36
ΚΡΙΤΙΚΗ - ΟΡΙΣΜΟΣ Σύνθετη διανοητική λειτουργία και ικανότητα του ανθρώπου να εξετάζει σε βάθος την ουσία των πραγμάτων , να ελέγχει πρόσωπα , γεγονότα και καταστάσεις. ΜΟΡΦΕΣ Θετική κριτική (Επιδοκιμασία , επιβράβευση) Αρνητική κριτική (Αποδοκιμασία) Κριτική προς τους άλλους. Αυτοκριτική. Κριτική στην καθημερινή ζωή. Κριτική στο χώρο της τέχνης. Κριτική στο χώρο της επιστήμης. Κριτική στο χώρο της πολιτικής. ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ 1. Από την παιδεία που έχει το άτομο και ειδικότερα από το εκπαιδευτικό σύστημα. 2. Από την οικογένεια και ειδικότερα από το αν αυτή παρέχει υγιή ερεθίσματα και πρότυπα . 3. Από τον τρόπο λειτουργίας των Μ.Μ.Ε. και συγκεκριμένα από το αν αυτά μεταδίδουν πληροφορίες και μηνύματα με στόχο να ενημερώνουν αντικειμενικά και πολύπλευρα χωρίς να αποπροσανατολίζουν τον πολίτη. 4. Από την υπεύθυνη δραστηριοποίηση πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας , που έχει ως στόχο να διαμορφώσει αντικειμενικά την κοινή γνώμη. 5. Από το βαθμό υπευθυνότητας που διακρίνει ένα άτομο και από την επιθυμία του να εντοπίσει παραλείψεις και σφάλματα στον εαυτό του ώστε να τα διορθώσει αναβαθμίζοντας ποιοτικά την προσωπικότητά του. (Αυτοκριτική) ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ 1. Το άτομο που ασκεί κριτική καταφέρνει να επηρεάσει το χώρο στον οποίο αυτή αναφέρεται και να τον εξυγιάνει , με συνέπεια την ηθική ικανοποίηση και την ενθάρρυνση για ενεργό συμμετοχή σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δράσης. Αυτός από την άλλη , που δέχεται την 1

kritiki

Embed Size (px)

Citation preview

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΟΡΙΣΜΟΣ

Σύνθετη διανοητική λειτουργία και ικανότητα του ανθρώπου να εξετάζει σε βάθος την ουσία των πραγμάτων , να ελέγχει πρόσωπα , γεγονότα και καταστάσεις.

ΜΟΡΦΕΣ

Θετική κριτική (Επιδοκιμασία , επιβράβευση) Αρνητική κριτική (Αποδοκιμασία)

Κριτική προς τους άλλους. Αυτοκριτική.

Κριτική στην καθημερινή ζωή. Κριτική στο χώρο της τέχνης. Κριτική στο χώρο της επιστήμης. Κριτική στο χώρο της πολιτικής.

ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ

1. Από την παιδεία που έχει το άτομο και ειδικότερα από το εκπαιδευτικό σύστημα.2. Από την οικογένεια και ειδικότερα από το αν αυτή παρέχει υγιή ερεθίσματα και

πρότυπα .3. Από τον τρόπο λειτουργίας των Μ.Μ.Ε. και συγκεκριμένα από το αν αυτά

μεταδίδουν πληροφορίες και μηνύματα με στόχο να ενημερώνουν αντικειμενικά και πολύπλευρα χωρίς να αποπροσανατολίζουν τον πολίτη.

4. Από την υπεύθυνη δραστηριοποίηση πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας , που έχει ως στόχο να διαμορφώσει αντικειμενικά την κοινή γνώμη.

5. Από το βαθμό υπευθυνότητας που διακρίνει ένα άτομο και από την επιθυμία του να εντοπίσει παραλείψεις και σφάλματα στον εαυτό του ώστε να τα διορθώσει αναβαθμίζοντας ποιοτικά την προσωπικότητά του. (Αυτοκριτική)

ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ

1. Το άτομο που ασκεί κριτική καταφέρνει να επηρεάσει το χώρο στον οποίο αυτή αναφέρεται και να τον εξυγιάνει , με συνέπεια την ηθική ικανοποίηση και την ενθάρρυνση για ενεργό συμμετοχή σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δράσης. Αυτός από την άλλη , που δέχεται την καλοπροαίρετη κριτική ,καταφέρνει να περιορίσει τις αδυναμίες ή να αποφύγει σφάλματα στα οποία θα περιέπεφτε αν δεν δεχόταν την κριτική του συνανθρώπου του ή του συνόλου στο οποίο κινείται.

2. Αξιοσημείωτος είναι και ο ρόλος της αυτοκριτικής, αφού αυτή αφυπνίζει τη συνείδηση και το άτομο έχει επίγνωση των αρνητικών του στοιχείων , με αποτέλεσμα αφενός να εισέρχεται σε μια διαδικασία αυτοβελτίωσης και αφετέρου να κατακτά τον αυτοέλεγχο και την αυτοπειθαρχία , επομένως και την εσωτερική του ελευθερία. Ο περιορισμός των μειονεκτημάτων , η καλλιέργεια των προτερημάτων και γενικά η αυτογνωσία που επιτυγχάνει το άτομο μέσω της αυτοκριτικής ,το οδηγούν στην εσωτερική πληρότητα αφενός και στην αύξηση του βαθμού κοινωνικότητας αφετέρου ,εφόσον γίνεται πιο αποδεκτός στους κοινωνικούς κύκλους. Επομένως , οδηγείται στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας.

3. Στον κοινωνικό τομέα , η αντικειμενική και αμερόληπτη κριτική από άτομα μεμονωμένα ή ομάδες συμβάλλει στην εξυγίανση της κοινωνίας και στην

1

εξασφάλιση ήπιου κλίματος, όπου ευνοείται η συνεργασία και η άμιλλα. Ειδικότερα, ασκείται έλεγχος στην ποιότητα των μηνυμάτων που μεταδίδουν τα Μ.Μ.Ε. ,με συνέπεια να αποσοβείται ο κίνδυνος της παραπληροφόρησης και της μαζικοποίησης. Εξάλλου η αμερόληπτη αντιμετώπιση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων-αποτέλεσμα της κριτικής σκέψης και αυτή- αποτρέπει κοινωνικές συγκρούσεις και αντιθέσεις, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζονται αρμονικές διαπροσωπικές σχέσεις , η κοινωνική συνοχή και ,επομένως, η κοινωνική πρόοδος μέσω της συλλογικής δράσης και του κοινού αγώνα.

4. Στον πολιτικό χώρο η κριτική είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την υπεύθυνη δράση τόσο των πολιτικών όσο και των πολιτών. Συγκεκριμένα , ο πολιτικός οφείλει να ασκεί διαρκώς κριτική στο έργο του και να μην «επαναπαύεται στις δάφνες του» προκειμένου να λαμβάνει τις καλύτερες αποφάσεις για το σύνολο, του οποίου είναι αντιπρόσωπος. Συγχρόνως , πρέπει να κρίνει και τους συνεργάτες του , όταν αυτό είναι απαραίτητο , χωρίς να καταχράται του δικαιώματός του και να οδηγεί σε αδιέξοδο τον πολιτικό βίο. Ο πολίτης , με τη σειρά του , θεωρεί υποχρέωσή του την άσκηση κριτικής στις προγραμματικές δηλώσεις των κομμάτων , ώστε να επιλέγει αδογμάτιστα και ανεπηρέαστα τον κατάλληλο για τον ίδιο και το σύνολο πολιτικό χώρο που θα τον αντιπροσωπεύσει. Επίσης , σημαντικό ρόλο παίζει η άσκηση κριτικής κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από μια πολιτική παράταξη , ώστε να πραγματώνεται έτσι η ύψιστη δημοκρατική λειτουργία του κοινωνικού ελέγχου και να έρχονται στο φως σφάλματα , παραλείψεις , σκάνδαλα και ατασθαλίες , ώστε να καυτηριάζονται , να διορθώνονται και να μην επαναλαμβάνονται , εξυγιαίνοντας την πολιτική ζωή της χώρας και βελτιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη εικόνα της στο εξωτερικό .

5. Στο χώρο της τέχνης η άσκηση κριτικής είναι παραπάνω από αναγκαία , γιατί η άκριτη αποδοχή ή απόρριψη των προϊόντων της τέχνης μπορεί να οδηγήσει στην υποβάθμιση του πολιτιστικού επιπέδου ή στην αποστασιοποίηση μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού αντίστοιχα. ‘Έτσι , η άσκηση καλοπροαίρετης κριτικής από άτομα ενημερωμένα στα καλλιτεχνικά θέματα επισημαίνει στον καλλιτέχνη σφάλματα και παραλείψεις και ευαισθητοποιεί το κοινό στην παρακολούθηση και απόλαυση έργων τέχνης με αξιόλογο περιεχόμενο προφυλάσσοντας το από αντίστοιχα άλλα που υπηρετούν εξωκαλλιτεχνικούς σκοπούς ή που προσβάλλουν την αισθητική και δεν έχουν τίποτε το ουσιαστικό να προσφέρουν.

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ

1. Η γνώση του κρινόμενου αντικειμένου .2. Αντικειμενική και αμερόληπτη κριτική απαλλαγμένη από προκαταλήψεις και

αρνητικά συναισθήματα.3. Να συνοδεύεται από στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς.4. Να έχει στόχο την ποιοτική βελτίωση του κρινόμενου.

ΤΙ ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΤΑΙ

1. Τις περισσότερες φορές ασκείται κακοπροαίρετη κριτική , που παίρνει τη μορφή της αποδοκιμασίας , της μόνιμης επίκρισης και του χλευασμού , ενώ σπάνια είναι επιδοκιμασία.

2. Αδυναμία άσκησης αντικειμενικής κριτικής και γενικά αδυναμία άσκησης κριτικής.

3. Αδιαφορία άσκησης αυτοκριτικής.

2

ΑΙΤΙΑ

1. Ελλιπής παιδεία ή παιδεία που διαμορφώνει άτομα μόνο για τις παραγωγικές διαδικασίες παρέχοντας ξεπερασμένες και εξειδικευμένες γνώσεις και εθίζει στην αποστήθιση και αδιαφορεί και για την ηθική θωράκιση των ατόμων και για την καλλιέργεια της κριτικής τους σκέψης.

2. Η ανεξέλεγκτη λειτουργία των Μ.Μ.Ε. που αποβλακώνουν τον άνθρωπο και ναρκοθετούν τη σκέψη του. Συγχρόνως τα καταναλωτικά πρότυπα που προβάλλονται , αποπροσανατολίζουν τον άνθρωπο και αδρανούν την κριτική του σκέψη .

3. Σκόπιμος αποπροσανατολισμός από λαοπλάνους και καιροσκόπους με στόχο την εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων , με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να χειραγωγείται και να αδυνατεί να κρίνει ό,τι συμβαίνει γύρω του.

4. Συμπλέγματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας που στερούν την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα.

5. Φθόνος , ζήλια και μικρόψυχα πάθη , που προκαλούν «τύφλωση» και επικεντρώνουν το ενδιαφέρον μόνο στα αρνητικά στοιχεία και αποσιωπώνται έτσι τα θετικά.

6. Η πραγματική αξία του κρινόμενου, που οδηγεί στα δύο παραπάνω αίτια.7. Προσωπικά συμφέροντα , τα οποία σε συνδυασμό με το γενικότερο κλίμα

συμφεροντολογίας , ιδιοτέλειας και ωφελιμισμού , παράγουν τέτοιου είδους συμπεριφορές , με πρόδηλους σκοπούς και προοπτικές.

8. ‘Έλλειψη ανωτερότητας , θάρρους , ηθικού και ψυχικού σθένους , με παράλληλη κυριαρχία του εγωισμού, που δεν επιτρέπουν στο άτομο να ασκήσει αυτοκριτική.

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

1. Μαζικοποίηση και γενικότερα αποπροσανατολισμός απ’ό,τι πραγματικά συμβαίνει μέσα στην κοινωνία. ‘Έτσι το άτομο γίνεται αντικείμενο πολιτικής και ηθικής εκμετάλλευσης , με συνέπεια να δέχεται αδιαμαρτύρητα κάθε κατάσταση.

2. Αδιαφορία για τα κοινά- παραίτηση από την κοινωνική ζωή . Παράλληλα η αδυναμία άσκησης αντικειμενικής κριτικής οξύνει τις αντιθέσεις , διαστρέφει τα πολιτικά ήθη , αποπροσανατολίζει και αλλοτριώνει τον άνθρωπο.1. Ανάληψη από τη μία παράτολμων ενεργειών ,που υπερβαίνουν τις

δυνατότητες του ατόμου , με συνέπεια τους αιφνιδιασμούς , τις απογοητεύσεις και την ηθική εκτροπή του. Από την άλλη αποθαρρύνει , με συνέπεια να μην εμπιστεύεται το άτομο τον εαυτό του και να μην αναλαμβάνει πρωτοβουλίες.

ΜΕΤΡΑ

1. Παιδεία που θα υπηρετεί τον άνθρωπο σε βάθος και θα τον βοηθά να συνειδητοποιήσει την αξία του ανθρώπινου παράγοντα και , επομένως , την αναγκαιότητα αντικειμενικής και εποικοδομητικής κριτικής.

2. Περιορισμός των αποπροσανατολιστικών διαφημίσεων και συνθημάτων από τα Μ.Μ.Ε. και έλεγχος της λειτουργίας τους.

3. Αποκατάσταση της ανθρώπινης οντότητας ως αυτοσκοπός στον κοσμικό χώρο και τονισμός της αναγκαιότητας για ανθρώπινη επικοινωνία και επαφή.

ΘΕΜΑΤΑ

Είναι κοινά παραδεκτό ότι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι έχουν την τάση να κρίνουν. Ωστόσο , η κριτική τους δεν είναι πάντα καλοπροαίρετη , αλλ’ αντίθετα

3

παρατηρείται μια τάση μόνιμης επίκρισης και αποδοκιμασίας από τους περισσότερους ανθρώπους. Με βάση τα παραπάνω απαντήστε:

α) Τι προσφέρει η εποικοδομητική κριτική ; β) Ποιες οι προϋποθέσεις για να είναι εποικοδομητική ; γ) Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας το φαινόμενο της μόνιμα επικριτικής στάσης

ορισμένων , αν όχι των περισσοτέρων ανθρώπων ; Η αξία και ο ρόλος της αυτοκριτικής στην ανθρώπινη πρόοδο. Είναι κοινά παραδεκτό ότι στις μέρες μας οι άνθρωποι ελάχιστα κρίνουν ή

καλύτερα κρίνουν αντικειμενικά πρόσωπα και πράγματα σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας . Πού κατά τη γνώμη σας οφείλεται το φαινόμενο, ποιες οι επιπτώσεις του και τι έχετε να προτείνετε ;

Η σημασία της κριτικής στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας. Κάθε ενέργεια του ανθρώπου , ατομική ή συλλογική , δέχεται την κριτική των

άλλων , η οποία άλλοτε είναι καλοπροαίρετη και άλλοτε κακοπροαίρετη. Να παρουσιάσετε τη δύναμη και την αξία της υπεύθυνης και καλοπροαίρετης κριτικής για την επιτυχία του ανθρώπου στη ζωή και , τέλος , τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να ασκείται τέτοιου είδους κριτική.

ΤΕΧΝΗ: ορισμοί και άλλο πληροφοριακό υλικό Τέχνη είναι μια υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του για να επικοινωνεί με τους άλλους/ Τέχνη είναι μια υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να εξωτερικεύει τις σκέψεις τις ιδέες και τα συναισθήματά του για να επικοινωνεί με τον εαυτό του και τους άλλους. Από τη στιγμή που η εξωτερίκευση αυτή έγινε με καλαίσθητο τρόπο, δημιουργήθηκε η Τέχνη. Δηλαδή ΤΕΧΝΗ είναι η έκφραση συναισθημάτων και ιδεών με καλαίσθητο τρόπο. Και με δεδομένο ότι η εξωτερίκευση αυτή έγινε με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, έχουμε τις διάφορες μορφές τέχνης: ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ: αρχιτεκτονική, πλαστική, ζωγραφική, γλυπτικήΛόγο-ΤΕΧΝΙΕΣ: ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημαΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΕΧΝΕΣ: χορός, μουσική (τραγούδι), θέατρο, κινηματογράφος (7η Τέχνη)

Ποιητικοί ορισμοί περί τέχνης: ποίηση είναι… η ανάγκη μας για μιαν άλλη πραγματικότητα«Η ΠΟΙΗΣΗ, στην πρωτογενή της έκφραση, είναι ο μαγικός εκείνος χώρος, στον οποίον αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό» (Σαχτούρης) Με άλλα λόγια, πέρα και πάνω από την υλική πραγματικότητα, τον κόσμο των αισθήσεων και των υλικών αναγκών υπάρχει και ο «νοητός κόσμος» των ιδεών, των ονείρων, της φαντασίας, δίχως τον οποίο δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος. «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος

4

να του φτιάξεις ένα δένδρο.Αυτό είναι το ποίημα» (Δημουλά)

Μορφωτική και κοινωνική αξία της τέχνης: η επικοινωνία με τον κόσμο του καλλιτέχνη είναι μια μέθεξη, μια μυσταγωγία

Το κάθε έργο τέχνης (πίνακας ζωγραφικής, ποίημα, θεατρικό έργο κλπ) είναι ένα σύνθετο δημιούργημα. Δηλαδή ο δημιουργός του, ζώντας σε μια ιστορική εποχή, σε ορισμένη κοινωνία, δέχεται από αυτήν επιδράσεις και διαμορφώνει μια συγκεκριμένη κοσμοαντίληψη: ασπάζεται ή αποδοκιμάζει τις ιδέες που επικρατούν, εγκρίνει ή απορρίπτει τις αξίες που κυριαρχούν, συμμερίζεται ή μένει απαθής σε προβλήματα που την απασχολούν. Συνεπώς το έργο του θα είναι εμπνευσμένο από τα βασικά στοιχεία της εποχής και της κοινωνίας στην οποία ζει και θα εκφράζει με τον προσωπικό τρόπο του καλλιτέχνη αυτή την κοινωνία. Γι’ αυτό, όταν ερχόμαστε σε επαφή με ένα έργο τέχνης, δεν επικοινωνούμε απλώς μ’ ένα χαρισματικό και ταλαντούχο άνθρωπο που μας μεταδίδει την εμπειρία και τη γνώση του, αλλά επικοινωνούμε με την εποχή του, με έναν άλλο κόσμο δηλαδή, αρκεί να είμαστε σε θέση να τον κατανοήσουμε.ΕΠΟΜΕΝΩΣ η επικοινωνία που συντελείται όταν προσεγγίζουμε ένα έργο τέχνης, δεν περιορίζεται μόνο στην απόκτηση γνώσεων, πιο πολύ είναι μια μέθεξη, μια μυσταγωγία για τον φιλότεχνο. Η πνευματική εμπειρία που αποκομίζει κανείς από την τέχνη, τον κάνει να εξίσταται, να ξεφεύγει από τη δυσάρεστη πολλές φορές καθημερινή ζωή, να ξεχνάει τα προβλήματα της ή καλύτερα του δίνεται η δυνατότητα μέσα από την τέχνη να δει όλα τα καθημερινά του θέματα από ένα διαφορετικό πρίσμα. Με τα συναισθήματα έντονης συγκίνησης που μπορεί να νιώσει μέσω της τέχνης, εξαγνίζει και λυτρώνει την ψυχή του από φοβίες και ενοχές. Γι’ αυτό πολύ σωστά η τέχνη θεωρείται ως το κατεξοχήν ψυχαγωγικό μέσο. Εξίσου σπουδαία θεωρείται η απελευθερωτική δύναμη της τέχνης. Το καλλιτέχνημα ως έργο ενός ελεύθερου ανθρώπου, που με την οξυδέρκεια και την ευαισθησία του μπορεί να διακρίνει περιορισμούς και αδικίες, μετατρέπεται συχνά σε φωνή διαμαρτυρίας και αντίστασης που συντελεί στη συνειδητοποίηση καταστάσεων που χρήζουν αλλαγών.

Ο ρόλος και η αναγκαιότητα της τέχνης στη ζωή μας Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Παρόλο που η αξία της τέχνης στη ζωή του ανθρώπου είναι αδιαμφισβήτητη και πανθομολογούμενη, το σχολείο ελάχιστα συμβάλλει στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της και στην καλλιέργεια των καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων. Τα μαθήματα μουσικής και καλλιτεχνικών, που προβλέπονται από το αναλυτικό πρόγραμμα, θεωρούνται δευτερεύοντα και ήσσονος σημασίας. Η οργάνωση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, εκθέσεων ζωγραφικής, συναυλιών, χορού και θεατρικών παραστάσεων, ακόμη και όταν πρέπει να γίνονται στα πλαίσια κάποιων προγραμματισμένων εκδηλώσεων ή επετείων, αντιμετωπίζονται σαν αγγαρεία ή απώλεια χρόνου. Ακόμη και η διδασκαλία της λογοτεχνίας εγκλωβίζεται στις απαιτήσεις κάποιων εξετάσεων που ακυρώνουν στην πράξη την αισθητική καλλιέργεια που θα μπορούσε να προσφέρει. Απουσιάζει η τέχνη από το αναλυτικό πρόγραμμα των μαθημάτων κυρίως διότι το κριτήριο με το οποίο επιλέγονται τα αντικείμενα των γνώσεων δεν είναι τόσο η καλλιέργεια του πνευματικού και ψυχικού κόσμου των μαθητών αλλά η χρησιμότητά

5

τους στην επαγγελματική αποκατάσταση. Οι απαιτήσεις της εξειδικευμένης εργασίας, ο αμείλικτος ανταγωνισμός που επικρατεί στην αγορά εργασίας, έχουν επιβάλλει τους όρους τους και στη μάθηση. Η τέχνη σ’ έναν τέτοιο κόσμο είναι ανώφελη αφού η διανοητική ή συναισθηματική καλλιέργεια που μπορεί να προσφέρει, δεν μετράνε στην επιστημονική ή επαγγελματική κατάρτιση. Όσο θα είναι κυρίαρχη μια παρόμοια χρησιμοθηρική αντίληψη για την εκπαίδευση με κύριο στόχο την επιτυχία σε εξετάσεις, τόσο η τέχνη θα βρίσκεται στο περιθώριο της σχολικής ζωής. Γιατί τέχνη σημαίνει ελεύθερη έκφραση, δημιουργία, φαντασία, παιχνίδι, ελεύθερο χρόνο, αγάπη για τη ζωή και τις ομορφιές της.

ΠΟΙΟΣ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ«Η τέχνη μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να νιώσει καλύτερα. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Πριν από πέντε χρόνια οι σύμβουλοι τέχνης του προέδρου Κλίντον έκαναν μια θαυμάσια μελέτη προκειμένου να προσδιορίσουν κατά πόσο η επαφή ενός παιδιού με την τέχνη μπορεί να επηρεάσει την παραγωγικότητά του. Η έρευνα αυτή έγινε σε δημόσια σχολεία των Η.Π.Α.. Με όποια μορφή τέχνης κι αν ήρθαν σε επαφή αυτά τα παιδιά αποδείχθηκε ότι στη συνέχεια έγιναν πιο ικανά να φτιάξουν, ας πούμε, μια ζωγραφιά, που θα μπορούσε κι αυτή με τη σειρά της να αρέσει σε κάποιους άλλους, ή να τραβήξουν φωτογραφίες που να έχουν ένα ενδιαφέρον ή να δημιουργήσουν τα ίδια μουσική ή να παίξουν ένα όργανο. Το σίγουρο είναι ότι τα παιδιά αυτά δεν βελτιώθηκαν μόνο ως προς τις τέχνες αλλά και σε όλους τους άλλους τομείς, επειδή ακριβώς έκαναν αυτή τη βουτιά μέσα τους για να μπορέσουν να εκφραστούν. Παρόλο που καταλαβαίνουμε όλοι ότι όλα τα παιδιά θα έπρεπε να έρχονται σε επαφή με την τέχνη, δυστυχώς πολύ λίγα έχουν την ευκαιρία να το κάνουν» «Η τέχνη για μένα είναι αναγκαία για να διατηρούμε την επαφή μας με το ελάχιστο της ύπαρξής μας… Υπάρχουν πολλές προκλήσεις στη ζωή που μας οδηγούν σε μια τρέλα. Πολλές ανθρώπινες δυνατότητες μπορούν να μας παρασύρουν ως άτομα και να μας κάνουν να νιώθουμε θεοί επί γης… Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Η επαφή με την τέχνη βάζει μέτρο στην εκ φύσεως υπερβολή μας. Τελικά η τέχνη αποδεικνύει ότι ο ευαίσθητος είναι ικανός να συναντηθεί με την ευτυχία και όχι ο αναίσθητος. Ο Βαν Γκογκ, με τα κριτήρια μιας ορθολογιστικής κοινωνίας που έχει την τάση να ανάγει την υλική δύναμη σε κυρίαρχο κώδικα αξιολόγησης των ανθρώπων, είναι ένας άχρηστος που παίζει όλη μέρα με τα χρώματα και δεν μπορεί να βγάλει ούτε τα προς το ζην. Δηλαδή αν δεν υπήρχε η τέχνη να αναποδογυρίσει τα κοινωνικά πρότυπα, ο Βαν Γκογκ θα ήταν ένα πρότυπο προς αποφυγήν, επειδή υπήρξε ευαίσθητος. Αν δεν υπήρχε η τέχνη ο κόσμος μας πολύ γρήγορα θα έχανε τη ψυχή του, δηλαδή το ενδιαφέρον του» {αποσπάσματα από συνέντευξη της σοπράνο Τζέσυ Νόρμαν - ΘΕΜΑΤΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ σελ. 258)

Κοινωνική αποστολή της Τέχνης Με την Τέχνη γίνεσαι άλλος άνθρωπος με ανακαινισμένη την εσωτερική ζωή, που αξιώθηκε να γνωρίσει μια απροσδόκητη ψυχική ευφορία.(απόψεις του Ε.Π. Παπανούτσου σχετικά με την Κοινωνική αποστολή της Τέχνης)

«Δύσκολα μπορεί να απαριθμήσει κανείς τις υπηρεσίες που προσφέρει η τέχνη στο κοινωνικό σώμα. Τραγουδάει τις εμπειρίες και τις προσδοκίες, τις ανάγκες και τις βλέψεις του ανθρώπου, για να κάνει πιο επιθυμητή και πιο αποτελεσματική την

6

ερωτική ζωή, την πολεμική ορμή, τη θρησκευτική ευλάβεια του. Δίνει ρυθμούς στη φωνή και φτερά στα πόδια, τόνο εορταστικό στις πιο επίπονες και θλιβερές, στις πιο πικρές και πεζές περιστάσεις της ζωής, και έτσι μπορεί ο άνθρωπος να «σηκώνει», να μη συνθλίβεται από τις χαρές και τις λύπες του, από τις επιτυχίες και τα δεινά του. Η τέχνη με τον τρόπο της επισημαίνει τις αθλιότητες, προαναγγέλλει τους κοινωνικούς σεισμούς, υψώνει τον επαναστατικό πυρετό. Σε κάθε σημαντικό συλλογικό έργο μαζί με τους πρωτεργάτες είναι παρών και ο λειτουργός της τέχνης: o βάρδος και ο μάστορας, ο τραγουδιστής και ο χορευτής. Δεν εγγράφεται βαθιά στην εντύπωση, δεν ολοκληρώνεται, ούτε διατηρείται στη μνήμη ένα ιστορικό γεγονός, αν δεν γίνει ποίημα, πλαστική εικόνα, μνημείο αρχιτεκτονικό. Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτός ο προορισμός της τέχνης. Ρωτήστε τον απλό άνθρωπο που αγαπάει τα έργα της τέχνης να σας πει τι περιμένει και τι δέχεται από αυτά και βοήθησέ τον να διατυπώσει τα αισθήματα του, αφού πρώτα διαβάσει, το ένα μετά το άλλο, ένα κείμενο επιστημονικής διατριβής και ένα ποίημα. Θα σας απαντήσει: - Το πρώτο μου δίνει ιδέες, το δεύτερο συγκινήσεις. Εκείνο με πείθει (προσπαθεί να με πείσει), τούτο με θέλγει. Πλουσιότερος πνευματικά γίνομαι και από τα δύο. Από το ένα σε γνώσεις και από το άλλο σε πείρα ζωής. Τα ίδια πράγματα ένας πιο στοχαζόμενος και καλλιεργημένος, αν έχει ανεπτυγμένη και την καλαισθησία του, θα τα διατύπωνε ως εξής: -Αντίθετα προς τα μη ποιητικά κείμενα, το ποιητικό δε με πληροφορεί, ούτε διατυπώνει «εντολές», «επιθυμίες», «απειλές» κτλ., δεν έχει δηλαδή νόημα θεωρητικό ή πρακτικό, αλλά με τις συγκινήσεις που εκφράζει, τις εμπειρίες που με κάνει να νιώσω, πλουτίζει και ευγενίζει, εκτείνει και ανατείνει το συναισθηματικό μου κόσμο. Όταν κοινωνείς την ποίηση, δε γίνεσαι σοφότερος ή τολμηρότερος όπως από μια επιστημονική σελίδα ή ένα πολιτικό λόγο, αλλά ένας άλλος άνθρωπος με ανακαινισμένη την εσωτερική σου ζωή, που αξιώθηκε να γνωρίσει μια απροσδόκητη ψυχική ευφορία».

Κριτική«Αν το λάθος και η άγνοια δεν περιόριζαν την αλήθεια, δεν θα χρειαζόταν να ασκούμε κριτική» (Μ. Άντλερ) 

"Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούνμε τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων.Πάσχισε ναναι προεκτάσεις της πραγματικότηταςόπως κάθε δάχτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρούνα συνεφέρουν με χαστούκιαόσους λιποθύμησανμπροστά στο άδειο πρόσωπό τους" (Άρης Αλεξάνδρου, Ευθύτης Οδών)

Γιατί είναι αναγκαία η κριτική και ιδιαίτερα στην εποχή μας, Προϋποθέσεις εποικοδομητικής κριτικής και άλλα θέματα για συζήτηση.

Ορισμός και σημασία της κριτικήςΚριτική είναι η προσεκτική και τεκμηριωμένη αξιολόγηση απόφασης ή ενέργειας, γνώσεων, ιδεών, αξιών, θεσμών, προσώπων καλλιτεχνικών και επιστημονικών έργων και οτιδήποτε άλλου που άμεσα ή έμμεσα μπορεί να ενδιαφέρει τον άνθρωπο ΓΙΑ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ: Η δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος είναι απαράμιλλη. Χάρη σ’ αυτό ο άνθρωπος δημιούργησε πολιτισμό, τέχνες, επιστήμες, γράμματα, κοινωνική οργάνωση. Πρωταρχική διανοητική λειτουργία του ανθρώπου

7

είναι η κρίση. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος κρίνει, εννοούμε ότι μπορεί να διευκρινίζει τι είναι ή τι δεν είναι κάτι, να συγκρίνει και να βρίσκει σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν, ποια πλεονεκτήματα και ποια μειονεκτήματα έχουν δυο ή περισσότερα αντικείμενα, γεγονότα, καταστάσεις, έννοιες ή πρόσωπα, να βρίσκει δηλαδή, ποια σχέση έχει η αιτία με το αποτέλεσμα, το ερέθισμα με την αντίδραση. Έκφραση αυτής της διανοητικής ικανότητας είναι η κριτική.    Η καλοπροαίρετη και αντικειμενική κριτική συντελεί στη βελτίωση μιας δοσμένης κατάστασης: όπως είναι φυσικό, μια αντικειμενική και καλοπροαίρετη κριτική δεν αρκείται μόνο στην επισήμανση μόνο των αδύνατων σημείων, αλλά προχωρεί πιο πέρα: ελέγχει, απορρίπτει, αλλά και αντιπροτείνει. Δεν περιορίζεται μόνο στην ανάδειξη των αδυναμιών, αλλά παραθέτει εκτιμήσεις και στοιχεία αδιάσειστα, προωθεί ιδέες και λύσεις, για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα.

Προϋποθέσεις εποικοδομητικής κριτικής σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο    Για να κρίνει κάποιος σωστά και αποτελεσματικά, πρέπει προηγουμένως να έχει διαμορφώσει κάποια κριτήρια, τα μέτρα δηλαδή με τα οποία θα συγκρίνει και θα εκτιμήσει αυτό που κρίνει. Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Χρειάζεται και η ακριβής γνώση αυτού που κρίνεται, ποιες είναι οι ιδιότητές του, ποια πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα έχει σε σχέση με άλλα παρόμοια και σε τι διαφέρει από τα άλλα. Η κριτική, επομένως, είναι μια σύνθετη πνευματική λειτουργία που μπορεί ν’ αναφέρεται σε απλά, αισθητά πράγματα, αλλά και σε αφηρημένες έννοιες, σε πνευματικά δημιουργήματα, σε κοινωνικές αξίες, σε πολιτικά γεγονότα και πρόσωπα.

    Η κριτική αναπτύσσεται, εφόσον υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις και ευνοϊκό κλίμα για την απρόσκοπτη διακίνηση των ιδεών, την ελευθερία σκέψης και έκφρασης. Και τέτοιο είναι, δίχως άλλο, το κλίμα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η κριτική είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το δημοκρατικό πολίτευμα. Τρέφεται από τη δημοκρατία, αλλά και την τρέφει. Τη στηρίζει και τη διευρύνει. Για να υπάρχει ουσιαστική δημοκρατία, είναι ανάγκη να υπάρχει πολυφωνία, διαφάνεια και κοινωνικός έλεγχος της εξουσίας. Πρέπει όχι μόνο τα αρμόδια πολιτειακά όργανα, αλλά και κάθε οργανισμός και κάθε πολίτης να είναι σε θέση ν’ αρθρώνει πολιτικό λόγο, να ελέγχει και να προτείνει. Αυτή η διαδικασία κριτικής τοποθέτησης και έκφρασης για τα γεγονότα της δημόσιας ζωής αποτελεί την πεμπτουσία της δημοκρατίας, του πολιτεύματος που στηρίζει τη δύναμη και την ομορφιά του στη συμμετοχή των πολιτών, στην ελευθερία και τον πλουραλισμό των εκτιμήσεων και των ιδεών.

Κριτική και αυτογνωσία     Ιδιαίτερα σημαντική είναι επίσης η συμβολή της κριτικής και ως αυτοκριτικής και αυτοελέγχου, όταν μας βοηθάει δηλαδή να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, να προσδιορίσουμε τη θέση μας στο περιβάλλον όπου ζούμε και να διαμορφώσουμε δυναμικά τις σχέσεις μας μ’ αυτό. Η αυτοσυνείδηση αυτή, που προϋποθέτει μια διαρκή κριτική της εξελισσόμενης πραγματικότητας αναφορικά με τη ζωή μας, μας επιτρέπει να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία με τους ανθρώπους και να κατανοούμε τα διάφορα γεγονότα. Έτσι, αναπροσαρμόζοντας τη συμπεριφορά μας σύμφωνα με τις νέες συνθήκες, μπορούμε να διαμορφώνουμε τη ζωή μας ανάλογα με τις προσωπικές μας ανάγκες και επιθυμίες και, επομένως, να περιορίζουμε την έκταση των επιπτώσεων της αλλοτρίωσης που επικρατεί στην εποχή μας. Για όλους αυτούς τους λόγους που αναφέραμε, επιβάλλεται η συστηματική καλλιέργεια και ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας του ανθρώπου. Και όπως είναι φυσικό, ιδιαίτερη

8

ευθύνη για το σκοπό αυτό έχει το εκπαιδευτικό σύστημα. Η γνώση αυτή καθ’ εαυτή δεν έχει καμιά αξία, αν δεν συντελεί στη διαμόρφωση ανθρώπων με αδέσμευτη και πλατιά σκέψη, διορατική ικανότητα και ισχυρότατη κρίση.

Πότε η κριτική είναι ωφέλιμη και πότε επιζήμια     Πολύ συχνά συγχέεται η θετική κριτική με την ευμενή και η αρνητική με τη δυσμενή δηλαδή, θεωρείται θετική η κριτική που επισημαίνει και εγκωμιάζει τα καλά στοιχεία, ενώ η κριτική που αποδοκιμάζει, επικρίνει και καταγγέλλει κάθετι ανάξιο θεωρείται αρνητική. Αυτή η αντίληψή είναι λαθεμένη, γιατί θετική μπορεί να είναι και η ευμενής και η δυσμενής κριτική, μερικές φορές μάλιστα πολύ περισσότερο η δεύτερη. Αν σκοπός της καλοπροαίρετης και αντικειμενικής κριτικής είναι η βελτίωση του ανθρώπου και της ζωής του, ο σκοπός αυτός εξυπηρετείται το ίδιο καλά και με τον έπαινο, αλλά και με τον ψόγο και την κατάκριση. Με την θετική κριτική για παράδειγμα μπορούν ν’ αναγνωρίζονται και να επιβραβεύονται οι ιδιαίτερες επιδόσεις του ανθρώπου σε κάποιον τομέα της δημιουργίας. Η αναγνώριση αυτή προσφέρει ηθική ικανοποίηση, αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία και, έτσι, λειτουργεί ως κίνητρο για νέους στόχους. Ακόμα πιο ωφέλιμη όμως μπορεί να είναι η αρνητική κριτική με την προϋπόθεση ότι είναι καλοπροαίρετη και αντικειμενική. Με αυτήν ο κρινόμενος γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του, τις αδυναμίες και τα λάθη του. Μαθαίνει να μην φοβάται την αλήθεια και το κυριότερο, αν αξιοποιήσει σωστά τα στοιχεία της κριτικής, μπορεί να επιδιώξει τη βελτίωσή του στους τομείς που υστερεί.     Απεναντίας, η κριτική μπορεί να είναι ανώφελη και καταστροφική, όταν είναι κακόβουλη. Στην περίπτωση αυτή τα κίνητρα και οι στόχοι της κριτικής δεν είναι η εξυγίανση μιας κατάστασης και η βελτίωση ενός έργου, αλλά η δυσφήμηση και η υπονόμευσή του. Τα κριτήρια αξιολόγησης δεν είναι η νηφάλια, ώριμη και ορθολογική κρίση, αλλά η εμπάθεια και ο φθόνος. Επικίνδυνη είναι και η κριτική που δε βασίζεται σε γνώσεις και αρχές, αλλά είναι προϊόν άγνοιας, ημιμάθειας, προκαταλήψεων και αδυναμίας να κατανοηθεί κάθε καινοτόμος ιδέα, που ξεφεύγει από τα όρια καθιερωμένων, «αναμφισβήτητων» πεποιθήσεων. Αυτού του είδους η κριτική, επειδή μάλιστα είναι και άδικη, δεν οδηγεί μόνο σε απογοήτευση και αποθάρρυνση τον κρινόμενο, αλλά και σε απώλεια της αυτοπεποίθησής του, σε αισθήματα μειονεξίας, σε έλλειψη ενδιαφέροντος και διάθεσης για δημιουργία.

Γιατί είναι αναγκαία η κριτική και ιδιαίτερα στην εποχή μας    Ιδιαίτερα πολύτιμη και αναγκαία είναι η κριτική στην εποχή μας. Οι αντινομίες του πολιτισμού μας επιβάλλουν να βρίσκεται ο σύγχρονος άνθρωπος σε διαρκή πνευματική εγρήγορση. Η εκπληκτική επιστημονική πρόοδος προσέφερε μεν γνώσεις, που δύσκολα χωράει ο νους του ανθρώπου, και τον βοήθησε να εξηγήσει τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα, αλλά έγινε ταυτόχρονα αιτία μιας πρωτοφανούς σύγχυσης για όσα διαδραματίζονται γύρω μας. Γνωρίζουμε πάρα πολλά για την ουσία των πραγμάτων, αλλά δεν οριοθετήσαμε ακριβώς τις σχέσεις μας με αυτά. Ερμηνεύσαμε και αξιοποιήσαμε τα διάφορα φαινόμενα, αλλά συχνά διαπιστώνουμε πως είμαστε δέσμιοι των ερμηνειών και των αξιοποιήσεων μας. Διαμορφώσαμε νέες συνθήκες ζωής, αλλά αμφιβάλλουμε για την ποιότητα και την αξία τους. Για να κρατήσουμε, λοιπόν, αλώβητη την ανθρώπινη ακεραιότητα, είναι ανάγκη να διατηρήσουμε την πνευματική μας αυτοτέλεια. Κι αυτό μπορούμε να το πετύχουμε, μόνο εφόσον αμφιβάλλουμε και κρίνουμε όσα συμβαίνουν. Με λίγα λόγια, η κριτική ικανότητα είναι η «λυδία λίθος» για να βρίσκουμε την αλήθεια και να προασπίζουμε την ελευθερία μας.

9

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ: «Κριτική, ένα κεντρί διαρκείας, που δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε στα κεκτημένα» (Ε. Παπανούτσος)    Η κριτική, η αμφιβολία και ο έλεγχος είναι οι κινητήριες δυνάμεις που δεν επιτρέπουν στο πνεύμα μας να εφησυχάζει, να δέχεται λύσεις ως ανέκκλητες και τελικές, αλλά το ωθούν σε μια διαρκή αναζήτηση. Γνώσεις, ιδέες, μέθοδοι, αυθεντίες κάθε λογής χάνουν το κύρος τους εφόσον δεν μπορούν να αντέξουν στη δοκιμασία της διαρκούς και τεκμηριωμένης κριτικής. Επομένως, χάρη στην κριτική εξελίσσεται κάθε τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας, διευρύνονται οι πνευματικοί του ορίζοντες, ανανεώνεται και προωθείται αδιάκοπα ο πολιτισμός.

Μπορεί να μας «σώσει» η Τέχνη; Είναι το αντίδοτο ή η σωτηρία τον καιρό της κρίσης; Τελικά, μέτρο της τέχνης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος

ΙΣΩΣ καμία άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα να μην έχει τόσο πολύ μυθοποιηθεί όσο η Τέχνη έτσι καθώς περιβάλλεται από μιαν αύρα που γεννάει, καλλιεργεί επιθυμίες και προσδοκίες. Αποτελεί μέρος του μύθου ότι η Τέχνη έχει τη δύναμη να εξασφαλίσει καταφύγιο, παρηγοριά, ανάταση, λύτρωση, διέξοδο και θεραπεία. Με τέτοιους ρόλους έχουν ανά τον αιώνα συνδέσει την Τέχνη διάφορες κοινότητες, ομάδες, ιδεολογίες, πολιτικά συστήματα ή άτομα, ανάμεσα στα οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες συντηρώντας, ενισχύοντας αλλά και αμφισβητώντας τον μύθο της Τέχνης.

Η παράδοση του ευρωπαϊκού ουμανισμού συνδέθηκε με μια προοπτική της Τέχνης θετική για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό. Ευρύτερα επικράτησε η ιδέα ότι η Τέχνη προσφέρεται ως φορέας ελπίδας και αισιοδοξίας ή ότι μπορεί να είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τον διαφωτισμό και τη διάδοση ενός ωραίου σκοπού. Γι΄ αυτό και σε κάθε δύσκολη ώρα, κάτω από το βάρος μιας κοινωνικής ή πολιτισμικής κρίσης, επίσης μέσα σε μεγάλες συγκρούσεις, επανακάμπτει το ζήτημα της αναγκαιότητας της Τέχνης μαζί με το αίτημα να αρθρωθεί για ακόμη μία φορά ο λόγος για τον προορισμό, τον προσανατολισμό και τις δυνατότητές της. Πέρα όμως από τις επιδιώξεις των καλλιτεχνών, πέρα από τις προβολές των ανθρώπων όσον αφορά τα έργα της Τέχνης ή τις συλλογικές παραστάσεις για την κοινωνική λειτουργία της Τέχνης, η πραγματικότητα της καλλιτεχνικής εργασίας και δράσης μέσα στην κοινωνία είναι γεμάτη από παράδοξα, αντιφάσεις, διαλεκτικές αντιθέσεις. Έτσι η Τέχνη μπορεί σε έναν συγκεκριμένο κοινωνικό περίγυρο να βοηθήσει αλλά και να βλάψει. Να ενθουσιάσει αλλά και να απογοητεύσει. Να παρηγορήσει τον κρατούμενο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης αλλά και να διασκεδάσει τον δεσμοφύλακά του. Η Τέχνη μπορεί να προωθήσει την κριτική σκέψη του ανθρώπου, μπορεί όμως και να τον τυφλώσει υπηρετώντας μια πολιτική προπαγάνδα. Τελικά, μέτρο της Τέχνης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος καθώς μέσα στους μηχανισμούς παραγωγής και κατανάλωσής της κινείται προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Προς μια μεταφυσική της Τέχνης ή προς άλλες νοητικές συλλήψεις, προς μια Τέχνη κατευναστική ή προς μια Τέχνη που κάνει την κρίση να φαίνεται βαθύτερη.

«Το Βήμα» στο αφιέρωμα που ακολουθεί ζήτησε από ανθρώπους της Τέχνης να δώσουν τη δική τους απάντηση στο ερώτημα αν η Τέχνη είναι το αντίδοτο ή η σωτηρία τον καιρό της κρίσης.

10

Γ. Χουβαρδάς: «Η Τέχνη είναι αντίπαλον δέος της κρίσης» ΣΕ ΕΠΟΧΕΣ δύσκολες η Τέχνη είναι το καταφύγιο των κατατρεγμένων. Αλλά και διέξοδος για τον στριμωγμένο νου, πηγή ανάτασης για την καθηλωμένη ψυχή, ζωογόνος τροφή για το άρρωστο πνεύμα. Και αν όλα αυτά ακούγονται πολύ θρησκευτικά, ας προσθέσω και μια διάσταση πιο υλιστική: με ελάχιστα χρήματα και ελάχιστο κόπο. Αντίθετα με την πραγματική ζωή, όπου μάς λένε ότι όλα γίνονται καθαρά και τίμια ενώ όλα γίνονται βρώμικα και άτιμα, η Τέχνη ξεκινά από την παραδοχή ότι η βάση της συναλλαγής είναι το ψέμα: όλοι ξέρουν συνειδητά ότι εξαπατούν και εξαπατώνται. Ολοι ξέρουν από πριν ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι η αληθινή ζωή αλλά η τεχνητή αναπαράστασή της, μια κατασκευή. Ολοι όμως ταυτόχρονα ξέρουν ότι αυτό το ψέμα, αυτή η κατασκευή, πηγάζει βαθιά μέσα από την ψυχή του καλλιτέχνη και απευθύνεται βαθιά μέσα στην ψυχή του θεατή. Οτι, απελευθερωμένη από την υποκρισία της αληθινής ζωής, η Τέχνη μπορεί να μιλήσει ελεύθερα, με γνησιότητα, τη γλώσσα της αλήθειας. Ιδωμένη υπό αυτό το πρίσμα η τέχνη είναι η πραγματική πολιτική, η πραγματική επιστήμη της κοινωνικής δημιουργίας και δημιουργικότητας. Σφυρηλατεί την κοινωνική συνοχή, ανανεώνει τις παλιές αξίες, χτίζει καινούργιες, γιατρεύει πληγές. Και δεν αποτελεί απλό αντίδοτο στην κρίση, στην όποια κρίση. Αποτελεί το αντίπαλον δέος της κρίσης, της κοινωνίας των αξιών που καταρρέουν και του πεισιθάνατου κλίματος των ημερών μας. [Ο κ. Γιάννης Χουβαρδάς είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.]

Γ. Λούκος «Τέχνη είναι ο καθρέφτης τού μέσα μας» ΕΓΙΝΕ πρόσφατα μελέτη στη Γαλλία η οποία φανερώνει ότι μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης αυξήθηκε η προσέλευση του κόσμου στα μουσεία (Λούβρο, Grand Ρalais κ.λπ.), αυξήθηκαν οι εισπράξεις από εισιτήρια στους κινηματογράφους και πολλά θέατρα εξασφάλισαν μια περίοδο με sold out παραστάσεις. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πως ο κόσμος στη Γαλλία θα αρνηθεί ένα Σαββατοκύριακο διακοπών στη Βρετάνη, θα πάψει να τρώει σε εστιατόρια, θα περιορίσει κάποιες από τις καταναλωτικές δαπάνες του, αλλά δεν θα στερηθεί την ψυχαγωγία του. Γιατί; Μάλλον διότι η Τέχνη θέτει ερωτήσεις που τις έχουμε πολλή ανάγκη αυτήν την εποχή. Ισως διότι αποτελεί έναν καθρέφτη για το πώς βιώνουμε τις καταστάσεις μέσα μας. Ενδεχομένως, γιατί μας οδηγεί σε περισυλλογή. Αναφορικά με την Ελλάδα μένει να δούμε αυτό το καλοκαίρι πώς θα λειτουργήσουν τα πράγματα. Ομολογώ πως στην αρχή φοβόμουν ότι λόγω της γενικότερης κατάστασης θα υπάρξει αισθητή πτώση, όσο όμως περνάει ο καιρός και δεδομένου ότι τα εισιτήρια του Φεστιβάλ Αθηνών είναι φθηνά, είμαι αισιόδοξος για την προσέλευση του κόσμου. [Ο κ. Γιώργος Λούκος είναι διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών.]

Μάνια Παπαδημηρίου «Μια ανάλογη εποχή γέννησε τον Μπρεχτ, τον Χόρβατ » ΑΝ μπορεί η τέχνη να μας σώσει από την κρίση δεν ξέρω, σίγουρα η κρίση μπορεί να μας σώσει από μια τέχνη που παραμένει ναρκισσιστική, απευθύνεται μόνο στον εαυτό της και αυτολιβανίζεται. Σε εποχές κρίσης η μεγάλη οικονομική και συναισθηματική πίεση αναγκάζουν τον αληθινό καλλιτέχνη να στύψει το μυαλό του να κατεβάσει ιδέες, να παραγάγει έργο γιατί η τέχνη είναι για αυτόν παρηγοριά. Έπειτα από μια 20ετία λαμπερών χαμόγελων και πανηγυριών (ας κρατήσουν οι χοροί, πάρτι Βουλιαγμένης κτλ.), ίσως ήρθε πάλι

11

στη χώρα μας η ανάγκη για μια εποχή οργισμένων βλεμμάτων και φλογερών πνευμάτων που θα μας ξαναδώσουν ελπίδα, προοπτική. Να βρούμε τρόπους να υπάρξουμε ερήμην των συνθηκών, να επιβιώσουμε παρά τις πιέσεις. Ακόμη και στον δρόμο, στα πεζοδρόμια, στις στοές. Χρειάζονται γερά πνευμόνια, πολλή οργή και ελεύθερη φαντασία. Να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με τα καλοσιδερωμένα πρόσωπα που δεν ζαρώνουν και να αναζητήσουμε και πάλι τον παλμό μιας ρητορικής που διεκδικεί να προλαβαίνει το μέλλον, να προφητεύει, και όχι να συναινεί κατεβάζοντας το κεφάλι σε ένα χαμένο παρελθόν. Η Τέχνη θα αναγκαστεί να εμβαθύνει. Η αστραφτερή επιφάνεια θέλει χρήματα για πέταμα και τέτοια δεν υπάρχουν. Μόνο οι βουτιές μάς σώζουν. Οι καταδύσεις στο βάθος των πραγμάτων, εκεί όπου είναι τα συναισθήματα, τα όνειρα και οι ελπίδες των ανθρώπων. Με φτηνά υλικά ακριβή τέχνη παράγεται μόνο από ακριβά πνεύματα και αυτά είναι λίγα, όμως υπάρχουν. Μια ανάλογη εποχή γέννησε τον Μπρεχτ, τον Χόρβατ. Μια ακόμη χειρότερη τον Μεσσιάν. Το έργο τους ταξίδεψε και στον επόμενο αιώνα. Ισως πρέπει να σκεφτόμαστε αυτό που έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ: «Ο στοχασμός γεννιέται νύχτα». [Η κυρία Μάνια Παπαδημητρίου είναι ηθοποιός.]

Λουκία Ρικάκη «Να συστηθούμε στην κοινωνία» ΜΟΝΟ η επένδυση στην Τέχνη μπορεί να αποφέρει υπέροχους καρπούς. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη εξαιρετικά σημαντικές πρωτοβουλίες και έργα σε όλο τον κόσμο που δίνουν εμπνευσμένη και πολύ πρακτική απάντηση σε όλους εκείνους που ανεύθυνα και ανιστόρητα υποστηρίζουν ότι σε καιρούς κρίσης η επένδυση στην τέχνη είναι ανώφελη. Η Τέχνη δίνει υπέροχη πνοή ζωής, δίνει στις ψυχές φτερά και πετούν πέρα από τη ζοφερή τους πραγματικότητα. Αυτό προκαλεί η Τέχνη, ανύψωση• αυτό που δεν κάνει ο υλικός πλούτος παγιδευμένος στην εφήμερη φύση του. Η παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας το έχει επιβεβαιώσει και εξακολουθεί να το επιβεβαιώνει. Υπάρχει όμως και τεράστια ευθύνη της Τέχνης να ξανασυστηθεί άμεσα και ουσιαστικά με την κοινωνία. Να αποποιηθεί τα φτιασίδια που παραμορφώνουν το περιεχόμενό της. Γιατί μας θέλουν να αλληθωρίζουμε προς τα ταμεία. Το πραγματικό ταμείο της Τέχνης όμως βρίσκεται στην ανάταση και αυτό οφείλει να επιστρέφει στην κοινωνία και όχι να χαϊδεύει τα άρρωστα ένστικτά της. Μόνο έτσι η ανάσταση είναι πιθανή. Να κατακτήσουμε πάλι τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη η αληθινή ζωή. Ολοι οι της τέχνης έχουμε τεράστια ευθύνη και υποχρέωση απέναντι σε αυτό. [Η κυρία Λουκία Ρικάκη είναι σκηνοθέτις.]

Αντώνης Κόκκινος «Επιτέλους, μας χτύπησε η κρίση» ΕΙΝΑΙ δεδομένο ότι τα τελευταία χρόνια τα έργα τέχνης που κυρίως πριμοδοτούνται σε διεθνές καλλιτεχνικό επίπεδο είναι αυτά που «καταγγέλλουν» κοινωνικά φαινόμενα. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει στη χώρα παραγωγής του έργου τέχνης το έδαφος να είναι «εύφορο» σε επίπεδο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό. Οπου δεν ισχύει αυτή η συνθήκη μοιραία ο καλλιτέχνης στρέφεται στον προσωπικό του μικρόκοσμο για να αντλήσει θέματα, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές να κατηγορηθεί για ενδοσκόπηση. Αυτή ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα εδώ και κάποιες δεκαετίες. Οι καιροί όμως αλλάζουν. Η κρίση χτύπησε και τη δική μας

12

πόρτα. Επιτέλους... η Ελλάδα έγινε πρωτοσέλιδα στις μεγαλύτερες εφημερίδες και πρώτο θέμα στα μεγαλύτερα τηλεοπτικά κανάλια όλου του κόσμου. Ποια ελληνική ταινία, για να μιλήσω για τον κινηματογράφο, θα περάσει πια απαρατήρητη από τα διεθνή φεστιβάλ; Ποιος μπορεί να κλείσει τα μάτια σε όσα δραματικά συμβαίνουν στη χώρα μας; Αρκεί να το εκμεταλλευτούμε. Διότι είναι γνωστό ότι η είσοδος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε μια χώρα δημιουργεί καταστάσεις και κυρίως ήρωες εξόχως κινηματογραφικούς. Οσο μεγαλύτερη η εξαθλίωση που θα επιφέρουν στην κοινωνία τα νέα μέτρα τόσο περισσότερες ευκαιρίες για σωστή θεματική επιλογή θα έχουμε. Θα μπορέσουμε επιτέλους να κοιτάξουμε το κινηματογραφικό Ιράν στα μάτια. Και ίσως όταν αυτή η λαίλαπα θα έχει περάσει το μόνο θετικό που θα βρούμε στον απαραίτητο απολογισμό θα είναι όσα θα έχουμε κερδίσει στον χώρο της Τέχνης. Διότι ναι, η κρίση βοηθά την Τέχνη αλλά όχι τους ανθρώπους. [Ο κ. Αντώνης Κόκκινος είναι σκηνοθέτης.]

Γιώργος Σεφέρης Η Τέχνη και η εποχήΟ Γιώργος Σεφέρης (1900 - 1971) εκτός από το καθαρά ποιητικό του έργο, που του επιφύλαξε μια κορυφαία θέση στη νεοελληνική ποίηση, ασχολήθηκε και με το φιλολογικό δοκίμιο. Οι μελέτες του έχουν συγκεντρωθεί σε δυο τόμους με τον τίτλο Δοκιμές. Περιλαμβάνουν τις απόψεις του ποιητή για την ποίηση, καθώς και τις απόψεις του για συγγραφείς και κείμενα με ιδιαίτερη σημασία για τη νεοελληνική λογοτεχνία (Κάλβος, Καβάφης, Μακρυγιάννης, Ερωτόκριτος κ,ά.). Τα δοκίμια του Σεφέρη διακρίνονται για τη διεισδυτικότητα της παρατήρησης, το βάθος του στοχασμού και την καθαρότητα της έκφρασης. Το ερώτημα ήταν: τι πρέπει να κάνει ο πνευματικός εργάτης απέναντι στους θρησκευτικούς φανατισμούς που είχαν εξαπολύσει οι πολιτικές ορθοδοξίες του καιρού. Οι άνθρωποι που αποκρίθηκαν μπορούν να χωριστούν, νομίζω, σε δυο κατηγορίες: α) Σ’ εκείνους που προτίμησαν ν' αφιερωθούν στο έργο τους πιστεύοντας, συνειδητά ή ασυνείδητα, πως το έργο τους θα απαντούσε καλύτερα από τους ίδιους. Μερικοί από αυτούς έτυχε να βρεθούν καταδικασμένοι σε θάνατο και από τους δυο αντίμαχου ς φανατισμούς, και β) Σ’ εκείνους που προτίμησαν, εννοώ πάντα ως τεχνίτες και όχι ως πολιτικά όντα (το πολιτικό χρέος δεν αφορά τη συζήτησή μας), να διαλέξουν τα στρατόπεδα της κοινωνικής πάλης. Οι καλύτεροι, καθώς πιστεύω, ανάμεσα στους τελευταίους τούτους έκαναν την πράξη αυτή με απόλυτη συνείδηση του τι έκαναν. Είπαν δηλαδή καθαρά: «Σήμερα έχουμε πόλεμο, και όλα πρέπει να υποταχθούν στις προσταγές του πολεμάρχου μας. Αύριο, σαν τελειώσουμε. θα συζητήσουμε για την Τέχνη.» Υπό τον όρο αυτό έχω το χρέος να προσθέσω ότι τους σέβομαι απόλυτα, γιατί οι μόνες συζητήσεις που μ' ενδιαφέρουν είναι εκείνες όπου οι διαλεγόμενοι δεν προσπαθούν να θολώνουν τα νερά με δημαγωγικά τσακίσματα.Και πραγματικά δεν είναι λογικό να ρωτούμε αν η Τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη - η αυτονομία της Τέχνης είναι αξίωμα - αλλά αν πρέπει ο καλλιτέχνης, στην τυραννισμένη και κομματισμένη εποχή μας, ν' αποφασίσει πως η Τέχνη είναι δευτερεύουσα υπόθεση και να την εξαρτήσει από τα κριτήρια και την επιτυχία μιας πολιτικής σκοπιμότητας. Βλέπετε, στην Τέχνη, όπως και στις άλλες τίμιες ανθρώπινες δουλειές, δεν είναι βολετό να δουλεύει κανείς δυο αφεντάδες, ή αν προτιμάτε ν'" αναφέρω τον Auden που υπηρέτησε ωστόσο εθελοντής στην Ισπανία: 

13

Να γίνει η Τέχνη δεν μπορείτης κοινωνίας η μαμή. Αν ο τεχνίτης προτιμήσει την πολιτική σκοπιμότητα, δεν έχω τίποτε να πω. Για εκείνους όμως που θα προτιμήσουν την Τέχνη, θα ήθελα να προσθέσω ακόμη δυο λόγια.Όταν λέω Τέχνη, δεν εννοώ διόλου τη θεωρία που πρέσβευε «η τέχνη για την τέχνη». Η διδασκαλία αυτή, που δε χρησιμεύει πια σε τίποτε, κατάντησε να σημαίνει τη δουλειά ενός ανάπηρου ανθρώπου που φτιάνει αδειανά κομψοτεχνήματα κλεισμένος μέσα σ' ένα αποστειρωμένο δωμάτιο. Εννοώ μόνο την πνευματική τάξη που δημιουργούν τα καλά έργα της τέχνης, περασμένα ή σημερινά, εκείνα που νομοθετούν, εκείνα που θα μας διδάξουν. Αν κοιτάξουμε λοιπόν τα συμπεράσματα που βγαίνουν από αυτά τα έργα, θα ιδούμε πως δεν είναι διόλου ξένα από τους αγώνες και τους πόθους τηςεΠ9χής τους. «ο μεγάλος καλλιτέχνης», όπως είπαν, «δεν είναι της εποχής του, είναι αυτός ο ίδιος η εποχή του.» Και αληθινά, η ζωή του ποιητή: αυτό το σύνολο των εντυπώσεων, αισθήσεων, αντιδράσεων που είναι το υλικό του έργου του, είναι συνάμα ένα κομμάτι της ανθρωπότητας που τον περι-στοιχίζει με τους καημούς της, τους πόνους της, το μεγαλείο της, τους εξευτελισμούς της. Όσο περισσότερο «όμοιος εαυτώ» είναι ο καλλιτέχνης - και θα ήθελα τούτο να νοηθεί όχι με την έννοια μιας επιφανειακής συνείδησης, αλλά μιας γνώσης που ανατρέχει στα πιο βαθιά και αγνοημένα στρώματατης ανθρώπινης ύπαρξης - τόσο πιο πλέρια μεταγγίζει την εποχή του στο έργο του. Ο δεσμός του ποιητή με την εποχή του δεν είναι ο διανοητικός ή και ο αισθηματικός ακόμη δεσμός που συνδέει τους ανθρώπους σε μια πολιτική διαδήλωση, αλλά ένας ομφάλιος λώρος, όπως το έμβρυο με τη μητέρα του, ένας δεσμός καθαρά βιολογικός. Είμαστε όλοι κληρωτοί της εποχής μας έλεγε ο ίδιος ποιητής που ανάφερα παραπάνω. Πώς να γίνει αλλιώς. Από την καραβάνα της θρεφόμαστε. Κι αυτό εξηγεί το γιατί βλέπουμε ξαφνικά έναν αληθινό ποιητή που έχει τις πιο παράλογες ή «ξεπερασμένες» πολιτικές δοξασίες (η ταπεινή μου γνώμη είναι πως η ποιητική πολιτική, όπως και η ποιητική πρόζα, είναι από τα χειρότερα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο) να παρουσιάζει ένα έργο που, εκτός από τις ουσιαστικές αρετές του, οδηγεί, ακόμη και πολιτικά, πολύ καλύτερα από ένα σωρό δημόσιους ρήτορες.Αλλά για να μπορέσει να δουλέψει ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ελεύθερος. Κι έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω, πως ένας από τους σκοπούς αυτού του πολέμου που με τόσον ηρωισμό και με τόσες θυσίες έκανε ο λαός μας ήταν και αυτού του είδους η ελευθερία' για να μην πέσει δηλαδή ο κόσμος και ο τόπος μας σε μια κατάσταση καταληπτικής ηλιθιότητας. Κι αν τύχει, δουλεύοντας έτσι σαν ελεύθερος άνθρωπος ο ποιητής, να φτιάξει κανένα έργο «προπαγάνδας», όπως λένε (ας πούμε πως το ποίημά του λέγεται Οι Πέρσες), δε θα είναι σπορά κακίας αλλά ένα έργο που μοιραία, και αναπόφευκτα, και υποχρεωτικά, θα πρέπει να το χειροκροτήσουν και οι εχθροί του.Και για να τελειώνω. Υποστηρίζοντας αυτή την άποψη που νομίζω, όσο μπορώ να ξέρω, πως είναι η σωστή, δεν εννοώ διόλου πως ο ποιητής είναι ένας ανεύθυνος που κατρακυλά στο φύσημα της έμπνευσης ή της ιδιοτροπίας του. Απεναντίας, η ιδέα μου είναι πως ο γερός τεχνίτης είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης. Σηκώνει την ευθύνη μιας πάλης ζωής και θανάτου. Από την ανθρωπότητα που' μαίνεται ή σωπαίνει τριγύρω του τι θα διασώσει; Τι μπορεί να διασώσει; Τι πρέπει ν' απαρνηθεί από την άμορφη ανθρώπινη ύλη, που Είναι ωστόσο τρομακτικά ζωντανή,

14

που τον παρακολουθεί ως μέσα στα όνειρά του; «Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα...». Ερωτήσεις1. Να βρείτε: α) Ποιο είναι το ερώτημα - θέμα στο οποίο καλείται ο συγγραφέας να απαντήσει' β) Ποιες απαντήσεις έχουν δοθεί από άλλους και πώς τις κατατάσσει ο συγγραφέας' γ) Σε ποια κατηγορία τοποθετείται ο ίδιος και πώς βλέπει την άλλη (την αντίπαλη) θέση.2. Ο συγγραφέας διακρίνει την αυτονομία της τέχνης που τη θεωρεί ως «αξίωμα» από την υποταγή της σε κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Γιατί; Πώς εννοείτε τις φράσεις α) «Δεν είναι βολετό να δουλεύει κανείς δυο αφεντάδες». β) «Να γίνει η τέχνη δεν μπορεί της κοινωνίας η μαμή».3. α) Πώς αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας την τέχνη; β) Ποια είναι η γνώμη του γιατο δόγμα «η τέχνη για την τέχνη»;4. Κεντρική θέση. α) Ποια είναι κατά το συγγραφέα η σχέση του καλλιτέχνη μετην εποχή του; β) Πώς αποδεικνύει και πώς εικονίζει ο συγγραφέας αυτή τη σχέση;5. Τι θεωρεί ο συγγραφέας ως βασική προϋπόθεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας;6. Ποια είναι η ευθύνη και ποιο το χρέος του αληθινού καλλιτέχνη κατά το συγγραφέα; Γραπτή Εργασία1. Να αποδώσετε το διάγραμμα πάνω στο οποίο είναι οργανωμένο το δοκίμιο. 2. Λαβαίνοντας υπόψη τις ιδέες που υπάρχουν στο δοκίμιο να εκθέσετε τις δικές σας απόψεις σχετικά με την αποστολή της τέχνης και με το ρόλο του καλλιτέχνη. 

Η βιβλιοκριτική ως διαφήμισηΤου Σπύρου Α. Μοσχονά Η διαφημιστική λειτουργία της βιβλιοκριτικής στον ημερήσιο Τύπο μπορεί να υποδειχθεί την περίοδο πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων και πριν από τις διακοπές του καλοκαιριού. Όταν η αγορά το απαιτεί, τα ένθετα για το βιβλίο μεταμορφώνονται σε εορταστικά διαφημιστικά φυλλάδια. Αν και υποδείξιμη, η διαπλοκή της βιβλιοκριτικής με τη διαφήμιση δεν μπορεί εύκολα να αποδειχθεί. Έχοντας χρεία ενός παραγωγικού συλλογισμού, θα πρέπει να συμφωνήσουμε πρώτα στις ακόλουθες δύο, ελάχιστες συνθήκες της διαφήμισης: Πρώτον, μια διαφήμιση προβάλλει ένα καταναλωτικό προϊόν, αναδεικνύοντας, σε βαθμό υπερβολής, τις θετικές ιδιότητές του. Όταν οι θετικές ιδιότητες δεν είναι προφανείς, η διαφήμιση τις κατασκευάζει. Όταν δεν είναι απαραίτητο να προβληθούν, η διαφήμιση αρκείται να επαναλαμβάνει το όνομα ή την εικόνα του προϊόντος. Μια «αρνητική διαφήμιση» έχει νόημα κατά τούτο μόνο, ότι ορισμένα προϊόντα προβάλλονται και με την επισήμανση αρνητικών ιδιοτήτων. Επιπλέον, η διαφήμιση ενέχει σκοπιμότητα, γίνεται με διαφημιστική πρόθεση, επί τούτου. Αν δεν θέσουμε τη δεύτερη αυτή συνθήκη, όσο κυκλική και να φαίνεται εκ πρώτης όψεως, οι προκείμενές μας θα ήσαν υπερβολικά χαλαρές, διότι δεν θα μας επέτρεπαν καν να διακρίνουμε τη διαφήμιση από την πιο οικεία και καθημερινή -και πιο αθώα, συνεπώς- χρήση της γλώσσας, που είναι να ενημερώνει για κάτι. Διότι κατά τούτο είναι αθώα η διαφήμιση: ενημερώνει για την ύπαρξη ενός (νέου) προϊόντος - και αυτό είναι το ελάχιστο που επιτελεί. Είναι αυτονόητο ότι αυτήν την ενημερωτική, μεσολαβητική, «ειδησεογραφική» λειτουργία την ασκούν επίσης

15

θεμελιώδη είδη του περιβάλλοντος δημοσιογραφικού λόγου - που πάντως δεν έχουν την πρόθεση της διαφήμισης. Που δεν είναι άλλη από το να παρουσιάζει ό,τι παρουσιάζει ως προϊόν. Έχοντας συμφωνήσει στα παραπάνω, μπορούμε τώρα να διακρίνουμε τις γενικές προϋποθέσεις που θα καθιστούσαν διαφημιστικό τον βιβλιοκριτικό λόγο στον ημερήσιο Τύπο. Πρώτα απ' όλα, ή εντέλει, ένα βιβλίο είναι καταναλωτικό προϊόν - και τούτο δεν χρειάζεται να το εξηγήσουμε περαιτέρω. Η ιδιότητά του αυτή, σαν την αναγραφόμενη τιμή, είναι μη εξαλείψιμη· εμμένει, όσο και να προσπαθήσουμε να «εξαϋλώσουμε» το βιβλίο, ορίζοντάς το ως προϊόν απολύτως «πνευματικό». Δεδομένου, μάλιστα, ότι τα «πνευματικά» χαρακτηριστικά μπορούν εύκολα να αξιολογηθούν ως ανώτερα των υλικών, η αντίληψη του βιβλίου ως προϊόντος αποϋλωμένου προσφέρεται περισσότερο για διαφημιστική εκμετάλλευση από την αντίληψή του ως προϊόντος υλικού στο οποίο στερεοποιούνται ανθρώπινη εργασία και συμφέροντα. Δεύτερον, για λόγους που δεν είναι του παρόντος (και οι οποίοι, πάντως, έχουν να κάνουν με τη διογκούμενη αγορά του βιβλίου), η κριτική και η παρουσίαση βιβλίων στον ημερήσιο Τύπο έχει καταλήξει να ασκείται με ένα πολύ απλό και ακαταμάχητο κριτήριο: ή το βιβλίο είναι «καλό» και κάποιος το παρουσιάζει ή δεν είναι «καλό» και κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να το παρουσιάσει. Αν το κριτήριο αυτό αποδυναμώνει τη λειτουργία της κριτικής (καθιστώντας περιττό ό,τι ειδικότερο γράφεται για ένα βιβλίο), είναι επίσης ζήτημα που δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει εδώ. Μας αρκεί η διαπίστωση ότι, συνολικά, η βιβλιοκριτική στον ημερήσιο Τύπο ασκείται ως βιβλιοπαρουσίαση η οποία, ρητά ή υπόρρητα, εκφράζει θετική αξιολόγηση (βλ. και την έρευνα της δημοσιογράφου Δήμητρας Μανιφάβα «Η κάλυψη του βιβλίου από τον Τύπο», Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Νοέμβριος 1999). Τη θετική αυτή προβολή θεωρείται μάλιστα ότι γενικά, ως είδος, την αξίζει το βιβλίο. Στην επικοινωνιακή πολιτική που βασίζεται στο λογικό ανακόλουθο ότι το διάβασμα είναι καλό πράγμα, άρα όλα τα βιβλία είναι καλά, επενδύθηκαν, ως γνωστόν, σημαντικά ποσά, όχι τόσα από τους εκδοτικούς οίκους όσα από το ίδιο το κράτος στο πλαίσιο της λεγόμενης «κρατικής πολιτικής βιβλίου». Αν το βιβλίο είναι καλό πράγμα, γιατί είναι κακό να διαφημίζεται; Είδαμε όμως πως δεν αρκεί να καταδειχθεί ότι ένα προϊόν, το βιβλίο, συνολικά προβάλλεται και αξιολογείται θετικά για να αποδειχθεί ότι η βιβλιοκριτική στον ημερήσιο Τύπο ασκείται ως διαφήμιση, ακόμα κι αν περιορίζεται να προβάλλει τις θετικές ιδιότητες των προϊόντων της. Διότι, όπως συμφωνήσαμε, θα πρέπει να καταδειχθεί επιπλέον η διαφημιστική πρόθεση της βιβλιοκριτικής. Και αυτή δεν μπορεί να καταδειχθεί. Όχι μόνο γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποια πρόθεση κάθε φορά γράφεται μια βιβλιοκριτική, αλλά κυρίως διότι άλλο πράγμα, εντέλει, λέει μια διαφήμιση («αγοράστε») και άλλο μια βιβλιοκριτική («διαβάστε»). Και με άλλο τρόπο το λέει η μία, που υποβάλλει, με άλλο η άλλη, που κρίνει και κρίνεται. Διαφημιστική πρόθεση η βιβλιοκριτική μπορεί αναγνωρίσιμα να μην έχει, ακόμα και στο 99% των περιπτώσεων που εκφράζει θετική αξιολόγηση. Η διαφημιστική πρόθεση μπορεί, λοιπόν, να είναι υποδείξιμη, σε περιόδους όπως των γιορτών, αλλά παραμένει αναπόδεικτη - και ίσως μη αποδείξιμη. Όσο όμως παραμένει αναπόδεικτη, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη να καταδειχθεί, αντιστρόφως, ότι η βιβλιοκριτική δεν έχει διαφημιστική πρόθεση. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο εξαπλώνεται η βιβλιοκριτική στον ημερήσιο Τύπο, τόσο περισσότερο πρέπει να πείθει, ιδιαίτερα όταν αξιολογεί θετικά, ότι είναι σε θέση να αξιολογήσει, με επιχειρήματα αντί υποδείξεων και γνώση αντί δελτίων Τύπου· ότι

16

μπορεί να διακρίνει το καλό από το κακό και από το ανάποδο ή, ακόμη, το καλό για τα λεφτά του από το υπερβολικό για τα λεφτά του, το φροντισμένο από το πρόχειρο, το άξιο λόγου από το ασήμαντο, το ενδιαφέρον από το αδιάφορο, το πρωτότυπο από τη μίμηση· ότι, δηλαδή, η κριτική μπορεί να διαχωρίσει το περιεχόμενο, που διακηρύσσει ως αντικείμενό της, από το προϊόν, που πραγματεύεται η διαφήμιση.  

«Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο ασχολείται συνεχώς με αυτό το βιβλίο. Το διαβάζει απ την αρχή προς το τέλος, κατόπιν απ το τέλος προς την αρχή. Το ανοίγει στην τύχη σε μια σελίδα και μερικές φορές το χτυπάει στο τραπέζι. Ίσως πιστεύει πως τα γράμματα θα ζαλιστούν και θα κυλήσουν στο τραπέζι σαν μικρά, μαύρα δαχτυλίδια. Μια μέρα έριξε το βιβλίο στο βραστό νερό. Η μητέρα της το ψάρεψε την τελευταία στιγμή, φανερά συγχυσμένη». Διαβάζοντας το Γιάντες, έκανα σχεδόν αυτά που γράφει η Αμάντα Μιχαλοπούλου, στη σελίδα 254 - ήθελα να δω αν το βιβλίο είχε μαγικές ιδιότητες: και είχε. Το Γιάντες, πρώτο μυθιστόρημα της Αμάντα Μιχαλοπούλου, είναι ένα επίτευγμα: όχι ένα «μικρό» επίτευγμα, όπως λένε με τη συγκρατημένη τους αισιοδοξία οι κριτικοί, χτυπώντας συγχρόνως με φιλικά πατ-πατ την πλάτη του νεαρού συγγραφέα αλλά ένα επίτευγμα μεγάλο και περίτεχνο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που πρέπει να ζηλέψουν οι περισσότεροι νεοέλληνες συγγραφείς - αν όχι όλοι - και να διαβάσουν οι κριτικοί, που έχουν ξεμάθει να διαβάζουν, γιατί έχουν συνηθίσει να ξεφυλλίζουν. Δεν είναι ωστόσο ένα «ελληνικό» μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα της ελληνοπρεπούς παράδοσης: ευτυχώς, γιατί όσο περνάει ο καιρός τόσο ευτελίζεται ο όρος κι η ελληνικότητα, τόσο ξεθωριάζουν τα τοπικά χαρακτηριστικά και τόσο γελοιοποιούνται. Έτσι, το Γιάντες μοιάζει γραμμένο από κάποιον που διασχίζει τον κόσμο, τις γλώσσες, τις κουλτούρες και τις εποχές όπως διασχίζει τη λεωφόρο Μεσογείων - όπου βρίσκεται το σπίτι της ηρωίδας -, με την ίδια φυσικότητα, την ίδια οικειότητα και περιέργεια. Ακόμα, διασχίζει τις σελίδες, βρίσκει αντιστοιχίες ανάμεσα στους αληθινούς ήρωες (την Καρ, τον Ηρακλή, τον Ηλία) και τους ήρωες των βιβλίων (τον Λεοπόλδο Μπλουμ, τη Μόλλυ) που είναι απ’ τους ήρωες οι πιο αληθινοί. («Ο Τζέιμς Τζόις έχει πεθάνει. Δεν θα γράψει άλλα βιβλία. Βιβλία θα γράψουν στο εξής εκείνοι που θα ήθελαν να του μοιάσουν») . Η ιστορία δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο διήγησης: εκτυλίσσεται σε πολλά επίπεδα, με πολλά φλας-μπακ, με πρόσωπα που εναλλάσσονται. θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ανάγνωση απαιτεί αυτοσυγκέντρωση, ότι απαιτεί επιμέλεια κι αφοσίωση. Επίσης, απαιτεί ήθος, που αποτελεί προφανώς συστατικό και της συγγραφής του. Τέλος, απαιτεί αναγνώστες που να ζουν στο σημερινό κόσμο, που να συμμετέχουν στη δημιουργία του και που να αγαπούν τα βιβλία και τις λέξεις. Η διήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, αν και το πρώτο αυτό πρόσωπο αλλάζει: άλλοτε είναι η Αθηνά, μια δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Νέα Μέρα», άλλοτε είναι τα... φαγητά που παίζουν καταλυτικό ρόλο στην ιστορία και παρατηρούν τον κόσμο με ακρίβεια, με ευσπλαχνία, με ειρωνεία, με χιούμορ και με σαρκασμό. Η Αθηνά μεταφράζει στα ελληνικά το βιβλίο που έγραψε ο αδερφός της με θέμα την οικογένειά τους: καθώς κάνει αυτή τη δουλειά, η ζωή της περνάει από διάφορες κρίσεις, από περιπέτειες και αποκαλύψεις. Μαζί με το βιβλίο μεταφράζει τον κόσμο, τις λέξεις, τους ανθρώπους που την περιβάλλουν, τους συγγενείς, τους εραστές και τους συναδέλφους. Εργαλεία αυτής της μετάφρασης είναι η μαγειρική (κάτι που θυμίζει τόσο το Θάλασσα, Θάλασσα της Μιρις Μέρντοχ όσο και το Heartburn της

17

Νόρα Έφρον) , η γλωσσολογία (ο Τσόμφιλντ, ο Τσόμσκι) , ο κινηματογράφος, η μουσική, η ψυχανάλυση, η ζωγραφική. Καθώς προχωρεί η δράση - ένας πατέρας πεθαίνει, ένας έρωτας γεννιέται, δύο έρωτες, μετά πεθαίνουν κι αυτοί - η Αθηνά εξιστορεί τα γεγονότα και στοχάζεται: τα γεγονότα δεν είναι συνταρακτικά (αν και από μια άποψη είναι πολύ συνταρακτικά) κι οι στοχασμοί που ενσωματώνονται - με σοφία κι εξυπνάδα - στο κείμενο, μοιάζουν με τις μεγάλες αλήθειες που θα έπρεπε να ξέρουμε, αλλά δεν ξέρουμε αρκετά. Οι αναφορές της Αμάντας Μιχαλοπούλου στη λογοτεχνία (στον Τ. Σ. Έλιοτ, για παράδειγμα, ή στον Παβέζε) και στη ζωγραφική (στο Σεζάν, στον Τιντορέτο) είναι εξάλλου συμπληρωματικές, είναι ας πούμε σαν τη γαρνιτούρα στα φαγητά που περιγραφεί: καθώς το μυθιστόρημα μοιάζει με έδεσμα (σου έρχεται να το φας, να το καταβροχθίσεις, να κρατήσεις μια κουταλιά για αργότερα) μοιάζει λες κι όλη η λογοτεχνία, που έχει διαβάσει κι έχει αφομοιώσει η συγγραφέας, να συμβάλει στον εμπλουτισμό του. Πράγματι, ο Τ. Σ. Έλιοτ μας κλείνει το μάτι όσο περίπου κι οι ήρωες απ’ τις «Επικίνδυνες αποστολές»: όχι με την ευκολία των τσιτάτων, αλλά γιατί αναμφισβήτητα όλες οι πολιτισμικές εμπειρίες έχουν παίξει κάποιο ρόλο σ αυτό το �οικουμενικό είδος γραφής, που κρύβει ένα σωρό παιχνίδια και υπαινιγμούς, που είναι κάτι περισσότερο απ’ ό, τι φαίνεται. Αυτό το είδος γραφής εικονίζει εξάλλου έναν μη συμβατικό κόσμο, υπονομεύοντας την τάξη των πραγμάτων, ανατρέποντάς την, ενώ ταυτόχρονα αυτοαναιρείται. («Πίστευα πως αν τους καταπίεζα, αν τους κρατούσα στο σπίτι, τα αισθήματα θα φούντωναν όπως στην περίπτωση της Πάπισσας Ιωάννας και του Βενεδικτίνου της. Η απαγόρευση είναι μια από τις καλύτερες εγγυήσεις του πάθους. Αργότερα, έμαθα ότι η ελευθερία είναι ακόμη καλύτερη εγγύηση». ) Η Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι τριάντα ετών και φαίνεται πως τα ξέρει όλα - όλα για τις σχέσεις, για το θάνατο, για τον έρωτα, την προδοσία και τη φιλία. Όλα για το τι σημαίνει να γράφεις βιβλία και για το τι σημαίνει να απολαμβάνεις το σώμα, το μυαλό και τα καλύτερα παιχνίδια. Άρα, η ύπαρξή της αποτελεί μια ανακούφιση. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι διαθέτει απόθεμα έμπνευσης και ταλέντου, ότι έχει ένα πλήθος βιβλία στο μακρύ της μέλλον αλλά κι αν δεν έχει, δεν πειράζει. Το Γιάντες είναι κιόλας μια μεγάλη συνεισφορά στην ελληνική λογοτεχνία, στη λογοτεχνία γενικά, στην απόλαυση των κειμένων, στην περιπέτεια του homo ludens. (Σώτη Τριανταφύλλου, περ. «ΔΙΑΒΑΖΩ», αρ. 372, Μάρτιος 1997, σελ. 102/3)

ΘΕΜΑΤΑ: Α. Να πυκνώσετε την κριτική σε ένα δικό σας κείμενο 120 λέξεων σαν να επρόκειτο για βιβλιοπαρουσίαση στη μαθητική εφημερίδα του σχολείου σας. Β1. α) Σε ποια θέματα επικεντρώνει την προσοχή της η συντάκτρια της κριτικής; β) Η συντάκτρια της κριτικής περιλαμβάνει στην κριτική της ορισμένα παραθέματα από το βιβλίο. Σε τι αποσκοπεί η παράθεσή τους σε καθεμία περίπτωση; Β2. Να αναζητήσετε την πορεία της σκέψης της κριτικού, προσδιορίζοντας τον άξονα πάνω στον οποίον αυτή οικοδομείται. Να αιτιολογήσετε την επιλογή σας. Β3. α) «Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ανάγνωση απαιτεί αυτοσυγκέντρωση, ότι απαιτεί επιμέλεια κι αφοσίωση. Επίσης, απαιτεί ήθος, που αποτελεί προφανώς συστατικό και της συγγραφής του. Τέλος, απαιτεί αναγνώστες που να ζουν στο σημερινό κόσμο, που να συμμετέχουν στη δημιουργία του και που να αγαπούν τα βιβλία και τις λέξεις»: Με ποιον τρόπο επιτυγχάνεται η συνοχή του λόγου στο παραπάνω απόσπασμα; β) «Η διήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, αν και το πρώτο αυτό πρόσωπο αλλάζει»:

18

Ποιο το είδος της σύνδεσης των προτάσεων στην παραπάνω περίοδο. Σημειώστε (Χ) στο οικείο τετραγωνάκι: · Παρατακτική · Υποτακτική - Να ξαναγράψετε την περίοδο λόγου συνδέοντας τις προτάσεις με τον αντίθετο τρόπο από αυτόν που επιλέξατε.   Β4. α) Να μετασχηματίσετε την παρακάτω περίοδο λόγου, που αποτελείται από προτάσεις σε υπόταξη, σε μια σειρά από κύριες προτάσεις: «Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που πρέπει να ζηλέψουν οι περισσότεροι νεοέλληνες συγγραφείς - αν όχι όλοι - και να διαβάσουν οι κριτικοί, που έχουν ξεμάθει να διαβάζουν, γιατί έχουν συνηθίσει να ξεφυλλίζουν». β) Να χαρακτηρίσετε το είδος των αναφορικών προτάσεων. Γ. «Το Γιάντες είναι κιόλας μια μεγάλη συνεισφορά στην ελληνική λογοτεχνία, στη λογοτεχνία, γενικά, στην απόλαυση των κειμένων, στην περιπέτεια του homo ludens». Γενικεύοντας την ανωτέρω εκτίμηση της Σώτης Τριανταφύλλου για το κρινόμενο βιβλίο, στέλνετε μια επιστολή 500 - 600 λέξεων σε ένα φίλο σας, με πρόθεση να τον πείσετε πως η ανάγνωση αξιόλογων λογοτεχνικών βιβλίων αφενός είναι μια «τέχνη της απόλαυσης» και αφετέρου ως «τέχνη» ασκείται από τους μυημένους.

«Να είσαι ο εαυτός σου» - ή ο εαυτούλης σουαπόσπασμα από άρθρο του Παντελή Μπουκάλα στον ημερήσιο τύπο Κυριακή, 23 Ιουνίου 2002 […]«Περνάς καλά» όταν (ιδού το δεύτερο άρθρο του συμβόλου της νέας πίστεως) «είσαι ο εαυτός σου». Αλλά το θέμα είναι πώς ακριβώς εννοείται ο «εαυτός» στον κόσμο αυτής της πρωτότυπης «κατηγορικής προσταγής», πόσες ελευθερίες τού αναγνωρίζονται και πόσες κρίνονται απαράδεκτες για τους άλλους, μιας και εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτε χαριτωμένες διακηρύξεις υπέρ του αυθορμητισμού, της ειλικρίνειας ή της αφέλειας, αλλά με το σλόγκαν μιας κοινωνιοβόρου εγωπάθειας. «Να είσαι ο εαυτός σου», στο συγκεκριμένο «σύστημα» δοξασιών και αξιών, σημαίνει να είσαι ο εαυτούλης σου, «ελεύθερος κι ωραίος», χαλαρός, αδιάφορος για ό,τι μπορεί να χαλάσει την αμεριμνησία σου, ζωσμένος με όλα τα δίκια σου και με καμία κοινωνικού τύπου υποχρέωση να μη βαραίνει το πέταγμά σου. Ο εαυτός σου, αυθέντης απόλυτος, είσαι όταν περνάς αγέρωχα με κόκκινο, επειδή «βιάζεσαι», πάντοτε βιάζεσαι, ή επειδή απλώς σου ήρθε ξαφνικά η χαριτωμένη ιδέα να τρομοκρατήσεις τη γερόντισσα που εμπιστεύτηκε το δικό της πράσινο και διανύει τον δρόμο. Ο εαυτός σου, αχαλίνωτος, είσαι όταν αφήνεις στην παραλία τα πλαστικά που αποδεικνύουν ότι «πέρασες καλά», φροντίζοντας πρώτα να στολίσεις φωναχτά τον δήμαρχο που «δεν έβαλε κάδους». Ο εαυτός σου είσαι όποτε συναλλάσσεσαι με οποιαδήποτε υπηρεσία, επιθετικός, βέβαιος ότι απέναντί σου «είναι όλοι λωποδύτες». Ο εαυτός σου είσαι, φυσικότατος, όταν στα φανάρια κάνεις νόημα στον Πακιστανό ή στο Αλβανάκι να σου καθαρίσει το παρμπρίζ και, μόλις ανάβει το πράσινο, πατάς το γκάζι για να γλιτώσεις το τριαντάλεπτο, γελώντας βέβαια με τον «βλαμμένο». Ο εαυτός σου είσαι όταν διπλοπαρκάρεις το γιωταχί σου (με τα αλάρμ αναμμένα, τάχα νόμιμος), κλείνεις τον δρόμο και προτρέπεις τους εμποδιζόμενους να πάνε να κόψουν το λαιμό τους. Αν βέβαια τύχαινε στη μεγαλειότητά σου τέτοιο εμπόδιο, θα έβρισκες μια πρώτης τάξεως αιτία για να βρίσεις τους «λεχρίτες που μόνο τον εαυτούλη τους κοιτάνε». Χονδρικώς, με τον ίδιο τρόπο φέρεσαι κι όταν ξεσπαθώνεις εναντίον των

19

αναιδέστατων που κλείνουν τους δρόμους με τις διαδηλώσεις τους ή απεργούν όταν εσύ τους έχεις ανάγκη, κι ας κάνεις ακριβώς το ίδιο όταν διακυβεύονται τα δικά σου συμφέροντα.[…] 

Να συνταχθεί περίληψη σαράντα (40) λέξεων.Με ποιο τρόπο αναπτύσσεται η δεύτερη παράγραφος; Χαρακτηρίστε τεκμηριωμένα το ύφος της δεύτερης παραγράφου. Πώς εξηγείτε τη συχνή χρήση των εισαγωγικών στη δεύτερη παράγραφο;«κοινωνικού τύπου υποχρέωση να μη βαραίνει το πέταγμά σου». Να ερμηνεύσετε την μεταφορική έκφραση.«σλόγκαν μιας κοινωνιοβόρου εγωπάθειας». Πώς καταλαβαίνετε το νόημα της φράσης;Να βρείτε αντώνυμα των λέξεων: πρωτότυπης, αδιάφορος, φροντίζοντας, μεγαλειότητά, αιτία. Να βρείτε συνώνυμα των λέξεων: απαράδεκτες, αμεριμνησία, αυθέντης, αγέρωχα, αποδεικνύουν.Να αναπτύξετε σε μια παράγραφο (70 λέξεις) με δικά σας παραδείγματα την παρακάτω φράση: «Να είσαι ο εαυτός σου», στο συγκεκριμένο «σύστημα» δοξασιών και αξιών, σημαίνει να είσαι ο εαυτούλης σου.

Tο άγχος του «Eγώ» Tου Vicente Verdu - El Pais, 08/12/2002

         Κάθε εποχή έχει τη χαρακτηριστική ψυχοπαθολογία της. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ιδεαναγκαστική νεύρωση και η υστερία ήταν οι ψυχασθένειες του συρμού. Η ιδεαναγκαστική νεύρωση ως συνέπεια μιας κουλτούρας που έδινε έμφαση στην αξία της εργασίας και η υστερία ως αποτέλεσμα μιας κοινωνικής ηθικής που καταπίεζε βάναυσα τη σεξουαλικότητα. Πριν από 40 χρόνια, όταν άρχιζε να οξύνεται ο υπερατομικισμός, η κυρίαρχη ψυχοπαθολογία εστιαζόταν γύρω από τον ναρκισσισμό, και με τον καιρό εξελίχθηκε στη νευρωτική λατρεία του σώματος, την τάση για επιτυχία πάση θυσία και την απόκτηση όσο το δυνατόν περισσότερων αγαθών. Σήμερα, πλέον, μέσα στο ευρύ πεδίο της κατάθλιψης, το άγχος είναι η ασθένεια που θριαμβεύει.        Το άγχος δεν είναι σήμερα η αγωνία για την απόκτηση περισσότερων πραγμάτων, όσο η δυσφορία επειδή κάτι μας λείπει. Πάντα υπάρχει κάτι που μας λείπει για να ηρεμήσουμε· κάτι παραπάνω που ξεφεύγει από τις δυνατότητές μας και ενίοτε από τη φαντασία μας. Κάτι που συχνά είναι απροσδιόριστο και σχεδόν ανέφικτο. Κάποια στιγμή αισθανόμαστε να το πλησιάζουμε και σχεδόν να το αγκαλιάζουμε, αλλά μια στιγμή αργότερα, μόλις που έχουμε νιώσει λίγη ανακούφιση, το ηρεμιστικό έχει πετάξει. Από στόχο σε στόχο, βυθιζόμαστε στο άγχος. Το άγχος γίνεται μια οδυνηρή συνήθεια, που το αίτιό της μας διαφεύγει.        Τα αδιέξοδα της καθημερινότητας, το κυνήγι του χρήματος, οι αμφιβολίες για την αξία μας, είναι κάποια από αυτά που οξύνουν την υπερέντασή μας, λένε τα βιβλία «αυτοβοήθειας». Τελικά όμως ο κυρίαρχος λόγος της δυσφορίας είναι η ασυμφωνία ανάμεσα στις προσδοκίες μας και την πραγματικότητα, ανάμεσα στην προσμονή της ικανοποίησης μιας επιθυμίας και την ανεπάρκεια των μέσων, ανάμεσα στην επιθυμία να αγαπάμε τον εαυτό μας και την ασταθή, πρόσκαιρη αυτοεκτίμηση που καταφέρνουμε να αποκτήσουμε. Σχεδόν όλα όσα μας περιβάλλουν, συμβάλλουν σ’ αυτό το αίσθημα απογοήτευσης.

20

        Η αποσπασματική κουλτούρα, οι βιαστικές και ωστόσο αργές μετακινήσεις, το «ζάπινγκ», η γρήγορη κατανάλωση, το κινητό τηλέφωνο, ο υπολογιστής, όλα είναι διεγερτικά του άγχους. Υφιστάμεθα συνεχώς το βασανιστήριο του αστραπιαίου, αυτού που αντιλαμβανόμαστε τη μια στιγμή και μας ξεφεύγει την επομένη. Το κακό χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι ότι εκτός από το ότι έχει μειώσει την έκταση του χώρου, έχει επίσης σμικρύνει τις παύσεις. Μια στιγμή ανάπαυλας επιπλέον, και το αίσθημα ενοχής μετατρέπει την ευδαιμονία σε δηλητήριο. Το άγχος συνιστά έτσι μια αμείλικτη ποινή· πώς όμως μπορείς να ζήσεις χωρίς να το αποδεχτείς; Το όραμα μιας ζωής χαλαρής και ήρεμης, όπου θα αισθάνεσαι μακριά απ’ όλα αυτά, ακολουθώντας ρυθμούς που ξαναδίνουν την πυκνότητα στις αισθήσεις και προσαρμόζουν το πνεύμα με τη συμπαντική μακροβραδύτητα, μοιάζει να έχει τη σφραγίδα του θανάτου. Θέλουμε στ’ αλήθεια να πεθάνουμε;        Στην πράξη, δεν μπορούμε να βρούμε άλλη διέξοδο. Δεν έχουμε άλλη πρακτική διέξοδο. Το άγχος έχει εγκατασταθεί τόσο βαθιά που επηρεάζει τον κορμό της προσωπικότητας και διαποτίζει διαστροφικά το Εγώ. Ένα μη αγχωτικό Εγώ ισοδυναμεί, στον περίγυρό μας, με ένα Εγώ παραιτημένο ή ηττημένο, ενώ η διαρκής ανησυχία θεωρείται ότι δημιουργεί ένα Εγώ ευθυτενές, ξύπνιο και ετοιμοπόλεμο, για να μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις και στον ανταγωνισμό. Μήπως πρόκειται για ένα ακόμη φαλλικό φάντασμα; Για άλλη μια ασθένεια του ανδρισμού; Και όμως, παραδόξως, τα πιο αγχωμένα πλάσματα είναι σήμερα οι γυναίκες. Δεν ξέρουν πλέον σε τι να στηριχθούν και πού να καταφύγουν, τι να κάνουν για να φαίνονται επαρκείς, ποιο πρόγραμμα να καταστρώσουν για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα και να μη συντριβούν από τον πολλαπλασιασμό των καθηκόντων και την απίθανη ποικιλία των ρόλων που έχουν να παίξουν. Ωστόσο, κάτι όχι πολύ διαφορετικό συμβαίνει και στους άντρες, οι οποίοι ανησυχούν και άγχονται μήπως δεν είναι ή δεν κάνουν πια αυτό που πρέπει, μήπως δεν παίρνουν ή δεν δίνουν πια αυτό που τους αξίζει κι αυτό που οφείλουν. Άγχος της κατάκτησης; Άγχος, πάνω απ’ όλα, για την εκπλήρωση, την ολοκλήρωση. Για να φτάσεις να είσαι κάποιος, οποιοσδήποτε, ακόμη και αυτός που είσαι, μια που τελικά κανείς δεν μπορεί να σου αμφισβητήσει το δικαίωμα να είσαι ακριβώς αυτός.  «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε!»του Παντελή Μπουκάλα Κάθε φορά που κάποιος από τη χορεία των «επωνύμων» γίνεται ήρωας αλγεινών επεισοδίων (πότε γιατί περιφέρεται ένοπλος στη Βουλή, πότε γιατί προσποιείται αμνησία για να κατευνάσει τις Ερινύες, πότε γιατί «κανονίζει σαν άντρας» τα ερωτικά του, κτλ) δεν χάνουμε την ευκαιρία της ομαδικής ψυχανάλυσης / ψυχοθεραπείας, την ευκαιρία δηλαδή να θεωρήσουμε την παραβατική συμπεριφορά αποκλειστικό γνώρισμα του ψυχισμού των συγκεκριμένων ανομούντων. Ενόσω δακτυλοδεικτούμε αυστηρότατοι τους «κακούς» κερδίζουμε (έτσι νομίζουμε δηλαδή) τη διαφορά μας, τη λευκότητά μας, την αγιοσύνη μας. Κι ωστόσο, Ο κ. Κ., ο κ. Γ., ο κ. Γ., ο κ. Τ., ο κ. Εξουσία τυγχάνουν εκπρόσωποί μας και ως προς αυτό, ως προς την ωμότητα δηλαδή και τη μαγκιά, με την οποία όλο και συχνότερα ταυτίζεται το θρυλικό «ελληνικό φιλότιμο».Η πολεμική κραυγή «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;» -μια κραυγή που για την εκφορά της αρκούν τα δόντια και περιττεύει η γλώσσα- δεν εκστομίζεται μόνο από τους διάσημους, τους εξουσιούχους, τους κατέχοντες. Είναι ένα εμβατήριο γραμμένο στη μαγνητοταινία που παίζει η μηχανική ψυχή όλων μας. Με την ευκολία που έχουμε να αναβαθμίζουμε σε μείζον το παντελώς ασήμαντο, το τιποτένιο, μπορούμε να

21

σφαχτούμε(κι όχι μόνο στα λόγια) για οτιδήποτε θα μας φαινόταν καταγέλαστο αν δεν είχε θολώσει ο νους και το βλέμμα μας: Για την προτεραιότητα ή για μια θέση παρκαρίσματος (άλλωστε ο εγωισμός μας όταν κυκλοφορεί εποχούμενος, όταν προστατεύεται από το τετράτροχο άρμα του, συντρίβει όλα τα δεσμά του λεγόμενου πολιτισμού), για μια καρέκλα στην πολυσύχναστη ταβέρνα που την πρόλαβε κάποιος άλλος, για τα νερά που τρέχουν από το μπαλκόνι του γείτονα, για το μωρό που γκρινιάζει μεσημεριάτικα (θαρρείς κι είναι μαγνητόφωνο και μπορείς να του πατήσεις το στοπ), για τη μπαλιά του πιτσιρικά που λάθεψε στην αμμουδιά και πέτυχε κάποιον λουόμενο ή ηλιοθεραπευόμενο (δεν γεννήθηκαν δα Ρονάλντο όλοι οι μπόμπιρες), για την απύθμενη αναίδεια του προκαθημένου μας στον θερινό κινηματογράφο που δεν λέει να σκύψει καίτοι ψηλέας η, ακόμη καλλίτερα να φύγει, για την ουρά στο λεωφορείο, στο φερι-μποτ, στα διόδια, στο σούπερ μάρκετ, στο φούρνο, στο περίπτερο. Πιστόλια ευτυχώς δεν κουβαλάμε ακόμη (ή μάλλον δεν κουβαλάμε όλοι μας, γιατί με το πρόσχημα των κλοπών όλο και περισσότεροι φροντίζουν να εξοπλίσουν την εκβιασμένη ανασφάλειά τους), αλλά και τα χέρια αρκούν, κι ύστερα, φονικότερο όπλο από τη γλώσσα και το βλέμμα δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί, κι ούτε θα βρεθεί ποτέ. Κι αλίμονο αν η αφέλειά σου ή η όψιμη, οικολογική σου ευαισθησία διανοηθεί να συστήσει σε κάποιον, με τον κομψότερο (ή και δουλικότερο) τρόπο, να μην πετάει με ανάλαφρη μαγκιά αναμμένο τσιγάρο από το παράθυρο του αυτοκινήτου του, κυρίως όταν διασχίζει τον Παρνασσό ή τον Ταΰγετο, η την αδειασμένη φιάλη του νερού, το οποίο έχει φτάσει να μας κοστίζει όσο σχεδόν και η τροφή. Αλίμονο αν παραπονεθείς για την καπνούρα που φεύγει από την εξάτμιση του προπορευόμενου οχήματος, ή αν θυμίσεις ευγενικά σε κάποιον οδηγό ότι είθισται να μην περνάμε με κόκκινο και να ανάβουμε το φλασάκι μας πριν στρίψουμε αριστερά η δεξιά, για τον απλούστατο λόγο ότι τα θανατηφόρα τροχαία δεν επιλύουν το δημογραφικό μας πρόβλημα. Τότε ο «θιγμένος ανδρισμός μας» (επιχείρημα που μάλλον έχει αντίκρισμα και στα δικαστήρια) απαιτεί να πάρει το αίμα του πίσω, προπαντός αν η «προσβολή» ετελέσθη παρουσία τρίτων. Και ξεθηκαρώνουμε τότε το φανατισμό μας, κλειδαμπαρώνουμε την ψυχραιμία μας, στήνουμε μια γκιλοτίνα για το χιούμορ μας, κι ορμάμε Ακάθεκτοι.Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;»... Βεβαίως και ξέρω, και ξέρεις, και ξέρουμε. Ξέρω πως είσαι όμοιος μου στα καλά και στα κακά ετοιμοπαράδοτος του θυμού, μονίμως με την αίσθηση του "αδικημένου», άρα και μονίμως ορισμένος. Ξέρω, και ξέρεις, ότι μοιάζουμε στο χαώδες βάθος μας, όσες όποιες πανοπλίες κι αν φρόντισε να φορτωθεί ο καθένας μας για να ελέγξει την ευκολία του ενστίκτου. Όλοι μας είμαστε κάτι, είμαστε κάποιοι, έστω κι αν ο χρόνος επιμένει αγέλαστος πως είμαστε κάτι λιγότερο από το τίποτε. Μόνο που να, δεν μπορούμε να τα βολέψουμε αυτά τα διαφορετικά «κάτι», να τα πείσουμε να συνυπάρξουν, να αλληλοαναγνωριστούν, να αποδεχθεί το ένα τη μοναδικότητα του άλλου. Εισερχόμαστε στην κοινωνία, (στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά, στο «λειτούργημα», στο γήπεδο, ως και στην εκκλησία την ώρα του «Δεύτε λάβετε φως!») σαν φορείς μιας παράδοσης που τιμά την αντιπαράθεση, τη φιλυποψία, την ξινή ψυχή, η οποία εγγράφεται πάραυτα και στα αναλόγως ξινισμένα μούτρα μας. Είμαστε προετοιμασμένοι, εκπαιδευμένοι να βρίσκουμε παντού (και μόνο) εχθρούς, διαβολείς, κακότροπους που μας φθονούν και συνωμοτούν εις βάρος μας. Την πραότητα, την όρεξη της κουβέντας, της παρέας ακόμη (της τόσο μυθολογημένης), πρέπει να την επινοήσουμε με πολύ κόπο (γιατί χρειάζεται να υπολογίσουμε σωστά τις βαθύτατες ανάγκες μας και ταυτόχρονα να τιθασέψουμε τον έρωτά μας για την μονήρη διαδρομή της εχθρευόμενης αυτάρκειας), ή πρέπει να μας έχουν ευλογήσει πλούσια οι περιστάσεις, μια ήσυχη ακρογιαλιά ας

22

πούμε, η θερινή χαλάρωση ώρα νυκτός κτλ. Φυσικότερη μας φαίνεται η συμπεριφορά που (μάλλον άδικά κατά τους φυσιοδίφες) αποδίδεται στον λύκο μονιά. Γιατί; Γιατί «μας πνίγει, κι το δίκιο». Κι επειδή όλους μάς πνίγει το δίκιο, επειδή δηλαδή έτσι αισθανόμαστε, ευκόλως τεκμαίρεται ότι η Ελλάδα είναι ένα απέραντο πέλαγος, το Εγαίον πέλαγος, , με έψιλον κι όχι με άλφα γιώτα, γιατί βαφτίστηκε έτσι προς τιμήν του Εγώ, του θηριώδους Εγώ και όχι του Αιγέα, όπως ισχυρίζονταν οι μύθοι  

23