Upload
assimina-lambrakou
View
245
Download
7
Embed Size (px)
DESCRIPTION
poetry
Citation preview
Ασηµίνα Λαµπράκουνοτιοανατολικό βλέµµα
Της ίδιας: οι απέναντι, Αθήνα 2012
ISBN: 978-960-9545-31-02014 ΕΝ∆ΥΜΙΩΝ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ[email protected]ΚΕΝΤΡΙΚΗ ∆ΙΑΘΕΣΗΝικολe–τάκηςΣοφούλη 3, 151 21 Πεύκη Τηλ. 210 80 20 153www.nikoletakis.gre–mail: [email protected]
Ασηµίνα Λαµπράκου
νοτιοανατολικό βλέµµα
Ενδυµίων
ερωτικό
Αν στου δωµατίου τη περιγραφή επικεντρωνόµουνΠώς δηλαδή φωτίζονταν τα πρόσωπαΠοια η επιρροή των κάδρων στη στιγµήΤα σκεπάσµαταΗ ζέστη ή η δροσιάΟ όροφος κι οι θόρυβοι απ’ το δρόµοΘα στερούσα στα σίγουρα τη φαντασία σουΑπό το να σε τοποθετήσει εντός του γεγονότοςΠαράπλευρα ή ευθέωςΚι έτσι να µοιραστείς παράλληλα την εµπειρίαΑν πάλι µιλούσα για το ζευγάριΗλικίαΣώµαταΚαι πρόσωπαΟι πρώτες κινήσεις οι ανιχνευτικέςΟι επόµενεςΤα λόγιαΟι ψίθυροιΤ’ αγγίγµαταΈλεος δεν θα έδειχναΣτην ανάγκη σου να βγει στον στεναγµόΤο πρόσωπο του αγαπηµένου σου ή αυτής πουονειρεύεσαιΈτσι λοιπόν, το ποίηµα περιορίστηκε σ’ αυτό:
∆υο τρεις κινήσεις αδέξιες– θα µπορούσες να το πεις
7
αποτυχηµένες προσπάθειες –νίκησαν την αµηχανίακι έπειτα…έπειτα, τα σώµατα ταίριαξαν τις ανάσες τουςδιαβάζοντας τις ξεχωριστές ιστορίες τους ._
8
έσω εξορία...
...είναι αυτός ο πόνος στο υπογάστριο που ακινητείτο νου και νεκρώνει τη σκέψη µουτα µάτια της γάτας που µεγαλώνουν στο σκοτάδικαι µε καλούντα παιχνίδια τηςο καιρός που χαµηλώνει κι ο θόρυβος από τηνοικοδοµή που σου τραβάει την προσοχήέσω εξορία είναι οι σκέψεις που γεννιούνται µέσασου κλωτσώντας χαλίκιαοι δουλειές του νοικοκυριού που σε περιµένουνη συναίσθηση του καθήκοντοςτα καθήκονταο χρόνος αµνηµόνευτος από γεγονόταο έρωταςτα σφυριά που καρφώνουν τις απόψεις στον τοίχοτου χαρακτήρα σουη δολιότητα της αναµονήςη βροχή που σταλάζει ελπίδαη ελπίδαη αγάπη που εξελίσσεται ανάµεσα σε δύο
η µανία σου να αφήνεις τον τόπολουσµένο µε φως ._
9
σαν γαλάζιο που ξεβάφει
πόση υποµονή να στριφώνειςτις µοναξιές του κόσµουνα διπλώνεις τις ανησυχίες τουτις αγωνίεςπόση επιµονή να συνθέτεις συµµετρικά τις επιδιώ-ξεις, τις επιθυµίες, τις αντιρρήσεις, τις διαφωνίεςη εµµονή από την άλλη να τοποθετείς αντικριστάτις λεπτοµέρειες για να συνάξεις συµπεράσµατακαι να ορίσεις πορείανα πιστέψειςνα ερωτευτείςν’ αγωνιστείςκι ας γράφονται λάθος οι λέξειςθα έχουν την αιτία τουςόλα χρειάζονταικι η άσκηση αυτή να ταιριάσεις τα σοσόνιατι νοµίζεις;εύκολο είναι;να µη στραβώσουν οι γραµµές της ύφανσηςνα µη ξεχειλώσουν τα λάστιχαστο µήκος να ταιριάζουνοι φτέρνες να ’ναι η µια µέσα στην άλληκι ύστερα... αυτή η λεπτοµέρειαοι δαντελίτσες στο τελείωµα...να αγγίζονται σαν κεραµίδιασαν να µαρτυρούν την αγάπη και την έγνοιατι νοµίζεις;
10
εύκολο είναι;όλα χρειάζονταιόλα χρειάζονται για να ’χεις εκείνη τη µέρα ν’ ακου-µπήσεις όταν θα έρθει η ώρα σου να ψιθυρίσειςόπως εκείνος στον Κεµάλ,ποτέ αυτός ο κόσµος δε θα αλλάξει ._
11
– µε τη βροχή που κρύβονταιτα πουλιά στην πόλη;
– µε τη βροχή που κρύβονται τα πουλιά στην πόλη;η φωνή της χρησιµοποίησε µε τον ιδιόµορφο προ-σωπικό της τρόπο τα µάγουλα σαν αντηχεία κι ηερώτηση γέµισε το βλέµµα µου
ακολουθούν τή γραµµή του ορίζοντα που χαµηλώνεικι εκτελούν χαµηλές πτήσεις στα πέριξ των αυλών,κήπων και πλατειώνανακαλύπτουν κοιλώµατα να ζεστάνουν τα κορµάκιατους ή τελούν λιτανείες σπόρων που ξέµειναν µετα-νάστες σε χώµατα αλειτούργηταέπειτα, χτυπούν τα φτερά τους να διώξουν την αµη-χανία από το άγγιγµα της βρεγµένης γης µπορεί...µπορεί κι από χαρά για το ίδιο...πρωταγωνιστές θεάτρου των ανέµων κι οι µετεωρι-σµοί εδάφους άγνωστο ποια επίδραση ασκούνπάνω τουςωστόσο, ώρες πολλές πριν το ξηµέρωµα, δοκιµά-ζουν συγχορδίες φωνών καλώντας τον χειµώνα ναπάρει θέση στα γεγονότα ._
12
θόρυβος και σκόνη
µη µου ζητάτε κύριε να µιλήσωδε µπορώ
θόρυβος και σκόνηκυρίως σκόνηνα µη µπορείς να διακρίνειςνα πεις: κρίµα!κρίµα η ζωή που χάθηκενα κλέψει τ’ ανεπίστροφο τη λαλιά σουνα σπαράξεις
µόνο ένα όνειρο έχω να αναφέρωµε βήµα γρήγορο και βιαστικόστο δρόµο για το βουνό βγαίναµεείχα δώσει µια πρόχειρη µάσκα /χειρουργική/στο Γιάννηκι έπειτα στράφηκα µπροστάκανένα από τα βουνά της ενήλικης ζωής µουµον’ εκείνο της πρώτης εφηβείαςτων κρυφών ερώτων και των αποχώνπάνω από το σχολείο /θυµάσαι;/στήναµε αντάρτικο ντυµένοι έφηβοι
στολή παραλλαγής στους δισταγµούςκαι τις ενστάσεις της ωριµότηταςνα σώσουµε τη δυναµική µας από την αµφιβολίακαι τα αµφίθυµα νοήµατα
13
αντιπερισπασµός στις αφαιµαγµένες από ζωή,αξίες
όµορφοι και γελαστοίφτεροπόδαροιόπως µόνο η νιότη άγιους τους ήρωες ζωγραφίζει
µη ρωτήσεις!όχι!την έκβαση δεν ξέρωµητ’ ο Γιάννης απάντησε στο τηλέφωνο ._
14
µια µερα σαν κι αυτή...
µπαίνεις στο πιο µεγάλο super market και,µετά από µια ώρα περιήγηση,“γεµίζεις” το καρότσι σου µ’ ένα κόκκινο, βαθύ,βερνίκι των νυχιώναµφίβολο αν το χρησιµοποιήσεις ποτέ!
βάζεις, όπως δεν το συνηθίζεις ποτέ,ανάµεσα σε σένα και το πάτωµαένα ζευγάρι µωβ σανδάλιααρνείσαι τη καυτή επαφή!
µια µέρα σαν κι αυτή
δεν έχεις ανάγκη τα ρούχα σου,αλλά φοβάσαι τους σεισµούς!
έχεις ανάγκη να κουβεντιάσεις,όχι να µιλήσεις,πολύ περισσότερο να τσατάρεις ή ν’ ακούσεις!
µια µέρα σαν κι αυτή
γυρίζεις τη πλάτη στη βιβλιοθήκη κι ανάµεσα στιςδύο, θα διαβάσεις στην εφηµερίδα εκείνη τη στήληπου δε σε µελαγχολεί,θα φας κοκκινιστό µε πουρέένα χωνάκι παγωτό βανίλια
15
και, πριν οι καµπάνες καλέσουν στον εσπερινό,ένα βαρύ γλυκό σε χοντρό άσπρο φλιτζάνιθα ’χεις σερβίρει στην ηµέρα σου!
θα βάλεις τη παλιά κασέταν’ ακούσεις το Cinnamon Girlκι ας κινδυνεύει το µηχάνηµα να χαλάσει µασώνταςτη γέρικη κορδέλα!
ανακαλείς µνήµες!και το βράδυ,παιδί ξαπλώνεις αναµεσίς των γονιών σου,στο µωσαϊκό της βεράντας του πατρικούκι ας είναι κουνούπια και σαµιαµίδια!θα ’ναι εκείνοι εκεί να διώχνουντους φόβους...
µια µέρα σαν κι αυτή
θα ντυθείς µόνο άσπραένα ζευγάρι κόκκινα πέδιλακαι στον κάθε καρπό,µια σταγόνα από εκείνη τη κολόνια,που µυρίζει έρωτα!στο πρόσωπο θα φορέσεις τον εαυτό σου,ένα χαµόγελο...και το βράδυ στο θέατροκαθώς ο άνεµος,αδύναµος,
16
θα σου µπερδεύει τα µαλλιάθα λες:– άλλος µε χαϊδεύει...
µια µέρα σαν κι αυτή
διαλέγεις να µην ονειρευτείςµήτε να επιθυµήσειςπροσµένεις οι άλλοι να το κάνουνγια σένανα σ’ ονειρευτούννα σ’ επιθυµήσουν...
υ.γ. “Ελλάδα εν καµίνω”, γράφουν...
17
το µεσηµέρι εκείνο του Απρίλη
Το µεσηµέρι εκείνο του Απρίληείχε για την περίσταση ντυθεί γυναίκακαι, παρά τη προσπάθεια ενός κυπαρισσιούασφυκτιούσε στο σακάκι του µέσα
Κάτι η αγωνία της αναµονήςκάτι η αβεβαιότητα της συνάντησηςοι παλάµες του ίδρωνανκαι τσάκιζαν τους µίσχους των λουλουδιών πουκράταγε
Στη στιγµήδυο λόγια ευχαρίστησηςκι εκείνα τα βλέµµατα µε τις κάθετες ρυτίδες ανά-µεσα στα µάτιαπου διηθούν την αλήθεια στο βάθος τουςΟι συστάσεις
∆ιακριτικά δόθηκε το στίγµα του σηµείου∆ίπλα του η αµηχανία στη σιωπή της αναγνώρισηςΑιφνιδιασµένο το µεσηµέρι εκείνο του Απρίληανασκεύασε τις εντυπώσεις τουκι απλώθηκε ενθουσιασµένο στα συµπεράσµατάτου
∆υο ακόµη λόγιαΈνα αχ! Του ποιητή
18
συνοδεία στ’ όνοµά τηςΤα µπουκέτα τακτοποιήθηκαν στο βάζοΛίγο νερό για δροσιάκι η διαδροµή ως το γειτονικό καφέγέµισε απόγευµα και νέες συστάσειςβαθύτερες αυτή τη φορά
Τα καθίσµατα γύρω απ’ το τραπέζιαπόκτησαν χαρακτήρα και φωνήΗ κουβένταΟι ποιητές τα δικά τουςΗ έµπνευση κι η συνέχειά τηςΤο βλέµµα στον κόσµο κι ο ίδιος αυτόςΟι ίδιοιΣτο ενδιάµεσο παρεµβλήθηκαν δυο στίχοι τουΕλύτη και λίγη ∆ηµουλάΟι απόντες
Οι γυναίκες από δίπλα, τα δικά τους κι εκείνεςΟι έγνοιεςΤα καθηµερινάΤα παιδιά στο παρόν και το µέλλονΤο µέλλονΣτο ενδιάµεσο έσκυβαν στους ποιητέςΈνας λόγοςΜια συµπλήρωσηΟ θαυµασµός να εκφράζεταιΗ εκτίµηση
19
Το απόγευµα έγερνε κι εκείνο πάνω τουςαποκαµωµένο και γαληνεµένο από τις σίγουρεςανάσες τουςΟ χρόνος στρογγύλευε τις άκρες του τραπεζιούΗ αναχώρηση
Το µεσηµέρι εκείνο του Απρίληδρασκελούσε την ηµέρα σαν ώριµο απόβραδοστους δρόµους της Νέας Φιλαδέλφειας ._
20
η φωτογραφία
Όπωςπρωί πλενόµουνκι έβλεπα το πρόσωπό µου στον καθρέφτηνα µια ωραία γωνία λήψης, σκέφτηκαΈτσι πουστα τρία τέταρτα εκείνοκι οι µπούκλεςελεύθερες ακόµηαπό τις επιταγές της τσατσάραςγλύκαιναν τις γραµµές του µετώπουΜιανα κρύψει είχε αναλάβειµε τη σκιά τηςεκείνες των µατιώνόταν ταυτόχροναη συµβολή σκιάσεωνσυγκάλυπτε τα περιττά που βαραίνουν το σαγόνιΤα µάτιααφιερωµένα στις αισθήσειςκι ελαφρωµένα από συναισθήµατααποκάλυπταν όλη την απλότητα που είχες ανιχνεύ-σει πάνω µουΝα την στείλω, είπα
Έπειτα...γιατί τόση απάτη για να µε θελήσεις;
21
ο νεροχύτης
(η σκηνή απαιτεί ένα θηλυκό κι ένα αρσενικό πάντα οι σκη-νές απαιτούν ένα θηλυκό κι ένα αρσενικό ακόµη και στηπερίπτωση που αυτό δεν γίνεται άµεσα φανερό σανσάρκα, υπονοείται στα κείµενα µονολόγων είτε διαλόγωνακόµη κι αν πρόκειται για έννοιες µε διακριτό το περιεχό-µενο και τον ρόλο τους σε θηλυκό ή αρσενικό)
Χαζεύω τις κινήσεις σουΜεθοδικές και ήρεµες, ξεδιπλώνουν τη διάθεσή σουΧάνοµαι στην ώρα που σου παίρνει για τα αρχικάΙεροτελεστίαΖηλεύω τα αγγίγµατά σου στα πλαϊνάΠότε αέρινα απαλά κι άλλοτε, µανιωδώς αγριεµέναόπου χρειάζεται να πιέζουνΑυτές οι εναλλαγές...Κι ύστερα, λόγιαΣκέψεις πριν από αυτά κι έπειτα τα λόγιαΣα ρυάκια που δένουν το ποτάµιΛιγνά κι άβροχα, πληµµυρίζουν αιφνιδιαστικά,απρόοπτα και δυσανάλογα µε το µέγεθός τουςΧωρίς να αντέχουν τη δύναµή τουςκαι σαν να µη την γνωρίζουνΑδιαφορώντας κάπως για τις επιπτώσειςΞεχύνονται στο φιδίσιο δρόµο του καθορισµένουΛόγιαΣκέψεις πριν απ’ αυτάΘυµωµένες ηχηρές κι ανίσχυρες κατόπινΑπαξιωτικές βιαστικές
22
Κυκλώνουν αγριεύουν περιφρονούνΚι έπειτα τρυφερές καρτερικές της προσµονήςτου αόριστουβαθιέςόπως η φωνή του εκφωνητή σε βραδινή εκποµπήµοναχικήεπηρεασµένη από το τσιγάρο και την κούρασηπου γυρεύει χάδιαΖηλεύω τα αγγίγµατά σου στα πλαϊνάΕκείνα που σηµαίνουν το τέλοςΓυρεύω τότε να είµαι το αντικείµενοΑποδέκτης αυτών των εναλλαγών σουΧαζεύω τις κινήσεις σουΙεροτελεστίαΖηλεύω τα αγγίγµατά σου στα πλαϊνάΦροϋδικά αν το ’παιρναΓια έρωτα σφοδρόΓια πάθος ασίγαστοΑνεκπλήρωτο θα έλεγα πως πρόκειταιΠως αλλιώς να εξηγήσωΎφος∆ύναµηΘυµόΈνταση και τη σίγασή τηςΤην αγαλλίαση όπως χρωµατίζει το πρόσωπό σουόταν παραδίδεις τα χέρια σου στις υπηρεσίες µιαςλευκής πετσέτας
Ζηλεύω τα αγγίγµατά σου στα πλαϊνά
23
Φροϋδικά αν το ’παιρνα...
Μα δεν πρόκειται παρά…για τον νεροχύτη σου ._
24
φιλιά µε γεύση ασπιρίνης
Απ’ το χέρι µου αν περνούσεΘα σ’ υποχρέωνα το ποίηµα να διαβάσειςΜε το ύφος γυναίκας άλλης από την ΚορυφαίαΤου χορού αρχαίας τραγωδίας– οι κορυφαίες αγέρωχα κρατούν τα µυστικάοι άλλες, πάσχουν –Με µιαν ιδιοτυπία ως προς την εκφορά του λόγουόπου η ειρωνεία θα καλύπτει το δράµαΚι αφού µε λεπτοµέρειες ασύλητεςΤα σηµάδια των καιρών θα σκιαγραφούσες– άνθρωποι που ενεργούν αφηρηµένακλεισµένοι στους εαυτούς τους κι ασθµαίνοντεςτις καταστάσειςθλιµµένοι, µελαγχολικοί κι επιθετικοί ενδεχοµένωςξεχνώντες και ξεχασµένοικι άλλα που χώρο δεν θέλω άλλο να προσφέρωαπό τη προσοχή σου σε αυτάπαρά στο ποίηµα –Στο κυρίως θέµα θα έµπαινεςΚοιτώντας ευθέως το ακροατήριοΜε βλέµµα ακίνητοΤη βραδιά που πέρασε να περιγράψεις
Η συνάθροιση βοήθησεΚι όπως η µνήµη γινόταν πλέον φανερή στη σκηνήΗ οικειότητα των εραστώνΠροχώρησε µε βήµα σίγουρο
25
Πρωταγωνίστριας θεάτρου έµπειρηςΤα κενά της πράξης να συµπληρώσειΚι αποµακρύνοντας απ’ τη σκηνή τα περιττάΕστίασε στα δυο κορµιά και το γλυκασµό τους
Λεπτοµέρειες άλλες να σου πω, µη περιµένειςΣειρά σου το έργο να συµπληρώσειςΌπως το αισθάνεσαι κι από ’κείνο που σου λείπειΕγώ µ’ ένα αχ! το ποίηµα θα κλείσω…
Αχ! Και πώς... σκοτωµένη έπειτα έπεφτε η νύχταστα σεντόνια!Στις πτυχές τους∆υο παλάµες γαντζωµένες στην ησυχία µιαςχορτασµένης ηδονής ._
26
παραληρηµατική εισαγωγή
λείπωλάκτισµακαι πόνος
δαψίλειαηµιθανώναποφάσεωνθάνατονφανερώνουν
ποιώαρχήνυπόκλισης
υπαινιγµόνυπανίσσοµαιυπακοήυπαίτιος
ανοχέςρευστοποιώφθοράνοµολογώντας
λεπτοµέρειααυτόκλητουφενάκης
27
κωδίκελονυπογράφει
αλήθειακι απατηλότητα
αιωνιότητακι αχρονικότητα
ανεπίληπτοςαναχώρηση ._
28
η δύναµη της λέξης
χρόνια ψάχνωαπεγνωσµένα όχιαλλά µε σταθερότηταενός φαινοµένου περιοδικούκαι την ακρίβειαµιας πράξης δηλωτικής της αξίας της– για την ακρίβεια µιλώ εδώ –να βρω µια λέξηπου να φανερώνει µε δύναµηπου µόνο η άγρια φύσηµπορεί να αποδώσεικαι φόβο για την απώλειά της– της ελευθερίας που περικλείεται στη δύναµηµιλώ –που µόνο στο βλέµµα του άγριου αλόγουσυνάντησατη στιγµή της πρώτης του ζέψης
χρόνια ψάχνω να βρω µια λέξηπου από µόνη της να περιγράφει τη ζωή
πάντα κατέληγα σε τούτη:γέννα ._
29
ύπνος ίλεως
ο ύπνος, όλο και πιο αργά έρχεται,τις νύχτες να µε πάρει!µάλλον είναι που εγέρασακι εκείνος, νέες προτιµάει!
εκείνες πο’ ’χουν όνειρακαι µέλλον να τα φτιάξουνµε ’κείνες παίζει και γελάτα βράδια στα κορµιά τους...
για µένα κράτησε σειράχορό για να µου στήσεισαν τέσσερεις µε πάρουνεδίχως ανάγκη στύσης...
τότε κι αυτός θα µε κρατάβαθειά στην αγκαλιά τουγια πάντα να ξεκουραστώστα αναχώµατα του...
30
εφιάλτης
κι αυτή η ψυχή...υπό διωγµό.να σώσω προσπαθούσατη πεθαµένη ήδη µάνα µουαπό το να πεθάνει ._
31
αχ!
αχ τα µωβ της αρχής κρινάκιατα δέντρα µε τους κλώνους απλωµένουςαγκαλιές στο ανύπαρκτο και το φυσικόκαι τα νερά στη κόψη των γκρεµών, αχ!οι πάγοι του αµετάκλητου
κι η φύση του παρόντος, αχ!η αχτίνα που διαπερνά το σκότος, αχ!κι η φωνή της κουκουβάγιας στ’ άγρια τα δειλινάο λύκος των δασών µουκι οι σταγόνες στ’ ακροχείλι των φύλλων, αχ!η αχλή κι η οµίχλη αχ!τα νερά των ωκεανών παφλάζοντακι η απεραντοσύνη του τίποτα, αχ!
32
υποκριτική απόδοση
άκουγα τις φίλες να λένε:δεν ήρθες που...ήέλα να...
ούτε ένα:έρχοµαι!ή έστω...θα ’ρθω!
33
µ’ ένα σταυροπόδι ακαταχώρητο
µ’ ένα σταυροπόδι ακαταχώρητοκαι µια φλέβα τσιγάρουστα δάχτυλα ανάµεσαχλευάζει το φόβο του ανθρώπουπου µακιγιάρει τον θάνατογια να τον καταχωρήσει
στέκει πάλι εδώ δίπλα µουευρύχωρη στο πράσινο σατέν φόρεµα τηςστενάχωρη στις σκέψεις της
όνοµα να της δώσω τροµάζωαµφιβάλλοντας την ανάγκη σουνα καταχωρείς ονοµαστικά τα λόγια µουµελαγχολία;θλίψη ίσως;ή απλώς Τερέζα;µπορεί και Ναταλίαοπωσδήποτε αµφιβολία
το δικό µου θ’ αποφύγω να χρησιµοποιήσωαπό φόβο µη κατηγορηθώ για επανάληψη
µ’ ένα σταυροπόδι ακαταχώρητοκαι µια φλέβα τσιγάρουστα δάχτυλα ανάµεσατρέµει τα ύπουλα
34
κι η στάχτη της...σπονδήσε µιαν αγάπη που ’λειψε καιρό...
35
στιγµιότυπα
(παραλήρηµα πάνω σε µια διαφήµιση,ρυθµός χιπ χοπ)
Ιστις σακούλες για σκουπίδιαβάλαν άρωµα βανίλιακι εγώ ραπάρωόταν φρικάρω
IIπάω Εξάρχεια πλατείαπάντα ήθελα να κάνω µια φιλία
ένας σκύλος µαύρος και κεφάλας πλησιάζειτον αγκαλιάζωφίλε µη σε νοιάζει
IIIκαι πλάτσα και πλούτσαφοβάµαι µήπως “χάσω”το λάµδα από τη... λούτσα!
IVπάω πλατεία Λαµπρινήςµια κιθάρα, ένας τραγουδιστής
36
νότες φτιάχνουν την παρέαµέθεξη λύτρωση ελπίδαη φιλία είναι µια σανίδα
Vάκου µικρέ ιδεαλιστή ποιητήµοιάσε µου και άσε µουέδαφος για να σε κρίνω
τα όνειρά σου φτύνωτην αξιοπρέπεια αγοράζωστην εντιµότητα αφηνιάζω
έλα να µου κάνεις τα χατίρια!σε κερνάω ισχύ, δύο ποτήρια...
το σώµα µου βγάζει σαπίλατραβώ κι εσέ µεσ’ στην ξεφτίλα
VIπατάω µια γόπα µε µανίαστη θέα σου µου έρχεται ναυτίατην κάνω να µοιάζει µε ανίαεγώ έφταιξα ή η κοινωνία;συγνώµη να ζητήσωνα σκύψω, τί να προσκυνήσω;
37
VIIδυο φόνοι µια τρεχάλαεπανάληψηη ανάσα από ανάνηψησάπιοι ύπνοι άσπλαχνοιιδρώτας, σάλιο ύποπτοάγχος ανύποπτοπνίγοµαι κλαίω καίω και γελάωπάνω µου το παίρνω κι ας πονάω
VIIIµη κοιτάς µε απορίαδυο είµαστε σε µια πορείαδώσε σηµασίασ’ έφαγε η µαταιοδοξία
τα δήθεν σου δε στηρίζουνπάρ’ τα πόδια σου µυρίζουναλαζονεία
πάνω µου στηρίχτηκεςσάπιος σαν και µένα αποδείχτηκες
τη φιλία µου δανείζωµε προσδοκίες σε προικίζω
µη φωνάζεις µη χτυπιέσαιπίσω στα γυρίζωείµαστε κι οι δυο άνοµοι
38
σε µια κοινωνία παράνοµη
να µε κατηγορήσεις δε µπορείςπου φάνηκα ασυνεπής ._
39
στην επέτειο
έτσι παραµονέςπαραµονεύουν οι συνάξειςνα µε λιώνουν αγώγιµο υλικόστα καλούπια της Ιστορίας
αιτηθέντος του κενούησυχίαµεγάλη ενέσκυψεν του νουαµηχανίατο ακροατήριο διερωτήθηπως εβόουν πριν τα πλήθη
φόρος τιµής αποτάθηκε στη µνήµηκι η επέτειος ολιγωρούσαενεδύετο ανυποψίαστη το ρόλο τηςµε µακιγιάζ διατηρητέων µνηµείων
εν τω µεταξύτόννοι χηµικώνσωρεύονταν στην είσοδο του θεάτρουκι η Αντιγόνηκούκλα πάνινη στα σπλάχνα των σκουπιδιών
έτσι παραµονέςπαραµονεύουν οι συνάξειςνα µε λιώνουν αγώγιµο υλικόστα καλούπια της Ιστορίας
40
φοράω τα ρούχα που µε γνώρισεςσε µια κατάσταση αναγνωρίσιµου πανικούκαλά κρυµµένου πίσω από αφελείς κινήσειςδαχτύλων και βλεµµάτων
σε καλώ προστρέχοντας σε αποθήκεςηµιθανούς ιστορίαςσε στιγµές µελαγχολίας ή ύποπτης ευφορίαςαντάµωσε µε!
το άσπρο προδίδει αταραξίαστο σώµα των αγγέλων
το ποίηµα γράφεται πεζόγια να αντέξει στα φορτία των ηµερώνκι αυτάµε κόκκινο περιβραχιόνιο στο µπράτσοπιονιέροι µιας λανθάνουσας επανάστασηςαντιµάχονται την παραδοξότητα των καιρών
το µαύρο δεν ταιριάζει στους χειµώνες ._
41
αλλοτροπισµός ή αλοτροπισµός
Χειλεόφωνααγαπώ, φοβάµαι, βοηθώ
Στον ουρανίσκο µου υγραίνω τα λάµδα της λατρείαςκαι της απαλλαγήςΣτην απειλή µπερδεύοµαιΑισχύνοµαι
Σε ακούωΗ ανάσα σου µυρίζει αγωνίαΕπαναλαµβάνοµαι αν βοηθά
Ο χειµώνας κυοφορεί ζωή και στην άνοιξηεγκυµονείται ο θάνατοςΤα καλοκαίρια υπάρχουν για να πιστοποιούντην αλήθειαΣτο φθινόπωρο ο θάνατος απολύεται
Σε ακούωΗ ανάσα σου γαληνεύειΈφτανε να το παραδεχτείς
Στο κίτρινο των φύλλων αισθητοποιείται η φθοράΚι οι µήνες, αρσενικά όλοικαι πώς ελπίδα να γεννήσουν;
Τα φθινόπωρα πονά αφόρητα η πλάτη µου
42
Συχνά ο πόνος δεν µε αφήνει να ησυχάσωτα βράδιαΑπρόσµενο για κάποιον που έζησε το προηγούµενοκαλοκαίριΤα φθινόπωρα το σώµα µου ετοιµάζεταινα κυοφορήσει τη ζωήΌσο τα κόκκαλα µου κάµπτονται στο σχήµα της µή-τρας, το µυαλό µου µετατρέπεται σε υπόστρωµά τηςκατάλληλο να θρέψει µε τρόπο τέτοιο, που συχνά νο-µίζω πως µια µέρα θα ξυπνήσω µε τις συνάφειές τουαλλαγµένες∆ιατηρώ ελπίδες για µια αναπτυγµένη µετάλλαξηόσο το υλικό παραµένει το ίδιο
Κράτησε τα χέρια στα πλευρά σουΣύµβολα φτερά για να λάµνουν στο σκότοςτων απειλώνΧάνω τον έλεγχο και θυµώνωΑπολογούµαι επιθετικά στρέφονταςτην προσοχή αλλούΗ ήττα απαραίτητη πριν την νίκη
ΝίκηΟνόµασέ µου τον πόλεµο
∆άκρυαΟι ποιητές τα ονοµάζουν πόνο ή και ψυχή∆ιαµάντιαΕυαισθησία
43
Εγώ τα λέω εγωισµό ή και λύτρωσηΟι επιστήµονες απεκκρίσειςΠεριττώµατα συνάφειας αισθηµάτων ικανάνα επιφέρουν πνιγµόΌπως και νά ’ναι, µην ντραπείς που κλαις
Σε ακούωΗ ανάσα σου γαλήνεψεέφτανε να το σκεφτείς
Η ιστορία γράφτηκε για να αναπαράγει µίσοςΜην ξεχάσεις να αναφερθείς στο παράδειγµαΈνα σµάρι περιστέρια έκλειναν τη διέλευσηστον προορισµόΤροµαγµένα ξεχώρισαν στο συναπάντηµά σαςΈνα µονάχα, αποφάσισε να πετάξει ορίζονταςτον άξονα προς τα εµπρός και ψηλάΈξοδος, τα σύννεφαΈστριψες αριστερά
Αναπαράγω τις φράσεις σου για να σ’ έχω κοντά µουΑποφεύγω να µιλώ για µεγαλοπρέπεια από φόβοµην αποκαλύψω την έπαρσή µουΕννοώ το λάθος στην µη αποδοχή της χρησιµότηταςτων όλωνΑπαραίτητα (ά)παντα τα στοιχεία στο µεγάλωµα
Οι φίλοι χάνονται όταν ψηλώνεις
44
Υπόλογοι υπήρξαµε στις ελλείψειςκαι την σοβαροφάνειά µαςΕυλογηµένο το αυθόρµητο στο φιλίΜην νοιαστείς αν σε δουν να µε φιλάς∆ιδάσκονται οι στάσεις
Κράτησε τα χέρια στα πλευρά σουΣύµβολα φτερά για να λάµνουνστο σκότος των απειλώνΧάνω τον έλεγχο και θυµώνωΑπολογούµαι επιθετικά στρέφονταςτην προσοχή αλλούΗ ήττα απαραίτητη πριν την νίκη
ΝίκηΟνόµασέ µου τον πόλεµο
Χειλεόφωνα αγαπώ, φοβάµαι, βοηθώΣτον ουρανίσκο µου υγραίνω τα λάµδα της λατρείαςκαι της απαλλαγήςΣτην απειλή µπερδεύοµαιΑισχύνοµαι ._
45
υπόθεση βεληνεκούς
∆ιέχυσα τη µελαγχολία µουσε µια µολότωφ που δε µπορούσα να πετάξωΗ περιαρθρίτιδα βλέπειςδεν θα επέτρεπε παρά µια βολήµε ελάχιστο βεληνεκές εµπρός µουπράγµα που θα ενέτασσε την πράξηστις αυτοκτονίεςΚι αυτό, θα τροφοδοτούσε µε τη σειρά τουόσα κατά βάθος επιθυµούσα να κάψωΈτσι, αρκέστηκα να την αφήσω σε µέροςπου να βρεθεί από σέναΚι όταν µ’ αυτή έπαιξες τον ήρωα που τιµωρείκρυφογέλαγα ευχαριστηµένηέστω κι ανµαζί της πυρπολούσες κι εµένα ._
46
στη θλίψη µου
...πρέπει να σου πωπως λόγια περίτεχνααν χρησιµοποιούσαγια κείνη να µιλήσωεπισφαλές κι επίπλαστοθα το έκρινεκαι µε µιας θα θύµωνεκαι µε ύφος δωρικόθα µε κάρφωνεΓι’ αυτό κι εγώπολλά απ’ αυτά δε θα πωµη την κακοκαρδίσωΓιατί, µη θαρρείςαναίσθητη κι απόµακρηστα δύσκολά µου στάθηκεΑντίθετα
Τα µεσηµέρια που κρύωνασαν άντρας τον έρωτα τουαγκάλιαζεστο πλάικαι τα δάχτυλα περνούσεµέσ’ απ’ τα µαλλιά µουΚι όταν άλλοτεαφηρηµένη κι άθυµηνα κάθοµαι µ’ έπιανεµουσικές µου χάριζε
47
κι ιστορίεςΚαι την ώραπου οι συναναστροφέςέκαιγαν του δωµάτιου τον αέραέξω µε έβγαζεµ’ ανάσες δροσερές να συνεφέρωκαι γέλιο
Έτσι κι εγώτ’ ανάλογα σκέφτηκαόφειλα να της προσφέρω∆υο µολύβια για τα µάτιαένα κραγιόνδύο σιντίς αγαπηµέναµια παρέα κοριτσιώνΜ’ ανόρεκτη την έβλεπα σ’ αυτάΜια µέρα µάλισταπου µπροστά στον καθρέφτη τηςτα δώρα µου πρόβαρενα µονολογεί την άκουσα:
“πόση αναζήτηση και τι µοναξιάµέσα κρυµµένο σε τούτο το γαλάζιο της”είπεκαι πέρασε στα βλέφαρά τηςτο µπλε της θάλασσας,που της είχα χαρίσει
κι αν είναι τ’ ουρανού;
48
πόσο ψέµα και δεν το µολογά ο φαύλος!σκέφτηκεκαι πέρασε στα χείλη της το µωβ της πασχαλιάςπου αγόρασα για κείνην
Μιαν άλλητην κρυφοκοίταζααπ’ τη δική µου γωνιάστο δωµάτιοκαθισµένη παιδικό οκλαδόνστη βαθειά µαύρη πολυθρόναπαίζοντας µε τον γκρενά φιόγκοτης πυτζάµας τηςκαθώς τις µουσικές µου βάλθηκε ν’ ακούσειΚόλλαγεόλο κόλλαγετρία τέσσερα τραγούδιακαι πάλι απ’ την αρχή τα ίδια“...όλα µου λείπουνε...”διέκρινα τους στίχουςκρεµασµένο ψίθυρο στα χείλη της
Κι όλο το βλέµµα της να έλκειερωτήσεις ανησυχίαςκι ούτε µια αγκαλιά!Γιατί, ξέρεις...πόση απόσταση και ποιο κενόορίζεται από αυτήν την κατάσταση∆ύσκολο να τ’ αντέξεις
49
εκτός κι αν είσαι ταγµένος σ’ αυτάπράγµα σπάνιοµ’ αιτία όχι την ανυπαρξία της ιδιότητας τόσοµα την ισχύ ως γενικήςτης κατάστασης που απαιτεί προσοχή
Έτσι κουράστηκα κι εγώΑποφάσισα να ξεκόψωΗ σχέση µας διαµορφώθηκε σε εξάρτησηΚαι µη θαρρείς πως δεν τό ’χα ήδη κάµει!∆υο φορές το προσπάθησαΜια µε στοχασµό κι ύφοςπου έθετε το ερώτηµακαι την άλληµε φρύδια σµιχτάκαι τη φωνή µου ίσια και δυνατήόπως αρµόζει για να σε πάρει κανείς στα σοβαρά
Άπρεπο κι άστοχο είπα, είναιτους άλλους ν’ απασχολείς και να βαραίνειςµε της κακοθυµίας σου τις ορέξειςΓι απάντηση,έριξε ώµους και κεφάλι πίσωσε γέλιο ηχηρόκαι χύθηκε µπροστάτραβώντας µε δυνατά από το χέριΈλα! φώναξεΗ ευκαιρία σου να σε προσέξουν!Στάσου! θύµωσα
50
Ποια νοµίζεις πως είσαιπου πάνω µου κολλάςνα κάνεις τους άλλους να µας προσέξουν;Κι ύστερα, έξυπνή µουθαρρείς πωςκι αν αυτό ακόµη γίνειεύκολο δα πως είναιο ξένος κι ο δικός– εκτός κι αν είναι έρωτας στα πρώτα τουή παιδί σου –τις τσιριµόνιες της βαρυθυµίας σουν’ αφουγκραστείκι όρθιος αν µείνειτη προσοχή του να σου χαρίσει;Εύκολα τα όµορφα µοιράζονταιτα άλλα, όχι...Προχώρα, απάντησεκαι µ’ έσυρε σα παιδάκι στην έκπληξηΗ αναιδής!
Τι κι αν σε βλέµµατα παιδικάτην εξέθετα κατ’ εξακολούθησηαπό τη γλύκα των παιδιών να πάρεικαι τη γνησιότηταλίγο να καλµάρει;Πίσω από τα µάτια µουτην έβλεπαν να τα κοιτάκι εκείνααπ’ την αλαζονεία φοβισµένα
51
ανταπέδιδαν στα ίσιατεµπελιά κι ανορεξίαανυπακοή και χλευασµόΑυτόν τον χλευασµόπου απαντά στην ειρωνείακαι την επίπλαστη προσοχήΑδιάφορη ισορροπίανεκρού οργανισµούσε ζον σύνολο
Κάποια µέρα ωστόσοπουπολλά τα ευχαριστώπου χρώσταγακατάλαβα πως είναικαι µ’ έτρωγε να τα προλάβωέκρινα πως ώρα είναι να ξεκόψωκι άτεγκτα ανακοίνωσατην υποχρέωσή µου πως είχα σκοπόνα εκπληρώσωκαι χρόνο και χώρο χρειαζόµουν γι αυτάΚαι κείνηπου απ’ τους ώµους αγκαλιάσει µ’ είχεζήλεψε κι έκλεψε τα ευχαριστώ µουστη τσέπη της βαθειά τ’ απίθωσεκι είπε η εγωίστριαπως δήθεν ευγνωµοσύνηκαι σε κείνηνε χρωστώπου µέρες τώρα µε κανάκευε
52
και πίσω δε θα τα ’δινεαν υπόσχεση δεν έδιναπως δε θα την ξεχνούσα
έτσι κι έκαναγια τη θλίψη µου ._
53
δεν υπάρχω
Ειµ’ η σκιά µιαςΆνοιξης που δεν καρποφόρησεΤο σώµα τζίτζικασε χειµασµένη γηΠέτρα θηραϊκήσε µαύρο τέµπλο ζωγράφουΕίµαι τ’ όνειροµιας άγνωρης ζωήςτο κορµί ράφτρας στη ΚαµπούλΗ άµµος που σ’ αγκαλιάζειστη παγωµένη στέπα της Σιβηρίας
∆εν υπάρχωΕίµαι το φιλί απ’ τα χείλη της Ιουλιέταςπου δε πήρες ποτέΟι Λαιστρυγόνες που δεν συνάντησεςΟ Όµηρος στα παραµύθια του παππού
Χάνοµαι στους βυθούςδυο µαύρων µατιώνΕικόνα Παναγίας Καµένης ._
54
στη µέρα δώσε τ’ όνοµά σου
Έτσι λοιπόν θα ’ρθεί!µια µέραξαφνικάόταν θά ’χεις ξεχάσει να τον περιµένεις
Ένα πρωινό που θα ξυπνάς από έρωτα τραχύµε στίχους αγαπηµένων τραγουδιώνστο µυαλό σου ριζωµένουςόπως γράφτηκαν εκεί το προηγούµενο βράδυ
Κι ούτε που θά ’χει πρόσωποάγριο και µαύροκουκούλα, δρέπανοδεν θα φορεί ή θα κρατάει
Έτσι, καθώς µια αχτίδα ήλιου θα αντιγράφειτην παρουσία σου στον απέναντι τοίχοαπαλλάσσοντας σε από διλήµµαταπροτεραιοτήτων στην αρχή της ηµέραςχρώµατα ή µια κούπα ζεστό καφέ;απρόσωπος θα εµφανιστείσε σχήµατα όποια κυριαρχούνε γύρω σου
Πρώτα σαν εκδοχή στο αιφνίδιοέπειτα σαν ενδεχόµενη βεβαιότητα περιγελούσατο ξέχασµα σουτέλος σαν δράµα αναπότρεπτο
55
κι όπως τα πράγµατα θα ζυγιάζειςζωντανός παράλυτος ή πεθαµένος;επικαλούµενος παράλληλα τα κοντινά σου θείαό,τι στο υποσυνείδητό σου γράφηκε από νωρίςανακαλώνταςόχι κυρίως σαν επιβεβαίωση της άποψης σουπωςγια τέτοιες ώρες φτιάχτηκαντον ρόλο τους ας παίξουνµα από συνήθειαβοήθεια για να πάρειςµορφές µα όχι πρόσωπαθα παίρνει
Μάσκεςπου άλλες θα σε συντροφεύουν στην οδόκι άλλες θα τον γλεντάνετον φόβο σουτον τρόµο σουτο άγχος και το άλγοςεναλλασσόµενες γοργά χωρίς να προλαβαίνειςτις γνώριµεςτις πιο ζεστέςεκείνες που σε στέργουνκοντά σου να κρατείςτις άλλες που σε ψέγουνν’ αποδιώχνειςέτσι λοιπόν θα εµφανιστείµαζί του να σε πάρει
56
ή στην καλύτερη των περιπτώσεωναπλά να σου θυµίσειαπερίσκεπτο πως είναι να ξεχνιέσαιένα πρωινό που θα ξυπνάς από έρωτα τραχύµε στίχους αγαπηµένων τραγουδιώνστο µυαλό σου ριζωµένους
Κι ανκόντρα στα ενδεχόµενατο γεγονός υπέρ σου λήξειµη γελαστείς και το σκεφτείςπως τάχα τον ξεγέλασεςτον άθλιο τον άγνωστοπου δίχως πρόσωπο κουκούλα ή δρεπάνιγια λίγο κοντοστάθηκεµε άλλονε να παίξεικαι σαν το θυµηθείκοντά σου πάλι θά ’ρθει
Γι αυτό πράξε σοφάκι όπως θα σηκώνεσαιστη µέρα δώσε τ’ όνοµά σουνα το θυµάσαι ._
57
διαθήκη
Όταν έρθει η ώρα εκείνηκαι πεθάνωβαρυγκώµιεςµη ξεστοµίσεις σε γιατρούςούτε κι εµένα...Ένα: ως εδώ ήτανκι εκείνο το άπλωµα των χεριώνπου προχωράµε διαβάζεταιαπό σένα προτιµώΆσε τους άλλους να πουν τα τυπικάκαι τ’ ανάθεµαΜη γίνει και µείνουν τα παιδιάµ’ αυτόν τον οίκτο της χαµένης ευκαιρίαςµήτε την ενοχή της ήττας απ’ το αναπόφευκτοΨηλά να κρατάνε το κεφάλιόπως τα µάθαµεόπως µας ταιριάζειΚι αν κατά πως ισχυρίζονταιτούτο ισχύεικαι µερίδιο κάποιο θά ’χωµε την αλαζονεία της σιγουριάςαπό µεγάλωµα µ’ αγάπηπροτιµώ να τα αισθάνοµαικαι πίσω απ’ το προσωρινόνα τα βλέπωΜη κληρονοµήσουν τα παιδιάτην ήττα της µικρότητας ._
58
τα γιασεµιά του φθινοπώρου
Τούτη η εποχήΘα έλεγαΕίναι των ΣατύρωνΚι αν το θάρροςΤης άγνοιας∆εν είχα απολέσειΘα ονοµάτιζα αυτούςΛιγούστρα(θαρρώ, το ξανα–βρήκα!)Τι άλλο να σκεφτώΠου απ’ την πρώτηΤου δειλινού την ώραΩς εκείνη την προχωρηµένηΤης ΑνατολήςΑυτή η µυρωδιάΣπέρµατος αδιάθετουΠολιορκεί κυµατοειδώς την όσφρησηΚάθε που διαβαίνω τη πλατεία κάτωθέ µου;Παιχνίδι αρσενικών µοιάζειΠου µε πρώτο υλικό απ’ τους αδένες τουςΝα σηµαδέψουν προσπαθούνΤον τόπο και το µέλλον∆ιεκδικώντας την επι–κυριαρχίαΣτην επιδερµίδα φύσης φυλλορροούσαςΤι κι αν φυσάΚι αν βρέχει;Τούτη την ορµή
59
Μήτε άνεµοςΜήτε βροχή καταλαγιάζουνΚι ολόγυρα...Φύλλα κίτριναΚι άλλα στο χρώµα της σκουριάς...∆υο κατακόκκινα τριαντάφυλλαΜείνανε να παλεύουνΚατάµονα στο κέντρο της πλατείαςΠιο πέραΜια συστάδαΓιασεµιών του Φθινοπώρου∆ακρύζει µοσχοβολιέςΕν µέσω ηµιθανών της εποχής, φύλλων...
60
τα Σάββατα της συγγνώµης
Έτσι λοιπόν στέκονται οι Κυριακές στη σειρά τους
ζεσταίνοντας τα άκρα τουςστις µάλλινες κάλτσες του Σαββάτου
∆υο στίχους παρακάτωτις βρίσκω να βουτούνσε νερό ζεµατιστότις αλωµένες βεβαιότητές τουςνα τις εξαφανίσουν θαρρείςµα εγώ σου λέωπως η πράξη σκοπό έχεινα νοστιµέψει τις ζωές µας
τίποτε πιο δραµατικό
Στη συνέχειαστο ρόλο µιας άνω τελείαςτοποθετούν τα τελετουργικά του µαγειρέµατοςµε ρόλο προεξάρχοντα στα µυρωδικάτούτα είναι που θα εξαφανίσουντα ανορθόδοξα στηµένατραβώντας τη προσοχή πάνω τουςόσο εκείνατα ανορθόδοξα δηλαδήθα αποδράσκουνµέσα από τους στήµονες
61
των λουλουδιών στο βάζο
Το αδιαπραγµάτευτα στέρεο στη διαδικασίαείναι η στιγµή που χαιρετίζουν τα παιδιά τουςγύρω από το µεσηµεριανό τραπέζιπράγµα που δεν ξέρω να στο χαρακτηρίσωόσο το επιδιώκω
Τα απογέµατα µε βρίσκουννα παρατηρώ τα νύχια τουςόµορφα κοντά κοµµένανα µη λερώνουν θα ισχυρισθείςκι εγώ θα σε αφήσω να το πιστεύειςκαθώς λόγο έχω να κρύψωτην αλήθεια που φανερώνεταιστο δέρµα των δαχτύλων και της παλάµης
Το τέλος του ποιήµατοςτις βρίσκει να περνάνε κρέµεςµε άρωµα βανίλιας ή µαστίχαςστα φρεσκοπλυµένα κορµιά τουςπράξη που τη χρονική της διάρκειαδεν µπορώ να υπολογίσωαφού κυµαίνεται ανάλογαµε την αφηρηµάδα στις κινήσεις
Σε τούτο θα συµφωνήσουµε,πως δηλαδήη αφηρηµάδα
62
έχει να κάνει µε µνήµεςπου πρόκειται να προκύψουναπό ένα ραντεβού ∆ευτέραςτο οποίο ενδεχοµένως αναβληθείαπό παράγοντα αστάθµητοαρρώστια ξαφνική θα πεις εσύεπιλέγοντας το σύνηθες και εύκολοαπό την έκρηξη ενός ηφαιστείουθα πω εγώ για να διαπραγµατευτώ άγριατο δράµα στη κατάληξηή απλώς να εξάρω τη φαντασία
Κι όπως το ποίηµα γράφτηκεδίχως ένα πνεύµα ή απόστροφοτούτο έχω να βάλω για τέλος του
Έτσι λοιπόν στέκονται οι Κυριακέςστη σειρά τουςστριφώνοντας την αµφίβολη παρουσία τουςστην ούγια των Σαββάτων της συγγνώµης ._
63
µυρωδιά από πεπόνι
όρκο θα έπαιρνα πως στο ’χω ξαναπείότι απ’ τα νούµερα όλαµου πάνε τα µεσαίαµήτε εκείνα τα λίγατα µικράπου φτώχεια υποδηλώνουνπνεύµατος και άλληµήτε τ’ άλλα τα µεγάλατα πολλάπου αφοσίωση καταδεικνύουνκι ανάλωση προσωπικήµε στόχο όχι την ουσίαµα την ανάδειξη κυρίωςκαι τ’ άλλοτην επίδειξη θα πωµιας εργασίας κι επίπλαστης αξίας
έτσι λοιπόνσε τούτο το δεκαεπτάτο νούµερο του Μαγιούκαθώς την εξώθυρα του προαυλίουπίσω µου τραβούσαθυσία στο µοσχοβόληµα τ’ αγέραένα πεπόνι θα ’γινε θαρρώαφού η ευωδιά τουκατέκλυζε τον τόπο
64
την ευκαιρία αρπάζοντας κι εγώγια ετικέτα της κρέµασα δικαιολογίατου δήθεν παράταιρη να µη φανώκαι το κίτρινο της απόγνωσηςπου καιρό µε κατατρώεινα ωριµάσει άφησα στο µούτρο µουκι όπωςεξιλεωµένη ως εκ τούτου βάδισατην έξοδο του χρέουςφέγγος παρά το µεσηµεριανό της ώραςκατέλαβε τη περίµετρο του προσώπου µουσαν δέηση στο χαµόγελο των σκέψεων...
65
ανενδοίαστα υπερβολικό
η νύχτα φορούσε λουλούδια στα µαλλιάκι ένα τσιγάρο ντελικάτο στα δάχτυλα ανάµεσα
οδήγησε µια παλιά Σεβρολέτ στο δρόµο προς τοΚάϊροκι ευτυχώς! πάτησε εγκαίρως φρένοµπροστά σ’ έναν ήλιο ασθµαίνοντα υποταγή στηνυγρασία του τόπου
το γάλα έσταζε απ’ τη κατσαρόλακι εκείνη γύρισε τον πίνακα ανάποδαγια νά ’βρει το γεγονός δικαιολογία
η ανάµνηση έπεφτε νεκρήόταν κάποιο όπλο εκπυρσοκρότησε αυτεπίστροφα
ευλογηµένοι οι χρόνοι που γεννούν καρποφο-ρούσα µια σιωπή ._
66
η οικειότητα της µελαγχολίας
∆οκιµή στο τάστοΜια νότα εξαιρέθηκι ο Χειµώνας λιποτακτεί από φυλακές του Νότουµένοντας µετέωροςστην εχθρότητα των καιρών
Απροετοίµαστη αποκαλύφθηκα στην αγοράΠαγωµένος ένας ήλιοςαποπειράθηκε να µ’ απειλήσεικολλώντας το πιστόλι του στον κρόταφο∆υο παρέες κοριτσιώνεπέµειναν στην παραµονή των Χριστουγέννων∆εν υπάρχουν άγγελοι προειδοποίησακι η αναγκαιότητακαρφωµένη στο βλέµµαακινητοποίησε τον κυνισµό µου
Στη µουσκεµένη πρασιάκαθισµένες σταυροπόδι κατάχαµα και στρογγυλάοι µνήµεςσαν πάχνη λαµπυρίζουσα στα παιδικά µουµ’ ανάγκασαν να χοροπηδώ πίσω τουςπαίζοντας το µαντήλιΤης ευκαιρίας δοθείσης, ανταποκρίθηκαΚυρίως για να ζεσταθώ
Αχ! η οικειότητα αυτή της µελαγχολίας
67
ξέφτισε το µαντήλι στις εικασίεςκι η µικρή Ελένηαµήχανη γερνάεισε αναµονή της σκηνής του αποχαιρετισµού
Αλαφιασµένος ο Άγιοςπεριδινείται στην υπερώια σχισµήτης αγιοσύνης τουπου η δυστυχία αρπάζει την ευκαιρίακι αµφισβητεί
Για µια ακόµη φοράαναρωτιέµαι σε ποιον ανήκειη ντελικάτη γόπα τσιγάρουσβησµένη άτσαλα στο πεζοδρόµιοΚάποιος εραστής ή πρεζόνισε δόση ευκαιρίας
Αλλόκοτα υποκύπτει η µέραστις απαιτήσεις του απογεύµατος ._
68
νυχτώνει πια νωρίς
νύχτωσε 17°Cένα φεγγάρι σε άλµηκαι το τριφύλλι να επιµένει στη γλάστραόµορφα συντυχαίνουν οι καιροίχειµώνας παρά κάτικι η αυγή γεννά µέλλον ακόµη ._
69
ένα ζευγάρι παπούτσια για το καλοκαίρι
πως να γεννηθούνοι σκέψεις που κυοφορούνταιστους δαιδαλώδειςτου µυαλού µου διαδρόµουςεδώστην άγονη της ησυχίας γηµε χώµατα φερτάπάνω σε συληµένους βράχουςπου γέρασαν µονάχοι τουςµαζί και µερικές ελιέςσκάρτες κι αυτέςακοίµητοιάγριων της φύσης γεννηµάτωνφρουροίσκορπιοί, φίδια κι αρουραίοικάτω από ήλιοπου τις ανάσες πυρώνεικαι φόντο επιβάλειαχνό γαλάζιοη υγρασία κι η σκόνηστις προγραµµατισµένεςτων F16 πτήσειςκαι των άλλων που αναχαιτίζουν;
µόνον οι τζίτζικεςκαι τ’ άλλαόπως είπα της φύσης τα γεννήµατα
70
ανενόχλητα επαναλαµβάνονταιτον κύκλο ικανοποιώνταςίσως που συνηθίσανείσως που φοβούνταιίσως και ν’ αµηχανεύονταιστη τόση του φωτός γδύµιασαν κάτι µέλισσες ασυνήθιστεςσε µέλι κυπαρισσιών φυτωρίουκι άλλων κάποιων φυτώνπου προέκυψαν µε εφαρµογές τεχνογνωσίαςπάντωςόχι σαν τα περιστέριαπου ζευγαρωτά έπιασαν να κατοικούνστις κουφάλες των σκεπώνκι αναιδώς γεµίζουν τα κενάσε καλέσµατατου µπούφου και των κούκωνστη διάρκεια της µέραςµε τα παντρολογήµατά τους
και σειςώ σκέψεις µου σπουργίτιαπου σας κούρασα µεσ’ το χειµώναστη γέννα που σας επιβάλλεταιαντιδράτε ραχατεύονταςκρυµµένες στις σκοτεινέςτου µυαλού µου κοιλότητες...
ας είναι!
71
ένα Άσπρο Τριαντάφυλλο στη σκούρα εσοχή
Μιας ώρας απόσταση από το τυπικό ξύπνηµα.
Τυπική κι αυτή καθώς το ξύπνηµα προηγήθηκετων συνήθων κατά µια ώρα κι ένα τέταρτο.
Άπραγη περιµένω το χάραµα.Εγώ κι ο αυγερινός.Α, ναι! κι η ησυχία της ώρας αυτής.Το κενό που αµφιβάλει για τον εαυτό του.Τσιγάρο δεν έχω. Ούτε κι ιδέες.Ένα φλιτζάνι καφέ µόνο και µυρωδιά από φρεσκο-βαµµένο τοίχο.Η µέρα χτες ήταν γεµάτη µυρωδιές.Πλαστικές µυρωδιές ή πλαστικής προέλευσης.Μιας πυρκαγιάς κι άλλης µιας, αθόρυβες.Θέλω να πω µ’ αυτό, πως η απόσταση ήταν τέτοιαπου τις σειρήνες και τον πανικόµόνο τα φανταζόσουν.Το µέγεθος πάλι, όχι καθώς οι καπνοί έδιναντην ταυτότητά του.
Αυτά έξω.Μέσα, Μανόλια, Άµµος και Λευκό.Μυρωδιά πλαστικού Vitex.Αν χρησιµοποιήσω τα πινέλα µου, µπορώ εκ τωνυστέρων να ζωγραφίσω ένα Άσπρο Τριαντάφυλλοστη σκούρα εσοχή.
72
Να µη γνωστοποιεί την ύπαρξη του εύκολα. Σαντην έκπληξη.Θά ’θελα να σε ρωτήσω σε ποιο ύψος το προτιµάς.Θα κοιµάσαι.Κι εγώ θά ’πρεπε.Όµως…
Περιµένω το χάραµα άπραγη αφήνοντας επίτηδεςτο κενό µεταξύ των ωρών για να γνωριστώµε τη µέρα που έρχεται.Ο όροφος κενός.Αν συµβεί κάτι δεν θα έχω µε ποιον να µοιραστώτο φόβο µου.Μια µηχανή µαρσάρει στη Πλακεντίας.Ένα αυτοκίνητο κυκλοφορεί µε τα µπάσα στοφουλ. Καλή συνταγή για να σβήνει η µνήµη.Για µια στιγµή ξεγελάστηκα.Όπως ο ήχος χρησιµοποίησε σαν αντηχείο τηπλάτη του καθίσµατός µου, νόµισα πως το ηχείοήταν η καρδιά µου.Έχω τους λόγους µου να την προσέχω.Χαράζει ._
73
Καπιταλισµέ αγάπη µου, γέρασες!
Το βλέπω στη καπαρντίνα που περισσεύει στο ύψοςτων ώµων. Στο λεκιασµένο από τον καιρό πρόσωποσου. Τις ρυτίδες που αυλακώνουν το µαραζωµένοµούτρο σου. Την καµπύλη της µύτης που έγινε πιογαµψή στενεύοντας το πτερύγιό της. Τα χείλη σουπου στένεψαν πια το χαµόγελό τους.
Μόνον αυτά τα µάτια µε το βλέµµα του λύγκα έµειναννα µε καρφώνουν ξηµερώµατα γαλήνης και βράδιααντάρας. Τα µάτια που παρέσυραν εµένα που τογάλα της µάνας µου βύζαξα ορκισµένη να σε πολε-µήσω και σου παραδόθηκα έρµαιο. Έρµαιο καιδούλη στα σχέδια σου που χρόνια πριν µε κατέστη-σαν οργανωτή κι εκτελεστή αντάµα. Τα µάτια που…
Με ξεγέλασες γλυκέ µου.Προγαµιαίο συµβόλαιο, διαθήκη ελπίδων κι ονείρωνµου µε λόγια που η ανάγκη µου να πιστέψω µε έκανενα το πράξω. Κι έτσι γενιές δούλων σε άφησα ναµου γεννήσεις. Παιδιά υποτελή. ∆οκιµαστές µοντέ-λων ζωής ανέραστης και καταθλιπτικής. Πατρόν τωνεπιδιώξεων σου. Μεταλλάξεις του εγώ σου. Τα θα-νάτωσες. Τα θανάτωσες τη νύκτα που επέλεξες νααναγεννηθείς αναστατωµένος στη θέα του επικείµε-νου θανάτου σου. Γιατί…Γιατί αποδείξεις ελλείψεων αδύνατον να βρεθούνµετά το…Το τέλος αποτιµά τη διαδικασία κι αυτή εστάθη ατε-
74
λής τα σχέδια να πραγµατώσει. Τα δικά σου… Ταδικά σου που απαίτησαν ώρες δουλειάς, ώρεςσπαταληµένης ζωής, κατανάλωση κέρδους που θαγεννούσε κέρδος άλλο αυτή τη φορά µεγαλύτεροκέρδος ασυµβίβαστο µε το ανθρώπινο κι εγώ…
Κι εγώ... ανέραστη και καταθλιπτική κι εγώ κατά-ντησα κι άλλο λόγο δεν αποτόλµησα να υψώσωπέρα του ψίθυρου δάκρυ δηλητήριο γελωτοποιός ναγίνω φαρµάκι στ’ αφτί σου να ρίξω το τύµπανο νακάψω εγώ η µήτρα στέρφα έγινα κόµπο τα σωθικάέδεσα παιδιά άλλα να µη γεννήσω στο όνοµα τηςαγιοσύνης που µε βάφτισε κάποια ανατολή στου κό-σµου αυτού το πέρασµα άπνοη σου παραδίνοµαι ταβράδια που µε σπασµούς ιδιοπαθείς γυρεύεις να συ-ντηρήσεις τη ζήση σου που χάνεται κι αρπάζεσαινύχια γαµψά µπήγοντας στα γοφιά µου που πονάνεκι οργή αιµορραγούν µαζί και αίµα βλαπτικό µα συδε καταλαβαίνεις µπολιασµένος µ’ αντίδοτο αίµα νάι-λον, πλαστικό, αίµα προϊόν σου και χύνεις σπέρµαπυώδη σπορά νέων µορφωµάτων στη µήτρα µου,εγώ…
Εγώ µε βλέµµα στραµµένο εκεί που σε κάθε ρίγοςτου αέρα σηµαίες και πανό µου γνέφουν κράτα, εκείεγώ…
Εγώ… θα γεννώ παιδιά µεσ’ απ’ τα σκισµένα γοφιάµου και τα γυάλινα µάτια µου προικισµένα µε τ’
75
όνειρο και την αντάρα της θάλασσας που δε πατιέ-ται, του ανέµου που δε πιάνεται, του βουνού πουκρατά τα µυστικά του, εγώ…
Εγώ… µε το βλέµµα στραµµένο εκεί που ο αγέραςανεµίζει τις σηµαίες και τα πανό στο γύρισµα της δια-δροµής από Χαυτεία προς Σταδίου θα γεννώ το µέλ-λον όσο εσύ µε σπασµούς ιδιοπαθείς θα στέλνειςσπέρµα πυώδη σπορά νέων µορφωµάτων σου στηµήτρα µου εγώ…
Aγάπη µου… π ε θ α ί ν ε ι ς!
76
µελέτη περίπτωσης
Κι αν δεν ρωτάς Έτσι εκτυλίχθηκαν τα πράγµατα Μιααπό εκείνες τις νύχτες του περασµένου µήνα Που ηυγρασία εγκλώβιζε τα συναισθήµατα στα κατώτεραστρώµατα της ατµόσφαιρας Στερώντας τους τη δυ-νατότητα της διασποράς Βρήκε ένα σωρό σκουπίδιαΚι έκρυψε κάτω από τον όγκο τους το κορµί της Μο-ναδική διαφυγή – Παιδιόθεν καταβολή – Η γάµπατης µετέωρη στο αναποφάσιστο της φύσης ∆ειλή µιαβροχούλα Λάσπωσε τα σκουπίδια και τη γάµπα Μο-νάχα ένας περαστικός άστεγος ∆ιέκρινε το σηµάδιΚαι βάλθηκε Όχι από καµιά λαιµαργία να πουλήσειτη γόβα για µιας πεντάρας παρόν Αλλά από ένστικτοκάποιο αναπτυγµένο στα καλέσµατα που ψιθύριζαν∆ίχως να φωνάζουν “βοήθησέ µε” Κι έσκαψε Μ’ ένανκόπο ανώφελο που δεν µπορούσε εξ αρχής να εκτι-µήσει σαν τέτοιο Κι όπως εκπλήρωνε το σκοπό τουΣε κάθε του νυχιά βογκούσε ο δόλιος σε όσα τούαποκαλύπτονταν Σκισµένο το γερασµένο της υπο-γάστριο Λευκό Γεννούσε σατανάδες κι άλλους διαό-λους πηγµένους σ’ αίµα µαύρο σκοτωµένο Και κάτισπόρους δίχως γέννα µέσα τους Άδειους, στέρφουςΚι οι ποντικοί των σκουπιδιών Αντί να φεύγουν στηθωριά του Ξεθάρρευαν κι αναιδείς πλησίαζαν Στηςκαρδιάς τ’ άνοιγµα να ρουφήξουν ότι ανάβλυζε Πουσα µέλι έµοιαζε µ’ είχε χρώµα βυσσινί του µούρουκαι τον έκανε ν’ αµφιβάλει Και τα χέρια της αγκυλω-µένοι οι όµορφοι καρποί της σ’ αυτή τη στάση που
77
έχουν οι τυφλοί σα πρόσωπο θέλουν να χαϊδέψουννα το αισθανθούν αφού δε βλέπουν µόνο... δίχως τηψυχή τους… σε µια κίνηση τελικά άγνωστή του Καιπου να ήξερε ο άµοιρος ποιαν φρικτή φυλακή ζω-γράφιζαν τα δάχτυλα Μια έκανε και παραµέρισε ταβρεγµένα της µαλλιά Κι αυτά κουλουριάστηκαν στηλάσπη Σα λευκά πέταλα µαδηµένου τριαντάφυλλουΜ’ έναν ύπερο έφηβο και στήµονες σα χορό αρχαίαςτραγωδίας γύρω του Πορσελάνη σπασµένη οι σκέ-ψεις της Και τα µάτια της δυο σκούρες λίµνες ικεσίαςστο χλωµό της πρόσωπο “βοήθησέ µε”, ψιθύρισε Κιαυτός κατάλαβε µόλις το άσκοπο της πράξης του κιευθύς να επανορθώσει πήγε µα πριν… σαν να ’δει-χναν τα µάτια εκεί ένα µικρό χαρτάκι διπλωµένο καιβρώµικο στα σκουπίδια ανάµεσα Βρώµικα και ταδικά του χέρια Παραµέρισαν τα περιττά κι έφτασαντο χαρτί “… µόνο... µη χαθείς τελείως! Μπορεί κά-ποια στιγµή να σε χρειαστώ…” διάβασε Έπειτα τοέβαλε στη χούφτα της κι άρχισε ευλαβικά να τηνσκεπάζει µε το σωρό από τα σκουπίδια Μοναδικήδιαφυγή άφησε Τη γάµπα της …µετέωρη στο ανα-ποφάσιστο της φύσης
Η φωνή που ψιθυριστά ζητούσε βοήθεια ησύχασε ._
78
φωνή κραυγή λυγµός
ένα άδειο κορµί η σιωπή των ανθρώπων η πόληη πόλη η σιωπή των ανθρώπων ο δρόµος Αραχώ-βης ο δρόµος η πλατεία οι φύλακες οι φύλακες οιφύλακες της πόλης οι φύλακες της πόλης δικάζουνοι φύλακες της πόλης δικάζουν όποιον δεν είναιίδιος µ’ αυτούς το βλέµµα τους φυλακίζει την εικόναµου κρέµονται στη φόδρα του φορέµατος ακινητο-ποιούν το κινητό στ’ αφτί µου στήνουν αφτί σταλόγια µου το βήµα µου ακολουθούν στο ρυθµόµου πατινάρουν η αµηχανία µου δραπετεύει απότο υπόγειο νοτιοανατολικό µου βλέµµα καθηλώνε-ται στην άκρη των ποτών τους µετεωρίζεται στηνκάπνα των τσιγάρων τους χάνεται στη στροφή τοδέντρο η καρδιά της πόλης η στροφή η στροφήεξουσιάζει τον δρόµο στεγνός ο αέρας ο άνεµος δει-λός άνθρωποι κουβέντες τραπέζια ο δρόµος ηΕλλάδα των καρτ ποστάλ και των εσωτερικών δια-δικασιών ανασκαλεύει στα όρια δύο καθέτων τιςορµές της η φωνή η φωνή απλώνει χέρι µίµησηπράξης εξαθλίωσης βοηθήστε µε που... το αίτηµαυποβάλλεται το αίτηµα αποβάλλεται η φωνή µηρυ-κάζει λόγια οργής δήθεν δήθεν οργή δήθεν λόγια-µίµηση πράξης εξαθλίωσης χάνεται στη στροφή οδρόµος ο δρόµος ένας υπόνοµος η σκιά ο λυγµόςβγαίνει από το σκοτάδι δεν έχει πρόσωπο δεν έχειµορφή δεν έχει χέρια είναι σκιά δώστε µου κάτι...ένα άδειο κορµί ο υπόνοµος η άλλη φωνή η αγωνία
79
η φωνή γαντζώνεται στη ψυχή µου λαιµητόµος τηςσυνείδησης µου η κραυγή το γέλιο κρυσταλλώνεταισπάει σε κοµµάτια ο υπόνοµος το ρουφά το κεφάλιµου κόβεται κυλάει στη σχάρα σφαχτάρι η χαρά ναχαθώ να χαθώ ο κάδος σκοτάδι το σύνθηµα σκο-τάδι η γωνία φως λιγοστό Αραχώβης να σηκωθώνα σηκωθώ να σηκωθούµε ένα άδειο κορµί ησιωπή των ανθρώπων η πόλη ._
80
τα χνούδια απ’ τις λεύκεςµπλέκονταν στις βλεφαρίδες µου
τέσσερα µετέωρα κουδουνίσµατα και...παγωµένοι χειµώνες κι άνυδρα φθινόπωρασυνωστίστηκαν στην πρώτη αυτού του καλοκαιριούευτυχώς ο Μάης, ατίθασος, δραπέτευσεδίνοντας άφεση µε υγρά πρελούδιαστην εισαγωγή και το τέλοςµιας παράξενης άνοιξηςάραγε, θ’ αρκούσαν δυο εµφυτεύµατα αγάπηςνα δέσει ο αρµός του παρελθόντοςµιας ζωής σε εκκρεµότητα;
εδώ, αν ρωτάς γι αυτό, η ζωή κυλάχορωδίες κοτσυφιών ξυπνούν τα πρωινά µουοι µαργαρίτες άνθισανοι παπαρούνες σώθηκανελάχιστες αποµείνανετο χαµοµήλι άνθισε στην ώρα τουµοσχοβόλησε ο τόπος– µια στιγµή ξεγελαστήκαµε και µας βρήκε ο ήλιοςχαµογελώντας –µαράθηκε γρήγορακανείς δεν έσκυψε να το µαζέψειµηχανές το άλωσαν αργότερατα χνούδια απ’ τις λεύκεςµπλέκονταν στις βλεφαρίδες µουευτυχώς ο Μάης έβρεξε και το βλέµµα µου καθά-
81
ρισεµα ήταν σα νά ’φυγε ένας φίλοςτόσο θα τό ’χα ανάγκη αυτό το βλεφαροµπέρδεµαεγώ; εγώ έγινα επικίνδυνηοδηγώ σε µετωπική µε το ρεύµαεπιχειρώντας να δικαιολογήσω την τάσηµε κινήσεις του χεριού τέτοιες που δηλώνουνσαφώς το αλλού της ύπαρξής µουπεριβάλλοµαι από ανθρώπους µπερδεµένουςκαι χαµένουςτίποτε δεν σπάει τη σιωπή του πανικούακόµη κι η αµηχανία απόκτησε άλλο χρώµαµπλαβίαυτό του νεκρού από καρδιακό αιφνίδιολυπάµαι τις πεταλούδεςδεν ξέρω πως µπορούν να ισορροπούν τις πτήσειςτους ανάµεσα σε φωνές υστερίαςµα ναι! υπάρχουν ακόµη πεταλούδεςξέχασα να στο πω;είδα µια προχτές µε καφέ λαµπερά φτεράκαι κίτρινες πινελιές κοντά στις κεραίες τηςκαι πορτοκαλί πιτσίλες πιο πίσωαναρωτήθηκαποια µέρη της φύσης έχουν τα χρώµατά τηςδεν πρόλαβα να σκεφτώέπρεπε να προχωρήσωη καθυστέρηση κρίθηκε αδικαιολόγητηως εκ της αιτίας τηςσυχνά µου ζητούν να απολογηθώ για επιλογές που
82
δεν µού ανήκουνδίχως να κάνουν τον κόπο να µε ρωτήσουν πρώτααν τις υποστηρίζωτότε κι εγώ πεισµώνω και παίρνω το µέρος τους τι-µωρώντας τον εαυτό µου µε την επιθετικότητά τουςδεν ξέρω γιατί το κάνωελπίζω να βρω κάποτε την ευκαιρία να ειρωνευτώτη βιασύνη τους να µιλούν µε στερεότυπα
τίποτε δεν σπάει τη σιωπή του πανικού
ακόµη κι η αµηχανία απόκτησε άλλο χρώµαµπλαβίαυτό του νεκρού από καρδιακό αιφνίδιολυπάµαι τις πεταλούδεςδεν ξέρω πως µπορούν να ισορροπούν τις πτήσειςτους ανάµεσα σε φωνές υστερίας ._
83
ένα ποίηµα κι ένα ρόδι λεκέςστην κατηφόρα της τσουλήθρας
στιχηδόν
[επειδή οι σκέψεις δηλώνουν αδυναµίανα στοιχηθούν οι λέξεις]
α! να παίζουν οι λέξεις το κρυφτόκαι πως τα νοήµατα ν’ αλλάζουνµε τούτον και τον άλλο προσδιορισµόν’ αντιµάχονται στην κυριαρχία!
κι άλλο α!στο δίκιο πού ’χαν οι λέξειςνα σε κρατούν ώρες κοντά τουςνα πολεµάς νοήµατα να δώσεις στα περιεχόµεναδιαλέγοντας επίθετα προσεχτικά και όρουςσκυµµένος πάνω τους σα µύστηςορθολογιστής εσύ και τελεστήςκι εγώόπως µ’ αποκάλεσεςστιχοπλόκος της λεξιλαγνείαςακατάλληλη για τους καιρούς...
κι αυτοί!ανήλικοι να παραµένουν στους αιώνεςπαιδιά που παίζουνσαν κορίτσια:
84
“η Μαρία, µάννα, µ’ έχει φίλη”και την άλλη πάλι, όχιή σαν αγόρια...να χτυπιούνταιστ’ όνοµα της ηθικής της µάννας τουςτων άλλων αµφισβητώνταςκι ύστερα πάλινα βαφτίζονται σε µια φιλίαεπιρρεπή στην αµφιλογία...µικροί τιτάνεςορίζοντας και διεκδικώντας την επικυριαρχία...
κάπου ξεχάστηκε ένα ακόµη, α!
µερικοί λένε πως το είδαν να παίζει στις τσουλή-θρες της παιδικής χαράςάλλοι πάλι ισχυρίζονται πως σταµάτησε κρεµα-σµένο στο βυζί της µάννας τουνα µε κοιτά ρουφώντας µε δύναµηµεγάλες γουλιές γάλα
...ένας κότσυφας µαρτύρησε πως το είδε να παίζει“βαρελάκια” στη κατηφόρα της πέρα γειτονιάςη µάννα του, τού έχει απαγορεύσει να πηγαίνεικείθε, ψιθύρισε ένας σπουργίτης κι ύστερα πέταξενα πάει να το βρειένα µυρµήγκι έµοιαζε κάτι να κρύβει στη µικρήκοιλιά τουσπόρος ήταν
85
τελικά το α! βρέθηκε!σε µια τούφα µέσα στα γνήσια µαύρα µαλλιά σουνα αυθαδιάζει στη λευκότητα των δικών µου ._
86
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ερωτικό..................................................................7έσω εξορία............................................................9σαν γαλάζιο που ξεβάφει.....................................10-µε τη βροχήπου κρύβονται τα πουλιά στη πόλη;....................12θόρυβος και σκόνη..............................................13µια µέρα σαν κι αυτή...........................................15το µεσηµέρι εκείνο του Απρίλη.............................18η φωτογραφία......................................................21ο νεροχύτης.........................................................22φιλιά µε γεύση ασπιρίνης.....................................25παραληρηµατική εισαγωγή..................................27η δύναµη της λέξης..............................................29ύπνος ίλεως.........................................................30εφιάλτης...............................................................31αχ!........................................................................32υποκριτική απόδοση............................................33µ’ ένα σταυροπόδι ακαταχώρητο.........................34στιγµιότυπα..........................................................36στην επέτειο.........................................................40αλλοτροπισµός ή αλοτροπισµός..........................42υπόθεση βεληνεκούς...........................................46στη θλίψη µου......................................................47δεν υπάρχω.........................................................54στη µέρα δώσε το όνοµά σου...............................55διαθήκη................................................................58τα γιασεµιά του φθινοπώρου................................59τα Σάββατα της συγγνώµης.................................61µυρωδιά από πεπόνι............................................64
89
ανενδοίαστα υπερβολικό......................................66η οικειότητα της µελαγχολίας................................67νυχτώνει πια νωρίς...............................................69ένα ζευγάρι παπούτσια για το καλοκαίρι..............70ένα Άσπρο Τριαντάφυλλο σε σκούρα εσοχή........72Καπιταλισµέ αγάπη µου, γέρασες!.......................74µελέτη περίπτωσης.............................................77φωνή κραυγή λυγµός...........................................79τα χνούδια από τις λεύκεςµπλέκονταν στις βλεφαρίδες µου.........................81ένα ποίηµα κι ένα ρόδι λεκές στην κατηφόρα τηςτσουλήθρας..........................................................84
90
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΣΗΜΙΝΑΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΥνοτιοανατολικό βλέµµα
ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙAΚΑΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗ
ΜΕ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙ∆Α ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
ΤΟ ΜΑΪΟ ΤΟΥ 2014
f