59
ΣΙ 55 Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία - «Το κυνήγι των μαγισσών στην Δύση, 1500- 1700» Διδάσκων: Γαγανάκης Κωνσταντίνος Χειμερινό Εξάμηνο 2009-2010 Μαγεία και Χωριό’ - Τα κυνήγια μαγισσών στις γερμανόφωνες περιοχές κατά τον 16 ο και τον 17 ο αιώνα και η επίδραση του Τριακονταετούς πολέμου (1618-1648) 1

Witch Hunts

Embed Size (px)

Citation preview

ΣΙ 55 Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία- «Το κυνήγι των μαγισσών στην Δύση, 1500- 1700»

Διδάσκων: Γαγανάκης ΚωνσταντίνοςΧειμερινό Εξάμηνο 2009-2010

‘Μαγεία και Χωριό’

- Τα κυνήγια μαγισσών στις γερμανόφωνες περιοχές κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα και η επίδραση του Τριακονταετούς πολέμου (1618-1648)

Ονοματεπώνυμο: Άρτεμις Βελούδου- ΑποκότουΑριθμός μητρώου: 1561 2005 00026

1

Πρόλογος 1

‘Ο Διάβολος και οι άλλοι Δαίμονες, οι οποίοι πλάστηκαν εκ φύσεως καλοί απ’ τον Θεό, έγιναν κακοί λόγω των ίδιων των πράξεων τους, ενώ ο Άνθρωπος αμάρτησε καθ’ υπόδειξιν του Διαβόλου.’2

Μελετώντας την περίοδο αυτή της Μεσαιωνικής ιστορίας της Δύσης που αφορά το κυνήγι των μαγισσών ανάμεσα στο 1500-1700, θα μπορούσε εύκολα ο καθένας να καταλήξει στο εξής συμπέρασμα : οι διώξεις σημειώθηκαν εξαιτίας της δημιουργίας μιας δαιμονολογικής θεωρίας από την μορφωμένη ελίτ, οι οποία επιβλήθηκε στα κατώτερα στρώματα. Το κλίμα πανικού που δημιουργήθηκε, απέφερε τις κατηγορίες για τέλεση μαγείας ανάμεσα στους λαϊκούς και οδήγησε πολλούς ανθρώπους σε δίκη και τέλος, στην πυρά. Πολλοί ιστορικοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει δεόντως την θεωρία αυτή. Τα κίνητρα που παρουσιάζονται είναι εύλογα και αφορούν ηγεμονικές και θρησκευτικές επιδιώξεις. Η εργαλειοποίηση της μαγείας εκ των άνω αποτελεί γεγονός. Όσο όμως εξαπλωνόταν η δίωξη μάγων και μαγισσών στον χώρο και στον χρόνο, ωσότου οδηγήσει αναπόφευκτα στην εποχή του αποκαλούμενου ‘witch craze’, δημιουργείται το ερώτημα : Σε ποιο βαθμό χειραγωγούσε εν τέλει η ελίτ τον λαό; Η αποδοχή των μαγικών στερεότυπων της αριστοκρατίας δεν υπήρξε ποτέ ολοκληρωτική. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν οι καταθέσεις των μαρτύρων όπου ουδέποτε αναφέρονταν αυθόρμητα στο Sabbath, το διαβολικό συμβόλαιο ή τα familiars. Η εκμαίευση τέτοιου είδους πληροφοριών σημειώνεται μετά από την καθοδηγούμενη από τον δικαστή ανάκριση του μάρτυρα. Ο βαθμός αφομοίωσης της δαιμονολογικής θεωρίας σίγουρα ποίκιλλε από τόπο σε τόπο. Επίσης, δεν αμφισβητείται η βαθιά πίστη των λαϊκών στρωμάτων στις μαγικές πρακτικές και ο υπαρκτός φόβος τους μπροστά στην πιθανότητα να πέσουν θύματα μαύρης, βλαπτικής μαγείας. Στην εργασία αυτή θα εξεταστεί το κατά πόσο ο λαός, και ειδικότερα οι κάτοικοι της υπαίθρου, είχαν ενσυναίσθηση της όλης κατάστασης που προκαλούσαν με τις κατηγορίες τους. Επρόκειτο για πρόθυμη συστράτευση στην μαζική δολοφονία ανθρώπων ή για μια διαπροσωπική και ενίοτε διακοινοτική χρήση του εργαλείου της κατηγορίας για άσκηση μαγείας ; Πέραν αυτού του κοινωνιολογικού/ ανθρωπολογικού προβληματισμού, θα παρατεθεί μια επισκόπηση της αγροτικής κοινωνίας του Μεσαίωνα σε συνάρτηση με τους άξονες της εξουσίας και της θρησκείας. Έμφαση θα δοθεί στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι της υπαίθρου αλληλεπιδρούσαν, συμβίωναν και κατέληξαν να αποτελούν μια αυτόνομη δυναμική με καθοριστικό ρόλο στις διώξεις. Εξειδικεύοντας χωροχρονικά το θέμα, η εστίαση θα γίνει στις γερμανόφωνες περιοχές που υπέστησαν τον Τριακονταετή πόλεμο με όλες του τις επιπτώσεις. Τέλος, θα εξιχνιαστεί το πώς ακριβώς επέδρασε ο σαρωτικός αυτός πόλεμος στην συχνότητα και την ένταση των κυνηγιών μετά το πέρας του.

1 Στο εξώφυλλο: An Incantation, John British Dixon after John Hamilton Mortimer, 20 July 17732 Δ’ Ρωμαιοκαθολική Σύνοδος του Λατερανού ( 1215 )

2

Εισαγωγή

Η μαγεία, για τους Ευρωπαίους της πρώιμης νεωτερικότητας, και ειδικότερα για τον αγροτικό πληθυσμό, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του τρόπου με τον οποίο προσλάμβαναν τον κόσμο. Αποτελούσε μια ιδιαίτερη πολιτισμική πρακτική των λαϊκών στρωμάτων, ένα σύμπλεγμα πεποιθήσεων που τους είχε κληροδοτήσει το προχριστιανικό τους παρελθόν. Οι ρίζες της στην κάθε κοινότητα ήταν γερές και η παράδοση της μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά κυρίως μέσω της προφορικής παράδοσης. Η αβεβαιότητα της ζωής και το απρόβλεπτο της καθημερινότητας παρακινούσαν τους ανθρώπους να προσφεύγουν συστηματικά σε ένα δίκτυο μάγων- θεραπευτών. Θεωρούνταν άτομα με υπερφυσικά χαρίσματα και τελούσαν ‘λευκή’, θεραπευτική μαγεία (maleficium). Με τον τρόπο αυτό ήλπιζαν οι αγρότες να αντιμετωπίσουν μια κακή σοδιά, την κακοκαιρία, την αρρώστια ή προσελκύσουν καλή τύχη για τους ίδιους και την οικογένεια τους. Αν και οι Ευρωπαίοι εκλογίκευαν σε μεγάλο βαθμό τις δυσκολίες της ζωής, κάποιες αιφνίδιες ή αφύσικες κακοτυχίες τις απέδιδαν στην άσκηση ‘μαύρης’, βλαπτικής μαγείας. Ύποπτοι ήταν συνήθως φθονεροί γείτονες ή εχθρικά εξωγενή στοιχεία όπως για παράδειγμα οι επαίτες. Εκείνοι που εξασκούσαν τόσο θεραπευτική μαγεία όσο και maleficium, μπορούσαν να τελέσουν και προφυλακτική μαγεία ή αντί-ξόρκια που θα έλυναν τα βλαπτικά μάγια. Με αυτόν τον τρόπο διατηρήθηκε μια ισορροπία στο εσωτερικό των κοινοτήτων μέχρι την ποινικοποίηση της μαγείας. Είναι όμως προφανές ότι τα όρια ανάμεσα στην λευκή, ευεργετική μαγεία και στην βλαπτική μαύρη μαγεία ήταν εξ’ αρχής ασαφή. Μέσα στις γιορτές της υπαίθρου, σε συμβολικά κουστούμια και σε καθημερινές συνήθειες, επιβιώνουν στοιχεία με μαγικό περιεχόμενο. Προκαταλήψεις για την ώρα του σούρουπου, το επίμονο βλέμμα, τις κατάρες, ειδικές προετοιμασίες για τον εορτασμό συγκεκριμένων ημερών, πίστη στην ύπαρξη πνευμάτων –κακόβουλων κατά κύριο λόγο- ήταν όλα κομμάτια της εννοιολογικής σφαίρας των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Ένα μαγικό σύμπαν, το δίχως άλλο. Από την μεταλαμπάδευση ενός μύθου μέχρι την εξέλιξη του σε βεβαιότητα συμβάντος και την συλλογή καθαγιασμένων αντικειμένων, βοτάνων ή μαγικών συμβουλών, οι Ευρωπαίοι του μεσαίωνα περιβάλλονταν από τις πεποιθήσεις αυτές όπως από τον αέρα που ανέπνεαν. Ακόμα και όταν οι δυνάμεις του εγνωσμένου μάγου της κοινωνίας τους δεν επαρκούσαν, δεν δίσταζαν να προσφύγουν στον ιερέα της ενορίας τους με απαιτήσεις διόλου χριστιανικές. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, γύρευαν για τα προβλήματα τους λύση υπερφυσικής προέλευσης. Δεν αμφισβητείται λοιπόν το ότι : ‘Οι διώξεις πραγματικά πήγασαν από την καθολική πίστη των χωρικών σε υπερφυσικές δυνάμεις, που οδήγησε στην κατάδειξη ορισμένων ατόμων ως μάγων/ μαγισσών.’ 3

Με την αναγωγή αρχικά της μαγείας σε αίρεση και κατόπιν σε εγκληματική ενέργεια, όπου και ποινικοποιήθηκε, μια κατάσταση παγιωμένη για χρόνια μεταλλάχτηκε αιφνιδίως. Όταν συνδυάστηκε το διαχρονικό αυτό μόρφωμα με την ανάπτυξη της δαιμονολογικής θεωρίας της ελίτ και με την επέκταση των νομικών συστημάτων για την επίτευξη μεγαλύτερου κοινωνικού ελέγχου, προκλήθηκε ένα κύμα δικών. Η μαγεία υπήρχε και πριν, πλέον όμως είχε αλλάξει πρόσωπο. Ήταν η αίσθηση του κινδύνου που μεταδόθηκε στο εσωτερικό των κοινοτήτων, η γνώση ότι ένας σατανικός κλοιός είχε δημιουργηθεί ολόγυρα τους, που προκάλεσαν το πανικό.

3 Briggs, R. ,“Communities of Belief…”,Oxford 1989, p. 69

3

Οι διώξεις αποτελούσαν μια λειτουργία φόβου, η οποία διέδιδε εμμονές των μορφωμένων, που προκαλούσαν δέος και αγωνία στους κόλπους των χωρικών. Οι κοινότητες αρχικά βασίστηκαν σε εσωτερικές λειτουργίες αντιμετώπισης τέτοιων κρίσεων. Κάποιες αντιστάθηκαν σθεναρά στην δικομανία που είχε εξαπλωθεί. Από περιοχή σε περιοχή σημειώνονταν μεγάλες διαφορές. Συχνά τύχαινε ένα χωριό να δεινοπαθεί από δίκες, και σε όμορες περιφέρειες με κοινή θρησκεία και παρόμοια κοινωνική σύνθεση να μην συμβαίνει το ίδιο. Επίσης οι διώξεις στα χωριά διέφεραν σε σημεία από εκείνες των κωμοπόλεων και των πόλεων. Το τελευταίο συνέβαινε διότι τα αποδεικτικά κριτήρια για μαγεία στις πόλεις ήταν διαφορετικά από εκείνα της υπαίθρου. Απόλυτη διαφοροποίηση βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ σχετικά με τα κυνήγια μάγων και μαγισσών. Στις πόλεις ισχυρές φωνές υποστήριζαν τις δίκες, ακόμη και αν αυτές, στην πλειοψηφία τους έλαβαν χώρα στις περιφέρειες. Επίσης η αριστοκρατία είχε διαιρεθεί ανάμεσα σ’ αυτούς που θεωρούσαν τεράστιο κίνδυνο τους μάγους και της μάγισσες, προτρέποντας να κυνηγηθούν ανηλεώς, και σε εκείνους που ήταν αντίθετοι με τις μεγάλης κλίμακας διώξεις. Σύμφωνα με τον Robin Briggs τα λαϊκά στρώματα είτε συνυπεύθυνα, είτε καθοδηγούμενα από την ελίτ αποτελούσαν την κινητήριο δύναμη για την γένεση και την εξάπλωση των δικών μαγείας. Περιορίζοντας ελάχιστα την θέση αυτή, παρατηρούμε ότι την εκκίνηση μιας δίωξης, την υποκινούσαν οι άρχουσες τάξεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταντο γνωστή η δικαστική δραστηριότητα και οι λοιπές διαδικασίες για τον εντοπισμό, την σύλληψη και την εξάλειψη των ‘σατανικών στοιχείων’ από την κάθε περιοχή. Ο λαός έπρεπε να διδαχτεί ότι ένας ανώτερος μηχανισμός είχε στηθεί, μεροληπτώντας υπέρ τους, προστατεύοντας τους από την άσκηση βλαπτικής μαγείας με έναν τρόπο πιο καθοριστικό από αυτούς που υιοθετούνταν διαπροσωπικά ως τότε. Από την στιγμή που οι αρχές ενεργοποιούσαν τον μηχανισμό αυτό, οι λαϊκοί με τις αποφάσεις και τις πράξεις τους θα τον άφηναν να λειτουργήσει ή δεν θα τον άφηναν να παρεισφρήσει ανάμεσα τους. Η ένταση και η διάρκεια των διωγμών ήταν εξαρτημένες από το πόσο ‘κλειστή’ ή ‘ανοιχτή’ ήταν μια κοινότητα. Δηλαδή από το κατά πόσο οι χωρικοί ήταν δεκτικοί στο μήνυμα που τους προσφέρθηκε και πόσο εύθραυστος ήταν ο συνεκτικός ιστός στο εσωτερικό της κοινωνίας τους. Αυτή η πρωταγωνιστική θέση του λαού που ως τώρα του αποδίδεται, δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση την υπευθυνότητα των αρχών. Οι τοπικοί άρχοντες είτε υποκινούσαν οι ίδιοι τους διωγμούς, είτε καθοδηγούνταν από την ανώτερη πολιτική και θρησκευτική εξουσία προς αυτόν τον δρόμο. Ήταν δική τους η απόφαση, αρχικά τουλάχιστον, αν θα αποδέχονταν να εξασκηθεί στην περιοχή τους κυνήγι μαγισσών. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως το απέτρεπαν, θεωρώντας την όλη διαδικασία αποτέλεσμα προλήψεων, και διαβλέποντας τον κίνδυνο κοινωνικής αναταραχής στο χώρο της δικαιοδοσίας τους. Πέραν τούτων, σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι ακόμη κι όταν ο μηχανισμός στηνόταν, η παροχή μαγισσών στο τέλος εξαρτιόταν από την προθυμία των γειτόνων τους να τις καταγγείλουν, πέρα από κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις και τυχαία επεισόδια όπου ενθουσιώδεις δικαστές ή επαγγελματίες διώκτες μαγισσών προκαλούσαν πραγματικό πανικό. Οι προϋποθέσεις που υπήρχαν στις περιοχές όπου ασκήθηκαν διώξεις ήταν η ύπαρξη μιας αγροτικής (ή προ- βιομηχανικής) οικονομίας και η σχεδόν καθολική πίστη στην μαγεία. Επιπροσθέτως, μια ενεργή πίστη στον Διάβολο ανάμεσα στους μορφωμένους και μια καλά ανεπτυγμένη νομική οργάνωση, είτε στην μορφή ισχυρής τοπικής δικαιοσύνης είτε με την δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στην κεντρική δικαιοσύνη. Ένας βαθμός λαϊκής εγγραμματοσύνης διευκόλυνε αρκετά την διάδοση

4

των δαιμονολογικών θεωριών και την κατανόηση των ανακριτικών μεθόδων, την παρουσίαση τεκμηρίων και την περαιτέρω υποστήριξη μιας κατηγορίας. Σε μια σφαιρική επισκόπηση, αξιοσημείωτη υπήρξε η άρνηση των λαϊκών στρωμάτων να θεωρήσουν τους μάγους συλλήβδην υπηρέτες του Σατανά, ακολουθώντας τυφλά τις υποδείξεις των κοσμικών και εκκλησιαστικών ελίτ κατά την έκρηξη του κυνηγιού στην περίοδο 1550- 1700. Για θρησκευτικούς λόγους, τα βασικά συστατικά της λαϊκής κουλτούρας είχαν υπονομευτεί από τις εκκλησιαστικές αρχές, με τον επαναπροσδιορισμό τους ως διαβολικά. Πέραν τούτου όμως, έννοιες όπως το Sabbath εξακολουθούν να είναι ξένες για τους χωρικούς και οι μάρτυρες ουδέποτε το αναφέρουν στις καταθέσεις. Δεν ήταν τόσο η πράξη που τους ήταν άγνωστη, όσο η σατανική χροιά που του είχε πλέον αποδοθεί. Στο μυαλό των χωρικών ήταν δύσκολο να γίνει η αυτόματη σύνδεση των βλαβερών πράξεων ενός μάγου με μια σφαίρα διαβολικών πρακτικών που αποσκοπούσαν στην γενικότερη καταστροφή της κοινότητας και πιο αφηρημένα, της ανθρωπότητας και της Χριστιανοσύνης. Για τον μέσο Ευρωπαίο της εποχής των διωγμών, ο κίνδυνος συγκεντρωνόταν σε πολύ υπαρκτές συμφορές που είχαν υποθετικά προκληθεί από ένα συγκεκριμένο άτομο, λόγω αψιμαχιών και φθόνου. Σ’ αυτή τη βάση, οι δικαστές και οι κληρικοί που λάμβαναν μέρος στην ανακριτική διαδικασία έκαναν πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις μέσα στις οποίες παρείχαν στους μάρτυρες και τους κατηγορούμενους τις αναγκαίες δαιμονολογικές λεπτομέρειες και τους αντίστοιχους όρους. Ουσιαστικά υπαγόρευαν τα πρακτικά της δίκης, σ’ όλο τον δρόμο ως την τελική ετυμηγορία, η οποία φυσικά ήταν στηριγμένη σ’ ένα εδραιωμένο πρότυπο. Αυτό το πρότυπο οι λαϊκοί το αναπαρήγαγαν ακούσια. Μόνη τους επιθυμία ήταν να εξαγνιστεί η κοινότητα τους, που έφερε στον πυρήνα της την συμφορά, μετουσιωμένη στο πρόσωπο ενός κακόβουλου ανθρώπου που μπορούσε να ασκήσει μαγεία. Με λίγα λόγια, να απαλλαγούν από τον μάγο ή την μάγισσα που με κάποιον τρόπο είχε εγκληματήσει. Οι χωρικοί, όπως κάθε έμψυχη ομάδα, εξελισσόταν καθ’ όλη την διάρκεια των κυνηγιών. Έζησαν πολλές μεταβολές, ποικίλων φύσεων. Οι αιώνες από τον 14ο ως τον 18ο χαρακτηρίζονται από ένα φοβικό κλίμα που προκαλούσε στις κοινωνίες άγχος και απαισιοδοξία. Η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε από βαρυσήμαντες και ανησυχητικές αλλαγές: Καθοριστικός ήταν ο Μαύρος Θάνατος (1347-50) και η επακόλουθη επιδημία πανώλης, μια κατάσταση που επέφερε βιολογικές και δημογραφικές αλλαγές προς το χειρότερο. Στο θρησκευτικό πεδίο, σημειώθηκαν η ταραχώδης περίοδος του Παπικού Σχίσματος (1309- 1377), η εξάπλωση των αιρέσεων και η διαίρεση που επήλθε με την Μεταρρύθμιση (1517). Οι συχνές διεθνείς εχθροπραξίες4 , που είχαν ως αποτέλεσμα την ανάδυση των εθνών κρατών, μια εντελώς νέα πραγματικότητα που επηρέασε σε όλα της τα στάδια δημιουργίας, όλα τα κοινωνικά στρώματα. Οι κοινωνικό- οικονομικές όμως αλλαγές που μετάλλαξαν το εσωτερικό των αγροτικών κοινοτήτων προήλθαν από την μετάβαση από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό. Αυτή η μετάβαση ήταν αργή και περικλείει μέσα της κι άλλες παραμέτρους: την πρώτο- εκβιομηχάνιση, την απαλλοτρίωση της αγροτικής υπαίθρου, την αυξανόμενη αστικοποίηση, την ανάδειξη των αστών (bourgeoisie). Στις γερμανόφωνες περιοχές συγκεκριμένα, ο Τριακονταετής πόλεμος υπήρξε ο κινητήριος μοχλός για την παρείσφρηση καπιταλιστικών μεθόδων στον αγροτικό κόσμο, γεγονός το οποίο κατέληξε στην αλλοίωση του. Σε επίπεδο μικροϊστορίας, η έλλειψη τροφίμων, η

4 Εκατονταετής Πόλεμος, 14ος-15ος αι. , Αγροτικές εξεγέρσεις 14ου-15ου αι., Τριακονταετής Πόλεμος, 1618-1648, Επταετής πόλεμος 1756-1763.

5

υψηλή θνησιμότητα των βρεφών, η μείωση του προσδόκιμου ζωής στα 26 χρόνια ενέτεινε τον πανικό σε καθημερινή βάση. Το σύνολο του πληθυσμού της Ευρώπης ήταν εικονικά στάσιμο, η κάθε γενιά ίσα που αναπαρήγαγε τον εαυτό της. Τα μοναχικά νοικοκυριά ήταν συχνό φαινόμενο, καθώς η ηλικία γάμου μετακινήθηκε για τους άνδρες στα 27 χρόνια, ενώ για τις γυναίκες στα 24-25. Αποτέλεσμα, στο κάθε χωριό να υπάρχουν ανύπανδρες γυναίκες και χήρες πολέμου, επιφορτισμένες με την ευθύνη του εαυτού τους και επιρρεπής στον χαρακτηρισμό τους ως μάγισσες. Η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων ήταν ευμετάβλητη εκείνους τους καιρούς, κατά συνέπεια και η στάση τους απέναντι στα κυνήγια διαφοροποιήθηκε δραστικά. Έγιναν καχύποπτοι και πιο έτοιμοι και πρόθυμοι να εξωτερικεύσουν το αίσθημα της απελπισίας και της ανάγκης για ενεργή αντιμετώπιση του κακού που τους περιέβαλλε. Ήταν η πλέον άμεση και εύκολη επιλογή να κατευθύνουν τέτοιες διαθέσεις προς τους συντοπίτες τους που προκαλούσαν προβλήματα με την συμπεριφορά τους. Μόνιμη σταθερά αποτελεί το γεγονός ότι εκείνοι που διώκονταν για άσκηση μαγείας, εκτός από περιπτώσεις μαζικών πανικών, δεν επιλέγονταν τυχαία. Κάπως έτσι οδηγήθηκε η διαδικασία αυτή σε παροξυσμό, με την επιλογή αποδιοπομπαίων τράγων οι οποίοι οδηγούνταν σωρηδόν στα δικαστήρια, κι από εκεί, στην πυρά. Οι αρχές μπροστά στη νέα αυτή κατάσταση αποτέλεσαν τροχοπέδη, προσπαθώντας να χαλιναγωγήσουν το ίδιο τους το δημιούργημα: την μαγεία ως εργαλείο, αυτή τη φορά στα χέρια των λαϊκών στρωμάτων. Σε γενικό πλαίσιο, οι διώξεις ήταν ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της μεσαιωνικής κοινωνίας. Είχε χρησιμοποιηθεί ως όπλο στην μάχη για πολιτική επιρροή κατά την μετάβαση από τις πολυκερματισμένες κοινωνίες σε κράτη. Επίσης, ως μέσο για την επιβολή δογματικών θέσεων της επίσημης θρησκείας, η οποία προσπαθούσε να παραγκωνίσει το παγανιστικό παρελθόν που επιβίωνε στους κόλπους των αγροτικών κοινοτήτων. Καθολικοί και Προτεστάντες επέβαλλαν έναν αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς που ήταν ταυτόχρονα μια διαδικασία νομιμοφροσύνης και απόρριψη της παραδοσιακής λαϊκής κουλτούρας. Η άνοδος των εθνών- κρατών σημαδεύτηκε από νέα καθεστώτα που εδραίωσαν περισσότερο συγκεντρωτικές ή κοσμικές κυβερνήσεις, οι οποίες εκδήλωσαν την ανεξαρτησία τους απέναντι στην παποσύνη είτε με την απευθείας υιοθέτηση της Μεταρρύθμισης, είτε μέσα από την εκκοσμίκευση χωρίων του εκκλησιαστικού δικαίου. Ήταν αναγκαίο γι’ αυτά τα καθεστώτα να επιδείξουν την νομιμότητα τους απέναντι στους λαούς τους, τους συμμάχους και τους εχθρούς τους μέσα από την ιδιοποίηση της θρησκευτικής εξουσίας η οποία προηγουμένως αποδιδόταν στην Εκκλησία της Ρώμης. Η άνοδος αντίπαλων εκδοχών του Χριστιανισμού διεύρυνε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική χρησιμότητα της θρησκείας για τους ηγεμόνες της πρώιμης νεώτερης Ευρώπης. Στην προ- βιομηχανική εποχή, η κοινότητα στο σύνολο της πίστευε στην δυνατότητα ύπαρξης και στην δύναμη της μαγείας. Συνεπώς, η μάγισσα αντιμετωπιζόταν ως κοινωνική απειλή, ένας εχθρός του λαού. Η στερεοτυπική μάγισσα αρχικά ήταν μια ανεξάρτητη, ενήλικη γυναίκα που δεν συμμορφωνόταν με την ανδρική αντίληψη περί της ορθής γυναικείας συμπεριφοράς. Η αναγνώριση μιας γυναίκας ως μάγισσας την έφερνε σε αντιπαράθεση όχι μόνο με τους άντρες, αλλά και με τις συμμορφωμένες γυναίκες, ακόμη και με τα παιδιά τους. Παρά την έμφυλη προκατάληψη ως προς τις κατηγορίες για άσκηση μαγείας, πολλοί άντρες βρέθηκαν επίσης στην πυρά. Το στερεότυπο δεν άντεξε στον χρόνο και τις καινούργιες συνθήκες με αποτέλεσμα άτομα και των δύο φύλων, ποικίλων κοινωνικών τάξεων να κατηγορούνται για μαγεία αδιακρίτως.

6

Οι κατήγοροι προμήθευαν τους υπόπτους επιλέγοντας γείτονες τους, μέσα από τον τοπικό κόσμο της ατυχίας, της διαμάχης, της βλαπτικής μαγείας και του κουτσομπολιού. Οι δικηγόροι με την σειρά τους μετέφραζαν τα στοιχεία σε πολιτικό και ιδεολογικό έγκλημα. Σ’ ένα χωριό του 17ου αιώνα η αναγνώριση και η σήμανση μιας μάγισσας ή ενός μάγου συχνά συγκροτούνταν αργά μέσα από την διασύνδεση τους με μια άλλη μάγισσα ή έναν άλλο μάγο, ανάλογα την ιδιαιτερότητα της περίστασης. Υπήρχε η βεβαιότητα για την κληρονομικότητα της μαγικής υπόστασης, καθώς και ο φόβος αντίποινων από τα μέλη της οικογένειας του καταδικασθέντος. Η πιο συχνή διασύνδεση γινόταν ανάμεσα στην μητέρα και την κόρη της. Την φήμη συγκροτούσαν μια σειρά αντιπαραθέσεων και ατυχιών, μια διαδικασία κοινωνικής αλληλεπίδρασης η οποία κατέληγε συχνά με το υποδεικνυόμενο άτομο αν αποδέχεται τον χαρακτηρισμό του ως μάγο/ μάγισσα και την κοινωνική ισχύ που απέρρεε από αυτόν. Η κοινότητα με την σειρά της αποκτούσε ένα αρνητικό πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς και κοινωνικής ανοχής. Συσπειρωνόταν εναντίον του ατόμου αυτού, βάσει του αισθήματος αλληλεγγύης που δημιουργούσε η αναγνώριση περιθωριακών ή εξαιρετικά ισχυρών ατόμων ως εκκεντρικών, παράλογων, ακατάλληλων, παραβατικών γενικά στοιχείων. Μετά την περίοδο των μεγάλων κρίσεων στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό τομέα, ο 17ος αιώνας είχε να επιδείξει μια κοινωνία διασπασμένη. Στους κόλπους των χωρικών ειδικότερα, οι αναταραχές ήταν συχνές, κυρίως λόγω της εντονότερης ανάμιξης τους με κυβερνητικούς παράγοντες, αστούς, φανατισμένους πάστορες και γείτονες που είχαν υψηλές διασυνδέσεις και είχαν απομακρυνθεί από το ενδοκοινοτικό πλαίσιο διαβίωσης, από την αγροτική κουλτούρα. Η κοινωνία τους είχε γίνει πιο καπιταλιστική, ενώ δημιουργούνταν κοινωνικά χάσματα μέσα στην ύπαιθρο. Ήταν η στιγμή που η μαγεία ενεργούσε ως λήψη αποφάσεων. Μια εξήγηση σε συμβάντα άσχημα, για τα οποία οι κάτοικοι πλέον δεν μπορούσαν να δείξουν την παραμικρή ανοχή. ‘Οι κατηγορίες μαγείας ως βαλβίδα ασφαλείας ή ως δείκτης της κοινωνικής έντασης.’ 5

Στις περιοχές που είχαν την εμπειρία ‘μαγικού’ προηγούμενου, η εγνωσμένη αποτελεσματικότητα του κατηγορητηρίου διαιώνιζε την κατάσταση. Στα ύστερα χρόνια του κυνηγιού, οι κατήγοροι δεν πίστευαν απόλυτα ότι είχαν υποστεί μαύρη μαγεία, συνειδητά επέλεγαν αποδιοπομπαίους τράγους για να εκτονώσουν την ένταση σε διακοινοτικό επίπεδο. Η πίστη όμως στην τέλεση βλαπτικής μαγείας δεν έπαψε να ισχύει στην πλειοψηφία του φτωχού πληθυσμού. Παράλληλα δημιουργείτο ένα φοβικό κλίμα το οποίο όξυνε τις κοινωνικές διασπάσεις που υπήρχαν εγγενείς στους κόλπους των χωρικών, ειδικότερα μετά την αλλοίωση τους από τον 16ο αιώνα και εξής. Οι σχέσεις καλής γειτονίας και αλληλεγγύης είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα, εξαιτίας της αυξημένης δυσκολίας που αντιμετώπιζαν στην κάλυψη των βιοποριστικών αναγκών τους οι Ευρωπαίοι κάτοικοι της αγροτικής υπαίθρου. Πέρα από τέτοιου είδους πραγματιστικών κινήτρων για καταγγελία, με το να καταδίδουν οι χωρικοί τους γείτονες τους κατά κάποιον τρόπο εξόρκιζαν τους φόβους τους κι ένιωθαν να προφυλάσσονται από την ανεξέλεγκτη δύναμη της μαγείας. ‘Συνολικά, η διανοητική ισορροπία του αγροτικού πληθυσμού διαταράχθηκε σφοδρά.’6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

5 Larner, Christina, “Witchcraft past and present”, A.Macfarlane (επιμ.), Witchcraft and Religion. The Politics of Popular Belief, Οξφόρδη, Blackwell, 1984, σ.8

7

Η αγροτική κοινωνία στον Μεσαίωνα

Ι. Η κοινότητα των ανθρώπων.«Oderint, dum metuant. (‘Ας μισούν, φτάνει να φοβούνται’)» 8

Κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο, η Ευρώπη ήταν μια κατεξοχήν αγροτική κοινωνία. Αναμενόμενο ήταν λοιπόν, στις απομονωμένες γωνίες της υπαίθρου, να λάβουν χώρα μεγάλες εξελίξεις της περιόδου, κυρίως στην οικονομική, κοινωνική και οικογενειακή σφαίρα. Σε μια εποχή που το ‘κράτος’ και το ‘έθνος’ αποτελούσαν αφηρημένες έννοιες και μακρινές, οι τοπικές κοινότητες αποτελούσαν την εστία της κοινωνικής ζωής και σημείο αναφοράς στους δεσμούς πίστης του Ευρωπαίου αγρότη. Παράλληλα, η Εκκλησία κατείχε ηγετικό ρόλο στον προσδιορισμό του χαρακτήρα των κοινοτήτων, καθώς οι ίδιες ταυτίζονταν με τις ενορίες. Η ταυτότητα που αναγνώριζαν οι χωρικοί για το σύνολο του δυναμικού τους που απάρτιζαν στην κάθε περιοχή, αναδυόταν μέσα από την ανάμιξη της λαϊκής κουλτούρας, των παραδόσεων, των άμεσων καθημερινών βιωμάτων και του δόγματος που εξασκούσαν θρησκευτικά ως ποίμνιο. Εξαίρεση αποτελούσαν οι περιοχές που ήταν πλήρως ενταγμένες στο φεουδαρχικό σύστημα όπου η εξουσία του χωροδεσπότη ήταν πιο ισχυροί. Τα δεδομένα ήταν αρκετά διαφορετικά, οι σχέσεις που αναπτύσσονταν αφορούσαν σε όρκους πίστης, σχέσεις πελατείας και ο βαθμός της εξάρτησης από την γη δημιουργούσαν ένα άλλο κοινοτικό πλαίσιο από τα χωριά όπου υπήρχε μικρή έγγειος ιδιοκτησία. Καθοριστική διαφορά αποτελούσε και η εγγύτητα της άρχουσας τάξης.

6Muchembled, Robert, “Satanic Myths and Cutlural Reality”, Bengt Ankarloo & Gustav Henningsen (επιμ.), Early modern European witchcraft. Centres and peripheries, Οξφόρδη, OUP, 2001, σ.15

7 Bruegel, Pieter (the Elder), Peasant Dance, Kunsthistorisches Museum in Vienna, Austria, 1566- 15688 Στίχος που αποδίδεται στον τραγικό ποιητή Άκκιο (περ. 170-90 π. Χ.) από τον Σενέκα τον Νεότερο (περ. 4 π. Χ.- 65 μ.Χ.) στο έργο του De Ira (‘Περί Οργής’).

8

Η χωροδεσποτεία ήταν πολύ πιο άμεση, από την υπαγωγή της κοινότητας σε κάποια κεντρική αρχή η οποία παρέμενε σε πολλές περιπτώσεις άγνωστη και με μηδενική παρεμβατικότητα στον πυρήνα του χωριού. Η ίδια η κοινότητα, προσδιοριζόταν ανεξάρτητα από εξωτερικούς παράγοντες με βάση τους δεσμούς μεταξύ των μελών της. Το χωριό προσλαμβανόταν ενταγμένο σε μια ευρύτερη πολιτισμική περιοχή, μέσα στα πλαίσια της οποίας οι άνθρωποι μοιράζονταν κοινές εμπειρίες: καλλιεργούσαν τα ίδια προϊόντα, σε παρόμοιες εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες, υπήρχε μια σταθερή γκάμα εργασιακών ρόλων, είχαν προκαθορισμένες ενδυματολογικές επιλογές και μιλούσαν το ίδιο γλωσσικό μόρφωμα. Στην αταξική τους μορφή, ήταν φτωχές κοινωνίες, που με κόπο επιβίωναν στηριζόμενες στις δικές τους πηγές τις οποίες αυτόνομα εκμεταλλεύονταν. Αυτή η ισορροπία διαταράχθηκε με τις δυναστικές διαμάχες και τις κοινωνικό- οικονομικές επιπτώσεις του Τριακονταετούς πολέμου. 9

Οι δεσμοί που σχηματίζονταν, και όπως ήδη αναφέρθηκε κατείχαν την πρωτοκαθεδρία στην σύλληψη του ‘ανήκειν’ των αγροτών, σε κάποιες περιπτώσεις δημιουργούσαν έντονες εσωτερικές συγκρούσεις που κατέληγαν σε βεντέτες. Η βεντέτα είναι μόνο μια πτυχή της συνήθειας των ανθρώπων της εποχής να επιλύουν σε διαπροσωπική βάση τις διαφορές τους. Ο νόμος της αντεκδίκησης ήταν ισχυρός, και θεωρείτο αυτονόητο, σε περίπτωση που θιγεί η τιμή ενός ατόμου ή προκληθεί σκόπιμη ζημία στην περιουσία του, ότι έχει κάθε δικαίωμα να επιλύσει το ζήτημα ο ίδιος. Με την υποστήριξη του κύκλου του, χρησιμοποιώντας μέσα κλιμακωμένης προφορικής και σωματικής βίας, απέφευγε να αναμίξει τις αρχές αστυνόμευσης στο ζήτημα. Αυτή η πρακτική καθιστούσε την επιβολή της τάξης από τις αρχές, όταν εκείνες επιχειρούσαν να παρέμβουν, αναποτελεσματική.‘Ο νόμος και η τάξη συχνά επιβαλλόταν από την ίδια την κοινότητα, ακόμα και όταν αυτό ενέπιπτε τυπικά στην δικαιοδοσία του χωροδεσπότη.’10 Στο ηπειρωτικό μέρος της Ευρώπης, σε πολλές περιοχές επιβίωναν συνελεύσεις (παραδοσιακές μορφές κοινοτικής διακυβέρνησης) ακόμη και κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, παράλληλα με τους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες. Στα τέλη του 17ου αιώνα ο θεσμός της αυτόνομης αγροτικής κοινότητας έχει περιπέσει σε παρακμή. Το βασικό αίτιο ήταν η οικονομική πόλωση στο εσωτερικό των κοινοτήτων, που δημιούργησε μια νέα διττή πραγματικότητα: από την μια πλευρά μια γαιοκτητική ελίτ και από την άλλη έναν αυξανόμενο αριθμό ακτημόνων. Η κεφαλαιοποίηση της γης από εξωκοινοτικούς φορείς και οι αυξανόμενες απαιτήσεις τους νέου έθνους-κράτους συνέβαλαν στην διάβρωση της εύθραυστης οικονομίας της αγροτικής κοινότητας. Ο έντονος τοπικισμός όμως επιβίωσε πέραν της απώλειας πολιτικής αυτονομίας. Στην βάση αυτή, έντονη απειλή για το αναδυόμενο συγκεντρωτικό κράτος συνιστούσαν οι τοπικοί δεσμοί πίστης. Την εποχή που οι τοπικές κοινότητες ενσωματώθηκαν σε κάποιο ευρύτερο μόρφωμα, καταλύθηκαν πολλές σταθερές που αποτελούσαν τα γρανάζια του έως τότε τρόπου λειτουργίας τους. Την μεταβατική περίοδο από την κλειστή, αυτόνομη κοινωνία της υπαίθρου σε περιφερειακά χωριά υπαγόμενα στην κεντρική αρχή, διαμεσολαβητικό ρόλο έπαιξαν η ανώτερη και η κατώτερη αριστοκρατία. Οι ομάδες αυτές συχνά λειτουργούσαν ως φορείς της κεντρικής εξουσίας στις επαρχίες. Άμεση συνέπεια ήταν η δημιουργία ενός κοινωνικού χάσματος στην ύπαιθρο του 17ου αιώνα, το οποίο διασάλεψε τις ισχύουσες ισορροπίες με αποτελέσματα αρνητικά για τον ψυχισμό των ανθρώπων.

9 Βλ. Κεφάλαιο 2: Γερμανία 16ος και 17ος αιώνας, II. Ο Τριακονταετής πόλεμος (1618-1648)10 Kamen, Henry, ‘Πρώιμη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία’, (μτφ. Καλογιάννη Ελένη), Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002, σ.31

9

Εισχωρώντας βαθύτερα σ’ αυτόν ακριβώς τον ψυχισμό, και ειδικότερα σε συνάρτηση του με τα κυνήγια μαγισσών, δεν θα μπορούσαν να παραλειφθούν κάποιες συνήθειες των ανθρώπων που είχαν καταλυτική επίδραση την ώρα της κατηγορίας ενός γείτονα για άσκηση μαγείας. Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, την περίοδο του μεσαίωνα, επικρατούσε στην Ευρώπη ένα φοβικό κλίμα που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί. Ακόμα και στην περίπτωση που οι εχθροπραξίες των κυβερνόντων ή οι θρησκευτικές διαμάχες δεν είχαν άμεση επίπτωση στις ζωές των αγροτών, ο θάνατος ήταν κομμάτι της καθημερινής εμπειρίας τους. Μετά την Αναγέννηση, σημειώθηκε μια έξαρση συλλογικής βίας άνευ προηγουμένου, που εμφανιζόταν σε κάθε μορφή κοινωνικής σύγκρουσης. Η παράπλευρη θνησιμότητα ως αποτέλεσμα των πολέμων ήταν υψηλότερη από αυτή στα πεδία των μαχών, ενώ οι λεηλασίες στις περιοχές από τις οποίες διέρχονταν τα στρατεύματα είχαν ανυπολόγιστες οικονομικές και ψυχολογικές συνέπειες. Σε συνδυασμό με την εξάπλωση επιδημιών που μείωσε τον ευρωπαϊκό πληθυσμό αισθητά και περιόρισε το ήδη χαμηλό όριο ηλικίας, η ανθρώπινη ζωή κάθε άλλο παρά δεδομένη θεωρείτο από τους συγχρόνους. Τα μειωμένα ποσοστά γεννήσεων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και αυτά της βρεφικής θνησιμότητας προσέθεταν στην εικόνα τρόμου που παρουσιάζει η περίοδος αυτή. Στο βιοποριστικό επίπεδο, οι αγρότες έβλεπαν την παραγωγή τους να καταστρέφεται από τον στρατό και από ακραίες καιρικές συνθήκες όπως ήταν η Εποχή των Μικρών Παγετώνων που ξεκίνησε το 1290 σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και διήρκησε τέσσερις αιώνες. Οι θρησκευτικές συγκρούσεις με τα παρεπόμενα αυστηρά μέτρα που η κάθε ενορία έπαιρνε για να θωρακιστεί από αιρετικές επιρροές, επηρέαζαν ασφυκτικά την ζωή σε επίπεδο πολιτισμικών πρακτικών και άσκησης των λαϊκών εθίμων. Εξωτικοί εχθροί όπως οι Τούρκοι, μακρινοί και άγνωστοι έπαιρναν διαστάσεις εξωπραγματικές στην φαντασία των ανίδεων λαϊκών στρωμάτων. Αυτή τη τρομαχτική μορφή του εχθρού εκμεταλλεύτηκε η Εκκλησία και η λόγια ελίτ για να δημιουργήσει την εικόνα ενός Σατανά που μπορούσε ανά πάσα ώρα και στιγμή να διεισδύσει σε οποιαδήποτε κοινότητα, μέσω των μελών της ή των περιπλανώμενων περιθωριακών στοιχείων. Η αίσθηση αυτή της ασύμμετρης απειλής διαπότισε την ψυχοσύνθεση των αγροτών ιδιαίτερα, που σύντομα έμαθαν ότι οι Εβραίοι, οι επαίτες, οι λεπροί ήταν εν δυνάμει υπηρέτες του Σατανά και είχαν σκοπό να τους προκαλέσουν κακό. Οι σκληρές διώξεις των αιρετικών, και στην συνέχεια των μαγισσών, άφηναν βαθιά σημάδια στις περιοχές όπου εφαρμόζονταν. Μέσα στο κλίμα αυτό, οι κοινότητες επανέκαμπταν σχετικά γρήγορα από το κάθε χτύπημα, κρατώντας κάθε φορά μια στάση όλο και πιο καχύποπτη. Σταδιακά η κοινωνική ανοχή στα προβληματικά στοιχεία της κοινότητας μειωνόταν, ενώ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης έγινε κίνητρο για ακραίες συμπεριφορές, ευκαιρίας δοθείσης. Στην καθημερινή τους ζωή, οι αγρότες διήγαγαν διαφορετικό βίο από τους αστούς. Το βασικότερο χαρακτηριστικό τους ήταν η δυσκολία να διαχωρίσουν τον ελεύθερο χρόνο από τον εργασιακό. Η εκχρηματισμένη κοινωνία ήταν ακόμη στην διαδικασία διαμόρφωσης, οι μισθοί καταβάλλονταν σε είδος ενώ οι οφειλές ξεπληρώνονταν σε μορφή αγγαρείας. Τα άτομα έτειναν να συνεισφέρουν σε ομαδικό προϊόν εργασίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε μια αγροτική οικογένεια τα διάφορα μέλη της είχαν προκαθορισμένες υποχρεώσεις. Ελλείψει εργασιακής πειθαρχίας, οι συνήθειες που αφορούν στην κοινωνική αλληλεπίδραση διαφοροποιούνται από αυτές που εξασκούνται στις πόλεις. Δημιουργούνται άλλου είδους σχέσεις, τόσο ανθρώπινες όσο και κοινωνικές. Άντρες και γυναίκες, στις αντίστοιχες σφαίρες κίνησης και δράσης τους, αναμίγνυαν την προσωπική με την κοινωνική τους ζωή.

10

‘Στον λαϊκό νου δεν υπήρχε σαφής διαφοροποίηση μεταξύ του ιερού και του κοσμικού ή μεταξύ της εργασίας και της σχόλης.’ 11

Ειδικότερα οι εκκλησιαστικές αρχές κατέβαλλαν μεγάλη προσπάθεια για να πείσουν τα μέλη του κάθε ποιμνίου να διαχωρίσουν τον εργασιακό από τον θρησκευτικό τους χρόνο. Όλες οι δραστηριότητες όμως αποτελούσαν την καθημερινή πραγματικότητα, και ήταν προσωπική επιλογή του καθενός σε ποιο κομμάτι της θα έδινε μεγαλύτερη προσοχή. Όσο αφορά στην σχόλη, στην προ- βιομηχανική Ευρώπη δεν είχε ακόμη καθοριστεί η έννοια της. Οι ώρες της περιλάμβαναν αρκετές δραστηριότητες, εξάσκηση των εθίμων της κάθε κοινότητας, ενασχόληση με μικροπροβλήματα γειτονίας και άλλα ζητήματα που δεν συνδέονταν με την παραγωγικότητα. Η σχόλη θεωρείτο συλλογική δέσμευση προς την κοινότητα εκ μέρους όλων των μελών της. Ήταν μια ζωτική διάσταση των καλών ενδοκοινοτικών σχέσεων, η οποία εκφραζόταν με την ανάμιξη των μελών της κοινότητας σε κάποιον κοινό χώρο, με την συμμετοχή τους σε εορτασμούς ή άλλες δραστηριότητες. Η σωστή λειτουργία της, απέφερε την ενδυνάμωση των κοινωνικών δεσμών και απέτρεπε τις ενδοκοινοτικές συγκρούσεις. Ως μη- διαχωρισμένη από την εργασία, ήταν ένα συμπλήρωμα των εργασιακών δραστηριοτήτων του ατόμου. Αυτός ήταν και ο λόγος που, άτομα με αντικοινωνική συμπεριφορά αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, και πολλές φορές με οργή. Στην διαδικασία θεώρησης ενός ατόμου ως μάγο/ μάγισσα η συγκεκριμένη λεπτομέρεια είχε ισχύ αποδεικτικού στοιχείου στα μάτια των γειτόνων του. Στον μικρόκοσμο των κατοίκων της υπαίθρου, δρούσαν παράλληλα με τις πιο επίσημες πρακτικές, ανεπίσημα κανάλια διακίνησης πληροφοριών. ‘Η έννοια της ιδιωτικότητας στην Ευρώπη χρονολογείται μόλις μετά τον 18ο αιώνα και – όπως και να έχει- σπανίως εφαρμόζεται σε χωρικούς όπου και αν κατοικούν.’12

Η φήμη και το κουτσομπολιό δουλεύουν συγκαλυμμένα, εκτός των επίσημων μηχανισμών για κοινωνικό έλεγχο και γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να ελεγχθούν και να επαληθευτούν από κατηγορηματικά μέσα. Αυτή είναι και η δύναμη της τους στο να παράγουν αποτελέσματα, ασχέτως εξακρίβωσης. Επανειλημμένες συζητήσεις και αναμνήσεις από το παρελθόν, κατασταλάζουν στα συμφραζόμενα τους με την βαρύτητα πεποιθήσεων. Σε περιόδους φόβου ή απειλής, ενέργειες που ειδάλλως θα θεωρούνταν αθώες, προσλαμβάνονται με καχυποψία και σχολιάζονταν αναλόγως. Το κουτσομπολιό αποτελούσε καταλύτη στις κοινωνικές διεργασίες είτε με το να αποφεύγονται αντιπαραθέσεις είτε παροξύνοντας τες. Εξασκούνταν ανάμεσα σε ανθρώπους, δίκτυα ή ομάδες. Είχε την ιδιότητα να εισβάλλει παντού, να εξαπλώνεται και να καταστρέφει, όπως ένας ιός. Ανάλογα με το κίνητρο, μπορούσε να έχει την ίδια ισχύ με μια κατηγορία για μαγεία. Η φήμη από την άλλη πλευρά, είναι μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, αληθής ή ψευδής, η οποία περνά από στόμα σε στόμα σε δίκτυα μεγαλύτερα από αυτά του κουτσομπολιού. Η παλαιότητα ύπαρξης μιας φήμης αποτελεί σημάδι αυθεντικότητας. Και οι δύο λειτουργίες οδηγούν στην αποθήκευση πληροφοριών που παραμένουν στο σκοτάδι, αποτελώντας μια πηγή η οποία ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να προμηθεύσει τον λόγο του ατόμου ή και της κοινότητας. Στην ουσία δημιουργείται ένας φάκελος για το κάθε άτομο από τον οποίο μπορεί να αντλήσει η κοινότητα ενοχοποιητικές πληροφορίες ως όπλα εναντίον του, όποτε παρουσιαστεί ανάγκη.

11 Kamen, Henry, ‘Πρώιμη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία’, (μτφ. Καλογιάννη Ελένη), Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002, σ.78

12 Thurston W. Robert, ‘Μάγοι και Μάγισσες’, (μετάφραση Παπαστάμου Ιωάννα), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006, σ.204

11

Το γεγονός αυτό εν μέρει εξηγεί και την έμφυλη διάσταση των κυνηγιών καθώς είναι γνωστό ότι ο χώρος της κοινωνικής δράσης των γυναικών τις έθετε στο επίκεντρο των φημών. Αυτός ήταν ο χώρος του νοικοκυριού, ο οποίος ήταν εκτεθειμένος στο κουτσομπολιό, τα άγχη και τους καβγάδες. Οι φήμες γενίκευαν και αντανακλούσαν τον φόβο και την επιθετικότητα που υπήρχαν ανάμεσα στους ανθρώπους. Η αποκλίνουσα συμπεριφορά, και ως τέτοια εκλαμβάνουμε μια συμπεριφορά που δεν συμμορφώνεται με τα επικρατούντα κοινωνικά κριτήρια, τροφοδοτούσε το κοινοτικό κουτσομπολιό. Η φήμη περιγραφόταν στον ευρωπαϊκό ηπειρωτικό νόμο ως ένδειξη (indicium) ενοχής ή αθωότητας, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη για την σύνδεση ενός προσώπου με ένα έγκλημα. Τα άτομα που επιδείκνυαν κάποιου είδους ανεπίτρεπτης συμπεριφοράς γίνονταν στόχοι υποψίας για τους γείτονες τους. Από την άλλη, λειτουργούσε επιβαρυντικά όταν το άτομο είχε ήδη δημιουργήσει έχθρες με συντοπίτες του. Στην περίπτωση αυτή, υπήρχε μια βάση για την εκκίνηση διαμόρφωσης της κατηγορίας, με την σύμπνοια και αποδοχή της κοινότητας. Στα χωριά, γνωρίζονταν όλοι με όλους και σε ένα περιβάλλον όπως αυτό η συσσωρευμένη αρνητική συμπεριφορά οδηγούσε σε κατηγορία για μαγεία, εάν οι συγκυρίες συνέδεαν το πρόσωπο με ατυχή γεγονότα. Στην χάλκευση κατηγοριών για μαγεία συνέβαλαν πολλοί παράγοντες. Από τις καταγεγραμμένες υποθέσεις διαπιστώνουμε ότι το αφήγημα της άρνησης ελεημοσύνης έφθινε ραγδαία. Οι καταγγελίες για μαγεία, είχαν τις ρίζες τους σε μνησικακίες και έχθρες στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Συνέδραμαν εντάσεις μεταξύ γειτόνων, οι διαρκείς μνήμες θανάτου και συμφορών στον μικρόκοσμο τους, και σίγουρα η προθυμία τους να δουν τον διάβολο να δρα στην κοινότητα τους. Βασίζονταν σε ενδοκοινοτικές, ακόμα και οικογενειακές προστριβές. Υποψίες, φθόνος και κουτσομπολιά βάση της προαναφερθείσας διαδικασίας οδηγούσαν στην ποινική δίωξη κάποιων ανθρώπων. Η μαγεία εμφανιζόταν όταν σημειώνονταν τριβές και ρήξεις στις κοινωνίες, σε περιόδους οικονομικής κρίσης, πολέμων, λιμού, κοινωνικής κρίσης, απώλειας της πίστης και του προσανατολισμού. Ακόμα κι αν οι δίκες δεν ήταν προϊών τέτοιων περιόδων αμφισβήτησης, σίγουρα επιδεινώνονταν τα ήδη διαδραματιζόμενα κυνήγια. Ο πολλαπλασιασμός των δικών, ήταν σημάδι για την χαλάρωση του ασκούμενου κοινωνικού ελέγχου. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την κοινωνική μεταβατικότητα της περιόδου, δεν αποτελεί έκπληξη η υποχώρηση της παραδοσιακής αλληλοβοήθειας και της ελεημοσύνης. Παράλληλα, στην βάση της πολύ υπαρκτής πίστης στην μαγεία, ο φόβος της εκδίκησης μέσω μαγείας ανάγκαζε τους χωρικούς να εξυπηρετούν τις γυναίκες – ή τους άντρες- ύποπτων για μαγεία. Η πτυχή αυτή αιτιολογεί το γιατί τα άτομα που διακινδύνευαν από τον χαρακτηρισμό του μάγου ή της μάγισσας, δεν άλλαζαν τακτική στην καθημερινότητα τους. Εξίσου αποτελεσματικά με μια προκλητική συμπεριφορά, την φήμη μπορούσε να δημιουργήσει η αλληλουχία ατυχών περιστατικών. Καθώς τα άτομα διήγαγαν τον έμβιο κύκλο τους, σε μια κοινωνία με ελάχιστη ιδιωτικότητα είχαν την τάση να δημιουργούν έχθρες και να εξαρτώνται από την υποστήριξη της οικογένειας και στενών τους φίλων στις αντιπαραθέσεις που παράγονταν. Οι χωρικοί είχαν συνηθίσει να παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους, και να δίνουν λύσεις κατά την συλλογική κρίση της κοινότητας. Δεν υπήρχε καμία εμπιστοσύνη στους δικαστές, οι δίκες ήταν χρονοβόρες διαδικασίες και οι ποινές δεν πρόσφεραν πάντα την αίσθηση δικαίωσης στους κατήγορους. Οι άνθρωποι προτιμούσαν να καταφεύγουν σε προσωπικούς εκφοβισμούς, απειλές, χειροδικία, ακόμη και λιντσάρισμα του εχθρού τους. Στις περιπτώσεις μαγισσών –και όχι μόνο- έφθαναν στην δολοφονία. Συγκεκριμένα, στο

12

θέμα των δικών μαγείας, μια επίσημη καταγγελία ελλόχευε την έκρηξη δυσαρέσκειας από ποικίλους πυρήνες. Καταρχήν, τα άτομα δίσταζαν να προχωρήσουν μεμονωμένα, δίχως την υποστήριξη συγγενών και γειτόνων, στην κατηγορία ενός ατόμου για άσκηση μαγείας. Κάτι τέτοιο, χωρίς την κοινή συναίνεση της κοινότητας για την δικαστική ανάμιξη, θα αποτελούσε διασπαστική πράξη και θα αντιμετωπιζόταν αναλόγως. Έπειτα, οι δίκες μαγείας παραδοσιακά κρατούσαν πολύ καιρό μέχρι την τελική ετυμηγορία. Συνεπώς, ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν δαπανηρό, και οι αγρότες δίσταζαν όταν τους κατέστη γνωστό πως σε περίπτωση που η μήνυση αποτύγχανε, ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν τα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με τον πίνακα της Christina Larner, περί φυσιολογικού και μη- φυσιολογικού ελέγχου της μαγείας, προκύπτουν αντικρουόμενα πορίσματα σχετικά με την συνήθεια να λύνονται οι διαφορές των ανθρώπων διαπροσωπικά. Στις περιπτώσεις που υπήρχε υποψία για τέλεση βλαπτικής μαγείας, το να αποφευχθεί η δικαστική οδός μερικές φορές είχε ως αποτέλεσμα και την αποφυγή της θανατικής καταδίκης. Τουλάχιστον στην αρχή των κυνηγιών, που η δίωξη δεν είχε εντυπωθεί στην καθημερινότητα των ανθρώπων, το σχήμα δράσης ήταν ανεπίσημο και αποτελεσματικό. Οι χωρικοί πρέπει να αντιμετώπιζαν τις μάγισσες εξωθεσμικά, κάτι που δεν θα μπορούσε ξαφνικά να απαξιωθεί. Εφόσον οι μάγοι και οι μάγισσες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινότητας, μέλη της που αλληλεπιδρούσαν με τα υπόλοιπα μέλη, ήταν φυσικό κάποια στιγμή να προκύψουν διαμάχες. Αυτοί οι διαπληκτισμοί θα εμπλουτίζονταν με κάποιες κατάρες, η νοητική καταγραφή των οποίων θα λειτουργούσε ως αποδεικτικό ενοχής για το άτομο που έκανε χρήση τους, σε περίπτωση που τις επόμενες μέρες συνέβαινε μια ατυχία στον ‘εχθρό’ του. Οποιαδήποτε συμφορά ή βλάβη σημειωνόταν στον ίδιο, την οικογένεια του ή την περιουσία του, αποδιδόταν στην άσκηση μαύρης, βλαπτικής μαγείας. Από την στιγμή αυτή, δύο οδοί υπήρχαν για τους λοιπούς χωρικούς που ήθελαν να αποκαταστήσουν την ισορροπία. Η φυσιολογική μέθοδος ελέγχου της μαγείας περιλάμβανε τα ανεπίσημα βήματα της προσέγγισης του μάγου ή της μάγισσας. Ανάλογα με την αντιμετώπιση του ‘ενόχου’ είτε θα σημειωνόταν συμφιλίωση, είτε θα λαμβάνονταν μέτρα αντί- μαγείας από το θύμα και θα προέβαινε με τους γνωστούς του σε επιθετικές κινήσεις. Την εποχή πριν την ποινικοποίηση της μαγείας, ένα τέτοιο θέμα λυνόταν χωρίς βία ή τουλάχιστον χωρίς την θανάτωση του μάγου ή της μάγισσας. Ο τρόπος επίλυσης των μαγικών προβλημάτων τους ήταν μια σταθερή διαδικασία που εξασφάλιζε την ισορροπία στις κοινότητες. Με την έναρξη των κυνηγιών όμως, και ειδικά σε περιπτώσεις θανάτου όταν ο ετοιμοθάνατος κατήγγειλε στο κρεβάτι τον υπαίτιο της συμφοράς του, η επίσημη καταγγελία αποτελούσε πλέον μονόδρομο. Κι αυτή ήταν η επίσημη οδός, ο μη- φυσιολογικός έλεγχος της μαγείας κατά την Ch. Larner.13 Περιλάμβανε την παρέμβαση των αρχών, την ανάμιξη του δικαστικού συστήματος και των κληρικών, όλοι εμποτισμένοι με τις δαιμονολογικές θεωρίες της ελίτ και τις μεθόδους ανάκρισης μαρτύρων και κατηγορούμενων με έναν μόνο στόχο: την κατασκευή της ετυμηγορίας. Ακολουθούσε η φυλάκιση του κατηγορούμενου, η ανάκριση του και μια σειρά μεθόδων βασανισμού ώστε να εκμαιευτεί η επιθυμητή ομολογία. Όταν η απόφαση προέβλεπε την θανατική καταδίκη, εκπληρωνόταν η εκδίκηση που επιθυμούσαν οι κατήγοροι, αλλά το αποτέλεσμα προσέφερε και την κοινοτική

13 Christina Larner, “Witchcraft and Religion. The Politics of Popular Belief”, Οξφόρδη, Blackwell, 1984, σ.131.

13

κάθαρση. Το λαϊκό αίτημα για θανατική καταδίκη γινόταν ολοένα και πιο έντονο, καθώς όσοι καταδικάζονταν διακρίνονταν από την γενικευμένη πίστη πως είχαν βλάψει από μοχθηρία τους γείτονες τους, και αποτελούσαν απειλή για ολόκληρη την κοινότητα. Όσο περνούσε ο καιρός, ο λαός εμπιστευόταν τα δικαστήρια ότι θα ικανοποιούσαν τα αιτήματα τους. Οι οργανωμένες από το κράτος εκτελέσεις μαγισσών ήταν από μόνες τους ένα δείγμα βίας. Η δημοσιότητα τους προσέφερε στους χωρικούς τον καθησυχασμό ότι η κοινότητα τους εξαγνίστηκε από το κακό, πράγμα το οποίο σε άλλη περίπτωση, θα είχαν επιδιώξει μόνοι του, παίρνοντας τον νόμο στα χέρια τους. ‘Ο νόμος, που ονομαζόταν talion ή lex talionis (ο νόμος της αντεκδίκησης), απέτρεπε την στοιχειοθέτηση οποιασδήποτε κατηγορίας χωρίς σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία και πιθανόν χωρίς σημαντική κοινωνική ή πολιτική υποστήριξη.’14

Με την έναρξη της χρήσης της ανακριτικής διαδικασίας από το 1300 και το πέρασμα της ευθύνης για καταγγελία από τα χέρια των ιδιωτών στους αξιωματούχους, δημιουργήθηκε ένα νέο πλαίσιο. Γεγονός παρέμενε η δυσπιστία των χωρικών απέναντι στους μορφωμένους εκπρόσωπους του νόμου. Από την στιγμή όμως που πείστηκαν για ην λειτουργικότητα των δικών, δεν δίστασαν να κάνουν κατάχρηση του μέσου. Στις περιφέρειες ειδικότερα, τα τοπικά πρωτοδικεία νοιάζονταν περισσότερο να καταδικάσουν τον κατηγορούμενο παρά να του προσφέρουν μια δίκαιη δίκη. Εκεί σημειώνονταν και φριχτές καταχρήσεις του δικαστικού μηχανισμού. Μετά από απειλές και βασανιστήρια όπως ήταν οι λαβίδες εξάρθρωσης, ο τροχός, η μέγγενη, και το strappado, σε επάλληλες φάσεις, οι κατηγορούμενοι έλεγαν στους δικαστές ό, τι ήθελαν να ακούσουν. Παραδέχονταν την αποπλάνηση τους από τον Διάβολο, την συμμετοχή τους στο Sabbath, την τέλεση μαύρης βλαπτικής μαγείας και κατέδιδαν ακόμη και φανταστικούς συνεργούς. Από την πλευρά των δικαστών, υπήρχε πλήρης αδιαφορία για τον απολογητικό λόγο και για την ποιότητα του κατηγορούμενου. Το στερεότυπο που δημιουργείτο για εκείνον, δεν μπορούσε να καταρριφθεί σε καμία περίπτωση, παγιωνόταν. Πολύ αργότερα, την εποχή του σκεπτικισμού μετά το ‘witch- craze’ αυτή η τακτική άλλαξε. Η κοινότητα είχε την τάση να ενώνεται απέναντι στους μάγους και τις μάγισσες της, υπό την πίεση κάποιας κρίσης, γενικής ή προσωπικής. Συχνά το θύμα αναλογιζόταν την πιθανότητα μαγείας επειδή υπήρχε κάποιος διαθέσιμος ύποπτος, στην μορφή κάποιου ατόμου που είχε ήδη την φήμη του μάγου ή της μάγισσας και με τον οποίο είχε προκύψει πρόσφατα κάποια παρεξήγηση ή διαμάχη. Αυθόρμητες καταγγελίες δεν ήταν συχνές, από την στιγμή όμως που σημειώνονταν υπήρχε ο κίνδυνος να προκληθεί μια χιονοστιβάδα από αλληλοσυνδεόμενες δίκες. Όπως προαναφέρθηκε, αρχικά δεν υπήρχε ιδιαίτερη προθυμία στους κόλπους των χωρικών να οδηγήσουν τους μάγους ή τις μάγισσες στα δικαστήρια, από την στιγμή που άλλα μέσα αντιστάθμισης των υποτιθέμενων μοχθηρών τους πρακτικών παρείχαν εναλλακτικές λύσεις. Η σιωπηρή συναίνεση της κοινότητας παρέμενε πάντα αυστηρή προϋπόθεση για να φτάσει μια υπόθεση στην δικαστική αίθουσα. Εκείνη ήταν η στιγμή, που ένας μεγάλος αριθμός χωρικών ήταν έτοιμοι να καταθέσουν, εμφανώς αποφασισμένοι να αξιοποιήσουν αυτήν την ευκαιρία για να απαλλαγούν από κάποιο γείτονα τον οποίο φοβούνταν ή εχθρεύονταν από παλιά. Ήταν μια ευκαιρία για την οριστική διευθέτηση λογαριασμών που είχαν ανοιχτεί παρελθοντικά με άλλους εξέχοντες υπόπτους συν τα μέλη της οικογένειας της μάγισσας. Ειδικά οι τελευταίοι, έπρεπε να περιοριστούν, να

14 Thurston W. Robert, ‘Μάγοι και Μάγισσες’, (μετάφραση Παπαστάμου Ιωάννα), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006, σ. 181

14

εξοριστούν ή ακόμη και να θανατωθούν, διότι θα αποτελούσαν πάντα απειλή για την υπόλοιπη κοινότητα στην βάση του φόβου της ανταπόδοσης για την μοίρα του καταδικασθέντος συγγενή τους. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω, συναντούμε στα αρχεία ένα μοτίβο περιπτώσεων, όπως για παράδειγμα αυτή της Anna Ebeler: Το 1669 στο Ausburg η εν λόγω μαία κατηγορείται για τον φόνο μιας λεχώνας με μαγικά μέσα. Μόλις έγινε η επίσημη καταγγελία εμφανίστηκαν κι άλλες γυναίκες που της χρέωσαν τους φόνους των βρεφών τους. Η Ebeler ήταν μια από τις 18 μάγισσες που εκτελέσθηκαν στο Ausburg εκείνη την εποχή. Η υπόθεση αυτή συνοψίζει όλες τις τακτικές που ακολουθούσαν οι κάτοικοι της υπαίθρου ως προς την χρήση της φήμης, την διαχείριση της μνήμης, της ζύμωσης που προηγείτο μιας επίσημης κατηγορίας και την αλληλουχία δικών που αναπτυσσόταν, αρχής γενομένης της κατηγορίας αυτής.

II. Σχέσεις γειτονίας και σχέσεις εξουσίας. Η ανάδυση μιας καταδιώκουσας κοινωνίας. Στα χωριά και τις κωμοπόλεις τα μέλη της κοινωνίας δεν απολάμβαναν μεγάλη κινητικότητα, ενώ αντίθετα ήταν αναγκασμένοι να αλληλεπιδρούν σ’ έναν χώρο ασφυκτικά μικρό. Δεν μπορούσαν εύκολα να αποφύγουν ο ένας τον άλλο, είτε στα καλά είτε στα άσχημα της ζωής. Το γεγονός αυτό έπαιξε ζωτικό ρόλο στην γένεση των κατηγοριών για μαγεία. Ο πυρήνας της πίστης έγκειται στο ότι οι μάγοι/ μάγισσες είχαν υπερφυσικές δυνάμεις τις οποίες επιστράτευαν για να βλάψουν τους γείτονες τους σε πρώτο επίπεδο, και σ’ ένα δεύτερο ολόκληρη την κοινότητα. Δεν ήταν μόνο ο εχθρός ‘εντός των τειχών’ αλλά και άτομα οικεία, των οποίων οι φήμες χτίζονταν σταδιακά μέσα στον χρόνο, μέσω της εσωτερικής διεργασίας του κουτσομπολιού και της φημολογίας. Μια τόσο επίμονη πίστη αιτιολογείται από την απάντηση που έδινε σε βαθιές ανησυχίες και ανάγκες των ανθρώπων της εποχής. Ήταν μια προσπάθεια να εξηγήσουν την ατυχία και την συμφορά, μια εξήγηση που ίσως και να παρείχε τα μέσα για να αντιστραφεί η δυσχερής κατάσταση. Σε τελική ανάλυση, οι περισσότεροι από τους διωκόμενους δεν είχαν διαπράξει κάποιο κακό, απλά διέρρηξαν τις σχέσεις καλή γειτονίας με τους συντοπίτες τους. Ως ενσάρκωση του ‘άλλου’, ο μάγος ή η μάγισσα ήταν ένα ανθρώπινο πλάσμα που είχε προδώσει τους φυσικούς δεσμούς του για να γίνει υπηρέτης του κακού. Ο διωγμός τους όμως ξεκινούσε όταν η ανησυχία του λαού για την μαγεία ήταν σε συγκριτικά χαμηλό επίπεδο και κατέληγε ενδημική κατάσταση όταν η κάθε κοινότητα περνούσε μια περίοδο οικονομικού και κοινωνικού αποπροσανατολισμού. Έπαιρνε δεκαπέντε με είκοσι χρόνια συλλογής συμβάντων πριν αποφασίσουν τα μέλη της κοινότητας να καταδώσουν έναν γείτονα τους. Η προηγούμενη εμπειρία όμως του διωγμού κορύφωνε το αίσθημα πανικού και προμήθευε τους χωρικούς με ένα index γνωρισμάτων. Αυτό συνέβαλε στην εξάπλωση των δικών στο ίδιο χωριό και τα όμορα του. Η Ευρώπη δεν είχε γνωρίσει πιο σκληρή περίοδο όσο αφορά στις θανατικές καταδίκες. Η Annabel Gregory τάσσεται στο πλευρό της Christina Larner και υποστηρίζει το μοντέλο επιβολής κοινωνικού ελέγχου ως ερμηνεία για τις δίκες μαγείας. Βλέπουμε όμως ότι σε πολλές περιπτώσεις, η άρχουσα τάξη προσπαθούσε να αποτρέψει την εξάπλωση των δικών. Σε κάποιες περιφερειακές περιοχές, προς τα μέσα του 17ου αιώνα, οι αρχές ήταν εχθρικές απέναντι σε τέτοιες εκδηλώσεις διότι τις θεωρούσαν προϊόντα ταραχής και πρόληψης. Η εργαλειοποίηση της μαγείας από τα κατώτερα στρώματα ήταν γεγονός. Χρησιμοποιούσαν το ισχυρότερο όπλο που υπήρχε την δεδομένη στιγμή για να εξοστρακίσουν από την κοινωνία τους ανεπιθύμητα στοιχεία, βάσει πολλαπλών

15

κινήτρων. Αν αρχικά ο φόβος και η πίστη τους οδηγούσε στην κατάδειξη ενός μάγου ή μιας μάγισσας, υπήρξε μια εποχή που τα κίνητρα έγιναν πιο προσωπικά, βασισμένα σε οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα του κατήγορου. Αυτή η μεταλλαγή είχε πολλές γενεσιουργές αιτίας, με πρώτη και κύρια την διαστρέβλωση των σχέσεων γειτονίας και αλληλεγγύης στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Η αποδιοργάνωση των κοινοτικών σχέσεων ξεκίνησε από την δημιουργία της μέσης ελίτ στην αγροτική ύπαιθρο, στα τέλη του 17ου αιώνα. 15 Αυτό το νέο μόρφωμα μοιραζόταν τα ίδια οικονομικά συμφέροντα με την τοπική κτηματική αριστοκρατία. Αυτή η ιδιοκτήτρια μειοψηφία λειτουργούσε ως διαμεσολαβητής των κατώτερων στρωμάτων και της άρχουσας τάξης και αναζητούσε την συνδρομή του νόμου και της εξουσίας για την αντιμετώπιση πραγματικών ή μαγικών απειλών στις οποίες βρισκόταν εκτεθειμένη. Μ’ αυτό τον τρόπο διέρρηξε το παραδοσιακό μέτωπο της τοπικής κοινότητας απέναντι στον έξω κόσμο. Η καχυποψία, ο φθόνος και οι προσωπικές φιλοδοξίες δηλητηρίασαν τις σχέσεις των κατοίκων της κοινότητας. Τα αλτρουιστικά ένστικτα υποχώρησαν, η παράδοση της φιλανθρωπίας εγκαταλείφθηκε εφόσον πλέον οι επαίτες αποτελούσαν απειλή, ο κόσμος έβλεπε παντού πιθανούς εχθρούς. Οι κατηγορούμενοι για μαγεία προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα, στοιχείο που καταδεικνύει πόσο συνειδητά έκανε ο λαός χρήση των κατηγοριών. Πρόκειται για προσεκτικές επιλογές, στις οποίες η κοινότητα κατέληγε μέσα από ορθολογικές και συμφεροντολογικές διαδικασίες. Αυτό φυσικά δεν υπήρξε ποτέ απόλυτο, όπως καμία όψη του κυνηγιού των μαγισσών δεν αποκλείει κάποια άλλη. Κυρίαρχος παραμένει ως το τέλος ο πολύ υπαρκτός φόβος του maleficium. Όταν οι σχέσεις στο εσωτερικό των κοινοτήτων αλλοιώνονταν κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, οι εντάσεις που προέκυπταν κλιμακωτά πυροδοτούσαν τον φόβο αυτό και άναβαν την πυρά στην οποία κατέληγαν οι ‘θύτες/ θύματα’. Με την ενεργή πίστη στην μαγεία και συνδυασμό με τους νέους νόμους που υιοθετήθηκαν ώστε τα δικαστήρια να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά οι διώξεις τραβούσαν σε βάθος χρόνου. Η υποστήριξη της άρχουσας τάξης ήταν πάντα η προϋπόθεση για την έναρξη της καταδίωξης, αλλά όχι και η κινητήριος δύναμη της. Σε τοπικό επίπεδο υπήρχαν διαφοροποιήσεις, συνολικά όμως προέκυψε μια περίπλοκη κι απρόβλεπτη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους λαϊκούς και τις ιδέες των ελίτ περί μαγείας. Αν κι δεν υιοθετήθηκαν ποτέ πλήρως από τα κατώτερα στρώματα, οι ιδέες αυτές αντικατοπτρίζονται στα αρχεία των δικών έπειτα από μεθοδευμένες ερωτήσεις. Και, παρά την υπόδειξη της δικαστικής οδού εκ των άνω, ήταν ο πληθυσμός που προμήθευε τους υπόπτους, ακόμα και σε περιπτώσεις που επαγγελματίες κυνηγοί μάγων και μαγισσών όπως για παράδειγμα ο Matthew Hopkins ενέπνεαν ζήλο και εξαπέλυαν ανηλεές κυνήγι. Άπαξ και μια υπόθεση έφτανε στα δικαστήρια, η πιθανότητα απόσυρσης της ήταν μηδαμινή. Πολλά από τα θύματα ομολογούσαν αυθόρμητα εφόσον ήξεραν ότι, από την στιγμή που είχαν κατηγορηθεί, η άμυνα ή η αντίσταση από μέρους τους θα σήμαινε μια ατέλειωτη δίκη. Ακόμη κι αν αθωώνονταν δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η κοινωνία θα τους δεχόταν πίσω. Αυτή η κοινοτική συσπείρωση και σιωπηρή συναίνεση κατείχε σημαντικό ρόλο στην συνέχεια των δικών. Η ομοφωνία τους στο αν θα εναγκαλίζονταν ή θα απέρριπταν την όλη διαδικασία προδίκαζε και το αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και ανά περιοχές εμφανίζονται μεγάλες αποκλίσεις όσο αφορά στον αριθμό των δικών και των θυμάτων, την χρονική στιγμή που έλαβαν χώρα, καθώς και την διάρκεια τους. Οι ενδημικές τοπικές καταδιώξεις έτειναν να διαρκούν πολύ και να εξαπλώνονται από τα στενά όρια ενός χωριού στα αμέσως γειτονικά του.

15 Βλ. Κεφάλαιο 2: Γερμανία 16ος και 17ος αιώνας, II. Ο Τριακονταετής πόλεμος (1618-1648)

16

{Οι κυριότερες περιοχές καταδίωξης μάγων και μαγισσών στην δυτική, κεντρική και βόρεια Ευρώπη}:

Σε μια απόπειρα να καταλαγιάσουν τον αιμοβόρο ενθουσιασμό του πλήθους, οι δικαστές αντέδρασαν πιο κριτικά ως προς τις αποδείξεις που παρουσιάζονταν. Έγιναν πιο λεπτολόγοι και καχύποπτοι, ενώ ήλεγχαν πάντα την ποιότητα των σχέσεων ανάμεσα στον κατήγορο και τον κατηγορούμενο. Όσο η διωκτική μανία έσβηνε στην Ευρώπη, όλο και περισσότερες αθωωτικές αποφάσεις λαμβάνονταν. Το αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί ένα πισωγύρισμα στην συνήθεια των κατοίκων της κοινότητας να απαλλάσσονται μόνοι τους από τα στοιχεία που τους 16 Briggs Robin, “Witches & Neighbours. The Social and Cultural Context of European Witchcraft”, Harper Collins Publishers, London, 1996, map xi

17

απειλούσαν. Οι ίδιοι οι αθωωμένοι επέλεγαν να εγκαταλείψουν την εστία τους και να αναζητήσουν σε άλλες περιοχές μια νέα ζωή, απαλλαγμένοι από την προκατάληψη και την φήμη που θα τους χαρακτήριζε στο χωριό τους. Εξασφάλιζαν με τον τρόπο αυτό ακόμα και την επιβίωση τους καθώς ήταν πολύ πιθανό οι συντοπίτες τους να απένειμαν την δικαιοσύνη που εκείνοι επιδίωκαν να αποδοθεί. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούσαν και τα μέλη της οικογένειας των εκτελεσθέντων. Ο χαρακτηρισμός του μάγου ή της μάγισσας ήταν κληρονομικός, και οι συγγενείς αντιμετωπίζονταν πάντα ως απειλή από τους κατήγορους και τους μάρτυρες, οι οποίοι παρακινούνταν από τον φόβο των αντίποινων. Το ότι οι κοινωνίες δεν αυτοκαταστράφηκαν ολοσχερώς μέσα από αλληλοκατηγορίες και φόνους δείχνει τον βαθμό στο οποίο η όλη διαδικασία ήταν κάτω από διαρκή έλεγχο. Την περιόριζαν και οι άρχουσες τάξεις, όταν έβλεπαν ότι η κατάσταση εκτροχιαζόταν, παράλληλα όμως λειτουργούσαν αδιάλειπτα και οι εσωτερικοί ανεπίσημοι κοινοτικοί μηχανισμοί. Προτεραιότητα έδιναν στην διαπραγμάτευση παρά την κατά μέτωπο επίθεση ακόμη κι αν άγγιζαν τον εκφοβισμό και την απειλή. Με το να περιορίζουν την προσωπική τους έκθεση σε διαπληκτισμούς ή με τον να γίνει απόπειρα να ελεγχθεί η συμπεριφορά του υπόπτου άφηναν τα πράγματα να κυλήσουν στον χρόνο και να οδηγήσουν μόνα τους στην επίσημη οδό ή την ανεπίσημη διευθέτηση. Μπορεί η πρώτη επιλογή να προτιμήθηκε δεόντως, ειδικά στην τελευταία φάση του κυνηγιού των μαγισσών, για τον αριθμό όμως των περιοχών που δεν παρουσιάζουν δικαστικά αρχεία, πρέπει να υποθέσουμε ότι ακολουθούσαν τους πιο παραδοσιακούς τρόπους επίλυσης των ‘μαγικών’ προβλημάτων τους. Από την επισκόπηση της μεσαιωνικής κοινωνίας ως προς το ανθρώπινο δυναμικό της, δεν θα μπορούσε να λείψει μια πιο συγκεκριμένη αναφορά στην πρακτική της δίωξης. Αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης, ένα σύμπτωμα της βαρβαρότητας και της προκατάληψης που την διέκριναν. Βασική αιτία δίωξης ήταν η ύπαρξη ανθρώπων των οποίων οι θρησκευτικές αντιλήψεις απέκλιναν από τις αρχές που πρέσβευε το δόγμα της επίσημης Εκκλησίας. Διωγμοί σημειώνονται φυσικά και στην Ρωμαϊκή και μετέπειτα την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στην Δύση εμφανίζονται από τον 11ο αιώνα και εξής. Αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι πριν από εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν αιρέσεις, ούτε και μια σαφώς προσανατολισμένη θρησκευτική εξουσία στην οποία θα αντιτίθεντο. Άπαξ και ξεκίνησαν όμως οι διώξεις, έγιναν συνήθεια. Εξασκείται πλέον σκόπιμη και κοινωνικά εγκριμένη βία κατευθυνόμενη, μέσω καθιερωμένων κυβερνητικών, δικαστικών και κοινωνικών θεσμών, ενάντια σε ομάδες ανθρώπων που προσδιορίζονταν από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (φυλή, θρησκεία ή τρόπο ζωής). ‘Η αίρεση αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα της εγκληματικής ενέργειας που στο ρωμαϊκό δίκαιο ήταν γνωστή ως crimen laesae maiestatis (“έγκλημα κατά του έθνους”).’ 17

Ειδικότερα οι αιρέσεις, είχαν αναχθεί σε πολιτικό ζήτημα. Την περίοδο της μετάβασης από τις πολυκερματισμένες κοινωνίες στα έθνη κράτη, οι ηγεμόνες χρησιμοποιούσαν τους διωγμούς ως μηχανισμό νομιμοποίησης της εξουσίας τους. Ήταν ένα όπλο στον ανταγωνισμό που υπήρχε ανάμεσα στις δυναστείες για πολιτική επιρροή. Η εικόνα του αιρετικού ως ‘εχθρού της κοινωνίας’, ενός ατόμου που αντιτίθετο στην ιερή διδασκαλία της εκκλησίας, στην έννομη τάξη και τα χρηστά ήθη, φανάτιζε τον συμμορφωμένο λαό. Όταν ξεκινούσε η βία, πολλοί ήταν προετοιμασμένοι να συμμετέχουν, αρκετές φορές με πέραν του δέοντος αγριότητα.

17 Whitechapel Simon, ‘Flesh Inferno, Atrocities of Torquemada’, (μτφ Αθανασιάδης Βασίλης), εκδ Lector, Αθήνα, 2002, σ.29

18

Το κυνήγι των μαγισσών άλλωστε, πήρε την μορφή διωγμού από την στιγμή που η μαγεία ορίστηκε ‘αίρεση’. Το 1398 η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου των Παρισίων κήρυξε την μαγεία αίρεση. Η απόφαση στηρίχτηκε στο πόρισμα ότι η maleficia συνεπαγόταν ειδωλολατρία και ότι οι κακές πράξεις διεξάγονταν μέσω μιας συμφωνίας με τον διάβολο. Αργότερα, στο Malleus Maleficarum 18 οι δομινικανοί ιεροεξεταστές που συνέγραψαν το εγχειρίδιο προσδιορίζουν την μαγεία ως ‘αίρεση των γυναικών’. Κρατώντας όμως μια απόσταση από οποιαδήποτε έμφυλη νύξη, παρατηρούμε την μαγεία από λαϊκή πεποίθηση να μεταγράφεται σε ένα πλαίσιο αντιθρησκευτικό για να καταλήξει στην ποινικοποίηση της ως έγκλημα. Η εξέλιξη της αυτή δεν απορρέει από το μίσος των ανθρώπων, αλλά από τις αποφάσεις των ηγεμόνων και των ιεραρχών. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι έβρισκαν έδαφος γόνιμο για να εφαρμόσουν με επιτυχία τις αποφάσεις αυτές. Από τον 14ο ως τον 18ο αιώνα η Ευρώπη βρισκόταν κάτω από την επήρεια ενός φοβικού κλίματος. ‘Ο φόβος ως ιστορικό φαινόμενο συχνότερα προσδιορίζεται σε σχέση ή σε αντιπαράθεση με την αγωνία (την γενικότερη αβεβαιότητα για το μέλλον)’. 19 Οι άνθρωποι έβρισκαν τρόπους με τους οποίους ανταπεξέρχονταν στις δυσκολίες της ζωής, και έπαιρναν προληπτικά μέτρα ενάντια σε οτιδήποτε θεωρούσαν απειλή, από τα πιο πρακτικά ζητήματα (πυρκαγιά, πλημμύρα, επιδημία) έως τα μη- ορατά (θάνατος, μαγεία, ο ίδιος ο φόβος). Τέτοιου είδους αγωνίες διατηρούνταν ατομικά αλλά σε πολλές περιπτώσεις ο φόβος παρουσιαζόταν συλλογικά και συνεπώς δρούσε μεταδοτικά και συνεχόμενα. Το φαινόμενο των αποδιοπομπαίων τράγων καταδεικνύει την ικανότητα του φόβου να λειτουργήσει ως ενοποιητικός παράγοντας, με το να ενισχύει το αίσθημα αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας και με το να ενθαρρύνει την συνεργασία. Η περίπτωση της δίωξης μάγων και μαγισσών ήταν η ακραία εκδοχή αυτής της λειτουργίας του φόβου. Το κυνήγι μαγισσών ήταν ένα φαινόμενο που επηρέασε διάφορες περιοχές της Ευρώπης, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και φυσικά σε διαφορετικό βαθμό. Χαρακτηρίζεται από το αίσθημα πανικού, ειδικά την περίοδο του ‘witch- craze’. Αν ο φόβος ήταν ένα συναίσθημα ακατάλυτο, που μόνο σταδιακά μπορούσε να μειωθεί και να ξεπεραστεί, ο πανικός ήταν μια ξαφνική, μικρής διάρκειας κατάσταση. Η οποία όμως, στο αποκορύφωμα της δεν μπορούσε να ελεγχθεί όπως ο φόβος. Το μοτίβο του πανικού φέρει μεγάλες ομοιότητες στην εμφάνιση του, τη διάρκεια και τον τρόπο που σβήνει, με το κυνήγι μαγισσών. Το οποίο όμως θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί πολύ χειρότερα, εάν οι αρχές δεν αποφάσιζαν, όταν συνειδητοποίησαν τον βαθμό στον οποίο είχε εκτροχιαστεί η κατάσταση, να επέμβουν προς καταστολή του φαινομένου. Αυτό συμβαίνει διότι οι αρχές είχαν την ικανότητα να περιορίζουν ή έστω να διαχειρίζονται τον φόβο του λαού. Η ικανότητα αυτή αποδείχτηκε κρίσιμη στο να αποφευχθεί η μεταλλαγή μιας αγωνιώδους κατάστασης σε αληθινό πανικό. Τέλος η Εκκλησία, έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο, με το να καθησυχάζει του πιστούς και να τους παρέχει τα μέσα να υπερβούν τους φόβους τους για τη σωτηρία της ψυχής και την θεία πρόνοια. Η διαφοροποίηση επήλθε στο ότι τα μέσα αυτά στεγανοποιήθηκαν και περιορίστηκαν στο καθαρά δογματικό πλαίσιο.

III. Η συμβολή της Μεταρρύθμισης. Η πολιτική χρησιμότητα της θρησκείας. Το ευαγγελικό μήνυμα20 ήταν μια σημαντική ανακάλυψη για τον αγροτικό πληθυσμό που αγωνιζόταν και πριν το 1520 για αυτονομία στην διακυβέρνηση του.

18 Kramer Heinrich & Sprenger Jacob, Malleus Maleficarum (Hammer of Witches), 148719 Naphy G. William, “Fear in Early Modern Society”, Manchester University Press, 1997

19

Επέφερε την επικύρωση μιας ανώτερης δύναμης για τις απαιτήσεις και τις διαμαρτυρίες τους, τον Λόγο του Θεού, μια πιο γρανιτένια μορφή ‘θεϊκού’ νόμου’. Όπως εκλάμβανε το μήνυμα ο απλός λαός, ο έλεγχος που ασκούσε η άρχουσα τάξη εναντιωνόταν στην ελευθερία των Χριστιανών και η δεκάτη δεν δικαιολογούνταν βάση της Βίβλου. Γενικά, οποιαδήποτε απαίτηση των δεν τεκμηριωνόταν από τον Λόγο του Θεού, ήταν άκυρη. Όταν ο πόλεμος των χωρικών του 1524-25 απέτυχε, και οι αριστοκρατικές και οι εκκλησιαστικές αρχές διαχώρισαν σαφώς την θρησκευτική μεταρρύθμιση από την κοινωνική διαμαρτυρία. Ήταν μια πρώτη αίσθηση χάσματος που βίωσαν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Από την άλλη, ο προτεσταντικός κλήρος στο 80-90% απαρτιζόταν από απόφοιτους πανεπιστημίου. Η κοινωνική απόσταση λοιπόν ανάμεσα στον κλήρο και τους πιστούς ήταν μεγάλη, και η ύπαρξη της είχε ως αποτέλεσμα ήταν την τυφλή προσήλωση του ποιμνίου, είτε την δυσπιστία. Για τους χωρικούς, ο πάστορας αντιπροσώπευε μια κοινωνική αρχή. Σαν επιστέγασμα, η επικράτηση του Προτεσταντισμού συνέβαλε στην κρατικοποίηση εκκλησιαστικών εδαφών και την εκκοσμίκευση πεδίων του εκκλησιαστικού νόμου. Ακόμη, διευκόλυνε ως ένα βαθμό και την επιβολή του κρατικού απολυταρχισμού. Στο πλαίσιο αυτό, οι κοσμικοί και εκκλησιαστικοί φορείς συστρατεύτηκαν με στόχο την εξάλειψη των παγανιστικών παραδόσεων και των προλήψεων των αγροτικών κοινοτήτων. Ποινικοποιώντας έθιμα, αναθεματίζοντας συμπεριφορές και συνήθειες μέσω του κηρύγματος, επιβάλλοντας την τυπική εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων και ελέγχοντας την στην πράξη. Στις πιο ‘ανυπότακτες’ κοινότητες, σημειώνονται και οργανωμένες διώξεις μαγισσών, εξυπηρετώντας πάντα τον ίδιο σκοπό: την απομαγοποίηση της υπαίθρου. Επιπλέον, η εδραίωση της προτεσταντικής μεταρρύθμισης στον 16ο αιώνα οδήγησε στην κατάργηση των παραδοσιακών προστατευτικών μέσων της Καθολικής Εκκλησίας. Οι πάστορες δεν ήταν το ίδιο πρόθυμοι με τους καθολικού ιερείς να προσφέρουν πνευματικές υπηρεσίες ως αντί- μαγεία. Το αποτέλεσμα ήταν να ενταθούν οι φοβίες των ανθρώπων επειδή θεωρήθηκε πως οι κοινότητες ήταν ευάλωτες στην εχθρική μαγική παρέμβαση. Στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η κεντρική διοίκηση αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες στο να επιβάλλει δικαστικό έλεγχο στις περιφέρειες. Εκεί, καθώς οι Καθολικές και οι Προτεσταντικές αρχές αντιμάχονταν για να αποδείξουν τον ζήλοτους, είχαν ως αποτέλεσμα στις πρώτες γραμμές των γερμανόφωνων περιοχών μόνο, τουλάχιστον 20.000 εκτελέσεις. Η άνοδος των εθνών κρατών σημαδεύτηκε από νέα καθεστώτα που εδραίωσαν περισσότερο συγκεντρωτικές ή κοσμικές κυβερνήσεις. Εκδήλωσαν επίσης την ανεξαρτησία τους απέναντι στη παποσύνη είτε με την απευθείας υιοθέτηση της Μεταρρύθμισης, είτε μέσα από την εθνικοποίηση- εκκοσμίκευση θεσμών του εκκλησιαστικού δικαίου. Ήταν αναγκαίο γι’ αυτά τα καθεστώτα να επιδείξουν την νομιμότητα τους απέναντι στους υπηκόους τους, τους συμμάχους και τους εχθρούς τους. Αυτό το επεδίωκαν μέσα από την ιδιοποίηση της θρησκευτικής εξουσίας η οποία προηγουμένως αποδιδόταν στην εκκλησία της Ρώμης. Η εμφάνιση αντίπαλων εκδοχών του Χριστιανισμού, κάθε μια με τις αποκλειστικές της διεκδικήσεις, διεύρυνε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική χρησιμότητα της θρησκείας για τους ηγεμόνες της πρώιμης νεώτερης Ευρώπης. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

20Το 1555, με την ειρήνη του Ausburg, αναγνωρίσθηκε η διαίρεση της Γερμανίας σε Καθολικούς και Λουθηρανούς. Ήταν στην προαίρεση του πρίγκιπα της κάθε επικράτειας ποια εκδοχή του Χριστιανισμού θα ασπασθεί, και η απόφαση του αφορούσε και τους υπηκόους του.

20

Κυνήγια μαγισσών στην Γερμανία του 16ου και 17ου αιώνα.

21

I. Το ‘μαγικό’ κλίμα στις γερμανόφωνες περιοχές. Υποθέσεις μαγείας πριν το 1618 και κατά την διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου. Στην πρώιμη νεώτερη Ευρώπη, την περίοδο 1500-1700 χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν με την κατηγορία για τέλεση μαγείας με τη συνεργεία του διαβόλου. Οι αριθμοί που μας παραδίδονται έχουν σίγουρα μεγαλοποιηθεί, όμως με ομοφωνία οι ιστορικοί παρατηρούν πως τα δύο τρίτα των καταδικασμένων για μαγεία προέρχονταν από τις γερμανόφωνες περιοχές.‘Μερικοί περιέγραψαν το φαινόμενο ως «συλλογική παράκρουση με τις μάγισσες» (Hexenwahn), δίνοντας έτσι έμφαση στο στοιχείο του παράλογου που χαρακτήριζε τις διώξεις.’ 22

Η μαγεία, όπως προαναφέρθηκε, και συγκεκριμένα η διαβολική μαγεία χαρακτηρίστηκε αίρεση. Την εποχή εκείνη η Ευρώπη διένυε μια περίοδο

21 Hans Baldung Grien, Witches' Sabbath, 151022 Kamen, Henry, ‘Πρώιμη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία’, (μτφ. Καλογιάννη Ελένη), Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002, σ. 125

21

αποκρυστάλλωσης της θρησκευτικής ταυτότητας και συνεπώς η θρησκευτική ανοχή απουσίαζε. Οι διώξεις μαγισσών αντανακλούσαν αυτήν την πραγματικότητα. Πήραν δε τέτοιες διαστάσεις που μόλις ένας αιρετικός πέθαινε στην Δυτική Ευρώπη για κάθε δέκα μάγισσες που εκτελούνταν. 23 Σύμφωνα με τον ιστορικό Hansen, ιδιαίτερα επλήγησαν οι ορεινές περιοχές, κυρίως οι Άλπεις και τα Πυρηναία. Τα θύματα προέρχονταν κατά βάση από απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές με χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο και φτωχό ιστορικό χριστιανικής ευλάβειας. Μέρη στα οποία οι παλαιές λαϊκές δεισιδαιμονίες ήταν ακόμη ισχυρές. Η Κεντρική Ευρώπη πιθανότατα δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα. Η μαγεία γενικά άνθιζε σε μεθοριακές περιοχές, ορεινές οι πεδινές, με εξαιρέσεις όπως αυτή της νότιας Γερμανίας όπου το φαινόμενο ήταν συχνά αστικό. Οι κατηγορούμενοι προμηθεύονταν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των αγροτικών κοινωνιών. Στην πλειοψηφία τους ήταν γυναίκες, και ανήκαν στα περισσότερο ευάλωτα μέλη των κοινοτήτων, στις λιγότερο προνομιούχες ομάδες. Οι καταγγελίες για μαγεία είχαν τις ρίζες τους σε μνησικακίες και έχθρες στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Οι διώξεις λάμβαναν χώρα σε μια κοινωνία σε μετάβαση, όπου η υποχώρηση της παραδοσιακής αλληλοβοήθειας και της ελεημοσύνης εξέθρεψε τη μνησικακία. Η άρνηση της ελεημοσύνης προκαλούσε τον φόβο της εκδίκησης. Ο επαίτης ή η ηλικιωμένη γυναίκα (βάσει του μοτίβου) που δεν βοηθήθηκε μπορούσε μέσω μαγείας να προκαλέσει κακό σ’ αυτόν που αρνήθηκε να παρέχει βοήθεια. Κάποιες γυναίκες ύποπτες για μαγεία εκμεταλλεύονταν τον φόβο αυτό για να αναγκάζουν τους χωρικούς να τις εξυπηρετούν. Σε περιόδους κρίσης, αυτά τα άτομα διώκονταν και κατηγορούνταν στις δικαστικές αρχές. Οι υποθέσεις που υποστηρίζονται από αρχειακό υλικό όμως, ξεπερνούν κατά πολύ το μοτίβο της ‘άρνησης ελεημοσύνης’. Η εχθρότητα μεταξύ γειτόνων ήταν μια σταθερά σε όλες τις υποθέσεις. Οι τριβές που προέκυπταν μπορούσαν και να υπερβούν την θυματοποίηση ενός ή δύο ατόμων, προερχόμενες από διχόνοιες που εκτείνονταν σε βάθος χρόνου και αντιπαραθέσεις στις οποίες είχε εμπλακεί ολόκληρη η κοινότητα. Το κόστος των διώξεων των μαγισσών σε ανθρώπινες ζωές ήταν σίγουρα μεγάλο, αν και οι αριθμοί που παραδίδονταν ήταν εξωφρενικοί. Τους είχαν παραδώσει οι σύγχρονοι του φαινομένου, όπως και αρκετοί ιστορικοί που ερμήνευαν το κυνήγι μαγισσών στα δικά τους ιδεολογικά πλαίσια, πλέον όμως έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα. Ακόμα κι αυτή όμως η πραγματικότητα, απαλλαγμένη από κάθε υπερβολή, ήταν όντως ζοφερή. Στην νοτιοδυτική Γερμανία 2. 935 άτομα εκτελέσθηκαν ως μάγοι ανάμεσα στο 1560- 1670. Τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου αυτού, θανατώθηκαν την περίοδο 1570- 1630. Ο αριθμός των διώξεων ήταν υψηλός σε περιοχές όπου οι εξουσιαστικές αρχές με την ενθάρρυνση ή την ανοχή ανώτερων αξιωματούχων, εξαπέλυαν κυνήγι μαγισσών αυτοβούλως. Για παράδειγμα, στη Fudda24 της Γερμανίας από το 1603 ως το 1605 ο Balthasar Nuss υπήρξε υπεύθυνος για τον θάνατο περίπου 250 κατηγορούμενων για μαγεία. Η δραστηριότητα του διακόπηκε από τον θάνατο του υποστηρικτή του, και πρίγκιπα ηγούμενου Balthasar von Derimbach, τον Μάρτιο του 1606. Ο νέος πρίγκιπας- ηγούμενος συνέλαβε τον Nuss ο οποίος φυλακίστηκε και εν τέλει αποκεφαλίστηκε το 1618 για τον τρόπο με τον οποίο διεξήγαγε τις διώξεις.

23 W. Monter, “Heresy executions in Reformation Europe, 1520-1565”, στο Grell και Scribner, Tolerance and Intolerance in the European Reformation, 6324 Fudda : Γερμανική πόλη στο κρατίδιο της Βαυαρίας.

22

Στο καλβινιστικό παλατινάτο της βόρειας Γερμανίας25 έγιναν λίγες δίκες. Για λόγους αρχής δεν εκτελέστηκε ούτε ένα άτομο για μαγεία. Οι κυβερνήτες της περιοχής έλαβαν μέτρα ώστε να σταματήσουν οποιαδήποτε απόπειρα δίωξης, ενώ οι μηνύσεις στα δικαστήρια δεν γίνονταν δεκτές. Η γενική εικόνα που μας παραδίδεται είναι ότι εκείνο που προσδιόρισε το αν θα γίνονταν διώξεις για μαγεία ή όχι, ήταν οι ατομικές αποφάσεις της ανώτερης τάξης, ρωμαιοκαθολικής ή προτεσταντικής. Αυτό μας προβληματίζει για τον βαθμό στον οποίο ο λαός πίεζε τις άρχουσες τάξεις να ξεκινήσουν κυνήγι μαγισσών. Φαίνεται ότι δεν ήταν απαραίτητο να επιβληθεί ο μηχανισμός στα κατώτερα στρώματα. Ενσυνείδητα οι κάτοικοι των κοινοτήτων, εφόσον είχαν γνώση της διαδικασίας, αποφάσιζαν να απαιτήσουν την δίωξη των υπόπτων, γνωρίζοντας ότι η καταδίκη τους θα σήμαινε θάνατο στην πυρά. Ο κατατρεγμός των μάγων και των μαγισσών μπορούσε να ξεκινήσει ως πολιτική υπόθεση αλλά στο τέλος οι κεντρικές αρχές έδειξαν ετοιμότητα στο να εξετάζουν τις κατηγορίες και να ελέγχουν την διαδικασία προσεκτικά. Περιοχές όπως η Γερμανία, η Ελβετία και η Γαλλία, που διατηρούσαν μια αυτονομία και δεν υπήρχε ισχυρός κεντρικός έλεγχος, βρίσκονται στην κορυφή της κλίμακας των διώξεων. Η συνάρτηση της πολιτικής με τις δίκες για μαγεία ήταν περιστασιακή και οι κοινωνικοί ή ηθικολογικοί στόχοι, δεν έπαιζαν εν τέλει σημαντικό ρόλο σε αυτές. Για το ζήτημα αυτό, θα εξετάσουμε την περίπτωση της περιφέρειας του Saar26 . Γύρω από την πόλη Trier, μια αιματηρή δυναμική προώθησε τις διώξεις. Το Saar κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα ήταν διαιρεμένος σε ρωμαιοκαθολικές και προτεσταντικές περιοχές, και σε δώδεκα νομικές ζώνες με ελάχιστη επίβλεψη από τα ανώτατα δικαστήρια. Ο αριθμός των διώξεων, ήταν περίπου δύο φορές πιο θανατηφόρος κατά κεφαλήν, απ’ ό, τι στις νοτιοανατολικές γερμανικές περιοχές. Η περίπτωση της Trier (1581-93) συνδέεται με 591 δίκες, που κατέληξαν σε 467 εκτελέσεις και μόλις 23 απαλλαγές.27 Οι αρχές παραχώρησαν πρωταγωνιστικό ρόλο στους χωρικούς, των οποίων τα παράπονα άκουσαν πολύ πρόθυμα. Είναι ένας τρόπος προέλευσης των κυνηγιών ‘από χαμηλά’ όσο αφορά την κοινωνική καταγωγή. Η ανώτερη τάξη διευκόλυνε το έργο των αγροτών, οι οποίοι σχημάτιζαν επιτροπές κατά τόπους για την εξεύρεση και την δίωξη υπόπτων για μαγεία. Ωστόσο, “η πρωτοβουλία του πληθυσμού ήταν […] εν μέρει προσανατολισμένη εκ των άνω”28 Την περίοδο εκείνη οι κάτοικοι της Trier βίωναν κλιματολογικές και οικονομικές καταστροφές στην επικράτεια τους. Σκληρές οικονομικές συνθήκες στα τέλη του 15ου

αιώνα προκάλεσαν μια ακολουθία καταγγελιών. Τον πανικό ενέτεινε και η απόπειρα κατά τη ζωής του πρίγκιπα- αρχιεπισκόπου το 1587. Ένας από τους κατηγορούμενους λεγόταν Dietrich Flade και μέσα από τα αρχεία προκύπτει ότι το όνομα Flade στα 1588 είχε συνδεθεί με την ηγετική θέση στην σέκτα των μαγισσών. Συναντάται δε σε αρκετές υποθέσεις. Ο Dietrich Flade διακήρυσσε την αθωότητα του, με πλήρη αποτυχία και τράπηκε σε φυγή τον Οκτώβριο του 1588. Σύντομα συνελήφθη και φυλακίστηκε. Η δίκη του ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1589 και τον Σεπτέμβρη του

25 Παλατινάτο (Pfalz) : οι επικράτειες των παλατιανών κόμηδων, τίτλος που κατείχαν ηγεμονικοί λαϊκοί πρίγκιπες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι συμμετείχαν στην εκλογή του αυτοκράτορα. Γεωγραφικά το παλατινάτο χωριζόταν στο Rhenish (κάτω παλατινάτο) και στο άνω Παλατινάτο.26 Saar: κρατίδιο στην νοτιοδυτική Γερμανία, που συνορεύει με την Γαλλία, το Λουξεμβούργο και το Rhineland- Palatinate. 27 Thurston W. Robert, ‘Μάγοι και Μάγισσες’, (μετάφραση Παπαστάμου Ιωάννα), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006, σ. 17328 Walter Rummel (1991) Bauern, Herren und Hexen: Studien zur Sozialgeschichte sponheimischer und kutrierisher Hexenprozesse 1574-1664 (Gottingen: Vandenhoeck & Ruprecht), s. 42

23

ίδιου έτους ο Flade ομολογεί, καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται. Η υπόθεση αυτή είχε θορυβήσει σκεπτικιστές όπως ο Cornelius Loos (1546- 1595) ο οποίος συνέγραψε μια πραγματεία29 μέσω της οποίας κατήγγειλε τις δίκες της Trier και τις πεποιθήσεις που υπέβοσκαν πίσω από αυτές. 30 Επίσης, μια υπόθεση του 1591, όταν εκτελέστηκε ο πρώην δήμαρχος της πόλης Niclas Fiedler, υποδεικνύει ότι η επιλογή θυμάτων επεκτάθηκε και σε άτομα της ανώτερης κοινωνικής τάξης. “Οι διώξεις μάγων και μαγισσών ήταν διαφορετικές από τα περιστασιακά λιντσαρίσματα. Για να δημιουργηθεί μια δυναμική δίωξη, έπρεπε το στερεότυπο πρώτα να μεταφερθεί στην περιοχή από την ντόπια αριστοκρατία. Παρακολουθώντας αυτήν την άφιξη, οι κοσμικές και οι εκκλησιαστικές αρχές μπορούσαν να επιτρέψουν, ή να μην επιτρέψουν, τη διεξαγωγή διώξεων, ή πάλι, να φαίνονται πολύ αδύναμες ώστε να τα εμποδίσουν αποτελεσματικά. […] οι συλλήψεις σύντομα θα προκαλούσαν αποσταθεροποίηση και ένταση […]. Πριν από και μετά τις διώξεις μάγων και μαγισσών, οι χωρικοί είχαν βρει τα μέσα αντιμετώπισης των υπόπτων για άσκηση δαιμονικής μαγείας. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, διάφορα ειδικά ξόρκια καθώς και πίεση από την κοινότητα. Σπανίως, όμως, έφθαναν έως την εκτέλεση.”31

Η Γερμανία έρχεται πρώτη στις περιοχές του πιο έντονου διωγμού, ενώ οι δίκες μαγισσών έγιναν συστηματικές μόλις από το 1480 και εξής, σε ορισμένες δε περιοχές από το 1580. Γενικά, η κορύφωση των διώξεων στην Ευρωπαϊκή ήπειρο έλαβε χώρα την περίοδο από το 1580 ως το 1630. Ένα πλαίσιο δογματικής καθοδήγησης δημιουργήθηκε, σχετικά με την επιρροή της μαγείας στις κοινωνικές, θρησκευτικές, οικονομικές και πνευματικές σχέσεις της κοινωνίας του χωριού, η οποία διεξαγόταν για πολύ καιρό από την αριστοκρατία. Το στερεότυπο του μάγου και της μάγισσας είχε επισκιάσει τις παραδοσιακές απόψεις των χωρικών για τους μάγους- γητευτές και τις δαιμονικές τους πράξεις. Οι χωρικοί έστρεψαν τις εντάσεις, τους ανταγωνισμούς και τους φόβους τους εναντίον των ίδιων των γειτόνων τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εντάσεις αυτές, καθώς και οι διαρκείς μνήμες θανάτου και συμφορών στο περιβάλλον των αγροτών, όπως και η προθυμία τους να δουν τον διάβολο να δρα στην κοινότητα τους, συνέδραμαν στο να χαλκευτούν κατηγορίες για μαγεία. Η μετάδοση φόβου στην περιοχή, όπως είδαμε, εξαρτιόταν από την επιδοκιμασία και συμμετοχή της τοπικής αριστοκρατίας καθώς και από τη δικαστική κατάσταση που παρέκλινε από τον κανόνα ή δεν εποπτευόταν από ένα ισχυρό ανώτατο δικαστήριο. Τα δικαστήρια που εκδίκαζαν υποθέσεις μαγείας στην Γερμανία στα τέλη του 16ου αιώνα, ιδίως τα επαρχιακά εκκλησιαστικά δικαστήρια, κρατικοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα την αύξηση των διώξεων. Η ελίτ είχε κατασκευάσει έναν μηχανισμό καταδίωξης και πρόσθεσε ένα νέο όπλο στον εξοπλισμό των κοινοτήτων απέναντι στην μαγεία. Τα θύματα μαύρης, βλαπτικής μαγείας είχαν πλέον την δυνατότητα να καταστρέψουν τους επιτιθέμενους τους μέσω εγκεκριμένων, επίσημων διαδικασιών που παρείχαν τα δικαστήρια. Η δυνατότητα αυτή που παρείχε η νομοθεσία χρησιμοποιήθηκε εξίσου από άνδρες και 29 “On True and False Magic” Το κείμενο του Loos κατασχέθηκε πριν εκτυπωθεί και ο ίδιος φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Αγ. Μαξιμιανού. Το 1593 να αποσύρει τις καταγγελίες του και να μετανοήσει για τις πεποιθήσεις του. 30 Alan Charles Kors & Edward Peters (edited by), “Witchcraft in Europe, 400-1700, A Documentary History”, University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 2001, σ. 308- 31031 Thurston W. Robert, ‘Μάγοι και Μάγισσες’, (μετάφραση Παπαστάμου Ιωάννα), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006, σ. 176-7

24

γυναίκες, αλλά οι άντρες, και συνηθέστερα όσοι είχαν κάποιο κύρος στις κοινότητες τους, ήταν εκείνοι που έκαναν κατάχρηση της διαδικασίας. Εκείνοι απεύθυναν τις κατηγορίες και ενορχήστρωναν την δίωξη, επιστρατεύοντας τους γείτονες τους να καταθέσουν, επιβεβαιώνοντας την κακοβουλία του κατηγορούμενου βάσει παρελθοντικών εμπειριών. Όσοι επέλεγαν να χρησιμοποιήσουν τον προαναφερθέντα μηχανισμό εναντίον των μαγισσών, ήταν υποχρεωμένοι να μετασχηματίσουν τους τοπικούς φόβους και τις φήμες από τις οποίες προήλθε η δίωξη, σε νομικές διατυπώσεις όπως ορίζονταν από τα καταστατικά και διαβάζονταν από τους δικαστές. Οι γυναίκες, αν και ενεργές στην δημιουργία υποψιών μέσω του κουτσομπολιού, και στην ενασχόληση τους με παραδοσιακά προστατευτικά μέτρα και τεχνικές που επικύρωναν μια κατηγορία, κατείχαν μόνο βοηθητικό ρόλο στην επίσημη δίωξη. Λειτουργούσαν επικουρικά στις δίκες και στην ανακριτική διαδικασία. Εκτός από τα σποραδικά επεισόδια πανικού που παρουσιάζουν ένα καταιγισμό δικών μαγείας, οι περισσότεροι κάτοικοι της πρώιμης νεώτερης Ευρώπης θεωρούσαν τον νόμο ως όπλο ύστατης επιλογής ενάντια στις μάγισσες. Έκαναν χρήση μια ποικιλίας έξω- θεσμικών μεθόδων αντιμετώπισης τους, ενόσω τα άτομα που θεωρούνταν μάγοι/ μάγισσες και οι οικογένειες τους επίσης ακολουθούσαν κάποιες στρατηγικές προς την υπεράσπιση τους απέναντι σε φήμες αλλά και ανοιχτές κατηγορίες για άσκηση μαγείας. Πρελούδιο στην επίσημη κατηγορία ήταν μια μακρά και πολύπλοκη διαδικασία εξάπλωσης και διασταύρωσης βλαβερών φημών που αφορούσαν υποτιθέμενους μάγους και μάγισσες. Αυτή η διαδικασία επενεργούσε ανάμεσα στις κοινότητες, έτσι ακόμα κι αν μια περιοχή ήταν επιφυλακτική απέναντι στην δικαστική οδό, σε περίπτωση που οι γείτονες της βεβαίωναν την αποτελεσματικότητα της, προέβαιναν στην δημόσια καταγγελία αποφασιστικά. Η αίσθηση κινδύνου αυξανόταν σημαντικά όταν η προσέγγιση άλλων κοινοτήτων και πόλεων με σχετικές δίκες, ήταν ακόμη πιο στενή. Αυτό καταδεικνύουν κυνήγια που συνέβησαν στην Γενεύη το 1545 και το 1568-69. Στο Ensisheim από το 1551 έως το 1622, στο Thann από το 1572 έως το 1620, στη Βασιλεία το 1570, στο Molsheim πιθανόν το 1575 και σίγουρα το 1619- 20.32 Τα νέα για τους μάγους και τις μάγισσες διαδίδονταν μέσα από την γνώση για άλλες δίκες, όπως και το περιεχόμενο των δαιμονολογικών θεωριών που αφορούσαν στον ρόλο του Διαβόλου, στις νυχτερινές συγκεντρώσεις των μαγισσών και σε άλλες λεπτομέρειες που, αν και δεν αφομοιώθηκαν ποτέ πλήρως, η γνώση τους προετοίμαζε τους χωρικούς να τις αποδεχθούν πιο εύκολα, όταν τις άκουγαν από το στόμα του ανακριτή.

{Η κεντρική Ευρώπη, καρδιά του κυνηγιού των μαγισσών.}

32 Thurston W. Robert, ‘Μάγοι και Μάγισσες’, (μετάφραση Παπαστάμου Ιωάννα), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006, σ.217

25

Τα όσα αναλύθηκαν πιο πάνω θα συναντήσουμε στις υποθέσεις μαγείας, που θα εξεταστούν συνοπτικά ακολούθως: Η περιφέρεια του Steinthal ή Ban de la Roche στα γαλλικά, καθώς η περιοχή

χαρακτηρίζεται από διγλωσσία, μετά το 1584 ήταν μια προτεσταντική περιοχή, μόνη ανάμεσα σε τόσες ρωμαιοκαθολικές. Ένας πάστορας αντικατέστησε τον ιερέα και οι παλαιοί άγιοι εξαφανίστηκαν από τις εκκλησίες. Λίγα πράγματα άλλαξαν στην πνευματική ζωή των χωρικών, αν και πλέον μπορούσαν να διαβάζουν την Βίβλο στην

33 Briggs Robin, “Witches & Neighbours. The Social and Cultural Context of European Witchcraft”, Harper Collins Publishers, London, 1996, map xiii

26

καθομιλουμένη. Το Ban de la Roche αποτελούσε σημαντική δίοδο μέσα από τα βουνά ανάμεσα στον ποταμό Ρήνο, με τις εύφορες πεδιάδες και τους πρόποδες, αλλά και με τις πόλεις και τα χωριά που βρίσκονταν στην δυτική πλευρά. Αν και απομονωμένο λοιπόν, το χωριό ήταν ελάχιστα αποκομμένο από την ευρύτερη οικονομική και πολιτισμική δραστηριότητα της εποχής. Η πρώτη δίκη για μαγεία έλαβε χώρα το 1607. Στην υπόθεση αυτή ο διάβολος εμφανίζεται περιφερειακά, και οι κατηγορίες είχαν να κάνουν με ανώδυνες καταστάσεις. Παράνομο σεξ, μικροκλοπές και η κατοχή ενός ‘μικρού βιβλίου’ το οποίο περιείχε μάγια ήταν τα αδικήματα που είχαν διαπραχθεί. Ο κατηγορούμενος ήταν άντρας, ονόματι Christman Dietrich. Οι τέσσερις κατήγοροι του με ένορκη κατάθεση είπαν ότι ο Dietrich διέπραξε μοιχεία με την σύζυγο ενός άλλους άντρα. Η υπόθεση προσέλκυσε κι άλλου μάρτυρες κατηγορίας που μετέφεραν κι άλλες ιστορίες για την σεξουαλική δραστηριότητα του Dietrich. Βλέπουμε λοιπόν ότι, από πολύ νωρίς τα κίνητρα των κατήγορων ήταν προσωπικά: ο απατημένος σύζυγος με την υποστήριξη του κύκλου του αλλά και της κοινότητας, κατέδωσε τον Dietrich αναμιγνύοντας τον με μαγικές πρακτικές για να πάρει εκδίκηση. Πρόκειται για καθαρά κοσμικά γεγονότα. Δεν υπάρχουν αρχεία που να μας πληροφορούν τι απέγινε ο κάθε χωρικός που συμμετείχε στην ιστορία αυτή, ούτε καν αν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος. Αυτό που φαίνεται όμως είναι η επίδραση αυτής της πρώτης δίκης στο Ban de la Roche. Καθιερώθηκε η ιδέα ότι ο διάβολος επισκέφτηκε τα μέρη τους και πως ενδεχομένως μπορούσε να παγιδεύσει κι άλλους χωρικούς. Αυτή η αντίληψη θα μπορούσε να είχε εισαχθεί από την περιρρέουσα κουλτούρα, αλλά και τις δίκες μαγείας που ήδη διεξάγονταν στις γειτονικές περιοχές. Το επόμενο τεκμήριο της περιοχής τοποθετείται γύρω στα έτη 1620-21. Οι κατηγορίες πλέον είναι περισσότερο σοβαρές. Η κατηγορούμενη, η Georgette, είχε κατηγορηθεί για μαγεία- γητεία. Ήδη από την αρχή, η γυναίκα αυτή είχε απορροφήσει όλα τα γνωστά στοιχεία για το στερεότυπο της μάγισσας. Ήταν ξένη, διέμενε στο χωριό Rote (ένα από τα χωριά του Ben de la Roche) δώδεκα χρόνια. Στην κατάθεση της, που μας είναι άγνωστο αν εκμαιεύτηκε με βασανιστήρια ή έστω εκφοβισμό, παραδέχεται ότι συνάντησε το διάβολο, και συνευρέθηκε σεξουαλικά μαζί του. Επειδή ήταν φτωχή, της έδωσε ένα νόμισμα το οποίο μετατράπηκε σε κοπριά αλόγου, όταν εκείνη έφτασε σπίτι. Η σύγχρονη άποψη, θεωρούσε την σεξουαλική σχέση με τον διάβολο, ως την επισφράγιση της συμφωνίας με το κακό. Και η μάγισσα δεν μπορούσε να διαφύγει από την δαιμονική δέσμευση. Η Georgette είχε να επιδείξει το σημάδι του αφέντη της στο κούτελο της, παραδέχτηκε ότι την παραχώρησε σε έναν άλλο δαίμονα- εραστή και αρχικά ανέλαβε τη διεκπεραίωση αποστολών ελάσσονος σημασίας. Ακολούθησε η βεβήλωση της όστιας, η συμμετοχή σε σαββατιανή δαιμονική συνάθροιση, στην οποία αναγνώρισε και γείτονες της ώσπου η κατάσταση εξελίχθηκε χειρότερα. Η Georgette, ομολόγησε ότι μετά από πρόσταγμα του διαβόλου δηλητηρίασε πολλά ζώα, δολοφόνησε έναν άντρα, τύφλωσε ένα κορίτσι και εξολόθρευσε με την βοήθεια του αφέντη της ένα αβάπτιστο βρέφος. Τα έγγραφα σταματούν απότομα εκεί. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι γλίτωσε την εξέλιξη. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι οι γείτονες ανέσυραν από την μνήμη τους τα γεγονότα που περιέγραψε η κατηγορουμένη, με τις ακριβής τους ημερομηνίες. Στην ιστορία της Georgette συναντούμε μια απάνθρωπη μάγισσα σε πλήρη άνθιση. Σε μια επισκόπηση της ανάμιξης του Ban de la Roche στο κυνήγι μαγισσών, οι δίκες για υποθέσεις μαγείας χωρίζονται σε τρεις φάσεις: πρώτα η μεμονωμένη δίκη του 1607 και στην συνέχεια ακολουθούν δύο μεγάλες ομάδες, μία το 1620-22 και η άλλη το 1629-30. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι ένα είδος πανικού είχε

27

καταβάλει τους κατοίκους και τους αξιωματούχους, διότι οι δίκες ήταν συγκεντρωμένες χρονικά. 34

Στις γειτονικές πριγκιπικές επισκοπές του Wurzburg και του Bamberg,ορισμένοι ρωμαιοκαθολικοί κυβερνήτες ενθάρρυναν τις μαζικές διώξεις μάγων και μαγισσών, που ξεκίνησαν το 1618. Οι διώξεις αυτές οδήγησαν στον θάνατο περισσότερους από 1.500 ανθρώπους. Έφτασαν στην κορύφωση τους, και στα δύο μέρη, την διετία 1628-29. Ισχυρή πίεση από άλλες ρωμαιοκαθολικές αρχές έθεσε τέλος στην θανάτωση, δια πυράς, όσων κατηγορούνταν για μαγεία. Συγκεκριμένα η περίπτωση του Bamberg είναι μια από τις πιο έντονες σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Στην διάρκεια του Τριακονταετούς, ανάμεσα στο 1626 και το 1630, η περιοχή διένυε τη δική της εποχή του ‘witch- craze’. Περισσότεροι από 630 άνθρωποι κατηγορήθηκαν για μαγεία και οι περισσότεροι από αυτούς εκτελέστηκαν. Ανάμεσα τους ήταν και ο δήμαρχος του Bamberg, Johannes Junius. Με την κατάθεση που έδωσε, καταδίδοντας τους συνεργούς του, προκάλεσε το φαινόμενο της χιονοστιβάδας, οδηγώντας των αριθμό των κατηγορούμενων σε ανησυχητικό επίπεδο. Τα πράγματα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο όταν οι άνθρωποι που κατέδωσε ο Junius, κατήγγειλαν με την σειρά τους άλλους συνεργούς. Η χρήση βασανιστηρίων είναι δεδομένη και καταγεγραμμένη. Ο Junius, σε επιστολή προς την κόρη του πριν εκτελεστεί, γράφει:“Όποιος μπαίνει στην φυλακή των μάγων, πρέπει να γίνει μάγος και ο ίδιος, ειδάλλως θα βασανιστεί ωσότου να σκαρφιστεί μια ιστορία –Θεέ μου, λυπήσου με- να σκεφτεί κάτι από μόνος του να ομολογήσει.”35

Στην νότια Γερμανία, η επικράτεια του Eichstatt ήταν το κέντρο έντονηςδίωξης μάγων και μαγισσών. Μια σειρά δικών εκτυλίχτηκε στα έτη 1617- 1637. Οι αριθμοί εκτελέσεων ήταν υψηλοί. Η τοπική ελίτ ανέλαβε την διαδικασία και χρησιμοποίησε μεθόδους όπως μυστικές ανακρίσεις και αυθαίρετη άσκηση βασανιστηρίων για να εξασφαλίσει μαρτυρίες και καταδίκες. Η υπόθεση μιας ανώνυμης γυναίκες, ετών 40, είναι ενδεικτική. Μετά από 15 μαρτυρικές καταθέσεις, το δικαστήριο πάγωσε την ανακριτική διαδικασία και προέβη σε βασανιστήρια. Προφανώς, δε είχαν ακούσει ό, τι ήθελαν να καταγράψουν για να βγει η ετυμηγορία. Μετά από 7 ομολογίες, με συμπληρωματικά στοιχεία στην κάθε νέα, οι δικαστές δεν είχαν ακόμη ικανοποιηθεί. Η δίκη της ‘Ν. Ν.’, όπως αναγράφεται στα αρχεία, διήρκησε ένα μήνα. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1637, πέθανε μετανοημένη. 36

ΙΙ. Ο Τριακονταετής πόλεμος. Οι κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές επιπτώσεις του. Πως επηρέασε η εμπειρία του πολέμου τα κυνήγια μαγισσών. Ο Τριακονταετής πόλεμος (1618-1648), ήταν ίσως το μεγαλύτερο δεινό της περιόδου. Θεωρήθηκε από τους συγχρόνους του θεία τιμωρία για τις αμαρτίες τους. Πέρα από την ζοφερότητα που περιβάλλει τον πόλεμο αυτό, ιστορικοί όπως ο H. Kamen37 και ο Josef Polisensky,38 παρουσιάζουν τις συνέπειες του πολέμου ως υπερτιμημένες. 34 Για τις δίκες του Ban de la Roche: Thurston W. Robert, ‘Μάγοι και Μάγισσες’, (μετάφραση Παπαστάμου Ιωάννα), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 200635 Για τη δίκη του Johannes Junius: Alan Charles Kors & Edward Peters (edited by), “Witchcraft in Europe, 400-1700, A Documentary History”, University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 2001, σ. 348-35336 Για τις δίκες του Eichstatt: Levack P. Brian (edition), ‘The Witchcraft Sourcebook’, Routledge New York and London, 2004, s. 198-203

28

Για την υψηλή θνησιμότητα της περιόδου, κυρίως υπεύθυνες ήταν οι επιδημικές ασθένειες που μετέδιδαν τα στρατεύματα, και ειδικότερα η εκτεταμένη επιδημία πανώλης του 1634-36. Στα χωριά υπέφεραν ακόμη περισσότερο από την στρατιωτική κατοχή, ενώ οι μεγαλύτερες καταστροφές σημειώθηκαν στα μέτωπα του πολέμου, όπως η Ρηνανία, που μετατράπηκε σε ερείπια. Κάποιες περιοχές δεν κατοικήθηκαν ξανά, για αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο. Οι κάτοικοι μετανάστευαν και οι κωμοπόλεις λεηλατούνταν, ενώ κάποιες αφανίστηκαν ολοκληρωτικά, την θέση τους πήρε το δάσος. Το Ausburg έχασε τον μισό του πληθυσμό και τα 2/3 του πλούτου του. Γενικότερα, στις γερμανόφωνες περιοχές, τα αστικά κέντρα έχασαν το 1/3 του πληθυσμού τους και η ύπαιθρος το 40%. Βέβαια, δεδομένου του κύματος μετανάστευσης που σημειώθηκε, οι αριθμοί αυτοί πιθανότατα αντιπροσωπεύουν τόσο τα άτομα που τράπηκαν σε φυγή, εγκαταλείποντας τις εστίες τους, όσο και την απώλεια σε ανθρώπινες ζωές. Η ειρήνευση όμως είχε ακριβότερο κόστος στον αγροτικό πληθυσμό. Στο ξεκίνημα του 17ου αιώνα είχε σημειωθεί μια περίοδος κρίσης για την αγροτική οικονομία. Σε συνδυασμό με την βαριά πολεμική φορολογία και την αποκατάσταση των ζημιών, πολλοί χωρικοί βρέθηκαν χρεωμένοι. Με την εκποίηση των κοινοτικών γαιών για την κάλυψη των χρεών, νέοι παράγοντες εισέρχονται στην κλειστή κοινωνία του χωριού. Η ανοικοδόμηση της υπαίθρου έγινε με την επένδυση κεφαλαίων από εμπόρους των πόλεων. Η έγγεια ιδιοκτησία συγκεντρώθηκε στα χέρια μιας μέσης ελίτ, πράγμα το οποίο ήταν μεν επωφελές για την αγροτική οικονομία, επέφερε δε κοινωνικές ανακατατάξεις και δημιούργησε έναν αριθμό ακτημόνων. Οι τελευταίοι εκμίσθωναν την εργασία τους και σύναπταν πελατειακές σχέσεις με τους γαιοκτήμονες. Σε περιπτώσεις επαναπατρισμένων προσφύγων, οι αγρότες βρέθηκαν εργάτες στην πρώην ιδιοκτησία τους. Παράλληλα, για να ξεπληρώσουν τα χρέη που απέκτησαν, από την αδυναμία τους να καταβάλλουν την πολεμική φορολογία, πουλούσαν οι ίδιοι την γη τους για πιο γρήγορο κέρδος. Η πόλωση μεταξύ πλουσίων και φτωχών στην ύπαιθρο μεγάλωσε απότομα. Εμφανίστηκε ένα αγροτικό προλεταριάτο, ενώ το σώμα των μεσαίων αγροτών εξαφανίστηκε. Ουσιαστικά, ήταν οι αστικές ελίτ που οικειοποιήθηκαν την γη των αγροτών, την συγκέντρωσαν σε μεγάλες ιδιοκτησίες και δημιουργήθηκε μια δυναμική, ιδιοκτήτρια μειοψηφία, μια ‘μέση αριστοκρατία’ της υπαίθρου. Στο εσωτερικό της η κοινότητα απειλούνταν από τις κοινωνικές εντάσεις και την απώλεια του κώδικα καλής γειτονίας. Ήταν μια αναμενόμενη κατάσταση, που προέκυψε από την γένεση αισθημάτων όπως ο φθόνος και η καχυποψία ανάμεσα στους κατοίκους των χωριών, μετά την διατάραξη της ισορροπίας των κοινωνικών τάξεων και της οικονομικής κατάστασης τους ως ένα σώμα. Όσο αφορά την επίπτωση που είχαν οι συνέπειες αυτές του Τριακονταετούς στη δίωξη των μαγισσών, τα αρχεία μας προσανατολίζουν προς μια κατεύθυνση: τόσο η έλευση του πολέμου όσο και ο τερματισμός του συνεισέφεραν στην παρακμή των κυνηγιών. Όταν οι μάχες πλησίαζαν ένα τόπο, οι κάτοικοι του γίνονταν υπερβολικά προσεκτικοί. Είχαν πλήρη επίγνωση πως έπρεπε να ενωθούν για να γλιτώσουν τις ζωές τους από τους εκδικητικούς εισβολείς. Το να κατηγορούν, να βασανίζουν και να εκτελούν ο ένας τον άλλο είχε χάσει κάθε νόημα μπροστά στην απτή, αγωνιώδη πραγματικότητα. Σίγουρα υπήρχαν πολλά χωριά όπου σημειώθηκαν δίκες κατά την

37 Kamen, Henry, “The Economic and Social Consequences of the Thirty Years War”, Past and Present, n.39, 196838 Polisensky Josef V. , “The Thirty Years War, 1618-1648”, London: New English Library, 1971

29

διάρκεια του πολέμου. Αλλά σ’ αυτές τις υποθέσεις διαφαίνονται σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τα προηγούμενα δεδομένα. Οι αρχές δεν αφήνουν την κατάσταση να ξεφύγει από τα όρια, και ο αριθμός των αλληλοσυνδεόμενων δικών είναι εξαιρετικά περιορισμένος σε σχέση με τις δίκες της εποχής του πανικού. Εμπειρογνώμονες επιστρατεύονται για να συλλέξουν, να αξιολογήσουν αποδείξεις και τεκμήρια, ώστε να παρθεί μια απόφαση, ανεξαρτήτως του λαϊκού αιτήματος. Δικαστές από τα ανώτερα δικαστήρια, αξιωματούχοι της κεντρικής κυβέρνησης, γιατροί για τις νεκροψίες, καταφθάνουν στις απομακρυσμένες επαρχίες έπειτα από αίτηση των τοπικών αρχόντων. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι θεσμοθετημένη και πλέον δεν παρεκκλίνει από την προδιαγεγραμμένη της πορεία. Με το τέλος του πολέμου άλλωστε, πολλά από τα παλαιά και μικρά γερμανικά διαμερίσματα των επαρχιών συγχωνεύθηκαν ή απορροφήθηκαν από μεγαλύτερες διοικητικές ενότητες. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι τοπικοί πρίγκιπες και άλλοι άρχοντες μπόρεσαν να αποκτήσουν μεγαλύτερη εξουσία στις επικράτειες τους. Υπήρχε πλέον η δυνατότητα να τις ελέγχουν και να παρεμβαίνουν κατά το δοκούν, χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις τους με την δυναστική αυλή για ενίσχυση πάσης φύσεως, όποτε υπήρχε ανάγκη. Ο εξορθολογισμός των δικών μαγείας έθεσε την αρχή της αντίστροφης μέτρησης για το φαινόμενο του κυνηγιού. Φυσικά υπήρχαν σποραδικά εστίες πανικού, και μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο απλός λαός, σε περίπτωση που αθωωνόταν μια μάγισσα ή ένας μάγος λόγω ελλιπών στοιχείων, θα έπαιρνε τον νόμο στα χέρια του ξανά. Αν όχι με το να φτάσει στην δολοφονία, τουλάχιστον θα εξόριζε με τον τρόπο του τον ανεπιθύμητο από την κοινότητα. Σε τελική ανάλυση, ο Τριακονταετής πόλεμος προκάλεσε αρχικά μια ύστατη έξαρση του φαινομένου, και έπειτα την μείωση της συχνότητας και της έντασης του. Εφόσον ανώτερα και κατώτερα στρώματα είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με χειροπιαστές καταστάσεις βίας, βλάβης και φόβου, επανεκτιμήθηκαν και οι βασικές αρχές του κυνηγιού των μαγισσών. Στις δίκες που σημειώθηκαν κατά την διάρκεια και μετά το πέρας του πολέμου παρατηρούμε το πόσο είχαν απομακρυνθεί οι άνθρωποι από το παραδεδομένο μοτίβο της δαιμονολογικής θεώρησης της μαγείας. Όχι τόσο στα πρακτικά – στις καταθέσεις εξακολουθούν να εμφανίζονται οι ίδιες κατηγορίες-, αλλά στο σκεπτικό των συμμετεχόντων. Διότι αν υπήρξε μια φάση του κυνηγιού των μαγισσών, κατά τον οποίο ο αγροτικός πληθυσμός στυγνά έκανε χρήση του όπλου της μαγείας για να δολοφονήσει στοχευόμενα άτομα της κοινότητας, τότε ήταν σίγουρα αυτή, μετά τον πόλεμο. Στις λίγες αυτές δίκες δεν υπάρχει πια το μοτίβο της ηλικιωμένης, ανήμπορης, φτωχής γυναίκας. Τα κίνητρα δεν βασίζονται στην αληθινή πίστη στην μαγεία, αλλά στο συμφέρον, πολιτικό, οικονομικό ή κοινωνικό. Αυτό είμαστε σε θέση να το υποθέτουμε διότι οι δικαστές, αποφασισμένοι να διαλευκάνουν τις υποθέσεις, και όχι να παραδώσουν μάγους στην πυρά, ήταν προσεχτικοί. Κατά την πρώτη ανακριτική φάση, ζητούσαν μια λίστα από τον κατηγορούμενο, που θα περιλάμβανε τα άτομα με τα οποία είχε έρθει σε αντιπαράθεση στο παρελθόν. Άντρες και γυναίκες, κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης μπορούσαν να βρεθούν ξαφνικά αντιμέτωποι με την κατηγορία για τέλεση μαγείας. III. Υποθέσεις μαγείας μετά το 1648. Δύο περιπτώσεις που συνοψίζουν τα νέα δεδομένα.

Στην Λουθηρανική νότια Γερμανία, στο χωριό Windisch- Bockenfenld τονΙούλιο του 1671 εκδικάστηκε η υπόθεση της Appolonia Glaitter. H Appolonia ήταν 56 ετών, όταν έγινε η επίσημη καταγγελία από τους γείτονες της. Απαλλάχτηκε από

30

το δικαστήριο δύο μήνες αργότερα, διότι δεν υπήρχαν αποδείξεις για τα όσα της είχαν προσάψει. Στην επικράτεια του Rothenburg, όπου ανήκε το εν λόγω χωριό, οι δίκες μαγείας ήταν ελάσσονος αυστηρότητας, αλλά μακράς διάρκειας δικαστικά επεισόδια και μόλις τρεις εκτελέσεις σημειώνονται στην πόλη την περίοδο 1500-1750. Πρόκειται για ενδημικές περιπτώσεις, κι όχι επιδημικές. Αυτό συνέβη επειδή τα κατώτερα στρώματα δεν έδειξαν μεγάλο ενθουσιασμό στο να συμμετέχουν στην δίωξη μαγισσών. Από την άλλη πλευρά η ελίτ διακατεχόταν από μεγάλη επιφυλακτικότητα στην δίωξη της μαγείας. Στην υπόθεση της Appolonia, τρεις από τους μάρτυρες χαρακτηρίστηκαν ως άτομα μελαγχολικά ή χαμηλής διανοητικότητας. Ο πάστορας της περιοχής μετέφερε στις αρχές ότι η κατηγορούμενη για πολύ καιρό είχε την φήμη της μάγισσας, παρόλο που δεν υπήρχε τίποτε το κατακριτέο στην συμπεριφορά της κατά την γνώμη του. Το μόνο της παράπτωμα ήταν η ατυχία της να παραβρίσκεται κοντά σε λεχώνες, εφόσον τις βοηθούσε στην επιλόχεια περίοδο. Μετά τον θάνατο ενός βρέφους, και σε συνδυασμό με την αστήρικτη υποψία των γειτόνων ότι η Appolonia εξασκούσε μαύρη μαγεία, ήταν φυσικό επόμενο να στραφούν εναντίον της. Όμως οι αρχές είχαν την ορθή κρίση να αναζητήσουν τεκμήρια και να συμβουλευτούν το νομικό τμήμα του πανεπιστημίου του Tubingen πριν καταλήξουν στην ετυμηγορία. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία των δικών μαγείας της πόλης που μια τέτοια συμβολή έλαβε χώρα. Η τύχη της Appolonia μετά την αθώωση της μας είναι άγνωστη. Τα όσα γνωρίζουμε όμως από την πορεία της υπόθεσης της καταδεικνύουν τον σκεπτικισμό και την επιφυλακτικότητα των επίσημων φορέων εξουσίας και δικαιοσύνης απέναντι σε τέτοια επεισόδια.39

O Thomas Robisheaux40, μας καθιστά γνωστή την τελευταία υπόθεσημαγείας που εκδικάστηκε στην επικράτεια του Langenburg. Η Anna Schmieg, γυναίκα του προσωπικού μυλωνά του πρίγκιπα Heinrich Friedrich του Hohenhole, κατηγορείται το 1672 για την δολοφονία μιας νεαρής μητέρας. Η γυναίκα αυτή ήταν παρίας, αν και ζούσε χρόνια στο χωριό Hurden. Δεν καταγόταν από εκεί, σε μικρή ηλικία εργαζόταν ως υπηρέτρια και μετά τον γάμο της αναγκαζόταν να καταφύγει στην βία προκειμένου να διαφυλάξει την τιμή του συζύγου της. Είχε επιλέξει τα σκληρά λόγια για να αντιμετωπίζει την ζήλεια και τον εξοστρακισμό των γειτόνων της. Μετά τον πόλεμο, με τις ανακατατάξεις στις κομητείες, η οικογένεια της βρέθηκε σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από οποιαδήποτε άλλη στο Hurden. Ο μισανθρωπισμός της, οι συνεχείς αντιπαραθέσεις με τους συγχωριανούς της και η συνήθεια της να καταριέται όποιον την ενοχλούσε, οδήγησαν στην δημιουργία της φήμης ότι ήταν μάγισσα. Οι χωρικοί όμως, για πολύ καιρό απέφευγαν την δικαστική επίλυση τν προβλημάτων που είχαν μαζί της. Το δικαστήριο του Langenburg ήταν το μέσο επιβολής πειθαρχίας και νόμου για την περιοχή, αποστέλλοντας εκπροσώπους του στα τοπικά δικαστήρια του Hurden. Οι κάτοικοι φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν εύκολα την δικαστική οδό, καθώς το 1670 αναστάλθηκαν οι ακροαματικές διαδικασίες λόγω της ακαταλόγιστης εισροής καταγγελιών. Από το 1668 μέχρι το 1672 σημειώθηκαν 10 κατηγορίες για τέλεση μαύρης μαγείας. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι, κατά την περίοδο της δικαστικής αδράνειας, ζυμώνονταν στο Hurden και στα γύρω χωριά οι φήμες για τις γυναίκες που εν τέλει καταγγέλθηκαν και καταδικάστηκαν σωρηδόν από το 1668 και μετά.

39 Rowlands Alison, Past and Present, “Witchcraft and Old Women in Early Modern Germany”, No 173, 2001, p. 50-8940 Robisheaux Thomas, “The Last Witch of Langenburg. Murder in a German Village”, Λονδίνο- Ν. Υόρκη, ww. Norton &Co, 2009

31

Πίσω στην υπόθεση της Anna, οι κάτοικοι αποφάσισαν να προβούν σε επίσημη καταγγελία μετά τον θάνατο της γυναίκας του Michael Fessler από δηλητηρίαση. Η Anna είχε έρθει πρόσφατα σε αντιπαράθεση με τον συγκεκριμένο άνδρα, και δεν ήταν η πρώτη φορά. Το περιβάλλον του Fessler και οι κοινωνικές του διασυνδέσεις, ενθάρρυναν την εκδήλωση της κοινότητας. Η σοβαρότητα του γεγονότος, την επέβαλλε. Οι κάτοικοι του Hurden, όπως και όλων των χωριών, είχαν μια συλλογική μνήμη άσβεστη. Την είχαν σιγήσει, την ανακαλούσαν την ώρα του κουτσομπολιού, την έφεραν πλήρως στο φως την ώρα της ανάκρισης. Μόλις η δίκη της Anna Schmieg πήρε τέτοιες διαστάσεις ώστε να κριθούν απαραίτητες οι μαρτυρίες των κατοίκων του Hurden αλλά και του Hohenhole, οι χωρικοί ένιωσαν ελεύθεροι και αρκετά ασφαλείς ώστε να αποκαλύψουν γεγονότα μιας χρονικής περιόδου είκοσι χρόνων πριν το συμβάν. Ως προς την συμπεριφορά της, η Anna είχε παρομοιαστεί πολλάκις, πριν την επίσημη κατηγορία της, με δύο από τις μάγισσες που είχαν ήδη δικαστεί και εκτελεστεί εκείνη την εποχή. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν το είχε πληροφορηθεί η ίδια. Η πρακτική του κουτσομπολιού ανάμεσα στους γείτονες ήταν πάνω απ’ όλα κρυφή, ασχέτως αν μεμονωμένα εξασκούνταν σε όλο το χωριό. Όσο η πικρία των συντοπιτών της μεγάλωνε, από την στιγμή που φοβούνταν να λύσουν τις διαφορές τους μαζί της, και όσο εκείνη προκαλούσε, το αντικείμενο συζήτησης σχετικά με το πρόσωπο της ανανεωνόταν. Η φήμη της Anna εξαπλώθηκε αναπόφευκτα και στην οικογένεια της. Αρχικά στην κόρη της, η οποία συνελήφθη εξαρχής μαζί με την μητέρα της, κι έπειτα στον άντρα της, όταν πλέον η κοινότητα φοβόταν για αντίποινα, μετά την εκτέλεση της Anna. Η κόρη της, Eva, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους γείτονες, ήταν καλόβολη, τσακωνόταν συχνά με την μητέρα της και παραπονιόταν στις έμπιστες φίλες της για το ποιόν και την συμπεριφορά της προγονού της. Ο άντρας της Anna δεν είχε ποτέ αψιμαχίες, οι διασυνδέσεις του με την πόλη και ο άβουλος χαρακτήρας του τον καθιστούσαν ακίνδυνο και οι συγχωριανοί του μάλλον ένιωθαν οίκτο, παρά φόβο γι’ αυτόν. Η κόρη απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Hurden, μετά από την απόπειρα δολοφονίας εναντίον της από τον αδερφό της, πιθανότατα για κληρονομικούς λόγους. Ο Schmieg φυλακίστηκε με την κατηγορία της μαγείας, και τον ακολούθησε ο γιός του για το επεισόδιο με την Eva. Δραπέτευσαν αμφότεροι και ακολούθησαν τον δρόμο της φυγής. Δεν υπήρχε ζωή για όποιον έφερε το όνομα Schmieg στο Hurden. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις καταθέσεις, δεν ακούστηκαν από τους χωρικούς οι λέξεις Σατανάς ή Sabbath. Προστέθηκαν αργότερα από τα διωκτικά μέσα. Ενεργή ήταν η ανάμιξη της Εκκλησίας στην όλη διαδικασία. Το θρήσκευμα της περιοχής ήταν προτεσταντικό, αν και τα θεμέλια του στην μακρινή επαρχία του Langenburg ήταν ακόμη σαθρά. Οι κάτοικοι διατηρούσαν πολλές από τις παγανιστικές τους παραδόσεις ώσπου διορίστηκε στην επικράτεια ένας επίσκοπος που επέβαλλε με σιδηρά πυγμή αλλαγές. Για την δίκη, την ανάκριση, και την συνοδεία ως την εκτέλεση της Anna, στάλθηκε ο επίσκοπος του Langenburg. Όσο αφορά τις δικαστικές μεθόδους, την λειτουργία των διασυνδέσεων μεταξύ χωριού και πόλης, την πρόοδο στην ιατροδικαστική εξέταση, η υπόθεση αυτή είναι ένας θησαυρός πορισμάτων. Επίσης αναδεικνύει την πολιτική χρησιμότητα της μαγείας ως μέσο νομιμοποίησης των δυναστικών οίκων. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι δέκα αυτές δίκες πρόσφεραν έρεισμα στους κύκλους του πρίγκιπα Friedrich, για να δημιουργήσουν θεωρίες συνωμοτικής δράσης μαγισσών. Διέρρεαν την φήμη για την ύπαρξη ενός δικτύου δράσης μαγικών δυνάμεων εναντίον του πρίγκιπα. Ο Heinrich Friedrich είχε μόλις επανατοποθετήσει τον οίκο του στην εξουσία και η θέση του

32

ήταν επισφαλής. Επιπλέον, έλαβε προσωπικά μέρος στη διαλεύκανση της υπόθεσης Schmieg. Επιστρέφοντας στην θεώρηση της δυναμικής του απλού λαού, η υπόθεση σίγουρα απορρίπτει το ‘αφήγημα της άρνησης’ που υποστήριζαν ο Keith Thomas και ο Alan Macfarlane. Όπως έδειξαν τα στοιχεία, ίσως η κατηγορούμενη ν είχε ένα προσωπικό κίνητρο για την δηλητηρίαση της Fessler. Σε συνδυασμό πάντα με την ταραγμένη ψυχολογία ενός κουρασμένου από την βαναυσότητα της ζωής ατόμου. Είχε στο ενεργητικό της και μια απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά, αν και οι συγχωριανοί της φέρονται να γνωρίζουν τα παραπάνω, δεν έδειξαν να διστάζουν όταν τους δόθηκε η ευκαιρία να την εξοντώσουν. Την είχαν ήδη απομονώσει από την κοινωνική τους ομάδα. Περιβαλλόμενοι από ένα αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης, την είχαν αναγνωρίσει ως περιθωριακό στοιχείο. Η ισχυρή της θέση και το αρνητικό πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς που πρόβαλλε, ισχυροποιούσε την στάση τους. Η Anna Schmieg ίσως ήταν δολοφόνος, ίσως ήταν ακόμη ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Ήταν όμως μια γυναίκα ενήλικη, ανεξάρτητη από την άποψη ότι περιφρονούσε τον άντρα της, δεν συμμορφωνόταν στις ανδρικές αντιλήψεις περί της γυναικείας συμπεριφοράς και έδινε δικαιώματα σχολιασμού. Η ροπή της προς το αλκοόλ, ο μη τακτικός εκκλησιασμός της, το ακατάληπτο μουρμουρητό της, οι βωμολοχίες της σχημάτιζαν μια εικόνα που προκαλούσε. Δεν είχε επιλεγεί τυχαία από τους κατοίκους του Hurden, άντρες και γυναίκες. Γιατί και οι συμμορφωμένες γυναίκες την έβλεπαν ως απειλή της ασφάλειας τους εξαιτίας του αντικομφορμισμού της. Με την πρώτη ευκαιρία λοιπόν, οι γείτονες της δεν δίστασαν να την παραδώσουν στην πυρά, εκτονώνοντας την μνησικακία τους απέναντι της, αλλά και την οδύνη τους για τον ξαφνικό θάνατο μιας νεαρής γυναίκας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σ’ ένα χωριό του 17ου αιώνα η αναγνώριση και η σήμανση μιας μάγισσας συγκροτούνταν αργά και ειδικά μέσω της διασύνδεσης της με μια άλλη μάγισσα. Η διαδικασία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και μια σειρά αντιπαραθέσεων ακολουθούμενες από ασυνήθιστη κακοτυχία, προμήθευαν τον ύποπτο. Σύνηθες φαινόμενο ήταν η εξάπλωση της φήμης της κατηγορούμενης –ή του κατηγορούμενου- στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Η κληρονομικότητα της μαγείας ανιχνεύεται περισσότερο στις γυναίκες, καθώς εκείνες διαπαιδαγωγούσαν τα παιδιά τους και τους μεταλαμπάδευαν τις γνώσεις των παραδόσεων και των εθίμων της κοινότητας, ακόμα και όταν αντιτίθεντο στις διδασκαλίες της χριστιανικής θρησκείας. Δεδομένου ότι μια φήμη είχε μακρά διάρκεια ζωής πριν εκδηλωθεί η υποψία σε επίσημη καταγγελία, ίσως εκπλήσσει το γεγονός ότι οι μη- συμμορφωμένες γυναίκες, εφόσον ήξεραν ότι κινδύνευαν από τον χαρακτηρισμό τους ως μάγισσες, δεν άλλαζαν τακτική. Αυτό συνέβαινε διότι γνώριζαν πως, αν το έκαναν, θα επιβεβαίωναν την ενοχή τους μια ώρα αρχύτερα. Άπαξ και το στερεότυπο σχηματιζόταν, κανένας λόγος υπεράσπισης δεν μπορούσε να το αναιρέσει. Μέσα από τις υποθέσεις που εξετάστηκαν, παρατηρήσαμε το πόσο σημαντική ήταν η φήμη σε μια κοινωνία που διέθετε φτωχά μέσα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, στα πλαίσια μιας κυριαρχικά προφορικής κουλτούρας. Το ακατάπαυστο καύσιμο των μαγισσών και η διάδοση των φημών που συνόδευαν τις δίκες, διαπότιζαν την νοοτροπία των χωρικών. Υποδαύλιζαν τους φόβους τους και τους επέτρεπαν να ξεσπάσουν το μίσος τους

33

απέναντι σε εχθρούς μέσα από τους κόλπους της κοινότητας τους. Αν θεωρήσουμε όμως σφαιρικά το φαινόμενο, η αύξηση σε αριθμό του κυνηγιού των μαγισσών αντανακλούσε περιόδους κρίσης. Οι κατηγορίες απευθύνονταν συνήθως ενάντια στους πολιτικά αδύναμους και στα περιθωριακά στοιχεία της κοινωνίας. Οι αδύναμοι θεωρούνταν ισχυροί επειδή υποθετικά κατείχαν ξεχωριστές ικανότητες. Ίσως γι’ αυτό και η πλειοψηφία των εκτελεσθέντων ήταν γυναίκες. Οι γυναίκες δεν είχαν άμεση πρόσβαση σε βαθμίδες εξουσίας, αλλά συχνά δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να λειτουργήσουν ως κατήγοροι, μάρτυρες ή εξεταστές κατά την ανακριτική διαδικασία. Σύμφωνα με τον Robin Briggs, κυρίαρχο χαρακτηριστικό των υποθέσεων μαγείας ήταν ο πολύ υπαρκτός φόβος του maleficium. Αυτό το δεδομένο το θεωρούμε διαρκώς σε ισχύ. Είναι όμως εμφανές ότι τα κατώτερα στρώματα δεν είχαν παραπλανηθεί πλήρως από την αριστοκρατία. Ποτέ δεν ταυτίστηκαν πλήρως με τις δαιμονολογικές θεωρίες των λογίων, αλλά σταδιακά τις αφομοίωσαν. Από τη στιγμή που η δυνατότητα χρήσης του δικαστικού συστήματος κατέστη γνωστή, η πλειοψηφία των κατηγοριών προωθήθηκαν από τα κάτω και επικεντρώνονταν σε πραγματική βλάβη που υποθετικά είχε προκληθεί από maleficium. Το στοιχείο του διαβολισμού επιβαλλόταν από τους δικαστές και τους κληρικούς στην συνέχεια. Όταν υπήρχε προηγούμενο δικών σε μια περιοχή ή στις γειτονικές της, είναι επόμενο οι χωρικοί να έχουν επίγνωση του τι ακριβώς συνέβαινε όταν κατηγορούσαν ένα άτομο για τέλεση μαγείας. Το επίπεδο των υποψιών κυμαινόταν ξεκάθαρα, απαντώντας στις ποικίλες τύχες κοινοτήτων και ατόμων, και πιθανά ενισχυμένο εκεί όπου υπήρχαν τακτικές δίκες με την συνακόλουθη τους δημοσιότητα. Με την απόδοση της κατηγορίας σε ύποπτα ή ψευδώς ύποπτα μέλη της κοινότητας, γίνεται φανερό πως εξυπηρετούνταν η επίλυση προσωπικών ή ενδοκοινοτικών διαφορών. Ταυτόχρονα με την προσαγωγή της μάγισσας στην δικαστική αίθουσα, στις καταθέσεις των μαρτύρων κάνει την εμφάνιση της μια μακρά προϊστορία για προηγούμενες πράξεις βλαπτικής μαγείας που είχε στο ενεργητικό της η κατηγορούμενη. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την αργή διαδικασία διόγκωσης της φήμης και τον βαθμό στον οποίο η ανακούφιση αναζητιόταν συνήθως σε εξωθεσμικά μέσα. Οι άνθρωποι φοβούνταν την ανταπόδοση. Ο φόβος αυτός παρακινούσε και στην φυσική επίθεση εναντίον των απαλλαγμένων από τις κατηγορίες υπόπτων. Για τους χωρικούς, οποιοδήποτε δικαστήριο πέρα από την άμεση γειτονιά φαινόταν επισφαλές, απόμακρο και αρνητικά προδιατεθειμένο. Ο Robert Muchembled αποδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στον ρόλο της ελίτ. Αδιαμφισβήτητα η συμβολή της στο φαινόμενο του κυνηγιού των μαγισσών ήταν γενεσιουργός, ουσιαστική και πανταχού παρούσα ως το τέλος. Η ίδια η αριστοκρατία όμως, αφού δημιούργησε ένα θεωρητικό μόρφωμα και συστηματοποίησε την δικαστική δίωξη του, παρέδωσε την σκυτάλη στους κινητήριους μοχλούς των επεισοδίων: στα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Οι χωρικοί έγιναν δεκτικοί στο μήνυμα της εξουσίας. Η δύναμη της φήμης, η εκμετάλλευση από μέρους τους του διωκτικού λόγου και η δίωξη μέσω της νόμιμης οδού ήταν γι’ αυτούς πρόσφορες εναλλακτικές λύσεις, αντί της –τιμωρούμενης με θανατική καταδίκη- αυτενέργεια. Όλα φαίνονται να λειτουργούν στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της υπαίθρου. Κρίσιμος ήταν και ο ρόλος της μεσαίας τάξης, οι οποίοι είχαν ωφεληθεί από τις ριζικές αλλαγές του 17ου αιώνα. Οι εκπρόσωποι της λειτουργούσαν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα σε δυνάμεις ενεργές στην ευρύτερη κοινωνία και στις όλο και πιο πολωμένες τοπικές τους κοινότητες. Πρόκειται για μικρές ομάδες αγροτο- ιδιοκτητών που έτειναν να μονοπωλούν την εξουσία στο χωριό και θεωρούνται γεφυροποιά στοιχεία ανάμεσα στην παλιά κουλτούρα και την νέα, ούσες εντεινόμενα εγγράμματες.

34

Οι καταθέσεις εναντίον των κυρίων υπόπτων φανερώνουν προσωπικές παρά κοινωνικές συγκρούσεις. Οι διώξεις κατευθύνονται σε στόχους πέρα από αυτές, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων και ίσως ενισχύοντας δομικές αλλαγές στην κοινωνία. Παρακολουθούμε όμως καθαρά την πορεία που ακολουθούν τα κίνητρα των κατήγορων, όσο αφορά την προέλευση τους: αρχικά παρακινούνται από την πίστη στην ύπαρξη μαγείας, έπειτα ο φθόνος ή αντίστοιχα ο φόβος του φθόνου (ανάλογα με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει ο κατήγορος) και τέλος οι έριδες πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως. Αν θεωρήσουμε τους εκτελεσθέντες θύματα μιας διωκτικής μανίας, ηθικοί αυτουργοί της, τρόπο τινά, δολοφονίας τους, ήταν οι άνθρωποι που τους κατήγγειλαν. Στην προκειμένη περίπτωση, οι γείτονες τους. Αυτοί που απήγγειλαν κατηγορίες ήταν συνήθως τα πιο εύπορα μέλη της κοινότητας και πολλές φορές πελάτες τοπικών αριστοκρατών. Είχαν ένα υπόβαθρο είτε οικονομικό είτε κοινωνικό –σε επίπεδο διασυνδέσεων- το οποίο τους προσέφερε την υποστήριξη της κοινότητας, όταν αποφάσιζαν να αναλάβουν ένα τέτοιο εγχείρημα. Είδαμε ότι η δίωξη των μαγισσών εμφανίζεται ως τμήμα μιας μεγάλης επέκτασης της ρυθμιστικής ποινικής δικαιοσύνης, η οποία επεδίωξε να επιβάλλει υψηλότερα πρότυπα τάξης και ευπρέπειας σε ολόκληρη την κοινωνία. Ήταν μια απόπειρα αποδυνάμωσης της απομονωτικής περιφερειακότητας, και εξάλειψης του αγροτικού εθίμου να επιλύονται οι διαφορές σε διαπροσωπική βάση με ελάχιστη δυνατή προσφυγή στα δικαστήρια. Σε συνεργασία πάντα με την Εκκλησία, η οποία συμφώνησε σιωπηρά αλλά έμπρακτα να χρησιμοποιηθεί ο Χριστιανισμός ως πολιτική ιδεολογία. Ενεργοποιούσε την πολιτική δράση και νομιμοποιούσε κυβερνήσεις, όλα αυτά στην «Εποχή της Πίστης», όπως πολύ εύστοχα χαρακτηρίζει η Christina Larner την περίοδο εκείνη. Όπως η αποστασία και η αίρεση, έτσι και η μαγεία αποτελούσε ικανοποιητικό στήριγμα στις κυβερνήσεις με θεοκρατικές τάσεις να αισθάνονται ότι η επίσημη δίωξη της ήταν επιβεβλημένη. Κοσμικά και εθνικά κράτη επεδίωξαν την νομιμοποίηση τους μέσα από τη θρησκευτική νομιμοφροσύνη και οδηγήθηκαν στο να επισημάνουν και να τιμωρήσουν τους παραβάτες της. Σίγουρα η πολιτική χροιά στο κυνήγι των μαγισσών από το 1500-1800 είναι έντονη. Σαν φαινόμενο δεν είναι καθολικά πολιτικό, αποτελεί όμως μια άποψη της διείσδυσης και διάνοιξης της αγροτικής υπαίθρου. Η μοναρχία στα μέσα του 17ου αιώνα έπρεπε να συμβιβαστεί με κάποιον τρόπο με την αριστοκρατία και την πολιτική ελίτ. Δεδομένη της απλής κοινωνικό- οικονομικής δομής των επαρχιών, μια συνεργασία αναδύθηκε ανάμεσα στις περιφέρειες και το στέμμα. Οι τοπικοί άρχοντες βασίστηκαν στα επικουρικά συμβούλια που αποστέλλονταν από το κέντρο στις κοινότητες τους. Στις απολυταρχικές χώρες ως άμεση συνέπεια της εξέλιξης της εξουσίας, σημειώθηκε μια απόπειρα μέσα από τον νομικό μηχανισμό να επικεντρωθούν και να παρακολουθούν στενότερα ολόκληρο τον πληθυσμό. Απώτερος στόχος των ηγεμόνων ήταν να εδραιώσουν ένα ενιαίο σύστημα ποινών. Πίσω από τις γενικευμένες αφηγήσεις διαβολικών συμβολαίων και μυστηριακών δυνάμεων, βρίσκουμε γείτονες να διαμάχονται για τις πηγές διαβίωσης. Τους ευπορότερους να κατηγορούν τους κοινωνικά υποδεέστερους επειδή γίνονταν εριστικοί ή μνησίκακοι. Ήταν ακριβώς η πρακτική του τοπικού κουτσομπολιού που ενδυνάμωνε τις κατηγορίες και η επέκταση του σε ευρύτερη φήμη που έδινε το έρεισμα στους δικαστές για να καταδικάζουν ανθρώπους και να τους εκτελούν. Οι αγρότες λοιπόν, ίσως δεν είχαν ενσυναίσθηση του τι επιδίωκαν οι άρχουσες τάξεις με το κυνήγι των μαγισσών, και σε ποιόν απώτερο στόχο συνεισέφεραν με την συμμετοχή τους σ’ αυτό.

35

Σίγουρα όμως είχαν πλήρη συνείδηση των πράξεων τους και επίγνωση των αποτελεσμάτων τους. Για τον άνθρωπο που θα κατηγορούσαν, υπήρχε ένας δρόμος που περιλάμβανε μια δίκη, βασανιστήρια, και μια κατάληξη: τον θάνατο. Διότι είτε καταδικαζόταν, είτε αθωωνόταν στην δικαστική αίθουσα, η κοινότητα, μέσω της επίσημης καταγγελίας, του είχε ήδη ανακοινώσει την δική της ετυμηγορία. Και το λαϊκό αίτημα δεν χαρακτηριζόταν από διαλλακτικότητα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι, ενσυναίσθηση υπήρχε, και στα ανώτερα και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Τα κίνητρα και οι επιδιώξεις των μεν και των δε σίγουρα διέφεραν. Μια σπουδαία όμως ικανότητα των κινήτρων είναι η απόκρυφη φύση τους. Η συστράτευση των δύο ομάδων λειτούργησε δυναμικά, και παρέδωσε στην ιστορία μια εποχή που σημαδεύτηκε από το πρώτο μεγάλο κυνήγι μάγων και μαγισσών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

36

1. Levack Brian, “The Witchcraft Sourcebook”, Routledge, New York & London, 2004

2. Robisheaux Thomas, “The Last Witch of Langenburg. Murder in a German Village” , Λονδίνο- Ν. Υόρκη, ww. Norton & Co, 2009

3. Stewart Pamela & Strathern Andrew, “Witchcraft, Sorcery, Rumors and Gossip”, Cambridge, CUP, 2004

4. Polisensky Josef V, “The Thirty Years War, 1618- 1648”, (translation from Czech by Robert Evans), London: New English Library, 1971

5. Moore R.I. , “The Formation of a Persecuting Society”, Oxford, Blackwell, 19906. Naphy W. & Roberts Penny (επιμ.), “Fear in Early Modern Society”, Manchester,

Manchester University Press, 19977. Munck Thomas, “Seventeenth- century Europe: state, conflict and the social

order in Europe, 1598-1700”, New York, Palgrave Macmillan, 20058. Briggs R., “Witches and Neighbours”, London, Harper Collins, 19969. Thurston Robert, “Μάγοι και Μάγισσες. Η άνοδος και η πτώση των κυνηγιών

μάγων και μαγισσών στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική”, Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήση, 2006

10. Kors Alan Ch, Edward Peters (ed.), “Witchcraft in Europe, 400-1700. A Documentary History”, University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 2001

11. Scribner R.W. , “The German Reformation”, Macmillan, London, 198612. Kamen Henry, “Πρώιμη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία”, (μετάφραση) Καλογιάννη

Ελένη, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002

ΑΡΘΡΑ

1. Rowlands A. , “Witchcraft and Old Women in Early Modern Germany”, Past and Present, No 173, 2001, p. 50-89

2. Γαγανάκης Κ. , «Λαϊκή μαγεία στην Ευρώπη, 1500-1700», www .e-class.uoa.gr 3. Gregory Annabel, “Witchcraft, politics and ‘good neighbourhood’ in early

seventeenth century Rye”, Past and Present, No133, 1991, p. 31-664. Kamen Henry, “The Social and Economic Consequences of the Thirty Years

War”, Past and Present, No 39, 19685. Holmes C. , “Women: Witnesses and Witches”, Past and Present, No 140, 1993,

p.45-786. Larner Christina, “Witchcraft and Religion, The Politics of Popular Belief”,

Oxford, Blackwell, 1984, p. 79-91, 1317. Muchembled Robert, “Satanic Myths and Cultural Reality”, Bengt Ankarloo &

Gustav Henningsen (επιμ.), ‘Early Modern European Witchcraft. Centers and Peripheries.’, Oxford, OUP, 2001, p.139-160

8. Briggs Robin, “Communities of Belief. Cultural and Social Tensions in Early Modern France”, Oxford, Clarendon Press, 1989, p. 7-65

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

37

Πρόλογος 2

Εισαγωγή 3

Κεφάλαιο 1

Ι. Η κοινότητα των ανθρώπων. 8

II. Σχέσεις γειτονίας και σχέσεις εξουσίας. Η ανάδυση μιας καταδιώκουσας κοινωνίας. 15

III. Η συμβολή της Μεταρρύθμισης. Η πολιτική χρησιμότητα της θρησκείας. 19

Κεφάλαιο 2

I. Το ‘μαγικό’ κλίμα στις γερμανόφωνες περιοχές. Υποθέσεις μαγείας πριν το 1618 και κατά την διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου. 22 ΙΙ. Ο Τριακονταετής πόλεμος. Οι κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές επιπτώσεις του. Πως επηρέασε η εμπειρία του πολέμου τα κυνήγια μαγισσών. 29

III. Υποθέσεις μαγείας μετά το 1648. Δύο περιπτώσεις που συνοψίζουν τα νέα δεδομένα. 31

Επίλογος 33

Βιβλιογραφία 37

38