Upload
haanh
View
243
Download
1
Embed Size (px)
Citation preview
W A L T E R B E N J A M I N
Σ Α Ρ Α Μ Π Ω Ν Τ Α Α Ι ΡΕΝΑΣ ΛΥΡΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΚΜΗ Τ Ο Υ Κ Α Π Ι Τ Α Λ Ι Σ Μ Ο Υ
Επίμετρο Adorno, Tiedemann, Buck-Morss
Μετάφραση Γιώργος Γκουζούλης
Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ε Ι Α
«Τα "Μ οτίβα” είναι στην ουσία ένας λυρικός διαλογισμός πάνω στη μελαγχολική απεραντοσύνη του Παρισιού του 19ου αιώνα και τη σύμφυτη μοναξιά του ποιητή .»
George Steiner
«Ο Μπένγιαμιν παρατήρησε με οξυδέρκεια ό τ ι ... τα μάτια και τα νεύρα χρειάστηκε να προσαρμοστούν στο καθημερινό θέαμα του κινούμενου πλήθους ... Τα παρισινά πλήθη που στοιχειώνουν τα Άνθη το κακού του Μπωντλαίρ λειτουργούν σαν ερεθίσματα καλειδοσκοπικών εντυπώσεων.»
Siegfried Kracauer
«Σ ε πολλά σημεία οι τονικότητες των δύο κόσμων [του Μπένγιαμιν και του Μπωντλαίρ] συνηχούν: τέτοιο είναι το πολύ πρωτότυπο μείγμα στον Μπένγια- μ ιν... μιας διαλεκτικής νοσταλγίας και μιας βαθιάς μελαγχολίας που είναι πέραν της διαλεκτικής ... Πιστεύω ότι, όσον αφορά τη νεωτερικότητα, και ο Μπωντλαίρ είδε τα πράγματα κάπως έτσι ... αλλά με ένα πιο νωπό βλέμμα απ’ ό ,τι ο Μπένγιαμιν, όπως κι ο Μπένγιαμιν τα είδε με ένα πιο νωπό βλέμμα απ’ ό,τι εμείς σήμερα. Ό σο πιο κοντά είναι κανείς στη στιγμή της ρήξης τόσο καλύτερα βλέπει.»
Jean Baudrillard
«Μ άλλον ο Μπένγιαμιν δεν υπερέβαλλε όταν είπε στον Αντόρνο ότι κάθε ιδέα στο βιβλίο του για τον Μπωντλαίρ και το Παρίσι του 19ου αιώνα "θα έπρεπε κατά βάθος να αρπαχτεί μέσα από μια περιοχή όπου κυβερνά η τρέλα” .»
Susan Sontag
ΣΑΡΑ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ ΕΝΑΣ Λ ΥΡΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΚΜΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑΥπεύθυνος: Λευτέρης Αναγνώστου
Walter Benjamin
ΣΑΡΑ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡΕΝΑΣ ΛΪΡΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΚΜΗ
ΤΟΪ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Επίμετρο THEODOR W. ADORNO
ROLF TIEDEMANN SUSAN BUCK-MORSS
Μετάφραση ΓΙΩ ΡΓΟ Σ ΓΚΟΤΖΟΤΛΗΣ
Επιμέλεια ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΒΙΕΡΑΤΟΣ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: Charles Baudelaire. Ein Lyriker im Zeitalter des Hochkapitalismus
© Suhrkamp Verlag, Frankfurt am Main, 1955, 1969, 1974 © για την ελληνική γλώσσα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Σόλωνος 133,
106 77 Αθήνα, τηλ. 3606305, fax 3638173
Η μετάφραση έγινε από τη γερμανική γλώσσα.Η έκδοση αυτή είχε την οικονομική υποστήριξη του Inter Nationes.
Πρώτη έκδοση: Ιούλιος 1994
Η φωτογραφία του Σαρλ Μπωντλαίρ στη σ. 14 είναι του Etienne Carjat (Sotheby’s). Η φωτογραφία του Βάλτερ Μπένγιαμιν στη σ. 324 είναι της Gi- sele Freund (The John Hillelson Agency). Οι υπόλοιπες φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο της S. Buck-Morss, The Dialectics o f Seeing.
ISBN: 960-221-088-5
Διορθώσεις: Αρετή Μπουκάλα Στοιχειοθεσία: Line Art Φιλμ-μοντάζ: Γιώργος και Εύη Κώτσου Βιβλιοδεσία: Κ. Δελής
1
i
Σημείωμα για την ελληνική έκδοση
Υπάρχουν βιβλία που καθρεφτίζουν στην ίδια την κατασκευή τους την περιπέτεια της σκέψης που τα ονειρεύτηκε και αγωνίστηκε να τα πραγματοποιήσει, αρπάζοντάς τα, όπως λέει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, «μέσα από μια περιοχή όπου κυβερνά η τρέλλα». Η μελέτη του για τον Μπωντλαίρ και το Παρίσι του 19ου αιώνα ήταν μια τέτοια περιπέτεια που έμεινε χωρίς τέλος, αφήνοντας πίσω της κείμενα και αποσπάσματα προορισμένα να απαρτίσουν ένα μεγαλύτερο βιβλίο, μέρος ή υπόδειγμα κι αυτό με τη σειρά του του μακρόπνοου, ανολοκλήρωτου έργου του για την ιστορία και τον πολιτισμό της νεωτερικότητας. Απέμεινε έτσι στους επιγόνους να μαζέψουν αυτά τα κομμάτια και να φτιάξουν ένα βιβλίο για τον Μπωντλαίρ, που δείχνει την αφετηρία της αναζήτησης στις μυστικές στοές της πόλης και της ποίησης του προηγούμενου αιώνα. Αυτό το βιβλίο παρουσιάζεται εδώ, συνοδευμένο από ορισμένα άλλα κείμενα και υλικά που φωτίζουν το παράδοξο πεπρωμένο του.
Ο τόμος περιλαμβάνει τρία κείμενα του Μπένγιαμιν, που αντιπροσωπεύουν διαφορετικά στάδια επεξεργασίας του σχεδιαζόμενου βιβλίου και του ευρύτερου ανοκλήρωτου Passagenwerk.
Το πρώτο [1], «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ», γράφηκε το 1938 με την πρόθεση να αποτελέσει την κεντρική ενότητα του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ (ανάμεσα σε δύο
10 ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ
άλλες που ποτέ δεν συντάχθηκαν: «Ο Μπωντλαίρ ως αλληγορικός» και «Το εμπόρευμα ως ποιητικό αντικείμενο») και με άμεσο στόχο να δημοσιευθεί στην Επιθεώρηση Κοινωνικής Έρευνας του μετεγ- κατεστημένου στη Νέα Τόρκη Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας της Φραγκφούρτης. Αποτελείται από τρία κεφάλαια: «Οι μποέμ», «Ο πλάνης» και «Η νεωτερικότητα».
Το δεύτερο κείμενο [2], «Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ», γράφηκε το 1939 ως ριζική ανασύνθεση του πρώτου (κυρίως δε του δεύτερου κεφαλαίου του για τον «Πλάνητα», το οποίο και επρόκειτο να αντικαταστήσει), μετά την κριτική που άσκησε σ’ αυτό ο Αντόρνο, και πήρε αμέσως το δρόμο της δημοσίευσης.
Το τρίτο κείμενο [3], το «Κεντρικό πάρκο», γράφηκε την περίοδο 1938-39 υπό μορφή σημειώσεων για τις δύο άλλες ενότητες του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ (ανάλογων με τις πολυάριθμες σημειώσεις για το Passagenwerk, που άφησε πίσω του ο Μπένγιαμιν).
Ακολουθούν οι βιβλιογραφικές παραπομπές του συγγραφέα (για τα δύο πρώτα κείμενα), που συγκεντρώνονται στο τέλος, αφήνοντας πίσω, ως υποσελίδιες μέσα στα κείμενα, τις σημειώσεις του επί του περιεχομένου.
Τα κείμενα του Μπένγιαμιν συνοδεύονται από ένα εκτεταμένο Επίμετρο που συνίσταται σε τρία τμήματα.
Το πρώτο (Α), Επιστολές του Τ.Β. Αντόρνο και του Β. Μπέν- γιαμιν γραμμένες την περίοδο 1938-40, περιλαμβάνει την (αλληλογραφία των δύο στοχαστών που είχε ως κύριο θέμα τα κείμενα του Μπένγιαμιν για τον Μπωντλαίρ. Πρόκειται για μια ανταλλαγή πέντε επιστολών*, που αρχίζει με την απογοητευμένη, κριτική αντίδραση του Αντόρνο στο πρώτο κείμενο, «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυ
* Κατά κάποιο τρόπο τούτες συνεχίζουν μια αλληλογραφία θεωρητικού κυρίως περιεχομένου που άρχισε λίγα χρόνια πριν με αντικείμενο εργασίες του Μπένγιαμιν εκείνης της εποχής, όπως η προκαταρκτική έκθεση για το Passagenwerk (Expose του 1935) και η μελέτη για «Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμό- τητάς του». Ας σημειωθεί ότι από τις επιστολές έχουν απαλειφθεί (πράγμα που σημειώνεται με αγκύλες) άλλες αναφορές σε θεωρητικά και προσωπικά ζητήματα που δεν άπτονται του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ 11
τοκρατορίας στον Μπωντλαίρ», το οποίο είχε λάβει προς δημοσίευση από τον Μπένγιαμιν, και με τη σχετική απάντηση του τελευταίου (Επιστολές 1 και 2)· συνεχίζεται με την περαιτέρω συζήτηση πάνω στο κείμενο ενόψει της ανασύνταξής του από τον Μπένγιαμιν (Ε 3 και 4)· και κλείνει με την ενθουσιώδη ανταπόκριση του Αντόρνο στο νέο κείμενο, «Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ» (Ε 5). Πέρα από τις ουσιώδεις διαφορές που εγείρουν και την έκτοτε ασίγαστη κριτική διαμάχη που προκάλεσε η δημοσίευσή τους (στοιχεία της ο- ποίας εμφανίζονται στα επόμενα τμήματα του Επιμέτρου), οι επιστολές φωτίζουν πολύπλευρα τα περιεχόμενα και το πλαίσιο αναφοράς των δύο κειμένων, καθώς και το λόγο και τον τρόπο της μετάβασης από το πρώτο στο δεύτερο. Τόσο η ευρύτητα των οριζόντων που ατενίζουν οι δύο στοχαστές όσο και η διεξοδική επιχειρηματολογία και η υποδειγματική προσήλωσή τους στη λεπτομέρεια δίνουν σ ’ αυτή την αλληλογραφία το χαρακτήρα μιας εξαιρετικής συνάντησης* ανάμεσα στα ρεύματα της κριτικής πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας και του αισθητικού μοντερνισμού, στην καρδιά —και σε μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές— του 20ού αιώνα.
Το δεύτερο τμήμα του Επιμέτρου (Β), με τίτλο «Μπωντλαίρ, μάρτυς κατά της αστικής τάξης», είναι ο επίλογος του Ρολφ Τίντε- μαν, επιμελητή των έργων του Μπένγιαμιν, στη νεότερη γερμανική έκδοση του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ. Περιλαμβάνει κριτική θεώρηση των κειμένων, διαφωτιστικές πληροφορίες για τη διαμόρφωσή τους και εκτεταμένη αναφορά, με σαφή τοποθέτηση, στη σχετική αλληλογραφία με τον Αντόρνο.
Το τρίτο τμήμα (Γ), με τίτλο «Αλληγορία / Μοντάζ / Μεσσιανισμός. Ανταποκρίσεις Baudelaire — Passagenwerk» είναι μια συρρα- φή αποσπασμάτων από το βιβλίο της διακεκριμένης ερευνήτριας του
* «... Παρά κάποιες επιμέρους καινοτομίες σε συγκεκριμένους κλάδους, τα θέματα της συζήτησης μεταξύ του Αντόρνο και του Μπένγιαμιν δεν έχουν πραγματικά ξεπεραστεί από καμιά γενική πρόοδο έκτοτε της μαρξιστικής αισθητικής θεωρίας. Η αλληλογραφία που παρουσιάζεται πιο κάτω, ένας διάλογος ανάμεσα σε δύο ιδιοσυγ- κρασιακούς τεχνίτες της γερμανικής πρόζας, παραμένει σήμερα ένα ντοκουμέντο μέ- γιστου διανοητικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος» (Fredric Jameson, «Presentation III», στο Aesthetics and Politics, NLB, Λονδίνο, 1977).
12 ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ
έργου του Μπένγιαμιν Susan Buck-Morss, The Dialectics o f Seeing. Walter Benjamin and the Arcades Project. Τούτα επαναξιολογούν τη θέση, την κατασκευή και το φιλοσοφικό υπόβαθρο των κειμένων για τον Μπωντλαίρ (επιμένοντας μάλιστα στο πιο ερμητικό «Κεντρικό Πάρκο»), υπό το φως των πρόσφατων Ανακαλύψεων και ερευνών σχετικά με το Passagenwerk.
Ο τόμος κλείνει με ένα Παράρτημα που περιλαμβάνει τα ακόλουθα υλικά: (α) Σημειώσεις της ελληνικής έκδοσης — ένα μικρό σώμα πληροφοριακών κυρίως σημειώσεων (δανεισμένων ως επί το πλείστον από τους επιμελητές των ξένων εκδόσεων), που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την παρακολούθηση των κειμένων και όχι να επεκταθούν στο σχολιασμό και την ερμηνεία τους (κάτι που έχει ήδη γίνει στο Επίμετρο), (β) Εργοβιογραφία του Βάλτερ Μπένγιαμιν. (γ) Έναν πίνακα με τους πρωτότυπους τίτλους και τις πηγές (πρώτες δημοσιεύσεις κ.λπ.) των κειμένων του τόμου, (δ) Σημείωμα του Γερμανού επιμελητή από την έκδοση του 1974. (ε) Γλωσσά- ρι ξένων λέξεων και φράσεων, (στ) Ευρετήριο κυρίων ονομάτων.
Η μετάφραση των γερμανικών κειμένων έγινε από το πρωτότυπο. Όπου ο Μπένγιαμιν παραθέτει αμετάφραστες ξενόγλωσσες (κυρίως γαλλικές) λέξεις και φράσεις, η ελληνική έκδοση κάνει το ίδιο, δίνει όμως στο Γλωσσάρι τη μετάφρασή τους. Όλα τα γαλλικά και αγγλικά αποσπάσματα που ο Μπένγιαμιν παραθέτει μεταφρασμένα στα γερμανικά μεταφράστηκαν από τη γλώσσα τους, στην οποία βρέθηκαν στις αντίστοιχες εκδόσεις του βιβλίου: Charles Baudelaire. Un poete lyrique a l ’apogee du capitalisme, μετάφραση, πρόλογος και σημειώσεις του Jean Lacoste, Editions Payot, Παρίσι, 1979· και Charles Baudelaire, A Lyric Poet in the Era o f High Capitalism, μετάφραση του Harry Zohn, Verso, Λονδίνο, 1983.
Τα ποιήματα παρατίθενται κι αυτά στο πρωτότυπο. Η δική τους μετάφραση όμως ακολουθεί αμέσως από κάτω. Αναζητήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν όπου ήταν δυνατό μεταφράσεις γνωστών Ελλήνων ποιητών. Όταν υπήρχαν περισσότερες από μία για το ίδιο ποίημα η επιλογή έγινε κυρίως με κριτήριο την εναρμόνιση προς το
ΣΗΜΕΙΩΜΑ 13
σχόλιο του Μπένγιαμιν. Όταν αντίθετα δεν υπήρχε καμία ή ήταν εντελώς ακατάλληλες από την παραπάνω άποψη χρειάστηκε να αποδοθούν από τον υπογράφοντα. Οι σχετικές διευκρινίσεις έχουν ενσωματωθεί μέσα σε αγκύλες στις Παραπομπές του συγγραφέα.
Οι υποσελίδιες σημειώσεις στα κείμενα [1] και [2] είναι του συγγραφέα και αναφέρονται με τους αστερίσκους. Από κει και πέρα στο βιβλίο απαντούν δύο ειδών αριθμήσεις. Οι αραβικοί αριθμοί αφορούν τις βιβλιογραφικές παραπομπές του Μπένγιαμιν στα κείμενα [1] και [2] και τις σημειώσεις των συγγραφέων στα κείμενα Β και Γ του Επιμέτρου. Οι λίγοι ελληνικοί αριθμοί, όπου απαντούν, αφορούν τις σημειώσεις της ελληνικής έκδοσης. Κατ ’ εξαίρεση οι σημειώσεις των επιμελητών για τα κείμενα [3] και (Α) αναφέρονται με αραβικούς αριθμούς, αφού έτσι κι αλλιώς αυτά δεν φέρουν σημειώσεις των συγγραφέων τους.
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε εδώ ορισμένους φίλους και συνεργάτες που βοήθησαν στην εκπόνηση του βιβλίου: τον Δήμο Κου- βίδη, που ετοίμασε το Γλωσσάρι και το Ευρετήριο, και ανέλαβε σε μια κρίσιμη στιγμή τον έλεγχο των δοκιμίων και την παρακολούθηση της έκδοσης- τον Θοδωρή Λουπασάκη, που συνέβαλε σε ενδιάμεσα στάδια στη μετάφραση ορισμένων κειμένων- τον Κώστα Βαμβα- κούλα και τον Ρολφ Πόλε που βοήθησαν στον τελικό έλεγχο των ξενόγλωσσων στοιχείων των κειμένων- τέλος την Αρετή Μπουκάλα και τη Γεωργία Κρούσκου που αντεπεξήλθαν στα «χίλια κύματα» της διόρθωσης και της στοιχειοθεσίας του τόμου. Οφείλουμε επίσης να ευχαριστήσουμε τις εκδόσεις Suhrkamp και τον οργανισμό Inter Nationes για την κατανόηση που έδειξαν σε όλη την παρατεταμένη διάρκεια της προετοιμασίας αυτής της έκδοσης.
Κ.Λ.
[1]Το Παρίσι
Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ
Une capitale n ’est pas absolument necessaire a 1’homme.Senancour
Οι μποέμI
Η boheme“ παρουσιάζεται στον Μαρξ μέσα σε μια διαφωτιστική συνάφεια. Κατατάσσονται σ’ αυτήν οι επαγγελματίες συνωμότες, με τους οποίους ασχολείται σε μία εκτενή αναφορά του στα απομνημονεύματα του αστυνομικού πράκτορα de la Hodde, που δημο- σιεύθηκε το 1850 στη Neue Rheinische Zeitung. Για να ανασυστήσει κανείς τη φυσιογνωμία του Μπωντλαίρ, πρέπει να μιλήσει για την ομοιότητά του με τον εν λόγω πολιτικό τύπο. Ο Μαρξ τον σκιαγραφεί ως εξής: «Με τη συγκρότηση των προλεταριακών συνωμοσιών προέκυψε η ανάγκη του καταμερισμού της εργασίας- τα μέλη χωρίστηκαν σε περιστασιακούς συνωμότες, conspirateurs d’occasion, δηλαδή εργάτες που καταγίνονταν με τη συνωμοσία μόνο παράλληλα προς την άλλη τους απασχόληση, συμμετέχοντας στις συναντήσεις και παραμένοντας σε ετοιμότητα ώστε με τη διαταγή του αρχηγού να εμφανιστούν στον τόπο της συγκέντρωσης, και σε επαγγελματίες συνωμότες, που αφιέρωναν όλη τους τη δραστηριότητα στη συνωμοσία και ζούσαν από αυτήν... Οι συνθήκες ζωής αυτής της κατηγορίας ανθρώπων προκαθορίζουν ήδη τον όλο χαρακτήρα της... Η επισφαλής θέση της, εξαρτώμενη στα επιμέρους ζητήματα από την τύχη μάλλον παρά από τη δραστηριότητά της, η άτακτη ζωή της που μοναδικές της σταθερές είναι τα καπηλειά —οι γιάφκες των συνωμοτών—, οι αναπόφευκτες γνωριμίες της με κάθε λογής αμφιλεγόμε-
18 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
νους ανθρώπους, την κατατάσσουν σ ’ εκείνο το περιβάλλον που στο Παρίσι ονομάζεται la boheme»1*.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο ίδιος ο Ναπολέων Γ ' εγκαινίασε την άνοδό του σ ’ ένα περιβάλλον συναφές με το παραπάνω. Ένας από τους μηχανισμούς που έδρασαν κατά την περίοδο της προεδρίας του ήταν ως γνωστόν η Εταιρεία της 10ης Δεκεμβρίου, τα στελέχη της οποίας προέρχονταν κατά τον Μαρξ από «όλη την απροσδιόριστη, διαλυμένη, παραπαίουσα μάζα που οι Γ άλλοι ονομάζουν la boheme»2 . Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Ναπολέων καλλιέργησε περαιτέρω τις συνωμοτικές συνήθειες. Αιφνιδιαστικές διακηρύξεις και μυστικοπάθεια, άστατες εξορμήσεις και μια αδιαπέραστη ειρωνεία υπηρετούν την κρατική λογική της Δεύτερης Αυτοκρατορίας .̂ Τα ίδια χαρακτηριστικά ξαναβρίσκει κανείς στα θεωρητικά γραπτά του Μπωντλαίρ. Τις περισσότερες φορές εκθέτει τις απόψεις του με κατηγορηματικό τρόπο. Η συζήτηση δεν του ταιριάζει. Την αποφεύγει ακόμη και όταν οι δεινές αντιφάσεις των θέσεων που διαδοχικά υποστηρίζει θα απαιτούσαν μια αντιπαράθεση. To Salon de 1846 το αφιέρωσε «στους αστούς»· εμφανίζεται ως συνήγορός τους και η στάση του δεν είναι εκείνη του advocatus diaboli. Αργότερα, για παράδειγμα στο λίβελό του κατά της σχολής του bon sens, βρίσκει για την «"honnete” bourgeoise» και το συμβολαιογράφο, που είναι το σεβαστό της πρόσωπο, τους τόνους του πιο έξαλλου bohe- mien !. Γύρω στα 1850 διακηρύσσει ότι η τέχνη δεν μπορεί να χωριστεί από την ωφελιμότητα- λίγα χρόνια αργότερα υποστηρίζει το l’art pour l’art. Για όλα αυτά φροντίζει τόσο λίγο να προετοιμάσει το κοινό του όσο και ο Ναπολέων Γ ', όταν σχεδόν εν μια νυκτί και πίσω από την πλάτη του γαλλικού κοινοβουλίου περνά από τους προστατευτικούς δασμούς στο ελεύθερο εμπόριο. Τα χαρακτηριστικά
* Ο Προυντόν, που θέλει να κρατήσει τις αποστάσεις του από τους επαγγελμα- τίες συνωμότες, αποκαλεί πότε πότε τον εαυτό του «νέο άνθρωπο — έναν άνθρωπο που δουλειά του δεν είναι το οδόφραγμα αλλά η συζήτηση, έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να κάθεται κάθε βράδυ στο ίδιο τραπέζι με τον αρχηγό της αστυνομίας και να αποσπάσει την εμπιστοσύνη όλων των de la Hodde του κόσμου» (παρατίθεται στο Gustave Geffroy: L ’enferme. Παρίσι, 1897, σ. 180-181).
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 19
αυτά εξηγούν πάντως γιατί η επίσημη κριτική —προπάντων ο Jules Lemaitre- δεν αντιλήφθηκε παρά ελάχιστα τη θεωρητική ενέργεια που κρύβεται στα πεζά του Μπωντλαίρ.
Ο Μαρξ συνεχίζει ως εξής την περιγραφή των conspirateurs de profession: «Η μοναδική προϋπόθεση της επανάστασης είναι γι ’ αυτούς η επαρκής οργάνωση της συνωμοσίας τους... Ρίχνονται με τα μούτρα σε εφευρέσεις που υποτίθεται ότι θα κάνουν επαναστατικά θαύματα- εμπρηστικές βόμβες, μηχανισμούς καταστροφής με μαγικές συνέπειες, εξεγέρσεις που επιδρούν τόσο περισσότερο θαυματουργά και αιφνιδιαστικά όσο λιγότερο έλλογη είναι η αιτία τους. Απασχολημένοι με τέτοια σχέδια, δεν έχουν άλλο σκοπό από τον άμεσο εκείνο της ανατροπής της υφιστάμενης κυβέρνησης και περι- φρονούν βαθύτατα την πιο θεωρητική διαφώτιση των εργατών γύρω από τα ταξικά τους συμφέροντα. Εξ ου και η διόλου προλεταριακή αλλά πληβειακή οργή τους για τα habits noirs (μαύρα κοστούμια), τους περισσότερο ή λιγότερο μορφωμένους που εκπροσωπούν εκείνη την πλευρά του κινήματος, από τους οποίους όμως ποτέ δεν μπορούν να ανεξαρτητοποιηθούν εντελώς, δεδομένου ότι πρόκειται για τους επίσημους εκπροσώπους του κόμματος»4. Οι πολιτικές απόψεις του Μπωντλαίρ δεν ξεπερνούν ουσιαστικά εκείνες των επαγ- γελματιών συνωμοτών. Είτε στρέφει τη συμπάθειά του προς την κληρικαλιστική αντίδραση είτε τη χαρίζει στην εξέγερση του ’48, η έκφρασή της παραμένει απότομη και τα θεμέλιά της σαθρά. Η εικόνα που παρουσίαζε τις μέρες του Φεβρουάριου —όταν σε κάποια γωνιά του Παρισιού έπαιζε στα χέρια ένα τουφέκι λέγοντας: «Κάτω ο στρατηγός Ωπίκ!»*— είναι ενδεικτική. Θα μπορούσε εν πάση περι- πτώσει να υιρθετήσει τα λόγια του Φλωμπέρ: «Απ’ όλη την πολιτική ένα πράγμα μόνο καταλαβαίνω, την εξέγερση». Αυτά θα έπρεπε τότε να εννοηθούν σύμφωνα με την κατάληξη μιας σημείωσής του που περιλαμβάνεται στα σχεδιάσματα για το Βέλγιο: «Λέω Ζήτω η Επανάσταση όπως θά ’λεγα Ζήτω η καταστροφή! Ζήτω ο εξιλασμός! Ζήτω η τιμωρία! Ζήτω ο θάνατος! Όχι μόνο θα χαιρόμουν
* Ο στρατηγός Aupick ήταν πατριός του Μπωντλαίρ.
20 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
να ’ μαι το θύμα, αλλά και δεν θα με δυσαρεστούσε να ’ μαι ο δήμιος -γ ια να νιώσω την Επανάσταση και με τους δυο τρόπους. Έχουμε όλοι το δημοκρατικό πνεύμα στις φλέβες μας, όπως έχουμε τη σύφιλη στα κόκαλα. Είμαστε εκδημοκρατισμένοι και συφιλισμένοι»5.
' Οσα καταθέτει έτσι ο Μπωντλαίρ θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς ως μεταφυσική του προβοκάτορα. Στο Βέλγιο, όπου γράφηκε η σημείωση αυτή, τον είχαν θεωρήσει για μία περίοδο χαφιέ της γαλλικής αστυνομίας. Τέτοιου είδους συμφωνίες ξένιζαν τόσο λίγο ώστε ο Μπωντλαίρ μπορούσε να γράψει στη μητέρα του στις 20 Δεκεμβρίου 1854 αναφερόμενος στους λογοτέχνες που μισθοδοτούνταν από την αστυνομία: «Ποτέ δεν θα εμφανιστεί το όνομά μου στα αισχρά κατάστιχα της κυβέρνησης»6. Αυτό που προσέ- δωσε στον Μπωντλαίρ μια τέτοια φήμη στο Βέλγιο δεν ήταν μόνο η εχθρότητά του προς τον εκεί τιμώμενο, αλλά προγραμμένο στη Γαλλία, Ουγκό. Μερίδιο στη δημιουργία αυτής της φήμης είχε η καταλυτική ειρωνεία του- ενδέχεται δε να του άρεσε να τη διαδίδει ο ίδιος. Η culte de la blague, την οποία ξαναβρίσκουμε στον Ζωρζ Σο- ρέλ και η οποία έχει γίνει αναπόσπαστο συστατικό της φασιστικής προπαγάνδας, σχηματίζει στον Μπωντλαίρ τους πρώτους πυρήνες της. Το πνεύμα με το οποίο ο Σελίν έγραψε το Bagatelles pour un massacre και ο ίδιος τίτλος του παραπέμπουν άμεσα.σε μια ημερολογιακή καταχώριση του Μπωντλαίρ: «Μία ωραία συνωμοσία θα μπορούσε να οργανωθεί για την εξόντωση της εβραϊκής φυλής»7. Ο μπλανκιστής Rigault, που έκλεισε τη συνωμοτική του σταδιοδρομία ως αρχηγός της αστυνομίας της παρισινής Κομμούνας, φαίνεται πως είχε το ίδιο μακάβριο χιούμορ περί του οποίου, σε μαρτυρίες για τον Μπωντλαίρ, γίνεται τόσος λόγος. «Ο Ριγκώ», διαβάζουμε στο Hom- mes de la revolution de 1871 του Ch. Proles, «είχε σε όλα τα πράγματα, ακόμη και μέσα στο φανατισμό του, και μαζί με μια σπάνια ψυχραιμία, έναν αέρα καταχθόνιου και αδυσώπητου χωρατατζή»8. Ακόμη κι αυτό το τρομοκρατικό ονειροπόλημα που ο Μαρξ συναντά στους conspirateurs έχει το αντίστοιχό του στον Μπωντλαίρ: «Αλλά αν ποτέ», γράφει στις 23 Δεκεμβρίου 1867 στη μητέρα του, «μπορέσω να ξαναβρώ το σθένος και τη ζέση που είχα ορισμένες φορές, θα
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 21
εκτονώσω το θυμό μου με βιβλία τρομακτικά. Θα ’ θελα να ξεσηκώσω εναντίον μου όλο το ανθρώπινο γένος. Αυτό θα ήταν για μένα μια απόλαυση που θα με παρηγορούσε για τα πάντα»9. Αυτή η υπόκωφη λύσσα —la rogne— ήταν η διάθεση που καλλιέργησε στους επαγγελ- ματίες συνωμότες του Παρισιού μισός αιώνας αγώνων στα οδοφράγματα.
«Αυτοί είναι», λέει ο Μαρξ για τους εν λόγω συνωμότες, «που υψώνουν και διοικούν τα πρώτα οδοφράγματα»10. Πράγματι το οδόφραγμα είναι το σταθερό κέντρο του συνωμοτικού κινήματος. Έχει με το μέρος του την επαναστατική παράδοση. Πάνω από τέσσερις χιλιάδες οδοφράγματα πλημμυρίζουν την πόλη στην ιουλιανή επανάσταση11. Αναζητώντας ένα παράδειγμα για το «travail non salarie mais passionne», ο Φουριέ δεν βρίσκει κανένα πιο ακριβές.από το στήσιμο οδοφραγμάτων. Ο Ουγκό απέδωσε εντυπωσιακά στους Αθλίους το δίκτυο εκείνων των οδοφραγμάτων, αφήνοντας στη σκιά αυτούς που τα επάνδρωναν. «Η αθέατη αστυνομία της εξέγερσης ε- παγρυπνούσε παντού και τηρούσε την τάξη, δηλαδή τη νύχτα... Αν ένα μάτι κοιτούσε από ψηλά αυτούς τους σκοτεινούς σωρούς, θα διέ- κρινε ίσως εδώ κι εκεί, σε αραιά διαστήματα, ακαθόριστες λάμψεις που άφηναν να ξεπροβάλλουν τεθλασμένες και αλλόκοτες γραμμές, περιγράμματα παράδοξων κατασκευών, κάτι σαν ανταύγειες που πηγαινοέρχονταν μέσα στα ερείπια- εκεί ήταν τα οδοφράγματα»12. Στην αποσπασματική προσφώνηση προς το Παρίσι που προοριζόταν για το τέλος των Ανθεων του κακού ο Μπωντλαίρ δεν αποχαιρετά την πόλη χωρίς να ανακαλέσει τα οδοφράγματά της- μνημονεύει τις «μαγικές πέτρες του λιθόστρωτου στοιβαγμένες σε οχυρά»13. «Μαγικές» είναι βέβαια τούτες οι πέτρες εφόσον το ποίημα του Μπωντλαίρ δεν γνωρίζει τα χέρια που τις κίνησαν. Όμως αυτό ακριβώς το πάθος Όφείλεται μάλλον στον μπλανκισμό. Διότι παρόμοια κραυγάζει ο μπλανκιστής Tridon: «Ο force, reine des barricades, ... toi qui brilles dans l’eclair et dans l’&neute... c’est vers toi que les prisonniers tendent leurs mains enchainees»14. Στο τέλος της Κομμούνας το προλεταριάτο γύρισε ψηλαφητά πίσω από το οδόφραγμα, όπως ένα θανάσιμα ιΐληγωμένο ζώο στη φωλιά του. Το γεγονός ότι
22 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
οι εργάτες, ασκημένοι στον αγώνα των οδοφραγμάτων, δεν προέκρι- ναν την ανοιχτή μάχη που θα είχε κλείσει το δρόμο στον Θιέρσο έχει το μερίδιό του στην ήττα. Τούτοι οι εργάτες προτιμούσαν, όπως γράφει ένας από τους πιο πρόσφατους ιστορικούς της Κομμούνας, «τη μάχη στις δικές τους γειτονιές από τη σύγκρουση σε ανοιχτό πεδίο... και, εν ανάγκη, το θάνατο πίσω από τις στοιβαγμένες πέτρες σ’ ένα δρόμο του Παρισιού» .
Ο Μπλανκί, ο σπουδαιότερος από τους αρχηγούς των παρισινών οδοφραγμάτων, ήταν τότε κρατούμενος στην τελευταία του φυλακή, το Fort du Taureau. Επισκοπώντας την ιουλιανή επανάσταση, ο Μαρξ είδε σ ’ αυτόν και στους συντρόφους του «τους αληθινούς ηγέτες του προλεταριακού κόμματος» . Δύσκολα μπορεί κανείς να υπερτιμήσει το επαναστατικό κύρος που είχε τότε και που διατήρησε μέχρι το θάνατό του ο Μπλανκί. Πριν από τον Λένιν δεν υπήρχε για το προλεταριάτο πιο ξεκάθαρη φυσιογνωμία. Αυτή εντυπώθηκε και στον Μπωντλαίρ. Υπάρχει ένα φύλλο χαρτί, όπου δίπλα σε άλλα πρόχειρα σχέδιά του φαίνεται και το κεφάλι του Μπλανκί. — Οι έννοιες που χρησιμοποιεί ο Μαρξ για να παρουσιάσει τους συνωμοτικούς κύκλους του Παρισιού εκθέτουν ολοκάθαρα την ερμαφρόδιτη θέση του Μπλανκί μέσα σ’ αυτούς. Υπάρχουν από τη μια μεριά βάσιμοι λόγοι για τους οποίους ο Μπλανκί πέρασε στην παράδοση ως πραξικοπηματίας. Παρουσιάζεται σ’ αυτήν ως ο τύπος του πολιτικού ο οποίος, όπως λέει ο Μαρξ, θεωρεί καθήκον του «να προκατα- λάβει την εξέλιξη της επαναστατικής διαδικασίας, να την ωθήσει τεχνητά στην κρίση, να αυτοσχεδιάσει μια επανάσταση χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις της»17. Εάν από την άλλη μεριά αντιτάξει κανείς ορισμένες διαθέσιμες περιγραφές του Μπλανκί, φαίνεται να μοιάζει μάλλον με έναν από τα habits noirs, που ήταν οι απεχθείς ανταγωνιστές εκείνων των'επαγγελματιών συνωμοτών. Ένας αυτό- πτης μάρτυρας περιγράφει ως εξής το Club des Hailes των μπλανκι- στών: «Φανταστείτε την όψη της Comedie-Frangaise, τις μέρες που παίζεται Ρακίνας και Κορνέιγ, συγκρίνετε το ακροατήριο αυτών των ημερών με το πλήθος που γεμίζει ένα τσίρκο, στο οποίο οι ακροβάτες εκτελούν επικίνδυνα άλματα: θα έχετε την ακριβή εντύ
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 23
πωση που σχημάτιζε κανείς μπαίνοντας στην επαναστατική λέσχη του Μπλανκί, σε σύγκριση με τις δύο λέσχες της μόδας που διατηρούσε το κόμμα της εξουσίας... Ήταν σαν ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην ορθόδοξη λατρεία της κλασικής συνωμοσίας, όπου οι πόρτες ήταν ανοιχτές σ ’ όλο τον κόσμο, αλλά όπου δεν είχε κανείς τη διάθεση να έρθει παρά μόνο αν ήταν μυημένος. Μετά την πληκτική παρέλαση των καταπιεσμένων... σηκωνόταν ο ιερέας του χώρου και με την πρόφαση ότι συνοψίζει τα παράπονα του πελάτη του, του λαού, τον οποίο εκπροσωπούσε η μισή ντουζίνα των αλαζονικών και ξαναμμένων ηλιθίων που είχαν μόλις ακουστεί, ανέλυε την κατάσταση. Το παρουσιαστικό του ήταν αρχοντικό, το ντύσιμο άψογο, το πρόσωπό του λεπτό, ευαίσθητο και ήρεμο, με μια άγρια και δυσοίωνη λάμψη να διασχίζει πότε πότε δυο μάτια στενά, μικρά, διαπεραστικά και συνήθως καλοσυνάτα μάλλον παρά σκληρά- ο λόγος του, μετρημένος, οικείος και ακριβής, ήταν ο λιγότερο στομφώδης που είχα ακούσει ποτέ μαζί μ ’ εκείνον του Θιέρσου» . Ο Μπλανκί εμφανίζεται εδώ ως ένας δογματιστής. Ο χαρακτηρισμός του habit noir επιβεβαιώνεται ώς και την τελευταία λεπτομέρεια. Ήταν γνωστό ότι «ο Γέρος» συνήθιζε να αγορεύει φορώντας μαύρα γάντια*. Όμως η μετρημένη σοβαρότητα, το αδιαπέραστο, που χαρακτηρίζουν τον Μπλανκί, φαίνονται αλλιώς υπό το φως μιας παρατήρησης του Μαρξ: «Είναι οι αλχημιστές της επανάστασης», γράφει γι ’ αυτούς τους επαγγελματίες συνωμότες, «και συμμερίζονται απολύτως τη σύγχυση και τη στενοκεφαλιά που διέκρινε τις έμμονες ιδέες των παλιών αλχημιστών»19. Με αυτό τον τρόπο η εικόνα του Μπωντλαίρ σχηματίζεται σαν από μόνη της: η αινιγματικότητα της αλληγορίας στον έναν, η μυστικοπάθεια του συνωμότη στον άλλον.
Όπως θα περίμενε κανείς, ο Μαρξ μιλά περιφρονητικά για τα καπηλειά όπου ο τελευταίος συνωμότης ένιωθε σαν στο σπίτι του. Η καταχνιά που κατακάθιζε εκεί ήταν οικεία και στον Μπωντλαίρ. Μέ
* Ο Μπωντλαίρ ήξερε να εκτιμάει τέτοιες λεπτομέρειες. «Γιατί λοιπόν», γράφει, «οι φτωχοί δεν βάζουν γάντια για να ζητιανέψουν; Θα είχαν θησαυρίσει» (II, σ. 424). Αποδίδει αυτά τα λόγια σε κάποιον που δεν κατονομάζει" έχουν όμως τη σφραγίδα του Μπωντλαίρ.
24 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
σα της ξετυλίχτηκε το μεγάλο ποίημα με τον τίτλο «Le vin des chif- fonniers». Η γένεσή του μπορεί να τοποθετηθεί κανείς στα μέσα του αιώνα. Μοτίβα που ηχούν στο ποίημα αυτό βρίσκονταν τότε στη δημοσιότητα. Και πρώτα πρώτα ο φόρος στο κρασί. Η συντακτική συνέλευση της Δημοκρατίας είχε υποσχεθεί την κατάργησή του, υπόσχεση που είχε ήδη δοθεί το 1830. Στους Ταξικούς αγώνες στη Γαλλία ο Μαρξ έδειξε πως στην κατάργηση αυτού του φόρου ένα αίτημα του προλεταριάτου των πόλεων συνέπιπτε με ένα αίτημα των αγροτών. Ο φόρος που επιβάρυνε το κρασί ευρείας κατανάλωσης εξίσου με το κρασί πολυτελείας, μείωνε την κατανάλωση «καθώς έστηνε γραφεία εισπράξεως διαπυλίων τελών στις εισόδους όλων των πόλεων με πληθυσμό άνω των 4.000 κατοίκων και μετέτρεπε κάθε πόλη σε ξένη χώρα με προστατευτικούς δασμούς κατά του γαλλικού κρασιού»20. «Με το φόρο του κρασιού», λέει ο Μαρξ, «ο αγρότης δοκιμάζει το άρωμα της κυβέρνησης». Ο φόρος έβλαπτε όμως και τον κάτοικο της πόλης, αναγκάζοντάς τον να πηγαίνει σε ταβέρνες έξω απ’ αυτήν για να βρει φτηνό κρασί. Εκεί προσφερόταν το αφορολόγητο κρασί που λεγόταν vin de la barriere. Αν πιστέψει κανείς τον τμηματάρχη του αρχηγείου της αστυνομίας Η.-Α. Fregier, ο εργάτης επεδείκνυε έτσι την απόλαυσή του, όλος περηφάνια και πρόκληση, καθώς ήταν η μόνη που του επιτρεπόταν: «Υπάρχουν γυναίκες που δεν διστάζουν ν ’ ακολουθούν τον άντρα τους στην barriere, μαζί με τα παιδιά τους που ήδη είναι σε θέση να εργαστούν... Γυρίζουν στο σπίτι μισομεθυσμένοι τη Δευτέρα το βράδυ, προσποιούμενοι —μερικές φορές και τα παιδιά μαζί με τους γονείς—πως είναι περισσότερο πιωμένοι απ’ ό,τι στ’ αλήθεια, ώστε να γίνει σ’ όλους φανερό πως έχουν πιει και με το παραπάνω»21. «Πιστέψτε με», γράφει ένας σύγχρονος παρατηρητής, «το κρασί των barrieres γλίτωσε το κυβερνητικό οικοδόμημα από πολλούς τριγμούς»22. Το κρασί αφήνει τους απόκληρους να πλάθουν όνειρα μελλοντικής εκδίκησης και μελλοντικών μεγαλείων. Τούτο φαίνεται στο «Κρασί των ρακοσυλλεκτών»:
On voit un chiffonnier qui vient, hochant la tete,Buttant, et se cognant aux murs comme un poete,
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 25
Et, sans prendre souci des mouchards, ses sujets,Epanche tout son cceur en glorieux projets.
II prete des serments, dicte des lois sublimes,Terrasse les mechants, releve les victimes,Et sous le firmament comme un dais suspendu S’enivre des splendeurs de sa propre vertu.23
[Ρακοσυλλέκτης έρχεται, κουνώντας το κεφάλι,Σκοντάφτει και χτυπάει στους τοίχους σαν τον ποιητή,Και δίχως να φυλάγεται απ’ τους σπιούνους που ορίζει Αδειάζει όλη του την καρδιά σε σχέδια επιφανή.
Δίνει όρκους και υπέροχους υπαγορεύει νόμους,Σηκώνει όρθια τα θύματα, γκρεμίζει τα θηρία,Και κάτω απ’ το στερέωμα σαν κρεμασμένη σκέπη Απ’ της δικής του δύναμης μεθάει τα μεγαλεία.]
Πολυάριθμοι ρακοσυλλέκτες εμφανίστηκαν στις πόλεις από τότε που με τις νέες βιομηχανικές μεθόδους τα σκουπίδια απέκτησαν κά- ποια αξία. Εργάζονταν για μεσάζοντες και συνιστούσαν ένα είδος οικοτεχνίας που ελάμβανε χώρα στο δρόμο. Ο ρακοσυλλέκτης εντυπώσιαζε στην εποχή του. Τα βλέμματα των πρώτων μελετητών του pauperismus καρφώνονται πάνω του, συνεπαρμένα από τη βουβή απορία για τα έσχατα όρια της ανθρώπινης αθλιότητας. Ο Fregier του αφιερώνει έξι σελίδες στο βιβλίο του Des classes dangereuses de la population. O Le Play δίνει για το διάστημα 1849-50, κατά το οποίο γράφηκε πιθανώς το ποίημα του Μπωντλαίρ, τον προϋπολογισμό ενός Παρισινού ρακοσυλλέκτη και των συγγενών του*.
* Ο προϋπολογισμός είναι ένα κοινωνικό ντοκουμέντο όχι τόσο επειδή ερευνά μια ορισμένη οικογένεια όσο επειδή προσπαθεί να κάνει την πλήρη εξαθλίωση να φαίνεται λιγότερο σκανδαλώδης υποβάλλοντάς τη σε μια παστρική ταξινόμηση. Με τη φιλοδοξία να μην αφήσουν καμιά από τις απανθρωπιές τους ακάλυπτη από άρθρα, την τήρηση των οποίων τα επικαλούνται, τα ολοκληρωτικά κράτη έκαναν να ανθίσει ένας σπόρος που, όπως μπορεί να υποτεθεί κατόπιν τούτου, λάνθανε ήδη σε ένα προγενέστερο στάδιο του καπιταλισμού. Το τέταρτο τμήμα αυτού του προϋπολογισμού ενός ρακοσυλλέκτη -πολιτισμικές ανάγκες, διασκέδαση και
26 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Ο ρακοσυλλέκτης δεν μπορεί φυσικά να συγκαταλέγεται στη boheme. Αλλά από το λογοτέχνη μέχρι τον επαγγελματία συνωμότη ο κάθε μποέμ μπορούσε να ξαναβρεί στο ρακοσυλλέκτη ένα κομμάτι από τον εαυτό του. Καθένας τους βρισκόταν σε μία περισσότερο ή λιγότερο λανθάνουσα κατάσταση εξέγερσης ενάντια στην κοινωνία, εμπρός σ ’ ένα περισσότερο ή λιγότερο επισφαλές αύριο. Μπορούσε, την κατάλληλη ώρα, να νιώσει κοντά σ ’ αυτούς που ταρακου- νούσαν τα θεμέλια της κοινωνίας. Ο ρακοσυλλέκτης δεν είναι μόνος στο όνειρό του. Συνοδεύεται από συντρόφους· τους τυλίγει κι αυτούς το άρωμα των βαρελιών, έχουν ασπρίσει κι αυτοί στις μάχες. Το μουστάκι του κρέμεται σαν παλιά σημαία. Στις βόλτες του τον συναντούν οι mouchards, οι χαφιέδες που εξουσιάζει στα όνειρά του*.
υγιεινή - διαμορφώνεται ως εξής: «Εκπαίδευση των παιδιών: σχολικά έξοδα καταβάλλονται από τον εργοδότη της οικογένειας: 48 φράγκα, αγορά βιβλίων: 1,45 φρ. Βοηθήματα και ελεημοσύνες (οι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας δεν δίνουν συνήθως ελεημοσύνη). Ψυχαγωγίες και πανηγύρεις: Γεύματα με ολόκληρη την οικογένεια σε μια από τις barrieres του Παρισιού (8 εκδρομές ετησίως): κρασί, ψωμί και τηγανητές πατάτες: 8 φρ.- γεύματα που περιλαμβάνουν μακαρόνια με βούτυρο και τυρί καθώς και κρασί τα Χριστούγεννα, τις Αποκριές, το Πάσχα και την Πεντηκοστή: οι δαπάνες συμπεριλαμβάνονται στο πρώτο τμήμα. — Καπνός προς μάσηση για τον εργαζόμενο (γόπες που μαζεύει ο εργαζόμενος) ... 34 φρ.' καπνός προς αναρρόφηση για τη γυναίκα (αγορασμένος) ... 18, 66 φρ.· παιχνίδια και άλλα δώρα για τα παιδιά: 1 φρ.... Αλληλογραφία με τους συγγενείς: επιστολές των αδελφών του εργαζομένου που κατοικούν στην Ιταλία: μία κατά μέσο όρο ετησίως ... Σημείωση: 0 σπουδαιότερος πόρος της οικογένειας σε περιπτώσεις ατυχημάτων έγκειται στην ιδιωτική ευεργεσία ... Ετήσιες αποταμιεύσεις (ο εργαζόμενος, που στερείται κάθε πρόνοιας και ενδιαφέρεται κυρίως να εξασφαλίσει στη γυναίκα και τη θυγατέρα του κάθε άνεση που επιτρέπει η κατάστασή τους, δεν αποταμιεύει ποτέ: ξοδεύει, μέρα με τη μέρα, όλα όσα κερδίζει)» (Frederic Le Play: Les ouvriers europeens, Παρίσι, 1855, a. 274-275). To πνεύμα μιας τέτοιος έρευνας αποδίδει μια σαρκαστική παρατήρηση του Buret: «Αφού η ανθρωπιά αλλά και η ευπρέπεια δεν επιτρέπουν να αφήνουμε τους ανθρώπους να πεθαίνουν σαν κτήνη, δεν μπορούμε να τους αρνηθούμε την ελεημοσύνη ενός φερέτρου» (Eugene Buret, De la misere des classes laborieuses en Angleterre et en France; de la nature de /a misere, deson existence, deseseffets, deses causes, et de I’insuflisance des remedes qu’on lui a opposes jusqu ’id ; avec Vindication des moyens propres a en affranchir les societes. Παρίσι, 1840, τ. 1, σ. 266).
* Είναι γοητευτικό να παρακολουθήσει κανείς πώς προβάλλει σιγά σιγά η εξέγερση στις διαφορετικές εκδοχές των τελευταίων στίχων του ποιήματος. Στην πρώτη μορφή λέει:
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 27
Κοινωνικά μοτίβα από την καθημερινή ζωή του Παρισιού απαντούν ήδη στον Σαιντ-Μπεβ. Εκεί αποτελούσαν μια κατάχτηση της λυρι-
Cest ainsi que le vin regne par ses bienfaits,Et chante ses exploits par le gosier de l’homme.Grandeur de la bont£ de Celui que tout nomme,Qui nous avait άέ\& donne le doux sommeil,Et voulut ajouter le Vin, fils du Soleil,Pour rechauffer le coeur et calmer la soufTranceDe tous ces malheureux qui meurent en silence. (I, σ. 605)
[ Έτσι με τις ευεργεσίες του ορίζει το κρασί,Και τραγουδά τους άθλους του με ανθρώπινο λαρύγγι.Μεγάλη η ευσπλαγχνία Αυτού που όλα Τον ονομάζουν,Που ήδη μας είχε δώσει τον ύπνο το γλυκό,Κι ήθελε να προσθέσει το Κρασί, παιδί του Ήλιου,Για να ζεστάνει την καρδιά, τον πόνο ν ’ απαλύνει
Όλων αυτών των δύστυχων που στη σιωπή πεθαίνουν.]
Το 1852 λέει:
Pour apaiser le coeur et calmer la soufTrance De tous ces innocents qui meurent en silence,Dieu leur avait deja donne le doux sommeil;II ajouta le vin, fils sacre du Soleil. (I, σ. 606)
[Για να ειρηνέψει την καρδιά, τον πόνο ν ’ απαλύνει Όλων εκείνων των αθώων που στη σιωπή πεθαίνουν Τους είχε δώσει ο Θεός τον ύπνο το γλυκό- Πρόσθεσε τώρα το κρασί, ιερό παιδί του Ήλιου.]
Τέλος το 1857 το νόημα έχει μεταβληθεί δραστικά:
Pour noyer la rancoeur et bercer l’indolence De tous ces vieux maudits qui meurent en silence,Dieu, touche de remords, avait fait le sommeil;L’Homme ajouta le Vin, fils sacre du Soleil! (I, a. 121)
[Για να πνιγεί η μνησικακία και να επιπλεύσει η αδράνεια Των γερο-τρισκατάρατων που στη σιωπή πεθαίνουν,0 Θεός μέσα στις τύψεις του είχε φτιάξει τον ύπνο- Οι Άνθρωποι βάλαν το Κρασί, ιερό παιδί του Ήλιου!]
Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει με σαφήνεια πώς η στροφή βρίσκει την οριστική μορφή της μόνο μαζί με το βλάσφημο περιεχόμενο.
28 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
κής ποίησης, όχι ακόμη όμως και της νοημοσύνης. Αθλιότητα και οινόπνευμα συνδέονται στο πνεύμα του μορφωμένου ιδιώτη εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι στο πνεύμα ενός Μπωντλαίρ.
Dans ce cabriolet de place j’examineL’homme qui me conduit, qui n’est plus que machine,Hideux, έ barbe epaisse, a longs cheveux colics:Vice et vin et sommeil chargent ses yeux soules.Comment Phomme peut-il ainsi tomber? pensais-je,Et je me reculais a l’autre coin du siege.24
[Μέσα σ ’ αυτό το δίτροχο αμάξι εξετάζω Τον άνθρωπο που με πάει και δεν είναι παρά μια μηχανή, Βδελυρός, με γένεια πυκνά και μακριά κολλημένα μαλλιά: Πάθη, κρασί και ύπνος βαραίνουν τα μέθυσα μάτια του.Πώς μπορεί να ξεπέσει ο άνθρωπος έτσι; σκεφτόμουν Και στην άλλη άκρη της θέσης τραβιόμουν.]
Αυτή είναι η αρχή του ποιήματος· όσα έπονται συνιστούν την ηθοπλαστική ερμηνεία. Ο Σαιντ-Μπεβ αναρωτιέται μήπως η ψυχή του είναι το ίδιο εγκαταλελειμμένη μ ’ αυτήν του αμαξά.
Η λιτανεία που φέρει τον τίτλο «Abel et Cain» δείχνει σε ποιο υπόβαθρο στηρίζεται η πιο ελεύθερη και έλλογη αντίληψη που είχε ο Μπωντλαίρ για τους απόκληρους. Μετατρέπει τη σύγκρουση των βιβλικών αδελφών σε σύγκρουση δύο αιώνια ασυμφιλίωτων φυλών.
Race d’Abel, dors, bois et mange;Dieu te sourit complaisamment.
Race de Cam, dans la fange Rampe et meurs miserablement.25
[Φυλή του Άβελ, τρώγε, πίνε και κοιμήσου: ο Θεός σ’ εσένα γλυκά χαμογελά!
Φυλή του Κάιν, μες στη λάσπη σου κυλήσου, και ψόφα πάνω στην κακομοιριά.]
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 29
Το ποίημα, αποτελείται από δεκαέξι δίστιχα, στην αρχή των οποίων τίθενται εναλλάξ τα παραπάνω. Ο Κάιν, γενάρχης των απόκληρων, εμφανίζεται εδώ ως ιδρυτής μιας φυλής, κι αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από την προλεταριακή. Το 1838 ο Granier de Cassagnac δημοσίευσε το έργο του Histoire des classes ouvrieres et des classes bourgeoises. To έργο αυτό επεδίωκε να κάνει γνωστή την προέλευση των προλεταρίων· τούτοι συνιστούν μια τάξη υπανθρώπων που προέ- κυψε από τη διασταύρωση ληστών με πόρνες. Γνώριζε ο Μπωντλαίρ αυτές τις θεωρίες; Πολύ πιθανόν. Το βέβαιο είναι ότι τις είχε συναντήσει ο Μαρξ, που χαιρέτισε στο πρόσωπο του Γκρανιέ ντε Κασανιάκ «το στοχαστή» της βοναπαρτιστικής αντίδρασης. Το Κεφάλαιο απέκρουε τη φυλετική θεωρία του τελευταίου προβάλλοντας την έννοια μιας «φυλής ιδιότυπων εμπορευματούχων»26, με την οποία εννοείται το προλεταριάτο. Με αυτό ακριβώς το νόημα εμφανίζεται στον Μπωντλαίρ η φυλή που κατάγεται από τον Κάιν. Εκείνος βέβαια δεν θα είχε μπορέσει να το ορίσει. Πρόκειται για τη φυλή όσων δεν διαθέτουν άλλο εμπόρευμα από την εργατική τους δύναμη.
Το ποίημα του Μπωντλαίρ ανήκει στον κύκλο που φέρει τον τίτλο «Revolte»*. Τα τρία κομμάτια που το απαρτίζουν κρατούν έ
* Τον τίτλο ακολουθεί μία προκαταρκτική παρατήρηση που απαλείφθηκε από τις μεταγενέστερες εκδόσεις. Θεωρεί τα ποιήματα του κύκλου ως μια λόγια απομίμηση «των σοφισμάτων της άγνοιας και της παραφοράς». Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει λόγος περί απομίμησης. Οι εισαγγελικές αρχές της Δεύτερης Αυτοκρατορίας το αντιλήφθηκαν αυτό, όπως το αντιλαμβάνονται και οι διάδοχοί τους. Ο βαρόνος Seilliire το αποκαλύπτει με ιδιαίτερη ραθυμία ερμηνεύοντας το εισαγωγικό ποίημα του κύκλου «Revolte». Τούτο ονομάζεται «Le reniement de Saint Pierre» και περιλαμβάνει τους ακόλουθους στίχους:
Revais-tu de ces jours ...Οίΐ, le coeur tout gonfle d’espoir et de vaillance,Tu fouettais tous ces vils marchands a tour de bras,Ou tu fus maitre enfin? Le remords n’a-til-pasPenetre dans ton flanc plus avaint que la lance? (I, σ. 136)
[Ονειρευόσουν άραγε κείνες τις μέρες ...Που με καρδιά να φουσκώνει από ελπίδα και ανδρεία Μαστίγωνες με σθένος τους μυσαρούς εμπόρους;Που εντέλει ήσουν κύριος; Μα μήπως οι τύψεις Τρυπαύν το πλευρό σου πιο βαθιά κι απ’ τη λόγχη;]
30 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ναν βλάσφημο τόνο. Δεν πρέπει να πάρουμε πολύ στα σοβαρά το σάτανισμό του Μπωντλαίρ. Εάν έχει κάποια σημασία, είναι επειδή αντιπροσωπεύει τη μοναδική στάση με την οποία ο Μπωντλαίρ μπορούσε να διατηρήσει για καιρό μία μη κομφορμιστική θέση. Το τελευταίο κομμάτι του κύκλου, «Les litanies de Satan», είναι, ως προς το θεολογικό του περιεχόμενο, το miserere μιας οφιολατρικής λειτουργίαςγ. Ο Σατανάς εμφανίζεται με το εωσφορικό ακτινοβόλο στεφάνι του: ως φύλακας της μύχιας γνώσης, ως μυσταγωγός προ- μηθεϊκών δεξιοτήτων, ως προστάτης των αμετάγνωστων και των αλύγιστων. Μέσα από τις γραμμές αστράφτει το σκοτεινό κεφάλι του Μπλανκί.
Toi qui fais au proscrit ce regard calme et haut Qui damne tout un peuple autour d’un echafaud.27
[Συ που δίνεις στον προγραμμένο το βλέμμα το επιβλητικό Που κολάζει γύρω απ’ το ικρίωμα ένα ολόκληρο λαό.]
Αυτός ο Σατανάς, τον οποίο η αλυσίδα των επικλήσεων αναγνωρίζει επίσης ως «εξομολογητή ... των συνωμοτών», διαφέρει από τον διαβολικό μηχανορράφο που στα ποιήματα ονομάζεται Σατανάς Τρισμέγιστος ή Δαίμων και στα πεζά Αυτού Υψηλότης η οποία έχει την υπόγεια κατοικία της κοντά στο βουλεβάρτο. Ο Lemaitre έχει επισημάνει το διχασμό που εμφανίζει εδώ το διάβολο «διαδοχικά ή ταυτόχρονα ως τον πατέρα του Κακού ή ως τον μεγάλο Ηττημένο και το μέγα Θύμα»28. Θίγει απλώς κανείς το ίδιο πρόβλημα με άλλο τρόπο όταν θέτει το ερώτημα, τ ι ανάγκασε τον Μπωντλαίρ να προσδώσει ριζοσπαστική θεολογική μορφή στη ριζική άρνηση προς τους κρατούντες.
Η διαμαρτυρία κατά των αστικών αντιλήψεων της τάξης και της εντιμότητας, μετά την ήττα του προλεταριάτου στον αγώνα του Ιουνίου, διασώθηκε καλύτερα μεταξύ των κρατούντων απ’ ό,τι με
Στις τύψεις αυτές ο ειρωνικός ερμηνευτής διαβλέπει την αυτοεπιτίμηση για το ότι «αφέθηκε να πάει χαμένη μια τόσο καλή ευκαιρία για την επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου» (Ernest Seilliere: Baudelaire. Παρίσι, 1931, σ. 193).
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 31
ταξύ των καταπιεσμένων. Όποιοι ασπάζονταν την ελευθερία και το δίκαιο δεν έβλεπαν στο πρόσωπο τον Ναπολέοντα Γ ' το στρα- τιώτη-αυτοκράτορα που ήθελε να είναι, ως διάδοχος του θείου του, αλλά έναν απατεώνα ευνοημένο από την τύχη. Έτσι αποτύπωσαν την μορφή του οι Chatiments. Η boheme doree από τη μεριά της έβλεπε στις θορυβώδεις γιορτές και την αυλή που τον περιέβαλλε να γίνονται πραγματικότητα τα όνειρά της για μια «ελεύθερη» ζωή. Τα Απομνημονεύματα στα οποία ο κόμης Viel-Castel περιγράφει το περιβάλλον του αυτοκράτορα κάνουν μια Μιμή και έναν Σωνάρ® να φαίνονται όντως αξιότιμοι μικροαστοί. Στα ανώτερα στρώματα ήταν ο κυνισμός που ανήκε στους καλούς τρόπους, στα κατώτερα η ανυπότακτη κρίση. Ακολουθώντας τα ίχνη του Μπάυρον, ο Vigny στην Eloa του είχε ορκιστεί υποταγή με τη γνωστική έννοια στον εκπεπτωκότα άγγελο, τον Εωσφόρο. Ο Barthelemy από την άλλη απέδωσε με τη Nemesis του το σατανισμό στους κρατούντες· τους βάζει να τελούν μία δοξολογία της επικαταλλαγής και έναν ψαλμό για την πρόσοδο . Το διπλό αυτό πρόσωπο του Σατανά είναι ολό- τελα οικείο στον Μπωντλαίρ. Σ ’ αυτόν ο Σατανάς συνηγορεί όχι μόνο υπέρ των κατωτέρων αλλά και υπέρ των ανωτέρων. Ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να ζητήσει καλύτερο αναγνώστη για τις ακόλουθες γραμμές του: «Όταν οι Πουριτανοί», διαβάζουμε στη 18η Μπρυ- μοιίρ, «διαμαρτύρονταν στη Σύνοδο της Κωνσταντίας για τον ακόλαστο βίο των Παπών ..., ο καρδινάλιος Pierre d’Ailly τους βρον- τοφώναξε: "Μονάχα ο διάβολος αυτοπροσώπως μπορεί πια να σώσει την Καθολική Εκκλησία, κι εσείς ζητάτε αγγέλους” . Έτσι φώναζε και η γαλλική αστική τάξη μετά το πραξικόπημα: Μονάχα ο αρχηγός της Εταιρείας της 10ης Δεκεμβρίου μπορεί πια να σώσει την αστική κοινωνία! Μονάχα η κλεψιά την ιδιοκτησία, η επιορκία τη θρησκεία, τα νόθα την οικογένεια, η αταξία την τάξη»30. Θαυμαστής των Ιησουιτών, ο Μπωντλαίρ, ακόμη και στις στιγμές της ανταρσίας του, δεν ήθελε να απαρνηθεί εντελώς και δια παντός τούτο το σωτήρα. Οι στίχοι του επιφυλάχθηκαν ως προς αυτό πού τα πεζά του δεν είχαν απαγορεύσει στον εαυτό τους. Ως εκ τούτου ο Σατανάς εμφανίζεται μέσα τους. Σ ’ αυτόν οφείλουν την επιτήδεια δύναμη να
32 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
μην αρνούνται εντελώς, ακόμη και στις πιο απελπισμένες εκδηλώσεις αγανάκτησης, την υπακοή σ’ εκείνο κατά του οποίου εξεγείρον- ται η διάκριση και η ανθρωπιά. Η ομολογία της ευσέβειας ξεπετιέ- ται σχεδόν πάντα σαν πολεμική ιαχή από τον Μπωντλαίρ. Δεν θέλει ετούτος ν ’ αφήσει να του πάρουν τον Σατανά του. Αυτός ακριβώς είναι που διακυβεύεται στη σύγκρουση στην οποία χρειάστηκε να έλθει ο Μπωντλαίρ με την απιστία του. Δεν πρόκειται για μυστήρια και προσευχές, αλλά για την εωσφορική διατήρηση του προνομίου να βλασφημεί κανείς τον Σατανά, στην εξουσία του οποίου έχει περιέλ- θει.
Μέσω της φιλίας του με τον Pierre Dupont ο Μπωντλαίρ θέλησε να αναγνωριστεί ως κοινωνικός ποιητής. Τα κριτικά κείμενα του d’Aurevilly σκιαγραφούν ένα πορτραίτο του εν λόγω συγγραφέα: «Σ ’ αυτό το ταλέντο κι αυτή τη σκέψη ο Κάιν υπερτερεί του πράου ' Αβελ — ο ωμός, ακόρεστος, φθονερός και άγριος Κάιν, ο οποίος πήγε στις πόλεις για να ρουφήξει το κατακάθι της χολής που συγκεντρώνεται σ’ αυτές, για να συμμεριστεί τις απατηλές ιδέες που εκεί θριαμβεύουν»31. Τούτος ο χαρακτηρισμός αποδίδει με ακρίβεια αυτό που έκανε τον Μπωντλαίρ αλληλέγγυο προς τον Ντυπόν. Όπως ο Κάιν, ο Ντυπόν «πήγε στις πόλεις» και εγκατέλειψε το ειδύλλιο. «Το τραγούδι έτσι όπως το καταλάβαιναν οι προπάτορές μας ... ακόμη και το απλό ρομάντζο τού είναι ολότελα ξένο»32. Ο Ντυπόν ένιωσε την κρίση της λυρικής ποίησης να έρχεται με την προϊούσα αποσύνθεση των σχέσεων πόλης και υπαίθρου. Ένας από τους στίχους του το παραδέχεται αδέξια- λέει ότι ο ποιητής «ακούει εναλλάξ τα δάση και το πλήθος». Οι μάζες τον αντάμειψαν για την προσοχή του- γύρω στα 1848 ο Ντυπόν ήταν σε όλα τα στόματα. Όταν τα επιτεύγματα της επανάστασης άρχισαν να χάνονται το ένα μετά το άλλο, ο Ντυπόν συνέθεσε το «Chant du vote». Από την πολιτική ποίηση αυτής της εποχής λίγα πράγματα μπορούν να μετρηθούν με το ρεφραίν του. Είναι ένα φύλλο από τις δάφνες που αξίωνε τότε ο Καρλ Μαρξ για το «απειλητικά σκοτεινό μέτωπο» των αγωνιστών του Ιουνίου .
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 33
Fais voir, en dejouant la ruse,0 Republique! a ces pervers,Ta grande face de Meduse Au milieu de rouges eclairs!34
[Φανέρωσε, διαλύοντας την απάτη,Δημοκρατία! σ’ αυτούς τους μοχθηρούς,Της Μέδουσας το μέγα πρόσωπό σου Μέσα σε κόκκινους σπινθηρισμούς!]
Η εισαγωγή που συνεισέφερε το 1851 ο Μπωντλαίρ σε μία έκδοση ποιημάτων του Ντυπόν ήταν μία πράξη λογοτεχνικής στρατηγικής. Σ ’ αυτή βρίσκει κανείς τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα αποφθέγματα: «Η παιδαριώδης ουτοπία της σχολής του l’art pour l’art, καθώς απέκλειε την ηθική, συχνά δε ακόμη και το πάθος, υπήρξε κατ ’ ανάγκην άγονη». Και πιο κάτω, με προφανή αναφορά στον Auguste Barbier: « Όταν ένας ποιητής, ενίοτε αδέξιος, αλλά σχεδόν πάντοτε μεγάλος, ήρθε να διακηρύξει σε μια πύρινη γλώσσα την ιερότητα της επανάστασης του 1830 και να τραγουδήσει τις δυστυχίες της Αγγλίας και της Ιρλανδίας,... το ζήτημα έκλεισε μια για πάντα και στο εξής η τέχνη στάθηκε αξεχώριστη από την ηθική και την ωφελιμότητα»35. Δεν υπάρχει εδώ τίποτε από τη βαθιά διπροσωπία που δίνει φτερά στην ποίηση του ίδιου του Μπωντλαίρ. Εκείνη υποστήριζε τους καταπιεσμένους, ασπαζόμενη όμως τις αυταπάτες τους όσο και την υπόθεσή τους. Ήξερε να ακούει τα τραγούδια της επανάστασης, αλλά και την «ανώτερη φωνή» που μιλάει μέσα από τις τυμπανοκρουσίες των εκτελέσεων. Όταν ο Βοναπάρτης καταλαμβάνει πραξικοπηματικά την εξουσία, ο Μπωντλαίρ είναι προς στιγμήν εξαγριωμένος. « Έπειτα κοίταξε τα γεγονότα "από τη σκοπιά της πρόνοιας” και υποτάχθηκε όπως ένας μοναχός»36. «Θεοκρατία και κομμουνισμός»37 δεν ήταν γι ’ αυτόν πεποιθήσεις, αλλά ψίθυροι που διεκδικούσαν την προσοχή του- η μία όχι τόσο αγγελική κι ο άλλος όχι τόσο διαβολικός όσο εκείνος πιθανότατα νόμιζε. Σύντομα ο Μπωντλαίρ εγκατέλειψε το επαναστατικό του μανιφέστο και μερικά χρόνια αργότερα γράφει: « Σ ’ αυτή τη χάρη, σ’ αυτή τη θηλυκή
34 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τρυφερότητα οφείλει ο Πιερ Ντυπόν τα πρώτα του τραγούδια. Ευτυχώς η επαναστατική δράση, που είχε συνεπάρει εκείνη την εποχή σχεδόν όλα τα πνεύματα, δεν έβγαλε εντελώς το δικό του από τον φυσικό του δρόμο»38. Γ ια τον Μπωντλαίρ η απότομη ρήξη με το Part pour Fart είχε αξία μόνον ως στάση. Του επέτρεψε να ανακοινώσει τα περιθώρια που είχε στη διάθεσή του ως άνθρωπος των γραμμάτων. Κατ’ αυτό βρισκόταν μπροστά από τους συγγραφείς της εποχής του — ακόμη κι από τους μεγαλύτερους ανάμεσά τους. Γίνεται έτσι φανερό το σημείο υπεροχής του απέναντι στη φιλολογική κίνηση που τον περιέβαλλε.
Για εκατόν πενήντα χρόνια η καθημερινή φιλολογική κίνηση στρεφόταν γύρω από περιοδικά. Προς το τέλος του πρώτου τρίτου του αιώνα αυτό άρχισε να αλλάζει. Με την επιφυλλίδα [feuilleton] η λογοτεχνία απέκτησε μια αγορά στην καθημερινή εφημερίδα. Η εισαγωγή της επιφυλλίδας είναι η επιτομή των αλλαγών που έφερε στον τύπο η επανάσταση του Ιουλίου. Την περίοδο της Παλινόρθωσης δεν επιτρεπόταν να πωλούνται μεμονωμένα φύλλα εφημερίδων* μόνον ως συνδρομητής μπορούσε κανείς να παίρνει εφημερίδα. Ό ποιος δεν διέθετε το μεγάλο ποσό των 80 φράγκων για την ετήσια συνδρομή, ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει σε cafes, όπου συχνά στεκόταν μαζί με πολλούς άλλους πάνω από ένα φύλλο. Το 1824 υπήρχαν στο Παρίσι 47.000 συνδρομητές εφημερίδων, το 1836 70.000 και το 1846 200.000. Αποφασιστικό ρόλο σ’ αυτή την άνοδο έπαιξε η εφημερίδα του Girardin La Presse. Η εφημερίδα αυτή καθιέρωσε τρεις σημαντικές καινοτομίες: τη μείωση της τιμής της συνδρομής σε 40 φράγκα, τις αγγελίες και το μυθιστόρημα σε συνέχειες. Ταυτόχρονα η σύντομη, ασύνδετη πληροφορία άρχισε να ανταγωνίζεται τη σοβαρή αρθρογραφία. Το πλεονέκτημά της ήταν η δυνατότητα εμπορικής της αξιοποίησης. Η λεγόμενη «reclame» της άνοιξε το δρόμο: επρόκειτο για μια φαινομενικά ανεξάρτητη, στην πραγματικότητα πληρωμένη από τον εκδότη, καταχώριση που στο τμήμα της σύνταξης υπεδείκνυε ένα βιβλίο, για το οποίο την προηγούμενη μέρα ή και στο ίδιο φύλλο υπήρχε μία αγγελία. Ήδη το 1839 ο Σαιντ- Μπεβ παραπονιόταν για τις εκφαυλιστικές της επιπτώσεις. «Πώς
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 35
να καταδικάσει κανείς» στις στήλες της κριτικής «κάτι που διεκη- ρύσσετο και επεδεικνύετο δυο δάχτυλα πιο κάτω ως το θαύμα της εποχής. Η ελκτική δύναμη των ολοένα και μεγαλύτερων τυπογραφικών στοιχείων της αγγελίας πήρε το πάνω χέρι: ήταν ένα μαγνητικό βουνό που εξέτρεψε την πυξίδα»39. Η «reclame» βρίσκεται στην αρχή μιας εξέλιξης που το τέλος της είναι η πληρωμένη από τους ενδιαφερομένους χρηματιστηριακή αγγελία των περιοδικών. Είναι δύσκολο να γραφεί η ιστορία της πληροφορίας χωριστά από εκείνη της διαφθοράς του τύπου.
Οι πληροφορίες χρειάζονταν λίγο χώρο- αυτές κι όχι το κύριο πολιτικό άρθρο ούτε το μυθιστόρημα σε συνέχειες προσέδιδαν στο φύλλο, μέσω επιτήδειων παραλλαγών στη σελιδοποίηση, την καθημερινά νέα εξωτερική του εμφάνιση, στην οποία οφειλόταν εν μέρει η ελκυστικότητά του. Έπρεπε διαρκώς να ανανεώνονται: το κοσμικό κουτσομπολιό, οι θεατρικές μηχανορραφίες καθώς και τα «αξιοσημείωτα» ήταν οι προσφιλέστερες πηγές τους. Η ιδιότυπη φτηνή τους κομψότητα, που θα γίνει τόσο χαρακτηριστική για την επιφυλλίδα, είναι εξαρχής αναγνωρίσιμη. Στις Παρισινές επιστολές της η Mme de Girardin χαιρετίζει τη φωτογραφία ως εξής: «Γίνεται επίσης πολύς λόγος για την εφεύρεση του κυρίου Νταγκέρ και τίποτε δεν είναι πιο κωμικό από τις σοβαρές εξηγήσεις αυτού του θαύματος που δίνουν οι σοφοί των σαλονιών μας. Ο κύριος Νταγκέρ μπορεί να είναι ήσυχος, κανένας δεν θα του κλέψει το μυστικό ... Τούτη η ανακάλυψη είναι στ ’ αλήθεια αξιοθαύμαστη, ωστόσο δεν την καταλαβαίνουμε ούτε στο ελάχιστο: μας την έχουν εξηγήσει τόσο πολύ»40. Το στυλ της επιφυλλίδας δεν έγινε αποδεκτό τόσο γρήγορα και παντού. Το 1860 και το 1868 κυκλοφόρησαν στη Μασσαλία και το Παρίσι οι δύο τόμοι των Revues Parisiennes του βαρόνου Gaston de la Flotte. Σκοπός τους ήταν να αγωνιστούν ενάντια στην επιπολαιότητα των ιστορικών αναφορών, κυρίως εκείνων που παρουσιάζονταν στις επιφυλλίδες του παρισινού τύπου. — Στο cafe, την ώρα του απεριτίφ λάμβανε χώρα η συγκέντρωση των πληροφοριών. «Η συνήθεια του απεριτίφ ... χρονολογείται από την άνθηση του μικρής κλίμακας τύπου του βουλεβάρτου. Παλαιότερα, όταν υπήρχαν μόνο τα μεγάλα,
36 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
σοβαρά φύλλα... η ώρα του απεριτίφ δεν υπήρχε. Η ώρα αυτή είναι η λογική συνέπεια εφημερίδων του είδους «Η ηχώ του Παρισιού» με τις στήλες που αφιερώνουν στο κουτσομπολιό της πόλης»41. Η κίνηση του καφενείου έβαζε τους συντάκτες στο ρυθμό του πρακτορείου ειδήσεων προτού ακόμη αναπτυχθεί ο μηχανισμός του. Όταν κατά τα τέλη της Δεύτερης Αυτοκρατορίας άρχισε να χρησιμοποιείται ο ηλεκτρικός τηλέγραφος, το βουλεβάρτο έχασε το μονοπώλιό του. Τα δυστυχήματα και τα εγκλήματα μπορούσαν τώρα πια να αντλούνται απ’ όλο τον κόσμο.
Η αφομοίωση του ανθρώπου των γραμμάτων στην κοινωνία όπου ζούσε λάμβανε χώρα στο βουλεβάρτο με τον εξής τρόπο. Στο βουλεβάρτο ήταν έτοιμος για το επόμενο συμβάν, ευφυολόγημα ή φημολογούμενο περιστατικό. Στο βουλεβάρτο ξετύλιγε τον ιστό των σχέσεών του με συναδέλφους και κοσμικούς· κι ήταν τόσο εξαρτημένος από τα αποτελέσματα αυτών των σχέσεων όσο οι κοκότες από την τέχνη των μεταμφιέσεών τους*. Στο βουλεβάρτο περνάει τις ώρες της αργίας του, τις οποίες παρουσιάζει στον κόσμο ως τμήμα του εργάσιμου χρόνου του. Φέρεται σαν να είχε μάθει από τον Μαρξ ότι η αξία κάθε εμπορεύματος καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο για την παραγωγή του χρόνο εργασίας. Η αξία της δικής του εργατικής δύναμης προσλαμβάνει έτσι, έναντι της εκτεταμένης απραξίας που στα μάτια του κοινού είναι απαραίτητη για την τελειοποίησή της, σχεδόν φανταστικό χαρακτήρα. Η εντύπωση αυτή δεν ήταν μόνο του κοινού. Οι υψηλές αμοιβές που προσφέρονταν για τις επιφυλλίδες εκείνου του καιρού δείχνουν ότι ήταν θεμελιωμένη στις κοινωνικές σχέσεις. Πράγματι υπήρχε μία συνάρτηση ανάμεσα στη μείωση της τιμής των συνδρομών, την άνθηση των αγγελιών και την αυξανόμενη σημασία της επιφυλλίδας.
«Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις» -τη μείωση της τιμής των
* «Ακόμη κι ένα ελάχιστα εξασκημένο μάτι είναι εύκολο να καταλάβει ότι μια κοπέλα ντυμένη κομψά και πλούσια στις οκτώ είναι η ίδια που εμφανίζεται ως καθαρίστρια μαγαζιών στις εννιά και που αποκαλύπτεται ως χωριάτισσα στις δέκα» (F.- F.-A. Beraud: Les Giles publiques de Paris, et la police qui les rejgit. Παρίσι, Λειψία, 1839, τ. 1, σ. 51).
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 37
συνδρομών—«το φύλλο έπρεπε να ζήσει από την αγγελία ...· για να έχει πολλές αγγελίες, έπρεπε το ένα τέταρτο της σελίδας, που είχε μετατραπεί σε αφίσα, να υποπέσει στην αντίληψη ενός πολύ μεγάλου αριθμού συνδρομητών. Για να έχει πολλούς συνδρομητές, έπρεπε να βρεθεί ένα δέλεαρ που να απευθύνεται ταυτόχρονα σε όλες τις γνώμες και να αντικαταστήσει το πολιτικό ενδιαφέρον με την περιέργεια εν γένει ... Έτσι, ξεκινώντας από τη συνδρομή των 40 φράγκων και περνώντας από την αγγελία, φτάσαμε σχεδόν μοιραία στο μυθιστόρημα σε συνέχειες»42. Τούτο ακριβώς εξηγεί τις υψηλές αμοιβές αυτών των συνεργασιών. Το 1845 ο Δουμάς έκλεισε με τις εφημερίδες Le Constitutionnel και La Presse μία συμφωνία που του εξασφάλιζε επί πέντε χρόνια μια ελάχιστη ετήσια αμοιβή 63.000 φράγκων για ελάχιστη ετήσια παραγωγή δεκαοκτώ τόμων . Ο Eugene Sue εισέπραξε για τα Μυστήρια των Ποφισίων προκαταβολή100.000 φράγκων. Οι αμοιβές του Λαμαρτίνου για τη χρονική περίοδο από το 1838 ώς το 1851 υπολογίστηκαν στα πέντε εκατομμύρια φράγκα. Γ ια την Histoire des Girondins που δημοσιεύτηκε πρώτα σε επιφυλλίδες είχε εισπράξει 600.000 φράγκα. Οι πλούσιες απολαβές του καθημερινού λογοτεχνικού εμπορεύματος οδήγησαν κατ ’ ανάγκην σε παρεκτροπές. Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες εκδότες που αγόραζαν χειρόγραφα διατηρούσαν το δικαίωμα να Τα δημοσιεύσουν με την υπογραφή συγγραφέων της δικής τους επιλογής. Τούτο προϋπέθετε ότι κάποιοι επιτυχημένοι μυθιστοριογράφοι δεν ήταν πολύ σχολαστικοί στο ζήτημα της υπογραφής τους. Λεπτομέρειες περιέχει ένας λίβελος με τίτλο Fabrique de romans, Maison A- lexandre Dumas et G'e44. H Revue des deux mondes έγραφε τότε: «Ποιος γνωρίζει τους τίτλους όλων των βιβλίων που έχει υπογράψει ο κύριος Δουμάς; Τους γνωρίζει άραγε ο ίδιος; Εάν δεν κρατά βιβλίο διπλών εγγραφών με δούναι και λαβείν, προφανώς θα έχει ξεχάσει... κάποια τουλάχιστον από τα παιδιά των οποίων είναι ο νόμιμος ή ο φυσικός ή ο θετός πατέρας»45. Λέγεται ότι ο Δουμάς απασχολούσε στα υπόγειά του έναν ολόκληρο λόχο φτωχών λογοτεχνών. Ακόμη και δέκα χρόνια μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις της μεγάλης επιθεώρησης -το 1855- βρίσκει κανείς σ ’ ένα μικρό όργανο της bohe-
38 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
me την ακόλουθη γραφική σκηνή από τη ζωή ενός επιτυχημένου μυ- θιστοριογράφου που ο συγγραφέας ονομάζει de Santis: «Μόλις ο κύριος ντε Σαντί φτάσει στο σπίτι, κλειδώνει με προσοχή ... και ανοίγει μια μικρή πόρτα, κρυμμένη πίσω από τη βιβλιοθήκη του. - Βρίσκεται έτσι σ’ ένα σχετικά βρώμικο, κακοφωτισμένο δωματιάκι. Ε κεί, με μια μακριά πένα στο χέρι και με ανακατεμένα τα μαλλιά, κάθεται ένας άνδρας με ύφος σκυθρωπό και συνάμα μειλίχιο. — Α! πώς αποπνέει ετούτος μίλια μακριά τον αέρα του μυθιστοριογρά- φου, έστω κι αν δεν είναι παρά ένας πρώην υπάλληλος κάποιου υπουργείου, που έμαθε την τέχνη του Μπαλζάκ διαβάζοντας τον Constitutionnel. Αυτός είναι ο αληθινός συγγραφέας του Δωματίου των Κρανίων αυτός είναι ο μυθιστοριογράφος»46*. Στη Δεύτερη Δημοκρατία το κοινοβούλιο προσπάθησε να αντιταχθεί στην επικράτηση της επιφυλλίδας. Τα μυθιστορήματα σε συνέχειες φορολογήθη- καν με ένα centime το κομμάτι. Με τους αντιδραστικούς νόμους για τον τύπο, που περιορίζοντας την ελευθερία της γνώμης προσέδιδαν μεγαλύτερη αξία στην επιφυλλίδα, η διάταξη μετά από λίγο καιρό καταργήθηκε.
Οι υψηλές αμοιβές της επιφυλλίδας σε συνδυασμό με τη μεγάλη της κυκλοφορία βοηθούσαν τους συγγραφείς που την προμήθευαν στις εφημερίδες να κάνουν μεγάλο όνομα στο κοινό. Καθένας ήταν έτοιμος να αξιοποιήσει μαζί τη φήμη και τα μέσα του: η πολιτική σταδιοδρομία ακολουθούσε σχεδόν από μόνη της. Προέκυψαν έτσι νέες μορφές διαφθοράς, οι οποίες αποδείχθηκαν πιο δραστικές από την κατάχρηση αναγνωρισμένων ονομάτων. Άπαξ και είχε αφυπνι- σθεί η πολιτική φιλοδοξία του λογοτέχνη, ήταν εύκολο για το καθεστώς να του υποδείξει τον ορθό δρόμο. Το 1846 ο Salvandy, υπουργός Αποικιών, πρότεινε στον Αλέξανδρο Δουμά να αναλάβει με έξοδα της κυβέρνησης —για την όλη επιχείρηση προβλέπονταν 10.000 φράγκα—ένα ταξίδι στην Τύνιδα για να προπαγανδίσει τις αποικίες. Η εκστρατεία απέτυχε, απορρόφησε πολλά χρήματα και τελείωσε
* (<Συγγραφείς-φαντάσματα» δεν εχρησιμοποιούντο μόνο στην επιφυλλίδα. Ο Scribe απασχολούσε για τους διαλόγους των έργων του μια σειρά ανώνυμων συνεργατών.
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 39
με μια μικρή επερώτηση στη Βουλή. Πιο τυχερός ήταν ο Συ, ο οποίος χάρη στην επιτυχία που είχαν τα Μυστήρια των Παρισίων, όχι μόνο ανέβασε τον αριθμό των συνδρομητών του Constitutionnel από 3.600 σε 20.000, αλλά εκλέχθηκε και βουλευτής το 1850 με130.000 ψήφους εργατών του Παρισιού. Οι προλετάριοι ψηφοφόροι δεν κέρδισαν πολλά μ ’ αυτό- ο Μαρξ αποκαλεί την εκλογή «συναισθηματικό σχόλιο που αποδΐ>νάμωνε»47 τα προηγούμενα εκλογικά κέρδη. Αν λοιπόν η λογοτεχνία μπορούσε να ανοίξει μία πολιτική σταδιοδρομία για τους εκλεκτούς του κοινού, η σταδιοδρομία αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί από τη μεριά της για την κριτική μελέτη των γραπτών τους. Ο Λαμαρτίνος συνιστά ένα παράδειγμα.
Οι αποφασιστικές επιτυχίες του Λαμαρτίνου, οι Meditations και οι Harmonies, ανατρέχουν στην εποχή κατά την οποία οι Γάλλοι αγρότες απολάμβαναν ακόμη τους αγρούς που είχαν κατακτήσει. Σ ’ ένα αφελές ποίημα που απευθύνεται στον Alphonse Karr ο ποιητής παρομοίασε το έργο του μ ’ εκείνο ενός αμπελουργού:
Tout homme avec fierte peut vendre sa sueur!Je vends ma grappe en fruit comme tu vends ta fleur,Heureux quand son nectar, sous mon pied qui la foule,Dans mes tonneaux nombreux en ruisseaux d’ambre coule, Produisant a son maitre, ivre de sa cherte,Beaucoup d’or pour payer beaucoup de liberte!48
[Καθένας μπορεί με περηφάνεια να πουλά τον ιδρώτα του! Πουλώ το τσαμπί των σταφυλιών μου όπως εσύ το λουλούδι σου, Ευτυχής που το νέκταρ του, κάτω απ ’ το πόδι μου που το πατάει, Στα πολλά μου βαρέλια σε κεχριμπαρένια ρυάκια κυλάει, Φέρνοντας έτσι στον άρχοντά του, που απ’ την τιμή του μεθά, Πολύ χρυσάφι για να πληρώσει μ ’ αυτό πολλή λευτεριά!]
Οι στίχοι αυτοί, στους οποίους ο Λαμαρτίνος εγκωμιάζει την ευημερία του σαν να ήταν εκείνη του αγρότη και υπερηφανεύεται για τις αμοιβές που του αποφέρει το προϊόν του στην αγορά, είναι πολύ
40 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
διαφωτιστικοί αν ιδωθούν, όχι τόσο από ηθική σκοπιά*, αλλά ως έκφραση των ταξικών αισθημάτων του Λαμαρτίνου. Ήταν εκείνα του κληρούχου αγρότη. Εδώ βρίσκεται ένα κομμάτι από την ιστορία της ποίησης του Λαμαρτίνου. Η θέση του κληρούχου αγρότη είχε γίνει επισφαλής στη δεκαετία του ’40. Ήταν χρεωμένος. Ο κλήρος του «δεν βρισκόταν πια στη λεγόμενη πατρίδα αλλά στο βιβλίο υποθηκών» . Έτσι η αγροτική αισιοδοξία, το θεμέλιο της μεταρσιωμένης εκδοχής της φύσης που προσιδιάζει στη λυρική ποίηση του Λαμαρτίνου, είχε καταπέσει. «Αν ο νεοσύστατος αγροτικός κλήρος, μέσα στην εναρμόνισή του με την κοινωνία, την εξάρτησή του από τις φυσικές δυνάμεις και την υποταγή του στην εξουσία που τον προστάτευε άνωθεν, ήταν φυσιολογικά θρήσκος, ο κλήρος που διαλυόταν από τα χρέη, βρισκόταν σε ρήξη με την κοινωνία και την εξουσία και εξωθείτο πέρα από τα όριά του γίνεται φυσιολογικά άθρησκος. Ο ουρανός ήταν ένα πολύ όμορφο συμπλήρωμα στη μόλις κερδισμένη μικρή λουρίδα γης καθόσον μάλιστα ορίζει και τον καιρό- γίνεται όμως προσβολή από την στιγμή που επιβάλλεται ως υποκατάστατο του κλήρου»50. Σ ’ αυτόν ακριβώς τον ουρανό τα ποιήματα του Λαμαρτίνου ήταν νεφελώματα, όπως είχε γράψει ήδη το 1830 ο Σαιντ- Μπεβ: «Η ποίηση του Andre Chenier... είναι τρόπον τινά το τοπίο του οποίου ο Λαμαρτίνος κάνει τον ουρανό»51. Τούτος ο ουρανός κα- τέρρευσε για πάντα όταν οι Γ άλλοι αγρότες το 1849 ψήφισαν για την Προεδρία τον Βοναπάρτη. Ο Λαμαρτίνος ήταν από αυτούς που προετοίμασαν την ψήφο τους**. «Εκείνο που δεν φανταζόταν», γρά
* Σε μία ανοιχτή επιστολή του προς τον Λαμαρτίνο ο παπικός Λουί Βεγιό γράφει: «Αλήθεια δεν γνωρίζετε ότι ο μόνος τρόπος να είναι κανείς ελεύθερος είναι να περιφρονεί πολύ τον χρυσό! Και για ν ’ αγοράσετε αυτή την ελευθερία που αποκτιέ- ται σε χρυσή τιμή, δηλαδή με τίμημα την ελευθερία, παράγετε τα βιβλία σας με τον ίδιο εμπορικό τρόπο με τον οποίο παράγετε τα λαχανικά και το κρασί σας!» (Louis Veuillot, Pages choisies, avec une introduction critique par Antoine Albalat. Λυόν, Παρίσι, 1906, σ. 31).
* * Επί τη βάσει πληροφοριών του τότε Ρώσου πρέσβη στο Παρίσι Κισλόφ, ο Πο- κρόφσκι έδειξε ότι τα πράγματα συνέβησαν έτσι όπως τα είχε διαγράψει ήδη ο Μαρξ στους Ταξικούς αγώνες στη Γαλλία. Στις 6 Απριλίου 1849, ο Λαμαρτίνος είχε δια- βεβαιώσει τον πρέσβη ότι τα στρατεύματα θα συγκεντρώνονταν στην πρωτεύουσα —
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΟΙ ΜΠΟΕΜ 41
φει για το ρόλο του στην επανάσταση ο Σαιντ-Μπεβ, «είναι ότι θα γινόταν ο Ορφέας που με το χρυσό δοξάρι του θα διηύθυνε και θα έδινε το μέτρο σ ’ αυτή την εισβολή των βαρβάρων»52. Ο Μπωντλαίρ τον ονομάζει ξερά «λίγο κατίνα, λίγο πόρνη»53.
Κανείς δεν διέκρινε με μεγαλύτερη οξυδέρκεια τις προβληματικές όψεις τούτου του υπέρλαμπρου φαινομένου από τον Μπωντλαίρ. Αυτό ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο ίδιος ένιωθε ανέκαθεν ελάχιστη τέτοια λάμψη να τον περιβάλλει. Ο Porche είναι της γνώμης ότι ο Μπωντλαίρ έμοιαζε να μην έχει να διαλέξει πού θα αφήσει τα χειρόγραφά του54. «Ο Μπωντλαίρ», γράφει ο Ernest Raynaud, «υποβλήθηκε στις απαιτήσεις που προβάλλονταν από λαθρέμπορους των γραμμάτων, απατεώνες διευθυντές που εκμεταλλεύονται τη ματαιοδοξία ανθρώπων του καλού κόσμου, ερασιτεχνών και αρχαρίων, και που δημοσιεύουν γραπτά μόνο όταν αυτά συνοδεύονται από συνδρομές»55. Η συμπεριφορά του ίδιου του Μπωντλαίρ ανταποκρί- νεται στην κατάσταση των πραγμάτων. Υποβάλλει το ίδιο χειρόγραφο ταυτόχρονα σε πολλούς εκδότες, επιτρέπει ανατυπώσεις χωρίς να τις δηλώνει ως τέτοιες. Από πολύ νωρίς παρακολουθούσε τη φιλολογική αγορά χωρίς καμιά αυταπάτη. Το 1846 γράφει: « Όσο όμορφο κι αν είναι ένα σπίτι, είναι πριν απ’ όλα —προτού αποδειχθεί η ομορφιά του — τόσα μέτρα ύψος και τόσα μήκος. — Έτσι και η λογοτεχνία, αυτό το υλικό που είναι το πιο δύσκολο να αποτιμηθεί, προορίζεται πριν απ’ όλα να γεμίζει στήλες· και ο αρχιτέκτονας της λογοτεχνίας που το όνομά του δεν υπόσχεται από μόνο του ένα κέρδος πρέπει να πουλήσει σε οποιαδήποτε τιμή» . Ώς το τέλος της ζωής του ο Μπωντλαίρ παρέμεινε άσχημα τοποθετημένος στη φιλολογική αγορά. Έχει υπολογισθεί ότι από όλο του το έργο δεν κέρδισε πάνω από 15.000 φράγκα.
«Ο Μπαλζάκ καίει τα σωθικά του με τον καφέ, ο Μυσσέ απο
μέτρο που οι αστοί προσπάθησαν αργότερα να το δικαιολογήσουν επικαλούμενοι τις εργατικές διαδηλώσεις της 16ης Απριλίου. Η ρήση του Λαμαρτίνου ότι θα χρειαζόταν δέκα μέρες περίπου για τη συγκέντρωση των στρατευμάτων ρίχνει πραγματι ενα αμφίσημο φως σ’ εκείνες τις διαδηλώσεις (Πβ. M[ichail] Ν. Pokrowski: Historische Aufsatze. Ein Sammelband. Βιέννη, Βερολίνο, 1928, σ. 108-109).
42 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
κτηνώνεται με το αψέντι..., ο Μυρζέ πεθαίνει... σε μια κλινική, όπως τώρα και ο Μπωντλαίρ. Κι ούτε ένας απ’ αυτούς τους συγγραφείς δεν υπήρξε σοσιαλιστής!» γράφει ο Jules Troubat, ιδιαίτερος γραμματέας του Σαιντ-Μπεβ. Ο Μπωντλαίρ σίγουρα άξιζε την αναγνώριση που ήθελε να του αποδώσει η τελευταία φράση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αγνοούσε την πραγματική θέση του λογοτέχνη. Συνήθιζε να τον παραβάλλει -και πρώτα πρώτα να παραβάλλει τον εαυτό του— με την πόρνη. Το σονέτο για την αγοραία μούσα —«La muse venale»— μιλάει γι ’ αυτό. Το μεγάλο εισαγωγικό ποίημα «Au lecteur» παρουσιάζει τον ποιητή στη διόλου πλεονεκτική θέση εκείνου που πληρώνεται με αδρό τίμημα για τις ομολογίες του. Ένα από τα πρώιμα ποιήματα που δεν συμπεριλήφθηκαν στα Fleurs du mal απευθύνεται σ ’ ένα κορίτσι του δρόμου. Η δεύτερη στροφή λέει:
Pour avoir des souliers, elle a vendu son ame;Mais le bon Dieu rirait si, pres de cette infame,Je tranchais du tartufe et singeais la hauteur,Moi qui vends ma pens^e et qui veux etre auteur.58
[Πούλησε την ψυχή της για να πάψει να είναι ξυπόλητη·Αλλά ο καλός Θεός θα γέλαγε αν, πλάι σ ’ αυτή την ανυπόληπτη,
' Επαιρνα ύφος ταρτούφου και μαΐμούδιζα σημάδια υπεροχής Εγώ που πουλάω τη σκέψη μου και που θέλω να είμαι ποιητής.]
Η τελευταία στροφή «Cette boheme-la, c’est mon tout» [«Τούτη η μποέμ μού είναι το παν»] συγκαταλέγει αμέριμνα αυτό το πλάσμα στην αδελφότητα των μποέμ. Ο Μπωντλαίρ ήξερε ποια ήταν στην πραγματικότητα η κατάσταση του λογοτέχνη: πηγαίνει στην αγορά ως πλάνης· για να την παρατηρήσει, όπως πιστεύει, στην πραγματικότητα όμως για να βρει αγοραστή.
IIΟ πλάνης
Ο συγγραφέας που κάποια στιγμή μπήκε στην αγορά κοίταξε γύρω του σαν να έβλεπε ένα πανόραμα”. Ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος αποτύπωσε τις πρώτες προσπάθειες προσανατολισμού του. Πρόκειται για μια πανοραμική λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαίο ότι έργα όπως τα Le livre des Cent-et-un, Les Frangais peints par eux-memes, Le diable a Pans, La grande ville απολάμβαναν στην ίδια περίοδο με τα πανοράματα την εύνοια της πρωτεύουσας. Τα βιβλία αυτά αποτελούνται από μεμονωμένα σκιαγραφήματα, που κατά κάποιο τρόπο μιμούνται με το ανεκδοτολογικό τους ντύμα την πλαστική επιφάνεια εκείνων των πανοραμάτων και με το πληροφοριακό τους απόθεμα το εκτεταμένο φόντο τους. Πολυάριθμοι συγγραφείς συνεισέ- φεραν στην πραγματοποίηση τους. Έτσι οι ανθολογίες αυτές είναι αποτέλεσμα της ίδιας συλλογικής λογοτεχνικής εργασίας στην οποία ο Girardin είχε προσφέρει μια θέση με την επιφυλλίδα. Ήταν το επίσημο ένδυμα ενός φιλολογικού είδους οίκοθεν προορισμένου να πουλιέται στους δρόμους. Στο είδος αυτό τα αφανή φυλλάδια σε σχήμα τσέπης που ονομάζονταν «φυσιολογίες» [physiologies] κατείχαν προνομιακή θέση. Εξέταζαν τους τύπους ανθρώπων τους οποίους μπορεί να συναντήσει εκείνος που παρατηρεί την αγορά. Από το γυρολόγο του βουλεβάρτου μέχρι τους κομψευόμενους στο φουαγιέ της όπερας δεν υπήρχε καμιά φιγούρα της παρισινής ζωής που να μην
44 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
την είχε σχεδιάσει ο φυσιολόγος. Η κορυφαία στιγμή του είδους ήρθε στις αρχές της δεκαετίας του ’40. Πρόκειται για τη μεγάλη σχολή της επιφυλλίδας· η γενιά του Μπωντλαίρ πέρασε απ’ αυτήν. Το ότι στον ίδιο δεν είχε πολλά πράγματα να πει δείχνει πόσο νωρίς εκείνος πήρε τον δικό του δρόμο.
Το 1841 μετρήθηκαν εβδομήντα έξι νέες φυσιολογίες1. Από τού- τη τη χρονιά το είδος άρχισε να παρακμάζει* χάθηκε κι αυτό μαζί με την εξουσία του βασιλιά-πολίτη. Επρόκειτο για ένα είδος καθαρά μικροαστικό. Ο Moniiier, ο μάστοράς του, ήταν ένας μικροαστός προικισμένος με μια ασυνήθιστη ικανότητα αυτοπαρατήρησης. Τούτες οι φυσιολογίες δεν ξεπερνούσαν ποτέ τον πιο στενό ορίζοντα. Αφού πρώτα αφιερώθηκαν στους ανθρώπινους τύπους, ήρθε η σειρά των φυσιολογιών της πόλης. Έτσι κυκλοφόρησαν τα Paris la nuit, Paris a table, Paris dans l'eau, Paris a cheval, Paris pittoresque, Paris marie. Όταν κι αυτή η φλέβα στέρεψε, αποτολμήθηκε μια «φυσιολογία» των λαών. Δεν λησμονήθηκε η «φυσιολογία» των ζώων, τα οποία ανέκαθεν προσφέρονταν ως αθώο θέμα. Η αθωότητα ήταν το ζητούμενο. Στις μελέτες του για την ιστορία της γελοιογραφίας, ο Eduard Fuchs εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι στην αφετηρία των φυσιολογιών βρίσκονται οι λεγόμενοι νόμοι του Σεπτεμβρίου — πρόκειται για τα αυστηρά μέτρα λογοκρισίας του 1836. Με αυτά εξοβελίστηκε διαμιάς από την πολιτική μια ομάδα ικανών και ασκημένων στη σάτιρα καλλιτεχνών. Αν κάτι τέτοιο μπόρεσε να γίνει στη γελοιογραφία, ο κυβερνητικός ελιγμός έμελλε να πετύχει κατά μείζονα λόγο στη λογοτεχνία. Διότι κανένας σ’ αυτήν δεν είχε την πολιτική ενέργεια ενός Daumier. Η αντιδραστική πολιτική είναι λοιπόν η προϋπόθεση «βάσει της οποίος εξηγείται η κολοσσιαία επιθεώρηση της αστικής ζωής που ... άρχισε στη Γαλλία... Τα πάντα εκτίθονταν στην παρέλαση ... μέρες γιορτής και μέρες πένθους, εργασία και ανάπαυση, συζυγικά ήθη και εργένικες συνήθειες, οικογένεια, σπίτι, παιδί, σχολείο, κοινωνική συναναστροφή, θέατρο, ανθρώπινοι τύποι, επαγγέλματα»2.
Η άνεση αυτών των περιγραφών ταιριάζει με τη στάση του πλάνητα [flaneur] που πηγαίνει να βοτανολογήσει στην άσφαλτο. Ήδη
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 45
όμως τότε δεν μπορούσε κανείς να τριγυρνά παντού στην πόλη. Τα φαρδιά πεζοδρόμια ήταν σπάνια πριν από τον Ωσμάν τα στενά παρείχαν μικρή προστασία από τα οχήματα. Η περιπλάνηση [flanerie] δύσκολα θα είχε αποκτήσει τη σημασία της χωρίς τις στοές .̂ «Οι στοές, μια πρόσφατη εφεύρεση της βιομηχανικής πολυτέλειας», γράφει ένας εικονογραφημένος οδηγός του Παρισιού στα 1852, «είναι διάδρομοι στεγασμένοι με γυαλί, επιστρωμένοι με μάρμαρο, που περνούν μέσα από ολόκληρους όγκους σπιτιών, οι ιδιοκτήτες των οποίων ενώθηκαν ενόψει τέτοιων επιχειρήσεων. Στις δύο πλευρές αυτών των διαδρόμων, που φωτίζονται από πάνω, βρίσκονται παραταγμένα τα πιο κομψά εμπορικά καταστήματα, έτσι ώστε μια τέτοια στοά είναι μια πόλη, ένας κόσμος σε μικρογραφία». Μέσα σ ’ αυτό τον κόσμο ο πλάνης είναι σαν στο σπίτι του. Στο «στέκι των περιπατητών και των καπνιστών, το στίβο των κάθε λογής μικροε- παγγελμάτων» , προσφέρει το χρονογράφο και το φιλόσοφό του. Στον εαυτό του όμως προσφέρει εκεί το αλάνθαστο φάρμακο κατά της ανίας που εύκολα ευδοκιμεί κάτω από το θανάσιμο βλέμμαγ ενός κορεσμένου αντιδραστικού καθεστώτος. Σύμφωνα με μια φράση του Guys που μεταφέρει ο Μπωντλαίρ, «Κάθε άνθρωπος που πλήττει μέσα στο πλήθος είναι ανόητος! πολύ ανόητος! και τον περιφρονώ!»4. Οι στοές είναι κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δρόμου και εσωτερι- κού fmterieurT. Αν θέλει να μιλήσέ'Γκανέίς για ένα τέχνασμα των φυσιολογιών, τούτο δεν είναι παρά το δοκιμασμένο εκείνο της επιφυλλίδας: δηλαδή η μετατροπή του βουλεβάρτου σε εσωτερικό. Ο δρόμος γίνεται κατοικία για τον πλάνητα, που νιώθει σαν στο σπίτι του ανάμεσα στις προσόψεις των κτιρίων, όπως ο αστός μέσα στους τέσσερις τοίχους του. Γ ι ’ αυτόν οι αστραφτερές σμαλτωμένες επιγραφές των εταιρειών είναι ένα διακοσμητικό τοίχου ίδιο και καλύτερο από μια ελαιογραφία στο σαλόνι του αστού- οι τοίχοι είναι το αναλόγιο πάνω στο οποίο στηρίζει το σημειωματάριό του- τα περίπτερα είναι οι βιβλιοθήκες του και τα πεζοδρόμια με τα τραπεζάκια των καφενείων εξώστες απ’ όπου μετά τη δουλειά κατοπτεύει το νοικοκυριό του. Πώς η ζωή σ ’ όλη της την ποικιλία, στον αστείρευτο πλούτο των εναλλαγών της, ευδοκιμεί μόνο πάνω στα γκρίζα λι
46 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
θόστρωτα και μπρος στο γκρίζο φόντο της δεσποτείας - αυτή ήταν η ενδόμυχη πολιτική σκέψη του φιλολογικού είδους στο οποίο ανήκαν οι φυσιολογίες.
Το είδος αυτό ήταν και από κοινωνική άποψη ανησυχητικό. Υπάρχει ένα κοινό στοιχείο στη μακρά σειρά των αλλόκοτων ή απλών, αξιαγάπητων ή αυστηρών χαρακτήρων που οι φυσιολογίες παρουσιάζουν στον αναγνώστη: είναι ακίνδυνοι, εντελώς καλοκάγαθοι. Μια τέτοια άποψη για τον πλησίον απείχε τόσο από την εμπειρία που δεν θα μπορούσε παρά να έχει ασυνήθιστα σοβαρές αιτίες. Οφειλόταν πράγματι σε μια ιδιάζουσα ανησυχία. Οι άνθρωποι έπρεπε να συμφιλιωθούν με μια νέα, μάλλον παράξενη κατάσταση που είναι ίδιον των μεγαλουπόλεων. Ο Ζίμμελ διατύπωσε εύστοχα το ζήτημα που τίθεται εδώ: « Όποιος βλέπει χωρίς να ακούει είναι πολύ ... πιο ανήσυχος από εκείνον που ακούει νωρΰ: να βλέπει. Εδώ βρίσκεται κάτι χαρακτηριστικό για την κοινωνιολογία της μεγαλούπολης. Οι αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις ... διακρίνονται από μια σαφή υπεροχή της δραστηριότητας του ματιού σε σχέση μ ’ εκείνη της ακοής. Η κύρια αιτία γι ’ αυτό είναι τα δημόσια μέσα συγκοινωνίας. Πριν από την ανάπτυξη των λεωφορείων, των σιδηροδρόμων, των τραμ στον 19ο αιώνα, οι άνθρωποι δεν βρίσκονταν αναγκασμένοι να κοιτάζονται επί πολλά λεπτά ή και ώρες χωρίς να απευθύνουν το λόγο ο ένας στον άλλον» . Όπως διαπιστώνει ο Ζίμμελ, η νέα κατάσταση δεν ήταν ευχάριστη. Ήδη ο Bulwer ενορχήστρωνε την περιγραφή του ανθρώπου της μεγαλούπολης στο Eugene Aram αναφερόμενος στην παρατήρηση του Γκαίτε ότι κάθε άνθρωπος, από τον καλύτερο ώς τον ελεεινότερο, κουβαλάει μέσα του ένα μυστικό, που αν γινόταν γνωστό θα τον έκανε μισητό σ’ όλους τους άλλους6. Τέτοιες ανησυχητικές παραστάσεις οι φυσιολογίες ήξεραν να τις παραμερίζουν ως ασήμαντες. Συνιστού- σαν, θα έλεγε κανείς, τις παρωπίδες του «στενοκέφαλου ζώου της πόλης»7, για το οποίο γίνεται λόγος στον Μαρξ. Πόσο ριζικά περιόριζαν το βλέμμα, όταν υπήρχε ανάγκη, γίνεται φανερό σε μια περιγραφή του προλετάριου στη Physiologie de l ’industrie frangaise του Foucaud: «Η ανάπαυση που προσφέρει η σύνταξη είναι αφόρητη για
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 47
τον εργάτη. Ο ουρανός μπορεί να είναι ανέφελος, το σπίτι που κατοικεί να πνίγεται στο πράσινο, να μοσχοβολάει από τα λουλούδια και να ευφραίνεται από τα τραγούδια των πουλιών, ωστόσο το άπραγο πνεύμα του μένει αναίσθητο στις χάρες της μοναχικότητας. Αν κατά τύχη το αυτί του συλλάβει τον οξύ ήχο μιας μακρινής βιομηχανικής δραστηριότητας ή ακόμη το μονότονο κροτάλισμα του μύλου ενός εργοστασίου, αμέσως λάμπει το μέτωπό του ... δεν μυρίζει πια το διαλεχτό άρωμα των λουλουδιών ο πυκνός καπνός που βγαίνει από την ψηλή καμινάδα του εργοστασίου, τα χτυπήματα στο αμό- νι που αντηχούν στ ’ αυτιά του, τον κάνουν να σκιρτάει από χαρά, θυμίζοντάς του τις ωραίες ημέρες της δουλειάς την οποία υποκινούσε η έμπνευση του νου» . Ο επιχειρηματίας που διάβαζε αυτή την περιγραφή μπορεί να πήγαινε για ύπνο πιο ήσυχος απ’ ό,τι συνήθως.
Εκείνο που προείχε ήταν πράγματι να δώσουν στους ανθρώπους μια φιλική εικόνα του ενός για τον άλλον. Έτσι οι φυσιολογίες εξύ- φαναν με τον τρόπο τους τη φαντασμαγορία* της παρισινής ζωής. Η μέθοδός τους όμως δεν έφτανε πολύ μακριά. Οι άνθρωποι γνώριζαν ο ένας τον άλλον ως οφειλέτες και δανειστές, ως πωλητές και πελάτες, ως εργοδότες και υπάλληλοι — και πρώτα απ’ όλα γνωρίζονταν ως ανταγωνιστές. Η προσπάθεια να τους δοθεί η εντύπωση πως οι εταίροι τους είναι απλώς κάποιοι ακίνδυνοι παραξενιάρηδες δεν έμοιαζε να έχει μακροπρόθεσμα πολλές ελπίδες. Ως εκ τούτου διαμορφώθηκε αρκετά νωρίς σ’ αυτό το φιλολογικό είδος μια άλλη άποψη του πράγματος, που μπορούσε να έχει πολύ πιο τονωτική επίδραση. Αυτή ανατρέχει στους φυσιογνωμιστές του 18ου αιώνα, μολονότι δεν έχει μεγάλη σχέση με τις σοβαρότερες προσπάθειές τους. Στον Lavater ή τον Gall, πέρα από την εικοτολογία και την ονειροπόληση, μπαίνει στο παιχνίδι ένα γνήσιο εμπειρικό υπόβαθρο. Οι φυσιολογίες τρέφονταν από την πίστωση που αυτό τους παρείχε, δίχως να του προσθέτουν οτιδήποτε δικό τους. Βεβαίωναν ότι καθένας ήταν σε θέση, αθόλωτος από οποιαδήποτε γνώση του πράγματος, να διακρίνει το επάγγελμα, το χαρακτήρα, την προέλευση και τον τρό
48 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
πο ζωής των περαστικών. Τούτο το χάρισμα εμφανίζεται σ’ αυτές σαν μια ικανότητα που οι νεράιδες εναποθέτουν στην κούνια του ανθρώπου της μεγαλούπολης. Με τέτοιες βεβαιότητες ο Μπαλζάκ, περισσότερο από κάθε άλλον, ήταν στο στοιχείο του. Ταίριαζαν ιδιαίτερα με την προτίμησή του στις ανεπιφύλακτες ρήσεις. «Η ιδιοφυία», έγραφε για παράδειγμα, «είναι τόσο ορατή στον άνθρωπο, ώστε περπατώντας στο Παρίσι, ακόμη και οι πιο αδαείς μπορούν να μαντέψουν έναν μεγάλο καλλιτέχνη όταν περνά»9. Ο Delvau, φίλος του Μπωντλαίρ και ο πιο ενδιαφέρων από τους μικρούς μάστορες της επιφυλλίδας, ισχυριζόταν ότι μπορεί να διακρίνει το κοινό του Παρισιού στα διαφορετικά του στρώματα με την ευκολία που ένας γεωλόγος κάνει τη στρωματογραφία της πέτρας. Αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν, σίγουρα η ζωή στη μεγαλούπολη δεν θα ήταν κατά κα- νέναν τρόπο τόσο ανησυχητική όσο πρέπει να φαινόταν στους ανθρώπους. Τότε τα παρακάτω λόγια του Μπωντλαίρ πρέπει να ήταν απλώς ρητορείες: «Τ ι είναι οι κίνδυνοι του δάσους και των λειμώνων μπρος στα καθημερινά σοκ και τις συγκρούσεις του πολιτισμού; Είτε ο άνθρωπος τυλίγει το θύμα του στο βουλεβάρτο είτε καρφώνει τη λεία του σε άγνωστα δάση, μήπως δεν είναι κάθε φορά ο αιώνιος άνθρωπος, ήγουν το πιο τέλειο αρπακτικό;»10 Ο Μπωντλαίρ χρησιμοποιεί γι ’ αυτό το θύμα τη λέξη dupe, που χαρακτηρίζει τον εξα- πατημένο ή παραπλανημένο- σ’ αυτόν αντιπαρατίθεται ο γνώστης της ανθρώπινης φύσης. Όσο λιγότερο ασφαλής γινόταν η μεγαλούπολη τόσο περισσότερη ανθρωπογνωσία εθεωρείτο απαραίτητη για να δράσει κανείς μέσα σ’ αυτήν. Στην πραγματικότητα ο οξυμένος ανταγωνισμός ωθεί πριν απ’ όλα το άτομο να προβάλει επιτακτικά τα συμφέροντά του. Η ακριβής γνώση των τελευταίων θα αποβεί συχνά, εφόσον πρόκειται να εκτιμηθεί η συμπεριφορά ενός ανθρώπου, πολύ πιο χρήσιμη από εκείνη της φύσης του. Έτσι το χάρισμα για το οποίο ο πλάνης τόσο πρόθυμα επαίρεται είναι μάλλον ένα από τα είδωλα που ήδη ο Μπέικον τα τοποθετεί στην αγορά”1. Ο Μπωντλαίρ ελάχιστα προσκύνησε αυτό το είδωλο. Η πίστη στο προπατορικό αμάρτημα τον προστάτευε από την πίστη στην ανθρωπογνωσία. Συντασσόταν με τον ντε Μαιστρ, ο οποίος, από την
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 49
πλευρά του, είχε συνδυάσει τη μελέτη του δόγματος με εκείνη του Μπέικον.
Τα καθησυχαστικά γιατροσόφια που πουλούσαν οι φυσιολόγοι σύντομα εξαντλήθηκαν. Απεναντίας η λογοτεχνία που αφοσιώθηκε στις ανησυχητικές και απειλητικές όψεις της αστικής ζωής έμελλε να έχει μεγάλες προοπτικές. Τούτη η λογοτεχνία έχει επίσης να κάνει με τις μάζες. Κινείται όμως διαφορετικά από τις φυσιολογίες. Δεν την ενδιαφέρει παρά ελάχιστα ο προσδιορισμός τύπων παρακολουθεί πολύ περισσότερο τις λειτουργίες που προσιδιάζουν στις μάζες μέσα στη μεγάλη πόλη. Ανάμεσά τους προείχε μία, την οποία ήδη στο γύρισμα του 19ου αιώνα υπογράμμιζε μια έκθεση της αστυνομίας. «Είναι σχεδόν αδύνατο», γράφει ένας μυστικός πράκτορας του Παρισιού το 1798, «να υποδειχθούν και να διατηρηθούν τα χρηστά ήθη σ ’ έναν πυκνά στοιβαγμένο πληθυσμό όπου κάθε άτομο, όντας κατά κάποιο τρόπο άγνωστο σε όλα τα άλλα, κρύβεται μέσα στο πλήθος και δεν έχει να κοκκινίσει από ντροπή μπροστά σε κανέ- ναν»11. Εδώ οι μάζες εμφανίζονται ως άσυλο που προστατεύει τον ακοινωνικό από τους διώκτες του. Απ’ όλες τις απειλητικές πλευρές τους ετούτη έγινε νωρίτερα αισθητή. Απ’ αυτήν πηγάζει η αστυνομική ιστορία.
Σε καιρούς τρομοκρατίας, όπου καθένας έχει κάτι από συνωμότη, καθένας θα έχει επίσης την ευκαιρία να παίξει τον ντετέκτιβ. Η περιπλάνηση του προσφέρει τις καλύτερες προοπτικές για κάτι τέτοιο. «Ο παρατηρητής», λέει ο Μπωντλαίρ, «είναι ένας πρίγκιπας που χαίρεται παντού το ινκόγκνιτο του»12. Αν ο πλάνης γίνεται έτσι άθελά του ένας ντετέκτιβ, αυτό από κοινωνική άποψη τον βολεύει θαυμάσια. Νομιμοποιεί το χασομέρι του. Η νωθρότητά του είναι μόνο φαινομενική. Πίσω της κρύβεται η εγρήγορση ενός παρατηρητή που δεν χάνει από τα μάτια του τον κακοποιό. Έτσι ο ντετέκτιβ βλέπει να ανοίγονται αρκετά μεγάλα περιθώρια στην αυτοπεποίθησή του. Αναπτύσσει μορφές αντίδρασης που ταιριάζουν με το ρυθμό της μεγαλούπολης. Πιάνει τα πράγματα στον αέρα· μπορεί έτσι να ονειρεύεται στο πλευρό του καλλιτέχνη. Όλοι παινεύουν τη γρήγορη γραφίδα του σχεδιαστή. Ο Μπαλζάκ θεωρεί ότι η καλλιτεχνία εν
50 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
γένει είναι συνυφασμένη με τη γρήγορη σύλληψη*. - Το εγκληματο- λογικό αισθητήριο συνδυασμένο με την ευχάριστη αμεριμνησία του πλάνητα δίνουν το περίγραμμα των Mohicans de Paris του Δουμά. Ο ήρωάς τους αποφασίζει να πάρει το δρόμο της περιπέτειας ακολουθώντας ένα κομμάτι χαρτί που έχει αφήσει στο παιχνίδι του ανέμου. Οποιοδήποτε ίχνος κι αν ακολουθήσει, ο πλάνης θα οδηγηθείσ’ ένα έγκλημα. Αυτό υποδεικνύει με ποιο τρόπο και η αστυνομική ιστορία, ανεξάρτητα από τους ψυχρούς υπολογισμούς της, συμπράττει στη φαντασμαγορία της παρισινής ζωής. Δεν δοξάζει ακόμη τον εγκληματία- δοξάζει όμως τους αντιπάλους του και πρώτα απ’ όλα τους κυνηγότοπους στους οποίους τον καταδιώκουν. Ο Messac έδειξε πώς επιχειρείται εδώ να ζωντανέψουν μνήμες από τον Κούπερ . Το ενδιαφέρον με την επιρροή του Κούπερ είναι ότι δεν κρύβεται, ίσα ίσα εκτίθεται στη θέα. Στους προαναφερμένους Μοίχανούζ των Παρι- σίων η έκθεση αυτή γίνεται ήδη με τον τίτλο- ο συγγραφέας δημιουργεί στον αναγνώστη την προσδοκία ότι θα δει να ανοίγεται μέσα στο Παρίσι ένα παρθένο δάσος κι ένα λιβάδι. Η ξυλόγλυπτη προμετωπίδα του τρίτου τόμου δείχνει ένα δρόμο θαμνώδη και μάλλον έρημο εκείνη την εποχή- η λεζάντα της εικόνας λέει: «Το παρθένο δάσος στην οδό d’Enfer». Το διαφημιστικό φυλλάδιο του εκδότη γι ’ αυτό το έργο περιγράφει τη συσχέτιση με μεγαλοπρεπή ρητορεία, στην οποία μπορεί να υποθέσει κανείς ότι έχει βάλει το χέρι του κι ο ίδιος ο ενθουσιασμένος ριπό τον εαυτό του συγγραφέας: «Το Παρίσι — οι Μοϊκανοί... αυτά τα δυο ονόματα συγκρούονται όπως το "τις ει” που ανταλάσσουν δυο γιγάντιοι άγνωστοι. Τα χωρίζει μια άβυσσος- τη διασχίζουν οι σπίθες αυτού του ηλεκτρικού φωτός που έχει την εστία του στον Αλέξανδρο Δουμά». Ήδη νωρίτερα ο Feval εμπλέκει έναν ερυθρόδερμο στις περιπέτειες της μητρόπολης. Λέγεται Τόβαχ και σ’ ένα ταξίδι με άμαξα καταφέρνει να πάρει το σκαλπ των τεσσάρων συνοδών του χωρίς να καταλάβει τίποτα ο οδηγός. Τα Μυστήρια των Παρισίων παραπέμπουν από την αρχή κιόλας
* Στο έργο του Seraphita ο Μπαλζάκ μιλάει για μια «εσωτερική άποψη που οι γοργές συλλήψεις της φέρνουν διαδοχικά στην ψυχή, σαν πάνω σε πίνακα, τα πιο αντιθετικά τοπία της υδρογείου».
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 51
στον Κούπερ, υποσχόμενα ότι οι ήρωές τους, που προέρχονται από τον υπόκοσμο του Παρισιού, «βρίσκονται έξω από τον πολιτισμό όσο και οι άγριες φυλές που τόσο καλά απεικόνισε ο Κούπερ». Κυρίως όμως ο Μπαλζάκ δεν έπαψε να αναφέρει τον Κούπερ ως πρότυπό του. « Έτσι η ποίηση του τρόμου που τα στρατηγήματα των αντίπαλων εμπόλεμων φυλών διασπείρουν μέσα στα δάση της Αμερικής, και την οποία τόσο αξιοποίησε ο Κούπερ, αφιερώθηκε στις πιο μικρές λεπτομέρειες της παρισινής ζωής. Οι περαστικοί, τα μαγαζιά, οι ναυλωμένες άμαξες, ένας άνθρωπος που στέκεται σ ’ ένα παράθυρο, όλα προκαλούσαν στους Ανθρώπους-Αριθμούς στους οποίους είχε ανατεθεί η προστασία της ζωής του γερο-Πεϋράντ το τεράστιο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν στα μυθιστορήματα του Κούπερ ένας κορμός δέντρου, μια φωλιά κάστορα, ένας βράχος, το τομάρι ενός αγριοβούβαλου, ένα ακίνητο κανό ή ένα φύλλωμα στην επιφάνεια του νερού». Η πλοκή του Μπαλζάκ εμπεριέχει έναν πλούτο ενδιάμεσων μορφών μεταξύ ινδιάνικης περιπέτειας και αστυνομικής ιστορίας. Η αμφισβήτηση των «Μοϊκανών με τα ζιπούνια» και των «Ιροκέζων με τις ρεντινγκότες» που επινόησε εκδηλώθηκε νωρίς14. Από την άλλη μεριά, ο Hippolyte Babou, που συνδεόταν με τον Μπωντλαίρ, γράφει το 1857, κάνοντας μια αναδρομή: « 'Οταν ο Μπαλζάκ... τρυπάει τους τοίχους για να ανοίξει το δρόμο στην παρατήρηση, ... εσείς στήνετε αυτί πίσω από τις πόρτες ... κάνετε με δυο λόγια, όπως λένε οι γείτονές μας οι Άγγλοι μέσα στη σεμνοτυφία τους, τον police detective» .
Η αστυνομική ιστορία, το ενδιαφέρον της οποίος έγκειται σε μια λογική κατασκευή που σαν τέτοια δεν ταιριάζει οπωσδήποτε στην ιστορία μυστηρίου , εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Γ αλλία με τις μεταφράσεις των διηγημάτων του Πόε «Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ», «Οι φόνοι της οδού Μοργκ» και «Η κλεμμένη επιστολή». Μεταφράζοντας αυτά τα πρότυπα, ο Μπωντλαίρ υιοθέτησε το είδος. Το έργο του Πόε πέρασε ολότελα μέσα στο δικό του· και ο Μπωντλαίρ υπογραμμίζει αυτό το γεγονός καθώς τάσσεται αλληλέγγυος με τη μέθοδο στην οποία συγκλίνουν τα μεμονωμένα είδη που καλλιέργησε ο Πόε. Ο Πόε υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους τεχνί
52 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τες της νεότερης λογοτεχνίας. Πρώτος αυτός, όπως παρατηρεί ο Βαλερύ16, αποτόλμησε το επιστημονικό διήγημα, τη σύγχρονη κοσμογονία, την παρουσίαση παθολογικών φαινομένων. Θεωρούσε αυτά τα είδη αυστηρά δημιουργήματα μιας μεθόδου για την οποία αξίωνε γενική ισχύ. Σ ’ αυτό ακριβώς το σημείο παίρνει το μέρος του ο Μπωντλαίρ και, στο πνεύμα του Πόε, γράφει: «Δεν αργεί ο καιρός που θα καταλάβουμε ότι κάθε λογοτεχνία η οποία αρνείται να βαδίσει αδελφωμένα ανάμεσα στην επιστήμη και τη φιλοσοφία είναι μια λογοτεχνία ανθρωποκτόνος και αυτοχειριαζόμενη»17. Η αστυνομική ιστορία, το πιο γόνιμο από τα τεχνικά επιτεύγματα του Πόε, ανήκε σε μια λογοτεχνία που ικανοποιούσε το μπωντλαιρικό αξίωμα. Η ανάλυσή της αποτελεί μέρος της ανάλυσης του ίδιου του έργου του Μπωντλαίρ παρά το γεγονός ότι αυτός δεν έγραψε καμιά τέτοια ιστορία. Τα Άνθη του χακου περιλαμβάνουν ως disjecta membra τρία από τα πιο αποφασιστικά στοιχεία της: το θύμα και τον τόπο του εγκλήματος («Une martyre»), το δολοφόνο («Le vin de I’assas- sin»), τη μάζα («Le crepuscule du soir»). Λείπει το τέταρτο, που επιτρέπει στη λογική να διαπεράσει αυτή τη συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Ο Μπωντλαίρ δεν έγραψε καμιά αστυνομική ιστορία επειδή, με τη δομή των ορμών που είχε, του ήταν αδύνατο να ταυτιστεί με τον ντετέκτιβ. Σ ' αυτόν ο υπολογισμός, το στοιχείο της κατασκευής βρισκόταν από την πλευρά του ακοινωνικού. Ήταν χαρισμένο εξ ολοκλήρου στη σκληρότητα. Ο Μπωντλαίρ υπήρξε υπερβολικά καλός αναγνώστης του Σαντ για να μπορεί να συναγωνιστεί τον Πόε*.
Το πρωτογενές κοινωνικό περιεχόμενο της αστυνομικής ιστορίας δίνεται από το γεγονός ότι τα ίχνη του ατόμου εξαφανίζονται μέσα στο πλήθος της μεγαλούπολης. 0 Πόε ασχολείται διεξοδικά με τούτο το θέμα στο «Μυστήριο της Μαρί Ροζέ», την πιο εκτενή από τις ιστορίες μυστηρίου του. Ταυτόχρονα αυτή η νουβέλα είναι το πρότυπο της αξιοποίησης δημοσιογραφικών πληροφοριών για τη διαλεύκανση εγκλημάτων. Ο ντετέκτιβ του Πόε, ο ιππότης Ντυπέν,
* «Πρέπει πάντοτε να επιστρέφει κανείς σ ’ αυτό το στάδιο, δηλαδή στον φυσικό άνθρωπο [του Σαντ], για να εξηγήσει το κακό» (II, σ. 694).
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 53
δουλεύει εδώ με βάση όχι την προσωπική παρατήρηση αλλά τα άρθρα του ημερησίου τύπου. Η κριτική ανάλυση των άρθρων του παρέχει το σκελετό της αφήγησης. Μεταξύ άλλων πρέπει να εξακριβωθεί η ωρα του εγκλήματος. Μια εφημερίδα, ο Commercial, υποστηρίζει ότι η Μαρί Ροζέ, η δολοφονημένη γυναίκα, σκοτώθηκε αμέσως μόλις έφυγε από το σπίτι της μητέρας της. «"Είναι αδύνατον” , γράφει, "ένας άνθρωπος τόσο γνωστός σε χιλιάδες άλλους, όσο αυτή η νέα γυναίκα, να διέσχισε τρία τετράγωνα χωρίς να τη δει κανείς” . Αυτή είναι η αντίληψη ενός ανθρώπου που έχει κατοικήσει καιρό στο Παρίσι -ενός δημόσιου άνδρα- και του οποίου οι διαδρομές πέρα-δώθε στην πόλη περιορίζονταν-συνήθως στην περιοχή των δημοσίων υπηρεσιών ... Πηγαινοέρχεται, σε τακτά διαστήματα, μέσα σε μια περιορισμένη έκταση, πλημμυρισμένη από άτομα τα οποία καταλήγουν να προσέξουν την παρουσία του χάρη στο ενδιαφέρον τους για τη φύση της απασχόλησής του που συγγενεύει με τη δική τους. Ό μως οι διαδρομές της Μαρί μπορεί σε γενικές γραμμές να θεωρηθούν ακανόνιστες. Σ ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίσταση θα πρέπει να εννοηθεί ως πιθανότερο ότι ακολούθησε μια πορεία που παρουσίαζε σημαντική απόκλιση από τις συνηθισμένες της. Ο παραλληλισμός που φανταζόμαστε ότι είχε κατά νου ο Commercial θα ήταν αποδεκτός μόνον εφόσον τα δύο άτομα διέσχιζαν ολόκληρη την πόλη. Σ ’ αυτή την περίπτωση, υπό την προϋπόθεση ότι θα είχαν τον ίδιο αριθμό προσωπικών γνωριμιών, θα είχαν επίσης τις ίδιες πιθανότητες να πραγματοποιήσουν τον ίδιο αριθμό προσωπικών συναντήσεων. Εγώ από την πλευρά μου θεωρώ όχι απλώς δυνατό αλλά εξαιρετικά πιθανό η Μαρί να ακολούθησε, σε μια δεδομένη στιγμή, οποιαδήπο- τε από τις πολλές διαδρομές που συνδέουν τη δική της κατοικία μ ’ εκείνη της θείας της, χωρίς να συναντήσει ούτε ένα άτομο το οποίο να της ήταν γνωστό ή να τη γνώριζε. Για να εξετάσουμε αυτό το ζήτημα στις σωστές του διαστάσεις πρέπει να έχουμε διαρκώς στο νου μας την τεράστια δυσαναλογία που υφίσταται ανάμεσα στις προσωπικές γνωριμίες ακόμη και του πιο διακεκριμένου ανθρώπου στο Παρίσι και τον συνολικό πληθυσμό αυτής της πόλης»18. Αν πα- ραβλέψει κανείς τις συναρτήσεις που οδηγούν τον Πόε σ ’ αυτές τις
54 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
σκέψεις, ο ντετέκτιβ χάνει την αρμοδιότητά του, το πρόβλημα όμως διατηρεί την ισχύ του. Βρίσκεται παραλλαγμένο στη βάση ενός από τα πιο φημισμένα ποιήματα των Ανθέων του χαχού, του σονέτου «Α une passante».
La rue assourdissante autour de moi hurlait.Longue, mince, en grand deuil, douleur majestueuse,Une femme passa, d’une main fastueuse Soulevant, balangant le feston et l’ourlet;
Agile et noble, avec sa jambe de statue.Moi, je buvais, crispe comme un extravagant,Dans son oeil, ciel livide ou germe l’ouragan,La douceur qui fascine et le plaisir qui tue.
Un eclair... puis la nuit! — Fugitive beaute Dont le regard m’a fait soudainement renaitre,Ne te verrai-je plus que dans l’eternite?
Ailleurs, bien loin d’ici! trop tard! jamais peut-etre!Car j’ignore ou tu fuis, tu ne sais ou je vais,
i il90 toi que j’eusse aimee, 6 toi qui le savais!
[Του δρόμου τ ’ οχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα.Ψηλή, λιγνή, στα μαύρα της αρχοντολυπημένη, κάποια γυναίκα διάβηκε κρατώντας σηκωμένη μ ’ επίδειξη της ρόμπας της τη νταντελένια γύρα.
Ευγενικιά και λυγερή με πόδι ως αγαλμάτου.Κ’ εγώ ρουφούσα, όπως αυτός που τρέλα τον χτυπάει, στα μάτια της τεφρό ουρανό που θύελλες γεννάει, μια γλύκα σαγηνευτική και μια ηδονή Θανάτου.
Κάποια αστραπή... νύχτα μετά! — Διαβάτισσά μου ωραία που ξαφνικά στο βλέμμα σου ξανάνιωσα, για πε μου αλλού πια μόνο Θα σε δω, σε κάποια ζωή νέα;
αλλού, πολύ μακριά από δω! αργά! κ ’ ίσως ποτέ μου!Γιατί δεν ξέρω αν πουθενά θέλω πια σ’ ανταμώσει, ω, εσένα που θ ’ αγάπαγα, ω εσύ, που το ’χες νιώσει!]
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 55
Το σονέτο «Α une passante» παρουσιάζει το πλήθος ως άσυλο όχι του εγκληματία αλλά του έρωτα που ξεφεύγει από τον ποιητή. Μπορεί να πει κανείς ότι πραγματεύεται τη λειτουργία του πλήθους όχι στη ζωή του αστού αλλά σ ’ εκείνη του ερωτικού ποιητή. Σε πρώτη ματιά αυτή η λειτουργία μοιάζει αρνητική· όμως δεν είναι. Η οπτασία που τον θαμπώνει, αντί να απομακρύνεται απλώς μέσα στο πλήθος από τον ερωτικό ποιητή, του μεταδίδεται ακριβώς μέσα απ’ αυτό. Η σαγήνευση του ανθρώπου της πόλης είναι ένας έρωτας όχι τόσο με την πρώτη όσο με την τελευταία ματιά. To «jamais» είναι το αποκορύφωμα της συνάντησης, όπου το πάθος, φαινομενικά ματαιωμένο, ξεπηδά σαν φλόγα μέσα από τον ποιητή. Μέσα της καίγεται· όμως κανένας φοίνικας δεν αναδύεται απ’ αυτήν. Η αναγέννηση του πρώτου τρίστιχου προβάλλει μια άποψη του συμβάντος η οποία στο φως της προηγούμενης στροφής εμφανίζεται πολύ προβληματική. Αυτό που κάνει το σώμα να συσπάται δεν είναι η ταραχή εκείνου που μια εικόνα καταλαμβάνει απ’ άκρη σ’ άκρη το είναι του- έχει μάλλον κάτι από το σοκ με το οποίο μια επιτακτική επιθυμία κυριεύει αιφνίδια τον μοναχικό άνθρωπο. Η προσθήκη «comme un extravagant» σχεδόν το λέει καθαρά- η έμφαση που δίνεται από τον ποιητή στο ότι η γυναικεία οπτασία πενθεί δεν είναι τέτοια που να το συγκαλύψει. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα βαθύ ρήγμα ανάμεσα στα τετράστιχα που εκθέτουν το συμβάν και στα τρίστιχα που το μεταρσιώνουν. Όταν ο Thibaudet είπε ότι αυτοί οι στίχοι «δεν μπορούν να εκκολαφθούν παρά στο περιβάλλον μιας μεγάλης πρωτεύουσας»20, έμεινε στην επιφάνειά τους. Η εσώτερη μορφή τους αποτυπώνεται στο γεγονός ότι ο ίδιος ο έρωτας φανερώνεται σ ’ αυτούς στιγματισμένος από τη μεγαλούπολη*.
* Το μοτίβο του έρωτα για τη διαβάτισσα υιοθετείται από ένα ποίημα του πρώιμου Γκεόργκε. Από εκείνον έχει διαφύγει το καθοριστικό στοιχείο — το ρεύμα με το οποίο η γυναίκα, αγόμενη από το πλήθος, προσπερνάει. Το αποτέλεσμα είναι έτσι μια συνεσταλμένη ελεγεία. Τα βλέμματα του ποιητή είχαν, όπως υποχρεώνεται να ομολογήσει στην αγαπημένη του, «τραβηχτεί υγρά από πόθο / πριν τολμήσουν να βυθιστούν στα δικά σου» (Stefan George: Hymnen Pilgerfahrten Algabal. 7η έκδ. Βερολίνο, 1922, σ. 23). Ο Μπωντλαίρ δεν αφήνει καμιά αμφιβολία επ’ αυτού: εκείνος κοίταξε βαθιά στα μάτια τη διαβάτισσα.
56 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Από την εποχή του Λουδοβίκου-Φιλίππου διαπιστώνει κανείς στους αστούς την τάση να αποζημιώσουν τον εαυτό τους για το ότι η ιδιωτική ζωή δεν αφήνει τα ίχνη της στη μεγάλη πόλη. Το επιδιώκουν μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους. Είναι σαν να το θεώρησαν ζήτημα τιμής να μην αφήσουν να σβήσει στο πέρασμα των αιώνων, αν όχι το ίχνος των ημερών τους στη γη, τουλάχιστον εκείνο των ειδών χρήσης και πρώτης ανάγκης τους. Δεν κουράζονται να παίρνουν τα αποτυπώματα μιας πληθώρας αντικειμένων αναζητούν περιβλήματα και θήκες για παντόφλες και ρολόγια τσέπης, για θερμόμετρα και αυγοθήκες, για μαχαιροπήρουνα και ομπρέλες. Προτιμούν βελούδινα και χνουδωτά καλύμματα που διατηρούν το αποτύπωμα κάθε αγγίγματος. Το στυλ Makart -το στυλ του τέλους της Δεύτερης Αυτοκρατορίας- μετατρέπει την κατοικία σ ’ ένα είδος περιβλήματος. Την εννοεί ως θήκη του ανθρώπου, ο οποίος εφαρμόζει μέσα της μαζί με όλα του τα εξαρτήματα, και διαφυλάσσει έτσι το ίχνος του όπως η φύση τη νεκρή πανίδα στο γρανίτη. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε εδώ τις δύο όψεις αυτής της εξέλιξης. Η πραγματική ή συναισθηματική αξία των αντικειμένων που συντηρούνται κατ ’ αυτό τον τρόπο υπογραμμίζεται. Εκείνα κρατιούνται μακριά από το βέβηλο βλέμμα όποιου δεν τα κατέχει και κυρίως εξαλείφεται χαρακτηριστικά το περίγραμμά τους. Δεν είναι διόλου παράξενο ότι η αποτροπή του ελέγχου, που στον ακοινωνικό γίνεται δεύτερη φύση, επανεμφανίζεται στους κατέχοντες αστούς. — Μπορεί να διακρίνει κανείς σ ’ αυτές τις συνήθειες τη διαλεκτική έκφραση ενός κειμένου που δημοσιεύτηκε σε πολλές συνέχειες στο Journal officiel. Ήδη το 1836 ο Μπαλζάκ έγραφε στη Modeste Mignon·. «Φτωχές γυναίκες της Γαλλίας, δοκιμάστε λοιπόν να παραμείνετε άγνωστες, να πλέξετε ένα ελάχιστο ρομάντζο καταμεσής ενός πολιτισμού που σημειώνει στους δημόσιους χώρους τις ώρες αναχώρησης και άφιξης των ναυλωμένων αμαξών, που μετράει τα γράμματα, που τα σφραγίζει διπλά τη συγκεκριμένη στιγμή κατά την οποία ρίχνονται στα κουτιά και την ώρα που διανέμονται, που αριθμεί τα σπίτια,... που σύντομα θα έχει ολόκληρη την επικράτειά του, μέχρι το τελευταίο κομμάτι γης ... καταγραμμένη στα τεράστια φύλλα του Κτηματο
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 57
λογίου»21. Από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης ένα εκτεταμένο δίκτυο ελέγχου είχε αρχίσει να σφίγγει όλο και πιο γερά μέσα στις θηλιές του τη ζωή των αστών. Μια χρήσιμη ένδειξη για την πρόοδο της κανονικοποίησης αποτελεί η αρίθμηση των κατοικιών στη μεγαλούπολη. Η κυβέρνηση του Ναπολέοντα την είχε καταστήσει υποχρεωτική για το Παρίσι το 1805. Στις προλεταριακές συνοικίες αυτό το απλό αστυνομικό μέτρο είχε βέβαια συναντήσει αντιστάσεις· για τη συνοικία των ξυλουργών, το Σαιντ-Αντουάν, λεγόταν ακόμη το 1864 ότι «αν ρωτηθεί ένας κάτοικος αυτού του προαστίου ποια είναι η διεύθυνσή του, θα δώσει πάντα το όνομα που έχει το σπίτι του κι όχι τον ψυχρό, επίσημο αριθμό»22. Μακροπρόθεσμα ωστόσο τέτοιες αντιστάσεις δεν πετύχαιναν τίποτα ενάντια στην προσπάθεια να αντισταθμιστούν με ένα πολυσχιδές πλέγμα καταχωρίσεων τα ίχνη που χάνονταν λόγω της εξαφάνισης των ανθρώπων μέσα στις μάζες των μεγάλων πόλεων. Όπως ένας οποιοσδήποτε εγκληματίας, ο Μπωντλαίρ έβρισκε ότι ζημιώνεται απ’ αυτή την προσπάθεια. Για να ξεφύγει από τους δανειστές του κατέφευγε σε καφενεία ή σε αναγνωστικούς κύκλους. Ενίοτε συνέβαινε να έχει ταυτόχρονα δύο κατοικίες — αλλά τις μέρες που έπρεπε να πληρωθεί το νοίκι συχνά περνούσε τη νύχτά σε μια τρίτη κοντά σε φίλους. Έ τσι περιφερόταν στην πόλη, που ήδη από καιρό είχε πάψει να είναι πατρίδα για τον πλάνητα. Κάθε κρεβάτι οπου ξάπλωνε είχε γίνει γι ’ αυτόν ένα «lit hasardeux»23. Ανάμεσα στο 1842 και το 1848 ο Crepet μετρά δεκατέσσερις παρισινές διευθύνσεις του Μπωντλαίρ.
Τεχνικά μέτρα χρειάστηκε να συνδράμουν τη διοικητική διαδικασία ελέγχου. Στις απαρχές της εξακρίβωσης στοιχείων, που το σημερινό της επίπεδο απορρέει από τη μέθοδο Bertillon, η ταυτότητα προσδιοριζόταν με βάση την υπογραφή. Στην ιστορία αυτής της διαδικασίας η εφεύρεση της φωτογραφίας αποτελεί σταθμό. Η σημασία της για την εγκληματολογία δεν είναι μικρότερη από τη σημασία της τυπογραφίας για τη λογοτεχνία. Η φωτογραφία επιτρέπει για πρώτη φορά να αποτυπωθούν με διάρκεια και σαφήνεια τα ίχνη ενός ανθρώπου. Η αστυνομική ιστορία γεννιέται τη στιγμή που τούτη η κατάκτηση, η πιο αποφασιστική απ’ όλες όσες έγιναν ενάν
58 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τια στο ινκόγκνιτο του ανθρώπου, έχει πλέον εξασφαλιστεί. Έκτο- τε δεν διακρίνεται κανένα τέλος στις προσπάθειες να αιχμαλωτιστεί ο τελευταίος μέσα από τη σύλληψη της ομιλίας και της δράσης του.
Το φημισμένο διήγημα του Πόε «Ο άνθρωπος του πλήθους» είναι κάτι σαν την ακτινογραφία μιας αστυνομικής ιστορίας. Το υλικό της επένδυσης, που αντιπροσωπεύει το έγκλημα, εδώ παραλείπεται. Απομένει μόνο ο σκελετός: ο διώκτης, το πλήθος κι ένας άγνωστος που ρυθμίζει με τέτοιο τρόπο τη διαδρομή του μέσα στο Λονδίνο ώστε να παραμένει πάντα στη μέση του πλήθους. Αυτός ο άγνωστος είναι ο πλάνης. Έτσι τον αντιλήφθηκε και ο Μπωντλαίρ όταν, στο δοκίμιό του για τον Γκυ, ονόμασε τον πλάνητα «l’homme des foules». Όμως η περιγραφή αυτής της μορφής από τον Πόε είναι απαλλαγμένη από την επιείκεια που έδειχνε απέναντι της ο Μπωντλαίρ. Ο πλάνης είναι πριν απ’ όλα για τον Πόε κάποιος που δεν νιώθει καλά μέσα στην ίδια του την κοινωνία. Γ ι ’ αυτό αναζητεί το πλήθος· ο λόγος για τον οποίο κρύβεται μέσα του δεν θα πρέπει να ανα- ζητηθεί πολύ μακριά. Ο Πόε εξαλείφει επίτηδες τη διαφορά ανάμεσα στον ακοινωνικό και τον πλάνητα. Ένας άνθρωπος γίνεται τόσο πιο ύποπτος όσο δυσκολότερο είναι να εντοπιστεί. Εγκαταλείπον- τας την παρατεταμένη καταδίωξη, ο αφηγητής συνοψίζει σιωπηλά τη διάγνωσή του ως εξής: «Αυτός ο γέρος ... είναι ο τύπος και το πνεύμα του μυστηριώδους εγκλήματος. Αρνείται να βρεθεί μόνος. Είναι ο άνθρωπος του πλήθους»24.
Ο συγγραφέας δεν διεκδικεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη μόνο γι ’ αυτό τον άνθρωπο- το προσελκύει τουλάχιστον εξίσου με την περιγραφή του πλήθους. Κι αυτό για λόγους τόσο τεκμηρίωσης όσο και καλλιτεχνίας. Η περιγραφή αυτή ξεχωρίζει κι από τις δύο απόψεις. Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει είναι πόσο συνεπαρμένος παρακολουθεί ο αφηγητής το θέαμα του πλήθους. Αυτό το θέαμα παρακολουθεί επίσης, σ ’ ένα γνωστό διήγημα του Ε. Τ. Α. Χόφμαν, ο εξάδελφος από το γωνιακό του παράθυρο. Όμως πόσο ανελεύθερα γλιστράει πάνω από το πλήθος το βλέμμα εκείνου που βρίσκεται εγκατεστημένος μέσα στο σπίτι του. Και πόσο διαπεραστικό είναι το βλέμμα του ανθρώπου που κοιτάζει μέσα από τα τζάμια του κα
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 59
φενείου. Στη διαφορά των παρατηρητηρίων βρίσκεται η διαφορά μεταξύ Βερολίνου και Λονδίνου. Από τη μια μεριά ο ιδιώτης, που κάθεται στο εξώστεγο σαν σε θεωρείο- όταν θέλει να επισκοπήσει καθαρότερα την αγορά έχει στο χέρι ένα κυάλι θεάτρου. Από την άλλη ο καταναλωτής, που μπαίνει ανώνυμος στο καφενείο και που σύντομα θα το εγκαταλείψει, τραβηγμένος από το μαγνήτη της μάζας η οποία τον βομβαρδίζει ασταμάτητα. Από τη μια μεριά μια πληθώρα μικρών ηθογραφικών σκηνών που όλες μαζί κάνουν ένα λεύκωμα με χρωματιστές βινιέτες- από την άλλη ένα περίγραμμα που θα μπορούσε να εμπνεύσει ένα μεγάλο χαράκτη- ένα αναρίθμητο πλήθος, όπου κανένας δεν είναι εντελώς φανερός και κανένας εντελώς αδιάφανος για τον άλλο. Ο Γερμανός μικροαστός έχει πολύ στενά όρια. Κι ωστόσο ο Χόφμαν ανήκει, κατά την κλίση του, στην οικογένεια του Πόε και του Μπωντλαίρ. Στο βιογραφικό της πρώτης έκδοσης των τελευταίων γραπτών του επισημαίνεται: «Ο Χόφμαν δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα φίλος της ελεύθερης φύσης. Ο άνθρωπος, η επικοινωνία μαζί του, η παρατήρησή του, η απλή θέα των ανθρώπων, τον ενδιέφεραν περισσότερο απ’ όλα. Όταν το καλοκαίρι πήγαινε περίπατο, πράγμα που, εφόσον είχε ωραίο καιρό, συνέβαινε κάθε μέρα κατά το βραδάκι,... δεν υπήρχε οινοπωλείο ή ζαχαροπλαστείο στο οποίο να μην τον έφερνε ο δρόμος, για να δει αν είχε κόσμο και ποιοι ήταν εκεί» . Αργότερα ο Ντίκενς παραπονιόταν διαρκώς, όταν βρισκόταν σε ταξίδι, για τη απουσία θορύβων του δρόμου, που του ήταν απαραίτητοι στη δουλειά του. «Δεν βρίσκω λόγια για να πω πόσο τους χρειάζομαι αυτούς [τους δρόμους]», έγραψε το 1846 από τη Λωζάννη, ενώ δούλευε το Dombey and Son. «Είναι σαν να τροφοδοτούν τον εγκέφαλό μου με κάτι που, όσο είναι απασχολημένος, δεν μπορεί να το στερηθεί. Για μια βδομάδα ή ένα δεκαπενθήμερο μπορώ θαυμάσια να γράφω σ ’ έναν απόμερο τόπο ... και μια μέρα στο Λονδίνο με τονώνει πάλι και με ξαναβάζει εμπρός. Αλλά ο κόπος και ο μόχθος του γραψίματος, τη μια μέρα μετά την άλλη, δίχως αυτό τον μαγικό φανό, είναι απέραντος... Οι φιγούρες μου μοιάζουν έτοιμες να παγώσουν χωρίς πλήθη ολόγυρά τους»26. Ένα από τα πολλά που καταλογίζει ο Μπωντλαίρ στις μισητές Βρυξέλλες τον
60 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
γεμίζει με ιδιαίτερη μνησικακία: «Δεν υπάρχουν προθήκες στα μαγαζιά. Η περιπλάνηση, τόσο προσφιλής στους λαούς που είναι προικισμένοι με φαντασία, είναι αδύνατη στις Βρυξέλλες. Δεν υπάρχει τίποτ? να δει κανείς και οι- δρόμοι είναι αφόρητοι»27. Ο Μπωντλαίρ αγαπούσε τη μοναξιά- αλλά την ήθελε μέσα στο πλήθος. Στην πορεία τηςαφήγησής το υ ο ΐϊό ε αφήνει να πέσει το σκοτάδι. Ξεμένει στην πόλη με το φως του γκαζιού . Η εμφάνιση του δρόμου ως εσωτερικού, στην οποία συνοψίζεται η φαντασμαγορία του πλάνητα, δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί από το φωτισμό με γκάζι. Το πρώτο αεριόφως άναψε στις στοές. Όταν ο Μπωντλαίρ ήταν ακόμη παιδί δοκιμάστηκε η χρήση του κάτω από τον ανοιχτό ουρανό- στήθηκαν τότε φανοστάτες στην πλατεία Vendome. Τπό τον Ναπολέοντα Γ ' τα φανάρια του γκαζιού στο Παρίσι γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν28. Τούτο αύξησε την ασφάλεια μέσα στην πόλη- έκανε το πλήθος στον ανοιχτό δρόμο, ακόμη και τη νύχτα, να εξοικειωθεί με τον εαυτό του- εκτόπισε τον έναστρο ουρανό από την εικόνα της μεγάλης πόλης πιο δραστικά απ’ ό,τι το έκαναν τα ψηλά της κτίρια. «Τραβώ την κουρτίνα μπροστά από τον ήλιο- δεν βλέπω πια άλλο φως από εκείνο του γκαζιού»29*. Το φεγγάρι και τα άστρα δεν είναι πλέον άξια λόγου.
Κατά την ακμή της Δεύτερης Αυτοκρατορίας τα μαγαζιά στους κεντρικούς δρόμους δεν έκλειναν πριν από τις δέκα το βράδυ. Ήταν η μεγάλη εποχή του noctambulisme. «Ο άνθρωπος», έγραφε τότε ο Delvau στο κεφάλαιο των Heuresparisiennes του που είναι αφιερωμένο στη δεύτερη ώρα μετά τα μεσάνυχτα, «μπορεί να αναπαύεται πότε πότε- στάσεις και σταθμοί του επιτρέπονται- δεν έχει ωστόσο το δικαίωμα να κοιμάται»30. Στη λίμνη της Γενεύης ο Ντίκενς αναπολεί με νοσταλγία τη Γένουα, όπου είχε στη διάθεσή του δύο μίλια δρόμου, στο φως του οποίου μπορούσε να τριγυρίζει τη νύχτα. Αργότερα, όταν με την ερήμωση των στοών η flanerie έπαψε να είναι της μόδας, το δε φως του γκαζιού δεν εθεωρείτο πλέον καθώς πρέπει, το τρεμοφέγγισμα των φαναριών έμοιαζε, στα μάτια ενός τελευταίου
* Η ίδια εικόνα στο «Crepuscule du soir»: ο ουρανός κλείνει αργά σαν μια μεγάλη κόχη- βλ. I, σ. 108.
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 61
πλάνητα που περιδιάβαζε θλιμμένος την άδεια στοά Gilbert, να φανερώνει μονάχα το φόβο της φλόγας τους πως δεν θα πληρωθεί πια στο τέλος του μήνα'11. Τότε έγραψε ο Στήβενσον το θρήνο του για την εξαφάνιση των φαναριών του γκαζιού. Τούτος ακολουθεί πρώτα απ’ όλα το ρυθμό με τον οποίο οι φανοκόροι διασχίζουν τους δρόμους ανάβοντας ένα ένα τα φανάρια. Αρχικά ο ρυθμός αυτός ξεχώριζε απέναντι στην ομοιόμορφη πορεία του λυκόφωτος, τώρα όμως η αντίθεση είναι προς το άγριο σοκ με το οποίο ολόκληρες πόλεις βρίσκονται μονομιάς κάτω από τη λάμψη του ηλεκτρικού φωτός. « Έ να τέτοιο φως θα έπρεπε να πέφτει μόνο πάνω σε φόνους και πολιτικά εγκλήματα ή σε διαδρόμους φρενοκομείων — μια φρίκη που εντείνει τη φρίκη»32. Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες ότι το φως του γκαζιού άρχισε μάλλον όψιμα να θεωρείται τόσο ειδυλλιακό όσο το αντιλαμβάνεται .ο Στήβενσον καθώς γράφει τη νεκρολογία του. Και πρώτη απ’ όλες το προαναφερθέν κείμενο του Πόε. Η επίδραση αυτού του φωτός θα ήταν δύσκολο να περιγράφει πιο τρομακτικά: «Οι ακτίνες του αεριόφωτος, αδύναμες πρώτα στη μάχη τους με τη μέρα που πέθαινε, είχαν τώρα πια αποκτήσει υπεροχή κι έριχναν πάνω σε καθετί μια ακανόνιστη και εκτυφλωτική ανταύγεια. Όλα ήταν σκοτεινά κι ωστόσο εκθαμβωτικά — όπως εκείνος ο έβενος με τον οποίο παρομοιάστηκε το ύφος του Τερτυλλιανού»33. «Μέσα στο σπίτι», έγραψε αλλού ο Πόε, «το γκάζι είναι σαφώς ανεπίτρεπτο. Το τρεμά- μενο, σκληρό του φως προσβάλλει το μάτι»34.
Σκοτεινό και νευρικό, όπως το φως μέσα στο οποίο κινείται, εμφανίζεται το ίδιο το λονδρέζικο πλήθος. Τούτο δεν ισχύει μόνο για το συρφετό που μόλις πέσει η νύχτα σέρνεται «έξω από τα λημέρια του»35. Η τάξη των ανώτερων υπαλλήλων περιγράφεται από τον Πόε ως εξής: «Είχαν όλοι ελαφρώς φαλακρά κεφάλια, από τα οποία τα δεξιά αυτιά, συνηθισμένα από καιρό να κουβαλάνε την πένα, είχαν την περίεργη συνήθεια να πετάγονται στητά προς τα έξω. Παρατήρησα ότι πάντα έβγαζαν ή διόρθωναν τα καπέλα τους με τα δυο χέρια και φορούσαν ρολόγια με κοντές χρυσές αλυσίδες σε βαρύ και παλιό σχέδιο»36. Στην αφήγησή του ο Πόε δεν προβαίνει σε άμεση αυτοψία. Οι ομοιομορφίες στις οποίες υποτάσσονται οι μικροαστοί
62 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ζώντας μέσα στο πλήθος υπερτονίζονται- η εμφάνισή τους είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Ακόμη πιο εκπληκτική είναι η περιγραφή του πλήθους ως προς τον τρόπο με τον οποίο κινείται. «Οι περισσότεροι περαστικοί παρουσίαζαν μια ικανοποιημένη, πολυάσχολη συμπεριφορά κι έμοιαζαν να σκέφτονται μονάχα πώς θ ’ ανοίξουν δρόμο μέσα από το πλήθος. Σούφρωναν τα φρύδια και κουνούσαν γρήγορα τα μάτια τους- όταν σπρώχνονταν από τους συνοδοιπόρους τους, δεν φανέρωναν κανένα σύμπτωμα δυσανασχέτησης, αλλά τακτοποιούσαν τα ρούχα τους και συνέχιζαν βιαστικά. 'Αλλοι, που δεν έπαυαν να αποτελούν μια πολυάριθμη κατηγορία, ήταν αεικίνητοι, είχαν ξαναμμένα πρόσωπα και μιλούσαν και χειρονομούσαν προς τον εαυτό τους, λες και ένιωθαν μόνοι, ακριβώς λόγω της πυκνότητας που παρουσίαζε η ομήγυρη. Όταν παρεμποδίζονταν στην πορεία τους, οι άνθρωποι αυτοί έπαυαν ξαφνικά να μουρμουρίζουν, αλλά διπλασία- ζαν τις χειρονομίες τους και περίμεναν, μ ’ ένα αφηρημένο και υπερβολικό χαμόγελο στα χείλη, τη διάβαση των ανθρώπων που τους εμπόδιζαν. Αν κάποιοι τούς σκουντούσαν, υποκλίνονταν αφειδώς μπροστά τους κι έδειχναν να κυριεύονται από μια σύγχυση»37*. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι γίνεται λόγος για μισομεθυσμενα, εξαθλιωμένα άτομα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για «ευπα
* Υπάρχει κάτι παράλληλο με αυτό το παράθεμα στο «Un jour de pluie». To ποίημα, αν και έχει υπογράφει από άλλο χέρι, πρέπει να αποδοθεί στον Μπωντλαίρ (βλ. Charles Baudelaire, Vers retrouves, Ed. Jules Mouquet. Παρίσι, 1929). Η αναλογία του τελευταίου στίχου προς την αναφορά του Πόε στον Τερτυλλιανό είναι ακόμη πιο εκπληκτική δεδομένου ότι το ποίημα γράφηκε το αργότερο το 1843 - σε μία εποχή που ο Μπωντλαίρ δεν γνώριζε τον Πόε.
Chacun, nous coudoyant sur le trottoir glissant,Egoiste et brutal, passe et nous eclabousse,Ou, pour courir plus vite, en s’eloignant nous pousse.Partout fange, deluge, obscurite du ciel:Noir tableau qu’eut revi le noir Ezechiel! (I, σ. 211)
[Στο γλιστερό λιθόστρωτο σκουντώντας ο καθένας,Εγωιστικά και βάναυσα περνά και πιτσιλίζει,
Ή, για να πάει πιο γρήγορα, ξεφεύγοντας μας σπρώχνει.Βούρκος παντού, κατακλυσμός και σκοτεινοί ουρανοί.Εικόνα μαύρη απ’ όνειρο του μαύρου Εζεκιήλ.]
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 63
τρίδες, εμπόρους, δικηγόρους, καταστηματάρχες, χρηματομεσίτες» . Εδώ παίζεται κάτι πολύ διαφορετικό από μια ψυχολογία των τάξεων*.
Υπάρχει μια λιθογραφία του Senefelder που παριστάνει μια χαρ- τοπαικτική λέσχη. Ούτε ένας από τους εικονιζομένους δεν επιδίδεται κατά τον συνήθη τρόπο στο παιχνίδι. Καθένας διακατέχεται από το πάθος του: ο ένας από ξέφρενη χαρά, ο άλλος από δυσπιστία προς το συμπαίκτη του, ένας τρίτος από βαριά απόγνωση, ένας τέταρτος από εριστικότητα· ένας άλλος ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τον κόσμο. Η λιθογραφία αυτή θυμίζει με την υπερβολή της τον Πόε. Ωστόσο το θέμα που καταγγέλλει ο Πόε είναι μεγαλύτερο και σ ’ αυτό αντιστοιχούν τα μέσα του. Η αριστοτεχνική του κίνηση σ’ αυτή την αφήγηση είναι ότι εκφράζει την απελπιστική απομόνωση των ανθρώπων στα ιδιωτικά τους συμφέροντα όχι, όπως ο Senefelder, μέσα από τη διαφορετικότητα της στάσης τους, αλλά μέσα από ασυνάρτητες ομοιομορφίες είτε στο ντύσιμο είτε στη συμπεριφορά τους. Η δουλοπρέπεια με την οποία εκείνοι που δέχονται τις σπρωξιές ζητούν και συγγνώμη δείχνει από πού προέρχονται τα μέσα που επιστρατεύει σ ’ αυτό το σημείο ο Πόε. Προέρχονται από το ρεπερτόριο του παλιάτσου. Και τα χρησιμοποιεί περίπου έτσι όπως θα εμφανιστούν αργότερα στους εκκεντρικούς κλόουν. Σ ’ αυτά που κάνει ο κλόουν είναι προφανής μια σχέση με την οικονομία. Με τις απότομες κινήσεις του μιμείται τόσο τις μηχανές που σπρώχνουν το υλικό όσο και την ευνοϊκή οικονομική συγκυρία που σπρώχνει τα εμπορεύματα. Μια παρόμοια μίμηση της «πυρετώδους ... κίνησης της υλικής παραγωγής», μαζί με τις αντίστοιχες μορφές συναλλαγής, εκτελούν
* Η εικόνα της Αμερικής που είχε μέσα του ο Μαρξ μοιάζει καμωμένη από το ίδιο υλικό μ ’ εκείνο της περιγραφής του Πόε. 0 Μαρξ υπογραμμίζει την «πυρετώδη νεανική κίνηση της υλικής παραγωγής» στις Ηνωμένες Πολιτείες και την καθιστά ευθέως υπόλογη για το ότι δεν υπήρξε «ούτε χρόνος ούτε ευκαιρία» ώστε «να καταρ- γηθεί ο παλαιός πνευματικός κόσμος» (Marx, Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte, ό.π., σ. 30). Η ίδια η φυσιογνωμία των επιχειρηματιών έχει κάτι το δαιμονικό στον Πόε. Ο Μπωντλαίρ περιγράφει πώς, όταν πέφτει το σκοτάδι, «ολέθριοι δαίμονες στον αέρα / ξυπνούν βαριά σαν επιχειρηματίες» (I, σ. 108). Ίσως το σημείο αυτό του «Crepuscule du soir» να είναι εμπνευσμένο «πό το κείμενο του Πόε.
64 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τα μικρά κομμάτια του πλήθους που περιγράφει ο Πόε. Ό,τι κατά- φερε αργότερα με τα συγκρουόμενα αυτοκίνητα και τις ανάλογες διασκεδάσεις του το λούνα παρκ, που κάνει τον ανθρωπάκο κλόουν, προεικονίζεται στην αφήγηση του Πόε. Οι άνθρωποι συμπεριφέρον- ται εδώ σαν να μην μπορούσαν πια να εκφραστούν παρά μόνο με τα ανακλαστικά τους. Όλη αυτή η κίνηση μοιάζει ακόμη λιγότερο ανθρώπινη επειδή στον Πόε γίνεται λόγος μόνο για ανθρώπους. Όταν φρακάρει το πλήθος, δεν είναι επειδή το σταματά η κυκλοφορία των οχημάτων —τούτη δεν αναφέρεται πουθενά—, αλλά επειδή μπλοκά- ρεται από άλλα πλήθη. Μέσα σε μια τέτοιου είδους μάζα η περιπλάνηση δεν μπορούσε να ανθήσει.
Στο Παρίσι του Μπωντλαίρ τα πράγματα δεν είχαν φτάσει ακόμη σ ’ αυτό το σημείο. Υπήρχαν ακόμη πορθμεία που διέσχιζαν το Σηκουάνα εκεί όπου αργότερα θα σηκώνονταν γέφυρες. Μπορούσε ακόμη ένας επιχειρηματίας, τη χρονιά που πέθανε ο Μπωντλαίρ, να σκεφτεί να θέσει σε κυκλοφορία πεντακόσια φορητά καθίσματα προς εξυπηρέτηση των εύπορων κατοίκων. Ήταν ακόμη αγαπητές οι στοές, μέσα στις οποίες ο πλάνης απέφευγε τη θέα των οχημάτων που δεν λογάριαζαν τον πεζό για ανταγωνιστή τους. Υπήρχε ο διαβάτης που σφηνώνεται μέσα στο πλήθος· ακόμη όμως υπήρχε και ο πλάνης που χρειάζεται ελεύθερο χώρο και δεν θέλει να στερηθεί την ιδιωτική του σχόλη. Παραμένει αργόσχολος καθότι άνθρωπος με προσωπικότητα- διαμαρτύρεται έτσι ενάντια στον καταμερισμό εργασίας, που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ειδικούς. Διαμαρτύρεται εξίσου ενάντια στη φιλοπονία τους. Γύρω στα 1840, για ένα διάστημα είχε θεωρηθεί καθώς πρέπει να βγάζει κανείς βόλτα χελώνες στις στοές. Ο πλάνης τις άφηνε πρόθυμα να καθορίζουν το ρυθμό του. Αν είχε γίνει το δικό του, η πρόοδος θα είχε υποχρεωθεί να μάθει αυτό το βήμα. Ωστόσο η τελευταία λέξη δεν ήταν δική του αλλά του Taylor που έκανε σύνθημα το «Κάτω το χασομέρι»39. Ορισμένοι απο- πειράθηκαν εγκαίρως να σχηματίσουν μια εικόνα για όσα έμελλε να ’ ρθούν. Στην ουτοπία του Το Παρίσι δεν υπάρχει, γράφει ο Rattier το 1857: «Από πλάνης που ήταν πάνω στα πεζοδρόμια και μπροστά στις προθήκες, άνθρωπος μηδαμινός, ασήμαντος, αχόρταγος για νού
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 65
μερα τσαρλατάνων και συγκινήσεις της δεκάρας, ξένος προς οτιδήποτε άλλο πέρα από πέτρες, άμαξες και φανάρια του γκαζιού ... έγι- νε γεωργός, αμπελουργός, βιομήχανος του μαλλιού, της ζάχαρης και
$ / 40του σιοηρου» .Στις περιπλανήσεις του ο άνθρωπος του πλήθους καταλήγει κά-
ποια προχωρημένη ώρα σ ’ ένα εμπορικό κέντρο που έχει ακόμη πολύ κόσμο. Εκεί μέσα κινείται όπως ένας ειδήμων. Υπήρχαν άραγε πολυώροφα καταστήματα την εποχή του Πόε;ε Όπως και να ’ χει το πράγμα, ο Πόε αφήνει τον αεικίνητο άνθρωπο να περάσει «μιάμιση ώρα περίπου» σ ’ αυτό το εμπορικό κέντρο. «Πήγαινε από το ένα μαγαζί στο άλλο, χωρίς να ρωτάει για τις τιμές, χωρίς να λέει ούτε λέξη, και κοιτούσε όλα τα αντικείμενα μ ’ ένα κενό και παράφορο βλέμμα»41. Αν η στοά είναι η κλασική μορφή του εσωτερικού, προς το οποίο εξομοιώνεται ο δρόμος για τον πλάνητα, το εμπορικό κέντρο είναι η παρακμασμένη μορφή του. Το εμπορικό κέντρο είναι η τελευταία πιάτσα του πλάνητα. Αν στην αρχή ο δρόμος είχε γίνει γι ’ αυτόν εσωτερικό, τούτο το εσωτερικό γινόταν τώρα δρόμος, και ο πλάνης περιπλανιόταν μέσα στο λαβύρινθο των εμπορευμάτων όπως άλλοτε σ ’ εκείνον της πόλης. Είναι ένα μεγαλειώδες γνώρισμα του αφηγήματος του Πόε ότι εγγράφει στην πρώτη κιόλας περιγραφή του πλάνητα τη φιγούρα του τέλους του.
Ο Jules Laforgue είπε για τον Μπωντλαίρ: «Πρώτος αυτός μίλησε για το Παρίσι ως καθημερινός κατάδικος της πρωτεύουσας»42. Θα μπορούσε να είχε πει ότι μίλησε πρώτος και για το οπιούχο εκείνο που προσφέρει ανακούφιση σ ’ αυτούς τους κατάδικους — και μόνο σ ’ αυτούς. Το πλήθος δεν είναι μόνο το πιο πρόσφατο άσυλο του προγραμμένου· είναι και το πιο πρόσφατο ναρκωτικό του εγκαταλειμμένου. Ο πλάνης είναι έρμαιο του πλήθους. Έτσι μοιράζεται την κατάσταση του εμπορεύματος. Τούτη η ιδιορρυθμία δεν του είναι συνειδητή. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχει λιγότερη επίδραση πάνω του. Τον διαπερνά βυθίζοντάς τον στην ευδαιμονία, σαν ένα ναρκωτικό που μπορεί να τον αποζημιώσει για πολλές ταπεινώσεις. Η μέθη στην οποία παραδίδεται ο περιπλανώμενος είναι εκείνη του εμπορεύματος γύρω από το οποίο μαίνεται το ρεύμα των πελατών.
66 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Εάν υπήρχε αυτή η ψυχή του εμπορεύματος, για την οποία μιλά πού και πού αστειεύομενος ο Μαρξ4'1, θα ήταν η πιο ευαίσθητη απ όσες απαντούν στο βασίλειο των ψυχών. Διότι θα ήταν υποχρεωμένη να βλέπει στον καθένα τον αγοραστή, στα χέρια και στο σπίτι του οποίου θα ήθελε να φωλιάσει. Η εναίσθηση1 είναι όμως η φύση της μέθης στην οποία παραδίδεται ο πλάνης μέσα στο πλήθος. «Ο ποιητής απολαμβάνει αυτό το ασύγκριτο προνόμιο να μπορει να είναι κατά βούληση είτε ο εαυτός του είτε κάποιος άλλος. Σαν εκείνες τις περιπλανώμενες ψυχές που αναζητούν ένα σώμα, εισχωρεί, όταν το θέλει, στο πρόσωπο οποιουδήποτε άλλου. Γ ι ’ αυτόν μόνο όλα είναι ελεύθερα- και αν ορισμένες θέσεις φαίνονται κλειστές απέναντι του, είναι επειδή θεωρεί πως δεν αξίζει τον κόπο να τις επισκεφθεί» . Εδώ μιλάει το ίδιο το εμπόρευμα- τα τελευταία λόγια δίνουν μάλιστα μια αρκετά σαφή ιδέα των όσων ψιθυρίζει στο φουκαρά που περνάει μπροστά από μια προθήκη με πράγματα όμορφα και ακριβά. Εκείνα δεν θέλουν να ξέρουν τίποτα γι ’ αυτόν- δεν τον συναισθάνονται. Στις φράσεις του σημαντικού κομματιού που έχει τον τίτλο «Les foules». μιλά με διαφορετικά λόγια το ίδιο το φετίχ, μαζί με το οποίο το ευαίσθητο ταλέντο του Μπωντλαίρ πάλλει τόσο σφοδρά ωστε να γίνεται φανερό ότι η εναίσθηση του ανόργανου αποτελεσε μια απο τις πηγές της έμπνευσής του*.
* Στα .τεκμήρια υπέρ αυτής της θέσης που συγκεντρωθήκαν στο πρώτο μέρος, έρχεται να προστεθεί με ιδιαίτερη βαρύτητα το δεύτερο απο τα ποιήματα του κυ- κλου «Spleen». Δύσκολο να βρεθεί ποιητής πριν από τον Μπωντλαίρ που να έχει γράψει στίχο ανάλογο προς τον «Je suis un vieux boudoir plein de roses fanees» [Είμαι παληό ένα μπουντουάρ με μαραμένα ρόδα] (I, σ. 86 [Α. Μπαρας, ΝΕ, σ. 105]). Τ ο ποίημα βασίζεται πέρα για πέρα στην εναίσθηση μιας υλης νεκρής με τη διπλή έννοια. Είναι η ανόργανη ύλη και είναι ακόμη εκείνη που έχει αποκοπει απο τη διαδικασία της κυκλοφορίας.
Desormais tu n’es plus, 6 matiere vivante!Qu’un granit entoure d’une vague epouvante,Assoupi dans le fond d’un Sahara brumeux;Un vieux sphinx ignpre du monde insoucieux,Oublie sur la carte, et dont l’humeur farouche Ne chante qu’aux rayons du soleil qui se couche. (I, 86)
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 67
Ο Μπωντλαίρ ήταν ένας γνώστης των ναρκωτικών ουσιών. Μάλλον όμως του διέφυγε μία από τις κοινωνικά σπουδαιότερες επιδράσεις τους. Πρόκειται για τη χάρη που εκδηλώνουν οι τοξικομανείς υπό την επήρεια των ναρκωτικών. Την ίδια επίδραση δέχεται από τη μεριά του το εμπόρευμα από το πλήθος που το περιτριγυρίζει και το μεθά. Η συγκέντρωση των πελατών, η οποία ουσιαστικά συγκροτεί την αγορά που κάνει το εμπόρευμα, αυξάνει τη χάρη του τελευταίου για τον μέσο αγοραστή. 'Οταν ο Μπωντλαίρ μιλά για μια «θρησκευτική μέθη των μεγάλων πόλεων»45, το μη κατονομαζόμενο υποκείμενό της είναι κατά πάσα πιθανότητα το εμπόρευμα. Και η «αγία εκπόρνευση της ψυχής», σε σύγκριση με την οποία «αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν αγάπη είναι πολύ μικρό, πολύ περιορισμένο και πολύ αδύνατο»46, μπορεί πράγματι, εφόσον η αντιπαράθεση με την αγάπη διατηρεί το νόημά της, να μην είναι τίποτε άλλο από την εκπόρνευση της ψυχής του εμπορεύματος. «(Cette sainte prostitution de l’Sme qui se donne tout entiere, poesie et charite, a l’impre- vu qui se montre, a l’inconnu qui passe»47, λέει ο Μπωντλαίρ. Αβτήν ακριβώς την poesie και αυτήν ακριβώς τη charite διεκδικούν για τον εαυτό τους οι πόρνες. Είχαν δοκιμάσει τα μυστικά της ανοιχτής αγοράς* ως προς αυτό το εμπόρευμα δεν είχε κανένα προβάδισμα απέναντι τους. Στην αγορά βασίζονταν μερικά από τα θέλγητρά τους που μετατράπηκαν σε ισάριθμα μέσα ισχύος. Ως τέτοια τα καταχωρίζει ο Μπωντλαίρ στο «Crepuscule du soir»:
A travers les lueurs que tourmente le ventLa Prostitution s’allume dans les rues;
[ 'ίλη για μίνα ζωντανή δεν είσαι μα είσαι μόνο γρανίτης απ’ αόριστο κυκλοφερμένος τρόμο αποθεμένος σε Σαχάρα ομίχλες τυλιγμένη!Αρχαία Σφίγγα απ’ τον πολύ τον κόσμο αγνοημένη σε χάρτες άγραφτη που πάει τραγούδια να τονίσει στον ήλιο τον εσπερινό που χάνεται στη δύση!
(Α. Μπάρας, ΝΕ, σ. 105)]Η εικόνα της σφίγγας, με την οποία κλείνει το ποίημα, έχει την κατηφή ομορφιά των αζήτητων που συναντά κανείς ακόμη στις στοές.
68 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Comme une fourmiliere elle ouvre ses issues;Partout elle se fraye un occulte chemin,Ainsi que l’ennemi qui tente un coup de main;Elle remue au sein de la cite de fangeComme un ver qui derobe a l’Homme ce qu’il mange.48
[Ανάμεσα από τα φώτα που βασανίζει ο άνεμος,ανάβει η Πορνεία μέσα στους δρόμους-σαν ένας μυρμηγκιώνας ανοίγει τις εξόδους της-παντού ανοίγει έναν απόκρυφο δρόμο,σαν τον εχθρό που επιτίθεται μυστικά-σαλεύει στην καρδιά της πόλης του βούρκουσαν ένα σκουλήκι που κλέβει από τον Άνθρωπο την τροφή του.]
Μόνον η μάζα των κατοίκων επιτρέπει στην πορνεία αυτή τη δια- σπορά σε εκτεταμένα τμήματα της πόλης. Και μόνο η μάζα δίνει στο σεξουαλικό αντικείμενο τη δυνατότητα να μεθά με τους χίλιους ερεθισμούς που το ίδιο συνάμα προκαλεί.
Το θέαμα που προσέφερε το κοινό των δρόμων μιας μεγαλούπολης δεν επιδρούσε σε όλους μεθυστικά. Πολύ πριν γράψει ο Μπωντλαίρ το πεζό ποίημα «Les foules», ο Φ ρήντρ ίΥ Έννκελςείνε επιχειρήσει να περιγράψει την κίνηση των λονδρέζικων δρόμων. «Μια πόλη όπως το Λονδίνο, όπου μπορεί κανείς να περπατάει ώρες ολόκληρες χωρίς να φτάνει ούτε καν στην αρχή του τέλους, χωρίς να συναντάει το παραμικρό σημάδι που θα του επέτρεπε να υποθέσει ότι πλησιάζει στην ύπαιθρο, είναι πράγματι κάτι το ιδιαίτερο. Αυτή η κολοσσιαία συγκέντρωση, αυτή η συσσώρευση τρεισήμισι εκατομμυρίων ανθρώπων σε ένα σημείο, εκατονταπλασίασε τη δύναμη των τρεισήμισι εκατομμυρίων ... Όμως τις θυσίες που ... κόστισε αυτό τις ανακαλύπτει κανείς αργότερα. Αφού τριγυρίσει λίγες μέρες στα λιθόστρωτα των κεντρικών οδών ... τότε μόνο αντιλαμβάνεται ότι αυτοί οι Λονδρέζοι χρειάστηκε να θυσιάσουν το καλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής τους για να φέρουν εις πέρας όλα τα θαύματα του πολιτισμού από τα οποία βρίθει η πόλη τους, ότι εκατοντά
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 69
δες δυνάμεις που φώλιαζαν μέσα τους έμειναν αδρανείς και καταπνί- γηκαν ... Ήδη η οχλαγωγία των δρόμων έχει κάτι το αποκρουστικό, κάτι που εναντίον του εξεγείρεται η ανθρώπινη φύση. Τούτες οι ε- κατοντάδες χιλιάδες από κάθε κοινωνική τάΕη και σειρά που διαγ- κωνίζονται για να προσπεράσουν ο ένας τον άλλο, δεν είναι άραγε όλοι τους άνθρωποι με τις ίδιες ιδιότητες και ικανότητες και με την ίδια έγνοια να βρουν την ευτυχία;... Κι όμως προσπερνούν ορμητικά ο ένας τον άλλο, σαν να μην είχαν τίποτε κοινό, καμιά απολύτως σχέση μεταξύ τους, κι όμως η μόνη συμφωνία μεταϋύ τους είναι η σιωπηρή εκείνη, ότι καθένας μένει στην πλευρά του πεζοδρομίου που έχει στα δεξιά του, έτσι ώστε τα δύο διασταυρούμενα ρεύματα του συνωστισμού να μην ανακόπτουν το ένα το άλλο- κι όμως δεν περνάει από τό νου κανενός-να αφιερώσει στον άλλον έστω και μια ματιά. Η βάναυση αδιαφορία, η απαθής απομόνωση κάθε ατόμου μέσα στα ιδιωτικά του συμφέροντα προβάλλει τόσο πιο αποκρουστική και προσβλητική όσο περισσότερα είναι τούτα τα άτομα που συνωστίζονται στον μικρό χώρο»49.
Αυτή την «απαθή απομόνωση κάθε ατόμου μέσα στα ιδιωτικά του συμφέροντα» ο πλάνης φαινομενικά μόνο τη διασπά, γεμίζοντας τον κενό χώρο που δημιούργησε μέσα του η δική του απομόνωση με τις πλασματικές εκείνες που δανείζεται από ξένους. Δίπλα στην ξεκάθαρη περιγραφή του Ένγκελς, τα ακόλουθα λόγια του Μπωντλαίρ ηχούν σκοτεινά: « Η ευχαρίστηση που νιώθει κανείς μέσα στο πλήθος είναι μιο^χυστηριώδηΓ έκφραση της απόλαυσην που απορρέει από τον πολλαπλ&^ασμό των αριθμών»50· όμως η φράση αποσαφηνίζεται αν σκεφτεί κανείς ότι λέγεται όχι τόσο από τη σκοπιά του ανθρώπου όσο από εκείνη του εμπορεύματος. Στο βαθμό που ο άνθρωπος, ως εργατική δύναμη, είναι εμπόρευμα, δεν έχει βέβαια την ανάγκη να βάλει επί τούτου τον εαυτό του στη θέση του εμπορεύματος. Όσο περισσότερο συνειδητοποιεί αυτή τη συνθήκη ύπαρξής του ως κάτι που του επιβάλλεται από την οργάνωση της παραγωγής —όσο περισσότερο προλεταριοποιείται— τόσο περισσότερο τον διαπερνά η ψυχρή ανάσα της εμπορευματικής οικονομίας και τόσο λιγό- τερο είναι σε θέση να εναισθανθεί το εμπόρευμα. Όμως τα πράγ
70 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ματα δεν είχαν φτάσει σ ’ αυτό το σημείο για την τάξη των μικροαστών στην οποία ανήκε ο Μπωντλαίρ. Ως προς την κλίμακα για την οποία γίνεται λόγος εδώ, εκείνη βρισκόταν μόλις στην αρχή της καθόδου. Αναπόφευκτα μια μέρα πολλά μέλη της θα αναγκάζονταν να ανακαλύψουν την εμπορευματική φύση της εργατικής δύναμής τους. Όμως αυτή η μέρα δεν είχε έρθει ακόμη. Ώς τότε, θα ’ λεγε κα
νείς, μπορούσαν απλώς να σκοτώνουν την ώρα τους. Επειδή ακριβώς το μερίδιό τους μπορούσε να είναι στην καλύτερη περίπτωση η απόλαυση και ποτέ η εξουσία, η προθεσμία που τους είχε δοθεί από την ιστορία γινόταν ένα παιχνίδι για να περνάει η ώρα. Όποιος θέλει να περάσει την ώρα του, αναζητεί την απόλαυση. Ήταν πάντως αυτονόητο ότι ταπεριθώρια των απολαύσεων στένευαν τόσο περισσότερο όσο ί*ί τάξη των μικροαστών ζητούσε να επιδοθεί σ ’ αυτές μέσα σε τούτη την κοινωνία. Λιγότερο στενά εμφανίζονταν στο μέτρο που της ήταν δυνατό να απολαύσει την ίδια την κοινωνία. Αν ήθελε να αναπτύξει αυτή τη μορφή απόλαυσης στο επίπεδο της δεξιοτεχνίας, δεν μπορούσε να περιφρονήσει την εναίσθηση του εμπορεύματος. Έπρεπε να γευτεί αυτή την εναίσθηση με όλη την ηδονή και την αγωνία που απέρρεαν από το προαίσθημα του ιδιαίτερου πεπρωμένου της ως τάξης. Έπρεπε τέλος να την προικίσει με μια ευαισθησία που να αντιλαμβάνεται το Θέλγητρο ακόμη και σε πράγματα που βρίσκονται χτυπημένα και σαπίζουν. Ο -Μπωντλαίρ, που στο ποίημά του για μια εταίρα αποκαλεί την «καρδιά της χτυπημένη σαν ροδάκινο» και «ώριμη, σαν το κορμί της, για έρωτα σοφό», διέθετε μια τέτοια ευαισθησία. Χάρη σ’ αυτήν απολάμβανε τούτη την κοινωνία σαν κάποιος που την έχει ήδη κατά το ήμισυ αποχωριστεί.
Με τη στάση του ανθρώπου που δοκιμάζει μια απόλαυση, άφηνε το θέαμα του πλήθους να επιδρά επάνω του. Όμως εκείνο που τον γοήτευε βαθύτατα σ ’ αυτό το θέαμα ήταν ότι, μέσα στη μέθη στην οποία τον βύθιζε, η τρομερή κοινωνική πραγματικότητα δεν εξαφανιζόταν. Παρέμενε στη συνείδησή του, με την έννοια βέβαια υπό την οποία οι μεθυσμένοι έχουν «ακόμη» συνείδηση πραγματικών καταστάσεων. Γ ι ’ αυτό και η μεγαλούπολη στον Μπωντλαίρ σχεδόν ποτέ δεν εκφράζεται μέσα από την άμεση παρουσίαση των κατοίκων
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 71
της. Ο σκληρός και απερίφραστος τρόπος με τον οποίο ένας Σέλλεϋ συνελαβε το Λονδίνο στην εικόνα των κατοίκων του δεν μπορούσε να ωφελήσει το Παρίσι του Μπωντλαίρ.
Hell is a city much like London,A populous and a smoky city;There are all sorts of people undone,And there is little or no fun done;Small justice shown, and still less pity.51
[Η Κόλαση είναι μια πόλη σαν το Λονδίνο,Μια πόλη γεμάτη κόσμο και καπνό'Κάθε λογης ανθρώπους τους ξεκάνει,Και για καμιά σχεδόν διασκέδαση δεν κάνει-Είναι η δικαιοσύνη της μικρή και το έλεος ακόμη πιο λειψό.]
Για τον πλάνητα ένα πέπλο σκεπάζει τούτη την εικόνα. Αυτό το πέπλο είναι η μάζα, που κυματίζει «μέσα στις ελικοειδείς πτυχές των παλιών πρωτευουσών»52, κάνοντας τη φρίκη να τον μαγεύει53. Μόνον όταν σχίζεται αυτό το πέπλο και προσφέρει στο βλέμμα του πλάνητα «μια πολυσύχναστη πλατεία» που «η εξέγερση την έκανε ερημιά»54, βλέπει κι αυτός απροσποίητη τη μεγάλη πόλη.
Εάν χρειαζόταν μια απόδειξη για τη βία με την οποία η εμπειρία του πλήθους συντάραξε τον Μπωντλαίρ, θα ήταν το γεγονός ότι, ανέλαβε στο πεδίο αυτής της εμπειρίας να συναγωνιστεί με τον Ουγκό. Ό τι εκεί μάλλον παρά οπουδήποτε αλλού βρισκόταν η δύναμη του Ουγκό ήταν προφανές για τον Μπωντλαίρ. Στον Ουγκό εκθειάζει «un caractere poetique ..., interrogatif»55 και του αναγνωρίζει ότι όχι μόνον αποδίδει καθαρά και ξάστερα αυτό που είναι καθαρό, αλλά εκφράζει με την απαραίτητη σκοτεινότητα εκείνο που μόνο σκοτεινά και συγκεχυμένα φανερώθηκε. Από τα τρία ποιήματα των Tableaux parisiens που είναι αφιερωμένα στον Ουγκό, ένα αρχίζει με μια επίκληση της κοσμοβριθούς πολιτείας — «πολυάνθρωπη πόλη, πόλη γεμάτη όνειρα»56—, ένα άλλο παρακολουθεί, μέσα από το πλήθος, γριές
72 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
γυναίκες στο «πολυάνθρωπο τοπίο»57 της πόλης*. Το πλήθος είναι ένα νέο θέμα στη λυρική ποίηση. Ακόμη και για τον νεωτεριστή Σαιντ-Μπεβ έλεγαν εγκωμιαστικά, σαν να επρόκειτο για κάτι που ταιριάζει και ενδείκνυται σ’ έναν ποιητή, ότι το πλήθος του ήταν «αφόρητο»58. Ο Ουγκό άνοιξε αυτό το θέμα για λογαριασμό της ποίησης κατά τη διάρκεια της εξορίας του στην Υερσέη. Στους μοναχικούς περιπάτους του στην ακρογιαλιά το άφησε και μορφοποιή- θηκε στο νου του χάρη σε μια από τις πελώριες αντιθέσεις που ήταν απαραίτητες στην έμπνευσή του. Με τον Ουγκό το πλήθος εισέρχεται στην ποίηση ως αντικείμενο στοχαστικής ενατένισης. Ο ταραγμένος ωκεανός είναι το πρότυπό του και ο στοχαστής που εξετάζει αυτό το αιώνιο θέαμα είναι ο αληθινός ανιχνευτής του πλήθους, μέσα στο οποίο χάνεται όπως στο βουητό της θάλασσας. «Καθώς κοιτάζει από την κορυφή της μοναχικής ξέρας προς τις μεγάλες χώρες με το μοναδικό πεπρωμένο, ο εξόριστος ρίχνει το βλέμμα του στο παρελθόν των λαών ... Μεταφέρεται, μαζί με τη μοίρα, μέσα στην καρδιά των γεγονότων που ζωντανεύουν γι ’ αυτόν και συγχωνεύονται με τη ζωή των φυσικών δυνάμεων, της θάλασσας, των βράχων που γίνονται σκόνη, των μετατοπιζόμενων νεφών και όλων των άλλων εξαίσιων θεαμάτων που εμπεριέχει μια μοναχική και γαλήνια ζωή ενωμένη με τη φύση»59. «L’ocean meme s’est ennuye de lui», είπε o Μπωντλαίρ για τον Ουγκό, αγγίζοντας με τη φωτεινή δέσμη της ειρωνείας του τον καθηλωμένο πάνω στους βράχους στοχαστή. Ο Μπωντλαίρ δεν ήταν επιρρεπής 'στο θέαμα της φύσης. Η εμπειρία του από το πλήθος έφερε τα ίχνη «του πονοκέφαλου και των χίλιων χτυπημάτων» που υφίσταται ο διαβάτης μέσα στο συρφετό της πόλης και που κρατούν τόσο μάλλον άγρυπνη τη συνείδηση του εγώ. (Στην ουσία αυτήν ακριβώς τη συνείδηση του εγώ δανείζει εκείνος στο περιπλανώμενο εμπόρευμα.) Για τον Μπωντλαίρ το πλήθος δεν στάθηκε ποτέ ένα ερέθισμα ώστε η σκέψη να εκσφενδονίσει τονημα
* Το τρίτο ποίημα από τον κύκλο «Les petites vieilles» υπογραμμίζει τον ανταγωνισμό με τις κατά λέξη αναφορές του στο τρίτο ποίημα από τη σειρά «Fantomes» του Ουγκό. Υπάρχει λοιπόν μία αντιστοιχία ανάμεσα σε ένα από τα πιο ολοκληρωμένα ποιήματα του Μπωντλαίρ και σε ένα από τα πιο αδύνατα που έγραψε ο Ουγκό.
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 73
της στάθμης της στα έγκατα του κόσμου. Ο Ουγκό απεναντίας γρά- 9iroTrnteTpr5i5n3eurs sont des multitudes»60 και δίνει έτσι στους λογισμούς του ένα αχανές πεδίο. Το φυσικό-υπερφυσικό που συντάραξε τον Ουγκό υπό τη μορφή του πλήθους εκδηλώνεται εξίσου καλά στο δάσος όσο και στο βασίλειο των ζώων ή στον παφλασμό των κυμάτων σε καθένα απ ’ αυτά τα πεδία μπορεί να αστράψει κάποιες στιγμές η φυσιογνωμία μιας μεγάλης πόλης. Το ποίημα «La pente de la reverie» δίνει μια μεγαλειώδη ιδέα του συμφυρμού που επικρατεί μέσα στην πληθώρα των έμβιων όντων.
La nuit avec la foule, en ce reve hideux,Venait, s’epaississant ensemble toutes deux,Et, dans ees regions que nul regard ne sonde,Plus l’homme etait nombreux, plus l’ombre etait profonde.61
[Σ ’ ένα όνειρο αποτρόπαιο η νύχτα με το πλήθος Ερχόντουσαν πυκνώνοντας μαζί,Και στις περιοχές ετούτες που το βλέμμα δεν μετρά
Όσο πλήθαιναν οι ανθρώποι τόσο βάθαινε η σκιά.]
Και
Foule sans nom! chaos! des voix, des yeux, des pas.Ceux qu’on n’a jamais vus, ceux qu’on ne connait pas.Tous les vivants! — cites bourdonnant aux oreilles Plus qu’un bois d’Amerique ou des ruches d’abeilles.62
[Πλήθος δίχως όνομα! χάος! από φωνές, μάτια και βήματα. Αυτά που ποτέ δεν κοιτάξαμε, αυτά που κανένας δεν ξέρει.
Όλοι οι ζωντανοί! — πολιτείες που βουίζουν στ’ αυτιά Πιό πολύ κι από ένα δάσος της Αμερικής ή από των μελισσών
την κυψέλη.]
Με το πλήθος η φύση ασκεί το στοιχειώδες δικαίωμά της πάνω στην πόλη. Όμως δεν είναι μόνον η φύση που μεριμνά έτσι για τα δικαιώματά της. Τπάρχει ένα εκπληκτικό χωρίο στους Αθλίους, ό
74 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
που η ζωή του δάσους εμφανίζεται ως αρχέτυπο της μαζικής ύπαρξης. « Όσα είχαν συμβεί σ’ εκείνο το δρόμο δεν θα είχαν προκαλέσει έκπληξη σ ’ ένα δάσος· τα πρέμνα, οι λόχμες, τα ρείκια και τα σφιχταγκαλιασμένα κλαδιά, τα ψηλά αγριόχορτα κάνουν μια σκοτεινή ζωή· η άγρια μυρμηγκιά διαβλέπει εκεί τις αιφνίδιες εμφανίσεις του αοράτου· ό,τι είναι κάτω από τον άνθρωπο διακρίνει μέσα από την καταχνιά ό,τι είναι πέρα απ’ αυτόν». Σε τούτη την περιγραφή κρύβεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της εμπειρίας του πλήθους στον Ουγκό. Μέσα στο πλήθος, αυτό που βρίσκεται κάτω από τον άνθρωπο έρχεται σε επαφή μ ’ εκείνο που κυριαρχεί από πάνω του. Τούτος ο συμφυρμός εμπερικλείει όλους τους άλλους. Το πλήθος εμφανίζεται στον Ουγκό ως ένα ερμαφρόδιτο πλάσμα, το οποίο ξεγεννούν άμορφες, υπεράνθρωπες δυνάμεις γι ’ αυτούς που βρίσκονται κάτω από τον άνθρωπο. Η οραματική χροιά που ενυπάρχει στην αντίληψη του Ουγκό για το πλήθος αποδίδει ορθότερα το κοινωνικό είναι απ’ ό,τι η «ρεαλιστική» μεταχείριση που ο ίδιος του επιφυλάσσει στην πολιτική. Διότι το πλήθος είναι στην πραγματικότητα μια λόξα της φύσης, αν αυτή η έκφραση μπορεί να μεταφερθεί στις κοινωνικές συνθήκες. Ένας δρόμος, μια πυρκαγιά, ένα τροχαίο ατύχημα συγκεντρώνουν ανθρώπους που ως τέτοιοι είναι ελεύθεροι από ταξικούς καθορισμούς. Παρουσιάζονται ως συγκεκριμένες συναθροίσεις, όμως από κοινωνική άποψη παραμένουν αφηρημένοι, απομονωμένοι δηλαδή μέσα στα ιδιωτικά τους συμφέροντα. Το μοντέλο τους είναι οι πελάτες οι οποίοι —καθένας με το ιδιωτικό του συμφέρον—συναθροίζονται στην αγορά γύρω από «την κοινή υπόθεση». Οι συναθροίσεις αυτές συχνά έχουν στατιστική και μόνον υπόσταση. Μέσα τους μένει συγκαλυμμένο αυτό που τις κάνει αληθινά τερατώδεις: δηλαδή η συγκέντρωση ιδιωτών ως τέτοιων χάρη στη σύμπτωση των ιδιωτικών τους συμφερόντων. Όταν όμως αυτές οι συναθροίσεις χτυπούν στο μάτι -κάτι για το οποίο φροντίζουν τα ολοκληρωτικά κράτη, κάνοντας τη συγκέντρωση των πελατών τους μόνιμη και υποχρεωτική σε όλα τους τα σχέδια—, τότε εκδηλώνεται ξεκάθαρα ο ερμαφρόδιτος χαρακτήρας τους. Και τούτο προπάντων για τους ίδιους τους ε- μπλεκομένους, οι οποίοι εκλογικεύουν το τυχαίο της οικονομίας της
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 75
αγοράς, που κατ ’ αυτό τον τρόπο τους ενώνει, ως «μοίρα» όπου «η φυλή» ξαναβρίσκει τον εαυτό της. Αφήνουν έτσι ελεύθερο το πεδίο στο ένστικτο της αγέλης και την ανακλαστική συμπεριφορά. Οι λαοί που βρίσκονται στο προσκήνιο της Δυτικής Ευρώπης γνωρίζονται με το υπερφυσικό το οποίο ο Ουγκό αντιμετώπισε στο πλήθος. Ε κείνος βέβαια δεν μπόρεσε να διαγνώσει το ιστορικό προάγγελμα αυτής της δύναμης. Ωστόσο η τελευταία αποτυπώθηκε στο έργο του σαν μια αλλόκοτη παραμόρφωση: με τη μορφή πνευματιστικών πρωτοκόλλων.
Η επαφή του ποιητή με τον κόσμο των πνευμάτων, η οποία ως γνωστόν επηρέασε βαθιά τόσο την ύπαρξή του όσο και την παραγωγή του στη Υερσέη, ήταν προπάντων, όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό, μια επαφή με τις μάζες, που του έλειπε κατ ’ ανάγκην στην εξορία. Διότι το πλήθος είναι ο τρόπος ύπαρξης του κόσμου των πνευμάτων. Έτσι ο Ουγκό είδε πρωτίστως τον εαυτό του ως ένα εκλεκτό πνεύμα σε μια μεγάλη συγκέντρωση τέτοιων πνευμάτων που ήταν οι πρόγονοί του. Το έργο William Shakespeare διατρέχει μέσα από μεγάλες ραψωδίες αυτή τη σειρά των πνευματικών ταγών που αρχίζει με τον Μωυσή και τελειώνει με τον Ουγκό. Δεν πρόκειται ωστόσο παρά για μια μικρή ομάδα μέσα στο μέγα πλήθος των εκλιπόντων. To ad plures ire των Ρωμαίων δεν ήταν κενός λόγος για τη χθόνια ιδιοφυία του Ουγκό. — Τα πνεύματα των νεκρών ήρθαν αργά, ως αγγελιοφόροι της νύχτας, στην τελευταία συνεδρία. Τα σχεδιάσματα της Τερσέης διαφύλαξαν τα μηνύματά τους: «Κάθε μεγάλο πνεύμα πραγματοποιεί δύο έργα στη ζωή του: ένα ως ζωντανός κι ένα ως φάντασμα ... Ενώ ο ζωντανός ετοιμάζει αυτό το πρώτο έργο, το στοχαστικό φάντασμα, τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της γενικής σιωπής, ξυπνάει μέσα του. Ω, τι τρόμος! λέει το ανθρώπινο πλάσμα, τι, δεν τελειώσαμε; Όχι, απαντά το φάντασμα, σήκω όρθιος, δυνατός άνεμος φυσά, τα σκυλιά και οι αλεπούδες γρυλίζουν, το έρεβος καλύπτει τα πάντα, η φύση αναρριγεί και τρέμει κάτω από το μαστίγιο του Θεού-... το φάσμα του συγγραφέα βλέπει τις ιδέες- φαντάσματα· οι λέξεις ταράζονται, οι φράσεις αναρριγούν σ’ όλα τους τα μέλη ... το τζάμι θαμπώνει, η λάμπα φοβάται... Φυλάξου, ω
76 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ζωντανέ, ω άνθρωπε του ενός αιώνα, ω προγραμμένε μιας γήινης ιδέας, ω βάρος αναγκαίο, διότι τούτο εδώ είναι τρέλα, τούτο εδώ είναι τάφος, τούτο εδώ είναι το άπειρο, τούτο εδώ είναι έξω απ’ τον άνθρωπο, τούτο εδώ είναι μια ιδέα-φάντασμα»63. Το κοσμικό ρίγος μπροστά στην εμπειρία του αοράτου, που συγκρατεί ο Ουγκό σ ’ αυτό το απόσπασμα, δεν έχει καμιά ομοιότητα με τον γυμνό τρόμο που καταλάμβανε τον Μπωντλαίρ την ώρα της μελαγχολίας. Εξάλλου ο Μπωντλαίρ ελάχιστα κατανοούσε το .εγχείρημα του Ουγκό. «Θεωρία του αληθινού πολιτισμού. Αυτός δεν βρίσκεται», έλεγε,«... στα κινούμενα τραπέζια των πνευματιστών». Όμως ο Ουγκό δεν νοιαζόταν γιοί τον πολιτισμό. Ένιωθε αληθινά οικεία στον κόσμο των πνευμάτων. Εκείνος αποτελούσε, θα ’λεγε κανείς, το κοσμικό συμπλήρωμα ενός νοικοκυριού, που δεν ήταν κι αυτό απαλλαγμένο από τη φρίκη. Η οικειότητά του με τις οπτασίες τούς αφαιρεί πολύ από το φόβο που εμπνέουν. Καθώς δεν είναι ούτε αυτή ελεύθερη από κάποιο μόχθο, προδίδει το τετριμμένο που κρύβεται μέσα τους. Τα φαντάσματα της νύχτας βρίσκουν το αντίστοιχό τους σε κενές αφαιρέσεις, σε περισσότέρο ή λιγότερο επιτήδειες προσωποποιήσεις, όπως αυτές που εμφανίζονταν εν αφθονία στα μνημεία της εποχής. Στα σχεδιάσματα της Τερσέης, «Το Δράμα», «Ο Λυρισμός», «Η Ποίηση», «Η Σκέψη» και άλλα παρόμοια έχουν το περιθώριο να α- κουστούν αβίαστα δίπλα στις φωνές του χάους.
Για τον Ουγκό —κι αυτό μπορεί να φέρνει το αίνιγμα κοντύτερα στη λύση του—ο απέραντος εσμός του κόσμου των πνευμάτων συνι- στά πρώτα απ’ όλα ένα κοινό. Το παράξενο δεν είναι τόσο ότι το έργο του υιοθέτησε μοτίβα της πνευματιστικής συνεδρίας όσο ότι ο ποιητής συνήθιζε να το παρουσιάζει ενώπιον της. Οι επευφημίες, στις οποίες το υπερπέραν δεν στάθηκε φειδωλό απέναντι του, του έδωσαν στην εξορία μια πρόγευση της απεριόριστης εκείνης επιδοκιμασίας που έμελλε να βρει γερνώντας στην πατρίδα του. Όταν στα εβδομηκοστά του γενέθλια ο λαός της πρωτεύουσας έσπευσε προς το σπίτι του στη λεωφόρο d’Eylau, η εικόνα του μεγάλου κύματος που ξεσπάει πάνω στα βράχια, αλλά και το μήνυμα του κόσμου των πνευμάτων, είχαν αποπληρωθεί.
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 77
Το ανεξιχνίαστο σκοτάδι της μαζικής ύπαρξης υπήρξε εντέλει και η πηγή των επαναστατικών στοχασμών του Βικτόρ Ουγκό. Στο «Les chatiments» η μέρα της λύτρωσης αποδίδεται ως
Le jour ou nos pillards, ou nos tyrans sans nombre Comprendront que quelqu’un remue au fond de l’ombre.64
[Η μέρα όπου οι άρπαγες, οι τόσοι τύραννοί μας Θα νιώσουν κάποιον να κουνάει βαθιά μες στο σκοτάδι.]
Η παράσταση της καταπιεσμένης μάζας που φέρει τη σφραγίδα του πλήθους μπορούσε άραγε να συναρτηθεί με μια αξιόπιστη επαναστατική κρίση; Ή μήπως ήταν μια σαφής εκδήλωση των περιορισμών της τελευταίας, απ’ όπου κι αν προέρχονταν; Στη συζήτηση της Βουλής στις 25 Νοεμβρίου του 1848 ο Ουγκό είχε καταγγείλει τη βάρβαρη καταστολή της εξέγερσης του Ιουνίου από τον Cavaig- nac. Αλλά στις 20 Ιουνίου, στη συζήτηση για τα ateliers nationaux, είχε δηλώσει: «Η μοναρχία είχε τους εισοδηματίες αργόσχολους, η Δημοκρατία έχει τους χασομέρηδές της»*. Η αντανάκλαση υπό την έννοια της επιφανειακής άποψης της ημέρας καθώς και των πιο μωρόπιστων πεποιθήσεων για το μέλλον συνυπάρχει στον Ουγκό με τη βαθιά προαίσθηση της ζωής που διαμορφώνεται στην αγκαλιά της
* Ο Pelin, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της κατώτερης boheme, έγραψε στο φύλλο του Les boulets rouges. Feuitie du club pacifique des droits de 1 homme τα εξης σε σχέση μ ’ αυτή την αγόρευση του Ουγκό: «Ο πολίτης Ουγκο εκανε την παρθενικη του εμφάνιση στην Εθνοσυνέλευση. Αποδείχθηκε αυτό που είχαμε προβλεψει: φρα- σεοκόπος και θεατρίνος, ρήτορας των ηχηρών και κούφιων λέξεων επιμενοντας στην ύπουλη και συκοφαντική κατεύθυνση της τελευταίας του αγγελίας, μίλησε για τους ακαμάτηδες, την αθλιότητα, τους άεργους, τους lazzaroni, τους πραιτωριανους της επανάστασης, τους condottieri — με δυο λόγια, έκανε καταχρηση της μεταφορας για να καταλήξει σε μια επίθεση κατά των ateliers nationaux» (anon., Faits divers, στο Les boulets rouges. Feuille du club pacifique des droits de Vhomme [Redacteur: Le C"1 Pelin], Ιο έτος, αρ. 1,22-25 Ιουνίου 1848, σ. 1). -Σ το έργο του Histoireparlemen- taire de la Seconde Republique o Eugene Spuller γράφει: «Ο Βικτόρ Ουγκο εξελεγη με τις ψήφους της Αντίδρασης». «Ψήφισε πάντοτε μαζί με τη Δεξιά, έκτος απο δυο ή τρεις περιπτώσεις όπου η πολιτική δεν μετρούσε» (Eugene Spuller, Histoire parlementaire dela Seconde Rdpubhque suivi d’une petite histoire du Second Empire. Παρίσι, 1891, σ. I l l και σ. 266).
78 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
φύσης και του λαού. Ο Ουγκό δεν κατόρθωσε να μεσολαβήσει μεταξύ των δύο διαστάσεων το ότι δεν αισθάνθηκε την ανάγκη για κάτι τέτοιο ήταν η προϋπόθεση των τεράστιων αξιώσεων, του τεράστιου εύρους, μάλλον δε και της τεράστιας επίδρασης που είχε το συνολικό του έργο στους συγχρόνους του. Στο κεφάλαιο των Αθλίων που φέρει τον τίτλο «L’argot» οι δύο αντιφατικές πλευρές της φύσης του αντιπαρατίθενται με εντυπωσιακή τραχύτητα. Μετά από μερικές τολμηρές ματιές στο γλωσσικό εργαστήρι του ταπεινού λαού, ο ποιητής καταλήγει: «Από το 1789 ολόκληρος ο λαός φουντώνει μέσα στο μετουσιωμένο άτομο- δεν υπάρχει φτωχός που, με βάση τα δι- καιώματά του να μη διαθέτει και μια αίγλη- κι εκείνος που ψοφάει από την πείνα νιώθει μέσα του την εντιμότητα της Γαλλίας- η αξιοπρέπεια του πολίτη είναι μια εσωτερική αρματωσιά- όποιος είναι ελεύθερος είναι ακέραιος- όποιος ψηφίζει κυβερνά»65. Ο Βικτόρ Ουγκό έβλεπε τα πράγματα όπως του παρουσιάζονταν μέσα από τις εμπειρίες της πιο επιτυχημένης λογοτεχνικής, αλλά και μιας λαμπρής πολιτικής, σταδιοδρομίας της εποχής του. Υπήρξε ο πρώτος μεγάλος συγγραφέας που έδωσε συλλογικούς τίτλους στα έργα του -Ο ι άθλιοι, Οι εργάτες της θάλασσας. Το πλήθος ήταν γι ’ αυτόν, σχεδόν όπως κατά την αρ/αία έννοια, το πλήθος των πελατών—οι μάζες των αναγνωστών και των ψηφοφόρων του. Με μια λέξη, ο Ουγκό δεν ήταν πλάνης.
Γ ια το πλήθος που συνόδευε και συνοδευόταν από τον Ουγκό δεν υπήρχε κανένας Μπωντλαίρ. Γ ια κείνον όαως το πλήθος οπωσδήποτε υπήρ/ε. Η^έα τοϊΓτονωθόΰσε^ίαθημεριν^να βυθόμετρά το βάθος της αποτυγίας του. Κι ανάμεσα στους λόγους για τους'ο1 ποιους αναζητούσε αυτή τη θέα, ετούτος δεν ήταν οπωσδήποτε ο έσχατο.ς. Τις εκρήξεις απελπισμένης αλαζονείας που έμοιαζε να τον μαστίζουν τις έτρεφε με τη φήμη του Βικτόρ Ουγκό. Ακόμη πιο έντονα τον κέντριζε μάλλον το πολιτικό πιστεύω του τελευταίου. Ήταν το πιστεύω του citoyen. Αυτόν οι μάζες της μεγάλης πόλης δεν μπορούσαν να τον παραπλανήσουν. Αναγνώριζε μέσα τους το πλήθος του λαού. Ήθελε να είναι σαρξ εκ της σαρκός του. Λαϊκότητα, πρόοδος και δημοκρατία ήταν το λάβαρο που κράδαινε πάνω από τα
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Ο ΠΛΑΝΗΣ 79
κεφάλια τους. Τούτο το λάβαρο μεταρσίωνε τη μαζική ύπαρξη. Σκίαζε ένα κατώφλι, το οποίο χωρίζει το άτομα από το πλήθος. Αυτό το κατώφλι φύλαγε ο Μπωντλαίρ®*, πράγμα που τον διέκρινε από τον Βικτόρ Ουγκό. Του έμοιαζε ωστόσο από την άποψη ότι ούτε αυτός διέβλεψε την κοινωνική επίφαση που κατακαθίζει μέσα στο πλήθος. Γ ι ’ αυτό και αντιπαρέθεσε στο τελευταίο ένα πρότυπο τόσο άκριτο όσο και η αντίληψη που είχε για κείνο ο Ουγκό. Το πρότυπο αυτό ήταν ο ήρωας. Τη στιγμή που ο Ουγκό δόξαζε τις μάζες ως πρωταγωνιστή ενός μοντέρνου έπους, ο Μπωντλαίρ αναζητούσε ένα καταφύγιο γι.« τον ήρωα μέσα στις μάζες της μεγαλούποληςΓΏς πολίτης ο Ουγκό βάζει τον εαυτό του μέσα στη πλήθη^ ως ηρωας ο Μπ<υντλαίρ ξενωρίζει απ’ αυτό.
Nils Ole Lund, Κλασικισμός, 1984.
I l l
Η νεωτερικότητα
Ο Μπωντλαίρ διαμόρφωσε την εικόνα του για τον καλλιτέχνη σύμφωνα με μια εικόνα του ήρωα. Και οι δυο υποστηρίζουν εξαρχής ο ένας τον άλλον. «Η θέληση», λέγεται στο Salon de 1845, «πρέπει να είναι μια ιδιότητα πολύ εκλεκτή και πάντα γόνιμη για να είναι σε θέση να δώσει μια σφραγίδα, ένα ύφος ενίοτε βίαιο σε έργα άξια, αλλά δεύτερης σειράς ... Ο θεατής απολαμβάνει την προσπάθεια και το μάτι πίνει τον ιδρώτα»1. Στα Conseils aux jeunes litterateurs του επόμενου χρόνου υπάρχει η ωραία εκείνη διατύπωση, όπου η «contemplation opiniatre de l’oeuvre de demain» εμφανίζεται ως εγγύηση της έμπνευσης. Ο Μπωντλαίρ γνωρίζει την «indolence naturelle des inspires»3- το μέγεθος της δουλειάς «χάρη στην οποία ένα ονειροπόλημα γίνεται αντικείμενο τέχνης»4 είναι, όπως λέει, κάτι που ουδέποτε κατάλαβε ένας Musset. Ο ίδιος αντίθετα παρουσιάζεται από την πρώτη στιγμή μ ’ έναν δικό του κώδικα, δικούς του κανόνες και ταμπού μπροστά στο κοινό. Ο Barres ισχυρίζεται ότι «η παραμικρή λέξη σ ’ αυτόν προδίδει την προσπάθεια χάρη στην οποία έφτασε τόσο ψηλά»5. «Μέχρι και στη νευρασθένειά του», γράφει ο Gourmont, «ο Μπωντλαίρ διατηρεί κάτι το υγιές»6. Ευτυχέστερη είναι η διατύπωση του συμβολιστή Gustave Kahn, κατά την οποία «η λογοτεχνική δημιουργία» στον Μπωντλαίρ έμοιαζε με «φυσική προσπάθεια»7. Η απόδειξη γι ’ αυτό βρίσκεται στο έργο του — σε μια μεταφορά που αξίζει να εξεταστεί προσεκτικότερα.
82 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Πρόκειται για τη μεταφορά του ξιφομάχου. Στον Μπωντλαίρ άρεσε να παρουσιάζει μέσα από αυτήν τα χαρακτηριστικά της πολεμικής δραστηριότητας ως καλλιτεχνικά. Όταν περιγράφει τον Constantin Guys, στον οποίο είχε αδυναμία, τον αναζητεί την ώρα που οι άλλοι κοιμούνται: «Τούτος εδώ είναι σκυμμένος πάνω στο τραπέζι του, ρίχνοντας πάνω σ ’ ένα φύλλο χαρτί το ίδιο βλέμμα που μόλις πριν είχε προσηλωμένο στα πράγματα, ξιφομαχώντας με το μολύβι, την πένα, το πινέλο του, κάνοντας το νερό να αναπηδά από το ποτήρι στο ταβάνι, σφουγγίζοντας την πένα πάνω στο πουκάμισό του, βιαστικός, βίαιος κι ενεργητικός, σαν να φοβόταν μήπως του ξεφύγουν οι εικόνες, εριστικός, παρ ’ ό,τι μόνος, και σαν να πάλευε με τον εαυτό του»8. Στήνοντας μια τέτοια «φανταστική ξιφομαχία» ο Μπωντλαίρ αυτοπροσωπογραφήθηκε στην πρώτη στροφή του «Soleil», κι αυτό είναι μάλλον το μοναδικό σημείο στα Άνθη του χιχχού που τον δείχνει την ώρα της ποιητικής εργασίας. Η μονομαχία, στην οποία εμπλέκεται κάθε καλλιτέχνης και όπου «κραυγάζει έντρομος πριν νικηθεί»9, έχει συλληφθεί στο πλαίσιο ενός ειδυλλίου- οι βιαιότητές της υποχωρούν στο φόντο, αφήνοντας να αναγνωριστείη χάρη της-
Le long du vieux faubourg, ou pendent aux masures Les persiennes, abri des secretes luxures,Quand le soleil cruel frappe a traits redoubles Sur la ville et les champs, sur les toits et les bles,Je vais m’exercer seul a ma fantasque escrime,Flairant dans tous les coins les hassards de la rime,Trebuchant sur les mots comme sur les paves,Heurtant parfois des vers depuis longtemps reves.
[Μες στο παλιό προάστιο, εκεί όπου στα χαμόσπιτα Κρέμονται οι περσίδες, σαν καταφύγιο για λαγνείες μυστικές, Την ώρα που ήλιος σκληρός χτυπάει με ακατάπαυστη ένταση Την πόλη και τους αγρούς, τις σκεπές και τα σπαρτά,Πηγαίνω μόνος ν.’ ασκηθώ στη φανταστική ξιφομαχία μου, Ανιχνεύοντας σε κάθε γωνιά τους κινδύνους της ρίμας,
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 83
Σκοντάφτοντας πάνω στις λέξεις όπως στις πέτρες του λιθόστρωτου,
Πέφτοντας, κάποτε πάνω σε στίχους που από καιρό ονειρεύτηκα.]
Μία από τις προθέσεις του Μπωντλαίρ στο Spleen de Paris—τα. πεζά ποιήματά του — ήταν να δικαιώσει και σε πεζή μορφή αυτές τις προσωδιακές εμπειρίες. Η αφιέρωση της συλλογής στον αρχισυντάκτη της Presse Arsene Houssaye εκφράζει, πέρα από τούτη την πρόθεση, ό,τι βρισκόταν στη βάση εκείνων των εμπειριών. «Ποιος από μας δεν ονειρεύτηκε, στις φιλόδοξες μέρες του, το θαύμα μια πρόζας ποιητικής, μουσικής δίχως ρυθμό και δίχως ρίμα, αρκετά εύκαμπτης και αρκετά απότομης ώστε να προσαρμόζεται στους λυρικούς παλμούς της ψυχής, στους κυματισμούς της ονειροπόλησης, στα σκιρτήματα της συνείδησης; Αυτό το βασανιστικό ιδεώδες γεννιέται κυρίως μέσα από τη ζωή στις τεράστιες πόλεις, μέσα από τη διασταύρωση των αναρίθμητων σχέσεών τους» .
Αν θελήσει κανείς να φανταστεί αυτό το ρυθμό και να παρακολουθήσει αυτό τον τρόπο δουλειάς, θα ανακαλύψει ότι ο πλάνης του Μπωντλαίρ δεν είναι μια αυτοπροσωπογραφία του ποιητή, όπως θα μπορούσε να είχε υποθέσει. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του πραγματικού Μπωντλαίρ —εκείνου δηλαδή που είναι αφοσιωμένος στο έργο του—δεν έχει εισχωρήσει σ ’ αυτό το πορτραίτο. Πρόκειται για την αφηρημάδα. - Με τον πλάνητα η απόλαυση της θέασης γιορτάζει το θρίαμβό της. Μπορεί να συγκεντρωθεί στην παρακολούθηση — έτσι προκύπτει ο ερασιτέχνης ντετέκτιβ· μπορεί να απο- τελματωθεί στον άνθρωπο που χαζεύει — τότε ο flaneur γίνεται ένας badaud*. Οι διαφωτιστικές παραστάσεις της μεγαλούπολης δεν προ
* «Ας μη συγχέουμε πάντως τον flaneur με τον badaud’ υπάρχει μια λεπτή διαφορά, την οποία θα αντιληφθούν οι μυημένοι. Ο απλός flaneur διατηρεί συνεχώς και πλήρως την ατομικότητά του. Απεναντίας εκείνη του badaud εξαφανίζεται, απορρο- φώμενη από τον εξωτερικό κόσμο που τον αποσπά από τον εαυτό του, που τον εντυπωσιάζει, εξωθώντας τον στη μέθη και την έκσταση. Τπό την επήρεια του θεάματος, ο badaud γίνεται ένα απρόσωπο ον δεν είναι πια άνθρωπος· είναι κοινό, είναι πλήθος» (Victor Fournel, Ce qu ’on voit dans les rues de Paris. Παρίσι, 1858, σ. 263).
84 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
έρχονται ούτε από τον έναν ούτε από τον άλλον. Προέρχονται από εκείνους που διέσχισαν την πόλη οιονεί απόντες, χαμένοι στις σκέψεις ή τις έγνοιες τους. Σ ’ αυτούς αρμόζει η εικόνα της fantasque escrime' ο Μπωντλαίρ τη διέκρινε στη στάση τους, που διαφέρει εντελώς από εκείνη του παρατηρητή. Στο βιβλίο του για τον Ντίκενς ο Chesterton συνέλαβε αριστοτεχνικά τον άνθρωπο που, χαμένος στις σκέψεις του, πλανιέται στη μεγαλούπολη. Οι διαρκείς περιπλανήσεις του Καρόλου Ντίκενς είχαν αρχίσει στα παιδικά του χρόνια. « Όποτε σταματούσε τις χαμαλοδουλειές του, δεν είχε άλλη διέξοδο από το σεργιάνι, και σεργιάνιζε το μισό Λονδίνο. Ήταν ένα παιδί που ονειροπολούσε, αναλογιζόμενο πάνω απ’ όλα τις θλιβερές προσωπικές προοπτικές του. Περπατούσε στο σκοτάδι κάτω από τα φανάρια του Χόλμπορν και σήκωνε το σταυρό στο Τσάρινγκ Κρος». «Δεν επεδίδετο στην "παρατήρηση” , αυτή την τόσο σχολαστική συνήθεια- δεν κοιτούσε το Τσάρινγκ Κρος για να καλυτερέψει το νου του ούτε μετρούσε τους φανοστάτες του Χόλμπορν για να εξασκηθεί στην αριθμητική ... Ο Ντίκενς δεν αποτύπωσε στο νου του αυτά τα μέρη- αποτύπωσε σ’ αυτά τα μέρη το νου του»12.
Τα τελευταία χρόνια ο Μπωντλαίρ δεν μπορούσε να διασχίζει συχνά ως περιπατητής τους δρόμους του Παρισιού. Οι δανειστές του τον κυνηγούσαν, η αρρώστια έκανε την εμφάνισή της και σ ’ όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν οι προστριβές με την ερωμένη του. Στα τεχνάσματα της προσωδίας ο στιχουργός Μπωντλαίρ αναπλάθει τα χτυπήματα που του έδιναν οι έγνοιες του και τις χίλιες εμπνεύσεις με τις οποίες τα απέκρουε. Για να αναγνωρίσει κανείς πίσω από την εικόνα της μάχης τη δουλειά που αφιέρωνε στα ποιήματά του ο Μπωντλαίρ, πρέπει να μάθει να τα εννοεί ως μια αδιάκοπη ακολουθία μικροσκοπικών αυτοσχεδιασμών*. Οι παραλλαγές των ποιημάτων του μαρτυρούν πόσο αφοσιωμένος ήταν στη δουλειά του και πόσο πολύ τον απασχολούσε και η πιο μικρή απ’ αυτές. Τούτες οι εξορμήσεις, κατά τις οποίες έπεφτε πάνω στα προβληματικά παιδιά της ποίησής του στις γωνιές του Παρισιού, δεν ήταν πάντοτε εκούσιες. Στα πρώτα χρόνια της ζωής του ως λογοτέχνη, όταν κατοικούσε στο ξενοδοχείο Pimodan, οι φίλοι του μπορούσαν να θαυμάσουν
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 85
τη λεπτότητα με την οποία είχε εξορίσει όλα τα ίχνη της δουλειάς —με πρώτο το γραφείο— από το δωμάτιό του*. Εκείνο τον καιρό είχε βγει, με τη συμβολική έννοια, να κατακτήσει τους δρόμους. Αργότερα, όταν εγκατέλειπε ένα ένα τα κομμάτια της αστικής ζωής του, εκείνοι του προσφέρονταν όλο και περισσότερο σαν καταφύγιο. Ωστόσο μια επίγνωση της σαθρότητας αυτής της ύπαρξης ενυπήρχε από την αρχή στην περιπλάνηση. Η τελευταία κάνει την ανάγκη φιλοτιμία και δείχνει έτσι τη δομή που χαρακτηρίζει από κάθε άποψη την αντίληψη του Μπωντλαίρ για τον ήρωα.
Η ανάγκη που εδώ μεταμφιέζεται δεν είναι μόνον υλική· αφορά και την ποιητική παραγωγή. Τα στερεότυπα στις εμπειρίες του Μπωντλαίρ, η έλλειψη διαμεσολάβησης μεταξύ των ιδεών του, η παγωμένη ανησυχία στα χαρακτηριστικά του, υποδεικνύουν ότι δεν διέθετε τα αποθέματα που παρέχει στους ανθρώπους η μεγάλη γνώση και η' ολόπλευρη ιστορική εποπτεία. «Ο Μπωντλαίρ είχε ένα ελάττωμα, μεγάλο για συγγραφέα, το οποίο ο ίδιος δεν υποψιαζόταν: ήταν αμαθής. Ό,τι ήξερε το ήξερε καλά, ήξερε όμως πολύ λίγα. Η ιστορία, η φυσιολογία, η αρχαιολογία, η φιλοσοφία ήταν πέρα από τον έλεγχό του- ... ο εξωτερικός κόσμος ελάχιστα τον ενδιέφερε- τον έβλεπε ίσως, αλλά οπωσδήποτε δεν τον μελετούσε»13. Ενδείκνυται βέβαια και είναι οπωσδήποτε δικαιολογημένο, μπροστά σε τέτοιες ή άλλες παρόμοιες κριτικές14, να επισημαίνει κανείς την αναγκαία και ωφέλιμη απομόνωση εκείνου που εργάζεται, τη χροιά της αποστροφής που είναι απαραίτητη σε κάθε παραγωγή· όμως το πράγμα έχει μιαν άλλη όψη. Ευνοεί την έγερση υπερβολικών απαιτήσεων απέναν
* Ο Prarond, νεανικός φίλος του Μπωντλαίρ, γράφει ενθυμούμενος την περίοδο γύρω στο 1845: «Δεν πολυχρησιμοποιούσαμε τραπέζια για να δουλεύουμε, να σκεφτόμαστε ή να γράφουμε ... Προσωπικά», συνεχίζει ύστερα από μία αναφορά στον Μπωντλαίρ, «τον έβλεπα μάλλον να πιάνει τους στίχους στον αέρα, διασχίζοντας τους δρόμους· δεν τον έβλεπα καθισμένο μπροστά σ’ ένα φύλλο χαρτί» (παρ. στο Alphonse Seche, La vie des «Fleurs du main. Αμιένη, 1928, σ. 84). Παρόμοια είναι η αναφορά του Banville: « ' Ετσι, στο Hotel Pimodan όπου έμενε, όταν πήγα για πρώτη φορά, δεν υπήρχαν λεξικά ούτε γραφείο ούτε τραπέζι με τα σύνεργα της γραφής· οπως άλλωστε ούτε μπουφές και τραπεζαρία ούτε κάτι που να θυμίζει τη διαρρύθμιση και τη διακόσμηση των αστικών διαμερισμάτων» (Theodore de Banville, Mes souvenirs. Παρίσι, 1882, σ. 81-82).
86 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τι στον παραγωγό στο όνομα της αρχής της «δημιουργικότητας». Τούτο είναι τόσο πιο επικίνδυνο όσο, κολακεύοντας την αυταρέσκεια του παραγωγού, διαφυλάσσει αποτελεσματικά τα συμφέροντα μιας εχθρικής προς αυτόν κοινωνικής οργάνωσης. Ο τρόπος ζωής των μποέμ συνέβαλε στη διάδοση μιας δεισιδαιμονίας σχετικά με τη δημιουργικότητα, την οποία ο Μαρξ αντιμετωπίζει με μια διαπίστωση κατάλληλη τόσο για την πνευματική όσο και για τη χειρωνακτική εργασία. Όσον αφορά την πρώτη πρόταση του Προγράμματος της Γκόττχ, «Η εργασία είναι η πηγή κάθε πλούτου και κάθε πολιτισμού», παρατηρεί κριτικά: «Οι αστοί έχουν κάθε λόγο να αποδίδουν στην εργασία υπερφυσική δημιουργική δύναμη· διότι, επειδή ακριβώς η εργασία εξαρτάται από τη φύση, έπεται ότι ο άνθρωπος που δεν έχει καμιά άλλη ιδιοκτησία εκτός από την εργατική του δύναμη πρέπει σε κάθε κοινωνική και πολιτισμική συνθήκη να είναι δούλος των άλλων ανθρώπων που έχουν επιβάλει τους εαυτούς τους ως ιδιοκτήτες των αντικειμενικών όρων της εργασίας»15. Ο Μπωντλαίρ διέθετε ελάχιστα απ ’ όσα ανήκουν στους αντικειμενικούς όρους της πνευματικής εργασίας: στη διάρκεια της ζωής του, που υπήρξε εξίσου ασταθής μέσα και έξω από το Παρίσι, δεν υπήρξε τίποτε, από τη βιβλιοθήκη ώς την κατοικία, από το οποίο να μη χρειάστηκε να παραιτηθεί. Στις 26 Δεκεμβρίου του 1853 γράφει στη μητέρα του: «Εξάλλου έχω συνηθίσει τόσο τις σωματικές ταλαιπωρίες, ξέρω τόσο καλά να βολεύω δύο πουκάμισα κάτω από σχισμένα παντελόνια και σακάκια που τα διαπερνά ο άνεμος· ξέρω να βάζω πάτους από άχυρο ή ακόμη κι από χαρτί σε τρύπια παπούτσια με τέτοια επιδε- ξιότητα ώστε σχεδόν δεν νιώθω παρά μόνο τους ψυχικούς πόνους. — Ωστόσο πρέπει να ομολογήσω ότι έχω φτάσει στο σημείο να μην τολμώ πια να κάνω απότομες κινήσεις ούτε να περπατώ πολύ από φόβο μήπως σχίσω ακόμη περισσότερο τα ρούχα μου»16. Τέτοιου είδους εμπειρίες ήταν οι λιγότερο αμφίσημες απ’ όλες όσες μεταρσίωσε ο Μπωντλαίρ στην εικόνα του ήρωα.
Εκείνη περίπου την εποχή ο απόκληρος εμφανίζεται και σε μια άλλη θέση υπό την εικόνα του ήρωα- μάλιστα δε με ειρωνικό τρόπο. Πρόκειται για ένα κείμενο του Μαρξ, ο οποίος μιλώντας για τις ι
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 87
δέες του Ναπολέοντα Α' λέει: «Το αποκορύφωμα των "idees napole- oniennes” ... είναι η ανωτερότητα του στρατού. Ο στρατός ήταν το point d’honneur των κληρούχων αγροτών, αυτοί οι ίδιοι μεταμορφωμένοι σε ήρωες». Τώρα όμως, υπό τον Ναπολέοντα Γ ' , ο στρατός «δεν είναι πια ο ανθός της αγροτικής νεολαίας, είναι το βαλτο- λούλουδο του αγροτικού λούμπεν προλεταριάτου. Αποτελείται κατά μεγάλο μέρος από remplagants ..., όπως και ο ίδιος ο δεύτερος Βο- ναπάρτης δεν είναι παρά ένας remplagant, το υποκατάστατο του Ναπολέοντα»17. Το βλέμμα που, αφήνοντας αυτή τη Θέα, στρέφεται πίσω στην εικόνα του ξιφομάχου ποιητή, τη βρίσκει για μια στιγμή επισκιασμένη από εκείνη του λαφυραγωγού, αυτού του άλλου «ξιφομάχου» μισθοφόρου που περιφέρεται στη χώρα*. Πάνω απ’ όλα όμως δύο φημισμένοι στίχοι του Μπωντλαίρ, με τη διακριτική τους συγκοπή, αντηχούν καθαρότερα πάνω από το κοινωνικό κενό για το οποίο μιλάει ο Μαρξ. Με αυτούς κλείνει η δεύτερη στροφή του τρίτου ποιήματος των «Petites vieilles». Ο Προυστ τους συνοδεύει με τα εξής λόγια: «II semble impossible d’aller au-dela»18.
Ah! que j’en ai suivi, de ces petites vieilles!Une, entre autres, a l’heure ou le soleil tombant Ensanglante le ciel de blessures vermeilles,Pensive, s’asseyait a l’ecart sur un banc,
* Πβ. «Pour toi, vieux maraudeur, / L’amour n’a plus de gout, non plus que la dispute» [Για σένα, γερο-λεηλάτη, / Ο έρωτας δεν έχει γεύση πια, μήτε η διαμάχη] (1,89 [«Le gofit du Neant»] - Ένα από τα λίγα απωθητικά φαινόμενα της εκτεταμένης και ως επί το πλείστον άχρωμης φιλολογίας για τον Μπωντλαίρ είναι το βιβλίο κάποιου Peter Klassen. Χαρακτηριστικό αυτού του βιβλίου, που είναι γραμμένο με τη διαστρεβλωτική ορολογία του κύκλου του Γκεόργκε και παρουσιάζει τον Μπωντλαίρ τρόπον τινά υπό το ατσάλινο κράνοςβ, είναι ότι θέτει στο κέντρο της ζωής του την παπική Παλινόρθωση, τη στιγμή δηλαδή «όπου στο πνεύμα της επα- νεγκαθιδρυμένης ελέω Θεού βασιλείας τα Άγια των Αγίων, πλαισιωμένα από απα- στράπτοντα όπλα, διέσχιζαν τους δρόμους του Παρισιού. Μπορεί να ήταν ένα βίωμα καθοριστικό, καθότι ουσιώδες, για την όλη ύπαρξή του» (Peter Klassen, Baudelaire. Welt und Gegenwelt. Βαϊμάρη, 1931, σ. 9). Ο Μπωντλαίρ ήταν τότε έξι ετών.
88 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Pour entendre un de ces concerts, riches de cuivre,Dont les soldats parfois inondent nos jardins,Et qui, dans ces soirs d’or ou Ton se sent revivre,•Versent quelque herofsme au cceur des citadins.19
[Α! πόσες ακολούθησα από τούτες τις γριές! μια απ’ όλες, που σαν μακριά ο ήλιος εσβηνόταν γεμίζοντας τον ουρανό κοκκινωπές πληγές σ ’ ένα παγκάκι, σκεφτική, παράμερα καθόταν,
ακούγοντας μια μπάντα στρατιωτών με μουσικές, όλο πνευστά, που πλημμυρούν τους κήπους μας κι αν τύχει, κείνες που, ξανανιώνοντας, λέμε χρυσές βραδιές, αδειάζουν κάποιο ηρωισμό στων πολιτών τα στήθη.]
Αποτελούμενες από γιους χρεοκοπημένων χωρικών, οι φανφάρες που παίζουν τις μελωδίες τους για τον φτωχό πληθυσμό της πόλης αποδίδουν εκείνο τον ηρωισμό που κρύβει δειλά το ξέφτισμά του στη λέξη quelque, και που χάρη σ’ αυτήν ακριβώς τη χειρονομία είναι αυθεντικός και ο μόνος που γεννά ακόμη ετούτη η κοινωνία. Στα στήθη των ηρώων της δεν κατοικεί κανένα συναίσθημα το οποίο δεν θα είχε θέση και σ’ εκείνα του κοσμάκη που μαζεύεται γύρω από μια στρατιωτική μπάντα.
Οι «κήποι μας», όπως αναφέρονται στο ποίημα, είναι εκείνοι που ανοίγουν για τον άνθρωπο της πόλης, του οποίου η λαχτάρα μάταια περιτριγυρίζει τα μεγάλα κλειστά πάρκα. Το κοινό που βρίσκεται σ’ οωτούς δεν είναι εκείνο ακριβώς που περιδινίζεται γύρω από τον πλάνητα. « Σ ’ όποιο κόμμα κι αν ανήκει κανείς», έγραφε ο Μπωντλαίρ το 1851, «είναι αδύνατο να μην τον αγγίξει το θέαμα αυτού του φιλάσθενου κόσμου, που αναπνέει τη σκόνη των εργοστασίων, καταπίνει μπαμπάκι, διαποτίζεται από μόλυβδο, υδράργυρο και όλα τα δηλητήρια που είναι αναγκαία για τη δημιουργία αριστουργημάτων ...· αυτού του βαρυστέναχτου και μαραμένου πληθυσμού στον οποίο η γη οφείλει τα θαύματά της, ο οποίος νιώθει ένα αίμα άλικο και ορμητικό να κυλάει στις φλέβες του και ρίχνει ένα μακρόσυρτο βλέμμα γεμάτο θλίψη στον ήλιο και τη σκιά των μεγά
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 89
λων πάρκων»20. Ο πληθυσμός αυτός είναι το φόντο μέσα από το οποίο ξεχωρίζει το περίγραμμα του ήρωα. Παρουσιάζεται έτσι μια εικόνα που ο Μπωντλαίρ τιτλοφόρησε με τον δικό του τρόπο. Έ βαλε από κάτω τη λέξη la modernite.
Ο ήρωας είναι το αληθινό υποκείμενο της modernity. Αυτό σημαίνει πως για να ζήσει κανείς στη νεωτερικότητα απαιτείται μια ηρωική διάθεση. Την ίδια γνώμη είχε και ο Μπαλζάκ. Χάρη σ’ αυτήν ο Μπαλζάκ και ο Μπωντλαίρ αντιπαρατίθενται στο ρομαντισμό. Μεταρσιώνουν τα πάθη και την αποφασιστικότητα, ενώ ο ρομαντισμός την παραίτηση και την εγκατάλειψη. Όμως η νέα θεώρηση είναι ασύγκριτα πολυπλοκότερη, ασύγκριτα πλουσιότερη σε επιφυλάξεις στην περίπτωση του λυρικού ποιητή απ’ ό,τι σ ’ εκείνη του μυθιστοριογράφου. Δύο σχήματα λόγου δείχνουν πώς. Και τα δύο συστήνουν στον αναγνώστη τον ήρωα υπό τη νεωτερική μορφή του. Στον Μπαλζάκ ο μονομάχος γίνεται commis voyageur. Ο μεγάλος εμπορικός αντιπρόσωπος Γκωντισάρ ετοιμάζεται να αλωνίσει την Τουραίν. Ο Μπαλζάκ διηγείται τις προετοιμασίες του και διακόπτει για να αναφωνήσει: «Τ ι αθλητής, τ ι στίβος, τ ι όπλα: αυτός, ο κόσμος και η γλώσσα του!»21. Αντίθετα ο Μπωντλαίρ αναγνωρίζει τον σκλάβο ξιφομάχο στο πρόσωπο του προλετάριου- από τις υποσχέσεις που το κρασί έχει να δώσει στους απόκληρους, η πέμπτη στροφή του ποιήματος «L’ame du vin» αναφέρει τις εξής:
J’allumerai les yeux de ta femme ravie;A ton fils je rendrai sa force et ses couleurs Et serai pour ce frele athlete de la vie
22L’huile qui raffermit les muscles des lutteurs.
[Τα μάτια της όλβιος γυναίκας σου θα κάνω λαμπάδα Στο γιο σου θα ξαναδώσω δύναμη και ικμάδα Και θα ’ μαι γι ’ αυτό τον εύθραυστο αθλητή της ζωής Το λάδι που των παλαιστών δυναμώνει τους μυς.]
Αυτό που καταφέρνει ο μισθωτός εργάτης στην καθημερινή δουλειά του δεν είναι τίποτε λιγότερο από εκείνο που στην αρχαιότητα χάρι
90 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ζε στο μονομάχο χειροκροτήματα και φήμη. Τούτη η εικόνα είναι από τη στόφα των καλύτερων διαγνώσεων του Μπωντλαίρ· απορρέει από το στοχασμό πάνω στη δική του κατάσταση. Ένα χωρίο από το Salon de 1859 δείχνει πώς ήθελε να τη βλέπει. «Διότι, όταν ακούω να εξυψώνουν στους ουρανούς ανθρώπους όπως ο Ραφαήλ και ο Βερονέζε, με την εμφανή πρόθεση να μειώσουν ό,τι σπουδαίο εμφανίστηκε μετά απ’ αυτούς ... αναρωτιέμαι αν ένα επίτευγμα που είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με το δικό τους ..., δεν είναι απείρως σπουδαιότερο, αφού αναπτύχθηκε νικηφόρα μέσα σε εχθρική ατμόσφαιρα και γη»23. - Ο Μπωντλαίρ αρεσκόταν να εμβάλλει βάναυσα τις θέσεις του στα συμφραζόμενα, υπό έναν κάπως μπαρόκ φωτισμό. ' Ηταν μέρος της μυστικής πολιτικής του στη σφαίρα της θεωρίας να συσκοτίζει τη συνάρτησή τους — όπου υπήρχε τέτοια. Αυτού του είδους οι σκοτεινές περιοχές μπορούν σχεδόν πάντα να φωτιστούν από τις επιστολές. Χωρίς μια τέτοια μέθοδος να γίνεται απαραίτητη, το προαναφερθέν χωρίο του 1859 αφήνει να φανεί ξεκάθαρα η αναμφίβολη συνάρτησή του με ένα άλλο, τουλάχιστον δέκα χρόνια παλιότε- ρο και ιδιαίτερα περίεργο. Η ακόλουθη αλληλουχία σκέψεων την α- νασυνθέτει.
Οι αντιστάσεις που αντιπαραθέτει η νεωτερικάτητα στη φυσική παραγωγική ορμή του ανθρώπου είναι δυσανάλογες προς τις δυνάμεις του. Δεν είναι παράξενο ότι αυτός παραλύει και βρίσκει καταφύγιο στο θάνατο. Η νεωτερικότητα είναι αναγκασμένη να φέρει το σήμα της αυτοκτονίας, η οποία σφραγίζει μια ηρωική θέληση, ανυποχώρητη απέναντι στο αντίπαλο φρόνημα. Τούτη η αυτοκτονία δεν είναι παραίτηση αλλά ηρωικό πάθος. Είναι η κατάχτηση της νεωτε- ρικότητας στο πεδίο των παθών*. Έτσι, ως passion particulidre de la vie moderne, εμφανίζεται η αυτοκτονία στο κλασικό χωρίο που
* Παρόμοια είναι η σκοπιά υπό την οποία εμφανίζεται αργότερα η αυτοκτονία στον Νίτσε. « Όσο και αν καταδικάσει κανείς το χριστιανισμό δεν αρκεί, κι αυτό διότι απαξίωσε την αξία μιας ... μεγάλης μηδενιστικής εξαγνιστικής κίνησης που ίσως είχε αρχίσει:... αποτρέποντας πάντα την πράξη του μηδενισμού, την αυτοκτονία» (παρ. στο Karl Lowith, Nietzsches Philosophie der ewigem Wiederkunft des Glei- chen. Βερολίνο, 1935, σ. 108).
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 91
είναι αφιερωμένο στη θεωρία της νεωτερικότητας. Ο εκούσιος θάνατος αρχαίων ηρώων είναι μια εξαίρεση. «Εκτός από τον Ηρακλή στην Οίτη, τον Κάτωνα τον Ιτυκαίο και την Κλεοπάτρα, ... ποιες αυτοκτονίες μπορείτε να δείτε στις αρχαίες απεικονίσεις;»24 Όχι ότι ο Μπωντλαίρ έβρισκε στις νεότερες· η αναφορά στον Ρουσσώ και τον Μπαλζάκ, που ακολουθεί αυτή την πρόταση, είναι ισχνή. Όμως η νεωτερικότητα έχει έτοιμη την πρώτη ύλη τέτοιων απεικονίσεων και περιμένει το μάστορά της. Αυτή η πρώτη ύλη έχει εναποτεθεί σ ’ εκείνα ακριβώς τα στρώματα που συνιστούν, όπως αποδεικνύεται, αδιαμφισβήτητα θεμέλια της νεωτερικότητας. Οι πρώτες σημειώσεις για τη θεωρία της τελευταίας είναι του 1845. Περίπου αυτή την εποχή η παράσταση της αυτοκτονίας έγινε οικεία στις εργαζόμενες μάζες. «Ο κόσμος ζητάει τα αντίγραφα μιας λιθογραφίας που απεικονίζει την αυτοκτονία ενός Άγγλου εργάτη, απελπισμένου επειδή δεν μπορούσε να κερδίσει το ψωμί του. Στο σπίτι του ίδιου του Συ ένας εργάτης θα βρεθεί κρεμασμένος με το ακόλουθο σημείωμα στο χέρι: "... σκέφτηκα ότι ο θάνατος θα μου ήταν λιγότερο σκληρός, αν πέθαινα κάτω από τη στέγη εκείνου που μας αγαπά και μας υπερασπίζεται” »25. Ένας τυπογράφος, ο Adol- phe Boyer, εξέδωσε το 1841 ένα μικρό κείμενο με τίτλο D el’etat des ouvriers et de son amelioration par 1’organisation du travail. Ήταν μια μετριοπαθής παρουσίαση που ζητούσε να κερδίσει για λογαριασμό των εργατικών ενώσεων τα παλιά σινάφια των πλανόδιων τεχνιτών, δέσμια των συντεχνιακών ηθών. Δεν είχε καμιά επιτυχία- ο συγγραφέας αυτοκτόνησε και κάλεσε με ανοιχτή επιστολή τους ομοιοπαθείς του να τον ακολουθήσουν. Η αυτοκτονία μπορούσε κάλ- λιστα να φαντάζει στον Μπωντλαίρ ως η μόνη ηρωική πράξη που είχε απομείνει στις multitudes maladives των πόλεων σε αντιδραστικούς καιρούς. Ίσως έβλεπε το Θάνατο του Rethel, τον οποίο θαύμαζε ιδιαίτερα, σαν έναν ευκίνητο σχεδιαστή μπροστά στο καβαλέτο, να προβάλλει στο πανί τους τρόπους θανάτου των αυτόχειρων. Όσο για τα χρώματα της εικόνας, η μόδα προσέφερε την παλέτα της.
Από τη μοναρχία του Ιουλίου το μαύρο και το γκρι άρχισαν να
92 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
επικρατούν στην ανδρική ενδυμασία. Ο νεωτερισμός αυτός απασχόλησε τον Μπωντλαίρ στο Salon de 1845. Στην κατακλείδα του πρωτόλειου έργου του αναφέρει διεξοδικά: «Ζωγράφος, αληθινός ζωγράφος, θα είναι εκείνος που θα ξέρει να αποσπά από την τρέχουσα ζωή την επική πλευρά της και να μας κάνει να βλέπουμε και να καταλαβαίνουμε, με το χρώμα ή το σχέδιο, πόσο μεγάλοι και ποιητικοί είμαστε μέσα στις γραβάτες και τις λουστραρισμένες μπότες μας. - Μακάρι οι αληθινοί πρωτοπόροι να μας δώσουν τον επόμενο χρόνο την εκλεκτή χαρά να γιορτάσουμε την έλευση του νέου!»26. Ένα χρόνο μετά: « Όσο για το κοστούμι, τη φλούδα του μοντέρνου ήρωα, — ... μήπως δεν έχει την ομορφιά του και την εγγενή του χάρη ...; Μήπως δεν είναι το απαραίτητο ένδυμα της εποχής μας, η οποία υποφέρει και κουβαλάει μέχρι και στους μαύρους, αδύνατους ώμους της το σύμβολο ενός διαρκούς πένθους; Ας σημειωθεί ότι το μαύρο ένδυμα και η ρεντινγκότα δεν έχουν μόνο την πολιτική ομορφιά τους, που είναι έκφραση της καθολικής ισότητας, αλλά και την ποιητική ομορφιά τους, που είναι έκφραση του δημόσιου πνεύματος' μια τεράστια λιτανεία νεκροπομπών — πολιτικών, ερωτευμένων ή αστών νεκροπομπών. Όλοι τελούμε κάποια ταφή. Η ομοιόμορφη λιβρέα της θλίψης μαρτυρεί την ισότητα ... Τούτες οι πτυχές, που μορφάζουν και παίζουν σαν φίδια γύρω από τη δαμασμένη σάρκα, μήπως δεν έχουν τη μυστηριώδη χάρη τους;»27. Αυτές οι παραστάσεις συμβάλλουν στη βαθύτατη σαγήνη που ασκεί στον ποιητή η πένθιμα ντυμένη περαστική του σονέτου. Το κείμενο του 1846 κλείνει ως εξής: «Διότι οι ήρωες της Ιλιάδας δεν φτάνουν ούτε στο μικρό σας δαχτυλάκι, ω Βωτρέν, ω Ραστινιάκ, ω Μπιροτώ, — κι εσείς, ω Φοντανα- ρές, που δεν τολμήσατε να διηγηθείτε στο κοινό τους πόνους σας κάτω από το πένθιμο και τσακισμένο φράκο που όλοι φοράμε' — κι εσείς, ω Ονορέ ντε Μπαλζάκ, εσείς ο πιο ηρωικός, ο πιο ξεχωριστός, ο πιο ρομαντικός κι ο πιο ποιητικός απ’ όλα τα πρόσωπα που βγάλατε μέσ’ από την καρδιά σας!»28.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο Νοτιογερμανός δημοκράτης Friedrich Theodor Vischer, κάνοντας μια κριτική της ανδρικής μόδας, φτάνει σε διαπιστώσεις παρόμοιες μ ’ εκείνες του Μπωντλαίρ. Μό
τ ο ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 93
νο που ο τόνος τους διαφέρει* ό,τι στον Μπωντλαίρ περνάει ως απόχρωση στην υποφώσκουσα προοπτική της νεωτερικότητας, γίνεται στα χέρια του Φίσερ σκέτο επιχείρημα στον πολιτικό αγώνα. «Το να παίρνει κανείς θέση», γράφει ο Φίσερ με το βλέμμα στραμμένο στην αντίδραση που κυριαρχεί από το 1850, «θεωρείται γελοίο, το να είναι αυστηρός, παιδαριώδες" πώς θα μπορούσε λοιπόν η τοπική ενδυμασία να μη γίνει κι αυτή άχρωμη, χαλαρή και στενή ταυτόχρονα;»29 Τα άκρα συναντώντας η πολιτική κριτική του Φίσερ διασταυρώνεται με μια πρώιμη φανταστική εικόνα του Μπωντλαίρ. Σ ’ ένα σονέτο, το «Albatros» —που προέρχεται από το υπερπόντιο ταξίδι στο οποίο είχαν στείλει τον νεαρό ποιητή με την ελπίδα ότι θα διορθωνόταν—, ο Μπωνταίρ αναγνωρίζει τον εαυτό του σ’ αυτά τα πουλιά, την αδεξιότητα των οποίων πάνω στο κατάστρωμα όπου τα έχει βάλει το πλήρωμα περιγράφει ως εξής:
A peine les ont-ils deposes sur les planches,Que ces rois de l’azur, maladroits et honteux,Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches Commes des avirons trainer a cote d’eux.
Ce voyageur aile, comme il est gauche et veule!30
[Και, μόλις στο κατάστρωμα πάνω τους αποθέσουν, αυτοί, του αιθέρα οι βασιλείς, αδέξιοι, στα πλευρά των, με ντροπή αφήνουν, σαν κουπιά ακυβέρνητα, να πέσουν άθλια, πίσω σερνάμενα, τα ωραία, λευκά φτερά των.
Ο φτερωτός ξένος αυτός, πόσο άχαρος φαντάζει!]
Για τα φαρδιά μανίκια του σακακιού που καλύπτουν τον καρπό ο Φίσερ λέει: «Ετούτα πλέον δεν είναι μπράτσα, αλλά υποτυπώδη φτερά, κολοβά φτερά πιγκουΐνου, πτερύγια ψαριού κι όταν περπατάει κανείς, κουνώντας αυτά τα άμορφα εξαρτήματα, μοιάζει να χειρονομεί, να σπρώχνει, να μυρμηγκιάζει ή να κωπηλατεί μ ’ έναν ανόητο, βλακώδη τρόπο»31. Ίδια άποψη για το πράγμα - ίδια εικόνα.
94 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Ο Μπωντλαίρ προσδιορίζει ως εξής το πρόσωπο της νεωτερι- κότητας — χωρίς να αρνείται το σημάδι του Κάιν στο μέτωπό της: «... Οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες που καταπιάστηκαν με τη μοντέρνα θεματολογία αρκέστηκαν σε θέματα επίσημα και δημόσια, στις νίκες μας και τον πολιτικό ηρωισμό μας. Κι αυτό πάλι το κάνουν στραβομουτσουνιάζοντας κι επειδή τους το παραγγέλνει η κυβέρνηση που τους πληρώνει. Ωστόσο υπάρχουν ιδιωτικά θέματα που είναι ηρωικά μ ’ έναν άλλο τρόπο. Το θέαμα της κομψής ζωής και των χιλιάδων αμφιταλαντευόμενων υπάρξεων που κυκλοφορούν στα υπόγεια μιας μεγάλης πόλης -των εγκληματιών και των εκδι- δομένων γυναικών—, η Gazette des Tribunaux και ο Moniteur μας α- ποδεικνύουν ότι δεν έχουμε παρά να ανοίξουμε τα μάτια για να γνωρίσουμε τον ηρωισμό μας» . Στην εικόνα του ήρωα υπεισέρχεται εδώ ο απάχης. Σ ’ αυτόν ανήκουν τα χαρακτηριστικά που σημειώνει ο Bounoure σχετικά με τη μοναξιά του Μπωντλαίρ — «ένα noli me tangere, μια προσήλωση του ατόμου στη διαφορετικότητά του»33. Ο απάχης αποκηρύσσει τις αρετές και τους νόμους. Καταγγέλλει μια για πάντα το contrat social. Πιστεύει έτσι ότι ένας κόσμος τον χωρίζει από τον αστό. Δεν αναγνωρίζει σ ’ αυτόν τα χαρακτηριστικά του σύνεργού, που πολύ σύντομα θα αναδεικνύονταν με τόση δύναμη από τον Ουγκό στα Chatiments. Οι ψευδαισθήσεις του Μπωντλαίρ έμελλαν βέβαια να είναι πολύ πιο μακράς πνοής. Θεμελιώνουν την ποίηση του κόσμου των απάχηδων. Αφορούν ένα είδος που δεν διαλύθηκε για παραπάνω από πενήντα χρόνια. Αυτή τη φλέβα χτύπησε πρώτος ο Μπωντλαίρ. Ο ήρωας του Πόε δεν είναι ο εγκληματίας αλλά ο ντετέκτιβ. Ο Μπαλζάκ από τη μεριά του γνωρίζει μόνο τους μεγάλους περιθωριακούς της κοινωνίας. Ο Βωτρέν βιώνει την άνοδο και την πτώση· ακολουθέί' μια καριέρα όπως όλοι οι ήρωες του Μπαλζάκ. Η σταδιοδρομία του εγκληματία είναι κι αυτή μία μεταξύ άλλων. Ακόμη και ο Φεραγκύ έχει μεγάλες ιδέες και κάνει σχέδια για το μέλλον είναι από τη ράτσα των carbonari. Ο απάχης, ο οποίος όλη τη ζωή του είναι αναγκασμένος να μένει στα περίχωρα της κοινωνίας όπως και της μεγάλης πόλης, δεν έχει καμιά θέση στη λογοτεχνία πριν από τον Μπωντλαίρ. Η οξύτερη αποτύπωση αυτού του
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 95
θέματος στα Άνθη του χακοΰ, το ποίημα «Le vin de l’assassin», έγι- νε αφετηρία ενός παρισινού είδους. «Καλλιτεχνικό εργαστήρι» του υπήρξε το Chat noir. «Passant, sois moderne!» έλεγε η επιγραφή που είχε τους πρώτους ηρωικούς καιρούς.
Οι ποιητές βρίσκουν στο δρόμο τους τα σκουπίδια της κοινωνίας και το ηρωικό τους θέμα ακριβώς σ’ αυτά. Έτσι ο επιφανής τύπος που αντιπροσωπεύουν φαίνεται να αντιγράφει κατά κάποιο τρόπο έναν πιο ευτελή. Τον διαπερνούν τα χαρακτηριστικά του ρακοσυλλέκτη, ο οποίος τόσο επίμονα απασχόλησε τον Μπωντλαίρ. Ένα χρόνο πριν από το «Vin des chiffonniers» κυκλοφόρησε μια περιγραφή σε πεζό αυτής της φιγούρας: «Ιδού ένας άνθρωπος επιφορτισμένος να μαζεύει τα λείψανα μιας μέρας από τη ζωή της πρωτεύουσας. Όλα όσα πέταξε η μεγάλη πόλη, όλα όσα έχασε, όλα όσα περιφρό- νησε, όλα όσα διέλυσε, αυτός τα καταγράφει και τα συλλέγει. Διατρέχει τα αρχεία της ασωτίας, την «καπερναούμ» των απορριμμάτων. Κάνει ένα ξεδιάλεγμα, μια έξυπνη επιλογή- μαζεύει, όπως ο φιλάργυρος το θησαυρό, τις ακαθαρσίες που, αναμασημένες από τη θεότητα της Βιομηχανίας, θα γίνουν αντικείμενα χρήσης ή απόλαυσης»34. Αυτή η περιγραφή είναι μία μοναδική και εκτεταμένη μεταφορά για τη μέθοδο του ποιητή, όπως τη θέλει από τα βάθη της καρδιάς του ο Μπωντλαίρ. Ρακοσυλλέκτης ή ποιητής — το απόρριμμα αφορά και τους δύο- και οι δύο κάνουν μοναχικά τη δουλειά τους, σε ώρες που οι αστοί παραδίδονται στον ύπνο- ακόμη κι ο τρόπος είναι και στους δύο ταυτόσημος. Ο Nadar μιλάει για το «pas sacca- de» 5 του Μπωντλαίρ- αυτό είναι το βήμα του ποιητή που περιφέρεται στην πόλη αναζητώντας στιχουργική λεία- πρέπει επίσης να είναι το βήμα του ρακοσυλλέκτη που κάθε στιγμή κοντοστέκεται στο δρόμο του για να περισυλλέξει τα σκουπίδια που συναντά. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι ο Μπωντλαίρ θέλησε μυστικά να προβάλει αυτή τη συγγένεια. Όπως κι αν είναι, κρύβει μέσα της μια προφητεία. Εξήντα χρόνια αργότερα ένας αδελφός του ποιητή, που έχει καταντήσει ρακοσυλλέκτης, εμφανίζεται στο έργο του Απολλιναίρ. Είναι ο Κρονιαμαντάλ, ο poete assassine — πρώτο θύμα του πογκρόμ που πρόκειται να φέρει σ ’ όλη τη γη το τέλος της φυλής των λυρικών.
96 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Πάνω στην ποίηση του κόσμου των απάχηδων πέφτει ένα μισό- φωτο. Φτιάχνει άραγε η απόρριψη τους ήρωες της μεγάλης πόλης; ή μήπως ήρωας είναι μάλλον ο ποιητής που χτίζει το έργο του από τέτοιο υλικό;* — Η θεωρία της νεωτερικότητας δέχεται και τα δύο. Αλλά γερνώντας ο Μπωντλαίρ θα υποδηλώσει σ ’ ένα ύστερο ποίημά του, το «Les plaintes d’un Icare», ότι δεν συμμερίζεται πια το είδος των ανθρώπων που ανάμεσά τους αναζητούσε ήρωες στα νιάτα του.
Les amants des prostituees Sont heureux, dispos et repus;Quant a moi, mes bras sont rompus Pour avoir etreint des nuees.36
[Οι εραστές των πορνών είναι ευτυχισμένοι, ευδιάθετοι και χορτάτοι- όσο για μένα, τα χέρια μου είναι κουρασμένα με το να έχουν περιπτυχθεί τα σύγνεφα.]
Ο ποιητής, ο αντικαταστάτης του αρχαίου ήρωα, όπως λέει ο τίτλος του κομματιού, χρειάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στον μοντέρνο ήρωα, τους άθλους του οποίου εξιστορεί η Gazette des tribunaux **. Στην πραγματικότητα αυτή η παραίτηση ενυπάρχει ήδη στην έννοια του μοντέρνου ήρωα. Η πτώση του είναι προκαθορισμένη και δεν χρειάζεται να αναστηθεί κανένας τραγικός ποιητής για να παραστή- σει δραματικά την αναγκαιότητά της. Όταν όμως η τελευταία δικαιωθεί, η νεωτερικότητα θα έχει παρέλθει. Τότε θα τεθεί σε δοκιμασία. Μετά το τέλος της θα αποδειχθεί αν η ίδια θα μπορέσει ποτέ να γίνει αρχαιότητα.
* Ο Μπωντλαίρ είχε για καιρό την πρόθεση να γράψει μυθιστορήματα εμπνευσμένα από αυτό το περιβάλλον. Στα κατάλοιπά του βρέθηκαν σχετικά ίχνη υπό μορφή τίτλων: «Les enseignements d’un monstre», «L’entreteneur», «La femme malhon- nete».
* * Ύστερα από τρία τέταρτα αιώνα η σύγκρουση προαγωγού και λογοτέχνη αναζωπυρώθηκε. Όταν οι συγγραφείς διώχθηκαν από τη Γερμανία, έκανε την είσοδό του στη γερμανική γραμματεία ο Θρύλος του Horst WesselY.
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 97
Τούτο το ερώτημα ηχούσε πάντα στ ’ αυτιά του Μπωντλαίρ. Η αρχαία αξίωση της αθανασίας βιώθηκε απ’ αυτόν ως αξίωση να διαβαστεί κάποτε ως αρχαίος συγγραφέας. « Ό τι όλη η νεωτερικό- τητα είναι άξια να γίνει αρχαιότητα» 7 — νά ποια είναι γι ’ αυτόν η περιγραφή της καλλιτεχνικής αποστολής γενικά. Ο Gustave Kahn παρατηρεί πολύ εύστοχα στον Μπωντλαίρ ένα «refus de l’occasion tendue par la nature du pretexte lyrique»38. Αυτό που τον έκανε να μένει άκαμπτος απέναντι σε ευκαιρίες και προτροπές ήταν η συνείδηση εκείνης της αποστολής. Γ ι ’ αυτόν, στην εποχή στην οποία έπεσε, τίποτα δεν πλησίαζε περισσότερο την «αποστολή» του αρχαίου ήρωά, τους «άθλους» ενός Ηρακλή, από εκείνη που του επιβλήθηκε ως εντελώς δική του: να δώσει μορφή στη νεωτερικότητα.
Απ’ όλες τις σχέσεις στις οποίες εμφανίζεται η νεωτερικότητα, η σχέση της με την αρχαιότητα είναι ξεχωριστή. Αυτό φαίνεται, κατά τον Μπωντλαίρ, στον Βικτόρ Ουγκό. «Η μοίρα... τον οδήγησε ... να μεταπλάσει την αρχαία ωδή και την αρχαία τραγωδία... στα ποιήματα και τα δράματα που γνωρίζουμε»39. Η νεωτερικότητα δηλώνει μια εποχή· δηλώνει συγχρόνως τη δύναμη που δρα μέσα σ ’ αυτή την εποχή και την κάνει να συγγενεύει με την αρχαιότητα. Ο Μπωντλαίρ την αναγνώρισε απρόθυμα και σε μετρημένες περιπτώσεις στον Ουγκό. Στον Βάγκνερ έβλεπε αντίθετα μια απεριόριστη, ανόθευτη ανάβλυση αυτής της δύναμης. «Αν, με την επιλογή των θεμάτων του και της δραματουργικής του μεθόδου, ο Βάγκνερ πλησιάζει την αρχαιότητα, με την παράφορη ενέργεια της έκφρασής του, είναι σήμερα ο πιο αληθινός εκπρόσωπος της νεωτερικής φύσης»40. Η πρόταση περιέχει in nuce τη θεωρία του Μπωντλαίρ για τη μοντέρνα τέχνη. Ο υποδειγματικός χαρακτήρας της αρχαιότητας περιορίζεται κατ ’ αυτήν στην κατασκευή· η ουσία και η έμπνευση του έργου είναι υπόθεση της modernite. «Αλίμονο σ’ εκείνον που μελετά στην αρχαιότητα κάτι πέρα από την καθαρή τέχνη, τη λογική, τη γενική μέθοδο. Σκύβοντας υπερβολικά εκεί,... παραιτείται από ... τα προνόμια που του παρέχει η περίσταση»41. Και στις τελευταίες φράσεις του δοκιμίου για τον Γκυ λέει: «Αναζήτησε παντού την περαστική, προσωρινή ομορφιά της παρούσας ζωής, το χαρακτήρα αυτού που ο ανα
98 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
γνώστης μάς επέτρεψε να ονομάσουμε νεωτερικότητα»42. Συνοπτικά η θεωρία παίρνει την ακόλουθη μορφή: «Το ωραίο είναι φτιαγμένο από ένα στοιχείο αιώνιο, αμετάβλητο ... κι από ένα στοιχείο σχετικό, συγκυριακό, που είναι... η εποχή, η μόδα, η ηθική, το πάθος. Χωρίς αυτό το δεύτερο στοιχείο ... το πρώτο δεν θα ήταν αφομοιώσιμο»43. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι αυτή η ανάλυση πηγαίνει σε βάθος.
Η θεωρία της μοντέρνας τέχνης είναι το ασθενέστερο σημείο στην άποψη του Μπωντλαίρ για τη νεωτερικότητα. Η τελευταία α- ναδεικνύει τα νεωτερικά θέματα' υπόθεση της πρώτης θα ήταν μάλλον μια αντιπαράθεση με την αρχαία τέχνη. Ο Μπωντλαίρ δεν επιχείρησε τίποτα τέτοιο. Η θεωρία του δεν υπερνίκησε την παραίτηση, που εμφανίζεται στο έργο του ως απώλεια της φύσης και της αφέλειας. Η εξάρτησή της από τον Πόε, που φτάνει ώς και τη διατύπωση, είναι μία έκφραση της σύγχυσης που τη διακατέχει. Η πολεμική της κατεύθυνση είναι μια άλλη· ξεπροβάλλει μέσα από το γκρίζο φόντο του ιστορικισμού, από τον ακαδημαϊκό αλεξανδρινισμό που έγινε του συρμού με τον Villemain και τον Cousin. Σε κανέναν από τους αισθητικούς στοχασμούς της δεν παρουσιάζεται η νεωτερικότητα στη διαπίδυσή της με την αρχαιότητα, όπως συμβαίνει σε ορισμένα κομμάτια των Ανθέων του χαχού.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το ποίημα «Le cygne». Δεν είναι τυχαία αλληγορικό. Αυτή η πόλη, που βρίσκεται σε αέναη κίνηση, παγώνει. Γίνεται άκαμπτη σαν το γυαλί, αλλά και διάφανη όπως αυτό —όσον αφορά δηλαδή τη σημασία της. «(La forme d’une ville / Change plus vite, helas! que le cceur d’un mortel)» [«(η μορφή μιας πόλης αλλάζει, αλίμονο, πιο γρήγορα απ’ την καρδιά ενός θνητού)»]. Το παράστημα του Παρισιού είναι σαθρό- περιβάλλεται από σύμβολα της σαθρότητας: πλάσματα της φύσης —η νέγρα και ο κύκνος— και ιστορικές μορφές — «χήρα του Έκτορα και γυναίκα του Έλε- νου». Πένθος γι ’ αυτό που υπήρξε και απελπισία για τα ερχόμενα είναι το κοινό τους γνώρισμα. Αυτό που τελικά και βαθύτερα σφραγίζει τους αρραβώνες της νεωτερικότητας με την αρχαιότητα είναι τούτη η κατάρρευση. Το Παρίσι, όπου κι αν παρουσιάζεται στα
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 99
Άνθη του κακού, φέρει το στίγμα της. To «Crepuscule du matin» είναι το αναφιλητό ενός ανθρώπου που ξυπνάει, αναπαραστημένο με το υλικό μιας πόλης· το «Le soleil» δείχνει την πόλη φθαρμένη όπως ένα παλιό ύφασμα στο φως του ήλιου- ο γέρος που κάθε μέρα με την ίδια καρτερικότητα πιάνει τα εργαλεία του, αφού στα γεράματα οι έγνοιες δεν τον έχουν αφήσει, είναι η αλληγορία της πόλης, και οι γριές —«Les petites vieilles»— είναι οι μόνοι εκπνευματισμένοι κάτοικοί της. Το ότι αυτά τα ποιήματα διέσχισαν τις δεκαετίες χωρίς να αμφισβητηθούν, το οφείλουν σε μια επιφύλαξη που τα οπλίζει. Είναι η επιφύλαξη απέναντι στη μεγάλη πόλη. Αυτή τα διακρίνει απ’ όλη σχεδόν την ποίηση της μεγαλούπολης, που εμφανίστηκε στη συνέχεια. Μια στροφή του Verhaeren αρκεί για να αντιληφθεί κανείς περί τίνος πρόκειται εδώ.
Et qu’importent les maux et les heures dementesEt les cuves de vice ou la cite fermenteSi quelque jour, du fond des brouillards et des voilesSurgit un nouveau Christ, en lumiere sculpteQui souleve vers lui l’humaniteEt la baptise au feu de nouvelles etoiles. 5
[Και τι μας νοιάζουν χίλια κακά και παράφρονες ώρες Και οι ληνοί των παθών όπου ολόκληρη η πόλη αναβράζει Αν κάποια μέρα απ’ τα βάθη της αχλής και των πέπλων
Ένας νέος Χριστός αναδυθεί σ’ ένα ανάγλυφο φως Που υψώνει τραβώντας κοντά του την ανθρωπότητα Και στη φωτιά νέων αστεριών τη βαφτίζει.]
Ο Μπωντλαίρ δεν γνωρίζει τέτοιες προοπτικές. Η αντίληψή του για την κατάρρευση της μεγάλης πόλης είναι η πηγή της διάρκειας των ποιημάτων που έγραψε για το Παρίσι.
Το ποίημα «Le cygne» είναι επίσης αφιερωμένο στον Ουγκό- ίσως επειδή είναι ένας από τους λίγους που το έργο τους, όπως πίστευε ο Μπωντλαίρ, έφερνε στο φως μια νέα αρχαιότητα. Στο μέτρο που αυτό μπορεί να ειπωθεί για τον Ουγκό, η πηγή της έμπνευσής
100 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
του είναι ριζικά διαφορετική από εκείνη του Μπωντλαίρ. Είναι ολό- τελα ξένη στον Ουγκό η ιδιότητα της εμβροντησίας —αν επιτρέπεται μια βιολογική έννοια—, η οποία εκδηλώνεται χίλιες φορές στην ποίηση του Μπωντλαίρ ως ένα είδος μίμησης του θανάτου. Από την άλλη μπορεί να γίνει λόγος για μια χθόνια κλίση του Ουγκό. Χωρίς να αναφέρεται ευθέως, αναδεικνύεται στις ακόλουθες προτάσεις του Charles Peguy, από τις οποίες γίνεται φανερό πού πρέπει να αναζη- τηθεί η διαφορά ως προς τη σύλληψη της αρχαιότητας ανάμεσα στον Ουγκό και τον Μπωντλαίρ: «Να είστε σίγουροι πως όταν ο Ουγκό έβλεπε το ζητιάνο στο δρόμο ..., τον έβλεπε όπως είναι, όπως πραγματικά είναι, σαν τον αρχαίο ζητιάνο, τον αρχαίο ικέτη, τον ανάλογο ικέτη στον αρχαίο δρόμο. Όταν έβλεπε τη μαρμάρινη πλάκα σ ’ ένα από τα σύγχρονα τζάκια μας, την έβλεπε όπως είναι- σαν την πέτρα της εστίας, την αρχαία πέτρα της εστίας. Όταν έβλεπε την εξώπορτα και το σκαλοπάτι της, που είναι συνήθως μια λαξευτή πέτρα, πάνω σ ’ αυτή τη λαξευτή πέτρα διέκρινε καθαρά την αρχαία γραμμή, την ιερά φλιά, αφού είναι η ίδια γραμμή. Είναι το ίδιο κατώφλι»46. Δεν υπάρχει καλύτερο σχόλιο για το ακόλουθο χωρίο των Αθλίων: «Τα καπηλειά του Φωμπούργκ Αντουάν μοιάζουν μ ’ αυτές τις ταβέρνες του Μοντ-Αβαντέν που είναι χτισμένες πάνω από το άντρο της σίβυλλας και συνδέονται με τις ιερές πνοές των βαθέων- ταβέρνες που τα τραπέζια τους ήταν περίπου τρίποδες κι όπου έπιναν αυτό που ο Έννιος ονομάζει σιβυλλικό κρασί»47. Από την ίδια θεώρηση απορρέει το έργο στο οποίο εμφανίζεται η πρώτη εικόνα μιας «παρισινής αρχαιότητας», ο κύκλος ποιημάτων «Α l’arc de triomphe» του Ουγκό. Η εξύμνηση αυτού του μνημείου ξεκινά από το όραμα μιας παρισινής Καμπανίας, μιας «immense campagne», όπου επιβιώνουν μόνο τρία μνημεία της καταποντισμένης πόλης: η Σαιν-Σαπέλ, η στήλη της Βαντόμ και η Αψίδα του Θριάμβου. Η μεγάλη σημασία που έχει αυτός ο κύκλος στο έργο του Βικτόρ Ουγκό αντιστοιχεί στη θέση που καταλαμβάνει στη γένεση μιας εικόνας του Παρισιού του 19ου αιώνα, η οποία ακολουθεί το πρότυπο της αρχαιότητας. Ο Μπωντλαίρ αναμφίβολα τον γνώριζε. Ανάγεται στο έτος 1837.
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 101
' Ηδη επτά χρόνια νωρίτερα ο ιστορικός Friedrich von Raumer σημειώνει στις Επιστολές από το Παρίσι και τη Γαλλία το 1830: «Από τον πύργο της Νοτρ-Νταμ επισκόπησα χθες την τερατώδη πόλη· ποιος έχτισε το πρώτο σπίτι, πότε θα καταρρεύσει το τελευταίο και το έδαφος του Παρισιού θα μοιάσει μ ’ εκείνο των Θηβών και της Βαβυλώνας;»48. Αυτό το έδαφος, όπως θα γίνει κάποτε «όταν ετούτη η όχθη όπου το νερό σπάει στις πολύβουες γέφυρες / θα παραδοθεί ξανά στα πολύφλοισβα, γερμένα βούρλα»49, το περιέγραψε ο Ουγκό:
Mais non, tout sera mort. Plus rien dans cette plaineQu’un peuple evanoui dont elle est encore pleine.™
[Μα όχι, τα πάντα θα πεθάνουν. Τίποτα πια σ ’ αυτή την πεδιάδα
Πέρα απ’ τον άψυχο λαό που τη γεμίζει ακόμα.]
Εκατό χρόνια μετά τον Ράουμερ, ο Leon Daudet ατενίζει το Παρίσι από το Σακρέ-Κερ, άλλη μια υψηλή τοποθεσία της πόλης. Στα μάτια του καθρεφτίζεται η ιστορία της «νεωτερικότητας» ώς εκείνη τη στιγμή σε μια τρομακτική συμπύκνωση: «Κοιτά κανείς από ψηλά αυτό τον κόσμο των παλατιών, των μνημείων, των σπιτιών, των καλυβιών, που μοιάζει συγκεντρωμένος ενόψει κάποιου κατακλυσμού ή και πολλών κατακλυσμών, είτε μετεωρολογικών είτε κοινωνικών ... Πέρασα ώρες ολόκληρες στη Φουρβιέρ κοιτώντας τη Λυόν, στη Νοτρ-Νταμ ντε λα Γκαρντ κοιτώντας τη Μασσαλία, στη Σακ- ρέ-Κερ κοιτώντας το Παρίσι ... Από τα ακρωτήρια αυτά, αν κάτι φαίνεται καλύτερα είναι η απειλή. Η συγκέντρωση είναι απειλητική ... ο άνθρωπος έχει ανάγκη να δουλέψει, σύμφωνοι, αλλά έχει κι άλλες ανάγκες- ... Τέλος [πέρα από άλλες] η ανάγκη της αυτοκτονίας είναι σ ’ αυτόν, και στην κοινωνία που σχηματίζει, πιο ζωντανή από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Έτσι αυτό που εκπλήσσει..., από την κορυφή της Σακρέ-Κερ, της Φουρβιέρ, της Νοτρ-Νταμ ντε λα Γκαρντ, είναι ότι το Παρίσι, η Λυόν, η Μασσαλία υπάρχουν ακό
102 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
μη»51. Αυτό είναι το πρόσωπο που πήρε στον αιώνα μας η passion moderne που ο Μπωντλαίρ αναγνώρισε στην αυτοκτονία.
Η πόλη του Παρισιού εισήλθε σ’ αυτό τον αιώνα με τη μορφή που της έδωσε ο Ωσμάν. Ετούτος είχε προχωρήσει στην ανατροπή της εικόνας της πόλης με τα πιο λιτά μέσα που μπορεί κανείς να φανταστεί: φτυάρια, κασμάδες, λοστούς και τα παρόμοια. Πόσο μεγάλη καταστροφή είχαν κιόλας προκαλέσει αυτά τα περιορισμένα εργαλεία! Και πώς αναπτύχθηκαν έκτοτε μαζί με τις μεγάλες πόλεις τα μέσα ισοπέδωσής τους! Τι εικόνες του ερχόμενου καλούν! — Τα έργα του Ωσμάν βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους κι ολόκληρες συνοικίες κατεδαφίζονταν, όταν ένα απόγευμα του 1862 ο Maxi- me Du Camp βρέθηκε στο Πον Νεφ. Περίμενε για τα ματογυάλια του κοντά στο μαγαζί ενός οπτικού. «Ο συγγραφέας βρισκόταν σε μια από κείνες τις στιγμές κατά τις οποίες ο άνθρωπος, που κοντεύει να πάψει να είναι νέος, σκέφτεται τη ζωή με μια καρτερική σοβαρότητα που τον κάνει να ξαναβρίσκει παντού την εικόνα της ίδιας του της μελαγχολίας. Η ελάχιστη οργανική εξασθένιση, για την οποία τον είχε πείσει η επίσκεψη στον οπτικό, του είχε θυμήσει αυτό που τόσο γρήγορα ξεχνιέται, αυτό το νόμο της αναπόφευκτης καταστροφής που κυβερνά όλα τα ανθρώπινα πράγματα ... Αυτός, ο ταξιδιώτης της Ανατολής, ο προσκυνητής των βουβών ερημότοπων όπου η άμμος είναι φτιαγμένη από τη σκόνη των νεκρών, βρέθηκε ξαφνικά να ονειρεύεται ότι μια μέρα κι αυτή η πόλη, της οποίος αφουγκραζόταν το τεράστιο λαχάνιασμα, θα πέθαινε όπως έχουν πεθάνει τόσες πρωτεύουσες τόσων αυτοκρατοριών. Σκέφτηκε τότε το εξαιρετικό ενδιαφέρον που θα είχε για μας σήμερα μια ακριβής και πλήρης περιγραφή της Αθήνας στην εποχή του Περικλή, της Καρχηδόνας στην εποχή των Βάρκα, της Αλεξάνδρειας στην εποχή των Πτολεμαίων, της Ρώμης στην εποχή των Καισάρων ... Χάρη σε μια από κείνες τις κεραυνοβόλες εμπνεύσεις, κατά τις οποίες ένα θαυμάσιο θέμα εργασίας παρουσιάζεται στο νου μας, διέβλεψε καθαρά τη δυνατότητα να γράψει για το Παρίσι εκείνο το βιβλίο που οι ιστορικοί της αρχαιότητας δεν έγραψαν για τις πόλεις τους ... Το έργο της ωριμότητάς του είχε μόλις φανερωθεί»52. Στο ποίημα του Ουγκό «Στην αψίδα
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 103
του θριάμβου», στη μεγαλειώδη διοικητικοτεχνική παρουσίαση που ο Ντυ Καν αφιερώνει στην πόλη του, μπορεί να αναγνωρίσει κανείς την ίδια έμπνευση που στάθηκε αποφασιστική για την ιδέα της νεω- τερικότητας στον Μπωντλαίρ.
Ο Ωσμάν άρχισε τις εργασίες του το 1859. Ήταν κάτι που είχε προετοιμαστεί με νομοσχέδια, καθώς η αναγκαιότητά του είχε γίνει αισθητή από καιρό. 'Οπως γράφει ο Ντυ Καν στο παραπάνω έργο του, «Το Παρίσι, έτσι όπως ήταν την επαύριο της επανάστασης του 1848, κόντευε να γίνει ακατοίκητο· ο πληθυσμός του, που παρουσίαζε ιδιαίτερη αύξηση και κινητικότητα χάρη στην αέναη κίνηση των σιδηροδρόμων ..., ασφυκτιούσε μέσα στα δυσώδη, στενά και μπλεγμένα σοκάκια όπου βρισκόταν αναγκαστικά μαντρωμένος»53. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 ο πληθυσμός του Παρισιού άρχισε να προσαρμόζεται στην ιδέα μιας αναπόφευκτης εκτενούς αποκάθαρ- σης της εικόνας της πόλης. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αυτή η αποκάθαρση κατά την περίοδο εκκόλαψής της μπορούσε να ασκήσει σε μια ξεχωριστή φαντασία εξίσου ισχυρή, αν όχι ισχυρότερη, επίδραση με τη θέα των ίδιων των πολεοδομικών εργασιών. «Les,|x>etes sont plus inspires par les images que par la presence meme des ob- jets»54, λέει o Joubert. To ίδιο ισχύει για τους καλλιτέχνες. Αυτό που ξέρει κανείς πως σύντομα δεν θα το έχει πια μπροστά του γίνεται εικόνα. Κάτι τέτοιο πρέπει να συνέβη εκείνη την εποχή με τους δρόμους του Παρισιού. Εν πάση περιπτώσει το έργο του οποίου η υπόγεια συσχέτιση με τη μεγάλη ανάπλαση του Παρισιού δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί είχε αποπερατωθεί λίγα χρόνια πριν αυτή ξεκινήσει. Ήταν οι χαρακτικές απόψεις του Παρισιού από τον Meryon. Κανένας δεν εντυπωσιάστηκε απ’ αυτές πιο πολύ από τον Μπωντλαίρ. Η αρχαιολογική άποψη της καταστροφής, που βρίσκεται στη βάση των ονείρων του Ουγκό, δεν ήταν εκείνη που αληθινά τον συγ- κινούσε. Γ ι ’ αυτόν η αρχαιότητα έπρεπε να ξεπηδήσει μονομιάς μέσα από την άθικτη νεωτερικότητα, σαν μια Αθηνά μέσα από το κεφάλι του άθικτου Δία. Ο Μερυόν ανέδειξε το αρχαίο πρόσωπο της πόλης χωρίς να θυσιάσει ούτε μια πέτρα λιθόστρωτου. Αυτή την άποψη του πράγματος ακολουθούσε ακατάπαυστα ο Μπωντλαίρ στην
104 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ιδέα της modernite. Ήταν παθιασμένος θαυμαστής του Μερυόν.Υπήρχε μεταξύ τους εκλεκτική συγγένεια. Είχαν γεννηθεί τον ί
διο χρόνο και το θάνατό τους χώρισαν μόλις μερικοί μήνες. Και οι δύο πέθαναν μοναχικοί και βαριά άρρωστοι- ο Μερυόν με γεροντική άνοια στο Σαρεντόν, ο Μπωντλαίρ χωρίς λαλιά σε μια ιδιωτική κλινική. Και οι δύο άργησαν να αποκτήσουν φήμη. Σχεδόν μόνον ο Μπωντλαίρ υποστήριζε τον Μερυόν όταν ζούσε*. Λίγα από τα πεζά του μπορούν να αναμετρηθούν με το μικρό κείμενο που έγραψε γι ’ αυτόν. Πραγματευόμενος τον Μερυόν, υπηρετεί τη νεωτερικότητα- υπηρετεί όμως το αρχαίο πρόσωπό της. Διότι και στον Μερυόν αρχαιότητα και νεωτερικότητα διαπερνούν η μια την άλλη- και στον Μερυόν προβάλλει απαραγνώριστα το σχήμα αυτής της αλληλεπικά- λυψης, η αλληγορία. Οι λεζάντες έχουν σημασία στα σχέδιά του. Αν η παραφροσύνη παρεισφρέει στα κείμενά τους, το σκοτάδι τους υπογραμμίζει απλώς το «νόημα». Οι στίχοι που έγραψε ο Μερυόν κάτω από την άποψη του Πον Νεφ στέκουν ως ερμηνεία, παρά τη λεπτο- λογία τους, εξαιρετικά κοντά στο «Squelette laboureur»:
G-git du vieux Pont-Neuf L’exacte ressemblance Tout radoube de neuf Par recente ordonnance.0 savants medecins,Habiles chirurgiens,De nous pourquoi ne faire Comme du pont de pierre.55**
* Στον εικοστό αιώνα ο Μερυόν βρήκε ένα βιογράφο στο πρόσωπο του Gustave Geffroy. Δεν είναι τυχαίο ότι το αριστούργημα αυτού του συγγραφέα είναι μία βιογραφία του Μπλανκί.
* * Ο Μερυόν ξεκίνησε ως αξιωματικός του ναυτικού. Το τελευταίο του χαρακτικό δείχνει το Υπουργείο Ναυτιλίας στην Πλας ντε λα Κονκόρντ. Μέσα από τα σύννεφα ένας εσμός αλόγων, αρμάτων και δελφινιών εφορμούν επάνω στο Υπουργείο. Δεν λείπουν επίσης τα πλοία και τα θαλάσσια φίδια’ μέσα στο πλήθος μπορεί να διακρίνει κανείς και κάποια ανθρωπόμορφα πλάσματα. Ο Geffroy βρίσκει αβίαστα τη «σημασία» χωρίς να σταθεί στη μορφή της αλληγορίας: «Αποχαιρετά την πόλη
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 105
[Ενθάδε κείται του παλιού Πον Νεφ Το τέλειο ομοίωμα Που επισκευάστηκε σαν καινούργιο Με φρέσκο διάταγμα.Ω πάνσοφοι γιατροί Επιδέξιοι χειρουργοί Γιατί δεν κάνετε κι εσείς υπέρ ημών
Ό,τι για τούτο το γεφύρι των πετρών.]
Ο Geffroy αναδεικνύει τον πυρήνα του έργου του Μερυόν, αναδεικνύ- ει επίσης τη συγγένειά του με τον Μπωντλαίρ, προπάντων όμως α- ναδεικνύει την πιστότητα .στην απόδοση της πόλης του Παρισιού, που σύντομα έμελλε να γεμίσει ερειπωμένους χώρους, όταν εντοπίζει τη μοναδικότητα αυτών των χαρακτικών στο γεγονός ότι «έδιναν αμέσως, μολονότι είχαν σχεδιαστεί αντιγράφοντας ζωντανές όψεις των πραγμάτων, μια εντύπωση τελειωμένης ζωής, που είναι ήδη νεκρή ή έτοιμη να πεθάνει»56*. Το κείμενο του Μπωντλαίρ για τον Μερυόν αφήνει να εννοηθεί η σημασία αυτής της παρισινής αρχαιότητας. «Σπάνια έχω δει να αναπαριστάνεται με τόση ποίηση η φυσική επιβλητικότητα μιας απέραντης πόλης. Η μεγαλοπρέπεια της συσσωρευμένης πέτρας, τα καμπαναριά που δείχνουν με το δάχτυλο τον ουρανό, οι οβελίσκοι της βιομηχανίας που ξερνούν τους σχηματισμούς του καπνού τους ενάντια στο στερέωμα**, οι τεράστιες σκαλωσιές των επισκευαζόμενων μνημείων, που επιθέτουν πάνω στο
στην οποία υπέφερε απ ’ αυτή την επίθεση των ονείρων του στο σπίτι, το άκαμπτο σαν φρούριο, όπου καταγράφηκε η σταδιοδρομία του ως νεαρού ανθυποπλοίαρχου, στην αυγή της ζωής του, όταν έκανε πανιά για μακρινά νησιά» (Gustave Geffroy, Charles Meryon. Παρίσι, 1926, σ. 161).
* Η επιθυμία να διαφυλαχθεί «το ίχνος» έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σ’ αυτή την τέχνη. Ο τίτλος του Μερυόν γι ’ αυτή τη σειρά χαρακτικών δείχνει μια σπασμένη πέτρα που φέρει έκτυπα ίχνη παλαιών φυτικών μορφών.
* * Βλ. την όλως επικριτική παρατήρηση του Pierre Hamp: «Ο καλλιτέχνης... θαυμάζει τον κίονα του βαβυλωνιακού ναού και περιφρονεί την καπνοδόχο του εργοστασίου» (Pierre Hamp, «La litterature, image de la society», στο E n cy c lo p ed ic fran- gaise, τ. 16: Arts et litteratures dans la societe contemporaine I. Παρίσι, 1935, fasc. 16. 64-1).
106 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
στέρεο σώμα της αρχιτεκτονικής τη δική τους διάτρητη αρχιτεκτονική με την τόσο παράδοξη ομορφιά, ο ταραγμένος ουρανός φορτωμένος οργή και πάθος, το βάθος των προοπτικών μεγεθυσμένο από τη σκέψη με όλα τα δράματα που περιέχονται εκεί, κανένα από τα σύνθετα στοιχεία που απαρτίζουν τον επώδυνο και ένδοξο διάκοσμο του πολιτισμού δεν είχε ξεχαστεί»57. Ανάμεσα στα σχέδια που την αποτυχία τους μπορεί να θρηνήσει κανείς ως απώλεια θα πρέπει να συγκαταλεχθεί εκείνο του εκδότη Delatre, που ήθελε να δημοσιεύσει τη σειρά των χαρακτικών του Μερυόν με κείμενα του Μπωντλαίρ. Το ότι αυτά τα κείμενα δεν γράφηκαν οφείλεται στο χαράκτη- δεν μπορούσε να φανταστεί αλλιώς τη δουλειά του Μπωντλαίρ παρά ως έναν κατάλογο των σπιτιών και των αλλεπάλληλων δρόμων που ο ίδιος είχε αποτυπώσει. Αν ο Μπωντλαίρ είχε αναλάβει αυτό το έργο, η φράση του Προυστ για το «ρόλο των αρχαίων πόλεων στον Μπωντλαίρ και το άλικο χρώμα που προσδίδουν εδώ κι εκεί στο έργο του»58 θα ήταν πιο εύλογη απ’ όσο φαίνεται σήμερα στην ανάγνωση. Ανάμεσα σ’ αυτές τις πόλεις την πρωτοκαθεδρία είχε γι ’ αυτόν η Ρώμη. Σ ’ ένα άρθρο για τον Leconte de Lisle ομολογεί τη «φυσική προτίμησή» του για τούτη την πόλη. Πιθανότατα οδηγήθη- κε σ’ αυτήν μέσα από τις vedute του Πιρανέζι, όπου τα μη ανακαινισμένα ερείπια φαίνονται ακόμη σαν να είναι ένα με τη νέα πόλη.
Το σονέτο, που συνιστά το τριακοστό ένατο ποίημα των Ανθέων του κακού, αρχίζει ως εξής:
Je te donne ces vers afin que si mon nom Aborde heureusement aux epoques lointaines,Et fait rever un soir les cervelles humaines,Vaisseau favorise par un grand aquilon,
Ta memoire, pareille aux fables incertaines,Fatigue le lecteur ainsi qu’un tympanon.59
[Σου δίνω αυτούς τους στίχους έτσι που αν τ ’ όνομά μου
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 107
φτάσει καλότυχα σε μακρινούς καιρούς,Φέρνοντας όνειρα ένα βράδυ στ ’ ανθρώπινα μυαλά,Λες και ήταν σκάφος ευνοημένο από βόρειο άνεμο,
Η μνήμη σου, σαν τους αβέβαιους θρύλους,Να εξαντλήσει τον αναγνώστη σαν ένα τύμπανο.]
Ο Μπωντλαίρ θέλει να τον διαβάζουν όπως έναν αρχαίο. Η απαίτησή του ικανοποιήθηκε με εκπληκτική ταχύτητα. Διότι το μακρινό μέλλον, οι epoques lointaines για τις οποίες μιλάει το σονέτο, έφτα- σε- τόσες δεκαετίες μετά το θάνατό του όσους ο Μπωντλαίρ θα είχε φανταστεί αιώνες. Βέβαια το Παρίσι υπάρχει ακόμη· και οι μεγάλες τάσεις της κοινωνικής εξέλιξης είναι ακόμη οι ίδιες. Αλλά όσο σταθερότερες έχουν μείνει τόσο πιο ετοιμόρροπο έχει καταστήσει η εμπειρία τους οτιδήποτε είχε σταθεί υπό τη σημαία του «αληθινά νέου». Η νεωτερικότητα έμεινε ελάχιστα ίδια- και η αρχαιότητα που θα έπρεπε να κρύβεται μέσα της δίνει στην πραγματικότητα την εικόνα του πεπαλαιωμένου. «Ξαναβρίσκουμε το Herculanum κάτω από τη στάχτη· όμως οι αλλαγές που φέρνουν λίγα χρόνια στα ήθημιας κοινωνίας μπορούν να το θάψουν καλύτερα απ’ όλη τη σκόνη
___ / 60των ηφαίστειων» .Η αρχαιότητα του Μπωντλαίρ είναι η ρωμαϊκή. Μόνο σ’ ένα
σημείο η ελληνική αρχαιότητα εισέρχεται στον κόσμο του. Η Ελλάδα τού παρέχει την εικόνα της ηρωίδας που του φαινόταν ικανή και άξια να μεταφερθεί στη νεωτερικότητα. Ελληνικά ονόματα —Δελφί- νη και Ιππολύτη— έχουν οι γυναικείες μορφές σ ’ ένα από τα μεγαλύτερα και διασημότερα ποιήματα των Ανθέων του κακού. Είναι αφιερωμένο στον λεσβιακό έρωτα. Η λεσβία είναι η ηρωίδα της νεωτερι- κότητας. Σ ’ αυτήν ένα ερωτικό ιδεώδες του Μπωντλαίρ —η γυναίκα που αποπνέει σκληρότητα και ανδρισμό—διαπερνάται από ένα ιστορικό ιδεώδες — εκείνο του μεγαλείου που διέπει τον αρχαίο κόσμο. Αυτό κάνει μοναδική τη θέση της λεσβίας στα Άνθη του κακού. Ε ξηγεί γιατί ο Μπωντλαίρ σκεφτόταν για καιρό να τους δώσει τον τίτλο Les lesbiennes. Κατά τα άλλα ο Μπωντλαίρ δεν είναι διόλου αυτός που ανακάλυψε τη λεσβία για λογαριασμό της τέχνης. Ο
Ί08 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Μπαλζάκ τη γνώριζε ήδη στο Fille auxyeux d’o r ο Γκωτιέ στη Mademoiselle Maupin, ο ντε Λατούς στη Fragoletta. Ο Μπωντλαίρ τη συνάντησε επίσης στον Ντελακρουά' στην κριτική των πινάκων του μιλάει με κάπως πλάγιο τρόπο για «τη μοντέρνα γυναίκα στην ηρωική της έκφανση από την άποψη του δαιμονικού»61.
Το θέμα έλκει την καταγωγή από το σαινσιμονισμό, ο οποίος στις λατρευτικές του απόπειρες αξιοποίησε συχνά την ιδέα του ανδρογύνου. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται ο ναός που θα αστραποβολούσε μέσα στη Νέα πόλη του Duveyrier. Ένας μύστης της σχολής παρατηρεί σχετικά: «Ο ναός πρέπει να αναπαριστά ένα ανδρόγυνο, έναν άνδρα και μια γυναίκα ... Ο ίδιος διαχωρισμός πρέπει να προβλεφθεί για την πόλη, για το βασίλειο, για τη γη ολόκληρη: θα υπάρχει το ημισφαίριο του άνδρα κι εκείνο της γυναίκας»62. Ως προς το ανθρωπολογικό της περιεχόμενο, η σαινσιμονιστική ουτοπία γίνεται πιο κατανοητή στο ξετύλιγμα των ιδεών της Claire Demar απ’ ό,τι σ ’ αυτή την αρχιτεκτονική που δεν οικοδομήθηκε ποτέ. Μπροστά στις μεγαλόσχημες φαντασιοκοπίες του Enfantin η Κλαιρ Ντε- μάρ ξεχάστηκε. Το μανιφέστο που άφησε πίσω της προσεγγίζει περισσότερο απ’ ό,τι ο μύθος της Μητέρας του Ανφαντέν τον πυρήνα της σαινσιμονιστικής θεωρίας — δηλαδή την υποστασιοποίηση της βιομηχανίας ως δύναμης που κινεί τον κόσμο. Περί της μητέρας πρόκειται και σ ’ αυτό το κείμενο, αλλά με μια έννοια που διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη όσων ξεκίνησαν από τη Γαλλία για να την αναζητήσουν στην Ανατολή. Στην πολυδιάστατη φιλολογία της εποχής που έχει να κάνει με το μέλλον της γυναίκας, το κείμενο αυτό ξεχωρίζει για τη δύναμη και το πάθος του. Δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Ma loi d ’avenir. Στο τελευταίο κεφάλαιο διαβάζουμε: «Τέρμα στη μητρότητα! Τέρμα στο νόμο του αίματος! Λέω τέρμα στη μητρότητα: πράγματι η γυναίκα που θα απελευθερωθεί από το ζυγό ... του άνδρα ο οποίος δεν θα της πληρώνει πια το τίμημα του κορμιού της ... δεν θα χρωστά την ύπαρξή της, την κοινωνική της θέση παρά στην ικανότητά της και τα έργα της. Γ ι ’ αυτό λοιπόν η γυναίκα πρέπει να κάνει ένα έργο, να εκπληρώνει μια λειτουργία- ... από το στήθος της φυσικής μητέρας φροντίστε να μεταφέρετε το νεογέννητο στην αγ
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 109
καλιά της κοινωνικής μητέρας, της διορισμένης τροφού, και το παιδί θα ανατραφεί καλύτερα... Τότε και μόνον τότε ο άνδρας, η γυναίκα, το παιδί θα ελευθερωθούν όλοι από το νόμο του αίματος, το νόμο της εκμετάλλευσης της ανθρωπότητας από την ανθρωπότητα!»63.
Εδώ αποτυπώνεται στην πρωταρχική μορφή της η εικόνα της ηρωικής γυναίκας που υιοθέτησε ο Μπωντλαίρ. Η λεσβιακή μεταγραφή της δεν επιχειρήθηκε πρώτα από τους συγγραφείς, αλλά από τον ίδιο τον σαινσιμονιστικό κύκλο. Όποιες μαρτυρίες υπάρχουν σχετικά σίγουρα δεν είχαν την καλύτερη τύχη στα χέρια των χρονικογράφων της ίδιας της σχολής. Βρίσκει πάντως κανείς την εξής αξιοπρόσεκτη ομολογία μιας γυναίκας που ασπαζόταν τη θεωρία του Σαιν-Σιμόν: « Άρχισα να αγαπώ την πλησίον γυναίκα όσο και τον πλησίον άνδρα ..., άφηνα στον άνδρα τη φυσική του δύναμη και το δικό του είδος νοημοσύνης για να υψώσω δίπλα του σε ίση μοίρα το σωματικό κάλλος της γυναίκας και τις ιδιαίτερες πνευματικές της ικανότητες»64. Ως απόηχος αυτής της αποδοχής ακούγεται μια κριτική σκέψη του Μπωντλαίρ, που δύσκολα μπορούσε να την περιμένει κανείς. Αφορά την πρώτη ηρωίδα του Φλωμπέρ. « Σ ’ ό,τι πιο ενεργητικό και πιο φιλόδοξο έχει, καθώς και σ’ ό,τι πιο ονειροπόλο, η Μαντάμ Μποβαρύ παρέμεινε άνδρας. Όπως η αρματωμένη Παλλάδα Αθηνά, που βγήκε από το κεφάλι του Δία, αυτό το αλλόκοτο άνδρόγυνον φύλαξε όλες τις σαγήνες μιας αρσενικής ψυχής μέσα σ’ ένα θελκτικό γυναικείο κορμί»65. Και πιο πέρα, για τον ίδιο το συγγραφέα: « Όλες οι διανοούμενες γυναίκες θα του χρωστούν ευγνωμοσύνη επειδή ύψωσε το θηλυκό σε μια τόσο μεγάλη δύναμη ... και το έβαλε να μετέχει σ ’ αυτή τη διττή φύση του υπολογισμού και της ονειροπόλησης που συνιστά το τέλειο ον»66. Με μια αιφνιδιαστική κίνηση, όπως το συνήθιζε, ο Μπωντλαίρ εξυψώνει τη μικροαστή σύζυγο που έπλασε ο Φλωμπέρ σε ηρωίδα.
Υπάρχει στην ποίηση του Μπωντλαίρ μια σειρά από σημαντικά και μάλιστα προφανή δεδομένα που έχουν περάσει απαρατήρητα. Σ ’ αυτά συγκαταλέγεται ο αντίθετος προσανατολισμός των δύο λεσβιακών ποιημάτων που εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο στον κύκλο των «Epaves». To «Lesbos» είναι ένας ύμνος στον λεσβιακό έρω
110 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τα- το «Delphine et Hippolyte» αντίθετα είναι μια καταδίκη αυτού του πάθους, όσο κι αν πάλλεται από κάποια συμπόνια.
Que nous veulent les lois du juste et de l’injuste?Vierges au coeur sublime, honneur de l’archipel,Votre religion comme une autre est auguste,Et l’amour se rira de 1’Enfer et du Ciel!K?
[Τι κι αν οι νόμοι γράφουνε για δίκιο ή αδικία;Παρθένες μεγαλόκαρδες τ ’ αρχιπελάου περφάνια, είν ’ η θρησκεία σας σεβαστή σαν κάθε μια θρησκεία, μα ο έρωτας αναγελά και κόλαση κι ουράνια!]
Αυτά λέγονται στο πρώτο ποίημα· στο δεύτερο:
— Descendez, descendez, lamentables victimes,Descendez le chemin de l’enfer eternel!68
[Κυλήστε αξιοθρήνητα θύματα εσείς, κυλήστε!Κυλήστε μέσ’ στη γέεννα του αιωνίου πυρός!]
Αυτή η εντυπωσιακή διχοτομία εξηγείται ως εξής: όπως ο Μπωντλαίρ δεν έβλεπε τη λεσβία γυναίκα ως πρόβλημα —είτε κοινωνικό είτε φυσικής προδιάθεσης—έτσι και ως πεζογράφος, θα έλεγε κανείς, δεν υιοθέτησε καμιά στάση απέναντι της. Στην εικόνα της νεωτερικό- τητας είχε θέση γι ’ αυτήν μέσα στην πραγματικότητα δεν την αναγνώριζε. Γ ι ’ αυτό και γράφει αμέριμνος: «Γνωρίσαμε τη συγγρα- φέα-φιλάνθρωπο,... τη δημοκρατική ιέρεια, την ποιήτρια του μέλλοντος, είτε φουριερική είτε σαινσιμονίστρια*· και τα μάτια μας ... δεν μπόρεσαν ποτέ να συνηθίσουν όλες αυτές τις επιτηδευμένες ασχήμιες ... όλες αυτές τις βέβηλες απομιμήσεις του αρσενικού πνεύματος»69. Θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι ο Μπωντλαίρ θα σκεφτόταν ποτέ να ταχθεί δημοσίως με την ποίησή του υπέρ της λεσβίας γυναίκας. Οι προτάσεις που έκανε στο δικηγόρο του σχετικά με την
* Πρόκειται ίσως για υπαινικτική αναφορά στο Loi d'avenir της Κλαιρ Ντεμάρ.
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 111υπεράσπισή του στη δίκη των Ανθέων του χαχουτο αποδεικνύουν. 0 εξοστρακισμός από την αστική κοινωνία είναι γι ’ αυτόν αδιαχώριστος από την ηρωική φύση τούτου του πάθους. To «descendez, des- cendez, lamentables victimes» είναι η τελευταία λέξη που απευθύνει ο Μπωντλαίρ στη λεσβία.. Την παραδίδει στον αφανισμό της. Δεν υπάρχει σωτηρία γι ’ αυτήν διότι η σύγχυση στον τρόπο που την αντιλαμβάνεται ο Μπωντλαίρ είναι αξεδιάλυτη.
Ο 19ος αιώνιας άρχισε να εκμεταλλεύεται χωρίς περιστροφές τη γυναίκα στην παραγωγική διαδικασία έξω από το νοικοκυριό. Το έκανε ως επί το πλείστον με τρόπο πρωτόγονο- την έβαλε στα εργοστάσια. Έτσι με το πέρασμα του χρόνου αυτή δεν μπορούσε παρά να εμφανίσει ανδρικά γνωρίσματα. Τα απαιτούσε η δουλειά στο εργοστάσιο, προπάντων φυσικά η παραμορφωτική. Ανώτερες μορφές παραγωγής καθώς και ο πολιτικός αγώνας σαν τέτοιος μπορούσαν να υποθάλψουν ανδρικά γνωρίσματα υπό ευγενέστερη μορφή. Ίσως μπορεί να κατανοηθεί μ ’ έναν τέτοιο τρόπο η κίνηση των Vesuvien- nes. Τούτη προσέφερε στην Επανάσταση του Φεβρουάριου ένα σώμα απαρτιζόμενο από γυναίκες. «Λεγόμαστε Vesuviennes», λέει το καταστατικό,«— αυτό σημαίνει πως καθεμιά από τις συμβαλλόμενες έχει στο βάθος της καρδιάς της ένα ολόκληρο ηφαίστειο που βγάζει φωτιά και λαύρα επαναστατική»70. Μέσα από μια τέτοια μεταβολή της γυναικείας συμπεριφοράς ενεργοποιήθηκαν τάσεις ικανές να απασχολήσουν τη φαντασία του Μπωντλαίρ. Δεν θα ήταν παράξενο αν η βαθιά αποστροφή του για την εγκυμοσύνη είχε παίξει ρόλο σ ’ αυτό*. Η ανδροπρεπής στροφή της γυναίκας συμβάδιζε μαζί της. Ο Μπωντλαίρ επιδοκίμαζε λοιπόν το γεγονός. Την ίδια στιγμή όμως τον ενδιέφερε να το αποσπάσει από την οικονομική υποτέλεια. Έ τσι έφτασε να προσδίδει έναν καθαρά σεξουαλικό τόνο σ ’ αυτή την εξελικτική κατεύθυνση. Αυτό που δεν μπορούσε να συγχωρήσει στη Γεωργία Σάνδη ήταν ίσως ότι μέσα από την περιπέτειά της με τον Musset βεβήλωσε τα γνωρίσματα της λεσβίας γυναίκας.
* Ένα απόσιτασμα του 1844 (I, σ. 213) είναι εύγλωττο εδώ. - Το γνωστό σκίτσο του Μπωντλαίρ με θέμα την ερωμένη του δείχνει ένα βάδισμα που μοιάζει έντονα με εκείνο της εγκύου. Αυτό δεν διαψεύδει την αποστροφή του.
112 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Η ατροφία του «πεζολογικού» στοιχείου, που αποτυπώνεται στη στάση του Μπωντλαίρ προς τη λεσβία, τον χαρακτηρίζει και σε άλλα πράγματα. Είναι κάτι που ξένιζε τους προσεκτικούς παρατηρητές. Γ ράφει το 1895 ο Ζυλ Λεμαίτρ: «Είναι ένα σύνολο τεχνασμάτων, ηθελημένων αντιφάσεων. Είναι η διογκωμένη και αυτάρεσκη περιγραφή των πιο αλγεινών λεπτομερειών της φυσικής πραγματικότητας και είναι, την ίδια στιγμή, η αποκαθαρμένη μεταγραφή ιδεών και πεποιθήσεων οι οποίες ξεπερνούν στον μέγιστο βαθμό την άμεση εντύπωση που μας προξενούν τα σώματα... Η γυναίκα θεωρείται μια σκλάβα, ένα ζώο ... κι ωστόσο της απευθύνονται οι ίδιες τιμές, οι ίδιες προσευχές όπως και στην πανάχραντη Παρθένα ... η «Πρόοδος» αναθεματίζεται- ο βιομηχανικός πολιτισμός αυτού του αιώνα αποκηρύσσεται μετά βδελυγμίας ... και, την ίδια στιγμή, προξενεί ευχαρίστηση η ιδιαίτερη εκφραστικότητα που ο πολιτισμός αυτός εισήγαγε στην ανθρώπινη ζωή ... Ναι, πιστεύω πως αυτή ακριβώς είναι η ουσιαστική προσπάθεια του μπωντλαιρισμού: να ενώνει πάντα δύο αντίθετες τάξεις αισθημάτων ... ή, αν θέλετε, το παρελθόν και το παρόν. Είναι το αριστούργημα της θέλησης ..., η τελευταία λέξη της εφευρετικότητας στο πεδίο των αισθημάτων»71. Ανήκε στις προθέσεις του Μπωντλαίρ να παρουσιάζεται αυτή η στάση ως άθλος της θέλησης. Όμως η άλλη όψη της είναι μια έλλειψη πεποίθησης, διαύγειας και σταθερότητας. Σε κάθε του κίνηση ο Μπωντλαίρ βρισκόταν εκτεθειμένος στο σοκ μιας αιφνίδιας αλλαγής. Γ ι ’ αυτό και του φαινόταν τόσο πιο δελεαστικός ένας άλλος τρόπος: να ζει κανείς στα άκρα. Αυτός μορφοποιείται στις μαγικές επωδές που εκπορεύονται από πολλούς ολοκληρωμένους στίχους του- σε ορισμένες απ’ αυτές κατονομάζεται από μόνος του.
Vois sur ces canaux Dormir ces vaisseaux
Dont l’humeur est vagabonde;Cest pour assouvir Ton moindre desir
Qu’ils viennent du bout du monde.72
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 113
[Κοίτα, μες τα κανάλια αυτά, τ ’ αλήτικα καμαρωτά καράβια αγάλι αράξαν-
για να χορτάσεις, να χαρείς κάθε λαχτάρα σου, άπ’ της γης
τα πέρατα εδώ φτάξαν.]
' Ενας λικνιστικός ρυθμός ταιριάζει σ ’ αυτή την ξακουστή στροφή- η κίνησή της καταλαμβάνει τα πλοία που βρίσκονται δεμένα στο κανάλι. Το λίκνισμα μεταξύ των άκρων, που είναι το προνόμιο των πλοίων — αυτό λαχταρούσε ο Μπωντλαίρ. Η εικόνα τους αναδύεται όταν πρόκειται για εκείνο το μύχιο, ακύμαντο και παράδοξο ιδεώδες του: μιας ύπαρξης ασφαλισμένης μέσα στο μεγαλείο που τη φέρει. «Τούτα τα ωραία και μεγάλα πλοία, που ταλαντεύονται ανεπαίσθητα ... πάνω στα ήσυχα νερά, τούτα τα δυνατά πλοία που αποπνέουν απραξία και λαχτάρα, μήπως δεν μας λένε σε μια γλώσσα βουβή: Πότε ξεκινάμε για την ευτυχία;»73 Στα πλοία η αμεριμνησία ενώνεται με τη ροπή προς μια πλήρη ανάπτυξη δυνάμεων. Αυτό τους δίνει μια μυστική σημασία. Υπάρχει και στους ανθρώπους μια ιδιαίτερη συνθήκη στον αστερισμό της οποίας συναντώνται η μεγαλοσύνη και η νω- θρότητα. Αυτός ο αστερισμός όριζε την ύπαρξη του Μπωντλαίρ. Ο τελευταίος τον αποκρυπτογράφησε και τον ονόμασε «νεωτερικότητα». Όταν χάνεται μπροστά στο θέαμα των αγκυροβολημένων πλοίων, το κάνει για να αντλήσει απ’ αυτά μια παραβολή. Ο ήρωας είναι τόσο δυνατός, τόσο επιδέξιος, τόσο αρμονικός, τόσο καλο- φτιαγμένος όσο κι εκείνα τα ιστιοφόρα. Μάταια όμως του γνέφει η ανοιχτή θάλασσα. Διότι ένα δυσοίωνο άστρο δεσπόζει στη ζωή του. Η νεωτερικότητα αποδεικνύεται το πεπρωμένο του. Ο ήρωας δεν έχει προβλεφθεί σ ’ αυτήν- δεν έχει τι να τον κάνει. Τ ον κρατά δεμένο για πάντα σε σίγουρο λιμάνι- τον παραδίδει σε μια αιώνια τεμπελιά. Σ ’ αυτή την τελευταία του ενσάρκωση ο ήρωας εμφανίζεται ως δανδής. Όταν συναντά κανείς μια απ’ αυτές τις παρουσίες, που χάρη στη δύναμη και την αταραξία τους είναι τέλειες σε κάθε τους χειρονομία, λέει από μέσα του, «νά ίσως ένας πλούσιος άνθρωπος, πιο
114 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
σίγουρα όμως πρόκειται για έναν Ηρακλή χωρίς δουλειά»74. Μοιάζει σαν να τον φέρει το μεγαλείο του. Είναι λοιπόν κατανοητό για+ί ο Μπωντλαίρ πίστευε κάποιες ώρες ότι η περιπλάνησή του ήταν πε- ριβεβλημένη με το ίδιο κύρος που είχε η επιστράτευση της ποιητικής του δύναμης.
Στον Μπωντλαίρ ο δανδής παρουσιαζόταν ως απόγονος μεγάλων προγόνων. Ο δανδισμός ήταν γι ’ αυτόν «η τελευταία έκλαμψη ηρωισμού στα χρόνια της παρακμής»75. Του αρέσει που ανακαλύπτει στον Σατωμπριάν μια αναφορά σε Ινδιάνους δανδήδες — σημάδι της αλλοτινής άνθησης εκείνων των φυλών. Στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να παραβλέψει κανείς ότι τα γνωρίσματα που συγκεντρώνει ο δανδής φέρουν μια εντελώς καθορισμένη ιστορική σφραγίδα. Ο δανδής είναι δημιούργημα των Άγγλων που δέσποζαν στο διεθνές εμπόριο. Στα χέρια των Λονδρέζων χρηματιστών βρισκόταν το εμπορικό δίκτυο που κάλυπτε την υδρόγειο* οι θηλιές του ήταν ευαίσθητες στα πιο συχνά, διαφορετικά κι απρόβλεπτα τινάγματα. Ο έμπορος όφειλε να αντιδρά σ’ αυτά, χωρίς όμως να δείχνει τις αντιδράσεις του. Τη σύγκρουση που κατ’ αυτό τον τρόπο γεννιόταν μέσα του ανέλαβαν για λογαριασμό τους οι δανδήδες. Διαμόρφωσαν την επιτήδεια άσκηση που ήταν αναγκαία για το ξεπέρασμά της. Συνδύασαν την αστραπιαία αντίδραση με μια χαλαρή και μάλιστα νωθρή συμπεριφορά και μιμική. Το τικ, που για ένα διάστημα θεωρήθηκε εκδήλωση ευγενείας, είναι κατά κάποιο τρόπο η αδέξια, υποδεέστερη έκφανση του προβλήματος. Πολύ χαρακτηριστικά ως προς αυτό είναι τα παρακάτω λόγια: «Η όψη ενός κομψού άνδρα πρέπει, κατ ’ εμένα, να έχει πάντα κάτι το σφιγμένο και το σπασμώδες. Αυτές οι εύκολες διεγέρσεις μπορούν να αποδοθούν ... σ ’ έναν φυσικό σατανισμό»76. Έτσι αποτυπωνόταν το παρουσιαστικό του Λονδρέ- ζου δανδή στο νου ενός Παριζιάνου βουλεβαρδιέρου. Έτσι καθρεφτιζόταν ως φυσιογνωμία στον Μπωντλαίρ. Η αγάπη του για το δανδισμό δεν ευτύχησε. Δεν είχε το χάρισμα να αρέσει, που είναι ένα στοιχείο τόσο σημαντικό στην τέχνη του δανδή να μην αρέσει. Ό,τι εκ φύσε ως δεν μπορούσε παρά να ξενίζει επάνω του ανεδεικνύετο σε μανιέρα, οπότε αυτός, που με την αυξανόμενη απομόνωσή του γινό
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 115
ταν ακόμη πιο απρόσιτος, περιέπιπτε στην πιο βαθιά εγκατάλειψη. Ο Μπωντλαίρ δεν έβρισκε ευχαρίστηση στην εποχή του όπως ο Gautier, ούτε μπόρεσε να καλλιεργήσει αυταπάτες γι ’ αυτήν όπως ο Leconte de Lisle. Δεν διέθετε τον ανθρωπιστικό ιδεαλισμό ενός Λα- μαρτίνου ή ενός Ουγκό, και δεν του έλαχε, όπως στον Βερλαίν, να βρει καταφύγιο στην ευσέβεια. Καθώς δεν είχε καμιά δική του πεποίθηση, έπαιρνε ο ίδιος πάντα νέες μορφές. Πλάνης, απάχης, δανδής, ρακοσυλλέκτης ήταν γι ’ αυτόν ισάριθμοι ρόλοι. Διότι ο μοντέρνος ήρωας δεν είναι ήρωας — είναι ηθοποιός που παριστάνει τον ήρωα. Η ηρωική νεωτερικότητα αποδεικνυεται μια τραγωδία στην οποία ο ρόλος του ήρωα είναι διαθέσιμος. Αυτό υπαινίχθηκε, καλυμμένο υπό τύπον remarque, ο ίδιος ο Μπωντλαίρ στο περιθώριο του ποιήματος του «Les sept vieillards».
Un matin, cependant que dans la triste rue Les maisons, dont la brume allongeait la hauteur,Simulaient les deux quais d’une riviere accrue- Et que, decor semblable a l’ame de l’acteur,
Un brouillard sale et jaune inondait tout l’espace,Je suivais, roidissant mes nerfs comme un heros Et discutant avec mon ame deja lasse,Le faubourg secoue par les lourds tombereaux.77
[ Ένα πρωί, καθώς σε δρόμο θλιβερόΤα σπίτια, που απ’ την καταχνιά εμάκραιναν στο ύψος,Κι έμοιαζαν δυο αποβάθρες φουσκωμένου ποταμού,Κι ενώ, σαν σκηνικό απ’ την ψυχή του ηθοποιού,
Κίτρινη ομίχλη, ρυπαρή, πλημμύριζε το χώρο,Εδιάβαινα, τεντώνοντας σαν ήρωας τα νεύρα Κι αντιδικώντας με την ήδη κουρασμένη μου ψυχή,
Ένα προάστιο που έσειαν περνώντας βαριά κάρα.]
Σκηνικό, ηθοποιός και ήρωας συναντώνται σ’ αυτές τις στροφές με τρόπο που δεν επιδέχεται παρεξήγηση. Οι σύγχρονοι του ποιητή δεν είχαν ανάγκη την υπόδειξη. 0 Κουρμπέ παραπονιέται όταν τον ζω
116 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
γραφίζει ότι ο Μπωντλαίρ φαίνεται κάθε μέρα διαφορετικός. Και ο Champfleury του αποδίδει το χάρισμα να παραμορφώνει την έκφραση του προσώπου του σαν δραπέτης από το κάτεργο78. Ο Valles, στην κακεντρεχή νεκρολογία του που μαρτυρεί αρκετά μεγάλη οξύνοια, αποκάλεσε τον Μπωντλαίρ καμποτίνο79.
Πίσω από τις μάσκες τις οποίες χρησιμοποιούσε, ο ποιητής που έκρυβε μέσα του ο Μπωντλαίρ διατηρούσε το ινκόγκνιτο. Όσο προκλητικός μπορούσε να εμφανιστεί στις συναναστροφές του τόσο προσεκτικός ήταν στο έργο του. Το ινκόγκνιτο ήταν ο νόμος της ποίησής του. Η στιχουργική του είναι συγκρίσιμη με το χάρτη μιας μεγάλης πόλης στην οποία μπορεί κανείς να κινείται απαρατήρητος, καλυμμένος από συγκροτήματα κατοικιών, πύλες ή αυλές. Σ ’ αυτόν το χάρτη οι λέξεις, όπως οι συνωμότες πριν από το ξέσπασμα μιας εξέγερσης, έχουν θέσεις επακριβώς προσδιορισμένες. Ο Μπωντλαίρ συνωμοτεί με την ίδια τη γλώσσα. Υπολογίζει τα αποτελέσματά της βήμα προς βήμα. Ότι απέφευγε πάντα να αποκαλυφθεί μπροστά στον αναγνώστη είναι κάτι που υπέπεσε στην αντίληψη των πιο ικανών παρατηρητών. Ο Ζιντ σημειώνει μια ασυμφωνία μεταξύ εικόνας και πράγματος, που είναι καλά υπολογισμένη80. Ο Ριβιέρ τόνισεπώς ο Μπωντλαίρ ξεκινά από την απόμακρη λέξη, πώς τη μαθαίνει
/ t / / / ___ t 81να ακροπατεί ενόσω τη φερνει με προσοχή πιο κοντά στο πραγμα .Ο Λεμαίτρ μιλά για μορφές πλασμένες έτσι ώστε να αναχαιτίζουν το ξέσπασμα του πάθους και ο Λαφόργκ τονίζει την μπωντλαιρική παρομοίωση που τρόπον τινά διαψεύδει το λυρικό πρόσωπο και παρεισφρέει στο κείμενο σαν ταραξίας. «La nuit s’epaississait ainsi qu’ une cloison» [«Η νύχτα πύκνωνε σαν χώρισμα»] — «κι άλλα παραδείγματα αφθονούν»83, προσθέτει ο Λαφόργκ*.
* Σταχυολογούμε από αυτό το πλήθος τα ακόλουθα:
Nous volons au passage un plaisir clandestin Que nous pressons bien fort comme une vieille orange.
(I, σ. 17, «Au lecteur»).
[Σφίγγουμε μιαν απόλαυση σα σάπιο πορτοκάλλι, Που κλέψαμε διαβαίνοντας, μιαν ηδονή λαθραία.
(Τ. Μπάρλας, ΝΕ, σ. 78)]
τ ο ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 117
Ο διαχωρισμός των λέξεων σ ’ εκείνες που φαίνονταν κατάλληλες για υψηλή χρήση και σ ’ εκείνες που έπρεπε να αποκλειστούν απ’ αυτήν επιδρούσε στο σύνολο της ποιητικής παραγωγής και ί- σχυε ανέκαθεν για την τραγωδία όσο και για τη λυρική ποίηση. Τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα η σύμβαση αυτή επικρατούσε αδιαφιλονίκητα. Στο ανέβασμα του Σιντ από τον Lebrun η λέξη chambre προκάλεσε ένα μουρμουρητό αποδοκιμασίας. Ο Οθέλλοζ, σε μετάφραση του Alfred de Vigny, υπήρξε μια αποτυχία εξαιτίας της λέξης mouchoir, που η αναφορά της στην τραγωδία φαινόταν ανυπόφορη. Ο Βικτόρ Ουγκό είχε αρχίσει να ισοπεδώνει στην ποίηση τη διαφορά ανάμεσα στις λέξεις της καθομιλουμένης και σ’ εκείνες μιας λόγιας γλώσσας. Ο Σαιντ-Μπεβ είχε κινηθεί σε παρόμοια κατεύθυνση. Όπως εξηγεί στο Joseph Delorme: «Προσπάθησα ... να είμαι πρωτότυπος με τον τρόπο μου, απλά και ταπεινά, λέγοντας τα πράγματα της ιδιωτικής ζωής με τ ’ όνομά τους, αλλά προτιμώντας την καλύβα από το μπουντουάρ»84. Ο Μπωντλαίρ ξεπέρασε τόσο τον γλωσσικό ιακωβινισμό του Βικτόρ Ουγκό όσο και τις βουκολικές
Ta gorge triomphante est une belle armoire.(I, σ. 65, «Le beau navire»)
[Τα θριαμβικά σου στήθια, ωραίο είν ’ ερμάρι.(Γ. Σημηριώτης, σ. 90)]
Comme un sanglot coupe par un sang ecumeux Le chant du coq au loin d£chirait Pair brumeux.
(I, σ. 118, «Crepuscule du matin»)
[Σαν αναφιλητό που κόβεται από αφρισμένο αίμα Το τραγούδι του κόκορα έσχιζε τον ομιχλώδη αέρα.]
La tete, avec I’auias de sa criniere sombre Et de ses bijoux precieux,
Sur la table de nuit, comme une renoneule,Repose. (I, σ. 126, «Une Martyre»)
[Η κεφαλή, με το σωρό της ζοφερής της χαίτης Και των πολύτιμων της στολιδιών,
Σαν νεραγκούλα, στο κομοδίνο επάνω Αναπαύεται.]
118 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ελευθερίες του Σαιντ-Μπεβ. Οι εικόνες του είναι πρωτότυπες χάρη στην ευτέλεια των συγκρινόμενων αντικειμένων. Προσπαθεί να δει το κοινότοπο συμβάν για να φέρει κοντά του το ποιητικό. Μιλά για τις «vagues terreurs de ces affreuses nuits / Qui compriment le coeur comrae un papier qu’on froisse»85 [«τον τρόμο που ’ ρχεται άγνωστος, λες, την καρδιά να σφίξει / να την τσακίσει σα χαρτί στο σκότος με μανία»] Αυτή η γλωσσική χειρονομία, χαρακτηριστική του καλλιτέχνη που έκρυβε μέσα του ο Μπωντλαίρ, αποκτά αληθινή σημασία για πρώτη φορά στον αλληγορικό. Δίνει στην αλληγορία του το πλανερό στοιχείο που τη διακρίνει από τις συνηθισμένες. Μ1 αυτές ο Lemercier είχε γεμίσει τελευταία τον Παρνασσό της Αυτοκρατορίας· το κατώτατο σημείο της κλασικιστικής ποίησης είχε επιτευχθεί. Ο Μπωντλαίρ δεν νοιαζόταν γι ’ αυτό το πράγμα. Συλλαμβάνει πλήθος αλληγοριών:, μέσω του γλωσσικού περιβάλλοντος στο οποίο τις μεταθέτει αλλάζει ριζικά το χαρακτήρα τους. Τα Άνθη του κχχοό είναι το πρώτο βιβλίο που αξιοποίησε για λογαριασμό της λυρικής ποίησης λέξεις που προέρχονταν όχι μόνο από τον πεζό λόγο αλλά και από τον κόσμο της πόλης. Ταυτόχρονα δεν αποφεύγουν σε καμιά περίπτωση τύπους που, ελεύθεροι από την ποιητική πατίνα, χτυπούν στο μάτι με την αστραφτερή τους κόψη. Γνωρίζουν το quinquet, το wagon ή το omnibus* δεν τρομάζουν μπροστά στο bilan, το r6verbere, τη voirie. Έτσι δημιουργείται το λυρικό λεξιλόγιο όπου ξαφνικά και δίχως καμιά προετοιμασία κάνει την εμφάνισή της μια αλληγορία. Αν κάπου μπορεί να συλληφθεί το γλωσσικό πνεύμα του Μπωντλαίρ, είναι σ ’ αυτή την αιφνίδια σύμπτωση. Ο Κλωντέλ της έδωσε μια οριστική διατύπωση. Ο Μπωντλαίρ, είχε πει κάποτε, συνένωσε τον τρόπο γραφής του Ρακίνα μ ’ εκείνον ενός δημοσιογράφου της Δεύτερης Αυτοκρατορίας®. Καμία λέξη του λεξιλογίου δεν είναι εξαρχής προορισμένη να γίνει αλληγορία. Αναλαμβάνει αυτό το βάρος κατά περίπτωση· ανάλογα με το πράγμα που ενδιαφέρει, με το θέμα που είναι η σειρά του να κατοπτευθεί, να πολιορκηθεί και να κυριευθεί. Για το αιφνιδιαστικό χτύπημα, που στον Μπωντλαίρ λέγεται ποίηση, τούτος προσφεύγει σε αλληγορίες της εμπιστοσύνης του. Είναι οι μόνες που είναι μέσα στο κόλπο. La
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 119
Mort, le Souvenir, le Repentir, le Mai — όπου κάνουν την εμφάνισή τους, εκεί είναι τα κέντρα της ποιητικής στρατηγικής. Η κεραυνοβό- λα ανάδυση αυτών των βαρών, τα οποία, αναγνωρίσιμα από το κεφαλαίο γράμμα τους, στέκουν καταμεσής ενός κειμένου που δεν αποποιείται την πιο τετριμμένη λέξη, δείχνει ότι ο Μπωντλαίρ έχει βάλει το χέρι του στο παιχνίδι. Η τεχνική του είναι εκείνη του πραξικοπήματος.
Λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Μπωντλαίρ ο Μπλανκί έστεψε τη σταδιοδρομία του ως συνωμότη με μια αριστοτεχνική κίνηση που αξίζει να μνημονευθεί. Ήταν μετά τη δολοφονία του Victor Noir. Ο Μπλανκί ήθελε να αποκτήσει μια εικόνα των δυνάμεών του. Πρόσωπο με πρόσωπο γνώριζε ουσιαστικά μόνο τους επιτελείς του. Αν εκείνον τον γνώριζαν όλα τα μέλη της ομάδας του, δεν είναι σαφές. Συνεννοήθηκε με τον Granger, τον υπασπιστή του, που έκανε τις ετοιμασίες για μια επιθεώρηση των μπλανκιστών. Ο Geffroy την πε- ρ(.έγραψε ως εξής: «Ο Μπλανκί... ξεκίνησε οπλισμένος από το σπίτι, αποχαιρέτησε τις αδελφές του και πήρε τη θέση του στα Ηλύσια Πεδία. Ο Γκρανζέ του είχε ανακοινώσει ότι θα έβαζε να παρελάσει μπροστά του το στράτευμα του οποίου ήταν ο μυστηριώδης στρατηγός. Γνώριζε τους αρχηγούς, θα τους έβλεπε να παρουσιάζονται και πίσω από τον καθένα τους να περνούν οι άνδρες σε κανονικό σχηματισμό, με βάδην, σαν στρατιωτικά συντάγματα. Όλα έγιναν όπως είχε ειπωθεί. Ο Μπλανκί έκανε την επιθεώρησή του χωρίς κανένας να μπορέσει να υποπτευθεί το παράξενο θέαμα. Στηριγμένος σ’ ένα δέντρο, όρθιος μέσα στο πλήθος, ανάμεσα σ’ εκείνους που κοιτούσαν όπως κι αυτός, ο ατενής γέρος είδε να ξεπροβάλλουν οι φίλοι του, τακτικοί μες στην ορμή του πλήθους, σιωπηλοί μέσα στο μουρμουρητό που διογκωνόταν κάθε στιγμή σε οχλοβοή»86. — Η δύναμη που επέτρεψε κάτι τέτοιο διαφυλάχθηκε στο λόγο με την ποίηση του Μπωντλαίρ.
Ο Μπωντλαίρ θέλησε, με την πρώτη ευκαιρία, να ξαναβρεί την εικόνα του μοντέρνου ήρωα στο συνωμότη. «Τέρμα οι τραγωδίες, τέρμα η ρωμαϊκή ιστορία!» έγραφε τις μέρες του Φεβρουάριου στο Saint public. «Μήπως δεν είμαστε σήμερα σπουδαιότεροι από τον
120 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Βρούτο;»87 Σπουδαιότεροι από τον Βρούτο σήμαινε βέβαια λιγότερο σπουδαίοι. Διότι όταν ο Ναπολέων Γ ' ήρθε στην εξουσία, ο Μπωντλαίρ δεν αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον Καίσαρα. Σ ’ αυτό ο Μπλανκί υπερείχε απέναντι του. Πιο βαθιά όμως από τη διαφορά τους φτάνει εκείνο που είχαν κοινό, φτάνει το πείσμα και η ανυπομονησία, φτάνει η δύναμη της εξανάστασης κι εκείνη του μίσους — φτάνει επίσης η αδυναμία που ήταν κομμάτι και των δύο. Σ ’ έναν διάσημο στίχο ο Μπωντλαίρ αποχαιρετά με ελαφριά καρδιά έναν κόσμο όπου «η πράξη δεν είναι αδελφή του ονείρου»88. Το δικό του όνειρο δεν ήταν τόσο εγκαταλειμμένο όσο το νόμιζε. Η πράξη του Μπλανκί υπήρξε η αδελφή του ονείρου του Μπωντλαίρ. Και τα δύο είναι πλεγμένα το ένα μες στο άλλο. Είναι τα χέρια που βρίσκονται πλεγμένα μεταξύ τους πάνω σε μια ταφόπετρα, κάτω από την οποία ο Ναπολέων Γ ' είχε θάψει τις ελπίδες των αγωνιστών του Ιουνίου.
[2]Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ
Στοά Choiseul, Παρίσι.
Ο Μπωντλαίρ λογάριασε πως θα έχει αναγνώστες για τους οποίους η ανάγνωση της λυρικής ποίησης παρουσιάζει δυσκολίες. Σ ’ αυτούς τους αναγνώστες απευθύνεται το εισαγωγικό ποίημα των Ανθέων του χοϊκού. Η δύναμη της θέλησης και μαζί βέβαια η ικανότητα συγκέντρωσης που διαθέτουν δεν είναι σπουδαίες. Προτιμούν τις απολαύσεις των αισθήσεων- είναι εξοικειωμένοι με το spleen που εξαλείφει το ενδιαφέρον και τη δεκτικότητα. Είναι παράξενο να συναντά κανείς έναν λυρικό ποιητή που επαφίεται σ’ αυτό, το πιο αχάριστο κοινό. Υπάρχει ασφαλώς μια εύκολη εξήγηση. Ο Μπωντλαίρ ήθελε να τον καταλαβαίνουν: αφιερώνει το βιβλίο του σ ’ αυτούς που του μοιάζουν. Το ποίημα προς τον αναγνώστη κλείνει με την αποστροφή:
Hypocrite lecteur, — mon semblable, mon frere!1
[Αναγνώστη υποκριτή, — όμοιέ μου, αδελφέ μου!]
Το πράγμα αποδεικνύεται πιο γόνιμο, αν αναδιατυπωθεί ως εξής: ο Μπωντλαίρ έγραψε ένα βιβλίο που είχε εξαρχής μικρή πιθανότητα να βρει άμεση ανταπόκριση στο κοινό. Λογάριαζε πως θα έχει έναν τύπο αναγνώστη σαν αυτόν που περιγράφει το εισαγωγικό ποίημα.
I
124 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Κι όπως αποδείχθηκε, ήταν ένας διορατικός υπολογισμός. Ο αναγνώστης προς τον οποίο προσανατολιζόταν ήρθε κοντά του στα χρόνια που ακολούθησαν. Ό τι έτσι έχουν τα πράγματα, ότι με άλλα λόγια οι προϋποθέσεις για την υποδοχή λυρικών ποιημάτων έγιναν δυσμενέστερες, το πιστοποιούν μεταξύ άλλων τρεις παράγοντες. Πρώτον, ο λυρικός έπαψε να θεωρείται ο κατεξοχήν ποιητής. Δεν είναι πια «ο τροβαδούρος», όπως ήταν ακόμη ο Λαμαρτίνος· έχει περιέλθει σ ’ ένα λογοτεχνικό είδος. (Με τον Βερλαίν γίνεται απτή αυτή η εξειδίκευση· ο Ρεμπώ ήταν ήδη ένας εσωτεριστής που κρατούσε ex officio το κοινό μακριά από το έργο του.) Δεύτερο γεγονός: μετά τον Μπωντλαίρ η λυρική ποίηση δεν γνώρισε άλλη μαζική επιτυχία. (Τα λυρικά ποιήματα του Ουγκό βρήκαν ακόμη μεγάλη απή- χηση μόλις κυκλοφόρησαν. Στη F ερμανία το Buch der Lieder1 είναι το οριακό σημείο.) Μια τρίτη συνθήκη είναι συνυφασμένη με τις προηγούμενες: το κοινό έγινε πιο άκαμπτο ακόμη και απέναντι στη λυρική ποίηση που είχε κληρονομήσει από παλιότερα. Το διάστημα για το οποίο γίνεται λόγος εδώ χρονολογείται περίπου από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Την ίδια εποχή η φήμη των Ανθέων του κακού εξαπλώθηκε χωρίς ανάπαυλα. Το βιβλίο που είχε υπολογίσει στους πιο δυσμενώς διακείμενους αναγνώστες και που στην αρχή δεν είχε βρει και πολλούς ευμενώς διακείμενους έγινε κλασικό με το πέρασμα των δεκαετιών- έγινε επίσης ένα από εκείνα με τις περισσότερες ανατυπώσεις.
Αν οι προϋποθέσεις για την υποδοχή λυρικών ποιημάτων έγιναν δυσμενέστερες, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι η λυρική ποίηση μόνο κατ ’ εξαίρεση πλέον διατηρεί επαφή με την εμπειρία των αναγνωστών. Τούτο μπορεί να συμβαίνει επειδή η εμπειρία τους μεταβλήθηκε στην ίδια τη δομή της. Ίσως συμφωνήσει κανείς με αυτή την εκτίμηση, αλλά τότε θα δυσκολευτεί ακόμη περισσότερο να χαρακτηρίσει ό,τι ενδεχομένως έχει αλλάξει. Σ ’ αυτή την περίπτωση απευθύνεται κανείς στη φιλοσοφία. Εδώ βρίσκεται μπροστά σε μια ιδιόμορφη κατάσταση. Από το τέλος του προηγούμενου αιώνα η φιλοσοφία έκανε μια σειρά προσπάθειες να συλλάβει την «αληθινή» εμπειρία σε αντίθεση προς εκείνη που κατακαθίζει μέσα στη ζωή των
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 125
πολιτισμένων μαζών, τη ρυθμισμένη βάσει κανόνων και αποκομμένη από τη φύση. Οι απόπειρες αυτές ταξινομούνται συνήθως κάτω από την έννοια της φιλοσοφίας της ζωής. Εννοείται ότι δεν ε- λάμβαναν ως αφετηρία τους την ύπαρξη του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία. Επικαλούνταν την ποίηση ή ακόμη καλύτερα τη φύση και τέλος κατεξοχήν τη μυθική εποχή· Το έργο του Ντιλτάυ Das Erleb- nis und die Dichtung είναι ένα από τα πρώτα στη σειρά η οποία τελειώνει με τον Κλάγκες και τον Γιουνγκ—ο τελευταίος συντάχθηκε με το φασισμό. Απ’ αυτή τη φιλολογία ξεπροβάλλει ως εντελώς εξέ- χον μνημείο το πρώιμο έργο του Μπερξόν Matiere et memoire. Τούτο, περισσότερο από τα άλλα, διατηρεί δεσμούς με την αυστηρή έρευνα. Είναι στραμμένο προς τη βιολογία. Ο τίτλος του αναγγέλλει ότι θεωρεί τη δομή της μνήμης αποφασιστική για τη φιλοσοφική δομή της εμπειρίας. Πράγματι η εμπειρία είναι υπόθεση της παράδοσης στη συλλογική όπως και στην ιδιωτική ζωή. Σχηματίζεται όχι τόσο από επιμέρους δεδομένα, αυστηρά εντοπισμένα στην ανάμνηση, όσο από συσσωρευόμενα, συχνά μη συνειδητά στοιχεία που συρρέουν στη μνήμη. Πρόθεση του Μπερξόν δεν είναι βέβαια κατά κανένα τρόπο να διασαφηνίσει ιστορικά τη μνήμη. Μάλλον απορρίπτει κάθε ιστορικό προσδιορισμό της εμπειρίας. Αποφεύγει έτσι κατά πρώτο και κύριο λόγο να προσεγγίσει εκείνη την εμπειρία από την οποία προέκυψε ή, πολύ περισσότερο, ενάντια στην οποία εξαπέλυσε τη δική του φιλοσοφία. Είναι η αφιλόξενη, εκτυφλωτική εμπειρία της εποχής της μεγάλης βιομηχανίας. Στα μάτια που κλείνουν μπροστά σ’ αυτήν παρουσιάζεται μια εμπειρία συμπληρωματικού τύπου ως ένα τρόπον τινά αυθόρμητο απείκασμά της. Η φιλοσοφία του Μπερξόν είναι μια απόπειρα να αναλυθεί και να διατηρηθεί άωτό το απείκασμα. Έτσι παρέχει εμμέσως μια ένδειξη για την εμπειρία που παρουσιάζεται απροσποίητη στα μάτια του Μπωντλαίρ με τη μορφή του αναγνώστη του.
II
To Matiere et memoire ορίζει την ουσία της εμπειρίας μέσα στην
126 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
duree με τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης αναγκάζεται να πει με το νου του: μόνο ο ποιητής μπορεί να είναι το κατάλληλο υποκείμενο μιας τέτοιος εμπειρίας. Ένας ποιητής ήταν πράγματι αυτός που δοκίμασε τη θεωρία της εμπειρίας του Μπερξόν. Μπορεί κανείς να θεωρήσει το έργο του Προυστ Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ως απόπειρα να συγκροτηθεί με συνθετικό τρόπο, στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, η εμπειρία όπως τη στοχάζεται ο Μπερξόν. Διότι στην επίτευξή της με φυσικό τρόπο θα πρέπει να υπολογίζει κανείς όλο και λιγότερο. Ο Προυστ δεν αποφεύγει άλλωστε να συζητήσει αυτό το πρόβλημα στο έργο του. Φέρνει μάλιστα στο παιχνίδι ένα νέο δυναμικό στοιχείο, το οποίο εμπεριέχει μια εμμενή κριτική στον Μπερξόν. Αυτός δεν παραλείπει να υπογραμμίσει τον ανταγωνισμό που επικρατεί ανάμεσα στη vita activa και την ιδιαίτερη εκείνη vita contemplativa, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από τη μνήμη. Όμως η στροφή προς την εποπτεύουσα εκείνη στάση που ανακαλεί στη μνήμη το ρεύμα της ζωής φαίνεται να είναι στον Μπερξόν μια υπόθεση ελεύθερης επιλογής. Ο Προυστ δηλώνει εξαρχής μέσω της ορολογίας την απόκλιση της γνώμης του. Η καθαρή μνήμη —η memoire pure—της μπερξονικής θεωρίας γίνεται σ’ αυτόν memoire involon- taire, μια μνήμη που λειτουργεί ακούσια. Αμέσως ο Προυστ αντι- παραθέτει αυτή την ακούσια μνήμη στην εκούσια που τελεί υπό τον έλεγχο της νόησης. Εναπόκειται στις πρώτες σελίδες του μεγάλου του έργου να φέρουν στο φως τούτη τη σχέση. Στην αφήγηση που εισάγει τον όρο ο Προυστ παρατηρεί πόσο φτωχή ήταν για πολλά χρόνια η ανάμνησή του από την πόλη του Κομπραί, στην οποία είχε περάσει ένα κομμάτι της παιδικής του ηλικίας. Ώσπου η γεύση της μαντλέν (ενός βουτήματος), στην οποία θα επανέλθει συχνά στη συνέχεια, να τον επαναφέρει ένα απόγευμα στους παλιούς καιρούς, ο Προυστ ήταν περιορισμένος σε όσα κρατούσε σε ετοιμότητα για λογαριασμό του μια μνήμη που υπάκουε στο κάλεσμα της προσοχής. Εκείνα συνιστούσαν τη memoire volontaire, την εκούσια ανάμνηση, και ως προς αυτήν ισχύει ότι οι πληροφορίες που δίνει για το παρελθόν δεν συγκρατούν τίποτε απ’ αυτό. « Έτσι συμβαίνει και με το παρελθόν μας. Χαμένος κόπος να γυρεύουμε να το ανακαλέσουμε,
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 127
όλες οι προσπάθειες της νόησής μας είναι άσκοπες»2. Γ ι ’ αυτό ο Προυστ δεν διστάζει να διακηρύξει συνοπτικά ότι το παρελθόν βρίσκεται «έξω από την περιοχή της, δεν το φτάνει, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο ... που δεν υποπτευόμαστε. Το αντικείμενο αυτό, από την τύχη εξαρτάται αν θα το συναντήσουμε πριν πεθάνουμε ή αν δε θα το συναντήσουμε»3.
Κατά τον Προυστ εναπόκειται στην τύχη αν το άτομο θα αποκτήσει μια εικόνα του εαυτού του, αν θα μπορέσει να γίνει κύριος της εμπειρίας του. Σ ’ αυτό το ζήτημα η εξάρτηση από την τύχη δεν είναι με κανένα τρόπο κάτι το αυτονόητο. Οι εσωτερικές υποθέσεις του ανθρώπου δεν έχουν από τη φύση τους αυτό τον αδιέξοδο ιδιωτικό χαρακτήρα. Τον αποκτούν μόνον από τη στιγμή που οι εξωτερικές έχουν μειωμένες πιθανότητες να αφομοιωθούν στην εμπειρία του. Η εφημερίδα συνιστά μία από τις πολλές ενδείξεις μιας τέτοιος μείωσης. Αν ο τύπος είχε την πρόθεση να κάνει τον αναγνώστη να οικειοποιηθεί ως μέρος της δικής του εμπειρίας τις πληροφορίες που του παρέχει, τότε δεν θα πετύχαινε το σκοπό του. Όμως πρόθεσή του είναι το αντίστροφο και αυτό πετυχαίνει. Είναι η απομόνωση των συμβάντων από την περιοχή στην οποία, αν περιέρχονταν, θα μπορούσαν να αφορούν την εμπειρία του αναγνώστη. Οι θεμελιώδεις αρχές της δημοσιογραφικής πληροφόρησης (επικαιρότητα, συντομία, κατανοησιμότητα και προπάντων ασυναρτησία των μεμονωμένων ειδήσεων μεταξύ τους) συμβάλλουν σ’ αυτό το αποτέλεσμα ακριβώς όπως το στήσιμο της σελίδας και όπως η γλωσσική συμπεριφορά. (Ο Καρλ Κράους δεν κουράστηκε να δείχνει πόσο το γλωσσικό ήθος των εφημερίδων παραλύει την παραστατική δύναμη των αναγνωστών τους.) Η απομόνωση της πληροφορίας από την εμπειρία οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι η πρώτη δεν εισέρχεται στην «παράδοση». Οι εφημερίδες κυκλοφορούν σε μεγάλα τιράζ. Κανένας αναγνώστης δεν έχει τόσο εύκολα στη διάθεσή του κάτι που ο άλλος θα τον έβαζε «να του το διηγηθεί». — Από ιστορική άποψη υπάρχει ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στις διάφορες μορφές της επικοινωνίας. Στην αντικατάσταση της παλαιότερης εξιστόρησης από την πληροφορία και της πληροφορίας από την εντυπωσιακή είδηση καθρεφτί
128 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ζεται ο αυξανόμενος μαρασμός της εμπειρίας. Από τη μεριά τους όλες αυτές οι μορφές ξεχωρίζουν από τη διήγηση, που είναι μία από τις παλαιότερες μορφές της επικοινωνίας. Σκοπός της δεν είναι να μεταδώσει το καθαρό γεγονός αυτό καθ’ εαυτό (όπως επιδιώκει η πληροφορία)· το εμφυτεύει στη ζωή εκείνου που μιλάει ώστε να πε- ράσει ως εμπειρία στους ακροατές. Έτσι αποτυπώνεται πάνω της το ίχνος του αφηγούμενου όπως το ίχνος από το χέρι του αγγειοπλάστη πάνω στο πήλινο σκεύος.
Το οκτάτομο έργο του Προυστ δίνει μια ιδέα της προετοιμασίας που χρειάστηκε για να αποκατασταθεί στο παρόν η μορφή του αφηγητή. Ο Προυστ το ανέλαβε με μεγαλειώδη συνέπεια. Από την αρχή προσέκρουσε σε μια βασική επιταγή: να αφηγηθεί τη δική του παιδική ηλικία. Στάθμισε όλη τη δυσκολία του προβλήματος όταν παρουσίασε την επίλυσή του ως υπόθεση της τύχης. Σε συνάρτηση με αυτές τις σκέψεις σχημάτισε την έννοια της memoire involontaire. Τούτη φέρει τα ίχνη της κατάστασης μέσα από την οποία διαμορφώθηκε. Ανήκει στα αποθέματα του πολλαπλά απομονωμένου ιδιώτη. Όπου επικρατεί η εμπειρία υπό την αυστηρή έννοια της λέξης, ορισμένα περιεχόμενα του ατομικού παρελθόντος συμπλέκονται στη μνήμη με ανάλογα τέτοια του συλλογικού. Οι λατρείες με το τελετουργικό τους και με τις γιορτές τους, οι οποίες πουθενά βέβαια δεν φαίνεται να μνημονεύονται από τον Προυστ, ανανέωναν διαρκώς τη συγχώνευση ανάμεσα σ ’ αυτά τα δύο υλικά της μνήμης. Προκαλού- σαν την ενθύμηση σε ορισμένες στιγμές και συνέχιζαν να δίνουν λαβή σ’ αυτήν εφ’ όρου ζωής. Η εκούσια και η ακούσια ενθύμηση χάνουν έτσι την αμοιβαία αποκλειστικότητά τους.
III
Αναζητώντας έναν περιεκτικότερο προσδιορισμό αυτού που εμφανίζεται στη memoire de l’intelligence του Προυστ ως απόρριμμα της μπερξονικής θεωρίας, είναι σκόπιμο να ανατρέξει κανείς στον Φρόυ- ντ. Το 1921 δημοσιεύτηκε το δοκίμιο Jenseits des Lustprinzips, το οποίο παρουσιάζει μια συσχέτιση μεταξύ μνήμης (με την έννοια της
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 129
memoire involontaire) και συνείδησης. Τούτη προβάλλεται με τη μορφή μιας υπόθεσης. Οι ακόλουθες σκέψεις που αφορμώνται απ’ αυτήν δεν θα βάλουν σκοπό να την αποδείξουν. Θα αρκεστούν να ελέγξουν τη γονιμότητά της σε σχέση με καταστάσεις οι οποίες πολύ απέχουν από εκείνες που είχε υπόψη του ο Φρόυντ όταν τη συνέλα- βε. Ορισμένοι μαθητές του Φρόυντ θα πρέπει να βρέθηκαν μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις. Οι συλλογισμοί με τους οποίους ο Reik αναπτύσσει τη θεωρία του για τη μνήμη ευθυγραμμίζονται πλήρως ως προς ένα μέρος τους με τη διάκριση του Προυστ μεταξύ ακούσιας και εκούσιας ενθύμησης. «Η λειτουργία της μνήμης», λέει ο Ράικ, «είναι η προστασία των εντυπώσεων- η ανάμνηση αποβλέπει στη διάλυσή τους. Η μνήμη είναι κατ ’ ουσίαν συντηρητική, η ανάμνηση είναι καταστροφική»4. Η θεμελιώδης πρόταση του Φρόυντ, που βρίσκεται στη βάση αυτών των συλλογισμών, διατυπώνεται στην παραδοχή ότι «η συνείδηση δημιουργείται στο σημείο του μνημονικού ίχνους»5*. «Θα τη διέκρινε λοιπόν το ιδιαίτερο γνώρισμα ότι η διαδικασία διέγερσης στο εσωτερικό της δεν αφήνει πίσω, όπως σε όλα τα άλλα ψυχικά συστήματα, μια μόνιμη μεταβολή των στοιχείων της, αλλά τρόπον τινά εξανεμίζεται μέσα στο φαινόμενο της συνει- δητοποίησης»6. Ο βασικός τύπος αυτής της υπόθεσης είναι ότι «η συνειδητοποίηση και η διατήρηση ενός μνημονικού ίχνους προκειμέ- νου για το ίδιο σύστημα είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους» . Τα μνη- μονικά κατάλοιπα είναι συχνά «πιο ισχυρά και πιο ανθεκτικά όταν η διαδικασία που τα δημιούργησε δεν έχει φτάσει ποτέ στη συνείδηση»8. Με τα λόγια του Προυστ: συστατικό της memoire involontaire μπορεί να γίνει μόνον ό,τι δεν έχει «βιωθεί» ρητά και ενσυνείδητα, ό,τι δεν έχει συμβεί στο υποκείμενο ως «βίωμα»^. «Μόνιμα ίχνη ως θεμέλια της μνήμης» αποθησαυρίζονται από διαδικασίες διέγερσης χάρη σε «άλλα συστήματα», που πρέπει κατά τον Φρόυντ να θεωρούνται διαφορετικά από τη συνείδηση**. Κατ ’ αυτόν η συνείδηση ως
* Οι έννοιες Erinnerung [ανάμνηση] και Gedachtnis [μνήμη] δεν παρουσιάζουν στο φροϋδικό δοκίμιο καμία διαφορά σημασίας ουσιώδη στην παρούσα συνάρτηση.
* * Σ ’ αυτά τα «άλλα συστήματα» αναφέρεται πολλές φορές ο Προυστ. Προτιμά να τα αναπαριστά διαμέσου των μελών του σώματος και δεν παύει να μιλάει για τις
130 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τέτοια δεν προσλαμβάνει εν γένει κανένα μνημονικό ίχνος. Απεναντίας έχει μια άλλη λειτουργία, που είναι σημαντική. Πρέπει να παρέχει προστασία από ερεθίσματα. «Για τον ζώντα οργανισμό η προστασία από τα ερεθίσματα είναι ένα καθήκον σχεδόν σημαντικότερο από την πρόσληψή τους- είναι εφοδιασμένη με δικό της ενεργειακό απόθεμα και πρέπει προπάντων να επιχειρεί να προφυλάξει τις ειδικές μορφές μετασχηματισμού της ενέργειας που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της από την ισοπεδωτική και άρα καταστροφική εισροή των υπέρμετρων ποσών ενέργειας που δουλεύουν στο εξωτερικό»9. Η απειλή που συνιστούν αυτές οι μορφές ενέργειας είναι εκείνη των σοκ. Όσο πιο συχνά καταχωρίζονται στη συνείδηση τόσο λιγό- τερο θα πρέπει να περιμένει κανείς μια τραυματική επίδραση αυτών των σοκ. Η ψυχαναλυτική θεωρία επιχειρεί «να κατανοήσει... μέσα από το σπάσιμο της προστασίας από τα ερεθίσματα» την ουσία του τραυματικού σοκ. Κατ ’ αυτήν ο τρόμος αντλεί «τη σημασία του» από την «έλλειψη ροπής προς το άγχος»10.
Η έρευνα του Φρόυντ έλαβε αφορμή από ένα όνειρο τυπικό σε ανθρώπους που έγιναν νευρωτικοί λόγω ατυχήματος. Τούτο αναπαράγει την καταστροφή που τους έπληξε. Τέτοιου είδους όνειρα «ζητούν» κατά τον Φρόυντ «να αναπληρώσουν τό δαμασμό των ερεθισμάτων υπό την επήρεια αναπτυσσόμενου άγχους, η παράλειψη του οποίου υπήρξε η αιτία της τραυματικής νεύρωσης»11. Κάτι παρόμοιο φαίνεται να εννοεί ο Βαλερύ. Και η σύμπτωση αξίζει να σημειωθεί, διότι ο Βαλερύ ανήκει σ’ αυτούς που ενδιαφέρθηκαν για τον ιδιαίτερο τρόπο λειτουργίας των ψυχικών μηχανισμών στις σημερινές συνθήκες ζωής. (Μπορούσε μάλιστα να συμβιβάζει αυτό το ενδιαφέρον με την ποιητική του παραγωγή, που παρέμεινε καθαρά λυρική. Έτσι εμφανίζεται ως ο μοναδικός συγγραφέας που ανατρέχει
κατατεθειμένες σ ’ αυτά μνημονικές εικόνες, οι οποίες, χωρίς να υπακούουν σ? κανένα σήμα της συνείδησης, εισβάλλουν άμεσα σ’ αυτήν όταν ένας μηρός, ένας βραχίονας ή μία ωμοπλάτη λαμβάνουν ακούσια στο κρεβάτι μία θέση που είχαν και άλλοτε, στο παρελθόν. Η memoire involontaire des membres είναι από τα πιο αγαπητά θέματα του Προυστ. (Βλ. Proust, A la recherche du temps perdu, τ. 1: Du cote de chez Swann. Παρίσι I, σ. 15) [ελλ. έκδ.: σ. 16-17 - βλ. Παραπομπές].
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 131
άμεσα στον Μπωντλαίρ). «Οι εντυπώσεις ή αισθητηριακές προσλήψεις του ανθρώπου, αν τις δεχθούμε ως έχουν», γράφει ο Βαλερύ, «ανήκουν στην κατηγορία της έκπληξης—μαρτυρούν μια ανεπάρκεια του ανθρώπινου ... Η ανάμνηση είνα ι... ένα στοιχειώδες δεδομένο που τείνει να μας δώσει το χρόνο οργάνωσης» των προσλαμβανόμενων ερεθισμάτων «ο οποίος μας έλειψε στην αρχή»12. Η υποδοχή του σοκ διευκολύνεται με μια εξάσκηση στην αντιμετώπιση ερεθισμάτων, για την οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης τόσο το όνειρο όσο και η ανάμνηση. Κατά κανόνα όμως η εξάσκηση αυτή, όπως δέχεται ο Φρόυντ, επαφίεται στην άγρυπνη συνείδηση, που έχει την έδρα της σ’ ένα φλοιώδες στρώμα του εγκεφάλου, «τόσο βεβαρημένο από την Επίδραση των ερεθισμάτων», ώστε προσφέρει «στην υποδοχή τους τις ευνοϊκότερες συνθήκες»13. Μια τέτοια συγκράτηση του σοκ, μια τέτοια αναχαίτισή του από τη συνείδηση, θα έδινε στο περιστατικό που το προκαλεί το χαρακτήρα του βιώματος με την ουσιαστική έννοια. Θα καθιστούσε αυτό το περιστατικό (καταχωρίζοντάς το αμέσως στο αρχείο της συνειδητής ανάμνησης) στείρο για την ποιητική εμπειρία.
Προβάλλει το ερώτημα πώς η λυρική ποίηση θα μπορούσε να θεμελιωθεί σε μια εμπειρία για την οποία το βίωμα του σοκ έχει γίνει κανόνας. Από μια τέτοια ποίηση θα έπρεπε να περιμένει κανείς υψηλό βαθμό συνειδητότητας· θα έφτανε να σχηματίσει την ιδέα ότι ένα σχέδιο ενεργοποιείται κατά την επεξεργασία της. Αυτό ισχύει πέρα ώς πέρα για την ποίηση του Μπωντλαίρ. Τον συνδέει, από τους προγενέστερούς του, με τον Πόε- από τους μεταγενέστερους, με τον Βαλερύ. Οι παρατηρήσεις που έγιναν από τον Προυστ και τον Βαλερύ για τον Μπωντλαίρ αλληλοσυμπληρώνονται χάρη σε μια θεία πρόνοια. Ο Προυστ έγραψε ένα δοκίμιο για τον Μπωντλαίρ, η σπουδαιότητα του οποίου ξεπερνιέται μάλιστα από ορισμένες σκέψεις του μυθιστορηματικού του έργου. Ο Βαλερύ έδωσε με το δοκίμιό του Situation de Baudelaire την κλασική εισαγωγή στα Άνθη του χαχού. Γράφει: «Το πρόβλημα του Μπωντλαίρ θα μπορούσε λοιπόν —θα έπρεπε λοιπόν— να τεθεί ως εξής: να γίνει ένας μεγάλος ποιητής, αλλά να μην είναι ούτε Ααμαρτίνος ούτε Ουγχό ούτε Μυσ-
132 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
σέ. Δεν λέω ότι η πρόθεση αυτή ήταν συνειδητή, αλλά ενυπήρχε κατ ’ ανάγκην στον Μπωντλαίρ — και μάλιστα ήταν ουσιαστικά ο Μπωντλαίρ. Ήταν η raison d’Etat του» . Είναι κάπως παράξενο να γίνεται λόγος για μυστική πολιτική στην περίπτωση ενός ποιητή. Υπάρχει εδώ κάτι το αξιοσημείωτο: η χειραφέτηση από τα βιώματα. Η ποιητική παραγωγή του Μπωντλαίρ συναρτάται με μια αποστολή. Είδε μπροστά του κενές θέσεις στις οποίες εγκατέστησε τα ποιήματά του. Το έργο του δεν μπορεί απλώς να οριστεί ως ιστορικό, όπως κάθε άλλο, παρά θέλησε και εννόησε έτσι τον εαυτό του.
IV
Όσο μεγαλύτερο είναι το μερίδιο του παράγοντα του σοκ στις μεμονωμένες εντυπώσεις, όσο πιο αδιάλειπτα πρέπει να εξασφαλίζει η συνείδηση την προστασία από τα ερεθίσματα, όσο μεγαλύτερη είναι η επιτυχία με την οποία δρα, τόσο λιγότερο οι εντυπώσεις εισέρχονται στην εμπειρία- τόσο περισσότερο πληρούν την έννοια του βιώματος. Ίσως μπορεί κανείς να εντοπίσει το ιδιαίτερο επίτευγμα της άμυνας κατά του σοκ στο εξής: ότι αποδίδει στο συμβάν, εις βάρος της ακεραιότητας του περιεχομένου του, ένα ακριβές χρονικό σημείο στη συνείδηση. Αυτό είναι ένα κορυφαίο επίτευγμα της σκέψης, η οποία μετατρέπει έτσι το συμβάν σε βίωμα. Αν αυτή εκλείψει, επέρχεται εκείνος ο ευχάριστος ή (συχνότερα) δυσάρεστος τρόμος, ο οποίος κατά τον Φρόυντ επικυρώνει την απουσία της άμυνας κατά του σοκ. Ο Μπωντλαίρ συγκράτησε αυτή τη συνθήκη σε μια εκθαμβωτική εικόνα. Μιλά για μια μονομαχία στην οποία ο καλλιτέχνης κραυγάζει έντρομος πριν νικηθεί15. Αυτή η μονομαχία είναι η ίδια η διαδικασία της δημιουργίας. Ο Μπωντλαίρ τοποθέτησε έτσι την εμπειρία του σοκ στην καρδιά της καλλιτεχνικής του εργασίας. Τούτη η μαρτυρία για τον εαυτό του έχει μεγάλη σημασία. Τη στηρίζουν οι δηλώσεις πολλών συγχρόνων του. Καθώς ο Μπωντλαίρ είναι παρα- δομένος στον τρόμο, δεν του είναι ασυνήθιστο να προξενεί τρόμο ο ίδιος. Ο Valles αναφέρει την εκκεντρική μιμική του αλά κλόουν16- ο Pontmartin διαπιστώνει, χάρη σ ’ ένα πορτραίτο του Nargeot, το λε
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΪΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 133
ηλατημένο πρόσωπο του Μπωντλαίρ· ο Qadel επιμένει στον δηκτικό τόνο που χρησιμοποιούσε στη συζήτηση· ο Gautier μιλάει για τις «αραιώσεις» που του άρεσε να κάνει κατά την απαγγελία17· ο Nadar περιγράφει τον απότομο βηματισμό του18.
Η ψυχιατρική γνωρίζει τραυματόφιλους τύπους. Ο Μπωντλαίρ ανέλαβε ως αποστολή του να αποκρούει τα χτυπήματα, απ’ όπου κι αν προέρχονταν, ως πνευματικό και σωματικό πρόσωπο. Η ξιφομαχία προσφέρει την εικόνα αυτής της άμυνας κατά του σοκ. 'Οταν περιγράφει το φίλο του Constantin Guys, τον αναζητεί την ώρα που το Παρίσι κοιμάται: «Τούτος εδώ είναι σκυμμένος πάνω στο τραπέζι του, ρίχνοντας πάνω σ’ ένα φύλλο χαρτί το ίδιο βλέμμα που μόλις πριν είχε προσηλωμένο στα πράγματα, ξιφομαχώντας με το μολύβι, την πένα, το πινέλο του, κάνοντας το νερό να αναπηδά από το ποτήρι στο ταβάνι, σφουγγίζοντας την πένα πάνω στο πουκάμισό του, βιαστικός, βίαιος κι ενεργητικός, σαν να φοβόταν μήπως του ξεφύγουν οι εικόνες, εριστικός, παρ ’ ότι μόνος, και σαν να πάλευε με τον εαυτό του»19. Στήνοντας μια τέτοια φανταστική ξιφομαχία ο Μπωντλαίρ αυτοπροσωπογραφήθηκε στην πρώτη στροφή του ποιήματος «Le soleil»· κι αυτό είναι μάλλον το μοναδικό σημείο στα Άνθη του κακού που τον δείχνει την ώρα της ποιητικής εργασίας.
Le long du vieux faubourg, ou pendent aux masures,Les persiennes, abri des secretes luxures,Quand le soleil cruel frappe a traits redoubles Sur la ville et les champs, sur les toits et les bles,Je vais m’exercer seul a ma fantasque escrime,Flairant dans tous les coins les hasards de la rime,Trebuchant sur les mots comme sur les paves,Heurtant parfois des vers depuis longtemps reves.20
[Μες στο παλιό προάστιο, εκεί όπου στα χαμόσπιτα Κρέμονται οι περσίδες, σαν καταφύγιο για λαγνείες μυστικές, Την ώρα που ήλιος σκληρός χτυπάει με ακατάπαυστη ένταση Την πόλη και τους αγρούς, τις σκεπές και τα σπαρτά,
134 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Πηγαίνω μόνος ν ’ ασκηθώ στη φανταστική ξιφομαχία μου, Ανιχνεύοντας σε κάθε γωνιά τους κινδύνους της ρίμας, Σκοντάφτοντας πάνω στις λέξεις όπως στις πέτρες του
λιθόστρωτου,Πέφτοντας κάποτε πάνω σε στίχους που από καιρό
ονειρεύτηκα.]
Η εμπειρία του σοκ είναι από αυτές που απέβησαν καθοριστικές για την τέχνη του Μπωντλαίρ. Ο Ζιντ πραγματεύεται τα διάκενα μεταξύ εικόνας και ιδέας, λέξης και πράγματος, στα οποία βρίσκει την αληθινή έδρα της η ποιητική διέγερση στον Μπωντλαίρ21. Ο Riviere επισήμανε τις υπόγειες δονήσεις από τις οποίες σείεται ο μπωντλαι- ρικός στίχος. Είναι τότε σαν να καταρρέει μια λέξη. Ο Ριβιέρ κατέ- δειξε τέτοια ετοιμόρροπα λόγια22:
Et qui sait si les fleurs nouvelles que je reve Trouveront dans ce sol lave comme une greve Le mystique aliment qui ferait leur vigueur?
[Μ’ άραγε θάβρουνε οι ανθοί οι νέοι που περιμένω στο χώμα αυτό που σα γιαλός νερό είναι ποντισμένο χυμό κ ’ ικμάδα μυστική που θα τους ζωντανεύει;]
Ή ακόμη:
Cybele, qui les aime, augmente ses verdures.2*
[Η Κυβέλη, που τους αγαπά, τη βλάστησή της μεγαλώνει.]
Εδώ ανήκει και ο .διάσημος πρώτος στίχος
La servante au grand coeur dont vous etiez jalouse.2b
[Η στοργική υπηρέτρια που τη ζηλοφθονούσες.]
Μία από τις προθέσεις του Μπωντλαίρ στο Spleen de Pans -τα πε
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 135
ζά ποιήματά του- ήταν να δικαιώσει και εκτός στίχου αυτές τις κρυφές νομοτέλειες. Στην αφιέρωση της συλλογής στον αρχισυντάκτη της Presse Arsene Houssaye γράφει: «Ποιος από μας δεν ονειρεύτηκε, στις φιλόδοξες μέρες του, το θαύμα μιας πρόζας ποιητικής, μουσικής δίχως ρυθμό και δίχως ρίμα, αρκετά εύκαμπτης και αρκετά απότομης ώστε να προσαρμόζεται στους λυρικούς παλμούς της ψυχής, στους κυματισμούς της ονειροπόλησης, στα σκιρτήματα της συνείδησης; Αυτό το βασανιστικό ιδεώδες γεννιέται κυρίως μέσα από τη ζωή στις τεράστιες πόλεις, μέσα από τη διασταύρωση των αναρίθμητων σχέσεών τους»26.
Το χωρίο αυτό επιτρέπει μια διπλή διαπίστωση. Πληροφορεί από τη μια για τη στενότατη σχέση που υπάρχει στον Μπωντλαίρ ανάμεσα στη μορφή του σοκ και την επαφή με τις μάζες της μεγαλούπολης. Πληροφορεί ακόμη για το τι μπορεί να σημαίνουν όντως αυτές οι μάζες. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για καμία κοινωνική τάξη, καμία συλλογικότητα οποιασδήποτε δομής. Δεν πρόκειται για τ ίποτε άλλο από το άμορφο πλήθος των περαστικών, το κοινό του δρόμου*. Τούτο το πλήθος, που την ύπαρξή ίου ουδέποτε ξεχνά ο Μπωντλαίρ, δεν υπήρξε μοντέλο για κανένα από τα έργα του. Έχει όμως εντυπωθεί σαν κρυμμένη φιγούρα στη δημιουργία του, όπως αποτελεί και την κρυμμένη φιγούρα του παραπάνω αποσπάσματος. Η εικόνα του ξιφομάχου μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί χάρη σ ’ αυτό: τα χτυπήματα που μοιράζει προορίζονται να του ανοίξουν το δρόμο μέσα απ’ το πλήθος. Βέβαια τα faubourgs, μέσα από τα οποία περνάει ο ποιητής του «Soleil», είναι έρημα. Όμως η μυστική διάταξη των πραγμάτων (όπου η ομορφιά της στροφής γίνεται ολότελα διάφανη) πρέπει μάλλον να κατανοηθεί ως εξής: είναι με το φασμα- τικό πλήθος των λέξεων, των αποσπασμάτων, των αρχινημένων
* Να δανείζει μια ψυχή σ ’ αυτό το πλήθος είναι το μέλημα που κατεξόχήν προσιδιάζει στον πλάνητα. Οι συναντήσεις μαζί του είναι γι ’ αυτόν το βίωμα που ακούραστα ξοδεύει. Δεν μπορούν να παραβλεφθούν στο έργο του Μπωντλαίρ ορισμένες αντανακλάσεις αυτής της αυταπάτης, η οποία δεν έχει άλλωστε εξαντλήσει το ρόλο της. Ο unanimisme του Ζυλ Ρομαίν είναι ένας από τους περίοπτους όψιμους καρπούς της.
136 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
στίχων που ο ποιητής αγωνίζεται στους εγκαταλειμμένους δρόμους για την ποιητική λεία.
VΤο πλήθος — κανένα αντικείμενο δεν πλησίασε με μεγαλύτερες αξιώσεις τους λογοτέχνες του 19ου αιώνα. Προετοιμαζόταν να πάρει τη μορφή του κοινού σε ευρέα στρώματα που είχαν αποκτήσει ευχέρεια στην ανάγνωση. Έγινε παραγγελιοδότης· θέλησε να ξαναβρεί τον εαυτό του μέσα στο σύγχρονο μυθιστόρημα, όπως οι χορηγοί στους πίνακες του Μεσαίωνα. Ο πιο επιτυχημένος συγγραφέας του αιώνα ανταποκρίθηκε σ ’ αυτή την αξίωση από εσωτερικό καταναγκασμό. Πλήθος σήμαινε γι ’ αυτόν, σχεδόν με την αρχαία έννοια, το πλήθος των πελατών, του κοινού. Ο Ουγκό είναι ο πρώτος που απευθύνεται στο πλήθος με τίτλους όπως Οι άθλιοι και Οι εργάτες της θάλασσας. Ήταν ο μόνος στη Γαλλία που μπορούσε να συναγωνιστεί το μυθιστόρημα της επιφυλλίδας. Ο μάστορας αυτού του είδους, που άρχισε να γίνεται πηγή αποκάλυψης για τον κοσμάκη, ήταν ως γνω- στόν ο Ευγένιος Συ. Το 1850 εκλέχθηκε στο κοινοβούλιο με μεγάλη πλειοψηφία ως αντιπρόσωπος της πόλης του Παρισιού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νεαρός Μαρξ βρήκε αφορμή για να επικρίνει τα Μυστήριοι των Παρισίων. Από νωρίς είχε θεωρήσει ως αποστολή του το σχηματισμό της ατσάλινης μάζας του προλεταριάτου μέσα από την άμορφη μάζα που επιχειρούσε τότε να κολακεύσει ένας φιλόκαλος σοσιαλισμός. Γ ι ’ αυτό και η περιγραφή τούτης της μάζας που δίνει ο Ένγκελς στο νεανικό του έργο, προαναγγέλλει, έστω και δειλά, ένα από τα μαρξικά θέματα. Στην Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία γράφει: «Μια πόλη όπως το Λονδίνο, όπου μπορεί κανείς να περπατάει ώρες ολόκληρες χωρίς να φτάνει ούτε καν στην αρχή του τέλους, χωρίς να συναντάει το παραμικρό σημάδι που θα του επέτρεπε να υποθέσει ότι πλησιάζει στην ύπαιθρο, είναι πράγματι κάτι το ιδιαίτερο. Αυτή η κολοσσιαία συγκέντρωση, αυτή η συσσώρευση τρεισήμισι εκατομμυρίων ανθρώπων σε ένα σημείο, εκατονταπλασίασε τη δύναμη των τρεισήμισι εκατομμυρίων ... Ό-
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 137
j·!.\r τις θυσίες που ... κόστισε αυτό τις ανακαλύπτει κανείς αργότερα. Αφού τριγυρίσει λίγες μέρες στα λιθόστρωτα των κεντρικών οδών ... τότε μόνο αντιλαμβάνεται ότι αυτοί οι Λονδρέζοι χρειάστηκε να θυσιάσουν το καλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής τους για να φέρουν εις πέρας όλα τα θαύματα του πολιτισμού από τα οποία βρίθει η πόλη τους, ότι εκατοντάδες δυνάμεις που φώλιαζαν μέσα τους έμειναν αδρανείς και καταπνίγηκαν... Ήδη η οχλαγωγία των δρόμων έχει κάτι το αποκρουστικό, κάτι που εναντίον του εξε- γείρεται η ανθρώπινη φύση. Τούτες οι εκατοντάδες χιλιάδες από κάθε κοινωνική τάξη και σειρά που διαγκωνίζονται για να προσπερά- σουν ο ένας τον άλλο, δεν είναι άραγε όλοι τους άνθρωποι με τις ίδιες ιδιότητες και ικανότητες και με την ίδια έγνοια να βρουν την ευτυχία; ... Κι όμως προσπερνούν ορμητικά ο ένας τον άλλον, σαν να μην είχαν τίποτε κοινό, καμιά απολύτως σχέση μεταξύ τους, κι όμως η μόνη συμφωνία μεταξύ τους είναι η σιωπηρή εκείνη, ότι καθένας μένει στην πλευρά του πεζοδρομίου που έχει στα δεξιά του, έτσι ώστε τα δύο διασταυρούμενα ρεύματα του συνωστισμού να μην ανακόπτουν το ένα το άλλο· κι όμως δεν περνάει από το νου κανενός να αφιερώσει στον άλλον έστω και μια ματιά. Η βάναυση αδιαφορία, η απαθής απομόνωση κάθε ατόμου μέσα στα ιδιωτικά του συμφέροντα προβάλλει τόσο πιο αποκρουστική και προσβλητική όσο περισσότερα είναι τούτα τα άτομα που συνωστίζονται στον μικρό χώρο»27.
Η περιγραφή αυτή διαφέρει κατά τρόπο αξιοσημείωτο από όσες μπορεί κανείς να βρει στους Γάλλους μικροτεχνίτες, έναν Gozlan, έναν Delvau ή έναν Lurine. Της λείπει η ευκινησία και η αμεριμνησία με την οποία κινείται ο πλάνης μέσα στο πλήθος και την οποία μαθαίνει επιμελώς απ’ αυτόν ο επιφυλλιδσγράφος. Το πλήθος θορυβεί τον 'Ενγκελς. Του προκαλεί μια ηθική αντίδραση. Πλάι της υπάρχει και μια άλλη, αισθητική· τον δυσαρεστεί ο ρυθμός με τον οποίο οι διαβάτες προσπερνούν ο ένας τον άλλο. Το δέλεαρ της περιγραφής του έγκειται στη διασταύρωση του αδέκαστου κριτικού ήθους με τον παλιομοδίτικο τόνο. Ο συγγραφέας έρχεται από μια επαρχιακή ακόμη Γερμανία- ίσως να μην έχει νιώσει ποτέ τον πειρασμό να χαθεί μέσα σε μια ανθρωποπλημμύρα. 'Οταν ο Χέγκελ ήρθε για πρώτη
138 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
φορά στο Παρίσι λίγο πριν από το θάνατό του, έγραψε στη γυναίκα του: «Περπατάω στους δρόμους, οι άνθρωποι φαίνονται ακριβώς όπως στο Βερολίνο —ολόιδια ντυμένοι, με περίπου τέτοια πρόσωπα—, η ίδια όψη, αλλά σε μια πολυάνθρωπη μάζα»28. Η κίνηση μέσα σ’ αυτή τη μάζα ήταν κάτι φυσικό για τον Παριζιάνο. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η απόσταση που είχε την απαίτηση να κρατάει, χρωματιζόταν απ’ αυτήν και δεν μπορούσε όπως ένας Ένγκελς να την παρατηρεί απέξω. Όσον αφορά τον Μπωντλαίρ, η μάζα είναι γι ’ αυτόν κάτι τόσο ελάχιστα εξωτερικό ώστε μπορεί εύκολα να παρακολουθήσει κανείς στο έργο του πώς αντιδρά αμυντικά στην έλξη και τη σαγήνη που του ασκεί.
Η μάζα είναι για τον Μπωντλαίρ τόσο εσωτερική ώστε μάταια αναζητεί κανείς την περιγραφή της στο έργο του. Τα πιο σημαντικά αντικείμενά του σχεδόν ποτέ δεν βρίσκονται υπό μορφή περιγραφών. Όπως λέει εύστοχα ο Desjardins, «τον απασχολεί περισσότερο να εμβάλει την εικόνα μέσα στη μνήμη απ’ ό,τι να τη διακοσμήσει και να τη ζωγραφίσει»29. Τόσο στα Fleurs du mal όσο και στο Spleen de Paris μάταια θα ψάξει κανείς για κάτι αντίστοιχο με τις απεικονίσεις της πόλης των οποίων τεχνίτης ήταν ο Βικτόρ Ουγκό. Ο Μπωντλαίρ δεν περιγράφει ούτε τούς κατοίκους ούτε την πόλη. Η παραίτηση απ’ αυτό του δίνει τη δυνατότητα να αναδεικνύει τη μία πλευρά υπό τη μορφή της άλλης. Το πλήθος του είναι πάντα εκείνο της μεγαλούπολης· το Παρίσι του πάντα υπερβολικά πυκνοκατοικημένο. Αυτό είναι που τον κάνει πολύ ανώτερο του Barbier, με την περιγραφική μέθοδο του οποίου μάζες και πόλη διαχωρίζονται*. Στα
* Χαρακτηριστικό της μεθόδου του Μπαρμπιέ είναι το ποίημά του «Londres» που περιγράφει την πόλη σε είκοσι τέσσερις αράδες για να τελειώσει αμήχανα με τους ακόλουθους στίχους:
Enfin, dans un amas de choses, sombre, immense,Un peuple noir, vivant et mourant en silence.Des etres par miUiers, suivant l’instinct fatal,Et courant apres l’or par le bien et le mal.
[Τέλος μες στων πραγμάτων το σωρό τον ζοφερό κι απέραντο,Ένας μαύρος λαός να ζει και να πεθαίνει στη σιωπή,
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 139
Tableaux parisiens μπορεί να αποδειχθεί σχεδόν παντού η μυστική παρουσία μιας μάζας. Όταν ο Μπωντλαίρ κάνει θέμα του τη χαραυγή, στους έρημους δρόμους υπάρχει κάτι από τον «σιωπηλό βορ- βορυγμό» που αισθάνεται ο Ουγκό στο νυχτερινό Παρίσι. Το βλέμμα του Μπωντλαίρ δεν έχει σταθεί καλά καλά στους ανατομικούς άτλαντες που εκτίθενται προς πώληση στις σκονισμένες όχθες του Σηκουάνα, και η μάζα των εκλιπόντων παίρνει ανεπαίσθητα τη θέση των μεμονωμένων σκελετών σ’ αυτές τις σελίδες. Μια συμπαγής
Μυριάδες όντα, ν ’ ακολουθούν το μοιραίο ένστικτο,Να τρέχουν πίσω otic’ το χρυσό από κακία ή αρετή.]
(Auguste Barbier, Jambes et poemes. Παρίσι, 1841, σ. 193-194). — Ο Μπωντλαίρ επηρεάστηκε από τα «ποιήματα με μήνυμα» του Μπαρμπιέ, ιδίως από τον λονδρέζι- κο κύκλο «Lazare», βαθύτερα απ’ ό,τι θέλησαν ορισμένοι να παραδεχθούν. To «Cre- puscule du soir» καταλήγει ως εξής:
... ils finissent Leur destinee et vont vers le gpuffre commun;L’hopital se remplit de leurs soupirs. — Plus d’un Ne viendra plus chercher la soupe parfumee,Au coin du feu, les soir, aupres d’une ame aimee. (I, 10.)
[...τελειώνουν Τ ον προορισμό τους κι οδεύουν προς άβυσσο κοινή.Το νοσοκομείο γεμίζει απ’ τους δικούς τους στεναγμούς. - Σίγουρα κάποιος Τη μυρωδάτη σούπα να ζητήσει δεν θα ’ρθεί,Βράδυ, κοντά στο τζάκι, πλάι σε αγαπημένη ψυχή.]
Συγκρίνετε αυτούς τους στίχους με το τέλος της όγδοης στροφής του «Mineurs de Newcastle» του Μπαρμπιέ.
Et plus d’un qui revait dans le fond de son ame Aux douceurs du logis, a l’oeil bleu de sa femme,Trouve au ventre du gouffre un eternel tombeau.
[Και κάποιοι που ονειρεύονταν στο βάθος της ψυχής τους Χαρές του σπιτικού, μάτια γαλάζια της καλής τους,Βρίσκουν αιώνιο τάφο στην κοιλιά της αβύσσου.]
(Barber, ό.π., σ. 240-241). - Με λίγες αριστοτεχνικές τροποποιήσεις ο Μπωντλαίρ φτιάχνει από την «τύχη του μεταλλωρύχου» το τετριμμένο τέλος του ανθρώπου της μεγαλούπολης.
140 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
μάζα κινείται μέσα στις φιγούρες του «Danse macabre». Η απόσπαση από τη μεγάλη μάζα, μ ’ ένα βήμα που δεν μπορεί να κρατήσει το ρυθμό, με σκέψεις που δεν γνωρίζουν πλέον τίποτε από το παρόν, συνιστά τον ηρωισμό των μαραμένων γυναικών, που ακολουθεί στους γύρους τους ο κύκλος των «Petites vieilles». Η μάζα ήταν το κινούμενο πέπλο- μέσα απ’ αυτό είδε ο Μπωντλαίρ το Παρίσι*. Η παρουσία της καθορίζει ένα από τα πιο φημισμένα κομμάτια των Ανθεων του κακού.
Καμιά φράση, καμιά λέξη δεν κατονομάζει το πλήθος στο σονέτο «Α une passante». Κι ωστόσο η εξέλιξη στηρίζεται ολότελα σ ’ αυτό όπως η ρότα ενός ιστιοφόρου στον άνεμο.
la rue assourdissante autour de moi hurlait.Longue, mince, en grand deuil, douleur majestueuse,Une femme passa, d’une main fastueuse Soulevant, balangant le feston et l’ourlet;
Agile et noble, avec sa jambe de statue.Moi, je buvais, crispe comme un extravagant,Dans son oeil, ciel livide ou germe l’ouragan, la douceur qui fascine et le plaisir qui tue.
Un eclair... puis la nuit! — Fugitive beaute Dont le regard m’a fait soudainement renaftre,Ne te verrai-je plus que dans l’eternite?
Ailleurs, bien loin d’ici! trop tard! jamais peut-etre!Car j’ignore ou tu fuis, tu ne sais ou e vais,O toi que j’eusse aimee, ό toi qui le savais!30
[Του δρόμου τ ’ οχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα.Ψηλή, λιγνή, στα μαύρα της αρχοντολυπημένη, κάποια γυναίκα διάβηκε κρατώντας σηκωμένη ·
* Η φαντασμαγορία στην οποία περνάει την ώρα του αυτός που περιμένει, η Βενετία των στοών που η Δεύτερη Αυτοκρατορία φενακίζει με το όνειρό της τους Παριζιάνους, κουβαλάει λίγους μόνο πάνω στον μωσαϊκό ιμάντα μεταφοράς της. Γ ι ’ j αυτό και στον Μπωντλαίρ δεν παρουσιάζονται στοές.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 141
μ’ επίδειξη της ρόμπας της τη νταντελένια γύρα.
Ευγενικιά και λυγερή με πόδι ως αγαλμάτου.Κ’ εγώ ρουφούσα, όπως αυτός που τρέλα τον χτυπάει, στα μάτια της τεφρό ουρανό που θύελλες γεννάει, μια γλύκα σαγηνευτική και μια ηδονή θανάτου.
Κάποια αστραπή ... νύχτα μετά! — Διαβάτισσά μου ωραία που ξαφνικά στο βλέμμα σου ξανάνιωσα, για πε μου αλλού πια μόνο θα σε δω, σε κάποια ζωή νέα;
αλλού, πολύ μακριά από δω! αργά! κ ’ ίσως ποτέ μου!Γιατί δεν ξέρω αν πουθενά θέλω πια σ ’ ανταμώσει, ω, εσένα που θ ’ αγάπαγα, ω εσύ, που το ’χες νιώσει!]
Φορώντας πένθιμο πέπλο, μυστηριωδώς παρασυρμένη από τον βουβό κυκεώνα του μπουλουκιού, μια άγνωστη διασταυρώνεται με το βλέμμα του ποιητή. Αυτό που δείχνει το σονέτο είναι με μια φράση το εξής: η οπτασία που θαμπώνει τον άνθρωπο της μεγαλούπολης -αντί στο πλήθος να βρίσκει μόνο τον αντίπαλό της, μόνο ένα εχθρικό στοιχείο—του μεταδίδεται ακριβώς μέσα από το πλήθος. Η σαγήνευση του ανθρώπου της μεγαλούπολης είναι ένας έρωτας όχι τόσο με την πρώτη όσο με την τελευταία ματιά. Είναι ένας αποχαιρετισμός για πάντα που συμπίπτει στο ποίημα με τη στιγμή της αποπλάνησης. Έτσι το σονέτο παρουσιάζει την εικόνα του σοκ, και μάλιστα την εικόνα μιας καταστροφής. Ετούτη όμως έχει θίξει, μαζί με τον άνθρωπο που βρίσκεται έτσι συγκινημένος, την ουσία του αισθήματος του. Αυτό που κάνει το σώμα να συσπάται— crispe comme un extravagant, όπως λέει— δεν είναι η μακαριότητα εκείνου που ο Έρως καταλαμβάνει απ’ άκρη σ’ άκρη το είναι του- έχει μάλλον κάτι από τη σεξουαλική ταραχή που μπορεί να κυριεύσει τον ξεμοναχιασμένο άνθρωπο. 'Οτι οι στίχοι αυτοί «δεν μπορούν να εκκολα- φθούν παρά στο περιβάλλον μιας μεγάλης πρωτεύουσας»31, όπως υποστήριξε ο Thibaudet, δεν λέει πολλά πράγματα. Αφήνουν μάλλον να φανούν τα στίγματα που επιφέρει στον έρωτα η ζωή μέσα σε μια μεγαλούπολη. Έτσι διάβασε ο Προυστ το σονέτο και γ ι ’ αυτό στο
142 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
μεταγενέστερο απείκασμα της πενθούσας γυναίκας που του παρου-; σιάστηκε μια μέρα στο πρόσωπο της Αλμπερτίν έδωσε την περιεκτική επονομασία la Parisienne. « Όταν η Αλμπερτίν επέστρεψε στο δωμάτιό μου φορούσε ένα φόρεμα από μαύρο μετάξι που την έκανε να φαίνεται πιο χλομή, να γίνεται η ωχρή, φλογερή Παριζιάνα, η μαραμένη από την έλλειψη αέρα, από την ατμόσφαιρα του πλήθους και ίσως τη συνήθεια της διαστροφής, και που τα μάτια της φαίνονταν πιο ανήσυχα γιατί δεν τα ζωήρευε η κοκκινάδα στα μάγουλα»32. Έτσι κοιτάζει, ακόμη και στον Προυστ, το αντικείμενο ενός έρωτα που μόνο ο άνθρωπος της μεγαλούπολης εμπειράται, που ο Μπωντλαίρ κατέκτησε για το ποίημα και για τον οποίο συχνά θα μπορεί να πει κανείς ότι γλίτωσε μάλλον, παρά ότι του αρνήθη- καν, την ολοκλήρωσή του*.
VI
Ανάμεσα στις παλιότερες εκδοχές του μοτίβου του πλήθους μπορού-, με να θεωρήσουμε ως κλασικό υπόδειγμα μια ιστορία του Πόε με-1 ταφρασμένη από τον Μπωντλαίρ. Παρουσιάζει ορισμένα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά και δεν έχει παρά να την παρακολουθήσει κανείς για να συναντήσει κοινωνικές δυνάμεις τόσο ισχυρές και τόσα; κρυμμένες που μπορούν να λογαριαστούν σ’ αυτές από τις οποίες; και μόνο είναι ικανή να εκπορεύεται μια πολλαπλά διαμεσολαβημέ4 νη, βαθιά όσο και λεπτή επίδραση πάνω στην καλλιτεχνική παρα-, γωγή. Το κομμάτι έχει τον τίτλο «Ο άνθρωπος του πλήθους». Τ Λονδίνο είναι το θέατρό του- και για αφηγητή βάζει έναν άνδρα πού για πρώτη φορά μετά από μακρόχρονη αρρώστια βγαίνει έξω arrfl____________________ . ,ί
* Το μοτίβο του έρωτα για τη διαβάτισσα υιοθετείται από ένα ποίημα του πρώι μου Γκεόργκε. Από εκείνον έχει διαφύγει το καθοριστικό στοιχείο - το ρεύμα με οποίο η γυναίκα, αγόμενη από το πλήθος, προσπερνάει. Το αποτέλεσμα είναι έι μια συνεσταλμένη ελεγεία. Τα βλέμματα του ποιητή είχαν, όπως υποχρεώνεται ομολογήσει στην αγαπημένη του, «τραβηχτεί υγρά από πόθο / πριν τολμήσουν βυθιστούν στα δικά σου» (Stefan George, Hymmen Pilgerfahrten Algabal. 7η έκδ., B*; ρολίνο, 1922, σ. 23). Ο Μπωντλαίρ δεν αφήνει καμιά αμφιβολία επ’ αυτού: εκεινί κοίταξε βαθιά στα μάτια τη διαβάτισσα. |
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 143
κίνηση της πόλης. Αργά το απόγευμα μιας φθινοπωρινής μέρας βρίσκεται εγκατεστημένος πίσω από το παράθυρο ενός μεγάλου κέντρου στο Λονδίνο. Κοιτάζει εξεταστικά τους θαμώνες γύρω του, καθώς και τις αγγελίες σε μια εφημερίδα- αλλά προπάντων το βλέμμα του πέφτει πάνω στο πλήθος που περνά συνωθούμενο μπροστά από το παράθυρό του στο δρόμο. «Ο τελευταίος είναι μια από τις κυριό- τερες αρτηρίες της πόλης κι ολόκληρη τη μέρα ήταν γεμάτος κόσμο. Όμως, καθώς έπεσε το σκοτάδι, ο συνωστισμός αυξανόταν στιγμή προς στιγμή- και μέχρι να ανάψουν ολότελα οι λάμπες δύο πυκνά και συνεχή ρεύματα κόσμου περνούσαν βιαστικά μπροστά από την πόρτα. Αυτή τη συγκεκριμένη ώρα του βραδιού δεν είχα βρεθεί ποτέ άλλοτε σε παρόμοια κατάσταση κι έτσι η ταραγμένη θάλασσα των ανθρώπινων κεφαλιών με γέμισε με μια ολότελα νέα υπέροχη συγκίνηση. Εντέλει έπαψα να νοιάζομαι για οτιδήποτε συνέβαινε μέσα στο κέντρο και απορροφήθηκα ενατενίζοντας την εξωτερική σκηνή» . Ο μύθος στον οποίο ανήκει αυτό το πρελούδιο, πρέπει, όσο σημαντικός κι αν είναι, να μείνει κατά μέρος- θα εξεταστεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται.
Σκοτεινό και νευρικό, όπως το φως του γκαζιού μέσα στο οποίο κινείται, εμφανίζεται στον Πόε το ίδιο το λονδρέζικο πλήθος. Τούτο δεν ισχύει μόνο για το συρφετό που μόλις πέσει η νύχτα σέρνεται «έξω από τα λημέρια του»34. Η τάξη των ανωτέρων υπαλλήλων πε- ριγράφεται από τον Πόε ως εξής: «Είχαν όλοι ελαφρώς φαλακρά κεφάλια, από τα οποία τα δεξιά αυτιά, συνηθισμένα από καιρό να κουβαλάνε την πένα, είχαν την περίεργη συνήθεια να πετάγονται στητά προς τα έξω. Παρατήρησα ότι πάντα έβγαζαν ή διόρθωναν τα καπέλα τους με τα δυο χέρια και φορούσαν ρολόγια με κοντές χρυσές αλυσίδες σε βαρύ και παλιό σχέδιο»35. Ακόμη πιο εκπληκτική είναι η περιγραφή του πλήθους ως προς τον τρόπο με τον οποίο κινείται. «Οι περισσότεροι περαστικοί παρουσίαζαν μια ικανοποιημένη, πολυάσχολη συμπεριφορά κι έμοιαζαν να σκέφτονται μονάχα πώς θ ’ ανοίξουν δρόμο μέσα από το πλήθος. Σούφρωναν τα φρύδια και κουνούσαν γρήγορα τα μάτια τους- όταν σπρώχνονταν από τους συνοδοιπόρους τους δεν φανέρωναν κανένα σύμπτωμα δυσανασχέτη-
144 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
σης, αλλά τακτοποιούσαν τα ρούχα τους και συνέχιζαν βιαστικά. 'Αλλοι, που δεν έπαυαν να αποτελούν μια πολυάριθμη κατηγορία,
ήταν αεικίνητοι, είχαν ξαναμμένα πρόσωπα και μιλούσαν και χειρονομούσαν προς τον εαυτό τους, λες κι ένιωθαν μόνοι λόγω ακριβώς της πυκνότητας που παρουσίαζε η ομήγυρη. Όταν παρεμποδίζονταν στην πορεία τους, οι άνθρωποι αυτοί έπαυαν ξαφνικά να μουρμουρίζουν, αλλά διπλ,ασίαζαν τις χειρονομίες τους και περίμεναν, μ ’ ένα αφηρημένο και υπερβολικό χαμόγελο στα χείλη, τη διάβαση των ανθρώπων που τους εμπόδιζαν. Αν κάποιοι τους σκουντούσαν, υποκλίνονταν αφειδώς μπροστά τους κι έδειχναν να κυριεύονται από μια σύγχυση»36*. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι γίνεται λόγος για μισομεθυσμένα, εξαθλιωμένα άτομα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για «ευπατρίδες, εμπόρους, δικηγόρους, καταστηματάρχες, χρηματομεσίτες»37**.
* Τπάρχει κάτι παράλληλο με αυτό το παράθεμα στο «Un jour de pluie». To ποίημα αν και έχει υπογράφει από άλλο χέρι, πρέπει να αποδοθεί στον Μπωντλαίρ (βλ. Charles Baudelaire, Vers retrouves, Ed. Jules Mouquet. Παρίσι, 1929). Ο τελευταίος στίχος, που δίνει στο ποίημα την ασυνήθιστα σκοτεινή χροιά του, έχει το ακριβές αντίστοιχό του στον « Άνθρωπο του πλήθους». «Οι ακτίνες των αεριόφωτων», λέει ο Πόε, «αδύναμες πρώτα στη μάχη τους με τη μέρα που πέθαινε, είχαν τώρα πια αποκτήσει υπεροχή κι έριχναν πάνω σε καθετί μια ακανόνιστη και εκτυφλωτική ανταύγεια. Όλα ήταν σκοτεινά κι ωστόσο εκθαμβωτικά—όπως εκείνος ο έβενος με τον οποίο παρομοιάστηκε το ύφος του Τερτυλλιανού» (Πόε, ό.π., σ. 94). Η συνάντηση του Μπωντλαίρ με τον Πόε είναι εδώ ακόμη πιο εκπληκτική δεδομένου ότι οι ακόλουθοι στίχοι γράφηκαν το αργότερο το 1843 — άρα σε μια εποχή που αυτός οεν γνώριζε τον Πόε.
Chacun, nous coudoyant sur le trottoir glissant,Egoiste et brutal, passe et nous eclabousse,Ou, pour courir plus vite, en s’eloignant nous pousse.Partout fange, deluge, obscurite du ciel:Noir tableau qu’eut reve le noir Ezechiel! (I, a. 211).
[Στο γλιστερό λιθόστρωτο σκουντώντας ο καθένας,Εγωιστικά και βάναυσα περνά και πιτσιλίζει,
Ή, για να πάει πιο γρήγορα, ξεφεύγοντας μας σπρώχνει.Βούρκος παντού, κατακλυσμός και σκοτεινοί ουρανοί.Εικόνα μαύρη απ’ όνειρο του μαύρου Εζεκιήλ.]
* * Οι επιχειρηματίες στον Πόε έχουν κάτι το δαιμονικό. Μπορεί κανείς να σκί-
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 145
Δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει ρεαλιστική την εικόνα που σχεδίασε ο Πόε. Φανερώνει μια σκόπιμα παραμορφωτική φαντασία εν δράσει, η οποία απομακρύνει πολύ το κείμενο απ’ ό,τι προβάλλεται συνήθως ως υπόδειγμα ενός σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ο Barbier για παράδειγμα, ένας από τους καλύτερους που θα μπορούσε να επικαλεστεί ένας τέτοιος ρεαλισμός, περιγράφει τα πράγματα λιγότερο αλλόκοτα. 'Αλλωστε αυτός επέλεξε ένα πιο διάφανο αντικείμενο: τη μάζα των καταπιεσμένων. Για τούτη δεν μπορεί να γίνει λόγος στον Πόε- αυτός έχει να κάνει με «τον κόσμο» γενικά. Στο θέαμα που του προσέφερε διαισθανόταν, όπως ο Ένγκελς, κάτι απειλητικό. Αυτή ακριβώς η εικόνα του πλήθους της μεγαλούπολης στάθηκε καθοριστική για τον Μπωντλαίρ. Όταν υπέκυψε στη βία με την οποία εκείνο τον τράβηξε κοντά του και τον έκανε ως πλάνητα έναν από τους δικούς του, δεν έπαψε πάντως να διακατέχεται από το αίσθημα της απάνθρωπης φύσης του. Γίνεται συνεργός του και την ίδια στιγμή σχεδόν διαχωρίζει τη θέση του απ’ αυτό. Το συναναστρέφεται εκτενέστατα για να το εκσφενδονίσει ξαφνικά με ένχ περιφρονητικό βλέμμα στο τίποτε. Αυτή η αμφιθυμία έχει κάτι το αφοπλιστικό εκεί όπου την ομολογεί διστακτικά. Με αυτήν μπορεί να συ- ναρτάται η ανεξιχνίαστη γοητεία του «Crepuscule du soir».
VII
Ο Μπωντλαίρ προτιμούσε να εξομοιώνει τον άνθρωπο του πλήθους, που στα ίχνη του ο αφηγητής του Πόε διασχίζει απ’ άκρη σ ’ άκρη το νυχτερινό Λονδίνο, με τον τύπο του πλάνητα38. Σ ’ αυτό δεν μπορεί να τον ακολουθήσει κανείς. Ο άνθρωπος του πλήθους δεν είναι
φτεί τον Μαρξ που καθιστά υπεύθυνη την «πυρετώδη νεανική κίνηση της υλικής παραγωγής» στις Ηνωμένες Πολιτείες για το ότι δεν υπήρχε «ούτε χρόνος ούτε ευκαιρία» ώστε «να καταργηθεί ο παλαιός πνευματικός κόσμος» (Karl Marx, Der achtzehn- te Brumaire des Louis Bonaparte. Ed. Rjazanov. Βιέννη, Βερολίνο, 1927, σ. 30). Ο Μπωντλαίρ λέει πως, όταν πέφτει το σκοτάδι, «ολέθριοι δαίμονες στον αέρα / ξυπνούν βαριά σαν επιχειρηματίες» (1,108). Ίσως το σημείο αυτό του «Crepuscule du soir» είναι μια ανάμνηση από το κείμενο του Πόε.
146 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
πλάνης. Σ ’ αυτόν η ατάραχη συμπεριφορά έχει δώσει τη θέση της σε μια άλλη, μανιακή. Έτσι από το παράδειγμά του πρέπει μάλλον να συμπεράνει κανείς τι Θα έπρεπε να απογίνει ο πλάνης μόλις του α- φαιρείτο το περιβάλλον στο οποίο ανήκει. Αν το Λονδίνο του το προσέφερε ποτέ, σίγουρα δεν Θα ήταν εκείνο το Λονδίνο που περιγράφει ο Πόε. Σε σύγκριση με αυτό, το Παρίσι του Μπωντλαίρ διατηρεί ορισμένα χαρακτηριστικά του παλιού καλού καιρού. Υπήρχαν ακόμη πορθμεία που διέσχιζαν το Σηκουάνα, εκεί όπου αργότερα γέφυρες θα έκαναν θόλο από πάνω του. Μπορούσε ακόμη ένας επιχειρηματίας, τη χρονιά που πέθανε ο Μπωντλαίρ, να σκεφτεί να θέσει σε κυκλοφορία πεντακόσια φορητά καθίσματα προς εξυπηρέτηση των εύπορων κατοίκων. Ήταν ακόμη αγαπητές οι στοές, μέσα στις οποίες ο πλάνης απέφευγε τη θέα των οχημάτων, που δεν λογάριαζαν τον πεζό για ανταγωνιστή τους*. Υπήρχε ο διαβάτης που σφηνώνεται μέσα στο πλήθος· υπήρχε ακόμη όμως και ο πλάνης που χρειάζεται ελεύθερο χώρο και δεν θέλει να στερηθεί το χασομέρι του. Οι πολλοί ας κοιτούν τις δουλειές τους: ο ανεπάγγελτος μπορεί ουσιαστικά να περιφέρεται μόνον όταν ως τέτοιος βρίσκεται έτσι κι αλλιώς εκτός πλαισίου. Όπου το χασομέρι δίνει τον τόνο υπάρχει τόσο λίγη θέση για τον πλάνητα όση και στην πυρετώδη κυκλοφορία του Σίτυ. Το Λονδίνο έχει τον δικό του άνθρωπο του πλήθους. Ο αχθοφόρος ΝάντεΎ, που στο Βερολίνο ήταν μια λαϊκή φιγούρα της εποχής πριν από την επανάσταση του Μάη του 1848, είναι κατά κάποιο τρόπο το ταίρι του- ο Παριζιάνος πλάνης θα ήταν η ενδιάμεση φιγούρα**.
* Ο πεζός εννοούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να εκδηλώνει προκλητικά την α- μεριμνησία του. Γύρω στο 1840 είχε θεωρηθεί για ένα διάστημα καθώς πρέπει να βγάζει κανείς βόλτα χελώνες στις στοές. Ο πλάνης τις άφηνε προθυμία να καθορίζουν το ρυθμό του. Αν είχε γίνει το δικό του, η πρόοδος θα είχε υποχρεωθεί να μάθει αυτό το βήμα. Ωστόσο η τελευταία λέξη δεν ήταν δική του αλλά του Taylor, που έκανε σύνθημα το «Κάτω το χασομέρι!».
* * Στο χαρακτήρα του Γκλασμπρέννερ ο ιδιώτης εμφανίζεται ως θλιβερός απόγονος του citoyen. Ο Nante δεν είχε κανένα λόγο να αγωνίζεται. Βολεύεται στο δρόμο, ο οποίος είναι αυτονόητο πως δεν θα τον οδηγήσει πουθενά, με την ίδια σπιτίσια άνεση που έχει ο μικροαστός στους τέσσερις τοίχους του.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 147
Τον τρόπο με τον οποίο ο ιδιώτης βλέπει το πλήθος δείχνει ένα μικρό πεζογράφημα — το τελευταίο που έγραψε ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν. Το κομμάτι λέγεται «Des Vetters Eckfenster». Είναι δεκαπέντε χρόνια παλιότερο από το διήγημα του Πόε κι αποτελεί μία από τις πρώτες απόπειρες να συλληφθεί η εικόνα του δρόμου μιας μεγαλύτερης πόλης. Αξίζει να σημειωθούν οι διαφορές ανάμεσα στα δύο κείμενα. Ο παρατηρητής του Πόε κοιτάζει μέσα από το παράθυρο ενός δημόσιου καταστήματος· ο εξάδελφος αντίθετα είναι εγκατεστημένος στο σπίτι του. Ο παρατηρητής του Πόε υποκύπτει σε μια έλξη που εντέλει τον παρασύρει στη δίνη του πλήθους. Ο εξάδελφος στο γωνιακό παράθυρο του Χόφμαν είναι παράλυτος' δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει ο ίδιος το ρεύμα ακόμη κι ocv το ένιωθε πάνω του. Μένει όμως μάλλον ανέγγιχτος απ’ αυτό το πλήθος, όπως του υπαγορεύει η θέση του σ’ ένα διαμέρισμα ορόφου. Από κει επιθεωρεί το πλήθος· είναι η μέρα της λαϊκής αγοράς και τούτο νιώθει στο στοιχείο του. Το κιάλι του θεάτρου επιτρέπει στον εξάδελφο να αναδεί- ξει από μέσα του ηθογραφικές σκηνές. Η χρήση αυτού του οργάνου ανταποκρίνεται πλήρως στην εσωτερική διάθεση του χρήστη. Ό πως ομολογεί ο ίδιος, θέλει νος μυήσει τον επισκέπτη του «στις πρω- ταρχές της τέχνης του κοιτάζειν»39*. Τούτη συνίσταται στην ικανότητα να χαίρεται κανείς με ζωντανές εικόνες, όπως αυτές με τις ο
* Αξιοσημείωτο είναι πώς φθάνει σ' αυτή την ομολογία. Όπως πιστεύει ο επισκέπτης του, ο εξάδελφος παρακολουθεί την κίνηση κάτω μόνο επειδή του αρέσει το μεταλλασσόμενο παιχνίδι των χρωμάτων. Σε μεγάλη διάρκεια τούτο πρέπει να είναι κουραστικό. Παρόμοια, και μάλλον όχι πολύ αργότερα, ο Γκόγκολ γράφει τα εξής με αφορμή ένα ετήσιο παζάρι στην Ουκρανία: «Τόσο πολλοί άνθρωποι κινούνταν προς τα εκεί που ένιωθε κανείς να θαμπώνουν τα μάτια του». Ίσως η καθημερινή όψη ενός κινούμενου πλήθους να παρουσίαζε κάποτε ένα θέαμα στο οποίο το μάτι υποχρεώθηκε πρώτα να προσαρμοστεί. Με βάση αυτή την εικασία, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι μετά το ξεπέρασμα αυτού του προβλήματος θα ήταν μάλλον ευπρόσδεκτη για το άτομο κάθε ευκαιρία να επαληθεύσει τη νέα του κατάκτηση. Η μέθοδος της ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής, κατά την οποία η εικόνα εναποθηκεύεται μέσα στην τρικυμία των χρωματικών κηλίδων, θα ήταν τότε μία αντανάκλαση εμπειριών που το μάτι ενός ανθρώπου της μεγαλούπολης έχει συνηθίσει. Ένας πίνακας όπως ο «Καθεδρικός της Σαρτρ» του Μονέ, που είναι κατά κάποιο τρόπο μια μυρμηγκοφω- λιά από πέτρες, θα μπορούσε να εικονογραφήσει αυτή την υπόθεση.
148 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ποίες καταγίνεται άλλωστε το Biedermeier. Ηθικοπλαστικά αποφθέγματα παρέχουν την ερμηνεία* . Μπορεί να θεωρήσει κανείς το κείμενο μια απόπειρα που η προθεσμία της είχε αρχίσει να εκπνέει. Είναι όμως σαφές ότι στο Βερολίνο ανελήφθη υπό συνθήκες που ματαίωσαν την πλήρη επιτυχία της. Αν ο Χόφμαν είχε ποτέ πατήσει το πόδι του στο Παρίσι ή στο Λονδίνο, αν είχε την πρόθεση να πα- ραστήσει τη μάζα ως τέτοια, τότε δεν θα είχε μείνει σε μια αγορά- δεν θα είχε δώσει στις γυναίκες κυρίαρχη θέση μέσα στην εικόνα- θα είχε ίσως συλλάβει τα μοτίβα που αντλεί ο Πόε από το πλήθος το οποίο κινείται υπό το φως του γκαζιού. Εξάλλου δεν θα του ήταν απαραίτητα προκειμένου να εκθέσει το τρομακτικό στοιχείο που ένιωσαν άλλοι φυσιογνωμιστές τηζ μεγάλης πόλης. Εδώ ανήκουν κά- ποια λόγια του Χάινε που βάζουν σε σκέψεις. «Την άνοιξη», αναφέρει ένας ανταποκριτής το 1838 στον Varnhagen, «υπέφερε πολύ από τα μάτια του. Την τελευταία φορά περπάτησα μαζί του ένα τμήμα των βουλεβάρτων. Η λάμψη, η ζωή αυτού του μοναδικού στο είδος του δρόμου μου προκαλούσε απεριόριστο θαυμασμό, απέναντι στον οποίο τούτη τη φορά ο Χάινε υπογράμμισε με σημασία τη φρίκη που είναι συνυφασμένη με αυτό το κέντρο του κόσμου»40.
VIII
Φόβο, αποστροφή και φρίκη προκαλούσε το πλήθος της μεγαλούπολης σ ’ αυτούς που πρώτοι το αντίκρισαν. Στον Πόε έχει κάτι το βάρβαρο. Η πειθαρχία μόλις και μετά βίας το τιθασεύει. Αργότερα ο James Ensor δεν έπαυε να αντιπαραθέτει μέσα του την πειθαρχία και την αγριότητα. Του άρεσε να εγκαθιστά στρατιωτικές ομάδες μέσα στις καρναβολικές συμμορίες του. Οι δυο τους συνεργάζονται υπο
* Ο Χόφμαν αφιερώνει σ’ αυτό το κείμενο ορισμένες εποικοδομητικές σκέψεις μεταξύ άλλων και στον τυφλό, ο οποίος κρατά το κεφάλι του στραμμένο προς τον ουρανό. Ο Μπωντλαίρ, που γνώριζε αυτό το διήγημα, δίνει στην τελευταία αράδα του «Aveugles» μια παραλλαγή της παρατήρησης του Χόφμαν που διαψεύδει τον εποικοδομητικό της χαρακτήρα: «Que cherchent-ils au Ciel, tous ces aveugles?» (I, 106).
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 149
δειγματικά. Ως πρότυπο δηλαδή των ολοκληρωτικών κρατών, στα οποία η αστυνομία τα βρίσκει με τους λαφυραγωγούς. Ο Βαλερύ, που διαθέτει ένα αιχμηρό βλέμμα για το σύμπλεγμα συμπτωμάτων που ονομάζεται «πολιτισμός», χαρακτηρίζει μία από τις σχετικές συνθήκες. «Ο πολιτισμένος άνθρωπος των τεράστιων πόλεων επιστρέφει στην κατάσταση της αγριότητας, δηλαδή της απομόνωσης, διότι η κοινωνική μηχανική του επιτρέπει να ξεχνά την αναγκαιότητα της κοινότητας και να χάνει το αίσθημα του δεσμού μεταξύ των ατόμων, το οποίο άλλοτε αφύπνιζε αδιάκοπα η ανάγκη. Κάθε τελειοποίηση της κοινωνικής μηχανικής καθιστά ανώφελες ορισμένες πράξεις, τρόπους αίσθησης των πραγμάτων, ικανότητες για κοινή ζωή» . Η άνεση απομονώνει. Από την άλλη μεριά φέρνει όσους την καρπώνονται πιο κοντά στη μηχανική. Με την εφεύρεση του σπίρτου γύρω στα μέσα του αιώνα μια σειρά καινοτομιών κάνουν την εμφάνισή τους, οι οποίες έχουν ένα κοινό στοιχείο, ότι με έναν απότομο χειρισμό προκαλούν μια σειρά αλλεπάλληλων αποτελεσμάτων. Η εξέλιξη λαμβάνει χώρα σε πολλά πεδία- γίνεται φανερή μεταξύ άλλων στο τηλέφωνο, όπου τη Θέση της σταθερής κίνησης που απαιτούσε η μανιβέλα των παλιότερων συσκευών πήρε το σήκωμα ενός ακουστικού. Ανάμεσα σε αναρίθμητες χειρονομίες όπως το γύρισμα του διακόπτη, το ρίξιμο στη σχισμή, το πάτημα του κουμπιού κλπ., το «κλικ» του φωτογράφου ήταν ιδιαίτερα πλούσιο σε συνέπειες. Ένα πάτημα με το δάκτυλο ήταν αρκετό ώστε να συλλάβει ένα γεγονός για απεριόριστο χρόνο. Η συσκευή προκαλούσε κατά κάποιο τρόπο στη χρονική στιγμή ένα μεταθανάτιο σοκ. Δίπλα στις απτικές εμπειρίες αυτού του είδους παρουσιάστηκαν άλλες οπτικές, όπως αυτές που φέρνει μαζί του το διαφημιστικό τμήμα μιας εφημερίδας, αλλά και η κυκλοφορία στη μεγάλη πόλη. Διασχίζοντάς την το άτομο υπόκειται σε μια σειρά σοκ και συγκρούσεις. Στις επικίνδυνες διασταυρώσεις το διαπερνούν, σαν σπινθήρες μπαταρίας, ραγδαία εναλλασσόμενοι ερεθισμοί. Ο Μπωντλαίρ μιλά για τον άνθρωπο που καταδύεται μέσα στο πλήθος σαν σε μια δεξαμενή ηλεκτρικής ενέργειας. Αμέσως μετά, προσδιορίζοντας την εμπειρία του σοκ, τον ονομάζει «καλειδοσκόπιο προικισμένο με συνείδηση»42. Ενώ οι διαβά
150 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τες του Πόε ρίχνουν ακόμη φαινομενικά άσκοπα βλέμματα προς κάθε κατεύθυνση, οι σημερινοί πρέπει να κάνουν το ίδιο για να προσανατολιστούν σύμφωνα με τα σήματα της κυκλοφορίας. Έτσι η τεχνική υπέβαλε το ανθρώπινο αισθητηριακό κέντρο σε μια περίπλοκη εκγύμναση. Ήρθε κάποτε η μέρα που ο κινηματογράφος ανταπο- κρίθηκε σε μια νέα και επείγουσα ανάγκη ερεθισμάτων. Μπροστά στην κινηματογραφική ταινία η αντίληψη υπό μορφή σοκ εγκαθιδρύεται ως τυπική αρχή. Αυτό που στον ιμάντα καθορίζει το ρυθμό της παραγωγής βρίσκεται στον κινηματογράφο στη βάση του ρυθμού της πρόσληψης.
Ο Μαρξ δεν τονίζει χωρίς λόγο πόσο ρευστή είναι στη χειροτεχνία η συνάρτηση των παραγόντων της εργασίας. Στον ιμάντα παραγωγής η συνάρτηση αυτή εμφανίζεται απέναντι στον βιομηχανικό εργάτη αυτονομημένη σε εμπράγματη μορφή. Το προς επεξεργασία τεμάχιο περιέρχεται στην ακτίνα δράσης του εργάτη ανεξάρτητα από τη θέλησή του. Κι εξίσου αυθαίρετα απομακρύνεται απ’ αυτόν. «Σε όλη την καπιταλιστική παραγωγή τούτο είναι κοινό», γράφει ο Μαρξ, «ότι δεν χρησιμοποιεί ο εργάτης τους όρους εργασίας, αλλά αντίστροφα οι όροι εργασίας τον εργάτη, για πρώτη φορά όμως με τις μηχανές αυτή η αντιστροφή καθίσταται από τεχνική άποψη χειροπιαστή πραγματικότητα»43. Συναναστρεφόμενοι τη μηχανή, οι εργάτες μαθαίνουν να συντονίζουν τη «δική τους κίνηση με την ομοιόμορφη σταθερή κίνηση ενός αυτόματου»44. Αυτά τα λόγια ρίχνουν ένα ιδιαίτερο φως στις παράλογες ομοιομορφίες τις οποίες ο Πόε θέλει να φορτώσει στο πλήθος. Ομοιομορφίες της ενδυμασίας και της συμπεριφοράς, αλλά και ομοιομορφίες της μιμικής. Το χαμόγελο βάζει σε σκέψεις. Είναι μάλλον εκείνο που συνηθίζεται σήμερα κατά την προτροπή keep smiling και φιγουράρει εκεί ως μιμικός αποσβε- στήρας κραδασμών. — «Κάθε εργασία με μηχανή», λέγεται σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, «απαιτεί πρώιμη εκγύμναση του εργάτη»45. Αυτή η εκγύμναση πρέπει να διακριθεί από την άσκηση. Η τελευταία, που ήταν το μόνο καθοριστικό στη χειροτεχνία, είχε ακόμη θέση στη μανιφατούρα. Με βάση αυτήν «κάθε ιδιαίτερος κλάδος παραγωγής βρίσκει στην εμπειρία την τεχνική μορφή που του αντι
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 151
στοιχεί»' την «τελειοποιεί σιγά σιγά». Την αποκρυσταλλώνει πάντως ραγδαία, «αμέσως μόλις επιτευχθεί ένας ορισμένος βαθμός ωρί- μανσης»46. Όμως η ίδια η μανιφατούρα γεννά από την άλλη, «σε κάθε χειροτεχνία την οποία καταλαμβάνει, μια τάξη των λεγόμενων ανειδίκευτων εργατών, την οποία απέκλειε αυστηρά το χειροτεχνικό εργαστήρι. Καθώς αναπτύσσει, εις βάρος της όλης εργατικής ικανότητας, μια μονόπλευρη ειδικότητα σε δεξιοτεχνία, αρχίζει επίσης βέβαια να κάνει ειδικότητά της την έλλειψη κάθε ανάπτυξης. Δίπλα στην ιεραρχία εμφανίζεται ο απλός διαχωρισμός των εργατών σε ειδικευμένους και ανειδίκευτους»47. Ο ανειδίκευτος εργάτης είναι εκείνος που εξευτελίζεται βαθύτερα από την εκγύμναση της μηχανής. Η εργασία του στεγανοποιείται απέναντι στην εμπειρία. Πάνω σ’ αυτήν η άσκηση έχει χάσει κάθε δικαίωμα*. Ό,τι καταφέρνει με τα συγκρουόμενα αυτοκίνητα και τις ανάλογες διασκεδάσεις του το λού- να παρκ, δεν είναι παρά μια γεύση της εκγύμνασης στην οποία υποβάλλεται ο ανειδίκευτος εργάτης στο εργοστάσιο (μια γεύση που ενίοτε αντικαθιστά γι ’ αυτόν ολόκληρο το μενού* διότι η τέχνη του εκκεντρικού κλόουν, την οποία ο ανθρωπάκος μπορούσε να μάθει στο λούνα παρκ ανθούσε από κοινού με την ανεργία). Το κείμενο του Πόε κάνει σαφή την αληθινή σχέση μεταξύ αγριότητας και πειθαρχίας. Οι διαβάτες του συμπεριφέρονται σαν να είχαν προσαρμοστεί στα αυτόματα και να μπορούσαν να εκφραστούν μόνο αυτοματικά. Οι κινήσεις τους είναι μια αντίδραση σε σοκ. «Αν κάποιοι τους σκουντούσαν, υποκλίνονταν αφειδώς μπροστά τους».
IX
Στο βίωμα του σοκ που έχει ο διαβάτης μέσα στο πλήθος αντιστοιχεί το «βίωμα» του εργάτη στη μηχανή. Αυτό δεν σημαίνει ακόμη ότι ο Πόε είχε κάποια ιδέα της βιομηχανικής διαδικασίας της εργα
* Όσο ελαττώνεται ο χρόνος εκπαίδευσης του βιομηχανικού εργάτη τόσο μεγαλώνει αυτός του στρατιωτικού. Είναι ίσως σημάδι της προετοιμασίας της κοινωνίας για τον ολοκληρωτικό πόλεμο ότι η άσκηση περνάει από την πρακτική της παραγωγής στην πρακτική της καταστροφής.
152 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
σίας. Σε κάθε περίπτωση ο Μπωντλαίρ βρισκόταν πολύ μακριά από μια τέτοια ιδέα. Τον αιχμαλώτισε όμως μια άλλη διαδικασία, κατά την οποία ο ανακλαστικός μηχανισμός που η μηχανή "θέτει σε κίνηση στον εργάτη μπορεί να μελετηθεί εκ του σύνεγγυς στον αργόσχολο, σαν σε καθρέφτη. Τη διαδικασία αυτή συνιστά το τυχερό παιχνίδι. Ο ισχυρισμός μπορεί να φαίνεται παράδοξος. Ποια αντίθεση θα μπορούσε να έχει εδραιωθεί πιο πειστικά από αυτήν μεταξύ εργασίας και τζόγου; Ο Αλαίν γράφει διαφωτιστικά: «Η ιδέα του παιχνιδιού ... συνίσταται στο γεγονός ότι η επόμενη παρτίδα δεν εξαρτάται από την προηγούμενη ... Το παιχνίδι αρνείται ενεργητικά κάθε ειλημμένη κατάσταση, κάθε προηγούμενο, κάθε πλεονέκτημα που θυμίζει περασμένες υπηρεσίες, και σ’ αυτό διακρίνεται από την εργασία. Το παιχνίδι απορρίπτει... αυτό το βαρύ παρελθόν που είναι το κληροδό- ,ί τημα της εργασίας»48. Η εργασία που έχει κατά νου εδώ ο Αλαίν είναι υψηλής διαφοροποίησης (κι αυτή, όπως η πνευματική, μπορεί να διατηρεί ορισμένα γνωρίσματα της χειροτεχνίας) · δεν είναι εκείνη ! των περισσότερων εργοστασιακών εργατών, ιδίως όχι εκείνη των α- ) νειδίκευτων. Από την τελευταία απουσιάζει βέβαια η χροιά της πε- I ριπέτειας, η fata morgana, που δελεάζει τον παίκτη. Αλλά αυτό που ,| διόλου δεν της λείπει είναι η ματαιότητα, το κενό, η αδυναμία ολο- | κλήρωσης που ενυπάρχει στη δραστηριότητα του μισθωτού εργάτη | στο εργοστάσιο. Επίσης οι χειρονομίες του που απορρέουν από την J αυτόματη διαδικασία εργασίας εμφανίζονται στο παιχνίδι, το οποίο ;; δεν γίνεται χωρίς τη γρήγορη κίνηση του χεριού που ποντάρει ή j παίρνει το χαρτί. Ό,τι είναι το τίναγμα στην κίνηση της μηχανής \ είναι στο τυχερό παιχνίδι το λεγόμενο coup. Ο χειρισμός του εργάτη ; στη μηχανή δεν συναρτάται με τον προηγούμενο επειδή ακριβώς α· ποτελεί αυστηρή επανάληψή του. Εφόσον κάθε χειρισμός στη μηχανή μένει στεγανός απέναντι στον προηγούμενό του όπως ακριβώς έ- | να coup σε μια παρτίδα παιχνιδιού απέναντι στο εκάστοτε τελευ- ταίο, με τον τρόπο της η αγγαρεία του μισθωτού εργάτη κάνει ταίρι ’ με την αγγαρεία του παίκτη. Η εργασία και των δύο είναι εξίσου1 κενή περιεχομένου.
Τπάρχει μια λιθογραφία του Senefelder που παριστάνει μια χαρ-
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 153
τοπαικτική λέσχη. Ούτε ένας από τους εικονιζομένους δεν επιδίδεται κατά τον συνήθη τρόπο στο παιχνίδι. Καθένας διακατέχεται από το πάθος του: ο ένας από ξέφρενη χαρά, ο άλλος από δυσπιστία προς το συμπαίκτη του, ένας τρίτος από βαριά απόγνωση, ένας τέταρτος από εριστικότητα· ένας άλλος ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τον κόσμο. Στις διαφορετικές συμπεριφορές υπάρχει υπό συγκαλυμμένη μορφή κάτι κοινό: οι συγκεντρωμένες φιγούρες δείχνουν πώς η μηχανική στην οποία οι παίκτες του τυχερού παιχνιδιού εμπιστεύονται τον εαυτό τους τούς κυριεύει ψυχή τε και σώματι, έτσι ώστε ακόμη και στην ιδιωτική τους σφαίρα, όσο παράφορα κι αν κινούνται, να μην μπορούν να λειτουργήσουν παρά μόνον ανακλαστικά. Συμπεριφέ- ρονται όπως οι διαβάτες-στο κείμενο του Πόε. Ζουν τη ζωή τους σαν αυτόματα και μοιάζουν με τις φανταστικές φιγούρες του Μπερξόν που έχουν καταστρέψει πλήρως τη μνήμη τους.
0 Μπωντλαίρ δεν φαίνεται να υπήρξε οπαδός του παιχνιδιού μολονότι βρήκε λόγια συμπάθειας, ακόμη και σεβασμού, για όσους έχουν περιπέσει σ’ αυτό49. Το μοτίβο που πραγματεύθηκε στο νυχτερινό του ποίημα με τίτλο «Le jeu» είχε σχεδιαστεί σύμφωνα με την άποψή του για τη νεωτερικότητα. Η συγγραφή του συνιστούσε μέρος της αποστολής του. Η εικόνα του παίκτη έγινε στον Μπωντλαίρ το αληθινό νεωτερικό συμπλήρωμα της αρχαϊκής εικόνας του ξιφομάχου. Τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος είναι γ ι ’ αυτόν ηρωικές μορφές. Με τα μάτια του Μπωντλαίρ κοιτούσε ο Borne όταν έγραψε: «Αν εξοικονομούσε κανείς... όλη τη δύναμη και το πάθος... που χαραμίζονται κάθε χρόνο στην Ευρώπη στο τραπέζι του παιχνιδιού — δεν θα έφταναν άραγε για να φτιαχτεί απ’ αυτά ένας ρωμαϊκός λαός και μια ρωμαϊκή ιστορία; Όμως περί αυτού ακριβώς πρόκειται! Ε πειδή κάθε άνθρωπος γεννιέται Ρωμαίος, η αστική κοινωνία ζητεί να του αφαιρέσει το ρωμαϊκό στοιχείο κι αυτός είναι ο λόγος που έχουν λανσάρει τυχερά και κοινωνικά παιχνίδια, μυθιστορήματα, ιταλική όπερα και κομψές εφημερίδες»50. Στην αστική τάξη ο τζόγος εγκλιματίστηκε μόλις τον 19ο αιώνα· τον 18ο έπαιζε μόνο η αριστοκρατία. Διαδόθηκε με τους ναπολεόντειους πολέμους και ανήκε πλέον στο «θέαμα της κομψής ζωής και των χιλιάδων αμφιταλαντευό-
154 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
μενών υπάρξεων που κυκλοφορούν στα υπόγεια μιας μεγάλης πόλης» -στο θέαμα μπροστά στο οποίο ο Μπωντλαίρ ήθελε «να ανοίξουμε τα μάτια για να γνωρίσουμε τον ηρωισμό μας»Μ.
Αν θέλουμε να εξετάσουμε το τυχερό παιχνίδι όχι τόσο από τεχνική όσο από ψυχολογική σκοπιά, τότε η σύλληψη του Μπωντλαίρ φαίνεται ακόμη πιο σημαντική. Ο παίκτης επιδιώκει να κερδίσει, αυτό είναι σαφές. Ωστόσο την προσπάθεια του να κερδίσει και να κάνει λεφτά δεν θα την ονόμαζε κανείς επιθυμία με την αληθινή σημασία της λέξης. Ίσως τον κατακλύζει μια εσωτερική απληστία, ίσως μια ζοφερή αποφασιστικότητα. Σε κάθε περίπτωση βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου δεν μπορεί να αφήσει πολλά περιθώρια στην εμπειρία*. Αντίθετα η επιθυμία ανήκει από τη μεριά της στις τάξεις της εμπειρίας. «Αυτό που επιθυμεί κανείς στα νιάτα του το έχει άφθονο στα γηρατειά του», λέει ο Γκαίτε. Όσο νωρίτερα έχει κανείς στη ζωή του μια επιθυμία τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα έχει να την εκπληρώσει. Όσο πιο πέρα εκτείνεται μια επιθυμία στο βάθος του χρόνου τόσο περισσότερο μπορεί vqi ελπίζει κανείς στην εκπλήρωσή της. Όμως αυτό που οδηγεί πίσω στο βάθος του χρόνου είναι η εμπειρία που τον πληροί και τον διαρθρώνει. Γ ι ’ αυτό η εκπληρωμένη επιθυμία είναι η κορόνα την οποία αξιώθηκε να αποκτήσει η εμπειρία. Στη λαϊκή συμβολική η απόσταση στο χώρο μπορεί να αντικαταστήσει την απόσταση στο χρόνο- έτσι ο διάττοντας αστέρας που ρίχνεται στην ατέλειωτη απόσταση του χώρου έχει γίνει σύμβολο της εκπληρωμένης επιθυμίας. Η φιλντισένια μπάλα που κυλάει στην επόμενη θήκη, το επόμενο τραπουλόχαρτο που βρίσκεται πάνω πά
* Το παιχνίδι καταργεί τις επιταγές της εμπειρίας. Είναι ίσως μια θολή συναίσθηση αυτού του γεγονότος που κάνει τη «χυδαία επίκληση της εμπειρίας» τόσο συ- ·' νηθισμένη μεταξύ παιχτών. Ο παίκτης λέει «ο αριθμός μου» όπως ο αβροδίαιτος λέει «ο τύπος μου». Κατά τα τέλη της Δεύτερης Αυτοκρατορίας η στάση του έδιν*' τον τόνο. «Συνήθιζαν στο βουλεβάρτο να ανάγουν τα πάντα στην τύχη» (Gustav Rageot, «Quest-ce qu’un evenement?», στο Le temps, 16 Απριλίου 1939). Αυτή νοοτροπία στηρίζει τα στοιχήματα. Τούτα είναι ένα μέσον για να δοθεί στα γεγονό τα ο χαρακτήρας του σοκ και να αποκοπούν από τις συναρτήσεις της εμπειρίας. Γ ι* την μπουρζουαζία και τα πολιτικά γεγονότα προσέλαβαν εύκολα τη μορφή συμβέ. ντων στο τραπέζι του παιχνιδιού.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 155
νω είναι το αληθινό αντίθετο του διάττοντα αστέρα. Ο χρόνος που εμπερικλείεται στη στιγμή κατά την οποία το φως του διάττοντα λάμπει για έναν άνθρωπο έχει την ίδια υφή μ ' εκείνον που περιέγραψε ο Joubert με την ξεχωριστή του βεβαιότητα, «Χρόνος υπάρχει», λέει, «ακόμη και στην αιωνιότητα· αλλά δεν είναι ένας χρόνος γήινος και εγκόσμιος ... Δεν καταστρέφει τίποτε, μόνο ολοκληρώνει»52. Είναι το αντίθετο του χρόνου στην κόλαση, όπου διαδραματίζεται η ύπαρξη εκείνων στους οποίους δεν επιτρέπεται να ολοκληρώσουν τίποτε απ’ αυτά που ανέλαβαν. Στην πραγματικότητα η κακοφημία των τυχερών παιχνιδιών οφείλεται στο γεγονός ότι ο ίδιος ο παίκτης βάζει το χέρι του στην υπόθεση. ( Ένας αδιόρθωτος πελάτης της λοταρίας δεν θα στιγματιστεί όπως ο τζογαδόρος με τη στενότερη έννοια.)
Το επαναλαμβανόμενο ξεκίνημα είναι η ρυθμιστική ιδέα του παιχνιδιού (όπως και της μισθωτής εργασίας). Έχει λοιπόν τη σημασία του το γεγονός ότι στον Μπωντλαίρ ο δείκτης των δευτερολέπτων -la Seconde— εμφανίζεται ως παρτεναίρ του παίκτη.
Souviens-toi que le Temps est un joueur avide Qui gagne sans tricher, a tout coup! Cest la loi.53
[Μ ψ το ζεχνάζΐ πως ο Καιρός, παίχτης που δε δειλιάζει, κερδάει σε κάθε χτύπημα δίχως ποτέ να κλέβει.]
Σ ’ ένα άλλο κείμενο τη θέση του προαναφερμένου δευτερολέπτου παίρνει ο ίδιος ο Σατανάς54. Στην επικράτειά του ανήκει χωρίς αμφιβολία και η σιωπηλή σπηλιά όπου το ποίημα «Le jeu» αποπέμπει όσους έχόυν περιπέσει στα τυχερά παιχνίδια.
Voila le noir tableau qu’en un reve nocturne Je vis se derouler sous mon ceil clairvoyant.Moi-meme, dans un coin de l’antre taciturne,Je me vis accoude, froid, muet, enviant,Enviant de ces gens la passion tenace.55
156 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
[Νά η μαύρη εικόνα ως όνειρο που είδα κάποια νύχτα, ωμή να ξετυλίγεται στην καθαρή μου βλέψη, κ ’ εγώ τον ίδιο μου εαυτό σε μια γωνιά του άντρου τον είδα αμίλητο, ψυχρό κ ’ έτοιμο να ζηλέψει αυτούς με το πεισματικό το πάθος που τους τρέφει.]
Ο ποιητής δεν παίρνει μέρος στο παιχνίδι. Στέκεται στη γωνία του, δίχως να είναι ευτυχέστερος από εκείνους που παίζουν. Είναι κι αυτός ένας άνθρωπος που με απάτη του αφαιρέθηκε η εμπειρία του, ένας μοντέρνος. Αποποιείται μονάχα το ναρκωτικό με το οποίο οι παίκτες προσπαθούν να καταπνίξουν τη συνείδηση που τους έχει παραδώσει στην πορεία του δείκτη των δευτερολέπτων*.
Et mon coeur s’effraya d’envier maint pauvre homme Courant avec ferveur a l’abime beant,Et qui, soul de son sang, prefererait en somme La douleur a la mort et l’enfer au neant!56
[Ξάφνου η καρδιά μου τρόμαξε που πήγε να ζηλέψει τον κακομοίρη πότρεχε σ ’ άβυσσο με μανία, τύφλα απ’ το ίδιο το αίμα του, ενώ θα προτιμούσε πόνο από Χάρο, κόλαση απ’ την ανυπαρξία.]
* Η επίδραση του ναρκωτικού, που θίγεται εδώ, είναι χρονικά προσδιορισμένη, όπως η οδύνη που θέλει να ανακουφίσει. Ο χρόνος είναι το υλικό πάνω στο οποίο πλέκονται οι φαντασμαγορίες του παιχνιδιού. Γράφει ο Γκουρντόν στο Faucheurs de nuit: «Υποστηρίζω ότι το πάθος του παιχνιδιού είναι το ευγενέστερο από όλα τα πάθη διότι τα συμπεριλαμβάνει όλα. Μία σειρά πετυχημένων χτυπημάτων μου προσφέρει μεγαλύτερη απόλαυση από όση μπορεί να αποκτήσει ύστερα, σε αρκετά χρόνια, ένας άνθρωπος που δεν παίζει... Νομίζετε πως βλέπω μόνο το κέρδος στο χρυσάφι που κερδίζω; Κάνετε λάθος. Βλέπω τις χαρές που εξασφαλίζει και τις γεύομαι κυριολεκτικά. Έντονες κι ορμητικές, οι χαρές αυτές είναι πολύ γρήγορες για να μου προκαλέσουν αηδία και πολύ διαφορετικές για να μου προκαλέσουν ανία. Ζω εκατό ζωές σε μία. Όταν ταξιδεύω, μοιάζω με την ηλεκτρική σπίθα ... Όταν είμαι σφιχτοχέρης και φυλάω τα γραμμάτιά μου, είναι επειδή ξέρω πολύ καλά την αξία του χρόνου όπως οι άλλοι άνθρωποι. Μια ικανοποίηση που θα είχα θα μου στοίχιζε χίλιες άλλες ... Έχω τις απολαύσεις στο μυαλό μου και άλλες δεν θέλω» (Edouard Gourdon, Les faucheurs de nuit. Joueurs et Joueuses. Παρίσι, 1860, σ. 14-15). Με παρόμοιο τρόπο παρουσιάζει τα πράγματα ο Ανατόλ Φρανς στις ωραίες παρατηρήσεις που κάνει για το παιχνίδι στο Jardin d’Epicure.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 157
2 ’ αυτούς τους τελευταίους στίχους ο Μπωντλαίρ μετατρέπει την ανυπομονησία σ ’ ένα υπόστρωμα της μανίας του παιχνιδιού. Το βρήκε μέσα του στην πιο καθαρή του υπόσταση. Η παραφορά του είχε την εκφραστική δύναμη της Iracundia* του Τζιόττο στην Πάδουα.
XΑν πιστέψει κανείς τον Μπερξόν, είναι η ανάκληση της duree που αποσπά από την ψυχή του ανθρώπου την έμμονη ιδέα του χρόνου. Ο Προυστ συντάχθηκε με τούτη την πεποίθηση και μέσα απ’ αυτήν διαμόρφωσε τις ασκήσεις με τις οποίες επεδίωξε σ’ όλη του τη ζωή να φέρει στο φως τα περασμένα, κορεσμένα όπως ήταν απ’ όλες τις αναμνήσεις που εισχώρησαν στους πόρους τους κατά την παραμονή τους στο ασυνείδητο. Ήταν ένας απαράμιλλος αναγνώστης των Ανθέων του κακού, διότι ένιωσε μια συγγένεια με αυτά στο έργο του. Δεν υπάρχει καμιά εξοικείωση με τον Μπωντλαίρ που να μην περιλαμβάνει την εμπειρία την οποία απεκόμισε απ’ αυτόν ο Προυστ. «Ο κόσμος του Μπωντλαίρ», λέει ο Προυστ, «είναι μια παράξενη διαίρεση του χρόνου όπου εμφανίζονται μόνο κάποιες σπάνιες αξιοσημείωτες ημέρες· πράγμα που εξηγεί τις συχνές εκφράσεις του είδους: "Αν κάποιο βράδυ” κ.λπ.» . Αυτές οι σημαντικές μέρες είναι μέρες του χρόνου που ολοκληρώνει, για να μιλήσουμε όπως ο Joubert. Είναι μέρες της ενθύμησης. Δεν είναι σημαδεμένες από κανένα βίωμα. Δεν συνδέονται με τις υπόλοιπες, παρά μάλλον προβάλλουν έξω από το χρόνο. Αυτό που συνιστά το περιεχόμενό τους το συγκράτησε ο Μπωντλαίρ στην έννοια των correspondances. Τούτη στέκει απροσδόκητα δίπλα σ ’ εκείνη της «μοντέρνας ομορφιάς».
Αφήνοντας κατά μέρος τη λόγια φιλολογία περί correspondances (είναι κοινό κτήμα των μυστικών ο Μπωντλαίρ τις συνάντησε στον Φουριέ), ο Προυστ δεν δίνει επομένως πολλή σημασία στις καλλιτεχνικές παραλλαγές του πράγματος που παρέχονται από τη συναισθησία. Το ουσιαστικό είναι ότι οι ανταποκρίσεις συγκρατούν μια έννοια της εμπειρίας που συμπεριλαμβάνει λατρευτικά στοιχεία. Μόνον ιδιοποιούμενος αυτά τα στοιχεία μπόρεσε ο Μπωντλαίρ να απο-
158 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τιμήσει πλήρως τι σήμαινε στ ’ αλήθεια η κατάρρευση της οποίος, ως νεωτερικός άνθρωπος, υπήρξε μάρτυρας. Μόνον έτσι μπόρεσε να την αναγνωρίσει ως την πρόκληση εκείνη, την αποκλειστικά γι ’ αυτόν προορισμένη, που αποδέχθηκε με τα Άνθη του κακού. Αν υπάρχει πράγματι μια μυστική αρχιτεκτονική αυτού του βιβλίου, στην οποία πολλές εικασίες αφιερώθηκαν, τότε ο κύκλος ποιημάτων που εγκαινιάζει τον τόμο θα πρέπει να· είναι αφιερωμένος σε κάτι το ανεπίστρεπτα χαμένο. Στον κύκλο αυτό εμπίπτουν δύο σονέτα, που είναι ταυτόσημα ως προς τα μοτίβα τους. Το πρώτο, με τον τίτλο «Correspondences», αρχίζει ως εξής:
La Nature est un temple ou de vivants piliers Laissent parfois sortir de confuses paroles?L’homme y passe a travers des forets de symboles Qui l’observent avec des regards familiers.
Comme de longs echos qui de loin se confondent Dans une tenebreuse et profonde unite,Vaste comme la nuit et comme la clarte,Les parfums, les couleurs et les sons se repondent.
[Είναι ναός ή Φύσις δπου ζωνταναί στηλαι συγκεχυμένος λέξεις κάποτε έκφέρουσιν. Ό άνθρωπος έκεϊ πέρνα μέσω πυκνών δασών συμβόλων, άτινα μέ βλέμματα οικεία τόν παρατηρούν.
' Ως παρατεταμμέναι σμίγουσιν ήχοι άπό μακράν έν μια ενώσει ζοφερά, έν μια ένώσει ώς τό σκότος άχανεϊ καί ώς τό φώς, οΰτω άνταποκρίνονται τά χρώματα, οι φθόγγοι, καί τ ’ αρώματα.]
Αυτό που ο Μπωντλαίρ είχε κατά νου με τις ανταποκρίσεις μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια εμπειρία που ζητεί να εδραιωθεί ασφαλισμένη από κρίσεις. Τούτο είναι δυνατό μόνο στην περιοχή της λατρείας. Αν βγει απ’ αυτή την περιοχή, παρουσιάζεται ως «το ω
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 159
ραίο». Στο ωραίο η λατρευτική αξία εμφανίζεται ως αξία της τέ-χνης*·
* Το ωραίο μπορεί να προσδιοριστεί διττά, κατά τη σχέση του προς την ιστορία και προς τη φύση. Και στις δύο αυτές αναφορές προβάλλει η επίφαση, το προβληματικό στοιχείο του ωραίου. ( Όσον αφορά την πρώτη, ας γίνει μόνο μία νύξη. Το ωραίο κατά την ιστορική του ύπαρξη είναι ένα προσκλητήριο να πυκνώσουμε τις τάξεις εκείνων που το έχουν θαυμάσει παλιότερα. Η συγκίνηση που προκαλεί το ωραίο είναι ένα ad plures ire, όπως αποκαλούσαν οι Ρωμαίοι το θάνατο. Η επίφαση του ωραίου συνίσταται, σύμφωνα με αυτό τον προσδιορισμό, στο γεγονός ότι το ακριβές αντικείμενο που κυνηγά ο θαυμασμός δεν μπορεί να βρεθεί μέσα στο έργο. Ο θαυμασμός θερίζει ό,τι θαύμασαν σ’ αυτό οι προηγούμενες γενιές. Υπάρχει ένας λόγος του Γκαίτε που αναδεικνύει το καταστάλαγμα της σοφίας σ’ αυτό το σημείο: «Καθετί που έχει ασκήσει μεγάλη επίδραση δεν μπορεί στ’ αλήθεια πλέον να κριθεί».) Το ωραίο στη σχέση του με τη φύση μπορεί να οριστεί ως αυτό που «μόνο συγκαλυμμέ- νο παραμένει ουσιωδώς ίδιο με τον εαυτό του» (βλ. Neue deutsche Beitrage, επιμ. Hugo von Hofmannsthal. Μόναχο, 1925, II, 2, σ. 161 <δηλαδή Benjamin, «Goethes Wahlverwandtschaften»>). Οι correspondances μας πληροφορούν για την έννοια μιας τέτοιος συγκάλυψης. Μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει, επιχειρώντας μια οπωσδήποτε τολμηρή σύντμηση, ως το «απεικονιστικό» στοιχείο του έργου τέχνης. Οι correspondances αποτελούν την αρχή μπροστά στην οποία παρουσιάζεται το αντικείμενο της τέχνης ως μια πιστή απεικόνιση και ακριβώς γι ’ αυτό ως κάτι το πέρα για πέρα προβληματικό. Αν επιχειρούσε κανείς να αναπαραγάγει με το υλικό της γλώσσας αυτή την «απορία», θα έπρεπε να ορίσει το ωραίο ως το αντικείμενο της εμπειρίας στο έδαφος της ομοιότητας. Ο ορισμός αυτός ανταποκρίνεται μάλλον στη διατύπωση του Βαλερύ: «Το ωραίο επιτάσσει ίσως τη δουλική μίμηση αυτού που μένει απροσδιόριστο μέσα στα πράγματα» (Valery, Autres Rhumbs. Παρίσι, 1934, σ. 167).' Οταν ο Προυστ επιστρέφει τόσο πρόθυμα σ ’ αυτό το αντικείμενο (που εμφανίζεται στο έργο του ως ο ξανακερδισμένος χρόνος), δεν μπορεί να πει κανείς ότι ξεφουρνίζει κάποιο νέο. Είναι μάλλον μια από τις πιο ενοχλητικές πλευρές του εγχειρήματος του οτι εικάζει διαρκώς και φλύαρα την προσοχή του στην έννοια του έργου τέχνης ως αντίγραφου, στην έννοια του ωραίου, κοντολογίς στην εντελώς ερμητική όψη της τέχνης. Μιλάει για την προέλευση και τις προθέσεις του έργου του με την ευχέρεια και την ευγένεια που θα ταίριαζε σ’ έναν εκλεπτυσμένο ερασιτέχνη. Κάτι αντίστοιχο υπάρχει στον Μπερξόν. Τα ακόλουθα λόγια, με τα οποία ο φιλόσοφος υπαινίσσεται οτι δεν μπορούν να αναμένονται όλα από μια εποπτεύουσα αναπαράσταση του ακα- τάπαυστου ρεύματος του γίγνεσθαι, έχουν έναν τόνο που θυμίζει Προυστ. «Μπορούμε να κάνουμε [μια τέτοια θεώρηση] να διαπερνά την καθημερινή ζωή μας και να αντλήσουμε χάρη σ’ αυτήν από τη φιλοσοφία μια ικανοποίηση ανάλογη μ ’ εκείνη της τέχνης, αλλά πιο συχνή, πιο συνεχή, πιο προσιτή επίσης στον κοινό θνητό» (Henri Bergson, La pensee et le mouvant. Essais et conferences. Παρίσι, 1934, σ. 198). Ο Μπερξόν θεωρεί προσιτό αυτό που ο Βαλερύ διακρίνει καλύτερα, με τον τρόπο του Γ καίτε, ως το «εδώ» μέσα στο οποίο το ανεπαρκές καθίσταται γεγονός.
160 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Οι ανταποκρίσεις είναι τα δεδομένα της ενθύμησης. Δεν είναι διόλου ιστορικά δεδομένα, αλλά δεδομένα της προϊστορίας. Αυτό που κάνει τις γιορτινές μέρες μεγάλες και σημαντικές είναι η συνάντηση με μια προηγούμενη ζωή. Αυτό κατέθεσε ο Μπωντλαίρ στο σονέτο με τον τίτλο «La vie anterieure». Οι εικόνες των σπηλαίων και των φυτών, των νεφών και των κυμάτων, που ανακαλεί η αρχή αυτού του δεύτερου σονέτου, ξεπροβάλλουν μέσα από τις θερμές αναθυμιάσεις δακρύων, που είναι δάκρυα της νοσταλγίας. «Ο περιπατητής, ατενίζοντας αυτές τις εκτάσεις που σκεπάζει το πένθος, νιώθει να ανεβαίνουν ώς τα μάτια του τα δάκρυα της υστερίας, hysterical tears»59, γράφει ο Μπωντλαίρ στην παρουσίαση των ποιημάτων της Marceli- ne Desbordes-Valmore. Συγχρονικές ανταποκρίσεις, όπως αυτές που καλλιεργήθηκαν από τους συμβολιστές, δεν υπάρχουν. Το παρελθόν μουρμουρίζει μέσα στις αντιστοιχίες· και η τυπική εμπειρία τους έχει η ίδια τη θέση της σε μια προηγούμενη ζωή:
Les houles, en roulant les images des cieux,Melaient d’une ίβςοη solennelle et mystique Les tout-puissants accords de leur riche musique Aux couleurs du couchant reflate par mes yeux.
C’est la que j’ai vecu...60
[Οι σάλοι, που των ουρανών κυλούσαν τις εικόνες, μυστηριακά κ ’ επίσημα κι ανάκατα ταίριαζαν, τις πλούσιες τους μυριόβοες και μουσικές κορώνες με ρόδα δύσεων που βαθιά στα μάτια μου φαντάζαν.
... εκεί... περνούσα τον καιρό μου.]
Το γεγονός ότι η παλινορθωτική θέληση του Προυστ μένει δέσμια μέσα στα όρια της επίγειας ύπαρξης, ενώ εκείνη του Μπωντλαίρ τα ξεπερνάει, μπορεί να θεωρηθεί ως σύμπτωμα που δείχνει πόσο πιο αρχέγονες και ισχυρές εμφανίστηκαν οι αντίρροπες δυνάμεις στον Μπωντλαίρ. Κι εκείνος πετυχαίνει ίσα ίσα το πιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα όταν, καταβεβλημένος απ’ αυτές, φαίνεται να
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 161
τα παρατάει. To «Recueillement» ιχνογραφεί πάνω στον βαθύ ουρανό τις αλληγορίες των παλαιών χρόνων:
... vois se pencher les defuntes Annies,Sur les balcons du ciel, en robes surannees.81
[... Παλαιικά ντυμένα, ιδές τα ΧρόνιαΤα πεθαμένα, απ’ του ουρανού να γέρνουν τα μπαλκόνια.]
Στους στίχους αυτούς ο Μπωντλαίρ αρκείται να τιμήσει, υπό τη μορφή του παλιομοδίτικου, το παμπάλαιο που του ξέφυγε. Τα χρόνια που εμφανίζονται στο μπαλκόνι ο Προυστ τα φαντάζεται να έχουν αδελφική σχέση μ ’ εκείνα στο Κομπραί, όταν στον τελευταίο τόμο του έργου του επανέρχεται στην εμπειρία που τον διαπέρασε καθώς γευόταν μια μαντλέν: «Στον Μπωντλαίρ ... αυτές οι ενθυμήσεις, που είναι ακόμη περισσότερες, είναι προφανώς λιγότερο τυχαίες κι επομένως, κατά τη γνώμη μου, αποφασιστικές. Ο ίδιος ο ποιητής, με περισσότερη εκλογή και ανεμελιά, αναζητεί εκούσια, στη μυρωδιά μιας γυναίκας, για παράδειγμα, της κόμης και του στήθους της, τις αναλογίες που θα τον εμπνεύσουν ανακαλώντας το γαλάζιο του απέραντου και στρογγυλού ουρανού κι ένα λιμάνι γεμάτο φλόγες και κατάρτια»62. Αυτά τα λόγια είναι μια εξομολογητική προμετωπίδα στο έργο του Προυστ. Το τελευταίο έχει μια συγγένεια μ ’ εκείνο του Μπωντλαίρ, που συγκέντρωσε τις μέρες της ενθύμησης σ’ ένα κληρικό έτος.
Όμως τα Άνθη του κακού δεν θα ήταν εκείνο που είναι αν αυτή ήταν η μόνη τους επιτυχία. Η μοναδικότητά τους συνίσταται πολύ περισσότερο στο γεγονός ότι από την αναποτελεσματικότητα της ίδιας παρηγοριάς, από την αφλογιστία της ίδιας ζέσης, από την αποτυχία του ίδιου έργου έβγαλαν ποιήματα που δεν υπολείπονται σε τίποτα εκείνων στα οποία οι ανταποκρίσεις γιορτάζουν το θρίαμβό τους. Το βιβλίο «Spleen et ideal» είναι ο πρώτος από τους κύκλους των Ανθέων του κακού. To ideal χαρίζει τη δύναμη της ενθύμησης· το spleen προσφέρει αντίθετα το σμήνος των δευτερολέπτων. Είναι ο άρχων τους, όπως ο Διάβολος είναι ο άρχων των ζωυφίων. Στη
162 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
σειρά των ποιημάτων που φέρουν τον τίτλο «Spleen» βρίσκεται το «Le gout du neant», όπου διαβάζει κανείς:
Le Printemps adorable a perdu son odeur!63
[Η λατρευτή άνοιξη έχασε την ευωδιά της!]
Στο στίχο αυτό ο Μπωντλαίρ λέει κάτι ακραίο με άκρα διακριτικότητα· αυτό τον κάνει αλάθητα δικό του. Η εσωτερική κατάρρευση της εμπειρίας την οποία κάποτε στο παρελθόν μοιραζόταν ομολο- γείται με τη λέξη perdu. Η οσμή είναι το απρόσιτο καταφύγιο της m&noire involontaire. Δύσκολα συνδέεται με μια οπτική παράσταση· απ ’ όλες τις αισθητηριακές εντυπώσεις θα ταιριάξει μόνο με την ίδια οσμή. Αν η αναγνώριση ενός αρώματος έχει περισσότερο από κάθε άλλη ανάμνηση το προνόμιο να παρηγορεί, ίσως αυτό συμβαίνει επειδή ναρκώνει βαθιά τη συνείδηση του χρόνου που περνάει. Έ να άρωμα πνίγει χρόνια ολόκληρα μέσα στο άρωμα που θυμίζει. Αυτό κάνει τον παραπάνω στίχο του Μπωντλαίρ πέρα για πέρα απαρηγόρητο. Για όποιον δεν μπορεί πια να αποκτήσει καμιά εμπειρία δεν υπάρχει παρηγοριά. Όμως δεν είναι παρά αυτή ακριβώς η αδυναμία που συνιστά την αληθινή ουσία της οργής. Ο οργισμένος «δεν θέλει ν ’ ακούσει κουβέντα»· το αρχέτυπό του ο Τίμων λυσσομανάει αδιακρίτως ενάντια στους ανθρώπους- δεν είναι πια σε θέση να διακρίνει τον δοκιμασμένο φίλο από τον θανάσιμο εχθρό. Ο d’Aurevilly αναγνώρισε με οξυδέρκεια αυτή την κατάσταση στον Μπωντλαίρ· τον βλέπει σαν έναν Τίμωνα «που θα είχε την ιδιοφυία του Αρχίλοχου»64. Η οργή μετρά με τις εκρήξεις της το ρυθμό των δευτερόλεπτων, στον οποίο έχει περιπέσει ο μελαγχολικός.
Et le Temps m’engloutit minute par minute,Gimme la neige immense un corps pris de roideur.65
[Ο Χρόνος με καταπίνει στιγμή τη στιγμήΌπως το απέραντο χιόνι, ένα ξυλιασμένο κορμί.]
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 163
Οι στίχοι αυτοί ακολουθούν αμέσως τους προαναφερθέντες. Στο spleen ο χρόνος είναι εκπραγματισμένος· τα λεπτά σκεπάζουν τον άνθρωπο σαν νιφάδες. Αυτός ο χρόνος είναι ανιστορικός, όπως εκείνος της memoire involontaire. Αλλά στο spleen η αντίληψη του χρόνου είναι υπερφυσικά οξυμένη· κάθε δευτερόλεπτο βρίσκει τη, συνείδηση έτοιμη να ανακόψει το σοκ που εκείνο φέρνει*.
Η χρονολογία, που θέτει τη συμμετρία της υπεράνω της διάρκειας, δεν μπορεί ωστόσο να πάψει να εμπεριέχει ανομοιογενή, διακεκριμένα αποσπάσματα. Ο συνδυασμός της αναγνώρισης μιας ποιότητας με τη μέτρηση της ποσότητας ήταν το έργο των ημερολογίων, που με τις εορτάσιμες ημέρες αφήνουν ελεύθερες κατά κάποιο τρόπο τις θέσεις της ενθύμησης. Q άνθρωπος που έχει χάσει την εμπειρία νιώθει εξοβελισμένος από το ημερολόγιο. Ο άνθρωπος της μεγαλούπολης γνωρίζει αυτό το συναίσθημα τις Κυριακές, ο Μπωντλαίρ το έχει avant la lettre σ ’ ένα από τα ποιήματα με τον τίτλο «Spleen».
Des cloches tout a coup sautent avee furie Et lancent vers le ciel un affreux hurlement,Ainsi que des esprits errants et sans patrie Qui se mettent a geindre opiniatrement.66
[ Άξαφνα τότε ακούγονται καμπάνες φρενιασμένες, πύυ το φριχτό τους ουρλιαχτό στους ουρανούς σκορπάνε καθώς ψυχές που τριγυρνούν απάτριδες, χαμένες, κι αρχίζουνε θρηνητικά με πείσμα να βογγάνε.]
* Στο μυστικής έμπνευσης κείμενό του «Colloquy of Monos and Una» ο Πόε εισή- γαγε κατά κάποιο τρόπο στην duree το άδειο πέρασμα του χρόνου στο οποίο παρα- δίδεται το υποκείμενο του spleen, που φαίνεται να αντιλαμβάνεται ως αληθινή μακαριότητα την απαλλαγή του από τη φρίκη αυτού του κακού. Είναι μια «έκτη αίσθηση» που προσφέρεται στον εκλιπόντα υπό μορφή δώρου, προκειμένου να εξαγάγει μια αρμονία από το πέρασμα του χρόνου. Τούτη βέβαια διαταράσσεται πολύ εύκολα από το ρυθμό του δείκτη των δευτερολέπτων. «Φαινόταν να έχει αναβλύσει μέσα στο μυαλό εκείνο που κανένας λόγος δεν θα μπορούσε ούτε icav μια αόριστη ιδέα του να μεταφέρει σε μια απλώς ανθρώπινη νοημοσύνη. Επιτρέψτε μου να το ονομάσω "παλμό του νοητικού εκκρεμούς” . Ήταν η ηθική ενσάρκωση της αφηρημενης ανθρώπινης
164 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Οι καμπάνες που κάποτε ανήκαν στις εορτάσιμες μέρες εξοβελίστηκαν, όπως οι άνθρωποι, έξω από το ημερολόγιο. Μοιάζουν με τις φτωχές ψυχές που αγωνίζονται πολύ, αλλά δεν έχουν ιστορία. Αν ο Μπωντλαίρ στο spleen και στη vie anterieure κρατά στα χέρια του τα διάσπαρτα συστατικά μιας γνήσιας ιστορικής εμπειρίας, ο Μπερξόν με την παράσταση που σχημάτισε για την duree αποξενώθηκε πολύ περισσότερο από την ιστορία. «Ο μεταφυσικός Μπερξόν αποσιωπά το θάνατο» . Το γεγονός ότι από την duree του Μπερξόν απουσιάζει ο θάνατος την απομονώνει από την ιστορική (καθώς και από μια προϊστορική) τάξη πραγμάτων. Η έννοια της action του Μπερξόν απουσιάζει κατ ’ ανάλογο τρόπο. Ο «κοινός νους» που διακρίνει τον «άνθρωπο της πράξης» υπήρξε πνευματικός πατέρας της68. Η duree από την οποία έχει εξαλειφθεί ο θάνατος έχει το θλιβερό ατελεύτητο ενός διακοσμητικού σχεδίου. Αυτό αποκλείει την εισχώρηση της παράδοσης*. Είναι η πεμπτουσία ενός βιώματος που κορδώνεται μέσα στα δανεικά ρούχα της εμπειρίας. To spleen αντιθέ- τως εκθέτει το βίωμα στη γυμνότητά του. Ο μελαγχολικός βλέπει με τρόμο τη γη να επαναστρέφεται σε μια γυμνή φυσική κατάσταση. Καμιά πνοή ιστορίας δεν την τυλίγει. Καμιά αύρα. Έτσι αναδύεται στους στίχους του «Gout du neant» που ακολουθούν τους προανα- φερμένους:
Je contemple d’en haut le globe en sa rondeur,Et je n’y cherche plus l’abri d’une cahute.69
ιδίας του Χρόνου. Με την απόλυτη εξισορρόπηση αυτής της κίνησης -ή μιας τέτοιος - ρυθμίστηκαν οι κύκλοι των ίδιων των σφαιρών του στερεώματος. Με τη βοή- i θειά της μέτρησα τις αρρυθμίες του ρολογιού πάνω από το τζάκι και των ρολογιών j των παρευρισκομένων. Η ελάχιστη απόκλιση από το αληθινό μέτρο... με επηρέαζε ί όπως οι παραβιάσεις της αφηρημένης αλήθειας συνηθίζουν, πάνω στη γη, να επηρεά- ! ζουν την ηθική αντίληψη» (Poe, ό.π., σ. 336-337). |
* Ο εκφυλισμός της εμπειρίας αναγγέλλεται στον Προυστ με την αρραγή πραγ- 5 μάτωση του τελικού σκοπού. Τίποτε δεν είναι πιο αριστοτεχνικό από τον περιστα- σιακό τρόπο, αλλά και τίποτε πιο συνεπές από τον σταθερό τρόπο, με τον οποίο προσπαθεί να πει στον αναγνώστη: η λύτρωση είναι η δική μου ιδιωτική γιορτή.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 165
[Ατενίζω από ψηλά της γης τη σφαίραΚαι δεν ζητώ εκεί πια τη σκέπη μιας καλύβας.]
XIΑν ονομάσει κανείς αύρα ενός αντικειμένου που προσφέρεται στη θεώρηση τις παραστάσεις οι οποίες, εγκατεστημένες στη memoire involontaire, τείνουν να συγκεντρωθούν γύρω απ’ αυτό, τότε η αύρα του αντικειμένου μιας θεώρησης αντιστοιχεί ακριβώς στην εμπειρία που κατακαθίζει ως άσκηση σ’ ένα αντικείμενο χρήσης. Οι μέθοδοι που στηρίχθηκαν στη φωτογραφική μηχανή και στις μεταγενέστερες αντίστοιχες συσκευές διευρύνουν το πεδίο της memoire volontaire- δίνουν τη δυνατότητα οποιαδήποτε στιγμή να διατηρηθεί μέσω της συσκευής ένα συμβάν σε εικόνα και ήχο. Γίνονται έτσι ουσιώδης επιτεύγματα μιας κοινωνίας στην οποία η άσκηση συρρικνώνεται. Η δαγκεροτυπία είχε για τον Μπωντλαίρ κάτι το εμπρηστικό και το τρομακτικό· τα θέλγητρά της ήταν προορισμένα κατ’ αυτόν «να αιφνιδιάσουν» και «να θαμπώσουν»70. Διαισθάνθηκε λοιπόν, μολονότι οπωσδήποτε δεν διέβλεψε, τη συνάρτηση που προαναφέρθηκε. Καθώς προσπαθούσε πάντα να κρατά μια θέση για τον νεωτερικό άνθρωπο, ιδίως δε στην τέχνη να του την παραχωρεί, συντάχθηκε και με τη φωτογραφία . Κάθε φορά που την ένιωθε απειλητική ζητούσε να ρίξει την ευθύνη στις «κακές εφαρμογές της προόδου»71. Ομολογούσε πάντως ότι αυτές ευνοούνταν από την «ανοησία» της μεγάλης μάζας. «Τούτο το είδωλολατρικό πλήθος αναζητούσε ένα ιδεώδες αντάξιό του και ανάλογο της φύσης του ... Ένας εκδικητικός θεός εισάκουσε τις προσευχές αυτού του πλήθους. Ο Νταγκέρ έγινε ο μεσσίας' του» . Παρ ’ όλα αυτά ο Μπωντλαίρ προσπαθεί να φτά- σει σε μια πιο συμφιλιωτική θεώρηση. Η φωτογραφία μπορεί να ιδιοποιείται ανενόχλητη τα εφήμερα πράγματα, που δικαιούνται «μια θέση μέσα στα αρχεία της μνήμης μας», αρκεί να σταματάει πριν από «την περιοχή του άπιαστου και του φανταστικού»: πριν από εκείνη της τέχνης, όπου έχει θέση μόνον αυτό στο οποίο «ο άνθρωπος προσθέτει κάτι από την ψυχή του»73. Η κρίση είναι δύσκολο
166 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
να θεωρηθεί σολομώντεια. Η διαρκής ετοιμότητα της ηθελημένης, έλλογης ανάμνησης, που ευνοείται από την τεχνική της αναπαραγωγής, περικόπτει τον ελεύθερο χώρο της φαντασίας. Η τελευταία μπορεί ίσως να εννοηθεί ως η δύναμη να διαμορφώνει κανείς επιθυμίες ενός ιδιαίτερου είδους· τέτοιες που για την εκπλήρωσή τους να προορίζεται «κάτι ωραίο». Και πάλι ο Βαλερύ προσδιόρισε ακριβέστερα από τ ι θα εξαρτιόταν αυτη η εκπλήρωση: «Αναγνωρίζουμε [το έργο τέχνης] από τούτο το χαρακτηριστικό γεγονός ότι καμιά «ιδέα» που αυτό μπορεί να ξυπνήσει μέσα μας, καμιά πράξη που μας υποβάλλει δεν το τελειώνει ούτε το εξαντλεί: μπορεί κανείς να μυρίζει όσο θέλει ένα λουλούδι που του πάει στην όσφρηση, δεν μπορεί να ξεμπλέξει μ ’ αυτό το άρωμα που η απόλαυσή του αναζωογονεί την ανάγκη· και δεν υπάρχει ανάμνηση ούτε σκέψη ούτε πράξη που να ακυρώνει την επίδρασή του και να μας ελευθερώνει αοφφώς από τη δύναμή του. Νά τ ι επιδιώκει αυτός που θέλει να κάνει έργο τέχνης·»''. Ένας ζωγραφικός πίνακας, σύμφωνα μ ’ αυτή τη θεώρηση, προσφέρει στο βλέμμα εκείνο που το μάτι δεν χορταίνει να βλέπει. Αυτό που στον πίνακα εκπληρώνει την επιθυμία, η οποία μπορεί να προβληθεί στην αφετηρία του, θα ήταν κάτι που θρέφει αδιάκοπα αυτή την επιθυμία. Είναι επομένως σαφές τι χωρίζει τη φωτογραφία από τον πίνακα καθώς και γιατί δεν μπορεί να υπάρξει μια μοναδική αρχή «διαμόρφωσης» που να υπερκαλύπτει και τα δύο: για το βλέμμα που δεν μπορεί να χορτάσει κοιτάζοντας έναν πίνακα η φωτογραφία είναι μάλλον ό,τι το φαγητό για την πείνα ή το ποτό για τη δίψα.
Η κρίση της καλλιτεχνικής απόδοσης που σκιαγραφείται κατ ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να παρασταθεί ως αναπόσπαστο μέρος μιας κρίσης στην ίδια την αντίληψη. - Αυτό που κάνει ακόρεστη την απόλαυση του ωραίου είναι η εικόνα του πρότερου κόσμου, τον οποίο ο Μπωντλαίρ παρουσιάζει καλυμμένο από τα δάκρυα της νοσταλγίας. «Ach, du warst in abgelebten Zeiten / Meine Schwester oder meine Frau» [«Α, υπήρξες σε περασμένους χρόνους / η αδελφή μου ή η γυναίκα μου»] - τούτη η ομολογία είναι ο φόρος που το ωραίο ως τέτοιο μπορεί να απαιτεί. Ενόσω η τέχνη επιδιώκει το ωραίο και το
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 167
«αποδίδει», οσοδήποτε απλά, το ανασύρει (όπως ο Φάουστ την Ελένη) μέσα απο το βάθος του χρόνου*. Τούτο δεν συμβαίνει πια με την τεχνική αναπαραγωγή. (Σ ’ αυτήν το ωραίο δεν έχει καμιά θέση.) Όταν ο Προυστ διαμαρτύρεται για την ένδεια και την έλλειψη βάθους στις εικόνες της Βενετίας που του παρουσιάζει η memoire νο- lontaire, γράφει ότι και μόνο η λέξη «Βενετία» έκανε τούτο το θησαυρό των εικόνων να φαίνεται τόσο άνοστος όσο και μια έκθεση φωτογραφιών75. Αν θεωρηθεί πως το διακριτικό γνώρισμα των εικόνων οι οποίες αναδύονται μέσα από τη memoire involontaire είναι ότι έχουν μια αύρα, τότε η φωτογραφία συμβάλλει αποφασιστικά στο φαινόμενο της «παρακμής της αύρας». Αυτό που θα πρέπει να φαινόταν απάνθρωπο, θα ’ λεγε κανείς θανάσιμο, στη δαγκεροτυπία ήταν το (παρατεταμένο άλλωστε) κοίταγμα μέσα στη συσκευή, αφού η συσκευή δέχεται την εικόνα του ανθρώπου χωρίς να του επιστρέφει το βλέμμα του. Όμως στο βλέμμα ενυπάρχει η προσδοκία της ανταπόκρισης αυτού στο οποίο προσφέρεται. Όπου η προσδοκία αυτή (η οποία μπορεί να προσηλωθεί εξίσου σ ’ ένα νοητό βλέμμα στο πεδίο της σκέψης όσο και σε ένα βλέμμα με τη στενή έννοια του όρου) βρίσκει ανταπόκριση, εκεί η εμπειρία της αύρας δοκιμάζεται στην πληρότητά της. «Η αντιληπτικότητα», όπως θεωρεί ο Νο- βάλις, είναι «ένα είδος προσοχής»76. Η αντιληπτικότητα για την οποία μιλάει κατ ’ αυτό τον τρόπο δεν είναι άλλη από εκείνη της αύρας. Η εμπειρία της αύρας στηρίζεται επομένως στη μεταφορά μιας μορφής αντίδρασης από την ανθρώπινη κοινωνία, όπου συνηθίζεται, στη σχέση του άψυχου ή της φύσης με τον άνθρωπο. Αυτός που τον κοιτούν ή που πιστεύει ότι τον κοιτούν γυρίζει το βλέμμα. Εμπει- ρώμαι την αύρα ενός φαινομένου σημαίνει ότι του δανείζω την ικανότητα να γυρίσει το βλέμμα**. Σ ’ αυτό αντιστοιχούν τα ευρήματα της
* Η στιγμή μιας τέτοιος επιτυχίας σημαδεύεται η ίδια ως ανεπανάληπτη. Αυτή είναι η βάση του κατασκευαστικού σχεδίου του έργου του Προυστ: καθεμιά από τις καταστάσεις στις οποίες ο χρονογράφος κυριεύεται από την πνοή του χαμένου χρόνου γίνεται χάρη σ ’ αυτό ασύγκριτη και αποσπάται από την ακολουθία των ημερών.
* * Η χορηγία αυτή είναι μια αστείρευτη πηγή της ποίησης. Όπου ο άνθρωπος, το ζωο ή κάτι το άψυχο, έχοντας προικιστεί γι ’ αυτό από τον ποιητή, ανοίγουν τα
168 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
memoire involontaire. (Τούτα άλλωστε είναι ανεπανάληπτα: ξεφεύγουν από την ανάμνηση που ζητεί να τα ενσωματώσει. Με αυτό τον τρόπο στηρίζουν μια έννοια της αύρας που εμπερικλείει την «ανεπανάληπτη εμφάνιση ενός απόμακρου»77. Αυτός ο προσδιορισμός έχει το πλεονέκτημα ότι κάνει εμφανή τον λατρευτικό χαρακτήρα του φαινομένου. Το κατεξοχήν απόμακρο είναι αυτό που παραμένει απροσπέλαστο: πράγματι το απροσπέλαστο είναι μια κορυφαία ιδιότητα της λατρευτικής εικόνας.) Η εξοικείωση του Προυστ με το πρόβλημα της αύρας δεν χρειάζεται υπογράμμιση. Παρ ’ όλα αυτά αξίζει να σημειωθεί ότι το θίγει περιστασιακά με έννοιες που εμπεριέχουν τη θεωρία του: «Ορισμένα πνεύματα που αγαπούν το μυστήριο θέλουν να πιστεύουν ότι τα αντικείμενα διατηρούν κάτι από τα μάτια που τα κοίταξαν» (σίγουρα λοιπόν και τη δύναμη της ανταπόκρισης σ' αυτά),«... ότι τα μνημεία και οι πίνακες δεν μας παρουσιάζονται παρά κάτω από το αισθητό πέπλο που τους έχουν υφάνει η αγάπη και ο θαυμασμός τόσων ζηλωτών επί αιώνες. Αυτή η χίμαιρα», καταλήγει υπεκφεύγοντας ο Προυστ, «θα γινόταν αληθινή αν τη μετέθεταν στο πεδίο της μόνης πραγματικότητας που ισχύει για τον καθένα, στο πεδίο της δικής του αισθητότητας»78. Συγγενής, αλλά πιο προωθημένος χάρη στον αντικειμενικό του προσανατολισμό, είναι ο ορισμός του Βαλερύ για την αντίληψη κατά τη διάρκεια του ονείρου, στην οποία αποδίδει την ιδιότητα της αύρας. «Όταν λέω ότι βλέπω το τάδε πράγμα, δεν διατυπώνω μια εξίσωση ανάμεσα σε μένα και το πράγμα ... Όμως στο όνειρο υπάρχει εξίσωση. Τα πράγματα που βλέπω με βλέπουν όσο τα βλέπω κι εγώ»79. Ίδιας τάξης με την ονειρική αντίληψη είναι η φύση εκείνου του ναού για τον οποίο λέχθηκε ότι
μάτια, έλκουν το βλέμμα του- το βλέμμα της φύσης που αφυπνίστηκε μ ’ αυτό τον τρόπο ονειρεύεται και έλκει τον ποιητή πίσω από το όνειρό της. Και οι λέξεις μπορούν να έχουν την αύρα τους. Ο Καρλ Κράους το έδειξε ως εξής: «Απ’ όσο κοντΰτε- ρα κοιτάει κανείς μια λέξη, από τόσο μακρύτερα εκείνη του γυρίζει το βλέμμα» (Karl Kraus, Pro domo et mundo. Μόναχο, 1912 [Ausgewahlte Schriften 4], σ. 164 [ελλ. έκδ.: Κ. Κράους, Ρήσεις χαα αντιρρήσεις, Opera 1990, Αθήνα].
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 169
L’homme y passe a travers des forets de symboles,Qui l’observent avec des regards familiers.
[... Ό άνθρωπος έκεϊ πέρνα μέσω πυκνών δασών συμβόλων, άτινα μέ βλέμματα οικεία τόν παρατηρούν,]
Όσο καλύτερα γνώριζε το θέμα ο Μπωντλαίρ τόσο πιο αδιάψευστα ενεγράφη στο λυρικό του έργο η παρακμή της αύρας. Τούτο έγινε με τη μορφή ενός κρυπτογραφήματος· το συναντά κανείς σε όλα σχεδόν τα σημεία των Ανθέων του κακού όπου στο βλέμμα αναδύεται μέσα από το ανθρώπινο μάτι. ( Ό τι ο Μπωντλαίρ δεν το χρησιμοποίησε προσχεδιασμένα είναι αυτονόητο.) Το ζήτημα είναι ότι εκείνο στο οποίο προσβλέπει ο άνθρωπος παραμένει ανεπλήρω- το. Ο Μπωντλαίρ περιγράφει μάτια για τα οποία θα έλεγε κανείς ότι έχουν χάσει την ικανότητα να κοιτάζουν. Όμως, χάρη σ’ αυτή τους την ιδιότητα, είναι προικισμένα μ ’ ένα θέλγητρο από το οποίο πληρώνεται ένα μεγάλο, ίσως το κυριότερο, μέρος από τα έξοδα των ορμών του. Μέσα στο μαγικό κύκλο αυτών των ματιών ο Sexus στον Μπωντλαίρ αποχωρίστηκε από τον Eros. Αν οι στίχοι της Se- lige Sehnsucht
Keine Ferne macht dich schwierig,Kommst geflogen und gebaunt
[Κανένα απόμακρο δεν σε εμποδίζει Έρχεσαι πετώντας και μαγεμένος]
πρέπει να θεωρούνται ως η κλασική περιγραφή του έρωτα που είναι κορεσμένος από την εμπειρία της αύρας, δύσκολα θα βρεθούν στη λυρική ποίηση στίχοι που να μπορούν να αντιπαραταχθούν σε αυτούς πιο αποφασιστικά από εκείνους του Μπωντλαίρ:
Je t’adore a 1’egal de la voute nocturne,0 vase de tristesse, o grande tacitume,Et t’aime d’autant plus, belle, que tu me fuis,
170 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Et que tu me parais, ornement de mes nuits,Plus ironiquement accumuler les lieues Qui separent mes bras des immensites bleues.80
[Σε λατρεύω το ίδιο με το θόλο της νύχτας Ω δοχείο της θλίψης, ω μεγάλη σιωπηλή,Κι ακόμη πιο πολύ σ ’ αγαπώ όσο μου φεύγεις,Κι όσο μοιάζεις, ωραία, της νυχτιάς μου στολίδι,Με ειρωνεία περισσή να καλύπτεις τις λεύγες εκείνεςΠου χωρίζουν την αγκάλη μου απ’ τις γαλάζιες απεραντοσύνες.]
Τ α βλέμματα θα επιδρούσαν τόσο πιο καταλυτικά όσο πιο απόλυτη θα ήταν η απουσία του θεωμένου, η οποία θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί μέσα τους. Σ ε μάτια-καθρέφτες παραμένει αμείωτη. Γ ι ’ αυτό ακριβώς τούτα τα μάτια δεν γνωρίζουν τίποτε για το απόμακρο. Ο Μπωντλαίρ ενσωμάτωσε τη στιλπνότητά τους σε μια επιτήδεια ρίμα:
Plonge tes yeux dans les yeux fixes Des Satyresses ou des Nixes.81
[Βύθισε τα μάτια σου μες στα ακίνητα μάτια Των θηλυκών σατύρων ή των νυμφών.]
Γυναίκες-σάτυροι και νύμφες δεν ανήκουν πια στην οικογένεια των ανθρώπινων όντων. Έχουν αποχωρήσει. Με τρόπο αξιομνημόνευτο ο Μπωντλαίρ ενέβαλε στο ποίημα το βλέμμα που έχει επιβαρυνθεί από το απόμακρο regard familier82. Αυτός που δεν έκανε οικογένεια προίκισε τη λέξη familier με μια υφή κορεσμένη από υπόσχεση και από απάρνηση. Περιέπεσε σε μάτια δίχως βλέμμα και υποτάσσεται χωρίς αυταπάτες στη σφαίρα επιρροής τους.
Tes yeux, illumines ainsi que des boutiques Et des ifs flamboyants dans les fetes publiques,Usent insolemment d’un pouvoir emprunte.83
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 171
[Τα μάτια σου σα μαγαζιών βιτρίνες φωτισμένα ή σαν πυροτεχνήματα σε φέστες αναμένα, αυθάδικα, με δανεική δύναμη πάντα δρούνε.]
«Η βλακεία», γράφει ο Μπωντλαίρ σε μια από τις πρώτες δημοσιεύσεις του, «είναι συχνά το στολίδι της ομορφιάς1 αυτή δίνει στα μάτια εκείνη τη θλιμμένη διαύγεια των μαυριδερών ελών κι εκείνη την ελαιώδη ηρεμία των τροπικών υδάτων»84. 'Οταν τέτοια μάτια παίρνουν ζωή, είναι εκείνη του αρπακτικού, που περιμένοντας να δει το θήραμα λαμβάνει ταυτόχρονα τις προφυλάξεις του. ( Έτσι είναι η πόρνη, που προσέχει τους περαστικούς ενώ φυλάγεται ταυτόχρονα από τους αστυνομικούς. Τον φυσιογνωμικό τύπο που γεννά αυτός ο τρόπος ζωής ξαναβρήκε ο Μπωντλαίρ στα πολυάριθμα φύλλα που αφιέρωσε στην πόρνη ο Γκυ. «Στυλώνει το βλέμμα στον ορίζοντα, όπως το αρπακτικό· ίδιο ξεστράτισμα, ίδια ράθυμη περίσπαση κι ακόμη, καμιά φορά, ίδια προσήλωση»85.) Ό τι το μάτι του ανθρώπου της μεγαλούπολης έχει υπερφορτωθεί με προστατευτικές λειτουργίες είναι ολοφάνερο. Μια λιγότερο ορατή απαίτηση που του επιβάλλεται επισημαίνει ο Ζίμμελ. «'Οποιος βλέπει χωρίς να ακούει είναι πολύ... πιο ανήσυχος από εκείνον που ακούει χωρίς να βλέπει. Εδώ βρίσκεται κάτι χαρακτηριστικό... της μεγαλούπολης. Οι αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις ... διακρίνονται από μια σαφή υπεροχή της δραστηριότητας του ματιού σε σχέση μ ’ εκείνη της ακοής. Η κύρια αιτία γι ’ αυτό είναι τα δημόσια μέσα συγκοινωνίας. Πριν από την ανάπτυξη των λεωφορείων, των σιδηροδρόμων, των τραμ στον 19ο αιώνα, οι άνθρωποι δεν βρίσκονταν αναγκασμένοι να κοιτάζονται επί πολλά λεπτά ή και ώρες χωρίς να απευθύνουν το λόγο ο ένας στον άλλον»86.
Το προστατευτικό βλέμμα στερείται την ονειρική απώλεια μέσα στο απόμακρο. Μπορεί να φτάσει στο σημείο να αισθανθεί κάτι σαν ηδονή για τον εξευτελισμό του. Με αυτή την έννοια θα μπορούσαν να διαβαστούν οι ακόλουθες περίεργες προτάσεις. Στο Salon de 1859 ο Μπωντλαίρ αφήνει τα ζωγραφικά τοπία να παρελάσουν για να κλείσει με την εξής ομολογία: «Θέλω να οδηγηθώ πίσω στα διορά
ματα, που η τεράστια και βάναυση μαγεία τους ξέρει να μου επιβάλλει μια χρήσιμη ψευδαίσθηση. Προτιμώ να βλέπω κάποια σκηνικά θεάτρου, όπου βρίσκω, καλλιτεχνικά εκφρασμένα και τραγικά συγκεντρωμένα, τα πιο πολύτιμα όνειρά μου. Τούτα τα πράγματα, επειδή είναι ψεύτικα, βρίσκονται απείρως πιο κοντά στο αληθινό, ενώ οι περισσότεροι από τους ζωγράφους τοπίων που διαθέτουμε είναι ψεύτες, επειδή ακριβώς αμέλησαν να πουν ψέματα» . Τείνει να δώσει κανείς λιγότερη αξία στη «χρήσιμη ψευδαίσθηση» απ’ ό,τι στην « τραγική συγκέντρωση». Ο Μπωντλαίρ επιμένει στη μαγεία του απόμακρου- εκτιμά το τοπίο με μέτρο ακριβώς τις ζωγραφιές στους πάγκους των πανηγυριών. Θέλει άραγε να δει τη μαγεία του απόμακρου να εμβολίζεται, όπως πρέπει να συμβαίνει στον παρατηρητή που πλησιάζει υπερβολικά σε μια θέα; Το μοτίβο αυτό εισέδυσε σ ’ έναν από τους μεγάλους στίχους των Ανθεων του κακού:
La Plaisir vaporeux fuira vers Phorizon88Ainsi qu’une sylphide au fond de la coulisse.
[Η Ηδονή καθώς ατμός στους ουρανούς θα σβήσεικαι σα συλφίδα θα κρυφτεί μες τη δεντροσχισμάδα.]
XII
Τ α Άνθη του καίκού είναι το τελευταίο λυρικό έργο που είχε ευρωπαϊκή απήχηση· κανένα μεταγενέστερο δεν ξεπέρασε μια περισσότερο ή λιγότερο περιορισμένη γλωσσική περιοχή. Θα πρέπει να προστεθεί εδώ ότι ο Μπωντλαίρ συγκέντρωσε σχεδόν αποκλειστικά τις παραγωγικές του δυνατότητες σ ’ αυτό το ένα βιβλίο. Και τέλος δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι ορισμένα απο τα μοτίβα του, με τα οποία καταπιάστηκε η παρούσα μελέτη, καθιστούν προβληματική τη δυνατότητα λυρικής ποίησης. Αυτή η τριπλή πραγματικότητα προσδιορίζει ιστορικά τον Μπωντλαίρ. Δείχνει ότι στάθηκε απαρέγκλιτα προσηλωμένος στην υπόθεσή του. Απαρέγκλιτα διατήρησε
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 173
ο Μπωντλαίρ τη συνείδηση της αποστολής του. Έφτασε μάλιστα να διακηρύξει ως στόχο του τη «δημιουργία ενός στερεότυπου»89. Ε κεί έβλεπε τη συνθήκη κάθε μελλοντικού ποιητή. Για όσους δεν έδειχναν να στέκονται στο ύψος της δεν είχε σπουδαία γνώμη. «Πίνετε ζωμούς αμβροσίας; Τρώτε κοτολέτες από την Πάρο; Πόσα δίνουν για μια λύρα στο ενεχυροδανειστήριο του Μον ντε Πιετέ;»90 Ο λυρικός ποιητής με το φωτοστέφανο είναι για τον Μπωντλαίρ απηρχαιωμένος. Τον έβαλε στη θέση του κομπάρσου σ’ ένα πεζογράφημα που έχει τον τίτλο «Απώλεια φωτοστέφανου». Το κείμενο ήρθε καθυστερημένα στο φως. Στο πρώτο ξεδιάλεγμα των καταλοίπων του απορρίφθηκε ως «ακατάλληλο προς δημοσίευση». Μέχρι σήμερα έχει περάσει απαρατήρητο στη φιλολογία περί Μπωντλαίρ.
«Α! Τ ι βλέπω! εσείς εδώ, αγαπητέ μου; Εσείς, σ ’ ένα κακόφημο μέρος! Εσείς, που πίνετε την πεμπτουσία! Εσείς, που τρώτε αμβροσία! Αλήθεια, έχω κάθε λόγο να εκπλήσσομαι.
— Αγαπητέ μου, γνωρίζετε πόσο τρέμω τα άλογα και τις άμαξες. Μόλις πριν από λίγο, καθώς διέσχιζα το βουλεβάρτο, με μεγάλη βιασύνη, και πηδούσα στη λάσπη, ανάμεσα σ’ αυτό το κινούμενο χάος, όπου ο θάνατος καταφθάνει καλπάζοντας την ίδια ώρα απ’ όλες τις μεριές, το φωτοστέφανό μου, σε μια απότομη κίνηση, γλίστρησε από το κεφάλι μου μέσα. στο βούρκο της μακάσφαλτου. Δεν βρήκα το θάρρος να το περιμαζέψω. Έκρινα λιγότερο δυσάρεστο να χάσω τα διάσημά μου από να σπάσω κανένα κόκαλο. Κι έπειτα, είπα με το νου μου, κάθε εμπόδιο για καλό. Μπορώ τώρα να τρι- γυρνάω ινκόγκνιτο, να κάνω ποταπές πράξεις και να παραδοθώ στην κραιπάλη, όπως οι απλοί θνητοί. Και να ’ μαι, ολόιδιος μ ’ εσάς, καθώς βλέπετε!
— Θα έπρεπε τουλάχιστον να ανακοινώσετε την απώλεια αυτού του φωτοστέφανου, ή να ζητήσετε να το βρει η αστυνομία.
— Μα την πίστη μου! όχι. Καλά είμαι εδώ. Μόνον εσείς με αναγνωρίσατε. Άλλωστε η αξιοπρέπεια μου είναι βαρετή. Κι έπειτα σκέφτομαι με πολλή χαρά πως κάποιος κακός ποιητής θα το περιμαζέψει και θα στολίσει αναίσχυντα το κεφάλι του μ ’ αυτό. Τι απόλαυση! να κάνω κάποιον ευτυχισμένο, και μάλιστα κάποιον που θα με κάνει
174 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
να γελώ! Σκεφτείτε τον X ή τον ΨΊ Χα! τι αστείο που θα ’ναι»91*.Το ίδιο μοτίβο υπάρχει στα ημερολόγια- το τέλος διαφέρει. Ο
ποιητής ξανασηκώνει γρήγορα το φωτοστέφανο. Τώρα όμως τον ανησυχεί το συναίσθημα πως το τυχαίο περιστατικό είναι κακό προμή-
92νυμα .Ο συντάκτης αυτών των γραμμών δεν είναι κανένας πλάνης. Η
εμπειρία που καταθέτουν είναι κατά ειρωνικό τρόπο η ίδια με εκείνη που ο Μπωντλαίρ εμπιστεύεται εν παρόδω, χωρίς οποιαδήποτε στολίδια, στην ακόλουθη φράση: «Perdu dans ce vilain monde, cou- doyepar les foules, je suis comme un homme lasse dont l’oeil ne voit en arriere, dans les annees profondes, que desabusement et amertume, et, devant lui, qu’un orage ou rien de neuf nest contenu, ni enseig- nement ni douleur»93. Απ’ όλες τις εμπειρίες που έκαναν τη ζωή; του αυτή που ήταν, ο Μπωντλαίρ ξεχωρίζει ως αποφασιστική και μοναδική το γεγονός ότι τιμήθηκε με σπρωξιές από το πλήθος. Η λάμψη ενός πλήθους που κινείται και εμψυχώνεται από μόνο του, με την οποία ήταν ερωτευμένος ο πλάνης, είχε ξεθωριάσει γι ’ αυτόν. - Για να βάλει καλά στο νου του τη χυδαιότητα του πλήθους φαντάζε-;· ται τη μέρα που ακόμη και οι χαμένες γυναίκες, οι απόβλητες, θα έχουν φτάσει στο σημείο να μιλούν υπέρ μιας ταχτοποιημένης ζωής,: να καταδικάζουν οριστικά την ελευθεριότητα και να μην έχουν αφή- ■ σει τίποτα όρθιο πέρα από το χρήμα. Προδομένος απ’ αυτές τις τε·*’ λευταίες συμμάχους του ο Μπωντλαίρ τα βάζει με το πλήθος- τθΐ κάνει με την αδύναμη οργή εκείνου που τα βάζει με τη βροχή ή row άνεμο. Έτσι είναι φτιαγμένο το βίωμα, στο οποίο ο Μπωντλαίρΐ έδωσε τη βαρύτητα μιας εμπειρίας. Προσδιόρισε το τίμημα ένανΤ|1 του οποίου μπορεί να αποκτήσει κανείς την αίσθηση της νεωτερικό-| τητας: τη συντριβή της αύρας μέσα στο βίωμα του σοκ. Η συγ-< κατάνευσή του σ ’ αυτή τη συντριβή του στοίχισε ακριβά. Είναι ό* μως ο νόμος της ποίησής του. Αυτή μετεωρίζεται στον ουρανό της Δεύτερης Αυτοκρατορίας σαν «ένα αστέρι χωρίς ατμόσφαιρα»94. J
* Δεν αποκλείεται η αφορμή γι ’ αυτή τη σημείωση να ήταν ένα παθογενές σο*Μ Τόσο πιο αποκαλυπτική είναι τότε η μορφή που το μεταπλάθει μέσα στο έργο ttU Μπωντλαίρ. Λ
[3]Κεντρικό Πάρκο
Ξυλογραφία του 17ου, at., που διάλεξε ο Μπωντλαίρ για προμετωπίδα των Ανθέων του Καχού (2η έκδοση).
Η υπόθεση του Λαφόργκ για τη συμπεριφορά του Μπωντλαίρ στο μπορντέλο θέτει την όλη ψυχαναλυτική θεώρηση που αφιερώνει στον Μπωντλαίρ υπό το κατάλληλο πρίσμα. Η θεώρηση αυτή συμβαδίζει βήμα προς βήμα με τη συμβατική εκείνη της «ιστορίας της λογοτεχνίας».
Η ιδιαίτερη ομορφιά της αρχής τόσων ποιημάτων του Μπωντλαίρ: η ανάδυση από την άβυσσο.
Ο Γκεόργκε μετέφρασε το spleen et ideal ως «Trubsinn und Vergeistigung») και βρήκε έτσι την ουσιαστική σημασία του ιδεώδους στον Μπωντλαίρ.
Αν μπορεί να πει κανείς ότι η μοντέρνα ζωή είναι για τον Μπωντλαίρ το απόθεμα των διαλεκτικών εικόνων, εξυπακούεται τότε ότι ο Μπωντλαίρ αντιμετώπισε τη μοντέρνα ζωή όπως ο 17ος αιώνας την αρχαιότητα.
Αν φανταστεί κανείς πόσο έπρεπε ο Μπωντλαίρ ως ποιητής να σέβεται τις δικές του θέσεις, τις δικές του εκφράσεις και τα δικά του ταμπού και με πόση ακρίβεια, από την άλλη μεριά, ήταν προσδιορισμένα τα καθήκοντα της ποιητικής του εργασίας, τότε ένα -ηρωικό στοιχείο υπεισέρχεται στη μορφή του.
[1 ]
178 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
[2]To spleen ως φράγμα κατά του πεσιμισμού. Ο Μπωντλαίρ δεν είναι πεσιμιστής. Δεν είναι, διότι σ’ αυτόν το μέλλον φέρει ένα ταμπού. Τούτο είναι που διακρίνει σαφέστατα τον ηρωισμό του από εκείνον του Νίτσε. Δεν υπάρχει στον Μπωντλαίρ κανενός είδους σκέψη για το μέλλον της αστικής κοινωνίας κι αυτό είναι εκπληκτικό αν ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας των προσωπικών του σημειώσεων. Με αυτό το μοναδικό δεδομένο μπορεί να εκτιμηθεί πόσο λίγο υπολόγιζε στις εντυπώσεις για να εξασφαλίσει τη διάρκεια του έργου του και πόσο μοναδολογική είναι η δομή των Ανθέων του κακού.
Η δομή των Ανθέων του κακού δεν προσδιορίζεται από κάποια ιδιοφυή διάταξη των ποιημάτων ούτε, ακόμη περισσότερο, από ένα μυστικό κλειδί- έγκειται στον ανελέητο αποκλεισμό κάθε λυρικου θέματος που δεν έχει σημαδευτεί από την πιο μύχια οδυνηρή εμπειρία του Μπωντλαίρ. Και επειδή ακριβώς ο Μπωντλαίρ γνώριζε πως η οδύνη του, το spleen, το taedium vitae είναι πανάρχαιο, ήταν σε θέση να αφήσει πάνω του, με τη μεγαλύτερη ακρίβειοί, τη σφραγίδα της δικής του εμπειρίας. Αν επιτρέπεται μια εικασία, είναι η εξής: λίγα πράγματα πρέπει να του έδωσαν τόσο μεγάλη ιδέα για την πρωτοτυπία του όσο η ανάγνωση των Ρωμαίων σατιρικών.
[3]
Η «αποτίμηση» ή απολογία προσπαθεί να συγκαλύψει τα επανα- στατικά στοιχεία της ιστορικής διαδρομής. Την ενδιαφέρει ιδιαίτερα να κατασκευάσει μία συνέχεια. Αποδίδει σημασία μόνο σ ’ εκείνα τ *ί στοιχεία του έργου που έχουν ήδη γίνει συστατικά της επίδρασης του. Της διαφεύγουν οι απόκρημνοι βράχοι και οι αιχμηρές προεξο-! χές που προσφέρουν στήριγμα σε όποιον θέλει να πάει πιο περα. ·;ί
Το κοσμικό ρίγος στον Βικτόρ Ουγκό δεν έχει ποτέ το χαρακτήρα? του γυμνού τρόμου που μάστιζε τον Μπωντλαίρ στην κατάσταση; του spleen. Ήρθε στον ποιητή από έναν αστρικό χώρο συναφή προς
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 179
το εσωτερικό [interieur] όπου εκείνος ένιωθε οικεία. Σ ’ αυτό τον κόσμο των πνευμάτων ένιωθε πραγματικά οικεία. Είναι το συμπλήρωμα της ζεστασιάς του σπιτικού του, που ούτε αυτό είναι απαλλαγμένο από τρόμο.
«Dans le coeur immortel qui toujours veut fleurir» [Στην αθάνατη καρδιά που θέλει πάντα ν ’ ανθίσει] - για την ερμηνεία των Ανθέων του κακού και της στειρότητας. Οι vendanges στον Μπωντλαίρ - η πιο βαρύθυμη λέξη του (semper eadem· l’impr£vu).
Αντίφαση ανάμεσα στη θεωρία των φυσικών ανταποκρίσεων και την άρνηση της φύσης. Πώς μπορεί να επιλυθεί;
Άστατες εξορμήσεις, μυστικοπάθεια, αιφνιδιαστικές αποφάσεις - υπηρετούν την κρατική λογική2 της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και χαρακτηρίζουν τον Ναπολέοντα Γ '. Συνιστούν το αποφασιστικό ge- stus στις θεωρητικές εξαγγελίες του Μπωντλαίρ.
[4]
Το κρίσιμο νέο ένζυμο που, εισερχόμενο στο taedium vitae, το μεταλλάσσει σε spleen, είναι η αυτοαλλοτρίωση. Από την ατέρμονη αναγωγή της σκέψης, η οποία στο Ρομαντισμό επιδόθηκε παίζοντας στην επέκταση του ζωτικού χώρου σε πάντα ευρύτερους κύκλους και ταυτόχρονα στη συρρίκνωσή του σε πάντα στενότερα προσαρμοσμένα πλαίσια, απέμεινε στη θλίψη του Μπωντλαίρ μόνο το tete-a-tete sombre et limpide του υποκειμένου με τον εαυτό του. Εδώ έγκειται η συγκεκριμένη «σοβαρότητα») του Μπωντλαίρ. Αυτή ακριβώς εμπόδισε τον ποιητή να αφομοιώσει πραγματικά την Καθολική κοσμοθεώρηση, η οποία συμφιλιώνεται με την αλληγορική μόνον υπό την κατηγορία του παιχνιδιού. Η φαινομενικότητα της αλληγορίας εδώ δεν ομολογείται πλέον όπως στο μπαρόκ.
Ο Μπωντλαίρ δεν αφέθηκε στο ρεύμα κανενός στυλ και δεν είχε καμιά σχολή. Αυτό δυσκόλεψε πολύ την υποδοχή του.
Η εισαγωγή της αλληγορίας απαντά με πολύ πιο σημαίνοντα τρό- " πο στην ίδια κρίση της τέχνης με την οποία έμελλε να αντιπαρατε- θεί γύρω στο 1852 η θεωρία του l’art pour 1’art. Αυτή η κρίση της τέχνης είχε τη βάση της τόσο στην τεχνική όσο και στην πολιτική κατάσταση.
180________________________________________ ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ 1
[5]
Υπάρχουν δύο θρύλοι για τον Μπωντλαίρ. Τον έναν τον διέδωσε ο ίδιος και σ ’ αυτόν εμφανίζεται ως τέρας και φόβητρο των αστών. Ο άλλος δημιουργήθηκε με το θάνατό του και θεμελίωσε τη φήμη του. ΐ Σ ’ αυτόν εμφανίζεται ως μάρτυρας. Τούτο το πλαστό θεολογικό | φωτοστέφανο πρέπει να αφανιστεί ολοσχερώς. Σχετικά με αυτό το | φωτοστέφανο η διατύπωση της Monnier. {
$Μπορεί να πει κανείς: το ρίγος της ευτυχίας τον διαπέρασε- για τη·| δυστυχία δεν μπορεί να ειπωθεί κάτι ανάλογο. Στη φυσική κοιτά- j στάση η δυστυχία δεν μπορεί να διεισδύσει μέσα μας. ITo spleen είναι το συναίσθημα που αντιστοιχεί στην καταστροφή! διαρκείας. 1
Η ιστορική πορεία, όπως παρουσιάζεται υπό την έννοια της κατα*| στροφής, δεν μπορεί ουσιαστικά να έχει περισσότερες απαιτήσεις « | | πό τον σκεπτόμενο απ’ ό,τι το καλειδοσκόπιο στο χέρι ενός παιδιού^ που με κάθε στροφή διαλύει όλη την υπάρχουσα τάξη μέσα σε νέα. Η εικόνα έχει το δίκιο της και το έρεισμά της. Οι έννοιες τω$| κρατούντων ήταν ανέκαθεν οι καθρέφτες χάρη στους οποίους εδραίων νόταν η εικόνα μιας «τάξης». - Το καλειδοσκόπιο πρέπει να owe τριβεί. |
Ο τάφος ως το κρυφό δωμάτιο όπου ο Eros και ο Sexus διευθετού την παλαιά τους διαμάχη. !
Τα άστρα είναι στον Μπωντλαίρ η μαγική εικόνα του εμπορεύματοΐ Είναι το διαρκώς ίδιο σε μεγάλες μάζες. "j
·.>·?;
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 181
Η απαξίωση του κόσμου των πραγμάτων στην αλληγορία υποσκελίζεται μέσα στον ίδιο τον κόσμο των πραγμάτων από το εμπόρευμα.
[6]To Jugendstil3 πρέπει να παρουσιαστεί ως η δεύτερη απόπειρα της τέχνης να συμβιβαστεί με την τεχνική. Η πρώτη ήταν ο ρεαλισμός. Γ ι ’ αυτόν το πρόβλημα βρισκόταν λίγο-πολύ στη συνείδηση των καλλιτεχνών που ανησύχησαν με τις νέες μεθόδους της τεχνικής της αναπαραγωγής (βλ. στα υλικά της εργασίας για την αναπαραγωγή4). Το πρόβλημα ως τέτοιο είχε ήδη υποστεί απώθηση στο Jugend- stil, το οποίο δεν ένιωθε πια να απειλείται από τον ανταγωνισμό της τεχνικής. Τόσο περιεκτικότερη και επιθετικότερη ήταν λοιπόν η κριτική της τεχνικής που κρύβεται μέσα του. Μέλημά του είναι στο βάθος να αναστείλει την τεχνική εξέλιξη. Η προσφυγή του σε τεχνικά μοτίβα προκύπτει από την απόπειρα να ...
Αυτό που στον Μπωντλαίρ ήταν αλληγορία, στον Rollinat έχει ξεπέ- σει σε είδος.
Το μοτίβο της perte d’aureole να δουλευτεί ως η πλέον αποφασιστική αντίθεση προς τα μοτίβα του Jugendstil.
Η ουσία ως μοτίβο του Jugendstil.
Γράφω ιστορία σημαίνει ότι δίνω στις χρονολογίες τη φυσιογνωμία τους.
Εκπόρνεύση του χώρου με το χασίς, όπου αυτός υπηρετεί καθετί που έχει υπάρξει (spleen).
Στο spleen ο ενταφιασμένος είναι το «υπερβασιακό υποκείμενο» της ιστορικής συνείδησης.
Το φωτοστέφανο ενδιέφερε ιδιαίτερα το Jugendstil. Ποτέ ο ήλιος δεν ήταν πιο ικανοποιημένος μέσα στο ακτινοβόλο στεφάνι του* ποτέ το
182 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
μάτι του ανθρώπου δεν ακτινοβολούσε περισσότερο απ’ ό,τι στον Fidus5.
[7]
Το μοτίβο του ανδρογύνου, της λεσβίας, της στείρας γυναίκας πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με την καταστροφική δύναμη της αλλη- γορικής πρόθεσης. -Πρώτα πρέπει να εξεταστεί η άρνηση του «φυσικού»- σε συνάρτηση με τη μεγαλούπολη ως το θέμα του ποιητή.
Meryon: η θάλασσα των σπιτιών, τα ερείπια, τα σύννεφα, μεγαλείο και σαθρότητα του Παρισιού.
Η αντίθεση αρχαιότητας και νεωτερικότητας πρέπει να μετατεθεί από τη ρεαλιστική συνάφεια, υπό την οποία εμφανίζεται στον Μπωντλαίρ, στην αλληγορική.
To spleen παρεμβάλλει αιώνες μεταξύ της παρούσας και της μόλις βιωμένης στιγμής. Είναι αυτό που ακούραστα παράγει «αρχαιότητα».
Στον Μπωντλαίρ η «νεωτερικότητα» δεν στηρίζεται ούτε αποκλειστικά ούτε προπάντων στην ευαισθησία. Μέσα της εκφράζεται ένας ύψιστος αυθορμητισμός· η νεωτερικότητα στον Μπωντλαίρ είναι μία κατάκτηση· έχει μια αρματωσιά. Φαίνεται ότι ο μόνος που το πρόσεξε αυτό ήταν ο Ζυλ Λαφόργκ, όταν μίλησε για τον «αμερικα- νισμό» του Μπωντλαίρ.
[8]Ο Μπωντλαίρ δεν είχε τον ανθρωπιστικό ιδεαλισμό ενός Βικτόρ Ουγκό ή ενός Λαμαρτίνου. Δεν διέθετε την αισθαντικότητα ενός Μυσσέ. Δεν έβρισκε ικανοποίηση στην εποχή του, όπως ο Γκωτιέ, ούτε μπόρεσε να καλλιεργήσει αυταπάτες γι ’ αυτήν όπως ο Λεκόντ ντε Λιλ. Δεν του έλαχε, όπως στον Βερλαίν, να βρει καταφύγιο στην ευσέβεια ούτε, όπως στον Ρεμπώ, να μεγαλώσει τη νεανική δύναμη
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 183
της λυρικής ορμής προδίδοντας την ωριμότητα. Όσο πλούσιος σε πληροφορίες είναι με την τέχνη του ο ποιητής τόσο αδυνατεί να βρει διεξόδους απέναντι στην εποχή του. Η ίδια η «νεωτερικότητα», για την ανακάλυψη της οποίος τόσο υπερηφανευόταν, πόσο αλήθεια τον χτύπησε. Οι ισχυροί της Δεύτερης Αυτοκρατορίας δεν εξομοιώθηκαν προς τα πρότυπα της αστικής τάξης που προέβαλε ο Μπαλζάκ. Και η νεωτερικότητα έγινε τελικά ένας ρόλος τον οποίο μόνο ο ίδιος ο Μπωντλαίρ μπορούσε να κρατήσει. Ένας ρόλος τραγικός, για τον οποίο ο ερασιτέχνης που ελλείψει άλλων δυνάμεων έπρεπε να τον αναλάβει έπλαθε συχνά μια κωμική φιγούρα, όπως οι ήρωες που είχε προσφέρει με τον καλύτερο τρόπο το χέρι του Ντωμιέ υπό τις επιδοκιμασίες του Μπωντλαίρ. Όλα αυτά ο Μπωντλαίρ αναμφίβολα τα γνώριζε. Οι εκκεντρικότητες στις οποίες έβρισκε ευχαρίστηση ήταν ο τρόπος που διάλεξε για να το δείξει. Επομένως δεν ήταν σίγουρα ούτε σωτήρας ούτε μάρτυρας ούτε καν ήρωας. Είχε όμως κάτι από το μίμο, ο οποίος πρέπει να παραστήσει τον «ποιητή» μπροστά σε ένα κοινό και σε μία κοινωνία που δεν χρειάζεται πλέον τον αυθεντικό ποιητή και δεν του δίνει έδαφος παρά μόνο για να κάνει το μίμο.
[9]
Η νεύρωση παράγει το είδος μαζικής κατανάλωσης μέσα στην ψυχική οικονομία. Τούτο παίρνει εκεί τη μορφή της ιδεοληψίας που εμφανίζεται πάντοτε ίδια σε αναρίθμητα αντίτυπα μέσα στο νοικοκυριό του νευρωτικού. Αντιστρόφως η αντίληψη της αιώνιος επιστροφής στον Μπλανκί έχει τη μορφή ιδεοληψίας.
Η αντίληψη της αιώνιας επανόδου μετατρέπει το ίδιο το ιστορικό γίγνεσθαι σε μαζικό προϊόν. Όμως αυτή η σύλληψη φέρει και από άλλη άποψη —στην πίσω πλευρά της, θα έλεγε κανείς—το ίχνος των οικονομικών περιστάσεων στις οποίες οφείλει την ξαφνική της επι- καιρότητα. Τούτη προβάλλει τη στιγμή που η ασφάλεια των βιοτικών συνθηκών μειώνεται εξαιρετικά λόγω της επιταχυνόμενης αλληλοδιαδοχής των κρίσεων. Η αντίληψη της αιώνιας επανόδου αν
184 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τλούσε την αίγλη της από το γεγονός ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούσε πλέον να αναμένεται μία επάνοδος των συνθηκών σε διαστήματα μικρότερα από εκείνα στα οποία, υπό το πρίσμα αυτής της αντίληψης, διετίθετο η αιωνιότητα. Η επάνοδος καθημερινών δεδομένων γινόταν πολύ βαθμιαία κάπως αραιότερη και έτσι μπόρεσε να αφυπνιστεί το αμυδρό προαίσθημα πως θα έπρεπε να αρκεστεί κανείς στα κοσμικά δεδομένα. Κοντολογίς, η συνήθεια άρχισε να πα- ραιτείται από ορισμένα δικαιώματά της. Ο Νίτσε λέει: «Αγαπώ τις σύντομες συνήθειες», ο δε Μπωντλαίρ αδυνατούσε να αναπτύξει πάγιες συνήθειες στη ζωή του.
[10]Στο δρόμο των παθών που διανύει ο μελαγχολικός οι αλληγορίες είναι οι σταθμοί. Η θέση του σκελετού στην ερωτολογία του Μπωντλαίρ; «L’elegance sans nom de l’humaine armature».
Η ανικανότητα είναι το θεμέλιο του δρόμου των παθών που διανύει η ανδρική σεξουαλικότητα. Ιστορικός πίνακας τούτης της ανικανότητας. Από αυτήν προκύπτει τόσο η πρόσδεση του άνδρα στην αγγελική εικόνα της γυναίκας όσο και ο φετιχισμός του. Πρέπει να σημειωθεί η ευκρίνεια και η ακρίβεια που χαρακτηρίζει την εμφάνιση γυναικών στον Μπωντλαίρ. Η «ποιητική αμαρτία» του Κέλλερ, «Να επινοήσουμε γλυκιές εικόνες γυναικών / Τέτοιες που η πικρή η γη δεν τις κρατάει», σίγουρα δεν είναι η δική του. Οι εικόνες γυναικών του Κέλλερ έχουν τη γλυκύτητα της χίμαιρας διότι έχει προβάλει πάνω τους τη δική του ανικανότητα. Ο Μπωντλαίρ παραμένει στις γυναικείες του μορφές πιο ακριβής, κοντολογίς πιο Γ άλλος, επειδή το φετιχιστικό και το αγγελικό στοιχείο σχεδόν ποτέ δεν εμφανίζονται μαζί σ’ αυτόν, όπως στον Κέλλερ.
Κοινωνικά αίτια της ανικανότητας: η φαντασία της αστικής τάξης έπαψε να ασχολείται με το μέλλον των παραγωγικών δυνάμεων που αυτή απελευθέρωσε. (Σύγκριση ανάμεσα στις κλασικές της ουτοπίες και σ ’ εκείνες των μέσων του 19ου αιώνα.) Για να μπορέσει να α
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 185
σχοληθεί περαιτέρω με αυτό το μέλλον, η αστική τάξη θα έπρεπε όντως να παραιτηθεί πρώτα πρώτα από την αντίληψή της περί εισοδήματος. Στην εργασία για τον Φουκς έδειξα πώς συναρτάται η συγκεκριμένη «ζεστασιά» των μέσων του 19ου αιώνα με αυτό τον καλά θεμελιωμένο ακρωτηριασμό της κοινωνικής φαντασίας. Σε σύγκριση με τις μελλοντολογικές εικόνες αυτής της κοινωνικής φαντασίας, η επιθυμία απόκτησης παιδιών ίσως να είναι απλώς ένα ασθενέστερο διεγερτικό της ικανότητας. Πάντως η θεωρία του Μπωντλαίρ για τα παιδιά ως τα όντα που βρίσκονται εγγύτερα στο peche original προδίδει πολλά σ’ αυτό το σημείο.
[11]Η συμπεριφορά του Μπωντλαίρ στη λογοτεχνική αγορά: χάρη στη βαθιά εμπειρία του γύρω από τη φύση του εμπορεύματος, ο Μπωντλαίρ στάθηκε ικανός, ή αναγκασμένος, να αναγνωρίσει την αγορά ως αντικειμενική αρχή (πβ. το conseils aux jeunes litterateurs). Χάρη στις διαπραγματεύσεις του με τους εκδότες βρισκόταν αδιάκοπα σε επαφή με την αγορά. Μέθοδοί του —η δυσφήμιση (Μυσσέ), η contre- faQon (Ουγκό). Ο Μπωντλαίρ ήταν ίσως ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα μιας πρωτοτυπίας προσανατολισμένης στην αγορά, η οποία γι ’ αυτό ακριβώς ήταν τότε πιο πρωτότυπη από κάθε άλλη (creer un poncif). Αυτή η creation περιέκλειε μια κάποια μισαλλοδοξία. Ο Μπωντλαίρ ήθελε μια θέση για τα ποιήματά του και για το σκοπό αυτό έπρεπε να εκτοπίσει άλλους. Υποβάθμισε ορισμένες ποιητικές ελευθερίες των ρομαντικών μέσα από τον κλασικό τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τον αλεξανδρινό στίχο, καθώς και την ποιητική του κλασικισμού μέσα από τα οικεία σ ’ αυτόν φαινόμενα έκπτωσης και ρήξης στον κλασικό στίχο. Κοντολογίς τα ποιήματά του περιελάμ- βαναν ιδιαίτερα μέτρα για τον εκτοπισμό εκείνων που τα ανταγωνίζονταν.
186 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
[12]Η μορφή του Μπωντλαίρ υπεισέρχεται με αποφασιστικό τρόπο στη φήμη του. Η ιστορία του υπήρξε για τη μικροαστική μάζα των αναγνωστών μια image d’Epinal, η εικονογραφημένη «σταδιοδρομία ενός ακόλαστου». Η εικόνα αυτή συνέβαλε πολύ στη φήμη του Μπωντλαίρ - έστω κι αν αυτοί που τη διέδωσαν δεν συγκαταλέγονται και τόσο στους φίλους του. Πάνω σε τούτη την εικόνα επικάθησε μια άλλη, που η επίδρασή της υπήρξε πολύ μικρότερη σε εύρος, αλλά γι ’ αυτό ίσως και σταθερότερη στο χρόνο: εδώ ο Μπωντλαίρ εμφανίζεται ως φορέας ενός αισθητικού πάθους, όπως το συνέλαβε την ίδια εποχή ο Κίρκεγκωρ (στο Ε ίτε είτε). Καμιά θεώρηση του Μπωντλαίρ δεν μπορεί να φτάσει στο βάθος των πραγμάτων, αν δεν συν- διαλλαγεί με την εικόνα της ζωής του. Στην πραγματικότητα η εικόνα αυτή προσδιορίζεται από το γεγονός ότι εκείνος συνειδητοποίησε πρώτος και με τον πιο πολυσήμαντο τρόπο πως η αστική τάξη ήταν έτοιμη να άρει την εντολή της στον ποιητή. Ποια κοινωνική εντολή θα μπορούσε να πάρει τη θέση της; Σε καμιά κοινωνική τάξη δεν μπορούσε να αναζητηθεί· έπρεπε να συναχθεί ταχύτατα από την αγορά και τις κρίσεις της. Τον Μπωντλαίρ απασχολούσε όχι η προφανής βραχυπρόθεσμη αλλά η λανθάνουσα και μακροπρόθεσμη ζήτηση. Τα Άνθη του κακού δείχνουν πως την εκτίμησε σωστά. Όμως το μέσον της αγοράς, δια του οποίου αυτή φανερωνόταν, προσδιόριζε έναν τρόπο παραγωγής και ζωής που διέφερε πολύ από εκείνον των προγενέστερων ποιητών. Ο Μπωντλαίρ ήταν αναγκασμένος να διεκδικεί την αξιοπρέπεια του ποιητή σε μια κοινωνία που δεν είχε πλέον καμιά αξιοπρέπεια να διαθέσει. Εξ ου και η bouffonnerie των τρόπων του.
[13]
Με τον Μπωντλαίρ ο ποιητής αναγγέλλει για πρώτη φορά ότι διεκ- δικεί την αξία της επίδειξής του. Ο Μπωντλαίρ υπήρξε ιμπρεσάριος
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 187
του εαυτού του. Η perte d’aur^ole αγγίζει πρώτον απ’ όλους τον ποιητή. Εξ ου και η μυθομανία του.
Τ α σχολαστικά θεωρήματα σύμφωνα με τα οποία εννοήθηκε το l’art pour l’art, όχι μόνο από τους τότε υποστηρικτές του, αλλά προπάντων από την ιστορία της λογοτεχνίας (για να μη μιλήσουμε για τους σημερινούς του υποστηρικτές), καταλήγουν απλά και ωραία στη φράση: η ευαισθησία είναι το αληθινό αντικείμενο της ποίησης. Η ευαισθησία είναι εκ φύσεως πάσχουσα. Αν δοκιμάζει την υψηλότερη συγκρότηση, τον περιεκτικότερο προσδιορισμό της στον ερωτισμό, τότε βρίσκει την απόλυτη τελείωση, που συμπίπτει με τη μεταρσίωσή της, στο πάθος. Η ποιητική του l’art pour l’art πέρασε άθικτη στο ποιητικό πάθος των Ανθέων του κακού.
Άνθη στολίζουν τους μεμονωμένους σταθμούς αυτού του Γολγοθά. Είναι τα άνθη του κακού.
Ό ,τι θίγει η αλληγορικη πρόθεση αποκόπτεται από τις συναρτήσεις της ζωής: συντρίβεται και συντηρείται ταυτόχρονα. Η αλληγορία προσκολλάται στα ερείπια. Δίνει την εικόνα της παγωμένης ανησυχίας7. Η καταστροφική ορμή του Μπωντλαίρ πουθενά δεν ενδιαφέ- ρεται να εξαλείψει αυτό που πέφτει στο δρόμο της.
Η περιγραφή του συγκεχυμένου δεν είναι το ίδιο με μια συγκεχυμένη περιγραφή.
«Attendre c’est la vie» του Βικτόρ Ουγκό — η σοφία της εξορίας.
Το νέο απαρηγόρητο του Παρισιού (βλ. το χωρίο περί croquemorts) εισχωρεί ως ουσιαστικό στοιχείο στην εικόνα της νεωτερικότητας (βλ. Veuillot D 2, 2).
[14]
Η μορφή της λεσβίας γυναίκας ανήκει με την αυστηρή έννοια στα ηρωικά πρότυπα του Μπωντλαίρ. Αυτό εκφράζεται από τον ίδιο
188 ΒΑΑΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
στη γλώσσα του σατανισμού του. Μπορεί να εννοηθεί εξίσου καλά σε μια μη μεταφυσική, κριτική γλώσσα που συλλαμβάνει την αναγνώριση της «νεωτερικότητας» από τη μεριά του στην πολιτική της σημασία. Ο 19ος αιώνας άρχισε να συγκαταλέγει ανεπιφύλακτα τη γυναίκα στη διαδικασία της παραγωγής εμπορευμάτων. Όλοι οι θεωρητικοί συμφωνούσαν ότι έτσι κινδύνευε η ιδιαίτερη θηλυκότητα της, ότι με το πέρασμα του χρόνου θα εμφανίζονταν κατ ’ ανάγκην στη γυναίκα ανδρικά χαρακτηριστικά. Ο Μπωντλαίρ επιδοκιμάζει αυτά τα χαρακτηριστικά' την ίδια στιγμή όμως θέλει να αμφισβητήσει την οικονομική τους εξάρτηση. Έρχεται έτσι να δώσει έναν καθαρά σεξουαλικό τόνο σ’ αυτή την εξελικτική τάση της γυναίκας. Το πρότυπο της λεσβίας εκθέτει τη διαμαρτυρία της «νεωτερικότη- τας» κατά της τεχνικής εξέλιξης. (Θα ήταν σημαντικό να εξακριβωθεί πώς η αποστροφή του προς τη Γεωργία Σάνδη έχει το υπόβαθρό της σ’ αυτή τη συνάρτηση.)
Η γυναίκα στον Μπωντλαίρ: η πολυτιμότερη λεία στο «Θρίαμβο της Αλληγορίας» — η ζωή που σημαίνει το θάνατο. Η ιδιότητα αυτή ανήκει με τον πιο αμετάκλητο τρόπο στην πόρνη. Είναι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορεί να παζαρέψει κανείς μαζί της και για τον Μπωντλαίρ είναι το μόνο που μετράει.
[15]
Η διακοπή της κίνησης του κόσμου — αυτή ήταν η βαθύτερη επιθυμία του Μπωντλαίρ. Η επιθυμία του Ιησού του Ναυή. Όχι τόσο η προφητική: διότι δεν σκέφθηκε την επιστροφή. Απ’ αυτή την επιθυμία πήγαζε η βιαιότητά του, η ανυπομονησία του και η οργή του- απ’ αυτήν πήγαζαν άλλωστε και οι ακατάπαυστες προσπάθειες που έκανε να πλήξει την καρδιά του κόσμου ή να τον κοιμίσει με το τραγούδι του. Λόγω αυτής της επιθυμίας συνοδεύει με τις παροτρύνσεις του το θάνατο στα έργα του.
Πρέπει να υποθέσει κανείς ότι τα αντικείμενα που συνιστούν το κέντρο της ποίησης του Μπωντλαίρ δεν ήταν προσπελάσιμα μέσα από
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 189
σχεδιασμένη και προσανατολισμένη προσπάθεια: εκείνα τα κρίσιμα νέα αντικείμενα —τη μεγάλη πόλη, τη μάζα—δεν τα σκόπευε ούτε ο ίδιος ως τέτοια. Δεν είναι αυτά η μελωδία που έχει στο. νου του. Είναι μάλλον ο σατανισμός, το spleen και ο παραστρατημένος ερωτισμός. Τα αληθινά αντικείμενα των Ανθέων του κακού μπορούν να βρεθούν σε αφανή σημεία. Είναι, για να μείνουμε στις εικόνες, οι α- νέγγιχτες ακόμη χορδές του ανήκουστου οργάνου με το οποίο παίζει η φαντασία του Μπωντλαίρ.
[16]
Ο λαβύρινθος είναι ο σωστός δρόμος για όποιον φθάνει πάντοτε αρκετά νωρίς στο στόχο του. Ο στόχος αυτός είναι η αγορά.
Τυχερά παιχνίδια, περιπλανήσεις, συλλογές — δραστηριότητες που επιστρατεύονται κατά του spleen.
Ο Μπωντλαίρ δείχνει γιατί μέσα στην πτώση της η αστική τάξη δεν μπορεί πλέον να ενσωματώσει τα αντικοινωνικά στοιχεία. Πότε διαλύθηκε η garde nationale;
Με τις νέες μεθόδους παραγωγής που οδηγούν σε απομιμήσεις η επίφαση κατακαθίζει στο εμπόρευμα.
Για τους ανθρώπους όπως είναι σήμερα υπάρχει μόνο μία ριζική καινοτομία — και είναι πάντοτε η ίδια: ο θάνατος.
Παγωμένη ανησυχία είναι επίσης ο τύπος για την εικόνα της ζωής του Μπωντλαίρ, που δεν γνωρίζει καμιά εξέλιξη.
[17]
' Ενα από τα μυστικά που περιήλθαν στην πορνεία μόνο με την εμφάνιση της μεγαλούπολης είναι η μάζα. Η πορνεία παρέχει τη δυνατότητα μιας μυθικής κοινωνίας με τη μάζα. Η γένεση των μαζών είναι όμως σύγχρονη με εκείνη της μαζικής παραγωγής. Η πορνεία φαίνε
190 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ται ότι εμπεριέχει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να επιβιώνει σ’ έναν ζωτικό χώρο όπου τα αντικείμενα της πιο προσωπικής μας χρήσης γίνονται όλο και περισσότερο μαζικά προϊόντα. Με την πορνεία της μεγάλης πόλης η ίδια η γυναίκα γίνεται μαζικό προϊόν. Αυτό το εντελώς νέο γνώρισμα της ζωής στη μεγαλούπολη δίνει στο γεγονός ότι ο Μπωντλαίρ υιοθέτησε το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος την πραγματική του σημασία. Η αρχαιότερη έννοια φάνηκε στον Μπωντλαίρ αρκετά δοκιμασμένη για να δαμάσει ένα ολότελα νέο, ανησυχητικό φαινόμενο.
Ο λαβύρινθος είναι η πατρίδα του διατακτικού. Ο δρόμος όποιου φοβάται να φτάσει στο στόχο του εύκολα θα σχηματίσει λαβύρινθο. Έτσι κάνει η ορμή στα επεισόδια που προηγούνται της ικανοποίησής της. Έτσι όμως κάνει και η ανθρωπότητα (η τάξη) που δεν θέλει να ξέρει τ ι θ ’ απογίνει μ ’ αυτήν.
Αν η φαντασία παρέχει τις ανταποκρίσεις στην ανάμνηση, η σκέψη τής φανερώνει τις αλληγορίες. Η ανάμνηση φέρνει και τις δύο σε συνάντηση.
[18]
Η μαγνητική έλξη που ορισμένες, περιορισμένες τον αριθμό, θεμελιώδεις καταστάσεις ασκούσαν επανειλημμένα στον ποιητή συγκαταλέγεται στα συμπτώματα της μελαγχολίας. Η φαντασία του Μπωντλαίρ γνωρίζει στερεότυπες εικόνες. Γ ενικά φαίνεται πως ένιωθε καταναγκασμένος να επιστρέψει τουλάχιστον μία φορά σε καθένα από τα μοτίβα του. Μπορεί κανείς πράγματι να το συγκρίνει αυτό με τον καταναγκασμό που έλκει επανειλημμένα τον εγκληματία στον τόπο του εγκλήματος. Οι αλληγορίες είναι τόποι όπου ο Μπωντλαίρ εξιλεωνόταν για την καταστροφική του ορμή. Ίσως έτσι εξηγείται η μοναδική αντιστοιχία τόσο πολλών πεζών κομματιών του με ποιήματα από τα Άνθη του κακού.
Θα ήταν μεγάλο λάθος να αποπειραθεί να κρίνει κανείς τη δύναμη
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 191
της σκέψης του Μπωντλαίρ βάσει των φιλοσοφικών, του παρεκβάσεων (Λεμαίτρ). Ο Μπωντλαίρ ήταν κακός φιλόσοφος και καλός θεωρητικός, ήταν όμως απαράμιλλος μόνο ως Griibler. Από τον Griibler έχει πάρει τη στερεοτυπία των μοτίβων, το αλάθητο στην απόρριψη παρείσακτων στοιχείων, την ετοιμότητα να θέτει ανά πάσα στιγμή την εικόνα στην υπηρεσία της σκέψης. Ο Griibler, ως ιστορικά προσδιορισμένος τύπος διανοητή, είναι εκείνος που ανάμεσα στις αλληγορίες νιώθει σαν στο σπίτι του.
Στον Μπωντλαίρ η πορνεία είναι η μαγιά που κάνει να φουσκώνουν στη φαντασία του οι μάζες των μεγάλων πόλεων.
[19]
Μεγαλείο της αλληγορικής διάθεσης: καταστροφή του οργανικού και του εμβίου — εξάλειψη της επίφασης. Να αναζητηθεί το άκρως χαρακτηριστικό σημείο όπου ο Μπωντλαίρ μιλάει για τη γοητεία που του ασκεί το ζωγραφισμένο θεατρικό φόντο. Η απόρριψη της μαγείας του απόμακρου είναι ένα κρίσιμο στοιχείο στη λυρική ποίηση του Μπωντλαίρ. Την υπέρτατη διατύπωσή της την έχει βρει στην πρώτη στροφή του Le voyage.
Για την εξάλειψη της επίφασης «l’amour du mensonge».
Une martyre και la mort des amants — εσωτερικό τύπου Makart8 και Jugendstil.
Η απόσπαση των πραγμάτων από τις τρέχουσες συναρτήσεις τους —κάτι φυσιολογικό για τα εμπορεύματα στο στάδιο της επίδειξής τους— είναι μία πολύ χαρακτηριστική μέθοδος για τον Μπωντλαίρ. Συνδέεται με τήν καταστροφή των οργανικών συναρτήσεων στην αλληγορική πρόθεση. Βλ. une martyre στροφές 3 και 5, τα φυσικά μοτίβα, ή την πρώτη στροφή από το Madrigal triste.
Η αύρα συνάγεται ως προβολή μιας κοινωνικής εμπειρίας των ανθρώπων στη φύση: το βλέμμα βρίσκει ανταπόκριση.
192 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Η απουσία επίφασης και η παρακμή της αύρας είναι ταυτόσημα φαινόμενα. Ο Μπωντλαίρ θέτει το τέχνασμα της αλληγορίας στην υπηρεσία τους.
Είναι μια από τις θυσίες της ανδρικής σεξουαλικότητας ότι ο Μπωντλαίρ πρέπει να αισθάνθηκε σε κάποιο βαθμό την εγκυμοσύνη ως αθέμιτο ανταγωνισμό.
Τα άστρα που εξόρισε ο Μπωντλαίρ από τον κόσμο του είναι ακριβώς αυτά που στον Μπλανκί γίνονται το θέατρο της. αιώνιας επανόδου.
[20]
Ο κόσμος των αντικειμένων που περιβάλλει τον άνθρωπο προσλαμβάνει όλο και πιο αδυσώπητα την έκφραση του εμπορεύματος. Ταυτόχρονα η διαφήμιση αναλαμβάνει να συγκαλύψει τον εμπορευματι- κό χαρακτήρα των πραγμάτων. Στην απατηλή μεταρσίωση του εμ- πορευματικού κόσμου αντιτάσσεται η παραμόρφωσή τους μέσα στο αλληγορικό. Το εμπόρευμα ζητεί να αντικρίσει τον εαυτό του κατά πρόσωπο. Την ενανθρώπισή του τη γιορτάζει στην πόρνη.
Να παρουσιαστεί η μεταβολή στη λειτουργία της αλληγορίας μέσα στην εμπορευματική οικονομία. Το εγχείρημα του Μπωντλαίρ ήταν να εμφανίσει την αύρα που προσιδιάζει στο εμπόρευμα. Προσπάθησε να εξανθρωπίσει το εμπόρευμα με ηρωικό τρόπο. Η προσπάθεια αυτή έχει το ισοδύναμό της στην ταυτόχρονη αστική προσπάθεια να ανθρωποποιήσει το εμπόρευμα κατά τρόπο συναισθηματικό: να δώσει στο εμπόρευμα, όπως και στον άνθρωπο, ένα σπίτι. Αυτό υπόσχονταν οι κασετίνες, τα περιβλήματα και οι θήκες που κάλυπταν τότε την αστική οικοσκευή.
Η αλληγορία του Μπωντλαίρ φέρει —αντίθετα προς αυτήν του μπαρόκ—τα ίχνη του θυμού που ήταν απαραίτητος προκειμένου να εισβάλει σ ’ αυτό τον κόσμο και να κάνει συντρίμμια τις αρμονικές κατασκευές του.
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 193
Στον Μπωντλαίρ το ηρωικό στοιχείο είναι η υψηλή ενώ το spleen η ταπεινή μορφή υπό τις οποίες εμφανίζεται το δαιμονικό. Εννοείται πως αυτές οι κατηγορίες της «αισθητικής» του πρέπει να αποκρυ- πτογραφηθούν. Δεν πρέπει να μείνουν ακλόνητες. — Σύνδεση του ηρωικού στοιχείου με την αρχαία λατινική γραμματεία.
[2 1]
Το σοκ ως ποιητική αρχή στον Μπωντλαίρ: η fantasque escrime της πόλης των tableaux parisiens δεν είναι πλέον πατρίδα. Είναι θέατρο και ξενιτιά.
Πώς μπορεί να προκύπτει η εικόνα της μεγαλούπολης όταν η καταγραφή των φυσικών της κινδύνων είναι ακόμη τόσο ατελής στον Μπωντλαίρ;
Η μετανάστευση ως ένα κλειδί της μεγαλούπολης.
Ο Μπωντλαίρ δεν έγραψε ποτέ ποίημα για πόρνες από τη σκοπιά μιας πόρνης (βλ. Lesebuch fur Stadtebewohner 5).
Η μοναξιά του Μπωντλαίρ και η μοναξιά του Μπλανκί.
Η φυσιογνωμία του Μπωντλαίρ ως φυσιογνωμία του μίμου.
Να παρουσιαστεί η δυστυχία του Μπωντλαίρ στο φόντο του «αισθητικού πάθους» του.
Η οξυθυμία του Μπωντλαίρ ανήκει στην καταστροφική του προδιάθεση. Προσεγγίζει κανείς περισσότερο το ζήτημα όταν αναγνωρίζεικαι σ’ αυτούς τους παροξυσμούς ένα «etrange sectionnement du
9temps» .
To βασικό μοτίβο του Jugendstil είναι η μεταρσίωση της στειρότη- τας. Το σώμα παρουσιάζεται κατά προτίμηση στις μορφές που προηγούνται της σεξουαλικής ωρίμανσης. Η σκέψη αυτή πρέπει να συνδεθεί μ ’ εκείνη για την επαναστροφική ερμηνεία της τεχνικής.
194 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Ο λεσβιακός έρωτας φέρνει την εξιδανίκευση μέχρι τη γυναικεία μήτρα. Εκεί μπήγει το λάβαρο των κρίνων του «καθαρού» έρωτα που δεν γνωρίζει ούτε εγκυμοσύνη ούτε οικογένεια.
Ο τίτλος «les limbes» πρέπει ίσως να εξεταστεί στο πρώτο μέρος, έτσι ώστε σε κάθε μέρος να υπάρχει σχολιασμός ενός τίτλου, στο δεύτερο «les lesbiennes», στο τρίτο «les fleurs du main.
[22]
Η φήμη του Μπωντλαίρ, σε αντίθεση για παράδειγμα προς την πιο πρόσφατη του Ρεμπώ, δεν έχει ώς τώρα καμία echeance. Η ασυνήθιστη δυσκολία να προσεγγίσει κανείς τον πυρήνα της ποίησης του Μπωντλαίρ είναι, για να το πούμε στερεότυπα, η εξής: τίποτε σ’ αυτή την ποίηση δεν έχει γεράσει ακόμη.
Το σημάδι του ηρωισμού στον Μπωντλαίρ: να ζεις στην καρδιά της μη πραγματικότητας (της επίφασης). Με αυτό συνδέεται και το γεγονός ότι ο Μπωντλαίρ δεν γνώρισε τη νοσταλγία. Κίρκεγκωρ!
Η ποίηση του Μπωντλαίρ φανερώνει το νέο μέσα στο διαρκώς ίδιο και το διαρκώς ίδιο μέσα στο νέο.
Πρέπει να δειχθεί με κάθε έμφαση πώς η ιδέα της αιώνιας επανόδου εισέρχεται περίπου ταυτόχρονα στον κόσμο του Μπωντλαίρ, του Μπλανκί και του Νίτσε. Στον Μπωντλαίρ το βάρος πέφτει στο νέο που με ηρωική προσπάθεια κερδίζεται από το «διαρκώς ίδιο», στον Νίτσε στο «διαρκώς ίδιο» που αντικρίζει ο άνθρωπος με ηρωική αταραξία. Ο Μπλανκί στέκει πολύ πιο κοντά στον Νίτσε απ’ ό,τι στον Μπωντλαίρ, όμως σ’ αυτόν κυριαρχεί η παραίτηση. Στον Νίτσε η εμπειρία αυτή προβάλλεται κοσμολογικά στη θέση: τίποτε νέο δεν θα έρθει πια.
[23]
Ο Μπωντλαίρ δεν θα είχε γράψει ποιήματα αν είχε μόνο τα κίνητρα για γράψιμο που έχουν συνήθως οι ποιητές.
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 195
Η εργασία αυτή πρέπει να προσφέρει την ιστορική προβολή των εμπειριών που βρίσκονταν στο υπόβαθρο των Ανθέων του κακού.
Εντελώς συναφείς παρατηρήσεις της Adrienne Monnier: το ιδιαίτερα γαλλικό στοιχείο του: la rogne. Εκείνη βλέπει στον Μπωντλαίρ τον εξεγερμένο άνθρωπο- τον συγκρίνει με τον Fargue: «maniaque, revolte contre sa propre impuissance, et qui le sait». Τον ονομάζει επίσης Celine. H gauloiserie είναι το γαλλικό στοιχείο του Μπωντλαίρ.
Άλλη παρατήρηση της Αντριέν Μοννιέ: αναγνώστες του Μπωντλαίρ είναι οι άνδρες. Οι γυναίκες δεν τον αγαπούν. Για τους άνδρες σημαίνει την παρουσίαση και την υπέρβαση του cote ordurier της ορμικής ζωής τους. Αν πάει κανείς πιο πέρα, το πάθος του Μπωντλαίρ είναι, απ’ αυτή τη σκοπιά, για πολλούς από τους αναγνώστες του ένα rachat ορισμένων πλευρών της ορμικής ζωής τους.
Για τον διαλεκτικό το ζήτημα είναι να έχει στα πανιά του τον άνεμο της κοσμοϊστορίας. Σκέπτομαι σημαίνει γι ’ αυτόν: ανοίγω πανιά. Σημασία έχει πώς ανοίγουν. Οι λέξεις είναι γι ’ αυτόν μόνο τα πανιά. Ο τρόπος με τον οποίο μπαίνουν τις κάνει έννοια.
[24]
Η αδιάπτωτη απήχηση που έχουν βρει μέχρι σήμερα τα Άνθη του κακού συναρτάται βαθύτατα με μία ορισμένη όψη που έλαβε η μεγαλούπολη όταν για πρώτη φορά εισήλθε στην ποίηση. Τούτη η όψη είναι η κατεξοχήν μη αναμενόμενη. Ό,τι αναπάλλει στον Μπωντλαίρ, όπου στους στίχους του ξορκίζει το Παρίσι, είναι η κατάρρευση και η σαθρότητα αυτής της μεγάλης πόλης. Πουθενά ίσως αυτό δεν υποδηλώνεται πληρέστερα απ’ ότι στο Crepuscule du matin- η ίδια η όψη όμως είναι λίγο-πολύ κοινή σε όλα τα tableaux parisiens- εκφράζεται τόσο στη διαφάνεια της πόλης, όπως την επικαλείται μαγικά το soleil, όσο και στην αντιθετική εντύπωση που προκαλεί το Reve parisien.
196 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Το κρίσιμο υπόβαθρο για την παραγωγή του Μπωντλαίρ είναι η σχέση έντασης που υπάρχει σ’ αυτόν ανάμεσα σε μία εξαιρετικά οξυμέ- νη ευαισθησία και μία εξαιρετικά συγκεντρωμένη εποπτεία. Τούτο αντανακλάται θεωρητικά στην αντίληψη των correspondences και την αντίληψη της αλληγορίας. 0 Μπωντλαίρ δεν κατέβαλε ποτέ την παραμικρή προσπάθεια να συστήσει την οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα σ ’ αυτές τις τόσο θεμελιακές γι ’ αυτόν θεωρήσεις. Η ποίησή του πηγάζει από τη σύμπραξη των δύο αυτών θεμελιακών για το έργο του τάσεων. Εκείνο που κατ ’ αρχάς προσελήφθη (Pechm^ja) και εξακολούθησε να δρα μέσα στην poesie pure ήταν η ευαίσθητη πλευρά της ιδιοφυίας του.
[25]
Η σιωπή ως αύρα. Ο Μαίτερλινκ εξωθεί την ανάπτυξη του στοιχείου της αύρας μέχρι το τερατώδες.
Ο Μπρεχτ παρατήρησε: στους Λατίνους η εκλέπτυνση του αισθητηριακού συστήματος δεν μειώνει την ενέργεια του δραξίματος. Οι Γερμανοί πληρώνουν πάντοτε την εκλέπτυνση, την προϊούσα καλλιέργεια της απόλαυσης με μία ελάττωση της δύναμης του δραξίματος. Η απόλαυση χάνει σε πυκνότητα όπου κερδίζει σε ευαισθησία. Η παρατήρηση αυτή σε σχέση με την «odeur de futailles» στο vin des chiffoniers.
Ακόμη πιο σημαντική η επόμενη παρατήρηση: η έξοχη αισθητηριακή εκλέπτυνση ενός Μπωντλαίρ μένει απολύτως ελεύθερη από κάθε ζεστασιά. Αυτή η ριζική ασυμβατότητα της αισθητηριακής απόλαυσης με τη ζεστασιά είναι το αποφασιστικό σημάδι μιας πραγματικής καλλιέργειας των αισθήσεων. Ο σνομπισμός του Μπωντλαίρ είναι η εκκεντρική διατύπωση αυτής της απαράβατης άρνησης της ζεστασιάς και ο «σατανισμός» του δεν είναι παρά η διαρκής ετοιμότητα να την αφανίσει όπου και όποτε θα μπορούσε να εμφανισθεί.
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 197
[26]
Στα Άνθη του κακού δεν υπάρχει η παραμικρή απόπειρα περιγραφής του Παρισιού. Αυτό θα αρκούσε για να τα διακρίνει αποφασιστικά από τη μεταγενέστερη «ποίηση της μεγαλούπολης». Ο Μπωντλαίρ μιλάει μέσα στην οχλαγωγία της πόλης του Παρισιού όπως κάποιος που θα μιλούσε μέσα στον παφλασμό των κυμάτων. Ο λόγος του είναι σαφής στο βαθμό που γίνεται αντιληπτός. Αναμειγνύεται όμως μαζί του κάτι που τον ζημιώνει κι έτσι μένει ανα- μειγμένος με τούτη την οχλαγωγία που τον μεταφέρει παραπέρα και του προσδίδει μια σκοτεινή σημασία.
Τα faits divers είναι η μαγιά που κάνει να φουσκώνει στη φαντασία του Μπωντλαίρ η μάζα της μεγαλούπολης.
Αυτό που προσέδενε τόσο αποκλειστικά τον Μπωντλαίρ στη λατινική γραμματεία, ιδίως την ύστερη, θα μπορούσε εν μέρει να είναι η όχι τόσο αφηρημένη όσο αλληγορική χρήση που επιφυλάσσει η τελευταία στα ονόματα των θεών. Ο Μπωντλαίρ μπορούσε να αναγνωρίσει εδώ μία μέθοδο συγγενή προς τη δική του.
Στην αντίθεση του Μπωντλαίρ προς τη φύση ενυπάρχει πρώτα απ’ όλα μια ενδόμυχη διαμαρτυρία κατά του «οργανικού». Σε σύγκριση με το ανόργανο, η εργαλειακή ποιότητα του οργανικού είναι εντελώς περιορισμένη. Τούτο έχει μικρότερη διαθεσιμότητα. Βλ. τη μαρτυρία του Κουρμπέ ότι ο Μπωντλαίρ έμοιαζε κάθε μέρα διαφορετικός.
[27]
Η ηρωική στάση του Μπωντλαίρ θα μπορούσε να ήταν εξαιρετικά συγγενική με αυτή του Νίτσε. Αν ο Μπωντλαίρ εμμένει στον Καθολικισμό, η εμπειρία του από το σύμπαν συναρτάται ακριβώς με την εμπειρία που ο Νίτσε συνόψισε στη φράση: ο Θεός είναι νεκρός.
Οι πηγές απ ’ όπου τροφοδοτείται η ηρωική στάση του Μπωντλαίρ
198 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ξεπηδούν μέσα από τα πιο βαθιά θεμέλια της κοινωνικής τάξης πραγμάτων που χάραξε το δρόμο της γύρω στα μέσα του αιώνα. Δεν είναι άλλες από τις εμπειρίες χάρη στις οποίες ο Μπωντλαίρ έμαθε ορισμένα πράγματα για τις καίριες μεταβολές στις συνθήκες της καλλιτεχνικής παραγωγής. Οι μεταβολές αυτές συνίσταντο στο γεγονός ότι εκφράστηκαν τώρα, αμεσότερα και ορμητικότερα παρά ποτέ, στο μεν έργο τέχνης η εμπορευματική, στο δε κοινό του η μαζική μορφή. Αυτές ακριβώς οι μεταβολές έφεραν αργότερα, μεταξύ άλλων μεταβολών στο πεδίο της τέχνης, την παρακμή προπάντων της λυρικής ποίησης. Είναι το ανεπανάληπτο χαρακτηριστικό των Ανθέων του κακού ότι ο Μπωντλαίρ απαντά σ’ αυτές τις μεταβολές
, μ ’ ένα ποιητικό βιβλίο. Αυτό είναι συγχρόνως και το εξαιρετικότερο δείγμα ηρωικής στάσης που μπορεί να εντοπιστεί στη ζωή του.
«L’appareil sanglant de la Destruction» — αυτή είναι η σκορπισμένη οικοσκευή που —μέσα στο εσώτερο δώμα της ποίησης του Μπωντλαίρ- κείται στα πόδια της πόρνης, η οποία κληρονόμησε όλες τις εξουσίες της μπαρόκ αλληγορίας.
[28]
Ο Griibler του οποίου το βλέμμα πέφτει τρομαγμένο στο θραύσμα που βρίσκεται στο χέρι του γίνεται αλληγορικός.
Ένα ερώτημα προορισμένο για το τέλος: πώς είναι δυνατόν μία —τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα— τόσο πέρα για πέρα «άκαιρη» στάση, όπως αυτή του αλληγορικού, να καταλάβει μια θέση πρώτης γραμμής στο ποιητικό έργο του αιώνα;
Πρέπει να δειχθεί το αντίδοτο κατά του μύθου που υπάρχει στην αλληγορία. Ο μύθος ήταν ο εύκολος δρόμος που απαγόρευσε στον εαυτό του ο Μπωντλαίρ. Ένα ποίημα όπως το vie anterieure, ο τίτλος του οποίου υποβάλλει κάθε νοητό συμβιβασμό, δείχνει πόσο απομακρυσμένος ήταν ο Μπωντλαίρ από το μύθο.
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 199
Παράθεμα από τον Μπλανκί «Hommes du dix-neuvieme siecle» για το τέλος.
Στην εικόνα της «σωτηρίας» ανήκει το στέρεο, φαινομενικά βάναυσο δράξιμο.
Η διαλεκτική εικόνα είναι η μορφή του ιστορικού αντικειμένου που ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Γ καίτε για ένα συνθετικό αντικείμενο.
[29]
Υιοθετώντας τη στάση του ζητιάνου ο Μπωντλαίρ υπέβαλε το υπόδειγμα αυτής της κοινωνίας σε μια αδιάκοπη δοκιμασία. Η τεχνητά συντηρούμενη εξάρτησή του από τη μητέρα δεν έχει μόνον εκείνα τα αίτια που προέβαλε η ψυχανάλυση αλλά και τα κοινωνικά της αίτια.
Για την ιδέα της αιώνιας επανόδου είναι σημαντικό το γεγονός ότι η αστική τάξη δεν τολμούσε πλέον να κοιτάξει κατάματα την επικείμενη εξέλιξη της παραγωγικής οργάνωσης που η ίδια είχε θέσει σε κίνηση. Η ιδέα του Ζαρατούστρα για την αιώνια επάνοδο και το κεντημένο στις μαξιλαροθήκες ρητό «Μόνο ένα τεταρτάκι» είναι συμπληρωματικά.
Η μόδα είναι η αιώνια επιστροφή του νέου. — Υπάρχουν παραταύτα μέσα στη μόδα μοτίβα σωτηρίας;
Το εσωτερικό των ποιημάτων του Μπωντλαίρ εμπνέεται, σε μια σειρά ποιημάτων, από τη νυχτερινή πλευρά του αστικού εσωτερικού. Το αρνητικό του είναι το μεταρσιωμένο εσωτερικό του Jugend- stil. Ο Προυστ στις παρατηρήσεις του έθιξε μόνο το πρώτο.
Η αποστροφή του Μπωντλαίρ για το ταξίδι κάνει ακόμη πιο αξιοπρόσεκτη την παρουσία εξωτικών εικόνων, που από πολλές απόψεις κυριαρχούν στην ποίησή του. Σ ’ αυτή την κυριαρχία βρίσκει το δίκιο της η μελαγχολία του. Κατά τα άλλα τούτο είναι μια ένδειξη της δύναμης με την οποία, μέσα στην ευαισθησία του, το στοιχείο της
200 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
αύρας βρίσκει το δίκιο του. To voyage είναι μια άρνηση του ταξιδιού.
Η ανταπόκριση αρχαιότητας και νεωτερικότητας είναι η μόνη εποικοδομητική σύλληψη της ιστορίας στον Μπωντλαίρ. Μάλλον απέκλειε παρά εμπεριέκλειε μια διαλεκτική σύλληψη.
[30]
Παρατήρηση του Leyris: η λέξη «familier» είναι γεμάτη μυστήριο και ανησυχία στον Μπωντλαίρ, αντιπροσωπεύει σ ’ αυτόν κάτι που ποτέ πριν δεν αντιπροσώπευσε.
Ένα από τα κρυφά αναγράμματα του Παρισιού στο Spleen I είναι η λέξη mortalite.
Η πρώτη αράδα της Servante au grand coeur — στις λέξεις dont vous etiez jalouse δεν βρίσκεται ο τόνος που θα περίμενε κανείς. Από το jaloux η φωνή τρόπον τινά υποχωρεί. Και τούτη η άμπωτις της φωνής είναι κάτι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για τον Μπωντλαίρ.
Παρατήρηση του Leyris: ο θόρυβος του Παρισιού δεν κατονομάζεται κυριολεκτικά στα διάφορα σημεία που τον υποδηλώνουν (lourds tombereaux), αλλά δρα ρυθμικά μέσα στο στίχο του Μπωντλαίρ.
Για το σημείο οϋ tout, meme l’horreur, tourne aux enchantements δύσκολα θα βρεθεί καλύτερο παράδειγμα από την περιγραφή του πλήθους στον Πόε.
Παρατήρηση του Leyris: τα Άνθη του κακού είναι le livre de poesie le plus irreductible — μπορεί ίσως να την αντιληφθεί κανείς ως εξής: ότι από την εμπειρία στην οποία αυτά θεμελιώθηκαν ελάχιστα έχουν ξεπληρωθεί.
[31]
Ανδρική ανικανότητα -φιγούρα-κλειδί της μοναξιάς - στον αστέρι-
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 201
σμό της επέρχεται η ακινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων — μια άβυσσος χωρίζει τον άνθρωπο από τους ομοίους του.
Η ομίχλη ως παρηγοριά της μοναξιάς.
Η vie anterieure ανοίγει την άβυσσο του χρόνου στα πράγματα- η μοναξιά ανοίγει εκείνη του χώρου μπροστά στον άνθρωπο.
Ο ρυθμός του πλάνητα πρέπει να αντιπαρατεθεί στο ρυθμό του πλήθους όπως τον περιγράφει ο Πόε. Συνιστά μία διαμαρτυρία εναντίον του. Βλ. τη μόδα με τις χελώνες γύρω στο 1839 D 2a, I.
Η ανία παρουσιάζεται στην παραγωγική διαδικασία μαζί με την επιτάχυνσή της (μέσω των μηχανών). Ο πλάνης διαμαρτύρεται με την επιδεικτική του αταραξία κατά της παραγωγικής διαδικασίας.
Συναντά κανείς στον Μπωντλαίρ πλήθος στερεοτύπων, όπως στους ποιητές του μπαρόκ.
Μία σειρά τύποι από τον garde national Mayeux στον Viroloque και το ρακοσυλλέκτη του Μπωντλαίρ κι από κει στον Gavroche και τον λούμπεν προλετάριο Ratapoil.
Να βρεθεί μια λοιδορία κατά του Cupidon. Σε συνδυασμό με τις λοιδορίες του αλληγορικού κατά της μυθολογίας που αντιστοιχούν ακριβώς σ ’ αυτές των κληρικών του πρώιμου Μεσαίωνα. Ο Cupidon θα μπορούσε στο εν λόγω σημείο να έχει το επίθετο joufflu. Η απέχθεια του Μπωντλαίρ γι ’ αυτόν έχει τις ίδιες ρίζες με το μίσος του κατά του Beranger.
Η υποψηφιότητα του Μπωντλαίρ για την Ακαδημία ήταν ένα κοινωνιολογικό πείραμα.
Η θεωρία της αιώνιας επιστροφής ως ένα όνειρο για τις επερχόμενες τερατώδεις ανακαλύψεις στο πεδίο της τεχνικής της αναπαραγωγής.
202 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
[32]
Αν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο ότι η λαχτάρα του ανθρώπου για μια ύπαρξη καθαρότερη, αθωότερη και πνεύμα- ικότερη από αυτή που του έχει δοθεί γυρεύει κατ ’ ανάγκην εχέγγυα στη φύση, τα έχει βρει ως επί το πλείστον σε ένα οποιοδήποτε από τα όντα του φυτικού ή του ζωικού κόσμου. Αλλιώς είναι στον Μπωντλαίρ. Το δικό του όνειρο για μία τέτοια ύπαρξη αποκρούει την κοινότητα με κάθε γήινη φύση και επαφίεται μόνο στα σύννεφα. Στο πρώτο τμήμα του spleen de Paris αυτό λέγεται καθαρά. Πολλά ποιήματα υιοθετούν μοτίβα με σύννεφα. Η βεβήλωση των νεφών (La Beatrice) είναι η πιο φοβερή απ’ όλες.
Μία κρυφή ομοιότητα των Ανθέων του κακού με τον Δάντη συνί- σταται στην έμφαση με την οποία το βιβλίο σχεδιάζει το περίγραμμα μιας δημιουργικής ύπαρξης. Δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς ένα ποιητικό βιβλίο όπου ο ποιητής να προβάλλει με λιγότερη ματαιο- δοξία και περισσότερη δύναμη από αυτό εδώ. Η πατρίδα της δημιουργικής ιδιοφυίας είναι, σύμφωνα με την εμπειρία του Μπωντλαίρ, το φθινόπωρο. Ο μεγάλος ποιητής είναι κατά κάποιο τρόπο το πλάσμα του φθινοπώρου. «L’Ennemi», «Le Soleil».
To «Essence du rire» δεν περιέχει τίποτε άλλο από τη θεωρία του σατανικού γέλιου. Σ ’ αυτήν ο Μπωντλαίρ φτάνει να αποτιμά ακόμη και το χαμόγελο από τη σκοπιά του σατανικού γέλιου. Σύγχρονοί του έχουν συχνά σημειώσει το τρομακτικό στοιχείο που υπήρχε στον τρόπο με τον οποίο γελούσε.
Διαλεκτική της παραγωγής εμπορευμάτων: η καινότητα του προϊόντος αποκτά (καθότι διεγείρει τη ζήτηση) μία άγνωστη ώς τώρα σημασία- το διαρκώς ίδιο εμφανίζεται ως κάτι το αισθητό για πρώτη φορά με τη μαζική παραγωγή.
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 203
[32α]
Η ανάμνηση είναι τό εκκοσμικευμένο λείψανο.
Η ανάμνηση είναι το συμπλήρωμα του «βιώματος». Μέσα της έχει αποκρυσταλλωθεί η προϊούσα αυτοαλλοτρίωση του ανθρώπου που καταγράφει το παρελθόν του ως νεκρό κτήμα. Τον 19ο αιώνα η αλληγορία εκκένωσε τον περιβάλλοντα κόσμο για να εγκατασταθεί στον εσωτερικό. Το λείψανο προέρχεται από το πτώμα, η ανάμνηση από την εκλιπούσα εμπειρία που κατ ’ ευφημισμόν ονομάζεται βίωμα.
Τ α ' Ανθη του κακού υπήρξαν το τελευταίο ποιητικό βιβλίο που είχε απήχηση σε όλη την Ευρώπη. Πριν απ’ αυτά ενδεχομένως εκείνο του Ossian, το Buch der Lieder?
Τα εμβλήματα επανέρχονται ως εμπορεύματα.
Η αλληγορία είναι η αρματωσιά της νεωτερικότητας.
Τπάρχει στον Μπωντλαίρ ένας φόβος μην ξυπνήσει ο αντίλαλος - στην ψυχή ή στο χώρο. Καμιά φορά είναι άξεστος, ποτέ δεν είναι ηχηρός. Το λεκτικό του αποσπάται τόσο ελάχιστα από την εμπειρία του όσο η συμπεριφορά ενός τέλειου αρχιερέα από το πρόσωπό του.
[33]
To Jugendstil εμφανίζεται ως η γόνιμη παρανόηση χάρη στην οποία το «νέο» έγινε «νεωτερικό-μοντέρνο». Φυσικά η παρανόηση αυτή υπάρχει στον Μπωντλαίρ.
Το νεωτερικό αντιτίθεται στο αρχαίο, το νέο στο διαρκώς ίδιο. (Η νεωτερικότητα: η μάζα- η αρχαιότητα: η πόλη του Παρισιού.)
Οι παρισινοί δρόμοι του Meryon: άβυσσοι πάνω από τις οποίες, πολύ ψηλά, περνούν τα σύννεφα.
204 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Η διαλεκτική εικόνα είναι αστραποβόλα. Έτσι, σαν μία εικόνα που αστραποβολεί στο τώρα της γνώσης, πρέπει να κρατήσουμε την εικόνα του παρελθόντος, στην προκειμένη περίπτωση εκείνου του Μπωντλαίρ. Η σωτηρία, που συντελείται με αυτό και μόνο αυτό τον τρόπο, μπορεί να κατακτηθεί μόνο μέσα από την αντίληψη αυτού που χάνεται χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Μπορούμε να ανατρέξουμε εδώ στο μεταφορικό απόσπασμα από την εισαγωγή στον Jochmann.
[34]
Η έννοια της πρωτότυπης συμβολής δεν ήταν κατά κανένα τρόπο στα χρόνια του Μπωντλαίρ τόσο τρέχουσα και καθοριστική όσο σήμερα. Συχνά ο Μπωντλαίρ έστελνε τα ποιήματά του να εκδοθούν για δεύτερη και τρίτη φορά χωρίς να αντιδρά κανείς. Δυσκολίες σ’ αυτό συνάντησε μόνο κατά τα τέλη της ζωής του με τα petits poemes en prose.
Η έμπνευση του Ουγκό: οι λέξεις του παρουσιάζονται, όπως και οι εικόνες, σαν κυματώδης μάζα. Η έμπνευση του Μπωντλαίρ: οι λέξεις μοιάζουν; χάρη σε μία εξαιρετικά μελετημένη διαδικασία, να βρίσκονται ως δια μαγείας στη θέση όπου αναδύονται. Ο ρόλος της εικόνας σ ’ αυτή τη διαδικασία είναι αποφασιστικός.
Πρέπει να διευκρινιστεί η σημασία της ηρωικής μελαγχολίας για τη μέθη και την εικαστική έμπνευση.
Με το χασμουρητό ο ίδιος ο άνθρωπος χαίνει σαν άβυσσος· γίνεται ίδιος με τα μεγάλα διαστήματα ανίας που τον περιβάλλουν.
Τι σημαίνει αυτό: Να μιλάει κανείς για πρόοδο σ’ έναν κόσμο που περνάει στην ακαμψία του νεκρού. Την εμπειρία ενός κόσμου που εισέρχεται στην ακαμψία του νεκρού τη βρήκε ο Μπωντλαίρ παρουσιασμένη με ασύγκριτη δύναμη στον Πόε. Αυτό έκανε τον Πόε αναντικατάστατο στα μάτια του- περιέγραφε έναν κόσμο όπου η ποίηση και η στάση του Μπωντλαίρ έχουν το λόγο τους. Βλέπε το κεφάλι της Μέδουσας στον Νίτσε.
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 205
[35]
Η αιώνια επάνοδος είναι μια απόπειρα να συνδεθούν οι δύο αντινομι- κές αρχές της ευτυχίας: εκείνη της αιωνιότητας κι εκείνη του «ακόμη μια φορά». — Η ιδέα της αιώνιας επανόδου παράγει ως δια μαγείας από την αθλιότητα του χρόνου τη θεωρική ιδέα (ή τη φαντασμαγορία) της ευτυχίας. Ο ηρωισμός του Νίτσε είναι ένα ισοδύναμο του ηρωισμού του Μπωντλαίρ, που από την αθλιότητα του φιλισταϊ- σμού παράγει ως δια μαγείας τη φαντασμαγορία της νεωτερικότη- τας.
Η έννοια της προόδου πρέπει να θεμελιωθεί στην ιδέα της καταστροφής. Ότι «ούτω καθεξής» βαίνουν τα πράγματα είναι η καταστροφή. Άρα τούτη δεν είναι το εκάστοτε επικείμενο αλλά το εκά- στοτε τετελεσμένο. Σκέψη του Στρίντμπεργκ: η κόλαση δεν είναι αυτό που μας περιμένει αλλά τούτη εδώ η ζωή.
Η σωτηρία πιάνεται από τη μικρή ρωγμή στη συνεχιζόμενη καταστροφή.
Η αντιδραστική προσπάθεια να μετατραπούν τεχνικά προσδιορισμένες μορφές, ήτοι εξαρτημένες μεταβλητές, σε σταθερές εμφανίζεται στο Φουτουρισμό όμοια όπως στο Jugendstil.
Η εξέλιξη που οδήγησε τον Μαίτερλινκ, στο διάβα μιας πολυετούς ζωής, σε μια ακραία αντιδραστική στάση είναι λογική.
Πρέπει να εξεταστεί το ερώτημα κατά πόσον τα άκρα που έχει να συμπεριλάβει η σωτηρία είναι το «πολύ νωρίς» και το «πολύ αργά».
Η εχθρική προς την πρόοδο στάση του Μπωντλαίρ υπήρξε η απαραίτητη προϋπόθεση για να αντιμετωπίσει το Παρίσι στην ποίησή του. Συγκρινόμενη με τη δική του η μεταγενέστερη ποίηση της μεγαλούπολης βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας και τούτο δεν συμβαίνει λιγότερο εκεί όπου βλέπει στη μεγαλούπολη το θρόνο της προόδου. Όμως ο Γουώλτ Γουίτμαν;
206 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
[36]
Είναι οι ισχυρές κοινωνικές βάσεις της ανδρικής ανικανότητας .που κάνουν πράγματι το δρόμο των παθών τον οποίο περπάτησε ο Μπωντλαίρ ένα δρόμο ήδη χαραγμένο από την κοινωνία. Μόνον έτσι μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί πήρε ως οδοιπορικά ένα πολύτιμο παλαιό νόμισμα από τον συγκεντρωμένο θησαυρό τούτης της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Στη μια του πλευρά το νόμισμα έδειχνε ένα σκελετό, στην άλλη τη Μελαγχολία βυθισμένη σε σκέψεις. Αυτό το νόμισμα ήταν η αλληγορία.
Το πάθος του Μπωντλαίρ ως image d’Epinal στο ύφος της τρέχου- σας περί Μπωντλαίρ φιλολογίας.
To Reve parisien — η φαντασίωση των ακινητοποιημένων παραγωγικών δυνάμεων.
Οι μηχανές γίνονται στον Μπωντλαίρ σημείο των καταστροφικών δυνάμεων. Μια τέτοια μηχανή δεν παύει να είναι και ο ανθρώπινος σκελετός.
Παρόμοια με εκείνη των κατοικιών, η διαρρύθμιση των πρώιμων εργοστασιακών χώρων έχει, παρ ’ όλη τη βαρβαρότητα και την ακα- ταλληλότητά της, τούτο το χαρακτηριστικό, ότι ο εργοστασιάρχης εκεί μέσα, τον οποίο μπορεί να σκεφτεί κανείς ως διακοσμητική φιγούρα, βυθισμένος καθώς είναι στη θέα των μηχανών του, ονειρεύεται όχι μόνο το δικό του, αλλά και το δικό τους μελλοντικό μεγαλείο. Πενήντα χρόνια μετά το θάνατο του Μπωντλαίρ το όνειρο αυτό είχε τελειώσει.
Η μπαρόκ αλληγορία βλέπει το πτώμα μόνον απέξω. Ο Μπωντλαίρ το βλέπει και από μέσα.
Η έκπτωση των άστρων στον Μπωντλαίρ επιτρέπει να εννοηθεί με τον οριστικότερο τρόπο η τάση της ποίησής του προς την απουσία επίφασης.
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 207
[37]
Η έλξη που ένιωθε ο Μπωντλαίρ προς την ύστερη λατινική γραμματεία ίσως συνδέεται με τη δύναμη της αλληγορικής του πρόθεσης.
Παρά τη σημασία των εξοστρακισμένων μορφών σεξουαλικότητας στη ζωή και το έργο του Μπωντλαίρ, είναι αξιοσημείωτο ότι το μπορντέλο δεν διαδραματίζει τον παραμικρό ρόλο ούτε στις ιδιωτικές σημειώσεις ούτε στο έργο του. Δεν υπάρχει σ ’ αυτή τη σφαίρα τίποτε ισοδύναμο με ένα ποίημα όπως το «Jeu» (βλ. όμως το deux bonnes soeurs).
Η εισαγωγή της αλληγορίας πρέπει να συναχθεί από την κατάσταση της τέχνης, όπως προσδιορίζεται από την τεχνική εξέλιξη· και μόνο στον αστερισμό της πρώτης μπορεί να παρουσιαστεί η μελαγχολική διάθεση αυτής της ποίησης.
Με τον πλάνητα θα μπορούσαμε να πει κανείς ότι επιστρέφει ο χασομέρης, τον οποίο ο Σωκράτης στην αθηναϊκή αγορά εξύψωνε σε συνομιλητή. Μόνο που δεν υπάρχει πια Σωκράτης κι έτσι δεν του μιλάει κανείς. Εξάλλου δεν υπάρχει πια και η δουλεία που του εξασφάλιζε το χασομέρι του.
Το κλειδί για τη σχέση του Μπωντλαίρ με τον Γκωτιέ πρέπει να αναζητηθεί στην περισσότερο ή λιγότερο σαφή επίγνωση του μαθητή ότι η καταστροφική ορμή του δεν βρίσκει ανυπέρθετα όρια ούτε στην τέχνη. Πράγματι για την αλληγορική πρόθεση τούτα τα όρια δεν είναι διόλου απόλυτα. Οι αντιδράσεις του Μπωντλαίρ κατά της ecole neopaienne αφήνουν να φανεί ξεκάθαρα αυτή η συνάρτηση. Δύσκολα εξάλλου θα έγραφε το δοκίμιό του για τον Ντυπόν αν η ριζική κριτική του τελευταίου στην έννοια της τέχνης δεν ανταποκρινόταν σε μια δική του, όχι λιγότερο ριζική. Αυτές τις τάσεις προσπάθησε επιτυχώς να συγκαλύψει ο Μπωντλαίρ επικαλούμενος τον Γκωτιέ.
208 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
[38]
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η πίστη του Ουγκό στην πρόοδο και ο πανθεϊσμός του έχουν μεταξύ άλλων την ιδιαιτερότητα ότι συμφωνούν με το μήνυμα των κινούμενων τραπέζιών. Ωστόσο οι ενδοιασμοί που γεννά αυτό το γεγονός υποχωρούν μπροστά σ’ εκείνους ■ που αφορούν την αδιάλειπτη επικοινωνία της ποίησής του με τον κόσμο των πνευμάτων. Διότι το γεγονός ότι η ποίησή του υιοθετεί ή φαίνεται πως υιοθετεί μοτίβα της πνευματιστικής αποκάλυψης είναι όντως πολύ λιγότερο ιδιόρρυθμο από το ότι εκθέτει τρόπον τινά αυτή την ποίηση μπροστά στον κόσμο των πνευμάτων. Το θέαμα αυτό δύσκολα συμβιβάζεται με τη στάση άλλων ποιητών.
Στον Ουγκό η φύση επιβάλλει μέσω του πλήθους το στοιχειώδες δίκαιό της πάνω στην πόλη (J 32,1).
Για την έννοια της multitude και τη [σχέση] «πλήθους» και «μάζας».
Το πρωταρχικό ενδιαφέρον για την αλληγορία δεν είναι γλωσσικό αλλά οπτικό. «Les images, ma grande, ma primitive passion».
Ερώτημα: Πότε πρωτοεμφανίζεται το εμπόρευμα στην εικόνα της πόλης; Κρίσιμο θα ήταν να βρεθούν στατιστικές πληροφορίες σχετικά με το άνοιγμα βιτρινών στις προσόψεις.
[39]
0 φενακισμός είναι στον Μπωντλαίρ ένα αποτρεπτικό ξόρκι, όπως το ψέμα στις πόρνες.
Πολλά από τα ποιήματά του έχουν το πιο απαράμιλλο εδάφιό τους στην αρχή - εκεί όπου είναι κατά κάποιο τρόπο νέα. Αυτό έχει συχνά επισημανθεί.
Ο Μπωντλαίρ κράτησε μπροστά στα μάτια του το μαζικό προϊόν ως πρότυπο. Εδώ βρίσκονται τα πιο συμπαγή θεμέλια του «αμερι-
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 209
κανισμού» του. Ήθελε να βγάλει ένα «poncif». Ο Λεμαίτρ τον δια- βεβαίωσε πως τα κατάφερε.
Το εμπόρευμα πήρε τη θέση του αλληγορικού τρόπου θεώρησης.
Με τη μορφή που έλαβε η πορνεία στις μεγάλες πόλεις η γυναίκα δεν εμφανίζεται μόνον ως εμπόρευμα αλλά ως μαζικό προϊόν. Αυτό με την αυστηρή έννοια υποδηλώνεται από την τεχνητή μεταμφίεση της ατομικής έκφρασης στην κατεύθυνση μιας επαγγελματικής, που προκύπτει ως αποτέλεσμα του μακιγιάζ. Ό τι αυτή η όψη της πόρνης υπήρξε σεξουαλικά καθοριστική για τον Μπωντλαίρ υποδεικνύεται εξίσου καλά από το γεγονός ότι στις ποικίλες αναφορές του στην πόρνη το μπορντέλο δεν συνιστά ποτέ το φόντο, όπως κάνει τόσο συχνά ο δρόμος.
[40]
Είναι πολύ σημαντικό ότι το «νέο» στον Μπωντλαίρ δεν συνεισφέρει με κανέναν τρόπο στην πρόοδο. Εξάλλου μετά βίας βρίσκει κανείς στον Μπωντλαίρ κάποια απόπειρα να αναμετρηθεί σοβαρά με την ιδέα της προόδου. Διώκει με μίσος προπάντων την «πίστη στην πρόοδο», ως αίρεση, ως εσφαλμένο δόγμα, κι όχι ως κοινό σφάλμα. Ο Μπλανκί από τη μεριά του δεν επιδεικνύει κανένα μίσος εναντίον της πίστης στην πρόοδο- την κατακλύζει όμως σιωπηρά με τη χλεύη του. Δεν είναι διόλου σίγουρο ότι έτσι απιστεί προς το πολιτικό του πιστεύω. Η δραστηριότητα του επαγγελματία συνωμότη, που ήταν ο Μπλανκί, δεν προϋποθέτει καθόλου την πίστη στην πρόοδο, αλλά κατ ’ αρχάς μόνο την απόφαση να εξαλείψει κανείς την παρούσα αδικία. Η απόφαση αυτή, να γλιτώσει την ύστατη στιγμή την ανθρωπότητα από την εκάστοτε επαπειλούμενη καταστροφή, ήταν ακριβώς το καθοριστικό για τον Μπλανκί περισσότερο απ’ ό,τι για κάποιον άλλο από τους επαναστάτες πολιτικούς της εποχής. Τούτος αρνιό- ταν πάντοτε να κάνει σχέδια γι ’ αυτό που θα ερχόταν «μετά». Η συμπεριφορά του Μπωντλαίρ το 1848 μπορεί άνετα να συνδυαστεί με όλα αυτά.
210 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
[41]
Μπροστά στην περιορισμένη επιτυχία του έργου του, ο Μπωντλαίρ έβαλε στο τέλος τον εαυτό του στο παζάρι. Ρίχτηκε ξοπίσω από το έργο του κι έτσι επαλήθευσε μέχρι τέλους για λογαριασμό του αυτά που σκεφτόταν για την αδήριτη αναγκαιότητα της εκπόρνευσης του ποιητή.
Ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα για την κατανόηση της ποίησης του Μπωντλαίρ είναι με ποιο τρόπο άλλαξε το πρόσωπο της πορνείας μέσα από τη δημιουργία των μεγάλων πόλεων. Διότι ένα πράγμα είναι σίγουρο: ο Μπωντλαίρ εκφράζει αυτή την αλλαγή, που είναι από τα κορυφαία αντικείμενα της ποίησής του. Με τη δημιουργία των μεγάλων πόλεων η πορνεία κατακτά νέα μυστικά. Ένα απ’ αυτά είναι ο λαβυρινθώδης χαρακτήρας της ίδιας της πόλης. Ο λαβύρινθος, η εικόνα του οποίου έλαβε με τον πλάνητα σάρκα και οστά, μοιάζει να αποκτά με την πορνεία ένα πολύχρωμο περίγραμμα. Το πρώτο μυστικό που κατέχει λοιπόν η πορνεία είναι η μυθική όψη της μεγαλούπολης ως λαβυρίνθου. Σ ’ αυτόν ανήκει, όπως είναι αυτονόητο, μια εικόνα του Μινώταυρου στο μέσον του. Ότι αυτός φέρνει το θάνατο στο άτομο δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει η εικόνα των θανατηφόρων δυνάμεων που ενσαρκώνει. Και αυτή επίσης είναι κάτι νέο για τον κάτοικο των μεγάλων πόλεων.
[42]
Τα Άνθη του κακού ως οπλοστάσιο· ο Μπωντλαίρ έγραψε ορισμένα από τα ποιήματά του για να καταστρέψει άλλα που είχαν γραφεί πριν απ’ αυτόν. Έτσι θα μπορούσε να μετεξελιχθεί η γνωστή σκέψη του Βαλερύ.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό -ας σημειωθεί κι αυτό ως συμπλήρωμα της παρατήρησης του Βαλερύ—ότι ο Μπωντλαίρ συνάντησε σχέσεις ανταγωνισμού στην ποιητική παραγωγή. Οι προσωπικές αντιζηλίες μεταξύ ποιητών είναι φυσικά πανάρχαιες. Εδώ όμως πρόκειται α
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 211
κριβώς για τη μεταφορά της αντιζηλίας στη σφαίρα του ανταγωνισμού στην ελεύθερη αγορά. Αυτή πρέπει να κατακτηθεί, όχι η προστασία ενός ηγεμόνα. Όμως υπ ’ αυτή την έννοια ήταν πραγματική ανακάλυψη του Μπωντλαίρ το γεγονός ότι βρισκόταν απέναντι σε άτομα. Η αποδιοργάνωση των ποιητικών σχολών, των «στυλ», είναι το συμπλήρωμα της ελεύθερης αγοράς που ανοίγεται ως κοινό μπροστά στον ποιητή. Το κοινό ως τέτοιο εμφανίζεται για πρώτη φορά στο οπτικό πεδίο με τον Μπωντλαίρ — αυτή ήταν η προϋπόθεση ώστε εκείνος να μην πέσει πλέον θύμα της «επίφασης» των ποιητικών σχολών. Και αντιστρόφως: επειδή η «σχολή» προέβαλλε στα μάτια του μόνο σαν επιφανειακό δημιούργημα, είδε το κοινό σαν μια πιο ευσταθή πραγματικότητα.
[43]
Διάκριση μεταξύ αλληγορίας και παρομοίωσης.
Μπωντλαίρ και Ιουβενάλης. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το εξής: όταν ο Μπωντλαίρ περιγράφει την αχρειότητα και την κακία, συμπεριλαμβάνει πάντα τον εαυτό του. Δεν γνωρίζει τη χειρονομία του σατιρικού. Οπωσδήποτε τούτο αφορά μόνο τα Άνθη του κακού που μοιάζουν εντελώς διαφορετικά, ως προς αυτή τη στάση, από τα πεζά του.
Θεμελιώδεις παρατηρήσεις για τη σχέση που υπάρχει στους ποιητές μεταξύ των θεωρητικών πεζών τους και των ποιημάτων τους. Στα ποιήματα αποκαλύπτουν μια περιοχή του δικού τους εσωτερικού κόσμου, συνήθως απρόσιτη στη σκέψη τους. Αυτό πρέπει να δειχτεί στην περίπτωση του Μπωντλαίρ — με αναφορά σε άλλους όπως ο Κάφκα και ο Χάμσουν.
Η διάρκεια της επίδρασης ενός ποιήματος είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την προφάνεια του περιεχομένου του (της αλήθειας του; βλέπε την εργασία για τις Εχλεχτικές συγγένειες).
212 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Τα Άνθη του κακού έχουν ασφαλώς κερδίσει σε βαρύτητα από το γεγονός ότι ο Μπωντλαίρ δεν άφησε κανένα μυθιστόρημα.
[44]
Ο όρος του Μελάγχθωνος10 Melencolia ilia heroica χαρακτηρίζει άριστα το ιδιαίτερο πνεύμα του Μπωντλαίρ. Η μελαγχολία έχει όμως διαφορετικό χαρακτήρα τον 19ο αιώνα απ’ ό,τι τον 17ο. Η μορφή- κλειδί της προγενέστερης αλληγορίας είναι το πτώμα. Η μορφή- κλειδί της μεταγενέστερης η «ανάμνηση». Η «ανάμνηση» είναι το σχήμα της μεταμόρφωσης του εμπορεύματος σε συλλεκτικό αντικείμενο. Οι correspondances είναι ως προς το περιεχόμενο οι επ’ άπειρον πολλαπλασιασμένες απηχήσεις κάθε ανάμνησης στις άλλες. «J’ai plus de souvenirs que si j’avais mille ans».
Η ηρωική χροιά της έμπνευσης του Μπωντλαίρ εκδηλώνεται σε τούτο: η μνήμη υποχωρεί εντελώς προς όφελος της ανάμνησης. Στο έργο του υπάρχουν εντυπωσιακά λίγες «παιδικές μνήμες».
Η εκκεντρική ιδιορρυθμία του Μπωντλαίρ ήταν μια μάσκα, κάτω από την οποία εκείνος, από ντροπή, θα έλεγε κανείς, προσπαθούσε να κρύψει την υπερατομική αναγκαιότητα του τρόπου ζωής του καθώς και, ώς ένα βαθμό, το πεπρωμένο του.
Από 17 χρόνων ο Μπωντλαίρ διάγει βίο λογίου. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι θα χαρακτήριζε ποτέ τον εαυτό του «πνευματικό άνθρωπο», ότι θα τον έταζε «στα πνευματικά». Το σήμα κατατεθέν για την καλλιτεχνική παραγωγή δεν είχε ακόμη επινοηθεί.
[45]
Για το κολοβό τέλος των υλιστικών ερευνών (σε αντίθεση προς το κλείσιμο του βιβλίου για το μπαρόκ).
Η αλληγορική θεώρηση, που διαμόρφωνε στυλ τον 17ο αιώνα, δεν έκανε πια το ίδιο τον 19ο. Ο Μπωντλαίρ ως αλληγορικός ήταν απο
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΑΡΚΟ 213
μονωμένος· η απομόνωσή του ήταν από μια άποψη εκείνη του αργο- πορημένου. (Οι θεωρίες του τονίζουν ενίοτε προκλητικά αυτή του την καθυστέρηση.) Αν η δύναμη της αλληγορίας να διαμορφώνει στυλ είχε ελαττωθεί τον 19ο αιώνα, το ίδιο συνέβαινε και με το δέλεαρ της ρουτίνας, που είχε αφήσει πολλαπλά ίχνη στην ποίηση του 17ου αιώνα. Αυτή η ρουτίνα ζημίωσε ώς ένα βαθμό την καταστροφική τάση της αλληγορίας, την έμφασή της στην αποσπασματικότητα του έργου τέχνης.
Οι παραπομπές ανήκουν στον συγγραφέα. Όποια στοιχεία έχουν προστεθεί από τους επιμελητές της γερμανικής και της ελληνικής έκδοσης βρίσκονται μέσα σε αγκύλες. Όσον αφορά το έργο του Μπωντλαίρ, ο Μπένγιαμιν παραπέμπει στην έκδοση της Bibliotheque de la Pleiade του 1931-32, σημειώνοντας μόνο τον τόμο και τη σελίδα. Για μεγαλύτερη διευκόλυνση παρατίθενται εδώ, κατά το παράδειγμα της γαλλικής έκδοσης του βιβλίου, οι τίτλοι του συγκεκριμένου κειμένου ή ποιήματος μέσα σε αγκύλες. Οι αναφορές στις χρησιμοποιούμενες μεταφράσεις Ελλήνων ποιητών συμπληρώνονται συνοπτικά μέσα στις ίδιες αγκύλες με τις ακόλουθες συντομογραφίες:
Γ. Σημηριώτης: Κάρολος Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού, μετάφραση Γιώργη Σημηριώτη. Έκδοση «Χρυσής Δάφνης», Αθήνα, 1949.
Γ. Σημηριώτης, ΑΠ: Μπωντλαίρ, 7” απαγορευμένα ποιήματα. Τρίτη έκδοση, μετάφραση Γ ιώργη Σημηριώτη. Εκδόσεις Λουκιανός, Αθήνα, 1955.Charles Baudelaire, Εικοσιοχτώ ποιήματα, επιλογή - μετάφραση Κλέωνα Παράσχου, επιμέλεια Αλέξη Ζήρα. Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα, 1981.Baudelaire (16 ποιήματα), Rimbaud (Μεθυσμένο καράβ ι), Aragon ( Τα μάτια της Έλσας), απόδοση Αλεξάνδρου Μπάρα. Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, χ.χ. Πρόκειται για μετάφραση των «Correspondences» του Μπωντλαίρ από τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, η οποία βρίσκεται ενσωματωμένη στην πρωτότυπη ποιητική του σύνθεση « ’ Αλληλουχία κατά τόν Βωδελαϊρον» (1891), Ανέκ8οτα ποιήματα, επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη. Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1968.
Όταν αναφέρεται μόνο το όνομα του ποιητή πριν τη σελίδα, το μεταφρασμένο κομμάτι έχει αντληθεί από το προσωπικό του βιβλίο που περιλαμβάνεται σ’ αυτό τον κατάλογο. Όταν δίπλα στο όνομα συμπληρώνεται η ένδειξη ΝΕ πρόκειται για μετάφραση των παραπάνω ή και άλλων ποιητών, που περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Εστία στον Μπωντλαίρ (Χριστούγεννα 1967). Τέλος, όταν δεν υπάρχει καμία ένδειξη ελληνικής πηγής, η απόδοση είναι του επιμελητή Κ.Λ.
( Έχει επίσης ληφθεί υπόψη η δίγλωσση έκδοση των Ανθέων του κακού από τις εκδόσεις Γκοβόστη, μετάφραση Δέσπως Καρούσου, Αθήνα, 1990).
Κ. Παράσχος:
Λ. Μπάρας:
Κ. Καβάφης:
[1] Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ
I. Οι μποέμ
1. Karl Marx και Friedrich Engels, βιβλιοπαρουσίαση των Adolphe Chenu, Les conspirateurs. Παρίσι, 1850 και Lucien de la Hodde, La naissance de la Re- publique en fevrier 1848. Παρίσι, 1859' παρατίθενται στο Die Neue Zeit 4 (1886), σ. 555.
2. Marx, Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte■ Neue erganzte Aus- gabe mit einem Vorwort von F. Engels. Επιμέλεια και εισαγωγή του D[avid] Rjazanov. Βιέννη καί Βερολίνο, 1927, σ. 73 [ελλ. έκδ.: Κ. Μαρξ, Η ί8η Μπρυ- μαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Θεμέλιο, Αθήνα],
3. Charles Baudelaire, CEuvres. Texte etabli et annote par Yves-Gerard Le Dantec, 2 τόμοι. Παρίσι, 1931/1932. (Bibliotheque de la Pleiade, oip. 1 και 7) II, σ. 415 [Les drames et romans honnetes],
4. Marx και Engels, βιβλιοπαρ. των Chenu και de la Hodde, ό.π., σ. 556.5. II, σ. 728 [Pauvre Belgique],6. Baudelaire, Lettres a sa mere. Παρίσι, 1932, σ. 83.7. II, σ. 666 [Mon coeur mis a nu].8. Charles Proles, Raoul Rigault. La prefecture de police sous la Commune.
Les otages. (Les hommes de la revolution de 1871). Παρίσι, 1898, σ. 9.9. Baudelaire, Lettres a sa mere, ό.π., σ. 278.10. Marx και Engels, βιβλιοπαρ. των Chenu και de la Hodde, ό.π., σ. 556.11. Βλ. Ajasson de Grandsagne και Maurice Plaut, Revolution de 1830. Plan
des combats de Paris au 27, 28 χαι 29 juillet. Παρίσι, χ.χ.12. Victor Hugo, OEuvres completes. Edition definitive d’apres les manuscrits
originaux. Roman, τ. 8: Les Mis^rables. IV. Παρίσι, 1881, σ. 522-523.
218 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
13. I, σ. 229 [Projet d’Epilogue pour les Fleurs du M ai].14. Παρατ. στο Charles Benoist, « la crise de l’Etat modeme. Le "mythe” de
la "classe ouvriere” », στο Revue des deux moodes, 84ο έτος, 6») περίοδος, τ. 20, 1 Μαρτίου 1914, σ. 105.
15. Georges Laronze, Histoire de la Commune de 1871 d ’apres des documents et des souvenirs inedits, la justice. Παρίσι, 1928, σ. 532.
16. Marx, Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte, ό.π., σ. 28.17. Marx χαι Engels, βιβλιοπαρ. των Chenu και de la Hodde, ό.π., σ. 556.18. Ανάμνηση του J.-J. Weiss, παρατ. στο Gustave Geffroy, L ’enfermS. Πα
ρίσι, 1897, σ. 346-348.19. Marx και Engels, βιβλιοπαρ. των Chenu και de la Hodde, ό.π., σ. 556.20. Marx, Die Klassenkampfe in Frankreich 1848bis 1850. Abdruck aus der
Neuen Rheinischen Zeitung, Politisch-okpnomische Revue, Αμβούργο, 1850. Me εισαγωγή του Friedrich Engels. Βερολίνο, 1895, σ. 87.
21. H.-A. Fregier, Des classes dangereuses de la population dans les grandes villes et des moyens de les rendre meilleures. Παρίσι, 1840, τ. 1, σ. 86.
22. Edouard foucaud, Paris inventeur. Physiologie de I’industrie franqaise. Παρίσι, 1844, σ. 10.
23. I, σ. 120 [«Le Vin des chiffonniers»].24. C[harles] A[ugustin] Sainte-Beuve, Les consolations. Pensees d ’aout. No
tes et sonnets — un dernier rive (Poesies de Sainte-Beuve [2* partie]). Παρίσι, 1863, σ. 193.
25. I, σ. 136 [«Abel et Cam» - Γ . Σημηριώτης, σ. 134].26. Marx, Das Kapital. Kritik der politischen Okonomie. Ungekiirzte Ausgabe
nach der zweiten Auflage von 1872 [πρόλογος του Karl Korsch], τ. 1. Βερολίνο, 1932, σ. 173 [ελλ. έκδ.: Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, Σύγχρονη Σκέψη, Αθήνα].
27. 1, σ. 138 [«Les litanies de Satan»].28. Jules Lemaitre, Les contemporains. Etudes et portraits littSraires. 4e slrie.
Παρίσι, 1897, 14η έκδ., σ. 30.29. Βλ. [Auguste-Marseille] Barthelemy, Nemesis. Satire hebdomadaire. Πα
ρίσι, 1834, τ. 1, σ. 225 («L’archevechi et la bourse»).30. Marx, Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte, ό.π., σ. 124.31. J[ules-Amedee] Barbey d’Aurevilly, Les oeuvres et les homines (XIXe siec-
le) 3* partie: Les poetes. Παρίσι, 1862, σ. 242.32. Pierre Larousse, Grand dictionnaire universel du XIX' siecle, τ. 6. Παρί
σι, 1870, σ. 1413 (Λήμμα «Dupont»).33. Marx, Dem Andenken der Juni-Kampfer. Παρατ. στο K arl Marx als Den-
ker, Mensch und Revolutionar. Ein Sammelbuch. Επιμέλεια του D. Rjazanov. Βιέννη και Βερολίνο, 1928, σ. 40.
34. Pierre Dupont, Le chant du vote. Παρίσι, 1850 [χωρίς σελιδαρίθμηση].35. II, σ. 403-405 (Pierre Dupont).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 219
36. Paul Desjardins, «Poetes contemporains. Charles Baudelaire», στο Revue bleue. Revue politique et litteraire (Παρίσι), 3η σειρά, τ. 14,24ο έτος, 2ο εξάμηνο, αρ. 1, 2 Ιουλίου 1887, σ. 19.
37. II, σ. 659 [Mon coeur mis a nu],38. II, σ. 555 [Reflexions sur quelques-uns de mes contemporains. Pierre
Dupont].39. Sainte-Beuve, «De la litterature industrielle» στο Revue des deux mondes,
4' sirie, 1839, σ. 682-683.40. Mme Emile de Girardin nee Delphine Gay, OEuvres completes, τ. 4: Let-
tres parisiennes 1836-1840. Παρίσι, 1860, σ. 289-290.41. Gabriel Guillemot, Le boheme. Physionomies parisiennes. Dessins par Ha-
dol. Παρίσι, 1868, σ. 72.42. Alfred Nettement, Histoire de la litterature frangaise sous le Gouverne-
ment de Juillet. 2η έκδ., Παρίσι, 1859, τ. 1, σ. 301-302.43. Βλ. Ernest Lavisse, Histoire de la France contemporaine. Depuis la revolu
tion jusqu'a la paix de 1919, τ. 5. S. Charlety, La monarchic de juillet (1830- 1848). Παρίσι, 1921, σ. 352.
44. Βλ. Eugene de [Jacquot] Mirecourt, Fabrique de romans. Maison Alexandre Dumas et Compagnie. Παρίσι, 1845.
45. Paulin Limayrac, «Du roman actuel et de nos romanciers», στο Revue des deux mondes, τ. 11, 14ο έτος, νέα σειρά, 1845, σ. 953-954.
46. Paul Saulnier, «Du roman en general et du romancier moderne en parti- culier», στο Le boheme. Journal non politique. Ιο έτος; αρ. 5,29 Απριλίου 1855, σ. 2.
47. Marx, Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte, ό.π., σ. 68.48. Alphonse de Lamartine, [OEuvrespoetiques completes. Ed. Guyard. Πα
ρίσι, 1963, σ. 1506 («Lettre a Alphonse Karr»)].49. Marx, Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte, ό.π., σ. 122-123.50. Marx, ό.π., σ. 122.51. Vie, poesies et pensees de Joseph Delorme. NouveUe edition (Poesies de
Sainte-Beuve. l re partie) Παρίσι, 1863, σ. 159-160.52. Sainte-Beuve, Les consolations, ό.π., σ. 118.53. Παρατ. στο Frangois Porche, La vie douloureuse de Charles Baudelaire.
Παρίσι, 1926, σ. 248.54. Βλ. Porche, ό.π., σ. 156.55. Ernest Raynaud, Charles Baudelaire. Etude biographique et critique suivie
d’un essai de bibliographie et d’iconographie baudelairiennes. Παρίσι, 1922, σ. 319.
56. II, σ. 385 [Conseils aux jeunes litterateurs].57. Παρατ. στο Eugene Crepet, Charles Baudelaire. Etude biographique, re
vue et mise a jour par Jacques Cr6pet. Παρίσι, 1906, σ. 196-197.
220 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
58. I, σ. 209 [νεανικά ποιήματα: «Je n’ai pas pour maitresse une lionne il- lustre»].
II. Ο πλάνης
1. Βλ. Charles Louandre, Statistique litteraire. De la production intellectueile en France depuis quinze ans. Derniere partie, στο Revue des deux motides, τ. 20, 17ο έτος, νέα σειρά, 15 Νοεμβρίου 1847, σ. 686-687.
2. Eduard Fuchs, Die Karikatur der europaischen Volker. Erster Teil: Vom AJtertum bis zum Jahre 1848. 4η έκδ., Μόναχο,-1921, σ. 362.
3. Ferdinand von Gall, Paris undseine Salons, τ. 2, Oldenbourg, 1845, σ. 22.4. II, σ. 333 [Le peintre de la vie moderne].5. G[eorg] Simmel, Melanges de philosophic relativiste. Contribution a la
culture philosophique. Traduit par A. Guillain. Παρίσι, 1912, σ. 26-27.6. Βλ. [Edward George Bulwer Lytton], Eugene Aram. A Tale. By the Author
of «Pelham», «Devereux», &c., Παρίσι, 1832, σ. 314.7. Marx και Engels, Uber Feuerbach. Der erste Teil der Deutschen Ideologic,
στο: Marx-Engels Archiv (Zeitschrift des Marx-Engels-Instituts in Moskau, επιμ. D. Rjazanov, Φραγκφούρτη), τ. 1, 1926, σ. 272.
8. Foucaud, Paris inventeur. Physiologie de l ’industrie frangaise. Παρίσι, 1844, σ. 222-223.
9. Honore de Balzac, Le cousin Pons. Ed. Conard, Παρίσι, 1914, σ. 130.10. II, σ. 637 [Mon coeur mis a nu].11. Παρατ. στο Adolphe Schmidt, Tableaux de la revolution frangaise.
Publies sur les papiers inedits du departement et de la police secrete de Paris, τ. 3, Λειψία, 1870, σ. 337.
12. II, σ. 333 [Le peintre de la vie moderne].13. Βλ. Regis Messaq, Le «Detective Novel» et l ’influence de la pensee scienti-
fique. Παρίσι, 1929.14. Βλ. Andre Le Breton, Balzac. L ’homme et l ’oeuvre. Παρίσι, 1905, σ. 83.15. Hippolyte Babou, La verite sur le cas de M. Champfleury. Παρίσι, 1857 σ
30.16. Βλ. Baudelaire, Les fleurs du mal. Ed. Cres, Παρίσι, 1928. —Introduction
de Paul Valery.17. II, σ. 424 [«L’Ecole pa'ienne»].18. Edgar Poe, Histoires extraordinares. Traduction de Charles Baudelaire.
(Charles Baudelaire, CEuvres completes, τ. 5· Traductions I. Ed. Calmann-Levy.) Παρίσι, 1885, σ. 484-486.
19. I, σ. 106 [«A une passante» — Γ . Σημηριώτης, σ. 133],20. Albert Thibaudet, Interieurs. Baudelaire, Fromentin, Amiel. Παρίσι,
1924. σ. 22.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 221
21. Balzac, Modeste Mignon. Ed. du Siecle. Παρίσι, 1850, σ. 99.22. Sigmund Englander, Geschichte der franzosischen Arbeiter-Associationen,
III. Αμβούργο, 1864, σ. 126.23. I, σ. 115 [«Brumes et pluies»].24. Poe, NouveUes histoires extraordinaires. Traduction de Charles Baudelai
re. (Charles Baudelaire, GEuvres completes, τ. 6· Traductions II. Ed. Calmann-Le- vy.) Παρίσι, 1887, σ. 102.
25. Ernst Theodor Amadeus Hoffmann, Ausgewahlte Schriften, τ. 15: Leben undNachlass. Von Julius Eduard Hitzig, τ. 3 ,3η έκδ., Στουτγάρδη, 1839, σ. 32- 34.
26. Παρατ. ανώνυμα [Franz Mehringl, «Charles Dickens», στο DieNeueZeit 30 (1911-12), τ. I, σ. 622.
27. II, σ. 710 [Pauvre Belgique].28. Βλ. (Marcel Poete [et alii]) La transformation de Paris sous le Second
Empire, Exposition de la Bibliotheque et des travaux historiques de la ville de Paris. Organisee avec le concourS des collections de P. Blondel [et alii]. Παρίσι, 1910, σ. 65.
29. Julien Lemer, Paris au gaz. Παρίσι, 1861, σ. 10.30. Alfred Delvau, Les heures parisiennes. Παρίσι, 1866, σ. 206.31. Βλ. Louis Veuillot, Les odeurs de Paris. Παρίσι, 1914, σ. 182.32. Robert Louis Stevenson, Virginibus Puerisque and Other Papers, Λονδί
νο <;>, σ. 192 («Α Plea for Gas Lamps»).33. Poe, NouveUes histoires extraordinaires, ό.π., σ. 94.34. Poe, Histoires grotesques et serieuses. (Charles Baudelaire, OEuvres com
pletes. Ed. Crepet-Pichois, [t. 10] Παρίσι, 1937, σ. 207).35. Poe, NouveUes histoires extraordinaires, ό.π., σ. 94.36. Poe, ό.π., σ. 90-91.37. Poe, ό.π., σ. 89.38. Poe, ό.π., σ. 89-90.39. Βλ. Georges Friedmann, La crise du progres. Esquisse d’histoire des idees
1895-1935. 2η έκδ., Παρίσι, 1936, σ. 76.40. Paul-Ernest de Rattier, Paris n ’existe pas. Παρίσι, .1857, σ. 74-75.41. Poe, NouveUes histoires extraordinaires, ό.π., σ. 98.42. Jules Laforgue, Melanges posthumes. Παρίσι, 1903, σ. 111.43. Βλ. Marx, Das Kapital, ό.π., σ. 95.44. I, σ. 420-421 [Le spleen de Paris, «Les foules» — ελλ. έκδ.: Σ. Μπωντ
λαίρ, Η μελαγχολία του Παρισιού, Ερατώ, Αθήνα],45. II, σ. 627 [Mon coeur mis a nu ].46. I, σ. 421 [Le spleen de Paris, «Les foules»].47. I, σ. 421 [«Les foules»].48. I, σ. 108 [«Le crepuscule du soir» — Κ. Ουράνης, NE, σ. 186].
222 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
49. Engels. Die Lage der arbeitenden Klasse in England. Nach eigner Anschau- ung und authentischen Quellen. 2η έκδ., Λειψία, 1848,. 36-37 [ελλ. έκδ.: Φρ. ' Ενγκελς, Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα].
50. II, σ. 626 [Mon coeur m is i nu].51. Percy Bysshe Shelley, The Complete Poetical Works. Λονδίνο, 1932, σ.
346. («Peter Bell the Third Part») [Ο Μπένγιαμιν παραθέτει το ποίημα σε γερμανική μετάφραση του Μπρεχτ].
52. I, σ. 102 [«Les petites vieilles»].53. Βλ. I, σ. 102. [«Les petites vieilles»].54. II, σ. 193 [Quelques caricaturistes frangais].55. II, σ. 522 [Reflexions sur quelques-uns de mes contemporains: Victor
Hugo].56. I, σ. 100 [«Les sept vieillards»].57. I, a. 103 [«Les petites vieilles»].58. Sainte-Beuve, Les Consolations, ό.π., a . 125 (Αυτή η παρατήρηση, που ο
Σαιντ-Μπεβ δημοσίευσε με βάση το χειρόγραφο, είναι του [George] Farcy).59. Hugo von Hofmannsthal, Versuch uber Victor Hugo. Μόναχο, 1925, σ.
49.60. Παρατ. στο Gabriel Bounoure, «Abimes de Victor Hugo», στο Mesures,
15 Ιουλίου 1936, σ. 39.61. Hugo, OEuvres completes, ό.π. Poesie, τ. 2: Les orientates, Les feuilles
d’automne. Παρίσι, 1880, σ. 365.62. Hugo, ό.π., σ. 363.63. Gustave Simon, Chez Victor Hugo. Les tables tournantes de Jersey. Proce-
s-verbaux des seuices. Παρίσι, 1923, σ. 306-308, 314.64. Hugo, CEuvres completes, ό.π. Poesie, τ. 4. Les chatiments. Παρίσι,
1882, σ. 397 («La Caravane IV»).65. V’ Hugo, OEuvres completes, ό.π. Roman, τ. 8: Les M iserables. IV. Παρί
σι, 1881, σ. 306.
III. Η νεωτερικότητα
1. II, σ. 26 [Salon de 1845].2. II, σ. 388 [Consols aux jeunes litterateurs].3. II, σ. 531. [Reflexions sur quelques-uns de mes contemporains. Auguste
Barbier].4. Παρατ. στο A. Thibaudet, Interieurs. Παρίσι, 1924, σ. 15.5. Παρατ. στο A. Gide, «Baudelaire et M. Faguet», στο Nouvelle Revue Fran-
gaise, τ. 4 ,1 Νοεμβρίου 1910, σ. 513.6. R&ny de Gourmont, Promenades litteraires. 2e sfrie. Παρίσι, 1906, σ. 86.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 223
7. Baudelaire, Mon caeur m is a nu et fusSes. Joum aux intimes. Edition con- forme au manuscrit. Πρόλογος του Gustave Kahn. Παρίσι, 1909, σ. 5.
8. II, σ. 334 [Le peintre de la vie modeme].9. Παρατ. στο Raynaud, Charles Baudelaire. Παρίσι, 1922, σ. 318.1 0 .1, σ. 96 [«Le Soleil»].11. I, σ. 405-406 [Le Spleen de P aris].12. G[ilbert] K[eith] Chesterton, Charles Dickens. Traduit d’Achille Laurent
et L Martin-Dupont. Παρίσι, χ.χ. [1927], σ. 31.13. Maxime Du Camp, Souvenirs btteraires, τ. 2:1850-1880. Παρίσι, 1906,
σ. 65.14. Βλ. Georges Rency, Physionomies btteraires. Βρυξέλλες, 1907, σ. 288.15. Marx, Randglossen zum Programm der Deutschen Arbeiterpartei. Mil ei-
ner ausfuhrlichen Einleitung und sechs Anhangen hrsg. von Karl Korsch. Βερολίνο, Λειψία, 1922, σ. 22.
16. Baudelaire, Dem ieres lettres inSdites a sa mere. Avertissement et notes de Jacques Crepet. Παρίσι, 1926, σ. 44-45.
17. Marx, Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte, ό.π., σ. 122-123.18. Marcel Proust, «Α propos de Baudelaire», στο N.R.F., τ. 16, 1 Ιουνίου
1921, σ. 646.1 9 .1,σ. 104 [«Les petites vieilles» —Γ . Σημηριώτης, σ. 130, για την πρώτη
στροφή- η δεύτερη μεταφράστηκε από τον επιμελητή ώστε να εναρμονιστεί με το σχολιασμό του Μπένγιαμιν],
20. II, σ. 408 [Pierre Dupont ].21. Balzac, L ’Hlustre Gaudissart. (CEuvres completes, τ. 13: Scenes de la vie
de province. Les Parisiens en Province.) Παρίσι, 1901, β. 5.22. I, σ. 119 [«L’Sme du vin»].23. II, σ. 239 [Salon de 1859].24. II, σ. 133-134 [Salon de 1846].25. Charles Benoist, «L’homme de 1848. II: Comment il s’est developpl, le
communisme, 1’organisation du travail, la r^forme», στο Revue des deux mondes, 84ο έτος, 6η περίοδος, τ. 19, 1 Φεβρουάριου 1914, σ. 667.
26. II, σ. 54-55 [Salon de 1845].27. II, σ. 134 [Salon de 1846].28. II, σ. 136 [Salon de 1846].29. Friedr[ich] Theod[or] Vischer, Kritische Gange. Neue Folge. Drittes Heft.
Στουτγάρδη, 1861, σ. 117 («Vemiinftige Gedanken iiber die jetzige Mode»).30. I, σ. 22 [«L’Albatros» - Ά . Δικταίος, NE, a. 73].31. Vischer, ό.π., σ. 111.32. II, σ. 134-135 [Salon de 1846].33. Bounoure, ό.π., σ. 40.34. I, σ. 249-250 [Du vin et du hachisch ].
224 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
35. Παρατ. στο Firmin Maillard, La cit6 des intellectuels. Scenes cruelles et plaisantes de la vie litteraire des gens de lettres au XIXe siecle. 3η έκδ., Παρίσι, χ.χ. [1905], σ. 362.
36. I, σ. 193 [«Les plaintes d’un Icare» — X. Ουράνης, NE, σ. 179].37. II, σ. 336 [Le peintre de la vie modeme].38. Kahn, Preface a Mon coeur m is a nil, Παρίσι, 1909, σ. 15.39. II, σ. 580 [ Victor Hugo, Les M iserables].40. II, σ. 508 [Richard Wagner et Tannhauser a P aris].41. II, σ. 337 [Les peintre de la vie modeme].42. II, a. 363 [Le peintre de la vie modeme].43. II, σ. 326 [Le peintre de la vie modeme],4 4 .1, σ. 99 [«Le Cygne»].45. Emile Verhaeren, Les villes tentaculaires. Παρίσι, 1904, σ. 119 («L’ame
de la ville»).46. Charles Peguy, OEuvres completes. [I.] OEuvres de prose, τ. 8: Notre jeu-
nesse. Victor-Marie, comte Hugo. Introduction par Andre Suares. Παρίσι, 1916, σ. 388-389.
47. Hugo, CEuvres completes, ό.π. Roman, τ. 8: Les Miserables. IV. Παρίσι, 1881, σ. 55-56.
48. Friedrich von Raumer, Briefe aus Paris und Frankreich im Jahre 1830,2o μέρος. Λειψία, 1831, σ. 127.
49. Hugo, CEuvres completes, ό.π. Poesie, x. 3: Les Chants du crepuscule. Les Voix intirieures. Les Rayons et les ombres. Παρίσι, 1880, σ. 234 («Α Parc de triomphe III»).
50. Hugo, ό.π., σ. 244 («Α l’arc de triomphe VIII))).51. Lion Daudet, Paris vecu. Rive droite. Illustrl de 46 compositions et d’une
eau-forte originate par P.-J. Poitevin. Παρίσι, 1930, σ. 243-244.52. Paul Bourget, Discours academique du 13 juin 1895. Succession a Maxi-
me Du Camp. L ’anthologie de I'Acadgmie frangaise. Παρίσι, 1921, τ. 2, σ. 191- 193.
53. Maxime Du Camp, Paris, ses organes, ses fonctions et sa vie dans la se- conde moitie du XIXC siecle, τ. 6., Παρίσι, 1886, σ. 253.
54. J[oseph] Joubert. Pensees, Pr4c4d6es de sa correspondence et d’une notice sur sa vie, son caractere et ses travauxpar Paul de Reynal. 5η έκδ., Παρίσι, 1869, τ. 2, σ. 267.
55. Παρατ. στο Geffrey, Charles Meryon, ό.π., α. 59.56. Geffroy, Charles Meryon, ό.π., α. 3.57. II, σ. 293 [Peintres et aquafortistes].58. Proust, ό.π., σ. 656.5 9 .1, σ. 53.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 225
60. Barbey d’Aurevilly, Du dandysme et de G. Brummel. Memoranda. Παρίσι, 1887, σ. 30.
61. II, σ. 162 [Exposition universelle de 1855],62. Henry-Rene d’Allemagne, Les Saint-Simoniens 1827-1837. Preface de Se-
bastien Charlety. Παρίσι, 1930, σ. 310.63. Claire Demar, Ma loi d’avenir. Ouvrage posthume publie par Suzanne.
Παρίσι, 1834, σ. 58-59.64. Παρατ. στο Firmin Maillard, La legende de la femme emancipee. Histoire
de femmes pour servir a l ’histoire contemporaine. Παρίσι [χ.χ.], σ. 65.65. II, σ. 445 [Gustave Flaubert}.66. II, σ. 448 [Gustave Flaubert].67. I, σ. 157 [«Lesbos» - Γ . Σημηριώτης, ΑΠ, σ. 25].68. I, σ. 161 [«Delphine et Hippolyte» — A. Μπάρας, σ. 56].69. II, σ. 534 [Reflexions sur quelques-uns de mes contemporains. Marceline
Desbordes- Valmore).70. Paris sous la Republique de 1848. Exposition de la Bibliotheque et des
travaux historiques de la ville de Paris. Παρίσι, 1909, σ. 28.71. Lemaltre, ό.π., σ. 28-31.72. I, σ. 67 [«L’invitation au voyage» — Γ. Σημηριώτης, σ. 93],73. II, σ. 630 [Mon coeur mis a nu].74. II, σ. 352 [Lepeintre de la vie moderne],75. II, σ. 351 [Le peintre de la vie moderne],76. Les Petits-Paris. Par les auteurs des Memoires de Bilboquet [Par Taxile
Delord et alii.]. Παρίσι, 1854, τ. 10: Paris-viveur, σ. 26.77. I, σ. 101 [«Les sept vieillards»].78. Βλ. Champfleury [Jules Husson], Souvenirs et portraits de jeunesse. Πα
ρίσι, 1872, σ. 135.79. Reproduit de «La situation», στο Andre Billy, Les ecrivains de combat.
Παρίσι, 1931, σ. 189.80. Βλ. Gide, ό.π., σ. 512.81. Βλ. Jacques Riviere, Etudes, [18η έκδ., Παρίσι, 1948 , σ. 15],82. Βλ. J. Lemaitre, ό.π., σ. 29.83. Jules Laforgue, Melanges posthumes. Παρίσι, 1903, σ. 113.84. Sainte-Beuve, Vie, poesies et pensees de Joseph Delorme, ό.π., σ. 170.85. I, σ. 57 [«Reversibility» - Γ . Σημηριώτης, σ. 80].86. Geffroy, L ’enfermέ, ό.π., σ. 276-277.87. Παρατ. στο Crepet, ό.π., σ. 81.88. I, σ. 136 [«Le reniement de saint Pierre»].
226 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
[2] Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ
1. Charles Baudelaire, CEuvres. Texte etabli et annote par Yves-Gerard Le Dantec. 2 τόμοι. Παρίσι 1931-1932 (Bibliotheque de la Pleiade, αρ. 1 και 7) I, σ. 18 [«Au Lecteur»].
2. M. Proust, A la Recherche du temps perdu, τ. 1: Du cote de chez Swann. Παρίσι, I, σ. 69 [ελλ. έκδ.: Μ. Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, I. Από τη μεριά του Σουάν, μτφρ. Π.Α. Ζάννας, Ηριδανός, Αθήνα, σ. 61].
3. Μ. Proust, ό.π., σ. 69 [Μ. Προυστ, ό.π., σ. 61],4. Theodor Reik, Der iiberraschte Psychologe. Uber Erraten[und] Verstehen
unbewusster Vorgange. Leiden, 1935, σ. 132.5. Sigm[und] Freud, Jenseits des Lustprinzips. 3η έκδ., Βιέννη, 1923, σ. 31
[ελλ. έκδ.: Σ. Φρόυντ, Πέρα από την αρχη της ηδονής, Επίκουρος, Αθήνα].6. Freud, ό.π., σ. 31-32.7. Freud, ό.π., σ. 31.8. Freud, ό.π'., σ. 30.9. Freud, ό.π., σ. 34-35.10. Freud, ό.π., σ. 41.11. Freud, ό.π., σ. 42.12. Paul Valery, Analecta. Παρίσι, 1935, σ. 264-265.13. Freud, ό.π., σ. 32.14. Baudelaire, Les Fleurs du Mai. Avec une introduction de Paul Valery. Ed.
Cres. Παρίσι, 1928, σ. X.15. Παρατ. στο Ernest Raynaud, Charles Baudelaire. Παρίσι, 1922, σ. 318.16. Βλ. Jules Valles, «Charles Baudelaire», στο Andre Billy, Les 6crivains de
combat (Le XIXe siecle). Παρίσι, 1931, σ. 192.17. Βλ. Eugene Marsan, Les Cannes de M. Paul Bourget et le bon choix de
Philinte. Petit manuel de l ’homme elegant. Παρίσι, 1923, σ. 239.18. Βλ. Firmin Maillard, La cite des intellectuels. Παρίσι, 1905, σ. 362.19. II, σ. 334 [Le peintre de la vie moderne],20. I, σ. 96 [«Le Soleil»].21.Βλ. Andre Gide, «Baudelaire et M. Faguet», στο Morceaux choisis. Παρί
σι, 1921, σ. 128.22. Βλ. Jacques Riviere, Etudes [8η έκδ., Παρίσι, 1948, σ. 14].23. I, σ. 29 [«L’Ennemi» — Α. Μπάρας, NE, σ. 99].24. I, σ. 31 [«Boh&niens en voyage»].25. I, σ. 113 [«La Servante au grand coeur dont vous £tiez jalouse...» — K.
Παράαχος, NE, σ. 77 ].26. I, σ. 405-406 [Le Spleen de Paris].27. Friedrich Engels, Die lage der arbeitenden Klasse in England. Nach eigner
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 227
Anschauung und authentischen Quellen. 2η έκδ., Λειψία, 1848, σ. 36-37 [ελλ. έκδ.: Φρ. Ένγκελς, Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα].
28. Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Werke. Vollstandige Ausg. durch einen Verein von Freunden des Verewigten, τ. 19: Briefe von und an Hegel, επιμ. Karl Hegel. Λειψία, 1887. 2o μέρος, σ. 257.
29. Paul Desjardin, «Poetes contemporains. Charles Baudelaire», στο Revue bleue. Revue politique et litteraire (Παρίσι), 3η σειρά, τ. 14,24ο έτος, 2η σειρά, αρ. 1, 2 Ιουλίου 1887, σ. 23.
30. I, σ. 106 [«A une passante» - Γ . Σημηριώτης, σ. 133].31. A. Thibaudet, Interieurs, Παρίσι, 1924, σ. 22.32. Proust, A la recherche du temps perdu. La prisonniere. Παρίσι, 1923. I,
σ. 138 [Μ. Προυστ, ό.π., XII. Η φυλακισμένη, μτφρ. Π.Α. Ζάννας, σ. 117-118].33. Edgar Poe, NouveUes histoires extraordinaires. Traduction de Charles
Baudelaire. (Charles Baudelaire, CEuvres completes, τ. 6: Traductions II) Ed. Calmann-Levy. Παρίσι, 1887, σ. 88.
34. Poe, ό.π., σ. 94.35. Poe, ό.π., σ. 90-91.36. Poe, ό.π., σ. 89.37. Poe, ο.7Γ., σ. 90.38. Βλ. II, σ. 328-335 [Le peintre de la vie moderne].39. Ernst Theodor Amadeus, Ausgewahlte Schriften, τ. 14: Leben undNach-
lass. Von Julius Eduard Hitzig, τ. 2, 3η έκδ., Στουτγάρδη, 1839, σ. 205.40. Heinrich Heine, Gesprache, Briefe, Tagebucher, Berichte seiner Zeitge-
nossen. Gasammelt und hrsg. von Hugo Bieber. Βερολίνο, 1926, σ. 163.41. Valery, Cahier B 1910. Παρίσι [1930], σ. 88-89.42. II, σ. 333 [Le peintre de la vie modeme].43. K. Marx, Das Kapital. Kritik der politischen Okonomie. Ungekiirzte Ausg.
nach der 2. Aufl. von 1872. [Ed. Karl Korsch], τ. 1. Βερολίνο, 1932, σ. 404 [ελλ. έκδ.: Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, Σύγχρονη Σκέψη, Αθήνα],
44. Κ. Marx, ό.π., σ. 402.45. Κ. Marx, ό.π., σ. 402.46. Κ. Marx, ό.π., σ. 459.47. Κ. Marx, ό.π., σ. 336.48. Alain [Emile Auguste Chartier], Les idees et les ages. Παρίσι, 1927,1, σ.
183 [«Le jeu»].49. Βλ. I, σ. 456 [Le Spleen de Paris, «Le Joueur genereux»], επίσης II, σ.
630 [Mon coeur mis a nu].50. Ludwig Borne, Gesammelte Schriften. Neue vollstandige Ausg., τ. 3. Αμ
βούργο και Φραγκφούρτη, 1862, σ. 38-39.51. II, σ. 135 [Salon de 1846].
228 ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
52. Joseph Joubert, Pensees. Παρίσι, 1883, II, σ. 162.■53. I, σ. 94 [«L’Horloge» — Γ. Σημηριώτης, σ. 127],54. Βλ. I, σ. 455-459 [Le Spleen de Paris, «Le Joueur gpnereux»].55. I, σ. 110 [«Le Jeu» - Κ. Δίπλα-Μαλάμου, NE, σ. 95],56. I, σ. 110 [«Le Jeu» - Κ. Δίπλα-Μαλάμου, NE, a. 95],57. Proust, «Α propos de Baudelaire», στο Nouvelle Revue Frangaise, τ. 16,1
Ιουνίου 1921, σ. 652.58. I, σ. 23 [«Correspondances» — Κ. Καβάφης, σ. 19].59. II, σ. 536 [Reflexions sur quelques-uns de mes contemporains. Marceline
Desbordes- Valmore ].60. I, σ. 30 [«La vie antirieure» — Γ . Σημηριώτης, σ. 41],61. I, σ. 192 [«Recueillement» — Κ. Παράσχος, σ. 97].62. Proust, A la recherche du temps perdu. Le temps retrouve. Παρίσι, 1927,
II, σ. 82-83.63. I, σ. 89 [«Le Gout du n6ant»].64. J[ules-Amedee] Barbey d’Aurevilly, Les oeuvres et les hommes. (XIXe siec-
le). 3e partie: Les poetes. Παρίσι, 1862, σ. 381.65. I, σ. 89 [«Le Gout du neant»].66. I, σ. 88 [«Spleen» LXXVII - Γ. Σημηριώτης, σ. 117].67. Max Horkheimer, «Zu Bergsons Metaphysik der Zeit», στο Zeitschrift fur
Sozialforschung 3 (1934), σ. 332.68. Βλ. Henri Bergson, Matiere et m&noire. Essai sur la relation du corps a
l ’esprit. Παρίσι, 1933, σ. 166-167.69. I, σ. 89 [«Le GoOt du neant»].70. II, σ. 197.71. II, σ. 224 [Salon de 1859].72. II, σ. 222-223 [Salon de 1859].73. II, σ. 224 [Salon de 1859].74. Valery, Avant-propos. Encyclopedic frangaise, τ. 16: Arts et litteratures
dans la soci&e contemporaine I. Παρίσι, 1935, Fasc. 16.04, σ. 5-6.75. Βλ. Proust, A la recherche du temps perdu, τ. 8: Le temps retrour6, ό.π.,
I, σ. 236.76. Novalis [Friedrich von Hardenberg], Schriften. Kritische Neuausgabe auf
Grand des handschriftlichen Nachlasses von Ernst Heilbom. Βερολίνο, 1901.2o μέρος, 1. Halfte, a. 293.
77. Βλ. Walter Benjamin, «L’oeuvre d’art a Fepoque de sa reproduction m£- canisfe», στο Zeitschrift fur Sozialforschung 5 (1936), σ. 43.
78. Proust, A la recherche du temps perdu. Le temps retrouvg, ό.π. II, σ. 33.79. P. Valery, Analecta, ό.π., σ. 193-194.8 0 .1, σ. 40 [e je t ’adore i I’dgal de la vodte nocturne...»].81 .1, a. 190 [«L’Avertisseur»].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 229
82. Βλ. I, σ. 23 [«Correspondances» - Κ. Καβάφης, σ. 19].8 3 .1, σ. 40 [uTu mettrais I’univers entier dans ta ruelle...» - Γ . Σημηριώτης,
σ. 56].84. II, σ. 622.85. II, σ. 359 (Le peintre de la vie modeme).86. G[eorg] Simmel, Melanges de philosophie relativiste. Contribution i la
culture philosophique. Traduit par A. Guillain. Παρίσι, 1912, σ. 26-27.87. II, σ. 273 [Salon de 1859],88. I, σ. 94 [«L’Horloge» - Γ . Σημηριώτης, σ. 126].89. Βλ. Jules Lemaitre, Les Contemporains. Etudes et portraits litteraires. 4η
σειρά [14η έκδ., Παρίσι, 1897], σ. 31-32.90. II, σ. 422 [L ’ljcole pai'enne].91. I, σ. 483-484 [Le Spleen de Paris, «Perte d’aureole»].92. Βλ. II, σ. 634 [Fus&s],93. II, σ. 641 (Fusees).94. Friedrich Nietzsche, Unzeitgemasse Betrachtungen. 2η έκδ., Λειψία,
1893, τ. 1, σ. 164.
Ξυλογραφία, Albrecht Diirer, 16ος at.
Α. Επιστολές
1. Επιστολή του Αντόρνο στον Μπένγιαμιν
Νέα Τόρκη, 10.11.1938
Αγαπητέ Βάλτερ,Η καθυστέρηση αυτού του γράμματος εγείρει απειλητική αγωγή
εναντίον μου και εναντίον όλων μας. Ίσως όμως αυτή η αγωγή περιλαμβάνει και έναν μικρό κόκκο υπεράσπισης. Διότι είναι σχεδόν αυτονόητο ότι η επιβράδυνση της απάντησης στον Baudelaire σας κατά έναν ολόκληρο μήνα δεν μπορεί να οφείλεται σε αμέλεια.
Οι λόγοι είναι αποκλειστικά αντικειμενικοί. Αφορούν τη θέση που λαμβάνουμε όλοι μας απέναντι στο χειρόγραφό σας, και το ένθερμο ενδιαφέρον μου για την εργασία σας Passagen μου επιτρέπει ασφαλώς να πω χωρίς υπερβολή: ιδιαίτερα τη δική μου θέση*. Περί- μενα τον Baudelaire με την πιο μεγάλη αγωνία και κυριολεκτικά τον καταβρόχθισα. Σας θαυμάζω που καταφέρατε να αποπερατώσετε την εργασία στην τακτή προθεσμία. Και αυτός ο θαυμασμός είναι που με δυσκολεύει ιδιαίτερα προκειμένου να μιλήσω γι ’ αυτό που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στην παθιασμένη προσδοκία μου και στο κείμενο.
Πήρα πολύ σοβαρά την ιδέα σας να δημιουργήσετε με τον Baudelaire ένα μοντέλο για τις Passagen και δεν μπορούσα να πλησιάσω
234 ΤΕΟΝΤΟΡ Β. ΑΝΤΟΡΝΟ - ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τον σατανικό τόπο δράσης πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι ο Φάουστ τα φαντασμαγορικά φαινόμενα του Μπρόκεν , όταν πιστεύει ότι τώρα θα λυθούν αρκετά αινίγματα. Είναι συγγνωστό ότι την απάντηση του Μεφιστοφελή, «και όμως προκύπτουν και καινούργια αινίγματα», αναγκάσθηκα να τη δώσω εγώ στον εαυτό μου; Μπορείτε να κατανοήσετε ότι η ανάγνωση αυτής της μελέτης, που ένα από τα κεφάλαιά της τιτλοφορείται «Ο πλάνης», ένα άλλο μάλιστα «Η νε- ωτερικότητα», μου προκάλεσε ώς ένα.βαθμό απογοήτευση;
Ο λόγος γι ’ αυτή την απογοήτευση βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι αυτή η εργασία, αν κρίνω από τα μέρη που μου είναι γνωστά3, δεν αποτελεί μάλλον μοντέλο για τις Passagen, αλλά κυρίως ένα πρελούντιο. Συγκεντρώνονται τα επιμέρους θέματα, αλλά δεν αναπτύσσονται. Στο συνοδευτικό σας γράμμα προς τον Μαξ [Hork- heimer] δηλώσατε ότι αυτή είναι η ρητή σας πρόθεση, και δεν παραγνωρίζω την ασκητική πειθαρχία που επιβάλατε στον εαυτό σας ώστε σε κάθε σημείο να κρατήσετε για αργότερα τις καθοριστικής σημασίας θεωρητικές απαντήσεις στα ερωτήματα και μάλιστα να μην αφήσετε ούτε τα ίδια τα ερωτήματα να γίνουν φανερά παρά μόνο στον μυημένο. Θα ήθελα όμως να ρωτήσω αν μια τέτοια εγκράτεια μπορεί να τηρηθεί με συνέπεια απέναντι σε αυτό το αντικείμενο και σε ένα πλαίσιο συναρτήσεων με τόσο επιτακτικές εσωτερικές αξιώσεις. Ως πιστός γνώστης των κειμένων σας ξέρω πολύ καλά ότι στο έργο σας υπάρχουν προηγούμενα παραδείγματα αυτής της μεθόδου. Θυμούμαι λόγου χάρη τα δοκίμιά σας για τον Προυστ και για τον υπερρεαλισμό στη literarische Welt. Μπορεί όμως αυτή η μέθοδος να μεταφερθεί στο σύμπλεγμα των Passagen; Πανόραμα και «ίχνος», πλάνης και στοές, νεωτερικότητα και το πάντοτε-ίδιο χωρίς θεωρητική ερμηνεία—είναι αυτό ένα «υλικό» που μπορεί να περιμένει υπομονετικά την ερμηνεία του χωρίς να φαγωθεί από την ίδια του την αύρα; Μήπως υπάρχει απεναντίας ο κίνδυνος ότι το πραγματολογικό περιεχόμενο αυτών των αντικειμένων, αν απομονωθεί, θα συνωμοτήσει με έναν σχεδόν δαιμονικό τρόπο για να κάνει την ερμηνεία του αδύνατη; Στις αλησμόνητες συζητήσεις μας στο Konigstein είχατε πει κάποτε ότι κάθε σκέψη στις Passagen θα έπρεπε κατά βά
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 235
θος να αρπαχτεί μέσα από μια περιοχή όπου κυβερνά η τρέλλα. Αναρωτιέμαι αν η οχύρωση πίσω από αδιαπέραστα στρώματα υλικού προωθεί τέτοιες σκέψεις όσο αναμένει η ασκητική σας πειθαρχία. Στο σημερινό σας κείμενο οι στοές εισάγονται μέ την επισήμανση ότι τα πεζοδρόμια είναι στενά και έτσι εμποδίζουν τον πλάνητα να βαδίζει στους δρόμους. Αυτή η πραγματολογική εισαγωγή μού φαίνεται ότι προδικάζει την αντικειμενικότητα της φαντασμαγορίας, στην οποία επέμενα τόσο πεισματικά ήδη κατά την περίοδο της αλληλογραφίας γράφοντας από το Hornberg, όπως και τα σημεία αφετηρίας του πρώτου κεφαλαίου, όπου η φαντασμαγορία περιστέλλεται σε συμπεριφορές των μποέμ των λογοτεχνικών κύκλων. Μη φοβηθείτε πως θα μπορούσα ίσως να υποστηρίξω ότι η φαντασμαγορία επιζεί στην εργασία σας αδιαμεσολάβητα ή μάλιστα ότι η ίδια η εργασία σας παίρνει φαντασμαγορικό χαρακτήρα. Αλλά η εξάλειψη μπσρεί να επιτευχθεί στο αληθινό της βάθος μόνον αν η φαντασμαγορία ληφθεί πράγματι ως αντικειμενική κατηγορία της φιλοσοφίας της ιστορίας και όχι ως «άποψη» κοινωνικών χαρακτηριστικών. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ξεχωρίζει η δική σας σύλληψη από οποιαδή- ποτε άλλη που δεν διστάζει να προσεγγίσει τον 19ο αιώνα. Η εκπλήρωση του αιτήματος σας δεν μπορεί όμως να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες και να «προετοιμασθεί» με μια πιο αθώα παρουσίαση των πραγμάτων. Αυτή είναι η αντίρρησή μου. Αν στο τρίτο μέρος, για να επαναλάβω την παλαιά διατύπωση, στη θέση της πρωτοιστορίας του 19ου αιώνα μπαίνει η πρωτοϊστορία κατά τον 19ο αιώνα —αυτό γίνεται πιο φανερό στο παράθεμα του Πεγκύ για τον Βικτόρ Ουγκό—, τούτο δεν είναι παρά μια άλλη έκφραση για το ίδιο πράγμα.
Αυτή η αντίρρηση όμως δεν αφορά, καθώς μου φαίνεται, μόνο την προβληματικότητα της «κράτησης» των απαντήσεων για αργότερα, στην περίπτωση ενός αντικειμένου το οποίο με την ασκητική εγκράτεια ως προς την ερμηνεία περιέρχεται κατά τη γνώμη μου ακριβώς σε μια περιοχή εναντίον της οποίος στρέφεται η ασκητική εγκράτεια: εκεί όπου η ιστορία και η μαγεία ταλαντώνονται. Τα στοιχεία στα οποία το κείμενο μένει πίσω από το ίδιο του το a priori
236 TEONTOP B. ΑΝΤΟΡΝΟ - BAATEP ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
τα βλέπω μάλλον σε στενή συνάρτηση με τη σχέση του προς τον διαλεκτικό υλισμό — και σε αυτό ακριβώς το σημείο δεν μιλώ μόνον εξ ονόματος μου, αλλά εξίσου στο όνομα του.Μαξ, με τον οποίο συζήτησα αυτό το ερώτημα διεξοδικότατα. Επιτρέψτε μου εδώ να εκ- φρασθώ όσο γίνεται πιο απλά και πιο εγελιανά. Αν δεν απατώμαι πολύ, αυτό που λείπει από αυτή τη διαλεκτική είναι ένα: η διαμεσο- λάβηση. Επικρατεί γενικά η τάση τα πραγματολογικά περιεχόμενα του Μπωντλαίρ να συσχετίζονται άμεσα με γειτονικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής ιστορίας της εποχής του, και μάλιστα κατά το δυνατόν με δεδομένα οικονομικού τύπου. Σκέφτομαι λόγου χάρη το σημείο σχετικά με τον φόρο στο κρασί, μερικές αναφορές σχετικά με τα οδοφράγματα ή το προαναφερόμενο σημείο για τις στοές5, το οποίο μου φαίνεται ιδιαίτερα προβληματικό, επειδή εδώ ακριβώς η μετάβαση από μια βασική θεωρητική εκτίμηση για τις φυσιολογίες στη ((συγκεκριμένη» παρουσίαση του πλάνητα παραμένει εύθραυστη.
Η αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι τεχνητό με καταλαμβάνει κάθε φορά εκεί όπου η εργασία στη θέση της δεσμευτικής απόφανσης θέτει τη μεταφορική. Εδώ ανήκει προπάντων το χωρίο σχετικά με τη μεταμόρφωση της πόλης σε εσωτερικό χώρο για τον πλάνητα, όπου έχω την εντύπωση ότι μια από τις πιο δυνατές συλλήψεις του έργου σας παρουσιάζεται ως απλό «σαν να». Σε πολύ στενή συνάρτηση με τέτοιες υλιστικές παρεκβάσεις, όπου δεν μπορεί κανείς να απαλλαγεί από την ανησυχία που έχει για έναν κολυμβητή ο οποίος ανατριχιάζοντας ολοφάνερα πέφτει στο κρύο νερό, πρέπει να δούμε την επίκληση συγκεκριμένων συμπεριφορών όπως εδώ αυτής του πλάνητα ή πιο κάτω το σημείο που αναφέρεται στη σχέση της όρασης προς την ακοή μέσα στην πόλη, όπου δεν είναι τυχαίο ότι παρατίθεται μια περικοπή του Ζίμμελ. Με όλα αυτά δεν αισθάνομαι πολύ άνετα. Μη φοβηθείτε ότι θα εκμεταλλευθώ την ευνόητη ευκαιρία για να παραδοθώ στην προσφιλή μου απασχόληση. Θα αρκεσθώ σε μια συμβολική κίνηση και αμέσως θα προσπαθήσω να σας αναφέρω τον θεωρητικό λόγο για την αποστροφή που νιώθω απέναντι σε κάθε ιδιαίτερο είδος του συγκεκριμένου και στα μπηχαβιοριστικά του χα
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 237
ρακτηριστικά. Και αυτός δεν είναι παρά ο εξής: θεωρώ μεθοδολογικά ατυχές να δίνει κανείς μια «υλιστική» τροπή σε μεμονωμένα χειροπιαστά γνωρίσματα του εποικοδομήματος, σχετίζοντάς τα αδια- μεσολάβητα και μάλιστα αιτιοκρατικά με γειτονικά γνωρίσματα της βάσης. Ο υλιστικός καθορισμός πολιτιστικών χαρακτηριστικών είναι δυνατός μόνο στη διαμεσολάβησή του από τη συνολική κοινωνική διαδικασία [Gesamtprozess].
Ακόμη και αν τα ποιήματα του Μπωντλαίρ με θέμα το κρασί οφείλουν την προέλευσή τους στον φόρο του κρασιού και στους φραγμούς, η επάνοδος αυτών των θεμάτων στο έργο του δεν μπορεί να καθορισθεί παρά μόνον από τη συνολική κοινωνική και οικονομική τάση της εποχής, δηλαδή, υπό την αυστηρότατη έννοια της προβληματικής στη δική σας εργασία, από την ανάλυση της μορφής του εμπορεύματος στην εποχή του Μπωντλαίρ. Κανένας δεν γνωρίζει τις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος όσο εγώ: ασφαλώς το κεφάλαιο για τη φαντασμαγορία από το βιβλίο μου για τον Βάγκνερ δεν στάθηκε ακόμη ικανό να τις υπερνικήσει. Οι Passagen στην τελική τους μορφή δεν θα μπορέσουν να αποσείσουν αυτή την υποχρέωση. Το άμεσο συμπέρασμα από τη φορολόγηση του κρασιού στο ποίημα «Η ψυχή του κρασιού» αποδίδει στα φαινόμενα εκείνο ακριβώς το είδος αυθορμητισμού, απτής παρουσίας και πυκνότητας το οποίο έ- παψαν πια να έχουν στον καπιταλισμό. Σε αυτό το είδος ενός άμεσου, σχεδόν θα ήθελα και πάλι να πω, ενός ανθρωπολογικού υλισμού κρύβεται ένα βαθιά ρομαντικό στοιχείο, και το νιώθω τόσο πιο καθαρά όσο πιο ακραία και πιο σκληρά ο κόσμος της μπωντλαιρικης φόρμας συγκρούεται με την ένδεια της δικής σας ζωής. Η «διαμεσο- λάβηση», την έλλειψη της οποίος διαπιστώνω, ενώ τη βρίσκω επικαλυμμένη από τον υλιστικό-ιστοριογραφικό εξορκισμό, δεν είναι λοιπόν παρά ακριβώς η θεωρία την οποία η εργασία σας «κρατάει για αργότερα». Αυτή η αναβολή της θεωρίας προσβάλλει την εμπειρική γνώση. Της προσδίδει έναν απατηλά επικό χαρακτήρα αφ’ ενός και αφ ’ ετέρου στερεί από τα φαινόμενα, καθόσον αυτά είναι απλώς υποκειμενικά βιωμένα, το πραγματικό βάρος που τους αρμόζει από τη σκοπιά της φιλοσοφίας της ιστορίας. Μπορεί κανείς να το εκφρά-
238 TEONTOP B. ANTOPNO - ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
σει και έτσι: η θεολογική ιδέα, να λέει κανείς τα πράγματα με το όνομά τους, έχει την τάση να μετατρέπεται στην έκπληκτη παρουσίαση των απλών δεδομένων. Αν ήθελε κανείς να μιλήσει με αδρό τρόπο, θα έλεγε ότι η εργασία είναι τοποθετημένη πάνω στη διασταύρωση της μαγείας με τον θετικισμό. Αυτό το σημείο είναι μαγεμένο. Μόνον η θεωρία μπορεί να λύσει τα μάγια: η δική σας, η αδυσώπητη, υπό την καλή έννοια εικοτολογική θεωρία. Το μέλημά της και μόνο προβάλλω εναντίον σας.
Με συγχωρείτε που σε αυτό το σημείο θα μιλήσω για ένα θέμα το οποίο μετά τις εμπειρίες μου με τον Wagner δεν μπορεί παρά να με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Πρόκειται για τον ρακοσυλλέκτη. Όταν αυτός ορίζεται ως η κατώτερη οριακή φιγούρα της φτώχειας, έχω την εντύπωση ότι αυτός ο ορισμός δεν πληροί αυτό που υπόσχεται η λέξη ρακοσυλλέκτης, καθώς εμφανίζεται σε ένα από τα κείμενά σας. Τίποτε το χαμερπές δεν βρίσκουμε σε αυτό, τίποτε από τον σάκκο στην πλάτη, τίποτε από τη φωνή που, λόγου χάρη στη Louise του Σαρπαντιέ6, αποτελεί τρόπον τινά την αμαυρή πηγή φωτός μιας ολόκληρης όπερας- τίποτε από την ουρά του κομήτη, τους αλαλαγμούς των παιδιών πίσω από τον γέρο. Αν μπορώ να λάβω το θάρρος να μπω μια φορά στην περιοχή των Passagen: πάνω στο παράδειγμα του ρακοσυλλέκτη θα έπρεπε να αποκρυπτογραφηθεί το καταφύγιο που αποτελούν ο οχετός και η κατακόμβη. Είναι εντούτοις υπερβολική η υπόθεσή μου ότι αυτή η έλλειψη συναρτάται με το γεγονός ότι η καπιταλιστική λειτουργία του ρακοσυλλέκτη, η υποταγή δηλαδή ακόμη και της επαιτείας στην ανταλλακτική αξία, δεν αρθρώνεται; Σε αυτό το σημείο η ασκητική εγκράτεια της εργασίας λαμβάνει χαρακτηριστικά αντάξια ενός Σαβοναρόλα. Διότι η επάνοδος του ρακοσυλλέκτη με το παράθεμα του Μπωντλαίρ στο τρίτο μέρος πλησιάζει απτά αυτή τη συνάρτηση. Πόσο πρέπει να σας στοίχισε να μην την πιάσετε!
Με αυτά πιστεύω ότι αγγίζω το κέντρο. Η εντύπωση που δίνει ολόκληρη η εργασία, και μάλιστα όχι μόνο σε μένα με την ορθόδοξη επιμονή μου στις Passagen, είναι ότι εδώ εφαρμόσατε βία στον εαυτό σας. Η αλληλεγγύη σας με το Ινστιτούτο, για την οποία κανένας δεν
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 239
χαίρεται όσο εγώ, σας παρακίνησε να αποδώσετε φόρους τιμής στον μαρξισμό που δεν κάνουν καλό ούτε σε αυτόν ούτε σ ’ εσάς. Δεν ωφελούν τον μαρξισμό, επειδή λείπει η διαμεσολάβηση από τη συνολική κοινωνική διαδικασία και στην υλική απαρίθμηση αποδίδεται εν είδει δεισιδαιμονίας σχεδόν μια δύναμη διαλεύκανσης την οποία ποτέ δεν διαθέτει η πραγματολογική επισήμανση, αλλά μόνον η θεωρητική κατασκευή. Δεν ωφελούν την πιο ιδιάζουσα ουσία σας, καθώς διατελώντας υπό ένα είδος προληπτικής λογοκρισίας σύμφωνα με υλιστικές κατηγορίες (που διόλου δεν συμπίπτουν με τις μαρξιστικές) απαγορεύσατε στον εαυτό σας τις πιο τολμηρές και πιο γόνιμες σκέψεις σας, ακόμη και απλώς στη μορφή της προαναφερθείσας αναβολής. Δεν υποστηρίζω απλώς απόψεις του αναρμόδιου προσώπου μου, αλλά μιλώ εξίσου στο όνομα του Χορκχάιμερ και των άλλων, όταν λέω ότι, σύμφωνα με την πεποίθηση όλων μας, αν αναπτύξετε τις συλλήψεις σας χωρίς να λαμβάνετε υπόψη τις προαναφερόμενες υλικές κατηγορίες (στο Σαν Ρέμο7 δεν δεχθήκατε αυτή την ένσταση προβάλλοντας αντεπιχειρήματα, στα οποία αποδίδω μεγάλο βάρος), αυτό δεν θα είναι το πιο ευνοϊκό μόνο για τη «δική σας» παραγωγή· αλλά και για την υπόθεση του διαλεκτικού υλισμού και τα θεωρητικά ενδιαφέροντα του Ινστιτούτου το πιο ωφέλιμο θα ήταν να έχετε εμπιστοσύνη στις ειδικές σας ανακαλύψεις και συμπεράσματα, χωρίς να τα ανακατεύετε με συστατικά που είναι ολοφάνερο ότι μόνο με μεγάλη δυσφορία τα καταπίνετε, οπότε δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι ευεργετικά. Δεν γίνεται διαφορετικά, υπάρχει μόνο μία αλήθεια, και αν η δύναμη της σκέψης σας κατακτά αυτή τη μία αλήθεια χρησιμοποιώντας έστω κατηγορίες που σύμφωνα με τη δική σας αντίληψη περί υλισμού μπορεί να σας φαίνονται νόθες και παρεμβεβλημένες, θα αποκομίσετε έτσι μεγαλύτερο μερίδιο αλήθειας απ’ ό,τι αν θέσετε σε κίνηση έναν διανοητικό μηχανισμό που το χέρι σας είναι συνεχώς απρόθυμο να τον χειρισθεί. Στο κάτω κάτω στη Γενεαλογία της ηθικής του Νίτσε υπάρχει περισσότερη από αυτή τη μία αλήθεια απ’ ό,τι στο Αλφαβητάρι του Μπουχάριν8. Πιστεύω ότι αυτή η θέση εκφρασμένη από μένα, δεν δημιουργεί την υποψία της χαλαρότητας απέναντι σε αρχές και του εκλεκτικισμού. Τα βιβλία
240 ΤΕΟΝΤΟΡ Β. ΑΝΤΟΡΝΟ - ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑ
σας για τις Εκλεχτικες συγγένειες χαι για το Μπαρόκ είναι καλύτε-; ρος μαρξισμός από τον φόρο του κρασιού και την παραγωγή της φαντασμαγορίας μέσα από τις συμπεριφορές των επιφυλλιδογράφων.; Μπορείτε να έχετε εμπιστοσύνη σ’ εμάς εδώ, ότι είμαστε πρόθυμο ̂να οικειοποιηθούμε τις πιο ακραίες εφορμήσεις της θεωρίας σας.; Έχουμε όμως και την εμπιστοσύνη ότι πράγματι θα κάνετε αυτές τις εφορμήσεις. Η Γκρέτελ είπε κάποτε αστειευόμενη ότι κατοικεί-* τε στο βάθος της σπηλιάς των Passagen σας και διστάζετε να απο- . περατώσετε την εργασία, επειδή φοβάστε ότι τότε πρέπει να εγκα- ταλείψετε το λαγούμι. Επιτρέψτε μας να σας παροτρύνουμε παρα- ταύτα να μας εξασφαλίσετε πρόσβαση στο ιερό και άδυτο. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να ανησυχείτε ούτε για την ανθεκτικότητα του περιβλήματος ούτε για την τυχόν βεβήλωσή του.
Όσον αφορά την τύχη της εργασίας, προέκυψε μια αρκετά ασυνήθιστη κατάσταση, όπου έπρεπε να φερθώ περίπου όπως ο τραγουδιστής του τραγουδιού: να με συνοδεύει σιγανή τυμπανοκρουσία9. Η δημοσίευσή της στο παρόν τεύχος της επιθεώρησης αποκλείσθηκε, επειδή δεν θα μπορούσε να αναβληθεί επί εβδομάδες η προθεσμία εκτύπωσης, ώστε να συζητήσουμε την εργασία σας. Υπήρχε λοιπόν το σχέδιο να δημοσιευθεί το δεύτερο κεφάλαιο εκτενώς και το τρίτο εν μέρει. Ιδιαίτερα ο Λέο Λόβενταλ το υποστήριξε με έμφαση. Εγώ ο ίδιος δεν άφησα καμμιά ασάφεια. Και αυτό όχι για λόγους σχετικούς με τη Σύνταξη, αλλά για χάρη σας και στο όνομα του Μπωντλαίρ. Η εργασία δεν σας αντιπροσωπεύει όπως αυτή ακριβώς η εργασία πρέπει να σας αντιπροσωπεύει. Επειδή όμως πιστεύω σταθερά και αταλάντευτα ότι θα σας είναι δυνατόν να φτιάξετε ένα εντελώς πειστικό χειρόγραφο για τον Μπωντλαίρ, θέλω να σας παρα- καλέσω θερμότατα να παραιτηθείτε από τη δημοσίευση της σημερινής εκδοχής του και να γράψετε την άλλη. Αν αυτή θα έπρεπε να έχει μια νέα δομή στη μορφή της ή θα μπορούσε να ταυτίζεται με το άγραφο ακόμη τελευταίο μέρος του βιβλίου σας για τον Μπωντλαίρ, αυτό δεν είμαι σε θέση να το εικάσω. Μόνον εσείς ο ίδιος μπορείτε να το αποφασίσετε. Θέλω να τονίσω ρητά ότι εδώ πρόκειται για δι
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 241
κή μου παράκληση και όχι για απόφαση της Σύνταξης ή για απόρριψη.
Απομένει ακόμη να εξηγήσω γιατί σας γράφω εγώ και όχι ο Μαξ ως ο υπεύθυνος παραλήπτης της εργασίας σας. Βρίσκεται σε μια κατάσταση υπέρμετρης απασχόλησης, που σχετίζεται με τη μετακόμιση του στο Scarsdale. Θέλει να απαλλαγεί από όλες τις διοικητικές εργασίες για να μπορέσει τα επόμενα χρόνια να αφιερώσει αμέριστη τη δύναμή του στο βιβλίο για τη διαλεκτική10. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διεκπεραιώσει όλες τις τρέχουσες υποχρεώσεις. Εδώ και δύο εβδομάδες δεν τον είδα καθόλου. Με παρακαλεσε να σας γράψω, τρόπον τινά να αναλάβω τη χορηγία του Baudelaire σας. Η παράκλησή του συμφωνούσε με τις δικές μου προθέσεις.
Για τα δικά μου πράγματα θα σας γράψω στην επόμενη επιστολή διεξοδικά. Η έκδοση του βιβλίου μου για τον Χούσσερλ αναβλήθηκε πάλι. Αμέσως μετά την επιστροφή του στα μέσα Σεπτεμβρίου ο Μαξ με παρακάλεσε αντ ’ αυτού να πραγματοποιήσω το σχέδιο που έχω από καιρό στον νου μου, να γράψω τη μελέτη «Uber den Fetischcharakter in der Musik und die Regression des Horens». Αποπεράτωσα το χειρόγραφο τρεις μέρες προτού φθάσει το δικό σας. Στο μεταξύ βρίσκεται στο τυπογραφείο και έδωσα στον Μπριλ1' την εντολή να σας στείλει ένα τυπογραφικό δοκίμιο αυτού του κείμενου καθώς και ένα της πολεμικής μου κατά του Sibelius. Αυτή η εργασία θα φέρει ασφαλώς ίχνη βιασύνης στη σύνταξή της· ίσως όμως αυτό δεν είναι μόνο κακό. Περιμένω με αγωνία τη θέση σας απέναντι στη θεωρία ότι σήμερα η ανταλλακτική αξία καταναλώνεται. Η ένταση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτή τη θεωρία και στη δική σας, σύμφωνα με την οποία η ψυχή του εμπορεύματος εναισθάνεται τον αγοραστή, θα μπορούσε να είναι πολύ γόνιμη. Κατά τα άλλα ελπίζω ότι ο πολύ πιο αθώος χαρακτήρας της δικής μου εργασίας θα σας επιτρέψει να τη διαβάσετε με μεγαλύτερη επιείκεια από εκείνη που μπορούσα να επιδείξω εγώ διαβάζοντας τη δική σας.
[...]
Επιτρέψτε μου να κλείσω με μερικά επιλεγόμενα στον Baudelai
242 TEONTOP B. ΑΝΤΟΡΝΟ - ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
re. Κατ ’ αρχάς μια στροφή από το ποίημα του Ουγκό «Mazeppa II» (ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι βλέπει όλα αυτά είναι ο Μαζεπά, δεμένος στη ράχη του αλόγου):
I,e8 six lunes d’ Herschel, l’anneau du vieux Saturne,\je pole, arrondissant une aurore nocturne
Sur son front boreal,II voit tout; et pour lui ton vol, que rien ne lasse,De ce monde sans borne a chaque instant deplace
12L’ horizon ideal .
- Έπειτα: η ιδιαίτερη τάση για «απεριόριστες αποφάνσεις», για την οποία παραθέτετε ως παράδειγμα τον Μπαλζάκ και την περιγραφή των υπαλλήλων στον « άνθρωπο του πλήθους», ισχύει —πράγμα αρκετά εκπληκτικό—και για τον Σαντ. Για έναν από τους πρώτους βασανιστές της Ιουστίνης, έναν τραπεζίτη, γράφει: «Monsieur Dubourg, gros, court, et insolent comme tous les financiers»13. — To θέμα της άγνωστης αγαπημένης βρίσκεται υποτυπωδώς στο ποίημα του Hebbel «Auf eine Unbekannte», όπου υπάρχουν οι αξιοσημείωτοι στίχοι: «κι αν δεν μπορώ να σου δώσω μορφή και σχήμα, καμμιά μορφή ωστόσο δεν θα σε σύρει στον τάφο» . — Τέλος, μερικές φράσεις από την Herbstblumine του Jean Paul, που ασφαλώς α- ποτελούν πραγματικό εύρημα: « Ένας και μόνον ήλιος δόθηκε στη μέρα, αλλά χιλιάδες ήλιοι στη νύχτα, και η απέραντη γαλάζια θάλασσα του αιθέρα μοιάζει να πέφτει σ ’ εμάς σαν ψιλή βροχή φωτός. Πόσα φανάρια του δρόμου αχνοφέγγουν πάνω-κάτω σε όλο το μήκος του γαλαξία; Σαν να μην έφθανε αυτό, ανάβουν κιόλας, ακόμη και το καλοκαίρι ή όταν βγαίνει το φεγγάρι. Ωστόσο η νύχτα στολίζεται όχι μόνο με τον μανδύα τον γεμάτον αστέρια, με τον οποίο την απεικονίζουν οι αρχαίοι και που εγώ θεωρώ πιο καλόγουστο να τον αποκαλώ επίσημη στολή κληρικού παρά μανδύα του δούκα, αλλά προχωρεί πολύ πιο πέρα με τον καλλωπισμό της και μιμείται τις κυρίες της Ισπανίας. Όπως αυτές, που τις νύχτες αντικαθιστούν τα μπριλάντια με πυγολαμπίδες στην κόμμωσή τους, η νύχτα στίζει το κά
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 243
τω μέρος του παλτού της, όπου δεν λάμπουν αστέρια, πάλι με τέτοια ζωύφια, και τα παιδιά συχνά τα πιάνουν»15. Στο ίδιο πλαίσιο ανήκουν κατά τη γνώμη μου οι ακόλουθες φράσεις από άλλο έργο της ίδιας συλλογής:
«Και άλλα παρόμοια- διότι δεν παρατήρησα μόνον ότι για μας τους ανθρώπους του επιπλέοντος πάγου η Ιταλία είναι ένα... σεληνό- φωτο Εδέμ, επειδή κάθε μέρα ή κάθε νύχτα βρίσκουμε εκεί το γενικό όνειρο του νεαρού, νύχτες περπατημένες και τραγουδισμένες, ζωντανά εκπληρωμένο, αλλά ρώτησα επίσης γιατί οι άνθρωποι γυρνούν τις νύχτες στα στενά δρομάκια και τραγουδούν απλώς σαν νυχτοφύλακες που πλήττουν, αντί να συναντιούνται ολόκληρες παρέες κάτω από τον αποσπερίτη και τον αυγερινό και έτσι γυναίκες και άντρες μαζί (αφού κάθε ψυχή αγαπά) να διασχίζουν μακάριοι τα πιο υπέροχα δασύλλια φυλλοβόλων δέντρων και τα πιο σεληνόφωτα λιβάδια με λουλούδια, ενώ θα μπορούσαν να βάλουν στην αρμονική τους τέρψη και δύο επιστόμια φλάουτου, δηλαδή τη διπλόστομη προέκταση της σύντομης νύχτας με την ανατολή και τη δύση του ήλιου και την προσθήκη του λυκαυγούς και του λυκόφωτος»16. Αυτή η ιδέα, ότι η λαχτάρα για την Ιταλία είναι ο πόθος για τη χώρα όπου δεν χρειάζεται κανείς να κοιμάται, συγγενεύει πολύ στενά με την κατοπινότε- ρη εικόνα της επιστεγασμένης πόλης, ενώ το φως, που φωτίζει εξίσου και τις δύο εικόνες, δεν είναι ασφαλώς άλλο από εκείνο των φα- ναριών φωταερίου, τα οποία ο Ζαν Πωλ δεν γνώριζε.
Tout entier17 δικός σας
244 TEONTOP B. ΑΝΤΟΡΝΟ -ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
2. Επιστολή του Μπένγιαμιν στον Αντόρνο
Παρίσι, 9.12.1938
Αγαπητέ Τέντυ,Ασφαλώς δεν σας προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι η διατύ
πωση της απάντησής μου στο γράμμα σας της 10ης Νοεμβρίου δεν έγινε στο άψε σβήσε. Αν η μακρά αναμονή του δικού σας γράμματος έκανε το περιεχόμενό του να περιέλθει στην περιοχή της εικασίας, αυτό δεν το εμπόδισε να με ταρακουνήσει. Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι ήθελα επίσης να λάβω τα τυπογραφικά δοκίμια που μου αναγγείλατε, τα οποία έφθασαν μόλις στις 6 Δεκεμβρίου. Ο χρόνος που κέρδισα μου έδωσε τη δυνατότητα να σταθμίσω την κριτική σας όσο συνετά μπορούσα. Κατά κανέναν τρόπο δεν τη θεωρώ άγονη, πόσο μάλλον ακατανόητη.
Λαμβάνω ως οδηγό μια πρόταση που βρίσκεται στην πρώτη σελίδα του γράμματός σας. Γράφετε: «Πανόραμα και ίχνος, πλάνης και στοές, νεωτερικότητα και το πάντοτε-ίδιο χωρίς θεωρητική ερμηνεία — είναι αυτό ένα υλικό που μπορεί να περιμένει υπομονετικά την ερμηνεία του;» Η κατανοητή ανυπομονησία με την οποία εξετάσατε βάσει ορισμένων χαρακτηριστικών το χειρόγραφο σας απομάκρυνε κατά τη γνώμη μου από το πράγμα και έτσι παραβλέ- ψατε μερικές σημαντικές όψεις του. Ιδιαίτερα το τρίτο κεφάλαιο δεν μπορούσε παρά να σας απογοητεύσει, αφού σας είχε διαφύγει ότι εκεί δεν αναφέρεται ούτε μια φορά η νεωτερικότητα ως το πάντοτε-ίδιο — ότι αυτή η σημαντική έννοια-κλειδί δεν αξιοποιείται καθόλου σε αυτό το μέρος της εργασίας.
Επειδή η προαναφερόμενη πρότασή σας αποτελεί τρόπον τινά μια επιτομή των σημείων που επικρίνετε, επιθυμώ να την πάρω λέξη προς λέξη. Κατ ’ αρχάς γίνεται λόγος για το πανόραμα. Στο κείμενό μου λέγεται εν παρόδω. Πράγματι η πανοραματική αντίληψη δεν αρμόζει σε σχέση με το έργο του Μπωντλαίρ. Επειδή το χωρίο δεν προορίζεται να έχει αντιστοιχίες ούτε στο πρώτο ούτε στο τρίτο
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 245
μέρος, ίσως το καλύτερο θα είναι να διαγραφεί. - Δεύτερο μέλος στην απαρίθμησή σας είναι το ίχνος. Στη συνοδευτική μου επιστολή έγραψα ότι τα φιλοσοφικά θεμέλια του βιβλίου δεν μπορούν να επι- σκοπηθούν με βάση το δεύτερο μέρος. Αν μια έννοια όπως το ίχνος όφειλε να δεχθεί μια εύγλωττη ερμηνεία, έπρεπε να εισαχθεί με κάθε παρρησία στο εμπειρικό επίπεδο. Αυτό μπορούσε να γίνει με ακόμη πιο πειστικό τρόπο. Πράγματι το πρώτο που είχα να κάνω μετά την επιστροφή μου ήταν να βρω ένα πολύ σημαντικό χωρίο στον Πόε για τη δική μου κατασκευή της αστυνομικής ιστορίας μέσα από την απάλειψη και τη διαπίστωση αντίστοιχα των ιχνών του ατόμου μέσα στο πλήθος της μεγαλούπολης. Σε αυτό το στρώμα όμως η πραγμά- τευση του ίχνους στο δεύτερο μέρος πρέπει να παραμείνει στη θέση της, ώστε αργότερα να φωτισθεί αστραπιαία μέσα από τις καίριες συσχετίσεις. Αυτή η διαλεύκανση έχει προβλεφθεί. Η έννοια του ίχνους θα προσδιορισθεί φιλοσοφικά αντιτιθέμενη στην έννοια της αύ- ρας.
Στην πρόταση που εξετάζω ακολουθεί αμέσως ο πλάνης. Όσο καλά και αν γνωρίζω τον εσώτερο πυρήνα, τόσο τον αντικειμενικό όσο και τον προσωπικό, στον οποίο βασίζονται οι επικρίσεις σας, ενό- ψει αυτών των ελλείψεων που επισημαίνετε κινδυνεύει να βουλιάξει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Δόξα τω θεώ υπάρχει ένα κλαδί από το οποίο μπορώ να πιαστώ. Μου φαίνεται μάλιστα ότι είναι γερό. Είναι εκείνο με το οποίο σε άλλο σημείο υπαινίσσεστε τη γόνιμη ένταση που υπάρχει ανάμεσα στη θεωρία σας για την κατανάλωση της ανταλλακτικής αξίας και τη δική μου θεωρία για την εναι- σθητική ταύτιση με την ψυχή του εμπορεύματος. Έχω και εγώ τη γνώμη ότι πρόκειται για μια θεωρία υπό την πιο αυστηρή έννοια του όρου, και οι σκέψεις για τον πλάνητα κορυφώνονται σε αυτή. Εδώ είναι το σημείο, το μόνο βέβαια, όπου η θεωρία σε αυτό το μέρος βρίσκει (χνυπόκριτα το δίκαιό της. Εισβάλλει σαν μια μεμονωμένη ακτίνα σε έναν τεχνητά συσκοτισμένο θάλαμο. Αυτή η ακτίνα όμως είναι επαρκής, αναλυόμενη μέσα στο πρίσμα, ώστε να δώσει μια ιδέα για τη σύσταση του φωτός, η εστία του οποίου βρίσκεται στο τρίτο μέρος. Έτσι η θεωρία του πλάνητα —που σε επιμέρους σημεία
246 ΤΕΟΝΤΟΡ Β. ΑΝΤΟΡΝΟ -ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
μπορεί να διορθωθεί, όπως θα δείξω πιο κάτω— εκπληρώνει κατά βάση τις απαιτήσεις που έχω εδώ και χρόνια στον νου μου από μια παρουσίαση του πλάνητα.
Ο επόμενος όρος που συναντώ είναι η στοά. Σχετικά με αυτόν δεν έχω να προβάλω τίποτε, αφού δεν σας διέφυγε η βαθιά καλοκαρ- δία που κρύβει η χρήση του. Γιατί να αμφισβητηθεί; Η στοά δεν προορίζεται, αν δεν απατώμαι, να μπει στον Baudelaire παρά μόνο με αυτή την παιγνιδίστικη μορφή. Εδώ εμφανίζεται όπως η εικόνα της βουνίσιας πηγής που είναι ανάγλυφη πάνω στο ποτήρι. Γιαυτό και η ανεκτίμητη περικοπή του Ζαν Πωλ, στην οποία με παραπέμπετε, δεν έχει θέση στον Baudelaire. — Όσον αφορά τέλος τη νεωτε- ρικότητα, όπως προκύπτει από το κείμενο, πρόκειται για έναν όρο του ίδιου του Μπωντλαίρ. Το κεφάλαιο που επιγράφεται έτσι δεν μπορούσε να ξεπεράσει τα όρια που χάραξε στη λέξη η χρήση της από τον Μπωντλαίρ. Θα θυμάστε ωστόσο από το Σαν Ρέμο ότι αυτά τα όρια δεν είναι οριστικά. Η φιλοσοφική αναγνώριση της νεωτε- ρικότητας παραπέμπεται στο τρίτο μέρος, όπου προετοιμάζεται με τη βοήθεια της έννοιας Jugendstil18 και αποπερατώνεται στη διαλεκτική του νέου και πάντοτε-ίδιου.
Μη ξεχνώντας τις συζητήσεις μας στο Σαν Ρέμο, θα αναφερθώ στο σημείο που θίγετε κι εσείς. Αν εκεί αρνήθηκα στο όνομα δικών μου παραγωγικών ενδιαφερόντων να οικειοποιηθώ μια εσωτεριστι- κή ανάπτυξη ιδεών και κατ ’ αυτά να αγνοήσω τα ενδιαφέροντα του διαλεκτικού υλισμού [ ... ] και να περάσω στην ημερήσια διάταξη, αυτό δεν σήμαινε σε τελευταία ανάλυση απλώς ότι μένω πιστός στον διαλεκτικό υλισμό, αλλά και ότι μένω αλληλέγγυος με τις εμπειρίες που αποκτήσαμε όλοι μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πρόκειται λοιπόν και εδώ για τα πιο προσωπικά παραγωγικά ενδιαφέροντα- δεν αρνούμαι ότι καμμιά φορά αυτά προσπαθούν να βιάσουν τα αρχικά. Τπάρχει ένας ανταγωνισμός, και ούτε στο όνειρό μου θα μπορούσα να επιθυμήσω την απαλλαγή μου από αυτόν. Το ξεπέρασμά του συνιστά το πρόβλημα της εργασίας, που είναι η κατασκευή του. Λόγω της κατασκευής το δεύτερο μέρος του βιβλίου αποτελείται κυρίως από φιλολογικό υλικό. Εδώ δεν πρόκειται για
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 247
«ασκητική πειθαρχία» παρά για ένα μεθοδολογικό μέτρο. Αυτό το φιλολογικό μέρος ήταν εξάλλου το μόνο που μπορούσε να δομηθεί εκ των προτέρων ως αυτοτελές, κάτι που έπρεπε να το λάβω υπόψη μου.
’ Οταν μιλάτε για μια «έκπληκτη παρουσίαση των δεδομένων», με αυτό χαρακτηρίζετε τη γνήσια φιλολογική στάση. Αυτή έπρεπε να εμφυτευθεί στην κατασκευή, όχι μόνο στο όνομα των αποτελεσμάτων της, αλλά ακριβώς ως τέτοια. Πράγματι η ισορροπία μεταξύ μαγείας και θετικισμού, όπως εύστοχα χαρακτηρίζετε αυτή τη στάση, πρέπει να διαλυθεί. Με άλλα λόγια: η φιλολογική ερμηνεία του συγγραφέα πρέπει να αρθεί με εγελιανό τρόπο από τους διαλεκτικούς υλιστές. — Η φιλολογία είναι η αυτοψία που εξετάζει μια λεπτομέρεια του κειμένου μετά την άλλη και έτσι καθηλώνει μαγικά τον αναγνώστη σε αυτό. Το γραφτό που έχει κανείς και το παίρνει στο σπίτι του19 από τον Φάουστ συγγενεύει στενά με την κατάνυξη απέναντι στα μικρά πράγματα του Γκριμ. Κοινό σημείο και των δύο είναι το μαγικό στοιχείο, που ο εξορκισμός του εναπόκειται στη φιλοσοφία, εδώ δηλαδή: στο τελευταίο μέρος.
Το θαυμάζειν, γράφετε στο βιβλίο σας για τον Κίρκεγκωρ, «αναγγέλλει τη βαθύτερη γνώση της σχέσης μεταξύ της διαλεκτικής, του μύθου και της εικόνας». Θα μου ταίριαζε ίσως να επικαλεσθώ αυτό το σημείο. Σε αντίθεση όμως προς αυτό θέλω να προτείνω μια διόρθωση (όπως εξάλλου προτίθεμαι να κάνω με άλλη ευκαιρία στον ακόλουθο ορισμό της διαλεκτικής εικόνας). Νομίζω ότι το σωστό θα ήταν: το θαυμάζειν είναι ένα υπέροχο αντικείμενο μιας τέτοιος γνώσης. Η επίφαση της συνεκτικής πραγματικότητας που δίνει η φιλολογική έρευνα και γοητεύει τον ερευνητή διαλύεται στον βαθμό που το αντικείμενο κατασκευάζεται σε ιστορική προοπτική. Οι γραμμές φυγής αυτής της κατασκευής συγκλίνουν στη δική μας ιστορική εμπειρία. Έτσι το αντικείμενο συγκροτείται ως μονάδα. Στη μονάδα ζωντανεύουν όλα εκείνα που ως εύρημα στο κείμενο βρίσκονταν σε μυθική ακαμψία. Γιαυτό μου φαίνεται ότι παραγνωρίζετε το πράγμα όταν βρίσκετε στο κείμενο την εξαγωγή ενός «άμεσου συμπεράσματος από τη φορολόγηση του κρασιού στο ποίημα "Η ψυχή του
248 TEONTOP B. ΑΝΤΟΡΝΟ - BAATEP ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
κρασιού” ». Η αναγκαία σύνδεση έγινε απεναντίας με θεμιτό τρόπο στο φιλολογικό πλαίσιο συσχετισμών - ακριβώς όπως θα είχε γίνει ανάλογα στην ερμηνεία ενός αρχαίου συγγραφέα. Δίνει στο ποίημα το ειδικό βάρος που παίρνει στη γνήσια ανάγνωση, η οποία στην περίπτωση του Μπωντλαίρ δεν έχει ασκηθεί ώς τώρα πολύ. Μόνον όταν αυτό το ποίημα προβληθεί βάσει αυτής της αναγκαίας σύνδεσης, μπορεί το έργο να θιγεί από την ερμηνεία, για να μην πούμε να κλο- νισθεί. Αυτή η τελευταία δεν συνδέεται στο εν λόγω ποίημα με φορολογικά ζητήματα, αλλά με τη σημασία της μέθης στον Μπωντλαίρ.
Αν σκεφθείτε άλλες εργασίες μου, θα βρείτε ότι η κριτική που ασκείται στη στάση του φιλολόγου είναι παλαιό αίτημά μου και στον πυρήνα του ταυτόσημο με την κριτική του μύθου. Προκαλεί κάθε φορά το ίδιο το φιλολογικό επίτευγμα. Ωθεί, για να μεταχειρισθεί τη γλώσσα της Εχλεχτιχής συγγένειας στην υπογράμμιση των πραγματολογικών περιεχομένων, στα οποία φυλλορροεί ιστορικά το αληθειακό περιεχόμενο. Κατανοώ ότι αυτή η πλευρά του πράγματος για σας έχασε το ενδιαφέρον της. Μαζί με αυτή όμως και μερικές σημαντικές ερμηνείες. Δεν έχω στον νου μου μόνον ερμηνείες ποιημάτων όπως το «Σε μια διαβάτισσα» ή πεζογραφημάτων όπως «Ο άνθρωπος του πλήθους», αλλά προπάντων την εξήγηση της έννοιας του μοντέρνου, όπου κυρίως ενδιαφερόμουν να την κρατήσω σε φιλολογικά όρια.
Το παράθεμα του Πεγκύ, που το επικρίνετε ότι ανακαλεί στη μνήμη την πρωτοϊστορία κατά τον 19ο αιώνα, ήταν —για να το πω σύντομα—στη σωστή του θέση εκεί όπου πρέπει να προετοιμασθεί η γνώση ότι η ερμηνεία του Μπωντλαίρ δεν πρέπει να επικαλείται κα- νενός είδους χρόνια δαιμονικά. (Στο Expose20 για τις Passagen είχα κάνει μια τέτοια απόπειρα.) Γιαυτό νομίζω ότι η κατακόμβη δεν χωράει σε αυτή την ερμηνεία, όπως και ο οχετός. Απεναντίας θα μπορούσα να περιμένω πολλά από την όπερα του Σαρπαντιέ- θα ακολουθήσω την οδηγία σας, όταν βρεθεί η ευκαιρία. Η φιγούρα του ρακοσυλλέκτη προέρχεται από την κόλαση'. Στο τρίτο μέρος θα επα-
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 249
νεμφανισθεί, σε αντιπαραβολή προς τη χθόνια φιγούρα του ζητιάνου του Ουγκό.
[...]Επιτρέψτε μου να μιλήσω τώρα ειλικρινά: Πιστεύω ότι θα προ
δίκαζε τον Baudelaire μάλλον δυσμενώς, αν αυτό το κείμενο —προϊόν μιας έντασης'δυνάμεων που δεν θα μπορούσα εύκολα να τη συγκρίνω με καμμιά παλαιότερη προσπάθειά μου στην περιοχή της λογοτεχνίας— δεν έβρισκε πρόσβαση στην Επιθεώρηση με κανένα από τα μέρη που τό απαρτίζουν. Από τη μιοί μεριά η έντυπη μορφή, με την απόσταση που δίνει στον συγγραφέα από το κείμενο, έχει μια αξία που δεν συγκρίνεται με τίποτε. Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι το κείμενο στην έντυπη μορφή θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο μιας δημόσιας συζήτησης, που —όσο ανεπαρκείς και αν είναι οι εδώ συνομιλητές μου—θα αντιστάθμιζε κάπως την απομόνωση στην οποία εργάζομαι. Το κέντρο βάρους μιας τέτοιος δημοσίευσης θα το έβλεπα στη θεωρία του πλάνητα, που τη θεωρώ απαραίτητο μέρος του Baudelaire. Δεν μιλώ διόλου για ένα κείμενο χωρίς τροποποιήσεις. Ως επίκεντρο θα έπρεπε να αναδειχθεί ευκρινέστερα απ’ ό,τι στο σημερινό κείμενο η κριτική της έννοιας της μάζας, όπως γίνεται απτή από τη σύγχρονη μεγαλούπολη. Αυτή η κριτική, που την ξεκινώ στις παραγράφους για τον Ουγκό, θα έπρεπε να ενοργανωθεί βάσει της ερμηνείας σημαντικών λογοτεχνικών μαρτυριών. Ως υπόδειγμα έχω στον νου μου το κομμάτι που αναφέρεται στον « 'Ανθρωπο του πλήθους». Η ευφημιστική ερμηνεία της μάζας —η φυσιογνωμική της θεώρηση—θα έπρεπε να γίνει πιο εναργής με την ανάλυση της νουβέλας του Ε. Τ. Α. Χόφμαν που αναφέρεται στο κείμενο.' Γ ια τον Ουγκό πρέπει να βρεθεί μια λεπτομερέστερη διευκρίνιση. Αποφασιστική σημασία έχει η θεωρητική συνέχεια στην ανάπτυξη αυτών των απόψεων της μάζας· η κλιμάκωση υποδηλώνεται στο κείμενο, αλλά δεν αναδεικνύεται επαρκώς. Στην κορυφή της βρίσκεται ο Ουγκό, όχι ο Μπωντλαίρ. Στις εμπειρίες του παρόντος με τη μάζα ανταποκρίθη- κε σε μεγάλο βαθμό. Ο δημαγωγός είναι συστατικό της ιδιοφυίας του. Βλέπετε ότι ορισμένα από τα σημεία που θίγει η κριτική σας μου φαίνονται πειστικά. Φοβούμαι βέβαια ότι μια άμεση διόρθωση
250 ΤΕΟΝΤΟΡ Β. ΑΝΤΟΡΝΟ - ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
υπό την προαναφερόμενη έννοια θα ήταν παρακινδυνευμένη. Η ελλιπής θεωρητική διαφάνεια, την οποία δικαιολογημένα επισημαίνετε, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο μια (χναγχχίχ συνέπεια της φιλολογικής μεθόδου που κυριαρχεί σε αυτό το κεφάλαιο. Τη βλέπω μάλλον ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι αυτή η μέθοδος δεν κατονομάζεται ως τέτοια. Αυτό το ελάττωμα ανάγεται εν μέρει στην τολμηρή απόπειρα να γράψω το δεύτερο μέρος του βιβλίου πριν από το πρώτο. Μόνον έτσι μπορούσε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η φαντασμαγορία περιγράφεται αντί να διαλύεται μέσα στην κατασκευή. — Οι προαναφερόμενες διορθώσεις θα κάνουν καλό στο δεύτερο μέρος, όταν αυτό έχει αγκυρωθεί από όλες τις μεριές μέσα στο συνολικό πλαίσιο. Ένας έλεγχος της συνολικής κατασκευής θα είναι συνεπώς το επόμενο βήμα μου.
[...]Έρχομαι τώρα στο ερώτημά σας, τι σχέση μπορεί να έχει η
αναπτυσσόμενη σε αυτό το δοκίμιο21 άποψή σας με αυτή που παρουσιάζεται στο κεφάλαιο για τον πλάνητα. Η εναισθητική ταύτιση με το εμπόρευμα εμφανίζεται στην αυτοπαρατήρηση ή την εσωτερική εμπειρία ως εναισθητική ταύτιση με την ανόργανη ύλη: αυθεντικός μάρτυρας είναι εδώ, εκτός από τον Μπωντλαίρ, ο Φλωμπέρ με την Tentation2 του. Κατά βάση όμως η εναισθητική ταύτιση με το εμπόρευμα πρέπει να είναι η εναισθητική ταύτιση με την ανταλλακτική αξία. Πράγματι, όταν μιλούμε για την «κατανάλωση» της ανταλλακτικής αξίας, δύσκολα θα μπορούσαμε να φάντασθούμε οτιδήποτε άλλο εκτός από την εναισθητική ταύτιση με αυτή. Εσείς λέτε: «Κατά βάθος ο καταναλωτής λατρεύει τα χρήματα που ο ίδιος ξόδεψε για να αγοράσει το εισιτήριο για τη συναυλία με τον Toscanini». Η εναισθητική ταύτιση με την ανταλλακτική αξία μετατρέπει ακόμη και τα κανόνια σε ένα αντικείμενο κατανάλωσης που είναι πιο ευχάριστο από το βούτυρο. Όταν ο λαός λέει για κάποιον ότι «ζυγίζει πέντε εκατομμύρια μάρκα», τότε η ίδια η κοινότητα του λαού [Volksgemeinschaft] πρέπει να αισθάνεται τώρα ότι ζυγίζει μερικές εκατοντάδες δισεκατομμυρίων. Εναισθητικά έρχεται στη θέση αυτών των εκατοντάδων δισεκατομμυρίων. Με μια τέτοια διατύπωση
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 251
φθάνει ίσως στον κανόνα που διέπει αυτή τη συμπεριφορά. Έχω στον νου μου τον κανόνα του τυχερού παιγνιδιού. Ο παίκτης εναισθά- νεται άμεσα τα ποσά με τα οποία προτείνει το μέτωπό του στον πάγκο ή στον συμπαίκτη. Το τυχερό παιγνίδι, ως κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο, έδρασε με ρηξικέλευθο τρόπο υπέρ της εναισθητικής ταύτισης με την ανταλλακτική αξία, όπως ακριβώς και οι παγκόσμιες εκθέσεις. (Αυτές ήταν το πρότυπο σχολείο όπου οι εκτοπισμένες από την κατανάλωση μάζες έμαθαν να ταυτίζονται εναισθητικά με την ανταλλακτική αξία.)
[...]
Όπως πάντα, πολύ εγκάρδια δικός σας Βάλτερ
3. Επιστολή του Αντόρνο στον Μπένγιαμιν
Νέα Τόρκη, 1.2.1939
Αγαπητέ Βάλτερ,Αυτή τη φορά η καθυστέρηση του γράμματός μου δεν έχει να
κάνει διόλου με θεωρητικά ζητήματα. Οφείλεται στα νεότερα γεγονότα στη Γερμανία.
[·.·]Σχετικά με τον Baudelaire: αν σας καταλαβαίνω σωστά, η πρό
τασή σας είναι να δημοσιεύσουμε το δεύτερο μέρος του μερικού χειρογράφου που έχουμε στα χέρια μας (με τη γενική επιγραφή «Ο πλάνης») με ορισμένες αλλαγές, και μάλιστα σε μια μορφή τόσο τροποποιημένη ώστε να ανταποκρίνεται στα θεωρητικά ενδιαφέροντα που πρόβαλα. Με αυτή την πρόταση είμαι κατά βάση σύμφωνος, με μία επιφύλαξη: αυτό το κεφάλαιο να μην ξεπερνά την έκταση που έχει τώρα. Αν σε μερικά σημεία είναι ανάγκη να γίνουν συμπληρώσεις,
252 TEONTOP B. ANTOPNO - ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
θα ήταν ίσως δυνατόν να εξοικονομηθεί αρκετός χώρος σε άλλα σημεία, τα οποία μέσα στα όρια ενός τέτοιου δοκιμίου δύσκολα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν (έχω στον νου μου κυρίως το τελευταίο μέρος).
' Ισως θα ήταν σκόπιμο να κάνω και ορισμένες επιμέρους παρατηρήσεις σχετικά με το κείμενό σας, που θα δείχνουν πώς περίπου φαντάζομαι τις αλλαγές. Η πρώτη πρόταση του κεφαλαίου είναι αυτή που μου φαίνεται ότι προκαλεί ιδιαίτερα τον κίνδυνο της υποκει- μενοποίησης της φαντασμαγορίας, και εδώ θα ήταν ασφαλώς πολύ χρήσιμο να προστεθούν μερικές καλοζυγισμένες φράσεις για την ένταξή της στη φιλοσοφία της ιστορίας. Η μετάβαση από τις φυσιολογίες στο εξωτερικό ήθος του πλάνητα δεν μου φαίνεται εντελώς πειστική, αφ’ ενός επειδή ο μεταφορικός χαρακτήρας της έκφρασης «βοτάνισμα πάνω στην άσφαλτο» δεν συμφωνεί, νομίζω, με τον χαρακτήρα της αντικειμενικής πραγματικότητας, τον οποίο οι κατηγορίες της φιλοσοφίας της ιστορίας λαμβάνουν κατ’ ανάγκη στο κείμενό σας, αφ ’ ετέρου όμως και επειδή η ώς έναν βαθμό τεχνολογική επισήμανση της στενότητας των πεζοδρομίων για την αιτιολόγηση των στοών δεν μου φαίνεται ότι επιτυγχάνει αυτό που ειδικά εδώ θελήσατε να επιτύχετε. Νομίζω πάντως ότι εδώ δεν θα μπορούσε κανείς να μη λάβει υπόψη τα ειδικά ενδιαφέροντα που παρακίνησαν τους ιδιοκτήτες των κτιρίων να κατασκευάσουν από κοινού στοές. Αυτό το ζητούμενο συμπίπτει εξάλλου ακριβώς με το άλλο αίτημα, η κατηγορία της στοάς να μην εισαχθεί ως «τρόπος συμπεριφοράς» του περιφερόμενου ανθρώπου των' γραμμάτων, αλλά αντικειμενικά. Το τέλος της παραγράφου για τις στοές [... ] περικλείει πάλι τον σοβαρό κίνδυνο του μεταφορικού χαρακτήρα: εδώ νομίζω ότι η παιγνιδίστικη παρομοίωση εμποδίζει αντί να βοηθεί την ταύτιση. Η εισαγωγική πρόταση της επόμενης παραγράφου («ανησυχητικές») δεν μου είναι εντελώς κατανοητή. Μήπως οι φυσιολογίες είναι μάλλον καθησυχαστικές; Για τον ακόλουθο παραγωγικό συλλογισμό σε συνάρτηση με την περικοπή του Ζίμμελ εξέφρασα ήδη τις αμφιβολίες μου. Καταλήγουν και πάλι στη διαπίστωση ότι σε ένα σημείο του κειμένου αντιδράσεις των ανθρώπων —εδώ πρόκειται για
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 253
τον φόβο που προκαλεί το ανήκουστο και ορατό—θεωρούνται άμεσα και χωρίς περιστροφές υπεύθυνες για φαινόμενα που δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μόνον ως κοινωνικά διαμεσολαβημένα. Αν η αιτιολόγηση των φυσιολογιών μέσα από την τάση περισπασμού της αντίδρασης είναι για σας πολύ γενική —κάτι που μπορώ κάλλιστα να κατανοήσω—, τότε μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί με την ιδέα ότι σε εκείνη τη φάση οι ίδιοι οι άνθρωποι λαμβάνουν την όψη του εμπο- ρευματικού εκθέματος την οποία ξεδιπλώνουν μπροστά τους οι φυσιολογίες, και αυτό θα μπορούσε ίσως να εισαχθεί σε συνάρτηση με τη μόδα ως ιδέα της πανταχόθεν θεωρησιμότητας. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι στον θησαυρό των Passagen δεν βρίσκονται γι ’ αυτή την περίπτωση πιο καλοτροχισμένα σπαθιά από την περικοπή του Ζίμμελ. Σχετικά με την ακόλουθη πολύ παράξενη περικοπή του Foucaud έχω να παρατηρήσω ότι το πλαίσιο στο οποίο το παραθέτετε μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι απλώς την ειρωνεύεστε, ενώ κατά τη γνώμη μου το ζητούμενο είναι από αυτή ακριβώς την απάτη να αποσπασθεί ένας κόκκος αλήθειας, δηλαδή η σωστά παρατηρημένη αντιπάθεια του προλετάριου για την «αναψυχή» και την αστική φύση ως απλά συμπληρώματα της εκμετάλλευσης. Στη νέα παράγραφο θα ήθελα να εκφράσω την ιδιοσυγκρασιακή μου αποστροφή απέναντι στην έννοια της γνήσιας εμπειρικής γνώσης, και εδώ είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου. Αρκεί μόνο να φαν- τασθώ τη συμφωνία του [Ζίγκφριντ] Κρακάουερ με αυτή την έκφραση, για να έχω τη βεβαιότητα ότι εσείς θα τη συμπεριλάβετε στον πίνακα των απαγορευμένων εκφράσεων.
Σχετικά με το ακόλουθο μέρος, περίπου από την περικοπή του Μπαλζάκ μέχρι τη σ. [53], θέλω να ανακοινώσω μερικές σκέψεις που έκανα παρακινημένος από την εργασία σας και από την ανάγνωση του Σαντ και, πρόσφατα πάλι, του Μπαλζάκ. Θα ήθελα όμως να τονίσω προκαταβολικά ότι το βαθύτερο πρόβλημα αναφορικά με την τυπολογία των ανθρώπων —δηλαδή ότι στη φαντασμαγορία κατά βάθος οι άνθρωποι ενός τύπου μοιάζουν μεταξύ τους— μου φαίνεται πως εδώ θίγεται μεν, αλλά κατά κανέναν τρόπο δεν έχει λυθεί. Και όμως η πυξίδα μου μού λέει ότι εδώ, περίπου κατά την
254 ΤΕΟΝΤΟΡ Β. ΑΝΤΟΡΝΟ - ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
περιγραφή των μικρών υπαλλήλων από τον Πόε, βρίσκεται το σημείο όπου το σημερινό κείμενο επικοινωνεί πράγματι με τις κρυφές προθέσεις των Passagen. — Θα ξεκινήσω από την κριτική της αντίθεσης μεταξύ του Μπαλζάκ και του Δον Κιχώτη, όπως τη βλέπει ο Λούκατς23. Ο Μπαλζάκ είναι ο ίδιος ένας τύπος Δον Κιχώτη. Οι γενικεύσεις του καταλήγουν στο σημείο να μεταμορφώνουν μαγικα την αλλοτρίωση του καπιταλισμού σε κάτι που έχει «νόημα», με παρόμοιο τρόπο όπως πράττει ο Δον Κιχώτης με τη διαφημιστική ταμπέλα του κουρέα. Η τάση του Μπαλζάκ να διατυπώνει απεριόριστες αποφάνσεις έχει την αιτία της σε αυτό το γεγονός. Προέρχεται από τον φόβο του ενόψει της ομοιότητας της ενδυμασίας των αστών. Όταν λόγου χάρη λέει ότι μπορεί κανείς στον δρόμο με την πρώτη ματιά να αναγνωρίσει τη μεγαλοφυΐα, με αυτό προσπαθεί, παρά την ομοιομορφία της ενδυμασίας, μέσα από την περιπέτεια του μαντέματος να βεβαιωθεί πάλι για την αμεσότητα. Η περιπέτεια και το μπαλζακικό μάντεμα του κόσμου των πραγμάτων σχετίζονται όμως πολύ στενά με τη χειρονομία του αγοραστή. Όπως αυτός κοιτάζει τα εκτεθειμένα στις προθήκες εμπορεύματα, από τα οποία τον χωρίζει το τζάμι, για να εκτιμήσει αν αξίζουν την τιμή τους, αν είναι αυτό που δείχνουν, έτσι φέρνεται και ο Μπαλζάκ απέναντι στους ανθρώπους, που τους εξετάζει ως προς την τιμή αγοράς τους και ταυτόχρονα τούς αφαιρεί τη μάσκα που τους φόρεσε η αστική ομοιομορφία της ενδυμασίας. Κοινό σημείο αυτών των δύο διαδικασιών είναι η εικοτολογική σκόπευση. Όπως στην εποχή της εικοτολογικής κερδοσκοπίας είναι πιθανές οι διακυμάνσεις των τιμών, που μπορούν να κάνουν την απόκτηση του εμπορεύματος της] προθήκης μεθυστικό κέρδος ή να σημαίνουν ότι ο αγοραστής έπεσε ’ θύμα απάτης, έτσι γίνεται και με τους φυσιολόγους. Το ποσοστό κινδύνου που επωμίζονται οι απεριόριστες αποφάνσεις του Μπαλ- j ζάκ είναι εξίσου μεγάλο με εκείνο που επωμίζεται ο κερδοσκόπος στο χρηματιστήριο. Γιαυτό δεν είναι τυχαίο ότι η προαναφερόμενη, παρόμοια με εκείνες του Μπαλζάκ, απεριόριστη απόφανση του Σαντ,; σχετίζεται ακριβώς με τον κερδοσκόπο. Ένας χορός μεταμφιεσμένων στον Μπαλζάκ μπορεί να μοιάζει πολύ με μια μέρα ανατίμηι
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 255
των μετοχών στο χρηματιστήριο της εποχής του. Η θέση για το δονκιχωτικό στοιχείο του θα μπορούσε ίσως να διαμεσολαβηθεί από τον Ντωμιέ, οι τύποι του οποίου, όπως πρέπει να έχετε παρατηρήσει και στην εργασία σας για τον Φουκς24, μοιάζουν τόσο πολύ με τους μπαλζακικούς, όπως και στα θέματα των ελαιογραφιών του ο Δον Κιχώτης βρίσκεται στο επίκεντρο. Μου φαίνεται λοιπόν πολύ πιθανόν ότι οι «τύποι» του Ντωμιέ σχετίζονται άμεσα με τις απεριόριστες αποφάνσεις του Μπαλζάκ, θα ήθελα μάλιστα να πω ότι είναι το ίδιο πράγμα. Η γελοιογραφία του Ντωμιέ είναι μια εικοτολογική περιπέτεια πολύ παρόμοια με τις ξαφνικές επιθέσεις ταύτισης που αποτολμά ο Μπαλζάκ. Είναι η προσπάθεια να διαφραγεί με τη μέθοδο της φυσιογνωμικής το κάλυμμα της ομοιότητας. Η φυσιογνωμική ματιά που ξεχωρίζει άμετρα τη διαφέρουσα λεπτομέρεια έναντι της ομοιομορφίας δεν έχει άλλη σημασία από την προσπάθεια διάσωσης του μερικού μέσα στο γενικό. Ο Ντωμιέ πρέπει να γελοιο- γραφεί και να παριστάνει «τύπους», ώστε να μπορεί να ισχυρίζεται εικοτολογικά ότι ο κόσμος των πάντοτε-ίδιων κοστουμιών είναι ακόμη τόσο περιπετειώδης όσο φαινόταν στον Δον Κιχώτη ο κόσμος κατά την πρώτη περίοδο του αστισμού. Εδώ η έννοια του τύπου έχει ιδιαίτερη σημασία, καθόσον στην εικόνα του ιδιαίτερου, -όπως τη σκιαγραφούν οι πολύ μεγάλες μύτες ή οι αιχμηροί ώμοι, πρέπει να διατηρηθεί ταυτόχρονα η εικόνα του γενικού, ακριβώς όπως ο Μπαλζάκ, όταν περιγράφει τον Νυσανζέν, θα έχει την τάση να παρουσιάσει τις εκκεντρικότητές του ως ιδιότητες ολόκληρου του γένους των τραπεζιτών. Με τον τύπο νομίζω ότι επιδιώκεται όχι μόνο να ξεχωρισθεί το άτομο μέσα από την ομοιομορφία, αλλά και το ίδιο το πλήθος να γίνει σύμ-μετρο στην ξένη ματιά του κερδοσκόπου, καθώς οι μαζικές κατηγορίες, που ταξινομούνται σε τύπους, προβάλλονται τρόπον τινά ως είδη και ποικιλίες της φυσικής ιστορίας. Θέλω ακόμη νά προσθέσω ότι στον Πόε υπάρχει ένα ισοδύναμο και αυτής της τάσης σε εκείνη τη θέση στην οποία οφείλει τη γένεση του το διήγημα «Gold bug» [Ο χρυσοκάνθαρος], η μοναδική εξάλλου μεγάλη εμπορική επιτυχία στη ζωή του, ότι είναι δυνατόν δηλαδή να αποκρυπτογραφηθεί κάθε μουσική γραφή, όσο περίπλοκη και αν εί
256 TEONTOP B. ΑΝΤΟΡΝΟ - ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ναι. Εδώ η μυστική γραφή είναι προφανώς μια εικόνα του πλήθους, και τα κρυπτογραφικά της σημεία θα αντιστοιχούσαν στους «τύπους» του Μπαλζάκ και του Ντωμιέ. Είναι σχεδόν περιττό να πω πόσο αυτό και η αντίληψη του πλήθους ως μυστικής γραφής ταιριά- : ζουν με την αλληγορική πρόθεση στον Μπωντλαίρ. Εξάλλου ο Πόε εκπλήρωνε πράγματι την υπόσχεσή του να αποκρυπτογραφεί κάθε μυστική γραφή που του παρουσίαζαν. Αυτό δεν θα μπορούσε κανείς να το φαντασθεί στις περιπτώσεις του Μπωντλαίρ ή του Μπαλζάκ, μια σκέψη που θα μπορούσε ασφαλώς να συμβάλει στη δική σας θεωρία γύρω από το ερώτημα γιατί υπάρχουν αστυνομικές ιστορίες του Πόε και όχι του Μπωντλαίρ. Η σύλληψη των ανθρώπων ως : κρυπτογραφημάτων παίζει ένα ρόλο και στον Κίρκεγκωρ· εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε την έννοια του «κατάσκοπου» που χρησιμοποιεί.
Με ενθουσίασε πολύ η σ. [50], και ένα από τα ευτυχέστερα σημάδια της εργασίας σας είναι ότι το χωρίο από το φυλλάδιο του εκδοτι- ' κού οίκου που παραθέτετε, προπάντων το τέλος του, διαβάζεται σαν να ήταν ήδη η δική σας ερμηνεία. Σε αυτό το σημείο η σχέση μεταξύ . του πραγματολογικού και του αληθειακού περιεχομένου είναι όντως \ εντελώς διαφανής. — Η καταγραφή των στοιχείων του Πόε από τον | Βαλερύ στη σ. [52], όπως διαβάζεται στα γερμανικά, και χωρίς ερμηνεία, φαίνεται κάπως απότομη. Στην [ίδια σελίδα] δεν γίνεται εν» 'ϊ τελώς πειστική η οροθέτηση του Μπωντλαίρ απέναντι στο αστυνο- j μικό μυθιστόρημα με την παραπομπή στη «δομή των ορμών». Είμαι | βέβαιος ότι μια απόπειρα πραγματοποίησης αυτής της οροθέτησης ̂βάσει αντικειμενικών κατηγοριών θα ήταν εξαιρετικά γόνιμη. Τις παραγράφους για τη «Διαβάτισσα» και ιδιαίτερα για το ίχνος τις θεωρώ πολύ επιτυχείς. Υπέροχο είναι το κλείσιμο στις σ. [57-58], ακριβώς πριν από τις παρατηρήσεις για τον « 'Ανθρωπο του πλήθους».
Ό ,τι θα είχα να πω για τις τελευταίες περιέχεται ήδη στις σημειώσεις μου για τον τύπο. Θα προσθέσω μόνον, αναφερόμενος στη σ. [59], ότι τον 19ο αιώνα υπήρχαν καφενεία στο Βερολίνο ακριβώς όχι όμως στο Λονδίνο, όπου δεν υπάρχουν ούτε σήμερα, όπως
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 257
υπάρχουν και στην Αμερική. (Ο ίδιος ο Πόε δεν είχε πάει μάλλον ποτέ στο Λονδίνο.)25
Η ερμηνεία της ομοιομορφίας των τύπων θα μπορούσε μάλλον να δοθεί στη σ. [61], όπου γίνεται λόγος για την υπερβολή της ομοιομορφίας· ακριβώς αυτή η υπερβολή και η σχέση της προς τη γελοιογραφία θα αποτελούσαν δηλαδή το αντικείμενο της ερμηνείας. Η περιγραφή της λιθογραφίας του Σενεφέλντερ26 είναι εξαιρετικά ωραία, αλλά ασφαλώς απαιτεί και αυτή μια ερμηνεία. Είναι αυτονόητο ότι με γοήτευσε ιδιαίτερα το σημείο που αναφέρεται στην αντανακλαστική συμπεριφορά (σ. [64]), κάτι που μου ήταν εντελώς άγνωστο, όταν έγραφα την εργασία για τον φετιχισμό27. Επειδή πρόκειται για ένα σημαντικότατο πολιτικό θέμα που εντάσσεται στη φιλοσοφία της ιστορίας, θα μπορούσε κανείς εδώ να παρατηρήσει ότι, όπως οι αστυνομικές ιστορίες περιέχουν στην αρχή τη φιγούρα του τέλους τους, έτσι και εδώ υπάρχει μια ματιά που διαπερνώντας την κοσμητική επίδειξη του φασισμού διεισδύει στους χώρους βασανιστηρίων του στρατοπέδου συγκέντρωσης.
(Σε αυτό το πλαίσιο: Ένα από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι ότι στη Βαρκελώνη επαναλήφθηκε αυτό που είχε συμβεί ήδη ένα χρόνο νωρίτερα στη Βιέννη: το γεγονός ότι οι φασίστες κατα- κτητές έγιναν δεκτοί με επευφημίες από τις ίδιες μάζες που την παραμονή επευφημούσαν τους αντιπολιτευόμενους.)
Όσον αφορά το υπόλοιπο μέρος της εργασίας δεν θα μπω σε λεπτομέρειες: στην περίπτωση της θεωρίας των εμπορευμάτων δεν μπορώ να είμαι εντελώς αμερόληπτος, γιαυτό δεν αισθάνομαι ότι έχω τις προϋποθέσεις για να κάνω προτάσεις. Θα ήθελα πάντως να σημειώσω ότι η έννοια της εναισθητικής ταύτισης με την ανόργανη ύλη δεν αποδίδει το αποφασιστικό σημείο. Τα πράγματα εδώ στην Επιθεώρηση [Κοινωνικής Έρευνας] είναι φυσικά επισφαλή,· αφού δικαιολογημένα απαιτείται για κάθε απόφανση η απόλυτη μαρξιστική νομιμοποίησή της. Σε συνεργασία με τον Μαξ, και με πολύ κόπο, αναδιατύπωσα και τη δική μου θέση για την αντικατάσταση της ανταλλακτικής αξίας, μετριάζοντας την ιταμότερη διατύπωση του αρχικού σχεδιάσματος, και αν η απόσταση που χωρίζει τους αν
258 TEONTOP B. ANTOPNO - ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
θρώπους μπορεί ποτέ να θεωρηθεί αντικειμενικό εμπόδιο, αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της δικής σας θεωρίας για την ψυχή του εμπορεύματος. Σήμερα θα ήθελα μόνο να σας παρακαλέσω να αφιερώσετε ακόμη μια φορά και με τη μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση την προσοχή σας σε αυτή τη θεωρία και ιδιαίτερα να την αντιπαρα- βάλετε με το κεφάλαιο του πρώτου τόμου [του Κεφαλαίου] του Μαρξ. Διαφορετικά θα έχουμε μπελάδες, ιδιαίτερα στη σ. [66], τέλος της πρώτης και αρχή της δεύτερης παραγράφου. Για το παράθεμα του Μπωντλαίρ (σ. [67]) στο κείμενο θα ήθελα να πω μόνον ότι η έννοια του imprivu είναι η κεντρική έννοια της αισθητικής στη μουσική του Μπερλιόζ (που διέπει ολόκληρη τη σχολή του Μπερ- λιόζ και κυρίως τον Ρίχαρντ Στράους). Το παράθεμα του Ένγκελς (σ. [68]) δεν το θεωρώ τόσο μεγάλο εύρημα, και όταν έχω στον νου μου συντομεύσεις, το πρώτο που σκέφτομαι είναι μάλλον αυτό το σημείο. (Ο Λόβενταλ πρότεινε ήδη να διαγραφεί το πρώτο μισό της περικοπής, εγώ από τη μεριά μου θα προτιμούσα να θυσιασθεί εντελώς.) Για τη θέση σχετικά με την εργατική δύναμη ως εμπόρευμα (σ. [70]) ισχύουν όσα σημείωσα πιο πάνω: προσοχή! Δεν αισθάνομαι πολύ άνετα εκεί όπου ο Μπωντλαίρ χαρακτηρίζεται με βάση την τάξη των μικροαστών. Γ ενικά μου φαίνεται ότι η παράγραφος για το πλήθος δεν έχει ακριβώς την ίδια πυκνότητα όπως η προηγούμενη και θα της έκανε καλό να την τροφοδοτήσετε με μερικά εφόδια από το θησαυροφυλάκιό σας. Στην τελευταία παράγραφο πριν από τον Ουγκό θα ήθελα να εκφράσω την ελαφρά αμφιβολία αν η εξαιρετική στροφή του ποιήματος του Μπρεχτ μπορεί πράγματι να αποδοθεί στον Σέλλεϋ, ο οποίος δεν χαρακτηρίζεται γενικά από αμεσότητα και σκληρότητα. Θα έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει αντιπαραβολή με το πρωτότυπο28.
Κάπως αμήχανος είμαι απέναντι στην κατακλείδα (μετά τη σ. [74]). Δεν θα θυμώσετε μαζί μου, αν σας πω ότι ολόκληρο το μέρος για τον Ουγκό, παρά τις επανειλημμένες και προσεκτικές αναγνώσεις, δεν είναι πράγματι πλαστικό και δεν έχει βρει όντως τη σωστή σημασία του μέσα στην κατασκευή του όλου; Δεν αμφιβάλλω ότι εδώ υπάρχουν πολύ αξιόλογες θεματικές ιδέες. Όταν όμως έλεγα
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 259
ότι μερικά θέματα δύσκολα μπορούν να αναπτυχθούν στο πλαίσιο αυτού του δοκιμίου, είχα στον νου μου κυρίως το μέρος που αναφέ- ρεται στον Ουγκό. Θα μπορούσε να βρει τη θέση του σε ένα κείμενο που θα είχε ως κεντρική κατηγορία την εικόνα του πλήθους. Αν όμως αποφασίσουμε να δημοσιεύσουμε το δεύτερο κεφάλαιο με ορισμένες τροποποιήσεις, τότε πάντως η εικόνα του πλήθους από τη σκοπιά της φιλοσοφίας της ιστορίας δεν θα ήταν θεματικά τόσο κεντρική ώστε να στηρίζεται σε αυτή η παρέμβαση για τον Ουγκό. Η απλή εκτίμηση, ότι σε ένα περιορισμένο δοκίμιο για τον Μπωντλαίρ δεν μπορεί να διατίθεται δυσανάλογα μεγάλος χώρος για έναν άλλον συγγραφέα, δεν μπορεί ασφαλώς να αγνοηθεί. Γιαυτό λοιπόν η πρότασή μου είναι να ολοκληρωθούν αυτά τα σημεία, το μέρος που ανα- φέρεται στο πλήθος να εμπλουτισθεί έτσι ώστε να αποτελέσει μια γλαφυρή κατακλείδα και ο Ουγκό να κρατηθεί ή για το βιβλίο πάνω στον Μπωντλαίρ ή για τις ίδιες τις Passagen.
[ · . . ]
Δικός σας
4. Επιστολή του Μπένγιαμιν στον Αντόρνο
Παρίσι, 23.2.1939
Αγαπητέ Τέντυ,On est philologue ou on ne Test pas. To πρώτο που έκανα όταν
μελετούσα το τελευταίο σας γράμμα ήταν να ανατρέξω στον σημαντικό φάκελο με τις παρατηρήσεις σας πάνω στις Passagen. Η ανάγνωση αυτών των εν μέρει παλαιών επιστολών ήταν μια μεγάλη ενίσχυση: διέκρινα πάλι ότι τα θεμέλια δεν αποσαθρώθηκαν με τον καιρό και παρέμειναν άθικτα. Προπάντων όμως αναζήτησα σε αυτές τις παλαιότερες παρατηρήσεις σας εξηγήσεις σχετικά με το τελευ
260 ΤΕΟΝΤΟΡ Β. ΑΝΤΟΡΝΟ - ΒΑΑΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ταίο σας γράμμα, ιδιαίτερα για τις σκέψεις σας γύρω από τον τύπο.« Όλοι οι κυνηγοί μοιάζουν μεταξύ τους», είχατε γράψει στις 5
Ιουνίου 1935 με την ευκαιρία μιας παραπομπής στον Μωπασσάν. Αυτό οδηγεί σε μια κυψελίδα του πράγματος, στην οποία προς στιγμήν μου είναι δυνατόν να εγκατασταθώ, ξέροντας οτι η Σύνταξη περιμένει ένα δοκίμιο για τον πλάνητα. Με έναν τέτοιο προσανατολισμό δώσατε στο γράμμα μου την ευτυχέστερη ερμηνεία. Χωρίς να εγκαταλείψω τη θέση που πρέπει να καταλάβει αυτό το κεφάλαιο μέσα στο βιβλίο για τον Μπωντλαίρ, μπορώ τώρα -καθώς έχουν διασφαλισθεί οι πιο καταφανείς κοινωνιολογικές διαγνώσεις—να αφιερωθώ στον καθορισμό του πλάνητα μέσα στο γενικό πλαίσιο των Passagen διατηρώντας τη συνήθη μορφή της μονογραφίας. Παραθέτω δύο αναφορές που δείχνουν πώς το σκέφθηκα.
Η ταυτότητα29 είναι μια κατηγορία της γνωστικής διαδικασίας· υπό την αυστηρή έννοια δεν τη διαπιστώνει ποτε η νηφαλια αντίληψη. Η υπό την αυστηρή έννοια νηφάλια, η απαλλαγμένη από κάθε πρότερη κρίση αντίληψη συναντά στην πιο ακραία περίπτωση πάντοτε μόνο κάτι όμοιο. Μια τέτοια προκατάληψη, που κατά κανόνα συνοδεύει την αντίληψη χωρίς να τη βλάπτει, μπορεί σε εξαιρετικες περιπτώσεις να ενοχλήσει. Μπορεί να σφραγίσει τον αντιλαμβανό- μενο ως μη νηφάλιο. Είναι η περίπτωση του Δον Κιχώτη, που με τα ιπποτικά μυθιστορήματα πήραν τα μυαλά του αέρα. Μπορεί να συναντήσει τα πιο διαφορετικά πράγματα: βλέποντάς τα διαπιστώνει πάντα το ίδιο, την περιπέτεια που περιμένει τον περιπλανώμενο ιππότη. Και τώρα ο Ντωμιέ: αυτός ζωγραφίζει, όπως πολύ σωστά υποδηλώνετε, στο πρόσωπο του Δον Κιχώτη το δικό του ομοίωμα. Και ο Ντωμιέ συναντά διαρκώς ένα και το αυτό πράγμα- σε όλα τα κεφάλια των πολιτικών, των υπουργών και των δικηγόρων αντιλαμβάνεται το ίδιο, τη χυδαιότητα και μετριότητα της αστικής τάξης. Σημαντικό όμως σε αυτή την περίπτωση είναι προπάντων τούτο: η παραίσθηση της ταυτότητας (η οποία διακόπτεται από τη γελοιογραφία μόνο και μόνο για να αποκατασταθεί αμέσως- διότι όσο περισσότερο μια υπερβολικά μεγάλη μύτη απέχει από το κανονικό, τόσο καλύτερα θα δείχνει, ως μύτη καθ ’ εαυτή, τη χαρακτηριστική
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 261
ιδιοτυπία του ρινοφόρου ανθρώπου) είναι στην περίπτωση του Ντωμιέ, όπως και του Θερβάντες, μια κωμική υπόθεση. Το γέλιο του αναγνώστη σώζει στο πρόσωπο του Δον Κιχώτη την τιμή του αστικού κόσμου, καθώς σε σύγκριση με αυτόν ο ιπποτικός κόσμος παρουσιάζεται ομοιόμορφος, μονότονος και απλοϊκός. Το γέλιο του Ντωμιέ στρέφεται, απεναντίας, κατά της τάξης των αστών ο ίδιος βλέπει τι κρύβεται πίσω από την ταυτότητα-ισότητα, για την οποία η αστική τάξη καυχιέται: είναι η κούφια egalite, όπως διαδιδόταν ως παρατσούκλι του Louis Philippe30. Τόσο ο Θερβάντες όσο και ο Ντωμιέ ξεπαστρεύουν με το γέλιο την ισότητα, που τη συλλαμβάνουν ως ιστορικό ψεύδος. Η ταυτότητα-ισότητα έχει άλλο κύρος στον Πόε, πόσο μάλλον στον Μπωντλαίρ. Στον «Άνθρωπο του πλήθους» εμφανίζεται ακόμη αστραπιαία η δυνατότητα ενός κωμικού εξορκισμού. Στον Μπωντλαίρ δεν γίνεται καν λόγος για κάτι τέτοιο. Απεναντίας, υποβοήθησε τεχνητά την ιστορική παραίσθηση της ταυτότητας-ισότητας, που είχε φωλιάσει με την ανάπτυξη, της εμπορευματικής οικονομίας. Και οι φιγούρες στις οποίες καταστάλαξε ποιητικά σε αυτόν το χασίς μπορούν να απόκρυπτογραφηθούν σε αυτό το πλαίσιο.
Η εμπορευματική οικονομία οπλίζει τη φαντασμαγορία του ενός και του αυτού, η οποία ως χαρακτηριστική ιδιότητα της μέθης επικυρώνεται ταυτόχρονα ως κεντρική φιγούρα της φαινομενικότητας. «Με αυτό το ποτό στο σπλάχνο σου θα βλέπεις σε κάθε θηλυκό την Ελένη». Η τιμή εξισώνει το εμπόρευμα με όσα άλλα μπορούν να α- γορασθούν στην ίδια τιμή. Το εμπόρευμα ταυτίζεται εναισθητικά —και αυτή είναι η αποφασιστική διόρθωση στο κείμενο του καλοκαιριού— όχι μόνο και όχι τόσο με τους αγοραστές όσο προπάντων με την τιμή του. Σε αυτό ακριβώς όμως ο πλάνης προσαρμόζεται στο εμπόρευμα- τη μιμείται οπωσδήποτε· καθώς λείπει η ζήτηση γι ’ αυτόν, δεν υπάρχει δηλαδή τιμή αγοράς, ο ίδιος εγκαθίσταται μόνιμα στο ίδιο το καθεστώς του αγοραίου. Ο πλάνης ξεπερνά κατ ’ αυτό την πόρνη- είναι σαν να βγάζει περίπατο την αφηρημένη της έννοια. Μόνο στην τελευταία ενσάρκωσή του την πληροί: θέλω να πω ως άνθρωπος-σάντουιτς31.
262 TEONTOP B. ANTOPNO - ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Από τη σκοπιά της εργασίας για τον Μπωντλαίρ η μετασκευή θα γίνει ως εξής: Ο ορισμός του σεργιανιού των πλάνητων ως κατάστασης μέθης δικαιώνεται- μαζί με αυτόν και η επικοινωνία με τις εμπειρίες που είχε ο Μπωντλαίρ με τις ναρκωτικές ουσίες- η έννοια του πάντοτε-ίδιου εισάγεται ως το πάντοτε-ίδιο φαινόμενο ήδη στο δεύτερο μέρος, ενώ στον οριστικό της χαρακτήρα, ως η έννοια του πάντοτε-ίδιου γίγνεσθαι, φυλάσσεται για το τρίτο μέρος.
' Οπως βλέπετε, σας είμαι ευγνώμων για τις ιδέες που μου δώσατε σχετικά με τον τύπο. Όπου ξεπέρασα τα όριά τους, αυτό έγι- νε μέσα στο αρχικό πνεύμα των ίδιων των Passagen. Έτσι ο Balzac θα λέγαμε ότι βγαίνει από τη μέση. Η σημασία του εδώ είναι απλώς ανεκδοτική, καθώς δεν αναδεικνύει ούτε την κωμική ούτε τη φρικια- στική πλευρά του τύπου. (Και τα δύο μαζί νομίζω ότι τα κατάφερε στο μυθιστόρημα μόνον ο Κάφκα- σε αυτόν οι μπαλζακικοί τύποι εγκαταστάθηκαν μόνιμα μέσα στη φαινομενικότητα: έγιναν «οι βοηθοί», «οι δημόσιοι υπάλληλοι», «οι κάτοικοι του χωριού», «οι δικηγόροι», απέναντι στους οποίους είναι τοποθετημένος ο Κ. ως ο μοναδικός άνθρωπος και κατά συνέπεια ως ένα ατυποποίητο ον παρά τη μετριότητά του.)
Θα πιάσω σύντομα τη δεύτερη επιθυμία σας, να μην παρουσιάσω τις στοές μόνον ως περιβάλλον του πλάνητα. Μπορώ να αντα- ποκριθώ στην εμπιστοσύνη που έχετε στο αρχείο μου και θα δώσω τον λόγο στις παράξενες ονειροπολήσεις που στα μέσα του αιώνα έχτισαν την πόλη του Παρισιού ως μια σειρά από γυάλινες γαλαρίες, τρόπον τινά από θερμοκήπια. Το όνομα του βερολινέζικου καμπαρέ32 —για το οποίο θα προσπαθήσω να ερευνήσω από πότε χρονολογείται- μας δίνει να καταλάβουμε πώς θα μπορούσε να ήταν η ζωή σε αυτή την ονειρική πόλη. — Το κεφάλαιο για τον πλάνητα θα μοιάζει έτσι περισσότερο με εκείνο που εμφανίσθηκε στον καιρό του μέσα στον φυσιογνωμικό κύκλο, όπου περιβαλλόταν από τις μελέτες για τον συλλέκτη, τον παραχαράκτη και τον παίχτη.
Τις σημειώσεις που κάνετε στα επιμέρους σημεία δεν θα τις εξετάσω σήμερα συστηματικά. Με έπεισε π.χ. η σχετική με την περικοπή του Foucaud. Δεν μπορώ να συμφωνήσω μεταξύ άλλων με την
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 263
επιφύλαξή σας για τον κοινωνικό χαρακτηρισμό του Μπωντλαίρ ως μικροαστού. Ο Μπωντλαίρ ζούσε από μια μικρή πρόσοδο από ιδιοκτησία γης στο Νεϊγύ, την οποία έπρεπε να μοιράζεται με τον ετεροθαλή αδελφό του. Ο πατέρας του ήταν ένας petit maitre που κατά την περίοδο της Παλινόρθωσης είχε μια αργομισθία ως διαχειριστής στον Κήπο του Λουξεμβούργου. Σημαντικό είναι ότι ο Μπωντλαίρ ήταν αποκομμένος σε όλη του τη ζωή από οποιαδήποτε σχέση με τον κόσμο του χρήματος και τους μεγαλοαστούς.
[ ... ]
Πολύ εγκάρδια, ο δικός σας Walter
5. Επιστολή του Αντόρνο στον Μπένγιαμιν
Νέα Τόρκη, 29.2.1940
Αγαπητέ Βάλτερ,Μέ πόσον ενθουσιασμό διάβασα τον Baudelaire σας, το γνωρί
ζετε, και καμμιά από τις τηλεγραφικές ή τις άλλες σύντομες διατυπώσεις που λάβατε σχετικά με αυτό το δοκίμιο δεν περιέχει την παραμικρή υπερβολή. Αυτό ισχύει τόσο για τον Μαξ όσο και για μένα. Πιστεύω ότι δεν θα είναι επίσης υπερβολή να πω ότι αυτή η εργασία είναι η τελειότερη από όσες δημοσιεύσατε μετά το βιβλίο σας για το Μπαρόκ και τη μελέτη σας για τον Κράους. Αν μερικές φορές είχα τύψεις για τη μεμψίμοιρη επιμονή μου, αυτές οι τύψεις της συνείδησης μετατράπηκαν σε καθαρή περηφάνια, και γι ’ αυτό φταίτε εσείς — αυτή τη διαλεκτική πορεία ακολουθούν τα πράγματα σχετικά με την παραγωγή μας. Είναι δύσκολο να εξάρω οποιοδήπο- τε επιμέρους στοιχείο της εργασίας, τόσο κοντά στο επίκεντρο βρίσκονται όλα τα συστατικά της και τόσο επιτυχής είναι η κατασκευή.
264 TEONTOP B. ΑΝΤΟΡΝΟ -ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Θα έχετε μαντέψει όμως ότι το όγδοο και το ένατο κεφάλαιο είναι τα πιο αγαπημένα μου. Η θεωρία του παίχτη είναι, αν επιτρέπετε τη μεταφορική έκφραση, ο πρώτος ώριμος καρπός του τοτεμικού δέντρου των Passagen. Τ ι θησαυρός είναι το κομμάτι για τον φωτοστέφανο, δεν χρειάζεται να σας το πω εγώ. Επιτρέψτε μου να κάνω λίγες μόνο υπογραμμίσεις. Η θεωρία της λήθης και του σοκ εφάπτεται πολύ στενά με μερικά δικά μου μουσικά πράγματα, ιδιαίτερα όσον αφορά την αντίληψη των σουξέ: μια συνάρτηση που ασφαλώς δεν τη θυμόσασταν και που ως επιβεβαίωση με ευχαριστεί ακόμη περισσότερο. Έχω στον νου μου λόγου χάρη το σημείο σχετικά με τη λήθη, τη μνήμη και τη διαφήμιση στο δοκίμιο για τον φετιχισμό. Το ίδιο αισθάνθηκα με την αντιδιαστολή της αντανακλαστικής συμπεριφοράς προς την εμπειρία. Μπορώ να πω ότι όλες μου οι εκτιμήσεις για την υλιστική ανθρωπολογία από τότε που βρίσκομαι στην Αμερική εστιάζονται γύρω από την έννοια του «αντανακλαστικού χαρακτήρα», και οι προθέσεις μας συνδέονται και πάλι πολύ στενά: θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τον Baudelaire σας ως την πρωτοϊστο- ρία του αντανακλαστικού χαρακτήρα.
[ ]Οι λίγες κριτικές παρατηρήσεις που θα είχα να κάνω για τον
Baudelaire δεν έχουν κανένα βάρος. Τις σημειώνω μόνο για λόγους εσωτερικής καταγραφής: Η εισδοχή της φροϋδικής θεωρίας της μνήμης ως προστασίας έναντι ερεθισμάτων και η εφαρμογή της στον Προυστ και τον Μπωντλαίρ δεν μου φαίνεται εντελώς διαυγής. Το πολύ δύσκολο πρόβλημα βρίσκεται στο ζήτημα της ασυνειδητότη- τας της βασικής εντύπωσης, που φέρεται ως αναγκαία ώστε η τελευταία να περιέρχεται στην ακούσια μνήμη (memoire involontaire) και όχι στη συνείδηση. Μπορούμε πράγματι να μιλούμε γι ’ αυτή την ασυνειδητότητα; Η στιγμή της γεύσης του μαντλέν, από την οποία προκύπτει η ακούσια μνήμη του Προυστ είναι πράγματι ασυνείδητη; Έχω την εντύπωση ότι σε αυτή τη θεωρία έχει παραλει- φθεί ένα διαλεκτικό μέλος της αλυσίδας, το ξέχασμα. Το ξέχασμα είναι κατά κάποιον τρόπο η βάση και των δύο, τόσο της σφαίρας της «εμπειρίας» ή της ακούσιας μνήμης όσο και του αντανακλαστικού
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 265
χαρακτήρα, που η ίδια η ξαφνική ανάμνησή του προϋποθέτει το ξέ- χασμα. Αν ένας άνθρωπος μπορεί ή δεν μπορεί να έχει εμπειρίες, αυτό εξαρτάται σε τελευταία ανάλυση από τον τρόπο με τον οποίο ξεχνά. Υπαινίσσεστε αυτό το ζήτημα στη σημείωση όπου διαπιστώνετε ότι ο Φρόυντ δεν κάνει ρητή διάκριση μεταξύ ανάμνησης και μνήμης (διαβάζω τη σημείωση ως κριτική). Δεν θα ήταν ένα από τα καθήκοντα να συνδέσει κανείς όλη την αντίθεση μεταξύ βιώματος και εμπειρίας με μια διαλεκτική θεωρία της λήθης; Θα μπορούσαμε να πούμε: με μια θεωρία της εκπραγμάτισης. Διότι κάθε εκπραγμά- τιση είναι ένα ξέχασμα: Αντικείμενα μετατρέπονται σε υλικά πράγματα τη στιγμή που διατηρούνται χωρίς να είναι από κάθε άποψη παρόντα στη ζωντανή μνήμη, όπου κάτι από αυτά έχει ξεχασθεί. Και τίθεται το ερώτημα κατά πόσο αυτό το ξέχασμα είναι το εμ- πείριογόνο, ή όπως θα έλεγα το επικό ξέχασμα, και κατά πόσο είναι το αντανακλαστικό ξέχασμα. Δεν θέλω να απαντήσω σήμερα σε αυτό το ερώτημα, αλλά μόνο να το θέσω όσο γίνεται ακριβέστερα: ακόμη και επειδή πιστεύω ότι μόνο σε σχέση με το ζήτημα της εκπραγμάτισης θα αποκτήσει η βασική διάκριση του δοκιμίου σας την οικουμενική κοινωνική γονιμότητά της. Εδώ δεν χρειάζεται ασφαλώς να προσθέσω ότι το ζητούμενο δεν είναι να επαναληφθεί και σήμερα η εγελιανή ετυμηγορία κατά της εκπραγμάτισης, αλλά πράγματι μια κριτική της εκπραγμάτισης, δηλαδή μια ανάπτυξη των αντιφατικών στοιχείων που βρίσκονται μέσα στο ξέχασμα. Θα μπορούσε κανείς να πει επίσης: το ζητούμενο είναι η διάκριση μεταξύ της καλής και της κακής εκπραγμάτισης.
[ . . . ]Η άλλη παρατήρηση αφορά το κεφάλαιο για την αύρα. Έχω την
πεποίθηση ότι οι καλύτερες σκέψεις μας είναι πάντοτε αυτές που δεν μπορούμε να τις σκεφθούμε ολόκληρες. Έτσι η έννοια της αύρας μού φαίνεται ότι δεν έχει «ολοκληρωθεί στη σκέψη» εντελώς. Μπορεί κανείς να διαφωνήσει ότι πρέπει να ολοκληρωθεί. Και όμως θα ήθελα να επισημάνω μια προσέγγιση που συνδέεται με μια άλλη εργασία, αυτή τη φορά με το δοκίμιό μου για τον Βάγκνερ, προπάντων με το αδημοσίευτο πέμπτο κεφάλαιο33. Στον Baudelaire, γρά
266 ΤΕΟΝΤΟΡ Β. ΑΝΤΟΡΝΟ - ΒΑΑΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
ψετε: «Εμπειρώμαι την αύρα ενός φαινομένου σημαίνει ότι του δανείζω την ικανότητα να σηκώσει τα βλέφαρά του». Αυτή η διατύπωση διαφέρει από προηγούμενες κατά την έννοια του δανείσματος. Δεν παραπέμπει αυτή η έννοια στο στοιχείο εκείνο πάνω στο οποίο θεμελίωσα την κατασκευή των φαντασμαγοριών στον Wagner, δηλαδή στο στοιχείο της ανθρώπινης εργασίας; Η αύρα δεν είναι πάντοτε το ίχνος του ξεχασμένου ανθρώπινου στοιχείου ενός πράγματος και δεν συναρτάται μέσω αυτού ακριβώς του τρόπου του ξεχάσμα- τος με αυτό που εσείς αποκαλείτε εμπειρία; Θα ήθελε κανείς να φθά- σει σχεδόν στο σημείο να βλέπει την αιτία της εμπειρίας πάνω στην οποία βασίζονται οι ιδεαλιστικές εικοτολογίες στην προσπάθεια να διατηρηθεί αυτό το ίχνος, και μάλιστα ακριβώς πάνω στα πράγματα που έχουν γίνει ξένα. Αλλά και ολόκληρος ο ιδεαλισμός, όσο πομπώδης και αν εμφανίζεται, δεν είναι ίσως παρά μόνο μία από εκείνες τις «εκδηλώσεις» που το μοντέλο τους αναπτύσσεται τόσο υποδειγματικά στον Baudelaire.
[ . . . ]
Δικός σας
(Μετάφραση Λεύτερη Αναγνώστου)
Β. Επίλογος
ROLF TIEDEMANN
Μπωντλαίρ, μάρτυς κατά της αστικής τάξης
Το βιβλίο Σοφλ Μπωντλαίρ. Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού ανήκει στα ημιτελή σχεδιάσματα του Μπένγιαμιν. Από το βιβλίο αυτό στα κατάλοιπά του υπάρχουν πρώτα πρώτα τα δύο κείμενα «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ» και «Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ» — εργασίες ολοκληρωμένες μεν, που ωστόσο δεν είναι παρά τμήματα του βιβλίου το οποίο σχεδίαζε ο Μπένγιαμιν και επιπλέον η δεύτερη είναι αναθεώρηση ενός κεφαλαίου του παλαιότερου κειμένου- εκτός από τα δύο αυτά κείμενα, διασώθηκαν πολυάριθμα αποσπάσματα μικρότερης έκτασης, περικοπές, σημειώσεις και σχεδιάσματα από διάφορα στάδια της εργασίας πάνω στο θέμα Μπωντλαίρ. Όλα αυτά μαζί συγκαταλέγονται στο Pariser Passagen, το επίσης ημιτελές κεφαλαιώδες έργο του Μπένγιαμιν, το οποίο επεξεργαζόταν από το 1927 έως το θάνατό του το 1940. Η απόσπαση της εργασίας για τον Μπωντλαίρ από το Passagenwerk, που έγινε το 1937, οφειλόταν τόσο σε εσωτερικά όσο και σε εξωτερικά αίτια. Ο Μπένγιαμιν προϊόντος του χρόνου είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για την πραγμάτωση των προθέσεων που είχε επενδύσει στο Passagenwerk, την ιστοριοφιλο- σοφική ανασύνθεση δηλαδή του 19ου αιώνα. Η εργασία για τον Μπωντλαίρ ήταν τουλάχιστον ένα «υπόδειγμα σε μικρογραφία» (I, 1073*) του Passagenwerk. Την εν λόγω δυνατότητα χρωστάει ο Μπένγιαμιν στον Μαξ Χορκχάιμερ, ο οποίος του ανέθεσε την εργασία για λογαριασμό της Επιθεώρησης Κοινωνικής Έρευνας
268 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
[Zeitschrift fur Sozialforschung], Η εργασία «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ» γράφηκε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1938. Αν και ο Μπένγιαμιν είχε αρχικά κατά νου ένα δοκίμιο που θα αποτελούσε μέρος του Passagenwerk, στην πορεία το σχέδιο άλλαξε και αφορούσε πλέον ένα αυτοτελές βιβλίο για. τον Μπωντλαίρ. Τα τρία κεφάλαια της εργασίας του 1938 θα συναπο- τελούσαν το δεύτερο μέρος αυτού του τριμερούς, όπως είχε προγραμματιστεί, βιβλίου. Σε μια επιστολή του της 10/11/1938 (πβ. I, 1093-1100 — εδώ Ε1) ο Τέοντορ Β. Αντόρνο, συνεργάτης όπως και ο Μπένγιαμιν στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας [Institut fur Sozialforschung], υπέβαλε το κείμενο σε εξονυχιστική κριτική που αποδείχθηκε γονιμότατη για την περαιτέρω εξέλιξη του σχεδίου του Μπένγιαμιν σχετικά με το βιβλίο για τον Μπωντλαίρ. Η επίδρασή της είναι φανερή στην εργασία «Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ», την οποία ο Μπένγιαμιν άρχισε στα τέλη Φεβρουάριου του 1939. Στα τέλη Ιουλίου του ίδιου χρόνου το νέο κείμενο στάλθηκε στη Νέα Τόρκη —όπου και η διεύθυνση της Επιθεώρησης Κοινωνικής Έρευνας—και αρχές Ιανουαρίου 1940 το κείμενο συμπεριλαμ- βανόταν στο τελευταίο για την Ευρώπη τεύχος του περιοδικού. Παρά την αυτοτέλεια αυτής της εργασίας σε σχέση με την προγενέστερη, στο βιβλίο για τον Μπωντλαίρ επρόκειτο να καταλάβει τη θέση του κεφαλαίου «Flaneur» της εργασίας του 1938 (πβ. 1 ,1118,1122 κ.ε. και 1124).
Στη δομή του όλου βιβλίου, όπως το φανταζόταν ο Μπένγιαμιν το φθινόπωρο του 1938, μετά την ολοκλήρωση του κειμένου «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ», προβλεπό- ταν ένα πρώτο μέρος υπό τον τίτλο «Ο Μπωντλαίρ ως αλληγορι- κός» για το οποίο προορίζονταν τα «Ερωτήματα»· στην «απάντησή» τους θα συνέβαλλε ουσιωδώς, παρέχοντας τα «απαιτούμενα δεδομένα», το δεύτερο μέρος: «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ»· την ίδια την απάντηση θα την έδινε σε ένα τρίτο καταληκτικό μέρος που θα επιγραφόταν: «Το εμπόρευμα ως ποιητικό αντικείμενο» (1,1091)1. Από το πρώτο και το τρίτο μέρος υπάρχουν στα κατάλοιπα της Φραγκφούρτης μόνον προκαταρκτικές
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 269
εργασίες και μελέτες. Πρόκειται πρώτα πρώτα για τον αφιερωμένο στον Μπωντλαίρ φάκελο «J», που περιέχει τα περισσότερα στοιχεία και σημειώσεις για το Passagenwerk. Υπάρχουν επίσης δύο φάκελοι σημειώσεων που προέκυψαν από την εργασία πάνω στο αυτονομημέ- νο πλέον βιβλίο για τον Μπωντλαίρ: ο ένας περιλαμβάνει ερμηνευτικές αναφορές σε επιμέρους ποιήματα από τα Fleurs du mal, ο άλλος θεωρητικά αποσπάσμάτα υπό τον τίτλο «Κεντρικό Πάρκο»- αυτά τα τελευταία προήλθαν σε μεγάλο βαθμό από το φάκελο «J» που προοριζόταν για το Passagenwerk. Υπάρχει τέλος ένας μεγάλος αριθμός μεμονωμένων σελίδων που περιλάμβαναν σχήματα διάταξης του υλικού, περιλήψεις, θέσεις και σημειώσεις2. Ο Μπένγιαμιν δεν πραγματοποίησε το σχέδιό του, να αποπερατώσει το βιβλίο για τον Μπωντλαίρ. Αρχικά η εργασία αναβλήθηκε ενόψει των θέσεων «Για την έννοια της ιστορίας», έπειτα ματαιώθηκε λόγω της δίωξης του Μπένγιαμιν από τους ναζί που επέφερε το θάνατό του. Το πώς σκεπτόταν εκείνος, ύστερα από την ολοκλήρωση των «Μοτίβων», το βιβλίο για τον Μπωντλαίρ —«μία από τις πιο μεγαλειώδεις, ιστο- ριοφιλοσοφικές μαρτυρίες της εποχής»3, όπως την αποκάλεσε ο Α- ντόρνο— φανερώνεται από τις επιστολές του της 1ης και της 6ης Αυγούστου 1939, σταλμένες η πρώτη στον Χορκχάιμερ και η άλλη στον Αντόρνο (πβ. I, 1123-1125)- με τις επιστολές αυτές αναθεωρείται σε σημαντικό βαθμό το αρχικό σχέδιο που είχε στείλει ο Μπένγιαμιν στον Χορκχάιμερ μαζί με το «Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ» στις 28/9/1938 (πβ. I, 1089- 1092). Δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα ότι η επιστολή που ο Μπένγιαμιν απευθύνει δύο μήνες αργότερα (30/11/1939) στον Χορκχάιμερ ανακοινώνει μία ακόμη πρόθεση αλλαγής- βέβαιο είναι ότι τον Αύγουστο του 1939 το κείμενο «Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ» εξακολουθεί να αναφέρεται ως δεύτερο κεφάλαιο του ενδιάμεσου μέρους του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ. Όπως το βιβλίο στο σύνολό του θα ήταν τριμερές, έτσι και το δεύτερο μέρος θα απαρτιζόταν από τρία κεφάλαια: για το πρώτο κεφάλαιο αυτού του δεύτερου μέρους —το αντίστοιχο των «Μποέμ» στο «Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ»— προορίζονταν τώρα
270 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
«τα μοτίβα της στοάς, της υπνοβασίας, της επιφυλλίδας, όπως και η θεωρητική εισαγωγή στην έννοια της φαντασμαγορίας», για το τρίτο κεφάλαιο —το αντίστοιχο της «Νεωτερικότητας» στην παλαιότε- ρη εκδοχή—«το μοτίβο του ίχνους, του τύπου, της εναισθητικής ταύτισης με την ψυχή του εμπορεύματος» (1,1124). Εξακολουθούν άραγε να ισχύουν για το πρώτο και το τρίτο μέρος του βιβλίου τα παλαιά θέματα του 1938 - «Ο Μπωντλαίρ ως αλληγορικός» και «Το εμπόρευμα ως ποιητικό αντικείμενο»; Ο Μπένγιαμιν δεν απαντά ρητά, μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι όντως ισχύουν. Ωστόσο το Νοέμβριο του 1939 αναφέρεται πως απομένουν ακόμη δύο μόνο κεφάλαια που θα συναποτελούσαν το βιβλίο μαζί με το «Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ». Όπως και να ’χει το ζήτημα —είτε ο Μπένγιαμιν, έχοντας μόλις αποκτήσει την ελευθερία του, δεν μιλάει με απόλυτη ακρίβεια και αυστηρότητα σ ’ αυτή του την επιστολή είτε όντως το σχέδιο του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ προέβλεπε αυτές τις δραστικές περικοπές—, ο Μπένγιαμιν δεν έγραψε ποτέ άλλα μέρη αυτού του βιβλίου. Ωστόσο τα αποσπάσματα με τον τίτλο «Κεντρικό Πάρκο» καθώς και οι υπόλοιπες σημειώσεις του φακέλου «J» του Passagenwerk περιέχουν πλούσιο υλικό, το οποίο οπωσδήποτε επρόκειτο να αξιοποιηθεί στα μέρη του βιβλίου που ουδέποτε γράφηκαν.
Προπάντων στο «Κεντρικό Πάρκο» συναντάμε σκέψεις που παρέχουν μια εικόνα και για τα μέρη εκείνα του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ που δεν έμελλε να γραφούν τόσο το θέμα του πρώτου μέρους -«Ο Μπωντλαίρ ως αλληγορικός»- όσο και αυτό του τρίτου -«Το εμπόρευμα ως ποιητικό αντικείμενο»— ιχνογραφούνται στο «Κεντρικό Πάρκο». Η σημασία του σχεδίου, στο οποίο αφιερώθηκε ολοκληρωτικά ο Μπένγιαμιν με στόχο -τουλάχιστον στα «Μοτίβα»-, η καθαρή θεώρηση, που η ώρα της είχε σημάνει από καιρό, να γίνει και πάλι κτήμα της φιλοσοφίας, μπορεί να συλληφθεί στην πληρότητά της μόνο από τη μελέτη και όλων των άλλων προκαταρκτικών εργασιών. Ισχύει και για το βιβλίο του για τον Μπωντλαίρ αυτό που είπε ο Αντόρνο για το ίδιο το Passagenwerk, ότι με το θάνατο του
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 271
Μπένγιαμιν «που ματαίωσε την ολοκλήρωση ενός μεγάλου έργου, η φιλοσοφία έχασε ό,τι καλύτερο μπορούσε να ελπίζει»4.
Μετά την ολοκλήρωση της εργασίας του 1938, ο Μπένγιαμιν έγραψε πως «είναι ανάγκη να υπογραμμισθεί ότι οι φιλοσοφικές βάσεις του όλου βιβλίου» για τον Μπωντλαίρ «δεν είναι εποπτεύσιμες» από τη σκοπιά του ενδιάμεσου μέρους του, «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ» (I, 1091). Στα «Μοτίβα» του 1939 οι φιλοσοφικές αυτές βάσεις επισημαίνονται σαφέστερα· πλήρη εποπτεία τους παρέχει μόνο το σύνολο εκείνων των σημειώσεων που περιβάλλουν σαν λόχμη τα δύο αποπερατωμένα κείμενα. Ο Μπωντλαίρ ήταν κατά τον Μπένγιαμιν «ένας μάρτυρας» «στην ιστορική δίκη στην οποία παραπέμπει το προλεταριάτο την αστική τάξη» (V, 459). Το ζητούμενο ήταν η διάσωση, για λογαριασμό της υλιστικής θεωρίας, της μαρτυρίας που συνιστά το έργο του Μπωντλαίρ. Ο Μπένγιαμιν σχεδίαζε μία «μεθοδολογική παρέκβαση» που «θα πραγματευόταν την ουσιώδη διαφορά μεταξύ μιας "διάσωσης” και μιας "απολογίας” » (1 ,1150). Η κατηγορία της διάσωσης απο- τελεί μία από τις παλαιότερες φιλοσοφικές συλλήψεις του Μπέν- γιαμιν, που συνδέει ως παρένθεση την πρώιμη, μεταφυσική φάση της σκέψης του με τη μεταγενέστερη, μαρξιστική και όπου επικρατεί διαρκώς το γνωστικό ενδιαφέρον έναντι των ενδιαφερόντων που επικεντρώνονται μόνο στην πολιτική ωφελιμότητα, την άμεση χρησιμοποίηση της τέχνης στον ταξικό αγώνα, προθέσεις οικείες στον Μπένγιαμιν της τελευταίας περιόδου. Το γνωστικό αυτό ενδιαφέρον είναι αυθεντικό μαρξικό: όπως ο Μπένγιαμιν αναζήτησε στην αλλη- γορίζουσα τέχνη του Μπωντλαίρ την αλήθεια για την αστική τάξη, έτσι και η μαρξική μέθοδος ήθελε να συλλάβει τις φετιχιστικές μορφές των οικονομικών κατηγοριών ως ιστορικά αναγκαίες. Κριτική της πολιτικής οικονομίας δεν σήμαινε αφηρημένη άρνηση, η σοσιαλιστική θεωρία, όπου ήταν επιστημονική, ουδέποτε θυσίασε τη διττή έννοια της εγελιανής διαλεκτικής αναίρεσης. Κατ’ αναλογία ο Μπένγιαμιν δεν επέκρινε την μπωντλαιρική αλληγορία ως καλλιτεχνική τεχνική, που απλώς ξεπεράστηκε και εξαλείφθηκε από την ι
272 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
στορία, αλλά αναλαμβάνει να ανακαλύψει, εξειδικεύοντάς την ιστορικά, τα στοιχεία εκείνα που της προσδίδουν το χαρακτήρα μαρτυρίας για τη Δεύτερη Αυτοκρατορία και που ως εκ τούτου παραπέμπουν συγχρόνως αντικειμενικά έξω από αυτήν. Η πρόθεσή του αυτή τον οδήγησε σε διαφωνία με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ. Είχε συζητήσει το σχέδιό του για τον Μπωντλαίρ με τον Μπρεχτ, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διασκευασμένη εκδοχή του ιστορικού υλισμού που υιοθέτησε ο Μπένγιαμιν. Με βάση αυτές τις συζητήσεις φαίνεται να έχει γράψει ο Μπρεχτ το δημοσιευμένο μετά θάνατον κείμενό του «Die Schonheit in den Gedichten des Baudelaire», όπου λακωνικά αναφέρεται το εξής για τον Γ άλλο ποιητή: «Με κανέναν τρόπο δεν εκφράζει την εποχή του, ούτε καν μια δεκαετία. Σε λίγο θα πάψουν να τον καταλαβαίνουν, ήδη σήμερα είναι αναγκαία τα ερμηνευτικά σχόλια»5. Ο Μπένγιαμιν καταφέρθηκε σαφώς κατά της άποψης του Μπρεχτ σ’ ένα είδος μεθοδολογικής εισαγωγής στην πρώτη εργασία για τον Μπωντλαίρ, που προτάχθηκε του χειρογράφου6: «Τι μας εμποδίζει να αντιπαραθέσουμε πάλι απλά τον ποιητή Μπωντλαίρ στη σημερινή κοινωνία και να απαντήσουμε βάσει των έργων του στο ερώτημα τι έχει να πει στους προχωρημένους ταγούς της· χωρίς βεβαίως, να προσπερνούμε το ερώτημα αν τέλος πάντων έχει κάτι να πει. Μας εμποδίζει το γεγονός ότι η ίδια η αστική κοινωνία μας δίδαξε, εν είδει ιστορικού μαθήματος, πώς να διαβάζουμε τον Μπωντλαίρ. Τούτο το μάθημα δεν μπορεί να αγνοηθεί. Μία κριτική ανάγνωση του Μπωντλαίρ και ένας κριτικός έλεγχος αυτού του μαθήματος είναι μάλλον ένα και το αυτό. Διότι η αντίληψη ότι η κοινωνική λειτουργία είτε ενός υλικού είτε ενός πνευματικού προϊόντος μπορεί να προσδιορισθεί ανεξάρτητα από τις συνθήκες και τους φορείς της παράδοσής του είναι μια αυταπάτη του χυδαίου μαρξισμού» (1,1161). Μία μαρξιστική ανάλυση του Μπωντλαίρ που δεν Θα ήταν χυδαία Θα αναζητούσε απεναντίας «τις μηχανορραφίες του εκεί όπου αναμφίβολα είναι η έδρα του: στο στρατόπεδο του αντιπάλου. Πολύ σπάνια αποβαίνουν υπέρ αυτού του στρατοπέδου. Ο Μπωντλαίρ ήταν ένας μυστικός πράκτορας — ένας πράκτορας της μυστικής δυσφορίας της τάξης του απέναντι στην ίδια της την κυ
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 273
ριαρχία» (1,1161). Η αστική τάξη, χάνοντας οριστικά στη Γαλλία, ύστερα από την ήττα στην επανάσταση του Φεβρουάριου, την προοδευτική πολιτική λειτουργία της, ίδρυσε με το βοναπαρτισμό μία μορφή άμεσης πολιτικής κυριαρχίας, στη σκιά της οποίος η βιομηχανική κοινωνία του ανταγωνισμού διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις επιταγές του ακμάζοντος καπιταλισμού. Η δυσαρέσκειά, του από την κυριαρχία της μπουρζουαζίας επέτρεψε στον Μπωντλαίρ, να εκφράσει περισσότερα στοιχεία αυτής της εποχής από όσα μπόρεσε να συλλάβει μια ποίηση με κοινωνική θεματική — όπως αυτή εκπροσωπούνταν στη Γαλλία από συγγραφείς τόσο διαφορετικούς όσο ο Βικτόρ Ουγκό και ο Πιέρ'Ντυπόν. Αυτή η δυσαρέσκεια, εκτεθειμένη προκλητικά σε κοινή θέα από τον Μπωντλαίρ, χρειαζόταν πάντως, προκειμένου να εκφράσει μυστικά, τη δυσαρέσκεια της ίδιας της αστικής τάξης, την ιδιοφυία των σχολίων του Μπένγιαμιν. Τούτα ανακαλύπτουν στον Μπωντλαίρ τον μυστικό ιστοριογράφο αυτού που συμβαίνει, υπό τους όρους της προϊούσας συσσώρευσης των κεφαλαίων, με όσους παρέχουν στην καπιταλιστική αγορά τα σημαντικότερα εμπορεύματα πουλώντας «ελεύθερα», αλλά στην πραγματικότητα υποδουλωτικά την εργατική τους δύναμη. Πάνω σ’ αυτή την κοινωνικοοικονομική υποδομή ανεγείρεται μια ιδεολογική υπερδομή στην οποία μετέχει το oeuvre του Μπωντλαίρ: φαινομενικά ανεξάρτητο από εκείνη, αλλά κατά την ερμηνεία του Μπένγιαμιν γεμάτο διδάγματα γι ’ αυτήν. — Κατά τη νεότητά του ο Μπένγιαμιν ασχολή- θηκε επί μεγάλο διάστημα με μεταφράσεις ποιημάτων από τα Fleurs du mal· διόλου τυχαία, δημοσίευσε από αυτές μόνο τη μετάφραση των «Tableaux parisiens», εκείνου του κύκλου στον οποίο εντάσσονται οι «Petites vieilles» και το ποίημα «La servante au grand coe- ur»: μαρτυρίες μιας μύχιας κοινωνικής συμπόνιας διαμέσου της οποίος ο ποιητής που φέρει την κακή φήμη του κυνικού επικοινωνεί με τάσεις της φιλοσοφίας του Σοπενχάουερ. Αλλά και σε εντελώς διαφορετικά, σολιψιστικά κλειστά ποιήματα του Μπωντλαίρ, που τον έκαναν τον ποιητή του l’art pour l’art, το λυρικό υποκείμενο είναι πάντοτε δεκτικό σ ’ ένα κοινωνικό στοιχείο από το οποίο, με αποστροφή αλλά μάταια, θέλει να απομακρυνθεί. Παρ ’ όλη τη σφοδρή
274 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
κριτική που ασκούν στον Μπωντλαίρ οι τελευταίες εργασίες του, ο Μπένγιαμιν δεν απέφυγε να λάβει τις αποστάσεις του από τις προσβλητικές επιτιμήσεις που επιφύλαξε για τον ποιητή ο Μπρεχτ, ο οποίος με αυτές επιζητούσε ίσως να αποκρύψει άλλες, πιο σωστές εκτιμήσεις του. Το συμπέρασμα της εργασίας του Μπένγιαμιν το 1938: «Η πράξη του· Μπλανκί υπήρξε η αδελφή του ονείρου του Μπωντλαίρ» (I, 604 — εδώ σ. 120), αποτελεί σχεδόν το αντίθετο του αποφθέγματος του Μπρεχτ, «Ο Μπωντλαίρ — αυτό είναι το πισώπλα- το χτύπημα στον Μπλανκί. Η ήττα του Μπλανκί είναι η δική του πύρ- ρειος νίκη»7. Αν ο Μπένγιαμιν είχε προσαρμοσθεί στις μπρεχτικές αντιλήψεις για μια ιστορικοϋλιστική αντιμετώπιση του Μπωντλαίρ, η εργασία του μετά βίας θα ξεπερνούσε μία ανάλυση του τύπου εκείνων που επιχείρησαν σαράντα χρόνια νωρίτερα ο Πλεχάνωφ ή ο Μέ- ρινγκ. Έτσι όμως η εργασία του πέτυχε ακριβώς να αποκρυπτο- γραφήσει την ποίηση του Μπωντλαίρ ως μια μορφή του απόλυτου πνεύματος, όπως αυτό αντιστοιχούσε στην εμπορευματοπαραγωγό κοινωνία των μέσων του 19ου αιώνα και όπως εξέφραζε την αλλοτρίωση που επιβάλλει η εν λόγω κοινωνία στους ανθρώπους.
Ωστόσο ο Μπένγιαμιν δεν πέτυχε με την πρώτη. Μια σύγκριση ανάμεσα στο «Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ» και τα «Μοτίβα» μπορεί να φανερώσει κάτι παραπάνω από την απλή εξέλιξη του Μπένγιαμιν. Οι δύο εργασίες μαζί με τον συνδετικό τους κρίκο, την επιστολή του Αντόρνο προς τον Μπένγιαμιν με ημερομηνία 10/11/1938, αποτελούν μία σπουδαία συμβολή στα ζητήματα μεθοδολογίας και περιεχομένου της κοινωνιολογίας της τέχνης. Αν ο Μπρεχτ, κατά τη συγγραφή της εργασίας το 1938, ήταν ένας μάλλον θρασύς συνομιλητής , ο Μπένγιαμιν βρήκε έναν άλλο, ασυγκρίτως αρμοδιότερο σε θέματα αισθητικής όσο και μαρξιστικής θεωρίας, στο πρόσωπο του Αντόρνο. Ο Μπένγιαμιν ήθελε να καταθέσει στο βιβλίο για τον Μπωντλαίρ «αποφασιστικής σημασίας φιλοσοφικά στοιχεία του σχεδίου Passagen κατά την οριστική τους, όπως πιστεύω, μορφή». Το «Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ» «αναλαμβάνει την ερμηνεία του ποιητή με γνώμονα την κοινωνική κριτική»· ο Μπένγιαμιν αναφέρεται σ ’ αυτή την
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 275
ερμηνεία ως «μία προϋπόθεση της μαρξιστικής ερμηνείας που δεν πληροί όμως από μόνη της την έννοια της» (1,1091). Αυτό επαφιό- ταν μάλλον στο τελευταίο μέρος του βιβλίου που δεν γράφηκε ποτέ. Ο πυρήνας της κριτικής που ασκεί ο Αντόρνο στην εργασία του 1938 συνίσταται στο ότι, όπως λέει στον Μπένγιαμιν, «εφαρμόσατε βία στον εαυτό σας» για ((να αποδώσετε φόρους τιμής στον μαρξισμό που δεν κάνουν καλό ούτε σε αυτόν ούτε σ ’ εσάς. Δεν ωφελούν τον μαρξισμό, επειδή λείπει η διαμεσολάβηση από τη συνολική κοινωνική διαδικασία και στην υλική απαρίθμηση αποδίδεται εν είδει δεισιδαιμονίας σχεδόν μια δύναμη διαλεύκανσης την οποία ποτέ δεν διαθέτει η πραγματολογική επισήμανση, αλλά μόνον η θεωρητική κατασκευή. Δεν ωφελούν την πιο ιδιάζουσα ουσία σας, καθώς διατελών- τας υπό ένα είδος προληπτικής λογοκρισίας σύμφωνα με υλιστικές κατηγορίες (που διόλου δεν συμπίπτουν με τις μαρξιστικές) απαγορεύσατε στον εαυτό σας τις πιο τολμηρές και πιο γόνιμες σκέψεις σας, ακόμη και απλώς στη μορφή της προαναφερθείσας αναβολής» (I, 1097 — εδώ Ε1). Μία μέθοδος που κατ’ αρχάς συγκεντρώνει με κριτικό και αναλυτικό τρόπο τα δεδομένα του αντικειμένου της, προκειμένου έπειτα να πραγματοποιήσει σ ’ ένα δεύτερο στάδιο, και μόνο σ ’ αυτό, τη θεωρητική του σύνθεση, απαντά και στις κρατούσες σήμερα κοινωνικές επιστήμες- η κατ ’ αρχήν κριτική τους έχει προασκηθεί από τον Μαρξ, ο οποίος αναγνώρισε στο σύνολο των παραγωγικών σχέσεων τη βάση της αστικής κοινωνίας, στην οποία αντιστοιχούν συγκεκριμένες κάθε φορά μορφές συνείδησης9. Ο ιστορικός υλισμός απαγορεύει την απομονωμένη πραγμάτευση επιμέ- ρους εμπειρικών δεδομένων τα οποία αποβάλλουν το αφηρημένο τους ποιόν μόνον ως διαλεκτικώς ανηρημένα στοιχεία της κοινωνικής ολότητας. Η μαρξιστική ερμηνεία του Μπωντλαίρ θα ήταν υποχρεωμένη να εκπληρώσει το νόημά της σε καθένα από τα στάδιά της- «αναβάλλω» την εκπλήρωση σημαίνει ήδη ότι δεν την επιτυγχάνω. Για το μαρξισμό, του οποίου ο Αντόρνο αποτελούσε την ορθόδοξη, θα έλεγε κανείς, εκδοχή απέναντι στην πρώτη εργασία του Μπένγιαμιν για τον Μπωντλαίρ, «η ιστορία παύει να είναι μία συλλογή νεκρών δεδομένων όπως ήταν ακόμη και για τους αφηρημένους
276 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
εμπειριοκράτες»1"' τα δεδομένα παρουσιάζονται διαμεσολαβημένα από τη συνολική κοινωνική διαδικασία, προερχόμενα από αυτήν και αναιρούμενα μέσα της. Στο «Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ» ο Μπένγιαμιν συγκεντρώνει μια επιβλητική πληθώρα δεδομένων: κοινωνικοϊστορικά, πολιτικά, γραμματολογικά, κοινωνιοψυχολογικά, ακόμη και δεδομένα κοινωνικής στατιστικής· όμως η «θεωρητική κατασκευή» αυτών των επιμέρους δεδομένων αναβάλλεται σχεδόν ολόκληρη για αργότερα. Η εργασία λοιπόν του 1938, παρά το μοναδικό φυσιογνωμικό βλέμμα που προσιδιάζει σ’ αυτήν, μπορεί να συγκριθεί με εγχειρήματα στο πεδίο της κοινωνιο- λογίας της τέχνης όπως αυτά που αναλαμβάνονται ακόμη και επί των ημερών μας. Η έρευνα αποδίδει τρόπον τινά στην κοινωνική ιστορία τη μορφή και το έργο του Μπωντλαίρ' χωρίς να επιμένει σε ιδιαίτερα αισθητικά εμπεριεχόμενα, αντιμετωπίζει την τέχνη ως ένα fait social μεταξύ άλλων. Αν από αυτό προκύπτει μια πιστή εικόνα του κοινωνικού χαρακτήρα του Μπωντλαίρ, το τίμημα είναι η αναγωγή της ποίησής του σε απλό τεκμήριο της κοινωνικής ιστορίας, τα δεδομένα της οποίος συνάπτονται μόνο κατ ’ αναλογία με τις λογοτεχνικές μορφές. Δεν ήταν η άγνοια της μαρξιστικής μεθόδου που έφερε τον Μπένγιαμιν σ ’ έναν τέτοιο δρόμο, αλλά η προσπάθειά του να συγκεράσει τη μαρξιστική μέθοδο με τη δική του την οποία ακολουθούσε από καιρό και εφάρμοζε μέσα σε άλλα πλαίσια. Αν το δοκίμιο του 1938 για τον Μπωντλαίρ μοιάζει κατά μεγάλα διαστήματα με μια συναρμολόγηση εμπειρικών υλικών, πρέπει πάντως να αναγνωρίσουμε ότι φανερώνει τη μέθοδο που ήθελε να εφαρμόσει ο Μπένγιαμιν και στο Passagenwerk: «Μέθοδος εργασίας: λογοτεχνική συναρμολόγηση [Montage], Δεν έχω τίποτε να πω. Μόνο να δείξω» (V, 574). Αν στην εργασία για τον Μπωντλαίρ δεν πήγε τόσο μακριά —τα υλικά και τα Παραθέματα ανακόπτονται διαρκώς από τις ερμηνείες, όση ασκητική εγκράτεια και αν επεδείκνυε, εντασσόμενα μέσα σε μία σύνθεση—ο λόγος είναι ίσως η δυσπιστία του Μπένγια- μιν για το αν η αρχή της συναρμολόγησης —αποδοτική στα υπερρεαλιστικά έργα τέχνης— μπορεί να αποδειχθεί τελεσφόρα στο πλαίσιο της φιλοσοφίας. Οι θέσεις για τον Φόυερμπαχ επισημαίνουν επικρι
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 277
τικά σε σχέση με τον «μέχρι τούδε» υλισμό ότι αυτός «συνέλαβε την πραγματικότητα μόνο υπό τη μορφή του αντικειμένου ή της επο- πτείας» αποσιωπώντας την ενεργό «υποκειμενική» της όψη11- μόνο με την αλληλοδιείσδυση εποπτείας και έννοιας, υποκειμένου και αντικειμένου, θεωρίας και πράξης μπορεί να ευδοκιμήσει επιστήμη ως υλιστική διαλεκτική.
Ο μαρξισμός πραγματεύεται κατά κανόνα τα έργα τέχνης από τη σκοπιά της κριτικής της ιδεολογίας. Ιδεολογίες όπως αυτές που η μαρξική κριτική βρήκε ως αρχέτυπα στα φιλοσοφικά συστήματα του ιδεαλισμού, στις οποίες συγκαταλέγεται όμως υπό την ευρεία έννοια και η μεγάλη αστική τέχνη, ορίζονται διαμέσου της απόσπασης από την υλική υποδομή της κοινωνίας, διαμέσου μιας μερικής αυτονόμησης του πνευματικού δημιουργήματος έναντι της πραγματικότητας, σε τελευταία ανάλυση διαμέσου του χωρισμού της πνευματικής από τη σωματική εργασία. Το ξέκομμα αυτό είναι η αναλήθεια της ιδεολογίας, με αυτό όμως συναρτάται συγχρόνως και η δυνατότητα της γνώσης: όρος για τη γνώση της πραγματικότητας ως κακής είναι ότι η γνώση δεν ανήκει η ίδια εντελώς σε αυτό το κακό που δεν έχει βρει ακόμη την έννοιά του. Η ανεπίγνωστη μετοχή στη γνώση προσιδιάζει στην τέχνη· η επίγνωσή της θα ήταν έργο μιας μαρξιστικής αισθητικής και κοινωνιολογίας της τέχνης. Το μοτίβο της αναγκαιότητας στην ιδεολογία ως την κατ ’ ανάγκην ψευδή συνείδηση απο- σκοπούσε για τον Μαρξ πρώτα στους κοινωνικούς όρους των περιεχομένων της συνείδησης και έπειτα στη σχέση ενός όλου προς τα μέρη του και στη σχέση των μερών μεταξύ τους. Η κριτική της ιδεολογίας μπορεί από την ανάλυση επιμέρους στοιχείων να συνάγει πάντοτε συμπεράσματα για την αφανή συνολική διάρθρωση των κοινωνικών μορφών της συνείδησης και από την άλλη μεριά να εντάσσει απομονωμένα στοιχεία σ’ ένα ιδεολογικό «σύνδρομο», ακόμη και στον ίδιο τον συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό, να οδηγείται, ακολουθώντας μια θεωρητικά συνεπή μέθοδο, από ορισμένα δεδομένα σε ορισμένα άλλα. Ακόμη και ο Μπένγιαμιν, που δεν ασκούσε κριτική ίης ιδεολογίας υπό την αυστηρή έννοια του όρου12, δεν θα μπορούσε να απαλλαγεί από μια τέτοια θεωρητική συνέπεια. Τούτη δεν εί
278 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
ναι δυνατόν να αρκεστεί απλώς σε αναλογίες, όπως συμβαίνει εν ε- κτάσει με την παλαιότερη εργασία για τον Μπωντλαίρ. Ο Αντόρνο επισήμανε πολλά τέτοια σημεία (πβλ. I, 1095 κ.ε. - εδώ Ε1). Αν λοιπόν η μεταφορά «Tes magiques paves dresses en forteresses» [«Τα μαγικά σου λιθόστρωτα ορθωμένα σαν φρούρια»], από το «Projet d’e- pilogue» στα Fleurs du mal, κατά τον Μπένγιαμιν ανακαλεί στη μνήμη τα οδοφράγματα του 1848, η διαπίστωση παραμένει απλώς στη σφαίρα του συνειρμού. Εξίσου μη δεσμευτική είναι η σύνδεση που γίνεται επίσης στους «Μποέμ», ανάμεσα στο «Le vin des chiffon- niers» και την παλινόρθωση της φορολογίας του οίνου στα τέλη του 1849 από τη γαλλική εθνοσυνέλευση. «Εδώ ανήκει προπάντων το χωρίο σχετικά με τη μεταμόρφωση της πόλης σε εσωτερικό χώρο για τον πλάνητα, όπου έχω την εντύπωση ότι μια από τις πιο δυνατές συλλήψεις του έργου σας παρουσιάζεται ως απλό "σαν να” » (I, 1095 - εδώ Ε1). Μπορεί τέλος να αναφερθεί και η αφηρημένη διασύνδεση μεταξύ του άστατου στοιχείου και της μυστικοπάθειας στην πολιτική του Ναπολέοντα Γ ' καθώς και άλλα συναφή χαρακτηριστικά που απαντούν στον Μπωντλαίρ. Ύστερα από ένα χαρακτηρισμό της βοναπαρτιστικής λογικής του κράτους, ο Μπένγια- μιν λέει: «Τα ίδια χαρακτηριστικά ξαναβρίσκει κανείς στα θεωρητικά γραπτά του Μπωντλαίρ» (I, 514 — εδώ σ. 18)· ο παραλληλισμός επιζητεί μάλλον να παρασύρει, αλλά δεν πείθει. — Η κριτική του Αντόρνο ώθησε τον Μπένγιαμιν σε μία «επανεξέταση της συνολικής δομής» (I, 1106 — εδώ Ε2) του δοκιμίου του 1938 και στη σύλληψη του δοκιμίου του 1939 με τον τίτλο «Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ». Η νέα εργασία αποδεικνύει πόσο έστερξε ο Μπένγιαμιν στις επιφυλάξεις του Αντόρνο13. Η επίγνωση της συνολικής κοινωνικής διαδικασίας που δεν πηγάζει αυτόματα από την άθροιση τυφλών κοινωνικών στοιχείων συνάγεται μάλλον στο κείμενο αυτό από την ένταση της καθαρά θεωρητικής σκέψης, μιας ιστοριοφιλοσοφικής κατασκευής που επανευρίσκει στην ίδια την καλλιτεχνική λεπτομέρεια τη μοναδολογική μικρογραφία της κοινωνίας. Το νέο κείμενο δεν γνωρίζει πλέον μεταφορικούς παραλληλισμούς μεταξύ των δημιουργημάτων του εποικοδομήματος και της κοινωνικής του βάσης.
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 279
Ο υλιστικός καθορισμός του εποικοδομήματος αναζητείται τώρα στον πυρήνα των καλλιτεχνημάτων, στην τεχνική κατασκευή. Η ιστορία της τέχνης αναγιγνώσκεται ως μη συνειδητή ιστοριογραφία της κοινωνίας· δεν είναι διόλου αμελητέα η απόσταση των αισθητικών αντικειμένων από τα πραγματολογικά δεδομένα της κοινωνικής ιστορίας για τη διαλεύκανση της κοινωνικής ουσίας. Η πορεία του Μπένγιαμιν από την πρώτη στη δεύτερη εργασία για τον Μπωντλαίρ συνιστά την κοπερνίκειο στροφή που εγκαινίασε η δική του κοι- νωνιολογία της τέχνης· σήμαινε τη μετάβαση στη φιλοσοφία της ιστορίας.
Με το έργο του για τον Μπωντλαίρ ο Μπένγιαμιν επιχείρησε να εξηγήσει υπό την έννοια του ιστορικού υλισμού την τέχνη του Μπωντλαίρ ως καθορισμένη από τη συνολική κοινωνική και οικονομική κατάσταση της εποχής της, να την αναγάγει δηλαδή στην ιδιαίτερη δομή τής εμπορευματικής κοινωνίας της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Την εν λόγω επιχείρηση εξυπηρετεί στα «Μοτίβα» η προσφυγή στην έννοια της εμπειρίας· η λύση του προβλήματος μοιάζει οριστική στα αποσπάσματα που θεωρούν την μπωντλαιρική αλληγορία ως έκφραση του φετιχιστικού χαρακτήρα του εμπορεύματος. Η εισαγωγή της κεντρικής κατηγορίας της εμπειρίας, της οποίος την ιστορικά καθορισμένη μορφή στα χρόνια της καπιταλιστικής ακμής προ- σεφερε ο λυρισμός του Μπωντλαίρ, ουδόλως σημαίνει ότι προέρχεται ευθέως από την οικονομία- η νέα εργασία του Μπένγιαμιν θεωρεί αντιθέτως εκ των πραγμάτων απαράδεκτη μια τέτοια λογική παραγωγή της εμπειρίας από την τέχνη, όπως αυτή την οποία εξακολουθούσε να αναζητεί ο Μπένγιαμιν στην παλαιότερη έρευνά του. Η παρεμβολή μιας ενδιάμεσης τρόπον τινά βαθμίδας μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος συνάδει προς μια ορθή κατανόηση του μαρξισμού, καθώς επιφυλάσσει για το εποικοδόμημα ένα ιδιαίτερο, σχετικά αυτόνομο πεδίο- ανάλογη ήταν η αντίληψη και αυτού του όψιμου Ένγκελς: «Η τελική υπεροχή της οικονομικής εξέλιξης και έναντι αυτών των πεδίων [εννοεί τη φιλοσοφία και την τέχνη] είναι εδραία πεποίθησή μου, λαμβάνει όμως χώρα μέσα στους προδιαγεγραμμένους από το ίδιο το εκάστοτε πεδίο όρους» . Στη δεύτερη εργασία
280 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
για τον Μπωντλαίρ ο Μπένγιαμιν τονίζει ότι από τα «κοινωνικά κέντρα» εκπορεύεται μία «επίδραση στην καλλιτεχνική παραγωγή» η οποία είναι «πολλαπλώζ διαμεσολοφημένη, τόσο ριζική όσο και λεπτή» (I, 624, η υπογράμμιση είναι του συγγραφέα). Ο Μπένγιαμιν προσεγγίζει ιστορικά-φαινομενολογικά την κοινωνική δομή της εμπειρίας: ερευνά κατ ’ αρχάς την εμφάνιση των μαζών στις μητροπό- λεις του 19ου αιώνα, καταγράφει έπειτα την κοινωνικά προσδιορισμένη μεταβολή των ανθρώπινων αντιληπτικών ικανοτήτων15, για να παρουσιάσει μόνο στο τέλος τα οικονομικά δεδομένα που υπό- κεινται στη μεταλλαγμένη δομή της εμπειρίας «μέσα στη ζωή των πολιτισμένων μαζών, τη ρυθμισμένη βάσει κανόνων και αποκομμένη από τη φύση» (1,608 — εδώ σ. 125). Πρόκειται για τη μορφή της βιομηχανικής παραγωγής που κέρδισε έδαφος στη Γαλλία αφότου η οικονομική και βιομηχανική μπουρζουαζία, μετά την επανάσταση του Ιουλίου, περιόρισε ολοένα και περισσότερο την εξουσία των μεγαλογαιοκτημόνων. Καθοριστικό για τον εκβιομηχανισμένο τρόπο παραγωγής είναι ότι απέναντι στον εργάτη που βρίσκεται στον ιμάντα παραγωγής εμφανίζεται η «συνάρτηση των παραγόντων της εργασίας» «αυτονομημένη σε εμπράγματη μορφή» (I, 631). Στο περίφημο δέκατο τρίτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου ο Μαρξ έδειξε πώς η εισαγωγή μηχανικών μεθόδων στη μαζική βιομηχανική παραγωγή αντί να ελευθερώσει τον μισθωτό εργάτη από την εργασία, απελευθέρωσε μάλλον «την εργασία του από το περιεχόμενό της»: «Σε κάθε καπιταλιστική παραγωγή, στο βαθμό που δεν είναι απλώς εργασιακή διαδικασία αλλά συγχρόνως διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου, τούτο είναι κοινό: ότι δεν χρησιμοποιεί ο εργάτης τους όρους εργασίας, αλλά αντίστροφα οι όροι εργασίας τον εργάτη, για πρώτη φορά όμως με τις μηχανές αυτή η αντιστροφή καθίσταται από τεχνική άποψη χειροπιαστή πραγματικότητα. Με τη μεταμόρφωσή του σε αυτόματο, το ίδιο το εργασιακό μέσον αντιτάσσεται κατά τη διάρκεια της εργασιακής διαδικασίας στον εργάτη ως κεφάλαιο, ως νεκρή εργασία που εξουσιάζει και απομυζά τη ζωντανή εργατική δύναμη» . Σχετικά με το φετιχι- σμό της καπιταλιστικής εμπορευματικης οικονομίας ή —όπως το
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 281
διατύπωνε ο νεαρός Μαρξ—την αυτοαλλοτρίωση του ανθρώπου, α- ναφερόταν ήδη στα παρισινά χειρόγραφα περί «εθνικής οικονομίας και φιλοσοφίας» ότι αυτή δεν συνίσταται μόνο στη «σχέση [του εργάτη] με τα προϊόντα της εργασίας του»: «η αλλοτρίωση φανερώνεται όχι μόνο στο αποτέλεσμα αλλά και στην πράξη της παραγωγής, μέσα στην ίδια την παραγωγική δραστηριότητα» . Σε μία σημείωση για το Passagenwerk ο Μπένγιαμιν συνήγαγε από την έννοια της αλλοτριωμένης εργασίας συμπεράσματα για μια υλιστική έννοια του αστικού πολιτισμού, πολύ ενδιαφέροντα αυτά καθ’ εαυτά, αλλά και εξόχως σημαντικά για την ερμηνεία του Μπωντλαίρ: «Η ιδιότητα που συνιστά τον φετιχιστικό χαρακτήρα του εμπορεύματος ενυπάρχει στην ίδια την εμπορευματοπαραγωγό κοινωνία, όχι μεν έτσι όπως αυτή η τελευταία είναι πραγματικά, αλλά έτσι όπως πάντοτε παρουσιάζεται και αντιλαμβάνεται τον εαυτό της, όταν αγνοεί το γεγονός ότι ακριβώς παράγει εμπορεύματα. Η εικόνα την οποία παράγει λοιπόν για τον εαυτό της και την οποία συνηθίζει να τιτλοφορεί πολιτισμό, αντιστοιχεί στην έννοια της φαντασμαγορίας» (V, 822). Αν η φαντασμαγορία αποτελεί μια απατηλή εικόνα, αποτελεί πάντως ταυτόχρονα —και ίσως πιο δραστικά από καθετί άλλο στο έργο του Μπωντλαίρ—το καλλιτεχνικό είδωλο της απάτης· η φαντασμαγορία είναι συστατικό της κοινωνίας, που σαγηνεύει τους ανθρώπους και ταυτόχρονα περιέχει την αλήθεια γι ’ αυτό το φαινομενικό είναι, η ανάπτυξη του οποίου είναι χρέος της κριτικής της τέχνης. «Η μοναδική σημασία του Μπωντλαίρ έγκειται στο ότι πρώτος και πεντακάθαρα συνέλαβε με τη διπλή έννοια της λέξης την παραγωγική δύναμη του αυτοαλλοτριωμένου ανθρώπου — την αναγνώρισε και με την εκπραγμάτιση την αύξησε» (1,1074). Αυτά έγραφε ο Μπένγιαμιν στον Χορκχάιμερ. Ανάμεσα στις σημειώσεις του Passagenwerk υπάρχει μία παραλλαγή των παραπάνω λόγων όπου σαφέστερα ακόμη λέγεται ότι ο Μπωντλαίρ «θωράκισε τον αυτοαλλο- τριωμένο άνθρωπο [...] ενάντια στον εκπραγματισμένο κόσμο» (V, 405). Ο Μπωντλαίρ οδηγεί στα άκρα την εκπραγμάτιση: τη φέρνει κατευθείαν στο σημείο όπου είναι έτοιμη να μεταμορφωθεί σε συμφιλίωση ανθρώπου και πράγματος, ανθρώπου και φύσης. Τη μετα
282 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
μόρφωση αυτή, η οποία πάντως ως διαλεκτική δεν μπορεί να εκτε- λεστεί από το πνεύμα μόνον, επιχείρησε ο Μπένγιαμιν να αποκρυ- πτογραφήσει στο έργο του Μπωντλαίρ.
«Tout pour moi devient allegorie»18. Ως καταστροφή, ο Μπωντλαίρ στο «spleen» συνάγει εντούτοις από τη νεωτερικότητα κάτι σωτήριο: αυτή η διαλεκτική είναι ο νόμος των αλληγοριών του. Στο έργο του Ursprung des deutschen Trauerspiels ο Μπένγιαμιν επιχείρησε να ανασυνθέσει από τη σκοπιά της φιλοσοφίας της ιστορίας την αλληγορία του μπαρόκ. Με την ευκαιρία μιας κριτικής του, το 1934, για ένα βιβλίο του Ζαν Πωλ, ο Μπένγιαμιν αντιτάχθηκε στην άποψη ότι η αλληγορία του 17ου αιώνα μπορεί να χρησιμοποιείται ως ταξινομική έννοια και να μεταφέρεται ανιστορικά σε άλλες εποχές. «Τον ιστορικό καθορισμό» που βρήκε στο βιβλίο για το μπαρόκ «η αλληγορική ματιά» πρέπει μάλλον να τον δούμε ως «αφορμή για την άλλη ματιά» (III, 422), λόγου χάρη αυτή του Ζαν Πωλ. Τον ιστορικό καθορισμό της αλληγορικής ματιάς του Μπωντλαίρ προόριζε ο Μπένγιαμιν για τα μέρη εκείνα του βιβλίου που δεν γράφηκαν ποτέ" σε γενικές μόνο γραμμές μπορούμε να τον συμπεράνουμε από τις διαθέσιμες σημειώσεις. Κατά τον Καρλ Κορς «η πρώτη θεμελιώδης αρχή της νέας, επαναστατικής κοινωνικής επιστήμης [...] είναι η αρχή της ιστορικής εξειδίκευσης κάθε κοινωνικής σχέσης»19. Μόνον ως ιστορικά εξειδικευμένα μπορούν και τα καλλιτεχνικά πράγματα να γνωρίζονται επαρκώς. Η εξειδίκευση του Μπένγιαμιν ως προς τον Μπωντλαίρ: «Οι αλληγορίες δείχνουν τι κάνει το εμπόρευμα με τις εμπειρίες που έχουν οι άνθρωποι αυτού του αιώνα» (V, 413). Αλλού: «Η αλληγορική ματιά στηρίζεται πάντοτε σ’ έναν απαξιωμένο κόσμο φαινομένων. Η ιδιαίτερη απαξίωση του εμπράγματου κόσμου, η οποία εκφράζεται στο εμπόρευμα, είναι το θεμέλιο των αλληγορι- κών προθέσεων του Μπωντλαίρ» (1,1151). Η συναγωγή της αλλοτριωμένης εμπειρίας από την αλληγορία του Μπωντλαίρ σημαίνει την ανακάλυψη του θεμελίου της στην εργασία που λεηλατείται υπό τους όρους της καπιταλιστικής παραγωγής. Ο άνθρωπος που είναι υποχρεωμένος να πουλάει την εργατική του δύναμη στην «ελεύθερη» αγορά για να μπορεί να αναπαράγει τη ζωή του βρίσκεται αποκομμέ
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 283
νος από τον εαυτό του- αυτό το καταγράφει η μπωντλαιρική εικόνα ενός κόσμου όπου η πράξη δεν είναι αδελφή του ονείρου: αυτός ο άνθρωπος δεν αυτοπροσδιορίζεται ελεύθερα αναμετρώμενος με τη φύση, αλλά προσαρμόζεται σε κάτι το αφηρημένο, στο νόμο της αξίας που, σύμφωνα με τον Μαρξ, είναι νόμος της ανταλλακτικής αξίας και όχι της αξίας χρήσης των πραγμάτων. Η τελευταία είναι μέρος των πραγμάτων μόνο στο βαθμό που χρειάζεται η παρουσία της για τη δημιουργία της αναγκαίας για την παραγωγή υπεραξίας. «Το πράγμα μόνον ως εμπόρευμα ασκεί την επιρροή του, που αποξενώνει τον έναν άνθρωπο από τον άλλο. Την ασκεί μέσα από την τιμή του. Μεταξύ των ανθρώπων παρεμβάλλεται λιγότερο το πράγμα και περισσότερο η τιμή του» (I, 1174). Η αναρχία της ανταλλακτικής κοινωνίας στην ακμή του καπιταλισμού: η διαμόρφωση της τ ιμής των εμπορευμάτων βάσει ενός παράλογου μηχανισμού, ανεξάρτητου από τον παραγωγό, αλλά και ανεξέλεγκτου από τον καπιταλιστή, καθρεφτίζεται στη σχέση της αλληγορίας προς ό,τι εκάστοτε εκπροσωπεί, προς ό,τι κατά περίπτωση προσαρτάται σ ’ αυτήν ως σημασία.
«Ο αλληγορικός ανασύρει πότε πότε από το άτακτο απόθεμα που του διαθέτουν οι γνώσεις του ένα απόσπασμα, το τοποθετεί πλάι σε ένα άλλο και κοιτάζει αν τα δύο αυτά ταιριάζουν: εκείνη η σημασία σ ’ αυτή την εικόνα ή αυτή η εικόνα σ ’ εκείνη τη σημασία. Το αποτέλεσμα είναι πάντοτε απρόβλεπτο, διότι δεν υπάρχει καμιά φυσική διαμεσολάβηση μεταξύ τους. Το ίδιο όμως συμβαίνει με το εμπόρευμα και την τιμή. Οι "μεταφυσικές σοφιστείες” στις οποίες αρέσκεται αυτό κατά τον Μαρξ είναι προπαντός οι σοφιστείες ως προς τη διαμόρφωση της τιμής. Ουδέποτε μπορούμε να παρακολουθήσουμε με ακρίβεια την τιμολόγηση του εμπορεύματος, ούτε κατά την πορεία της παραγωγής του ούτε αργότερα, όταν βρίσκεται στην αγορά. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το αντικείμενο κατά την αλλη- γορική του υπόσταση. Ποια σημασία του θα ευνοήσει η βαθύνοι·α του αλληγορικού, είναι κάτι το απροσδιόριστο. Όμως από τη στιγμή που θα αποκτήσει μία τέτοια σημασία, αυτή μπορεί οποτεδήποτε να αντικατασταθεί από μία άλλη. Οι μόδες των σημασιών μεταβάλλον
284 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
ταν σχεδόν το ίδιο γρήγορα με τις τιμές των εμπορευμάτων. Στην πραγματικότητα η σημασία του εμπορεύματος καλείται τιμή· ως εμπόρευμα δεν έχει άλλη σημασία» (V, 466).
' Ετσι αναδεικνύεται «το εμπόρευμα ως η εκπλήρωση της αλλη- γορικής εποπτείας στον Μπωντλαίρ. Αποδεικνύεται ότι το νέο που προσφέρει η εμπειρία τού πάντοτε-ίδιου, στον μαγικό κύκλο της ο- ποίας το spleen ώθησε τον ποιητή, δεν είναι παρά το φωτοστέφανο του εμπορεύματος» (I, 1074). Στην μπωντλαιρική αλληγορία προσιδιάζει εντούτοις κι ένα στοιχείο διαφωτισμού. Εκείνη η επίφαση που υπάρχει στον εμπορευματικό χαρακτήρα των πραγμάτων, στην παραπλανητική λάμψη της οποίος ήταν τόσο δεκτικός ο Μπωντλαίρ, διαλύεται συγχρόνως από την αλληγορική ματιά και γίνεται τρόπον τινά αντανάκλαση του φετιχιστικού χαρακτήρα του εμπο- ρευματικού κόσμου: «Στην απατηλή μεταρσίωση του εμπορευματι- κού κόσμου εναντιώνεται η αλληγορική παραποίησή του. Το εμπόρευμα θέλει να δει τον εαυτό του κατά πρόσωπο» (I, 671). Ό,τι όμως γνωρίζει τον εαυτό του παύει, ήδη μέσω της γνώσης του, να είναι απλώς αυτό που είναι. Οι μπωντλαιρικές εικόνες διαφυλάσσουν αρνητικά ό,τι διέβλεπε νηφάλια και ταυτόχρονα δυνατά ο Μαρξ, πρώτα στην εικόνα μιας ανάστασης της φύσης και αργότερα ως βασίλειο της ελευθερίας. Ο Μπένγιαμιν, που για να ερμηνεύσει την μπωντλαιρική αλληγορία χρησιμοποίησε βασικές έννοιες από την κριτική της πολιτικής οικονομίας, προσδίδει νέο κύρος στον Φουριέ, τις ουτοπίες του οποίου δεν είχε σε υπόληψη ο Μαρξ, όπως, για άλλους λόγους, και ο Μπωντλαίρ.
«Η περιγραφή του φαινομένου της εργασίας από τη σκοπιά της σχέσης του με τη φύση χαρακτηρίζεται από την κοινωνική του υφή. Αν δηλαδή ο άνθρωπος δεν ήταν κυριολεκτικά αντικείμενο εκμετάλλευσης, θα μπορούσε να μην υπάρχει και η μεταφορική έκφραση περί εκμετάλλευσης της φύσης. Αυτή παγιώνει την επίφαση της «αξίας», η οποία αποδίδεται στις πρώτες ύλες μόνο διαμέσου της οργάνωσης της παραγωγής που στηρίζεται στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας. Αν αναιρεθεί αυτή η οργάνωση, η εργασία από την πλευρά της θα χάσει το χαρακτηριστικό της εκμετάλλευσης της φύσης από
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 285
τον άνθρωπο. Θα εκτελείται τότε κατά το πρότυπο του παιδικού παιχνιδιού που, στην περίπτωση του Φουριέ, αποτελεί τη βάση τού travail passionne des harmoniens. Από τα μεγάλα επιτεύγματα του Φουριέ ήταν ο προσδιορισμός του παιχνιδιού ως κανόνα της εργασίας που δεν είναι πλέον αντικείμενο εκμετάλλευσης. Μία τέτοια εργασία, εμψυχωμένη από.το παιχνίδι, δεν είναι η παραγωγή αξιών, αλλά αποβλέπει προς μια βελτιωμένη φύση. Η ουτοπία του Φουριέ είναι ένα πρότυπο και αυτής της βελτιωμένης φύσης, ένα ιδανικό που το βλέπουμε να αποκτά σάρκα και οστά στα παιδικά παιχνίδια. Ε ίναι η εικόνα μιας γης όπου όλοι οι τόποι έχουν γίνει Wirtschaften . Εδώ ανοίγονται μπροστά μας και οι δύο σημασίες της λέξης: όλοι οι τόποι είναι δουλεμένοι από τον άνθρωπο που τους έκανε χρήσιμους και όμορφους· όλοι λοιπόν στέκονται εκεί ανοιχτοί σε όλους, όπως μια Wirtschaft στην άκρη του δρόμου. Μία γη καλλιεργημένη σύμφωνα μ ’ αυτή την εικόνα θα έπαυε να είναι τμήμα "D’un monde ou Taction n’est pas la soeur du reve” . Πάνω σ ’ αυτή τη γη η πράξη θα συναδελφωνόταν με το όνειρο» (V, 455 κ.ε.).
Ο Μπένγιαμιν είδε να μορφοποιείται η ιδέα της συμφιλίωσης ανθρώπου και φύσης σ ’ εκείνα τα ποιήματα του Μπωντλαίρ που δεν λειτουργούν πλέον αλληγορικά, αλλά υπακούουν στον μυστηριώδη νόμο των correspondances. «Οι ανταποκρίσεις είναι τα δεδομένα της ενθύμησης. Δεν είναι διόλου ιστορικά δεδομένα, αλλά δεδομένα της προϊστορίας» (I, 639). Η ιδέα των correspondances είναι η ουτοπία όπου εμφανίζεται προβολικά στο μέλλον ένας χαμένος παράδεισος.
Στην ουτοπία του Φουριέ και, υπό μία έννοια, του Μπένγιαμιν καθώς και, ακόμη αποφασιστικότερα, στην αρνητική της εικόνα, στο πάντοτε-ίδιο, το νεκρικό της μπωντλαιρικής αλληγορίας, υπόκειται η ιδέα μιας ιστορίας χωρίς ιστορικά σημεία- αυτή η παράσταση πάντως δεν συμβιβάζεται πλέον με το μαρξισμό. Ο μαρξισμός του Μπένγιαμιν ήταν βαμμένος μέχρι το κόκαλο από ό,τι μπορεί να α- ποκληθεί «ιδιότυπη ουσία» αυτού του φιλοσόφου, η οποία μπορεί, στο χάρτη της θεωρητικής σκέψης, να συνορεύει με τον επιστημονικό σοσιαλισμό, τη χωρίζει όμως από αυτόν ό,τι ακριβώς διέκρινε τον
\
286 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
ίδιο τον Μαρξ από τους πρώιμους σοσιαλιστές ή τους εκπροσώπους του αναρχισμού. Μία από τις πρώτες αποφάνσεις του Μπένγιαμιν περί κομμουνισμού, χρονολογούμενη από το 1924, υποστηρίζει ότι στην αναμέτρηση μαζί του «θα μπορούσαν να φανερωθούν τα θεμέλια του μηδενισμού μου» . Καθόσον η φιλοσοφία του Μπένγιαμιν αναμείχθηκε, προτού προσεγγίσει το μαρξισμό, με την πολιτική, η συμπάθειά του ήταν οι διδασκαλίες του αναρχισμού, ιδιαίτερα δε αυτές του Σορέλ. Στην πρόσληψη του μαρξισμού από τον Μπένγιαμιν πρυτάνευε επί πολύ μια στράτευση υπέρ της πολίτικης των κομμουνιστικών κομμάτων, που έμοιαζαν ως η μόνη εναλλακτική πρόταση για τη δυτικοευρωπαϊκή ανάπτυξη, την οποία ο Μπένγιαμιν έβλεπε από τη δεκαετία του ’20 και εντεύθεν να πορεύεται προς την καταστροφή· από την άλλη μιλούσε «για ατοπήματα της υλιστικής μεταφυσικής ή, κατά τη γνώμη μου, και της υλιστικής αντίληψης για την ιστορία» ως γνώμες του «που δεν επιδέχονταν αμφισβήτηση»21. Μόνο κατά την περίοδο της εξορίας, όχι νωρίτερα, έχει διαπιστωθεί ότι ο Μπένγιαμιν μελέτησε σοβαρότερα την υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Εκτός από τα πολιτικά κείμενα του Μαρξ και τα επονομαζόμενα παρισινά χειρόγραφα, η μελέτη αφορούσε προπάντων τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου και το βιβλίο του Κορς για τον Μαρξ, το χειρόγραφο του οποίου είχε στη διάθεσή του ο Μπένγιαμιν. Η τελευταία του εργασία, οι θέσεις «Για την έννοια της ιστορίας», πιστοποιεί πόσο επιφανειακή ήταν η υιοθέτηση της θεωρίας του ιστορικού υλισμού: στο κείμενο αυτό γίνεται μεν συχνά λόγος για τον ιστορικό υλισμό, τούτο όμως συμβαίνει μόνον επειδή, όπως είπε ο Heinz-Klaus Metzger, κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι η θεωρία της ιστορίας σύμφωνα με τις θέσεις του, που τροφοδοτείται από πηγές του ιουδαϊκού μυστικισμού, μπορεί να έχει οποια- δήποτε σχέση με τον ιστορικό υλισμό. Τα πράγματα έχουν αλλιώς όσον αφορά τις εργασίες για τον Μπωντλαίρ: εδώ ο Μπένγιαμιν προσπάθησε με κάθε σοβαρότητα να χρησιμοποιήσει τη μαρξιστική μέθοδο. Το αντικείμενο δεν ήταν μόνον ευνοϊκό. Αναλογιζόμενος τον ίλιγγο του ενθουσιασμού που τον είχε καταλάβει στην επανάσταση του ’48, όπου κατέβηκε στα οδοφράγματα με κόκκινη γραβάτα,
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 287
στην απόχρωση του αίματος, και ολοκαίνουργη φυσιγγιοθήκη, ο Μπωντλαίρ έγραψε κάποτε τα εξής: «Toujours le gout de la destruction. Gout legitime si tout ce qui est naturel est legitime»22. Σε μια τέτοια φράση μπορούσε ο Μπένγιαμιν, ενόσω επεξεργαζόταν το βιβλίο για τον Μπωντλαίρ, να αναγνωρίσει πάλι την αλλοτινή του συμπάθεια για το μύθο της γενικής απεργίας καθώς και τη σύλληψή του σχετικά με την «αποστολή της παγκόσμιας πολιτικής, της ο- ποίας η μέθοδος πρέπει να ονομάζεται μηδενισμός» (II, 204). Ό,τι καταγράφηκε από το βιβλίο μπορεί πάντως να διαβαστεί ως παλίμψηστο: κάτω από το μαρξισμό του πρώτου πλάνου διακρίνεται ο παλαιός μηδενισμός, ο δρόμος του οποίου απειλεί να οδηγήσει στις αφηρημένες πρακτικές του αναρχισμού. — Μια συζήτηση της έννοιας της ιστορίας, όπως σκιαγραφείται στο βιβλίο για τον Μπωντλαίρ, προσκρούει σε φιλολογικές δυσκολίες. Η έννοια της ιστορίας θα γινόταν θέμα μελέτης μόλις στο τρίτο μέρος του βιβλίου, που θα πραγματευόταν τη μορφή της μπωντλαιρικής ποίησης «στις θεματικές της συνάφειες» (1,1091), δηλαδή τις ιστορικοκοινωνικές. Η ακόλουθη αναφορά στον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται η ιστορία στο σχεδίασμα του Μπένγιαμιν για τον Μπωντλαίρ έχει λοιπόν απλώς το χαρακτήρα προλεγομένων.
Ο Μπένγιαμιν παρουσίασε τον Μπωντλαίρ με φόντο την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Το πραξικόπημα της 2ας Δεκεμβρίου 1851 ήταν η σφραγίδα κάτω από τη σφαγή των επαναστατών του Ιουνίου του ’48 που έστειλε για δύο και πλέον δεκαετίες το επαναστατικό προλεταριάτο στο περιθώριο της γαλλικής ιστορίας· ο Μπλανκί, ο αρχηγέτης τους, είχε εξουδετερωθεί ήδη μετά τη διαδήλωση της 15ης Μαΐου 1848. Μαζί με την ανάπτυξη της βιομηχανίας —που μέχρι τότε υστερούσε έναντι της Αγγλίας— σχηματίστηκε υπό την προστασία του βοναπαρτιστικού κρατικού μηχανισμού εκείνη η κοινωνία των συναλλαγών, την έκφραση της οποίος στο πεδίο της τέχνης ερεύνησε ο Μπένγιαμιν στο έργο του Μπωντλαίρ. Η «απαξίωση του ανθρώπινου περιβάλλοντος από την εμπορευματική οικονομία αφήνει βαθιά τα αποτυπώματά της στην ιστορική του εμπειρία. Συμβαίνει "πάντοτε το ίδιο” . Το
\
288 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
spleen δεν είναι παρά η πεμπτουσία της ιστορικής εμπειρίας. Τίποτε περιφρονητιχότερο από το να αντιτάξει κανείς σ ’ αυτή την εμπειρία την ιδέα της προόδου. Το εγχείρημα όμως του Μπωντλαίρ αποκτά την ιστορική του σημασία μόνον όπου η εμπειρία του πάντοτε-ίδιου, με την οποία πρέπει να μετρηθεί, λαμβάνει την ιστορική του επιγραφή. Αυτό συμβαίνει με τον Νίτσε και τον Μπλανκί. Η ιδέα της αιώνιας επιστροφής είναι εδώ το "νέο” , που διαλύει την κυκλικότη- τα της αιώνιας επιστροφής επιβεβαιώνοντας την. Ένα νέο φως πέφτει στο μπωντλαιρικό έργο από τη σύζευξή του με τον Νίτσε και προπαντός με τον Μπλανκί, που ανέπτυξε δέκα χρόνια νωρίτερα τη θεωρία της αιώνιας επιστροφής» (1,1151). Η εμπειρία του πάντοτε- ίδιου όπου μοιάζει να αποκλείεται κάθε προοπτική προόδου στην ιστορία, κάθε ελπίδα για μια παραγωγική ανθρώπινη εργασία, που είναι το μόνο κινούν αίτιο της ιστορίας, έχει την οικονομική της αιτία, την οποία κατονομάζει ο Μαρξ σ’ ένα σημείο του Κεφαλαίου: αΗ παραγωγική διαδικασία σβήνει μέσα στο εμπόρευμα»23. Έτσι και η ανθρώπινη εργασία σβήνει μέσα στην αλλοτριωμένη εργασία, η ιστορία γίνεται φαντασμαγορία του ανιστορικού. Η ίδια εμπειρία απαντά στην μπωντλαιρική ειρωνεία όσον αφορά την πρόοδο24, απαντά όμως και στην ίδια την απόπειρα του Μπένγιαμιν να θεμελιώσει την «έννοια της προόδου στην ιδέα της καταστροφής» (1,683· πβ. V, 592). Η πολιτική που αντιστοιχεί σε μια τέτοια αντίληψη για την ιστορία είναι εκείνη του μπλανκισμού: η εξέγερση που προετοιμάζεται από τις συνωμοσίες μιας ελίτ και πυροδοτείται από ένα πραξικόπημα. «Για τον Μπλανκί η ιστορία είναι άχυρο με το οποίο παραγεμίζεται ο ατελεύτητος χρόνος» (V, 460). Τη θεωρία του περί της επιστροφής του πάντοτε-ίδιου ανέπτυξε ο Μπλανκί στο κοσμολογικό του βιβλίο L’Eternite par les astres, που γράφηκε το 1871 στη φυλακή, ενώ η Κομμούνα πάλευε ακόμη στους δρόμους του Παρισιού. Το σχέδιο του Μπένγιαμιν για τον Μπωντλαίρ «επηρεάστηκε αποφασιστικά» από την «ανακάλυψη» αυτού του βιβλίου: βρήκε εκεί «υπό τη μορφή μιας ωμά φυσικής τάξης το συμπλήρωμα της κοινωνικής, την οποία ο Μπλανκί, υπερνικώντας τον εαυτό του, αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει στα γηρατειά του» (I, 1071)· συγχρόνως όμως βρήκε
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΎΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 289
στο βιβλίο το συμπλήρωμα της εσχατολογικής θεωρίας περί πραξικοπήματος που διείπε την πολιτική πρακτική του Μπλανκί στις δεκαετίες του ’30 και του ’40.
«Μπορούμε να ρωτήσουμε αν υπάρχουν στην πολιτική δράση του Μπλανκί στοιχεία που θα τη χαρακτήριζαν ακριβώς ως τη δράση του ανθρώπου εκείνου ο οποίος, ηλικιωμένος πια, έγραψε την Ε- ternite par les astres ... Η ιδέα αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί, το περιορισμένο ενδιαφέρον που επεδείκνυε ανέκαθεν ο Μπλανκί για τα θεωρητικά θεμέλια του σοσιαλισμού ίσως οφειλόταν σε μία έμφυτη δυσπιστία του απέναντι στις διαπιστώσεις που αναμένουν όποιον εμβαθύνει πάρα πολύ στη δομή του κόσμου και της ζωής. Τελικά φαίνεται πως στα γεράματά του ο Μπλανκί δεν απέφυγε μια τέτοια εμβάθυνση»' (I, 1154).
Ο Μαρξ, που είχε εξυμνήσει το 1848 τον Μπλανκί ως τον αληθινό εκπρόσωπο της προλεταριακής τάξης, ανέπτυξε, έχοντας κατά νου την αποτυχία της επανάστασης του Φεβρουάριου, τη δική του θεωρία της επανάστασης που τον απομάκρυνε οριστικά από το «βολονταριστικά ακτιβιστικό "κόμμα της δράσης” »25· ο Ένγκελς διέρρηξε αργότερα δημοσίως τις σχέσεις του και με το πρόσωπο του Μπλανκί26. Ο Μπένγιαμιν πάντως έδειχνε μάλλον μια εκλεκτική συγγένεια με την μπλανκική έννοια της ιστορίας: «Ο Μαρξ λέει ότι οι επαναστάσεις είναι η ατμομηχανή της παγκόσμιας ιστορίας. Ίσως όμως τα πράγματα να είναι εντελώς διαφορετικά. Ίσως οι επαναστάσεις είναι η κίνηση του ανθρώπινου γένους που, ταξιδεύοντας σ ’ αυτό το τραίνο, τραβάει το φρένο κινδύνου» (1,1232). Η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν μπορούσε, κατά τον Μαρξ, να συντελεστεί με έναν αιφνιδιασμό, με το τράβηγμα του φρένου- η ανθρωπότητα δεν βρίσκεται σε ένα τραίνο που τρέχει αστραπιαία προς τον γκρεμό ή κάνει κύκλους περνώντας συνεχώς από τους ίδιους σταθμούς. Κάθε επανάσταση προϋποθέτει ένα ορισμένο ιστορικό επίπεδο παραγωγικών δυνάμεων, χρειάζεται μια «σειρά υλικών όρων που, με τη σειρά τους, είναι αυτοφυές προϊόν μιας μακράς και επώδυνης εξελικτικής ιστορίας»27. Μόνον όταν έχουν ωριμάσει αυτές οι προϋποθέσεις μέσα στην αστική κοινωνία μπορεί να λάβει χώ
290 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
ρα η οριστική επανάσταση με την οποία θα αρθούν οι ταξικές αντιθέσεις· τότε βέβαια θα εκδηλωθεί κατ ’ ανάγκην, σύμφωνα με ένα φυσικό νόμο που διέπει τις κοινωνίες. Η θέση του Μπένγιαμιν, στο σοσιαλισμό του οποίου επιβίωσε επίμονα μέχρι τέλους ένα εσχατολο- γικό στοιχείο, ήταν διαφορετική· για το μεσσιανισμό του η εξελικτική ιστορία ήταν υπερβολικά μακρόχρονη και αφόρητα βασανιστική.
«Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή που να μη συνεπάγεται τη 8ικη της επαναστατική ευκαιρία — χρειάζεται απλώς ο ειδικός προσδιορισμός της, ως ευκαιρίας δηλαδή για μία εντελώς νέα λύση μπροστά σ ’ ένα εντελώς νέο πρόβλημα. Για τον επαναστατικό στοχαστή η ιδιαίτερη επαναστατική ευκαιρία καθεμιάς ιστορικής στιγμής επιβεβαιώνεται από την πολιτική κατάσταση. Επιβεβαιώνεται όμως επίσης από την εξουσία αυτής της στιγμής πάνω σε ένα εντελώς συγκεκριμένο, κλειστό μέχρι στιγμής δωμάτιο του παρελθόντος. Η είσοδος σ’ αυτό συμπίπτει ακριβώς με την πολιτική δράση· και είναι αυτή η είσοδος που της προσδίδει, όσο, και αν είναι εξοντωτική, τη μεσσιανική της διάσταση» (I, 1231).
Αυτή είναι μια αισθητική θεωρία, όχι μια θεωρία της ιστορίας. Εντελώς νέα προβλήματα με εντελώς νέες λύσεις γνωρίζει η τέχνη —πρωτίστως δε αυτή του Μπωντλαίρ, όπως την ερμηνεύει ο Μπέν- γιαμιν—, όχι η ιστορία. Η διάσωση του παρελθόντος, η «ενθύμηση» της μυστικιστικής παράδοσης, δεν είναι βέβαια ιστορική κατηγορία, όπως το ήθελε ο Μπένγιαμιν στις θέσεις του για τη φιλοσοφία της ιστορίας. Το κακό που προξενήθηκε δεν μπορεί να διορθωθεί, οι σκοτωμένοι είναι όντως σκοτωμένοι, όπως είπε ο Χορκχάιμερ. Τα έργα τέχνης μπορεί να έχουν το λόγο ύπαρξής τους στην ιδέα της ενθύμησης. Δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί μια πολιτική που από τη μεριά της ευθυγραμμίζεται με την αισθητική: μια η πολιτική δράση —είτε εμπνέεται από τον μπλανκισμό είτε από τον αναρχισμό-, με τις καταστροφές που προκαλεί, δεν μπορεί να Θεωρείται «μεσσιανική». Είναι απλώς μη πολιτική: μια αμφίβολη αισθητικοκρατία. Ε ιδικά ο Μπένγιαμιν όμως, σε άλλο πλαίσιο αναφοράς, ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει αισθητικοποίηση (πβ. I, 506 κ.ε.)· - Αν ο Μαρξ υποστηρίζει ότι «η καπιταλιστική παραγωγή παράγει, με την ανα
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 291
γκαιότητα μιας φυσικής διαδικασίας, την ίδια την αναίρεσή της»28, στον Μπένγιαμιν διαβάζουμε: «Η εμπειρία της γενιάς μας: ο καπιταλισμός δεν θα πεθάνει από φυσικό θάνατο» (V, 819). Το ότι ωστόσο ο καπιταλισμός μοιάζει να μην πεθαίνει ούτε από βίαιο θάνατο θα έπρεπε να μας υπενθυμίσει πως κατά τον Μαρξ κάθε κοινωνική πρόοδος οφείλεται στην πάλη των τάξεων, η οργανωτική μορφή της οποίας καθορίζεται απ’ ό,τι είναι κάθε φορά ιστορικά και αντικειμενικά εφικτό- οι πρόοδοι δεν έρχονται ούτε από μπλανκιστικά πραξικοπήματα ούτε από αναρχικές actes gratuits. Η προϊστορία δημιουρ- γήθηκε από τους ανθρώπους, η ιστορία θα είναι επίσης έργο δικό τους, έργο μιας πράξης που δεν εθελοτυφλεί απέναντι στη θεωρία, ειδάλλως, σύμφωνα με το μαρξισμό, δεν θα υφίσταται.
Αυτό που αρνείται πεισματικά η θεωρία του Μπένγιαμιν για την ιστορία και την πολιτική, αυτό ακριβώς διακρίνει σε μεγάλο βαθμό, και ίσως παρά τη θέλησή του, τις καλύτερες εργασίες του στο πεδίο της αισθητικής: η δύναμη της διαμεσολάβησης. Μάλιστα ακόμη και όπου δεν πετυχαίνει η διαμεσολάβηση —όπως στο κείμενο «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ»-, ίσως ούτε καν επιχειρείται, ο Μπένγιαμιν είναι διαφωτιστικότερος απ’ ό,τι το σύνολο της αστικής επιστημονικής πρακτικής. Αυτή χρησιμοποιεί την εγελιανή αντίληψη, ότι η αναγκαιότητα του ωραίου στην τέχνη έχει την απαρχή της στις ελλείψεις της άμεσης πραγματικότητας, το πολύ για να συγκαλύψει απολογητικά το δυϊσμό πνεύματος και υλικής βάσης προβάλλοντάς τον ως κάτι πρωτογενές. Ο Μπένγιαμιν αποδέχεται την ιστορική υφή ενός τέτοιου δυϊσμού, ο οποίος παρα- ταύτα είναι και φαινομενικός· ειδικά αυτόν το διχασμό προσπαθεί να αναγάγει στην κοινωνία, αναζητώντας το κοινωνικό ακόμη και στις τεχνικές λεπτομέρειες του έργου τέχνης. Η σφαίρα της τέχνης δεν εφάπτεται απλώς διαμέσου των μηχανισμών διακίνησης και πρόσληψης με τις απολήξεις των κοινωνικών μηχανισμών, αλλά αποτελεί και η ίδια ένα στοιχείο της κοινωνικής παραγωγικής διαδικασίας· η θέση αυτή, που αποτελεί την πέτρα του σκανδάλου για την τρέχουσα θεωρία της λογοτεχνίας, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο για την αι
292 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
σθητική του Μπένγιαμιν. Πολύ προτού στραφεί στο μαρξισμό, ο Μπένγιαμιν παραδεχόταν ότι από τη δική του «ιδιάζουσα γλωσσική και φιλοσοφική σκοπιά» δεν υπάρχει συμβιβασμός με «την αυταρέσκεια της αστικής επιστήμης»· ότι «η σημερινή αστική βαθύνοια ... έχει πάντοτε μόνον το νόημα της απολογητικής»29. Από μια κριτική γνωσιολογική σκοπιά υπέβαλε σε κατ ’ αρχήν κριτική την έννοια της κατανόησης που εξακολουθεί να κυριαρχεί ακόμη και στην ερμηνευτική του τελευταίου συρμού. Εναντιωνόμενος τόσο στη μεθοδολογική απαλοιφή του υποκειμένου μέσα στη γνώση όσο και σε κάθε υπο- στασιοποίηση των αντικειμένων, ο Μπένγιαμιν καταθέτει την άποψη ότι η αλήθεια είναι συνδεδεμένη «με έναν χρονικό-πυρήνα» «που βρίσκεται ταυτόχρονα στο βάθος τόσο του υποκειμένου όσο και του αντικειμένου της γνώσης» (V, 578). Η «γνήσια γνώση» του ιστορικού στοιχείου καθίσταται για τον Μπένγιαμιν «ιστοριοφιλοσοφική —όχι ψυχολογική— αυτογνωσία του γνωρίζοντος»30. Η λογοτεχνία είναι έτσι γι ’ αυτόν ένα όργανο της ιστορίας· η μετατροπή της σε όργανο, αποστολή μιας ιστορίας της λογοτεχνίας όπως την απαιτούσε (πβ. III, 290) και την υπηρέτησε ο Μπένγιαμιν. Η επιβλητικότερη —τόσο στις επιτυχίες όσο και στις αποτυχίες της— δοκιμή που επιχείρησε στο πεδίο της υλιστικής ιστορίας της λογοτεχνίας είναι το ημιτελές βιβλίο του για τον Μπωντλαίρ.
(Μετάφραση Θοδωρή Λουπασάχη)
ΣΗΜ ΕΙΩ ΣΕΙΣ
(Παραπέμπουμε στα Gesammelte Schriften του Μπένγιαμιν — ο λατινικός αριθμός δηλώνει τον τόμο και ο αραβιχός τη σελίδα.)
1. Διαφορετικές, τριμερείς όμως πάντοτε, σχηματοποιήσεις είχαν προηγη- θεί αυτών, του φθινοπώρου του 1938. Χειρόγραφα του Μπένγιαμιν, χαμένα στο Departement des manuscrits της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, τα οποία ο συγγραφέας κατάφερε να πάρει στα χέρια του μόλις τον Ιούνιο του 1982, μας αποκαλύπτουν ένα πρώτο σχέδιο της παρούσας μελέτης για τον Μπωντλαίρ
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 293
χρονολογούμενο πιθανότατα από τις αρχές του 1938, ίσως και από τα τέλη του1937. Τότε φαίνεται να διεξήλθε ο Μπένγιαμιν όλα τα ώς τότε υπάρχοντα χειρόγραφα του Passagenwerk- σημειώσεις που ήθελε να χρησιμοποιήσει για τον Μπωντλαίρ καταλογογραφήθηκαν χρονολογικά, επισημάνθηκαν δε και στο χειρόγραφο του Passagenwerk με πολυποίκιλα σύμβολα. (Εδώ πρόκειται για τα σύμβολα «μεταφοράς» που αναπαράγονται στο V, 1262-1277 και αποκρυπτο- γραφούνται από το παρισινό χειρόγραφο.) Οι σημειώσεις που προβλέπονταν για τον Μπωντλαίρ συγκεντρώθηκαν σε πλέγματα μοτίβων, μεταφέρθηκαν σε καταλόγους και κατατάχθηκαν στα τρία μέρη του Μπωντλαίρ. Σε αυτό το στάδιο το πρώτο μέρος επρόκειτο να πραγματεύεται τα μοτίβα «ευαίσθητη προδιάθεση», «αισθητικό πάθος», «μελαγχολία», «αλληγορία» και «πρόσληψη», το δεύτερο τα μοτίβα «ennui», «ο ήρωας», «λογοτεχνική αγορά», «ο πλάνης και η μάζα» και «ο εξεγερμένος και ο χαφιές» και το τρίτο «το εμπόρευμα», «spleen», «nouveaute», «Jugendstil», «παράδοση», «αιώνια επιστροφή», καθώς και «perte d’aureole» (πβ. τα παραρτήματα στον τελευταίο τόμο των Gesammelte Schri- ften). Ένα ακόμη σχήμα ανακοίνωσε στις 16/4/1938 ο Μπένγιαμιν στον Χορ- κχάιμερ: «Η εργασία 6α έχει τρία μέρη που θα τιτλοφορούνται ως εξής: ιδέα και εικόνα- αρχαιότητα και νεωτερικότητα· το νέο και το πάντοτε-ίδιο (1,1073). Οι αναλυτικότεροι προσδιορισμοί αυτού του σχήματος, που διασώζει το προανα- φερθέν γράμμα (πβ. I, 1073 κ.ε.), το παρουσιάζουν ως μία μεταβατική κατάσταση από το σχήμα που συνάγεται από το παρισινό χειρόγραφο στο σχήμα του φθινοπώρου του 1938.
2. Οι προκαταρκτικές αυτές εργασίες έχουν περιληφθεί διεξοδικά στον πρώτο τόμο των Gesammelte Schriften (πβ. I, 1137-1188). Εξαίρεση αποτελεί ο φάκελος «J», η θέση του οποίου μέσα στο Passagenwerk είναι σημαντικότερη από την υπαγωγή της στις προκαταρκτικές μελέτες για το βιβλίο το αφιερωμένο στον Μπωντλαίρ· γι ’ αυτό και περιλαμβάνεται στον πέμπτο τόμο των Απάντων όπου και το Passagenwerk (πβ. V, 301-489). Τα αναφερθέντα τέλος στη σημ. 1 παρισινά χειρόγραφα για τον Μπωντλαίρ περιλαμβάνονται ως παραρτήματα στον τελευταίο τόμο των Απάντων.
3. Theodor W. Adorno, Uber Walter Benjamin, επιμ. του συγγραφέα, Φραγκ- φούρτη 1970, σ. 10.
4. Στο ίδιο, 73.5. Bertolt Brecht, Gesammelte Werke, Φραγκφούρτη 1967, τόμος 19, σ. 408.6. Το χειρόγραφο «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντ
λαίρ» βρίσκεται στο Βερολίνο, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της [πρώην] ΛΔΓ, και εκδόθηκε με την επιμέλεια της Rosemarie Heise ως αυτοτελές κείμενο (πβ. Benjamin, Das Paris des Second Empire bei Baudelaire, επιμ. R. Heise, Βερολίνο, Βαϊμάρη 1971) στο Gesammelte Schriften με τις αποκλίσεις και τις παραλλαγές του ως προς την οριστική εκδοχή (πβ. 1 ,1198-1210). Το χειρόγραφο του Βερολίνου αρχίζει με δύο μικρά κεφάλαια -τη μεθοδολογική εισαγωγή κι
294 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
ένα κεφάλαιο με τον τίτλο «Το γούστο»-, τα οποία παραλείφθηκαν από τον Μπένγιαμιν στο τυπωμένο προς δημοσίευση κείμενο που βρίσκεται στο Benja- min-Archiv της Φραγκφούρτης και αποτελεί την οριστική εκδοχή αυτής της εργασίας. Τα κεφάλαια αυτά δεν αντιστοιχούν στις σελίδες που «λείπουν» από την αρχή του τυπωμένου κειμένου της Φραγκφούρτης (πβ. I, 1193 κ.ε.) και που προφανώς ο Μπένγιαμιν δεν τις έγραψε. Η Rosemarie Heise κίνησε μία εξίσου παράλογη όσο και συσκοτιστική πολεμική κατά του συγγραφέα της παρούσας μελέτης με αφορμή τη διαφορά ανάμεσα στην αρχή του χειρογράφου του Βερολίνου και του τυπωμένου κειμένου της Φραγκφούρτης. Αρχικά ζήτησε με επιστολή της να πληροφορηθεί πώς αρχίζει το τυπωμένο κείμενο, στη συνέχεια έλαβε γνώση πώς είναι διατυπωμένη η αναφορά του Μπένγιαμιν στις σελίδες που «λείπουν»' και όμως η Heise δημοσίευσε τη φράση: «Είναι σχεδόν σίγουρο ότι αυτό [εννοεί το χειρόγραφο του Βερολίνου] περιλαμβάνει τις σελίδες που λείπουν από το τυπωμένο κείμενο της Φραγκφούρτης και που τη συμπλήρωσή τους αναγγέλλει εκεί ο Μπένγιαμιν σε δύο δελτία» (R. Heise, Vorbemerkungen zu einem Vergleich der Baudelaire-Fassungen, στο: alternative 10 [1967], σ. 198). Μετά την ανασκευή αυτής της άποψης από το συγγραφέα (πβ. «Zur "Beschlag- nahme” Walter Benjamins oder Wie man mit der Philologie Schlitten fahrt», στο: Das Argument 10 [1968], σ. 89), η Heise αναδιπλώθηκε, επιμένοντας ωστόσο προς το παρόν ότι «οι σημειώσεις αυτές [εννοεί τις αναφορές του Μπένγια- μιν σε σελίδες που «λείπουν»] δεν συμφωνούν απολύτως με το περιεχόμενο των πρώτων σελίδων του χειρογράφου του Πότσδαμ [τώρα: του Βερολίνου]» (R. Heise, «Nachbemerkungen zu einer Polemik oder Widerlegbare Behauptungen der frankfurter Benjamin-Herausgeber», στο: alternative 11 [1968], σ. 72]· όντως το περιεχόμενο των πρώτων σελίδων του χειρογράφου δεν συμφωνεί σε κανένα σημείο με όσα λέγονται στις «σημειώσεις» του τυπωμένου κειμένου. Επιμελούμενη τέλος την έκδοση του χειρογράφου, η Heise δεν επανέρχεται πλέον στις σελίδες που «λείπουν» από το τυπωμένο κείμενο, προβάλλει ωστόσο νέους παραπλανητικούς ισχυρισμούς για την εισαγωγή του χειρογράφου: «Ο Rolf Tiede- mann ... εικάζει... ότι ο Μπένγιαμιν παρέλειψε αυτή τη μεθοδολογική αναφορά από το αντίγραφο [εννοεί το τυπωμένο κείμενο] επειδή ως εισαγωγή ανήκει μάλλον στην αρχή του βιβλίου που σχεδίαζε ο Μπένγιαμιν και όχι στην αρχή του δεύτερου μέρους. Αυτό δεν ευσταθεί στο βαθμό που ο Μπένγιαμιν, ευκαιριακά έστω, αναφέρεται, όπως σημειώνει ο ίδιος ο Tiedemann σε μία "Παρέκβαση” που θα μπορούσε να τοποθετηθεί ακριβώς σ’ αυτό το σημείο ...» (R. Heise, «Vorwort zu: Benjamin, Das Paris des Second Empire bei Baudelaire», ό.π., σ. 11). Στην πραγματικότητα αυτή η παρέκβαση —«όπως αναφέρει ο ίδιος ο Tiedemann» και αποσιωπά η Heise—θα αντιδιέστελλε τις έννοιες «διάσωση» και «απολογία»: στη «μεθοδολογική εισαγωγή» του χειρογράφου του Βερολίνου δεν γίνεται λόγος ούτε για «διάσωση» ούτε για «απολογία» ούτε βέβαια για την αντιδιαστολή τους· επιπλέον η εν λόγω παρέκβαση θα ετοποθετείτο, κατά τη
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, ΜΑΡΤΤΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 295
δεδηλωμένη πρόθεση του Μπένγιαμιν (πβ. λόγου χάρη I, 1073 κ.ε.), εάν είχε γραφεί, όχι στο δεύτερο, το ενδιάμεσο μέρος του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ, αλλά στο αρχικό.
7. Brecht, ό.π., σ. 409. - Πβ. επίσης V, 474.8: Ο Μπρεχτ συνόψισε στις παρακάτω φράσεις την κρίση του για την εργα
σία του Μπένγιαμιν: «όλα μυστικισμός, με μία ανημυστικιστική στάση, έτσι διασκευάζεται η υλιστική αντίληψη για την ιστορία! είναι φρικαλέο». (Brecht, Arbeitsjournal, Φραγκφούρτη 1973, τ. I, σ. 16).
9. Πβ. Karl Marx, Zur Kritik der politischen Okonomie, στο: Karl Marx./ Friedrich Engels, Werke (στο εξής θα αναφέρονται με τα αρχικά MEW), τ. 13, Βερολίνο 1964, σ. 8.
10. Marx και Engels, Die deutsche Ideologic, στο: MEW, τόμος 3, 1958, σ.27.
11. Marx, Thesen iiber Feuerbach, στο: MEW, τ. 3, σ. 5.12. Πρώτος ο Χάμπερμας τόνισε τη διαφορά της «διασώζουσας» κριτικής
του Μπένγιαμιν από τη μαρξιστική κριτική της ιδεολογίας· πβ. Jurgen Habermas, «Walter Benjamin. Bewusstmachende oder rettende Kritik» (1972) στο: Phi- losophisch-politische Profile, 3η έκδ., Φραγκφούρτη 1981, 336-376.
13. Γ ι ’ αυτό και ο Μπένγιαμιν, που, στην απομόνωση της παρισινής του εξορίας ήταν ιδιαίτερα εξαρτημένος από την υποδοχή που θα έβρισκαν οι εργασίες του, δεν αντιμετώπισε με απάθεια την κριτική του φίλου του- ορισμένες επικρίσεις του Αντόρνο τις απέρριψε ως εσφαλμένες. Ευθύς εξαρχής όμως «διόλου δεν έφτασα να θεωρήσω... άγονη» την κριτική (1,1101). Για την καινούργια εργασία πίστευε πως «επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις» (I, 1121). Έγραφε στον Αντόρνο: « Όπως το νέο κεφάλαιο για τον Μπωντλαίρ δύσκολα μπορεί να σας φανεί ως μία "μετάπλαση” ενός από τα ήδη γνωστά σας, εξίσου εύκολα θα παρατηρήσετε, πιστεύω, την επίδραση ως προς αυτό της αλληλογραφίας που είχαμε για τον Μπωντλαίρ το περασμένο καλοκαίρι» (I, 1124).
14. Engels, «Brief an Conrad Schmidt», 27.10.1890, στο: MEW, τ. 37,1967, σ. 493 (η υπογράμμιση είναι του συγγραφέα).
15. Πβ. το βιβλίο του συγγραφέα Studien zur Philosophic Walter Benjamins, 2η έκδοση, Φραγκφούρτη 1973, σ. 101 κ,ε.
16. Marx, Das Kapital I, στο: MEW, τ. 23, 1969, σ. 446.17. Marx, Okonomisch-philosophische Manuskripte aus dem Jahre 1844, στο:
MEW, συμπληρ. τόμ., 1 Teil, 1968, σ. 514.18. Charles Baudelaire, (Euvres completes, έκδ. Le Dantec-Pichois, Παρίσι
1961, σ. 82.19. Karl Korsch, Karl Marx, Φραγκφούρτη, Βιέννη 1967, σ. 8.20. Benjamin, Briefe, επιμ. Gershom Scholem και Th. W. Adorno, 2η έκδο
ση, Φραγκφούρτη 1978, σ. 355.21. Στο ίδιο, 425.
296 ΡΟΛΦ ΤΙΝΤΕΜΑΝ
22. Baudelaire, ό.π., σ. 1274.23. Marx, Das Kapital II, στο: MEW, τ. 24, 1963, σ. 385· πβ. V, 804.24. Πβ. Baudelaire, ό.π., σ. 1260, σ. 1262 κ.ε., σ. 1276· επίσης του ίδιου,
Correspondance generale, έκδ. Crepet, τ. 1, Παρίσι 1947, σ. 369, τ. 3,1948, σ.37, τ. 4, 1948, σ. 312, τ. 5, 1949, σ. 281.
25. Korsch, ό.π., 18326. Πβ. Engels, «Programm der blanquistischen Kommunefliichtlinge», στο:
MEW, τ. 18, 1962, σ. 529.27. Marx, Das Kapital I, ό.π., σ. 94.28. Στο Ιδιο, 791.29. Benjamin, Briefe, ό.π., 523 κ.ε.30. Στο ίδιο.
Γ. Αποσπάσματα
SUSAN BUCK-MORSS
Αλληγορία / Μοντάζ / ΜεσσιανισμόςΑνταποκρίσεις Baudelaire — Passagenwerk
Η αλληγορία είναι στη σφαίρα της σκέψης ό,τι τα ερείπια στη σφαίρα των
πραγμάτων. Β . Μπένγιαμιν1
Όλο το ορατό σόμπαν δεν είναι παρά ένα κατάστημα εικόνων και σημείων.Σ . Μπωντλαίρ2
Το βιβλίο του Μπωντλαίρ, Τα άνθη του χαχου, που καταδικάστηκε για προσβολή των δημοσίων ηθών με την εμφάνισή του το 1857, φανέρωσε μια ριζικά νέα αισθητική ευαισθησία που άντλησε την πνοή της από την «παρακμιακή» αισθητηριακή εμπειρία της μοντέρνας πόλης. Την ίδια στιγμή τα ποιήματα αυτά ασχολούνταν με το προνεωτερικό, χριστιανικό πρόβλημα της αμαρτίας και του κακού, εκφρασμένο σε μια αλληγορική μορφή η οποία είχε βρεθεί εκτός λογοτεχνικής μόδας από τον καιρό του μπαρόκ. Ενώ η νέα αισθητική ευαισθησία επηρέασε τους ποιητές που ήρθαν μετά τον Μπωντλαίρ, αυτό που απασχόλησε τους ερμηνευτές του ήταν η επιστροφή του σε προνεωτερικά, ηθικοθρησκευτικά θέματα3. Βιάστηκαν να τον συγκρίνουν με τον Δάντη, με τον οποίο μοιραζόταν την Καθολική πίστη και τις αλληγορικές μορφές4. Θεώρησαν (όπως έκανε κι ο ίδιος ο ποιητής) ότι η πιο σπουδαία και γόνιμη συμβολή του Μπωντλαίρ ήταν να συντηρήσει την αλληγορία, «μια από τις πιο παλαιές και φυσικές μορφές»5, ώστε να εκφράσει το καθολικό, ανθρώπινο πρόβλημα του κακού μέσα στο αλλαγμένο πλαίσιο της σύγχρονης ζωής, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχεια της λογοτεχνικής παράδοσης παρά τα διαλυτικά σοκ της μοντέρνας εμπειρίας.
Για τον Μπένγιαμιν αντίθετα η συγχώνευση παρελθόντος και παρόντος στο έργο του Μπωντλαίρ ήταν εξαιρετικά προβληματική, κι αυτό οφείλετο ακριβώς στην ασυνέχεια της εμπειρίας που μαρτυ
298 ΣΟΤΖΑΝ ΜΠΑΚ-ΜΟΡΣ
ρούσε η νέα αισθητική ευαισθησία του6. Ως κεντρικό ερώτημα εντόπισε το εξής: «πώς είναι δυνατόν μία —τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα— τόσο πέρα για πέρα «άκαιρη» στάση, όπως αυτή του αλληγο- ρικού, να καταλάβει μια θέση πρώτης γραμμής στο ποιητικό έργο του αιώνα;»7 Κ ι επειδή ο Μπένγιαμιν θεωρούσε ότι ούτε οι βιογρα- φικές ιδιαιτερότητες του ποιητή ούτε τα «καθολικά» ανθρώπινα ενδιαφέροντα είχαν εξηγητική ισχύ, η απάντηση σ ’ αυτό το ερώτημα δεν ήταν κατά κανένα τρόπο προφανής.
Ο Μπένγιαμιν είχε υποστηρίξει στη μελέτη του για το Trauer- spiel ότι η μπαρόκ αλληγορία ήταν ο τρόπος αντίληψης που προσιδίαζε σε μια εποχή κοινωνικής αναστάτωσης και παρατεταμένου πολέμου, όταν ο ανθρώπινος πόνος και η υλική ερείπωση είχαν γίνει η ουσία της ιστορικής εμπειρίας — εξ ου και η επιστροφή της αλληγορίας στη δική του εποχή ως ανταπόκριση στη φρικώδη καταστροφικότατα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως η ιστορική εμπειρία που γέννησε τα Άνθη του καχοΰ δεν ήταν συγκρίσιμη. Το Παρίσι στα μέσα του 19ου αιώνα —ο τόπος και χόνος που γράφηκαν τα ποιήματα του Μπωντλαίρ- ξεχείλιζε από μια άνευ προηγουμένου υλική αφθονία. Ήταν η εποχή των πρώτων μεγάλων καταστημάτων, των βουλεβάρτων του Ωσμάν, των διεθνών εκθέσεων — ένας κόσμος για τον οποίο ο Μπαλζάκ έγραφε κιόλας το 1846: «"Το μεγάλο ποίημα της επίδειξης αγαθών τραγουδάει τους πολύχρωμους στίχους του από τη Μαντλέν ώς την πύλη του Σαιν-Ντενί” 8». Οπωσδήποτε οι αιματηρές ημέρες του Ιουνίου κατά την επανάσταση του 1848 έδιναν μια πολύ διαφορετική εικόνα. Όμως αυτή η στιγμή πολιτικής βίας δεν ήταν το περιεχόμενο των ποιημάτων του Μπωντλαίρ9. Μάλλον ήταν η ίδια η λαμπρότητα της νεόδμητης φαντασμαγορίας της πόλης, συνυφασμένη με την υπόσχεση μιας αλλαγής συνώνυμης της προόδου, που προκάλεσε μέσα του την πιο αρχετυπικά μελαγχολική αλληγορική ανταπόκριση [...]
Γιατί ο Μπωντλαίρ αντιμετωπίζει το νέο όπως οι αλληγορικοί του 17ου αιώνα την αρχαιότητα10; Γιατί η πιο μοντέρνα όψη του Παρισιού τού θυμίζει μια ήδη ερειπωμένη πόλη; Τ ι είναι εκείνο, στην ολότελα νέα εμπειρία της νεωτερικότητας, που κάνει τα αντι
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ / ΜΟΝΤΑΖ / ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ 299
κείμενά της να ανταποκρίνονται στην αλληγορική μορφή υπό την οποία οι παγανιστικές φιγούρες επιβίωσαν στο μπαρόκ, αντικείμενα τόσο εκκενωμένα από την αρχική τους σημασία ώστε να γίνονται αλληγορικά σημεία, τούτη τη φορά των μελαγχολικών αναμνήσεων του ίδιου του ποιητή; [...] Ο Μπένγιαμιν ισχυρίζεται ότι, αν στη μπαρόκ αλληγορία η υποτίμηση, της φύσης πηγάζει από την αντιπαράθεση του χριστιανισμού με την παγανιστική αρχαιότητα, στον 19ο αιώνα η υποτίμηση της «νέας» φύσης01 πηγάζει από την ίδια την παραγωγική διαδικασία: «Η απαξίωση του κόσμου των πραγμάτων στην αλληγορία υποσκελίζεται μέσα στον ίδιο τον κόσμο των πραγμάτων από το εμπόρευμα»11. Ο Μπένγιαμιν παραθέτει από τον Μαρξ: «"Εάν λογαριάσει κανείς την έννοια της αξίας, τότε το ίδιο το αντικείμενο εκλαμβάνεται μόνο ως σημείο- δεν μετράει για τον εαυτό του αλλά γι ’ αυτό που αξίζει” »12. Τα εμπορεύματα συνδέονται με την τιμή τους στην αγορά εξίσου αυθαίρετα όσο τα πράγματα συνδέονται με τις σημασίες τους μέσα στην εμβληματική του μπαρόκ. «Τα εμβλήματα επανέρχονται ως εμπορεύματα»13. Η αφηρημένη και αυθαίρετη σημασία τους είναι η τιμή τους [...]
Τον 19ο αιώνα η αλληγορία δεν έγινε στυλ όπως είχε γίνει στο μπαρόκ: «Ο Μπωντλαίρ ως αλληγορικός ήταν απομονωμένος»14. Αλλά όταν έδωσε αλληγορική μορφή στο νεωτερικό, εξέφρασε αυτό που είχαν αληθινά απογίνει τα αντικείμενα του κόσμου του — έστω κι αν δεν ήταν αυτή η συνειδητή πρόθεσή του15, έστω κι αν δεν αντιλαμβανόταν διόλου την αντικειμενική προέλευση του αλληγορικού τους στάτους. «Το ενδεχόμενο να αποδειχθεί ότι αυτή η ποίηση μεταγράφει τα όνειρα ενός χασισοπότη δεν αναιρεί σε τίποτα αυτή την ερμηνεία»16.
Αν όμως η κοινωνική αξία (επομένως η σημασία) των εμπορευμάτων είναι η τιμή τους, αυτό δεν εμποδίζει τους καταναλωτές να τα ιδιοποιούνται ως επιθυμητικές εικόνες μέσα στα βιβλία εμβλημάτων των ιδιωτικών ονειρικών τους κόσμων. Γ ια να γίνει αυτό, προϋπόθεση'είναι η αποξένωση των εμπορευμάτων από την αρχική σημασία που είχαν ως αξίες χρήσης παραγμένες από ανθρώπινη εργασία. Σε τελευταία ανάλυση, είναι στη φύση του αλληγορικού αντι
300 ΣΟΤΖΑΝ ΜΠΑΚ-ΜΟΡΣ
κειμένου ότι, αφότου η αρχική εκκένωση του νοήματος έχει επέλθει και μια νέα σημασία έχει αυθαίρετα εισαχθεί μέσα του, αυτή η ση- μασία'«μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να καταργηθεί προς όφελος οποιοσδήποτε άλλης». Ο Αντόρνο περιέγραψε τη διαδικασία ως εξής: «"... τα αλλοτριωμένα αντικείμενα εκκενώνονται και προσελκύουν σημασίες ως κρυπτογραφικά σημεία. Η υποκειμενικότητα τα κυριεύει φορτίζοντας τα με προθέσεις που εμπεριέχουν επιθυμία και άγχος” »17 -κα ι ο Μπένγιαμιν πρόσθεσε: «Σε σχέση μ ’ αυτές τις σκέψεις θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τον 19ο αιώνα ο αριθμός των "εκκενωμένων αντικειμένων” αυξάνεται μ ’ ένα ρυθμό και σε μια κλίμακα που ποτέ πριν δεν είχαν γνωρίσει»18. Οι αλληγορικές αναπαραστάσεις τού Μπωντλαίρ ήταν αντίθετες προς τη μυθική μορφή που έπαιρναν τα αντικείμενα ως επιθυμητικές εικόνες. Αυτός δεν έδειχνε τα εμπορεύματα γεμάτα ιδιωτικά όνειρα, αλλά τα ιδιωτικά όνειρα εκκενωμένα όσο και τα εμπορεύματα. Και αν η ποιητική του αναπαράσταση της νέας φύσης δεν αφορούσε κυριολεκτικά την τιμή της, στην αλληγορική στάση τον προσέλκυσε ακριβώς η εφήμερη αξία που ήταν το σημάδι του εκτεθειμένου εμπορεύματος [...]
Η Δεσμίδα «J» του Passagenwerk, που τιτλοφορείται «Baudelaire», είναι σαφώς η πιο ογκώδης απ’ όλες τις δεσμίδες [Konvoluts] αφού περιλαμβάνει περισσότερο από 20% του συγκεντρωμένου υλικού του έργου. Έχοντας εγκαινιαστεί προς το τέλος της δεκαετίας του 192019, απέκτησε εντέλει δική της ζωή. Το 1937 ο Μπένγιαμιν συνέ- λαβε την ιδέα ενός ξεχωριστού βιβλίου για τον Μπωντλαίρ, το οποίο σχέδιασε να «αναπτύξει ως υπόδειγμα σε μικρογραφία» του Passagenwerk20. Το σχέδιο έλαβε την οικονομική υποστήριξη του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας και ο Μπένγιαμιν ολοκλήρωσε το μεσαίο τμήμα της μελέτης το φθινόπωρο του 1938. Αυτό το τμήμα ήταν το σήμερα πλέον διαβόητο τριμερές δοκίμιο «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ», το οποίο ο Αντόρνο, μιλώντας εκ μέρους του Ινστιτούτου, επέκρινε δριμύτατα. Αυτό που θεώρησε εντελώς ανεπιτυχές ήταν η υπό τύπον μοντάζ παράθεση εικόνων και σχολίων (ακριβώς δηλαδή ο ακρογωνιαίος λίθος της σύλληψης του Μπένγιαμιν). Ισχυρίστηκε ότι η «έκπληκτη παρουσίαση
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ / ΜΟΝΤΑΖ / ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ 301
των απλών δεδομένων» εστερείτο θεωρητικής (διαλεκτικής) διαμεσολάβησες21 . Όταν του ζητήθηκε να ξαναγράψει το δοκίμιο, ο Μπένγιαμιν διάλεξε να αναθεωρήσει μόνο το μεσαίο τμήμα του (τον «Πλάνητα»), υπό τον τίτλο «Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ». Αυτή η εξαιρετικά τροποποιημένη και πράγματι πιο «θεωρητική» εκδοχή —το μέσο του μέσου του «βιβλίου»— έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το Ινστιτούτο το 1939. Τώρα που το υλικό του Passagenwerk έχει δημοσιευθεί, η ογκώδης συγκέντρωση δεδομένων στην οποία συνίσταται φανερώνει μάλλον αδιαμφισβήτητα ότι η μορφή του πρώτου έντονα επικριμένου δοκιμίου για τον Μπωντλαίρ ήταν πράγματι περισσότερο μια «μικρογραφία» αυτού που θα είχε γίνει η εργασία για τις Στοές. Τόσο πιο ισοπεδωτική υπήρξε λοιπόν η θεμελιακή αποδοκιμασία την οποία εξέφρασε ο Αντόρνο για την πρωτοτυπία της κατασκευής που ο Μπένγιαμιν είχε μοχθήσει να αναπτύξει.
Το επιχείρημα ότι το πρώτο δοκίμιο για τον Μπωντλαίρ επέχει θέση μοντέλου ενισχύεται μάλιστα από την πρόσφατη ανακάλυψη των υλικών που ο Μπένγιαμιν εμπιστεύτηκε στον Ζωρζ Μπατάιγ και που τώρα αποτελούν μέρος του κληροδοτήματος Bataille στο αρχείο της Bibliotheque Nationale22. Ανάμεσα σ ’ αυτά τα υλικά υπάρχει ένας φάκελλος που περιλαμβάνει ένα λεπτομερές, προκαταρτικό σχέδιο του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ. Σε εκτενείς καταλόγους, κάτω από επικεφαλίδες που θα συνάπτονταν με θέματα («Αλληγορία», «Ανία», «η Πόρνη», «Λογοτεχνική Αγορά», «το Εμπόρευμα», «Αιώνια Επάνοδος» κ.λπ.), ο Μπένγιαμιν παρέταξε αποσπάσματα του Passagenwerk με τα αναγνωριστικά γράμματα και τους αριθμούς τους, λεηλατώντας τη Δεσμίδα J και καταγράφοντας υλικά από τις ποικίλες άλλες πηγές της εργασίας. Αυτοί οι κατάλογοι συνιστούν μια πρόχειρη διάταξη, τ̂ ου είχε προβλεφθεί ως ενδιάμεση φάση κατα τη δόμηση του «βιβλίου» για τον Μπωντλαίρ23. Όταν τους διέτρε- ξε εκ νέου το καλοκαίρι του 1938, καθώς έφτιαχνε το πρώτο δοκίμιο για τον Μπωντλαίρ, μείωσε τον αριθμό τους (περίπου στο μισό) και τους επαναδιέταξε σ’ ένα τριμερές σχήμα. Έπειτα επεξεργάστηκε περαιτέρω το σχήμα του δεύτερου μέρους, τακτοποιώντας τις κα
302 ΣΟΤΖΑΝ ΜΠΑΚ-ΜΟΡΣ
ταχωρίσεις με μια σειρά που ταιριάζει σχεδόν ακριβώς στο τελειωμέ - νο δοκίμιο «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας...» (ενώ κανένα τέτοιο σχήμα δεν υπάρχει στο φάκελλο του δεύτερου δοκιμίου για τον Μπωντλαίρ24). Στην πραγματικότητα αυτό το πρώτο δοκίμιο έχει οικοδομηθεί με τόσο λίγο θεωρητικό κονίαμα μεταξύ των απο- σπασμάτων του Passagenwerk, που στέκεται σαν στεγνός τοίχος, και ο Αντόρνο ορθά εντόπισε τη (θλιβερή γι ’ αυτόν) αρχή του μοντάζ που διέπει τη μορφή του συνόλου [...]
Το ερώτημα, αν η προσφυγή του Μπένγιαμιν στην κατασκευαστική αρχή του μοντάζ τον τοποθετεί στον κύκλο της αισθητικής
/ >* / i t t / 25πρωτοπορίας εςαρταται απο ενα προηγούμενο: αν το εργο του μπορεί ποτέ να υπαχθεί στην κατηγορία της «αισθητικής». Όμως αυτό που η θεώρηση του Biirger26 μας επιτρέπει να επισημάνουμε είναι ότι θεμελιώδης για την πρωτοπορία [avant-garde] και προφανής στο μοντάζ ως τυπική αρχή του είναι μια ταλάντευση ανάμεσα στην παρείσφρηση της αντικειμενικής «πραγματικότητας» μέσα στο έργο τέχνης και τον υποκειμενικό έλεγχο πάνω στις σημασίες αυτών των πραγματικών αντικειμένων, που επιτρέπει τούτη η τεχνική. Το γεγονός ότι στο μοντάζ, όπως και στην αλληγορία γενικότερα, «τα μέρη έχουν μεγαλύτερη αυτονομία ως σημεία»27 μπορεί να έχει δύο αντίθετα αποτελέσματα, και τούτο γίνεται η πηγή μιας επιστημολογικής αστάθειας. Από τη μια επιτρέπει στον παραγωγό λογοτεχνίας να χειραγωγεί σημασίες, με αποτέλεσμα η «στράτευση» της τέχνης να γίνεται αξεχώριστη από την πολιτική προπαγάνδα (κατηγορία που μπορεί να στραφεί κατά των μαρξιστών γενικά και του Μπρεχτ ιδιαίτερα). Από την άλλη μπορεί να οδηγήσει τον καλλιτέχνη να θεωρήσει ότι η τυχαία παράθεση «ευρεθέντων» αντικειμένων (των «objets trouves» των Σουρρεαλιστών) είναι από μόνη της μαγικά προικισμένη με «σημασία», ως αποτέλεσμα αυτού που ο Μπέργκερ αποκαλεί «ιδεολογική ... ερμηνεία της κατηγορίας της τύχης», η οποία «ισοδυναμεί με παραίτηση από την πλευρά του αστικοποιημένου ατόμου28». Στην πρώτη περίπτωση η επιστημολογία εμφανίζεται ουσιαστικά αντιμέτωπη, λόγω της αυθαιρεσίας του αναφορικού, με «την εξαφάνιση του αντικειμένου»- στη δεύτερη το ζή
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ / ΜΟΝΤΑΖ / ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ 303
τημα μοιάζει να είναι «η εξαφάνιση του υποκειμένου». Αν και τα δύο εκλείψουν απομένει μόνο η γλώσσα και τα κειμενικά της ίχνη — στην πραγματικότητα το επιστημολογικό έδαφος της σύγχρονης τοποθέτησης ορισμένων στρουκτουραλιστών, αποδομιστών και μεταμον- τερνιστών που έχουν διεκδικήσει τον Μπένγιαμιν ως πρόδρομό τους. Είναι δικαιολογημένη αυτή η διεκδίκηση;
Πρώτος ο Αντόρνο επεσήμανε αυτές τίς τάσεις στην επιστημολογία του Μπένγιαμιν, που επέσυραν όμως την κριτική μάλλον παρά τον έπαινό του. Ανησυχούσε όταν ανακάλυπτε στο έργο του Μπένγιαμιν οποιαδήποτε θυσία του αντικειμενικού στοχασμού για χάρη της πολιτικής ορθότητας, οποιαδήποτε απόπειρα κατάφασης της εργατικής τάξης που μετέτρεπε τη θεωρία σε προπαγάνδα — απόδειξη, όπως υποψιαζόταν, της βλαβερής επιρροής του Μπρεχτ29. Και τον θορυβούσε εξίσου η αντίθετη τάση, η εμπνευσμένη από τους Σουρρεαλιστές ((έκπληκτη παρουσίαση των απλών δεδομένων», που είχε κάνει το πρώτο δοκίμιο για τον Μπωντλαίρ να μείνει «στη διασταύρωση της μαγείας με το θετικισμό», όπως έγραψε ο Αντόρνο στον Μπένγιαμιν, με την προειδοποίηση: «Αυτό το σημείο είναι μα-
/γεμενο» .' Ομως ο Μπένγιαμιν μάλλον ήξερε πολύ καλά πού στεκόταν.
Με τη διαλεκτική εικόνα είχε τοποθετηθεί συνειδητά σε μεγάλη εγγύτητα όχι μόνο προς τους Σουρρεαλιστές, αλλά και προς τους δημιουργούς εμβλημάτων της εποχής του μπαρόκ. Οι εικαστικές αναπαραστάσεις ιδεών στο Passagenwerk έχουν αναντίρρητα σχηματιστεί σύμφωνα με εκείνα τα βιβλία εμβλημάτων του 17ου αιώνα που είχαν ευρύτατη απήχηση ως ο πρώτος ενδεχομένως τύπος μαζικής έκδοσης. Ο παίκτης και ο πλάνης στην εργασία για τις Στοές ενσαρκώνουν τον κενό χρόνο της νεωτερικότητας· η πόρνη είναι μια εικόνα της εμπορευματικής μορφής· οι διαιώσμητικοί καθρέφτες και τα αστικά εσωτερικά είναι εμβλήματα του αστικού υποκειμενισμού [...]
Ως λογοτεχνικό τέχνασμα, η αλληγορία χρησιμοποιήθηκε ήδη από τους αρχαίους χρόνους για να μεταφέρει με έμμεσο τρόπο τα νοήματα ή τις προθέσεις ενός συγγραφέα. Ωστόσο μέσα στη φιλοσο
304 ΣΟΤΖΑΝ ΜΠΑΚ-ΜΟΡΣ
φία η αλληγορία έχει ένα άλλο στάτους: είναι ο τρόπος με τον οποίο όχι το υποκείμενο, αλλά ο αντικειμενικός κόσμος εκφράζει νοήματα. Οι δραματουργοί του γερμανικού μπαρόκ εννοούσαν ότι καθένα από τα στοιχεία της φύσης ήταν γεμάτο σημασίες που οι άνθρωποι δεν χρειάζονταν παρά να ερμηνεύσουν για να αποκαλύψουν την αλήθεια. Όμως το γεγονός ότι κάθε στοιχείο μπορούσε να μεταφραστεί με πολλαπλούς παράδοξους τρόπους έτσι ώστε εντέλει κάθε αντικείμενο να μπορεί να αντικαταστήσει οτιδήποτε άλλο, σήμαινε μια αυθαιρεσία της αναφορικότητας, που έμοιαζε να αναιρεί την ίδια την αξίωση μιας «σημαίνουσας» φύσης [...] Ο Μπένγιαμιν επαίνεσε τους δραματουργούς του μπαρόκ, επειδή αναγνώρισαν ότι αυτό το παράδοξο απαιτούσε μια «θεολογική» (επομένως φιλοσοφική) κι όχι μια αισθητική λύση. Αλλά επέκρινε το συγκεκριμένο θεολογικό πλαίσιο που χρησιμοποίησαν επειδή στο διαλεκτικό άλμα από τον λόφο των κρανίων στην ανάσταση της ψυχής, εγκατέλειψαν «προδοτικά» [treu- los] στον διάβολο εκείνη ακριβώς τη γεμάτη δυστυχία φύση, εκείνον ακριβώς τον φυσικό πόνο που ήταν το αρχικό τους μέλημα31. Η έννοια της χριστιανικής λύτρωσης στο μπαρόκ αντετίθετο τόσο στη φύση όσο και στην ιστορία, ως γεγονός που δεν ανήκει σ ’ αυτό τον κόσμο, αλλά στην καθαρά πνευματική σφαίρα της υποκειμενικής εσωτερικότητας. Υπήρχε άραγε άλλη λύση; Το βιβλίο για το Trauer- spiel δεν το λέει ρητά, αλλά ο Μπένγιαμιν ήξερε πως υπήρχε [...]
Δεν είναι κανένα μυστικό ότι η εβραϊκή μεσσιανική αντίληψη, που προσδιορίζεται εξαρχής ως ιστορική, υλιστική και συλλογική, μεταφράζεται εύκολα σε πολιτικό ριζοσπαστισμό γενικώς και στο μαρξισμό ειδικότερα. Η λυτρωτική αποστολή του προλεταριάτου διατυπώθηκε με μεσσιανικούς όρους από κοντινούς συγχρόνους του Μπένγιαμιν, όπως ο Γκέοργκ Λούκατς και ο Ερνστ Μπλοχ, και ο Μπένγιαμιν επίσης την αντιλήφθηκε μ ’ αυτό τον τρόπο32. Ο Μπλοχ είχε υποστηρίξει με σθένος ότι ο ίδιος ο χριστιανισμός είχε μια παράδοση χιλιαστικού μεσσιανισμού προοιωνιζόμενη τους κομμουνιστικούς στόχους του Μαρξ, που ενσαρκώνεται ιδιαίτερα στη διδασκαλία του Thomas Miinzer (τον οποίο ο Μαρτίνος Λούθηρος αποκάλε- σε «αρχιδιάβολο», αλλά ο Μπλοχ τον αποκάλεσε «θεολόγο της επα
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ / ΜΟΝΤΑΖ / ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ 305
νάστασης» στο βιβλίο που έγραψε γι ’ αυτόν το 1921 και το οποίο γνώριζε ο Μπένγιαμιν)33. Το ιδιάζον στην Καββάλα, περισσότερο από το μεσσιανισμό της, ήταν η επιστημολογία της. Επρόκειτο για έναν μυστικιστικό τρόπο γνώσης που αποκάλυπτε αλήθειες κρυμμένες ώς τότε μέσα στη φύση, οι οποίες είχαν νόημα μόνο στο πλαίσιο μιας Μεσσιανικής Εποχής (με εκκοσμικευμένους, μαρξιστικούς όρους: μιας κοινωνικά δίκαιης αταξικής κοινωνίας). Οι Καββαλιστές διάβαζαν τόσο την πραγματικότητα όσο και τα κείμενα34, όχι για να ανακαλύψουν ένα υπερκείμενο ιστορικό σχέδιο (βλ. την εγελιανή- μαρξιστική τελεολογία του Λούκατς), αλλά για να ερμηνεύσουν τα πολλαπλά, αποσπασματικά μέρη ως σημεία του μεσσιανικού δυναμικού του παρόντος. Η έτσι αποκαλυπτόμενη αλήθεια εκφραζόταν στα καββαλιστικά γραπτά με εφευρετικό και έμμεσο τρόπο, μέσα από γρίφους, παρέχοντας μια αντιαυταρχική μορφή αγωγής. Η καβ- βαλιστική γνώση αντικατέστησε το δογματισμό της θεσμοποιημέ- νης θρησκείας με «μια νέα, ζωντανή εμπειρία και ενόραση» των δογμάτων που περιελάμβανε35 [...]
Η συσχέτιση της φιλοσοφίας που βρίσκεται στη βάση του Passagenwerk με τη θεολογία γενικώς και την Καββάλα ειδικότερα ωθεί στη διχογνωμία. Οι διασπαστικές συγκρούσεις που σημάδεψαν την υποδοχή του Μπένγιαμιν πόλωσαν την μαρξιστική και τη θεολογική πλευρά της σκέψης του, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ασυμβίβαστες αντιθέσεις36. Σ ’ αυτές τις συγκρούσεις ο Σόλεμ υπήρξε ένας από τους πιο μαχητικούς ζηλωτές, υπερασπιζόμενος το «θεολογικό» στοιχείο του Μπένγιαμιν ενάντια σε κάθε επίθεση. Ωστόσο, αποφασισμένος να διασφαλίσει τη θέση του Μπένγιαμιν μέσα στην ιδιοκεν- τρική [particularistic] ιουδαϊκή πνευματική παράδοση, ο Σόλεμ υποτιμά τη βαθύτερη έννοια υπό την οποία η θεολογία διαποτίζει τη σκέψη του Μπένγιαμιν, ακριβώς στα απαλλαγμένα από θεολογία, εμφα- νώς «μαρξιστικά» γραπτά του. Στο μεταξύ οι μαρξιστές, μολονότι ορθά διεκδικούν ως δικό τους τον Μπένγιαμιν, δεν έχουν κατορθώσει εν γένει να αναγνωρίσουν το μέγεθος της πρόκλησης που απευθύνει αυτή η ιδιοποίηση στις δικές τους θεωρητικές παραδοχές [...]
Επειδή το υλικό του είναι ολότελα βέβηλο, μπορεί όντως κανείς
306 ΣΟΤΖΑΝ ΜΠΑΚ-ΜΟΡΣ
να περιγράφει το Passagenwerk χωρίς να αναφέρει τη θεολογία ή την Καββάλα. Ωστόσο το όλο εγχείρημα παραμένει απλώς αισθητικό και αυθαίρετο, στερημένο από κάθε φιλοσοφική πεποίθηση, εφόσον αγνοείται η αόρατη θεολογική αρματωσιά [...]
Μια σειρά από μυθικά, πρωτο-ιστορικά θέματα καθίστανται για πρώτη φορά «αναγνώσιμα»37 ως βέβηλος λόγος, επειδή τώρα διαθέτουν πραγματικά, ιστορικά αναφορικά. Ως εμβληματικές λεζάντες συνδέονται με εικόνες του 19ου αιώνα με μια νέά και απροσδόκητη επάρκεια38. Η Πτώση που αλλοτριώνει τη φύση από τους ανθρώπους περιγράφει με ακρίβεια την παραγωγή εμπορευμάτων στην ιστορική της ιδιαιτερότητα — όπως δείχνουν ξεκάθαρα τα νεανικά κείμενα του Μαρξ39. Ομοίως η βιβλική απώλεια της γλώσσας των Ονομάτων εντοπίζει την ουσία της αφηρημένης εργασίας που χαρακτηρίζει αυτή την παραγωγή40. Η υποτίμηση της παλαιάς φύσης που βρήκε έκφραση στη χριστιανική αλληγορία βιώνεται sui generis από τον Μπωντλαίρ στην αγορά, όπου η «σημασία» των εμπορευμάτων δεν είναι η πράξη της δημιουργίας τους, αλλά η εξωγενής και αυθαίρετη τιμή τους41. Σατανικές ιδιότητες του θανάτου και της αιώνιας επανόδου συνενώνονται γύρω απ’ αυτό τον εμπορευματικό κόσμο ως μόδα. Αλλά η νέα φύση δεν είναι κακή. Διάσπαρτες σ’ όλα της τα αντικείμενα, οι «θεϊκές σπίθες» που περιγράφονται [από τον Isaac Luria] στο καββαλιστικό δόγμα του Tikkun παίρνουν τη μορφή ενός σοσιαλιστικού δυναμικού, ενός υπερβατικού στοιχείου, η ύπαρξη του οποίου δεν είναι διόλου λιγότερο πραγματική από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που εμποδίζουν την πραγμάτωσή του [...]
Χωρίς τη θεολογία (τον άξονα της υπερβατικότητας) ο μαρξισμός πέφτει στο θετικισμό· χωρίς το μαρξισμό (τον άξονα της εμπειρικής ιστορίας) η θεολογία πέφτει στη μαγεία. Οι διαλεκτικές εικόνες εμφανίζονται πράγματι στη «διασταύρωση της μαγείας με το θετικισμό», αλλά σ ’ αυτό το σημείο μηδέν και οι δύο «δρόμοι» αναιρούνται — και την ίδια στιγμή ξεπερνιούνται διαλεκτικά.
Το πρόβλημα, όπως αναγνώρισε ο ίδιος ο Μπένγιαμιν, έγκειτο στην κατασκευή: Αν το υλικό των διαλεκτικών εικόνων έπρεπε να
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ / ΜΟΝΤΑΖ / ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ 307
βρεθεί σε καθημερινά αντικείμενα και βέβηλα κείμενα, σε ποιο πλαίσιο θα έπρεπε να ενσωματωθούν αυτά έτσι ώστε να αναγνωριστεί η θεολογική (δηλαδή φιλοσοφικοπολιτική) σημασία τους; [...]
Η «πρωτο-ιστορία του 19ου αιώνα» του Μπένγιαμιν είναι μια απόπειρα να κατασκευαστούν ενδοϊστορικές εικόνες που αντιπαραθέ- τουν το αρχικό, ουτοπικό δυναμικό του νεωτερικού (όπου αρχαϊκά, μυθικά στοιχεία έχουν βρει μη μυθικό, ιστορικό περιεχόμενο) και την καταστροφική και βάρβαρη τωρινή του πραγματικότητα. Στηρίζεται στο σοκ αυτών των αντιπαρατιθέμενων εικόνων για να επιβάλει την επαναστατική αφύπνιση. Έτσι: «Δεν έχω τίποτε να πω, μόνο να δείξω»42. Κι ωστόσο όταν ο Μπένγιαμιν επιχείρησε, όπως στο πρώτο δοκίμιο για τον Μπωντλαίρ, να αφήσει το μοντάζ των ιστορικών δεδομένων να μιλήσει από μόνο του, διέτρεξε τον κίνδυνο να καταλήξουν οι αναγνώστες να απορροφήσουν αυτά τα σοκ με τον ίδιο περισπασμένο τρόπο, την ίδια υπνωτισμένη ονειρική συνείδηση με την οποία απορροφούσαν εντυπώσεις περπατώντας στους πολυάνθρωπους δρόμους της πόλης ή διασχίζοντας τις πτέρυγες με τα εμπορεύματα των πολυκαταστημάτων. Ο κίνδυνος ήταν ότι ο απλός αναγνώστης του Passagenwerk θα έχανε το νόημα, ότι τούτο θα ήταν προσιτό μόνο σε μυημένους.
Οι Θέσεις για την Ιστορία δεν προορίζονταν για έκδοση ως ξεχωριστό δοκίμιο, από φόβο μήπως «αφήσουν ορθάνοιχτη την πόρτα για ενθουσιώδεις παρανοήσεις»43. Έχουν όμως μια διδακτική πρόθεση, καθώς προσφέρουν ουσιαστικά τη μύηση μέσα από την οποία πρέπει να περάσει ο αναγνώστης του Passagenwerk. Η πρώτη θέση είναι μια αλληγορική εικόνα. Μας λέει <5τι, κρυμμένος στον κούκλο- σκακιστή του ιστορικού υλισμού, ο «νάνος» της θεολογίας (ένας «δάσκαλος του σκακιού») κινεί τα νήματα. Η θεολογία «σήμερα, ως γνωστόν, είναι μικρή και άσχημη και εν πάση περιπτώσει δεν αφήνεται να τη δουν»44. Όμως οι θέσεις που ακολουθούν δεν αργούν να σύρουν έξω το νάνο κίχι να εκθέσουν τα χαρακτηριστικά του, από φόβο μήπως δεν θυμηθούμε καν ότι κάτι κρυβόταν εκεί. Να θυμόμαστε ότι η θεολογία κινεί τον ιστορικό υλισμό, αλλά να διατηρούμε τούτη τη γνώση αόρατη διότι η ονομάτισή της θα έκανε την αλήθεια της να
308 ΣΟΥΖΑΝ ΜΠΑΚ-ΜΟΡΣ
χαθεί — αυτή είναι η τελευταία προειδοποίηση του Μπένγιαμιν. Ας τη σεβαστούμε και, ακόμη μια φορά, ας βάλουμε το νάνο της θελο- γίας στο σκοτάδι.
(Μετάφραση Κώστα Λιβιεράτου)
ΣΗΜ ΕΙΩ ΣΕΙΣ
1. Ursprutig des deutschen Trauerspiels, I, σ. 354.2. Παρατ. στο V, σ. 313 (J 7, 3).3. V, σ. 460 (J 77, 2).4. «Είναι όμως ο Δάντης μιας εκπεσούσας εποχής, ένας Δάντης μοντέρνος
και άθεος, ένας Δάντης που ήρθε μετά τον Βολταίρο» (Barbey d’Aurevilly [1857], παρατ. στο V, σ. 306).
5. Baudelaire, παρατ. στο V, σ. 273 (Η 2, 1).6. Έτσι ο Μπένγιαμιν γράφει: «Αν επιτρέπεται μια εικασία, είναι η εξής:
λίγα πράγματα πρέπει να του έδωσαν [στον Μπωντλαίρ] τόσο μεγάλη ιδέα για την πρωτοτυπία του όσο η ανάγνωση των Ρωμαίων σατιρικών» («Zentralpark» [1939-40], I, σ. 658 [εδώ σ. 178]).
7. «Zentralpark», I, σ. 677 [εδώ σ. 198].8. Honore de Balzac (1846), παρατ. στο V, σ. 84 (Α1, 4). Αυτό το απόσπα-
σμα είναι σημειωμένο στα υλικά του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ στο Αρχείο Bataiile, Bibliotheque Nationale (κάτω από τον κωδικό «Εμπόρευμα») [...]
9. Μολονότι ο Μπένγιαμιν καταγράφει τις αλλαγές στις δηλωμένες πολιτικές θέσεις του Μπωντλαίρ (συμπεριλαμβανομένου του σύντομου ενθουσιασμού του για την επανάσταση τον Ιούνιο του 1848), δεν είναι αυτές που πιστεύει ότι παρέχουν στον ερμηνευτή το κλειδί για την πολιτική σημασία των ποιημάτων του. Η τελευταία δεν είναι αποτέλεσμα υποκειμενικής πρόθεσης· έχει μια αντικειμενική πηγή.
10. «Zentralpark», I, σ. 658 [εδώ σ. 177].11. «Zentralpark», I, σ. 660 [εδώ σ. 181].12. Karl Marx (1843), παρατ. στο V, σ. 805 (Χ3, 6).13. «Zentra|lpark», I, σ. 681 [εδώ σ. 203]. Για μια σύγκριση μεταξύ της αν
τίληψης του μπαρόκ για την «παραγωγή» των ανθρώπινων όντων από τον Θεό και της εν σειρά παραγωγής στον καπιταλισμό βλ. V, σ. 463 (J 78, 4).
14. «Η αλληγορική θεώρηση, που διαμόρφωνε στυλ τον 17ο αιώνα, δεν έκανε πια το ίδιο τον 19ο» («Zentralpark», I, σ. 690 [εδώ σ. 212]). Γ ι ’ αυτό: «Ο αλληγορικός τρόπος εννοιολόγησης του Μπωντλαίρ δεν κατανοήθηκε από κανέ- ναν από τους συγχρόνους του, κι έτσι στο τέλος ούτε καν σχολιάστηκε» (V, 426
[ J 6 1 , 3 ] ) -15. Ο Μπένγιαμιν ερμηνεύει τον Μπωντλαίρ ως έναν «ακούσιο ντετέκτιβ», μυστικά δυσαρεστημένο με την ίδια την αστική τάξη του (I, σ. 543). Μπροστά στο «δικαστήριοιτης ιστορίας», το έργο του συνιστά μαρτυρία, οσοδήποτε ακού
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ / ΜΟΝΤΑΖ / ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ 309
σια, για τις εγκληματικές συνέπειες της κυριαρχίας αυτής της τάξης: Η flanerie του και η παρατήρηση του πλήθους και της αγοράς τον έκαναν «ειδικό στα δεδομένα της υπόθεσης» (V, σ. 459 [J 76α, 2]). Την επιστροφή των ίδιων μοτίβων στα ποιήματά του «μπορεί κανείς πράγματι να τη συγκρίνει με τον καταναγκασμό που έλκει επανειλημμένα τον εγκληματία στον τόπο του εγκλήματος» (I, σ. 669 [εδώ σ. 190]). «Τα Άνθη του κακού περιλαμβάνουν ως dijecta membra τρία από τα πιο αποφασιστικά στοιχεία της [αστυνομικής ιστορίας]: το θύμα και τον τόπο του εγκλήματος («Une martyre»), το δολοφόνο («Le vin de l’assas- sin»), τη μάζα («Le crepuscule du soir»). Λείπει το τέταρτο, που επιτρέπει στη λογική να διαπεράσει αυτή τη συγκινησιακά «φορτισμένη ατμόσφαιρα» (I, σ. 545 [εδώ σ. 52]). Η «σφραγίδα» της «ταξικής προδοσίας» του Μπωντλαίρ δεν ήταν πολιτική αλλά παραγωγική. Το έργο του ήταν «ασύμβατο με τις πιστές στη μόδα συνήθειες της δημοσιογραφίας» (V, σ. 416 [J 56α, 5]).
16. V, σ. 71 (expose του 1939).17. Adorno (1935), παρατ. στο V, σ. 582 (Ν5, 2).18. V, σ. 582 (Ν5, 2).19. Βλ. σημ. του επιμελητή, V, σ. 1262. Οι καταχωρίσεις της Δεσμίδας «J»
δεν μπορούν να χρονολογηθούν με τον ίδιο τρόπο όπως εκείνες άλλων Δεσμίδων, αφού κανένα μέρος του υλικού για τον «Μπωντλαίρ» δεν φωτοτυπήθηκε (ενώ μόνο το μετά τον Δεκέμβριο του 1937 υλικό των άλλων Δεσμίδων έμεινε χωρίς αντίγραφο). Ο επιμελητής δεν δίνει καμιά εξήγηση γι ’ αυτό το μοναδικό χαρακτήρα της Δεσμίδας «J». Ωστόσο μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η πραγματική άνθηση αυτού του φακέλλου δεν επήλθε πριν από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 όταν ο Μπένγιαμιν συνέλαβε την ιδέα ενός ξεχωριστού «βιβλίου» για τον Μπωντλαίρ.
20. Επιστολή του Μπένγιαμιν στον Χορκχάιμερ, 16 Απριλίου 1938, V, σ. 1164. Ο Μπένγιαμιν έγραψε ότι είχε «προβλέψει» αυτή τη σχέση με το Passagenwerk ώς «τάση» στη μελέτη για τον Μπωντλαίρ στη διάρκεια των συζητή- σεών του με τον «Τέντι» (Αντόρνο) κατά την κοινή τους επίσκεψη στο Σαν Ρέ- μο, Δεκέμβριος 1937 - Ιανούαριος 1938.
21. Επιστολή του Αντόρνο στον Μπένγιαμιν, 10 Νοεμβρίου 1938, I, σ. 1096 [εδώ Ε1, σ. 238], Ο Αντόρνο προσπάθησε να δικαιολογήσει τον Μπένγια- μιν διατεινόμενος ότι, παρερμηνεύοντας τη θέσή του Ινστιτούτου, είχε χρησιμοποιήσει μαρξιστικές κατηγορίες με αδιαμεσολάβητο τρόπο «για να αποτίσει φόρο τιμής στο μαρξισμό» (στο iSto).
22. Η ανακάλυψη ανακοινώθηκε την άνοιξη του 1982 —μόλις πριν από την εμφάνιση του Passagenwerk ως Τόμου V των Gesammelte Schriften του Μπέν- γιαμιν- από τον Agamben, επιμελητή της ιταλικής έκδοσης των έργων του Μπένγιαμιν. Βλ. Giorgio Agamben, «Un importante ritrovamento di manoscritti di Walfer Benjamin», A u t... A ut... (189/90 [1982], σ. 4-6.
23. Ο Μπένγιαμιν κινήθηκε ως εξής: Διέτρεξε πρώτα ολόκληρο το υλικό του Passagenwerk, σημαδεύοντας με κωδικά σημεία και χρώματα όποιες κατα
310 ΣΟΤΖΑΝ ΜΠΑΚ-ΜΟΡΣ
χωρίσεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν συναφείς με τον «Μπωντλαίρ». Έπειτα ταξινόμησε αυτές τις καταχωρίσεις κάτω από τις κώδικές έννοιες ή κατηγορίες, προσθέτοντας σύντομες σημειώσεις για τη σημασία τους σ’ αυτά τα συγκεκριμένα πλαίσια. Ό τι οι σημασίες τους δεν ήταν παγιωμένες αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αρκετές καταχωρίσεις εμφανίζονται κάτω από περισσότερες από μία κώδικές έννοιες.
24. Μολονότι το ιστορικό υλικό αυτού του δεύτερου δοκιμίου αντλείται επίσης από το Passagenwerk, είναι ενδιαφέρον ότι πολλά από τα νέα στοιχεία τούτης της δεύτερης εκδοχής, και πιο χαρακτηριστικά οι θεωρητικές αναφορές στον Φρόυντ και τον Μπερξόν, καθώς και στον Ντιλτάυ, τον Κράους, τον Βαλερύ και τον Προυστ, δεν βρίσκονται πουθενά στο Passagenwerk. (Τα κείμενα του Φρόυντ, «Πέρα από την αρχή της ηδονής», και του Μπερξόν, « 'Υλη και μνήμη», είχαν επισημανθεί από τον Μπένγιαμιν ως κρίσιμα «ερείσματα» για τη «διαλεκτική διασαφήνιση του Κάφκα», πάνω στον οποίο ο Μπένγιαμιν δούλευε εκ παραλλήλου προς το τέλος της δεκαετίας του 1930, αποβλέποντας σε κάποιους πιθανούς πόρους στην περίπτωση που θα μετανάστευε τελικά στο Ισραήλ (βλ. II, σ. 1255],
25. Αναφερόμαστε εδώ στο Passagenwerk. Αντίθετα, το παλαιότερο έργο του Μπωντλαίρ, το Einbahnstrasse, ήταν σαφώς ένα έργο αισθητικής πρωτοπορίας.
26. Peter Burger, Theory o f the Avant-Garde, μτφρ. Michael Shaw, προοίμιο του Jochen Schulte-Sasse, Theory und History of Literature τόμος 4, επ ιμ Wlad Godzich και Jochen Schulte-Sasse, Minneapolis: University of Minnesota Press, 1984).
27. Στο ίδιο, σ. 84.28. Στο ίδιο, σ. 66.29. «Αισθάνομαι γενικώς λοιπόν ως προς τη θεωρητική μας διαφωνία ότι
δεν πρόκειται πραγματικά για κάτι που συμβαίνει ανάμεσά μας, αλλά ότι μάλλον είναι καθήκον μου να κρατήσω το χέρι σας σταθερό ώσπου ο ήλιος του Μπρεχτ να βυθιστεί άλλη μια φορά σε εξωτικά νερά» (Επιστολή του Αντόρνο στον Μπένγιαμιν, 18 Μαρτίου 1936, σ. 1006).
30. I, σ. 1096 [εδώ Ε1, σ. 238). Η θέση του Αντόρνο ήταν ότι μια τέτοια «εξάλειψη του υποκειμένου», ήταν απλώς η μιμητική αναπαραγωγή στη φιλοσοφία της πραγματικής ανημπόριας του υποκειμένου στη σύγχρονη μαζική κοινωνία.
31. Αντιλαμβάνομαι ότι πολλά εξαρτώνται από την ερμηνεία της λέξης «treulos» στη μελέτη του Trauerspiel, την οποία προτείνω (βλέπε το χωρίο: η «πρόθεση» των αλληγορικών, κατά την ερμηνεία της εικόνας του Γολγοθά, «εν τέλει δεν επιμένει πιστά [treu] στην ενατένιση των οστών, αλλά αντί γι ’ αυτό μεταπηδά προδοτικά [treulos] στην Ανάσταση» [I, σ. 406], και ότι προηγούμενοι ερμηνευτές θεώρησαν ότι ο Μπένγιαμιν εγκαθιδρύει μια ειρωνική απόσταση ανάμεσα σ ’ αυτή τη λέξη και τη δική του κρίση. Όμως θεωρώ αδιανόητο να
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ / ΜΟΝΤΑΖ / ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ 311
καταφάσκει ο Μπένγιαμιν τη χριστιανική ιδέα της σωματικής σταύρωσης και της πνευματικής ανάστασης, καθώς είναι τόσο ξένη στη σύλληψή της προς τα «θεολογικά» στοιχεία της σκέψης του.
Στην επιστολή του προς τον Μπένγιαμιν, στις 2 Αυγούστου του 1935, όπου τον προτρέπει να «αποκαταστήσει τη θεολογία» στη σύλληψή του (V, σ. 1130), ο Αντόρνο αναφέρεται στο «φετίχ ως άπιστη [treulos] τελική εικόνα του 19ου αιώνα, συγκρίσιμη μόνο με το κεφάλι του θανάτου». Φαίνεται να έχει καταλάβει ότι η ίδια η εμπορευματοποιημένη φύση ήταν «άπιστη». 0 Μπένγιαμιν σχολίασε στο περιθώριο: «Πώς εμφανίζεται αυτή η σημασία σε σχέση με την αξία ανταλλαγής;» (βλέπε το πρωτότυπο αυτής της επιστολής στο Αρχείο Bataille, Bibliotheque Nationale, Παρίσι). Η απάντησή του σ ’ αυτό το ερώτημα είναι η ερμηνεία του για την μπωντλαιρική αλληγορία (βλ. [The Dialectics o f Seeing] κεφ. 6). Επικριτική απέναντι στον Μπωντλαίρ για την ανικανότητά του να υ- περβεί τη μελαγχολική ενατένιση του αλληγορικού, η αντίληψη του ίδιου του Μπένγιαμιν για την υπερβατικότητα ήταν πολιτική (να «συντρίβει» ο μηχανισμός που αναδιατάσσει αέναα τα αποσπάσματα του υλικού κόσμου στη δεδομένη κατάστασή του), όχι πνευματική (να εγκαταλειφθεί «άπιστα» ο ίδιος ο υλικός κόσμος). Μπορούμε να συγκρίνουμε σ’ αυτή τη συνάρτηση τον έπαινο του Μπένγιαμιν νια τον Προυστ: «Μ’ ένα πάθος που δεν γνώρισε κανένας ποιητής πριν απ’ αυτόν έκανε μέλημά του την πίστη προς τα πράγματα [die Treue zu den Dingen] που έχουν περάσει απ’ τη ζωή μας. Πίστη προς ένα απόγευμα, ένα δέντρο, μια κηλίδα ήλιου στο χαλί, πίστη προς τα φορέματα, τα έπιπλα, τα αρώματα ή τα τοπία» (V, σ. 679 [52, 3].
32. Οι Θέσεις για την Ιστορία το δείχνουν καθαρά, όπως κι αυτή η σημείωση κατά την προετοιμασία της συγγραφής τους: «Στην έννοια της αταξικής κοινωνίας ο Μαρξ εκκοσμίκευσε την έννοια της Μεσσιανικής Εποχής. Κι έτσι έ- πρεπε να γίνει» (I, σ. 1231) [...]
33. Για μια εξαιρετική διερεύνηση της σχέσης του Μπένγιαμιν με τον αντι- καπιταλιστικό μεσσιανισμό στον οποίο εκφράστηκε η «νέα εβραϊκή ευαισθησία» της γενιάς του 1914, βλ. Anson Rabinbach, «Between Enlightenment and Apocalypse: Benjamin, Bloch and Modern German Jewish Messianism», New German Critique, χειμώνας 34 (1985), σ. 78-124. Βλ. επίσης την αξιέπαινη εργασία του Michael Lowy.
Ας σημειωθεί ότι μέσα σ ’ αυτή την παράδοση ο Μεσσιανισμός είχε, μαζί με τους Εβραίους, και Χριστιανούς οπαδούς. 0 Λήο Αόβενταλ γράφει ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1920, έτρεφαν με τον Μπένγιαμιν ένα κοινό ενδιαφέρον για τον Franz von Baader, έναν συντηρητικό Καθολικό φιλόσοφο, «του οποίου η θρησκευτική φιλοσοφία του λυτρωτικού μυστικισμού και της αλληλεγγύης με τις κατώτερες τάξεις της κοινωνίας είναι εμφανής στις Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας του Μπένγιαμιν» (βλ. Leo Lowenthal, «The Integrity of the Intellectual: In Memory of Walter Benjamin», μτφρ. David J. Ward, στο Philosophical Forum, ειδικό τεύχος για τον Walter Benjamin, επιμ. Gary Smith, τόμ. XV, αρ.
312 ΣΟΤΖΑΝ ΜΠΑΚ-ΜΟΡΣ
1-2 (φθινόπωρο-χειμώνας 1983-94), σ. 148.34. «Αντλούν από τα πάντα: όχι μόνο από κείμενα που πραγματεύονται
εμφανώς τη συντέλεια του κόσμου, αλλά και από πολλά άλλα πράγματα, κι απ’ όσο περισσότερα τόσο το καλύτερο. Όσο πιο πολύχρωμη και πιο πλήρης η εικόνα, τόσο μεγαλύτερη η δυνατότητα να δημιουργηθεί ένα δραματικό μοντάζ των μεμονωμένων σταδίων της λύτρωσης και της πληρότητας του περιεχομένου της (Gershom G. Scholem, The Messianic Idea in Judaism, and Other Essays in Jewish Spirituality. Νέα Υόρκη: Schocken Books, 1976, σ. 32).
35. Gershom G. Scholem, Major Trends in Jewish Mysticism [πρώτη έκδοση το 1941], Νέα Τόρκη: Schocken Books, 1946, σ. 10.
36. Οι μαρξιστές επιχείρησαν να δικαιολογήσουν την αναμφισβήτητη θεο- λογική ορολογία ορισμένων γραπτών του Μπένγιαμιν απορρίπτοντάς την ως μεταφορά' κατηγορούν τους επιμελητές του έργου του Μπένγιαμιν ότι υποτο- νίζουν συγκριτικά τη σημασία των μαρξικών/μπρεχτικών θεμάτων (βλ. π.χ. Hildegaard Brenner, «Die Lesbarkeit der Bilder. Skizzen zum Passagenentwurf», alternative 59/60 [1968], σ. 48 κ.ε.).
Από το απέναντι στρατόπεδο ο Σόλεμ θεώρησε ότι οι προσπάθειες του Μπένγιαμιν να συγχωνεύσει θεολογική μεταφυσική και μαρξισμό τον έκαναν «όχι το τελευταίο, αλλά ίσως το πιο ακατανόητο θύμα της σύγχυσης μεταξύ θρησκείας και πολιτικής [...]» (επιστολή του Σόλεμ στον Μπένγιαμιν, 30 Μαρτίου 1931, Walter Benjamin, Briefe, 2, επιμ. Gershom Scholem και Theodor W. Adorno, Φραγκφούρτη: Suhrkanip Verlag, 1978, τόμ. 2, σ. 529).
37. Πβ. V, σ. 577 (Ν 3,1).38. Ας σημειωθεί εδώ, σε αντίθεση προς εκείνους που θα ήθελαν να εκσυγ
χρονίσουν τη θρησκεία βλέποντας στο AIDS, το Τσερνομπύλ, ή τον πυρηνικό πόλεμο μια πραγματοποίηση της προφητείας της Αποκάλυψης, τούτη η πολύ σημαντική διαφορά: Το κείμενο αναπαριστά την ιστορικά προσωρινή αλήθεια της πραγματικότητας, αντί η πραγματικότητα να αναπαριστά την αιώνια αλήθεια των κειμένων. Κοντολογίς, η αλήθεια είναι στο αντικείμενο, όχι στο κείμενο, το οποίο, ανίκανο να προβλέψει το μέλλον, μπορεί μόνο να δοκιμαστεί περιγραφικά μετά το γεγονός.
39. Παραθέματα από τα χειρόγραφα του 1844 του Μαρξ (που πρωτοδημο- σιεύτηκαν το 1928) εμφανίζονται συχνά σε καταχωρίσεις του Passagenwerk. Ο Μπένγιαμιν χρησιμοποίησε την έκδοση των Landshut και Mayer (1932) των νεανικών γραπτών του Μαρξ (βλ. ιδιαίτερα τη Δεσμίδα X που έχει τον τίτλο «Marx», V, σ. 800-802 και passim).
40. Οι καταχωρίσεις Χ4α, 4-Χ3α, 1 (V, σ. 806-808) ασχολούνται με τη θεωρία της αφηρημένης εργασίας του Μαρξ.
41. V, σ. 466 (J 80, 2J 80α, 1).42. V; σ. 1030 (Ο0, 36).43. Επιστολή του Μπένγιαμιν στην Karplus [Απρίλιος 1940], I, σ. 1227.44. Θέσεις για την Ιστορία, I, σ. 693.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Σημειώσεις της ελληνικής έκδοσης
[1] Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ
I. Οι μποέμ
α. Σ ’ αυτό το σημείο το χειρόγραφο του Μπένγιαμιν περιλαμβάνει την εξής σημείωση: «Εδώ λείπει ένα τμήμα περίπου έξι σελίδων που σκιαγραφεί μια σύντομη ιστορία της boheme κατά γενεές. Προσδιορίζει τη boheme doree του Gautier και του Nerval, την boheme της γενιάς των Baudelaire, Asselineau, Delvau, τέλος την πολύ πρόσφατη προλεταριοποιημένη boheme της οποίος εκπρόσωπος υπήρξε ο Valles» (Gesammelten Schriften I 3, σ. 1193).
Την τρέχουσα σημασία του όρου (ο οποίος παραπέμπει στους περιπλανώ- μενους bohemiens, υποτιθέμενους «κατοίκους της Βοημίας») δίνει ο G. Guillemot: «Boheme είναι μια λέξη από το τρέχον λεξιλόγιο του 1840. Στη γλώσσα της εποχής είναι συνώνυμο του καλλιτέχνη ή του φοιτητή, που είναι φίλος των απολαύσεων, εύθυμος, αμέριμνος για το αύριο, τεμπέλης και θορυβοποιός» (La boheme, 1868).
Η μετάφραση άλλοτε διατήρησε το περιληπτικό όνομα του φαινομένου στα γαλλικά (η boheme), όπως κάνει ο Μπένγιαμιν, και άλλοτε, όπως ήδη στον τίτλο του κεφαλαίου, χρησιμοποιήσε την πιο τρέχουσα ελληνική απόδοσή του στον πληθυντικό (οι μποέμ).
β. Second Empire: η περίοδος 1852-1870 στη Γαλλία υπό το αυταρχικό καθεστώς που εγκαινίασε ο Λουδοβίκος Ναπολέων (μετέπειτα Ναπολέων Γ ' ) με το πραξικόπημα της 10ης Δεκεμβρίου 1851. Ι ί δημοψηφισματική δικτατορία του κατάργησε τη Δεύτερη Δημοκρατία (1848-1852) και απώθησε τα αριστερά κινήματα που είχαν έρθει απειλητικά στο προσκήνιο με την Επανάσταση του Φεβρουάριου του 1848 και την εργατική εξέγερση του Ιουνίου του ίδιου χρόνου.
γ. Τελετή γνωστικής αίρεσης η οποία θεωρούσε τον Όφι της Γ ένεσης, που πρώτος εξεγέρθηκε κατά του Ιεχωβά, προάγγελο ενός βασιλείου πέρα από ε
316 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
κείνο της θείας δημιουργίας (βλ. Ernst Bloch, Das Prinzip Hoffnung, III, σ. 53). Μάλλον o Gershom Scholem αποκάλυψε στον Μπένγιαμιν την ύπαρξη αυτής της σέκτας (βλ. Les grands courants de la mystique juive, σ. 252).
8. H Mimi και o Schaunard είναι πρόσωπα από το βιβλίο του Henri Murger Scenes de la vie de boheme, Παρίσι, 1848.
II. Ο πλάνης
a. Panoramas: μεγάλοι κυκλικοί πίνακες που ξετυλίγονται μπροστά ή γύρω από τους θεατές προσφέροντάς τους μια πανοραμική θέα (καθώς και την ψευδαίσθηση της γρήγορης κίνησης διαμέσου) ρεαλιστικά ζωγραφισμένων ιστορικών σκηνών ή φυσικών τοπίων. Πρόδρομος του κινηματογράφου, το δημοφιλές αυτό Θέαμα του 19ου αιώνα, που προσφερόταν συχνά στις στοές του Παρισιού, ενδιέφερε ιδιαίτερα τον Μπένγιαμιν, όπως δείχνει το σχετικό υλικό που συγκέντρωνε και το κεφάλαιο «Ο Νταγκέρ ή τα πανοράματα» στην προκαταρκτική έκθεση του 1935 για το Passagenwerk.
β. Passagen: αυτές είναι που δίνουν το κεντρικό θέμα και τον τίτλο στο μεγάλο ανολοκλήρωτο έργο του Μπένγιαμιν, το αποκαλούμενο Passagenwerk.
γ. Basiliskenblick: βλέμμα του βασιλίσκου, μυθικού φιδιού της Αφρικής που σκότωνε μ ’ ένα κοίταγμα.
δ. Phantasmagoric: κεντρική έννοια στη φιλοσοφία της ιστορίας και την κριτική του πολιτισμού του Μπένγιαμιν. Προέρχεται από την ανάλυση του Μαρξ για το φετιχισμό του εμπορεύματος, σύμφωνα με την οποία, στον καπιταλισμό, η κοινωνική σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους παίρνει τη «φαντασμαγορική»' μορφή μιας σχέσης μεταξύ πραγμάτων. Κατά τον Μπένγιαμιν πρόκειται για «πέπλο», «οπτική ψευδαίσθηση», «μέθη» και «μεταρσίωση», που αποσπά το βλέμμα από την πραγματικότητα της παραγωγής και της εμπορευματοποίησες της κουλτούρας· πρόκειται όμως και για την προσωρινή μορφή που παίρνει κάθε τεχνική καινοτομία στο μεταίχμιο του νεωτερικού και του αρχαϊκού, ενόσωα- νταγωνίζεται μια προηγούμενη τέχνη - για παράδειγμα, η φαντασμαγορία των στοών, όπου οι νέες μέθοδοι κατασκευής επενδύονται με παλαιικά μοτίβα και αντικείμενα, με αρχέγονα όνειρα και επιθυμίες· ή εκείνη της αστυνομικής ιστορίας, όπου η εγκεφαλική, υπολογιστική ανάλυση διασταυρώνεται με προαιώνια πάθη και σκοτεινές πρακτικές, μεταρσιώνοντας τη μάζα της μεγαλούπολης.
ε. Ανεξαρτήτως ορόφων,, ο Μπένγιαμιν υποθέτει πάντως ότι πρόκειται για μεγάλα πολυκαταστήματα και μεταφράζει ελεύθερα σ ’ αυτή την κατεύθυνση λέξεις και φράσεις του Πόε: «Kaufhaus», «Warenhaus», «er ging von einem Rayon zum andern ...». Στην πραγματικότητα η εν λόγω παράγραφος του Πόε, αλλά και η μάλλον πιστή μετάφρασή της από τον Μπωντλαίρ στη γαλλική έκδοση που χρησιμοποίησε ο Μπένγιαμιν (Nouvelles histoires extraordinaires par Edgar Poe, traduction de Charles Baudelaire. Παρίσι, 1857' νεότερη έκδοση, με πρόλογο του Tzvetan Todorov, Editions Gallimard, Παρίσι, 1974), δεν δικαιολο
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ 317
γούν μια τέτοια απόδοση. Αυτό στο οποίο καταλήγει ο άνθρωπος του πλήθους είναι, και στις δύο γλώσσες, ένα μεγάλο bazaar, δηλαδή μια μεγάλη παραδοσιακή αγορά, ένα «παζάρι», όπου πηγαίνει «από το ένα μαγαζί στο άλλο» κι όχι από το ένα «τμήμα» στο άλλο. Αιτία αυτής της παράξενης απόκλισης είναι ίσως η ακόλουθη παρανόηση: Ο Μπένγιαμιν πρέπει να είχε υπόψη του τη δεύτερη, νεότερη σημασία του «μεγάλου καταστήματος» που έλαβε η λέξη bazaar στα γαλλικά (όχι όμως και στα αγγλικά) κάπου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Και θεωρώντας ότι το φαινόμενο μπορεί να εμφανίστηκε νωρίτερα στην Αμερική, απ’ όπου αντλούσε τις παραστάσεις του ο Πόε (ασχέτως αν η ιστορία του τοποθετείται στο Λονδίνο), διάβασε και ερμήνευσε ανάλογα το σκηνικό. Το κέρδος αυτής της «παραχάραξης» είναι βέβαια μια έξοχη διαλεκτική εικόνα: η «τελευταία πιάτσα» και η «φιγούρα του τέλους» του πλανητα. Για να τη διασώσει, έστω και μετέωρη, χωρίς να προδώσει εντελώς το κείμενο του Ποε, η ελληνική μετάφραση ακολούθησε μια μέση οδο, αποδίδοντας το bazaar με τον πιο μοντέρνο αλλά και αρκετά ευρύχωρο ορο «εμπορικο κέντρο».
στ. Αναφορά σε θεατρικό έργο που έγραψε ο Rudolf Steiner το 1912, με τίτλο Ο φύλακας του κατωφλιού.
III. Η νεωτερικότητα
α. «Διαφαίνεται ίσως εδώ αυτό που θα ήταν η κεντρική ιδέα του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ, η σύνδεση ανάμεσα στα σοκ της σύγχρονης ζωής και την προσωδία, τη δομή του στίχου. Η μεγάλη πόλη είναι παρούσα μέσα στην ίδια την τέχνη του γραψίματος του Μπωντλαίρ. Επομένως δεν είχε ανάγκη να την περι- γράψει θεματικά» (Jean Lacoste, από τις σημειώσεις του στη γαλλική έκδοση του βιβλίου: Charles Baudelaire, an poete lyrique a l ’apogee du capitalisme, σ. 263).
β. Unter dem Stahlhelm: η εικόνα παραπέμπει στην οργάνωση Stahlhelm, ένα σύνδεσμο ακροδεξιών παλαιών πολεμιστών, που υποστήριξε τον Χίτλερ το1931 και ενσωματώθηκε στα Τάγματα Εφόδου το 1933.
γ. Horst Wessel: μέλος του ναζιστικού κόμματος το 1926, όργανο των Ταγμάτων Εφόδου, θύμα δολοφονίας τον Ιανουάριο του 1930. Έγινε κατά κάποιο τρόπο ήρωας χάρη στο Horst-Wessel-Lied, αντισημητικό ύμνο του νέου καθεστώτος.
δ. Αυτή την παρατήρηση του Κλωντέλ ο Μπένγιαμιν την αναφέρει ήδη από το 1924 σ ’ ένα γράμμα προς τον Hofmannsthal (Briefe I, σ. 302), όπου εν μέρει διαφαίνεται πώς πέρασε από τη μετάφραση των Fleurs du rnal στα δοκίμια για τον Μπωντλαίρ. 0 Μπένγιαμιν μιλάει για το μπωντλαιρικό στυλ, που τον σαγή- νευσε περισσότερο απ ’ οτιδήποτε άλλο και το οποίο προσδιορίζει ως «baroque de la banalite».
\
318 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
[2] Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ
α. Buch der Lieder. Το βιβλίο των ωδών του Η. Heine (1827).β. Erlebnis: ο όρος αποδίδεται στη μετάφραση με τη λέξη «βίωμα», όχι εν
τελώς ικανοποιητικά αφού μια σημασία του, στην οποία επιμένει ιδιαίτερα ο Μπένγιαμιν, είναι η ζωηρή, συχνά στιγμιαία εμπειρία, η περισσότερο ή λιγότε- ρο τραυματική αφομοίωση του σοκ (Chokerlebnis) που δίνει λαβή σε εκούσιες αναμνήσεις (Erinnerungen, Andenken), ως λείψανα της σύγχρονης ζωής. Ο Μπένγιαμιν αντιδιαστέλλει αυτό το βίωμα προς την εμπειρία (Erfahrung) η οποία είναι συνυφασμένη με την παράδοση, την αφήγηση, την άσκηση και τη συλλογική ή ατομική ακούσια μνήμη και ενθύμηση (Gedachtnis, memoire invo- lontaire, Eingedenken).
γ. Nante: χαρακτήρας του Βερολινέζου συγγραφέα Adoif Glassbrenner (1810-1876).
δ. Αυτή η μετάφραση των «Correspondances» από τον Καβάφη εμφανίζεται ένθετη μέσα σε ένα δικό του ποίημα του 1891 με τίτλο «Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον» (Ανέκδοτα ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα, σ. 19-21). Η πρώτη στροφή την εισάγει ως εξής:
Τ ’ άρώματα, μ ’ έμπνέουν ώς ή μουσική, ώς ό ρυθμός, ώς οϊ ώραΐοι λόγοι, καί τέρπομαι όπόταν έν άρμονικοΐς στίχοις ό Βωδελαϊρος έρμηνεύει δσα άποροϋσα ή ψυχή καί ασαφώς αίσθάνετ’ έν άγόνοις συγκινήσεσιν.
(Ακολουθεί η μετάφραση όλου του ποιήματος και στο τέλος μερικοί ακόμη στίχοι του Καβάφη.)
Αξίζει ίσως να παραθέσουμε εδώ μια δεύτερη απόδοση των ίδιων στίχων, πολύ διαφορετική σε γλώσσα και σε ύφος, από τον Κλέωνα Παράσχο (σ. 43).
Η πλάση είναι ένας ναός, όπου συγκεχυμένα Κάποτε λόγια βγάζουνε κολόνες ζωντανές·Δάση από σύμβολα, όπου περνάς, κατοικημένα,Που σε κοιτάν με γνώριμες ματιές.
Σαν τους μακρούς αντίλαλους που πέραθε ανταμώνουν Μέσα σε μια ενότητα βαθιά και μυστικιά,Ωσάν τη νύχτ ’ απέραντη, ωσάν το φως πλατιά,Μύρα κι αχούς και χρώματα κρύφιοι δεσμοί τα ενώνουν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ 319
ε. Η Οργή, πίνακας του Τζιόττο, στην εκκλησία Scrovegni de l’Arena της Πάδουα.
στ. «Μακάρια νοσταλγία», ποίημα του Γκαίτε (Reise an den Main, Rhein und Neckar, 1814).
[3] Κεντρικό Πάρκο
1. Αν ξαναμεταφράσουμε τη μετάφραση του Γκέοργκε, φτάνουμε στο «Μελαγχολία και εξιδανίκευση». Παρ ’ ότι συγγενής, η λέξη «μελαγχολία» (όπως και το Triibsinn) χάνει πολλές από τις αποχρώσεις του spleen - τη λύσσα, τη μανία, το θυμό που ανακαλεί ο Μπωντλαίρ, καθώς και άλλες πλευρές της θεωρίας των τεσσάρων χυμών, που ο Μπένγιαμιν γνώριζε καλά, ήδη από τη μελέτη του για το μπαρόκ τραγικό δράμα. Δικαιολογημένα λοιπόν και οι περισσότερες ελληνικές μεταφράσεις των τεσσάρων ποιημάτων του κύκλου Spleen διατηρούν τον ξένο τίτλο. Από την άλλη η «εξιδανίκευση» (όπως και το Vergeistigung) αναδεικνύει την ενεργητική πλευρά του «ideal», την επένδυση των πραγμάτων με ιδέες και ιδανικά και επομένως τον φετιχιστικό χαρακτήρα αυτής της πνευ- ματοκρατικής αντίληψης. Ο Μπένγιαμιν χρησιμοποιεί πιο κάτω (στο 21) τη Vergeistigung για να δηλώσει την εξιδανίκευση της σεξουαλικότητας στον σαπφικό έρωτα.
2. Ήταν ο Βαλερύ που μίλησε πρώτος περί raison d’Etat σε σχέση με τον Μπωντλαίρ στην εισαγωγή του στα Fleurs du mal (εκδ. Cres — αναδημοσίευση στο Situation de Baudelaire.
3. Αυτή η παράγραφος καθώς και η επόμενη συνδέουν ευθέως το «Zentralpark» με το τελευταίο δοκίμιο του Μπένγιαμιν, γραμμένο το 1940, «Uber den Begriff der Geschichte» (B. Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας, εκδ. Ουτοπία, Αθήνα, 1983), όπου και η κριτική του στην οπτιμιστική, σοσιαλδημοκρατική σύλληψη της ιστορικής πορείας.
4. Εννοείται το «Das Kunstwerk in Zeitalter seiner technischer Reproduzier- barkeit», στο Zeitschrift fur Sozialforschung, αρ. 1,1936 («Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του», στο Β. Μπένγιαμιν, Δοκίμια για την τέχνη, Κάλβος, Αθήνα, 1978). Πάντως ο επιμελητής R. Tiedemann δηλώνει ότι δεν βρήκε τίποτε σχετικό στα υλικά αυτού του δοκιμίου.
5. Fidus: ψευδώνυμο του Hugo Hoppener, αρχιτέκτονα και εικονογράφου του Jugendstil, συνεργάτη της Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας και, αργότερα, παραλίγο των ναζί.
6. «Eduard Fuchs, der Sammler und der Historiker», στο Zeitschrift fur Sozialforschung, αρ. 6, 1937 (« Έντουαρντ Φουκς: ο συλλέκτης και ο ιστορικός», στο Β. Μπένγιαμιν, Δοκίμια για την τέχνη, ό.π.), όπου και μια ανάλυση της Geiiiiitlichkeit (ζεστασιά, ατμόσφαιρα άνεσης και αναπαυτικότητας) στο κεφ. 2.
320 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
7. Erstarrte Unruhe" έκφραση του Keller («Verlorenes Recht, verlorenes Gliick»).
8. Makart (1840-1884): ζωγράφος στην αυλή της Βιέννης. Σύμβολο, για τον Μπένγιαμιν και τον Μπλοχ, της υπερφορτωμένης εσωτερικής διακόσμησης.
9. Περικοπή από τον Προυστ.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Α. Επιστολές(Οι σημειώσεις χωρίς ένδειξη είναι των Γερμανών επιμελητών. Εκείνες με την ένδειξη (Σ.τ.μ.) είναι του μεταφραστή του κειμένου και των Ελλήνων επιμελητών.)
1. Το πρώτο πρόσωπο πληθυντικού που χρησιμοποιεί ο Αντόρνο σε αυτό καθώς και στα επόμενα γράμματα αναφέρεται στη συντακτική επιτροπή της περιοδικής έκδοσης Zeitschrift fur Sozialforschung στη Νέα Τόρκη, στην οποία ανήκε και αυτός μετά την εγκατάστασή του στις ΗΠΑ, τον Φεβρουάριο του1938.
2. To Brocken είναι το βουνό της οροσειράς Harz, όπου διαδραματίζεται η «Βαλπούργεια νύχτα», η περιβόητη σκηνή από το Ιο μέρος του Φάουστ του Γκαίτε. Εδώ ο Αντόρνο αναφέρεται στους στίχους 40 και 41. (Σ.τ.μ.)
3. Πράγματι τότε υπήρχαν μόνο τα τρία μέρη «Οι μποέμ», «Ο πλάνης» και «Η νεωτερικότητα»· από τα υπόλοιπα μέρη του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ υπάρχουν μόνο προεργασίες.
4. Αυτές οι συζητήσεις έγιναν τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο του 1929.5. Αναφέρεται στα στενά πεζοδρόμια. (Σ.τ.μ.)6. Η Louise (1910) είναι όπερα του Gustave Charpentier (1860-1956), το
κυριότερο έργο του Γάλλου συνθέτη. (Σ.τ.μ.)7. Προτού ο Αντόρνο εγκαταλείψει την Ευρώπη, είχε συναντήσει στα τέλη
του 1937 ώς τις αρχές του 1938 στο Σαν Ρέμο τον Μπένγιαμιν.8. Βλέπε Νικολάι Μπουχάριν και Ε. Πρεομπρασένσκυ, Το αλφαβητάρι του
κομμουνισμού. Λαϊκή εξήγηση του Προγράμματος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας (των Μπολσεβίκων).
9. Από την πρώτη φράση («Es geht bei gedampfter Trommel Klang») του «Στρατιώτη» του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. (Σ.τ.μ.)
10. Πρόκειται για τη Διαλεκτική του διαφωτισμού, που έγραψε αργότερα μαζί με τον Αντόρνο..
1 1 .0 Hans Klaus Brill ήταν γραμματέας του γραφείου που διατηρούσε στο Παρίσι το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας.
12. Victor Hugo, CEuvres poetiques completes. Reunies et presentees par Francis Bouvet, Παρίσι 1961, σ. 126 («Les Orientales XXXIV», «Mazeppa II»),
13. Histoire de Justine ou Les Malheurs de la Vertu. Par le Marquis de Sade.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ 321
Τόμ. 1, Ολλανδία 1797, σ. 13. [Η φράση λέει: «Ο κύριος Ντυμπούργκ, χοντρός, κοντός και θρασύς όπως όλοι οι χρηματιστές». (Σ.τ.μ.)]
14. Friedrich Hebbel, Samtliche Werke. Historisch-kritische Ausgabe besorgt von R. M. Werner. Τόμ. 6: Demetrius-Gedichte I και II, Berlin-Steglitz, xx, σ. 207 («Auf eine Unbekannte»).
15. Jean Paul [Ψευδώνυμο του Johann P. F. Richter (1763-1825). (Σ.τ.μ.)], Samtliche Werke, τόμ. 3: Ανάλεκτα, Μόναχο 1978, σ. 180.
16. Στο iSio, σ. 119.17. Η χρήση αυτής της γαλλικής έκφρασης μέσα στη διατύπωση ευγενείας
(« Όλος δικός σας» ή «Εντελώς δικός σας») είναι πιθανόν να παραπέμπει στο ποίημα του Μπωντλαίρ από τα Άνθη του κακού «Tout entiere» ως αλληγορία τόσο της κριτικής παρέμβασης του Αντόρνο (η επίσκεψη του Δαίμονα) όσο και της σαγήνης που κατά τη γνώμη του ασκεί στον Μπένγιαμιν το υλικό της μελέτης του (η αρμονική ενότητα που αφοπλίζει την ανάλυση). (Σ.τ.μ)
18. Καλλιτεχνικό ρεύμα που έλαβε την ονομασία του από το πολιτιστικό περιοδικό Jugend (Νεότητα) του Μονάχου (από το 1896) και εκφράσθηκε στη ζωγραφική, στις γραφικές τέχνες, στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων και γενικότερα στην καλλιτεχνική βιοτεχνία· προτιμούσε αφηρημένα ή στυλιζαρισμένα φυτικά μοτίβα. (Σ.τ.μ.)
19. Αναφέρεται στους στίχους 1966 κ.ε. του Φάουστ (Σπουδαστήριο II)· γραφτό σημαίνει κάτι απτό και βέβαιο, που μπορούμε να το έχουμε και να το επικαλούμαστε. (Σ.τ.μ.)
20. Πρόκειται για την πρώτη έκθεση των Passagert, ένα κείμενο παρουσίασης του όλου έργου, που γράφηκε από τον Μπένγιαμιν το 1935 με τίτλο «Παρίσι, πρωτεύουσα του 19ου αιώνα». (Σ.τ.μ.)
21. Εννοεί τη μελέτη που αναφέρεται ήδη στην πρώτη επιστολή του Αντόρνο, «Uber den Fetischcharakter in der Musik und die Regression des Horens»,Άπαντα, τόμ. 14, σ. 35 κ.ε. (Σ.τ.μ.)
22. Πρόκειται για το μυθιστόρημά του Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου. (Σ.τ.μ.)
23. Βλέπε Georg Lukacs, Die Theorie des Romans. Ein geschichts-philosoph- ischer Versuch uber die Formen der grossen Epik, β ' έκδοση, Neuwied, Berlin 1963, σελ. 96 κ.ε.
24. Στην εργασία του Benjamin «Eduard Fuchs, der Sammler und der Histo- riker» δεν υπάρχει τέτοια σύγκριση.
25. Ο Ε. A. Poe (1809-1849) έζησε στο Λονδίνο, από το 1815 μέχρι το 1820. (Σ.τ.μ.)
26. Alois Senefelder (1771-1834), εφευρέτης της λιθογραφίας. (Σ.τ.μ.)27. Πρόκειται για τη μελέτη «Uber den Fetischcharakter in der Musik und
die Regression des Horens», ό.π. (Σ.τ.μ.)28. Ο Μπρεχτ μετέφρασε τον Σέλλεϋ σχεδόν κατά λέξη.
322 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
29. Υπό την έννοια ότι δύο ή περισσότερα πράγματα είναι ένα και το αυτό, ότι είναι το ίδιο. Σημαίνει επίσης και ισότητα. (Σ.τ.μ.)
30. Louis Philippe Egalite (= ισότητα), δούκας της Ορλεάνης· πριν από την επανάσταση ήταν ο πλουσιότερος μεγαλογαιοκτήμονας της Γαλλίας- το 1790 προσχώρησε ως επαναστάτης στους Ιακωβίνους και εκλέχθηκε στην Εθνοσυνέλευση· το 1793 καρατομήθηκε. (Σ.τ.μ.)
31. Sandwich man: άνθρωπος που κυκλοφορεί στους δρόμους με δυο συνδε- δεμένες διαφημιστικές πινακίδες κρεμασμένες, μπρος και πίσω, από τους ώμους του. (Σ.τ.μ.)
32. Το γερμανικό καμπαρέ περιλαμβάνει παραστάσεις πολιτικής σάτιρας με σκετς και τραγούδια. (Σ.τ.μ.)
33. Βλέπε Άπαντα, τόμ. 13, σ. 68-81.
Γ. Αλληγορία / Μοντάζ / Μεσσιανισμός
α. Έχοντας αναφερθεί στην «ιδέα της φυσικής ιστορίας» του Αντόρνο και στην έννοια της «δεύτερης φύσης» του Λούκατς, η συγγραφέας διευκρινίζει ως εξής τη σημασία του όρου «νέα φύση» σε συνάρτηση με την προβληματική του Μπένγιαμιν: «Ο Μπένγιαμιν δεν χρησιμοποίησε τον όρο "νέα φύση” , τον οποίο εγώ υιοθετώ για λόγους ερμηνευτικής διαύγειας· μου φαίνεται ακριβέστερος λόγου χάρη από τον μαρξιστικό όρο "παραγωγικές δυνάμεις” , διότι ο Μπένγιαμιν εννοούσε με τον τελευταίο όχι μόνο τη βιομηχανική τεχνολογία, αλλά ολόκληρο τον κόσμο της ύλης (συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων όντων), όπως έχει μετασχηματιστεί από αυτή την τεχνολογία. Έχουν υπάρξει έτσι δύο εποχές της φύσης. Η πρώτη εξελίχθηκε αργά επί εκατομμύρια χρόνια- η δεύτερη, η δική μας, ξεκίνησε με τη βιομηχανική επανάσταση και καθημερινά αλλάζει πρόσωπο...» (The Dialectics o f Seeing, σ. 70).
Εργοβιογραφία
1892
1902-19121905-190719121912-1915
19121914
19151915-19171917
1917-19191918
1919
192019211921-1922
1923
1924
15 Ιουλίου, γέννηση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, πρώτου από τα τρία παιδιά του εμπόρου Emil Benjamin και της γυναίκας του Pauline, το γένος Schonflies.Φοίτηση στο γυμνάσιο Kaiser Friedrich του Charlottenburg. Διαμονή στη Haubinda, όπου γνωρίζει τον Gustav Wyneken. Abitur (απολυτήριο λυκείου) στο Βερολίνο.Σπουδές φιλοσοφίας στο Freiburg i.B. και στο Βερολίνο. Συμμετοχή στη Freien Studentenschaft (Κίνηση Ελεύθερων Φοιτητών).Αρχή της φιλίας με τον ποιητή C.F. Heinle.Πρόεδρος της Κίνησης Ελεύθερων Φοιτητών. Γνωρίζει τη Dora Sophie Poliak, μελλοντική του σύζυγο. Με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Χάινλε και η φίλη του αυτοκτονούν. Αποσύρεται από το κίνημα της νεολαίας.Πρώτη γνωριμία με τον Gershom Scholem.Συνεχίζει τις σπουδές του στο Μόναχο.Γάμος με την Ντόρα Πόλλακ. Απαλλαγή από το στρατό και εγκατάσταση στην Ελβετία.Συνεχίζει τις σπουδές του στη Βέρνη.Γέννηση του μοναδικού του γιου Stefan. Γνωριμία με τον Ernst Bloch.Λιδάκτωρ «summa cum laude» στη Βέρνη με τη διατριβή Der Begriff der Kunstkritik in der deutschen Romantik [Η έννοια της κριτικής της τέχνης στον γερμανικό ρομαντισμό].Επιστροφή στο Βερολίνο. Οικονομικές δυσκολίες.Σχέδια για την επιθεώρηση Angelus Novus.Γράφει το δοκίμιο για τις Wahlverwandtscbaften [Εχλεχτιχες συγγένειες του Γ καίτε]. Φιλία με τον Florens Christian Rang. Το θερινό εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης ετοιμάζει την υφηγεσία του στην ιστορία της νεότερης γερμανικής λογοτεχνίας. Πρώτη γνωριμία με τον Theodor Wiesengrund (Adorno) και τον Siegfried Kracauer.Μάιος-Οκτώβριος: Κάπρι. Πρώτη γραφή του βιβλίου για το
ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ 325
Trauerspiel. Ερωτεύεται την Asja Lacis που τον μυεί στο μαρξισμό.
1925 Αποτυχία της υφηγεσίας του.1926 Μάρτιος-Οκτώβριος: Παρίσι. Μεταφράζει Προυστ μαζί με τον
Franz Hessel. Αρχίζει δημοσιογραφική συνεργασία με την Frankfurter Zeitung και την Literarische Welt.
1926-1927 Δεκέμβριος-Ιανουάριος: ταξίδι στη Μόσχα. Ξαναβλέπει την Ά ζα Λάσις.
1927 Αρχίζει το Passagenwerk [Εργασία για τις στοές] στο Παρίσι. Ξαναβλέπει εκεί τον Σόλεμ. Κάνει σχέδια να φύγει στην Παλαιστίνη. Πρώτες εμπειρίες με χασίς.
1928 Ο Rowohlt εκδίδει το Einbahnstrasse [Μονόδρομος] και το Ursprung des deutschen Trauerspiels [Γέννηση του γερμανικού τραγικού δράματος].
1929 Πρώτη συνάντηση με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ. Η ' Αζα Λάσις στο Βερολίνο. Αρχίζει να δουλεύει στο ραδιόφωνο.
1930 Διαζύγιο με τη Ντόρα Πόλλακ. Σχέδια για την επιθεώρηση Krise und Kritik μαζί με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και τον Bernard von Brentano.
1931 Σχέδιο για ένα τόμο με δοκίμια στον Rowohlt. Γράφει το δοκίμιο για τον Kraus.
1932 Απρίλιος-Ιούλιος στην Ίμπιζα. Ετοιμάζει το Berliner Chronik [Βερολινέζικο χρονικό]. Τον Ιούλιο επιστροφή στη Νίκαια. Σχεδιάζει να βάλει τέλος στη ζωή του. Γ ράφει την πρώτη του διαθήκη.
1933 Τον Μάρτιο παίρνει το δρόμο της εξορίας. Από τον Απρίλιο ώς τον Σεπτέμβριο ξανά στην Ίμπιζα. Αρχίζει να δουλεύει για το Institut fur Sozialforschung.
1934-1935 Παρίσι, Skovsbostrand στον Μπρεχτ, Σαν Ρέμο στην πρώην σύζυγό του. Χρηματικές δυσκολίες. Ξαναπιάνει την εργασία για τις Στοές.
1936 Στο Παρίσι ετοιμάζει το Kunstwerk im Zeitalter seiner techni- schen Reproduzierbarkeit [To έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του]. Δημοσιεύει στη Λουκέρνη την ανθολογία επιστολών Deutsche Menschen [Γερμανοί] με το ψευδώνυμο Detlef Holz.
1937-1938 Ετοιμάζει το βιβλίο για τον Baudelaire.1938 Ιούλιος-Οκτώβριος: τελευταία διαμονή στον Μπρεχτ στη Δα
νία. Ολοκληρώνει το Pans des Second Empire bei Baudelaire
326 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
[Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ].1939 Ετοιμάζει το Uber einige Motive bei Baudelaire [Ορισμένα μο-
τίβα στον Μπωντλαίρ]. Με το ξέσπασμα του πολέμου φυλακίζεται στο στρατόπεδο του Clos-Saint-Joseph στη Νεβέρ. Ελευθερώνεται τον Νοέμβριο.
1940 Επιστροφή στο Παρίσι. Γράφει τις Θέσεις Uber den Begriff der Geschichte [Γ ια την έννοια της ιστορίας]. Τον Ιούνιο καταφεύγει με την αδελφή του στη Λούρδη. Τον Αύγουστο με τη μεσολάβηση του Μαξ Χορκχάιμερ, αποκτά βίζα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Σεπτέμβριο μάταιη απόπειρα να περάσει τα Πυρηναία προς την Ισπανία. Στις 26 Σεπτεμβρίου ο Βάλτερ Μπένγιαμιν βάζει τέλος στη ζωή του στον μεθοριακό οικισμό Port-Bou.
Τίτλοι και πηγές πρωτοτύπων
[1] Das Paris des Second Empire bei BaudelaireI. Die Boheme
II. Der Flaneur, Neue Rundschau, 78ο έτος, 1967, σ. 549-574III. Die Moderne, Das Argument,, ocp. 46, 10ο έτος, 1968, σ. 44-73
[2] Uber einige Motive bei Baudelaire, Zeitschrift fur Sozialforschung, ap. 8, 1939-40, σ. 50-89
[3] Zentralpark
Με την επιμέλεια του Rolf Tiedemann (ο οποίος είχε φροντίσει και για τις παραπάνω πρώτες δημοσιεύσεις), τα κείμενα [1] και [2] συγκεντρώθηκαν στον τόμο Walter Benjamin, Charles Baudelaire. Ein Lyriker im Zeitalter des Hochkapitalismus, Suhrkamp Verlag, Frankfurt am Main, 1969. Στην επα- νέκδοση του 1974 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το κείμενο [3]. Εξάλλου τα τρία κείμενα περιλαμβάνονται στο Walter Benjamin, Gesammelte Schri- ften, τόμος I.
A. Οι Επιστολές 1, 2 και 4 πρωτοδημοσιεύθηκαν στο Walter Benjamin, Briefe 2, επιμ. Gershom Scholem και Theodor W. Adorno, 1966 (νεότερη έκδοση: Suhrkamp Verlag 1978). Οι Επιστολές 3 και 5 πρωτοδημοσιεύθηκαν στο Theodor W. Adorno, Uber Walter Benjamin. Aufsatze, Artikel, Briefe, επιμ. Rolf Tiedemann, Suhrkamp Verlag 1970 (νεότερη έκδοση: 1990).
B. Baudelaire, Zeuge gegen die Biirgerklasse, επίλογος του Rolf Tiedemann στην έκδοση του 1974 του Charles Baudelaire, ό.π., σ. 187-214.
Γ . Τα Αποσπάσματα ανήκουν στο βιβλίο της Susan Buck-Morss, The Dialectics o f Seeing. Walter Benjamin and the Arcades Project, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts / London, England, 1989, σ. 177-182, 205-206, 227-229, 231-233, 239-240, 249, 251-252.
Η Εργοβιογραφία προέρχεται από το Bernd Witte, Walter Benjamin, Ro- wohlt, Reinbek bei Hamburg, 1985, σ. 143-144.
To Σημείωμα του Γερμανού επιμελητή (R. Tiedemann) ανήκει στη γερμανική έκδοση του 1974 του Charles Baudelaire, ό.π., σ. 215-216.
Σημείωμα του επιμελητή της γερμανικής έκδοσης
Ο τόμος αυτός είναι η διευρυμένη επανέκδοση του ομότιτλου τόμου που κυκλοφόρησε το 1969. Ενώ εκείνος του 1969 ήταν απλώς μία έκδοση ανάγνωσης, ο παρών περιλαμβάνει την κριτική έκδοση των κειμένων που προορίζονται για τα Gesammelte Schriften · έχουν δε προστεθεί και τα αποσπά- σματα του «Κεντρικού Πάρκου».
Στο Benjamin-Archiv της Φραγκφούρτης υπάρχουν πολλά αντίγραφα του δακτυλογραφημένου κειμένου «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ»- το πρωτότυπο φαίνεται πως έχει χαθεί. Στην παρούσα έκδοση χρησιμοποιήθηκε εκείνο το αντίγραφο που ο Μπένγιαμιν χαρακτήρισε «ανάτυπο χρήσης» και το οποίο περιλαμβάνει πολυάριθμες χειρόγραφες διορθώσεις και συμπληρώσεις.
Γ ια το κείμενο «Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ» χρησιμοποιήθηκε η πρώτη έκδοση στο Zeitschrift fur Sozialforschung (έτος 8,1939-40, σ. 50- 89), που έγινε υπό την επίβλεψη του Μπένγιαμιν.
Το «Κεντρικό Πάρκο» παραδίδεται μόνον ως χειρόγραφο. Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει για πρώτη φορά το σύνολο του κειμένου, όπως αυτό υπάρχει στο Benjamin-Archiv.
Οι αρχές της αποκατάστασης και του ελέγχου του κειμένου αναλύονται διεξοδικά στο Επίμετρο του πρώτου τόμου της έκδοσης Walter Benjamin, Gesammelte Schriften. Unter Mitwirkung von Theodor W. Adorno und Gershom Scholem herausgegeben von Rolf Tiedemann und Hermann Schweppenhauser, Φραγκφούρτη, 1974 [...]
Ιανουάριος 1974 Ο επιμελητής
Γλωσσάρι
actes gratuits: αναίτιες, άσκοπες πράξεις action: πράξη, δράσηadvocatus diaboli: συνήγορος του διαβόλουad plures ire: να πηγαίνεις στους πολλούς (δηλ. προς το θάνατο)ateliers nationaux: εθνικά εργοτάξιαattendre, c’est la vie: αναμονή, έτσι είναι η ζωήavant la lettre: πριν την ώρα του
badaud: ο χάσκαςbaroque de la banalite: μπαρόκ της κοινοτοπίαςbarriere: πύλη, είσοδος της πόληςbilan: απολογισμόςbon sens: ορθοφροσύνη, κοινός νουςbouffonnerie: φάρσα, καμώματα που προκαλούν το γέλιο, βωμολοχία
Cette sainte prostitution de I’ame qui se donne toute entire, poesie et charite, a l’imprevu qui se montre, a l’inconnu qui passe: Αυτή η άγια εκπόρνευση της ψυχής που δίνεται ολόκληρη, ως ποίηση και ευσπλαγχνία, στο απρόοπτο που εμφανίζεται, στο άγνωστο που περνάει
chambre: δωμάτιο citoyen: πολίτηςcommis voyageur: εμπορικός αντιπρόσωποςcontemplation opiniatre de Γ oeuvre de demain: επίμονη ενατένιση του έργου της
αύριονcontrat social: κοινωνικό συμβόλαιοcontrefagon: αντιγραφή, απομίμησηcorrespondances: ανταποκρίσεις, αντιστοιχίεςcote ordurier: βρώμικη πλευράcoup: χτύπημα (στα τυχερά παιχνίδια)creation: δημιουργίαcroquemorts: νεκροθάφτεςculte de la blague: λατρεία του αστεϊσμού
disjecta membra: διάσπαρτα μέληd’un monde ou Faction n’est pas la soeur du reve: από έναν κόσμο όπου η πράξη
δεν είναι αδελφή του ονείρου duree: διάρκεια
330 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
echeance: προθεσμίαecole neopa'ienne: νεοπαγανιστική σχολήegalite: ισότηταepoques lointaines: μακρινές εποχέςetrange sectionnement du temps: παράξενη κατάτμηση του χρόνου ex officio: αυτεπαγγέλτος
fait social: κοινωνικό γεγονόςfaits divers: ποικίλες (μικρές) ειδήσειςfamilier: οικείοςfantasque escrime: φανταστική ξιφομαχία faubourgs: προάστια, συνοικίες flaneur: πλάνης
garde nationale: εθνοφρουρά gauloiserie: τολμηρό αστείο gestus: χειρονομία" η ουσία, «το ζουμί»Griibler: ιδιαίτερα στοχαστικός και μελαγχολικός τύπος,χαρακτηριστική μορφή
πνευματικού ανθρώπου της Αναγέννησης και της εποχής του μπαρόκ
honnete bourgeoise: έντιμη, αξιοπρεπής αστή
II semble impossible d’aller au-dela: Φαίνεται αδύνατο να το ξεπεράσει κανείς image d’Epinal: τετριμμένη, κοινότοπη εικόνα immense campagne: απέραντη εξοχή imprevu: απρόοπτο, απρόβλεπτοindolence naturelle des inspires: φυσική νωχέλεια των εμπνευσμένων
J ’ai plus de souvenirs que si j ’avais mille ans: Έχω πιο πολλές αναμνήσεις απ’ ό,τι αν ήμουν χιλίων ετών
joufflu: φουσκομάγουλος
keep smiling: χαμογέλα
la femme malhonnete: η άτιμη, αισχρή γυναίκα Pamour du mensonge: η αγάπη του ψέματοςl’appareil sanglant de la Destruction: ο αιματηρός μηχανισμός της Καταστροφής l’art pour l’art: η τέχνη για την τέχνηl’elegance sans nom de Fhumaine armature: η ανείπωτη κομψότητα της ανθρώ
πινης αρματωσιάς l’entreteneur: αυτός που συντηρεί εταίρα les enseignements d’un monstre: τα μαθήματα ενός τέρατος les images, ma grande, ma primitive passion: οι εικόνες, το μεγάλο, το αρχέγονο
πάθος μου
ΓΛΩΣΣΑΡΙ 331
Les poetes sont plus inspires par les images que par la presence meme des objets: Οι ποιητές εμπνέονται μάλλον από τις εικόνες παρά από την ίδια την παρουσία των αντικειμένων
les profondeurs sont des multitudes: τα βάθη, τα άδυτα είναι πολυπληθή Fhomme des foules: ο άνθρωπος του πλήθους lit hazardeux: επικίνδυνο κρεβάτιL’ocean meme s’est ennuye de lui: Ακόμη κι ο ωκεανός τον βαρέθηκε
mal: (το) κακόmaniaque, revolte contre sa propre impuissance, et qui le sait: μανιακός, που εξε-
γείρεται ενάντια στην ίδια του την αδυναμία και το ξέρει Melencolia ilia heroica: Αυτή η ηρωική μελαγχολία memoire de l’intelligence: μνήμη της νόησης memoire involontaire des membres: ακούσια μνήμη των μελών modernite: νεωτερικότητα mort: θάνατοςmortality: Θνητότητα, Θνησιμότητα mouchoir: μαντήλι multitude: πλήθος, μεγάλος αριθμός multitudes maladives: άρρωστα πλήθη
noctambulisme: νυκτοπορία noli me tangere: μη μου ά7ττου nouveaute: νεωτερισμός, καινοτομία
Ο force, reine des barricades,... toi qui brilles dans l’eclair et dans l’emeute ... c’est vers toi que les prisonniers tendent leurs mains enchainees: Ω δύναμη, βασίλισσα των οδοφραγμάτων ... εσύ που λάμπεις μέσα στην αστραπή και την εξέγερση ... σε σένα τείνουν οι φυλακισμένοι τα αλυσοδεμένα χέρια τους.
omnibus: λεωφορείοOn est philologue ou on ne Test pas: Ή είναι κανείς φιλόλογος ή δεν είναι
pas saccade: κοφτός βηματισμόςPassant, sois moderne!: Διαβάτη, έσω μοντέρνος!peche original: προπατορικό αμάρτημαPerdu dans ce vilain monde, coudoye par les foules, je suis comme un homme
lasse dont Foeil ne voit en arriere, dans les annees profondes, que desabuse- ment et amertume, et, devant lui, qu’un orage ou rien de neuf n’est contenu, ni enseignement ni douleur: Χαμένος μέσα σ’ αυτό τον αισχρό κόσμο, σπρωγμένος από τα πλήθη, μοιάζω μ ’ έναν καταπονημένο άνθρωπο, που τα μάτια του βλέπουν πίσω, στο βάθος του χρόνου, μόνο απέχθεια και πικρία, και μπροστά μόνο μια καταιγίδα που τίποτα καινούργιο δεν περιέχει, ούτε μάθημα ούτε πόνο.
332 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
perte d’aureole: απώλεια του φωτοστέφανουpoesie pure: καθαρή ποίησηpoete assassin^: δολοφονημένος ποιητήςpoint d’honneur: φιλότιμοponcif: στερεότυπο, κλισέ, κοινοτοπία
Que cherchent-ils au ciel, tous ces aveugles?: T ι ψάχνουν στον ουρανό, όλοι αυτοί οι τυφλοί;
quinquet: λυχνάρι, λάμπα
raison d’Etat: κρατική λογική, συμφέροντα του κράτους, μυστική πολιτική refus de l’occasion tendue par la nature du pretexte lyrique: άρνηση της ευκαιρίας
που προσφέρεται από τη φύση της λυρικής πρόφασης regard familier: οικείο βλέμμα remarque: σχόλιο, παρατήρηση rempla^ant: αντικαταστάτης repentir: μεταμελούμαι rdverbere: φανάρι rogne: οργή, θυμός
taedium vitae: πλήξη, ανία της ζωήςToujours le gout de la destruction. Gout legitime si tout ce qui est naturel est
legitime: Πάντα αυτή η επιθυμία της καταστροφής. Επιθυμία θεμιτή αν καθετί φυσικό είναι θεμιτό.
Tout pour moi devient allegorie: Όλα για μένα γίνονται αλληγορία travail non salarie mais passionne: εργασία άμισθη αλλά παθιασμένη travail passionne des harmoniens: παθιασμένη εργασία των «αρμονιστών»
unanimisme: αντίληψη για τη λογοτεχνική δημιουργία ως έκφραση συλλογικής ζωής και ψυχικής διάθεσης
un caractere poetique ..., interrogatif: ένας χαρακτήρας ποιητικός ..., που θέτει ερωτήματα
Une capitale n’est pas absolument necessaire a I’homme: Μια πρωτεύουσα δεν είναι απολύτως αναγκαία στον άνθρωπο
vita active: βίος πρακτικόςvita conemplativa: βίος θεωρητικόςvoirie: διεύθυνση δημοσίων έργων χωματερή
wagon: βαγόνιWirtschaft: γεωργική μονάδα* ταβέρνα, πανδοχείο* η τρίτη εδώ υπονοούμενη
και πιο καθαρή σημασία είναι η οικονομία
Ευρετήριο
Adorno (Theodor), 263, 268, 269, 270, 274, 275, 178, 279, 300, 302, 303
Adorno (Gretel), 240 Alain, 152Appollinaire (Guillaume), 95 Αρχίλοχος, 162 Aupick (στρατηγός), 19
Babou (Hippolyte), 51 Bacon (Francis), 48, 49 Balzac (Honors de), 38, 41, 48, 49, 50
51,56,89,91,92,94,108,183,242, 253, 254, 255, 256, 262, 298
Banville (Theodore de), 85 Barbey d’Aurevilly (Jules-Amedee),32,
162Barbier (Auguste), 33,138,139,145 Barres (Maurice), 81 Barthelemy (Auguste-Marseille), 31 Bataille (Georges) 301 Beranger (Pierre Jean de), 201 Bergson (Henri), 125, 126, 153, 157,
159, 164 Berlioz (Hector), 258 Blanqui (Louis Auguste), 22, 23, 30,
104, 119, 120, 183, 192, 193, 194, 209, 274, 287, 288, 289
Bloch (Ernst), 304, 305 Borne (Ludwig), 153 Bounoure (Gabriel), 94 Boyer (Adolphe), 91 Brecht (Bertolt), 196, 258, 272, 274 Bucharin, 239, 302, 303 Buret (Eugene), 26 Burger (Peter), 302 Byron (λόρδος), 31
Cassagnac (Bernard Granier de), 29
Cavaignac (Louis Eugene), 77 Celine (Louis-Ferdinand), 20, 195 Cervantes (Miguel de), 261 Champfleury (Jules Husson), 116 Charpentier, 238, 248 Chateaubriand (Francois Ren£ de), 114 Chinier (Andre), 40 Chesterton (Gilbert Keith), 84 Qadel (Leon), 133 Claudel (Paul), 118 Cooper (James Fenimore), 50, 51 Courbet (Gustave), 115, 197 Cousin (Victor), 98 Crepet -(Jacques), 57
Daguerre (Jacques), 35, 165 Dante, 202, 297 Daudet (Leon), 101 Daumier (Honore), 44, 183, 255, 256,
260, 261 Delacroix (Eugene), 108 Delatre, 106Delvau (Alfred), 48, 60, 137 Demar (Claire), 108,110 Desbordes-Valmore (Marceline), 160 Desjardins (Paul), 138 Dickens (Charles), 59, 60, 84 Dilthey (Wilhelm), 125 Du Camp (Maxime), 102, 103 Dumas (Alexandre), 37, 38, 50 Dupont (Pierre), 32, 33, 34, 207, 273 Duveyrier (Charles), 108
Enfantin (Prosper Barthelemy), 108 Engels (Friedrich), 68, 69, 136, 137,
138, 145, 258, 279, 289 Ennius, 100 Ensor (James), 148
334 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Fargue (Leon-Paul), 195 Feuerbach (Ludwig), 276 Feval (Paul), 50 Fidus, 182Flaubert (Gustave), 19, 109, 250 Foucaud (Edouard), 46, 253, 262 Fourier (Charles), 21, 157, 284, 285 Fournel, 83 France (Anatole), 156 Fregier (H.-A.), 24, 25 Freud (Sigmund), 128, 129, 130, 131,
132, 265 Fuchs (Eduard), 44, 185, 255
Gall (Franz Joseph), 47 Gautier (Theophile), 108, 115, 133,
182, 207 Geffroy (Gustave), 104, 105, 119 George (Stefan), 55, 87,142, 177 Gide (Andre), 116, 134 Giotto, 157Girardin (Mme de), 35 Girardin (Emile), 34, 43 Goethe (Johann Volfgang), 46, 154,
159,167, 199 Gogol (Nicolai), 147 Gozlan (Leon), 137 Gourdon (Edouard), 156 Gourmont (Remy de), 81 Granger, 119 Grimm, 247Guys (Constantin), 45, 58, 82, 97,133,
171
Hamp (Pierre), 105 Hamsun (Knut), 211 Haussmann (βαρόνος), 45, 102, 103,
298 Hebbel, 242 Hegel (G.W.F.), 137 Heine (Heinrich), 148 Hodde (Lucien de la), 18, 19
Hoffmann (E.T.A.), 58, 59, 147, 148, 249
Horkheimer (Max), 234, 236, 239, 241, 257, 263, 267, 269, 281, 290
Houssaye (Arsene),83, 135 Hugo (Victor), 20, 21, 71, 72, 73, 74,
75, 76, 77, 78, 79, 94, 97, 99, 100, 101, 102, 103, 115, 124, 131, 136, 138, 139, 178, 182, 185, 187, 204, 208, 235, 242, 249, 258, 259, 273
Husserl (Edmund), 241
Ιησούς του Ναυή, 188
Jameson (Fredric), 11 Joubert (Joseph), 103, 155, 157 Jung (Carl Gustav), 125 Juvenalis, 211
Kafka (Franz), 211, 262 Kahn (Gustave), 81, 97 Karr (Alphonse), 39 Keller (Gustav), 184 Kierkegaard (Soeren), 186, 194, 247,
256Klages (Ludwig), 125 Klassen (Peter), 87 Korsch (Karl), 283, 286 Kracauer (Siegfried), 253 Kraus (Karl), 127, 168, 263
Laforgue (Jules), 65, 116, 182 Laforgue (Rene), 177 Lamartine (Alphonse de), 37, 39, 40,
115, 124, 131, 182 Latouche (Henri de), 108 Lavater (Johann Kaspar), 47 Lebrun (Pierre), 117 Leconte de Lisle, 106, 115, 182 Lemaitre (Jules), 19, 30, 112, 116, 191 Lemercier (Nepomucene), 118 Lenin, 22Le Play (Frederic), 25, 26
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 335
Leyris, 200Louis-Philippe, 56, 261 Lowenthal (Leo), 240, 258 Lucaks (Georg), 254, 304, 305 Luria (Isaac), 306 Lurine, 137Lytton (Edward George Bulwer, λόρ
δος), 46
Maeterlinck (Maurice), 196, 205 Maistre (Joseph de), 48 Marx (Karl), 17,18,19,20,21,22,23,
29, 31, 36, 39, 46, 63, 66, 86, 87, 137, 145, 150, 258, 275, 277, 280, 281, 283, 284, 286, 288, 289, 290, 291, 299, 304
Maupassant (Guy de), 260 Mehring (Franz), 274 Μελάγχθων, 212 Metzger (Heinz-Klaus), 286 Meryon (Charles), 103,104,105,106,
182, 203 Messac (Rigis), 50 Monet (Claude), 147 Monnier (Adrienne), 180, 195 Monnier (Henri), 44 Miinzer (Thomas), 305 Murger (Henri), 42 Musset (Alfred de), 41, 81, 111, 131,
182,15
Nadar, 95, 133 Napoleon I, 57, 87Napoleon III, 18, 31, 40, 60, 87, 120,
179, 278 Nargeot, 132Nietzsche (Friedrich), 90, 178, 184,
194,197204, 205, 239, 288 Noir (Victor), 119 Novalis, 167
Ossian, 203
Peguy (Charles), 100, 235, 248
Pdin, 77 Piranesi, 106 Plekhanov (Georgi), 274 Poe (Edgar), 51,52,53,58,59,60,61,
62,63,64,65,94,98,131,142,143, 144, 145, 146,147,148,150,151, 153, 163, 200, 201, 204, 245, 254, 255, 256,257, 261
Pontmartin (Armand de), 132 Prarond, 85 Proles (Charles), 20 Proudhon (Joseph), 18 Proust (Marcel),87,106,126,127,128,
129, 130,131, 141, 142, 157, 159, 160, 161,164, 167, 168, 199, 234, 264
Racine, 118 Rageot (Gustave), 154 Rattier (P.-EL), 64 Raumer (Friedrich von), 101 Raynaud (Ernest), 41 Reik (Theodor), 129 Rethel (Alfred), 91Richter (Jean Paul), 242, 243, 246,
282Rigault (Raoul), 20 Rimbaud (Arthur), 124,182,194 Riviere (Jacques), 116,134 Rollinat (Maurice), 181 Romains (Jules), 135 Rousseau (Jean-Jacques), 91
Sade (μοφκήσιος), 52,242,253,254 Saint-Simon (κόμης), 109 Sainte-Beuve (Charles, Augustin), 27,
28,34,40,41,42,72,117,118 Salvandy (Narciese Achille), 38 Sand (George), 111, 188 Savonarola, 238 i.i S&h£, 85Seill&re 'Senefelder (Aloy^t
336 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Scholem (Gershom), 305Schopenhauer (Arthur), 273Shelley (Percy Bysshe), 71, 258Sibelius (Jean), 241Simmel (Georg), 46,171,236,252,253Sorel (Georges), 20, 286Spuller (Eugene), 77Stevenson (Robert Louis), 61Strauss (Richard), 258Srindberg (August), 205Sue (Eugene), 37, 39, 91, 136
Σωκράτης, 207
Taylor (F.W.), 64, 146 Τερτυλλιανός, 61, 62, 144 Thibaudet (Albert), 55, 141 Thiers (Adolphe), 22 Τίμων ο Αθηναίος, 162
Toscanini (Arturo), 250 Tridon, 21 Troubat (Jules), 42
Valery (Paul), 52, 130, 131, 149, 159, 166, 168, 210, 256
Valles (Jules), 116, 132 Verhaeren (Emile), 99 Verlaine (Paul), 115, 124, 182 Veuillot (Louis), 40, 187 Viel-Castel (κόμης), 31 Vigny (Alfred de), 31, 117 Villemain (Abel Frangois), 98 Vischer (F.T.), 92, 93
Wagner (Richard), 97, 237, 265 Wessel (Horst), 96 Whitman (Walt), 205
Περιεχόμενα
Σημείωμα για την ελληνική έκδοση .............................................. 9
[1] Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ ............................................................................. 15
I. Οι μποέμ ................................................................................ 17II. Ο πλάνης ................................................................................ 43
III. Η νεωτερικότητα ................................................................... 81
[2] Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ .................................... 121
[3] Κεντρικό Πάρκο ................................................................... 175
Παραπομπές του συγγραφέα .................................................... 215
ΕπίμετροΑ. Επιστολές του Τ.Β. Αντόρνο και του Β. Μπένγιαμιν ....... 233Β. Επίλογος: Μπωντλαίρ, μάρτυς κατά της αστικής τάξης,
του Rolf Tiedemann .............................................................. 267Γ. Αποσπάσματα: Αλληγορία / Μοντάζ / Μεσσιανισμός.
Ανταποκρίσεις Baudelaire — Passagenwerk, της Susan Buck-Morss .................................................................. 297
Παράρτημαα. Σημειώσεις της ελληνικής έκδοσης .................................... 315β. Εργοβιογραφία .................................................................... 323γ. Τίτλοι και πηγές πρωτοτύπων ........................................... 327δ. Σημείωμα του επιμελητή της γερμανικής έκδοσης.......... 328ε. Γλωσσάρι ............................................................................. 329στ. Ευρετήριο ............................................................................ 333
Στην ίδια σειρά κυκλοφορούν:
Theodor W. AdornoΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ
ΒΙΟΜ ΗΧΑΝΙΑΣΔίγλωσση έκδοση
σ. 40(Πρόλογος, μετάφραση: Λ. Αναγνώστου)
Theodor W. Adorno
ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΙΜΟΡΦΩΣΗΣ σ. 86
(Εισαγωγή, μετάφραση: Λ. Αναγνώστου)
Theodor W. Adorno
M INIM A M ORALIA σ. 400
(Πρόλογος: Δημήτριος Μακρής Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις:
Λ. Αναγνώστου)
Jurgen Habermas Ο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
σ. 512(Μετάφραση: Λ. Αναγνώστου - Α. Καραστάθη)
Ετοιμάζεται:
Martin Jay
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ (Μετάφραση: Φ. Τερζάκης)
ίΑΡΛ ΜίιΩΝΤΛΑίΡ ΕΝΑΙ ΛΥΡΙΚΟΙ Γ
Τα κείμενα του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον Μπωντλαίρ και το Παρίσι του 19ου αιώνα είναι τα κομμάτια που ο εξόριστος στοχαστής είχε προλάβει να ολοκληρώσει (πριν την αυτοκτονία του στις αρχές του Β ' Παγκοσμίου Πολέμου) από μια ευρύτερη μελέτη για τον ποιητή — που θα αποτελούσε με τη σειρά της υπόδειγμα του μακρόπνοου, ανολοκλήρωτου έργου του για την ιστορία και τον πολιτισμό της νεωτερικότη- τας. Η ανάπτυξη μιας βιομηχανικής μαζικής κοινωνίας, η φαντασμαγορία του εμπορεύματος, η εικόνα του πλήθους στη μεγαλούπολη, οι φιγούρες του μποέμ, του πλάνητα, του απάχη, του δανδή, του ρακοσυλλέκτη, της λεσβίας, το χαμένο φωτοστέφανο του ποιητή, είναι χαρακτηριστικά μοτίβα μέσα από τα οποία ο Μπένγιαμιν δείχνει τον Μπωντλαίρ, στα βήματα εδώ του Μπλανκί και του Νίτσε, να επινοεί έναν μοντέρνο ηρωισμό.
«Καθώς η πόλη του Παρισιού δίδαξε στον Μπένγιαμιν τη fla- nerie, τον μυστικό τρόπο περίπατου και στοχασμού του 19ου αιώνα, ξύπνησε φυσιολογικά μέσα του ένα αίσθημα συμπάθειας για τη γαλλική λογοτεχνία ... Έχουμε να κάνουμε εδώ με κάτι που, αν δεν είναι μοναδικό, είναι όμως εξαιρετικά σπάνιο: το χάρισμα του ποιητικού στοχασμού.»
Hannah Arendt
«Στο αποσπασματικά πραγματοποιημένο σχέδιο του Μπέν- γιαμινγια μια πρωτο-ιστορία της νεωτερικότητας... ο Μπωντλαίρ έγινε κεντρική μορφή διότι η ποίησή του φέρνει στο φως "το νέο μέσα στο διαρκώς ίδιο και το διαρκώς ίδιο μέσα στο νέο” ... Η κριτική του Μπένγιαμιν αφορούσε τις συλλογικές εικαστικές φαντασιώσεις που κατασταλάζουν στα στοιχεία έκφρασης της καθημερινής ζωής καθώς και της λογοτεχνίας και της τέχνης, πηγάζοντας από τη μυστική επικοινωνία τού πιο παλαιού δυναμικού σημασιοδότησης των ανθρώπινων αναγκών με τις καπιταλιστικές συνθήκες ζωής.»
Jurgen Habermas
IS B N : 960-221-088-5