Transcript
Page 1: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣΤΟΜΕΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Γρηγόρης Λάζος

Δεκέμβριος 2011

Page 2: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α. Εισαγωγή: Ορισμένες αρχικές διευκρινίσεις - Γρ. Λάζος

Β. Το οικονομικό έγκλημα1. ‘Το οικονομικό έγκλημα σήμερα: Η Ελλάδα σαν ευρωπαϊκή υπόθεση μελέτης’ - Νέστωρ Κουράκης2. Κάποιες παρατηρήσεις - Γρ. Λάζος

Γ. Το έγκλημα των ισχυρώνΕισαγωγή - Γρ. Λάζος1. ‘Τα εγκλήματα λευκού περιλαιμίου’ - Edwin Sutherland2. ‘Προς μια ενοποιημένη θεωρία για το έγκλημα λευκού περιλαιμίου’ - J. W. Coleman3. ‘Εγκλήματα οργανωτικών δομών: δύο μοντέλα εγκληματογένεσης’ - C. Needleman & M. L. Needleman4. ‘White-collar Deviance: An Emerging Perspective’ - Hagan και Simon, επιμ. Μαρ. Ζάννη

Δ. Το επιχειρηματικό έγκλημα

1. G. Slapper & S. Tombs: Eπιχειρηματικό έγκλημα – επιμ. Ηλ. Γκάτης 2. ‘Οι πολιτικές επιπτώσεις της παράνομης εξαγωγής όπλων από τις ΗΠΑ’ – G. Winlsow (μετ. Αναστ. Φουρνιώτη) 3. Πολυεθνικές επιχειρήσεις και εργασία, περιβάλλον, καταναλωτές, τεχνολογία (απόσπασμα από την εργασία της Βεν. Βαρουτάκη για την εγκληματικότητα των πολυεθνικών επιχειρήσεων στον Τρίτο Κόσμο – Μεταπτυχιακό Εγκληματολογίας, 2005)

4. Σμυρνής. Κ. ‘Τύπος και εργατικά «ατυχήματα»’, Θέσεις, τ. 90, 2005 5. L. Snider. ‘The sociology of corporate crime: An obituary’, Theoretical

Criminology, 2000, 4(2), σσ.169-206 – περιληπτική παρουσίαση

Ε. Διαφθορά και Αντιδιαφθορά 1. Γρ. Λάζος, Διαφθορά και Αντιδιαφθορά 2. J. Auyero. ‘‘Από την οπτική γωνία του πελάτη’: Πώς οι φτωχοί αντιλαμβάνονται τον πολιτικό πελατειασμό’ (μετ. Στ. Σπανοδήμου)

2

Page 3: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

A. ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ορισμένες αρχικές διευκρινίσεις

Η κατηγορία της οικονομικής εγκληματικότητας περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό υποκατηγοριών, με την κάθε μία από αυτές να περιλαμβάνει κάποιους τύπους δράσεων, σχέσεων και κοινωνικών δομών. Ο τρόπος ορισμού της έννοιας του εγκλήματος έχει αποφασιστικό ρόλο στην αποσαφήνιση του τι περιλαμβάνει η οικονομική εγκληματικότητα – ο τρόπος ορισμού του εγκλήματος γενικά όσο και του οικονομικού εγκλήματος ειδικότερα.

Σχηματικά και σε μια πρώτη προσέγγιση, το έγκλημα μπορεί να κατανοείται και να ορίζεται σε τρία διαφορετικά επίπεδα γενίκευσης.

Πρώτο, το έγκλημα μπορεί να κατανοείται ως κοινωνική ατομική συμπεριφορά (ή συνεκτικό σύνολο ατομικών συμπεριφορών, δηλαδή δράση). Ορισμοί αυτού του είδους τείνουν να αποδίδουν την έμφασή τους σε ιδιότητες όπως η ατομική βούληση, η προσωπικότητα και η ευκαιρία.1

Δεύτερο, μπορεί να κατανοείται ως κοινωνική σχέση, με την έμφαση να αποδίδεται στην κοινωνική θέση ή το ρόλο στο πλαίσιό της. Στην περίπτωση αυτήν, η προσοχή στρέφεται στη σχέση ανάμεσα σε πλέγματα θέσεων ή ρόλων και το φάσμα από προσδιορισμένες σχετικές δράσεις που επιτρέπονται στους φορείς τους ή τους υποχρεώνουν να αναλαμβάνουν.

Τρίτο, το έγκλημα μπορεί να κατανοείται και ως κοινωνιακή δομή, ως συστατικό στοιχείο των ευρύτερων κοινωνιακών δομών (οικονομίας, πολιτικής, πολιτισμού) που είναι μόνιμα ενεργό ή ενεργοποιείται όταν συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις.

Τα τρία αυτά επίπεδα γενίκευσης μπορεί να είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους όπως μπορεί να είναι και αντιτιθέμενα. Και οι τρεις εγκληματολογικές προσεγγίσεις (μικρο-, μεσο-, μακρο-) έχουν αναπτύξει μεθόδους γενίκευσης ή ειδίκευσης. Όμως, η μεθοδολογική αφετηρία έχει αποφασιστικό ρόλο, εφόσον η επαγωγή και η απαγωγή οδηγούν σε σημαντικά διαφορετικές κατανοήσεις ακόμα και του αυτού ζητήματος.

Βέβαια, είτε ως κοινωνική συμπεριφορά, είτε ως κοινωνική σχέση, είτε ως κοινωνική δομή, για να υπάρχει έγκλημα πρέπει να υπάρχει κάποιος ποινικός νόμος που ορίζει αυτή τη συμπεριφορά, σχέση ή δομή ως έγκλημα. Εφόσον δεν υπάρχει σχετικός ποινικός νόμος δεν υπάρχει και έγκλημα – έστω και αν ο όρος αποδίδεται και σε δράσεις ή ό,τι άλλο με βάση κάποιες μη ποινικές αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης που εκτιμάται ότι είναι αντικοινωνικές ή προκαλούν κοινωνική βλάβη. Περιορίζοντας την τριπλή αυτή εκδοχή στην έννοια της κοινωνικής δράσης ή πράξης, καταρχήν, δεν είναι απαραίτητο μια κοινωνική δράση να είναι αντικοινωνική ή να προκαλεί κοινωνική βλάβη για να οριστεί ως εγκληματική – δηλαδή να ανατεθεί στο ποινικό σύστημα η κατασταλτική αντιμετώπισή της. Πολλές διαδηλώσεις ή απεργίες μπορεί να απαγορευτούν και, εφόσον λάβουν χώρα, να οριστούν ως εγκληματικές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αντικοινωνικές ή κοινωνικά επιβλαβείς. Κατά δεύτερο, ούτε κάθε αντικοινωνική ή κοινωνικά επιβλαβής δράση

1 Παρεμπιπτόντως, το έγκλημα συχνά κατανοείται ως βιολογική προδιάθεση. Για παράδειγμα, (και) η Α. Μαραγκοπούλου κατανοεί το ζήτημα ως εξής: «… (Η) εγκληματικότητα δεν μπορεί ποτέ να πάψει τελείως, βρίσκεται και μέσα στο ανθρώπινο όν. Όταν ο Lombroso μίλησε για τον εγκληματία άνθρωπο, ποινολόγοι, ιδίως οι νομικιστές, δημιούργησαν μια θύελλα εναντίον του … αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι θα πέρναγαν λιγότερα από 100 χρόνια και οι ανακαλύψεις του DNA έχουν αποδείξει-επιβεβαιώσει (confirmed) ότι, πραγματικά, υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται με μια προδιάθεση στη βία και το έγκλημα. Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα∙ επιστημονικά έχουμε προοδεύσει πολύ, κοινωνικά έχουμε οπισθοδρομήσει τρομακτικά.» (Εναρκτήρια ομιλία σε συνέδριο προς τιμήν του Ιάκωβου Φαρσεδάκη, Οκτ. 2010.) Το ζήτημα αυτό δεν αφορά αμέσως το συγκεκριμένο μάθημα. Αναπτύσσεται στο μάθημα ‘Βιολογία, Τάξη και Εγκληματικότητα’ (Εαρινό εξάμηνο).

3

Page 4: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

ορίζεται ως εγκληματική. Μεγάλος αριθμός επιχειρηματικών, κυβερνητικών και γενικότερα πολιτικών δράσεων είναι καταφανώς αντικοινωνικές ή κοινωνικά επιβλαβείς αλλά δεν ορίζονται και ως εγκληματικές. Ουσιαστικά, το ποιες δράσεις ορίζονται ως εγκληματικές εξαρτάται κυρίως από το ποιο είναι το ηγεμονικό μπλοκ εξουσίας, ποιες εθνικές και διεθνείς δυνάμεις το συνθέτουν και το πως ερμηνεύει τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες ανάγκες του.

Συνθέτοντας τα τρία επίπεδα, κατά τον J. Young, αντικείμενο της εγκληματολογίας ως επιστήμης (και όχι ως κλάδου του Ποινικού Δικαίου) είναι η μελέτη των τρόπων που το ποινικό σύστημα (νομοθετικό σώμα, ειδικά υπουργεία, δικαστήριο, αστυνομία, φυλακές) δικτυώνεται στην κοινωνία με σκοπό τον εντοπισμό, ορισμό και δίωξη κάποιων δράσεων που θεωρούνται επικίνδυνες για τη συγκεκριμένη ταξική κοινωνία. Για παράδειγμα, παρά τις εξαγγελίες περί ισότητας μπροστά στο νόμο, το ποινικό σύστημα είναι συντριπτικά ταξικό: Είναι στραμμένο σχεδόν αποκλειστικά προς τις ‘κατώτερες’ τάξεις και τη μικρο-εγκληματικότητα (εγκλήματα επιβίωσης, εγκλήματα του δρόμου – αλλά και διαδηλώσεις ή συλλογικές δράσεις που απειλούν τη νομιμότητα όπως ορίζεται από το ίδιο το ποινικό σύστημα). Συγχρόνως έχει μια χλωμή, συχνά συμβολική και μόνον, παρουσία στους χώρους απασχόλησης, δράσης και ζωής της εθνικής και διεθνούς αστικής τάξης και της ανώτερης ιδιωτικής και δημόσιας υπαλληλίας – δηλαδή τους χώρους που λαβαίνουν χώρα οι σημαντικότερες αντικοινωνικές πράξεις με τις επιβλαβέστερες συνέπειες για την κοινωνία.

Επίσης καθοριστικό ρόλο στην αποσαφήνιση της έννοιας της οικονομικής εγκληματικότητας έχει και ο τρόπος ορισμού της έννοιας του οικονομικού και της οικονομίας ευρύτερα. Αρκετά συχνά, εγκληματολόγοι ξεχνούν τον αποφασιστικό ρόλο που έχει ο τρόπος ορισμού του τι είναι οικονομικό και οικονομία, αποδεχόμενοι επικρατούντες ορισμούς, που όμως κάθε άλλο παρά αυτονόητοι μπορούν να θεωρούνται. Οι νεοφιλελεύθερες, οι κεϋνσιανές και οι μαρξιστικές μέθοδοι κατανόησης της οικονομίας διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους, ορίζουν και κατανοούν διαφορετικά την οικονομία και την ευρύτερη κοινωνία.

Φυσικά, και τα διάφορα είδη εγκληματολογικής προσέγγισης μπορούν να συνδυαστούν με τις διάφορες σχολές προσέγγισης της οικονομίας (ή μάλλον, και της οικονομίας), δημιουργώντας (σχηματικά) μια σειρά από τύπους προσέγγισης του οικονομικού εγκλήματος. Για παράδειγμα, υπάρχουν αξιόλογες μικρο-εγκληματολογικές προσεγγίσεις από επιστήμονες οι οποίοι εδράζονται σε μια μαρξιστική προσέγγιση της οικονομίας στη μακροκλίμακα ή μακρο-εγκληματολογικές προσεγγίσεις από επιστήμονες που έχουν ως αφετηρία τους μιαν από τις νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις (όπως αυτή των θεσμικών οικονομικών).

Η κάθε μία από τις σχολές αυτές εδράζεται σε μια διαφορετική εικόνα της κοινωνίας (και της ιδανικής κοινωνίας) και διαθέτει ένα διαφορετικό σύστημα μεθοδολογικών εργαλείων, μια διαφορετική ορολογία και γλώσσα προσέγγισης και κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας. Συνεπώς, είναι δευτερεύον το κατά πόσον βλέπει περισσότερη ή λιγότερη οικονομική εγκληματικότητα. Το πρωτεύον είναι ότι βλέπει διαφορετική οικονομική εγκληματικότητα, διαφορετικούς παράγοντες, διαφορετικά κίνητρα και αποδίδει διαφορετικές αξιολογήσεις στον κάθε τύπο.2

Μια μερίδα εγκληματολόγων του κύριου ρεύματος τείνουν προς το να βλέπουν σαν οικονομικό έγκλημα κάθε οικονομική δράση που ορίζεται από το νόμο ως έγκλημα – και έχει υπάρξει τελεσίδικη καταδίκη της δράσης αυτής. Η συγκεκριμένη αντίληψη συχνά εκτείνεται και πέρα από το συγκεκριμένο πλαίσιο, εξετάζοντας και κάποιες ‘γκρίζες’ περιπτώσεις που θα μπορούσαν να εξετασθούν ως προς το κατά πόσον ο νομοθέτης θα

2 Συνεπώς, ένα από τα σημαντικότερα επιστημονικά ατοπήματα είναι ο εκλεκτικισμός, το ανακάτεμα θεωρημάτων και διαπιστώσεων χωρίς να λαβαίνονται υπόψη οι ποιοτικές διαφορές τους. Έτσι, μια αύξηση των φυλακίσεων ή των προσαγωγών από την αστυνομία μπορεί για έναν εγκληματολόγο μπορεί να σημαίνει και αύξηση της εγκληματικότητας ενώ για κάποιον άλλο ένταση της καταστολής. Κάποιος τρίτος μπορεί να απαιτεί και πολλά άλλα στοιχεία για να βγάλει κάποιο σχετικό συμπέρασμα.

4

Page 5: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

έπρεπε να τις ορίσει ως εγκλήματα. Συνήθως, πρόκειται για εγκληματολογικές προσεγγίσεις με νομική αφετηρία και κατάρτιση ή νομικό ενδιαφέρον – αν και μια γενίκευση αυτού του είδους είναι σαφώς λαθεμένη. Όμως, σ` ό,τι αφορά σ` αυτή την τάση θα πρέπει να διατυπωθούν δύο επισημάνσεις – μία ένσταση και μία απόδοση σημασίας – που έχουν κατατεθεί από άλλους εγκληματολόγους.

Πρώτο, ως προς την ένσταση, πρέπει να τονιστεί ότι η επιστήμη της εγκληματολογίας δεν (πρέπει να) αποτελεί δορυφόρο των νόμων και της νομικής επιστήμης (ή τεχνικής κοινωνικού ελέγχου σύμφωνα με τον Christie, τον Wacquant, τον Chambliss και πολλούς άλλους εγκληματολόγους) ή όποιας άλλης κοινωνικής επιστήμης. Μελετά πορίσματα και μεθόδους τους, και αξιοποιεί αυτά που κρίνει ότι είναι γόνιμα για το έργο της, ενώ είναι σε θέση να ορίζει τα αντικείμενά της με μερική αυτονομία, όπως και κάθε άλλη κοινωνική επιστήμη.

Συνεπώς, για την εγκληματολογία ως κοινωνική επιστήμη, το τι ορίζει ο οποιοσδήποτε νομοθέτης ως έγκλημα αποτελεί ένα από τα αντικείμενα μελέτης της μάλλον παρά αυτονόητο δεδομένο. Σε αυταρχικά καθεστώτα, νομοθέτης είναι ο δικτάτορας ή ο μονάρχης ή μια κοινωνική ελίτ (ή κοινοβουλευτική ολιγαρχία όπως αναφέρει η Σεραφετινίδου στην Πολιτική Κοινωνιολογία της). Σ` ένα τέτοιο πλαίσιο, η αποδοχή του νόμου τους ως λογικού και αυτονόητου νομιμοποιεί την εξουσία και την επιβολή τους, και συγχρόνως απορρίπτει τις αντιτιθέμενες απόψεις ή και παρανομοποιεί τους αντιφρονούντες.

Στα δημοκρατικά καθεστώτα, νομοθέτης είναι το κοινοβούλιο, που εκφράζει ένα συσχετισμό πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών δυνάμεων και τάσεων σε μιαν ειδική ιστορική στιγμή – μια συγκυρία – στην κοινωνία. Οι νόμοι του οποίους παράγει και επιβάλλει δια της πειθούς και του λόγου (ή/και δια της πυγμής και της χειραγώγησης) αποτελούν πολιτικά προϊόντα – και μια επιστήμη δεν είναι δυνατό ως επιστήμη να δέχεται πολιτικά προϊόντα ως δεδομένα, όποια και αν είναι αυτά. Εφόσον προχωρά σε μιαν εξ ορισμού αποδοχή τους, τότε αντιφάσκει ως (ή παύει να συνιστά) επιστήμη, αναλαμβάνει και άλλους ρόλους, ρόλους ιδεολογικής ή τεχνικής συνδρομής στο όποιο κατεστημένο. Όπως, μεταξύ πολλών άλλων, αναφέρει ο Δημούλης (1989), «(σ)το πεδίο της ποινικής καταστολής συναντούμε μια σειρά ‘επιστημών’ (ποινικό δίκαιο, εγκληματολογία, σωφρονιστική κλπ.) που διαπλέκονται με τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό. Οι εκπρόσωποι των ’επιστημών’ αυτών σε συνεργασία με άλλους κοινωνικούς επιστήμονες μελετούν παραμέτρους της καταστολής, εισηγούνται τις κυρίαρχες ερμηνείες για τη φύση του εγκλήματος και της ποινής, μοχθούν για τη βελτίωση του ποινικού συστήματος.» Αυτό που ο Δημούλης διατυπώνει ‘καταστροφικά’ ως άρνηση της επιστημονικότητας της εγκληματολογίας περιορίζοντάς την σε εισαγωγικά μπορεί να ειδωθεί και ‘δημιουργικά’, ως σημείο συναγερμού – ένα από τα σημεία συναγερμού – από τους εγκληματολόγους. Και βέβαια, ανάλογα σημεία συναγερμού αφορούν στο σύνολο των κοινωνικών επιστημών, ιδίως αυτών που έχουν στην πρώτη γραμμή των ενδιαφερόντων τους ζητήματα σχετικά με το σύγχρονο άνθρωπο και τη σύγχρονη κοινωνία.

Δεύτερο, ως προς την απόδοση σημασίας, δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι ο νομικός ορισμός του οικονομικού εγκλήματος, όπως και κάθε άλλου εγκλήματος, συνοδεύεται από κυρώσεις, και συνεπώς ρυθμίζει αμέσως και πρακτικά την κοινωνική ζωή. Και αυτό ισχύει είτε είναι λογικός είτε παράλογος, είτε υπηρετεί γενικά κοινωνιακά συμφέροντα είτε ειδικά συμφέροντα τάξεων, ταξικών μερίδων ή ηγεμονικών μπλοκ. Είναι γεγονός ότι ο νόμος επιβάλλει λογικά ή παράλογα, ηθικά ή ανήθικα, ορθά ή λαθεμένα, κάποιους κανόνες πράξης ή απραξίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι πρέπει να γίνεται αξιωματικά δεκτός στη σκέψη και την κρίση ως λογικός, ηθικός ή ορθός. Η επιστήμη έχει από την ίδια της την οργάνωση τη δυνατότητα – επιπλέον δε έχει και την υποχρέωση – να προσεγγίζει ένα νόμο, κάθε νόμο, ώστε να κρίνει το κατά πόσον θα εισηγηθεί βελτιώσεις του ή την εξ ολοκλήρου απόρριψή του. Και αυτό ισχύει και για ένα ολόκληρο νομικό πλέγμα, όπως για παράδειγμα το ποινικό δίκαιο ή/και το αστικό δίκαιο.

5

Page 6: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

B. Η έννοια του οικονομικού εγκλήματος

Με βάση τα όσα προηγούνται, στη συνέχεια κατατίθεται η έννοια του οικονομικού εγκλήματος στην επιχειρηματολογία που διατυπώνεται στο έργο ενός σημαντικού Έλληνα ποινικολόγου-εγκληματολόγου. Καταρχήν, παρατίθεται η μελέτη του Ν. Κουράκη με τίτλο ‘Το οικονομικό έγκλημα σήμερα: Η Ελλάδα ως περίπτωση μελέτης στην Ευρώπη’. Κι αυτό διότι παρέχει στον αναγνώστη η ευκαιρία να μελετήσει το συνολικό μεθοδολογικό και θεωρητικό εξοπλισμό ενός έγκριτου εγκληματολόγου νομικής έμφασης, σε συνδυασμό με μιαν εφαρμογή του στη σύγχρονη Ελλάδα. Η μετάφραση του κειμένου από την αγγλική αναλήφθηκε επιτυχημένα από την Δέσποινα Παγκράτη την άνοιξη του 2003.3

1. «Το οικονομικό έγκλημα σήμερα: Η Ελλάδα σαν ευρωπαϊκή υπόθεση μελέτης» - Νέστωρ Κουράκης

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Σε αυτό το άρθρο ένα φάσμα του οικονομικού εγκλήματος, κυμαινόμενο από Τελωνειακές παραβιάσεις, απάτες, υπεκφυγές φόρων, απάτες στο Χρηματιστήριο, παράνομη χρήση πνευματικής ιδιοκτησίας, ηλεκτρονικό έγκλημα και έγκλημα στο διαδίκτυο, στη μόλυνση του περιβάλλοντος, παράνομο εμπόριο προσωπικών δεδομένων, και δωροδοκία διευκρινίζεται με παραδείγματα από την Ελλάδα. Δεν είναι αναγκαίο να πούμε ότι το φαινόμενο της δωροδοκίας και του οικονομικού εγκλήματος δημιουργεί προβλήματα μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και σε υψηλότερα οικονομικά επίπεδα.

Στα προηγούμενα χρόνια, υπήρχε το συναίσθημα ότι γενικά τα εγκλήματα που διαπράττονται στην Ευρώπη και σε οποιεσδήποτε άλλες αναπτυγμένες χώρες έχουν αποκτήσει μια καθαρά οικονομική εστίαση, το κύριο επίτευγμα είναι η απόκτηση της οικονομικής ευημερίας. Ακόμα και σε περιπτώσεις που ένα έγκλημα διαπράττεται για ένα φαινομενικά αμελητέο ποσό χρημάτων, το κίνητρο θα είναι ακόμη σχηματισμένο από οικονομικές αιτίες, οποιοδήποτε είναι το οραματισμένο κέρδος, το οποίο είναι αναλογικό προς τις παρατηρούμενες προσωπικές ανάγκες του παραβάτη, καθώς επίσης και στην παρούσα κατάστασή του, όπως η κλοπή που διαπράττεται από ένα ναρκομανή με σκοπό να εξασφαλίσει τα χρήματα για τη δόση του.

Παρ’ όλα αυτά, είναι πιο συχνή η υπόθεση ότι αυτού του είδους οι εγκληματικές παραβάσεις δε στοχεύουν τόσο πολύ στην εκπλήρωση επειγουσών αναγκών κρίσιμων για την επιβίωση, αλλά περισσότερο στην επίτευξη ενός υψηλότερου επιπέδου διαβίωσης, το οποίο διαδοχικά ανταποκρίνεται στην εικόνα του οικονομικά ‘επιτυχημένου’, ένα στερεότυπο που προωθείται ισχυρά από τα μέσα ως ο επιθυμητός ‘τρόπος ζωής’ που πρέπει να ενστερνιστεί κανείς στις σύγχρονες εξελιγμένες κοινωνίες. Παρ’ όλο που αυτά τα αναπτύγματα συνδέονται με την υιοθέτηση πιο εξεζητημένων εγκληματικών μεθόδων, δεν έχουν παρεμποδίσει την ταυτόχρονη αύξηση του βίαιου εγκλήματος τα τελευταία χρόνια. Το βίαιο έγκλημα έχει πάρει μια κλίση αύξησης κέρδους (όπως η ληστεία), αντί να κατευθύνεται από την παραδοσιακή ηθική, όπως η εκδίκηση της τραυματισμένης υπόληψης.

Θα μπορούσε άνετα να ισχυριστεί κανείς ότι η γενική τάση για εξασφάλιση γρήγορου και εύκολου κέρδους είναι ευρέως διαδεδομένη σήμερα σε όλες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες, διεισδύοντας βαθιά στις πολιτιστικές παραδόσεις τους, στο βαθμό που ακόμη επηρεάζει τα είδη των εγκλημάτων που διαπράττονται. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη θεωρία του Merton, γίνεται ευδιάκριτο το γεγονός πως οι ευκαιρίες εξασφάλισης αυτού του κοινωνικά σημαντικού σκοπού γίνονται λιγότερες, επομένως η πιθανότητα των

3 Όπως και στα άλλα κείμενα που αποτελούν προϊόν προσπάθειας φοιτητών-τριών κάποιες μικρο-ατέλειες στίξης, σύνταξης και δευτερεύουσας εννοιολόγησης παραμένουν στο κείμενο.

6

Page 7: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

ενδεχόμενων εγκληματιών που μπαίνουν σε πειρασμό να χρησιμοποιήσουν ένα ευρύτερο πεδίο απαγορευμένων ή παράνομων μέσων για αυτό το σκοπό αυξάνεται. Αυτό είναι αληθές ειδικά όταν η διάπραξη του εγκλήματος προκαλεί σχετικά μικρή ζημιά σε κάθε ένα από τα ενδεχόμενα θύματα και είναι δύσκολο να εξιχνιαστεί.

Εν όψει των παραπάνω αλλά και της τάσης αύξησης της παγκοσμιοποίησης, δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι έχει γίνει μια εκρηκτική αύξηση στο οικονομικό έγκλημα στην Ευρώπη και στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες τα τελευταία χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η άποψη είναι δύσκολο να υποστηριχθεί από επιστημονική πλευρά, όπως είναι δύσκολο να προσδιορισθεί η ακριβής σημασία του όρου ‘οικονομικό έγκλημα’. [Εδώ ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσουμε εγκλήματα τα οποία έχουν μια σοβαρή επίδραση στη σωστή λειτουργία της οικονομίας ή στους σχετικούς κλάδους της.] Επιπλέον, οποιαδήποτε στοιχεία είναι διαθέσιμα από την αστυνομία, ή τα δικαστικά αρχεία, είναι συνήθως μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Πολλές υποθέσεις οικονομικού εγκλήματος ρυθμίζονται εκτός δικαστηρίου ή ποτέ δεν αποκαλύπτονται, γεγονός το οποίο συνήθως οφείλεται στην απροθυμία των θυμάτων να κάνουν νομικές ενέργειες, αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο μια πιθανή διαμάχη τους με τους οικονομικά ισχυρούς (Courakis 1998, σ.57). Επιπλέον, αντί να αντιπροσωπεύει μια αληθινή αύξηση, η ανοδική καμπύλη που παρουσιάζεται από αυτά τα είδη των εγκλημάτων μπορεί επίσης να οφείλεται στο γεγονός ότι οι νομικές αρχές έχουν δώσει προτεραιότητα στη σημασία τους και έχουν εντείνει τις νομικές τους ενέργειες.

Επιπρόσθετα, υπάρχουν νέες, πιο περίπλοκες μορφές οικονομικού εγκλήματος οι οποίες είναι δύσκολο να εξιχνιαστούν. Ακόμη και αν τέτοια εγκλήματα αποκαλύπτονται, είναι μερικές φορές δύσκολο να αποδείξει κανείς ότι είναι πράγματι παράβαση των υπαρχόντων νόμων. Σοβαρά οικονομικά εγκλήματα αυτής της φύσης αποτελούνται κυρίως από 1) οργανωμένες τελωνειακές παραβάσεις (π.χ. παράνομη ανταλλαγή καυσίμων), 2) παράνομη πληρωμή με μετρητά από επιχορηγήσεις από λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 3) διάφορες προοδευμένες μεθόδους φοροδιαφυγής, 4) εξαπάτηση των επενδυτών του Χρηματιστηρίου, 5) παράνομη χρήση πνευματικών δικαιωμάτων (π.χ. βιβλία, κασέτες, κ.λ.π.), 6) ηλεκτρονικό και έγκλημα στο διαδίκτυο, 7) παραβίαση των κανονισμών εργασίας, ‘ενέργειες αθέμιτου ανταγωνισμού’, περιβαλλοντική μόλυνση, παράνομο εμπόριο προσωπικών δεδομένων, και τέλος 8) στον πολιτικό τομέα, παράνομες συναλλαγές που σχετίζονται με ιδιαίτερα οικονομικά ενδιαφέροντα και απρέπειες που διαπράττονται στο πλαίσιο τραπεζικών συνεταιρισμών ή κρατικών οργανισμών. Πιο συγκεκριμένα, θα πάρουμε την Ελλάδα σαν ένα τυπικό παράδειγμα αυτής της εξέλιξης για να το διευκρινίσουμε.

Τελωνειακές Παραβάσεις Οι τελωνειακές παραβάσεις έχουν γίνει οι πιο κοινές εξασκήσεις οικονομικού εγκλήματος που έχουν αναφερθεί τα τελευταία χρόνια, επόμενο της κατάργησης των συνοριακών ελέγχων στη δημόσια αγορά συνόρων, που έχουν τεθεί σε εφαρμογή στην Ελλάδα από το νόμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από 1 Ιανουαρίου 1993. Υπάρχει επίσης βιομηχανική εκμετάλλευση των σύντομων και δειγματοληπτικών ελέγχων στη σωστή θέση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αρμονία με τον κανονισμό L-302/19.10.1992, 2454/93. Η παράνομη εμπορική συναλλαγή γίνεται κυρίως σε τσιγάρα, πόσιμα υγρά, φαγητό και καύσιμα. Το 1998 μόνο, το Τμήμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, γνωστό στην Ελλάδα και αναφερόμενο από δω και στο εξής ως ΣΔΟΕ δήμευσε 5.582.821 λαθραία πακέτα τσιγάρα ( βλ. ΣΔΟΕ 1999, σελ. 45). Γενικά εκτιμάται ότι το ποσοστό αυτών των τσιγάρων είναι 6% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης (το οποίο αντιπροσωπεύει ζημιά 19,1 εκατομμυρίων ευρώ από τον Εθνικό Προϋπολογισμό). Επιπρόσθετα, η πλειοψηφία τέτοιων αγαθών λαθρεμπορίου είναι απομιμήσεις με αποτέλεσμα μια αναλογική μείωση στην ποιότητα ( βλ. ΣΔΟΕ 2000, σελ12-13).

Μια παρόμοια κατάσταση μπορεί να παρατηρηθεί στο παράνομο εμπόριο αλκοόλ, το οποίο, εξ’ αιτίας του ειδικά υψηλού φόρου κατανάλωσης (8,8 ευρώ το λίτρο), είναι ο πρωταρχικός στόχος των λαθρεμπόρων, οι οποίοι χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους (π.χ. πλαστά έγγραφα που επιτρέπουν την εξαγωγή αλκοόλ σε ξένες χώρες-αλκοόλ που τελικά

7

Page 8: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

διανέμεται στην Ελλάδα, χωρίς φόρο, ως επίσης και η δημιουργία επιχειρήσεων με ‘βιτρίνα μαγαζιού’ που δηλώνουν πτώχευση πριν συλλεχθούν οι δασμοί).

Ένα πεδίο το οποίο έχει πάρει ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια είναι το εμπόριο διαφόρων προϊόντων βενζίνης και καυσίμων πλοίου. Ο κύριος λόγος αυτού του φαινομένου είναι ότι αυτό το είδος (αφορολόγητης) βενζίνης που προμηθεύεται σε πλοία ανοιχτής θαλάσσης, αλιευτικά και θαλαμηγούς που ταξιδεύουν κάτω από ξένες σημαίες, μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί σαν βενζίνη για αυτοκίνητα. Γι’ αυτό, είναι συχνή η υπόθεση ότι τα πλοία ανοιχτής θαλάσσης έχουν προμηθευτεί πλαστά έγγραφα που περιγράφουν στάσεις στα ελληνικά λιμάνια με υποτιθέμενο σκοπό τη διανομή βενζίνης, όταν στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από πλοία φαντάσματα που ποτέ δεν αγγίζουν τις ελληνικές ακτές. Η αφορολόγητη βενζίνη που αποκτιέται με αυτόν τον τρόπο (έως 70% μείωση στην αξία) περνάει στους ‘προμηθευτές΄ που έχουν την συνεργασία διαφόρων σταθμών καυσίμων. Παρόμοιες είναι οι περιπτώσεις των αλιευτικών τα οποία αποκτούν τρεις ή τέσσερις φορές τη νόμιμη ποσότητα αφορολόγητης βενζίνης για τους σκοπούς της κατανάλωσης, ή με πολυτελή πλοία τα οποία είναι καταχωρημένα κάτω από το εξωτερικό παρουσιαστικό των υπερωκεανίων. Είναι γνωστά στη γλώσσα του εμπορίου ως ‘βάρκες-υπερωκεάνια’, μια και οι ποσότητες των απαραίτητων καυσίμων θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις ενός υπερωκεανίου (βλ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 25/02/96, σελ. 70, Τύπος της Κυριακής 02/06/96, σελ. 52-53). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του είδους του εμπορίου καυσίμων μπορεί να διαπιστωθεί στην υπόθεση του 1994 η οποία αφορά τον εφοδιασμό από μια πολύ γνωστή εταιρεία πετρελαίου πέντε πλαστών αδειών εφοδιασμού σε ανοιχτά υπερωκεάνια στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ, στην πραγματικότητα καθόλου πετρέλαιο δεν προμηθευόταν. Κατά τη διάρκεια των ανοιχτών δικαστικών διαδικασιών οι κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων ήταν τρεις Τελωνειακοί υπάλληλοι, καταδικάστηκαν σε 14-18 μήνες φυλάκισης, ενώ η ζημιά του Ελληνικού Κράτους από την φοροδιαφυγή υπολογίστηκε περίπου στις 17.000 ευρώ (Ελεύθερος Τύπος 14/01/2000, σελ. 25). Μια παρόμοια υπόθεση εμπορίου καυσίμων που μπλέκει τις θαλαμηγούς που βρίσκονται κάτω από ξένες σημαίες αναφέρθηκε ανάμεσα στις χρονιές 1992-1995 και επακολούθως διεκπεραιώθηκε από το Ελληνικό Ανώτατο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 516/1998, Ποινικά Χρονικά 1998, σελ. 1098). Οι κατηγορίες εναντίον των κατηγορουμένων παραλείφθηκαν εξαιτίας της έλλειψης επαρκών στοιχείων και επίσης του γεγονότος ότι πέντε χρόνια είχαν παρέλθει από τη στιγμή που το έγκλημα ήρθε αρχικά στην προσοχή των νομικών αρχών. Αντιστρόφως, ο Άρειος Πάγος καταδίκασε δύο Έλληνες υπηκόους κατηγορούμενων για κλοπή και εμπόριο σε συνεργασία με οδηγούς φορτηγών μιας Γιουγκοσλάβικης εταιρείας, οι οποίοι, αντί να μεταφέρουν το φορτίο τους από την Ελλάδα στη Γιουγκοσλαβία, συνωμότησαν να αναλάβουν τη διαφύλαξη μεγάλων ποσοτήτων αφορολόγητου μαζούτ στις δεξαμενές τους και, διαδοχικά, τη διανομή του διαμέσου της Ελληνικής αγοράς (ΑΠ 1048/1993, Ποινικά Χρονικά 1993, σελ. 814).

Οικονομικό έγκλημα έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόμοιες είναι οι περιπτώσεις εγκλήματος που συνδέεται με οικονομική απάτη και

διαπράττεται κατά των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συχνά με τη μορφή οργανωμένου εγκλήματος. Οι παραβάτες εκμεταλλεύονται επιχορηγήσεις που δίδονται σε χώρες που εξάγουν ευρωπαϊκά προϊόντα σε μη Ευρωπαϊκές χώρες, ή εκείνες που λαμβάνουν επιχορηγήσεις που προορίζονται για την καλλιέργεια μερικών γεωργικών καλλιεργειών, σχέδια ανάπτυξης ή εκπαιδευτικά προγράμματα που εκτελούνται σε μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάποιες παράνομες ρευστοποιήσεις αυτών των επιχορηγήσεων, που συνήθως πραγματοποιούνται με νόθευση των πρωτότυπων εγγράφων, έχουν ήδη απασχολήσει τα Ελληνικά δικαστήρια, καταλήγοντας στις περισσότερες περιπτώσεις σε μηνύσεις. Σε μια παρόμοια τάση, άλλα είδη απάτης που περιλαμβάνουν απατηλή απόκτηση επιχορηγήσεων από την υποτιθέμενη διαφορά ανάμεσα στην τιμή της συλλογής του σκληρού σιτάλευρου και την τιμή διανομής στους μύλους (Συμβούλιο Α.Π., 1414/1985, Ποινικά Χρονικά 1986, σελ. 307), η απατηλή απόκτηση των κοινοτικών επιχορηγήσεων κάτω από το όνομα ‘ενίσχυση της κατανάλωσης ’, που αφορά ποσότητες

8

Page 9: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

λαδιού (Συμβούλιο Α.Π, 803/1991, Ποινικά Χρονικά 1991, σελ. 1184-βλέπε επίσης Συμβούλιο Α.Π 1568/1983, Ποινικά Χρονικά 1984, σελ. 516), όπως επίσης με την πλαστή απόκτηση επιχορηγήσεων που συλλέγονται από την υποτιθέμενη εξαγωγή Ελληνικού σιτάλευρου, από τη θάλασσα, δήθεν προορισμένα κρασί απεριτίφ μαδέιρα (Δικαστήριο Έφεσης στην Αθήνα, Συμβούλιο, 2867/1992, Ποινικά Χρονικά 1993, σελ. 1167).

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του είδους αποτελεί μια περίπτωση όπου εννέα παραγωγοί έτοιμων ενδυμάτων στην Δράμα παράνομα απέκτησαν 2.9 εκατομμύρια ευρώ, από επιχορηγήσεις που προορίζονταν για τη δημιουργία νέων εργασιών. Αυτό πραγματοποιήθηκε με απόλυση του προσωπικού τους, το οποίο επαναπροσέλαβαν κάτω από το παρουσιαστικό της πρόσφατα δημιουργημένης εταιρείας, με καινούριο όνομα! (βλέπε ΣΔΟΕ 1999, σελ. 27, Τα Νέα 19/05/1999 σελ. 51). Ένα άλλο σημαντικό είδος οικονομικού εγκλήματος που διαπράττεται εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απασχόλησε τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια καθώς και τα Ελληνικά, είναι αυτό του ακάλυπτου στην πολύ γνωστή υπόθεση του Γιουγκοσλάβικού καλαμποκιού, δηλαδή η παράνομη αποφυγή πληρωμής φόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση όταν ένα προϊόν με μη Ευρωπαϊκή προέλευση εισάγεται σε μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σ’ αυτήν την περίπτωση, οι παραβάτες παρουσίασαν ψεύτικα χαρτιά φορτίων στις Ελληνικές Τελωνειακές αρχές, ισχυριζόμενοι την προέλευση Ελληνικού φορτίου καλαμποκιού ως Γιουγκοσλάβικο. Αυτό το καλαμπόκι τελικά πουλήθηκε σε Βελγική εταιρεία, σε ένα μέλος της τότε ΕΟΚ, καταλήγοντας στην μη πληρωμή των φόρων εισαγωγής (βλέπε Α.Π 610/1994, , Ποινικά Χρονικά 1994, σελ. 749 και συλλογή των νομικών προηγουμένων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου 1989/7 σελ. 2965-2988). Παρόμοιου είδους είναι η υπόθεση του εμπόρου που κρίθηκε ένοχος δραστηριοτήτων λαθρεμπορίου και παραβίασης κανόνων που αφορούν εξωτερικό εμπόριο μετά την εισαγωγή έτοιμων ενδυμάτων με προέλευση από την Ινδία με προσποίηση ότι προέρχονται από την Αγγλία, μια χώρα μέλος της τότε ΕΟΚ. Σαν τέτοια, τα είδη είχαν μια φουσκωμένη τιμή στην αγορά σε σύγκριση με την πραγματική, με αποτέλεσμα ότι ένα χαμηλότερο επίπεδο δασμού εισαγωγής θα μπορούσε να έχει επιβληθεί (ΑΠ 211/1992, Ποινικά Χρονικά 1992, σελ. 414). Για να αντιμετωπιστούν τέτοιες περιπτώσεις οικονομικής απάτης, η Ε.Ε. δημιούργησε μια ειδική Υπηρεσία Συντονισμού, η οποία εξέδωσε το Συνεδριακό Κανονισμό 2988/18.12.1995 ‘για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΟΚ’ (ΕΟΚ δελτίο τύπου L 312/1-4) επίσης το Συνεδριακό Κανονισμό 2185/11.11.1996, (ΕΟΚ L 292/2-5), και υλοποίησε στις 26 Ιουλίου 1995 μια Συμφωνία Αρχών με παρεμφερή αντικείμενα για να υπογραφεί από τα Μέλη της Πολιτείας (C 316/49-52 στην Ελληνική έκδοση), και παρουσίασε ένα σχετικό ολοκληρωμένο πλάνο ποινικών κανόνων, το επονομαζόμενο Κύριος Νόμος των Ποινικών Κανόνων για την Προστασία των Οικονομικών Συμφερόντων της Ε.Ε. (ελληνική έκδοση από την Α.Ν. Σάκκουλας, 1999). Για περισσότερες πληροφορίες σε αυτό το πεδίο βλέπε Κουράκης (1998).

Αποφυγή και Υπεκφυγή Φόρων.Το μοντέρνο οργανωμένο έγκλημα επίσης αναζητά απατηλή κέρδος μέσω κάποιων

καινοτομικών μεθόδων αποφυγής και υπεκφυγής φορολογίας. Ενώ η κλασική προσέγγιση της φοροδιαφυγής ακόμη εστιάζει στην αποφυγή της φορολογίας εκδίδοντας ανακριβή και ελλιπή στοιχεία φόρων ή μη εκδίδοντας καθόλου φορολογικές δηλώσεις, οι πιο έμπειροι φοροφυγάδες τείνουν να ενεργούν εντός του νομικού πλαισίου, εκμεταλλευόμενοι τις ατέλειες και τα παραθυράκια παρερμηνείας του νόμου. Μια τέτοια μέθοδος είναι η ίδρυση παραθαλάσσιων εταιρειών. Εκτιμάται ότι 37.000 εταιρείες έχουν ήδη ιδρυθεί μόνο στην Κύπρο, και ο αριθμός τους αυξάνεται σταθερά, παράλληλα με άλλες χώρες οι οποίες έχουν φτάσει να αμφισβητούνται ως ‘καταφύγια φόρων’. Αυτές δεν περιλαμβάνουν μόνο τις Μπαχάμες, τα νησιά Κάιμαν και τη Βερμούδα, αλλά επίσης και Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Σουηδία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, το νησί του Ατόμου και η Σιούτα της Ισπανίας (βλέπε Παν Λιάκος ‘Καταφύγιο Φόρων’ , στο ελληνικό περιοδικό Μαξίμ, Οκτώβριος 1999, σελ. 72-77).

Σε γενικές γραμμές, αυτές οι εταιρείες μοιράζονται κάποια βασικά χαρακτηριστικά. Τα κεντρικά γραφεία τους είναι σε χώρες όπου δεν είναι ενεργά, κατά προτίμηση σε χώρες

9

Page 10: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

των οποίων ο νόμος και το σύστημα φορολογίας είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό. Ο φόρος εισοδήματος σε αυτά τα καταφύγια φόρων είναι σχετικά ασήμαντος. Όχι μόνο υπολογίζεται στα καθαρά κέρδη, αλλά επιβάλλεται και μόνο στη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα της εταιρείας. Επιπλέον, υπάρχουν μεταξύ χωρών συμφωνίες για αποφυγή της διπλής φορολογίας των παραθαλάσσιων εταιρειών. Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, οι υπεράκτιες εταιρείες χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο είτε για την αγορά ακίνητης περιουσίας και πλοίων, ή για τη διευκόλυνση εμπορικών δραστηριοτήτων όπως η δράση ως μεσάζοντες στις εισαγωγές και στην αγορά και πώληση αγαθών. Σύμφωνα με το ΣΔΟΕ 2000 (σελ. 71), οι υπεράκτιες εταιρείες παρέχουν έναν αριθμό εξαιρετικά ελκυστικών πλεονεκτημάτων στους χρήστες τους. μπορεί να είναι καταχωρημένες στο όνομα ενός μόνο μετόχου, για τον οποίο απόλυτη ανωνυμία και τραπεζική εχεμύθεια είναι εγγυημένη. Επιπλέον, δεν είναι υποκείμενες σε κανονισμούς που απαιτούν τη δήλωση της πηγής εισοδήματος κατά την αγορά αυτοκινήτων ή πλοίων. Αυτό εκτείνεται και στο εισόδημα που αποκτιέται στο εξωτερικό, για το οποίο κανένας φόρος δεν απαιτείται να πληρωθεί. Παρομοίως, η φόρος μεταβίβασης, ο φόρος κληρονομιάς, ο φόρος δωρεάς και ο φόρος γονικής παροχής δεν επιβάλλονται. Επιπροσθέτως, οι εταιρείες δεν είναι υποχρεωμένες να κρατάνε βιβλία ή να εκδίδουν σχετικά στοιχεία. Η φορολογία επιβάλλεται στο εισόδημα που απορρέει μόνο από την ακίνητη περιουσία.

Εξίσου ελκυστικό είναι το ότι οι υπεράκτιες εταιρείες επιτρέπουν τη μεταφορά κερδών από χώρες με υψηλή φορολογία σε χώρες με χαμηλή φορολογία (το Συμβούλιο των Διευθυντών μπορεί να έρχεται σε συνεδρίαση οπουδήποτε στον κόσμο), και να έχουν χαμηλά διαχειριστικά έξοδα. Καθόλου εκπληκτικά, οι υπεράκτιες εταιρείες χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο σαν ενδιάμεσοι σύνδεσμοι για την αγορά αγαθών από χώρες της Ε.Ε., έτσι ώστε ένα σημαντικό μέρος των κερδών της Ελληνικής εταιρείας εισαγωγής παραμένουν στο κεντρικό γραφείο της παραθαλάσσιας εταιρείας (η οποία είναι κάτω από τον έλεγχο της Ελληνικής εταιρείας) όπου φορολογείται με μηδαμινούς φόρους. Έτσι, αντί η Ελληνική εταιρεία να αγοράζει αγαθά απευθείας από μια εταιρεία της Ε.Ε., αγοράζει από την παραθαλάσσια εταιρεία, η οποία, εναλλακτικά, αγοράζει από την εταιρεία της Ε.Ε.. Για παράδειγμα, μια Ελληνική εταιρεία μπορεί να πουλάει αγαθά σε μια παραθαλάσσια εταιρεία, η οποία μεταπουλάει τα ίδια αγαθά σε μια ξένη εταιρεία με σημαντικό κέρδος, καταλήγοντας σε σημαντικά υψηλότερη αξία αγοράς των αγαθών. Μέρος αυτής της ‘διογκωμένης αξίας’ αποτελεί ένα πρόσθετο κέρδος για την Ελληνική εταιρεία, αφού φορολογείται πάλι με μηδαμινό φόρο. Γι’ αυτό, δεν είναι ασυνήθιστο να παρατηρηθεί μια υπερτίμηση τέτοιων αγαθών για εξαγωγή και, αντιστρόφως, μια υποτίμηση των ίδιων αγαθών για εισαγωγή. Τελικά, αυτοί που επιθυμούν την αγορά ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα είναι γνωστό ότι εκμεταλλεύονται τις προνομιούχες ιδιότητες φορολογίας των υπεράκτιων εταιρειών. Ενώ η δήλωση της εισαγωγής ξένου συναλλάγματος απαιτείται για τέτοιες διεκπεραιώσεις, η προέλευση αυτού του χρήματος σπανίως εξετάζεται.

Οι μυημένοι στις υπεράκτιες εταιρείες γνωρίζουν πως τελικά πληρώνουν λιγότερα στους φόρους από άλλους Έλληνες φορολογούμενους για ουσιαστικά παρόμοιες εμπορικές δραστηριότητες. Η προφανής ανισότητα που δημιουργεί αυτή η κατάσταση είναι μόνο μια άποψη του προβλήματος. Ένα άλλο είναι η ουσιαστική απώλεια εσόδου από φόρους για το Κράτος μέσα από τα είδη εμπορικών πράξεων και μεταφορά ιδιοκτησίας μέσω παραθαλάσσιων εταιρειών όπως υπογραμμίστηκε παραπάνω, για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι εγκληματικά στοιχεία, χρησιμοποιώντας την πρόσφατη μέθοδο συγκεκριμένα, είναι ικανοί ‘νομιμοποιήσουν΄ (ξεπλύνουν) τα παράνομα κέρδη τους από εγκληματικές δραστηριότητες όπως οπλοχρησία και εμπόριο ναρκωτικών. Γι’ αυτούς τους λόγους, πολλές χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία έχουν πάρει αυστηρά μέτρα για να χαλιναγωγήσουν τις δραστηριότητες των παραθαλάσσιων εταιρειών. Παρ’ όλα αυτά, είναι ξεκάθαρο ότι ο υπερβολικός έλεγχος μπορεί να οδηγήσει σε αντεμπρησμό. Θα υπάρξουν επενδυτές οι οποίοι δεν θα είναι κατ’ ανάγκην αναμεμιγμένοι σε εγκληματικές δραστηριότητες και οι οποίοι, βρίσκοντας την ιδέα του καταφύγιου φόρου περισσότερο ελκυστική, θα μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους από την Ελλάδα, ή άλλες παρόμοιες χώρες, προς βλάβη της εθνικής οικονομίας. Γι’ αυτό, είναι ζωτικό να βρεθεί μια ισορροπία, σε

10

Page 11: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

συνεργασία με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, δια της οποίας κατάλληλα αυστηρά μέτρα θα τεθούν σε εφαρμογή, τα οποία θα προστατέψουν τα συμφέροντα του Κράτους χωρίς να αποθαρρύνουν τους επενδυτές.

Οικονομική Απάτη στο Χρηματιστήριο.Ύπουλα σχέδια επένδυσης στο χρηματιστήριο προσθέτουν μια ακόμη διάσταση στο

μοντέρνο οικονομικό έγκλημα. Τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας μιας σημαντικής στροφής των επενδυτών προς τις κοινές μετοχές, πολλοί αναμεμιγμένοι στο χρηματιστήριο έχουν επιτυχώς εκμεταλλευτεί τις λογικές προσδοκίες του κοινού για ένα εύκολο και γρήγορο κέρδος. Στην πιο κοινή και συνηθισμένη μορφή του, ο δράστης, ο οποίος, κατά κανόνα, έχει πειστικές ικανότητες, εξασφαλίζει τη φιλία και την εμπιστοσύνη των ανυποψίαστων επενδυτών από τους οποίους παίρνει ανεξακρίβωτα ποσά χρημάτων για επένδυση στις αποκαλούμενες ‘επενδύσεις με εξαιρετική απόδοση’, οι οποίες, προσποιητά, θα διπλασιάσουν την αρχική επένδυση αρκετές φορές κατά τη διάρκεια σύντομου χρονικού διαστήματος. Σε πολλές περιπτώσεις, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες μερικών από τις 700 αποκαλούμενες ELDΕ Εταιρείες (εταιρείες λήψης και μεταβίβασης εντολών), οι οποίες έχουν ανθίσει πρόσφατα στο Ελληνικό Χρηματιστήριο. Άλλες φορές, δε διστάζει να χρησιμοποιήσει ψεύτικους εγγυητές ή πιστοποιητικά αξιοπιστίας από ευυπόληπτες φίρμες για να παρουσιάσει ένα πιο πειστικό σενάριο. Γι’ αυτό, αποκομίζοντας τα χρήματα των επενδυτών τα στέλνει σε τράπεζες του εξωτερικού ή σε υπεράκτιες εταιρείες, όπου εξαιτίας της ανωνυμίας που συνεπάγεται, είναι ανεξακρίβωτα. Ακολουθώντας συγκεκριμένες περιπτώσεις στην Κόρινθο και άλλα μέρη, αυτή η μέθοδος περιγράφεται με λεπτομέρεια σε μια αναφορά από το ΣΔΟΕ, η οποία συντέθηκε από το δημοσιογράφο Β.Γ. Λαμπρόπουλο (Το Βήμα 03/03/2000 σελ. Α20).

Μια παραλλαγή αυτών των μεθόδων είναι όταν ο δράστης πείθει ενδεχόμενους επενδυτές ότι με τη βοήθεια καθιερωμένων επενδυτών, θα αποκτήσουν ένα μεγάλο αριθμό νέων υποστηριζόμενων μετοχών και θα χαρούν προνομιούχα μεταχείριση σε ανταπόδοση για κάποια προμήθεια. Οι επενδυτές αρχικά απολαμβάνουν κάποιο κέρδος για τις χιλιάδες των μετοχών, οι οποίες έχουν, προσποιητά, αγοραστεί για λογαριασμό τους. Ούτε ελέγχουν τις παραγγελίες τους. Συμπερασματικά, τα χρήματα των επενδυτών εξαφανίζονται μαζί με το δράστη (Το Βήμα 02/03/2000 σελ. Α15). Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, παρ’ όλα αυτά, οι δράστες συλλαμβάνονται, όπως στην υπόθεση με ένα μεσίτη στην Τρίπολη (Ελεύθερος Τύπος 01/07/1997 σελ. 28, Έθνος 06/04/2000 για την υπόθεση δύο ατόμων που καταχράστηκαν περίπου 4.9 εκατομμύρια ευρώ).

Πιο ακριβείς μορφές του Χρηματιστηρίου και/ή απάτες σχετικές με το Χρηματιστήριο παρουσιάζονται σε περιπτώσεις παράνομης απόρρητων πληροφοριών, η δημιουργία των πυραμίδων και η παραποίηση μετοχών στο Χρηματιστήριο. Στην πρώτη περίπτωση, στο εμπόριο εμπιστευτικής πληροφορίας (βλέπε Άρθρο 30, Ελληνικός Νόμος 1806/1988 και Προεδρικό Διάταγμα 53/1992), οι δράστες διαπράττουν ποινικό αδίκημα όταν χρησιμοποιούν απόρρητη πληροφορία η οποία είναι μυστική εξαιτίας της θέσης τους, οι υπηρεσίες που προσφέρουν σε μια εταιρεία ή εξαιτίας του επαγγέλματός τους για προσωπικό τους κέρδος. Σύμφωνα με το νόμο, σε αυτή την περίπτωση πρέπει να δειχθεί ότι αυτή η πληροφορία μπορεί ουσιωδώς να επηρεάσει την αξία των μετοχών και ότι οι γνήσιοι επενδυτές δεν είναι μόνο απληροφόρητοι αυτού, αλλά επίσης δεν είναι σε θέση να το γνωρίζουν (δες επίσης σχετική μελέτη από τον Ν.Λίβο που ανασκοπήθηκε στο Νομικό Βήμα, 38, σελ. 45-58, Καθημερινή 16/03/1997, σελ. 51, όπου υπάρχει ένα άρθρο για την πρώτη ποινή των 4.4 περίπου εκατομμυρίων ευρώ, που επιβλήθηκε από την Επιτροπή του Χρηματιστηρίου για εμπόριο εμπιστευτικής πληροφορίας). Στη δεύτερη περίπτωση, αυτή των πυραμίδων, το σύστημα περιλαμβάνει δεκάδες ή εκατοντάδες μικρών επενδυτών, καθένας εκ των οποίων προσπαθεί να βγάλει χρήματα επιστρατεύοντας άλλους επενδυτές να συμμετέχουν στο σχέδιο. Μια τέτοια υπόθεση προκάλεσε μια ιδιαίτερη κατακραυγή στη Θεσσαλονίκη λίγο καιρό πριν, όταν χιλιάδες άνθρωποι παρέλαβαν κάρτες και φυλλάδια που υπόσχονταν γρήγορο και εύκολο κέρδος. Σύμφωνα με τις οδηγίες, όποιος παρέλαβε μια κάρτα θα έπρεπε να καταθέσει 73 ευρώ, σε μια συγκεκριμένη τράπεζα, κατόπιν του οποίου θα παραλάμβανε τρεις παρόμοιες κάρτες για να τις διανέμει σε άτομα γνωστά του.

11

Page 12: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Αυτοί οι τρεις άνθρωποι, διαδοχικά, θα επαναλάμβαναν τη διαδικασία. Ο μυητής του σχεδίου θα εισέπραττε τα χρήματα αν και μόνο όταν μια αλυσίδα 2541 ατόμων είχε συμμετάσχει μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Τελικά το ‘παιχνίδι’, το οποίο ήταν, πρακτικά, μια απάτη έμπλεξε 20,000 άτομα! (Έθνος 21/01/1997, σελ. 22, Εξουσία 23/01/1997, σελ. 23). Στην Αλβανία το μέγεθος των ‘πυραμίδων’ μεγαλεπήβολος. Προσελκυσμένοι από το τεράστιο 70% βαθμό μεριδίου, οι παίκτες έκαναν έναν εκπληκτικό αριθμό ενός εκατομμυρίου συμφωνίες ανάμεσα στο 1992 και 1997 με τον Bechbi Alimoutsa, ιδιοκτήτη της τράπεζας ‘Vefa’. Το παράδειγμα του Alimoutsa βρήκε γρήγορα μιμητές σε πολλές Αλβανικές τράπεζες, ενώ οι πυραμίδες άρχισαν να εμφανίζονται για εκείνους που δεν είχαν καθόλου αρχικό κεφάλαιο. Οι αρχικοί επενδυτές έφερναν νέους επενδυτές. Μπορούσαν τότε να πάρουν τα κέρδη τους και να φύγουν, ή να αφήσουν τα χρήματά τους στην τράπεζα αντί να αποσύρουν τις μετοχές. Λίγοι, παρ’ όλα αυτά, απέσυραν τα χρήματα τους. Η πλειοψηφία προχώρησε στο να επανεπενδύσει μέχρι που το σύστημα έδρασε ανεπιτυχώς και κατέρρευσε, με τραγικές συνέπειες. Όσο δύο δισεκατομμύρια δολάρια – 40% της Αλβανικής GNP – εξαφανίστηκε ξαφνικά (Εξουσία 18/02/1997, σελ. 7, Καθημερινή 13/07/1997, σελ. 19).

Ισοδύναμα επικίνδυνη, η τρίτη περίπτωση αφορά την παραποίηση μετοχών στο Χρηματιστήριο. Εδώ, φήμες έχουν περίπλοκα διαρρεύσει στους Χρηματιστηριακούς κύκλους για κάποια εντυπωσιακή αλλά ανεπιβεβαίωτη πληροφορία που αφορά τη μελλοντική απόδοση μιας συγκεκριμένης μετοχής. Σαν αποτέλεσμα, η ζήτηση για αυτή τη μετοχή ανεβαίνει και η αξία της αυξάνεται. Όποιος είναι συμμέτοχος σε αυτήν την παραπλάνηση κατέχει ήδη ένα μεγάλο αριθμό μετοχών, οι οποίες πουλιούνται όταν οι τιμές είναι υψηλές. Αυτή η μαζική πώληση συνήθως επηρεάζει την κατάρρευση της μετοχής, με τη συνεπακόλουθη απώλεια χρημάτων να ανήκει σε αυτούς που αρκετά αφελείς να επενδύσουν στη μετοχή και να μην πουλήσουν νωρίς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια πιθανοί επενδυτές έχουν πρόσβαση σε αυτές τις φήμες μέσω του διαδικτύου, χωρίς, φυσικά, να είναι ικανοί να διασταυρώσουν την αξιοπιστία της πληροφορίας. Έχοντας πειστεί και σε πρόβλεψη των μελλοντικών κερδών, προχωρούν δεόντως και επενδύουν (Το Βήμα 30/05/1999, σελ. Δ18-Δ19).

Στην Ελλάδα αυτό το πρόβλημα έχει απασχολήσει τους ειδικούς (βλέπε τη μελέτη του Λ. Ν. Γεωργακόπουλος και Ν. Λ. Γεωργακόπουλος που ανασκοπήθηκε στο Νομικό Βήμα, 47, σελ. 89, 1999), καθώς επίσης και τα δικαστήρια, όπως στην περίπτωση της εταιρείας ‘Λ.’. Έντεκα υπάλληλοι αυτής της εταιρείας (συμπεριλαμβανομένων των μεσιτών, των επιχειρηματιών και των μετόχων) κατηγορήθηκαν για προσπάθεια, με παράνομα μέσα, δηλαδή με εμπιστευτική πληροφορία, να αυξήσουν την τιμή των μετοχών μέσα σε τέσσερις μήνες (από το Σεπτέμβριο του 1993 έως τον Ιανουάριο του 1994). Εφόσον αυτή η αύξηση δε βασιζόταν στην οικονομική απόδοση της εταιρείας, η μετοχή κατέρρευσε. Οκτώ από αυτούς που κατηγορήθηκαν καταδικάστηκαν, ύστερα από τρίμηνη ακρόαση, σε ποινές από ένα έως δύο χρόνια – οι οποίες μπορούσαν να εξαγοραστούν – και σε οικονομικές κυρώσεις αγγίζοντας το συνολικό ποσό των 246,000 ευρώ, ένα ποσό σημαντικά μικρότερο από τις ζημιές που προκάλεσαν στους επενδυτές και/ή τα κέρδη που συγκεκριμένα άτομα μάζεψαν ( Το Βήμα 26/01/2000, σελ. Β5). Μια παρόμοια υπόθεση επί του παρόντος αναμένει εκδίκαση. Αυτή αφορά την υπόθεση της φίρμας των μεσιτών ‘Δ. Γ.’, η οποία, σύμφωνα με την αναφορά που εκδόθηκε από την Επιτροπή του Χρηματιστηρίου, υποτίθεται ότι έχει προασπίσει την τεχνητή αύξηση και την συνεπακόλουθη κατακόρυφη πτώση της τιμής των μετοχών που ανήκουν στις εταιρείες ‘Μ.’ και ‘Π.’, καταλήγοντας στην τρέχουσα κατάρρευση στις 6 Νοεμβρίου 1996, στο βαθμό των περίπου 7,6 εκατομμυρίων ευρώ ( Εξουσία 26/05/1997, σελ. 31-33, 09/11/1996, σελ. 33, Το Βήμα 10/11/1996).

Φυσικά, τέτοιες ύπουλες μέθοδοι επένδυσης στο Χρηματιστήριο χρησιμεύουν μόνο στη δυσφήμιση των λειτουργιών του Χρηματιστηρίου και μολύνουν τη φήμη του. Γι’ αυτούς τους λόγους, αυτό το είδος της οικονομικής απάτης πρέπει να αντιμετωπιστεί δραστικά, επιβάλλοντας κυρώσεις και πρόστιμα η αυστηρότητα των οποίων θα υπερακοντίσει τα ενδεχόμενα κέρδη. Από την άλλη πλευρά, είναι ξεκάθαρο ότι αυτοί που ανακατεύονται με το Χρηματιστήριο, και ειδικότερα αυτοί που ανακατεύονται με τις πιο

12

Page 13: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

ασταθείς αλλά και πιο επικερδείς επενδύσεις όπως τα οικονομικά αγαθά, είναι πολύ καλά ενήμεροι των κινδύνων που περικλείονται και δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν ‘εξαπατηθεί’. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου αυτοί που έχουν κατηγορηθεί για οικονομική απάτη αυτού του είδους κρίθηκαν αθώοι (Συμβούλιο Α.Π., 241/1990, Ποινικά Χρονικά 1990, σελ. 1024-1025, Συμβούλιο Α.Π., 323/1991, σελ. 965). Η πρώτη από αυτές τις αποφάσεις αποδέχτηκε την αιτιολογία της επίσημης δικαστικής απόφασης του εφετείου ότι ‘ο κατήγορος γνωρίζει ότι με την κερδοσκοπία στο Χρηματιστήριο με σκοπό την απολαβή σημαντικών κερδών ρίσκαρε την απώλεια των δικών του χρημάτων’. Αντιτιθέμενες απόψεις που αφορούν αυτές τις περιπτώσεις εκφράστηκαν από την Α. Ψαρούδα – Μπενάκη, Ποινικά Χρονικά 1989, σελ. 146-156 (παράλληλα με την απόφαση), και από τον Διον. Σπινέλλη, Ποινικά Χρονικά 1988, σελ. 660-669.

Εγκλήματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας.Ένα άλλο είδος οικονομικού εγκλήματος αφορά την παράνομη χρήση πνευματικού

δικαιώματος. Αυτό το πρόβλημα είναι κυρίως ορατό στην παράνομη χρήση και αναπαραγωγή του ήχου, όπως τα CD. Τέτοια προβλήματα ήταν μικρής σπουδαιότητας τη δεκαετία του 1970 όταν οι δίσκοι βινυλίου ήταν σε γενική χρήση και ήταν δύσκολο να αντιγραφούν. Αργότερα, παρ’ όλα αυτά, με την εμφάνιση των μαγνητικών ταινιών, η αντιγραφή και η διανομή της μουσικής, κυρίως των δημοφιλή τραγουδιών, έγινε μια απλή διαδικασία. Ο βαθμός στον οποίο αυτή η πρακτική έγινε τόσο ευρέως διαδεδομένη ήταν τέτοιος που το Ανώτατο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου αποφάσισε ότι εξαιτίας της έλλειψης οποιουδήποτε προηγουμένου στο νόμο, η διαδικασία των πλαστών κασετών, το πακετάρισμα και η διανομή τους σαν αυθεντικά αντίγραφα, περιλαμβάνει, ανάμεσα στα άλλα, τα αδικήματα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, και της απάτης, επίσης στο βαθμό κακουργήματος (Συμβούλιο ΑΠ 462/1983, Ποινικά Χρονικά 1983, σελ. 820 και σχετική μελέτη του Αβρ. Ι. Σταθόπουλου, Ποινικά Χρονικά 1984, σελ. 767). Το 1993, με ένα νέο νόμο για την πνευματική ιδιοκτησία, βασισμένο σε μια Κατευθυντήρια Κοινότητα (250/91), το ζήτημα ρυθμίστηκε με ένα πιο ολοκληρωμένο τρόπο ( βλέπε Άρθρο 66 Νόμου 2121/1993). Οι ποινές κακουργήματος υλοποιούνται τώρα μόνο όταν ο δράστης χρησιμοποιεί παράνομα την πνευματική ιδιοκτησία κάποιου άλλου επανειλημμένα, κατ’ επάγγελμα, ή κάτω από συνθήκες που δείχνουν ότι ο δράστης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος.

Παρ’ όλα αυτά, τα τεχνολογικά επιτεύγματα έχουν αναπτυχθεί με τέτοια ταχύτητα και σε τέτοιο βαθμό κουλτούρας που οι διατάξεις του πρόσφατου νόμου αποδεικνύονται όλο και περισσότερο ανεπαρκείς. Τα CD τώρα κυβερνούν στην αγορά μουσικής και είναι τόσο εύκολα στην αντιγραφή όσο ήταν οι κασέτες. Επιπλέον, μπορούν να αντιγραφούν σε ένα πολύ υψηλότερο βαθμό ποιότητας ήχου και αντοχής. Χιλιάδες από αυτά τα παράνομα πλαστογραφημένα CD, η πλειοψηφία των οποίων έχει κατασκευαστεί στις άλλοτε Σοσιαλιστικές χώρες, κυρίως στη Βουλγαρία, πλημμύρισαν την Ελληνική αγορά στη δεκαετία του 1990 σε τιμές έως τρεις φορές χαμηλότερες από την κανονική τιμή αγοράς. Ανάμεσα στο 1998 και στο 1999 μόνο, 174.938 πλαστογραφημένα CD δημεύθηκαν στην Αθήνα και τη γύρω περιοχή, ενώ σύμφωνα με μια αναφορά της Ένωσης των Ελληνικών εταιρειών παραγωγής δίσκων, το συνολικό άθροισμα των παράνομα διανεμόμενων CD στην Ελλάδα υπερβαίνει τα 7 εκατομμύρια ετησίως. Αυτή η τιμή αναπαριστά ένα εκπληκτικό τρίτο όλων των CD που πουλιούνται στην Ελλάδα, παράγοντας έσοδα στο ποσό περίπου των 38 εκατομμυρίων ευρώ, με την αντίστοιχη απώλεια σε φόρους για το Κράτος (Το Βήμα 27/02/2000, σελ. 14-15, Το Βήμα 15/03/2000, σελ. Α22-23).

Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα που συνδέονται με την πνευματική ιδιοκτησία, ιδιαίτερα στο πεδίο της μουσικής, έχουν γίνει ακόμα πιο έντονα τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της ανάπτυξης του διαδικτύου το οποίο προσφέρει απεριόριστο αντικείμενο για το εμπόριο μουσικών αρχείων και πληροφοριών. Οι χρήστες μπορούν να φορτώσουν στο σύστημα του ηλεκτρονικού τους υπολογιστή οποιοδήποτε μουσικό κομμάτι επιθυμούν και να το αποθηκεύσουν στους σκληρούς τους δίσκους. Η κύρια μουσική είσοδος στο διαδίκτυο είναι το δημοφιλές MP3. Με πάνω από 100,000 επισκέπτες καθημερινά, περισσότερα από 2,000,000 τραγούδια φορτώνονται στο σύστημα του καθενός κάθε μήνα από αυτή τη διεύθυνση μόνο. Αυτό το φαινόμενο προφανώς δημιουργεί ανυπολόγιστη

13

Page 14: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

ζημιά στις μουσικές εταιρείες και σε αυτούς που συλλέγουν τις πληρωμές των πνευματικών δικαιωμάτων από τη νόμιμη κυκλοφορία των CD. Για αυτούς τους λόγους, οι εταιρείες έχουν κάνει βήματα για να αντιμετωπίσουν τις απώλειές τους.

Αυτά τα πρακτικά μέτρα περιλαμβάνουν την εγκατάσταση ‘κωδικών’ μέσω των οποίων μπορεί να γίνει πρόσβαση στην πνευματική ιδιοκτησία, όπως επίσης και η εγκατάσταση ειδικών συστημάτων, τα οποία θα παρακολουθούν τις κινήσεις των χρηστών όταν προσπαθούν να ανοίξουν ή να φορτώσουν στο σύστημά τους ένα μουσικό αρχείο (Τύπος της Κυριακής 09/01/2000, σελ. 21). Επιπλέον, η Διεθνής Ομοσπονδία των Μουσικών Εταιρειών έχει κάνει διάφορες νομικές ενέργειες εναντίον των παραβατών, συμπεριλαμβανομένου ενός Έλληνα χρήστη. Αυτό που σκοπεύει να κάνει, είναι να επηρεάσει την κοινή γνώμη ότι η δημιουργία ενός πεδίου στο δίκτυο χρησιμοποιώντας τη μέθοδο συμπίεσης MP3, χωρίς να έχει κάποιος το δικαίωμα να το κάνει, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του πεδίου, ακόμη και αν είναι για προσωπική χρήση, είναι, στην πραγματικότητα, μια αξιόποινη παράβαση ( στην Ελλάδα, Νόμος 2121/1993) (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 06/02/2000, σελ. 50-51, Το Βήμα 06/01/2000, σελ. Α30). Παρά τις προσπάθειες των εταιρειών να εντοπίσουν με έρευνα και να παρεμποδίσουν αυτούς που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο παράνομα, οι χρήστες δεν αποθαρρύνονται και ξεπερνούν τα εμπόδια με σχετική ευκολία. Αυτό ήταν φανερό σε μια πρόσφατη υπόθεση όπου ένας 16χρονος που σπάει προγράμματα κατάφερε να ‘σπάσει’ 400 κωδικούς κλειδιά που προστάτευαν τα περιεχόμενα των πιο τεχνολογικά ανεπτυγμένων συστημάτων μέχρι σήμερα, δηλαδή ψηφιακούς δίσκους που περιέχουν κινηματογραφική ταινία, γνωστά ως DVD. Όχι μόνο διείσδυσε στο σύστημα, αλλά έκανε γνωστό δημόσια τον αλγόριθμο απόκρυψης που ήταν μπλεγμένος στο διαδίκτυο, και επομένως διευκόλυνε την αντιγραφή των DVD από οποιονδήποτε επιθυμούσε να το κάνει (Ελευθεροτυπία 29/09/2000, σελ. 16).

Φυσικά, αυτή η ‘πειρατεία’ των αντικειμένων που προστατεύονται από κανονισμούς για την ασφάλεια της πνευματικής ιδιοκτησίας δε βρίσκεται μόνο εντός των ορίων της μουσικής και των κινηματογραφικών ταινιών που είναι αποθηκευμένες σε DVD. Οι ταινίες, οποιοδήποτε είδος κινηματογραφικών ταινιών ή προγραμμάτων που εκπέμπονται από την τηλεόραση αποτελούν επίσης ενδεχόμενους στόχους, μαζί με διάφορα εμπορικά αντικείμενα, όπως λογισμικό ΙΤ, για παράδειγμα το πρόγραμμα ‘AutoCad’ για τεχνικά γραφεία, ρούχα, αρώματα, ρολόγια και τσιγάρα (Το Βήμα 15/03/2000, σελ. Α22-23). Έξι χρόνια πριν, ο εισαγγελέας του Ανώτατου Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου εξέδωσε μια αυστηρή εγκύκλιο (Νο 2387/26/10/1994), οι σκοποί του οποίου ήταν να επιταχύνει την δίωξη των υπευθύνων για παράνομη εκπομπή τηλεοπτικών ταινιών και να διευκολύνει την άμεση σύλληψη των κατηγορουμένων. Δεν είναι μυστικό ότι αυτά τα γεγονότα σχημάτισαν το θέμα υψηλού επιπέδου συζητήσεων ανάμεσα στους αρχηγούς της Ελλάδας και των ΗΠΑ (Καθημερινή 16/02/1997, σελ. 19, Τύπος της Κυριακής 09/01/2000, σελ. 68). Παρ’ όλα αυτά, οι συνέπειες αυτών των παραβάσεων είναι σχετικά ανώδυνες σε σύγκριση με τα οικονομικά κέρδη, και, αν κάποιος χρησιμοποιήσει τη λογική της ‘ανάλυσης κόστους – κέρδους’, δεν προσφέρουν πολλά στην αποθάρρυνση της συνέχισης τέτοιων δραστηριοτήτων. Επιπρόσθετα, το δημόσιο κοινό δεν έχει σε μεγάλη υπόληψη την ιδιοποίηση της πνευματικής περιουσίας στον ίδιο βαθμό που έχει τη ληστεία ή άλλες μορφές ιδιοκτησίας. Φαίνεται να υπάρχει μια γενική τάση να θεωρείται η πνευματική ιδιοκτησία ή ‘πληροφορία’ σαν κοινή περιουσία (σαν να ανήκει στο δημόσιο κοινό), για το κέρδος και την πρόοδο ολόκληρου του πολιτισμού. Επιπλέον βοηθούμενοι από την εκτεταμένη εξάπλωση του διαδικτύου, η πρόσβαση σε οποιοδήποτε είδος πληροφορίας έχει γίνει ένα απλό θέμα ρουτίνας. Γι’ αυτό, οποιαδήποτε εκστρατεία ή νομικά μέτρα εναντίον της ‘πειρατείας’ στο βασίλειο της πνευματικής ιδιοκτησίας περιορίζονται στο να αντιμετωπίσουν προβλήματα του μέλλοντος.

Ηλεκτρονικά Εγκλήματα και Εγκλήματα στο Διαδίκτυο Τα τεχνολογικά προοδευμένα κομπιούτερ και το διαδίκτυο βοηθάνε τους παραβάτες

με την κατάσταση των τεχνικών μέσων να διαπράξουν παραβάσεις με ελάχιστο ή καθόλου κίνδυνο ανίχνευσης και σύλληψης. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές οι παραβάσεις δημιουργούνται από το εσωτερικό μιας εταιρείας και διαπράττονται από υπαλλήλους που

14

Page 15: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

τείνουν να είναι δυσαρεστημένοι ή αναζητούν σκόπιμα το οικονομικό κέρδος. Διοχετεύουν τα μυστικά της εταιρείας στους ανταγωνιστές (ηλεκτρονική κατασκοπεία) ή προχωρούν σε εκβιασμό της εταιρείας. Συχνά, όμως, αυτοί οι παραβάτες ανήκουν στην κατηγορία των λεγόμενων ‘ατόμων που σπάνε ηλεκτρονικά προγράμματα (χάκερς)’, χρήστες δηλαδή που δουλεύουν σε διαφορετικά πεδία δράσης και κατορθώνουν να διεισδύσουν σε ηλεκτρονικά συστήματα, αποκτώντας πρόσβαση σε πληροφορίες ή μεταβάλλοντάς τες. Αρχικά, και σε πολλές περιπτώσεις επί του παρόντος, αυτοί οι ‘πειρατές’ των λογισμικών ικανοποιούνται να παρεμβαίνουν στα συστήματα για διασκέδαση, για αυτό-ικανοποίηση και/ή απλά για την πλήρη απόλαυση της επίλυσης ενός πολύ ενδιαφέροντος προβλήματος. Επιπλέον, ένα ακόμη βασικό κίνητρο ήταν, και για πολλούς είναι ακόμη, να επιβεβαιώσουν το πιστεύω τους ότι η πληροφορία στον κυβερνοχώρο θα έπρεπε να είναι ελεύθερη και ευπρόσιτη σε όλους, χωρίς λογοκρισία, ιδιοκτήτες ή δικαιώματα. Αυτή η άποψη έχει γίνει δεκτή περιστασιακά από τα Αμερικάνικα δικαστήρια (Το Βήμα 28/12/1997, σελ. 36, και από τα Ελληνικά δικαστήρια, π.χ. Αθηναϊκό Δικαστήριο Πρώτης Αγωγής, απόφαση 2439/1995, ανασκοπήθηκε στο Νομικό Βήμα, 44, σελ. 237, 1996).

Ένα τυπικό παράδειγμα αυτής της φαινομενικά ‘αφελούς’ νοημοσύνης του πιο θρυλικού Αμερικάνου χάκερ, Kevin Mitnik, ο οποίος, το 1995, κατόρθωσε να διεισδύσει στο σύστημα καυσίμων των πυραύλων της ΝΑΣΑ και έστειλε μια προειδοποίηση στο προσωπικό της ΝΑΣΑ, υποδεικνύοντας τα πιο τρωτά σημεία του δικτύου του. Παρ’ όλα αυτά, δεν πήγε μακριά έτσι ώστε να διακινδυνεύσει την ασφάλεια του συστήματος, για παράδειγμα, εκτοξεύοντας κάποιον πύραυλο. Παρ’ όλα αυτά, οι χάκερ τα τελευταία χρόνια φαίνεται να απομακρύνονται όλο και περισσότερο από το να διασκεδάζουν, εντρυφώντας σε άλλα είδη δραστηριοτήτων σχεδιασμένα είτε για να έχουν ένα άμεσο οικονομικό όφελος είτε για να προξενήσουν αδίκημα. Το πιο εντυπωσιακό ήταν η εξουδετέρωση μερικών από τα πιο διάσημα εμπορικά πεδία όπως το Amazon.com, Yahoo και CNN για μερικές ώρες στις 7-8 Φεβρουαρίου 2000. Αυτή η προσωρινή ακύρωση πρόσβασης οδήγησε σε σοβαρή οικονομική ζημιά καθώς οι πελάτες προσπαθούσαν επί ματαίω να παραγγείλουν αγαθά ή να εισχωρήσουν σε αυτό το πεδίο. Το Yahoo, για παράδειγμα, θεωρείται ότι έχασε $500.000 μέσα σε δύο ώρες. Σε αυτήν την περίπτωση, οι χάκερ πέτυχαν ‘άρνηση υπηρεσίας’ υπερφορτώνοντας τα πεδία με άχρηστα στοιχεία. Πρακτικώς, μικρά πακέτα στοιχείων που δεν αναζητούσαν συγκεκριμένη πληροφορία έφτασαν στο πεδίο, τα οποία διαδοχικά ενεργοποίησαν νέα πακέτα από πληροφορίες μέχρι που το σύστημα έγινε χιονοστιβάδα. Με αυτόν τον τρόπο, οι χάκερ εμπόδισαν τον ομαλό ροή της πληροφοριακής διαδικασίας, παραλύοντας τα πεδία (Το Βήμα 16/02/2000, σελ. Δ14-46). Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η πρόσφατη περίπτωση ενός χάκερ που κατόρθωσε να αντιγράψει δεδομένα από τις πιστωτικές κάρτες 300,000 πελατών της εταιρείας ‘CD Universe’ (μια εταιρεία που πουλάει CD στο διαδίκτυο), και διαδοχικά απείλησε να τα δημοσιοποιήσει εκτός αν μια ανταμοιβή $100,000 ήταν διαθέσιμη. Ακολουθώντας την άρνηση της εταιρείας να υποκύψει σε αυτού του είδους τον ‘κυβερνο-εκβιασμό’, ο χάκερ παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως ‘Μαξίμ από Ρωσία’, εξέδωσε τα μικρά ονόματα και τις διευθύνσεις των ιδιοκτητών των καρτών μέσω του πεδίου του την ημέρα των Χριστουγέννων, το 1999. Σαν αποτέλεσμα, χιλιάδες επισκεπτών του πεδίου του αντέγραψαν και χρησιμοποίησαν τα δεδομένα 25,000 καρτών ( Το Βήμα 12/01/2000, σελ. Α13).

Δεδομένου ότι το ηλεκτρονικό εμπόριο τα $30 δισεκατομμύρια το 1999 μόνο (Τύπος της Κυριακής 13/02/2000, σελ. 59), είναι εύκολο να εκτιμήσει κανείς το απέραντο πεδίο των εφαρμογών ανοιχτών στην εκμετάλλευση, καθώς επίσης και τη ζημιά που μπορεί να προκληθεί. Η κατάσταση γίνεται χειρότερη αν κάποιος λάβει υπόψη του τη δυσκολία καταδίωξης αυτών των χάκερ των οποίων οι λειτουργίες δεν αφήνουν ίχνη ή που ‘χτυπάνε’ χρησιμοποιώντας τον υπολογιστή κάποιου άλλου. Την ίδια στιγμή, οι εταιρείες είναι απρόθυμες να υποβάλλουν παράπονα εναντίον αυτών των χάκερ, μια και δεν επιθυμούν να φανούν τρωτές.

Η αναφορά της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Συμβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στο τέλος του 1999 (Το Βήμα 28/12/1997, σελ. 20-21) επισημαίνει συγκεκριμένους κινδύνους που προτείνονται από, και διαδοχικές

15

Page 16: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

συνεπακόλουθες παραβάσεις που διαπράττονται από, τα μέσα κακής χρήσης των υπολογιστών και του διαδικτύου. Σε πιο γενικές γραμμές, αυτές οι παραβάσεις μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με τα ακόλουθα.

- Ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Οι αφορώμενες περιοχές περιλαμβάνουν την αποκωδικοποίηση στρατιωτικών μυστικών, οδηγιών για την κατασκευή βομβών ή εκρηκτικών μηχανισμών, τη βιομηχανία φαρμάκων (για περισσότερες πληροφορίες βλέπε Bosi 1999, σελ. 229).

- Προστασία των ανηλίκων. Οι περιοχές ενδιαφέροντος περιλαμβάνουν παραπλανητικές διαφημίσεις, βία και πορνογραφία. Η πολύ γνωστή υπόθεση του Βέλγου παιδεραστή και δολοφόνου, ο οποίος, το 1997 εμπορευόταν και πορνογραφικό υλικό που έδειχνε ανηλίκους στο διαδίκτυο προκάλεσε ιδιαίτερο σοκ.

- Σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτή απειλείται από υλικό που διανέμεται στο διαδίκτυο σχεδιασμένο για να υποκινήσει φυλετικό μίσος ή άλλες μορφές διάκρισης.

- Προστασία της προσωπικής ησυχίας και ακεραιότητας. Αυτές περιλαμβάνουν την ηλεκτρονική σεξουαλική παρενόχληση και το παράνομο εμπόριο προσωπικών δεδομένων. (Στην Ελλάδα, ο Νόμος 2472/1997 προστατεύει τους πολίτες από την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων – βλέπε επίσης νόμο 2068/1992 ο οποίος επικύρωσε την σχετική Ευρωπαϊκή Συμφωνία της 28/01/1981.)

- Προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτή περιλαμβάνει περιοχές όπως η μόλυνση των λογισμικών με ιούς, από μοχθηρία, από ανταγωνισμό ή απλά για ‘πλάκα’.

- Προστασία της υπόληψης. Για παράδειγμα, από δυσφήμηση της προσωπικότητας. - Προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Αυτή αφορά το παράνομο εμπόριο εργασιών

που προστατεύονται από το δικαίωμα του δημιουργού, για παράδειγμα, στη μουσική και τη λογοτεχνία. - Ζητήματα βιομηχανικής κατασκοπείας. Οι κύριοι στόχοι εδώ είναι εταιρείες που παράγουν υψηλής τεχνολογίας αγαθά, όπως υπολογιστές, λογισμικά ή ημι-αγωγούς και φαρμακευτικά προϊόντα. - Ηλεκτρονική κλοπή πιστωτικών καρτών. Ο κίνδυνος εδώ είναι η κλοπή των προσωπικών δεδομένων των ατόμων που χρησιμοποιούν πιστωτικές κάρτες για συναλλαγές με εταιρείες μέσω ηλεκτρονικού εμπορίου. Τα στοιχεία τους μπορεί να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς εκβιασμών, ή για τη διεξαγωγή άλλων συναλλαγών με τράπεζες και εταιρείες. Το τελευταίο είναι μια από τις πιο κοινές μορφές του μοντέρνου οικονομικού εγκλήματος μέσω διαδικτύου (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 22/09/1996, 20/02/2000, σελ. 96-97, Τα Νέα 18-19/03/2000, σελ. 8). - Ηλεκτρονική κλοπή τραπεζικών κωδικών. Ένα παράδειγμα που εξυπηρετεί στην επεξήγηση αυτού του κινδύνου είναι η αξιοσημείωτη περίπτωση των Ρώσων χάκερ που κατόρθωσαν να κλέψουν τους κωδικούς των πελατών της Αμερικανικής Citibank και να μεταφέρουν $10 εκατομμύρια σε λογαριασμό του εξωτερικού. Οι Αμερικανικές αρχές τα ανακάλυψαν όλα πλην $400,000 από τα κλεμμένα χρήματα και συνέλαβαν τους δράστες, οι οποίοι τελικά εκδιώχθηκαν σύμφωνα με μια απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης (Το Βήμα 22/03/1998, σελ. Δ27-39). - Ζητήματα ηλεκτρονικής απάτης σε συναλλαγές του χρηματιστηρίου. Αυτό συνήθως λαμβάνει χώρα όταν οι επενδυτές οι οποίοι χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και πεδία δικτύου τροφοδοτούνται σκόπιμα με παραπλανητικές πληροφορίες όσον αφορά την προβλεπόμενη συμπεριφορά των μετοχών. Για παράδειγμα, μπορεί να καθοδηγηθούν στην πίστη ότι μια μετοχή θα ανέβει εξαιτίας κάποιας ευρεσιτεχνίας που η εταιρεία έχει προσποιητά εξασφαλίσει.

Όσον αφορά τις παραπάνω κατηγορίες, οι τελευταίες επτά συνδέονται άμεσα με το οικονομικό έγκλημα, ενώ οι υπόλοιπες είναι περισσότερο ενδεικτικές του πως το φανατικό ή ακόμα και διεφθαρμένο εγκληματικό μυαλό μπορεί να καταχραστεί τα τεράστια επιτεύγματα της μοντέρνας τεχνολογίας. Δεν είναι αναγκαίο να πούμε, ότι η αναζήτηση και η σύλληψη αυτών των εγκληματιών, οι οποίοι ενεργούν στον κυβερνοχώρο με ευκολία και επιτηδειότητα – ακρωτήρι που διαγράφει όλα τα ίχνη των δραστηριοτήτων τους, προσφέρει ογκώδη προβλήματα σε αυτούς που έχουν δεσμευτεί στην καταπολέμηση της

16

Page 17: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

εξάπλωσης του ηλεκτρονικού εγκλήματος. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι οργανισμοί έχουν ήδη πάρει το γάντι: το Δίκτυο της Αστυνομίας, εν πρώτοις, η οποία έχει γραφεία σε περισσότερες από 450 πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο και η οποία λειτουργεί κάτω από την καλή κηδεμονία της υπηρεσίας των ‘Ηνωμένων Πολιτειών του Διαδικτύου’ (Τα Νέα 18/5/1999, σελ. 26), καθώς επίσης και του Αμερικάνικου Εθνικού Κέντρου για την Προστασία της Υποδομής με αρχηγεία στο κτίριο του FBI στην Ουάσινγκτον. Το κύριο καθήκον της είναι η προστασία και ο έλεγχος των εισόδων στρατηγικής σημασίας στο Διαδίκτυο (Καθημερινή 07/02/2000, σελ. 29). Όπως έχει ήδη σημειωθεί, η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει πάρει επίσης πρωτοβουλίες να συντονίσει μέτρα στις Ευρωπαϊκές χώρες, με τα οποία σχετικές είναι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μπορούν να βρεθούν στις διευθύνσεις http://europa.eu.int/eur-lex/en/lif/dat97/en-497Y0306-01.html και 1999/en-399DO276.html. Την ίδια στιγμή, αρκετοί κανονισμοί υφίστανται στους νόμους κάθε χώρας, οι οποίοι δίνουν στα δικαστήρια το απαραίτητο υπόβαθρο για την ποινική καταστολή του ηλεκτρονικού εγκλήματος. Όσον αφορά την Ελλάδα, ποινικά ζητήματα που ανέρχονται από την χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών αντιμετωπίζονται δευτερευόντως με το άρθρο 4 του Νόμου 2246/1994 – όσον αφορά τις τηλεπικοινωνίες- και αρχικά με το νόμο 1805/1988 – βασισμένο σε έναν πρωτότυπο αντίστοιχο Γερμανικό και άλλους ξένους κανονισμούς – ο οποίος εισήγαγε νέα και σημαντικά εφόδια στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα. Αυτά που ενδιαφέρουν εδώ είναι τα Άρθρα 370Β και 370Γ του Ποινικού Κώδικα, οι οποίοι αφορούν την παράνομη αντιγραφή και την παράνομη διείσδυση σε συστήματα υπολογιστών, και το Άρθρο 386Α του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος ασχολείται με τη βοηθητική οικονομική απάτη στους υπολογιστές. Η ανάλυση και ερμηνεία αυτών των εφοδίων έχει ήδη γίνει σε μια σειρά ενδιαφερόντων άρθρων (π.χ. Γ. Μουζούλας, ανασκοπημένο στα Ποινικά Χρονικά, 1990, σελ. 778-784) ή σε μελέτες (Μυλωνόπουλος 1991, Βασιλάκη 1993, Κιούπης 1991). Γι’ αυτό το λόγο, εκτεταμένος σχολιασμός δεν είναι απαραίτητος εδώ.

Είναι, παρ’ όλα αυτά, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν ήδη αναμιχθεί σε σχετικές υποθέσεις και τις έχουν διεκπεραιώσει αυστηρά. Σε μια υπόθεση που αφορούσε την παράνομη αντιγραφή λογισμικών προγραμμάτων, το Συμβούλιο των Ειρηνοδικών της Πρώτης Αγωγής στη Θεσσαλονίκη (απόφαση Νο 3204/1993 ανασκοπημένο στην Υπεράσπιση, 1994, σελ. 1133), αποφάσισε ότι ο κατηγορούμενος, ένας πωλητής ηλεκτρονικών υπολογιστών, θα έπρεπε να διωχθεί δικαστικά για παραβίαση των εφοδίων για παράνομη αντιγραφή λογισμικού (Άρθρο 370Γ του Ποινικού Κώδικα), για εγκληματική πλαστογραφία και για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Είχε αναπαράγει και πουλήσει σε τρίτους έναν αριθμό προγραμμάτων με ‘συστήματα’ συμπλήρωσης ΠΡΟΠΟ (τα στοιχήματα Ελληνικού ποδοσφαίρου) και ΛΟΤΤΟ (η Ελληνική εθνική λοταρία), σαν να ήταν δικά του, ενώ είχαν δημιουργηθεί και παραχθεί από κάποιον άλλον. Σε μια άλλη περίπτωση, ένας υπάλληλος ο οποίος είχε αντιγράψει απόρρητες πληροφορίες από μια ασφαλιστική εταιρεία και έπειτα τις πούλησε σε μια ανταγωνιστική φίρμα, αντιμετώπισε επίσης δίωξη σε συμφωνία με την απόφαση του Συμβουλίου του Αθηναϊκού Δικαστηρίου Έφεσης, 217/1997, Ποινικά Χρονικά 1997, σελ. 876.

Μια επιπλέον υπόθεση εμφανίστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου που αφορούσε τον αρχηγό ταμία των λογαριασμών, ο οποίος κρίθηκε ένοχος από το Δικαστήριο της Έφεσης για εγκληματική οικονομική απάτη. Είχε, σε 28 διαφορετικές περιπτώσεις, καταθέσει χρήματα των πελατών μέσω του συστήματος της τράπεζας, αλλά είχε αλλάξει τις πραγματικές ημερομηνίες κατάθεσης σε νωρίτερες (π.χ. 01.01.1999 αντί για 19.09.1999). Με αυτόν τον τρόπο κέρδισε συνολικά 62 εκατομμύρια δραχμές από τη διαφορά στους τόκους. Το Ανώτατο Δικαστήριο, παρ’ όλα αυτά, έκρινε ότι αυτή η απόφαση του Δικαστηρίου Έφεσης είναι μετακλητή, λόγω αμφιβολιών και αντιφάσεων. Το πρόβλημα της ηλεκτρονικής απάτης υπήρξε το θέμα τουλάχιστον τριών εκδιδόμενων αποφάσεων δικαστηρίου. Στην πρώτη, οι κατηγορούμενοι γέμιζαν ημερήσιους μισθούς σε υψηλότερη τιμή από ότι πληρώνονταν στην πραγματικότητα στα συστήματα των υπολογιστών και στη συνέχεια παράνομα εξαργύρωναν τη διαφορά (ΑΠ απόφαση 1059/1995, Ποινικά Χρονικά 1996, σελ. 97, Νομικό Βήμα, 44, σελ. 504). Μια παρόμοια υπόθεση εμφανίστηκε στον Άρειο Πάγο (ΑΠ απόφαση 1277/1998, Ποινική Δικαιοσύνη

17

Page 18: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

1999, σελ. 113). Η τρίτη υπόθεση αφορούσε πλαστές προκαταβολές μετρητών από τραπεζικούς υπαλλήλους οι οποίοι είχαν εισάγει τις προκαταβολές μέσα στους υπολογιστές της τράπεζας και οι οποίοι έπειτα εξαργύρωναν τα χρήματα σε επιταγές (Πενταμελές Δικαστήριο Έφεσης, Αθήνα 678, 751/1998, Ποινική Δικαιοσύνη 1999, σελ. 817).

Άλλα Οικονομικά Εγκλήματα. Βέβαια, αυτές οι σύντομες αναφορές δεν αποτελούν εξαντλητική λίστα του

οικονομικού εγκλήματος στην Ελλάδα. Υπάρχει μια πληθώρα παρόμοιων υποθέσεων, μερικές από τις οποίες απευθείας διασυνδεδεμένοι με τις δραστηριότητες μιας εταιρείας, και μπορεί να ασκήσει αρνητική επιρροή στην εθνική οικονομία ή μπορεί να παραβιάσει τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Η μη συμμόρφωση αρκετών εταιρειών με τους όρους του Εργατικού Νόμου έχει προφανώς δημιουργήσει σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, ακόμη περισσότερα από το 1994, όταν η επάρκεια για εργατική επίβλεψη μεταφέρθηκε στις Αρχές της Νομαρχίας (για μια εξαντλητική ανάλυση, βλέπε Γαβαλάς 2000, και τη μελέτη του Μανωλεδάκη ανασκοπημένη στο Νόμος και Πολιτική, 3, σελ. 65-96, 1982). Από τότε, η προσκόλληση στο νόμιμο αριθμό των εργατικών ωρών, οι κανονισμοί που αφορούν τις υγιεινές συνθήκες εργασίας και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας, και η πληρωμή των νόμιμων μισθών έχουν υποβαθμιστεί (Ελευθεροτυπία 11/02/2000, σελ. 24, 41). Επιπλέον, οι μειωμένοι έλεγχοι στο ρόλο της αρμόδιας Επιτροπής Ανταγωνισμού (Νόμος 2296/1995, ο οποίος τροποποίησε το Νόμο 703/1977 για τον έλεγχο των μονοπωλίων, των ολιγοπωλίων και την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού) έχουν νοθεύσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό και έχουν ενθαρρύνει τη δημιουργία ΄συμφωνιών’ από παρόμοιες εταιρείες (Το Βήμα 11/04/1999, σελ. Δ11). Επιπρόσθετα, στις 9 Νοεμβρίου 1999, στην Ελληνική Επιτροπή Παράδοσης και Διαφάνειας, μια επιτροπή αποτελούμενη από MPs και κάτω από κοινοβουλευτικό έλεγχο, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού παραδέχθηκε ότι εξαιτίας της ανεπαρκούς στελέχωσης η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας τους: «είναι περιορισμένη στην εξέταση ενός ποσοστού 60% των υποθέσεων όπου οι εταιρείες έχουν συγχωνευθεί, και [...] γι’ αυτό, η εφαρμογή των κανόνων σε ζητήματα συγχώνευσης και η αδικαιολόγητη εκμετάλλευση όσον αφορά τις επικρατούσες εταιρείες παραμένει αναποτελεσματική» (Καθημερινή 14/11/1999).

Οι διατάξεις για την προστασία των εταιρειών από τον άνισο ανταγωνισμό έχουν δημιουργήσει παρόμοια προβλήματα, δεδομένου ότι οι σχετικοί νόμοι είναι απαρχαιωμένοι (κάτω από τις διατάξεις του Νόμου 146/1914), και οι προσωρινές κυρώσεις είναι αμελητέες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Άρθρο 16 του Νόμου, η ποινή για την παράνομη χρήση ή προδοσία των μυστικών από τους υπαλλήλους σε τρίτα άτομα είναι φυλάκιση έως έξι μήνες και ένα πρόστιμο περίπου 8.8 ευρώ! Αυτές οι ποινές, παρ’ όλα αυτά, σπάνια επιβάλλονται από τα ποινικά δικαστήρια (για σχόλια και νομολογία αυτού του Νόμου βλέπε π.χ. Ρόκας 1996).

Το πρόβλημα της περιβαλλοντικής μόλυνσης, το οποίο έχει γίνει όλο και περισσότερο ευδιάκριτο από τη δεκαετία του 1970, είναι μια εχθρική συνέπεια της αποτυχημένης παρακολούθησης των λειτουργιών των εταιρειών στην Ελλάδα. Ενώ είναι έξω από το αντικείμενο αυτού του άρθρου να κάνει εκτενή αναφορά σ’ αυτό το μαζικό πρόβλημα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ποινική τιμωρία που προβλέπεται από το βασικό Ελληνικό Νόμο για την προστασία του περιβάλλοντος (Νόμος 1650/1986) είναι συνήθως ανεπαρκής και μετατρέψιμη. Παρά την ύπαρξη αυτού του Νόμου, οι ενέργειες επιβολής του νόμου παρεμποδίζονται αξιοσημείωτα από το γεγονός ότι ως αυτό το σημείο του χρόνου, οι ρυθμιστικές διατάξεις, των οποίων είναι περισσότερες από 70 συνολικά, δεν έχουν ακόμη εκδοθεί. Αυτές οι διατάξεις περιλαμβάνουν αποφάσεις, ενέργειες του συμβουλίου των υπουργών, κυβερνητικές αποφάσεις και άλλους κανονισμούς, όλοι εκ των οποίων είναι απαραίτητοι για την ολοκληρωμένη εφαρμογή του Νόμου (βλέπε Παπανεόφυτου, 2000, σελ. 429). Παρ’ όλα αυτά, είναι παρήγορο το γεγονός ότι τα δικαστήρια συχνά διώκουν δικαστικά με βάση το Νόμο 743/1977, για την προστασία των θαλασσών (βλέπε π.χ. ΑΠ. απόφαση 172/1977, Ποινικά Χρονικά 1998, σελ. 36, και από την νωρίτερη νομολογία, απόφαση 733/1984, Ποινικά Χρονικά 1985, σελ. 36, για την

18

Page 19: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

μόλυνση του κόλπου Γέρας στη Μυτιλήνη, αλλά επίσης και την ανατροπή, απόφαση ΑΠ 213/1984, Ποινικά Χρονικά 1984, σελ. 787 για την μόλυνση των κόλπων της Πάτρας, βλέπε επίσης Κουράκης 1998, σελ. 296 σημείωση 80).

Επιπρόσθετα, ειδική αναφορά θα έπρεπε να γίνει εδώ για το πρόβλημα της προστασίας της προσωπικής ιδιωτικότητας και ακεραιότητας, σε σχέση με το ηλεκτρονικό έγκλημα και το παράνομο εμπόριο προσωπικών δεδομένων, όπως ενός ατόμου το ποινικό μητρώο, η οικονομική κατάσταση και το ιατρικό ιστορικό, ένα θέμα το οποίο έχει πάρει αξιοσημείωτες διαστάσεις αμφισβήτησης τελευταία. Όπως υπογράμμισε ο πρόεδρος της Ελληνικής Ανεξάρτητης Αρχής για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (Νόμος 2472/1997): «Στην εποχή μας ζούμε σε μια κοινωνία όπου ο καθένας μπορεί ηλεκτρονικά να έχει πρόσβαση στην πληροφορία οποιουδήποτε άλλου. Αν και έχουμε καταφέρει να ελέγξουμε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, τις κρατικές μας υπηρεσίες, είναι τελείως αδύνατο να ελέγξουμε ποιες εταιρείες διατηρούν βάσεις δεδομένων για αποθήκευση προσωπικών πληροφοριών και πως τις χρησιμοποιούν» (Το Βήμα 12/01/2000, σελ. Α19, Τα Νέα 15-16/05/1999, σελ. 72-73). Οι υποθέσεις είναι συνήθως σχετικές με εταιρείες που συλλέγουν και διατηρούν μεγάλες βάσεις δεδομένων που αφορούν ειδικές πληροφορίες και τις προτιμήσεις των πελατών τους. ο σκοπός εδώ είναι είτε να χρησιμοποιήσουν αυτά τα στοιχεία έτσι ώστε να προωθήσουν τα προϊόντα τους πιο αποτελεσματικά, ή να τα προμηθεύσουν- για αμοιβή ή άλλο είδος ανταλλαγής- σε άλλα ενδιαφερόμενα άτομα, όπως λίστες διευθύνσεων υποψήφιων MPs. Το ίδιο πρόβλημα υφίσταται, αν και με διαφορετικό σκοπό, σε ένα διεθνές επίπεδο, στις υπηρεσίες της εθνικής αστυνομίας να παρακολουθούν και ελέγχουν τα ιδιωτικά συστήματα επικοινωνιών, τις ηλεκτρονικές αλληλογραφίες και τα δορυφορικά τηλεφωνικά δίκτυα, χωρίς να έχουν πάρει προηγουμένως δικαστική άδεια (πλάνο Ινφοπόλ- βλέπε Ελευθεροτυπία 16/03/1999, σελ. 7-9). Με πρόσβαση σε αυτά τα στοιχεία, το εφιαλτικό σενάριο του Orwell ‘Μεγάλος Αδερφός’, μπορεί πολύ εύκολα να έχει ήδη αρχίσει, εν τούτοις ανεπαίσθητα, να γίνεται πραγματικότητα.

Διαφθορά. Ίσως η πιο σημαντική εκδήλωση του οικονομικού εγκλήματος, τουλάχιστον από την άποψη της ζημιάς στην εθνική οικονομία και της κοινωνικής ηθικής, είναι αυτή που αφορά τις παράνομες συναλλαγές των πολιτικών για υλικό ή άλλου είδους κέρδος, η οποία έχει ονομαστεί στην Ελλάδα, από το 1993, ‘διαπλεκόμενα συμφέροντα’. Με μια παρόμοια τάση, υπάρχει επίσης το πρόβλημα της διαφθοράς, όπου οι πολιτικοί ή άλλοι κρατικοί υπάλληλοι χρησιμοποιούν τη δύναμή τους με αθέμιτους τρόπους, όπως αυθαιρεσία και δωροδοκία, για προσωπικό κέρδος. Στην Ελλάδα αυτή η διαφθορά άρχισε να γίνεται πρόβλημα που διαβρώνει την δημόσια ζωή και τις δημόσιες υπηρεσίες κυρίως κατά τη δεκαετία του 1980. Σε ένα ειδικό παράρτημα του περιοδικού Επίκαιρα 02/07/1987, με τίτλο ‘Η διαφθορά στην Ελλάδα’, 100 σκάνδαλα, οικονομικές απάτες, κλοπές και άλλες παρανομίες παρουσιάστηκαν εν συντομία. Παρόμοια στοιχεία περιλαμβάνονται στο Λάμψας (1988), όπου μια παρουσίαση 200 υποθέσεων σκανδάλων ακολουθούν το παράρτημα, βλέπε επίσης Κουτσούκης 1988, σελ. 151 και σημείωση 56.

Σε αντίληψη αυτής της συζήτησης για τα ‘σκάνδαλα’ και της απαίτησης για ‘κάθαρση’ από διαφορετικές πολιτικές ομάδες, κάποιες υποθέσεις συνήρθαν σε δίκη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, κυρίως με την κατηγορία της καταστροφής της ιδιοκτησίας που σκόπευε στην πίστωση (Άρθρο 390 του Ποινικού Κώδικα). Κάποιες από αυτές τις υποθέσεις αφορούσαν κατηγορίες κακοδιαχείρισης από υψηλά ιστάμενους διοικητικούς ή μέλη του διοικητικού Συμβουλίου των Τραπεζών, όπως η Εθνική Τράπεζα (η κατηγορία αφορούσε τον συμβιβαστικό διακανονισμό του χρέους κάποιων εταιρειών, η υπόθεση είχε τελικά παραμεριστεί στα αρχεία: Νο Γ-90-1503/13/07/90 με διαταγή του Δημόσιου Κατήγορου των Αθηνών στον Αναγνωστόπουλο 1996, σελ. 61), η Τράπεζα της Κεντρικής Ελλάδας (για την χρηματοδότηση και την έκδοση γραμμάτων εγγύησης σε εύνοια μιας αναξιόπιστης σε συναλλαγές εταιρείας – απόφαση απαλλαγής από το Συμβούλιο του ΑΠ 786/1993, Ποινικά Χρονικά 1993, σελ. 544), η Τράπεζα της Κρήτης (επίσης για την έκδοση εγγυητικών γραμμάτων προς εύνοια μιας αναξιόπιστης σε συναλλαγές εταιρείας, σε αυτήν την περίπτωση η εταιρεία ‘Πυρκάλ’ – απόφαση απαλλαγής από το Συμβούλιο του

19

Page 20: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Δικαστηρίου της Έφεσης, Αθήνα, 2863/1992, Ποινικά Χρονικά 1993, σελ. 303), και η Τράπεζα Υποθήκης (κατηγορήθηκε για το μειονεκτικό διακανονισμό του χρέους της εταιρείας ‘Plepi Coast’, απόφαση απαλλαγής του Πενταμελούς Δικαστηρίου Έφεσης, Αθήνα, 633/1993, Αναγνωστόπουλος 1996, σελ. 51).

Δίκες παρόμοιου χαρακτήρα πραγματοποιήθηκαν που αφορούσαν συμβόλαια συστήματα εξοπλισμού όπως τα τζετ ‘Mirage’, όπου, σύμφωνα με τις κατηγορίες αυτά τα συστήματα είχαν βρεθεί ελαττωματικά (αθωωτική απόφαση από το Δικαστήριο Έφεσης, Αθήνα., 524/1992, Υπεράσπιση 1993, σελ. 101), για την αγορά αεροσκάφους από την Ολυμπιακή Αεροπορία, παρά το γεγονός ότι αυτά τα αεροπλάνα δε θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν κερδοφόρα στον προϋπολογισμό της εταιρείας (αθωωτική απόφαση από το Δικαστήριο Έφεσης, Αθήνα 1429/1992, Αναγνωστόπουλος 1996, σελ. 85, 88), όπως επίσης και στην υπόθεση που αφορούσε τον ΟΤΕ (Ελληνικές Τηλεπικοινωνίες) για την αγορά ψηφιακών γραμμών τηλεφώνου και κυκλωμάτων χωρίς προηγουμένως να έχει ζητηθεί χρηματική προσφορά (αθωωτική απόφαση από το Συμβούλιο του Δικαστηρίου Έφεσης, Αθήνα 2359/1992 και 597/1993, Αναγνωστόπουλος 1996, σελ. 58). Επιπλέον, ήταν η υπόθεση της βιομηχανίας εξοπλισμού Πύρκαλ, η οποία υπέστη ζημιά που υπολογίστηκε περίπου στα 7.6 εκατομμύρια ευρώ (το 1986), εξαιτίας ενός ολέθριου συμβολαίου με το Ιράκ. Η ετυμηγορία ήταν αθωωτική (Τριμελές Δικαστήριο Πρώτης Αγωγής, Αθήνα 7727/1993, Αναγνωστόπουλος 1996, σελ. 50-51, 60). Σε όλες τις παραπάνω υποθέσεις, αποφασίστηκε ότι ο κατηγορούμενος δε θα έπρεπε να παραπεμφθεί σε δίκη για τις ενέργειες κακοδιαχείρισης οι οποίες είχαν προσποιητά διαπραχθεί (η αποδοχή της δωροδοκίας και η διάπραξη ενεργειών διαφθοράς δεν ήταν καν ζήτημα), ή στην περίπτωση της παραπομπής, δε θα έπρεπε να καταδικαστούν για αυτές τις κατηγορίες. Από αυτήν την σκοπιά, δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι σύμφωνα με το Άρθρο 36, Παράγραφος 2 του Νόμου 2172/1993, η σχετική διάταξη για καταστροφή της ιδιοκτησίας που βασίζεται στην πίστωση (Άρθρο 390 του Ποινικού Κώδικα) μετά ταύτα έπεσε σε αχρηστία επίσημα, αφού από δω και στο εξής είναι απαραίτητο να αποδειχθεί άμεση πρόθεση – δόλος (‘κοινά’) και όχι απλώς πιθανή πρόθεση για την εφαρμογή του, όπως ήταν προηγουμένως η υπόθεση.

Σε κάποιο βαθμό, αυτή η ανάπτυξη είναι δικαιολογημένη, ότι ικανά διοικητικά στελέχη δεν θα έπρεπε να αποθαρρύνονται από το να αναλαμβάνουν διοικητικές ευθύνες από φόβο για τον αντίκτυπο στη νόμιμη φύση και/ή στον πολιτικό χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, η εξασθένιση της διάταξης που αφορούσε την καταστροφή ιδιοκτησίας που βασίζεται στην πίστωση προέκυψε σε μια περίοδο που πολλά ακούγονταν για τις ακατάλληλες διαδικασίες χρηματικής προσφοράς των δημοσίων έργων, όπως επίσης και για τον τρόπο με τον οποίο οι εξοπλισμοί, το υλικό για τις τηλεπικοινωνίες και όμοια εφοδιάστηκαν στο Ελληνικό Κράτος. Γι’ αυτό, η ύπαρξη ενός αυστηρού και πάνω από όλα επιβλητού Νόμου, ενισχυμένου με τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων εναντίον της διαφθοράς, έτσι ώστε τέτοιες υποθέσεις να εμποδίζονται το περισσότερο δυνατό, είναι πολύ αναγκαία (Τύπος της Κυριακής 14/11/1999, σελ. 52).

Γι’ αυτό το λόγο, το Κράτος έχει οργανώσει μια συνολική προσπάθεια σε διάφορα επίπεδα για να μαχηθεί την εξάπλωση του οικονομικού εγκλήματος στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Ένα προκαταρκτικό βήμα ήταν η ίδρυση ενός Τμήματος για τη Δίωξη του Οικονομικού Εγκλήματος (1985) κάτω από τη Διεύθυνση Ασφαλείας της Αττικής. Με το προσωπικό του των 55 ατόμων, έχει ήδη αντιμετωπίσει σοβαρά εγκλήματα, κυρίως υποθέσεις πλαστογραφίας, οικονομικής απάτης, τελωνειακές παραβάσεις και παραβάσεις εναντίον της πνευματικής ιδιοκτησίας (για πιο λεπτομερή περιγραφή των ενεργειών αυτού του τμήματος βλέπε Το Βήμα 10/03/2000, σελ. Α22-Α23). Άλλο επίτευγμα ήταν η υλοποίηση του 1450 δυνατού Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ), κάτω από την καλή κηδεμονία του Υπουργείου Οικονομικών το 1997. Αυτή η υπηρεσία ιδρύθηκε κάτω από το Νόμο 2343/1995 (Άρθρο 4, βλέπε επίσης τον οργανισμό ΣΔΟΕ Προεδρικό Διάταγμα 218/1996, Κανονισμός Λειτουργίας στο Προεδρικό Διάταγμα 154/1997). Κυρίως ασχολείται με την προληπτική έρευνα της κατάλληλης εφαρμογής των φορολογικών διατάξεων και των τελωνειακών νόμων. Ακόμη, ασχολείται επίσης με τον εντοπισμό μέσω έρευνας και τη δίωξη του οικονομικού και άλλων σχετικών εγκλημάτων.

20

Page 21: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Αυτά κυμαίνονται από εμπόριο ναρκωτικών, και οπλοχρησία έως την παραβίαση των νόμων που αφορούν το εθνικό νόμισμα και τη νομιμοποίηση εισοδημάτων από εγκληματικές δραστηριότητες. Γι’ αυτό, η ΣΔΟΕ καλύπτει ένα ευρύ πεδίο εφαρμογών. Στο πεδίο της έρευνας εγκλήματος οι ποικίλες δραστηριότητές της περιλαμβάνουν τον έλεγχο και την έρευνα της μεταφοράς, την εξακρίβωση των εγγράφων, συλλήψεις και ανάκριση των παραβατών. Από τις χρονιές αυτής της υπηρεσίας για τις χρονιές 1997,1998 και 1999, είναι ξεκάθαρο ότι το έργο που επιτεύχθηκε εδώ είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας. Από την οικονομική πλευρά, τα κέρδη για το Κράτος, κυρίως από τον εντοπισμό με έρευνα των υποθέσεων φοροδιαφυγής, φαίνεται να υπερβαίνουν σπουδαία το συνολικό κόστος της εφαρμογής. Το 1999, αυτά ήταν περίπου 44 εκατομμύρια ευρώ (το αντίστοιχο κέρδος για την ίδια χρονιά, υπολογισμένο σαν πλεόνασμα για τον Κρατικό προϋπολογισμό, αναμενόταν να ξεπεράσει τα 1.465 δισεκατομμύρια ευρώ- βλέπε ΣΔΟΕ 2000, σελ. 37). Τελικά, η Δημόσια Εισαγγελία, παίζει επίσης ηγετικό ρόλο στη μάχη κατά της εξάπλωσης του οικονομικού εγκλήματος – με την έννοια ότι Δημόσια Εισαγγελία επιβλέπει τη ΣΔΟΕ. Επιπρόσθετα, στην αρχή της δεκαετίας του 1990, η δίωξη του Δικαστηρίου Πρώτης Αγωγής στην Αθήνα είχε οργανώσει το λεγόμενο ‘τμήμα προ-ανάκρισης’ έτσι ώστε να εντοπίσει με έρευνα τη διαφθορά και/ή το οικονομικό έγκλημα στις δημόσιες υπηρεσίες, όπως οι οικοδομικές αρχές, δασικά τμήματα, δημόσια νοσοκομεία, η αστυνομία και η υπηρεσία φορολογίας. Αρχικά, αυτή ήταν μια ανεπίσημη διαδικασία, αργότερα έγινε διάταξη στον Κανονισμό Λειτουργίας της Δημόσιας Δίωξης. Μέσα σε αυτό το πρόσφατο πλαίσιο εργασίας, το τμήμα είχε αντιμετωπίσει βαρυσήμαντες δικαστικές έρευνες, όπως ενέργειες παραβίασης δημοσίου εδάφους και δασών. Παρ’ όλα αυτά, τελικά, οι δραστηριότητες του τμήματος έχασαν ώθηση, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι το δυνατό προσωπικό των 100 ατόμων είχε και άλλες παράλληλες υποχρεώσεις να φροντίσει, συγκεκριμένα η αποτίμηση των 200,000 νομικών συμφωνιών το χρόνο και η συμμετοχή στα Δικαστικά Συμβούλια και τις ακροάσεις. Παρ’ όλα αυτά, όλα τα ενδεικτικά σημεία στην ίδρυση μιας ειδικής υπηρεσίας στο άμεσο μέλλον, η οποία θα διαχειρίζεται το οικονομικό έγκλημα – κυρίως ξέπλυμα χρήματος – (από εταιρείες πίστωσης, καζίνο και το χρηματιστήριο), και τη διαφθορά (Το Βήμα 01/12/1996, σελ. Α45, 04/04/1999, σελ. Α50, 05/12/1999, σελ. Α61, 23/01/2000, σελ. Α49).

Προφανώς, η αποστολή όλων αυτών των οργανισμών είναι εξαιρετικά δύσκολη. Για να δεσμεύσουν μια δικαστική υπόθεση, εξειδικευμένος αποδοτικός γνώστης καλείται, δεδομένων των πολύπλοκων μεθόδων που χρησιμοποιούνται από τους δράστες για να καλύψουν τα ίχνη τους (π.χ. με υπεράκτιες εταιρείες ή τραπεζικούς λογαριασμούς με μη αναγνωρίσιμο ιδιοκτήτη). Επιπρόσθετα, οι δράστες έχουν τεράστια οικονομικά μέσα στη διάθεσή τους, με τα οποία δελεάζουν δημόσιους υπαλλήλους σε θέσεις κλειδιά και πολιτικούς υπαλλήλους. Από την άλλη πλευρά, παρ’ όλα αυτά, η αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος έχει αρχίσει να έρχεται εις πέρας σε συνεργασία με άλλες αρχές, διαπολιτειακές ή ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, έτσι ώστε η βοήθεια και η αποδοτική γνώση μπορεί να συμμετέχει και η τεκμηρίωση του υλικού μπορεί να γίνει διαθέσιμη στις Ελληνικές αρχές.

Δεν είναι απαραίτητο να πούμε, ότι το φαινόμενο της διαφθοράς και του οικονομικού εγκλήματος δημιουργεί προβλήματα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και σε υψηλότερα οικονομικά επίπεδα, όπως στη Γερμανία και στη Γαλλία (βλέπε Σιμόπουλος 1997, σελ. 297-298).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Συμπερασματικά, ενώ είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια διάφορες χώρες έχουν

αναλάβει μια επίπονη και επίμονη εκστρατεία εναντίον του μεταβαλλόμενου προσώπου του οικονομικού εγκλήματος, μια πιο αυστηρή τροχιά επίθεσης είναι ακόμη απαραίτητο να ληφθεί από την Ευρώπη. Χώρια από τις οικονομικές θεωρήσεις, η αποτυχία θα υπονομεύσει το γενικό δημόσιο συναίσθημα της ευημερίας και θα αναταράξει την εμπιστοσύνη του στη λειτουργία του κανόνα του νόμου.

Φυσικά, μεγαλύτερη σπουδαιότητα δίνεται σε υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος, δηλαδή, εγκληματική δραστηριότητα που διαπράττεται συστηματικά από μια ιεραρχικά

21

Page 22: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

δομημένη ομάδα εγκληματιών οι οποίοι δεν διστάζουν να υπονομεύσουν τις Κρατικές κατευθυντήριες γραμμές (όπως αυτούς που αφορούν τη διαφθορά) και/ή καταφεύγουν στη βία για να επιτύχουν τους παράνομους σκοπούς τους (βλέπε Κουράκης 1998, σελ. 369φ., Κωσταράς 2000, σελ. 76φ.). Παρ’ όλο που είναι απλό, η εμπλοκή μιας εταιρείας ή ενός ατόμου σε παράνομη και/ή εγκληματική δραστηριότητα, συνήθως το αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών υψηλών κινδύνων σκόπευε στο να διευκολύνει (π.χ. μέσω δωροδοκίας) την επίτευξη υποτιθέμενων επιχειρηματικών σκοπών (το συνηθισμένο κίνητρο πίσω από το οικονομικό έγκλημα), θα καταλήξει σχεδόν σίγουρα σε προβλήματα για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό κάνει μια νόμιμη αντεπίθεση πολύ απαραίτητη.

Σε κάθε περίπτωση, αυτή η εκστρατεία ενάντια στο οικονομικό έγκλημα πρέπει να διεξαχθεί λεπτεπίλεπτα με έναν προσεκτικό και ισορροπημένο τρόπο. Κάποιος θα ήθελε να αποφύγει τη διάσπαση της ομαλής λειτουργίας της κοινωνίας μέχρι όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και πιο απροκάλυπτα, τα δικαιώματα του κατηγορούμενου. Κάποιος επίσης θα επιθυμούσε να αποφύγει τον αντίκτυπο στην οικονομική πρόσοψη. Θα ήταν περισσότερο ανεπιθύμητο να εξαναγκάσουν τις μικρές επιχειρήσεις να κλείσουν ή να καταπνίξουν την οικονομική ανάπτυξη της ελεύθερης αγοράς. Πιο χρήσιμη θα ήταν η ανύψωση των μη απαραίτητων, περιοριστικών συνθηκών οικονομικής ζωής οι οποίες σπρώχνουν τους πολίτες στο οικονομικό έγκλημα.

Η παρεμπόδιση του οικονομικού εγκλήματος μέσα στο υπάρχον, ατομικά προσανατολισμένο ποινικό σύστημα, ένα σύστημα βασισμένο στις παραδοσιακές αρχές υπευθυνότητας και νομιμότητας, θα δημιουργήσει αναγκαία μεγάλο αριθμό προβλημάτων. Στην Ελλάδα, αυτό το σύστημα δεν αναγνωρίζει ποινική ευθύνη για εταιρείες και άλλα δικαστικά πρόσωπα (societas delinquere non potest), ούτε επιτρέπει ποινική δίωξη εναντίον προσώπων που απλά εκμεταλλεύονται τις ατέλειες και τα παραθυράκια παρερμηνείας του νόμου (in fraudem legis), όπως είναι η περίπτωση των περισσότερων οικονομικών ‘παραβατών’ (Κουράκης 1998, σελ. 259-284). Γι’ αυτό, εκτός από άλλα στρατηγικά μέτρα που πρέπει να παρθούν σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι ζωτικό για κάποιες χώρες να ανανεώσουν την υπάρχουσα ποινική δομή προς ένα πιο μοντέρνο, κοινωνικά προσανατολισμένο μοντέλο ικανό να αντιμετωπίσει τις ανάγκες μιας ολοκληρωμένης Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Φυσικά, ο Κύριος Νόμος των Ποινικών Κανόνων για την Προστασία των Οικονομικών Συμφερόντων της Ε.Ε είναι ένα πρώτο, αποφασιστικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.4

4 Η βιβλιογραφία στην οποία ο Κουράκης εδράζει το επιχείρημά του ακολουθεί: Anagnostopoulos, E., Matters Pertaining to Damage to Property Held on Trust [in Greek], Athens: P.N. Sakkoulas, 1996.Bosi, M., Security Matters in the New Order [in Greek]. Athens: Papazisis, 1999.Courakis, N.E., Financial Crime [in Greek]. Athens: A.N. Sakkoulas, 1998.Courakis, N.E., Organised crime in Greece. Revue internationale de droit pénal, 69, pp. 369–388, 1998.Gavalas, N., Labor Law. Athens: Nomiki Vivliothiki, 2000.Kioupis, D., Penal Studies. Athens: Ant. Sakkoulas, 1991.Kostaras, A., Paper in Greek. In: Acts of the 7th Panhellenic Conference of the GreekSociety of Penal Law, 1998, pp. 69–89. Athens: Law and Economy Publishers, 2000.Koutsoukis, K., Corruption as an historical phenomenon in the modern Greek State. In: A.P. Nikolopoulos (Ed.), State and Corruption [in Greek], pp. 121–156. Athens: I.Sideris, 1988.Lampsas, I., The Privileged of Power: The Greek Nomenclature [in Greek]. Athens: Roes, 1988.Mylonopoulos, Chr., Penal Studies. Athens: Ant. Sakkoulas, 1991.Papaneophytou, A., Matters of improvement and systematic composition of Penal Law for the protection of the environment. In: N.E. Courakis (Ed.), in collaboration with N. Koulouris, Criminal Policy II [in Greek], pp. 400–437. Athens: A.N. Sakkoulas, 2000.Rokas, N. (Ed.), Unfair Competition. Athens: Nomiki Vivliothiki, 1996.Rosé, Ph., La criminalité informatique. Paris: P.U.F., 1995.SDOE, Account of Action 1998, Athens: Greek Ministry of National Economy and Finance, 1999.SDOE, Account of Action 1999, Athens: Greek Ministry of National Economy and Finance, 2000.Simopoulos, K., The Corruption of Power [in Greek]. Athens: Stachy Editions, 1997.Vasilaki, I., Penal Studies. Athens: Ant. Sakkoulas, 1993.

22

Page 23: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

2. Κάποιες παρατηρήσεις - Γρ. Λάζος

Η ανάλυση του Ν. Κουράκη σχετικά με τους τύπους και την έκταση του οικονομικού εγκλήματος στην Ελλάδα είναι γόνιμο να συνοδευτεί από ορισμένους γενικούς εντοπισμούς και κάποιες σύντομες κριτικές παρατηρήσεις. Aκριβέστερα, να προσεγγιστεί με βάση τις θεωρήσεις επιστημόνων που παρουσιάζονται στη συνέχεια της μελέτης και οι οποίοι εδράζονται σε διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες ή κλίμακες προσέγγισης του φαινομένου.

Πρώτο, μια αρχική παρατήρηση είναι ότι ο Κουράκης κλίνει προς το να βλέπει το οικονομικό έγκλημα ως ατομική συμπεριφορά, και, επιπλέον, από μια κυρίως νομική οπτική. Η οπτική του Κουράκη αποσκοπεί όχι τόσο στην εξήγηση και ερμηνεία του φαινομένου όσο τη μετατροπή του σε νομικο-δικαστικό υλικό ώστε να συμβάλλει στη λήψη κάποιας υποθετικής δικαστικής απόφασης με βάση τον υπάρχοντα νόμο ή τον εντοπισμό κάποιων βελτιωτικών νομικών αλλαγών.

Δεύτερο, οι διάφορες μορφές της οικονομικής εγκληματικότητας επιλέγονται με βάση μια τυπολογία η οποία κάθε άλλο παρά αποδεκτή είναι από μεγάλη μερίδα της σύγχρονης εγκληματολογίας. Ορισμένες μορφές, που θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικές – αν όχι οι πλέον σημαντικές – κατά τις εκτιμήσεις πολλών και σημαντικών σύγχρονων εγκληματολόγων, απουσιάζουν. Επιπλέον, άλλες μορφές εγκληματικότητας που δεν είναι οικονομικές αλλά περιλαμβάνουν και οικονομική διάσταση περιλαμβάνονται στην ανάλυση. Κρίνοντας από το έργο τους, πολλοί εγκληματολόγοι θα συμφωνούσαν ότι η έκταση που αποδίδεται στην κάθε μια από τις παρουσιαζόμενες μορφές δεν αναλογεί στη σημασία ή την έκτασή της στην παρουσιαζόμενη οικονομία.

Τρίτο, μια απουσία με αποφασιστική βαρύτητα ικανή να αλλοιώσει σημαντικά τη συνολική εικόνα, έχει να κάνει με την εγκληματικότητα των επιχειρήσεων. Το επιχειρηματικό έγκλημα απουσιάζει ως τρόπος προσέγγισης και ως κατηγορία της οικονομικής εγκληματικότητας. Τουλάχιστον κατά την τελευταία 20ετία, η εστίαση στην επιχειρηματική εγκληματικότητα ήρθε να αποτελέσει μιαν από πλέον αποδεκτές και συνηθισμένες επιλογές των εγκληματολόγων που ασχολούνται με οικονομικά εγκλήματα και εγκλήματα ισχύος από όλες τις τάσεις (συμβατικές ή κριτικές): εστιάζουν στο κυρίαρχο υποκείμενο της σύγχρονης οικονομικής ζωής, την επιχείρηση, και μελετούν τα πολυ-πλέγματα των οικονομικών εγκλημάτων, παραβάσεων και αντικοινωνικών δράσεών της ως ενιαίο σώμα (Μεταξύ πολλών άλλων, βλ. σχετικά και L. Snider, ‘The sociology of corporate crime: An obituary’, Theoretical Criminology, 1994, σσ. 169-206)). Ο Κουράκης επιλέγει μια κυρίως νομική προσέγγιση του ζητήματος: παίρνει τις προβλεπόμενες από το νόμο παραβάσεις και τις εξετάζει μία προς μία, μόνο που κατ` αυτό τον τρόπο το ενιαίο σώμα ‘επιχειρηματική εγκληματικότητα’ περίπου εξαφανίζεται.5 Η θεωρητική επιλογή του

5 Για παράδειγμα, με αυτό τον τύπο προσέγγισης αν μια επιχείρηση, κατά την ανάληψη (πχ., με απευθείας ανάθεση και όχι μέσω προκήρυξης), εκτέλεση και παράδοση ενός δημόσιου έργου (πχ., ενός αυτοκινητόδρομου ή ενός γηπέδου) προχωρήσει στη διάπραξη ενός συγκροτημένου πλήθους εγκλημάτων και παραβάσεων, το ενιαίο αυτής της δράσης καθίσταται αόρατο. Όποιος κοιτάξει τα στοιχεία θα δει κάποια ποσοστά στους πίνακες των διάφορων παραβάσεων αλλά δεν θα είναι σε θέση να εντοπίσει ότι ο κύριος όγκος τους προέρχεται από μια πολύ μικρή κατηγορία – τις επιχειρήσεις. Αν μάλιστα η πολιτεία διεξάγει έναν ‘επιτυχημένο’ αγώνα ενάντια σε μία από τις παραβάσεις αυτές (όπως πχ., εδώ και δεκαετίες ο αγώνας ενάντια στη φοροδιαφυγή) εστιάζοντας στους εύκολους στόχους των υπαλλήλων, μικροεπαγγελματιών και ελεύθερων επαγγελματιών, τότε είναι δυνατό να εμφανιστεί και κάποια αριθμητική μείωση αυτών των παραβάσεων, ενώ η ογκώδης φοροδιαφυγή των μεγάλων

23

Page 24: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Κουράκη για μιαν εστίαση σχεδόν αποκλειστικά στην επιμέρους συμπεριφορά και όχι τη συνολική δράση και το υποκείμενο της δράσης (με τη δράση να είναι σαφώς πληρέστερη της συμπεριφοράς) εντοπίζεται σε ένα από τα σημεία που η εγκληματολογία αντιπαρατίθεται (ήδη από τη δεκαετία του 1940) στη νομική επιστήμη.6

Όμως, για να γίνει ορατό το επιχειρηματικό έγκλημα είναι αναγκαίος ο συνδυασμός αντικειμενικών και υποκειμενικών συντεταγμένων. Ως αντικειμενικές συντεταγμένες θεωρούνται οι κοινωνικές και οικονομικές συντεταγμένες του ‘προσώπου’ που προχωρά σε εγκληματικές ενέργειες ή σε ενέργειες που έχουν και εγκληματικό χαρακτήρα ή σε ενέργειες που για να ολοκληρωθούν περιλαμβάνουν και εγκληματικές επιμέρους ενέργειες. Το πρόσωπο αυτό μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό (νομικό, δηλαδή μια επιχείρηση ή οργανισμός). Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι σε ένα νομικό πρόσωπο υπάρχουν κάποια φυσικά πρόσωπα που λαβαίνουν τις αποφάσεις, είτε ο ιδιοκτήτης/διευθυντής είτε μια μικρή ομάδα, το διοικητικό συμβούλιο. Με την ενεργοποίηση των αντικειμενικών συντεταγμένων γίνεται ορατή και σημασιοδοτείται η θέση στην κοινωνία και οικονομία, το μέγεθος, και η σημασία των αποφάσεων και ενεργειών του προσώπου ή της ομάδας που εγκλημάτησε. Βλ. σχετικά το Big Money Crime των K. Calavita, H Pontell και R. Tillman (1997). Και αυτό γιατί αποτελεί μόλυνση του περιβάλλοντος το να πετάξει κάποιος ένα τσιγάρο ή χαρτί (ή μήπως και το να γράψει ένα σύνθημα σε ένα τοίχο;), αλλά αποτελεί μόλυνση του περιβάλλοντος μιας άλλης κλίμακας, μια ποιοτικά διαφορετική μόλυνση του περιβάλλοντος, η ιδιοποίηση χιλιάδων στρεμμάτων δημόσιας γης από επιχείρηση με τη συνδρομή ‘υπάκουων’ ή ‘πρόθυμων’ πολιτικών και ανώτερων γραφειοκρατών, ή η καταστροφή της γης, του αέρα και της θάλασσας στο δυτικό λεκανοπέδιο της Αττικής, με συνακόλουθη υποβάθμιση της ζωής (και της περιουσίας) εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων από μερικές μεγάλες επιχειρήσεις.

Ως υποκειμενικές συντεταγμένες θεωρούνται πρώτ` απ` όλα οι νομικές συντεταγμένες που ορίζουν το τι είναι και (εμμέσως) τι δεν είναι έγκλημα. Ο νόμος αποτελεί προϊόν ενός νομοθετικού σώματος – κάποιοι εκλεγμένοι πολιτικοί τον σχεδιάζουν και κάποιοι τον ψηφίζουν. Το γεγονός ότι παγιώνεται και συνδυάζεται με κυρώσεις δεν σημαίνει και ότι αποτελεί αντικειμενική συντεταγμένη. Αποτελεί υποκειμενική συντεταγμένη, εκφράζει τη βούληση κάποιων προσώπων, με πιθανές αντικειμενικές συνέπειες, όπως το γραπτό των εξετάσεων και ο βαθμός τον οποίο έχει ως συνέπεια. Κατά δεύτερο λόγο, υποκειμενικές συντεταγμένες αποτελούν οι επιστημονικές προσεγγίσεις με βάση κάποιο θεωρητικό σύστημα. Οι επιστημονικές προσεγγίσεις κατατίθενται στην επιστημονική και την ευρύτερη κοινότητα και είναι δυνατό να ασκήσουν κάποιαν επίδραση στις αντιλήψεις και το σχεδιασμό των δράσεων. Τέλος, υποκειμενικές συντεταγμένες αποτελούν οι αντιλήψεις της κοινής γνώμης, η οποία βέβαια δεν είναι ‘ελεύθερη’ αλλά χειραγωγούμενη (μέσω και των ΜΜΕ) ούτε ενιαία, έστω και αν ως ένα βαθμό ‘ενιαιοποιείται’ μέσω των ερωτηματολογίων που την εντοπίζουν με βάση τα ερωτηματικά που απευθύνονται στους πολίτες. Βλ σχετικά το κλασικό άρθρο του W. G.

επιχειρήσεων μπορεί να έχει αυξηθεί αλλά σε μικρότερο ποσοστό από ό,τι έχει μειωθεί στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Είναι ιδιαίτερα συχνό ένα μέρος της να έχει μάλιστα νομιμοποιηθεί σαν ‘μέτρα ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας’ (κατεβάζοντας ακόμα περισσότερο το ποσοστό της φοροδιαφυγής στα επίσημα στατιστικά). Κατά τον Box (1983), η αντικειμενικότητα των στοιχείων αυτών αποδεικνύεται ‘μυστικοποιημένη’, έντονα ταξική και κοινωνικά πολωμένη. Eπιπλέον δε, τείνει να είναι νομιμοποιητική στις όποιες διευρύνσεις στις οικονομικές ανισότητες.

6 Στη συνέχεια πρόκειται να κατατεθούν θεωρήσεις εγκληματολόγων οι οποίοι εκτιμούν ότι η εγκληματικότητα των επιχειρήσεων είναι αναγκαίο να προσεγγίζεται ως αυτόνομη ενιαία πραγματικότητα και όχι να διασπάται σε πολλές μερικές παραβάσεις. Το αυτό άλλωστε ισχύει και στην περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος – αν η δράση της ομάδας οργανωμένου εγκλήματος διασπαστεί στις επιμέρους ενέργειες των μελών, η έννοια του ‘οργανωμένου’ παύει να έχει κάποια σημασία. Ίσως, και οι δύο μορφές, αν αναλυθούν σε επιμέρους στοιχεία, περίπου παύουν να είναι ορατές.

24

Page 25: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Carson ‘The institutionalization of ambiguity: Early British Factory Acts’ στην συλλογή άρθρων White-Collar Crime που έκδοσε ο D. Nelken το 1994.

Τέταρτο, προσεγγίζοντας το ζήτημα με βάση τις επικρατούσες νομικές κατηγορίες περί οικονομικού εγκλήματος, στην παρουσίαση του οικονομικού εγκλήματος από τον Κουράκη ορισμένοι τύποι εγκληματικότητας με μεγάλη κοινωνική, οικονομική αλλά και ηθική βαρύτητα, όπως τα εγκλήματα κατά της εργασίας και η εγκληματική καταστροφή του περιβάλλοντος εμφανίζονται ως περιπτώσεις μιας από τις υποκατηγορίες του οικονομικού εγκλήματος, με αποτέλεσμα να μειώνεται αποφασιστικά η σημασία τους.

Σ` ότι αφορά στα εγκλήματα κατά της εργασίας, αν και στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει εκτεταμένος αριθμός αξιόλογων μελετών (βλ. για παράδειγμα τα άρθρα των E. Tucker, C. Noble και Walters κ. ά. στο Corporate Crime. Contemporary Debates, F. Pearce και L. Snider (επιμ.), 1995), η διαπραγμάτευση του Κουράκη σχετικά με της μαζική παραβίαση του δικαίου της εργασίας από τις επιχειρήσεις είναι συνοπτικότατη, παρακάμπτει την παράθεση κάποιων από τα πλουσιότατα διαθέσιμα στοιχεία για την Ελλάδα, και περιλαμβάνει διατυπώσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ‘κατανοητικές’ των επιχειρήσεων. Επιχειρήσεων που, ακόμα και με βάση το ισχύον δίκαιο που είναι ιδιαίτερα ‘κατανοητικό’ στις επιχειρήσεις και κάθε άλλο παρά φιλεργασιακό-τικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, εγκληματούν σε βάρος των εργαζομένων. Για τα εγκλήματα αυτά βλ. στη συνέχεια το άρθρο του Κ. Σμυρνή.

Τα ανάλογα μπορούν να υποστηριχθούν και για τη διαπραγμάτευση των εγκλημάτων ενάντια στο εξωτερικό φυσικό περιβάλλον (όπως η καταστροφή της φύσης και της πόλης). Επιπλέον, τα εγκλήματα ενάντια στο ‘εσωτερικό περιβάλλον’ (το σώμα και τον ψυχισμό του ανθρώπου), όπως η κατανάλωση βλαπτικών, επικίνδυνων ή άχρηστων εμπορευμάτων (όπως παράγονται και από τη βιομηχανία καλλυντικών), η χειραγώγηση μέσω διαφήμισης, η μόλυνση των τόπων διαβίωσης και η απονεύρωση των αισθήσεων μέσω της αισθητικής υποβάθμισης των χώρων διαβίωσης, απουσιάζουν από την παρουσίαση των οικονομικών εγκλημάτων. Κι όμως, υπάρχει ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός σημαντικών μελετών που έχουν στραμμένη την προσοχή τους ακριβώς στα εγκλήματα αυτά. Βλ. για παράδειγμα την πιο πρόσφατη εξαιρετική συλλογή άρθρων Issues in Green Criminology, P. Beirne και N. South (επιμ.), 2007 στην οποία καταγράφεται και η προηγούμενη βιβλιο/αρθρογραφία. (Ας ληφθεί πάντως υπόψη ότι, ιδιαίτερα κατά την τελευταία διετία της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα (2010-11), πολλές από τις δράσεις που το προηγούμενο Δίκαιο όριζε ως παραβατικές ή εγκληματικές έχουν πλέον ‘απελευθερωθεί’, συνιστούν πλέον νόμιμες επιχειρηματικές δράσεις.)

Πέμπτο, συνολικά, δημιουργείται η εντύπωση ότι το επιχείρημα του Κουράκη εδράζεται στην προ-εγκληματολογική και προ-επιστημονική προϋπόθεση ότι η ανάπτυξη μιας οικονομίας ως μέρους μιας ευρύτερης κοινωνίας είναι θετικά συναρτημένη με την ανάπτυξη των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Όμως, η θέση αυτή δεν ισχύει γενικά. Ισχύει μόνο κάτω από μια σειρά προϋποθέσεων και σε – κυρίως – μια μειονότητα περιπτώσεων χωρών και για περιορισμένες χρονικές διάρκειες. Μια οικονομία μπορεί να γνωρίσει μια θεαματική μεγέθυνση οικονομικών μεγεθών, η ανάπτυξη κάποιων τύπων επιχειρήσεων να είναι εξίσου θεαματική και, συγχρόνως, η συνολική οικονομία και κοινωνία να διαλυθούν. Χώρες όπως η Αργεντινή, η Ουγγαρία, πολλές χώρες τις ΝΑ. Ασίας αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Πρόκειται για χώρες, όπως και η Ελλάδα, που οι πόροι από την ανάπτυξή τους διοχετεύονται στο εξωτερικό, στο χρηματιστηριακό κεφάλαιο ή άλλες χώρες – κι αυτό με καθ` όλα νόμιμους τρόπους, εάν η πολιτική εξουσία και η τοπική εθνική αστική τάξη ελέγχονται από τις δυνάμεις αυτές. Και συνεπώς, πέρα από τα πλατιά κοινωνιακά ζητήματα που δημιουργούνται, παρατηρείται και μια συνεχής αύξηση και αναβάθμιση όχι μόνο της πολιτικο-οικονομικής εγκληματικότητας αλλά και της εγκληματικότητας της επιβίωσης ή της εγκληματικότητας της απόγνωσης (πλέον και στις αναπτυγμένες χώρες). Χωρίς μιαν ολική κοινωνιακή ρύθμιση και παρέμβαση, η ανάπτυξη

25

Page 26: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

των επιχειρήσεων προσλαμβάνει ένα ληστρικό χαρακτήρα, στρέφεται σε βάρος της φιλοξενούσας οικονομίας και κοινωνίας.7

Και βέβαια, το φαινόμενο παρατηρείται πλέον και στην Ελλάδα: Το διεθνές χρηματιστηριακό κεφάλαιο (με τους όποιους τοπικούς σύμμαχους) πλουτίζει σε βαθμό που ακόμα και συντηρητικοί επιστήμονες χαρακτηρίζουν σαν τοκογλυφικό, και ιδιοποιείται δημόσιο πλούτο σε ληστρικούς όρους, και η εθνική κυριαρχία παραδίδεται σε άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, ενώ η χώρα και οι κάτοικοί της στην μεγάλη τους πλειονότητα ωθούνται ταχύτατα στην εκπτώχυνση ή και την εξαθλίωση. Μιαν εκπτώχυνση και εξαθλίωση που δεν είναι μόνον οικονομική αλλά και πολιτική (απώλεια ισχύος) και πολιτισμική (ηθική έκπτωση, ατομισμός, υποτακτικότητα, κινεζοποίηση κατανάλωσης).

Έκτο, ολοκληρώνοντας τις παρατηρήσεις, στη συγκεκριμένη μελέτη του Κουράκη τα πληροφορικά εγκλήματα εντάσσονται στην κατηγορία των οικονομικών εγκλημάτων. Όμως, το πληροφορικό έγκλημα έχει πολλές άλλες διαστάσεις και μπορεί ή και πρέπει να προσεγγιστεί με τρόπους που ενδιαφέρουν την ευρύτερη κοινωνία, διαστάσεις που δεν είναι σκόπιμο να προσεγγίζονται μέσω μιας αναγωγής στην οικονομική διάσταση. Επιπλέον, η προσέγγιση του συγκεκριμένου εγκλήματος είναι μάλλον απλουστευτική, με την εδραιωμένη κατασταλτική άποψη να επικρατεί, ενώ οι εναλλακτικές μέθοδοι προσέγγισής δεν επηρεάζουν το επιχείρημα ή έστω αναφέρονται. Ίσως δε το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων έχει μεν και μια σημαντική οικονομική διάσταση αλλά η κρίσιμη διάσταση είναι η πολιτική.

Ομόλογες θέσεις καταθέτει ο Ν. Κουράκης και στη μελέτη του Τα Οικονομικά Εγκλήματα. Μια κριτική εστίαση σε δύο από τις γενικές αρχές που την πλαισιώνουν, η πρώτη σχετικά με το πώς πρέπει να προσεγγίζεται το οικονομικό έγκλημα και η δεύτερη πάνω στη αρχή της αξιολογικής ουδετερότητας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη.

Καταρχήν, προτείνει την αποσύνδεση της έννοιας του εγκλήματος από τα άτομα

που σχετίζονται με την οικονομική εγκληματικότητα. Αντί της έννοιας του εγκλήματος προτείνεται το «να γίνεται χρήση των λιγότερο στιγματιζόντων όρων ‘αθέμιτη (οικονομική) δραστηριότητα’ ή (οικονομικό) ‘αδίκημα’» (σ. 20). Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται στη σ. 48, με τις συμπληρώσεις ότι είναι καλύτερο να χρησιμοποιούνται οι όροι ‘αθέμιτο’ και ‘αδίκημα’ που δεν είναι φορτισμένοι συναισθηματικά, και ότι η σχετική αλλαγή ορολογίας «επιβάλλεται και από λόγους ακριβοδίκαιης μεταχείρισης προς τα άτομα αυτά». Η πρόταση του Κουράκη, η οποία άλλωστε αναφέρεται συχνά στη διεθνή βιβλιογραφία με το ίδιο υποκείμενο, τον επιχειρηματία, ή άλλα υποκείμενα (τον χρόνια άνεργο κλπ.), εκτιμάται ως εύλογη αλλά κάτω από μία αναγκαία προϋπόθεση (βλ. Christie, Box κ. ά.). Να ισχύσει για όλες τις μορφές εγκλήματος – ή, έστω, για όλες τις μορφές εγκλήματος (κατά) της περιουσίας8, το έγκλημα επιβίωσης ή απόγνωσης.

7 Για παράδειγμα, το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί και παρατηρείται σε πολλές χώρες ή περιοχές χωρών, όπως, οι περισσότερες χώρες της υπο-Σαχάριας Αφρικής, πολλές αν όχι οι περισσότερες χώρες στην Ασία και τη Λατινική Αμερική, το βόρειο Μεξικό, οι κεντρικές πολιτείες των ΗΠΑ κοκ. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης (κατά τον νεοφιλελευθερισμό) ή του νεο-ιμπεριαλισμού (κατά την μαρξιστική πολιτική οικονομία), η διάλυση αυτή προκαλεί τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα πανικόβλητων και σε απόγνωση πληθυσμών, πολλαπλάσια αυτών της ανατολικής Ευρώπης, προς χώρες που (φημολογείται ή μαθαίνεται από άλλους που έχουν προηγηθεί ότι) ίσως εξασφαλίζουν έστω και την επιβίωση στα εκατομμύρια των μεταναστών. Βλ. σχετικά τα άρθρα των M. Woodiwiss, M. Clarke, F. Pearce και S. Tombs, και L. Snider στην έκδοση των F. Pearce και Μ. Woodiwiss Global Corporate Crime Connections (1993). 8 Υπενθυμίζεται ότι η έννοια της περιουσίας διαφέρει ποιοτικά από την έννοια της ιδιοκτησίας. Η περιουσία αναφέρεται στα αντικείμενα που περιβάλλουν κάποιον ως συστατικά στοιχεία της κουλτούρας του. Η έννοια της ιδιοκτησίας έχει να κάνει με τα μέσα παραγωγής στα οποία προσλαμβάνονται κάποιοι ως εργαζόμενοι για να δουλέψουν για λογαριασμό του ιδιοκτήτη.

26

Page 27: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Για ποιον λόγο μια μικροκλοπή, ή μια χρήση χασίς ή μια προσπάθεια διαφυγής από την αστυνομία ή ακόμα και το σπάσιμο μιας τζαμαρίας τράπεζας να ορίζονται ως εγκλήματα,

ενώ φοροδιαφυγές εκατομμυρίων ευρώ (σε ποσά πολλαπλάσια των χρημάτων που

χρειάζονται ώστε οι μαθητές-ήτριες και οι φοιτητές-ήτριες να έχουν τα βιβλία σπουδών τους δωρεάν ή να αποφευχθεί ο ‘εκσυγχρονισμός’ της υγείας μέσω μείωσης του προσωπικού και κλεισίματος νοσοκομείων), η ιδιοποίηση δημόσιου φυσικού και ιστορικού πλούτου μοναδικής αξίας (με διαδικασίες fast track ως ‘αξιοποίηση’ ή μάλλον πώληση σε τιμές ξεπουλήματος), η δημιουργία αποκλειστικών οικονομικών ζωνών (με κινδύνους για την επικράτεια σαν κι αυτούς που αναδύονται στη Θράκη), η διαπλοκή επιχειρήσεων, ΜΜΕ και πολιτικών (ατόμων ή κομμάτων), ή η διαπλοκή για υπερτιμημένη αγορά άχρηστων ή περιττών οπλικών συστημάτων να ορίζονται ως ‘αθέμιτες πράξεις’ ή ‘αδικήματα’;

Εάν η πρόταση του Κουράκη δεν αποτελεί γενική πρόταση αλλά περιορίζεται μόνο στις επιχειρήσεις και τους επιχειρηματίες, τότε αποδεικνύεται βαρύτατα ιδεολογικά φορτισμένη, εντείνει τις ταξικές ανισότητες, και ουσιαστικά εμβαθύνει το δίκαιο των δύο μέτρων και δύο σταθμών – του ενός για τους ισχυρούς και του άλλου για τους υπόλοιπους. Εάν η πρόταση αφορά μόνο στα εγκλήματα των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών ελίτ, τότε δεν συντρέχει κάποιος επιστημονικός λόγος πρόσθεσης άλλης μιας προνομιακής μεταχείρισης προς αυτούς που ήδη απολαμβάνουν ένα πλήθος προνομίων. Ούτως ή άλλως, τα μέλη των κυρίαρχων ελίτ είναι απαλλαγμένα από τις ποινές του ποινικού δικαίου – η απουσία τους από τις φυλακές είναι αρκετή για να πείσει σχετικά, γεγονός που αποδεικνύει τον χαρακτηριστικά ταξικό χαρακτήρα του δικαίου που ισχύει και εφαρμόζεται. Εάν δεν προτείνεται γενικά, η πρόταση του Κουράκη έρχεται να προτείνει μια γλώσσα μελέτης που ευθύς εξαρχής νομιμοποιεί το συγκεκριμένο προκλητικά άνισο δίκαιο και αναβαπτίζει ηθικά τις κυρίαρχες ελίτ οι οποίες θα προϋποτίθεται ότι διαπράττουν αθέμιτες ή αδικηματικές πράξεις αλλά δεν διαπράττουν εγκλήματα.

Δεύτερο, ο Κουράκης προτείνει ότι το πρίσμα κάτω από το οποίο ενδείκνυται να εξετάζεται το πρόβλημα της οικονομικής εγκληματικότητας να μην είναι πολιτικό ή παραταξιακό και να περικλείει κάθε πολιτική ομάδα ή κατεύθυνση (σσ. 55-56). Όμως, πέρα από τα όσα αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, στην ίδια πρόταση ο Κουράκης συνεχίζει με τη διατύπωση ότι η συγκεκριμένη οπτική γωνία «αφορά στην προάσπιση αυτών των ίδιων των αξιών του φιλελεύθερου οικονομικού και κοινωνικού συστήματος». Ουσιαστικά, η θέση αυτή όχι μόνον δεν είναι αξιολογικά ουδέτερη αλλά, αντίθετα, συνιστά την πλέον πολιτική αντίληψη, μια πολιτικότατη ταξική αντίληψη. Για ποιον λόγο – για ποιον επιστημονικό λόγο – ο επιστήμονας που θα μελετήσει το οικονομικό έγκλημα θα πρέπει να το πράττει με σκοπό να ενισχύσει τον οικονομικό φιλελευθερισμό ή το φιλελεύθερο κοινωνικό σύστημα («ή τη βελτίωση – αν όχι ανανέωση – του συστήματος», σ. 13); Το ιδεολογικά πολωμένο της θέσης αυτής γίνεται αμέσως ορατό εάν η συγκεκριμένη διατύπωση αντιστραφεί σε ‘αφορά στην καταπολέμηση αυτών των ίδιων των αξιών του φιλελεύθερου οικονομικού και κοινωνικού συστήματος’. Η θέση αυτή είναι τόσο (αλλά αντίστροφα) ιδεολογικά πολωμένη όσο και η θέση στη οποία αντιτίθεται.

Οπότε, ίσως είναι εύλογο να αποφεύγεται και ο συλλήβδην χαρακτηρισμός των διαφωνούντων ως οπαδών ολοκληρωτικών συστημάτων (όπως στη σ. 55). Μια σειρά τάσεων και σχολών στην εγκληματολογία (στο πλαίσιο της κριτικής ή ριζοσπαστικής εγκληματολογίας) διαφωνούν με τον προτεινόμενο από τον Κουράκη πολιτικό σκοπό ενώ συγχρόνως αποτελούν πολέμιους κάθε μορφής ολοκληρωτισμού – μεταξύ αυτών και του οικονομικού φιλελευθερισμού.

27

Page 28: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Η έννοια του εγκλήματος των ισχυρών (εγκλήματος λευκού περιλαιμίου, white-collar crime)9

Εισαγωγή - Γρ. Λάζος

Κατά την τελευταία τριακονταετία, η έννοια του οικονομικού εγκλήματος, μια έννοια γενική που περιλαμβάνει κατηγορίες εντελώς διαφορετικής κλίμακας και σημασίας, φαίνεται να τυχαίνει ολοένα και πιο περιορισμένης αξιοποίησης στη βιβλιογραφία και την αρθρογραφία της διεθνούς εγκληματολογίας. Αντ` αυτής, τείνει να προτιμάται από περισσότερους εγκληματολόγους η έννοια του white-collar crime (εγκλήματος λευκού περιλαιμίου, εγκλήματος των ισχυρών) – έστω και αν δεν έχει κάποια νομική υπόσταση, μια παρουσία σε νομοθετήματα κάποιων χωρών. Πρόκειται για μια κίνηση που μάλλον ενισχύθηκε από τις ευρύτατες αλλαγές στις πολιτικο-οικονομικές συνθήκες αλλά και τις εξελίξεις στην εγκληματολογική θεωρία και έρευνα. Οι λόγοι γι` αυτή την αλλαγή μεθοδολογικών εργαλείων παρουσιάζονται στη συνέχεια, σε συνδυασμό με την παρουσίαση της συγκεκριμένης έννοιας και των τρόπων κατανόησης και εφαρμογής της.

Καταρχήν, η στροφή στα εγκλήματα λευκού περιλαιμίου έλαβε χώρα περίπου ‘αιφνιδιαστικά’ από τον Edwin Sutherland κατά την ομιλία του για την ανάληψη της προεδρίας του Αμερικανικού Συλλόγου Κοινωνιολόγων το 1940. Μέχρι τότε, η εγκληματολογία είχε στραμμένη την προσοχή της μόνο στην εγκληματικότητα των ‘κατώτερων’ κοινωνικών τάξεων. Ο Sutherland έστρεψε την προσοχή του και στην εγκληματικότητα των ανώτερων τάξεων, αυτών που διέθεταν οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ισχύ – την οποία και ονόμασε εγκληματικότητα του λευκού περιλαιμίου,

9

? Η έννοια ‘έγκλημα των ισχυρών’ προτιμάται από την έννοια ‘έγκλημα λευκού περιλαιμίου’ (ή ‘έγκλημα λευκού κολλάρου’) που συνήθως αποδίδουν στην ελληνική της έννοια ‘white-collar crime’. Πρώτο, η έννοια ‘έγκλημα λευκού περιλαιμίου’ αποτελεί μεν ακριβή μετάφραση της αγγλικής αλλά ταυτόχρονα είναι ανομόλογη των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής γλώσσας. Δεύτερο, είναι ανομόλογη και των πολιτισμικών δεδομένων στην Ελλάδα εφόσον αδυνατεί να μεταφέρει το νόημα και το συναισθηματικό αντίκρυσμα που έχει η ‘white-collar crime’ για τον Άγγλο και τον Αμερικανό, και ίσως άλλους βορειοευρωπαίους. Ο Sutherland που εισήγαγε την έννοια δεν είχε κάποια περιπαικτική διάθεση στο μυαλό του, ούτε αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός όρου αμέσως δυσνόητου. Επιπλέον, φέροντας ένα σημαντικό θεωρητικό έλλειμμα, αξιοποίησε έναν όρο της αμερικανικής καθομιλουμένης. Στη μελέτη αυτή εκτιμάται ότι ο όρος ‘έγκλημα των ισχυρών’ αποδίδει πληρέστερα το νόημα και τους σκοπούς της έννοιας ‘white-collar crime’(αλλά και τον συνοδευτικό εμπειρισμό στον οποίο εδράζεται). Άλλωστε, εγκληματολόγοι όπως οι C. Brants (1994), B. Rider (1995), M. Levi (1987) και άλλοι αξιοποιούν τον όρο ‘crimes of the powerful’ με τρόπον ομόλογο του όρου ‘white-collar crime’ και διαφοροποιώντας τον από τον πιο συγκεκριμένο και ειδικό ‘corporate crime’ ή ‘επιχειρηματικό έγκλημα’. Βλ. σχετικά και P. Johnstone, ‘Serious white collar fraud: historical and contemporary perspectives’, Crime, Law and Social Change, 1999

28

Page 29: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

αναφερόμενος σε ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό του ντυσίματός τους στην εργασία, σε αντίθεση με τα μπλε περιλαίμια των εργατών, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Όπως αναφέρει ο Ανδρουλάκης, κατ` αυτό τον τρόπο ο Sutherland έστρεψε την προσοχή της κοινωνιολογίας και, λίγο αργότερα, της εγκληματολογίας στο οικονομικό έγκλημα. Η θέση αυτή είναι εν μέρει σωστή και εν μέρει λαθεμένη. Στην ομιλία του αλλά και κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Sutherland έδωσε έμφαση στην εγκληματικότητα που λαβαίνει χώρα κυρίως στο πλαίσιο της οικονομίας – την οικονομική εγκληματικότητα των επιχειρήσεων. Όμως, τόσο η έννοια του λευκού περιλαιμίου όσο και η ευρύτερη αντίληψη του Sutherland δεν περιορίζονται στην οικονομική εγκληματικότητα των ανώτερων τάξεων. Αντίθετα, εκτείνονται σε κάθε μορφής εγκληματικότητα η οποία καθίσταται δυνατή από την κυρίαρχη δομική θέση που καταλαμβάνουν στον κοινωνικό σχηματισμό. Συνεπώς, εκτείνεται και περιλαμβάνει και την πολιτική εγκληματικότητα, όπως για παράδειγμα η διαπλοκή του κεφαλαίου με την κορυφή του κράτους και των πολιτικών ηγεσιών καθώς και τα κρατικά εγκλήματα (μυστικές υπηρεσίες, στρατιωτική επιβολή και κατοχή, παραβίαση του δικαίου περί πολέμου και κατοχής – και βέβαια τα πιο σύγχρονα φαινόμενα πολιτικο-οικονομικής κατοχής χωρών κλπ.). Στα χρόνια που ακολούθησαν, χάρη και στο ότι το επιχείρημά του είναι θεωρητικά και μεθοδολογικά αδύναμο, ο Sutherland επρόκειτο να δεχθεί πλήθος σκληρών κριτικών. Για πολλά χρόνια, η έννοια των εγκλημάτων λευκού περιλαιμίου παρέμεινε καθηλωμένη σε μιαν ελάχιστη εκδοχή ενός στενά νοούμενου οικονομικού εγκλήματος. Όμως, από τη δεκαετία του 1960 και πολύ περισσότερο κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα – και ιδίως με την άνοδο της παγκοσμιοποίησης ή του νέο-ιμπεριαλισμού, όταν πολιτική και οικονομία συνέχονται σε μορφές που είναι τουλάχιστον δυσδιάκριτες, όχι μόνο έχει ξανακάνει την εμφάνισή της αλλά τείνει να αποτελέσει το επικρατέστερο πλαίσιο θεώρησης ενός πλήθους μορφών εγκληματικότητας.

Βέβαια, η στροφή μιας μερίδας των εγκληματολόγων (και γενικότερα των κοινωνικών επιστημόνων) προς την εγκληματικότητα της άρχουσας τάξης (ή του ηγεμονικού μπλοκ εξουσίας κατά τον A. Gramsci ή της κυρίαρχης ελίτ κατά τον C. W. Mills) έχει δεχθεί την κριτική ότι είναι ιδεολογικά φορτισμένη. Όμως δεν είναι περισσότερο ιδεολογικά φορτισμένη από τις αντιτιθέμενες θεωρήσεις, όπως αναδείχτηκε με την παράθεση και κριτική της άποψης του Ν. Κουράκη. Όπως επίσης δεν είναι περισσότερο ιδεολογικά φορτισμένη από τη μονότονη εστίαση στην εγκληματικότητα των ‘κατώτερων’ τάξεων, η οποία επιπλέον προβάλλεται εξίσου μονότονα ως εάν να ταυτίζεται με την εγκληματικότητα γενικά. Αυτό που επιχείρησε ο Sutherland, και μάλλον το πέτυχε τελικά, είναι να αναδείξει το ζήτημα ότι δεν υπάρχει κάποιος επιστημονικός λόγος που να προτρέπει ώστε η άρχουσα τάξη (ή οι κυρίαρχες ελίτ ή τα ‘ανώτερα’ κοινωνικά στρώματα, ανάλογα με τη θεωρητική έδρα του κάθε μελετητή) να τυχαίνει μια ιδιαίτερης μεταχείρισης ως προς την εγκληματικότητά της ή ό,τι άλλο. Η επιστήμη ως επιστήμη δεν μετέχει σε διαδικασίες νομιμοποίησης του όποιου καθεστώτος με τον εξωραϊσμό ή τη σιωπή. Ή έστω, δεν πρέπει να μετέχει.10

Συνοπτικά και σε μια πρώτη προσέγγιση, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι έννοιες ‘οικονομική εγκληματικότητα’ και ‘εγκληματικότητα των ισχυρών’ (ή ‘εγκληματικότητα λευκού περιλαιμίου’) έχουν μία κρίσιμη διαφορά.

Η έννοια ‘οικονομική εγκληματικότητα’ είναι ‘κάθετη’ και διαταξική. Περιλαμβάνει ένα έγκλημα μιας πολυεθνικής μεγέθους δισ. δολαρίων το οποίο μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή και εξαθλίωση μιαν ολόκληρη κοινωνία ή περιοχή για πολλά

10 Σ` αυτό το σημείο τίθεται το πολύ σημαντικό ζήτημα της αξιολογικής ουδετερότητας των επιστημών και των επιστημόνων. Είναι όμως αμφίβολο το κατά πόσον ιδίως η μελέτη αντικειμένων τόσο έντονα φορτισμένων με πολιτικούς ορισμούς και σημασίες (υπενθυμίζεται ότι το Δίκαιο παράγεται στο Κοινοβούλιο και τα πολιτικο-οικονομικά κέντρα εξουσίας) όπως το έγκλημα και η τιμωρία είναι δυνατό να προσεγγισθεί ‘αξιολογικά ουδέτερα’. Η σαφής παρουσίαση των θεωρητικών αφετηριών από μέρους του εγκληματολόγου και η προσωπική εντιμότητα είναι δυνατά και επαρκή. Από εκεί και πέρα, η κριτική έχει το λόγο. Για μιαν ολοκληρωμένη παρουσίαση του ζητήματος της αξιολογικής ουδετερότητας βλ. το κεφάλαιο 6 στην Κριτική Εγκληματολογία του Γρ. Λάζου (2007).

29

Page 30: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

χρόνια, να προκαλέσει χιλιάδες θανάτους αμέσως και σε βάθος χρόνου, και να προκαλέσει εκατοντάδες χιλιάδες ανέργων και διαλυμένων οικογενειών – και όλα αυτά να έχουν παραπέρα συνέπειες όπως τη μαζική μετανάστευση και η έκρηξη της εγκληματικότητας επιβίωσης (ή εγκληματικότητας του δρόμου). Συγχρόνως, περιλαμβάνει και μια φοροδιαφυγή ενός ευρώ. (Μάλιστα, είναι πολύ πιθανότερο να περιλάβει τη δεύτερη παρά την πρώτη.) Πρόκειται για μιαν αντίληψη που προκαλεί τη σύγχυση μεταξύ ποιοτικά διαφορετικών ζητημάτων. Από τη μια πλευρά αποσυνθέτει διαστάσεις οι οποίες είναι αναγκαίο να προσεγγίζονται ενιαία, ενώ, από την άλλη, έρχεται να κατατάξει στην αυτή κατηγορία δράσεις που είναι παντελώς ανόμοιες μεταξύ τους.

Αντίθετα, η έννοια ‘εγκληματικότητα των ισχυρών’ είναι ‘οριζόντια’ και ταξική. Το πλεονέκτημά της είναι ότι επιτρέπει τη μελέτη κάθε μορφής εγκληματικότητας των κυρίαρχων τάξεων, ηγεμονικών μπλοκ ή κυρίαρχων ελίτ. Κατ` αυτό τον τρόπο, είναι δυνατή η ανάδειξη συνθέσεων μεταξύ εγκλημάτων που με βάση την παραδοσιακή αντίληψη φαίνονται σαν άσχετα μεταξύ τους. Έτσι, επιστημονικά ειδωμένη, η εγκαθίδρυση από μιαν επιχείρηση ενός ατόμου ως βουλευτή στο Κοινοβούλιο ή ως δημάρχου σε Δήμο με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αποτελεί έγκλημα – έγκλημα με πολιτικές, οικονομικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Κι όμως, δεν περιλαμβάνεται στις κατηγορίες του οικονομικού εγκλήματος που εντοπίστηκαν στην περασμένη ενότητα. Ίσως περιλαμβάνεται χλωμά, αβέβαια και με πολλά ‘παραθυράκια’ σε κάποια κατηγοριοποίηση του νόμου και των προσεγγίσεων που ακολουθούν το νόμο σχετικά με το πολιτικό έγκλημα. Αλλά είναι ακριβώς αυτή η αποσύνθεση μεταξύ του πολιτικού και του οικονομικού που καθιστά σχεδόν αδύνατη τη νομικά κατοχυρωμένη καταγγελία. Περιπτώσεις όπως αυτή παραμένουν στο επίπεδο μιας φήμης που ‘όλοι το ξέρουν’ και καταδικάζουν ηθικά αλλά καμία αποτελεσματική παρέμβαση της πολιτείας δεν είναι δυνατή, πολύ δε περισσότερο μια ποινική παρέμβαση. Πέρα όμως από το συνθετικό της χαρακτήρα, η εγκληματικότητα των ισχυρών έχει ως βασικό πλεονέκτημα ότι αποτελεί μια σημαντική χειρονομία: στρέφει την προσοχή στις κοινωνικές ελίτ, στην οικονομική, πολιτική και πολιτισμική αστική τάξη, ανοίγοντας ένα ευρύτατο πεδίο για επιστημονική μελέτη, άσχετα από το τι προβλέπει ο νόμος ή ακόμα και επικριτικά σ` αυτόν.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την προκλητική ομιλία του Sutherland, ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων μελέτησαν μια ποικιλία εγκλημάτων ή αποκλίσεων των ισχυρών, παράγοντας ένα πλούσιο έργο που τα τελευταία χρόνια άρχισε να αποκρυσταλλώνεται σε νέες κατηγοριοποιήσεις. Έτσι, ολοένα και περισσότεροι εγκληματολόγοι απομακρύνθηκαν από τις κάθετες τομές που προβλέπει ο νόμος (πχ., οικονομικό έγκλημα) και στρέφονται είτε σε οριζόντιες είτε σε συγκεκριμένες. Το οικονομικό έγκλημα αντικαταστάθηκε από μια δέσμη εγκλημάτων που απαντώνται σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις ή κατηγορίες (έγκλημα των επιχειρήσεων, των εργαζομένων, των επαγγελματιών κοκ.) και εγκλήματα ανά κοινωνικό πεδίο (κατά του περιβάλλοντος, των καταναλωτών, των εργαζόμενων, των δημοτών, των πολιτών) ή πεδίο της οικονομίας (ενέργεια, φάρμακο, λαϊκή διατροφή, καλλυντικά, μεταλλαγμένες τροφές και λιπάσματα, ιδιωτικοί στρατοί και επιχειρήσεις παροχής ασφάλειας κοκ.). Η κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές μελετάται ολοκληρωμένα ώστε να αναδεικνύονται όλες οι μορφές εγκληματικότητας που συναρτώνται ευθέως με τη θέση, αλλά και οι άλλες μορφές όπου συντίθενται διαταξικά εγκλήματα όπως ο βιασμός και ο φόνος με τη συγκεκριμένη θέση. Για παράδειγμα, σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να λάβει χώρα στο δρόμο. Μπορεί όμως να λάβει χώρα και στην εργασία από τον ανώτερο και να είναι σαφώς πιο πιεστική και αποτελεσματική. Ο δε νόμος είναι οργανωμένος με τρόπους ώστε να αποδεικνύει ευκολότερα ένα βιασμό στο δρόμο από κάποιον άγνωστο από το βιασμό στο σπίτι από το σύζυγο ή από το βιασμό από το αφεντικό στην εργασία.

Βέβαια, τα όσα προηγούνται δεν πρέπει να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η έννοια του εγκλήματος των ισχυρών (ή λευκού περιλαιμίου) είναι και η μοναδική ή έστω η κυρίαρχη στη μελέτη των εγκλημάτων της οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής αστικής τάξης ή ηγεμονικού μπλοκ εξουσίας ή της ελίτ της δύναμης (power elite κατά τον C. W. Mills, που περιλαμβάνει μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικούς επικεφαλής των κομμάτων εξουσίας, στρατιωτικούς, και διαχειριστές της συνείδησης μιας

30

Page 31: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

μαζικοποιημένης και υπάκουης κοινωνίας – The Power Elite, 1956).11 Μετά το 1980, αναπτύσσεται ένας συγκεκριμένος τύπος έμφασης στη σχετική εγκληματικότητα. Παρατηρείται μια στροφή προς το συγκεκριμένο. Από τη μια, στην εγκληματικότητα των επιχειρήσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Δεύτερο, στην πολιτική εγκληματικότητα και, στο πλαίσιό της, την εγκληματικότητα του κράτους. Τρίτο, άρχισαν να κατατίθενται μελέτες που έχουν στραμμένη την προσοχή τους στο επιχειρηματικό-κρατικό έγκλημα (το έγκλημα που περιλαμβάνει ή και απαιτεί τη συνεργασία τους). Στη βάση αυτών των σημαντικών συγκεκριμενοποιήσεων, το έγκλημα λευκού περιλαιμίου ή έγκλημα των ισχυρών περιορίζεται στην εγκληματικότητα επιχειρηματιών ή στελεχών ή και ανώτερων κρατικών υπαλλήλων που δεν αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της επιχείρησης ή του κράτους αλλά το προσωπικό όφελος.

2. Edwin Sutherland: Τα εγκλήματα λευκού περιλαιμίου

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η αρχική μελέτη του Sutherland που ήρθε να τονίσει με επιτακτικό τρόπο ότι πέρα από την εγκληματολογία ‘προς-τα-κάτω’ υπάρχει και η εγκληματολογία ‘προς-τα-πάνω’.

3. Gary Slapper και Steve Tombs: Το επιχειρηματικό έγκλημαΤην κριτική παρουσίαση εισαγωγής, 1ου και 2ου κεφαλαίου της μελέτης των Slapper και Τombs ανέλαβε ο τελειόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Ηλίας Γκάτης.

Υπάρχουν διάφοροι ορισμοί, προσεγγίσεις και δέσμες επιχειρημάτων για το τι είναι το επιχειρηματικό έγκλημα, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Από την οπτική γωνία του αδαούς προσώπου φαίνεται σαν να είναι ένα έγκλημα όπου απουσιάζει το θύμα (victimless crime). Το “παραδοσιακά” εγκλήματα, όπως για παράδειγμα ο φόνος, η επίθεση, οι ληστεία ή ο βιασμός, παράγουν εμφανείς δράστες και θύματα, είναι εύκολα ή δύσκολα εντοπίσιμα, ενώ οι δίκες γι’ αυτά τα αδικήματα εστιάζουν σε συγκεκριμένα, ορατά ατομικά

11 Για τη διευκρίνιση της πολιτισμικής αστικής τάξης, ας αναφερθεί η περίπτωση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Τα ΜΜΕ, από τη μια, είναι επιχειρήσεις (τα δε δημόσια είναι ελεγχόμενα από το κράτος), ενώ, από την άλλη, είναι παραγωγοί ή και διακινητές μαζικού πολιτισμού (ή πολιτισμού με μαζικούς τρόπους, πχ., με διακοπές για διαφημίσεις, ζώνες τηλεθέασης κοκ.): παράγουν ή διακινούν επιλεκτικά πληροφορίες, γνώσεις, τρόπους σκέψης και πρόσληψης-ερμηνείας βιωμάτων, τρόπους οργάνωσης της ζωής, καθώς και υλικό ψυχικής αναψυχής και κατανάλωσης ελεύθερου χρόνου.

31

Page 32: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

παραπτώματα Αντίθετα, το έγκλημα των μεγάλων επιχειρήσεων όχι μόνο ανιχνεύεται δύσκολα, αλλά αποδεικνύεται ακόμα δυσκολότερα. Αυτό οφείλεται, σύμφωνα με τους Slapper και Tombs, στο ότι είναι ένα έγκλημα που, αφενός, διαπράττεται από το μοναχικό υποκείμενο εντός της επιχειρηματικής δομής και, αφετέρου, συνιστά εγγενές πρόβλημα του τρόπου οργάνωσης των επιχειρήσεων.

Ο προβληματισμός για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα και της δομής του επιχειρηματικού εγκλήματος αποτελεί ζήτημα κρίσιμης σημασίας, επειδή καθορίζει το γενικότερο πλαίσιο όπου λαμβάνει χώρα μια επιστημονική συζήτηση – και εν προκειμένω της ακαδημαϊκής εγκληματολογίας. Ουσιαστικά, πρόκειται για το ζήτημα του ορισμού μιας κατάστασης. Όπως αναφέρουν οι Slapper και Tombs “οι ερωτήσεις για τον ορισμό ενός φαινομένου εγείρουν θεμελιώδη ζητήματα αναφορικά με το εύρος, τις αιτίες και τη ρύθμιση του εν λόγω φαινομένου· θέτουν προβληματισμούς για τη φύση και τα όρια της ακαδημαϊκής εγκληματολογίας και, γενικότερα, για την νομιμότητα της ακαδημαϊκής εργασίας” (Slapper και Tombs, 1999:1).

Η πρώτη ύλη για τον ορισμό του επιχειρηματικού εγκλήματος δόθηκε τη δεκαετία του 1940 από τον Sutherland. Ήταν ο πρώτος που σε μια σειρά γραπτών ανέπτυξε την έννοια του “εγκλήματος λευκού περιλαίμιου” (white – collar crime). Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου “είναι ένα έγκλημα που διαπράττεται από άτομα με υψηλή κοινωνική θέση κατά τη διάρκεια του επαγγέλματός τους” (1983:7). Με αυτό τον τρόπο θέλησε να θέσει υπό αμφισβήτηση το στερεότυπο του εγκληματία που προέρχεται κυρίως από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Οι πανίσχυρες επιχειρήσεις όπως και οι επαγγελματίες που τις στελεχώνουν διαπράττουν συστηματικά εγκλήματα, το κόστος- σε οικονομικούς πόρους και ανθρώπινες ζωές - των οποίων είναι αναλογικά μεγαλύτερο από αυτό του μικροεγκλήματος. Η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο αντιμετώπισης από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Τα δικαστήρια πάσχουν από ταξικό στραβισμό και προκατάληψη. Λόγω της ταξικής τους ισχύος, οι επιχειρήσεις είναι σε θέση να επηρεάσουν την απονομή της δικαιοσύνης και σε ενδεχόμενη εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς να αποφύγουν την ποινική ή αστική δίωξη. Οι εγκληματίες των ανώτερων τάξεων λειτουργούν συχνά χωρίς να εντοπιστούν. Ο πιθανός εντοπισμός τους δε σημαίνει ποινική δίωξη. Αλλά και στην περίπτωση που υπάρξει ποινική δίωξη δεν οδηγούνται αυτομάτως στην καταδίκη.

Ο Sutherland προσπάθησε να διατυπώσει έναν περιγραφικό και περισσότερο αφηρημένο ορισμό του εγκλήματος. Ο βασικός επεξεργαστής για το χαρακτηρισμό μιας πράξης ως εγκλήματος είναι ο (ποινικός) νόμος. Ένα έγκλημα προϋποθέτει “την νομική περιγραφή μιας πράξης ως κοινωνικά επιζήμιας και τη θέσπιση νομικών διατάξεων που τιμωρούν αυτή την πράξη” (1945: 132). Αλλά η ποινική νομοθεσία δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για τον ορισμό της εγκληματικής συμπεριφοράς. Υπάρχουν νομοθετικά σώματα τα οποία μέσω των αστικών δικαστηρίων επιβάλουν ποινές σε πράξεις που προκαλούν βλάβες είτε σε συγκεκριμένα άτομα είτε σε κοινωνικούς θεσμούς. Υπάρχει μια άποψη ότι τέτοιες πράξεις συνιστούν απλές τεχνικές παραβιάσεις και δεν εμπεριέχουν κανενός είδους ηθική ενοχή. Στην πραγματικότητα, εκτείνονται σε ένα συνεχές όπου “στο ένα άκρο υπάρχει το male in se και στο άλλο το mala prohibita” (στο ίδιο: 139). Τόσο το περιεχόμενο των νόμων όσο και οι επιμέρους νομικές διακρίσεις αποτελούν κοινωνικά προϊόντα (Sutherland, 1945).

Οι παρανομίες διακρίνονται μεταξύ τους από τις ιδιαίτερες διοικητικές διαδικασίες στις οποίες υπόκεινται. Τα εγκλήματα των ισχυρών δεν είναι απλά “ρυθμιστικά αδικήματα”, δηλαδή mala prohibita. Υπάρχουν πειστικά επιχειρήματα που δείχνουν ότι έχει μεγάλη σημασία και πρακτικά και ιδεολογικά αν κάποια συμπεριφορά ορίζεται ως έγκλημα ή αστικό αδίκημα. Και στις δυο περιπτώσεις οι διαδικασίες που ακολουθούνται είναι διαφορετικές, το ίδιο και τα αποτελέσματα. Ο David Nelken μας υπενθυμίζει ότι “το ζήτημα του εγκλήματος λευκού περιλαίμιου αντανακλά τις αποκλίσεις ανάμεσα στους νομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς ορισμούς τους εγκλήματος – και μαζί την τεχνητότητα όλων των ορισμών του εγκλήματος” (1994: 336).

Πάνω στη βάση αυτού του ορισμού θα πρέπει να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις, κυρίως αναφορικά με τις εμπειρικές και θεωρητικές του συνέπειες. Η εικόνα του τυπικού εγκλήματος απέχει από το να είναι πραγματική, εφόσον το έγκλημα είναι ευρέως διαδεδομένο στην κοινωνία. Η αναγωγιστική εγκληματολογία (reductionist criminology)

32

Page 33: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

κρίνεται ανεπαρκής από τη στιγμή που προσπαθεί να ερμηνεύσει το έγκλημα με όρους παθολογίας των κατώτερων κοινωνικών τάξεων και των οικογενειών τους. Επίσης, η εγκληματολογία θα πρέπει να λάβει υπόψη ένα μεγάλο εύρος συμπεριφορών και πολιτικών διαδικασιών οι οποίες ορίζονται ως εγκληματικές ή όχι. Τα ληστρικά εγκλήματα των φτωχών και οι καταχρήσεις εξουσίας των πλουσίων θα πρέπει να τύχουν συστηματικής διερεύνησης και ερμηνείας, χωρίς, όμως, την άκριτη αποδοχή τόσο του ενός όσο και του άλλου.

Το έργο του Sutherland έτυχε σκληρής κριτικής από τον Paul Tappan. Έχοντας ως αφετηρία τον ορισμό του επιχειρηματικού εγκλήματος από τον Sutherland, διατύπωσε έναν αυστηρό (νομικίστικο) ορισμό του εγκλήματος και του εγκληματία: “Έγκλημα είναι μια σκόπιμη πράξη που παραβιάζει τον νόμο, διαπράττεται χωρίς καμιά δικαιολογία και ποινικοποιείται από το κράτος με τη μορφή του κακουργήματος ή του πταίσματος. Στη μελέτη του δράστη, δεν θα πρέπει να υπάρχει καμιά προγενέστερη υπόθεση ότι τα συλληφθέντα, κατηγορούμενα ή εναγόμενα πρόσωπα είναι ένοχα, παρά μόνο όταν αυτό αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας” (1947: 100). Ή έμφαση δίνεται στην πρόθεση, τον ποινικό νόμο και την επιτυχημένη αγωγή κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Κατά τον Tappan, το μεθοδολογικό λάθος του Sutherland ήταν, αφενός, ότι περιέγραψε ως εγκληματίες άτομα που δεν είχαν διωχθεί ποινικά με επιτυχία και, αφετέρου, ότι επέκτεινε τον ορισμό του και σε πράξεις που δεν παραβίαζαν τον ποινικό νόμο. Φαινόμενα όπως η υπερβολική διαφήμιση ή η υπερτιμολόγηση εμπορευμάτων πέραν της πραγματικής τους αξίας, αποτελούν για τον Tappan συστατικά στοιχεία των φυσιολογικών επιχειρηματικών πρακτικών.

Είδαμε ότι ο Tappan εστιάζει περισσότερο στο τυπικό της ποινικής διαδικασίας. Αν η έννοια του εγκλήματος επεκταθεί πέρα από αυτό το τυπικό, τότε εισερχόμεθα στη σφαίρα της κανονιστικής λογικής ή της διατύπωσης ηθικών προτάσεων. Η διατύπωση αφηρημένων ορισμών είναι πιθανό να εξυπηρετεί κάποιους σκοπούς προπαγάνδας. Αλλά η μετατόπιση της εστίασης από την σαφώς προσδιορισμένη ποινική νομοθεσία, μας οδηγεί σε ένα συνεχές το οποίο εκτείνεται μέχρι το σημείο των κοινωνικών ζημιών του εγκλήματος. Σε αυτή την περίπτωση, ποιος έχει το δικαίωμα να διατυπώνει αξιολογικές κρίσεις για το τι συνιστά “έγκλημα ως κοινωνική βλάβη”, τουλάχιστον μέσα στα όρια των ηθικά πλουραλιστικών κοινωνιών;

Υπάρχει δομική διαφορά ανάμεσα στα αδικήματα που διαπράττονται από τα στελέχη των επιχειρήσεων και τα αδικήματα ποινικού χαρακτήρα. Η άποψη ότι υφίστανται ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στα ρυθμιστικά και τα ποινικά εγκλήματα είναι ευρέως διαδεδομένη. Είδαμε πιο πάνω ότι πράξεις και παραλείψεις που ο Sutherland θα τις θεωρούσε εγκληματικές, ο Tappan υποστηρίζει ότι εντάσσονται μέσα στις συνήθεις επιχειρηματικές πρακτικές. Εν μέρει είχε δίκιο στο να κριτικάρει την ασάφεια με την οποία ο χαρακτηρισμός του εγκληματία αποδιδόταν σε άτομα που, πέραν πάσης αμφιβολίας, είχαν αποδειχθεί αθώα. Όμως, από αυτό το σημείο δεν συνεπάγεται λογικά ότι υπάρχουν πράξεις που, ενώ δεν έχουν εντοπιστεί, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιθανή ποινική δίωξη – υπό την προϋπόθεση ότι τα σχετικά στοιχεία έρχονταν στην επιφάνεια. Με άλλα λόγια, είναι λάθος να υπαινίσσεται ότι στερείται νοήματος η συζήτηση γύρω από τον ανεξιχνίαστο ή σκοτεινό αριθμό εγκλημάτων (dark figure of crime).

Πέρα από τον ορισμό του Sutherland12, υπάρχουν ποικίλες διαμάχες για το ποίος ορισμός θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα στην έννοια του “εγκλήματος λευκού περιλαίμιου” και αρκετές απόπειρες έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένα σαφές πεδίο έρευνας. Μεταξύ των άλλων, υπήρξαν έννοιες όπως του εταιρικού εγκλήματος (business crime) (Calrke, 1990), του εμπορικού εγκλήματος (commercial crime) (Snider, 1992), του

12 Το πρόβλημα με τον ορισμό του Sutherland εντοπίζεται στο γεγονός ότι προσπαθεί να καλύψει ένα μεγάλο φάσμα ετερογενών πράξεων, διαφορετικών παραβατών, αδικημάτων και θυμάτων. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ποικιλία στα θύματα – μπορεί να είναι εργάτες, καταναλωτές ή άλλες επιχειρήσεις· στις συνέπειες της παραβατικότητας – μπορεί να είναι επουσιώδεις ή ενδέχεται να περιλαμβάνουν υψηλό οικονομικό κόστος και απώλειες ανθρώπινων ζωών· στο modus operandi – μπορεί να γίνονται με ή χωρίς τη συνεργασία τρίτων· στους σκοπούς μιας παρανομίας – μπορεί να καλύπτει το προσωπικό συμφέρον ενός ατόμου ή τις διεκδικήσεις μιας επιχείρησης· στην ικανότητα αποφυγής του εντοπισμού και της ευθύνης αλλά και στις συνέπειες του εντοπισμού.

33

Page 34: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

επιχειρηματικού εγκλήματος (corporate crime) (Braithwaite, 1984· Clinard και Yeager, 1980· Pearce και Snider, 1995), των εγκλημάτων του κεφαλαίου (crimes of capital) (Michalowski, 1895), των εγκλημάτων των ισχυρών (crimes of the powerful) (Pearce, 1976), του εγκλήματος στην κορυφή (crimes at the top) (Douglas και Johnson,1978), του εγκλήματος της σουϊτας ή πολυτελών διαμερισμάτων και γραφείων (crimes of the suites) (Timmer και Eitzen, 1991), του οικονομικού εγκλήματος (economic crime) (Edelhertz, 1970), της αποκλίνουσας συμπεριφοράς των elite (elite deviance) (Simon και Eitzen, 1986), του επαγγελματικού εγκλήματος (occupational crime) (Green, 1990), της αποκλίνουσας συμπεριφοράς των οργανισμών (organizational deviance) (Ermann και Lundman, 1982· Punch, 1996· Vaughan, 1983) και του εγκλήματος λευκού περιλαίμιου (white – collar crime) (Croall, 1992· Geis και Stotland, 1980· Nelken, 1994). Οι παραπάνω όροι υποδηλώνουν την διαφορετικότητα των προσεγγίσεων αλλά και ορισμένες ομοιότητες στον τρόπο που μελετάται το επιχειρηματικό έγκλημα. Υποδηλώνουν, επίσης, μια προσπάθεια υπέρβασης του “παλιού” εννοιολογικού οπλοστασίου και ερμηνείας της παραβατικότητας των επιχειρήσεων με νέους όρους. Αλλά, κυρίως, όπως αναφέρει ο Friedrichs (1992: 7-12) αντανακλούν τον τρόπο που η κάθε προσέγγιση θεωρεί ότι το “έγκλημα λευκού περιλαίμιου” θα έπρεπε να μετριέται, ερμηνεύεται, αποτρέπεται, ρυθμίζεται και τιμωρείται. Σε τελική ανάλυση, αυτές οι διαφωνίες εμπεριέχουν αποκλίσεις σε ότι αφορά τις αξίες, την πολιτική, τη θεωρία, την επιστημολογία και τη μεθοδολογία όχι μόνο της εγκληματολογίας, αλλά όλων των κοινωνικών επιστημών.

Για τους Slapper και Tombs, τέσσερις είναι οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η σφοδρότητα αυτών των διαφορών. Πρώτο, τα εν λόγω προβλήματα παραμένουν ακόμα και σήμερα υπό αιώρηση και διαπραγμάτευση επειδή εντάσσονται στους περιφερειακούς προβληματισμούς της εγκληματολογίας. Η μελέτη του εγκλήματος λευκού περιλαίμιου παραμένει σχετικά υπανάπτυκτη ως πεδίο ακαδημαϊκής έρευνας, ενώ μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας και αρθρογραφίας στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα από περιπτωσιολογικές έρευνες. Πρόκειται για ένα είδος επιστημονικής ανωριμότητας και θεωρητικής ανεπάρκειας από την πλευρά τόσο της εγκληματολογίας όσο και των ερευνών περί την ποινική δικαιοσύνη.

Δεύτερο, οι επιμέρους διχογνωμίες εδράζονται πάνω σε διαφορετικές αντιλήψεις για το τι είναι επιστημονικότητα (scientificity) στην ακαδημαϊκή εγκληματολογία και ευρύτερα στις ακαδημαϊκές κοινωνικές επιστήμες . Η εγκληματολογία διεκδίκησε και διεκδικεί την επιστημονική της υπόσταση μέσα από διαδικασίες ανταγωνισμού με άλλους επιστημονικούς κλάδους και, εν μέρει, με τις διάφορες μορφές θετικισμού που κυριαρχούσαν στους κόλπους της. Αυτή η κυριαρχία δεν ήταν χωρίς θεωρητικές και μεθοδολογικές συνέπειες. Σήμαινε τη δημιουργία προβλημάτων αναφορικά με τη διατύπωση περιεκτικών ορισμών γύρω από το επιχειρηματικό έγκλημα, ορισμών που πήγαιναν πέρα από τον ποινικό νόμο και τις φορμαλιστικές νομικές διαδικασίες. Ήταν συχνό το φαινόμενο κάποιος να χρεώνεται κατηγορίες όπως η ηθικολογία και η πολιτικολογία, γεγονός που αντηχούσε τον ισχυρισμό του Meier ότι “η ηθική κατακραυγή μπορεί να είναι καλή πολιτική αλλά κακή επιστήμη” (στον Friedrichs, 1992: 9).

Τρίτο, ένας από τους λόγους της κυριαρχίας του θετικισμού ήταν η ατομική και κοινωνική/κοινωνιολογική παραδοχή της υπόθεσης για μια συναινετική κοινωνική τάξη. Για τους θετικιστές όλων των μεθοδολογικών και θεωρητικών αποχρώσεων δεν υφίστανται ταξική κοινωνία και ταξικοί ανταγωνισμοί. Στο μέτρο, μάλιστα, που ως ακαδημαϊκό κατεστημένο επωφελούνται από τις δομικές ανισότητες του συστήματος – όπως, για παράδειγμα, η ευνοϊκή μεταχείριση στην κρατική ή ιδιωτική χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων - είναι βολική η διατήρηση της παραδοχής για την ύπαρξη συναίνεσης ανάμεσα στις ταξικές μερίδες. Κατ’ αυτό τον τρόπο, γίνεται δύσκολη η προσπάθεια εμπλουτισμού της εγκληματολογικής θεωρίας με ζητήματα που αγγίζουν την παραβατικότητα πανίσχυρων ατόμων και εξίσου πανίσχυρων επιχειρήσεων. Και αν κάτι τέτοιο γίνει τελικά εφικτό, οι φορείς της συγκεκριμένης προσπάθειας θα πρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι έρχονται αντιμέτωποι με εχθρικά συμφέροντα.

Τέταρτο, κρίσιμης σημασίας είναι το ζήτημα του ποια αποτελέσματα μπορεί να έχει η ακαδημαϊκή μελέτη του επιχειρηματικού εγκλήματος στο επίπεδο των πολιτικών

34

Page 35: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

αποφάσεων. Η κοινωνική επιστήμη δεν είναι κάτι που λειτουργεί πέρα και έξω από το χώρο της πολιτικής. Είναι κατεξοχήν πολιτική διαδικασία. Εκφράζει αντικρουόμενα συμφέροντα, διαφορετικές ταξικές καταγωγές και κοσμοθεωρίες. Ειδικότερα η εγκληματολογία, η οποία τα προηγούμενα τριάντα χρόνια γνώρισε την ανάπτυξη μιας θεωρητικής πολυφωνίας, συνδέθηκε πολύ στενά με διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Η προσφυγή στην εγκληματολογία για τη χάραξη αντεγκληματικής πολιτικής ή, ειδικότερα, ο σχεδιασμός νόμων και φορέων που ευθύνονται για τη ρύθμιση της επιχειρηματικής συμπεριφοράς αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ωστόσο, για τους συγγραφείς δεν αποτελούν αποδείξεις για το μέγεθος της ακαδημαϊκής επιρροής ούτε είναι ενδεικτικά οποιασδήποτε προοδευτικής διαδικασίας: η μεταπολεμική πολιτική οικονομία για την ανάπτυξη των καπιταλιστικών κρατών συνιστούν ασφαλέστερους δείκτες για το πώς εμφανίστηκαν και το πώς εφαρμόστηκαν αυτές οι ρυθμίσεις.

Καθεμία από τις προγενέστερες προσεγγίσεις αποσαφηνίζει μια ή περισσότερες πλευρές του φαινομένου που λέγεται “έγκλημα λευκού περιλαίμιου”. Άξια προσοχής και ίσως η σημαντικότερη όλων είναι αυτή που επιχειρεί να διακρίνει το επαγγελματικό (occupational) από το οργανωσιακό (organizational) έγκλημα13. Στα κείμενα του Sutherland υπάρχει, αλλά σε ασαφή μορφή. Ο Donald Cressey (1989) αναφέρει ότι ο Sutherland, ενώ όριζε το έγκλημα λευκού περιλαίμιου με όρους προσώπων, όταν πήγε να μελετήσει τις επιχειρήσεις απέδωσε στη λειτουργία τους ανθρώπινα χαρακτηριστικά (η αγγλοσαξονική έννοια είναι “anthropomorphised”, Slapper και Tombs 1999: 14). Στη μελέτη των Slapper και Tombs κυρίαρχο ρόλο παίζει ο ανθρώπινος παράγοντας ως δημιουργός, αποδέκτης και εκτελεστής κάποιων εντολών και αποφάσεων, ενώ καθοριστικό ρόλο παίζει το δομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί. Το έγκλημα λευκού περιλαίμιου θα πρέπει να περιοριστεί στη μελέτη αυτών που είναι ατομικά πλούσιοι ή πανίσχυροι και ενδιαφέρονται για την ικανοποίηση προσωπικών τους συμφερόντων, συχνά εναντίον ή υπέρ των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται. Μπορεί να λάβει χώρα όταν άτομα ή ομάδες ατόμων κάνουν παράνομη χρήση ή κατάχρηση της επαγγελματικής τους θέσης με σκοπό τα προσωπικά τους οφέλη, είτε εξαπατώντας τους καταναλωτές είτε βλάπτοντας τους οργανισμούς, προκαλώντας ζημιά στη φήμη τους. Από την άλλη, οι οργανωσιακές παρανομίες έχουν ατομικό ή συλλογικό χαρακτήρα. Γίνονται αντιληπτές ως πράξεις που βοηθούν μια επιχείρηση να πετύχει τους στόχους που έχουν τεθεί από τον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας εντός της επιχείρησης.

Το ενδιαφέρον τους στρέφεται στους τυπικούς, νόμιμους οργανισμούς, ειδικότερα στις επιχειρήσεις περιορισμένης ευθύνης (limited liability corporations), χωρίς να παραγνωρίζουν την έννοια “έγκλημα λευκού περιλαίμιου”, η οποία, όμως, δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα κοινωνικά χαρακτηριστικά των παραβατών – κοινωνική θέση, εμπιστοσύνη, σεβασμός, κύρος. Η σημασία της έμφασης προφανής: Μέσα σε αυτές τις οργανωτικές δομές εργάζεται η πλειονότητα των ανθρώπων του σύγχρονου δυτικού κόσμου και παράγεται το μεγαλύτερο μέρος των αγαθών που απολαμβάνουν.

Η διάκριση ανάμεσα στο επαγγελματικό και το οργανωσιακό έγκλημα μπορεί να στρέψει την προσοχή μακριά από την πιθανή σχέση μεταξύ επαγγελματικού εγκλήματος και συγκεκριμένων οργανωτικών χαρακτηριστικών. Σε πολλά παραδείγματα επαγγελματικού εγκλήματος βλέπουμε ότι τα οφέλη συσσωρεύονται τόσο σε άτομα όσο και σε οργανισμούς (Wheeler και Rothman, 1982: 1405). Επίσης, οργανωτικές δομές με χαλαρούς μηχανισμούς επιτήρησης είναι δυνατό να παράγουν άτομα τα οποία στο μέλλον θα εμπλακούν σε διάφορες μορφές οργανωσιακού εγκλήματος. Σε μερικές περιπτώσεις τα άτομα διατάζονται στο να πετύχουν συγκεκριμένους οικονομικούς στόχους (π.χ αυξημένο κέρδος της επιχείρησης), οι οποίοι, κάτω από ορισμένες συνθήκες, μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την παραβίαση του νόμου. Απουσία εποπτικών μηχανισμών, τα διοικητικά στελέχη των επιχειρήσεων μπορεί να εφαρμόσουν αυτό που έχει ονομαστεί “ηθελημένη τυφλότητα” (wilful blindness) ή

13 Μια αποσαφήνιση είναι αναγκαία. Το επαγγελματικό έγκλημα διαπράττεται από άτομα. Για παράδειγμα, η υπεξαίρεση ενός χρηματικού ποσού μπορεί να γίνει από κάποιον υπάλληλο ή υπάλληλους οι οποίοι μπορεί να βρίσκονται χαμηλά ή υψηλά στην ιεραρχία μιας επιχείρησης. Από την άλλη, το οργανωσιακό έγκλημα διαπράττεται από τις επιχειρήσεις ως δομές οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτό του εγκλήματος κατά του περιβάλλοντος.

35

Page 36: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

“ενορχηστρωμένη άγνοια” (concerted ignorance)14 (Wilson, 1979· Braithwaite, 1984,1989· Pearce και Tombs, 1989, 1993).

Οι ενδο – οργανωσιακές δομές μπορεί να έχουν τα ίδια αποτελέσματα. Για παράδειγμα, πολλές αυτοκινητοβιομηχανίες πιέζουν τους εμπορικούς τους αντιπρόσωπους να πουλάνε αυτοκίνητα σε υψηλές τιμές, έτσι οι τελευταίοι να μπορούν να βγάλουν κέρδος μόνο μέσα από την υπερτιμολόγηση της συντήρησης και επισκευής των αυτοκινήτων. Παρόμοια, η κατάχρηση εξουσίας από την πλευρά της αστυνομίας μπορεί να ακμάσει σε συνθήκες γενικευμένης διαφθοράς. Πρόκειται για περιπτώσεις εγκληματογενών οργανισμών (criminogenic organizations) οι οποίοι παράγουν τόσο επαγγελματικό όσο και οργανωσιακό έγκλημα.

Οι συγγραφείς ως κεντρικό επεξεργαστή της μελέτης τους υιοθετούν τους ορισμούς των Kramer, Box, Schrager και Short, Clinard και Yeager. Ειδικότερα, θεωρούν τον ορισμό του Kramer ως ένα καλό σημείο εκκίνησης:

Με την έννοια “επιχειρηματικό έγκλημα” εστιάζουμε την προσοχή μας σε εγκληματικές πράξεις οι οποίες είναι το αποτέλεσμα σκόπιμων αποφάσεων ατόμων, που κατέχουν δομικές θέσεις μέσα στον οργανισμό. Αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται σε συμφωνία με τους κανονιστικούς σκοπούς και το πλαίσιο λειτουργίας του οργανισμού, στοχεύουν δε στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της επιχείρησης. (1984:18)

Ο συγκεκριμένος ορισμός κρίνεται ανεπαρκής. Αρκετοί νόμοι – εφαρμοζόμενοι, κυρίως, μέσω των αστικών δικαστηρίων και χωρίς σχετίζονται άμεσα με την επιχειρηματική παραβατικότητα - ρυθμίζουν πράξεις οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν βλάβη σε άτομα ή κοινωνικούς θεσμούς. Για αυτό το λόγο, οι Slapper και Tombs διευρύνουν τον ορισμό του Kramer έτσι ώστε να εισάγουν οποιαδήποτε πράξη διαπράττεται από επιχειρήσεις και η οποία τιμωρείται από το κράτος, ανεξαρτήτως του αν αυτή η τιμωρία προέρχεται από τον διοικητικό, αστικό ή ποινικό νόμο.

Πώς όμως εμφανίστηκε το επιχειρηματικό έγκλημα; Κάτω από ποιες συνθήκες η διαμόρφωση του νόμου ευνόησε την παραβατικότητα των επιχειρήσεων; Και με ποιον τρόπο οι επιχειρήσεις επωφελήθηκαν από αυτή την εύνοια;

Σε κοινωνίες με πρωτόγονες δομές οργάνωσης, οι κυρώσεις είχαν συλλογικό χαρακτήρα. Η παραβίαση κάποιου ταμπού τιμωρούνταν προς εξευμενισμό του υπερφυσικού και οι ποινές είχαν τη μορφή της συλλογικής ευθύνης. Αντίθετα, στις φεουδαρχικές κοινωνίες οι κυρώσεις ήταν εξατομικευμένες. Εκείνη την περίοδο, παράλληλα με την ανάπτυξη και παγίωση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, έλαβαν χώρα σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Η ναυτιλία αναπτυσσόταν με ταχύτατους ρυθμούς, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στη διαμόρφωση μιας εμπορευματικής οικονομίας. Τα εμπορικά πλοία γίνονταν μεγαλύτερα, ταχύτερα και πιο επικερδή. Αλλά και περισσότερο ακριβά στη χρηματοδότησή τους. Οι επιθέσεις των πειρατών μεγιστοποιούσαν τους κινδύνους και έθεταν σε κίνδυνο την ομαλή διεξαγωγή του εμπορίου. Οι έμποροι εξαναγκάστηκαν να ενώσουν τα κεφάλαιά τους και να σχηματίσουν τις πρώτες εμπορικές επιχειρήσεις.

Κατά τη διάρκεια ανάπτυξης του εμπορευματικού καπιταλισμού, υπήρξε μεταβίβαση εξουσιών από την αριστοκρατία στις επαρχίες και τις κομητείες, περιοχές στις οποίες λαμβάνονταν σημαντικές αποφάσεις για το εμπόριο. Το στέμμα φορολογούσε τις τοπικές αρχές και παρακρατούσε ένα μέρος των εμπορικών τους προνομίων. Αυτό έγινε εφικτό με την θέσπιση του Royal Charter. Πρόκειται για ένα είδος ενός παραχωρητήριο συμβόλαιο που απολάμβανε ειδικό νομικό καθεστώς. Σκοπός του στέμματος ήταν ο περιορισμός της εξουσίας των φέουδων και η ιδιοποίηση των δικαιωμάτων για ποινική δίωξη.

Στα τέλη του μεσαίωνα άρχισε να τίθεται σε ισχύ η έννοια της νομικής προσωπικότητας. Η συγκεκριμένη έννοια ήταν κληροδότημα του Ρωμαϊκού Νόμου και, ειδικότερα, της αρχής του societas, μιας ένωσης προσώπων με νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η εκκλησία ήταν η πρώτη οντότητα στην οποία αναγνωρίστηκε το καθεστώς του νομικού προσώπου, εφόσον είχε δικαιώματα πάνω στην ιδιοκτησία, τα κτίρια και το

14 Οι παραπάνω έννοιες ομολογούν με αυτή της συναδελφικής αλληλεγγύης.

36

Page 37: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

εισόδημα που αυτά παρήγαγαν. Τον 14ο αιώνα αναγνωρίστηκαν ως νομικά πρόσωπα επαρχίες και κομητείες: Είχαν το δικαίωμα της είσπραξης φόρων και διοδίων αλλά και την υποχρέωση να πληρώνουν στο στέμμα ένα ποσό από τα κέρδη τους. Η δυνατότητα δημιουργίας δημοσίων εσόδων απαιτούσε το καθεστώς της νομικής προσωπικότητας, η απόδοση της οποίας βρισκόταν στην διακριτική ευχέρεια του στέμματος. Βλέπουμε ότι αυτές οι συλλογικές οντότητες αναπτύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό προς ικανοποίηση της ανάγκης του κράτους για δημόσια έσοδα. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις λειτουργούσαν πάνω στη βάση ημικυβερνητικών δυνατοτήτων συλλέγοντας φόρους και διόδια. Αυτό ίσως εξηγεί το γεγονός της ευνοϊκής μεταχείρισης των επιχειρήσεων από την πλευρά του κράτους. Η επιχείρηση ήταν “παιδί του κράτους και σε πολλές περιπτώσεις εκτελούσε τα καθήκοντα του κράτους” (Coleman, 1982: 39-40).

Στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξή τους, οι επιχειρήσεις πρωτοπόρησαν στο χώρο του εμπορίου και οι κυβερνήσεις δεν είχαν κανένα λόγο να μην υποστηρίξουν τις δραστηριότητες τους. Με τη Βιομηχανική Επανάσταση πολλές επιχειρήσεις γνώρισαν αλματώδη ανάπτυξη. Το κόστος της εκβιομηχάνισης ήταν ο θάνατος και ο σοβαρός τραυματισμός χιλιάδων εργατών κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Κατά τη διάρκεια των αρχών του 19ου αιώνα υπήρξε ένας αυξανόμενος αριθμός δικαστικών υποθέσεων αποζημίωσης εναντίων των επιχειρήσεων. Μάλιστα, ήταν τόσο μεγάλος ο αριθμός και η βαρύτητα των τραυματισμών που, χωρίς την προσφυγή στο δόγμα της αμέλειας (doctrine of negligence), πολλές από τις επιχειρήσεις θα είχαν χρεοκοπήσει δαπανώντας τεράστια ποσά για τις αποζημιώσεις και τις συνθήκες ασφάλειας. Είναι η εποχή όπου κατασκευάστηκαν πολλά από τα νομικά δόγματα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να νομιμοποιήσουν τα εργατικά ατυχήματα και να μειώσουν στο ελάχιστο την πιθανότητα επιτυχίας - υπέρ των εργατών - οποιασδήποτε δικαστικής διαμάχης.

Το νομικό οπλοστάσιο των υπερασπιστών του επιχειρηματικού κόσμου εμπλουτίστηκε με την αρχή του volenti non fit injuria (καμία νομική βλάβη δεν μπορεί να ασκηθεί σε κάποιον που έχει συναινέσει στην διακινδύνευση). Και πάλι η σχεδόν μαγική έννοια της συναίνεσης κάνει την εμφάνισή της. Η συγκεκριμένη αρχή πρακτικά σημαίνει ότι ένας εργάτης δεν μπορεί να μηνύσει μια επιχείρηση για βλάβες ή τραυματισμούς που προήλθαν από την άσκηση επικίνδυνης εργασίας εφόσον έχει συναινέσει στην αποδοχή της απασχόλησης και έχει γνώση των συνθηκών εργασίας15.

Άλλος ένας αμυντικός μηχανισμός που προστατεύει τις επιχειρήσεις είναι αυτός της συντελεστικής αμέλειας (contributory negligence). Κάτω από αυτή την αρχή, ένας υπάλληλος ή οποιοσδήποτε άλλος εναγόμενος δεν μπορεί να μηνύσει τον εργοδότη του και να ζητήσει αποζημίωση, εφόσον έχει συντελέσει από απροσεξία (έστω και στον μικρότερο βαθμό) στον τραυματισμό του.

Το δόγμα της από κοινού εργασίας (common employment) έρχεται να συμπληρώσει την προστασία των επιχειρήσεων από τον νόμο. Πρόκειται για την κατάσταση όπου ένας εργάτης δεν μπορεί να διεκδικήσει οικονομική αποζημίωση εφόσον ο τραυματισμός του προήλθε από συνάδερφο. Ακόμα και σήμερα, πολλά από τα εργατικά ατυχήματα έχουν αυτή τη μορφή, έστω και αν συνδέονται άμεσα με το ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας της επιχείρησης. Όπως αναφέρει ο Flemming (1983: 7), “πολλοί από τους οι δικαστές, αντί να επιδιώξουν τον περιορισμό των εγκλημάτων που διαπράττονται από τις μεγάλες επιχειρήσεις, υποτάσσουν την ασφάλεια των ατόμων στο όνομα της προηγμένης οικονομίας”.

Το αστικό δίκαιο είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των επιχειρηματικών συμφερόντων. Δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε έτσι ώστε να τα προστατεύει και να τα υποστηρίζει. Δίκη προς δίκη, απόφαση προς απόφαση, η πολιτική που διαμορφώθηκε στηρίχθηκε πάνω σε μια ad hoc βάση, όχι ως αποτέλεσμα κάποιας συνωμοσίας αλλά ως αποτέλεσμα της ταύτισης των συμφερόντων ανάμεσα στην οικονομία και το δίκαιο. Σταδιακά, ο νόμος αναγνώρισε ότι οι επιχειρήσεις είναι δυνατό να κατηγορηθούν για

15 Όταν είσαι άνεργος για μεγάλο χρονικό διάστημα και ζεις μέσα σε συνθήκες έσχατης ένδειας, όταν είσαι οικονομικός μετανάστης και δεν έχεις πολλές εναλλακτικές απασχόλησης, τότε φυσικά και θα συναινέσεις. Μέσα στο λατινικό της επικάλυμμα, η αρχή volenti non fit injuria παίρνει σχεδόν μεταφυσικό χαρακτήρα. Για τον συντάκτη του κειμένου, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μορφή έμμεσου ή άμεσου εκβιασμού.

37

Page 38: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

εγκλήματα, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση όπου μια επιχείρηση αρνούνταν να εκτελέσει κάποια ή κάποιες από τις συμβατικές νομικές της υποχρεώσεις. Αν και υπάρχουν πολλές διαμάχες ως προς το ποια νομική διατύπωση είναι καταλληλότερη στον προσδιορισμό της επιχειρηματικής εγκληματικότητας (για παράδειγμα, θα έπρεπε να βρούμε τουλάχιστον έναν ιθύνοντα νου στο διευθυντικό επίπεδο ή θα έπρεπε να κρίνουμε την επιχείρηση συνολικά και από το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς της;), το κεντρικό σημείο είναι ότι οι εταιρίες πλέον αντιμετωπίζονται και από το δίκαιο και από την κοινωνία ως μονάδες ικανές για τη διάπραξη εγκλημάτων.

6. D. R. Simon και F. E. Hagan: White-collar Deviance: An Emerging Perspective», επιμ. Μαρ. Ζάννη

Η υποψ. διδάκτορας Μαρία Ζάννη καταθέτει μια περίληψη του θεωρητικού κυρίως μέρους της μελέτης δύο σημαντικών εγκληματολόγων πάνω στο έγκλημα των ισχυρών.

Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί μέρος από το Κεφάλαιο 1, με τον τίτλο “White-collar Deviance: An Emerging Perspective”, του βιβλίου των Hagan και Simon με τον τίτλο White Collar Deviance.

Μια σύντομη παρουσίαση του βιβλίου

Στο βιβλίο White Collar Deviance, οι Hagan και Simon επιχειρούν να παρουσιάσουν μια συνολική εικόνα των παραβάσεων λευκού περιλαίμιου. Αναφέρονται στις σημαντικότερες υποκατηγορίες και μορφές εμφάνισης τους, όπως το έγκλημα των επιχειρήσεων, το πολιτικό έγκλημα, το οργανωμένο έγκλημα, το έγκλημα εργαζομένων (occupational) και το έγκλημα επαγγελματιών (professional). Ως σημείο αναφοράς και παράδειγμα χρησιμοποιούν τις παραβάσεις λευκού περιλαιμίου που έλαβαν χώρα στην αμερικανική κοινωνία από τον μεσοπόλεμο και μετά.

Στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρούν να οριοθετήσουν το ζήτημα των παραβάσεων λευκού περιλαιμίου και να καταστήσουν σαφείς τις μορφές εμφάνισης του με βάση την υπάρχουσα βιβλιογραφία.

Οι παραβάσεις λευκού περιλαιμίου

Αφετηρία των δύο αμερικανών εγκληματολόγων αποτελεί το ερώτημα: τι κοινό έχει, π.χ., ένα πολιτικό σκάνδαλο με μια επιχείρηση που δεν τηρεί τους κανόνες ασφάλειας για τους εργαζομένους της ή τι κοινό έχουν δημόσιοι υπάλληλοι στο Μεξικό, την Ιαπωνία και τη Ρωσία που συνεργάζονται με ομάδες οργανωμένου εγκλήματος που μεταφέρουν ναρκωτικά με μια μεγάλη φαρμακοβιομηχανία που, με την διευκόλυνση της κυβέρνησης, εξάγει φάρμακα τα οποία δεν είναι εγκεκριμένα από τις αρμόδιες αρχές στη χώρα που έχει την έδρα της; Με μια πρώτη μάτια, αν και αυτά τα περιστατικά μπορεί να φαίνονται

38

Page 39: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

άσχετα και ασύνδετα μεταξύ τους, παρ’ όλα αυτά έχουν κάτι κοινό. Σύμφωνα με τους συγγραφείς Hagan και Simon είναι όλα «παραβάσεις λευκού περιλαίμιου».

Πιο αναλυτικά, τα κοινά χαρακτηριστικά που εμφανίζουν τα πιο πάνω περιστατικά καθώς και οι λόγοι που επέλεξαν οι συγγραφείς την έννοια παράβαση (deviance) αντί της έννοιας έγκλημα (crime) λευκού που περιλαιμίου είναι οι ακόλουθοι:

1. Οι παραβάσεις λευκού περιλαίμιου δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτά που ορίζει ο νομοθέτης ως εγκλήματα, αλλά περιλαμβάνουν ανήθικες πράξεις, βλαβερές πράξεις και παραβάσεις πολιτικών κανόνων. Η έννοια «παραβάσεις λευκού περιλαίμιου» περιγράφει καλύτερα και εμπεριέχει μια σειρά από δραστηριότητες που δεν περιλαμβάνονται και δεν περιγράφονται με την έννοια «εγκλήματα λευκού περιλαίμιου».

2. Η παραβατική συμπεριφορά ορίζεται ως τέτοια με βάση το κριτήριο της βλάβης. Η βλάβη είναι ένα ασφαλές κριτήριο γιατί, σύμφωνα με τους συγγραφείς, μπορεί αντικειμενικά να ορισθεί και να μετρηθεί. Η βλάβη που υφίσταται ένα άτομο, μια ομάδα ή ένα κοινωνικό σύνολο για να ορισθεί δεν είναι αναγκαίο να λάβουν χώρα άπειρες φιλοσοφικές συζητήσεις γύρω από τις αξίες ή συζητήσεις γύρω από το αν υφίσταται βλάβη στην περίπτωση που δεν υπάρχεί επίσημη ετικέτα που να την ορίζει ως κοινωνικό πρόβλημα.

3. Υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι βλάβης τους οποίους θα χρησιμοποιήσουν οι συγγραφείς για να ορίσουν τις παραβάσεις λευκού περιλαίμιου.α. Σωματική βλάβη: σωματικά τραύματα, αρρώστιες, ή/και θάνατος. Σε πολλές περιπτώσεις οι παραβάσεις λευκού περιλαίμιου προκαλούν τραυματισμούς ή/και θανάτους.β. Οικονομική βλάβη: Πολλές και διάφορων ειδών απάτες οι οποίες δεν ορίζονται όλες από το νόμο ως απάτες, αλλά παρ’ όλα αυτά προκαλούν βλάβη στους καταναλωτές και τους επενδυτές, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα εισοδήματά τους. Για παράδειγμα, κάθε φαρμακείο διαφημίζει σκευάσματα τα οποία καίνε το λίπος, χωρίς όμως να υπάρχει καμία επιστημονική απόδειξη γι αυτό. Τα προϊόντα αυτά είναι νόμιμα, αλλά οικονομικά βλαβερά. γ. Ηθική βλάβη: Η παραβατική συμπεριφορά από την άρχουσα τάξη (άτομα τα οποία έχουν υψηλές θέσεις στην κυβέρνηση και σε επιχειρήσεις) ενθαρρύνει την παραβατικότητα, τη δυσπιστία, τον κυνισμό και την αποξένωση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Για παράδειγμα, μετά από κάθε πολιτικό σκάνδαλο το οποίο δημοσιοποιείται, η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση μειώνεται δραματικά και σε ορισμένες περιπτώσεις ποτέ δεν αποκαθιστάται.

4. Τα εγκλήματα λευκού περιλαιμίου αναλύονται σε δύο βασικές κατηγορίες: α. Η πρώτη είναι οι παραβάσεις λευκού περιλαίμιου της άρχουσας τάξης. Οι παραβάσεις αυτές είναι πολύ βλαβερές, και έχουν εθνική, διεθνική ή και παγκόσμια εμβέλεια. β. Η δεύτερη είναι οι παραβάσεις της μη άρχουσας τάξης. Σε αντίθεση με τις παραβάσεις της άρχουσας τάξης, περιλαμβάνουν επιχειρήσεις και οργανισμούς που η εμβέλεια τους είναι σε τοπικό επίπεδο, και η βλάβη που προκαλούν έχει συνήθως μικρότερες συνέπειες από τις παραβάσεις της άρχουσας τάξης.

5. Είναι ενδιαφέρον ότι οι παραβάτες λευκού περιλαιμίου δεν ορίζουν τους εαυτούς τους ως εγκληματίες εφόσον το έγκλημα δεν είναι η κύρια ή αποκλειστική δραστηριότητά τους. Πέρα από τη διακριτικότητα του νόμου απέναντί τους, Αυτό συνιστά άλλη μία διαφορά ανάμεσα στις παραβάσεις λευκού περιλαιμίου και σε άλλα εγκλήματα όπως, π.χ, το οργανωμένο έγκλημα και τα εξ’ επαγγέλματος εγκλήματα (professional crime).

Τι ορίζεται ως έγκλημα λευκού περιλαιμίου

Η έννοια «έγκλημα λευκού περιλαιμίου» διατυπώθηκε πρώτη φορά από τον Edwin Sutherland το 1939. Όρισε το έγκλημα λευκού περιλαιμίου ως

«το έγκλημα το οποίο διαπράττεται από ένα ευυπόληπτο άτομο, με υψηλό κοινωνικό status, στο πεδίο της απασχόλησής του».

39

Page 40: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Ο Sutherland δέχτηκε πλήθος κριτικών για το επιχείρημά του. Όμως, η σημασία της έννοιας, σύμφωνα με τους συγγραφείς, δεν έγκειται τόσο στην επιστημονική της χρησιμότητα όσο στην ποιοτική της διάσταση. Έφερε στην επιφάνεια ένα πλέγμα από μορφές εγκληματικότητας που μέχρι τότε η εγκληματολογία παρέκαμπτε να ασχοληθεί μαζί του και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η εγκληματολογία ως επιστημονικό πεδίο να μην είναι πια η ίδια.

Μετά τον πρώτο ορισμό από τον Sutherland ακολούθησε πλήθος ορισμών για το τι είναι έγκλημα λευκού περιλαιμίου. Το πλήθος των ορισμών καταδεικνύει το πλήθος των διαφωνιών που υπάρχει στην εγκληματολογία για το τι ορίζεται ως έγκλημα λευκού περιλαίμιου – αλλά και τη σημασία του συγκεκριμένου εγκλήματος.

Οι Hagan και Simon συμφωνούν με τον ορισμό του Εθνικού Κέντρου Εγκλημάτων Λευκού Περιλαιμίου (ΗΠΑ) και τον ταυτίζουν με τον ορισμό της έννοιας «παραβάσεις λευκού περιλαιμίου».

Ο σχεδιασμός παράνομων ή ανήθικων πράξεων απάτης που διαπράττεται από ένα άτομο ή ένα οργανισμό κατά την διάρκεια νόμιμης απασχόλησης από άτομο το οποίο έχει υψηλή ή ευυπόληπτη κοινωνική θέση για προσωπικό κέρδος ή κέρδος του οργανισμού το οποίο παραβιάζει την εμπιστοσύνη του κοινού (Helmkamp, Ball και Townsend, 1996).

Πλήθος διαφωνιών υπήρξε και για τις μορφές εμφάνισης του εγκλήματος λευκού περιλαιμίου. Το 1970 ο Herbert Edelhertz σκιαγράφησε τέσσερις τύπους εγκλημάτων λευκού περιλαιμίου:

1. Εγκλήματα τα οποία διαπράττει ένα άτομο περιστασιακά ή/και τυχαία. Για παράδειγμα, φοροδιαφυγή, απλήρωτες πιστωτικές κάρτες, απάτη χρεοκοπίας.

2. Εγκλήματα κατά την διάρκεια της εργασίας. Διαπράττονται από τους εργαζόμενους σε μια επιχείρηση ή έναν οργανισμό κατά παράβαση του καθήκοντος αφοσίωσης και πίστης στον εργοδότη ή τους πελάτες. Αυτό τον τύπο εγκλημάτων λευκού περιλαιμίου οι Clinard και Quinney το ονόμασαν εγκλήματα στην εργασία (occupational crime). Για παράδειγμα, κατάχρηση χρημάτων, παράνομο εμπόριο, δωροδοκία.

3. Εγκλήματα ενός οργανισμού ή μιας επιχείρησης τα οποία όμως δεν αποτελούν τις κύριες δραστηριότητες του οργανισμού ή της επιχείρησης. Αυτό τον τύπο εγκλημάτων λευκού περιλαιμίου οι Clinard και Quinney τον ονόμασαν έγκλημα επιχειρήσεων (corporate crime), ενώ συναντάται και ως οργανωσιακό έγκλημα. Για παράδειγμα, η παραβίαση του νόμου για το μονοπώλιο, η παραπλανητική διαφήμιση, η εμπορική κατασκοπεία.

4. Τα εγκλήματα λευκού περιλαιμίου κατ` εξακολούθηση ή/και ως κύρια δραστηριότητα.

Πίνακας 1: Ορισμοί των εγκλημάτων/παραβάσεων λευκού περιλαιμίου και συναφών εννοιών

Έννοια Ορισμός Συγγραφέας/Χρονολογία

Έγκλημα λευκού περιλαιμίου

Έγκλημα το οποίο διαπράττεται από άτομο με υψηλή κοινωνική θέση κατά την διάρκεια της εργασίας του

Edward Sutherland (1949)

Criminaloid ‘Εγκληματοειδείς’ είναι αυτοί που προάγονται επαγγελματικά μέσω εγκληματικών πρακτικών

E.A. Rose (1907)

Avocational crime Έγκλημα το οποίο Geis (1974)

40

Page 41: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

διαπράττεται από ένα άτομο το οποίο δεν ορίζει τον εαυτό του ως εγκληματία και το κύριο εισόδημά του ή η κοινωνική του θέση προέρχεται από κάτι άλλο εκτός της εγκληματικής δράσης

Έγκλημα επιχειρήσεων(Corporate crime)

Παραβάσεις ή σύνολο παραβάσεων το οποίο διαπράττεται από υπαλλήλους της επιχείρησης προς όφελος της επιχείρησης.

Clinard και Quinney (1986)

Οικονομικό έγκλημα(Economic crime)

Αναφέρεται σε κάθε μη βίαιη, παράνομη δράση που περιλαμβάνει απάτη, διαστρέβλωση, απόκρυψη, χειρισμό, παράβαση συμφωνίας, υπεκφυγή ή παράνομη εξαπάτηση

American Bar Association (1952)

Έγκλημα της άρχουσας τάξης ή εγκλήματα των ισχυρών(Elite crime)

Παράβαση του νόμου η οποία διαπράττεται από ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων της άρχουσας τάξης κατά την διάρκεια, της νόμιμης οικονομικής ή άλλης δραστηριότητάς τους.

Coleman (1989)

Παραβάσεις της άρχουσας τάξης ή των ισχυρών(Elite Deviance)

Αναφέρεται στις παραβάσεις από την άρχουσα τάξη ή/και τους ργανισμούς/επιχειρήσεις που διευθύνουνν με αποτέλεσμα να υπάρχει τουλάχιστον ένας από τους ακόλουθους τύπους βλάβης: σωματική, οικονομική ή/και ηθική.

Simon (1996)

Occupational crime Παράβαση ή σύνολο παραβάσεων που λαβαίνει χώρα από ένα άτομο κατά την διάρκεια της δικής του εργασίας και παραβάσεις που λαβαίνουν χώρα από υπαλλήλους κατά των εργοδοτών τους.

Clinard και Quinney (1986)

Οργανωσιακό έγκλημα(Organizational crime)

Περιλαμβάνει παράνομες δράσεις στο πλαίσιο οργανισμών (επιχείρηση, υπουργείο, στρατός) οι οποίες βλάπτουν τους

Schrager και Short (1978)

41

Page 42: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

εργαζόμενους, τους καταναλωτές και του ευρύ κοινό.

Έγκλημα επαγγελματιών(Professional crime)

Παράνομες δράσεις με σκοπό το οικονομικό κέρδος που περιλαμβάνουν μια υψηλά αναπτυσσόμενη εγκληματική καριέρα, υψηλό status ανάμεσα στους άλλους εγκληματίες και επιτυχία στην αποφυγή σύλληψης.

Clinard και Quinney (1986)

Upperworld crime Αναφέρεται κυρίως σε πράξεις «ξεπλύματος» που διαπράττονται από άτομα που λόγω της θέσης τους στην κοινωνική δομή έχουν αναλάβει ειδική δράση απαραίτητη για τη διάπραξη μιας παράβασης

Geis (1974)

Σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες μορφές παραβάσεων λευκού περιλαιμίου.

Οι Hagan και Simon θεωρούν ότι οι διάφορες μορφές ή τύποι παραβάσεων λευκού περιλαίμιου που αναφέρθηκαν παραπάνω βρίσκονται είτε σε διαφορετικό επίπεδο γενίκευσης είτε είναι σε μεγάλο βαθμό αλληλοκαλυπτόμενες και συμπληρωματικές.Στο Διάγραμμα 1 αναλύονται οι υποκατηγορίες των παραβάσεων λευκού περιλαιμίου. Οι παραβάσεις λευκού περιλαιμίου και οι παραβάσεις της άρχουσας τάξεις αποτελούν τις μεγαλύτερες υποκατηγορίες. Στο έγκλημα λευκού περιλαιμίου, ένα μέρος του αποτελεί κατηγορία των παραβάσεων της άρχουσας τάξης, ενώ το υπόλοιπο αναφέρεται ως οικονομικό έγκλημα το οποίο διαπράττεται από άτομα χαμηλού status και ορίζεται ως έγκλημα μπλε περιλαιμίου. Παρ` όλα αυτά, σύμφωνα με τον Clarke, στην σημερινή κοινωνία είναι δύσκολο να εντοπιστούν κάποια όρια ανάμεσα στα εγκλήματα λευκού περιλαιμίου και τα εγκλήματα άρχουσας τάξης.

Διάγραμμα 1: Υποκατηγορίες παραβάσεων λευκού περιλαιμίου

42

Page 43: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Στο Διάγραμμα 2 επιχειρείται μια ανάλυση των εγκλημάτων λευκού περιλαιμίου και των μορφών εμφάνισής του. Το μεγαλύτερο μέρος των εγκλημάτων λευκού περιλαιμίου αποτελούν τα εγκλήματα των επιχειρήσεων και τα εγκλήματα που γίνονται στο χώρο εργασίας. Η διάκριση μεταξύ occupational crime (εργασιακού, υπαλληλικού) και organizational crime (οργανωσιακού) είναι αποδεκτή από την πλειονότητα των εγκληματολόγων. Και οι δύο έννοιες αναφέρονται σε εγκλήματα τα οποία διαπράττονται ως μέρος της νόμιμης εργασίας. Το occupational crime διαπράττεται με σκοπό το κέρδος του ατόμου ενώ το οργανωσιακό με σκοπό το κέρδος της επιχείρησης.

Διάγραμμα 2: Υποκατηγορίες εγκλημάτων λευκού περιλαιμίου

Παραβάσεις Λευκού Περιλαιμίου

Παραβάσεις άρχουσας τάξης

Έγκλημα Λευκού

Περιλαιμίου

Οικονομικό Έγκλημα

43

Page 44: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

6. G. Winslow: Οι πολιτικές επιπτώσεις της παράνομης εξαγωγής όπλων από τις ΗΠΑ (μετ. Αναστασίας Φουρνιώτη).

Στο άρθρο του Winslow που ακολουθεί παρουσιάζεται και αναπτύσσεται το έγκλημα σε μια συγκεκριμένη μορφή του, στο σημείο τομής οικονομικού, πολιτικού και οργανωμένου εγκλήματος. Στη μελέτη του Winslow γίνεται φανερό ότι οι τρεις τύποι εγκληματικότητας είναι πολύ συχνά αλληλένδετοι και ο ένας αποτελεί προϋπόθεση του άλλου.

Η μελέτη του διεθνούς εμπορίου όπλων προέκυψε κατά κύματα. Στη δεκαετία του 1930, ο πολλαπλασιασμός των μελετών συνέπεσε με τη διεθνή προσοχή που δόθηκε στους ″εμπόρους θανάτου″ και τη φερόμενη ευθύνη τους για τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αφού η κοινωνία των εθνών και τα περισσότερα έθνη που παρήγαγαν όπλα συζήτησαν τις αρνητικές συνέπειες του ιδιωτικού εμπορίου όπλων, χύθηκε άπλετο φως στα πρότυπα, τους σκοπούς και τα αποτελέσματα αυτού του εμπορίου. Τη δεκαετία του 1970, καθώς η άνοδος των τιμών του πετρελαίου και το τέλος της αποικιοκρατίας οδήγησαν σε μείζονες αλλαγές στο εμπόριο όπλων, ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, και πολιτικοί αναλυτές αντέδρασαν με ″ποτάμια″ μελετών και αναλύσεων για το κρατικό εμπόριο όπλων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ξαναδόθηκε προσοχή στο διεθνές εμπόριο όπλων, αυτή τη φορά όμως στις συναλλαγές που αποκαλούνται παράνομες ή αθέμιτες. Οι τίτλοι εφημερίδων στις ΗΠΑ συχνά απεκάλυπταν ποινικές διώξεις για παράνομη εξαγωγή σημαντικού στρατιωτικού εξοπλισμού απ’ τις ΗΠΑ προς την Ε.Σ.Σ.Δ., τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, το Ιράν, τη Ν. Αφρική, τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA) ή κάποια άλλη χώρα από την απαγορευμένη λίστα. Ακροαματικές διαδικασίες από το Κογκρέσο για το μυστικό εξοπλισμό των Contras (δεξιών ανταρτών που στρέφονταν ενάντια στην αριστερή κυβέρνηση των Santinistas στη Νικαράγουα) και του Ιράν έφερε στο προσκήνιο μεθόδους των ιδιωτών εμπόρων όπλων.

Εγκλήματα λευκού περιλαιμίου

4.Πολιτικά εγκλήματα

5. Professional crime

3.Οργανωμένο έγκλημα

1.Occupational crime2.Οργανωσιακό έγκλημα

44

Page 45: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Επιφανές διεθνές περιοδικό για την αμυντική βιομηχανία σε κύριο άρθρο του σχετικά με την αύξηση του παράνομου εμπορίου όπλων και τις συνεπειών του.

Το παρόν άρθρο θα αναλύσει τις εξαγωγές όπλων οι οποίες είναι παράνομες υπό την έννοια ότι εάν τα γεγονότα γνωστοποιούνταν κατά τη διάρκεια της συναλλαγής, θα αποτελούσαν παραβίαση των νόμων των Η.Π.Α. περί εξαγωγής ή των νόμων της χώρας- αποδέκτη. Οι εξαγωγές αυτές είναι ιδιωτικές δηλαδή μη κρατικές και κρυμμένες από τη μάλλον εκτενή γραφειοκρατική διαδικασία που σχεδιάσθηκε για τον έλεγχο των εξαγωγών όπλων. Επιπροσθέτως ,αφορούν τεχνολογία και όπλα που χρησιμοποιούνται κυρίως για συμβατικό πόλεμο εν αντιθέσει προς τα στρατηγικά συστήματα τα οποία αποτελούν το επίκεντρο της προσπάθειας ελέγχου της ροής της τεχνολογίας από τη Δύση προς την Ανατολή. Μυστικά επικυρωμένες από το κράτος μεταφορές όπλων, που χρησιμοποιούνται για την προώθηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ , όπως αυτές που αποκαλύφθηκαν στην ακροαματική διαδικασία για το σκάνδαλο Ιράν-Κόντρας μπορεί να είναι παράνομες υπό την έννοια ότι εμπλέκονται ευρύτερα συνταγματικά θέματα σε μυστικές ενέργειες της κυβέρνησης και ίσως κρατικοί λειτουργοί να διέπραξαν παράνομες πράξεις . Εντούτοις, αυτή η μορφή μεταφοράς μπορεί να θεωρηθεί ελεγχόμενη υπό την έννοια ότι το προσωπικό που ενεργεί εν ονόματι της κυβέρνησης των ΗΠΑ έθεσε σε εφαρμογή τον έλεγχο των μεταφορών. Δε θα πραγματευθώ το ζήτημα αυτό εδώ.

Αν και το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στη δεκαετία του 1980, ο ίδιος ορισμός θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν όταν επεκτείνουμε την ανάλυση στη δεκαετία του 1990, και στην απόκτηση οπλοστασίου από το Ιράκ που του επέτρεψε να καταλάβει το Κουβέιτ και να κρατήσει τις κύριες δυνάμεις του σε δύσκολη θέση πριν ηττηθεί το 1991 στον πόλεμο του κόλπου .Αν και είναι δελεαστικό να δούμε αρνητικά τα αποκτήματα του Ιράκ, σύμφωνα με μια άποψη κοινή που συμμερίζονται όλα σχεδόν τα κράτη αυτά δεν ήταν κατ΄ ανάγκην παράνομα. Μια από τις περιεκτικότερες θεωρήσεις για τις εισαγωγές όπλων από το Ιράκ είναι του Kένεθ Ρ. Tίμερμαν για ″το λόμπι του θανάτου″. Αν και αποδεικνύει την ύπαρξη ενός παρανόμου εμπορίου όπλων, ο Τίμερμαν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μηχανικών εργαλείων υπολογιστών και δοκιμαστικού εξοπλισμού που χρειαζόταν ο Sadam Hussein για την κατασκευή βαλλιστικών πυραύλων, σφαιρών και όπλων παρασχέθηκε απολύτως νόμιμα από εταιρίες που υπέβαλαν αιτήσεις για ''άδειες εξαγωγών''. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί όταν εξετάζουμε τις ανησυχητικές απόπειρες εξαγωγής της τεραστίας ποσότητας του πλεονάζοντος αμυντικού εξοπλισμού που προέκυψε από τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Διευθυντές εργοστασίων και ιδιώτες από τη Ρωσία περιόδευαν ανά τον κόσμο προσπαθώντας να πουλήσουν μεγάλη ποικιλία οπλικών συστημάτων εν αγνοία της κυβέρνησης τους. Αν και η καταδίκη αυτής της ανήθικης και ίσως επικίνδυνης συμπεριφοράς τέτοιων ατόμων μπορεί να είναι σωστή, ενδέχεται να είναι παράνομη αν υφίστανται νόμοι και διαδικασίες. Η αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση τέτοιων νόμων και διαδικασιών οι οποίοι μόλις πρόσφατα άρχισαν να αναδομούνται. Και όμως αυτή η πραγματικά παράνομη συνιστώσα του εμπορίου όπλων παραμένει το αντικείμενο δημοσιογραφικής μελέτης αλλά σπανίως αναλύεται ως θέμα με πολιτικές επιπτώσεις. Οι επικριτές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ , ιδίως του εμπορίου όπλων, φώναζαν συνεχώς για το μέγεθος και τη σημασία αυτών των παράνομων εξαγωγών. Εντούτοις άλλοι δεν αποδέχονται τις πρόσφατες ποινικές διώξεις ως απολιτικές πράξεις άπληστων εγκληματιών που ανέκαθεν ενέχονταν στην επιχείρηση. Γιατί το παράνομο εμπόριο όπλων δεν προσέλκυσε το σοβαρό ενδιαφέρον των μελετητών, όσων διαμορφώνουν τη γενική στρατηγική και των αναλυτών; Υπάρχουν κάποιες λογικοφανείς εξηγήσεις. Πρώτον, χαρακτηρίσθηκε επί μακρόν ελάχιστο τμήμα του συνολικού εμπορίου, ιδίως εν συγκρίσει με το νόμιμο εμπόριο από κράτος προς κράτος. Η έκρηξη μελετών κατά τη δεκαετία του 1970 θεώρησε το ιδιωτικό σκέλος ως ένα πολύ ασήμαντο παράπλευρο μονόπλευρο ζήτημα Τα αποδεικτικά στοιχεία αυτής της σκόπιμης αποφυγής κρατικού ελέγχου από ιδιωτικές εταιρίες είναι πολύ περιορισμένα ιδίως όταν λάβει κανείς π' όψιν το συνολικό όγκο του εμπορίου όπλων ''. Οι ιδιώτες έμποροι όπλων έχουν καλλιεργήσει αυτή την άποψη για να υπερασπίζονται τις δραστηριότητες τους .Ο Σαμ Καμινγκς της εταιρίας Ίντεραρμς για την οποία λεγόταν ότι έλεγχε το 90% του νόμιμου ιδιωτικού εμπορίου από τη

45

Page 46: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

δεκαετία του 1970 παρατηρεί: ‘Σε σύγκριση με το κράτος , εμείς είμαστε ένα αστείο., Στατιστικά είμαστε η μεγαλύτερη ιδιωτική εμπορική εταιρία , όμως 50.000 τουφέκια δε θα μπορέσουν να αγοράσουν το σύστημα πλοήγησης ενός μαχητικού F-14 . Ποτέ δεν είχαμε, τζίρο 100 εκατ. δολάρια το χρόνο’. Μία δεύτερη αιτία για την έλλειψη μελετών είναι η έμφαση που δίδεται στην πολιτική διάσταση του διεθνούς εμπορίου όπλων σε αντίθεση με τη στρατιωτική και την οικονομική. Ιδιώτες έμποροι όπλων απλώς βγάζουν χρήματα ,τα κράτη ασκούν πολιτική. Αυτή η ιδέα φάνηκε να φθάνει στο απόγειό της το 1982 με τη δημοσίευση της ''Παγκόσμιας Πολιτικής Πωλήσεων Όπλων″ του Άντριου Πιέρ .Η πρώτη παράγραφος δηλώνει ότι ''οι πωλήσεις όπλων αποτελούν κατά μεγάλο βαθμό ένταλμα εξωτερικής πολιτικής'' , και τα λόγια αυτά παρατέθηκαν συχνά κατά τα επόμενα χρόνια. Αυτή η εικασία συνεπάγεται ότι οι μόνες περιπτώσεις που χρήζουν προσοχής είναι όσες αφορούν μείζονα οπλικά συστήματα που εξάγονται λιγότερο για το στρατιωτικό κα οικονομικό τους αντίκτυπο και περισσότερο για σκοπούς εξασφάλισης φίλων και συμμάχων . Ένας τρίτος λόγος είναι η εικασία ότι τα εθνικά κράτη ελέγχουν τις εξαγωγές όπλων τους, τουλάχιστον όσον αφορά τα όπλα με στρατηγικό αντίκτυπο. Υποστηρικτές αυτής της εικασίας συγκρίνουν ευμενώς τις διαδικασίες ελέγχου των ΗΠΑ με αυτές άλλων χωρών και άλλων ιστορικών περιόδων ιδίως τη δεκαετία του 1930 πριν τη νομοθετική ρύθμιση υπαγωγής σε κρατικό έλεγχο των εξαγωγών όπλων. Αμερικάνοι αξιωματούχοι υπερασπίζονται τους ελέγχους τους ως τους καλύτερους όλων και διατείνονται ότι οι αναφορές για παράνομες και ανεξέλεγκτες μεταφορές όπλων είναι υπερβολικές. Ο τέταρτος λόγος που η έρευνα είναι περιορισμένη και οι αναφορές κυρίως δημοσιογραφικής φύσεως είναι τα προβλήματα πληροφοριών και δεδομένων. Μέρος του προβλήματος αυτού οφείλεται στο μικρό μέγεθος του εξοπλισμού που πωλείται μέσω ιδιωτών όπως τουφέκια, χειροβομβίδες και ηλεκτρονικά εξαρτήματα είναι εύκολο να κρυφθούν όχι όμως τα τανκ, τα βλήματα και τα αεροσκάφη. Επιπλέον, η έρευνα φαίνεται να έχει κολλήσει στα δολάρια ως μονάδα μέτρησης του εμπορίου όπλων. Δίνεται έμφαση στην ποσοτική και αθροιστική ανάλυση δεδομένων εις βάρος της συγκριτικής μελέτης περιπτώσεων οι οποίες θα υπογράμμιζαν το ρόλο που διαδραματίζει το ιδιωτικό εμπόριο όπλων σε ορισμένες περιπτώσεις. Τα πυρηνικά θέματα έχουν κυριαρχήσει σε μελέτες στρατηγικής και ζητήματα εθνικής ασφάλειας κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, παρά το γεγονός ότι όλες οι απώλειες στη στρατιωτική σύρραξη ( 10-25 εκατομμύρια, ανάλογα με το ποιος κάνει τον υπολογισμό) προξενήθηκαν από συμβατικά όπλα. Τα περισσότερα από αυτά τα όπλα κατασκευάσθηκαν με τη χρήση απλών τεχνολογιών και ήταν μικρών διαστάσεων. Αυτά ακριβώς είναι που μπορούν να πωλούνται λαθραία και χρησιμοποιήθηκαν ιστορικά για να παρατείνουν συγκρούσεις κατωτέρου επιπέδου ,για να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά ή για να κλιμακώσουν τη σύγκρουση. Αυτό εντάθηκε τη δεκαετία του 1980 από την τάση του ιδιωτικού εμπορίου να συμπεριλάβει τα είδη που υπάγονταν στην κρατική δικαιοδοσία βλήματα, αεροσκάφη και ζωτικής σημασίας ανταλλακτικά . Η εις βάθος Εξέταση αυτού του εμπορίου έχει ήδη αργήσει κατά πολύ . Το παρόν άρθρο θα παρουσιάσει λεπτομερή ανάλυση των παράνομων εξαγωγών όπλων απ’ τις ΗΠΑ χρησιμοποιώντας στοιχεία από ποινικές διώξεις και διαδικασίες εφαρμογής του νόμου. Ποιες είναι οι μορφές και τα μεγέθη του παράνομου εμπορίου που αποκαλύπτεται τώρα; Μήπως οι μέθοδοι που υιοθετούνται και οι εμπλεκόμενοι υποδηλώνουν ότι το εμπόριο αυτό είναι απλώς άλλη μια μορφή εγκληματικής δραστηριότητας ή κάποια που ευνοήθηκε από προβλήματα ελέγχου και στρατηγικής που χρήζουν ανάλυσης; Ποιοι είναι οι εγχώριοι και οι διεθνείς παράγοντες που συνέκλιναν ώστε να καταστήσουν το εμπόριο αυτό εξέχον κατά τη δεκαετία του 1980? θα παραμείνουν οι παράγοντες αυτοί και στο μέλλον; Ποιες είναι οι πολιτικές επιπτώσεις του εμπορίου αυτού; Καθώς το τέλος του ψυχρού πολέμου και η Ιρακινή εισβολή στο Κουβέιτ αποκάλυψαν την αδυναμία πρόβλεψης και τις αρνητικές συνέπειες του εμπορίου όπλων οι παράνομες εξαγωγές όπλων απ’ τις ΗΠΑ συνεχίστηκαν. Το φαινόμενο αυτό έχει τις ρίζες του τόσο στο εγχώριο όσο και στο διεθνές πλαίσιο της δεκαετίας του 1980 το οποίο περιγράφεται στο υπόλοιπο του παρόντος άρθρου.

46

Page 47: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΠΛΩΝ Οι πολιτικοί αναλυτές αξιολογούν τακτικά τα τοπικά στρατιωτικά ισοζύγια δέχθηκαν ένα ισχυρό σοκ το 1986. Η δημοσίευση Στρατιωτικό Ισοζύγιο'' του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών το οποίο θεωρείται εγκυρότατη πηγή πληροφόρησης από τους εκτός κρατικών υπηρεσιών πληροφοριών, περιελάμβανε την ακόλουθη καταχώρηση για τη Βόρειο Κορέα στην κατηγορία των ελικοπτέρων: ″ 80 Χιούζ-300-500 (60 αναφέρθηκε ότι είναι εξοπλισμένα)″. Τα αεροσκάφη όλου του κόσμου της Jane θα έλεγε επίσης στους αναλυτές ότι η Β. Κορέα, πέραν του ορίου όλων των αμερικανικών εταιριών από το 1950, μόλις είχε λάβει ένα από τα ικανότερα ελικόπτερα στον κόσμο. Αναλυτές πληροφοριών πέραν αμφιβολίας από πολλά κράτη εξεπλάγησαν επίσης και όταν άρχισαν να λαμβάνουν φωτογραφίες και άλλου είδους πληροφορίες που επιβεβαίωναν αυτήν την πολύ ασυνήθιστη μεταφορά στρατιωτικής ισχύος. Προφανώς, οι ερευνητές των αμερικανικών τελωνείων οι οποίοι πρόσφατα υποστηρίχθηκαν με εισροή κεφαλαίων για τη διερεύνηση παράνομων εξαγωγών όπλων γνώριζαν το 1983 κάποια εμπορική εταιρία ελικοπτέρων στο Λ. Άντζελες είχε συναλλαγές με κάποια εταιρία στη Β. Κορέα . Το 1985 ξεκίνησε σημαντική έρευνα των ΗΠΑ όταν παρατηρήθηκε ότι ορισμένα από αυτά τα ελικόπτερα που επισήμως προοριζόταν για την Ιαπωνία, στην πραγματικότητα φορτώνονταν σε φορτηγό πλοίο Β. Κορέας. Με κάποιο τρόπο ογδόντα επτά ελικόπτερα τελευταίας τεχνολογίας , μη-στρατιωτικές παραλλαγές του στρατιωτικού μοντέλου 500D, ταξίδεψαν προς τη Β. Κορέα. Οι στρατιωτικές και πολιτικές επιπτώσεις αυτής της μεταφοράς ήλθαν σύντομα στην επιφάνεια. Η Ν. Κορέα αναστατώθηκε με όλα αυτά, αφού είχε πάνω από 200 ελικόπτερα στρατιωτικής παραλλαγής και η πιθανότητα δολιοφθοράς εκ μέρους του θανάσιμου εχθρού τους ήταν μεγάλη. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήρθε σε δύσκολη θέση διότι μια τέτοια μεταφορά έλαβε χώρα όταν η κυβέρνηση Ρήγκαν έδινε τόσο μεγάλη έμφαση στη διακοπή της ροής στρατιωτικής τεχνολογίας προς το Ανατολικό Μπλοκ. Οι διευθυντές της εμπορικής εταιρείας των ΗΠΑ παραπέμφθηκαν σε δίκη και καταδικάσθηκαν για αδικήματα που είναι προϊόντα παράνομης μεταφοράς της στρατιωτικής ισχύος . Γρήγορα επήλθε μια ομοφωνία ως προς το ότι αυτή η περίπτωση ήταν ″πιθανόν η μεγαλύτερη παράνομη παρέκκλιση αεροσκαφών κατασκευασμένων στις ΗΠΑ″ στην ιστορία.

Μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις στο διεθνές εμπόριο όπλων τη δεκαετία του 1980 ήταν ο πολλαπλασιασμός των βλημάτων μεσαίου βεληνεκούς εδάφους-εδάφους με συμβατικές εκρηκτικές κεφαλές. Οι Η.Π.Α έδειξαν την ανησυχία τους για την εξέλιξη αυτή καταλήγοντας σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους συμμάχους τον Απρίλιο 1987 για τον περιορισμό τη ροής των βλημάτων αυτών και οιασδήποτε τεχνολογίας εξοπλισμού θα μπορούσε να προωθήσει την κατασκευή τους . Ωστόσο, οι Η.Π.Α δεν ήταν απρόσβλητες από την πίεση απόκτησης τέτοιων όπλων παρανόμως . Στις 24 Ιουνίου 1988 δύο Αιγύπτιοι στρατιωτικοί και τρεις Αμερικανοί κατηγορήθηκαν για το συνομωσία παράνομης εξαγωγής 196 κιλών πλεγμάτων από ανθρακονήματα με αιγυπτιακό στρατιωτικό μεταφορικό μέσο που θα αναχωρούσε από τη Βαλτιμόρη. Το ευαίσθητο αυτό υλικό ελέγχεται αυστηρά από τις Η.Π.Α, αφού χρησιμοποιείται για να καταστήσει τις εκρηκτικές κεφαλές πιο ακριβείς και δυσκολότερα ανιχνεύσιμες. Αμερικανοί αξιωματούχοι ισχυρίσθηκαν ότι η Αίγυπτος σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει το υλικό σε ένα κοινό πρόγραμμα με την Αργεντινή για τη δημιουργία του βλήματος Condor 3 εδάφους- εδάφους με κεφάλαια από το Ιράκ. Διοικητικοί υπάλληλοι δήλωσαν συντετριμμένοι με τις κατηγορίες ,που προέκυψαν σε μια περίοδο καλών σχέσεων μεταξύ Η.Π.Α και Αιγύπτου. Οποτεδήποτε συμβεί κάτι τέτοιο, προκαλεί πάρα πολύ ένταση στις σχέσεις. Όταν ένα κράτος με το οποίο έχεις στενή διπλωματική και στρατιωτική σχέση προσπαθεί να κλέψει αντικείμενα υψηλή τεχνολογίας, αυτό προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία. Πηγές που γνώριζαν το περιστατικό υποδεικνύουν ότι δεν ήταν παρά ένα μικρό τμήμα μιας πολύ μεγαλύτερης προσπάθειας της Αιγύπτου να συναγωνιστεί το Ισραήλ και άλλα κράτη στον τελευταίο γύρο της κούρσας εξοπλισμών στη Μέσης Ανατολή. Τηλεφωνικές υποκλοπές δείχνουν ότι την επιχείρηση συντόνιζε Αιγύπτιος συνταγματάρχης από την Αυστρία ο οποίος εφοδίαζε τους πράκτορες του στις ΗΠΑ με μακροσκελείς λίστες αγοράς υλικών και εξοπλισμού απαραίτητων για την ανάπτυξη ή αναβάθμιση οπλικού συστήματος βλημάτων. Το περιστατικό έγινε σοβαρότερο όταν ενεπλάκη ο Υπουργός

47

Page 48: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Άμυνας της Αιγύπτου. Σύμφωνα με παρότρυνση του Στέιτ Ντιπάρντμεντ αφαιρέθηκαν όλοι οι υπαινιγμοί για τον Υπουργό και το γραφείο του από την 36 σέλιδη περίληψη της έρευνας που υπεβλήθη στο Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ δικαστήριο. Επίσης αποκαλύφθηκε ότι η επιχείρηση αυτή σχεδίαζε να εξάγει 30 τόνους αυστηρά ελεγχόμενων συστατικών καυσίμων για πυραύλους. Εν ολίγοις δεν επρόκειτο για κάποιους δραστήριους εγκληματίες που προσπαθούν να βγάλουν εύκολο χρήμα. Και τα δύο αυτά περιστατικά υποδηλώνουν ότι οι παράνομες εξαγωγές όπλων μπορούν να επιφέρουν δραστικές αλλαγές στη στρατιωτική ισορροπία κρίσιμων περιοχών και φαίνονται να αποτελούν σημαντικό στοιχείο της νέας απειλής κατά της σταθερότητας στη Μέση Ανατολή:του πολλαπλασιασμού της τεχνολογίας βαλλιστικών πυραύλων . Αυτές και άλλες αποκαλύψεις για το παράνομο εμπόριο ίσως να εξέπλήξαν τους αναλυτές του διεθνούς εμπορίου όπλων. Η ομόφωνη άποψη είναι ότι οι συνολικές εξαγωγές όπλων από όλα τα κράτη μειώθηκαν από το 1983 μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Όμως κατά τη γνώμη ενός αναλυτή, '' οι πωλήσεις μαύρης αγοράς της τάξης των 5 δολαρίων έως 10 δις δολαρίων το χρόνο σε συνδυασμό με αξιόλογο εμπόριο της τεχνολογίας κατασκευής όπλων θα μπορούσε- να εξουδετερώσει αρκετή από τη μείωση των στρατιωτικών εξαγωγών από το 1983 αν αναλυόταν σε παράγοντες προτύπων στατιστικών απογραφών''. Για ορισμένους, αυτή η πτώση του εμπορίου, όπως αποτιμήθηκε από τις κρατικά επικυρωμένες πωλήσεις μετρήσιμων εμπορευμάτων, ίσως να δείχνει ότι ο έλεγχος του εμπορίου όπλων γίνεται πραγματικότητα. Ωστόσο, πρόσφατα δεδομένα υποδηλώνουν ένα διαφορετικό συμπέρασμα. Το διεθνές σύστημα εμπορίου όπλων μπορεί να επιστρέφει στην προηγούμενη μορφή του αυτή των εμπόρων θανάτου στην οποία η έλλειψη κρατικού ελέγχου είχε ωσ αποτέλεσμα οι ιδιώτες έμποροι να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις συγκρούσεις και στην εξωτερική πολιτική.

ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ Προ της κυβέρνησης Ρήγκαν, η επιβολή των αμερικανικών νόμων για την εξαγωγή των όπλων ήταν τουλάχιστον ανομοιόμορφη. Ήταν περίοδος που χαρακτηριζόταν από ένα διευρυνόμενο νόμιμο εμπόριο όπλων και έλλειψη ορατής απειλής για την εθνική ασφάλεια από την παράνομη εμπορία όπλων. Αυτό άρχισε να αλλάζει το 1981, όταν σημαντικό ποσό χρημάτων χρησιμοποιήθηκε για την πρόσληψη τελωνειακών για την Επιχείρηση ″Εxodus ″ , ενός σχεδίου για τον έλεγχο αποστολής εμπορευμάτων υψηλής τεχνολογίας προς το Ανατολικό Μπλοκ. Αυτοί οι πράκτορες άρχισαν να κατάσχουν σημαντικές ποσότητες συμβατικών όπλων που προορίζονταν για πολλές χώρες εκτός της ΕΣΣΔ και των συμμάχων της. Μέχρι τον Ιανουάριο 1989 η Λίστα Σημαντικών Υποθέσεων Ελέγχου του Υπουργείου Δικαιοσύνης περιείχε πάνω από 190 βασικά κατηγορητήρια που εκδόθηκαν πριν το 1981,και κυμαίνονταν από τη μάλλον ακίνδυνη πώληση μικρών όπλων στην Αίτη μέχρι την παράνομη μεταφορά 85 ελικοπτέρων Χιούζ μέσω δυτικής Γερμανίας στη Β. Κορέα. Η τελωνειακή υπηρεσία κατέγραψε πάνω από 1330 παραπομπές και 688 καταδίκες την ίδια περίοδο. Η δημόσια αποκάλυψη αυτής της έκτασης παράνομου εμπορίου όπλων είναι άνευ προηγουμένου στην ιστορία των ΗΠΑ.

Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό παράνομης δραστηριότητας σχετικής με την εξαγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού έλαβε χώρα στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980. Ας σημειωθεί εδώ ότι η συνολική αξία του κατασχεθέντος υλικού, 511,3 εκατ. δολάρια, περιλαμβάνει μόνο τα προϊόντα που κατασχέθηκαν. Η αξία των εμπορευμάτων που θα εξάγόνταν παρανόμως εάν δεν ήταν σε ισχύ η Επιχείρηση Εxodus θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Επίσης, οι περισσότεροι τελωνειακοί θεωρούν ότι πολύ υψηλότερο ποσοστό λαθρεμπορίου περνά τα σύνορα, υποδεικνύοντας ότι τα πραγματικά επίπεδα μπορεί να είναι πολύ σημαντικά ακόμη και σε δολάρια. Ενώ τα δεδομένα της τελωνειακής υπηρεσίας αποδεικνύουν ότι γίνεται σημαντικός αριθμός παραβιάσεων, λένε ελάχιστα για την ουσία αυτών των περιπτώσεων. Μια άλλη πηγή δεδομένων είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο περιοδικά δημοσιεύει δεδομένα με τον τίτλο ″Σημαντικές Υποθέσεις Ελέγχου Εξαγωγών″. Η λίστα αυτή διατηρείται για την καταγραφή όλων των περιπτώσεων που αφορούν παραβίαση νόμων των ΗΠΑ για τον έλεγχο της εξαγωγής υλικών ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ ( βλ.

48

Page 49: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

πίνακα 2). Από τον Ιανουάριο 1981 μέχρι τις 23 Ιανουαρίου 1989, 193 περιπτώσεις έφθασαν τουλάχιστον στο στάδιο παραπομπής σε δίκη. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης επέλεξε τα πιο κρίσιμα περιστατικά για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ παραλείποντας πολλές καταδίκες και ποινικές διώξεις ήσσονος σημασίας, υποθέσεις ρουτίνας καθώς και πολλές υποθέσεις που κατέληξαν σε διοικητικές ενέργειες κατά εταιριών και ιδιωτών.

Ενώ βρισκόμαστε κάπου μεταξύ στοιχείων αμφισβητούμενης αξιοπιστίας και στοιχείων τεκμηριωμένων , τα δεδομένα αυτά αποτελούν μόνο την αρχή της προσπάθειας να κατανοήσουμε τους εσωτερικούς μηχανισμούς του παράνομου εμπορίου όπλων. Δεδομένου όμως του σκοπού της παρούσης έρευνας, τα δεδομένα του Υπουργείου Δικαιοσύνης μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικό δείγμα των παράνομων εξαγωγών όπλων που θεωρούνται επιζήμιες για την εθνική ασφάλεια. Αυτά μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε εις βάθος τις διαστάσεις του παράνομου εμπορίου όπως είναι γνωστό μέχρι σήμερα .Όταν τα στοιχεία εξετάζονται χωριστά, εμφανίζονται κάποιες βασικές τάσεις. Πρώτον, τα περιστατικά κατηγοριοποιούνται από το συγγραφέα όσον αφορά τον τύπο εξοπλισμού (μικρά όπλα, τεχνολογία, εμπορικός εξοπλισμός που προορίζεται για χώρα υπό καθεστώς αποκλεισμού από συναλλαγές , ενίσχυση και μείζονος σημασίας όπλα).

Οι 3 πρώτες κατηγορίες δεν αναλύονται στο παρόν άρθρο. Τα μικρά όπλα σπανίως έχουν αντίκτυπο στην εθνική ασφάλεια.Περιπτώσεις αποκλεισμού από συναλλαγές αποτελούν παραβιάσεις που αφορούν τον τελικό χρήστη χωρίς κατ' ανάγκην επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια από ένα συγκεκριμένο τμήμα στρατιωτικού υλικού .Για πολλές από τις περιπτώσεις αυτές το κράτος επικαλέσθηκε το Νόμο περί Συναλλαγών με τον εχθρό και δεν εκπροσωπούν τίποτε νέο σε σχέση με προηγούμενες μεταπολεμικές περιόδους. Οι περιπτώσεις τεχνολογίας αφορούν υψηλή τεχνολογία που προορίζεται είτε για χώρες του Ανατολικού μπλοκ είτε για άλλες χώρες που ενδεχομένως μεταφέρουν την τεχνολογία στο Ανατολικό Μπλοκ. Αντιπροσωπεύουν κρίσιμο θέμα εθνικής ασφαλείας το οποίο όμως δε συζητείται εδώ.

ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΖΩΤΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει αυτές περιπτώσεις ενίσχυσης, ανταλλακτικών και άλλου εξοπλισμού σχεδιασμένου για την υποστήριξη συμβατικού πολέμου. Υπάρχουν 64 τέτοιες περιπτώσεις ή πάνω από το 30% όλων των υποθέσεων. Παραδείγματα αφορούν αδρανή συστήματα πλοήγησης και συσκευές νυχτερινής όρασης προς τη Λιβύη, εξαρτήματα για τα αεροσκάφη ,σωλήνες ραντάρ και ασφάλειες προς το Ιράν και ραντάρ προς τη Συρία. Το Ιράν συνιστά 34% από 53% των περιπτώσεων. Η Χιλή έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό με επτά περιστατικά. Κάποιες από τις περιπτώσεις αυτές είναι παρόμοιες με κάποιες που καταχωρήθηκαν ως αποκλεισμός από συναλλαγές , δηλ. τα επίπεδα συγκρούσεων στην περιοχή του αποδέκτη είναι χαμηλά και το κύριο ζήτημα είναι η παρανομία αυτή καθ' εαυτή .Ηχητικοί εντοπιστές υποβρυχίων αντικειμένων στη Χιλή, ραντάρ στην Πορτογαλία, τουφέκια με τηλεσκόπια νυχτερινής όρασης στο Βέλγιο και εξαγωγή προγραμμάτων εκπαίδευσης πιλότων χωρίς εξουσιοδότηση στη Γιουγκοσλαβία και το Κουβέιτ αποτελούν παραδείγματα. Όμως οι περισσότερες περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας αφορούν είτε τελικούς χρήστες που εμπλέκονται σε συμβατικές μάχες με υπαρκτή ή πιθανή ανάμιξη των ΗΠΑ (Ιράν, Λιβύη, Νικαράγουα) είτε τελικούς χρήστες των οποίων οι στρατιωτικές δυνατότητες αφορούν τους απολογισμούς εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. (Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, Ν. Αφρική, Β. Κορέα) Μεγάλο τμήμα του παράνομου εμπορίου ανταλλακτικών επικεντρώθηκε στο Ιράν από την τελική του επιτυχία στον πόλεμο με το Ιράκ, και τελικά οι ΗΠΑ εξαρτώνταν κατά πολύ από την ικανότητα του Ιράν απόκτησης ανταλλακτικών για οπλικά συστήματα από τις ΗΠΑ . Ένας τεχνικός υποστήριξης ελικοπτέρων ο οποίος έζησε δύο χρόνια στο Ιράν επιβεβαίωσε ότι το Ιράν ''είχε μεγάλο και καλά ισοζυγισμένο ανταλλακτικών όταν φύγαμε, οπότε με ένα επιλεκτικό αριθμό αντικειμένων ζωτικής έλλειψης, πιθανόν να ανασυντάξουν ένα σημαντικό ποσοστό του εναέριου στόλου τους''. Αυτή η συζήτηση συνεπάγεται υψηλές τιμές για ελάχιστα βασικά ανταλλακτικά σε συνδυασμό με μια ανερχόμενη βιομηχανία για ψεύτικα εξαρτήματα ελικοπτέρων και προκάλεσε αρκετό παράνομο εμπόριο. O Τζέφρι

49

Page 50: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Μόντισετ, αναπληρωτής διευθυντής του τμήματος Αντιμετώπισης της Κρατικής Απάτης δήλωσε : ″ Εκ πρώτης όψεως, λίγοι σωλήνες ραντάρ ίσως φαίνονται ασήμαντοι , όμως κατόπιν είδαμε που βοήθησαν το Ιράν οι σωλήνες ραντάρ να ξανανοίξει τον τερματικό σταθμό φόρτωσης πετρελαίου στο νησί Κάργκ. Ποιος νοιάζεται αν πληρώνεις τρεις φορές την αρχική τιμή για ένα εξάρτημα αν αυτό μπορεί να τακτοποιήσει πετρελαίου αξίας εκατομμυρίων δολαρίων;''

Μια διάσημη υπόθεση ήταν η υπ' αριθμόν 61 ποινική δίωξη που αφορούσε 10 άτομα που έκλεψαν και εξήγαγαν F-14 που άξιζαν 10 εκατ. δολάρια και άλλα εξαρτήματα αεροσκαφών στο Ιράν. Το Μάρτιο 1983 οι ομοσπονδιακές αρχές έλαβαν ανώνυμο γράμμα που περιέγραφε την κλοπή και την παράνομη σπείρα εξαγωγής με λεπτομέρεια. Ένας Ιρανός επιχειρηματίας που ζούσε έξω από το Λονδίνο, συνεργάσθηκε με αμερικανό επιχειρηματία και συνεταίρους στο Σαν Ντιέγκο οι οποίοι προσέλαβαν ναυτικό προσωπικό για να κλέψει τα εξαρτήματα που κατόπιν εστάλησαν στο Ιράν μέσω του Ινανλού. Κανένα εμπόρευμα δεν είχε κατασχεθεί μέχρι τον Δεκέμβριο 1984, οπόταν οι τελωνειακοί άρχισαν να ανοίγουν δέματα καταστρέφοντας ελαφρά το περιεχόμενο και μετά τα επανασυσκεύαζαν. Τον Ιούλιο 1985 ο Ινανλού συνελήφθη από τους Βρετανούς και όλη η υπόθεση δημοσιοποιήθηκε . Τα εξαρτήματα που εκλάπησαν και αποστέλλονταν ως ιατρικά ή εξαρτήματα αυτοκινήτων περιελάμβαναν παραμετρικούς ενισχυτές που χρησιμοποιούνταν στα συστήματα καθοδήγησης του βλήματος Φοίνιξ εξαρτήματα εξοπλισμού εναέριας αναγνώρισης μικρού ή μέσου βεληνεκούς, και δακτύλιους ενεργοποιητές στροφορμής και μπεκ αεροστροβίλων . Σύμφωνα με την κυβέρνηση'', σε περίοδο 12 μηνών, υπήρξαν 328 περιπτώσεις όπου αποστολές F-14 έπρεπε να ακυρωθούν λόγω έλλειψης υπολογιστών, εξοπλισμού πλοήγησης και άλλων εξαρτημάτων που εκλάπησαν από σπείρα που είχε την έδρα της στο Σαν Ντιέγκο. Σε άλλα περιστατικά που αφορούσαν το Ιράν ο Μπένζαμιν Κασέφι παραπέμφθηκε σε δίκη τον Αύγουστο 1984 για την παράνομη αποστολή ανταλλακτικών για τα τανκ Μ-60 , αξίας άνω των 12 εκατ. δολαρίων, τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού και των 109 εμπροσθογεμών πυροβόλων μάχης howitzer. Τα περισσότερα εξαρτήματα μεταφέρθηκαν στο Ιράν εκτός από ρυθμιστές τάσης αξίας 775.000 δολαρίων οι οποίοι κατασχέθηκαν. Μεταξύ 1981 και 1983 ο Μασέφι απεδέχθη εντολές από την ιρανική εταιρία Μιμάξ για εξαρτήματα αξίας 12 εκατομμυρίων δολαρίων κερδίζοντας χονδρικά 4 εκ δολάρια. Ο Κασέφι παραμένει φυγόδικος. Τον Ιούλιο 1986. δύο πρώην υπήκοοι δήλωσαν ένοχοι για συνεργεία σε παράνομη εξαγωγή σε στρατιωτικά ασυρμάτων και ανταλλακτικών στο Ιράν αξίας 4 εκατομμυρίων δολαρίων. Κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν 12 μερικές αποστολές έτσι ώστε 50 πλήρεις ασύρματοι να φθάσουν στο Ιράν. Το Δεκέμβρη 1985 τρεις άνδρες συνελήφθησαν και τελικά καταδικάστηκαν για συνομωσία αποστολής υπερσύγχρονων στρατιωτικών εξαρτημάτων στο Ιράν αξίας 10-15 εκατομμυρίων δολαρίων συμπεριλαμβανομένων δύο αγωγών Τουάστον αξίας 48.000 δολαρίων έκαστος. Οι σωλήνες αυτοί είναι ένα σημαντικό εξάρτημα του Τακτικού Συστήματος Άμυνας Ραντάρ AN- TPS- 43E που χρησιμοποιείται από το Ιράν. Τον Ιανουάριο 1988, δύο Ιρανοί συνελήφθησαν για απόπειρα δωροδοκίας υπάλληλου της Ρέηθιον για να αποκτήσουν πιστοποιητικό τελικού χρήστη για εξαρτήματα βλημάτων Χωκ και τον σχετικό εφοδιασμό του ραντάρ. Η συγκεκριμένη συμφωνία που οδήγησε στη σύλληψή τους αφορούσε δύο σωλήνες ενισχυτή μικροκυμάτων Κλίστρον VA- 868 που χρησιμοποιούνται στον καταυγαστήρα του βλήματος Χωκ και δύο σωλήνες VA-145E Tουάηστον που χρησιμοποιούνται στο ραντάρ. Σε κάποια φάση οι Ιρανοί παριστάνοντας υπαλλήλους της Ρέηθιον στους τελωνειακούς είπαν ότι διέθεταν πάνω από 60 εκατ. δολάρια για μακροσκελή λίστα εξοπλισμών. Ανταλλακτικά και ενισχυτικό εξοπλισμό αφορούσαν περιστατικά από περιοχές πολιτικής αναταραχής και ενδεχόμενων συγκρούσεων εκτός από το Ιράν. Η παράνομη εξαγωγή άνω των 60 αποστολών αξίας 14 εκατ. δολαρίων εξαρτημάτων αεροσκαφών C-130 και ελικοπτέρων Σινούκ CH-47 στη Λιβύη το 1982 επέφερε 5ετή κάθειρξη και πρόστιμα άνω των 4 εκατ. δολαρίων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου των νησιών Φωκλάντ το 1982, δύο άνδρες από τη Νέα Υόρκη κατάφεραν να αποστείλουν παρανόμως προστατευτικά γυαλιά για νυχτερινή όραση αξίας 8 εκατ. δολαρίων στην Αργεντινή αποκομίζοντας κέρδη άνω του 1 εκατ. δολαρίων. Οι κατηγορούμενοι εξαπάτησαν τόσο τη

50

Page 51: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

βιομηχανία Λίτον όσο και την Numax Electronics Inc.,κατασκευάστριες των γυαλιών ένας τελωνειακός σχολίασε ότι : ″ μέχρι να λάβει η Αργεντινή αυτές τις συσκευές , πολεμούσε με δεμένα τα μάτια στον πόλεμο των Φώκλαντ. Τον Ιούλιο 1986 , Αιγύπτιος που ζούσε στο Nιού Τζέρσει ομολόγησε την ενοχή του για συνομωσία εξαγωγής όπλων και 6.5 κιλών εκρηκτικών προς τη Δυτική Όχθη του Ισραήλ σε συμφωνία η οποία εφέρετο να εμπλέκει την Οργάνωση για την απελευθέρωση της Παλαιστήνης. Το Μάιο 1987 μακρόχρονες ποινές φυλάκισης επιβλήθηκαν σε τρεις άνδρες για συνομωσία εξαγωγής προς τη Σαουδική Αραβία και το Ιράκ ενός κλεμμένου πακέτου σχεδίου εναέριων δυνάμεων για την κατασκευή προηγμένου συστήματος συστοιχίας πυρομαχικών.

ΟΠΛΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΥΨΙΣΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ Ενώ η παράνομη εξαγωγή ενισχυτικού εξοπλισμού και ανταλλακτικών ήταν σημαντική, τα περιστατικά που αφορούσαν την εξαγωγή οπλικών συστημάτων υψίστης σημασίας τράβηξαν την μεγαλύτερη προσοχή σε σχέση με τις επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια. Είκοσι-επτά περιστατικά(13.9 του συνόλου) εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή στα δεδομένα του Υπουργείου Δικαιοσύνης για σημαντικές υποθέσεις. Αυτά τα περιστατικά αφορούν δεκατρείς χώρες ως προτιθέμενους ή πραγματικούς τελικούς χρήστες με το Ιράν να βρίσκεται στην πρώτη θέση σε δέκα περιπτώσεις. Τρεις υποθέσεις αφορούσαν Νικαράγουα, Ν. Αφρική και Λιβύη ενώ η Συρία και ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός ήταν πελάτες σε δύο υποθέσεις. Τα οπλικά συστήματα ήταν ελικόπτερα, που περιλαμβάνονται συνίστανται από, βλήματα Χαρπούν, μεταγωγικά αεροσκάφη, βλήματα ΤOW, ραντάρ, αντιαεροπορικά βλήματα, μαχητικά αεροσκάφη F-4 και F-5 και βασικά τεθωρακισμένα άρματα μάχης. Η σημαντικότερη ήταν η υπόθεση που περιγράφηκε προηγουμένως δηλ. αυτή της παράνομης εξαγωγής 85 μη-στρατιωτικών ελικοπτέρων Χιούζ 500D και Ε στη Β. Κορέα. Όμως υπάρχουν πολλά άλλα περιστατικά που αφορούν το Ιράν και όπου λόγω του σκανδάλου Ιράν- Κόντρας, επικρατεί πλήρης σύγχυση στο κατά πόσο ″ ιδιωτικές ″ ή ″ παράνομες ″ ήταν τουλάχιστον βάσει των ορισμών που χρησιμοποιούνται στο παρόν άρθρο . Τον Αύγουστο 1985, έξι άτομα εκ των οποίων ένας Ιρανός και ένας Αμερικανός συνελήφθησαν για φερόμενη συνομωσία λαθρεμπορίου άνω των 1000 βλημάτων αξίας μεγαλύτερη των 75 εκατ. δολαρίων προς στο Ιράν. Η υπόθεση ξεκίνησε όταν Ιρανοί προσέγγισαν Αμερικανούς πράκτορες το Μάρτιο 1984 με εκτενή λίστα όπλων που αναζητούσε το Ιράν , και συμπεριλάμβαναν 10 μηχανές για μαχητικά αεροσκάφη F-4,50 πετρελαιοκίνητες μηχανές και διάφορα βλήματα όπως πάνω από 5.000 αντιαρματικά βλήματα ΤOW . Οι κατηγορίες κατά του Αμερικανού αξιωματικού ότι χρηματίστηκε για να πιστοποιήσει ότι τα βλήματα ήταν σε καλή λειτουργική κατάσταση απεσύρθησαν όταν ο δικαστής απεφάνθη ότι ο αξιωματικός καθοδηγήθηκε να πιστέψει ότι η συμφωνία αποτελούσε νόμιμη κρατική συναλλαγή .Όμως τελικά καταδικάστηκαν δύο άτομα για συνομωσία εξαγωγής 1140 βλημάτων TOW στο Ιράν.

Τον Απρίλιο 1986, δεκατρείς λαθρέμποροι και υπάλληλοι μεταφορικών εταιριών από τις ΗΠΑ, Ισραήλ, τη Δ..Γερμανία, τη Γαλλία, τη Μ .Βρετανία και την Ελλάδα κατηγορήθηκαν για συνομωσία πώλησης στο Ιράν όπλων αξίας άνω των 2 δις δολαρίων . Το κατηγορητήριο έλεγε ότι στα όπλα περιλαμβάνονταν 18 μαχητικά αεροσκάφη F4 και 18 μαχητικά F-5 καταδιωκτικά, σαράντα-έξι βομβαρδιστικά- μαχητικά Σκάιχωκ , πέντε μεταγωγικά αεροσκάφη C-130E και 18.750 αντιαρματικά βλήματα TOW, 100.000 βλήματα πυροβόλου, και χιλιάδες ανταλλακτικά, μηχανές και άλλα όπλα, κανένα εκ των οποίων δεν έφθασε ποτέ στο Ιράν. Η υπόθεση πήρε άλλη τροπή όταν ένας Ιρανός πρώην κατάδικος ,αναζητώντας επιείκεια, συνεργάστηκε με τις αμερικανικές αρχές, κάτι που οδήγησε στη μεγαλύτερη επιχείρηση απάτης που στήθηκε ποτέ από την τελωνειακή υπηρεσία . Ο προϊστάμενος της τελωνειακής υπηρεσίας Γουίλιαμ Φον Ράαμπ ήταν ιδιαιτέρως ευθαρσής και ευχαριστημένος: Οι Ιρανοί θα χρησιμοποιούσαν τα όπλα αυτά κατά των γειτόνων τους ή για εξάπλωση της διεθνούς τρομοκρατίας κατά της ελεύθερης Δύσης. Έχετε ακούσει για τους εμπόρους θανάτου; Οι άνθρωποι αυτοί ήταν μεσίτες θανάτου″. Παρά τις δημόσιες αυτές παραινέσεις η υπόθεση τελικά απεσύρθη μετά τις ακροαματικές καταθέσεις για το σκάνδαλο Ιράν-Κόντρας. Τουλάχιστον ένας εκ των κατηγορούμενων ισχυρίσθηκε ότι εργαζόταν εν γνώση της αμερικανικής κυβέρνησης, ισχυρισμός που τώρα

51

Page 52: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

πλέον υποστηρίζεται. Συνεντεύξεις με τελωνειακούς αποκαλύπτουν ότι αυτό είχε γίνει συνήθης τακτική των κατηγορούμενων και ότι τα κατηγορητήρια θα πρέπει πλέον να προβάλλουν τη βεβαιότητα ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν έπαιξε κανένα ρόλο στη μεταφορά. Αν και είναι δύσκολο να εξακριβώσουμε από τα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης πόσος από τον εξοπλισμό αυτής της κατηγορίας παραδόθηκε τελικά, φαίνεται ότι σχεδόν όλο το υλικό κατασχέθηκε πριν από τη φόρτωση. Τα μόνα που εξήχθησαν ήταν ογδόντα- πέντε ελικόπτερα Χιούζ στη Β. Κορέα 2 μεταγωγικά αεροσκάφη L-100-30 (μη στρατιωτικές παραλλαγές του C-130) στη Λιβύη το 1986 και ένα μεταγωγικό αεροσκάφος C-46 στη Νικαράγουα . Αυτό είναι κατανοητό δεδομένου ότι ο ενισχυτικός εξοπλισμός και τα ανταλλακτικά αποκρύπτονται ευκολότερα. Ωστόσο ,το ποσοστό απαγόρευσης δεν απέφερε καμία μείωση της προσπάθειας όσων είναι αποφασισμένοι να εξάγουν παρανόμως όπλα. Τον Ιούνιο 1988 ο Κόλιν Μπριζ παραπέμφθηκε σε δίκη και τελικά του επιβλήθηκε μια 7ετής κάθειρξη τον Νοέμβριο για συνομωσία επανεξαγωγής δέκα μεταχειρισμένων ελικοπτέρων Σικόρσι S-76 από την Ιορδανία στο Ιράν. Ο εισαγγελέας της υπόθεσης δήλωσε ότι οι κασέτες τις οποίες άκουσαν οι ένορκοι δείχνουν ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι το Ιράν ήταν '' σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ στον Πόλεμο του Κόλπου και ότι τα ελικόπτερα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς και για επίθεση εναντίον των ΗΠΑ. Αν υπάρχουν επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια από αυτές τις υποθέσεις όπλων υψίστης σημασίας , θα αποκαλυφθούν κατ' ανάγκην μέσω των δικτύων μεθόδων και ενεχόμενου προσωπικού παρά μέσω των αρνητικών συνεπειών από τις παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν. Συνοψίζοντας, πολλές από τις διάσημες υποθέσεις αφορούσαν μείζονα εξοπλισμό υψίστης σημασίας όπως βλήματα και αεροσκάφη. Δημοσιογράφοι και επικριτές του εμπορίου τείνουν να επικεντρώνονται σε τέτοιες υποθέσεις. Ωστόσο ,τα μικρότερα και ζωτικής σημασίας είδηόπως σωλήνες για βλήματα και ραντάρ είχαν καλύτερες πιθανότητες εξαγωγής και στην πραγματικότητα, διαμόρφωσαν την προσπάθεια των ΗΠΑ για μείωση των αρνητικών επιπτώσεων των εξαγωγών όπλων .Το παράνομο αυτό εμπόριο συνεχίστηκε αμείωτο ακόμα και μετά την κατάπαυση πυρός στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ .Τον Ιανουάριο 1989 ασκήθηκε ποινική δίωξη σε τρεις άνδρες για συνομωσία και απόπειρα εξαγωγής μεγάλης ποσότητας ανταλλακτικών F-14 στο Ιράν το 1988.Το Φεβρουάριο 1989,Καλιφορνέζος κατηγορήθηκε για παράνομη αποστολή εξαρτημάτων για βλήματα Σπάροου και πυροσβεστήρων όπου χρησιμοποιούνται στα μαχητικά αεροσκάφη F-14 προς το Ιράν.

ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ Η λεπτομερής ανάλυση των εμπλεκόμενων στο εμπόριο αυτό (του παρελθόντος τους, των κινήτρων τους, των μεθόδων τους ,κ.τ.λ.) μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο με μια εις βάθος μελέτη των εγγράφων από εκδικάσεις και συνεντεύξεις. Μια ματιά όμως στα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης επιτρέπει κάποιες γενικεύσεις. Πρώτον ,οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι ήταν ονόματα γνωστά στο κοινό πριν τις καταδίκες τους. Εξαίρεση αποτελεί ο πρώην συνεργάτης της CIA Έντουιν Π. Γουίλσον που καταδικάστηκε το 1982 και το 1983 για προμήθεια όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού προς τη Λιβύη .Ένα άλλο όνομα στη λίστα ο Σάρκις Σογκανάλιαν ,ένας από τους πιο πασίγνωστους εμπόρους όπλων ,είναι συχνά αντικείμενο αναφοράς των ειδικών των ΜΜΕ για θέματα εμπορίου όπλων και το όνομα του ήρθε στην επιφάνεια καθώς οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο Ιράν- Κόντρας τράβηξαν την προσοχή στο ιδιωτικό εμπόριο όπλων .Του απαγγέλθηκαν για συνομωσία όσον αφορά δέκα απογραφές ενυπόστατων εξαγωγών και ψευδών δηλώσεων για σχέδιο αποστολής ελικοπτέρων και άλλων πολεμοφοδίων προς το Ιράκ το 1983 και το 1985.Σαν τελική παρατήρηση για τους εμπλεκόμενους ,η σύνδεση του εμπορίου αυτού με συγκρούσεις και ζήτηση εκτός των ΗΠΑ αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι σε πολλές υποθέσεις οι εθνικότητες των εμπλεκομένων αντανακλούν την ανάμειξη της προτιθέμενης χώρας -αποδέκτη.

Τα στοιχεία επίσης αποκαλύπτουν ότι σπανίως πρόκειται για τις επικρατούσες αμυντικές βιομηχανίες των ΗΠΑ, παρά μόνο ως πηγών εξοπλισμού που αποκτάται παρανόμως .Πολλές από τις περιπτώσεις αφορούν υπαλλήλους και πρώην υπαλλήλους

52

Page 53: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

σημαντικών αμυντικών βιομηχανιών που εκμεταλλεύονται τη θέση τους για να αποκτήσουν παρανόμως είδη προς εξαγωγή. Λόγω του φαινομένου αυτού ,η βιομηχανία συνολικά έπρεπε να λάβει ειδικά μέτρα για την πρόληψη τέτοιων περιστατικών .Αρκετές από τις υποθέσεις που διερευνήθηκαν για την παρούσα εργασία αποτελούν απελπισμένες επιχειρήσεις και υπαλλήλους υπό την πίεση να ενεργήσουν στις παρυφές του νόμιμου εμπορίου όπλων .Ένας Αμερικανός πρώην εισαγγελέας που εργάστηκε επιμελώς για να ανακόψει την παράνομη ροή τεχνολογίας υπερποντίως το έθεσε ως εξής: ''Η κατάσταση είναι χειρότερη σήμερα .. ενώ τώρα η συνειδητοποίηση του προβλήματος είναι μεγαλύτερη ,υπάρχει σοβαρή ύφεση στις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας .Έτσι ,υπάρχουν υπάλληλοι που στερούνται κεφαλαίων και έχουν υπερβολικό άγχος ,άρα είναι ευάλωτοι .Επίσης, οι εταιρίες υφίστανται υπερβολικές πιέσεις κέρδους .Ενδεχομένως να είναι πρόθυμες να πωλήσουν εμπορεύματα σε εταιρίες για τις οποίες θα διατηρούσαν επιφυλάξεις υπό κανονικές συνθήκες.

Οι εμπλεκόμενες σε παράνομες συναλλαγές εταιρίες που διώχθηκαν ποινικά είναι μικρές και σε πολλές περιπτώσεις απλώς βιτρίνες για την παράνομη δραστηριότητα. Εκθέσεις τέτοιων περιπτώσεων που δημοσιοποιήθηκαν υποδεικνύουν ότι οι μεγαλύτερες αμυντικές βιομηχανίες μπορούν να εντοπίσουν γρήγορα ύποπτη δραστηριότητα και να συνεργαστούν με τις αμερικάνικες αρχές ερευνών .Σε μια περίπτωση κατά την οποία έγινε απόπειρα μεταφοράς των Κράητον (ηλεκτρικός διακόπτης απαραίτητος για την κατασκευή ενός πυρηνικού όπλου) προς το Πακιστάν ,η συνεργασία του Αμερικανού κατασκευαστή ήταν καθολική και ζωτικής σημασίας για την απαγγελία κατηγοριών .Οι βιομηχανίες Λίτον συνεργάσθηκαν για την ματαίωση απόπειρας εξαγωγής μερικών προστατευτικών γυαλιών νυχτερινής όρασης προς την ΕΣΣΔ και την Αργεντινή κατά των Νήσων Φώκλαντ. Στην περίοδο του αεροσκάφους L-100 προς τη Λιβύη ,ο υπεύθυνος συμβάσεων της Λόκχιντ φορούσε κρυμμένο μικρόφωνο ενώ διαπραγματεύονταν με τους μεσάζοντες οι οποίοι τελικά παραπέμφθηκαν σε δίκη .Συνοψίζοντας , οι υποθέσεις αυτές δείχνουν ότι ο μεγάλος ανταγωνισμός της δεκαετίας του 1980 ελάχιστα μείωσε την πιθανότητα παράνομης εξαγωγής όπλων. Το τέλος του πολέμου και η επακόλουθη κάμψη στην αμυντική βιομηχανία αύξησε σημαντικά τον ανταγωνισμό και την πίεση για παράνομες εξαγωγές.

ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΟΠΛΩΝ Η υπόθεση των αεροπλάνων της Β. Κορέας

Το 1983 οι διεθνείς πωλήσεις ελικοπτέρων μειώθηκαν και οι αμερικάνικες εταιρίες βρίσκονταν σε σκληρό ανταγωνισμό για να διατηρήσουν το μερίδιό τους στην αγορά. Η αμερικάνικη εταιρία ''Ελικόπτερα Χιούζ'' έκανε εξαγωγές στρατιωτικών και μη παραλλαγών του μοντέλου 500.Η Χιούζ είχε υιοθετήσει τη συνήθη πρακτική να χρησιμοποιεί εμπορικές εταιρίες με μεγάλη επιτυχία ,όπως η Αμερικανική Associated Industries στην Καλιφόρνια και η Δυτικογερμανική Delta-Avia- Fluggerate. Αν ο εξαγόμενος εξοπλισμός είναι στρατιωτικός ,το κράτος και του Υπουργείο Άμυνας πρέπει να εγκρίνουν την πώληση. Εάν όχι, το Υπουργείο Εμπορίου έχει τη γραφειοκρατική ευθύνη της έγκρισης .Εξίσου σημαντικός είναι και ο προορισμός του εξοπλισμού .Σε αυτή την περίπτωση τα ελικόπτερα ήταν τύπου 500-C,δηλ. ταξινομημένα ως μη στρατιωτικής παραλλαγής. Η Χιούζ πούλησε τα αεροσκάφη σε αμερικανικές μεταπρατικές εταιρίες βάσει εγγράφων ότι οι προορισμοί ήταν Νιγηρία ,Ιαπωνία, και πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Η Βόρειος Κορέα είχε ανακηρυχθεί εχθρός από το 1950 και οι εξαγωγές προς αυτήν αποτελούν εξ' ορισμού παραβίαση των αμερικανικών νόμων περί Συναλλαγών με τον Εχθρό. Τα πρώτα δύο ελικόπτερα εστάλησαν στην Ιαπωνία το Μάρτιο 1983 από την Associated Industries και φορτώθηκαν λαθραία σε βορειοκορεάτικο φορτηγό πλοίο. Το αμερικάνικο τελωνείο ανακάλυψε ότι η φορτωτική και η δήλωση εξαγωγής του φορτωτή καταχωρούσαν την Mangyong Trading Corporation της Β. Κορέας ως αποδέκτη. Τα υπόλοιπα ογδόντα -πέντε ελικόπτερα κατευθύνθηκαν προς τη Β. Κορέα μέσω Ευρώπης από την Delta -Avia -Fluggerate .Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ,η γερμανική αυτή εταιρία ιδρύθηκε από τον ιδιοκτήτη Κούρτ Μπέχρενς το1981 και ελεγχόταν μυστικά από τους ιδιοκτήτες της Αssociated Industries Ρόναλντ και Μπάρι Σέμλερ. Ο Μπέχρενς ήταν μάλλον ο μόνος μεγαλύτερος περιφερειακός αντιπρόσωπος της Χιούζ στη Δυτική Ευρώπη ακόμα και

53

Page 54: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

πριν την ανάμειξή του στην Delta-Avia. Oι αδελφοί Σέμλερ πλαστογράφησαν έγγραφα τα οποία οδήγησαν τη Χιούζ στο συμπέρασμα ότι τα ελικόπτερα προορίζονταν για τη Νιγηρία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες .Τα έγγραφα υποδείκνυαν επιπλέον ότι τα κασόνια δεν περιείχαν ελικόπτερα, αλλά '' μηχανήματα και ανταλλακτικά ''.

Η τελευταία από τις εναπομείνασες αποστολές ,δεκαπέντε ελικοπτέρων, πήγε από το Λονγκ Άιλαντ το Νοέμβριο 1984 στο Άντβερπ απ΄ όπου ξεφορτώθηκαν και μεταφέρθηκαν φορτηγό περίπου 120 χλμ προς το Ρότερνταμ και φορτώθηκαν στο Σοβιετικό εμπορικό πλοίο ''Προρόκοβ'' .Το πλοίο ήταν προγραμματισμένο να πάει στο Χόνγκ Κόνγκ αντ' αυτού όμως παρέδωσε τα ελικόπτερα στη Β.Κορέα.

Η υπόθεση περιέχει όλα τα απαιτούμενα συστατικά για την παράνομη διοχέτευση στρατιωτικού εξοπλισμού από τις ΗΠΑ .Οι μεγάλοι κατασκευαστές ,η Χιούζ εν προκειμένω, δεν είχαν άμεση συναλλαγή με τον αποδέκτη, αλλά χρησιμοποίησαν μια εμπορική εταιρία .Η Associated Industries ήταν νόμιμη ,είχε ογδόντα υπαλλήλους και νόμιμους πελάτες σε πολλές χώρες .Στην πραγματικότητα ,ακόμα και μετά από αυτό το κατηγορητήριο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενέκρινε 124 εξουσιοδοτήσεις προς την Αssociated Industries για εξαγωγή όπλων .Αν και η Χιούζ ήρθε σε δύσκολη θέση με την πώληση αυτή ,δεν υπήρξε ποτέ καμία ένδειξη παρανομίας από πλευράς της .Επιπλέον, αυτό το είδος παράνομης εξαγωγής απαιτεί συνεργασία από εμπορική εταιρία εκτός των ΗΠΑ .H Delta -Avia- Fluggerate έπαιξε το ρόλο αυτό .Η Δυτικογερμανική κυβέρνηση απάλλαξε τον Μπεχρένς και την εταιρία του από οποιαδήποτε παρανομία ,αφού δεν υπάρχουν δυτικογερμανικοί νόμοι που να απαγορεύουν την πώληση μη στρατιωτικών ελικοπτέρων στη Β. Κορέα.

Η περιγραφή επιτρέπει να αντιληφθούμε εις βάθος το πώς διάφορες εταιρίες, άτομα, και κράτη κάνουν παράνομο εμπόριο .Η διερεύνηση άλλων υποθέσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης ,η κάλυψη από τα ΜΜΕ (ασήμαντη πηγή μέχρι τα μέσα του 1985),οι πραγματικές εκδικάσεις και οι συνεντεύξεις με κρατικούς υπαλλήλους και αξιωματούχους της βιομηχανίας υποδηλώνουν την ακόλουθη τυπολογία μεθόδων.

ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ Οι περισσότεροι απ' τις μεθόδους υιοθετήθηκαν επί μακρώ απ' όσους επιδιώκουν να παρακάμψουν την αμερικάνικη νομοθεσία περί εξαγωγής όπλων .Όμως πολλές από αυτές τις μεθόδους προσέλαβαν πρόσθετη σημασία λόγω του περιβάλλοντος της δεκαετίας του 1980 ,μια εκ των οποίων ήταν η κλοπή στρατιωτικού εξοπλισμού από αμερικανικές εγκαταστάσεις .Τον Ιούλιο του 1985 στο Σαν Ντιέγκο ,πέντε άνδρες συνελήφθησαν με την κατηγορία της κλοπής ανταλλακτικών για F-14 από αποθέματα του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ και της λαθρεμπορίας προς το Ιράν .Ήταν η πρώτη σημαντική υπόθεση ξένων πρακτόρων που εισχώρησαν στο αμερικάνικο σύστημα προμήθειας. Άτομο σε μάχιμη υπηρεσία των προμηθειών του Πολεμικού Ναυτικού όχι μόνο έκλεψε τα κατάλληλα εξαρτήματα αλλά και τα είχε παραγγείλει ειδικά γι' αυτό το σκοπό .Άλλο στοιχείο που επιτείνει την ανησυχητική διάσταση της υπόθεσης είναι ότι το άτομο- εφοδιαστής ήταν σε πλοίο όπου τα F-14 δεν τοποθετήθηκαν για μάχη. Αυτό κίνησε μια αποκαλυπτική δικαστική υπόθεση και έρευνες για τον καθορισμό της έκτασης στην οποία γινόταν αυτό σε όλες τις ΗΠΑ .Το 1986 ,η Σύγκλητος προέβη σε ακροαματικές διαδικασίες για τα αποτελέσματα των ερευνών από την Κρατική Υπηρεσία Απογραφών και μεμονωμένες υπηρεσίες .Τα αποτελέσματα ήταν θλιβερά .Ο Σον Φ. Χέλμερ ,πρώην λοχίας που συνελήφθη ένα χρόνο μετά τη συνωμοσία για τα εξαρτήματα των F-14 ,κατέθεσε ότι προσπαθούσε να πουλήσει τα παρακάτω όπλα σε μυστικούς πράκτορες που παρίσταναν τους αγοραστές όπλων τα οποία είχαν όλα κλαπεί αλλά δεν είχαν εντοπιστεί πριν τρία χρόνια :5 αντιαρματικούς πυραύλους LAW ,πενήντα-εννέα χειροβομβίδες εκτόξευσης θραυσμάτων ( κόστος στρατού : 8.61 δολ. -τιμή μαύρης αγοράς :50 δολ.), 50 κιλά πλαστικών εκρηκτικών C-4,915 μέτρα παραγωγού σχοινιού ,εξήντα νάρκες κατά προσωπικού .

Το σύστημα στρατιωτικών προμηθειών είχε εγγενή προβλήματα αρκετά χρόνια. Το μέγεθός του και μόνο συνεπάγεται την απώλεια και κλοπή κάποιων αντικειμένων .Επιπλέον ,διοικητές μονάδων που χρειάζονταν εφόδια και ανταλλακτικά είχαν δημιουργήσει ένα ανεπίσημο σύστημα βασισμένο στη συναλλαγή και άλλες άτυπες τεχνικές που διατηρούσαν τις μονάδες τους μάχιμες. Όμως τα είδη που έγιναν αντικείμενα κλοπής από

54

Page 55: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

τους αξιωματικούς ασφαλείας καταχωρήθηκαν ως ''απόρρητα '' (αυτά ήταν αντικείμενο σοβιετικής κατασκοπείας και προστατεύονταν καλά) και 'απωλέσιμα '',όπως γυαλιά ηλίου ,κουβέρτες, μπουφάν ,τρόφιμα, μαχαίρια ,εργαλεία κ.λ.π. Μετά την κλοπή είτε χρησιμοποιήθηκαν οικιακά, είτε προωθήθηκαν εύκολα στην αγορά της τοπικής οικονομίας .Η υπόθεση των εξαρτημάτων F-14 όμως ήταν ένα σοκ. Ανώτερος αξιωματούχος προμηθειών του Πενταγώνου το έθεσε ως εξής:: Έχουμε μια κατάσταση που δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ πριν ,στην οποία εξαρτήματα -14 και εξαρτήματα βλημάτων Φοίνιξ δεν παρουσίαζαν κανένα ενδιαφέρον για τους εγκληματίες μέχρι πρόσφατα .Γιατί τι θα έκανες αν τα έκλεβες ?Ο πειρασμός είναι ακαταμάχητος για φύλακες αμπαριών πλοίων και αποθηκάριους ,οι οποίοι προφανώς δεν έχουν υψηλά εισοδήματα.

Η στρατιωτική ετοιμότητα είναι φαινομενικά άσχετη με οποιοδήποτε ζήτημα εξαγωγής όπλων .Ένας απ' τους βασικότερους τρόπους αύξησης της ετοιμότητας είναι η δαπάνη περισσότερων χρημάτων σε ανταλλακτικά και εφόδια έτσι ώστε οι μονάδες να μπορούν να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο σε στρατιωτικούς ελιγμούς και παράταξη σε θέση μάχης .Αυτή ήταν μια από τις ύψιστες προτεραιότητες της κυβέρνησης Ρήγκαν και αύξησε σημαντικά το μέγεθος των καταλόγων του συστήματος στρατιωτικού εφοδιασμού. Έρευνες αποκάλυψαν αυτό που γνώριζαν όλοι μέσα στο σύστημα :ο συνδυασμός απηρχαιωμένων υπολογιστών ,τεράστιων προσαρμογών στους καταλόγους και καταπονημένου προσωπικού διευκόλυναν πολύ την επιτυχή εγκληματική δραστηριότητα από τους γνώστες του θέματος. Επιπλέον ,το ιρανικό δίκτυο με μακροσκελείς λίστες εξαρτημάτων αύξησε σημαντικά τη πιθανότητα διείσδυσης.

Μια άλλη μέθοδος απόκτησης που τράβηξε την προσοχή ήταν η αγορά πλεονάζοντος εξοπλισμού προς υπερατλαντική πώληση. Αυτή η μορφή συναλλαγής κυριάρχησε μετά το ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο μια και έμεινε τόσος πλεονάζων εξοπλισμός μεταπολεμικά. Τα νέα ανεξάρτητα κράτη του Τρίτου Κόσμου δεν χρειάζονταν προηγμένο εξοπλισμό .Αυτός ο τρόπος απόκτησης προκάλεσε του μερίδιο σκανδάλων που αφορούσαν ιδιώτες εμπόρους όπλων. Όμως ,καθώς οι στρατοί εκσυγχρονίζονταν ,όχι μόνο δεν βρισκόταν πλεονάζων εξοπλισμός ,αλλά και εξαντλήθηκαν τα εφόδια .Τη δεκαετία του 1980 η πώληση μεταχειρισμένου εξοπλισμού επανέκαμψε στο σύστημα του διεθνούς εμπορίου όπλων και μαζί του οι καταχρήσεις .Απηρχαιωμένος εξοπλισμός πωλήθηκε σε ιδιωτικές μάντρες απόρριψης από τις οποίες ζητήθηκε να τον αποσυναρμολογήσουν σύμφωνα με καθορισμένες διαδικασίες .Την τελευταία φορά που το Κογκρέσο ασχολήθηκε με το πρόβλημα προ δεκαετίας βρήκε ότι το 70 % των 500.000 συναλλαγών μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος απόρριψης δεν είχαν γίνει ως όφειλαν .Έκτοτε ,λένε οι ειδήμονες ,η κατάσταση δεν έχει αλλάξει…''Είναι εντυπωσιακό το τι ''ξεπλένεται '' μέσω της απόρριψης ,παρά τις πολλές προσπάθειες συγκάλυψης'' δήλωσε πρόσφατα ειδικός ελέγχου απογραφών στο Πεντάγωνο .Το 1986,τελωνειακοί στην Καλιφόρνια κατέσχεσαν εκατοντάδες προσαρτήσεις πολεμικών αεροσκαφών ( F-4 υπάρχουν στον κατάλογο του Ιράν ),και τα οποία είχαν αγοραστεί κατά την πώληση πλεονάζοντος υλικού στην αεροπορική βάση Μακ Κλέλαν .Κατά τη διάρκεια του πολέμου των νήσων Φώκλαντ, έμποροι στρατιωτικού πλεονάσματος ανέφεραν ότι Η Αργεντινή προσπάθησε να αγοράσει δεξαμενές καυσίμων για τα αεροσκάφη Α-4.Η τιμή είχε ανέβει από 300 δολ. Πριν τον πόλεμο στα 10.000 δολ .κατά τη διάρκεια του πολέμου .Το Τελωνείο αντιλήφθηκε την εξέλιξη αυτή και τώρα έχει την Επιχείρηση RETREAD ''κατά των παρεκκλίσεων πλεονάζοντος οπλισμού του Υπουργείου Άμυνας και ευαίσθητου εξοπλισμού προς τους αντιπάλους μας.''

ΜΕΘΟΔΕΥΣΕΙΣ ΔΟΛΙΩΝ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΕΩΝ Μια από τις επικρατέστερες μεθόδους παράνομων εξαγωγών είναι η χρήση πλαστών

πιστοποιητικών για τους τελικούς χρήστες .Προτού μπορέσει να εξαχθεί οποιοδήποτε είδος στη λίστα ελέγχου που εκδίδει το Στέητ Ντιπάρτμεντ (Κανονισμοί Διεθνούς Διακίνησης όπλων ) ή το Υπουργείο Εμπορίου, το βασικό στοιχείο είναι η έγκριση του προορισμού του. Εφόσον όλοι οι εμπλεκόμενοι στο εμπόριο είναι ενήμεροι για τις απαγορευμένες χώρες ,ο στόχος είναι να πείσουν μια χώρα από τη εγκεκριμένη λίστα να πιστοποιήσει ότι ο εξοπλισμός προορίζεται γι' αυτήν και όχι για άλλη χώρα .Αυτό έχει δημιουργήσει οικοτεχνία διακίνησης είτε πλαστών εγγράφων (κενά έντυπα με παραποιημένες

55

Page 56: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

καταχωρήσεις ) ή αυθεντικά πιστοποιητικά τελικών χρηστών υπογεγραμμένων από αξιωματούχο της χώρας .Η δεύτερη κατηγορία εγγράφων διατίθεται στη μαύρη αγορά πολεμοφοδίων προς 100.000 δολ. Κατ' ελάχιστον .Καθώς πολλά από τα έγγραφα αυτά υπογράφονται από αξιωματούχους ''φιλικών '' κρατών συχνά προκύπτουν διπλωματικά προβλήματα. Επίσης, δεδομένου του μεγέθους των εγγράφων προς επεξεργασία ,αυτές οι αποστολές μπορεί να λαμβάνουν έγκριση βάσει του γνήσιου της υπογραφής.

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΩΝ ΗΠΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΟΠΛΩΝ Μέχρις αυτού του σημείου παρουσιάστηκαν αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι

το παράνομο εμπόριο όπλων που έγινε παραδεκτό δημοσίως και προερχόταν απ' τις ΗΠΑ έλαβε χώρα σε βαθμό άνευ προηγουμένου κατά τη δεκαετία του 1980 και αποτελεί φαινόμενο που χρήζει περισσότερης προσοχής απ' ό,τι στο παρελθόν .Ενώ πρέπει να διεξαχθεί πολύ εκτενέστερη έρευνα με βάση νομικά έγγραφα για πάνω από 200 υποθέσεις που κοινοποιήθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ,τα στοιχεία που παρουσιάσθηκαν αντικατοπτρίζουν την ουσία του φαινομένου όπως είναι πλέον γνωστό. Ίσως κάποιοι συμπεράνουν ότι ,δεδομένων των αποδεικτικών στοιχείων ,το πρόβλημα δεν είναι τόσο μεγάλο ώστε να καταχωρηθεί στην ημερήσια διάταξη κάποιας στρατηγικής .Άλλοι μπορεί να θεωρούν τα δεδομένα διαρροές που υπήρχαν ανέκαθεν αλλά ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία του 1980, λόγω μετατόπισης στις διαδικασίες επιβολής του νόμου. Εντούτοις ,μια εξέταση της αλληλεπίδρασης της αμερικανικής πολιτικής και του μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος του διεθνούς εμπορίου όπλων κατά τις μεταπολεμικές περιόδους παρέχει στοιχεία για το ότι τα πρόσφατα επίπεδα παράνομων εξαγωγών όπλων δεν αποτελούν κατασκεύασμα εντεινόμενης προσπάθειας επιβολής του νόμου .΄Μάλλον αντικατοπτρίζουν νέο στοιχείο του εμπορίου όπλων ,το οποίο ίσως οδηγήσει σε συνέπειες άγνωστες μέχρι στιγμής.

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ Η εποχή της πόλωσης από το 1946 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 βρήκε τις ΗΠΑ να δραστηριοποιούνται σε πρόγραμμα μαζικής στρατιωτικής βοήθειας στο οποίο κυριαρχούσε ο πλεονάζων αμερικάνικος στρατιωτικός εξοπλισμός. Το 1955 συμμετείχε και η ΕΣΣΔ σ' αυτή την κοινή προσπάθεια εξοπλισμού των πελατών του Τρίτου Κόσμου .Οι αποδέκτες στερούνταν μετρητών για να δημιουργήσουν σημαντική αγορά για παράνομες πωλήσεις, ειδικά για τα προσφάτως εξελιγμένα συστήματα σε μαζική παραγωγή καθώς οι δυτικοευρωπαίοι προμηθευτές ανάρρωναν απ' τον πόλεμο. Οι συγκρούσεις που γεννούσαν ζήτηση για όπλα είχαν την τάση να αφορούν τις δύο υπερδυνάμεις των οποίων οι αυστηρά ελεγχόμενες στρατηγικές βοήθειας διασφάλιζαν ένα ελάχιστο ποσό πραγματικά παράνομων πωλήσεων από τρίτα κράτη. Οι ιδιώτες έμποροι είτε εργάζονταν από κοινού με το κράτος είτε λειτουργούσαν παράνομα στο περιθώριο ή με καλυμμένες συμφωνίες για μικρά όπλα. Στο γόνιμο βιβλίο του ,ο Ρόμπερτ Χάρκαβι συμπεραίνει ότι ''μόνο περιστασιακά υπάρχει εμφανές παράδειγμα παράκαμψης των κρατικών διαδικασιών αδειοδότησης .Ακόμα και εδώ κάποιος λογικά υποψιάζεται ότι η κρατική άρνηση συνεργίας αποτελεί κάλυψη για να καμουφλαριστεί η αποκάλυψη της ανοχής ''.

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΝΙΞΟΝ Ο ερχομός της κυβέρνησης Νίξον συνέπεσε με σημαντικές αλλαγές τόσο στην

αμερικάνικη πολιτική μεταφοράς όπλων όσο και στη διεθνή αγορά όπλων .Οι ΗΠΑ μετακινούνταν από μια προσέγγιση χορήγησης βοήθειας σε μια άλλη πιστώσεων και πωλήσεων τοις μετρητοίς ,ιδίως σε δυτικοευρωπαίους πελάτες. Τα αποθέματα πλεονάζοντος εξοπλισμού είχαν εξαντληθεί και οι παραλήπτες ζητούσαν πιο σύγχρονα όπλα ,κατασκευασμένα για τις αμερικάνικες δυνάμεις .Οι βιομηχανίες όπλων ενθαρρύνονταν να εισέλθουν στον τομέα των εξαγωγών και να βελτιώσουν την κατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών .Το 1970 υπήρξε σοβαρό πρόβλημα ισοζυγίου πληρωμών ,το οποίο κατέληξε σε μια πολιτική προώθησης όλων των εξαγωγών .Τότε το Υπουργείο Άμυνας έκανε περικοπές στις δαπάνες για προμήθεια, έρευνα και ανάπτυξη πράγμα το οποίο οριοθέτησε το ''μετά- βιετναμέζικο σύνδρομο''. Ο συνδυασμός όλων αυτών των εξελίξεων δημιούργησε κίνητρα για τη νόμιμη εξαγωγή όπλων από τη βιομηχανία και το κράτος .Το δόγμα Νίξον προσέφερε

56

Page 57: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

το σκεπτικό της εξωτερικής πολιτικής για τις εξαγωγές αυτές, την υπόσχεση παροχής όπλων, παρ' όλο που η εποχή της αμερικανικής στρατιωτικής παρέμβασης είχε παρέλθει .Η τάση αυτή συνεχίστηκε και στη δεύτερη κυβέρνηση Νίξον, λόγω των παράλληλων πολιτικών αφενός προώθησης των εξαγωγών και αφετέρου αναθέρμανσης σχέσεων οι οποίες είχαν ως συνέπεια την χαλάρωση πολλών γραφειοκρατικών διαδικασιών για τις εξαγωγές ώστε να προαχθεί το εμπόριο σε όλους τους τομείς ,συμπεριλαμβανομένων και των εμπορικών πωλήσεων όπλων.

Όλη αυτή η δραστηριότητα λάβαινε χώρα σ' ένα γραφειοκρατικό περιβάλλον με φθίνοντα έλεγχο. Το φαινόμενο της πώλησης όπλων εν αντιθέσει προς την προσφορά οπλικής βοήθειας ξεπέρασε την ικανότητα προσαρμογής του γραφειοκρατικού μηχανισμού .Ενώ οι γραφειοκράτες διαμαρτύρονταν, οι υποστηρικτές προέβαλλαν αυτές τις πωλήσεις ως ζωτικής σημασίας στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Μέχρι το 1974 ,το Κογκρέσο είχε αρχίσει να εξετάζει την κατάσταση και τελικά έθεσε σε εφαρμογή σειρά ελέγχων που αποτέλεσαν τη βάση της Νομοθετικής Πράξης Ελέγχου της Εξαγωγής όπλων το 1976.

Διεθνώς, η εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου και η ταυτόχρονη αύξηση στις αγορές όπλων από τις αναπτυσσόμενες χώρες με πετροδολάρια συνεπάγονταν την άνθιση της νόμιμης αγοράς. Η ζήτηση ήταν σημαντική και οι πωλήσεις αυξάνονταν αναλόγως .Τα κράτη- αποδέκτες δεν ήταν πλέον ικανοποιημένα με το πλεονάζον υλικό και είχαν τα μετρητά για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Επιπλέον, μπορούσαν να αγοράσουν καινούρια τελικά προϊόντα και δεν χρειάζονταν να βασίζονται σε ανταλλακτικά ή αναβαθμίσεις για να συμπληρώσουν την στρατιωτική τους ισχύ .Οι συγκρούσεις παρέμειναν στη φύση τους Ανατολής -Δύσης και ο εξοπλισμός των πελατών της ΕΣΣΔ με σύγχρονα όπλα προκάλεσε την ανάλογη αντίδραση των ΗΠΑ .Το ακριβές σημείο αυτής της ζήτησης λόγω μετατόπισης της σύγκρουσης από την Ασία στην Μέση Ανατολή ,όπου και οι περισσότεροι πελάτες είχαν πρόσβαση στα πετροδολάρια. Οι παράνομοι εξαγωγείς όπλων θα μπορούσαν να έχουν εκμεταλλευθεί αυτήν την κατάσταση, αλλά είναι πιθανότερο ότι δεν το έκαναν διότι ήταν υπερβολικά εύκολο να εξάγουν νομίμως όπλα λόγω της ζήτησης από το εξωτερικό και της μείωσης του γραφειοκρατικού ελέγχου επί της εξαγωγής των πολεμοφοδίων .Γνωρίζουμε ότι κανένα περιστατικό παράνομου εμπορίου με σημαντικό αντίκτυπο στην πολιτική των ΗΠΑ δεν ήρθε στο φως εκείνη την περίοδο.

Ο ΚΑΡΤΕΡ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΛΕΠΡΑΣ Ο Τζίμυ Κάρτερ ανέλαβε τα καθήκοντά του στο ζενίθ της κριτικής του Κογκρέσου

για την πολιτική μεταφοράς όπλων των ΗΠΑ. Αυτή όμως η κριτική και, απόρροια αυτής η περιοριστική μεταφοράς όπλων της κυβέρνησης Κάρτερ ελάχιστη σχέση είχε με τις παράνομες πωλήσεις όπλων .Αν και πραγματικά παράνομες πωλήσεις ήρθαν στην επιφάνεια ,η αντιπαράθεση περί στρατηγικής υπέθετε ότι ο έλεγχος του εμπορίου παρέμενε τόσο ακέραιος όσο από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 .Ωστόσο ,η πολιτική του Κάρτερ είχε πράγματι αρνητικό αντίκτυπο στα κέντρα για παράνομη εξαγωγή όπλων .Οι επίσημες διακηρύξεις της πολιτικής του Κάρτερ χρησιμοποιούσαν φράσεις όπως '' έμπορος όπλων '' και σπειροειδής διακίνηση όπλων'' και σχεδιάστηκε για να δημιουργήσει ένα περιβάλλον εστιασμένο στο επίκεντρο των πρωτίστων κινήτρων των ιδιωτών και παράνομων εμπόρων όπλων ,δηλ. όπλα για χρήματα.

Ως εκ τούτου ,αυτοί οι έμποροι αντιμετώπιζαν πλέον μια εθνική πολιτική που αποδοκίμαζε ανοιχτά το εμπόριο όπλων για κέρδος. Ένα μήνυμα προς όλες τις πρεσβείες ,το οποίο σύντομα επονομάστηκε ''επιστολή λέπρας '' απηύθυνε προειδοποιητική σύσταση στο προσωπικό των αμερικάνικων πρεσβειών ότι '' η πώληση ειδών στη Λίστα Πυρομαχικών δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απλή εμπορική συναλλαγή .Εκείνη την περίοδο γίνονταν παράνομες πωλήσεις όπλων ,όμως αυτό το περιβάλλον περιοριστικής πολιτικής αύξησε τους κινδύνους για τους μεσάζοντες και όσους βρίσκονταν στις παρυφές του νόμιμου εμπορίου όπλων .

Διεθνώς ,η ζήτηση γεννήθηκε από την ορμητική αύξηση των εσόδων από το πετρέλαιο συνεχίστηκε ακάθεκτη .Παρά την περιοριστική πολιτική ,τους χειρότερους φόβους των αμυντικών βιομηχανιών των ΗΠΑ και μερικών διάσημων απορρίψεων κατά την

57

Page 58: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

διακυβέρνηση Κάρτερ ,οι μεταφορές όπλων στην πραγματικότητα αυξήθηκαν καθώς οι συγκρούσεις και η διεθνής πολιτική απαιτούσαν τη συνεχή χρήση αρωγής ασφαλείας ως εργαλείου εξωτερικής πολιτικής .Μάλιστα ,επικριτές τόσο δεξιοί όσο και αριστεροί δήλωσαν ότι η περιοριστική πολιτική ήταν μια αποτυχία. Η Σοβιετική Ένωση είχε αποδυθεί στην μεγαλύτερη αύξηση μεταφορών όπλων από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ,κάτι που οφειλόταν εν μέρει σε νέες συγκρούσεις (Ανγκόλα , Αιθιοπία, Αφγανιστάν) αλλά εκμεταλλεύθηκε και τις ευκαιρίες για σκληρό νόμισμα (Λιβύη, Ιράκ).Ήταν επίσης μια περίοδος πραγματοποίησης διακανονισμών συμπαραγωγής ,ιδίως μεταξύ Αμερικανών και Ευρωπαίων κατασκευαστών .Εν συντομία υπό την οπτική γωνία των Αμερικανών κατασκευαστών και εμπόρων αμυντικού εξοπλισμού ,η παγκόσμια αγορά ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της νομότυπη και νόμιμη.

Τα επόμενα στάδια της κυβέρνησης Κάρτερ παρείχαν επιπλέον αντικίνητρα για παράνομες εξαγωγές. Σε αντίθεση με τις αρχές της δεκαετίας του 1970 , ο αμυντικός προϋπολογισμός είχε αρχίσει να αυξάνεται λόγω της δημόσιας υποστήριξης και της ολοένα πιο εχθρικής ΕΣΣΔ .Επίσης η έμφαση του Κάρτερ στη συνεργασία εξοπλισμών με το ΝΑΤΟ ,ο αποκαλούμενος ''Δρόμος Διπλής Κατεύθυνσης'' ,ήταν μια καθησυχαστική εξέλιξη για τους κατασκευαστές που είχαν τιμωρηθεί ,πωλητές όπλων στην ''επιστολή λέπρας και τις άλλες επίσημες διακηρύξεις πολιτικής. Η Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν έδωσε στη βιομηχανία την ελπίδα ότι οι ΗΠΑ ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στην εποχή μιας πιο σίγουρης εγχώριας αμερικάνικης αγοράς με τη μορφή μεγαλύτερου αμυντικού προϋπολογισμού.

Ο ΡΗΓΚΑΝ ΚΑΙ Η ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΖΗΤΗΣΗΣΗ κυβέρνηση Ρήγκαν κατέστησε σαφές ευθύς εξαρχής ό,τι ,σε άμεση αντίθεση με

την έμφαση στον περιορισμό της κυβέρνησης Κάρτερ ,οι πωλήσεις όπλων επρόκειτο να αποτελέσουν ''ουσιώδες στοιχείο στην παγκόσμια αμυντική θέση και αναπόσπαστο συστατικό της εξωτερικής της πολιτικής ''Αν πωλήσεις όπλων ήταν ένα εξαιρετικό εργαλείο εξωτερικής πολιτικής επί Κάρτερ ,το αντίθετο επρόκειτο να γίνει επί Ρήγκαν .Οι συνολικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ ήταν συγκρουσιακές και οι μεταφορές όπλων συγκαλύπτονταν φραστικά ως διεθνής '' στρατηγική συναίνεση '' ενάντια στον κοινό εχθρό .Παράλληλα με αυτή τη μετατόπιση πολιτικής στη μεταφορά όπλων ,ο αμυντικός προϋπολογισμός αυξήθηκε. Επίσης το Κογκρέσο ψήφισε τον Νόμο Περί Ανταγωνισμού στη Σύναψη Συμβάσεων ,που σχεδιάσθηκε για να αυξήσει τον αριθμό των ανάδοχων΄ αμυντικών Συμβάσεων ,τον ανταγωνισμό και να μειώσει τις τιμές .Αυτές οι αλλαγές επέφεραν εκβιομηχανισμό της άμυνας σε πιο ευρεία βάση (περισσότεροι κατασκευαστές και έμποροι ),μια ευρύτερη εγχώρια αγορά (αμυντικός προϋπολογισμός και την υπόσχεση σημαντικά αυξημένων διεθνών πωλήσεων.

Μια από τις συνέπειες αυτών των αλλαγών ήταν η αύξηση στην εξουσιοδότηση εμπορικής δραστηριότητας από το Στέιτ Ντιπάρντμεντ .Η αξία των συμφωνιών εμπορικών πωλήσεων αυξήθηκε κατά μέσο όρο από 6 δις δολάρια κατά τη διάρκεια 1977-1980 σε 11 δις δολάρια περίπου την περίοδο 1981-1984.Αυξήθηκαν και οι αιτήσεις για εξουσιοδοτήσεις από ένα μέσο όρο 32725 το χρόνο την εποχή Κάρτερ σε 42750 στην πρώτη κυβέρνηση Ρήγκαν .Αυτές οι συμφωνίες σε καμιά περίπτωση δε μεταφράζονται σε πραγματικές παραδόσεις οι οποίες ήταν πολύ λιγότερες .Η βιομηχανία υπογράμμισε γρήγορα την συνεχή προκατάληψη της γραφειοκρατίας υπέρ των εξαγωγών όπλων για διακανονισμούς πωλήσεων στρατιωτικού υλικού στο εξωτερικό οι οποίες ελέγχονταν από την κυβέρνηση έναντι των εμπορικών πωλήσεων .Όμως υπήρξε μια βέβαιη αύξηση της εκμετάλλευσης μιας πολιτικής που συνέτεινε πολύ περισσότερο στις πωλήσεις όπλων γενικά από τους κατασκευαστές όπλων, τους εμπόρους και τους εξαγωγείς. Όπως και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αυτή η αύξηση στις νέες εμπορικές πωλήσεις όπλων επέφερε προκλήσεις στην γραφειοκρατία που ήταν επιφορτισμένη με τον έλεγχο των εξαγωγών όπλων.

Αυτός ο σύντομος απολογισμός υποδεικνύει ότι το περιβάλλον της εγχώριας αμερικανικής πολιτικής θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε αύξηση των νόμιμων εξαγωγών όπλων (παραδόσεων) από τις ΗΠΑ ,όμως συνέβη το αντίθετο .Μεταφορές όπλων κάθε κατηγορίας ,ξένες στρατιωτικές πωλήσεις το πρόγραμμα στρατιωτικής βοήθειας και οι

58

Page 59: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

εμπορικές πωλήσεις μειώθηκαν τη δεκαετία του 1980.Η απάντηση σ' αυτό το αίνιγμα βρίσκεται στη μεταβαλλόμενη διεθνή κατάσταση ,που χαρακτηρίζεται πρώτον από μείωση της ζήτησης για νομίμως διακινούμενα όπλα ,τουλάχιστον όπως πωλούνταν παραδοσιακά στα μεταπολεμικά συστήματα που αναφέραμε προηγουμένως. Το πλεόνασμα των πετροδολλαρίων εξαντλήθηκε μετά την πετρελαϊκή υπεραφθονία. Η κρίση του χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών σήμαινε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα χρήματα για τον εκσυγχρονισμό και τις αγορές γοήτρου της προηγούμενης περιόδου .Επιπλέον ,οι κατάλογοι των περισσοτέρων πρώην πελατών ήταν πλήρεις δημιουργώντας έτσι προβλήματα απορρόφησης. Κατ ΄αυτόν τον τρόπο ,παρά την έντονη αντι- σοβιετική εστίαση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ ,οι μεταφορές των όπλων μειώθηκαν .Επί ηγεσίας Γκορμπατσόφ στην ΕΣΣΔ και την επακόλουθη αναθέρμανση των αμερικανοσοβιετικών σχέσεων ακόμα και αυτό το κίνητρο για μεταφορές όπλων κατέστη λιγότερο σημαντικό .Τέλος, ο μείζονος σημασίας πόλεμος μεταξύ Ιράν- Ιράκ ,ο οποίος σε προηγούμενες περιόδους θα αποτελούσε πηγή πολλών αμερικανικών στρατιωτικών συμφωνιών ,ήταν ουσιαστικά εκτός ορίων για τους νόμιμους Αμερικανούς εξαγωγείς όπλων .

ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1980

Η λογική του επιχειρήματος που είχε δημιουργηθεί μέχρις εκείνου του σημείου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εμφάνιση των παράνομων εξαγωγών όπλων τη δεκαετία του 1980 ,σημαντική από άποψη ποιότητας και ποσότητας ,συνέβη λόγω της αύξησης των αμερικανικών δυνατοτήτων παραγωγής όπλων (ωθούμενης από την αύξηση των αμυντικών δαπανών ),κάποιων προβλημάτων ελέγχου των εμπορικών εξαγωγών και της μείωσης της διεθνούς ζήτησης για νομίμως διακινούμενα όπλα .Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων εξώθησε τους εμπλεκόμενους στο εμπόριο πάνω και πέρα από τις παρυφές της νομιμότητας .Όμως οι παράγοντες αυτοί δεν εξηγούν πλήρως γιατί οι Αμερικανοί συμμετέχοντες στην παραγωγή και εμπορία όπλων ,όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με αυτή τη διεθνή κατάσταση αγοράς δεν αποφάσισαν να στραφούν σε άλλο επαγγελματικό χώρο .Μια δεύτερη ματιά στο πως το διεθνές σύστημα εμπορίου όπλων άλλαξε κατά τη δεκαετία του 1980 υποδηλώνει κάποιους πιθανούς λόγους για την άνθιση του παράνομου εμπορίου την περίοδο αυτή.

Η πρώτη από αυτές τις αλλαγές ήταν η απομάκρυνση από τις διμερείς εθνικές διαπραγματεύσεις και συμφωνίες προς μια προσέγγιση παζαρέματος .Μεταξύ 21ης Σεπτεμβρίου 1987 και 28ης Ιανουαρίου 1988 έλαβαν χώρα είκοσι- δύο εκθέσεις στρατιωτικού εξοπλισμού σε οκτώ διαφορετικές χώρες από την Αυστραλία ως την Αίγυπτο. Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα υπήρχαν μόνο οι εναέριες επιδείξεις απ ΄το να ταξιδέψει σε ένα μεγάλο αριθμό πιθανών χωρών -πελατών .Για τις μικρότερες εταιρίες και μεσάζοντες η προηγούμενη προσέγγιση ήταν απλώς απαγορευτική και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποτρεπτικός παράγοντας για όλους εκτός των βασικών παικτών στο εμπόριο όπλων.

Δεύτερον, τα αντισταθμιστικά οφέλη είναι πλέον γεγονός στις συμφωνίες όπλων .Οι χώρες- παραλήπτες απαιτούν πλέον η τιμή την οποία πληρώνουν για στρατιωτικό εξοπλισμό να ισοφαρίζεται πλέον από τον προμηθευτή .Αυτό μπορεί να γίνει με τη μορφή συμπαραγωγής εξαρτημάτων στη χώρα- παραλήπτη ,μεταφοράς τεχνολογίας ή ανταλλαγής Όποια και αν είναι η μορφή συμψηφισμού συνεπάγεται ότι οι συμφωνίες όπλων πρέπει πλέον να συμπεριλαμβάνουν ευρύτερο φάσμα εμπλεκόμενων. Επιπλέον, οι ΗΠΑ έχουν αποφανθεί ότι δεν θα αναμειχθούν στους διακανονισμούς αντισταθμιστικών οφελών .Αυτό οδήγησε σε μια κατάσταση όπου το κράτος πωλεί τον στρατιωτικό εξοπλισμό , αλλά οι ιδιωτικές εταιρίες που εμπλέκονται στη συμφωνία πρέπει να φέρουν εις πέρας και να διευθετήσουν τους διακανονισμούς αντισταθμιστικών οφελών .Τα αντισταθμιστικά οφέλη ενίσχυσαν το ρόλο του ιδιωτικού τομέα στο εμπόριο όπλων .Η ιδιωτικοποίηση του εμπορίου δεν ισούται με παρανομία .Ωστόσο ,δεδομένης της κανονικής κατανομής εγκληματικής προαίρεσης ανά τον κόσμο , η αύξηση στις παράνομες πωλήσεις δε θα πρέπει να αποτελεί και η φύση των όλων έκπληξη.

59

Page 60: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Μια Τρίτη δομική αλλαγή ήταν το μέγεθος που διακινούνταν στη διεθνή μαύρη αγορά .Το παράνομο εμπόριο όπλων είναι διάχυτο στο σύστημα και σοβαρό πρόβλημα για αρκετές χώρες ,όχι μόνο στις ΗΠΑ .

Τέταρτον ,το αυξανόμενο ποσοστό του διεθνούς εμπορίου όπλων σε ανταλλακτικά .Πολλές εξελίξεις εξηγούν το φαινόμενο αυτό .Αρκετές από τις χώρες που αγόρασαν μείζονα οπλικά συστήματα τη δεκαετία του 1970 τώρα χρειάζονται τα ανταλλακτικά για να τα διατηρήσουν λειτουργικά ,φυσικό τμήμα της διαδικασίας απορρόφησης. Η κρίση του χρέους και η έλλειψη κεφαλαίου για την αγορά υπερσύγχρονων όπλων συνεπάγεται τη δημιουργία εμπορίου ανακαινισμένου εξοπλισμού .Καθώς οι παραλήπτες αλλάζουν προμηθευτές , η άμεση υποστήριξη εξοπλισμού στον κατάλογο εξελίσσεται σε πρόβλημα .Οι ιδιώτες έμποροι όπλων έρχονται τότε να καλύψουν το κενό .Όπως τονίστηκε προηγουμένως ,αυτό ίσχυσε περισσότερο στο Ιράν τη δεκαετία του 1980 .

Μια πέμπτη δομική αλλαγή ήταν η νομιμοποίηση των ιδιωτών εμπόρων όπλων .Οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο Ιράν- Κόντρας ήταν το πιο πρόσφατο κομμάτι αποδεικτικών στοιχείων ότι οι ιδιώτες έμποροι όπλων και οι μεσάζοντες χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο από πολλά κράτη .Τέτοια δραστηριότητα είναι ''νόμιμη'' εφόσον ελέγχεται από το κράτος. Όμως είναι στη φύση αυτών των μεσαζόντων να προωθούν μια εικόνα δύναμης και επιρροής που δε συνδέεται με την κυβερνητική πολιτική .Η αυξανόμενη χρήση ιδιωτών εμπόρων όπλων ίσως να έχει επιφέρει κάποια θετικά αποτελέσματα πολιτικής, αλλά όχι χωρίς τις παρενέργειες της νομιμοποίησης της θέσης τους στο σύστημα και της μειωμένης ικανότητας των κρατών να ελέγχουν το εμπόριο.

Μια έκτη δομική αλλαγή ήταν το αυξανόμενο πλεόνασμα και ο ανεξέλεγκτος εξοπλισμός ,στοιχεία τα οποία οι παράνομοι έμποροι απέκτησαν εύκολα Άλλη μια φορά στο παρελθόν ,η διεθνής αγορά όπλων βρέθηκε με μαζικές ποσότητες πλεονάζοντος εξοπλισμού .Οι τεράστιες δαπάνες του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε μαζικές στοίβες στρατιωτικού εξοπλισμού που ακολουθήθηκαν από τον ψυχρό πόλεμο κατά τον οποίο οι υπερδυνάμεις καλόπιαναν τα νέα ανεξάρτητα κράτη με τα όπλα αυτά .Όμως οι υπερδυνάμεις είχαν πλήρη έλεγχο αυτού του συστήματος και το ιδιωτικό εμπόριο ήταν ελάχιστο .Τη δεκαετία του 1980 είδαμε ένα παρόμοιο πλεόνασμα εν μέρει λόγω της μαζικής αύξησης των όπλων που παραδόθηκαν κατά την εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου στα ύψη τη δεκαετία του 1970 .Ο πλεονάζων εξοπλισμός από την ΕΣΣΔ ,το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και άλλες χώρες αρχικά εξοπλισμένες από την ΕΣΣΔ διοχετεύτηκε και αυτός στην αγορά. Πέραν αυτού του πλεονάσματος ήταν τα εμπορεύματα που εξήχθησαν από προμηθευτές που δε χρειάζονται πιστοποιητικό τελικού χρήστη .Η επαναμεταφορά Βραζιλιάνικου τεθωρακισμένου οχήματος μεταφοράς προσωπικού από τη Λιβύη στο Ιράν είναι ένα μόνο παράδειγμα μιας μεγάλης λίστας .Η διαφορά είναι ότι αυτή τη φορά το σύστημα δεν είχε παρόμοιο επίπεδο ελέγχου. Ήταν απλώς πολύ ευκολότερο για όσους εμπλέκονται στο παράνομο εμπόριο να αποκτήσουν εμπορεύματα προς πώληση.

Μια έβδομη δομική αλλαγή ήταν η δημιουργία ενός δικτύου προμηθειών που αναπτύχθηκε για το εμπόριο ναρκωτικών ,το οποίο χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για όπλα .Είναι ίσως μια από τις κρισιμότερες διαφορές ανάμεσα στη δεκαετία του 1980 και προηγούμενες περιόδους. Είναι ένα αποτελεσματικό και λαθραίο δίκτυο προμήθειας ικανό να διαχειριστεί μεγάλο όγκο αγαθών .Οι αποκαλύψεις των τελευταίων ετών για τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από διεθνείς εμπόρους ναρκωτικών καθιστούν σαφές ότι το δίκτυο αυτό χρησιμοποιείται τόσο για όπλα όσο και για ναρκωτικά .Δεν σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο πεδίο σύγκρουσης αλλά παραμένει στη θέση του και θα μπορούσε να διευκολύνει τη ροή όπλων προς άλλες συγκρούσεις όπου οι συναλλαγές μαύρης αγοράς θα ήταν προτιμότερες από τις κρατικές ,οι οποίες ίσως να προσπαθούσαν να ασκήσουν πολιτική επιρροή .

Πέραν αυτών των δομικών αλλαγών θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη δεκαετία του 1980 είδαμε συγκρούσεις που άσκησαν δυνατές πιέσεις για παράνομη απόκτηση όπλων από τις ΗΠΑ .Ο πόλεμος Ιράν- Ιράκ είναι ένα οφθαλμοφανές παράδειγμα .Το Ιράκ ,λόγω της διαφοράς πληθυσμού με το Ιράν ,αναγκάστηκε να υιοθετήσει μια στρατηγική που περιλάμβανε μέγιστη χρήση της εναέριας δύναμής του για να επιτεθεί σε ιρανικές

60

Page 61: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

πετρελαϊκές εγκαταστάσεις .Η εναέρια δύναμη του Ιράν και η αμυντική του ικανότητα με εναέρια βλήματα ήταν αμερικανικής προέλευσης .Έτσι δημιουργήθηκε η πίεση θέσπισης μιας άοκνης ιρανικής προσπάθειας για την απόκτηση των απαραίτητων ανταλλακτικών από το αμερικανικό παράνομο εμπόριο που ήταν η μοναδική διαθέσιμη οδός.

Οι αλλαγές στη δομή του διεθνούς εμπορίου όπλων δεν είναι οι άμεσες αιτίες των παράνομων εξαγωγών από τις ΗΠΑ .Η ζήτηση για παράνομα όπλα που γεννήθηκε από τον πόλεμο Ιράν -Ιράκ π .χ, ήταν μια πιο άμεση εξήγηση .Όμως η νέα δομή επέτρεψε στους Ιρανούς πράκτορες να κάνουν επαφές πιο εύκολα .Είναι πλέον δυσκολότερο να εποπτευτεί ο εξοπλισμός δεδομένων των αντισταθμιστικών οφελών, της διεθνοποίησης, των ανταλλακτικών και της υψηλής τεχνολογίας σε μικρά πακέτα .Οι αλλαγές έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην περιπλοκή των προσπαθειών για έλεγχο του παράνομου εμπορίου.

Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1990 Μια γρήγορη ματιά στο παράνομο εμπόριο όπλων στις αρχές της δεκαετίας του 1990

συνεχίζουν να υφίστανται .Ο αριθμός των Σημαντικών Υποθέσεων Ελέγχου Εξαγωγών που καταχωρήθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης εξακολουθεί να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο ;τριάντα-ένα για το 1989 ,τριάντα-τρία για το 1990 και δεκαέξι για το πρώτο ήμισυ του 1991 .Το 1989 και το 1990 ένα σημαντικό ποσοστό περιπτώσεων αφορούσε παράνομες εξαγωγές στο Ιράν .Μέχρι το 1991 αυτό είχε αρχίσει να αλλάζει και οι υποθέσεις που αφορούσαν το Ιράν και τη Γιουγκοσλαβία εμφανίστηκαν στη λίστα επιβεβαιώνοντας το ότι Οι παράνομες εξαγωγές σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με συνεχιζόμενες συγκρούσεις .Ενώ οι περισσότερες από τις επίμαχες εξαγωγές όπλων από το Ιράκ προς τις ΗΠΑ πριν το 1990 ήταν νόμιμες ,το μέγεθος της ιρακινής προσπάθειας για απόκτηση ευαίσθητων και αποσταθεροποιητικών εξοπλισμών είχε ως αναγκαίο επακόλουθο την παράνομη δραστηριότητα ,π.χ. σε μια υπόθεση που διερευνάται ακόμη ,μια ιρακινή εταιρία βιτρίνα στο Ηνωμένο Βασίλειο ίδρυσε μια μικρή θυγατρική εταιρία στο Οχάιο για να αποκτήσει πρόσβαση σε Αμερικανούς ειδικούς. Τον Σεπτέμβριο του 1990 μπήκε λουκέτο στις πόρτες της εταιρίας από το κράτος των ΗΠΑ και ο προϊστάμενος της Τελωνειακής Υπηρεσίας των ΗΠΑ είπε ότι η εταιρία ''εξαγοράστηκε από ιρακινά συμφέροντα με συγκεκριμένο σκοπό την παράνομη απόκτηση τεχνολογίας όπλων ζωτικής σημασίας ''.Η ιστορία του εξοπλισμού του Ιράκ έχει επίσης φέρει στο φως χρηματοδότηση και τραπεζικά δίκτυα άνευ προηγουμένου για μεταφορές όπλων .Το σκάνδαλο της τράπεζας Πίστεως και Διεθνούς Εμπορίου , στο οποίο ανακαλύφθηκε ότι μεγάλη διεθνής τράπεζα χρησιμοποιήθηκε εκτενώς για παράνομες πωλήσεις όπλων είναι μόνο μια πιο πρόσφατη επιβεβαίωση ότι το παράνομο εμπόριο όπλων είναι μια μεγάλη επιχείρηση .Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου γέννησε ακόμα μια οδό για το παράνομο εμπόριο όπλων .Τον Απρίλιο 1992 η περίτεχνη επιχείρηση απάτης οδήγησε στις συλλήψεις έξι Πολωνών ,πρώην υψηλά ιστάμενων κρατικών λειτουργών και ενός Καλιφορνέζου εμπόρου όπλων που κατηγορήθηκαν ότι σχεδίαζαν να πουλήσουν τουφέκια υψηλής ισχύος αξίας σχεδόν 100 εκατ. δολαρίων και αντιαεροπορικά βλήματα στο Ιράκ. Η σπείρα των λαθρεμπόρων ισχυρίσθηκε ότι είχε πρόσβαση σε πλεονάζοντα εξοπλισμό αποθηκευμένο στην Πολωνία ,τη Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία. Χρησιμοποιούσε τη συνήθη μέθοδο παράκαμψης των αμερικάνικων απαιτήσεων αδειοδότησης με ψευδείς επιγραφές των φορτίων ως εξοπλισμού και τεχνολογίας που δεν είχαν σχέση με όπλα .Το τελικό πακέτο που συμφωνήθηκε από τα εμπλεκόμενα μέρη ήταν 4.000 εκτοξευτές χειροβομβίδων ,1οοο φορητά αντί-αεροπορικά βλήματα και 73.000 τουφέκια επίθεσης.

Το σύστημα διεθνούς εμπορίου όπλων της δεκαετίας του 1990 μεταμορφώθηκε κατά μείζονα τρόπο από δύο γονιμοποιά γεγονότα :το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και του πολέμου στον Περσικό Κόλπο .Μια απ' τις σημαντικότερες συνέπειες του εξοπλισμού του Ιράκ και του επακόλουθου πολέμου του Κόλπου είναι η ξαφνική αύξηση της προσοχής προς:τον έλεγχο των αρνητικών επιπτώσεων του διεθνούς εμπορίου όπλων. Αναδύθηκε στην επιφάνεια ο άνευ προηγουμένου αριθμός μεθόδων και συγκεκριμένων προτάσεων για αυτού που πλέον γίνεται αντιληπτό ως επικίνδυνος πολλαπλασιασμός της στρατιωτικής ισχύος που απειλεί τη σταθερότητα του συστήματος. Μια προσέγγιση είναι αυτή της διαφάνειας, του διανοίγματος των πληροφοριών για το εμπόριο όπλων ώστε τα κράτη που επηρεάζονται να

61

Page 62: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

αμβλύνουν και να εξαλείψουν τις επακόλουθες αρνητικές συνέπειες. Μέρος αυτής της διαφάνειας ήταν ακούσιο όπως η μη ηθελημένη δημοσιότητα που η Γερμανία έλαβε ως αποτέλεσμα των μεταφορών στη Λιβύη και στο Ιράν .Λίστες εταιριών και ειδών που εισήχθησαν και οδήγησαν στην επιθυμητή στρατιωτική ισχύ αυτών των δύο κρατών έδωσαν τα πιο λεπτομερή αποδεικτικά στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν για το πώς ένα αναπτυσσόμενο κράτος μπορεί να αποκτήσει την ικανότητα παραγωγής βαλλιστικών βλημάτων με εκρηκτικές κεφαλές μαζικής καταστροφής. Την άνοιξη του 1991 ,μετά τον πόλεμο του Κόλπου η μια χώρα μετά την άλλη άρχισαν να δημοσιεύουν λεπτομέρειες των εξαγωγών τους σε όπλα και να καταθέτουν προτάσεις για διαφάνεια και την ιδέα ενός μητρώου του διεθνούς εμπορίου όπλων. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Βουλγαρία ,η Τσεχία και οι σοβιετικές δημοκρατίες δημοσίευσαν στοιχεία για τις εξαγωγές όπλων τα οποία μέχρι τότε δεν είχαν δει το φως της δημοσιότητας .Όλη αυτή η δραστηριότητα τελικά οδήγησε σε ψήφισμα του ΟΗΕ τον Δεκέμβριο 1991 που καθιέρωνε μητρώο για το εμπόριο όπλων με την πρώτη εθελοντική υποβολή στοιχείων το ν Απρίλιο 1993 .Επιπλέον ,τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ συνεδρίασαν τρεις φορές από το καλοκαίρι του 1991 σε μια απόπειρα συντονισμού και ελέγχου των δραστηριοτήτων τους για πωλήσεις όπλων έτσι ώστε να μετριάσουν τις αρνητικές συνέπειες .

Παρά αυτές τις θετικές εξελίξεις ελάχιστα έχουν αλλάξει όσον αφορά το θέμα του παράνομου εμπορίου όπλων .όλες οι παραπάνω δραστηριότητες για διαφάνεια και έλεγχο του εμπορίου όπλων αφορούν συνομιλίες μεταξύ των κρατών και δημοσιοποιήσεις κρατικών στοιχείων ,κάτι που προϋποθέτει ότι ο εθνικός έλεγχος των εξαγωγών παραμένει ως έχει καθ' όλη την περίοδο του Ψυχρού Πόλέμου .Π. χ. κατά την διάρκεια των διαβουλεύσεων της επιτροπής κριτών του ΟΗΕ για τη δημιουργία πρωτοκόλλου στο εμπόριο όπλων όταν προέκυψε το θέμα του παράνομου εμπορίου όπλων απορρίφθηκε γρήγορα ως εντελώς διαφορετικό ζήτημα .Ο ΟΗΕ αντιμετώπισε το ζήτημα το 1991 τόσο ''στη Μελέτη των τρόπων κ΄ Μέσων Προώθησης της Διαφάνειας στις Διεθνείς Μεταφορές Συμβατικών Όπλων '' που δημοσιεύτηκε την 9η Σεπτεμβρίου 1991 και στο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης ΓΣ/46/36Η για τη διεθνή μεταφορά όπλων .Το δεύτερο έγγραφο λαμβάνει υπ' όψιν τις πραγματικότητες στις οποίες δίδεται έμφαση στο παρόν άρθρο .Προσκαλεί :Τα κράτη να δώσουν υψηλή προτεραιότητα στην εξάλειψη του παράνομου εμπορίου όπλων όλων των ειδών όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού ,ενός πολύ ανησυχητικού και επικίνδυνου φαινομένου που συχνά σχετίζεται με την τρομοκρατία ,τη διακίνηση ναρκωτικών, το οργανωμένο έγκλημα ,μισθοφορικές και άλλες αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες .Επίσης παροτρύνει τα κράτη - μέλη να διασφαλίσουν τη θέσπιση ενός επαρκούς συνόλου νόμων και διοικητικής μηχανής για τη ρύθμιση και τον αποτελεσματικό έλεγχο της μεταφοράς όπλων την ενίσχυση και την υιοθέτηση αυστηρών μέτρων για την εφαρμογή τους και τη συνεργασία σε διεθνές, τοπικό και υπό-τοπικό επίπεδο για την εναρμόνιση ,όπου ενδείκνυται ,σχετικών νόμων ,ρυθμίσεων και διοικητικών διαδικασιών καθώς και των μέτρων εφαρμογής τους ,με στόχο την εξάλειψη του παράνομου εμπορίου όπλων, όπως δηλώθηκε στη σύσταση της μελέτης.

Πάρά κάποιες ενθαρρυντικές ενδείξεις ότι τα κράτη έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν τις αρνητικές συνέπειες του εμπορίου όπλων υπό τον εθνικό τους έλεγχο ,η παράνομη συνιστώσα του εμπορίου συνεχίζει να ευδοκιμεί.

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ Είναι σαφές από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τις δεκαετίες του 1980 και

1990 ότι έχει δημιουργηθεί μια διακριτά διαφορετική κατάσταση με επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα .Πρώτον, είναι πολύ πιθανόν ότι το παράνομο εμπόριο όπλων μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα εθνικά συμφέροντα και χειραγωγεί την άμυνα και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Έγγραφα από δικαστικές υποθέσεις, σχολιασμοί των ΜΜΕ και συνεντεύξεις με κρατικούς λειτουργούς αναφέρονται με σαφήνεια στον αντίκτυπο στην εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ .Από μια ανασκόπηση των πηγών αυτών προκύπτει μια τυπολογία αρνητικών συνεπειών που μπορεί να μας χρησιμεύσουν ωσ οδηγός για μελλοντική έρευνα και τυχόν αλλαγές στην απαιτούμενης πολιτικής .Αυτές οι πιθανές περιπτώσεις περιλαμβάνουν εξοπλισμό των εχθρών ,περιπλοκή στρατιωτικού σχεδιασμού και ανάλυσης

62

Page 63: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

απειλής ,μειωμένη ικανότητα ελέγχου των συγκρούσεων ,διείσδυση στο σύστημα στρατιωτικών προμηθειών των ΗΠΑ και αρνητικές επιπτώσεις στην ετοιμότητα των αμερικάνικων ενόπλων δυνάμεων και των εξωτερικών σχέσεων γενικά .Οι παράνομες εξαγωγές όπλων δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως σύνολο εγκληματικών ενεργειών ιδιωτών που διαπράττονται από άπληστους και απελπισμένους επιχειρηματίες. Αυτό το παράνομο εμπόριο ,υπαρκτό όσο και προβλεπόμενο, θα έπρεπε να ενταχθεί σε συζητήσεις για διαμόρφωση πολιτικής παράλλληλα με άλλες ζημίες και οφέλη. Αυτό φάνηκε να ισχύει όταν η κυβέρνηση Ρήγκαν έλαβε υπ' όψιν το ενδεχόμενο τα βλήματα Στίνγκερ που προορίζονταν για το Αφγανιστάν ,να καταλήξουν σε χέρια διαφορετικά από αυτά των προοριζομένων παραληπτών.

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ Μια κατάσταση στην οποία εγχώρια δίκτυα συνεχίζουν να εισχωρούν σε

αμερικάνικους κρατικούς οργανισμούς και αμυντικές βιομηχανίες ίσως αλλάξουν τον ορισμό του ''ελέγχου '' όπως είχε γίνει γνωστός από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1930.Η συζήτηση για τις μεταφορές αμερικάνικων όπλων και την προώθηση των εθνικών συμφερόντων μαίνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 .όμως καθ όλη τη συζήτηση υπήρχε η εικασία ότι η διαδικασία εξαγωγής όπλων ελεγχόταν σε εθνικό επίπεδο. Το εκτελεστικό τμήμα κάθε χρόνο υπερασπίζεται τις μεταφορές όπλων ως ένα πολύτιμο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής ,παραθέτοντας πολλά σημεία ελέγχου στη διαδικασία ως απόδειξη για το ότι είναι εργαλείο υπό αυστηρό έλεγχο .Ελάχιστοι στη βιομηχανία θα διαφωνούσαν ότι η αμερικανική κυβέρνηση ελέγχει πλήρως την ικανότητά της να εξάγει όπλα .Τα στοιχεία από υπηρεσίες πληροφοριών και επιβολής του νόμου για το παράνομο εμπόριο δεν αξιοποιούνται στη διαδικασία της στρατηγικής για τη μεταφορά των όπλων .Ο απολογισμός του παράνομου εμπορίου όπλων στο παρόν άρθρο υποδηλώνει ότι ίσως είναι συνετό να το πράξουμε .Τουλάχιστον, η γραφειοκρατία που δημιουργείται για τον έλεγχο των πιο παραδοσιακών μορφών εξαγωγών όπλων ίσως πρέπει να εκσυγχρονιστεί με βάση όσα γνωρίζουμε πλέον για το παράνομο εμπόριο .

Πριν τη δεκαετία του 1980 γίνονταν παράνομες εξαγωγές όπλων αλλά δεν αποτελούσαν μέρος της πολιτικής ατζέντας .Τελωνειακοί, αναλυτές πληροφοριών και μερικοί δημοσιογράφοι γνώριζαν τις μεθόδους και τις τεχνικές που χρησιμοποιούνταν σ' αυτές τις εμπορικές συμφωνίες .Τη δεκαετία του 1980 αυτά τα θέματα δημοσιοποιήθηκαν αναγκάζοντας πολλούς κρατικούς λειτουργούς να δηλώσουν επισήμως ότι πράγματι εξεπλάγησαν που το παράνομο εμπόριο όπλων είχε γίνει τόσο τολμηρό και διαδεδομένο. Αναγκασμένη να αντιμετωπίσει αυτά τα θέματα η αμερικανική κοινή γνώμη που ήταν παραδοσιακά προδιαθετημένη κατά των εμπόρων θανάτου ανταποκρίθηκε ,όπως προβλεπόταν ,με ανησυχία σ' αυτές τις πρακτικές .Η ανησυχία αυτή συχνά δεν ΄έκανε διαχωρισμό μεταξύ παράνομων εξαγωγών ,όπως αυτές ορίστηκαν στο παρόν άρθρο και νομίμων μεταφορών όπλων με μυστικές επιχειρήσεις απασχολώντας ιδιώτες εμπόρους όπλων .Ωστόσο αυτό που οι δύο τύποι συμφωνιών έχουν κοινό είναι η προώθηση της αντίληψης ότι ο κρατικός έλεγχος μειώνεται .Αν και υπάρχει κάτι που να διαχωρίζει τη δεκαετία του 1980 από προηγούμενες περιόδους είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά αμφισβητείται σε εθνικό επίπεδο ο έλεγχος του εμπορίου όπλων .

Οι παράγοντες που προωθούν το παράνομο εμπόριο όπλων αντιπροσωπεύουν μεγάλη ποικιλία του φαινομένου. Κάποιοι από τους παράγοντες που είναι γηγενείς για τις ΗΠΑ ρέπουν σε πολιτική χειραγώγηση παρ' όλο που κάποιοι άλλοι αντιπροσωπεύουν βαθιά παγιωμένες οργανωτικές μάχες. Το πρόβλημα δε διαφέρει από αυτό της αμυντικής προμήθειας στις ΗΠΑ. Φταίει το σύστημα ή είναι θέμα κακών επιρροών ?Η βασική διαφορά είναι ότι στην περίπτωση του παράνομου εμπορίου όπλων έχει δοθεί ελάχιστη προσοχή στα χαρακτηριστικά των συστημάτων ,διαδικασιών και του περιβάλλοντος που είναι δυνατή η μεταρρύθμιση ,ο διαφωτισμός των ζητημάτων αυτών και του πιθανού αρνητικού τους αντίκτυπου στην εθνική ασφάλεια ίσως να προκαλέσουν δράση πριν φθάσουν οι αρνητικές συνέπειες σε υψηλότερο επίπεδο .Όπως και σε κάθε ανάλυση στρατηγικής ,οι αρνητικές επιπτώσεις σε έναν τομέα πρέπει να αντισταθμίζονται από τις θετικές σε έναν άλλο .Τα οφέλη που προκύπτουν από τις κρατικά ελεγχόμενες μεταφορές όπλων αποδείχθηκαν

63

Page 64: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

σαφέστατα κατά την μεταπολεμική περίοδο ,όμως ελάχιστα οφέλη μπορούν να προκύψουν από παράνομες εξαγωγές που παρακάμπτουν τη διαδικασία αναθεώρησης της στρατηγικής.

ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΟΠΛΩΝ Υπάρχουν επίσης δύο επιπτώσεις για τον διεθνή έλεγχο των αρνητικών συνεπειών

του εμπορίου όπλων. Οι αποκλεισμοί από τις συναλλαγές συμβατικών όπλων ποτέ δεν λειτουργούσαν πολύ καλά ,αλλά και όταν το εμπόριο όπλων ελεγχόταν σχεδόν εξολοκλήρου από το κράτος .Με διακίνηση ισχυρής και υψηλής τεχνολογίας στρατιωτικής τεχνολογίας πλέον ιδιωτικά ή παρανόμως ,οι αποκλεισμοί από τις συναλλαγές εφαρμόζονται όλο και πιο δύσκολα .Αποτελεί ειρωνεία ότι, πριν την κατάπαυση πυρός μεταξύ Ιράν-Ιράκ ,ήταν πολύ πιθανή μια σπάνια ομοφωνία για τον έλεγχο όπλων (αποκλεισμός από τις συναλλαγές )στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ,μόλις η δυνατότητα εφαρμογής του είχε φθίνει.

Η επιχείρηση Staunch, η προσπάθεια των ΗΠΑ για τον περιορισμό των εισαγωγών όπλων από το Ιράν βοηθά να αντιληφθούμε εις βάθος τον αντίκτυπο του παράνομου εμπορίου. Η εξάρτηση του Ιράν από τη μαύρη αγορά των ΗΠΑ για ορισμένα βασικά εξαρτήματα σημαντικών συστημάτων σήμαινε ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να εφαρμόσουν επιτήρηση στη αρχή της αλυσίδας. Π.χ. η Βάριαν Κορπορέισον στην Καλιφόρνια είναι η μόνη εταιρία που κατασκευάζει το σωλήνα που χρειάζεται το ραντάρ του βλήματος Χώκ για να τεθεί σε λειτουργία. Μόλις έγινε γνωστό ότι οι Ιρανοί χρειάζονται αυτό το σωλήνα διασφαλίστηκε η συνεργασία της εταιρίας και υπήρξε ομόφωνη απόφαση ότι κανείς τέτοιος σωλήνας δεν θα φθάσει στο Ιράν. Η επιτυχία ήταν δυνατή σε αυτή την περίπτωση, αλλά ίσως είναι λιγότερο πιθανή όταν ζωτικά εξαρτήματα κατασκευάζονται από περισσότερους κατασκευαστές. Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι τα αεροσκάφη F-4 συνέχιζαν να πετούν στο Ιράν με εξαρτήματα που αποκτήθηκαν παρανόμως. Η διαφορά είναι ότι υπάρχουν πολλαπλοί προμηθευτές για πολλά από αυτά τα εξαρτήματα, κάτι που καθιστά τον αποκλεισμό από τις συναλλαγές πολύ δυσκολότερο.

Η επιτυχία της επιχείρησης Staunch επηρεάσθηκε επίσης πολύ από τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο Ιράν- Κόντρας .Συνεντεύξεις με κρατικούς λειτουργούς των ΗΠΑ αποκαλύπτουν ότι μέχρι το σκάνδαλο Ιράν- κόντρας και πολλά παράλληλα σκάνδαλα στην Ευρώπη, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Η δημοσιότητα των υποθέσεων αυτών φαίνεται να έχει οδηγήσει τους παράνομους διακινητές βαθύτερα στην παρανομία. Αυτό βεβαίως αύξησε τις τιμές των εμπορευμάτων στην ''ιρανική λίστα' '. Δεν υπάρχει ομοφωνία για την επίδραση που είχαν τα παρανόμως εισαγμένα όπλα στη σύρραξη, όμως αυτό ίσως να μην είναι το βασικό σημείο εστίασης για τον απολογισμό του αντίκτυπου του παράνομου εμπορίου. Τα πρότυπα και οι μέθοδοι που αποκαλύπτονται από απόπειρες παράνομης απόκτησης όπλων μπορούν να αποτελέσουν τη βάση σχεδιασμού και εκτέλεσης μελλοντικών προσπαθειών μείωσης των αρνητικών επιπτώσεων της μεταφοράς όπλων.

Αν τα πρότυπα συναλλαγής που σκιαγραφήθηκαν στο παρόν άρθρο συνεχιστούν, θα έχουν ως άμεσο αντίκτυπο και στην προσπάθεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους να περιορίσουν τον πολλαπλασιασμό των βαλλιστικών βλημάτων. Ο έλεγχος των εξαγωγών αυτής της στρατιωτικής ισχύος είναι εγγενώς δυσκολότερος απ' ότι αυτός των πυρηνικών όπλων, δεδομένου ότι τα περισσότερα κράτη επικαλούνται τα κυριαρχικά τους δικαιώματα να προασπίσουν την εθνική τους κυριαρχία. Η ικανότητα κατασκευής αυτών των συστημάτων και των τμημάτων τους δεν περιορίζεται στα έξι πυρηνικά κράτη. Όταν ληφθούν υπ' όψιν οι τάσεις, τα δίκτυα και οι μέθοδοι που περιγράφηκαν στο παρόν άρθρο θα καταστήσει τον έλεγχο βαλλιστικών βλημάτων, στην καλύτερη περίπτωση, απλή εικασία.

64

Page 65: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

7. Πολυεθνικές επιχειρήσεις και εργασία, περιβάλλον, καταναλωτές, τεχνολογία (απόσπασμα από εργασία της Βεν. Βαρουτάκη για την εγκληματικότητα των πολυεθνικών επιχειρήσεων στον Τρίτο Κόσμο – Μεταπτυχιακό Εγκληματολογίας, 2005)

Σμυρνής. Κ. ‘Τύπος και εργατικά «ατυχήματα»’, Θέσεις, τ. 90, 2005

Ο βαρύς φόρος του αίματος τον οποίο οι εργαζόμενοι της χώρας μας, κυρίως στις οικοδομές και στη βιομηχανία, συνεισφέρουν επιπλέον της εργασίας τους για να φτιαχτεί το αργιάνι που καθημερινά κτίζει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αλλά και την «ανάπτυξη» του ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου, θυμίζει σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, το μύθο του κτισίματος του γιοφυριού της Άρτας. Το μύθο που αφηγείται τη διαδικασία μιας θεμελίωσης πάνω στο θυσιασμένο αίμα του λόγου κοινωνικής ύπαρξης του Πρωτομάστορα. Ίσως ο μύθος αυτό να θέλει να δηλώσει. Την κοινωνική και κάποτε-κάποτε βιολογική απώλεια των ανθρώπων που κτίζουν το μέλλον των κοινωνιών. Μόνο που εδώ σταματάνε οι αναλογίες. Το αναγκαίο αίμα για το κτίσιμο του γιοφυριού της Άρτας έγινε μύθος. Ένας μύθος που, αδόμενος, πέρασε από γενιά σε γενιά. Γιατί ο μύθος θέλει έναν. Τον ήρωά του. Σήμερα οι ετήσιες εκατόμβες ανθρώπινων ζωών στον Μολώχ της παραγωγής δεν μπορούν να γίνουν μύθος. Είναι πολλές. Και τα σύγχρονα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεν θέλουν, μα και να ήθελαν ίσως από τη δομή τους να μην μπορούσαν να κατασκευάσουν τέτοιους σύγχρονους μύθους. Η παρούσα εργασία, χωρίς να παραγνωρίζει άλλους παράγοντες, αποτελεί μία προσπάθεια αναδίφησης στον τρόπο που ο Τύπος, ένα από τα σύγχρονα μέσα «Τραγουδοποιίας», παρουσιάζει τα εργατικά «ατυχήματα».

1. Εισαγωγή

65

Page 66: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Την 1η Σεπτεμβρίου 1992 «έγινε» το «ατύχημα» στην PEΤROLA με τελικό «απολογισμό» 13 νεκρούς και 15 τραυματίες. Το ατύχημα στην PETROLA, ο Τύπος και τα άλλα ΜΜΕ το κάλυψαν, και μάλιστα για αρκετό χρονικό διάστημα, ως μια από τις πρώτες ειδήσεις. Ενάμιση μήνα αργότερα (19/10/1992) ένα εξάρτημα της πλατφόρμας του ναυπηγείου του Νεωρίου σκότωσε έναν εργάτη. Την επόμενη μέρα η Απογευματινή, η Μεσημβρινή και ο Ελεύθερος Τύπος δεν είχαν καμία αναφορά στο «συμβάν». Η Ελευθεροτυπία και η Αυριανή είχαν μικρή αναφορά, γύρω στις δέκα σειρές (στην τελευταία σελίδα η πρώτη και στην τρίτη σελίδα η δεύτερη). Ενώ τα Νέα αφιερώνουν 2/3 της σελίδας και ο Ριζοσπάστης 1/3, κάνοντας και οι δύο συνδυασμό της συγκεκριμένης είδησης με ανακοίνωση της ΓΣΕΕ, που είχε θέμα τα εργατικά «ατυχήματα» στη χώρα μας.

Ψάχνοντας δε στις οικονομικές σελίδες θα βρεθεί στην Ελευθεροτυπία (σε 40 σειρές) και στη Μεσημβρινή (σε 60 σειρές) η είδηση για τη διαδικασία πώλησης των ναυπηγείων του Νεωρίου. Ενώ ο τοπικός Τύπος της Σύρου (Κοινή Γνώμη, 21/10/1992, εβδομαδιαία, και η Σύρα, μηνιαία) είχε πρωτοσέλιδη την είδηση, πλαισιωμένη με αναφορές στη ζωή του θανόντος.

Εντύπωση όμως προκαλούν τα δελτία Τύπου (19/10/1992), τόσο του εργοστασιακού σωματείου του Νεωρίου, όσο και του Εργατικού Κέντρου Κυκλάδων, που δεν κάνουν καμία αναφορά στις γενικότερες συνθήκες εργασίας που επικρατούν στο χώρο δουλειάς και, φυσικά, καμία σύνδεση με την αυξημένη ευαισθησία που θα έπρεπε να υπάρχει γι’ αυτές, έστω κι επειδή η ΕΟΚ είχε ανακηρύξει το 1992 ως Έτος για την Υγιεινή και Ασφάλεια της Εργασίας.

Τούτη η αντίθεση μεταξύ της «προβολής» με την οποία εμφανίστηκε το «ατύχημα» στην PETROLA και της «αποσιώπησης» που έτυχε από τον Τύπο το «ατύχημα» στο Νεώριο της Σύρου αποτέλεσε το ερέθισμα για να αρχίσει μια εκτενέστερη διερεύνηση του θέματος.

2. Πηγές και μεθοδολογική προσέγγιση

Scripta manent, verba Volant

Η εξεύρεση των στοιχείων για τις ανάγκες αυτής της διερεύνησης έγινε με προσφυγή στο Ίδρυμα Μπότση, το οποίο διατηρεί αρχείο Τύπου.

Αυτή η επιλογή παρουσιάζει τα εξής στοιχεία:

Θετικά: α) Συνέχεια. β) Χωροταξική τοποθέτηση της είδησης. (Βγαίνει φωτοαντίγραφο όλη η σελίδα). γ) Συνδυασμός «μικρής» και «μεγάλης» είδησης.

Αρνητικά: α) Η επιλογή της εισόδου της είδησης στον Η/Υ γίνεται από τους υπευθύνους του ιδρύματος.

Ο όγκος των φωτοαντίγραφων φτάνει για τα εργατικά «ατυχήματα» τις 870 σελίδες. Ενώ οι επαγγελματικές ασθένειες καλύπτουν 65 σελίδες.

Τα φωτοαντίγραφα προέρχονται από τις εξής εφημερίδες και περιοδικά:

α) Ημερήσιες και Κυριακάτικες: Αδέσμευτος Τύπος, Ακρόπολις, Απογευματινή, Αυγή, Αυριανή, το Βήμα, Βραδυνή, Βραδινοί Καιροί, Δημοκρατικός Λόγος, Δημοσιογράφος, Έθνος, Ελεύθερη Ώρα, Ελεύθερος Τύπος, Ελευθεροτυπία, Εξόρμηση, Επικαιρότητα, Εστία, Θεσσαλονίκη, Αλλαγή, Καθημερινή, Μακεδονία, Μεσημβρινή, τα Νέα, Νίκη, Πρώτη, Ριζοσπάστης.

β) Εβδομαδιαίες: Εποχή, Ποντίκι, Πριν.

66

Page 67: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

γ) Οικονομικές: Εξπρές, Επενδυτής, Κέρδος, Ναυτεμπορική.

δ) Περιοδικά: Αντί, Ένα, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Flash.

Απ’ τις εφημερίδες ο Ριζοσπάστης είναι η πρώτη εφημερίδα που καθιερώνει ειδικές στήλες για την παρακολούθηση της εργατικής κίνησης και δημοσιεύει καθημερινά εργατικές ειδήσεις (από το 1917, με εκδότη τον Πετσόπουλο και αρχισυντάκτη τον Γιαννιό).

Την παράδοση του Ριζοσπάστη ακολούθησε και η Αυγή από την ημέρα της έκδοσής της (1952).

Η άντληση των στοιχείων αφορά το χρονικό διάστημα 1987-1995. Η ταξινόμηση γίνεται για κάθε εξεταζόμενο έτος με βάση τον αριθμό αναφορών, τον αριθμό των φύλλων των εφημερίδων, τον αριθμό των σελίδων που αφιερώνονται για την κάλυψη αυτών των αναφορών και με βάση τρεις κατηγορίες ειδήσεων: Πρωτογενείς, Έμμεσες και Διάφορες. Όσον αφορά την εργατική είδηση η οποία καλύπτει τις λεγόμενες επαγγελματικές ασθένειες, παρά τη φτωχή συγκομιδή της δεν μπορεί να αποσιωπηθεί ο έντονα ενημερωτικός της χαρακτήρας.

Η έννοια «πρωτογενής είδηση» είναι φανερό ότι αναφέρεται σ’ αυτό καθαυτό το γεγονός: το εργατικό «ατύχημα». Η «έμμεση είδηση» αποτελεί εργατική είδηση πoυ έμμεσα έχει σχέση με το εργατικό «ατύχημα», είτε π.χ. πρόκειται για στατιστικούς πίνακες εργατικών «ατυχημάτων» του ΙΚΑ, του υπουργείου Εργασίας ή της ΓΣΕΕ, είτε για ανακοίνωση μέτρων για την πρόληψή τους, είτε και για τα δύο. Στην κατηγορία «διάφορες» είναι μια σειρά ειδήσεις που δεν εντάσσονται στις δύο πιο πάνω κατηγορίες, κυρίως πρόκειται για ειδήσεις που αναφέρονται σε εργατικά «ατυχήματα» που συνέβησαν στο εξωτερικό.

Η παραπάνω ταξινόμηση των ειδήσεων, υπακούει σε έναν τρόπο μέτρησης που έχει δύο σκέλη. Το πρώτο αναφέρεται σε μετρήσεις κατά χρόνο. Το δεύτερο στον βαθμό ενασχόλησης των εφημερίδων με την είδηση.

Αυτό το δεύτερο περιλαμβάνει: α) τον αριθμό των εφημερίδων που έχουν ασχοληθεί, β) τον αριθμό των σελίδων που έχουν αφιερωθεί από όλες τις εφημερίδες συνολικά και γ) τον αριθμό των αναφορών με τις οποίες ασχολήθηκαν. Χρησιμοποιήθηκε η λέξη «αναφορά» πιστεύοντας ότι είναι πιο δόκιμη για να αποδώσει την ύπαρξη αυτού που ονομάζουμε «γεγονός», χωρίς να μας αναγκάζει εκ των προτέρων να παίρνουμε θέση για το είδος αυτού του «γεγονό-τος». Και φυσικά σκόπιμα υπήρξε αποφυγή στη χρήση της λέξης «δημοσίευμα», επειδή για το ίδιο «γεγονός» η ίδια εφημερίδα μπορεί να έχει πολλά δημοσιεύματα.

Το λατινικό ρητό ως μότο του κεφαλαίου και η παραπάνω παράθεση του τρόπου άντλησης των στοιχείων κάνουν φανερό ότι την παρούσα έρευνα θα την απασχολήσει μόνο η εργατική είδηση που εμφανίζεται ή θα έπρεπε να εμφανίζεται στον Τύπο χρησιμοποιώντας τις πιο κάτω μεθόδους. Άμεσα διακριτές, αλλά και με φανερούς ή «υπόγειους» τους ιστούς της διαπλοκής που μεταξύ τους υπάρχουν.

Με πρώτη μέθοδο προσέγγισης την ποσοτική ανάλυση περιεχομένου. Γνωρίζοντας ότι ακόμα και στον γραπτό λόγο, το γεγονός ότι αυτή η μέθοδος περιορίζεται στο έκδηλο περιεχόμενο της επικοινωνίας αποτελεί κατά τους κριτές της σοβα-ρή αδυναμία. Όμως η προσέγγιση αυτή δε στερείται ενδιαφέροντος, κυρίως όταν έχουμε να κάνουμε με επικοινωνία που κινείται στον χώρο των γεγονότων και όχι του ονείρου. Αλλά είναι ακριβώς αυτού του είδους η επικοινωνία που εμφανίζεται σχετικά σπάνια στα Μέσα Επικοινωνίας.

Όταν έχουμε να αναλύσουμε τραγούδια, νουβέλες, μυθιστορήματα, οτιδήποτε κινείται σε κάποιο βαθμό στον χώρο του ονείρου, είναι προφανές ότι, αν αγνοήσουμε το λανθάνον περιεχόμενο, θα μας ξεφύγουν τα πιο σημαντικά κομμάτια της επικοινωνίας (Σεραφεντινίδου 1987: 273).

Για την ανακάλυψη του «κρυμμένου μηνύματος» θα χρησιμοποιηθεί η σημειολογική προσέγγιση, πιστεύοντας ότι η σημειολογία μπορεί να βοηθήσει ορισμένες επιστήμες, να συμπορευτεί μ’ αυτές για ένα διάστημα, να τους προτείνει ένα πρωτόκολλο λογικής εργασίας, που, με βάση αυτό, η κάθε επιστήμη θα πρέπει να προσδιορίσει τη διαφορά του αντικειμένου της. Έτσι το μέρος της σημειολογίας που έχει καλύτερα αναπτυχθεί, δηλαδή η ανάλυση των αφηγήσεων,

67

Page 68: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες στην Ιστορία, την Εθνολογία, την κριτική των κειμένων, την ερμηνεία, την εικονολογία (η κάθε εικόνα είναι, κατά κάποιο τρόπο μια αφήγηση). (Μπάρτ 1979: 39).

3. Τα εργατικά «ατυχήματα» στον Τύπο

Είναι άραγε ορθή η επισήμανση, που επανειλημμένα εμφανίζεται σε εφημερίδες, ότι τα εργατικά ατυχήματα καταλαμβάνουν σπάνια το χώρο που τους αξίζει στα Μέσα Ενημέρωσης; Στο παρόν τμήμα της μελέτης θα γίνει προσπάθεια να δοθούν κάποιες απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα.

Στον Πίνακα που ακολουθεί υπάρχει ταξινόμηση των δημοσιευμάτων του Τύπου που αναφέρονται στα εργατικά «ατυχήματα» για τα χρόνια 1987 ως και 1995.Από τα στοιχεία του Πίνακα προκύπτουν τα παρακάτω για κάθε χρονιά.

Το 1987 υπάρχουν είκοσι πέντε αναφορές για τα εργατικά «ατυχήματα», που τις κάλυψαν πενήντα μία εφημερίδες (φύλλα) με πενήντα εννέα σελίδες. Απ’ αυτές τις αναφορές δεκατρείς (52%) αφορούν πρωτογενή εργατική είδηση, δηλαδή εργατικά «ατυχήματα», και καλύφθηκαν με σαράντα τρεις (79%) σελίδες τριάντα εφτά εφημερίδων (72%). Οι υπόλοιπες αναφορές, πλην μιας, αφορούν έμμεση εργατική είδηση.

Το 1988 υπάρχουν δεκαοχτώ αναφορές σε εργατικά «ατυχήματα», που καλύφθηκαν από πενήντα πέντε εφημερίδες με εκατόν σαράντα εφτά σελίδες. Απ’ αυτές τις αναφορές έντεκα αφορούν πρωτογενή είδηση (61%), που καλύφθηκαν από σαράντα τρεις εφημερίδες (78%), οι οποίες διέθεσαν για την κάλυψή τους εκατόν είκοσι οχτώ σελίδες (87%). Οι άλλες αναφορές αφορούν έμμεση εργατική είδηση.

Το 1989 υπάρχουν δεκαεννέα αναφορές για εργατικά «ατυχήματα», που καλύφθηκαν με πενήντα τέσσερις σελίδες από σαράντα τέσσερις εφημερίδες. Απ’ αυτές τις αναφορές δεκατρείς (68%) αφορούν πρωτογενή είδηση και καλύφθηκαν με σαράντα δύο σελίδες (77%) από τριάντα πέντε εφημερίδες (79%). Οι άλλες αναφορές, πλην μιας, είναι έμμεση εργατική είδηση.

Το 1990 υπάρχουν δεκαοχτώ αναφορές στα εργατικά «ατυχήματα», που καλύφθηκαν από πενήντα οχτώ εφημερίδες με ογδόντα τρεις σελίδες. Απ’ αυτές τις αναφορές δώδεκα (66%) αφορούν πρωτογενή εργατική είδηση και καλύφθηκαν από εξήντα έξι σελίδες (80%) πενήντα μίας εφημερίδων (88%). Οι άλλες αναφορές είναι μισές έμμεσες εργατικές ειδήσεις και οι άλλες μισές υπάγονται στην κατηγορία «διάφορες».

Το 1991 υπάρχουν δεκαπέντε αναφορές στα εργατικά «ατυχήματα», που καλύφθηκαν από τριάντα τέσσερις εφημερίδες με σαράντα σελίδες. Απ’ αυτές τις αναφορές έντεκα (73%) αναφέρονται σε πρωτογενή είδηση και καλύφθηκαν από τριάντα εφημερίδες (88%) με τριάντα έξι σελίδες (90%). Οι άλλες αναφορές αφορούν έμμεσες εργατικές ειδήσεις.

Το 1992 υπάρχουν εξήντα τρεις αναφορές σε εργατικά «ατυχήματα», που καλύφθηκαν από εκατόν ογδόντα δύο εφημερίδες με διακόσιες σαράντα εφτά σελίδες. Απ’ αυτές τις αναφορές είκοσι εννέα (46%) αφορούν πρωτογενή είδηση και καλύφθηκαν από εκατόν δεκατέσσερις εφημερίδες (63%) με εκατόν εξήντα μία σελίδες (65%). Οι άλλες αναφορές, πλην μιας, αφορούν έμμεσες εργατικές ειδήσεις.

Το 1993 υπάρχουν είκοσι εννέα αναφορές που αφορούν εργατικά «ατυχήματα» και καλύφθηκαν από εξήντα τρεις εφημερίδες με εβδομήντα έξι σελίδες. Απ’ αυτές τις αναφορές δεκατέσσερις (48%) αποτελούν πρωτογενή είδηση και καλύφθηκαν από τριάντα οχτώ εφημερίδες (60%) και τριάντα εννέα σελίδες (51%). Οι άλλες αναφορές, πλην μιας, αφορούν έμμεσες εργατικές ειδήσεις.

Το 1994 υπάρχουν είκοσι οχτώ αναφορές σε εργατικά «ατυχήματα», που καλύφθηκαν από πενήντα εφτά εφημερίδες με εξήντα έξι σελίδες. Απ’ αυτές τις αναφορές δεκαπέντε (53%) είναι πρωτογενείς εργατικές ειδήσεις και καλύφθηκαν με σαράντα τέσσερις σελίδες (66%) από σαράντα μία εφημερίδες (71%). Οι άλλες αναφορές είναι έμμεσες εργατικές

68

Page 69: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

ειδήσεις.

Το 1995 υπάρχουν είκοσι μία αναφορές σε εργατικά «ατυχήματα», που καλύφθηκαν από εξήντα εννέα εφημερίδες με ενενήντα οχτώ σελίδες. Απ’ αυτές τις αναφορές πέντε (24%) είναι πρωτογενείς εργατικές ειδήσεις και καλύφθηκαν με πενήντα πέντε σελίδες (56%) από τριάντα έξι εφημερίδες (52%). Οι άλλες αναφορές, πλην μιας, είναι έμμεσες εργατικές ειδήσεις.

 ΣΥΝΟΛΟ

 ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ

 ΕΜΜΕΣΗ

 ΔΙΑΦΟΡΕΣ

 

ΕΤΗ ΑΝΑΦ ΕΦΜΡ ΣΕΛ ΑΝΦΡ ΕΦΜΡ ΣΕΛ ΑΝΦΡ ΕΦΜΡ ΣΕΛ ΑΝΦΡ ΕΦΜΡ ΣΕΛ

1987 25 51 59 13 37 43 11 13 15 1 1 1

1988 18 55 147 11 43 128 7 12 19 - - -

1989 19 44 54 13 35 42 5 7 10 1 2 2

1990 18 58 83 12 51 66 3 4 11 3 3 6

1991 15 34 40 11 30 36 4 4 4 - - -

1992 63 182 247 29 114 161 33 67 85 1 1 1

1993 29 63 76 14 38 39 14 24 36 1 1 1

1994 28 57 66 15 41 44 13 16 22 - - -

1995 21 69 98 5 36 55 15 30 40 1 3 3

ΣΥΝΟΛΑ 236 613 870 123 425 614 105 177 242 8 11 14

Πηγή: Ίδρυμα Μπότση

Συμπερασματικά, για όλο το υπό εξέταση διάστημα υπήρξαν διακόσιες τριάντα έξι αναφορές σε εργατικά «ατυχήματα», που καλύφθηκαν από εξακόσια δεκατρία φύλλα εφημερίδων με οχτακόσιες εβδομήντα σελίδες. Απ’ αυτές τις αναφορές εκατόν είκοσι τρεις (52%) ήταν πρωτογενείς εργατικές ειδήσεις και καλύφθηκαν από τετρακόσια είκοσι πέντε φύλλα εφημερίδων (69%) με εξακόσιες δεκατέσσερις σελίδες (70%).

Από την παραπάνω ανάλυση των στοιχείων, τόσο για το σύνολο της υπό εξέταση περιόδου, όσο και για κάθε χρόνο χωριστά, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Τύπος αφιερώνει μεγαλύτερο χώρο στην πρωτογενή εργατική είδηση που αναφέρεται στα εργατικά «ατυχήματα», δηλαδή στην κάλυψη των εργατικών «ατυχημάτων» που συνέβησαν, από τις άλλες ειδήσεις που αναφέρονται με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο στα εργατικά «ατυχήματα», χωρίς όμως το στοιχείο του συμβάντος.

69

Page 70: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Παρόλο όμως που το παραπάνω συμπέρασμα είναι ορθό, δε θεωρείται ικανοποιητικό για την ερμηνεία της εργατικής είδησης που έχει σημείο αναφοράς της τα εργατικά «ατυχήματα». Είναι το συμπέρασμα αυτό κάτι σαν το κατά κεφαλήν εισόδημα των ανθρώπων μιας χώρας. Γι’ αυτό θα γίνει προσφυγή στη συγκριτική ανάλυση δύο ακόμα στοιχείων: α) Τη σύγκριση του αριθμού των εργατικών «ατυχημάτων» που καλύφθηκαν από τον Τύπο, με τα εργατικά «ατυχήματα» που συνέβησαν και β) την εσωτερική ανά έτος ανάλυση της εργατικής είδησης που αναφέρεται στα εργατικά «ατυχήματα» για κάποια έτη.

Η ανάλυση της πρώτης περίπτωσης μπορεί να γίνει με τη σύγκριση του Πίνακα 1 και του Πίνακα 2 με τα θανατηφόρα ατυχήματα. Από τη σύγκριση αυτή προκύπτουν τα εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ 2: ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ

 

ΔΗΛΩΘΕΝΤΑ ΣΤΟ ΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΕΤΟΣ ΙΚΑ Υπουργείο Εργασίας

1987 102 82

1988 79 90

1989 97 71

1990 84 86

1991 - 79

 

Πηγή: Ριζοσπάστης 19/9/1992

Και αν ακόμα γίνει δεκτό ότι όλες οι αναφορές που υπάρχουν στον Πίνακα 1 αφορούν πρωτογενείς εργατικές ειδήσεις, δηλαδή εργατικά «ατυχήματα» που συνέβησαν, ακόμα και τότε οι αναφορές υπολείπονται κατά πολύ και του κατώτερου αριθμού ατυχημάτων που δηλώθηκαν είτε στο ΙΚΑ είτε στο υπουργείο Εργασίας. Και φυσικά αυτή η τεράστια διαφορά μεταξύ θανατηφόρων εργατικών «ατυχημάτων» που συνέβησαν και της δημοσιογραφικής κάλυψής τους δεν μπορεί να αποδοθεί, ευτυχώς, σε πολύνεκρα εργατικά «ατυχήματα». Έτσι πρέπει κατ’ ανάγκη να αποδώσουμε αυτή τη διαφορά στη μη κάλυψή τους από τον Τύπο. Είτε γιατί υπήρξε επιλεκτική λειτουργία του για διάφορους λόγους (π.χ. εμβέλεια της είδησης ή εμπλεκόμενοι στην είδηση) είτε για τεχνικούς λόγους (π.χ. έφτασε αργά η είδηση ή δεν υπήρχε ανταποκριτής για να την μεταδώσει).

Εκτός από τα θανατηφόρα εργατικά «ατυχήματα», υπάρχουν και άλλα εργατικά «ατυχήματα», οι τραυματισμοί2. Φυσικά δεν υπάρχει γι’ αυτά καμία δημοσιογραφική κάλυψη, ίσως, επειδή η συνεχόμενη επανάληψή τους δεν αποτελεί «είδηση» ή καλύτερα «νέο». Εκτός φυσικά από κάποιες φορές που αναφέρονται ως αριθμοί σε στατιστικούς πίνακες και τις περιπτώσεις που υπάρχει εργατικό «ατύχημα» με πολλούς τραυματίες, όπως π.χ. με την έκρηξη στο εργοστάσιο ΤΙΤΑΝ με τέσσερις τραυματίες (εφημερίδες 17/10/1989) ή την έκρηξη στου Σκαλιστήρη με έξι τραυματίες (22/10/1989). Και τις δύο αυτές περιπτώσεις οι εφημερίδες τις κάλυψαν με τετράστηλους ή πεντάστηλους τίτλους, ανάλογο περιεχόμενο και τις απαραίτητες φωτογραφίες.

Η δεύτερη περίπτωση της κατ’ έτος ανάλυσης των εργατικών ειδήσεων που αναφέρονται στα εργατικά «ατυχήματα»

70

Page 71: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

αφορά τα έτη 1988 και 1992 όπου υπήρχαν δύο μεγάλα εργατικά ατυχήματα, ενώ σε αυτά τα έτη είχαμε διαφορετικές κυβερνήσεις. Όπως φαίνεται από τον Πίνακα 1, οι εφημερίδες αφιέρωσαν για την κάλυψη των εργατικών «ατυχημάτων» 147 σελίδες το 1988. Απ’ αυτές τις σελίδες 123 αναφέρονται στο ίδιο θέμα. Την έκρηξη που έγινε στο δεξαμενόπλοιο «Αναγκέλ Γκρέιτνες» στις 6/9/1988 στο Πέραμα με τέσσερις νεκρούς και 15 τραυματίες. Από τις υπόλοιπες, δώδεκα αναφέρονται σε θέσεις της κυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ) ή των κομμάτων για τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας στην εργα-σία. Εφτά σελίδες αναφέρονται σε στατιστικά στοιχεία ή δικαστικές αποφάσεις σε σχέση με εργατικά ατυχήματα και πέντε σε θανάτους εργατών, εκ των οποίων τέσσερις στο θάνατο δύο εργατών του ΟΣΕ στη Γευγελή (8/2/1988).

Το 1992 οι εφημερίδες αφιέρωσαν 277 σελίδες στην κάλυψη των εργατικών «ατυχημάτων». Απ’ αυτές οι 108 σελίδες αναφέρονται στο ατύχημα στην ΠΕΤΡΟΛΑ (1/9/1992) που είχε προκαλέσει 15 τραυματίες και 13 νεκρούς.

Απ’ τις υπόλοιπες σελίδες, 86 αναφέρονται σε δικαστικές αποφάσεις σε σχέση με εργατικά «ατυχήματα» ή σε στατιστικά στοιχεία ή σε θέσεις πολιτικών κομμάτων ή σε ειδήσεις από το εξωτερικό για εργατικά «ατυχήματα» (π.χ. Τουρκία, έκρηξη στις στοές του Κοζλού με 100 νεκρούς 5/3/1992).

Οι υπόλοιπες πενήντα τρεις (53) σελίδες αναφέρονται σε άλλα εργατικά «ατυχήματα», εκ των οποίων δεκατέσσερις σελίδες χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη τριών εργατικών «ατυχημάτων» μόνο με τραυματίες. Είκοσι μία σελίδες3 για την κάλυψη έντεκα «ατυχημάτων» με ένα νεκρό και ενός «ατυχήματος» με δύο νεκρούς. Δέκα σελίδες χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη του «ατυχήματος» στο πλοίο «Λέιντι Σκάι» (14/5/1992, ένας νεκρός) και 8 για την έκρηξη στο πλοίο «Κεμ Σταρ» (19/9/1992, δύο νεκροί). Η παραπάνω αναφορά θα ήταν ελλιπής αν δεν είχαν προστεθεί δύο ακόμα στοιχεία. Το πρώτο αφορά την προβολή που γίνεται απ’ όλες τις εφημερίδες και ιδιαίτερα το Ριζοσπάστη στα εργατικά «ατυχήματα» που συνέβησαν στη ναυπηγοεπισκευαστική βάση του Περάματος. Το δεύτερο αφορά τη μη προβολή της εργατικής είδησης που αναφέρεται σε έναν ή δύο νεκρούς εκτός ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο στο «ατύχημα» στο «Λέιντι Σκάι», όσο και σ’ αυτό στο «Κεμ Σταρ», οι αφιερώσεις των εφημερίδων ήταν από ολοσέλιδες, μέχρι στη χειρότερη περίπτωση δίστηλος τίτλος με αρκετό χώρο. Ενώ πολλές περιπτώσεις με έναν ή δύο νεκρούς οι εφημερίδες, και του Ριζοσπάστη περιλαμβανομένου, τις καλύπτουν με μικρά μονόστηλα ή δίστηλα.

Τέλος, ο χώρος που αφιερώνεται για την κάλυψη της έμμεσης εργατικής είδησης, είτε πρόκειται για δικαστική απόφαση είτε για στατιστικά στοιχεία για τα εργατικά «ατυχήματα», είναι πολύ περισσότερος από αυτόν που αφιερώνεται στην εργατική είδηση με έναν ή δύο νεκρούς σε εργατικό «ατύχημα»

4. Η φωτογραφία στα εργατικά ατυχήματα

«…στις φωτογραφίες του ρεπορτάζ υπάρχει σοκ - το γράμμα μπορεί να τραυματίσει, αλλά όχι να ταράξει. Η φωτογραφία μπορεί να “φωνάζει” όχι να πληγώνει. Αυτές οι φωτογραφίες του ρεπορτάζ γίνονται δεκτές (μονομιάς), καιτίποτε παραπάνω» (Μπάρτ 1983: 61)

Σήμερα στη φωτογραφία ο Τύπος και οι εφημερίδες ειδικότερα αφιερώνουν ικανοποιητικό χώρο από τις σελίδες τους, για όλων των ειδών τις ειδήσεις και φυσικά για τα εργατικά «ατυχήματα».

Η παρούσα μελέτη θα αναφερθεί ενδεικτικά σε δύο περιπτώσεις που αφορούν τη χρήση της φωτογραφίας στα εργατικά «ατυχήματα» τις χρονιές 1988 και 1992. Επελέγησαν αυτές οι χρονιές επειδή και στις δύο υπάρχουν δύο μεγάλα πολύνεκρα «ατυχήματα», και τα δύο στις αρχές Σεπτεμβρίου. Επιπλέον έχουμε και την ύπαρξη διαφορετικών κυβερνήσεων. Το 1988 κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και το1992 κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Όπως φαίνεται και από τον Πίνακα 1, που δίνει τα στοιχεία για τα δημοσιεύματα του Τύπου που αφορούν τα εργατικά «ατυχήματα» για την περίοδο1987-1995, το 1988 όλες οι εφημερίδες αφιέρωσαν 147 σελίδες σε κάθε είδους εργατικά ατυχήματα. Απ’ αυτές τις σελίδες οι 142 αφορούν το εννιάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 1988. Οι δε 123 σελίδες

71

Page 72: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

αναφέρονται στο ίδιο θέμα. Την έκρηξη στο δεξαμενόπλοιο «Αναγκέλ Γκρέιτνες» στις 6/9/1988, στο Πέραμα, με τέσσερις νεκρούς και 15 τραυματίες. Το ίδιο εννιάμηνο οι εφημερίδες είχαν χρησιμοποιήσει 241 φωτογραφίες εκ των οποίων 232 αναφέρονται στην έκρηξη του δεξαμενόπλοιου. Από αυτές οι 144 έχουν δημοσιευθεί την ίδια μέρα, στις 7/9/1988. Η μόνη εφημερίδα που δεν είχε φωτογραφίες αυτή τη μέρα ήταν η Εστία. Η πλειονότητα των φωτογραφιών που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ίδιες, προφανώς προήλθαν από το ίδιο πρακτορείο.

Στη δεύτερη περίπτωση, του 1992, οι εφημερίδες αφιέρωσαν 247 σελίδες στα εργατικά «ατυχήματα». Απ’ αυτές 187 σελίδες αφορούσαν το εννιάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου και απ’ αυτές οι 88 σελίδες αναφέρονταν στο «ατύχημα» στην ΠΕΤΡΟΛΑ, που προκάλεσε 15 τραυματίες και 13 νεκρούς. Στις 2/9/1992, την επόμενη μέρα του δυστυχήματος, οι εφημερίδες είχαν αφιερώσει 42 σελίδες. Οι φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν την ίδια μέρα ήταν 72 και την επόμενη ήταν 34. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμα 12 φωτογραφίες για το συμβάν μέχρι τις 14/9/1992. Δηλαδή οι εφημερίδες κάλυψαν την έκρηξη στην ΠΕΤΡΟΛΑ με 88 σελίδες και 128 φωτογραφίες. Ενώ με 61 φωτογραφίες κάλυψαν τα δημοσιεύματα για τα εργατικά ατυχήματα που είχαν στις υπόλοιπες 99 σελίδες για το εννιάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου. Απ’ αυτές τις 61 φωτογραφίες, οι 19 αφορούσαν την έκρηξη στο πλοίο «Λέιντι Σκάι» (14/5/1992) και οι 11 την έκρηξη στο πλοίο «Κεμ Σταρ» (19/9/1992).

Ένα ακόμα στοιχείο που προκύπτει για τη χρήση της φωτογραφίας στα σοβαρά εργατικά «ατυχήματα» είναι ότι δεν ισχύει η συμπολιτευτική ή αντιπολιτευτική γραμμή της εφημερίδας, αλλά η πολιτική της τρομολαγνείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 2/9/1992 στις ειδήσεις για την έκρηξη στην ΠΕΤΡΟΛΑ είχαν αφιερώσει, π.χ.: Η Απογευματινή 4 σελίδες και 5 φωτογραφίες, ο Ελεύθερος Τύπος 6 σελίδες και 13 φωτογραφίες, το Έθνος 7 σελίδες και 12 φωτογραφίες, τα Νέα 3 σελίδες και 6 φωτογραφίες, η Μεσημβρινή 4 σελίδες και 10 φωτογραφίες, η Ελευθεροτυπία 5 σελίδες και 7 φωτογραφίες.

Φυσικά στις ειδήσεις για τα εργατικά «ατυχήματα» που καλύπτονταν με τμήματα από μονόστηλα δεν υπάρχουν φωτογραφίες, άσχετα με τον αριθμό των νεκρών ή τραυματιών, π.χ. οι Θεσσαλονίκη και Αυριανή 1/6/1992 δίνουν την εί-δηση για δύο εργάτες νεκρούς στο Κιλκίς με τμήμα μονόστηλου ή δίστηλου.

Το είδος των φωτογραφιών που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι είτε πορτρέτα θυμάτων, συγγενών τους και συναδέλφων τους είτε φωτογραφίες του χώρου που έγινε το «ατύχημα», αντικειμένων και πολλές φορές νοσοκομειακών χώρων. Καλύπτουν κυρίως αυτές τις εργατικές ειδήσεις που στο οικείο κεφάλαιο για τα εργατικά «ατυχήματα» αναφέρονται ως πρωτογενείς εργατικές ειδήσεις. Στις έμμεσες συνήθως υπάρχουν πίνακες με στατιστικά στοιχεία με τον αριθμό ή το είδος των εργατικών ατυχημάτων. Στις διάφορες, όταν αφορούν σοβαρά εργατικά «ατυχήματα» ακόμα και της αλλοδαπής, υπάρχει η σχετική φωτογραφία, π.χ. Ελευθεροτυπία 5/3/1992 με την είδηση για τους 100 νεκρούς στις στοές του Κόζλου στην Τουρκία.

5. Η σημειολογία του θανάτου

Εκεί όμως που γίνεται φανερή η θλιβερή πραγματικότητα της εργατικής είδησης είναι στις μικρές καθημερινές εργατικές ειδήσεις, οι οποίες είτε αποσιωπούνται είτε αναφέρονται επιγραμματικά, όπως έχει φανεί και στο κεφάλαιο που ασχολείται με τις ειδήσεις που αφορούν τα εργατικά ατυχήματα, χωρίς τίτλους, υπέρτιτλους, υπότιτλους, προλόγους και φωτογραφίες. Σε αντίθεση π.χ. με τις αθλητικές ειδήσεις, για τις οποίες οι εφημερίδες αφιερώνουν τέσσερις, πέντε, έξι και παραπάνω σελίδες καθημερινά. Όπου και εδώ σπάνια υπάρχει κάτι που να αφορά π.χ. τον εργοστασιακό αθλητισμό. Το ίδιο συμβαίνει άλλωστε και με τις πολιτιστικές σελίδες, όπου σπάνια φιλοξενούνται πολιτιστικά δρώμενα των εργαζομένων.

Σ’ αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα έρχεται να προστεθεί και η σημειολογία του θανάτου, για τις ειδήσεις που αφορούν τα εργατικά «ατυχήματα». Όπου τα ΜΜΕ καλύπτουν τα συμβάντα, ακόμα και οι λέξεις που χρησιμοποιούν τους παρέχουν «κάλυψη» με ένταση και θλιβερή επάρκεια. Ο χρόνος και η φωνή των ρημάτων τη σηματοδοτούν. Επειδή φυσικά ούτε οι εργάτες «δηλητηριάστηκαν» ούτε ο μοχλός «τραβήχτηκε» ούτε ο εργάτης «έχασε» τη ζωή του. Κάποιος με πράξεις ή παραλείψεις έκανε ή δεν έκανε κάτι που είχε αντίκτυπο πάνω σε κάποιους άλλους. Ούτε «αμέλεια» είναι

72

Page 73: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

ούτε «λάθος».

Ενδεικτικά πιο κάτω δίνονται κάποια παραδείγματα αυτής της χρήσης που αλιεύθηκαν από τις υπό εξέτασιν εφημερίδες.

Το πρώτο αναφέρεται στο θάνατο του εργάτη Αθανάσιου Γεωργακόπουλου στα διυλιστήρια Ασπρόπυργου (2/4/1987). Την άλλη μέρα η είδηση εμφανίστηκε με τους εξής τίτλους και εκτάσεις: «Σκοτώθηκε την ημέρα που βρήκε δουλειά», (Βραδυνή, σελ. 5η, μονόστηλο, 10 σειρές), «Το πρώτο μεροκάματο ήταν και το τελευταίο», (Πρώτη, σελ. 2η, τρίστηλο, 120 σειρές και φωτογραφία του διυλιστηρίου), «Βουτιά από 18 μέτρα», (Ελεύθερος Τύπος, 16η σελίδα, τετράστηλο, 70 σειρές και δυο φωτογραφίες, η μια του θανόντος την ημέρα του γάμου του και η άλλη ενός συναδέλφου του), «Βουτιά θανάτου», (Ριζοσπάστης, 7η σελίδα, τετράστηλο, 75 σειρές και τη φωτογραφία του θανόντος και μια φωτογραφία της δεξαμενής στην οποία δούλευε όταν έγινε το «ατύχημα»), «Τραγικός θάνατος σε δεξαμενή», (Έθνος, 12η σελίδα, τρίστηλο, σειρές 40 και φωτογραφία του θανόντος). Διαβάζοντας δε τα κείμενα στη Βραδυνή δεν υπάρχει τίποτα για τα αίτια, στο Έθνος και στον Ριζοσπάστη (ανυπόγραφο) ως αίτια αναφέρονται η έλλειψη «ζώνης ατομικής προστασίας» και η «η διεύθυνση των διυλιστηρίων που εντατικοποιεί την εργασία» αλλά τίποτα για τον εργολάβο. Ο οποίος όμως αναφέρεται στο ρεπορτάζ της Πρώτης και του Ελεύθερου Τύπου και στον οποίο αποδίδουν σοβαρές ευθύνες, «μετά το ατύχημα, καταζητούμενος από την αστυνομία, εξαφανίστηκε». Τα παραπάνω ρεπορτάζ έχουν καλύψει το συμβάν, άλλο ξερά και άλλο διανθισμένο με μαρτυρίες συναδέλφων του θανόντος ή με αναφορές στη ζωή του. Εκτός της Βραδυνής τα άλλα αναζητούν ευθύνες. Μόνο που δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Ίσως γιατί το καθένα τους έκανε τη δική του «βουτιά στα δικά του ψαρονέρια, διαυγή ή θολά, αλίευσης ειδήσεων». Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει είναι ότι ενώ το «ατύχημα» έγινε την πρώτη μέρα δουλειάς του εργάτη (πράγμα που αποτελεί και τον τίτλο του ρεπορτάζ της Βραδυνής και της Πρώτης ) δεν υπάρχει καμία αναφορά στο πώς πιάνουν αυτοί οι εργάτες δουλειά. Δηλαδή αν έχουν τις προβλεπόμενες ιατρικές εξετάσεις, την προβλεπόμενη ενημέρωση, την προβλεπόμενη παροχή ατομικών μέσων προστασίας κ.λπ. Όπως και ποιος, πότε και πού ελέγχει την εφαρμογή αυτών των μέτρων. Εκτός φυσικά από τον εργολάβο, τη σχέση του οποίου (συγκεκριμένα και ως σύνολο) με τις εταιρείες κανείς δε φαίνεται, πραγματικά, να θέλει ή να μπορεί να διαταράξει.

Το δεύτερο παράδειγμα αναφέρεται στον θάνατο του εργαζόμενου οξυγονοσυγκολλητή Ιγνάτιου Βιτάλη και τον τραυματισμό του βοηθού του πάνω στο Κυπριακό πλοίο «Λαίδη Σκάι» στις 13 Μαΐου 1992. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έδωσαν την είδηση.

Όμως καμιά φλόγα δεν τον «έσπρωξε» στο θάνατο. Ούτε ο 36χρονος ελασματουργός «που μέρες τώρα έκοβε τις λαμαρίνες του κυπριακού πλοίου “Λέιντι Σκάι”» υποχρεώθηκε στο μοιραίο παραπάτημα, που του προκάλεσε το ξαφνικό φούντωμα της συσκευής που χειριζόταν (Ελευθεροτυπία). Ούτε «κατέβηκε στο θάνατο» (τα Νέα). Ούτε «το οξυγόνο τον έστειλε στον θάνατο» (Νίκη). Ούτε «35χρονος έχασε την ζωή του στον αγώνα για το μεροκάματο» (Ελεύθερος). Ούτε η «έκρηξη σκότωσε 35χρονο εργάτη» (Έθνος). Ούτε υπάρχει «οξυγόνο... θανάτου» (Ελεύθερος Τύπος). Ούτε «ένας εργατοτεχνίτης, στέλεχος του ΚΚΕ, πατέρας επτάχρονου κοριτσιού έχασε χθες τη ζωή του στο Πέραμα» (Ριζοσπάστης). Ούτε «εργάτης κάηκε από ηλεκτροσυγκόλληση» (Αυριανή ). Ούτε «σκοτώθηκε εργάτης στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη» (Απογευματινή).

Απλώς, στον βωμό της εντατικοποίησης της παραγωγής η ζωή του συγκεκριμένου εργάτη αποτιμήθηκε όσο ένα προστατευτικό κιγκλίδωμα. Την ύπαρξη του οποίου προβλέπει, εκτός των άλλων, και το προεδρικό διάταγμα 190/1985 (άρθρο 3, παράγραφος 3δ, ΦΕΚ 64/15/5/1985), που προσδιορίζει τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας σε ναυπηγικές εργασίες. Και φυσικά αγνοούμε την άποψη (και την ευθύνη) για το συγκεκριμένο συμβάν της εννεαμελούς μεικτής επιτροπής στη ναυπηγoεπισκευαστική ζώνη Πειραιά-Δραπετσώνας-Κερατσινίου-Περάματος-Σαλαμίνας, η σύσταση της οποίας κρίθηκε αναγκαία (υπουργική απόφαση 131602/1988, ΦΕΚ 765/20110/1988) για την πρόληψη τέτοιων ατυχημάτων. Σ’ αυτό το σημείο ανακύπτουν αβίαστα μια σειρά από ερωτήματα. Πρόκειται για την κλασική αντίφαση ανάμεσα στο μεμονωμένο κεφάλαιο που επιδιώκει με κάθε μέσο τη μεγιστοποίηση του κέρδους του και στο συνολικό - κοινωνικό κεφάλαιο που διαχειριζόμενο ηγεμονικά (μέσω του κράτους) τις κοινωνικές συγκρούσεις επιδιώκει να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος ως συνόλου; Υπήρξε ποτέ συστηματική υλοποίηση εκ μέρους του ελληνικού κράτους πολιτικών και ελέγχων για την υγιεινή και ασφάλεια στην Εργασία;

Τα παραπάνω ερωτήματα παραπέμπουν σε ζητήματα που έλυσαν ή προσπάθησαν να λύσουν προοδευτικοί ή αυτοχαρακτηριζόμενοι προοδευτικοί κεφαλαιούχοι (π.χ. Φόρντ) ή επιστήμονες (π.χ. ο δημιουργός της σχολής Ανθρωπίνων Σχέσεων στην Εργασία, Mayo) και των οποίων οι απόψεις έγιναν αποδεκτές ή δέχτηκαν αυστηρή κριτική

73

Page 74: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

(όπως από τον Γκράμσι στο Αμερικανισμός και Φορντισμός, τον Κοριά στο Ο εργάτης και το χρονόμετρο, τον Friedmann, στο Για πού τραβά η ανθρώπινη εργασία, τον Τζέρβις στο Εργάτης και Νεύρωση, κ.λπ.), και τα οποία είναι αμφίβολο σε ποιο βαθμό απασχόλησαν το ελληνικό κεφάλαιο και κράτος.

Η κάκιστη κατάσταση από άποψη συνθηκών εργασίας που επικρατούσε στην ελληνική βιομηχανία δίνεται ανάγλυφα από την έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας προς την ελληνική κυβέρνηση ( PIACT: 1978).

Η σημειολογία της μετεξέλιξης του ονόματος του ΣΕΒ από «Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων» σε «Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών» (1979) δείχνει τις τάσεις που αχνοφαίνονται να δημιουργούνται στους Έλληνες βιομηχάνους. Χρειάστηκε όμως να περάσουν πάνω από δέκα χρόνια για να συμμετάσχουν στην πρώτη συγκροτημένη τους ενέργεια, σχετικά με τις συνθήκες εργασίας, που σηματοδοτούσε τη θέληση και την ιδεολογική αποδοχή της λειτουργίας του συνολικού - κοινωνικού κεφαλαίου, τη δημιουργία του Ελληνικού Ινστιτούτου Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας -ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε (1992). Άλλωστε η απάντηση του προέδρου του ΣΕΒ κ. Αργυρού σε σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε ήταν αποκαλυπτική: «Έχεις δίκιο. Δεν έχουμε κάνει τίποτα για τις Νομαρχιακές επιτροπές Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας» (Οικονομικό Πανεπιστήμιο, εκδήλωση με θέμα εργασιακές σχέσεις, 31/10/1991).

Η δεκαετία του 1980 ήταν για την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της μια κοσμογονία θεσμικών αλλαγών που διεύρυναν τη δημοκρατία. Τέτοιες αλλαγές έγιναν και στο θεσμικό πλαίσιο που προσδιόριζε την ύπαρξη και λειτουργία τόσο του εργατικού κινήματος όσο και του μεμονωμένου εργαζομένου (π.χ. Νόμος 1264/82 για τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και 1568/85 για τις συνθήκες εργασίας). Τέτοιο φαινόμενο η ελληνική εργατική τάξη είχε να δει από εποχής Βενιζέλου (1910-1914). Ορισμένους απ’ αυτούς τους νόμους η κοινωνία ήταν ανέτοιμη να τους δεχτεί και φυσικά να τους εφαρμόσει. Ίσως γιατί μέχρι τότε δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο συγκροτημένης διεκδίκησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο νόμος 1568/85. Τόσο για την αποδοχή του από τους εργαζόμενους όσο και για την ικανότητα της κοινωνίας να στελεχώσει θεσμούς που αυτός προέβλεπε, όπως αυτόν του γιατρού εργασίας. Στην προαναφερθείσα έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας αναφέρεται ότι στην Ελλάδα υπήρχαν μόνο έντεκα γιατροί εργασίας! Στο μεσοδιάστημα αυτής της έκθεσης και της ψήφισης του νόμου δεν υπήρξε καμιά παραγωγή σχετικής ειδικότητας από την τριτοβάθμια εκπαίδευση ή άλλο φορέα. Τη χρονιά που ακολούθησε την ψήφιση του νόμου δόθηκαν ειδικότητες γιατρού εργασίας μετά από παρακολούθηση βραχύβιων σεμιναρίων!

Το ελληνικό κράτος, εκτός από την περίοδο του Βενιζέλου, και μέχρι τη δεκαετία του 1980, σε ποιο βαθμό άραγε λειτούργησε ως εκφραστής του συνολικού - κοινωνικού κεφαλαίου όσον αφορά συγκεκριμένα τις συνθήκες εργασίας;

Ποια ήταν η λειτουργία του κατά την υπό εξέταση περίοδο (1985-1995); Τρία χρόνια μετά την ψήφιση του 1568/85 κι ενώ συνεχιζόταν η παραγωγή νόμων, νομοσχεδίων και προεδρικών διαταγμάτων για τις συνθήκες εργασίας, ο Γιώργος Γεννηματάς, τότε υπουργός εργασίας, δήλωνε: «Δεν έγιναν αυτά που έπρεπε να γίνουν», (Ελευθεροτυπία 14/10/1987). Ανατρέχοντας δε στο κείμενο της δήλωσής του, ανιχνεύονται στοιχεία για ολιγωρία του κράτους και μια σειρά από αναγκαίες ενέργειες που κατά τη γνώμη του υπουργού θα έπρεπε να έχουν γίνει, όπως, η ψήφιση τροπολογίας στη Βουλή για την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων, η χρήση ΜΜΕ για την ενημέρωση των εργαζομένων (φυλλάδια, ειδικές ζώνες στους ραδιοσταθμούς, σποτ στην τηλεόραση κ.λπ.), η απόφαση για την Ίδρυση του Ινστιτούτου Ασφάλειας και Υγιεινής της Εργασίας, η σύνταξη προδιαγραφών ασφάλειας των μηχανημάτων κ.ά.

Το ελληνικό εργατικό κίνημα κατόρθωσε, τελικά, ως συνιστώσα της κοινωνίας με τους αγώνες του «να υποχρεώσει το κεφάλαιο να υπολογίζει την υγεία και τη διάρκεια ζωής του εργάτη»; (Μαρξ Κ., 1996 Τόμος 1ος: 282-283). Σε ποιο βαθμό αξιοποιεί το εργατικό κίνημα το νεοδημιουργηθέν θεσμικό πλαίσιο που αφορά στις συνθήκες εργασίας;

Δυστυχώς αυτά τα ζητήματα δεν απασχόλησαν αρκετά το ελληνικό εργατικό κίνημα ως διαμεσολαβητή στην «επιβολή του συμφέροντος του συνολικού κεφαλαίου». Όπως είχε επισημάνει ο Μαρξ (όπ. π.), το «κεφάλαιο παρέμεινε ανελέητο απέναντι στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του εργάτη» σε όλες τις περιπτώσεις που το εργατικό κίνημα ως κοινωνική συνιστώσα δεν «το υποχρεώνει να τις υπολογίζει».

Ο νόμος 1568/85 που αποτελεί τον πρώτο σχεδόν ολοκληρωμένο νόμο που αφορά στις συνθήκες εργασίας δεν εκτιμήθηκε από τους εργαζόμενους. Ίσως γιατί αποκτήθηκε χωρίς κόστος. Δυναμικά άρθρα του παρέμειναν στην ουσία ανενεργά, όπως το άρθρο 16 για τις νομαρχιακές επιτροπές Υγιεινής και Ασφάλειας στην εργασία. Αυτά τα φαινόμενα

74

Page 75: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

είχαν επισημανθεί και στο παρελθόν. (Π.χ. Σμυρνής Κ., Δελτίο του ΙΝΕ ΓΣΕΕ 1991 και εφημερίδα Θεσσαλονίκη, 15/5/1989). Δέκα χρόνια αργότερα η κατάσταση όσον αφορά την εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου παραμένει αποκαρδιωτική για το σύνολο της χώρας (Μπαρμπαγιάννη - Τσαπόγα, 2001).

Η δε συνολική αποδοχή του νόμου 1568/85 από τους εργαζομένους, οκτώ χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου, παραμένει επίσης αποκαρδιωτική. Παρά τις όποιες προσπάθειες έκανε η ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και τις ευθύνες που τις αναλογούν για το είδος των μηνυμάτων που σχετίζονται με τον νόμο αλλά και τον τρόπο αποστολής αυτών των μηνυμάτων στους εργαζομένους (Σμυρνής 2002).

Τέλος ποιος υπήρξε ο ρόλος της τότε ΕΟΚ και σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διαμόρφωση αντίληψης του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου για τις συνθήκες δουλειάς; Στα παραπάνω αλλά και σ’ άλλα ερωτήματα που μπορεί να ανακύψουν απ’ αυτήν τη μικρή σημειολογική προσέγγιση των ειδήσεων που αναφέρονται στα εργατικά «ατυχήματα» είναι φανερό ότι δεν μπορεί να δοθεί απάντηση σ’ αυτό το άρθρο.

Ίσως όμως όλα τα παραπάνω να είναι Δονκιχωτικές αναζητήσεις ενάντια σε φανταστικούς ανεμόμυλους. Και η απάντηση να δίνεται έστω και μερικώς από τους πιο κάτω τίτλους ρεπορτάζ των Νέων (19/9/1987): «Ατυχήματα: Την έλλειψη μέτρων τη λένε…ατυχία» και της Καθημερινής (27/9/1992): «Πόσο τυχαία είναι τα εργατικά ατυχήματα;» Πιστεύοντας ότι γι’ αυτά είναι «Υπεύθυνη η ατελής νομοθεσία» – όσο εξίσου και η παντελής άγνοιά της: «Τα ελλιπή μέτρα προστασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι που…αδιαφορούν», (τίτλος και υπότιτλοι).

 6. Τύπος και επαγγελματικές ασθένειες

Η εργατική είδηση που αναφέρεται στις επαγγελματικές ασθένειες για την περίοδο 1987-1995 είναι φτωχή σε αριθμό αναφορών και σελίδων, αλλά ικανοποιητική ως ενημερωτική λειτουργία. Με αυτού του είδους την εργατική είδηση ασχολήθηκαν την εξεταζόμενη περίοδο πενήντα φύλλα εφημερίδων, τα οποία έχουν αφιερώσει 65 σελίδες, για να καλύψουν είκοσι μία αναφορές στις επαγγελματικές ασθένειες.

Αυτές οι ειδήσεις από τη φύση τους χαρακτηρίζονται, με βάση την ταξινόμηση που έχει προηγηθεί, ως έμμεσες ειδήσεις. Αποτελούν κυρίως παράθεση και σχολιασμό ανακοινώσεων συνεδρίων ή αποτελεσμάτων ερευνών.

Επειδή δεν υπάρχει η ανάγκη άμεσης εμφάνισής τους, οι εφημερίδες πολλές φορές εκμεταλλεύονται αυτή την κατάσταση και τις παρουσιάζουν όταν «θέλουν» και με πιο ολοκληρωμένο τρόπο από τις άλλες ειδήσεις. Χαρακτηριστικό παρά-δειγμα αποτελούν τα δημοσιεύματα για «την εξάπλωση της ηπατίτιδας Β στην Ευρώπη, τους θανάτους που είχε επιφέρει, το εργατικό δυναμικό που αντιμετωπίζει κίνδυνο μόλυνσης κ.λπ.» που είχαν στις 8/5/1994 η κυριακάτικη Καθημερινή και η κυριακάτικη Απογευματινή, ενώ η Ελευθεροτυπία το είχε στις 2/6/1994 και το Έθνος στις 28/8/1994.

Επίσης τα αποτελέσματα έρευνας για «τις ασθένειες των Ναυτικών», Ριζοσπάστης 3/2/1994, Έθνος 23/2/1994 και Ελεύθερος Τύπος 18/5/94.

Ο τρόπος παρουσίασής τους δεν έχει μεγάλη διαφορά, ίσως επειδή δεν προσφέρονται για πολιτική εκμετάλλευση. Αν και ο αναγνώστης διακρίνει διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Το παράδειγμα των δημοσιευμάτων για τα προβλήματα που δημιουργούν στους εργαζομένους οι επαγγελματικοί θόρυβοι, είναι χαρακτηριστικό (Ριζοσπάστης, Απογευματινή, Καθημερινή. Ελεύθερος Τύπος, Αυγή 14/3/1991).

Το κύριο χαρακτηριστικό, όμως, της εργατικής είδησης που αναφέρεται στις επαγγελματικές ασθένειες είναι ο ενημερωτικός χαρακτήρας της και η δυναμική του στη δυνατότητα πρόληψής τους, τόσο από τους εργαζομένους, όσο και από τους θεσμικούς φορείς, δικούς τους και του κράτους. Έτσι, εκτός από τις περιπτώσεις που προαναφέρονται, αλιεύουμε από την Καθημερινή (3/9/1995), στο δημοσίευμά της με τίτλο: «Ο καρκίνος στη δουλειά», το «ποιες ουσίες βρίσκονται σε εργατικούς χώρους και είναι καρκινογόνες για τους εργαζομένους», καθώς και «τα μέτρα που επιβάλλει το υπουργείο Εργασίας» και από τον Ριζοσπάστη (11/6/1995), την ανάγκη σωστής «λειτουργίας του θεσμού της ιατρικής της

75

Page 76: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

εργασίας» κ.λπ.

Tούτος ο ενημερωτικός και δυναμικός χαρακτήρας της εργατικής είδησης, που σχετίζεται με τις επαγγελματικές ασθένειες, δημιουργεί ελπίδα για τη δυνατότητα εκμετάλλευσής του από τα όργανα του εργατικού κινήματος.

Η πρώτη συγκροτημένη παρέμβαση του εργατικού κινήματος προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε την περίοδο δημιουργίας του νέου θεσμικού πλαισίου για την Υγιεινή και Ασφάλεια της Εργασίας. Με το «Συμπόσιο για την Υγιεινή και Ασφάλεια στους τόπους δουλειάς», που διοργάνωσε το ΕΚΑ στην Αθήνα στις 12-13 Δεκεμβρίου 1987 καθώς και την έκδοση ομότιτλου βιβλίου (Μάρτης 1988) με τις εργασίες του Συμποσίου.

Επίσης η συμμετοχή του εργατικού κινήματος στη δημιουργία του ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε. συνέβαλε στην ύπαρξη ενός επιστημονικού οργάνου ικανού να δώσει προτάσεις και λύσεις στα ζητήματα της Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας. Εκδόσεις του ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε. όπως η «Συλλογή Νομολογίας για την Υγιεινή και Ασφάλεια της Εργασίας» (1996) αποτελούν πρωτογενείς ενέργειες μεταβίβασης στους εργαζόμενους ολοκληρωμένων μηνυμάτων για τα ζητήματα που σχετίζονται με τις συνθήκες εργασίας τους.

7. Συμπεράσματα

Από την ανάλυση των στοιχείων που αφορούν τα εργατικά «ατυχήματα» βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Τύπος παρέχει μεγαλύτερη κάλυψη στην πρωτογενή εργατική είδηση, που αναφέρεται στα εργατικά «ατυχήματα», δηλαδή στην κάλυψη των εργατικών «ατυχημάτων» που συνέβησαν --στο πραγματικό γεγονός--, από τις άλλες ειδήσεις που αναφέρονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στα εργατικά «ατυχήματα», χωρίς όμως το στοιχείο του άμεσου «συμβάντος».

Από το σύνολο των αναφορών του Τύπου για την εξεταζόμενη περίοδο, 1987-1995, το 52% ήταν πρωτογενείς εργατικές ειδήσεις και καλύφθηκαν από το 69% των φύλλων με το 70% των σελίδων που διατέθηκαν για την κάλυψη όλων των ειδήσεων που αφορούν τα εργατικά «ατυχήματα». Η απλή σύγκριση αυτών των ποσοστών αποδεικνύει την ιδιαίτερη βαρύτητα που έχουν οι πρωτογενείς ειδήσεις που αφορούν τα εργατικά «ατυχήματα». Και αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα αυτής της είδησης. Το ότι δηλαδή είναι κυρίως είδηση που έχει να κάνει με συμβάν. Η έλευσή του εξαρτάται μεν, από σειρά πράξεων ή παραλήψεων, αλλά από τη στιγμή που θα συμβεί, είναι ένα γεγονός «αντικειμενικό».

Γίνεται φανερή η ύπαρξη προβολής και αποσιώπησης στην εργατική είδηση που αφορά τα εργατικά «ατυχήματα». Με μια ιδιαιτερότητα. Αυτή η ιδιαιτερότητα είναι η ύπαρξη της τρομολαγνείας. Την οποία, σε μικρότερο βέβαια βαθμό από την τηλεόραση, εκμεταλλεύεται και ο Τύπος. Τούτο γίνεται φανερό από:

α) Τον αριθμό των σελίδων που αφιέρωσαν οι εφημερίδες στα δύο ατυχήματα που προαναφέρθηκαν σε σχέση με τα «μικρά», χωρίς να παραγνωρίζεται ούτε το ειδικό βάρος αυτών των «μεγάλων ατυχημάτων» ούτε της είδησής τους.

β) Τη χρήση της φωτογραφίας στα εργατικά «ατυχήματα».

γ) Τη σχετικά ισόποση κάλυψη των «μεγάλων ατυχημάτων», από άποψη χώρου που χρησιμοποίησαν οι εφημερίδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι την έκρηξη στην ΠΕΤΡΟΛΑ την κάλυψαν στις 2/9/1992 η Απογευματινή με 4 σελίδες, ο Ελεύθερος Τύπος με 6 σελίδες, το Έθνος με 7 σελίδες, Τα Νέα με 3 σελίδες, η Μεσημβρινή με 4 σελίδες, και με 5 η Ελευ-θεροτυπία.

Φυσικά και εδώ δεν λείπουν οι αντιπολιτευτικές ή συμπολιτευτικές τάσεις που εκφράζουν πολιτικά οι εφημερίδες, μόνο που έχουν τις σημαίες τους μεσίστιες. Ούτε βέβαια λείπουν οι ιδεολογικές «ουδετερότητες» στη χρήση της γλώσσας, κατά την κάλυψη των ειδήσεων που αφορούν τα εργατικά ατυχήματα, το αντίθετο μάλιστα, όπως αποδείχτηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, εκεί όπου έγινε λόγος για τη σημειολογία του θανάτου.

76

Page 77: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Το εργατικό κίνημα έχοντας πάντα υπόψη του ότι η λογική που προσδιορίζει τη μαζική επικοινωνία ευνοεί την αποτελεσματική διαχείριση και τον έλεγχο, παρά την μεταβολή και την αναδιάταξη του κοινωνικού συστήματος (Μακ Κουέιλ 1997: 60) θα πρέπει να αποκτήσει μια παρεμβατική πολιτική για το σύνολο των εργατικών ειδήσεων. Όσο αφορά τις ειδήσεις που σχετίζονται με εργατικά «ατυχήματα» μέσα στο παραπάνω γενικότερο πλαίσιο, εκτός των άλλων, επιβάλλεται η προσφυγή του σε πολυποίκιλη αναπαραγωγή των ειδήσεων ενημερωτικού χαρακτήρα, με τελικό αποδέκτη αυτής της αναπαραγωγής τους εργαζόμενους. Όπως επίσης επιβάλλεται η παρέμβασή του μαζί με τα συνδικαλιστικά όργανα των δημοσιογράφων σε όποιο μέσο χρησιμοποιεί την εργατική είδηση για σκοπούς αλλότριους από τους δικούς του. Χωρίς αυτή η πρόταση να προτείνει μία, έστω και εν σπέρματι, νέα μορφή ελέγχου της κοινής γνώμης αλλά και των απόψεων των δημοσιογράφων που χειρίζονται την εργατική είδηση. Επίσης πρέπει να παρεμβαίνει σε τυχόν φαινόμενα ολιγωρίας ή διαστρέβλωσης της εργατικής είδησης, που προέρχεται από τους εργατικούς συντάκτες. Και αν μεν τα τελευταία είναι προϊόντα άγνοιας, ας προσφύγει π.χ. μαζί με την ΕΣΗΕΑ σε επιμορφωτικά σεμινάρια των εργατικών συντακτών. Αν όχι ας πάρει τα μέτρα του, κι ας μην τα ρίχνουμε όλα στις πιέσεις των μεγαλοεκδοτών και των επιχειρηματιών, όπως επισήμανε και ο Ερίκ Ντιπέν, παλιός δημοσιογράφος της Λιμπερασιόν. Κατ’ εικόνα της κοινωνίας οι δημοσιογράφοι ζουν σ’ ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την έντονη υποχώρηση των ιδεολογιών. Ο Economistγια παράδειγμα, ένα περιοδικό στενά δεμένο με τους οικονομικούς κύκλους, δε διστάζει να φιλοξενήσει αιρετικές αναλύσεις, ακόμα και αν αντιτίθενται στοn φιλελευθερισμό. Στη Γαλλία, αντίθετα, παρατηρείται μια ισχυρή εσωτερί-κευση των κυρίαρχων ιδεολογιών(Petition, τα Νέα 9/04/1998). Στις μέρες μας ο δημοσιογράφος δεν δικαιούται να είναι «αντικειμενικός». Αντιθέτως, οφείλει να είναι εξοργισμένος και μαχόμενος, να δημιουργεί ο ίδιος κόσμο αξιών και αρ-χών.

Τέλος οφείλει το εργατικό κίνημα να κάνει επιμορφωτικά σεμινάρια στα μέλη του, ούτως ώστε οι ίδιοι οι συνδικαλιστές να αποτελούν πηγή πληροφόρησης για τους δημοσιογράφους. Εξηγώντας τους μέχρι και την απλή αναγκαιότητα ότι τα δελτία Τύπου που στέλνουν στα ΜΜΕ πρέπει να είναι λιτά και περιεκτικά, για να είναι ελκτικά και ικανά να αποτελέσουν αυτόνομο κείμενο που θα καταχωριστεί στις εφημερίδες. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί π.χ. το κείμενο του σωματείου του ΤΙΤΑΝ που δόθηκε στον Τύπο με αφορμή τον θάνατο του εργαζόμενου Παντελή Πετρίδη στις 2.11.’97 (Η Ημέρα, εφ. Πάτρας, 5.11.97). Γι’ αυτά όμως, εκτός των άλλων, χρειάζεται και η πολιτική βούληση, πράγμα που είναι ζήτημα του ίδιου του εργατικού κινήματος από τον εργάτη στην παραγωγή μέχρι τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλεξάτος Γ. 1997, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα, Αθήνα: Ρωγμή.

Αντόρνο Θ. 1989, Σύνοψη της πολιτιστικής βιομηχανίας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Barthes R. 1970, Mythologies, Paris: Seuil.

– 1972, Κριτική και Αλήθεια, Αθήνα: Καστανιώτης.

–1983, Φωτεινός Θάλαμος - Σημειώσεις για την Φωτογραφία, Αθήνα: Ράππας.

Caceres Β. 1981, Allons au-devant de la Vie, la naissance du temps des loisirs en

1936, Paris, Maspero.

Chomsky Ν. 1994, Ο έλεγχος των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, τα θεματικά

επιτεύγματα της προπαγάνδας, Αθήνα: Κουλτούρα.

– 1996, Κατασκευάζοντας συναίνεση, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Γκράμσι Α. 1985, Τα εργοστασιακά συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης,

77

Page 78: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Αθήνα: Στοχαστής.

– 1988, Αμερικανισμός και φoρντισμός, Αθήνα: Α/συνέχεια.

Debray R. 1997, Η Επιστήμη της Επικοινωνίας, Αθήνα: Λιβάνης.

DucIos D. 1984, La sante et le travail, Paris: Decouverte.

Δουκάκης Ντ. 1988, Εργασιακές σχέσεις, οικονομία και θεσμοί, Αθήνα: Οδυσσέας.

Έκο Ου. 1988, Η Σημειολογία στην καθημερινή ζωή, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Μαλλιάρης - Παιδεία.

Εντσεσμπέργκερ Χ. 1981, Για μια θεωρία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, Αθήνα: Επίκουρος.

Fiske J. 1992, Εισαγωγή στην επικοινωνία, Αθήνα: Επικοινωνία και Κουλτούρα.

Friedmann G. 1984, Πού τραβά η ανθρώπινη εργασία; Αθήνα: Κάλβος.

Κολιού Ν. 1988, Οι ρίζες του Εργατικού Κινήματος και ο «Εργάτης» του Βόλου, Αθήνα: Οδυσσέας.

Κομίνης Λ. 1990, Τα μυστικά της Δημοσιογραφίας, 2 τόμοι, Αθήνα: Καστανιώτης

Κομνηνού Μ. - Λυριντζής Χρ. (επιμ.), Μπένετ Τ., Στιούαρτ Χ., Γκάρμαν Ν., Ερευνητική Ομάδα Γλασκόβης, Σάμπα Φρ. κ.ά. 1989, Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Αθήνα: Παπαζήσης.

Κουκουλές Γ. 1984, Ελληνικά Συνδικάτα: Οικονομική αυτοδυναμία και εξάρτηση, 1938 - 1984, Αθήνα: Οδυσσέας.

Κουκουλές Γ., Τζαννετάκος Β. 1986, Συνδικαλιστικό κίνημα 1981 - 1986, Αθήνα: Οδυσσέας.

Λαφάργκ Π. 1981, Το δικαίωμα στην τεμπελιά, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος.

Λεμπέσης Ε. 1992, Κοινωνιολογία του Τύπου, Αθήνα: Αρσενίδη.

Λιάσκος Γ. 1992, Η ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος των δημοσίων υπαλλήλων, Αθήνα.

Λιβιεράτου Κ., Φραγκούλη Τ. (επιμ.), Κούλι, Παρκ, Λασγούελ, Λίπμαν, Μπούρστιν κ.ά. 1991, Το μήνυμα του Μέσου. Η έκρηξη της μαζικής επικοινωνίας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Λούξεμπουργκ Ρ. 1979, Μαζική απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα, Αθήνα: Κορονζής.

Μακ Κουέιλ Ντ. 1997, Εισαγωγή στη θεωρία της μαζικής επικοινωνίας, Αθήνα: Καστανιώτης.

Mangenot Μ. 1976, La comptabilite αυ service du capital, Paris: Citoyens.

Μανθούλη Ρ. 1983, Το κράτος της Τηλεόρασης, Αθήνα: Θεμέλιο.

Μαρξ Κ., 1984 Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο, Αθήνα: Θεμέλιο.

– 1996, Το Κεφάλαιο, τόμοι τρεις, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

78

Page 79: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Μπασκέ Φ., Σισόρ Τζ., Μπρουκς Μπ. 1990, Η Τέχνη της Δημοσιογραφίας, Αθήνα: Γνώμη.

Μητρόπουλος Α 1993, Εργασία και συνδικάτα στη μεταβιομηχανική κοινωνία, Αθήνα: Λιβάνης.

Montmollin Μ. 1986, L’ ergonomie, Paris: Decouverte.

Μοσκώφ Κ. 1988, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Αθήνα: Καστανιώτης.

Μπεναρόγια Α. 1975, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, Αθήνα: Ολκός.

Ντεμπόρ Γκ. 1986, Η κοινωνία του θεάματος, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος.

Προκόπ. Ντ. 1997, Η δύναμη των μέσων και η επίδρασή τους στις μάζες, Αθήνα: Λιβάνης.

Rifkin J. 1995, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, Αθήνα: Α Λιβάνης.

Σεραφεντινίδου Μ. 1987, Κοινωνιολογία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, Αθήνα: Gutenberg.

Smymis Κ. 1988, Travail et travailleurs dans les entrepriss de type artisanal et construction du sujet social, Paris VIII, Vincennes a Saint-Denis.

Σμυρνής Κ. 1991, «Νομαρχιακές Επιτροπές Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας», Ενημερωτικό Δελτίο Ι.Ν.Ε. ΓΣΕΕ, 10, 29-32.

– 2001, Εργατική Είδηση και Εργαζόμενοι, Αθήνα: Λιβάνης.

– 2002, «Συνθήκες Εργασίας στη Βιομηχανία», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τ. 108-109.

Στεφανίδης Γ. 1985, Συνδικαλιστική επιμόρφωση. Βοήθημα για την επιμόρφωση των εργαζομένων, Αθήνα: Γεν. Γραμ. Λαϊκής Επιμόρφωσης.

Tahar G. 1984, La reduction de la duree du travail, Paris: Decouverte.

Τζέρβις Τζ. 1970, Εργάτης και νεύρωση, Αθήνα: Στοχαστής.

Vίssery F. 1975, Le travail a temps partiel, Paris: Tema - Edίtions.

Χατζηβασιλείου Ορ., χ.χ., Συνδικαλισμ6ς και κοινωνική αντίδραση, Αθήνα: Οδυσσέας.

Ψαράκης Τ. 1993, Εφημερίδες και δημοσιογράφοι, Αθήνα: Λιβάνης.

Ψυχογιός Δ. 1992, Το αβέβαιο μέλλον του αθηναϊκού τύπου, Αθήνα: Δίαυλος.

 

ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Ασφάλεια και Υγεία στις κατασκευές, 1996, Αθήνα: Διεθνής Οργάνωση Εργασίας

Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας.

79

Page 80: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Ενημερωτικά Δελτία ΙΝ.Ε. ΓΣΕΕ., τεύχη: 6, 7, 1991, και 20, 1992.

Ερευνητική Ομάδα Εργαστηρίου Στοιχείων Μηχανών Τμήματος Μηχανολόγων

Πανεπιστημίου Πατρών 1987, Ασφάλεια των εργαζομένων στη βιομηχανία, Πάτρα.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή 1996, Υπόμνημα για την εκτίμηση των επαγγελματικών

κινδύνων, Αθήνα.

Ζορμπά K. 1997, Η κατάρτιση στους τομείς της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο

εργασίας, Αθήνα: ΕΛ.ΙΝ. Υ.Α.Ε

Κανονισμος Ασφαλούς Εργασίας 1990, Αθήνα: ΟΣΕ.

Μπαρπαγιάννη Ξ.-Τσαπόγα Φ. 2001, Η Νομαρχιακή Επιτροπή Υγιεινής και Ασφάλειας

των εργαζομένων στο Νομό Αχαΐας, ΤΕΙ Πάτρας, Διπλωματική εργασία στο Tμήμα Λογιστικής.

Μπράμη Σπ. 1996, Στατιστικές εργατικών ατυχημάτων στην Ελλάδα, Αθήνα: Ελληνικό

Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας.

Νομοθετήματα Εναρμόνισης του Εθνικού μας δικαίου προς τις κοινοτικές οδηγίες για

την Υγιεινή και Aσφάλεια των Εργαζομένων 1997, Αθήνα: Υπουργείο Εργασίας.

PIACT. Programme international pour l’ amelioration des conditions et du milieu de

travail (10 Avril – 13 Mai 1978), Organisation internationale du travail.

Σαραφόπουλος Ν. 1986, Προστασία, ασφάλεια και υγιεινή στην Εργασία, Αθήνα:

Υπουργείο Εργασίας.

Πανεπιστήμιο Πατρών, Οδηγός Yγιεινής-Aσφάλειας στην Εργασία, οι νέες θεσμικές

ρυθμίσεις, Πάτρα.

–, Πηγές πληρoφόρησης για θέματα υγιεινής και ασφάλειας στην εργασία - ΕΟΚ

Ευρωπαϊκές χώρες και Ελλάδα: Πάτρα.

Συμπόσιο για την Υγιεινή και Aσφάλεια στους τόπους δουλειάς 1987, Αθήνα: Εργατικό

Υπαλληλικό Κέντρο Αθήνας.

Συλλογική Νομολογίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας 1996, Αθήνα:

80

Page 81: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι Νοέμβριος 2011 b

Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας.

Υγεία και ασφάλε88ια στην εργασία 1987, Αθήνα: Υπουργείο Εργασίας.

Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες 1990, Αθήνα:

Υπουργείο Εργασίας.

2 Τις χρονιές 1989, 1990 και 1991 έγιναν αντίστοιχα 30.000, 28.000 και 25.000 περίπου εργατικά «ατυχήματα» με στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας.

3 Όταν χρησιμοποιείται η λέξη «σελίδα» αναφερόμενη στην κάλυψη της είδησης από άποψη χώρου δεν εννοεί υποχρεωτικά ολόκληρη τη σελίδα. Είναι όμως ο μόνος μετρήσιμος πρακτικά τρόπος που μπορούσε

να χρησιμοποιηθεί.

Δ. Διαφθορά και Αντιδιαφθορά

J. Auyero. ‘‘Από την οπτική γωνία του πελάτη’: Πώς οι φτωχοί αντιλαμβάνονται τον πολιτικό πελατειασμό’ (μετ. Στ. Σπανοδήμου)

81


Recommended