25
-1- το Ράπιντ ίτυ, στη Νότια Ντακότα, η μάνα μου μού 'δωσε παγάκια τυλιγμένα σε μαντήλι να βάλω στο στόμα. Έβγαζα δόντια τότε και ο πάγος μούδιαζε τα ούλα μου. Ση νύχτα κείνη περάσαμε τα Μπάντλαντς. Βρισκόμουν στο πίσω μέρος της Πλύμουθ και κοίταζα τα άστρα. Σο τζάμι του αμαξιού πάγωνε το χέρι αν το άγγιζες. Μέσα στην πεδιάδα σταματήσαμε σ' ένα μέρος με τεράστιους γύψινους δεινόσαυρους που στέκονταν σε κύκλο. Δεν υπήρχε πόλη. Μονάχα εκείνοι οι δεινόσαυροι και κάτι προβολείς στο έδαφος που έστελναν το φως προς τα πάνω. Η μάνα μου με κουβαλούσε μέσα σε μια καφετιά τρατιωτική κουβέρτα μουρμουρίζοντας μιαν αργή μελωδία. Νομίζω ήταν το «Κάρφωσε την Καρδιά μου». Σο μουρμούριζε πολύ απαλά στον εαυτό της. Θα’ λεγε κανείς πως οι σκέψεις της βρίσκονταν πολύ μακριά. Περιφερόμασταν αργά, μέσα κι έξω, ανάμεσα στους δεινόσαυρους. Ανάμεσα στα πόδια τους. Κάτω από τις κοιλιές τους. Γύρω από τον Βροντόσαυρο. Κοιτάζοντας πάνω "ψηλά τα δόντια του Συρανόσαυρου Ρεξ. "Ολοι είχαν κάτι μικρά μπλε φωτάκια για μάτια. Δεν υπήρχε κόσμος γύρω. Μονάχα εμείς και οι δεινόσαυροι. 9/1/80 Χόονμοτεντ Βάλλεν, Καλ, Σηλεφώνημα της αφύπνισης στις 5:30 π.μ. Σο είχε πια συνηθίσει. Πέρασε από το χορταριασμένο οικόπεδο ανάμεσα στο μοτέλ και στο Kettle Pancake House*. Η Τπεύθυνη του Βεστιαρίου έκανε τζόγκινγκ. Σον προσπέρασε μέσα στο σκοτεινό πρωινό φως. Φαιρόταν που ήταν μόνη της. Σο καταλάβαινε βλέποντας την, από τον τρόπο που έτρεχε. Ποτέ δεν έδειχνε έτσι ευδιάθετη όταν βρισκόταν με το συνεργείο. Έριξε δεκαπέντε σεντς μέσα στο κόκκινο μεταλλικό κουτί και τράβηξε ένα φύλλο του Austin American Statesman. Η ματιά * (σ.τ.μ.) όνομα εστιατορίου

Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

Embed Size (px)

DESCRIPTION

textes autobiographiques

Citation preview

Page 1: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-1-

το Ράπιντ ίτυ, στη Νότια Ντακότα, η μάνα μου μού 'δωσε

παγάκια τυλιγμένα σε μαντήλι να βάλω στο στόμα. Έβγαζα δόντια

τότε και ο πάγος μούδιαζε τα ούλα μου.

Ση νύχτα κείνη περάσαμε τα Μπάντλαντς. Βρισκόμουν στο πίσω

μέρος της Πλύμουθ και κοίταζα τα άστρα. Σο τζάμι του αμαξιού

πάγωνε το χέρι αν το άγγιζες.

Μέσα στην πεδιάδα σταματήσαμε σ' ένα μέρος με τεράστιους

γύψινους δεινόσαυρους που στέκονταν σε κύκλο. Δεν υπήρχε

πόλη. Μονάχα εκείνοι οι δεινόσαυροι και κάτι προβολείς στο

έδαφος που έστελναν το φως προς τα πάνω.

Η μάνα μου με κουβαλούσε μέσα σε μια καφετιά τρατιωτική

κουβέρτα μουρμουρίζοντας μιαν αργή μελωδία. Νομίζω ήταν το

«Κάρφωσε την Καρδιά μου». Σο μουρμούριζε πολύ απαλά στον

εαυτό της. Θα’ λεγε κανείς πως οι σκέψεις της βρίσκονταν πολύ

μακριά.

Περιφερόμασταν αργά, μέσα κι έξω, ανάμεσα στους

δεινόσαυρους. Ανάμεσα στα πόδια τους. Κάτω από τις κοιλιές

τους. Γύρω από τον Βροντόσαυρο. Κοιτάζοντας πάνω "ψηλά τα

δόντια του Συρανόσαυρου Ρεξ. "Ολοι είχαν κάτι μικρά μπλε

φωτάκια για μάτια.

Δεν υπήρχε κόσμος γύρω. Μονάχα εμείς και οι δεινόσαυροι.

9/1/80

Χόονμοτεντ Βάλλεν, Καλ,

Σηλεφώνημα της αφύπνισης στις 5:30 π.μ. Σο είχε πια

συνηθίσει. Πέρασε από το χορταριασμένο οικόπεδο ανάμεσα στο

μοτέλ και στο Kettle Pancake House*. Η Τπεύθυνη του

Βεστιαρίου έκανε τζόγκινγκ. Σον προσπέρασε μέσα στο σκοτεινό

πρωινό φως. Φαιρόταν που ήταν μόνη της. Σο καταλάβαινε

βλέποντας την, από τον τρόπο που έτρεχε. Ποτέ δεν έδειχνε έτσι

ευδιάθετη όταν βρισκόταν με το συνεργείο.

Έριξε δεκαπέντε σεντς μέσα στο κόκκινο μεταλλικό κουτί και

τράβηξε ένα φύλλο του Austin American Statesman. Η ματιά

* (σ.τ.μ.) όνομα εστιατορίου

Page 2: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

φορές ένοιωθε ότι προσπαθούσαν να πείσουν τον εαυτό τους

περισσότερο παρά τον συνομιλητή τους. Ο οδηγός ήταν σιωπηλός.

Ήρεμος. Περισσότερο έμοιαζε με Αγελαδάρη παρά με οφέρ. Δεν

είχε καμιά απολύτως γνώμη για τους Έλληνες, ούτε και

φιλοδοξούσε να έχει. Κρατούσε το πάνω μέρος του τιμονιού με το

ένα χέρι αφήνοντας το άλλο να ξεκουράζεται. Σα μάτια του έμοιαζαν

να έχουν οργώσει εκατομμύρια στρέμματα.

Σράβηξαν για το Ούλαντ. Σα τροχόσπιτα είχαν καταλάβει

ολόκληρη την πόλη. Διακόσιοι Κομπάρσοι τριγύριζαν εδώ και κει

περιμένοντας κάποιον να τους ταΐσει. Έψαξε για το τροχόσπιτο του

και το βρήκε παρκαρισμένο σ' ένα λιβάδι. Η στολή του τον

περίμενε. Έμοιαζε με τα ρούχα που φορούσε, μια πιο ευτελής

παραλλαγή του εαυτού του. ' Έβγαλε τα δικά του και την φόρεσε-

δεν ένοιωσε καθόλου διαφορετικός. Ίσως μόνο κάπως πιο αλύγιστος.

' Ίσως και καθαρότερος. Αναρωτήθηκε μήπως αυτό που είχε

υποτεθεί πως θα έπαιζε ήταν ο εαυτός του. Μήπως γιαυτό τον

προσλάβανε. Κάθισε σ' ένα τραπέζι από φορμάικα και κοίταξε τον

αυτοκινητόδρομο. Δυο ημιφορτηγά πέρασαν, με τις λέξεις

ΣΑΤΡΟΥΟΡΙΑ ΑΝΑΒΙΨΗ ΘΑΤΜΑΣΨΝ, HOBBS, γραμμένες στα

πλευρά τους με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Αναρωτήθηκε τι να

ήταν οι οδηγοί, αν πίστευαν στο Θεό ή αν απλώς οδηγούσαν για

άλλους που πίστευαν στο Θεό.

λη τη μέρα δούλεψε πάνω στη μοτοσυκλέτα, πίσω από το

αμάξι με τη μηχανή λήψης. Κρατούσε σταθερή απόσταση. ταν το

αμάξι μεγάλωνε την ταχύτητα πατούσε κι αυτός γκάζι για να πάει κι

η Καβασάκι γρηγορότερα. Υρόντιζε να μη ξεφεύγει από το πλάνο.

Πού και πού το τοπίο τού αποσπούσε την προσοχή. Σεράστιες

δέσμες φωτός έπεφταν από απίστευτα ύψη καρφώνοντας τον

ορίζοντα όπως σε κάτι Ιταλικές Θρησκευτικές Σοιχογραφίες.

Προσπαθούσε να σκέφτεται τη δουλειά του. Σι ήταν η σκηνή που

γύριζαν. Σι θέση είχε μέσα στο σενάριο. Τποτίθεται πως έτρεχε για

να τη σκοτώσει; Ση ταρ; Σο Πρόσωπο; Ση Γυναίκα; Σο Πρόσωπο

που αυτός υποδυόταν έτρεχε με τη μηχανή για να σκοτώσει το

Πρόσωπο που εκείνη υποδυόταν; Δεν μπορούσε να τραβήξει το

βλέμμα του από τον αυλακωμένο προφυλακτήρα του αμαξιού. Ένας

Βοηθός κηνοθέτη κρατούσε σηκωμένο ένα μικρό μαύρο

ηλεκτρονικό λαμπτήρα με ένα κόκκινο φως. Αν αναβόσβηνε μια

φορά, αυτό σήμαινε πως το αυτοκίνητο θα έτρεχε γρηγορότερα. Δυο

φορές σήμαιναν μείωση της ταχύτητας. Σρεις

του έπεσε πάνω στον Ηχολήπτη και τον Εκπαιδευτή κύλων μες στο

εστιατόριο, που έσκυβαν πάνω από τους καφέδες τους. Ο ένας προς

τον άλλον. Σους χαιρέτησε κουνώντας το κεφάλι καθώς έμπαινε και

πήγε να κάτσει στο βάθος. Προτιμούσε να παίρνει πρωινό μονάχος

του. Παράγγειλε μια τηγανίτα σκέτη και καφέ. το ταμείο πίσω του

τέσσερις μπάτσοι μιλούσαν για το Ροντέο. Η εφημερίδα έμοιαζε

ολοκληρωτικά αφιερωμένη στα μαχαιρώματα. Από το Πάν-χαντλ

μέχρι τον Κόλπο, ο κόσμος μαχαιρωνόταν: έξω από μπαρ, μέσα-σε

κλεμμένα αμάξια, στα χωράφια, πίσω από φαρμακεία. Σέλειωσε την

τηγανίτα του αμίλητος. το στόμα του έμεινε η γεύση από αυγό και

αλεύρι.

Επιστρέφοντας στο μοτέλ πέρασε από το ίδιο χορταριασμένο

οικόπεδο. Σην ίδια διαδρομή έκανε κάθε πρωί εδώ και ένα μήνα.

Σο ψηλό χορτάρι τον άγγιξε σαν να τον άγγιζε ολόκληρο το Σέξας.

Σο φως άλλαζε γρήγορα.

Πέρασε από την αίθουσα αναμονής με την ελπίδα πως είχε

γράμμα. Σο κουτί του ήταν άδειο. Ο Διευθυντής του Μοτέλ

παρακολουθούσε υπνωτισμένος έγχρωμα κινούμενα σχέδια. Απ' έξω

φάνηκε ο οφέρ του που περίμενε βηματίζοντας.

Γλίστρησε στο πίσω κάθισμα μιας γκρι Κάντιλακ. Δυο Ηθοποιοί

συζητούσαν ζωηρά για το Αρχαίο Ελληνικό Δράμα. Εκείνος,

σιωπηλός, είχε καρφώσει το βλέμμα του στην πίσω πλευρά του

μαύρου καουμπόικου καπέλου που φορούσε ο οφέρ. την

κορδέλα του καπέλου μπηγμένες τρεις μεταχειρισμένες

οδοντογλυφίδες. Η κορδέλα ήταν πλεγμένη με αλογότριχα, από

κείνες που φτιάχνουν οι κατάδικοι.

Ο δρόμος έμοιαζε να κρύβει μια αόριστη απειλή. Τπερυ-

ψωμένος, με αλλόκοτο κρηπίδωμα, περισσότερο θύμιζε καταφύγιο

μικρών ελικοφόρων αεροπλάνων. Σα σπίτια των γεωργών έμοιαζαν

σα να χτίστηκαν σε λάθος μέρος. ' Έμοιαζαν με σπίτια προαστίων ή

μάλλον με σπίτια που οι ιδιοκτήτες τους φιλοδοξούσαν να τους

δώσουν τέτοια όψη. Μικρές απόπειρες χορτοτάπητα. Μια

οικογένεια λευκών πήλινων ελαφιών. υν-τριβανάκια με τεράστιες

πράσινες και κόκκινες χριστουγεννιάτικες μπάλες να επιπλέουν στο

νερό. Μικρά οικιακά σύμβολα που ξαφνικά σταματούσαν μπροστά

σε ένα ωκεανό οργωμένων χωραφιών.

Οι Ηθοποιοί εξακολουθούσαν να φλυαρούν, χρωματίζοντας τη

φωνή τους με συγκινησιακούς τόνους για να επιβάλουν ο ένας στον

άλλον τις βαθιές πεποιθήσεις τους. Μερικές

-11- -10-

Page 3: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-12-

-3-

φορές σταμάτημα. Αυτό το τελευταίο ήθελε να ' ναι σίγουρος πως θα

το θυμόταν. Σις τρεις φορές. Η απόσταση ανάμεσα στην μπροστινή

ρόδα της μηχανής και στον αυλακωμένο προφυλακτήρα ήταν

μονάχα δέκα πόδια. πως έτρεχε με εξήντα μίλια την ώρα, είχε

σημασία να θυμάται τι σήμαιναν οι τρεις φορές. μως γιατί ήθελε

να τη σκοτώσει; Μέχρι τώρα νόμιζε πως ήξερε, ξαφνικά όμως του

φάνηκε βλακώδες. Απλώς για να προχωρήσει το σενάριο ή είχε

πραγματικά λόγους το Πρόσωπο; Προσπάθησε να δείξει βλοσυρός

και αποφασισμένος καθώς κοίταζε το φακό. " Έβλεπε τα μάτια του

να καθρεφτίζονται στο φακό. Σου φάνηκε πολύ φτιαχτό. Σο

σταμάτησε. Απλώς οδηγούσε τη μηχανή και ξέχασε την ηθοποιία.

Άρχισε να απολαμβάνει τη βόλτα. Ο κηνοθέτης τού φώναξε από

ένα μεγάφωνο: «Μοιάζεις σα να το διασκεδάζεις! Να "σαι βλοσυρός

και αποφασισμένος! Σρέχεις για να τη σκοτώσεις!».

Ο Κάμεραμαν του’ δείχνε ένα, δύο ή τρία δάχτυλα σε

διαφορετικά διαστήματα. Άλλος κώδικας αυτός, που είχε σχέση με

τους φακούς. Σο Ένα δάχτυλο ισοδυναμούσε με μακρινή λήψη. Σα

Δυο με μέση και τα Σρία με κοντινή. Προσπαθούσε να μη κοιτάζει

τα δάχτυλα. Γι' αυτόν, το ένα δάχτυλο σήμαινε «χαλάρωσε κάπως»·

τα δυο «κάποια προσοχή»· τα τρία «μεγάλη προσοχή, υπερένταση».

Ευχόταν να μη του είχαν πει τι σήμαιναν τα δάχτυλα. Δεν τον

βοηθούσε σε τίποτα το να ξέρει. Δεν έκανε τίποτα το διαφορετικό,

άσχετα ποιο φακό χρησιμοποιούσαν και πόσα δάχτυλα σήκωναν. Σι

χρειαζόταν να του τα πουν; Αυτό που χρειαζόταν ήταν πρώτα πρώτα

να ξέρει, για ποιό λόγο το δικό του Πρόσωπο ήθελε να σκοτώσει το

δικό της Πρόσωπο; Κάτι που είχε να κάνει με το Φριστό μου

φαίνεται. Κάτι τέτοιο υπήρχε μες στο σενάριο. τι εκείνη ήταν ο

Φριστός. τι αυτός είχε λόγους να πιστεύει ότι εκείνη ήταν ο

Φριστός. Γιατί να νομίζει πως ήταν Φριστός; Βλάκας δεν ήταν. Σο

Πρόσωπο δεν ήταν βλάκας. Γιατί να σκεφτεί τέτοιο πράγμα για

κείνη; Θυμήθηκε το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, όπου λέει ο Φριστός

στους Εβραίους: «Ο λόγος που δεν καταλαβαίνετε τη γλώσσα μου

είναι ότι δεν καταλαβαίνετε τη σκέψη μου». Η Καβασάκι έπιασε τα

ογδόντα πέντε μίλια και προσπέρασε το αμάξι. Ολόκληρο το

υνεργείο τού χειρονομούσε άγρια να κόψει ταχύτητα. Δεν τους

έβλεπε. Ο κηνοθέτης πέταξε το καπέλο του στον αέρα. Ο δρόμος

έμοιαζε καθαρός και θανατηφόρος. Ξαναθυμήθηκε το Φριστό.

Εκείνο που ' χε πει στους τύπους που θέλαν να αποδείξει τις

θαυμα-

τουργές του ικανότητες σε εχθρικό έδαφος: «Δεν ήρθε ακόμα η ώρα

μου. Για σας είναι διαφορετικά. Εσείς δεν ξέρετε πότε θα έρθει η

ώρα σας γιατί δεν ξέρετε από πού έρχεστε και πού πηγαίνετε. Εγώ

όμως τα γνωρίζω και τα δυο. Και δεν ήρθε ακόμα η μέρα που θα

πεθάνω».

Η Καβασάκι σπινάρισε γέρνοντας πλάγια. Σο μαύρο

καουτσουκένιο τουφέκι τινάχτηκε από το τιμόνι της μηχανής και

τον βρήκε στο σβέρκο. Είδε το πρόσωπο του Οδηγού του

αυτοκινήτου της Κάμερας να τον παρατηρεί. Απόμακρος. Με ηλίθιο

βλέμμα. Ο υψηλότερος ουρανός που είδε ποτέ. Η αίσθηση ότι

βρισκόταν βαθειά κάτω από τους Ουρανούς. Η απόσταση. Η

βρεγμένη σάρκα. Σο σκίσιμο του μετάλλου. Άνθρωποι αβοήθητα

ξένοι. Κανένας ήχος. Η διαυγής εικόνα του ακίνητου Φρόνου. Μετά,

μεμονωμένοι ήχοι της Γης. Σο μαύρο διαμαντένιο στήθος του

Κότσυφα. Υτερουγίζει. Φορεύοντας ανάμεσα στα αυλάκια.

Βελανιδιά χωρίς φύλλα.

Ξαφνικά εμφανίστηκε στον εαυτό του. Αστραπιαία είδε τον

εαυτό του. Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία ποιος ήταν το

Πρόσωπο.

3/79 Σάινερ, Τέξας

Page 4: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

Ήξερα έναν κιθαρίστα που το ραδιόφωνο τό' λεγε «φιλαράκι».

Ένοιωθε μια συγγένεια όχι τόσο με τη μουσική όσο με τη φωνή

του ραδιοφώνου. Σον πλασματικό του ήχο. Ση φωνή του την τόσο

διαφορετική από τις φωνές που το διαπερνούσαν. Σην ικανότητα

του να μεταδίδει σε μεγάλη απόσταση την ψευδαίσθηση της

ανθρώπινης παρουσίας. Κοιμόταν με το ραδιόφωνο. Μιλούσε στο

ραδιόφωνο. Διαφωνούσε με το ραδιόφωνο. Πίστευε στην ύπαρξη

μιας Μακρινής Φώρας του Ραδιοφώνου. Πίστευε πως δεν θα

μπορούσε ποτέ να βρει τη χώρα αυτή κι έτσι το πήρε απόφαση

πως μονάχα θα την άκουγε. Πίστευε πως είχε αφοριστεί από τη

Φώρα του Ραδιοφώνου και πως είχε καταδικαστεί να περιπλανιέται

στα ερτζιανό για πάντα, αναζητώντας κάποιο μαγικό κανάλι που

θα τον επανέφερε στον από καιρό πια χαμένο τόπο καταγωγής

του.

22/12/79 Χόονματεντ

Βάλλεϋ, Καλ.

Page 5: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

Οι Θησαυροί του Βασιλιά Σολόμωντα ήταν το έργο που με

γοήτευσε όσο κανένα άλλο και στοίχειωσε βαθειά μέσα μου, όταν

ήμουν παιδί. Δεν το’ χω ξαναδεί από τότε αλλά οι εικόνες του

παραμένουν ακόμα ζωντανές. Πολεμιστές Βατούσι με κόκκινες

λωρίδες από πηλό στο πρόσωπο. Μαύρα λουριά περασμένα ψηλά

στα στήθη τους. Δόντια ακονισμένα με μυτερές άκρες. Λιοντάρια να

ακρωτηριάζουν κάποιον. Μύγες να κάθονται πάνω στα χείλη

κάποιου και τα χείλη να μένουν ακίνητα. Πυρσοί μέσα σε σπηλιές.

Γαλάζια πολύτιμα πετράδια και γύρω τους νεκροκεφαλές. Ο

ηθοποιός ο Εγγλέζος μισοπεθαμένος από το φόβο.

Μέρα μεσημέρι, μες στην αίθουσα του Ριάλτο ήταν σκοτεινά

και μοσχοβολούσε και γω μπήκα στον κόσμο της ταινίας τόσο

ολοκληρωτικά που η αίθουσα έγινε κι αυτή ένα μέρος του τοπίου

της. Σο ταξίδι μέχρι τα ποπ κορν, το πέρασμα πάνω από το μαύρο

διάδρομο με το σάουντρακ της ταινίας στο φουλ, οι πιτσιρικάδες

που τσίριζαν πάνω στα καθίσματα τους, ήταν όλα μέσα στην

υπόθεση. τον πάγκο του κυλικείου, ήμουνα μες στη σπηλιά του

Βασιλιά ολόμωντα. Οι «καραμέλες» ήταν πολύτιμα πετράδια. Οι

ταξιθέτριες δέντρα της ζούγκλας. Σσίτες τριγυρνούσαν μέσα στα

αποχωρητήρια.

Για αρκετές μέρες μετά ανάσαινα Αφρικάνικη σκόνη μέσα σε

μια κωμόπολη λευκών.

1/9/80

Χόονμστεντ Βάλλεϋ, Καλ.

ταν βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με την κοπέλα που

ντουμπλάριζε τη σταρ

καθώς άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ

και γω έβγαινα

ενώ εκείνη έμπαινε

στις 4 π.μ.

και είδα πως ήταν τελείως μαστουρωμένη τη

ρώτησα με τι

είπε 6 Βάλλιουμ και Άσπρο Κρασί

επειδή σήμερα ήταν η τελευταία μέρα που είχαμε γύρισμα

και σκέφτηκε να το γιορτάσει

να πηδηχτεί με κάποιον από το συνεργείο

μιας και η ίδια σ' αυτήν εδώ την πόλη ζούσε

και θα ξέμενε εδώ πέρα

ενώ εμείς θα φεύγαμε

και το παράπονο της που πια δεν θα ήταν παρά μια ντουμπλέρ

της περιοχής

παρατημένη

σε μια πόλη που φλεγόταν από επιθυμία να εγκαταλείψει την

έλιωνε

και μ" έκανε ξαφνικά να ντραπώ για άλλη μια φορά

και μόνο που είμαι ηθοποιός του σινεμά

και συμβάλλω και γω σε κάτι τέτοιες βλακώδεις ψευδαισθήσεις

την πήρα λοιπόν στο δωμάτιο μου

χωρίς βλέψεις σε βάρος του κορμιού της

ήταν απογοητευμένη σε απελπιστικό σημείο

προσπάθησε να πηδήξει απ" το παράθυρο

της- είπα κοίτα δεν αξίζει

για μια ηλίθια ταινία

μου είπε δεν είναι τόσο ηλίθια όσο η ζωή

1/11/81 Σηάτλ, Ουάα.

-35- -34-

Page 6: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

Σο όνομα μου πέρασε μέσα από εφτά γενεές ανδρών με το

ίδιο όνομα ο καθένας έδινε στον πρωτότοκο το όνομα του πατέρα

οπότε οι μάνες έβγαζαν για τους γιούς παρατσούκλια έτσι ώστε να

μη τους μπερδεύουν με τους πατεράδες κάθε φορά που τους

καλούσαν από τα χωράφια την ώρα που πατέρας και γιός

δούλευαν πλάι πλάι μες στο σιτάρι που’ φτανε ως τη μέση.

Οι γιοί έφτασαν να πιστεύουν πως τα ονόματα τους ήταν χα

παρατσούκλια που αντηχούσαν στα χωράφια και σ' αυτά

αποκρίνονταν και τις σκέψεις τους γύρω από τον εαυτό τους τις

διαπερνούσε η φωνή της μάνας τους χωρίς οι ίδιοι να φαντάζονται

ποτέ ότι το πραγματικό τους νόμιμο όνομα παραμόνευε πάνω σε

κάποιο χαρτί στο ικάγο και ότι σε κείνο το όνομα θα έβαζαν το

πρόθεμα «Κος» και ότι με κείνο το όνομα θα πέθαιναν.

2/5/80

Χόονμστεντ Βάλλευ, Καλ.

Page 7: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

.45-

3/7/81 Κοτάτι, Καλ.

Άσε τώρα να βάλω τα πράγματα στη θέση τους Λες πως

Βασανίζεσαι επειδή δε μπορείς να γράψεις Ή πως

Δε μπορείς να γράψεις επειδή βασανίζεσαι Λες πως

Οι καιροί αυτοί σ' έχουν κάνει κυνικό Ή πως

Οι καιροί αυτοί επαληθεύουν τον κυνισμό σου

Θα σου πω λοιπόν κάτι Καλύτερα να πιάνω

μοσχάρια με το λάσο Παρά να μιλάω μαζί σου

πολιτικά Καλύτερα να γίνω τύφλα στο μεθύσι

Η απόγνωση σου είναι πιο πληκτική Κι

από το Μερβ Γκρίφφιν Σώου

Σα μυξοκλάματά σου

Οι λύσεις σου που δεν αξίζουν μια πεντάρα

Ξεκαβάλα το καλάμι σου και μαγείρεψε

Κάνε στο χρόνο

Οτιδήποτε

Μην καις όμως τον δικό μου

2/80

Σάντα Ρόζα, Καλ.

Page 8: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-8-

αλιαρίζουν και φωνάζουν ο ένας τον άλλον «αγάπη μου» καλούν

στο σπίτι τους μέντιουμ και παραμυθιάζονται κορνιζώνουν τις

φωτογραφίες των παιδιών τους που ξεσπίτωσαν

φωνάζουν το γέρο νέγρο μπάρμαν με το μικρό του όνομα καλούν

κάτι γλυκανάλατες ορχήστρες Ρυθμ εντ Μπλουζ και τις

βάζουν να παίζουν

χωρίς ηλεκτρικά όργανα δυσφορούν με τους γυμνούς κολυμβητές

κάνουν εξομολογήσεις σε όποιον κάτσει να τους ακούσει ο

καθένας κι η κάθε μια έχουν κι από έναν «παλιό και πιο

αγαπημένο» φίλο

συνήθως είναι εκείνος που έχει ακούσει τις περισσότερες

εκμυστηρεύσεις τους

μισούν τις ευχές τη μέρα των γενεθλίων τους ενθουσιάζονται όταν

δεν έχουν δει κάποιον για πολύ καιρό μετά σπεύδουν στον

επόμενο τη μοναξιά τους καλύπτουν πλατειά χαμόγελα η μοναξιά

τους καταπνίγεται μέσα σε «φιλικό» κύκλο

25/7/81 Χόλλνγονντ, Καλ.

Page 9: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-9- -53-

την ξεσκέπασε. (Εκείνη στενοχωριόταν τώρα για τα σπασμένα

γυαλιά περισσότερο παρά για το έντομο.) Ο ηλεκτρονικά

ρυθμιζόμενος προβολέας ασφαλείας από το απέναντι πεζοδρόμιο

άναβε συνέχεια πλημμυρίζοντας το δωμάτιο με ένα γαλαζωπό φως. Σην γύρισε ανάσκελα. Εκείνη στην αρχή χαχάνιζε, μετά άρχισε να

αναστενάζει καθώς ο άλλος σιγά σιγά κέρδιζε έδαφος μέσα της.

«Ξέρεις, χρειαζόμαστε σίτες», της είπε γλιστρώντας ολοένα βαθύτερα.

«ίτες;»

«Ναι νια να μη μπαίνουν τα έντομα.» «Μα δε θα μπορούμε να

ανοίγουμε τα παράθυρα τέρμα. Με τέτοια ζέστη πρέπει να τά’ χουμε

ορθάνοιχτα.» «Αυτό σκέφτομαι κι εγώ.» «Ξέρεις δεν έχω βάλει

διάφραγμα.» «Πολύ ωραία.»

1/7/81

Χόουμστεντ Βάλλεύ, Καλ.

Σον είχε όρθιο όλη τη νύχτα να κυνηγάει κουνούπια. Δεν τον

άφησε να κλείσει μάτι. Ζουζούνια διάφορα πετούσαν διαρκώς μέσα

από το ανοιχτό παράθυρο κι εκείνη τού " ρίχνε γονατιές στον κόλο

ώσπου να της αποκριθεί.

« Κάτι πετάει εδώ κοντά», του’ λεγε.

«Ε, σκότωσε το»

«Έλα τώρα, αγάπη μου, αφού το ξέρεις πως δε μπορώ να

σκοτώνω έντομα. ε παρακαλώ. Είναι ένα τεράστιο σιχαμερό έντομο

με φτερά». Σελικά εκείνος πεταγόταν από το κρεβάτι, άναβε το φως

και ερευνούσε προσεχτικά το δωμάτιο για να εντοπίσει τον

εισβολέα.

«Μη το σκοτώσεις, εντάξει;»

«Δε θα το σκοτώσω»

«Μονάχα πέτα το έξω απ' το παράθυρο.»

Εκείνο που πραγματικά του έσπαγε τα νεύρα ήταν το ότι

έπρεπε να συλλάβει το έντομο ζωντανό. Αυτό ήταν που του έτρωγε

όλο το χρόνο. Ενώ θά' τ αν εύκολο να του δώσει μια και να το

λιώσει πάνω στον τοίχο. μως όχι, ήταν υποχρεωμένος να

καταδιώκει ένα κολοέντομο μόνο και μόνο για να το πιάσει. Να

παρακολουθεί την τρελή του πτήση κατά μήκος των ραφιών της

βιβλιοθήκης του, δίπλα από τα τεύχη του Quarter Horse, μέσα στη

ντουλάπα και πάλι έξω, παράλληλα με τον τοίχο ως τη γυμνή

λάμπα όπου τό' πιάνε φρενίτιδα κι έκανε οχτάρια και μικρούς

ομόκεντρους κύκλους.

«κώρος είναι. Δεν είναι κουνούπι.»

«Δε με νοιάζει. Δε μπορώ να το βλέπω να πετάει.»

«Οι σκώροι δε τσιμπάνε.»

«ε παρακαλώ, βγάλτο από δω μέσα.»

«Καλά.»

«Μη το σκοτώσεις όμως.»

«Εντάξει, εντάξει.»

Παραπατώντας πάνω στο στρώμα έκανε προσπάθειες να το

πιάσει, πότε με μικρές αιφνιδιαστικές κινήσεις του χεριού, πότε

σαρώνοντας τον αέρα με τα δυο του χέρια. Εκείνη βρισκόταν από

κάτω του κουκουλωμένη με τα σεντόνια ως το πηγούνι, κοιτάζοντας

με τα τεράστια καστανά της μάτια έντρομη προς το ταβάνι, λες και

τη στιγμή εκείνη ο φτερωτός δαίμονας ετοιμαζόταν να κάνει κάθετη

εφόρμηση με στόχο το λαρύγγι της. Εκείνος ξαφνικά ώρμηξε και με

μια απεγνωσμένη κίνηση έδωσε μια στη λάμπα και την τίναξε πέρα.

κοτάδι. (Θόρυβος από γυαλιά που σπάζουν.). Έπεσε πάνω της και

Σα καναρίνια του

έπεφταν κάτω σα τις μύγες

κάθε πρωί

έβρισκε κι ένα

κοκαλωμένο

στον πάτο του κλουβιού

ο Βετεράνος τού ' πε

πως αυτό οφειλόταν στα βακτήρια

πού’ χε το νερό που πίναν

εκείνος όμως ήξερε

πως ήταν όλα μέσα στον τρόπο που ζούσε

2/8/81

Χόουμστεντ Βάλλεϋ, Καλ.

Page 10: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-10-

Ση νύχτα που φτάσανε

με το αμάξι στην Οαξάκα

είχε κοπεί το ρεύμα. τις

εισόδους των ξενοδοχείων

ανάβαν κεριά. Δωμάτια δεν

υπήρχαν.

Βρήκαν τελικά ένα

μέρος, λεγόταν Οτέλ

Νασιονάλε, στα βόρεια*

προάστια της πόλης. Οι

πόρτες όλων των δωματίων

αποτελούνταν από κάθετες

μεταλλικές βέργες, ακριβώς

όπως στα κελιά των φυλακών

που είχε δει σε μια μικρή

κωμόπολη της Μοντάνα.

Καθώς ανέβαιναν τα

σκαλοπάτια φορτωμένοι με

τις αποσκευές τους έβλεπαν

απ' έξω τους ενοίκους του

κάθε δωματίου. Οι

περισσότεροι έμοιαζαν

ναυάγια της ζωής και

αλκοολικοί - ξαπλωμένοι στο

πάτωμα, μισοκρεμασμένοι

από στρώματα

καταλεκιασμένα,

ακουμπισμένοι στις γωνιές

με το βλέμμα καρφωμένο

στο τσιμεντένιο δάπεδο.

Page 11: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-11-

Page 12: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-58- -12-

« Εκείνη που δείχνει τον Σσάρλυ να αποκεφαλίζει ένα γλάρο;»

«Ναι, εκείνη.» «Σι

έγινε;»

«Έχασα το κείμενο.»

Ακούμπησε το μπολ πάνω σε μια μπαγιάτικη μπριζόλα που

βρισκόταν μέσα σ' ένα πιάτο στο πάτωμα και μετά άπλωσε το χέρι

του για να πιάσει ένα πακέτο Blue Trues. Έμεινε αμίλητος ώσπου

ν' ανάψει τσιγάρο και φυσώντας τον καπνό έφτυσε με

χαρακτηριστικό τρόπο {συνήθεια που τού 'χε μείνει από την εποχή

που κάπνιζε άφιλτρα Κάμελ).

«Δεν είχα και πολλή διάθεση να συνεχίσω μ" αυτήν την ιστορία.

Αυτό ήταν. Κυρίως αυτό. Άσε που ψόφησε και το φίδι στη μέση της

ταινίας.»

«Σο φίδι;»

«Ναι, ο Βόας ο υσφιγκτήρ. Δε θυμάσαι το Βόα που είχαμε;»

«Α, ναι.»

«Ε, ψόφησε. Είχαμε ανέβει στη Μασαχουσέτη να κάνουμε

μοντάζ και τον αφήσαμε εδώ πέρα. Σον είχα ξεχάσει τελείως. Κι

αυτός μπήκε μες στο τζάκι, κουλουριάστηκε και ψόφησε. Ο

ιδιοκτήτης κάτι μυρίστηκε γιατί η μπόχα έφτανε μέχρι έξω στο

διάδρομο και νόμισε πως πέθανα εγώ. Θα πρέπει να βρωμούσε

πάρα πολύ. Υώναξε τους μπάτσους και νόμισαν κι αυτοί πως είχα

πεθάνει εγώ. πάσαν την πόρτα για να μπούνε μέσα και το μόνο

που βρήκαν ήταν το φίδι.»

«Οπότε χωρίς το φίδι δε μπορούσατε να γυρίσετε την ταινία;»

«Θεωρητικά, μπορούσαμε. Μού ' φυγε όμως η κάβλα.»

Εκείνη τη νύχτα έπεσα να κοιμηθώ μονάχος πάνω στο ντιβάνι

μου. Απέναντι μου τα παράθυρα φάνταζαν τεράστια. Σα δέντρα ήταν

κατάμαυρα και ο αέρας που φύσαγε σε κείνο το σημείο της Έκτης

Λεωφόρου βούιζε σαν να περνούσε μέσα από φαράγγι. Καθώς

ροβολούσε ακάθεκτος από το έντραλ Παρκ πύκνωνε ολοένα και

δυνάμωνε τη φωνή του. Θυμήθηκα τους αέρηδες αντάνα στην

Κοιλάδα. Σους «Ανέμους του Διαβόλου». Ση μεγάλη ζέστη τη νύχτα.

Σην φαντασίωση μου ότι τα είχα με μια κοπέλα που ήξερα. Μια

φανταχτερή Σσικάνο με γκρι φούστα σκιστή κι απ' τις δυο μεριές.

Μικροί ασημένιοι σταυροί άστραφταν κάτω από τα αυτιά της. Ένα

φίδι που πυροβόλησα στο σβέρκο. Σα Ορτύκια που κρύβονταν μες

.

Τπολόγιζα να βρω τον Μπιλ στο διαμέρισμα όπου έμενε την

τελευταία φορά που θυμάμαι να τον είδα. Προτού φτάσω εκεί

προσπάθησα να φέρω στο νου μου την εικόνα του σπιτιού του. Σην

πρόσοψη. Δίπλα ακριβώς από την Αποθήκη Τλικού της Αστυνομίας

στην Έκτη Λεωφόρο. Μου άνοιξε με το συνηθισμένο του ήρεμο και

καρτερικό ύφος. Ποτέ δεν εκπλησσόταν όταν με έβλεπε κι ας είχε να

με δει πάρα πολύ καιρό.

Σο διαμέρισμα του ήταν πάντα κρύο εξ αιτίας του ότι ήταν

ψηλοτάβανο. Η τηλεόραση βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο. Πάνω στο

πάτωμα, παραταγμένα γύρω από το κρεβάτι υπήρχαν πιάτα με

χαλασμένο φαί. Κυρίως ραβιόλια με ροκφόρ ή κάποιο άλλο κρύο

ιταλικό φαγητό. Σρία μπουκάλια Κρέμα Φάρβεϋ Μπρίστολ

περικύκλωναν το τηλέφωνο πάνω σ* ένα μικρό κομοδίνο. Ο Μπιλ

σύρθηκε πάλι πάνω στο κρεβάτι απ* όπου είχε σηκωθεί για να μου

ανοίξει. Είχε σώμα μικρού παιδιού με κεφάλι μεσήλικα. Πάντα τον

θεωρούσα σωματικά αλλόκοτο όμως δεν του το έθιξα ποτέ.

υνέχισε να τρώει σαλάτα μέσα από ένα μπολ και να

παρακολουθεί στην τηλεόραση το ώου του Σζώνυ Κάρσον. Καθόταν

πάνω σ" ένα τεύχος του Esquire έχοντας δίπλα του την εφημερίδα

Σάνταιη Τάιμς κατασκορπισμένη πάνω στο κρεβάτι λες και την είχε

βιάσει. Φαιρόμουν που αντί να μου δείξει ψεύτικο ενδιαφέρον

συνέχισε ανενόχλητος τις προηγούμενες ασχολίες του, που δεν με

ρώτησε τι έκανα τόσο καιρό ή πώς τα πήγαινα και τα παρόμοια.

Απλώς συνέχισε να τρώει τη σαλάτα του, να της βάζει πότε πότε

Κρέμα Μπρίστολ και να βλέπει τον Σζώνυ Κάρσον.

«Σι γίνεσαι ρε Μπίλλυ;»

«Εγώ; Παράτησα την ταινία μου.»

«Εκείνη με τον Σσάρλυ;»

«Ναι.»

Page 13: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-13- -61-

στους οπωρώνες. Δυο Δίδυμες μικρές Ινδιάνες στο απέναντι σπίτι

και πώς γδύνονταν στο παράθυρο τους. Αγρούς με Παραδείσια

Πουλιά. ' Άκουσα πυροβολισμούς στην Έκτη Λεωφόρο.

Πυροβολισμούς ή εξατμίσεις που μοιάζαν με πυροβολισμούς.

Προσπάθησα να σκεφτώ τι ακριβώς θα' πρεπε να κάνω, το'νοιωθα

όμως πως ό,τι και να’ταν αυτό, είχε ήδη γίνει. ,τι και να' ταν.

Άκουσα δυο φωνές στο δρόμο να γελούν υστερικά. Δυο νέγρικες

γυναικείες φωνές και τίποτα άλλο. Γελούσαν τόσο διαπεραστικά και

ασυγκράτητα, που ήξερα πως δεν δια-τρέχαν κανένα κίνδυνο.

Θυμήθηκα μια φορά που άκουσα ένα τέτοιο γέλιο και το πέρασα

για στριγκλιά. τη Λεωφόρο C. Που βγήκα τρέχοντας μισό γυμνός

έξω στο δρόμο. Ένας ψηλός με κοστούμι στρίμωχνε μια κοπέλα

πάνω σε μια τζαμαρία. Η κοπέλα μου 'πε «Δίνε του! Άντε και

γαμήσου!». Θυμήθηκα πως έτσι είχε χάσει τη ζωή του ο Κινγκ

Κέρτις στην 23η Οδό. Ήξερα πως συχνά, ακούγοντας κάποιον ήχο

τον περνούσα για κάτι άλλο. πως όταν αναπνέει κάποιος δίπλα

μου πάνω στο κρεβάτι και η ανάσα του ακούγεται σαν μακρινή

φωτιά. Ήξερα νά προφυλάω τον εαυτό μου.

0 Μπιλ είχε αποκοιμηθεί μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση.

Είχε Κινηματογράφο Μετά τα Μεσάνυχτα. Η φωνή του Ραίη Μίλαντ

στον Άνθρωπο με τις Αχτίνες Χ. Σο σημείο όπου ουρλιάζει στο τέλος.

Σο’ ξερα γιατί το έργο το είχα ξαναδεί. Διέκρινα τα κάτασπρα μάτια

του πάνω στο ταβάνι. Μέσα από την ανοιχτή πόρτα περνούσε η

μυρωδιά του ροκφόρ και της Κρέμας Μπρίστολ. Θυμήθηκα ότι είχε

πεθάνει κι ο πατέρας του Μπιλ. αν το φίδι και κείνος. Μού ’ πε

πως επί τρεις μέρες καθόταν δίπλα στο πτώμα του πατέρα του.

Φωρίς να κάνει τίποτα, μονάχα κοιτούσε το πτώμα. Σελικά αφού

ανέφερε το θάνατο έμαθε πως ο πατέρας του τού 'χε αφήσει κάποια

λεφτά. Σα περισσότερα τά’φαγε από δω κι από κει. Σα υπόλοιπα

βούλιαξαν μες στην ταινία του.

Έξω στο δρόμο τα απορριμματοφόρα είχαν ήδη αρχίσει το

άλεσμα. Δεν με είχε πάρει ο ύπνος και δεν είχα σκοπό να μείνω

εκεί περιμένοντας ως το ξημέρωμα για να κοιμηθώ. Έκανα με τα

πόδια ολόκληρη τη διαδρομή μέχρι το Λόουερ Ηστ άιντ. Ο

ουρανός είχε πάρει ένα χρώμα ανοιχτό τυρκουάζ. Σραβεστί

έβγαιναν τρεκλίζοντας από το Γουάιτ Σάουερ, ρουφώντας από τους

αντίχειρες τους την ζάχαρη των ντόνατς. Ένας τους με ρώτησε αν

έκανα κέφι. Υτηνό.

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια του σπιτιού της Δεύτερης Λεωφό-

ρου. Επί δυο συνεχή χρόνια έκανα κάποτε τη διαδρομή αυτή Και να

που τώρα αισθανόμουν σα να περνούσα από εξετάσεις. Ση στιγμή

που παραβίαζα την Κλειδαριά Ασφαλείας πέρασαν από μέσα μου

όλες οι άλλες φορές που είχα παραβιάσει την Κλειδαριά Ασφαλείας.

Λες και το σώμα είχε δική του μνήμη. Σο στήθος μου σφίχτηκε και

το στόμα μου είχε στεγνώσει σαν να είχα πάρει Αμφεταμίνες. μως

δεν είχα πάρει τίποτα. Σα δωμάτια έμοιαζαν εγκαταλειμμένα, όμως

ήξερα πως εκείνη βρισκόταν μες στο σπίτι κι ας μη την έβλεπα.

Ήξερα πως με είχε ακούσει.

Ήταν καθισμένη πάνω στο κρεβάτι, όλες οι κουρτίνες ήταν

θεόκλειστες, τα πόδια της σταυρωμένα και το κεφάλι της κρεμόταν

ανάμεσα στα γόνατα της. Κόκκινα μαλλιά της έκρυβαν το πρόσωπο.

" Ήξερα πως δεν θα μου ορμούσε. Δεν φοβόμουν το σώμα της.

Ακούμπησα το κεφάλι της. Είχε κοκαλώσει. αν να βρισκόταν σε

κείνη τη στάση ώρες ολόκληρες ή μέρες. Η φούστα της μπροστά

ήταν βρεγμένη. Η μύτη και τα μάτια της έτρεχαν χωρίς να κλαίει με

λυγμούς ή αναφιλητά. Σα μάτια της ήταν βαθειά χωμένα στις

κόγχες, σαν να είχε αντικρύσει ό,τι πιο ανεπιθύμητο είχε να της

δείξει η Πραγματική Ζωή. Προσπάθησα να την αγκαλιάσω αλλά ήταν

γελοίο. Έμενε εντελώς ακίνητη. Σην ρώτησα αν ήθελε τίποτα. Κανένα

τσάι. Κανένα κακάο. Πράγματα που την ρωτούσα αργά τη νύχτα την

εποχή που αρχίσαμε να ζούμε μαζί. Κάθε προσφορά μου έμοιαζε

όλο και πιο αξιοθρήνητη και ξένη με τις ανάγκες της. Σης έτριψα

λίγο το σβέρκο και ήταν σα να έπιανα ξύλο. Έβγαλε ένα ακατάληπτο

μουρμουρητό. Ση ρώτησα κάτι άλλο όμως ήταν ανίκανη να ψελλίσει

έστω και μια λέξη. Μονάχα τραύλισε για λίγο και ύστερα σώπασε

πάλι. Βρήκα ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι και τα έβαλα πάνω

στους μηρούς της. Ξανά ο ίδιος ήχος: «Ντθα, ντθα, ντθαα, ντθα,

ντθα». Σης έβαλα το μολύβι ανάμεσα στα δάχτυλα και κούνησα αργά

το χέρι της πάνω στο χαρτί δείχνοντας της πως το μολύβι άφηνε

γραμμές. Παρατηρούσε το χαρτί. Βουβή. Άφησα το χέρι της και

αυτή συνέχισε να μετακινεί το μολύβι, φτιάχνοντας στην αρχή

αχνούς και μετά μικρότερους μαύρους κύκλους. Καθώς

μουντζούρωνε, άρχισε πάλι να επαναλαμβάνει: «Νταθ, ντα, ντα, ντα,

νταθ...». Πρόσεξα πώς τα δάχτυλα της άρχισαν να θυμούνται τις

κινήσεις του σχεδιάσματος.

την αρχή μια ασυνάρτητη καλικαντζούρα χωρίς νόημα. Μετά,

σιγά σιγά, πιο σταθερές μολυβιές, υπαγορευμένες από

Page 14: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-62- -14-

κάποια πρόθεση. Γραμμές ενώνονταν με γραμμές σχηματίζοντας

ένα μικρό σώμα με φτερά και ουρά και ύστερα πόδια. «Ντα, ντα,

ντα, ντακ». Σο πρόφερε στρέφοντας απότομα το πρόσωπο της προς

το μέρος μου με ένα ξαφνικό παιδικό χαμόγελο και μετά κρύφτηκε

πάλι μες στα μαλλιά της. «Ντακ!» Πήρα το μολύβι από το χέρι της κι

έγραψα «Duck» κάτω από τη ζωγραφιά. Σης επανέλαβα τη λέξη. Με

μιας ρίχτηκε με ορμή προς τα πίσω, ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι,

σφίγγοντας τα πόδια και γδέρνοντας το στομάχι της με τα νύχια.

Προσπάθησα να της κρατήσω το κεφάλι καθώς σφάδαζε μπρος

πίσω. ' Άρχισε να βογγάει με μια φωνή που μονάχα από ζώα την

ώρα που γεννούσαν είχα ξανακούσει. Βογγητό φοράδας. Προβατί-

νας. Βογγούσε ασταμάτητα ενώ το κορμί της αφηνόταν σε ένα άγριο

ξέσπασμα. το αποκορύφωμα της κρίσης νόμισα πως θα τα τίναζε.

Ξαφνικά συνήλθε. Μεταμορφώθηκε στη στιγμή. Άρχισε να

χρησιμοποιεί τις λέξεις σαν να μην είχε ποτέ γνωρίσει την απουσία

τους. ηκώθηκε και περπάτησε, πήρε μια αλλαξιά ρούχα,

βούρτσισε τα μαλλιά της, σκούπισε τα μάγουλα της με γρήγορες

ρυθμικές κινήσεις των δαχτύλων της, σήκωσε το ακουστικό του

τηλεφώνου και σχημάτισε έναν αριθμό, κάθισε πάνω στο κρεβάτι

και μου χαμογέλασε χωρίς να δείχνει ότι είχε συναίσθηση πού

βρισκόταν μέχρι πριν από λίγο.

«Έλα, Μαμά; Εγώ είμαι. Μ' ακούς; Είσαι καλά; Μπράβο

Μαμά. Κοίτα, έλεγα να' ρθω από κει να σε δω. Σι λες, νά ' ρθω;

Έτσι, μια επίσκεψη. Θα ήθελες νά 'ρθω από κει;» ώπασε, μου

χαμογέλασε και μετά περιεργάστηκε το μικρό της δαχτυλάκι. «Ναι,

μπορώ να ξεκινήσω αμέσως. χι, έχει φύγει. Δεν ξέρω πού

βρίσκεται. Δεν ζει πια μαζί μου. χι, δε ξέρω. ' Εχει φύγει κάπου

μακριά. Θα σε δω σε λίγο, εντάξει; Και γω σ' αγαπώ, Μαμά.»

10/78

Χόουμστεντ Βάλλεν, Καλ.

.

Κάποτε πήγαινα παγάκια στη Νίνα ιμόν. Ήταν πολύ καλή

μαζί μου. Με φώναζε «Αγαπούλα μου». Εγώ της πήγαινα ένα

μεγάλο γκρίζο δίσκο γεμάτο παγάκια για να βάζει στο ουίσκι της.

Εκείνη έβγαζε την ξανθιά περούκα της και την πετούσε στο

πάτωμα. Σα πραγματικά της μαλλιά ήταν κοντά κι έμοιαζε σαν

κουρεμένο μαύρο πρόβατο. Έβγαζε τις ψεύτικες βλεφαρίδες της

και τις κολλούσε πάνω στον καθρέφτη. Σα βλέφαρα της ήταν

μεγάλα, βαμμένα μπλε. Πάντα μου θύμιζαν μια Αιγύπτια

βασίλισσα που είχα δει στο National Geographic. Σο δέρμα της

υγρό, λαμποκοπούσε. Σύλιγε γύρω από το λαιμό ένα γαλάζιο

προσόψι και έγερνε μπροστά να ξεκουράσει τα γόνατα και τους

αγκώνες της. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπο της και

Page 15: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-15- -65-

Γυναίκες που ανησυχούν πώς θα τις βλέπουν οι Άντρες

Γυναίκες που μετατρέπονται σε διαφημίσεις των Γυναικών

Αυτό το μικρό κορίτσι με το ξεθωριασμένο πράσινο φόρεμα και

τα μαύρα πάνινα παπούτσια.

Αυτό το μικρό κορίτσι που κυνηγάει ένα κομματάκι σελοφάν

που το παίρνει ο αέρας μέσα σ' ένα άδειο οικόπεδο.

Αυτό το μικρό κορίτσι που μιλάει στο σελοφάν σαν να μιλάει σ"

ένα πλάσμα του ανέμου.

Αυτό το μικρό κορίτσι γελάει με τη ζεστή τροπική ανάσα στη

ράχη του. Δε νοιώθει να τη χωρίζει τίποτα με το σελοφάν. Και τα

δυο τα φυσάει ο άνεμος. Και τα δυο είναι μαζί την ίδια στιγμή. Σο

κοιτάζει κάτω στο έδαφος. Σου μιλάει:

«Ε, άσε με να σε πατήσω», λέει. «Μείνε ακίνητο να σε πατήσω»,

λέει.

13/1/80

Χόουμστεντ Βάλλεν, Καλ.

πιτσιλούσε το τσιμεντένιο δάπεδο ανάμεσα στα πόδια της.

υνήθιζε να κάνει φινάλε με το τραγούδι «Σζένυ των Πειρατών»

του Μπέρτολντ Μπρεχτ. Σο κομμάτι εκείνο πάντα το τραγουδούσε

με μια έντονη και διαπεραστική εκδικητικότητα, σαν να είχε γράψει

η ίδια τους στίχους. Η εκτέλεση της σκόπευε κατευθείαν στο

λαρύγγι των λευκών θαμώνων. Μετά σκόπευε την καρδιά. Μετά το

κεφάλι. Θανάσιμος πυροβολισμός ήταν τις μέρες εκείνες η Νίνα

ιμόν.

Σο τραγούδι που πραγματικά με σκότωνε ήταν το «You'd Be So

Nice to Come Home Σο». Κάθε φορά που τό ' λεγε έμενα ακίνητος

επί τόπου. Εκείνη την ώρα συνήθως βρισκόμουν ανάμεσα στα

τραπέζια και μάζευα ποτήρια, ενώ εκείνη ξεκινούσε με το πιάνο

αφήνοντας τη στοιχειωμένη φωνή της να ελίσσεται μέσα από τις

συγχορδίες. Σότε το βλέμμα μου υψωνόταν μέχρι το πάλκο και

έμενε εκεί ενώ ταυτόχρονα τα χέρια μου εξακολουθούσαν να

εργάζονται.

Μια φορά, την ώρα που το έλεγε έριξα κατά λάθος ένα

κηροπήγιο. Σο λιωμένο κερί χύθηκε πάνω στο κοστούμι ενός

επιχειρηματία. Με κάλεσαν αμέσως στο γραφείο του διευθυντή. Ο

επιχειρηματίας βρισκόταν εκεί, πάνω στο παντελόνι του υπήρχε

ένας μακρόστενος λεκές από κερί. Εκείνη τη νύχτα με απόλυσαν.

Έξω στο δρόμο ακουγόταν ακόμα η φωνή της να βγαίνει μέσα

από τους τσιμεντένιους τοίχους: «Θα ήσουν ο Παράδεισος αν

ερχόσουν».

28/9/80 Σαν Φρανσίσκο,

Καλ.

Άντρες που χτενίζονται μέσα σε αυτοκίνητα

Άντρες που προσέχουν τα μαλλιά τους μέσα στα καθρεφτάκια

Άντρες που κρύβουν μεγάλες μαύρες χτένες στις κωλοτσέπες

Άντρες που ανησυχούν πώς θα τους βλέπουν οι Γυναίκες

Άντρες που μετατρέπονται σε διαφημίσεις των Αντρών

Γυναίκες που φορούν μπότες που τις κουτσαίνουν

Γυναίκες που προσέχουν μήπως το βλέμμα τους περιπλανηθεί

μέσα στα μάτια των Αντρών

Page 16: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-16-

Γιατί σκέφτομαι

«Αυτός ο τύπος είναι τελείως τρελός» Καθισμένος μέσα

σε μια επαρχιακή καφετερία Υοράει μαύρο βελούδινο

κοστούμι και γιλέκο Μυρίζει σα νταβατζής της 14ης

οδού χιστά καστανά μάτια Φωρίς κόρες

Γιατί σκέφτομαι

«Αυτός ο τύπος είναι μανιακός»

Με ρωτάει αν έχει ποτέ χιονίσει στο αν Υρανσίσκο

Αν ο Φερμπ Άλμπερτ παίζει κλασσική μουσική

Γιατί σκέφτομαι

«Αυτός ο τύπος την έχει ψωνίσει» Μου λέει πως έχει πολλά

ταλέντα Αλλά δεν έχει καιρό να αξιοποιήσει κανένα από

δαύτα

Γιατί σκέφτομαι

«Αυτός ο τύπος είναι μαλάκας»

Κρατάει στα χέρια το δοχείο με τη σαντιγί

Και το λέει «Αγελαδίτσα»

Ξέρω γιατί

Είναι που δεν κρύβει

Σην απελπιστική αποξένωση του από τους ανθρώπους

12/79

Σαν Ανσέλμο, Καλ.

Page 17: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-17-

Ίσως θά ' πρεπε ν" ανάψω μια φωτιά. Σι θά ' λεγες για μια φωτιά;

Θ’ ανάψω μια φωτιά.

Ίσως θα’πρεπε να σκίσω την Κυριακάτικη Εφημερίδα σε μικρά

κομματάκια - και να προσπαθήσω να μη ξεχαστώ με τις

διαφημίσεις.

Ίσως θα’ πρεπε να τελειώσω το σκάψιμο εκείνης της τρύπας που

άνοιγα στο πίσω μέρος της αυλής.

Ίσως θα’ πρεπε να φτιάξω ένα φλιτζάνι τσάι και να πάρω μια

Βιταμίνη C. Θες ένα φλιτζάνι τσάι;

Ίσως θά ' πρεπε απλώς να βγω να περπατήσω, έτσι χωρίς κανένα

προορισμό.

Ίσως θα’ πρεπε να μείνω σ' ένα μέρος και να κάτσω ακίνητος και

να πάψω να επινοώ αφορμές για να κινηθώ.

Ίσως θα μπορούσαμε οι δυο μας να κάνουμε μια συζήτηση. Θα’

θελες να κάνουμε μια συζήτηση;

14/1/80

Χόουμστεντ Βάλλεν, Καλ.

Page 18: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-18-

Πέρσι ακριβώς τέτοια μέρα οι τρεις μας την αφήσαμε μονάχη

στο σπίτι και με τα ποδήλατα πήγαμε μέχρι τους βάλτους δίπλα

στον αυτοκινητόδρομο. Ο δρόμος ήταν γεμάτος φύλλα από τις

Λεύκες και τις υκομουριές ακριβώς όπως και τώρα. Αφήσαμε τα

ποδήλατα πλάι σ' ένα μεταλλικό παγκάκι, καθίσαμε κι οι τρεις και

παρακολουθούσαμε ένα Κατάλευκο Ερωδιό που άνοιγε με το

ράμφος του τρύπες στη λάσπη. Μια σειρήνα ακούστηκε να

ουρλιάζει κάπου μακριά. Ένας γείτονας με το γιό του μας

πλησίασαν με τα ποδήλατα τους. ταμάτησαν στο παγκάκι και

έφτιαχναν τα φρένα τους. Μόλις είχαν αγοράσει μια

μεταχειρισμένη μαύρη γραφομηχανή από το παζάρι, κι ο γιός

ανυπομονούσε να φτάσουν σπίτι για να τη δοκιμάσει. Αλλάξαμε

μερικές κουβέντες με τον πατέρα. Για τις ταχύτητες του. Που τις

ήθελε να’ ναι «μαλακές σαν μετάξι».

Σην ώρα που γυρνούσαμε σπίτι, πέρασε πλάι μας ουρλιά-

ζοντας ένα ασθενοφόρο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύ-

θυνση. Ο αέρας ήταν ψυχρός και μου θύμιζε Υθινόπωρο στη Νέα

Αγγλία. το Μαίην. Ένα σκελετωμένο νεγράκι της γειτονιάς έτρεξε

προς το μέρος μας μόλις φτάσαμε σπίτι. Είπε πως μόλις πριν από

λίγο ήταν εδώ ένα ασθενοφόρο.

ταν μπήκαμε σπίτι δεν υπήρχε μέσα κανείς. Είχε φύγει. Δεν

υπήρχε κανένα σημάδι που να έδειχνε ότι κάτι το εξαιρετικό είχε

συμβεί. Σο ντιβάνι ήταν λιγάκι απομακρυσμένο από τον τοίχο,

πέρα απ’ αυτό όμως, τίποτα. Δεν βρήκαμε κανένα σημείωμα.

Σηλεφώνησα στο Πρώτων Βοηθειών και ρώτησα αν το ασθενοφόρο

είχε έρθει στη δική μας διεύθυνση. Η τηλεφωνήτρια με σύνδεσε

κατευθείαν με το ασθενοφόρο. Ακουγόταν η σειρήνα. Οι πνιγμένες

φωνές των νοσοκόμων. Ο θόρυβος του αυτοκινητόδρομου στο

ποτάμι που κατέβαινε ορμητικά. Σην φαντάστηκα ξαπλωμένη

ανάσκελα. Είδα, με τα μάτια της, δέντρα αναποδογυρισμένα να

περνούν με ταχύτητα από το πλάι. Σο μπουκάλι με τον ορρό να

κρέμεται πάνω από το κεφάλι της. Πρόσωπα αγνώστων. Δεν είχαν

ιδέα τι της συνέβαινε, μου είπαν. Είχε χάσει τις αισθήσεις της

μέσα στο σπίτι. ταν συνήλθε πήρε τηλέφωνο. Αυτό μονάχα ξέραν.

Σώρα την πήγαιναν στο Πρώτων Βοηθειών.

την αίθουσα αναμονής ένας νεαρός γιατρός με μούσι και

κάπως ενοχλημένο ύφος, ζητούσε πληροφορίες για την κατά-

Page 19: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-102- -19-

στασή της. Μας ρώτησε αν έπαιρνε ναρκωτικά. Μας ρώτησε αν είχε

διαταραχτεί η ψυχική της ισορροπία στο παρελθόν. Είπαμε όχι.

Μας ρώτησε αν ήξερε να μιλάει άλλη γλώσσα εκτός από Αγγλικά.

Είπαμε πως ήξερε λίγα Γαλλικά. Είπε πως δεν μπορούσε να της

βρει τίποτα, πως τη ρώτησε τι πρόβλημα είχε κι εκείνη τού 'πε πως

ήθελε να χέσει. Και συνέχισε, «ταν κάποιος μου λέει πως θέλει να

χέσει, δυσκολεύομαι να πάρω στα σοβαρά την κατάσταση του». Μας

συμβούλεψε να την πάρουμε σπίτι και να την αφήσουμε να

ξεκουραστεί.

Ήταν ξαπλωμένη σ' ένα κρεβάτι που βρισκόταν τοποθετημένο

στη σειρά μαζί με άλλα πέντε. Σα κρεβάτια χωρίζονταν μεταξύ τους

με μεγάλα ανοιχτοπράσινα παραβάν. Γιατροί και νοσοκόμες κάθε

τόσο τα ανοιγόκλειναν με απότομες κινήσεις. Ανάμεσα σε κάθε

άνοιγμα και κλείσιμο, στιγμιαία αποκαλύπτονταν κάποιο ματωμένο

πόδι, έντερα βγαλμένα, ένα κρεμασμένο χέρι. Εκείνη έκανε πάνω

της εμετό ενώ μια νοσοκόμα της κρατούσε κάτω από το πηγούνι ένα

μικρό πλαστικό πιάτο. Ένας ασπροντυμένος βοηθός έφερε κουβά

και σφουγγαρόπανο. Φαμογελούσε ψεύτικα καθώς καθάριζε το

πάτωμα. Ρωτήσαμε έναν από τους γιατρούς τι της συνέβαινε και

είπε πως δεν υπήρχε τρόπος να διαπιστώσουν αν πρώτα δεν της

έκαναν εξέταση αίματος. Σον ρωτήσαμε γιατί έκανε εμετό και είπε

πως ο εμετός πιθανό να μην ήταν παρά μια υστερική αντίδραση. Σο

σώμα της βρισκόταν σε κατάσταση πανικού. Ο γιατρός είπε πως θα

τηλεφωνούσε στην κοινωνική πρόνοια να’ ρθει να την εξετάσει

ψυχολόγος. Εκείνη εξακολουθούσε να σφαδάζει πάνω στο κρεβάτι.

Μισοσηκωμένη. Έγερνε αριστερά και δεξιά σαν να έχανε την

ισορροπία της. Σο πρόσωπο της είχε γίνει άσπρο σαν το γάλα. Σα

μάτια της έψαχναν στα πρόσωπα μας κάποια σιγουριά, μια

διαβεβαίωση ότι θα της περνούσε ο πανικός. Παράξενες φράσεις

έβγαιναν από το στόμα της, οι μισές περίπου μοιάζαν Γερμανικές.

Κοφτές, σπασμωδικές φράσεις που σταματούσαν απότομα, και μετά

ξανάρχισε να μιλάει στ" Αγγλικά. Έλεγε πως το κεφάλι της πήγαινε

να σπάσει. Ζήτησε ασπιρίνη, μας είπαν όμως ότι δεν μπορούσαν να

της δώσουν τίποτα απολύτως αν πρώτα δεν έδινε εντολή ο γιατρός.

Σους ρωτήσαμε πού βρισκόταν ο γιατρός. Είπαν, έρχεται. Εκείνη

μας ρωτούσε τι της συνέβαινε και η φωνή της δυνάμωνε, σαν να μη

μπορούσε να πιστέψει πως δεν υπήρχε απάντηση. Μας ρώτησε αν

πέθαινε. τεκόμασταν και την κοιτάζαμε.

Ο ψυχολόγος ήρθε κρατώντας ένα ντοσιέ. Είχε μακριές

φαβορίτες και κατάφερνε να σου μεταδίδει ένα αίσθημα ηρεμίας.

Μας ρώτησε αν είχε πάθει ποτέ νευρικό κλονισμό στο παρελθόν.

Είπαμε όχι. Ρώτησε αν έπαιρνε ναρκωτικά. Είπαμε όχι. Μας

ρώτησε αν είναι Αμερικάνα. Είπαμε όχι, Αγγλίδα. Είπε, «αν

Γερμανίδα μου φάνηκε, ή κάτι τέτοιο».

Η εξέταση αίματος επιβεβαίωσε ότι το πρόβλημα ήταν

σωματικό. Σο ψυχολογικό μέρος αποκλείστηκε. Τποψιάζονταν

εγκεφαλική αιμορραγία, ήθελαν όμως να την περάσουν από ακτίνες

να βεβαιωθούν. Ακολουθήσαμε το ασθενοφόρο που την πήγαινε σ'

ένα άλλο νοσοκομείο όπου υπήρχε σπινθηρογράφος. Είχε πια

νυχτώσει. Μανόλιες άνθιζαν μες στο σκοτάδι.

Οι ακτίνες επιβεβαίωσαν την αιμορραγία. Ένα ανεύρυσμα

βαθιά στη Βασική Αρτηρία του Εγκεφάλου. Ειδοποιήθηκε ένας

χειρούργος. Μας είπε πως οι πιθανότητες ήταν πολύ λίγες και ότι

μόλις που την προλάβαιναν. Πρόκειται για ωρολογιακή βόμβα,

είπε. Πως θα μπορούσε να προκληθεί ρήξη της φλέβας ακόμα και

με την παραμικρή κίνηση. Εκείνη τη στιγμή, ό,τι την κρατούσε στη

ζωή δεν ήταν παρά ένας μικρός θρόμβος αίματος στο σημείο όπου

υπήρχε το ανεύρυσμα. Αν έσπαγε ο θρόμβος θα την χάναμε. Σης

έδωσαν ένα ηρεμιστικό και κείνη έπεσε σε βαθύ ύπνο.

Γυρίσαμε όλοι σπίτι και φάγαμε μαζί. υμφωνήσαμε να

παραμείνουμε μαζί και, όσο γίνεται, να γευματίζουμε μαζί.

Προσπαθούσαμε να μην αφήνουμε τη φαντασία μας να οργιάζει,

παρ’ όλα αυτά η εικόνα της όλη την ώρα χοροπηδούσε μες στο

μυαλό μας. Σα μάτια της. Μια τούφα από το μαλλί της ανάμεσα στα

χείλη της. Σην φανταζόμασταν ολομόναχη στο σπίτι. Να χάνει τις

αισθήσεις της. Να συνέρχεται μόνη. Να τηλεφωνάει η ίδια στις

πρώτες βοήθειες. Μόνη με έναν άγνωστο δαίμονα μέσα της.

Ένοιωσα έντονη την ανάγκη να πω κάτι σαν προσευχή αλλά

συνειδητοποίησα ότι ποτέ δεν είχα μάθει να προσεύχομαι. Ένοιωσα

δεμένος με όλους όσους προσεύχονται σε στιγμές απόγνωσης. Η

προσευχή δεν μου φαινόταν γελοία, παρά σκοτεινή και

ανεξιχνίαστη. Μυστηριώδης όπως και οι λόγοι που την υπαγόρευαν.

Σο επόμενο πρωί επιστρέψαμε στο νοσοκομείο. Ο χειρούργος

και ο παθολόγος μας τα είπαν έξω από τα δόντια. Ήταν φανερό ότι

είχαν συζητήσει από τα πριν για το πώς θα μας αντιμετώπιζαν.

Έδειχναν αποφασισμένοι να μην ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους.

Έκαναν αναδρομές σε στατιστικές και δήλωσαν ότι η πιθανότητα να

πεθάνει ήταν ογδόντα τοις

Page 20: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-20- -105-

εκατό. Μας είπαν πως για την ιατρική επιστήμη η χειρουργική του

εγκεφάλου είναι ένα πεδίο σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο και πως

η Βασική Αρτηρία είναι το χειρότερο σημείο που θα μπορούσε να

προσβληθεί. Μας έδειξαν πίνακες και ακτινογραφίες εγκεφάλου.

Σου δικού της εγκεφάλου. Ένα λευκό σχήμα από κόκκαλα και

φλέβες, και στο κάτω μέρος μια έκρηξη σαν λουλούδι. Μας

μιλούσαν με σιγανή, συνωμοτική φωνή. Έλεγαν πως επ' ουδενί λόγω

δεν θα’ πρεπε να ακούσει τη συζήτηση μας σε περίπτωση που

ξυπνούσε. Η ταραχή θα μπορούσε να της προκαλέσει αιμορραγία.

Είπαν πως θα’ πρεπε να περάσει τουλάχιστον μια βδομάδα προτού

την χειρουργήσουν εξ αιτίας του οιδήματος γύρω από την αρτηρία.

«Αυτές οι περιπτώσεις δεν είναι παίξε γέλασε», είπαν.

Αρχίσαμε να παίρνουμε απανωτό τηλεφωνήματα ψάχνοντας

για άλλον χειρούργο. Πήραμε στη Νέα Τόρκη, στη Βοστώνη, στο

Λος Άντζελες, ώσπου τελικά εντοπίσαμε τον άνθρωπο για τον οποίο

όλοι όσοι είχαν μιλήσει μαζί μας έδειχναν να έχουν την καλύτερη

γνώμη. Η φωνή τους, κάθε φορά που πρόφεραν το όνομα του,

ανέβαινε μια οκτάβα. Λέγαν πως είχε εγχειρήσει εξήντα τέτοιες

ακριβώς περιπτώσεις και πως στο ενεργητικό του υπήρχε μονάχα

ένας θάνατος. Έτσι μιλούσαν γι' αυτόν. αν να ήταν το φαβορί στις

ιπποδρομίες. Απ' ό,τι φαινόταν, είχαμε να κάνουμε με τον Γουάιατ

Ερπ της νευροχειρουργικής. Σο μόνο εμπόδιο ήταν ότι θα έπρεπε

να τη μεταφέρουμε στο ίτυ Φόσπιταλ όπου εξασκούσε το επάγγελ-

μα του και όπου υπήρχαν τα πιο σύγχρονα μέσα. Τπολογίσαμε

τους κινδύνους. Από τη μία ο κίνδυνος της μετακίνησης, από την

άλλη το να την αφήσουμε εκεί μέσα. Κάθε επιλογή ήταν

παρακινδυνευμένη.

Ακολουθήσαμε το ασθενοφόρο, περνώντας από τη Γέφυρα

Γκόλντεν Γκαίητ. Ήταν σα να μεταφέραμε νιτρογλυκερίνη. Σο

παραμικρό τίναγμα θα μπορούσε να προκαλέσει αιμορραγία.

Παρακολουθούσαμε το ασθενοφόρο καθώς γλιστρούσε αργά και

σιωπηλά μέσα στην κυκλοφοριακή κίνηση. Καθώς πλήρωνε στα

διόδια. Καθώς ανέβαινε την ανηφόρα. Καθώς περνούσε πάνω από

τις γραμμές του τραμ. Μας φαινόταν εξωπραγματικό το ότι στους

δρόμους γύρω μας η ζωή κυλούσε με το συνηθισμένο ρυθμό.

Κόσμος περίμενε λεωφορεία. Οι άνθρωποι άρχιζαν τη μέρα τους,

κρατούσαν πακέτα με το μεσημεριανό τους, περπατούσαν με τις

εφημερίδες υπό μάλης. Εμείς ήμασταν κλεισμένοι μέσα σ' έναν

άλλον κόσμο. Απο-

κομμένοι. Υυλακισμένοι, ο ένας μέσα στον άλλον και μέσα στο

όχημα που βρισκόταν μπροστά μας.

την αίθουσα αναμονής του ίτυ Φόσπιταλ υπήρχαν μονάχα

δυο ασανσέρ. Δεκάδες ασθενείς, γιατροί, νοσοκόμες, επισκέπτες και

μείς - όλοι στριμωγμένοι παρακολουθούσαμε τους αριθμούς που

αναβόσβηναν καθώς κατέβαινε το ασανσέρ. Ξυρισμένα κεφάλια. Σο

γκρίζο πρόσωπο της Φημειοθεραπείας μας κύκλωνε από παντού. Οι

καθιερωμένες ανθοδέσμες κρέμονταν από τα χέρια. Σο ίτυ

Φόσπιταλ αποκάλυπτε το πρόσωπο της πόλης, με τον πιο άμεσο

τρόπο. Σο κάθε τι σε συγκλόνιζε.

Ήταν ανακαθισμένη πάνω στο μηχανικό της κρεβάτι και το

πρώτο πράγμα που μας είπε ήταν ότι δεν ήθελε να ξέρει τι είχε.

Μας έβαλε να υποσχεθούμε ότι δεν θα της λέγαμε. Σης

υποσχεθήκαμε. Σα φάρμακα την βοήθησαν να ηρεμίσει όμως το

κεφάλι της, είπε, ακόμα πονούσε. Είπε πως ο πονοκέφαλος της δεν

καταλάβαινε από φάρμακα. Ζήτησε συγγνώμη για την ταλαιπωρία

που τραβήξαμε εξ αιτίας της. Σης είπαμε να μην είναι ανόητη.

Ζήτησε τσιγάρο και της δώσαμε. Κάθε τόσο κουνιόταν πέρα δώθε.

πότε για να πιάσει τα σπίρτα ή το τασάκι, πότε για να τινάξει τα

μαλλιά από το πρόσωπο της. Προσπαθήσαμε να της δώσουμε να

καταλάβει ότι ήταν ανάγκη να μένει ακίνητη, χωρίς να της

αναφέρουμε κανένα ανατομικό σημείο συγκεκριμένα. υνεχώς

έλεγε, «Μη μου το πείτε!».

Ολόκληρη την εβδομάδα που ακολούθησε, κάποιος από μας

βρισκόταν πάντοτε κοντά της. Σης φέρναμε τη σούπα της μέσα σε

πλαστικά δοχεία, περιοδικά, κασέτες, μολύβια και χαρτιά. Σης

διαβάζαμε ώσπου να την πάρει ο ύπνος και μέναμε μαζί της ώσπου

να ξυπνήσει. Μερικές φορές βγαίναμε αθόρυβα από το δωμάτιο,

διασχίζαμε τον μακρόστενο διάδρομο και παίρναμε ένα κυπελάκι

καφέ από το αυτόματο μηχάνημα. Περνούσαμε δίπλα από άλλους

ασθενείς του χειρουργείου, που βρίσκονταν σε διάφορα στάδια

ανάρρωσης. λοι με τα κεφάλια ξυρισμένα, τυλιγμένα με γάζες, σαν

τους Ινδούς, με γκρι μπλούζες και παντόφλες του Νοσοκομείου,

σέρνονταν αργά μες στο διάδρομο σφίγγοντας στο χέρι τα

ανοξείδωτα μεταλλικά μπαστουνάκια τους, και κοιτάζοντας με

ανέκφραστο βλέμμα ζώου, σαν να μην μπορούσαν να αναγνωρίσουν

τον κόσμο που ξαναβρήκαν ή να θυμηθούν εκείνον που άφησαν

πίσω τους. Μάθαμε τα ονόματα όλων των νοσοκόμων του ορόφου.

ύντομα αρχίσαμε να συμπαθούμε μερικές και να

Page 21: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-21- -107-

οδικού χάρτη που οδηγούσε στο σημείο όπου έγινε το ατύχημα.

Ξανά μας ενημέρωσαν για τους κινδύνους. Σο χρώμα θα μπορούσε

να ερεθίσει τον θρόμβο και να τον εκτοπίσει από το σημείο που

βρισκόταν. Οπότε θα αιμορραγούσε, ή θα αιμορραγούσε λίγο ή και

καθόλου. Εν πάση περιπτώσει η εξέταση έπρεπε να γίνει. Σην

μετάφεραν στο κάτω πάτωμα.

Καθίσαμε στην καφετερία και περιμέναμε. Βλέπαμε τους

φοιτητές της ιατρικής να κάνουν καμάκι στις νοσοκόμες. Σην

βαριεστημένη φάτσα του ταμία που έπαιρνε τα λεφτά από τους

ανθρώπους που πλήρωναν τα φαγητά. Μια φάτσα που δήλωνε ότι ο

χρόνος είναι ένα βάρος, ότι μια μέρα δεν είναι παρά ακόμα μια

μέρα που πρέπει κανείς να υπομείνει ως την επόμενη μέρα.

Βλέπαμε όσους πλήρωναν, πώς έκαναν μεταβολή με τους δίσκους

στα χέρια, γυρνώντας την πλάτη στον ταμία και ψάχνοντας με το

βλέμμα για άδειο τραπέζι. Εκείνη η μικρή στιγμή του κενού

ανάμεσα στην πληρωμή και στο να βρουν τραπέζι. Η στιγμή όπου ο

ρόλος τους εξαφανιζόταν κι εκείνοι στέκονταν εκεί σαν χαμένοι,

ισορροπώντας το ζελέ τους πάνω σ' ένα πλαστικό δίσκο, αβέβαιοι

για την επόμενη τους κίνηση. Κοιτάζαμε το άσπρο ρολόι πάνω στον

τοίχο.

Εκείνη τη νύχτα άρχισε να ανησυχεί για τα μαλλιά της. Ήθελε

να ξέρει αν θα χρειαζόταν να της τα ξυρίσουν όλα ή μονάχα σ' ένα

σημείο. Είχε προσέξει ότι όλοι στον όροφο είχαν ξυρισμένα

κεφάλια. Είπαμε κάτι ανέκδοτα με τη Ζαν Νταρκ και κείνη

γελούσε. Είπε πως δεν την ένοιαζε. Ήδη υποψιαζόταν ότι υπήρχε

πρόβλημα με τον εγκέφαλο. Ρώτησε πόσο καιρό βρισκόταν στο

νοσοκομείο, και όταν της είπαμε έμεινε έκπληκτη. Είπε ότι

θυμόταν πώς λιποθύμησε. ' Έκανε κάτι ασκήσεις, που για πλάκα

τις έλεγε «του θανατά». Ξαπλωμένη ανάσκελα με την πλάτη στο

πάτωμα. Μόλις σηκώθηκε έχασε τις αισθήσεις της. Αυτό μονάχα

θυμόταν.

Σο πρωί της εγχείρησης ζήτησε τσιγάρο. Οι νοσοκόμες είπαν

όχι, τελοσπάντων εμείς της δώσαμε. Καθώς κάπνιζε έβγαζε βαθιούς

αναστεναγμούς ικανοποίησης. Μας ρώτησε τι θα γινόταν αν έβγαινε

φυτό μέσα από το χειρουργείο. Θέλησε να μάθει αν ήταν νόμιμη η

λοβοτομή. Σι θα τους εμπόδιζε να της κάνουν λοβοτομή αν δεν

πήγαιναν καλά τα πράγματα. Μας παρακάλεσε να της υποσχεθούμε

ότι θα την κρατούσαμε μαζί μας ό,τι και να γινόταν. ' όποια

κατάσταση και να έβγαινε από κει μέσα. Σης το υποσχεθήκαμε.

Είπε πως τό 'ξερε πως εμείς θα την ξαναφέρναμε στον κόσμο.

αντιπαθούμε άλλες. Σις μιμούμασταν στο σπίτι. Με τις πολλές

κουβέντες αρχίσαμε να πείθουμε τους εαυτούς μας ότι τελικά θα τα

κατάφερνε.

Σρεις μέρες αργότερα συναντηθήκαμε με τον χειρούργο. Σον

άνθρωπο με τη φήμη του θαυματοποιού. Ήταν κοντός με

γυαλισμένο μαλλί και ολόισια χωρίστρα στο πλάι αριστερά. Ήταν

ντυμένος σαν να είχε μόλις βγει από το χειρουργείο. Από το λαιμό

του κρεμόταν μια γαλάζια μάσκα. Σο πρόσωπο του ήταν σταθερό

και ανέκφραστο. Έδινε την εντύπωση ανθρώπου που ο χρόνος του,

μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο, ήταν πολύτιμος. Έκανε

χειραψία μαζί μας απρόθυμα και μίλησε με προφορά του Νότιου

Σέξας, μακραίνοντας τα φωνήεντα. Και μόνο η προφορά του με

γέμισε εμπιστοσύνη. «Λοιπόν, ακούστε. Καταλαβαίνω ότι δε θέλει να

ξέρει από τι πάσχει. Εμένα αυτό δεν με απασχολεί καθόλου. Αν δε

θέλει να ξέρει δεν θα της πω. Σο μόνο που θα της πω είναι ότι θα

την εγχειρήσω στο κεφάλι. Αργότερα, ας πάει να μάθει γιατί την

εγχείρησα».

Αρχίσαμε να τον βομβαρδίζουμε με ερωτήσεις, σκοντάφτοντας

ο ένας πάνω στον άλλο και ζαλίζοντας τον με ιατρικούς όρους που

καλά καλά δεν καταλαβαίναμε.

«Ακούστε να σας πω κάτι. Δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεση

μου. Σην εγχείρηση αυτή την έχω κάνει πολλές φορές στο παρελθόν

και μπορώ να πω ότι υπάρχουν πιθανότητες ενενήντα τοις εκατό να

πετύχει. Εκατό τοις εκατό, όχι. Δεν παριστάνω το μάγο εδώ μέσα.

Αύριο πρέπει να πάρω το αεροπλάνο να πεταχτώ στο Νότο, όμως θα

βρίσκομαι εδώ τη μέρα που έχουμε κανονίσει να γίνει η εγχείρηση.

Θα μπορούσαμε να αναθέσουμε την εγχείρηση σε κάποιον από

τους άλλους χειρούργους, με μένα όμως θά 'χει περισσότερες

πιθανότητες». Έκανε μια στροφή και βγήκε από το δωμάτιο. Ήξερε

ακριβώς πού πήγαινε και τι θα έκανε μόλις έφτανε εκεί.

Σώρα αρχίσαμε να ανησυχούμε και γι ' αυτόν. Πού εννοούσε

λέγοντας «στο Νότο»; το Λος Άντζελες; την Αλαμπάμα; Καλά καλά

δεν τον είδαμε κι αυτός έπαιρνε το αεροπλάνο να φύγει; Κι αν

έπεφτε το αεροπλάνο; Κι αν γινόταν κανένας σεισμός στο Λος

Αντζελες; Κι αν την έπιανε αιμορραγία προτού επιστρέψει;

Σην επομένη της έκαναν ένα προκαταρκτικό αγγειογράφημα,

βάζοντας στο αίμα της μια υγρή χρωστική ουσία, για να

καταγράψουν την κυκλοφορία του στον εγκέφαλο. Ένα είδος

Page 22: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-22- -109-

Η εγχείρηση κράτησε έξι ώρες. Ο μικροσκοπικός ελαστικός

δίσκος, που έπαιζε ρόλο αιμοστάτη γύρω από το σημείο που είχε

προσβληθεί, γλιστρούσε από τη θέση του. Γλιστρούσε

επανειλημμένα. Σα μάτια του χειρούργου, που παρακολουθούσαν

τα δάχτυλα του μέσα από καθρέφτες, πληροφόρησαν τον εγκέφαλο

του ότι εδώ χρειαζόταν κάποια καινοτομία. Όστερα από τόσες

σπουδές και τόσες εγχειρήσεις δεν του’ μενε πια παρά μονάχα η

διαίσθηση του. Και έκανε κάτι που δεν το είχε ξανακάνει ποτέ.

Σοποθέτησε δυο δίσκους σε στρατηγικά σημεία στο τοίχωμα της

φλέβας λίγο παρακάτω. Αυτοί εκπλήρωναν τη λειτουργία μιας πιο

ορθόδοξης τοποθέτησης, αν και, μας είπε αργότερα, πιθανό να

ελαττωνόταν κατά 50 τοις εκατό η ροή αίματος μέσα από κείνη τη

φλέβα. Είπε πως δεν νόμιζε πως θα είχε αυτό κακές συνέπειες, θα

έπρεπε ωστόσο να της δίνουμε φαινοβαρβιτάλη τουλάχιστον για ένα

χρόνο, για να αποτρέψουμε το ενδεχόμενο της συμφόρησης.

Βρισκόταν αναίσθητη στη Μονάδα Εντατικής Παρακολού-

θησης. Μπήκαμε όλοι να τη δούμε. Ήταν ναρκωμένη. Είπαν πως

θα χρειαζόταν αρκετή ώρα ώσπου να ξαναβρεί τις αισθήσεις της.

λα τα παράθυρα γύρω από το κρεβάτι της ήταν μισάνοιχτα και το

νυχτερινό αεράκι χάιδευε τις κουρτίνες. Έμοιαζε παράδοξη αυτή η

ελεύθερη είσοδος του έξω κόσμου σ" αυτόν τον αποστειρωμένο

χώρο. * Ενα διαφανές σωληνάκι, που έμπαινε από τα ρουθούνια της

κι έφθανε μέχρι τα πνευμόνια, κρατιόταν στη θέση του με μια

άσπρη κολλητική ταινία. Τδρατμοί έπεφταν στο πρόσωπο της και

μικροσκοπικές σταγόνες μαζεύονταν στις τρίχες γύρω από τα χείλη

της. Ανέπνεε το οξυγόνο και η ανάσα της ακουγόταν περισσότερο

σαν επιθανάτιος ρόγχος παρά σαν ροχαλητό. Σα μάτια της ήταν

κλειστά και διογκωμένα. Κόκκινα και γαλάζια. Ένας επίδεσμος της

κάλυπτε το κεφάλι. Έμοιαζε περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή.

Προκαλούσε τρόμο η μεταμόρφωση της. Η επιθυμία να το βάλουμε

στα πόδια ήταν το ίδιο ισχυρή με την επιθυμία να σταθούμε δίπλα

της. Μας είπαν να την φωνάξουμε με τ* όνομα της, να

προσπαθήσουμε να την κάνουμε να αποκριθεί. Να της κουνήσουμε

τους ώμους. Μας ήταν αδιανόητο να την κουνήσουμε. Υωνάξαμε το

όνομα της. Κούνησε το κεφάλι της. Σα μάτια της έμεναν κλειστά.

Πιάσαμε το χέρι της και το σφίξαμε. Έσφιξε κι αυτή το δικό της.

Σης είπαμε ποιοι ήμασταν. Σα ονόματα μας. Οι νοσοκόμες τρέχαν

από το ένα κρεβάτι στο άλλο. Από το ένα έκτακτο περιστατικό

στο άλλο. Μαζεύτηκαν πάνω από έναν ασθενή και του πίεζαν

ρυθμικά το στήθος. Σον έπιασαν από τους ώμους και τον

κουνούσαν με δύναμη ώσπου να του φύγει το μελάνιασμα από το

πρόσωπο. Ρωτήσαμε πόσο θα κρατούσε αυτό. Για πόσο διάστημα θα

έμενε έτσι αναίσθητη. Είπαν πως εξαρτάται από τον άνθρωπο. Άλλοι

έμεναν έτσι για πολύ και άλλοι για λίγο. Είπαν πως έλπιζαν μέχρι

το πρωί της επομένης να συνέλθει. Ρωτήσαμε αν θα ήταν αυτό

φυσιολογικό. Είπαν πως κάτω από τέτοιες συνθήκες οτιδήποτε θα’

πρεπε να θεωρείται φυσιολογικό.

Έμεινε αναίσθητη επί μία ολόκληρη εβδομάδα. Ακίνητη. Οι

γιατροί έτριβαν με τους αντίχειρες τους τις πατούσες της. Σα πόδια

της τότε τραβιόνταν απότομα. Ρωτήσαμε αν αυτό ήταν φυσιολογικό.

Σης σήκωναν τα βλέφαρα και εξέταζαν τις κόρες των ματιών της,

άκουγαν την καρδιά της, της μετρούσαν το σφυγμό, σημείωναν

πάνω σε πίνακες, της χτυπούσαν τα γόνατα. Σα πόδια τινάζονταν

μπροστά. Οι νοσοκόμες τής άλλαζαν θέση κάθε τόσο για να μη την

πιάσουν πόνοι από την ακινησία. Σην έπλεναν, την σκούπιζαν. Σης

καθάριζαν τα νύχια. Σην κάθιζαν πάνω από το δοχείο, την

βοηθούσαν να βάλει το έντερο της σε λειτουργία. Σης άλλαζαν το

μπουκάλι με τον ορρό. Άλλαζαν το σημείο της βελόνας στο χέρι της

όταν πρηζόταν πολύ η φλέβα. Εμείς φωνάζαμε το όνομα της.

Χιθυρίζαμε στ" αυτί της. Εκείνη χαμογελούσε, όμως δεν ξύπναγε. Ο

άντρας στο διπλανό κρεβάτι πέθανε. Ο ίδιος που το πρόσωπο του

είχε μελανιάσει. Σώρα ήταν και τα πόδια του μελανιασμένα. Ση

θέση του πήρε κάποιος άλλος. λη τη βδομάδα ασθενείς έρχονταν

και έφευγαν. Εκείνη εξακολουθούσε να είναι αναίσθητη.

Ση μέρα που άνοιξε τα μάτια της, το ένα μάτι έβλεπε ίσια

μπροστά και το άλλο στο πλάι. Οι γιατροί είπαν πως ήταν

φυσιολογικό αυτό. Πως το οπτικό νεύρο είχε διαταραχτεί και πως

σιγά σιγά μόνο του θα επανερχόταν σε φυσιολογική κατάσταση.

Πέρασαν τα δάχτυλα τους μπροστά από το πρόσωπο της. Σα χέρια

της ήταν δεμένα με λουριά για να μη μπορεί να βγάλει το σωληνάκι

από τη μύτη. Είπαν πως ήταν απαραίτητο, για να παραμένουν

στεγνά τα πνευμόνια ώστε να μη πάθει πνευμονία. Ση ρωτήσαμε αν

ήξερε ποιοι είμαστε. Φαμογέλασε αλλά δε μίλησε. Σης είπαμε πως

όλα πήγαν μια

χαρά-

Σην πήρανε από το θάλαμο εντατικής παρακολούθησης

Page 23: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-23- -111-

μιας και έδειχνε να τα πηγαίνει καλύτερα, άλλωστε τους χρειαζόταν

και το κρεβάτι. Σην πήγαν σε ένα δωμάτιο με τρεις άλλες ασθενείς,

που όλες τους προορίζονταν για το χειρουργείο. λες με όγκο στο

κεφάλι. Η μία μας είπε πως είχε κιόλας πληρώσει για ν* αγοράσει

τον τάφο της. Είπε πως αν δεν πέθαινε θα μετακόμιζαν με τον άντρα

της στο Ρίτσμοντ. Σην κύστη της την έλεγε «κρύπτη». Είπε πως είχαν

προσπαθήσει να της κάψουν την «κρύπτη» με ακτινοβολία. Πως

μισούσε την ασθενή του απέναντι κρεβατιού. Πως εκείνη η ασθενής

της είχε ρίξει μουσκεμένα χαρτομάντιλα λέγοντας της να «πάει να

γαμηθεί». ' αυτό το καινούριο δωμάτιο κρεμόταν από το ταβάνι μια

τηλεόραση. λη τη μέρα ήταν ανοιχτή κι έδειχνε φλύαρα

κινούμενα σχέδια με ηλίθια ζώα που ακρωτηρίαζαν το ένα το άλλο.

Φολιγουντιανά σώου με παιχνίδια. Επαναλήψεις παλιών γουέστερν.

Ρωτήσαμε τις νοσοκόμες αν γινόταν να την κλείσουν αλλά είπαν

πως οι άλλες ασθενείς την χρεώνονταν στο λογαριασμό τους. Μια

γυναίκα από το απέναντι δωμάτιο φώναζε συνεχώς το όνομα της

νοσοκόμας της, ακόμα κι όταν εκείνη δεν είχε βάρδια. Είχε την

αγαπημένη της νοσοκόμα. ταν ερχόταν η νοσοκόμα, σταματούσε

να ουρλιάζει και μονάχα βογκούσε. ταν έφευγε, ξανάρχιζε τις

στριγκλιές.

Αρχίσαμε να κανονίζουμε τις επισκέψεις μας σύμφωνα με το

πρόγραμμα φαρμάκων που της είχαν ορίσει. Νωρίς το πρωί ήταν

μια χαρά. Η ενεργητικότητα της βρισκόταν στο ζενίθ. Μπορούσε να

κάθεται για να την ταΐζουμε. Για πρώτη φορά από τη μέρα της

εγχείρησης έτρωγε αληθινό φαγητό. Σης βάζαμε μια κουταλιά στο

στόμα αλλά δεν τη μασούσε. Μονάχα κρατούσε το φαΐ στο στόμα.

Σης λέγαμε να μασήσει. Περίμενε αρκετή ώρα με το στόμα ακίνητο.

Εμείς συνεχίζαμε να της λέμε να μασήσει. Άρχιζε το μάσημα

προσεκτικά, λες και το σαγόνι της υπάκουε στις εντολές κάποιας

αόρατης εξουσίας. Ακόμα κι όταν το φαγητό της υγροποιούνταν

τελείως, αυτή εξακολουθούσε να μασάει. Σης λέγαμε να καταπιεί.

Εξακολουθούσε να μασάει, αφήνοντας το φαγητό να χύνεται μέσα

από το στόμα της. Σης λέγαμε να καταπιεί. ταματούσε να μασάει

και κοίταζε. Κατάπινε μορφάζοντας. Ξανά από την αρχή, με μια

καινούρια κουταλιά. Έδειχνε να μας αναγνωρίζει πια και άρχισε να

μας μιλάει με φωνή μικρού κοριτσιού. Οι λέξεις προφέρονταν

κοφτά, σαν κώδικες κάποιας μηχανής με μπερδεμένα καλώδια. Σο

κεφάλι της στρεφόταν απότομα σε κάθε θόρυβο και στην

παραμικρή κίνηση αντικειμένων, όπως τούφες σκόνης

στο πάτωμα ή χαρτιά που τα φυσούσε ο αέρας. «Ζατ;»* έλεγε κι

εμείς της εξηγούσαμε. Έτσι και άρχιζε τις ερωτήσεις για τα

μικροπράγματα που της αποσπούσαν την προσοχή, ήταν πια

αδύνατο να την κάνουμε να φάει. Έβλεπε μπροστά της το

σηκωμένο κουτάλι και έβαζε τα κλάματα. Ολόκληρο το σώμα της

έκλαιγε. Μετά την έπαιρνε ο ύπνος και για αρκετές ώρες δεν

μπορούσαμε να την ξυπνήσουμε.

Οι επίδεσμοι είχαν πια βγει και η τεράστια ουλή είχε τη μορφή

ενός τέλειου ερωτηματικού που κατέληγε πίσω από το αυτί της. Σο

κεφάλι της είχε ξυριστεί, όμως τα μαλλιά της είχαν ήδη αρχίσει να

ξαναβγαίνουν δίνοντας του μια γκριζόμαυρη απόχρωση. Θύμιζε

κρατούμενο του Άουσβιτς* μας ήταν αδύνατο να διώξουμε από το

νου αυτή τη θλιβερή εικόνα.

Σην είχαν καθισμένη σε αναπηρικό καροτσάκι, εκείνη όμως

δεν μπορούσε ούτε το χέρι της να σηκώσει για να φάει. Μπορούσε

να στέκεται όρθια με τη βοήθεια των νοσοκόμων όμως μετά από

λίγα λεπτά σωριαζόταν εξαντλημένη πάνω στο καροτσάκι. Έμενε

καθισμένη με τα βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Με το κεφάλι

χαλαρά γερμένο στο πλάι. Έκλαιγε βουβά, το πρόσωπο της

παραμορφωνόταν από την οδύνη, σαν να θρηνούσε την απώλεια της

ίδιας της ζωής της. Μιας ζωής που αμυδρά θυμόταν. Έλεγε πως δεν

μπορούσε να θυμηθεί πώς βρέθηκε εκεί μέσα. Ολόκληρο το κορμί

της έκλαιγε και μεις την αγκαλιάζαμε ώσπου να αποκοιμηθεί.

Σην ανέλαβαν φυσιοθεραπευτές, και προσπαθούσαν να τη

βοηθήσουν να περπατήσει. Σης έκαναν ασκήσεις, βάζοντας την να

σπρώχνει, να τραβάει. Ασκήσεις συντονισμού. Να ενώνει τις άκρες

των δαχτύλων και των δυο χεριών. Να σηκώνει το πόδι μια ίντσα

από το πάτωμα. Ένας από τους θεραπευτές είχε προφορά Βοστώνης

που εκείνης της φαινόταν αστεία. Κάθε φορά που τον έβλεπε να

μπαίνει στο δωμάτιο του έκανε γκριμάτσες. Εκείνος έκανε πως δεν

ενοχλούνταν. Μια θεραπεύτρια της έδειχνε διάφορα αντικείμενα και

προσπαθούσε να την κάνει να τα κατονομάσει. Μερικές φορές

επινοούσε δικά της ουσιαστικά. Άλλοτε έβρισκε ονομασίες

παραπλήσιες με τις σωστές - για παράδειγμα, αντί για « books »

έλεγε « bucks », αντί για «keys» έλεγε « locks ». Η θεραπεύτρια μας

είπε πως έπασχε από κάτι που ονομάζεται Αφασία, όπου

διαταράσσεται η νοητική λειτουργία του γλωσσικού συμβολισμού.

Με άλλα

(σ .τ,μ.) Εκείνο (that), με «γερμανική» προφορά.

Page 24: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-24- -113-

για την οικογένεια. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι εννοούσε.

Εκείνη τη νύχτα διαμορφώσαμε κατάλληλα την τραπεζαρία,

όπου θα έμενε. Ένα κρεβάτι στη γωνία. Μια φορητή τουαλέτα. Ένα

αναπηρικό καροτσάκι με δίσκο για το φαγητό. Μια πλαστική

λεκάνη για να πλένεται. Προσόψια. Πάμπερς για ενήλικες.

Καλύψαμε το στρώμα με μουσαμά και καυγαδίσαμε για τη διάταξη

των απορροφητικών σεντονιών και πετσετών, προσπαθώντας να

θυμηθούμε πώς τα έβαζαν στο νοσοκομείο. Περάσαμε τη ζώνη

ασφαλείας γύρω από το στρώμα. Σην φαντάστηκα, ξαπλωμένη. Για

πρώτη φορά μπόρεσα να έρθω στη θέση της. Μπόρεσα να νοιώσω τη

ζώνη να σφίγγεται στο στομάχι μου. Σα πρόσωπα από πάνω μου. Ση

σκόνη στο ταβάνι. Υέραμε λουλούδια στο δωμάτιο. Μαργαρίτες.

Ήμασταν ενθουσιασμένοι που θα την φέρναμε σπίτι.

Σο πρωί της αγοράσαμε ένα κρεμεζί μάλλινο σκούφο κι ένα

ζευγάρι γυαλιά ηλίου από το Θρίφτις. Σης φέραμε παντόφλες και

πυτζάμες μέσα σε μια χάρτινη σακούλα. λες οι νοσοκόμες του

ορόφου την αποχαιρέτησαν και της είπαν να πηγαίνει να τις βλέπει.

Είπε πως θα πήγαινε. Μας έδωσαν τα κόκκινα μαλλιά της

τυλιγμένα σε μια πλαστική σακούλα που έγραφε πάνω το όνομα

της. Έβαλα την σακούλα στην τσέπη μου. Ένοιωσα τα μαλλιά να

είναι ένα ζωντανό ακόμα κομμάτι του εαυτού της. Ξαφνικά με

κυρίεψε ένας παράλογος φόβος ότι τα μαλλιά της θα μπορούσαν να

πέσουν σε κακά χέρια. τι ο κάτοχος των μαλλιών της θα μπορούσε

να την καταραστεί. Τποσχέθηκα στον εαυτό μου να τα κρατήσω

στην τσέπη μου ώσπου να περάσει ο κίνδυνος.

ταν βγήκε από το νοσοκομείο έξω στον καθαρό αέρα, της

κόπηκε η ανάσα. λες οι μυρωδιές την συνάρπαζαν. Ο δρόμος την

έκανε να χαμογελάσει. Σην ώρα που περνούσαμε από την Γέφυρα

Γκόλντεν Γκαίητ την ρώτησα αν μπορούσε να δει τα ιστιοφόρα κάτω

χαμηλά. Είπε όχι. Ο ήλιος την στράβωνε. Είχε να δει ήλιο πάνω

από δυο μήνες.

Ανεβήκαμε τις σκάλες κουβαλώντας την. Σα πόδια της

ταλαντεύονταν στον αέρα. Γελούσε. Σα σκυλιά έκαναν χαρές μόλις

την είδαν.

Ση νύχτα εκείνη άρχισε το μεγάλο κακό. Άρχισε να βογγάει με

μια ανατριχιαστική φωνή ζώου. Σην ρωτούσαμε τι είχε κι εκείνη

μονάχα βογγούσε. Μας είχε στο πόδι ώρες ολόκληρες. Μετά άρχισε

να στριγγλίζει. Είπε πως ήξερε ότι κάποιος από

λόγια, ήταν σε θέση να αναγνωρίσει αντικείμενο αλλά δεν μπορούσε

να θυμηθεί την ονομασία του. Μας είπε πως αυτό ήταν κάτι το

φυσιολογικό και πως θα το ξεπερνούσε.

Οι μυς της άρχισαν να δυναμώνουν. Μπορούσαμε πια, δυο

μαζί να την πηγαίνουμε ως τα μισά του διαδρόμου και να την

φέρνουμε πίσω. Είχε αδυνατίσει τόσο πολύ, που κρατώντας την από

το χέρι νοιώθαμε σαν να πιάναμε τα κόκκαλα της. Έμοιαζε

μικρότερη, από κάθε άποψη. Εύθραυστη, Για να κάνει ένα βήμα

χρειαζόταν να επιστρατεύσει όλες της τις δυνάμεις. Μερικές φορές

έπρεπε νασκύβουμε, να της πιάνουμε τη γάμπα και να της

σέρνουμε το πόδι προς τα εμπρός. Καθώς περπατούσε, έριχνε το

βλέμμα της παντού. Κάποια σκιά πάνω σ" ένα τοίχο, κάποιος

θόρυβος, κάποιος που περνούσε από δίπλα, της τραβούσαν την

προσοχή και τότε, μόλις γύριζε το κεφάλι τα γόνατα της λύγιζαν.

Μια μέρα έπεσε με τα μούτρα κάτω στο πάτωμα και χτύπησε.

Κάποιος την είχε αφήσει καθισμένη χωρίς να της έχει δέσει τη ζώνη

ασφαλείας και κείνη προσπάθησε να σηκωθεί για να πάει στην

τουαλέτα. τραμπούλιξε άσχημα τον καρπό της στην προσπάθεια

της να σταματήσει το πέσιμο. Άρχισε να παρατηρεί τα χέρια της.

Θρηνούσε για τα χέρια της. Έλεγε πως ήταν γερασμένα. Πως δεν

ήταν δικά της. Θέλησε να μάθει πού βρίσκονταν τα δαχτυλίδια της.

Η βέρα του γάμου της. Ρώτησε αν ήταν ακόμα παντρεμένη. Αν ήταν

ακόμα παντρεμένη, τότε πού ήταν η βέρα της; Σο μικρό της

δάχτυλο κοκάλωσε και δεν μπορούσε να το ισιώσει. Σο χέρι της στο

σημείο του καρπού ήταν πρησμένο και μελανιασμένο.

Άρχισε να τρώει αχόρταγα λες και είχε να φάει μήνες.

Μπούκωνε το στόμα της με μεγάλα κομμάτια κέικ και έκλεινε τα

μάτια μέσα σε μια έκσταση στοματικής ηδονής. Έτρωγε με το

στόμα ανοιχτό και το μισό φαγητό έπεφτε στους μηρούς της. Σο

γάλα κυλούσε στο λαιμό της. Σα νύχια της γέμιζαν λιωμένη

μπανάνα. Λες και δεν αρκούσε μόνο το φαγητό για να χορτάσει την

πείνα της.

Σο νοσοκομείο συνέστησε να τη μεταφέρουμε σε ένα

Θεραπευτικό Κέντρο όπου θα μπορούσαν να ασχοληθούν με τους

μυς της. Αποφασίσαμε αντί γι" αυτό να την πάρουμε σπίτι. Ένας

παθολόγος μας μίλησε για τα υπέρ και τα κατά μιας τέτοιας

απόφασης. Μας προειδοποίησε ότι, αν και θα ήταν καλό γι" αυτήν

να βρίσκεται ανάμεσα σε οικεία πρόσωπα, η παρουσία της θα

μπορούσε επίσης να αποβεί καταστροφική

Page 25: Sam Separnt ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ MOTEL

-25- -115-

μας θα τη σκότωνε. Σης είπαμε πως δεν ήταν αλήθεια αυτό. Να

μη σκέφτεται τέτοια πράγματα. Εκείνη όμως ήταν σίγουρη ότι

ένας από μας προσπαθούσε να τη βγάλει από τη μέση. Ση ρω-

τούσαμε γιατί το πίστευε αυτό, κι εκείνη έλεγε επειδή «του

ήταν εμπόδιο». Είπε πως σκοπεύαμε να τη βάλουμε σε χωριστό

δωμάτιο για να την «ξεκάνουμε». Η νύχτα τη φόβιζε. Υοβόταν

τους θορύβους απ" έξω. Υοβόταν μη πόνε τα σκυλιά και της

φόνε τα πόδια. Υοβόταν ότι είχαμε συνεννοηθεί με κάποιους

να 'ρθουν να την πάρουν μακριά. Δολοφόνους. Υοβόταν μη

την πνίξουν με μαξιλάρια. Οποιονδήποτε ξαφνικό θόρυβο.

Αναπηδούσε κάθε φορά που κάποιος άνοιγε τη βρύση ή τρα-

βούσε το καζανάκι. Κάθε θόρυβος που’·ρχόταν απ’ έξω, την

έκανε να απορεί και να μας ρωτάει. Σο κάθε καρφί που καρ-

φωνόταν σε απόσταση. Σο κάθε πριόνι. Σα ραδιόφωνα των

αυτοκινήτων την τρομοκρατούσαν. Ήταν βέβαιη πως τα

χάπια που της δίναμε σιγά σιγά θα την δηλητηρίαζαν. ταν

της είπαμε πως τα χάπια την βοηθούσαν να κοιμηθεί, είπε πως

την βοηθούσαν να κοιμηθεί «για πάντα». Προσποιούταν ότι τα

έπαιρνε και όταν δεν κοιτούσαμε τα έφτυνε. Σα βρίσκαμε την

άλλη μέρα κάτω από το κρεβάτι της. Αρχίσαμε να ακούμε τους

εαυτούς μας όπως μας άκουγε αυτή. ταν μαλακώναμε τις

φωνές μας για να της δώσουμε να καταλάβει ότι δεν θα της

κάναμε κακό, εκείνη έβλεπε την αλλαγή της φωνής σαν ανησυ-

χητικό σημάδι. ταν βρισκόμασταν μαζί της στο ίδιο δωμάτιο,

προσπαθούσαμε να μη παίρνουμε τυχαίες στάσεις που πιθανό να

της φαίνονταν βίαιες. Ορισμένες μέρες, κάθε μας κίνηση

ήταν τόσο φορτισμένη με ένταση που θα ήταν δύσκολο να μη

παραδεχτεί κανείς ότι οι φόβοι της ήταν δικαιολογημένοι.

Άρχισε να συνωμοτεί με τον καθένα από μας χωριστά.

Προσπαθώντας να μας κάνει να στραφούμε ο ένας ενάντια στον

άλλο. Κάθε μέρα κι ένας διαφορετικός ήταν ο ύποπτος, και κείνη

μας προειδοποιούσε να τον προσέχουμε. «Ο Προδότης», έτσι τον

ονόμαζε. Έπρεπε να φυλαγόμαστε από «Σον Προδότη». Έπρεπε να

καταλάβουμε ότι όλοι μας βρισκόμασταν σε κίνδυνο. χι μονάχα

αυτή. «Ο Προδότης» θα μας σκότωνε όλους. Θα μας καθάριζε εκεί

που δεν το περιμέναμε. Έπρεπε να σκοτώσουμε «Σον Προδότη»

προτού μας σκοτώσει εκείνος.

Αργά τη νύχτα, και αφού την έπαιρνε ο ύπνος, μαζευόμασταν

για να συσκεφτούμε. Αρχίσαμε να μαλώνουμε μεταξύ μας για το

πώς ο καθένας μας αντιμετώπιζε το πρόβλημα. Ο ένας

της έκανε όλα τα χατίρια. Ο άλλος της φερόταν απότομα. Ο άλλος

της έδινε χάπια πίσω από την πλάτη μας. Κανείς μας δεν ήξερε τι

θα’ πρεπε να κάνουμε. Παίρναμε ο ένας το μέρος του άλλου, μετά

αλλάζαμε γνώμη. υμβουλευτήκαμε τους γιατρούς. Μας έδωσαν

καινούρια φάρμακα. Διαφορετικά φάρμακα. Αρχίσαμε να

βλέπουμε στον ύπνο μας εφιάλτες ότι αυτή προσπαθούσε να

σκοτώσει εμάς. Εικόνες δανεισμένες από ταινίες τρόμου, εκείνη να

στέκεται στο χωλ κραδαίνοντας ένα χασαπο-μάχαιρο, μαξιλάρια να

στάζουν αίμα, αίμα να κυλάει κάτω από τις πόρτες. Δεν κάναμε

καμιά κουβέντα μεταξύ μας για τα όνειρα αυτά, παρά μόνο πολύ

αργότερα.

Ένα πρωινό ρώτησε για τη μάνα της. Ήθελε να ξέρει πού

βρισκόταν η μάνα της. ταν της είπαμε πως είχε πεθάνει πριν από

πολύ καιρό, άρχισε να κλαίει σαν μωρό. Μετά έβαλε το χέρι της

πάνω στην ουλή. Σα δάχτυλα της άγγιξαν το άτριχο δέρμα και μας

ρώτησε πώς το έπαθε αυτό. Σης είπαμε αλλά δεν θυμόταν. Σης

είπαμε τα ονόματα των γιατρών. Δεν θυμόταν. Σης είπαμε ότι

βρισκόταν πια στο σπίτι της αλλά δεν θυμόταν. Σο κεφάλι της

έγερνε μπροστά ώσπου άγγιζε το στέρνο της με το πηγούνι. Δάκρυα

πλημμύριζαν τα γόνατα της. Εκείνη η στάση της φανέρωνε όλη της

την ιστορία. Καθόταν έτσι επί ώρες. Προσπαθούσαμε να την

ισιώσουμε όμως εκείνη διπλωνόταν πάλι. Κλεινόταν στον εαυτό της

ολοκληρωτικά. Κάθε μέρα μας ξαναρωτούσε για τη μάνα της.

Ρωτούσε αν ήμασταν σίγουροι ότι δεν ζούσε. Ρωτούσε πού την είχαν

θαμμένη. Πριν πόσο καιρό. ε ποιά πόλη πέθανε. Δεν μπορούσε να

το πιστέψει. Για μέρες πενθούσε τη μάνα της που είχε πεθάνει πριν

από πάρα πολύ καιρό.

Έχει περάσει ακριβώς ένας χρόνος από τότε. Σώρα πια

περπατάει μόνη της. Σρώει μόνη της. Μιλάει με μια παράξενη

προφορά αλλά συμμετέχει στις συζητήσεις μας. Εξακολουθεί να

πέφτει σε σιωπή και για πολλή ώρα το βλέμμα της βυθίζεται στο

κενό. ταν αναφέρεται στο παρελθόν της, λέει «προτού με βρει το

κακό».

29/9/80 Σαν Φρανσίσκο,

Καλ.