52
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Μεταπτυχιακό Σεμινάριο: Ιστορική Χαρτογράφηση «ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΚΑΤΑ ΤΙΣ NOTITIAE EPISCOPATUUM ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ» Διδάσκουσα Καθηγήτρια: Βαρβάρα Κουταβά - Δεληβοριά ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Α.Μ. : 200215 ΑΘΗΝΑ 2007

NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

  • Upload
    -

  • View
    127

  • Download
    6

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣΜεταπτυχιακό Σεμινάριο:

Ιστορική Χαρτογράφηση

«ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΚΑΤΑ ΤΙΣ NOTITIAE EPISCOPATUUMΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ»

Διδάσκουσα Καθηγήτρια:Βαρβάρα Κουταβά - Δεληβοριά

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣΑ.Μ. : 200215

ΑΘΗΝΑ 2007

Page 2: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος

Εισαγωγή

2

Page 3: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα εργασία εκπονείται στο πλαίσιο του σεμιναριακού μαθήματος «Ιστορική Χαρτογράφηση» υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριας Βαρβάρας Κουταβά – Δεληβοριά. Θέμα της εργασίας είναι η μελέτη της εκκλησιαστικής οργάνωσης της Πελοποννήσου μέσα από τις Notitiae Episcopatuum της βυζαντινής περιόδου ή, όπως αλλιώς λέγονται, μέσα από τα εκκλησιαστικά Τακτικά και η δημιουργία χαρτών της Πελοποννήσου με βάση τις σε κάθε περίοδο αναφερόμενες στα Τακτικά μητροπόλεις και επισκοπές της περιοχής.

Οι Notitiae Episcopatuum είναι ειδικοί κατάλογοι, που παραδίδουν την τάξη των εκκλησιαστικών θρόνων, μητροπόλεων, αυτοκεφάλων αρχιεπισκοπών και των υποκειμένων σε κάθε μητρόπολη επισκοπών. Είναι πολύτιμες πηγές για τη διοικητική διάρθρωση της Εκκλησίας και τις κατά καιρούς επελθούσες μεταβολές. Καθορίζουν τη σειρά πρωτοκλησίας των ιεραρχών σε εκκλησιαστικές ή αυλικές συναθροίσεις, πάντοτε με βάση τη θέση της μητρόπολης στην ιεραρχία1. Η σειρά υπόκειται σε μεταβολές, που απηχούν αντίστοιχες πολιτικές εξελίξεις. Άλλοτε η μητρόπολη προάγεται σε ανώτερη τάξη, άλλοτε υποβιβάζεται, άλλοτε δημιουργούνται νέες μητροπόλεις ή επισκοπές, ενίοτε καταργούνται παλαιές. Οι κατάλογοι αυτοί συντάχθηκαν σε διάφορες εποχές και ως εκ τούτου αποδίδουν κατά κανόνα την ισχύουσα κάθε φορά τάξη στην ιεραρχία2. Η πρώτη notitia από όσες διατηρήθηκαν στη χειρόγραφη παράδοση ανήκει στην εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641) και η τελευταία στον ΙΕ΄/ΙΣΤ΄ αιώνα. Μέχρι σήμερα είναι γνωστές 21 διαφορετικές «κλήσεις» 3.

Όμως δεν μπορούμε να είμαστε πάντοτε βέβαιοι για τις πληροφορίες που παρέχουν οι πηγές αυτές. Επειδή η προέλευση αυτών των επισκοπικών καταλόγων δεν ήταν πάντοτε επίσημη, κάποτε το περιεχόμενό τους αντικατοπτρίζει διεκδικήσεις και αξιώσεις και όχι την πραγματική κατάσταση της εποχής4. Γι’ αυτό ενδείκνυται σε περιπτώσεις αμφιβολίας ο

1 Χριστοφιλοπούλου, Α΄, σ. 57.2 Χριστοφιλοπούλου, Α΄, σ. 57.3 Βλ. ODB 3, λήμμα Notitiae, σ. 1496.4 Βλ. Beck, Kirche, σ. 148.

3

Page 4: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

έλεγχος των μαρτυριών τους μέσω άλλων σύγχρονων ιστορικών πηγών. Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας χρησιμοποιήθηκε η κριτική έκδοση των Notitiae Episcopatuum από το Jean Darrouzès5.

Επίσης, χρησιμοποιήθηκε και μια δεύτερη πηγή, ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους, ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά γεωγραφικά έργα6. Ο Συνέκδημος συντάχθηκε από το γραμματικό Ιεροκλή μεταξύ της 1ης

Αυγούστου του 527 και του φθινοπώρου του 5287 και αποτελεί έναν απλό κατάλογο πόλεων, χωρισμένο σύμφωνα με τις επαρχίες, που τοποθετούνται σε πρόχειρη γεωγραφική σειρά, ο οποίος φαίνεται να έχει βασιστεί σε μη εκκλησιαστικά διοικητικά έγγραφα των μέσων του Ε΄ αιώνα. Ωστόσο, στη λίστα έγιναν προσθέσεις και από τον Ιεροκλή, το συγγραφέα του έργου8. Επίσης, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το κείμενο του Συνεκδήμου έχει βασιστεί σε ένα μεγαλύτερο γεωγραφικό οδηγό, που φτάνει μέχρι το 460 ή το 4649. Πάντως είναι ο πιο μακρύς κατάλογος για την περίοδο από τον Ε΄ ως τον ΣΤ΄ αιώνα και δίνει την πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την κατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας την εποχή αυτή.

5 J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae. Texte critique, introduction et notes, Παρίσι 1981.6 Για την πηγή αυτή χρησιμοποιήθηκε η κριτική έκδοση του E. Honigmann, Le Synecdèmos d’ Hiéroklès et l’ opuscule géographique de Georges de Chypre, Bruxelles 1939.7 Χριστοφιλοπούλου, Α΄, σ. 75.8 Βλ. ODB 2, λήμμα Hierokles, σ. 930.9 Βλ. Bon, Péloponnèse, σ. 21.

4

Page 5: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Εκκλησία της Πελοποννήσου αναπτύχθηκε μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης ρωμαϊκής Επαρχίας Αχαΐας ή Ελλάδος, της οποίας η Πελοπόννησος ήταν τμήμα. Η επαρχία Αχαΐας εκτεινόταν από τις Θερμοπύλες ως το Ταίναρο και είχε πρωτεύουσα την Κόρινθο10. Η εκκλησιαστική οργάνωση ακολουθούσε την πολιτική και η Κόρινθος ήταν και η μητρόπολη της ίδιας επαρχίας. Ο μητροπολίτης της ήταν επικεφαλής των επισκοπών της Ελλάδος11. Η πρώτη notitia που περιέχει κατάλογο των μητροπόλεων Πελοποννήσου με τις υποκείμενες σε αυτές επισκοπές χρονολογείται από τα τέλη του Η΄ μέχρι το πρώτο μισό του Θ΄ αιώνα περίπου. Επομένως, όσον αφορά την οργάνωση της Εκκλησίας της Πελοποννήσου κατά τους προηγούμενους αιώνες, πρέπει να αναζητηθούν πληροφορίες από άλλες πηγές12.

Παρά την έλλειψη μαρτυριών, είναι βέβαιο ότι κατά τους τρεις πρώτους αιώνες είχαν ιδρυθεί και άλλες τοπικές εκκλησίες στην Πελοπόννησο, οι οποίες διατηρούσαν στενούς πνευματικούς και εκκλησιαστικούς δεσμούς με την ακμαία εκκλησία της Κορίνθου ως γειτνιάζουσες ή και ως θυγατέρες τοπικές εκκλησίες. Ο μητροπολίτης της Κορίνθου είχε τα πρεσβεία της τιμής σε ολόκληρη την επαρχία της Αχαΐας, γιατί ήταν πνευματικός ηγέτης όχι μόνο μιας αποστολικής αλλά και μιας ακμαίας τοπικής Εκκλησίας, γι’ αυτό και ήδη κατά το Β΄ αιώνα συγκαλούσε, προήδρευε και εκτελούσε τις αποφάσεις των συνοδικών συνελεύσεων των επισκόπων της Αχαΐας, είτε για τοπικά είτε για γενικότερου ενδιαφέροντος εκκλησιαστικά ζητήματα13.

Η εθιμική πράξη των τριών πρώτων αιώνων κατοχυρώθηκε με τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325) που σχετίζονταν με τη

10 Αβραμέα, Πρωτοβυζαντινή Πελοπόννησος, σ. 11. 11 Βλ. Avraméa, Péloponnèse, σ. 37.12 Βλ. Bon, Péloponnèse, σ. 103, όπου επισημαίνει ότι πολύτιμη πηγή για την οργάνωση της Εκκλησίας στην Πελοπόννησο την πρωτοβυζαντινή περίοδο είναι οι συνοδικοί κατάλογοι.13 Φειδάς, Εκκλησία Πελοποννήσου, σ. 81.

5

Page 6: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

γενικότερη οργάνωση της Εκκλησίας, η οποία στηρίχθηκε στην επαρχιακή διοικητική οργάνωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας14. Η Κόρινθος, ως πολιτική πρωτεύουσα της Αχαΐας, ορίστηκε συγχρόνως και εκκλησιαστική Μητρόπολη όλων των τοπικών εκκλησιών της Αχαΐας. Έτσι, τα πρεσβεία τιμής που αποδίδονταν εθιμικά κατά τους τρεις πρώτους αιώνες περιβλήθηκαν πλέον με υποχρεωτικό χαρακτήρα και με συγκεκριμένα κανονικά δικαιώματα για τη λειτουργία της Επαρχιακής συνόδου των επισκοπών της Αχαΐας κατά την αντιμετώπιση σοβαρών ζητημάτων πίστης ή κανονικής τάξης. Η ραγδαία μεταστροφή του ελληνορωμαϊκού κόσμου στο Χριστιανισμό κατά τον Δ΄ αιώνα, η οποία προσδιόρισε την ευρύτερη διάδοση του Χριστιανισμού και στην Πελοπόννησο, αύξησε τον αριθμό των επισκοπών της και διεύρυνε το κύρος της μητρόπολης Κορίνθου στα γενικότερα εκκλησιαστικά ζητήματα για την αντιμετώπιση των μεγάλων αιρέσεων του Δ΄ και του Ε΄ αιώνα15.

Όμως η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, ως της νέας πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μετέθεσε σταδιακά το κέντρο της εκκλησιαστικής ακτινοβολίας στον ελλαδικό χώρο από την Κόρινθο στη Θεσσαλονίκη, η οποία ορίστηκε και πρωτεύουσα της ευρύτερης διοικήσεως του Ανατολικού Ιλλυρικού. Ως εκ τούτου, μετά τις κανονικές αποφάσεις της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (381) διεκδίκησε την επιβολή του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης στους άλλους μητροπολίτες του Ανατολικού Ιλλυρικού (Κορίνθου της Αχαΐας, Γόρτυνας της Κρήτης, Λαρίσης της Θεσσαλίας, Νικοπόλεως της Παλαιάς Ηπείρου, Δυρραχίου της Νέας Ηπείρου)16. Οι μητροπολίτες αυτοί, αν και υπερασπίστηκαν αρχικά τη διοικητική τους ανεξαρτησία, μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451)17 αναγνώρισαν, σταδιακά, υπό την εκκλησιαστική και πολιτική πίεση της

14 Πρόκειται για τους κανόνες 4, 5, 6 και 7 της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Βλ. Ιεροί κανόνες, σ. 122-133.15 Φειδάς, Εκκλησία Πελοποννήσου, σ. 84.16 Φειδάς, Εκκλησία Πελοποννήσου, σ. 86.17 Στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα συμμετείχε ο επίσκοπος Κορίνθου Πέτρος, επικεφαλής αρκετών επισκόπων της Αχαΐας. Βλ. Mansi, VI 5650, 940D, 1082B. Ανάμεσά τους ήταν ο Λακεδαίμονος Όσιος, ο Μεγαλοπόλεως Τιμόθεος, ο Άργους Ονήσιμος, ο Μεσσήνης Ιωάννης, ο Τεγέας Ωφέλιμος και ο Πατρών Ιωάννης.

6

Page 7: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Κωνσταντινούπολης το συντονιστικό ρόλο του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης18.

Πάντως, το κέντρο της Εκκλησίας της επαρχίας Ελλάδος παρέμενε η Κόρινθος. Αυτό αποδεικνύεται από τη σύγκληση Συνόδου στην Κόρινθο το 458 υπό την προεδρία του επισκόπου Κορίνθου Πέτρου. Η Σύνοδος αυτή απέστειλε στον αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ επιστολή, με την οποία του γνωστοποιούσε ότι οι επίσκοποι της επαρχίας Ελλάδος επιδοκιμάζουν τις αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου19. Ανάμεσά τους ήταν ο Πατρών Αλέξανδρος, ο Άργους Θαλής, ο Λακεδαιμονίας Όσιος, ο Μεσσήνης Ιωάννης, ο Μεγαλόπολης Τιμόθεος και ο Κορωνείας Αφόβιος20.

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος άφησε άλυτο ένα άλλο ζήτημα. Συγκεκριμένα, παρέμεινε ακαθόριστη η διοικητική αναφορά των μητροπόλεων του Ανατολικού Ιλλυρικού, την οποία διεκδικούσαν συνεχώς τόσο ο Παπικός θρόνος, όσο και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Τελικά, οι μητροπόλεις αυτές εντάχθηκαν το 535 από τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565) στην πνευματική εποπτεία του παπικού θρόνου μέχρι το 731-732. Τότε ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ (717-741) υπήγαγε αυθαίρετα τις μητροπόλεις του Αν. Ιλλυρικού και της Ν. Ιταλίας στη διοικητική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επειδή οι επίσκοποι Ρώμης Γρηγόριος Β΄ και Γρηγόριος Γ΄ αντέδρασαν στην εικονομαχική πολιτική του.

Οι μεταβολές αυτές στη διοικητική αναφορά των μητροπόλεων του Αν. Ιλλυρικού δεν επιτρέπουν αυθαίρετες γενικεύσεις περί πλήρους αποδιοργάνωσης του εκκλησιαστικού βίου της Πελοποννήσου από τη μαζική εισβολή σλαβικών φύλων στην περιοχή μετά τα μέσα του ΣΤ΄ αιώνα μέχρι τα μέσα του Η΄ αιώνα. Η σχεδόν πλήρης έλλειψη μαρτυριών αυτήν την περίοδο για τις τοπικές εκκλησίες της Πελοποννήσου μπορεί να ερμηνευθεί από την αποκοπή τους για τη χρονική περίοδο 535-732 από το διοικητικό σώμα των εκκλησιών της Ανατολής, στη λειτουργία του οποίου αναφέρονται κυρίως οι βυζαντινές πηγές της εποχής. Πράγματι, οι

18 Αυτό προβλεπόταν από τους κανόνες 9 και 17 της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Βλ. Ιεροί κανόνες, σ. 237, 258.19 Mansi, VII 611-612.20 Βλ. Bon, Péloponnèse, σ. 9.

7

Page 8: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

μητροπολίτες και οι επίσκοποι της Πελοποννήσου δεν εκλέγονταν και δεν κρίνονταν από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αφού υπάγονταν από το 535 μέχρι το 732 στην πνευματική εποπτεία του παπικού θρόνου, ο οποίος όμως παρενέβαινε μόνο σε μείζονα ζητήματα, γι’ αυτό και ο εσωτερικός βίος των εκκλησιών της Πελοποννήσου δεν εμφανίζεται στις πηγές τόσο της Ανατολής, όσο και της Δύσης21.

Άλλωστε, όσον αφορά το ζήτημα αυτό, και η αρχαιολογική έρευνα έχει αποδείξει πια ότι η βυζαντινή παρουσία συνεχίστηκε στην περιοχή και αυτήν την περίοδο. Συγκεκριμένα, η εξέταση των νομισμάτων, της κεραμικής και διαφόρων μεταλλικών αντικειμένων, όπως ήταν οι πόρπες, της περιόδου από τον ΣΤ΄ ως τον Η΄ αιώνα δείχνει ότι ο βυζαντινός βίος στην Πελοπόννησο, αν και παρουσίασε κάμψη τους αιώνες αυτούς, δε διακόπηκε22. Έχει υποστηριχθεί ότι η σπάνις νομισμάτων στην Πελοπόννησο για τους Ζ΄ και Η΄ αιώνα δεν μπορεί να θεωρηθεί, πλέον, τεκμήριο για την εκδίωξη των ντόπιων και την κατάλυση της βυζαντινής εξουσίας, αλλά μάλλον οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη νέα, κλειστή αγροτική οικονομία με την περιορισμένη κυκλοφορία του νομίσματος στη

βυζαντινή επικράτεια23.

21 Φειδάς, Εκκλησία Πελοποννήσου, σ. 89.22 Βλ. Avraméa, Péloponnèse, σ. 77, 85-86, 98.23 Βλ. Αναγνωστάκης, Σλαβικό ζήτημα, σ. 30.

8

Page 9: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΚΑΤΑ ΤΙΣ NOTITIAE EPISCOPATUUM

Μέχρι το σημείο αυτό παρακολουθήσαμε σε γενικές γραμμές την εξέλιξη της εκκλησιαστικής οργάνωσης της Πελοποννήσου ως τον Η΄ αιώνα καθώς μέχρι τότε οι μαρτυρίες είναι λίγες. Επίσης, στη μοναδική Notitia που συντάχτηκε πριν τον Η΄ αιώνα δεν υπάρχει αναφορά στις μητροπόλεις της περιοχής για την περίοδο αυτή, καθώς μέχρι το 731-732 οι μητροπόλεις του Ανατολικού Ιλλυρικού ανήκαν στην πνευματική εποπτεία του παπικού θρόνου. Οι μητροπόλεις της Πελοποννήσου περιλαμβάνονται σε όλα τα Τακτικά, που γράφτηκαν από τον Η΄ αιώνα και μετά. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι notitiae, που περιέχουν τις μητροπόλεις της Πελοποννήσου μαζί με τις υποκείμενες σε αυτές επισκοπές. Οι notitiae αυτές είναι οι 3, 7, 9, 10 και 1324. Οι υπόλοιπες notitiae δεν περιέχουν κατάλογο των υποκειμένων στις μητροπόλεις επισκοπών.

Notitia 3

Για τα εκκλησιαστικά πράγματα της Πελοποννήσου κατά τον Η΄ αιώνα υποτίθεται ότι λαμβάνουμε πλήρη εικόνα από το Τακτικό του Παρισινού Κώδικος 1555Α, καθώς είναι η πρώτη notitia, που περιέχει και κατάλογο μητροπόλεων και κατάλογο υποκειμένων στις μητροπόλεις επισκοπών. Η notitia 3 πρέπει να εξεταστεί ξεχωριστά από τις υπόλοιπες και με ιδιαίτερη προσοχή, γιατί είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. Κατά τον Darrouzès, η αναγραφή αυτή πρέπει να χρονολογηθεί στα έτη 787-86925. Αποτελεί μία από τις ελάχιστες πηγές που, αν όντως καταθέτει την πραγματικότητα, θα μπορούσε να μας πληροφορήσει για την εκκλησιαστική οργάνωση στα μεταβατικά χρόνια μετά την απόσπαση της Πελοποννήσου το 732 από τον πάπα. Όμως υπάρχουν πολλές αμφιβολίες από τους ερευνητές

24 Τις μητροπόλεις της Πελοποννήσου με τις υποκείμενες επισκοπές τους περιέχει και η not. 21. Όμως το συγκεκριμένο Τακτικό χρονολογείται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και γι’ αυτό δε θα απασχολήσει την παρούσα εργασία.25 Βλ. Darrouzès, Notitiae, σ. 32.

9

Page 10: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

για το αν αυτό το Τακτικό αποτυπώνει με ακρίβεια την κατάσταση της εποχής που συντάχθηκε.

Το κείμενο βρέθηκε σε ένα μόνο χειρόγραφο του ΙΔ΄ αιώνα, στον Παρισινό κώδικα 1555Α. Μελετώντας κανείς το περιεχόμενό του μπορεί να ανακαλύψει ότι δε μας παρέχει κάποια ένδειξη για την πηγή ή την προέλευση της συγκεκριμένης notitia. Παρατηρείται, επίσης, ότι βρίσκεται σε ασυμφωνία με την υπόλοιπη συλλογή των επισκοπικών καταλόγων26. Αφότου δημοσιεύτηκε αυτή η notitia από τον De Boor, παρέμεινε γνωστή ως η «notitia των Εικονοκλαστών», εξαιτίας της συσχέτισης, που υποτίθεται ότι υπάρχει, ανάμεσα στο περιεχόμενο του κειμένου και στην προσάρτηση του Ιλλυρικού στη Βυζαντινή αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του Η΄ αιώνα. Ως προς το περιεχόμενο και την ταξινόμηση των νέων μητροπολιτικών εδρών και κυρίως των δυτικών στην παλαιά λίστα, επικρατεί μεγάλη ακαταστασία27.

Επιπλέον, η κριτική ανάγνωση του κειμένου δείχνει κατά πρώτο λόγο ότι στο συμπίλημα χρησιμοποιήθηκαν ανόμοιες πηγές και κατά δεύτερο ότι παρατέθηκαν αυτούσια κομμάτια από άλλα έργα, για παράδειγμα εκκλησιαστικά, όπως οι κατάλογοι της Συνόδου του 787, και πολιτικά, όπως ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους. Αυτές οι πηγές διατηρούν στο κείμενο τον αυθεντικό τους χαρακτήρα, υπάρχουν όμως και στοιχεία από πηγές, που δεν αναγνωρίζονται και φαίνεται να αποτελούν ύστερη προσθήκη28.

Στο εν λόγω Τακτικό αναγράφονται κατά τη γνωστή τάξη πρώτα τα πατριαρχεία, ακολούθως οι μητροπόλεις, που υπόκεινται στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, μετά οι αυτοκέφαλες εκκλησίες και, τέλος, οι υποκείμενες σε κάθε μητρόπολη επισκοπές. Στις μητροπόλεις αναγράφεται στη 47η θέση η μητρόπολη Κορίνθου στην ἐπαρχία Πελοποννήσου29. Στον πίνακα των αυτοκεφάλων εκκλησιών αναγράφεται πρώτη η εκκλησία Πατρῶν στην ἐπαρχία Ἑλλάδος και δεύτερη η εκκλησία Ἀρκαδίας στην ἐπαρχία Πελοποννήσου30. Υπό το μητροπολίτη Κορίνθου αναφέρονται 33 26 Darrouzès, Notitiae, σ. 20.27 Darrouzès, Notitiae, σ. 22.28 Darrouzès, Notitiae, σ. 32.29 Darrouzès, Notitia 3, 52, σ. 231.30 Darrouzès, Notitia 3, 55-56, σ. 232.

1

Page 11: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

επίσκοποι. Ο κατάλογος των επισκόπων, όπως έχει στο Τακτικό, σύμφωνα με την έκδοση του Darrouzès, είναι ο εξής31:

α΄ Κόρινθος μητρόπολιςβ΄ ὁ Ἐδίου (Αιγίου)γ΄ ὁ Ἐδίρας (Αιγείρων)δ΄ ὁ Σικύου (δηλ. Σικυώνος)ε΄ ὁ Κικνιπέως (Κεγχρεών)στ΄ ὁ Ἐπιδάμπας (Πιλαύρας, δηλ. Επιδαύρου)ζ΄ ὁ Μαθηάνας (Μεθάνων)η΄ ὁ Τρυζέμας (Τροιζήνος)θ΄ ὁ Ἐπιδάπας32 ι΄ ὁ Σελίκουια΄ …ιβ΄ ὁ Ἄργου (Άργους)ιγ΄ ὁ Λακεδέου (Λακεδαίμονος)ιδ΄ ὁ Ἀκπέας (Ακρεών)ιε΄ ὁ Ἀσωποῦιστ΄ ὁ Βόαςιζ΄ ὁ Ἐπιδάβρων (Επιδαύρου Λιμηράς)ιη΄ ὁ Γένας νήσου (Αιγίνης)ιθ΄ ὁ Κυθυερᾶς νήσου (Κυθηρίας)κ΄ ὁ Πητούσης νήσου (Πιτυούσης)κα΄ ὁ Πάτραςκβ΄ ὁ Βύραςκγ΄ ὁ Κλήτου (Κλείτορος)κδ΄ ὁ Φλίου (Φλιούντος)κε΄ ὁ Ἔλις (δηλ. Ήλιδος)κστ΄ ὁ …κζ΄ ὁ Συλλέου (δηλ. Πύλου)κη΄ ὁ Κυπαρισίας

31 Darrouzès, Notitia 3, 732-768, σ. 244. Σε παρένθεση παρατίθεται η αποκατάσταση από τον Darrouzès των παρεφθαρμένων ονομάτων. 32 Ο επίσκοπος Επιδαύρου αναφέρεται δεύτερη φορά, πιθανόν, λόγω απροσεξίας του συντάκτη του Τακτικού.

1

Page 12: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

κθ΄ ὁ Μαθηνίας (Μαντινείας)λ΄ ὁ Θαλπούσηςλα΄ ὁ Μοθόνηςλβ΄ ὁ Φιαλίας (Φιγαλίας)λγ΄ ὁ Ἀσίνας (Ασίνης)λδ΄ ὁ Κύδνας (Κορωνείας)λε΄ ὁ Μοσσίνας (Μεσσήνης)λστ΄ ὁ Μεδάλας (Μεγαλοπόλεως)λζ΄ ὁ Τεδέας (Τεγέας)

Υπήρξαν ερευνητές, που θεώρησαν ότι το Τακτικό αυτό δίνει μια εικόνα της Πελοποννήσου για τη δύσκολη περίοδο από τον ΣΤ΄ ως τον Η΄ αιώνα33. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, από άλλους έχουν εκφραστεί πολλές αμφιβολίες ως προς το αν παρέχει την πραγματική εικόνα των εκκλησιαστικών πραγμάτων του Η΄ αιώνα, γιατί ο αριθμός των υποκείμενων στη μητρόπολη Κορίνθου επισκοπών φαίνεται υπερβολικός και δυσανάλογος για την περίοδο αυτή της σχετικής παρακμής. Στο Τακτικό καταγράφονται 31 πόλεις της Πελοποννήσου34 που ήταν επισκοπές, αλλά δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι η Πελοπόννησος είχε τόσες πολλές επισκοπές εκείνη την περίοδο. Οι μαρτυρίες για την εκκλησιαστική οργάνωση μέχρι τον ΣΤ΄ αιώνα διαφωνούν με αυτούς τους αριθμούς. Είναι απίθανο ο αριθμός των επισκοπών να αυξήθηκε σε τέτοιο σημείο στην περίοδο που ακολουθεί, όταν η περιοχή είχε αναστατωθεί από εισβολές35.

Σε κάποια από τα παραδιδόμενα ονόματα επισκοπών δεν είναι δυνατόν να υφίσταντο ούτε κατοικημένοι τόποι εκείνη την περίοδο. Η είδηση ύπαρξης Εκκλησίας ανατρέχει πιθανότατα σε πολύ παλαιότερους χρόνους, στον Δ΄ ή στις αρχές του Ε΄ αιώνα. Δεν μπορεί λοιπόν αυτό το έγγραφο να αντικατοπτρίζει την πραγματική και επίσημη εκκλησιαστική τάξη της Πελοποννήσου σε μια συγκεκριμένη περίοδο και πρέπει να

33 Βλ. Bon, Péloponnèse, σ. 22, όπου αναφέρει τους De Boor, Gelzer, Bees και Κονιδάρη.34 Δεν υπολογίζονται τα δύο νησιά, που περιλαμβάνει ο κατάλογος, η Αίγινα και τα Κύθηρα.35 Βλ. Bon, Péloponnèse, σ. 104.

1

Page 13: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

θεωρηθεί συμπίλημα, που προέρχεται από πηγή μη επιστημονική. Μάλιστα, οι αναλογίες με το Συνέκδημο του Ιεροκλέους αφήνουν να υποθέσουμε ότι οι πηγές που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας πάνε πίσω σε εποχή κοντινή στις πηγές του Ιεροκλή. Είναι φανερό ότι πρόκειται κυρίως για τις επισκοπές των πρωτοβυζαντινών χρόνων, που περιέλαβε ο συντάκτης του Τακτικού από παλαιότερη πηγή και γι’ αυτό δεν αναγράφονται επισκοπές που εμφανίζονται αργότερα, όπως αυτές του Έλους και της Μαΐνης.

Παρ’ όλα αυτά, η notitia 3 παρουσιάζει ενδιαφέρον. Στο εκκλησιαστικό αυτό Τακτικό η Πελοπόννησος αναφέρεται χωρίς τις διαιρέσεις, που θα ακολουθήσουν λίγα χρόνια μετά, στις αρχές του Θ΄ αιώνα. Όμως, εκφράζοντας τη μεταβατική αυτή περίοδο, αναφέρει ὑπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως36, για πρώτη φορά μετά την απόσπασή τους από τον πάπα, τους μητροπολίτες Κορίνθου και Αθηνών, των επαρχιών Πελοποννήσου και Ελλάδος αντίστοιχα, και δύο άλλους αυτοκέφαλους, τον Πατρών και τον Αρκαδίας. Παρά τα δυσεπίλυτα προβλήματα αυτού του Τακτικού, σίγουρα η αναφορά του σε δύο αυτοκέφαλες μητροπόλεις της δυτικής Πελοποννήσου και μάλιστα υπαγόμενες σε επαρχίες, των οποίων ηγούνται ο Αθηνών και ο Κορίνθου αποτελεί μαρτυρία του περιορισμού της μητρόπολης Κορίνθου και πρόδρομη ένδειξη για την προετοιμαζόμενη στα ακόλουθα χρόνια εκκλησιαστική διαίρεση37. Επομένως, η notitia 3 απηχεί σε κάποιο βαθμό τις εξελίξεις του 8ου αιώνα στην εκκλησιαστική οργάνωση της Πελοποννήσου.

Επίσης, είναι άξιο λόγου ότι μνημονεύονται για πρώτη φορά επισκοπές και μάλιστα της δυτικής Πελοποννήσου, όπως π.χ. Ασίνης, Μεθώνης, Κορώνης (Κύδνας), Πύλου (Συλλέου), Κυπαρισίας, Κλείτορος (Κλήτου), Φλιούντος (Φλίου), Ήλιδος (Ἔλις). Η ύπαρξη πολλών από αυτές κατά τη πρωτοβυζαντινή περίοδο, αν και θεωρείται σχεδόν βέβαιη, είτε δε μαρτυρείται είτε συνάγεται από επιγραφές και ερμηνείες προβληματικών κειμένων και υπογραφών38. Η ταυτόχρονη μνεία κάποιων επισκοπών, όπως π.χ. των Ασίνης και Κορώνης, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μαρτυρία μιας

36 Darrouzès, Notitia 3, σ. 230.37 Αναγνωστάκης, Σλαβικό ζήτημα, σ. 25.38 Αναγνωστάκης, Σλαβικό ζήτημα, σ. 25.

1

Page 14: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

μεταβατικής περιόδου, η οποία χαρακτηρίζεται από όντως συντελούμενες ή πιθανές μετακινήσεις και μετονομασίες39.

Οι πόλεις της Πελοποννήσου, που περιέχονται στη notitia 3, αποτυπώνονται στο χάρτη της σ. ??? σε σύγκριση με τις πόλεις της Πελοποννήσου, που αναφέρει ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους, γιατί έτσι φαίνεται πιο καθαρά αυτό που προαναφέρθηκε, δηλαδή ότι ο συγγραφέας της notitia 3 χρησιμοποίησε ως πηγή του το Συνέκδημο ή πηγές κοντινές στην εποχή του Συνέκδημου. Από τη σύγκριση των δύο καταλόγων γίνεται φανερό ότι η notitia 3 δίνει εν μέρει εικόνα των πόλεων της Πελοποννήσου, που υφίσταντο στις αρχές του 6ου αιώνα40. Από τις συνολικά 37 πόλεις, που περιέχονται στις δύο λίστες, οι 23 περιέχονται και στη notitia 3 και στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους41, οι 9 μόνο στη notitia 3 και οι 5 μόνο στο Συνέκδημο. Όπως σημειώθηκε και παραπάνω, οι 31 επισκοπές που μας παραδίδει η notitia 3 είναι πάρα πολλές για την περίοδο που γράφτηκε η λίστα, δηλαδή τέλη Η΄ ως πρώτο μισό Θ΄ αιώνα, γιατί είχαν προηγηθεί εισβολές που προκάλεσαν αναστατώσεις στην Πελοπόννησο.

Notitiae 2 και 4-7

Μέχρι τις αρχές του Η΄ αιώνα η οργάνωση των τοπικών εκκλησιών της Πελοποννήσου εξελίχθηκε μέσα στο πλαίσιο αφ’ ενός μεν της ευρύτερης περιφέρειας της επαρχίας Αχαΐας υπό το μητροπολίτη Κορίνθου, αφ’ ετέρου δε των γενικότερων μεταβολών της διοικητικής αναφοράς των επαρχιών του Ανατολικού Ιλλυρικού μεταξύ των θρόνων Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Η υπαγωγή των επαρχιών του Ανατολικού Ιλλυρικού στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η εισαγωγή του θεσμού των Θεμάτων42 στη διοικητική οργάνωση της αυτοκρατορίας 39 Βλ. Αναγνωστάκης, Σλαβικό ζήτημα, σ. 26.40 Όμως δεν εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη, γιατί αγνοεί κάποιες πόλεις που υπήρχαν τον 5ο και τον 6ο αιώνα. Βλ. Bon, Péloponnèse, σ. 24.41 Οι 23 αυτές πόλεις αναφέρονται στο χάρτη, όπως τις κατέγραψε ο συγγραφέας του Συνεκδήμου, γιατί τα ονόματα των πόλεων στη notitia 3 είναι παρεφθαρμένα.42 Η παλαιότερη επαρχία Αχαΐας χωρίστηκε σε δύο τμήματα με δύο υπευθύνους στρατηγούς. Ο ένας ανέλαβε το θέμα των Ελλαδικών, δηλαδή της κεντρικής Ελλάδας, και ο άλλος τέθηκε επικεφαλής του θέματος της Πελοποννήσου. Βλ. Bon, Péloponnèse, σ. 88. Tibor

1

Page 15: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

διευκόλυναν τη συνεχή εξέλιξη της διοικητικής οργάνωσης των τοπικών εκκλησιών της Πελοποννήσου, η οποία συντονίστηκε πλέον τόσο προς τις γενικότερες επιλογές του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλης, όσο και προς τις ιστορικές μεταβολές των μέσων και ύστερων βυζαντινών χρόνων. Γι’ αυτό οι εκκλησίες της Πελοποννήσου ακολούθησαν τις γενικότερες τάσεις για τη δημιουργία νέων μητροπόλεων και την προαγωγή επισκοπών σε αρχιεπισκοπές43.

Η Πελοπόννησος ήταν επαρχία περιφερειακή της αυτοκρατορίας από την άποψη της πολιτικής και γεωγραφικής της θέσης και δε βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κεντρικής βυζαντινής εξουσίας κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Η κατάσταση αυτή αλλάζει σημαντικά στα τέλη περίπου του Η΄ αιώνα και το ενδιαφέρον εκδηλώνεται έμπρακτα με την εκστρατεία το 783 του Σταυρακίου στην Πελοπόννησο και τη νίκη του επί των Σλάβων, με την αποστολή του στρατηγού Λέοντα Σκληρού – λίγο μετά το 805 – και την αποκατάσταση του βυζαντινού ελέγχου στην περιοχή, που επιτεύχθηκε πλήρως ως τα τέλη του Θ΄ αιώνα, αλλά κυρίως με την ίδρυση του αυτοτελούς θέματος Πελοποννήσου και με τις προσπάθειες ανοικοδόμησης των πόλεων και ενίσχυσης του πληθυσμού τους44. Συγκεκριμένα, μετά την αποκατάσταση της βυζαντινής εξουσίας στην Πελοπόννησο, ο Νικηφόρος Α΄ (802-811) προχώρησε συστηματικά στην ενίσχυση του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού, διευκολύνοντας την επιστροφή των παλαιών κατοίκων και μεταφέροντας πληθυσμούς από τη Μ. Ασία45. Παράλληλα, η νέα διοικητική οργάνωση των θεμάτων ενίσχυσε την αυτοκρατορική εξουσία και έκανε πιο αποτελεσματικό τον έλεγχο των Σλάβων.

Οι πολιτικές και στρατιωτικές αλλαγές που πραγματοποιούνται στην Πελοπόννησο με την εδραίωση της βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή αντικατοπτρίζονται ανάγλυφα και στον εκκλησιαστικό τομέα. Η πρώτη σημαντική αλλαγή στα εκκλησιαστικά πράγματα είχε πραγματοποιηθεί στα έτη 731-732, όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ αποφάσισε να αποσπάσει το

Zivkovic ????43 Φειδάς, Εκκλησία Πελοποννήσου, σ. 91.44 Κόντη, Πελοπόννησος, σ. 35.45 Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις, σ. 52.

1

Page 16: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Ανατολικό Ιλλυρικό, την Καλαβρία και τη Σικελία από τη ρωμαϊκή Εκκλησία και να τις υπαγάγει στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η επόμενη αλλαγή ήταν η δημιουργία της μητρόπολης Πατρών, που πραγματοποιήθηκε την περίοδο 802-80646. Αυτή οδήγησε στη συρρίκνωση της μητρόπολης Κορίνθου, καθώς η μητρόπολη Πατρών τής αφαίρεσε περισσότερη από τη μισή περιφέρειά της.

Ο συντάκτης της Notitia 2, η οποία πρέπει να χρονολογηθεί μάλλον στις αρχές του Θ΄ αιώνα47, είναι ενημερωμένος για τις αλλαγές στα εκκλησιαστικά πράγματα της Πελοποννήσου, γιατί στη λίστα των μητροπολιτών που παραθέτει περιέχονται και ὁ Κορίνθου και ὁ Πατρῶν48. Δεν παρατίθενται λίστες επισκόπων, οπότε δε λαμβάνουμε ολοκληρωμένη εικόνα από τη notitia αυτή για την εκκλησιαστική οργάνωση της Πελοποννήσου.

Στη Notitia 4, που χρονολογείται γύρω στο 86949, γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στη σημαντική αλλαγή που συντελέστηκε το 731-732. Στο τέλος του Τακτικού παρατίθενται οι μητροπολίτες, οι ἀποσπασθέντες ἐκ τῆς ῥωμαϊκῆς διοικήσεως, νῦν δὲ τελοῦντες ὑπὸ τὸν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως, προστεθέντες τᾗ συνόδῳ Κωνσταντινουπόλεως διὰ τὸ ὑπὸ τῶν ἐθνῶν κατέχεσθαι τὸν πάπαν τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης50. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται ὁ Κορίνθου, που κατέχει τη 38η θέση στην τάξη των μητροπόλεων και ὁ Πατρῶν, που βρίσκεται στη 42η θέση51. Η notitia δεν περιέχει κατάλογο των υποκειμένων στις μητροπόλεις επισκοπών.

Οι notitiae 5 και 652 δεν προσφέρουν νέα στοιχεία σε σχέση με τη notitia 4 για τα εκκλησιαστικά πράγματα της Πελοποννήσου. Δηλαδή, όσον 46 Βλ. Bon, Péloponnèse, σ. 105. 47 Ο Darrouzès τη χρονολογεί στο β΄ μισό του Η΄ αιώνα. (Βλ. Darrouzès, Notitia 2, σ. 19.) Όμως μάλλον πρέπει να χρονολογηθεί λίγο μεταγενέστερα, γιατί στις μητροπόλεις συγκαταλέγεται και η μητρόπολη Πατρών, που ιδρύθηκε κατά τα έτη 802-806. 48 Darrouzès, Notitia 2, 11 & 39, σ. 217.49 Βλ. Darrouzès, Notitia 4, σ. 45.50 Darrouzès, Notitia 4, σ. 249.51 Darrouzès, Notitia 4, 487 & 491, σ. 261.52 H notitia 5 γράφτηκε τον 9ο αιώνα και η notitia 6 στις αρχές του 10ου. Βλ. Darrouzès, Notitia 5, σ. 48 & Darrouzès, Notitia 6, σ. 52.

1

Page 17: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

αφορά την Πελοπόννησο αναφέρονται οι μητροπολίτες Κορίνθου και Πατρών χωρίς τις υποκείμενες επισκοπές με το σχόλιο πάλι ότι είχαν αποσπασθεί από τη ρωμαϊκή διοίκηση. Η μόνη διαφορά βρίσκεται στην ιεραρχία των μητροπόλεων, καθώς ο Κορίνθου καταλαμβάνει τη 43η θέση και ο Πατρών τη 44η53.

Αντίθετα, η Notitia 7, που συντάχτηκε στα χρόνια της 1ης πατριαρχίας του Νικολάου Α΄, δηλαδή στα έτη 901-90754, είναι σημαντική, γιατί μας παρέχει κατάλογο των υποκειμένων στις μητροπόλεις επισκοπών. Στην τάξη τῶν ὑποκειμένων μητροπόλεων τῷ θρόνῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως βρίσκουμε τη μητρόπολη Κορίνθου στην 27η θέση55 και τη μητρόπολη Πατρών στη 32η θέση56.

Ο κατάλογος των υποκειμένων στο μητροπολίτη Κορίνθου επισκόπων είναι ο εξής57:

α΄ ὁ τοῦ Δαμαλᾶβ΄ ὁ Ἄργουςγ΄ ὁ Μονεμβασίας ἤτοι Ταινάρουδ΄ ὁ Κεφαληνίαςε΄ ὁ Ζακύνθουστ΄ ὁ Ζημαινᾶςζ΄ ὁ Μαΐνης

Στο μητροπολίτη Πατρών υπόκεινταν οι εξής επίσκοποι58: α΄ ὁ Λακεδαιμονίαςβ΄ ὁ Μεθώνηςγ΄ ὁ Κορώνηςδ΄ ὁ Βολαίνηςε΄ ὁ Μωρέουστ΄ ὁ Ἔλους

53 Darrouzès, Notitia 6, σ. 268.54 Βλ. Darrouzès, Notitia 7, σ. 78. 55 Darrouzès, Notitia 7, 488, σ. 282.56 Darrouzès, Notitia 7, 549, σ. 284.57 Darrouzès, Notitia 7, 489-495, σ. 282.58 Darrouzès, Notitia 7, 550-555, σ. 284.

1

Page 18: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Οι επισκοπές της Πελοποννήσου, που αναφέρει η notitia 7, περιέχονται στο χάρτη της σ. ??? μαζί με τις ελάχιστες αλλαγές, που καταγράφουν οι επόμενες notitiae ως το ΙΒ΄ αιώνα και θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Είναι φανερό ότι μετά τη νέα διάρθρωση της εκκλησιαστικής διοίκησης η επιρροή της μητρόπολης Κορίνθου μειώθηκε. Η νεοϊδρυθείσα μητρόπολη Πατρών μάλιστα είχε υπό την εξουσία της το μεγαλύτερο – γεωγραφικά – τμήμα της Πελοποννήσου, αφού από τις επισκοπές, που ανήκαν στη μητρόπολη Κορίνθου, οι δύο αφορούσαν τα νησιά του Ιονίου, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο. Παρ’ όλα αυτά, η μητρόπολη Κορίνθου παρέμενε σε υψηλότερη τάξη στην εκκλησιαστική ιεραρχία από αυτή των Πατρών, ενώ στη δικαιοδοσία της ανήκαν οι περιοχές με τα μεγαλύτερα οικιστικά κέντρα59.

Δε γνωρίζουμε αν η εκκλησιαστική/γεωγραφική αυτή διαίρεση της Πελοποννήσου στηρίζεται σε κάποια λογική. Πάντως μία ερμηνεία που διατυπώθηκε πρόσφατα από τον Π. Γιαννόπουλο, βασισμένη σε όσα παραδίδει το Χρονικόν της Μονεμβασίας, υποστηρίζει ότι στη μητρόπολη Κορίνθου παρέμειναν οι επισκοπές που ήταν υπό τη βυζαντινή κυριαρχία κατά τη διάρκεια του Ζ΄ και του Η΄ αιώνα, δηλαδή όσες ανήκαν στο «καθαρεύον» τμήμα της χερσονήσου, ενώ στη μητρόπολη Πατρών υπήχθησαν όσες σταδιακά απελευθερώνονταν από το βυζαντινό στρατό60.

Επίσης, ο χάρτης των επισκοπών για την περίοδο από τον Ι΄ ως τον ΙΒ΄ αιώνα εξεταζόμενος συγκριτικά με το χάρτη της σ. ??? δείχνει την εκτόπιση αστικού πληθυσμού, που παραμένει ελληνικός και χριστιανικός, στις παράλιες περιοχές της Πελοποννήσου. Επισκοπές της κεντρικής Πελοποννήσου, όπως ήταν η Τεγέα, η Μεγαλόπολη και η Φιγαλία εξαφανίζονται61. Αντίθετα, από τις παράλιες περιοχές το Δαμαλά αντικαθιστά την αρχαία Τροιζήνα και δημιουργούνται άλλες, όπως η Μονεμβασία και η Μαΐνη, που δεν υπήρχαν πριν τις σλαβικές εισβολές. Βέβαια, δύο νέες επισκοπές δε βρίσκονται στα παράλια, η Ζημαινάς στα ορεινά δυτικά της Κορίνθου, και η Βολαίνης που φαίνεται ότι βρισκόταν

59 Βλ. Κόντη, Πελοπόννησος, σ. 39.60 Βλ. Yannopoulos P., Métropoles, σ. 399-400.61 Βλ. Bon, Péloponnèse, σ. 107.

1

Page 19: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

στην Ωλένη62, αλλά και η μία και η άλλη βρίσκονται εντεύθεν των ορίων της Αρκαδίας.

Notitiae 8-14

Στο εσωτερικό της Πελοποννήσου αρχίζει – από τα τέλη του Θ΄ αιώνα, αλλά κυρίως από τον Ι΄ – μία νέα περίοδος, αυτή τη φορά ομαλότητας και οικονομικής ευρωστίας, η οποία θα διαρκέσει ως τις παραμονές της λατινικής κατάκτησης. Η σχετική ηρεμία και η οικονομική ευημερία αντικατοπτρίζονται σε όλες τις δραστηριότητες των κατοίκων της Πελοποννήσου, οικονομικές, εμπορικές και καλλιτεχνικές. Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές και για τις τοπικές εκκλησίες της Πελοποννήσου. Οι Σλάβοι είτε εκχριστιανίζονται είτε απωθούνται και τα νέα εκκλησιαστικά μνημεία που οικοδομούνται φανερώνουν ότι η χριστιανική θρησκεία έχει επικρατήσει πλήρως στη χερσόνησο63. Το καθεστώς αυτό θα διατηρηθεί μέχρι τη φραγκική κατάκτηση. Στα μεγάλα αστικά κέντρα η ζωή παίρνει πλέον κανονικούς ρυθμούς, που βοηθούν στην αναδιοργάνωση και στην ανάπτυξή τους.

Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζεται στα Τακτικά, που χρονολογούνται από το Ι΄ ως το ΙΒ΄ αιώνα (Notitiae 8-14). Στα Τακτικά (Notitiae episcopatuum) του Ι΄, του ΙΑ΄ και του ΙΒ΄ αιώνα οι Μητροπόλεις Κορίνθου και Πατρών καταλαμβάνουν την κζ΄ και τη λβ΄ θέση αντίστοιχα. Ωστόσο, κατά τον ΙΑ΄ αιώνα αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Πατρών η Επισκοπή Λακεδαιμονίας, η οποία προήχθη σε Μητρόπολη και κατέλαβε την οη΄ θέση στην τάξη προκαθεδρίας των Μητροπόλεων κατά το Τακτικό της εποχής του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), ενώ η Αρχιεπισκοπή Χριστιανουπόλεως προήχθη σε Μητρόπολη και κατέλαβε στο ίδιο Τακτικό την οστ΄ θέση. Κατά το ΙΒ΄ αιώνα αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Κορίνθου και η επισκοπή Άργους, η οποία προήχθη σε Μητρόπολη Άργους και Ναυπλίου και κατέλαβε

62 Βλ. Bon, Péloponnèse, σ. 107.63 Βλ. Κόντη, Πελοπόννησος, σ. 41-43.

1

Page 20: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

την πθ΄ θέση στα Τακτικά της εποχής των Κομνηνών.64 (Υποσ. για μεταβολές αυτές !!!)

Έτσι, σε δύο από αυτά, τη Λακεδαιμονία και το Άργος, παρατηρούνται αλλαγές και στο εκκλησιαστικό καθεστώς. Πρώτη η επισκοπή Λακεδαιμονίας, το 1082/3, και έναν αιώνα περίπου αργότερα, το 1189, η επισκοπή Άργους, προβιβάζονται σε μητροπόλεις65.

Είναι φανερό ότι η εκκλησιαστική οργάνωση έγινε πιο σύνθετη. Η ενότητα της παλιάς επαρχίας, οργανωμένης στην αρχή της Κορίνθου διασπάστηκε, καθώς δημιουργήθηκαν νέες μητροπόλεις. Δημιουργείται η εντύπωση ότι στην περιοχή αυξήθηκαν οι πιστοί λόγω αλλαγής της πίστης κατοίκων μη χριστιανών και λόγω φυσικής αύξησης του πληθυσμού, καθώς επανήλθαν φυσιολογικές συνθήκες66.

Η notitia 8 συντάχτηκε το Ι΄ αιώνα μεταξύ των ετών 920-98067, στην τάξη των μητροπόλεων αναφέρονται μόνο ο Κορίνθου και ο Πατρών, 27η και 32η θέση αντίστοιχα68. Επίσης, στην τάξη των αρχιεπισκοπών περιέχεται ο Μεσήνης, 22η θέση69.

Στη notitia 9 αναφέρεται ο Κορίνθου (θέση 27η) με τους Δαμαλά, Άργους, Μονεμβασίας, Κεφαληνίας, Ζακύνθου, Ζημαινάς, Μαΐνης,

64 Αυτή η αθρόα προαγωγή Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών σε Μητροπόλεις οδήγησε στη διάκριση των Μητροπόλεων σε παλαιές και νέες. Κατά τη γνώμη των κανονολόγων του ΙΒ΄ αιώνα, οι μητροπολίτες των νέων μητροπόλεων όφειλαν να υποτάσσονται στους μητροπολίτες των παλαιών, από τις οποίες αποσπάστηκαν, για να προαχθούν σε μητροπόλεις. Εντούτοις, οι μητροπολίτες των νέων Μητροπόλεων θεωρούσαν απαράδεκτη και κανονικώς αβάσιμη τη διάκριση αυτή, γι’ αυτό και διεκδικούσαν ίσα δικαιώματα προς τους μητροπολίτες των παλαιών Μητροπόλεων, δηλαδή των Μητροπόλεων Κορίνθου και Πατρών. Βλ. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία ΙΙ, Αθήνα 1992, 210 κεξ. (Φειδά, σελ. 92)65 Darrouzès, «Notitiae», 7, σελ. 272(??).66 Bon, σελ. 105.67 Βλ Darrouzès, Notitia 8, σ. 87.68 Darrouzès, Notitia 8, 28 & 34, σ. 291.69 Darrouzès, Notitia 8, 87, σ. 293.

2

Page 21: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Κυθήρων70. Επίσης, ο Πατρών (θέση 32η) με τους Λακεδαιμονίας, Μεθώνης, Κορώνης, Έλους, Βολαίνης71.

Στη notitia 10 περιλαμβάνονται ο Κορίνθου (θέση 27η ) με υποκείμενες τις ίδιες επισκοπές της notitia 9 εκτός αυτής των Κυθήρων72. Επίσης ο Πατρών (θέση 32η) με υποκείμενες ακριβώς τις ίδιες επισκοπές με αυτές της notitia 973.

Η notitia 11 χρονολογείται στα τέλη του ΙΑ΄ αι.74. Στις μητροπόλεις περιέχονται ο Κορίνθου (27η θέση, αρχιεπίσκοπος), ο Πατρών (32η θέση)75, ο Χριστιανουπόλεως (76η θέση) και ο Λακεδαιμονίας(78η θέση)76. Στις αρχιεπισκοπές περιλαμβάνεται η Μεσήνη (22η θέση)77.

Η notitia 12 χρονολογείται στα τέλη του ΙΒ΄ αι.78. Στις μητροπόλεις συγκαταλέγονται η Κόρινθος (27η θέση), η Πάτρα (32η θέση)79, η Χριστιανούπολις (76η θέση), η Λακεδαιμονία (78η θέση) και το Άργος (89η

θέση)80. Στις αρχιεπισκοπές αναφέρεται η Μεσήνη (18η θέση)81.Η notitia 13 χρονολογείται στα μέσα του ΙΒ΄ αι.82. Σ’ αυτήν

αναφέρονται οἱ θρόνοι τοῦ Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν τάξιν τῶν μητροπόλεων καθὼς ἐν τῷ χαρτοφυλακείῳ ἀναγέγραπται καὶ αἱ ἐπισκοπαὶ ἑκάστης μητροπόλεως83. Στον κατάλογο των μητροπόλεων συναντούμε την Κόρινθο στην 27η θέση. Ο κατάλογος των υποκειμένων σ’ αυτήν επισκοπών είναι ίδιος με αυτόν της notitia 9. Δηλαδή, περιέχονται οι επισκοπές

70 Darrouzès, Notitia 9, 371-379, σ. 302.71 Darrouzès, Notitia 9, 410-415, σ. 304.72 Darrouzès, Notitia 10, 431-438, σ. 323.73 Darrouzès, Notitia 10, 492-497, σ. 325.74 Βλ. Darrouzès, Notitia 11, σ. 127.75 Darrouzès, Notitia 11, 28 & 34, σ. 343.76 Darrouzès, Notitia 11, 79 & 82, σ. 344.77 Darrouzès, Notitia 11, 107, σ. 345.78 Darrouzès, Notitia 12, σ. 134.79 Darrouzès, Notitia 12, 27 & 32, σ. 349.80 Darrouzès, Notitia 12, 76,79 & 91, σ. 350.81 Darrouzès, Notitia 12, 110, σ. 351.82 Darrouzès, Notitia 13, σ. 141.83 Darrouzès, Notitia 13, σ. 354.

2

Page 22: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Δαμαλᾶ, Ἄργους, Μονεμβασίας, Κεφαληνίας, Ζακύνθου, Ζημαινᾶς, Μαΐνης και Κυθηρίας84.

Όμως παρουσιάζονται διαφορές στον κατάλογο των υποκειμένων στην Πάτρα επισκοπών. Η Πάτρα βρίσκεται στην 33η θέση στην τάξη των μητροπόλεων και στις επισκοπές που υπάγονται στη μητρόπολη Πατρών, δηλαδή στις Μεθώνη, Κορώνη, Έλος και Βολαίνη, προστίθενται και οι νεοεμφανιζόμενες στα τακτικά επισκοπές Αμυκλείου, Μορέου και Κερνίτζης85. Ο συγγραφέας του καταλόγου συμπεριλαμβάνει και τη Λακεδαιμονία σε αυτές τις επισκοπές, όμως τούτο πρέπει να οφείλεται σε λάθος, γιατί τότε είχε ήδη αποσπαστεί από τη μητρόπολη Πατρών και είχε προβιβαστεί σε μητρόπολη. Άλλωστε στη συνέχεια του καταλόγου, η Λακεδαιμονία αναφέρεται στην τάξη των μητροπόλεων στην 80η θέση, ἀποσπασθείσῃ Πατρῶν. Σε αυτήν θρόνος οὐκ ὑπόκειται86. Επίσης, στη notitia 13 απαντούμε και τη μητρόπολη Χριστιανουπόλεως στην 78η θέση, στην οποία, επίσης, θρόνος ὑποκείμενος οὐκ ἔστι87.

Η notitia 14 πρέπει να χρονολογηθεί λίγο μετά τα μέσα του ΙΒ΄ αι.88. Αναφέρεται στην τάξη των μητροπόλεων η Κόρινθος στην 27η θέση, ἔχουσα ἐπισκοπὰς ζ΄, η Πάτρα στην 32η θέση, ἔχουσα ἐπισκοπὰς ε΄ και η Λακεδαιμονία στην 65η θέση89. Δεν περιέχει κατάλογο των υποκειμένων επισκοπών. Στον κατάλογο των αρχιεπισκοπών συναντούμε τη Μεσήνη90.

Notitiae 15-20

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο διαμορφώθηκαν δυσμενείς συνθήκες για την οργάνωση και για τη λειτουργία των Μητροπόλεων και των Επισκοπών της Πελοποννήσου. Σε όλες τις σημαντικές Μητροπόλεις της Πελοποννήσου εγκαθιδρύθηκε μετά

84 Darrouzès, Notitia 13, 436 & 445, σ. 361.85 Darrouzès, Notitia 13, 533 & 542, σ. 362.86 Darrouzès, Notitia 13, 809, σ. 370.87 Darrouzès, Notitia 13, 786, σ. 368.88 Darrouzès, Notitia 14, σ. 154.89 Darrouzès, Notitia 14, 30,35 & 70, σ. 376.90 Darrouzès, Notitia 14, 94, σ. 377.

2

Page 23: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

το 1204 λατινική ιεραρχία, ενώ απομακρύνθηκαν από τις Μητροπόλεις οι ορθόδοξοι αρχιερείς. Η ήττα του Γουλιέλμου Β΄ Βιλλαρδουίνου από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-1282) στη μάχη της Πελαγονίας (1259) οδήγησε στην απελευθέρωση από τους Φράγκους των εδαφών της Λακωνίας, της Μονεμβασίας, της Μάνης και του Γερακίου. Η εξέλιξη αυτή αναβάθμισε τη σημασία της Μητρόπολης της Λακεδαιμονίας και διευκόλυνε την ίδρυση της Μητρόπολης Μονεμβασίας, ενώ υποβαθμίστηκε η σημασία των εμπερίστατων πλέον μητροπολιτών Κορίνθου και Πατρών, οι οποίοι παρέμειναν υπό την εξουσία του Φραγκικού Πριγκιπάτου της Αχαΐας91. Η ακμή της Μητρόπολης Μονεμβασίας κατά τους ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αιώνες ήταν φυσική συνέπεια της ακμαίας οικονομικής ζωής της πόλης.

Η notitia 15 χρονολογείται από τα τέλη του ΙΒ΄ αι. ως τις αρχές του ΙΓ΄92. Και αυτή η notitia περιέχει μόνο κατάλογο των μητροπόλεων και των αρχιεπισκοπών. Στις μητροπόλεις περιλαμβάνονται η Κόρινθος (27η θέση), η Πάτρα (32η θέση)93, η Χριστιανούπολη (76η), η Λακεδαιμονία (78η), το Άργος (89η) και η Μονεμβασία (98η)94. Στις αρχιεπισκοπές συγκαταλέγεται η Μεσήνη στην 12η θέση95.

Η notitia 16, αν και χρονολογείται στα μέσα του ΙΔ΄ αι.96, δεν παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές σχετικά με τη notitia 15. Στους θρόνους τῶν ὑποκειμένων τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως αναφέρονται η Κόρινθος, η Πάτρα, η Χριστιανούπολη και η Λακεδαιμονία στην ίδια θέση που βρίσκονταν στη notitia 1597. Το Άργος και η Μονεμβασία δεν αναφέρονται. Ο κατάλογος των αρχιεπισκοπών περιέχει και πάλι τη Μεσήνη στην 17η θέση98.

Η νέα αυτή πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται με χαρακτηριστικό τρόπο στα Τακτικά της εποχής των Παλαιολόγων, τόσο ως προς την τάξη

91 Φειδάς, σελ. 94.92 Darrouzès, Notitia 15, σ. 171.93 Darrouzès, Notitia 15, 27 & 32, σ. 381.94 Darrouzès, Notitia 15, 76,79,96 & 124, σ. 382-384.95 Darrouzès, Notitia 15, 140, σ. 384.96 Darrouzès, Notitia 16, σ. 172.97 Βλ. Darrouzès, Notitia 16, σ. 388.98 Darrouzès, Notitia 16, 100, σ. 389.

2

Page 24: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

προκαθεδρίας των Μητροπόλεων, όσο και ως προς τα δικαιοδοσιακά τους όρια. Πρόκειται για τη notitia 17, που συντάχθηκε επί αυτοκρατορίας Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328). Πράγματι, η μητρόπολη Κορίνθου υποβιβάστηκε από την 27η στην 33η θέση, αφού καὶ αὐτή, κζ΄ οὖσα, εἰς λγ΄ κατῆλθεν99, ενώ η μητρόπολη Πατρών υποβιβάστηκε από την 32η στην 39η100

και η μητρόπολη Χριστιανουπόλεως της Αρκαδίας από την 76η στην 92η

θέση101. Αντίθετα, προβιβάστηκε στην 34η θέση η μητρόπολη Μονεμβασίας, αφού εἰς μητρόπολιν καὶ λδ΄ θρόνον προεβιβάσθη102, ενώ η μητρόπολη Λακεδαιμονίας προεβιβάσθη εἰς νε΄ θρόνον και η μητρόπολη Άργους υποβιβάστηκε από την 89η στη 105η θέση103.

Και για τη notitia 18 γνωρίζουμε μόνο ότι καταρτίστηκε στα έτη της βασιλείας του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου. Όμως δεν παρατηρούμε αξιοσημείωτες μεταβολές σχετικά με το προηγούμενο Τακτικό. Στην τάξη των μητροπόλεων συγκαταλέγονται η Κόρινθος, η Μονεμβασία, η Πάτρα, η Λακεδαιμονία, η Χριστιανούπολη και το Άργος104. Μόνο οι μητροπόλεις Χριστιανουπόλεως και Άργους παρουσιάζουν μικρή αλλαγή θέσης στην ιεραρχία. Η πρώτη ανέρχεται στην 91η θέση από την 92η και η δεύτερη στην 104η από την 105η. Επίσης, στην τάξη των αρχιεπισκοπών αναφέρεται ο Μεσήνης στη 10η θέση105.

Το επόμενο Τακτικό συντάχθηκε στα χρόνια της βασιλείας του Ανδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341)106. Σε αυτό το τακτικό δεν περιλαμβάνονται όλες οι μητροπόλεις της Πελοποννήσου, αλλά μόνο η Κόρινθος, η Πάτρα, η Χριστιανούπολη και το Άργος. Μάλιστα, προάγονται

99 Darrouzès, Notitia 17, 33, σ. 395.100 … καὶ αὐτή, λβ΄ οὖσα, εἰς λθ΄ ὑπεβιβάσθη. Darrouzès, Notitia 17, 39, σ. 396.101 Darrouzès, Notitia 17, 92, σ. 400.102 Darrouzès, Notitia 17, 34, σ. 396.103 Darrouzès, Notitia 17, 55 & 105, σ. 399, 401.104 Βλ. Darrouzès, Notitia 18, σ. 406-407.105 Darrouzès, Notitia 18, 122, σ. 408.106 Βλ. Darrouzès, Notitia 19, σ. 412.

2

Page 25: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

στην ιεραρχία των μητροπόλεων η Κόρινθος στην 27η θέση107, η Πάτρα στην 32η, η Χριστιανούπολη στην 76η108 και το Άργος στην 90η109.

Το τελευταίο Τακτικό, η Notitia 20, χρονολογείται γύρω στα 1400110. Αναφέρονται ὁ Κορίνθου στην 27η θέση, ὁ Πατρῶν στην 32η111 ὁ Μονεμβασίας και ὁ Λακεδαιμονίας112. Ο συντάκτης του Τακτικού δεν αναφέρει τη θέση των δύο τελευταίων στην ιεραρχία. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι παλαιές μητροπόλεις Κορίνθου και Παλαιών Πατρών τιμώνται με υψηλούς τίτλους. Η μεν πρώτη με τον τίτλο του ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Πελοπονήσου, η δε δεύτερη με τον τίτλο του ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Ἀχαΐας. Επίσης, ο μητροπολίτης της νεότερης μητρόπολης Μονεμβασίας αποκτά τον τιμητικό τίτλο του ἐξάρχου πάσης Πελοπονήσου, κυρίως λόγω της μεγάλης οικονομικής ακμής της πόλης.

Συνάγεται, λοιπόν, ότι η διοικητική οργάνωση των Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών της Πελοποννήσου προσαρμόστηκε κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους στη σκληρή πραγματικότητα, που διαμορφώθηκε από την εχθρική πολιτική των Φράγκων κυρίως εναντίον της ορθόδοξης Ιεραρχίας της βόρειας και κεντρικής Πελοποννήσου113.

107 Darrouzès, Notitia 19, 37, σ. 412.108 Darrouzès, Notitia 19, 43 & 99, σ. 413.109 Darrouzès, Notitia 19, 114, σ. 414.110 Βλ. Darrouzès, Notitia 20, σ. 416.111 Darrouzès, Notitia 20, 27 & 32, σ. 417.112 Darrouzès, Notitia 20, 20 & 22, σ. 418.

113 Φειδάς, σελ. 95.

2

Page 26: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η μετά τα μέσα του Η΄ αιώνα επίσημη καταγραφή στα Τακτικά (Notitiae episcopatuum) των διαδοχικών μεταβολών στην εκκλησιαστική διοικητική Γεωγραφία της Πελοποννήσου, η οποία επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά τόσο των Οικουμενικών συνόδων, όσο και της Ενδημούσης συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προσφέρει σημαντικό υλικό για τη μελέτη της ιστορίας των τοπικών Εκκλησιών της Πελοποννήσου. Αυτά τα σημαντικά κείμενα εκκλησιαστικής Γεωγραφίας αποτυπώνουν με σχηματικό τρόπο την επίσημη εικόνα της ιστορικής εξέλιξης των Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων Πατριαρχικών θρόνων, η οποία είναι πολύ χρήσιμη για την κάλυψη έλλειψης ειδήσεων για ορισμένες περιόδους ή και για την επιβεβαίωση ασαφών μαρτυριών των πηγών. Επίσης, η ορθή αξιολόγηση των διαδοχικών μεταβολών της θέσης των μητροπόλεων και αρχιεπισκοπών στην τάξη προκαθεδρίας των θρόνων, σε συνδυασμό με την εξέλιξη των τιμητικών τίτλων του «υπερτιμου» και του «εξαρχου», αποτυπώνει την επίσημη εικόνα της κατάστασης των Εκκλησιών της Πελοποννήσου, όπως και των άλλων περιοχών, σε κάθε συγκεκριμένη περίοδο.114

@@ Βοη, σελ. 113 : Η ιστορία της οργάνωσης της Εκκλησίας της Πελοποννήσου είναι ενδιαφέρουσα, επειδή αποδεικνύει την εξέλιξη της Πελοποννήσου μετά τις σλαβικές επιδρομές και τα επίπεδα της ανακατάληψης και του επαναχριστιανισμού, έπειτα την ανάπτυξη του πληθυσμού, που δηλώνεται με τον αυξημένο αριθμό των μητροπόλεων και των επισκοπών.

Η παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης των οργανωτικών δομών της Εκκλησίας της Πελοποννήσου κατά τη βυζαντινή περίοδο στηρίχτηκε κατά βάση στα Τακτικά, όμως συγχρόνως συνδέθηκε με ορισμένες σημαντικές ιστορικές εξελίξεις στη ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι εξελίξεις αυτές έχουν παρουσιαστεί σε ειδικές μελέτες για τα σχετικά ζητήματα, όπως είναι π.χ. η ίδρυση του παπικού βικαριάτου στο Αν. Ιλλυρικό, οι

114 Φειδάς, σελ. 95.

2

Page 27: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

συνέπειες των σλαβικών εποικισμών στον ελλαδικό χώρο και οι αντιπαραθέσεις των παλαιών και νέων Μητροπόλεων για θέματα τιμητικών τίτλων και δικαιοδοσίας. Τα ζητήματα αυτά προσδιόρισαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την εξέλιξη των οργανωτικών δομών των εκκλησιών της Πελοποννήσου κατά την περίοδο αυτή.

Τα εκκλησιαστικά τακτικά βοηθούν στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για την ύπαρξη ή όχι κάποιων πόλεων, καθώς ένα από τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό ενός συγκεκριμένου οικισμού ως πόλης είναι η αναγραφή του στα εκκλησιαστικά τακτικά ως έδρας επισκοπής ή

μητρόπολης.115

115 Κόντη, Μεταμ., σελ. 44.

2

Page 28: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

ΠΗΓΕΣ

J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae. Texte critique, introduction et notes, Παρίσι 1981…………………………………………………..Darrouzès, Notitiae

E. Honigmann, Le Synecdèmos d’ Hiéroklès et l’ opuscule géographique de Georges de Chypre, Bruxelles 1939……………………………………………………….Honigmann, Synecdèmos

J. D. Mansi, Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, I-XII, Florentiae 1759-1767 ; XIV-XXXI Venetiis 1769-1798 (Akademische Druck-U. Verlagsanstalt Graz² 1961)………………………………………...…………………………………………………………………………Mansi

Γ. Α. Ράλλης και Μ. Πότλης, Οι θείοι και ιεροί κανόνες, τ. 2ος, Αθήνα 1852………………………………………………………………………………………………………………….Ιεροί κανόνες

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Anna Avraméa, Le Péloponnèse du IVe au VIIIe siècle. Changements et persistances, Paris 1997 (Byzantina Sorbonensia 15)………………Avraméa, Péloponnèse

Άννα Αβραμέα, Η παλαιοχριστιανική και πρωτοβυζαντινή Πελοπόννησος, Οι Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος – 15ος αι.), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, σ. 9-18…………………………………Αβραμέα, Πρωτοβυζαντινή Πελοπόννησος

Η. Αναγνωστάκης, Οι πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι: Το σλαβικό ζήτημα, Οι Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος – 15ος αι.), Εθνικό

2

Page 29: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, σ. 19-34…..……………………………………………..Αναγνωστάκης, Σλαβικό ζήτημα

H. – G. Beck, Kirche und Theologishe Literatur im Byzantinischen Reich, Mόναχο 1959……………………………………………………………………………………………………………………Beck, Kirche

Ν. Α. Βέης, Συμβολή στην Εκκλησιαστική Γεωγραφία Ελλάδος κατά το Μεσαίωνα και τα νεότερα χρόνια, Πελοποννησιακά 25 (2000) 283-314. (Αναδημοσίευση σε μετάφραση στα ελληνικά από την Regine Quack-Μανουσάκη. Αρχικός τίτλος στα γερμανικά: N. A. Bees, Beiträge zur Kirchlichen Geographie Griechenlands im Mittelalter und in der neueren Zeit, Oriens Christianus 14 (1914) 238-278.)………………………………………………………….....................................................Βέης, Συμβολή

A. Bon, Le Péloponnèse byzantin jusqu’en 1204, Παρίσι 1951……….Bon, Péloponnèse

Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία Α΄ 324-610, Θεσσαλονίκη 1992…………………………………………………………………………………………………Χριστοφιλοπούλου, Α΄

J. Darrouzès, Listes épiscopales du concile de Nicée (787), REB 33 (1975) 5-76……………………………………………………………………………………………………………….Darrouzès, Listes

Αθ. Τ. Γριτσόπουλος, Εκκλησιαστική ιστορία και χριστιανικά μνημεία Κορινθίας, τόμ. Α΄: Ιστορία, Αθήνα 1973…………………………………………………Γριτσόπουλος, Κορινθία

2

Page 30: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ήλιος, τ. 1-18, Αθήνα χ.χ. …………………….Ήλιος

Γερ. Ι. Κονιδάρης, Αι μητροπόλεις και αι αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η «τάξις» αυτών, τόμ. Α΄, Αθήνα 1934.

Γερ. Ι. Κονιδάρης, Παρατηρήσεις εις τα περί επισκοπών της Λακωνικής κατά τους ένδεκα πρώτους αιώνες της καθολικής ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος. Μετ’ εισαγωγής εις το πρόβλημα των πηγών περί των Επισκοπών Πελοποννήσου, Λακωνικαί σπουδαί 5 (1980) 403-434………………………………Κονιδάρης, Παρατηρήσεις

Ger. Konidaris, Die neue in parallelen Tabellenausgabe der Notitiae Episcopatuum und die Echtheit der Not. d. Cod. Paris. 1555A, Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον, τόμ. Δ΄, Αθήνα 1967-68, σ. 247-264.

Βούλα Κόντη, Το Ναύπλιο και οι σχέσεις του με την επισκοπή Άργους κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, Σύμμεικτα 15 (2002) 131-148……………………Κόντη, Ναύπλιο

Βούλα Κόντη, Η Βυζαντινή Πελοπόννησος, Οι Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος – 15ος αι.), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, σ. 35-58……………………………………………………………………………………………………..Κόντη, Πελοπόννησος

Μιχ. Σ. Κορδώσης, Η σλαβική εποίκηση στην Πελοπόννησο με βάση τα σλαβικά τοπωνύμια, Δωδώνη 10 (1981) 381-448……………………………………..Κορδώσης, Εποίκηση

V. Laurent, L’ évêché de Morée (Moréas) au Péloponnèse, REB 20 (1962) 181-189………………………………………………………………………………………………………………Laurent, Moréas

3

Page 31: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Oxford Dictionary of Byzantium, Kazdan Alexanter, vol. 1-3, New York / Oxford 1991……………………….………………………………….………………………………………………………………………ODB

Der Neue Pauly Enzyklopädie der Antike, Stuttgart 1996………………………………………NPE

M. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη μεσαιωνική Ελλάδα, Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα 1993………………………………………………………………………..Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις

Βλ. Ι. Φειδάς, Ιστορική εξέλιξη της διοικητικής οργανώσεως της Εκκλησίας της Πελοποννήσου κατά τη Βυζαντινή περίοδο, Πελοποννησιακά. Πρακτικά του ΣΤ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ. 1ος, Αθήνα 2001-2002, σ. 79-96…………………………………………………………………………………Φειδάς, Εκκλησία Πελοποννήσου

Revue des Etudes Byzantines, Paris 1943 κ.ἐ………………………………….………………………….REB

P. Yannopoulos, Métropoles du Péloponnèse mésobyzantin : un souvenir des invasion avaroslaves, Byzantion 63 (1993) 388-400…………………………..Yannopoulos, Métropoles

ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

G. Fedalto, Hierarchia Ecclesiastica Orientalis. Series episcoporum ecclesiarum christianarum orientalium. I Patriarchatus Constantinopolitanus, Padova 1988.

3

Page 32: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1980.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Θ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1980.

Μιχ. Σ. Κορδώσης, Ιστορικογεωγραφικά πρωτοβυζαντινών και εν γένει παλαιοχριστιανικών χρόνων, Αθήνα 1996.

Elisabeth Malamut, Les iles de l’ Empire Byzantin, VIIIe – XIIe siècles, vol. I, Paris 1988.

Βλ. Ι. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄. Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, Αθήνα 2002.

M. Le Quien, Oriens Christianus in quator Patriarchatus digestus quo exhibentur Ecclesiae, Patriarchae, caeterique praesules totius orientis, Paris 1740 (Unverändeter Abdruck – Graz 1958).

3

Page 33: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΟΛΕΩΝ

Αἰγήραι (Συνέκδ.) - Ἐδίρας (Not. 3)Η Αίγειρα ήταν αρχαία πόλη της Αχαΐας, η οποία βρισκόταν στο

βορειότατο άκρο του όρους Ευρωστίνης, δηλαδή στα σύνορα μεταξύ Κορινθίας και του τέως δήμου Αιγιαλείας.116 Ακριβέστερα, βρισκόταν στη σημερινή θέση Παλαιόκαστρο, όπου βρέθηκαν ίχνη των αρχαίων ερειπίων της, ενώ είχε και λιμάνι, του οποίου ερείπια βρέθηκαν στη σημερινή θέση Μαύρα Λιθάρια. Η καταστροφή της αρχαίας πόλης συντελέστηκε σε άγνωστη χρονολογία, πιθανόν ύστερα από πλημμύρα117. Η σημερινή παραλιακή κωμόπολη Αίγειρα της επαρχίας Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας βρίσκεται σε κοντινή απόσταση δυτικά από τα Μαύρα Λιθάρια.

Αἴγιον (Συνέκδ.) - Ἐδίου (Not. 3) Το Αίγιο λόγω της ευνοϊκής του θέσης είχε κατοικηθεί από

αρχαιοτάτων χρόνων. Είναι παραλιακή πόλη επί του Κορινθιακού κόλπου, πρωτεύουσα σήμερα της επαρχίας Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Στο Μεσαίωνα λεγόταν Βοστίτσα, όπως την είχαν μετωνομάσει οι Σλάβοι, όταν την κατέκτησαν προσωρινά στις αρχές του 8ου αιώνα118.

Ἀκρεαὶ (Συνέκδ.) - Ἀκπέας(Not. 3, Ἀκρεαὶ) Αρχαία μικρή παραλιακή πόλη της Λακωνίας, που βρισκόταν

ανατολικά του Έλους, πιθανώς στη σημερινή κοινότητα Κοκκινιά119.

Ἀμυκλείου (Not. 13) Η επισκοπή Αμυκλείου είχε έδρα τη μεσαιωνική πόλη Νίκλι.

Διαδέχθηκε την αρχαία Τεγέα και είχε στη δικαιοδοσία της σχεδόν ολόκληρη την Αρκαδία. Το Νίκλι εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του μετά το πέρασμα των πρώτων δεκαετιών του 14ου αιώνα.(Βλ. Κορδώσης, μετατόπιση, σελ. 93.@@)116 Βλ. Γριτσόπουλος, Κορινθία, σ. 120.117 Βλ. Ήλιος, 1, σ. 681.118 Βλ. NPE, 1, στήλ. 316. 119 Honigmann, Synecdèmos@@

3

Page 34: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Ἄργος (Συνέκδ.) - Ἄργου (Not. 3) - Ἄργους (Not. 7, 9, 10, 12, 13, 15, 17, 18, 19)

Το Άργος υπήρξε έδρα επισκοπής, που ανήκε στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Κορίνθου. Πρώτη μνεία της γίνεται το 451, καθώς ανάμεσα στους επισκόπους, που συνόδευαν το μητροπολίτη Κορίνθου στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας ήταν ο επίσκοπος Άργους Ονήσιμος120. Το 1188-89 η επισκοπή Άργους προάγεται σε Μητρόπολη και τοποθετείται στην πθ΄ θέση στην τάξη των μητροπόλεων121. Η ονομασία της πόλης δεν υπόκειται σε αλλαγές καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.

Ἀσίνη (Συνέκδ.) - Ἀσίνας (Not. 3) – Κορώνης (Not. 7, 9, 10, 13) Αρχαία πόλη της Μεσσηνίας, που βρισκόταν στη θέση της σημερινής

Κορώνης. Ιδρύθηκε από κατοίκους της αρχαίας αργολικής Ασίνης, που είχαν καταφύγει στην περιοχή122. Η Κορώνη κτίστηκε πάνω στα ερείπια της Ασίνης από τους κατοίκους της αρχαίας Κορωνείας, οι οποίοι κατά το μεσαίωνα κατέφυγαν στην περιοχή και έκτισαν νέα πόλη, στην οποία έδωσαν το όνομα της πατρίδας τους. Κατά το μεσαίωνα και τους μετέπειτα χρόνους η σημασία της Κορώνης υπήρξε μεγάλη123.

Ἀσώπολις (Συνέκδ.) - Ἀσωποῦ (Not. 3) – Ασωπός ΛακωνίαςΑρχαία παράλια πόλη της Λακωνίας στη δυτική πλευρά της

χερσονήσου του Πάρνωνα, που ήκμασε κυρίως κατά την εποχή του κοινού

120 Mansi, VI, 580, 681. Στη Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως, το 879, παραβρέθηκαν ο Άργους Θεότιμος και ο Ναυπλίου Ανδρέας(@παραπομπή!), ενώ σε ορισμένες πηγές από τα τέλη του 12ου αιώνα αναφέρεται η σύνθετη ονομασία Άργους και Ναυπλίου. Για τα προβλήματα της ύπαρξης ή μη επισκοπής Ναυπλίου κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, της υπαγωγής της πόλης στην επισκοπή Άργους, καθώς και της δημιουργίας επισκοπής με τη σύνθετη ονομασία Άργους και Ναυπλίου βλ. Κόντη, Ναύπλιο, όπου εκτίθεται η άποψη ότι υπήρχε μόνο επισκοπή Άργους και το Ναύπλιο υπαγόταν σε αυτή.121 Νοτ. 12, 91, σ. 348??. Βλ. ΝΡΕ, 1, στήλ. 1070.@@122 Βλ. ΝΡΕ, 2, στήλ. 81. @@123 Βλ. Ήλιος, 11, σ. 281.

3

Page 35: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

των Ελευθερολακώνων. Βρισκόταν στη θέση της σημερινής κοινότητας Πλύτρα, νοτιοδυτικά του σημερινού Ασωπού124.

Βόας (Not. 3, Βοαὶ) Οι Βοιαί υπήρξαν από τις πιο ανθούσες πόλεις του κοινού των

Ελευθερολακώνων στη δυτική ακτή της χερσονήσου του Πάρνωνα, στον κόλπο του Βάτικα. Βρισκόταν στη θέση της σημερινής Νεάπολης στο νομό Λακωνίας125.

Βολαίνης (Not. 7, 9, 10, 13) Πρόκειται για τη βυζαντινή πόλη Ωλένη, που βρισκόταν στην Ηλεία.

Ερείπια της βρέθηκαν στο οροπέδιο, που βρίσκεται πάνω από τη σημερινή κοινότητα Ώλενα126. Η επισκοπή Ωλένης αναδύθηκε στο τέλος του 9ου

αιώνα ως συνέχεια της Επισκοπής Ηλίδος μετά την εξαφάνιση της ομώνυμης αρχαίας πόλης127.

Βύρας (Not. 3, Βοῦρα)Αρχαία πόλη της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, που βρισκόταν στην

Αιγιαλεία, κοντά στο σημερινό Διακοπτό.

Γερένθραι (Συνέκδ.) Οι Γερονθραί ήταν αρχαία πόλη της Λακωνίας στη θέση, που

βρίσκεται η σημερινή κωμόπολη Γεράκι στους πρόποδες του Πάρνωνα. Με το σημερινό του όνομα η ιστορία του αρχίζει από το Μεσαίωνα128.

Ἔλους (Not. 7, 9, 10, 13) Το Έλος ήταν αρχαία παράλια πόλη στη Λακωνία, που παράκμασε

νωρίς. Το 2ο αιώνα μ.Χ. υπήρχαν μόνο ερείπια της στην περιοχή. Η επισκοπή Έλους, που αναφέρεται στα Τακτικά από το 10ο αιώνα και μετά

124 Βλ. ΝΡΕ, 2, στήλ. 102. @@125 Βλ. ΝΡΕ, 2, στήλ. 729. @@126 Βλ. Ήλιος, 18, σ. 881.127 Κορδώσης, Εποίκηση, σ. 420.128 Βλ. Ήλιος, 5, σ. 101.

3

Page 36: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

περιελάμβανε τα χωριά στην πεδιάδα του Ευρώτα. Έδρα της επισκοπής ήταν το Γεράκι129.

Ἑπιδάβρων (Not. 3, Ἐπίδαυρος Λιμηρὰ)Η Επίδαυρος Λιμηρά ήταν αρχαία παράλια πόλη στις ανατολικές

ακτές της Λακωνίας και βρισκόταν κοντά στη θέση του σημερινού λιμανιού της Μονεμβασίας. Ονομάστηκε Επίδαυρος, γιατί ιδρύθηκε από κατοίκους της αργολικής Επιδαύρου130.

Ζημαινᾶς (Not. 7, 9, 10, 13)

Ἦλις (Συνέκδ.) - Ἔλις (Not. 3) Αρχαία πόλη στην ομώνυμη βορειοδυτική παράλια επαρχία της

Πελοποννήσου. Βρισκόταν κοντά στη σημερινή κοινότητα Ήλιδα της Ηλείας. Τον 4ο – 6ο αι. μ.Χ., η περιοχή, διοικητικά, ήταν τμήμα της επαρχίας Αχαΐας. Η πόλη Ήλις ήταν έδρα επισκοπής, υποκείμενης στην Κόρινθο. Επιβίωσε, όπως και οι άλλες πόλεις της περιοχής μέχρι τα τέλη 6ου – αρχές 7ου αιώνα. Η περιοχή γνώρισε νέα άνθηση στη μέση βυζαντινή εποχή, μετά την οργάνωση του θέματος Πελοποννήσου και τη νέα εκκλησιαστική οργάνωση131.

Θάλπουσα (Συνέκδ.) – Θαλπούσης (Not. 3)Η Θέλπουσα ήταν πόλη της Αρκαδίας στην αριστερή όχθη του

ποταμού Λάδωνα, στο δρόμο από την Ψωφίδα στην Ηραία132.

Ἱερὰ Μιόνη (Συνέκδ. - Ερμιόνη)Η Ερμιόνη ήταν αρχαία πόλη της Αργολίδος, που βρισκόταν στη θέση

της σημερινής κοινότητας Ερμιόνης133.

129 Βλ. Ήλιος, 6, σ. 774.130 Βλ. Ήλιος, 8, σ. 7.131 Βλ. ΝΡΕ, 3, στήλ. 993.132 Βλ. ΝΡΕ, 12/1, στήλ. 299.133 Βλ. Ήλιος, 8, σελ. 250.

3

Page 37: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Κερνίτζης (Not. 13) Η επισκοπή Κερνίτζης είχε την έδρα της στην ομώνυμη πόλη, η οποία

κατείχε, πιθανώς, τη θέση της αρχαίας Βούρας. Βρισκόταν στη θέση του σημερινού Διακοφτού της Αιγιαλείας134.

Κικνιπέως (Not. 3, Κεγχρεαί) – Κεχριές ΚορινθίαςΟι Κεγχρεαί ήταν επίνειο της Κορίνθου. Βρισκόταν 7 χλμ.

νοτιοανατολικά της Κορίνθου στο Σαρωνικό κόλπο, στο ίδιο σημείο με τις σημερινές Κεχριές. Υπήρχε οικισμός στο λιμάνι Κεγχρεαί μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Η δήθεν επισκοπή Κεγχρεών είναι μύθος135.

Κλήτου (Not. 3, Κλείτωρ) Αρχαία πόλη της βόρειας Αρκαδίας σε μικρή, περιβαλλόμενη από

βουνά πεδιάδα, στο σημερινό χωριό Καρνέζι, περίπου 3 χλμ. νότια από τη σημερινή Κάτω Κλειτορία136.

Κόρινθος (Συνέκδ.) - Κoρίνθου (Not. 2-20)Βλ. ΝΡΕ, 6, στήλ. 746.

Κορωνία (Συνέκδ.) – Κύδνας (Not. 3, Κορωνείας) Η Κορώνεια ήταν αρχαία πόλη στη δυτική ακτή του Μεσσηνιακού

κόλπου, στη θέση που βρίσκεται σήμερα το χωριό Πεταλίδι, περίπου 30 χλμ. νοτιοδυτικά της Καλαμάτας137. Η σημερινή κοινότητα Κορώνη, που βρίσκεται σε κάποια απόσταση από το Πεταλίδι, καταλαμβάνει τη θέση της αρχαίας Ασίνης. Είναι πιθανόν ότι οι κάτοικοι της Κορώνης μετακινήθηκαν κάποτε στην Ασίνη και της έδωσαν το όνομα της γενέτειράς τους138.

Ἐμπόριον Κρόμμων (Συνέκδ., Κρομμυών)

134 Βλ. Ήλιος, 10, σ. 634.135 Βλ. ΝΡΕ, 6, στήλ. 411.136 Βλ. ΝΡΕ, 6, στήλ. 573.137 Βλ. ΝΡΕ, 6, στήλ. 755.138 Βλ. Ήλιος, 11, σ. 280.

3

Page 38: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Ο Κρομμυών ήταν οχυρωμένο λιμάνι στο Σαρωνικό κόλπο στην ανατολική Κορινθία. Βρισκόταν περίπου 21 χλμ. από την Κόρινθο, κοντά στο σημερινό χωριό Άγιοι Θεόδωροι139. Κυπαρισία (Συνέκδ.) - Κυπαρισίας (Not. 3)

Αρχαία πόλη στη μεσσηνιακή δυτική ακτή στο σημείο, όπου βρίσκεται σήμερα η ομώνυμη πόλη. Ακόμη και σήμερα σώζονται λίγα ερείπια της ρωμαϊκής εποχής140. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους η Κυπαρισσία απαντά με το όνομα Αρκαδία, πιθανόν επειδή εκεί μετοίκησαν πολλοί Αρκάδες, για να αποφύγουν τις διώξεις των Σλάβων επιδρομέων141.

Λακεδαίμων (Συνέκδ.) – Λακεδέου (Not. 3) – Λακεδαιμονίας (Not. 7, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 20)

Μεσαιωνική πόλη, που διαδέχθηκε την αρχαία Σπάρτη, στης οποίας τα ερείπια χτίστηκε στις αρχές του 5ου αι. μ.Χ.142. Πρώτη μνεία της επισκοπής Λακεδαίμονος γίνεται στα πρακτικά της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας, όπου υπογράφει και ο Λακεδαίμονος Όσιος.143 Οι κάτοικοί της άρχισαν να την εγκαταλείπουν γύρω στα 1300.(Βλ. Κορδώσης, μετατόπιση, σελ. 93.)

Μαΐνης (Not. 7, 9, 10, 13)Η επισκοπή Μαΐνης βρισκόταν στην περιοχή, που βρίσκεται σήμερα η

Μάνη. Ο επίσκοπος Μαΐνης ήταν ο μοναδικός στην περιοχή και είχε στη δικαιοδοσία του ολόκληρη την έκταση από την Καλαμάτα μέχρι το Ταίναρο144.

Μαντίνα (Συνέκδ.) – Μαθηνίας (Not. 3, Μαντίνεια)

139 Βλ. ΝΡΕ, 6, στήλ. 862.140 Βλ. ΝΡΕ, 6, στήλ. 981.141 Βλ. Ήλιος, 11, σ. 711-712.142 Βλ. ΝΡΕ, 11, στήλ. 784.143 Mansi, VI 5650, 940 D, 1082 B. VII 137B.144 Βλ. Ήλιος, 12, σ. 923.

3

Page 39: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Η Μαντίνεια ήταν αρχαία πόλη, που βρισκόταν στο βόρειο τμήμα του μεγάλου οροπεδίου της ανατολικής Αρκαδίας, περίπου 12 χλμ. βόρεια της Τρίπολης. Με την εισβολή των Σλάβων κατέφυγε ένα μέρος του πληθυσμού στη Μεσσηνία, όπου νοτιοανατολικά της Καλαμάτας ακόμη σήμερα δύο χωριά ονομάζονται Μαντίνεια. Δεν είναι γνωστό πότε η Μαντίνεια καταστράφηκε και ερημώθηκε. Πάντως ορισμένα ερείπια βυζαντινών εκκλησιών αποδεικνύουν τη συνέχεια της ύπαρξης ενός οικισμού145.

Μεδάλας (Not. 3, Μεγάλη Πόλις) Η Μεγάλη Πόλις ήταν αρχαία πόλη, που βρισκόταν στο μέσο του οροπεδίου της δυτικής Αρκαδίας, σε κοντινή απόσταση και βόρεια από τη σημερινή Μεγαλόπολη, στο σημείο, όπου διασταυρώνονται οι κυριότεροι δρόμοι από Αρκαδία, Μεσσηνία και Λακωνία. Η Μεγάλη Πόλις ιδρύθηκε, πιθανόν, το 368/7 π.Χ. Τον 1ο μ.Χ. αιώνα πρέπει να είχε ήδη ερημωθεί146.

Μεθάνα (Συνέκδ.) – Μαθηάνας (Not. 3) Πόλη στα βόρεια παράλια της αργολικής χερσονήσου. Βρισκόταν

νοτιοδυτικά από το σημερινό Μεγαλοχώρι. Από την αρχαία πόλη σώζεται ένα μέρος του τείχους της147.

Μεσσήνη (Συνέκδ.) – Μοσσίνας (Not. 3) – Μεσήνη (Not. 8, 11, 12, 14, 15, 16, 18)

Αρχαία πόλη, που ιδρύθηκε το 369 π.Χ. στην κοιλάδα των βουνών Ιθώμη και Εύα, όπου ήταν προστατευμένη από όλες τις πλευρές. Το κέντρο της αρχαίας πόλης βρισκόταν στη θέση του σημερινού χωριού Μαυρομμάτι148. Πιθανόν, ερημώθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα, γιατί από τότε δεν υπάρχουν ειδήσεις γι’ αυτήν ως κατοικημένη πόλη. Η αναφερόμενη στα Τακτικά επισκοπή Μεσσήνης είχε την έδρα της, πιθανόν, στο Βουρκάνο της Ιθώμης, που λεγόταν και κάστρο Μεσσήνης149. Η επισκοπή αυτή

145 Βλ. ΝΡΕ, 7, στήλ. 831-834. 146 Βλ. ΝΡΕ, 7, στήλ. 1135-1136.147 Βλ. ΝΡΕ, 8, στήλ. 93.148 Βλ. ΝΡΕ, 8, στηλ. 53. @@149 Ήλιος, 13, σ. 341.

3

Page 40: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

υπαγόταν διοικητικά από την ίδρυσή της, πιθανόν στις αρχές του 4ου αιώνα, μέχρι τον 8ο αιώνα στη Μητρόπολη Κορίνθου. Στη νοτ. 8 εμφανίζεται ως αρχιεπισκοπή??@@. Η ονομασία της πόλης δε μεταβλήθηκε καθ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο. Μοθόνη (Συνέκδ.) – Μοθόνης (Not. 3) – Μεθώνης (Not. 7, 9, 10, 13)

Πόλη στη δυτική ακτή της Μεσσηνίας, από την οποία σώζονται λίγα αρχαία ερείπια. Η σημερινή πόλη βρίσκεται βόρεια του βενετσιάνικου πύργου, ο οποίος ορίζει τη θέση της αρχαίας πόλης150. Ήταν από τις σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου τη βυζαντινή περίοδο. Η επισκοπή Μεθώνης, την πρωτοβυζαντινή περίοδο, ανήκε διοικητικά στη Μητρόπολη Κορίνθου. Από τις αρχές του 10ου αιώνα εμφανίζεται στα Τακτικά ως επισκοπή της Μητροπόλεως Πατρών. Στις πηγές της πρωτοβυζαντινής περιόδου παραδίδεται ως Μοθώνη (Συνέκδημος και Not. 3), ενώ από το 10ο

αιώνα και μετά ως Μεθώνη.

Μονεμβασίας (Not. 7, 9, 10, 13, 15, 17, 18, 20) Η Μονεμβασία είναι ιστορική πόλη της Πελοποννήσου, που

βρίσκεται στη Λακωνία σε μικρή και απότομη χερσόνησο, νότια του Αργολικού κόλπου και της Κυνουρίας προς το Μυρτώο πέλαγος. Πιθανόν, κτίστηκε στα τέλη του 6ου αιώνα και από τότε λόγω της επίκαιρης θέσης της και του εμπορικού ναυτικού της προόδευσε σημαντικά151. Η επισκοπή Μονεμβασίας απορρόφησε τις επισκοπές Επιδαύρου Λιμηράς και Έλους.

Μωρέου (Not. 7) – Μορέου (Not.13)Έδρα επισκοπής από το 10ο ως το 12ο αιώνα, υποκείμενης στην

Πάτρα. Αντίθετα με ό,τι πιστευόταν παλαιότερα, το πιθανότερο είναι ότι τελικά το όνομα ανήκε σε πόλη, που ίσως ήταν η αρχαία Ήλιδα152.

Νεμέα (Συνέκδ.)

150 Βλ. ΝΡΕ, 8, στήλ. 98. @@151 Βλ. Ήλιος, 13, σ. 736. 152 Βλ. Laurent, Morée, p. 189.@@

4

Page 41: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Πόλη που βρισκόταν προς τα νότια της Κορινθίας κοντά στη σημερινή κωμόπολη Νεμέα.

Πάτραι (Συνέκδ.) – Πατρῶν (not. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 12, 13, 14, 16) – Παλαιαὶ Πάτραι (not. 15, 17, 18, 19, 20)

Βλ. ΝΡΕ, 9, στήλ. 402.

Πιλαύρα (Συνέκδ.) - Ἐπιδάμπας (Not. 3) Αρχαία πόλη των αργολικών παραλίων στις νότιες ακτές του Σαρωνικού κόλπου με μεγάλη φήμη σε ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Ταυτίζεται με τη σημερινή Παλαιά Επίδαυρο153.

Ποιτύουσα (Συνέκδ.) – Πητυούσης νήσου (Not. 3, Πιτυοῦσα) Μικρό νησί του Μυρτώου Πελάγους, που σήμερα λέγεται

Σπετσοπούλα. Χωρίζεται από το νοτιοανατολικό άκρο των Σπετσών από το στενό Σπετσοπούλα.

Σικύων (Συνέκδ.) – Σικύου (Not. 3) Η Σικυών ήταν πόλη με λιμάνι στον Κορινθιακό κόλπο, 26 χλμ.

δυτικά της Κορίνθου154. Βρισκόταν στη θέση του σημερινού Κιάτου, όπου σώζεται μια παλαιοχριστιανική βασιλική. Γριτσόπ., σελ. 120@@.

Σελίκου (Not. 3, Ωλένη) - Βολαίνης?? (Not. 7, 9, 10, 13) – Ωλένη ΗλείαςΏλαινα : εντός της Αχαϊκής σφαίρας. Γριτσόπουλος, σελ. 120.

Συλλέου (Not. 3, Πύλου) Πόλη που βρισκόταν στα παράλια της δυτικής Μεσσηνίας, στα

βορειοδυτικά του κόλπου του Ναυαρίνου. Σήμερα η περιοχή λέγεται Παλαιόκαστρο155.

Τέγεα (Συνέκδ.) – Τεδέας (Not. 3, Τεγέα) 153 Βλ. ΝΡΕ, 3, στήλ. 1097. @@154 Βλ. ΝΡΕ, 11, στήλ. 543. @@155 Βλ. ΝΡΕ, 9, στήλ. 615.

4

Page 42: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

Η Τεγέα ήταν σημαντική αρχαία πόλη στα νότια του οροπεδίου της ανατολικής Αρκαδίας. Η μεγάλη έκτασή της βρισκόταν μεταξύ των σημερινών χωριών Άγιος Σώστης, Επισκοπή και Αλέα156. Πρέπει να επιβίωσε το αργότερο μέχρι τον 7ο αιώνα. Στα ερείπιά της κτίστηκε το Νίκλι.

Τρυζένα (Συνέκδ.) – Τρυζέμας (Not. 3) – Δαμαλᾶς (Not. 7, 9, 10, 13) Αρχαία πόλη της νοτιοανατολικής Αργολίδας. Στη Ζ΄ οικουμενική

σύνοδο του 787 παρευρισκόταν ο επίσκοπος Τροιζήνας.(@ J. Darrouzes, Listes episcopales du concile de Nicee (787) : REB 33 (1975) 64, 65 (αρ. 108, 183, 192, 193) Είναι ενδιαφέρον ότι η πόλη αυτή κράτησε ως τότε το αρχαίο της όνομα. Σε μεταγενέστερα Τακτικά συναντάται η επισκοπή Δαμαλά, μεσαιωνική πόλη που διαδέχθηκε την αρχαία Τροιζήνα157.

Φάραι (Συνέκδ.) Αρχαία πόλη της Λακωνίας, περίπου 10 χλμ. νότια της Σπάρτης και 2

χλμ. ανατολικά των Αμυκλών. Πιθανόν στη θέση που βρίσκεται σήμερα το χωριό Βαφειόν158.

Φιάλεα (Συνέκδ.) – Φιαλίας (Not. 3) Αρχαία πόλη στη νοτιοδυτική Αρκαδία, κτισμένη σε απόκρημνο όρος

πάνω από τη δεξιά όχθη του ποταμού Νέδα, κοντά στη σημερινή Φιγαλεία159.

Φλίου (Not. 3, Φλιοῦς)Αρχαία πόλη στη βορειοανατολική Πελοπόννησο, στα νοτιοδυτικά της

Κορίνθου, περίπου 2 χλμ. δυτικά από τη σημερινή Νεμέα.

Χριστιανούπολις (not. 11, 12, 13, 15, 16, 17, 18, 19) Πόλη της Πελοποννήσου, που άκμασε κατά το μεσαίωνα. Βρισκόταν

στους πρόποδες του όρους Αιγάλεω της Τριφυλίας, όπου η σημερινή

156 Βλ. ΝΡΕ, 12/1, στήλ. 78.157 Κορδώσης, Εποίκηση, σελ. 399.158 Βλ. ΝΡΕ, 9, στήλ. 740.159 Βλ. ΝΡΕ, 9, στήλ. 775.

4

Page 43: NOTITIAE EPISCOPATUUM (12-2-10)

κοινότητα Χριστιάνοι. Η περιοχή της Μεγαλόπολης μέχρι τα πρόθυρα της Δημητσάνας ανήκε στη Μητρόπολη Χριστιανουπόλεως. Πήρε τη θέση των επισκοπών Μεγαλόπολης, Φιγαλίας, Μεσσήνης.

@@ Επισκοπές Κλείτορος, Φλιούντος, Θελπούσης, Μαντινείας, Φιγαλείας, Μεγαλοπόλεως, Τεγέας. Κατ’ όνομα γνωστές οι Επισκοπές αυτές υπό τη δικαιοδοσία της Εκκλησίας Κορίνθου πρέπει να ξεκίνησαν ως πρωτοχριστιανικές κοινότητες και δεν επιβίωσαν με την τακτική των μετακινήσεων των πληθυσμών. Επιβίωσε η Επισκοπή Τεγέας με μαρτυρημένο επίσκοπο Ωφέλιμο, που έλαβε μέρος στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 451.

@@ Η νοτ. 2 χρονολογείται στον Η΄ αιώνα. Βλ. Νταρ., σελ. 222.

@@ Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο δεν υπήρχαν επισκοπικές έδρες στην Αρκαδία. Η έλλειψη όμως επισκοπών από τον αρκαδικό χώρο δεν πρέπει να σχετίζεται με σλαβικές εγκαταστάσεις, αφού είναι βέβαιο ότι η κεντρική Πελοπόννησος – στην οποία υπήρχαν σημαντικοί οικισμοί, όπως π.χ. το Νίκλι – ποιμαινόταν από επισκόπους της περιφέρειας. Βλ. Κορδώσης, εποίκηση, σελ. 405.

(@@ Β. Κόντη, Μεταμ., σ.37: στα μέσα περίπου του 5ου αιώνα, η επισκοπή Κορίνθου ήταν πρώτη στη σειρά των επισκοπών της Αχαΐας και ακολουθούσε η επισκοπή Αθηνών και αρκετές άλλες, από τις οποίες πέντε ανήκαν στον πελοποννησιακό χώρο: των Πατρών, της Λακεδαιμονίας, του Άργους, της Μεγαλοπόλεως, ίσως της Τεγέας, ενώ τον 8ο αιώνα η ύπαρξη επισκοπών Τροιζήνος και Μονεμβασίας επιβεβαιώνεται από τη συμμετοχή των επισκόπων τους στις εργασίες της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας, το 787.)

Βολαίνη > Ωλένη. Κόντη, Μεταμ., σ. 38.

!!!@@@ Αναφορά σε χάρτη για τη Μονεμβασία ότι έγινε μητρόπολη.

4