είναι σίγουρος ότι θα τα καταφέρει. Ήταν

ένα ρίσκο που έπρεπε να πάρει. Η θεά Κάλι είναι για τους Ινδουιστές η

προσωποποίηση της καταστροφής και της δηµιουργίας. Αυτό θα ήταν και ο Αδόλφος,

για τη Λεγεώνα και για τον κόσµο.

Page 298: i Legewna Twn Psuxwn

298

298

48.

Η επιχείρηση στο Δηµόκριτο ξεκίνησε µε τους καλύτερους οιωνούς. Το

Σάββατο η Μαρί µε την Αλεξάνδρα µπήκαν όπως συνήθιζαν για να κάνουν τη

δουλειά τους, να καθαρίσουν τις τουαλέτες. Το απόγευµα κρυφτήκανε εκεί µέσα

µέχρι που έφυγε όλο το προσωπικό. Μόλις βγήκε ο τελευταίος και κλειδώθηκε η

πόρτα, ο Καρλ µε την Υπατία πάγωσαν την εικόνα από τις κάµερες ασφαλείας. Οι

συγκυρίες τους είχαν ευνοήσει: Εκείνη την ηµέρα παιζόταν ένας πολύ σηµαντικός

αγώνας ποδοσφαίρου. Οι φύλακες στο κέντρο ασφάλειας είχαν προµηθευτεί µπύρες

για να τον παρακολουθήσουν. Η Μαρί µε την Αλεξάνδρα βγήκαν από την κρυψώνα

τους, φόρεσαν τις στολές και µπήκαν στο εργαστήριο. Για να τελειώσουν τη δουλειά

τους θα χρειάζονταν τουλάχιστον δώδεκα ώρες. Απ’ έξω περίµεναν ο Τσε, ο Αδόλφος

και ο Άιρτον, έτοιµοι να παρέµβουν αν κάτι πήγαινε στραβά.

Λίγες ώρες αργότερα ο Τσε ζήτησε από τον Άιρτον να φέρει κάτι για να φάνε.

Εκείνος έκανε ένα αστείο, σχετικά µε το παιδί για τα θελήµατα, αλλά τελικά πήγε.

Μόλις έµειναν µόνοι τους ο Τσε άνοιξε το σακίδιο του.

«Νοµίζω ότι µπορώ να σε εµπιστευτώ σ’ αυτό», είπε στον Αδόλφο. «Μάλλον

νοµίζω ότι µόνο εσύ µπορείς να καταλάβεις.»

Έβγαλε δυο ρουµάνικα περίστροφα. Τα µάτια του Αδόλφου γυάλισαν.

«Οι υπόλοιποι είναι πολύ µαλθακοί», είπε ο Τσε δίνοντας ‘του να κρατήσει το

ένα. «Νοµίζουν ότι η επανάσταση είναι ένα επικοινωνιακό τέχνασµα, κάτι ηθικό και

καλό και η Παναγιά µαζί µας... Γι’ αυτό θα την πατήσουν. Όπως ο Μαχάτµα.»

Ο Αδόλφος δεν απάντησε. Μόνο περιεργάστηκε το όπλο.

«Όµως πρέπει να πολεµήσουµε τη φωτιά µε φωτιά. Και τη βία µε βία.

Χρειαζόµαστε όπλα.»

Αντί για απάντηση ο Αδόλφος έβαλε το όπλο στην τσέπη του. Όταν ήρθε ο

Άιρτον µε τα φαγητά δεν του είπαν κουβέντα.

Λίγες ώρες πριν το ξηµέρωµα ο Τσε άνοιξε τα µάτια του. Τον είχε πάρει ο

ύπνος. Ο Άιρτον, στη θέση του οδηγού, ροχάλιζε. Κοίταξε πίσω. Ο Αδόλφος έµοιαζε

Page 299: i Legewna Twn Psuxwn

299

299

να µην έχει κουνηθεί καθόλου. Κανένα ίχνος κούρασης δε φαινόταν στο πρόσωπο

του.

«Ουδέν νεώτερο από το δυτικό µέτωπο», είπε χωρίς να ανοιγοκλείσει τα

µάτια του.

Ο Τσε επικοινώνησε µε τον Καρλ. Εκείνοι ελέγχανε από τις κάµερες κάθε

κίνηση στο Δηµόκριτο.

«Όλα καλά», είπε η Υπατία.

«Θα µείνω ξύπνιος τώρα», είπε ο Τσε στον Αδόλφο. «Κοιµήσου λιγάκι κι

εσύ.»

«Δε χρειάζοµαι ύπνο», είπε εκείνος και το εννοούσε.

Ξηµέρωσε και η επόµενη µέρα. Αργά το µεσηµέρι η Μαρί επικοινώνησε µε

τον Καρλ. Αντιµετώπιζαν κάποια προβλήµατα στην κατασκευή. Δε θα τελείωναν πριν

να νυχτώσει. Ο Δάσκαλος πήρε τον ασύρµατο και τους είπε ότι είχαν χρόνο µέχρι το

πρωί της Δευτέρας. Αν δεν προλάβαιναν να τελειώσουν µέχρι τότε θα έπρεπε να

αφήσουν τα πάντα και να εξαφανιστούν. Η Μαρί τον διαβεβαίωσε ότι θα τα

καταφέρνανε.

Όµως το βράδυ της Κυριακής τα δεδοµένα ανατράπηκαν. Ο προϊστάµενος της

ασφάλειας του Δηµόκριτου αποφάσισε να κάνει µια αιφνιδιαστική επιθεώρηση.

Κανείς δεν ήξερε γιατί είχε συµβεί κάτι τέτοιο. Ίσως είχε πονόδοντο, ίσως είχε

τσακωθεί µε τη γυναίκα του, ίσως να είχε προαίσθηµα ότι κάτι δεν πάει καλά. Οι

λεγεωνάριοι που περίµεναν απέξω τον είδαν και αµέσως ειδοποίησαν τον Καρλ.

Εκείνος φώναξε στη Μαρί και την Αλεξάνδρα να εγκαταλείψουν όσο πιο γρήγορα

γινόταν το εργαστήριο. Η Μαρί αρνήθηκε.

«Δεν µπορούµε να σταµατήσουµε τώρα», τους είπε. «Κάντε κάτι.»

Άµεσα ο Αδόλφος βγήκε από το αυτοκίνητο. Άρχισε να πασαλείβει τα ρούχα

του µε χώµα και κέτσαπ από τα αποµεινάρια του φαγητού τους. Ανακάτεψε τα µαλλιά

του, βρώµισε το πρόσωπο του και προχώρησε προς την είσοδο του Δηµόκριτου µε το

ασταθές περπάτηµα του ηρωινοµανή. Ο Άιρτον µε τον Τσε κατάλαβαν το σχέδιο του.

Τον ακολούθησαν από απόσταση.

Page 300: i Legewna Twn Psuxwn

300

300

Εκείνη την ώρα ο προϊστάµενος κατσάδιαζε τους σεκιουριτάδες του, που

καθόντουσαν και έβλεπαν τηλεόραση. Ετοιµαζόταν να τους στείλει για έλεγχο στο

κτίριο, όταν είδε ένα πρεζόνι να πλησιάζει στην εξώπορτα.

«Διώξτε ‘τον», τους φώναξε.

Ο σεκιουριτάς πλησίασε αγριεµένος τον Αδόλφο.

«Φιλαράκι, έχεις ένα τσιγάρο;» έκανε ο Αδόλφος παραπατώντας.

«Τράβα παραπέρα», του είπε ο σεκιουριτάς και τον έσπρωξε.

Ο Αδόλφος έκανε δυο βήµατα και γύρισε.

«Τι σπρώχνεις, φιλαράκι; Ένα τσιγάρο σου ζήτησα.»

«Βρε σήκω φύγε πριν σε βουτήξω.»

Ο σεκιουριτάς τον απωθούσε, ο Αδόλφος έκανε ότι δεν καταλάβαινε. Ο

δεύτερος σεκιουριτάς, µαζί µε τον προϊστάµενο αποφάσισαν να βγουν έξω για να

βοηθήσουν.

«Τι κάνουµε;» ρώτησε ο Άιρτον τον Τσε.

«Ακολούθα», είπε εκείνος και άνοιξε το βήµα του.

«Πιάστε ‘τον και κρατήστε ‘τον, να πάρω για ενισχύσεις», είπε ο

προϊστάµενος.

«Δε θα το ‘κανα στη θέση σου», του είπε ο Τσε που ήρθε από πίσω του και

του έβαλε το όπλο στη µούρη.

Ένας σεκιουριτάς πήγε να πιάσει το όπλο του, αλλά ο Αδόλφος τον πρόλαβε

και τον χτύπησε στο κεφάλι. Καθώς σωριαζόταν σηµάδεψε τους άλλους δύο.

«Κάντε την προσευχή σας», τους είπε και όπλισε.

Ο Άιρτον είχε παγώσει, όπως και ο προϊστάµενος µε το σεκιουριτά που

στεκόταν ακόµα όρθιος. Για µια στιγµή πίστεψαν ότι ο Αδόλφος θα πυροβολούσε.

«Παρ’τε κι αυτόν», τους είπε δείχνοντας το φρουρό που ήταν κάτω.

Μπήκαν µέσα και βρεθήκανε σε ένα σηµείο όπου δεν φαινόντουσαν απέξω.

«Τι θέλετε;» ρώτησε ο προϊστάµενος.

«Θέλω να µείνεις ήρεµος», του είπε ο Αδόλφος. «Αν χτυπήσει το τηλέφωνο

θα απαντήσετε λες και δε συµβαίνει τίποτα. Αν κάνετε το λάθος να πατήσετε το

συναγερµό δε θα ξαναδείτε τα παιδιά σας... Αν κάνετε ό,τι σας λέω αύριο το πρωί θα

είστε στο σπίτι σας.»

«Δεν υπάρχει τίποτα να κλέψετε», του είπε ο προϊστάµενος.

Page 301: i Legewna Twn Psuxwn

301

301

«Το ξέρω», έκανε ο Αδόλφος. «Δεν είµαστε κλέφτες. Θέλουµε να δώσετε ένα

µήνυµα.»

Ο Τσε τον κοίταξε παραξενεµένος.

«Πάρτε χαρτί και στυλό. Και οι δύο. Και γράφτε ό,τι σας λέω.»

Ο Αδόλφος ξεκίνησε να τους υπαγορεύει κάτι που έµοιαζε µε επαναστατική

προκήρυξη. Κάποιας «ερασιτεχνικής» επαναστατικής οργάνωσης που την ονόµασε:

«Αστικός Αγώνας», µε αρχικά ΑΑ.

Ο Άιρτον γύρισε από την άλλη για να µην τον δουν που χαµογελούσε. Το ΑΑ

του θύµισε τους ανώνυµους αλκοολικούς. Και σαν να ήθελε να τον επιβεβαιώσει ο

Αδόλφος ξεκίνησε τη διακήρυξη µε το µότο των Ανώνυµων Αλκοολικών της

Αµερικής: «Δως µου τη δύναµη να αλλάξω όσα µπορούν να αλλάξουν, την υποµονή

να αποδεχτώ όσα δεν µπορώ να αλλάξω και τη σοφία να µπορώ να τα ξεχωρίζω.» Η

διακήρυξη στο σύνολο της ήταν αστεία, κοινότοπη σαν να την είχε γράψει ένας

δωδεκάχρονος. Ο Αδόλφος υπαγόρευε πολύ αργά και κάθε τόσο τους ζητούσε να του

επαναλάβουν τι είχε γράψει. Κάποιες φορές τους είπε να σχίσουν τη σελίδα και να

αρχίσουν ξανά. Και το καλύτερο απ’ όλα ήταν ότι έµοιαζε να πιστεύει όσα έλεγε.

Δυο ώρες µετά χτύπησε το κινητό του προϊστάµενου.

«Σήκωσέ ‘το», του είπε ο Αδόλφος, «και πες ό,τι θα αργήσεις λίγες ώρες

ακόµα. Πρόσεχε πολύ καλά τι θα πεις και θα κάνεις. Ένα λάθος και δε θα ξαναδείς

την οικογένεια σου.»

Ο προϊστάµενος µίλησε µε τη γυναίκα του και τη διαβεβαίωσε ότι δε θα

αργούσε πολύ.

«Όχι, δεν είµαι µε γκόµενα, Βάνα», είπε βαριεστηµένα. «Όχι, δεν πίνω, Βάνα.

Είµαι στη δουλειά και φτιάχνουµε κάτι κάµερες που έχουν χαλάσει.»

«Μπράβο σου», του είπε ο Αδόλφος όταν έκλεισε το τηλέφωνο. «Τώρα

συνεχίστε να γράφετε.»

Τους υπαγόρευε µέχρι τις δώδεκα. Όταν συνήλθε ο φρουρός που είχαν

χτυπήσει του έδωσαν λίγο χαρτί για να σκουπίσει τα αίµατα από το πρόσωπο του.

«Βασίλη», είπε ο Αδόλφος κοιτώντας τον Άιρτον. «Πήγαινε να µου πάρεις

τσιγάρα. Μαρί ελαφριά, ξέρεις, το άσπρο πακέτο.»

Ο Άιρτον βγήκε έξω και επικοινώνησε µε τον Καρλ. Τα κορίτσια είχαν

τελειώσει και περίµεναν το σύνθηµα για να βγουν.

Page 302: i Legewna Twn Psuxwn

302

302

«Όλα εντάξει», είπε ο Άιρτον στον Αδόλφο. «Δε βρήκα τη µάρκα σου, αλλά

σου πήρα τη δικιά µου.»

Ο Αδόλφος άναψε ένα τσιγάρο και ζήτησε από τον προϊστάµενο να διαβάσει

τι είχαν γράψει.

«Ωραία», είπε. «Αυτό θέλω να το δώσετε σε όλα τα κανάλια και τις

εφηµερίδες.»

Ο προϊστάµενος συµφώνησε, απορώντας από µέσα του µε την αφέλεια του

πιτσιρικά.

«Σηκώστε το συνάδελφο σας και προχωράτε προς τις τουαλέτες», τους είπε ο

Αδόλφος σβήνοντας το τσιγάρο και βάζοντας στην τσέπη του. Εκεί τους έβαλε να

βγάλουν τα ρούχα τους και να µείνουν γυµνοί.

«Θέλω να µείνετε εδώ µέσα για µια ώρα», τους είπε. «Μην προσπαθήσετε να

το παίξετε ήρωες. Μόλις φύγουµε ειδοποιήστε τα κανάλια και δώστε τους την

προκήρυξη. Πείτε τους ακόµα ότι είµαστε η µεγαλύτερη επαναστατική οργάνωση του

αιώνα. Και µη ξεχάσετε να τους πείτε το όνοµα µου: Είµαι ο Κάρλος, το τσακάλι...»

Έκανε µια παύση και πρόσθεσε: «Ο νεώτερος.»

Βγήκαν έξω και ειδοποίησαν τα κορίτσια. Λίγο µετά φάνηκαν η Μαρί µε την

Αλεξάνδρα. Κουβαλούσαν µια µικρή συσκευή, που έµοιαζε µε µεταµοντέρνο

ραδιόφωνο. Εκείνες κοίταξαν τα ρούχα που κρατούσαν οι συναγωνιστές τους.

«Το διασκεδάσατε βλέπω», είπε η Μαρί και τους ακολούθησε στο αυτοκίνητο.

Έφυγαν χωρίς να βιάζονται, λες και ήταν µια παρέα εφήβων που είχε βγει την

κυριακάτικη βόλτα της.

Ο Καρλ «ξεπάγωσε» τις κάµερες τη στιγµή που ο προϊστάµενος έβγαινε δειλά

από την τουαλέτα, πολύ πιο νωρίς απ’ ό,τι του είχε πει ο Κάρλος ο νεώτερος. Έτρεξε

στο γραφείο του και πάτησε το συναγερµό. Σε λίγα λεπτά το µέρος είχε κατακλυστεί

από περιπολικά. Αρχίσανε έρευνες για στοιχεία, αλλά εξαρχής η αντιτροµοκρατική

πίστεψε ότι είχαν να κάνουν µε µια καινούρια οργάνωση που ήθελε απλώς να δώσει

το στίγµα της. Οι επιστήµονες που κληθήκανε δεν εντόπισαν κάποια κλοπή ή

δολιοφθορά. Όλα ήταν στη θέση τους.

Πίσω στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας όλοι γελούσαν µε το βίντεο του γυµνού

προϊστάµενου που έβγαινε από τις τουαλέτες και έτρεχε στο γραφείο του.

Page 303: i Legewna Twn Psuxwn

303

303

«Να το ανεβάσουµε στο youtube», είπε ο Καρλ. «Θα πάρει χιλιάδες like».

«Δε τα χρειαζόµαστε», τους είπε ο Δάσκαλος. «Ας τους να βράζουν στο ζουµί

τους.» Μετά γύρισε προς τον Αδόλφο. Μόνο τον κοίταξε και του χαµογέλασε.

Εκείνος δέχτηκε τη φιλοφρόνηση χωρίς να µιλήσει.

«Χέστηκα όταν είδα τα όπλα», είπε ο Άιρτον.

«Ας πούµε ότι ήταν κρότου», είπε ο Δάσκαλος και περιεργάστηκε τη συσκευή

που είχαν φτιάξει στο Δηµόκριτο. «Αυτό δουλεύει;»

«Θα το µάθουµε µόλις το χρησιµοποιήσουµε», είπε η Μαρί.

«Δουλεύει», είπε η Αλεξάνδρα µε σιγουριά.

«Είναι επικίνδυνο;» ρώτησε ο Παύλος.

«Όσο και ο φούρνος µικροκυµάτων σου», του απάντησε η Μαρί. «Μόνο που

ψήνει µόνο πέτρες... Του προηγούµενου αιώνα.»

«Θα το κάνουµε αύριο το πρωί», είπε ο Δάσκαλος. «Πριν προλάβουν να

καταλάβουν τι συνέβη στο Δηµόκριτο... Εσύ, Παύλο, έχεις λίγες ώρες να ετοιµάσεις

την καινούρια µας διακήρυξη.»

«Θα µπορούσε να το κάνει ο Αδόλφος», είπε ο Τσε, «είναι καλός.»

«Είναι καλύτερος απ’ όσο νοµίζεις», του είπε ο Δάσκαλος και ο Παύλος

ένιωσε πάλι ένα µικρό κέντρισµα φθόνου. «Αλλά δεν είναι αυτός ο ρόλος του, την

παρούσα στιγµή.»

«Από τι απόσταση θα έχει αποτέλεσµα η συσκευή σας;» ρώτησε η Υπατία.

«Διακόσια µέτρα», είπε η Μαρί.

«Μπορεί και περισσότερα», έκανε η Αλεξάνδρα.

«Διακόσια. Για να είµαστε σίγουροι», είπε ο Δάσκαλος. «Και πόση ώρα

χρειάζεται;»

«Τρία λεπτά», είπε η Μαρί. «Οι πέτρες θα χρειαστούν αρκετές ώρες για να

γίνουν κόκκινες. Αλλά η έκθεση δε χρειάζεται να είναι µεγαλύτερη από τρία λεπτά.»

«Οπότε θα σας πάω βόλτα στη Βουλή αύριο. Να θαυµάσετε τα αξιοθέατα»,

είπε ο Άιρτον.

«Θα πάτε οι τρεις σας», τους είπε ο Δάσκαλος. «Ο Άιρτον µε τη Μαρί στις

µπροστινές θέσεις, να κάνουν ότι τραβάνε φωτογραφίες και χαριεντίζονται, και η

Αλεξάνδρα από πίσω να κρατάει το φανάρι... Οι υπόλοιποι µπορούµε να

ξεκουραστούµε αύριο. Γιατί σας περιµένει ένα πολύ δύσκολο µάθηµα.»

Page 304: i Legewna Twn Psuxwn

304

304

«Ινστιτούτο προστασίας δεδοµένων», είπε ο Παύλος.

«Αυτή θα είναι η ναυαρχίδα που θα πυρπολήσουµε», είπε ο Δάσκαλος.

49.

Την εποµένη της ηµέρας που ο Αδόλφος ξεγύµνωνε τους φρουρούς του

Δηµόκριτου ο Αντρέας περίµενε στο σπίτι του χωρίς να µπορεί να καθίσει. Το σπίτι

µοσχοβολούσε από τα φαγητά που είχε ετοιµάσει η µητέρα του. Ο Αντρέας

πηγαινοερχόταν και κάθε τόσο κοιτιόταν στον καθρέφτη. Ταλαντευόταν ψυχικά

ανάµεσα στην χαρούµενη ανυποµονησία και τη θλίψη του χαµένου οράµατος.

Διαρκώς σκεφτόταν τον πατέρα του: Πως θα ήταν, τι εντύπωση θα του έκανε όταν

τον έβλεπε. Έπρεπε να τον αγκαλιάσει; Ή απλά να του δώσει το χέρι; Και µόλις

κατάφερνε να φανταστεί την καλύτερη δυνατή εκδοχή της υποδοχής, το φάντασµα

της λεγεώνας τρύπωνε και συνέθλιβε την καλή του διάθεση. Είχε αρχίσει να πιστεύει

ότι έκανε λάθος που αποσκίρτησε, αυτή τη στιγµή που τον χρειαζόντουσαν πιο πολύ

από ποτέ. Είχε καταφέρει για πρώτη φορά να γίνει κάτι παραπάνω από γιος. Είχε

φτιάξει κάτι δικό του. Είχε γίνει άντρας. Και το παράτησε για να ξαναγίνει παιδί.

Η µητέρα του ήταν το ίδιο αγχωµένη µε εκείνον. Για άλλο λόγο όµως.

«Νοµίζεις ότι γέρασα;» ρώτησε κάποια στιγµή τον Αντρέα.

«Τις τελευταίες µέρες έχεις ξανανιώσει», της είπε εκείνος και δεν έλεγε

ψέµατα.

Page 305: i Legewna Twn Psuxwn

305

305

Είχε µισήσει τον άντρα της. Επειδή στέρησε από το παιδί της το µέλλον του

και επειδή δεν έµεινε να το αντιµετωπίσει µαζί τους. Τώρα όµως ήθελε να τον

ξαναδεί. Δεν ήξερε αν ήταν ο πανδαµάτωρ χρόνος ή η αυτοπεποίθηση που είχε

αποκτήσει ο Αντρέας ή... Ναι, µπορεί να ήταν και τα λεφτά που τους έστειλε την πιο

κρίσιµη στιγµή. Δεν ήξερε τι θα έκανε µόλις τον έβλεπε. Αν θα τον χαστούκιζε ή αν

θα τον φιλούσε. Αλλά ήθελε να είναι όµορφη. Είτε τον έδιωχνε είτε τον δεχόταν,

ήθελε να είναι όµορφη.

Καθώς πλησίαζε η ώρα µητέρα και γιος έχασαν την ενεργητικότητα τους και

έκατσαν στην κουζίνα, να περιµένουν χωρίς να µιλάνε. Όταν ακούστηκε το κουδούνι

δεν σηκώθηκε κανείς. Ήταν να ζούσαν σε ένα θεατρικό, κάτι σαν το Περιµένοντας

τον Γκοντό, αλλά εκείνος τελικά ερχόταν.

Στο δεύτερο κουδούνι κοιταχτήκανε. Στο τρίτο έπρεπε να ξεκινήσει η

παράσταση. Και σηκωθήκανε ταυτόχρονα. Χωρίς να ρωτήσει απ’ το θυροτηλέφωνο

ποιος ήταν η µητέρα πάτησε το κουµπί για να ανοίξει η πόρτα. Μετά σταθήκανε και

περίµεναν ακούγοντας το βόµβο του ανελκυστήρα.

«Είµαι εδώ», είπε η µητέρα του πριν ανοίξει την πόρτα.

Εκεί στεκόταν ο πατέρας του. Τόσο κουρασµένος, τόσο... γέρος. Τα µαλλιά

του είχαν ασπρίσει και κόκκινες φλέβες χάραζαν το άσπρο των µατιών του.

Προσπαθούσε να χαµογελάσει, αλλά η θλίψη ήταν πιο βαθιά από τις ρυτίδες του. Η

αίσθηση του άσχηµα σκηνοθετηµένου θεατρικού έργου συνεχιζόταν. Κανείς δεν

ήξερε τι να κάνει µε τα χέρια του, κανείς δε θυµόταν τα λόγια που είχε τόσα χρόνια

µελετήσει. Ο πατέρας κοίταξε την πρώην γυναίκα του, το πρώην παιδί του. Ο

Αντρέας άπλωσε το χέρι του. Ο πατέρας του το πήρε, τον τράβηξε πάνω του και τον

αγκάλιασε.

«Συγνώµη», του είπε και η φωνή του ακούστηκε τόσο ξένη και τόσο οικεία

που ο Αντρέας δάκρυσε. Έσφιξε όσο πιο δυνατά µπορούσε τον πατέρα του.

Δεν ήταν καθόλου εύκολο να µπουν στο ρόλο τους. Η πρώτη ώρα του έργου

πέρασε µε ανώδυνα σχόλια για το φαΐ –και τεράστιες παύσεις ανάµεσα. Κάποια

στιγµή ο Αντρέας σκέφτηκε τη Λεγεώνα, θυµήθηκε τον Τζορτζ. Τότε, σαν να ήταν

κάποιος άλλος, σηκώθηκε επάνω και σήκωσε το µπατζάκι του.

Page 306: i Legewna Twn Psuxwn

306

306

«Αυτό δε φεύγει, όσο κι το θέλουµε. Ας αρχίσουµε να µιλάµε», είπε

ξαφνιάζοντας τους γονείς του µε το θάρρος του.

Ο πατέρας του πήρε το λόγο. Είπε ότι τη µέρα του ατυχήµατος, τη στιγµή του

ατυχήµατος, παρανόησε. Δε φοβόταν τη φυλακή, δεν έφυγε γι’ αυτό. Εκείνη τη

στιγµή το µόνο που ήθελε ήταν να πεθάνει. Χάθηκε στους δρόµους και στο µυαλό

του για αρκετό καιρό. Έτρεχε, όσο πιο γρήγορα µπορούσε, και βρέθηκε όσο πιο

µακριά µπορούσε. Ζούσε σαν ανώνυµος αλήτης, σαν κάποιον ήρωα του Χίτσκοκ που

δε θυµάται ούτε το όνοµα του. Βγήκε από την πόλη µε τα πόδια και κοιµήθηκε

πολλές νύχτες στην ύπαιθρο, ελπίζοντας να µην ξυπνήσει το πρωί. Το σώµα του,

όµως, είχε διαφορετική άποψη. Τον έσπρωχνε να τραφεί, µε ό,τι έβρισκε µπροστά

του, σκουπίδια, χόρτα, ακόµα και έντοµα. Σε άγρια και ηµιπαρανοϊκή κατάσταση

περπάτησε µέχρι που έφτασε σε χώρες όπου δεν γνώριζε τη γλώσσα. Τον συνέλαβαν,

αλλά τον έκλεισαν σε ψυχιατρείο. Για τους γιατρούς ήταν κάτι παράδοξο, όπως τα

ηµιάγρια παιδιά των λύκων. Δε µιλούσε, δεν αντιδρούσε στα φάρµακα και δεν είχε

πάνω του κανένα στοιχείο που να προσδιορίζει την ταυτότητα ή την εθνικότητα του.

Έµεινε κλεισµένος στο ίδρυµα µέχρι που οι γιατροί αποφάσισαν ότι δεν είχαν τίποτα

να του προσφέρουν και η κυβέρνηση της χώρας δεν µπορούσε να συντηρεί

φαντάσµατα. Τον αφήσανε να φύγει, νίπτοντας τα χέρια τους.

Εκείνος συνέχισε να προχωράει, ώσπου έφτασε σε ένα χωριό. Τα υπολείµµατα

του εµφυλίου ήταν παντού τριγύρω του. Κατεστραµµένες εκκλησίες, καµένα σπίτια

και ακρωτηριασµένοι άνθρωποι. Ψάχνοντας φαΐ χτύπησε µια πόρτα, από ένα σπίτι

που µετά βίας στεκόταν όρθιο. Του άνοιξε ένα παιδί µε πατερίτσες. Το αριστερό του

πόδι έλειπε. Οι νάρκες ήταν το ενθύµιο που είχαν αφήσει οι νικητές. Έµεινε σε εκείνο

το σπίτι περισσότερο καιρό απ’ ό,τι περίµενε. Ανέλαβε να αναστήσει τα χτήµατα της

οικογένειας. Η µητέρα του κουτσού παιδιού είχε χάσει τον άντρα της στον εµφύλιο.

Μόνη της προσπαθούσε να συντηρήσει τρία παιδιά. Εκείνος τους βοήθησε. Χωρίς να

µιλάει.

Ώσπου κάποια µέρα αποφάσισε να συνεχίσει το δρόµο του. Ήξερε ποιος ήταν

και τι είχε κάνει, αλλά δεν µπορούσε να γυρίσει πίσω. Δουλεύοντας σε εποχιακές

δουλειές σε οπωρώνες και αµπέλια, διέσχισε όλη την Ευρώπη. Στην άκρη του

Ατλαντικού επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο και κατέκτησε τον ωκεανό. Αποβιβάστηκε σε

Page 307: i Legewna Twn Psuxwn

307

307

κάποιο λιµάνι της Λατινικής Αµερικής και συνέχισε να παρασταίνει το φάντασµα. Οι

µόνες λέξεις που έβγαιναν από το στόµα του ήταν οι απαραίτητες ισπανικές: Δουλειά,

φαΐ, νερό, δρόµος.

Γιατί δε γυρνούσε πίσω; Επειδή δεν πίστευε ότι ήταν ικανός. Δεν του άξιζε να

έχει παιδί, να έχει οικογένεια, δεν του άξιζε να είναι άνθρωπος. Όταν είχε δουλειά

δούλευε όλη µέρα, χωρίς σταµατηµό, ακόµα και όταν το αφεντικό του έλεγε να

ξεκουραστεί, να κάνει ένα διάλειµµα. Αυτός που δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του,

είχε γίνει πια µια µηχανή εργασίας. Τα λεφτά που κέρδιζε τα ξόδευε στο ποτό. Αλλά

δεν πήγαινε σε µπαρ να πιει ή σε ταβέρνες. Αγόραζε το µπουκάλι και καθόταν στο

δωµάτιο του, πίνοντας σπασµωδικά, µέχρι να µεθύσει και να πέσει να κοιµηθεί έναν

ύπνο χωρίς όνειρα, έναν ύπνο όµοιο µε θάνατο.

Έζησε έτσι πολλά χρόνια. Μια σκιά ανθρώπου χωρίς όνειρα και σκέψεις,

χωρίς οµιλία, χωρίς αισθήµατα, πέρα από ένα που τον συνέθλιβε. Αυτό της

αποτυχίας.

Γιατί δεν αυτοκτόνησε; Επειδή, ακόµα και η αυτοκτονία, είναι µια πράξη

θάρρους, απεγνωσµένου θάρρους, ατυχούς. Η αυτοκτονία είναι µια κραυγή ή ένας

ψίθυρος, µια υπενθύµιση του αυτόχειρα προς τον κόσµο και τον εαυτό του ότι είναι

αυτόβουλος, ελεύθερος να πάρει τη µοίρα του στα χέρια του και την εκµηδενίσει.

Εκείνος δεν ήθελε να υπάρχει ούτε για εκείνη τη στιγµή που θα αποφάσιζε να θέσει

τέλος στη µάταιη ύπαρξη του. Ήθελε να πονάει, να υποφέρει χωµένος µέσα στο κενό,

χωρίς διέξοδο, χωρίς ελπίδα.

Ώσπου, κάποια µέρα, βρέθηκε στο επίκεντρο µιας επανάστασης. Η χώρα που

τον φιλοξενούσε ήταν µία από αυτές που τυραννούσε η ηγεµονίδα του νότιου

ηµισφαιρίου, η Βραζιλία. Οι κάτοικοι της δούλευαν δώδεκα και δεκαπέντε ώρες την

ηµέρα για να εξασφαλίζουν τους τόκους των χρηµάτων που είχαν δανειστεί οι

διεφθαρµένες κυβερνήσεις τους. Κάθε µέρα η ζωή τους γινόταν και δυσκολότερη,

αφού η Βραζιλία απαιτούσε περισσότερα και οι κυβερνήτες τα έπαιρναν από τους

ήδη φτωχούς υπηκόους. Ώσπου βαρέθηκαν να πεινάνε και να εργάζονται για να

πλουτίζουν δέκα µεγαλοβιοµήχανοι. Η έκρηξη συνέβη όταν η κυβέρνηση επέβαλε

έναν καινούριο φόρο στα εισοδήµατα τους. Οι εργαζόµενοι απεργήσανε και η

αστυνοµία αντέδρασε σκοτώνοντας κάποιους από αυτούς. Την επόµενη µέρα τίποτα

δεν µπορούσε να αντισταθεί στο παλιρροϊκό κύµα που έπνιξε κάθε δρόµο. Η

Page 308: i Legewna Twn Psuxwn

308

308

κυβέρνηση ζήτησε τη βοήθεια της προστάτιδας χώρας, της διεθνούς κοινότητας, αλλά

ο λαός δεν είχε τίποτα να χάσει πια. Και τίποτα δεν µπορούσε να τον σταµατήσει.

Ο πατέρας του Αντρέα βρέθηκε ανάµεσα στις φωτιές και τις σφαίρες.

Προσπάθησε να προσποιηθεί ότι ούτε αυτό τον άγγιζε, αλλά όταν είδε τα τανκ του

στρατού να περνάνε πάνω από τα κορµιά ανθρώπων που ζητούσαν πίσω τη ζωή τους,

και τη διεκδικούσαν µε µόνο όπλο τα κορµιά τους, τότε κάτι άλλαξε µέσα του.

Άλλαξε όταν έσκυψε για να µαζέψει έναν άντρα που ψυχορραγούσε και

φώναζε ελευθερία. Τα µάτια του έλαµπαν ανάµεσα σε ποτάµια αίµατος που έτρεχαν

από την πληγή στο κεφάλι. Και τα δυο του πόδια είχαν κονιορτοποιηθεί από µια

οβίδα, αλλά έσφιξε το χέρι του πατέρα του Αντρέα και του είπε, σχεδόν γελώντας:

«Νίκη ή θάνατος». Και µετά πέθανε.

Άλλαξε όταν άφησε τον νεκρό κάτω και σηκώνοντας τα µάτια είδε

δεκαεξάχρονα παιδιά να πολεµάνε τους στρατιώτες µε πέτρες. Οι σφαίρες, καθόλου

πλαστικές, καθόλου ακίνδυνες, σφύριζαν πάνω από το κεφάλι του και άλλαζαν τόνο

όταν εξοστρακίζονταν στους τοίχους των ρηµαγµένων κτιρίων.

Έσκυψε, πήρε µια πέτρα που ήταν ήδη µατωµένη, από το αίµα του ανθρώπου

που είχε πεθάνει στα χέρια του, και στάθηκε όρθιος. Μόνο τότε ένιωσε να ξαναζεί.

Όρµησε γελώντας και ουρλιάζοντας στα τανκ.

Ο Λάο Τσε έγραφε ότι το δυνατότερο στοιχείο είναι το νερό. Δεν είχε

γνωρίσει τη δύναµη του πεινασµένου και αδικηµένου ανθρώπου.

Για µια βδοµάδα ο στρατός σκότωνε τους πετροβόλους. Μετά εκείνοι έγιναν

τόσο πολλοί που οι σφαίρες δεν έφταναν για τους σκοτώσουν. Οι στρατιώτες

κουράστηκαν να πυροβολούν και έστρεψαν τα όπλα τους ενάντια στο προεδρικό

µέγαρο. Ο κυβερνήτης πήρε το χρυσό που είχε µαζέψει τόσα χρόνια και εγκατέλειψε

τη χώρα. Η επανάσταση είχε κερδίσει. Έγιναν εκλογές, µέσα σε ένα παράταιρο

συνοθύλευµα από κηδείες και γιορτές. Ο πατέρας του Αντρέα ήταν ένας από τους

ήρωες της επανάστασης. Το Λαϊκό κόµµα, που κέρδισε τις εκλογές, τον τίµησε για

την προσφορά του και του έδωσε την υπηκοότητα της χώρας. Πριν προλάβει να χαρεί

την ανάσταση του ως άνθρωπος αντιλήφθηκε, όπως και οι υπόλοιποι πολίτες, τη

διαφθορά της νέας κυβέρνησης. Η Βραζιλία και το διεθνές νοµισµατικό ταµείο την

αναγνώρισε ως νόµιµη κυβέρνηση και της έδωσε ένα καινούριο δάνειο «για να

επουλωθούν οι πληγές του εµφυλίου». Η επανάσταση βαφτίστηκε εµφύλιος και οι

Page 309: i Legewna Twn Psuxwn

309

309

πολίτες βρέθηκαν στην ίδια θέση µε πριν: Να δουλεύουν και να πεινάνε για

ξεπληρώνουν δάνεια.

Τότε ήταν που ο πατέρας του Αντρέα αποφάσισε να γυρίσει στη χώρα του.

Τότε ήταν που τα µαλλιά του ασπρίσανε. Γιατί είχε πιστέψει ότι µπορούσε να κάνει

κάτι παραπάνω. Όχι µόνο να ζει, αλλά να παλέψει. Και κατάλαβε ότι έπρεπε να

µιλήσει στο γιο του. Να του πει για την απύθµενη χαρά που νιώθει ο αγωνιστής, για

τις ελπίδες που ατσαλώνουν κάθε ιδεαλιστή. Και για το γκρέµισµα που έρχεται µετά.

Γι’ αυτό γύρισε πίσω.

Όταν ο πατέρας του Αντρέα σταµάτησε να µιλάει κανένας δε µιλούσε. Ο

Αντρέας σκεφτόταν τη Λεγεώνα, το Δάσκαλο, τους συµµαθητές του. Η µητέρα του

σηκώθηκε να µαζέψει τα πιάτα ταραγµένη.

«Και τα λεφτά που µας έστελνες;» τον ρώτησε κάποια στιγµή.

Πριν ο πατέρας προλάβει να απαντήσει, πριν καν εκφράσει την απορία του,

είδε τον Αντρέα να του κάνει νόηµα.

«Ήταν... Ήταν αυτά που είχα βγάλει δουλεύοντας... Συν µερικά που µου

έδωσε η Λαϊκή κυβέρνηση...»

«Δεν υπάρχουν άλλα δηλαδή».

Ο Αντρέας, πίσω από την πλάτη της µητέρας του, χαµογελούσε σαν να έλεγε

ότι υπάρχουν πολλά ακόµα.

«Έχω αρκετά για... Λίγους µήνες... Ίσως και παραπάνω.»

«Και µετά;»

«Μέχρι να έρθει το µετά θα βρούµε την άκρη», είπε ο πατέρας και σηκώθηκε.

Η µητέρα έκανε την ίδια γκριµάτσα που συνήθιζε πριν εκείνος φύγει.

Δυσπιστία και απογοήτευση.

«Αντρέα», είπε ο πατέρας, «πάµε να δούµε σε τι κατάσταση είναι η µηχανή

µου.» Και σαν απάντηση στο έκπληκτο βλέµµα της µητέρας πρόσθεσε: «Θα πιάσει

καλή τιµή στο ίντερνετ.»

Μέσα στο ασανσέρ δε µιλούσαν. Ο Αντρέας κοιτούσε κάτω. Ο πατέρας

παρατηρούσε το πρόσωπο του γιου του.

Page 310: i Legewna Twn Psuxwn

310

310

«Μεγάλωσες», του είπε καθώς έβγαιναν. «Και δεν εννοώ ότι µεγάλωσες

ηλιακά, αυτό ήταν αναµενόµενο και φυσικό... Όµως, νιώθω σαν να έχω έναν άντρα

απέναντι µου... Εννοώ... Κατάλαβες τι εννοώ.»

Ο Αντρέας είχε καταλάβει. Μόνο η µητέρα του δεν είχε αντιληφθεί την

αλλαγή. Για εκείνη, πιθανότατα, θα ήταν πάντα το µικρό της αγόρι.

Μπήκανε στην «αποθήκη» της πολυκατοικίας και ο Αντρέας προχώρησε για

να ξεσκεπάσει τη µηχανή.

«Με βοήθησε ένας φίλος να τη φτιάξω», είπε. Όµως πριν τραβήξει το πανί ο

πατέρας του του έπιασε το χέρι.

«Ας ‘την, για την ώρα. Πες µου τι συµβαίνει. Για ποια λεφτά µιλάει η µητέρα

σου;»

«Έκανα τη ληστεία», ψιθύρισε ο Αντρέας.

«Τη ληστεία;»

«Αυτή που είχες σχεδιάσει... Όχι µόνος µου. Μαζί µε τη Λεγεώνα.»

Του διηγήθηκε τα πάντα για τη Λεγεώνα. Πως βρέθηκε σ’ αυτή, πως έκαναν

τη ληστεία, πως κατεδαφίσανε το Χρηµατιστήριο και πως εγκατάλειψε τα πάντα

τελικά. Το µόνο που δεν του είπε ήταν η αποκάλυψη του Δασκάλου για τους

προγόνους τους. Αυτό φοβήθηκε ότι δε θα το πίστευε ο πατέρας του.

Εκείνος άκουσε τα πάντα µε σοβαρότητα και µετά ξεκίνησε να γελάει.

Χτύπησε το γιο του στον ώµο και αφού το σκέφτηκε λιγάκι τον αγκάλιασε. Μετά

όµως τραβήχτηκε πίσω.

«Και τώρα έφυγες από τη... Λεγεώνα; Γιατί;» τον ρώτησε.

«Περίµενα εσένα», είπε ο Αντρέας.

«Αν το ήξερα δε θα γυρνούσα», είπε εκείνος. Τράβηξε το πανί και χάιδεψε το

νίκελ της µηχανής. «Ο κόσµος µας καταρρέει», είπε χωρίς να κοιτάει τον Αντρέα.

«Είναι πόλεµος. Είναι ο µεγαλύτερος παγκόσµιος πόλεµος που έχει γίνει. Αν δεν

αντισταθούµε θα µας εξοντώσουνε.» Ανέβηκε στη σέλα. Χαµογέλασε. «Είναι ωραία

εδώ πάνω.» Μετά γύρισε, είδε τον Αντρέα και χωρίς να το θέλει κοίταξε το πόδι του.

Σκυθρώπιασε και κατέβηκε. «Ο άνθρωπος πρέπει να έχει έναν σκοπό στη ζωή του»,

είπε ενώ σκέπαζε ξανά τη µηχανή. «Μας έκαναν να πιστεύουµε ότι ο σκοπός µας

µπορεί να είναι τα πράγµατα που αγοράζουµε. Μετά µας ανάγκασαν να πιστέψουµε

ότι σκοπός µας είναι η επιβίωση: Μέρα µε τη µέρα, δουλειά, ύπνος και µετά ξανά

Page 311: i Legewna Twn Psuxwn

311

311

δουλειά. Να πασχίζουµε για ένα πιάτο φαΐ, ενώ εκείνοι, οι εχθροί, έχουν τα πάντα

χωρίς καθόλου να κοπιάζουν... Πρέπει να είµαστε αµείλικτοι µαζί τους, όσο

αδίστακτοι είναι κι αυτοί. Ξέρεις τι αξία έχει η ζωή σου για έναν από τους

«µεγάλους»; Καµία. Αν σταθείς εµπόδιο στα κέρδη τους θα σε συνθλίψουν στο

λεπτό... Μας αφιονίζουν µε το δηλητήριο των εκλογών. Είναι µια δικλείδα ασφαλείας

για το σύστηµα τους οι εκλογές. Μόλις καταλαβαίνουν ότι ο κόσµος δεν αντέχει άλλο

παρουσιάζουν έναν µεσσία. Αυτός συνήθως έχει το προφίλ του ριζοσπάστη. Τα

οικονοµικά συµφέροντα τον στηρίζουν, αλλά αυτός προσποιείται πως θέλει να τα

ανατρέψει. Ο λαός τον ψηφίζει και µετά δεν έχει καµιά δικαιολογία για να

αντισταθεί. Μόνος του διάλεξε. Και δεν έχει την ωριµότητα να καταλάβει ότι διάλεξε

ανάµεσα στη λαιµητόµο και το τσεκούρι. Το κεφάλι του θα το χάσει ούτως ή

άλλως...»

Έβαλε τα χέρια του στους ώµους του Αντρέα και τον κοίταξε στα µάτια.

«Το µόνο που φοβούνται, το µόνο που καταλαβαίνουν, είναι η ένοπλη

αντίσταση. Ο κόσµος δεν αλλάζει χωρίς αίµα. Αυτοί χύνουν το δικό µας τόσα και

τόσα χρόνια, καιρό να χυθεί και το δικό τους.» Έσφιξε τα δάκτυλα του τόσο που οι

ώµοι του Αντρέα πονέσανε. Αλλά πιο πολύ τον πόνεσε το βλέµµα του, ίσα µέσα στα

µάτια του. «Πρέπει να πολεµήσεις. Αν µείνεις απαθής και αµέτοχος θα πεθάνεις.

Όπως πέθαινα κι εγώ τόσα χρόνια, κάθε µέρα.»

«Θα µείνεις;» τον ρώτησε ο Αντρέας.

«Θα µείνω για να πολεµήσω. Θα µείνω για να πολεµήσω πλάι σου.»

Άφησε τον Αντρέα κι εκείνος περπάτησε για λίγο µέσα στην αποθήκη.

Κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει.

«Η µαµά», ξεκίνησε να λέει, αλλά ντράπηκε. «Η µητέρα δεν ξέρει τίποτα...

Δεν νοµίζω να καταλάβει.»

«Οι µανάδες δεν καταλαβαίνουν ποτέ», είπε εκείνος. «Μόνο θρηνούν κάτω

από το σταυρό του παιδιού τους. Αλλά... Αν µια µάνα εξοργιστεί δε τη σταµατάει

τίποτα. Γιατί δε φοβάται να πεθάνει για να προστατέψει το παιδί της.»

Ο Αντρέας έκανε δυο τρεις στροφές γύρω από τον εαυτό του.

«Θα πάω να τους βρω», είπε µετά αποφασισµένος.

«Το ξέρω».

Page 312: i Legewna Twn Psuxwn

312

312

Έκανε να φύγει, έπιασε το πόµολο, αλλά δεν άνοιξε την πόρτα. Ο πατέρας

του κατάλαβε τι σκεφτόταν.

«Θα σε δεχτούν ξανά», του είπε. «Είµαι σίγουρος ότι σε περιµένουν.»

«Θα µε δεχτούν», συµφώνησε ο Αντρέας.

Άνοιξε την πόρτα για να φύγει, αλλά ο πατέρας του τον φώναξε.

«Αντρέα», του είπε και τον πλησίασε. «Ένας λόγος που γύρισα ήταν για να

σου ζητήσω συγνώµη.»

«Δε χρειάζεται», ξεκίνησε να λέει εκείνος.

«Το ξέρω. Το ξέρω τώρα πια... Δεν ήθελα να µε συγχωρέσεις για το πόδι

σου...»

«Αλλά επειδή έφυγες», τον πρόλαβε ο Αντρέας.

«Ναι, επειδή σας άφησα... Αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι έπρεπε να σας

αφήσω... Το ξέρω ότι σε πόνεσα και πόνεσα κι εγώ πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αν είχα

µείνει... Αλλά άξιζε. Άξιζε γιατί βλέπω έναν άντρα µπροστά µου.»

Αγκαλιαστήκανε ξανά. Αλλά αυτό το αγκάλιασµα δεν ήταν ανάµεσα στο γιο

και τον πατέρα, αλλά ανάµεσα σε δύο συντρόφους.

«Πάω», του είπε ο Αντρέας. «Ο πόλεµος ξαναρχίζει.»

«Συνεχίζεται. Ο πόλεµος ποτέ δεν τελείωσε.»

Χαµογελώντας ο Αντρέας βγήκε στον ήλιο. Περπάτησε λίγα µέτρα και άκουσε

πίσω του τον πατέρα του να φωνάζει:

«Αντρέα. Victoria o muerte.»

«Victoria», φώναξε ο Αντρέας και έφυγε.

Ο πατέρας του τον κοιτούσε µέχρι που έστριψε.

«Στο καλό, γιε µου», µονολόγησε και κλείδωσε την πόρτα.

Page 313: i Legewna Twn Psuxwn

313

313

50.

Η επιστροφή του ασώτου ήταν πιο εύκολη απ’ ό,τι πίστευε. Του άνοιξε ο Τσε,

του χαµογέλασε και τον κλώτσησε φιλικά στο πόδι.

«Καλώς ήρθες πίσω», του είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

Στην αίθουσα βρισκόντουσαν όλοι εκτός από τον Άιρτον, τη Μαρί και την

Αλεξάνδρα.

«Σε περιµέναµε, Τζορτζ», του είπε ο Δάσκαλος και του έδειξε τη θέση του.

Τα µάτια της Υπατίας έλαµπαν.

«Με συγχωρείτε», είπε αυτός. «Ήταν... Μια στιγµή αδυναµίας.»

«Όλοι έχουµε τέτοιες στιγµές», είπε ο Δάσκαλος. «Αυτές µας κάνουν πιο

δυνατούς.»

«Τι πρέπει να κάνω για να ξαναµπώ στη Λεγεώνα;»

«Απλά κάτσε στην καρέκλα σου.»

Μόλις έκατσε ο Δάσκαλος τον πληροφόρησε ότι είχε χάσει µια υπέροχη

επιχείρηση στο Δηµόκριτο, όπου ο Αδόλφος µε τον Τσε και τον Άιρτον είχαν

ξεβρακώσει το σύστηµα. Κυριολεκτικά. Όλοι γελάσανε.

«Πέτυχε λοιπόν;» ρώτησε ο Τζορτζ, αν και ήξερε την απάντηση.

«Χωρίς καµία απώλεια, εκτός ίσως...» Κοίταξε τους µαθητές του. «Η

αντιτροµοκρατική θα πάρει τις περιγραφές των τριών από τους φύλακες. Δε θα

δυσκολευτούν να τις συνδυάσουν µε τη ληστεία και το χρηµατιστήριο.»

«Ο κλοιός στενεύει», είπε ο Καρλ.

«Μην ανησυχείς γι’ αυτό», του είπε ο Δάσκαλος. «Δεν ξέρουν τα ονόµατα

σας.»

«Μόνο τα πρόσωπα µας», ξαναµίλησε ο Καρλ.

«Μόλις θα τελειώσει το θέµα µε το Ινστιτούτο αυτό δε θα έχει καµιά

σηµασία... Η τράπεζα δεδοµένων τους θα φαλιρίσει. Θα πάθουν τέτοιο νευρικό

κλονισµό που δε θα ξέρουν τι να κάνουν.»

«Πότε θα πάµε για το Ινστιτούτο;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Σε µια βδοµάδα», είπε ο Δάσκαλος. «Να δουν πρώτα τα αποτελέσµατα του

ραδιενεργού γκράφιτι, να διαβάσουν και την προκήρυξη µας... Να δούµε κι εµείς πως

Page 314: i Legewna Twn Psuxwn

314

314

θα αντιδράσει ο κόσµος. Αυτή θα είναι η δεύτερη δηµόσια εµφάνιση της Λεγεώνας

και θα είναι πολύ εντυπωσιακή.»

«Θα αρχίσουν να πιστεύουν στο Θεό και τα θαύµατα», είπε ο Παύλος.

«Αυτοί που θέλουµε να πιστέψουν είναι οι άνθρωποι, ο απλός κόσµος εκεί

έξω. Ένας λόγος που δεν αντιδρούν είναι γιατί νοµίζουν ότι το σύστηµα είναι

αδιάβρωτο, ανίκητο. Αν πιστέψουν ότι υπάρχει κάτι ανώτερο από την τροµοκρατία

του κράτους θα έρθουν µαζί µας. Ή µάλλον θα προχωρήσουν µπροστά από εµάς και

χωρίς εµάς.»

Καθώς τελείωνε την πρόταση του ακούστηκε το κουδούνι.

«Ήρθαν οι τουρίστες µας», είπε και έκανε νόηµα να ανοίξουν την πόρτα.

Μετά από λίγο µπήκαν οι αίθουσα οι «τουρίστες». Η Αλεξάνδρα κρατούσε

στα χέρια της τη συσκευή που έµοιαζε σαν έναν αυτοσχέδιο προβολέα. Ήταν

χαµογελαστοί και ανάλαφροι λες και µόλις είχαν γυρίσει από εκδροµή. Ο Άιρτον είδε

τον Τζορτζ και πήγε καταπάνω του.

«Αυτή είναι η καλύτερη µέρα της ζωής µου», είπε αγκαλιάζοντας ‘τον.

«Πέρασα τρεις ώρες µε δύο απίθανα κορίτσια, επιτέλεσα το επαναστατικό µου έργο

και βρίσκω ξανά το φίλο µου.»

«Όλα καλά υποθέτω», είπε ο Δάσκαλος.

«Πολύ εύκολο», είπε η Μαρί. «Σχεδόν βαρετό.»

«Ευχαριστώ πολύ», της είπε ο Άιρτον, δήθεν θιγµένος. «Το πρώτο µας

ραντεβού και το βρήκες βαρετό.»

«Πότε πιστεύετε ότι θα έχουµε αποτελέσµατα;» ρώτησε η Υπατία.

«Η εξέλιξη θα είναι σε οκτάωρη βάση», είπε η Αλεξάνδρα. «Σε οκτώ ώρες θα

έχουν γίνει λίγο... ροζ. Σε δεκάξι φούξιε και σε είκοσι τέσσερις κόκκινες. Αύριο το

πρωί.»

«Αύριο το πρωί θα είµαστε πρώτο θέµα σε όλες τις εφηµερίδες και τα network

του κόσµου», είπε ο Δάσκαλος.

«Η προκήρυξη θα ανέβει το πρωί», είπε ο Παύλος. «Όταν θα υπάρχει και

εικόνα για να τη συνδυάσουν στα δελτία τους.»

Όλοι ήταν ενθουσιασµένοι. Ο Τζορτζ τους κοίταξε και µετά σκέφτηκε:

«Ευτυχώς που γύρισα.»

Page 315: i Legewna Twn Psuxwn

315

315

Ο Δάσκαλος, σαν να διάβασε τη σκέψη του, του είπε: «Χαιρόµαστε που ήρθες

πίσω, Τζορτζ. Γιατί σε χρειαζόµαστε.»

«Μην το πάρεις και πάνω σου», είπε η Υπατία και τον κοίταξε τόσο τρυφερά

που του ήρθε να σηκωθεί να τη φιλήσει.

«Το ινστιτούτο δε θα είναι πιο δύσκολο», είπε ο Δάσκαλος µετά από λίγο.

«Μέσα θα µπουν µόνο δύο: Ο Τζορτζ και η Υπατία.»

Εκείνη τον κοίταξε µε έκπληξη.

«Ναι», της απάντησε σε µια ερώτηση που δεν είχε κάνει. «Αναλαµβάνεις

δράση... Θέλω να µοιάζετε µε φοιτητές στο µεταπτυχιακό. Υποτίθεται ότι θα είστε

του σώµατος ηλεκτρονικού εγκλήµατος που µόλις αποφοίτησαν από το πανεπιστήµιο

και προσλήφτηκαν στην αστυνοµία για τις εξαιρετικές επιδόσεις τους. Να είστε

υπεροπτικοί µε τους φύλακες. Εσείς είστε επιστήµονες και εκείνοι απλοί υπάλληλοι.

Πρέπει να δείχνετε ότι ξέρετε που πάτε και τι κάνετε. Οποιαδήποτε υπόδειξη

αντιµετωπίστε ‘την µε αλαζονική συγκαταβατικότητα, σαν να τους λέτε: Σιγά, µη µου

πεις εσύ πως θα κάνω τη δουλειά µου... Απ’ έξω θα είναι ο Αδόλφος, ο Τσε και ο

Άιρτον.» Κοίταξε τον Αδόλφο και τον Τσε. «Πάρτε µαζί σας τα όπλα που είχατε στο

Δηµόκριτο. Δε µε νοιάζει που τα βρήκατε. Μπορεί να σας χρειαστούν στο Ινστιτούτο.

Ο κλοιός έχει αρχίσει να κλείνει.»

Ο Καρλ ανήσυχος ανακάθισε.

«Και... Άιρτον... Μην ξεχάσεις να φουλάρεις το Ρωµαίο σου.»

«Μην αγχώνεσαι µε µένα», του είπε ο Άιρτον. «Θα φτιάξω ένα ωραίο µίγµα

από σούπερ και κηροζίνη. Μπορεί η µηχανή του να θέλει λίγο φτιάξιµο µετά, αλλά

δεν πρόκειται να µας σταµατήσουν ούτε τζετ.»

«Με τις κάµερες τι θα κάνουµε;» ρώτησε ο Καρλ.

«Αυτές δε µας απασχολούν πλέον», είπε ο Δάσκαλος. «Μόλις πέσει η τράπεζα

δεδοµένων θα είναι σαν τυφλά ποντίκια σε µινωϊκό λαβύρινθο.»

«Εγώ τι θα κάνω;» ρώτησε η Μαρί που έµοιαζε να έχει εθιστεί στη δράση.

«Θυµάσαι το γραφείο µου; Θέλω να φτιάξεις µαζί µε την Αλεξάνδρα κάτι

ανάλογο. Ίδιας δύναµης, αλλά να εκρήγνυται µε την κρούση. Να έχουν τα αγόρια µας

απέξω καµιά πενηνταριά ο καθένας. Όχι για να καταστρέψουν κάτι, αλλά για να

κάνουν σάλο.»

«Αν πετύχουν άνθρωπο θα τον κόψουν στη µέση», είπε η Μαρί.

Page 316: i Legewna Twn Psuxwn

316

316

«Νοµίζω ότι ξέρουν καλό σηµάδι, έτσι δεν είναι;»

Ο Άιρτον και ο Τσε χαµογέλασαν. Ο Αδόλφος δεν φαινόταν ικανοποιηµένος.

«Κι αν οι δύο που θα µπουν µέσα δεν πετύχουν;» ρώτησε.

«Τότε θα φύγουµε, όσο πιο γρήγορα µπορούµε. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να

ανατινάξουµε το ινστιτούτο. Μόνο το πρόγραµµα που έφτιαξε ο Καρλ µε την Υπατία

έχει σηµασία.»

«Αλήθεια», έκανε ο Παύλος. «Πως το έχετε ονοµάσει το πρόγραµµα σας;»

«Firewall 5», είπε ο Καρλ, «τι σηµασία έχει;»

«Απόλυτη», είπε ο Παύλος. «Ποιο είναι το έργο του Μπετόβεν που ξέρουν οι

πάντες;» Κανείς δε µίλησε. «Η σονάτα του σεληνόφωτος. Μπορεί να µην την έχουν

ακούσει ποτέ, αλλά θυµούνται το όνοµα. Αν θέλετε να µιλήσω για αρρώστιες, τότε

καλύτερα να λες γρίπη των πουλερικών ή µαύρος θάνατος, παρά Η1Ν1.»

«Μπορεί να µας φαίνεται ασήµαντο, αλλά ο Παύλος έχει δίκιο», είπε ο

Δάσκαλος. «Είναι µια µάχη των λέξεων. Πρέπει, πάντα, να βρίσκεις τη σωστή λέξη.»

«Ας µας πει ο ειδικός στην προπαγάνδα τότε», είπε ο Καρλ. «Αυτός θα είναι ο

νουνός.»

«Γονόρροια», πετάχτηκε ο Άιρτον.

Όλοι τον κοιτάξανε.

«Δεν ξέρω τι είναι αυτό», δικαιολογήθηκε εκείνος. «Απλά πάντα µου άρεσε

σαν λέξη.»

«Πρέπει να είναι κάτι που να θυµίζει τη Λεγεώνα των ψυχών», είπε ο Παύλος.

«Μετενσάρκωση», είπε η Υπατία.

«Πολύ δύσκολο. Οι πιο πολλοί δε θα ξέρουν πως γράφεται.»

«Θάνατος», είπε ο Τσε.

«Πολύ συνηθισµένο. Και δε θα το καταλαβαίνουν όσοι δε µιλάνε ελληνικά...

Πρέπει να είναι κάτι που να λέγεται το ίδιο σε όλες τις γλώσσες.»

«Νιρβάνα», είπε ο Αδόλφος και ο Παύλος τον κοίταξε µε φθόνο.

Αυτή ήταν η λέξη.

«Οι υπολογιστές µπαίνουν στην νιρβάνα», είπε η Υπατία. «Δεν είναι αναµονή

ούτε προσωρινό σβήσιµο, αλλά η δίχως επιστροφή νιρβάνα.»

«Και είναι ένας θετικός όρος», πρόσθεσε ο Δάσκαλος. «Σαν να έχεις κάνει

κάτι καλό.»

Page 317: i Legewna Twn Psuxwn

317

317

«Ήταν και ένα συγκρότηµα», είπε ο Τζορτζ. «Στα τέλη του προηγούµενου

αιώνα. Ο τραγουδιστής αυτοκτόνησε.»

«Όλοι ξέρουν τους Νιρβάνα», είπε ο Άιρτον.

«Νιρβάνα, λοιπόν», τοποθετήθηκε ο Δάσκαλος. «Είναι τέλειο. Εύηχο,

φιλοσοφικό και ποπ.»

«Πείτε ‘το όπως θέλετε», είπε ο Καρλ. «Την ίδια δουλειά θα κάνει.»

Πριν ο Παύλος αρχίσει να λέει για τη διαφορά ανάµεσα στο µέσο και το

µήνυµα ο Δάσκαλος χτύπησε τα χέρια του.

«Τέλειωσε το θέµα. Θα ρίξουµε τους υπολογιστές του ινστιτούτου στη

νιρβάνα... Αρκεί για σήµερα. Θέλω να πάω σπίτι µου και να ακούσω κάτι από

Μπετόβεν. Όχι τη σονάτα του σεληνόφωτος. Κάτι πιο... Επαναστατικό.»

Ο Παύλος ξεκίνησε να µιλάει µε το Δάσκαλο για την Απασιονάτα, ενώ οι

υπόλοιποι µαθητές µάζευαν τα σώµατα τους και τα µυαλά τους για να φύγουν. Βιβλία

δεν είχαν ούτε τσάντες.

Στην πόρτα η Υπατία πλησίασε τον Τζορτζ.

«Μήπως θα ήθελες να σε πάω στο σπίτι σου;» τον ρώτησε.

«Αρκεί να µη τρέχεις», της είπε εκείνος. «Έχουµε πολλά να πούµε.»

Μέχρι να φτάσουν στο αυτοκίνητο ο Τζορτζ της είχε µιλήσει για τον πατέρα

του. Εκείνη του είπε ότι ήθελε να τον γνωρίσει.

«Το ίδιο κι εγώ», απάντησε ο Τζορτζ.

Page 318: i Legewna Twn Psuxwn

318

318

51.

Βρήκανε θέση µπροστά από την «αποθήκη» της πολυκατοικίας.

«Μάλλον θα παίζει µε τη µηχανή του», είπε ο Τζόρτζ και βγήκε από το

αυτοκίνητο.

Γύρισε προς την Υπατία που έφτιαχνε τα µαλλιά της στον καθρέφτη. Ο

Τζορτζ χαµογέλασε.

«Τι;» τον ρώτησε εκείνη.

«Τίποτα», είπε ο Τζορτζ, ενώ σκεφτόταν: «Θέλει να κάνει καλή εντύπωση στο

µέλλοντα πεθερό της».

Είχε γυρισµένη την πλάτη προς την αποθήκη και προς τον άνθρωπο που τον

πλησίασε από πίσω.

«Τζορτζ», άκουσε µια φωνή πίσω του και αυθόρµητα γύρισε.

Είδε σε πρώτο πλάνο µια κάνη να τον σηµαδεύει και από πίσω ένα πρόσωπο

που στην αρχή δεν του θύµισε τίποτα. Η Υπατία είχε κοκαλώσει πίσω τους.

«Πες στη φίλη σου να µην κουνηθεί, Τζορτζ», έκανε ο Κελάµης. «Είναι κι

αυτή στη λεγεώνα, σωστά;»

Μόνο τότε θυµήθηκε ο Τζορτζ τον αστυνοµικό που τους κυνηγούσε έξω από

το τµήµα που πέθανε ο Μαχάτµα.

«Κάποιο λάθος κάνετε», είπε, ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί κάποιο τρόπο να

αντιδράσει. Το όπλο που βρισκόταν ένα µέτρο από το πρόσωπο του τον αποθάρρυνε.

«Κάνω λάθος, Τζορτζ; Για σήκωσε λιγάκι το µπατζάκι σου... Αργά.»

Page 319: i Legewna Twn Psuxwn

319

319

«Δε µε λένε έτσι», είπε εκείνος.

«Ποιος είστε; Τι θέλετε;» είπε η Υπατία µε φωνή που θύµιζε τροµαγµένο

κοριτσάκι.

«Θα σου εξηγήσω στο τµήµα, οµορφούλα. Τώρα ακούµπα τα χέρια σου στο

αµαξάκι σου προτού ο φίλος σου αποκτήσει και µια βιονική µούρη. Κι εσύ, σήκωσε

τα χέρια σου και γύρνα στο αυτοκίνητο.»

«Δεν έχετε δικαίωµα», ξεκίνησε να λέει ο Τζορτζ.

«Τώρα», διέταξε ο Κελάµης και όπλισε.

Είδε τα µάτια του Τζορτζ να κοιτάνε κάτι πίσω του. Πριν προλάβει να γυρίσει

ένιωσε ένα δυνατό χτύπηµα στο κεφάλι και έπεσε κάτω. Από πάνω του στεκόταν ο

πατέρας του Τζορτζ, µε έναν «κάβουρα» στο χέρι.

«Φύγετε», φώναξε στα παιδιά.

Εκείνοι διστάσανε για µια στιγµή, αλλά αµέσως µετά µπήκαν στο αυτοκίνητο.

Ο Κελάµης ζαλισµένος σήκωσε λίγο το κεφάλι του σηµάδεψε και πυροβόλησε

τον πατέρα του Τζορτζ στο γόνατο. Το κόκαλο του διαλύθηκε και έπεσε σαν δέντρο.

Ο Τζορτζ, µέσα από το αυτοκίνητο, είδε τη σκηνή και προσπάθησε να ανοίξει την

πόρτα. Η Υπατία τον συγκράτησε και πάτησε γκάζι. Καθώς το αυτοκίνητο έφευγε

σπινιάροντας ο Κελάµης γονάτισε και πυροβόλησε άλλες δυο φορές. Η µία σφαίρα

έσπασε το τζάµι και τρύπησε τον ουρανό. Αλλά το αυτοκίνητο αποµακρυνόταν µε

ταχύτητα και ο Κελάµης ήταν πολύ ζαλισµένος από το χτύπηµα για να σηκωθεί και

να ξαναπυροβολήσει. Πρόλαβε µόνο να δει τον αριθµό κυκλοφορίας.

Κόσµος είχε βγει στα µπαλκόνια και πιο πολύ κοιτούσαν, σαν να

παρακολουθούσαν ταινία. Ο πατέρας του Τζορτζ ήταν πεσµένος κάτω, µέσα στα

αίµατα του, και γελούσε. Γελούσε λες και µόλις είχε ακούσει το καλύτερο ανέκδοτο.

Ο Κελάµης σηκώθηκε αργά, στηρίχτηκε σε ένα δέντρο και σκούπισε το αίµα

που έτρεχε πάνω από το αυτί του.

«Μην κάνεις τίποτα», είπε στον άνθρωπο που γελούσε, ξέροντας ότι δε

χρειαζόταν να του το πει. Πιθανότατα δε θα ξαναπερπατούσε ποτέ.

«Μου διέλυσες το πόδι», είπε εκείνος χωρίς να µπορεί να σταµατήσει να

γελάει.

«Τι άνθρωποι είστε εσείς;» ρώτησε µε αληθινή απορία ο Κελάµης.

Page 320: i Legewna Twn Psuxwn

320

320

Λίγο µετά δυο µηχανές της οµάδας Δίας έφτασαν. Ο Κελάµης πέταξε το όπλο

του, για να µην τον πυροβολήσουν, και έδειξε το σήµα του.

«Ειδοποιήστε την αντιτροµοκρατική», τους είπε. «Να σταµατήσουν ένα

υβριδικό σµαρτ µε αριθµό ΝΕΜ 20702. Πάρτε το διοικητή.»

Λίγα χιλιόµετρα από το σπίτι του Τζορτζ η Υπατία είχε κολλήσει σε ένα

φανάρι. Εκείνος δε φαινόταν να λειτουργεί. Έβλεπε συνέχεια µπροστά του την εικόνα

του πατέρα του να πέφτει.

«Τζορτζ, τι κάνουµε;» Καµία απάντηση. «Τζορτζ, ξύπνα», του φώναξε για να

τον φέρει πίσω. Ακούστηκαν σειρήνες περιπολικών.

«Ο Δάσκαλος», είπε εκείνος. «Πρέπει να τον ειδοποιήσουµε.»

«Παρ’τον τηλέφωνο», είπε η Υπατία.

«Άσε το αµάξι.»

«Που να το αφήσω;»

«Όπου να ‘ναι. Παράτα ‘το.»

Η Υπατία πάρκαρε στην άκρη του δρόµου.

«Εδώ απαγορεύεται», είπε στον Τζορτζ.

Εκείνος την κοίταξε µε απορία. Είχε πανικοβληθεί. Προσπαθούσε να σβήσει

τα δαχτυλικά της αποτυπώµατα από το τιµόνι.

«Παράτα ‘τα όλα», της φώναξε ο Τζορτζ. «Ξέρουν ποιοι είµαστε. Παράτα

‘τα.»

Βγήκε από το αµάξι και έβγαλε και την Υπατία. Την τράβηξε προς έναν

πολυσύχναστο δρόµο, ενώ έβγαζε το τηλέφωνο του. Αλλά κατάλαβε ότι δεν είχε τον

αριθµό του σχολείου ή του Δασκάλου.

«Έχεις το τηλέφωνο κάποιου της λεγεώνας;» τη ρώτησε τραβώντας ‘την.

Εκείνη απάντησε αρνητικά.

«Ωραία», είπε ο Τζορτζ και κοίταξε γύρω του. «Δεν µπορούµε να πάρουµε

ταξί. Πόση ώρα περπάτηµα είναι ως το σχολείο;» Έκανε ένα γρήγορο υπολογισµό.

«Μπορεί και µία ώρα. Δεν προλαβαίνουµε έτσι... Πως θα τους µαζέψουµε όλους;»

«Μόνο ο Δάσκαλος ξέρει τηλέφωνα και mail.»

«Πάµε για το Δάσκαλο. Το σπίτι του δεν είναι µακριά. Αρκεί να είναι σπίτι.»

Page 321: i Legewna Twn Psuxwn

321

321

Συνέχισαν να περπατάνε όσο πιο γρήγορα µπορούσαν, περνώντας µέσα από

πολυσύχναστους δρόµους. Κάθε τόσο έβλεπαν περιπολικά και µηχανές της

αστυνοµίας, µε αναµµένο το φάρο να πηγαίνουν προς την κατεύθυνση που ήταν το

σπίτι του Τζορτζ. Κάποια στιγµή είδαν και ένα ασθενοφόρο να πηγαίνει προς την

αντίθετη κατεύθυνση, περικυκλωµένο από αστυνοµικούς.

«Τον βρήκε αυτό που προσπαθούσε να αποφύγει», σκέφτηκε ο Τζορτζ και

κοντοστάθηκε για µια στιγµή.

«Ο πατέρας σου;» ρώτησε η Υπατία.

«Μάλλον», είπε ο Τζορτζ και συνέχισε να προχωράει.

Όταν έφτασαν στο σπίτι του Δασκάλου δεν ακουγόντουσαν άλλες σειρήνες.

Χτύπησαν το κουδούνι, ανυπόµονα, µία, δύο, τρεις φορές. Ο Τζορτζ σκέφτηκε ότι αν

δεν τον βρίσκανε εκείνη τη στιγµή όλη η λεγεώνα θα έπεφτε στα χέρια της

αντιτροµοκρατικής. Ξαναχτύπησε.

Επιτέλους ακούστηκε η φωνή του Δασκάλου, κουρασµένη, γερασµένη, σαν

κάθε άλλου εβδοµηντάχρονου.

«Τζορτζ και Υπατία», είπε ο Τζορτζ και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση

του ακουγόταν ο χαρακτηριστικός ήχος ξεκλειδώµατος. Ανεβήκανε τις σκάλες

τρέχοντας.

«Μας βρήκαν», είπε ο Τζορτζ πριν καν µπει µέσα.

«Τι ξέρουν;» ρώτησε ο Δάσκαλος.

«Εµένα σίγουρα. Τώρα θα ξέρουν τα πάντα και για την Υπατία. Και δεν ξέρω

τι άλλο.»

Ο Δάσκαλος πήρε το τηλέφωνο του. Βρήκε τα νούµερα της λεγεώνας και τα

µοίρασε στους άλλους δύο.

«Πάρτε ‘τους και πείτε τους να ‘ρθουν αµέσως εδώ. Να πετάξουν τα κινητά

τους και να έρθουν εδώ. Τώρα.»

Πήραν τους πάντες εκτός από τον Καρλ, που δε σήκωνε το τηλέφωνο του.

Μετά έµειναν να κοιτιούνται.

«Τι έγινε;» τους ρώτησε ο Δάσκαλος και έκατσε στην πολυθρόνα του.

Page 322: i Legewna Twn Psuxwn

322

322

Δε χρειάστηκαν πολύ ώρα για να του πουν τι είχε συµβεί. Ο Δάσκαλος είχε

χλοµιάσει, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο. Λίγο µετά ξαναχτύπησε το κουδούνι. Ήταν

ο Άιρτον.

Περάσανε δυο ώρες για να µαζευτούν όλοι. Όλοι, εκτός από τον Καρλ.

Καθένας που έµπαινε µάθαινε τα νέα και καθόταν σε µια γωνιά χωρίς να µιλάει.

Μόνο ο Παύλος αντέδρασε:

«Αυτό είναι το τέλος», είπε. «Να παραδοθούµε.»

«Αυτή είναι η αρχή», είπε ο Δάσκαλος.

Ο Παύλος δεν απάντησε. Όταν µαζευτήκανε όλοι έκαναν µια τελευταία

προσπάθεια να επικοινωνήσουν µε τον Καρλ. Αφού απότυχε κι αυτή ο Δάσκαλος

αποφάσισε να τους µιλήσει.

«Δεν εγκαταλείπουµε», είπε, «επισπεύδουµε. Η επίθεση στο ινστιτούτο θα

γίνει αύριο.»

Όλοι ήταν τροµαγµένοι.

«Μας ξέρουνε», είπε ο Παύλος.

«Θα µας µάθουνε καλύτερα», έκανε ο Αδόλφος.

«Δεν ξέρουµε τι ξέρουν», είπε ο Δάσκαλος. «Για καλό και για κακό το

σχολείο δεύτερης ευκαιρίας έχει κλείσει. Υπάρχει µόνο η Λεγεώνα και ο αγώνας

της.» Συνέχισε για να τους καθησυχάσει. «Αποκλείεται να µας βρουν εδώ... Αλλά δεν

µπορείτε να γυρίσετε πια στα σπίτια σας.»

«Δε θα µας λείψουν και πολύ», είπε ο Άιρτον.

«Τώρα πια δεν υπάρχει δυνατότητα να κάνουµε πίσω», συνέχισε ο Δάσκαλος.

«Ή θα νικήσουµε ή θα χαθούµε.»

«Victoria ο muerte», είπε ο Τζορτζ και ο Τσε φάνηκε να συµφωνεί µαζί του.

«Δεν ξέρω αν το δεύτερο µέρος είναι ο θάνατος, αλλά το πρώτο είναι σίγουρα

η νίκη. Και αν πιστέψουµε θα νικήσουµε.»

Όλοι κοίταξαν το Δάσκαλο σαν να προσπαθούσαν να καταλάβουν αν εκείνος

πίστευε στην νίκη. Κατάλαβαν ότι πίστευε.

«Ο Καρλ που είναι;» ρώτησε ο Παύλος. «Μπορούµε να προχωρήσουµε το

ινστιτούτο χωρίς αυτόν;»

Page 323: i Legewna Twn Psuxwn

323

323

«Ναι», είπε η Υπατία. «Έχω το... τη Νιρβάνα εδώ.» Και έβγαλε από την

τσάντα της ένα φλασάκι. Ροζ.

«Θα προτιµούσα κάτι σε µαύρο», είπε ο Άιρτον.

«Με τη Βουλή τι γίνεται;» ρώτησε η Μαρί.

Ο Δάσκαλος τηλεόραση δεν είχε, έτσι µπήκαν στο διαδίκτυο από τον

υπολογιστή της Υπατίας. Τα κανάλια δεν έδειχναν τίποτα.

«Ξεχάστε την τηλεόραση», είπε ο Δάσκαλος. «Δείτε αν λένε κάτι τα

εναλλακτικά ειδησεογραφικά.»

Το indymedia είχε ζωντανή αναµετάδοση από το Σύνταγµα. Οι τοίχοι της

Βουλής είχαν αρχίσει να γίνονται ροζ, σαν το φλασάκι µε την Νιρβάνα, και πλήθος

είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται στην πλατεία για να δει το παράξενο θέαµα.

«Μέχρι αύριο θα έχουν µαζευτεί πολλοί περισσότεροι», είπε ο Δάσκαλος,

«που σηµαίνει...»

«Ότι θα πλακώσουν και οι κλούβες µε τους µπάτσους», χαµογέλασε ο Τσε.

«Και, ως συνήθως, τότε θα αρχίσουν τα επεισόδια.»

«Όταν εµείς θα µπαίνουµε στο ινστιτούτο.»

«Το ινστιτούτο δε θα είναι αρκετό», είπε ο Αδόλφος. «Είναι κάτι που θα

τροµάξει πολύ τους πολιτικούς και τα τσιράκια τους, αλλά δε θα το µάθει ο κόσµος.»

«Έχεις δίκιο», είπε ο Δάσκαλος. «Χρειαζόµαστε και κάτι εντυπωσιακό.

Θορυβώδες. Χωρίς ουσιαστική αξία πέρα από εκείνη της προπαγάνδας.»

«Νόµιζα ότι η κόκκινη Βουλή ήταν αυτό», είπε η Αλεξάνδρα.

«Όχι», είπε ο Δάσκαλος. «Χρειαζόµαστε κάτι πιο βίαιο. Να δείξουµε τη

δύναµη µας.»

«Τριπλό χτύπηµα», είπε ο Τζορτζ. «Θα νοµίσουν ότι είµαστε χιλιάδες.»

«Πρέπει να χτυπήσουµε την αστυνοµία», είπε ο Τσε. «Ή το στρατό... Αν

χτυπήσουµε το στρατό θα φανεί ότι αρχίζει ο πόλεµος.»

«Που βρίσκονται οι ευρωσπονδιακές δυνάµεις;» ρώτησε ο Τζορτζ. «Αυτούς

όλοι τους µισούν.»

«Στο Μαραθώνα», είπε ο Τσε, που φαινόταν ότι είχε µελετήσει αυτό το

ενδεχόµενο.

«Δε χρειάζεται να το ανατινάξουµε», είπε ο Δάσκαλος. «Αρκεί να...»

Page 324: i Legewna Twn Psuxwn

324

324

«Να τους στείλουµε στο νοσοκοµείο µε αναπνευστικά προβλήµατα», είπε ο

Τσε. «Όπως κάνουν κι αυτοί µε τα χηµικά που ρίχνουν στις διαδηλώσεις.»

«Μαρί;» έκανε ο Δάσκαλος.

«Αέριο;» ρώτησε εκείνη.

«Ακίνδυνο, αλλά δυνατό», είπε ο Δάσκαλος. «Να δρα άµεσα και να

εξαπλώνεται γρήγορα. Χωρίς σηµάδια. Να µην είναι καπνός και προλάβουν να

φορέσουν τις µάσκες τους.»

«Κάτι άχρωµο, άγευστο και άοσµο;» ρώτησε η Μαρί.

Σηκώθηκε όρθια γελώντας. Όλοι κατάλαβαν ότι είχε µια καλή ιδέα και

περίµεναν να την ακούσουν.

«Δε χρειάζεται να είναι αέριο», είπε η Μαρί. «Ξέρω κάτι καλύτερο... Το

νερό... Θυµάστε τι δώσανε στο Μαχάτµα; LSB.»

«Μπορείς να το κατασκευάσεις;» τη ρώτησε ο δάσκαλος.

«Είναι πιο εύκολο από το εκρηκτικό που σας έφτιαξα. Και πιο... δυνατό.»

Άρχισε να προχωράει πέρα-δώθε στο δωµάτιο. «Φτάνει να ρίξουµε λίγα κιλά στη

δεξαµενή τους. Και δε χρειάζεται να το πιούν. Αρκεί να πλύνουν τα χέρια τους και

ξαφνικά δε θα θυµούνται ποιοι είναι.»

«Τροµαχτικό», είπε η Υπατία. «Θα νοµίσουν ότι... τρελάθηκαν.»

«Όλοι µαζί. Και µετά θα διαβάσουν την υπέροχη διακήρυξη του Παύλου. Θα

τους ξετινάξουµε σαν να ήταν κατσαρίδες... Πόση ώρα χρειάζεσαι για να το

φτιάξεις;» ρώτησε την Υπατία.

«Λίγες ώρες», είπε εκείνη.

«Ωραία. Αύριο το πρωί, εσύ µε το Τσε και την Αλεξάνδρα θα αναλάβετε το

Μαραθώνα. Η Αλεξάνδρα θα βρει τα σχέδια. Από που παίρνουν νερό;»

«Ελπίζω όχι από τη λίµνη του Μαραθώνα απευθείας», είπε ο Τζορτζ. «Γιατί

τότε θα χρειαζόµασταν πολλούς τόνους από την ουσία, έτσι δεν είναι;»

«Και θα µαστούρωνε όλη η πόλη», είπε ο Άιρτον. «Καλό σχέδιο ακούγεται κι

αυτό.»

«Θα έχουν κάποια δεξαµενή», είπε ο Δάσκαλος. «Και πρέπει να έχουµε

παγιδεύσει το νερό πριν να πάρουν το πρωινό τους.»

«Οι υπόλοιποι πάµε ινστιτούτο;» ρώτησε η Υπατία.

Page 325: i Legewna Twn Psuxwn

325

325

«Ναι, όλοι οι άλλοι εκτός από τον Παύλο... Θέλω να µε βοηθήσεις να κάνω

ένα ξεδιάλυµα στα αρχεία µου», του είπε και του έδειξε µια στήλη από

σηµειωµατάρια και σκόρπιες σελίδες.

«Μήπως να πάω κι εγώ στο Μαραθώνα;» είπε ο Παύλος και γελάσανε.

«Κοίτα ‘τον!» είπε ο Άιρτον. «Άρχισε να κάνει και χιούµορ.»

«Αύριο», είπε ο Δάσκαλος, «θα είναι η σηµαντικότερη και η δυσκολότερη

µέρα της Λεγεώνας. Αν πετύχουµε θα τους συντρίψουµε.»

«Θα πετύχουµε», είπε ο Αδόλφος. «Πάση θυσία.»

Ο τρόπος που κοίταξε τους συµµαθητές τους θύµισε στον Τζορτζ αυτό που

είχε σκεφτεί πριν λίγο καιρό: Αν ο Δάσκαλος έφευγε από τη µέση αρχηγός θα γινόταν

ο Αδόλφος. Και κανείς δε θα µπορούσε να του φέρει αντιρρήσεις.

52.

Το περιπολικό που πήρε τον Κελάµη τον πήγε κατευθείαν στο γραφείο του

διοικητή. Το πρωτόκολλο έλεγε ότι θα έπρεπε πρώτα να παραδώσει το όπλο του για

να γίνουν οι βαλιστικές έρευνες, να περάσει στο ανακριτικό των Εσωτερικών

Page 326: i Legewna Twn Psuxwn

326

326

Υποθέσεων της αστυνοµίας και να γράψει µια αναφορά. Εφόσον ήταν σε

διαθεσιµότητα έπρεπε και να συλληφθεί. Όµως το πρωτόκολλο δεν είχε καµιά

σηµασία πια. Ο διοικητής -δε χρειαζόταν να τον δει- ήταν σίγουρα έξω φρενών.

Παραδόξως όταν µπήκε στο γραφείο του τον βρήκε ήρεµο και σχεδόν

χαµογελαστό. Μόνο το ποτήρι µε τη φέτα λεµόνι –και άδειο πλέον από τζιν- έδωσε

στον Κελάµη µια ένδειξη από το τι τον περίµενε.

Του έκανε νόηµα να κάτσει κι εκείνος ακολούθησε τη διαταγή του. Την

προηγούµενη φορά είχε µείνει όρθιος, αλλά τώρα ένιωθε σαν να είχε πολλά χρόνια

στην υπηρεσία και στην πλάτη του.

«Δεν έπρεπε να σε είχα βάλει µε τον Καρόγλου», είπε ο διοικητής όταν

αποφάσισε να µιλήσει. «Νόµιζα ότι θα σε επηρέαζε θετικά, αλλά σε κατέστρεψε...»

Κοίταξε τον νεαρό για να δει τι αντίκτυπο είχαν τα λόγια του. «Είσαι ο πιο έξυπνος

µπάτσος που γνωρίζω... Και αυτό είναι πρόβληµα... Αν κατάφερνες να γίνεις

υποδιοικητής θα είχες σπουδαίο µέλλον. Αλλά είσαι πολύ έξυπνος για µπάτσος. Κι

αυτό σηµαίνει ότι είσαι ανόητος.»

Ο διοικητής σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περιεργάζεται τις φωτογραφίες

και τους επαίνους που είχε στους τοίχους του γραφείου του.

«Ξέρω τι ήθελες να κάνεις», είπε χωρίς να τον κοιτάει. «Ήθελες να

εξαρθρώσεις τη Λεγεώνα µόνος σου. Γιατί να σου πάρει τη δόξα ο κόπανος ο

διοικητής; Έτσι δε σκέφτηκες;»

«Ακριβώς έτσι», είπε ο Κελάµης, απορώντας και ο ίδιος µε το θάρρος του –ή

µήπως την ανοησία του;

«Το πρόβληµα είναι ότι εδώ δεν είµαστε για τη δόξα. Είµαστε όργανα και

υπηρετούµε το κοινό συµφέρον. Αλλά µάλλον αυτό το έχεις ξεχάσει...» Ίσιωσε µια

κορνίζα και γύρισε στο γραφείο του. «Αυτό είναι το πρόβληµα µε τους πολύ έξυπνους

ανθρώπους: Νοµίζουν ότι είναι πιο έξυπνοι από όλους τους άλλους. Και την πατάνε...

Όπως την πάτησες κι εσύ.»

«Βρήκα τη Λεγεώνα», είπε ο Κελάµης. «Κατάφερα µόνος µου ό,τι δεν

µπόρεσε όλη η ευρωσπονδιακή αστυνοµία.»

«Αν έµενες εκεί τώρα θα σου ανακοίνωνα την προαγωγή σου. Ίσως και

κάποιο παράσηµο. Όµως δε σου αρκούσε αυτό.»

Page 327: i Legewna Twn Psuxwn

327

327

«Και τώρα...» ξεκίνησε να λέει ο Κελάµης, αλλά ο διοικητής δεν τον άφησε

να συνεχίσει.

«Αν µας είχες ενηµερώσει ΤΩΡΑ θα είχαµε τη Λεγεώνα. Με τον τρόπο που

ενέργησες µας στέρησες την ευκαιρία. Ουσιαστικά εσύ είσαι υπεύθυνος για ό,τι άλλο

κάνουν οι τροµοκράτες. Και αν δεν το κατάλαβες δε µιλάµε πια για παράβαση

καθήκοντος ή υπερβάλλων ζήλο στην άσκηση αυτών, αλλά για... Μέχρι και έσχατη

προδοσία.»

«Οπότε βγαίνω από το παιχνίδι και αυτά που θα καταφέρετε µε τις

πληροφορίες που θα σας δώσω, αν σας δώσω...»

Ο διοικητής βάρεσε το χέρι του.

«Τέρµα τα αστεία. Κάθε λέξη που λες µπορεί να χρησιµοποιηθεί εναντίον

σου. Αν δε µας πεις όλα όσα ξέρεις θα θεωρηθείς συνεργός των τροµοκρατών.»

«Έχω βρει τους µισούς», είπε ο Κελάµης. «Αν µε χώσετε µέσα αποκλείεται να

βρείτε τους υπόλοιπους. Είναι πολύ έξυπνοι για τα δόντια σας.»

Ο διοικητής έκατσε στην καρέκλα του και κοίταξε τον Κελάµη στα µάτια

χαµογελώντας.

«Θα τους βρούµε. Ίσως να αργήσουµε λίγο, αλλά θα τους βρούµε...Τώρα

πια.»

Έβγαλε το τζιν και έβαλε µια γενναία δόση στο ποτήρι του. Άνοιξε την

ενδοσυνεννόηση για να ζητήσει να του φέρουν ένα αναψυκτικό, τόνικ, σόδα, σπράιτ,

ό,τι έχουν παγωµένο.

«Έχεις δίκιο», είπε στον Κελάµη. «Δε θα σε κλείσουµε µέσα. Όχι ακόµα... Θα

παραδώσεις το όπλο σου και το σήµα σου. Μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου ως

πολίτη πια. Το σώµα τέλειωσε για σένα. Τώρα παλεύεις για τον εαυτό σου. Αν

βοηθήσεις να βρούµε και τους υπόλοιπους θα µείνεις ελεύθερος. Μπορείς να γίνεις

ιδιωτικός ντετέκτιβ ή συγγραφέας αστυνοµικών ιστοριών. Δε µε νοιάζει τι θα κάνεις

µετά. Αλλά αν αποτύχεις θα µπεις στη φυλακή µέχρι να σαπίσεις, εξυπνάκια.»

«Με τον Καρόγλου τι θα γίνει;» ρώτησε ο Κελάµης.

«Μην ασχολείσαι µ’ αυτόν, είναι καµένο χαρτί. Έχουν ξεκινήσει οι

διαδικασίες αποποµπής του από το σώµα. Η ζωή είναι σκληρή για τους πενηντάρηδες

µπάτσους που χάνουν τη σύνταξη τους, αλλά... Η ζωή είναι σκληρή για όλους. Η

δικιά σου µοίρα θα είναι χειρότερη.»

Page 328: i Legewna Twn Psuxwn

328

328

«Αν βρω και τους υπόλοιπους της λεγεώνας;»

«Απλά θα σώσεις το τοµάρι σου. Δεν είσαι σε θέση για παζάρια αυτή τη

στιγµή.»

Ο Κελάµης σηκώθηκε.

«Τότε δεν έχουµε τίποτα άλλο να πούµε.»

«Εµείς τίποτα... Σε περιµένουν για να τους δώσεις ό,τι στοιχείο έχεις.»

Ο Κελάµης πήγε να φύγει, αλλά στάθηκε στην πόρτα έχοντας µια έντονη

αίσθηση ότι είχε ξαναζήσει εκείνη τη στιγµή.

«Ξέρεις», είπε, «πραγµατικά µε κάνεις να χαίροµαι που υπάρχουν κάποιοι

όπως τα παιδιά της Λεγεώνας.»

«Συνέχισε µε τον ίδιο τρόπο», είπε ο διοικητής γελώντας. «Μ’ αρέσει να

βλέπω τις ιδιοφυΐες σαν κι εσένα να πέφτουν κατευθείαν µέσα στον ιστό. Θα

περάσεις πολλά όµορφα χρόνια στη φυλακή.»

«Αυτό θα το δούµε», είπε ο Κελάµης και βγήκε.

Πήγε κατευθείαν στο ανακριτικό δωµάτιο της αντιτροµοκρατικής, όπου τον

περίµενε µια επιτροπή από Έλληνες και ξένους αστυνοµικούς.

Είπε όλα όσα είχε ανακαλύψει, αποφεύγοντας να κάνει πολιτικά σχόλια αυτή

τη φορά. Τα ονόµατα των γνωστών µελών της λεγεώνας δόθηκαν αµέσως στους

υπολογιστές και καραβάνια από περιπολικά ξεκίνησαν για να προσάγουν και να

ανακρίνουν, όλους τους εµπλεκόµενους, καθώς και τους συγγενείς, τους φίλους και

τους γείτονες. Η µόνη ηλιαχτίδα, µέσα στο απόλυτο σκότος που βάδιζε ο Κελάµης,

ήταν όταν τον προσέγγισε ένας υψηλόβαθµος πράκτορας των µυστικών υπηρεσιών

της ευρωσπονδίας και του έδωσε την κάρτα του. Κάποιοι είχαν εκτιµήσει την ευφυΐα

του.

Χωρίς να το σκεφτεί έδωσε στο ταξί τη διεύθυνση του Καρόγλου. Στην

είσοδο της πολυκατοικίας έτυχε να συναντήσει τη σύζυγο του, που γυρνούσε από

σούπερ-µάρκετ. Εκείνη κατάλαβε από µακριά ότι είχε να κάνει µε αστυνοµικό: Τόσα

χρόνια τους συναναστρεφόταν. Σκυθρώπιασε και γύρισε από την άλλη, µέχρι που ο

Κελάµης της συστήθηκε. Τότε προσπάθησε να του χαµογελάσει, αλλά δεν κατάφερε

να θυµηθεί πως γίνεται αυτό.

Page 329: i Legewna Twn Psuxwn

329

329

«Μου έλεγε πολλά για σένα... Από την αρχή», του είπε µέσα στο ασανσέρ.

«Σε εκτιµούσε πολύ. Δε σε έβλεπε σαν συνάδελφο. Πιο πολύ σαν να ήσουν παιδί

του... Και σε εκτιµούσε πιο πολύ κι απ’ τα παιδιά µας.»

Ο Κελάµης άφησε τις σακούλες στη κουζίνα. Δε χρειαζόταν να ρωτήσει που

ήταν ο Καρόγλου. Τον βρήκε µπροστά από την τηλεόραση. Είχε αποκοιµηθεί. Η

πιτζάµα του ήταν κατουρηµένη. Έκατσε παραδίπλα χωρίς να κάνει θόρυβο. Του

θύµιζε τόσο πολύ τον πατέρα του –µετά το θάνατο της µητέρας του. Και οι δύο ήταν

το υπόδειγµα του δυνατού άντρα, µέχρι που να βρεθούν αντιµέτωποι µε το τέλος του

κόσµου.

Η τηλεόραση έδειχνε µια εκποµπή κουτσοµπολιού. Ο Κελάµης την

παρακολούθησε για λίγο. Τενεκεδένιοι άνθρωποι χωρίς καρδιά, σκιάχτρα χωρίς

µυαλό, λιοντάρια µε θάρρος ποντικού και µία κάποια Ντόροθι που προσπαθούσε να

πείσει τους υπόλοιπους ότι αξίζει να ασχοληθεί κάποιος µαζί της. Είχε πολύ καιρό να

δει τηλεόραση.

«Αυτούς τους ανθρώπους προστατεύω», σκέφτηκε. «Κι αυτούς που είναι από

πάνω. Τσαρλατάνοι που προσποιούνται τους µάγους.»

Σηκώθηκε να φύγει, αλλά κάποιο ελατήριο έτριξε και ο Καρόγλου άνοιξε τα

µάτια.

«Ήρθες κι εσύ;» τον ρώτησε καθώς ρουφούσε τα σάλια του και ανακαθόταν

στον καναπέ.

«Ήρθα να σου πω ότι τους βρήκαµε», είπε ο Κελάµης, χωρίς κανένα

ενθουσιασµό.

«Ωραία», είπε ο Καρόγλου. «Εκτελέστε ‘τους.»

«Δεν νοµίζω ότι έχω αυτό το δικαίωµα», είπε ο Κελάµης.

«Φυσικά και το έχεις. Όλοι το έχουµε. Καταστρέψανε τις ζωές µας. Μας

πήραν ό,τι πολυτιµότερο είχαµε. Τον αυτοσεβασµό. Τους εαυτούς µας.»

Ο Κελάµης κατάλαβε ότι δεν του µιλούσε για τα µέλη της Λεγεώνας, αλλά

δεν είπε τίποτα. Ο Καρόγλου ανασηκώθηκε και έψαξε για το ποτήρι του. Είδε ότι το

είχε αδειάσει. Πανικόβλητος ξεκίνησε να ψάχνει για το µπουκάλι. Ο Κελάµης το

έφερε και γέµισε το ποτήρι του.

Page 330: i Legewna Twn Psuxwn

330

330

«Γιατί ήρθα εδώ;» αναρωτήθηκε. «Για να του πω ότι χάνει όλα αυτά που

νόµιζε ότι είχε κερδίσει µε τον κόπο του; Τόσα χρόνια δουλειάς; Ότι πρέπει να

πουλάει λαχεία για να επιβιώσει; Γιατί ήρθα εδώ;»

Ο Καρόγλου ήπιε λίγο ουίσκι και στυλώθηκε.

«Καπνίζεις;» ρώτησε τον Κελάµη.

Εκείνος αρνήθηκε.

«Κανείς δεν καπνίζει πια. Λες και το χειρότερο που µπορεί να σου τύχει να

είναι η πιθανότητα να πάθεις καρκίνο. Κανείς δεν καπνίζει πια.»

«Ξέρεις, είχες δίκιο. Είναι όλοι ανήλικοι», είπε ο Κελάµης.

«Εγώ κάπνιζα από τα δέκα πέντε µου», είπε εκείνος.

«Έρχοµαι από το διοικητή», είπε ο Κελάµης και για πρώτη φορά ο Καρόγλου

γύρισε να τον κοιτάξει. «Σου έχω άσχηµα νέα.»

«Να µαντέψω; Με διώχνουν από το σώµα.»

«Ναι», έγνεψε ο Κελάµης.

«Και τι νέο βλέπεις σ’ αυτό; Τελικά δεν είσαι τόσο έξυπνος όσο νοµίζεις...

Αυτό είχε αποφασιστεί από την πρώτη µέρα. Εσύ πίστεψες ότι θα µας περνούσαν από

δίκη ή ό,τι θα µας ξανάδιναν τις θέσεις µας αν βρίσκαµε τη Λεγεώνα; Είσαι πολύ

αφελής.»

Στύλωσε τα µάτια του στον απέναντι τοίχο.

«Απλά περίµενα την ανακοίνωση», είπε, αποφασισµένος για κάτι που τρόµαξε

τον Κελάµη.

«Υπάρχει µια ελπίδα ακόµα», βιάστηκε να πει αυτός. «Αν καταφέρω να

αποκαλύψω και τα υπόλοιπα µέλη της Λεγεώνας, ίσως...»

«Δεν υπάρχει καµιά ελπίδα για µας. Ακόµα να το καταλάβεις; Δεν υπάρχει

ελπίδα για τίποτα...» Έκατσε πίσω και χαµογέλασε. «Μόνο αυτοί µπορούν να κάνουν

κάτι. Θα ήθελα να τα τινάξουν όλα στον αέρα... Αν µπορούσα θα έµπαινα στη οµάδα

τους, θα ζωνόµουν µε εκρηκτικά και θα τιναζόµουν µπροστά στα µούτρα του

διοικητή. Να υπάρχει και κάποιο όφελος από το θάνατο µου... Όµως είναι αργά και

για αυτό. Δεν έχω το κουράγιο πια, δεν έχω δύναµη για τίποτα.»

«Θα συνέλθεις. Με τον καιρό», είπε ο Κελάµης χωρίς να το πιστεύει.

«Μην τους κυνηγάς», είπε ο Καρόγλου.

«Εννοείς...»

Page 331: i Legewna Twn Psuxwn

331

331

«Ναι, τη Λεγεώνα. Ας ‘τους να πολεµήσουν για τα πιστεύω τους. Αυτοί

τουλάχιστον πιστεύουν σε κάτι. Οι άλλοι, εµείς, είµαστε µισθοφόροι.»

«Πιστεύω στη δικαιοσύνη.»

«Και είναι δίκαιο αυτό που µας ‘καναν; Είναι δίκαιο αυτό που κάνουν στους

ανθρώπους εκεί έξω; Ποιος θα τους υπερασπιστεί αυτούς;»

«Δεν αποφασίζω εγώ για τους νόµους», είπε ο Κελάµης λίγο πιο δυνατά απ’

ό,τι ήθελε.

«Ποιος αποφασίζει; Για σκέψου ‘το λιγάκι. Ποιοι είναι αυτοί που

αποφασίζουν για τις ζωές µας; Αξίζει να τους υπηρετείς;»

«Δεν είµαι εγώ που... Δεν... Δεν ξέρω.»

«Ξέρεις. Αλλά φοβάσαι να το παραδεχτείς. Γιατί θα πρέπει να αναλάβεις την

ευθύνη των πράξεων σου, να σταµατήσεις να είσαι όργανο.»

«Εσύ µια χαρά ήσουν όλη σου τη ζωή όργανο», είπε και σηκώθηκε όρθιος, «τι

ζητάς από µένα;»

«Νόµιζα ότι ήµουν... Δε σου ζητώ τίποτα... Ίσως µόνο... Να σκεφτείς. Για να

µην καταντήσεις σαν κι εµένα.»

Γέµισε πάλι το ποτήρι του.

«Φύγε τώρα. Τράβα να κάνεις τη δουλειά σου. Βοήθησε τους να µας

ποδοπατήσουν κι άλλο.»

Ο Κελάµης στάθηκε από πάνω του.

«Κι εσύ; Τι θα κάνεις; Θα συνεχίζεις να πίνεις µέχρι να ψοφήσεις;»

«Μην ανησυχείς για µένα. Εγώ έχω πάρει τις αποφάσεις µου. Άργησα, αλλά

κατάλαβα ποιος είµαι και τι µου αξίζει.»

«Τι;» ρώτησε ο Κελάµης. Κάτι του έλεγε ότι δεν έπρεπε να φύγει.

«Δικό µου θέµα», είπε ο Καρόγλου. «Τράβα τώρα. Τράβα λαγωνικό. Σε

περιµένουν οι αφέντες σου για να βγάλεις την αλεπού από την τρύπα της.»

«Θα ξανάρθω», είπε ο Κελάµης.

«Κάνε ό,τι νοµίζεις», του απάντησε.

Καθώς πήγαινε προς την πόρτα είδε τη γυναίκα του Καρόγλου. Είχε κρυφτεί

στη γωνία και άκουγε.

«Φοβάµαι πολύ γι’ αυτόν», του είπε ψιθυριστά. «Πρώτη φορά είναι τόσο...»

«Θα συνέλθει», είπε ο Κελάµης. «Θα συνέλθει.»

Page 332: i Legewna Twn Psuxwn

332

332

Καθώς έβγαινε σκεφτόταν ότι ο Καρόγλου δε θα συνερχόταν ποτέ.

Πήγε στο σπίτι του και έκατσε µε µισόσβηστα φώτα απέναντι στον πίνακα

που είχε φτιάξει. Εκεί έβλεπε τα ονόµατα και τα παρατσούκλια των µελών της

Λεγεώνας. Τα πρόσωπα τους. Δεν του έµοιαζαν για κακοποιοί, για τροµοκράτες.

Ήταν έφηβοι, λίγο µικρότεροι από εκείνον στην ηλικία. Αλλά υπήρχε κάτι στο

βλέµµα τους ή µπορεί αυτός να το φανταζόταν. Κάτι το ξεχωριστό, κάτι που τους

διαφοροποιούσε από τους υπόλοιπους συνοµήλικους τους. Κατάλαβε τι ήταν όταν

θυµήθηκε τα λόγια του συναδέλφου του: «Αυτοί πιστεύουν σε κάτι».

53.

Την Τρίτη εκείνη θα τη θυµούνται όλοι ως «Κόκκινη Τρίτη» και πολλοί

είπανε ότι ήταν η αρχή του τέλους. Τα ξηµερώµατα η Βουλή είχε πάρει ένα φρέσκο

κόκκινο χρώµα, σαν από ρόδι. Μέχρι το µεσηµέρι θα έµοιαζε να έχει βαφτεί µε αίµα.

Μέχρι το βράδυ θα βαφόταν κυριολεκτικά στο αίµα.

Οι πρωινές ειδησεογραφικές εκποµπές µιλούσαν για ένα παράξενο φυσικό

φαινόµενο. Οι επιστήµονες παρελαύνανε στα κανάλια και προσπαθούσαν να δώσουν

µια εξήγηση για το χρωµατισµό των πετρών. Άλλοι µιλούσαν για τη µόλυνση, άλλοι

για τις ηλιακές κηλίδες, αλλά ακόµα και ένα πεντάχρονο παιδί θα µπορούσε να

καταλάβει ότι δεν ήξεραν τι είχε συµβεί.

Ήδη, από πολύ νωρίς, χιλιάδες κόσµου είχε µαζευτεί αυθόρµητα στο

Σύνταγµα για να παρατηρήσει από κοντά το αξιοπερίεργο θέαµα. Κάποιοι φανατικά

θρησκευόµενοι κουνούσαν τα Ευαγγέλια και ισχυρίζονταν ότι αυτή ήταν η πρώτη

από τις πληγές που θα έριχνε ο Θεός στους άπιστους κυβερνώντες. Συνεργεία

καθαρισµού είχαν επιστρατευτεί και έτριβαν µε κάθε είδους καθαριστικό τις πέτρες.

Όµως ήταν εµφανές ότι ο χρωµατισµός έφτανε ως βαθιά µέσα στην πέτρα και δεν

ήταν µια απλή εξωτερική βαφή. Λίγοι αστυνοµικοί παρέµεναν διακριτικά γύρω από

τη Βουλή, αφού ο κόσµος δε φαινόταν διατεθειµένος να παρεκτραπεί.

Ώσπου έσκασε η βόµβα της προκήρυξης. Αναρτήθηκε στο διαδίκτυο και µέσα

σε λίγα λεπτά είχε γίνει η πρώτη είδηση: «Η Λεγεώνα έβαψε τη Βουλή κόκκινη».

Κάθε τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός σταθµός, κάθε ιντερνετικό περιοδικό και

εφηµερίδα, κάθε διαδικτυακό κοινωνικό µέσο είχαν ως πρώτη είδηση την

Page 333: i Legewna Twn Psuxwn

333

333

ευφάνταστη, καλόγουστη και αναίµακτη τροµοκρατική πράξη. Όλο και περισσότερος

κόσµος συνέχισε να συνωστίζεται στο Σύνταγµα και τα αίµατα άρχισαν να ανάβουν.

Κάποιες µικροσυµπλοκές στην αρχή, µε αστυνοµικούς που προσπάθησαν να

απωθήσουν µερικούς «περίεργους», οι οποίοι ήθελαν να πλησιάσουν περισσότερο τη

Βουλή.

Καθώς οι κλούβες των ΜΑΤ έπαιρναν τη θέση τους ανάµεσα στο κόκκινο

κτίριο και τους πολίτες ο πρωθυπουργός της χώρας εξαναγκάστηκε, ύστερα από

τηλεφώνηµα του προέδρου της ευρωσπονδιακής κυβέρνησης, να βγει στην

τηλεόραση για να καθησυχάσει τα πλήθη. Εµφανώς ιδρωµένος και απροετοίµαστος

έδωσε ένα ακόµα ρεσιτάλ κακοφτιαγµένης προπαγάνδας. Αφού µίλησε για τα

επιτεύγµατα της ευρωσπονδιακής κυβέρνησης και του κόµµατος του, ξεκίνησε να

καταρρίπτει τους ισχυρισµούς περί τροµοκρατικής πράξης. Χρησιµοποίησε τις

θεωρίες των επιστηµόνων που είχαν ακουστεί λίγες ώρες πριν. Όµως δεν µπορούσε

να πείσει ούτε τους δηµοσιογράφους, οι οποίοι συνήθως δεν έφεραν αντιρρήσεις σε

όσα άκουγαν. Τροµοκρατηµένοι καθώς ήταν κι αυτοί προσπάθησαν να φανούν

αδιάλλακτοι και αντικυβερνητικοί, ελπίζοντας σε µια καλή µεταχείριση στο

θαυµαστό καινούριο κόσµο που αναδυόταν από τα συντρίµµ ια του

νεοφιλελευθερισµού.

«Δεν είναι µάγοι», είπε κάποια στιγµή ο πρωθυπουργός, αναφερόµενος στα

µέλη της Λεγεώνας, «είναι εγκληµατίες.»

Ο κόσµος στο Σύνταγµα, που παρακολουθούσε το διάγγελµα από

γιγαντοοθόνες, από τους υπολογιστές και τα κινητά τους, θυµήθηκε ποιοι ήταν οι

εγκληµατίες. Βρισιές, πέτρες και µολότωφ, άρχισαν να ραίνουν τους αστυνοµικούς

που απάντησαν µε το συνηθισµένο τους τρόπο: Καθαρή και ανεξέλεγκτη βία. Όµως ο

κόσµος δε φαινόταν να πτοείται αυτή τη φορά. Η κόκκινη Βουλή µπροστά στα µάτια

τους τους ενέπνεε να προχωρήσουν, να αντισταθούν. Ο αρχηγός της αστυνοµίας

ζήτησε από τον υπουργό την παρέµβαση του ευρωσπονδιακού στρατού καταστολής

ταραχών. Και τότε ήρθε η καινούρια είδηση που έκανε τους αστυνοµικούς να

τροµάξουν: Το µακελειό του Μαραθώνα.

Ο Τσε µε τη Μαρί και την Αλεξάνδρα δε δυσκολεύτηκαν να φτάσουν ως τη

δεξαµενή νερού του στρατοπέδου. Τα επεισόδια στο Σύνταγµα δεν είχαν αρχίσει

Page 334: i Legewna Twn Psuxwn

334

334

ακόµα, αλλά ο διοικητής των δυνάµεων, ένας εξαιρετικά προνοητικός Γερµανός, µε

εµπειρία πολλών χρόνων στους νεοαποικιακούς πολέµους της Βόρειας Αφρικής,

διέταξε την απόλυτη ετοιµότητα. Καθυστέρησε το πρωινό του τάγµατος για να τους

ενηµερώσει και να τους εµψυχώσει: «Αφού δεν µπορούν να βάλουν τάξη µόνοι τους,

θα τους µάθουµε εµείς πως γίνεται», είπε στους άντρες τους κι εκείνοι ετοιµάστηκαν

να σπάσουν κεφάλια, όπως είχαν συνηθίσει.

Απ’ το λόφο όπου στεκόντουσαν οι τρεις της Λεγεώνας µπορούσαν να δουν

τις τέλεια στοιχισµένες διµοιρίες. Αν κατάφερναν να φτάσουν στο Σύνταγµα οι

διαδηλωτές δε θα είχαν καµιά ελπίδα.

«Θα προτιµούσα να τους ρίχναµε ποντικοφάρµακο», είπε ο Τσε καθώς

άδειαζε πέντε λίτρα lsb στη δεξαµενή. «Όχι να τους φτιάξουµε κεφάλι».

«Δεν νοµίζω να τους φανεί και τόσο ευχάριστο», είπε η Μαρί καθώς του έδινε

το δικό της δοχείο. «Σε λίγο θα κυλιούνται στο χώµα χωρίς να µπορούν να ελέγξουν

ούτε τον κώλο τους... Είναι µεγάλη η δόση.»

Αδειάσανε δεκαπέντε κιλά από την πιο ισχυρή παραισθησιογόνα ουσία που

είχε κατασκευαστεί στη Γη και πήραν το δρόµο της επιστροφής, σαν καλοί

περιπατητές που απολαµβάνουν τη φύση.

Οι ευρωσπονδιακοί έµειναν αρκετή ώρα στο προαύλιο του στρατοπέδου,

πλήρως εξοπλισµένοι και έτοιµοι να επέµβουν µόλις τους ζητηθεί. Καθώς η

αγανάκτηση στο Σύνταγµα αυξανόταν πήγαν να πάρουν το πρωινό τους, ώστε να

έχουν δυνάµεις για τη δύσκολη µέρα που τους περίµενε. Κανείς δεν κατάλαβε τι έπινε

µε τον καφέ του, µε τι έπλενε τα χέρια του.

Πριν ακόµα τελειώσουν ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισµός. Ένας Πολωνός

στρατιώτης πυροβόλησε το Γερµανό που καθόταν απέναντι του. Του έριξε µια φορά

στο στήθος και µετά στάθηκε από πάνω του, συνέχισε να πυροβολεί και φώναζε:

«Ψόφα, Νάζι, ψόφα». Κάποιοι άλλοι, λίγο βαρύτεροι, λιγότερο ευαίσθητοι, τον

ακινητοποιήσανε.

Σύντοµα η φρίκη της Βαβέλ επικράτησε. Κάθε στρατιώτης µιλούσε τη

γλώσσα του και πυροβολούσε τους σατανάδες που προσπαθούσαν να του πάρουν την

ψυχή. Το στρατόπεδο έγινε πεδίο µάχης. Ο διοικητής χρησιµοποίησε το όπλο του για

να αυτοκτονήσει, ενώ έξω από το γραφείο του τα δακρυγόνα και τα χηµικά είχαν

δηµιουργήσει µια παράδοξη κόλαση. Οι άντρες δεν µπορούσαν να σκεφτούν ότι

Page 335: i Legewna Twn Psuxwn

335

335

έπρεπε να φορέσουν τις ασφυξιογόνες µάσκες που είχαν κρεµασµένες στη στολή

τους. Ξεπετιόντουσαν µέσα από τους καπνούς, σαν πρωτόγονοι δαίµονες, και

σκότωναν όποιον έβλεπαν µπροστά τους. Κάποιοι, ελάχιστοι, που δεν είχαν

χρησιµοποιήσει το νερό, κλείστηκαν στο αρχηγείο και εκλιπαρούσαν για βοήθεια, σε

κάθε συχνότητα, σε κάθε µέσο.

Οι δηµοσιογράφοι έφτασαν ταυτόχρονα µε το στρατό. Οι περισσότεροι από

αυτούς βρέθηκαν για πρώτη φορά στην πρώτη γραµµή. Η καινούρια προκήρυξη του

Παύλου µιλούσε για εκδίκηση ενάντια στα ευρωσπονδιακά τάγµατα καταστολής,

αλλά κανείς δε θα µπορούσε να προβλέψει αυτό που είχε συµβεί. Κανείς δεν

µπορούσε να καταλάβει καν τι είχε συµβεί. Οι δηµοσιογράφοι µιλούσαν για την

επίθεση της Λεγεώνας. Οι τηλεοπτικοί δέκτες έδειχναν ένα κατεστραµµένο

στρατόπεδο, ενώ ακόµα εκρήξεις ακούγονταν και οι σφαίρες βουίζανε πάνω από τις

κάµερες. Οι µαστουρωµένοι πολιορκηµένοι εξέλαβαν την παρέµβαση του στρατού

ως επίθεση και αντιστάθηκαν µε όλες τους τις δυνάµεις. Όλες οι τηλεοράσεις,

παγκοσµίως, έδειχναν σε ζωντανή µετάδοση την αυτοκαταστροφή, ενώ ο τίτλος που

συνόδευε τις αιµατηρές εικόνες ήταν: «Η Λεγεώνα των ψυχών επιτίθεται».

Ο πρωθυπουργός κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολέµου και άρχισε να

µαζεύει ό,τι µπορούσε για να διαφύγει στη γαληνή Ευρώπη. Οι ρεπόρτερ, κρυµµένοι

πίσω από τα αυτοκίνητα των τηλεοπτικών συνεργείων κραυγάζανε: «Άρχισε ο

πόλεµος». Όλα έµοιαζαν να καταρρέουν.

Το πλήθος στο Σύνταγµα ξεπέρασε τους τελευταίους φόβους του και

επιτέθηκε σύσσωµο στους αστυνοµικούς. Εκείνοι δεν µπόρεσαν να αντισταθούν

περισσότερο από λίγα λεπτά. Χρησιµοποίησαν και όπλα, αλλά η λαίλαπα δεν

µπορούσε να αναχαιτιστεί µε µερικούς νεκρούς. Οι πολίτες ποδοπατούσαν τους

αστυνοµικούς αλαλάζοντας. Έπαιρναν εκδίκηση για όλα όσα τους είχαν κάνει. Η

κυβέρνηση και τα τσιράκια τους.

Όλες οι κάµερες έδειξαν τον παράτολµο που πέρασε πίσω από τις γραµµές και

µε την ελληνική σηµαία στα χέρια προσπάθησε να µπει στην κόκκινη Βουλή. Ήταν

το τελευταίο επώνυµο θύµα. Καθώς έπεφτε ένα παλιρροιακό κύµα επιτέθηκε στο

κλοιό των αστυνοµικών, µε µόνη έγνοια να πάρει τη σηµαία. Οι πιο πολλοί

αστυνοµικοί απλά ποδοπατήθηκαν –από δεκάδες χιλιάδες πόδια. Οι υπόλοιποι

έφυγαν τρέχοντας φωνάζοντας στον ασύρµατο ότι τους σκοτώνουνε.

Page 336: i Legewna Twn Psuxwn

336

336

Ο κόσµος εισέβαλλε στην κόκκινη Βουλή και ξεκίνησε να καταστρέφει τα

πάντα. Ό,τι τους θύµιζε την τυραννία που τους είχε επιβληθεί. Πρόχειρες σηµαίες

κρεµαστήκανε από τα παράθυρα. Οι πιο πολλές έγραφαν κατάληψη, άλλες

δηµοκρατία, αλλά οι περισσότερες είχαν το ίδιο σύνθηµα: Ελευθερία. Ο λαός έξω

πανηγύριζε, χωρίς την αστυνοµία να παρεµβαίνει στις εκδηλώσεις τους. Και

πανηγύριζαν µέχρι που φάνηκαν τα πρώτα τανκ. Τότε σιγή απλώθηκε στους

εξεγερµένους, αλλά κανείς δεν έφυγε από τη θέση του. Ναι, ο πόλεµος είχε αρχίσει.

54.

Όταν ο Άιρτον σταµάτησε το Ρωµαίο του κοντά στο ινστιτούτο προστασίας

προσωπικών δεδοµένων η κατάσταση ήταν ακόµα υπό έλεγχο. Από το ραδιόφωνο

ακούγονταν οι διαδηλωτές του Συντάγµατος και ο πρωθυπουργός δεν είχε ακόµα

λάβει το τηλεφώνηµα από τον πρόεδρο της ευρωσπονδίας.

Η Υπατία είχε φορέσει ένα προκλητικό φόρεµα και είχε βαφτεί έτσι ώστε να

µοιάζει τουλάχιστον µε εικοσιπεντάχρονη. Ο Τζορτζ, δίπλα της, έµοιαζε σαν φοιτητή

του Χάρβαρντ. Δεν ήταν µόνο τα ρούχα του, που τα είχε αγοράσει ακριβώς για αυτόν

το λόγο, αλλά και το βλέµµα στο πρόσωπο του.

Στη µέση της διαδροµής προς το ινστιτούτο είχε τηλεφωνήσει από ένα

δηµόσιο καρτοτηλέφωνο στη µητέρα του. Ήξερε ότι η συνοµιλία τους θα

καταγραφόταν, έτσι προσποιήθηκε τον µετανιωµένο και φοβισµένο έφηβο.

«Είναι καλά ο µπαµπάς;» είπε µε τη φωνή του να τρέµει.

«Καλά είναι», είπε η µητέρα του. «Θα γυρίσεις σπίτι;»

«Φοβάµαι», είπε ο Τζορτζ. «Θέλω, αλλά φοβάµαι.»

Page 337: i Legewna Twn Psuxwn

337

337

«Αν γυρίσεις δε θα σου κάνουν τίποτα», είπε εκείνη. «Είσαι ανήλικος και.. σε

παρασύρανε.»

Από τον τρόπο που µιλούσε ο Τζορτζ κατάλαβε ότι της υπαγορεύανε τα λόγια

της.

«Θα γυρίσω», είπε ο Τζορτζ και ετοιµάστηκε να κλείσει το τηλέφωνο.

«Ο πατέρας σου µου είπε να σου πω», είπε εκείνη και σταµάτησε για µια

στιγµή, σαν την εµποδίζανε ή σαν να µην ήθελε να µεταφέρει το µήνυµα. «Victoria ο

muerte».

Η γραµµή κόπηκε απότοµα και ο Τζορτζ κατέβασε το ακουστικό. Ακόµα κι αν

τον είχαν εντοπίσει θα τον έψαχναν σε ένα δηµόσιο τηλέφωνο στη µέση της πόλης

«Νίκη», είπε δυνατά και µπήκε στο αυτοκίνητο. Κανείς δε θα πίστευε ότι ήταν

δεκάξι χρονών.

Έξω από το ινστιτούτο ο Αδόλφος τον σκούντηξε και του έδειξε το όπλο που

είχε κρυµµένο κάτω από το πουκάµισο του.

«Δεν στο δίνω», του είπε. «Αλλά θα είναι εδώ αν το χρειαστείς.»

Η Υπατία και ο Τζορτζ κατέβηκαν και προχώρησαν προς το ινστιτούτο. Οι

φύλακες είχαν µαζευτεί γύρω από τον υπολογιστή του φυλακίου και

παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στο Σύνταγµα. Όλοι γυρίσανε σαν είδαν την Υπατία

µε τα ψηλοτάκουνα. Ένας από αυτούς πλησίασε.

«Που πάτε;» τους ρώτησε κοιτώντας πάντα τα πόδια της Υπατίας.

«Στο τρία», είπε εκείνη χαµογελώντας. Η προφορά της είχε χνάρια από

αµερικανική επιρροή.

«Στο τρία λίγοι φτάνουν», είπε ο φύλακας ανταποδίδοντας το χαµόγελο. «Τι

είστε;»

«Φοιτήτρια», είπε η Υπατία και έδειξε την ταυτότητα της.

Ο φύλακας γύρισε προς τους συναδέλφους του.

«Ε, παιδιά», τους φώναξε. «Επιτρέπεται σε φοιτητριούλες το τρία χωρίς

σωµατικό έλεγχο;»

Εκείνοι γελάσανε, αλλά ο Τζορτζ έσφιξε τις γροθιές του. Η Υπατία τον

ακούµπησε απαλά για να τον ηρεµήσει και πήγε προς το φυλάκιο κουνώντας

µεγαλοπρεπώς ό,τι της χαρίσει ο θεός.

Page 338: i Legewna Twn Psuxwn

338

338

«Τι βλέπετε, αγόρια;» τους ρώτησε.

«Χαµός γίνεται στο Σύνταγµα», είπε κάποιος. «Θέλεις να δεις µαζί µας;»

«Αργότερα ίσως», είπε η Υπατία. «Πρώτα η δουλειά και µετά η διασκέδαση,

έτσι δεν είναι;»

Οι φύλακες γελάσανε.

«Στο Χάρβαρντ µας πληρώνουν για να κάνουµε τη δουλειά µας», είπε η

Υπατία, µε την αµερικάνικη προφορά λίγο πιο έντονη. «Αλλά µετά το ωράριο

µπορείτε να µου δείξετε», γέλασε δήθεν ντροπιασµένη, «να µας δείξετε τι γίνεται την

νύχτα στην Αθήνα.»

«Έχεις πάει ποτέ στα µπουζούκια;» τη ρώτησε ένας από τους φύλακες.

«Αυτό είναι κάτι που θα ήθελα να κάνω. Ε, Τζορτζ, δε συµφωνείς;»

«Ας κάνουµε τη δουλειά µας», είπε ο Τζορτζ συνοφρυωµένος και αυτό

ταίριαξε απόλυτα στην παράσταση.

«Βασίλη», είπε ο φύλακας που είχε µιλήσει για µπουζούκια, «οδήγησε τους

αµερικάνους φίλους µας στο τρία. Μην νοµίσουν ότι είµαστε αφιλόξενοι, εδώ στο

Ελλάδα.»

Καθώς φεύγανε η Υπατία κούνησε τον κώλο της λίγο παραπάνω απ’ ό,τι

συνήθιζε και ακούστηκαν οι φύλακες πίσω της να αλυχτούν και να γελάνε. Ο Τζορτζ

είχε τσαντιστεί, αλλά ευχαρίστησε το Δάσκαλο που είχε στείλει την Υπατία µαζί του.

Στο ασανσέρ η Υπατία είπε στο συνοδό τους:

«Μ’ αρέσουν οι Έλληνες που είναι τόσο... Ζεστοί.»

Ο τρόπος που πρόφερε την τελευταία λέξη θα έκανε κάθε άντρα να ερεθιστεί.

Ο φύλακας γέλασε.

«Ναι, έτσι είµαστε», είπε ενώ προσπαθούσε να κρύψει τη βέρα που φορούσε

στο χέρι.

Βγήκαν στο τρίτο επίπεδο και τους ρώτησε που ήθελαν να πάνε.

«Στην τράπεζα δεδοµένων», είπε η Υπατία και «κατά λάθος» έπεσε πάνω του.

«Από ‘δω», είπε εκείνος και τους οδήγησε.

«Ποιο είναι το όνοµα σου;» τον ρώτησε η Υπατία στο διάδροµο.

«Βασίλης», είπε αυτός, αναπνέοντας λίγο πιο γρήγορα απ’ το συνηθισµένο.

«Λοιπόν, Βασίλης», είπε η Υπατία καθώς έφταναν, «θα τα πούµε πιο καλά.»

Page 339: i Legewna Twn Psuxwn

339

339

Εκείνος χαµογέλασε για άλλη µια φορά και τους άφησε να µπουν στην

τράπεζα δεδοµένων.

«Εδώ θα είµαι. Αν χρειαστείτε κάτι µου το λέτε», είπε µε νόηµα.

Η Υπατία του έκλεισε το µάτι και πήγε να κάτσει µπρος στον κεντρικό

υπολογιστή.

Δε χρειάστηκαν περισσότερα από δεκαπέντε λεπτά για να εγκαταστήσει τη

Νιρβάνα στον κεντρικό υπολογιστή. Η Υπατία γύρισε προς τον Τζορτζ.

«Θέλεις να έχεις εσύ την τιµή;» τον ρώτησε.

«Τι κάνω;» είπε αυτός πλησιάζοντας.

«Απλά πάτα enter.»

Μόλις το πάτησε δεν έγινε τίποτα. Η Υπατία δε φάνηκε να ανησυχεί. Ένα

λεπτό αργότερα ακούστηκε ένας βόµβος, σαν να είχε µπει στο κουτί του υπολογιστή

ένα τόσοδα έντοµο. Και µετά όλοι οι υπολογιστές στο κτίριο περάσανε στην νιρβάνα.

Ακούστηκε ο συναγερµός. Ο Βασίλης µπήκε στην αίθουσα.

«Κάτι έπαθαν οι υπολογιστές», του είπε η Υπατία.

«Περιµένετε εδώ», τους διέταξε ο Βασίλης και πήρε τον ασύρµατο του. Ενώ

µιλούσε είδε τους αµερικάνους φοιτητές να βγαίνουν από την κεντρική αίθουσα και

να αποµακρύνονται.

«Ε, περιµένετε σας είπα», φώναξε ο Βασίλης και άρχισε να τους ακολουθεί.

Τότε ο Τζορτζ και η Υπατία ξεκίνησαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα

µπορούσαν.

Μόλις χτύπησε ο συναγερµός ο Άιρτον πλησίασε την είσοδο τους ινστιτούτου.

Ο µόνος φύλακας που είχε µείνει απέξω τους πλησίασε.

«Απαγορεύεται να σταθµεύετε εδώ», τους είπε, κοιτώντας προσεκτικά τον

οδηγό και τους συνεπιβάτες του.

«Ήθελα µόνο να ρωτήσω πως πάνε στην πλατεία Ελευθερίας», είπε ο Άιρτον.

«Φύγετε τώρα», είπε νευρικά ο φρουρός.

«Μα δεν ξέρω...»

Πριν τελειώσει τη φράση του ακούστηκε από τον ασύρµατο του φρουρού

κάποιος να φωνάζει:

«Η πουτάνα το σκάει απ’ τις σκάλες. Σταµατήστε ‘την.»

Page 340: i Legewna Twn Psuxwn

340

340

Ο φρουρός άφησε τον Άιρτον και πιάνοντας το όπλο του ξεκίνησε να τρέχει

προς την πόρτα.

Την ώρα που έβγαινε λαχανιασµένη και χωρίς τα τακούνια πια η Υπατία,

στάθηκε, τη σηµάδεψε και τη διέταξε να σταµατήσει. Η Υπατία σήκωσε τα χέρια.

Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισµός και ο φρουρός σωριάστηκε κάτω. Ο Αδόλφος

τον είχε πετύχει στη βάση του κεφαλιού.

Ο Άιρτον σπίνιαρε µέχρι την Υπατία και άνοιξε την πόρτα.

«Ο Τζορτζ;» τη ρώτησε ο Άιρτον µόλις µπήκε µέσα.

Εκείνη δεν απάντησε.

«Φύγε», φώναξε ο Αδόλφος. «Πάτα ‘το.»

Καθώς αποµακρύνονταν µε ταχύτητα µερικοί ακόµα φρουροί βγήκαν και

άρχισαν να πυροβολούν τον Ρωµαίο. Όµως ήταν ήδη πολύ µακριά για να τον

πετύχουν.

Ο Τζορτζ είχε εγκλωβιστεί ανάµεσα σε πέντε φύλακες. Εκείνοι, βέβαιοι πια

για τον εαυτό τους, είχαν αφήσει τα όπλα τους και ετοιµαζόντουσαν να τον

υποδεχτούν µε τις γροθιές τους. Ο Τζορτζ έσκυψε και σήκωσε το µπατζάκι του,

φανερώνοντας το µεγαλύτερο µειονέκτηµα του. Μόλις είδαν το µεταλλικό πόδι του

γελάσανε.

«Ένας σακάτης», είπε ο Βασίλης.

«Θα πάθει πολύ χειρότερα µόλις πέσει στα χέρια µου», είπε ένας άλλος

φρουρός.

«Τον Πελέ τον ξέρετε;» ρώτησε ο Τζορτζ και όρµηξε πάνω στους τρεις

φρουρούς που βρισκόντουσαν ανάµεσα σε ‘κεινον και τις σκάλες. Σαν να είχε µια

αόρατη µπάλα τρίπλαρε τους δύο πρώτους. Ο τρίτος κατάφερε να τον πιάσει, αλλά

έφαγε µια τόσο δυνατή κλωτσιά στα αρχίδια που σίγουρα δε θα ξαναµιλούσε µε

χοντρή φωνή. Ο Τζορτζ ξέφυγε και αποµακρύνθηκε τόσο γρήγορα που οι φρουροί

έµειναν µε ανοιχτό το στόµα να τον κοιτάνε.

Είχε ήδη φτάσει στο δεύτερο όροφο όταν αρχίσανε να τον πυροβολούν. Όµως

εκείνος δεν κατέβαινε τις σκάλες τρέχοντας. Πετούσε. Στον πρώτο όροφο έπεσε πάνω

σε έναν φρουρό που ανέβαινε και κουτρουβαλήσανε ως το ισόγειο. Εκεί ο Τζορτζ του

Page 341: i Legewna Twn Psuxwn

341

341

έδωσε µια κεφαλιά στη µύτη και του την ισοπέδωσε. Μετά σηκώθηκε και βγήκε

γρήγορα έξω. Εκεί βρέθηκε µπροστά στον Κελάµη.

Ο Κελάµης είχε αργήσει να πάει στο ινστιτούτο. Δυσκολεύτηκε να σηκωθεί

από το κρεβάτι. Ένιωθε ότι δεν υπήρχε κανείς πλέον λόγος για να προσπαθεί. Τον

ανάγκασε να σηκωθεί το τηλέφωνο που χτυπούσε ξανά και ξανά. Νόµισε ότι θα

άκουγε τη φωνή του διοικητή, αλλά ήταν η γυναίκα του Καρόγλου. Μέσα από τα

αναφιλητά της κατάλαβε ότι ο βετεράνος συνάδελφος του είχε κρεµαστεί, νωρίς τα

ξηµερώµατα. Τον είχε βρει νεκρό το πρωί που σηκώθηκε.

Ο Κελάµης πήρε το αυτοκίνητο του και πήγε στο σπίτι του αυτόχειρα. Η

αστυνοµία, αρκετές ώρες µετά την κλήση που τους είχε γίνει, δεν είχε φανεί ακόµα.

Τα ασθενοφόρα, όσο είχαν αποµείνει ενεργά, ήταν απασχοληµένα στο Σύνταγµα.

Κάποιοι γείτονες τη βοήθησαν να κατεβάσει το σώµα του άντρα της και το είχαν

ακουµπήσει στον καναπέ, δίπλα στο άδειο µπουκάλι του ουίσκι. Ο Κελάµης

παρηγόρησε, όσο µπορούσε, τη χήρα και πλησίασε τη σωρό του συναδέλφου του.

Θυµήθηκε πόσο τον είχε τροµάξει την πρώτη µέρα που συναντηθήκανε. Ένας

τόσο πληθωρικός άνθρωπος, που είχε µάθει να κάνει χιούµορ µε ό,τι ζούσε, τώρα

κειτότανε µελανιασµένος στον καναπέ του σπιτιού του.

«Άφησε κάποιο σηµείωµα;» ρώτησε ο Κελάµης.

«Μάλλον ήταν για σένα», είπε εκείνη και του έφερε µια χαρτοπετσέτα.

Εκεί πάνω είχε γράψει, µε δυσανάγνωστα γράµµατα:

«Ξέρεις ποιοι µε σκότωσαν. Πάρε εκδίκηση. Μην κάνεις τίποτα.»

Ο Κελάµης έβαλε τη χαρτοπετσέτα στην τσέπη του, ξέροντας ότι αυτό που

έκανε ήταν απόκρυψη στοιχείων. Εκείνη την ώρα έφτασαν δυο αστυνοµικοί. Ο

Κελάµης τους χαιρέτησε, συλλυπήθηκε ξανά τη χήρα και έφυγε.

Μπροστά στο τιµόνι του αυτοκινήτου του έκλαψε. Είχε να το κάνει από τότε

που πέθανε η µητέρα του. Μετά έβαλε µπρος και ξεκίνησε για το ινστιτούτο. Θα

κατέστρεφε το φάκελο που είχε ανοίξει για τη Λεγεώνα. Αυτή θα ήταν η εκδίκηση

του.

Ο Τζορτζ και ο Κελάµης έµειναν για λίγα δευτερόλεπτα να κοιτάζονται. Δε

µιλήσανε. Ο δεκαεξάχρονος ανάσαινε γρήγορα και τα γουρλωµένα µάτια του θα

Page 342: i Legewna Twn Psuxwn

342

342

µπορούσαν να διαπεράσουν κάθε αντίσταση. Ο αστυνοµικός, ο πρώην αστυνοµικός

έµοιαζε να αποδέχεται την ήττα του. Κατέβασε τα µάτια και, απλά, τον προσπέρασε.

Ο Τζορτζ έφυγε τρέχοντας ξανά. Καθώς έστριβε στη γωνιά τέσσερις φρουροί βγήκαν

ασθµαίνοντας και έπεσαν πάνω στον Κελάµη.

«Τον είδες;» ρώτησαν κοιτώντας δεξιά κι αριστερά. «Έναν νεαρό...»

«Από ‘κει πήγε», τους είπε ο Κελάµης και τους έδειξε προς την αντίθετη

κατεύθυνση.

Οι φρουροί έφυγαν προς τη µεριά που τους υπόδειξε και ο Κελάµης µπήκε

στο ινστιτούτο για να σβήσει τα αρχεία του.

«Όλα είναι νεκρά», του φώναξε ένας φύλακας που έτρεχε πανικόβλητος χωρίς

να ξέρει που πηγαίνει.

Ο Κελάµης χαµογέλασε.

«Εις µνήµη Καρόγλου», ψιθύρισε και γύρισε για να φύγει.

Λίγο αφότου έστριψε στη γωνία ο Τζορτζ είδε δυο µηχανές της οµάδας Δίας

να έρχονται καταπάνω του. Κατάλαβε ότι, όσο γρήγορος και να ήταν, δε θα

κατάφερνε να τους ξεφύγει. Το παιχνίδι είχε τελειώσει.

Σταµάτησε να τρέχει και συνειδητοποίησε ότι δεν τον ένοιαζε. Είχαν νικήσει.

Τι σηµασία είχε ένας µόνο παίκτης; Είχε παίξει το καλύτερο παιχνίδι της ζωής του,

καλύτερο κι από παγκόσµιο πρωτάθληµα, και είχε ξεφτιλίσει τους αντιπάλους του.

Θα τους άφηνε να βάλουν κι αυτοί ένα γκολ.

Λίγο προτού σηκώσει τα χέρια του ψηλά, λίγο πριν βγάλει τη φανέλα,

ακούστηκαν από πίσω του σπινιαρίσµατα και πυροβολισµοί, ξανά. Ο Ρωµαίος µπήκε

µε τις µπάντες στην στροφή και έπεσε µε ταχύτητα πάνω στις µηχανές των

αστυνοµικών. Εκείνοι βρεθήκανε στο έδαφος χωρίς να ξέρουν τι τους χτύπησε και η

πίσω πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε. Ο Αδόλφος του φώναξε να µπει µέσα ενώ

ενεργοποιούσε µία από τις εκρηκτικές τσιχλόφουσκες της Μαρί. Την πέταξε µε όλη

του τη δύναµη πίσω, ενώ ο Τζορτζ έµπαινε στο αυτοκίνητο και ο Άιρτον γκάζωνε και

άλλαζε ταχύτητες πιο γρήγορα από οδηγό φόρµουλας. Η έκρηξη τους έσπρωξε, αλλά

ο Άιρτον δεν έχασε τον έλεγχο. Έφυγε µε όλη του την ταχύτητα για το πρωτάθληµα.

«Γυρίσατε», είπε ο Τζορτζ, κοιτώντας πίσω κάθε τόσο.

Page 343: i Legewna Twn Psuxwn

343

343

«Ο τροµοκράτης χτυπάει πάντα δυο φορές», είπε ο Άιρτον και γέλασε µόνος

του. «Σαχλό, το παραδέχοµαι.» Όλοι γελάσανε αυτή τη φορά.

«Νόµιζες ότι θα σε αφήναµε;» του είπε η Υπατία. «Είσαι στη Λεγεώνα.»

«Σε χρειαζόµαστε», είπε ο Αδόλφος και, ξαφνιάζοντας ακόµα και τον εαυτό

του, χαµογέλασε.

Οδηγήσανε για δέκα λεπτά και µετά παρατήσανε το αµάξι. Ο Άιρτον έσκυψε

και φίλησε το καπό πριν το αφήσει.

«Καλά τα κατάφερες», είπε και έτρεξε λίγο για να προλάβει τους άλλους.

«Να χωριστούµε», είπε ο Αδόλφος. «Ραντεβού στο σπίτι του Δασκάλου.»

Χωρίς να πουν τίποτα άλλο ξεχώρισαν. Ο Άιρτον µπήκε σε ένα λεωφορείο

που περνούσε και ο Αδόλφος έστριψε προς τη θάλασσα. Ο Τζορτζ άφησε την Υπατία

να προχωράει µπροστά και καθώς την κοιτούσε παρατήρησε ότι δε φορούσε

παπούτσια. Έτρεξε να την προλάβει.

«Συγνώµη, κυρία µου», της είπε σοβαρά, «αντιλήφθηκα ότι είσαστε

ξυπόλητη. Μήπως θα θέλατε να σας κεράσω ένα ζευγάρι;»

Μπήκαν στο πρώτο µαγαζί που βρήκαν και αγόρασαν ένα ζευγάρι φτηνά

αθλητικά παπούτσια.

Βγαίνοντας ο Τζορτζ κράτησε το χέρι της Υπατίας.

«Να σου το πω τώρα ή µετά;» τη ρώτησε.

Η Υπατία τον φίλησε.

«Μετά», του είπε και αποµακρύνθηκε.

Ο Τζορτζ κατέβηκε στην παρακάτω παράλληλο.

Έξω από κάθε καφετέρια και καφενείο που περνούσε έβλεπε κόσµο να

στέκεται όρθιο µπροστά στις τηλεοράσεις. Κάποια στιγµή αποφάσισε να µπει.

«Τι γίνεται;» ρώτησε έναν ηλικιωµένο που κοιτούσε εκστασιασµένος την

οθόνη.

«Τι γίνεται;» απάντησε αυτός. «Που ζεις εσύ;» Γέλασε µε όλη του την καρδιά.

«Επανάσταση. Η Λεγεώνα τους διέλυσε µέσα σε µια µέρα.»

Page 344: i Legewna Twn Psuxwn

344

344

Στο δελτίο ειδήσεων είχαν δύο «παράθυρα». Στο ένα έδειχναν τις

συγκρούσεις έξω από την Κόκκινη Βουλή και στο άλλο τη µάχη του Μαραθώνα.

Δίπλα του ο Τζορτζ άκουγε τους ανθρώπους να γελάνε.

«Επιτέλους», έλεγαν οι περισσότεροι και συνέχιζαν να κοιτάνε την οθόνη.

Κάποιοι άλλοι, οι πιο τολµηροί και οι πιο απεγνωσµένοι, έφευγαν τρέχοντας

για το Σύνταγµα.

Ο Τζορτζ βγήκε έξω. Οι µαγαζάτορες κατέβαζαν τα στόρια τους και µικρές

οµάδες, σαν ρυάκια που πασχίζουν να χυθούν στο κυρίως ρεύµα, προχωρούσαν

γρήγορα µε κατεύθυνση τη Βουλή. Σε ένα λύκειο είδε τους µαθητές να

συγκεντρώνονται και µε τους καθηγητές ανάµεσα τους να παίρνουν το δρόµο προς

την επανάσταση. Τα περιπολικά και οι µοτοσικλέτες της αστυνοµίας περνούσαν µε

σβηστούς τους φάρους, σαν να προσπαθούσαν να µην τους δει το πλήθος. Όµως

πέτρες και βρισιές τους ακολουθούσαν µέχρι που χάνονταν στην άκρη του δρόµου.

Στα µπαλκόνια είχε βγει κόσµος και ανέµιζε σηµαίες, κόκκινα σεντόνια και

προχειροφτιαγµένα πανό. Ο Τζορτζ προχωρούσε µόνος, αλλά για πρώτη φορά

αισθανόταν να είναι µέρος της πόλης, της κοινωνίας του.

Page 345: i Legewna Twn Psuxwn

345

345

55.

Την ώρα που ο πρωθυπουργός ετοιµαζόταν να εγκαταλείψει τη χώρα και οι

αστυνοµικοί κρύβονταν στα τµήµατα, περιµένοντας την επέµβαση του στρατού, ένας

νεαρός ζήτησε να δει το διοικητή της αστυνοµίας.

Εκείνος έδινε τις τελευταίες εντολές πριν αποχωρήσει. Είχε ήδη ειδοποιήσει

τη γυναίκα του να µαζέψει τις βαλίτσες τους για να πάνε στο χωριό. Εκεί τα

πράγµατα ήταν ήσυχα ακόµα, σε αντίθεση µε όλες τις µεγάλες πόλεις της χώρας,

όπου τα εξεγερµένα πλήθη επιχειρούσαν να καταλάβουν κάθε δηµοτικό µέγαρο.

«Ποιος διάολος είναι αυτός που θέλει να µε δει τέτοια ώρα;» φώναξε στο

φρουρό του διοικητηρίου.

«Λέει ότι είναι... Μέλος της Λεγεώνας, κύριε», απάντησε εκείνος.

Το µυαλό του διοικητή κόλλησε για µια στιγµή. Φάρσα ή από µηχανής θεός;

«Έλεγξε ‘τον εξονυχιστικά και φέρτε ‘τον εδώ», είπε µε πιο ήρεµη φωνή.

Άφησε το µάζεµα και έκατσε στην καρέκλα του. Αυτή θα ήταν η καλύτερη

στιγµή για να εξαρθρώσει τη Λεγεώνα. Θα γινόταν ήρωας. Θα έσωζε τη χώρα του και

όλον τον κόσµο.

Ο νεαρός που µπήκε στο γραφείο του δεν του γέµισε το µάτι. Πως θα

µπορούσε ένα πιτσιρίκι σαν κι αυτό να απειλήσει το παγκόσµιο σύστηµα;

«Το κωδικό µου όνοµα είναι Καρλ», είπε ο νεαρός. «Είµαι µέλος της

Λεγεώνας. Της οµάδας που λήστεψε την τράπεζα, κατεδάφισε το χρηµατιστήριο,

έβαψε κόκκινη τη Βουλή, έριξε παραισθησιογόνα στο Μαραθώνα και κατέστρεψε το

δίκτυο του Ινστιτούτου.»

Η επίθεση στο ινστιτούτο είχε µείνει κρυφή από τα media. Όλα τα άλλα θα

µπορούσε να τα ξέρει κάποιος που ανακατευόταν µε το διαδίκτυο, αλλά η

εξουδετέρωση του συστήµατος πληροφοριών;

«Γιατί είσαι εδώ;» τον ρώτησε ο διοικητής, µην µπορώντας ακόµα να πιστέψει

την τύχη του.

Page 346: i Legewna Twn Psuxwn

346

346

«Ξέρω που βρίσκεται η Λεγεώνα και ο Δάσκαλος», είπε ο Καρλ. «Το σχολείο

δεύτερης ευκαιρίας έχει εγκαταλειφθεί. Η Λεγεώνα µεταφέρθηκε στο σπίτι του

Δασκάλου.»

Ο διοικητής ανακάθισε. Κανείς δεν ήξερε για το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας

και όσο για το Δάσκαλο, αυτό ήταν κάτι που το είχαν µάθει από τον Κελάµη µόλις

την προηγούµενη µέρα.

«Τι ζητάς;» ρώτησε τον έφηβο.

«Παραγραφή των αδικηµάτων µου, αµερικανική υπηκοότητα και προστασία...

Και τριάντα εκατοµµύρια δολάρια.»

Ο διοικητής γέλασε.

«Που νοµίζεις ότι βρίσκεσαι; Στο Χόλιγουντ; Αυτό είναι ότι πιο αστείο έχω

ακούσει τα τελευταία τριάντα χρόνια.»

Ο Καρλ όµως δεν γελούσε. Το σχέδιο είχε προχωρήσει ακριβώς όπως ήθελε,

ίσως και καλύτερα. Δεν υπήρχε καµιά πιθανότητα να χάσει. Και κανείς δεν ήταν

καλύτερος στον υπολογισµό των πιθανοτήτων από τον Καρλ.

«Σε µια ώρα µπορείτε να έχετε στα χέρια σας όλη τη λεγεώνα», είπε στο

διοικητή µε ψυχρότητα που τον τρόµαξε. «Αρκεί να τηλεφωνήσετε στον υπουργό.

Αυτός θα µιλήσει µε το διοικητή της ΕΥΠ και ο σταθµάρχης της CIA στην Αθήνα θα

µας δώσει ό,τι ζητάµε... Αρκεί να σηκώσετε το χέρι σας και θα γίνετε, από θήραµα

ήρωας. Γιατί το σκέφτεστε, λοιπόν;»

«Πως µπορώ να είµαι σίγουρος ότι είσαι µέλος της Λεγεώνας;» τον ρώτησε ο

διοικητής.

«Η ανατίναξη του χρηµατιστηρίου έγινε µε κλήση από τη Βόρεια Αφρική.

Στην τράπεζα ο συναγερµός χτύπησε δεκατρείς φορές. Στο Δηµόκριτο πριν λίγες

µέρες κάναµε µια επίθεση, που κανείς δεν αντιλήφθηκε. Στο ινστιτούτο κανείς

υπολογιστής δε λειτουργεί. Ούτε θα λειτουργήσει. Εγώ έφτιαξα το πρόγραµµα που

τους κατάστρεψε.»

Ο διοικητής πάτησε το κουµπί της ενδοσυνεννόησης και ζήτησε να

κρατήσουν τον Καρλ έξω από το γραφείο του για λίγο. Πριν να περάσουν δέκα λεπτά

ζήτησε να τον φέρουν µέσα.

«Θα έχεις ό,τι ζητάς», του είπε. «Ξεκίνα να µιλάς.»

Page 347: i Legewna Twn Psuxwn

347

347

«Πρώτα θα δω τον σταθµάρχη», είπε ο Καρλ. «Δεν έχω κάποιο προσωπικό

θέµα µαζί σας, αλλά δεν εµπιστεύοµαι την ελληνική κυβέρνηση. Μόλις θα

συµφωνήσει αυτός θα προχωρήσουµε στη συναλλαγή.»

«Και πως το ξέρεις ότι θα τηρήσει το λόγο του ο Αµερικάνος;» ρώτησε

ειρωνικά ο διοικητής.

«Γιατί µπορώ να τινάξω στον αέρα όλο το διαδίκτυο. Δεν είναι απειλή. Είναι

εκβιασµός. Ή θα σωθείτε από τη Λεγεώνα και θα πάρω ό,τι ζητάω ή σε λίγες ώρες δε

θα υπάρχει ίντερνετ. Είναι τόσο απλό. Ή εγώ ή κανένας.»

Ο Καρλ γέλασε και ο διοικητής ανατρίχιασε. Αν αυτός ήταν ένα µόνο από τα

µέλη της Λεγεώνας, µπορούσες εύκολα να καταλάβεις τι µπορούσανε να κάνουν όλοι

µαζί.

Χωρίς να διώξει τον Καρλ απ’ το γραφείο του ξαναπήρε τον υπουργό. Λίγη

ώρα µετά ο σταθµάρχης της CIA στην Αθήνα, έφτασε στο γραφείο.

Page 348: i Legewna Twn Psuxwn

348

348

56.

Ο Τζορτζ έφτασε τελευταίος στο σπίτι του Δασκάλου. Περίµενε να βρει

εορταστική ατµόσφαιρα, ίσως να είχαν ανοίξει και καµιά σαµπάνια. Αντ’ αυτού τους

βρήκε όλους καθισµένους γύρω από το Δάσκαλο, να ακούνε προσεκτικά, λες και

βρίσκονταν στο κρυφό σχολειό. Κατάλαβε ότι στην επανάσταση δεν υπήρχε χρόνος

για πανηγυρισµούς.

«Είµαστε όλοι εδώ;» ρώτησε πριν κάτσει.

«Όλοι. Εκτός από τον Καρλ», απάντησε ο Παύλος.

«Τι έγινε αυτός;»

«Δεν απαντάει στο τηλέφωνο.»

«Υπάρχει περίπτωση να τον έχουν συλλάβει», είπε ο Δάσκαλος. «Γι’ αυτό

πρέπει να δράσουµε γρήγορα.»

«Καταλάβανε τη Βουλή», είπε ο Τσε. «Κι απέξω έχουν στηθεί τανκ και ο

στρατός.»

«Υπάρχουν πολλοί νεκροί ήδη», είπε η Υπατία.

«Τι µπορούµε να κάνουµε;» ρώτησε ο Τζορτζ. «Θα τα βάλουµε µε τα τανκ;»

«Αν χρειαστεί», είπε ο Δάσκαλος.

«Χρειάζεται», φώναξε ο Τσε. «Τους σκοτώνουν εκεί πέρα. Και αν µπουν µέσα

δε θα µείνει κανείς ζωντανός.» Κοίταξε τους συµµαθητές του. «Είµαστε υπεύθυνοι

γι’ αυτό που συµβαίνει.»

Page 349: i Legewna Twn Psuxwn

349

349

«Ο Τσε έχει δίκιο», είπε ο Δάσκαλος. «Πρέπει να οργανώσουµε το επόµενο

χτύπηµα άµεσα, αυθηµερόν. Δεν χωράνε καθυστερήσεις πια. Μόνο που...» Έριξε µια

µατιά στο σπίτι του. Για µια στιγµή φάνηκε να θλίβεται, αλλά µετά τίναξε το κεφάλι

σαν να προσπαθούσε να διώξει κάθε µορφή νοσταλγίας. «Το πρώτο που πρέπει να

κάνουµε είναι να εγκαταλείψουµε το σπίτι. Και να καταστρέψουµε τα πάντα εδώ

µέσα.»

Οι µαθητές κοίταξαν τους πίνακες, τα έργα τέχνης, τα σπάνια βιβλία. Αν τα

κατάστρεφε θα ήταν σαν να πετούσε όλη του τη ζωή.

«Δεν έχουν αξία τα υλικά αντικείµενα», είπε ο Δάσκαλος.

«Και που θα πάµε;» ρώτησε ο Τζορτζ.

«Έδωσα στον Παύλο τη διεύθυνση ενός υπογείου που νοικιάζω. Με άλλο

όνοµα. Ήταν κάποτε η έδρα µιας πειραµατικής οµάδας θεάτρου. Ο ιδιοκτήτης ζει σε

άλλη πόλη. Αρκεί να µπαίνει το ενοίκιο στο λογαριασµό του και δε θα µας ενοχλήσει

ποτέ.»

«Πότε φεύγουµε;» ρώτησε ο Αδόλφος.

«Τώρα», απάντησε ο Δάσκαλος.

«Μια στιγµή», είπε ο Παύλος. «Μια στιγµή, Δάσκαλε... Τα αντικείµενα που

έχεις εδώ, οι πίνακες, κάποια βιβλία, κοστίζουν µια περιουσία. Θα ‘ταν λάθος να τα

καταστρέψουµε. Δε λέω για τα βαριά και τα ογκώδη. Αλλά κάποιοι πίνακες, τα

βιβλία; Θα χρειαστούµε λεφτά, έτσι δεν είναι;»

«Σωστά», είπε ο Δάσκαλος. «Ας µην πανικοβαλλόµαστε. Θα πάρουµε µαζί

µας τα πιο πολύτιµα.»

«Θα φέρω κούτες», είπε ο Άιρτον. «Είναι ένα σούπερ-µάρκετ εδώ κάτω.»

«Έρχοµαι µαζί σου», είπε η Μάρι.

Βγήκανε γρήγορα, ενώ ο Δάσκαλος είχε ήδη σηκωθεί και ξεχώριζε τα πιο

σηµαντικά. Κάποια τα κρατούσε στα χέρια του λίγο παραπάνω πριν τα πετάξει στην

άκρη. Κάποια άλλα τα έδινε για να τα στοιβάσουνε στο κέντρο του δωµατίου.

Καθώς πετούσε στην άκρη την κιθάρα του Λένον ακούστηκε το κινητό του

τηλέφωνο. Είχε µήνυµα. Το άνοιξε και είδε ότι ήταν από τον Καρλ.

«Τι λέει;» τον ρωτήσανε οι µαθητές και µαζευτήκανε γύρω του.

«Ματς-µουτς», διάβασε µεγαλόφωνα ο Δάσκαλος. Και µετά αναρωτήθηκε:

«Τι σηµαίνει αυτό;»

Page 350: i Legewna Twn Psuxwn

350

350

Κανείς δεν κατάλαβε.

«Ματς-µουτς», έκανε ο Παύλος. «Είναι... Ο ήχος του φιλιού;»

Τα µάτια του Δασκάλου άνοιξαν διάπλατα.

«Αφήστε ‘τα όλα», φώναξε. «Φεύγουµε αυτή τη στιγµή... Που είναι η Μάρι

µε τον Άιρτον;»

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Τζορτζ καθώς ο Δάσκαλος έτρεχε προς το γραφείο του.

Ξεκλείδωσε το πρώτο συρτάρι και έβγαλε ένα τετράδιο.

«Βάλε κι αυτό στο σακίδιο σου», είπε και µετά κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

«Τι περιµένετε;» φώναξε στους µαθητές. «Εγκαταλείπουµε το πλοίο.»

«Τι σηµαίνει το...» ξεκίνησε να λέει η Υπατία.

«Φιλί... Το φιλί», είπε έντροµος ο Δάσκαλος.

«Το φιλί του Ιούδα», είπε ο Παύλος και όλοι κατάλαβαν.

Βγήκαν έξω για να κατέβουν τις σκάλες όταν άκουσαν τους πυροβολισµούς.

Η Μαρί µε τον Άιρτον είχαν πάρει από δυο κούτες και γυρνούσαν στο σπίτι,

όταν άκουσαν πίσω τους το θόρυβο. Δύο οχήµατα των ειδικών µονάδων έστριψαν

στη γωνία.

«Μας έδωσαν», είπε η Μάρι.

«Μπες µέσα», της φώναξε ο Άιρτον και της χαµογέλασε για τελευταία φορά.

«Σ’ αγαπώ».

Έπειτα πέταξε τις κούτες κάτω και έβγαλε από την τσέπη του το όπλο. Δεν

είχε ξαναπυροβολήσει στη ζωή του. Κρύφτηκε πίσω από ένα αυτοκίνητο και

ξεκίνησε να ρίχνει στα οχήµατα. Η Μαρί ήθελε κάτι να του πει, αλλά δεν ακουγόταν

πια. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες τρέχοντας.

Οι αστυνοµικοί των ειδικών δυνάµεων δεν άργησαν να βγουν. Ο πρώτος

έπεσε νεκρός. Οι υπόλοιποι ακροβολιστήκανε και ξεκίνησαν να ανταποδίδουν τα

πυρά. Ο Άιρτον δεν µπόρεσε να χτυπήσει άλλον. Σε λιγότερο από είκοσι

δευτερόλεπτα του τελειώσανε οι σφαίρες. Πέταξε το όπλο του και σήκωσε τα χέρια.

Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτα. Οι σφαίρες τον γαζώσανε από την κορυφή ως τα

νύχια.

Η Μαρί πρόλαβε τους συµµαθητές της στις σκάλες.

Page 351: i Legewna Twn Psuxwn

351

351

«Πίσω», τους φώναξε και αρχίσανε όλοι να ανεβαίνουν.

Μπήκαν στο διαµέρισµα, κλειδώσανε την πόρτα και στοιβάξανε µερικά

έπιπλα πίσω της.

«Ο Άιρτον;» ρώτησε ο Δάσκαλος.

Η Μάρι µόνο κούνησε το κεφάλι.

«Απ’ το παράθυρο της κουζίνας», φώναξε ο Δάσκαλος. «Βγαίνει στη διπλανή

ταράτσα.»

Ένας-ένας πεταχτήκανε έξω και ξεκίνησαν να τρέχουν. Τελευταίος έµεινε ο

Τζορτζ µε το Δάσκαλο.

«Φύγε», του είπε ο Δάσκαλος.

Ο Τζορτζ βγήκε έξω και άπλωσε το χέρι για να τον βοηθήσει να βγει. Εκείνος

έπιασε τα παραθυρόφυλλα.

«Δεν µπορώ να τρέχω, στην ηλικία µου», του είπε και έκλεισε το τζάµι.

Ο Τζορτζ έµεινε να τον κοιτάει. Ο Δάσκαλος του έκανε το σήµα της νίκης και

κατέβασε τα πατζούρια. Μετά γύρισε αργά στο γραφείο του. Στάθηκε όρθιος εκεί

κοιτώντας τα κειµήλια µιας ολόκληρης ζωής. Καθώς οι αστυνοµικοί προσπαθούσαν

να ανοίξουν την πόρτα ο Δάσκαλος πήρε από το γραφείο µια µικρή µπάλα µισού

κιλού από το εκρηκτικό που είχε φτιάξει η Μαρί. Μόλις τα έπιπλα υποχωρήσανε

έδωσε δώδεκα βολτ στο εκρηκτικό. Ο έκτος όροφος της πολυκατοικίας τινάχτηκε

στον αέρα, µαζί µε το δάσκαλο, τους αστυνοµικούς και µια στοίβα από πολύτιµα

αντικείµενα.

Page 352: i Legewna Twn Psuxwn

352

352

57.

Οι εναποµείναντες της Λεγεώνας των ψυχών καθόντουσαν στις εξέδρες ενός

µικρού υπόγειου θεάτρου. Η Μαρί έκλαιγε, αλλά προσπαθούσε να σβήνει τα δάκρυα

της, αµέσως µόλις έβγαιναν από τα µάτια της. Ο Τζορτζ κρατούσε στην αγκαλιά του

την Υπατία. Ο Παύλος διάβαζε το τετράδιο που του είχε δώσει ο δάσκαλος την

τελευταία στιγµή. Ο Τσε κρατούσε το όπλο του.

«Όλα τελειώσανε», είπε η Αλεξάνδρα, παραξενεµένη και η ίδια από το θάρρος

της, να µιλήσει µια τέτοια στιγµή.

Όλοι συµφώνησαν κουνώντας το κεφάλι τους, χωρίς να µιλήσουν.

Πέρασε ένα ακόµα λεπτό και ο Αδόλφος σηκώθηκε. Στάθηκε µπροστά στις

εξέδρες σαν να ήταν ηθοποιός.

Page 353: i Legewna Twn Psuxwn

353

353

«Τίποτα δεν τέλειωσε», είπε µε φωνή που δεν έδειχνε φόβο ή απελπισία.

«Τώρα µόλις άρχισε.» Τους κοίταξε έναν-έναν, προτού συνεχίσει. «Σας είπε κανείς

ότι η Λεγεώνα ήταν ο Δάσκαλος; Πιστέψατε ότι αυτός είναι η Λεγεώνα; Η Λεγεώνα

είµαστε εµείς. Η Λεγεώνα είναι όλοι εκείνοι που κατεβάζουν το κεφάλι τόσα χρόνια.

Όλοι εκείνοι που δεν αντέχουν άλλο. Που δεν αντέχουν να ζουν χωρίς όνειρα, χωρίς

ελπίδα, χωρίς αξιοπρέπεια... Νοµίζετε ότι είµαστε µόνο εφτά; Είµαστε εκατοµµύρια

και ακόµα περισσότεροι... Η Λεγεώνα είναι όλος ο κόσµος που χάνει τη ζωή του για

ένα µισθό που δε φτάνει ούτε για το φαΐ... Είναι τα παιδιά που µεγαλώνουν χωρίς να

γνωρίζουν τους γονείς τους, γιατί οι γονείς τους πρέπει να δουλεύουν όλη µέρα για να

τους ζήσουν. Είναι οι έφηβοι. Όλοι οι έφηβοι, όχι µόνο εµείς, αυτό είναι η Λεγεώνα.

Οι έφηβοι που ισοπεδώνονται, που γίνονται όµοιοι, υπηρέτες ενός συστήµατος που

µισεί την έξαρση, τα πάθη, τη ζωή... Είναι οι άντρες και οι γυναίκες που ζουν χωρίς

να απολαµβάνουν τίποτα. Είναι οι γέροι που πεθαίνουν χωρίς να προλάβουν να

ξεκουραστούν, να σκεφτούν, να ζήσουν... Η ζωή δεν είναι µια βάρδια σε εργοστάσια

παραγωγής. Η ζωή πρέπει να είναι ευτυχία, χαρά, δηµιουργικότητα. Να είναι

γιορτή...» Έδεσε τα δάκτυλα του πίσω από την πλάτη του. Η φωνή του κατέβηκε δυο

τόνους. «Ο εχθρός µας είναι εκεί και µας περιµένει. Δεν είναι τα άλλα κράτη, οι άλλοι

λαοί, οι άλλοι άνθρωποι. Είναι αυτοί που θέλουν να µας έχουν πάντα φοβισµένους.

Αυτοί που προσπαθούν να µας έχουν πάντα χώρια... Τέλειωσε αυτό. Αυτό τέλειωσε.

Τώρα είναι η ώρα του αγώνα. Θα νικήσουµε. Όλοι µαζί. Δεν υπάρχει άλλη

εναλλακτική. Μόνο η νίκη...» Πλησίασε τη Μαρί. «Τι είναι τα τανκ; Σίδερα που

κινιούνται. Μπορούµε να τα σταµατήσουµε. Περιµένουν από εµάς να τα

σταµατήσουµε... Ο κόσµος εκεί έξω δεν ξέρει τίποτα για το Δάσκαλο. Τη Λεγεώνα

περιµένει. Να τους δώσει ένα ακόµα σηµάδι ότι υπάρχει, ότι είναι δίπλα τους... Δε θα

τους εγκαταλείψουµε τώρα. Θα πολεµήσουµε µαζί τους. Η Λεγεώνα θα δείξει τι

αξίζει τώρα. Είµαστε πιο δυνατοί από τους προδότες, δεν είµαστε;» Έσφιξε τις

γροθιές του µπροστά στο πρόσωπο του. «Θα κάνουµε τη µεγαλύτερη επίθεση µας.

Τώρα. Που µας χρειάζονται. Τώρα. Που νοµίζουν ότι µας νίκησαν.»

«Δε θα µας νικήσουν ποτέ», είπε ο Τσε.

Η Μαρί σηκώθηκε όρθια.

«Έχω αρκετά εκρηκτικά για να τινάξω όλα τους τα τανκ», είπε µε σιγουριά.

«Θα συνεχίσουµε», είπε ο Τζορτζ. «Μόνο νίκη.»

Page 354: i Legewna Twn Psuxwn

354

354

«Μόνο νίκη», είπαν όλοι, όλοι εκτός από τον Παύλο που διάβαζε το τετράδιο

του δασκάλου.

Καθώς η Αλεξάνδρα ανέλυε την ιδέα της για έναν αυτοσχέδιο εξ’ αποστάσεως

πυροδοτικό µηχανισµό και η Υπατία σκεφτόταν πως θα τίναζε το διαδίκτυο στον

αέρα, µε τη βοήθεια του προγράµµατος που είχε φτιάξει ο Ιούδας, ο Παύλος διάβαζε

ξανά και ξανά την τελευταία σελίδα του τετραδίου.

Του φαινόταν πολύ δύσκολο να εµπεδώσει αυτό που είχε γράψει ο Δάσκαλος,

αν και ήταν κάτι που από την αρχή το είχε υποψιαστεί.

Έγραφε ο Δάσκαλος: «Κάθε άνθρωπος χρειάζεται κάτι για να πιστεύει. Κάτι

που να του δίνει δύναµη.» Και παρακάτω: «Οι νέοι χρειάζονται είδωλα. Χρειάζονται

ρίζες και φτερά. Αν τους πείσεις ότι είναι απόγονοι λιονταριών θα φερθούν σαν

λιοντάρια. Αν νοµίζουν ότι οι πρόγονοι τους ήταν ποντίκια θα φερθούν σαν

ποντίκια.» Και παρακάτω: «Υπήρξαν στην ανθρωπότητα λίγοι άνθρωποι που

τόλµησαν και κατάφεραν να αλλάξουν την ανθρωπότητα...» Και στο τέλος: «Πρέπει

να φτιάξω µια οµάδα από νέους. Να τους κάνω να πιστέψουν ότι η µοίρα τους είναι

να αλλάξουν τον κόσµο... Αυτοί θα είναι η µαγιά.»

Ο Παύλος έκλεισε το τετράδιο όταν κατάλαβε ότι ο Αδόλφος τον πλησίαζε.

«Εσύ τι λες, Παύλο; Θα µας βοηθήσεις; Με το ταλέντο σου;»

Ο Παύλος έσφιξε το τετράδιο. Αν τους αποκάλυπτε τι είχε διαβάσει τι θα

άλλαζε;

«Θα γράψω τα καλύτερα κείµενα», είπε. «Εγώ θα γίνω η φωνή της

Λεγεώνας.»

Ο Αδόλφος τον έπιασε από τους ώµους. Μετά έκανε δυο βήµατα πίσω.

«Ο αγώνας συνεχίζεται», είπε. «Ο αγώνας µόλις άρχισε.»