58
Ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση και αρχή του κράτους δικαίου Μαρία Σταυρίδη, Πολυξένη Νομικού, Ελπινίκη Μαργέλλου [Επιλογή ημερομηνίας]

teliki ergasia dikaio

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: teliki ergasia dikaio

Ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση και αρχή του κράτους δικαίου

Μαρία Σταυρίδη, Πολυξένη Νομικού, Ελπινίκη Μαργέλλου

[Επιλογή ημερομηνίας]

Page 2: teliki ergasia dikaio

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η εργασία αυτή αποτελεί μια προσπάθεια σύνδεσης της σχέσης μεταξύ της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και του κράτους δικαίου της Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο μέρος θα αναλύσουμε το πλαίσιο της οικονομικής

διακυβέρνησης και πώς μεταβλήθηκε μετά το 2011 για να πάρει την σημερινή του μορφή. Ύστερα θα παρουσιάσουμε τις αλλαγές που επέφερε η Συνθήκη της Λισαβόνας όσον αφορά την δομή της ΕΕ και τρόπο λειτουργίας της, αλλά

και τις διαμάχες που προκάλεσε όσον αφορά την υπεροχή μεταξύ του Ευρωπαϊκού δικαίου και των εθνικών δικαίων των κρατών μελών. Στο δεύτερο μέρος θα αναφερθούμε αναλυτικά σε περιπτώσεις σύγκρουσης της μεταξύ του Ευρωπαϊκού και των εθνικών δικαίων και θα επικεντρωθούμε στην απόφαση

του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε απόψεις και κριτικές αρθρογράφων-νομικών σχετικά με το θέμα της υπεροχής καθώς και της απόφασης του Γερμανικού Δικαστηρίου.

ΜΕΡΟΣ Α

ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Οικονομική διακυβέρνηση ονομάζεται το σύστημα θεσμικών οργάνων και διαδικασιών που θεσπίστηκε με σκοπό να επιτευχθούν οι στόχοι της Ένωσης στον οικονομικό τομέα, δηλαδή ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών για την προαγωγή της οικονομικής και κοινωνικής προόδου της ΕΕ και των πολιτών της.

Οικονομική Πολιτική μετά την Συνθήκη της Λισαβόνας

Γενικά, η οικονομική πολιτική της ΕΕ στηρίζεται σε δύο είδη δεσμεύσεων των κρατών μελών:

1. τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών (ΓΠΟΠ): οι ΓΠΟΠ έχουν τη μορφή συστάσεων που

Page 3: teliki ergasia dikaio

εγκρίνονται από το Συμβούλιο. Ως στόχο έχουν να εναρμονίσουν τις οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών γύρω από κοινούς στόχους

2. το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης: το σύμφωνο αυτό έχει ως στόχο να ελέγξει τα δημόσια ελλείμματα των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη οφείλουν έτσι να τηρούν τα ανώτατα όρια όσον αφορά το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα των δημοσίων διοικήσεων.

Η τήρηση των ΓΠΟΠ και των ανώτατων ορίων των δημόσιων ελλειμμάτων αποτελεί αντικείμενο εποπτείας εκ μέρους της Επιτροπής και του Συμβουλίου. Η συνθήκη της Λισσαβόνας ενισχύει το ρόλο της Επιτροπής κατά την άσκηση αυτής της εποπτείας. Η Επιτροπή είναι στο εξής σε θέση να απευθύνει άμεσα προειδοποιήσεις στα κράτη μέλη, όταν θεωρεί ότι εκείνα δεν έχουν τηρήσει τις δεσμεύσεις τους. Στο παρελθόν, για το θέμα αυτό, μπορούσε μόνο να υποβάλλει αίτημα στο Συμβούλιο. Όταν η Επιτροπή απευθύνει μία τέτοια προειδοποίηση, το Συμβούλιο μπορεί στη συνέχεια να διατυπώσει σύσταση προς το κράτος μέλος.

Νομισματική Πολιτική μετά την Συνθήκη της Λισαβόνας

Η συνθήκη της Λισσαβόνας δεν επιφέρει μεγάλες αλλαγές στην κοινή για όλα τα κράτη μέλη νομισματική πολιτική .Η κυριότερη καινοτομία αφορά την αναγνώριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT) ως θεσμικό όργανο της ΕΕ.

Εξάλλου, ενισχύονται οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά την τροποποίηση του καταστατικού της ΕΚΤ. Η τροποποίηση αυτή ακολουθεί στο εξής τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

Όσον αφορά τη νομισματική πολιτική της ζώνης του ευρώ, η συνθήκη της Λισσαβόνας επιφέρει σημαντικότερες αλλαγές. Πρώτον, η συνθήκη της Λισσαβόνας επιβεβαιώνει την αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ σε θέματα νομισματικής πολιτικής για τα κράτη μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ (άρθρο 3 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ). Επίσης, η συνθήκη της Λισσαβόνας καθιερώνει για πρώτη φορά την ύπαρξη της Ευρωομάδας. Πρόκειται για άτυπες συνεδριάσεις των υπουργών οικονομικών της ζώνης του ευρώ. Στόχος της Ευρωομάδας είναι να βελτιώσει την οικονομική μεγέθυνση της ζώνης του ευρώ χάρη σε στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών

Page 4: teliki ergasia dikaio

μελών. Εξάλλου, τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ αποκτούν μία αυτονομία όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων για ορισμένα μέτρα που τα αφορούν άμεσα. Έτσι, το άρθρο 136 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ διευκρινίζει ότι μόνο τα κράτη της ζώνης του ευρώ μπορούν να συμμετέχουν στη ψηφοφορία μέτρων που έχουν κυρίως στόχο:

το συντονισμό και την εποπτεία της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ.

τη χάραξη προσανατολισμών για οικονομικές πολιτικές ειδικές για το ευρώ και συμβατές με τους ΓΠΟΠ. Εντέλει, η συνθήκη της Λισσαβόνας προσφέρει τη δυνατότητα στα κράτη με νόμισμα το ευρώ να θεσπίσουν ενιαία εκπροσώπηση της ζώνης του ευρώ στο πλαίσιο των διεθνών οικονομικών οργανισμών. Επιπλέον, τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ θα είναι τα μόνα που θα μπορούν να ψηφίζουν τις θέσεις που υιοθετεί η ΕΕ στα διεθνή βήματα για θέματα που έχουν σχέση με την Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

Η χρηματοπιστωτική, δημοσιονομική και οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 κατέδειξε ότι η ΕΕ είχε ανάγκη ενός μοντέλου οικονομικής διακυβέρνησης που θα ήταν περισσότερο αποτελεσματικό από τον οικονομικό και δημοσιονομικό συντονισμό και τις ad hoc απαντήσεις στην κρίση που εφαρμόζονταν έως τότε. Μεταξύ των πρόσφατων εξελίξεων στον τομέα της οικονομικής διακυβέρνησης περιλαμβάνονται τόσο η αναθεώρηση των υφιστάμενων όσο και η εισαγωγή νέων διατάξεων για την θέσπιση μεγαλύτερου συντονισμού και ενισχυμένης εποπτείας των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών πολιτικών, καθώς και η δημιουργία ενός ισχυρού πλαισίου για τη διαχείριση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων.

Η νομική βάση στην οποία στηρίζεται η ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση βρίσκεται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ)στα άρθρα 2-5, 119-144 και 282-284 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)και στα εξής πρωτόκολλα προσαρτημένα στη ΣΛΕΕ: Πρωτόκολλο αριθ. 12 σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, Πρωτόκολλο αριθ. 13 σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης και Πρωτόκολλο αριθ. 14 σχετικά με την Ευρωομάδα.

Η κρίση που ξεκίνησε το 2008 κατέδειξε τη στενή σύνδεση των χρηματοπιστωτικών, δημοσιονομικών και μακροοικονομικών ανισορροπιών, που δεν περιορίζεται μόνο στο επίπεδο των εθνικών οικονομιών αλλά

Page 5: teliki ergasia dikaio

επεκτείνεται και σε επίπεδο ΕΕ, κυριότερα για τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Συνεπώς, υπήρξαν αλλαγές στην οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ μετά το 2011 και οι οποίες συνεχίζονται ακόμα και αφορούν διάφορους οικονομικούς τομείς, μεταξύ άλλων δημοσιονομικές πολιτικές, μακροοικονομικά ζητήματα, διαχείριση των κρίσεων και μακροοικονομική εποπτεία. Όλοι αυτοί οι τομείς υπόκεινται στην ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση μετά την κρίση και συντονίζονται από τους θεσμούς της ΕΕ. Έως το 2011, ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής στηριζόταν κυρίως στη συναίνεση χωρίς νομικά δεσμευτικούς κανόνες, με εξαίρεση το πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής που ορίζεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Το πεδίο εφαρμογής του οικονομικού συντονισμού ήταν ευρύ και έτσι κατέστη δυνατό να τεθούν σε εφαρμογή διάφορες μορφές συνεργασίας, ανάλογα με τον βαθμό δεσμευτικότητας της συμφωνίας συνεργασίας όπως:

Ο συντονισμός μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, όπως ο μακροοικονομικός διάλογος που καθιερώθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας το 1999.

Ο συντονισμός ως εργαλείο για τη διαχείριση κρίσεων, όπως η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τον Μάιο του 2010.

Η ανοικτή μέθοδος συντονισμού με την οποία τα κράτη μέλη θέτουν κοινούς στόχους αλλά αποφασίζουν τα ίδια τον τρόπο με τον οποίο θα τους επιτύχουν όπως για παράδειγμα η στρατηγική της Λισαβόνας που καθιερώθηκε τον Μάρτιο του 2000, στο πλαίσιο της οποίας οι ευρωπαίοι ηγέτες παρότρυναν τα κράτη μέλη να καθορίσουν παραμέτρους συγκριτικής αξιολόγησης, να προσδιορίσουν τις βέλτιστες πρακτικές και να εφαρμόσουν τις σχετικές πολιτικές.

Ανάθεση της υλοποίησης μιας πολιτικής, κατά την οποία η συνολική ευθύνη για μια πολιτική θα μπορούσε να ανατεθεί σε έναν οργανισμό (μεταξύ των παραδειγμάτων περιλαμβάνεται η νομισματική πολιτική και η πολιτική ανταγωνισμού, οι οποίες ανατέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την Επιτροπή, αντίστοιχα).

Μετά το 2011 άλλαξε η οικονομική διακυβέρνηση της Ένωσης σε πολλούς τομείς καθώς η κρίση φανέρωσε ουσιαστικά προβλήματα. Επομένως, κρίθηκε αναγκαίος ένας μεγαλύτερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών στην ΕΕ για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων και για την τόνωση της

Page 6: teliki ergasia dikaio

ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης στο μέλλον. Για τον σκοπό αυτό, το σύστημα οργάνων και διαδικασιών που υφίσταται στην ΕΕ για τον οικονομικό συντονισμό αναθεωρήθηκε και ενισχύθηκε

το 2011 με την έγκριση της «δέσμης έξι μέτρων», το 2012 με προτάσεις για την τραπεζική ένωση και τη θέσπιση του

Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και το 2013 με την έγκριση της «δέσμης δύο μέτρων» και άλλων

νομοθετικών προτάσεων, των οποίων η διαδικασία έγκρισής βρίσκεται ακόμη υπό εξέλιξη.

Ειδικά μετά το 2011 έχουμε ενισχυμένη οικονομική και δημοσιονομική εποπτεία και συντονισμό αυτής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Η ενισχυμένη διακυβέρνηση περιλαμβάνει ένα νέο συγχρονισμένο υπόδειγμα εργασίας που ονομάζεται Ευρωπαϊκό Εξάμηνο για τη συζήτηση και τον συντονισμό των οικονομικών και δημοσιονομικών προτεραιοτήτων. Επιπλέον, έχουμε αυστηρότερη εποπτεία των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών μελών στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, νέα εργαλεία για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και νέα μέσα για τις περιπτώσεις κρατών μελών που αντιμετωπίζουν χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες. Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο είναι μια εξαμηνιαία περίοδος κάθε έτους κατά την οποία οι δημοσιονομικές, μακροοικονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές των κρατών μελών συντονίζονται κατά τρόπον ώστε να μπορούν τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη τους προσανατολισμούς της ΕΕ σε αρχικό στάδιο της εθνικής διαδικασίας κατάρτισης του προϋπολογισμού τους και σε σχέση με διάφορες άλλες πτυχές διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής τους. Στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι θα αναλύονται και θα αξιολογούνται ταυτόχρονα όλες οι πολιτικές, και ότι θα συμπεριλαμβάνονται τομείς πολιτικής, όπως η μακροοικονομική ανισορροπία και ζητήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα, που προηγουμένως δεν υπάγονταν συστηματικά σε οικονομική εποπτεία. Το πρώτο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο εφαρμόστηκε στην πράξη το 2011. Οι συζητήσεις σε επίπεδο ΕΕ επί της δημοσιονομικής πολιτικής, των μακροοικονομικών ανισορροπιών, ζητημάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανάπτυξης πραγματοποιούνται από κοινού κατά το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, προτού οι κυβερνήσεις καταρτίσουν τα σχέδια προϋπολογισμών τους και τα υποβάλουν προς συζήτηση στα εθνικά κοινοβούλια κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους.

Page 7: teliki ergasia dikaio

Επιπροσθέτως, ένα συμπληρωματικό θεματολόγιο με πρόσθετες μεταρρυθμίσεις, το οποίο ονομάζεται Σύμφωνο για το ευρώ +, συμφωνήθηκε τον Μάρτιο του 2011 από τα κράτη μέλη της ευρωζώνης, καθώς και από έξι χώρες εκτός ευρωζώνης οι οποίες ήταν οι εξής: Βουλγαρία, Δανία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία και Ρουμανία. Επικεντρώνεται κυρίως στους τομείς της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών και της ενίσχυσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Και τα 23 συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύτηκαν να υλοποιήσουν τις μεταρρυθμίσεις στο σύνολό τους. Τα υπόλοιπα πέντε κράτη μέλη μπορούν να το προσυπογράψουν εφόσον το επιθυμούν. Το Σύμφωνο για το ευρώ + είναι πλήρως ενσωματωμένο στο νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης και οι προβλεπόμενες σε αυτό δεσμεύσεις περιλαμβάνονται στα Εθνικά Προγράμματα Μεταρρυθμίσεων των ενδιαφερομένων κρατών μελών. Στο πλαίσιο δράσης για την εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η ΕΕ θέσπισε νέους κανόνες και δημιούργησε Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ) ώστε να προλαμβάνονται κρίσεις και να διασφαλίζεται ότι όλοι οι συντελεστές του χρηματοπιστωτικού συστήματος υπόκεινται σε κατάλληλη ρύθμιση και εποπτεία. Σε εξέλιξη βρίσκονται περαιτέρω εργασίες, ιδίως για να διασφαλιστεί ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέτουν αρκετά κεφαλαιακά αποθέματα ώστε να ανθίστανται σε μελλοντικούς κραδασμούς του χρηματοπιστωτικού συστήματος και να μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν και να παρέχουν πιστώσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Κάθε Ευρωπαϊκό όργανο συντονίζει διαφορετικές διαδικασίες όσον αφορά την οικονομική διακυβέρνηση της Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ορίζει συντονισμένες πολιτικές προτεραιότητες και διατυπώνει κατευθυντήριες γραμμές σε ανώτατο επίπεδο. Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την υποβολή εθνικών εκθέσεων, την ανταλλαγή πληροφοριών και την εφαρμογή των συστάσεων και των αποφάσεων που εγκρίνονται από το Συμβούλιο Ecofin. Η Ευρωομάδα η οποία αποτελείται από τους υπουργούς οικονομικών των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει ως νόμισμα το ευρώ, συζητεί ζητήματα που αφορούν την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), κατά κανόνα πριν από τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ecofin. Η ΕΚΤ συμμετέχει στις συζητήσεις της Ευρωομάδας όταν πρόκειται για ζητήματα που συνδέονται με τη νομισματική ή συναλλαγματική πολιτική. Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την υποβολή εκθέσεων, την προετοιμασία και τη διατύπωση συστάσεων, καθώς και για την παρακολούθηση της εφαρμογής των αποφάσεων. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή γνωμοδοτεί και προετοιμάζει τις εργασίες του

Page 8: teliki ergasia dikaio

Συμβουλίου, όπως και η Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής και η Ομάδα Εργασίας της Ευρωομάδας, οι οποίες επίσης συνεισφέρουν στις εργασίες της Επιτροπής. Τέλος, με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, το Κοινοβούλιο είναι συννομοθέτης για τη θέσπιση κανόνων που αφορούν την πολυμερή εποπτεία (άρθρο 121 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ).Οι νομοθετικές πράξεις που αφορούν την οικονομική διακυβέρνηση θέσπισαν τον Οικονομικό Διάλογο. Για να βελτιωθεί ο διάλογος μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ειδικότερα δε του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, και να διασφαλισθεί μεγαλύτερη διαφάνεια και λογοδοσία, η αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου μπορεί να καλέσει τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, την Επιτροπή, τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή τον Πρόεδρο της Ευρωομάδας για να συζητήσουν τις αποφάσεις τους ή να παρουσιάσουν τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου, το Κοινοβούλιο μπορεί επίσης να προσφέρει σε κράτος μέλος για το οποίο έχει εκδοθεί απόφαση του Συμβουλίου σύμφωνα με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος ή τη διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών, την ευκαιρία συμμετοχής στην ανταλλαγή απόψεων. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, το Κοινοβούλιο εκφράζει τη γνώμη του σχετικά με το σχέδιο της ΕΕΑ μέσω ειδικών ψηφισμάτων, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις απόψεις που κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια συνάντησης με τα εθνικά κοινοβούλια στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής εβδομάδας για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, η οποία πραγματοποιείται στις αρχές του έτους. Στο τέλος του φθινοπώρου, το Κοινοβούλιο εκφράζει τη γνώμη του σχετικά με τον τρέχοντα κύκλο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα αποτελέσματα κοινής συνεδρίασης με τους προέδρους των αρμόδιων επιτροπών των εθνικών κοινοβουλίων. Το Κοινοβούλιο προωθεί τη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων μέσω ετήσιων συσκέψεων με μέλη των αντίστοιχων επιτροπών των εθνικών κοινοβουλίων. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις νομικές και πολιτικές ρυθμίσεις κάθε κράτους μέλους, τα εθνικά κοινοβούλια θα πρέπει να συμμετέχουν δεόντως στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και στην προετοιμασία των προγραμμάτων σταθερότητας ή σύγκλισης και των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων προς ενίσχυση της διαφάνειας, της ιδίας ευθύνης και της λογοδοσίας σε σχέση με τις αποφάσεις που λαμβάνονται.

Page 9: teliki ergasia dikaio

Συμπερασματικά, η Συνθήκη της Λισαβόνας προσέθεσε επιπρόσθετες αρμοδιότητες και περισσότερη κυριαρχία επί της οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης.

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΟΝΑΣΌπως προαναφέρθηκε το περιεχόμενο της Συνθήκης της Λισαβόνας είναι

σε πολύ μεγάλο βαθμό πανομοιότυπο με εκείνο της Συνταγματικής Συνθήκης. Οι κύριοι λόγοι είναι οι εξής:

Πρώτον, κανένας δεν ήθελε να ξαναρχίσουν από μηδενική βάση και να τεθούν και πάλι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όλες οι εθνικές προτιμήσεις (η διαδικασία της προσπάθειας να εξευρεθεί μια νέα Συνθήκη χρονολογούνταν από το 2001 εάν θεωρήσουμε ως πρώτο βήμα τη Δήλωση του Λάακεν) . Κάτι τέτοιο θα σήμαινε να ανοίξουν εκ νέου ζητήματα επί των οποίων είχαν επιτευχθεί συμφωνίες με μεγάλη δυσκολία. Καθώς και η αντίληψη να επιφέρουμε μόνο αλλαγές στην Συνταγματική Συνθήκη που είναι απαραίτητες για την κύρωση της, η οποία ήταν γενικά αποδεκτή από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Εν τέλει, αφενός αφαιρέθηκαν οι «συνταγματικές πτυχές» της Συνθήκης, οι οποίες είχαν οδηγήσει τις κυβερνήσεις πολλών κρατών-μελών να διεξάγουν δημοψηφίσματα ή να υποσχεθούν την διεξαγωγή τους. Αφετέρου, δημιουργήθηκαν ειδικά μέτρα διαφόρων ειδών (όπως ρήτρες εξαίρεσης και αποσαφηνιστικές δηλώσεις) για τα κράτη-μέλη τα οποία είτε δεν είχαν καταφέρει να κυρώσουν τη Συνταγματική Συνθήκη ή/και διαβεβαίωναν ότι θα αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες στην κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας.

Δεύτερον, οι παράγοντες που είχαν παραγάγει το περιεχόμενο της Συνταγματικής Συνθήκης εξακολουθούσαν να ισχύουν. Εξακολουθούσε να υπάρχει ανάγκη για νέα μέτρα στις Συνθήκες, προκειμένου, για παράδειγμα:

Να δοθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεγαλύτερη θεσμική ικανότητα (εξού και η διατήρηση στη Συνθήκη της Λισαβόνας της διάταξης της Συνταγματικής Συνθήκης για τη δημιουργία μίας νέας ημιμόνιμης θέσης Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου).

Να βελτιωθεί το εξωτερικό προφίλ της Ε.Ε (εξού και η διατήρηση της διάταξης της Συνταγματικής Συνθήκης η οποία, στην πράξη, συγχώνευε

Page 10: teliki ergasia dikaio

τη θέση στο Συμβούλιο του Ύπατου Εκπρόσωπου για την ΚΕΠΠΑ με τη θέση στο Συμβούλιο του Επιτρόπου Εξωτερικών Σχέσεων).

Να βελτιωθούν οι λειτουργικές επιδόσεις και η συνοχή του Σώματος των Επιτρόπων (εξού και η διατήρηση της μείωσης του μεγέθους του Σώματος που προβλεπόταν στη Συνταγματική Συνθήκη, αν και όχι πριν από το 2014, στα 2/3 του αριθμού των κρατών-μελών[προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι Ιρλανδοί στο δημοψήφισμα τους, η αλλαγή αυτή εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια και αντικαταστήθηκε από το ισχύον σύστημα βάσει του οποίου κάθε κράτος-μέλος διαθέτει έναν Επίτροπο]).

Να βελτιωθεί η ικανότητα λήψης αποφάσεων του Συμβουλίου (εξού και η διατήρηση των διατάξεων της Συνταγματικής Συνθήκης οι οποίες αυξάνουν την ικανότητα του Συμβουλίου να λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία).

Να αντικατασταθεί το σύστημα στάθμισης των ψήφων Συμβούλιο από ένα απλούστερο σύστημα(εξού και η διατήρηση, μολονότι σε τροποποιημένη μορφή, της αντικατάστασης από τη Συνταγματική Συνθήκη του ισχύοντος συστήματος της τριπλής πλειοψηφίας με ένα σύστημα διπλής πλειοψηφίας βασισμένο σε ένα συνδυασμό του αριθμού των κρατών που ψηφίζουν επί μιας πρότασης και του πληθυσμού που αντιπροσωπεύουν).

Να αντιμετωπιστεί περαιτέρω το πρόβλημα του «δημοκρατικού ελλείμματος» (εξού και η διατήρηση των επεκτάσεων της Συνταγματικής Συνθήκης όσον αφορά την εφαρμογή της διαδικασίας της συναπόφασης [η οποία ενισχύει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο] και της διαδικασίας της πρωτοβουλίας των πολιτών που δημιούργησε η Συνταγματική Συνθήκη, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στους πολίτες να ζητήσουν από την Επιτροπή να δρομολογήσει μία νομοθετική πρωτοβουλία).

Οι αλλαγές που περιέχονται στη Συνθήκη της Λισαβόνας πραγματοποιήθηκαν για 3 βασικούς λόγους:

1. Να καταστεί η Συνθήκη περισσότερο αποδεκτή από τους πολίτες.2. Να ικανοποιηθεί (περιορισμένος) αριθμός επειγόντων εθνικών και

θεσμικών συμφερόντων.3. Να αναγνωριστούν νέα ζητήματα τα οποία είχαν αντίκτυπο στο πολιτικό

πρόγραμμα δράσης.

Page 11: teliki ergasia dikaio

Η εν λόγω Συνθήκη άρχισε να ισχύει την 01/12/2009. Είχε προηγηθεί, την 30/06/2009, μια σημαντική απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία θεώρησε ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας είναι σύμφωνη με το γερμανικό σύνταγμα, αν και ζήτησε την αναγνώριση στο γερμανικό κοινοβούλιο καθώς και στο γερμανικό συμβούλιο περισσοτέρων εξουσιών.

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΟΝΑΣ

Λόγω της θεωρούμενης εξαιρετικά συμβολικής σημασίας της Συνταγματικής Συνθήκης και εν μέρει λόγω του πολύ μεγαλύτερου αριθμού κρατών-μελών στη διευρυμένη Ε.Ε αυξάνονταν οι πιθανότητες ευρύτερης προσφυγής στη χρήση δημοψηφίσματος όπως και τελικά έγινε. Ο κυριότερος παράγοντας που προκάλεσε αυτή την αύξηση ήταν οι εσωτερικές πολιτικές πιέσεις. Όπως είναι ευνόητο είναι πιο δύσκολο για μια κυβέρνηση να ελέγξει ένα δημοψήφισμα από ότι μια κοινοβουλευτική ψηφοφορία. Επομένως όταν πολλά δημοψηφίσματα βγήκαν αρνητικά και μερικά από τα κράτη δεν είχαν καταφέρει να κυρώσουν την Συνθήκη η διαδικασία κύρωσης έπρεπε τουλάχιστον να ανασταλεί. Η «περίοδος προβληματισμού» διήρκεσε περισσότερο από όσο αναμενόταν. Πράγματι, κατά τους πρώτους μήνες δεν υπήρξε ιδιαίτερος δημόσιος προβληματισμός πέρα από τις ανταλλαγές μεταξύ ειδικών σε θέματα της Ε.Ε σχετικά με το κατά πόσο η Συνταγματική Συνθήκη ήταν πλέον νεκρή ή μπορούσε να αναβιώσει. Εύλογα, οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών που είχαν κυρώσει τη Συνταγματική Συνθήκη, τελικώς δεκαοχτώ, έκλιναν, αρχικά τουλάχιστον, υπέρ της διατήρησης της Συνθήκης, ενώ οι κυβερνήσεις των κρατών στα οποία είχαν ανακύψει, ή αναμένονταν να ανακύψουν, προβλήματα κύρωσης ήταν πιο επιφυλακτικές. Ωστόσο, το 2006 άρχισε να αναδύεται μια δοκιμαστική θέση, στο πλαίσιο της οποίας οι κυβερνήσεις όλων των κρατών-μελών άρχισαν σταδιακά να συσπειρώνονται άτυπα γύρω από την άποψη ότι, αφενός, οι «συνταγματικές πτυχές» της Συνταγματικής Συνθήκης θα έπρεπε να εγκαταλειφθούν, αλλά, αφετέρου, οι πιο «συνήθεις μεταρρυθμιστικές πτυχές» της Συνθήκης θα έπρεπε να διατηρηθούν σε μεγάλο βαθμό. Καθοριστικό στοιχείο στην ανάδυση της θέσης

Page 12: teliki ergasia dikaio

αυτής ήταν η αποφασιστικότητα ουσιαστικά όλων των κρατών-μελών για μια νέα Συνθήκη, η οποία θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως πολύ πιο «χαμηλών τόνων» από την Συνταγματική Συνθήκη και επομένως θα μπορούσε να κυρωθεί με τον συνήθη τρόπο κυρώσεις των Συνθηκών της Ε.Ε, μέσω κοινοβουλευτικής ψηφοφορίας, και χωρίς να απαιτηθούν εθνικά δημοψηφίσματα (με εξαίρεση την Ιρλανδία όπου κάτι τέτοιο και, σύμφωνα με ορισμένους, συνταγματικά υποχρεωτικό).

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΠΤΥΧΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Το διαρθρωτικό πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται στο επίκεντρο της αναθεώρησης της συνταγματικότητας. Το επίπεδο ελευθερίας της δράσης της Ένωσης έχει αυξηθεί σταθερά και σημαντικά, αν μη τι άλλο με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, σε σημείο που πλέον σε ορισμένους τομείς της πολιτικής, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ένα σχήμα που αντιστοιχεί σε αυτή ενός ομοσπονδιακού κράτους, δηλαδή είναι ανάλογη με εκείνη του κράτους και συνδέεται άμεσα με την αρχή του κράτους δικαίου, αντιθέτως οι εσωτερικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων και του διορισμού διατηρούν κυρίως την δομή του διεθνή οργανισμού, με άλλα λόγια είναι ανάλογες με το Διεθνές Δίκαιο. Το κράτος δικαίου είναι η υπεροχή της κανονιστικής εξουσίας σε αντίθεση με την αυθαίρετη εξουσία. Και όπως έγραψε και ο Αριστοτέλης «Ο νόμος πρέπει να κυβερνά» και «Το μόνο σταθερό κράτος είναι αυτό στο οποίο όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Το κράτος δικαίου (δικαιοκρατία) υπονοεί ότι κάθε πολίτης υπόκειται στον νόμο. Η αρχή του κράτους δικαίου αποτελεί πλέον κεντρική αρχή όλων των δημοκρατικών κρατών. Δεν είναι τυχαίο ότι γίνεται αναφορά σε αυτή στο προοίμιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση δίπλα σε άλλες βασικές αρχές-αξίες στις οποίες είναι προσηλωμένες τα κράτη-μέλη. Για να μπορέσει ωστόσο η αρχή αυτή να λειτουργήσει αποτελεσματικά απαιτείται να υπάρχει ασφάλεια και προβλεψιμότητα του δικαίου, σε τέτοιο βαθμό που η συμπεριφορά της διοίκησης να θεωρείται λογική και επιπλέον να μπορεί ο διοικούμενος να προβλέψει με βεβαιότητα τις συνέπειες των ενεργειών του. Η δομή της

Page 13: teliki ergasia dikaio

Ευρωπαϊκής Ένωσης ακολουθεί ουσιαστικά ακόμη και σήμερα την αρχή της ισότητας μεταξύ των κρατών. Η Ένωση ως ένωση δικαίου προσλαμβάνει μετά την Συνθήκη της Λισαβόνας νέα διάσταση και σημασία, στο βαθμό που εφεξής η άσκηση των εξουσιών της πρέπει να διέπεται πλήρως από της απαιτήσεις της αρχής του κράτους δικαίου, έτσι όπως αυτές έχουν αναπτυχθεί στο εσωτερικό των κρατών-μελών, αλλά και ήδη έχουν ενσωματωθεί στην έννομη τάξη της Ένωσης. Ο σεβασμός της αρχής του κράτους δικαίου ως αξία της Ένωσης αφορά τόσο τα όργανα της Ένωσης όσο και τα όργανα των κρατών-μελών.

Το σύνολο μη ομοειδών Ευρωπαϊκών πολιτών όσο αφορά το αντικείμενο της νομιμοποίησης, υπό τον περιορισμό ότι περιλαμβάνει την πλειοψηφία, παραμένουν καθοριστικοί κάτοχοι της δημόσιας καθώς και της ενωσιακής εξουσίας. Παρόλα αυτά για την Γερμανία η ένταξη σε ένα ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κράτος θα απαιτούσε τη δημιουργία ενός νέου συντάγματος, πράγμα το οποίο σημαίνει την παραίτηση της κυρίαρχης κρατικής υπόστασης που διασφαλίζεται από το Σύνταγμα. Με την πρόοδο της ολοκλήρωσης, τα πεδία δράσης τα οποία είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη και τον σχηματισμό της δημοκρατικής γνώμης των κρατών-μελών πρέπει να διατηρηθούν. Ειδικότερα, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι η ευθύνη για την ένταξη μπορεί να ασκείται από τα κρατικά όργανα εκπροσώπησης των λαών.

Λόγω του διαρθρωτικού δημοκρατικού ελλείμματος, το οποίο δεν μπορεί να επιλυθεί σε μια ένωση κυρίαρχων εθνικών κρατών περαιτέρω βήματα ολοκλήρωσης που υπερβαίνουν το “status quo” δεν μπορούν να υπονομεύσουν την πολιτική εξουσία των μελών της δράσης ούτε την αρχή της δοτής αρμοδιότητας.

Η συνταγματική ταυτότητα αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης ενός λαού. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος του εκλέγειν και για τη διατήρηση της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης, είναι απαραίτητο για το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο να παρακολουθεί, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του, αν η εξουσία της Ένωσης ή της Κοινότητας παραβιάζει τη συνταγματική ταυτότητα από τις πράξεις τους, προφανώς και αν παραβιάζουν τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται. Ως εκ τούτου, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων, η οποία έχει αυξηθεί και πάλι από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, και η ανεξαρτησία των διαδικασιών λήψης αποφάσεων απαιτεί την αποτελεσματική προσφυγή καθ

Page 14: teliki ergasia dikaio

'υπέρβαση εξουσίας και επανεξέταση ταυτότητα των οργάνων της Ευρωπαϊκής προέλευσης στο πεδίο εφαρμογής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

ΛΟΓΟΙ ΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Το άρθρο 23 του Βασικού Νόμου παραχωρεί εξουσίες για να λάβουν μέρος και να αναπτύξουν μια Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδιασμένη ως μια ένωση κυρίαρχων κρατών. Η γενική ιδέα Verbund καλύπτει μια μακροχρόνια στενή σύνδεση των κρατών τα οποία παραμένουν κυρίαρχα, μια ένωση που βασίζεται σε συνθήκες και ασκεί δημόσια εξουσία, της οποίας όμως ο θεμελιώδης κανόνας υπαγόταν στην εξουσία λήψης αποφάσεων των κρατών μελών και στην οποία οι λαοί, δηλαδή οι πολίτες, των κρατών μελών παραμένουν υπήκοοι της δημοκρατικής νομιμότητας.

Α)Σε σημείο που τα κράτη-μέλη επεξεργάζονται το δίκαιο της συνθήκης κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιτραπεί συνθήκη τροποποίησης χωρίς διαδικασία επικύρωσης, διατηρώντας παράλληλα την εφαρμογή της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, μια υποχρέωση που βαρύνει τα νομοθετικά όργανα, εκτός από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, εντός του πλαισίου της συμμετοχής που η Γερμανία οφείλει να συμμορφωθεί εσωτερικά με τις απαιτήσεις του άρθρου 23.1 του Θεμελιώδους Νόμου ( ευθύνη για την ολοκλήρωση) το οποίο μπορεί επικληθεί σε οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Β)Ένας νόμος εντός της ερμηνείας του άρθρου 23.1 δεύτερη πρόταση του Θεμελιώδη Νόμου δεν απαιτείται στο επίπεδο που ειδικές μεταβατικές ρήτρες περιορίζονται σε θεματικές περιοχές οι οποίες έχουν ήδη προσδιοριστεί επαρκώς από τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές, εναπόκειται στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και, στο βαθμό που οι νομοθετικές αρμοδιότητες των ομόσπονδων κρατών που πλήττονται, το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο να διεκδικήσει την ευθύνη του για την ενσωμάτωσή του με έναν άλλο κατάλληλο τρόπο.

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, με βάση μια ένωση Συνθήκης κυρίαρχων κρατών, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε ο χώρος που αφήνεται στα κράτη μέλη για τον πολιτικό σχηματισμό των οικονομικών, πολιτιστικών και

Page 15: teliki ergasia dikaio

κοινωνικών συνθηκών διαβίωσης να μην είναι επαρκής. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους τομείς που διαμορφώνουν τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτών, ιδίως στην ιδιωτική σφαίρα της δικής τους ευθύνης και της πολιτικής και κοινωνικής ασφάλισης, που προστατεύονται από τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως επίσης και στις πολιτικές αποφάσεις που βασίζονται κυρίως στις πολιτιστικές, ιστορικές και γλωσσικές αντιλήψεις και οι οποίες αναπτύσσονται εντός του δημόσιου λόγου στην κομματική πολιτική και κοινοβουλευτική σφαίρα της δημόσιας πολιτικής.

Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον τα νομικά μέσα των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και οργανισμών μένουν εντός των ορίων των κυριαρχικών δικαιωμάτων που τους έχουν αναγνωριστεί μέσω της ανάθεσης. Επιπλέον, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο εξετάζει αν το απαραβίαστο βασικό περιεχόμενο της συνταγματικής ταυτότητας του Θεμελιώδους Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 23.1, τρίτη πρόταση, σε συνδυασμό με το άρθρο 79.3 του Θεμελιώδους Νόμου τηρείται. Η άσκηση των εν λόγω επανεξέτασης της εξουσίας, η οποία έχει τις ρίζες της στο συνταγματικό δίκαιο, ακολουθεί την αρχή της διαφάνειας του Θεμελιώδους Νόμου προς το ευρωπαϊκό δίκαιο και ως εκ τούτου, δεν έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4.3 της Λισαβόνας ΣΕΕ). Διαφορετικά, με την πρόοδο της ολοκλήρωσης, οι θεμελιώδεις πολιτικές και συνταγματικές δομές των κυρίαρχων κρατών-μελών, οι οποίες αναγνωρίζονται από το άρθρο 4.2 πρώτη πρόταση της Λισσαβόνας ΣΕΕ, δεν μπορεί να διασφαλιστεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Από την άποψη αυτή, η εγγύηση της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας υπό το συνταγματικό και υπό το δίκαιο της Ένωσης πάνε χέρι-χέρι εντός του ευρωπαϊκού νομικού χώρου.

ΜΕΡΟΣ Β

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Η παρ. 33 αναφέρει πως η υπεροχή της Ένωσης και του κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου δεν είναι ακόμη σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο διευκρινίζεται παρακάτω στην παρ. 72 με την Δήλωση αριθ. 17 περί υπεροχής που προσαρτάται στην Τελική Πράξη της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία έχει ως εξής:

Page 16: teliki ergasia dikaio

Η Διάσκεψη υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Συνθήκες και το δίκαιο που θεσπίζεται από την Ένωση βάσει των Συνθηκών υπερισχύουν του δικαίου των κρατών μελών, υπό τους όρους που ορίζονται στην εν λόγω νομολογία. Επίσης, η Διάσκεψη αποφάσισε να επισυνάψει ως ένα παράρτημα στην παρούσα τελική πράξη τη Γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου(22/06/2007) σχετικά με την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου , όπως ορίζεται στο 11197/07 (JUR 260):

“Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η υπεροχή του δικαίου της ΕΚ αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η αρχή αυτή είναι συνυφασμένη με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ΕΚ. Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η αρχή αυτή είναι συνυφασμένη με την ειδική φύση της ΕΚ. Την περίοδο της πρώτης απόφασης αυτής της πάγιας νομολογίας δεν υπήρχε καμία αναφορά κυριαρχίας μέσα στην συνθήκη. Το ίδιο ισχύει και σήμερα. Το γεγονός ότι η αρχή της υπεροχής δεν θα περιληφθεί στη μελλοντική Συνθήκη δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να μεταβάλλει την ύπαρξη της αρχής και την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου των ΕΚ. Έπεται (...) ότι ο νόμος που απορρέει από τη Συνθήκη, μια αυτόνομη πηγή δικαίου, δεν θα μπορούσε, λόγω του ιδιόμορφου πρωτότυπου χαρακτήρα του, να του αντιτάσσεται οποιοδήποτε εσωτερικό νομοθετικό κείμενο, όποιο κι αν είναι, χωρίς να χάνει τον χαρακτήρα της ως το κοινοτικό δίκαιο και χωρίς τη νομική βάση της ίδιας της Κοινότητας υπό αμφισβήτηση.”

Επιπλέον, όπως η παρ. 37 αναφέρει πως τα εθνικά κοινοβούλια «συμβάλλουν ενεργά στην καλή λειτουργία της Ένωσης» (άρθρο 12 της Λισαβόνας ΣΕΕ). Τα σχέδια νομοθετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση των εθνικών κοινοβουλίων οκτώ εβδομάδες πριν από τη διάθεσή τους στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου (άρθρο 4 του πρωτοκόλλου υπ’ αριθ. 1 σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Στο πλαίσιο του λεγόμενου συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης που προβλέπεται από το πρωτόκολλο υπ’ αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (πρωτόκολλο για την επικουρικότητα), κάθε εθνικό κοινοβούλιο ή κάθε σώμα εθνικού κοινοβουλίου μπορεί, εντός αυτής της περιόδου των οκτώ

Page 17: teliki ergasia dikaio

εβδομάδων, να αναφέρει την αιτιολογημένη γνώμη, τον λόγο που θεωρεί ότι τα υπό εξέταση νομοσχέδια δεν συνάδουν με την αρχή της επικουρικότητας (άρθρο 6 του πρωτοκόλλου για την επικουρικότητα). Αιτιολογημένες γνώμες, ωστόσο, μπορούν μόνο να δημιουργήσουν την υποχρέωση να επανεξεταστούν τα σχέδια όταν αυτές αντιπροσωπεύουν ένα ορισμένο ποσοστό του συνόλου των ψήφων που έχουν κατανεμηθεί στα εθνικά κοινοβούλια (άρθρο 7.2 και 7.3 του πρωτοκόλλου για την επικουρικότητα). Εν συνεχεία, το άρθρο 38 προσθέτει πως τα εθνικά κοινοβούλια συμμετέχουν στον πολιτικό έλεγχο της Europol και της Eurojust, και στη λεγόμενη διαδικασία γεφύρωσης, η διαδικασία τροποποίησης της Συνθήκης που γενικά εισήγαγε η συνθήκη της Λισαβόνας, έχουν το δικαίωμα να κάνουν γνωστή την αντίστασή τους στην τροποποίηση της συνθήκης που προτείνει η Επιτροπή, εντός έξι μηνών από την κοινοποίηση τους. Ανακοπή από ένα και μόνο εθνικό κοινοβούλιο είναι αρκετό για να κάνει την προτεινόμενη τροποποίηση της Συνθήκης να αποτύχει. Ακολούθως η ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη νομοθετική διαδικασία επηρεάζει τη σύναψη συμφωνιών βάσει του διεθνούς δικαίου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε περιοχές που διέπονται από τη συνήθη διαδικασία νομοθεσία, ή, αν η ειδική νομοθετική διαδικασία απαιτεί την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο μπορεί να εκδώσει την απόφαση για τη σύναψη διεθνούς συνθήκης μόνο και εφόσον έχει λάβει τη συγκατάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Στην συνέχεια, η παρ. 54 παραπέμπει στο άρθρο 50 της ΣΕΕ Λισαβόνας το οποίο εισάγει το δικαίωμα σε κάθε κράτος μέλος να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Συνθήκη της Λισαβόνας επιδιώκει το στόχο της επίτευξης μεγαλύτερης διαφάνειας όσον αφορά την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών και επεκτείνει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σύμφωνα με την παρ. 79 το Γερμανικό Κοινοβούλιο υιοθέτησε τους συνοδευτικούς νόμους, πράξη τροποποίησης του Θεμελιώδους Νόμου και πράξη επέκτασης και ενίσχυσης των δικαιωμάτων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 1, υπ’ αρ. 1 του τροποποιητικού νόμου, το άρθρο 23.1α του θεμελιώδους νόμου, η νέα έκδοση, έχει την εξής διατύπωση:

Το Γερμανικό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έπεται να έχουν το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Page 18: teliki ergasia dikaio

λόγω της νομοθετικής πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παραβιάζει την αρχή της επικουρικότητας. Το Κοινοβούλιο υποχρεούται να δράσει με την απόφαση του εν τετάρτου των μελών της. Μια πράξη που απαιτεί την έγκριση του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου μπορεί να αναγνωρίσει εξαιρέσεις του άρθρου 42.2 πρώτη πρόταση και του άρθρου 52.3 πρώτη πρόταση για την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγούνται στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο από τις Συνθήκες που αποτελούν τη βάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 45 του βασικού νόμου συμπληρώνεται από την ακόλουθη φράση: «Μπορεί επίσης να το εξουσιοδοτήσει να ασκήσει τα δικαιώματα που χορηγούνται στο Κοινοβούλιο από τις Συνθήκες που αποτελούν τη βάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

Οι καταγγέλλοντες υποστηρίζουν πως παραβιάζεται το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές και στη νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας σε ομοσπονδιακό επίπεδο καθώς και το δικαίωμα επιρροής της άσκησης της κρατικής εξουσίας που τους παρέχει το άρθρο 38 του Θεμελιώδους Νόμου. Με συνέπεια η αρχή της δημοκρατίας παραβιάζεται σε δύο διαφορετικές απόψεις: από την υπονόμευση των αρμοδιοτήτων του Γερμανικού Κοινοβουλίου από την μια και από την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την άλλη. Υποστηρίζουν πως το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης δεν μειώνεται, αλλά επιδεινώνεται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Πιστεύουν επίσης πως παρά την ενδυνάμωση του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση όσο δεν έχει εκλεγεί με βάση την δημοκρατική ισότητα. Ισχυρίζονται πως πολλές επιμέρους διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας, παραβιάζουν την αρχή της δημοκρατίας. Πρώτον, επικαλούνται το άρθρο 14.2 της Λισαβόνας ΣΕΕ, το οποίο τοποθετεί τους ανθρώπους της Ένωσης επί ίσοις όροις με τους λαούς των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως νέο θέμα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Δεύτερον, διατάξεις όπως το άρθρο 48.6 της Λισαβόνας ΣΕΕ και το άρθρο 311 της ΣΛΕΕ, το οποίο θα επιφέρει τροποποιήσεις των Συνθηκών δυνατή χωρίς την έγκριση της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας , τρίτον, διατάξεις όπως το άρθρο 48.7 της Λισαβόνας ΣΕΕ, το οποίο θα επιτρέπει την αλλαγή από ομόφωνες αποφάσεις που προβλέπονται στις συνθήκες για την λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία στο Συμβούλιο, χωρίς την επαρκή συμμετοχή του Γερμανικού Κοινοβουλίου σε τέτοια μετάβαση, και τέταρτον, τη ρήτρα ευελιξίας του άρθρου 352 της ΣΛΕΕ, που ισχύει σχεδόν καθολικά τώρα. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι το "όριο της ασημαντότητας των αρχικών γερμανικών νομοθετικών αρμοδιοτήτων" έχει περάσει από τη μεταβίβαση κυριαρχικών

Page 19: teliki ergasia dikaio

αρμοδιοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Ένα «ξεπούλημα των ίδιων των αρμοδιοτήτων του κράτους» φέρεται να έχει λάβει χώρα. Τέλος, η ρήτρα ευελιξίας υποστηρίζεται πως θα μετατρέψει την τροποποίηση των συνθηκών δυνατή χωρίς την τυπική διαδικασία τροποποίησης. Περαιτέρω προβληματισμό τους προκαλεί το γεγονός ότι τα κράτη-μέλη με περιορισμένο αριθμό κατοίκων εξακολουθούν να χορηγούνται δυσανάλογα μεγάλο αριθμό των ψήφων σε σύγκριση με τα κράτη μέλη με μεγάλο πληθυσμό.

Παρόλα αυτά τα μέλη της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας καταγγέλλουν μόνο την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υποστηρίζουν ,επίσης, ότι η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν νομιμοποιείται επαρκώς από τα εθνικά κοινοβούλια. Τέλος δηλώνουν πως αν και η ένσταση της επικουρικότητας θα παρέχει στα εθνικά κοινοβούλια μόνο την δυνατότητα να αμφισβητήσουν τα σχέδια νομοθετικών πράξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν είναι δυνατόν για αυτά να κάνουν τα σχέδια να αποτύχουν, ενώ οι επεκτάσεις της συνθήκης θα ήταν δυνατή χωρίς τη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων.

Οι καταγγέλλοντες διαφωνούν πως η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν νομιμοποιείται επαρκώς από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Το Συμβούλιο μπορεί εξαρχής μόνο να παρέχει μια περιορισμένη νομιμοποίηση. Η αρχή της δημοκρατίας απαιτεί σημαντικές αποφάσεις που πρέπει να εγκριθούν από το Κοινοβούλιο. Η ανάδραση μεταξύ των κρατικών φορέων και των ανθρώπων, η οποία είναι αποφασιστικής σημασίας σε μια δημοκρατική πολιτεία, δεν είναι περιοριστικά θεσπισμένη με την πράξη της εκλογής του Κοινοβουλίου, η οποία επαναλαμβάνεται μόνο σε ορισμένα χρονικά διαστήματα. Η διαδικασία διαμόρφωσης γνώμης του κράτους μπορεί αντ 'αυτού να περιγραφεί ως μια διαδικασία με την οποία οι διαφορετικές απόψεις, ιδεολογίες και τα συμφέροντα του λαού συνεισφέρουν. Το Συμβούλιο ως εκπρόσωπος των εθνικών συμφερόντων μπορούν να εκπληρώσουν αυτή τη λειτουργία μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Κατ 'αρχάς, δεν είναι ένα αντιπροσωπευτικό σώμα, το οποίο σημαίνει ότι ο σχηματισμός της γνώμης των ανθρώπων είναι τόσο έντονα φιλτράρεται και μειώνεται όσον αφορά τα πρόσωπα που εμπλέκονται που η συμβουλευτική λειτουργία στο Κοινοβούλιο μπορεί να ασκείται μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Δεύτερον, η εθνική αντιπολίτευση δεν εκπροσωπείται στο Συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επίσης δεν νομιμοποιεί επαρκώς την άσκηση των κυριαρχικών

Page 20: teliki ergasia dikaio

εξουσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή η αρχή της εκλογικής ισότητας δεν ισχύει για την εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν νομιμοποιεί επαρκώς την Επιτροπή και το επίπεδο της νομιμοποίησης των ευρωπαϊκών αποφάσεων δεν ανταποκρίνεται στο επίπεδο της δημοκρατικής νομοθεσίας που απαιτείται από την αρχή της δημοκρατίας και την αποδοχή της από τις ανεπτυγμένες δημοκρατικές χώρες. Η διαδικασία της συναπόφασης, η οποία έχει μετονομαστεί σε «συνήθη νομοθετική διαδικασία», γίνεται μόνο προφανής κανόνας επειδή πολλές ειδικές διατάξεις για τη θέσπιση παρεκκλίσεων μπορούν να βρεθούν στους επιμέρους τομείς της πολιτικής.

Στην παρ. 111 καταγράφεται η άποψη των καταγγελλόντων ότι η πράξη έγκρισης της Συνθήκης της Λισαβόνας έχει ως συνέπεια η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να χάνει την κρατική υπόστασης της. Η Συνθήκη της Λισαβόνας παραβιάζει τα όρια του τι είναι η αρχή των αδειών κυρίαρχης πολιτείας όσον αφορά τη μεταβίβαση κυριαρχικών εξουσιών. Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα υπερέχει απεριόριστα του δικαίου των κρατών μελών, καθώς επίσης και πάνω από τον Θεμελιώδη Νόμο, με συνέπεια ότι ο έλεγχος από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο θα είναι ανέφικτος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει την αρμοδιότητα να αποφασίζει για τη δική της αρμοδιότητα (Kompetenz-Kompetenz). Αυτή η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας εκ μέρους των κρατών μελών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε από την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, ούτε από την αρχή της επικουρικότητας. Αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να διορθωθεί μόνο με περιορισμένες αρμοδιότητες ή αρνητικές λίστες αρμοδιότητας και τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου φορέα ελέγχου, για παράδειγμα, ενός Δικαστηρίου που θα επικεντρώνεται με τη σύγκρουση αρμοδιοτήτων.

Οι εναγόμενοι, μία κοινοβουλευτική ομάδα της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής, υποβάλλει αίτηση, ενεργώντας εκ μέρους της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής, διαπίστωσε ότι ο νόμος της έγκρισης της Συνθήκης της Λισαβόνας, παραβιάζει τα δικαιώματα του γερμανικού ομοσπονδιακού ως νομοθετικό σώμα και ως εκ τούτου είναι ασυμβίβαστη με τον Θεμελιώδη Νόμο. Οι εναγόμενοι τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό αυτό αναφέροντας ότι η πράξη της έγκρισης της Συνθήκης της Λισαβόνας μεταφέρει δημοκρατικές αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων πέρα από το βαθμό που επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 23.1, Τρίτη πρόταση, σε συνδυασμό με το άρθρο 79.3 του βασικού νόμου. Η αρχή της δημοκρατίας φέρεται να παραβιάζονται από πολλές

Page 21: teliki ergasia dikaio

απόψεις, στο μέτρο που το άρθρο 79.3 του Θεμελιώδους Νόμου δηλώνει ότι είναι απαραβίαστη.

Σύμφωνα με την παρ. 139 το Γερμανικό Κοινοβούλιο θεωρεί τη Συνθήκη της Λισαβόνας είναι συμβατή με τον Θεμελιώδη Νόμο και πιστεύει πως η πραγματική έκταση της αναθεώρησης των συνταγματικών καταγγελιών περιορίζεται στα νέα στοιχεία που εισήγαγε η Συνθήκη της Λισαβόνας.

Μετέπειτα οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι το άρθρο 38 του Θεμελιώδους Νόμου δεν παραβιάζεται από την πράξη έγκρισης της Συνθήκης της Λισαβόνας. Τα κράτη μέλη θα υποφέρουν μόνο μια μικρή απώλεια των αρμοδιοτήτων και θα χορηγηθούν σε αντάλλαγμα νέες ελευθερίες δράσης και νέους τρόπους πολιτικής ανάπτυξης. Τα κράτη μέλη θα διατηρήσουν τις ουσιαστικές τους αρμοδιότητες. Σύμφωνα με το Γερμανικό Κοινοβούλιο, το γεγονός ότι η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία καθίσταται ως η κανονική διαδικασία λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο δεν μπορεί να επικριθεί.

Όσο αφορά τη δημοκρατική νομιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην παρ. 141 και σύμφωνα με το άρθρο 38 του Θεμελιώδους Νόμου αποδεικνύεται πως δεν παραβιάζεται. Η δημοκρατική νομιμοποίηση του Συμβουλίου βασίζεται αφενός στα θεμέλια του συνταγματικό δίκαιου που ρυθμίζει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του Συμβουλίου, και αφετέρου στην ομιλία που γίνεται εντός του Συμβουλίου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα παρέχει επίσης δημοκρατική νομιμοποίηση. Αυτό δεν αναιρείται από την έλλειψη ισότιμης συμβολής προς την επιτυχία στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η έλλειψη ίσης συμβολής στην επιτυχία φαίνεται μάλλον να είναι η συνέπεια της ειδικής δομής της Ε.Ε., η οποία είναι χτισμένη πάνω στα κράτη-μέλη, και η οποία περιέχει ειδικές μορφές δημοκρατικής εκπροσώπησης. Η Συνθήκη της Λισαβόνας φαίνεται να ενισχύει τη δημοκρατική νομιμοποίηση, όχι μόνο με την ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και από την αύξηση του δημόσιου χαρακτήρα των συνεδριάσεων του Συμβουλίου και με την εισαγωγή του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας. Επιπλέον, η Συνθήκη της Λισαβόνας φαίνεται να ενισχύσει τη θέση της Γερμανικής Βουλής.

Το γερμανικό Κοινοβούλιο υποστηρίζει ακόμα πως η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν θα χορηγήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας. Η ρήτρα ευελιξίας σύμφωνα με το άρθρο 352 της ΣΛΕΕ δεν

Page 22: teliki ergasia dikaio

μπορεί να ερμηνευθεί ως μια απεριόριστη αρμοδιότητα να επεκτείνει τις αρμοδιότητες. Το άρθρο 311 της ΣΛΕΕ δεν υπερβαίνει την τρέχουσα ρήτρα σχετικά με την προμήθεια των ιδίων πόρων. Ούτε οι ρήτρες σχετικά με την απλοποιημένη διαδικασία αναθεώρησης της Συνθήκης και οι ρήτρες που αφορούν τη μετάβαση στις αποφάσεις πλειοψηφίας στο Συμβούλιο δημιουργούν την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας της Ε.Ε. Στην πραγματικότητα, οι διατάξεις αυτές προβλέπουν τις αντίστοιχες τροποποιήσεις της Συνθήκης. Το περιεχόμενο και οι λεπτομέρειες των διαδικασιών λήψης αποφάσεων είναι επαρκώς καθορισμένα.

Εν συνεχεία, στην παρ. 143, κατά την άποψη της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής, δεν υπάρχει επίσης καμία παραβίαση της αρχής της κυρίαρχης κρατικής υπόστασης. Ο Θεμελιώδης Νόμος αποσκοπούσε στο να εξασφαλίσει την κρατική υπόσταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με τη μορφή ανοικτής κρατικής υπόστασης, όπως προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο προοίμιο του Θεμελιώδους Νόμου και των άρθρων του 23 έως 25. Κατά συνέπεια, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν επιτρέπεται μόνο από τον Θεμελιώδη Νόμο, αλλά είναι και επιθυμητή από αυτό. Η Συνθήκη της Λισαβόνας λέγεται πως δεν θα καθιερώσει μια δική της κρατική υπόσταση για την Ε.Ε. Μια τέτοια κρατική υπόσταση φαίνεται να μην περιέχεται ούτε στην αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας τηςΕ.Ε., ούτε στη σύνδεση του κοινοτικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης. Εκτός από αυτό, ο διαχωρισμός των υπερεθνικών και διακυβερνητικών τομέων δραστηριότητας φαίνεται να μην έχουν εγκαταλειφθεί. Η αναφορά στους πολίτες της Ένωσης στο άρθρο 14.2 της ΣΕΕ της Λισαβόνας φαίνεται να τονίζει τη θέση τους ως προς την νομιμοποίηση της Ε.Ε. χωρίς να συνιστά ευρωπαϊκό λαό. Η υπεροχή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της Δήλωσης αριθ. 17, υπάρχει όχι για να προσδώσει κρατική υπόσταση στην Ένωση, αλλά μόνο για να τονίσει το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μια κοινότητα δικαίου. Η δήλωση αυτή, η οποία δεν αποτελεί μέρος του κανονιστικού μέρους της Συνθήκης, δεν προσπαθεί να αλλάξει την υπάρχουσα νομική κατάσταση και ούτε προσπαθεί να οδηγήσει σε θεμελιώδη προτεραιότητα του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού συντάγματος. Το δικαίωμα να αποχωρήσει κράτος-μέλος από την Ε.Ε. θα ήταν αντίθετο με την υπόθεση της κρατικής υπόστασης της Ε.Ε., η Ε.Ε. δεν θα είχε καμία αρμοδιότητα για την εκτέλεση πιεστικών ή και την επιβολή μέτρων.

Page 23: teliki ergasia dikaio

Κριτικές αρθρογράφων-νομικών σχετικά με την απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου

Το Γερμανικό Δικαστήριο επανέλαβε στην περίπτωση της Λισαβόνας ότι είχε πει και για την Συνθήκη του Μάαστριχτ στις 12 Οκτωβρίου 1993, αλλά και σε προηγούμενες υποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, εξηγεί για μια ακόμα φορά ότι θεωρεί την Ευρωπαϊκή έννομη τάξη δευτερεύουσας σημασίας καθώς προέρχεται από την έννομη τάξη των κρατών μελών. Το Δικαστήριο συνεχίζει να συγκρίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση με τους διεθνείς οργανισμούς και να τα συγχέει μεταξύ τους εφόσον τα αναφέρει επανειλημμένα μαζί. Αναφέρει επίσης ότι όταν ορισμένα κράτη μέλη μεταφέρουν κυριαρχικές εξουσίες σε ένα διεθνή ή υπερεθνικό οργανισμό, τότε ο οργανισμός αυτός θα αποκτήσει την τάση να αναπτύσσεται ανεξάρτητα. Παρ’ όλα αυτά τα κράτη μέλη παραμένουν «οι κυρίαρχοι των Συνθηκών». Επιπλέον συμπληρώνει ότι το Σύνταγμα της ΕΕ, εννοώντας την Συνθήκη που θεμελιώνει τις δυνάμεις και τις εξουσίες της Ένωσης παραμένει παράγωγη της έννομης τάξης των κρατών μελών. Κατά συνέπεια και η ευρωπαϊκή ιθαγένεια είναι παράγωγη της εθνικής ιθαγένειας και δεν αποτελεί πρόκληση για την ύπαρξη και την υπόσταση του γερμανικού λαού. Όπως και στην περίπτωση του Μάαστριχτ, έτσι και εδώ το γερμανικό Δικαστήριο «κάνει τόπο» για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου στην Γερμανία. Εξηγεί όμως ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν προαγοράζει το δίκαιο των κρατών μελών ούτε το ακυρώνει αλλά το ενισχύει και το αντικρούει μόνο για να επιτραπεί η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Το γερμανικό Δικαστήριο δεσμεύεται επίσης να τηρεί το συμβιβασμό Solange1 εφόσον η ΕΕ εγγυάται την εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο, όπως απαιτείται άνευ όρων από το Θεμελιώδη Νόμο (Basic Law). Επιπροσθέτως, το γερμανικό Δικαστήριο, όπως ήταν αναμενόμενο, συμφωνεί με το δικαίωμα ρητής απόσυρσης από την ΕΕ (withdrawal explicit) και δεν το θεωρεί ως απόσχιση από την Ένωση.

Καινοτομία-Τι προσέθεσε το Δικαστήριο;

Παρά τις επαναλήψεις που έκανε το Δικαστήριο, κατάφερε να καλύψει και νέα θέματα και πιο συγκεκριμένα σε επίπεδο επιβολής νομικών κανόνων και διαχωρισμού της έννομης τάξης της Ένωσης και της έννομης τάξης των κρατών μελών.

1.Απλοποιημένη διαδικασία αναθεώρησης ( passerelle clause )

Page 24: teliki ergasia dikaio

Η κύρια καινοτομία του γερμανικού Δικαστηρίου όσον αφορά την ετυμηγορία του για την Συνθήκη της Λισαβόνας ήταν σε σχέση με την ρήτρα απλοποιημένης διαδικασίας αναθεώρησης η οποία επιτρέπει στο Συμβούλιο να παίρνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία αντί με ομοφωνία, μετατρέποντας την διαδικασία σε μια συνηθισμένη ψηφοφορία. Αυτές οι διατάξεις δίνουν στα εθνικά κοινοβούλια 6 μήνες περιθώριο για να ασκήσουν βέτο στην ψηφοφορία για μια προτεινόμενη αλλαγή. Το γερμανικό Δικαστήριο θεωρεί ότι ο Γερμανός εκπρόσωπος στο Συμβούλιο δεν έχει την δικαιοδοσία να αποφασίζει για ένα θέμα πριν ψηφίσει η γερμανική νομοθεσία επί του θέματος. Ειδικά, όσον αφορά τις ρήτρες μετάβασης (bridge clauses), το Δικαστήριο απαιτεί να έχουν επικυρωθεί με νόμο στην γερμανική νομοθεσία πριν υπάρξουν αλλαγές.

2.Φρένο έκτακτης ανάγκης ( emergency break )

Το Δικαστήριο υποτάσσει με την απόφασή του και την διαδικασία του φρένου έκτακτης ανάγκης σε μια αναγκαστική νομοθετική ψηφοφορία πριν επιληφθεί επί ενός θέματος το Συμβούλιο. Σε περιπτώσεις συλλογικής ασφάλειας και ποινικού δικαίου, οποιοδήποτε μέλος του Συμβουλίου, μπορεί να υποβάλλει ένσταση για κάποιο μέτρο και να αναφέρει το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Αυτή η διαδικασία σπρώχνει στην αντίθετη κατεύθυνση όπως και η απλοποιημένη διαδικασία αναθεώρησης, αναστέλλοντας την πιο φιλική διαδικασία προς την κοινότητα, η οποία χρησιμοποιείται όταν κανένα κράτος μέλος δεν παρεμβαίνει. Παρ’ όλα αυτά το γερμανικό Δικαστήριο υποβάλλει το φρένο έκτακτης ανάγκης και την απλοποιημένη διαδικασία αναθεώρησης στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο(Bundestaag), και όπου χρειάζεται στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο(Bundesrat). Συγκεκριμένα το Δικαστήριο λέει:

«ο Γερμανός εκπρόσωπος στο Συμβούλιο δύναται να ασκήσει το δικαίωμα που πηγάζει από τα κράτη μέλη με την καθοδήγηση του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου και όπου απαιτείται από τις διατάξεις της νομοθεσίας με την καθοδήγηση του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου(Bundesrat).»

Αυτή η απόφαση του Δικαστηρίου έχει τρεις συνέπειες: Πρώτον, ο Γερμανός εκπρόσωπος δεν μπορεί να επικαλεστεί το φρένο έκτακτης ανάγκης χωρίς να συμφωνήσει το Γερμανικό Κοινοβούλιο. Εάν το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο επιλέξει να μην επικαλεστεί το φρένο έκτακτης τότε ούτε η γερμανική κυβέρνηση μπορεί να το επικαλεστεί εν αντιθέσει με το φρένο έκτακτης ανάγκης Δεύτερον, ο Γερμανός εκπρόσωπος στο Συμβούλιο

Page 25: teliki ergasia dikaio

δεν μπορεί να ενεργήσει σε όλα τα σχετικά με την εκτέλεση της διαδικασίας του φρένου έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση απουσίας της κοινοβουλευτικής εντολής. Αυτό σημαίνει ότι, αν ο Γερμανός νομοθέτης βρίσκεται σε αδιέξοδο ή άλλως δεν ενεργήσει, θα χρησιμοποιηθεί η πιο φιλική προς την κοινότητα διαδικασία. Εδώ, επίσης, το Δικαστήριο, το πιθανότερο άθελά του, ωθεί υπέρ και όχι εναντίον της ολοκλήρωσης. Τρίτον, το Δικαστήριο μιλά μόνο για να διδάξει τον Γερμανό εκπρόσωπο στο Συμβούλιο, και δεν αναφέρει τίποτα για τον Γερμανό εκπρόσωπο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Αυτό σημαίνει ότι ο Γερμανός νομοθέτης μπορεί να αναθέσει στο Γερμανό εκπρόσωπο του Συμβούλιο να επικαλεστεί το φρένο έκτακτης ανάγκης και ύστερα ο Γερμανός αντιπρόσωπος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για να προσφύγει για το θέμα στο Συμβούλιο αναιρώντας έτσι το φρένο συνολικά.

3.«Σιωπηρές εξουσίες» και η ρήτρα της ευελιξίας( flexibility clause )

Η ρήτρα ευελιξίας επιτρέπει στην ΕΕ να αποφασίσει σε τομείς που δεν καλύπτονται ρητά από τις Συνθήκες. Η Συνθήκη της Λισαβόνας επέκτεινε τη ρήτρα ευελιξίας για να καταστήσει δυνατή την ευέλικτη προσαρμογή της αρμοδιότητας της ΕΕ σε σχέση με το σύνολο των στόχων της Ένωσης. Η ρήτρα αυτή βρίσκεται στο άρθρο 352 της ΣΛΕΕ.

Κατά τη συζήτηση για την ρήτρα ευελιξίας, το Γερμανικό Δικαστήριο την εξετάζει μεροληπτικά. Προτείνει ότι το δόγμα των σιωπηρών εξουσιών δεν είναι τίποτε ασυνήθιστο στο σύστημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το Δικαστήριο παρομοιάζει την πραγματική ερμηνεία των εξουσιών με το δόγμα των «σιωπηρών εξουσιών» των ΗΠΑ.

Το Δικαστήριο υποχρεώνει κάθε απόφαση του Συμβουλίου να προσφεύγει στις διατάξεις των «σιωπηρών δυνάμεων» του άρθρου 352 της ΣΛΕΕ και σε κυρωτικό νόμο σύμφωνα με το Θεμελιώδη Νόμο(Basic Law) του άρθρου 23. Η Συνθήκη της Λισαβόνας αναιρεί τον προηγούμενο περιορισμό του άρθρου 308 ΕΚ (όπου απαιτείται η χρήση των «σιωπηρών εξουσιών» για την εξυπηρέτηση των στόχων της εσωτερικής αγοράς) για να καταστεί δυνατή η επίκληση των σιωπηρών εξουσιών στην υπηρεσία όλων των «πολιτικών που επιδιώκονται μέσα από τις Συνθήκες.» Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου αύτη η γενικότητα της Συνθήκης αφήνει το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας ευελιξίας ασαφές και, ως εκ τούτου, ισοδυναμεί με πρόσκληση για ουσιαστικές και θεμελιώδεις αλλαγές των Συνθηκών. Το Δικαστήριο θεωρεί επίσης ότι αυτό δημιουργεί για την εκχώρηση απόλυτων δυνάμεων στην Ένωση. Κατά

Page 26: teliki ergasia dikaio

συνέπεια, το Δικαστήριο αναφέρει πως η ρήτρα ευελιξίας μπορεί να διατηρηθεί μόνο στα πλαίσια των συνταγματικών ορίων με την θέσπιση κυρωτικού νόμου.

Τέλος, το Γερμανικού Δικαστήριο υπογραμμίζει τη δυνατότητα της καθ’ υπέρβαση εξουσίας στον εαυτό του επαναλαμβάνοντας ότι είχε πει και στην Συνθήκη του Μάαστριχτ. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι ότι το Δικαστήριο ορίζει ρητά κάθε μία από τις διάφορες δυνατότητες για μια τέτοια επανεξέταση σύμφωνα με τις ισχύουσες διαδικασίες. Και κλείνει με μια πρόσκληση στον νομοθέτη να δημιουργήσει πρόσθετες διαδικασίας και νόμους που είναι ειδικά προσαρμοσμένοι για την υπέρβαση εξουσίας.

4.Συλλογική ασφάλεια και διεθνής αντιπροσώπευση

Όσον αφορά την περίπτωση της Λισαβόνας, το Δικαστήριο για πρώτη φορά αποφασίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι επί του παρόντος ένα σύστημα συλλογικής ασφάλειας με την έννοια του Θεμελιώδους Νόμου του άρθρου. Λέει ότι ακόμη και αν η Ευρωπαϊκή Ένωση επρόκειτο να εξελιχθεί σε ένα σύστημα συλλογικής ασφάλειας με υπερεθνική ταυτότητα δεν θα μπορούσε να ελέγξει την άσκηση της γερμανικής κυριαρχίας. Επομένως, η σημερινή γερμανική ναυτική εγκατάσταση στην ακτή της Αφρικής για παράδειγμα, όπου τα γερμανικά στρατεύματα υπόκεινται σε κοινή διοίκηση με την ΕΕ, είναι θεωρητικά αντισυνταγματική. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του βασικού νόμου, η Γερμανία μπορεί να περιορίζει τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί των δικών της στρατευμάτων στο πλαίσιο ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας. Εάν η ΕΕ δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 24 ως ένα τέτοιο σύστημα, τότε η Γερμανία θα μπορεί σύμφωνα με αυτή την απόφαση να διατηρεί την απόλυτη κυριαρχία των στρατευμάτων της, εκτός αν μια παρέμβαση έχει εγκριθεί από τον ΟΗΕ ή το ΝΑΤΟ.

Το Δικαστήριο προχωρεί ομοίως σε διεθνές έδαφος προτείνοντας ότι τα κράτη πρέπει να διατηρούν την επίσημη ιδιότητά τους ως συμβαλλόμενα μέρη στους διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΠΟΕ, έτσι ώστε η συμμετοχή τους να μην επισκιάζεται από την ΕΕ. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η προσχώρηση στον ΠΟΕ για παράδειγμα, θα πρέπει να οργανωθεί από μια μεικτή συμφωνία βάσει της οποίας τα κράτη μέλη παραμένουν ξεχωριστά μέρη. Το Δικαστήριο λέει ότι αν μόνο η ΕΕ ήταν μέλος του ΠΟΕ, το γερμανικό κράτος θα στερούνταν κατά κάποιο τρόπο τη δύναμή του και τη σωστή λειτουργία του στις εμπορικές διαπραγματεύσεις. Αλλά δεν είναι καθόλου σαφές, δεδομένων των αρμοδιοτήτων για παράδειγμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων

Page 27: teliki ergasia dikaio

Εθνών, τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό το δόγμα για τη θεσμική διάρθρωση του διεθνούς δικαίου. Πράγματι, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το Δικαστήριο ματαιώνει το εθνικό συμφέρον που επιδιώκει να εξυπηρετήσει. Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες της Ευρωπαϊκής Τελωνειακής Ένωσης είναι περίεργο τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη να είναι υποχρεωμένα να κατακερματίζουν την κοινή ευρωπαϊκή διαπραγματευτική τους δύναμη. Σε κάθε περίπτωση, η πραγματική επίδραση της απόφασης του Γερμανικού Δικαστηρίου σχετικά με τη συλλογική ασφάλεια είναι αμφισβητούμενη.

Συμπερασματικά, η απόφαση του Γερμανικού Δικαστηρίου για την Συνθήκη της Λισαβόνας μπορεί να θεωρείται από αρκετούς ως συντηρητική, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι παράνομη από την άποψη ότι δεν αντίκειται στις ευρωπαϊκές συνθήκες. Κάθε κράτος μέλος δύναται να καθορίζει τις ιδιαίτερες εθνικές διαδικασίες με τις οποίες η κυβέρνηση κάθε κράτους δύναται να ζητά και να λαμβάνει στήριξη για τις διαπραγματεύσεις που θα διεξάγει στα πλαίσια του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τις Συνθήκες, το πώς γίνεται ο κοινοβουλευτικός έλεγχος επί της κυβέρνησης ως προς τα ευρωπαϊκά θέματα δεν ενδιαφέρει το Συμβούλιο. Η ψήφος στο Συμβούλιο Υπουργών είναι έγκυρη ακόμη και αν ο υπουργός έχει παραβλέψει τη θέση του κοινοβουλίου της χώρας του. Η Γερμανία υποβάλλει όμως τη συμμετοχή της στο Συμβούλιο σε περιορισμούς εθνικού τύπου όπως αναλύσαμε παραπάνω. Στην περίπτωση που το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο θεωρήσει ότι ορισμένου τύπου αποφάσεις ισοδυναμούν με αναθεώρηση Συνθηκών, ή ότι παρακάμφτηκε η γερμανική βουλή, με απόφασή του ορίζει τη μη δέσμευση της Γερμανίας από τις εν λόγω αποφάσεις ή το νόμο που ενσωματώνει τέτοιου είδους αποφάσεις στο εθνικό δίκαιο. Πλήθος στοιχείων συνηγορούν στο γεγονός ότι σωστά η απόφαση αποτιμάται ως ιδιαιτέρως συντηρητική από την άποψη ότι παρακωλύει τη διαδικασία ολοκλήρωσης. Για την εφαρμογή της ρήτρας ευελιξίας (flexibility clause) και της απλοποιημένης διαδικασίας αναθεώρησης (passerelle clause) απαιτείται διπλή κοινοβουλευτική επικύρωση από τη Bundestag και τη Bundesrat. Η εισαγωγή της λεγόμενης ρήτρας ευελιξίας πραγματοποιήθηκε με σκοπό να αποφευχθούν δυσκολίες επικύρωσης, όπως αυτές που συνάντησε η Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη. Όμως το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο θέτει εμπόδια στην εφαρμογή της συγκεκριμένης ρήτρας απαιτώντας την εθνική κοινοβουλευτική επικύρωση και στηρίζοντας την απαίτηση του αυτή σε μια απαξιωτική για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εικόνα. Κατά συνέπεια, η συγκατάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που απαιτεί η Συνθήκη της Λισαβόνας, τόσο για τη ρήτρα ευελιξίας όσο και για την

Page 28: teliki ergasia dikaio

απλοποιημένη διαδικασία αναθεώρησης, θεωρείται ανεπαρκής. Ακόμη και το επιχείρημα ότι η απόφαση δεν είναι συντηρητική από τη στιγμή που ενισχύει τη θέση της γερμανικής βουλής επί των ευρωπαϊκών θεμάτων μπορεί εύκολα να αμφισβητηθεί. Η απόφαση δεν αφορά τις συνήθεις κοινοβουλευτικές αρμοδιότητες της γερμανικής βουλής επί των ευρωπαϊκών θεμάτων, αλλά τις διαδικασίες που οδηγούν σε αλλαγές στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες. Αλλά ακόμη και αυτή η εμμονή του Δικαστηρίου να ενισχύσει τη θέση της γερμανικής βουλής στη διαδικασία αναθεώρησης των Συνθηκών, αναδεικνύει τελικά το ίδιο το Δικαστήριο ως ρυθμιστή των σχέσεων μεταξύ θεσμικών οργάνων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Άλλωστε, η ίδια η γερμανική βουλή επικυρώνοντας το νόμο σχετικά με τα δικαιώματα της Ομοσπονδιακής Βουλής και του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου ήταν σύμφωνη με όσα συμμετοχικά δικαιώματα της απένειμε η νέα Συνθήκη και δεν απαίτησε κάτι περισσότερο. Η ανησυχία του Δικαστηρίου αφορούσε περισσότερο στην ενίσχυση της δικής του θέσης και λιγότερο εκείνης των εθνικών νομοθετικών σωμάτων. Πίσω από την ενίσχυση των κοινοβουλίων και την ανησυχία για τη διατήρηση της σωστής ισορροπίας μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσία διακρίνεται η αναζήτηση μια άλλης ισορροπίας μεταξύ των εθνικών δικαστικών οργάνων και του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφαίνεται ξεκάθαρα υπέρ της δικής του ανωτερότητας όπως υποστηρίζουν πολλοί νομικοί σχολιαστές.

Συγκεκριμένα παραδείγματα σύγκρουσης του Ευρωπαϊκού με το Γερμανικό δίκαιο

Η εξέλιξη της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στηρίζεται στο διάλογο μεταξύ του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων. Η απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου σχετικά με τη συνταγματικότητα της Συνθήκης της Λισαβόνας επανέφερε στο προσκήνιο τη διαμάχη σχετικά με την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων που έχουν τα εθνικά δικαστήρια να επανεξετάζουν τη νομιμότητα της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας και κατ΄επέκταση να ζητούν την αυτεπαγγέλτως ακυρότητα των πράξεων των οργάνων της ΕΕ σε περίπτωση παραβίασης κανόνων. Ιδίως μετά την απόφαση της Λισαβόνας, ορισμένοι σχολιαστές σχολίασαν το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο ως «το σκυλί που γαυγίζει, αλλά δεν δαγκώνει», ενώ αντίθετα άλλοι το θεωρούν ως απαραίτητο μέσο ελέγχου απέναντι στη λήψη υπερβολικών αρμοδιοτήτων από το Δικαστήριο της

Page 29: teliki ergasia dikaio

Ένωσης. Έχουν υπάρξει αρκετές περιπτώσεις για παράδειγμα όπου το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο επιδιώκει να διατηρήσει την άσκηση ελέγχου στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. ως προς την τήρηση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας που τους απονέμεται σε πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις στην πράξη, ενώ παράλληλα αποδέχεται την ερμηνευτική αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και τη σημασία της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής. Ωστόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο από την πλευρά του εμφανίζεται αποφασισμένο να διατηρήσει τα προνόμιά του ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του Δικαίου της ΕΕ με κάθε κόστος και να αρνηθεί οποιαδήποτε παραχώρηση εκ μέρους του που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως υποταγή στα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια.

Περίπτωση 1: Εποπτικές αρχές προστασίας προσωπικών δεδομένων

Στις 9/3/2010, το Δ.Ε.Κ, καλούμενο να ερμηνεύσει την έννοια της ανεξαρτησίας, την οποία απαιτεί το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46/ΕΚ για τις αρχές ελέγχου της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, έκρινε ότι η εξασφάλιση ενός καθεστώτος ανεξαρτησίας σε αυτές, έναντι της κεντρικής διοίκησης, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δημοκρατίας, ως αρχή του Δικαίου της Ένωσης. Η αρχή της δημοκρατίας εξασφαλίζεται από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, έτσι ώστε η δημοκρατική νομιμοποίηση να μη θίγεται. Συγκεκριμένα η Oδηγία προστασίας δεδομένων υποχρεώνει τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. να εγγυηθούν την πλήρη ανεξαρτησία των αρμόδιων εθνικών αρχών εποπτείας κατά την απόδοση των καθηκόντων τους. Το θέμα ήταν κατά πόσο η απαίτηση αυτή παραβιάστηκε από το γερμανικό δίκαιο, που εισήγαγε κάποιο μέτρο κρατικού ελέγχου επί της λειτουργίας των εθνικών αρχών εποπτείας σχετικής με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτός του δημοσίου τομέα.

Ωστόσο η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι μια ευρεία ερμηνεία αυτής της ανεξαρτησίας θα παραβίαζε διάφορες αρχές του δικαίου της ΕΕ, όπως αυτές της δοτής αρμοδιότητας και της επικουρικότητας, ενώ τόνισε πως μια τέτοια δικαστική δήλωση δεν κρίνεται απαραίτητη για τη δημιουργία και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Αντίθετα θα διατάραζε την οργάνωση και τη λειτουργία του νομικού συστήματος εποπτείας της Γερμανίας που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως νομοθετικό πρότυπο για την προστασία των δεδομένων και σε άλλες χώρες. Οι καταγγέλλοντες ήταν της γνώμης ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στους φορείς τηλεπικοινωνιών να αποθηκεύσουν

Page 30: teliki ergasia dikaio

προσωρινά όλα τα δεδομένα των χρηστών των υπηρεσιών τους και να τα διατηρήσουν διαθέσιμα για τη δίωξη σοβαρών αξιόποινων πράξεων, παραβιάζει το συνταγματικά προστατευόμενο απόρρητο των τηλεπικοινωνιών. Κατά συνέπεια, θεώρησαν ότι η αποθήκευση όλων των τηλεπικοινωνιακών διασυνδέσεων χωρίς ουσιαστικό λόγο παραβιάζει την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Μάλιστα κατά το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο η προστασία του δικαιώματος αφορά και της επεξεργασία των δεδομένων. Επομένως, εάν η διατήρηση των δεδομένων θεωρηθεί ως επεξεργασία, τότε η Οδηγία αντιβαίνει προς το Σύνταγμα. Για το σκοπό αυτό ζήτησαν από το Δικαστήριο να προχωρήσουν σε μια αίτηση εκδόσεως προδικαστικής απόφασης σχετικά με την ισχύ της Οδηγίας διατήρησης των δεδομένων. Εάν η οδηγία ακυρωθεί, τότε θα ανοίξει ο δρόμος για την αξιολόγηση των εφαρμοζόμενων διατάξεων με βάση τα πρότυπα του εθνικού συντάγματος.

Παρόλα αυτά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν επηρεάστηκε από την ένταση των επιχειρημάτων της Γερμανίας. Αντίθετα κατάφερε να αποφύγει μια τέτοια πρόκληση και έκρινε ότι οι διατάξεις της Οδηγίας παρέχουν μια ευρεία εχεμύθεια στα κράτη μέλη. Έτσι η οδηγία σχετίζεται ουσιαστικά με το καθήκον της αποθήκευσης και τόνισε πως δεν πρέπει να επιτρέπεται η πρόσβαση στα δεδομένα και η χρήση τους από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ώστε να αποφεύγεται η παραβίαση συνταγματικών διατάξεων. Παράλληλα διαβεβαίωσε πως η ευρεία ερμηνεία της ανεξαρτησίας δημιουργεί ένα ομοιόμορφο επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, απαραίτητο για τη δημιουργία και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Έτσι η Ε.Ε. δε θα υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας που διαθέτει, τονίζοντας παράλληλα ότι αυτή η αντίληψη της ανεξαρτησίας θεωρείται απαραίτητη για την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης χωρίς να παραβιάζονται οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Τελικά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατάφερε να αποφύγει να ζητήσει αίτηση εκδόσεως προδικαστικής απόφασης σχετικά με την ισχύ της Οδηγίας, όπως απαίτησαν ρητά οι καταγγέλλοντες και κατάφερε να επιλύσει την υπόθεση εντελώς αυτόνομα στα πλαίσια της εθνικής συνταγματικής έννομης τάξης, χωρίς την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και την εφαρμογή του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού δικαίου.

Συνολικά και επιγραμματικά, η απόφαση του Δ.Ε.Κ. της 9/3/2010 εμπεριέχει πολλά μηνύματα. Εάν η Ένωση έχει τη δική της δημοκρατική αρχή, τότε έχει τη δική της ταυτότητα, η οποία βασίζεται στις δικές της αξίες, δηλαδή

Page 31: teliki ergasia dikaio

έχει ή θα έπρεπε να έχει τη δική της κυριαρχία, έτσι όπως η αρχή της υπεροχής το αναδεικνύει.

Απόφαση Mangold

Τότε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε κληθεί να ερμηνεύσει τις διατάξεις της Οδηγίας που αποσκοπούσε στην καταπολέμηση των διαφόρων μορφών διακρίσεων στην απασχόληση και την εργασία. Υποστήριξε ότι ο αποκλεισμός όλων των μορφών διακρίσεων που εμπεριέχονται στην Οδηγία βασίζονται στα διάφορα διεθνή όργανα και στις συνταγματικές παραδόσεις που είναι κοινές σε όλα τα κράτη – μέλη. Εν τούτοις κατέληξε πως η Οδηγία μπορεί να μην θεσπίζει πραγματικά μια αρχή αποκλεισμού των ηλικιακών διακρίσεων στον εργασιακό χώρο αλλά αντιτάσσεται έντονα σε αυτές. Έτσι τόνισε ότι η Οδηγία αυτή πρόκειται να θεωρηθεί ως γενική αρχή του Κοινοτικού δικαίου, υποχρεώνοντας τα εθνικά δικαστήρια να αναιρέσουν οποιαδήποτε ασυνεπή διάταξη του εσωτερικού τους δικαίου.

Πιο συγκεκριμένα στις 26 Ιουνίου 2003, ο W. Mangold, ηλικίας τότε 56 ετών, σύνηψε σύμβαση με τον R. Helm, ο οποίος ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου, η δε σύμβαση αυτή άρχισε να ισχύει από την 1η Ιουλίου 2003. Συγκεκριμένα ο Werner Mangold είχε προσληφθεί βάσει σύμβασης περιορισμένης χρονικής περιόδου, μια πρακτική που ήταν νόμιμη κατά το γερμανικό δίκαιο για τους εργαζόμενους άνω των 52 ετών. Ωστόσο εκείνη την εποχή, η οδηγία δεν είχε ακόμα εφαρμοστεί στο γερμανικό δίκαιο.

Το κοινοτικό δίκαιο και, ιδίως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει, χωρίς περιορισμούς, τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου όταν ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει το πεντηκοστό δεύτερο έτος της ηλικίας του, εκτός αν υφίσταται στενός σύνδεσμος με προηγούμενη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου συναφθείσα με τον ίδιο εργοδότη. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση δεν δικαιολογείται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, στον βαθμό που δεν αποδείχθηκε ότι ο καθορισμός ενός ανωτάτου ορίου ηλικίας, αυτού καθ’ εαυτό, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εκτίμηση συνδεόμενη με τη διάρθρωση της οικείας αγοράς εργασίας και την προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου, είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την υλοποίηση του σκοπού της επαγγελματικής ένταξης των ηλικιωμένων

Page 32: teliki ergasia dikaio

εργαζομένων που τελούν σε ανεργία. Συνεπώς η εν λόγω ρύθμιση βαίνει πέραν αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού. Ωστόσο σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78¨: «Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία». Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καθιέρωσε εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για ανώτατο χρόνο δύο ετών. Εντός του συνολικού αυτού ανωτάτου ορίου των δύο ετών, μια σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορεί να ανανεώνεται τρεις φορές το πολύ. Η σύναψη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπεται αν ο εργαζόμενος είχε ήδη σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου με τον ίδιο εργοδότη. Επιπλέον δεν απαιτείται αντικειμενικός λόγος για τη σύναψη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου όταν ο εργαζόμενος, κατά την έναρξη της σχέσεως εργασίας, έχει ήδη συμπληρώσει το πεντηκοστό όγδοο έτος της ηλικίας του. Συνεπώς η οδηγία 2000/78 καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας και πρέπει έτσι να θεωρηθεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

Στα πλαίσια αυτά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατηγορήθηκε για κατάφωρο δικαστικό ακτιβισμό, καθώς αγνόησε παντελώς τη βούληση του νομοθέτη και σφετερίστηκε την εξουσία θέσπισης νόμων του τελευταίου, υπονομεύοντας τελικά τις αρμοδιότητες των κρατών μελών στους καίριους τομείς της πολιτικής απασχόλησης και της εργασίας. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιβεβαίωσε κατηγορηματικά την απόφαση Mangold, καθώς οι μόνες άλλες επιλογές που είχε ήταν είτε ρητά να αποκηρύξει τις προηγούμενες διακηρύξεις και να αποδεχτεί τους ισχυρισμούς κατάχρηση εξουσίας εναντίον του, ή εναλλακτικά, να επεκτείνει την άμεση επίδρασή του στις Οδηγίες, ακόμη και σε μη-καθετοποιημένες σχέσεις, ανοίγοντας νέο γύρο διαμάχης επί του θέματος. Επωφελούμενο το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (ΓΟΣΔ), κατήγγειλε την αντισυνταγματικότητα της απόφασης Mangold λόγω του ότι αποτελεί πράξη υπέρβασης εξουσίας χωρίς νομική ισχύ, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εφαρμοστεί από τα εθνικά δικαστήρια.

Page 33: teliki ergasia dikaio

Περίπτωση 2: Υπόθεση Seda Kücükdeveci κατά Swedex GmbH & Co. KG

Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, όπως η αρχή αυτή συγκεκριμενοποιείται με την οδηγία 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι τα χρονικά διαστήματα απασχόλησης που διανύθηκαν πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους ηλικίας του εργαζομένου δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.

Στην υπόθεση Kücükdeveci το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί με τις διακρίσεις που λαμβάνουν χώρα στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας όσον αφορά την ηλικία των εργαζομένων. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί πως αυτή η περίπτωση ταιριάζει αρκετά με την αμφιλεγόμενη απόφαση Mangold.

Ωστόσο αν και η υπόθεση Kücükdeveci έδωσε την ευκαιρία στο ΓΟΣΔ να επανεξετάσει την εγκυρότητα των πράξεων των οργάνων της Ε.Ε., η συνταγματική καταγγελία περί ακυρότητας της απόφασης Mangold αποδείχτηκε πως είχε πολύ μικρό αντίκτυπο στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η υπόθεση Kücükdeveci βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη δεσμευτική θέση που η Συνθήκη της Λισαβόνας είχε αποδώσει στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου αναφέρεται ρητά η απαγόρευση των διακρίσεων όσον αφορά την ηλικία. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να προσφύγει σε αυτό για να προσδώσει μεγαλύτερη ισχύ στην απόφαση Mangold, αποτέλεσε προειδοποίηση σε πολλαπλούς παραλήπτες ότι θα συνεχίσει να ασκεί τις αρμοδιότητές του με τον τρόπο που κρίνει κατάλληλο ακόμα και όταν είναι πιθανό να προκαλέσει συνταγματικές αντιδράσεις σε εθνικό επίπεδο. Τελικά το Συνταγματικό Δικαστήριο ακόμα και χωρίς να έχει πεισθεί πλήρως από τη νομική επιχειρηματολογία της απόφασης Mangold, υποστήριξε ότι η εφαρμογή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας πριν από τη λήξη της προθεσμίας ενσωμάτωσης της Οδηγίας δεν θα έπρεπε να περιορίσει το πεδίο

Page 34: teliki ergasia dikaio

εφαρμογής της δράσης των εθνικών κυβερνήσεων σε τέτοιο βαθμό, ώστε να οδηγήσει σε βαθύτατες διαρθρωτικές αλλαγές στην κατανομή των αρμοδιοτήτων.

Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω υπήρχαν και άλλες εναλλακτικές λύσεις διαθέσιμες στο Συνταγματικό Δικαστήριο εάν πράγματι επιθυμούσε να δεχθεί τη νομιμότητα της νομολογίας Mangold, χωρίς την επιβολή περιορισμών στη νομοθεσία της ΕΕ. Για παράδειγμα θα μπορούσε να ενσωματώσει την αρχή της μη-διάκρισης χωρίς αντικειμενικούς λόγους στον νομικά δεσμευτικό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι ώστε να υπάρχει πάντα ομοφωνία μεταξύ των κρατών μελών.

ΣΗΜΑΣΙΑ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ

Παράλληλα σε απόφασή του, το Δικαστήριο τόνισε ότι στόχος της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής είναι να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του Κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια. Όταν μάλιστα το εθνικό δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου είναι αντισυνταγματική, ούτε χάνει το δικαίωμα ούτε απαλλάσσεται της υποχρέωσής του να ζητήσει την έκδοση προδικαστικής απόφασης σχετικά με την ερμηνεία και το κύρος του Ευρωπαϊκού νόμου σε οποιοδήποτε στάδιο κρίνεται αυτό απαραίτητο. Ωστόσο με βάση την αρχή της υπεροχής τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αναιρούν οποιαδήποτε διάταξη του εθνικού δικαίου που δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο. Προσθέτει στη συνέχεια ότι η λειτουργία αυτής της προδικαστικής διαδικασίας για την αναθεώρηση της συνταγματικότητας δεν πρέπει να υπονομεύει τη συνεργασία μεταξύ του Δ.Ε.Κ. και των εθνικών δικαστηρίων.

Αξίζει να τονιστεί πως στην απόφασή του το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο παραδέχτηκε τελικά πως η αρχή της υπεροχής και η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ θα διακυβευόταν σημαντικά σε περίπτωση που κάθε εθνικός δικαστής μπορούσε να απαιτήσει το δικαίωμα να αποφαίνεται σχετικά με την εγκυρότητα των Ευρωπαϊκών πράξεων. Το συνταγματικό δικαστήριο τότε διατράνωσε ότι η άσκηση της ικανότητάς του να αποφανθεί σχετικά με την ακυρότητα μιας πράξης, προϋποθέτει αρκετά σοβαρή παραβίαση των αρμοδιοτήτων της ΕΕ. Παράλληλα, πρέπει να υπάρξει και κάποιος βαθμός ανοχής σε τυχόν σφάλματα που το Δικαστήριο μπορεί να

Page 35: teliki ergasia dikaio

κάνει κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ωστόσο κάθε φορά που το συνταγματικό δικαστήριο ασχολείται με την αξιολόγηση της υπέρβασης εξουσίας ενός νόμου της ΕΕ, είναι υποχρεωμένο να επιδιώξει προκαταρκτική γνωμοδότηση ώστε το Δικαστήριο να εξετάσει τη συμβατότητα των εθνικών μέτρων με τις διατάξεις και αρχές του πρωτογενούς δικαίου της ΕΕ.

Προδικαστική παραπομπή- Υπόθεση Gauweiler

Η αίτηση προκαταρκτικής εξέτασης του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (GFCC) από τον Gauweiler αποτέλεσε αναμφίβολα την πιο σημαντική και ιστορική προδικαστική παραπομπή που έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής από συνταγματικό δικαστήριο. Και αυτό όχι μόνο επειδή ήταν η πρώτη προκαταρκτική αίτηση που υπέβαλε το συγκεκριμένο δικαστήριο, αλλά και επειδή εγκαινίασε μια νέα εποχή στις θεσμικές σχέσεις με το ΔΕΚ, ανοίγοντας το δρόμο και στα άλλα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια να προσφεύγουν πιο τακτικά στη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής. Μάλιστα το συγκεκριμένο ζήτημα θεωρείται καίριας σημασίας για τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με εκτεταμένες οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις.

Η συγκεκριμένη προκαταρκτική αίτηση αφορούσε τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το πρόγραμμα αυτό προβλέπει ότι το Ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών μπορεί να αγοράσει κρατικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά σε απεριόριστο βαθμό από ορισμένα μόνο κράτη – μέλη, όσα δηλαδή αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας, αν και εφόσον αυτά τα Κράτη-μέλη συμμετάσχουν σε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που έχει συμφωνηθεί από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Στόχος αυτού του προγράμματος είναι η διαφύλαξη και η διατήρηση της μοναδικότητας της Ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής. Ωστόσο σύμφωνα με το GFCC, αυτό το πρόγραμμα αποτελεί πράξη υπέρβασης εξουσίας από την πλευρά της Ε.Ε. και κατά συνέπεια οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να απέχουν από την εφαρμογή του. Πρώτον, επειδή το πρόγραμμα δεν καλύπτεται από εντολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά αποτελεί στην ουσία, ανεξάρτητη πράξη οικονομικής αντί νομισματικής πολιτικής βασιζόμενη στις αρμοδιότητες των κρατών – μελών. Δεύτερον,

Page 36: teliki ergasia dikaio

επειδή το πρόγραμμα παραβιάζει την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης του προϋπολογισμού με λειτουργικά ισοδύναμα μέτρα.

Ωστόσο, το πρόγραμμα θα μπορούσε να μην είναι αμφισβητήσιμο αν ερμηνευόταν με περιοριστικό τρόπο από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπό το πρίσμα των συνθηκών, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ο υποστηρικτικός του χαρακτήρας στις οικονομικές πολιτικές της Ένωσης. Αυτό αρχικά προϋποθέτει ότι πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αποδοχής ενός κουρέματος του χρέους και πως τα κυβερνητικά ομόλογα των επιλεγμένων κρατών – μελών δεν θα πρέπει να αγοράζονται σε απεριόριστα ποσά, γεγονός που προϋποθέτει ότι οι παρεμβάσεις στη διαμόρφωση των τιμών στην αγορά πρέπει να αποφευχθούν σημαντικά.

Επιπλέον το GFCC έχει εκφράσει την ανησυχία του πως δεν διαφαίνεται σαφώς εάν το πρόγραμμα πώλησης ομόλογων επηρεάζει την αυτονομία και τη συνολική δημοσιονομική ευθύνη του εθνικού Κοινοβουλίου, καθώς το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε να παραβιάσει την εθνική συνταγματική ταυτότητα σε περίπτωση που αποτελούσε παράγοντα αποτροπής του Κοινοβουλίου από την ανεμπόδιστη άσκηση των δημοσιονομικών του καθηκόντων.

Το χειρότερο σενάριο που θα μπορούσε να εξελιχθεί έχει ως εξής: Το Δ.Ε.Κ. εκδίδει την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που δέχεται τη νομιμότητα του προγράμματος αγοράς ομολογιών και απορρίπτει κατηγορηματικά οποιαδήποτε περιοριστική ερμηνεία προτείνει το συνταγματικό δικαστήριο. Το τελευταίο τονίζει στη συνέχεια ότι καθόσον δεν δεσμεύεται από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής απόφασης προχωρά σε καταγγελία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για υπέρβαση εξουσίας. Όπως είναι φυσικό μια τέτοια κίνηση θα γινόταν απολύτως αποδεκτή από τους διάφορους κύκλους ευρωσκεπτικιστών και θα ερμηνευόταν ως εξαίρετη πράξη εθνικής κυριαρχίας και ως νίκη των συνταγματικών διατάξεων απέναντι στο δίκαιο της Ένωσης και των θεσμικών οργάνων της. Σύντομα ωστόσο θα άρχιζε να διαφαίνεται ο κίνδυνος η κρίση να εξαπλωθεί στην πραγματική οικονομία και η αξιοπιστία του προγράμματος αγοράς ομολόγων να διαταραχθεί σοβαρά με σοβαρό αντίκτυπο στις αγορές. Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του GFCC και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θα άρχιζε να θυμίζει την περίοδο του ψυχρού πολέμου, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τα άλλα

Page 37: teliki ergasia dikaio

συνταγματικά δικαστήρια ώστε να υιοθετήσουν μια πιο επιφυλακτική στάση απέναντι στην προδικαστική διαδικασία παραπομπής.

Υπάρχουν αρκετά σημαντικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την προκαταρκτική αίτηση του GFCC. Ένα θετικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός πως το GFCC αναγνωρίζει τη νομιμότητα της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής και τη σημασία της όσον αφορά την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια έρχονται σε επαφή τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια που καταφεύγουν στους θεσμικούς μηχανισμούς των συνθηκών και καθιερώνεται ένας δίαυλος επικοινωνίας με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Για πρώτη φορά, τα δύο δικαστήρια έρχονται σε επαφή χωρίς διαμεσολαβητές εντός του θεσμικού πλαισίου του δικαίου της Ένωσης. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερης σημασίας για το GFCC, καθώς κάτι τέτοιο εξασφαλίζει τη δυνατότητά του να ζητήσει ακριβώς το είδος των ερωτήσεων που το Δ.Ε.Κ. επιδιώκει να εξετάσει, ενώ για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να προσφέρει τις απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα που κατά καιρούς το GFCC του θέτει. Αν αυτή η επικοινωνία διατηρηθεί, θα ενισχυθεί σημαντικά το πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού, που πρέπει να υπάρχει στη σχέση των θεσμικών οργάνων αυτών των δικαστηρίων προς όφελος της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Ωστόσο, η συγκεντρωτική αξιολόγηση της ισχύος του δικαίου της Ένωσης φαίνεται να είναι η μόνη εφαρμόσιμη λύση σε μια έννομη τάξη που μέχρι στιγμής περιλαμβάνει τουλάχιστον είκοσι οκτώ κράτη μέλη. Διαφορετικά, θα προκύπτουν συνεχώς διάφορες δικαστικές ερμηνείες σε εθνικό επίπεδο που μπορεί να υπονομεύσουν σοβαρά την ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί εναλλακτική λύση η αυτόνομη ερμηνεία της νομιμότητας των μέτρων της Ένωσης από τα συνταγματικά δικαστήρια και η απόφασή τους να επιλέξουν εάν και σε ποιο βαθμό θα συμμορφώνονται σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Η μόνη πραγματική εναλλακτική λύση είναι να αναμιχθούν πιο ενεργά στην προδικαστική διαδικασία αναφοράς, με την προϋπόθεση ότι οι παρατηρήσεις τους θα ληφθούν υπόψη σοβαρά και ότι η επαφή τους με το Δικαστήριο θα βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και το σεβασμό. Για το σκοπό αυτό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα κληθεί να εκδώσει απόφαση που να επιτρέπει στο GFCC να εκτιμήσει τα οφέλη από την προκαταρκτική διαδικασία παραπομπής και να το ενθαρρύνει «να παίξει την επόμενη φορά σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού».

Page 38: teliki ergasia dikaio

ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ

Το Γερμανικό Δικαστήριο θεωρεί πως τα κράτη πρέπει να παραμένουν κυρίαρχοι των Συνθηκών. Έτσι έχει χρησιμοποιήσει τη ρήτρα του άρθρου 79, παράγραφος 3 του θεμελιώδους Γερμανικού νόμου σε συνδυασμό με την αρχή της Δημοκρατίας για να καταλήξει σε έναν αυθαίρετο κατάλογο θεμάτων που άπτονται αποκλειστικά των αρμοδιοτήτων των κρατών - μελών. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως το ουσιαστικό και τυπικό ποινικό δίκαιο, οι θεμελιώδεις φορολογικές αποφάσεις σχετικά με τα δημόσια έσοδα και τις δημόσιες δαπάνες, καθώς και οι αποφάσεις σχετικά με τη διαμόρφωση των συνθηκών διαβίωσης σε ένα κοινωνικό κράτος, όπως επίσης και «αποφάσεις ιδιαίτερης πολιτιστικής σημασίας» πρέπει να παραμείνουν στην αρμοδιότητα των κρατών. Αυτός ο κατάλογος εν μέρει είχε προαναγγελθεί από μια προηγούμενη εργασία ενός πρώην δικαστή του Di Fabio.

Ωστόσο το άρθρο 79, παράγραφος 3 του θεμελιώδους γερμανικού νόμου που είχε ως πρωταρχικό στόχο την πρόληψη μιας ενδεχόμενης επανάληψης της δικτατορίας, φαίνεται πως δεν μπορεί να παρέχει «προστασία από την Ευρώπη» και κατά συνέπεια δεν παρέχει προστασία της κυρίαρχης γερμανικής κρατικής υπόστασης. Συγκεκριμένα ο κατάλογος είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με το σημερινό επίπεδο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και οδηγεί στο παράδοξο συμπέρασμα ότι οι υποτιθέμενοι "κύριοι των Συνθηκών" χρειάζονται προστασία από μια κατά διαστήματα αυταρχική Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το ΓΟΣΔ παραβλέπει εσκεμμένα σημαντικές εκχωρήσεις εξουσίας που έχουν ήδη λάβει χώρα. Έτσι για παράδειγμα τα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα, αναμφισβήτητα, έχουν ήδη παραιτηθεί από μια πληθώρα ιστορικών κυριαρχικών δικαιωμάτων τους, όπως αυτό της κοπής και έκδοσης νομισμάτων. Αξίζει μάλιστα να αναφέρουμε πως το γεγονός αυτό δεν προκάλεσε καμία απολύτως ένσταση από την πλευρά της Καρλσρούης, την έδρα του Γερμανικού CC, ίσως ακριβώς επειδή το κυρίαρχο αυτό δικαίωμα είχε ήδη εκχωρηθεί.

Το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η γερμανική απόφαση, με τις δυσοίωνες προοπτικές για τα δημοκρατικά διαπιστευτήρια της ΕΕ, φαίνεται ικανή να παγιδεύσει την ΕΕ σε διαρκή δημοκρατικό έλλειμμα, που αποτελεί μια δυνητικά ανυπέρβλητη κόκκινη γραμμή στην επίτευξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ωστόσο συνολικά, τα

Page 39: teliki ergasia dikaio

συνταγματικά δικαστήρια αφήνουν πολλές ελπίδες για μια διαρκή νομική ανάπτυξη της ΕΕ. Η μόνη οριστική κόκκινη γραμμή δεν είναι τόσο νομικού, αλλά ηθικού χαρακτήρα. Επιπλέον το ΓΟΣΔ σε μια συνοπτική περιγραφή των κύριων απαιτήσεων της δημοκρατικής αρχής που έδωσε στην απόφασή του στις 30/6/2009 διαπίστωσε ότι η συνθήκη της Λισαβόνας δεν είναι αντίθετη προς το Γερμανικό Σύνταγμα. Παράλληλα έκρινε ότι η αρχή της δημοκρατίας κατ’ αρχήν είναι συμβατή με τις απαιτήσεις ενός υπερεθνικού οργανισμού όχι για να προσαρμόσει τις οργανωτικές του αρχές σε αυτές του κράτους-μέλους, αλλά για να εξασφαλίσει την ίδια αποτελεσματικότητα κάτω από μεταβαλλόμενες συνθήκες. Έτσι όσο η ΕΕ εξακολουθεί να υπάρχει για χάρη των Ευρωπαίων και μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα το κοινό καλό, τόσο περισσότερο μια βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μπορεί να δικαιολογηθεί ηθικά, να επιτευχθεί πολιτικά και να τεθεί νόμιμα σε εφαρμογή. Αυτή η αντίληψη της ευρωπαϊκής ιδέας, και το όνειρο της Ευρώπης, μπορεί να διασφαλιστεί έναντι των επικριτών της, ανεξάρτητα από τις κόκκινες γραμμές στην πορεία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Άλλωστε, το άρθρο 23 του γερμανικού συντάγματος, παραπέμποντας στο άρθρο 79, το οποί περιλαμβάνει τις μη αναθεωρητέες αξίες της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, της ομοσπονδίας, της πολιτείας, του κοινωνικού κράτους δικαίου, διαμορφώνει ανυπέρβλητα όρια στα όργανα της Γερμανίας. Ειδικά για τη δημοκρατική αρχή, επισημαίνει τα εξής: «Η αρχή της δημοκρατίας δεν αναθεωρείται. Η αποκληθείσα αιώνια εγγύηση μεταφέρει τη διάθεση της ταυτότητας της ελεύθερης συνταγματικής τάξης έξω ακόμη και από τα χέρια της νομοθεσίας που τροποποιεί το Σύνταγμα». Το Σύνταγμα επομένως όχι μόνο προϋποθέτει την κυρίαρχη κρατική ιδιότητα αλλά και την εγγυάται.

Προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων

Το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνώρισε τη δυνατότητα της Ε.Ε. να μην ακολουθεί πλήρως τις αρχές των κρατών – μελών, κατά την ανάπτυξή της. Βέβαια, με τη σειρά της η Ε.Ε πρέπει να τις σέβεται ενσωματώνοντάς τις, όπως συνέβη με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Για παράδειγμα σχετικά με το άρθρο 16 του Χάρτη το οποίο καθιερώνει την επιχειρηματική ελευθερία, παρατηρήθηκε σύγκρουση μεταξύ της επιχειρηματικής ελευθερίας προς κατασκευή και πώληση εντός της εσωτερικής αγοράς παιχνιδιών που εξοικειώνουν στο φόνο και του δικαιώματος για προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αυτή η περίπτωση σύγκρουσης έδωσε στο Δ.Ε.Κ. τη

Page 40: teliki ergasia dikaio

δυνατότητα να την επιλύσει όχι μέσω δημιουργίας ενός θεμελιώδους δικαιώματος της Ένωσης, αλλά μέσω εφαρμογής του Γερμανικού Συντάγματος που προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί πως το ΓΟΣΔ χωρίς να αναγνωρίζει μια αποκλειστική δικαιοδοσία του ΔΕΕ στην προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μιας που θεωρεί ότι η προστασία των τελευταίων συνιστά πρωταρχική συνταγματική υποχρέωση και σημαντικό τμήμα της προστασίας της εθνικής ταυτότητας, δέχεται τελικά ότι ο πρώτος ρόλος ανήκει στο ΔΕΕ.

Το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια: Το τεκμήριο ενοχής

Το αξίωμα να μην θεωρείται κάποιος ένοχος, εκτός κι αν αυτό διαπιστώνεται με δικαστική απόφαση, το οποίο το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο θεώρησε ότι απορρέει από την συνταγματική απαίτηση για προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, θα μπορούσε να αναγορευθεί σε γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, κατά μείζονα λόγο που η ανθρώπινη αξιοπρέπεια καθιερώθηκε ως αξία της Ένωσης.

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

Η αρχή της προστασίας της εθνικής ταυτότητας προσδιορίστηκε για πρώτη φορά με τη συνθήκη της Λισαβόνας, ενώ η εμφάνισή της στο κείμενο των συνθηκών έγινε με τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Ο σεβασμός της εθνικής ταυτότητας σημαίνει ότι η Ένωση σέβεται τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική δομή των κρατών-μελών, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση, χωρίς όμως να αναιρεί την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα, από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας το ΔΕΚ αντλούσε υποχρεώσεις για τα εθνικά κρατικά όργανα, περιορίζοντας έτι την αρχή της θεσμικής αυτονομίας, θεμέλιο της οποίας είναι η αρχή της δοτής αρμοδιότητας της Ένωσης.

Η αρχή της εθνικής ταυτότητας αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένης ανάλυσης από το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, στην απόφασή του της 30.6.2009. Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ υπεροχής εφαρμογής και υπεροχής εγκυρότητας. Δέχεται ότι το Δίκαιο της Ένωσης, παρ΄όλη την ύπαρξη της δήλωσης αριθ. 17, έχει μόνο την πρώτη ιδιότητα, ενώ η δεύτερη αφορά τα ομοσπονδιακά συντάγματα, όπως το γερμανικό. Ωστόσο, η εν λόγω υπεροχή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή στην πράξη, εάν ο κανόνας, που είναι απόρροια υπέρβασης αρμοδιοτήτων που διαθέτει η Ένωση,

Page 41: teliki ergasia dikaio

προσβάλλει ουσιαστικά τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει το γερμανικό σύνταγμα. Όπως επίσης ούτε όταν πλήττεται η συνταγματική ταυτότητα της Γερμανίας, όπως αυτή εκδηλώνεται στις αρχές της αξιοπρέπειας, της ομοσπονδίας, του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι πράξεις της Ένωσης δεν μπορούν να εφαρμοστούν στη Γερμανία. Διαφορετικά, πλήττεται η κυριαρχία της Γερμανίας, δηλαδή η κυριαρχία της δημοκρατίας, η οποία μόνο σε ένα εθνικό κράτος μπορεί να περιφρουρηθεί.