38
Η αρχιτεκτονική του ενιαίου νοµίσµατος. ∆οµή,αδυναµίες,οικονοµική κρίση Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα ∆ιεθνών Ευρωπαϊκών Οικονοµικών Σπουδών Μεταπτυχιακή διατριβή Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Κατσίµη Μαργαρίτα Φιστικλής ∆ηµήτρης:4090049 Αθήνα , 20 ∆εκεµβρίου 2010

The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Master Thesis.

Citation preview

Page 1: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

Η αρχιτεκτονική του ενιαίου νοµίσµατος.

∆οµή,αδυναµίες,οικονοµική κρίση

Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα ∆ιεθνών Ευρωπαϊκών Οικονοµικών Σπουδών

Μεταπτυχιακή διατριβή

Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Κατσίµη Μαργαρίτα

Φιστικλής ∆ηµήτρης:4090049

Αθήνα , 20 ∆εκεµβρίου 2010

Page 2: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

1

Περιεχόµενα Εισαγωγή σελ.2

ΜΕΡΟΣ 1 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ 3-15

1.α Η ∆οµή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σελ.4-5 1.β Στόχοι της Ε.Κ.Τ σελ.5-6 1.γ Νοµισµατική Στρατηγική της Ε.Κ.Τ και ο µηχανισµός µετάδοσής της σελ.6-8 1.δ Το ζήτηµα της Ανεξαρτησίας και της Λογοδοσίας της Ε.Κ.Τ σελ.8-10 1.ε Η επιλογή του πληθωρισµού ως στόχου της Ε.Κ.Τ σελ.10-11 1.στ Η επικράτηση του Μονεταρισµού και η νοµισµατική πολιτική σελ.11-13 1.ζ Ο πληθωρισµός ως νοµισµατικό Φαινόµενο σελ.13-14 1.η Η σηµασία της Σταθερότητας των Τιµών σελ.14-15

ΜΕΡΟΣ 2 ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ 16-29

2.α Η συνθήκη του Maastricht σελ.16-17 2.β Οικονοµική Θεωρία και ∆ηµοσιονοµικό πλαίσιο σελ.17-19 2.γ Η πολιτική διάσταση της ∆ηµοσιονοµικής συνεργασίας σελ.19-20 2.δ Η διαδικασία υπερβολικού ελλείµµατος και το Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης σελ.20-22 2.ε Αξιοπιστία και Ευελιξία σελ.22-23 2.στ Αξιολόγηση του Συµφώνου σελ. 23-26 2.ζ Αναθεώρηση του Συµφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης σελ.26-29

ΜΕΡΟΣ 3 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙ∆ΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ Ο.Ν.Ε. 29-33

3.α Η εποπτεία του Τραπεζικού Συστήµατος σελ.29 3.β Η Υπερβολική Στόχευση στον Πληθωρισµό σελ.29-31 3.γ Το πλαίσιο δηµοσιονοµική συνεργασίας. Προοπτικές και ενίσχυση σελ.31-34 3.δ Η πολιτική βούληση ως συµπέρασµα σελ.34

Βιβλιογραφία σελ.35-37

Page 3: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

2

Εισαγωγή Η κυκλοφορία του ευρώ ως ενιαίου νοµίσµατος το 1999, αποτελεί χωρίς καµία αµφιβολία έναν εξαιρετικά αξιόλογο σταθµό στην πορεία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η ύπαρξη και η πορεία του µέχρι σήµερα διέψευσε τον εκτεταµένο σκεπτικισµό που συνόδευσε τη δηµιουργία του. Ταυτόχρονα όµως σε όλο αυτό το διάστηµα φάνηκαν και υποβλήθηκαν σε κριτική και αναθεώρηση οι αδυναµίες που περικλείονται στην αρχιτεκτονική του. Μέσα στα πλαίσια της παρούσας εργασίας, αποσυνθέτουµε τα δοµικά στοιχεία της νοµισµατικής ένωσης και τα παρατηρούµε µε κριτική διάθεση. Στο πρώτο µέρος θα µας απασχολήσει η νοµισµατική πολιτική όπως αυτή εφαρµόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αφού αναφερθούµε αδροµερώς στη δοµή της θα εξετάσουµε τους στόχους της, µε στόχο την απόκτηση µιας διαυγούς εικόνας τόσο για το νοµισµατικό περιβάλλον του ευρώ όσο και για την οικονοµική σκέψη που αυτό περικλείει, εστιάζοντας την προσοχή µας στο ζήτηµα του πληθωρισµού και τις αντικρουόµενες απόψεις που το συνοδεύουν. Το δεύτερο µέρος καλύπτει η οικονοµική διακυβέρνηση του ενιαίου νοµίσµατος. Ξεκινώντας από τις προβλέψεις της θεωρίας των άριστων νοµισµατικών περιοχών, περνάµε στη σχέση της ευελιξίας και της αξιοπιστίας µεταξύ δηµοσιονοµικής και νοµισµατικής πολιτικής. Έπειτα συνεχίζουµε µε την κριτική αξιολόγηση του Συµφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης και την αναθεώρηση του. Ακολουθεί το τρίτο και τελευταίο µέρος της εργασίας, όπου αφού γίνει µια σύντοµη επισκόπηση της πρόσφατης οικονοµικής κρίσης καθώς και των αιτιών που την προκάλεσαν, κάνουµε µια απόπειρα να εντοπίσουµε τις αλλαγές που απαιτούνται τόσο στη λειτουργία όσο και στη δοµή του κοινού νοµίσµατος, ώστε να γίνει περισσότερο συµπαγές, λειτουργικό και βιώσιµο.

Page 4: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

3

1. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Ιστορικά, για όλα τα κράτη ανεξαιρέτως που συµµετέχουν στο ενιαίο νόµισµα , η έννοια της Κεντρικής Τράπεζας ήταν άρρηκτα συνδεδεµένη µε τη διαχείριση του εθνικού τους νοµίσµατος. Το γεγονός αυτό αποτελούσε µεταξύ άλλων και µια έκφανση της εθνικής κυριαρχίας πάνω στη χάραξη της νοµισµατικής πολιτικής και στη διαχείριση του εγχώριου τραπεζικού συστήµατος που εξελισσόταν σε έναν ολοένα και πιο σηµαντικό παράγοντα της οικονοµίας. ∆ύσκολα θα µπορούσε να αµφισβητηθεί ότι µέσα στο διάστηµα των τριών τελευταίων δεκαετιών, το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα των ανεπτυγµένων χωρών έχει γνωρίσει µια ραγδαία εξέλιξη. Τόσο η σηµασία όσο και η λειτουργία του τραπεζικού συστήµατος δεν περιορίζεται πλέον στις καταθέσεις και στο δανεισµό. Νέα χρηµατοπιστωτικά προϊόντα έχουν κάνει την εµφάνιση τους και παράλληλα τα γεωγραφικά σύνορα στον χρηµατοπιστωτικό τοµέα έχουν ξεπεραστεί. Οι κύριες δυνάµεις που αποτέλεσαν το εφαλτήριο αυτών των εξελίξεων µπορούν να εντοπιστούν στις µεγάλες δηµογραφικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί, στην επικράτηση του οικονοµικού φιλελευθερισµού και τέλος στην αλµατώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας της πληροφορίας (Hartman et al,2003). Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον κλήθηκε να λειτουργήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ) επιφορτισµένη µε τη διαχείριση της νοµισµατικής πολιτικής του ενιαίου νοµίσµατος. Χρονικά είναι δύσκολο τεθεί µια αρχή, µιας και η εγκαθίδρυση της Ε.Κ.Τ εντοπίζεται και οφείλεται σε προσπάθειες πολλών δεκαετιών µέσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο θα µπορούσαµε να σηµειώσουµε την αναφορά του Delor στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η οποία έθεσε τρεις φάσεις για την ολοκλήρωση της νοµισµατικής ένωσης και προέβλεπε ρητά µία ενιαία και µοναδική κεντρική τράπεζα για τα κράτη µέλη του ενιαίου νοµίσµατος. Η επαλήθευση ήρθε τον Ιούνιο του 1998 όταν τα πρώτα έντεκα κράτη µέλη όρισαν τους εκπροσώπους τους στο Εκτελεστικό Συµβούλιο της Ε.Κ.Τ. Η Ε.Κ.Τ παρότι δεν αποτελεί τον µοναδικό παράγοντα νοµισµατικής πολιτικής στην ζώνη του Ευρώ, είναι στην ουσία ο σκληρός πυρήνας της. Μετά την έκδοση του κοινού νοµίσµατος τα κράτη µέλη απώλεσαν τη δυνατότητα τους για αυτόνοµη νοµισµατική πολιτική και η τελευταία κατοχυρώθηκε ως αρµοδιότητα και ευθύνη του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Κεντρικών Τραπεζών ( E.C.B.S). Συστατικά στοιχεία του συστήµατος αυτού είναι τόσο η Ε.Κ.Τ όσο και οι κεντρικές τράπεζες των κρατών µελών της ευρωζώνης. Η έλλειψη νοµικής προσωπικότητας του Ε.C.B.S καθιστά αδύνατη την ουσιαστική του λειτουργία µιας και στερείται οργάνων που θα µπορούσαν να πάρουν αποφάσεις και να παράγουν έργο. Αντιθέτως η Ε.Κ.Τ και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες είναι οι κύριοι δρώντες που έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν και να εφαρµόζουν τις αποφάσεις τους. Το Ε.C.S.B αποτελεί στην ουσία τον σύνδεσµο µεταξύ της Ε.Κ.Τ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών ώστε να διασφαλίζεται αφενός ότι οι αποφάσεις που αφορούν τη νοµισµατική πολιτική λαµβάνονται σε κεντρικό επίπεδο και αφετέρου ότι τα καθήκοντα που αναθέτει η Συνθήκη της Ε.Ε στο Ε.C.S.B εκτελούνται συντονισµένα και σύµφωνα µε την κατανοµή αρµοδιοτήτων που έχει προβλεφθεί.

Page 5: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

4

Οι οικονοµικοί και πολιτικοί λόγοι που οδήγησαν στην συγκεκριµένη αρχιτεκτονική και όχι απλά στη ύπαρξη µιας Κεντρικής Τράπεζας για την ζώνη του ευρώ θα µπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:

• Η ύπαρξη µίας και µοναδικής Κεντρικής Τράπεζας θα έθιγε ανεπανόρθωτα την εθνική κυριαρχία των κρατών µελών, γεγονός το οποίο θα προκαλούσε πολιτικές επιπλοκές. Επίσης θα συγκέντρωνε γεωγραφικά, σε υπερβολικό βαθµό, τις συναφείς µε την Κεντρική Τράπεζα επιχειρήσεις.

• ∆ιατηρείται η υπάρχουσα θεσµική δοµή των εθνικών κεντρικών τραπεζών ώστε να µπορεί να αξιοποιηθεί η εµπειρία και οι δυνατότητες που έχουν αναπτύξει κατά το παρελθόν.

• Η µεγάλη γεωγραφική έκταση της ζώνης του ευρώ, θα καθιστούσε δύσκολη την πρόσβαση των πιστωτικών ιδρυµάτων στις υπηρεσίες της Κεντρικής Τράπεζας στην περίπτωση που υπήρχε µόνο η Ε.Κ.Τ. Έτσι θεωρήθηκε πιο αποτελεσµατικό οι εθνικές κεντρικές τράπεζες να διατηρηθούν και να λειτουργήσουν ως σύνδεσµος των τοπικών αγορών µε την Ε.Κ.Τ.

Μέσα σε αυτή τη θεσµική αρχιτεκτονική η Ε.Κ.Τ αποτελεί τόσο το κέντρο των αποφάσεων που λαµβάνονται για τη νοµισµατική πολιτική του ευρώ όσο και το µηχανισµό για την εφαρµογή τους.

1.α Η ∆οµή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ∆εν αποτελεί σπάνιο φαινόµενο να παραγνωρίζεται ο ρόλος της δοµής και του µηχανισµού λήψης αποφάσεων, στη µελέτη οικονοµικών οργανισµών όπως είναι η Ε.Κ.Τ. Είναι όµως σηµαντικό να τονιστεί ότι οι δύο αυτοί παράγοντες όχι µόνο επηρεάζουν αλλά και διαµορφώνουν κατά ένα τρόπο τη λειτουργία και τις αποφάσεις του οργανισµού. Στον πυρήνα του οικοδοµήµατος της Ε.Κ.Τ εντοπίζουµε τον µηχανισµό λήψης αποφάσεων που αποτελείται από το ∆ιοικητικό Συµβούλιο και το Εκτελεστικό Συµβούλιο. Τα δύο αυτά κεντρικά όργανα έχουν µια διπλή αποστολή. Ασκούν καθήκοντα διοίκησης τόσο στην Ε.Κ.Τ όσο και στο Ε.Σ.Κ.Τ και το Ευρωσύστηµα. Και τα δύο όργανα έχουν την ισχύ να παίρνουν αποφάσεις για τη νοµισµατική πολιτική του ενιαίου νοµίσµατος, στο πλαίσιο των αρµοδιοτήτων τους. Τέλος το ∆ιοικητικό και Εκτελεστικό Συµβούλιο διασφαλίζει την ικανότητα της Ε.Κ.Τ να δρα µε συνέπεια και ταχύτητα ώστε να ρυθµίζει άµεσα τα ζητήµατα που προκύπτουν. Σηµαίνον ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων κατέχει το ∆ιοικητικό Συµβούλιο, το οποίο είναι επιφορτισµένο µε τη λήψη των πιο σηµαντικών και στρατηγικών αποφάσεων. Το ∆.Σ απαρτίζεται από τους διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών και τα 6 µέλη του Εκτελεστικού Συµβουλίου. Η συµµετοχή των µελών του εκτελεστικού συµβουλίου συµβάλλει στην καλύτερη ποιότητα των αποφάσεων που λαµβάνονται. Όχι µόνο διότι διαθέτουν εξειδικευµένες τεχνικές γνώσεις αλλά και γιατί το εκτελεστικό συµβούλιο θα κληθεί να εφαρµόσει τις αποφάσεις αυτές. Κάθε µέλος του ∆ιοικητικού συµβουλίου έχει µία ψήφο ισότιµη µε των άλλων µελών. Επίσης οι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών δεν συµµετέχουν ως

Page 6: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

5

εκπρόσωποι των συµφερόντων του κράτους τους, αλλά αντίθετα στο πλαίσιο των αρµοδιοτήτων τους και της αποστολής της Ε.Κ.Τ, σκέφτονται και αποφασίζουν µε γνώµονα το συµφέρον της ευρωζώνης (Cecchettti, O’Sullivan 2004). Τα δύο αυτά στοιχεία τονίζουν µε τρόπο ξεκάθαρο τον υπερεθνικό χαρακτήρα της Ε.Κ.Τ. Στα πλαίσια του Συµβουλίου οι αποφάσεις λαµβάνονται µε απλή πλειοψηφία και σε περίπτωση που προκύψει ισοψηφία τότε την καθοριστική ψήφο την έχει ο πρόεδρος. Το σύστηµα αυτό επιτρέπει στην Ε.Κ.Τ να αποφασίζει και να δρα µε ταχύτητα όταν αυτό απαιτείται και να µην διατρέχει τον κίνδυνο να µην υιοθετούνται αποφάσεις λόγω της άρνησης µιας µικρής µειοψηφίας. Οι αρµοδιότητες του ∆ιοικητικού Συµβουλίου καλύπτουν όλο το φάσµα των ζητηµάτων που σχετίζονται µε τη νοµισµατική πολιτική του ενιαίου νοµίσµατος. Την πρώτη θέση κατέχει όπως είναι ευνόητο ο καθορισµός του ύψους των επιτοκίων και ακολουθούν ζητήµατα όπως η έκδοση οδηγιών για την λειτουργία των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Ενισχυµένη πλειοψηφία 2/3 απαιτείται µόνο σε δύο περιπτώσεις. Όταν το ∆.Σ καλείται να αποφασίσει για περιπτώσεις όπου λειτουργίες µιας εθνικής κεντρική τράπεζας που δεν σχετίζονται µε το κοινό νόµισµα παρεµβαίνουν και εµποδίζουν τις αρµοδιότητες που αυτή έχει αναλάβει στα πλαίσια του Ευρωσυστήµατος. Η δεύτερη περίπτωση αφορά την υιοθέτηση από την Ε.Κ.Τ µεθόδων άσκησης νοµισµατικού ελέγχου που δεν προβλέπονται από το καταστατικό της. Το Εκτελεστικό Συµβούλιο αποτελείται τον Πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και 4 µέλη. Όπως και το διοικητικό συµβούλιο, λειτουργεί ως σώµα και τα µέλη του λαµβάνουν αποφάσεις υπό την αρχή της απλής πλειοψηφίας. Αρµοδιότητα του είναι να εφαρµόζει τις αποφάσεις του ∆ιοικητικού Συµβουλίου καθώς και να ενεργεί για ζητήµατα που προκύπτουν σε ηµερήσια βάση. Με τον τρόπο αυτό η Ε.Κ.Τ έχει τη θεσµική επάρκεια να παρακολουθεί τις εξελίξεις που λόγω της ιδιαίτερης φύσης της νοµισµατικής πολιτικής, είναι ραγδαίες. 1.β Στόχοι της Ε.Κ.Τ Τους στόχους τους οποίους η Ε.Κ.Τ καλείται να υπηρετήσει, περιλαµβάνει το άρθρο 105 (παράγραφος 1) της Συνθήκης του Maastricht. Ως πρωταρχικός στόχος έχει επιλεγεί η σταθερότητα των τιµών. Παράλληλα αναφέρεται ότι η Ε.Κ.Τ συµβάλλει µε τις ενέργειες της στην επίτευξη των υπολοίπων στόχων που θέτει η κοινότητα (Cecchettti, O’Sullivan, 2004) όπως είναι η ανάπτυξη και το υψηλό επίπεδο απασχόλησης, χωρίς όµως να θέτει σε κίνδυνο την σταθερότητα των τιµών. Το συµπέρασµα λοιπόν που εξάγεται, και όχι αβάσιµα, είναι ότι ο στόχος του πληθωρισµού χαρακτηρίζεται ως ιεραρχικά ανώτερος από όλους τους υπόλοιπους. Η επιλογή του στόχου αυτού αντικατοπτρίζει τις επικρατούσες αντιλήψεις για το ρόλο και τα όρια της νοµισµατικής πολιτικής µέσα στην οικονοµία και παράλληλα αποτελεί τη βάση για τη συγκεκριµένη θεσµική και οργανωτική αρχιτεκτονική που επελέγη για το κεντρικό τραπεζικό σύστηµα του ενιαίου νοµίσµατος. Επίσης από µια διαφορετική οπτική γωνία, θα µπορούσε να ειπωθεί ότι η δέσµευση της Ε.Κ.Τ στην οικονοµία της ανοιχτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισµού µέσα από τη Συνθήκη της Ε.Ε. θέτει αυτόµατα των στόχο της σταθερότητας των τιµών ως εξαιρετικά σηµαντικό. ∆ιότι η διατήρηση ενός σταθερού

Page 7: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

6

επιπέδου τιµών επιδρά θετικά στον µηχανισµό των τιµών, ο οποίος µε τη σειρά του συµβάλλει στην εύρυθµη λειτουργία της αγοράς και στην ορθή κατανοµή των πόρων µιας οικονοµίας. Ο ορισµός όµως του στόχου της σταθερότητας των τιµών δεν διατυπώθηκε µε ακρίβεια από την αρχή. Μόλις το 1998 το ∆ιοικητικό Συµβούλιο δηµοσίευσε τις θέσεις του µέσα από το δελτίο τύπου υπό τον τίτλο Α Stability-oriented Monetary Policy Strategy for the ECB’, προσφέροντας λεπτοµέρειες για το πώς θα επιτευχθεί η στρατηγική της σταθερότητας των τιµών µέσα από τρείς συνιστώσες. Η πρώτη ορίζει την έννοια σταθερότητα των τιµών ως τον πληθωρισµό που προκύπτει από τον Εναρµονισµένο ∆είκτη Τιµών Καταναλωτή και θέτει ως όριο ένα ποσοστό µικρότερο του 2%. Ο χρονικός χαρακτηρισµός ¨µεσοπρόθεσµα¨ υποδηλώνει ότι η εξαιρετικά σύντοµες διακυµάνσεις στο επίπεδο των τιµών δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν µε νοµισµατικά µέσα, και παράλληλα οι αλλαγές της νοµισµατικής πολιτικής απαιτούν ένα βάθος χρόνου ώστε να επιδράσουν και να επιφέρουν το επιθυµητό αποτέλεσµα. Η δεύτερη συνιστώσα τονίζει τον προεξέχοντα ρόλο της ποσότητας του χρήµατος για την καθοδήγηση της νοµισµατικής πολιτικής και υιοθετεί για τον σκοπό αυτό τον δείκτη m3. Τέλος η τρίτη συνιστώσα θέτει ως σηµαντικό κριτήριο για τη νοµισµατική πολιτική τις εκτιµήσεις για την µελλοντική εξέλιξη των τιµών. Το ποσοστό στόχευσης για τον πληθωρισµό στην ευρωζώνη δεν επελέγη αυθαίρετα. Ήδη από το 1950 ο Friedman είχε διατυπώσει την άποψη ότι το άριστο επίπεδο πληθωρισµού είναι το µηδενικό. ∆ιότι µεγιστοποιείται η χρησιµότητα από την παρακράτηση χρήµατος µιας και δεν µειώνεται η αξία του (De Grauwe, 2000). Μολονότι θεωρητικά είναι ένα ορθό επιχείρηµα, στην πράξη ενδέχεται να δηµιουργήσει επιπλοκές σε µια οικονοµία. Αυτό συµβαίνει διότι είναι πιθανό αφενός να οδηγήσει στην εµφάνιση του φαινοµένου του αποπληθωρισµού µε τις αρνητικές συνέπειες για την ανάπτυξη που αυτό συνεπάγεται, και αφετέρου πρέπει να λάβουµε υπόψη µας ότι η µέτρηση του πληθωρισµού είναι πιθανό να µην είναι ακριβής και να περιέχει σφάλµατα που θα οδηγήσουν την Ε.Κ.Τ σε λανθασµένες αποφάσεις. Εποµένως η επιλογή του ποσοστού 2%, αφήνει ένα περιθώριο προστασίας από τα σφάλµατα µέτρησης. Ακόµη επιτρέπει τις αυξήσεις τιµών που οφείλονται σε λόγους διαφορετικούς από τον πληθωρισµό όπως είναι για παράδειγµα η εµφάνιση ενός νέου αγαθού, η βελτίωση της ποιότητας ενός ήδη υπάρχοντος καθώς και οι αύξηση της ζήτησης (ή η µείωση της προσφοράς) ενός αγαθού. 1.γ Νοµισµατική Στρατηγική της Ε.Κ.Τ. Ο µηχανισµός µετάδοσής της Για την επίτευξη των στόχων που έχουν αναφερθεί, η Ε.Κ.Τ έχε υιοθετήσει δύο προοπτικές µέσα από τις οποίες προσεγγίζει και αξιολογεί τα δεδοµένα που είναι απαραίτητα για τη λήψη αποφάσεων. Ο όρος που έχει επικρατήσει για την περιγραφή τους είναι αυτός των δύο ¨Πυλώνων¨. Το σύστηµα των δύο πυλώνων ουσιαστικά πρόκειται για µια νοµισµατική στρατηγική η οποία εγκρίθηκε από το ∆ιοικητικό της Συµβούλιο το 1998 και µετά από µια συνολική αξιολόγηση της, το 2003 απέκτησε µεγαλύτερη σαφήνεια. Ο πρώτος Πυλώνας θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως νοµισµατικός. Σε αυτό το πλαίσιο η Ε.Κ.Τ επιχειρεί να προβλέψει την τάση για το πώς θα διαµορφωθεί το επίπεδο τιµών µεσοπρόθεσµα, εστιάζοντας τόσο στην πραγµατική οικονοµία όσο και

Page 8: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

7

στις υπάρχουσες χρηµατοπιστωτικές συνθήκες. Ακόµη, ερευνά ένα ιδιαίτερα κοµβικό ζήτηµα, αυτό των διαταραχών της οικονοµίας. Προσπαθεί να εντοπίσει τη φύση των διαταραχών αυτών, µε ποιο τρόπο θα επιδράσουν στο επίπεδο τιµών και τέλος πως θα εξελιχθούν µεσοπρόθεσµα και αν θα υπάρξει διάδοση τους από ένα κράτος της ευρωζώνης σε άλλο. Μιας και ο πρώτος στόχος της Ε.Κ.Τ είναι όπως είδαµε ο πληθωρισµός, που η κυρίαρχη άποψη τον ορίζει ως ένα αποκλειστικά νοµισµατικό φαινόµενο, µπορεί να ειπωθεί ότι ο πρώτος πυλώνας είναι και αυτός µε τη µεγαλύτερη βαρύτητα. Ο δεύτερος πυλώνας της νοµισµατικής στρατηγικής που ακολουθεί η Ε.Κ.Τ δεν διατυπώνεται µε σαφήνεια ανάλογη αυτής του πρώτου. Αποτελεί ένα µέσο διασταύρωσης µιας πληθώρας δεικτών της πραγµατικής οικονοµίας σε µεσο-µακροπρόθεσµο χρονικό ορίζοντα. Ανάµεσα στις µεταβλητές αυτές ξεχωριστή θέση κατέχει η µεταβλητή m3. Από τη στιγµή που η Ε.Κ.Τ θεωρεί ότι ο πληθωρισµός σχετίζεται άµεσα µε την οικονοµική ανάπτυξη και την ποσότητα του χρήµατος, και ταυτόχρονα ασκεί νοµισµατική πολιτική σε µεσοπρόθεσµο ορίζοντα, είναι απαραίτητο να αντλεί στοιχεία όπως η ποσότητα χρήµατος και η ρευστότητα που υπάρχει στην αγορά. Με τον τρόπο αυτό δεν κινδυνεύει να παρασυρθεί από παροδικές διαταραχές της οικονοµίας και να αντιδράσει λανθασµένα ή υπερβολικά. Η νοµισµατική πολιτική που ακολουθεί η Ε.Κ.Τ µεταφέρεται στην πραγµατική οικονοµία των κρατών µελών του ευρώ µέσω ενός πολύπλοκου και πολυδιάστατου µηχανισµού µετάδοσης. Οικονοµικές αλληλεπιδράσεις λιγότερο ή περισσότερο προβλέψιµες καθώς και χρονικές καθυστερήσεις είναι φαινόµενα συνυφασµένα µε την επίδραση της νοµισµατικής πολιτικής στην πραγµατική οικονοµία. Οι αποφάσεις της Ε.Κ.Τ για αλλαγή στα επιτόκια της αγοράς χρήµατος θέτουν πρακτικά σε λειτουργία το µηχανισµό µετάδοσης της νοµισµατικής πολιτικής. Αυτό συµβαίνει διότι το ύψος των επιτοκίων αυτών επηρεάζει µε τη σειρά του και τα υπόλοιπα επιτόκια, µε διαφορετικό τρόπο το καθένα. Τα επιτόκια των τραπεζών για τις καταθέσεις και τα δάνεια βραχυπρόθεσµου ορίζοντα για παράδειγµα, ανταποκρίνονται στις αλλαγές και επηρεάζουν άµεσα µια οικονοµία. Αντιθέτως η επίδραση της αλλαγής στα τραπεζικά επιτόκια που αφορούν µακροχρόνιο δανεισµό δεν είναι τόσο άµεση, εκτός από την περίπτωση που η αλλαγή των επιτοκίων από την Ε.Κ.Τ πυροδοτήσει στην αγορά νέες προσδοκίες για τις µελλοντικές τάσεις που θα επικρατήσουν στην οικονοµία. Ακόµη, λόγω της επίδρασης που έχει µια αλλαγή των επιτοκίων από την Ε.Κ.Τ στις συνθήκες χρηµατοδότησης της οικονοµίας, η νοµισµατική πολιτική που ασκείται είναι σε θέση να επηρεάσει τόσο τις τιµές περιουσιακών στοιχείων όπως για παράδειγµα τις τιµές των µετοχών, καθώς και τις συναλλαγµατικές ισοτιµίες. Οι αλλαγές των τραπεζικών επιτοκίων καθώς και των χρηµατοοικονοµικών περιουσιακών στοιχείων ασκούν επιδράσεις, όπως είναι αναµενόµενο, στις αποφάσεις τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων. Ένα υψηλότερο επίπεδο επιτοκίων καθιστά δυσκολότερο για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να δανειστούν για να καταναλώσουν ή να χρηµατοδοτήσουν κάποια µελλοντική επένδυση. Παράλληλα προσφέρεται ένα επιπλέον κίνητρο στα νοικοκυριά για να αποταµιεύσουν. Ακόµη η άνοδος των επιτοκίων δανεισµού ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην προσφορά χρήµατος. Αυτό συµβαίνει διότι ένα υψηλότερο επιτόκιο δανεισµού καθιστά περισσότερους υποψήφιους για δανεισµό επισφαλείς. Έτσι οι τράπεζες αρνούνται τη χορήγηση δανείων µε αποτέλεσµα επιχειρήσεις και νοικοκυριά να µην είναι σε θέση τουλάχιστον προσωρινά για να επενδύσουν ή να καταναλώσουν.

Page 9: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

8

Ακόµη οι αλλαγές στις τιµές των χρηµατοοικονοµικών περιουσιακών στοιχείων όπως είναι για παράδειγµα οι µετοχές, επηρεάζουν τόσο την κατανάλωση όσο και την αποταµίευση. Αν υποθέσουµε ότι οι τιµές των µετοχών αυξάνονται, τα νοικοκυριά που έχουν στην κατοχή τους µετοχές βλέπουν το εισόδηµα τους να αυξάνεται εξασφαλίζοντας τους µεγαλύτερες δυνατότητες κατανάλωσης. Όπως είναι λογικό ισχύει και το αντίστροφο. Μειώνονται οι τιµές των µετοχών, µειώνεται και η αγοραστική δύναµη των νοικοκυριών. Υπάρχουν λοιπόν επιδράσεις που επηρεάζουν και την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ως εκ τούτου είναι δυνατόν να επηρεαστεί αρνητικά ή θετικά η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες σε σχέση µε την προσφορά. Αν η ζήτηση κινείται σε µεγαλύτερο επίπεδο από αυτό της προσφοράς τότε θα υπάρξει πίεση στις τιµές για να κινηθούν ανοδικά. Ακόµη η αλλαγές στη συνολική ζήτηση µπορούν να επηρεάσουν τις συνθήκες στην αγορά εργασίας και ιδίως τους µισθούς που µε τη σειρά τους θα επηρεάσουν πάλι τις τιµές των αγαθών. Οι αλλαγές στην συναλλαγµατική ισοτιµία, υπό κανονικές συνθήκες ασκούν επιδράσεις στον πληθωρισµό. Μπορούµε να εντοπίσουµε κυρίως τρείς τρόπους µέσω των οποίων ασκούνται οι επιδράσεις αυτές: Οι αλλαγές στις συναλλαγµατικές ισοτιµίες επηρεάζουν άµεσα τις εγχώριες τιµές των εισαγόµενων αγαθών. Στην περίπτωση που συµβεί µια ανατίµηση τότε οι τιµές των εισαγόµενων αγαθών µειώνονται, µε αποτέλεσµα να σηµειωθεί µείωση του επιπέδου του πληθωρισµού. Αν τα εισαγόµενα αγαθά, που έχουν τώρα χαµηλότερη τιµή, χρησιµοποιούνται στην εγχώρια παραγωγή ως πρώτες ύλες, τότε σε βάθος χρόνου ενδέχεται να υπάρξει µείωση και στις τιµές των εγχώρια παραγόµενων αγαθών. Αυτό οδηγεί σε περαιτέρω µείωση του πληθωρισµού. Η ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων επηρεάζεται άµεσα από τις αλλαγές στις συναλλαγµατικές ισοτιµίες. Στην περίπτωση που έχουµε µια ανατίµηση τότε τα εγχώρια παραγόµενα αγαθά γίνονται λιγότερο ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά λόγω της αύξησης της τιµής τους. Έτσι µειώνεται η ζήτηση από το εξωτερικό και συνεπώς µειώνεται η συνολική ζήτηση για τα εγχώρια παραγόµενα προϊόντα. Αν θεωρήσουµε ότι οι υπόλοιποι παράγοντες παραµένουν αµετάβλητοι, τότε µειώνεται η πληθωριστική πίεση στην εγχώρια οικονοµία. Πρέπει όµως να λάβουµε υπόψη µας, ότι η ένταση των επιδράσεων αυτών εξαρτάται από το πόσο ανοιχτή είναι µια οικονοµία στο διεθνές εµπόριο. Στην ευρωζώνη δεδοµένου του µεγέθους της και τον υψηλό βαθµό εµπορικών σχέσεων µεταξύ των κρατών µελών, οι αλλαγές στις συναλλαγµατικές ισοτιµίες δεν ασκούν έντονες επιδράσεις στο επίπεδο του πληθωρισµού. Τέλος υπάρχει ένα ακόµη κανάλι µέσω του οποίου η νοµισµατική πολιτική επιδρά στη διαµόρφωση των τιµών. Η δυνατότητα της Ε.Κ.Τ να επηρεάζει τις µακροπρόθεσµες προσδοκίες του ιδιωτικού τοµέα της οικονοµίας. Σε αυτή την περίπτωση παίζει πολύ σηµαντικό ρόλο η αξιοπιστία της Κεντρικής Τράπεζας ότι θα επιτύχει τον στόχο της. ∆ιότι αν οι οικονοµικοί δρώντες προσδοκούν ότι η Ε.Κ.Τ θα καταφέρει να πετύχει το επίπεδο πληθωρισµού που έχει θέσει, τότε θα διαµορφωθούν διαφορετικά τόσο οι µισθολογικές απαιτήσεις όσο και η τιµολόγηση των προϊόντων από τις επιχειρήσεις.

Page 10: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

9

1.δ Το ζήτηµα της Ανεξαρτησίας και της Λογοδοσίας της Ε.Κ.Τ Μέχρι στιγµής, ακροθιγώς µόνο έχουµε αναφερθεί στο ζήτηµα της ανεξαρτησίας της Ε.Κ.Τ. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι στη συγκεκριµένη περίπτωση ο όρος ανεξαρτησία χρησιµοποιείται για να περιγράψει την απουσία πολιτικών και κοινωνικών πιέσεων στην Ε.Κ.Τ κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Αντιγράφοντας λοιπόν στον τοµέα αυτό την Γερµανική Κεντρική Τράπεζα, η Ε.Κ.Τ θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως η περισσότερο ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα. Το άρθρο 108 της Συνθήκης του Amsterdam αναφέρει χαρακτηριστικά1 ότι «Κατά την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεων που τους ανατίθενται από τις Συνθήκες και το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ούτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, ούτε κανένα µέλος των οργάνων λήψης αποφάσεων των ιδρυµάτων αυτών, δεν ζητάει ούτε δέχεται υποδείξεις από τα θεσµικά ή λοιπά όργανα ή οργανισµούς, από την κυβέρνηση κράτους µέλους ή από άλλο οργανισµό. Τα θεσµικά και λοιπά όργανα ή οργανισµοί της Ένωσης, καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών µελών, αναλαµβάνουν την υποχρέωση να τηρούν την αρχή αυτή και να µην επιδιώκουν να επηρεάζουν τα µέλη των οργάνων λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή των εθνικών κεντρικών τραπεζών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους» Η ανεξαρτησία της Ε.Κ.Τ µπορεί να ερµηνευτεί µε τρείς τρόπους. Ο πρώτος αφορά την πολιτική ανεξαρτησία, σύµφωνα µε την οποία η Ε.Κ.Τ δεν πρέπει ούτε να ζητά ούτε να δέχεται συµβουλές και παρεµβάσεις για τον τρόπο και τη φύση των δράσεων της. Ο δεύτερος είναι η προσωπική ανεξαρτησία των µελών της, από τα πολιτικά και τα εθνικά συµφέροντα τους καθώς αυτό θα έθετε σε κίνδυνο τον υπερεθνικό χαρακτήρα της Ε.Κ.Τ που της εξασφαλίζει αποτελεσµατικότητα στην αποστολή της. Η τρίτη ερµηνεία αφορά την οικονοµική ανεξαρτησία της Ε.Κ.Τ και την προστατεύει από την πιθανότητα να υποχρεωθεί να χρηµατοδοτήσει τα ελλείµµατα των κρατών µελών ή να παρέµβει ώστε να διαµορφωθεί η συναλλαγµατική ισοτιµία σύµφωνα µε τα συµφέροντα τους. Ο εξαιρετικά µεγάλος βαθµός ανεξαρτησίας της Ε.Κ.Τ έχει αποτελέσει τη βάση για να αναπτυχθεί µια έντονη κριτική. Κοινή συνισταµένη της οποίας αποτελεί το ερώτηµα κατά πόσον είναι θεµιτό και προς το συµφέρον µιας κοινωνίας που λειτουργεί σε δηµοκρατικά πλαίσια, να λαµβάνονται σηµαντικές αποφάσεις νοµισµατικής πολιτικής χωρίς να µπορούν να τις επηρεάσουν οι εκλεγµένοι αντιπρόσωποι της δηλαδή οι πολιτικοί. Παρότι το ανωτέρω επιχείρηµα δε στερείται βάσης, είναι δύσκολο να ειπωθεί ότι η ανεξαρτησία της Ε.Κ.Τ της εξασφαλίζει µια καθολική αυτονοµία στις επιλογές της και στη δράση της. Όπως έδειξε έρευνα του Posen (1993) η συµπεριφορά µιας Κεντρικής Τράπεζας δεν καθορίζεται µόνο από το καταστατικό της αλλά επηρεάζεται καθοριστικά από τις επικρατούσες κοινωνικές και οικονοµικές δυνάµεις και αντιλήψεις. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι ακόµη και αν µετριαζόταν κατά κάποιο τρόπο η ανεξαρτησία της Ε.Κ.Τ είναι πολύ πιθανόν να µην σηµειωνόταν κάποια ουσιαστική αλλαγή στη συµπεριφορά της κατά την άσκηση της νοµισµατικής πολιτικής. Τέλος πρέπει να σηµειώσουµε ότι η Ε.Κ.Τ παρόλο το βαθµό ανεξαρτησίας που κατέχει είναι υποχρεωµένη να λογοδοτεί για τις αποφάσεις. Στην πράξη αυτό

1 Βλέπε Συνθήκη του Άµεστερνταµ

Page 11: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

10

συµβαίνει µέσω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που αποτελεί και τον νόµιµο αντιπρόσωπο των πολιτών της Ε.Ε. Κάθε τέσσερις µήνες η Ε.Κ.Τ είναι υποχρεωµένη να υποβάλει αναφορά για τη νοµισµατική της πολιτική καθώς και για τις οικονοµικές συνθήκες που επικρατούν στην ζώνη του ευρώ. Το Ε.Κ. όµως δεν έχει τη δυνατότητα να απαιτήσει αλλαγές στην πολιτική της Ε.Κ.Τ. Το αν θα συνεχίσει στο µέλλον η Ε.Κ.Τ να απολαµβάνει αυτό το βαθµό ανεξαρτησίας ή θα υπάρξουν αντιδράσεις από τον χώρο τον πολιτικών θα κριθεί κυρίως από την ικανότητα της Ε.Κ.Τ να διασφαλίσει την αποτελεσµατική λειτουργία της νοµισµατικής ένωσης. 1.ε Η επιλογή του πληθωρισµού ως στόχου της Ε.Κ.Τ Όπως έχει ήδη αναφερθεί στο πρώτο µέρος, ο κεντρικός στόχος της Ε.Κ.Τ κατά την άσκηση της νοµισµατικής πολιτικής είναι ο έλεγχος του επιπέδου των τιµών στην ευρωζώνη. Η επιλογή αυτή έχει αναµενόµενα βρεθεί στο επίκεντρο πολλών ερευνητικών προσπαθειών και έχει πολλαπλώς ερµηνευθεί υπό διαφορετικά επιστηµονικά πρίσµατα προσφέροντας µια πληθώρα συµπερασµάτων συχνά αντικρουόµενων. Θα αναζητήσουµε την απάντηση αφενός στις διαφορές που εµφανίζουν οι οικονοµίες των κρατών µελών του ευρώ και αφετέρου στην κυρίαρχη οικονοµική σκέψη για το ποιες πραγµατικά είναι οι δυνατότητες µιας Κεντρικής Τράπεζας. Κατά την διάρκεια των διαπραγµατεύσεων µεταξύ των κρατών µελλών για το ενιαίο νόµισµα, αναδείχθηκε ως σηµαντικό ζήτηµα ο φόβος ορισµένων κρατών που παραδοσιακά στόχευαν σε ένα χαµηλό ποσοστό πληθωρισµού για το ποιο θα είναι το επίπεδο του µετά την νοµισµατική ένωση. Ο φόβος αυτός δεν ήταν αστήριχτος. Για την καλύτερη κατανόηση του ζητήµατος ο De Grauwe (1996) χρησιµοποίησε το υπόδειγµα Baroo-Gordon. Υπέθεσε ότι υπάρχουν δύο χώρες (Γερµανία και Ιταλία) οι οποίες ενώ είναι πανοµοιότυπες έχουν διαφορετική πολιτική απέναντι στον πληθωρισµό. Η Γερµανία καταβάλλει έντονες προσπάθειες για τον περιορισµό του ενώ αντίθετα η Ιταλία ακολουθεί µια πιο ανεκτική πολιτική. Αυτό µπορεί να φανεί στο γράφηµα από τις καµπύλες αδιαφορίας, ευθείες για τη Γερµανία και κυρτές για την Ιταλία. Ακόµη υποθέτουµε ότι και οι δύο χώρες έχουν το ίδιο φυσικό ποσοστό ανεργίας (Un) και οι κυβερνήσεις τους επίσης έχουν τον ίδιο στόχο για το ποσοστό ανεργίας (U*) που επιθυµούν. Αν τώρα οι δύο αυτές χώρες αποφασίσουν να σχηµατίσουν µια νοµισµατική ένωση τότε είναι αναµενόµενο ότι οι αποφάσεις θα λαµβάνονται από µια κοινή κεντρική τράπεζα οπότε δεν θα µπορούν να έχουν διαφορετικές προτιµήσεις. Αναµένεται λοιπόν µετά το σχηµατισµό της νοµισµατικής ένωσης, το ύψος του πληθωρισµού να είναι ένα συγκερασµός των προτιµήσεων των δύο κρατών οπότε στο γράφηµα θα βρίσκεται µεταξύ του σηµείου Εg και Ei.

Page 12: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

11

. Από την εξέλιξη όµως αυτή η Γερµανία που είχε χαµηλότερο επίπεδο πληθωρισµού βλέπει την ευηµερία της να µειώνεται. Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συµπέρασµα ότι η Γερµανία δεν θα επιθυµούσε να σχηµατίσει νοµισµατική ένωση µε την Ιταλία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα που έχει µεγαλύτερο επίπεδο πληθωρισµού εκτός αν είναι σε θέση να διαµορφώσει τους κανόνες τόσο για την είσοδο τους στη νοµισµατική ένωση αλλά και για τις µελλοντικές αποφάσεις της κοινής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να διασφαλιστεί ότι µελλοντικά δεν θα ατονήσουν οι προσπάθειες για έλεγχο του επιπέδου τιµών. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η ασυµµετρία στο µέγεθος και τις προτιµήσεις του πληθωρισµού ανάµεσα στα κράτη ήταν ένας από τους λόγους που συνέβαλαν αποφασιστικά ώστε η Ε.Κ.Τ να έχει ως στόχο τη σταθερότητα του επιπέδου τιµών. Για να κατανοήσουµε όµως γιατί η επιλογή του πληθωρισµού αποτελεί τον πιο σηµαντικό και ουσιαστικά τον µοναδικό στόχο που επιδιώκει η Ε.Κ.Τ είναι απαραίτητο να εξετάσουµε την οικονοµική σκέψη µέσα στην οποία αυτή αναπτύχθηκε. 1.στ Η επικράτηση του Μονεταρισµού και η νοµισµατική πολιτική Αποτελεί κοινή πεποίθηση µεταξύ των οικονοµολόγων το γεγονός ότι η Ο.Ν.Ε και η ίδια η Ε.Κ.Τ έχει βασιστεί και υιοθετήσει πολλές από τις απόψεις των µονεταριστών (Arestis et al ,1999). Ο µονεταρισµός παρότι δεν αποτελεί ένα νέο ρεύµα σκέψης επανήλθε δυναµικά µετά τη δεκαετία του ’70 και παγιώθηκε ως η κυρίαρχη

Page 13: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

12

οικονοµική θεωρία. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την επικράτηση έπαιξε ο Milton Freidman. Ανασκευάζοντας την ήδη υπάρχουσα Ποσοτική Θεωρία του Χρήµατος, ώστε να ανταποκρίνεται όχι µόνο µακροπρόθεσµα αλλά και σε βραχυχρόνια περίοδο. Με τον τρόπο αυτό προκάλεσε το ενδιαφέρον των οικονοµολόγων της εποχής του που είχαν στρέψει την προσοχή τους στη µελέτη των επιχειρηµατικών κύκλων και της ανεργίας (Mayer,Minford, 1995). Η µονεταριστική οικονοµική σκέψη θεωρεί τον πληθωρισµό ως ένα αποκλειστικά νοµισµατικό φαινόµενο το οποίο δεν ασκεί επίδραση µακροπρόθεσµα ούτε στην απασχόληση ούτε στην οικονοµική ανάπτυξη, παρά µόνο στις τιµές. Η άποψη αυτή βασίζεται στην Ποσοτική Θεωρία του Χρήµατος που στην πιο απλή της µορφή αναφέρει ότι οι αλλαγές στον ρυθµό αύξησης της προσφορά χρήµατος συνοδεύονται από ισοδύναµες αλλαγές στον ρυθµό αύξησης του πληθωρισµού και τέλος στο ρυθµό αύξησης των ονοµαστικών επιτοκίων. Αυτό περιγράφει η εξίσωση Μ V = Y P όπου Μ είναι η προσφορά χρήµατος, V η ταχύτητα κυκλοφορίας του, Υ το πραγµατικό προϊόν και P το επίπεδο των τιµών. Από την εξίσωση αυτή προκύπτει επίσης και αυτό που χαρακτηρίζεται ως ουδετερότητα του χρήµατος. Μια µόνιµη αύξηση του ρυθµού της προσφοράς χρήµατος δεν θα έχει καµία επίδραση µακροπρόθεσµα στην ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήµατος και στο παραγόµενο προϊόν µιας οικονοµίας. Γίνεται λοιπόν φανερό υπό το πρίσµα αυτής της θεωρίας, ότι η νοµισµατική πολιτική δεν έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει δραστικά και µακροπρόθεσµα τις πραγµατικές µεταβλητές µια οικονοµίας όπως το παραγόµενο προϊόν και το επίπεδο της απασχόλησης. Ως εκ τούτου µια Κεντρική Τράπεζα, στην περίπτωση µας η Ε.Κ.Τ, είναι συνετό να έχει έναν ρεαλιστικό και πραγµατοποιήσιµο στόχο όπως είναι αυτός της σταθερότητας του επιπέδου τιµών, µιας και οι υπόλοιποι στόχοι δεν µπορούν να επιτευχθούν µε τη χρήση του εργαλείου της νοµισµατικής πολιτικής. Έτσι ο ρόλος της Ε.Κ.Τ στη διαµόρφωση της οικονοµικής πραγµατικότητας περιορίζεται δραστικά. Λόγω της ουδετερότητας του χρήµατος δεν έχει νόηµα να προκαλέσει µια νοµισµατική ώθηση, για να βοηθήσει στην βελτίωση της πραγµατικής οικονοµίας και στην αύξηση της ευηµερίας µιας και το τελικό αποτέλεσµα θα είναι µόνο η αύξηση του πληθωρισµού. Ακόµη όσον αφορά το ζήτηµα της απασχόλησης και την επίδραση που ασκεί σε αυτό η νοµισµατική πολιτική, οι µονεταριστές οικονοµολόγοι υποστηρίζουν ότι µία Κεντρική Τράπεζα δεν είναι σε θέση να παρέµβει αποτελεσµατικά. Αυτό συµβαίνει διότι κάθε οικονοµία έχει ένα «φυσικό» ποσοστό ανεργίας (NAIRU, Non Accelerating Inflation Rate of Unemployment ). Αν η ανεργία πέσει κάτω από αυτό το ποσοστό τότε το τίµηµα είναι η αύξηση του επιπέδου του πληθωρισµού. Εποµένως εντοπίζουν τη λύση στο πρόβληµα της απασχόλησης στις θεσµικές µεταρρυθµίσεις των αγορών εργασίας. Η Κεντρική Τράπεζα λοιπόν δεν στέκεται εµπόδιο στην αύξηση της απασχόλησης όταν ακολουθεί µια περιοριστική νοµισµατική πολιτική. Αντίθετα ο ρόλος της είναι να υποβοηθά την πραγµατική οικονοµία ρυθµίζοντας κατάλληλα την προσφορά χρήµατος ώστε να µη θέτει σε κίνδυνο την ανάπτυξη που επιτυγχάνεται από τις διαδικασίες της αγοράς και τη λειτουργία του ανταγωνισµού (Schonwitz,2004). Αυτό υποδηλώνει ότι πράγµατι οι αγορές έχουν τη δυνατότητα να αυτορυθµίζονται και να επιτυγχάνουν µέσω της απρόσκοπτης λειτουργίας τους, στόχους ευρύτερου ενδιαφέροντος όπως είναι η οικονοµική ανάπτυξη και η αύξηση του επιπέδου απασχόλησης.

Page 14: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

13

Ο αντίλογος Αντίθετα όµως µε τη µονεταριστική σκέψη, η Κευνσιανή θεώρηση δεν περιβάλλει τις δυνάµεις της αγορά µε την ίδια εµπιστοσύνη. Θεωρεί ως εξαιρετικά πιθανό οι αγορές να αποτυγχάνουν στη λειτουργία τους. Η αποτυχία αυτή έχει ως συνέπεια την αύξηση της ανεργία η οποία ενδέχεται να αναπτύξει και µακροχρόνια χαρακτηριστικά λόγω της ύπαρξης ολιγοπωλιακών συµπεριφορών. Σύµφωνα µε την Κευνσιανή θεωρία για να έχει τη δυνατότητα µια οικονοµία να αποφεύγει ή να δρα διορθωτικά σε τέτοια φαινόµενα είναι απαραίτητο να ακολουθείται από τις κυβερνήσεις µια συντονισµένη νοµισµατική και δηµοσιονοµική πολιτική που να προωθεί την ανάπτυξη και την οικονοµική ευηµερία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν απαιτείται από την Κεντρική Τράπεζα η άσκηση µιας περισσότερο ενεργητικής πολιτικής. Προκαλώντας µια νοµισµατική ώθηση µέσω της αύξησης της προσφοράς χρήµατος, θα σηµειωθεί πτώση στα επιτόκια. Η µείωση των επιτοκίων µε τη σειρά της θα αυξήσει τη ζήτηση για επενδύσεις µιας και το κόστος κεφαλαίου θα είναι µικρότερο. Έτσι θα τονωθεί η οικονοµική ανάπτυξη και παράλληλα θα δηµιουργηθούν θέσεις εργασίας µε αποτέλεσµα να βελτιωθεί το επίπεδο απασχόλησης. Πρέπει όµως να σηµειωθεί ότι για να είναι σε θέση µια Κεντρική Τράπεζα να δράσει µε αυτό τον τρόπο είναι απαραίτητο να έχει και τον κατάλληλο µηχανισµό µετάδοσης της νοµισµατικής πολιτικής της, καθώς και να µπορεί να τον διαχειριστεί µε τρόπο αποτελεσµατικό. Από την επισκόπηση των δύο αντικρουόµενων θεωριών προκύπτουν και τα ερωτήµατα που πρέπει να τεθούν. Αν υπάρχει δηλαδή πράγµατι, στενή σχέση µεταξύ του πληθωρισµού και της αύξησης της προσφοράς χρήµατος, και το χρήµα συµπεριφέρεται υπό όλες τις συνθήκες ουδέτερα σε µακροπρόθεσµο χρονικό ορίζοντα. 1.ζ Ο πληθωρισµός ως νοµισµατικό Φαινόµενο Πριν την επικράτηση της µονεταριστικής σκέψης, η άποψη ότι ο πληθωρισµός αποτελεί ένα αποκλειστικά νοµισµατικό φαινόµενο δεν ήταν ευρέως διαδεδοµένη

Page 15: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

14

µεταξύ των οικονοµολόγων. Από τη δεκαετία όµως του ΄70 και µετά συντελέστηκε µια αλλαγή στη στάση τους. Οι περισσότερες µελέτες στατιστικών στοιχείων που έγιναν υποδεικνύουν πράγµατι όπως φαίνεται και στον πίνακα, µια ισχυρή θετική συσχέτιση µεταξύ της αύξησης προσφοράς χρήµατος και του πληθωρισµού. Παίρνοντας δείγµα 160 χωρών και για περίοδο 30 ετών, ένα χρονικό διάστηµα ικανό για να χαρακτηριστεί µακροπρόθεσµο, οι De Grauwe, Polan (2005) µελετούν την συσχέτιση του πληθωρισµού µακροπρόθεσµα, µε την αύξηση της προσφοράς χρήµατος. Προχωρώντας περισσότερο διακρίνουν τις χώρες του δείγµατος σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιέχει τις χώρες που έχουν παραδοσιακά υψηλό ποσοστό πληθωρισµού και η δεύτερη αυτές µε χαµηλό ποσοστό πληθωρισµού. Η διάκριση αυτή γίνεται ώστε να είναι δυνατόν να εκτιµηθεί ποια είναι η επίδραση του ύψους του πληθωρισµού στη σχέση µεταξύ προσφοράς χρήµατος και πληθωρισµού. Η έρευνα καταλήγει στο συµπέρασµα ότι στο δείγµα των χωρών στις οποίες επικρατούν χαµηλά ποσοστά πληθωρισµού (µέχρι 10%) η συσχέτιση µεταξύ αύξησης της προσφοράς χρήµατος και πληθωρισµού είναι πολύ µικρή αν όχι απούσα. Θα µπορούσε εύλογα λοιπόν να ειπωθεί ότι η θέση που έχει υιοθετήσει η Ε.Κ.Τ, ότι πληθωρισµός είναι πάντα και παντού ένα αποκλειστικά νοµισµατικό φαινόµενο, δεν ισχύει για τις χώρες που έχουν χαµηλά ποσοστά πληθωρισµού. Συνεπώς η χρήση της ποσότητας χρήµατος ως οδηγό για την πολιτική επίτευξης της σταθερότητας των τιµών δεν είναι ένα χρήσιµο εργαλείο σε χώρες µε χαµηλό επίπεδο πληθωρισµού. Αυτό σηµαίνει ότι µια περισσότερο ενεργητική νοµισµατική πολιτική από την Ε.Κ.Τ δεν θα έβαζε αυτόµατα σε κίνδυνο τον πρώτο της στόχο που είναι ο πληθωρισµός. 1.η Η σηµασία της Σταθερότητας των Τιµών Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η επίτευξη της σταθερότητας του επιπέδου τιµών δεν είναι απλά ένας τεχνικός στόχος. Υπάρχουν οφέλη για µια οικονοµία που όπως είναι αναµενόµενο διαχέονται σε ολόκληρη την κοινωνία και αυξάνουν την ευηµερία της. Αιώνες πριν, όπως αναφέρει ο Hans Tietmeyer (1996), ο Νικόλαος Κοπέρνικος είχε παρατηρήσει ότι στις χώρες που κυκλοφορεί «καλό» χρήµα, οι τέχνες και οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε άνθηση ενώ παντού υπάρχει ευηµερία. Ενώ αντίθετα στις χώρες που το χρήµα που βρίσκεται σε κυκλοφορία είναι «κακό», κυριαρχεί η οκνηρία, η αδράνεια και η αδιαφορία. Σαφώς, η σηµερινή οικονοµική πραγµατικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Υπάρχουν όµως ακόµη λόγοι που η ανάπτυξη της οικονοµίας επωφελείται από τη σταθερότητα των τιµών και είναι γενικώς αποδεκτοί από τους περισσότερους οικονοµολόγους. Μεταξύ των θετικών επιδράσεων συγκαταλέγονται (Motley, 2002) : Αυξάνεται η διαφάνεια στις σχετικές τιµές, ως εκ τούτου ο µηχανισµός των τιµών λειτουργεί περισσότερο αποτελεσµατικά µέσα σε µια αγορά, κατευθύνοντας τους πόρους µιας οικονοµίας στους τοµείς που θα χρησιµοποιηθούν πιο παραγωγικά. Οι µειωµένες πιθανότητες για αύξηση του πληθωρισµού, συγκρατεί το ύψος των τραπεζικών επιτοκίων. Ακόµη δεν αυξάνει την αβεβαιότητα για τις µελλοντικές

Page 16: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

15

οικονοµικές συνθήκες µε αποτέλεσµα να δηµιουργείται ένα περιβάλλον που προωθεί την ανάληψη νέων επενδύσεων. Καθιστά το νόµισµα που βρίσκεται σε κυκλοφορία (στην περίπτωση µας το Ευρώ) αξιόπιστο και πιο ισχυρό. Έτσι αυξάνεται σε διεθνές επίπεδο η αποδοχή του και µιας και το νόµισµα είναι ένα αγαθό συλλεκτικό, όσοι περισσότεροι το κατέχουν τόσο αυξάνεται η αξία του. Στους ανωτέρω οικονοµικούς λόγους θα µπορούσαµε να προσθέσουµε και τη σηµασία που έχει η σταθερότητα των τιµών για την ευηµερία του κοινωνικού συνόλου. Ιδιαίτερα στις ανεπτυγµένες οικονοµίες στις οποίες η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής πρόνοιας παίζουν καθοριστικό ρόλο. Όπως σηµειώνει ο Schonwitz (1995) το φαινόµενο του πληθωρισµού µπορεί να αποβεί επικίνδυνο για αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά. ∆ιότι οι χρηµατικοί πόροι για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής δεν προκύπτουν από το πουθενά. Χρειάζεται η οικονοµία να είναι εύρωστη και αποτελεσµατική ώστε να παράγεται πλούτος που στη συνέχεια και µέσω της αναδιανοµής του να εξασφαλίζει σε όλους τους πολίτες συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης. Από τη στιγµή λοιπόν που η σταθερότητα των τιµών συµβάλλει στην αποτελεσµατικότητα µιας οικονοµίας η αιτιακή συνάφεια της µε την κοινωνική σταθερότητα γίνεται προφανής. Σηµαντικό ρόλο παίζει επίσης η σταθερότητα των τιµών για τις αποταµιεύσεις των πολιτών . Ο πληθωρισµός µειώνοντας την αγοραστική δύναµη του χρήµατος που κατέχουν, δηµιουργεί ανασφάλεια. Η πραγµατικότητα αυτή πλήττει κυρίως τους ηλικιωµένους που εκ φύσεως αποτελούν µια κοινωνικά ευπαθή οµάδα. Αυτό συµβαίνει διότι σταδιακά οι αποταµιεύσεις τους χάνουν την αξία τους την ώρα που τις έχουν περισσότερο ανάγκη. Ακόµη από τον πληθωρισµό δεν θίγονται όλοι στον ίδιο βαθµό. Σε δυσανάλογα δυσάρεστη θέση βρίσκονται οι κατώτερες τάξεις. Αυτό συµβαίνει διότι έχουν λίγα χρήµατα να αποταµιεύσουν και δεν τους προσφέρονται επιτόκια που θα µπορούσαν να αντισταθµίσουν τον πληθωρισµό, επίσης δεν έχουν πρόσβαση λόγω οικονοµικής αδυναµίας σε επαγγελµατίες συµβούλους για το πώς να αυξήσουν την απόδοση των καταθέσεων τους και τέλος δεν είναι εύκολο για αυτούς να επενδύσουν σε αγαθά όπως η έγγειος ιδιοκτησία που δεν θίγεται από τον πληθωρισµό.

Page 17: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

16

2. Το ζήτηµα της Οικονοµικής ∆ιακυβέρνησης 2.α Η συνθήκη του Maastricht Στις 7 Φεβρουαρίου του 1992 υπογράφεται η Συνθήκη του Maastricht, σηµατοδοτώντας τη βούληση ορισµένων εκ των κρατών µελών της Ε.Ε να προχωρήσουν στη δηµιουργία µιας πλήρους οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης. Ταυτόχρονα αποτέλεσε ένα σηµείο σταθµό στην πορεία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Θέτοντας ως χρονικό ορίζοντα το 1999, όσα κράτη επιθυµούσαν να υιοθετήσουν το κοινό νόµισµα ήταν υποχρεωµένα να εκπληρώσουν τα οικονοµικά κριτήρια που προβλέπονταν στη συνθήκη. Παράλληλα µέσα από τις διατάξεις της συνθήκης διαφαίνεται η οικονοµική θεωρητική θεµελίωση που διέπει µέχρι σήµερα τους θεσµούς του ενιαίου νοµίσµατος. Τα κριτήρια εισόδου αλλά και παραµονής στην ένωση αφορούν: Τη σύγκλιση των υποψήφιων κρατών µελών στα επίπεδα του πληθωρισµού. Συγκεκριµένα προβλέπεται το ύψος του πληθωρισµού να µην αποκλίνει περισσότερο από 1.5 µονάδα µε τιµή αναφοράς τον µέσο όρο των τριών κρατών µε το χαµηλότερο επίπεδο πληθωρισµού. Τη σύγκλιση του επιτοκίου. Το µέσο µακροπρόθεσµο ονοµαστικό επιτόκιο του προς ένταξη κράτους δεν πρέπει να υπερβαίνει περισσότερο από 2%, αυτό που προκύπτει από το µέσο όρο των τριών κρατών µε το χαµηλότερο πληθωρισµό. Τη συναλλαγµατική σταθερότητα. Το νόµισµα του υποψήφιου κράτους πρέπει για περίοδο όχι µικρότερη των δύο ετών, να βρίσκεται µέσα στη ζώνη διακύµανσης του Μηχανισµού Συναλλαγµατικών Ισοτιµιών (EMS) ∆ηµοσιονοµική Σταθερότητα. Τίθεται ως όριο το 3% για το δηµοσιονοµικό έλλειµµα και 60% για το δηµόσιο χρέος. Επίσης όπως έχουµε ήδη αναφέρει υπάρχει πρόβλεψη που απαγορεύει την «διάσωση» (bail out) ενός κράτους µέλους που δεν µπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος του. Η πρόβλεψη για µη διάσωση δεν δεσµεύσει µόνο την Ε.Κ.Τ αλλά και τα υπόλοιπα κράτη µέλη καθώς και τα κοινοτικά όργανα. Τα κριτήρια αυτά δεν πρέπει να ειδωθούν υπό το πρίσµα «σκληρών» κανονισµών αλλά περισσότερο ως οδηγίες για να επιτευχθεί σύγκλιση µεταξύ των υποψήφιων κρατών µελών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελική απόφαση για ένταξη ενός µέλους στην ευρωζώνη λαµβάνεται από τα υπόλοιπα µέλη µέσω ενισχυµένης πλειοψηφίας, και η συνθήκη ρητά αναφέρει ότι πρέπει να δοθεί βαρύτητα όχι µόνο στην επίτευξη των κριτηρίων αλλά και στο αν τα υποψήφια κράτη έκαναν µια καλόπιστη και αξιόλογη προσπάθεια να τα επιτύχουν (Garrett, 1993). Η ορθότητα καθώς και οι επιδράσεις των κριτηρίων αυτών στις οικονοµίες των κρατών µελών του ευρώ απασχόλησαν έντονα κατά το παρελθόν τους συγγραφείς. Οι περισσότερες µελλοντικές επιδράσεις όµως προέκυψαν από το τελευταίο κριτήριο για τη δηµοσιονοµική πολιτική. ∆ιότι πάνω σε αυτό βασίστηκε και οικοδοµήθηκε το µετέπειτα πλαίσιο δηµοσιονοµικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.

Page 18: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

17

Πριν λοιπόν αναφερθούµε εκτενέστερα σε αυτό, είναι σκόπιµο να εξετάσουµε ορισµένα ζητήµατα όπως είναι αυτό της µορφής που ενδείκνυται να έχει η δηµοσιονοµική συνεργασία σύµφωνα µε τις υπάρχουσες οικονοµικές θεωρίες καθώς και το πώς η ενίσχυση της ή η αποδυνάµωση της σχετίζεται και αλληλεπιδρά µε την πολιτική βούληση αυτών που καλούνται να λάβουν τις απαραίτητες αποφάσεις. 2.β Οικονοµική Θεωρία και ∆ηµοσιονοµικό πλαίσιο H µορφή που πρέπει να έχει η οικονοµική διακυβέρνηση µέσα στους κόλπους του ενιαίου νοµίσµατος είναι ένα από τα ζητήµατα που απασχόλησαν συνεχίζει να απασχολεί έντονα τόσο τους ακαδηµαϊκούς κύκλους όσο και τους πολιτικούς. Είναι προφανές ότι η ένταξη ενός κράτους στο ενιαίο νόµισµα, συνεπάγεται ταυτόχρονα και την απώλεια του εργαλείου της νοµισµατικής πολιτικής. Το γεγονός αυτό µεταφέρει αυτόµατα την προσοχή όλων στο πεδίο της δηµοσιονοµικής πολιτικής και ειδικότερα στο πως αυτή µπορεί να εξυπηρετήσει αποτελεσµατικότερα τόσο τα συµφέροντα των κρατών µελών ξεχωριστά όσο και του κοινού νοµίσµατος συνολικά. Η θεωρία των Άριστων Νοµισµατικών Περιοχών αν και δεν παρέχει µια οριστική απάντηση για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος ώστε να διευθετηθεί το ζήτηµα αυτό, υποδεικνύει ωστόσο µια κατεύθυνση. Ο Mundell (1961) θέλοντας να εξετάσει τον τρόπο µε τον οποίο οι οικονοµίες προσαρµόζονται όταν δέχονται µία ασύµµετρη διαταραχή χρησιµοποίησε ένα µοντέλο δύο χωρών. Υποθέτει ότι οι καταναλωτικές συνήθειες στη χώρα Α αλλάζουν, και δηµιουργείται υπερβάλλουσα ζήτηση για αγαθά που παράγονται στη χώρα Β. Έτσι λοιπόν στη χώρα Α τα αγαθά µένουν αδιάθετα και αυξάνεται η ανεργία ενώ στη χώρα Β δηµιουργούνται πληθωριστικές πιέσεις και αυξάνεται το επίπεδο τιµών.

Page 19: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

18

Αν οι δύο χώρες χρησιµοποιούν διαφορετικό νόµισµα, τότε η Κεντρική Τράπεζα της χώρας Α θα προχωρούσε σε υποτίµηση ώστε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της, ενώ η Κεντρική Τράπεζα της χώρας Β θα ακολουθούσε µια περιοριστική νοµισµατική πολιτική ώστε να εξουδετερώσει τις πληθωριστικές πιέσεις στην οικονοµία της. Με τον τρόπο αυτό θα µπορούσε να απορροφηθεί η ασύµµετρη διαταραχή. Όταν όµως οι δύο χώρες αυτές ενωθούν σε µια νοµισµατική ένωση τότε αφενός έχουν σταθερή συναλλαγµατική ισοτιµία και αφετέρου µία κεντρική τράπεζα που καλείται να λάβει τις αποφάσεις. Μιας και όπως είδαµε δεν υπάρχει µια νοµισµατική πολιτική που θα ικανοποιούσε και τις δύο χώρες, το ρόλο της απορρόφησης της ασύµµετρης διαταραχής δεν µπορεί να τον έχει η Κεντρική Τράπεζα. Το πρόβληµα λοιπόν αυτό, αναφέρει ο Mundell, είναι δυνατόν να επιλυθεί µέσω της κινητικότητας των παραγωγικών συντελεστών. Οι αρνητικές λοιπόν επιπτώσεις της ασύµµετρης διαταραχής θα διασκεδαστούν µέσω της µετακίνησης του κεφαλαίου αλλά και του εργατικού δυναµικού από την µία οικονοµία που βρίσκεται σε ύφεση (χώρα Α) στην οικονοµία ανθεί. Με τον τρόπο αυτό υποκαθίσταται ο µηχανισµός της συναλλαγµατικής ισοτιµίας, και µειώνεται το πιθανό κόστος από το σχηµατισµό της νοµισµατικής ένωσης. Παράλληλα διατύπωσε την άποψη ότι η ενοποίηση των αγορών των παραγωγικών συντελεστών και η ευελιξία των µισθών και των τιµών καθιστούν ευκολότερη την προσαρµογή σε µια ασύµµετρη διαταραχή χωρίς το τίµηµα της ανεργίας και του πληθωρισµού. Ο Mundell όµως, επηρεασµένος από τις συνθήκες της εποχής του θεώρησε πως τα κράτη µέσω των νοµισµατικών και δηµοσιονοµικών πολιτικών τους, είναι σε θέση να ελέγχουν απόλυτα τη συνολική ζήτηση στο εσωτερικό τους, ώστε να αντισταθµίσουν τις εξωγενείς διαταραχές που δέχεται η οικονοµία τους. Ως εκ τούτου, στο υπόδειγµα του θεώρησε πως οι προσδοκίες του ιδιωτικού τοµέα για το επίπεδο τιµών, τα επιτόκια, τη συναλλαγµατική ισοτιµία παρέµεναν σταθερές και δεν αναπροσαρµόζονταν σύµφωνα µε τις οικονοµικές συνθήκες που επικρατούσαν (McKinnon, 2004). H απορρόφηση των διαταραχών µέσω της κινητικότητας των παραγωγικών συντελεστών, αποτέλεσε κεντρικό σηµείο της κριτικής που ασκήθηκε στον Mundell. Το γεγονός αυτό δεν προκαλεί έκπληξη µιας και εύκολα µπορούµε να φανταστούµε πόσο περιορισµένη είναι η δυνατότητα για µετακίνηση του εργατικού δυναµικού και µείωσης των µισθών σε µια οικονοµίας. Είτε για λόγους κουλτούρας και γλώσσας στην πρώτη περίπτωση είτε λόγω των εργατικών συνδικάτων στη δεύτερη. Έτσι ένας σηµαντικός µηχανισµός προσαρµογής σε µια ασύµµετρη διαταραχή αποδεικνύεται αναποτελεσµατικός. Σε µια δεύτερη προσέγγιση όσον αφορά την Θεωρία των Άριστων Νοµισµατικών Περιοχών, ο Mundell αναθεώρησε την άποψη του σχετικά µε τις σταθερές προσδοκίες του ιδιωτικού τοµέα (Mckinnon, 2004). Υποστήριξε ότι η τάση που παρατηρείται στην αγορά συναλλάγµατος να αποτυπώνει στο παρόν γεγονότα που αναµένεται να συµβούν στο µέλλον, µπορεί να µετριάσει τις επιπτώσεις των ασύµµετρων διαταραχών µέσα σε µια νοµισµατική ένωση, µέσω της εξοικονόµησης συναλλάγµατος και της διαφοροποίησης του διεθνούς χαρτοφυλακίου Σύµφωνα όµως µε τον Kenen (Mundell and Swoboda, 1969) είναι περισσότερο συνετό, ένα µεγάλο µέρος των εθνικών προϋπολογισµών να συγκεντρώνεται και να διαχειρίζεται κεντρικά. Όσο µεγαλύτερο είναι το µέγεθος του κεντρικού προϋπολογισµού τόσο αποτελεσµατικότερη καθίσταται η άµβλυνση των συνεπειών που προκαλούνται από την ύπαρξη ασύµµετρων διαταραχών που πλήττουν τα κράτη µέλη.

Page 20: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

19

Το επιχείρηµα αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό αν υποθέσουµε ότι ένα κράτος µέλος λόγω µιας ασύµµετρη διαταραχής, υφίσταται µείωση στο επίπεδο παραγωγής του ενώ ένα άλλο κράτος µέλος γνωρίζει αύξηση της παραγωγής του. Σε αυτή την περίπτωση ,ένας κεντρικά οργανωµένος προϋπολογισµός παρέχει τη δυνατότητα να µεταφερθούν πόροι στο κράτος µέλος που πλήττεται από τους πλεονάζοντες πόρους του δεύτερου κράτους που η οικονοµία του ανθεί. Στην περίπτωση όµως που δεν είναι εφικτό ή επιθυµητό να υπάρχει µια κεντρική διαχείριση των προϋπολογισµών τότε είναι απαραίτητο τα κράτη µέλη να έχουν την ελευθερία να χρησιµοποιήσουν το εργαλείο της δηµοσιονοµική πολιτικής για να απορροφήσουν τις επιπτώσεις των ασύµµετρων διαταραχών. Αυτό συµβαίνει µέσω των αυτόµατων δηµοσιονοµικών σταθεροποιητών, δηλαδή της αύξησης των δαπανών που προορίζονται για κοινωνικές παροχές και την µείωση των κρατικών εσόδων. Σε µια τέτοια κατάσταση ο δανεισµός των κρατών αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Μια αύξηση λοιπόν του ελλείµµατος ενός η περισσότερων κρατών µελών θα ήταν εξαιρετικά πιθανή και παράλληλα θα ήταν δυνατόν να θέσει σε κίνδυνο τη νοµισµατική σταθερότητα στην ευρωζώνη αν θεωρήσουµε ότι η δηµοσιονοµική πολιτική δεν είναι ανεξάρτητη µακροπρόθεσµα από τη νοµισµατική πολιτική (Pissani-Ferry, 2006). Το ζήτηµα λοιπόν της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας στα πλαίσια του κοινού νοµίσµατος αποκτά ξεχωριστή σηµασία και τίθεται το ερώτηµα αν ο σχηµατισµός της νοµισµατικής ένωσης ωθεί τα κράτη µέλη να υιοθετήσουν µια στάση περισσότερο πειθαρχηµένη ή το αντίθετο. Αν λάβουµε υπόψη µας ότι το κράτη µέλη χάνουν το εκδοτικό προνόµιο που περνάει στον έλεγχο της Ε.Κ.Τ τότε είναι περισσότερο πιθανόν να δανείζονται λιγότερο, µιας και γνωρίζουν ότι δεν µπορούν να τυπώσουν χρήµα ή να προκαλέσουν αιφνιδιαστικό πληθωρισµό ώστε να µειώσουν το βάρος του χρέους τους. Παράλληλα όµως δηµιουργούνται και ισχυρά κίνητρα για δηµοσιονοµική απειθαρχία εις βάρος των υπολοίπων κρατών µελών. Είτε γιατί µια κυβέρνηση ακολουθεί µια ευκαιριακή δηµοσιονοµική πολιτική είτε γιατί η νοµισµατική ένωση δηµιουργεί την αίσθηση ότι τελικά το κράτος ή τα κράτη µέλη που δανείστηκαν υπερβολικά θα διασωθούν από τα υπόλοιπα λόγω της ισχυρής αλληλεξάρτησης των οικονοµιών τους. Μέσα λοιπόν σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο κρίθηκε αναγκαίο να υπάρξει συνεργασία των κρατών µελών κατά την άσκηση της δηµοσιονοµική πολιτικής και κυρίως, περιοριστικοί κανόνες. Αν εξετάσουµε όµως το ζήτηµα αυτό από µια πιο διευρυµένη οπτική γωνία, θα παρατηρήσουµε ότι δεν είναι µόνο τα οικονοµικά επιχειρήµατα που λήφθηκαν υπόψη για την επιλογή της µορφής της οικονοµικής διακυβέρνησης του ενιαίου νοµίσµατος. Υπάρχει και η πολιτική διάσταση του ζητήµατος την οποία και θα εξετάσουµε πριν αναφερθούµε στην τελική µορφή που επικράτησε για την δηµοσιονοµική πολιτική στην ευρωζώνη. 2.γ Η πολιτική διάσταση της ∆ηµοσιονοµικής συνεργασίας Κατά τη διαδικασία οικοδόµησης του κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος, το ζήτηµα της πολιτικής ενοποίησης αποτέλεσε αναµφίβολα ένα από τα πιο αµφίσηµα πεδία.

Page 21: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

20

Μια πληθώρα απόψεων έχει παρουσιαστεί για το θέµα αυτό καλύπτοντας όλο το φάσµα των πιθανόν συνδυασµών µεταξύ νοµισµατικής και πολιτικής ενοποίησης. Από την πλήρη απουσία της προοπτικής πολιτικής ενοποίησης µέσω της νοµισµατικής έως την ύπαρξη αδήριτης ανάγκης να υπάρξει πολιτική ενοποίηση για να λειτουργήσει αποτελεσµατικά το κοινό νόµισµα. Ο Eichengreen (1996) κάνοντας µια πρωτότυπη παρατήρηση για τη σχέση της νοµισµατικής µε τη πολιτική ενοποίηση, διατύπωσε την άποψη ότι αυτή εξαρτάται από το βαθµό ολοκλήρωσης των εθνικών δηµοσιονοµιών πολιτικών. ∆ηλαδή όσο ενισχύεται η κεντρική άσκηση της δηµοσιονοµικής πολιτικής στην ευρωζώνη και συµπιέζονται τα περιθώρια άσκησης εθνικών δηµοσιονοµικών πολιτικών τόσο ενισχύεται και η διαδικασία πολιτικής ενοποίησης. Αντίστροφα, αν τα κράτη µέλη διατηρήσουν το εργαλείο της δηµοσιονοµικής πολιτικής τότε θα µειωθούν δραστικά οι πιέσεις για µετατροπή της νοµισµατικής ένωσης σε πολιτική. Συνεπώς η σύνδεση µεταξύ της νοµισµατικής και πολιτικής ενοποίησης έχει έναν path dependent χαρακτήρα. Αυτό σηµαίνει ότι το τελικό αποτέλεσµα είναι εξαιρετικά ευαίσθητο στις αρχικές επιλογές. Για παράδειγµα, αν το δικαίωµα της επιβολής φορολογίας µεταφερθεί από τα κράτη µέλη σε ένα κεντρικό υπερεθνικό όργανο, τότε η κρατική κυριαρχία θα δεχθεί ένα σηµαντικό πλήγµα προς όφελος βέβαια της πολιτικής ενοποίησης. ∆ιότι πλέον δεν θα είναι τα κράτη σε θέση να εκτελούν τις παραδοσιακές τους λειτουργίες, αλλά αντίθετα τις ικανότητες αυτές θα έχει το κεντρικό όργανο. Έτσι θα επιταχυνθεί η διαδικασία πολιτικής ενοποίησης Το συµπέρασµα λοιπόν θα µπορούσε να διατυπωθεί ως εξής. Αν το πλαίσιο άσκησης της δηµοσιονοµικής πολιτικής από τα κράτη µέλη περιοριστεί σηµαντικά, τότε η πολιτική ενοποίηση θα προχωρήσει µε ταχύτερους ρυθµούς. Εποµένως εξαρτάται από το Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που θα εξετάσουµε στη συνέχεια, αν θα θέσει τις βάσεις ώστε να µέσω της δηµοσιονοµικής πολιτικής να προκύψει η πολιτική ενοποίηση και πόσο αυστηρά θα εφαρµοστούν οι διατάξεις του ώστε να υπάρξει η απαραίτητη πίεση που θα επιταχύνει την διαδικασία. 2.δ Η διαδικασία υπερβολικού ελλείµµατος και το Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης

Η διαδικασία υπερβολικού ελλείµµατος θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο δεύτερος ακρογωνιαίος λίθος στη θεσµική αρχιτεκτονική του ενιαίου νοµίσµατος. Η ύπαρξη της θεσµοθετήθηκε µέσα από τις διατάξεις της Συνθήκης του Maastricht ως µέρος της τρίτης και τελευταίας φάσης στην πορεία υλοποίησης της Οικονοµικής και Νοµισµατικής Ένωσης. Περιλαµβάνει αφενός την υποχρέωση των κρατών µελών να αποφεύγουν την δηµιουργία υπερβολικών ελλειµµάτων και αφετέρου την επιβολή κυρώσεων και ποινών αν δεν τηρήσουν την δέσµευση τους (Αρθ. 104 της Συνθήκης της Ε.Ε.). Προβλέπονται δύο τιµές αναφοράς ως ποσοστό του ΑΕΠ τις οποίες τα κράτη είναι υποχρεωµένα να µην παραβιάσουν. Για το δηµόσιο έλλειµµα η τιµή αναφοράς είναι 3% και για το δηµόσιο χρέος είναι το 60%. Στόχος της επιβολής ορίου είναι να καταστεί δυνατή η εποπτεία των πολιτικών που ασκούνται σε εθνικό επίπεδο ώστε

Page 22: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

21

να µπορεί έγκαιρα να προβλεφθεί µια δηµοσιονοµική παρέκκλιση που θα ήταν δυνατόν να επηρεάσει αρνητικά και τα υπόλοιπα κράτη µέλη του ενιαίου νοµίσµατος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθίσταται υπεύθυνη για την επίβλεψη των επιδόσεων των κρατών όσον αφορά τους στόχους αυτούς. Στην περίπτωση που κάποιο από τα κράτη µέλη παραβιάσει τα δύο όρια που έχουν τεθεί τότε η Επιτροπή συντάσσει µια αναφορά µε αποδέκτη το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο ενεργοποιώντας ουσιαστικά την διαδικασία υπερβολικού ελλείµµατος. Πρέπει όµως να σηµειωθεί ότι προβλέπεται και η ύπαρξη περιπτώσεων που ενώ το όριο του 3% έχει παραβιαστεί, η Επιτροπή δεν παρεµβαίνει κατασταλτικά. Αυτό συµβαίνει πρώτον όταν η υπέρβαση του ορίου οφείλεται σε συνθήκες έκτακτες και συγκυριακές, και δεύτερον όταν η οικονοµία ενός κράτους µέλους βρίσκεται σε περίοδο ύφεσης και η παραγωγή έχει µειωθεί. Αν το ποσοστό της µείωσης υπερβαίνει το 2% τότε χωρίς άλλες προϋποθέσεις το κράτος απαλλάσσεται από την διαδικασία του υπερβολικού ελλείµµατος. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αν η Επιτροπή θεωρήσει ότι υπάρχει παραβίαση του ορίου τότε γνωµοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο. Το Συµβούλιο µε τη σειρά του ψηφίζει πάνω στη γνωµοδότηση αυτή µε ενισχυµένη πλειοψηφία. Στην περίπτωση λοιπόν που το Συµβούλιο ψηφίσει ότι πράγµατι συντελέστηκε παραβίαση του ορίου του 3% , προχωρεί σε συστάσεις προς το κράτος µέλος ώστε να διορθώσει τη δηµοσιονοµική του παρέκκλιση µέσα σε ένα συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα. Αν τελικά αυτό δεν συµβεί, τότε οι συστάσεις γίνονται δηµόσια. Αν και αυτές δεν τελεσφορήσουν τότε το τελευταίο µέτρο είναι η επιβολή χρηµατικού προστίµου. Πρέπει όµως να σηµειωθεί ότι οι δύο τιµές αναφοράς που αναφέραµε αρχικά δεν χρησιµοποιούνται µε την κυριολεκτική έννοια του ορίου, αλλά περισσότερο ως σηµάδια για να αξιολογηθεί το κατά πόσον ένα κράτος µέλος είναι δηµοσιονοµικά απείθαρχο ή όχι. ∆ηµόσια, η διαπίστωση για την αναγκαιότητα της ύπαρξης αυστηρότερων κανόνων κατά την άσκηση της δηµοσιονοµικής πολιτικής από κάθε κράτος µέλος, προήλθε από τον Tomasso Padoa-Shioppa, πρώην πρόεδρο της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας. Το 1994, αξιολογώντας τα δεδοµένα για τη δηµιουργία της Ο.Ν.Ε τόνισε ότι η νοµισµατική ένωση είναι καταδικασµένη να αποτύχει αν στηριχτεί καλόπιστα µόνο στη συνεργασία µεταξύ των κρατών µελών της. Σύµφωνα λοιπόν µε το συλλογισµό του η Ο.Ν.Ε δεν έπρεπε να αρκεστεί µόνο στη διάθεση για συνεργασία αλλά αντίθετα, ήταν αναγκαίο να δηµιουργηθεί ένα πιο αυστηρό πλαίσιο κανόνων και ρυθµίσεων ώστε η άσκηση της δηµοσιονοµικής πολιτικής να γίνεται µε τρόπο συνετό και πειθαρχηµένο. Το 1995 ο Theo Waigel, τότε υπουργός Οικονοµικών της Γερµανίας παρουσίασε το σχέδιο για ένα Σύµφωνο Σταθερότητας. Επρόκειτο στην ουσία για µια αποσαφήνιση των κυρώσεων που προέβλεπε η Συνθήκη του Maastricht για όποιο κράτος µέλος είχε υπερβολικό µέγεθος δηµοσιονοµικού ελλείµµατος. Πριν επιτευχθεί τελικά η συναίνεση στο Σύµφωνο που παρουσιάσθηκε υπήρξαν αρκετοί γύροι διαπραγµατεύσεων. Η γαλλική κυβέρνηση θέλοντας να επιτύχει µια καλύτερη ισορροπία µεταξύ της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας και της πολιτικής απασχόλησης κατέθεσε δύο προτάσεις. Η πρώτη πρόταση αποσκοπούσε στο να αποδώσει µεγαλύτερη έµφαση στην ανάπτυξη της οικονοµίας, κάτι το οποίο έγινε δεκτό και συµπεριελήφθη στην ονοµασία του Συµφώνου. Η δεύτερη πρόταση έθιγε το ζήτηµα της εµπλοκής των κυβερνήσεων στην άσκηση της νοµισµατικής πολιτικής και απορρίφθηκε όταν συνάντησε την κάθετη άρνηση της γερµανικής κυβέρνησης. Τελικά το σχέδιο που είχε προταθεί από τον Waigel υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου στο Amsterdam το 1997 , υπό τον τίτλο Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Page 23: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

22

Το Σύµφωνο αυτό επιφέρει σηµαντικές αλλαγές στοn ήδη υπάρχον µηχανισµό για τη δηµοσιονοµική πειθαρχία (Hagen , 2004). Αρχικά θεσµοθετεί ένα σύστηµα έγκαιρης προειδοποίησης. Τα δηµοσιονοµικά στοιχεία κάθε κράτους µέλους παραδίδονται ετησίως (κάθε 1η Μαΐου) στην Επιτροπή και στο Συµβούλιο. Ακόµη προβλέπεται ότι κάθε κράτος συντάσσει και παραδίδει πρόγραµµα Σταθεροποίησης και Σύγκλισης τα στοιχεία του οποίου υπόκεινται σε ετήσια αναπροσαρµογή. Τα προγράµµατα αυτά αναφέρουν τον τρόπο τον οποίο κάθε κυβέρνηση έχει επιλέξει ώστε ο προϋπολογισµός να είναι σε µεσοπρόθεσµο χρονικό ορίζοντα ισοσκελισµένος ή να εµφανίζει πλεόνασµα. Το Ecofin εξετάζει στη συνέχεια τα προγράµµατα που του παραδίδονται και έχει την ευχέρεια να παραπέµπει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όποιο κράτος του κοινού νοµίσµατος δεν είναι συνεπές µε τις διατάξεις του Συµφώνου. Η Επιτροπή µε τη σειρά της αναλαµβάνει τις απαραίτητες ενέργειες της διαδικασίας υπερβολικού ελλείµµατος ώστε να επαναφέρει τη δηµοσιονοµική πειθαρχία. Οι ποινές που προβλέπονται στη διαδικασία υπερβολικού ελλείµµατος αποσαφηνίζονται, και αυξάνεται παράλληλα η ταχύτητα µε την οποία εφαρµόζονται όλα τα στάδια της διαδικασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα η Επιτροπή να µην διαθέτει το απαραίτητο χρονικό περιθώριο να κρίνει ξεχωριστά κάθε παραβίαση του ορίου για το έλλειµµα. Ως εκ τούτου την ευθύνη αυτή αναλαµβάνει το Συµβούλιο, πολιτικοποιώντας σε µεγαλύτερο βαθµό την όλη διαδικασία µιας και µειώνει το ρόλο της Επιτροπής που αποτελεί το κατεξοχήν υπερεθνικό όργανο στους κόλπους της Ε.Ε. Παράλληλα καθίσταται περισσότερο πιθανό οι συµµετέχοντες στο Συµβούλιο, ως αιρετοί στα κράτη που αντιπροσωπεύουν, να µην υιοθετούν σκληρές αποφάσεις για την δηµοσιονοµική απειθαρχία υπό το φόβο να µην βρεθούν και τα κράτη τους στη δυσάρεστη αυτή θέση. Πριν προχωρήσουµε στην αξιολόγηση των αποτελεσµάτων του Συµφώνου θα σταθούµε λίγο σε ένα άλλο ζήτηµα. Αν πράγµατι υπάρχει η ανάγκη για ενίσχυση της των δηµοσιονοµικών περιορισµών που ήδη είχε επιβάλλει η Συνθήκη του Maastricht. 2.ε Αξιοπιστία και Ευελιξία Όπως ήδη έχουµε αναφέρει, ο αρχικός στόχος του Waigel για το Σύµφωνο σταθερότητας ήταν µια πιο σαφής και αυστηρή διατύπωση των κανόνων της διαδικασίας υπερβολικού ελλείµµατος που περιελάµβαναν οι διατάξεις της Συνθήκης του Maastricht. Η ανάγκη για την ύπαρξη του µπορεί να στηριχθεί µέσω κυρίως τριών επιχειρηµάτων. Πρώτον, η µη ύπαρξη ισχυρών περιοριστικών κανόνων δηµοσιονοµικής πολιτικής µπορεί να οδηγήσει σε µείωση της ανεξαρτησίας της κοινής νοµισµατικής αρχής, δηλαδή της Ε.Κ.Τ, διότι τα κράτη µέλη που λόγω των ελλειµµάτων τους θα έχουν µεγάλο δηµόσιο χρέος, θα ασκήσουν πιέσεις στην Ε.Κ.Τ για διάσωση. Παρόλο βέβαια που υπάρχει η ρήτρα µη διάσωσης όπως έχει αναφερθεί, πρακτικά η Ε.Κ.Τ είναι σε θέση να διασώσει ένα κράτος χωρίς να την παραβιάσει. Αυτό µπορεί να γίνει είτε ex post, αγοράζοντας οµόλογα του κράτους µέλους στην από την αγορά, είτε ex ante κρατώντας τα επιτόκια σε χαµηλό επίπεδο ώστε να διευκολύνει το κράτος στην αποπληρωµή του χρέους του (Buti et al , 1998). Για το λόγο αυτό σύµφωνα µε τους Artis και Winkler (1997) η ύπαρξη περιορισµών θα δώσει στην Ε.Κ.Τ την ευκαιρία

Page 24: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

23

να αποκτήσει έναν ηγετικό ρόλο πάνω στη διαµόρφωση της δηµοσιονοµικής πολιτικής, κάνοντας βέβαια την υπόθεση ότι η νοµισµατική και η δηµοσιονοµική πολιτική σε βάθος χρόνου έχουν διαφορετικούς στόχους και προτιµήσεις. Έτσι , η πρωτοκαθεδρία της νοµισµατικής πολιτικής µπορεί να αυξήσει την ευηµερία, εγγυώµενη ότι δεν θα υπάρξουν δηµοσιονοµικοί εκτροχιασµοί που θα δηµιουργήσουν κινδύνους. Την άποψη αυτή ενισχύει ο Beetsma (1996) αναπτύσσοντας ένα µοντέλο στο οποίο υπάρχουν πολλά κράτη µε ξεχωριστή δηµοσιονοµική πολιτική ενώ µοιράζονται ένα κοινό νόµισµα µε κεντρική άσκηση της δηµοσιονοµική πολιτικής. Κάνοντας την υπόθεση ότι τα κράτη έχουν την τάση να δηµιουργούν (ιδιαίτερα προεκλογικά) ελλείµµατα, και να αυξάνουν το δηµόσιο χρέος τους, βρίσκει ότι αν η Κεντρική Τράπεζα εκτός από το στόχο του πληθωρισµού, λαµβάνει υπόψη της και τη γενική οικονοµική ευηµερία, τότε είναι υποχρεωµένη να επιτρέψει µια αύξηση του πληθωρισµού για να µειώσει την αξία των δηµόσιων χρεών των κρατών µελών. Στην περίπτωση όµως της Ε.Κ.Τ που ο έλεγχος του πληθωρισµού αποτελεί τον πρώτο στόχο και όλοι οι υπόλοιποι τίθενται υπό την αίρεση της επίτευξης του, θα ήταν εξαιρετικά πιθανό να δηµιουργηθεί µια κατάσταση υπερβολικών ελλειµµάτων και χρεών. Μιας και η αυξηµένη αυτονοµία της θα την προστάτευε από τις πιέσεις των κρατών για να «ελαφρύνει» τα χρέη τους. Εποµένως ένα πλαίσιο περιοριστικών κανόνων κρίνεται ως απαραίτητο. 2.στ Αξιολόγηση του Συµφώνου Παρά την αναθεώρηση του Συµφώνου, η αποτελεσµατικότητα του στο να επιβάλλει την δηµοσιονοµική πειθαρχία στα κράτη µέλη δεν αυξήθηκε. Το συνολικό χρέος των κρατών µελών ενώ µέχρι και το 2004 είχε οριακά µειωθεί, γεγονός που δεν συνιστά επιτυχία, από το 2008 και ύστερα σηµείωσε ραγδαία αύξηση. Πηγή:ΕCB

Page 25: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

24

Αντίστοιχα τα δηµοσιονοµικά ελλείµµατα ενώ αρχικά ήταν µέσα στα προβλεπόµενα όρια, σε δυο τουλάχιστον περιόδους (2002-2003 και µετά το 2008) εµφάνισαν µεγάλη αύξηση, όπως φαίνεται στο γράφηµα . Πηγή:Eurostat Στην προσπάθεια να εντοπίσουµε τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσµα µπορούµε να ξεχωρίσουµε τρία κριτήρια υπό το πρίσµα των οποίων µπορεί να αξιολογηθεί το Σύµφωνο. Τα κριτήρια αυτά είναι η συµβολή του Συµφώνου στην επίτευξη δηµοσιονοµικής πειθαρχίας, η επίδραση του στην µακροοικονοµική σταθερότητα καθώς και στην οικονοµική ανάπτυξη των οικονοµιών των κρατών µελών της ευρωζώνης. Aς εξετάσουµε λοιπόν το ζήτηµα αυτό εκτενέστερα. Όσον αφορά την επίτευξη της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας, προχωρώντας σε µια σύγκριση του δηµοσιονοµικού πλαισίου της ευρωζώνης µε το αντίστοιχο των Η.Π.Α, οι Haan, Berger και Jansen (2000) καταλήγουν στο συµπέρασµα ότι η µη επίτευξη των στόχων του Συµφώνου οφείλεται κατά µεγάλο ποσοστό στην υιοθέτηση κανόνων και περιορισµών που βασίζονται σε ένα soft law σύστηµα επιβολής. Ως εκ τούτου τα οικονοµικά ισχυρά και µεγάλα κράτη της ευρωζώνης δεν δέχονται επαρκείς πιέσεις για την εφαρµογή των κανόνων. Αντίθετα στις Η.Π.Α συναντούµε χαρακτηριστικά hard law, στην επιβολή των δηµοσιονοµικών κανόνων. Αν και αρκετοί συγγραφείς θεωρούν το αποτέλεσµα αυτό αναµενόµενο λόγω της φύσης των soft law κανόνων, η οπτική αυτή είναι αρκετά απλουστευτική µιας και δεν λαµβάνει υπόψη της το γενικότερο πλαίσιο µέσα στο οποίο οι κανόνες εφαρµόζονται. Αφενός η εφαρµογή κανόνων soft law έχει ορισµένα προτερήµατα όπως αναφέρουν οι Abbott και Snidal (2000) ,

• το µειωµένο κόστος συνδιαλλαγής µεταξύ των διαφορετικών µερών • η ευκολότερη επίτευξη συναίνεσης • η αποδοχή των κανόνων από τα κράτη µέλη διότι δεν θα απολέσουν

σηµαντικό µέρος της κυριαρχίας τους • H πιο συνετή επιλογή νοµιµοποίησης των αποφάσεων όταν λαµβάνονται υπό

το καθεστώς αβεβαιότητας για τις µελλοντικές συνθήκες

Page 26: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

25

και αφετέρου το Σύµφωνο περιέχει και ορισµένα µέρη, όπως η διαδικασία υπερβολικού ελλείµµατος, τα οποία θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν ως hard law. Τα δύο στοιχεία αυτά όµως δεν στάθηκαν αρκετά για να καταστήσουν σεβαστές στην πράξη, τις διατάξεις του Συµφώνου. Μια εξήγηση για το γεγονός αυτό θα µπορούσε να προσφέρει η σχέση που υπάρχει µεταξύ του ύψους του προστίµου και του αντικινήτρου που παρέχει σε ένα κράτος µέλος. Σύµφωνα µε τα ευρήµατα των Haan, Berger και Jansen το ύψος του προστίµου επιδρά διαφορετικά αναλόγως µε την οικονοµική ισχύ κάθε κράτους µέλους. Ένα ισχυρό κράτος λοιπόν µπορεί να θεωρήσει ότι το συµφέρει περισσότερο σε όρους χρησιµότητας, να ακολουθήσει µια χαλαρή δηµοσιονοµική πολιτική ακόµη και αν του επιβληθεί πρόστιµο. Το αντίστροφο ισχύει για τα κράτη µέλη µε λιγότερο ισχυρή οικονοµία. Εποµένως σύµφωνα µε την προσέγγιση αυτή, για να είναι το Σύµφωνο λειτουργικό θα έπρεπε αφενός να αναπροσαρµοστεί το ύψος των προστίµων και αφετέρου να διαµορφωθεί ένα πιο αυστηρό πλαίσιο δηµοσιονοµικών κανονισµών. Τα άλλα δύο κριτήρια επιβάλλουν να αντιµετωπιστεί το ζήτηµα µε ένα τρόπο πιο σφαιρικό. Οι Coeure και Pissany-Ferry (2005), όσον αφορά την µακροοικονοµική σταθερότητα σηµειώνουν ότι αφότου τα κράτη µέλη της ευρωζώνης απέτυχαν κατά την περίοδο 1998-2001 να βελτιώσουν τις διαρθρωτικές δηµοσιονοµικές τους θέσεις, σύντοµα βρέθηκαν σε δύσκολη θέση µη µπορώντας να ισορροπήσουν µεταξύ της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας και της µακροοικονοµικής σταθερότητας. Παρόλο που τα κράτη µέλη της ευρωζώνης κατάφεραν να έχουν µια λιγότερο προκυκλική δηµοσιονοµική πολιτική, δεν έφτασαν στο επιθυµητό επίπεδο όπως φαίνεται και στο διάγραµµα που ακολουθεί. Παράλληλα, στο πεδίο της οικονοµικής ανάπτυξης, το Σύµφωνο δεν συνέβαλε µε θετικό τρόπο. Αντιµετωπίζοντας όλες τις δηµόσιες δαπάνες µε τον ίδιο τρόπο, χωρίς δηλαδή να υπάρχει κάποια διάκριση για αυτές προορίζονταν να συµβάλλουν σε υψηλότερους βαθµούς ανάπτυξης, θα µπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι δηµιούργησε ένα περιβάλλον περιοριστικό για τις δηµόσιες επενδύσεις, εποµένως και για την ανάπτυξη των οικονοµιών της ευρωζώνης.

Page 27: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

26

Ακόµη ένα στοιχείο που συνέβαλε στην αποδυνάµωση της αποτελεσµατικότητας του Συµφώνου είναι η «αποξένωση» των κρατών µελών από αυτό. Θεωρώντας ότι δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στο σχεδιασµό του αλλά και στην εφαρµογή του δεν ένοιωσαν την υποχρέωση να συµβιβαστούν µε το πνεύµα του Συµφώνου και όχι µόνο µε τις διατάξεις του. Παράλληλα επαναπαύθηκαν στην ύπαρξη του και δεν έκριναν απαραίτητο να αναλάβουν πρωτοβουλίες στο εσωτερικό τους για τη δηµοσιονοµική σταθερότητα, όπως έκανε για παράδειγµα το Ηνωµένο Βασίλειο το 1998. Θα µπορούσε λοιπόν να ειπωθεί ότι δεν δόθηκε η απαραίτητη σηµασία εκ µέρους ορισµένων κρατών για την άσκηση συνετής δηµοσιονοµικής πολιτικής. Ένα ακόµη πεδίο στο οποίο θα µπορούσε να ασκηθεί κριτική στο Σύµφωνο, για τα φτωχά αποτελέσµατα του, είναι αυτό της απασχόλησης. Πράγµατι η οικονοµική λογική που βρίσκεται πίσω από το Σύµφωνο, και έχει χαρακτηριστεί από τους Arestis και Sawyer (1998) ως νέο-µονεταριστική, πρεσβεύει ότι το επίπεδο της ανεργίας σε µία οικονοµία δεν µπορεί να επηρεαστεί µακροπρόθεσµα από τη συνολική ζήτηση καθώς και από το επίπεδο παραγωγής, αλλά µόνο από δοµικές αλλαγές και µεταρρυθµίσεις στην αγορά εργασίας που να ενισχύουν την ευελιξία τους. ∆ιαφορετικά η µόνη επίπτωση, πέρα από ένα βραχυπρόθεσµο όφελος για την απασχόληση είναι η αύξηση του πληθωρισµού. Συνεπώς δεν υπάρχει κάποιος λόγος το Σύµφωνο να έχει ως στόχο ένα υψηλότερο επίπεδο απασχόλησης Μια άποψη που είδαµε και όταν εξετάζαµε την προσήλωση της Ε.Κ.Τ στο στόχο του πληθωρισµού. Στην ορθόδοξη αυτή οπτική αντιπαρατίθεται από άλλους συγγραφείς το επιχείρηµα ότι οι αλλαγές στη συνολική ζήτηση πράγµατι επηρεάζουν το ποσοστό της ανεργίας τόσο βραχυπρόθεσµα όσο και µακροπρόθεσµα. Ο Ball (1999) εξετάζοντας εµπειρικά στοιχεία από τα παραδείγµατα της Ιρλανδίας, της Ολλανδίας , της Βρετανίας και της Πορτογαλίας που κατάφεραν να µειώσουν την ανεργία (µετά από σχεδόν δύο δεκαετίες που το ποσοστό της ήταν ιδιαίτερα υψηλό) από το 1985 και ύστερα διατυπώνει την άποψη ότι η αξιοποίηση των εργαλείων της νοµισµατικής πολιτικής, η επεκτατική δηµοσιονοµική πολιτική και η αύξηση της συνολικής ζήτησης, ήταν η κινητήριος δύναµη που οδήγησε στο εν λόγο επίτευγµα. Όσον αφορά το επίπεδο του πληθωρισµού παρόλο που σηµειώθηκαν βραχυχρόνιες αυξήσεις, στο τέλος σταθεροποιήθηκε σε χαµηλότερα επίπεδα από το παρελθόν 2.ζ Αναθεώρηση του Συµφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης Από τη στιγµή που το Σύµφωνο βρέθηκε σε ισχύ, ξεκίνησαν και οι διαπραγµατεύσεις για την αναθεώρηση του, οι οποίες και τελεσφόρησαν το 2005. Η επιτακτική ανάγκη για αλλαγές έγινε ιδιαιτέρως προφανής µετά το 2001,όταν και σηµειώθηκε µια σειρά παραβιάσεων του Συµφώνου από κράτη µέλη. Ειδικότερα, η Πορτογαλία η Γερµανία και η Γαλλία, οι οικονοµίες των οποίων εµφάνιζαν κάµψη, δεν ήταν διατεθειµένες να λάβουν µέτρα για τον περιορισµό του ελλείµµατός τους που θα επιβάρυναν τις οικονοµίες τους βραχυπρόθεσµα ώστε να είναι συνεπείς µε τους µεσοπρόθεσµους στόχους του Συµφώνου. Το Ecofin , παρόλο που είχε συντελεστεί η υπέρβαση του ορίου του 3%, αποφάσισε να παραβλέψει τις συστάσεις της Επιτροπής για έναρξη της διαδικασίας υπερβολικού ελλείµµατος.

Page 28: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

27

Η κατάσταση που είχε διαµορφωθεί οδήγησε λοιπόν στην αναθεώρηση του Συµφώνου. Οι κοινές συνισταµένες των προτάσεων που διατυπώθηκαν ήταν δύο. Η πρώτη αφορούσε την πρόληψη της προκυκλικής συµπεριφοράς2 της δηµοσιονοµικής πολιτικής, ώστε να είναι εφικτό κάθε κράτος µέλος να καθορίζει τους µεσοπρόθεσµους στόχους του σύµφωνα µε τη δική του οικονοµική πραγµατικότητα. Παράλληλα ετέθη το ζήτηµα της έµφασης που πρέπει να δοθεί στο δηµόσιο χρέος και στην οικονοµική ανάπτυξη κατά την εφαρµογή των κανόνων του Συµφώνου. Η δεύτερη συνισταµένη αφορούσε την ενίσχυση των οικονοµικών θεµελίων του Συµφώνου καθώς και την αυξηµένη συµµετοχή των κρατών στη δηµοσιονοµική πολιτική ώστε να υπάρξει µεγαλύτερη ταύτιση των κρατών µελών µε το Σύµφωνο και να µην πέσει σε αδράνεια. Tα κύρια χαρακτηριστικά των αλλαγών που συντελέστηκαν στο Σύµφωνο κινούνται σε δύο άξονες. Στον πρώτο άξονα εντάσσεται η µεγαλύτερη βαρύτητα που δόθηκε στην αειφορία των δηµόσιων οικονοµικών και στον δεύτερο, η αυξηµένη ευελιξία δηµοσιονοµικής πολιτικής που έχουν τα κράτη µέλη σε περιόδους ύφεσης. Οι βασικές αλλαγές θα µπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: Ενισχύεται η συνεργασία µεταξύ των µερών που απαρτίζουν το Σύµφωνο (Συµβούλιο Ecofin , Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Κράτη µέλη) ώστε να υπάρχει αµοιβαία υποστήριξη για την επίτευξη των στόχων του Συµφώνου και όχι αµοιβαία πίεση. Για το σκοπό αυτό εξασφαλίστηκε η ύπαρξη περισσότερων εθνικών δηµοσιονοµικών κανόνων, µεγαλύτερη συµµετοχή των κοινοβουλίων και της Επιτροπής. Το καθεστώς πρόληψης του Συµφώνου αναµορφώνεται. Οι µεσοπρόθεσµοι στόχοι για τη δηµοσιονοµική σταθερότητα διατηρούνται, αλλά αλλάζει το πλαίσιο µέσα στο οποίο τα κράτη κινούνται για να τους επιτύχουν. Πλέον έχουν την ευχέρεια να λαµβάνουν υπόψη τους τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικονοµίας τους, δηλαδή µακροοικονοµικές µεταβλητές όπως το µέγεθος του ΑΕΠ, την κυκλική κατάσταση της οικονοµίας τους, θεσµικές µεταρρυθµίσεις. Αντίκρουση της πρακτικής της προκυκλικής δηµοσιονοµικής πολιτική, µέσω της δέσµευσης για συνεργασία µεταξύ τους όταν βρίσκονται σε καλή οικονοµική περίοδο. Το αναθεωρηµένο Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, πράγµατι εµπεριέχει λύσεις για τα προβλήµατα που εντοπίστηκαν και παραθέσαµε προηγουµένως. ∆εν θα µπορούσε όµως να ειπωθεί µε την ίδια ευκολία ότι προσφέρει µια συνολική λύση στο µέχρι τώρα ανοιχτό ζήτηµα της δηµιουργία ενός ολοκληρωµένου δηµοσιονοµικού πλαισίου για την ευρωζώνη. Το αν κατάφερε να επιτύχει ή όχι τους στόχους του, είναι δύσκολο να ειπωθεί. Το ξέσπασµα της παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης στις αρχές του 2008, οδηγώντας τις οικονοµίες των κρατών µελών σε ύφεση, δηµιούργησε ασφυκτικές δηµοσιονοµικές

2 Η προκυκλική δηµοσιονοµική πολιτική αποτελεί στην ουσία µια πρακτική κατά την οποία οι κρατικές δαπάνες αυξάνονται ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια ενός θετικού κύκλου της οικονοµίας και αντίστοιχα µειώνονται σε έναν αρνητικό κύκλο. Ως εκ τούτου στην πρώτη περίπτωση το κρατικό έλλειµµα σηµειώνει αύξηση ενώ στη δεύτερη µείωση. Το φαινόµενο αυτό παρατηρείται κυρίως σε οικονοµίες χωρών που δεν έχουν αναπτυχθεί πλήρως (Alesina, Tabellini , 2005). Αντίθετα στις ανεπτυγµένες οικονοµίες η κυρίαρχη πρακτική , που επιτάσσει η σύγχρονη οικονοµική αντίληψη, βασίζεται στη ιδέα ότι κατά την διάρκεια των οικονοµικών κύκλων οι κρατικές δαπάνες πρέπει να παραµένουν σταθερές. Η στάση αυτή συνιστά την αντικυκλική οικονοµική πολιτική. Έτσι όταν η οικονοµία βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης οι κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ θα µειωθούν λόγω των αυτόµατων σταθεροποιητών. Ταυτόχρονα τα κρατικά έσοδα θα αυξηθούν και θα προκύψει πλεόνασµα στον κρατικό προϋπολογισµό. Η αντίστροφη διαδικασία προβλέπεται για τις περιόδους που η οικονοµία βρίσκεται σε ύφεση.

Page 29: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

28

πιέσεις µε αποτέλεσµα την κατακόρυφη αύξηση των ελλειµµάτων και του δηµόσιου χρέους. Το γεγονός αυτό θα µπορούσαµε να πούµε ότι συσκοτίζει κατά κάποιο τρόπο τα δεδοµένα, καθιστώντας τις προσπάθειες αξιολόγησης του Συµφώνου αναξιόπιστες, µιας και είναι σαφές ότι δεν είχε σχεδιαστεί ώστε να λειτουργήσει υπό το καθεστώς τέτοιων συνθηκών. Εν τέλει, οι ασυνήθιστες αυτές συνθήκες που δηµιουργήθηκαν, οδήγησαν σε µια κρίση χρέους που απειλεί τις περιφερειακές χώρες και το σηµαντικότερο όλων, τη συνοχή των κρατών µελών του ενιαίου νοµίσµατος.

3. Η Οικονοµικοί κρίση και οι επιδράσεις στην αρχιτεκτονική της Ο.Ν.Ε. Όταν το καλοκαίρι του 2007 ξέσπασε στις Η.Π.Α. η κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαµηλής εξασφάλισης, δεν ήταν εύκολο να προβλεφθεί η εξέλιξη της. Λίγοι περίµεναν ότι θα επηρέαζε την παγκόσµια οικονοµία τόσο δραστικά και σε τέτοια έκταση. ∆εν άργησε όµως να γίνει σαφές ότι βρισκόµασταν αντιµέτωποι µε µια χρηµατοπιστωτική κρίση παγκόσµιας κλίµακας, µε επιπτώσεις στο µακροοικονοµικό και κοινωνικό πεδίο που ήταν και συνεχίζουν να είναι δραµατικές, πλήττοντας ταυτόχρονα πολλές χώρες. Η ανίχνευση της αιτίας ή καλύτερα των αιτιών της κρίσης δεν αποτελεί ένα εύκολο έργο µιας και έχει διατυπωθεί ένα ευρύ φάσµα απόψεων στη διεθνή βιβλιογραφία, συχνά αντικρουόµενων και αυτοαναιρούµενων. Οι πιο απαισιόδοξες απόψεις εστιάζουν την κριτική τους στο σύνολο του καπιταλιστικού οικονοµικού συστήµατος και χαρακτηρίζουν την κρίση ως µια συνολική συστηµική αποτυχία. Σε αντιδιαστολή µε τις απόψεις αυτές συναντάµε τις περισσότερο µετριοπαθείς θέσεις που υποστηρίζουν ότι πράγµατι υπάρχουν σφάλµατα που επιδέχονται βελτίωσης, χωρίς όµως να υπάρχει ανάγκη για ριζοσπαστικές αλλαγές. Αφήνοντας στο περιθώριο την συζήτηση αυτή και επικεντρώνοντας την προσοχή µας στα γεγονότα µπορούµε να διακρίνουµε ορισµένα από τα αίτια που οδήγησαν στην πρωτόγνωρη αυτή κρίση, όπως είναι η υπερθέρµανση της παγκόσµιας οικονοµίας. Η υπερθέρµανση αυτή επέτρεψε να δηµιουργηθούν «φούσκες» στην αγορά ακινήτων των Η.Π.Α και πολλών ευρωπαϊκών χωρών µεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η Ελλάδα και η Ιρλανδία, στο χρηµατιστήριο των Η.Π.Α αλλά και άλλων ανεπτυγµένων οικονοµιών και τέλος στην παγκόσµια αγορά αγαθών όπως του πετρελαίου, των µετάλλων καθώς και των αγροτικών προϊόντων και λοιπόν ειδών διατροφής (Roach, 2009). Η κατάσταση αυτή θα µπορούσε να θεωρηθεί ως το αποτέλεσµα της σταδιακής απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήµατος από τη δεκαετία του ΄80 και ύστερα, τόσο στις Η.Π.Α όσο και στην Ε.Ε. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στις εµπορικές τράπεζες να αποκτήσουν σχεδόν όλες τις δραστηριότητες που µέχρι τότε ασκούσαν οι επενδυτικές τράπεζες όπως για παράδειγµα την δηµιουργία νέων τραπεζικών προϊόντων υψηλού ρίσκου (σύνθετα δοµηµένα οµόλογα). Την πρακτική αυτή συνόδευσε η υπόσχεση για µεγαλύτερη οικονοµική ανάπτυξη και ευηµερία, εξασφαλίζοντας χαµηλότερο κόστος κεφαλαίου και νέες

Page 30: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

29

επενδύσεις (De Grauwe, 2009). Η απουσία παρέµβασης των κυβερνήσεων για άσκηση ελέγχου οδήγησε όµως στα αντίστροφα αποτελέσµατα. Είναι πλέον περισσότερο από προφανές ότι η διαχείριση των συνεπειών της κρίσης αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί την µεγαλύτερη πρόκληση στην οποία έχει δοκιµαστεί η ευρωζώνη από την έναρξη της λειτουργίας της. Αυτό όµως που θα µας απασχολήσει στα πλαίσια της παρούσας εργασίας, δεν είναι τα αίτια, αλλά πως επιδρά η κρίση στη δοµή της ζώνης του ευρώ. Μέχρι τώρα έχουµε περιγράψει τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του ενιαίου νοµίσµατος, εµβαθύνοντας παράλληλα στα πιο κρίσιµα και αµφιλεγόµενα ζητήµατα. Στη συνέχεια και χωρίς να παραγνωρίζουµε το γεγονός ότι η εισαγωγή του ενιαίου νοµίσµατος αποτελεί µια αδιαµφισβήτητη επιτυχία στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, θα προσπαθήσουµε να εντοπίσουµε τις αλλαγές στο δοµικό πλαίσιο της ευρωζώνης που αφενός θα εγγυηθούν την αποτελεσµατική αντιµετώπιση µια µελλοντικής κρίσης και αφετέρου θα διασφαλίσουν την ίδια την ύπαρξη και τη λειτουργία της. 3.α Η εποπτεία του Τραπεζικού Συστήµατος Ένα κρίσιµο ζήτηµα που η σηµασία του τονίστηκε ιδιαίτερα µετά την οικονοµική κρίση είναι αυτό της εποπτείας του χρηµατοπιστωτικού τοµέα. Όπως έχουµε ήδη δει, µέσα στην ευρωζώνη, η ευθύνη για την παρακολούθηση και την εύρυθµη λειτουργία των τραπεζών βαραίνει τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών µελών και όχι την Ε.Κ.Τ. Η πρακτική αυτή όµως αποδεικνύεται ανεπαρκής, µιας και το τραπεζικό σύστηµα πολλών κρατών µελών βρέθηκε πολλαπλώς εκτεθειµένο και ασταθές. Παράλληλα είναι σχετικά ανορθόδοξο ως πρακτική, ενώ η νοµισµατική πολιτική ασκείται σε κεντρικό επίπεδο, η εποπτεία του τραπεζικού συστήµατος να είναι αποκεντρωµένη ιδίως σε έναν τοµέα που παρουσιάζει µεγάλο βαθµό αλληλεξάρτησης. Συνεπώς µια λύση αυτού του ζητήµατος θα προϋπέθετε είτε ο έλεγχος να ασκείται από την Ε.Κ.Τ, είτε να δηµιουργηθεί ένα νέο θεσµικό όργανο επιφορτισµένο µε τον ρόλο αυτό, τουλάχιστον για τα τραπεζικά ιδρύµατα που έχουν ένα περισσότερο «συστηµικό» ρόλο (De Grauwe 2009) ή για να το διατυπώσουµε διαφορετικά είναι too big to fail. 3.β Η Υπερβολική Στόχευση στον Πληθωρισµό Έχουµε ήδη αναφέρει, όταν εξετάσαµε τη νοµισµατική στρατηγική και τους στόχους της Ε.Κ.Τ, ότι ο πληθωρισµός, δηλαδή η σταθερότητα του επιπέδου των τιµών, αποτελεί ουσιαστικά µια αδιαµφισβήτητη προτεραιότητα. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει µια δεδοµένη οπτική για το ποιος είναι ο ρόλος αλλά και οι δυνατότητες µιας κεντρικής τράπεζας. Στο πλαίσιο αυτό εξετάσαµε ποια είναι η σχέση µεταξύ νοµισµατική πολιτικής και επιπέδου απασχόλησης. Οι οικονοµική κρίση όµως θέτει µια νέα διάσταση σε ένα παρεµφερές ζήτηµα. Την πιθανή ύπαρξη ή µη, σχέσης µεταξύ του στόχου της σταθερότητας των τιµών µε τη σταθερότητα της

Page 31: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

30

οικονοµίας. Αν δεν υπάρχει πράγµατι κάποια σχέση µεταξύ τους, τότε ορθώς η Ε.Κ.Τ στοχεύει αποκλειστικά στο επίπεδο των τιµών µιας και είναι ο µοναδικός τρόπος να συµβάλλει στην επίτευξη της οικονοµικής σταθερότητας. Αν όµως η παραπάνω πρόταση δεν ισχύει, τότε αυτόµατα οδηγούµαστε στο συµπέρασµα ότι είναι ανάγκη η Ε.Κ.Τ να αναθεωρήσει τους στόχους της. Μιας και θα έχει τη δυνατότητα επιλογής, είτε να διατηρήσει σταθερό το επίπεδο του πληθωρισµού είτε να «θυσιάσει» εν µέρει το στόχο αυτό ώστε να ενισχύσει την οικονοµική σταθερότητα. Η οικονοµική κρίση µας προσφέρει νέα δεδοµένα στην εξέταση αυτού του ζητήµατος και παράλληλα του προσδίδει µεγαλύτερη βαρύτητα από ότι είχε στο παρελθόν. Όπως ε αρχικά, οι φούσκες σε διάφορους τοµείς της οικονοµίας οδήγησαν στη δηµιουργία και στο ξέσπασµα της κρίσης. Όπως αναφέρει ο Kindleberger ,κύρια πηγή για την ανάπτυξη µιας «φούσκας» αποτελεί µια ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη που µειώνει το συνολικό επίπεδο τιµών, ενώ παράλληλα η Κεντρική Τράπεζα προσαρµόζει τη νοµισµατική της πολιτική ώστε να επιτύχει την σταθερότητα των τιµών στο επίπεδο που ήταν πριν την εξέλιξη αυτή. Η ανάµιξη των δύο αυτών δεδοµένων προκαλεί την δηµιουργία αλλά και την καταστροφή της φούσκας. Στην σηµερινή κρίση βέβαια, αν και δεν είναι ιδιαίτερα σαφές, το ρόλο της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης µπορεί να ειπωθεί ότι υποκατέστησαν οι υπερβολικά αισιόδοξες προσδοκίες των επενδυτών σε συνδυασµό µε µια αυξηµένη προσφορά χρήµατος από τον τραπεζικό τοµέα. Οι De Grauwe και Gros (2009) δίνοντας στο συνδυασµό αυτό τον τίτλο «animal spirits» προσφέρουν µια εξήγηση για το ρόλο του. Όπως φαίνεται στο γράφηµα που ακολουθεί, αρχικά η συνολική ζήτηση (AD) και η συνολική προσφορά (AS) ισορροπούν στο σηµείο C. Λόγω της επίδρασης του «animal spirit» όµως, ξεκινά να δηµιουργείται µια «φούσκα», αυξάνονται οι τιµές των µετοχών και ταυτόχρονα µειώνεται το κόστος κεφαλαίου µετατοπίζοντας την καµπύλη της συνολικής προσφοράς (AS’). Παράλληλα η φούσκα στις αγορές κεφαλαίου, επηρεάζοντας την οικονοµική ευηµερία και την προσφορά κεφαλαίου από τις τράπεζες, αυξάνει την συνολική ζήτηση. Η προσφορά κεφαλαίου από τις τράπεζες αυξάνεται, διότι οι ισολογισµοί των τραπεζών κινούνται ανοδικά λόγω της φούσκας που αναπτύσσεται. Ακόµη η ανάπτυξη της οικονοµίας χωρίς αύξηση του επιπέδου των τιµών, που προκαλείται από το θετικό σοκ στην πλευρά της προσφοράς, αυξάνει τη δυνατότητα µόχλευσης για τις τράπεζες. Έτσι οι τελευταίες προχωρούν στην έκδοση ακόµη περισσότερων δανείων, µε αποτέλεσµα οι καταναλωτές να έχουν µεγαλύτερη ευχέρεια να καταναλώσουν αγοράζοντας για παράδειγµα αγαθά όπως σπίτια και αυτοκίνητα. Η αυξηµένη λοιπόν ρευστότητα µετατοπίζει την καµπύλη συνολικής ζήτησης από AD σε AD’. Το νέο σηµείο ισορροπίας τώρα επιτυγχάνεται3 στο σηµείο D. Το σηµαντικό στοιχείο που εξάγεται τώρα, είναι ότι η Ε.Κ.Τ στοχεύοντας σε ένα επίπεδο τιµών P* δεν λαµβάνει απόφαση να προβεί σε κάποια ενέργεια µιας και έχει επιτύχει το στόχο της.

3 H υπόθεση ότι η καµπύλη προσφοράς και ζήτησης µετατοπίζονται κατά ίσα διαστήµατα δεν είναι υποχρεωτική αλλά χαρακτηρίζει καλύτερα την περίπτωση της ευρωζώνης.

Page 32: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

31

Όµως, η απόφαση της αυτή, θέτει άµεσα σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος όσο και γενικότερα της οικονοµίας. ∆ιότι η αύξηση της απόδοσης της οικονοµίας είναι πλασµατική, συνέπεια της αυξηµένης παροχής δανείων από τις τράπεζες που µε τη σειρά της είναι αποτέλεσµα µιας τεχνητής αύξησης της αξίας του ενεργητικού της. Επιπρόσθετα, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά συσσωρεύουν χρέη λόγω του υπερβολικού δανεισµού τους, τα οποία µετά το σκάσιµο της φούσκας, δυσκολεύονται να αποπληρώσουν επιδεινώνοντας την υπάρχουσα κατάσταση. Ο τραπεζικός τοµές βρίσκεται αντιµέτωπος µε σηµαντικά προβλήµατα και ξεσπά οικονοµική κρίση. Από την ανάλυση αυτή, µπορούν να εξαχθούν ορισµένα χρήσιµα συµπεράσµατα. Το πρώτο είναι ότι πράγµατι φαίνεται να υπάρχει ένας ορισµένος βαθµός συνάφειας µεταξύ της επίτευξης της οικονοµικής σταθερότητας και του στόχου του επιπέδου των τιµών. ∆ιότι η Ε.Κ.Τ, έχοντας αποκλειστικά την προσοχή της στραµµένη στον παραπάνω στόχο, απέτυχε να δει τις φούσκες που δηµιουργήθηκαν και ακούσια υποβοήθησε στην γιγάντωση τους. Αυτό συνέβη διότι µιας και ο κεντρικός της στόχος δεν απειλούνταν, δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να µειώσει την ποσότητα χρήµατος στις αγορές, και να εµποδίσει την πλασµατική οικονοµική ανάπτυξη. Το δεύτερο συµπέρασµα που προκύπτει αφορά την ιεράρχηση των στόχων της Ε.Κ.Τ. Για να προστατευτεί η οικονοµική σταθερότητα, όταν βέβαια συντρέχουν ικανοί λόγοι που να τη θέτουν σε κίνδυνο, είναι προς το συµφέρον όλων η Ε.Κ.Τ να αφήνει στο περιθώριο την αποστολή της για αυστηρό έλεγχο του πληθωρισµού και να επιδιώκει την οικονοµική σταθερότητα. 3.γ Το πλαίσιο δηµοσιονοµική συνεργασίας. Προοπτικές και ενίσχυση Κατά την εξέταση του δηµοσιονοµικού πλαισίου της ευρωζώνης, και κυρίως του Συµφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, είδαµε τις υπάρχουσες αδυναµίες καθώς και τις διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά την µορφή που πρέπει να έχει η δηµοσιονοµική συνεργασία µεταξύ των κρατών µελών της ευρωζώνης. Κυρίως όµως είδαµε την αποτυχία εφαρµογής του Συµφώνου και την αδυναµία του υπάρχοντος πλαισίου τόσο στο να επιβληθεί η δηµοσιονοµική πειθαρχία όσο και στο να επιτευχθεί η µακροοικονοµική σταθερότητα.

Page 33: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

32

Η οικονοµική κρίση, όπως είναι ως ένα βαθµό αναµενόµενο, πολλαπλασίασε τις αρνητικές συνέπειες από τα ήδη υπάρχοντα προβλήµατα. Τα δηµοσιονοµικά ελλείµµατα αρκετών κρατών µελών άγγιξαν ή και ξεπέρασαν διψήφια ποσοστά και παράλληλα αυξήθηκε θεαµατικά το δηµόσιο χρέος τους, και µια κρίση χρέους απειλεί να συµπαρασύρει την περιφέρεια της ευρωζώνης. Τέλος ως ένα ακόµη αρνητικό αποτέλεσµα πρέπει να θεωρηθεί και η επίδραση της κρίσης στην πορεία προς την εναρµόνιση των οικονοµιών των κρατών του ενιαίου νοµίσµατος. Ως εκ τούτου είναι περισσότερο ευάλωτες πλέον στις ασύµµετρες διαταραχές (Breuss, 2009). Τα νέα δεδοµένα λοιπόν, και η κατάσταση έτσι όπως έχει διαµορφωθεί ως τώρα, λειτουργούν καταλυτικά και προσδίδουν νέο ενδιαφέρον στη συζήτηση για το ποια πρέπει να είναι η µορφή οργάνωσης του δηµοσιονοµικού πλαισίου µέσα στη ζώνη του ευρώ. Η προσοχή µας θα στραφεί προς δύο κατευθύνσεις, µε πρώτη αυτή της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας και δεύτερη αυτή της ολοκλήρωσης των δηµοσιονοµικών πολιτικών. Όσον αφορά λοιπόν την πρώτη κατεύθυνση, τόσο στο παρελθόν όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης, έχει διατυπωθεί µία πληθώρα προτάσεων. Η κοινή συνισταµένη µπορεί να εντοπιστεί στην ανάγκη ενός πιο αποτελεσµατικού ελέγχου στα δηµοσιονοµικά µεγέθη των κρατών µελών καθώς λόγω του υψηλού βαθµού αλληλεξάρτησης των οικονοµιών τους, υπάρχει αυξηµένη πιθανότητα για διάχυση των αρνητικών συνεπειών. Όπως σηµειώνει ο Fatas (2010) ο κανόνας του 3% για το δηµοσιονοµικό έλλειµµα είναι µεν απλός, και ως εκ τούτου περισσότερο διάφανος και εύκολα εφαρµόσιµός από τα κράτη µέλη, αλλά αποδείχθηκε υπερβολικά απλός και ευάλωτος σε πολιτικές πιέσεις. Οι επιπλοκές λοιπόν που δηµιουργούνται θα ήταν δυνατόν να αµβλυνθούν, αν την ύπαρξη αριθµητικού ορίου συνόδευε και αυτή της κρίσης. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου συµβουλίου δηµοσιονοµικής πολιτικής, µε την υποχρέωση και τη δυνατότητα να κρίνει πότε ένα κράτος µέλος παραβιάζει τα συµφωνηθέντα όρια για τη δηµοσιονοµική πολιτική και πότε όχι (Von Hagen et al,2003). Ένα τέτοιο παράδειγµα αποτελεί το νεοϊδρυθέν Σουηδικό Συµβούλιο ∆ηµοσιονοµικής Πολιτικής. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αποτελεσµατικότερα η δηµοσιονοµική πειθαρχία ενώ παράλληλα µειώνεται το κίνητρο των κρατών για απειθαρχία βλέποντας ότι δεν µπορούν να χρησιµοποιήσουν την πολιτική και οικονοµική ισχύ τους για να επηρεάσουν τις αποφάσεις. Τέλος εξασφαλίζεται η απαραίτητη ευελιξία, ώστε να τα κράτη µέλη να µπορούν να χρησιµοποιήσουν αποτελεσµατικότερα τη δηµοσιονοµική τους πολιτική, είτε για να καταπολεµήσουν µία αρνητική διαταραχή είτε για να τονώσουν την ανάπτυξη της οικονοµίας τους. Η εξασφάλιση της πειθαρχίας, δεν πρέπει όµως να θεωρηθεί ως πανάκεια. Ακόµη και αν πράγµατι επιτευχθεί παραµένουν ανοιχτά ορισµένα σηµαντικά ζητήµατα. Ο Eichengreen (2009) αναφέρει ότι η οικονοµική κρίση και οι επιπτώσεις της µπορούν να ειδωθούν ως µία ασύµµετρη διαταραχή που πλήττει βαρύτατα µεν, ανισοµερώς δε τα κράτη µέλη της Ο.Ν.Ε. Φυσικά και ο προβληµατισµός για τις ασύµµετρες διαταραχές και την αντιµετώπιση τους δεν πρόεκυψε µετά τη κρίση, θα µπορούσαµε όµως να υποστηρίξουµε ότι εντάθηκε κυρίως λόγο των ολέθριων συνεπειών της, καθώς και της επιτακτικής ανάγκης για το ξεπέρασµα τους καθώς και την µελλοντική αντιµετώπιση ανάλογων καταστάσεων. Παράλληλα έγινε προφανές, προκαλώντας περισσότερο προβληµατισµό, ότι οι αυτόµατοι σταθεροποιητές καθώς και η ελεύθερη λειτουργία των αγορών δεν είναι σε θέση να προστατεύσουν τις οικονοµίες. Ακόµη και αν η ενοποίηση των αγορών ολοκληρωθεί σε ακόµη µεγαλύτερο βαθµό, αυξάνοντας την κινητικότητα των παραγωγικών συντελεστών,

Page 34: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

33

είναι πολύ πιθανό και πάλι, να παρέχουν λιγότερη σιγουριά από αυτή που επιθυµούν οι πολίτες. Ως εκ τούτου είναι θεµιτό και ταυτόχρονα ζωτικής σηµασία για την ευρωζώνη η ανάπτυξη ενός µηχανισµού που θα παρέχει σε όσα κράτη µέλη το χρειάζονται την απαραίτητη βοήθεια. Με τον τρόπο αυτό αφενός µειώνεται η έκθεση τους στις διεθνείς αγορές και αφετέρου αντιµετωπίζονται µε πιο αποτελεσµατικό τρόπο οι συνέπειες των ασύµµετρων διαταραχών, όπως είναι η αύξηση της ανεργίας και η µείωση της συνολικής απόδοσης της οικονοµίας. Ένα από τα κλασσικά επιχειρήµατα που έχει χρησιµοποιηθεί στο παρελθόν εναντίον αυτής της πρότασης, είναι ο «ηθικός» κίνδυνος (moral hazard) που ενδέχεται να προσδώσει κίνητρα στα κράτη µέλη ώστε να µην προχωρήσουν από µόνα τους στις απαραίτητες ενέργειες για την αντιµετώπιση της διαταραχής, λόγω της εξασφάλισης για βοήθεια που τους παρέχεται. Παρόλο που είναι ένα επιχείρηµα που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, η σηµερινή πραγµατικότητα θέτει ορισµένες νέες παραµέτρους. Η πρώτη παράµετρος επιβάλλεται ουσιαστικά από την πραγµατικότητα, ότι η ζώνη του ευρώ είναι αντιµέτωπη µε µία κρίση χρέους χωρίς παράλληλα τα κράτη που είναι εκτεθειµένα να είχαν κάποιου είδους εξασφάλιση ότι θα λάβουν βοήθεια από τα υπόλοιπα. Η δεύτερη παράµετρος µπορεί να συµπυκνωθεί ως εξής: Λόγω της έντασης των αρνητικών συνεπειών που διαχέονται στην ευρωπαϊκή οικονοµία λόγω του µεγάλου βαθµού αλληλεξάρτησης, είναι προς το συµφέρον όλων η ύπαρξη ενός µηχανισµού βοήθειας. ∆ιότι θα διασφαλίζεται όχι µόνο η οικονοµική σταθερότητα αλλά και η κοινωνική ειρήνη και συνοχή. Οι περισσότερες προτάσεις που έχουν διατυπωθεί, ιδίως µετά το ξέσπασµα της οικονοµική κρίσης, λαµβάνουν υπόψη τους τις δύο αυτές παραµέτρους. Σταχυολογώντας θα µπορούσαµε να αναφέρουµε την πρόταση των Hagen και Wyplosz (2008). Η βασική ιδέα είναι ότι µια περαιτέρω δηµοσιονοµική ενοποίηση θα µπορούσε να δράσει υποστηρικτικά για το Σύµφωνο Σταθερότητας και την επίτευξη των στόχων του. Στην κατεύθυνση αυτή λοιπόν προτείνουν την δηµιουργία ενός συστήµατος συλλογής φόρων. Οι φόροι αυτοί αφού συγκεντρωθούν θα κατευθύνονται στα κράτη µέλη που πλήττονται από τις επιπτώσεις µιας ασύµµετρης διαταραχής. Προαπαιτούµενο όµως είναι η διεξοδική έρευνα για το αν πράγµατι το κράτος ή τα κράτη µέλη, πλήττονται από ασύµµετρη διαταραχή ή βιώνουν τις συνέπειες δοµικών προβληµάτων της οικονοµίας τους. Έτσι µπορεί να ελαχιστοποιηθoύν αφενός οι επιπτώσεις από το moral hazard και αφετέρου οι αντιδράσεις που ενδεχοµένως να προκύψουν µιας και είναι γενικά παραδεκτό ότι η Ε.Ε, συνεπώς και η ευρωζώνη δεν έχουν την υπερ-εθνική ταυτότητα που απαιτείται για να µπορούν να µεταφερθούν πόροι από ένα κράτος σε άλλο, χωρίς εκτεταµένες αντιδράσεις. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι De Grauwe και Gros (2009) οι οποίοι θεωρούν ότι όσο τα περισσότερα θέµατα οικονοµικής πολιτικής παραµένουν στην αρµοδιότητα κάθε κράτους µέλους τόσο θα αυξάνεται η πιθανότητα για δηµιουργία ασυµµετρικών διαταραχών που θα υποβαθµίζουν την λειτουργία του ενιαίου νοµίσµατος. Εστιάζουν κυρίως στην έλλειψη συντονισµού µεταξύ των κρατών σε θέµατα µισθολογικής πολιτικής, ένα ζήτηµα που µετά την οικονοµική κρίση βρέθηκε αρκετές φορές στο επίκεντρο του δηµόσιου διαλόγου. Το αποτέλεσµα αυτής της έλλειψης συντονισµού είναι να δηµιουργούνται προβλήµατα στην ανταγωνιστική θέση των οικονοµιών τους. Αν ένα κράτος δεν περιορίσει τις αυξήσεις στους µισθούς τότε αυτόµατα υπονοµεύει την ανταγωνιστικότητα του, και φυσικά ισχύει και το αντίστροφο. Συνέπεια της κατάστασης αυτής είναι να δηµιουργούνται δοµικές ανισότητες µεταξύ των κρατών που διατηρούν ένα χαµηλό επίπεδο µισθών,

Page 35: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

34

συγκεντρώνοντας πλεονάσµατα και αυτών που έχουν υψηλότερους µισθούς, συγκεντρώνοντας ελλείµµατα. Στην αντιµετώπιση της κατάστασης αυτής, θα µπορούσε να συµβάλλει καταλυτικά η δυνατότητα της ευρωζώνης ως συνόλου, να επιβάλλει φόρους ώστε να διαµορφώσει έναν ενιαίο προϋπολογισµό που θα µπορεί ύστερα να προσφέρει πόρους στις χώρες που αντιµετωπίζουν µια ασύµµετρη διαταραχή. Τέλος προχωρώντας περισσότερο τη λογική αυτή, κρίνεται αναγκαίο να υπάρξει ένα νέο καθεστώς συνεργασίας για τα µέτρα δηµοσιονοµικής πολιτικής που λαµβάνονται από κάθε κράτος ξεχωριστά αλλά ασκούν επιδράσεις, είτε θετικές είτε αρνητικές στο σύνολο της ευρωζώνης. Τέτοια µέτρα µπορεί να είναι για παράδειγµα οι εργάσιµες ηµέρες και ώρες καθώς και το καθεστώς ασφάλισης. Οι αποφάσεις για τα ζητήµατα αυτά είναι προς το συµφέρον όλων των κρατών µελών να λαµβάνονται αφού έχει προηγηθεί συνεννόηση σε κεντρικό, υπερεθνικό επίπεδο. Για να µπορέσει όµως κάτι τέτοιο να έχει την απαραίτητη νοµιµοποίηση είναι περισσότερο από αναγκαίο να υπάρξει αφενός µια ποιοτική βελτίωση, τόσο της δηµοκρατικής λειτουργίας όσο και του καθεστώτος λογοδοσίας των υφιστάµενων αλλά και όσων νέων οργάνων δηµιουργηθούν. Σαφέστατα λοιπόν είναι ένα ζήτηµα στο οποίο απαιτείται η επίδειξη πολιτικής βούλησης. 3.δ Η πολιτική βούληση ως συµπέρασµα Η διατύπωση µιας οριστικής απάντησης για το ποιο είναι ή για το ποιο πρέπει να είναι το µέλλον της ευρωζώνης, είναι έξω από τους σκοπούς της παρούσας εργασίας. Αν αναζητούσαµε όµως ένα στοιχείο που να εµπεριέχει µέσα του τη δυναµική της απάντησης αυτής θα το εντοπίζαµε στην πολιτική βούληση. Ένα στοιχείο που εµφανίζεται σε όλο το φάσµα της αρχιτεκτονικής του ενιαίου νοµίσµατος. Παρούσα σε όλα τα στάδια της πορεία προς την Ο.Ν.Ε, έκαµψε τις όποιες δυσκολίες υπήρχαν, αγνόησε τις φωνές που προφήτευαν την αποτυχία και προχώρησε στη δηµιουργία του ευρώ. Ένα πείραµα in vivo, µοναδικό στην ιστορία των νοµισµατικών ενώσεων, µε αξιόλογα αποτελέσµατα στα δέκα έντεκα χρόνια της ύπαρξης του, αλλά και µε αδυναµίες, ορισµένες από τις οποίες εξετάσαµε. Ένα σηµαντικό συµπέρασµα που προκύπτει από τη µελέτη της δηµιουργίας αλλά και της διάλυσης προηγούµενων νοµισµατικών ενώσεων, είναι ότι δεν πρόκειται για µια στατική διαδικασία, αλλά εµπεριέχει στη φύση της την εξέλιξη (Bordo και Jonung, 1999).Το ίδιο ισχύει φυσικά και την Ο.Ν.Ε. Οι διαταραχές, τα προβλήµατα και οι εντάσεις µεταξύ των κρατών µελών υπήρχαν στο παρελθόν και θα υπάρχουν και στο µέλλον. Σε ένα µέλλον που προδιαγράφεται όµως από τις επιλογές που έχουν ήδη γίνει. Και εδώ υπάρχει ένα ευρύ πεδίο προβληµατισµού. ∆ιότι η οικονοµική κρίση όπως είδαµε έθεσε ορισµένες νέες µεταβλητές στις υπάρχουσες εξισώσεις. Η παρούσα οικονοµική συγκυρία θα µπορούσε όµως να ειδωθεί, υπό αυτό το πρίσµα, ως µια ευκαιρία για µετεξέλιξη. Μία δυσάρεστη κατάσταση που επιτάσσει τη φυγή προς τα εµπρός, όχι µόνο για να ξεπεραστούν οι τωρινές δυσκολίες καθώς και να µετριαστούν οι συνέπειες τους σε µια ενδεχόµενη µελλοντική επανεµφάνιση, αλλά και για να διορθωθούν οι υπάρχουσες αστοχίες. Σε αυτή την προσπάθεια η πολιτική βούληση είναι το σηµείο αναφοράς και η κινητήριος δύναµη.

Page 36: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

35

.

Βιβλιογραφία Alberto Alesina & Filipe R. Campante & Guido Tabellini, 2008. "Why is Fiscal Policy Often Procyclical?," Journal of the European Economic Association, MIT Press, vol. 6(5), pages 1006-1036, 09 Abbott, Kenneth & Snidal, Duncan, 2000. "Hard and Soft Law in International Governance," International Organization, Cambridge University Press, vol. 54(03), pages 421-456, August.

Artis, Michael J & Winkler, Bernhard, 1997."The Stability Pact: Safeguarding the Credibility of the European Central Bank," CEPR Discussion Papers 1688, C.E.P.R. Discussion Papers. Arestis, Philip & McCauley, Kevin & Sawyer, Malcolm, 2001. "An Alternative Stability Pact for the European Union," Cambridge Journal of Economics, Oxford University Press, vol. 25(1), pages 113-30, January Arestis Philip & Malcolm Sawyer, 1998."Reassuring the Role of Keynesian Policies for the New Millenium," Macroeconomics 9801004, EconWPA. Ball,L., Mankiw, G., and Nordhaus, W., ,Brookings Papers on Economic Activity, Vol. 1999, No. 2 (1999), pp. 189-251 Benoit Coeure & Jean Pisani-Ferry, 2005. "Fiscal Policy in Emu: Towards a Sustainability and Growth Pact?," Oxford Review of Economic Policy, Oxford University Press, vol. 21(4), pages 598-617, Winter. Beetsma,Roel M.W.J., 1996."The Interaction of Fiscal and Monetary Policy in a Monetary Union: Balancing Credibility and Flexibility," Research Memoranda 005, Maastricht : METEOR, Maastricht Research School of Economics of Technology and Organization.

Buti, Marco & Franco, Daniele & Ongena, Hedwig, 1998. "Fiscal Discipline and Flexibility in EMU: The Implementation of the Stability and Growth Pact," Oxford Review of Economic Policy, Oxford University Press, vol. 14(3), pages 81-97, Autumn. Dietrich Schönwitz, 2004. "What monetary policy can do: the clarified approach of the ECB," Economic Affairs, Blackwell Publishing, vol. 24(3), pages 64-68, 09. Eichengreen, B. (2009) “The Crisis and the Euro,” Mimeo

Page 37: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

36

Eichengreen, Barry, 1996. "On the Links Between Monetary and Political Integration,"Center for International and Development Economics Research, Working Paper Series 2404, Center for International and Development Economics Research, Institute for Business and Economic Research, UC Berkeley. Fatás, Antonio, Jurgen von Hagen, Andrew Hughes Hallett , Rolf R Strauch and Anne Sibert. (2003), "Stability and Growth in Europe: Towards a Better Pact," Monitoring European. Integration 13. CEPR Forder, James ,2002. "Interests and 'Independence': The European Central Bank and the theory of bureaucracy", International Review of Applied Economics, 16: 1, 51 — 69 Fritz Breuss, 2009. "Ten Years of EMU “ Achievements, Weaknesses, Challenges," Austrian Economic Quarterly, WIFO, vol. 14(1), pages 49-72, April. Geoffrey Garrett, 1993. "The Politics Of Maastricht," Economics and Politics, Blackwell Publishing, vol. 5(2), pages 105-123, 07. Jakob de Haan & Helge Berger & David-Jan Jansen, 2004."Why has the Stability and Growth Pact Failed?," International Finance, Blackwell Publishing, vol. 7(2), pages 235-260, 07. Jean Pisani-Ferry, 2006. "Only One Bed for Two Dreams: A Critical Retrospective on the Debate over the Economic Governance of the Euro Area," Journal of Common Market Studies, Blackwell Publishing, vol. 44, pages 823-844, November. Jürgen von Hagen & Charles Wyplosz, 2008 "EMU's Decentralized System of Fiscal Policy,"European Economy - Economic Papers 306, Directorate General Economic and Monetary Affairs, European Commission. Kenen, P. 1969 "The Theory of Optimum Currency Areas: An Eclectic View". In Mundell, R. and Swoboda, A. (eds) Monetary Problems of the International Economy (Chicago: University of Chicago Press) Kenneth W. Abbott and Duncan Snidal (2000). "Hard and Soft Law in International Governance" . International Organization, 54, pp 421-456 doi:10.1162/002081800551280 Mayer, T. & Minford, P., 1995."Monetarism,"Department of Economics 95-21, California Davis - Department of Economics. Michael D. Bordo & Lars Jonung, 1999."The Future of EMU: What Does the History of Monetary Unions Tell Us?," NBER Working Papers 7365, National Bureau of Economic Research, Inc Motley, B. 1998. "Growth and Inflation – A Cross-country Study", Economic Review, Federal Reserve Bank of San Francisco , No. 1.

Page 38: The Architecture of Euro_Structure_Vulnerabilities and Economic Crisis

37

Mundell, R. 1961."A Theory of Optimum Currency Areas". American Economic Review, Vol. 51, pp. 657–65

Paul De Grauwe & Daniel Gros, 2009. "A New Two-Pillar Strategy for the ECB," CESifo Working Paper Series 2818, CESifo Group Munich. Paul De Grauwe, 1998 "The Design of the European Central Bank", Kredit und Kapital, Heft 14, Paul De Grauwe & Magdalena Polan, 2005. "Is Inflation Always and Everywhere a Monetary Phenomenon?," Scandinavian Journal of Economics, Blackwell Publishing, vol. 107(2), pages 239-259, 06. Philipp Hartmann & Angela Maddaloni & Simone Manganelli, 2003. "The Euro-area Financial System: Structure, Integration, and Policy Initiatives," Oxford Review of Economic Policy, Oxford University Press, vol. 19(1), pages 180-213. Posen, Adam, 1998. "Central Bank Independence and Disinflationary Credibility: A Missing Link?," Oxford Economic Papers, Oxford University Press, vol. 50(3), pages 335-59, July. Ronald I. McKinnon, 2004."Optimum Currency Areas and Key Currencies: Mundell I versus Mundell II," Journal of Common Market Studies, Blackwell Publishing, vol. 42(4), pages 689-715, November. Scheller, Hanspeter K,2006."The European Central Bank, History, Role and Functions", European Central Bank, Second revised edition. Stephen G. Cecchetti & RÛisÌn O'Sullivan, 2003. "The European Central Bank and the Federal Reserve," Oxford Review of Economic Policy, Oxford University Press, vol. 19(1), pages 30-43. Stephen S. Roach, 2009. "Whither Capitalism?," Journal of Applied Corporate Finance, Morgan Stanley, vol. 21(1), pages 24-27. Thomas Mayer & Patrick Minford, 2004. "Monetarism," World Economics, World Economics, Economic & Financial Publishing, PO Box 69, Henley-on-Thames, Oxfordshire, United Kingdom, RG9 1GB, vol. 5(2), pages 147-185, April. Von Hagen, Juergen and Charles Wyplosz 2008, "EMU.s Decentralized System of Fiscal Policy", Economic Papers no. 306, Brussels: European Commission.