Transcript
Page 1: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ

ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

ΚΑΛΜΑΝΙΔΟΥ ΖΩΗ

Page 2: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

14 χρόνια πριν …

Page 3: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Το απόγευμα κυλούσε συνηθισμένα στην οδό Βενιζέλου σε μια επαρχιακή παραθαλάσσια πόλη, με τον πατέρα να διαβάζει την εφημερίδα του καθισμένος στον καναπέ του σαλονιού του, τη μητέρα να κεντάει τη μορφή της Παναγίας και το μικρό κοριτσάκι τους να παίζει με το γειτονόπουλο τους μπροστά στο τζάκι ένα παλιό επιτραπέζιο. Άρχισε να νυχτώνει σιγά σιγά και η μητέρα σηκώθηκε να ανάψει το φως όταν είδε μια κουκουβάγια να κάθεται στην βεράντα τους κοιτώντας προς το μέρος της, έκανε το σταυρό της και μουρμούρισε μια προσευχή. Η κυρία Έλλη ήταν άνθρωπος της εκκλησίας αλλά και προληπτική γι’ αυτό και από την ώρα που είδε αυτό το πουλί αν και έκανε τον σταυρό της δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται πως ίσως κάτι πολύ κακό να συμβεί. Στις ελληνικές παραδόσεις την κουκουβάγια την έχουν άμεσα συνδεδεμένη με τον θάνατο ειδικά αν κάθεται έξω από το σπίτι σου κοιτώντας το. Ο άντρας της την κοίταξε απορημένος με ένα βλέμμα αποδοκιμαστικό αλλά και συγχρόνως όλο τρυφερότητα για την αγαπημένη του σύζυγο. Ο Στέλιος μπορεί να μην πίστευε στα σημάδια της μοίρας όπως η γυναίκα του όμως περίμενε από μέρες αυτή τη στιγμή, τη διαισθανόταν.

Όλοι στη γειτονιά θαύμαζαν και ζήλευαν την αγάπη που έχει ο Στέλιος στην Έλλη ακόμα και μετά από εννέα χρόνια έγγαμου βίου. Η μικρή τους Αλκμήνη ήταν το άνθος ενός μεγάλου έρωτα, οι γονείς της γνωρίστηκαν σε μια πορεία που έκαναν όλοι οι φοιτητές και μέσα σε τρεις μήνες κιόλας παντρεύτηκαν. Η Αλκμήνη με την αθωότητα των παιδικών της χρόνων που τη διακρίνει συνέχεια ρωτούσε τον πιστό φίλο της αν όταν μεγαλώσουν θα την αγαπάει και αυτός τόσο πολύ και εκείνος της απαντούσε όλο καμάρι και με σοβαρό ύφος πως θα μοιάσει

Page 4: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

τον θείο του τον Βάγγο, δεν θα τον νοιάζει καμιά γυναίκα όπως λέει και θα είναι όλη την ώρα έξω με τους φίλους του, και τότε το κοριτσάκι με τις μακριές πλεξούδες θύμωνε και κατέβαζε απογοητευμένη τα μικρά της ματάκια και οι γονείς της χαμογελούσαν αθόρυβα.

Την ήσυχη ατμόσφαιρα τάραξε το απότομο φρενάρισμα δυο αυτοκινήτων έξω από το σπίτι. Ο Στέλιος έτρεξε γρήγορα προς το τζάμι και φώναξε στην γυναίκα του και κρύψει γρήγορα τα παιδιά. Ύστερα γύρισε προς εκείνη και της ζήτησε συγνώμη. Εκείνη του χαμογέλασε και του είπε ότι τον αγαπάει δίνοντας του ένα γρήγορο φιλί στα χείλη. Έφερε αμέσως στο μυαλό της την κουκουβάγια που είδε πριν λίγο και έκρυψε αμέσως τα παιδιά κάτω από το μεγάλο γραφείο στο σαλόνι αφού δεν προλάβαινε να κάνει κάτι άλλο. Πέντε άντρες εισέβαλλαν με μανία μέσα στο σπίτι σπάζοντας την πόρτα. Το ζευγάρι τους κοιτούσε τρομαγμένο και τους ικέτευαν να τους αφήσουν ήσυχους και με σπασμένη φωνή τους ρωτούσαν γιατί το έκαναν αυτό δίχως όμως να παίρνουν απάντηση. Οι τέσσερις από αυτούς έπιασαν το ζευγάρι για να μην μπορεί να ξεφύγει αλλά ούτε και να φωνάξουν για βοήθεια και ο πέμπτος τους πυροβόλησε πολλές φορές ωσότου έπεσαν αιμόφυρτοι στο πάτωμα. Έριξαν μια γρήγορη ματιά τριγύρω τους και αφού μπήκαν στα αμάξια τους έφυγαν όσο γρήγορα ήρθαν.

Τα δυο παιδιά τα είδαν όλα από μια χαραμάδα στο γραφείο .Το αγόρι κρατούσε κλειστό το στόμα του κοριτσιού για να μην ακουστεί η κραυγή της και τους προδώσει και την είχε συνέχεια μέσα στην αγκαλιά του. Δεν βγήκαν ακόμα και όταν εκείνοι έφυγαν, φοβόντουσαν να κάνουν έστω και ένα βήμα μήπως και ξαναέρθουν τους δουν και έχουν και αυτοί την ίδια τύχη με τους γονείς της. Έβλεπαν ξανά και ξανά τη σκηνή τα διαδραματίζεται μπροστά στα ματιά τους, να τους πυροβολούν ανελέητα χωρίς ίχνος οίκτου στα μάτια τους. Όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα, δεν πρόλαβαν ούτε καν να αντιδράσουν, εκείνοι οι άνθρωποι ήρθαν μόνο για αυτό το σκοπό και έφυγαν ολοκληρώνοντας την δουλειά τους. Φορούσαν κουκούλες στο πρόσωπο και μαύρα ρούχα, και είχαν

Page 5: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

γάντια στα χέρια τους. Δεν μπορούσαν να δουν το μίσος στο πρόσωπό τους όμως ένιωθαν όλη την κακία τους.

Τα παιδιά έμειναν για ώρες εκεί αμίλητα ασάλευτα ώσπου ήρθε ο πατέρας του μικρού αγοριού να τον πάρει γιατί είχε ήδη νυχτώσει για τα καλά και αφού ο μικρός δεν είχε ακόμα εμφανιστεί σπίτι εκείνος ανησύχησε και βρήκε να τον βρει. Φυσικά το πρώτο μέρος που θα έψαχνε ήταν το σπίτι των Αναστασίου αφού ο γιος τους περνούσε πολλές ώρες της ημέρας εκεί. Από το κεφαλόσκαλο φώναζε το όνομα του Στέλιου και αφού είδε την πόρτα ανοιγμένη άρχισε να ανησυχεί ακόμα περισσότερο. Έσπρωξε την μισάνοιχτη πόρτα και προχώρησε προς το πρώτο δωμάτιο που ήταν το σαλόνι όπου και είδε τους δυο φίλους του πεσμένους στο πάτωμα μέσα στα αίματα. Σήκωσε αμέσως το ακουστικό και πήρε τηλέφωνο την αστυνομία εκλιπαρώντας τους να έρθουν γρήγορα .Τότε άκουσε μια μικρή φωνούλα να φωνάζει «μπαμπά» και γύρισε προς το γραφείο. Πέταξε το ακουστικό και είδε τον γιο του που ήταν όρθιος δίπλα στο γραφείο. Πήγε δίπλα του τον αγκάλιασε τον φίλησε και τον παρατήρησε εξεταστικά μήπως έπαθε τίποτα. Η Αλκμήνη είχε μείνει ακόμα κάτω από το γραφείο και έτρεμε, την σήκωσε στην αγκαλιά του και την φίλησε και τότε πρόσεξε πως στο μέτωπο της είχε πεταχτεί από την χαραμάδα μια σταγόνα αίμα, τη σκούπισε και την έβαλε να κάτσει στον καναπέ που πριν λίγες ώρες καθόταν ο πατέρας της αμέριμνος. Τότε εκείνη σηκώθηκε και με τις λιγοστές δυνάμεις που της είχαν απομείνει πλησίασε τους γονείς της και τους κράτησε τα γεμάτα αίματα χέρια τους όσο ο κυρ Στέφανος ρωτούσε το γιο τους αν είναι σίγουρα καλά.

Σε λίγα λεπτά ήρθε και η αστυνομία που τα έχασε όταν μπήκε στο σπίτι και είδε το σκηνικό. Τους ζήτησαν να απομακρυνθούν και τότε ήρθε και η κυρία Στέλλα η μητέρα του μικρού αγοριού που πήρε τα δυο μικρά στην αγκαλιά της κλαίγοντας για το άτυχο ζευγάρι που είχε μέσα στην καρδιά της. Ο αστυνόμος ρώτησε τον κύριο Στέφανο αν ήξερε κάτι για αυτήν την κατάσταση αλλά εκείνος κουνούσε απορημένος τους

Page 6: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

ώμους του . Τους είπε μόνο πως ήρθε για να πάρει το γιο του και αμέσως τους ειδοποίησε. Τότε ο αστυνομικός του ζήτησε ευγενικά να έρθει στο τμήμα με τα παιδιά για να του πάρουν κατάθεση και να δουν ειδικοί παιδοψυχολόγοι τα μικρά.

Από το τμήμα ειδοποίησαν και τον παππού και τη γιαγιά της μικρής. Όταν η γιαγιά της έμαθε τα δυσάρεστα νέα σωριάστηκε ανήμπορη στο πάτωμα και οι αστυνομικοί έτρεξαν να τη συνεφέρουν. Οι παιδοψυχολόγοι δεν μπορούσαν να κάνουν τα παιδιά να ανοιχτούν έστω και λίγο γι’ αυτό και τα άφησαν στις αγκαλιές του Στέφανου και της Στέλλας και κοιτάνε το ένα το άλλο με τα μελαγχολικά ματάκια τους. Ο παππούς του κοριτσιού όταν έμαθε που είχαν την εγγονή του έτρεξε αμέσως να την δει όμως όταν έξω από το τζάμι την είδε σε αυτήν την κατάσταση λύγισε και πήγε να κλάψει μόνος του σε ένα απομακρυσμένο γραφείο. Μετά από λίγες ώρες η γιαγιά της πήγε να πάρει την Αλκμήνη στο δικό τους σπίτι αλλά εκείνη δεν έφευγε δίπλα από τον φίλο της που την είχε τόσες ώρες προστατευμένη στα χεράκια του και τότε η κυρία Στέλλα της είπα πως ήταν καλύτερα να μείνει σπίτι τους για λίγες μέρες μέχρι να συνέλθει και εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι και αφού την ευχαρίστησε για την στήριξη στην εγγονή της έφυγε για το σπίτι της.

Μετά από δυο μέρες και αφού έγιναν τα απαραίτητα όπως ο ιατροδικαστικός έλεγχος, καταθέσεις γειτόνων, που δεν άκουσαν και δεν είδαν τίποτα, και αφού ολοκληρώθηκε και η έρευνα στο σπίτι του φονικού έγινε η κηδεία του άτυχου ζεύγους. Τα παιδιά δεν αποχωρίζονταν το ένα το άλλο, είχε πολύ κόσμο και όλοι προσπαθούσαν να μάθουν λαίμαργα αν υπήρχαν νέα για τους φόνους. Ποτέ πριν δεν είχε γίνει κάτι παρόμοιο στην μικρή τους κοινωνία και τώρα ήταν ανάστατοι. Η γιαγιά ξέσπασε σε λυγμούς και έπεφτε στην αγκαλιά του άντρα της κάθε λίγα βήματα, η Αλκμήνη περνούσε βουβά το δράμα της και αυτό έκανε τον παππού της να ανησυχεί. Δεν έκλαψε καθόλου από τότε που την βρήκαν, δεν μίλησε δεν έκανε τίποτα για να ξεσπάσει. μονάχα

Page 7: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

καθόταν ήσυχη και σιωπηλή στο κρεβατάκι της και ούρλιαζε μέσα στον ύπνο της.

Οι μέρες περνούσαν και ο παππούς και η γιαγιά του κοριτσιού αποφάσισαν να φύγουν από εκείνο το μέρος. Έτσι πήγαν στο σπίτι των παιδιών τους μάζεψαν κάποια πράγματα και αφού τακτοποίησαν και τις τελευταίες εκκρεμότητες πήραν την μικρή από τους γείτονες και πήγαν σε κάποια άλλη πόλη αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Η Αλκμήνη δεν ήθελε με τίποτα να φύγει αλλά καταλάβαινε ότι έπρεπε, πήγε στο δωμάτιο του φίλου της για να τον αποχαιρετήσει. Εκείνος την περίμενε , κρατούσε ένα όμορφο δαχτυλίδι στα χέρια του.

«Ήταν της γιαγιάς μου και λίγο πριν πεθάνει μου είπε να το δώσω σε αυτήν που θα μου πει η καρδιά μου. Θέλω να το έχεις εσύ, έτσι δεν θα σου λείπω και πάντα θα είμαι δίπλα σου. Όταν μεγαλώσω σου υπόσχομαι ότι θα έρθω να σε βρω και θα σε πάρω και θα φύγουμε μαζί, αυτό το δαχτυλίδι θα μου δείξει το δρόμο σε σένα γι’ αυτό να μην το χάσεις ποτέ. Να με περιμένεις».

Της έβαλε το δαχτυλίδι στην παλάμη της και της έκλεισε σφιχτά το χέρι. Εκείνη τον ευχαρίστησε δίνοντας του ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο και έφυγε κλαίγοντας από δίπλα του και μπήκε στο αμάξι του παππού της, ούτε οι γονείς του αγοριού δεν μπόρεσαν να την χαιρετήσουν γιατί ήξεραν πως θα την έκαναν να αισθανθεί χειρότερα γι’ αυτό και αρκέστηκαν απλά στο να της κουνήσουν το χέρι τους λέγοντάς την να προσέχει. Εκείνη όμως κοιτούσε μόνο εκείνον που την έβλεπε κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα του δωματίου του.

Εκείνη τότε έντεκα χρονών και εκείνος δεκατρία κι όμως ένιωθαν σαν να είχαν μεγαλώσει απότομα και η Αλκμήνη περίμενε από εκείνον να τηρήσει την υπόσχεση που της έδωσε εκείνο το πρωινό κοιτώντας την εναλλαγή των χρωμάτων πάνω στο διαμάντι που είχε το δαχτυλίδι που το είχε σαν φυλαχτό.

Page 8: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

14 χρόνια αργότερα …

Page 9: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ολόκληρο το αστυνομικό τμήμα είναι ανάστατο μετά την τελευταία δολοφονία που παραμένει ανεξιχνίαστη. Ο ανώτερος αστυνομικός δεχόταν αδιαμαρτύρητα την επίπληξη των ανωτάτων αστυνομικών και εκείνος με τη σειρά του έκανε τις παρατηρήσεις τους στους κατωτέρους σχεδόν σε υβριστικό τόνο καθώς έψαχνε τους φακέλους με τις καταθέσεις των μαρτύρων . Η υπόθεση αφορούσε μια νεαρή ιερόδουλη η οποία βρέθηκε πνιγμένη στην μπανιέρα του σπιτιού της ντυμένη και βαμμένη.

Ο μόνος που φαινόταν ανεπηρέαστος από την όλη κατάσταση ήταν ένας νεαρός αστυνομικός μόλις είκοσι επτά χρονών. Καθόταν στην αναπαυτική καρέκλα του και έπαιζε με το αντί στρες μπαλάκι του σιγοτραγουδώντας μια παλιά ροκ μπαλάντα και κοιτώντας συγχρόνως τις φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος. Ο αστυνόμος Μάνος Μάρκου μπορεί να έχει την εικόνα του ανέμελου και ανεύθυνου αστυνομικού στην πραγματικότητα όμως είναι ένας από τους καλύτερους στη δουλειά του, πρωταθλητής στο kick boxing και το taekwondo, είχε από τις καλύτερες βαθμολογίες στη σχολή του και με ανεπτυγμένη αρκετά την έκτη αίσθηση, έξυπνος, όμορφος και με ένα μοναδικό τρόπο να τα παρουσιάζει όλα απλούστερα. Είχε πολλές επιτυχίες στη δουλεία του χωρίς να υπερηφανεύεται ποτέ, γι’ αυτό ίσως είναι και αυτός ένας λόγος που ήταν σχεδόν σε όλους τόσο αγαπητός.

Τα τηλέφωνα πήραν πάλι φωτιά και όλοι φόρεσαν τα μπουφάν τους και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Έγινε και άλλος ένας φόνος λίγα χιλιόμετρα μακριά από το τμήμα σε ένα μεγάλο χωριό και ο διοικητής διέταξε τον Μάνο να πάει με τους άλλους αστυνομικούς και αυτός τους ακολούθησε με το περιπολικό του. Οδηγούσε όπως πάντα γρήγορα αλλά προσεχτικά και στο μυαλό του είχε συνέχεια τον προηγούμενο φόνο νιώθοντας πως κάτι του είχε ξεφύγει. Πάντα έδινε μεγάλη σημασία στο ένστικτο του και αυτό τον βοηθούσε στις πιο δύσκολες καταστάσεις.

Page 10: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Έτσι γρήγορα πέρασε η ώρα μέχρι το χωριό. Κόντευε να ξημερώσει και φυσούσε αρκετά, μέσα φθινοπώρου!

Προχώρησε αργά προς στην τοποθεσία γιατί ήταν γεμάτο το μέρος από περίεργους περαστικούς. Το μέρος που έγινε το έγκλημα ήταν μια σχολή πολεμικών τεχνών, το θύμα ήταν ένας ηλικιωμένος γύρω στα εβδομήντα και δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας από κάποιο άγνωστο άτομο, τον βρήκε το πρωί η εγγονή του όταν πήγε να ανοίξει τη σχολή. Έριξε μια προσεκτική ματιά στο χώρο και εν συνεχεία στο θύμα. Του έκανε εντύπωση η ηρεμία του προσώπου του και η νεανική όψη του. Τον κοίταζε για αρκετή ώρα και ήταν σίγουρος πως από κάπου τον ήξερε, «ίσως να ήταν σε κάποιους από τους αγώνες που έπαιξα» σκέφτηκε και απομακρύνθηκε. Τον είχαν πυροβολήσει σε διάφορα μέρη του σώματος του αλλά αίμα δεν υπήρχε τριγύρω, πιθανότατα θα το είχε καθαρίσει ο δράστης, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί το λόγο που θα έκανε κάτι τέτοιο. Η σήμανση έλαβε αμέσως δράση και εκείνος έκανε να φύγει αλλά η ματιά του έπεσε σε μια κοπέλα σκυφτή λίγα μέτρα μακριά του, έξω από τη σχολή να κρύβει το πρόσωπο της με τα τρεμάμενα χέρια της για να μη δείξει τον πόνο της. Σκέφτηκε πως θα είναι μάλλον η εγγονή του και έμεινε εκεί να την κοιτάζει ως τη στιγμή που ο συνέταιρός του, του είπε πως πρέπει να πάνε στο τμήμα. Στο δρόμο της επιστροφής ρώτησε τον συνέταιρό του για εκείνη την κοπέλα και εκείνος του απάντησε πως ήταν πράγματι η εγγονή του και πως ο παππούς της ήταν ο μοναδικός συγγενής που της είχε απομείνει. Οδηγούσε και από τον καθρέφτη κοιτούσε προς τα πίσω την κοπέλα. Μπορεί να μην μπορούσε να δει το πρόσωπο της αλλά κάτι τον έκανε να θέλει να πει δίπλα της και να την παρηγορήσει κάτι που ποτέ δεν έχει νιώσει ως τότε, σε καμιά άλλη υπόθεση.

Πήγε πίσω στο τμήμα ενημέρωσε τον προϊστάμενο του και εκείνος αφού άκουσε τα βασικά υπέθεσε ότι δεν πρόκειται για τον ίδιο δολοφόνο με την προηγούμενη φορά αφού δεν είχε το ίδιο στυλ και καθησυχάστηκε, δεν θα ήθελε με τίποτα να μάθει πως υπάρχει ένας κατά

Page 11: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

συρροή δολοφόνος στην πόλη. Έτσι είπε στον Μάνο και τον συνάδελφό του πως καλύτερα να ασχοληθούν με την προηγούμενη υπόθεση και αυτήν να την αναλάβουν άλλοι συνάδελφοι του. Για έναν ηλικιωμένο που δολοφονήθηκε δεν θα έδινε κανείς τόσο μεγάλη σημασία αλλά στην περίπτωση της ιερόδουλης ξεσηκώθηκαν πολλές κοπέλες που έκαναν την ίδια δουλεία και κατηγόρησαν τους αστυνομικούς για εσκεμμένη ολιγωρία που δήθεν βασίζεται σε ρατσισμό ως προς το επάγγελμα τους.

Γύρισε στο σπίτι του και αφού απόλαυσε ένα ζεστό μπάνιο έπεσε για ύπνο έχοντας στο μυαλό του την εικόνα εκείνης της κοπέλας που είδε το πρωί. Από το βαθύ του ύπνο τον έβγαλε το τηλεφώνημα της μητέρας του που τον υπενθύμιζε το αποψινό οικογενειακό τραπέζι. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί αλλά δεν τα κατάφερε και έτσι σηκώθηκε και έκανε έναν δυνατό καφέ για να ξυπνήσει κοιτάζοντας παράλληλα το εξώφυλλο της χθεσινής εφημερίδας. Είχε πολύ δρόμο μπροστά του και για να μην αργήσει πάλι ως συνήθως, ετοιμάστηκε και έφυγε νωρίτερα. Το πατρικό του απείχε γύρω στις δυόμιση ώρες από το σπίτι του και κανονικά θα είχε φύγει από την προηγούμενη μέρα για να μην τρέχει τελευταία στιγμή αλλά λίγο πριν ξεκινήσει τον ενημέρωσαν πως έπρεπε να αντικαταστήσει κάποιον που αρρώστησε στο τμήμα και έτσι τα σχέδια άλλαξαν

Στο πατρικό του ήταν μαζεμένοι όλοι, οι αδερφές του, οι γαμπροί του, τα ανιψιά του και φυσικά οι γονείς του. Στην επέτειο των γονιών του ήταν παράδοση να μαζεύονταν όλοι να το γιορτάζουν. Μια αγαπημένη και δεμένη οικογένεια! Τα ανίψια του τον λάτρευαν γιατί πάντα όταν έβρισκε χρόνο πήγαινε και τα έβλεπε, τους ψώνιζε ρούχα και παιχνίδια αλλά η αγαπημένη τους ώρα ήταν αυτή που τα έλεγε αστυνομικές ιστορίες, καθόντουσαν και με πολύ προσοχή ρουφούσαν όσα τους έλεγε. Έτσι κι έγινε και εκείνο το βράδυ. Αφού οι μεγάλοι ήπιαν και γλέντησαν ήρθε η ώρα να πάνε τα παιδιά για ύπνο και τότε

Page 12: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

πήγε και ο Μάνος και τα είπε, αντί για παραμύθι, μια αστυνομική ιστορία. Όταν μετά από πολύ ώρα αποκοιμηθήκαν, εκείνος κατέβηκε στα κάτω δωμάτια που ήταν όλοι μαζεμένοι και συζητούσαν, και το θέμα συζήτησης από τα πολιτικά πήρε άλλη τροπή και έγινε η αποκατάσταση του αγαπημένου τους γιου ο οποίος δήλωνε αμετανόητος εργένης. Στο Μάνο άρεσε να μένει μόνος τους και όταν τον ρωτούσαν αν θα ήθελε παιδιά αυτός τους απαντούσε «να’ ναι καλά τα ανίψια» και χαμογελούσε όλο καμάρι. Και έτσι η μητέρα του έμεινε με το παράπονο για μια ακόμα νύχτα και μετά από τόσο ποτό πήγαν όλοι για ύπνο ευχαριστημένοι και λιγουλάκι μεθυσμένοι.

Το πρωί ο Μάνος έφυγε πιο νωρίς από όλους γιατί είχε να παρουσιαστεί νωρίς στο τμήμα. Η μητέρα του το ήξερε και τον περίμενε με μια μεγάλη σακούλα στο χέρι γεμάτη φαγητά. Τον αποχαιρέτησε με ένα γλυκό φιλί και του ζήτησε να προσέχει για χιλιοστή φορά.

Στο τμήμα κυριαρχούσε ο γνωστός πανικός αλλά εκείνος μετά από τρεις περίπου ώρες που διάβαζε ξανά και ξανά τους φακέλους κάποιων από τους γνωστούς πελάτες του πρώτου θύματος. Πήγε να γεμίσει την κούπα με τον καφέ του και τότε την ξαναείδε. Αρχικά δεν την γνώρισε, μόνο την ένιωσε σαν ένα ανάλαφρο αεράκι . Βγήκε από το γραφείο του ανώτερου αστυνομικού που είχε πάει να δώσει ξανά κατάθεση και την είδε να περπατάει στο διάδρομο. Περνώντας από δίπλα του τον κοίταξε με ένα διαπεραστικό βλέμμα και απομακρύνθηκε. Πρώτη φορά είδε το πρόσωπο της , τα ματιά της…

Ρώτησε έναν συνάδελφο του για το ποια ήταν αυτή η κοπέλα και εκείνος του απάντησε « η εγγονή εκείνου του καρατερίστα που σκότωσαν. Ωραίο γκομενάκι ε;» και του γέλασε πονηρά.

Εκείνος προχώρησε ασυναίσθητα προς το παράθυρο και την είδε να κατευθύνεται στο παρκάκι που ήταν απέναντι και να κάθεται σε ένα απόμερο παγκάκι. Τότε τα βήματα του τον οδήγησαν και εκείνον εκεί, σε

Page 13: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

εκείνη. Την πλησίασε σιγά και την είδε που έκλαιγε σιγανά και κρυφά. Της έδωσε ένα χαρτομάντιλο και κάθισε δίπλα της. Ένιωθε μια ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί του και δεν μπορούσε να αρθρώσει καμιά λέξη. Κάθισε εκεί, απλά δίπλα της και της κρατούσε συντροφιά χωρίς να πει λέξη ούτε αυτός αλλά ούτε και εκείνη. Μετά από λίγα λεπτά εκείνη σηκώθηκε και έφυγε λέγοντας του ένα μόνο «ευχαριστώ» και εκείνος έμεινε εκεί να την κοιτάει να απομακρύνεται και να ευφραίνεται το γλυκό και διακριτικό άρωμα της.

Όταν γύρισε στο τμήμα πήγε κατευθείαν στο γραφείο του διοικητή και τον παρακάλεσε να αναλάβει εκείνος την υπόθεση

«Σε παρακαλώ αρχηγέ θέλω να μου δώσεις αυτήν την υπόθεση ξέρεις πως δεν θα σε απογοητεύσω»

Όμως εκείνος με το σοβαρό και επιβλητικό του ύφος του αρνήθηκε. Δεν ήταν ότι δεν τον εμπιστευόταν, το αντίθετο μάλιστα, απλά θεωρούσε πως ένας τόσο καλός αστυνομικός θα έπρεπε να ασχοληθεί με μια πιο σημαντική κατά τη γνώμη του υπόθεση. Ο Μάνος δεν δεχόταν όμως την άρνηση του και του έκανε μια πρόταση.

«Αφού αυτός είναι ο λόγος που μου αρνείσαι τότε σου δίνω το λόγο μου πως δεν θα παραμελήσω καθόλου τον προηγούμενο φόνο και θα συνεχίσω να τον ερευνώ. Στο κάτω κάτω ποτέ πριν δεν σου έχω ζητήσει καμιά χάρη και νομίζω ότι το αξίζω να δεχτείς αυτό που σου ζητώ τώρα».

Με τα πολλά ο διοικητής δέχτηκε και ο Μάνος κάθισε ευχαριστημένος στο γραφείο του που ήταν γεμάτο με τις αναφορές τον αστυνομικών, τις καταθέσεις των μαρτύρων και φωτογραφίες από τον πρόσφατο τόπο του εγκλήματος. Κοιτούσε πρώτα τις φωτογραφίες πίνοντας από τον ζεστό καφέ του που έβαζε πάντα σε μια κούπα με παιδικά σχεδία που του την χάρισε η ανιψιά του όταν εκείνος πήρε προαγωγή. Στην αρχή γελούσε μαζί του όλο το τμήμα αλλά εκείνος την κρατούσε όλο περηφάνια. Στη συνέχεια διάβασε τις καταθέσεις γειτόνων που όλες έλεγαν το ίδιο πράγμα «δεν είδα και δεν άκουσα τίποτα».

Page 14: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Τελευταία ήρθε στα χέρια του η κατάθεση της εγγονής και τη διάβασε προσεχτικά:

«Κατέβηκα όπως κάθε πρωί κάτω στη σχολή για να ανοίξω τα παράθυρα να αεριστεί και εν συνεχεία να καθαρίσω, όταν όμως πήγα μέσα όλα τα παράθυρα ήταν ανοιχτά και έκανε ψύχρα. Η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η ληστεία αλλά μετά σκέφτηκα ότι αν ήθελαν να κλέψουν θα άνοιγαν μόνο ένα παράθυρο κι όχι όλα μαζί. Προχώρησα προς την πόρτα για να δω αν ήταν και αυτή ανοιχτή και τότε είδα τον παππού μου ξαπλωμένο στο πάτωμα. Δεν είδα από μακριά καθόλου αίματα και φαντάστηκα ότι τον έπιασε η καρδιά του. Πήγα τρέχοντας δίπλα του και τότε πρόσεξα ότι τον είχαν πυροβολήσει. Έβαλα το χέρι μου στο λαιμό του ψάχνοντας για σφυγμό αλλά δεν ένιωθα τίποτα, σηκώθηκα με όση δύναμη μου είχε απομείνει και κάλεσα την αστυνομία. Στους αστυνομικούς είπα πως δεν αντιλήφθηκα τίποτα νωρίτερα. Ο παππούς μου κλειδώνει κάθε βράδυ τη σχολή και πηγαίνει στον πρώτο όροφο όπου και μένει. Εγώ μένω στον δεύτερο αλλά ειλικρινά δεν άκουσα κανένα θόρυβο, κανένα πυροβολισμό, ούτε καν φωνές.».

Η ματιά του πήγε πιο κάτω στο όνομα της κοπέλας και τότε η κούπα έγινε ξαφνικά τόσο βαριά που δεν μπορούσε να τη σηκώσει με αποτέλεσμα να πέσει στο πάτωμα, να σπάσει και να χυθεί ο λιγοστός καφές που είχε απομείνει μέσα. Το όνομα της κοπέλας ήταν Αλκμήνη Αναστασίου. Κοιτούσε και ξανακοιτούσε το όνομα μήπως διάβαζε λάθος αλλά δεν έκανε. Και ξαφνικά ήρθε στο μυαλό του η εικόνα μιας κοπέλας με μακριά μαλλιά και καστανά σπινθηροβόλα μάτια. Πως ήταν δυνατό να μην μπορούσε να αναγνωρίσει αυτά τα ματιά από την αρχή; Τώρα κατάλαβε γιατί ένιωθε έτσι κάθε φορά που την έβλεπε, η καρδιά την θυμόταν τα μυαλό όμως είχε αρχίσει να την ξεχνάει. Η μοίρα διάλεξε αυτό το χρόνο για να τη φέρει δίπλα του ίσως γιατί τώρα τον είχε περισσότερο ανάγκη από ποτέ, τώρα που νόμιζε πως έμεινε ολομόναχη. Θυμήθηκε την υπόσχεση που της είχε δώσει κάποτε όταν ήταν παιδιά,

Page 15: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

μια υπόσχεση που είχε σχεδόν ξεχάσει και η μοίρα φρόντισε να του τη θυμίσει φέρνοντας τον πάλι κοντά της.

Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε πως είχε ακούσει από έναν συνάδελφο ότι επειδή αυτός ο φόνος έγινε σε ένα χωριό λίγο μακριά από εδώ κανονικά ήταν στην δικαιοδοσία του αστυνομικού τμήματος της διπλανής πόλης όμως από ένα γραφειοκρατικό λάθος ήρθε η υπόθεση στα χέρια του, εκείνος όμως δεν είχε ξανακούσει να έχει γίνει ποτέ ξανά κανένα παρόμοιο λάθος.

Άρχισε να σκέφτεται πως θα της αποκαλύψει ότι είναι εκείνος, εκείνος που ήταν μαζί της εκείνη την εφιαλτική νύχτα, εκείνος που την προστάτεψε εκείνο το βράδυ (γιατί αν δεν της είχε κλείσει το στόμα με τα χέρια του, θα άκουγαν της φωνές της και θα την σκότωναν και αυτήν), εκείνος που ήθελε να τηρήσει την υπόσχεση του. Αποφάσισε πως θα άφηνε τον χρόνο να δείξει αλλά ήθελε οπωσδήποτε να την ξαναδεί. Έσβησε το τσιγάρο που κρατούσε και πήρε το περιπολικό για να πάει σπίτι της με την πρόφαση ότι θα έπρεπε να ελέγξει ξανά το χώρο.

Page 16: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Αλκμήνη

Ποιος να ήταν άραγε εκείνος στο πάρκο; Θεέ μου ήταν τόσο γοητευτικός και τρυφερός. Κι ο τρόπος που με κοιτούσε… Από την στιγμή που γύρισα σπίτι δεν μπορώ να τον βγάλω από τη σκέψη μου. Το βλέμμα του ήταν όλο συμπόνια σαν να με καταλάβαινε όμως δεν μπορεί να ήταν

δυνατό αφού ούτε καν με γνωρίζει. Η ανατριχίλα που προκάλεσε στο σώμα μου όταν κάθισε δίπλα μου με έκανε να βγω από το λήθαργο που

βυθιζόμουν τόσες μέρες. Άραγε να το ένιωσε κι εκείνος; Γιατί να μην τον είχα συναντήσει νωρίτερα; Να μην με είχε δει σε αυτήν την κατάσταση.

Αλλά τι σημασία έχει; Μήπως θα τον ξαναδώ; Αχ… μακάρι να τον ξαναδώ!!! Έστω για λίγα λεπτά όπως σήμερα.

Page 17: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Χτύπησε το κουδούνι και αρχικά δεν πήρε καμιά απάντηση, την ώρα που έκανε να φύγει άκουσε μια φωνή από μέσα να του λέει πως είναι κλειστά. Εκείνος τότε της φώναξε πως είναι της αστυνομίας και τότε εκείνη άνοιξε την πόρτα. Ήταν ντυμένη στα μαύρα και φαινόταν πολύ χλωμή.

«Ελπίζω να μην ενοχλώ» της αποκρίθηκε«Δεν ενοχλείτε αστυνόμε, περάστε»Η Αλκμήνη έμεινε άναυδη, η προσευχή της εισακούστηκε και τώρα

είναι εκείνος ξανά δίπλα της και αυτή τη φορά της μιλάει.Δεν το πίστευε ότι τον ξαναέβλεπε μπροστά της.«Ήρθα για να ρίξω άλλη μια ματιά στο χώρο και αν γίνεται και στο

σπίτι του παππού σας μήπως βρω κάτι που μπορεί να μου ήταν χρήσιμο στη έρευνα»

Τότε εκείνη γυρνώντας του την πλάτη του έκανε νόημα να περάσει μέσα. Του έκαναν εντύπωση η τοιχογραφίες που είχε στη σχολή

«Είναι κινέζικα σύμβολα και γράμματα. Η καταγωγή των προγόνων του παππού μου είναι από την Κίνα και προσπαθούσε και ο ίδιος να διατηρήσει όσο καλύτερα γίνεται την επαφή με τις ρίζες του.»

«Γι’ αυτό και ασχολήθηκε με αυτό το επάγγελμα» « Aσχολήθηκε με τις πολεμικές τέχνες γιατί του άρεσαν, ίσως να

τραβάει το αίμα. Ποιος ξέρει.»«Ασχολείσαι και εσύ; Γιατί εγώ ναι. Έχω πάρει μέρος σε πολλούς

αγώνες έχω κερδίσει και βραβεία»«Εμένα δεν με ενδιαφέρουν τα βραβεία» του είπε αποδοκιμαστικά.Δεν ξέρει γιατί της είπε για τα βραβεία, αφού ποτέ δεν του άρεζε να

κοκορεύεται για τον εαυτό του, όμως η επίκριση που φαινόταν στο βλέμμα της όταν της το είπε τον έκανε να νιώσει ανόητος.

«Στην κατάθεση σου λες πως σου φάνηκε παράξενο που ήταν όλα τα παράθυρα ανοιχτά. Αποκλείεται να τα άνοιξε ο παππούς σου και έτσι να βρήκε ευκαιρία να μπει μέσα ο δράστης;»

Page 18: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Εδώ και εφτά χρόνια τα ανοίγω πάντα εγώ το πρωί πριν ξεκινήσω εξάσκηση»

«Σκέφτηκες μήπως το ενδεχόμενο ο παππούς σου να είχε μπλέξει με παράνομους αγώνες ή στοιχήματα;»

«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Ο παππούς μου ήταν πολύ αδύναμος για να ασχοληθεί με τέτοια στην ηλικία του. Άλλα και ούτε και θα έστελνε μαθητή του σε τέτοιους αγώνες, όχι γιατί είναι παράνομοι, αλλά επειδή ένας φίλος του είχε μπλέξει πολύ παλιά με αυτά και τον “έφαγαν”.»

«Από την πληγή της σφαίρας φαίνεται ότι τον πυροβόλησαν από λίγο μακριά. «

«Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο παππούς μου είναι άριστος γνώστης πολεμικών τεχνών, θα μπορούσε εύκολα να τον αφοπλίσει αν ήταν κοντά.»

Κοίταξε ξανά τον χώρο και πρόσεξε πως ένα μικρό παράθυρο είχε παραβιασμένη την κλειδαριά του.

«Ήταν από παλιά χαλασμένη αυτή η κλειδαριά;»« Όχι, είμαι σίγουρη. Τσεκάρω συνέχεια την ασφάλεια αυτού του

χώρου»«Τότε μόλις βρήκαμε το σημείο από όπου μπήκε μέσα ο

δολοφόνος, και αφού διάρρηξε την κλειδαριά σημαίνει ότι όλα τα παράθυρα ήταν αρχικά κλειστά, και μετά τα άνοιξε αυτός. Για ποιο λόγο όμως να μπει σε αυτήν την διαδικασία; Μου φαίνεται παράλογο.»

«Και το ότι σκότωσε τον παππού μου φαίνεται παράλογο αλλά από ότι φαίνεται δεν έχει σημασία. Κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν λόγο που σκοτώνουν» του είπε και έσκυψε το κεφάλι θυμούμενη τους γονείς της.

« Κάποιες στιγμές δείχνεις σαν να μην περιμένεις ότι θα βρούμε τον δολοφόνο»

«Το ξέρω πως δεν θα τον βρείτε. Όπως δεν βρήκατε ποτέ τους δολοφόνους των γονιών μου»

Page 19: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

« Λυπάμαι», της έπιασε το χέρι απαλά και εκείνη τραβήχτηκε ντροπαλά.

Εκείνος αντιλήφθηκε ότι την έφερε σε δύσκολη θέση και γι’ αυτό άλλαξε θέμα

«Το σπίτι μυρίζει υπέροχα. Δεν νομίζω ότι έχω συναντήσει πουθενά τέτοια ευωδία.»

«Ο παππούς μου παραγγέλνει αποξηραμένα λουλούδια και διάφορα φυτά από την Κίνα»

Πήγε στο άλλο δωμάτιο και πήρε από το ντουλαπάκι τρία σακουλάκια από διαφορετικά λουλούδια και του τα έδωσε.

« Σ’ ευχαριστώ. Μόλις πάω στο σπίτι θα τα βάλω κιόλας σ’ ένα γυάλινο μπολ που έχω, έτσι κάθε φορά που θα μπαίνω σπίτι και θα τα μυρίζω θα σκέφτομαι εσένα»

Η Αλκμήνη του έσκασε ένα δειλό χαμόγελο αν και της είχαν κοπεί τα πόδια. Κι’ άλλες φορές την έκαναν κομπλιμέντα αλλά αυτή τη φορά ένιωθε διαφορετικά, αμήχανα, έτσι αποφάσισε να το βάλει στα πόδια.

«Θα είμαι κάτω να σας αφήσω να κάνετε ανενόχλητος την έρευνα σας.»

Εκείνος έψαξε όλο το σπίτι σπιθαμή για σπιθαμή για την οποιαδήποτε λεπτομέρεια που θα μπορούσε να τον βοηθήσει αλλά δεν μπόρεσε να βρει τίποτα. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια αργά και την είδε που στεκόταν δίπλα στο παράθυρο που ήταν παραβιασμένο, την πλησίασε από πίσω και με σιγανή φωνή της είπε

« Όταν κάποιος κάθεται πίσω από ένα τζάμι που το χτυπάει ο ήλιος, ο οποίος λούζει με τη ζεστασιά του το σώμα του, τότε καθένας το εκλαμβάνει ανάλογα με την συναισθηματική του κατάσταση. Για έναν ερωτευμένο αυτήν την ζεστασιά την νιώθει σαν το χάδι της αγαπημένης του, για έναν φοβισμένο είναι η ασφάλεια που τον περιβάλλει, για έναν στεναχωρημένο η ελπίδα, για έναν κουρασμένο μια στιγμή ηρεμίας, για έναν υποδουλωμένο μια στιγμή ελευθερίας. Κι όλα αυτά εξαρτώνται από

Page 20: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

το βάθος των συναισθημάτων του, γιατί αν τα αισθήματα είναι ρηχά τότε ο ήλιος απλά σε ζεσταίνει. Εσύ σε ποια κατηγορία ανήκεις;»

Του απάντησε ακίνητη με την πλάτη της προς το μέρος του χωρίς να τον κοιτάζει.

«Δυστυχώς εγώ δεν νιώθω τίποτα, καμιά ζεστασιά αλλά ούτε και βλέπω κανέναν ήλιο.»

Την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε προς το μέρος του.«Κάποιες φορές αυτό είναι επιλογή μας.»Τότε αυτή εξαγριωμένη σαν να είχε να ξεσπάσει χρόνια τον

πλησίασε.«Επιλογή μου; Δεν ξέρεις τίποτα για μένα γι’ αυτό μην προσπαθείς

να με ψυχαναλύσεις, δεν θα μπορέσεις ποτέ να καταλάβεις πως νιώθω γιατί δεν έχεις περάσει ούτε καν στο ελάχιστο αυτά που έχω περάσει εγώ. Θεωρείς ότι ήταν επιλογή μου να πεθάνουν οι γονείς μου μπροστά στα μάτια μου δίχως να μπορώ να κάνω τίποτα; Ήταν επιλογή μου όταν μήνες αργότερα πέθανε η γιαγιά μου από το μαράζι της γιατί και εγώ δεν μπορούσα να την παρηγορήσω αφού ήμουν χειρότερα; Ήταν επιλογή μου που σκότωσαν τον παππού μου και δεν το κατάλαβα καν ενώ έγινε λίγα μέτρα κάτω από εμένα; Ήταν επιλογή μου που κάποιος πριν λίγα χρόνια παραλίγο να με βιάσει;;;»

Ξαφνικά επικράτησε ησυχία. Η Αλκμήνη ακούμπησε τα δάχτυλα της στα χείλη της απορώντας πως είπε σε έναν ξένο το πιο κρυφό της μυστικό, κάτι που δεν ήξερε κανένας μέχρι σήμερα.

« Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα για να αποφύγεις να συμβούν όλα αυτά. Τίποτα απολύτως. Κάποια πράγματα είναι να γίνουν και δεν περνάει από το χέρι μας να τα σταματήσουμε, μπορούμε μοναχά να μάθουμε να ζούμε με το βάρος όλων αυτών.»

Προσπάθησε να την αγκαλιάσει όμως εκείνη τον έσπρωξε λέγοντας του πως δεν έχει ανάγκη τον οίκτο του, φωνάζοντας του δυνατά πως είναι δυνατή, τόσο δυνατά για να μπορέσει να το ακούσει και η ίδια.

«Το ξέρω, το ξέρω…»

Page 21: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ο Μάνος κατάλαβε πως ήταν καλύτερα να την αφήσει μόνη της εκείνη την στιγμή για να ηρεμήσει, λίγο πριν φύγει όμως έγραψε σε ένα χαρτάκι το όνομα του και το νούμερο του τηλεφώνου του.

Εκείνη τον είδε και μόλις έφυγε πήγε και είδε το χαρτάκι. Ψέλλισε το όνομα του αλλά δεν περνούσε από το μυαλό της το ποιος ήταν.

Page 22: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Αλκμήνη

Πως είναι δυνατόν να του είπα το μυστικό μου; Το μοναδικό μου μυστικό; Γιατί με κάνει να νιώθω έτσι; Σαν να μπορώ να του πω τα

πάντα; Κι αυτή η αγκαλιά του… Σαν καταφύγιο έμοιαζε που θα μπορούσα να μείνω εκεί για πάντα. Η μυρωδιά που ανέδιδε το κορμί του όταν ήμουν στην αγκαλιά του μου φάνηκε τόσο γνώριμη, σαν να με γύρισε πίσω στα παλιά, όταν ήμουν ακόμα παιδί. Τόσο περίεργο συναίσθημα δεν θυμάμαι να έχω ξανανιώσει ποτέ στη ζωή μου. Πανικοβλήθηκα όταν κατάλαβα

πόσο ανάγκη τον είχα.Φαίνεται πολύ έξυπνος και δείχνει ότι μπορεί να βοηθήσει

περισσότερο στην έρευνα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που ενώ έψαξαν τόσοι αστυνομικοί δεν βρήκαν κανένα στοιχείο ενώ εκείνος το βρήκε σε λίγα λεπτά. Ήταν πολύ προσεκτικός σε όλες τις κινήσεις του. Μακάρι να

μπορούσα να τον βοηθήσω και εγώ περισσότερο αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ το οτιδήποτε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι έμεινα πλέον

τελείως μόνη μου. Άδεια από συναισθήματα και σκέψεις…

Page 23: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Την επόμενη μέρα ήταν η κηδεία. Τα είχε αναθέσει όλα σε ένα γραφείο κηδειών που το είχε ένας φίλος του παππού της, αυτή ντύθηκε και πήγε λίγα λεπτά πριν αρχίσει η τελετή. Δεν ήθελε να έρχονται όλοι και της λένε το πόσο λυπούνται, ήθελε μόνο να την αφήσουν ήσυχη. Πήγε και ο Μάνος, ζήτησε άδεια από τη δουλεία για να μπορεί να παραστεί και αυτός στην τελετή, εκεί δίπλα της, να τη στηρίζει νοερά. Όχι όμως μόνο για αυτό, ήθελε και να αποδώσει φόρο τιμής στον άνθρωπο που τον μύησε στις πολεμικές τέχνες, σε αυτόν που του έμαθε ότι η πραγματική, η αληθινή δύναμη, πηγάζει από μέσα μας, σε εκείνον που του έμαθε πρώτος τι θα πει σεβασμός και αξιοπρέπεια.

Πήγε από τους πρώτους στην κηδεία αλλά τήρησε μια μικρή απόσταση από τους υπολοίπους. Υπήρχε πολύς κόσμος, οι μαθητές του, οι γείτονες, οι φίλοι του και η μοναδική συγγενής του, η Αλκμήνη η οποία κρατούσε ένα στεφάνι γεμάτο άσπρα τριαντάφυλλα και το ακούμπησε στο μνήμα δίχως να αφήσει η περηφάνια της να τρέξει ούτε ένα δάκρυ κι ας έκλαιγε γοερά από μέσα της. Λίγο πριν αποχωρίσουν τον είδε λίγο παραπέρα να την κοιτάζει με ένα μικρό χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη του σαν να της έλεγε “ εγώ είμαι εδώ για σένα’’.

Έφυγε μόνη της όπως και ήρθε . Γύρισε πίσω στη σχολή για να τελειώσει κάτι διαδικαστικές υποχρεώσεις και το μάτι της έπεσε στο χαρτάκι με το όνομα του. Ασυνείδητα τα δάχτυλα της είχαν ήδη σχηματίσει τον αριθμό του στο τηλέφωνο και εκείνη έβαλε στο αφτί της το ακουστικό για να ακούσει έστω τη φωνή του. Εκείνος αν και δεν μπορούσε να δει ποιος τον καλεί γιατί είχε απόκρυψη κατάλαβε πως ήταν αυτή, ίσως από διαίσθηση, και είπε το όνομα της, τότε εκείνη τρόμαξε και το έκλεισε.

Ήταν σίγουρος πως ήταν εκείνη, σαν να μύριζε το άρωμα της. Καθόταν στο γραφείο του και ένα σωρό αναμνήσεις του ήρθαν στο

Page 24: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

μυαλό όπως όταν ήταν μικρά οι δυο τους και τους μάθαινε ο παππούς της να δίνουν τις πρώτες κλοτσιές. Εκείνος επειδή εκείνη ήταν κορίτσι δεν ήθελε να τη χτυπήσει εκείνη θύμωνε επειδή νόμιζε πως την υποτιμούσε και μάλωναν συνέχεια ακούγοντας από μέσα τα γέλια των δικών τους. Ακόμα και οι γονείς τους ήταν αγαπημένοι. Οι δυο οικογένειες οργάνωναν πάντα μαζί εκδρομές και ταξίδια και κάθε Κυριακή μαζεύονταν και έψηναν πίνοντας από το κρασί που έκανε ο μπαμπάς του Μάνου. Θυμόταν όταν αποφάσιζαν οι δυο τους να πάνε για εξερευνήσεις, στο τέλος έχαναν το δρόμο της επιστροφής και όλο τους έψαχναν και όταν τους έβρισκαν έκαναν τους κοιμισμένους για να μην τους μαλώσουν αλλά την κατσάδα δεν την γλίτωναν την επόμενη μέρα.

Μετά από δυο μέρες ειδοποίησαν την Αλκμήνη από την αστυνομία να πάει να πάρει το ρολόι του παππού της. Το είχαν εξετάσει εξονυχιστικά και αφού δεν βρήκαν τίποτα μπορούσαν να της το επιστρέψουνε. Εκείνη όμως τους είπε πως έκαναν λάθος και πως δεν υπήρχε περίπτωση αυτό το ρολόι να άνηκε στον παππού της όμως εκείνοι επέμεναν. Από περιέργεια και μόνο δέχτηκε να πάει να το πάρει την επόμενη μέρα όπως κι έγινε. Ήταν ένα χρυσό ρολόι το οποίο είχε από την εσωτερική μεριά ζωγραφισμένο ένα σύμβολο το οποίο η Αλκμήνη αναγνώρισε αμέσως , ήταν το σύμβολο του γιν και του γιανγκ ή αλλιώς το σύμβολο του καλού και του κακού όπως το ήξεραν οι περισσότεροι. Τους ξαναρώτησε αν ήταν σίγουροι πως αυτό το φορούσε ο παππούς της εκείνη τη νύχτα και εκείνοι της απάντησαν καταφατικά. Αφού τους ευχαρίστησε απομακρύνθηκε σκεφτική. Καθώς έβγαινε από το αστυνομικό τμήμα το μυαλό της πήγε σε εκείνον τον νεαρό αστυνομικό, τον Μάνο και σκέφτηκε ότι αφού πήγε στην κηδεία ίσως να ενδιαφερόταν πραγματικά να την βοηθήσει. Ξαναμπήκε στο κτίριο και ζήτησε να της πούνε που ήταν το γραφείο του. Εκείνος ήταν καθισμένος στην όχι και τόσο αναπαυτική καρέκλα του με τα πόδια πάνω στο

Page 25: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

γραφείο του, να παίζει με ένα ξύλο από σπίρτο ανάμεσα στα δόντια του και συγχρόνως να κοιτάζει τις φωτογραφίες από τη σχολή. Εκείνη προχώρησε προς το μέρος του χωρίς εκείνος να την αντιληφθεί

« Βλέπω ότι μελετάτε την υπόθεση του παππού μου»Εκείνος με το που την είδε κοκάλωσε εκείνη όμως συνέχισε« Ήρθα εδώ γιατί σκέφτηκα ότι ίσως θα μπορούσατε να βοηθήσετε

εσείς εμένα και μπορεί και εγώ εσάς»«Πάντα στη διάθεση σας ωραία μου δεσποινίς»Κατέβασε τα πόδια του από το γραφείο, έβγαλε το σπίρτο από το

στόμα του και πήρε ένα πιο σοβαρό ύφος που έκανε την Αλκμήνη να θέλει να γελάσει αλλά συγκρατήθηκε

«Λοιπόν, τι μπορώ να κάνω για εσάς;»«Με ειδοποίησαν να έρθω να πάρω αυτό το ρολόι, ισχυρίζονταν ότι

ήταν του παππού μου>>«Ισχυρίζονταν; Δηλαδή δεν ήταν;»«Όχι. Είμαι απολύτως σίγουρη. Ο παππούς μου δεν φορούσε ποτέ

του κανενός είδους κόσμημα και σίγουρα δεν είχε κάτι τέτοιο στην κατοχή του. Το μοναδικό κόσμημα που είχε αλλά δεν φορούσε όμως ποτέ ήταν ο βαφτιστικός σταυρός του. Ακόμα κι αν του έκαναν ποτέ κάποιο τέτοιο δώρο εκείνος το χάριζε σε κάποιον μαθητή του με οικονομικές δυσκολίες.»

«Καταλαβαίνεις τι μου λες; Αν αυτό το ρολόι δεν άνηκε στον παππού σου σημαίνει ότι ο δολοφόνος το τοποθέτησε στο χέρι του.»

«Μπορεί να μην έχω το αστυνομικό δαιμόνιο που από ότι έμαθα διαθέτεις αλλά το ότι κάποιος δολοφόνησε τον παππού μου για αγνώστους λόγους και ξόδεψε ένα σωρό λεφτά για να αγοράσει ένα χρυσό ρολόι και να του το τοποθετήσει στο χέρι του σαν να ήταν δικό του, εμένα μου φαίνεται πολύ περίεργο. Δεν νομίζεις; Για ποιο λόγο να κάνει κάτι τέτοιο;»

«Δεν ξέρω αλλά να σαι σίγουρη πως θα μάθω.»

Page 26: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Καλώς. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Εγώ να πηγαίνω, όσο πιο γρήγορα φύγω τόσο πιο γρήγορα θα αρχίσεις και συ να το ερευνάς.»

« Πριν φύγεις πες μου μόνο αυτό. Γιατί ήρθες σε μένα ενώ θα μπορούσες να πας σε κάποιον ανώτερο μου;»

« Ίσως γιατί το όνομά σου μου εμπνέει εμπιστοσύνη και γιατί μου θυμίζει έναν παλιό μου φίλο, τον μοναδικό αληθινό μου φίλο, κάποιον που αγαπούσα πάρα πολύ και τώρα θα είναι πάνω κάτω στην ηλικία σου.»

« Και τι απέγινε αυτός ο φίλος σου;»«Δεν ξέρω. Απομακρυνθήκαμε.»« Ποιος έφταιγε για αυτήν την απομάκρυνση;»« Μάλλον και οι δυο. Εγώ ίσως που έφυγα σε μια δύσκολη στιγμή

και δεν κοίταξα ξανά πίσω και εκείνος που δεν με έψαξε ποτέ.»Ένα αίσθημα ενοχής τον κυρίευσε και έσκυψε το κεφάλι του.

Αυτό το σύμβολο κάτι του θύμιζε, άρχισε να ψάχνει γι’ αυτό στη βάση δεδομένων της αστυνομίας, η μνήμη μου δεν τον απατούσε, και η ιερόδουλη που ήταν το προηγούμενο θύμα φορούσε μια αλυσίδα στο πόδι που είχε ακριβώς το ίδιο σύμβολο. Αναρωτιόταν αν η αλυσίδα ήταν δική της ή την τοποθέτησε και αυτήν ο δολοφόνος της. Πήγε και βρήκε κάποιες φίλες και συγγενείς της και οι περισσότεροι του είπαν πως δεν θυμούνται, αυτήν την απάντηση την ακούει παρά πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό. Όταν όμως ρώτησε τις συναδέλφους της πήρε μια πιο σαφή απάντηση

“ αφού η αλυσίδα ήταν χρυσή τότε σίγουρα δεν ήταν εκείνης, όχι γιατί δεν είχε χρήματα για να την αγοράσει αλλά γιατί υπήρχε πολύ μεγάλη πιθανότητα να της την έκλεβε κάποιος πελάτης αλλά και αυτό να μην γινόταν τότε σίγουρα θα της την έπαιρνε ο νταβατζής της.’’

Page 27: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Τις ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο του από την απάντηση που του έδωσαν και εκείνες του πρότειναν κάποια μέρα να τον δουν και εκτός υπηρεσίας.

Όλα αυτά τον οδήγησαν σε ένα μόνο συμπέρασμα, ο δολοφόνος και στις δυο περιπτώσεις ήταν ο ίδιος κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον ανθυπαστυνόμο όταν του το εξήγησε.

«Αυτό μας έλειπε! Ένας δολοφόνος που κάνει πλούσια δωράκια στα νεκρά θύματα του. Έτσι και το μάθουν τα άλλα τα κοράκια (εννοώντας τους δημοσιογράφους ) ποιος τους μαζεύει μετά. Έλεγξες τον αριθμό που έχει πίσω το ρολόι για να δούμε από πού το πήρε;»

«Εννοείται ότι το έλεγξα αλλά δεν είναι καταχωρημένο πουθενά» απάντησε ο Μάνος δίνοντας του το ρολόι

«Τι μου το δίνεις; Σάμπως θα δω κάτι που δεν έχεις ήδη δει εσύ; Ξέρεις ότι σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Υπάρχει κάτι άλλο κοινό στις δυο υποθέσεις»

«Υπάρχει κάτι αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι είναι στοιχείο, μπορεί απλά να είναι σύμπτωση»

«Στα τόσα χρόνια που δουλεύω μικρέ έχω μάθει πολλά και ένα από αυτά είναι ότι σπάνια υπάρχουν συμπτώσεις. Λέγε λοιπόν!»

«Και οι δυο φόνοι έγιναν στα σπίτια των θυμάτων και κάτι ακόμα. Ο πρώτος φόνος έγινε στο πρώτο τέταρτο σελήνης και ο δεύτερος στο τελευταίο τέταρτο σελήνης»

«Δηλαδή;»τον κοίταξε γεμάτος απορία αφού δεν είχε ιδέα από αυτά εκείνος

«Αν υπάρξει και άλλος φόνος ίσως να γίνει στο επόμενο πρώτο τέταρτο σελήνης»

«Και ποτέ είναι αυτό»«Σε λιγότερο από δέκα μέρες αφεντικό»«Ας ελπίσουμε να κανείς λάθος και να σταματήσουν εδώ αυτά γιατί

αλλιώς αλίμονο μας. Πάντως μικρέ ομολογώ πως έκανες πολύ καλή

Page 28: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

δουλειά, είχες δίκιο που ήθελες να ασχοληθείς και με τις δυο υποθέσεις. Τι έγινε το ένστικτο σου σε οδήγησε σε αυτήν την απόφαση;»

«Όχι, για μια γυναίκα ήθελα να το κάνω και προέκυψε αυτό. Για να πω την αλήθεια αν δεν ήταν αυτή δεν θα είχα προχωρήσει τόσο πολύ την υπόθεση»

«Είναι αστυνομικός ρε μπαγάσα ;»«Όχι, εκτός αστυνομίας μια γυναίκα που μπήκε ξανά στη ζωή μου

εντελώς συμπωματικά»«Τι σου είπα μικρέ; Δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Όλα για κάποιον

λόγο γίνονται. Να το θυμάσαι. Τώρα όμως άσε με μόνο γιατί πρέπει να ενημερώσω τους ανώτερους μου.»Γύρισε πίσω στο γραφείο του και ξανακοίταξε όλα τα στοιχεία της υπόθεσης από την αρχή. Η ιερόδουλη βρέθηκε πνιγμένη στη μπανιέρα της, ντυμένη με ρούχα σαν να είχε ραντεβού σε κάποια τράπεζα κι όχι με πελάτη, βαμμένη πολύ διακριτικά. Η μπανιέρα ήταν γεμάτη νερό όμως η βρύση ήταν κλειστή. Την είχε βρει μια φίλη της που είχε κλειδιά του σπιτιού και επειδή είχε αργήσει για τη δουλειά ανησύχησε για εκείνη. Οι δύο υποθέσεις δεν είχαν τίποτα κοινό εκτός από αυτό το κόσμημα.

Λίγες μέρες μετά την κηδεία του παππού της την ενημέρωσαν από το δικηγορικό γραφείο ότι πρέπει να ανοιχτεί η διαθήκη του κυρίου Αναστασίου και εκείνη πήγε στο γραφείο τους όπου την περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Εκτός του ότι ήταν η μοναδική κληρονόμος δυο κατοικιών, μεγάλων χρηματικών ποσών και της επιχείρησης πολεμικών τεχνών είχε πλέον στα χέρια της και ένα γράμμα από τον πατέρα της. Όταν της το είπε ο δικηγόρος εκείνη είχε ταραχτεί τόσο που έτρεμε όλο το σώμα της. Δεν το πίστευε ότι είχε γράμμα από τον πατέρα της. Ο δικηγόρος και οικογενειακός φίλος τους της εξήγησε πως όταν είχε πάει ο πατέρας της να συντάξει την δική του διαθήκη τότε του έδωσε και αυτό το γράμμα να της το δώσει όταν πλέον δεν θα της είχαν απομείνει

Page 29: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

άλλοι συγγενείς. Η Αλκμήνη τον ευχαρίστησε για όλα και πήγε γρήγορα σπίτι της να διαβάσει το μυστικό αυτό γράμμα που περίμενε δεκατέσσερα χρόνια για να ανοιχτεί. Μέσα στο αμάξι της κοιτούσε συνέχεια το γράμμα σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να το ανοίξει ή όχι. Γιατί έπρεπε να περιμένει τόσο καιρό για να πάρει αυτό το γράμμα ; Έφτασε στο σπίτι και έβαλε το γράμμα πάνω στο τραπεζάκι και άναψε ένα τσιγάρο. Την έτρωγε η περιέργεια να μάθει γι΄αυτό το γράμμα όμως ψυχικά δεν ήταν έτοιμη ακόμα. Μόλις τελείωσε το τσιγάρο πήρε μια βαθειά ανάσα και το άνοιξε προσεχτικά σαν να έκρυβε μέσα του έναν πολύτιμο θησαυρό…

Είχαν ήδη περάσει εννιά μέρες από τα φόνο του κυρίου Αναστασίου. Αν κάτι ήταν να γίνει θα γινόταν σε λίγες μέρες έλεγε στον εαυτό του κοιτώντας στο ημερολόγιο. Θυμήθηκε τα σύμβολα στη σχολή της Αλκμήνης και σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει με όλα αυτά. Έτσι ξεκίνησε για να πάει να τη βρει το απόγευμα κιόλας.

Όταν πήγε το απόγευμα ο Μάνος χτύπησε τις πόρτες και της σχολής αλλά και του σπιτιού της αλλά δεν του άνοιξε κανείς και δεν έβλεπε κανένα φως.

Αμέσως ένιωσε έναν ανεξήγητο φόβο γι’ αυτήν και βάλθηκε να μπει μέσα στο σπίτι για να δει αν είναι καλά. Όλα ήταν κλειδωμένα εκτός από εκείνο το παράθυρο στη σχολή που είχε παραβιάσει. Μπήκε από εκεί και αφού έλεγξε όλο το κάτω μέρος που ήταν η σχολή ανέβηκε από την εσωτερική σκάλα στο σπίτι της. Χτύπησε ξανά την άλλη εξώπορτα αλλά δεν πήρε απάντηση, την άκουσε όμως αυτήν την φορά, έκλαιγε. Χτύπησε ξανά την πόρτα και αφού είδε ότι δεν του ανοίγει κατέβητε κάτω στη σχολή και έψαξε να βρει κάτι εργαλεία σε μια μικρή αποθήκη. Με αυτά μπόρεσε να ανοίξει την εξώπορτα της και να μπει μέσα. Την βρήκε καθισμένη στο δάπεδο με την πλάτη της ακουμπισμένη

Page 30: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

στον κρύο τοίχο να κλαίει γοερά. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και έκαιγε ολόκληρη από τον πυρετό. Την σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήγε στο δωμάτιο της, την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι της και έψαξε το φαρμακείο του σπιτιού της. Πήρε το θερμόμετρο και όταν είδε την θερμοκρασία της πήρε αμέσως τηλέφωνο ένα φίλο του γιατρό και εκείνος του απάντησε πως πολύ πιθανό να είναι ψυχοσωματικό. Δεν μπορούσε να πει και πολλά χωρίς να την εξετάσει. Του είπε όμως κάποια φάρμακα που πρέπει να πάρει του έδωσε και κάποιες συμβουλές και αν σε τρεις μέρες δεν συνερχόταν τότε θα έπρεπε να τον επισκεφτούν.

Με το που έκλεισε το τηλέφωνο πήγε στο πιο κοντινό φαρμακείο και αγόρασε αυτά που του συνέστησε ο γιατρός κι όταν γύρισε της έβαζε κρύες κομπρέσες στο μέτωπο , της έδωσε αντιπυρετικό και μετά από δυο ώρες ένα ηρεμιστικό για να μπορέσει να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε ούτε καν να ανοίξει τα μάτια της, προσπαθούσε να της δίνει λίγο νερό σιγά και όταν εκείνη βυθιζόταν πάλι στον ύπνο της έβρεχε τα χείλη και περνούσε μια βρεγμένη πετσέτα πάνω από τα χέρια της που έκαιγαν από τον πυρετό. Ο ύπνος της δεν ήταν καθόλου ήσυχος, στριφογύριζε συνέχεια, έκλαιγε και ορισμένες φορές τιναζόταν σαν να είδε έναν πολύ τρομαχτικό εφιάλτη. Όμως εκείνος ήταν εκεί να την παίρνει στην αγκαλιά του κάθε φορά και να προσπαθεί να την καθησυχάσει. Με την ανατολή του ηλίου άρχισε σιγά να ηρεμεί, κοιμήθηκε γαλήνια σχεδόν και ο Μάνος βρήκε την ευκαιρία να πάρει τηλέφωνο το διοικητή του και να ζητήσει άδεια για εκείνη τη μέρα προφασιζόμενος πως ήταν άρρωστος. Στην συνέχεια αποφάσισε να εξερευνήσει το σπίτι που μεγάλωσε τόσα χρόνια που δεν ήταν δίπλα του έχοντας όμως πάντα ανοιχτά τα αυτιά του μήπως εκείνη ξυπνήσει και θελήσει κάτι.

Βγήκε πρώτα στη βεράντα να τον χτυπήσει ο καθαρός αέρας και να ξενυστάξει, ήταν μεγάλος ο χώρος και είχε πολλά είδη φυτών και λουλουδιών, πολλά από τα οποία ήταν βότανα και μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει σα γιατρικά, τα είχε πολύ περιποιημένα και σχεδόν όλα μοσχοβολούσαν. Από το μπαλκόνι της μπορούσες να δεις απέναντι την

Page 31: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

παιδική χαρά και το δάσος, είχε πανέμορφη θέα. Μπήκε στο μπάνιο να πλένει τα χέρια του γιατί κάποιο φυτό του άφησε στο χέρι ένα αχνό πράσινο χρώμα και τα πάντα εκεί μέσα ήταν τόσο αστραφτερά που σχεδόν ντρεπόταν να πατήσει μέσα, τα είχε πεντακάθαρα σαν να τα είχε μόλις αγοράσει, βάψει και απολυμάνει.. Ύστερα είχε σειρά η κουζίνα. Ήταν μεγάλη και πολύ οργανωμένη. Απ’ ότι φαίνεται της άρεσε να περνάει πολύ ώρα σε εκείνο το δωμάτιο. Σ’ ένα ντουλάπι είχε μόνο λικέρ που φαινόταν να τα είχε κάνει η ίδια. Δοκίμασε ένα και ήταν τόσο δυνατό που τον ξύπνησε για τα καλά. Τον εντυπωσίασε η νοικοκυροσύνη της. Προχώρησε στο σαλόνι. Του έκανε μεγάλη εντύπωση που σε όλο το σπίτι τα έπιπλα ήταν όλα σε άσπρο χρώμα και είχε παντού λουλούδια. Δίπλα στην τηλεόραση είδε κάτι κουτιά από βιντεοκασέτες, τα άνοιξε και διάβασε πάνω στις ετικέτες το γεγονός που είχαν μαγνητοσκοπημένο καθώς και την ημερομηνία που τραβήχτηκαν, όλες ήταν μέχρι το θάνατο των γονιών της , δεν υπήρχε καμιά τραβηγμένη μετά. Ήταν από γενέθλια, εκδρομές, γιορτές. Έβαλε να δει μερικά αποσπάσματα από κάποιες και πρόσεξε πως σε όλες ήταν και αυτός εκεί διόλου παράξενο αφού όλη την ώρα ήταν μαζί με την μικρή του φίλη, σαν σιαμαίοι. Τις ξανάβαλε στη θέση τους και γύρισε στο δωμάτιο για να δει μήπως ξύπνησε όμως εκείνη δε φάνηκε να κουνήθηκε καθόλου.

Το μάτι του έπεσε στο ανοιχτό ντουλαπάκι δίπλα στο κρεβάτι της με το κλειδί πάνω στην κλειδαριά και με την περιέργεια που διακρίνει κάθε αστυνομικό είδε τι είχε μέσα. Προς μεγάλη του έκπληξη όλα εκεί μέσα του ήταν γνώριμα και παρμένα από κοινές τους αναμνήσεις από την παιδική τους ηλικία, φωτογραφίες, δωράκια, ενθύμια και αναμνηστικά από τις εξορμήσεις τους στις παραλίες, στην εξοχή, στα εγκαταλελειμμένα σπίτια κρυφά από τους γονείς τους. Λίγο πιο βαθειά διέκρινε ένα δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι της γιαγιάς του που το είχε καλά φυλαγμένο. Ένα πανέμορφο χρυσό δαχτυλίδι με ένα μικρό διαμάντι να το στολίζει που ο χρόνος δεν μπόρεσε να πάρει τίποτα από τη λάμψη

Page 32: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

του. Ήταν σαν να είχε κρατήσει τον ίδιο καλά κρυμμένο σε εκείνο το μικρό ντουλαπάκι δίπλα στο μέρος που κοιμόταν κάθε βράδυ, δεν τον είχε ξεχάσει ποτέ αλλά ενώ ήταν δίπλα της δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Πάνω στο ντουλάπι είχε ανοιγμένο ένα γράμμα. Όταν διάβασε τις πρώτες λέξεις κατάλαβε γιατί η παιδική του φίλη ήταν σε αυτήν την κατάσταση.

Αγαπημένη μου κοκκινομαλλούσα

Για να διαβάζεις αυτό το γράμμα σημαίνει ότι πλέον έχεις μείνει μόνη, χωρίς κανέναν δικό σου συγγενή. Εύχομαι όμως να έχεις γύρω σου ανθρώπους να σε στηρίξουν αυτή τη στιγμή. Φαντάζομαι πόσο δύσκολο θα είναι για σένα όμως υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις. Επειδή γνωρίζω καλά το χαρακτήρα σου, φαντάζομαι το πείσμα σου δεν θα έχει αλλάξει με τα χρόνια. Μακάρι να έχει κλείσει μέσα σου η πληγή της δολοφονίας μου γι’ αυτό διάλεξα αυτή τη στιγμή να σου δοθεί το γράμμα. Είσαι αρκετά ώριμη πλέον για να μάθεις την αλήθεια για τη δολοφονία μου. Οι μόνοι άνθρωποι που ξέρουν γι’ αυτά που θα σου γράψω είναι η μητέρα σου και ο πιστός μου φίλος ο Στέφανος, ο γείτονάς μας. Μακάρι η μητέρα σου να έχει μείνει ζωντανή να σου τα εξηγήσει αλλά δεν νομίζω να την άφησαν αυτά τα καθάρματα. Σχεδιάζουμε να φύγουμε σε λίγες μέρες χωρίς να μας υποψιαστούν, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε. Τον Στέφανο τον όρκισα να μην πει τίποτα σε κανέναν αλλιώς θα έχει την ίδια κατάληξη με εμένα. Τώρα λοιπών είναι η δική σου σειρά να μάθεις την αλήθεια.

Όσο δούλευα σαν λογιστής στην εταιρεία μου είχα μάθει κατά λάθος κάτι που δεν έπρεπε να είχα μάθει ποτέ. Η εταιρεία μου αναλαμβάνει δολοφονίες προσώπων. Μια μέρα που έμεινα ως αργά για να συμπληρώσω τα βιβλία της εταιρείας είχα ακούσει κάποιους να μιλούν για τη δολοφονία του δημάρχου μας που αποκλείεται φυσικά να θυμάσαι.

Page 33: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Μόλις τους άκουσα προσπάθησα να φύγω όσο πιο αθόρυβα μπορούσα για να μην με καταλάβουν.

Οι μέρες περνούσαν και εγώ δεν είπα τίποτα σε κανέναν, δεν ήξερα τι να κάνω. Όμως μια μέρα είδα τη γυναίκα του δημάρχου στο δρόμο να ρωτάει έναν αστυνομικό γιατί δεν κάνουν κάτι για να βρουν το δολοφόνο του άντρα της. Δίπλα της είχε την κορούλα της, που είναι περίπου στην ηλικία σου, και έτσι όπως έβλεπε την μητέρα της γέμισε και το δικό της μικρό προσωπάκι δάκρυα.

Με είχαν φάει οι τύψεις για τις μέρες που άφησα να περάσουν έτσι χωρίς να κάνω τίποτα. Ένα βράδυ μίλησα πρώτα στην πολυαγαπημένη μου γυναίκα η οποία με άκουσε προσεκτικά και μου είπε πως ότι κι αν αποφασίσω εκείνη θα είναι δίπλα μου και θα με στηρίξει. Την μητέρα σου την αγαπάω όσο κανέναν άλλον, για μένα είναι τα πάντα και επειδή ξέρω πως και εκείνη νιώθει το ίδιο για μένα ήμουν σίγουρος για αυτήν την αντίδρασή της. Μετά μίλησα στον Στέφανο που η γνώμη του πάντα μετρούσε για μένα. Δεν μπορούσε να με συμβουλέψει γιατί η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη.

Το επόμενο πρωινό παραιτήθηκα από τη δουλειά μου και πήγα κατ’ ευθείαν στην αστυνομία για να δώσω κατάθεση. Οι αστυνομικοί ενθουσιάστηκαν από την κατάθεση αυτή γιατί ενώ υποψιάζονταν από καιρό τους ενόχους δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο. Με διαβεβαίωσαν ότι κανέναν δεν θα μάθει για αυτήν μου την κατάθεση μέχρι να γίνει το δικαστήριο και θα με προστάτευαν. Μετά το δικαστήριο θα αλλάζαμε μέρος κατοικίας και ταυτότητες. Προφανώς για να διαβάζεις αυτό το γράμμα δεν με προστάτεψαν αρκετά. Ήταν λογικό όμως και το περίμενα. Γι’ αυτό σου γράφω τώρα. Αλλιώς δεν θα μάθαινες και συ ποτέ τίποτα όπως και η γυναίκα του δημάρχου.

Έπρεπε να μιλήσω στην αστυνομία γι’ αυτά που ήξερα γιατί ξέρω πως αν ήμουν εγώ στη θέση του δημάρχου θα ήθελα να μάθει η γυναίκα μου τι μου συνέβη και γιατί το χρωστούσα και στις οικογένειες των άλλων

Page 34: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

θυμάτων. Ελπίζω μόνο ο θάνατος μου να μην πήγε άδικα και να πλήρωσαν τα καθάρματα για το κακό που έκαναν.

Σε ικετεύω μόνο να μην κάνεις τίποτα απερίσκεπτο όταν διαβάσεις αυτό το γράμμα. Θέλω εσύ να ζήσεις. Πες το σαν μια τελευταία χάρη από τον πατερούλη σου όπως με έλεγες. Απόλαυσε μονάκριβη κορούλα μου τη ζωή σου όσο το δυνατόν περισσότερο και μην προσπαθήσεις να πάρεις εκδίκηση.

Δεν ξέρω αν έχετε κρατήσει ακόμα επαφές με τον Μάνο όμως εκείνος πάντα σε έκανε να λογικευτείς. Εσύ ήσουν πάντα αυθόρμητη και εκείνος προσπαθούσε πάντα σε κρατήσει μακριά από μπελάδες. Θα μου άρεζε να σας έβλεπα από εκεί πάνω μαζί. Τον Μάνο τον είχα πάντα σαν παιδί μου και τον αγαπάω και εκείνον πάρα πολύ. Μακάρι να ξέρατε πόσο συμπληρώνετε ο ένας τον άλλον…

Με αγάπη ο πατερούλης σου

Page 35: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Η Αλκμήνη κοιμόταν παρά πολλές ώρες και αυτό τον ανησύχησε τόσο που αποφάσισε να ξαναπάρει τηλέφωνο τον φίλο του το γιατρό δίνοντας του λεπτομερή αναφορά για την κατάσταση της. Εκείνος τον καθησύχασε λέγοντας του πως ήταν απόλυτα φυσιολογικό στην κατάσταση της. Πήγε στην κουζίνα έφτιαξε λίγο χαμομήλι και την ξύπνησε όσο πιο γλυκά μπορούσε χαϊδεύοντας με τα δάχτυλα του το μάγουλο της. Εκείνη όταν τον είδε τρόμαξε όμως

«Τι κανείς εσύ εδώ;»« Ηρέμησε, χθες όταν ήρθα σε βρήκα ήσουν σε άσχημη

ψυχολογική κατάσταση και σε μετέφερα στο κρεβάτι σου, συγνώμη αν σε τρόμαξα. Δεν θυμάσαι τίποτα;»

«Τίποτα απολύτως. Εσύ γιατί ήρθες ;» του είπε με κομμένη φωνή« Ένιωθα ότι με χρειαζόσουνα»της αποκρίθηκε χαμογελώντας. Την είδε που κοκκίνισε και σίγουρα δεν ήταν από τον πυρετό που

είχε και έτσι αποφάσισε να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση και της έδωσε την κούπα με το τσάι διατάζοντας την να το πιει όλο.

«Είμαι καλά τώρα μπορείς να φύγεις, μην σε καθυστερώ κι’ άλλο από τη δουλεία σου» είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν

« Δε με καθυστερείς από πουθενά θα μείνω όσο με χρειάζεσαι και δεν σηκώνω κουβέντα»

Μπόρεσε να πιει μόνο λίγο χαμομήλι και ξανακοιμήθηκε, είχε ήδη αρχίζει να βραδιάζει. Ο Μάνος έβαλε μια γενναία ποσότητα από εκείνο το δυνατό λικέρ και κάθισε στο μπαλκόνι για να το πιει. Στα μάτια του ερχόταν συνέχεια η εικόνα της, να τρέμει ολόκληρη στην αγκαλιά του και τα υγρά της μάτια από το κλάμα να τον κοιτάζουν φοβισμένα. Γέμισε ξανά το ποτήρι μήπως και διώξει τις ενοχές του αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ίσως αν όλο αυτό το διάστημα την αναζητούσε και δεν ήταν μόνη της, ή αν της είχε πει από την αρχή ποιος ήταν τώρα μπορεί να μην την έβρισκε σε αυτήν την κατάσταση. Αναρωτιόταν τι να σκεφτόταν εκείνη όταν στεκόταν στο ίδιο σημείο που ήταν αυτός, άραγε της έλειπε καθόλου, τον σκεφτόταν η τον είχε διαγράψει από τη ζωή της; Είχε μήπως κανένα

Page 36: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

αγόρι αλλά και αν είχε δεν θα τον έβλεπε τόσο καιρό; Άραγε πως θα αντιδρούσε όταν της έλεγε ποιος είναι στ’ αλήθεια; Και ύστερα ήταν όλα εκείνα που έγραφε ο πατέρας της στο γράμμα του. Σίγουρα έπρεπε να μιλήσει και με τον δικό του πατέρα. Θυμήθηκε μια μέρα που μιλούσαν ο πατέρας του με τον πατέρα της Αλκμήνης. Εκείνος είχε κρυφτεί όπως πάντα κάτω από το μεγάλο γραφείο και έτυχε να ακούσει τη συζήτηση τους που με το παιδικό μυαλό του δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο σοβαρή ήταν. Εξ’ αλλού από τη στιγμή που ο πατέρας της Αλκμήνης είπε ότι θα πρέπει να μετακομίσουν μετά το δικαστήριο εκείνος δεν άκουγε τίποτα άλλο. Γιατί άραγε ο δικός του πατέρας δεν του μίλησε καθόλου γι αυτό όλα αυτά τα χρόνια; Αφού ήξερε πως κι ο Μάνος συνέχιζε να ψάχνει ακόμα γι’ αυτή τη δολοφονία που στιγμάτισε και τι δική του ζωή. Πολλά ερωτήματα που έμειναν όμως όλα αναπάντητα.

Η ώρα πέρασε, κόντεψαν σχεδόν μεσάνυχτα και έξω άρχισε να βγάζει πολύ κρύο. Πήγε μέσα στο δωμάτιο, τη φίλησε στο μέτωπο και ξάπλωσε σε μια καρέκλα απέναντι της. Ήθελε να αποτυπώσει στη μνήμη μου κάθε χαρακτηριστικό της. Τα κατακόκκινα μαλλιά της φαινόταν τόσο όμορφα κάτω από το λιγοστό φως του δωματίου. Το δέρμα της είχε μια υπέροχη απόχρωση του χρυσού. Είχε παχύνει αρκετά από τότε που ήταν μικρή αλλά φαινόταν τόσο γλυκιά… Εκείνο που δεν μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς ήταν τα μάτια της. Μικρή είχε καστανά ματάκια όμως όταν την είχε δει στο πάρκο του φάνηκε ότι πρασίνιζαν.

Έμεινε εκεί να την κοιτάει ώσπου το αλκοόλ έκανε τη δουλειά του και αποκοιμήθηκε.

Μετά από τρεις ώρες περίπου η Αλκμήνη ξύπνησε και τον είδε να κοιμάται κουλουριασμένο να τον φωτίζει η λάμπα που ήταν έξω δρόμο. Έτσι όπως κοιμόταν μπορούσε να διακρίνει ένα σημάδι του, πίσω στο λαιμό του, ένα μακρύ σημάδι που έβαζε στοίχημα ότι ήταν από παλιά ράμματα. “ σύμπτωση “ σκέφτηκε και δεν σταμάτησε να τον κοιτάζει. Όταν ήταν μικρή αποφάσισε μια μέρα να πάει να εξερευνήσει μια σπηλιά στην άκρη του χωριού, ο Μάνος όμως εκείνη την ημέρα δεν

Page 37: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

μπορούσε να πάει μαζί της γιατί ήταν άρρωστος στο κρεβάτι και έτσι πήγε μόνη της γιατί δεν μπορούσε να κάθεται να τον περιμένει παρά τις αντιρρήσεις του. νύχτωσε όμως και αυτή δεν είχε εμφανιστεί ακόμα, οι γονείς της άρχισαν να ανησυχούν και να την ψάχνουν και όταν το έμαθε ο Μάνος , άρρωστος όπως ήταν, κατέβηκε σκαρφαλώνοντας από το παράθυρο του σπιτιού τους κρυφά και πήγε και τη βρήκε στη σπηλιά. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα και είχε μαζί του μόνο ένα φακό, εκείνη ήταν καθισμένη σ’ ένα βραχάκι και το πόδι της είχε σφηνωθεί ανάμεσα σε κάτι μεγάλες πέτρες και δεν μπορούσε να το βγάλει. Αφού πρώτα τη μάλωσε πήρε ένα ξύλο και έσπρωξε τη μια πέτρα ελευθερώνοντας έτσι το ποδαράκι της που είχε μελανιάσει. Εκείνος όμως όπως έβαλε μεγάλη δύναμη για να σπρώξει με το ξύλο την πέτρα γλίστρησε και έπεσε πάνω στο βράχο και κόπηκε στο πίσω μέρος του λαιμού του. Η ανησυχία του όμως για εκείνη ήταν μεγαλύτερη από τον πόνο του και έτσι την άφησε να στηριχτεί πάνω του και σιγά σιγά πήγαν στο χωριό και από το σπίτι ενός γνωστού τους ειδοποίησαν τους δικούς τους οι οποίοι τους πήγαν κατ’ ευθείαν στο νοσοκομείο. Η Αλκμήνη είχε στραμπουλίξει το πόδι της και ο Μάνος έκανε αρκετά ράμματα στο λαιμό του στο ίδιο ακριβώς σημείο που είχε και ο άντρας απέναντι της το σημάδι που κατά σύμπτωση λεγόταν και αυτός Μάνος. Τον παρατήρησε προσεχτικά και ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη της, ήταν “ αυτός Μάνος της. Έτσι εξηγείται η εμπιστοσύνη που του είχε από την πρώτη στιγμή που τον είδε και το ενδιαφέρον του. Γιατί όμως δεν της το είπε από την αρχή και άραγε από ποτέ ξέρει και αυτός για εκείνη, ήταν τα δυο ερωτήματα που την κράτησαν ξύπνια ως το πρωί.

Page 38: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Αλκμήνη

Είναι εκείνος. Ο καλύτερος μου φίλος, ο σύντροφος μου σε όλα μου τα παιδικά χρόνια, το στήριγμα μου. Ο πρίγκιπας που περίμενα τόσα

χρόνια να έρθει να με σώσει από τη μοίρα μου. Μου έλειψε τόσο που τον κοιτάζω και δακρύζω για να γεμίσω το κενό που άφησε στη ζωή μου. Πως γίνεται να μην τον είχα αναγνωρίσει από την αρχή; Και εκείνος όμως γιατί

δεν μου είπε ποιος ήταν . Έχει γίνει τόσο όμορφος… Άλλαξε πάρα πολύ. Το δέρμα του έχει σκουρύνει στο χρώμα, το πρόσωπο του έχει αποκτήσει πολύ όμορφες γωνίες, τα μάτια του έχουν εκείνο το όμορφο χρώμα του

ουρανού λίγο πριν ξεσπάσει καταιγίδα και τα μαλλιά του λαμπερά μαύρα. Θέλω να τον χαϊδέψω με τα δάχτυλα μου να τον φιλήσω στο σημάδι που έχει στο λαιμό του που το έκανε εξαιτίας μου, να τον αγκαλιάσω και να

τον ευχαριστήσω που ήταν δίπλα μου όπως τότε όμως φοβάμαι πως ίσως αν τον αγγίξω το όνειρο θα τελειώσει και εκείνος θα φύγει πάλι από δίπλα μου και εγώ θα πρέπει να γυρίσω στην κανονική μου ζωή. Μα γιατί να μη

μου πει ποιος είναι;

Page 39: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Του άγγιξε ξανά το σημάδι στο λαιμό του και το χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα της κοιτάζοντας το προσεκτικά και τότε εκείνος ξύπνησε ανοίγοντας δειλά τα μάτια του. Αχ αυτά τα μάτια του… φωτιά έβαλαν σε όλο το κορμί της μόλις την αντίκρισαν.

«Εσύ είσαι, έτσι;»«Ναι» της αποκρίθηκε κοιτάζοντας βαθειά μέσα στα μάτια της.«Γιατί δεν μου είπες από την αρχή ποιος ήσουν;»«Δεν ήξερα από την αρχή ότι ήσουν εσύ. Ένιωθα ότι από κάπου σε

ήξερα όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ. Έχεις αλλάξει τόσο πολύ. Έπειτα διάβασα το όνομα σου στην κατάθεση που έδωσες στην αστυνομία και τότε κατάλαβα.»

«Μου έλειψες πολύ»Τη φίλησε απαλά στα χείλη σαν να ήταν κάτι εύθραυστο και

φοβόταν μην το σπάσει. Ύστερα την πήρε στην αγκαλιά του και εκείνη κούρνιασε εκεί μέσα.

Ένιωθε τόση ζεστασιά στην αγκαλιά του που ξέχασε τα πάντα για λίγες ώρες. Βρέθηκε πολλά χρόνια πίσω όταν έπαιζαν επιτραπέζια μπροστά στο τζάκι πίνοντας ζεστή σοκολάτα…

Page 40: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Αλκμήνη

Πόση δύναμη μπορεί να έχει ένα φιλί να μαλακώσει έναν μεγάλο πόνο, πόση γλύκα μπορεί να έχει να μελώσει ένα παιδικό όνειρο; Πρώτη φορά στη ζωή μου με φιλάει κάποιος έτσι. Χρόνια και χρόνια πέρασαν λαχταρώντας ένα τέτοιο φιλί. Και η αγκαλιά του; Βάλσαμο έγινε και

γιάτρεψε όλες τις ανοιχτές πληγές. Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν δεν ήταν εκείνος εδώ να με φροντίσει. Δεν ξέρω αν ήταν το γράμμα του πατέρα μου που με λύγισε ή η αλήθεια που έδωσε φως στο σκοτάδι του παρελθόντος.

.Φοβάμαι…

Η μάλλον φοβόμουν. Τώρα με εκείνον δίπλα μου νιώθω ότι δεν είμαι μόνη. Μου χάιδευε τα μαλλιά όσο ήμουν στην αγκαλιά του και μου

ψιθύριζε λέξεις που περίμενα χρόνια να ακούσω. « σου είχα υποσχεθεί πως μια μέρα θα γυρίσω κοντά σου». Πήρε το δακτυλίδι της γιαγιάς του που το είχα στο ντουλαπάκι μου και μου το έβαλε ξανά στο δάχτυλο μου

όπως τότε. Μόνο που τότε ήταν πολύ μεγάλο ενώ τώρα είναι λες να φτιάχτηκε για μένα.

Page 41: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Όνειρο αν είναι θεέ μου κάνε να μην ξυπνήσω

Μόνο με τα φιλιά του άσε με να μεθύσω

κι αν μέσα στην αγκαλιά του εγώ ριγήσω

ας είναι η τελευταία ανάμνηση προτού να ξεψυχήσω…

Page 42: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ξύπνησαν και οι δυο μετά από αρκετές ώρες ύπνο αγκαλιασμένοι. Χαμογελώντας ξαναφιλήθηκαν και κάθισαν να κοιτούν ο ένας τον άλλον χωρίς να μιλάνε. Εκείνος πρόσεξε το χρώμα των ματιών της.

«Άλλαξε το χρώμα στα μάτια σου» της είπε και έσπασε τη σιωπή ανάμεσα τους.

«Ναι τα τελευταία δύο χρόνια άρχισε να αλλάζει»«Και τα μαλλιά σου σκούρυναν, δεν έχουν πλέον εκείνο το κόκκινο

της φωτιάς που είχαν τότε. Γιατί όμως τα βάφεις; Δεν θέλω να τα βάφεις. Θέλω όλα να είναι φυσικά πάνω σου.»

Του ξαναχαμογέλασε και πήρε το πρόσωπο του στα χέρια της. Ήταν λες και μέσα από τα μάτια του κοιτούσε μέσα στην ψυχή του.

Το τηλέφωνο του Μάνου χτύπησε και εκείνος με μια βρισιά απάντησε. Ήταν ο διοικητής του και κολλητός φίλος του ο οποίος πήρε να του θυμίσει όλες τις υποθέσεις που εκκρεμούν. Εκείνη σηκώθηκε γρήγορα και μέχρι εκείνος να κάνει ένα γρήγορο ντους και να πάει κατ’ ευθείαν στη δουλειά εκείνη του ετοίμασε έναν καφέ που μοσχοβολούσε ως το μπάνιο. Του έκανε και ένα γρήγορο πρωινό και εκείνος την αντάμειψε με ένα φιλί στο λαιμό που την έκανε να ανατριχιάσει.

«Τελικά δεν μου είπες το λόγο που σε έφερε δίπλα μου το απόγευμα που σε είχα τόσο πολύ ανάγκη.»

«Είναι κάτι που πρέπει να συζητήσουμε και αυτή τη στιγμή δεν προλαβαίνω καθόλου. Ήδη άργησα πολύ.»

«Τότε τι θα έλεγες να σου μαγειρέψω με τα χεράκια μου το βράδυ και να τα πούμε τότε; Θέλω κι εγώ να συζητήσουμε κάτι.»

«Θα προσπαθήσω να έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ»«Καμιά ιδιαίτερη προτίμηση στο φαγητό;»«Μόνο κάρβουνο μην είναι»Και οι δυο θυμήθηκαν την πρώτη απεγνωσμένη και αποτυχημένη

προσπάθεια και των δυο τους να μαγειρέψουν όταν ήταν μικροί και έβαλαν τα γέλια. Κόντεψαν να βάλουν φωτιά στην κουζίνα γιατί άφησαν το φαγητό στο φούρνο σε πολύ δυνατή φωτιά και πήγαν να παίξουν

Page 43: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

σίγουροι πως το φαγητό θα αργήσει πολύ να γίνει. Αυτοί όμως το ξέχασαν και ευτυχώς τους έσωσε η μυρωδιά του καμένου που είχε εξαπλωθεί σε όλο το σπίτι και πήγαν και το έκλεισαν.

Πήρε το σακάκι του, ήπιε μια ακόμα γουλιά από τον καφέ του, πήρε ένα από τα σάντουιτς που εκείνη είχε ετοιμάσει νωρίτερα , τη φίλησε στο μάγουλο κλεφτά και της είπε πως θα τη δει το βράδυ.

Οι ώρες πέρασαν βασανιστικά αργά μέχρι να έρθει το βράδυ και για τους δυο. Ο Μάνος δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά και έτσι σκέφτηκε να πάρει τηλέφωνο τη μητέρα του που πάντα συμβουλευόταν στα δύσκολα. Όταν εκείνη άκουσε τη φωνή του κατάλαβε αμέσως ότι κάτι βασάνιζε το γιόκα της.

« Μαμά, είδα την Αλκμήνη»«Πως; Που την είδες;»« Θυμάσαι τα παραμύθια που κάποτε μας διάβαζες όταν ήμασταν

μικρά; Κάπως έτσι έγινε. Δεν ξέρω τι να κάνω»Της εξήγησε την όλη κατάσταση και ζήτησε την συμβουλή της.« Ψυχούλα μου νομίζω πως δεν χρειάζεσαι κανέναν να σου πει τι

θα κάνεις, είναι φανερό πως τα αισθήματα σου για κείνην άλλαξαν από τότε που ήσασταν μικρά αλλιώς θα της είχες πει ποιος είσαι από την αρχή. Έτσι δεν είναι;»

«Έτσι νομίζω»«Πως σε κατάλαβε;»«Είδε το σημάδι στο λαιμό μου. Αυτό που είχα κάνει τότε που την

έψαχνα.»«Πάντως χαίρομαι για σένα. Γι’ αυτό που είσαι τώρα.»«Πως είμαι δηλαδή;» «Ερωτευμένος αγόρι μου. Ερωτευμένος! Είσαι τόσο χρονών και

ποτέ δεν μου έχεις μίλησε για τις κοπέλες σου.»«Και σε πείραζε αυτό;»

Page 44: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Όχι, καθόλου, ήξερα πως όταν θα αισθανθείς κάτι σημαντικό θα μου μιλήσεις, απλά δεν περίμενα να πάρει τόσο χρόνο.»

«Μαμά;»«Ναι αγόρι μου;»Ξαφνικά ένιωσε να γλυκιά νοσταλγία για τα ανέμελα παιδικά του

χρόνια αλλά η φωνή του διοικητή του τον επανάφερε στην πραγματικότητα.

«Τίποτα ας’ το . πρέπει να κλείσω ,έχω δουλειά»«Να προσέχεις»«Θα προσέχω. Πες και το μπαμπά ότι μία από αυτές τις μέρες θα

έρθω από το σπίτι με την Αλκμήνη να μιλήσουμε. Ο πατέρας της, της άφησε ένα γράμμα που της εξηγεί τα πάντα σχετικά με το λόγο του θανάτου τους. Εσύ το ήξερες;»

«Το έμαθα μετά τη δολοφονία τους. δεν θέλαμε να σου πούμε τίποτα γιατί ξέρουμε πως εκτός από πολύ λογικός είσαι και πολύ παρορμητικός. Αν στο λέγαμε ίσως να το σκάλιζες και να είχες και εσύ την ίδια κατάληξη.»

«Καταλαβαίνω. Θα τα πούμε. Φιλιά»Έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε κατ’ ευθείαν στο γραφείο του

διοικητή του για να τον ενημερώσει ότι θα πρέπει να φύγει για τρεις μέρες εκτός πόλεως. Όταν το άκουσε ο διοικητής του όχι μόνο νευρίασε με το θράσος του που δεν του ζήτησε άδεια για να φύγει αλλά απλά τον ενημέρωνε, αλλά απόρησε και με την ανευθυνότητα του να φύγει τώρα που υπάρχουν τόσες εξελίξεις. Ο Μάνος τον διαβεβαίωσε ότι θα συνεχίσει να δουλεύει από εκεί που είναι αλλά είναι πολύ σημαντικό να πάει. Η αλήθεια είναι ότι ο Μάνος στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ ανεύθυνος απλά ήθελε να κάνει τα πάντα με το δικό του τρόπο. Ήταν από τους πιο ικανούς αστυνομικούς .

Page 45: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Η Αλκμήνη βρήκε το πρωί για ψώνια. Αγόρασε ρούχα, εσώρουχα, παπούτσια, αξεσουάρ μέχρι και καλλυντικά. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια ήταν η τελευταία φορά που πήγε για ψώνια με τέτοια όρεξη! Ύστερα μπήκε στο σούπερ μάρκετ και πήρε τόσα πράγματα που γέμισαν τα ράφια της κουζίνας της. Γύρισε στο σπίτι, τακτοποίησε τα πράγματα και πήρε να διαβάσει ένα παλιό της ημερολόγιο που έγραφε όταν ήταν μικρή και περιέγραφε τις μέρες της. Είχε να το διαβάσει πολλά χρόνια. Στις περισσότερες σελίδες έγραφε πόσο θυμωμένη ήταν με τον Μάνο που την κέρδιζε σε κάποια παιχνίδια, άλλες φορές έγραφε πόσο βαριόταν όταν εκείνος ήταν άρρωστος ή είχε διάβασμα και δεν μπορούσαν να πάνε να παίξουνε, ήταν πολύ κακομαθημένη όταν ήταν μικρή. Έκλεισε προσεχτικά το ημερολόγιο και άνοιξε το μικρό ντουλαπάκι με τις κοινές τους αναμνήσεις. Ήξερε πως ο αστυνομικός ήταν ο παιδικός της φίλος όμως τα αισθήματα της απέναντι του έπαψαν να είναι τόσο αθώα όπως όταν ήταν μικρά. Τώρα κάθε φορά που τον έβλεπε ένιωθε το κορμί της να ανατριχιάζει και στο στομάχι της είχε ένα σφίξιμο!

Έβαλε ένα ποτήρι κρασί και άρχισε το μαγείρεμα. Ήθελε να ήταν όλα τέλεια για το δείπνο γι’ αυτό και έβαλε όλο της το ταλέντο. Θα του μαγείρευε το αγαπημένο του φαγητό, μοσχαράκι με άσπρη σάλτσα με συνοδεία ζυμαρικών. Έβαλε λουλούδια σε όλα τα βάζα και αρωμάτισε το χώρο με τα αποξηραμένα φυτά του παππού της. Άνοιξε όλα τα παράθυρα να γεμίσει φως όλο το σπίτι και του ετοίμασε και το αγαπημένο του γλυκό, σουφλέ σοκολάτας με παγωτό βανίλια.

Εκείνος εμφανίστηκε στο κατώφλι της στις εννέα ακριβώς, ντυμένος απλά αλλά ωραία, με ένα άρωμα που τη μέθυσε με το που το μύρισε και με μια αγκαλιά λουλούδια, κρίνους που τα λάτρευε.

«Αυτά είναι για σένα»

Page 46: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Ευχαριστώ. Πέρασε το σπίτι φαντάζομαι το ξέρεις οπότε δεν χρειάζεται να σε ξεναγήσω»

Την αγκάλισε από πίσω και τη φίλησε πίσω στο λαιμό. Την προηγούμενη φορά που το είχε κάνει κατάλαβε ότι γαργαλιέται εκεί και του άρεζε να τη βλέπει σαν γατούλα να μαζεύεται όταν το κάνει.

«Θα κάψω το φαγητό αν συνεχίσεις έτσι» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.«Να σου βάλω κάτι να πιεις? Εγώ πίνω κρασί.»«Βάλε μου και μένα το ίδιο . Φαίνεσαι πολύ καλύτερα.»«Ναι, χάρη σε σένα»Κάθισε πάνω στον πάγκο της κουζίνας με το κρασί στο χέρι και την

κοιτούσε να μαγειρεύει.«Λοιπόν για πες μου τι έχασα από τη ζωή σου τα τελευταία 14

χρόνια;» «Πριν τρία χρόνια πήρα το πτυχίο μου στη νομική, έκανα

μεταπτυχιακό πάνω στη εγκληματολογία και τώρα σκέφτομαι να γραφτώ σε σχολή χορού»

« Πότε πρόλαβες;»«Μου αρέσει το διάβασμα»«Δεν βγαίνεις καθόλου;»«Και βέβαια βγαίνω .Μου αρέσει να πηγαίνω για μπιλιάρδο σε ένα

παλιό και σκοτεινό μαγαζί λίγο πιο κάτω από εδώ, για χορό σε ένα μεγάλο κλαμπ έξω από την πόλη και για καφέ σε ένα παραλιακό μαγαζί ενός φίλου που κάνει απίθανο ισπανικό.»

«Πάντως δεν σε έχω δει πουθενά»«Μπορεί να με είδες αλλά να μην με θυμάσαι»«Αυτό δεν είναι δυνατόν. Αν σε έβλεπα σίγουρα θα σε θυμόμουν.»Τότε τα μάγουλα της πήραν το γνωστό ρόδινο χρώμα«Γίνεται να μην τσιμπολογάς μέχρι να κάτσουμε στο τραπέζι; Θα

σου κοπεί η όρεξη.»«Δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο.»

Page 47: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Εσύ όμως δεν μου έχεις πει τίποτα για σένα κύριε αστυνόμε. Πως και αποφάσισες να γίνεις αστυνομικός;»

«Ίσως για να μην υπάρχουν πλέον ανεξιχνίαστες υποθέσεις. Εκείνη η νύχτα δεν στιγμάτισε μόνο εσένα.» .Έσκυψε το κεφάλι και ήπιε μια γουλιά από το κρασί του.

«Ας τα τώρα αυτά. Το φαγητό μυρίζει. Πρέπει να είναι έτοιμο.»Η Αλκμήνη έβγαλε τα πιάτα για να σερβίρει. Όσο έβαζε το φαγητό

στα πιάτα χτύπησε το κινητό της που ήταν ακουμπισμένο δίπλα στο Μάνο. Εκείνος είδε ένα αντρικό όνομα και μια σπίθα ζήλιας έλαμψε στο πρόσωπο του.

«Ο Γιαννάκης γράφει ότι είναι»«Καλά άστο . Θα τον πάρω εγώ αργότερα»«Μα γιατί; Μπορεί να είναι κάτι σημαντικό. Θα το σηκώσω εγώ»Το είπε και το κανε. Σήκωσε το κινητό της όχι βέβαια γιατί

σκέφτηκε αν ήταν κάτι σημαντικό αλλά για να ακούσει ποιος είναι αυτός που την παίρνει τέτοια ώρα τηλέφωνο στο κινητό της. Ο Γιάννης όμως ο οποίος αγαπούσε την Αλκμήνη εδώ και πολύ καιρό δεν χάρηκε καθόλου που σήκωσε τα κινητό της κάποιος άλλος άντρας. Από το ύφος του ο Μάνος φαινόταν πολύ ικανοποιημένος από τη συζήτηση του με τον Γιάννη και όταν τελικά έκλεισε το τηλέφωνο χαμογέλασε στην Αλκμήνη.

«Προς τι αυτό το χαμόγελο; Τι είπατε;»«Τίποτα , απλώς του έδωσα να καταλάβει ότι δεν γίνεται να σε

παίρνει άλλο τηλέφωνο»«Γιατί;»«Γιατί δεν θέλω να μιλάς με κανέναν άλλο στο τηλέφωνο εκτός από

εμένα»Του έσκασε ένα χαμόγελο ντροπαλό αλλά συγχρόνως πολύ πολύ

γλυκό και εκείνος της το ανταπέδωσε. «Πως και δεν φάνηκε καθόλου αυτός ο Γιαννάκης τόσες μέρες και

σε θυμήθηκε τώρα;»

Page 48: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«’Έλειπε στο εξωτερικό για δουλειές. Είναι έμπορος πινάκων ζωγραφικής. Πριν φύγει μου είχε κάνει μια πρόταση και του ζήτησα χρόνο να το σκεφτώ. Και εκείνος σεβάστηκε την επιθυμία μου»

Ο Μάνος όταν άκουσε τη λέξη πρόταση στραβοκατάπιε και η Αλκμήνη το αντιλήφθηκε αμέσως.

«Όταν λες πρόταση;» τη ρώτησε δήθεν αδιάφορα πίνοντας λίγο ακόμα από το κρασί του.

«Μου είχε προτείνει να αρραβωνιαστούμε»«Μάλιστα» είπε φανερά εκνευρισμένος . Καθ’ όλη τη διάρκεια του

φαγητού δεν είπε τίποτα και φυσικά όταν ο Γιαννάκης ξανατηλεφώνησε η Αλκμήνη πήγε στο διπλανό δωμάτιο για να μιλήσει.

Page 49: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Μάνος

Πως ήμουν τόσο ηλίθιος να πιστεύω ότι τόσα χρόνια περίμενε μονάχα εμένα και δεν ήταν με κανέναν άλλον; Πως γίνεται όμως να είναι με άλλον και να φιλάει εμένα με αυτόν τον τρόπο; με τόσο πάθος; Να με

κοιτάζει σαν να είμαι ο μοναδικός άντρας στον κόσμο γι’ αυτή; Δεν μπορεί να έκανα τόσο λάθος. Και τώρα τι γίνεται; Πάντως να την αφήσω να μου φύγει δεν υπάρχει περίπτωση. Η Αλκμήνη είναι δική μου, μόνο δική μου…

Page 50: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Η Αλκμήνη γύρισε μετά από λίγο με το γλυκό στα χέρια της.«Συγνώμη που άργησα όμως του όφειλα μια εξήγηση.»Ο Μάνος σηκώθηκε αποφασισμένος από το τραπέζι άφησε το

γλυκό παραπέρα και της έπιασε με δύναμη τα χέρια που η Αλκμήνη ξαφνιάστηκε.

«Δεν οφείλεις τίποτα και σε κανέναν. Και ιδίως σε εκείνον. Δεν σε βρήκα μετά από τόσα χρόνια για να σε ξαναχάσω, μ’ ακούς; Είμαι εδώ και σε θέλω αποκλειστικά δική μου.»

Τη φίλησε με τόσο πάθος που την έσπρωξε στον τοίχο. Εκείνη ανταπέδωσε τα φιλιά του κρατώντας τον σφιχτά δίπλα της. Ήθελε να την αγγίξει παντού, να την κάνει δική του εκείνη τη στιγμή. Σταμάτησε μόνο όταν εκείνος αντιλήφθηκε τα δάκρυα στα μάγουλα της.

«Τι έπαθες μωρό μου;»«Όλο αυτό είναι πρωτόγνωρο για μένα. Δεν έχω νιώσει ποτέ τόσο

πάθος για κάποιον. Νόμιζα πως τέτοιες σκηνές υπάρχουν μόνο στις ταινίες και στα βιβλία και δεν θα το ζούσα ποτέ»

«Και με αυτόν τον Γιάννη; Ούτε με εκείνον έζησες κάτι τέτοιο; Πρόταση για αρραβώνα σου έκανε εξ’ άλλου.»

«Ο Γιάννης είναι πολύ καλό παιδί και πίστευε ότι ταιριάζαμε. Λίγες μέρες πριν φύγει μου έκανε την πρόταση γιατί πίστευε ότι θα ήμασταν ένα ταιριαστό ζευγάρι. Εκείνος πιστεύει πως δεν χρειάζεται ο έρωτας για έναν πετυχημένο αρραβώνα. Πριν λίγο στο τηλέφωνο του είπα πως βρήκα τον άντρα που περίμενα όλα αυτά τα χρόνια και πως μαζί του θέλω να μοιραστώ τη ζωή μου. Αυτό τουλάχιστον όφειλα να του το πω.»

«Και ποιος είναι αυτός ο άντρας χοντρούλα μου;»«Εσείς κύριε Μάρκου».Την πήρε στην αγκαλιά του και την ξαναφίλησε.

Page 51: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Κάθισαν στο σαλόνι γιατί ήρθε η στιγμή να μιλήσουν πολύ σοβαρά. Πρώτος άρχισε ο Μάνος

«Θυμάσαι το ρολόι που μου έδωσες πριν λίγες μέρες;»«Και βέβαια»«Είχες δίκιο που είπες ότι δεν ανήκει στον παππού σου. Είμαι

σίγουρος πως το τοποθέτησε στο χέρι σου αυτός που τον δολοφόνησε»«Για ποιο λόγο πιστεύεις κάτι τέτοιο;»«Πριν λίγο καιρό είχε γίνει και άλλος φόνος. Πάνω στην κοπέλα

βρέθηκε μια αλυσίδα στο πόδι της με το ίδιο σύμβολο. Ρώτησα όλους τους δικούς της ανθρώπους και κανείς δεν ήξερε για την αλυσίδα της αλλά και λόγω του επαγγέλματος της δεν θα φορούσε κάτι χρυσό.»

Την είδε που τον κοίταξε με απορία όταν της είπε για το επάγγελμα και της διευκρίνισε πως ήταν ιερόδουλη.

«Δεν καταλαβαίνω όμως για ποιο λόγο να πληρώσει κάποιος τόσα λεφτά για να κάνει δώρο σε κάποιον που σκότωσε.»

«Δεν ξέρω ακόμα. Ίσως να θέλει να περάσει ένα μήνυμα στην αστυνομία. Και γω δεν βγάζω άκρη γι’ αυτό ήρθα σε σένα, να με βοηθήσεις. Εσύ απ’ ότι είδα κάτω στους τοίχους της σχολής κάτι ξέρεις από σύμβολα. Αυτό το ξέρεις;»

«Και βέβαια. Είναι από τα πιο γνωστά.»«Πες μου τότε γιατί το μόνο που ξέρω εγώ είναι ότι είναι το

σύμβολο του καλού και του κακού ή αλλιώς του γιν και γιανγκ.»«Εκφράζει το καλό και το κακό λένε κάποιοι μάλλον πολύ

επιφανειακά και αυτό είναι μόνο μια πολύ παιδική ερμηνεία του συμβόλου. Το Γιάνγκ είναι το άσπρο. Συμβολίζει τη δημιουργικότητα, την αρσενικοί δύναμη το φως, τη τόλμη το θερμό, το σκληρό, Γιανγκ σημαίνει ''σημαίες που κυματίζουν στον ήλιο'' δηλαδή λαμπρό ή φωτεινό. Το Γιν είναι το μαύρο. Είναι αυτό που ευθύνεται για το σκοτάδιτην ακινησία το θηλυκό στοιχείο, την έλλειψη ζωής, τη σελήνη, τη νύχτα, το ψυχρό, τα σκοτεινά και ύπουλα συναισθήματα. Γιν σημαίνει σκοτεινιασμένος. Γιν και το Γιάνγκ είναι οι δύο αντίθετοι και

Page 52: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

συμπληρωματικοί πόλοι της φύσης. Όλη η κινέζικη σκέψη και κοσμογονία είναι κλεισμένη σε αυτό το σύμβολο, η ζωή , ο θάνατος, ο φόβος, η δύναμη, το σκοτάδι, το φως.

Αυτές οι δύο μορφές ενέργειας αποτελούν εκφράσεις της μίας, μοναδικής, έσχατης πραγματικότητας που είναι πέρα από τη μορφή και την ουσία, πέρα από κάθε δυαδισμό. Το ΤΑΟ το σύμβολο, το Τάι-Τσι Του όπως ονομάζεται, θα δει ότι αποτελείται από ένα κύκλο που το ένα του μισό είναι άσπρο με ένα μαύρο σημείο μέσα του και το άλλο του μισό μαύρο με ένα άσπρο σημείο μέσα του. Είναι οι δύο δυνάμεις της φύσης που μάχονται, το λευκό και το μαύρο, Καθώς το σύμβολο κινείται το μικρό μαύρο σημείο μέσα στο αντίθετο μισό άσπρο μεγαλώνει κι ενισχύεται, έτσι ώστε κάποια στιγμή καταλαμβάνει ολόκληρο το χώρο του και το αντικαθιστά. Η διδασκαλία του Γιν Γιανγκ κρύβεται πίσω από το Φεγνκ Σουι. Αυτή η αρχαία τέχνη της γεωμαντείας στοχεύει στην κατανόηση της φύσης. Στόχος είναι η ισορροπία. Αυτή η ισορροπία που χρειάζεται στην κάθε περίπτωση. Η υπερβολική ενέργεια γιν προκαλεί ασθένεια, απώλεια , ακόμη και θάνατο. Αντίθετα η ενέργεια Γιανγκ βοηθά το σώμα και θεραπεύει τις ασθένειες, γιατί σφύζει από ζωή και φέρνει καλοτυχία. Στις πολεμικές τέχνες το Γιάνγκ είναι η γενναιότητα Το Γιν είναι η δειλία. Σύμφωνα με τον Ταοϊσμό τα πράγματα έχουν δύο αντίθετες δυνάμεις , το Γιν και το Γιανγκ, δύο όψεις που αλλοστηρίζονται, βοηθιούνται και μάχονται. Αυτές οι αρχές χρησιμοποιούνται για τη φυσική και νοητική προετοιμασία στις Πολεμικές Τέχνες, βασισμένες στην ενέργεια ΤΣΙ που αποτελείται από το Γιν και το Γιανγκ.»

«Τώρα εγώ είμαι αυτός που δεν καταλαβαίνει τίποτα»«Αυτό το σύμβολο δεν ταιριάζει σε έναν νεκρό»«Γιατί;»«Γιατί όπως είπα αυτό το σύμβολο εκφράζει ισορροπία. σε έναν

νεκρό κυριαρχεί μόνο το γιν»«Εσύ πως τα ξέρεις όλα αυτά;»

Page 53: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Με ενδιαφέρει πολύ η κινέζικη κουλτούρα και την έχω μελετήσει αρκετά. Που να φανταζόμουν ότι αυτές οι γνώσεις θα με βοηθούσαν κάποτε να βρω τον δολοφόνο του παππού μου»

Η φωνή της έγινε πιο μελαγχολική και η ματιά της έπεσε στην φωτογραφία του. τότε εκείνος της έπιασε τρυφερά το χέρι και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«Συγνώμη που σε φέρνω σε τόσο δύσκολη θέση αλλά πρέπει να μάθω»

Εκείνη με ένα γλυκό χαμόγελο του απάντησε «Δεν χρειάζεται να απολογείσαι. Θέλω πολύ να βοηθήσω»«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με ανακουφίζει αυτό που μου λες

γιατί είναι και κάτι άλλο που θέλω να σε ρωτήσω. Αυτό το σύμβολο έχει κάποια σχέση με τις φάσεις τις σελήνης; Σε ρωτώ επειδή οι δυο φόνοι έγιναν ο πρώτος στο πρώτο τέταρτο σελήνης και ο δεύτερος στο άλλο τέταρτο»

«Λυπάμαι αλλά σε αυτό δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Από όσο ξέρω δεν υπάρχει καμιά σχέση αλλά συνήθως ότι τελετουργία γίνεται έχει σχέση με τις φάσεις της σελήνης, αυτοί που τις κάνουν ισχυρίζονται ότι η ενέργεια του φεγγαριού μπορεί να τους βοηθήσει σε ότι κάνουν κάτι που δύσκολα καταλαβαίνει όποιος δεν ασχολείται με αυτά.»

«Μπορεί να κάνω και λάθος για αυτό, μια υποψία είναι μόνο, μπορεί να είναι και σύμπτωση»

« Μην ανησυχείς και οι υποψίες σου θα δούμε αύριο αν είναι βάσιμες»

Την κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απορία και εκείνη του υπενθύμισε ότι και εκείνη την μέρα ήταν τέταρτο σελήνης

Στη συνέχεια έβαλαν από ένα ποτηράκι κρασί και πήγαν στο σαλόνι, έβαλαν μουσική και το ένα ποτηράκι έγιναν πολλά υπό την επήρεια rock μπαλάντων. Η ατμόσφαιρα άρχισε να γίνεται πιο ερωτική και το παλιό κρασί έκανε καλά τη δουλεία του.

Page 54: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Γιατί διάλεξες εμένα να πεις για το ρολόι; Θα μπορούσες να το πεις σε κάποιον ανώτερο μου. Σε ξαναρωτάω γιατί οι συμπτώσεις που μας έφερναν όλο και πιο κοντά είναι πάρα πολλές.»

«Δεν ξέρω. Εσένα σκέφτηκα μόνο εκείνη την στιγμή»«Χαίρομαι γι’ αυτό»Την άγγιξε στο πρόσωπο με τα ακροδάχτυλα του και έκανε να τη

φιλήσει όμως τους διέκοψε το τηλεφώνημα από τον διοικητή του ο οποίος πήρε να του επιβεβαιώσει τις θεωρίες του λέγοντας τους πως έγινε και άλλος φόνος και πρέπει να πάει αμέσως στον τόπο του εγκλήματος.

Την φίλησε βιάστηκα στα χείλη και έφυγε γρήγορα.

Το σπίτι του θύματος ήταν στο κέντρο της πόλης, ένα τριάρι σε μια ψηλή πολυκατοικία. Το θύμα ήταν μητέρα δυο παιδιών και βρέθηκε νεκρή από την οικονόμο του σπιτιού πριν λίγες ώρες. Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις το θύμα πέθανε από ασφυξία, το σπίτι ήταν τακτοποιημένο και δεν φαινόταν να έχει γίνει πάλη αλλά ούτε και στην κλειδαριά υπήρχαν ίχνη παραβίασης.Την ώρα που έφτανε ο Μάνος ετοιμάζονταν να πάρουν το πτώμα της άτυχης γυναικάς και τους ζήτησε λίγο χρόνο. Αυτό που ήθελε να δει ήταν αν υπήρχε πάνω της το σύμβολο που ήταν και στα αλλά θύματα και το είδε. Ήταν κρεμασμένο στο λαιμό της από μία λαμπερή αλυσίδα. Κοίταξε για λίγο τη γυναίκα. Ήταν μια πολύ όμορφη κυρία γύρω στα τριάντα οχτώ. Ο διοικητής του όταν είδε κι εκείνος ο σύμβολο στο λαιμό της γυναίκας βλαστήμησε. Πώς να εξηγούσαν στον λυπημένο άντρα της και στα παιδιά από έξω με τις στεναχωρημένες φατσούλες τους το λόγο που πέθανε η μητέρα τους. Εδώ καλά καλά ούτε και οι ίδιοι τους δεν τον καταλάβαιναν. Έκανε νόημα στους αστυνομικούς να πάρουν το πτώμα και έριξε μια ματιά τριγύρω. Τα πάντα ήταν τακτοποιημένα, σαν να μην

Page 55: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

υπήρχε ίχνος πάλης. Αίματα γύρω δεν υπήρχαν και όλο το μέρος ήταν καθαρό. Εξέτασαν προσεχτικά κάθε σπιθαμή του σπιτιού για αποτυπώματα ή κάτι που μπορεί να έπεσε να από τον δολοφόνο όμως δεν βρήκαν τίποτα.

Μετά από εκεί πήγε κατ’ ευθείαν στο νεκροτομείο όπου σε ένα δωμάτιο γινόταν ήδη η νεκροψία του θύματος η οποία έδειξε ότι πράγματι το θύμα πέθανε από ασφυξία. Το περίεργο όμως ήταν πως μέσα στο λαιμό της υπήρχε χώμα

«Χώμα;» είπαν με μια απορημένοι φωνή ο Μάνος και ο διοικητής του.

« Ναι, χώμα, στο λαιμό αλλά και στην παλάμη της γυναίκας»« Θες να πεις ότι κατάπιε χώμα και κρατούσε χώμα;»« Ακριβώς»«Έχεις κάτι το ιδιαίτερο αυτό το χώμα που θα μπορούσε να μας

βοηθήσει ή είναι σαν αυτό που πατάμε καθημερινά και βρίσκεται παντού;»

« Με την πρώτη ματιά θα έλεγα ότι είναι σαν το χώμα που θα βρεις έξω στο δρόμο αλλά το εργαστήριο θα σας πει με σιγουριά.»

« Κάνε μου μια χάρη και πες στο εργαστήριο να κοιτάξει και για τυχόν μικροοργανισμούς που μπορεί να βρουν στο χώμα, όπως κάποιο είδος από σκουλήκι ή κάτι άλλο που να μας μαρτυρήσει από ποιο μέρος πήρε το χώμα γιατί σίγουρα το πήρε από κάπου αλλού, το θύμα δεν είχε γλάστρες στο χώρο.»

Ο κυρ Σταύρος , ο διοικητής του, έφυγε από εκείνο το μέρος με ένα βλέμμα γεμάτο απορία και θυμό

« Βγάζεις κανένα νόημα ρε καρντάση» ρώτησε τον Μάνο που εκείνη την ώρα ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του.

«πρώτη φορά μου τυχαίνει κάτι τόσο τρελό αλλά που θα μου πάει θα την βρω την άκρη.»

«Πολύ αποφασισμένο σε ακούω»

Page 56: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Έχω υποσχεθεί σε κάποια ότι θα βρω το δολοφόνο και θα το κάνω»

«Έτσι σε θέλω ρε καρντάση. Άντε πάμε στο τμήμα, ξημερώνει σε λίγο.»

Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει και ο Μάνος κοιτούσε φωτογραφίες από το θύμα και το σπίτι του αλλά δεν έβγαζε νόημα. Σημείωνε σε ένα χαρτί απορίες και ξεκίνησε να πάρει τις απαντήσεις. Πήγε πρώτα στην οικογένεια του θύματος, ρώτησε τον άντρα, τα παιδιά, τους γονείς, τους συγγενείς και κάποιες φίλες της άτυχης γυναίκας για το μενταγιόν και η απάντηση ήταν μια « δεν το έχουμε ξαναδεί». Στην ερώτηση αν ασχολούταν το θύμα με τα φυτά η απάντηση ήταν πάλι αρνητική, δεν είχε καθόλου χρόνο για ασχολείται με αυτά γι’ αυτό και δεν υπήρχαν φυτά στο σπίτι. Η επόμενη στάση ήταν στο νεκροτομείο. Σκέφτηκε ότι μπορεί το θύμα να είχε πέσει πιο πριν πάνω σε χώμα και κατά λάθος να μπήκε στο στόμα και στα χέρια της αλλά ο ιατροδικαστής είπε πως το χώμα εισπνεύσθηκε και μπήκε στο λαιμό της και δεν φαινόντουσαν σημάδια από πέσιμο στο σώμα της αλλά ούτε και υπήρχε χώμα στα νύχια της που να δείχνει ότι το μάζεψε αυτή. Το χώμα σίγουρα της το τοποθέτησε στην παλάμη της κάποιος και κατά πάσα πιθανότητα αυτός ο κάποιος ήταν ο δράστης. Από το εργαστήριο του είπαν ότι το χώμα δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο μικροοργανισμό ή χρώμα που να τους δείξει ότι το μετέφεραν από αλλού.

Με τις έρευνες ξεχάστηκε και ήδη είχε πάει απόγευμα, η κούραση και το ξενύχτι άρχισαν να τον καταβάλουν. Επέστρεψε στο σπίτι του όπου έκανε ένα γρήγορο μπάνιο και έπεσε για ύπνο.

Τον πλησίασε νυχοπατώντας και στάθηκε δίπλα του θαυμάζοντας το όμορφο κορμί του. Γονάτισε και με τα ακροδάχτυλα της άγγιξε απαλά

Page 57: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

την ουλή του στο λαιμό του. Εκείνος ξύπνησε από το χάδι της όμως δεν άνοιξε τα μάτια του. Την κατάλαβε από τη μυρωδιά που ανέδιδε το σώμα της, ήταν χαρακτηριστική, μύριζε βανίλια…..Συνέχισε λοιπόν να κάνει πως κοιμάται για να απολαύσει κάθε στιγμή δίπλα της. Εκείνη δεν κατάλαβε τίποτα, συνέχισε να τον αγγίζει με το βλέμμα της και να σκέφτεται πόσο πολύ άλλαξε από τότε που ήταν ακόμη παιδί. Μύριζε ακόμη το αφρόλουτρο που είχε βάλει και όταν είδε ότι τα μαλλιά του ήταν ακόμη βρεγμένα κατάλαβε πόσο κουρασμένος θα ήταν για να πέσει να κοιμηθεί έτσι. μια αλλαγή στην αναπνοή του την έκανε να σηκωθεί και να πάει στο άλλο δωμάτιο δίνοντας του ένα φιλί στο μέτωπο προσεχτικά μήπως και ξυπνήσει. Εκείνος όταν άκουσε τα βήματά της να απομακρύνονται άνοιξε τα μάτια του και ένα χαμόγελο όλο ικανοποίηση δημιουργήθηκε στο πρόσωπό του. Δεν σηκώθηκε όμως από το κρεβάτι, ήταν ακόμη καταβεβλημένος από τα ξενύχτια και την πολλή δουλειά και έπεσε πάλι για ύπνο με τη σιγουριά ότι η Αλκμήνη παρακινούμενη από την περιέργειά της θα ψάξει όλο το σπίτι σπιθαμή προς σπιθαμή. Του άρεζε πολύ να την σκέφτεται να τριγυρίζει μέσα στο σπίτι του… Άραγε πως θα ένιωθε όταν θα έβλεπε την φωτογραφία της στο συρτάρι του γραφείου του; Γιατί σίγουρα εκείνο θα ήταν από τα πρώτα πράγματα που θα ψαχούλευε.

Και πράγματι. Με το που είδε η Αλκμήνη το γραφείο πήγε βολίδα να το ψάξει. Κάθισε στην αναπαυτικότατη καρέκλα του και περιεργάστηκε τα χαρτιά και τις φωτογραφίες στο γραφείο του που αφορούσαν τις υποθέσεις του και στη συνέχεια άνοιξε τα συρτάρια του. Η ακαταστασία του την έκανε να γελάσει, το χαμόγελο της όμως κόπηκε όταν άνοιξε το τελευταίο συρτάρι και αντίκρισε την φωτογραφία της. Ήταν τραβηγμένη λίγο καιρό πριν χωρίσουν οι δρόμο τους, τότε φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα και το γέλιο της έδινε λάμψη στη φωτογραφία. Την θυμόταν καλά εκείνη τη μέρα, οι γονείς της είχαν αποφασίσει να την γράψουν σε σχολή καταδύσεων που τόσο πολύ

Page 58: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

λαχταρούσε. Έριξε μια ακόμη νοσταλγική ματιά στην φωτογραφία κι την έβαλε πάλι μέσα στο συρτάρι.

Γιατί να την έχει ακόμα εκείνη τη φωτογραφία; Σηκώθηκε και πήγε να ρίξει μια ματιά και στο υπόλοιπο σπίτι που ήταν πολύ νοικοκυρεμένο για εργένη. Θυμήθηκε την αδυναμία που του χε πάντα η μάνα του και δικαιολόγησε αμέσως την εικόνα του καθαρού σπιτιού που έβλεπε μπροστά της. Αφού τελείωσε την εξερεύνηση στο χώρο του πήγε στην κουζίνα, έκανε έναν καφέ και μετά πήγε και κάθισε ξανά στο γραφείο του. Κοίταξε τις φωτογραφίες και διάβασε τα χαρτιά που είχε εκεί πάνω ως τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο. Σηκώθηκε γρήγορα και υπέκυψε στον πειρασμό να σηκώσει το ακουστικό για να δει ποιος είναι.

Τον ξύπνησε ο ήχος του τηλεφώνου και άκουσε ομιλίες από το καθιστικό. Η σκέψη ότι η Αλκμήνη απάντησε στο τηλέφωνο του τον έκανε πιο ευδιάθετο και σκέφτηκε να της κάνει μια πλάκα. Έτσι έκανε τον ανίδεο για το ποιος ήταν σπίτι και πήρε το υπηρεσιακό του όπλο και προχώρησε προς το μέρος που ήταν οι ομιλίες.

«Καλά ξυπνητούρια» του είπε χαμογελώντας. Ήταν καθισμένη στην πολυθρόνα και κοιτούσε τα στοιχεία από τις υποθέσεις που ο Μάνος είχε αφήσει πάνω στο τραπεζάκι.

«Μπορείς να κατεβάσεις το όπλο δεν θα σου κάνω κακό ξέρεις»Ο Μάνος είχε ακόμα το όπλο στο χέρι του.«Και πως ξέρω εγώ ότι δεν θες να μου κάνεις κακό αφού μπήκες

χωρίς να σε πάρω είδηση»«Γιατί αν ήθελα θα το είχα ήδη κάνει όση ώρα κοιμόσουν γυμνός

στο κρεβάτι σου. Μετά το μπάνιο καλό είναι να βάζεις κάτι πάνω σου για να μην κρυώσεις.»

Την πλησίασε και της ψιθύρισε στο αυτί «Αν ήμουν ντυμένος δεν θα σε έκανα να ντραπείς τόσο που να μη

με κοιτάζεις όση ώρα μου μιλάς»

Page 59: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Από ευγένεια το κάνω. Ίσως τώρα θα έπρεπε από ευγένεια και μόνο να πας να ντυθείς που έχεις μια επισκέπτρια σπίτι σου. Και μην αργήσεις γιατί πρέπει να συζητήσουμε κάτι πολύ σοβαρό.»

«Πάω « και πήρε από το τραπεζάκι τον καφέ που είχε ετοιμάσει η Αλκμήνη για τον εαυτό της όταν εξερευνούσε την κουζίνα του όσο αυτός κοιμόταν, και ήπιε μια γουλιά.

Όση ώρα εκείνος ντυνόταν η Αλκμήνη έκανε ακόμα έναν καφέ και κάθισε πάλι στον καναπέ. Εκείνος καθώς στεκόταν κάτω από την κάσα της πόρτας ακόμα αγουροξυπνημένος την κοίταζε να μελετάει τις υποθέσεις χωρίς να μιλήσει. Έπειτα πήγε και κάθισε δίπλα της και τράβηξε πίσω ένα κόκκινο τσουλούφι από τα μαλλιά της που τον εμπόδιζε να δει καλά το πρόσωπο της.

«Αλήθεια πως μπήκες εδώ μέσα ;» τη ρώτησε γεμάτος απορία.« Μη φοβάσαι, δεν παραβίασα την πόρτα όπως έκανες εσύ σπίτι

μου. Είχες ξεχάσει την μπαλκονόπορτα σου ανοιχτή και είσαι μόνο στον πρώτο όροφο. Είναι και σκοτάδι έξω και δεν με είδε κανείς. Θα έπρεπε να είσαι πιο προσεχτικός με την ασφάλεια του σπιτιού σου. Το σόι αστυνομικός είσαι;»

«Είμαι ένας αστυνομικός που κανονικά θα έπρεπε να σε συλλάβω που μπήκες έτσι στο χώρο μου»

«Και γιατί δεν το κάνεις;»«Γιατί αν το κάνω δεν θα έχω ξανά την ελπίδα ότι μπορεί να

ξυπνήσω και να σε βρω πάλι εδώ χοντρούλα μου.»Εκείνη τον έδωσε μια σπρωξιά που χύθηκε λίγος από τον καφέ του

στον κόκκινο καναπέ του. «Συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη. Δεν το ήθελα»«Ησύχασε, δεν τρέχει τίποτα, με λίγο νερό θα φύγει.»Όση ώρα η Αλκμήνη καθάριζε τον καναπέ εκείνος την ειρωνευόταν

για να την κάνει να νευριάσει όπως όταν ήταν μικρά και εκείνη του πέταξε το σφουγγάρι στο πρόσωπο και καθώς εκείνος την κυνηγούσε για να την πιάσει την έριξε πάνω στο μικρό κομοδίνο με αποτέλεσμα να

Page 60: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

σκιστεί λίγο το μέτωπο της και να τρέξει αίμα. Ο Μάνος τρόμαξε και της έκλεισε την πληγή με το χέρι του

«Μπορεί να δείχνεις πολύ σκληρή αλλά τελικά είσαι πολύ εύθραυστη μικρή. Το ξέρεις αυτό;»

Ήταν τόσο κοντά που της ζέσταινε το πρόσωπο με την ανάσα του, τα χείλη του ήταν τόσο κοντά στα δικά της και ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το τρελό χτυποκάρδι που έβγαινε από τα κορμιά τους. Και τότε εκείνη σαν φοβισμένη ξεγλίστρησε από τα χέρια του και με σοβαρό ύφος πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι και ξερόβηξε από αμηχανία. Προσπάθησε να αλλάξει θέμα για να αλλάξει το κλίμα μέσα στο δωμάτιο.

« Όπως σου είπα έχω να σου μιλήσω για κάτι πολύ σοβαρό.»« Σ’ ακούω» κάθισε απέναντι της και την κοίταξε όλο προσοχή.« Όμως πριν αρχίσεις θέλω να σε ρωτήσω πρώτα κάτι που μου

παρέλειψε επειδή θεωρούσα δεδομένη την απάντηση. Ο παππούς σου υπάρχει περίπτωση να ξέρει κάποια από τις δύο αυτές γυναίκες;»

Της έδειξε κάποιες φωτογραφίες των θυμάτων όσο ήταν ακόμα ζωντανές και τις είπε τα ονόματα τους και κάποια προσωπικά στοιχεία αλλά η απάντηση της ήταν αρνητική όπως το περίμενε.

τότε την προέτρεψε να συνεχίσει να του πει αυτό που ήθελε από την αρχή.

« Χθες το βράδυ μετά που έφυγες συμμάζεψα και πήγα για ύπνο γιατί ήμουν πολύ κουρασμένη. Στο όνειρο μου με επισκέφτηκε ο παππούς μου. Ήταν ντυμένος με την επίσημη στολή του που φοράει και στους αγώνες και ήταν τόσο όμορφος που έλαμπε. Μου χαμογέλασε και μου είπε κάποια λόγια παρηγοριάς. Έπειτα πήγαμε μια βόλτα και μετά όταν ήταν να φύγει μου επισήμανε να κοιτάξω τις λεπτομέρειες. Αυτές μου είπε πως θα μας οδηγήσουν στο δολοφόνο, αλλά να μην κοιτάξουμε με τη λογική.»

«Μιλάς στον πληθυντικό σαν να ξέρει ο παππούς σου ότι δεν ψάχνεις μόνη σου»

Page 61: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Το ξέρει, μου είπε να σε εμπιστευτώ»«Σου είπε και τίποτα άλλο για μένα ;» τη ρώτησε γεμάτος αγωνία.

Εκείνη γύρισε αλλού το βλέμμα της και του απάντησε αρνητικά.« Δεν χρειάζεται να μου λες ψέματα. Αν δεν θες να μου πεις

καλύτερα να μην μου πεις τίποτα από το να υποτιμάς τη νοημοσύνη μου»

«Δεν σε υποτιμώ, απλά μου είπε κάτι που δεν περίμενα να το ακούσω από εκείνον, δεν περίμενα να μου μιλήσει για σένα.»

«Θα μου πεις;»«Μου είπε ότι η μοίρα σε έφερε σε μένα όχι μόνο για να με

βοηθήσεις αλλά και για να μου δείξεις την όμορφη πλευρά της ζωής, τον έρωτα και την ευτυχία, αυτά που στερήθηκα όλα αυτά τα χρόνια και αυτά που φοβάμαι να νιώσω»

«Φοβάσαι;»«Όταν δεν έχεις ζήσει ποτέ κάτι φοβάσαι πως όταν το γνωρίσεις η

καρδιά σου δεν θα αντέξει. Όπως όταν είμαι δίπλα σου. Κάθε φορά που βρίσκεσαι κοντά μου και με αγγίζεις μόνο, εμένα με πιάνει ταχυπαλμία. Τι θα γίνει αν σε αφήσω να κάνεις όλα όσα ονειρεύομαι τα βράδια από τότε που σε είδα; Νομίζω πως η καρδιά μου θα χτυπάει τόσο γρήγορα που θα σταματήσει. Δεν φοβάμαι να πεθάνω φοβάμαι όμως να πεθάνω χωρίς να έχω γνωρίσει αυτά τα δυο πολύτιμα αγαθά που μπορούν να σε οδηγήσουν στην τρελά αλλά και στην άβυσσο. Αυτά τα συναισθήματα που μπορούν να σε οδηγούν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, που σε κάνουν να γελάς κρυφά όταν περπατάς στο δρόμο και όταν ξυπνάς το πρωί, αυτά που σε κάνουν να κοιτάς δίχως να βλέπεις, να ζεσταίνεσαι και να κρυώνεις την ίδια στιγμή. Αυτά που οι τυχεροί της ζωής μπορεί να τα ζήσουν από μικρή ηλικία, οι λιγότεροι τυχεροί που νομίζουν ότι τα χουν ζήσει, αυτοί που τα ζουν σε πολύ μεγάλοι ηλικία και δεν μπορούν να τα ευχαριστηθούν όσο θα ήθελαν και αυτοί που μπορεί να πεθάνουν χωρίς να τα ζήσουν ποτέ.»

Page 62: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Τον κοίταξε δειλά στα μάτια και τον ρώτησε αν αυτός έζησε τον έρωτα και την ευτυχία

«Νόμιζα πως δεν χρειαζόταν να το ζήσω, δεν ήξερα πόση δύναμη είχε μέχρι που είδα εσένα. Κάνεις το χρόνο να περνάει άλλες φορές γρήγορα όταν είμαι δίπλα σου και άλλες φορές αργά όταν είμαι μακριά σου. Έχεις τη δύναμη να μπαίνεις στο μυαλό μου ακόμα και όταν κοιμάμαι. Να με κάνεις να ανατριχιάζω ακόμα και στη σκέψη σου.»

Πήγε να της αγγίξει την παλάμη εκείνη όμως τραβήχτηκε.«Τι έπαθες; Τι άλλαξε σε αυτές τις λίγες ώρες που πέρασαν από

τότε που ήμουν σπίτι σου;»«Δεν καταλαβαίνεις;»του είπε δακρυσμένα. «Κάθε άνθρωπος που

χω αγαπήσει έχει πεθάνει. Δεν θέλω κι εσύ να πάθεις κάτι. Σ’ αγαπώ πάρα πολύ για να σε χάσω.»

«Και τι θα κάνεις; Δεν θα ξαναγαπήσεις στη ζωή σου γιατί έχεις αυτές τις τρελές σκέψεις στο μυαλό; Δεν πρόκειται να σε αφήσω να με βγάλεις από τη ζωή σου απλά και μόνο επειδή φοβάσαι. Εγώ θα είμαι εδώ και θα το περάσουμε μαζί. Τώρα έχεις εμένα δίπλα σου, δεν είσαι πια μόνη σου, ποτέ ξανά δεν θα είσαι μόνη σου. Το μόνο που σου ζητώ είναι να με αφήσεις να αισθανθώ μαζί σου αυτό το υπέρτατο αγαθό όπως το λες και συ, τον έρωτα.»

Πήγε να ψελλίσει κάτι και ο Μάνος της έκλεισε τα χείλη με την παλάμη του.

«Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να μου ξεφύγεις. Μ’ ακούς;»Εκείνη έγνεψε καταφατικά το κεφάλι της και τότε εκείνος τη

φίλησε.«Πρέπει να το γιορτάσουμε. Θα φέρω το πιο ωραίο κρασί που θα

βρω στην κάβα μου, το πιο σαγηνευτικό όπως τα μάτια σου.»Την άφησε να χαμογελάει και πήγε να φέρει ένα κρασί που είχε

διαλέξει με την ανιψιά του της οποίας άρεσαν τα χρώματα που είχε πάνω το μπουκάλι. Το ανοίξανε και ήπιαν στο όνομα της αλήθειας που έμεινε κρυφή τόσο καιρό.

Page 63: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Μετά από μερικά ποτηράκια, αφού άρχισαν τα πρώτα γελάκια το γλυκό κρασί έκανε τα χέρια να χάσουν τη σταθερότητα τους με αποτέλεσμα να πέσουν κάποιες σταγόνες πάνω στις φωτογραφίες καθώς ξαναγέμιζε η Αλκμήνη το ποτήρι του Μάνου. Καθώς πήγε να τις σκουπίσει θυμήθηκε τα λόγια του παππούς της και πρόσεξε ότι οι τρεις σταγόνες έπεσαν η μια στο νερό η άλλη πάνω στο χώμα και η αλλαγή πάνω στον εξαερισμό της αίθουσας της σχολής που βρέθηκε ο παππούς της και τα συνδύασε με το σήμα που είχε πάνω στη στολή εκείνος όταν τον είδε στον ύπνο της.

Κοίταξε τον Μάνο στα μάτια και με ταραγμένη φωνή του είπε πως μάλλον ήξερε . Όταν εκείνος τη ρώτησε τι εννοεί εκείνη του απάντησε.

«Όταν είδα τον παππού μου στον ύπνο μου φορούσε μια στολή που είχε και όσο ζούσε με τη διαφορά ότι στον ύπνο μου αυτή η στολή είχε πάνω ένα σύμβολο που υπάρχει στο εξώφυλλο σε ένα από τα βιβλία του. Τώρα θυμήθηκα. Αυτό το βιβλίο γράφει για τις διάφορες μορφές ενέργειας που υπάρχουν γύρω μας και τα στοιχεία που τις συμβολίζουν. Ενώ λοιπόν υπάρχουν πολλά είδη ενέργειας μόνο τέσσερις είναι αυτές που αντιλαμβανόμαστε και τέσσερα είναι και τα στοιχεία που τις συμβολίζουν. Το νερό, η γη, η φωτιά και ο αέρας. Κοίτα που έπεσαν οι σταγόνες από το κρασί, στο χώμα πάνω στην παλάμη της γυναίκας, στο νερό που ήταν μέσα στη μπανιέρα της ιερόδουλης και στον εξαερισμό από τη σχολή. Θυμάσαι πόσο φυσούσε από εκείνο το παράθυρο και τον εξαερισμό;»

Σηκώθηκε από τη χαρά του και την σήκωσε στον αέρα μέσα στην αγκαλιά του ενώ την έκανε σβούρες γύρω στο δωμάτιο μέχρι που ζαλίστηκαν και οι δυο.

Ξαφνικά όμως το πρόσωπο του Μάνου από εκεί που ήταν ενθουσιασμένο, σκοτείνιασε και η Αλκμήνη το πρόσεξε και τον ρώτησε για τον λόγο αυτής της αλλαγής

«Μου είπες ότι τα στοιχεία είναι τέσσερα όμως εδώ υπάρχουν μόνο τα τρία. Που σημαίνει ότι θα υπάρξει κι άλλος φόνος στο επόμενο

Page 64: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

τέταρτο και δεν έχω κάτι που θα μπορούσε να με βοηθήσει να το σταματήσω.»

«Ίσως και να υπάρχει κάτι. Εσύ μείνε δω να κοιμηθείς γιατί είσαι πολύ κουρασμένος και αύριο έλα από το σπίτι όταν σχολάσεις να δούμε μαζί εκείνο το βιβλίο που σου έλεγα.»

Ο Μάνος συμφώνησε και η Αλκμήνη έφυγε με ένα αίσθημα αισιοδοξίας που την έκανε να περπατάει τόσο γρήγορα σαν να τρέχει.

Το επόμενο πρωινό βρήκε και τους δυο αρκετά ξεκούραστους και ορεξάτους για δουλειά. Τώρα είχαν κάτι να ψάξουν, σε κάτι να βασιστούν. Ο Μάνος με το που τελείωσε τις αναφορές πήγε και μίλησε στον προϊστάμενο του για την ανακάλυψη της Αλκμήνης και εκείνος του πρότεινε να την φέρει στο τμήμα να τα πει και στον ίδιο. Είχε μεγάλη περιέργεια να γνωρίσει αυτή την τόσο έξυπνη κοπέλα που έβαλε τα γυαλιά στην αστυνομική διεύθυνση. Ο Μάνος την πήρε αμέσως τηλέφωνο και εκείνη σε λίγα λεπτά ήταν εκεί, με το βιβλίο στο χέρι της. Το έδειξε στον κύριο Σταύρο που την παρατηρούσε με μεγάλη προσοχή όση ώρα μιλούσε. Στο τέλος τη συγχάρηκε για την παρατηρητικότητα της αλλά και για την εξυπνάδα της. Όταν δε έμαθε και για το μεταπτυχιακό της πάνω στην εγκληματολογία της πρότεινε να μιλήσει στους ανώτερους του για να της εξασφαλίσει μια θέση μέσα στην αστυνομία αλλά εκείνη αρνήθηκε ευγενικά προφασιζόμενη ότι θέλει να ασχοληθεί με τη σχολή. Ασφαλώς δεν του είπε την άποψη της για τους αστυνομικούς η οποία δεν ήταν καθόλου κολακευτική.

Ο Μάνος της πρότεινε να πάνε να πιουν έναν καφέ και εκείνη δέχτηκε αμέσως γιατί ήθελε να του μιλήσει. πήγαν σε ένα μικρό γωνιακό μαγαζάκι που έφτιαχνε απίθανους καφέδες και μοσχοβολούσε όλο το μαγαζί.

«Υπάρχει κάτι που θέλω να σου ζητήσω»

Page 65: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Να πάμε στο πατρικό μου και να μιλήσεις στους γονείς μου, στον πατέρα μου συγκεκριμένα»

Η Αλκμήνη ξαφνιάστηκε πολύ.«Πως το ξέρεις;»«Όταν ήρθα στο σπίτι σου είδα το γράμμα πάνω στο ντουλαπάκι

και το διάβασα. Ξέρω πως είναι πολύ αδιάκριτο αλλά έπρεπε να ξέρω τι σε είχε φέρει σε εκείνη την κατάσταση.»

«Λοιπόν θα πάμε;»«Έχω ήδη μιλήσει με τη μητέρα μου και της έχω πει να μας

περιμένουν. Επίσης έχω μιλήσει και με τον Σταύρο και μπορώ να λείψω για κάνα τριήμερο οπότε μένει να μου πεις εσύ μόνο το πότε θέλεις να πάμε.»

«Τι θα έλεγες για σήμερα; Τώρα;»«Πίνουμε τους καφέδες μας και φεύγουμε λοιπόν;» «Μισό λεπτό όμως να κάνω ένα τηλεφώνημα στο Χάρη. Αυτές τις

μέρες που ξανά άνοιξα τη σχολή εκείνος την προσέχει αλλά θα πρέπει να τον ενημερώσω ότι θα φύγω για λίγες μέρες.»

«Ο Χάρης είναι ένας μελαχρινός άντρας με μουσάκι που κάνει προπόνηση στη σχολή σου;»

«Ναι αυτός είναι, γνωριστήκατε;»«Όταν είχα έρθει να σε δω πήγα πρώτα κάτω στη σχολή σου και

εκείνος μου είπε ότι χρειάζεσαι δίπλα σου ένα άτομο να σε φροντίσει γιατί κάτι έχεις. η φυσιογνωμία του όμως μου είναι πάρα πολύ γνωστή. Είμαι σίγουρος ότι τον ξέρω όμως δεν μπορώ να θυμηθώ από που»

«Ο Χαρούλης είναι πιστός μου φίλος. Γυμνάζεται χρόνια στη σχολή μας. Αν και είναι λίγο μεγαλύτερος από μένα έκανα πολύ παρέα μαζί του. Δεν είναι απίθανο το ότι σου φάνηκε γνωστός. Τον έχει δείξει και η τηλεόραση. Ασχολιόταν χρόνια με τον πρωταθλητισμό και θα είχε κάνει μεγάλη καριέρα όμως εκείνος δεν νοιαζόταν γι αυτά. Ασχολιόταν με τις πολεμικές τέχνες γιατί του άρεσαν και για να ξεφεύγει. Είχε ένα θέμα με τον πατέρα του πριν χρόνια και βρήκε αυτόν τον τρόπο να μην

Page 66: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

σκέφτεται. Έπειτα ερωτεύτηκε και μια κοπέλα και δεν ήθελε να τη χάσει αν έπρεπε να φύγει για Αθήνα και να είναι απασχολημένος για όλη την ημέρα χωρίς να τη βλέπει. Είναι πολύ ικανός συνεργάτης και είμαι τυχερή που δουλεύω μαζί του. Ειδικά τα παιδιά τον λατρεύουν.»

Μετά από λίγο όμως η διάθεση της άλλαξε έγινε πιο σκεφτική, νοσταλγική, και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από το βλέμμα του Μάνου.

«Τι έπαθες; Μήπως το μετάνιωσες;»«Όχι, εννοείται πως όχι. Απλά δίπλα στο δικό σου σπίτι είναι και το

δικό μου πατρικό. Και έχω να πάω από τότε…»«Καταλαβαίνω. Θα πρέπει να είναι πολύ δύσκολο για σένα. Και για

μένα ήταν δύσκολο κάθε φορά που περνούσα από εκεί μπροστά μετά από εκείνο που έγινε»

«Πάμε;» του είπε εκείνη και εκείνος την θαύμασε για το θάρρος της.

Πήγαν πρώτα από το σπίτι της για να ετοιμάσει το σάκο της. Την είδε που έβγαζε ένα σωρό ρούχα και πράγματα για να πάρει μαζί της και μετά εκείνος γελώντας πήρε ένα σάκο που φοριέται στην πλάτη έβαλε μέσα από μόνος του αυτά που πίστευε ότι θα της ήταν απαραίτητα και εκείνη έμεινε ακίνητη να τον κοιτάζει όλο απορία.

«Θα πάμε με τη μηχανή οπότε μπορούμε να πάρουμε μαζί μας μόνο ένα σάκο και για τους δυο μας. Εξ’ άλλου δεν τα χρειάζεσαι όλα αυτά»

«Δεν ήξερα ότι είχες μηχανή»«Υπάρχουν πολλά ακόμα που δεν ξέρεις για μένα ομορφούλα μου.»Πήγαν και από το δικό του σπίτι πήραν και τα απαραίτητα και για

εκείνον και φύγανε. Σε όλη τη διαδρομή τον κρατούσε σφιχτά πάνω της. Η Αλκμήνη

λάτρευε τις μηχανές, την ταχύτητα και την ελευθερία που ένιωθε όταν ανέβαινε σε αυτές. Είχε δοκιμάσει και η ίδια να μάθει αλλά δεν είχε

Page 67: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

καθόλου καλή ισορροπία οπότε έπρεπε να βολευτεί με το Honda αμαξάκι της. Εκείνος κάποιες φορές της έπιανε τα χέρια και έκανε λίγο πιο πίσω την πλάτη του να βολευτεί καλύτερα μέσα στην αγκαλιά της. Στις ευθείες έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και την ένιωθε από πίσω του να χαμογελάει. Από μικρά που ήταν του άρεζε να κάνει βόλτα την μικρή φίλη του. Η Αλκμήνη επειδή δεν είχε καθόλου καλή ισορροπία, ούτε καλό ποδήλατο έκανε και έπεφτε συνέχεια. Για να τρέχει; Ούτε λόγος! Φοβόταν πολύ. Έτσι εκείνος την έκανε βόλτες όπου ήθελε και όσο γρήγορα ήθελε και εκείνη γελούσε από τη χαρά της.

Έφτασαν μετά από δυόμιση ώρες δρόμο που πέρασαν χωρίς να το καταλάβουν. Η μητέρα του εμφανίστηκε αμέσως στο κατώφλι τους σπιτιού μόλις άκουσε τη μηχανή να μπαίνει στην αυλή της. Αυτή τη φορά όμως δεν έτρεξε να καλωσορίσει το γιόκα της αλλά την μικρή γειτονοπούλα που έγινε πλέον μια όμορφη γυναίκα. Η μικρή γειτονοπούλα όμως είχε τα μάτια της στο διπλανό σπίτι. Μόλις κατέβηκαν η μαμά του Μάνου πήγε να τους καλωσορίσει. Έκανε πρώτα μια μεγάλη αγκαλιά την Αλκμήνη που κόντεψε να την πνίξει και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο όπως τότε που ήταν μικρή. Η Αλκμήνη ένιωσε να την πλημμυρίζει απέραντη αγάπη. μετά ήρθε και ο κυρ Στέφανος και έκανε ότι ακριβώς έκανε και η γυναίκα του.

«Πάμε παιδιά μου μέσα. Σκεφτήκαμε πρώτα να μιλήσουμε με την ησυχία μας και μετά να έρθουν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που θέλουν να δουν την Αλκμήνη. Προχώρησαν στην βεράντα του σπιτιού και όσο περπατούσαν η Αλκμήνη δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από το πατρικό της. Η κυρία Στέλλα της είπε πως ο παππούς της πάντα το φρόντιζε και πως από εκείνον μαθαίνανε να νέα της. Ποτέ δεν την ξέχασαν και θα ήθελαν πολύ να πάνε να την δουν όμως μίλησαν και με τον παππού της και τους είπε πως είναι καλύτερα έτσι γιατί έκανε πολλά χρόνια για να ξεπεράσει το θάνατό τους. Ύστερα η κυρία Στέλλα πήγε να φέρει κρύες λεμονάδες για όλους και ο κυρ Στέφανος άνοιξε τη συζήτηση που όλοι περίμεναν.

Page 68: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Μου είπε η γυναίκα μου το λόγο της επισκέψεως σας οπότε είναι καλύτερα να τα πούμε τώρα και να απολαύσετε μετά το τριήμερό σας με την ησυχία σας. Αλκμήνη μου ένα βράδυ πριν την δολοφονία ήρθε ο πατέρας σου και μου μίλησε. Είχα εκπλαγεί από αυτά που άκουσα όμως περισσότερο πανικοβλήθηκα όταν είδα το φόβο μέσα του. Ήταν σαν να ήξερε τι θα ακολουθήσει γι’ αυτό και σου έγραψε αυτό το γράμμα. Μου είχε πει πως μια μέρα θα έρθεις να με βρεις. Ο πατέρας σου ήταν τίμιος άνθρωπος, γι’ αυτόν η οικογένεια του είναι πάνω από όλα. Και βλέποντας τον πόνο στην οικογένεια του δημάρχου αποφάσισε να πάει να μιλήσει πιστεύοντας ότι θα δικαστεί ο ένοχος και θα ησυχάσουν και εκείνοι που να ήξερε ο καημένος. Η συγκεκριμένη εταιρεία όλοι ξέρουν τι ρόλο παίζει και ότι έχουν διασυνδέσεις παντού γι’ αυτό και τη γλιτώνουν πάντα. Ο πατέρας σου πίστευε πως μετά την κατάθεσή του θα είχε έστω λίγες μέρες να σας ετοιμάσει όλους και να εξαφανιστείτε για κάποιο διάστημα. Η μητέρα σου τον στήριζε σε ότι απόφαση και να παιρνε. Και οι δυο τους πάντα συμφωνούσαν σε όλα. Μου λείπουν πολύ οι γονείς σου ξέρεις. Και στη γυναίκα μου φυσικά. Τα υπόλοιπα θα στα πει ο Μάνος.»

Τόση ώρα η Αλκμήνη τον άκουγε προσεχτικά και ξαφνιάστηκε όταν της είπε ότι θα της τα έλεγε ο Μάνος γύρισε προς το μέρος του και εκείνος της είπε

«Εκείνο το διάστημα ο Σταύρος, ο διοικητής μου, ήταν στην αρχή της καριέρας του σε εκείνο το αστυνομικό τμήμα που έδωσε κατάθεση ο πατέρας σου. Έτσι όταν γνώρισε εμένα θυμήθηκε αμέσως το όνομα μου από τα χαρτιά που είχε διαβάσει τότε. Μου είπε πως κάποιος αστυνομικός εκεί μέσα τα έπαιρνε χοντρά από την εταιρεία security που δούλευε ο πατέρας σου. Ήταν ένας από τους πολλούς που λαδώνονταν για να τους εξυπηρετήσουν. Κάρφωσε λοιπόν τον πατέρα σου έναντι αδράς αμοιβής όμως βρήκαν ποιος είναι και τον συνέλαβαν. Δυστυχώς για εκείνον δεν πρόλαβε να τα χαρεί τα χρήματα που του δόθηκαν γιατί τον καθάρισαν στη φυλακή. Το δικαστήριο για το φόνο του δημάρχου

Page 69: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

έγινε και φυσικά οι υπεύθυνοι ης εταιρείας security αθωώθηκαν αφού δεν υπήρχαν πλέον στοιχεία εναντίον τους.»

Δεν μπορούσε να πιστέψει πως τελικά οι γονείς της πέθαναν άδικα. Και μετά από αυτούς και η πολυαγαπημένη της γιαγιάκα.

«Συγνώμη όμως θέλω να πάω μια βόλτα»Ο Μάνος έκανε να σηκωθεί να πάει μαζί της όμως εκείνη του είπε

πως θέλει να μείνει λίγο μόνη της. Περπατούσε για ώρες δίπλα στην παραλία, εκεί που έσκαγαν τα

κύματα και προσπαθούσε να φέρει στο μυαλό της όμορφες οικογενειακές στιγμές με τους γονείς της. Ήταν άδικο να χάσει έτσι την οικογένεια της έλεγε και ξανάλεγε και κλότσαγε τα κύματα που έσκαγαν στην άμμο. Σήκωνε το κεφάλι και άφηνε το αεράκι να της πάρει τις σκέψεις μακριά. Από τη μία ήθελε να βρει αυτούς και να τους κάνει να πληρώσουν και από την άλλη ήθελε να σεβαστεί την τελευταία επιθυμία του πατέρα της που ήταν να μην ανακατευτεί. Κοίταξε προς τη μεριά του πατρικού της και αφού πήρε μια βαθειά ανάσα προχώρησε προς τα εκεί.

Τα πάντα φαίνονταν ίδια. Η αυλή ήταν περιποιημένη το ίδιο και η βεράντα. Προχώρησε προς το δέντρο που συνήθιζε να κάθεται και να κρύβει τους πολύτιμους θησαυρούς της. Έσκαψε λίγο από περιέργεια και βρήκε μια πανέμορφη πέτρα που αν και δεν την θυμόταν θα την είχαν βρει σίγουρα με το Μάνο σε μια από τις εξορμήσεις τους στα βράχια. Προχώρησε προς τη βεράντα. Το μπαμπού σαλονάκι δεν υπήρχε εκεί όμως σήκωσε το ξεχαρβαλωμένο σανίδι από κάτω και πήρε το αντικλείδι που είχαν πάντα κρυμμένο εκεί. Άνοιξε την πόρτα και η γνώριμη μυρωδιά του σπιτιού της κατέκλυσε όλες τις αισθήσεις της. Το σαλόνι ήταν το ίδιο ακριβώς όπως όταν το είχε αφήσει την τελευταία φορά. Προχώρησε δειλά δειλά και στα υπόλοιπα δωμάτια. Στην κουζίνα που ήταν όπως πάντα λουσμένη από φως, στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της που ήταν σκεπασμένο το κρεβάτι με εκείνο το μπλε σατέν κουβερλί που πάντα λάτρευε, στο δικό της παιδικό δωμάτιο. Εκεί σταμάτησε να το περιεργαστεί πιο προσεκτικά. Όλες οι κούκλες της με τα υπόλοιπα

Page 70: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

παιχνίδια ήταν τακτοποιημένα στη σειρά, η συλλογές από παράξενα κοχύλια δίπλα στο παράθυρο της και η αγαπημένη της εικονίτσα με την Παναγιά δίπλα στο κρεβατάκι της. Άνοιξε την ντουλάπα της και είδε τα παλιά της ρουχαλάκια. Χάιδεψε το ύφασμα και χαμογέλασε. Βγήκε από το δωμάτιο και κοίταξε προς τα δεξιά. Είχε μείνει ακόμα ένα δωμάτιο, το τελευταίο, εκεί που έζησε τη χειρότερη στιγμή της ζωής της. Η πόρτα ήταν κλειστή. Την άνοιξε με βαριά καρδιά και χάθηκε στις αναμνήσεις της. Ήταν λες και έβλεπε όλη τη σκηνή του τρόμου να εξελίσσεται ξανά μπροστά στα μάτια της. Έβαλε τα κλάματα και σωριάστηκε στο πάτωμα. Μπουσούλισε και έφτασε ως το γραφείο που την είχε κρύψει τότε η μητέρα της και έκρυψε το πρόσωπο της μέσα στις παλάμες της. Ένιωθε τον αέρα γύρω της να λιγοστεύει προσπαθούσε να πάρει βαθιές αναπνοές. Και τότε ήρθε εκείνος, της είπε να μη φοβάται, την πήρε στην αγκαλιά του και τη μετέφερε στο δωμάτιο της όπου εκείνη αποκοιμήθηκε εξαντλημένη δίπλα του.

Το επόμενο πρωί την ξύπνησαν παιδικά γέλια και χάδια. Άνοιξε τα μάτια της και είδε δυο υπέροχα πλασματάκια να την κοιτάζουν σκανδαλιάρικα. Εκείνη σηκώθηκε παραξενεμένη και πήρε στα χέρια της μια κούπα με ζεστή σοκολάτα.

«Από χθες περιμέναμε να σε δούμε όμως η μαμά μας, μας είπε ότι δεν πρέπει να σε ενοχλήσουμε.»

«Και ποια είναι η μαμάκα σας αγάπες μου; » τα ρώτησε με αφέλεια ενώ ήξερε ότι ήταν η αδερφή του Μάνου. Εκείνος της είχε μιλήσει για τα ανίψια του και για την αδυναμία που τα είχε.

«Η μαμά μας είναι η Λένα. Και επίσης η μαμά μας μας είπε ότι εσύ μια μέρα θα γίνεις θεία μας αλλά δεν κάνει να στο πούμε. Εσύ όμως φαίνεσαι καλή και δεν θα μας προδώσεις ε ;»

Τότε η Αλκμήνη γέλασε με την καρδιά της.«Όχι καρδούλες μου, δεν θα μαρτυρήσω τίποτα. Ορίστε, φιλάω

σταυρό.»Είπε, σταύρωσε τα δάχτυλα της και τα φίλησε.

Page 71: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Η Λένα φώναξε τα μικρά να κατέβουν και ο μικρός Αχιλλέας έφυγε σφαίρα για να πάει να φάει το πρωινό του. Η μικρούλα Ελπίδα όμως φίλησε την Αλκμήνη στο μάγουλο και της είπε

«Να τον αγαπάς τον θείο μου. Είσαι η μόνη κοπέλα του που γνωρίζω οπότε θα είσαι σημαντική για εκείνον. Και να τον προσέχεις καλά»

Η Αλκμήνη της κράτησε τα λεπτά χεράκια της και συγκινημένη από τα λογάκια της μικρής, της απάντησε

«Τον θείο σου τον ξέρω από τη στιγμή που γεννήθηκα. Από τότε δεν σταμάτησα να τον αγαπάω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου»

Η μικρή σαν άκουσε τη μαμά της να τη φωνάζει ξανά έφυγε και εκείνη βιαστικά και έτσι έμεινε η Αλκμήνη μόνη της. Πήρε την κούπα στα χέρια της και πήγε ξανά στο γραφείο του πατέρα της όπου κατέρρευσε την προηγούμενη μέρα. Εκεί ξαφνιάστηκε όταν βρήκε στον Μάνο να μελετάει το βιβλίο που του είχε δώσει την προηγούμενη μέρα καθισμένος εκεί που συνήθως καθόταν ο μπαμπάς της.

«Καλημέρα»Την κοίταξε και της χαμογέλασε «Προσπαθούσα να κρατήσω τα μικρά μακριά σου για να σε

αφήσουν να κοιμηθείς λίγο ακόμα αλλά δεν ακούνε κανέναν.»«Χάρηκα πολύ που τα είδα.»Κοίταξε γύρω της και αναστέναξε, έπειτα πήγε και κάθισε πάνω

στα πόδια του και χώθηκε στην αγκαλιά του.«Όλα φαίνονται πολύ διαφορετικά σήμερα το πρωί. Σε ευχαριστώ

για χθες το βράδυ.»Τη φίλησε και άκουσε τα γελάκια από τα ανίψια του που τους

γλυκοκοιτούσαν από την πόρτα. Γέλασαν και αυτοί και κατέβηκαν να φάνε όλοι μαζί πρωινό. Εκεί ξαναείδε τη Λένα μετά από όλα αυτά τα χρόνια και γνώρισε και το σύζυγο της που όταν κατάλαβε ποιος είναι γέλασε ακόμη πιο δυνατά. Ο Σπύρος, ο άντρας της Λένας ήταν το αμούστακο αγόρι που το έπιασε πολλές φορές η Αλκμήνη να πετάει

Page 72: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

πέτρες στο παράθυρο της Λένας, μερικές φορές την δωροδοκούσε με καραμέλες αν του έκανε χάρες όπως το να πηγαίνει ραβασάκια και λουλούδια στο δωμάτιο της Λένας. Δεν το πίστευε ότι τελικά αυτοί οι δυο παντρεύτηκαν, χάρηκε πάρα πολύ.

Η Αλκμήνη άφησε τον Μάνο με το γαμπρό του να τα πούνε και βρήκε την ευκαιρία να πάει στο πατρικό της πάλι και να πάρει κάποια πράγματα για το σπίτι που έχει τώρα. Διάλεξε δύο πορσελάνινες κούκλες, μια κορνίζα με μια οικογενειακή φωτογραφία, και λίγα ακόμα πράγματα. Αναρωτιόταν πως θα έκανε ο Μάνος όταν θα του λεγε ότι πρέπει να τα κουβαλήσουν και αυτά πάνω στη μηχανή και γέλασε και τότε είδε ένα μεγάλο κάδρο στον τοίχο που ήταν ζωγραφισμένοι οι γονείς της όταν ήταν ακόμη αρραβωνιασμένοι και της έμοιαζε σαν να της χαμογελούν και αυτοί. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως ήταν έτοιμη να πάει στον τάφο τους μετά από όλα αυτά τα χρόνια.

Η ώρα πέρασε και ο Μάνος ανησύχησε που δεν την είδε τόση ώρα και πήγε στο πατρικό της να την ψάξει όμως δεν την βρήκε. Τότε κατάλαβε που είχε πάει και πήγε να τη βρει.

Ήταν σίγουρος ότι θα την έβρισκε εκεί. Ήταν σκυμμένη καθώς έβαζε ένα λουλούδι πάνω στο μάρμαρο και φίλησε την φωτογραφία τους. Τα χέρια της έτρεμαν και τα δάκρυα της έπλεναν την άσπρη πλάκα. Τους ψιθύρισε κάτι και άναψε το καντηλάκι τους λέγοντας μια προσευχή. Σκεφτόταν αν θα ήταν περήφανοι για εκείνη, αν την έβλεπαν από εκεί που ήταν κι αν ήταν αλήθεια αυτά που έλεγε η θρησκεία για το να υπάρχει παράδεισος.

Ένα χέρι άγγιξε το δικό της και σήκωσε το κεφάλι της για να τον δει. Δεν τον άκουσε που την πλησίαζε και τρόμαξε. Την πήρε αγκαλιά και εκείνη χάθηκε μέσα στα χέρια του. Δεν τον ρώτησε τίποτα, έβλεπε στο βλέμμα του κάθε απάντηση. Ανέβηκαν στη μηχανή και πήγαν σε μια σπηλιά έξω από το χωριό, στο αγαπημένο τους μέρος, εκεί που πριν χρόνια έδωσαν το πρώτο αθώο τους φιλί.

Page 73: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Κολύμπησαν στα γαλανά νερά της και άφησαν τη μαγεία της νύχτας να τους παρασύρει. Η σπηλιά ήταν ακριβώς όπως την θυμόταν. Γεμάτη βράχια τριγύρω και μια μικρή είσοδο μπροστά. Ύστερα μπήκαν μέσα στην σπηλιά και εκείνη έκλεισε τα μάτια και άφησε τις αισθήσεις της να θυμηθούν εκείνο το μέρος. Μέσα οι χρωματισμοί που έκανα τα παιχνίδια του νερού με του ήλιου την έκαναν να μοιάζει εξωπραγματική. Έβλεπε στη βραχώδη επιφάνεια κίτρινες, γαλάζιες, πράσινες αποχρώσεις πασπαλισμένες με χρυσόσκονη. Είδε και την πέτρα που είχε σφηνωθεί το ποδαράκι της τότε, διαβρωμένη από το χρόνο. Εκεί πρώτη φορά είχε νιώσει φοβισμένη και όταν είχε έρθει ο Μάνος να τη βρει τότε εκείνη τον είχε δει σαν σωτήρα της.

Εκείνος βούτηξε κάτω από τα πόδια της και εμφανίστηκε μπροστά της. Την πήρε από τα χέρια και την οδήγησε στα βράχια όπου άρχισε να της δίνει ατελείωτα φιλιά και να εξερευνά με τα χέρια του όλο το κορμί της.

«Να με προσέχεις» του είπε και χόρεψε μαζί του το χορό της απόλυτης ηδονής. Έτρεμε στην αγκαλιά του… Πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε γυναίκα και η απόδειξη έσταζε κατακόκκινη πάνω στο βράχο. Εκείνος την κοίταζε με ένα βλέμμα γεμάτο απορία σαν να μην το περίμενε και εκείνη του είπε στο αφτί πως εκείνον περίμενε πάντα. Έμεινε εκεί να την κοιτάζει και να επεξεργάζεται κάθε λεπτομέρεια του προσώπου της και εκείνη χαμήλωσε τα μάτια και αφέθηκε στο άγγιγμα της ματιάς του.

.Ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελε να του πει….Ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελε να της πει….Τον κρατούσε σφιχτά για να του δείξει πόσο ανάγκη τον είχε….Την κρατούσε σφιχτά για να της δείξει πόσο υπέφερε μακριά της….Λίγα λεπτά άραγε μπορούν να σε αποζημιώσουν για τόσα χρόνια;Ένα φιλί αξίζει την προσμονή;Ένα άγγιγμα φέρνει τη λήθη;

Page 74: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Τι κάνεις όταν το μόνο που θέλεις είναι να τον αφήσεις να γεμίσει τις αισθήσεις σου με τη μυρωδιά του, το άγγιγμα του, τη μάτια του, την ανάσα του ,τη γεύση του αλλά το παρελθόν δε σε αφήνει ;

Τόσα πολλά ερωτήματα που η σοφία τόσων χρόνων αδυνατεί να απαντήσει.

«από δω και στο εξής μου ανήκεις..»της είπε και την κοιτούσε με ένα βλέμμα που έδειχνε ότι εννοούσε τη κάθε λέξη του.

Γύρισαν μεσάνυχτα στο σπίτι της Αλκμήνης και κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι στο μικρό κρεβατάκι της. Εκείνος ξύπνησε πρώτος τα χαράματα και την κοιτούσε πως κοιμόταν, πως έλουζαν οι πρώτες ηλιαχτίδες τα μαλλιά της, της φακίδες της και το σώμα της. Μετά από δύο ώρες περίπου την ξύπνησε με φιλιά σε όλο της το κορμί κι εκείνη άνοιξε τα βλέφαρα της και ένιωθε όλο το σώμα της μουδιασμένο.

«καλημέρα» του είπε αγουροξυπνημένη«καλή σου μέρα υπναρού μου»Τα χείλη του είχαν κρατήσει την αλμυρή γεύση από το

προηγούμενο βράδυ που ήταν στη θάλασσα και το αλάτι στο σώμα του έλαμπε όταν το χτυπούσε ο ήλιος.

Όταν εκείνη αντιλήφθηκε πως η κάτω πόρτα άνοιξε, κατάλαβε πως έρχονται τα μικρά αγγελούδια του και σηκώθηκαν αμέσως να ντυθούν με αποτέλεσμα ο Μάνος να πέσει καθώς προσπαθούσε να βάλει γρήγορα το παντελόνι του.

«Τι κάνετε εσείς εδώ» ρώτησε ο μικρός Αχιλλέας σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος του με ένα πολύ σοβαρό ύφος.

«Κοιμόμασταν μέχρι που ήρθαν δυο μικρά ζουζούνια και μας ξύπνησαν» του απάντησε ο Μάνος.

«Και γιατί κοιμάστε με τα ρούχα σας; Δεν ξέρετε ότι δεν κάνει;»

Page 75: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

ρώτησε το Ελπιδάκι το θείο της και εκείνος άρχισε να τη γαργαλά. Ο μικρός που τους είδε και ζήλεψε άρχισε να γαργαλάει την Αλκμήνη και το καημένο το κρεβατάκι της που δεν άντεξε το βάρος ολονών έσπασε και πέσανε όλοι κάτω βγάζοντας τρανταχτά γέλια.

Αργότερα ο Μάνος έπρεπε να μιλήσει με το αστυνομικό τμήμα στο τηλέφωνο για κάποιες καινούριες εξελίξεις και η Αλκμήνη πήγε μια βόλτα μόνη της στην παραλία.

Page 76: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Αλκμήνη

Μακάρι να μπορούσε να σταματήσει ο χρόνος εδώ. Φοβάμαι πως όλα όσο ζω θα τελειώσουν έτσι ξαφνικά όπως άρχισαν. Όλα έγιναν τόσο

γρήγορα που σκέφτομαι ότι θα τελειώσουν εξίσου γρήγορα. Αυτό που έγινε στη σπηλιά το περίμενα τόσα χρόνια, το ονειρευόμουν ατελείωτες νύχτες και τελικά ξεπερνούσε ακόμα και την μεγαλύτερη προσδοκία μου. Πάντα μου έλεγαν σύνελθε, δεν υπάρχουν πρίγκιπες. Ο δικός μου όμως ήρθε όχι

όμως καβάλα πάνω σε άσπρο άλογο αλλά πάνω σε μια μαύρη Yamaha και με πήγε βόλτα ως τον ουρανό. Εκεί άγγιξα το άπιαστο και βυθίστηκα στην

άβυσσο της ηδονής…

Page 77: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Μάνος

Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω το δώρο που μου έκανε χθες το βράδυ. Ήταν κάτι που δεν περίμενα και με ξάφνιασε ευχάριστα. Μου άρεσε το ότι ήμουν ο πρώτος, και ελπίζω να είμαι ο τελευταίος, άντρας που έλυσε τα δεσμά του κορμιού της και γέμισε όλη της την ύπαρξη με τον ίδιο του τον εαυτό. Ήθελα να φανώ αντάξιος της προσμονής της, να την αποζημιώσω

για όλο το χρόνο που ήμουν μακριά της. Μετάλαβα το είναι της και ένιωσα να λυτρώνομαι μέσα της…

Page 78: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Μετά από λίγες ώρες ξαναγύρισε σπίτι της και πήγε κατ’ ευθείαν στο γραφείο του πατέρα της όπου ήξερε ότι εκεί θα έβρισκε το Μάνο. Εκείνος της πρότεινε να μελετήσουν μαζί το βιβλίο του παππού της και να ρίξει μια ματιά και στις σημειώσεις του.

Πήραν το βιβλίο και το τοποθέτησαν πάνω στο τραπέζι και σημείωναν σε ένα τετράδιο αυτά που θεωρούσαν σημαντικά και οι σελίδες του τετραδίου γέμιζαν όλο και περισσότερο όσο περνούσε η ώρα.. όσα διάβαζαν ήταν παρά πολύ ενδιαφέροντα και όσο περνούσε η ώρα τόσο καταλάβαιναν και τον τρόπο σκέψης του δολοφόνου. Τα ερωτήματα τους άρχισαν να παίρνουν απαντήσεις.

Στο εκδηλωμένο επίπεδο στο οποίο κινούμαστε υπάρχουν τέσσερα στοιχεία. Κάθε στοιχείο αντιστοιχεί μ' ένα επίπεδο. Το στοιχείο φωτιά με το νοητικό, ο αέρας με το αστρικό, το νερό με το ενεργητικό και η γη με το φυσικό.

Το στοιχείο γη είναι σύμβολο γονιμότητας και είναι υλικής φύσης γι’ αυτό και διάλεξε να σκοτώσει μια γυναίκα και μάλιστα μητέρα. H γη είναι πηγή δύναμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην μυθολογία της Αρχαίας Ελλάδας ο Γίγαντας Ανταίος (άθλοι του Ηρακλή) όπου κάθε φορά που πέφτει στη γη παίρνει δύναμη από αυτήν. Ακόμη στο Χριστιανισμό οι Πρωτόπλαστοι φτιάχνονται από χώμα και νερό.

Το νερό εξασφαλίζει μακροζωία, δύναμη, ενέργεια και καλή υγεία. Είναι σύμβολο εξαγνισμού. Το βάπτισμα στο Χριστιανισμό, συμβολίζει την εξωτερική και εσωτερική καθαριότητα, την απαλλαγή από κάθε τι μολυσμένο. Ταυτόχρονα το πέρασμα μέσα από το νερό συμβολίζει την αναγέννηση, τη νέα αρχή και τη νέα ζωή ,το νερό ανακυκλώνει συνεχώς την ενέργεια. Μέσα στο νερό ενυπάρχουν όλες οι μορφές εν δυνάμει και κάποια στιγμή παίρνουν υλική μορφή. Αρκετές είναι οι μορφές που αναδύονται από το νερό (π.χ. Αφροδίτη), αλλά και από την άλλη μεριά είναι σε θέση να καταλύσει και να καταστρέψει κάθε μορφή ζωής.

Page 79: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ο αέρας συμβολίζει την ψυχή. Το μεγαλύτερο χαρακτηριστικό του είναι μεταβλητότητά του και η έλλειψη σταθερότητάς του. Ο αέρας συμβολίζει την ορμή την ώθηση την τόλμη και γι΄ αυτό ταιριάζει περισσότερο σε πολεμιστές.

Το Πυρ συμβολίζει τη νόηση του ανθρώπου . Συμβολίζει επίσης την πνευματική δύναμη. Η φωτιά έχει καταστροφικές αλλά και εξαγνιστικές ιδιότητες.

Επεξεργάστηκαν λοιπόν αυτά τα στοιχεία και με η σκέψη τους, τους οδήγησε σε κάποια από κοινού συμπεράσματα. Για τη γη που συμβολίζει τη γονιμότητα σκότωσε γυναίκα και μάλιστα μητέρα, για το νερό που είναι εξαγνιστικό μέσο σκότωσε μια ιερόδουλη, για τον αέρα που συμβολίζει την τόλμη σκότωσε έναν δάσκαλο πολεμικών τεχνών άρα ο επόμενος στόχος σύμφωνα με αυτά που διάβασαν θα είναι ένας άνθρωπος των γραμμάτων και μάλιστα άντρας για να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα στα δυο φύλλα. Ειδοποίησε αμέσως τον διοικητή του και τον ενημέρωσε για τις εξελίξεις της έρευνας τους. Στο επόμενο τέταρτο σελήνης θα προσπαθούσε να δολοφονήσει έναν άντρα που είχε σχέση με γράμματα, είτε αυτός ήταν εκπαιδευτικός, είτε συγγραφεύς είτε είχε κάποια σχέση με την έκδοση βιβλίου. Διέταξε τους υφισταμένους του να του κάνουν μια λίστα με όλα τα ονόματα και τα στοιχεία τους , και αυτή η λίστα να είναι έτοιμη μέχρι την επόμενη μέρα.

Το βραδάκι είπε στους δικούς του ότι το πρωί θα πρέπει να φύγουν νωρίς γιατί βρήκαν κάτι που ίσως βοηθήσει πολύ στην έρευνά τους. Εκείνοι τους χαιρέτησαν από βραδύς στο δείπνο όπου ήταν όλοι παρόντες.

Έφτασαν πίσω αρκετά νωρίς και ο Μάνος αφού άφησε την Αλκμήνη στο σπίτι της πήγε κατευθείαν στο τμήμα. Εκεί βρήκε τη λίστα έτοιμη πάνω στο γραφείο του. Προς μεγάλη του έκπληξη η λίστα ήταν

Page 80: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

αρκετά μεγάλη και αυτό τον άφησε ένα αίσθημα απογοήτευσης. Την κοιτούσε και την ξανακοιτούσε αλλά τα σπίτια ήταν πάρα πολλά και δεν μπορούσε να υποθέσει ποιος από αυτούς θα μπορούσε να είναι το επόμενο θύμα. Άφησε τις φωτογραφίες των σπιτιών των θυμάτων πάνω στο γραφείο του και τα κοιτούσε και τα ξανακοιτούσε μήπως βρει κάτι κοινό ανάμεσα τους αλλά τίποτα και μετά καθώς ο ήλιος γύρισε και οι ακτίνες του φώτισαν τις φωτογραφίες περισσότερο πρόσεξε πως τα σπίτια ήταν και τα τρία βαμμένα με κάποιο διαφορετικό παστέλ χρώμα. Το χρώμα της οικίας της ιερόδουλης ήταν ελαφρά κόκκινο από έξω, το χρώμα του ιδιοκτήτη της σχολής πολεμικών τεχνών ήταν κίτρινο και το χρώμα του σπιτιού της γυναίκας που βρέθηκε τελευταία ήταν ελαφρά πορτοκαλί. Σκέφτηκε πως κάποια σχέση θα είχαν μεταξύ τους και πήγε αμέσως μπροστά στον υπολογιστή του και μπήκε στο διαδίκτυο να ψάξει πληροφορίες για εκείνα τα χρώματα. Για άλλη μια φορά το ένστικτο του βγήκε αληθινό. Στο ιντερνέτ βρήκε τις πληροφορίες που έψαχνε και ένα χαμόγελο ικανοποίησης εμφανίστηκε στο πρόσωπο του. Κοίταξε καλά τις πληροφορίες που βρήκε για τα χρώματα και άρχισε να τις επεξεργάζεται. Το κόκκινο είναι ένα ερεθιστικό χρώμα. Μια προτίμηση γι' αυτό το χρώμα τονίζει μια δυνατή σεξουαλική ορμή. Το πορτοκαλί χρώμα ταιριάζει σε άτομα που ενδιαφέρονται για τους άλλους ανθρώπους, που θέλουν να νιώθουν ελεύθεροι και να αναζητούν το νόημα της ζωής. Το κίτρινο είναι χρώμα της ενέργειας, της δημιουργικότητας, της ισχύς. Τα χαρακτηριστικά των χρωμάτων ταίριαζαν στις προσωπικότητες των θυμάτων. Το κόκκινο ταίριαζε στην ιερόδουλη, το κίτρινο στον παππού της Αλκμήνης και το κίτρινο στη μητέρα που σκοτώθηκε. Αυτό που έμενε τώρα ήταν να βρει ποιο χρώμα θα ταίριαζε στο επόμενο θύμα του και αν υπάρχει σπίτι σε αυτό το χρώμα με τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που ψάχνουνε. Εν τω μεταξύ έβαλε τους υφισταμένους του να ψάξουν να βρουν το χρώμα των σπιτιών των υποψηφίων θυμάτων της λίστας όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γίνεται και αυτός συνέχιζε να ψάχνει για τα χαρακτηριστικά

Page 81: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

των χρωμάτων, ώσπου η ματιά του έπεσε στο γαλάζιο και άρχισε να διαβάζει δυνατά. Είναι το χρώμα του πνεύματος ,του στοχασμού, της ωριμότητας και του συντηρητισμού. Πήγε τρέχοντας στο διοικητή του να του ανακοινώσει τα νέα και άρχισε να οργανώνει την επιχείρηση εντοπισμού του δράστη. Κάλεσε σύσκεψη της ομάδας του και σκέφτηκαν ένα σχέδιο για να πιάσουν τον δολοφόνο. Αφού το μόνο στοιχείο που είχαν ήταν ο επόμενος στόχος του έπρεπε να περιμένουν μέχρι το επόμενο τέταρτο σελήνης. Θα αντικατάσταιναν το πιθανό υποψήφιο θύμα με έναν δικό τους αστυνομικό και θα έκαναν διακριτικές περιπόλους συνέχεια έξω από το σπίτι ενώ συνέχεια θα υπήρχαν άτομα να το παρακολουθούν. Διέθεσαν έναν μεγάλο αριθμό αστυνομικών για αυτήν την επιχείρηση και εναπόθεσαν όλες τους τις ελπίδες εκεί έχοντας εμπιστοσύνη στην κρίση του συναδέλφου τους.

Η νύχτα που περίμεναν ήρθε σιωπηλά και όλοι ήταν εναπομείναντες στη θέση τους.

Ήταν όλοι κρυμμένοι στα πόστα τους και φρόντισε ο ίδιος ο Μάνος για την μυστικότητα της αποστολής, ήθελε να πάνε όλα ρολόι και μέχρι τελευταία στιγμή τακτοποιούσε την κάθε λεπτομέρεια. Ήταν σίγουρος πως ο δολοφόνος θα ερχόταν με αμάξι για να μπορέσει να κουβαλήσει το υλικό με το οποίο θα έβαζε φωτιά το σπίτι και γι αυτό είχε σε επαγρύπνηση πολλούς αστυνομικούς να περιμένουν σε θέσεις κλειδιά με τα αμάξια τους .

Σε λίγη ώρα εμφανίστηκε πράγματι κάποιος με ένα μαύρα αμάξι και άρχισε να κατεβάζει κάτι μεγάλα δοχεία. Δεν ήθελαν όμως να κάνουν κάτι που θα έβαζε σε κίνδυνο την αποστολή έπρεπε να τον πιάσουν στην πράξη και γι αυτό τον άφησαν να ξεφορτώσει τα δοχεία και να τα σύρει προς την αυλή του σπιτιού του μεγαλοεκδότη που ήθελε να κάψει. Εκείνο το μέρος δεν είχε μεγάλο φωτισμό και ήταν απόμερο και έτσι έκανε ανενόχλητος τη δουλεία του δίχως να ανησυχεί για τα αδιάκριτα βλέμματα των γειτόνων . Στη συνέχεια προχώρησε προς το σπίτι και διέρρηξε την κλειδαριά αλλά σε κάποια στιγμή δίστασε.

Page 82: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Κοίταξε ξανά καλά τριγύρω και μάλλον κάτι αντιλήφθηκε και έβγαλε από την τσέπη του κάτι που έμοιαζε με τηλεκοντρόλ το πάτησε και έγινε συσκότιση σε όλη τη γειτονιά και εκείνος μπόρεσε να διαφύγει. Κινητοποιήθηκαν αμέσως όλοι οι αστυνομικοί αλλά ήταν αργά , ο δολοφόνος έφυγε αφήνοντας πίσω του τα δοχεία με το εύφλεκτο υλικό που είχαν πάνω τα αποτυπώματα του ευτυχώς.

Γύρισαν πίσω στο τμήμα μπήκαν στη βάση δεδομένων της αστυνομίας και τακτοποίησαν τα αποτυπώματα που βρήκαν πάνω στα δοχεία. Σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε το πρόσωπο και τα στοιχεία του ανθρώπου που ψάχνανε τόσο καιρό και μια ανάσα ανακούφισης γέμισε τα πνευμόνια τους. Αμέσως ο Μάνος πήρε το κινητό του και βγήκε έξω στο πάρκο για να βρει ησυχία και να πάρει τηλέφωνο την Αλκμήνη για να της πει τα νέα. Από τη μια δίσταζε να την πάρει γιατί ντρεπόταν που δεν τον έπιασαν αλλά από την άλλη ήθελε πολύ να την ξανακούσει και να της πει ότι τουλάχιστον γνωρίζουν τώρα ποιος είναι και που μένει.

Η Αλκμήνη τόσες μέρες περίμενε τηλεφώνημα του νύχτα μέρα και όσο πλησίαζε η κρίσιμη νύχτα τόσο η αγωνία της μεγάλωνε. Τώρα δεν ανησυχούσε μόνο για την έκβαση της υπόθεσης αλλά φοβόταν και για τη ζωή του Μάνου, δεν ήθελε να πάθει κάτι στην προσπάθεια του να βρει τον δολοφόνο του παππού της και έβλεπε με τι ζήλο δούλευε νυχθημερόν. Η ίδια της δεν ήθελε να τον πάρει τηλέφωνο για να μην φανεί πιεστική αλλά και για να μην του αποσπάσει την προσοχή.

Ο ήχος του κινητού της πρώτη φορά της φάνηκε τόσο μελωδικός και τόσο ευχάριστος και έτρεξε να το προλάβει. Το σήκωσε και η φωνή της ακούστηκε λαχανιασμένη.

«Σε διέκοψα από κάτι;» « Εεε, όχι . Γιατί ρωτάς;»«Ακούγεσαι σαν να έτρεχες»« Ήμουν στη βεράντα γι αυτό. Περίμενα τηλεφώνημα σου.»«Τόσο πολύ ήθελες να με ακούσεις;» της είπε με πειραχτική

διάθεση και εκείνη του απάντησε με την ίδια διάθεση.

Page 83: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Εσύ όμως φαίνεται πως δεν το ήθελες τόσο για να κάνεις τόσο καιρό να με πάρεις.»

«Συγνώμη αλλά θέλω να επανορθώσω. Τι θα έλεγες να βρεθούμε σε καινά δίωρο στην καφετέρια να σου πω και τα νέα;»

«Νέα; Τι νέα; Έλα πες μου!!!!!!»«Σε δυο ώρες μικρούλα μου μη βιάζεσαι.» Γύρισε πίσω στο γραφείο του και ο διοικητής του είδε την αλλαγή

στο πρόσωπο του και χαμογέλασε. «Μικρέ είπα στο περιπολικό που βρίσκεται κοντά στο σπίτι εκείνου

να μην αφήσει κανέναν να το πλησιάσει και έδωσα εντολή στους άντρες να ετοιμαστούν να πάμε να ερευνήσουμε το σπίτι του. Τι λες; Θα κάνεις την τιμή να μας συνοδεύσεις;»

«Τι ειρωνικό ύφος είναι αυτό;»«Λέω μήπως σε διακόψαμε από κάτι.»«Εσύ κοιτά να αντέξεις γιατί έχω αρχίσει να παρατηρώ ότι

κουράζεσαι εύκολα τελευταία και ανησυχώ για σένα αφεντικό.»«Άντε προχώρα να τελειώνουμε.»Κατέβησαν και οι δυο τα σκαλιά γελώντας και ακολούθησαν και οι

υπόλοιποι αστυνομικοί . Βρέθηκαν σπίτι του σε δέκα λεπτά και χτένισαν όλο το οίκημα. Ήταν ένα καινούριο κτίριο βαμμένο σε άσπρο χρώμα . δεν είχε βεράντες, μονάχα παράθυρα χωρίς παντζούρια. Το χτυπούσε ο ήλιος από όλες τις μεριές και δεν υπήρχε ούτε ένα ψεγάδι στην εμφάνιση του, ούτε εξωτερικά αλλά ούτε και στο εσωτερικό του. Χτένισαν όλο το κτίριο μέσα και έξω αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Ήταν ένα σπίτι διακοσμημένο λιτά όπως ένα δωμάτιο ξενοδοχείου.

Αφού τελείωσαν την έρευνα κοίταξαν ο ένας τον άλλον και κούνησαν απογοητευτικά τα κεφάλια τους. Πίστευαν ότι θα έβρισκαν κάτι που θα τους οδηγούσε σε αυτόν αλλά μάταια. Εκεί πέρα δεν υπήρχε τίποτα να τους βοηθήσει. Έτσι αποχαιρετιστήκαν και πήρε ο καθένας το δρόμο του.

Page 84: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ο Μάνος πήγε τον διοικητή στο τμήμα και μετά έφυγε για την καφετερία όπου θα συναντούσε την Αλκμήνη η οποία ήταν από ώρα εκεί πέρα και τον περίμενε γεμάτη αγωνία, όχι μόνο για τα νέα που θα της έλεγε αλλά και από την λαχτάρα της να τον δει, να μυρίσει ξανά το ωραίο του άρωμα, να νιώσει ξανά το χέρι του να αγγίζει το δικό της. Έβγαλε έναν αναστεναγμό και κοίταξε προς το ποτήρι με το κρασί εμπρός της. Θυμήθηκε την ημέρα που πήγε σπίτι του και χτύπησε στο κεφάλι της, πόσο προστατευτικός ήταν μαζί της, πόσο τρόμαξε όταν την είδε να ματώνει. Δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα πόσο ανάγκη είχε κάποιον να την προσέχει, κάποιον να νοιάζεται τόσο γι΄ αυτήν, κάποιον να την σκεπάζει με τα φτερά του. Αφοσιωμένη στις σκέψεις της δεν τον είδε να μπαίνει στο μαγαζί. Την πλησίασε και τη φίλησε στο μάγουλο και κάθισε απέναντι της.

«Ελπίζω να σκεφτόσουν εμένα»Εκείνη κοκκίνισε σαν να νόμιζε ότι μπορούσε να διαβάσει της

σκέψη της και έσκυψε ντροπαλά το κεφάλι της και εκείνος κατάλαβε. « Λοιπόν; Τι ακριβώς σκεφτόσουν και ήσουν τόσο αφηρημένη;»

την ρώτησε πονηρά« Τίποτα, πες μου τι νέα έχεις να μου πεις»« Ας παραγγείλουμε πρώτα κάτι να πιούμε και να χαλαρώσουμε

γιατί το χρειάζομαι.»«Τι έγινε; Οι εφημερίδες έγραψαν ότι παραλίγο να είχατε πιάσει

τον δολοφόνο αλλά τελευταία στιγμή σας ξέφυγε.»« Έτσι είναι . Τελικά είναι πολύ πιο έξυπνος από ότι νομίζαμε. Μας

κατάλαβε τελευταία στιγμή.»« Είδες καθόλου τηλεόραση σήμερα;»«Όχι γιατί;»«Σε ένα κανάλι δείχνει καρέ καρέ την επιχείρηση σας, καθώς και

εκείνον την ώρα που σας κατάλαβε. Τα πάντα, καρέ καρέ όλο το συμβάν, αλλά φυσικά δεν φαίνεται το πρόσωπο του.»

Page 85: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Τότε θυμωμένος ο Μάνος σηκώθηκε αμέσως από την θέση του και πήρε το κινητό του για να ενημερώσει το διοικητή του ο οποίος μόλις είχε μάθει και αυτός τα νέα και ήταν τόσο έξαλλος που ούρλιαζε στο τηλέφωνο ότι θέλει το δυνατόν συντομότερων να μάθει το όνομα αυτού που πούλησε το βίντεο ο οποίος ήταν σίγουρα αστυνομικός.

«Οι φωνές του ακούγονταν ως εδώ!»«Φυσικό δεν είναι; Δεν μπορώ να κάτσω πολύ γιατί θα πρέπει να

γυρίσω στο τμήμα. Δεν μας έφτανε να βρούμε τον δολοφόνο τώρα θα πρέπει να ψάξουμε και τον προδότη. Συγνώμη μικρούλα μου.»

«Δεν πειράζει, καταλαβαίνω. Απλά ήθελα να σου πω πως επειδή έτυχε να δω το βίντεο και να προλάβω να το γράψω σε κασέτα, το παρακολούθησα πολύ προσεχτικά και νομίζω πως ξέρω πως σας κατάλαβε. Δεν ήταν κάτι που κάνατε εσείς αλλά κάτι που δεν κάνατε. Το σώμα του σχεδόν τινάχτηκε, ελάχιστα μεν αλλά εγώ το είδα, την ώρα που ξεκλείδωνε την πόρτα. Μάλλον ο άνθρωπος που έμενε εκεί κλείδωνε με κάποιον άλλον τρόπο την πόρτα τον οποίο εσείς δεν ξέρατε, αλλά εκείνος μάλλον το είχε ψάξει καλά. Έτσι κατάλαβε ότι κάτι περίεργο συνέβη , και κοίταξε γύρω του. Τότε μάλλον θα παρατήρησε κάτι, ίσως την μεγάλη ησυχία που επικρατούσε στον δρόμο και αποφάσισε να φύγει.»

«Μου είσαι πολύτιμη το ξέρεις;» της είπε πιάνοντας το χέρι της.«Αν μπορώ να βοηθήσω και σε κάτι άλλο μου λες.»«Μακάρι να υπήρχε αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα. Πήγαμε

σπίτι του και δεν βρήκαμε τίποτα για να μας βοηθήσει. Ήταν σαν όλα τα σπίτια»

«Κανένα σπίτι δεν είναι ίδιο. Όσο λίγο και να ζούσε εκεί μέσα θα έχει αφήσει κάποιο ίχνος του. θυμήσου ότι ο παππούς μου είπε ότι οι λεπτομέρειες θα μας οδηγήσουν σε αυτόν. Ίσως αν μπορέσω και γω να δω το σπίτι να παρατηρήσω κάτι που ίσως σας ξέφυγε. Μπορείς να με πας εκεί;»

«Δεν επιτρέπεται μωρό μου, υπάρχουν κανονισμοί.»

Page 86: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Εσύ το λες αυτό;» Τον κοίταξε και του χαμογέλασε πειραχτικά για να του θυμίσει

όλες τις φορές που παραβίασε εκείνος τους κανονισμούς και τον έπεισε. Αφού πλήρωσαν πήγαν στο αστυνομικό τμήμα που ο διοικητής

ακόμα φώναζε σαν τρελός, αλλά μόλις είδε την Αλκμήνη να του χαμογελάει τα νεύρα του κάλμαραν. Πήγε δίπλα της και την χαιρέτισε αγνοώντας πλήρως τον Μάνος που στεκόταν δίπλα της. Την οδήγησε στο γραφείο του και έδωσε εντολή μετά στον Μάνο να ψάξει για αυτόν που τους πούλησε και έκλεισε την πόρτα. Της πρότεινε να καθίσουν στον καναπέ του για να νιώθουν πιο άνετα και ο Μάνος που έριχνε κλεφτές ματιές από έξω άρχισε να θυμώνει. Ήξερε πως ο διοικητής του αν και παντρεμένος δεν άφηνε κανένα θηλυκό να περάσει έτσι, αυτό όμως που δεν τον άφηνε η ζήλια να καταλάβει ήταν πως ο διοικητής του τον αγαπούσε σαν φίλο και θα κάνε τα πάντα για να τον δει ευτυχισμένο . «Τι σε φέρνει από τα μέρη μας;»

«Κύριε διοικητά θα…»Τη διέκοψε λέγοντας της πως θα προτιμούσε να τον λέει Σταύρο

μιας και στο μέλλον μπορεί να γίνονταν ακόμα και κουμπάροι. Εκείνη δαγκώθηκε μην πιστεύοντας στα αυτάκια της και έκανε πως δεν καταλάβαινε. Τότε εκείνος πήγε ακόμα πιο δίπλα της και έβαλε το χέρι του στους ωμούς της.

«Κοίταξε Αλκμήνη μου, εκτός από διοικητής του Μάνου είναι και χρόνια φίλος του και τον αγαπώ τον μπαγάσα και ας θέλω να τον νευριάζω συνέχεια όπως τώρα. Κοίτα διακριτικά από τον καθρέφτη πίσω μου, θα δεις τον Μάνο να κοιτάζει κρυφά και πάω στοίχημα ότι αυτή τη στιγμή βράζει από μέσα του που κάθομαι τόσο δίπλα σου και σε αγγίζω, αλλά τρελαίνομαι να τον τσαντίζω. Αυτό είναι ένα παιχνίδι που το παίζουμε χρόνια μεταξύ μας ίσως γι αυτό η φιλία μας να κρατήθηκε τόσο γερή τόσα χρόνια. Τόσα χρόνια δεν τον έχω δει ποτέ ερωτευμένο , πάντα αναλωνόταν σε εφήμερες σχέσεις ολίγον ημερών χωρίς να δίνεται σε καμιά. Όμως με σένα είναι διαφορετικά τα πράγματα. Από όταν σε

Page 87: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

γνώρισε είναι αφηρημένος, γελάει μόνος του στα κρυφά , μέχρι και σκυλάδικα μια μέρα τον άκουσα να σιγοτραγουδάει που αυτός δεν μπορούσε ούτε να τα ακούσει. Τον άλλαξες προς το καλύτερο και από ότι βλέπω ομορφούλα τα αισθήματα είναι αμοιβαία, έτσι δεν είναι;»

Η Αλκμήνη έγνεψε καταφατικά το κεφάλι και εκείνος συνέχισε«Να τον κρατήσεις δίπλα σου γιατί ανήκετε ο ένας στον άλλον, μην

τον αφήσεις να σου φύγει. Σ’ αγαπάει…»«Το ξέρω όμως είναι κάποια πράγματα που δεν ξέρεις για μένα.

Έμαθα αλλιώς και δεν θα μπορέσω να τον κάνω ευτυχισμένο, και ίσως είναι καλύτερα για εκείνον να μείνει μακριά μου. Όσοι άνθρωποι ήταν δίπλα μου στη ζωή μου όλοι πέθαιναν ένας ένας με τελευταίο τον παππού μου. Δεν θα αντέξω να χάσω και αυτόν. Το καταλαβαίνεις;»

«Δεν μπορεί να πιστεύεις κάτι τέτοια. Σε όλους συμβαίνουν ατυχίες, σε άλλους λίγες σε άλλους πολλές. Δεν μπορείς να καταδικάσεις τον εαυτό σου στη μοναξιά τόσο νέα κοπέλα. Άφησε τον να μείνει στη ζωή σου και άσε την μοίρα να αποφασίσει για τα υπόλοιπα. Ξέρω πως έτυχε να ξανασυναντηθείτε μετά από τόσα χρόνια. Η μοίρα στον έστειλε ξανά πίσω σε σένα εκείνη άσε λοιπόν εκείνη να αποφασίσει και για τα υπόλοιπα. Η ζωή σου δίνει μια ευκαιρία, μην την πετάξεις γιατί είναι πολύτιμη και ίσως να μην μπορέσεις να την ξαναβρείς. Είστε και οι δυο νέοι και δεν ξέρετε πολλά ακόμα. Εγώ μπορεί να σπατάλησα τον εαυτό μου άσκοπα πριν παντρευτώ και μπορεί ακόμα να παίζω λιγάκι αλλά ποτέ δεν απάτητα την γυναίκα μου και ούτε θα το κάνω ποτέ. Εκείνη είδε κάτι σε μένα που ούτε εγώ ήξερα ότι υπήρχε, είδε τη ζεστασιά στην καρδιά μου, και μετά από τόσο χρόνια είμαι ακόμα ερωτευμένος μαζί της. Ευχαριστώ το Θεό κάθε μέρα που έχω κάποιον δίπλα μου να μοιράζομαι τη ζωή μου, κάποιον να με περιμένει να γυρίσω στο σπίτι, κάποιον να με φροντίζει όταν αρρωσταίνω, κάποιον να με αγκαλιάζει όταν φοβάμαι γιατί όλοι άνθρωποι νιώθουν φόβο ομορφούλα ανεξαρτήτως φύλλου και ηλικίας. Και όλοι θέλουν κάποιον δίπλα τους τις κρύες νύχτες αλλά οι περισσότεροι είναι τόσο απορροφημένοι στους

Page 88: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

στόχους τους που ξεχνάνε τι νιώθουν να βράδια και συνεχίζουν τα ίδια άσκοπα πράγματα κάθε πρωί. Πάλεψε γι αυτό που δίνεται και μην το αγνοήσεις γιατί φοβάσαι μην το χάσεις. Μου το υπόσχεσαι;»

«Το μόνο που μπορώ να σου υποσχεθώ είναι πως θα κάνω τα πάντα για εκείνον, για να είναι ευτυχισμένος.»Έμειναν για λίγο σιωπηλοί και μετά ο Σταύρος γέλασε λέγοντας της πως ο Μάνος θα ζει σκάσει από την ζήλια και την περιέργεια του για το τι λέμε τόση ώρα.

«Επειδή έχω αρχίσει να τον λυπάμαι θέλω να σου μιλήσω για αυτό που ήρθαμε.»

Του εξήγησε τι είδε στην τηλεόραση και τι πιστεύει πως έγινε όπως τα είπε και στον Μάνος και μετά του ζήτησε την άδεια να πάει να δει και αυτή το σπίτι με τη συνοδεία του Μάνου και εκείνος αφού το σκέφτηκε λίγο το θεώρησε καλή ιδέα και έδωσε γραπτώς την έγκριση του. Εκείνη βρήκε χαμογελαστή από τον γραφείο του αφού τον ευχαρίστησε πρώτα για όλα.

Όταν την είδε ο Μάνος την ρώτησε δήθεν αδιάφορα για το τι συζητούσαν τόση ώρα μέσα οι δυο τους και εκείνη του απάντησε πάλι δήθεν αδιάφορα ότι ήταν μυστικό και του έδειξε το χαρτί που την επέτρεπε να μπει στο σπίτι. Στη διαδρομή δεν είπανε τίποτα μοναχά η Αλκμήνη του έριχνε κλεφτές ματιές και χαμογελούσε κρυφά με το ύφος του που ήταν σαν να πήγαινε να ρίξει ξύλο. Έτρεχε τόσο στο δρόμο που σε λίγα λεπτά είχαν κιόλας φτάσει.

Χαιρέτισαν τους αστυνομικούς που βρίσκονταν έξω και προχώρησαν μέσα, αφού πρώτα φόρεσαν γάντια στα χέρια για να μην αφήσουν αποτυπώματα. Με τα πράσινα ματάκια της εξερεύνησε προσεχτικά κάθε τετραγωνικό εκατοστό του σπιτιού και άρχισε να εξετάζει ένα προσεχτικά τα δωμάτια του σπιτιού προχωρώντας αργά. Άνοιγε όλα τα ντουλάπια, κοιτούσε κάτω από τα έπιπλα και στη συνέχεια βγήκε και στη βεράντα του σπιτιού.

Page 89: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Στην κρεβατοκάμαρα υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα και το κομοδίνο. Στο καθιστικό υπήρχε ένας καναπές , εάν τραπεζάκι με ένα ραδιόφωνο πάνω όταν κάθε άλλον άνθρωπος θα είχε τουλάχιστον και μια τηλεόραση. Πάνω στο τραπεζάκι υπήρχαν επίσης ένας κύβος, ένα εικοσάεδρο, ένα τετράεδρο και ένα οχτάεδρο και στη μέση μια ξύλινη αιγυπτιακή σφίγγα. Τον κοίταξε και του είπε πως αν ο δικαστής πίστευε στα παραφυσικά φαινόμενα αυτή η σφίγγα περιλαμβάνει τα τέσσερα στοιχεία , το σώμα της είναι σαν από ταύρου που αντιστοιχεί στη γη, τα πόδια της είναι λιονταριού που αντιστοιχούν στο νερό, τα φτερά αετού με τον αέρα και το ανθρώπινο κεφάλι με τη φωτιά. Στον τοίχο υπήρχε κορνιζαρισμένο σύμβολο του ΤΑΙ ΤΣΙ ΤΟΥ. στην κουζίνα είχε αφήσει στο μπρίκι ένα βρασμένο αφέψημα με άρωμα λεβάντας, στα ντουλαπάκια υπήρχαν βαζάκια με λεύκανθο και παπαρούνα. Στο δίπλα ντουλάπι υπήρχαν μικρά σοκολατάκια και στο ψυγείο ρέγκες . στον πάγκο της κουζίνας είχε σε ένα καλαθάκι μήλα. Στο μπάνιο υπήρχε αιθέριο έλαιο δεντρολίβανου και στο φαρμακείο του σπιτιού του μόνο γάζες και βελόνες ειδικές για βελονισμό. Αφού εξέτασαν προσεχτικά όλο το σπίτι έφυγαν από εκεί και πήγαν στο αστυνομικό τμήμα όπου τους περίμενε ο διοικητής του. Εκεί η Αλκμήνη τους είπε πως ο δολοφόνος πάσχει από κατάθλιψη και η κατάσταση του είναι πολύ κρίσιμη και πως σίγουρα θα ψάξει να βρει κάποιο κατάστημα με είδη βοτάνων πολύ σύντομα. Όλα τα αγαθά που είχε στο σπίτι του καταπολεμούν την κατάθλιψη. Τότε ο διοικητής του έδωσε αμέσως εντολή στους υφισταμένους του να ψάξουν να βρουν όλα τα μαγαζιά που πουλάν βότανα και να τα παρακολουθήσουν και συγχρόνως να ρωτήσουν τους πωλητές αν είδαν κάποιον με τα χαρακτηριστικά του τρελού τους. Η Αλκμήνη είδε πόσο απασχολημένοι ήταν και δεν ήθελε να τους ενοχλήσει άλλο και έφυγε δίχως να κάνει θόρυβο όμως καθώς έφευγε είδε κάποιον να τους κοιτάζει πλαγίως και να δείχνει ανήσυχος. Πήγε και κάθισε στο γραφείο του Μάνου και τον πήρε από εκεί τηλέφωνο στο κινητό του. Εκείνος κοίταξε το νούμερο απορημένος που κάποιος τον

Page 90: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

παίρνει από το γραφείο του και το σήκωσε. Η Αλκμήνη που τον κοίταζε από το τζάμι του γραφείου του, του είπε να κάνει τον αδιάφορο και στη συνέχεια τον συμβούλεψε να κοιτάξει διακριτικά με την άκρη του ματιού του προς τη γωνία που βρισκόταν ο ύποπτος άνδρας και να της πει ποιος ήταν εκείνος. Εκείνος της ζήτησε τον λόγο της ερώτησης της και όταν εκείνη του εξήγησε πως νομίζει ότι είναι ο προδότης που έψαχναν και ότι φαίνεται πολύ ανήσυχος επειδή νομίζει ότι αυτή της στιγμή μιλούν για αυτόν τότε είπε πως και οι δικές του υποψίες συμφωνούσαν με τις δικές της. Έκλεισε το τηλέφωνο και ο Μάνος ειδοποίησε κάποιους φίλους του αστυνομικούς να κλείσουν όλες τις εξόδους και τότε εκείνος γύρισε αμέσως προς το μέρος του υπόπτου τον κοίταξε και πήγε σχεδόν τρέχοντας προς το μέρος του , τότε εκείνος φοβήθηκε και οι ενοχές του τον έκαναν να τρέξει. Αλλά τον έπιασε η Αλκμήνη όταν πέρασε από δίπλα της και με μια μόνο κίνηση τον έριξε κάτω. Όταν πήγε ο Μάνος δίπλα της, της έριξε ένα βλέφαρο επιδοκιμασίας και θαυμασμού και συνέλαβε τον πρώην πλέον αστυνομικό αφού πρώτα του διάβασε τα δικαιώματα του. Το ύφος της βρεγμένης πάπιας τον είχε προδώσει. Σαν ελαφρυντικό του είπε πως έδωσε τις κασέτες με της ανεπιτυχή προσπάθεια της αστυνομίας να πιάσει τον κλέφτη γιατί χρειαζόταν τα λεφτά η μητέρα του για να κάνει εγχείριση δυστυχώς γι’ αυτόν ένας γείτονας του επίσης αστυνομικός τύχαινε να ξέρει πως η μητέρα του χαίρει άκρας υγείας και έχει ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. Ο μόνος λόγος που χρειαζόταν τα λεφτά ήταν να ξεπληρώσει τα χρέη του στια χαρτοπαιχτικές λέσχες.

Η Αλκμήνη έφυγε από εκεί νομίζοντας χωρίς να την πάρει κανείς είδηση αλλά όταν πήγε να μπει στο αμάξι της ο Μάνος την σταμάτησε και της είπε πως όταν τελειώσουν όλα θα πρέπει να μιλήσουν οι δυο τους πάρα πολύ σοβαρά, εκείνη συμφώνησε κουνώντας μόνο το κεφάλι της και έφυγε.

Επέστρεψε στο γραφείο του και κάθισε εκεί κοιτάζοντας αφηρημένα από το παράθυρο όταν μετά από καμιά ώρα περίπου ο

Page 91: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

διοικητής του τον επανάφερε στην πραγματικότητα απότομα όπως πάντα. Ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος εισαγωγής βοτάνων αναγνώρισε τον δράστη. Πήγαινε πολύ συχνά και ψώνιζε από εκεί και συγκεκριμένα κάθε τρεις εβδομάδες, δηλαδή είναι να ξαναπάει σε τέσσερις μέρες αφού είχαν ήδη περάσει δεκαοχτώ ημέρες από την τελευταία φορά που πήγε εκεί. Ο διοικητής του, του ανέθεσε την όλη επιχείρηση εντοπισμού και σύλληψης του δολοφόνου και εκείνος αμέσως ρίχτηκε στη δουλειά. Δεν ήθελε να αποτύχει για μια ακόμα φορά αλλά περισσότερο ήθελε να το κάνει για την Αλκμήνη, για να ανεβεί στα ματιά της. οι τέσσερις μέρες πέρασαν γρήγορα και η κρίσιμη μέρα ήρθε. Κατά το μεσημεράκι, την ώρα που θα έκλειναν το μαγαζί εμφανίστηκε κάποιος κύριος που το ανάστημα του ήταν ίδιο με εκείνου που έψαχναν και μπήκε στο μαγαζί. Ο ιδιοκτήτης συμπεριφέρθηκε όπως ακριβώς του είχε υποδείξει ο Μάνος, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, χτύπησε όμως ένα κουμπί που του είχαν δώσει όταν ο ύποπτος εμφανιστεί στο μαγαζί του για να είναι ακόμα πιο σίγουροι. Βγαίνοντας ο τύπος από το μαγαζί, τον περικύκλωσαν οι άντρες της ασφάλειας. Εκείνος με το που τους είδε δεν αντέδρασε καθόλου, σαν να το περίμενε. Ήταν ένας κοντός ανθρωπάκος, αδύνατος και φαινόταν ασθενικός. Οι αστυνομικοί τον κοιτούσαν σαν να μην πίστευαν πως αυτός ο άνθρωπος έκανε τους φόνους. Ο Μάνος του πέρασε τις χειροπέδες και στη συνέχεια τον οδήγησαν στην ασφάλεια όπου τον ανέκριναν. Παρόντες στην ανάκριση ήταν ο Μάνος, ο διοικητής του και κάποιοι άλλοι ανώτεροι αστυνομικοί. Αυτό που τους έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν το γεγονός ότι ομολόγησε αμέσως όλες του τις πράξεις και δεν θέλησε ούτε καν δικηγόρο. Για να δικαιολογήσει τις πράξεις του είπε πως αν ολοκλήρωνε το σχέδιο του θα είχε μεγάλη δύναμη και ζωντάνια και θα έπαιρνε εκδίκηση από όλους όσους τον περιφρονούσαν και τον κακοποιούσαν μέχρι σήμερα. Σκοτώνοντας αυτούς τους ανθρώπους πίστευε ότι έπαιρνε το γιαν τους, δηλαδή την υγεία τους. Και χρησιμοποιώντας και τα τέσσερα στοιχεία της φύσης η δύναμη του θα μεγάλωνε ακόμα περισσότερο. Πίστευε πως ήταν κριτής

Page 92: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

και οι άνθρωποι που σκότωσε ήταν μια θυσία για να δημιουργηθεί κάτι καλύτερο, δηλαδή εκείνος. Είπε πως η ολοκλήρωση του θα γίνει ακόμα και αν τον φυλακίσουν για την υπόλοιπη ζωή του γιατί είναι προορισμένος για εξουσία.

«γιατί χρησιμοποίησες κοσμήματα χρυσά για να βάλεις το σύμβολο τους; Απ’ ότι μάθαμε δεν έχεις καλή οικονομική κατάσταση.»

«για το χρυσός είναι ο βασιλιά των μετάλλων, το πιο καθαρό από όλα και δεν προσβάλλεται από άλλες ουσίες. Ήθελα τα πάντα να γίνουν όπως πρέπει.»

«γιατί τα έκανες σε διάφορες φάσεις της σελήνης;»«μα γιατί οι περισσότερες τελετουργίες γίνονταν πάντα με βάση το

φεγγάρι.»«τελετουργίες; Εγώ δεν είδα ούτε κεριά ούτε και τίποτα άλλο που

χει να κάνει με τελετουργία.»«τα κεριά αστυνόμε είναι για του ερωτευμένους. Εγώ θέλω

εξουσία, ολοκλήρωση. Αυτοί που πέθαναν ζουν μέσα μου, το γιανγκ που τους πήρα κυλάει στο αίμα μου.»

Οι αστυνομικοί που ήταν στο χώρο είχαν εκπλαγεί από τα λόγια του και τη συμπεριφορά του. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως ένας τόσος δα ανθρωπάκος έκανε όλα αυτά τα εγκλήματα και πίστευε πως μπορούσε να γίνει τόσο ισχυρός. Το δικαστήριο θα αποφάσιζε σίγουρα κάποια ψυχιατρική κλινική όμως εκείνοι θα προσπαθούσαν να τον κλείσουν φυλακή. Εκείνος τότε σαν να διάβασε τη σκέψη τους, τους ζήτησε να μεταφερθεί στις φυλακές μιας πόλης εκατόν τριάντα έξι χιλιόμετρα πιο μακριά. Εκείνοι το αρνήθηκαν όμως αυτός βρήκε τη λύση μέσω δικηγόρων και το αίτημά του έγινε δεκτό. Σε λίγες μέρες μεταφέρθηκε στις φυλακές που ζήτησε. Όταν το έμαθε ο Μάνος του έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η εμμονή του και το συζήτησε με το διοικητή του το επόμενο βράδυ που πήγαν για ένα ποτό στο στέκι τους. Ο Σταύρος του είπε πως έψαξε στους καταλόγους των κρατούμενων των φυλακών που ήθελε τόσο να τον στείλουν και μέσα σε αυτούς τους

Page 93: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

καταλόγους ήτα και ένας μεγαλοεκδότης που τον έκλεισαν μέσα για φοροδιαφυγή. Ο Σταύρος διέταξε να βάλουν στη θέση τους έναν δικό τους μυστικό αστυνομικό ώστε αν δράσει ο δολοφόνος να τον πιάσουνε και να έχει άλλη μια κατηγορία στο φάκελό του. Ο Μάνος τον κοιτούσε εντυπωσιασμένος και το Σταύρος γελούσε αυτάρεσκα.

Όλα έγιναν όπως τα υποψιάζονταν. Πράγματι ο δολοφόνος προσπάθησε να σκοτώσει τον εκδότη μέσα στη φυλακές. Είχε κάνει τον άρρωστο για να τον βγάλουν από το κελί του και να τον μεταφέρουν στα ιατρεία έτσι ώστε να περάσει μπροστά από το κελί του εκδότη. Καθώς περνούσε ακινητοποίησε με λαβές καράτε τον φρουρό που τον συνόδευε, έβγαλε μέσα από τα ρούχα του ένα πανί και το έβαλε φωτιά με έναν αναπτήρα που είχε επίσης μαζί του. Το πέταξε στο κρεβάτι του εκδότη που στην πραγματικότητα ήταν ένας μυστικός αστυνομικός ο οποίος άνοιξε αμέσως το κελί του και με το όπλο τον χτύπησε. Εκείνος για ακόμη μια φορά δεν πρόβαλε πάλι αντίσταση όταν τον συνέλαβαν για μια ακόμη φορά, απλά περπατούσε με σηκωμένο το πιγούνι του περήφανα σαν να τους έδινε την εντύπωση όταν δεν τελείωσαν ακόμα μαζί τους.

Ο Μάνος διηγήθηκε τα πάντα στην Αλκμήνη που τον άκουγε προσεχτικά και του ζήτησε να πάει να δει αυτόν που σκότωσε τον παππού της. Εκείνος αρνήθηκε αλλά η Αλκμήνη ήταν τόσο πεισματάρα και με διάφορα επιχειρήματα τον έπεισε, αναγκάστηκε να του πει μέχρι και ότι αν δεν την αφήσει ο ίδιος τότε θα απευθυνθεί στο διοικητή του που ξέρει πως δεν θα της χαλούσε χατίρι. Εκείνος τη είπε ότι θα την ειδοποιούσε για το τι θα γίνει.

Σε δύο ώρες της τηλεφώνησε και της είπε ότι κανονίστηκε για την επομένη. Αν και η υπόθεση έκλεισε υπήρχε και η γραφειοκρατία που από εκεί δεν γλιτώνει κανείς. Του πήρε αρκετές ώρες να συμπληρώσει τις αναφορές και να τις παραδώσει στους ανώτερους του. Έπειτα πήγε

Page 94: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

σπίτι και κοιμήθηκε για αρκετές ώρες . η επόμενη μέρα θα ήταν πολύ σημαντική για εκείνον και ήθελε να είναι ξεκούραστος.

Το επόμενο πρωί οι σιδερένιες πόρτες των φυλακών άνοιξαν και η Αλκμήνη κατευθύνθηκε από τον Μάνο και έναν υπάλληλο φυλακών στο επισκεπτήριο. Εκείνος είχε απορήσει όταν του είπαν πως έχει επισκεπτήριο γιατί δεν είχε κανέναν γνωστό εκτός από το δικηγόρο που να ενδιαφερόταν για κείνον. Όταν η Αλκμήνη μπήκε στο δωμάτιο εκείνος την κοίταξε αν να έβλεπε κάποια θεότητα. Αυτή παραξενεύτηκε από την αντίδρασή του όπως και ο Μάνος.

«Εσύ είσαι!!!»Η Αλκμήνη τον κοίταξε απορημένη«Τι εννοείς;»«Εσύ έχεις και τα τέσσερα στοιχεία, εσύ είσαι η επικίνδυνη κι όχι

εγώ.»«Δεν σε καταλαβαίνω»«Έχεις πάρει τη γη από τη μητέρα σου, τη φωτιά από τον πατέρα

σου, τον αέρα από τον παππού σου και το νερό που είναι μέσα σου.»«πως τολμάς να αναφέρεσαι στους γονείς μου»«ξέρω ότι δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή»Η Αλκμήνη φανερά εκνευρισμένη τον πλησίασε και του ζήτησε να

εξηγηθεί.«μπορώ να δω από τα μάτια σου ότι μεγάλωσες χωρίς αυτούς. Και

αν κρίνω από την αντίδρασή σου δεν κάνω λάθος.»«Τελικά μάλλον χρειάζεσαι υποστήριξη κάποιου ψυχιάτρου εδώ

μέσα.»«Σε λίγο καιρό θα γίνει η μεταμόρφωση του. Θα καταλάβεις ότι

έχω δίκιο. Αλλά δεν θα θυμάσαι τα λόγια μου. Θα απορροφηθείς ολοκληρωτικά από την νέα σου παρουσία.»

Κοίταξε τον Μάνο και επικριτικά του είπε:«Μην προσπαθήσεις να τη σταματήσεις. Είναι το πεπρωμένο της.»

Page 95: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Δεν με ενδιαφέρει τι πιστεύεις. Εγώ ήρθα εδώ απλά για να δω ποιος μου στέρησε και τον τελευταίο συγγενή μου.»

Ο Μάνος την πήρε μαλακά από το μπράτσο για να την απομακρύνει από εκείνο το δωμάτιο όμως εκείνος φώναξε:

«Όταν κάποια στιγμή γίνω αυτός που πρέπει τότε θα ψάξω να σε βρω, τότε θα καταλάβεις πως είναι γραφτό να είμαστε μαζί.»

Ο Μάνος με δυο δρασκελιές πήγε δίπλα του με βλέμμα που έσταζε δηλητήριο του ψιθύρισε πως θα κάνει τα πάντα για να σαπίσει στη φυλακή.

Το βράδυ πήγε με το αμάξι και πήρε την Αλκμήνη και την πήγε σε ένα παλιό δημοτικό.

«Γιατί με έφερες εδώ ;»«Υπάρχει κάτι που θέλω να σου πω.»Κάθισαν σε κάτι σκαλοπάτια και άρχισε να της μιλάει δίχως να

παίρνει τα μάτια του από πάνω της.«Από τη στιγμή που έφυγες και αποχωριστήκαμε μικροί δεν είχα

σταματήσει να σε σκέφτομαι λεπτό. Ο νους μου ήταν συνέχεια σε σένα. Θέλησα πολλές φορές να έρθω να σε βρω όμως οι γονείς μου, μου έλεγαν πως θα ήταν καλύτερα να μη με δεις για να μην σε ταράξω και εγώ τους άκουγα. Δυο χρόνια όμως μετά δεν άντεξα άλλο και άρχισα να ψάχνω για να σε βρω. Οι γονείς μου είχαν επικοινωνία με τον παππού και τη γιαγιά σου γιατί νοιάζονταν πολύ για σένα και κοίταξα στα σημειωματάρια τους για οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με σένα και βρήκα τη διεύθυνση σου. Μια μέρα λοιπόν που το σχολείο μου πήγε ολοήμερη εκδρομή εγώ είπα ψέματα στους δικούς μου ότι θα πάω με τους συμμαθητές μου και ξεκίνησα να σε βρω. Πήρα ένα λεοφωρείο και έφτασα στο μέρος που ήσουν και μετά πήρα ένα ταξί να με πάει στη διεύθυνση που βρήκα. Από εκεί ρώτησα κάποιους γείτονες για το πιο κοντινό δημοτικό και έτσι ήρθα σε σένα χωρίς εσύ ποτέ να με δεις .ήρθα

Page 96: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

και περίμενα πίσω από τα κάγκελα του σχολείου σου για να σε δω, να σου πω ότι δεν σε ξέχασα. Το κουδούνι χτύπησε για διάλλειμα και όλα τα παιδιά βγήκαν τρέχοντας έξω, εσύ βγήκες τελευταία και με αργό βήμα και σκυμμένο κεφάλι ήρθες και κάθισες σε αυτά εδώ τα σκαλοπάτια. Ήθελα τόσο πολύ να έρθω και να σου μιλήσω αλλά τότε κατάλαβα πως είναι καλύτερα να σε αφήσω να ξεχάσεις. έτσι λοιπόν έφυγα από εκεί γιατί νόμιζα πως έκανα το σωστό. Όταν είχα έρθει να σε βρω περίμενα να βρω την Αλκμήνη που ήξερα παλιά, τη χαμογελαστή και γεμάτη ζωή και όχι ένα λυπημένο μοναχικό κορίτσι. Πήρα μετά τηλέφωνο και αφού εξήγησα στον πατέρα μου τι είχε γίνει του ζήτησα να έρθει να με πάρει. Το περίεργο είναι πως ούτε με μάλωσε και ούτε ζήτησε να μάθει περισσότερα, ίσως επειδή κατάλαβε. Όταν μετά από χρόνια σε ξαναβρήκα και διάβασα το όνομα σου στην αναφορά ένιωθα σαν να έγινα ξαφνικά εκείνο το παιδί και όταν σε είδα να κλαις ήθελα τόσο πολύ να σε πάρω αγκαλιά και να σε φιλήσω στο μέτωπο και να σου πω πως όλα θα πάνε καλά όπως κάναμε μικροί όμως δεν γινόταν. Αυτό που νιώθω για σένα από τότε που σε ξανααντίκρυσα δεν είναι τόσο αθώο όπως αυτό που ένιωθα μικρός, είμαι ερωτευμένος μαζί σου και δεν μπορώ να σε βγάλω στιγμή από το μυαλό μου. Θέλω να βρίσκομαι συνέχεια δίπλα σου, να σε βλέπω, να σε ακούω, να μυρίζω το άρωμα σου, θέλω τα νιώθω τα πάντα σου! μη μου το στερήσεις αυτό ξανά, σε παρακαλώ»

Την κοίταζε και τα μάτια του γυάλιζαν. Την φίλησε και εκείνη απόλαυσε κάθε στιγμή που τα χείλη του άγγιζαν τα δικά της.

«Μείνε σπίτι μου απόψε» της είπε και το ύφος του δεν σήκωνε αντίρρηση.

Η Αλκμήνη έμεινε σπίτι του και εκείνο το βράδυ αλλά και όλα τα υπόλοιπα. Ζούσε το όνειρό της, το όνειρο κάθε γυναίκας, να ζήσει έναν αμοιβαίο έρωτα χωρίς έννοιες. Όλα φάνταζαν όμορφα για πάρα πολύ καιρό μέχρι που..

Page 97: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ένα πρωινό που η Αλκμήνη ήταν άρρωστη και ο Μάνος της είπε να μείνει όλη τη μέρα σπίτι του και να ξεκουραστεί εκείνη τον άκουσε και έμεινε όμως δεν είχε μάθει να μένει ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι όλη μέρα αφού από φύση της ήταν δραστήριο άτομο. Έτσι μην μπορώντας άλλο την ξάπλα αποφάσισε να τακτοποιήσει τα χαρτιά του Μάνου που τα είχε πεταμένα μέσα σε ένα μεγάλο ντουλάπι. Ο Μάνος θα είχε υπηρεσία εκείνη την ημέρα κι αυτός θα ήταν ένας καλός τρόπος να περάσει τη μέρα της. Αφού ταχτοποίησε λοιπόν τα χαρτιά και ήταν έτοιμα να τοποθετηθούν στο ντουλάπι εκείνη πήρε να το καθαρίσει από τη σκόνη πριν τα τοποθετήσει μέσα. Σχολαστική όπως πάντα στο καθάρισμα βρήκε κρυμμένο σε μια εσοχή στη γωνία ένα φάκελο. Τον άνοιξε και η φωτογραφία που αντίκρισε έκανε την αναπνοή της να κοπεί. Είδε τη φωτογραφία των γονιών της πυροβολημένους στο πάτωμα. Αφού προσπάθησε να ηρεμίσει λίγο άρχισε να κοιτάζει προσεκτικά και τις άλλες φωτογραφίες και τα χαρτιά που ήταν σε εκείνο το φάκελο. Οι περισσότερες φωτογραφίες απεικόνιζαν τους γονείς της αιμόφυρτους στο πάτωμα, κάποιες είχαν αποτυπώσει όλο το χώρο του σαλονιού μετά που πήραν τα πτώματα. Είχε αποκόμματα από εφημερίδες που έγραφαν για το έγκλημα που διαπράχθηκε σπίτι της και κάποιες από αυτές είχε και φωτογραφίες από την ίδια και το Μάνο τρομαγμένους στις αγκαλιές των συγγενών τους. Διάβαζε τις λεζάντες των φωτογραφιών και εν συνεχεία τα άρθρα που έγραφαν για τη στυγερή δολοφονία όπως αποκαλούσαν το θάνατο των γονιών της. Με κανένα από αυτά τα άρθρα δεν αναφερόταν έστω ένας ύποπτος, τίποτα. Εκείνο που της έκανε εντύπωση ήταν ένας άλλος φάκελος μέσα στο φάκελο που αφορούσε τους γονείς της. Εκείνος ο φάκελος περιείχε φωτογραφίες από έναν άντρα κρεμασμένο σε ένα δωμάτιο. Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, με καλά διατηρημένο σώμα και μακριά μαλλιά. Φαινόταν για μαχητής και όχι για κάποιον που θα δήλωνε παραίτηση από τη ζωή αυτοκτονώντας. Τα αποκόμματα των εφημερίδων είχαν φωτογραφίες του όσο ήταν ακόμα ζωντανός Και οι επικεφαλίδες έγραφαν «ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Page 98: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ». Άρα υπήρχαν άτομα που δεν πίστευαν ότι αυτοκτόνησε; Τα άρθρα συνέχιζαν γράφονταν εγκώμια για τη μαχητική καριέρα του ως δημοσιογράφος,. Ήταν ένας άνθρωπος που πάντα αγωνιζόταν να βρει την αλήθεια πίσω από τα ρεπορτάζ του. Έψαξε και βρήκε τη διεύθυνση της τότε συζύγου του και αποφάσισε να την επισκεφτεί, κρυφά όμως από τον Μάνο.

Η πρώην κυρία Ζέτα Παπανικολάου ξαναπαντρεύτηκε έναν ξάδελφο του εκλιπόντος δημοσιογράφου και ζούσαν μαζί σε μια πόλη λίγα χιλιόμετρα μακριά από εκεί που ζούσε η Αλκμήνη. Όταν τηλεφώνησε στην κυρία Ζέτα για να της πει ότι ήθελε να της μιλήσει σχετικά με το θάνατο του άντρα της η αλήθεια είναι ότι παραξενεύτηκε πολύ, στην αρχή νόμιζε ότι ήταν και αυτή μια από εκείνους τους δημοσιογράφους που ξεθάβουν παλιές ιστορίες όταν δεν έχουν με κάτι καινούριο να ασχοληθούν. Μόνο όταν η Αλκμήνη της είπε το όνομα της και ένα μέρος της ιστορίας της την έπεισε να τη συναντήσει.

Ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα παρότι την ηλικία της και πολύ ευγενική. Συναντήθηκαν σπίτι της ηλικιωμένης γυναίκας και αφού ήπιαν με την ησυχία τους τον καφέ τους συζητώντας για την εκπληκτική θέα του σπιτιού της σε μια στιγμή η Αλκμήνη είδε τη γυναίκα να δακρύζει.

« Ο Γιάννης μου λάτρευε τα σπίτια με όμορφη θέα. Γι’ αυτό κι ακόμα μετά τον δεύτερο γάμο μου δεν ήθελα να αλλάξω σπίτι. Μένοντας εδώ ήταν σαν να κρατούσα ζωντανό ένα κομμάτι του. Ξέρω ότι μπορεί να σου φάνηκε παράξενο όταν είδες πως ο δεύτερος άντρας μου ήταν ο ξάδερφος του, όμως πολλές φορές η ζωή μας παίζει πολλά παιχνίδια. Ο Μιχάλης μου συμπαραστάθηκε από την πρώτη στιγμή, με φρόντιζε, με πρόσεχε. Αν δεν είχα εκείνον δεν ξέρω τι θα έκανα μετά το θάνατο του Γιάννη μου. Ο Μιχάλης ήταν τότε παντρεμένος με κάποια άλλη και μετά από λίγα χρόνια την έπιασε στα πράσα να τον κερατώνει. Τότε ήταν

Page 99: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

σειρά μου να τον παρηγορήσω. Ο έρωτας του γι’ αυτή τη γυναίκα ήταν τόσο μεγάλος που έμεινε μόνος για πολλά χρόνια κι έτσι κάποια στιγμή αποφασίσαμε να ενώσουμε τις μοναξιές μας. Ίσως σου φανεί λίγο παράξενο όμως κι ο Μιχάλης ξέρει πως κανείς δεν πρόκειται να πάρει τη θέση του Γιάννη στην καρδιά μου και εγώ ξέρω πως η καρδιά του Μιχάλη δεν πρόκειται να ξαναχτυπήσει ποτέ έτσι ξανά όπως με την πρώτη του γυναίκα.»

«Λυπάμαι που σας έκρινα έτσι βιαστικά και αδικαιολόγητα» είπε με απολογητικό ύφος η Αλκμήνη.

«Δεν πειράζει κόρη μου. Αρκετά όμως γι’ αυτά. Φαντάζομαι δεν ήρθες εδώ για να σου πω την ιστορία της ζωής μου. Κάτι ψάχνεις μου είπες στο τηλέφωνο.»

«Ναι, δίκιο έχετε. Ψάχνω τους δολοφόνους των γονιών μου και ίσως είναι οι ίδιοι με του δολοφόνους του δικού σας άντρα.»

«συγχώρα με που δεν σε καταλαβαίνω», είπε με ερωτηματικό ύφος η κυρία Ζέτα.

«Ας τα πάρουμε από την αρχή λοιπόν. Όπως σας είπα λέγομαι Αλκμήνη Αναστασίου και οι γονείς μου δολοφονήθηκαν πριν δεκατέσσερα περίπου χρόνια. Τη δολοφονία του την είδα με τα ίδια μου τα μάτια καθώς ήμουν κρυμμένη κάτω από το γραφείο του πατέρα μου μαζί με έναν παιδικό μου φίλο τον οποίο έτυχε να συναντήσω πριν λίγο καιρό ξανά μετά από όλα αυτά τα χρόνια. Τυχαία βρήκα έναν φάκελο που μου κρατούσε κρυφό και είχε μέσα πολλά στοιχεία για το θάνατο των γονιών μου, όμως αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι πως σε εκείνον τον φάκελο είχε και άρθρα από εφημερίδες για το θάνατο του άντρας σας. Συγγνώμη, πρώην άντρας σας.»

«Μη ζητάς συγνώμη γλυκιά μου. Ο Γιάννης μου θα είναι πάντα ο άντρας της καρδιάς μου, άσχετα με το τι γράφουν τα χαρτιά του ληξιαρχείου. Γιατί είπε ο φίλος σου πως κρατάει και άρθρα που γράφουν για το θάνατο του Γιάννη μου;»

Page 100: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Δεν τον ρώτησα και ούτε πρόκειται. Ο Μάνος αν ήθελε να μου πει γι’ αυτά τότε θα το έκανε από μόνος του. Φοβάται, και σκέφτεται πως θα ψάξω να βρω τους δολοφόνους.»

«Σε ικετεύω παιδί μου, μην το κάνεις. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αδίστακτοι.»

«Δηλαδή ξέρετε γι’ αυτούς;». η Αλκμήνη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και περίμενε ανυπόμονα τα επόμενα λόγια της κυρίας Ζέτας.

«Θυμάμαι που μου είχε μιλήσει για την υπόθεση των γονιών σου ο Γιάννης. Ήταν έξω από το αστυνομικό τμήμα τη νύχτα που ήσουν κι εσύ εκεί. Σε είδε να βγαίνεις από εκεί μέσα στην αγκαλιά του παππού σου και σπάραξε η καρδιά του έτσι όπως φαινόσουν απροστάτευτη και χαμένη. Τότε άκουσε και τα κουτσομπολιά των αστυνομικών ότι έφαγαν τον πατέρα σου για να μη μιλήσει στο δικαστήριο και δυστυχώς μαζί με αυτόν και τη μητέρα σου. Του άρεζε πολύ να μιλάμε για τους προβληματισμούς του, κι εμένα μου άρεζε.» Έριξε μια ακόμη ματιά στη θέα και σκούπισε ένα δάκρυ που έπεσε στα ρυτιδιασμένα από το χρόνο μάτια της.

«Μήπως θυμάστε τι άλλο σας είπε; Οτιδήποτε…»«Λυπάμαι όμως έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε και η μνήμη

μου όσο πάει και χειροτερεύει. Υπάρχει όμως κάτι που μπορώ να κάνω για σένα και ίσως σε βοηθήσει. Υπάρχει ένα δωμάτιο σε αυτό το σπίτι που ήταν πάντα μόνο του Γιάννη, γι’ αυτό και μετά το θάνατό του δεν το έχω πειράξει καθόλου. Μπαίνω μόνο μέσα για να το καθαρίσω, να το αερίσω για να είναι πάντα καθαρό. Κάποιες φορές κιόλας αγγίζω τα πλήκτρα του υπολογιστή του, βλέπω τις φωτογραφίες μας, διαβάζω τα ρεπορτάζ του. Τι θα λεγες να ρίξεις μια ματιά σε αυτό το δωμάτιο μήπως και βρεις κάτι που θα σε βοηθήσει;»

Η Αλκμήνη σηκώθηκε απότομα την καρέκλα της και φίλησε την καλόκαρδη αυτή γυναίκα που της άνοιξε την καρδιά της άλλα και το δωμάτιο με τα μυστικά του άντρα της.

Page 101: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Το δωμάτιο βρισκόταν στο υπόγειο του σπιτιού και φωτιζόταν από δύο μεγάλες λάμπες. Είχε πολλά βιβλία αλλά και ένα σωρό φακέλους ταχτοποιημένα στις βιβλιοθήκες. Σε ένα ράφι είχε μερικά πανάκριβα στυλό με τις θήκες του και σε άλλο ένα πανάκριβες πένες, δώρα όπως είπε η γυναίκα του φίλων του. Στο γραφείο του πάνω υπήρχε μόνο μια μολυβοθήκη με απλά στυλό διαφόρων χρωμάτων και λευκές κόλλες χαρτί. Η Αλκμήνη ζήτησε την άδεια από την κυρία Ζέτα να ανοίξει τα συρτάρια και αυτό που είδε στο τελευταίο συρτάρι την έκανε να τιναχτεί πίσω. Ήταν ένα όπλο. Η μεγάλη γυναίκα χαμογέλασε και της είπε πως ο άντρας της εξαιτίας του πάθους του για την αλήθεια είχε πολλούς εχθρούς και έπρεπε να προσέχει, γι’ αυτό και δεν ξέρει σίγουρα αν οι δολοφόνοι του άντρας της είναι και οι δολοφόνοι των γονιών της Αλκμήνης. Αυτό όμως που ξέρει σίγουρα είναι ότι ο άντρας της ποτέ δεν θα αυτοκτονούσε. Είχε μάθει να παλεύει στη ζωή του όσο δύσκολα κι αν ήταν τα πράγματα.

Ακούστηκε η εξώπορτα του σπιτιού και η Ζέτα είπε πως θα πρεπε να πάει λίγο πάνω γιατί γύρισε ο ξάδελφος του Γιάννη. Την άφησε λοιπόν λίγο μόνη της να ψάξει με την ησυχία της.

Μετά από αρκετή ώρα αναζήτησης βρήκε ένα φάκελο που αφορούσε την δολοφονία τους. Μέσα στον ίδιο φάκελο υπήρχαν και φωτογραφίες και άλλων θυμάτων και δίπλα κάτι φύλλα από μπλοκάκι έγραφαν:

Θύμα ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ μάρτυρας κατηγορίας εναντίον εταιρίας security BRAVO DELTA.

Θύμα ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ πρώην εργαζόμενος εταιρίας security BRAVO DELTA.

Θύματα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ ΚΑΠΕΡΟΥ πελάτες της εταιρίας security BRAVO DELTA.

Θύματα ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ πρώην εργαζόμενος εταιρίας security BRAVO DELTA και μάρτυρας κατηγορίας εναντίον τους.

Page 102: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ο ένοχος δεν βρέθηκε ποτέ και η εταιρία security δουλεύει ακόμα εγκατεστημένη πλέον στην πόλη Φλίσια, εξακόσια χιλιόμετρα μακριά από την πόλη τους. Η ίδια εταιρία εμπλέκεται και σε άλλες υποθέσεις όπως εκβιασμοί, κλοπές, εκφοβισμοί, κακοποίηση.

Αντέγραψε όλα τα στοιχεία σε άλλες λευκές κόλλες και τότε ήταν που πήρε την απόφαση να εκδικηθεί για τον άδικο θάνατο όλων αυτών των ανθρώπων.

Ανέβηκε να ευχαριστήσει την κυρία Ζέτα και γνώρισε και τον ξάδελφο του Γιάννη που φαινόταν ένας πολύ καλός κύριος που η αλήθεια είναι ότι έμοιαζε πολύ στον ξάδελφό του. Η γυναίκα αγκάλιασε την Αλκμήνη και σαν να ήξερε τι επρόκειτο να κάνει της ευχήθηκε δακρύζοντας καλή τύχη και της είπε να προσέχει.

Page 103: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Αλκμήνη

Αλήθεια, τι πήγαινα να κάνω; Πως θα μπορούσα εγώ να τα βάλω με αυτούς που έχουν κάνει τόσα κακουργήματα και δεν τους έχει τιμωρήσει κανείς; Ούτε η αστυνομία άλλα ούτε και η δικαιοσύνη.

Πρέπει όμως, το χρωστάω σε εκείνους. Ίσως να είναι τρελό, παράτολμο, όμως δεν μπορώ να τους αφήσω να συνεχίσουν ανεμπόδιστοι. Ξέρω πως

δεν θα μπορούσα να συνεχίσω τη ζωή μου γνωρίζοντας όλα αυτά…

Page 104: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ένα μήνα αργότερα ο Μάνος ήταν στη δουλεία του και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί άλλα μάταια. Η Αλκμήνη πριν λίγες μέρες του ανακοίνωσε πως θέλει να χωρίσουν και πως ήταν καλύτερα να την ξεχάσει. Προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη, να την κάνει να λογικευτεί όμως εκείνη ήταν ανένδοτη. Γύρισε πίσω στο σπίτι της και τη σχολή της και ούτε στα τηλεφωνήματα του απαντούσε ούτε και στα χτυπήματα της πόρτας της. Του είπε για δικαιολογία ότι έχει μάθει να ζει μόνη της και δεν μπορεί πλέον να προσποιείται.

Ώσπου έγινε το μοιραίο…

Ο διοικητής του φώναξε στο γραφείο του το Μάνο. Του είπε πολύ σοβαρά ότι είχαν ένα τηλεφώνημα από το νεκροτομείο για μια κοπέλα που αυτοκτόνησε. Τον παρακάλεσε να μείνει ψύχραιμος και του ανακοίνωσε πως το όνομα της κοπέλας ήταν Αλκμήνη Αναστασίου.

Ο Μάνος άρχισε να ουρλιάζει στο γραφείο και να τους λέει πως κάνουν λάθος, πως η Αλκμήνη, η δική του Αλκμήνη δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Άρχισε να χτυπάει το διοικητή του και να τον ξορκίζει να του πει πως όλα αυτά είναι ψέματα όμως εκείνος που τον καταλάβαινε προσπάθησε να τον ηρεμήσει. Ο Μάνος τότε σηκώθηκε και έφυγε κατ’ ευθείαν για το νεκροτομείο.

Ζήτησε να τη δει, να του πει πως όλα αυτά ήταν ένα μεγάλο λάθος όμως η ασφάλεια του νεκροτομείου δεν τον άφησε. Του είπαν πως έγινε αναγνώριση του πτώματος από τον κύριο Χάρη Δεληπέτρου και πως και η ίδια στο γράμμα που άφησε πίσω της ζήτησε να μη δείτε εσείς το πτώμα, αλλά να τη θυμάστε όπως ήταν ζωντανή. Τότε ο Μάνος ζήτησε να δει το γράμμα αυτό και του έδωσαν δυο φακέλους. Ο ένας απευθυνόταν στο νεκροτομείο και ο άλλος στον ίδιο. Διάβασε πρώτα το γράμμα που απευθυνόταν στο νεκροτομείο.

Page 105: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Λυπάμαι πολύ για την αναστάτωση που θα σας προκαλέσει ο θάνατος μου όμως θα ήθελα να σας ζητήσω μια μεγάλη χάρη. Θα ήθελα το πτώμα μου να αναγνωριστεί από τον κύριο Χάρη Δεληπέτρου και μόνο από αυτόν. Δεν θα ήθελα κανείς άλλος να με δει σε αυτήν την κατάσταση και πολύ περισσότερο ο κύριος Μάνος Μάρκου, όσο κι αν σας φωνάξει. Θα ήθελα να με θυμάται όπως όταν ήμουν ζωντανή και χαμογελαστή.

Σας ευχαριστώ εκ των προτέρωνΑλκμήνη Αναστασίου»

Ο Μάνος τους έδωσε πίσω το γράμμα της και τους ζήτησε να του πουν λεπτομέρειες της αυτοκτονίας της. Είπαν ότι η ίδια πήρε τηλέφωνο το νοσοκομείο και του είπε πως πήρε μεγάλη ποσότητα χαπιών γιατί ήθελε να βάλει τέρμα στη ζωή της. Έριξε με δύναμη στον τοίχο την πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά του βγάζοντας μια κραυγή ενός πληγωμένου ζώου.

«Όταν πήγαμε πλέον σπίτι της ήταν αργά. Η ίδια είχε αφήσει ανοιχτές τις πόρτες για να τη βρούμε μάλλον και ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού της. Φαινόταν ήρεμη στο πρόσωπο σαν να ήξερε καλά τι έκανε. Λυπάμαι ειλικρινά κύριε Μάρκου…»

Ο Μάνος κάθισε σε μια καρέκλα γιατί δεν τον κρατούσαν πλέον τα πόδια του και άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί. Άραγε από τότε είχε να κλάψει; Έφυγε από εκεί λίγη ώρα αργότερα και πήγε σπίτι του να διαβάσει το γράμμα που απευθυνόταν σε εκείνον με την ησυχία του. Κάθισε στο γραφείο του και άνοιξε προσεχτικά το γράμμα με τρεμάμενα χέρια. Ένα γράμμα που ήθελε να σκίσει σε χίλια κομμάτια αφού του υπενθύμιζε πως το μοναδικό πλάσμα που ερωτεύτηκε ήταν πλέον νεκρό και αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια.

Page 106: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Αγάπη μου

Λυπάμαι πολύ για όλο αυτό που σε έκανα να περάσεις όμως έπρεπε να σε κάνω να ξεχάσεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να πονέσεις όσο το δυνατόν λιγότερο. Δεν περιμένω να με καταλάβεις όμως προσπάθησε να σεβαστείς την απόφαση μου.

Σε αγάπησα όσο δεν αγάπησα κανέναν άλλον άντρα, σε λάτρεψα σαν να ήσουν το μοναδικό άτομο στη γη για μένα και πίστεψε με εγώ πόνεσα πολύ περισσότερο από σένα για να σου πω να χωρίσουμε λίγες μέρες πριν γίνει αυτό. Ξέχασέ με όσο το δυνατόν γρηγορότερα και συνέχισε τη ζωή σου σαν να μην είχαμε ιδωθεί ποτέ ξανά. Πες πως όλα αυτά ήταν ένα όνειρο και τώρα πρέπει να ξυπνήσεις.

Φεύγω και παίρνω μαζί μου μοναδική μου αποσκευή έναν σάκο της πλάτης όπως αυτόν που φορούσα όταν πηγαίναμε εκδρομές με τη μηχανή και βάζω μέσα μόνο τους τελευταίους μήνες μαζί σου, τις αναμνήσεις των φιλιών σου, τα χάδια του που με κάνουν ακόμα και τώρα με κάνουννα αναριγώ, την αγκαλιά σου και το χαμόγελό σου που μου έκοβε τα πόδια.

Μια τελευταία χάρη μόνο σου ζητώ. Να με θυμάσαι όπως τότε, σαν ένα μικρό κοριτσάκι με δύο μεγάλες κοτσίδες κι ένα τεράστιο χαμόγελο…

Σ’ αγαπώ, να προσέχεις….»

Το γράμμα του έφυγε από τα χέρια και εκείνος έγειρε το σώμα του στο γραφείο του γιατί πλέον όλοι οι μυς του κορμιού του είχαν νεκρωθεί, τα δάκρυα κυλούσαν αργά στα μάγουλά του και το σώμα του

Page 107: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

τρανταζόταν από τα αναφιλητά. Απότομα σηκώθηκε από το γραφείο του και βγάζοντας μια κραυγή έσπρωξε όλα τα πράγματα που είχε πάνω στο γραφείο και έσπασε ότι βρήκε μπροστά του και κάθισε στο πάτωμα όπου και τον πήρε ο ύπνος.

Τον ξύπνησε λίγες ώρες αργότερα το τηλεφώνημα του Χάρη, ο οποίος τον πήρε τηλέφωνο για να τον συλλυπηθεί. Και τότε ήρθε και το δεύτερο σοκ. Ο Χάρης τον ενημέρωσε ότι έγινε η καύση της σωρού της Αλκμήνης το απόγευμα και οι στάχτες της πετάχτηκαν στη θάλασσα όπως εκείνη ήθελε. Ο Μάνος δεν μπορούσε να πει τίποτα, μονάχα τον ρώτησε τι εννοούσε ξεροκαταπίνοντας. Ο Χάρης το εξήγησε πως η Αλκμήνη είχε ζητήσει από δικηγόρο όταν πέθαινε η σωρός της να καιγόταν το συντομότερο δυνατόν χωρίς άλλα άτομα παρόντες και τις στάχτες της να τις πέταγαν στη θάλασσα. Ο Μάνος ζήτησε συγνώμη από τον Χάρη και δικαιολογήθηκε ότι είναι πολύ κουρασμένος κλείνοντας του σχεδόν στα μούτρα το τηλέφωνο και πήρε τα κλειδιά της μηχανής του και εξαφανίστηκε στην Εγνατία οδό. Δεν τον ένοιαζε που θα πήγαινε ήθελε απλά να τρέχει και να τρέχει μέχρι να καθαρίσει το μυαλό του από όλα αυτά. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η Αλκμήνη, η δική του Αλκμήνη τα έκανε όλα αυτά, του ήταν αδιανόητο. Κι όλο έτρεχε κι έτρεχε και οι δρόμοι τον κατάπιναν κι εκείνος απλά συνέχιζε τη διαδρομή του. Έφτασε το ξημέρωμα και οι μόνες στάσεις που επέτρεψε στον εαυτό του να κάνει ήταν για βενζίνη. Μπήκε στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκε κι έπεσε σχεδόν λιπόθυμος για ύπνο. Το βράδυ που ξύπνησε άναψε ένα τσιγάρο, έκανε ένα ντους και πήγε σε ένα μπαρ να πιει μέχρι να γίνει λιώμα. Αυτή ήταν και η αρχή του κακού, τότε άρχισε και η ριζική αλλαγή του. Μετά από πολλά ποτά είδε κάτι τύπους να πειράζουν δυο κοπέλες ενώ εκείνες τους παρακαλούσαν να τις αφήσουν ήσυχες. Ο ιδιοκτήτης τους ζήτησε να φύγουν όμως εκείνοι άρχισαν φασαρία. Τότε ο Μάνος σηκώθηκε και τους χτύπησε και τους τρεις με ελάχιστες κινήσεις. Όλο το μαγαζί είχε μείνει άναυδο όπως τον έβλεπε να τους χτυπάει χωρίς σχεδόν εκείνοι να προλάβουν να τον πειράξουν. Ενώ ήταν

Page 108: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

σχεδόν μεθυσμένος οι κινήσεις του ήταν μεθοδευμένες και γρήγορες. Τα χρόνια εξάσκησής του στις πολεμικές τέχνες τον έκαναν επικίνδυνο. Η αστυνομία έφτασε μετά από λίγο και μετά τις καταθέσεις που πήραν από όλους συγχάρηκαν τον Μάνο ο οποίος τους αγνόησε και γύρισε στο ξενοδοχείο. Το πρωί γύρισε πίσω στο σπίτι του ένας διαφορετικός άνθρωπος. Ακόμα και στη δουλειά του απόρησαν όλοι με το νέο του εαυτό. Ήταν πάντα οξύθυμος, δεν μιλούσε και πολύ, δεν έκανε πλάκες, ήταν πάντα πρώτος σε οποιαδήποτε αποστολή και λειτουργούσε αυθόρμητα παρακούοντας πολλές φορές τις διαταγές των ανωτέρων του. Ήταν σαν κάθε μέρα να επιδίωκε τον θάνατό του.

Μια μέρα έλαβε ένα τηλεφώνημα από κάποιον δικηγόρο που του έλεγε να περάσει από το γραφείο του στις πέντε του μηνός και ώρα δώδεκα το πρωί για το άνοιγμα της διαθήκης της δεσποινίδος Αλκμήνης Αναστασίου. Ο Μάνος συμφώνησε να είναι εκεί αν και δεν περίμενε ποτέ αυτό το τηλεφώνημα.

Στο γραφείου του δικηγόρου βρισκόταν και ο Χάρης που πήγε κοντά του μόλις τον είδε.

«Να φανταστώ ότι συμπεριλαμβάνεσαι και εσύ στη διαθήκη της;»«Για να με φωνάξουν κι εμένα εδώ μάλλον»«Γιατί τα έκανε όλα αυτά; Είναι πολύ πεισματάρα για να

παραιτηθεί από τη ζωή της και απορώ πως διάλεξε να γίνει καύση του σώματος της όταν πιστεύει τόσο πολύ στο Θεό. Εγώ δεν την ξέρω τα τελευταία χρόνια και μπήκα βιάστηκα στη ζωή της τους τελευταίους μήνες όμως εσύ την έζησες τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Πες μου Χάρη γιατί θα τρελαθώ, πως είναι δυνατόν να έχει κάνει αυτή όλα αυτά;»

Ο Χάρης ήρθε σε δύσκολη θέση και το μόνο που μπόρεσε να πει είναι

«Κάποιες φορές ο έρωτας δεν μας κάνει να σκεφτόμαστε καθαρά. Για να προστατέψουμε το άτομο που αγαπάμε μπορούμε να κάνουμε

Page 109: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

μεγάλες θυσίες ασχέτως αν οι συνέπειες των πράξεων μας δεν είναι αυτές που θα θέλαμε.»

Ο Μάνος δεν καταλάβαινε τι του έλεγε όμως δεν πρόλαβε να του ζητήσει και περισσότερες εξηγήσεις γιατί εκείνη την ώρα ήρθε και ο δικηγόρος.

«Γεια σας κύριοι. Λυπάμαι που σας γνωρίζω κάτω από αυτές τις συνθήκες. Η Αλκμήνη είναι και δική μου πολύ καλή φίλη, την ξέρω από τότε που ήρθε στην πόλη μας γιατί μέναμε στην ίδια γειτονιά και έτσι έτυχε να κάνουμε λίγη παρέα, όση μπορούσαμε φυσικά γιατί για πολλά χρόνια η Αλκμήνη ήταν κλεισμένη στον εαυτό της. ας αρχίσουμε όμως με την λυπηρή αυτή διαδικασία. Θα σας διαβάσω τη διαθήκη που συντάχτηκε στο γραφείο μου λίγες μέρες πριν πεθάνει.»

«Συγνώμη που ενοχλώ, όμως δεν σου φάνηκε λίγο παράξενο να έρθει και να κάνει τη διαθήκη της μια νέα κοπέλα; Φαντάζομαι και αφού είναι φίλη σου θα τη ρώτησες γιατί το κάνει, θα είχες καταλάβει αφού την ξέρεις τόσα χρόνια που κάτι ετοιμάζει.»

«Είναι εύλογο το ερώτημα σου φίλε μου και η αλήθεια είναι ότι ίσως να είχα υποψιαστεί κάτι για να το αποτρέψω όμως δεν είναι η πρώτη φορά που η Αλκμήνη έκανε τη διαθήκη της. Είναι άτομο που θέλει να είναι τα πάντα τακτοποιημένα. Αυτή τη φορά ήρθε και άλλαξε τη διαθήκη για να λάβει υπόψη της και εσένα.»

Ο Μάνος έσκυψε το κεφάλι λυπημένα και ο δικηγόρος συνέχισε διαβάζοντας τη διαθήκη της Αλκμήνης

«Εγώ, η Αλκμήνη Αναστασίου έχοντας σώας τας φρένας δηλώνω ότι:Τη σχολή μου και το σπίτι του παππού μου τα αφήνω στο Χάρη Μαρκίδη, πιστό μου συνεργάτη και φίλο όλα αυτά τα χρόνια. Ελπίζω να συνεχίσει την καλή δουλειά που κάνει και να διατηρήσει τη σχολή.

Το δικό μου σπίτι άνωθεν της σχολής, το πατρικό μου σπίτι και το αυτοκίνητο μου τα αφήνω στον έρωτα της ζωής μου Μάνο Μάρκου.

Page 110: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ελπίζω να με συγχωρήσετε κάποια στιγμή για την επιλογή μου να φύγω από τη ζωή και εύχομαι να με ξεχάσετε σύντομα.

Σας φιλώ Αλκμήνη»

Την ησυχία που επικρατούσε στο δωμάτιο την έσπασε ο Μάνος λέγοντας τους ότι θα πρέπει να πηγαίνει και άφησε όλα τα διαδικαστικά στο δικηγόρο. Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε να πάρει λίγο καθαρό αέρα, πνιγόταν εκεί μέσα. Ο δικηγόρος πριν φύγει του έδωσε τα κλειδιά από το αυτοκίνητο και από τα σπίτια.

Πήγε σπίτι της και όταν άνοιξε με τα κλειδιά της νόμιζε ότι θα την έβλεπε εκεί και εκείνη θα έτρεχε στην αγκαλιά του σαν μην είχε γίνει τίποτα από όλα αυτά. Όμως εκείνη δεν ήταν εκεί.

Η μυρωδιά του σπιτιού ήταν η ίδια όπως τη θυμόταν χάρη στα αποξηραμένα φυτά του παππού της. Τα πάντα ήταν ακριβώς στη ίδια θέση όπως τα θυμόταν. δεν προχώρησε στα υπόλοιπα δωμάτια και ούτε θα πήγαινε στο πατρικό της. Τον πονούσαν πολύ όλα αυτά ακόμα. Ένα μόνο ήθελε να κάνει, μια βόλτα με το αμάξι της που αγαπούσε τόσο.

Το πήρε από κάτω και πήγε οδηγώντας σαν τρελός βόλτα στη σπηλιά όπου ενώθηκαν για πρώτη φορά. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που οδήγησε το αμάξι της. Έπιασε σφιχτά το τιμόνι που τόσα χρόνια άγγιζε εκείνη, το πάρκαρε κάτω από το σπίτι της κι έφυγε για τη δουλειά του.

Ο διοικητής του προσπάθησε να τον συνεφέρει, το ίδιο και η οικογένεια του, όμως δεν άκουγε κανέναν. Μόνο όταν ήταν με τα ανίψια του έβρισκε λίγο από τον παλιό του εαυτό όμως και αυτά τα έβλεπε σπάνια πλέον. Η αγαπημένη του ανιψούλα προσπαθούσε συνέχεια να

Page 111: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

του μιλάει στο τηλέφωνο όμως εκείνος έβρισκε διαρκώς διάφορες προφάσεις για να κλείσει το τηλέφωνο. Ώσπου η μικρή νόμιζε πλέον ότι ο θείος της έπαψε να την αγαπά και κλείστηκε στον εαυτό της. Έκλαιγε συνέχεια και δεν έτρωγε καθόλου. Οι γονείς της ανησύχησαν και γι’ αυτό παρακάλεσαν να τον Μάνος να πάει να τη δει. Εκείνος με το που το άκουσε έφυγε αμέσως για το σπίτι της αδελφής του αφού έκανε μια στάση σε ένα κοντινό κατάστημα και πήρε στα ανίψια του παιχνίδια, ρούχα και γλυκά, τόσα πολλά που δεν τα χωρούσε ούτε η αγκαλιά του. Μπήκε στο σπίτι και πήγε κατ’ ευθείαν στο δωμάτιο της μικρής χωρίς να χαιρετίσει κανέναν. Εκείνη ήταν κουλουριασμένη σε μια γωνία δίπλα στο κρεβατάκι της με τα γόνατα της διπλωμένα στην κοιλιά της. Την πλησίασε και της έδωσε ένα φιλί στη μυτούλα της που ήξερε πως της άρεζε πολύ. Εκείνη με τα αθώα της μεγάλα ματάκια τον κοίταξε και τον ρώτησε τι έκανε και δεν την αγαπάει άλλο. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του και της εξήγησε πως εκείνη δεν έχει κάνει τίποτα κακό, απλώς εκείνος αρρώστησε εδώ και καιρό και δεν υπήρχε πλέον γιατρειά.

«Λες ψέματα, αφού φαίνεσαι μια χαρά» του είπε θυμωμένα.Τότε εκείνος πήρε το χεράκι της και το οδήγησε στο μέρος της

καρδιάς του.«Εδώ είμαι άρρωστος ψυχούλα μου, και γι’ αυτήν την αρρώστια

δεν υπάρχει γιατρειά. Πονάει τόσο πολύ που κάποιες φορές νιώθω πως δεν θα γίνω ποτέ καλά».

Η ανιψιά του ήταν το μοναδικό άτομο στο οποίο άνοιξε την καρδιά του ο Μάνος μετά το θάνατο της Αλκμήνης. Έτσι η μικρή έγινε η εξομολόγος του και τον άκουγε πολύ προσεκτικά απολαμβάνοντας την αγκαλιά του που δεν την άλλαζε με κανενός άλλου.

«Εγώ θα σε βοηθήσω θειούλη μου να γίνεις καλά, θα κάνω ότι θέλεις, ότι μου ζητήσεις.»

Της χαμογέλασε και της έδωσε το χέρι του να σηκωθεί. Της έδειξε το φόρεμα που της πήρε και της ζήσε να το φορέσει αμέσως για να πάνε έξω να της κάνει το τραπέζι. Εκείνη ξετρελάθηκε με τα δώρα που της

Page 112: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

πήρε ο θείος της και αφού ντύθηκε τον ακολούθησε στο σαλόνι που ήταν όλοι η οικογένεια μαζεμένη. Ο μικρός του ανιψιός έδωσε ένα φιλί στο θείο του και του είπε ότι ο μπαμπάς του τον είπε κόπανο μια νύχτα.

Ο Μάνος γέλασε στο μικρό και του είπε ο πατέρας του δικαίως τον αποκάλεσε έτσι αφού τον τελευταίο καιρό πραγματικά φερόταν σαν κόπανος, άλλα όσο αφορούσε την οικογένεια του όμως πλέον θα άλλαζε και θα γινόταν πάλι ο παλιός τους θείος.

Η μικρή κατέβηκε όλο καμάρι και έπιασε τον θείο της από το χέρι και έφυγαν για βόλτα οι δυο τους. Την πήγε σε ένα πολύ όμορφο ταβερνάκι και εκεί πέρα μιλούσανε πάλι όπως παλιά. Απέφυγε όμως να μιλήσει για την Αλκμήνη, δεν ήταν έτοιμος ακόμα για κάτι τέτοιο.

«Θα με συγχωρέσεις που σου φέρθηκα έτσι;»«Άμα με πας μια βόλτα με τη μηχανή σου μπορεί και να το κάνω»

του είπε πειραχτικά η μικρούλα που ήταν μεγάλη οπαδός της ταχύτητας και τσατιζόταν όταν ο μπαμπάς της πήγαινε πάντα αργά με το αμάξι.

«Όπως διατάξετε μικρή μου»Τη πήγε βόλτα παραλιακά τόσο γρήγορα όσο να της αρέσει αλλά

να μην την φοβίσει και την άκουγε από πίσω να γελάει με την καρδιά της και να του φωνάζει συνέχεια «κι άλλο, κι άαααααλλο!!!!!!!!!!!!»

Γυρίσανε σπίτι το βραδάκι και ο μικρός ήταν ακόμη πολύ απασχολημένος με τα καινούρια του παιχνίδια και η μούρη του ήταν γεμάτη γλυκά αφού έφαγε κρυφά τα περισσότερα μέσα στη σακούλα.

Τα παιδιά πήγαν ξεθεωμένα για ύπνο και ο Μάνος τα καληνύχτισε με μια από τις αστυνομικές ιστορίες του. Έπειτα τα φίλησε και τα δυο στο μέτωπο και αφού αποκοιμήθηκαν κατέβηκε κάτω να μιλήσει στην οικογένεια του.

«Συγνώμη για το φέρσιμο μου τελευταία, αλλά όπως καταλάβατε μετά το θάνατο της, πέθανε κι ένα κομμάτι δικό μου μαζί της. Ήταν λάθος μου να σας βγάλω έξω από τη ζωή μου όμως δεν είμαι πλέον το ίδιο άτομο που ήμουν τότε. Θα προσπαθήσω να αλλάξω συμπεριφορά

Page 113: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

όσο αναφορά εσάς, την οικογένεια μου, όμως μη μου ζητήσετε τίποτα περισσότερο από όσα μπορώ να δώσω.»

«Νομίζεις πως αυτό θα ήθελε εκείνη για σένα; Να μπεκρουλιάζεις στα μπαράκια, να κάνεις πέρα την οικογένεια σου, να ριψοκινδυνεύεις κάθε μέρα στη δουλειά σου ή μήπως νόμιζες πως δεν θα το μαθαίναμε κι αυτό; Πολλές φορές φιγουράρει η μούρη σου στις αστυνομικές ειδήσεις και λένε για τα κατορθώματα σου. Εκείνη αυτοκτόνησε, τι προσπαθήσεις να κάνεις τώρα κι εσύ; Επειδή δεν μπορείς μόνος σου να τραβήξεις την σκανδάλη θέλεις να το κάνουν άλλοι για σένα και να σε βγάλουν από τη μιζέρια σου; Πες μου, γι’ αυτό το κάνεις;»

Αυτήν την επίθεση από την αδερφή του δεν την περίμενε και τον έπιασε απροετοίμαστο.

«Το τι θα κάνω εγώ στη ζωή μου το αποφασίζω μόνο εγώ και εσύ δεν έχεις κανένα δικαίωμα να με κρίνεις αδερφούλα»

Έφυγε δίχως να πει καν καληνύχτα και χάθηκε ξανά μέσα στη νύχτα.

Οι μέρες περνούσαν κι εκείνος χωνόταν όλο και πιο βαθειά μέσα στη νύχτα. Άλλαξε τελείως η ζωή του. Παραμέρισε όλους του τους φίλους, μετατέθηκε στο τμήμα ασφαλείας της αστυνομίας και διάλεγε πάντα τις πιο δύσκολες υποθέσεις. Ήταν μονίμως αξύριστος και ντυμένος συνήθως με τζιν και μπλουζάκια, μάκρυνε τα μαλλιά του, όταν δεν είχε δουλειά περνούσε ατελείωτες ώρες στο γυμναστήριο και στα μπαράκια παίζοντας μπιλιάρδο και πίνοντας πολλά ποτά. Οι γυναίκες θα έκαναν τα πάντα για λίγη ώρα μαζί του και εκείνος δεν ήθελε να αφήσει καμιά παραπονεμένη. Αμέτρητες κοπέλες πέρασαν από το κρεβάτι του όμως καμία τους δεν άγγιξε έστω και λίγο την καρδιά του. Ίσως επειδή δεν υπήρχε γιατί την είχε δώσει καιρό πριν σε κάποια άλλη. Ένα μόνο κράτησε από την παλιά του ζωή, τη σχέση του με τα ανίψια του που

Page 114: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

μπορεί να μη ήταν όπως παλιά τουλάχιστον όμως δεν τα παραμελούσε. Με την αδερφή του δεν ξαναμίλησε από τότε και οι γονείς του αφού ήξεραν πως δεν μπορούσαν να του αλλάξουν γνώμη απλά προσευχόντουσαν στην Παναγία να τον προσέχει.

Page 115: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Μάνος

Δεν μπορώ να τη βγάλω από το μυαλό μου, είναι ριζωμένη στην καρδιά μου και δεν θέλω να με αφήσει. Με άφησε το σώμα της δεν θέλω όμως να με αφήσει και η θύμηση της. Κάθε φορά που πίνω προσπαθώ να

θυμηθώ καλύτερα τα χαρακτηριστικά της, όταν είμαι νηφάλιος δυσκολεύομαι πολύ να θυμηθώ. Όλοι με κατακρίνουν όμως εμένα δε με

νοιάζει, ας πιστεύουν ότι θέλουν. Οι δικοί μου προσπαθούν να με κάνουν να ξεχάσω, ποιος τους είπε όμως ότι εγώ θέλω να ξεχάσω; Κάνω σεξ με άλλες και φαντάζομαι στο πρόσωπο τους εκείνη. Πάω σε οποιαδήποτε αποστολή και κινδυνεύω κάθε φορά να σκοτωθώ όμως δεν με νοιάζει γιατί ξέρω πως θα είμαι με εκείνη. Σε κάποιες εφημερίδες είδα να με

αποκαλούν ¨ατρόμητο¨ και γέλασα. Ατρόμητος εγώ; Εγώ που φοβάμαι συνέχεια μήπως και την ξεχάσω. Ήδη στη μνήμη μου άρχισε να

ξεθωριάζει το άρωμα του κορμιού της, η γλύκα του φιλιού της. Το γέλιο της όμως είναι αυτό που δεν θα ήθελα να ξεχάσω ποτέ. Ένα γάργαρο αληθινό γέλιο που σε έκανε να θες να τη δαγκώσεις εκείνη τη στιγμή.

Page 116: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Δυο χρόνια αργότερα

Page 117: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Η Αλκμήνη σκάλιζε το τζάκι του σπιτιού της με ένα μακρύ ραβδί και αναστέναζε καθώς θυμόταν τις όμορφες στιγμές μαζί του. Πήρε πάλι να ζωγραφίσει με μολύβι τη μορφή του. Ήταν ο μόνος τρόπος να τον έχει δίπλα της.

Έξω λυσσομανούσε, τα δέντρα μέσα στο δάσος λύγιζαν από τη δύναμη του ανέμου κι εκείνη πήρε μια κουβέρτα στα πόδια της και συνέχισε να ζωγραφίζει τη μορφή του. Εδώ και δύο και χρόνια που πήρε την απόφαση να σκηνοθετήσει το θάνατό της για να τιμωρήσει τους δολοφόνους των γονιών της και τόσων άλλων αθώων θυμάτων, η ζωγραφική ήταν η μοναδική της παρέα, ο μοναδικός τρόπος να κρατήσει μέσα της λίγη από την αθωότητα της προηγούμενης ζωής της.

Άκουγε τα ορμητικά νερά του ποταμού κοντά στο σπίτι της ώσπου ένας κεραυνός την έκανε να τιναχτεί από την πολυθρόνα της. Πήγε αμέσως δίπλα στο παράθυρο να δει μήπως έπεσε εκεί κοντά. Ήταν σαν να σκιζόταν ο ουρανός στα δύο. Έξω δεν ακουγόταν τίποτα άλλον εκτός από την δυνατή βροχή και τους κεραυνούς. Κοίταξε εκείνον στη ζωγραφιά της και του χαμογέλασε. Ύστερα κάθισε στον καναπέ δίπλα στο παράθυρο, σκεπασμένη με τη ροζ κουβερτούλα της, να κοιτάζει τις αστραπές που φώτιζαν τον ουρανό και τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της πέρασαν από το νου της.

Η πρώτη της θύμηση ήταν η τελευταία φορά που έκανε έρωτα με το Μάνο. «σήμερα είσαι διαφορετική» της είχε πει και εκείνη τον κοίταξε βαθειά μέσα στα μάτια. Μέχρι τότε είχε ακόμη αμφιβολία για το αν έπρεπε να κάνει αυτό που σχεδίαζε όμως η αγάπη της για κείνον την έκανε τελικά να προχωρήσει το σχέδιο της.

Page 118: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Αρχικά κάλεσε το δικηγόρο και το Χάρη σπίτι της μια μέρα που ο Μάνος θα είχε υπηρεσία στο τμήμα. Ακόμα θυμάται την αντίδραση τους όταν τους το ανακοίνωσε. Είχε ζητήσει τη βοήθεια του δικηγόρου για όλα τα νομικά θέματα και τη βοήθεια του Χάρη για να πει πως είχε δήθεν αναγνωρίσει το πτώμα της.

Ο καημένος ο Χάρης…Κεραμίδα του ήρθε όταν του το είπε. προσπαθούσε να τη λογικέψει

όμως εκείνη ήταν ανένδοτη. Αφού δεν μπορούσε να τη λογικέψει προέτρεπε στο δικηγόρο να το κάνει με τη διπλωματία του όμως εκείνος σεβάστηκε απόλυτα την απόφαση της και την καταλάβαινε γιατί πριν λίγα χρόνια είχαν σκοτώσει το θείο του, γνωστό δικηγόρο κι εκείνον, χωρίς ποτέ να βρουν ποιος το έκανε. Αφού εξασφάλισε την εχεμύθεια τους, τους ευχαρίστησε για όλα και τους αποχαιρέτησε.

Την υπόλοιπη περιουσία της την πούλησε για να έχει αρκετά λεφτά να πορευτεί στην μετέπειτα ζωή της. Ζήτησε και από έναν παλιό της φίλο που ήταν μέσα στα ¨κόλπα¨, καινούρια ταυτότητα με ένα όνομα που διάλεξε η ίδια και του ζήτησε επίσης από την εταιρεία security που έχει ο ξάδελφος του μια συστατική επιστολή που να λέει πως η δεσποινίς Αφροδίτη Μηνάρδου, όπως θα ήταν το καινούριο της όνομα, δούλεψε για πέντε χρόνια σε εκείνη την εταιρεία αλλά παραιτήθηκε λόγω αλλαγής θέσεως διαμονής.

Άλλαξε τελείως την εμφάνισή της. Έβαψε ξανθά τα μαλλιά της, τα έκοψε μέχρι τους ώμους κάτι που έκανε με βαριά καρδιά μετά από τόσα χρόνια που τα είχε μακριά, έχασε πολλά κιλά και φάνηκε το γυμνασμένο της σώμα και πέρασε αρκετές ώρες στην παραλία κάνοντας ηλιοθεραπεία για να μαυρίσει. Στο τέλος ούτε και η ίδια αναγνώρισε το είδωλο της στον καθρέπτη.

Σειρά είχε να βρει ένα σπίτι να μείνει. Τυχαία είδε πως πωλείται μια εξοχική κατοικία σε ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα από την εταιρεία που ήθελε να δουλέψει και πήγε να το δει. Το ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή. Ήταν πάνω σε ένα λόφο δίπλα στο δάσος και κοντά σε ένα ποτάμι. Ήταν

Page 119: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

βαμμένο σε άσπρο χρώμα και η σκεπή ήταν γεμάτη κεραμίδια. Τα παραθυρόφυλλα του ήταν βαμμένα στο ίδιο χρώμα με την κεραμοσκεπή, είχε μεγάλη αυλή και τζάκι.

Φάνταζε επιβλητικό από την πλατεία του χωριού και σκέφτηκε ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει το καταφύγιό της.

Επειδή δεν ήταν μέσα στο χωριό και δεν θα είχε καμία προστασία ενάντια σε κλέφτες και οποιονδήποτε άλλο προσπαθούσε να της κάνει κακό γέμισε το σπίτι συναγερμούς, έκρυψε σε κάθε δωμάτιο αλλά και στην αυλή θαμμένα σε δέντρα όπλα και μαχαίρια, γέμισε με αισθητήρες τη γύρω περιοχή και έβαλε κρυφές κάμερες σε κάποια εξωτερικά σημεία. Αναρωτήθηκε στην αρχή μήπως υπερέβαλε όταν όμως σκέφτηκε σε ποια εταιρεία σκόπευε να δουλέψει και με ποιους πήγαινε να τα βάλει της φάνηκε πολύ καλή ιδέα να οχυρώσει το σπίτι της.

Όταν όλα ήταν έτοιμα εγκαταστάθηκε εκεί και μεταφερόταν στην πόλη με το καινούριο της τζιπ. Στην εταιρεία είχε ήδη δώσει βιογραφικό και περίμενε την απάντηση τους.

Μετά από κάποιες μέρες την ειδοποίησαν να περάσει από το γραφείο τους…

¨τι μου ρθε και τα θυμήθηκα όλα αυτά¨ αναρωτήθηκε η Αλκμήνη και σηκώθηκε να βάλει ένα από τα δυνατά λικέρ της γιατί κατάλαβε πως θα αργούσε ακόμα να κοιμηθεί.

«Δεσποινίς Μινάρδου περάστε παρακαλώ στο γραφείο. Ο υπεύθυνος προσωπικού κύριος Αποστόλου σας περιμένει.

Πήγε με ίσιο το παράστημά της στο γραφείο του και έκανε μια δυνατή χειραψία για να του δείξει την ισχυρή προσωπικότητας της.

«Σας ευχαριστώ πολύ που με δεχτήκατε κύριε Αποστόλου.»Ο υπεύθυνος προσωπικού ήταν ένας εξηντάρης καλοστεκούμενος

άνθρωπος με σκληρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και με μάτια που σε διάβαζαν από την κορφή ως τα νύχια. Φαινόταν αμείλικτος και

Page 120: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

φευγαλέα πέρασε η σκέψη από το μυαλό της μήπως έτσι ήταν και το αφεντικό της.

«Το βιογραφικό σας φαίνεται εξαίρετο και η πρώην σας εταιρία είναι μια από τις καλύτερες στο χώρο. Η συστατική σας επιστολή φυσικά βοήθησε σημαντικά στο να πάρουμε την απόφαση να σας προσλάβουμε. Αλήθεια δεσποινίς Μινάρδου γιατί φύγατε από μια τόσο καλή εταιρεία;»

«Ήθελα να πάω να μείνω σε βουνό. Σε μια από τις εκδρομές που έκανα είχε εξερευνήσει αυτό το μέρος και το λάτρεψα. Είμαι οπαδός της βουνίσιας ζωής που λένε. Έτσι αγόρασα ένα σπίτι σε μια πολύ ωραία περιοχή και άρχισα να ψάχνω για δουλειά.»

«Κι αν δεν βρίσκατε δουλειά σε αυτήν την περιοχή τι θα κάνατε; Θα πουλούσατε το σπίτι και θα φεύγατε η θα κάναμε κάποια άλλη δουλειά;»

«Δεν υπήρχε περίπτωση να μη βρω δουλειά κύριε Αποστόλου με τη δική μου προϋπηρεσία και ικανότητες. Πιστεύω πολύ σε μένα και στις δυνατότητες μου»

Φάνηκε πως του άρεσε ο τρόπος που μιλούσε γιατί είχε καρφωθεί από τα χείλη της και τη ζύγιζε όλη την ώρα.

Οι συνάδελφοι της δεν ήταν πολύ ευχαριστημένοι που θα είχαν μια γυναίκα για συνάδελφο όμως με τον καιρό τους απέδειξαν πως σκέφτονταν λάθος για κείνη. Στην αρχή της έκαναν κοροϊδευτικά σχόλια, συνήθως προσβλητικά, όμως εκείνη δεν το έβαλε κάτω και προσπαθούσε να τους αγνοήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Αυτό συνεχίστηκε περίπου για ενάμιση χρόνο. Μετά μια νύχτα που δούλευε βάρδια σε κάποιο νυχτερινό μαγαζί τους άκουγε να λένε για κάποιον που δεν υπέκυπτε στους εκβιασμούς τους και θα έπρεπε να τον ¨λογικέψουν¨. Την ημέρα που είπαν πως θα το κάνουν η Αλκμήνη φρόντισε να πάρει ρεπό. Είχε στηθεί από νωρίς στο μέρος που είπαν πως θα χτυπήσουν και περίμενε να τους δει. Προηγουμένως έκανε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα στο άτομο που είπαν πως θα ¨λογικέψουν¨ και του συνέστησε να έχει πολλούς μπράβους απόψε εάν ήθελε να παραμείνει ζωντανός. Από ότι φαίνεται εκείνος την είχε ακούσει και τον είδε να βγαίνει από το μαγαζί του με τέσσερις φουσκωτούς άντρες

Page 121: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

την ώρα που οι συνάδελφοι της ετοιμάζονταν να τον χτυπήσουν. Όμως στάθηκαν απροετοίμαστοι σε αυτό που είδαν, δεν ήξεραν ότι είχε προσωπική φρουρά εκείνος ο ιδιοκτήτης και μπλέχτηκαν πολύ άσχημα. Τότε η Αλκμήνη αμέσως σκέφτηκε πως ίσως να ήταν η ευκαιρία που περίμενε τόσο καιρό. Έτρεξε προς το μέρος τους να τους βοηθήσει με την πρόφαση ότι δήθεν τυχαία από εκεί την ώρα που γυρνούσε από ένα μπαράκι και τους είδε. Χάρη σε αυτήν γλύτωσαν οι συνάδελφοι της και από τότε σταμάτησαν τα κοροϊδευτικά πειράγματα και σχόλια εις βάρος της. Το επόμενο βράδυ κάποιος πήγε να διαρρήξει το σπίτι της. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που κάποιος παραβίαζε το χώρο της όμως αυτή τη φορά ήξερε πως ήταν διαφορετικά. Δεν άναψε τα φώτα όπως τις προηγούμενες φορές. Πήγε στο δωματιάκι στο υπόγειο και έβλεπε τις κάμερες. Τους αναγνώρισε αμέσως, ήταν άτομα από τη δουλειά της. Πήρε αμέσως δυο όπλα και τρία μαχαίρια και πήγε να τους βρει από την αντίθετη μεριά Εμφανίστηκε ακριβώς πίσω τους.

«Αν ήρθατε για να με ευχαριστήσετε που σας έσωσα το τομάρι μπορούσατε να έρθετε από μπροστά και να χτυπήσετε το κουδούνι μου, ή μήπως χαθήκατε;»

Οι άντρες τα χασαν, δεν περίμεναν να τους καταλάβει. Αλλά ακόμα και τώρα που είδε πως κάποιοι εισέβαλαν στο χώρο της εκείνη αντί να κρυφτεί η να καλέσει την αστυνομία τους αντιμετώπιζε πρόσωπο με πρόσωπο.

«Δεν φοβάσαι;»Εκείνη γέλασε«Μπορούσα να σας είχα καθαρίσει αυτή τη στιγμή χωρίς να το

καταλάβετε και να το κάνω να φανεί σαν νόμιμη άμυνα αφού είστε στο δικό μου χώρο. Εγώ είμαι μια απροστάτευτη κοπέλα και εσείς τρεις άντρες που θέλετε να μου κάνετε κακό. Φαντάσου που θα έδειχνε αυτό στην αστυνομία.»

«Αλήθεια την αστυνομία γιατί δεν την κάλεσες»

Page 122: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Ας πούμε πως βασίζομαι περισσότερο στις δικές μου ικανότητες παρά στις δικές τους. Μου αρέσει να λύνω μόνη μου τα προβλήματά μου. Και τώρα δρόμο και δώστε τα χαιρετίσματά μου στο αφεντικό σας.»

Μετά από τρεις μέρες την κάλεσε ξανά στο γραφείο του ο κύριος Αποστόλου για να την συγχαρεί για τη στάση της. Ήταν εκεί ενάμισι χρόνο και η αξιολόγηση της ήταν εξαιρετική. Μετά το τελευταίο της κατόρθωμα μπόρεσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους ακόμα πιο γρήγορα από όσο περίμενε.

«Έμαθα για την υποστήριξή σας στους συναδέλφους σας και ομολογώ πως εντυπωσιάστηκα. Ειδικά μετά τον τρόπο που σας έχουν φερθεί δεν περίμενα κάτι τέτοιο.»

«Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω αν θα έκανα το ίδιο αν ήταν σε κάποιο μπαρ και έπιναν και δημιουργούσαν φασαρία. Πήγα εκεί και τους βοήθησα γιατί μου φάνηκε δουλειά της εταιρείας που δουλεύω κι έχω μάθει πως τα προσωπικά μου συναισθήματα για κάποιον δεν θα πρέπει να επηρεάζουν τη δουλειά μου, ακόμα κι αν δεν έχω βάρδια.»

«Και δεν σε πείραξε που οι συνάδελφοι σου πήγαν να δείρουν κάποιον;»

«Κύριε Αποστόλου με προσβάλετε. Κάνω αυτή τη δουλειά πάρα πολλά χρόνια. Νομίζετε πως δεν ξέρω πως λειτουργούν αυτές οι εταιρείες; Και εγώ στην προηγούμενη εταιρεία χρειάστηκε ας πούμε να ¨φρονιμέψω¨ κάποιους ανθρώπους» είπε ξεροβήχοντας η Αλκμήνη.

«Τι θα λέγατε τότε να φρονιμέψετε κάποιες φορές και μερικούς ανθρώπους εδώ;»

«Με την κατάλληλη τιμή όλα γίνονται. Βλέπετε έχει ρίσκο μερικές φορές αυτή η δουλειά όπως προχθές και γω θα ήθελα να ξέρω πως αξίζει αυτό το ρίσκο»

Ο Αποστόλου γέλασε δυνατά και της έσφιξε το χέρι δείχνοντάς της πως όλα συμφωνήθηκαν.

Page 123: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Υπήρχαν δουλειές που την έστελναν να τακτοποιήσει μόνη της και άλλες με συναδέλφους της. Κάθε φορά όμως είχε την ίδια αηδία για τον εαυτό της που αναγκαζόταν να το κάνει. Όσους μπορούσε τους προειδοποιούσε ανώνυμα για να προστατευτούν, για τους άλλους προσπαθούσε απλά να κάνει ότι μπορεί για φύγουν με λιγότερα σπασίματα.

Στο stereo έπαιζε το τραγούδι της Christina Aguilera Hurt ξανά και ξανά.

Seems like it was yesterday when I saw your faceYou told me how proud you were but I walked awayIf only I knew what I know today…

Κοίταξε πάλι τη ζωγραφιά του και αναστέναξε. Πόσο πολύ της έλειπε όλον αυτόν τον καιρό. Είχε βάλει σε κάθε δωμάτιο και από μία ζωγραφιά του. Δεν ήθελε να βάλει φωτογραφία του ώστε αν έμπαινε κάποιος στο σπίτι της να μην τον αναγνώριζε. Κρατούσε μαζί της όλα τους τα ενθύμια που είχε από αυτόν και μερικές φορές ζωγράφιζε παραστάσεις από τις εκδρομές τους και άλλες αποδράσεις τους. Μία από τις ζωγραφιές της ήταν η πρώτη τους φορά στη σπήλια. Μόνο τις δικές του ζωγραφιές έκανε με μολύβι. Σε όλες τις υπόλοιπες έβαζε πολύ έντονα χρώματα, μπλε σαν τη θάλασσα, μωβ σαν την καρδούλα της τα τελευταία δυο χρόνια, κόκκινο σαν τον άσβηστο έρωτά της, κίτρινο σαν τις ηλιαχτίδες που τους ξυπνούσαν τα πρωινά…σε εκείνη τη ζωγραφιά είχε βάλει τα ωραιότερα χρώματα και τη μεγαλύτερη αγάπη της. Την κρέμασε στην κρεβατοκάμαρα της και την κοιτούσε κάθε βράδυ πριν πάει για ύπνο.

Ζωγράφισε επίσης τη σπηλιά που την είχε βρει όταν ήταν μικρή και το έσκασε μόνη της, το πατρικό της με τους γονείς της, τη σχολή της, τα ανίψια του που τα λάτρεψε από την πρώτη στιγμή που τα γνώρισε, τους καταρράκτες που πήγαν να δουν οι τέσσερις τους. Εκείνη τη μέρα δεν ήθελε να την ξεχάσει ποτέ.

Page 124: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Και το τραγούδι συνέχιζε…

I would hold you in my arms I would kiss your pain awayThank you for all you’ve doneForgive all your mistakesThere’s nothing I would’ n doTo hear your voice againSometimes I wanna call youBut I know you won’t be there

Θα πήγαιναν το σαββατοκύριακο με το Μάνο να δουν τους καταρράκτες σε μια περιοχή και η Αλκμήνη σκέφτηκε να πάρουν και τα ανίψια του μαζί μιας και θα περνούσαν δίπλα από την πόλη τους και φυσικά ο Μάνος ενθουσιάστηκε με την ιδέα της. Πήρε τηλέφωνο στην αδερφή της και της είπε να ετοιμάσει τα μικρά γιατί θα περάσουν να τα πάρουν για να πάνε εκδρομή. Όταν φτιάσανε στο πατρικό του τα παιδιά βροντοφώναζαν από τη χαρά τους και χτυπούσαν παλαμάκια. Μπήκαν γρήγορα στο αμάξι και ξεκίνησαν την εκδρομή τους. Τραγουδούσαν, γελούσαν και ο Μάνος έτρεχε και έκανε συνέχεια προσπεράσεις στο δρόμο γιατί ήξερε πόσο αρέσουν στην ανιψιά του που τον κοιτούσε γεμάτη ενθουσιασμένη από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Η Αλκμήνη που κατάλαβε πόσο πολύ θαύμαζε η μικρή τον θείο της όταν σταμάτησαν για να πιουν κάτι να δροσιστούν στο δρόμο λίγα χιλιόμετρα πριν τον προορισμό τους η Αλκμήνη πρότεινε στη μικρή να κάτσει εκείνη μπροστά μαζί του και αυτή θα καθόταν πίσω με τον Αχιλλέα για να τραγουδάνε με την ησυχία τους. Ο Μάνος που κατάλαβε γιατί το έκανε τη φίλησε τρυφερά και πήρε τη μικρή αγκαλιά. Η Αλκμήνη πήρε το μικρό Αχιλλέα από το χέρι και αγόρασαν γαριδάκια, σοκολάτες και χυμούς που ήξερε ότι είχε τρελή αδυναμία ο μικρός και τα τσακίσανε στο πίσω κάθισμα. Παράδεισος για το μικρό Αχιλλέα με τόσα γλυκά που έφαγε, παράδεισος και για τη μικρή

Page 125: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ελπίδα που ήταν δίπλα στο θείο της ο οποίος έτρεχε ακόμα πιο γρήγορα για να την εντυπωσιάσει. Το ξενοδοχείο που έμειναν ήταν από τα καλύτερα και είχε θέα όλη τη γύρω περιοχή. Ήταν καλοκαίρι και ενώ στα μέρη τους είχε τρελή ζέστη, σε εκείνο με μέρος είχε δροσούλα και το ευχαριστήθηκαν. Μετά από λίγη ώρα ο Αχιλλέας διαμαρτυρόταν ότι πεινούσε πάλι και πήγαν για φαγητό σε μια παλιά ταβερνούλα με θέα όλη την περιοχή της Έδεσσας. Ύστερα επισκέφτηκαν τους καταρράχτες και μαγεύτηκαν από την ομορφιά της φύσης. τα νερά έπεφταν ορμητικά από ύψος περίπου εβδομήντα μέτρων μέσα από ένα υπέροχο τοπίο φυσικής πανδαισίας. Έμειναν εκεί για πολλή ώρα, η δε Ελπίδα δεν ξεκολλούσε με τίποτα, λάτρευε ότι είχε να κάνει με νερό γι’ αυτό και η Αλκμήνη πρότεινε στο Μάνος να πάνε την επόμενη μέρα στην περιοχή αγίου Νικολάου της Έδεσσας. Πήγαν στην αρχαία πόλη και στα ερείπια του βυζαντινού κάστρου, τους έκανε μια καλή γριούλα ξενάγηση στα αρχαία του Γενί τζαμί και του διηγήθηκε την ιστορία τους, επισκέφθηκαν μετά τους μύλους, είδαν τα αρχοντικά της περιοχής, στο παρθεναγωγείου που ήταν κτισμένο από το 1877, τη βυζαντινή εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το λαογραφικό μουσείο. Το βράδυ περπάτησαν στα πανέμορφα πάρκα της πόλης που είναι περιτριγυρισμένα με μικρά ποταμάκια και διακοσμημένα με γραφικά γεφυράκια. Τα παιδιά είχαν εξαντληθεί τόσο που τα πήρε ο ύπνος στα πόδια του Μάνου και της Αλκμήνης πάνω στο παγκάκι νανουρισμένα από τον ήχο ενός ρυακιού δίπλα τους.

Αν είχε μαγευτεί η Ελπίδα το Σαββάτο με τους καταρράχτες τότε σίγουρα έχασε τα μυαλά της με την εκδρομή στο ποτάμι. Κοιτούσε αχόρταγα όλο εκείνο το μέρος και δεν το χόρταινε με τίποτα. Ο Αχιλλέας από την άλλη απολάμβανε ήσυχος ήσυχος το παγωτό του. Το άλσος του αγίου Νικολάου είναι ένα καταπράσινο τοπίο με μεγάλα πλατάνια που το διαπερνάει ένα ποτάμι που λέγεται Αράπιτσα. Περπάτησαν στα πλακόστρωτα δρομάκια από πέτρα απολαμβάνοντας τη σκιά των δέντρων, ξεκουράζονταν πίνοντας νερό από τις πολλές βρυσούλες που συναντούσαν στο δρόμο τους, έστεκαν στις ξύλινες γεφυρούλες για να απολαύσουν

Page 126: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

καλύτερα την πανδαισία χρωμάτων της φύσης γύρω τους και να ευφρανθούν τις ευωδίες που ανέβλυζαν τα φυτά από τα οποία ήταν κυκλωμένοι. Τα μικρά χάρηκαν πάρα πολύ όταν είδαν την τεχνητή λιμνούλα με τις πέστροφες να κολυμπάνε γύρω γύρω και χτυπούσαν παλαμάκια χοροπηδώντας από τη χαρά τους. Δίπλα στην λιμνούλα ήταν το εκκλησάκι του αγίου Νικολάου όπου άναψαν ένα κεράκι και η Αλκμήνη ευχαρίστησε το Θεό για την ευτυχία που της είχε χαρίσει απλόχερα όλο αυτόν τον καιρό. Η ευτυχία της ήταν τόση που χε γεμίσει την ψυχή της και ανέβλυζε τώρα από τα μάτια της με μορφή δακρύων. Η ελπίδα που είδε τα δάκρυα της πήγε δίπλα της.

«Γιατί κλαις; Δεν είσαι χαρούμενη;»«Είμαι αγάπη μου. έχω τόση χαρά μέσα μου που δεν ξέρω πώς να

την εκδηλώσω και δακρύζω. Είναι δάκρυα χαράς αυτά.»Τότε ένα δάκρυ κύλησε και στο μάγουλο της μικρής Ελπίδας την ώρα

που κατέφθαναν ο Μάνος με τον μικρό Αχιλλέα με τους χυμούς στα χέρια.«Γιατί κλαίτε εσείς;» ρώτησε λυπημένα ο μικρούλης.«Γιατί είμαστε πολύ χαρούμενες» απάντησε η Ελπιδούλα.«Τελικά θείο Μάνο χαίρομαι πολύ που είμαι αντράκι, αυτές οι

γυναίκες είναι πολύ χαζές» είπε και πήρε το χυμό του κι έφυγε κουνώντας πέρα δώθε το κεφαλάκι του.

Βάλανε όλοι τα γέλια και ο Μάνος φίλησε τις δύο κοπέλες του και της αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε.

Παίξανε στην παιδική χαρά και είδε τα διάφορα ζωάκια που είχε εκεί όπως παγώνια, άλογα, περιστέρια σκιουράκια και πολλά άλλα. Το μεσημέρι έκαναν πικ-νικ κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι δίπλα στο ποτάμι και ύστερα πήγαν μια εκδρομή με το τρενάκι του άλσους γιατί τα πόδια τους πλέον δεν μπορούσαν να κουνηθούν από την κούραση.

Εκείνο το σαββατοκύριακο δεν θα το ξεχνούσε ποτέ της. Ο άντρας που αγαπούσε δίπλα της και τα μικρά ευτυχισμένα στην αγκαλιά της ήταν θείο δώρο για κείνη…

Page 127: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Άραγε τι να έκαναν τα μικρά της; Της έλειψαν κι εκείνα πολύ. Σκέφτηκε κάποια στιγμή να πάρει τηλέφωνο τον πατέρα του Μάνου να του τα πει όλα και να ζητήσει να μάθει νέα τους όμως δεν ήθελε να τον μπλέξει σε όλο αυτό. Κάποια νέα του Μάνου τα μάθαινε από τις εφημερίδες και τα περιοδικά. ¨ατρόμητο μπάτσο¨ τον χαρακτήριζαν. Πρώτη γραμμή στις αποστολές της υπηρεσίας του, πρώτος στους καυγάδες, πρώτος και στις προτιμήσεις των γυναικών. Ο Μάνος ήταν ο μόνος λόγος που δάκρυζε πλέον στη ζωή της. Δεν την ένοιαζε που εκείνη απαρνήθηκε τη ζωή της, στο κάτω κάτω επιλογή της ήταν να πάρει εκδίκηση, την ένοιαζε όμως που εκείνος δεν νοιαζόταν πλέον για τη δική του ζωή και τη χαράμιζε άσκοπα από τότε που νόμιζε ότι η γυναίκα του πέθανε, γιατί γυναίκα του την έλεγε κι ας μην είχαν παντρευτεί. Όμως και για κείνη ο άντρας της ήταν κι ας μην φορούσαν βέρα, αν και παραλίγο να το έκαναν και το μόνο που του είχε εμποδίσει τότε ήταν ότι δεν είχαν βγάλει άδεια γάμου.

Some days I feel broke inside but I won't admitSometimes I just want to hide 'cause it's you I missYou know it's so hard to say goodbye when it comes to this

Είχαν πάει η δύο τους ένα ρομαντικό ταξίδι στη Μύλο για λίγες μέρες. Το μέρος προσφερόταν για τέτοιες αποδράσεις. Είχαν γυρίσει κάθε γωνιά του μαγευτικού νησιού των Κυκλάδων με το ηφαιστιογενές έδαφος καβάλα στη μηχανή τους. Είχε ονειρικές παραλίες με χρυσόλευκη άμμο και τοπία που σε καθήλωναν με την ομορφιά τους. Γύρισαν τα πιο γνωστά αξιοθέατα του νησιού όπως η Αφροδίτη της Μύλου, που βρίσκεται εκεί και είναι ένα αντίγραφο από τα πιο διάσημα γλυπτά της αρχαίας εποχής. Σε όλο το νησί υπάρχουν αξιοζήλευτα αντίγραφα από διάφορα έργα τέχνης. Επισκέφτηκαν τις κατακόμβες όπου λέγεται ότι έχουν βρεθεί σκελετοί πάνω από δύο χιλιάδων ατόμων. Πήγαν στα Σαρακίνηκα όπου είχε

Page 128: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

ανασκαφεί η αρχαία πόλη της Φυλακόπης όπου το τοπίο από εκεί έχει ονομαστεί, και όχι αδίκως, σεληνιακό.

Έκαναν μπάνιο στις περισσότερες παραλίες του νησιού που ευχαριστούσαν όλα τα γούστα. Είχε παραλίες αμμώδεις, βραχώδεις κάποιες με πολλές σπηλιές που περιμένουν να τις εξερευνήσουν οι επισκέπτες και να χαθούν στη μαγεία των χρωματισμών του νερού εκεί μέσα, άμμος σε γκρίζες, λευκές και χρυσές αποχρώσεις και σε πολλές παραλίες λευκά βότσαλα. Μια μέρα επισκέφθηκαν και τα ιαματικά λουτρά όπου ένιωσαν να χαλαρώνουν εντελώς. Όταν ήθελαν να απομονωθούν τελείως έβρισκαν έναν όρμο αποκλειστικά για κείνους.

Η ήσυχη ζωή της μύλου τους βοήθησε να αφήσουν πίσω τους την ένταση των τελευταίων μηνών που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις ζωές και των δυο.

Τους άρεζε πολύ να πηγαίνουν στα ξωκλήσια του νησιού γιατί η θέα από εκεί ήταν καταπληκτική. Σε ένα από αυτά τα ξωκλήσια είδαν ένα παπά από μακριά και τότε ο Μάνος είπε στην Αλκμήνη

«Θα θελες να γίνεις γυναίκα μου;»Εκείνη πήδηξε στην αγκαλιά του από τη χαρά της «Θέλω» του φώναξε δυνατά.»Ο παπάς δέχτηκε να τους παντρέψει εκείνη τη στιγμή όμως δεν

γινόταν γιατί δεν είχαν άδεια γάμου. Έτσι τα σχέδια τους αναβλήθηκαν.

If I had just one more day, I would tell you how much thatI've missed you since you've been away

Ήταν πολύ αυθόρμητος ο άντρας της, γεμάτος ιδέες κι έτοιμος να τις βάλει σε πράξη. Στη δουλειά του όλοι χαίρονταν πολύ γι’ αυτόν, το ίδιο και η οικογένεια του. Τώρα πλέον η Αλκμήνη ήξερε πως τότε είχε κάνει τη λάθος επιλογή, κατέστρεψε τις ζωές και των δυο τους. Όμως ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και κάποια λάθη δεν μπορούν να διορθωθούν.

Page 129: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

And I've hurt myself by hurting you..

Ένα πρωινό που η Αλκμήνη γυρνούσε πίσω σπίτι της από τη βραδινή βάρδια στάθηκε να δει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων σε ένα κέντρο τύπου. . στις περισσότερες εφημερίδες πρωτοσέλιδο ήταν ο Μάνος. Μπήκε στο μαγαζί και αγόρασε από ένα τεύχος από κάθε εφημερίδα και περιοδικό που έγραφε γι’ αυτόν και πήγε σπίτι της να τα διαβάσει.

Ο ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ ΜΠΑΤΣΟΣ ΣΕ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ

Χθες το βράδυ διεξήχθη μάχη σε παραλιακό club λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Ο ιδιοκτήτης κάλεσε αμέσως την αστυνομία η οποία έφτασε σε λίγα λεπτά στον τόπο συμπλοκής. Θύματα δύο τραυματισμένοι νέοι οι οποίοι διακομίσθηκαν στο κοντινότερο νοσοκομείο τραυματισμένοι από πέντε άντρες ηλικίας γύρω στα τριάντα. Οι δράστες όταν μπήκαν στο χώρο διασκέδασης απαίτησαν από τα θύματα να φύγουν από το μέρος στο οποίο κάθονταν και διασκέδαζαν κι όταν εκείνοι αρνήθηκαν οι δύο εκ των δραστών έβγαλαν μαχαίρια και προκάλεσαν φασαρία. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού κάλεσε αμέσως την αστυνομία η οποία κατέφθασε σε λίγα μόλις λεπτά. Οι δύο όμως δράστες είχαν προλάβει να διαφύγουν με το αυτοκίνητό τους. Τότε ο ένας εκ των αστυνομικών, ο μεγάλης φήμης Μάνος Μάρκου τους κατεδίωξε και με το όπλο του τους πυροβόλησε στα λάστιχα με αποτέλεσμα να σταματήσουν. Εκείνοι του επιτέθηκαν όμως ατός τους αφόπλισε και τους παρέδωσε στους

Page 130: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

άλλους αστυνομικούς που ακολουθούσαν. Μάρτυρες ανέφεραν πως ο αστυνομικός ενεργεί χωρίς να νοιάζεται για τη ζωή του.

Η Αλκμήνη δάκρυσε ξανά διαβάζοντας το δημοσίευμα . Κανονικά θα έπρεπε να το είχε συνηθίσει μετά από τόσες φορές που έγραφαν για εκείνον όμως εκείνη ανησυχούσε όλο και περισσότερο. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τον κάνει να συνέλθει.

Δεν ήξερε τι ήταν εκείνο που την πείραζε περισσότερο, το ότι διακινδύνευε συνέχεια τη ζωή του ή οι φωτογραφίες που αποδείκνυαν ότι άλλαζε συνέχεια ερωμένες. Ειδικά οι φωτογραφίες που τον έδειχναν να τις αγκαλιάζει και να τις φιλάει την πονούσαν τόσο που τις έκαιγε στο τζάκι της θυμωμένα. Αμέτρητες ήταν οι φωτογραφίες που τον απεικόνιζαν με ένα σωρό αιθέριες υπάρξεις σε κάποια πολύβουα κέντρα διασκέδασης και μάλιστα πολλές από αυτές ήταν με γνωστές γυναίκες από το χώρο του θεάματος.

Το αποφάσισε! Θα έκανε τα πάντα για να τον συνεφέρει, έστω για να σταματήσει να ρισκάρει συνέχεια τη ζωή του που για εκείνη ήταν πολύτιμη. Δικαιούταν να πάρει κάποιες μέρες άδεια και αποφάσισε να τις πάρει τώρα. Είχε ακούσει στην εταιρεία της για μια μεγάλη και επικίνδυνη επιχείρηση που είχε αναλάβει η ελληνική αστυνομία και ήταν σίγουρη πως σε αυτήν την επιχείρηση θα έπαιρνε μέρος και ο Μάνος.

Όταν ζήτησε από την εταιρεία της τις μέρες άδειας που δικαιούνταν τα αφεντικά της απόρησαν γιατί εκείνη δεν τόσο καιρό που δούλευε εκεί δεν είχε πάρει ούτε μία μέρα άδεια. Τους είπε πως της έλειψε η θάλασσα και θέλει να πάει να χαλαρώσει λίγες μέρες. Ήταν όμως σίγουρη πως αφού είχε μπλέξει για τα καλά σε αυτήν την εταιρεία θα έψαχναν σίγουρα να εξακριβώσουν τα λεγόμενα της γι αυτό έκανε κράτηση στο όνομά της σε κάποιο ταξιδιωτικό γραφείο για μια εκδρομή στην Κρήτη. Το νησί ήταν μεγάλο οπότε αυτό τη διευκόλυνε σε περίπτωση που την

Page 131: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

αναζητούσαν εκεί. Στο ταξιδιωτικό γραφείο είπε πως ήθελε να γυρίσει όλο το νησί οδικώς όποτε θα κανόνιζαν εκείνοι τα πάντα και προπλήρωσε για όλα.

Τα εισιτήρια που τις έδωσαν, τις αποδείξεις για τα ξενοδοχεία και είχε προπληρώσει τα έκανε δώρο σε μια κοπέλα στο χωριό της που ήξερε πόσο ήθελε να δραπετεύσει για λίγες μέρες από εκείνο το μέρος που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει όμως δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να το κάνει.

Έφυγε σε τρεις μέρες από το σπίτι της με τελικό προορισμό Αθήνα όμως άγνωστη κατεύθυνση γιατί ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν θα την ακολουθούσε κανείς. Μόλις αντιλήφθηκε ένα μαύρο τζιπ και σκούρα τζάμια κατάλαβε πως την παρακολουθούσαν και προσπάθησε διακριτικά να τους ξεφύγει. Έτσι μόλις βρήκε πράσινο αρκετά μέτρα πίσω υπολόγισε την ταχύτητα που θα έπρεπε να αναπτύξει για να προλάβει εκείνη το πράσινο και όχι εκείνοι. Έτσι όσο αυτοί ήταν σταματημένοι στο φανάρι εκείνη ανέπτυξε ταχύτητα και εξαφανίστηκε.

Έφτασε την Αθήνα αργά το βράδυ και έμεινε σε ένα ξενοδοχείο που προπλήρωσε μετρητοίς για να μη ζητήσουν ταυτότητα. Βρήκε τον παλιό φίλο της που τη βοήθησε με τη νέα της ταυτότητα και του ζήτησε να μάθει ότι περισσότερα μπορούσε για αυτή τη νέα επιχείρηση που είχε αρχίσει η αστυνομία. Για καλή της τύχη ο φίλος της ήξερε τα πάντα, κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου τους και της υποσχέθηκε να της φέρει τα σχέδια την επόμενη μέρα.

Η αστυνομία αποφάσισε να εξαρθρώσει όσες περισσότερες σπείρες ναρκωτικών μπορούσε. Μετά από χρόνια περισυλλογής χρήσιμων πληροφοριών κατέστρωσαν ένα μεγάλο σχέδιο στο οποίο θα συμμετείχαν μόνο καλά εκπαιδευμένοι αστυνομικοί. Τα σχέδια τα μελέτησε πολύ προσεκτικά και είδε που θα έστελναν τον Μάνο και θα φρόντιζε να είναι κι αυτή κάπου εκεί γύρω για να τον προσέχει. αρκετά είχε τραβήξει την τύχη του εκείνος και αυτή θα ήταν μια πολύ δύσκολη

Page 132: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

αποστολή όπως έβλεπε. Άραγε το είχε ζητήσει εκείνος να τον βάλουν σε αυτή τη θέση ή οι ανώτεροί του το αποφάσισαν;

Ο γυρισμός της πίσω τις ξύπνησε περισσότερες αναμνήσεις αλλά και αισθήματα από όσο νόμιζε. Πήρε τηλέφωνο σπίτι του με απόκρυψη και τον άκουσε μετά από τόσα χρόνια. Η φωνή του είχε αλλάξει, ήταν πιο βαριά και πιο βραχνή από όσο τη θυμόταν. Σκέφτηκε να άλλαζε τη φωνή της και να του μιλούσε λίγο όμως δεν ήθελε να το ρισκάρει. Τον άκουσε όμως να λέει

«Αν είσαι ένας από εκείνους τους δειλούς που πιστεύουν ότι μπορούν να με φοβίσουν κάνοντας ανώνυμα τηλεφωνηματάκια ατύχησες γιατί δεν μασάω από αυτά ούτε από τις απειλές που μου στέλνετε, αν όμως είσαι κάποια από αυτές που θέλουν να με γνωρίσουν το βράδυ θα είμαι στo club MERLIN.»

Εκεί λοιπόν θα πήγαινε και εκείνη. Το club θα ήταν μεγάλο και δεν θα την αναγνώριζε κανένας εκεί, εξ’ άλλου είχε αλλάξει τόσο που ούτε εκείνη θα αναγνώριζε τον εαυτό της.

Το βράδυ τον περίμενε σε εκείνο το μαγαζί, ήταν σίγουρη πως θα πήγαινε αργά κι έτσι δεν χρειάστηκε να τον περίμενε κι αυτή πολύ ώρα. Όταν μπήκε στο μαγαζί και τον είδε η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή μέσα στο στήθος της. Ήθελε να πάει δίπλα του να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει αλλά τραβήχτηκε. Έδειχνε τόσο διαφορετικός στη συμπεριφορά του που τη σόκαρε. Ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση και νόμιζε πως ήταν η μεγαλύτερη φίρμα σε εκείνο το μαγαζί. Σε αυτό βέβαια δεν είχε και άδικο. Από τη στιγμή που μπήκε μέσα όλα τα βλέμματα ρίχτηκαν πάνω του, των γυναικών γιατί τον ήθελαν και των αντρών από ζήλια. Τον παρατηρούσε όλο το βράδυ, χόρευε, έπινε όμως δεν φαινόταν να διασκεδάζει, φαινόταν μελαγχολικός. Αυτό της έκανε περισσότερο εντύπωση από όλα. Αφού φαινόταν πως δεν το ήθελε όλο αυτό τότε γιατί το έκανε; Και τότε σε μια στιγμή τον είδε να την κοιτάζει και κοκάλωσαν και οι δύο. Αυτή έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από την πίσω έξοδο που είχε δει λίγο πιο πέρα και αυτός προσπαθούσε να

Page 133: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

περάσει μέσα από τον κόσμο για να την πλησιάσει αλλά δεν την πρόλαβε.

Page 134: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Αλκμήνη

Δεν μπορεί να με γνώρισε. Μπορεί; Έχω αλλάξει τόσο και εκεί μέσα ήταν σκοτεινά πως γίνεται να με πρόσεξε; Μακάρι να μην κατάλαβε ποια είμαι. Εδώ εγώ και δεν μπορούσα να διακρίνω καλά τα χαρακτηριστικά

του εκεί μέσα. Ήταν κακή ιδέα να γυρίσω πίσω όμως δεν αντέχω άλλο να τον βλέπω να καταστρέφεται. Τα όνειρα που βλέπω τελευταία είναι

δυσοίωνα για εκείνον. Εγώ ευθύνομαι για τον καινούριο του εαυτό και θα πρέπει να κάνω τα πάντα για να τον σταματήσω. Φτάνει μόνο να μη με

αναγνώρισε…

Page 135: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Μάνος

Δεν μπορεί να είναι εκείνη. Της έμοιαζε τόσο πολύ όμως η Αλκμήνη μου δεν είναι έτσι, δεν ήταν έτσι. Μπορεί να φαινόταν τόσο αλλαγμένη

όμως εκείνο το βλέμμα της, τα χείλη της θα τα αναγνώριζα παντού. Μάλλον πρέπει να ελαττώσω το ποτό γιατί άρχισα να έχω παραισθήσεις. Ήταν σαν να κοιτούσε μέσα μου, βαθειά στην ψυχή μου. Μόνο εκείνη το

έκανε αυτό. Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι ήταν εκείνη…

Page 136: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Από εκείνη τη μέρα ήταν πιο προσεχτική, τον ακολουθούσε πολύ προσεχτικά σε κάθε μία από τις νέες αποστολές του στην επιχείρηση που έστησαν. Φαινόταν απόλυτα συγκεντρωμένος στη δουλειά του χωρίς να τον παρασύρει το πάθος του. Έδειχνε να διαισθάνεται όσα δεν μπορούσε να δει με τα μάτια του. Ήταν άνετος και πολύ προσεκτικός στις κινήσεις του. Τον καμάρωνε τόσο πολύ!

Μια νύχτα όμως κάτι πήγε στραβά. Μάλλον κάτι είχαν μάθει τα άτομα που ήταν να επιτεθούν και μέσα στην αποθήκη δεν υπήρχε τίποτα, ούτε άνθρωποι ούτε όμως και εμπόρευμα. Θα πρέπει κάποιος από την ομάδα να τους κάρφωσε. Ο Μάνος άρχισε να φωνάζει στους άλλους να κάνουν πίσω, ότι είναι παγίδα και ο ίδιος κρύφτηκε πίσω από ένα μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων που βρισκόταν δίπλα του για να επιθεωρήσει καλύτερα το χώρο. Ύστερα ακούστηκε ένας πυροβολισμός και είδε έναν συνάδελφο του να πέφτει στο δρόμο έχοντας αίμα στο χέρι του. Ο Μάνος σκέφτηκε από πού μπορεί να ήρθε ο πυροβολισμός και τότε είδε έναν στη γωνία μιας πολυκατοικίας με το όπλο στα χέρια του να κοιτάζει τον πληγωμένο αστυνομικό. Ο Μάνος γύρισε και τον πυροβόλησε και τον πέτυχε στο πόδι για να μην μπορέσει να τρέξει και να απομακρυνθεί, δίπλα σε κείνον είδε και δύο ακόμα και τους πυροβόλησε και εκείνους. Οι συνάδελφοι του ήταν παγιδευμένοι σε ένα αδιέξοδο, και μπορούσαν μόνο να καλύψουν τα πλάγια μέρη, δεν μπορούσαν να φύγουν από εκεί και να τον βοηθήσουν γιατί θα ήταν σε κοινή θέα και θα πυροβολούσαν κι άλλους, ευτυχώς όμως σε λίγο κατέφθαναν ενισχύσεις. Την ώρα που προσπαθούσε να πάρει μια βαθειά αναπνοή άκουσε κάτι σαν σύριγμα να περνάει από δίπλα του και ταυτόχρονα έναν πυροβολισμό. Κοίταξε τους συναδέλφους του και εκείνοι του έδειξαν την ταράτσα της πολυκατοικίας στα δεξιά του. Μια ξανθιά κοπέλα σημάδευε τον τύπο ο όποιος μάλλον ήταν αυτός που μόλις τον πυροβόλησε. Η κοπέλα γύρισε κοίταξε ανησυχητικά το Μάνο και εξαφανίστηκε από τη ματιά του σε κλάσματα δευτερολέπτου. Μετά ακούστηκαν και οι σειρήνες από τα περιπολικά που έρχονταν για

Page 137: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

ενισχύσεις. Εκείνος όμως έμεινε να κοιτάζει τον ουρανό και να αναρωτιέται αν οι άγγελοι κατεβαίνουν στη γη να βοηθήσουν τους ανθρώπους που αγαπάνε. Τα άτομα που είδαν τι διαδραματίστηκε εκεί του τα είπαν όλα με κάθε λεπτομέρεια. Κάποιος που ήταν καλά κρυμμένος στην ταράτσα της πολυκατοικίας πίσω από μια καμινάδα σήκωσε το όπλο να τον πυροβολήσει και τότε εμφανίστηκε η ξανθιά κοπέλα περπατώντας πολύ ψύχραιμη και τον πυροβόλησε την ώρα που εκείνος πυροβολούσε τον Μάνο, γι’ αυτό και αστόχησε. Και ύστερα είδαν ότι είδε κι εκείνος. Μια κοπέλα να τον κοιτάζει κρυφά, δειλά και ανησυχητικά και να φεύγει πολύ γρήγορα. Η ξανθιά κοπέλα μπορεί να φορούσε μαντήλι στο πρόσωπό της όμως το βλέμμα της δεν μπορούσε να το κρύψει.

Ο Μάνος καβάλησε τη μηχανή του και έφυγε γρήγορα για το σπίτι της Αλκμήνης. Είχε να πάει εκεί δύο χρόνια περίπου, από τη μέρα που ανέγνωσαν τη διαθήκη. Το κοίταξε εξεταστικά γύρω γύρω μήπως βρει κάποιο σημάδι της, κάτι που να φανερώνει την παρουσία της και έπειτα κοιμήθηκε στο κρεβάτι της ως το επόμενο πρωί που θα γυρνούσε πίσω στη δουλειά.

Page 138: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Μάνος

Είμαι σίγουρος πλέον πως ήταν εκείνη και τις δύο φορές που την συνάντησα. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν παραισθήσεις από το ποτό τώρα όμως ήταν παραισθήσεις από την αδρεναλίνη; Οι υπόλοιποι άντρες δεν

μπορούσαν να την περιγράψουν γιατί φορούσε ένα μωβ μαντήλι στο πρόσωπό της όμως εγώ δεν γινόταν να μην την αναγνωρίσω. Μπορεί το σώμα της να ήταν πιο αδύνατο ακόμα και μέσα από τις φαρδιές μαύρες

φόρμες που φορούσε, μπορεί να μαλλιά της να τα είχε βάψει ξανθά και να τα ίσιωσε, η ματιά της όμως ήταν η ίδια. Αν ήταν αερικό η ζωντανή

παρουσία δεν ξέρω, από πότε όμως τα αερικά κρατάνε όπλα; Γύρισε πίσω για να του σώσει τη ζωή όμως πως ήξερε πως κινδύνευε; Και το

κυριότερο! Από πού γύρισε πίσω; Όλα αυτά του φαίνονταν τελείως τρελά στο μυαλό του και κουνούσε το κεφάλι του για να συνέλθει.

Δεν μπορεί να είναι αλήθεια όλα αυτά…

Page 139: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Η Αλκμήνη κατάλαβε πως ήρθε η ώρα να φύγει και ήθελε να κάνει κάτι τελευταίο. Ήθελε να του πάρει μια εικόνα της Παναγίας να τον φυλάει και να τον προστατεύει τώρα που δεν θα είναι πια κοντά του, γιατί δεν θα το διακινδύνευε ξανά να βρίσκεται στο ίδιο μέρος με εκείνον. Θα έφευγε από δίπλα του μια και καλή. Ήταν πολύ οδυνηρό για εκείνη αλλά και παράτολμο γιατί την επόμενη φορά ίσως την αναγνώριζε.

Πήγε σε ένα μαγαζάκι με εκκλησιαστικά είδη που ήξερε πως έχει παλιές εικόνες. Του Μάνου από μικρός του άρεζαν αυτές οι εικόνες φτιαγμένες από ξύλο με χρώματα έντονα αλλά ξεθωριασμένα από το χρόνο. Από μικρός κάθε φορά που πήγαινε με τους δικούς του στην εκκλησία έφευγε από κοντά τους και πήγαινε να θαυμάσει τις εικόνες και τις αγιογραφίες. Βρήκε μια που της άρεσε πολύ και ήξερε ότι κι ο ίδιος θα τη λάτρευε. Ήταν η μορφή της Παναγίας που σε κοίταζε χαμογελαστή με ένα μανδύα σε κατακόκκινο χρώμα με την παλάμη της γυρισμένη προς τα σένα σαν να σε ευλογούσε. Είχε λεπτομέρειες από χρυσό και έλαμπε από μακριά.

Έφυγε από το μαγαζί ευχαριστημένη και πήρε από το βιβλιοπωλείο μια όμορφη απλή κάρτα σε γαλάζιο χρώμα του έγραψε λίγα τελευταία λόγια και το έστειλε με μία εταιρεία courier.

Αυτό ήταν και το τελευταίο πράγμα που έκανε πριν φύγει από Αθήνα.

Πριν φύγει για το καταφύγιο της σκέφτηκε να πάει τελικά μια βόλτα στην Κρήτη αφού είχε ακόμα πέντε μέρες άδεια. Χρειαζόταν λίγες μέρες για να χαλαρώσει και τις άξιζε και με το παραπάνω μετά από όσα πέρασε τα τελευταία δυο χρόνια. Κοίταξε ένα χάρτη της Κρήτης και αποφάσισε να επισκεφθεί τη Ιεράπετρα, τη νοτιότερη πόλης της Ευρώπης. Μία πόλη που φιλοξένησε πολλούς πολιτισμούς όπως των

Page 140: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Φοινίκων, των Ενετών, των Μινώων και των Τούρκων. Κολύμπησε στα πρασινογάλαζα νερά της, ερωτεύτηκε τα εξωτικά τοπία της, μέθυσε με τα ποτά των ανοιχτόκαρδων κρητικών και τα βράδια κάποιες φορές περπατούσε πλάι στο φρούριο.

Ένα πρωινό εκεί που απολάμβανε τον καφέ της στην παραλία άκουσε κάποια κοριτσάκια να μιλούν δίπλα της για κάποιες φωτογραφίες σε ένα περιοδικό. Ήταν πολύ ενθουσιασμένες και τις κοιτούσαν συνέχεια. Φαίνονταν να είναι περίπου στην εφηβεία και η Αλκμήνη φαντάστηκε ότι θα θαυμάζουν τις φωτογραφίες κάποιου γνωστού τραγουδιστή από τους διαγωνισμούς ταλέντων που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή. Μόνο όταν μια από εκείνες είπε πως θα κανε τα πάντα για να ήταν δίπλα στον Μάνο Μάρκου η Αλκμήνη τινάχτηκε από τη θέση της και τις κοίταξε. Ύστερα μάζεψε γρήγορα τα πράγματά της και πήγε στο πλησιέστερο περίπτερο να αγοράσει το περιοδικό και πήγε σε μια βραχώδη παραλία να καθίσει μόνη της να τις δει. Είχε τρεις φωτογραφίες του που τον έδειχναν μελαγχολικό να κάθεται σε μια μεγάλη πέτρα και να κοιτάζει τη θάλασσα. Έδειχνε τόσο λυπημένος..

Το βράδυ μέθυσε με ρακί και πήγε μια βόλτα έξω από την πόλη. Σε μια ερημική παραλία. Έβγαλε μια φωτογραφία του από εκείνες που έκοψε από το περιοδικό της και την άφησε πάνω στην άμμο να την κοιτάει. Τώρα που φωτιζόταν μόνο από το φως τους φεγγαριού και των αστεριών έδειχνε ακόμα πιο όμορφος. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι κι ένα μαύρο πουκάμισο που τον έκανε να δείχνει πολύ γοητευτικό. Στο χέρι του είχε ένα τσιγάρο και το κεφάλι του ήταν υψωμένο προς τον ουρανό καθώς έβγαζε από μέσα του τον καπνό. Θα δινε τα πάντα για ένα του φιλί εκείνη τη στιγμή. Πήρε το κινητό της και σχημάτισε τον αριθμό του. Όταν άκουσε τη φωνή του λύγισε και είπε σχεδόν ψιθυριστά το όνομά του

«Μάνο μου…»

Page 141: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Το να ακούει τη φωνή της να ψιθυρίζει το όνομα του ήταν κάτι σα μαχαιριά για κείνον. Όλη η αγάπη που είχε για εκείνη μετατράπηκε σε ένα άλλο συναίσθημα που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει.

«Κάποτε σου είπα πως μου ανήκεις. Θα ψάξω να σε βρω όπου κι αν είσαι κρυμμένη γιατί είσαι δικιά μου και δεν μπορείς να μου ξεφύγεις. Μ’ ακούς; Να με περιμένεις.»

Σιωπή έπεσε και ακουγόντουσαν μονάχα οι ανάσες τους για τις υπόλοιπες δύο ώρες μέχρι που έκλεισε το κινητό της από μπαταρία. Κανένας από τους δύο δεν μίλησε αλλά και κανένας από τους δύο δεν το έκλεισε. Της αρκούσε και μόνο να τον ακούει να αναπνέει. αποκοιμήθηκε στην άμμο με το κινητό της στο ένα χέρι της και τη φωτογραφία του στο άλλο μέχρι ου την ξύπνησαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου.

Γυρίζοντας το βράδυ την περίμενε μια έκπληξη. Ο συναγερμός της είχε μπλοκάρει και οι κλειδαριές εμφάνιζαν σημάδια ότι κάποιος προσπάθησε να διαρρήξει το σπίτι άλλα δεν τα κατάφερε. Ο συναγερμός είναι συνδεδεμένος με την αστυνομία οπότε θα άκουσαν τις σειρήνες οι επίδοξοι διαρρήκτες και θα έφυγαν, οι κλειδαριές ήταν από τις καλύτερες που αν δεν έχεις τον αυθεντικό κλειδί αυτές αυτόματα διπλοκλειδώνουν. Κοίταξε γύρω της άλλα δεν άκουγε τίποτα. Μπήκε στο σπίτι και πήγε αμέσως στο δωμάτιο με τις κάμερες να δει ποιος ήταν. Ξαφνιάστηκε όταν είδε πως δύο διαφορετικές παρέες προσπάθησαν να μπουν στο σπίτι της. Η πρώτη παρέα απαρτιζόταν από άτομα του χωριού που τα ήξερε και δεν τα είχε σε μεγάλη εκτίμηση και η δεύτερη παρέα από άτομα της δουλειάς της. Εκείνοι κιόλας προσπάθησαν να σπάσουν τα τζάμια αφού δεν μπορούσαν να μπουν από τις πόρτες άλλα ούτε κι αυτό το κατάφεραν.

Page 142: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Το επόμενο πρωί πήγε κανονικά στη δουλεία της και χαιρέτησε τους επίδοξους διαρρήκτες τους σπιτιού της χαμογελαστά. Όταν όμως είδε στο χωριό έναν από τους άλλους που πήγαν να μπουν στο σπίτι της τον φοβέρισε λέγοντας τους πως την επόμενη φορά που θα προσπαθήσει να κλέψει οποιοδήποτε άλλο σπίτι δεν θα αρκεστεί να τον παραδώσει απλά στην ασφάλεια αλλά θα κάνει χειρότερα. Ο νεαρός φοβήθηκε από το βλέμμα της κι επειδή τα ήξερε όλα κι έφυγε τρέχοντας.

Ο Μάνος έμεινε τελικά σπίτι της Αλκμήνης τρεις μέρες περίπου κι έφυγε με μισή καρδιά από εκεί. Όταν έφτασε σπίτι του είδε στο γραμματοκιβώτιο εκτός από τα γράμματα του και ένα ειδοποιητήριο από κάποια εταιρεία courier. Του τηλεφώνησε και εκείνοι σε λίγα λεπτά του έφεραν το δέμα του. Αφού έκανε ένα μπανάκι και έφαγε κάτι πρόχειρο άνοιξε την αλληλογραφία και τα υπόλοιπα δέματα με την ησυχία του. Κάποια γράμματα ήταν από γυναίκες άλλα ήταν και κάποια άλλα απειλητικά που είχε πλέον συνηθίσει. Δύο από τα δέματα είχαν κάτι πού προσωπικά δώρα από γυναίκες που αν δεν τα είχε πλέον συνηθίσει θα είχε σοκαριστεί. Το δώρο της Αλκμήνης το άφησε τελευταίο γιατί φαινόταν ,μεγαλύτερο. Όταν άνοιξε το δώρο της του έκανε εντύπωση η εικόνα που είχε. Κανείς ποτέ δεν του χε ξανακάνει ένα τέτοιο δώρο. Κοίταζε κάθε της λεπτομέρεια όπως τότε που ήταν μικρός και θαύμαζε τις εικόνες της εκκλησίας. Άγγιξε με τα δάχτυλά του το ξύλο, το χρυσό και τα μικρά πετραδάκια που έκαναν την εικόνα να λάμπει, καθώς κοιτούσε το πρόσωπο της Παναγίας που του χαμογελούσε. Ύστερα διάβασε την κάρτα που συνόδευε την εικόνα

«Σου στέλνω αυτή την εικόνα να σε φυλάει και να σε προστατεύει στο δρόμο που διάλεξες να διαβείς. Όμως σε ικετεύω, σταμάτα να ρισκάρεις τη

Page 143: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

ζωή σου κάθε μέρα. Να θυμάσαι πως για κάποια είσαι ότι της απόμεινε πάνω στη γη, η μοναδική απόδειξη ότι αξίζει να ζεις για να ερωτευτείς…

Σ’ αγαπώ Συγχώρεσε με

Ο Μάνος έμεινε να κοιτά την κάρτα κι ένα δάκρυ έλαμψε στα μάτια του για μια υποψία που μόλις έγινε βεβαιότητα. Διαβάζοντας το γράμμα ήταν σαν να άκουγε εκείνη να του μιλάει, ήταν ΖΩΝΤΑΝΗ!!!

Page 144: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Μάνος

Πως μπόρεσε να μου κάνει κάτι τέτοιο και να με αφήσει να πιστεύω πως έχει πεθάνει; Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Αφού ήξερε πως τη λάτρευα,

πως δεν υπήρχε ζωή μακριά της. Θα τη βρω, ακόμα κι αν χρειαστεί να γυρίσω τον κόσμο ανάποδα εγώ θα την ανακαλύψω και θα την αναγκάσω

να με κοιτάξει στα μάτια και να μου πει όλη την αλήθεια. Δεν έπαψα στιγμή όλα αυτά τα χρόνια να τη σκέφτομαι κι εκείνη έρχεται μετά από

τόσο καιρό και σώζει τη ζωή μου. Ποιος της είπε όμως ότι εγώ θέλω να σωθώ; Τώρα περισσότερο από ποτέ, τώρα που ξέρω πως με πρόδωσε με τον χειρότερο τρόπο δεν με νοιάζει τι θα απογίνω, πρώτα όμως θα μάθω

το λόγο που το έκανε…

Page 145: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Πήρε πρώτα τηλέφωνο την εταιρεία courier και ρώτησε για τον αποστολέα του δέματος που του στάλθηκε όμως εκείνη δεν είχαν καθόλου στοιχεία, το μόνο που του είπαν ήταν πως πρέπει να ήταν μοντέλο με ξανθά μαλλιά.

Έπειτα σειρά είχε ο δικηγόρος που τους ανέγνωσε τη διαθήκη. Μπήκε φουριόζος στο γραφείο του την ώρα που είχε πελάτη και τον διέταξε να τον διώξει για να μιλήσουν. Ο δικηγόρος υποψιάστηκε ότι ο Μάνος μάλλον κατάλαβε κάτι και ήξερε πως έπρεπε να κάνει ότι του πει γιατί φαινόταν πως ήταν πλέον εκτός ελέγχου.

«Που είναι;»«Δεν καταλαβαίνω σε τι αναφέρεσαι» ο δικηγόρος έκανε τον

ανήξερο όμως ο Μάνος δεν τον πίστεψε. «Λέγε που είναι αλλιώς θα το κάψω το δικηγορικό σου γραφείο,

ΛΕΓΕ»«Πως το έμαθες ότι είναι ζωντανή»«Δεν θα μπορούσε να μου κρυφτεί για πολύ ακόμα, και τώρα πες

μου που είναι και γιατί το έκανε»«Για το που είναι δεν θα μπορέσω να σε βοηθήσω γιατί από τότε

που έφυγε δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής, ήθελε να κόψει κάθε γέφυρα με την παλιά της ζωή για να μην υποψιαστούν κάτι εκείνοι και θέσει σε κίνδυνο και τις ζωές τις δικές μας»

«Ποιοι εκείνοι, τι λες;.»«Πήγε να βρει τους δολοφόνους των γονιών της.» Ο Μάνος έφυγε από το γραφείο του ακόμα πιο θυμωμένος από

όταν πήγε, δεν μπορεί να άκουσε καλά. Πώς ήταν δυνατόν να πιστεύει ότι μπορεί να τα βάλει μαζί τους και μάλιστα ολομόναχη;

Σειρά είχε ο Χάρης, εκείνος σίγουρα θα ήξερε κάτι περισσότερο. Πήγε σπίτι το βράδυ χωρίς όμως τον τσαμπουκά που είχε στο δικηγόρο.

Ο Χάρης ήταν σπίτι του και έπαιζαν με το παιδάκι τους όταν έφτασε ο Μάνος. Ο Χάρης ξαφνιάστηκε που τον είδε και τον κάλεσε αμέσως μέσα. Η γυναίκα του τους ετοίμασε ένα ουζάκι και έπειτα πήρε

Page 146: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

το μωρό και πήγαν μέσα γιατί κατάλαβε από το ύφος του Μάνου ότι είχαν να συζητήσουν κάτι πολύ σοβαρό.

«Εσύ ξέρεις που μπορώ να τη βρω;»Ο Χάρης στραβοκατάπιε το ούζο και άρχισε να βήχει.«Πως το έμαθες;»«Την είδα»«Πότε; Δηλαδή είναι εδώ; Γύρισε; Τελείωσε αυτό που ήθελε να

κάνει;»« Δεν μιλήσαμε χάρη, την είδα από μακριά. Ήρθα σε σένα γιατί

θέλω να μου πεις τα πάντα. πρέπει να μάθω, καταλαβαίνεις; Και πρώτα από όλα που πήγε;»

«Θα στα πω, και γω δεν μπορώ πλέον να τα κρατάω μέσα μου. Δεν ξέρω σε ποιο μέρος είναι ξέρω όμως ότι έχει αλλάξει ταυτότητα και θα δούλευε στην εταιρεία που δούλευε κι ο πατέρας της λίγο πριν τον σκοτώσουν.»

«Τρελάθηκε; Γιατί το έκανε αυτό;»«Το ίδιο της ρώτησα κι εγώ και μου απάντησε ¨για να μην τρελαθώ

το κάνω¨. Μου είπε επίσης ότι κάποιος πρέπει να τους σταματήσει, γιατί έχουν σκοτώσει κι άλλα αθώα άτομα χωρίς να τιμωρηθούν»

«Και γιατί δεν μου είπε εμένα τίποτα; Θα το παλεύαμε μαζί.»«Γι’ αυτό ακριβώς. Επειδή δεν ήθελε να σε μπλέξει σε όλο αυτό.

Όλοι όσοι μπήκαν στη ζωή της έχουν πεθάνει, γι’ αυτό τόσα χρόνια δεν άφηνε κανέναν άλλον να την πλησιάσει. Φοβόταν. Με σένα ήταν δεμένη από μικρή γι’ αυτό προχώρησαν όλα τόσο γρήγορα. Όμως σε αγαπούσε πάρα πολύ για να σε βάλει σε τέτοιο κίνδυνο. Κι έτσι με όρκισε να μην σου πω τίποτα για να μην κινδυνέψεις όμως από ότι βλέπω στις ειδήσεις εσύ κινδυνεύεις πολύ περισσότερο από τότε που εκείνη έφυγε.»

«Νιώθω σαν να μην υπάρχει ζωή χωρίς εκείνη.»«ούτε και για εκείνη υπήρχε ζωή πριν από σένα και φαντάζομαι και

μετά από σένα. Την Αλκμήνη μπορεί να τη βλέπεις αρκετά κοινωνική αλλά στην πραγματικότητα ήταν πάντα πολύ μόνη της, δεν άφηνε

Page 147: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

κανέναν να την πλησιάσει. Ποτέ της δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον θάνατο των γονιών της και κατά βάθος πιστεύω ότι κατηγόρησε τον εαυτό της που έζησε εκείνη. Όταν πέθανε και η γιαγιά της είχε γεμίσει ενοχές γιατί δεν της συμπαραστάθηκε. Σκέψου ότι ένα μικρό κοριτσάκι που έχασε τους γονείς του μεγάλωνε με τύψεις γιατί δεν μπόρεσε να παρηγορήσει τη γιαγιά του που θρηνούσε. Ίσως γι’ αυτό δεν έκανε ποτέ καμιά προσπάθεια να ευτυχήσει, για να τιμωρήσει τον εαυτό της. Πίστευε πώς με το να τιμωρηθεί ο ένοχος θα πάψει να νιώθει ενοχές και τύψεις. Ξέρω ότι είσαι θυμωμένος και με το δίκιο σου όμως σκέψου κι αυτή. Και μην την σκεφτείς σαν την γυναίκα που ήσουν μαζί της τελευταία αλλά σαν ένα κοριτσάκι εγκλωβισμένο στις ενοχές και τους φόβους.»

« Σε ευχαριστώ πολύ που μου μίλησες. Πρέπει να φύγω όμως τώρα. Πρέπει να ψάξω να τη βρω.»

«Καλή τύχη φίλε.»

Ο Μάνος γύρισε πάλι σπίτι του για να κοιμηθεί. Ήξερε πως θα έκανε πολύ καιρό ξανά να απολαύσει τον ύπνο του. Σκεφτόταν όλα όσα του είπε ο Χάρης και προσπάθησε να τη δικαιολογήσει. Την έβλεπε πάντα χαμογελαστή δίπλα του και δεν μπορούσε να φανταστεί την φουρτούνα που κυμαινόταν μέσα της. Θυμήθηκε εκείνη τη φορά που την βρήκε ανήμπορη σπίτι της αφού είχε διαβάσει το γράμμα του πατέρα της και τρελαινόταν στην ιδέα ότι είχε καταρρεύσει κι άλλες φορές και εκείνος δεν ήταν εκεί να την ξαναπάρει στην αγκαλιά του.

Το επόμενο πρωί βρήκε στο τμήμα το διοικητή του και πιστό του φίλο και του τα εξήγησε όλα. Εκείνος δεν πίστευε στα αυτιά του. Ο Μάνος του είπε πως από δω και στο εξής θα ασχοληθεί μόνο με αυτή την υπόθεση, θα ξεσκεπάσει με την Αλκμήνη εκείνους, δεν θα την άφηνε μόνη σε όλο αυτό. είχε πάρει την απόφαση του. Θα την έβρισκε, θα βεβαιωνόταν ότι είναι καλά, θα τη βοηθούσε στο σχέδιο της να τους

Page 148: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

καταστρέψει και θα την πρόσεχε μην πάθει κάτι και στο τέλος θα τη σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια για όλα όσα τον έκανε να περάσει.

Μπήκε στα αρχεία την εταιρείας και έψαξε για τα άτομα που προσελήφθησαν τα τελευταία χρόνια. Βρήκε τα ονόματα κάποιων γυναικών και τις πέρασε στα αρχεία της αστυνομίας για να δει τις φωτογραφίες από τις ταυτότητες τους και τότε την είδε. Η πρώην Αλκμήνη Αναστασίου και η νην Αφροδίτη Μινάρδου. Στα στοιχεία την εταιρείας είδε τη διεύθυνση της και άρχισε να ετοιμάζει τις βαλίτσες του.

Την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησε για το χωριό που δήλωνε πως έμενε η Αλκμήνη. Όταν μετά από πολλές ώρες έφτασε αντίκρισε ένα πανέμορφο γραφικό χωριό, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από την πόλη και με υπέροχη θέα. Ο Μάνος χάρηκε πολύ που στο χωριό από ότι φάνηκε δεν τον αναγνώριζε κανείς για καλή του τύχη παρότι η μούρη του μοστράριζε σε περιοδικά και εφημερίδες τελευταία. Έκλεισε ένα δωμάτιο στο μοναδικό ξενοδοχείο του χωριού και ρώτησε την ιδιοκτήτρια αν ήξερε που έμενε η Αφροδίτη Μινάρδου. Η οικοδέσποινα του έδειξε ακριβώς την τοποθεσία και εκείνος πήγε εκεί σε λίγα λεπτά. Του έκανε μεγάλη εντύπωση το σπίτι της και πως δεν φοβάται να μένει ολομόναχη εκεί πέρα. Έριξε μια πολύ προσεκτική ματιά στο χώρο και στο εξωτερικό του σπιτιού λίγο πριν μπει επιχειρήσει να μπει μέσα. Το σπίτι είχε παντού παγίδες και μικροσκοπικές κάμερες. Κοίταξε το συναγερμό και προσπάθησε να τον απενεργοποιήσει. Πατώντας κάποιους χαρακτήρες κατάλαβε πως ο κωδικός ήταν ένας οχταψήφιος αριθμός και έβαλε την πραγματική ημερομηνία γέννησης όμως του βγήκε λάθος, μετά του πέρασε από το μυαλό η υποψία ότι ίσως να μην τον έχει ξεγράψει τελείως από τη μνήμη της και πάτησε τη δική του ημερομηνία γέννησης και ο συναγερμός απενεργοποιήθηκε. Έριξε μια ματιά στις κλειδαριές και κατάλαβε πως θα ήταν αδύνατο να τις διαρρήξει γι αυτό στράφηκε σε άλλες πιθανές εισόδους. Όλα τα

Page 149: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

παράθυρα ήταν ασφαλείας εκτός από ένα μικρό στην αποθήκη που φαινόταν να το είχαν αντικαταστήσει . το παραβίασε και μπήκε στο σπίτι κλείνοντας πάλι πίσω του το παραθυράκι και ενεργοποιώντας ξανά το συναγερμό για να μην καταλάβει τίποτα η Αλκμήνη. Ήξερε πως δεν έχει πολύ ώρα στη διάθεση του μέχρι να γυρίσει από τη δουλειά της σύμφωνα με την ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου γι αυτό ‘άρχισε να εξερευνά όλο το σπίτι. Άρχισε από την αποθήκη που ήταν και το πρώτο δωμάτιο στο οποίο μπήκε, ήταν μικρή και είχε μόνο εργαλεία για την αυλή και τον κήπο. Στον τοίχο είχε μια μεγάλη ζωγραφιά από το πατρικό της σπίτι και μια οικογένεια με τους γονείς και τη μια κόρη, τη δική της οικογένεια. Το επόμενο δωμάτιο ήταν το μπάνιο όπου είχε κρεμασμένα διάφορα κοχύλια και πέτρες από τις εξερευνήσεις της μαζί του, σειρά είχε η κρεβατοκάμαρα όπου έμεινε άναυδος. Είχε κρεμασμένες τρεις ζωγραφιές του στους τρεις τοίχους τους σπιτιού της και απέναντι από το κρεβάτι της σε σημείο που να μπορεί να το βλέπει κάθε φόρα πριν πέσει για ύπνο ήταν η σπηλιά που έκαναν για πρώτη φορά έρωτα, δίπλα στο κρεβάτι και στην τουαλέτα της είχε κάποια από τα δώρα που της χάρισε εκείνος. Σειρά είχε η σαλοτραπεζαρία όπου είδε πάλι δυο ζωγραφιές του και μια ακόμα ζωγραφιά με τους καταρράκτες της Έδεσσας και δυο μικρά παιδιά που έβαζε στοίχημα ότι ήταν τα ανίψια του.

Ζούσε σε ένα σπίτι που ήθελε να τον έχει δίπλα της. Άκουσε το θόρυβο αυτοκινήτου και κρύφτηκε σε κάποιο άλλο

δωμάτιο για να μην τον δει.Εκείνη μπήκε στο σπίτι ανήξερη, έβγαλε τα παπούτσια της και πήγε

στη ζωγραφιά του που είχε στον τοίχο και τη χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της όπως κάθε μέρα. Εκείνος όταν είδε τι έκανε κάτι έσπασε μέσα του, να’ ταν ο θυμός του; Άγγιζε τη ζωγραφιά του σαν να άγγιζε το πρόσωπό του, τρυφερά όπως πάντα.

«Γεια σου Αλκμήνη»Εκείνη δε γύρισε να κοιτάξει, θα αναγνώριζε αυτή τη φωνή από

όσο μακριά κι αν ερχόταν. έμεινε εκεί να κοιτάζει τον πίνακα ανήμπορη

Page 150: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

να δώσει εντολή στο σώμα της να γυρίσει και να τον κοιτάξει. Τότε εκείνος πλησίασε κι άλλο και η Αλκμήνη μπορούσε να διακρίνει τη μυρωδιά του κορμιού ανάμεσα στη μυρωδιά του τσιγάρου και του ποτού που είχε μπερδευτεί. Γύρισε με δειλές κινήσεις και τον είδε, αυτή τη φορά από κοντά, λουσμένο με το φως του ήλιου που έπεφτε πάνω του από το τζάμι. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει και τα είδε δεμένα πίσω με λαστιχάκι, ήταν αξύριστος όμως οι γωνίες το προσώπου του διαγράφονταν καθαρά. Τα μάτια του που της άναβαν φωτιές κάθε φορά που τα έβλεπε την κοιτούσαν και την καθήλωναν . το σώμα του πιο όμορφο από ποτέ κρυμμένο σε ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο τζιν σκούρο που το αναδείκνυε ακόμα περισσότερο. Στεκόταν στον τοίχο με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι του. Φαινόταν ότι το κρατούσε πολύ δυνατά γιατί οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τον αυτό του. Κοιτούσε το ποτό του και ένας μυς τρεμόπαιξε στο μάγουλό του.

«Ειλικρινά δεν ξέρω τι να κάνω αυτή τη στιγμή να σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια ή με τα φιλιά μου;»

Εκείνη άρχισε να κλαίει.«Και εγώ έκλαιγα όταν μου είπαν ότι πέθανες. Πως μπόρεσες να

μου το κάνεις αυτό μου λες; Ήσουν τα πάντα για μένα και εσύ μας διέγραψες.»

Η Αλκμήνη συνέχισε να κλαίει πιο δυνατά τώρα και μια λέξη «συγνώμη» βγήκε πνιχτή από τα αναφιλητά της.

Την τράνταζε από τους ώμους της, και της φώναζε «Κοίτα με καλά, βλέπεις πως κατάντησα για πάρτη σου; Εκείνη τ

νύχτα δεν σκότωσες μόνο εσένα, σκότωσες κι εμένα»Ακούμπησε ικετευτικά τα δάχτυλα της στα χείλη του για να

σταματήσει όμως εκείνος συνέχισε.«Ζωντανός νεκρός τριγυρνούσα όσο εσύ γύρευες την εκδίκησή

σου, εμένα εκδικήθηκες, εμένα τελείωσες.»

Page 151: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Η Αλκμήνη άρχισε να κλαίει ακόμα πιο δυνατά πέφτοντας ανήμπορη στο πάτωμα και ο Μάνος έσφιξε τις γροθιές του ανήμπορος πλέον να συγκρατήσει τα αισθήματά του.

«Σταμάτα να κλαις. Δεν γουστάρω να σε βλέπω να κλαις, γαμώτο.»Έκλεισε το πρόσωπό της με τις μεγάλες του παλάμες κι έμεινε εκεί

να κοιτάζει τα δακρυσμένα κόκκινα ματάκια της ώσπου άρχισε να τη φιλάει, απελπισμένα, σαν να προσπαθούσε να γεμίσει όλο το χαμένο χρόνο χώρια της. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήγε στην κρεβατοκάμαρά της…

Το ξημέρωμα τους βρήκε αγκαλιασμένους και η Αλκμήνη του μίλησε για πρώτη φορά από τότε που τον αντίκρισε.

«Μου λειψες, Θεέ μου πόσο μου λειψες.»«Και μένα αγάπη μου.»Σηκώθηκε από δίπλα του, σκεπασμένη με το σεντόνι.«Θυμάσαι όταν μας βρήκε ο πατέρας σου μετά το κακό; Στο

πρόσωπο μου έτρεχε μια σταγόνα από το αίμα της μητέρας μου. Είναι κάποιες φορές που ακόμα και τώρα νιώθω αυτή τη σταγόνα να κυλάει στο μέτωπό μου.»

Σηκώθηκε και την αγκαλιά σε από πίσω κοιτώντας και οι δύο τον ήλιο που ανέτειλε πίσω από τα δέντρα.

«Τα πάντα θυμάμαι. Πριν μπεις στη ζωή μου έψαχνα κι εγώ κάποια στοιχεία για να βρω έναν τρόπο να τους χώσω μέσα, όσο πιο πολύ όμως έψαχνα τόσο πιο πού καταλάβαινα πόσο επικίνδυνοι είναι.»

«Ξέρω ότι έψαχνες.»Τη γύρισε προς το μέρος του να την κοιτάζει.«Μια μέρα που ήμουν άρρωστη κι έμεινα σπίτι σου άρχισα να

τακτοποιώ κάποια έγγραφα στη βιβλιοθήκη σου. Εκεί βρήκα ένα φάκελο με όσα είχες ερευνήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Πήγα και στη γυναίκα του δημοσιογράφου, που σκότωσαν και το είχαν κάνει να φανεί σαν αυτοκτονία, και με άφησε να μπω στο γραφείο του και να ψάξω. Αυτά

Page 152: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

που βρήκα με έκαναν να πειστώ ότι έπρεπε πια κάποιος να τους τιμωρήσει.»

«Τελικά είχα δίκιο που σου είπα ότι φαίνεσαι διαφορετική την τελευταία φορά που κάναμε έρωτα πριν φύγεις. Ήξερες ότι θα ήταν η τελευταία μας φορά. Με φιλούσες με τόσο πάθος που ξεπερνούσε τα όρια του θνητού, και μετά ήρθε η Νέμεσις…»

«Απ’ ότι φαίνεται όμως έκανα λάθος.»Τον φίλησε στον ώμο του κι εκείνος τη ρώτησε:«Γιατί δε με άφησες να σε βοηθήσω; Θα έκανα οτιδήποτε

χρειαζόταν και το ξέρεις.«Γι’ αυτό δεν σου είπα τίποτα. Όλοι όσοι μπλέχτηκαν σε αυτήν την

ιστορία βρέθηκαν νεκροί. Τι θα γινόμουν εγώ αν εσύ πάθαινες κάτι; Δεν υπάρχει ζωή χωρίς εσένα δεν το βλέπεις;»

«Αυτό δεν το σκέφτηκες όταν σχεδίαζες το δικό σου θάνατο, δεν σκέφτηκες πως το ίδιο μπορεί να ισχύει και για μένα;»

«Εσύ καρδούλα μου ζούσες μια χαρά και πριν εμένα. Εγώ ακόμα και πριν ξαναβρεθούμε ζούσα με τις αναμνήσεις σου δίπλα στο κρεβάτι μου, κρυμμένες στο ντουλαπάκι μου.»

«Και τώρα γέμισες όλο το καινούριο σου σπίτι με τη μορφή μου και τις αγαπημένες μας στιγμές κρεμασμένες στους τοίχους σου.»

Το ξυπνητήρι δίπλα στο κρεβάτι χτύπησε όπως κάθε πρωί για να την ξυπνήσει για τη δουλειά. Του είπε πως πρέπει να φύγει όμως εκείνος δεν την άφηνε να φύγει από την αγκαλιά του. Της έδωσε το τηλέφωνο και της είπε να δηλώσει πως είναι άρρωστη και δεν θα μπορέσει να πάει στη δουλειά για δυο μέρες.

«Σε θέλω αποκλειστικά δική μου. Μου το χρωστάς μετά από τόσα που πέρασα εξ’ αιτίας σου.»

Page 153: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Έμειναν σπίτι όλη τη μέρα μη μπορώντας να χορτάσουν ο ένας τον άλλον, προσπαθούσαν να πάρουν πίσω το χρόνο που έφυγε τόσο άδικα. Τον απόγευμα του έκανε ξενάγηση στην περιοχή της.

«Το αμάξι σου που το έβαλες;»«Στο πίσω μέρος του δάσους. Δεν ήθελα να το δεις πριν δεις

εμένα.»«Καλύτερα να το βάλεις στο γκαράζ. Δεν θέλω κανένας να μάθει

ότι είσαι εδώ.»«Μπορεί να το έχουν ήδη δει»«Δεν υπάρχει περίπτωση. Ήμασταν σπίτι συνέχεια. Αν κάποιος

έμπαινε στην περιοχή μου τα λέιζερ θα με ειδοποιούσαν.»«Λέιζερ;» τη ρώτησε κοιτάζοντας τη παραξενεμένος.»Έχω τοποθετήσει αισθητήρες λέιζερ σε όλη τη γύρω περιοχή, ώστε

αν έρθει κάποιος να τον καταλάβω, επίσης έχω βάλει κάμερες σε πολλούς εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους και διάφορες παγίδες στο δάσος αλλά και γύρω από το σπίτι. Έχω κρύψει όπλα σε διάφορα μέρη για να είμαι καλυμμένη και έκανα διάφορες κρυψώνες σε περίπτωση που χρειαστούν.

«Μάλιστα, δηλαδή έχεις δημιουργήσει ένα οχυρό.» δήλωσε απογοητευμένος.

«Δεν σε καταλαβαίνω. Νόμιζα ότι θα επιδοκίμαζες τον τρόπο που λειτούργησα.»

«Να επιδοκιμάσω έναν τρόπο ζωής που ζεις σαν φυλακισμένη;»«Κοίτα, δεν περιμένω να καταλάβεις. Εξ’ άλλου αυτός είναι ο

τρόπος ζωής που διάλεξα για μένα, εσύ έχεις τη ζωή σου πίσω στην Αθήνα με τις κατακτήσεις σου»

«Η ζωή μου είναι εκεί που είσαι κι εσύ. Κι όσο για τις κατακτήσεις που λες μη μου κάνεις σκηνές ζήλειας γιατί ξέρεις καλά πως δεν μου αρέσουν αυτά. Αν νομίζεις ότι θα σε αφήσω να το περάσεις ξανά όλο αυτό μόνη είσαι πολύ γελασμένη.»

«Τι εννοείς;»

Page 154: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Κρατάω τις υποσχέσεις μου όσο παλιές κι αν είναι. Θα σε βρίσκω όπου και να πας και δεν θα αφήσω κανέναν να σου κάνει κακό. το κατάλαβες;»

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και τα μάτια της υγράνθηκαν. Νύχτες ατέλειωτες ευχόταν να έρθει και να της πει αυτά τα λόγια, νύχτες που προσπαθούσε να κοιμηθεί κουλουριασμένη στο κρεβάτι της γεμάτη φόβο. Φαινόταν νευριασμένος και συνάμα τόσο τρυφερός. Πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση της .

Το επόμενο πρωινό τους ξύπνησε ο συναγερμός της. Τινάχτηκε απότομα από το κρεβάτι της ξυπνώντας και το Μάνο. Πήγε κατ’ ευθείαν στην αίθουσα με τις κάμερες για να δει ποιος είναι και έμεινε έκπληκτη βλέποντας το αμάξι του αφεντικού της. Μέχρι τώρα ότι σχέση είχε με την εταιρία ήταν μέσω του αποστόλου, του διευθυντή προσωπικού, δεν είχε δει ποτέ το αφεντικό της. Είπε στο Μάνο να μείνει στο δωμάτιο αυτό όπου κανένας δεν θα τον έβλεπε, πήγε στα υπόλοιπα δωμάτια και εξαφάνισε κάθε ίχνος του Μάνου, έβαλε έναν επίδεσμο στο χέρι της για να δικαιολογήσει την ανικανότητά της να πάει στη δουλειά λόγω εξάρθρωσης του καρπού της και κάθισε ήσυχη στον καναπέ της για να μην φαίνεται λαχανιασμένη.

Τους είδε από το παράθυρο δίπλα στον καναπέ να κατεβαίνουν από τα αμάξια τους. Ήταν τρία αμάξια και συνολικά έξι άτομα, το αφεντικό της, ο αποστόλου δυο προσωπικοί σωματοφύλακες του αφεντικού της και δύο ακόμα φύλακες που δούλευαν για την εταιρεία. Οι δύο φύλακες έμειναν δίπλα στα αμάξια και οι υπόλοιποι προχώρησαν προς το σπίτι της. Ένιωσε κολακευμένη που ήρθε με τόση προστασία, μάλλον τη θεωρούσε άξια για απειλή του. Χτύπησαν το κουδούνι και η Αλκμήνη άνοιξε με την ησυχία της, χωρίς να δείχνει ότι βιάζεται και έκανε την έκπληκτη όταν άνοιξε την πόρτα.

«Καλημέρα σας δεσποινίς Μινάρδου. Ονομάζομαι Ερρίκος Κάλπος και είμαι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας που δουλεύετε.»

Page 155: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Την έτεινε το χέρι του και η Αλκμήνη έκανε μια γερή χειραψία διώχνοντας από το μυαλό της την επιθυμία να κάνει κομμάτια το χέρι του.

«Ξέρω ποιος είστε κύριε Κόλπο και ομολογώ πως δεν περίμενα να σας δω πότε σπίτι μου.»

«Έχω ακούσει τα καλύτερα για σας και ήρθα να σας εκφράσω αυτοπροσώπως τις ευχές μου για περαστικά. Ελπίζω να μην ενοχλώ.»

«Και βέβαια δεν ενοχλείται αλλά δεν ήταν ανάγκη να μπείτε στον κόπο. Είχα πει στην εταιρεία πως σε κανα δυο μέρες θα είμαι μια χαρά και θα ξαναγυρίσω στα καθήκοντα μου. απλά έχω ένα μικρό πρόβλημα με τον καρπό μου και εξαρθρώνεται σπάνια βέβαια άλλα κάθε φορά πονάει.»

«Αν θέλετε θα μπορούσε η εταιρεία να σας συστήσει σε πολύ καλούς γιατρούς.»

«Σας ευχαριστώ άλλα έχω ήδη εξεταστεί από πολύ καλούς καθηγητές αλλά δεν γίνεται τίποτα. Εκτιμώ πολύ πάντως το ενδιαφέρων σας.»

«Προσέχουμε τα άτομα που δουλεύουν για μας δεσποινίς Μινάρδου, δεν χρειάζεται να με ευχαριστείτε.»

Όση ώρα της μιλούσε κοιτούσε εξεταστικά το χώρο γύρω του και της ζήτησε να του δείξει και το υπόλοιπο σπίτι. Ο Αποστόλου κινιόταν πίσω τους και η Αλκμήνη δεν μπορούσε να δει τι μικροκάμερα στα χέρια του ο Μάνος όμως, που τους παρατηρούσε όλη την ώρα από την κάτω αίθουσα μέσω των καμερών που είχε σε όλο το σπίτι της, την είδε.

«Ομολογώ πως ανησυχήσαμε πολύ για σας. Μετά από δύο χρόνια περίπου που δουλεύατε μαζί μας χωρίς να πάρετε ούτε μία μέρα άδειας ή ασθένειας, πήρατε πριν λίγο καιρό όλες τις μέρες μαζεμένες. Ελπίζω να είναι όλα καλά στη ζωή σας.»

«Όλα είναι μια χαρά. Απλά είχα ανάγκη από διακοπές. Όπως θα παρατηρήσατε εργαζόμουν πολύ σκληρά όλο αυτό το διάστημα και η αλήθεια είναι ότι εξαντλήθηκα.»

Page 156: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ο Κάλπος συνέχισε να εξετάζει τα δωμάτια και την περιέργεια του κίνησαν οι ζωγραφιές του Μάνου.

«Επιτρέπεται να ρωτήσω ποιος είναι αυτός στις ζωγραφιές;»«Κάποιος που θα γινόταν άντρας μου.»Ο Μάνος ανακάθισε στην καρέκλα του και τώρα άκουγε ακόμα πιο

προσεχτικά.«Και μπορώ να ρωτήσω τι έγινε;»«Χωρίσαμε από λάθος μου»«Απ’ ότι βλέπω όμως δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εκείνον.»«Όχι, δεν μπορώ» είπε με μια σιγανή φωνή κοιτώντας κρυφά την

κάμερα ξέροντας ότι ο Μάνος την κοιτάζει. Εκείνος δάγκωσε τα χείλη του και άναψε έναν τσιγάρο για να διώξει την αμηχανία του. Σκεφτόταν πως όλο αυτό θα πρέπει να τελείωνε γρήγορα, δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο.

Όταν γύρισαν πίσω στο σαλόνι της, της πρότειναν να τους βάλει λίγο ποτό και κάθισαν οι τρεις τους στους καναπέδες, με τον Αποστόλου να κοιτάζει τους πίνακες της και την Αλκμήνη και τον Κάλπο να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον εξεταστικά. Οι σωματοφύλακες του περίμεναν στην εξώπορτα. Πρώτος έσπασε τη σιωπή ο αποστόλου.

«Εσύ να ζωγράφισες όλα αυτά;»«Ναι, μου αρέσει η ζωγραφική.»«Οι άνθρωποι και τα μέρη στις φωτογραφίες;»«Είναι όλα φανταστικά»Γύρισε στο αφεντικό της με ένα βλέμμα υπεροψίας και τα λόγια της

τον έκαναν να θορυβηθεί για λίγο.«Μπορείτε να μου μιλήσετε ανοιχτά κύριε Κάλπο. Φαντάζομαι πως

δεν ήρθατε μόνο να μου πείτε περαστικά.»«Βλέπω είναι αλήθεια όσα μου είπαν για σας, δεν χαραμίζεται το

χρόνο σας.»Ήπιε ακόμη μια γουλιά από το ποτό του και συνέχισε.

Page 157: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Κυρία Μινάρδου πολλές φορές εξετάζουμε το παρελθόν όλων όσων δουλεύουν για μας και μας έκανε εντύπωση ότι το όνομα σας δεν αναφέρεται καθόλου παλιότερα, λες και η ζωή σας άρχισε λίγο καιρό πριν να εργαστείτε σε μας. Όπως ας πούμε ότι το δίπλωμα οδήγησης σας το πήρατε λίγο πριν δουλέψετε για μας ενώ οδηγούσατε άψογα, όπως το ότι πήρατε άδεια για να δουλέψετε ως σωματοφύλακας ενώ στο βιογραφικό σας γράφει ότι δουλέψατε και αλλού. Αλλά δεν φαίνεται πουθενά από ποιο λύκειο αποφοιτήσατε, ποιο γυμνάσιο, δεν αναφέρεται πουθενά ότι νοικιάζατε κάποιο σπίτι ή αν ήταν στο όνομα σας κάποιος λογαριασμός πριν μετακομίσετε εδώ.»

Η Αλκμήνη συνειδητοποίησε πως την κατάλαβαν και πως ήρθαν εδώ με σκοπό να τη σκοτώσουν αφού πάρουν τις απαντήσεις τους αλλά προσπάθησε να μη δείξει την ταραχή της. Ο Μάνος όμως δεν ανησυχούσε μήπως δει κάποιος την ταραχή του και προσπαθούσε να βρει τρόπο να μην την σκοτώσουν. Κοίταξε από τις εξωτερικές κάμερες τους φρουρούς που περιπολούσαν και πήρε ένα όπλο που βρήκε στην αίθουσα με αναισθητικά βέλη και ανέβηκε πολύ προσεχτικά από μια καταπακτή στο πίσω μέρος του σπιτιού. Σημάδεψε προσεχτικά και τους αναισθητοποίησε χωρίς να προλάβουν να τον δουν. Ξαναμπήκε στην καταπακτή και βρέθηκε στο δωμάτιο με τις κάμερες και είδε ότι έμειναν μόνο οι δύο σωματοφύλακες, ο ένας στην μπροστινή πόρτα κι ένας στην πίσω πόρτα. Ανέβηκε τα εσωτερικά σκαλιά και βρέθηκε πίσω από τον πρώτο σωματοφύλακα που κοιτούσε ανήσυχος προς τα έξω. Αναισθητοποίησε πρώτα εκείνον και μετά τον επόμενο. Στη συνέχεια πλησίασε το δωμάτιο που κάθονταν η Αλκμήνη, ο Κάλπος και ο Αποστόλου. Έβαλε ένα καθρεφτάκι στην κάτω γωνία ενός τοίχου για αν τους βλέπει και τους άκουγε προσεχτικά.

Η Αλκμήνη ήξερε πως τώρα ήρθε η ώρα να παίξει το τελευταίο της χαρτί αλλιώς δεν θα έβγαινε ποτέ ζωντανή από εκεί και υπήρχε κίνδυνος να ξεσκεπαστεί και ο Μάνος. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε λόγος να το καθυστερεί άλλο.

Page 158: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«Είναι λογικό Κάλπο να ψάξεις και για μένα και απορώ πως δεν έψαξες το παρελθόν μου καλύτερα από την αρχή.»

Ο Αποστόλου και ο Κάλπος έμειναν άναυδοι από την αλλαγή της στάσης της. Σαν να μεταμορφώθηκε εκείνη τη στιγμή από την απλή υπάλληλο στο αφεντικό εκεί μέσα. Ο Αποστόλου έκανε μια κίνηση να βγάλει το όπλο του αλλά η Αλκμήνη τον σταμάτησε με ένα μαχαίρι που είχε κρυμμένο μέσα στις γάζες του χεριού της και του το πέταξε στο μανίκι του.

«Μην τολμήσεις να ξανακάνεις καμία κίνηση γιατί το επόμενο μαχαίρι θα βρει την καρδιά σου.»

Ο Αποστόλου κοίταξε τους σωματοφύλακες εκνευρισμένος που έμεναν αμέτοχοι σε όλο αυτό και τότε είδε το Μάνο να τον κοιτάζει με ένα περιπαιχτικό χαμόγελο και τους σωματοφύλακες του αναίσθητους στο πάτωμα. Η Αλκμήνη που τον είδε κατάλαβε πως τα είχε όλα υπό έλεγχο ο άντρας της και ένιωσε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.

«Οι σωματοφύλακες σου θα πάρουν έναν υπνάκο να ξεκουραστούν όση ώρα εμείς θα μιλάμε. Και καλύτερα να συστηθούμε από την αρχή. Λέγομαι Αλκμήνη Αναστασίου και πριν πολλά χρόνια σκοτώσατε τους γονείς μου. Ο πατέρας μου θα ήταν μάρτυρας στην υπόθεση δολοφονίας του δημάρχου της περιοχής μας που φυσικά δολοφονήσατε εσείς.»

Έμειναν έκπληκτη από την ανακοίνωση της. Και οι δύο θυμόντουσαν τον πατέρα της και είχαν ακούσει τότε πως η μικρή κόρη του με το γείτονα της τα είχαν δει όλα αλλά ποτέ δεν φαντάστηκαν πως η μικρή εκείνη κοπέλα θα γινόταν μια μέρα απειλή για κείνους.

«Έχω αδιάσειστα στοιχεία για πολλά από τα εγκλήματα που έχετε διαπράξει και όλα αυτά θα σταλθούν στον εισαγγελέα μόλις βγω από εδώ. Μην υπολογίζετε στους φρουρούς σας έξω , βρίσκονται λιπόθυμοι όπως θα είστε και σεις σε λίγο.»

Ο Αποστόλου και ο Κάλπος κοιτάχτηκαν και προσπάθησαν να συνεννοηθούν με τη ματιά τους και να βγάλουν ο αποστόλου το άλλο κρυμμένο όπλο που χε στο πόδι και ο Κάλπος το όπλο στη μέση του

Page 159: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

όμως η Αλκμήνη τους ακινητοποίησε ξανά με τις λεπίδες που είχε κρυμμένες στα μανίκια της. Αυτή της φορά αιμορραγούσαν από τα σημεία που τους είχε πετύχει όμως ήταν τόσο έξαλλοι μαζί της που δεν τους ένοιαζε. Την απειλούσαν ότι θα τη σκότωναν και αυτήν και τον φίλο της όμως εκείνη πήρε ένα όπλο που χε κρυμμένο πίσω από τον πίνακα και τους διέταξε να το βουλώσουν.

«Τώρα εγώ κάνω κουμάντο εσάς. Θα μπορούσα άνετα να σας σκοτώσω αυτή τη στιγμή και πιστέψτε με το θέλω τόσο που μετά βίας συγκρατώ τον εαυτό μου αλλά εγώ δεν είμαι δολοφόνος όπως εσείς. Θα φροντίσω όμως να τιμωρηθείτε με τον χειρότερο τρόπο αφού δικαστείτε. Και φυσικά μην περιμένετε να τριγυρίζετε ανενόχλητοι μέχρι να δικαστείτε γιατί με τα στοιχεία που έχω θα προφυλακιστείτε και η δίκη θα γίνει πολύ πιο σύντομα από όσο πιστεύετε γιατί ο αδερφός ενός θύματος σας είναι ανώτερος δικαστικός. Θα σας καταστρέψω όπως καταστρέψατε και σεις εμένα και τις ζωές πολλών ακόμα ανθρώπων. Δεν πάρετε τις ζωές μόνο αυτών που σκοτώσατε αλλά και όλων όσων τους αγαπούσαν, όλους όσους ήταν ερωτευμένοι. Μου στερήσατε τη ζωή μου και γι’ αυτό θα πληρώσετε δυστυχώς όμως όχι όσο θα έπρεπε.»

Τους έριξε τα αναισθητικά βέλη και είδε τον Μάνο να της κοιτάζει σιωπηλά και ύστερα να την παίρνει στην αγκαλιά του.

«Καλύτερα να βιαστούμε για να πάρουμε όσα περισσότερα πράγματα σου μπορούμε. Δεν θα γυρίσεις εδώ πέρα μέχρι να γίνει η δίκη.»

Μάζεψαν σε δύο ώρες όσα περισσότερα μπορούσαν και χωρούσαν στα δύο αμάξια τους και έφυγαν μακριά. Στο δρόμο η Αλκμήνη ένιωθε μία παράξενη χαρά, όχι λύπη που θυμήθηκε όλα αυτά αλλά ούτε και φόβο που θα έψαχναν να τη σκοτώσουν. Έτρεχαν και οι δύο πολύ σε έναν δρόμο που δεν ήξεραν την κατεύθυνση. Μετά από μία ώρα περίπου της έκανε σήμα να σταματήσει στην καφετέρια λίγα μέτρα πιο πέρα.

Page 160: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Απολαμβάνοντας τον καφέ τους σκέφτονταν ένα μέρος να μείνουν που θα είναι ασφαλείς μέχρι να γίνει η δίκη.

«Θέλω να πάω στη Μάνη» είπε αποφασιστικά η Αλκμήνη και εκείνος συμφώνησε. Δεν τον ένοιαζε που θα είναι, ήθελε μόνο να είναι μαζί της.

«και γιατί παρακαλώ στη Μάνη;»«γιατί είναι το μοναδικός μέρος που έμεινε ανέπαφο από κάθε

κακό» «Τι θα γίνει με τα στοιχεία;» τον ρώτησε προβληματισμένη.«Θα περάσουμε έξω από την Αθήνα και θα συναντηθώ με τον

Σταύρο για να του τα δώσω. Εγώ δεν μπορώ να πάω στο τμήμα γιατί μάλλον θα έχουν βρει ποιος είμαι αλλά ούτε και στα σπίτια μας μπορούμε να πάμε.»

«Και τι προτείνεις να κάνουμε» τον γνώρισε ναζιάρικα η Αλκμήνη που δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά της.

«Ο Σταύρος έχει ένα δεύτερο αμάξι. Θα του ζητήσω να μου το δανείσει γιατί αν φανούν πουθενά οι δικές μου πινακίδες θα καταλάβουν σε ποιο μέρος είμαστε. Να νοικιάσουμε αμάξι ή δωμάτιο δεν μπορούμε γιατί θα μας ζητήσουν ταυτότητες, οπότε θα κατασκηνώσουμε!»

Η Αλκμήνη εκσφενδονίστηκε στην αγκαλιά του από τη χαρά της.«Δεν έχω ξανακάνει camping. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο

χαρούμενη είμαι.»Τη φίλησε στη μυτούλα της που είχε γίνει κατακόκκινη και της

θύμισε πως πρέπει να πηγαίνουν.Συναντήθηκε με το Σταύρο ο οποίος πήρε όλα τα αποδεικτικά

στοιχεία και του υποσχέθηκε πως θα αναλάβει προσωπικά όλες τις διαδικασίες. Τους έδωσε το δεύτερο αυτοκίνητό του και τους ευχήθηκε καλή τύχη.

Φόρτωσαν τα απαραίτητα στο αμάξι και έφυγαν αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα να τα τακτοποιήσει ο Σταύρος. Η Αλκμήνη έβλεπε το χάρτη και ο Μάνος οδηγούσε χωρίς να νοιάζονται ότι αυτή της στιγμή κάποιοι

Page 161: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

κυνήγαγαν να τους σκοτώσουν. Ήταν απλά χαρούμενοι που Αλκμήνη έκανε ότι μπορούσε για να τους ξεσκεπάσει και μπόρεσαν να διαφύγουν.

«Τι λες να πάμε παραλιακά οδηγέ;»«Ότι πει η ξεναγός μας!»

Page 162: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Μάνος

Για πρώτη φορά τη βλέπω να χαμογελάει ελεύθερα. Έχω αναλάβει πολλές υποθέσεις στη ζωή μου και ξέρω πως αυτή η υπόθεση δεν θα έχει την έκβαση που περιμένει αλλά τουλάχιστον τώρα απαλλάχτηκε από την ενοχές της γιατί ξέρει ότι έκανε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να τιμωρηθούν. Έβλεπα τον ενθουσιασμό στα μάτια της και ήταν σαν να έβλεπα τα ανιψάκια μου. Σαν να ήθελε να ζήσει τα παιδικά και εφηβικά χρόνια που δεν έζησε όπως όλα τα παιδιά…

Page 163: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ξεκίνησαν από τον ισθμό της Κορίνθου. Επισκεφθήκανε το ναό του Απόλλωνα στην αρχαία Κόρινθο, κάθισαν στις μεγάλες πέτρες του ωδείου, περπατήσανε στα πέτρινα μονοπάτια του κάστρου στην Ακροκόρινθο, είδανε το ηλιοβασίλεμα στο φάρο του Ηραίου και το βράδυ κατασκηνώσανε δίπλα στη λίμνη του Δοξά. Τριγύρω τους ήταν πανύψηλα δέντρα και τα βουνά από πίσω τους έκαναν να νιώθουνε αποκλεισμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Στήσανε τη σκηνή τους και αφήσανε τον ουρανό της σκηνής ανοιχτό προστατευμένοι από σήτα της σκηνής και κοιμηθήκανε βλέποντας τα άστρα. Έτσι αποφασίσανε να κοιμούνται κάθε βράδυ για το υπόλοιπο της εκδρομής τους. Ο καιρός ήταν ζεστός όμως την ψυχρούλα του ξημερώματος τη έδιωχναν με τη ζεστασιά των κορμιών μας.

Το επόμενο πρωινό πήγανε στην Πύλη της Ελλάδας προς τη Δύση, την Πάτρα, σε μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας. Πήγαν στο κάστρο της περιοχής και είδανε το στοιχειό της πόλης όπως ονομάζεται η Πατρινέλα, ένα άγαλμα γυναίκας με κεφάλι ανδρός. Η παράδοση λέει ότι ήταν γυναίκα μεταμορφωμένη σε άντρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και φυλάει την πόλη από επιδημίες αλλά και κλαίει τις νύχτες, όταν πεθαίνει κάποιος γνωστός Πατρινός. Επισκέφτηκαν το δημοτικό θέατρο Απόλλων όπου είναι ένα υπέροχο αρχιτεκτονικό δημιούργημα, τους δύο ναούς του αγίου Ανδρέα που θεωρείται πολιούχος της Πάτρας και το Achaia Claus που είναι ένα πασίγνωστο οινοποιείο. Το απόγευμα περπάτησαν στο Δασύλιο όπου από εκεί η θέα είναι απίστευτη και ειδικά την ώρα του ηλιοβασιλέματος μαζεύεται εκεί περισσότερος κόσμος για να παρασυρθεί στη μαγεία των αποχρώσεων του κόκκινου χρώματος του ηλιοβασιλέματος στον Πατραικό.

Το βράδυ το περάσανε σε ένα ξενοδοχείο απέναντι από το φάρο που φώτιζε με υπέροχα χρώματα τον ουρανό την νύχτα αφού πρώτα φάγανε σε ένα πολύ όμορφο εστιατόριο με θέα τη γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου.

Page 164: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Το πρωί ο Μάνος την τραβούσε με το ζόρι να πάνε σε ένα κομμωτήριο και σε καταστήματα ρούχων για να αλλάξει την εμφάνισή της.

«μα όλοι οι άντρες θα με προτιμούσαν όπως είμαι τώρα. Ξανθιά, αδύνατη ντυμένη με ρούχα που αφήνουν ακάλυπτα τα κατάλληλα σημεία του σώματος μου»

«δεν με ενδιαφέρει τι θέλουν οι άλλοι άντρες, εγώ θέλω να ξαναγίνεις η γυναίκα που αγαπούσα τότε. Θα βάψουμε τα μαλλιά σου στην φυσική απόχρωση τους, θα πάμε να ψωνίσεις ρούχα σαν αυτά που φορούσες τότε αλλά φυσικά θα κρατήσουμε και τα τωρινά σου για κάποιες περιπτώσεις.» και της έκλεισε πονηρά το μάτι.

«και επιπλέον θα βάλεις κάποια κιλά γιατί θέλω να γεμίζουν οι παλάμες μου όταν σε κρατάω. σύμφωνοι;»

«όχι.»«καλά δεν έχει σημασία αν συμφωνείς ή όχι. Θα αρχίσουμε από το

κομμωτήριο»Έτσι πέρασαν όλη την ημέρα μεταμορφώνοντας ξανά την Αλκμήνη

στον παλιό της εαυτό και το απόγευμα αναχώρησαν για την επόμενη στάση της εκδρομής τους που ήταν το Βαρθολομιό Ηλείας. Το βράδυ κατασκήνωσαν σε ένα κάμπινγκ που υπάρχει στην περιοχή και ήταν τόση η κούρασή τους που δεν κατάλαβαν πότε τους πήρε ο ύπνος. Το επόμενο πρωινό την ώρα που κάθονταν μπροστά στην σκηνή τους ο Μάνος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται γιατί έβλεπε κάποιον να έχει καρφωμένα τα μάτια του στην Αλκμήνη.

«εκείνον εκεί που έχει κολλήσει τόση ώρα τα μάτια του πάνω σου τον ξέρεις;» και της έδειξε έναν πολύ όμορφο άντρα που καθόταν σε μια πετσέτα λίγο πιο πέρα.

Η Αλκμήνη τον κοίταξε και πρόσεξε πως δεν κοιτούσε εκείνη αλλά το Μάνο.

«εκείνος εκεί εσένα κοιτάζει αγάπη μου κι όχι εμένα» του είπε και τις ξέφυγε ένα γελάκι. Ο Μάνος κοίταξε καλύτερα και πρόσεξε κι

Page 165: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

εκείνος ότι πράγματι κοιτούσε αυτόν και γύρισε αμέσως τα κεφάλι του μετά από λίγα λεπτά εκείνος ο άντρας τους πλησίασε και η Αλκμήνη σκούντηξε αμέσως το Μάνο και με περιπαιχτική διάθεση του είπε

«αν μου ζητήσει το χέρι σου πρώτα θα τον ρωτήσω αν έχει μεγάλη προίκα. Δεν πρόκειται να δώσω τον άντρα της ζωής μου σε κάποιον άλλον χωρίς να είμαι σίγουρη ότι δεν θα σου εξασφαλίσει μια άνετη ζωή.»

Εκείνος είχε αρχίσει να θυμώνει και αυτή συνέχισε.«τώρα θα πρέπει να σου κάνω σκηνή ζηλοτυπίας άλλα θα το

παραβλέψω γιατί είμαι πολιτισμένη.»Ο άντρας πλησίασε πλέον δίπλα τους.«ο Μάνος δεν είσαι;»«Ναι εγώ είμαι. Γνωριζόμαστε;»«γνωριστήκανε πριν δέκα χρόνια περίπου. Ήμασταν μαζί στα

ΟΥΚ.»Τότε ο Μάνος τον θυμήθηκε και τον προσκάλεσε στην παρέα τους.

Ο Άκης και ο Μάνος υπηρετούσαν μαζί στις ειδικές δυνάμεις πριν χρόνια και είχαν να δουν ο ένας από τον άλλον από τότε. Ο Άκης έμενε σε ένα χωριό εκεί κοντά και τους έπεισε να τους φιλοξενήσει αφού έλεγε συνέχεια ότι είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει για εκείνους. Όταν τους έδειξε το δωμάτιο και τους άφησε λίγο να ετοιμαστούν μέχρι να βγουν το βράδυ η Αλκμήνη βρήκε ευκαιρία να ρωτήσει το Μάνο γιατί αυτός ο άντρας φέρεται σαν να χρωστάει μεγάλη χάρη στο Μάνο άλλα εκείνος άλλαξε συζήτηση. Το βράδυ τους πήγε στην ταβέρνα του πατέρα του όπου μέθυσαν όλοι και ξέθαψαν παλιές ιστορίες από το στρατό. Όταν ο Μάνος πήγε στο άλλο τραπέζι και μιλούσε με τον πατέρα του Άκη και κάτι φίλους του η Αλκμήνη βρήκε την ευκαιρία να ψαρέψει τον Άκη.

«ο Μάνος μου έσωσε τη ζωή τότε. Όταν απολυθήκαμε μαζευτήκαμε όλοι και πήγαμε σε ένα club της περιοχής και γίναμε λιώμα από το ποτό. Εμένα είχε πέσει κατά λάθος στάχτη στο ποτό μου και

Page 166: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

άρχισα να ζαλίζομαι πολύ και πήγα να περπατήσω. Τα βήματά μου με έβγαλαν στη γέφυρα πάνω από ένα ποτάμι και όταν πήγα να σκύψω για να δω τα νερά του έπεσα μέσα. Μπορεί η εκπαίδευση μου να ήταν άριστη όμως όταν είναι κάποιος ζαλισμένος και μεθυσμένος δεν μετράει αυτό. Κρατήθηκα όσο περισσότερο μπορούσα όμως μετά άρχισα να βουλιάζω. Ο Μάνος είχε καταλάβει πως κάτι έτρεχε και ήρθε να με βρεί. Πήδηξε από τη γέφυρα στα παγωμένα νερά και με έβγαλε. Από ότι μου είπε ένα άλλο παιδί που ήρθε μαζί του, αλλά εκείνος έμεινε στη γέφυρα γιατί ήξερα πως μπορεί να μην τα κατάφερνε έτσι μεθυσμένος στα κρύα νερά, μου είπε πως η καρδιά μου είχε σταματήσει. Ο Μάνος μου έκανε μαλάξεις και τεχνητή αναπνοή και ο σφυγμός μου επανήλθε. Αν δεν ήταν εκείνος κανείς δεν θα είχε προσέξει έγκαιρα ότι έλειπα και ίσως να μην έβρισκαν ούτε καν τη σωρό μου.»

Το βράδυ όταν γύρισαν πίσω στο δωμάτιο και έπεσαν να κοιμηθούν η Αλκμήνη έμεινε να τον κοιτάζει. Τώρα τον θαύμαζε ακόμα περισσότερο. Ήξερε ότι μπορούσε να βασιστεί πάνω του για όλη της τη ζωή. Αυτό δεν θέλει κάθε κοπέλα;

Το πρωί πήραν το πρωινό τους απέναντι από μια παιδική χαρά και όσο κοιτούσαν τα παιδιά που έπαιζαν η Αλκμήνη σκεφτόταν τα ανίψια του Μάνου.

«τα ανιψάκια σου ξέρουν πως είμαι ζωντανή;»«τα ανιψάκια μας το έμαθαν προχθές το απόγευμα από τη Λένα, αν

και ομολογώ ότι θα ήθελα πολύ να μάθω πως τους εξήγησε ότι αναστήθηκες» της είπε γελώντας.

«θέλω πολύ να τα δω» του είπε νοσταλγικά.»«και εγώ το θέλω όμως καλύτερα να μείνουμε μακριά τους για το

καλό όλων μας μέχρι το δικαστήριο. Δεν είναι ασφαλές και δεν ξέρουμε τι σχεδιάζουν αυτοί.»

Σε εκείνο το μέρος έμειναν περίπου μια βδομάδα και έπειτα συνέχισαν για την επόμενη στάση που ήταν η Μεθώνη, μια περιοχή που η ιστορία την έκανε από τις πιο γραφικές όλης της Ελλάδας.

Page 167: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Εν τω μεταξύ ο δικαστικός που ανέλαβε προσωπικά την υπόθεση, γιατί ο αδερφός του ήταν θύμα αυτών των κακοποιών, φρόντισε να γίνει η δίκη όσο το δυνατόν γρηγορότερα και φυσικά προφυλακίστηκαν ο Αποστόλου, ο Κάλπος και κάποιοι άλλοι υπάλληλοί τους που έκαναν τις βρωμοδουλειές τους. Η Αλκμήνη είχε καταγράψει ηχογραφημένα αλλά και βιντεοσκοπημένα γεγονότα που την έβαζαν την ίδια να κάνει αλλά και των υπολοίπων που τους ακολουθούσε. Το αδιάψευστο όμως πειστήριο της ενοχής τους ήταν οι ηχογραφημένες κασέτες από έναν κοριό που είχε τοποθετήσει κάτω από το γραφείο του μια μέρα που την είχε προσκαλέσει για να τη χώσει πιο βαθειά στην επιχείρησή τους. Είχε τις ομολογίες τους στο σπίτι της από τις κρυφές κάμερες και την απόπειρα εναντίον της. Έτσι η δίκη ορίστηκε για να γίνει σε ένα μήνα.

Τους είχαν μείνει ακόμα δύο βδομάδες περίπου που θα τις περνούσαν εξερευνώντας και τα άλλα μέρη.

Έμειναν στην Καλαμάτα περίπου δύο μέρες. Αυτή η πόλη που βρίσκεται στην καρδιά του μεσσηνιακού κόλπου και στους πρόποδες του Ταΰγετου είναι ένας μικρός παράδεισος. Πήγαν στο Μπενάκειο μουσείο, στην εκκλησία της υπαπαντής του Κυρίου που θεωρείται η προστάτιδα της πόλης και φυσικά στο κάστρο της Καλαμάτας από όπου εμπνεύστηκε ο Άγγελος Τερζάκης κι έγραψε το μυθιστόρημα για την πριγκίπισσα Ιζαμπώ, που έζησε εκεί πέρα. Στους πρόποδες του κάστρου βρίσκεται ημισπηλαιώδης ναός του Αγ. Ιωάννου ο οποίος λέγεται πως είναι από τους μεταβυζαντινούς χρόνους.

Φεύγοντας από την Καλαμάτα δεν γινόταν να μην επισκεφθούν την αρχαία Μεσσήνη που είναι από τους μεγαλύτερους καλοδιατηρημένους αρχαιολογικούς χώρους.

Πήραν κατεύθυνση ανατολική και έφτασαν μετά από λίγες ώρες στη θρυλική Μάνη όπου έμειναν και τις περισσότερες μέρες. δεν ήξεραν τι να πρωτοεπισκεφθούν. Τα περίφημα κάστρα της; Τα πανέμορφα κάστρα της; Τις βυζαντινές εκκλησίες της; Τα παραδοσιακά χωριά; Τις παραλές της;

Page 168: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

η Μάνη ήταν πάντα ελεύθερη από κατακτητές ίσως λόγω του δυσπρόσιτου εκείνης της περιοχής αλλά και της ηρωικής αντίστασης των ανθρώπων της και υπήρξε καταφύγιο για κάθε διωκόμενο. Είναι επίσης γνωστή και για τα μοιρολόγια της αλλά και τις παραδόσεις της. οι σπηλιές της παλιότερα χρησιμοποιόντουσαν σαν αποθήκες για τα πολεμοφόδιά τους, σαν έξοδοι κινδύνου αλλά και σαν καταφύγια. Πολλά από αυτά έχουν σταλακτίτες και κάποιοι από αυτούς όπως στην σπηλιά της Ζαχαριάς ρίχνουν σταγόνες από κόκκινο χρώμα που μοιάζει με αίμα. Μέσα υπάρχουν ζωύφια όπως πεταλούδες φωτός, σκορπιοί, κολεόπτερα και άλλα. Τα κάστρα τους ερειπωμένα σε προκαλούν να τα επισκεφτείς και να χαθείς στην ιστορία τους. Η Αλκμήνη και ο Μάνος άφηναν τα πράγματα τους στην παραλία και κάθε μέρα επισκέπτονταν από ένα κάστρο και αφού έβλεπαν μέχρι και τη δύση του ηλίου από την υπέροχη θέα τους κατηφόριζαν στο μέρος τους για να κοιμηθούν η να ξενυχτήσουν κοιτώντας τον καθάριο νυχτερινό ουρανό. Ήταν τόσο ερωτευμένοι που νόμιζαν ότι κάποιες φορές μέχρι και το φεγγάρι τους χαμογελούσε.

Μια μέρα που πήγαν στην Μονεμβασιά εκείνος την οδήγησε σε ένα ξωκλήσι. Προχώρησε εκείνος πρώτος και άφησε την Αλκμήνη να κοιτάζει το πανέμορφο τοπίο. Της ταίριαζε τόσο ο παραδοσιακός χαρακτήρας εκείνης της πόλης …

Είδε τον Μάνο να μιλάει στον παπά και μετά να έρχεται προς το μέρος της. Κάθισαν σε ένα πέτρινο πεζούλι και κοιτούσαν τη θάλασσα, τους πύργους από τους οποίους ήταν περιτριγυρισμένοι και την πόλη που ήταν κάτω από τα πόδια τους. Ένιωθε σαν να ζούσε και εκείνη στη βυζαντινή εποχή εκείνη τη στιγμή.

Ο Μάνος γονάτισε μπροστά της και τη ρώτησε αν ήθελε να γίνει και επίσημα γυναίκα του και εκείνη παραδομένη στον οίστρο του έρωτα της δακρυσμένη του είπε πως ναι. Την οδήγησε σε ένα καμαράκι πίσω από την εκκλησία και έβγαλε από το αμάξι ένα μεγάλο κουτί που είχε το νυφικό της το οποίο της το φόρεσε εκείνος. Μέχρι να ετοιμαστούν στο

Page 169: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

καμαράκι ο παπάς είχε ανάψει τα καντήλια και τις λαμπάδες στην εκκλησία και αυτοί μπήκαν μέσα από τη μικρή ξύλινη πόρτα. Όση ώρα κρατούσε το μυστήριο εκείνοι είχαν σφιχτά δεμένα τα χέρια τους και κοιτιόντουσαν στα μάτια. Όταν τελείωσε η τελετή εκείνος την πήρε αγκαλιά και την οδήγησε στο αυτοκίνητο και από εκεί την πήγε σε ένα πυργίσκο όπου είχε κλείσει κρυφά από εκείνη ένα δωμάτιο για εκείνους. Δεν θα μπορούσε να γίνει πιο όμορφο, πιο ερωτικό. Όλα ήταν τέλεια για εκείνη και ένιωθε η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο όταν ήταν στην αγκαλιά του.

Το επόμενο πρωί καθώς έπαιρναν το πρωινό τους στην κάμαρα τον ρώτησε που βρήκε τις άδειες και της είπε πως τις είχε μαζί του όταν πήγε να τη βρει.

Οι μέρες όμως περνούσαν χωρίς να το καταλάβουν και έπρεπε να γυρίσουν πίσω στην Αθήνα για την τελευταία ευθεία.

Στο γυρισμό έμειναν μια νύχτα στην πανέμορφη Σπάρτη.Ο ναός της Αρτέμιδος, και το αρχαίο θέατρο είναι κάποια από τα

αρχαία ευρήματα που διεσώθησαν σε εκείνη την περιοχή της Σπάρτης. δεν γινόταν να μην επισκεφθούν και την ερειπωμένη πλέον βυζαντινή πόλη πάνω στο κάστρο που είναι ο Μιστράς.

Το βράδυ γύρισαν πίσω στην Αθήνα όπου έμειναν σε ένα ξενοδοχείο που το είχε γνωστός του Μάνου και έτσι δεν χρειάστηκε να δώσουν τα στοιχεία τους. Την επόμενη κιόλας μέρα θα άρχιζε το τέλος της περιπέτειας τους

Page 170: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Αλκμήνη

Νομίζω πως ζω ένα παραμύθι…Ήταν οι ωραιότερες μέρες στη ζωή μου. πάντα ένιωθα δική του

κοιτώντας όμως τη βέρα στο δάχτυλο μου καταλαβαίνω το βαθύ νόημα αυτής της λέξης. Μακάρι να σταματούσε ο χρόνος εδώ και να μέναμε εδώ για πάντα. σε ένα σπίτι εδώ δίπλα στη θάλασσα, να ήταν εκείνος ψαράς και γω να είχα έναν κήπο και να μεγαλώναμε εδώ τα παιδιά μας. Δεν θα σταματήσω όμως να ελπίζω, τώρα που είμαι δίπλα του μπορώ ελεύθερα να ονειρεύομαι και να πιστεύω πως όλα μπορούν να γίνουν αληθινά…

Page 171: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Στο δικαστήριο υπήρχαν πολλοί αστυνομικοί, δημοσιογράφοι αλλά και συγγενείς άλλων θυμάτων των κατηγορουμένων. Η φασαρία μέσα στο δικαστικό χώρο ήταν ανυπόφορη και ο δικαστής προσπαθούσε συνέχεια να τους συμμορφώσει όλους στο χώρο.

«καλείται η μάρτυς Αλκμήνη Αναστασίου.»Η Αλκμήνη πλησίασε το ευαγγέλιο και ορκίστηκε να πει την

αλήθεια και μόνο την αλήθεια.«πείτε μας κυρία Αναστασίου τι γνωρίζετε για τα θύματα και πως

οδηγηθήκατε να κάνετε όλα αυτά τα ριψοκίνδυνα πράγματα»«όταν ήμουν μικρή είδα να δολοφονούν τους γονείς μου μπροστά

στα μάτια μου. ο πατέρας μου θα ήταν μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του Κάλβου στην υπόθεση δολοφονίας του δημάρχου της περιοχής μας. Δεν πρόλαβε όμως να καταθέσει γιατί κάποιοι κουκουλοφόροι μπήκαν σπίτι μας και σκότωσαν αυτόν και τη μητέρα μας. Πριν δυόμιση χρόνια περίπου είδα κάποια δημοσιεύματα και για άλλους ανθρώπους που σχετίζονταν με υποθέσεις την εταιρίας security οι οποίοι είτε κακοποιούνταν είτε δολοφονούνταν χωρίς να βρεθεί ποτέ ο υπαίτιος. Τότε αποφάσισε πως αφού δεν τους σταματάει η ελληνική αστυνομία και η δικαιοσύνη θα τους σταματήσω εγώ. Μπήκα στην εταιρία τους σαν εργαζόμενη και μπόρεσα να συλλέξω όλα τα πειστήρια που σας έδωσα γα την ενοχή τους. Ήθελα να είναι όλα αδιάψευστα γι αυτό έμεινα κρυφά εκεί μέσα σχεδόν δυόμιση χρόνια προσπαθώντας να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους. Στο τέλος με κατάλαβαν και πήγαν να δολοφονήσουν κι εμένα.»

Page 172: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ο δικηγόρος του Κάλπου ήθελε να της κάνει κάποιες ερωτήσεις έστω για να μειωθεί η ποινή του πελάτη του και να μπορέσουν να την εξαγοράσουν. Ήξερε καλά πως αυτήν την φορά ο πελάτης του δεν θα μπορέσει να αθωωθεί αφού έφτασαν ως το δικαστήριο αλλά προσπαθούσε τουλάχιστον να μειωθεί η ποινή. Ο Κάλπος είχε βάλει όλους όσους δούλευαν για εκείνον να ψάξουν την Αλκμήνη και το Μάνο για να τους σκοτώσουν όμως δεν μπόρεσαν να τους βρουν. Έτσι σκέφτηκαν να κάνουν έφεση μετά και να γίνει άλλο δικαστήριο για να μπορέσουν σε κείνο το χρονικό διάστημα να εξαφανίσουν αυτούς τους δύο και μετά θα μπορούσαν να γλιτώσουν όσο το δυνατόν με λιγότερη ποινή χάρη στους λαδωμένους δικαστικούς και αστυνομικούς που είχε του χεριού του.

«κυρία Αναστασίου αφήσατε να εννοηθεί ότι ο αξιοσέβαστος κύριος Κάλπος είχε κάποια σχέση με το θάνατο των γονιών σας όμως από ότι ξέρω ποτέ δεν απαγγέλθηκαν κατηγορίες για το πρόσωπο του στην αστυνομία. Σωστά;»

«σωστά. Ο Κάλπος φροντίζει πάντα να μην αφήνει τα ίχνη του. Όμως όλοι ξέραν τι έγινε. Εξ’ άλλου το παραδέχτηκε και ο ίδιος όταν ήρθε σπίτι μου και του αποκάλυψα ποια είμαι.»

«κυρία Αναστασίου ακόμη και τα παιδιά μου μπορούν πλέον να δημιουργήσουν φτιαγμένα βίντεο με την τεχνολογία που έχουμε. Πόσο μάλλον εσείς που έχετε και μια μεγάλη περιουσία και θα μπορούσατε να προσλάβετε τους καλύτερους γι’ αυτή τη δουλειά.»

«οι κασέτες ελέγχτηκαν όλες από ειδικούς τους αστυνομίας και αποδείχτηκε πως δεν ήταν πλαστές. Εκτός κι αν αμφισβητείται την αξιοπιστία της ελληνικής αστυνομίας δικηγόρε.»

«και βέβαια όχι.»Ο δικηγόρος ξερόβηξε και αναθεμάτισε την εξυπνάδα της.«κυρία Αναστασίου είναι αλήθεια ότι σκηνοθετήσατε το θάνατό

σας για να πάρετε την εκδίκηση που θέλατε για το θάνατο των γονιών σας;»

Page 173: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«μάλιστα»«γνωρίζετε πως αυτό είναι ποινικό αδίκημα;»«μάλιστα.»«δηλαδή ήσασταν τόσο παθιασμένη με την ιδέα της εκδίκησης που

φτάσατε στο σημείο να σκοτώσετε την παλιά σας ζωή και μάλιστα για κάποιον που δεν έχει καν κατηγορηθεί για τη δολοφονία τους. εγώ λοιπόν έναν τέτοιον άνθρωπο όπως εσάς τον έχω ικανό για τα πάντα. να παγιδέψει αθώους ανθρώπους και να καταστρέψει τη φήμη τους ακόμα και να τους σκοτώσει.»

«αν ήθελα να τους σκοτώσω θα ήταν ήδη νεκροί. Αυτό μπορούν να σας το διαβεβαιώσουν και οι ίδιοι.»

Από το ακροατήριο ακούγονταν επιφωνήματα και ο δικαστής αναγκάστηκε να επέμβει για μια ακόμη φορά. Τότε εμφανίστηκε κάποιος αστυνομικός και έδωσε ένα έγγραφο στον δικαστή ο οποίος μετά πήρε το λόγο.

«απ’ ότι βλέπω εδω λειτουργούσατε ως μυστικός αστυνομικός όσο συνέβαιναν όλα αυτά, είχατε προσληφθεί πριν τρία χρόνια στην αστυνομία και μάλιστα έχετε πτυχίο εγκληματολογίας.»

Η Αλκμήνη έμεινε έκπληκτη όμως προσπάθησε να μην το δείξει. Μάλλον είχαν επινοήσει ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε και ενήργησαν γρήγορα να το προλάβουν για να μην βρει το μπελά της και βρεθεί και εκείνη κατηγορούμενη.

«μάλιστα κύριε πρόεδρε.»Ο δικηγόρος βρέθηκε και αυτός προ εκπλήξεως όπως και όλοι οι

κατηγορούμενοι. «μπορεί να ήσασταν προκατειλημμένη εναντίον του πελάτη μου

από το λάθος συμπέρασμα σας για την δήθεν εμπλοκή του στη δολοφονία των γονιών σας και να τον παγιδέψατε με λάθος στοιχεία. Ήδη οι υπάλληλοι μας αρνήθηκαν ότι είχαν πάρει εντολές από τους πελάτες μου κύριο Κάλπο και κύριο Αποστόλου για να κακοποιήσουν εκείνους τους ανθρώπους. Δηλώσαν ότι το έκαναν με δική τους

Page 174: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

πρωτοβουλία για να προστατέψουν τον εργοδότη τους που τους έχει προσφέρει πολλά. Όσο για τον κοριό που βάλατε στο γραφείο του αποστόλου θα ζητήσουμε να μη λειφθεί υπόψη γιατί δεν μπορείτε να παγιδέψετε κάποιον στον ίδιο του το χώρο. Όσο για τις απολογίες των πελατών μου στο σπίτι σας θα πρέπει να σας θυμίσω ότι μιλούσαν σε κάποια που τους εξαπάτησε με το χειρότερο τρόπο ενώ εκείνοι την είχαν εμπιστευτεί και φυσικά η κυρία τους απειλούσε με λεπίδες, μαχαίρια και όπλα οπότε λογικό ήταν να πουν οτιδήποτε για να ξεφύγουν από εκεί και να προστατεύσουν τον εαυτό τους.»

Η δίκη αναβλήθηκε για την επόμενη μέρα όπου θα έβγαινε και η τελική ετυμηγορία. Ο Μάνος είδε στο πρόσωπο του Κάλπου μια ικανοποίηση που δεν του άρεσε καθόλου. Λίγο αργότερα έμαθαν πως άλλαξαν δικαστή γιατί είπαν πως επειδή υπήρχαν φήμες για την εμπλοκή του Κάλπου στην υπόθεση δολοφονίας του αδελφού ίσως εκείνος να μην ήταν αμερόληπτος στο αποτέλεσμα της δίκης. Η Αλκμήνη τότε κατάλαβε πως ο δικαστής που θα έπαιρνε στη θέση σου θα ήταν κάποιος λαδωμένος δικαστικός που θα άλλαζε την ετυμηγορία υπέρ του κατηγορουμένου.

Μετά το δικαστήριο σχεδόν φυγαδεύτηκαν για να μην τους ακολουθήσει κανείς και το πρωί ξαναπαρουσιάστηκαν στην ώρα τους στην αίθουσα του δικαστηρίου.

Ήταν όλοι εκεί και οι κατηγορούμενοι φαίνονταν πολύ ευχαριστημένοι.

«καλείται ο κατηγορούμενος Ηλίας αποστόλου και απολογηθεί»Κάποιοι από το ακροατήριο άρχισαν να τον βρίζουν και κάποιοι να

τον φτύνουν.« δεν έχω κάνει τίποτα από αυτά για τα οποία κατηγορούμαι. Οι

υπάλληλοί μας είναι πολύ αφοσιωμένοι σε εμάς γι’ αυτό και ενήργησαν εν ερήμην μας σε κάποιες υποθέσεις. Πίστευα πως το κάνουν να μας ευχαριστήσουν επειδή τόσα χρόνια ήμασταν τόσο καλοί εργοδότες. Όσο

Page 175: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

γα αυτά που είπα στο γραφείο μου δεν μπορείτε να με καταδικάσετε γιατί είναι παράνομο να ηχογραφούμαι στον ιδιωτικό μου χώρο. Νόμιζα πως η κυρία αστυνομικός θα το γνώριζε αυτό αλλά από ότι φαίνεται ήθελε τόσο πολύ να πάμε φυλακή που θα το παράβλεψε. Αλλά εμείς δεν θα κάνουμε καμιά κίνηση εναντίον της ΕΛΑΣ που μας παγίδεψε κατ’ αυτό τον τρόπο και σπίλωσε τη φήμη μας. Όσο για αυτά που ειπώθηκαν σπίτι της σκεφτείτε μόνο πως θα αντιδρούσατε εσείς αν σας συνέβαινε κάτι τέτοιο. Σκεφτείτε να πηγαίναμε να πείτε περαστικά σε μια υπάλληλο που εμπιστευόσασταν και εκείνη να σας έχει παγιδεύσει σπίτι της και να σας πετάει μαχαίρια, να σας απειλεί με το όπλο και να σας τραυματίζει με λεπίδες. Και για ποιο λόγο όλα αυτά; Για ένα έγκλημα που μας κατηγορεί ότι κάναμε χωρίς να έχει ούτε ένα στοιχείο να το αποδείξει.»

Ο Αποστόλου φαινόταν πολύ πειστικός και αθώος στην απολογία του που προβλημάτισε ορισμένους από το ακροατήριο.

«καλείται ο κατηγορούμενος Άρης Κάλπος να απολογηθεί.»Πλησίασε το έδρανο δείχνοντας φοβερά συγκλονισμένος από όλες

τις κατηγορίες. «κύριε πρόεδρε, εγώ είμαι απλά ο ιδιοκτήτης αυτής της εταιρίας.

Δεν ασχολούμαι καθόλου με τις υποθέσεις. Όλα τα χειρίζεται ο κύριος Ηλίας αποστόλου. Ρωτήστε οποιονδήποτε θέλετε πως ούτε καν στα γραφεία της εταιρείας δεν πατάω. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους μου. και στο σπίτι της κυρίας πήγα μόνο και μόνο γιατί είχα ακούσει αξιοθαύμαστα λόγια και ήθελα να τη γνωρίσω από κοντά.»

Η Αλκμήνη εντυπωσιάστηκε με τις υποκριτικές τους ικανότητες. Την έκπληξη στα μάτια τους για τις κατηγορίες που τους απαγγέλθηκαν και για το θλιμμένος ύφος τους.

Ο πρώην δικαστής που είχε γίνει πλέον φίλος τους είπε το αποτέλεσμα που ήδη ήξεραν. Οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι λόγω

Page 176: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

αναξιόπιστων στοιχείων. Δύο χρόνια σχεδόν από τη ζωή της Αλκμήνης πήγαν άδικα χαμένα, δύο χρόνια σχεδόν από τη ζωή του Μάνου χάθηκαν άδικα. Άκουγαν τα ακροατήριο να αποδοκιμάζει την ετυμηγορία και βγήκαν από την αίθουσα με κομμένα τα φτερά.

Έξω από την αίθουσα καθώς έμπαιναν στο αμάξι ο Μάνος είδε κάποιον από διακόσια μέτρα μακριά να τους κοιτάζει με ένα πολύ σοβαρό ύφος. Ήταν μπροστά από μια αναμμένη μηχανή, φορούσα σκούρα ρούχα, γυαλιά ηλίου παρόλο που είχε συννεφιά και καπέλο στο κεφάλι του. Έβαλε το χέρι του γύρω από τη μέση της Αλκμήνης και την έσπρωχνε να πάει πιο γρήγορα. Άγνωστος άντρας κατάλαβε πως πάνε να ξεφύγουν και έβγαλε το όπλο από το σακάκι της φόρμας και τους πυροβόλησε. Μόλις το αντιλήφθηκε ο Μάνος μπήκε μπροστά στην Αλκμήνη και έφαγε εκείνος τη σφαίρα που προοριζόταν για εκείνη. οι αστυνομικοί κατεδίωξαν τον άντρα που έφυγε αμέσως με τη μηχανή και η Αλκμήνη εκλιπαρούσε τους ανθρώπους τριγύρω να φωνάξουν ασθενοφόρο. Προσπαθούσε να πιέσει το τραύμα για να σταματήσει την αιμοραγία και το αίμα έβαψε κατακόκκινο το δέρμα και τα ρούχα της. Δεν ένιωθε τίποτα εκείνη τη ζωή, λειτουργούσε απλά μηχανικά. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε γίνει. Το ασθενοφόρο ήρθε αμέσως και η αλκμήνη δεν μπορόυσε να ξεκολήσει από δίπλα του. Την τράβηξαν με το ζόρι μακριά για να μπορέσουν να τον βάλουν μέσα στο όχημα. Ο Σταύρος που ήταν δίπλα τους συνέχεια την οδήγησε μέσα στο αμάξι του και τη μετέφερε κι εκείνη στο νοσοκομείο. Την έβλεπε να κοιτάζει από το τζάμι το ασθενοφόρο μπροστα τοους με κάτι μάτια σαν να κοίταζαν το άπειρο. Τρόμαξε ότι κατάλαβε ότι δεν είχε κλάψει και συνηδιτοποίησε ότι ήταν σε κατάσταση σοκ. Όταν τον έβγαζαν από το ασθενοφόρο και είδε τα χέρια του ριγμένα στο πλαί χωρίς εκείνος να έχει τις αισθήσεις του εκείνη λιποθύμισε μροστά του.

Την οδήγησε ο Σταύρος στα επείγοντα να τη συνεφέρουν και τις έκαναν κάποιες εξετάσεις. Όταν συνήλθε ρώτησε αμέσως για το μάνο και ήθελε να την πάνε σε εκείνον. Της είπαν ότι απαγορεύεται επειδή

Page 177: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

είναι στο χειρουργείο και εκείνη κάθισε στο κρεβάτι με τα γόνατα της να ακουμπάνε το πρόσωπό της και κοιτούσε από το παράθυρο κουνώντας το σώμα της σαν να έκανε κούνια. Ο Σταύρος προσπαθούσε να την τραβήξει πίσω στην πραγματικότητα όμως μάταια. Ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο για να τους πει τα αποτελέσματα των εξετάσεων και καθυσήσε τον Σταύρο ότι η αλκμήνη θα βγει γρήγορα από την κατάσταση σοκ που ειπέστη και ίσως αυτό γίνει μόλις τον ξαναδεί.

Το χειρουργείο κράτησε έξι ώρες και έπειτα μεταφέρθηκε στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Έξω από το θάλαμο ήταν συγγενείς και φίλοι του μάνου. Οι γιατροί τους ενημέρωσαν πως η κατάστασή του είναι κρίσιμη και δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο. Οι γονείς του αφού άκουσαν τα λόγια του γιατρού πήγαν στο δωμάτιο όπου ήταν η αλκμήνη. Την βρήκαν στην ίδια κατάσταση που την άφησε και ο σταύρος. Ήξεραν πως ο μόνος τρόπος να συνέλθει θα ήταν να πάει δίπλα του.

Αυτοί οι δύο έπαιρναν ζωή ο ένας από τον άλλον…Ζήτησαν από το γιατρό να την πάνε στο δωμάτιο εντατικής

θεραπείας που νοσηλευόταν ο γιος τους και ο γιατρός ενώ στην αρχή αρνήθηκε, όταν είδε την κατάσταση της τους άφησε να την πάνε για ελάχιστα λεπτά με ειδική αποστειρωμένη στολή. Την έντυσε η μητέρα του και ήταν σαν να έντυνε ένα άψυχο σώμα, η αλκμήνη δεν έκανε καμμιά κίνηση και κοιτούσε συνέχεια από το παράθυρο.

Την οδήγησαν στο δωμάτιο και εκείνη έστρεψε αμέσως το βλέμμα της σε εκείνον. Ήταν γεμάτος σωληνάκια, το πρόσωπό του ήταν καύμένος με τη μάσκα οξυγόνου και είχε ένα μηχάνημα δίπλα του που μετρούσε τους χτύπους της καρδιάς του. Τον πλησίασε και ακούμπησε το χέρι του με τρεμάμενα χέρια σαν να φοβόταν πως το άγκιγμά της θα του έκανε κακό. έγειρε το κεφάλι της στα πλάγια και άρχισε πάλι να κουνάει το σώμα της μπρος πίσω. Οι γονείς του απλπίστηκαν και την έπιασαν από τους ώμους για να τη μεταφέρουν έξω. Τότε εκείνη λύγισε μπροστά τους και έπεσε στα γόνατα της κλαιγοντας γοερά.

Page 178: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«εγω φταίω, αν πεθάνει θα πεθάνω και γω…» μουρμούριζε με αναφιλητά. Την πήρε ο πατέρας του σηκωτή από εκεί γιατί δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της και την πήγαν πίσω στο δωμάτιό της όπου οι νοσοκόμες της έκαναν ηρεμιστική ένεση και κοιμήθηκε.

Όταν ξύπνησε ζήτησε αμέσως να τον δει αλλά είπε ο γιατρός ότι ήθελε να της μιλήσει πρώτα. Μπήκε μέσα και είχε μια παρηγοριά στο βλέμμα του που έκανε την αλκμήνη να αισθανθέι λίγο πιο άνετα σε εκείνο το άχρωμο δωμάτιο. Οι γονείς του Μάνου έκαναν να φύγουν όμως η αλκμήνη τους σταμάτησε.

«δεν έχω μυστικά από εσας. Μείνετε.»Ο γιατρός χαμογελώντας της είπε«όταν σε έφεραν στο νοσοκομείο σου κάναμε κάποιες εξετάσεις

επειδή είχε λιποθυμίσει. Οι εξετάσεις έδειξαν κυρία Αναστασίου ότι είστε έγκυος.»

Τα χείλη της έτρεμαν και η καρδιά της φτερούγισε. Έπιασε την κοιλιά της και κοίταξε το γιατρό.

«μάρκου γιατρέ μου, κυρία Μάρκου.»Ο γιατρός αφου τη συνεχάρηκε έφυγε από το δωμάτιο και την

αγκάλιασαν οι γονείς του Μάνου και στη συνέχεια τη συνεχάρηκαν και όλοι οι συγγενείς που ήταν έξω και άκουσαν τα νεα.

Η αλκμήνη φόρεσε πάλι την ειδική στολή και τη μάσκα και πήγε στο δωμάτιο όπου ήταν ξαπλωμένος ο άντρας της να του ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα.

Page 179: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Μάνος

Την ακούω να κλαίει και να με ζητάει να γυρίσω πίσω όμως δεν μπορώ να τη δω. Νιώθω έναν αφόρητο πόνο στο στήθος και προσπαθώ να θυμηθώ τι έγινε. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι τρόμαξα μην πάθει εκείνη κακό. αισθάνομαι πως ο πόνος με τραβάει σε ένα λήθαργο που δεν μπορώ

να την ακούσω άλλο. Την ακούω να μου φωνάζει πως πρέπει να τους φροντίσω, πως δεν

είναι πλέον μόνη της και με χρειάζεται, πως με περιμένει και κάποιος άλλος όμως δεν μπορώ να καταλάβω τι εννοεί.

Δεν γίνεται να μην την ακούω, να μην νιώθω το χέρι της να κρατάει το δικό μου. πρέπει να βρω τρόπο να μείνω δίπλα της…

\

Page 180: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Τέσσερα μερόνυχτα ήταν σε καταστολή και οι γιατροί έιχαν αρχίσει σιγά σιγά να χάνουν τις ελπίδες τους. άγρυπνος φρουρός δίπλα του ήταν η γυναίκα του που δεν έπαψε στιγμή να πιστεύει σε εκείνον. Της είχε ορκιστεί στο εό πως δεν θα την άφηνε ποτέ ξανά μόνη της την ώρα που την παντρευόταν.

Άνοιξε με κόπο τα βλέφαρά του και τη είδε να κοιμάται δίπλα του σε μια καρέκλα. Το λιγοστό φως του φεγγαριού φώτιζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και του φάνηκε ακόμα πιο όμορφη. Τα μαλλιά της σκέπαζαν το πρόσωπο της και φαινόταν πολύ αδύναμη. τότε εκείνη σαν να τον ένιωσε ότι ξύπνησε άνοιξε τα μάτια της που ήταν κατακόκκινα και πρησμένα από το κλάμα.

«σου είπα πως δεν θέλω να κλαις» της αποκρίθηκε όλο τρυφερότητα με όση δύναμη του είχε απομείνει

«τότε να μην με ξανατρομάξεις τόσο»Δεν φώναξαν καν το γιατρό, εκείνη ήξερε πως ο άντρας της γύρισε

κοντά της. Πήρε το χέρι του και το έβαλε στην κοιλιά της.«άντρα μου να σου γνωρίσω το παιδί μας»

Εκείνος γέλασε τόσο που πόνεσαν τα ράμματα στο στήθος του όμως δεν τον ένοιαζε. Μετά από λίγο μπήκαν μέσα στο δωμάτιο τα ανίψια του και του φώναζαν χαρούμενα πως σε λίγες μέρες θα έχουν ξαδερφάκι άλλα απογοητεύτηκαν όταν κατάλαβαν πως εκείνος το είχε ήδη μάθει. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες έκαναν αγώνα για να τους απομακρύνουν από το δωμάτιο και άφησαν μόνος την αλκμήνη εκεί η οποία έμεινε και όλη τη μέρα δίπλα του να κάνουν σχέδια για το μωράκι τους.

Page 181: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Οι γονείς του πήγαν το βράδυ και της συνέστησαν να πάει να ξεκουραστεί λίγο γιατί στην κατάστασή της δεν θα έπρεπε να είναι πολλές ώρες στο νοσοκομείο. Μάταια προσπαθούσαν να τη λογικέψουν και μόνο όταν μίλησε ο Μάνος εκείνη δέχτηε να πάει σπίτι.Της είπε να πάει να ξεκουραστεί λίγο και η μητέρα τους την πήρε από εκεί σχεδόν τραβώντας της με το ζόρι.

Μπήκε πρώτα στην πρώτη εκκλησιά και άναψε μια μεγάλη λαμπάδα για να ευχαριστήσει στη Παναγιά και μετά πήγε σπίτι να κάνει μπάνιο και να κοιμηθεί λίγες ώρες και Το επόμενο πρωί επέστρεψε στο νοσοκομείο όπου βρήκε τον Μάνο με διάφορους φίλους του. Όταν έφυγαν όλοι εκείνος ξάπλωσε στην αγκαλιά της και ακούμπησε το πρόσωπό του στην κοιλιά της όπου και αποκοιμήθηκε.

Το επόμενο πρωινό όταν ξύπνησε την είδε δίπλα του να του χαμογελά και κατάλαβε πως δεν είχε φύγει στιγμή από εκεί. Της έδωσε ένα φιλί και της είπε να κάνει ότι μπορεί για να φύγουν γρήγορα από εκεί μέσα.

Στο νοσοκομείο έμεινε μια βδομάδα που του φάνηκε αιώνας. Μετά από εκεί γύρισαν πάλι σπίτι του και έκαναν προσεκτικές κινήσεις γιατί ήξεραν καλά και οι δύο πως θα ξαναπροσπαθούσαν να τους κάνουν κακό. ένα μεσημέρι που Αλκμήνη νόμιζε πως ο Μάνος κοιμόταν πήγε στο γραφείο του για να συνεχίσει την έρευνά της. Εκείνος πήγε διακριτικά από πίσω της χωρίς να ακουστεί και είδε τι έκανε χωρίς όμως να μπορεί να καταλάβει. Ακούμπησε το χέρι του στη μέση της και εκείνη τινάχτηκε από το φόβο της.

«τι κάνεις εδώ και δείχνεις τόσο ένοχη μικρούλα μου;»«προσπαθώ να μας γλιτώσω από όλο αυτό. Δεν θέλω να

κινδυνεύεις άλλο εξαιτίας μου» το χέρι της ακούμπησε το στέρνο του και έγειρε το κεφάλι της στο στήθος του.

«θα μου εξηγήσεις πως σκέπτεσαι να το κάνεις αυτό;»

Page 182: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«όσο ήσουν σε κόμμα ήρθε ο δικαστής από το δωμάτιο σου να σε δει και μου είπε πω αυτό ήταν μια απόπειρα και θα ακολουθήσουν κι άλλες αν δεν βρούμε έναν τρόπο να γλιτώσουμε. Όταν είδε πως ήμουν πολύ κουρασμένη και απελπισμένη για να σκεφτώ οποιονδήποτε τρόπο μου θύμισε την ιστορία με τον Αλ Καπόνε. Μπορεί και εκείνον να μην μπορούσαν να τον καταδικάσουν για τα εγκλήματα του και τον φυλάκισαν για φοροδιαφυγή.»

«στη χώρα όμως που ζούμε μικρή θα έπρεπε να είχες μάθει πως εδώ τους μεγαλοκαρχαρίες δεν τους τιμωρούν.»«το ξέρω αλλά δεν με νοιάζει αν κλέβει την εφορία. Έψαξα κάποια πράγματα για την οικογένειά του, το παρελθόν του, τις δοσοληψίες που έχει με άλλες εταιρείες, τους φίλους του, ακόμα και στα κουτσομπολίστικα νέα έψαξα και βρηκα κάτι ενδιαφέρον για το γιο του που του έχει πολύ μεγάλη αδυναμία. Απ’ ότι φαίνεται ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του αλλά δεν ήταν τόσο προσεκτικός. Κατηγορήθηκε για ένα φόνο ενός συμφοιτητή του, και ψάχνω στοιχεία να αποδείξω την ενοχή του επειδή η δίκη του ακόμα εκκρεμεί γιατί έκανε έφεση.»

«εμείς όμως δεν έχομε πρόβλημα με τον γιο αλλά με τον πατέρα»«ο πατέρας του όμως θα έκανε τα πάντα για να μην πάει ο γιος του

φυλακή. Τον αγαπάει υπερβολικά επειδή είναι μοναχοπαίδι. Θα τον αναγκάσω να ομολογήσει ότι είναι υπεύθυνος για τη δολοφονία των γονιών μου αν θέλει να γλιτώσει ο γιος του τη φυλακή.»

«έχω αρχίσει να φοβάμαι τον τρόπο που σκέφτεσαι, στο χω πει αυτό;»

« αυτό να το θυμάσαι για μη μου κάνει ποτέ καμία κουτσουκέλα, γιατί τότε θα υποστείς τις συνέπειες που θα επινοήσει αυτό το πανούργο μου μυαλό κύριε Μάρκου.»

Την αγκάλιασε και τη φίλησε κάνοντας την να ξεχάσει για λίγο αυτήν την υπόθεση άλλα το fax του άρχισε να χτυπάει και να έρχονται

Page 183: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

κάτι χαρτιά που είχαν τυπωμένες εικόνες. Τις είδε και πετάχτηκε στην αγκαλιά του ξεχνώντας την πληγή που είχε ακόμα στο στήθος του.

«θα μου εξηγήσεις και εμένα για να μάθω τουλάχιστον γιατί χαίρομαι μαζί σου;»«Έιδα στις εφημερίδες που είχε γίνει η δολοφονία. Μίλησα με τον Σταύρο και μου έιπε ότι ήξερε για την υπόθεση και πήγαμε μαζί σε εκείνο το σημείο. Δεν ηπήρχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο εναντίον του γιου του αλλά και κανένας μάρτυρας. Όμως…απέναντι από το σημείο του φόνου βρισκόταν ένα κατάστημα υπο ανακαίνιση. Όταν πήγα στο σημείο του φόνου για το δω παρατήρησα πως το είδωλο μου καθρεπτιζόταν στις βιτρίνες και λίγο πιο πέρα υπήρχε μια τράπεζα που οι κάμερες της μπορεί να μην έβλεπαν το σημείο που έγινε η δολοφονία ήταν όμως από τη μεριά που ήταν οι βιτρίνες. Έτσι ζήτησα από έναν φίλο μου που είναι διευθυντής σε άλλη τράπεζα της ίδιας όμως επωνυμίας άμα μπορεί να μου κάνει τη χάρη και να μου δώσει τις κασέτες. Βέβαια χρειάστηκε να επιστρατεύσω τη βοήθεια του Σταύρου και να πάρουμε ένταλμα για να γίνουν όλα νόμιμα. Τις κασέτες τις ανέλυσε ένας πολύ καλός μου φίλος και ειδού κάποιες από τις εικόνες. Δείχνει καθαρά ότι τον σκοτώνει. Θα κανονίσω αύριο ένα ραντεβού με τον Κάλπο.»

Την στριφογύρισε στην αγκαλιά του και θαύμαζε το μυαλό της.«πότε πρόλαβε σκαι τα έκανες όλα αυτά;»«όσο ήσουν στο νοσοκομείο αγάπη μου. έπρεπε να δράσω γρήγορα. Μου ελιψαν και τα ανιψάκια μας πολύ και θέλω να πάω να τα δω χωρίς να ανησυχώ μήπως ξαναγίνει κάποια επίθεση εναντίον μας.Ο μάνος τότε με μια πειραχτική διαθεση τη ρώτησε«και τι άλλο λέγατε με το σταύρο αγάπη μου;»«του πρότεινα να γίνει νονός του παιδιού μας. Έτσι αν σκεφτώ να κάνω πράξη της φράσης που λεει ο κουμπάρος και η κουμπάρα να είναι με κάποιον δικό μας άνθρωπο μάνο μου.»

Page 184: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Ο μάνος που ήταν πολύ κτητικός και ζηλιάρης δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο βέβαια ούτε για στειο. Έφυγε από δίπλα του για να πάρει τηλέφωνο το δικηγόρο του Κάλπου και να κλείσει ραντεβού μαζί του και να σταματήσει τις απόπειρες εναντίον τους γιατί ο γιος του θα κατέληγε φυλακή.

Εκείνο το βραδάκι όσο η Αλκμήνη σκεφτόταν τι θα έλεγε στον Κάλπο ο Μάνος καθόταν σκεπτικός καπνίζοντας. Εκείνη τον είδε και κάθισε στα γόνατά του κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά.

«τι τρέχει μπάτσε;»«θα σου φανεί παράξενο όμως σκεφτόμουν τα λόγια εκείνου του

ψυχοπαθή που σκότωσε τον παππού σου. Σου είχε πει ότι θα μεταμορφωνόσουν και τα λόγια του βγήκαν αληθή. Κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν όλα αυτά που σκέφτεσαι και κάνεις θα μπορούσε να τα κάνει ο καθένας.»

«δε σου κρύβω ότι και εγώ σκεφτόμουν τα λόγια του. Πολύ συχνά μάλιστα. Όταν πολεμούσα μαζί τους ένιωθα ανάλαφρη σαν τον αέρα, όταν ένιωθα κουρασμένη απλά καθόμουν στο γρασίδι της αυλής μου κι έπαιρνα δύναμη, όταν ήθελα να σκεφτώ κάτι το μυαλό μου έπαιρνε αμέσως φωτιά και οι λύσεις έρχονταν κατευθείαν κι όταν ήθελα να ηρεμίσω απλά κολυμπούσα στο ποτάμι. Όμως ύστερα σκέφτηκα ότι αυτά δεν οφείλονταν σε εκείνα που είπε εκείνος αλλά στην κινητήρια δύναμη για όλα αυτά. Σε μένα ήταν η εκδίκηση και σε εσένα ήταν η θλίψη» είπε θλιμμένα καθώς σκέφτηκε πόσο υπέφερε εξαιτίας της.

«σε μένα;»«νομίζεις ότι όλα αυτά που κατάφερες αυτά τα δύο χρόνια περίπου

θα τα είχε κάνει ο καθένας; Αυτά που μου είχε πει εκείνος ήταν απλά δικαιολογίες που η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ πειστικές και θα ήθελα πολύ να πιστέψω ότι είμαι κάποια ξεχωριστή όμως δεν είναι έτσι. Όλοι παίρνουν δυνάμεις όταν βρίσκονται κοντά στη φύση, όλοι ηρεμούν στη

Page 185: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

θάλασσα. Όπως μια μάνα θα έκανε τα πάντα για το παιδί της έτσι και γω βρήκα δύναμη να κάνω τα πάντα για να βάλω ένα τέλος σε όλο αυτό.»

Την κοίταξε και τράβηξε μια τούφα από τα μαλλιά της που έπεφτε στο πρόσωπό της.

«και τώρα κύριε Μάρκου με βοηθήσετε να βρω το κατάλληλο ρούχο για την αυριανή συνάντησή μου;»

«θα σας βοηθήσω κυρία Μάρκου»

Το ραντεβού δόθηκε σε μια καφετέρια κοντά σε ένα αστυνομικό τμήμα. Ο Κάλπος αν και ήταν πολύ περίεργος για το λόγο που ζήτησε να τον συναντήσει δεν μπορούσε να μην θαυμάσει την τόλμη της.

«Δεν ξέρω αν είσαι πολύ γενναία ή πολύ χαζή»«Σε αυτό δεν ξέρω ούτε εγώ να σας απαντήσω μάλλον θα φανεί

από την έκβαση της συζήτησής μας.»«Σε ακούω λοιπόν»Η Αλκμήνη του έδωσε τις φωτογραφίες και ένα αντίγραφο από την

κασέτα της τράπεζας.«εδώ βρίσκονται οι αποδείξεις ότι τον φόνο τον έκανε ο γιος σου.

Ρώτα και το δικηγόρο σου αλλά φαντάζομαι πως και αυτός θα σου πει ότι αυτή τη φορά ο κανακάρης σου θα πάει φυλακή για τα καλά.»

Ο Κάλπος πήρε ένα άγριο ύφος γιατί ήξερε πως είχε χάσει αυτή τη φορά.

«δεν καταλαβαίνω τι εννοείς»«πριν λίγους μήνες ο γιος σου κατηγορήθηκε για φόνο και εσύ με

τις γνωριμίες σου μπόρεσες να το κρύψεις πολύ καλά. Εγώ έκανα μια πιο προσεκτική έρευνα και βρήκα τις αποδείξεις που χρειάζονται για να πάει ο γιος σου φυλακή. Και αυτή τη φορά αυτά τα πειστήρια θα γίνουν δεκτά από το δικαστήριο όποιον δικαστή και να βάλεις.»

«μάλλον σε υποτίμησα. Και τώρα πες μου τι θέλεις»

Page 186: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«να ομολογήσεις την δολοφονία των γονιών μου και να μας αφήσεις ήσυχους πλέον.»

«είσαι τρελή αν νομίζεις ότι θα κάνω κάτι τέτοιο»«αν δεν το κάνεις οι αποδείξεις πάνε κατ’ ευθείαν στον εισαγγελέα

ακόμα και ακόμα κι αν με σκοτώσεις αυτή τη στιγμή είναι εξασφαλισμένο αυτό. Οι αυθεντικές κασέτες είναι σε κάποιο πολύ γνωστό δικηγορικό γραφείο εκτός Αθηνών κι αν πάθω κάτι εγώ ή κάποιος από τους ανθρώπους που νοιάζομαι αυτά θα πάνε κατευθείαν σε γνωστούς δικαστικούς και στις εφημερίδες. »

Σηκώθηκε και έφυγε με τον αέρα την νικήτριας που ήξερε πως μπορεί να είχε χάσει μια μάχη όμως κέρδισε τον πόλεμο.

Την επόμενη μέρα την πήρε τηλέφωνο ο δικηγόρος του για να την ενημερώσει πως κάποια από τις επόμενες μέρες θα πήγαιναν στο αστυνομικό τμήμα να δηλώσουν την ενοχή τους.

Σε τρεις μέρες την ειδοποίησε ο Μάνος ότι ο Κάλπος ομολόγησε και σε λίγο θα τον μετέφεραν στις φυλακές. Εκείνη πήγε έξω από το αστυνομικό τμήμα και τον είδε με περασμένες τις χειροπέδες στα χέρια του. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό σαν να ζητούσε την επιβράβευση από τους γονείς της όμως η επιβράβευση ήρθε από το Μάνο που τον είδε να πηγαίνει δίπλα της από το απέναντι περιπολικό.

Την κράτησε τρυφερά στην αγκαλιά του και εκείνη ένιωσε πως πλέον όλα είχαν τελειώσει.

Αυτό που λαχταρούσε περισσότερο όταν τελείωσαν όλα ήταν να δει τα ανίψια του Μάνου που ήταν και δικά της πλέον, αυτό που δεν περίμενε όμως ήταν να τα βρει θυμωμένα μαζί τους. Δεν είχαν βγει καν για να τους χαιρετήσουν. Πήγαν στο δωμάτιό τους να τα δουν αλλά εκείνα δεν τους μιλούσαν. Η Αλκμήνη νόμιζε πως το έκαναν επειδή

Page 187: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

είχαν πληγωθεί από την εξαφάνισή της. Που να φανταζόταν τον πραγματικό λόγο!

Μετά από πολλά παρακάλια πρώτος μίλησε ο Αχιλλέας« είμαι πολύ θυμωμένος μαζί σας γιατί σε όλους τους γάμους τρώμε

τούρτα και κουφέτα αλλά στο δικό σας δεν έφαγα τίποτα από αυτά.»Η Αλκμήνη και ο Μάνος προσπάθησαν πάρα πολύ να μη βάλουν τα

γέλια εκείνη τη στιγμή γιατί αυτό θα έκανε τον Αχιλλέα να θυμώσει ακόμα περισσότερο.

«μα Αχιλλέα μου στο γάμο μας δεν ήταν κανένας άλλος γι’ αυτό δεν είχαμε τούρτα και κουφέτα»

«ήσασταν μόνοι σας γιατί είστε τσιγκούνηδες και δεν θέλατε να φωνάξετε άλλους»

Τότε μίλησε ο Μάνος που δεν μπορούσε να συγκρατήσει πλέον τα γέλια του

«Αχιλλέα μου θυμάσαι τις ιστορίες που σου έλεγα πριν κοιμηθείς; Για όλους εκείνους τους κακούς ανθρώπους;»

Ο μικρός κούνησε καταφατικά το κεφαλάκι του και ο Μάνος συνέχισε.

«και εμάς μας κυνηγούσαν τόσο καιρό κάτι πολύ κακοί άνθρωποι γι’ αυτό και κρυβόμασταν. Κι επειδή δεν ξέραμε αν θα πάθουμε κάποιο κακό θέλαμε πρώτα να παντρευτούμε. Έστω κι έτσι βιαστικά. Και δεν φωνάξαμε άλλον κόσμο επειδή τότε θα μας έβρισκαν και θα μας έκαναν μεγάλο κακό. θα ήθελες να έρθεις στο γάμο μου και μετά να με έβρισκαν και να πάθαινα κάτι;»

Τα ματάκια του μικρού βούρκωσαν και χαμήλωσαν ενώ κουνούσε δεξιά αριστερά το κεφάλι του. Τότε μίλησε και η Ελπίδα που τόση ώρα τον άκουγε σιωπηλά.

«γι’ αυτό δεν μου είπατε κι εμένα να γίνω παρανυφάκι;»Η Αλκμήνη την πήρε στην αγκαλιά της και της έδωσε ένα φιλί στο

μάγουλο που ξεχείλιζε από τρυφερότητα.«γι’ αυτό καλό μου Ελπιδάκι.»

Page 188: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

«πάντα έβλεπα τα παρανυφάκια στους άλλους γάμους και κοιτούσα τα φορέματά τους κι έλεγα στον εαυτό μου πως όταν παντρευτεί ο θειούλης μου θα φορέσω κι εγώ ένα τέτοιο με κορδελίτσες.»

Τους κοίταξε παραπονιάρικα και τότε του Μάνου του ήρθε μια ιδέα.

«θα κάνουμε ένα μεγάλο γλέντι για να γιορτάσουμε με όλους το γάμο μας και εσύ θα φορέσεις αυτό το όμορφο φορεματάκι που θέλεις και θα μοιράζεις στον κόσμο κουφέτα και θα κόψουμε και μια μεγάλη τούρτα για να χορτάσει ο Αχιλλέας μας. Σύμφωνοι;»

«σύμφωνοι!!!!!!» είπαν με μια φωνή και τα δύο και πετάχτηκαν αμέσως να πουν και στους άλλους τα νέα.

Page 189: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Αλκμήνη

Τώρα που όλα τελείωσαν δεν ξέρω αν πράγματι άξιζε να χάσω δύο χρόνια από τη δική μου ζωή και να στερήσω δύο χρόνια από τη ζωή του

άντρα μου. ο Κάλπος μπορεί να πήγε στη φυλακή αλλά κι από εκεί μπορεί να δίνει διαταγές και τώρα ξέρω πως την ίδια πλέον δουλειά κάνει και ο

γιος του. Το να στείλω εκείνον φυλακή δεν έφερε πίσω τους γονείς μου και δεν ξέρω ακόμα αν στον παράδεισο που βρίσκονται μετράει αν

τιμωρήθηκε ο δολοφόνος τους.Τώρα μπορώ να νιώθω το παιδί μου μέσα μου ξέρω πως αν πάθαινα

κάτι δεν θα ήθελα εκείνο να κάνει αυτά που έκανα εγώ, θα ήθελα να ξεχάσει και να προχωρήσει ευτυχισμένο τη ζωή του. Μπορώ πλέον να

παραδεχτώ πως όλο αυτό έγινε γιατί νόμιζα πως θα πάψω να πονάω κάθε φορά που τους σκέφτομαι. Το θέμα είναι ότι πράγματι έπαψα να πονάω

όμως όχι γιατί τον τιμώρησα αλλά επειδή βρήκα την αγάπη κι αυτή γιατρεύει και τις πιο παλιές πληγές. Τις γιάνει σαν το καλύτερο φάρμακο.

Ένα είναι το σίγουρο. Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω θα έκανα τα πράγματα διαφορετικά και σίγουρα δεν θα έφευγα από δίπλα του.

Page 190: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Το απόγευμα πήγε στο μνήμα των γονιών αλλά αυτή τη φορά δεν πήγε μόνη της. Είχε εκείνον δίπλα της να της κρατάει το χέρι. Άφησε τα λουλούδια στο βάζο και άναψε το καντήλι καθώς τους έλεγε πως θα αποκτούσαν εγγονάκι και τότε σαν να τους είδε στη φωτογραφία πιο χαμογελαστούς. ..

Page 191: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
Page 192: Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ