22
ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ KINO-EYE συγκεντρωτική έκδοση κριτικής κινηματογράφου Ιούνης - Ιούλης 2014 Χρήστος Σκυλλάκος kinoeye-gr.blogspot.gr [email protected] ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σκουριασμένη πόλη/Out of the furnace, Θεέ μου, τι σου κάναμε;/Quest-ce quon a fait au bon dieu?, Yves Saint Laurent, Τα δεσμά του διαβόλου/Devils Knot, Τα όρια του αύριο/Edge of tomorrow, “Τώρα Γκοντάρ” - Η επίθεση στην Ταινιοθήκη του απόλυτο auteur (Άρθρο), Αμελί/Amelie, Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν/Chinese Puzzle, Χίλιοι τρόποι να πεθάνεις στην Άγρια Δύσή/A million ways to die in the West, Τα δυο πρόσωπα του Ιανουαρίου/Two Faces Of January, Το λάθος αστέρι/The fault in our stars, Ο καθρέπτης της κολάσεως/Oculus, Μέχρι το τέλος/Homesman, Τα καλύτερα έρχονται/Les Beaux jours, Transformers: Εποχή αφανισμού/Age of Extinction, Το τρίτο πρόσωπο/Third person, Το τραγούδι της καρδιάς μου/Song for Marion, Ερασιτέχνης Ζιγκολό/Fading Gigolo, Ο απρόβλεπτος κος Σπίβετ/The young and prodigious T.S.Spivet, 38 μάρτυρες/38 temoins, Ο κύκλος των αναμνήσεων/The Railway man, Κάποτε στην Νέα Υόρκη/The Immigrant, Ο πλανήτης των πιθήκων: Η αυγή/Dawn of the planet of the Apes, Σε λάθος χρόνο/Locke, Αλφαβιλ/Alphaville, Ο σώζων εαυτό σωθήτω/Sauve qui Peut (La vie): Δυο τρία πράγματα για την ταινία και τον κινηματογράφο (Άρθρο) ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ/OUT OF THE FURNACE ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ Με ένα all star cast πολυβραβευμένων ηθοποιών που δίνουν δυνατές ερμηνείες (ειδικά ο ανεκμετάλλευτος Woody Harrelson), συνειδητά ατημέλητη φωτογραφία, χοντρού κόκκου και υπερφωτισμού να τονίζει το επιβλητικά γκρίζο μονότονο τοπίο, πλοκή που αν και κλασική, συνταράσσει και μουσική που περικλείει μέσα της ένα βόμβο παρακμής, ο νεαρός σκηνοθέτης Scott Cooper, στην δεύτερη μόλις ταινία του, μετά το «Crazy Heart», συνεχίζει να αφηγείται ιστορίες της τσακισμένης αμερικάνικης «maudit» ζωής. Με οπτική σκληρή και ωμή, ο τίτλος «Σκουριασμένη πόλη» ή «Έξω από τον κλίβανο», όπως κατά λέξη μεταφράζεται, είναι απολύτως κατάλληλος για να δώσει σε δυο λόγια, τη ατμόσφαιρα αυτού του ρεαλιστικού πεζού ποιητικού κινηματογράφου - εικόνα καθ’ ομοίωση της κοινωνίας. Χωρίς σχηματικότητες και επιτηδευμένους ελιτισμούς, η εισαγωγή μας μπάζει μέσα στην αποσυντιθέμενη ζωή μιας βιομηχανικής περιοχής μιας «άλλης» Αμερικής - μια βαθιά πληγή που ο δημιουργός πιέζει ξανά και ξανά για να μην ξεχαστεί στην λήθη. O Ράσελ (Christian Bale), εργάτης φάμπρικας, και ο αδερφός του Ρόντει (Cassey Affleck) πρώην φαντάρος στο Ιράκ, παλεύουν να επιβιώσουν μέσα σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, ενώ όλα γύρω τους βρίσκονται σε σήψη, όπου τα όρια για μια ανάσα ελευθερίας και ψυχικής ασφάλειας δεν είναι ευδιάκριτα και έτσι δεν μπορούν ποτέ να τα ξεπεράσουν. Με πιο σφιχτό μοντάζ, μειώνοντας την συνολική διάρκεια της ταινίας, που πλαταίνει την πλοκή αδίκως, λιγότερο βάρος στην επιφάνεια, το στυλ και την φόρμα, μα ψάχνοντας να ορίσει της αιτίες του δράματος πιο συγκεκριμένα, αυτή η συμβατική προβλέψιμη μα και ειλικρινά λιτή σκληρή ιστορία ενός προαναγγελθέντος θανάτου των ανθρώπων και της κοινωνίας, θα μπορούσε να κάνει την υπέρβαση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μας κρατά άγρυπνους, βγάζοντας μας από την αίθουσα πεσιμιστικά ευχαριστημένους. Βαθμολογία: 3/5 Σύνοψη Ο Ράσελ, και ο μικρός του αδερφός, Ρόντνι, ζουν στο οικονομικά υποβαθμισμένο Ραστ Μπελτ, και ονειρεύονται από μικρά παιδιά να αποδράσουν για μια καλύτερη ζωή. Μια σκληρή τροπή της τύχης, και ο Ράσελ θα βρεθεί στη φυλακή, ενώ ο αδερφός του θα παρασυρθεί σε μια από τις πιο βίαιες κι αδίστακτες εγκληματικές οργανώσεις- ένα λάθος που θα του στοιχίσει ακριβά. Με την αποφυλάκιση του, ο Ράσελ πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη δική του ελευθερία, ή την απονομή δικαιοσύνης για τον αδερφό του. ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Scott Cooper ΣΕΝΑΡΙΟ: Brad Ingelsby, Scott Cooper ΠΑΙΖΟΥΝ: Christian Bale,

Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

  • Upload
    -

  • View
    219

  • Download
    1

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Συγκεντρωτική έκδοση κριτικής κινηματογράφου - Μηνιαίο Δελτίο - Ιούνιος/Ιούλιος 2014 - KINO EYE - Χρήστος Σκυλλάκος

Citation preview

Page 1: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ KINO-EYE συγκεντρωτική έκδοση κριτικής κινηματογράφου

Ιούνης - Ιούλης 2014

Χρήστος Σκυλλάκος

kinoeye-gr.blogspot.gr [email protected]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σκουριασμένη πόλη/Out of the furnace, Θεέ μου, τι σου κάναμε;/Qu’est-ce qu’ on a fait au bon dieu?, Yves Saint Laurent, Τα δεσμά του διαβόλου/Devil’s Knot, Τα όρια του αύριο/Edge of tomorrow, “Τώρα Γκοντάρ” - Η επίθεση στην Ταινιοθήκη του απόλυτο auteur (Άρθρο), Αμελί/Amelie, Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν/Chinese Puzzle, Χίλιοι τρόποι να πεθάνεις στην Άγρια Δύσή/A million ways to die in the West, Τα δυο πρόσωπα του Ιανουαρίου/Two Faces Of January, Το λάθος αστέρι/The fault in our stars, Ο καθρέπτης της κολάσεως/Oculus, Μέχρι το τέλος/Homesman, Τα καλύτερα έρχονται/Les Beaux jours, Transformers: Εποχή αφανισμού/Age of Extinction, Το τρίτο πρόσωπο/Third person, Το τραγούδι της καρδιάς μου/Song for Marion, Ερασιτέχνης Ζιγκολό/Fading Gigolo, Ο απρόβλεπτος κος Σπίβετ/The young and prodigious T.S.Spivet, 38 μάρτυρες/38 temoins, Ο κύκλος των αναμνήσεων/The Railway man, Κάποτε στην Νέα Υόρκη/The Immigrant, Ο πλανήτης των πιθήκων: Η αυγή/Dawn of the planet of the Apes, Σε λάθος χρόνο/Locke, Αλφαβιλ/Alphaville, Ο σώζων εαυτό σωθήτω/Sauve qui Peut (La vie): Δυο τρία πράγματα για την ταινία και τον κινηματογράφο (Άρθρο)

ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ/OUT OF THE

FURNACE

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

Με ένα all star cast πολυβραβευμένων ηθοποιών

που δίνουν δυνατές ερμηνείες (ειδικά ο

ανεκμετάλλευτος Woody Harrelson), συνειδητά

ατημέλητη φωτογραφία, χοντρού κόκκου και

υπερφωτισμού να τονίζει το επιβλητικά γκρίζο

μονότονο τοπίο, πλοκή που αν και κλασική,

συνταράσσει και μουσική που περικλείει μέσα

της ένα βόμβο παρακμής, ο νεαρός σκηνοθέτης

Scott Cooper, στην δεύτερη μόλις ταινία του,

μετά το «Crazy Heart», συνεχίζει να αφηγείται

ιστορίες της τσακισμένης αμερικάνικης «maudit»

ζωής. Με οπτική σκληρή και ωμή, ο τίτλος

«Σκουριασμένη πόλη» ή «Έξω από τον κλίβανο»,

όπως κατά λέξη μεταφράζεται, είναι απολύτως

κατάλληλος για να δώσει σε δυο λόγια, τη

ατμόσφαιρα αυτού του ρεαλιστικού πεζού

ποιητικού κινηματογράφου - εικόνα καθ’

ομοίωση της κοινωνίας.

Χωρίς σχηματικότητες και επιτηδευμένους

ελιτισμούς, η εισαγωγή μας μπάζει μέσα στην

αποσυντιθέμενη ζωή μιας βιομηχανικής

περιοχής μιας «άλλης» Αμερικής - μια βαθιά

πληγή που ο δημιουργός πιέζει ξανά και ξανά

για να μην ξεχαστεί στην λήθη. O Ράσελ

(Christian Bale), εργάτης φάμπρικας, και ο

αδερφός του Ρόντει (Cassey Affleck) πρώην

φαντάρος στο Ιράκ, παλεύουν να επιβιώσουν

μέσα σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, ενώ

όλα γύρω τους βρίσκονται σε σήψη, όπου τα

όρια για μια ανάσα ελευθερίας και ψυχικής

ασφάλειας δεν είναι ευδιάκριτα και έτσι δεν

μπορούν ποτέ να τα ξεπεράσουν.

Με πιο σφιχτό μοντάζ, μειώνοντας την συνολική

διάρκεια της ταινίας, που πλαταίνει την πλοκή

αδίκως, λιγότερο βάρος στην επιφάνεια, το στυλ

και την φόρμα, μα ψάχνοντας να ορίσει της

αιτίες του δράματος πιο συγκεκριμένα, αυτή η

συμβατική προβλέψιμη μα και ειλικρινά λιτή

σκληρή ιστορία ενός προαναγγελθέντος

θανάτου των ανθρώπων και της κοινωνίας, θα

μπορούσε να κάνει την υπέρβαση, χωρίς αυτό

να σημαίνει πως δεν μας κρατά άγρυπνους,

βγάζοντας μας από την αίθουσα πεσιμιστικά

ευχαριστημένους.

Βαθμολογία: 3/5

Σύνοψη

Ο Ράσελ, και ο μικρός του αδερφός, Ρόντνι, ζουν στο οικονομικά υποβαθμισμένο Ραστ Μπελτ, και ονειρεύονται από μικρά παιδιά να αποδράσουν για μια καλύτερη ζωή. Μια σκληρή τροπή της τύχης, και ο Ράσελ θα βρεθεί στη φυλακή, ενώ ο αδερφός του θα παρασυρθεί σε μια από τις πιο βίαιες κι αδίστακτες εγκληματικές οργανώσεις- ένα λάθος που θα του στοιχίσει ακριβά. Με την αποφυλάκιση του, ο Ράσελ πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη δική του ελευθερία, ή την απονομή δικαιοσύνης για τον αδερφό του. ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Scott Cooper ΣΕΝΑΡΙΟ: Brad Ingelsby, Scott Cooper ΠΑΙΖΟΥΝ: Christian Bale,

Page 2: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

Casey Affleck, Woody Harrelson, Sam Shepard, Willem Dafoe, Zoe Saldana, Forest Whitaker ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Seven, Spentzos

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.08.06.2014)

ΘΕΕ ΜΟΥ, ΤΙ ΣΟΥ ΚΑΝΑΜΕ;/ QU`EST-CE QU`ON A FAIT AU BON DIEU? Στο καλοκαιρινό κλίμα, έρχεται από την Γαλλία,

μια κομεντί, - που έσπασε τα εκεί ταμεία -

δομημένη με όλα τα στοιχεία που θα κάνει τον

θεατή να γελάσει - και να προβληματιστεί

παράλληλα - από την καλή χρήση της σάτιρας,

χωρίς κομπρεμί με το χοντροκομμένο χιούμορ.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Philippe de

Chauveron, πιάνει μια κλασική συντηρητική και

βαθιά καθολική οικογένεια, και «μετά φόβου

θεού» ή καλύτερα κοινωνίας, την αποδομεί

πλήρως, χαρίζοντας μας γέλιο, όχι σαρκαστικό,

μα βαθιά ειλικρινές και ευφυέστατο. Όταν ο

μεσοαστός Κλόντ και Μαρί, μεγαλώνουν τις 4

κόρες τους με όλες τις αξίες και αρχές του

Ντεγκολισμού και της «γνήσιας» Γαλλίας, και

αυτές τους το ξεπληρώνουν παίρνοντας ως

συζύγους έναν Κινέζο, έναν Μουσουλμάνο, έναν

Εβραίο και η μικρότερη έναν καθολικό, μα

Αφρικανό - όλοι φυσικά μετανάστες δεύτερης

και τρίτης γενιάς - η δυστυχία και η κατάθλιψη

των «αξιοπρεπών» γονέων βρίσκεται στην

ημερήσια διάταξη.

Χτυπώντας σατιρικά την συντηρητικότητα, ο

δημιουργός, δεν φοβάται να σχολιάσει την

σύγχρονη κατάσταση που ο ρατσισμός από

πρόβλημα, θεωρείτε, καναλαρισμένα, πολλές

φορές κάτι το φυσιολογικό, και αυτό το

πετυχαίνει πανέμορφα και με ακρίβεια. Έτσι

έχουμε μια ελαφριά γαλλική κομεντί με

κυρίαρχο το πνευματώδες γέλιο πάνω σε

σύγχρονες αντιθέσεις και φοβίες της

μεσοαστικής γαλλικής κοινωνίας, που βρίθει

από δυνατούς ολοκληρωμένους πολύπλευρους

ρόλους, καλοδουλεμένους διαλόγους -

συστατικό στοιχείο της κωμωδίας - , τέλεια

διαχείριση των πάμπολλων χαρακτήρων,

τελικώς διασκεδαστικότατη, γιατί είναι

διασκεδαστικό να βλέπουμε τους

«νοικοκυραίους» να φωνάζουν απεγνωσμένα,

μπρος στην πραγματικότητα «Θεέ μου, τι σου

κάναμε και αξίζουμε τέτοια τιμωρία;»

Βαθμολογία: 3/5 Σύνοψη

Η Μαρί κι ο Κλοντ Βερνέιγ είναι της παλιάς σχολής.

Ηγούνται μιας ευυπόληπτης οικογένειας της ανωτέρας

τάξης με πέντε όμορφες κόρες: η Ιζαμπέλ, η Οντίλ και η

Σεζολέν έχουν ήδη παντρευτεί με άντρες άλλης φυλής,

τον Ρασίντ, τον Νταβίντ και τον Καό αντίστοιχα. Όταν η

Λορί ανακοινώνει πως θέλει να παντρευτεί τον Σαρλς, οι

γονείς ενθουσιάζονται. Επιτέλους, ένας παραδοσιακός

γάμος. Κάτι σπάει, όμως, όταν η Λορί τους λέει πως ο

Σαρλς είναι από την Αφρική. Η Μαρί παθαίνει νευρικό

κλονισμό κι ο Κλοντ αναζητά τρόπους να σαμποτάρει τον

γάμο. Παραδόξως, ως σύμμαχο βρίσκει τον Αντρέ, τον

πατέρα του Σαρλς, που συμφωνεί σε ένα βασικό πράγμα:

τι έκαναν για να αξίζουν μια τέτοια μοίρα;

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Philippe de Chauveron ΣΕΝΑΡΙΟ: Philippe de Chauveron, Guy Laurent ΠΑΙΖΟΥΝ: Christian Clavier, Chantal Lauby, Frédérique Bel, Elodie Fontan ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Odeon

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.08.06.2014)

YVES SAINT LAURENT

Ο Yves Saint Laurent είναι γνωστός στον κόσμο

της μόδας και σε όποιον εκστασιάζεται με αυτή.

Η ιστορία του όμως πέρα από ένα όνομα ή το

πρεστίζ που αυτό κουβαλάει δεν είναι και τόσο

γνωστή. Θέλοντας να καλύψει την

κινηματογραφική τούτη «απουσία», ο

σκηνοθέτης Jalil Lespert, διηγείται την ιστορία

του Yves Saint Laurent, επικεντρώνοντας σε όλη

την ζωή του από τότε που ήταν νέος ως και το

αποκορύφωμα της καριέρας του, εξειδικεύοντας

τόσο στην πετυχημένη και επικερδέστατη

δουλειά του όσο και στους προσωπικούς

εφιάλτες και δαίμονες και την σχετικά φιλήδονη

και ναρκισσιστική ζωή του.

Η ταινία προσπαθεί να εισέλθει και στο

ελληνικό κοινό (μετά τις Κάννες),

αναδεικνύοντας την αδύναμη, συνεσταλμένη και

εύθραυστη ψυχολογία του μετρ της «υψηλής

ραπτικής», δίνοντας του πέντε χρόνια μετά τον

θάνατο του, μια θέση στο πάνθεον όχι των

επιχειρήσεων αλλά της τέχνης, πράγμα ίσως

διφορούμενο.

Η ταινία είναι καλογυρισμένη, με προσεγμένη

φωτογραφία, άρτια αντιγραφή των ενδυμάτων

που σχεδίασε, άρτια αναδόμηση της εποχής που

Page 3: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

έζησε, πολύ καλές ερμηνείες από όλους του

ηθοποιούς - μέλη του θρυλικού κρατικού

θεάτρου Comedie - Francaise, μα παράλληλα

απολύτως συμβατική, γραμμική, δίχως βάθος,

στυλιζαρισμένο ύφος, δίνοντας άκριτα τα «εύγε»

στην δόξα, την φήμη και το χρήμα, κάνοντας

την να μοιάζει περισσότερο ως μια

προσωπολατρικά και επιφανειακά, εκθειαστική

αντιμετώπιση του Laurent, παρά ως μια

ανεξάρτητη και ολοκληρωμένη αισθητική

κατάθεση, με τάσεις γενίκευσης, που είναι ο

κινηματογράφος.

Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με μια ιδιαίτερη

βιογραφική ταινία, για εξειδικευμένο κοινό, μιας

και οι προβληματισμοί που εξάγονται από την

ζωή ενός διάσημου μεγιστάνα της μόδας, δεν

ξέρω κατά πόσο αγγίζουν την πλειοψηφία.

Βαθμολογία: 2.5/5

Σύνοψη

Παρίσι, 1957. Ο Yves Saint Laurent είναι μόλις είκοσι ενός και κάνει τα πρώτα του βήματα στον διάσημο οίκο του Christian Dior. Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην πρώτη του κολεξιόν, οι δημιουργίες του εκθειάζονται και ο ευφυής σχεδιαστής γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του, μετέπειτα σύντροφο και συνέταιρο του, Pierre Bergé. Μέσα σε τρία χρόνια, η αυτοκρατορία Yves Saint Laurent είναι πραγματικότητα, ξεχωρίζει θριαμβευτικά στον κόσμο της υψηλής ραπτικής, όμως οι δαίμονες και οι αμφιβολίες συντροφεύουν τον μανιοκαταθλιπτικό και ευφυή σχεδιαστή μέχρι την κορυφή. ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Jalil Lespert ΣΕΝΑΡΙΟ: Jacques Fieschi, Marie-Pierre Huster ΠΑΙΖΟΥΝ: Pierre Niney, Guillaume Gallienne, Charlotte Le Bon ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.08.06.2014)

ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ/DEVIL’S KNOT

Ο βραβευμένος σκηνοθέτης Atom Egoyan, έχοντας

παραμερίσει την κινηματογραφική «ανεξαρτησία»

του, επενδύει στη Χολιγουντιανή «σύμβαση»,

δίνοντας μας ένα αστυνομικό και δικαστικό

θρίλερ/δράμα πάνω σε μια αληθινή ιστορία

δολοφονίας τριών μικρών παιδιών που συγκλόνισε

το Μέμφις πριν 20 χρόνια, δίχως πρωτοτυπία και

προσωπική σφραγίδα, μα με μη λειτουργική πλοκή

και πολλά προβλήματα ρυθμού, που μοιάζει αρκετά

σαν «αρπαχτή» ή ανώριμη δουλειά παρά σαν

ολοκληρωμένη κατάθεση, που θα μπορούσε να

προβληματίσει το κοινό. ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 2/5

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ/EDGE OF TOMORROW

Το σενάριο το έχουμε ξαναδιαβάσει, την οπτική την

έχουμε ξαναδεί, παρόλα αυτά φοράμε τα 3D γυαλιά

και ξαναβλέπουμε σε επανάληψη («Ζήσε, Πέθανε,

Επανάλαβε» - όπως λέει το μοτό της ταινίας) την

καταστροφή του κόσμου και την προσπάθεια του

Tom Cruise να τον σώσει. Μπορεί να θέλει η ταινία

να μοιάζει ότι είναι φτιαγμένη να εξομοιώσει το

μέλλον στον παρόν, να επιζητά μια πρωτοτυπία αλλά

δεν καταφέρνει παρά να είναι άλλη μια κακόγουστη

ταινία δράσης εκτυφλωτικών εφέ, ανούσιου βάθους

κτλ, φυσικά διασκεδαστική, όμως, μιας και η σχολή

κινηματογράφου του Χόλιγουντ διαπρέπει σε κάθε

τεχνικό ζήτημα, πέρα από την δημιουργικότητα και

την καλλιτεχνική ουσία. ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 2/5

«ΤΩΡΑ ΓΚΟΝΤΑΡ»: Η επίθεση στην Ταινιοθήκη του απόλυτου «auteur» (05-18/06/2014)

Θα πάθουμε μεγάλη ζημιά με τον «τρελό»

Γάλλο. Αυτό είναι σίγουρο. Με την καλή έννοια,

φυσικά. Το να έχεις να επιλέξεις 52 ταινίες -

σχεδόν το σύνολο του πολυσχιδούς έργου - του

πιο ανήσυχου μυαλού του κινηματογράφου, του

πιο συμβατικά νεωτεριστή και πειραματιστή της

εικόνας, είναι σαν να αποζητάς να πάθεις

αισθητικό εγκεφαλικό. Πόσο καλλιτεχνική

ευφυΐα μπορεί να χωρέσει ένα φυσιολογικό,

ακόμη και κινηματογραφόφιλο μυαλό, πόση

θεωρητικο-καλλιτεχνική εμβάθυνση της ζωής,

της ύπαρξης, της φύσης, των σχέσεων, της

αγάπης, του έρωτα, της πολιτικής, καθώς και

της ίδιας της κινηματογραφικής γλώσσας, πόσο

βαθιά θα αντέξουμε να εντρυφήσουμε στην

επίθεση των εικόνων-ιδεών του Jean Luc

Godard; Αναρωτιέμαι αλλά γνωρίζω επίσης, πως

αυτό είναι που μας πικάρει, που μας κάνει να

θέλουμε να «κάψουμε» τις πρώτες καλοκαιρινές

μέρες μέσα στις σκοτεινές αίθουσες της

«Ταινιοθήκης», που μας προσκαλεί στο απόλυτο

κινηματογραφικό γεγονός της εβδομάδας και

τολμώ να πω, της χρονιάς. Ένα απρόσμενο

αφιέρωμα - ρετροσπεκτίβα, στον μεγαλύτερο

«ιεροεξεταστή» της φιλμικής παράδοσης και

τεχνικής, που έβαλε ως στόχο να διαλύσει ότι

παλιό, για να δημιουργήσει κάτι νέο ώστε μετά

να το γκρεμίσει και αυτό. Γι’ αυτό λοιπόν «Τώρα

Γκοντάρ».

Page 4: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

Θυμάμαι τις μέρες που βλέποντας ταινίες του,

το μόνο που ήθελα να κάνω και τελικώς έκανα,

με το χαμόγελο στα χείλη και την λάμψη στα

μάτια, είναι να θέλω να συζητώ και να γυρνώ

και εγώ ταινίες. Ολοκληρωτικά ιδιότροπος και

ιδιόμορφος, μα πεντακάθαρος και σαφής στο

σύνολο, καθόλου μελοδραματικός, καθόλου

πεσιμιστής, καθόλου δήθεν επιτηδευμένα

πειραματικός, μα απλά δημιουργός, με την

έννοια της ουσίας, ο βαθιά ριζοσπαστικός

επαναστάτης του περιεχομένου και της μορφής

που δεν έκανε παρά το εξής: Αγάπησε τον

κινηματογράφο. Ο μετρ του στυλ, ο δάσκαλος

δίχως έδρα, το αποδεικνύει αυτό με το έργο του,

που τον όρισε θρύλο εν ζωή, που όρισε την

έννοια του «δημιουργού», του να λες ο

κινηματογράφος είναι «έργο τέχνης». Τον λόγο

του, την σκέψη του, τις θέσεις του, δίχως να

επαναλαμβάνεται, με τάσεις να μαθαίνει από

την ίδια την διαδικασία της δημιουργίας, ως

ζωγράφος ή ποιητής, ως θεωρητικός της τέχνης,

την μετέφραζε σε εικόνα, ουδέποτε συμβατική,

ουδέποτε εύκολη, μα απολύτως παιχνιδιάρικη

και διασκεδαστική, επαναπροσδιορίζοντας τα

πάντα. Αυτός είναι ο Jean Luc Godard.

Δεν οριοθετούνταν σε είδη. Αγάπησε τον

Χίτσκοκ, τον Γουέλς, τον Μπέργκμαν, το

αμερικάνικο φιλμ νουάρ και τις φτηνές

παραγωγές. Χτύπησε τον εμπορικό θεαματικό

κινηματογράφο της χώρας του. Έγραφε χιλιάδες

λέξεις, κριτικάροντας, πότε ακαδημαϊκά, πότε

φιλοσοφικά, πότε κυνικά, στο θρυλικό

περιοδικό Cahiers du Cinema,

κατακεραυνώνοντας το «κοινότυπο» του

κινηματογράφου, μέχρι που πήρε κάμερα,

φόρεσε τα κλασικά σκουρόχρωμα γυαλιά του

και έβαλε τον σκηνοθέτη από την καρέκλα του

θεατρικού σανιδιού, στο πάνθεον των

καλλιτεχνών - δημιουργών, των διανοούμενων

μην αφήνοντας τίποτα να σταθεί στην

προέλαση του. Ούτε το φεστιβάλ Καννών του

1968 που το ανάγκασε να σταματήσει με τους

φίλους του και μεγάλους σκηνοθέτες όπως τον

Francois Truffaut. Πιστός στις ιδέες του, πιστός

στην αποστολή της τέχνης, των δυνατοτήτων

της, έζησε και ζει για αυτή και αυτή του το

ανταποδίδει. Με τις γοητευτικές μούσες του,

όπως η Anna Karina και η Brigitte Bardot και

τους υποχθόνιους ήρωες όπως ο Jean Paul

Belmondo, τα εξωφρενικά - για την εποχή - jump

cuts που έγιναν κλασικά για κάθε δημιουργό, τα

ασύνδετα πλάνα, τους ασύγχρονους ήχους, το

ρυθμό που επαναθεμελίωσε ως στοιχείο

αφήγησης, ο Godard σαν παιδί του «Νέου

Κύματος», έφερε επανάσταση στη τέχνη, στην

τέχνη της αλήθειας τυπωμένης σε σελιλόιντ.

Ανάμεσα στις κλασικές ταινίες του - μαθήματα

κινηματογράφου, «Με κομμένη την ανάσα»,

«Ζούσε την ζωή της» «Ο τρελός Πιερό»,

«Alphaville», «Περιφρόνηση» και άλλες, έχουμε

την δυνατότητα να δούμε τα «σχέδια»

κινηματογραφικής γλώσσας μέσα από τις

μικρού μήκους που ξεθάφτηκαν από την

φιλμική μνήμη, καθώς και την νέα του ταινία

“Αντίο στη Γλώσσα” αποχαιρετώντας μας με 3D

στα… 85 χρόνια του. Μοιάζει να μην μπορεί να

ηρεμήσει, να απολαύσει την καλλιτεχνική

επιτυχία, νιώθει μια μόνιμη ανησυχία να

βρίσκεται πάντα μπρος στην εποχή του, να

ορίσει την απόλυτη φιλμική γλώσσα.

Όποιος αγαπά την 7η τέχνη, έχει ήδη ετοιμάσει

τις βαλίτσες του για την Ταινιοθήκη, όποιος δεν

τον γνωρίζει - ακόμη - θα ενθουσιαστεί

αναρωτώμενος «Μα γιατί κανένας δεν μου έχει

μιλήσει για αυτά τα έργα;», όπως φώναζε και ο

νεαρός Jean, ξημεροβραδιασμένος στην

«Γαλλική Ταινιοθήκη», λίγα χρόνια πριν κάνει το

ντεμπούτο του «Με κομμένη την ανάσα»,

βυθιζόμενος μέσα σε ένα άγνωστο θησαυρό

τέχνης και καλλιτεχνών. Με το εξαιρετικό έργο

του, που έζησε μέσα στα χρόνια αναλλοίωτο, θα

ξεμπλοκάρουμε αφηγηματικά και θα μάθουμε -

επιτέλους - να βλέπουμε, να αγαπάμε, να

φτιάχνουμε κινηματογράφο.

Ας ξαναανακαλύψουμε, λοιπόν, τον

κινηματογράφο μέσω του Jean Luc Godard που

αποτελεί ένα «ζωντανό εργαστήριο» φιλμικής

μνήμης και αδιάλειπτης πρωτοπορίας.

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.08.06.2014)

ΑΜΕΛΙ/AMELIE

Το περίφημο φιλμικό διαμάντι, επιστρέφει στις

αίθουσες κάνοντας μας και πάλι να χαμογελάμε,

βυθισμένοι στο πιο γλυκό ρομαντικό παραμύθι

των τελευταίων ετών που μας χάρισε ο

κινηματογράφος, μεγαλώνοντας την σύγχρονη

σινεφίλ και μη γενιά. Με την Audrey Tautou

Page 5: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

ταυτισμένη, σε όλη την μετέπειτα καριέρα της,

στον ρόλο της Amelie, το πανέμορφο και

χαριτωμένο συνεσταλμένο κορίτσι της

Μονμάρτης που κάνει τα πάντα για να δώσει

στους ανθρώπους γύρω της την ευτυχίας - και

σε εμάς μαζί τους - , μέσα από τον φακό του

Jean-Pierre Jeunet, μας κοιτά στα μάτια και

μετατρέπεται σε είδωλο - πράγμα δύσκολο και

αξιοθαύμαστο, που όλοι και όλες αγαπήσαμε.

Το Παρίσι επιστρέφει στις δόξες του, ως

πρωτεύουσα του έρωτα, της αγάπης, της

ανεμελιάς και των βαθιών συναισθημάτων και ο

Mathieu Kassovitz (σκηνοθέτης εκτός των

άλλων του «Μίσους»), αγγίζει ολάκερο το

«γυάλινο» κορίτσι, σε σκηνές που η ζωή γίνεται

τέχνη. Το ότι, οι όπου γης, ερωτευμένοι,

τριγυρνάνε, έκτοτε, στο Παρίσι, δείχνει την

μεγάλη τούτη δύναμη της ταινίας, που αγγίζει

τις πιο ευαίσθητες γωνιές της ψυχής μας.

Μια από τις πιο γλυκές, ειλικρινής,

κινηματογραφικά και φωτογραφικά πλήρης

ταινίες του σύγχρονου κινηματογράφου, με τα

ζεστά έντονα χρώματα σε παραμυθένιο-ονειρικό

πλαίσιο - μάθημα στυλ και φόρμας (Bruno

Delbonnel), με ένα από τα πιο χαρακτηριστικά

soundtrack (Yann Tiersen), τολμώ να πω, όλων

των εποχών - έργο τέχνης αυτόνομα, να

αποθεώνει τις μικρές λεπτομέρειες, η Amelie

παραμένει διαχρονική αξία που ο χρόνος δεν

αγγίζει, σαν το μοτοποδήλατο, με την οποία το

νεαρό αθώο ζευγάράκι, τριγυρνάει στα

παριζιάνικα ηλιόλουστα σοκάκια. Εύκολη στην

ανάγνωση μα και βαθιά ποιοτική, τρυφερότατη

ταινία για τους παντοτινά ευαίσθητους και

ρομαντικούς νέους όλων των ηλικιών.

Βαθμολογία: 4.5/5 Σύνοψη

Η Αμελί είναι ένα μικρό κορίτσι που μεγαλώνει με τους εκκεντρικούς γονείς της, απομονωμένη από τα υπόλοιπα παιδιά, εξαιτίας της πεποίθησης των γονιών της ότι πάσχει από μια σπάνια αρρώστια. Η μόνη διέξοδος της είναι ένας ονειρικός κόσμος που πλάθει με την φαντασία της και ζει μέσα του. Καθώς τα χρόνια περνούν, ο τραγικός θάνατος της μητέρας της, θα ρίξει τον πατέρα της σε βαθιά κατάθλιψη και την ίδια στον πραγματικό κόσμο, που θα πρέπει να αντιμετωπίσει με το μόνο όπλο του έχει, την φαντασία της. Περικυκλωμένη στην καθημερινότητα της από εξίσου εκκεντρικούς με τους γονείς της ανθρώπους η Αμελί προσπαθεί να βρει την θέση της ανάμεσα τους. Μέχρι

που μια συγκλονιστική είδηση, στις 31 Αυγούστου 1997, θα ενεργοποιήσει μια σειρά γεγονότων που θα της δείξει ότι έχει την δύναμη να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Βλέποντας ότι με μικρές πράξεις μπορεί να βελτιώσει τις ζωές των ανθρώπων, η Αμελί ξεκινά μια σταυροφορία να κάνει τους ανθρώπους να χαμογελούν. Βυθισμένη στον καινούριο της στόχο, ξεχνά τον εαυτό της και τις δικές της ανάγκες. Οι περιπέτειες της όμως θα την φέρουν στον δρόμο του Νίνο, ενός νέου άντρα που φαίνεται να ζει μέσα στον δικό του κόσμο. ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Jean-Pierre Jeunet ΣΕΝΑΡΙΟ: Guillaume Laurant, Jean-Pierre Jeunet ΠΑΙΖΟΥΝ: Audrey Tautou, Mathieu Kassovitz, Jamel Debbouze ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Weird Wave

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.14.06.2014)

ΜΙΑ ΓΑΛΛΙΔΑ ΣΤΟ ΜΑΝΧΑΤΑΝ/CHINESE PUZZLE Στο τρίτο μέρος της ιστορίας των Xavier, της

Wendy, της Isabelle και της Martine, που

λειτουργεί αυτόνομα, ασχέτως αν έχουμε δει τις

πρώτες δυο ταινίες, βρίσκουμε τον, 40χρονο

πλέον, τσακισμένο και μπερδεμένο

συναισθηματικά Xavier να αφήνει το Παρίσι,

μετά τον χωρισμό με την Wendy, και να

προσπαθεί να μπει στους ρυθμούς της Νέας

Υόρκης, να βρει διέξοδο στα αδιέξοδα,

μοιάζοντας ως παρατηρητής τα ζωής, μην

μπορώντας να τα φέρει βόλτα,

ξαναεπιστρέφοντας, τελικώς, στους παλιούς

έρωτες, την συγγραφή και την ηρεμία.

Ο Cédric Klapisch, συνεχίζει στα ίδια μονοπάτια

της τρυφερής κομεντί, προσπαθώντας να

αγγίζει ρομαντικά τα συναισθήματα μας,

σχολιάζοντας επιφανειακά και των Ηνωμένων

Πολιτειών, της ζωής τα τερτίπια, με μια φρέσκια

ίσως ματιά, πικρής κωμωδίας που

δραματοποιείται ή δράματος που σε κάνει να

χαμογελάς, με αφήγηση χαμηλόφωνη που όμως

δεν βοηθάει να υπερκεράσει τις αδυναμίες στην

κλιμάκωση της ουσίας και της πλοκής. Αφήνει

μια γεύση αστοχίας στην διαχείριση και την

εξισορρόπηση του σεναρίου και των

χαρακτήρων, που παρά τις προσπάθειες των

έμπειρων ηθοποιών, - του Ντουρί, της Τοτού,

της Ντε Φρανς και της Ράιλι -, να αναδειχτούν,

σουλατσάρουν στους αδύναμα χτισμένους

ρόλους, δίχως ισχυρά ψυχολογικά υπόβαθρα

που να δικαιολογούν τις πράξεις τους.

Page 6: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

Βλέποντας την, καταλαβαίνεις την κενότητα

στον ρυθμό, την ελαφράδα και την χλιαρότητα

στην ουσία των προθέσεων του δημιουργού, το

ότι η ταινία δεν μπορεί να φτάσει πετυχημένα

από το Α στο Β, επαναλαμβάνοντας απλά

τετριμμένα ρομαντικά και συναισθηματικά

αδιέξοδα.

Παραφράζοντας τον Godard στο «Η κυρία θέλει

έρωτα»: Δεν ξέρω αν είναι τραγωδία ή κωμωδία,

πάντως δεν είναι αριστούργημα.

Βαθμολογία: 2.5/5 Σύνοψη Ο Ξαβιέ δεν έχει κατασταλάξει ακόμα στη ζωή του- ίσα ίσα είναι πιο περίπλοκη από ποτέ! Έχει δύο παιδιά πια, και η δίψα του για ταξίδια τον οδήγησε στη Νέα Υόρκη. Προσπαθεί να τακτοποιηθεί κάπου στο χάος της Τσάιναταουν. Χωρισμοί, θετοί γονείς, γκέι γονείς, μετανάστευση, παγκοσμιοποίηση: η ζωή του Ξαβιέ είναι σαν κινέζικο παζλ. Παρόλο που στρερείται συνοχής και ηρεμίας (όπως ακριβώς και η Νέα Υόρκη στην εποχή που ζούμε), του προσφέρει άπλετο υλικό για τη συγγραφική του δουλειά. ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Cédric Klapisch ΣΕΝΑΡΙΟ: Cédric Klapisch ΠΑΙΖΟΥΝ: Romain Duris, Audrey Tautou, Cécile De France, Kelly Reilly ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Seven/Spentzos

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.14.06.2014)

ΧΙΛΙΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΡΙΑ

ΔΥΣΗ/A MILLION WAYS TO DIE IN WILD

WEST

Ένας δειλός, ντροπαλός μα και πεσιμιστικά

διαβασμένος για την εποχή του προβατοβοσκός

στην Άγρια Δύση, ο Albert, προσπαθεί να

εντυπωσιάσει την πρώην αγαπητικιά του, αλλά

η πολλάκις επικίνδυνη Άγρια Δύση, δεν είναι για

το δικό του ευαίσθητο είδος, μέχρι που γνωρίζει

την εκθαμβωτική Anna, την ερωτεύεται και

ανδρώνεται μέσα από τους χιλιάδες κινδύνους,

την απειλή του Clinch Leatherwood και το φιλί

της Charlize Theron.

Ο Seth MacFarlane, του Family Guy και του Ted,

δημιουργεί μια παρωδία western, δίνοντας μας

μια ανάγνωση, γεμάτη αποδόμηση, όλων των

στοιχείων του είδους (μονομαχίες, πιστολέρο,

τρένα, ινδιάνοι, μοιραίες γυναίκες), με το

κλασικό του εκκεντρικό χιούμορ του, αλλά

παράλληλα θα μπορούσα να πω, - αν και ξεκινά

πολλά υποσχόμενο - ως απολύτως κακόγουστο

και χοντροκομμένο που παρά την γενική

αίσθηση γέλιου που μπορεί να βγάλει, δεν είναι

παρά επιφανειακό, γρήγορα προβλέψιμο,

επαναλαμβανόμενο και καθόλου πρωτότυπο.

Στο κεντρικό ρόλο βρίσκεται ο ίδιος, όπως και

στο σενάριο, σκηνοθεσία, παραγωγή, και οι

μεγάλοι ηθοποιοί Charlize Theron, Liam Neeson,

Amanda Seyfried, που παίζουν ικανοποιητικά

τους ρόλους των σκληρών ή μη

πρωταγωνιστών μιας άγριας δύσης, εχθρικής

στους ανθρώπους.

Και ενώ η ταινία, σβήνει με μια μονοκοντυλιά

τον ηρωισμό και την σκληράδα που

συνηθίζουμε στα western, το - με το στανιό -

2ωρο γέλιο του, μοιάζει πολύ μακριά από την

ώριμη κωμωδία και καταλήγει μια αβαθής

φαρσοκωμωδία, γεμάτη κλισέ.

Βαθμολογία: 2/5

Σύνοψη

Ο ΜακΦάρλαν υποδύεται έναν δειλό αγρότη που το μόνο που επιθυμεί διακαώς είναι να φύγει από το πολεμοχαρές Δυτικό Μέτωπο, κι ο οποίος προσπαθεί να εντυπωσιάσει την πρώην κοπέλα του (Αμάντα Σέιφριντ) κομπάζοντας στο πλευρό τής πάντα εκθαμβωτικής Σαρλίζ Θέρον, που του μαθαίνει, μεταξύ άλλων, πώς να σημαδεύει κατευθείαν στις καρδιές των γυναικών. Όταν κληθεί σε μια δύσκολη μονομαχία με τον δολοφονικό Λίαμ Νίσον, στο ρόλο του κακοποιού συζύγου της Θέρον, ο (εκ)κεντρικός ήρωας θα χρειαστεί κάτι πολύ παραπάνω από καλή εκπαίδευση στη σκοποβολή: θα χρειαστεί κουράγιο και τύχη βουνό. ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Seth MacFarlane ΣΕΝΑΡΙΟ: Seth MacFarlane ΠΑΙΖΟΥΝ: Seth MacFarlane, Charlize Theron, Amanda Seyfried, Liam Neeson ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112’ ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.14.06.2014)

ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ/THE

TWO FACES OF JANUARY

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

Η γνωστή ιδέα πως «χρειάζεσαι απλά ένα

κορίτσι και ένα όπλο για να δημιουργήσεις μια

καλή ταινία», εδώ βρίσκει την επιβεβαίωση της

παραφρασμένη με προσωπικά στοιχεία από τον

δημιουργό Χοσείν Αμινί (σεναριογράφο του

Drive), στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, σε

Page 7: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

μια υψηλής κινηματογραφικής ποιότητας

αγωνιώδη προσπάθεια τριών προσώπων να

ξεφύγουν από την εχθρική «μοίρα» σε τούτο το

υβριδικό φιλμ νουάρ, κάτω από τον

φωτεινότατο ήλιο της Ελλάδας των 60’.

Τέτοια κινηματογράφηση - θυμίζοντας το «Τσάι

στη Σαχάρα» του Bertolucci - και λεπτομερή

σκηνοθεσία της χώρας μας και των κατοίκων

χωρίς φολκλορικούς υπερθεματισμούς, δεν έχει

γίνει από κάποιον δικό μας σκηνοθέτη, κι αυτό

αμέσως μας κερδίζει. Οι εντάσεις, οι

συγκρούσεις, τα μυστικά του τρίο που η λογική

«σώζων εαυτόν σωθήτω» κυριαρχεί, μας

κερδίζει. Το ότι η ταινία, αν και λειτουργεί

γραμμικά, στα γνώριμα μονοπάτια του είδους,

χωρίς αναίτιες τάσεις υπερβάσεων ή υπεκφυγών

έχει αυστηρά πετυχημένη δόμηση του σεναρίου

και την πλοκής, μας κερδίζει επίσης. Εδώ ο

δολοφόνος δεν είναι το σκληρό αντράκι και δεν

υπάρχει μοιραία γυναίκα. Και οι τρεις είναι

αδύναμοι, γεμάτοι ενοχές, φοβισμένοι τουρίστες

που οι συγκυρίες και τα άτυχα γεγονότα τους

επιφυλάσσουν μια πτώση στον πάτο. Όμορφη

πρωτοτυπία. Ο μπαχτσές του κλασικού θρίλερ,

τα έχει όλα και σε χορταστικό, μαεστρικά

σκηνοθετημένο βαθμό. Μυστήριοι χαρακτήρες,

εκβιασμοί, προδοσίες, καταδιώξεις, ψυχολογική

κατάπτωση, αποκορύφωμα και πάνω από όλα

το πολυπόθητο σασπένς που λειτουργεί με

βάση τους καλύτερους κανόνες του είδους.

Και το ξαναλέω. Η ιδέα απλή. Τρείς άνθρωποι.

Μια τυχαία δολοφονία. Σύγκρουση, μια δεύτερη

δολοφονία και το δραματικό φινάλε.

Αυταπόδεικτο πως με λίγα στοιχεία αλλά μελέτη

και δουλειά, μπορείς να φτιάξεις μια δυνατή

ταινία, που δεν ζητάς τίποτα παραπάνω από

αυτή. Με εξέπληξε.

Βαθμολογία: 3.5/5 Σύνοψη

1962. Ο χαρισματικός Τσέστερ και η γοητευτική σύζυγος του Κολέτ, βρίσκονται στην Αθήνα για διακοπές. Κατά την επίσκεψη τους στην Ακρόπολη, συναντούν το Ράινταλ, ένα νεαρό αμερικάνο που εργάζεται ως ξεναγός . Μαγεμένος από την ομορφιά της Κολέτ και τα πλούτη του Τσέστερ, θα δεχτεί μετά χαράς την πρόσκληση για δείπνο μαζί τους. Το ζευγάρι όμως κρύβει σκοτεινά μυστικά. Ο Τσέστερ ζητάει από το Ράινταλ να τον βοηθήσει να μεταφέρει έναν αναίσθητο άντρα, που ισχυρίζεται ότι του επιτέθηκε. Εκείνος συμφωνεί, αλλά

καθώς τα γεγονότα παίρνουν άλλη τροπή, βρίσκει τον εαυτό του σε κίνδυνο κι ανίκανο να αποδράσει. Ο Τσέστερ πνιγμένος στα συναισθήματα ζήλιας και παράνοιας που τον κατακλύζουν ενώ παρακολουθεί το Ράινταλ να έρχεται πιο κοντά στην Κολέτ, φέρνει ακόμη μεγαλύτερη ένταση στο τρίγωνο. Το ταξίδι τους, τους οδηγεί από την Ελλάδα στην Τουρκία σε ένα δραματικό φινάλε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Hossein Amini ΣΕΝΑΡΙΟ: Hossein Amini ΠΑΙΖΟΥΝ: Kirsten Dunst, Viggo Mortensen, Oscar Isaac ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Seven/Spentzos

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.21.06.2014)

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ/THE FAULT IN OUR STARS

Η Hazel είναι ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι με

καρκίνο, όπου με παρότρυνση των γονιών της

πάει σε μια ομάδα υποστήριξης. Εκεί γνωρίζει

και στην συνέχεια ερωτεύεται τον 18χρονο

Augustus, και ο έρωτας μοιάζει να είναι η μόνη

θεραπεία σε αυτή την πικρή κατάσταση.

Μάλιστα. Ευαίσθητο θέμα, ο καρκίνος και οι

καρκινοπαθείς, ειδικά στην εφηβεία. Άρα

καταπιάνεσαι με σεβασμό. Σεβασμός σημαίνει,

ισχυρό δράμα υψηλής ποιότητας. Εδώ

αντιθέτως έχουμε να κάνουμε, με ένα

μελόδραμα, όπου μας κρατά να

«εκνευριζόμαστε» επί 2 ώρες και με το στανιό,

να συγκινηθούμε, με ένα τεράστιας διάρκειας

φινάλε που μοιράζει χαρτομάντιλα στο κοινό,

ασχέτως που δεν τα έχουμε ανάγκη.

Ουσία; Πουθενά. Έλλειψη συγκίνησης και

τρυφερότητας, συμβατικότητα και παιδική

αφέλεια στους μικροαστικούς στοχασμούς

κοπής αμερικάνικου κολλεγίου και

ρεπουμπλικάνικου πουριτανισμού. Και κάπου

εκεί η Άννα Φρανκ, δηλαδή μια αβάσιμη

σύγκριση που δεν σέβεται την ευρωπαϊκή

ιστορία, όπου αποκομμένοι στοχασμοί (κατά το

δοκούν) της Άννα υπό την απειλή του ναζισμού,

συγκρίνονται με ένα εφηβικό φιλί.

Χαρακτήρες; Ανούσιοι, ανώριμοι και πλήρως

προβλεπόμενοι, που δεν αγγίζουν κανέναν.

Φόρμα; Τηλεταινία, συμβατικότατη και χλιαρή,

με μηδενική πρόθεση χρήση της γλώσσας του

κινηματογράφου, ώστε να αφηγηθεί.

Πρόθεση; Φυσικά. Απόκρυψης. Υπάρχουν

άρρωστοι άνθρωποι στην Αμερική, όπου

Page 8: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

πεθαίνουν στα πεζοδρόμια και τα νοσοκομεία

άκλαυτοι. Σκεφτείτε το Dallas Buyers Club, το

Out of the Furnace. Αυτή είναι η Αμερική.

Ποιος ο λόγος για την ταινία; Θα μπορούσε να

παραμείνει βιβλίο, όπου ανάμεσα στα

αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας,

αν και θα δεσπόζει στις λίστες best seller, θα

παραμένει στα ράφια πλήρως σκονισμένο.

Αναρωτιέμαι. Σε τι διαπρέπει η ταινία;

Πρωτοτυπία; Κοινωνικό σχολιασμό; Ρομαντική

εμβάθυνση; Σκηνοθετική επιμέλεια και

αισθητική; Εξέλιξη χαρακτήρων; Αν βρει κάποιος

κάτι, ίσως και το πιστέψω. Ίσως στην

αντικαπνιστική εκστρατεία, αφελέστατης

αισθητικής. Αυστηρός, αλλά ο κινηματογράφος

είναι τέχνη, ευτυχώς.

Βαθμολογία: 1/5 Σύνοψη Η Hazel είναι ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι με καρκίνο, όπου με παρότρυνση των γονιών της πάει σε μια ομάδα υποστήριξης. Εκεί γνωρίζει και στην συνέχεια ερωτεύεται τον 18χρονο Augustus, και ο έρωτας μοιάζει να είναι η μόνη θεραπεία σε αυτή την πικρή κατάσταση. ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Josh Boone ΣΕΝΑΡΙΟ: Scott Neustadter, Michael H. Weber ΠΑΙΖΟΥΝ: Shailene Woodley, Ansel Elgort, Nat Wolff ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 125’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Odeon

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.21.06.2014)

Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ/OCULUS

Αρχικά ο πρωτότυπος τίτλος είναι πιο σωστός

και σημαίνει «Οπτική», έννοια πιο δεμένη με το

σενάριο και δεν θυμίζει βιντεοταινία του 80’,

όπως ο ελληνικός που προσπαθεί μάταια να μας

τρομάξει. Αλλά πάλι καλά, να έφταιγε, μόνο ο

τίτλος. Η ταινία πάσχει σε όλα και δεν

καταφέρνει να βγει από τον βάλτο στο οποίο

έχουν παραπέσει και αρνούνται να βγουν οι

ταινίες τρόμου. Ο Mike Flanagan, πίσω από όλη

την παραγωγή, δεν γνωρίζει δυστυχώς το Α και

το Ω του είδους. Ανησυχία, τρόμος και φρίκη.

Ψυχολογική και βαθιά. Το είδος έχει ουσία. Να

φέρνει στην επιφάνεια τα ακαθόριστα

συναισθήματα του ανθρώπου.

Ένας παλιός καθρέπτης, έρχεται από το

παρελθόν, όπου έχει καταπιεί πολλές ψυχές και

δυο νεαροί έφηβοι, προσπαθούν να τον

σπάσουν για να εκδικηθούν για τον θάνατο τον

γωνιών τους. Ο ατρόμητος όμως, καθρέπτης με

τα αρχαία μυστικά - αδιάφορο ποια -, δεν

αφήνει περιθώρια για ελεύθερη βούληση, αλλά

διασπά τον άνθρωπο, αντανακλά τις αδυναμίες,

την κακία και τον φόβο τους.

Και ήρθε η ώρα για τα κλισέ. Παιδάκια,

εσώκλειστοι χώροι, κοριτσάκια φαντάσματα με

μακριά μαύρα μαλλιά, απότομοι ήχοι,

χιλιοειπωμένες ατάκες τύπου «Δεν είναι

αληθινό!» καθώς όλοι ξαφνικά μοιάζουν σαν

ζόμπι του Walking Dead, με ολίγον οικογένεια

Adams και φωτεινά μάτια έτοιμα να ρίξουν laser.

Και για τις αστοχίες. Αδιάφοροι ρόλοι με

αναίτιες συγκρούσεις και απαίδευτοι ηθοποιοί,

δυο επίπεδα φιλμικού χρόνου (παρελθόν -

παρόν), όπου συνδέεται βαριεστημένα με απλά

cut στο ανώριμο μοντάζ, απαράδεκτα

καλογυαλισμένη φωτογραφία, συμβατικά

πλάνα δίχως τάσεις παιξίματος με την εικόνα,

απότομη εισαγωγή «τρομαχτικών» σκηνών,

έλλειψη σασπένς για δημιουργεί κλίματος και

αγχωτικής ανησυχίας, εφιαλτικής απόγνωσης

και αβεβαιότητας και ένα σενάριο ακλιμάκωτο

που αδιαφορεί για έκπληξη, όπου όλα μας

λέγονται λεκτικά και γνωρίζουμε από τα πριν το

μετά, καταρρακώνοντας την όποια απειλή για το

κοινό - δηλαδή τη ουσία του πράγματος - αλλά

για τους ήρωες(!). Το είδος εντούτοις,

ονομάζεται ταινίες τρόμου και όχι ταινίες

τρομαγμένων χαρακτήρων. Με βάση αυτά

κρίνουμε τις ταινίες. Αλλά ο Flanagan μεγάλωσε

με τρόμου τύπου Saw, παρά με τα μαστόρια

τύπου Argento, Polanski και άλλους.

«Η ιδέα ξεκίνησε από μια μικρούς μήκους ταινία.

Προσπαθήσαμε να χτίσουμε πάνω σε αυτή την

ιστορία», μας λέει ο σκηνοθέτης. Σίγουρα δεν τα

κατάφερε. Με λίγα λόγια: Καθρέφτη,

καθρεφτάκι μου, που σταματά η αφέλεια;

Βαθμολογία: 1/5

Σύνοψη

H ιστορία αφορά δύο αδέρφια, την Κάιλι και τον Τιμ, των

οποίων οι ζωές άλλαξαν όταν οι γονείς τους

δολοφονήθηκαν, κατά τη διάρκεια της παιδικής τους

ηλικίας. Ο Τιμ έχει καταδικαστεί γι’ αυτό το έγκλημα και η

αδερφή του προσπαθεί να τον απαλλάξει από τις

Page 9: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

κατηγορίες αποδεικνύοντας πως ο πραγματικός

δολοφόνος ήταν μία διαβολική υπερφυσική δύναμη που

βρίσκεται μέσα σε έναν καθρέφτη.

Στην ταινία, ένας φαινομενικά ακίνδυνος καθρέφτης παίζει καθοριστικό ρόλο αφού μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη έχουν χαθεί άνθρωποι. Οι αντανακλάσεις του διαθέτουν κάποιες υπερφυσικές, κακόβουλες δυνάμεις, που οδηγούν στην παράνοια. ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Mike Flanagan ΣΕΝΑΡΙΟ: Mike Flanagan, Jeff Howard ΠΑΙΖΟΥΝ: Karen Gillan, Brenton Thwaites, Katee Sackhoff, Rory Cochraine ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Odeon

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.21.06.2014)

ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ/THE HOMESMAN

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

Tο σκηνικό. Ατέλειωτες άνυδρες πεδιάδες της

Nebraska, πότε ξηρές, πότε χιονισμένες,

γυναίκες τσακισμένες και παράλληλα τραγικές -

η ζωή τους διαγράφεται στα χείλη τους,

ιδεολογικά εξαθλιωμένοι άνθρωποι, που

φυτοζωούν μέσα στον παρανοϊκά στέρφο «no

man’s land», ερημότοπο της δύσης. Το Western

όχι με πιστολίδια, αναμετρήσεις, ινδιάνους και

τσαμπουκαλεμένους desperados, αλλά μια

βαθιά δραματική ιστορία, μια οδοιπορία

καδραρισμένη σε αυτό το καθαρά

κινηματογραφικό είδος, που αγαπά το

παγκόσμιο κοινό ανέκαθεν και ο Tommy Lee

Jones, γνωρίζει τον τρόπο να εξάγει ενδιαμέσου

του, κοινωνικό σχολιασμό και δραματική

συγκίνηση. Τα πράγματα στα western είναι

σχετικά απλά και απολύτως συμβολικά,

πρωτογενή, και προσφέρονται για έργα τέχνης.

Η Κούντι (Hilary Swank), πρέπει να μεταφέρει

από την Νεμπράσκα τρεις διαλυμένες από την

ένδεια, την φτώχεια και τις κακουχίες γυναίκες

στην Αιόβα. Σε αυτό το εχθρικό περιβάλλον,

ζητά την βοήθεια ενός αδιάφορου αρχικά

δραπέτη και καταπατητή (Tommy Lee Jones),

ώστε να φτάσει στον σκοπό της. Σκοπός όμως

που όλο και μακραίνει και μοιάζει περισσότερο

με φυγή, αλλά συνδέει τους ήρωες βαθιά

συναισθηματικά.

Επιβλητική σκηνοθεσία κλασικού ανθρώπινου

δράματος, βυθισμένου στην ψυχολογική

σύγκρουση, ανθρώπων-κοινωνίας-τόπου,

φωτογραφία σκληρή και μελαγχολικά γήινη,

ευφυής είσοδος χαρακτήρων και χτίσιμο

παράλληλα με την πλοκή της ιστορίας, έντονη

ευρωπαϊκή οπτική - βαθιά κοντινά πλάνα σε

αντιδιαστολή με τα γενικά αποστασιοποιημένα -

στα καλύτερα αφηγηματικά πλαίσια, σκληρές,

βαριές σκηνές, άγριες και εχθρικές για τα

συναισθήματα μας, δίχως υπερβολές, που

αντιμετωπίζουν το θέμα με περίσσια

αισθαντικότητα, ευαισθησία, ειλικρίνεια,

προθέσεις δηλαδή δημιουργού και όχι

κινηματογραφικής βιομηχανίας.

Ένα ολόκληρο έθνος στήθηκε πάνω στον πόνο,

στα όνειρα και στο παράγωγο δράμα της

καταστροφής τους, στην ατέρμονη πορεία δίχως

στόχο του αμερικάνικου λαού, με την

απανθρωπιά, την ιδιοτέλεια και την υποτέλεια

στο χρήμα, να είναι οι αξίες που το ανέδειξαν.

Ο Tommy Lee Jones, πίσω από την κάμερα είναι

εξίσου σπουδαίος όσο και μπροστά από αυτή.

Κινηματογραφική ουσία, νοηματικά μεστή,

υποκριτικά άριστη από τους ρεαλιστικά

φυσικούς ηθοποιούς που ζούνε τον ρόλο τους,

ένα νοσταλγικό χειροκρότημα πάνω στις

στάχτες της θεμελίωσης του νέου Έθνους, που

ονομάστηκαν Ηνωμένες Πολιτείες.

Βαθμολογία: 3.5/5 Σύνοψη Στη Νεμπράσκα του 1854 και συγκεκριμένα στη θεοφοβούμενη κοινωνία μιας τυχάρπαστης συνοριακής κωμόπολης ζει μια μοναχική παρουσία, ονόματι Μαίρη Μπι Κούντι. Οι εκπρόσωποι της εκεί εκκλησίας έχουν αναθέσει στη Μαίρη τη συνοδεία τριών παρανοϊκών γυναικών προς τα σύνορα με την ανατολή. Στο δρόμο για τα σύνορα, η Μαίρη θα σώσει τη ζωή του Μπρίγκς, ενός μυστηριώδη παράνομου δραπέτη, ο οποίος δέχεται να τη συνοδεύσει στην αποστολή της, με αντάλλαγμα 300 δολάρια τα οποία θα χρεωθούν, αν και μόνο αν, καταφέρει να εγγυηθεί ότι θα φτάσουν όλοι στο προορισμό τους, σώοι και αβλαβοίς. Ανάμεσα σε χιονοθύελλες και απροσδόκητες, επικίνδυνες, συναντήσεις με έποικους αλλά και Ινδιάνους, οι δυο μοναχικοί μας ήρωες έρχονται τόσο κοντά, που η Μαίρη καταλήγει να κάνει πρόταση γάμου στον Μπρίγκς! Όποια κι αν είναι τελικά η απόφαση του Μπρίγκς - αν θα διαλέξει δηλαδή μια όμορφη σύζυγο ή την εργένικη ανεμελιά - η ζωή θα είναι σίγουρα διαφορετική και για τους δυο στο εξής... ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Tommy Lee Jones ΣΕΝΑΡΙΟ: Kieran Fitzgerald, Tommy Lee Jones ΠΑΙΖΟΥΝ: Tommy Lee

Page 10: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

Jones, Hilary Swank, Grace Gummer, Meryl Streep ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Weird Wave/Odeon

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.28.06.2014)

ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ/LES BEAUX JOURS Ειλικρινής και ευαίσθητη πρόθεση γαλλικής

κοπής «δραμεντί», δηλαδή μια ελαφριά

ενασχόληση πάνω σε ανθρώπινα ζητήματα,

δίχως να προκαλεί, να ανατρέψει, να κρίνει μα

απλά να σχολιάζει επιδερμικά κάποιες

ανθρώπινες συμβάσεις. Εδώ η σύμβαση

βρίσκεται στην εξής κλισέ και για τον

κινηματογράφο έκφραση «Ο έρωτας δεν έχει

ηλικία». Η Καρολίν (η γοητευτική και για την

ηλικία της και σπουδαία ηθοποιός Fanny

Ardant), συνταξιοδοτημένη πρόσφατα,

προσπαθεί να βρει νόημα στην νέα της ζωή.

Μέσα από την εγγραφή της σε μια λέσχη,

ψυχανάλυσης και ευμάρειας, συνταξιούχων με

την ονομασία «Όμορφες Μέρες» που

ανακυκλώνει ουσιαστικά ψευδαισθήσεις,

βρίσκει το έρωτα, σε ένα νεαρό καθηγητή

πληροφορικής και μαζί ξεκινάνε ένα ρομαντικό

και σεξουαλικό ταξίδι που όμως ουσιαστικά δεν

καταλήγει πουθενά.

Με ρεαλιστική κινηματογράφηση, ανθρώπινης

και φυσικής εστίασης στους χαρακτήρες,

ερμηνευμένοι από μεγάλους ηθοποιούς, γεμάτοι

αυτοπεποίθηση και σιγουριά στους σχετικά

«αταίριαστους» και ενοχικούς ρόλους, η Marion

Vernoux, προσπαθεί αθόρυβα να κρίνει το

γεγονός πως κάθε ευχαρίστηση ή καλύτερα

ευτυχία παραμένει παροδική και επιφανειακή. Η

άποψη της όμως, παραμένει μη αιχμηρή,

βρίσκοντας δυστυχώς σανίδα σωτηρίας στο

μελό, το ρομάντζο, δυσκολευόμενη να

αναπνεύσει έξω από τις μικροαστικές ελπίδες

και τις ψεύτικες λύσεις, της λογικής «Σκοτώνουν

τα άλογα μόλις γεράσουν», που εμμέσως την

ενθουσιάζουν.

Η ταινία αν και κυλάει όμορφα και γρήγορα

χωρίς προβλήματα σεναριακού και

σκηνοθετικού ρυθμού, δεν εξελίσσεται, δεν

πρωτοτυπεί στην οπτική - και αυτοαναιρείται

από χρήση νέων φορμών αφήγησης μη

κινηματογραφικούς-, παραμένει συμβατική στην

ουσία και την φόρμα της που απλά πλαισιώνει

το «δράμα» δίχως να το αφηγείται, παραμένει

μια χλιαρή ιστορία εξαντλημένου και

κινηματογραφικά θέματος, δυσκολευόμενο να

μεταφράζει τα φιλμικά γεγονότα σε κάτι πιο

πνευματώδες, σε μια απόπειρα

προβληματισμού, παραμένοντας αιωρούμενη

στην γενική γοητεία των υποκριτικών

δυνατοτήτων των άριστων ηθοποιών.

Βαθμολογία: 2.5/5 Σύνοψη Η Caroline (Fanny Ardant) συνταξιοδοτήθηκε και έχει μια καινούρια ζωή μπροστά της. Έχει χρόνο να φροντίσει τα παιδιά της, τον σύζυγο και πάνω από όλα τον εαυτό της. Πολύ σύντομα όμως αντιλαμβάνεται ότι αυτό το είδος ελευθερίας είναι συνώνυμο της πλήξης, με αποκορύφωμα το δώρο γενεθλίων της, που δεν είναι άλλο από μια κάρτα μέλους σε ένα club συνταξιούχων. Παραδόξως, εκεί θα έρθει σε επαφή με τον νεαρό καθηγητή πληροφορικής, που υποκύπτει στη γοητεία της. Η Caroline θα βιώσει μια δεύτερη νεότητα, θα ερωτευτεί τον νεαρό άντρα, θα γευτεί πρωτόγνωρες εμπειρίες, θα επαναστατήσει και θα αιφνιδιάσει τον περίγυρο της. Ποιος είπε ότι η συνταξιοδότηση είναι το τέλος και όχι μια ολοκαίνουρια αρχή; ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Marion Vernoux ΣΕΝΑΡΙΟ: Marion Vernoux ΠΑΙΖΟΥΝ: Fanny Ardant, Laurent Lafitte, Patrick Chesnais ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.28.06.2014)

TRANSFORMERS: ΕΠΟΧΗ ΑΦΑΝΙΣΜΟΥ/AGE

OF EXTINCTION (3D)

Τα Transformers, τα τρομερά αυτοκίνητα, που

μετατρέπονται σε ρομποτικούς σωτήρες των

ανθρώπων, επιστρέφουν στην οθόνη,

τρισδιάστατα για άλλη μια φορά, και τον

σκηνοθέτη Michael Bay (Pearl Harbor,

Armageddon, Bad Boys) ξανά πίσω από την

κάμερα. Ταινία παραγωγών φυσικά και όχι

σκηνοθέτη, με ότι αυτό συνεπάγεται. Τα

Autobots (οι καλοί) βρίσκονται σε κατάσταση

πολιορκίας και αφανισμού, καθώς οι άνθρωποι

που όπως ξέραμε, ήταν σύμμαχοι τους, πλέον τα

προδίδουν στους προαιώνιους εχθρούς τους,

τους Dicepticons, Και έτσι, ξεκινά το κυνήγι για

τον «σπόρο», αντικείμενο λύτρωσης αλλά και

καταστροφής. Η ιστορία δεν έχει κάτι καινούριο

και ούτε φυσικά το προσδοκά. Θέλει απλά να

προσφέρει καθαρό θέαμα. Αν και συνέχεια,

λειτουργεί αυτόνομα, υποσκελισμένη όμως, από

την απόλυτη εμμονή στα ski fi εφέ

Page 11: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

συμπυκνωμένης καταστροφής. Με νέους

πρωταγωνιστές, τον Mark Wahlberg στον ρόλο

ενός αυτοδίδακτου μηχανικού-εφευρέτη, όπου

τυχαία ανασταίνει τον Optimus Prime από την

σκουριά, κυβερνητικοί και εξωγήινοι εχθροί

θέτουν σε κίνηση τα σχέδια για την πλήρη

εκθεμελίωση του πλανήτη.

Το Hollywood, δημιουργεί έτσι ένα «έπος», από

άποψη χρόνου, γεμίζοντας 3 ολόκληρες ώρες,

με καταιγιστική δράση είναι αλήθεια, μα και

κουραστική, προβλέψιμη και σεναριακά

επαναλαμβανόμενη όπου θέματα όπως της

προδοσίας, της επιβίωσης, του ανώτερου

σκοπού συμπλέουν μαζί με ολίγον κλασικό

χλιαρό χιούμορ - αναγκαίο για κάθε ταινία του

είδους. Το Transformers 4, με το σκοτεινό τίτλο

του, αποδεικνύεται όμως, ένα ανούσιο

συμβατικό βίντεο παιχνίδι, που αδυνατεί να μας

κερδίσει. Το κεντρικό του πρόβλημα, η

επανάληψη της πλοκής, όπου ουρανοξύστες,

γέφυρες, ολόκληρες πόλεις, καταρρέουν μπρος

στην μανία των κακών για επικράτηση, καθώς

ρομπότ και άνθρωποι προσπαθούν για χάρη της

κόρης ή της σέξι έφηβης κοπελιάς, να σώσουν

την ανθρωπότητα, είναι σενάριο που έχουμε

από καιρό εμπεδώσει, και αν εδώ αναμένουμε

νωρίς το σφύριγμα λήξης, αυτό αργεί να έρθει.

Βαθμολογία: 1.5/5

Σύνοψη

Τέσσερα χρόνια μετά τα γεγονότα του Transformers: Dark of the Moon, και την καταστροφή του Σικάγο, ένας μηχανικός και η κόρη του ανακαλύπτουν ένα απενεργοποιημένο Autobot, τον Optimus Prime. Εν τω μεταξύ, ένας ισχυρός, έξυπνος επιχειρηματίας και μια ομάδα από επιστήμονες και κυβερνητικούς προσπαθούν να μάθουν την «βιολογία» των Transformers και να ωθήσουν τα όρια της τεχνολογίας πέρα από εκεί που μπορούν να ελέγξουν. Η μεγάλη μάχη μεταξύ Autobots, Dinobots και Dicepticons ξεκινά… ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Michael Bay ΣΕΝΑΡΙΟ: Ehren Kruger ΠΑΙΖΟΥΝ: Mark Wahlberg, Nicola Peltz, Jack Reynor ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 165’ ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.28.06.2014)

ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ/THIRD PERSON

Ένας βραβευμένος συγγραφέας, μια ενοχική

συνάδελφος του, μια καμαριέρα, ένας

ζωγράφος, η νυν γυναίκα του και ένα παιδί, μια

«μοιραία» τσιγγάνα, ένας μαφιόζος, ένας

μπαγαπόντης ερωτευμένος εμποράκος, μια

δικηγόρος και μια μυστήρια γυναίκα, συνδέονται

σε ένα ιστό πολλών διαπροσωπικών ιστοριών,

διαφορετικών γεγονότων και καταλήγουν σε

ένα κολλάζ που θέλει την ενεργοποίηση μας για

να φτάσουμε στην τελική ανάγνωση της

πλοκής. Σπονδυλωτή ταινία. Το σενάριο δεν

γράφεται. Έχει μια γοητεία και θα το δούμε

πάνω στο πανί. Ο δημιουργός Paul Haggis

(Crush, Η κοιλάδα του Ηλά), γνώστης του στυλ

των σπονδυλωτών ταινιών, μας προσφέρει ένα

προσωπικό επιτηδευμένο έργο, με απόλυτο

ντεκουπάρισμα (προσχέδιο των σκηνών), έλεγχο

πάνω σε κάθε κίνηση της κάμερας και έλεγχο

όλων των υποκριτικών δυνατοτήτων των

πολλών γνωστών ηθοποιών. Ίσως αρχικά

ενθουσιαζόμαστε με την «ευφυΐα» της

σύλληψης του σεναρίου, αλλά μένουν δυο

ερωτήματα. Πρώτο της κεντρικής ιδέας και

δεύτερο της διαχείρισης. Δεν τα πάει γενικά

άσχημα. Φόρμα υπερπλήρης, εμπνευσμένη,

έμπειρη τοποθέτηση πλάνων, μοντάζ - εργαλείο

γρήγορο και εύστοχο στην δημιουργία

συνδέσεων και εικονικής αφήγησης, δυνατότατο

φινάλε και εκρήξεις πριν την κάθαρση. Έξυπνη

εισαγωγή των ενοχικών χαρακτήρων, που

μοιάζουν ασύνδετοι, χτισμένοι σιγά σιγά στην

εξέλιξη και την δομημένη κλιμάκωση της

ιστορίας, ηδονοβλεπτική σεξουαλικότητα και

θαυμασμός του γυναικείου σώματος σε μανιέρα

ζωγράφου, μυστικά ενδοφιλμικά μα και

σεναριακά που δημιουργούν αίσθηση σασπένς

και θρίλερ, ρομαντικές συγκρούσεις, βαθιές

ενοχές απογοήτευσης, ανάγκης εμπιστοσύνης

και αγάπης, πλαισιωμένης μέσα σε ανείπωτες

ικεσίες. Περιεχόμενο όμως; Θολό ή ακριβέστερα

επιδερμικό. Γνωστά μοτίβα πάνω σε ενοχές και

συναισθήματα και ένα ρομάντζο καλλιτέχνημα

με ξύλινα, δυστυχώς, ποδάρια.

Ο δημιουργός πετυχαίνει να κρατά το

ενδιαφέρον μας, μας εκπλήσσει στην πλοκή -

παρά την ανισότητα διαχείρισης των πολλών

ιστοριών, αλλά το ρηχό νόημα, η συμβατικότητα

και οι αδυναμίες - όπως της Kunis - στις

ερμηνείες, δίνει μείον στην τελική απόλαυση

που κρατάει λίγο, παρά τις προσδοκίες, τις

όποιες προθέσεις και το παρελθόν του

δημιουργού.

Page 12: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

Βαθμολογία: 3/5 ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Paul Haggis ΣΕΝΑΡΙΟ: Paul Haggis ΠΑΙΖΟΥΝ: Liam Neeson, Mila Kunis, Adrien Brody, Olivia Wilde, James Franco, Moran Atias, Kim Basinger, Maria Bello ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Odeon

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.05.07.2014)

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ/SONG FOR MARION Γλυκιά, αισιόδοξη, μεστή, χιουμοριστική και

συγκινητική μαζί, η παρούσα αγγλική ταινία του

Πωλ Άντριου Γουίλιαμς, με τον απλό τίτλο "Ένα

τραγούδι για την Μάριον" είναι μια κωμική

απενοχοποίηση της απώλειας, της παραίτησης

και του θανάτου, μια άποψη για την

επανασύνδεση με τους ανθρώπους, τις χαρές

της ζωής, την ανθρώπινη επαφή καδραρισμένη

στο ψυχολογικά βαρύ περιβάλλον μιας

δραματικής ιστορίας πάνω στα γεράματα.

Ο Άρθουρ, ένας ιδιότροπος, γκρινιάρης και

σχετικά κυνικός συνταξιούχος, προσπαθεί να

κρύψει τα βαθιά συναισθήματα αγάπης για την

σύζυγό του, Μάριον, όμως η ασθένεια και τα

γεράματα της τελευταίας, τον κάνουν να

επαναπροσδιόρισει την σχέση αντιμετώπισης

των πραγμάτων και με την βοήθεια της

Ελίζαμπεθ, αποδέχεται αρχικά, τιμώντας τον

χαμό της γυναίκας του, μέσα από τα βήματα του

τελευταίου της χορού.

Σε πρώτο πλάνο δυο σπουδαίοι ηθοποιοί του

‘60, ο Terrence Stamp και η Vanessa Redgrave,

ακολουθούμενη από την Gemma Arterton,

δημιουργώντας μια λειτουργική

κινηματογραφική χημεία, εκβάλλοντας γοητεία

και απαράμιλλη φυσικότητα. Η ταινία απλή,

φυσική, συμβατική νοηματικά και

ευκολοαναγνώσιμη. Χιούμορ κυνικό μα και

στοχευμένο ποιοτικό, ανθρώπινο και

πανέμορφα ζωντανό, που σπάει κάθε τόσο τον

δραματικά συμπαγή βράχο του φόβου του

θανάτου και του βάρους της επικείμενης

κατάρρευσης. Ευαίσθητο θέμα, ευααίσθητη

οπτική, μελετημένη μεταγραφή των

ανθρώπινων αντιδράσεων σε επίπεδο σεναρίου

και σκηνοθεσίας, αποφεύγοντας κάθε τι μελό, ο

σκηνοθέτης ηλικιακά αταίριαστος με τους

ήρωες του έργου του, με λεπτότητα, αποδίδει

την ανθρώπινη φύση των χαρακτήρων όπου οι

πολυέμπειροι ηθοποιοί δένουν με ισχυρή

φυσικότητα τους ρόλους τους, ρόλοι που

θέλουν θάρρος και τσαγανό, μετατρεπόμενοι σε

ενδιαφέροντες και αξιαγάπητους ανεξάρτητα

από την ηλικία του κοινού. Ειδικά η Εμμα που

παίζει ένα ρόλο τόσο γλυκό, μακριά από ό,τι

έχουμε συνηθίσει, αποθεώνοντας την πιο

σπουδαία εσωτερική της ομορφιά.

"Ζήτω η ζωή, θάνατος στον θάνατο". Έτσι! Απλά

και όμορφα.

Βαθμολογία: 2.5/5 ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Paul Andrew Williams ΣΕΝΑΡΙΟ: Paul Andrew Williams ΠΑΙΖΟΥΝ: Terence Stamp, Gemma Arterton, Christopher Eccleston, Vanessa Redgrave ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Filmtrade

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.05.07.2014)

ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΣ ΖΙΓΚΟΛΟ/FADING GIGOLO

O John Turturro (Ω αδερφέ που είσαι, Barton

Fink, Romance & Cigarettes) σπουδαίος και

πολυβραβευμένος μπρος και πίσω από την

κάμερα, επανέρχεται με μια κωμωδία με

εμπνευσμένο τίτλο και έντονο ενδιαφέρον λόγω

του πρωταγωνιστικού ρόλου που κράτησε για

ένα ιερό τέρας της 7ης τέχνης και φίλο

του.Όνομα; Woody Allen. Ε λοιπόν, Turturro,

Allen, Νέα Υόρκη, jazz μουσική, γύρισμα σε φιλμ,

κωμωδία, πώς να μην είναι θελκτική ταινία; Αν

προσθέσουμε και την ειρωνική παρουσία της

Sharon Stone και της Sofia Vergara σε ρόλους

ψυχαναγκαστικών, απεγνωσμένων σεξουαλικά

περσόνων γεμάτων εμμονές, τότε μοιάζει για

αριστούργημα. Είναι όμως έτσι;

Δυο φίλοι ο Fioravante (Turturro) και ο Murray

(Woody Allen), μεροδούλι μεροφάι, προσπαθούν

να πιάσουν την καλή. Στις εποχές που ζούμε, το

να γίνεις ζιγκολό μοιάζει έξυπνο και απολύτως

κερδοφόρο. Το πιο αρχαίο επάγγελμα στον

κόσμο έχει ακόμη πέραση μπρος στις μονίμως

ακάλυπτες ανάγκες των άνω των μεσοαστών

τάξεων, σε μια κοινωνίας σε ηθικό μαρασμό.

Ποιος έχει χρόνο τώρα για ενοχές; Όμως η

έκκλητη ζωή των δύο φίλων παίρνει άλλους

δρόμους, όταν η αγάπη μπαίνει στο προσκήνιο.

Αγάπη για μια απολύτως φανατική

θρησκευόμενη εβραία χήρα (Vanessa Paradis).

Page 13: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

Η ταινία ψάχνει κάτι το γουντιαλενικό. Ψάχνει

να γίνει πνευματώδης και ειρωνικά αστεία προς

τις «ανάγκες» των πλουσίων, του

συντηρητισμού της θρησκείας και την

ανουσιότητα του κυνηγιού για το χρήμα.

Προσπαθεί να κρίνει μέσω του χιούμορ, να

σχολιάσει μέσω του κινηματογράφου, ταμπού,

συμβάσεις, αξίες. Όμως δυστυχώς απογοητεύει.

Σκληρή λέξη για αγαπημένους δημιουργούς.

Παρά τις πολύ καλές ερμηνείες όλων, η ταινία

μοιάζει χαμένη, αδούλευτη, σεναριακά άδεια,

χιουμοριστικά χλιαρή. Χάνει τον δρόμο της

καταλήγοντας σε ρομάτζο, μοιάζει σαν να μην

ξέρει προς τα πού να δώσει τελικά βάρος,

κουράζει με την εμμονή στον εβραϊσμό, δεν

πρωτοτυπεί και δυστυχώς και επομένως, δεν

κερδίζει.

Βαθμολογία: 2/5

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: John Turturro ΣΕΝΑΡΙΟ: John Turturro ΠΑΙΖΟΥΝ: John Turturro, Woody Allen, Sharon Stone, Sofia Vergara, Vanessa Paradis, Liev Schreiber ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Village

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.05.07.2014)

Ο ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΣΠΙΒΕΤ/THE

YOUNG AND PRODIGIOUS T.S. SPIVET

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

Ο δημιουργός της Αμελί, επέστρεψε. O T.S.

Spivet (ο ήρωας της ταινίας) μπορεί να μην

μνημονεύεται χρόνια μετά και να βρίσκεται

πάντα υπό την σκιά του παρελθόντος, αλλά ο

δημιουργός του φαίνεται ότι δεν το βάζει κάτω

και καταφέρνει να δημιουργήσει ξανά ένα

χαρακτήρα συμπαθητικό και μια ιστορία

παραμυθένια, αισιόδοξη, γλυκόπικρη και βαθιά

ευαίσθητη. O Jean Pierre Jeunet, επέστρεψε και

είναι σπουδαίος.

Η ιστορία ενδιαφέρουσα-τροφή για πολλούς

νοηματικούς πειραματισμούς. Ένας πιτσιρικάς

(10 χρονών) διάνοια, που ζει με τον καουμπόη

πατέρα του, την φυσιοδίφη μητέρα του, την

αδελφή του που έχει προσδοκίες ηθοποιού και

miss Montana και τον αδερφό του - γνήσιος

απόγονος της αμερικάνικης επαρχίας,

εξαφανίζεται από το ράντσο στην Μοντάνα, και

ξεκινά ένα αλήτικο ταξίδι με στόχο να παραλάβει

το ύψιστο βραβείο επιστήμης από την

Ουάσινγκτον. Η κάμερα εστιάζει στον μικρό

Αϊνστάιν που κατακτά τον κόσμο καθώς

βλέπουμε το αμερικάνικο «όνειρο» και τις αξίες

του να περνούν δίπλα του δίχως να τον

αγγίζουν.

Όλα τα στοιχεία που καθιέρωσαν τον Jeunet ως

σύγχρονο παραμυθά βρίσκονται εδώ. Το

σενάριο πρωτότυπο και πανέμορφα εξελίξιμο, η

φωτογραφία και η οπτική γλυκιά, νοσταλγική,

όμορφη, οι ερμηνείες των ηθοποιών σε υψηλά

επίπεδα (με τον πιτσιρικά να δίνει ρέστα και την

Carter να επιβεβαιώνει την σπουδαία καριέρα

της). Ο Doinel του «400 χτυπήματα» συναντά

τον πιτσιρικά του Paris Texas. Αλητεία, παιδική

αθωότητα, χιούμορ, αίσθηση ελευθερίας,

ειλικρίνεια στην εκφραστικότητα. Το

συναίσθημα μας αγγίζει τρυφερά από το πρώτο

λεπτό ως το τελευταίο, κυλώντας νεράκι. Ο

Jeunet, πατώντας σε κινηματογραφικές

λεπτομέρειες, ανεβάζει το θέμα ψηλά και με

πλήρη σαφήνεια μας υποχρεώνει να

συναισθανθούμε, να χαμογελάσουμε και να

συγκινηθούμε.

Μια ταινία για υγιή μυαλά από έναν υγιή

δημιουργό. Μια αισιόδοξη μα και βαθιά κριτική

στάση μπρος στη ζωή, τις πικρόχολες και

ιδιοτελείς ανάγκες, την εμπορικότητα. Μια

«αιρετική» σπουδή - θέση πάνω στην

διαπαιδαγώγηση των παιδιών.

Βαθμολογία: 3.5/5 ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Jean-Pierre Jeunet ΣΕΝΑΡΙΟ: Jean-Pierre Jeunet, Reif Larsen ΠΑΙΖΟΥΝ: Kyle Catlett, Helena Bonham Carter, Judy Davis, Callum Keith Rennie, Niamh Wilson, Jakob Davies ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Odeon

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.19.07.2014)

38 ΜΑΡΤΥΡΕΣ/38 TEMOINS ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

Μια ενδιαφέρουσα δομημένη ταινία από την

Γαλλία, ανεξάρτητη, προσωπική, με προθέσεις

σχολιασμού κοινωνικών συμβάσεων, είναι η νέα

κατάθεση του δημιουργού Lucas Belvaux. Η

σύνοψη της ιστορίας απλή και έξυπνη θυμίζει

στιγμές θρίλερ και σασπένς του Hitchcock και

του Polanski. Δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας,

Page 14: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

38 ένοικοι μιας πολυκατοικίας που αρνούνται

πως άκουσαν ή είδανε το οτιδήποτε, μυστικά να

κυριαρχούν, η σιωπή που σπάει και η έρευνα

που παίρνει άλλη τροπή, δίνοντας τελικώς την

σκυτάλη σε μια κοινωνιολογική μελέτη πάνω

στην δειλία, την αδιαφορία, την «παράλειψη»,

μιλώντας νομικά, της κοινωνίας στον δίπλα του.

Το βασικό πρωτότυπο στοιχείο του έργου και

έξυπνα αφηγημένο, είναι ο τρόπος που

διαχειρίζεται το γεγονός και τις συνέπειες του. Η

δολοφονία και η αστυνομική έρευνα αποτελεί το

έναυσμα του σεναρίου. Μα ο δημιουργός, με

έντεχνο τρόπο, με μελετημένη κλιμάκωση του

δράματος, του προβλήματος, της κάθαρσης,

μέσα από ενότητες (Φόβος - Πόνος - Ντροπή)

κάνει μια μεταστροφή αφηγηματική και αφήνει

ως πίσω πλάνο το αρχικό γεγονός, εστιάζοντας

τελικώς στο βάθος των πραγμάτων,

ψυχογραφώντας ανθρώπινες συμβάσεις, φοβίες

και ενοχές που κάνει μια κοινωνία προς χάριν

του ωχαδερφισμού και της κακής εννοούμενης

ατομικότητας. Η απόκρυψη της αλήθειας

αποκρύπτει δόλο, αποκρύπτει ενοχή,

αποκρύπτει ίσως «έγκλημα». Η αλήθεια δεν είναι

αυταπόδεικτη, μα πνίγεται σε βάλτους ψέματος.

Η δικαιοσύνη είναι συμβατική υπόθεση. Η

κοινωνία αλληλοσυγκρούεται και

αλληλοπροστατεύεται όσο δεν την αφορά

άμεσα ένα πρόβλημα. Και όλα αυτά, με εύστοχο

τρόπο τα βλέπουμε στο πανί με στοιχεία

τραγωδίας. Προβλήματα ρυθμού και φλυαρίας

υπάρχουν, χωρίς να μειώνουν την δύναμη της

ταινίας αλλά χάνοντας και την θέση της ως κάτι

σπουδαίο. O Lucas Belvaux, μπορεί όμως και

πρέπει να μας απασχολήσει στο μέλλον.

Βαθμολογία: 3/5 ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Lucas Belvaux ΣΕΝΑΡΙΟ: Yvan Attal, Sophie Quinton, Nicole Garcia ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Filmtrade

Αδημοσίευτο. Πρωτοδημοσιευμένο στην ιστοσελίδα

KINOEYE

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ/THE

RAILWAY MAN

Η ιστορία κινηματογραφικά γνωστή.

Αιχμάλωτοι πολέμου κατασκευάζουν μια

γέφυρα πάνω από το ποταμό Κβάι, για τους

Ιάπωνες. Περνάνε άθλια βασανιστήρια. Ζούνε

σαν σκλάβοι. Όλοι οι λαοί περάσανε παρόμοια

γεγονότα, που επηρέασαν βαθιά είτε το κάθε

άτομο χωριστά είτε την μάζα ως σύνολο. Η

βασανισμένη, τσακισμένη έκφραση του Firth

χρόνια μετά τον πόλεμο δείχνει το βαθύ

αποτύπωμα, που άφησε η αιχμαλωσία και τα

βασανιστήρια. Ο σκηνοθέτης διαχειρίζεται μια

ταινία με πλαίσιο τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο,

συνδεδεμένο με το παρόν. Το μοντάζ χρησιμεύει

για αφήγηση, ο ρεαλισμός και η ωμότητα της

οπτικής, η κινηματογράφηση, η σκηνοθετική

επιμέλεια και οι ερμηνείες του Firth και της

Kidman, κερδίζουν αμέσως. Μπαίνουμε άμεσα

στην ψυχοσύνθεση των ηρώων και επιζητούμε

μαζί τους, την αλήθεια, την λύτρωση από τις

ενοχές, την εκδίκηση, την δικαιοσύνη. Η ταινία

δίνει μια σκληρή ωμή εικονοποιήση της φρίκης

των βασανιστηρίων και της απόγνωσης που

αυτά γεννούν. Η ταινία είναι ευαίσθητη χωρίς να

προσπαθεί να συγκινήσει, είναι σαφής και πιστή,

το θέμα το διαχειρίζεται αρχικά με μαεστρία. Και

όμως η κινηματογραφική τέχνη, κρύβει πολλές

παγίδες. Αν ως σύνολο κάτι δεν είναι αυτάρκη

και σπουδαίο, οι όποιες αρετές μιας ταινίας

χάνονται στην λήθη. Ενώ νιώθουμε, με την

βοήθεια της σωστής κλιμάκωσης, την ανάγκη

του ήρωα για την εκδίκηση, ο σκηνοθέτης και ο

σεναριογράφος κάνουν μια μεγάλη μεταστροφή

«ιδεολογική» και μεταπηδούν από το σκληρό

δράμα που επιζητά την λύτρωση, σε ένα λυπηρό

τέλος, συμβατικότατο που ολισθαίνει δίχως

αιτία προφανή προς το μελό, το τετριμμένο και

το ψεύτικο. Η συγχώρεση γίνεται ανώτερη αξία

και η φιλία με τον βασανιστή μοιάζει τελείως

επιτηδευμένη, αφύσικη και αναίτιος

συμβιβασμός, αναιρώντας έτσι κάθε πρότερη

θέση. Η ταινία από σπουδαία κατάθεση, γίνεται

χλιαρά συναισθηματική και οι όποιες σπουδαίες

- αυτό είναι αλήθεια - ερμηνείες μοιάζουν

αδυνατισμένες.

Βαθμολογία: 2/5

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Jonathan Teplitzky ΣΕΝΑΡΙΟ: Frank Cottrell Boyce, Andy Paterson ΠΑΙΖΟΥΝ: Colin Firth, Nicole Kidman, Stellan Skarsgård ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Spentzos

Αδημοσίευτο. Πρωτοδημοσιευμένο στην ιστοσελίδα

KINOEYE

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ/THE IMMIGRANT

Page 15: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

Η Ewa (Marion Cotillard), μετανάστρια από την

Πολωνία, μαζί με την αδελφή της, βρίσκεται στο

στάδιο της διαλογής πριν περάσει τα σύνορα

της Αμερικής, την δεκαετία του 20’. Η αδελφή

της άρρωστη, κρατιέται και θα απελαθεί. Η ίδια

σώζεται από τον Bruno (Joaquin Phoenix), έναν

προαγωγό που βρίσκει την ευκαιρία να

πλουτίσει από την νέα και όμορφη Ewa, Έρχεται

όμως ο έρωτας, η απόρριψη, οι εσωτερικές

αδυναμίες που αυτή γεννά, και οι συγκρούσεις.

Η Ewa δέχεται εξευτελισμούς, γίνεται πόρνη,

φτάνει σε απελπισία, μα με μια στωική

αξιοπρέπεια, μοιάζει ανέγγιχτη. Αντίθετα από

τον Bruno που κυλάει σε απόγνωση για τον

έρωτα της.

Η παραγωγή είναι προσεγμένη

κινηματογραφικά. Μελαγχολικά σκούρη

φωτογραφία στα χνάρια του «Νονού», πλάνα

αισθητικής ομορφιάς, συγκινητική, χωρίς όμως

να αγγίζει τις πιο ευαίσθητες και τρυφερές

πλευρές του κοινού λόγω συμβάσεων και

σεναριακής απλότητας, οι πρωταγωνιστές

γοητεύουν στα όρια όμως του σεναρίου που δεν

επιτρέπει ερμηνευτικά άλματα, η Cotillard,

συνεχίζει να εκπέμπει την έντονη θλιμμένη

ομορφιά μιας γλυπτικής πλαστικότητας, οι

ανθρώπινες εκφράσεις μοιάζουν έντονα

χαραγμένες στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών.

Όμως αδυνατίζει λόγω παρουσίας έντονης μελό

φλυαρίας, αφηγηματικών αδυναμιών που

αναγνωρίζουμε εξ αρχής την δομή και την

γραμμή εξέλιξης της πλοκής, των εσωτερικών

και εξωτερικών συγκρούσεων που

εναλλάσσονται και της τελικής εξιλέωσης, σε

μορφή θρησκευτικής συγχώρεσης καθώς και

την ρομαντική καθαρά μυθοπλαστική, παρά

ρεαλιστική, οπτική στον δυνατό και παράλληλα

εύθραυστο κόσμο των ανθρώπων και ειδικότερα

των γυναικών.

Η κάμερα του James Gray αποστασιοποιημένη,

μουδιασμένη από την ιστορία, αποτέλεσμα

θολής, συναισθηματικής και επιδερμικής

μελέτης των συνεπειών της φτώχειας, αδυνατεί

να μας ταρακουνήσει, να συμπάσχουμε στο

δράμα των χαρακτήρων. Έτσι η ταινία είναι

προβλέψιμη, δίχως κινηματογραφική σαφήνεια,

χάνοντας τον δρόμο της, μέσα στην γοητεία των

πλάνων και των ωραίων παρουσιών των

πρωταγωνιστών, παρά καταθέτοντας μια

κοινωνιολογική τραγωδία σπάνιας

δραματικότητας και ουσίας που προσδοκούμε

πάνω σε ένα τόσο βαθιά κοινωνικό ζήτημα.

Βαθμολογία: 2.5/5 ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: James Gray ΣΕΝΑΡΙΟ: James Gray, Ric Menello ΠΑΙΖΟΥΝ: Marion Cotillard, Joaquin Phoenix, Jeremy Renner ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Spentzos

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.19.07.2014)

Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΙΘΗΚΩΝ: Η

ΑΥΓΗ/DAWN OF THE PLANET OF THE APES

To 1968, βγήκε μια ταινία επιστημονικής

φαντασίας με τον τίτλο «Ο Πλανήτης των

πιθήκων». Η ταινία, έκτοτε κλασική, με το

στοιχείο της σεναριακής έκπληξης, της

σκηνοθετικής επιμέλειας και τις

κινηματογραφικής ουσίας σε υψηλά επίπεδα,

θεωρήθηκε με τα χρόνια, ότι μπορεί να παίξει

μεγάλο ρόλο στα χολιγουντιανά ταμεία. Έτσι

έγινε επανεκκίνηση ενός franchise. Δηλαδή,

εμπόριο.

Οι εξελιγμένοι νοητικά πίθηκοι και οι άνθρωποι

ζούνε και οι δύο πλέον, στη Γη. Όμως τα δυο

είδη δεν μπορούν να ζήσουν μονιασμένα.

«Αυτός ο πλανήτης δεν τους χωράει όλους», λέει

ο υπότιτλος της ταινίας, και έτσι ο πόλεμος για

κυριαρχία ξεκινά δίπλα σε ξεχαρβαλωμένα και

στα μέτρα του εμπορικού σινεμά ηθικά

ζητήματα, όπως της προδοσίας και των

εμφύλιων διαμαχών, του ενστίκτου όλων των

ειδών για καταστροφή, της αντοχής και της

επιβίωσης μπρος στο στόχο. Τώρα αν οι εχθροί

είναι ινδιάνοι, ή Βιετκόνγκ, ή ρομπότ, ή

εξωγήινοι, ή ιρακινοί, είναι αδιάφορο. Η απειλή

πρέπει να υπάρχει και ο πανικός να

καταγράφεται σε ψηφιακό «σελιλόιντ». Οι

διάλογοι είναι οι ίδιοι, οι ανούσιες επιδερμικές

συγκινήσεις είναι οι ίδιες, η επικίνδυνη

ρατσιστική προπαγάνδα είναι η ίδια. Η

αμερικάνικη σημαία βρίσκεται στο έλεος των

μοχθηρών, αντιπαθητικών, εχθρικών,

καθυστερημένων, αποκρουστικών, βίαιων,

βρώμικων και κακών (έτσι υπερβολικά τους

δείχνει) πιθήκων με χρώματα πολέμου στα

πρόσωπα που βγάζουν λόγους ανύψωσης

ηθικού τύπου Braveheart, μποϊκοτάροντας και

Page 16: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

δυναμιτίζοντας την ειρήνη και την συνύπαρξη

των ειδών.

Ναι, η παραγωγή είναι τεχνικά καλογυαλισμένη,

με τα εφέ της, τα πλάνα της καταστροφής και

τις δραματικές συγκινήσεις. Δράση, ξύλο, φινάλε

εντυπωσιακό κτλ. Αλλά παράλληλα είναι γεμάτη

κλισέ, ανούσιους χαρακτήρες που και να

αντικαθιστούνταν δεν θα επηρέαζαν διόλου την

ταινία, καμιά σεναριακή πρωτοτυπία. Μοιάζει με

μια αρπαχτή, βασανιστικά βαρετή και αστεία,

που σε βάθος κάνει και κακό. Τα πιτσιρίκια αντί

να αγαπήσουν την φύση και να ενδιαφερθούν

για την κατανόηση της, θα την μισήσουν

φοβισμένα, νομίζοντας πως οι πίθηκοι θα μας

φάνε ζωντανούς. Όχι ο πλανήτης, μα ο

«κινηματογράφος δεν τις χωράει όλες (τις

ταινίες)».

Βαθμολογία: 1/5

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Matt Reeves ΣΕΝΑΡΙΟ: Mark Bomback, Rick Jaffa, Amanda Silver ΠΑΙΖΟΥΝ: Andy Serkis, Jason Clarke, Gary Oldman, Keri Russell, Toby Kebbell ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 131’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Odeon

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.19.07.2014)

ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΧΡΟΝΟ/LOCKE

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Στο κινηματογράφος αναγνωρίζουμε εύκολα

την μετριότητα και δύσκολα το

αριστουργηματικό. Στα χέρια όμως του Steven

Knight και του Tom Hardy, η αισθητική και

ουσιαστική μαεστρία αναγνωρίζεται εν ριπή

οφθαλμού. Επιτέλους ξανά κινηματογράφος

που ενθουσιάζει την σκέψη και ρίχνει μια γερή

κλωτσιά στους κανόνες της αφήγησης και της

φόρμας προς την εξέλιξη του. Ξεχάστε ότι ξέρετε

για τους κανόνες της αφήγησης, του δράματος,

τον πολύπλοκων σεναρίων. Ξεχάστε τους

πολλούς ρόλους και τους χαρακτήρες, τα πολλά

πλάνα και τους χιλιοβαδισμένους δρόμους της

κλασικής πλοκής. Ξεχάστε ότι ξέρετε και μπείτε

στο μινιμαλιστικό και βαθιά υπαρξιακό

αυτοκινητόδρομο, όπου ο Locke οδηγάει

μονάχος του μέσα από την ψυχική πίεση, το

άγχος, την καταστροφή, την απόγνωση, την

ευθύνη και την δημιουργία προς μια λύτρωση,

τόσο μεγάλη όσο μόνο, μια τραγωδία -

ακρογωνιαίος λίθος καλλιτεχνικής μαεστρίας -

μπορεί να μας χαρίσει. Η ταινία είναι ένα

πρότυπο αριστούργημα και θα πρέπει να

συζητηθεί σοβαρά και εμπεριστατωμένα στα

χρόνια που θα ακολουθήσουν.

Δεν είναι πειραματική με την κλασική έννοια, μα

πείραμα αφηγηματικής φόρμας και

περιεχομένου, πείραμα κινηματογραφικό, που

λειτουργεί με τρόπο τόσο φρέσκο, τόσο

απρόβλεπτο, τόσο ανατρεπτικό. Δεν αφηγείται

απλά με εικόνες. Δημιουργεί νοητές εικόνες,

νοητή πλοκή, νοητά συναισθήματα με τους

μελετημένα βαλμένους διαλόγους, τις λέξεις που

γίνονται έννοιες και συμβολισμοί ορίζοντας σε

μεγάλο βάθος την ανθρώπινη υπόσταση, τις

ανθρώπινες καταστάσεις, κάνοντας μια

διεισδυτικότατη ψυχογραφία ενός ανθρώπου,

και κατά συνέπεια όλων μας. Με την

κινηματογραφική ροή, την εξαιρετικότατη

ερμηνεία του Tom Hardy σε ένα αγωνιώδες

ταξίδι προς την αυτογνωσία, με την θεσπέσια

φωτογραφική δουλειά των ανετάριστων

χαοτικών πλάνων και των διπλοτυπιών σε

πραγματικό χρόνο. Ο Locke, εργοδηγός στις

κατασκευές φεύγει από την εργασία του ένα

βράδυ για να επιστρέψει σπίτι. Τον βλέπουμε

στο αυτοκίνητο. Δέχεται μια κλήση. Απαντάει.

Αλλάζει προορισμό. Μια γυναίκα που έζησε μαζί

της μόνο ένα βράδυ, γεννάει το παιδί του. Πάει

προς αυτή. Τηλεφωνά στην γυναίκα του, δεν θα

επιστρέψει σπίτι. Τηλεφωνά σε συναδέλφους

του για να σχεδιάσει την δουλεία της επόμενης

μέρας. Απολύεται. Κλιμάκωση. βαριές

κατηγορίες, βαριές κουβέντες. Δάκρυ μα και

αξιοπρέπεια. Όμως το μόνο που βλέπουμε είναι

τον Locke να οδηγεί και να μιλάει τηλεφωνικά,

σε ανοιχτή ακρόαση, με όποιον θεωρεί

σημαντικό στην ζωή του. Παιδιά, γυναίκα,

ερωμένη, συναδέλφους. Όλα απρόσωπα. Η

φωνή είναι το χαρακτηριστικό όλων των άλλων

χαρακτήρων. Ο χρόνος της ταινίας κυλάει όσο ο

χρόνος της πλοκής. Ο δημιουργός διαχειρίζεται

την ζωή του χαρακτήρα του με ακρίβεια και

κινηματογραφική αισθαντικότητα. Βλέπουμε

ακριβώς 1 ώρα και 25 λεπτά της πραγματικής

ζωής του Locke και αυτό σημαίνει θαυμάσια

διαχείριση του φιλμικού χρόνου. Η ιστορία

αφηγημένη μέσα από τις συγκρούσεις του

πρωταγωνιστή με τους δαίμονες του

παρελθόντος, του παρόντος, του μέλλοντος.

Page 17: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

Άγχος, ευτυχία, φόβος, ψυχραιμία, γρήγορες

εναλλαγές όλων των ανθρώπινων

συναισθημάτων και χαρακτηριστικών στο

πρόσωπο ενός χαρακτήρα, ενός ρόλου, ενός

ηθοποιού δημιουργείται στην νόηση του κοινού

και μπρος στο πανί. Άθλος. Μια

κινηματογραφική σύνθεση για solo ηθοποιό.

Η προηγούμενη ζωή τελειώνει. Το πρώτο

θεμέλιο στην οικοδομή θα μπει. Το πρώτο

κλάμα ενός μωρού και αυτό τηλεφωνικά να

ακούγεται, ορίζει την νέα ζωή που ξεκινά, ένα

νέο κινηματογράφο που ξεκινά, το θεμέλιο για

ένα κινηματογράφο της αφαίρεσης και της

ουσίας, μπήκε.

Βαθμολογία: 4.5/5 ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Steven Knight ΣΕΝΑΡΙΟ: Steven Knight ΠΑΙΖΟΥΝ: Tom Hardy, Olivia Colman, Ruth Wilson ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85’ ΔΙΑΝΟΜΗ: Spentzos

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.24.07.2014)

ΑΛΦΑΒΙΛ/ALPHAVILLE ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

Ο ανθός, η επιτομή του πειραματισμού στον

κινηματογράφο. 1965. 50 έτη πριν. Ο Jean-Luc

Godard, παραδίδει στην παγκόσμια τέχνη, στο

παγκόσμιο κοινό ένα αριστουργηματικό

κινηματογραφικό δοκίμιο πάνω στην υποταγή

και την υποδούλωση των ανθρώπων στους

απόλυτους άρχοντες και την εξουσία τους. 1965

- 2014. Ελάχιστες οι διαφορές. Ο πράκτορας

Lemmy Caution (Eddie Constantine), που το

επίθετο του σημαίνει «συνείδηση», με την

καμπαρντίνα, τους άγαρμπους και κυνικούς

τρόπους του, ένας άγγελος εξολοθρευτής,

εμφανίζεται ως δημοσιογράφος, για να

απελευθερώσει μια τεχνοκρατούμενη κοινωνία

απαθών σκλάβων, ανδρείκελων που δεν

αισθάνονται, δεν επικοινωνούν, δεν έχουν

συνείδηση, όπου η επικοινωνία και η επαφή

μεταξύ των ανθρώπων γίνεται ένα

απαγορευμένο «μήλο του Αδάμ», μια κοινωνία

αλλοτριωμένων ατόμων όπου όποιος

προσπαθεί να σκεφτεί ή να μην αφομοιωθεί,

εκτελείτε. Αυτή είναι η δυστοπική πόλη

Alphaville, μια φανταστική πόλη που μοιάζει και

είναι το Παρίσι, που την κυβερνά ο καθηγητής

Φον Μπράουν και ο υπολογιστής Alpha-60. Η

απελευθέρωση της ανθρωπότητας γίνεται μέσα

από την χειραφέτηση της γυναίκας Natassa

(Anna Karina), όπου σκεφτόμενη τον έρωτα,

φεύγει μαζί του για την πραγματική ζωή. Το sci-

fi και το αμερικάνικο φιλμ νουάρ περασμένο

από το κόσκινο του Melville, καταλήγει στην

σουρεαλιστική απεικόνιση ενός μελλοντικού

κόσμου του παρόντος, όπου ο παραλογισμός

και ο συμβολισμός των αισθήσεων χωρίς να

ακολουθεί κανένα κανόνα του κινηματογράφου

ή καλύτερα εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες

του μέσου, γίνεται μια γροθιά στα θεμέλια της

κοινωνίας που εξανδραποδίζει τους ανθρώπους,

συνταράσσει συνειδήσεις, στοιχειώνοντας

μαγευτικά το κοινό. Μια κοινωνιολογική μελέτη

πάνω στην παρακμή της κοινωνίας και των

ανθρώπων, την απάθεια, τα συναισθήματα, την

γλώσσα. Ένας χλευασμός πάνω σε κάθε κραταιά

αντίληψη. Τάδε έφη Godard.

Φιλοσοφικό και φιλοσοφημένο έργο,

πρωτοποριακό στην αφήγηση όσο κανένα ως

τώρα, πνευματώδες, βαθυστόχαστο και

ευφυέστατο, σκληρό και βαθιά συγκινητικό,

ένας θησαυρός ανεκτίμητης αισθητικής αξίας,

μια προσθήκη στην παγκόσμια διανόηση της

ανθρωπότητας, που μιλάει στα αυτιά (ήχοι), στα

μάτια (εικόνες), στο συναίσθημα και το μυαλό

(σύνθεση) του κοινού. Όλη η θεωρητική

αντίληψη του κινηματογράφου - γραφή

βρίσκεται εδώ, με το απαράμιλλο στυλ του

δημιουργού. Το φίλμ από την αρχή ως το τέλος

βρίσκει την απόλυτη αρμονική σύνδεση μεταξύ

των σκηνών του, με βάση το διαλεκτικό μοντάζ

και την αποστασιοποίηση του Μπρέχτ.

Με την φρικαλέα φωνητική αφήγηση του

απειλητικού Alpha-60, τις μονταρισμένες

εικόνες, τα γκρο πλάν, τα απότομα cut και jump

cuts σε σύνδεση με τον ήχο, τα τσιτάτα από την

ποίηση του Elyard στα χείλη και τα πρόσωπα

των πρωταγωνιστών, την φανερή και αόρατη

χρήση της γλώσσας του σινεμά, την

εννοιολογική και γλωσσολογική αποτύπωση

ουσίας, και το δοσμένο σαν σφήνες χιούμορ, ο

Godard, στο πικ της έμπνευσης, της

απεριόριστης αφηγηματικής ελευθερίας της

Nouvelle Vague και του παιχνιδίσματος με την

κάμερα, θέτει πάμπολλα ερωτήματα, δίνει

πάμπολλες απαντήσεις και αφήνει το κοινό να

Page 18: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

συνθέσει πάμπολλα συμπεράσματα. Τροφή για

σκέψη.

Απολαύστε την ταινία. Κάθε σκηνή αυτόνομα

μα και σαν σύνολο είναι πηγή έμπνευσης για

κάθε κινηματογραφιστή και για κάθε άνθρωπο.

Ο Godard, έκανε θαύμα, έκανε αισθητική

επανάσταση. Δημιούργησε μια γκροτέσκο

μυθολογία στο σήμερα, απειλητική,

αρρωστημένη μα και βαθιά αισιόδοξη.

«- Κλαίτε; -Όχι, αυτό είναι απαγορευμένο.»

Ποίηση, έρωτας, κινηματογράφος ενάντια στην

υποδούλωση ψυχική και σωματική. «Ξέρετε τι

μεταμορφώνει το σκοτάδι σε φώς;» ρωτάει στην

ανάκριση ο υπολογιστής. «Η ποίηση» απαντά ο

Lemmy Caution, καθώς πυροβολεί τα αφεντικά

και τα τσιράκια τους, στον εκφυλιστικό

Alphaville, στο σύγχρονο παρόντα, δυτικό

κόσμο.

Βαθμολογία: 5/5 ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Jean-Luc Godard ΣΕΝΑΡΙΟ: Jean-Luc Godard ΠΑΙΖΟΥΝ: Eddie Constantine, Anna Karina, Akim Tamiroff ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99’ ΔΙΑΝΟΜΗ: New Star

Δημοσιευμένο στην εφημερίδα FREE SUNDAY

(φ.24.07.2014)

Ο ΣΩΖΩΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΩΘΗΤΩ/SAUVE QUI

PEUT (LA VIE)

Δυο τρία πράγματα για τη ταινία - ορόσημο της

δεύτερης περιόδου του Jean-Luc Godard και τον

κινηματογράφο

Το όνομα τούτου του δημιουργού απολύτως

γνωστό, στο κινηματογραφικό μικρόκοσμο, μα

και στον παγκόσμιο γαλαξία της αισθητικής και

καλλιτεχνικής νομενκλατούρας, έχει

συγκεντρώσει φίλια και εχθρικά πυρά, έχει

αποκτήσει φανατισμένο κοινό, έχει αποκτήσει

αδαή κοινό, έχει αποκτήσει και φανατικούς

εχθρούς. Ο Jean-Luc Godard, το χρυσό παιδί του

γαλλικού και παγκόσμιου κινηματογράφου, ο

άνθρωπος που χρησιμοποιεί την φιλμική

γλώσσα με μόνιμη προσπάθεια πειραματισμού

ώστε να δώσει απαντήσεις σε αισθητικά,

υπαρξιακά, ανθρώπινα και βαθιά πολιτικά,

ιστορικά, φιλοσοφικά ζητήματα δεν είναι ο

αποκαλούμενος με τεχνικούς όρους σκηνοθέτης,

που απλά σκηνοθετεί ταινίες. Η λέξη

δημιουργός ορίζει καλύτερα την θέση του στο

στερέωμα της διανόησης. Ο ίδιος, ονοματίζει το

έργο του, ως μια σειρά από «κινηματογραφικά»

δοκίμια. Με μια απλή διαδικτυακή έρευνα

ορίζουμε το δοκίμιο με τα εξής χαρακτηριστικά,

φυσικά χωρίς αυτά να είναι αυτάρκη για τον

πλήρη ορισμό, αλλά παίζουν τον ρόλο

σχήματος: 1. πεζό κείμενο περιορισμένης

συνήθως εκτάσεως, 2. πραγματεύεται

συγκεκριμένο θέμα χωρίς να το εξαντλεί, 3.

αποδίδει με σαφήνεια τις απόψεις του

γράφοντος, 4. λογοτεχνικό είδος, με

φιλοσοφικό, κοινωνικό, ηθικό, επιστημονικό,

τεχνοκριτικό, θεολογικό και φιλολογικό

περιεχόμενο, 5. με στοιχεία πειθούς και

στοχασμού, 6. αναφέρεται σε κάποιο θέμα που

μέχρι στιγμής δεν έχει λυθεί, 7. δημιουργεί

απορίες στον αναγνώστη και τον ωθεί να

ερευνήσει κι ο ίδιος το θέμα του.

Με βάση αυτά δεν απορούμε, που ο

αυτοπροσδιορισμός του Γκοντάρ πέφτει τόσο

μέσα στον ορισμό του δοκιμίου, ορίζοντας το

έργο του, κατά αυτόν τον τρόπο. Παράλληλα

όμως τα δοκίμια, μιας και είναι μια μελέτη

ανεξάντλητη σε ζητήματα άλυτα, αποτελούν

πεδίο δύσκολα αναγνώσιμο και δημιουργείται η

ανάγκη συστηματικής μελέτης από τον

αποδέκτη τους. Κινηματογραφικό δοκίμιο,

λοιπόν, δεν μπορεί να αποτελεί μια ταινία απλά

ευχαρίστησης, κινηματογράφος των

βιομηχανιών και του εμπορίου, κινηματογράφος

του θεάματος, κινηματογράφος της «φυγής»,

μιας και κατά Γκοντάρ, το «σινεμά είναι ο μόνος

τόπος που και η φυγή οριοθετείτε», στα πλαίσια

του φίλμ και της προβαλλόμενης εικόνας. Το

σινεμά είναι μια μελέτη με όργανα μελέτης την

εικόνα, τον ήχο, το μοντάζ και την κάθε μορφή

αφηγηματικής γλώσσας που η ιστορία του

κινηματογράφου όρισε, επανόρισε, κατέστρεψε

και δημιούργησε, μέσα στο τεράστιο

ανεξερεύνητο πεδίο που αποτελεί αυτή η τέχνη.

Έτσι ο Γκοντάρ αποτελεί κατά κόρον, «δύσκολο»

δημιουργό, φτάνοντας το κοινό να ξεφυσάει, να

δυσανασχετεί, να υποφέρει, να νιώθει ότι «τι μας

λέει τώρα αυτός» και να φεύγει από το σινεμά,

με μια αίσθηση ανολοκλήρωτη αν όχι

απογοητευτική. Ζήτημα καθαρά παιδείας και

προπάντων αισθητικής παιδείας, χωρίς να

κοιτάμε άκριτα το σύνολο του δοσμένου έργου

Page 19: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

του συγκεκριμένου «εκκεντρικού» καλλιτέχνη

και τις δικές του συγκεκριμένες ευθύνες.

Παρόλ’ αυτά, ο κινηματογράφος, ως πεδίο

ανεξερεύνητο, ως τέχνη που βρίσκεται στα

σπάργανα, σε σχέση με κάθε άλλη, προσπαθεί

πάντα, έχοντας κάθε δικαίωμα να το κάνει, να

βρει και μέσα από την ίδια την γλώσσα του,

απαντήσεις στην ουσία του, την τεχνική του, τον

τρόπο αποδοχής του, τον τρόπο μετάδοσης ή

και εξαγωγής αισθαντικών, ουσιωδών,

φιλοσοφικών, συναισθηματικών ερεθισμάτων

στο κοινό. Ο κινηματογράφος, από την θέση

του δημιουργού, είναι εργασία απολύτως βαριά

και κουραστική. Ο κινηματογραφιστής -

δημιουργός δεν (πρέπει να) είναι τεμπέλης,

κοπιάζει, να βρει τα αίτια πχ, μιας μελαγχολικής

κατάστασης και όχι απλά να δείξει με εικόνα την

μελαγχολία, σαν να γράφω εδώ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ,

ως δηλαδή αυτοσκοπό. Ο δημιουργός δεν

φοβάται μπρος σε κάθε τι επαναστατικό στη

ζωή, στην αισθαντικότητα και βαθιά, ίσως,

σεξουαλικότητα των στιγμών, των

λεπτομερειών, της ίδια της εικόνας, του ήχου,

της μουσικής, των γοφών και του στήθους μιας

γυναίκας, ενώ χορεύει ιδρωμένη, γιατί θέλει να

αποτινάξει , έστω και έτσι, την διπλή και

τρίδιπλη καταπίεση. Δεν μπορείς να μιλάς για

μελαγχολία και να στάζεις δάκρυα πριν πιάσεις

την κάμερα στα χέρια. Τα δάκρυα σαν φίλτρο,

δίχως γνώση ή δίχως διερεύνηση της γνώσης,

αποτελεί μια νερωμένη εικόνα της ζωής, και εξ

ου και του κινηματογράφου, είτε ως μάσκα, ως

καθρέπτης, ως μεγεθυντικός φακός, πείτε τον

όπως θέλετε. Από την πλευρά του, το κοινό, έχει

και αυτό υποχρεώσεις. Πρέπει να αφήσει την

τεμπελιά στο σπίτι, και να δοθεί συνειδησιακά

στις νύξεις του δημιουργού. Αν πάντως ο

δημιουργός ήταν απλά, ένας αργόσχολος

ρεμπεσκές, που έχει πρόσβαση σε κάμερες και

λοιπά τεχνικά εργαλεία, αυτό θα γινόταν

αμέσως αντιληπτό από το κοινό, που θα έβγαινε

από την αίθουσα, ξεσπώντας σε ύβρεις που η

λιγότερο βαριά, θα μπορούσαμε να πούμε, πως

είναι «αρπαχτή». Ο κινηματογράφος, όμως δεν

θα επιβίωνε ούτε ένα frame του δευτερολέπτου

στην εμβρυακή εκατόχρονη βασανιστική μα και

γλυκιά πορεία του, αν ορίζονταν από τέτοιους

αυτοδοξαζόμενους, αυνανιστές, ο θεός να τους

κάνει δημιουργούς. Πάλι καλά που υπήρχαν και

υπάρχουν, δημιουργοί, με το αίμα τους

εμποτισμένο, βαπτισμένο σε μια αισθητική

κολυμπήθρα, βαπτισμένο παράλληλα στην

πλήρη γνώση, ή ανάγκη γνώσης της

πραγματικότητας, άνθρωποι σαν τον Jean-Luc

Godard.

Ξεπερνώντας, λοιπόν, την μακροσκελή

εισαγωγή, ας περάσουμε στην ταινία του «Ο

Σώζων εαυτόν σωθήτω», κάνοντας μια φιλμική

ανάγνωση, αυτού του έργου, που δεν ανήκει

στην κλασική του, αν όχι πρωταρχική του,

περίοδο της Nouvelle Vague, μα στην ώριμη -

μπορούμε να πούμε - , μετά από 20 χρόνια

φιλμικής παρουσίας και πειραματισμού, μετά

δηλαδή και την «Dziga Vertov» περίοδο, των

καθαρά πολιτικών καταθέσεων - τσιτάτων. Ο

ίδιος την ονομάζει ως «η δεύτερη πρώτη μου

ταινία», θέλοντας να ορίσει, την καθαρά

μυθοπλαστική υπόσταση της ταινίας και τις

προσδοκίες που είχε από αυτή.

Η ταινία είναι μυθοπλασία με την ευρεία έννοια

του όρου. Τρεις οι πρωταγωνιστές, τρεις

διαφορετικές προθέσεις μπρος στη ζωή, μια ζωή

όπου όλοι είναι σκιές που κυκλοφορούν

μοναχικές μέσα σε ένα περιβάλλον, πλήρως

αποδομημένο από αξίες και ομορφιά. Η φύση,

αποτελεί και αυτή ένα μυθοπλαστικό

αντικείμενο, αποξενωμένο από τους ανθρώπους.

Τίποτα σε τούτη την ταινία δεν προσπαθεί να

εκβάλει ίχνος αισιοδοξίας, μα παραπαίει μονίμως

σε διαλεκτικές ασκήσεις και συνθετικά

συμπεράσματα πεσιμισμού. Χωρισμένη η ταινία

σε μέρη, ή καλύτερα διασπασμένη, σε 4

συγκεκριμένα όπως τα μέρη (movement) μιας

ορχήστρας που από την αρχή ως το τέλος σε

ένα φαύλο κύκλο μιζέριας ψυχικής

επαναλαμβάνει την ίδια μελαγχολική και

αγχωτική μελωδία, ο Godard, αν και αρκετά πιο

λιγομίλητος και ήπιος - επιφανειακά - από τις

διασκεδαστικές, ζωηρές ταινίες του 60’,

καταθέτει μια ταινία, βαθιά και υπόγεια

κοινωνικοπολιτική, βαθιά και υπόγεια

πειραματική, βαθιά και υπόγεια

αυτοσαρκαστική, βαθιά και υπόγεια

αριστουργηματική. Το απρόβλεπτο στοιχείο στο

σενάριο και την πλοκή - που αδυνατεί το κοινό

να προϊδεαστεί για την συνέχεια είτε του πλάνου

είτε την συνολικής αφηγηματικής ουσίας,

δείχνει την φιλοσοφική και διαλεκτική δυναμική

της ταινίας, που φλερτάρει σε πρώτο επίπεδο με

Page 20: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

τον ρεαλισμό, την συμβατική κινηματογράφηση,

το κλασικό δράμα, που όμως βαθιά μέσα του

περικλείει βόμβες πειραματικών διεργασιών. Ο

Γκοντάρ, έχει ήδη ωριμάσει αφηγηματικά,

γνωρίζει τον κινηματογράφο και την γλώσσα

του σε πλήρη βάθος, βρίσκεται σε πλήρη

κινηματογραφική άνθηση.

Το τέλος των 70’, και η κοινωνία ακόμη δεν έχει

αλλάξει προς το καλύτερο, μα όλο και πιο πολύ

βαθαίνει σε βούρκο, σε βρωμιά, σε ξοφλημένες

εξευτελιστικές αξίες, σε εκπόρνευση και πλήρη

αποδόμηση. Η καπιταλιστική κοινωνία είναι ένα

εργαστήριο εξευτελιστικών πειραμάτων του

γυναικείου σώματος, της σκέψης ή της

δυνατότητας για τέτοια, της ελευθερίας ή της

δυνατότητας για τέτοια, της σεξουαλικότητας,

των ανθρώπινων σχέσεων. Όλες οι «αξίες»,

όμως, μπαίνουν προς έρευνα από το κοινό,

αφού το αποστασιοποιημένο μάτι της κάμερας,

δεν απαντά αλλά βάζει συνεχόμενα ερωτήματα,

ερωτήματα που αποζητούν ένα υγιή θεατή, να

δώσει τις απαντήσεις.

Η σχετικά σχηματική κινηματογράφηση,

γνώριμο στοιχείο της Γκονταρικής σκέψης,

ορίζεται σε τούτη την ταινία πολύ πιο υπόγεια,

πολύ πιο ψιθυριστά. Ό,τι συμβαίνει στην οθόνη

γίνεται γύρω μας, μα εμείς, το κοινό,

βρισκόμαστε στο στάδιο αδιαφορίας ή και

συνενοχής, μπρος στο μακελειό της ανθρώπινης

ύπαρξης και ψυχικής ενότητας του ανθρώπου,

μπρος στα τεθωρακισμένα του καπιταλιστικού

τρόπου αλλοτρίωσης του ανθρώπου, που ο ίδιος

ο Γκοντάρ, ορίζει στην ταινία ως μια «τεράστια

και αγιάτρευτη φρίκη». Όταν σε μια

αριστουργηματικά σκηνοθετημένη σκηνή

κάποιο αφεντικό σε ένα αρρωστημένο όργιο-

βιασμό της ύπαρξης, «γυρνάει» μια σκηνή όπου

σαν σκηνοθέτης - του κινηματογράφου του

εμπορίου; - φωνάζει «τώρα εικόνα», «τώρα ήχο»,

για να ξεκινήσει να εξελίσσεται το όργιο, ο

Γκοντάρ ορίζει τις ευθύνες του ίδιου του

κινηματογράφου και των προθέσεων-

υποχρεώσεων του καλλιτέχνη μέσα σε μια

τέτοια κοινωνία, όπου υπάρχουν αφεντικά και

δούλοι, που μονίμως φωνάζουν μπρος στην

εκπόρνευση τους, «Μάλιστα αφεντικό» και σε

απότομο cut μοντάζ, η κάμερα βλέπει με

αποστασιοποιημένη εγκυρότητα την αδιαφορία

ή την συνενοχή των ανθρώπων που περπατάνε

στον δρόμο. Ο κινηματογράφος - ιδέα -

πραγματικότητα είναι καθαρά μπρος μας και η

συγκεκριμένη σκηνή αποτελεί μάθημα

σκηνοθετικής ευφυΐας. Οι σκέψεις για τον

κινηματογράφο-πραγματικότητα του Godard,

βρίσκονται και σε αυτή την ταινία, και

επιφανειακά και στο βάθος. Επιφανειακά είναι η

εικόνα που βλέπουμε, σε βάθος τα ερωτήματα

που δεχόμαστε και αποφασίζουμε ή όχι, να

απαντήσουμε ή όχι. Κατά τον ίδιο τρόπο

χρησιμοποιεί και άλλο ένα φορμαλιστικό

στοιχείο, έντονης όμως αφηγηματικής δύναμης,

ορίζοντας για άλλη μια φορά, πως η γλώσσα

του κινηματογράφου, με προπατορικό εργαλείο

το μοντάζ και την χρήση της εικόνας, μπορεί να

δείξει και να αφηγηθεί την ουσία, τελείως

αυτόνομα και αισθητικά διαφοροποιημένα από

κάθε άλλη τέχνη. Είναι τα απότομα stop -

motion σε συνδυασμό με την ασύγχρονη

νευρωτική μουσική και ήχους περιβάλλοντος, τις

στιγμές που οι άνθρωποι αγγίζονται. Με το

στοιχείο της αμφιβολίας, της διαλεκτικής

αντίθεσης και την πλήρης αμφισβήτησης των

θέσεων, ο Γκοντάρ, σε διαφορετικά πλάνα,

σταματά απότομα την εικόνα και την κινεί frame

frame, σε καθορισμένα και σαφή σημεία. Ο

άνδρας πάει να φιλήσει την γυναίκα, ο άνδρας

πάει να χτυπήσει την γυναίκα. Αν αποκόψεις την

κίνηση από τις δυο τόσο αντίθετες στιγμές στην

ανθρώπινη πρόθεση και πράξη, τότε δεν

μπορείς να γνωρίζεις την διαφορά. Έτσι ο

δημιουργός, πέρα από γενική σημειολογική

ανάλυση των ανθρώπινων πράξεων,

εξειδικεύοντας ότι τέτοιες πράξεις αποτελούν

«προνόμιο» των αστικών αλλοτριωμένων

κοινωνιών, αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο δεν

μπορεί να αποδειχθεί, παρά με την χρήση του

κινηματογράφου. Η συγκίνηση, η ψυχική

ένταση, η σύγκρουση αμφότερη που

μεταφέρεται στο κοινό, είναι στοιχείο σχετικά

νέο σε τούτη την ταινία, παρά στο προϋπάρχον

έργο του, που ορίζονταν με σαφήνεια πιο

φιλοσοφικά και αποστασιοποιημένα.

Σε ένα τέτοιο κοινωνικό βούρκο ο μονίμως

πολιτικός Γκοντάρ, δεν βρίσκει διέξοδο.

Σπρώχνει τους ηθοποιούς - χαρακτήρες από το

ένα αδιέξοδο στο επόμενο. Λύση και

αποκορύφωση του δράματος, υπάρχει και

βρίσκεται δομημένα αόρατα προς το τέλος της

ταινίας και το αριστουργηματικό

Page 21: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014

μονοπλάνο/τράβελιν του φινάλε, με έντονα τα

δραματικά στοιχεία. Ως συμπέρασμα, μπορούμε

να πούμε ότι πραγματεύεται ένα συγκεκριμένο

θέμα χωρίς να το εξαντλεί, φανερά

«ανακοινώνει» τις θέσεις του στο κοινό, που του

βάζει ερωτήματα προς απάντηση, και άρα για

άλλη μια φορά αντί να κινηματογραφεί,

δοκιμιογραφεί, αλλά με τέτοια ποιότητα, που 35

χρόνια μετά, παραμένει φρέσκια και ως σινεμά

του στοχασμού, και ως σινεμά των εννοιών, και

ως σινεμά της έδρας, και ως σινεμά της μάζας,

γεμάτο πολλές, πάμπολλες αναγνώσεις.

Άρθρο δημοσιευμένο στο Cinepivates.com

*Το περιεχόμενο του παρόντος δελτίου είναι προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας και προστατεύεται από τον νόμο. Η οποιαδήποτε τύπου χρήση επιτρέπεται μονάχα με την άδεια του συγγραφέα και μονάχα αν αναφέρεται η πηγή. Το παρόν δελτίο είναι μηνιαία έκδοση της ιστοσελίδας KINOEYE kinoeye-gr.blogspot.gr **Παρέχεται δωρεάν

Περι ιστοσελίδας KINO-EYE Το παρόν ιστολόγιο με την ονομασία KinoEye είναι συλλογή όλων των άρθρων που έχω δημοσιεύσει ή μη σε διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά και εφημερίδες που αφορά την κριτική κινηματογράφου, φωτογραφικό portfolio και άλλες καταθέσεις γραπτού λόγου, δημοσιευμένα και όχι.

Page 22: Me thn matia toy kino eye Ioynios/Ioylios 2014