Transcript
Page 1: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ1. «Που θα πας ρε ηλίθιε;» Τα βλέφαρά μου βάραιναν πίσω από το τιμόνι της Άλφα Τζουλιέτα, λευκές γραμμές στη μαύρη άσφαλτο όσο Εκείνη κοιμόταν δίπλα, γαλήνια. Οδηγούσα συνεχόμενα μέσα στη νύχτα κουβαλώντας ένα εκατομμύριο σε δερμάτινη βαλίτσα πίσω στο πορτ μπαγκάζ, τη Βέρα που ξεκουραζόταν στη σκληρή θήκη της αγκαλιά μ΄ένα Βάλτερ και δυο μεγάλα προβλήματα. Επειδή βλέπεις τα λεφτά ήταν σημαδεμένα, δεν μπορούσα να ξοδέψω ούτε σέντσι χωρίς να με πάρουν χαμπάρι. Κι όλοι οι μπάτσοι της περιφέρειας με είχαν στρώσει στο κυνήγι –δεν το έκοβα ν΄αντέχω για πολύ. Γύρισα να την κοιτάξω, τα μάτια της πετάριζαν κάτω απ’τα κλειστά βλέφαρα, μάλλον ονειρευόταν. Και τότε είδα ένα ακόμα πρόβλημα -η γάζα που τύλιγε πρόχειρα τον αριστερό της ώμο είχε μουσκέψει στο αίμα –έπρεπε να βρω σύντομα γιατρό κι έπρεπε να τη βγάλω ζωντανή από αυτή την ποντικοπαγίδα. Γιατί της το είχα υποσχεθεί, θα την πήγαινα νότια –σ΄ένα βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε. Έτριψα τα μάτια μου μπας και ξυπνήσω, η μαύρη άσφαλτος, οι λευκές διαχωριστικές γραμμές, ένα ατέλειωτο χαντάκι δεξιά μου πριν αρχίσουν τα χωράφια –τι να είχαν σπαρμένο στα χωράφια αυτή την εποχή; Μπαμπάκι, καπνό ή σκέτα αγριόχορτα; Κάτι κοπάνησε τον προφυλακτήρα της Άλφα Τζουλιέτα, έσφιξα το τιμόνι και σκέφτηκα οτι τελικά υπήρχαν σημαντικότερα πράγματα από τις αγροτικές καλλιέργειες -Εκείνη πετάχτηκε κοιτάζοντας γύρω της.«Τι έγινε;» μουρμούρισε μισοκοιμισμένη ακόμα.«Τίποτα –κάποιο σκουπίδι στη μέση του δρόμου», είπα εγώ.Κοίταξα κλεφτά τον καθρέφτη του παρμπρίζ, ο όγκος πίσω μας είχε πάρει να χάνεται –σκυλί ή κάτι παρόμοιο. Να θυμηθώ να ελέγξω τη ζημιά στον προφυλακτήρα κάποια στιγμή που θα σταματήσουμε.Γύρισα στο πλάι να τη δω. Κοιμόταν ξανά –μήπως έπρεπε ν’ανησυχήσω; Η γάζα στον ώμο της όλο και πότιζε αίμα.«Κοίτα ν’αντέξεις ρε γαμώτο, μέχρι να φτάσουμε», ψιθύρισα. «Θα τα καταφέρουμε -να δεις».«Θ’αντέξω μην ανησυχείς», απάντησε με μισοσβησμένη φωνή.Δεν κοιμόταν τελικά.Την είχα γνωρίσει σ΄ένα βρωμερό επαρχιακό εστιατόριο, αφού πλακώθηκα στις φάπες με τους δικούς της. Έπινα ήσυχα τη μπύρα μου προσπαθώντας να χωνέψω κάτι που έμοιαζε με γατί στη σχάρα αλλά το πούλαγαν για ψητό κοτόπουλο και τότε ακριβώς μπήκαν. Τρεις κουστουμάτοι με δυο γυναίκες, η μια δεν βλεπόταν με τίποτα λιγότερο από μισό μπουκάλι βότκα. Η άλλη όμως ήταν Εκείνη. Ότι ονειρεύτηκες σε συσκευασία γυναίκας. Μακριά μαύρα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά, μάτια που μπορούσαν για πλάκα να ρίξουν έναν άντρα στα γόνατα –αλλά το χειρότερο ήταν τα χείλια της. Κατακόκκινα και αδηφάγα, έπρεπε το συντομότερο δυνατό να χαμογελάσουν από μια δικιά μου κουβέντα, το είχα ανάγκη αυτό. Για την ώρα.Δεν ξέρω για πόση ώρα την κοίταζα, μάλλον για πολλή, επειδή κάποια στιγμή μου χαμογέλασε σηκώνοντας τους ώμους αμήχανα. Εντάξει. Σήκωσα κι εγώ το ποτήρι μου, αλλά ήταν άδειο –παράγγειλα λοιπόν μια ακόμα μπύρα. Είχα δει οτι κι εκείνη το ίδιο έπινε, οπότε γέμισα το ποτήρι μου και έδωσα το μπουκάλι στο γκαρσόνι.«Πήγαινε να γεμίσεις και το ποτήρι της κοπέλας απέναντι», του είπα.

Page 2: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Με κοίταζε σα χάχας.«Πήγαινε ρε παιδάκι μου –τι σκατά περιμένεις;» αγανάκτησα.Το γκαρσόνι πήγε, εκείνη ξεκαρδίστηκε στα γέλια, η άλλη γυναίκα της παρέας χλόμιασε και οι κουστουμάτοι με κοίταξαν. Σήκωσα πάλι το ποτήρι, τους χαιρέτησα. Στο βάθος η τηλεόραση έδειχνε κάτι ξανθιές που τσιρίζανε σαν κλώσες ετοιμόγεννες.Ο διπλανός της κουστουμάτος είχε σκύψει να της πει κάτι, εκείνη τον αγνόησε και ήπιε τη μπύρα μονορούφι. Χαμογέλασα ανάβοντας τσιγάρο. Μάζεψα και τα πόδια μου, έσπρωξα λίγο την καρέκλα να ξεμπλοκάρει από το τραπέζι κι ετοιμάστηκα επειδή οι κουστουμάτοι έρχονταν ήδη προς το μέρος μου.«Τι συμβαίνει ρε φίλε;» ρώτησε ο πρώτος που με πλησίασε.«Δεν είμαι φίλος σου», του το ξέκοψα για να μην ελπίζει τζάμπα.«Τι ήταν αυτό με τη μπύρα;» ρώτησε ο άλλος.«Η καλή πράξη της ημέρας –έχω κάνει στους προσκόπους, γι΄αυτό», του εξήγησα.«Μάζεφτα και φύγε», είπε πάλι ο πρώτος.Ο τρίτος κοίταζε σιωπηλός, με ανησυχούσε κάπως αυτό.«Που΄σαι παιδί!» έκανα ψάχνοντας τριγύρω.Το γκαρσόνι τσακίστηκε επειδή βρώμαγε σκυλοκαβγάς.«Κάνε λογαριασμό», του είπα.Το γκαρσόνι ξεκίνησε να φεύγει, το ίδιο κι οι κουστουμάτοι.«Και φέρε έναν καφέ σκέτο με τίποτα γλυκάκι μπας και χωνέψω το γατί που με τάισες», φώναξα στο γκαρσόνι πριν απομακρυνθεί.Όλα φρέναραν τριγύρω, το γκαρσόνι ένευσε βιαστικά πριν το βάλει στα πόδια, οι κουστουμάτοι ήρθαν πάνω απ΄το κεφάλι μου.«Αν είναι να το ξενυχτήσουμε καθίστε κάτω γαμώ το κέρατό μου!» νευρίασα.«Ρε δε σου είπαμε να φύγεις;» φώναξε ο δεύτερος κουστουμάτος.«Ναι και;» απόρησα.Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, υπολόγισα οτι τώρα θ΄αρχίζανε τα κουτουλίδια, την ώρα λοιπόν που πήγαιναν να με ζώσουν πετάχτηκα από την καρέκλα και κοπάνησα τον κοντινότερό μου με το μπουκάλι της μπύρας. Δεν τον πέτυχα καλά, όμως του τσάκισα τη μύτη. Οι υπόλοιποι όρμηξαν με την προηγούμενη φόρα τους, βρεθήκαμε στα μωσαϊκά ανάμεσα σε σπασμένα πιάτα και λαδωμένα τραπεζομάντιλα. Διπλώθηκα σα νεροσκούληκας για να μη με πετύχουν, μετά τίναξα τα πόδια κι ότι πετύχω. Κάποιος βόγκηξε οπότε ξανακλώτσησα. Μαλακίες, σε λίγο χάθηκε η μπάλα κι έβρεχε κλωτσίδια –κάποια στιγμή είδα τον κόσμο καπιτονέ, έφταιγε ο τρίτος ο μουλωχτός, όταν καθάρισαν τα μάτια μου απ’το αίμα τον είδα να στριφογυρίζει ένα σιδερένιο πτυσσόμενο γκλοπ, χέστηκα κανονικά και το γύρισα στο έρπην. Έφαγα μερικές στην πλάτη αλλά κατάφερα να σηκωθώ, έφτασα στις γυναίκες που κρατάγανε τις γωνιές του τραπεζιού με ξασπρισμένες κλειδώσεις.«Πολύ ξύλο για να σου πάρω μια κουβέντα –ελπίζω ν’αξίζει τον κόπο», της είπα.Χαμογέλασε αλλά μετά άνοιξε τα μελένια της μάτια ορθάνοιχτα και ούρλιαξε. Εγώ την έφαγα πίσω απ΄τ’αυτιά κι έκαψα ασφάλειες. Πολύ σκοτάδι απότομα.Μπροστά μου αντανακλούσαν οι πινακίδες από τα φώτα της Άλφα Τζουλιέτα, «επικίνδυνη στροφή δεξιά», «όριο ταχύτητας 50 χλμ.», κατέβασα τρίτη και πάτησα τέρμα γκάζι. Πίσω μου το σκοτάδι και το τίποτα -καλά πηγαίναμε. Υπολόγιζα οτι σε καμιά κατοσταριά χιλιόμετρα θα άλλαζα νομό, κάπου εκεί θα μου την είχαν στημένη. Βλέπεις οι μπάτσοι είναι σαΐνια στη γεωγραφία όταν πρόκειται να λουφάρουν. Μηδένισα

Page 3: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

τον μερικό χιλιομετρητή, όταν θα έδειχνε μια εξηντάρα έπρεπε να βγω από τον κεντρικό δρόμο. Να αποφύγω τα χωριά και να αλλάξω νομό μέσα από τις παρακαμπτήριες –μέσα στη μαυρίλα της νύχτας το πιθανότερο ήταν να καταλήξουμε φυτεμένοι στα χωράφια. Τι να είχαν σπαρμένο άραγε τέτοια εποχή; Μπαμπάκι ή καπνό; Άνοιξα το παράθυρο κι άναψα τσιγάρο.Είχα ξυπνήσει με πονοκέφαλο, σπασμένα τούβλα δίπλα στο πρόσωπό μου και μια έντονη μυρωδιά φρεσκοπηγμένου τσιμέντου –με τα χίλια ζόρια κατόρθωσα να σταθώ στα πόδια μου. Με είχαν παρατήσει σε μια οικοδομή, κολλητά με το βρωμο-εστιατόριο, διψούσα και το κεφάλι μου ζύγιζε όσο ένα τριαξονικό. Ακούμπησα στο κοντινότερο ντουβάρι, ζαλιζόμουν και τότε είδα οτι υπήρχαν κάτι κέρματα στο τσιμεντένιο πάτωμα, έσκυψα, τα μέτρησα. Οι μάγκες θεώρησαν σωστό να μου πληρώσουν τη μπύρα που κέρασα στη γκόμενά τους –μάζεψα τα κέρματα και τα έβαλα στην τσέπη μου, οι τύποι δεν έδειχναν και πολύ χουβαρντάδες αλλά με την οικονομική κρίση των ημερών μια κερασμένη μπύρα ήταν πάντα ευπρόσδεκτη. Έριξα μια ματιά στο ρολόι μου που είχε σταματήσει στις 10 και τέταρτο –υπέθεσα λοιπόν οτι εκείνη την ώρα πρέπει ν’άρχισε το κλωτσίδι. Το πρώτο που χρειαζόμουν ήταν να μάθω πόση ώρα είχε περάσει από τότε, επειδή ήμουνα σ΄αυτή την κωλόπολη για δουλειά κι αν δεν βρισκόμουν σε συγκεκριμένο μέρος στις 12 ακριβώς, το βρωμόξυλο που είχα αρπάξει θα ήταν η τελευταία μου ευχάριστη ανάμνηση από τον κόσμο των ζωντανών. Κατέβηκα τη σκάλα τρεκλίζοντας, σε μια στροφή της πιάστηκε το παντελόνι μου από κάποιο καρφί, βλαστήμησα, βόγκηξα και συνέχισα να κατεβαίνω. Βιαζόμουν, δεν είχα χρόνο ούτε κεφάλι να με πονέσει ούτε τίποτα.Ξαναμπήκα στο βρωμερό εστιατόριο, το γκαρσόνι με θυμήθηκε, τσακίστηκε να κρυφτεί πίσω από τον πάγκο αλλά δεν είχα καιρό για τέτοια. Χώθηκα λοιπόν πίσω του.«Να σου πω ρε πατριώτη...» μούγκρισα.Το γκαρσόνι κοίταζε τριγύρω από που να φύγει.«Μην κάνεις έτσι μωρέ αδερφάκι! Δυο ερωτησούλες κι έφυγα!»Με κοίταξε δύσπιστος.«Κατά πρώτον τι ώρα είναι».Σήκωσε το ρολόι του.«11 και 20», είπε.Μια χαρά –προλαβαίναμε ακόμα να γλιτώσουμε τον κώλο μας.«Κατά δεύτερον ποιοι ήταν οι τύποι;»Το γκαρσόνι προσπάθησε φιλότιμα να καταπιεί τη γλώσσα του.«Λέγε ρε άνθρωπε μην την πληρώσεις εσύ χωρίς να φταις», τον παρότρυνα.«Για τον κύριο Λεωνίδα λέτε;» έκανε στο τέλος.«Ξέρω ΄γω για ποιον λέω; Εσύ θα μου πεις», περίμενα.«Ο κύριος Λεωνίδας ήταν!» είπε το γκαρσόνι θριαμβευτικά.«Όπερ μεθερμηνευόμενον;» αναρωτήθηκα.Το γκαρσόνι μπλόκαρε –κατά πως φαίνεται δεν γνώριζε ξένες γλώσσες.«Τι είναι αυτός ο κύριος Λεωνίδας ρωτάω», ρώτησα.«Ε, τι να’ναι;» έκανε το γκαρσόνι.«Τι να’ναι άραγε; Μπας και φυλάει τα λουτρά εδώ παρακάτω παρέα με τους τρακόσους;» τον βοήθησα.Πήγε να γελάσει αλλά το΄κοψε επειδή με είδε να βουρλίζομαι.«Όχι εντάξει», είπε. «Ο κύριος Λεωνίδας είναι συνταξιούχος».

Page 4: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Τι συνταξιούχος; Εμένα άλλο μου φάνηκε με την κουστουμιά και τη συνοδεία...»«Συνταξιούχος δικαστής», μου εξήγησε το γκαρσόνι.Έκανα ένα «αααα» γαϊδουρινό, αρχίζοντας να μπαίνω στο νόημα.«Και οι γυναίκες;» ρώτησα αμέσως μετά. «Κόρες του! Η μια ήταν με τον αρραβωνιαστικό της...»Δεν χρειαζόταν να ρωτήσω για το ποια ήταν η αρραβωνιασμένη.«Και το επάγγελμα αυτού;» ζήτησα να μάθω.«Είναι υποδιοικητής στην αστυνομία εδώ πέρα!» έκανε το γκαρσόνι απορημένο, λες κι έπρεπε να το ξέρουμε όλοι μας αυτό.«Μάλιστα», διαπίστωσα.Το γκαρσόνι κοίταξε πίσω από τον ώμο μου, γύρισα και είδα έναν χοντρό να πλησιάζει. Το γκαρσόνι τον φοβόταν περισσότερο απ΄οτι φοβόταν εμένα, άρα ο χοντρός ήταν το αφεντικό.«Που μένει ο δικαστής;» ρώτησα βιαστικά.Το γκαρσόνι κοίταζε ακόμα πίσω μου.«Λέγε ρε παιδί μου μη σου ξεριζώσω κάνα αυτί και το δώσω στον χοντρό να το φάει!» φόρτωσα.«Στο διώροφο το νεοκλασσικό πάνω στην πλατεία», απάντησε βιαστικά.Ο χοντρός είχε ήδη αριβάρει ξεφυσώντας.«Τι κάνεις εσύ εδώ;» με ρώτησε.«Περιμένω το τρόλεϊ», του απάντησα.«Ρε, άκου να σου πω...» μούγκρισε ο χοντρός.«Όχι τώρα θείο –βιάζομαι», χαμογέλασα ενώ έφευγα τροχάδην.Το κεφάλι μου πήρε να βουίζει σα σειρήνα όταν προσπάθησα να το χρησιμοποιήσω για να σκεφτώ.Είχα βγει στο δρόμο εκείνο το βράδυ, πλησίαζε η ώρα 12, κι ένα ψιλόβροχο κατούραγε τον γιακά του δερμάτινου μπουφάν μου. Αν ήξερα τι με περίμενε παρακάτω θα είχα πάρει το νοικιασμένο μου αμάξι και θα οδηγούσα μέχρι να φτάσω Λαπωνία. Κι ακόμα παραπέρα. Αν ήξερα τι με περίμενε δεν θα πήγαινα καν μέχρι το νοικιασμένο μου αμάξι. Επιτόπου θα άνοιγα μια τρύπα με τα νύχια μου και θα θαβόμουν με συνοπτικές διαδικασίες. Καλύτερα ένας θάνατος από ασφυξία παρά μια ασφυξία δίχως θάνατο. Αλλά δεν ήξερα τότε. Κι έτσι ξεκίνησα για το νοικιασμένο μου αμάξι, υπολόγισα οτι δεν θα μου έπαιρνε πάνω από τέταρτο να φτάσω στο σημείο του ραντεβού. Δεν ήξερα, τίποτα δεν ήξερα.2. Μαθαίνοντας τη ΒέραΗ ζωή μου γαμήθηκε από τότε που συνάντησα τη Βέρα. Την πρωτοείδα στο σπίτι εκείνης της φοιτήτριας, ξεχνάω τ΄όνομά της, πάνε καμιά δεκαπενταριά χρόνια από τότε. Ήμουνα 18 πατημένα κι ο Χαρακωμένος στο Μίλωνα έσκιζε τα ρούχα του οτι στην αφεντομουτσουνάρα μου έβλεπε τη μεγαλύτερη λευκή ελπίδα της ευρωπαϊκής πυγμαχίας μεσαίων βαρών. Εντάξει, ο Χαρακωμένος ήταν υπερβολικός επειδή έστηνε παιχνίδια και τον ενδιέφεραν τα σίγουρα πονταρίσματα. Κι εγώ, 5 νοκ άουτ, 3 νίκες στα σημεία –σε 12 επίσημους αγώνες –ήμουνα καλή περίπτωση. Εντάξει, όχι και η μεγαλύτερη λευκή ελπίδα μετά τον Ρόκι Μαρτσιάνο ας πούμε, αλλά καλός. Και ζερβοκουτάλας. Αυτό δυσκόλευε πολλούς, είχα κι ένα αποτελεσματικό άπερκατ... Να μην τα πολυλογώ, ο Χαρακωμένος με έβλεπε και έστρωνε χαλιά στην υπόγα του Μίλωνα. Θυμάμαι εκείνη τη μέρα είχαμε πάει σε κάποιο σκατοκυριλέ μπαρ, έκανε πάρτι για προβολή ένας

Page 5: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

τυρέμπορας χορηγός του συλλόγου, έπινα πορτοκαλάδες φυσικό χυμό και βαριόμουν του θανατά. Δυο τραπέζια παρακάτω κάτι γκομενίτσες που μας κρυφοκοίταζαν, ήταν όλοι οι πυγμάχοι του συλλόγου στα πέριξ. Με τράβηξε ένας Μύγας που το έπαιζε Δον Ζουάν Ντε Βάλτον Μέσα, εγώ ψιλοκώλωνα, πήγαμε στο τραπέζι με τις γκομενίτσες, αποδείχτηκαν φοιτήτριες. Κάποια φιλολογία. Τελικά κατέληξα με μια απ΄αυτές στο διαμέρισμά της –φτιαχνόταν να χαϊδεύει τα σκισίματα στα μούτρα μου, είχα ράμματα πάνω απ΄το δεξί μάτι κι ένα μάγουλο πρησμένο, φτιαχνόταν με τέτοιες αηδίες. Όταν μάλιστα είδε τα χέρια μου μόνο που δεν κατουρήθηκε πάνω της. Αλλόκοτη κοπέλα, έκανε όμως καλό κρεβάτι. Στο τσιγάρο μετά το πήδημα είδα τη Βέρα να μας παρακολουθεί απ΄την απέναντι γωνιά του δωματίου. Μόνο που τότε δεν τη λέγανε Βέρα, στεκόταν εκεί πέρα αβάφτιστη ακουμπώντας στην μελαμινένια βιβλιοθήκη, εντελώς ξεβράκωτη και απροστάτευτη. «Θα σου σκεβρώσει η κιθάρα, έτσι που την έχεις παρατήσει», είχα πει στην κοπέλα που χασμουριόταν δίπλα μου.Δεν είχε δείξει να συγκινείται από την παρατήρησή μου.Όταν αποκοιμήθηκε εγώ έμεινα μόνος, κοιτάζοντας τη Βέρα. Δεν ήταν τίποτα φοβερό –μια ακουστική, κόκκινη στο χρώμα του τριανταφυλλόξυλου, είχε κι ένα ζωγραφιστό κολυμπρί στο σκάφος της, το κολυμπρί τσίμπαγε το μίσχο ενός λευκού κρίνου, σκέτο ξέρασμα. Είχα σκεφτεί τότε οτι θα την άλλαζα τη ζωγραφιά όταν έπαιρνα την κιθάρα στα χέρια μου κι ήταν περίεργο αυτό επειδή ούτε κιθάρα ήξερα ούτε είχα καμιά ένδειξη οτι θα μου χάριζε η γκόμενα την κιθάρα της. Αλλά τελικά, έτσι έγινε. Ακριβώς.Τραβηχτήκαμε γύρω στο εξάμηνο με τη φοιτήτρια –πήγαινα σπίτι της μετά τους αγώνες ή μετά τις προπονήσεις και ξεσκιζόμασταν. Περίεργη γκόμενα. Τότε έσκασε εκείνο το τουρνουά στις Σκανδιναβικές χώρες, θα περιοδεύαμε για κάνα τρίμηνο –της το είπα.«Δεν πιστεύω να έχεις την απαίτηση να σε περιμένω!» είχε ξεκαρδιστεί.Κοίταζα μουγκός την ανοιχτή τηλεόραση επειδή ποτέ δεν ήμουν καλός στο να διατυπώνω απαιτήσεις –προτιμούσα να τις επιβάλλω. Έβαζε εκείνη την ταινία, εκείνη την τρομερή ταινία... Σηκώθηκα να φύγω, τι άλλο να λέγαμε;«Περίμενε», με είχε πιάσει από το μανίκι. «Πάρτη –σε βλέπω όλον αυτόν τον καιρό πως την κοιτάζεις».Ήξερα για ποια μίλαγε αλλά έκανα το βλάκα.«Πάρτη ρε άγριε –εγώ, έτσι κι αλλιώς έχω χρόνια να παίξω. Πάρτη να με θυμάσαι...»Είχα μείνει κάπως μαλάκας, γι΄αυτό μάλλον είχα ρωτήσει το ποιο άσχετο πράγμα.«Πως τη λένε;»Η κοπέλα με κοίταξε σα να΄μουν κανταΐφι με χωρίστρα. «Πως τη λένε;» αναρωτήθηκε.«Ναι –πως τη λένε, το όνομά της ρε παιδί μου!»«Τελικά νομίζω οτι Βέρα είναι το όνομα μιας ολόκληρης γενιάς», είχε πει εκείνη ακριβώς τη στιγμή η γυναίκα-φάντασμα από τον ανοιχτό δέκτη της τηλεόρασης.Γυρίσαμε ταυτόχρονα προς το μέρος της.«Βέρα. Βέρα τη λένε», είπε τελικά η κοπέλα έτοιμη να ξεκαρδιστεί στα γέλια.Είχα αρπάξει την κιθάρα και κατρακύλησα τις σκάλες βιαστικά, έφυγα από το σπίτι της. Αν έμενα λίγο περισσότερο μπορεί να την πλάκωνα. Έτσι μπήκε στη ζωή μου η Βέρα.Τις επόμενες μέρες είχα αγοράσει μια σκληρή μαύρη θήκη, με εσωτερική επένδυση αφρολέξ και κόκκινο σατέν, για να ξαπλάρει εκεί μέσα η Βέρα. Την είχα πάει κιόλας σ΄ένα μάστορα να τη σενιάρει, της άλλαξε χορδές, έσφιξε τα τάστα, ρεγουλάρισε τους

Page 6: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

καβαλάρηδες, ζύγιασε το μπράτσο... Το γαμωκολυμπρί με τον κρίνο δεν μου έκανε καρδιά να τα αλλάξω –δεν ξέρω γιατί. Αγόρασα πάντως μια μέθοδο άνευ διδασκάλου, έτσι να μου βρίσκεται αφού είχα κιθάρα.Σε ένα λαγούμι της Στοκχόλμης ξεκίνησα να τη γρατζουνάω μπας και ζεσταθούν τα δάχτυλά μου. Έβγαζε κάτι ήχους άγριους στην αρχή, σα δέρμα που γδέρνεται. Κι εγώ εκεί –δώστου να την παλεύω μέχρι που πόνεσαν τα δάχτυλά μου και πάγωσαν χειρότερα από πριν. Είχα κοιμηθεί ξέπνοος εκείνο το βράδυ, η Βέρα μου ρούφηξε την ψυχή. Και το επόμενο βράδυ, μετά τον αγώνα (κέρδισα στα σημεία), για να ξεντώσουν τα δάχτυλά μου από τα χτυπήματα, η Βέρα γκρίνιαξε λίγο. Με τον καιρό, Όσλο, Ελσίνκι, Ρέγκιαβικ, η Βέρα άρχισε να μαλακώνει, γλύκανε ο ήχος της κι ήταν φορές που με παίρνανε τα ζουμιά όσο τη σκάλιζα κοιμόμασταν τότε δίπλα-δίπλα κι έχασκε ανοιχτή η άδεια θήκη της.Στον προτελευταίο αγώνα με σακάτεψαν. Ένας ξανθός με μάτια κροκόδειλου και βαριοπούλες αντί για χέρια, έτρεχα αίμα από παντού, ο Χαρακωμένος δούλευε πάνω μου το συραπτικό σα ραπτομηχανή ο διαιτητής απειλούσε να σταματήσει τον αγώνα κι ο ξανθός ξεκίνησε τις πουστιές. Κατάφερε ένα νοκ ντάουν και δήθεν μπερδεύτηκε στα πόδια μου, δήθεν έπεσε, με κάρφωσε στο ηλιακό πλέγμα με το αριστερό γόνατο. Εντάξει, μου έκοψε την ανάσα για να μη σηκωθώ στο μέτρημα αλλά ήταν ατσούμπαλος ο καργιόλης κι έτσι όπως το έπαιζε το δήθεν πέσιμο στραβοπάτησε το δεξί παπούτσι πάνω στο δικό μου δεξί γόνατο άκουσα εκεί πέρα ένα πεντακάθαρο κρακ. Έχασα τον αγώνα με νοκ άουτ, σηκώθηκα αλλά η ζημιά είχε γίνει. Όταν κρύωσα είδα το γόνατό μου να πρήζεται, μέσα στην επόμενη ώρα έγινε τούμπανο –μηνίσκος κατά πως φαινόταν. Με πήγαν νοσοκομείο για να μου τραβήξουν το υγρό και μετά τσιφ στο ξενοδοχείο με παράτησαν σε μουχλιασμένο δωμάτιο κι έφυγαν. Πέρασα δυο μέρες με μοναδική παρέα τη Βέρα. Όταν γυρίσαμε πίσω έκανα αρθροσκόπηση, έπρεπε να μείνω τουλάχιστον ένα μήνα εκτός προπονήσεων. Είχα ένα δωμάτιο πάνω από τους γέρους μου εκείνα τα χρόνια, ζούσα αποφεύγοντας τις μοιραίες συναντήσεις, υπήρχε κι ένα πιάτο φαΐ σε καθημερινή βάση, δε ζορίστηκα ιδιαίτερα από την κατάσταση. Όχι δηλαδή οτι όσο έδινα αγώνες πληρωνόμουν τίποτα της προκοπής, μόνο όταν φιλοτιμούνταν ο Χαρακωμένος να μου στάξει τίποτα ρεγάλο από τα κέρδη του στα στοιχήματα.... Τέλος πάντων, άραξα στο κλουβί μου και πλακώθηκα να μαθαίνω πως να κουλαντρίσω τη Βέρα. Έκανα προόδους σημαντικές εκείνο το μήνα επειδή τίποτα άλλο δεν είχα να κάνω έτσι κρεβατωμένος. Εντάξει, δεν έγινα κανένας Πάκο ντε Σεγκόβια αλλά κάποια τραγουδάκια που γούσταρα έμαθα να τα γρατζουνάω. Τη «Σκάλα στον Ουρανό» και τον «Άγριο Κόσμο», τον «Ήχο της Σιωπής» και το «Μια φορά ήμουν» -τέτοια πράγματα. Για την παρέα. Όχι την παρέα των ανθρώπων, για την παρέα της Βέρας.Πάνω στο μήνα συνήλθα εντελώς, άρχισα μαλακές προπονήσεις, μετά πλακώθηκα στο ανέβα-κατέβα τα τσιμεντένια διαζώματα του προπονητηρίου, ήμουνα γερό σκαρί, τα κατάφερνα. Αλλά όταν ξεκίνησα τον σάκο, σκούρυναν τα πράγματα. Τσιγκουνευόμουν να χτυπήσω δυνατά, φύλαγα τις κλειδώσεις μου για τη Βέρα. Κι εντάξει, στις προπονήσεις το κάλυψα. Αλλά μετά αρχίσανε πάλι οι αγώνες. Πρώτος αγώνας, ήττα στα σημεία. Πήδαγα σαν τη μαϊμού περιμένοντας τον άλλο να πέσει από μόνος του λόγω κούρασης.Δεύτερος αγώνας, νίκη στα σημεία. Ο αντίπαλός μου ήταν ένας πεθαμένος 35άρης που δεν άντεξε, στους τελευταίους γύρους του έριξα πάνω από 10 καλές. Σκατά καλές! Με

Page 7: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

βούτηξε ο Χαρακωμένος μετά τον αγώνα, «ρε πούστη», μου είπε, «γιατί δεν τον τελείωσες τσάκα-τσάκα; Τι χοροπήδαγες σα μπαλαρίνα;» Μούγκα εγώ.Τρίτος, τέταρτος, πέμπτος αγώνας –όλοι χαμένοι. Δύο στα σημεία, ένας νοκ άουτ. Ο Χαρακωμένος είχε αφρίσει. «Αν δεν κερδίσεις τον επόμενο έσβησες!» προειδοποίησε.Ο επόμενος αγώνας ήταν με κάποιον χοντροκέφαλο. Στην αρχή στριφογύριζα σαν τη σκατόμυγα μέχρι τον τρίτο γύρο. Εκεί αποφάσισα να επιτεθώ αλλά οι γροθιές μου δεν του κάνανε τίποτα. Κι ο καργιόλης καθότανε να τον κοπανάω, την είχε ψυλλιαστεί οτι ήμουνα τζούφιος. Σκέφτηκα λοιπόν να του τη στήσω, να φάω ένα δήθεν νοκ ντάουν και να το παίξω κάπως ζαλισμένο κοτόπουλο. Μετά, θα τον πετύχαινα αφύλαχτο –δυο γερές υπόθεση θα ήταν. Δεν θα έκανα και μεγάλη ζημιά στους καρπούς μου... Είχα πάρει θέση να βουτήξω στο καναβάτσο, είχα ανοίξει επίτηδες την αριστερή μου πλευρά και τον περίμενα –αλλά ο πούστης αποδείχτηκε μέγας βλάκας. Με κοπάνησε ξαφνικά από δεξιά, έχασα τα βήματά μου, δίπλωσα πέφτοντας, δεύτερο κρακ στο δεξί γόνατο.Χιαστός. Χρειαζόταν εγχείριση. Ο σύλλογος δεν είχε τα φράγκα. Οι γέροι μου ούτε συζήτηση. Τον αγώνα τον έχασα κι αυτόν στα σημεία. Ο Χαρακωμένος κονόμησε δυο τούβλα επειδή είχε στοιχηματίσει εναντίον μου. Η ομοσπονδία το έμαθε και μου κρέμασαν το δελτίο επειδή θεώρησαν οτι εγώ τον είχα στήσει τον αγώνα. Ο Χαρακωμένος πλήρωσε δυο καφετιά και απαλλάχτηκε λόγω αμφιβολιών.Έμεινα μόνος με τη Βέρα να κλαίμε αγκαλιά.Ο μερικός χιλιομετρητής πλησίαζε τα 70, βλαστήμησα που είχα ξεχαστεί κι έκοψα απότομα το τιμόνι. Η Άλφα Τζουλιέτα ντεραπάρισε αλλά επανήλθε, όλο αυτό την ταρακούνησε στο διπλανό κάθισμα την έκανε να πεταχτεί αναμαλλιασμένη.Κοίταξε έξω από το παρμπρίζ. Εγώ κοίταζα τη γάζα στον ώμο της, τα πράγματα χειροτέρευαν εκεί πέρα. «Τι έπαθες;» με ρώτησε.«Ξεχάστηκα», απάντησα.«Τι σκεφτόσουν;»«Εσένα κι εμένα σε μια αιώρα ανάμεσα στα δέντρα», είπα ψέματα.«Καλύτερα να βαράς παρά να μιλάς ψεύτικα», διαπίστωσε.«Πρέπει μάλλον να βρούμε γιατρό», της είπα.«Θ’αντέξω», μουρμούρισε.«Όπως και να’χει...» είπα εγώ.Βρήκα μια έξοδο από την εθνική και χώθηκα βιαστικά, έλπιζα να μην ήταν μαλακία απ΄αυτές που σε οδηγούν πίσω στον κεντρικό δρόμο. Η Άλφα Τζουλιέτα χοροπήδησε περνώντας κατσαρωμένη άσφαλτο. Αυτό ήταν καλό σημάδι.«Φοβάμαι για μπλόκα», της εξήγησα.Άνοιξε το παράθυρό της και έβγαλε το κεφάλι έξω. Έδειχνε να μυρίζεται τον αέρα. Μετά έβαλε πάλι μέσα το κεφάλι, αλλά το ξανάβγαλε βιαστικά.«Σβήσε τα φώτα!» φώναξε.Το έκανα –βουτήξαμε σε πηχτό σκοτάδι.«Τι έγινε;» ρώτησα.«Ελικόπτερο», είπε.Τη γαμήσαμε! Έκοψα ταχύτητα και συνέχισα να οδηγώ, δεν έβλεπα Χριστό εκεί έξω, αλλά δεν θα καθόμουν στο ίδιο σημείο που να με αλυσοδένανε. «Πόσο μπορούμε να πάμε χωρίς φώτα;» ρώτησε.«Μέχρι να τρακάρουμε», απάντησα.

Page 8: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Τώρα το άκουγα κι εγώ, ένα σκατοελικόπτερο έκανε γύρους ακριβώς από πάνω μας. «Αν μας είδαν θα ρίξουν προβολείς», είπα.Περιμέναμε, οδηγούσα με 10 χιλιόμετρα σα σαλιγκάρι. Τίποτα δεν έγινε.«Δεν μας είδαν φαίνεται», υπέθεσε εκείνη.«Ή μας είδαν και περιμένουν να σιγουρευτούν. Μπορεί ήδη να έχουν στείλει σήμα στα περιπολικά», είπα. «Αλήθεια, που τα βρήκαν νυχτιάτικα τα ελικόπτερα οι μπάτσοι;»«Είναι στρατιωτικό, από τη βάση έξω απ΄την πόλη», μου εξήγησε.Στριφογύρισε στη θέση της, δεν την έβλεπα αλλά πήγαινα στοίχημα οτι πόναγε και πάλευε να μην το δείξει.«Τι σκατά γυρεύεις μαζί μου;» νευρίασα.«Ποιος ξέρει;» μουρμούρισε. «Μήπως ξέρεις εσύ;»Δεν είπα τίποτα.«Μάλλον είχα βαρεθεί την βρωμόπολη που τίποτα δεν γινόταν. Σκέφτηκα λοιπόν οτι είμαι πολύ μικρή για να πεθάνω και πολύ μεγάλη για να συμβιβαστώ...»«Έτσι ξαφνικά το σκέφτηκες με το που με είδες;»Γέλασε σιγανά.«Εσύ μου το είπες ρε βλάκα. Το ξέχασες;»Θυμόμουν μια χαρά. Το ραντεβού των 12 ήταν κανονική καταστροφή. Είχα οδηγήσει μέχρι το προκαθορισμένο σημείο, όχι πάνω από 10 λεπτά αργοπορημένος, είχα δει το αστραφτερό τζιπ και είχα αναβοσβήσει τα φώτα μου. Μια, δυο, τρεις φορές. Μου είχαν απαντήσει, δυο συνεχόμενες, τρεις διακεκομμένες. Μετά ξεκίνησαν αργά κι εγώ τους ακολούθησα. Περάσαμε από την πλατεία, πρόλαβα να σταμπάρω το σπίτι της και πιέστηκα να τη βγάλω από το μυαλό μου έστω για λίγο. Δύσκολα πράγματα. Γι΄αυτό και κόντεψα να τους χάσω, ευτυχώς που ήταν ξέφωτο εκεί που σταμάτησαν. Πάρκαρα πίσω τους. Βγήκα με τα χέρια ανοιχτά λες κι είχαν συγκαεί οι μασχάλες μου. Από το τζιπ κατέβηκε μια λούγκρα με λαμέ πουκάμισο. Αν δεν με πέθαινε το κεφάλι θα είχα ξεσκιστεί στα γέλια.«Εσύ είσαι;» με ρώτησε.«Έχω τα λεφτά», απάντησα.Μέσα στο τζιπ έβλεπα άλλους τρεις τσιτωμένους. Όπλα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω.«Βγάλτα να πάρουν αέρα», διέταξε ο λαμέ.«Τα έχω πίσω στο πορτ μπαγκάζ, πες το στους δικούς σου μη με κάνουν σουρωτήρι», προειδοποίησα.Ο άλλος γέλασε.«Μη φοβάσαι –όταν έρθει η ώρα σου θα το μάθεις πρώτος απ΄όλους», είπε.Πήγα αργά μέχρι το προτ μπαγκάζ, πάτησα το κουμπί και το καπό τινάχτηκε μέχρι τα μισά της διαδρομής του. Χάιδεψα τη θήκη της Βέρας πριν αρπάξω τη δερμάτινη βαλίτσα ακριβώς από δίπλα. Σκέφτηκα να πάρω μαζί μου και το Βάλτερ αλλά δεν βρήκα κάποιο σοβαρό λόγο. Θέλανε τα φράγκα και θα τους τα’δινα. Το εμπόρευμα θα έφτανε στο αφεντικό με κανονική φορτωτική, καμουφλαρισμένο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να χαλάσει η δουλειά με τσαμπουκάδες. Έκανα τον γύρο του αυτοκινήτου κουβαλώντας τη βαλίτσα. Και την παράτησα στα πόδια του μαλάκα. Εκείνος τη σήκωσε, τη ζύγισε.«Περίμενε λίγο εδώ», μου είπε.Περίμενα. Ο τύπος ξαναχώθηκε στο τζιπ, άκουσα το φερμουάρ της βαλίτσας ν’ανοίγει και μετά κάτι ψουψουμού. Άναψα τσιγάρο αγναντεύοντας την ξαστεριά στον παγωμένο ουρανό.

Page 9: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Τότε ακριβώς πετάχτηκαν δυο γομάρια με κοντόκανες, για την ακρίβεια άνοιξαν απότομα τις πίσω πόρτες του τζιπ και προσγειώθηκαν σα σιδερόμπαλες μέσα στις λάσπες.«Ψηλά τα χέρια ρε πούστη!» φώναξαν ταυτόχρονα.Σήκωσα τα χέρια ψηλά.«Μην κουνιέσαι ρε!» φώναξαν μετά.«Και πούστης και να μην κουνιέμαι; Μήπως με μπερδεύετε με κανέναν δικό σας;» ρώτησα.«Σκάσε!» φώναξε ένας απ΄αυτούς όσο με πλησίαζε. Μυρίστηκα ξύλο και μαζεύτηκα. Ο τύπος σταμάτησε λίγο πριν τσουγκρίσουν οι μύτες μας, γύρισε το κοντάκι της κοντόκανης στα χέρια του σημαδεύοντάς με, τον άφησα να πάρει φόρα και μετά τον άρπαξα από τους καρπούς. Άλλαξα λίγο τη φορά του κι έτσι έσκασε στο χώμα δίπλα μου σα σακί πατάτες -ο άλλος με σημάδεψε αγριεμένος.«Χαλάρωσε παιχταρά μου, απλά δε γουστάρω να με βαράνε άνευ λόγου», του χαμογέλασα. Ο πεσμένος σηκωνόταν απειλητικά δίπλα μου. Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή άνοιξε η μπροστινή πόρτα του τζιπ και βγήκε έξω ένας σιχαμερός κωλόγερος.«Είπες οτι δε γουστάρεις να σε βαράνε άνευ λόγου;» μου φώναξε.«Αυτό ακριβώς είπα», παραδέχτηκα σεμνά. «Κι αν σου έλεγα οτι κανονικά θα έπρεπε να σε φυτέψουμε επί τόπου επειδή πήγες να μας στήσεις; Πως θα σου φαινόταν;» ρώτησε ο γέρος.«Θα μου φαινόταν μια χαρά λόγος, μόνο που δεν έκανα κάτι τέτοιο», δικαιολογήθηκα.Ο γέρος γέλασε κάνοντας νόημα στη λούγκρα που κρυφοκοίταζε πίσω του. Εκείνη τη στιγμή με άρπαξε ο πρώην πεσμένος και μου έστριψε τα χέρια πίσω από την πλάτη. Σκέφτηκα να τον κλωτσήσω στ’ αρχίδια αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ πέρα, προτίμησα λοιπόν να περιμένω.Ο γέρος με τον λαμέ έρχονταν προς το μέρος μου κουβαλώντας τη βαλίτσα. Όταν με φτάσανε, ο γέρος περίμενε τον άλλο ν’ ανοίξει τη βαλίτσα και μετά μου χαμογέλασε.«Άστον», είπε στο γομάρι πίσω μου.Εκείνος με άφησε.«Γονάτισε», διέταξε ο γέρος.Το έκανα προσέχοντας να μη γεμίσω λάσπες.«Πάρε μια δεσμίδα από τη βαλίτσα –όποια γουστάρεις», φώναξε ο γέρος.Έκανα όπως μου είπε.«Σου φαίνεται εντάξει;» με ρώτησε.Περιεργάστηκα τη δεσμίδα, μια χαρά φρεσκότατα χαρτονομίσματα. Τράβηξα ένα, το έτριψα ανάμεσα στα δάχτυλά μου, δεν έμοιαζε για πλαστό.«Κοίτα τους αριθμούς τους», έκανε ανυπόμονα ο γέρος.Κοίταξα. Την είχα πολύ άσχημα εδώ πέρα. Άφησα τη δεσμίδα, έπιασα μια άλλη, κοίταξα πάλι τους αριθμούς. Συνεχόμενοι –και μέσα στις δεσμίδες κι από δεσμίδα σε δεσμίδα. Μάλλον έπρεπε να κάνω την προσευχή μου, αν δηλαδή ήξερα καμιά από δαύτες.«Δεν ξέρω τίποτα για όλο αυτό», είπα. «Τη βαλίτσα μου τη δώσανε κλειστή κι έτσι την έφερα».«Ποιος στην έδωσε;» ρώτησε ο γέρος.«Το αφεντικό», είπα εγώ.

Page 10: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Πούτσες σου λέει. Αποκλείεται να μας στήσανε από κει, αυτός ο μούλος πρέπει να πήγε στους μπάτσους και ν΄άλλαξε τη βαλίτσα!» φώναξε ο λαμέ.«Ίσα μωρή Αφρούλα!» βλαστήμησα εγώ.Αμέσως μετά έφαγα μια ζόρικη, το λουστρινέ σκαρπίνι του μάλλον μου’σκισε το μάγουλο. Τι τους είχε πιάσει σ΄αυτή την πόλη και ψάχνανε πως να με λιανίσουν; Έπεσα ανάσκελα. Η παρέα απομακρύνθηκε κυκλώνοντάς με. Μετάνιωσα που δεν είχα το Βάλτερ μαζί μου κι αποφάσισα να μην το ξαναφήσω άλλη φορά. Αν δηλαδή υπήρχε άλλη φορά...«Τώρα τι καταλαβαίνεις; Να σε καθαρίσουμε επιτόπου; Θα έχουμε άδικο;» μούγκρισε ο γέρος.«Τι να σας πω –όλα τα δίκια με το μέρος σας...» προσπάθησα να φανώ συγκαταβατικός.«Κι αν είναι βαλτός;» αναρωτήθηκε η λούγκρα.Αισθάνθηκα αμέσως καλύτερα. «Λες να ήρθε με συνοδεία;» μουρμούρισε ο γέρος. Άρχισε να κοιτάζει τριγύρω –οι άλλοι τον μιμήθηκαν. Μέχρι κι εγώ το’χαψα και πήρα να ψάχνω για μπασκίνες μέσα στη νύχτα.«Πάμε να φύγουμε», είπε ο γέρος.Τα γομάρια άρχισαν να περπατάνε ανάποδα πηγαίνοντας προς το τζιπ.«Δεν τη γλίτωσες ακόμα», με προειδοποίησε ο γέρος. «Θα σε βρούμε όπου κι αν πας».Δε μίλησα. Η λούγκρα μου έκλεισε το μάτι μπαίνοντας στο τζιπ. Καλό παιδί ήταν τελικά –μόνο στα ενδυματολογικά το χάλαγε λιγάκι. Ζεστό αίμα κύλαγε στο μάγουλό μου. «Γαμιέται η μάνα αυτουνού που ξανάφερε στη μόδα τα μυτερά λουστρίνια», μούγκρισα φτύνοντας σάλιο ανακατεμένο με αίμα.Μετά μάζεψα τη βαλίτσα, την ξανάβαλα στη θέση της, κοντοστάθηκα. Ξεκούμπωσα της θήκη, χάιδεψα τα καπούλια της Βέρας και πήρα το Βάλτερ –τσέκαρα τη γεμιστήρα του πριν το βάλω στη μέσα τσέπη του μπουφάν μου. Το τζιπ είχε χαθεί αφήνοντάς με στο σκοτάδι, πήρα λοιπόν το νοικιασμένο μου αυτοκίνητο και ξεκίνησα πάλι για την πόλη. Χρειάστηκα 10 λεπτά για να φτάσω στην πλατεία, πάρκαρα απόμερα και επέστρεψα περπατώντας. Χρειαζόμουν έναν τηλεφωνικό θάλαμο και τον βρήκα γρήγορα.Μπήκα, έκλεισα, σχημάτισα το νούμερο. Περίμενα.«Εμπρός;» είπε βαρύθυμος.«Αφεντικό εγώ είμαι».Σιωπή.«Έλα, τι έγινε;» ρώτησε κάπως ζορισμένα η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.«Τίποτα δεν έγινε –τι περίμενες;» αναρωτήθηκα.«Έδωσες τα λεφτά;»Δε μίλησα για λίγο, προσπαθώντας να ελέγξω τα νεύρα μου.«Αφεντικό με έστειλες κατευθείαν στην κρεμάλα», του εξήγησα.«Τι μαλακίες μου τσαμπουνάς;» φόρτωσε ο άλλος.«Δεν έχω χρόνο τώρα να σου εξηγήσω. Απλά πήρα να σου πω οτι θα πεθάνεις αφεντικό. Θα σε βρω και θα σε λιώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Όχι όπλα και μαλακίες –με τα χέρια μου αφεντικό. Για να το απολαύσω».Κατέβασα το τηλέφωνο πριν πει άλλη κουβέντα, βιάστηκα κιόλας να το κάνω επειδή αν μίλαγε περισσότερο θα έχανα τον έλεγχο. Και πως να σκοτώσεις έναν άνθρωπο 350 χιλιόμετρα μακριά σου;

Page 11: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Βγήκα από τον θάλαμο, ακούμπησα στη μισάνοιχτη πόρτα και άναψα τσιγάρο. Η πόλη μισοκοιμόταν, κάτι λιγούρια σούρνονταν κρυφά στο δρόμο με τα κωλόμπαρα. Η βροχή είχε κόψει από ώρα. Σήκωσα το κεφάλι, κοίταξα το σπίτι της. Δυο παράθυρα φωτισμένα. Χαμογέλασα.Όλος ο χρόνος ήταν δικός της από δω και πέρα.3. Οι σφαίρες δεν πληρώνουν εισιτήριο μετ΄επιστροφής Το ελικόπτερο βαρέθηκε να κωλοβαράει από πάνω μας, δεν άναψε τα προβόλια μέχρι που έφυγε, ίσως και να μη χρειαζόταν. Μπορεί αυτή τη στιγμή να ξεκινάγανε φορτσάτα τα περιπολικά, τα τζιπάκια και οι κλούβες, μπορεί σε λιγότερο από μια ώρα να μας ζώνανε τα φίδια. Κοίταξα ψηλά στον άδειο ουρανό, κοίταξα μπροστά στο χορταριασμένο σκοτάδι, κοίταξα πίσω στον έρημο δρόμο –παντού απελπισία. Αλλά είχα μια αναπάντεχη ιδέα –δεν μπορεί αυτά τα χωράφια να μη συνδέονταν με χωριό. Κάποιος χωματόδρομος σίγουρα, για να πηγαινοέρχονται οι άνθρωποι στα σπαρτά τους, κάπου, κάτι θα υπήρχε. Κόλλησα στο παρμπρίζ σα σκοτωμένη μύγα, προσπάθησα να δω εκεί έξω, βαρέθηκα μετά από λίγο και το παράτησα στην τύχη. Άνοιξα φώτα, τα επόμενα 10 μέτρα έμοιαζαν βατός χωματόδρομος, ξεκίνησα. Μετά τα μέτρα έγιναν 20, 30 –άρχισα να ελπίζω. Όταν σιγουρεύτηκα οτι ο δρόμος κάπου έβγαζε έσβησα πάλι τα φώτα, έκοψα ταχύτητα κι έβαλα την Άλφα Τζουλιέτα στο σούρσιμο. Πρέπει να πέρασε κάνα τέταρτο πριν αρχίσω να διακρίνω τις κωλοφωτιές του χωριού. Μου έδωσα συγχαρητήρια, ήμουν Ινδιάνος Κομάντσι –άσσος στις ανιχνεύσεις –βιάστηκα να γκαζώσω κι η μπροστινή ρόδα σφηνώθηκε σε μια λακκούβα. Ακινητοποιηθήκαμε. Μάρσαρα νευριασμένα χειροτερεύοντας την κατάσταση. Αν πηγαίναμε έτσι θα έβγαινε όλο το χωριό στους δρόμους με σημαιάκια να μας υποδεχτεί. «Με όπισθεν θα βγεις», ψιθύρισε εκείνη από δίπλα μου.Είχε δίκιο φυσικά. Ακόμα κι ένας ηλίθιος σαν εμένα θα το σκεφτόταν αν δεν είχε κυριευτεί από πανικό. Ήμουν πανικόβλητος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Επειδή εδώ δεν παιζόταν μονάχα το δικό μου κεφάλι, εδώ παιζόταν η ζωή της –έβλεπα τον πρόχειρο επίδεσμο να μουλιάζει στο αίμα κι έτρεμα καταλαβαίνεις;Έκανα λοιπόν όπισθεν.Κι είχα μείνει να την περιμένω εκεί πίσω, μισοκρυμμένος δίπλα στον τηλεφωνικό θάλαμο, δεν υπήρχε καμιά ένδειξη αλλά ήμουνα σίγουρος –κάποια στιγμή θα έβγαινε από το νεοκλασσικό. Μόνη ή με παρέα λίγο μ΄ένοιαζε. Άναψα καινούργιο τσιγάρο με την καύτρα του προηγούμενου, νυχτερινό κρύο, υγρασία από τη βροχή που είχε κόψει πρόσκαιρα, καθάριζε το πονεμένο μου κεφάλι αν και είχα ακόμα ζαλάδες, χασίματα, αστάθειες, μικροπράγματα. Μάλλον διάσειση, ήμουνα μαθημένος από τα ρινγκ, θα περνούσε με τον καιρό. Απλά έπρεπε να προσέξω μην την ξαναφάω στο ίδιο σημείο για κάνα μήνα μέχρι να έρθουν στα ίσα τους τα εγκεφαλικά μου φλούδια. Κάπως έτσι μου τα είχε εξηγήσει ο Γιατρός, ένας γεράκος που πέρναγε συχνά-πυκνά από τ’ αποδυτήρια, μάλλον κωλόμπος που φτιαχνόταν να μας παίρνει μάτι στα ντους. Αυτός μου είχε πει οτι τα χτυπήματα στο κεφάλι δεν είναι επικίνδυνα αν δεν είναι κοντινά μεταξύ τους, αν προλάβει ο εγκέφαλος να δημιουργήσει φρέσκια φλούδα δεν τρέχει κάστανο. Μετά είχε καθίσει στον πάγκο δίπλα μου κι εγώ του ντρέσαρα ένα μαλακό δεξί ντιρέκτ στο μηνίγγι και καλά για να δοκιμάσω τη θεωρία του αλλά στην πραγματικότητα επειδή φοβόμουνα μη μου πιάσει τον κώλο. Παρ’ όλες τις θεωρίες του Γιατρού το κεφάλι μου εξακολουθούσε να βουίζει και το τσιγάρο έκανε τα πράγματα χειρότερα –έψαξα κάπου πρόχειρα να κάτσω, βρήκα ένα παρτέρι. Κοίταξα το ρολόι μου από συνήθεια. 10 και

Page 12: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

τέταρτο μονίμως. Ένα φως έσβησε στον πάνω όροφο του νεοκλασσικού. Ρε λες; Έγινα όλος μάτια. Στη μέσα τσέπη του μπουφάν βάραινε το Βάλτερ, σκέφτηκα να πάω μέχρι το πορτ μπαγκάζ να πάρω τη Βέρα για συντροφιά αλλά με φρέναρε η ξεφτίλα. Φαντάσου να έσκαγε μύτη η γκόμενα και να μ’ έβλεπε σε στυλ περιπλανώμενος τροβαδούρος. Πολύ γέλιο!Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα -τινάχτηκα. Πρώτα βγήκε ο μαλάκας της ο κουστουμάτος μπάτσος και μετά Εκείνη. Φαινόταν συννεφιασμένη, φαινόταν νευριασμένος. Σηκώθηκα καθαρίζοντας τη σκόνη από το τζιν μου, έσβησα το τσιγάρο στη χούφτα μου για να συνέλθω. Έσυρα τις μπότες μου προκλητικά, όσο νωρίτερα με βλέπανε τόσο καλύτερα. Παρ’ όλα αυτά χρειάστηκε να διασχίσω τη μισή πλατεία, ήμουνα λιγότερο από 20 μέτρα απόσταση όταν με κατάλαβαν. Ο μπάτσος έκανε δυο βήματα πίσω, μάλλον σκέφτηκε να ξαναμπεί στο σπίτι και να φέρει τον φουσκωτό του δικαστή αλλά κατάλαβε γρήγορα το ρεζιλίκι και σταμάτησε. Εκείνη μου χαμογέλασε σαν ξημέρωμα στην ακροθαλασσιά.«Αφήσαμε μια κουβέντα στη μέση», της είπα χαμογελαστός επίσης. Το σκίσιμο στο μάγουλο με γάμησε κανονικά έτσι όπως τραβήχτηκε.«Τι θες εσύ εδώ;» ρώτησε ο μπάτσος αρραβωνιάρης.«Εεε, πως! Ολόκληρη μπύρα μου πληρώσατε, θα ήταν αγένεια να μην την πιούμε παρέα!» διαμαρτυρήθηκα.«Πήγαινε μέσα εσύ», της είπε τότε ο μαλάκας. Πολύ ωραίος! Να πάει μέσα η γκόμενα, να τη ρωτήσει ο μπαμπάκας τι τρέχει και να ξαμολήσει τα λυκόσκυλα!«Δεν πάω πουθενά», του απάντησε καρφώνοντας τα τακούνια της στο πλακόστρωτο.Εκείνη τη στιγμή βεβαιώθηκα –ότι κι αν πάθαινα για χάρη της, το άξιζε. Και θα έμενα να τη χαζεύω σαν ηλίθιος αν ο μπάτσος δεν την έσπρωχνε άγρια προς τα πίσω.«Ακούς τι σου λέω; Τσακίσου μέσα!» τσίριξε μπαρουτιασμένος.Δεν κατάλαβα για πότε βρέθηκε το Βάλτερ στο χέρι μου, πάντως το κούνησα απειλητικά προς το μέρος τους.«Κάτσε φρόνιμα ρε αντρακλά μη σου ξυρίσω τ΄αρχίδια», μούγκρισα.Ο μπάτσος σούφρωσε κάπως. Εκείνη σταύρωσε τα χέρια στο στήθος κοιτάζοντάς με.«Για πλησιάστε και οι δυο σας», διέταξα.Ο μπάτσος ξεκίνησε να έρχεται προς το μέρος μου, Εκείνη έμεινε ακίνητη χαμογελώντας. Καταπληκτική γυναίκα. «Έλα κι εσύ ομορφούλα –δεν ήρθα μέχρι εδώ για να κάνω κόρτε στο τζιτζιφιόγκο σου», της είπα.Πήγε να γελάσει αλλά το κράτησε.«Πρόσεχε τα λόγια σου», ψιθύρισε ο μπάτσος.«Μπα δε νομίζω –ο φιλαράκος από ‘δω μου δίνει το ακαταλόγιστο», απάντησα κουνώντας το Βάλτερ.Εκείνη ξεκίνησε να πλησιάζει, σε λίγο έφτασε τον μπάτσο κι εγώ τους πήγα να καθίσουμε στο παρτεράκι ρομαντικά –ένα ζευγαράκι κι ο παρείσακτος, υπολόγιζα οτι θα είχα λιγότερο από 10 λεπτά για να γυρίσω την κατάσταση.Κάτσαμε.«Είσαι η δεύτερη σημαντικότερη γνωριμία της ζωής μου», της είπα νέτα-σκέτα.Ο μπάτσος πήγε να μιλήσει αλλά τον αγριοκοίταξα.«Και η πρώτη ποια ήταν;» ρώτησε Εκείνη.

Page 13: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Καμιά σχέση», της εξήγησα. «Η Βέρα είναι εκτός συναγωνισμού, ρίχνει τις τούφες της στο πορτ μπαγκάζ, θα τη γνωρίσεις αργότερα».«Δε μ’ αρέσει να έρχομαι πουθενά δεύτερη», διαπίστωσε.«Σε κανέναν δεν αρέσει», παραδέχτηκα.«Λοιπόν;» αναρωτήθηκε.«Λοιπόν είναι δύσκολο να τα βάλεις με τη Βέρα αλλά σου εύχομαι καλή τύχη όπως και να ‘χει», γέλασα.«Τι μαλακίες είναι αυτές;» γκρίνιαξε ο μπάτσος.«Σκάσε ρε μη στην ανάψω!» θύμωσα. «Θα πάω μια βόλτα με την κοπέλα, έχουμε να πούμε τα δικά μας και δε γουστάρω αδιάκριτους», του εξήγησα αμέσως μετά. «Εσύ σαν καλό παιδί κάνε λίγο ποδήλατο μέχρι να γυρίσουμε, παίξε τίποτα βόλους, βολέψου όπως γουστάρεις».Σηκώθηκα. Αν δεν ερχόταν μαζί μου θα την πυροβολούσα επιτόπου. Μετά θα σκότωνα το μαλάκα της και μετά μπορεί ν’ αυτοκτονούσα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τη χάσω τώρα που την είχα βρει.Εκείνη σηκώθηκε, ευτυχώς. Με πλησίασε. Ευτυχώς.«Γιατί πιστεύεις οτι θα έρθω μαζί σου;» με ρώτησε.«Επειδή είσαι πολύ μικρή για να πεθάνεις και πολύ μεγάλη για να συμβιβαστείς», απάντησα.«Που πάμε;» χαμογέλασε.Την κοίταξα κι ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα γονατιστός σα χαζογκόμενα σε ζαχαρένια ταινία, αλλά κατάφερα να το σκάσω μόνο με μισό χαμόγελο. Πέρασα το χέρι μου κάτω από το δικό της, την τράβηξα κοντά μου –φάνηκα τόσο μαλάκας! Εντάξει, ήμουνα σίγουρος οτι δεν υπήρχε άλλη σαν αυτή, μόνο κάτι αρχαίες θεές του ασπρόμαυρου χρόνια τώρα πεθαμένες –αυτό όμως δεν ήταν λόγος να γυρίσω την πλάτη μου στον μπάτσο, ποτέ δεν γυρνάς την πλάτη σου σ΄έναν ρεζιλεμένο μπάτσο. Την τράβηξα κοντά μου, με το χέρι περασμένο κάτω από το δικό της, οι ώμοι μας τρίφτηκαν κι ένιωσα το άρωμά της, σαπούνι ανακατεμένο με άσπρα λουλούδια –τότε Εκείνη συσπάστηκε απότομα κι εγώ άκουσα τον κρότο. Την έσπρωξα δίπλα και στριφογύρισα σαν αλογάκι του Καρουζέλ, ο καργιόλης κρατούσε ακόμα το όπλο του αλλά έδειχνε να τα έχει κάπως χαμένα. Τον πυροβόλησα χωρίς δεύτερη σκέψη, ήθελα να του κόψω το χέρι κανονικά, αλλά το Βάλτερ κλώτσησε κι εγώ ένιωσα απότομα πολύ κουρασμένος. Το χέρι του κρέμασε σαν κατάρτι ναυαγίου, διαπίστωσα οτι δεν είχαν απομείνει πολλά πράγματα απ’ τη δεξιά πλευρά του λαιμού του. Έγειρε πλάγια σαν αποτυχημένος αρλεκίνος αλλά δεν είχα χρόνο ν’ ασχοληθώ, έτρεξα κοντά της, την αγκάλιασα.«Είσαι καλά;» ούρλιαξα.«Όχι και τόσο», ψιθύρισε.Την γύρισα λίγο στο πλάι, είχε μια τρύπα το πουκάμισό της πίσω, στον αριστερό ώμο, δεν έτρεχε ακόμα αίμα. Τρέμοντας την έστησα απέναντί μου, η μπροστινή μεριά του πουκαμίσου έδειχνε άθικτη. Κοίταξα παραδίπλα ελπίζοντας μάταια, γιατί το ήξερα από την πρώτη ματιά. Η σφαίρα είχε μείνει μέσα -βλαστήμησα τη γκαντεμιά μας.«Δεν είναι τίποτα», της είπα. Ταυτόχρονα άγγιζα απαλά τις κλειδώσεις στον ώμο της ψάχνοντας για σπασίματα, δεν έδειχνε να πονάει.«Πρέπει να φύγουμε από ‘δω», παρατήρησε.

Page 14: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Τη στήριξα πάνω μου, άρχισα να την τραβάω βιαστικά –πίσω μας άρχιζε το πανηγύρι, πόρτες άνοιγαν, κόσμος τσίριζε. Φτάσαμε στο νοικιασμένο μου αυτοκίνητο με τα χίλια ζόρια, την έβαλα μέσα, ξεκινήσαμε.«Δεν το βλέπω να πηγαίνουμε πολύ μακριά», μουρμούρισε.«Τώρα που σε βρήκα δε σε χάνω», είπα εγώ αλλά μετά είδα οτι κάπου αλλού είχε καρφωμένο το βλέμμα της και το ακολούθησα.Το γαμημένο κόκκινο φωτάκι της βενζίνης ήταν αναμμένο – φάρος ολόφωτος στο καντράν. Βλαστήμησα μέσα από τα δόντια μου, πόσο μαλάκας τελικά;«Πρέπει να βρούμε άλλο αμάξι», είπα.«Στρίψε δεξιά και στο πρώτο αριστερά», ψιθύρισε.Έκανα έτσι ακριβώς, πέσαμε σε μια ταμπέλα για αδιέξοδο. Μήπως τελικά η γκόμενα ήθελε να με δώσει στους μπάτσους μια ώρα αρχύτερα; «Τι σταμάτησες ρε κορόιδο;» γέλασε εκείνη.Αποφάσισα να περάσω την ταμπέλα, αν με δούλευε θα πέθαινε σε λίγα λεπτά.«Πάρκαρε πίσω από το κόκκινο», μου εξήγησε.Έτσι έκανα. Μετά Εκείνη άνοιξε την πόρτα και βγήκε, εγώ περίμενα.«Εκεί θα κάτσεις;» ξεκαρδίστηκε.Ήταν ακόμα ζεστή, όταν πάγωνε το τραύμα θα έχανε το χιούμορ της.Βγήκα. «Έχεις κατσαβίδι;» με ρώτησε.Βρήκα ένα πρόχειρο στο συρτάρι του συνοδηγού.«Άνοιξε το πίσω φως το αριστερό».Δεν ξεκινήσαμε καλά, όλο διαταγές ήταν η γκόμενα! Αλλά ξεβίδωσα βιαστικά το πίσω φως κι ένα φρεσκότατο κλειδί έπεσε ανάμεσα στα πόδια μου. Βίδωσα πάλι το φως παίρνοντας το κλειδί.«Είναι ενός παλιού γκόμενου, είχε κόλλημα μ΄αυτή τη Τζουλιέτα», μου εξήγησε. «Του τη φύλαγα του καργιόλη, πολύ σπαστικός με το αυτοκίνητό του», μουρμούρισε μάλλον στον εαυτό της αλλά εγώ το άκουσα.Άνοιξα το πορτ μπαγκάζ της Άλφα Τζουλιέτα, μετά άνοιξα το πορτ μπαγκάζ του νοικιασμένου κι άρχισα να μεταφέρω την πραμάτεια μου.Με περίμενε με τα χέρια δεμένα κόμπο.«Ωραία βαλιτσούλα! Τα εσώρουχά σου έχεις μέσα;» ρώτησε.«Κάτι καλύτερο», απάντησα.«Κι αυτό τι είναι;» πετάχτηκε όταν με είδε να κουβαλάω τη θήκη της κιθάρας.«Αυτή είναι η Βέρα», είπα θριαμβευτικά.«Α, τόσο καλά!» ξεκαρδίστηκε.Μετά μπήκαμε μέσα, η Άλφα Τζουλιέτα είχε τιγκαρισμένο το ρεζερβουάρ και πήρε μπροστά με την πρώτη σηκώνοντας τα πλακάκια απ’ τα πεζοδρόμια.«Προχώρα ευθεία δεν είναι αδιέξοδο –έτσι τη βάλανε την πινακίδα», μου εξήγησε.Κι εγώ γκάζωσα πέφτοντας με τα μούτρα στο τραυματισμένο όνειρο.Η Άλφα Τζουλιέτα χαράκωνε τους δρόμους του χωριού με τα φώτα ορθωμένα, ψάχνοντας αμείλικτα στις κλειστές πόρτες, στις τζαμένιες προθήκες των μαγαζιών, ταράζοντας τον ύπνο των κακομοιραίων. Είχα βρει την κεντρική πλατεία, είχα βρει το κλειστό καφενείο, ήταν ζήτημα χρόνου να πέσω σ’ ένα ανοιχτό φαρμακείο. Πάρκαρα το αυτοκίνητο απέξω, της είπα να περιμένει κι άρχισα να τραντάζω την κλειδωμένη πόρτα.

Page 15: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Στα δυο λεπτά ένας τσιμπλής εμφανίστηκε, έσκασε λίγο την κουρτίνα, με είδε, ξεκλείδωσε.«Σώσε με πατριώτη, γεννάει η γυναίκα μου!» έκανα ξέπνοος, το έπαιξα μια χαρά επειδή είχα στ’ αλήθεια λόγο ν΄αγωνιώ.«Η μαμή...» έκανε να μιλήσει.«Ποια μαμή; Γιατρός υπάρχει;» τον έκοψα.«Τέτοια ώρα...» μουρμούρισε.«Πες το στο μπόμπιρα που αποφάσισε να μας βγει ξενύχτης!» τον διέκοψα και πάλι«Στον πίσω δρόμο, στο 25 νούμερο», απάντησε τελικά.«Δώσμου και τα σχετικά, γάζες -ιώδια, ψαλίδια, πάνες, ξέρω ‘γω...» Τσακίστηκε να μ’ εξυπηρετήσει, είχα καταφέρει να τον αγχώσω τελικά.«Μόνο επιδέσμους θα χρειαστείς και αντισηπτικό, αν και θα ΄χει ο γιατρός...» είπε.Του πέταξα ένα εικοσάρι και την έκανα τρέχοντας.«Πάμε στο γιατρό ομορφούλα», της εξήγησα.«Δε φοβάσαι μη μας καρφώσει;» ρώτησε.«Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση», τη διαβεβαίωσα. Και ήμουνα σίγουρος δηλαδή.

Το σπίτι του γιατρού ήταν συμπαθητικό για μπουρδέλο, μάλλον αγροτικός και πολύ φτωχό το χωριό –αυτό με βόλευε. Βγήκα, της άνοιξα την πόρτα, την πήρα αγκαλιά, φτάσαμε μέχρι το κουδούνι, κόλλησα το χέρι μου, κόντεψα να το τρυπήσω το σκατόπραμα. Κάτι καμπάνες ακούστηκαν ν΄αντηχούν μέσα στο σπίτι, συνέχισα να πιέζω το μπουτόν μέχρι ν’ απελευθερώσω όλα τα σκυλιά της κόλασης. Άκουσα βήματα, μετά κάτι που έσπαγε ανακατεμένο με βογκητό, μάλλον ο γιατρός είχε τρακάρει στο λαβομάνο. Περίμενα. Η πόρτα άνοιξε κι ένα ανθρωπάκι πατημένα 40 εμφανίστηκε. Καθάρισε τα στρογγυλά γυαλιά του κοιτάζοντάς μας.«Κάνε πιο μέσα, είναι χτυπημένη», τον διέταξα.Βιάστηκε να μεριάσει –κυρίως επειδή τον σημάδευα με το Βάλτερ όσο συγκρατούσα Εκείνη. Μπήκαμε, σαλόνι σκοροφαγωμένο –αλληθώρισα για να ελέγξω όλες τις πόρτες με μιας. «Ζω μόνος μου», ψέλλισε το γιατρουδάκι.Ήταν έξυπνο παιδί τελικά, θα βγάζαμε άκρη.«Που να την πάω;» ρώτησα.«Από δω», έδειξε.Ξεκινήσαμε όλη η χαρούμενη παρέα, το γιατρουδάκι άναψε μια λάμπα γυμνή, ασφαλίτικη, στραβωθήκαμε στο άξεστο φως. Την ξάπλωσα στο ιατρικό κρεβάτι ο γιατρός πήγε να διαμαρτυρηθεί που δεν πρόλαβε να στρώσει χαρτί από κάτω, αδιαφόρησα.«Εξέτασέ την», είπα.Ο γιατρός της έκανε νόημα να γδυθεί από τη μέση και πάνω, εγώ χάζευα σα μαλάκας το δαντελένιο μαύρο σουτιέν κι όταν το ‘βγαλε μου κρέμασε το σαγόνι μέχρι πάτωμα. «Θα την εξετάσεις ή θα πάρεις μάτι;» χώθηκα στον γιατρό.Εκείνος βιάστηκε να τη βάλει μπρούμυτα, μετά άρχισε να λύνει τις γάζες, πλησίασα να δω. Μια πληγή σκέτη παπαρούνα με κοίταζε ορθάνοιχτα, το αίμα δεν είχε ακόμα ξεραθεί εκεί πέρα. Ο γιατρός πλακώθηκε μπας και του κόψει τη ροή. Καινούργιες γάζες, τσιμπίδες, άσπρη σκόνη... Έκανα παραπίσω, σταύρωσα τα χέρια, άφησα το Βάλτερ στο

Page 16: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

τραπέζι. Ο γιατρός άρπαξε μια σύριγγα και άρχισε να τη γεμίζει νερό, μετά τρύπησε κάποιο γυάλινο φιαλίδιο, ανακάτεψε το νερό με τη σκόνη και το ξαναρούφηξε.«Θα της κάνω ένα παυσίπονο να ηρεμήσει», μου είπε.«Κάνε οτι πρέπει, μόνο να ξέρεις οτι αν πάθει κάτι πέθανες», του εξήγησα.Έδειξε να αδιαφορεί.Μετά την ένεση με πλησίασε.«Έχει σφαίρα μέσα της», είπε.«Σώπα! Κι εγώ που νόμιζα οτι το έπαθε απ’ τη χαλάουα!» στράβωσα το στόμα.«Καλά, εντάξει. Η σφαίρα όμως έχει μείνει μέσα και πρέπει να βγει. Να την πας σε νοσοκομείο αμέσως».«Έλεγα πως θα την έβγαζες εσύ...» μουρμούρισα.«Είσαι τρελός;» πετάχτηκε ο γιατρός.«Ξέρω ‘γω; Μπορεί και να είμαι –θες να το ψάξουμε τώρα αυτό;» τον κάρφωσα κατάματα.«Δεν γίνεται να της βγάλω εγώ τη σφαίρα, δεν είμαι χειρούργος», διαμαρτυρήθηκε.«Κοίτα δόκτορα», είπα μετρώντας τα λόγια μου. «Έχω απέξω στο αμάξι μια βαλίτσα. Η βαλίτσα έχει μέσα πολλά λεφτά. Τι θα έλεγες να την ελαφραίναμε κατά 10 χιλιαρικάκια ας πούμε;»«Μα δεν γίνεται...»«Δώσε βάση επειδή μάλλον δεν με κατάλαβες», τον έκοψα. «Η μια περίπτωση είναι να της βγάλεις τη σφαίρα και να πάρεις 10 χιλιάρικα για τον κόπο σου. Η άλλη περίπτωση είναι να σου φτιάξω τρίτο μάτι στο κούτελο. Τι διαλέγεις;»Άσπρισε, κόμπιασε, ένα μπαλάκι σάλιου εμφανίστηκε στην άκρη των χειλιών του.«Θα κάνω οτι μπορώ», είπε παγωμένα.«Λάθος. Θα την κάνεις καλά!» του εξήγησα.«Ναι, εντάξει», είπε αφηρημένα.Ή πολύ καλός επιστήμονας ήταν ή πολύ μαλάκας. Δεν είχα βγάλει ακόμα πόρισμα.Χοροπήδαγε από πάνω της σαν καγκουρό -χοντρές στάλες ιδρώτα από το πρόσωπό του έπεφταν στην πλάτη της- σιχάθηκα κάπως αλλά έκανα υπομονή για χάρη της επιστήμης.«Θα της κάνω τοπική αναισθησία, δεν έχω δυνατότητα για ολική», μου εξήγησε.«Δεν πα’ να της κάνεις και περμανάντ; Το θέμα είναι να βγάλεις τη σφαίρα», μούγκρισα.Κοίταξα στα πλάγια αριστερά του, όσο χώρο μου άφηνε η ξεκούμπωτη πυτζάμα του. Είδα το πρόσωπό της κάτασπρο, την είδα να κοιτάζει κάπου μακριά, πέρα από τον απέναντι τοίχο. Τρόμαξα επειδή έτσι κοιτάζουν οι ετοιμοθάνατοι. Πλησίασα.«Πως είσαι;» τη ρώτησα.«Μια χαρά –ούτε στο Σαλόν Κίττυ να ήμασταν!» χαμογέλασε ραγίζοντας το παγωμένο της πρόσωπο.Μορφωμένο κορίτσι!«Θα περιμένουμε λίγο για να δουλέψει η αναισθησία», μας ανακοίνωσε ο γιατρός κι έκανε μερικά βήματα πίσω.Γύρισα προς το μέρος του, ακουμπούσε αφηρημένα το χέρι στο τραπέζι, δέκα πόντους παραδίπλα ήταν το Βάλτερ μου. Ανατρίχιασα, ξεκίνησα να τον πλησιάζω ύπουλα. Δεν χρειάστηκε όμως επειδή ο γιατρός έσπρωξε το όπλο απρόσεκτα, σα χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα. Παρ΄όλα αυτά εγώ το άρπαξα όσο πιο γρήγορα γινόταν.«Είσαι περίεργη μούρη ντόκτορ», σχολίασα.Χαμογέλασε ντροπαλά σαν κοριτσάκι.

Page 17: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Απλά απεχθάνομαι τη βία», μου εξήγησε.«Ναι κι εγώ τα μελάτα αυγά, αλλά αν ήταν να σώσω το κεφάλι μου όλο και θα σβούριζα κανένα από δαύτα», απάντησα.«Θεωρείς δηλαδή οτι το δικό μου κεφάλι κινδυνεύει σ΄αυτή την υπόθεση;» γέλασε ο γιατρός.«Αν πάθει τίποτα...» ξεκίνησα να λέω.«Τώρα που λέμε για κεφάλια –θα με διευκόλυνε ιδιαίτερα να κρατάς το δικό της όσο δουλεύω. Δεν θέλουμε να κουνηθεί απότομα!» με διέκοψε ο γιατρός.«Όχι δεν θέλουμε», επανέλαβα σα χαζός.«Έχεις τσιγάρο;» με ρώτησε αμέσως μετά. «Το ‘χω κόψει εδώ και δυο χρόνια, αλλά για κάτι τέτοιες στιγμές χρειάζεται το άτιμο!»Πέταξα το πακέτο και τον αναπτήρα μου στο τραπέζι, τον άφησα να κεραστεί πρώτος και μετά τράβηξα ένα για μένα. Βρεθήκαμε να καπνίζουμε εκεί πέρα σαν φιλαράκια.«Λοιπόν; Τι άλλα νέα;» ρώτησα αδιάφορα.«Όπως τα ‘ξερες», απάντησε ο γιατρός.«Τι λέει η ζωή σ΄αυτό το κωλοχώρι;» ξαναπροσπάθησα.«Τι λέει η ζωή γενικώς;» αναρωτήθηκε ο γιατρός.«Βαθειά φιλοσοφημένος», παρατήρησα.«Πάμε να κάνουμε τη δουλειά μας τώρα», μουρμούρισε ο γιατρός.Η αλογοουρά της είχε λυθεί αφήνοντας γυαλιστερά μαύρα ρυάκια να γαργαλάνε τους καρπούς των χεριών μου, το μέτωπό της έκαιγε αλλά τα μάγουλά της ήταν πιο παγωμένα από τον θάνατο –κρατούσα το πρόσωπό της σα να ‘ταν φτιαγμένο από κινέζικο ριζόχαρτο –μέτραγα την ανάσα της με τη δική μου, άφηνα τις αναπνοές της να κυλήσουν με τις φλέβες μου. Δεν είχα ονειρευτεί έτσι την πρώτη φορά που θα την άγγιζα και το περίεργο ήταν πως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα οτι είχα τη δυνατότητα να ονειρεύομαι. Δεν είχα καταλάβει πως υπήρχε κάτι περισσότερο πίσω από τον λήθαργο. Που να είχε πάει όλη αυτή η κρυμμένη ζωή;«Πονάς;»«Εντάξει είμαι».«Λίγο ακόμα θέλει».«Μην τρέμεις, μη φοβάσαι –αντέχω».Τα δάχτυλά μου φίδιασαν σε κάτι σαν χάδι, ένιωσα αμήχανα.«Όχι ρε γαμώτο!» βόγκηξε ο γιατρός.«Τι τρέχει;» αναστατώθηκα.«Η σφαίρα...»«Βγάλτην».«Δε γίνεται!»«Μη μου λες μαλακίες!»«Είναι απ΄αυτές που σκάνε μέσα σου, έχει γίνει κομματάκια...» κλαψούρισε ο γιατρός.«Σκατά», σκέφτηκα φωναχτά.«Θα βγάλω ότι μπορώ αλλά...» ξεκίνησε να λέει ο γιατρός.«Βγάλε ότι μπορείς», τον έκοψα απότομα.Μετά την κοίταξα. Είχε στραβώσει το κεφάλι και μου χαμογελούσε.«Παλιοκατάσταση ε;» με ρώτησε.«Εντάξει –όλα διορθώνονται», προσπάθησα να την καθησυχάσω.«Έτσι ακριβώς, όλα διορθώνονται κάποια στιγμή...» μουρμούρισε ονειροπόλα.

Page 18: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Δεν καταλάβαινα.Ο γιατρός της έβαλε φρέσκο επίδεσμο που έμεινε ολόστεγνος, ένιωσα καλύτερα. Έσκυψε πάνω της.«Προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο», της πρότεινε.«Κι άλλο;» γέλασε βραχνά Εκείνη.Πάλι δεν καταλάβαινα.Ο γιατρός με πλησίασε.«Έχω μια πόρτα στην αυλή, βγάζει στο πίσω μέρος του σπιτιού. Θες να βάλεις το αυτοκίνητό σου εκεί μέσα;» πρότεινε.Μου φάνηκε καλή ιδέα.«Θα έρθεις κι εσύ μαζί μου», απάντησα.«Ναι, εντάξει», είπε ο γιατρός αφηρημένα.Βγήκαμε από το δωμάτιο του ιατρείου χωρίς να σβήσουμε το φως, κοντοστάθηκα για λίγο κοιτάζοντάς την. Έμοιαζε χαμένη σ’ ένα δικό της αλισβερίσι. Έπρεπε λοιπόν να την αφήσω μόνη.Όταν θα ξανάμπαινα απ΄αυτή την πόρτα όλα θα είχαν ξεκαθαρίσει. Η μπίλια που τώρα ξεκίναγε να στριφογυρίζει θα είχε κατασταλάξει –μαύρο, μια γυναίκα που τρόμαξε από τις συνέπειες της αποκοτιάς της ή κόκκινο, μια γυναίκα αποφασισμένη να πάει μακρύτερα από μένα. Όσο κι αν ήξερα που θα κάτσει η μπίλια –είχα αγωνία.4. Σκυλί με λαστιχένιο λουρίΤη χάζευα όπως κοιμόταν μπρούμυτα με το πρόσωπο ιδρωμένο –έμοιαζε με κουρασμένο κοριτσάκι. Η αναπνοή της ακατάστατη, με ξύπναγε κάθε φορά που έπαιρναν να κλείνουν τα βλέφαρά μου. Πεταγόμουν τότε ανήσυχος, κάτι είχα ξεχάσει, κάτι είχα παραβλέψει κι απ’ αυτή μου τη βλακεία θα μας έπαιρναν χαμπάρι, θα μας έβρισκαν. Που ήταν ο γιατρός; Ο γιατρός κοιμόταν κι αυτός, κοινή θέα, στην ορθάνοιχτη κρεβατοκάμαρά του. Που ήταν η Άλφα; Κρυμμένη στην πίσω αυλή του σπιτιού. Που ήταν το Βάλτερ; Σφηνωμένο στα γόνατά μου. Που ήταν η Βέρα; Ακουμπισμένη στον τοίχο δίπλα στην καρέκλα μου –απέναντι από Εκείνη που κοιμόταν. Να την έβλεπε άραγε σαν ένα ακόμα μέλος της παρέας ή σαν ανταγωνίστρια; Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω τη Βέρα!Άνοιξα τη θήκη, έφερα το χέρι μου μαλακά κάτω από το μπράτσο της, ξεμπλόκαρα τα κλειδιά της από το σατινένιο μαξιλαράκι, την άφησα μετά να καθίσει στα πόδια μου. Στόμωσα τις χορδές με το αριστερό χέρι για να μην ξυπνήσει Εκείνη, όσο το δεξί μου χέρι γρατζούνιζε πάνω απ΄την κοιλιά της. Μου είχε λείψει η Βέρα, πόσες μέρες πήγαιναν από την τελευταία φορά που την άγγιξα; Τρεις, τέσσερις; Άνθρωποι σαν κι εμένα, που δουλεύουν μόνο όταν βρεθούν στην ανάγκη, ή έχουν όλο το χρόνο τους ελεύθερο ή δεν έχουν καθόλου χρόνο.«Δυο χιλιάρικα για σκάρτες δυο μέρες δουλειά», είχε πει το Αφεντικό κι αυτό ήταν νομίζω σημαντικός λόγος να αμελήσω τη Βέρα.Επειδή είχα αψιλίες, κάτι υπόλοιπα από το ξαλάφρωμα των κοντέινερ στο λιμάνι μαζί με τα στάνταρ από προστατιλίκια δε φτάνανε ούτε να τελειώσω τη βδομάδα, τα δυο χιλιάρικα μου έρχονταν κουτί.«Πληρώνομαι προκαταβολικά», είχα υπενθυμίσει στο Αφεντικό.«Εντάξει, υπάρχει εμπιστοσύνη», με είχε καθησυχάσει.Το Αφεντικό διατηρεί αντιπροσωπεία με πλακάκια στο κέντρο της πρωτεύουσας, ένα μαγαζί διακόσα τετραγωνικά τίγκα στις βιτρίνες. Αν κάνεις τη μαλακία και πας να του ζητήσεις πλακάκια θα χαμογελάσει ευγενικά πριν σου απαντήσει οτι το συγκεκριμένο

Page 19: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

μοντέλο που ψάχνεις το περιμένει να’ρθει με το καράβι όπου να’ ναι. Όποιο μοντέλο κι αν ζητήσεις. Επειδή το καράβι έρχεται μεν, αλλά από πλακάκια νιξ. Δυο-τρία για μόστρα πάνω στο κουτί κι από κάτω σκόνες, ή κουμπούρια, ή οτι άλλο βάλει ο νους σου. Μέχρι γυναίκες από μακρινές λιμασμένες χώρες, τις λεγόμενες και εξωτικές. Και το καράβι είναι σπανίως καράβι, για να λέμε την αλήθεια. Τέλος πάντων η δουλειά μου ήταν να κουβαλήσω τα ναύλα για ένα τέτοιο καράβι, τουτέστιν να μεταφέρω τα χρήματα για να κινηθεί το εμπόρευμα προς τις αποθήκες της «Αντιπροσωπείας Πλακιδίων».Το Αφεντικό είχε κάνει τρομερή προσπάθεια για να σηκωθεί από το γραφείο του καθότι αιώνες φυτρωμένος εκεί πίσω, έσερνε τα σκαρπίνια του όσο τον ακολουθούσα βαριεστημένα. Μαύρα χάλια. Στον χώρο πίσω από το μαγαζί που ξεφορτώνανε τα φορτηγά δεν υπήρχε ψυχή, ήταν κι αυτή η βροχή που μούλιαζε τα τσιμέντα. «Το βλέπεις το αμάξι;» μου έδειξε σηκώνοντας ένα σκελετωμένο από ρευματισμούς δάχτυλο.«Στραβός είμαι;» απόρησα.«Στο πορτ μπαγκάζ έχει τη βαλίτσα, πρόσεχε κωλόπαιδο –ένα εκατομμύριο κουβαλάς!»«Πολλά λεφτά! Τι θ΄αγοράσεις Αφεντικό; Κανένα εξωτικό νησί;» ρώτησα.«Να μη σε νοιάζει ρε μούλε!» τσιτώθηκε το Αφεντικό. «Στο ντουλαπάκι του ταμπλό θα βρεις ένα σημείωμα. Ώρα, μέρος του ραντεβού, τα πάντα. Τηλέφωνα και μαλακίες δεν παίζουν –κοίτα λοιπόν να είσαι στην ώρα σου γιατί τα παιδιά εκεί πάνω, πολύ ανάγωγα. Αν τους στήσεις θα σε στήσουν κι αυτοί με τη σειρά τους. Στα τρία μέτρα!»Κούνησα το κεφάλι. Περιττές ήταν οι προειδοποιήσεις –όποιος περίμενε να παραλάβει ένα εκατομμύριο θα ήτανε σίγουρα μέσα στη νευρικότητα. «Εγώ στην ώρα μου θα πάω, ελπίζω όμως να μη μου την ανάψουν έτσι για πλάκα οι μάγκες», μουρμούρισα.«Μην είσαι ηλίθιος –θέλουν τα λεφτά, τους δίνεις τα λεφτά –γιατί να κάνουν φασαρία;» είχε αγανακτήσει το Αφεντικό.Επειδή τα λεφτά είναι σημαδεμένα, γι΄ αυτό ρε καργιόλη! Αλλά δεν το ήξερα τότε κι έτσι δεν του είχα πει τίποτα. Μόνο που, πριν ξεκινήσω, είχα περάσει από το σπίτι μου για να πάρω μαζί μου τη Βέρα και το Βάλτερ.Αν συνηθίσεις ν΄ακούς ακατάστατη κάποια ανάσα ξαφνιάζεσαι μόλις η ανάσα γυρίσει στο ρυθμικό. Έτσι κι εγώ, σήκωσα το κεφάλι απότομα και την είδα όχι πια με τα μάτια καρφωμένα στο κενό, αλλά να με κοιτάζει προσεκτικά. Δεν σκέφτηκα τίποτα της προκοπής να πω.«Σε βλέπω να παίζεις, αλλά δεν ακούω τίποτα –λες να κουφάθηκα από την πληγή στον ώμο;» ρώτησε μισοσοβαρά.Της έδειξα με το κεφάλι το αριστερό μου χέρι που στόμωνε τις χορδές, χαμογέλασε.«Παίξε κάτι κανονικά», μου ζήτησε.«Δεν παίζω ποτέ σε όσους μπορούν να μ΄ακούσουν», της εξήγησα.«Καμιά εξαίρεση;» αναρωτήθηκε.«Μέχρι τώρα καμιά», της το ξέκοψα.«Μέχρι τώρα...» έκανε σκεφτικά.«Πως νιώθεις;» ρώτησα εγώ.«Σα να με πέρασε τρένο», απάντησε.«Πρέπει να σε πάω νοσοκομείο», της θύμισα. «Ο γιατρουδάκος δεν κατάφερε να σου βγάλει όλη τη σφαίρα».«Έχουμε καιρό γι΄αυτό», είπε καθησυχαστικά.

Page 20: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Άφησα τη Βέρα δίπλα στην καρέκλα μου.«Τι διάβολο συμβαίνει με σένα;» απόρησα. «Εντάξει, σε κοζάρω την πρώτη φορά στο εστιατόριο –γουστάρεις ίσως, γουστάρω στα σίγουρα, μέχρι εδώ καλά. Να δεχτώ κιόλας οτι είσαι ζόρικια και δεν κωλώνεις να με ακολουθήσεις αφήνοντας πίσω τον αρραβωνιάρη σου. Αλλά μετά αρχίζουν τα περίεργα. Εννοώ οτι έχεις τσιμπήσει μια σφαίρα στον ώμο κι εσύ, αντί να ψάχνεις εφημερεύον νοσοκομείο έρχεσαι μαζί μου να παίξουμε κλέφτες κι αστυνόμους. Τι τρέχει με σένα μπορείς να μου πεις;»«Το αυτοκίνητο τρέχει κι εγώ είμαι μέσα –αυτό δεν σου αρκεί;» έκανε σχεδόν ψιθυριστά. «Ξέρω ΄γω; Μάλλον όχι», απάντησα ξύνοντας το κεφάλι μου.«Βοήθησέ με να σηκωθώ λίγο», μου ζήτησε.Τσακίστηκα να πάω κοντά της, στηρίχτηκε στο χέρι μου, ανακάθισε στο παγωμένο ιατρικό κρεβάτι. Με είδε να χαζεύω το στήθος της, γέλασε.«Φέρε μου και τίποτα να φορέσω, δεν γίνεται κουβέντα έτσι», παρατήρησε.Πήγα μέχρι τη θήκη της Βέρας, εκεί στις άκρες είχα πατικωμένα κάτι μπλουζάκια και άλλα εσώρουχα για ώρα ανάγκης –διάλεξα μια μαύρη κοντομάνικη, της την πέταξα.«Ε, μα τώρα είσαι γάιδαρος!» αγανάκτησε. «Βόηθα να την φορέσω, τι περιμένεις;»Την πλησίασα, δίπλωσα τη μπλούζα και πέρασα πρώτα το κεφάλι της, μετά το δεξί χέρι, τέλος το αριστερό προσεκτικά. «Κάπως καλύτερα τώρα», διαπίστωσε. «Κάτι μυρίζει αυτή η μπλούζα.... Το ξέρω αυτό το άρωμα, να δεις τι είναι...»Σκέφτηκα λίγο, θυμήθηκα οτι τελευταία φορά τη μπλούζα δεν την είχα φορέσει εγώ.«Τίποτα δε μυρίζει, η ιδέα σου είναι», έκοψα την κουβέντα.«Τέλος πάντων...» μουρμούρισε. «Ήσουνα ποτέ σκυλί με λαστιχένιο λουρί;»Έμεινα μαλάκας να την κοιτάζω με το πακέτο των τσιγάρων στην παλάμη.«Άναψε ένα και για μένα», μου ζήτησε.Άναψα δυο τσιγάρα, της έδωσα το ένα πριν καθίσω απέναντί της.«Πρόσεξε τώρα, επειδή σε κόβω για κάπως αργό...» γέλασε κάνοντας δαχτυλίδια με τον καπνό του τσιγάρου, «έχουμε εδώ πέρα ένα σκυλί, δεμένο με λαστιχένιο λουρί, εντάξει;»Ένευσα μπερδεμένος –τι άλλο να ΄κανα;«Όταν το σκυλί θυμώνει, παίρνει φόρα και τσιτώνει το λουρί, πνίγεται, τραβιέται πάλι πίσω, πονάει, ουρλιάζει. Αλλά....»«Αλλά;» έκανα όλος ενδιαφέρον.«Αλλά το λουρί έχει ξεχειλώσει λίγο, τώρα το σκυλί μπορεί να πάει κάπως μακρύτερα. Το σκυλί αλυχτάει χαρούμενο μέχρι να τρελαθεί πάλι και να ξανατσιτώσει το λουρί, κατάλαβες πως πάει η ιστορία;»Έξυσα το κεφάλι.«Έχεις βγάλει πανεπιστήμιο;» τη ρώτησα.Κατουρήθηκε στα γέλια.«Τι σημασία έχει ρε άνθρωπε! Το νόημα το ‘πιασες;»«Και το κρατάω γερά. Προχώρα παρακάτω».«Παρακάτω έχει μπόλικη μελούρα, γι΄αυτό ρίξε τα βιολιά», χαμογέλασε.Σκέφτηκα να πιάσω τη Βέρα και να ρίξω μια τοκάτα στα κάρβουνα, αλλά προτίμησα να μην το καταντήσουμε μιούζικαλ, κοιμόταν κι ο ντόκτορ...«Όπου λοιπόν πεθαίνει η μάνα μου νωρίς, αλλά προφανώς έχει προλάβει να γεννήσει εμένα και την αδερφή μου –ξεμένουμε μ΄έναν πατέρα που μας επισκέπτεται σπανίως στο

Page 21: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

ίδιο μας το σπίτι. Μας πετάει εσώκλειστες σε κάτι σχολεία με αγάμητες γεροντοκόρες, αντέχω εξασκώντας τη μέθοδο του σκυλιού με το λαστιχένιο λουρί. Περνάω πέντε χρόνια στο εξωτερικό, τα τρώω χοντρά του μπαμπά και όλοι υποκρινόμαστε οτι σπουδάζω. Αλλά κάποτε τελειώνει το παραμύθι, επιστρέφω στην κωλόπολη –ο μπαμπάς σημαίνον στέλεχος της τοπικής κοινωνίας, οι κόρες πορσελάνινα ντεκόρ για βιτρίνα... Ο μπαμπάς λόγω επαγγέλματος έχει ξεχάσει να μιλάει – απαγγέλλει μονίμως ποινές. Η πόλη τον πληρώνει, ειδικά όταν βγαίνει στη σύνταξη, επειδή ο μπαμπάς ήξερε πάντα να αθωώνει τους σωστούς ανθρώπους. Εγώ ψάχνω γκόμενο, τι άλλο να κάνω; Τον πρώτο που βρήκα, έμαθα οτι τον λιώσανε στο ξύλο κι αναγκάστηκε να μετακομίσει σε άλλη πόλη. Ο δεύτερος ήταν ο Άλφα Τζουλιέτα, κόντευε τα 50 και δε μάσαγε Χριστό. Τον απείλησαν οι γνωστοί του μπαμπά, πλήρωσε κάτι Ρουμάνους περιφερόμενους να κανονίσουν τους γνωστούς του μπαμπά. Τέλος πάντων, δεν την κοπάνησε, δεν φοβήθηκε.... Αλλά εγώ σύντομα τον βαρέθηκα. Συμβαίνουν αυτά».«Κι ο μπάτσος;» ρώτησα.«Εντάξει, λύση ανάγκης, μου τον έφερε πεσκέσι ο μπαμπάς –ξενέρωτος αλλά τουλάχιστον ήταν καλός στο κρεβάτι...»«Για δες! Κι εγώ που νόμιζα οτι οι μπασκίνες γαμάνε μόνο με το πιστόλι τους!» θαύμασα.«Δες το κι έτσι...» απάντησε διφορούμενα. «Κανένας δεν έχει βγάλει ακόμα συμπέρασμα περί του ποιο είναι προέκταση του άλλου».Μου πήρε κοντά δίλεπτο να το πιάσω, αλλά τελικά ήταν έξυπνο αυτό που είχε πει. Την κοίταζα και υπολόγιζα πόσον καιρό είχα να πάω με έξυπνη γκόμενα –μάλλον από τότε που τραβιόμουν με τη φοιτήτρια –πολύς καιρός. «Δε ρίχνεις τώρα και το χάπι εντ;» της ζήτησα.«Τι εννοείς; Να σου πω οτι με το που σε είδα μαγεύτηκα, άνοιξε η γη κάτω απ΄τα πόδια μου και βρέθηκα να πετάω στα σύννεφα;»«Καλά το πας», χαμογέλασα.«Με το που σε είδα σκέφτηκα οτι μπορεί να ήσουνα καλή ριξιά, αλλά τότε πέσανε πάνω σου οι γορίλες... Ο μπαμπάς μας πήρε άρον –άρον, ήμουνα σίγουρη οτι το παραμύθι έλαβε τέλος. Όταν βγήκαμε από το σπίτι κι εσύ περίμενες απέξω...»Την κοίταξα περιμένοντας όσο εκείνη έπαιζε κομπολόι το στρίφωμα της φούστας της.«Με το που σε είδα εκεί πέρα άνοιξε η γη κάτω απ΄τα πόδια μου και βρέθηκα να πετάω στα σύννεφα», είπε τελικά.«Εντάξει. Αλλά μαγεύτηκες κιόλας;» επέμεινα.Γέλασε.«Είσαι πολύ μαλάκας, να ξέρεις!» διαπίστωσε. «Αλλά ωραίος μαλάκας», συμπλήρωσε.Ίσως να ένιωσα τόσο όμορφα που ούτε να το παραδεχτώ δεν ήθελα.«Πες μου για σένα», μου ζήτησε.«Τι να σου πω; Είμαι απλώς ένας ωραίος μαλάκας που γουστάρει κόρες δικαστών, ειδικά αν έχουν μπασκίνα αρραβωνιαστικό», απάντησα.«Ωραίο στυλάκι!» ψευτοθαύμασε. «Παρακάτω;»«Παρακάτω δεν υπάρχει τίποτα», της ξεκαθάρισα.Δεν γούσταρα να μιλάω για μένα, ειδικά σε γυναίκες. Δε γούσταρα να μπαινοβγαίνουν διάφοροι στο κεφάλι μου, εκεί μέσα ήταν πολύ στριμόκωλα έτσι κι αλλιώς. Ο γιατρός στριφογύρισε απότομα στο κρεβάτι του, πεταχτήκαμε κι οι δυο μας ανήσυχοι.«Πρέπει να την κάνουμε από δω μέσα», είπα.

Page 22: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Με τον γιατρό τι θα γίνει;» ρώτησε.«10 χιλιαρικάκια».«Τόσα πολλά;»«Είναι καλός επιστήμονας, γι΄αυτό...»«Κι εσύ φοβερά ματσωμένος, έτσι;»«Τα λεφτά είναι μια ιδέα –μην τα παίρνεις στα σοβαρά», μουρμούρισα.Τον σκούντησα με την κάνη του Βάλτερ, στριφογύρισε ξυπνώντας αλλά δε φάνηκε ν΄ανησυχεί. Ή πολύ μεγάλο κάθαρμα ή πολύ αθώος. «Ντόκτορ λέμε να την κάνουμε από λίγο-λίγο», του ψιθύρισα.«Να την πας νοσοκομείο!» μούγκρισε.«Πόσο χρόνο έχω;»Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι.«Καθόλου χρόνο δεν έχεις, έπρεπε ήδη να είναι εκεί».«Εντάξει –σωστός. Πες μου τώρα και πόσος χρόνος της μένει».Ξύστηκε, περίμενα.«Υποθέτω οτι θ΄αντέξει 3-4 μέρες, αλλά μετά....» έκανε μια δραματική παύση πριν συνεχίσει. «Δεν ξέρω πόσα θραύσματα υπάρχουν ακόμα μέσα της, δεν μπορώ να υπολογίσω αν θα της αφήσουν μόνιμη βλάβη ή θα την σκοτώσουν τελικά....»«Μας έκανες την καρδιά γαρίφαλο», παρατήρησα.«Ναι, εντάξει. Πρέπει να βιαστείς πάντως», είπε ο γιατρός.Έκανα δυο βήματα πίσω, ακούμπησα τις δεσμίδες στο κομοδίνο του. «10 χιλιάρικα όπως συμφωνήσαμε», του είπα. «Υπάρχει όμως ένα μικρό πρόβλημα –δεν μπορείς να τα ξοδέψεις αμέσως. Είναι καρφωμένοι οι αριθμοί τους και θα σε μαγκώσουν. Καλύτερα κρύψτα κάπου για λίγο καιρό, όταν ησυχάσουν τα πράγματα...»«Πόσον καιρό;» με ρώτησε.«Κάνα δυο μήνες...»«Εντάξει».«Περιττό να σου πω οτι αν μας καρφώσεις θα σου πάρουν τα λεφτά», τον προειδοποίησα. «Άσε που μπορεί να μη μας πιάσουν στην τελική, οπότε θα επιστρέψω και θα σε λιανίσω».Χαμογέλασε.«Έχεις μεγάλο πρόβλημα με τους ανθρώπους», είπε τελικά.«Όχι μεγαλύτερο απ΄οτι έχουν αυτοί μαζί μου», απάντησα.Βγήκαμε έτοιμοι για τα χειρότερα, κολλημένοι στον τοίχο περπατήσαμε, εγώ με τη βαλίτσα και τη θήκη της Βέρας, Εκείνη με το Βάλτερ στο χέρι. Η βροχή έπεφτε στους τσίγκους δυσκολεύοντας την εντοπιστική μας. Τότε ήρθε και κόλλησε δίπλα μου, κάτω από το υπόστεγο, είχε ξημερώσει για καλά ο δρόμος κι όλα φαίνονταν χειρότερα. «Κάτσε εδώ, πάω να φέρω την Άλφα», της είπα.Ξεκόλλησα από δίπλα της και ετοιμάστηκα να τρέξω.«Περίμενε», μου ζήτησε.Φρέναρα. Με φίλησε απαλά στα χείλη.«Έχω μια ανασφάλεια όταν κάποιος φεύγει από δίπλα μου», είπε.«Καλό αυτό», σχολίασα.Μετά έτρεξα ανάμεσα στις αραιές κουρτίνες της βροχής, κοίταζα έξω, μπας και μας περιμένανε αλλά δεν είδα πουθενά παρκαρισμένα αμάξια. Μπήκα στην Άλφα, αφού φόρτωσα την πραμάτεια στο πορτ μπαγκάζ, και πήγα μέχρι το υπόστεγο. Εκείνη

Page 23: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

γλίστρησε στη θέση δίπλα μου, ξεκινήσαμε μαλακά. Το χωριό δεν έλεγε να ξυπνήσει, κάτι αγροτικά μονάχα μουγκρίζανε προσπαθώντας να πάρουν μπροστά. «Που πάμε;» ρώτησε.«Νότια -σ΄ένα βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε», χαμογέλασα.«Μου το ξανάπες αυτό», παρατήρησε.«Κοινότυπος αλλά με σταθερές απόψεις», της εξήγησα. «Όμως πρώτα θα κάνουμε μια στάση για ρεκτιφιέ».«Πόσος χρόνος μου μένει;» ζήτησε να μάθει.«Βδομάδα και», της είπα ψέματα. Πολλά ψέματα –για το χρόνο που της απέμενε, για τις στάσεις που έπρεπε να κάνουμε. Επειδή είχα να πω και δυο κουβέντες στο Αφεντικό, δεν θα το άφηνα έτσι το στήσιμο. «Να με κοιτάς όταν μου μιλάς», ζήτησε.«Εντάξει –και μετά θα βρεθούμε καρφωμένοι σε τίποτα δέντρα», διαμαρτυρήθηκα.«Μην κάνεις το κορόιδο –καταλαβαίνεις τι εννοώ», δυσανασχέτησε.Γύρισα και την κοίταξα κάπως νευριασμένος.«Σαν πολλές διαταγές δε δίνεις;» παρατήρησα.«Ότι δίνει –παίρνει ο καθένας», απάντησε σοβαρή.Ήμουνα στο τσακ να το χοντρύνω και να γίνουμε μπίλιες εκεί μέσα αλλά με σταμάτησαν οι τζαμοκαθαριστήρες. Που κόβανε σα βούτυρο τους καταρράχτες πάνω στο τζάμι της Άλφα και τότε εμφανίζονταν τα τζιπάκια, δίπλα στα περιπολικά.«Μπλόκο!» φώναξε Εκείνη.Έστριψα το τιμόνι ψάχνοντας από που να φύγουμε, χώθηκα σε κάτι σοκάκια, βρώμαγε παγίδα εκεί μέσα –οι τρίχες στο σβέρκο μου σηκώθηκαν κάγκελο. Κοίταξα πίσω μας, τίποτα δε φαινόταν να μας ακολουθεί. Ευτυχώς εκείνη την ώρα άρχισαν να μαρσάρουν ξεκινώντας τα αγροτικά, σείστηκε το αγουροξυπνημένο χωριό και βρήκα το δρόμο προς τα χωράφια. «Λες να μας έχει καρφώσει ο δικός σου οτι του πήραμε την Άλφα;» ρώτησα.«Όχι ακόμα, ξυπνάει πολύ αργά συνήθως», απάντησε.«Άρα έχουμε χρόνο», υπολόγισα. Ο χωματόδρομος μας έφερε στην πλάτη των μπάτσων, κρατήθηκα να μη σανιδώσω το γκάζι όσο περνάγαμε 100 μέτρα πίσω τους. Τους μέτραγα με την άκρη του ματιού μου από το πλαϊνό παράθυρο.«Μην κοιτάς», της είπα, όταν είδα οτι είχε γυρίσει προς το μέρος τους.Έστρεψε το κεφάλι μπροστά, ήμουν υπερβολικός αλλά με τα μάτια που κουβάλαγε αυτή η γυναίκα φοβόμουν μη λαμπαδιάσει καμιά στολή. Συνέχισα να ρολάρω αργά την Άλφα Τζουλιέτα, λίγο θέλαμε να ξεφύγουμε.Τότε γύρισε ένας μπάτσος προς το μέρος μας, σκούντησε κάποιον διπλανό του, βλαστήμησα μέσα απ΄τα δόντια μου. Αλλά κατάφερα να διατηρήσω σταθερή ταχύτητα, αν γκάζωνα την είχαμε άσχημα. Οι δυο μπάτσοι άρχισαν τα νοήματα, φρέναρα, κατέβασα το τζάμι και έβγαλα κεφάλι έξω.«Τι τρέχει;» φώναξα.Δεν με άκουσαν, ξαναρώτησα και οι μπάτσοι μού κάνανε νόημα να φύγω. Γύρισα την Άλφα, βάλθηκα να τους πλησιάζω αργά. Στα 50 μέτρα ένας με κουμπούρι άρχισε να χειρονομεί αγριεμένος να φύγω αμέσως. Σήκωσα τους ώμους και υπάκουσα ευσυνείδητα.

Page 24: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Φτηνά τη γλιτώσαμε!» παρατήρησε. «Τρόμαξα κάπως όταν σε είδα να πηγαίνεις προς το μέρος τους».Γέλασα. «Οι μπάτσοι κοιτάνε μόνο μπροστά όταν στήνουν μπλόκα λες κι έχουν υπογράψει συμβόλαιο οτι από κει θα τους έρθουν. Αν τους βγεις από πίσω είσαι σίγουρα άσχετος με το όλο θέμα –δεν καταδέχονται να σκεφτούν οτι στήσανε λάθος το μπλόκο, με πιάνεις;»«Όλα αυτά τα πιστεύεις ή έτσι τα λες για να με καθησυχάσεις;» γέλασε με τη σειρά της.«Ξέρω ΄γω;» απόρησα με τη σειρά μου.Βγήκαμε πάλι στην εθνική, είχα το νου μου για τον επόμενο παράδρομο επειδή είναι ανθυγιεινό να κυκλοφορείς στα ξέφωτα με το φως της μέρας. Δίπλα μου Εκείνη τεντώθηκε, είδα οτι η πληγή την τράβαγε κάπως. Αν όλα πήγαιναν καλά, σήμερα το βράδυ θα την έβαζα σε ιδιωτική κλινική. Όμως εδώ και πολλά χρόνια δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα, από τότε που σταμάτησα τους αγώνες όλο και πιο δύσκολες έρχονταν οι μέρες. Ο Χαρακωμένος μ΄έφτυσε όταν έπαψα να του κερδίζω φράγκα, ευτυχώς που βρέθηκε ένας παλιοχαμούρης πρόθυμος να με πληρώνει για πορτιέρη στο μαγαζί του. Κάθε βράδυ μέχρι το πρωί να περιμένω στο ψωφόκρυο, εκτεθειμένος στον πρώτο τυχόντα σουρωμένο που κυκλοφορούσε με σπασμένα μπουκάλια μπύρας ή στομωμένες λάμες. Ράμματα στο στομάχι, ράμματα στο μέτωπο, δύσκολα λεφτά. Έχασα την ψυχραιμία μου ένα βράδυ και τσάκισα κάποιο παιδί επειδή πήγε κάτι να βγάλει από την τσέπη του μπουφάν του. Ήρθε ο παλιοχαμούρης, έψαξε το παιδί, πορτοφόλι πήγαινε να βγάλει για να με λαδώσει. Απολύθηκα, κρύφτηκα στο σπίτι για να γλιτώσω τις φασαρίες. Τότε αγόρασα το Βάλτερ, με τα τελευταία μου λεφτά. Από την υπόγα του Χλεμπονιάρη, πίσω απ΄τη Λαχαναγορά. Ο Χλεμπονιάρης ήτανε πρώην Ανατολικός μπάτσος, όταν αλλάξανε τα κόζια γέμισε μια βαλίτσα όπλα και σφαίρες, ήρθε στην πρωτεύουσα κι άνοιξε σαράφικο. Με τον καιρό έφτιαξε όνομα, όσοι είχαν όπλα σ΄αυτόν τα πούλαγαν κι όσοι ήθελαν όπλο απ΄αυτόν αγόραζαν.«Θέλω κάτι φτηνό, αυτόματο και να μη μπλοκάρει», του είχα ζητήσει.Έτσι αγόρασα το Βάλτερ επειδή το είχα πάρει απόφαση, κανένας καργιόλης δε θα μου πέρναγε βραχιόλια –καλύτερα να δάγκωνα την κάνη. Μόνος μου ή με παρέα, απεχθανόμουν τους καγκελένιους χώρους.«Έχεις περάσει ήδη μια παρακαμπτήρια», μου είπε ήρεμα.«Μάλλον αποκοιμήθηκα με ανοιχτά μάτια», δικαιολογήθηκα.«Καλύτερα τότε να σταματήσουμε, να βρούμε κάποιο ξενοδοχείο...» πρότεινε.«Δεν έχουμε χρόνο», απάντησα.«Έχουμε όλον το χρόνο του κόσμου, εκτός αν στουκάρεις την Άλφα σε καμιά κολώνα», γέλασε.«Θες να οδηγήσεις εσύ;» προσφέρθηκα.«Δύσκολο το κόβω με τέτοιον ώμο», είπε.«Τότε μη με ζαλίζεις», μούγκρισα αλλάζοντας καρφωτή την ταχύτητα.«Ρε αγάπη μου, πάμε πουθενά να κοιμηθούμε μέχρι να βραδιάσει! Για πόσο θα κυκλοφορούμε ντάλα ο ήλιος με τους μπάτσους τριγύρω;»Είχε δίκιο, αλλά που να το βρει μαζί μου; Βιαζόμουν να την πάω νοσοκομείο, δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου. Αλλά είχε δίκιο...«Εφόσον το θέτεις έτσι...» ξεκίνησα.«Πως έτσι;» γέλασε.

Page 25: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Έριξες κάποιο ‘αγάπη μου’ στην πρόταση, τουτέστιν πάμε για χάνιμουν ομορφούλα!» χαμογέλασα.«‘σε ρωτήσω... ανώμαλος είσαι ή ηλίθιος;» με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.«Ξέρω ΄γω; Βρέστο και πάρτο», απάντησα.Μπροστά μας ξεκίναγε ένας δρόμος παράλληλος με την εθνική, μπήκα επειδή πίσω από κάτι πλατάνια μισοφαινόταν η ταμπέλα «ΜΟΤΕΛ ΓΑΛΗΝΗ 3 χλμ.» Γαλήνη λέγανε μια θεούσα συμμαθήτρια μου στο Γυμνάσιο, τερατώδες πλάσμα, έλπιζα να μην την πετύχω εκεί πέρα. Επειδή ήμουνα χρόνια τώρα μαλωμένος με τη γαλήνη.5. Η πραγματική γαλήνηΑν και έβλεπα φώτα σε πολλά δωμάτια του μοτέλ, δεν υπήρχε ούτε λέπι από παρκαρισμένο αυτοκίνητο στη μπροστινή αυλή. Φτάνοντας δίπλα στη τζαμένια είσοδο κατάλαβα το γιατί –ακολούθησα λοιπόν την ταμπέλα για το δεύτερο πάρκινγκ, εκείνο της πίσω πλευράς, χαμογελώντας. Το μοτέλ ΓΑΛΗΝΗ ήταν ένας ακόμα γαμιστρώνας της εθνικής οδού –διακριτικότης, εχεμύθεια, ότι ακριβώς χρειαζόμασταν. Παρκάραμε, πήρα τα συμπράγκαλά μου από το πορτ μπαγκάζ και ξεκινήσαμε για τη ρεσεψιόν.«Πολύ κατάθλιψη αυτό το μέρος», είπε Εκείνη.«Καλωσόρισες στη ρουτίνα των κυνηγημένων», απάντησα.«Περιλαμβάνει και ψείρες αυτή η ρουτίνα;» ζήτησε να μάθει.«Μόνο στα επίμαχα σημεία», την καθησύχασα.«Υπέροχα!» γκρίνιαξε.Προχώρησε μπροστά ανασηκώνοντας τους ώμους –κι αν είχε μετανιώσει που με ακολούθησε, πάντως δεν το έδειχνε. Ή εγώ δεν ήθελα να το δω, που κάνει ακριβώς το ίδιο.Ο ξενοδόχος ήταν ένας κοιλαράς βρομύλος με ξεκούμπωτο πουκάμισο, δεν καταδέχτηκε ούτε να μας κοιτάξει όσο μπαίναμε.«Ένα δωμάτιο», ζήτησα.«Για πόση ώρα;» ρώτησε με τα μάτια κολλημένα στο σταυρόλεξό του.«Για όλη τη μέρα», απάντησα.«Σίδερο στα νεφρά σου παλικάρι μου!» θαύμασε.«Ότι πεις. Μόνο φρόντισε να έχουμε κάποια ησυχία», παρακάλεσα.«Ταυτοτητούλα;» έκανε κοιτάζοντάς με ξαφνικά.«Έχουμε κι απ΄αυτή», τον διαβεβαίωσα αλλά δεν έκανα καμιά κίνηση.«Μάλιστα –τότε αλλάζει το πράμα...» μουρμούρισε.«Πόσο αλλάζει σα να λέμε; Ίσα με ένα πενηνταρικάκι;» απόρησα.«Αν βάλεις κι άλλα 20 σου δίνω τη νυφική σουίτα», σαλιάρισε ο χοντρός.«Μέσα –επειδή κάποιος ρομαντισμός εδώ πέρα», μουρμούρισα.Πήραμε το κλειδί και χωθήκαμε στο ασανσέρ, μπροστά Εκείνη πίσω εγώ, όσο ο χοντρός μπάνιζε στα ίσα τον κώλο της.«Νυφική σουίτα;» απόρησε.«Καλά, μην περιμένεις φράουλες με σαντιγί...» τη γείωσα.«Ούτε καν σαμπάνια;» αναρωτήθηκε.«Δεν σου φτάνει η σφαίρα στην πλάτη, θες να τρέχουμε και για δηλητηρίαση πρωινιάτικα;» μούγκρισα κακόκεφα.Είχα περάσει τόσες μέρες σε ξενοδοχεία-γαμιστρώνες που μπορούσα να καταλάβω τη διακόσμηση του δωματίου από το χαλάκι της εισόδου. Κρύβοντας πουτάνες που θέλανε να ξεφύγουν από τους νταβατζήδες τους –ήταν κι αυτό μια δουλειά –με το μάτι

Page 26: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

καρφωμένο στα βρώμικα τζάμια με το αυτί ραντάρ, προσπαθώντας να ξεδιαλύνω την απειλή ανάμεσα σε ψεύτικους θορυβώδεις οργασμούς των διπλανών δωματίων, είχα περάσει ατέλειωτες μέρες σε ξενοδοχεία-γαμιστρώνες. Τελευταία φορά, δεν πήγαινε ούτε καν μήνας, εκείνη η κοκαλιάρα πιτσιρίκα –στριφογύριζε στα βρώμικα σεντόνια, κρύωνε, της είχα δώσει τη μαύρη κοντομάνικη μπας και ζεσταθεί κάπως. Ο νταβατζής τής είχε οργώσει την πλάτη με μια τεντωμένη συρμάτινη κρεμάστρα, δεν ήξερα τον λόγο, μετά τον κατάλαβα –πολύ αργά. Πήγαινε συνέχεια στην τουαλέτα, μου είχε σπάσει τα νεύρα, η πολυθρόνα που ψευτοκοιμόμουν δίπλα στο παράθυρο μου ξέσκιζε την πλάτη με τα βγαλμένα της ελατήρια. Κάποια στιγμή η κοκαλιάρα ησύχασε –όταν ξημέρωσε πήρα χαμπάρι οτι ήταν νεκρή, παγωμένη, υπερβολική δόση ή καθαρή στρυχνίνη τι σημασία είχε πια; Φρόντισα να της βγάλω τη μαύρη κοντομάνικη μπλούζα μου –δεν είχα και πολλές αν θες να ξέρεις. Και μετά έφυγα.Την έπιασα από το μπράτσο καθώς προχωρούσαμε στο διάδρομο.«Πρόσεξέ με –όταν μπούμε στο δωμάτιο θα πας καρφί στο χωλάκι έξω από το μπάνιο», της σφύριξα.«Ε;» έκανε.«Αυτό που είπα», της ξεκαθάρισα.Γύρισα το κλειδί στο ξεχαρβαλωμένο χερούλι –κλειδαριά, άνοιξα την πόρτα, Εκείνη πέρασε δίπλα μου σφαίρα και χώθηκε στο χωλ έξω από το μπάνιο. Εγώ ακούμπησα τα πράγματα στη μέση του δωματίου και κόλλησα, αράχνη κανονική, στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι. Έψαξα, δε μου πήρε πάνω από λεπτό να βρω την κάμερα –το μάτι της ξεπρόβαλε από μια άτσαλη τρύπα ανάμεσα στα ξέφτια της ταπετσαρίας. Έβγαλα το διαφανές πλαστικό από το στραπατσαρισμένο μου πακέτο τσιγάρων, ξεβίδωσα τον φακό και τον ξαναβίδωσα έχοντας σφηνώσει πίσω του ένα κομμάτι πλαστικού. Αυτό θα έφτανε για να μοιάζει η κάμερα ανετάριστη, έλπιζα να μην πάρει ο ξενοδόχος χαμπάρι το πείραγμα πριν φύγουμε. Πήγα μετά στο μπάνιο, τα σοβαρά μπουρδελοξενοδοχεία έχουν και μια κάμερα πάνω από το ντους, αλλά αυτό εδώ δεν ήταν τέτοιο.Γύρισα στο κυρίως δωμάτιο ανακουφισμένος αλλά την είδα να κοιτάζει προς το κρεβάτι συννεφιασμένη. Κοίταξα κι εγώ –μια ινδιάνα γυμνόστηθη προσπαθούσε να κρύψει τον ραγισμένο τοίχο πάνω απ΄το κρεβάτι, δυο πορτατίφ που βγάζανε κόκκινο μπουρδελιάρικο φως...«Εντάξει, δεν είναι και Χίλτον, πρέπει να το παραδεχτούμε», της είπα.«Πολύ μιζέρια!» μουρμούρισε.«Όλα θ΄αλλάξουν όταν φτάσουμε...»«Νότια -σ΄ένα βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε...» χαμογέλασε.«Ωραία ιδέα –πως σου΄ρθε;» ψευτοθαύμασα.«Πάω να πλυθώ λιγάκι», είπε κατσουφιασμένη ακόμα.Έβγαλα τις μπότες και άπλωσα τις αρίδες μου στο κρεβάτι, στύλωσα τα μαξιλάρια στο κεφαλάρι, συγκεντρώθηκα. Λίγο παρακάτω –ας πούμε δυο δωμάτια παρακάτω –ακουγόταν ένας άντρας να βογκάει, τουτέστιν κάποια πίπα. Πιο πέρα έπιανα σουμιέδες να τρίζουν άρρυθμα, όλα καλά φαίνονταν. Η φυσιολογική ζωή ενός γαμηστρώνα της εθνικής –κακομοιριασμένοι οικογενειάρχες που το σκάσανε για εξωτερικές δουλειές και τρυπώσανε εδώ μέσα με μια πουτάνα. Νύσταζα πολύ. Άκουγα το νερό στο ντους να κελαρύζει.

Page 27: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Τέλεια! Κάποιοι άντρες κοιμούνται μετά το σεξ, αλλά εγώ πέτυχα αυτόν που κοιμάται πριν!» γέλασε καθώς άγγιζε απαλά τον ώμο μου.Πετάχτηκα. Ήταν τυλιγμένη σε μια άσπρη, εντάξει μπεζ κακοπλυμένη, πετσέτα και μύριζε όμορφα.«Κοιμήθηκα ε;» έκανα χαζά.«Ή αυτό ή προσπαθούσες ν΄ανοίξεις τα τσάκρα σου!» συνέχισε την καζούρα.«Ναι, κάπως έτσι –τσάκρα πάτρα», μουρμούρισα όσο σηκωνόμουν. Είχα διάθεση να ξεραθώ επιτόπου αλλά δεν έλεγε πρώτο βράδυ μαζί της να μείνω άπλυτος σαν τσοπανόσκυλο.Το νερό με γύρισε απότομα στην πραγματικότητα –ειδικά επειδή ήταν μπούζι. «Ξέχασα να σου πω οτι τελείωσε το ζεστό νερό!» μου φώναξε Εκείνη από το άλλο δωμάτιο, επειδή μάλλον άκουσε τα γαμωσταυρίδια μου.Υπάρχουν δυο θανάσιμα λάθη –να ερωτευτείς γυναίκα άπιαστη και να την αφήσεις να κάνει πρώτη μπάνιο –εγώ τα είχα κάνει και τα δυο.Βγήκα από το μπάνιο κατεψυγμένος μπακαλιάρος. Με κοίταξε χωμένη μέσα στα σκεπάσματα και χαμογέλασε.«Μόνο στο πουλί σου δεν έχεις χαρακιές», παρατήρησε.«Μην το λες –διαθέτω και αψεγάδιαστους αντίχειρες», της επισήμανα.Και βιάστηκα να χωθώ πλάι της, κρύωνα για το κορμί της. Εκείνη κουλουριάστηκε στο πλευρό μου, έγινε για μια στιγμή το χαμένο μου κομμάτι –ήμασταν πλήρεις για μια στιγμή. Κράτησα τη στιγμή με νύχια και με δόντια.«Θα μου πεις κάποτε ποιος στα έκανε όλα αυτά;» μουρμούρισε περνώντας με το δάχτυλό της μια ουλή πάνω απ΄το στήθος μου.«Ξέρω ΄γω, κάτι Μεξικάνοι μπαντίδος που με πέρασαν για τον Σπίντι Γκονζάλες», χασμουρήθηκα.Γέλασε.«Κάποτε πρέπει να μιλήσεις για σένα», μου υπενθύμισε.«Ναι... κάποτε...» μουρμούρισα απρόθυμα.«Να δω λίγο την κιθάρα σου;»«Εμένα ρωτάς; Ρώτα την ίδια», σήκωσα τους ώμους.Εκείνη άπλωσε το χέρι της, τράβηξε τη θήκη της Βέρας πιο κοντά και βάλθηκε να την ψαχουλεύει. Βρήκα την ευκαιρία να συρθώ μέχρι την τσέπη του μπουφάν μου και να μεταφέρω το Βάλτερ κάτω από το μαξιλάρι.Εκείνη έφερε κοντά της τη Βέρα και τη σκάλισε προσεκτικά.«Κάπως ξεκούρδιστη», αποφάνθηκε.«Περνάμε δύσκολες μέρες», της εξήγησα.Έπιασε μετά να πειράζει τα κλειδιά της, όσο κρατούσε το κεφάλι σκυμμένο δίπλα στο σκάφος της. Όμως μετά από λίγο μαγκώθηκε, μάλλον την τράβηξε άσχημα το τραύμα. Μου έδωσε την κιθάρα.«Παίξε κάτι», παρακάλεσε.«Εντάξει –το έχουμε χάσει εντελώς», αποφάσισα. «Είμαστε κρυμμένοι σ΄ένα μπουρδελοξενοδοχείο και περιμένεις ν΄ακούσεις σερενάτες; Μα θα πεταχτούν οι γαμιάδες από τα διπλανά δωμάτια και θα μας κατουρήσουν εν χορώ!»«Ακόμα κι έτσι...» παρακάλεσε.«Δεν πάει καθόλου έτσι», της εξήγησα και βιάστηκα να βάλω τη Βέρα στη θήκη της. Δεν ήμασταν τώρα για τέτοια.

Page 28: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Την αγκάλιασα κι Εκείνη με φίλησε στο λαιμό.«Κοιμήσου», μου είπε.«Κοιμήσου», της είπα.«Μη μ΄αφήσεις», μου ζήτησε.«Δεν πρόκειται –ακόμα κι αν το θελήσεις», της εξήγησα.Κλείσαμε τα μάτια, η ζωή έμοιαζε γαμημένη απ΄όλες τις πάντες αλλά εμείς επιμέναμε να χαμογελάμε όσο βυθιζόμασταν στον ύπνο. Ο κόσμος μύριζε φτηνό σαπούνι και βουβή απελπισία.Πρώτα ένιωσα την κίνηση μέσα στο δωμάτιο και μετά άνοιξα τα μάτια, κάποιο ρεύμα αέρα που τρύπαγε το μέτωπό μου σα σκουριασμένο καρφί. Κράτησα την ανάσα μου για να μην καρφωθώ. Μισάνοιχτα βλέφαρα –προσεκτικά.Ο καργιόλης ήταν σκυμμένος ανάμεσα στα πεταμένα μας ρούχα, ψαχούλευε κι ετοιμαζόταν να περάσει στη βαλίτσα –πήγαινα στοίχημα οτι θα την τράβαγε έξω απ΄το δωμάτιο για να τη μασουλήσει με την ησυχία του. Η πόρτα έχασκε μισάνοιχτη στο πλάι του. Περίμενα. Όταν βαρέθηκε να ψάχνει τα εσώρουχά μας, χούφτωσε το χερούλι της βαλίτσας, μας έριξε μια αποχαιρετιστήρια ματιά και άρχισε να σέρνεται προς την έξοδο. Εκείνη κοιμόταν βαθιά. Έπιασα το Βάλτερ κάτω απ΄το μαξιλάρι, έβγαλα βιαστικά το χέρι της από πάνω μου και πετάχτηκα σαν ελατήριο. Τον καπάκωσα τον πούστη –έσκασε με το κούτελο στη μισάνοιχτη πόρτα, κοπάνησε εκεί πέρα, έκλεισα την πόρτα. Μετά του σφήνωσα το Βάλτερ κάτω απ΄το δεξί αυτί.«Κάνε οτι αναπνέεις και θα σου την ανάψω επιτόπου», σφύριξα.Κοκάλωσε εντελώς. Τον άρπαξα από τα μαλλιά και τον σήκωσα μαζί μου, ήμουνα τσιτσίδι σαν κατεψυγμένο κοτόπουλο, γι΄αυτό τον τίναξα απέναντι.«Κάτσε κάτω με τα χέρια στα γόνατα. Ότι κουνήσεις θα το πυροβολήσω –συνεννοηθήκαμε;» μούγκρισα.Κούνησε το κεφάλι καταφατικά οπότε τον πλησίασα και του κοπάνησα μια καλή με τη λαβή του Βάλτερ, έτσι για να του δείξω οτι κυριολεκτούσα.Μάτωσε αλλά δεν έβγαλε άχνα.Κοίταξα προς το μέρος της, είχε ξυπνήσει και παρακολουθούσε με το κεφάλι μισοσηκωμένο, αμίλητη.«Φόρα κάτι», της ζήτησα.Άρπαξε τη μπλούζα από το πάτωμα, μετά της έδωσα τη φούστα της να τη φορέσει μέσα από τα σκεπάσματα –επειδή αν την έβλεπε γυμνή ο καργιόλης θα έπρεπε να τον σκοτώσω.«Κράτα τώρα», της είπα δίνοντάς της το Βάλτερ. «Άκουσες πως πάει η ιστορία –ότι κινείται το πυροβολείς κι αν δεν το πετύχεις, κακό δικό του».Ένευσε όσο τον σημάδευε, πήρα να ντύνομαι κι εγώ.«Κατά λάθος μπήκα...» ξεκίνησε να ψελλίζει ο λεχρίτης, αλλά δεν τον άφησα να τελειώσει τη φράση του.Πετάχτηκα πάνω του, σφήνωσα το γόνατό μου στο στήθος του, πόνεσε πολύ, έπεσε στο πάτωμα σα μαριονέτα με κομμένα σκοινιά.«Σου είπε κανένας να μιλήσεις ρε πούστη;» ζήτησα να μάθω. «Ήθελα να σου εξηγήσω...» ψεύδισε.Τον κλώτσησα στην κοιλιά.«Θα μιλάς μόνο όταν σε ρωτάω», του εξήγησα ευγενικά.

Page 29: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Άναψα δυο τσιγάρα, της έδωσα το ένα, τον ξαναπλησίασα.«Τσιγαράκι;» πρότεινα.Ένευσε διστακτικά. Έβγαλα ένα τσιγάρο από το πακέτο, του το κάρφωσα ανάμεσα στα χείλη, πλησίασα τον αναπτήρα κοντά του, έσκυψε λίγο για να με διευκολύνει. Τότε τον χαστούκισα, το τσιγάρο του΄φυγε από το στόμα.«Μη βιάζεσαι λεβέντη μου –τα τσιγάρα κερδίζονται δε χαρίζονται», του είπα χαμογελαστά.Μετά κάθισα στην καρέκλα απέναντί του. Τον κοίταξα σαν κατσαρίδα.«Λέγε τώρα», έκανα ήρεμα.«Έκανα λάθος, νόμισα οτι ήταν το δωμάτιό μου...» Νευρίασα άσχημα, πετάχτηκα από την καρέκλα.«Δώσμου», της είπα.Μου έδωσε το πιστόλι, πήρα κι ένα μαξιλάρι από πλάι της, τον πλησίασα, ακούμπησα το μαξιλάρι στο γόνατό του.«Όχι! Σε παρακαλώ!» ούρλιαξε.«Πες μου έναν καλό λόγο για να μη στην ανάψω», του πρότεινα.«Θα σου πω ότι θες!» τρεμούλιασε εκείνος.Έκανα πίσω.«Ξεκίνα και γρήγορα», του ζήτησα.«Με έστειλε ο Ψηλός, επειδή σε κόψαμε για περίεργο άτομο... μας χάλασες και την κάμερα....»«Όπα», τον σταμάτησα. «Τι εστί Ψηλός;»Πήγε να ξύσει το κεφάλι του αλλά μετάνιωσε.«Ο Ψηλός... που έχει το ξενοδοχείο...» μουρμούρισε.«Παρακάτω», είπα.«Είπε ο Ψηλός μην είσαι τίποτα καινούργιος με γυναίκα στην πιάτσα και θες να κάνεις δουλειές εδώ πέρα, να ψάξω τι είσαι, επειδή κανένας δεν κάνει δουλειές εδώ πέρα, εκτός απ΄τον Ψηλό...» τα ΄φτυσε μονορούφι ο λεχρίτης και πνίγηκε χωρίς ανάσα. Έβηξε.«Από που μας είδε ο Ψηλός δηλαδή; Εκτός αν Ψηλός είναι εκείνος ο κωλόχοντρος στη ρεσεψιόν...»«Όχι, όχι...» μουρμούρισε. «Έχει καθρέφτη πάνω από τη ρεσεψιόν...»«Σωστά», συμπέρανα. Άρχιζαν οι μπελάδες. «Τώρα σε περιμένει δηλαδή αυτός ο Ψηλός;» ρώτησα ήρεμα.«Ναι, στον αποκάτω όροφο», απάντησε.«Έχει κι άλλους μαζί του;»Τον είδα να κομπιάζει.«Όχι», απάντησε τελικά.«Πάρτον τηλέφωνο και πέστου ν΄ανέβει», του ζήτησα, σπρώχνοντας τη συσκευή.«Δηλαδή... τι να του πω δηλαδή;» έκανε τρέμοντας.«Πες του οτι θέλω να μιλήσουμε ρε αδερφέ!»«Εντάξει», είπε. Σχημάτισε ένα τριψήφιο, τον περίμενα. «Έλα, εγώ είμαι.... θέλει ν΄ανέβεις επάνω... δεν ξέρω...»Του τράβηξα το ακουστικό από το χέρι.«Γεια σου καπετάνιο», μουρμούρισα.«Ποιος είσαι εσύ;» ακούστηκε η στριγκή φωνή από την άλλη άκρη.

Page 30: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Έλα μωρέ γίγαντα –τις κουμπάρες θα παίξουμε;» ξεφύσησα. «Ανέβα πάνω να τα πούμε σαν άνθρωποι –τι μου ‘στειλες αυτό το σαπάκι;»Σιωπή για μισό λεπτό.«Έρχομαι», είπε στο τέλος.Έκλεισα το τηλέφωνο και τον πλησίασα κρατώντας το μαξιλάρι.«Για μαλάκα με περνάς;» του σφύριξα.«Τι... τι...»«Πόσοι θάρθουν;» τον ρώτησα δείχνοντας την πόρτα.«Ο Ψηλός...» μουρμούρισε.Ακούμπησα το μαξιλάρι στο γόνατό του.«Ο Ψηλός κι άλλος ένας!» παρακάλεσε.Σήκωσα το μαξιλάρι, μπούκωσα μ΄αυτό την κάνη και τον πυροβόλησα στο στήθος. Τινάχτηκε χτυπώντας στην ταπετσαρία, βρωμοκόπησε ο τόπος μπαρούτι, το μαξιλάρι κάπνιζε τσουρουφλισμένο.«Μάζεψέ τα πρέπει να φύγουμε γρήγορα», της είπα.«Οι άλλοι έρχονται ήδη», μουρμούρισε.«Εντάξει, θα τους κανονίσουμε πριν φύγουμε», την καθησύχασα.«Εννοείς...»«Εννοώ οτι μας έχουν δει –μεγάλη μαλακία τους αυτό», της εξήγησα.Ήταν ήδη όρθια, αποτελείωσε το ντύσιμό της και στάθηκε δίπλα μου.«Κόλλα στον τοίχο δίπλα στην πόρτα», της είπα.Έμεινε εκεί κοιτάζοντάς με. Κι εγώ άρχισα να μετράω, αν έρχονταν μέχρι το 20 –όλα καλά, αλλιώς την είχαμε άσχημα. Στο 17 ακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα. Πλησίασα το πόμολο από το πλάι, το γύρισα, μισάνοιξα την πόρτα. Και μετά πυροβόλησα κρυμμένος πίσω της, οι σφαίρες σκίσανε το κόντρα πλακέ, κάποιος ούρλιαξε. Άνοιξα τέρμα την πόρτα, ένας υπό κατάρρευση ρίχτηκε μέσα στο δωμάτιο, ο άλλος κούναγε κάποιο μαχαίρι λες και προσπαθούσε να διώξει μύγα. Τον πυροβόλησα στο πρόσωπο να ξεμπερδεύουμε, σωριάστηκε σαν σακί πατάτες. Κοίταξα τον πεσμένο δίπλα στα πόδια μου, δεν έδειχνε σημάδια ζωής.«Αυτός ήταν ο Ψηλός;» απόρησα. Ένας τάπας όχι πάνω από 1,60 –κλώτσησα το κεφάλι του πριν τον περάσω.«Το κάνεις συχνά αυτό;» ρώτησε καθώς ερχόταν πλάι μου.«Ποιο αυτό;» απόρησα.«Να καθαρίζεις κόσμο στην ψύχρα», μου εξήγησε.«Μπα, συνήθως τους πηδάω πρώτα», χαμογέλασα.«Α, εντάξει –έχουμε ελπίδες τότε», σχολίασε πατώντας το κουμπί του ασανσέρ.Εμένα με απασχολούσε κυρίως ο χοντρός της ρεσεψιόν –ευτυχώς από τα διπλανά δωμάτια δεν είχε αρχίσει να βγαίνει κόσμος. Έτσι πάει –τους παίρνει κάνα δίλεπτο μέχρι να συνέλθουν από το σοκ και να πανικοβληθούν κανονικά.Φτάσαμε στην είσοδο, ο χοντρός άφαντος. Βλαστήμησα και βγήκαμε έξω, στην τσίτα. Από το ξενοδοχείο άρχιζε ήδη να ροντάρει ο πανικός, τσιρίδες, βρισιές και ποδοβολητό. Μπήκαμε στην Άλφα Τζουλιέτα.«Το κεφάλι κάτω», της φώναξα.Μείναμε έτσι μισοκρυμμένοι μέχρι να εμφανιστούν οι οικογενειάρχες, πάλευαν να κουμπώσουν τα παντελόνια τους όσο ψάχνανε για τα κλειδιά τους –αυτοκίνητα άρχισαν να ξεκινάνε ξύνοντας κράσπεδα. Σε λίγο ήρθε το πρώτο ψιλοτρακάρισμα, κοίταξα πίσω

Page 31: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

–μπόλικες γυναίκες παρατημένες στην άκρη του πάρκινγκ συζητούσαν ανήσυχες. Που ήταν οι νταβατζήδες τους; Πότε θα φτάνανε να τις πάρουν από δω πέρα; Μέσα στο χαμό διέκρινα τον χοντρό της ρεσεψιόν να περπατάει επιφυλακτικά, ήταν ο μόνος που δεν προσπαθούσε να κρυφτεί –έδειχνε τρομαγμένη ψυχραιμία.«Περίμενε όπως είσαι», της είπα και βγήκα από την Άλφα με το πιστόλι στην τσέπη. Ένα αυτοκίνητο κόντεψε να με πατήσει, έκανα στην άκρη, ο οδηγός δεν με πήρε καν είδηση. Κάποιος μαλάκας τσακωνόταν με τον μπροστινό του, επειδή δεν μπορούσε να ξεπαρκάρει –τους πέρασα και βρέθηκα στην πίσω δεξιά πόρτα του χοντρού. Άκουσα την πρώτη του να κουμπώνει, έβγαλα το πιστόλι και χτύπησα το τζάμι. Ο χοντρός γύρισε -μαλακία του. Πυροβόλησα δυο φορές από κει πίσω, το τζάμι έγινε ζάχαρη και το κεφάλι του χοντρού άνοιξε σαν τριανταφυλλί μπουμπούκι. Βιάστηκα να φύγω –τα αυτοκίνητα τριγύρω μου άρχισαν να κοπανιούνται μεταξύ τους –οι πυροβολισμοί είχαν μπουμπουνίσει σαν σάλπιγγες της Αποκάλυψης. Μπήκα στην Άλφα και ξεκίνησα πριν ακόμα κλείσω την πόρτα.100 μέτρα μετά το μοτέλ έκοψα ταχύτητα, οι μύες στους ώμους μου πεταλούδιζαν ακατάσχετα –το πάθαινα αυτό μετά από κάθε σκοτωμό. Κρύος ιδρώτας στην πλάτη μου και μια διάθεση να κοιμηθώ επιτόπου.«Εκτός από το οτι είσαι ένας τρελαμένος με πιστόλι υπάρχει κι άλλος λόγος που έγινε όλο αυτό το μακελειό;» αναρωτήθηκε μουδιασμένα Εκείνη.«Θα σου διαβάσω την ιστορία μας όπως θα τη γράψουν οι εφημερίδες», μέτρησα προσεκτικά τα λόγια μου. «Άνθρωπος της νύχτας απαγάγει κόρη δικαστή δολοφονώντας τον αρραβωνιαστικό της που προσπάθησε να αντισταθεί, ανάμεσα στις γραμμές κυκλοφορούν βεβαίως υπόνοιες βιασμού, αλλά κανένας δεν τολμάει να το γράφει. Γιατί την απαγάγει; Για λύτρα; Πιθανό –αλλά έχει προηγηθεί καυγάς του εν λόγω καθάρματος με την οικογένεια της απαχθείσας, αυτόπτες μάρτυρες μπορούν να τον περιγράψουν. Κάποιο πρωτοσέλιδο έτσι;»Κοίταζε μπροστά, έξω από το τζάμι, σιωπηλή.«Συνεχίζω επειδή αυτά θα είναι τα φύλλα της πρώτης μέρας. Την επόμενη θα εμφανιστεί ένα κοράκι πρόθυμο να σκαλίσει τα σκουπίδια ή μερικοί τυπικοί μπάτσοι –θα φτάσουν στο μοτέλ ΓΑΛΗΝΗ. Εκεί θα μάθουν οτι η άτυχη γυναίκα μπήκε α λα μπρατσέτα με τον απαγωγέα της, άσε που θα τους δουν στην ταινία, θολούς μεν –αλλά πεντακάθαρα αγκαλιασμένους να κοιμούνται σα ζευγαράκι. Εντάξει, δεν θα φαίνονται πρόσωπα, αλλά η παρέα του Ψηλού θα τους αναγνωρίσει. Και τότε παφ! Πάει η απαγωγή, μιλάμε πλέον για συμμετοχή σε φόνο. Σε κανέναν από τους δυο μας δεν θα άρεσε αυτό –νομίζω;»Συνέχισε να κοιτάζει έξω –μου τσάκιζε τα νεύρα αυτό το πράγμα.«Αν θέλεις μπορώ να παρκάρω στο πρώτο βενζινάδικο και να σ΄αφήσω να φύγεις», έκανα θυμωμένα.Εξακολουθούσε να μη μιλάει.«Κοριτσάκι, η σχέση μας βασίζεται στο οτι εγώ είμαι καλός στα όπλα κι εσύ στα λόγια. Όμως τόση ώρα εγώ μιλάω μόνο –πως θα πάει από δω και πέρα δηλαδή; Πες μου για να ξέρω», αγανάκτησα κάπως.«Αυτός ο άνθρωπος της νύχτας... ο απαγωγέας....» μουρμούρισε.«Ναι;»«Τι θα γίνει μ΄αυτόν; Τι θα γράφουν γι΄αυτόν οι εφημερίδες;»Ανασήκωσα τους ώμους.

Page 32: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Τι να γράφουν; Οτι την κοπάνησε –τι άλλο; Το θύμα θα δώσει μια περιγραφή του κι άντε βρείτε τον».«Λες ψέματα», κλαψούρισε.Χαμογέλασα. Δεν χρειαζόταν να μου το πει –το ήξερα κι εγώ οτι έλεγα ψέματα. Επειδή ήμουνα σίγουρος -όταν χωρίζαμε ένας απ΄τους δυο μας θα κοίταζε τ΄αστέρια με αδειανά μάτια. Κι ο άλλος θα περίμενε ανυπόμονα τη σειρά του.Ξαναβγήκα στην εθνική βαριεστημένα –όποιος πούστης ήθελε να μου κλείσει το δρόμο θα το πλήρωνε ακριβά. Εκείνη έπρεπε να σωθεί κι εγώ έπρεπε να βιαστώ –τα ρολόγια μάς είχαν στρώσει στο κυνήγι και ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τα ρολόγια.6. Σημαδεύοντας τη βροχήΔεν έχεις καμιά ελπίδα να ξεφύγεις απ΄αυτό που σε κυνηγάει –όταν τα σκυλιά σε πάρουν στο κατόπι με αφρισμένα δόντια, γύρνα και πέσε πάνω τους με τα μούτρα –όταν δεν έχεις καμιά ελπίδα, η απελπισία είναι μια κάποια λύση. Σανίδωσα το γκάζι της Άλφα Τζουλιέτα στη χαρακωμένη εθνική, ο ήλιος το πήγε ντουγρού γι΄απόγευμα και η βροχή είχε λίγη ώρα που κοπάναγε διακριτικά το αμάξωμα.«Είσαι σίγουρος;» με ρώτησε.«Ή θα περάσουμε ή θα μας πιάσουν», της είπα. «Στην πρώτη περίπτωση πάμε καρφί για την πρωτεύουσα, στη δεύτερη...»«Ναι;»«Αυτό λέω κι εγώ!» χαμογέλασα αλλάζοντας ταχύτητες λίγο πριν ουρλιάξει ο κινητήρας της Άλφα.«Μπάτσοι μπροστά», ψιθύρισε.Τους είχα δει κι εγώ. Δυο –τρία περιπολικά στις άκρες του δρόμου, δυο μαλάκες τρώγανε τη βροχή με το κουτάλι προσπαθώντας να διακρίνουν μέσα στ’ αυτοκίνητα. Σίγουρα θα είχαν μπόλικα νεύρα, υπολόγισα στα γρήγορα την κατάσταση, νευρικοί μπάτσοι σημαίνει πιστολίδι. Θα ρίσκαραν άραγε να ρίξουν με κίνδυνο να χτυπήσουν την κόρη του δικαστή; Ο μπάτσος που στεκόταν στο δικό μας ρεύμα άρχισε τα νοήματα να σταματήσουμε. Σύντομα θα λύνονταν όλες μου οι απορίες. Έκοψα απότομα, η Άλφα έφυγε στο βρεμένο οδόστρωμα τσουλώντας σα μπίλια σε μωσαϊκό –πήραμε μισή στροφή, επιτάχυνα και βγήκαμε από το δρόμο. Πλησιάζαμε αργά το περιπολικό, ο μπάτσος μας είχε σχεδόν ξεχάσει –θεωρούσε οτι μας είχαν πλέον. Μαλακία του. Στρίμωξα το Βάλτερ δίπλα στο χερούλι της πόρτας, το κράτησα εκεί με τον αγκώνα μου. Πριν φτάσω το περιπολικό έκοψα ανάποδα τιμόνι, γκάζωσα και περάσαμε πίσω τους, μπάτσοι πετάχτηκαν σαν αφιονισμένοι με κάτι αυτόματα στα χέρια. Έστριψα πάλι να βγω στην εθνική, στο γύρισμα άνοιξα το τζάμι και πυροβόλησα κουτουρού. Οι μπάτσοι λούφαξαν, κοίταξα πίσω –τα κεφάλια τους στριφογύριζαν ψάχνοντας μέρος να καλυφθούν. Τώρα έπρεπε να τρέξουμε.«Τι γίνεται παρακάτω;» θέλησε να μάθει.«Μας κολλάνε δυο περιπολικά για ουρά και ειδοποιούν το ελικόπτερο για τα κινηματογραφικά πλάνα –αυτό γίνεται παρακάτω», της είπα.«Κι εμείς τι κάνουμε;»«Τρέχουμε –τι άλλο;»«Πολύ έξυπνο σχέδιο!» γέλασε.«Αυτό μας προέκυψε», έκανα θυμωμένος.Πίσω μας ήδη διέκρινα τους αναμμένους φάρους –είχαμε κερδίσει καμιά διακοσαριά μέτρα αλλά όχι για πολύ. Δάγκωσα το γκάζι κι έσφιξα τα δόντια μη ντεραπάρει η Άλφα –

Page 33: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

επειδή τότε δεν θα μας έσωζε τίποτα. Μπροστά μας αρχίζανε τα στροφιλίκια, ο δρόμος γινότανε δυο λωρίδες, διπλής κυκλοφορίας. Εθνική –καρόδρομος, αλλά αυτό με βόλευε ιδιαίτερα. Έβγαλα το πόδι απ΄το φρένο, μάγκωσα το γόνατο ανάμεσα τιμόνι και πλαφονιέρα, δεν έπρεπε να φρενάρω ούτε καν από ένστικτο, αν η σόλα μου άγγιζε το πεντάλ θα κάναμε παρέα στις ανεμώνες και τα γαϊδουράγκαθα πριν προλάβουμε να σφυρίξουμε το «αντίο άκαρδε κόσμε». Οι μπάτσοι κόψανε πίσω μου, η αρχική μανούρα τους είχε περάσει –άρχιζαν να σκέφτονται λογικά. Αρκούσε να μη μας χάσουν, σε λίγο θα αναλάμβανε το ιππικό. Δε μου άρεσε καθόλου αυτό, έκοψα κι εγώ ταχύτητα σταδιακά, έπρεπε να ξεμπερδεύουμε εδώ πέρα. Το πρώτο περιπολικό κατάπιε την απόσταση σαν ασπιρίνη, το δεύτερο πήρε να συντονίζεται στην ταχύτητα του πρώτου. Κοίταξα από τον καθρέφτη, θυμήθηκα οτι έπρεπε να περιμένω –πρώτα θα έβλεπα τα ασπράδια των ματιών τους. Διέκρινα τον συνοδηγό να παιδεύεται με κάποιον τηλεβόα.«Έλα ρε πούστη!» παρακάλεσα.Πάτησα λίγο γκάζι, ο μπάτσος πίσω μου ακολούθησε. Λίγο ακόμα κι ακόμα λίγο...«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΟΔΟΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΒΓΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ», γκάριξε ο τηλεβόας.Επιτάχυνα κι άλλο, ο μπάτσος πίσω μου έκανε το ίδιο.«Κρατήσου γερά», της είπα.«Καλά –κάνε δουλειά σου και μην ασχολείσαι», γέλασε.Φαινόταν να το διασκεδάζει όλο αυτό –άραγε τι θα έκανε όταν άναβε το γλέντι; Ποιον πήγαινα να κοροϊδέψω; Επιτάχυνα απότομα, τα δυο περιπολικά ακολούθησαν υπνωτισμένα.«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΑΜΕΣΩΣ!» μικροφώνισε ο τηλεβόας.Κι αυτό ακριβώς έκανα. Σαν καλός νομοταγής πολίτης. Φρέναρα, η Άλφα Τζουλιέτα ντεραπάρισε ελεγχόμενα. Το πρώτο περιπολικό προσπάθησε να κάνει το ίδιο, αλλά ο οδηγός του δεν ήταν προετοιμασμένος –το περιπολικό έφερε μια ενενηντάρα μοίρες στο οδόστρωμα, ο από πίσω μπάτσος ερχόταν με φόρα, τρακάρανε στα γεμάτα. Βγήκα από την Άλφα Τζουλιέτα.Μέτρησα πέντε βήματα, άφησα τα τακούνια μου να γλυστρίσουν στη μουσκεμένη άσφαλτο, άνοιξα τα πόδια και κράτησα το Βάλτερ παράλληλα με το έδαφος. Σφιχτά, το αριστερό χέρι δεμένο στον καρπό του δεξιού. Άρχισα μετά να πυροβολάω χωρίς σημάδι, με ενδιέφεραν τα σταματημένα περιπολικά αλλά αν χτύπαγα και κάνα μπάτσο δε θα φόραγα πένθος. Ο ήχος με ξεκούφανε, η βροχή εξατμιζόταν με το που ακουμπούσε την κάννη, εξακολουθούσα να πιέζω τη σκανδάλη ακόμα κι όταν άδειασε η γεμιστήρα. Μετά κοίταξα τα περιπολικά –μηδέν κίνηση εκεί πέρα. Χώθηκα στην Άλφα και ξεκίνησα, πέταξα το Βάλτερ στα πόδια της.«Στο ντουλαπάκι δεξιά έχει σφαίρες, βάλτου καινούργια γεμιστήρα», της ζήτησα.Ήμουνα σίγουρος οτι ήξερε πως γίνονται αυτά.Σε λίγα χιλιόμετρα η κίνηση πήρε να πυκνώνει, ανακατευτήκαμε με προσεκτικά αυτοκίνητα που βλαστήμαγαν τη μοίρα τους και τη βροχή –σκέφτηκα οτι είχαμε λίγο χρόνο ακόμα μέχρι να πλακώσουν οι εναέριοι. Αλλά σίγουρα θα μας στήνανε μπλόκο μπροστά –η μια λύση ήταν να βουτήξουμε κανέναν κακομοίρη όμηρο και να παρατήσουμε την Άλφα Τζουλιέτα. Μάλλον έτσι έπρεπε να κάνουμε αλλά δεν μου πήγαινε καρδιά, το είχα αγαπήσει το ρημάδι. «Θα μπω, απ’ τα χωριά», της είπα.

Page 34: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Δεν έδειξε να με ακούει.«Είσαι εντάξει;» βράχνιασα.«Ναι βρε –μην τσιρίζεις! Απλά λίγο κουρασμένη –μάλλον αποκοιμήθηκα», απάντησε.Πρώτο χωριό μπλοκάραμε στην πλατεία, αγροτικά, τρακτέρ –μαλακίες. Κοπάναγα τη γροθιά μου στο τιμόνι της Άλφα και μέτραγα λασπωμένες ρόδες αργοκίνητες. Κρατιόμουνα με το ζόρι να μην πλακωθώ στα κορναρίσματα, να μη βγω έξω με το Βάλτερ κι αδειάσω την πλατεία στη στιγμή. Άναψα τσιγάρο της έδωσα κι Εκείνης ένα.«Στριμωχτήκαμε κάπως», σχολίασε.«Στριμωγμένοι γεννηθήκαμε –το΄χουμε συνηθίσει», είπα καθησυχαστικά.«Αν μας πάρουν χαμπάρι....»«Θα μας πνίξουν σαν τα ποντίκια, αλλά αποκλείεται να μας σταμπάρουν εδώ μέσα. Αυτό που κάναμε είναι τεράστια βλακεία –ακόμα κι οι μπάτσοι δεν είναι τόσο βλάκες», της εξήγησα.«Βλακεία ε;» μουρμούρισε.«Γκράντε!» πανηγύρισα.«Και τότε γιατί το κάναμε;»Επειδή η απελπισία είναι η τσατσά της βλακείας.«Κάποια προοπτική», μασούλισα τις λέξεις.Η σιδερένια μάζα άρχισε να κινείται μπροστά μας, χωθήκαμε ανάμεσα στους λασπωμένους παχύδερμους και σε 10 λεπτά είχαμε περάσει το χωριό –τρέχαμε στον επαρχιακό δρόμο μυρίζοντας τον αέρα. Ένα ελικόπτερο φαινόταν σα σκατόμυγα μακριά στον ορίζοντα.Δεύτερο χωριό -ερημιά. Κάτι παιδάκια τρέχανε να μη γίνουν μουσκίδια από τη βροχή, γυναίκες άνοιγαν ομπρέλες έξω από το φούρνο προστατεύοντας ταψιά με φρεσκοψημένα φαγητά.«Πείνασες καθόλου;» τη ρώτησα.«Έχουμε χρόνο για τέτοια;» απόρησε.«Χρόνο δεν έχουμε έτσι κι αλλιώς –οπότε...»«Έναν καφέ ίσως, με τίποτα κουλουράκια...» μουρμούρισε.«Εντάξει, θα έχω το νου μου κι όπου βρω κηδεία παρκάρουμε», είπα.Στο βγάλσιμο του χωριού περάσαμε δίπλα από ένα καφενείο –βρήκα το κοντινότερο σύδεντρο κι έκρυψα πίσω του την Άλφα.«Πάμε», της είπα.«Εδώ;» αναρωτήθηκε.«Ε, τι ήθελες; Κανένα πιάνο μπαρ;» αγανάκτησα.«Όχι αλλά.... θα είναι ασφαλές;»αναρωτήθηκε.«Ασφαλές; Τι ασφαλές; Εδώ μας κυνηγάνε όλοι οι μπάτσοι της επαρχίας, απ΄όπου περνάμε αφήνουμε νεκρούς και τραυματίες –τι να λέμε τώρα; Έχουμε τσακωθεί ανεξίτηλα με την ασφάλεια», γέλασα.Το καφενείο ήταν έρημο –μια γριά με μαύρα κι ένας χαραμοφάης, μάλλον συγγενής της –αυτό ήταν όλο. «Έχει τίποτα να τσιμπήσουμε;» ρώτησα τον χαραμοφάη.Σήκωσε τους ώμους αδιάφορα.«Αυγά, καμιά κονσέρβα, ντομάτες....» τον βοήθησε Εκείνη.«Κάτι θα βρεθεί», απάντησε ο χαραμοφάης κοιτάζοντάς την από μαλλί μέχρι τακούνι.

Page 35: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Βάλτα να ψήνονται όλα αυτά που υπάρχουν, βάλε και δυο καφέδες περιποιημένους...» του ζήτησα.Καθόταν ακίνητος χαζεύοντάς την ακόμα.«Θες κάτι άλλο;» τον ρώτησε Εκείνη.«Όχι, όχι...» βιάστηκε να πει και έφυγε προς τη γριά.Στο βάθος έπαιζε μια τηλεόραση, κοίταξα στην οθόνη –οι γνωστές ξανθιές δείχνανε τα μπούτια τους.«Ούτε θυμάμαι από πότε έχουμε να βάλουμε κάτι στο στόμα μας...» μουρμούρισε Εκείνη.«Υπαινιγμός για τις σεξουαλικές μας επιδόσεις ήταν αυτό;» απόρησα.«Πάψε ρε βλάκα!» ξεκαρδίστηκε.10 χρόνια; 20; 30; Πόσα θα μου χρειάζονταν για να χορτάσω το γέλιο της, σα ρόδα ποδηλάτου με τραπουλόχαρτα στις ακτίνες σε κατηφορική διαδρομή –πόσα χρόνια θα μου χρειάζονταν; Και πόσα θα είχα στην τελική; Χρόνια; Γέλασα κι εγώ με τη σκέψη μου –πρέπει να είσαι ηλίθια ερωτευμένος όταν μπερδεύεις το δευτερόλεπτο με τη μέρα και το λεπτό με τη χρονιά.Η γριά ήρθε κουτσαίνοντας και άπλωσε στο τραπέζι μας ένα βουνό φαγώσιμα. Μύρισα τα φρεσκοτηγανισμένα αυγά και αηδίασα –τα σιχαινόμουν τ’ αυγά. Αλλά την είδα να τα τραβάει προς το μέρος της λαίμαργα –σήκωσα τους ώμους συγκαταβατικά, κανείς δεν είναι τέλειος.Αρχίσαμε να τρώμε μετ’ εμποδίων λες και τα σαγόνια μας είχαν σκουριάσει –ο καφές κάπως μας συνέφερε, η γριά έφερε δυο ποτήρια στυμμένες πορτοκαλάδες, τις κατεβάσαμε διψασμένοι -το στομάχι μου γαμήθηκε.«Λέω να ξεράσω», την πληροφόρησα.«Σου έπεσε βαρύ ε;» συλλογίστηκε. «Φταίει κι εκείνη η εντύπωση οτι θα τρεφόμασταν αποκλειστικά με έρωτα από ΄δω και πέρα –πιάστηκα απροετοίμαστος...» κλαψούρισα ψεύτικα.«Έρωτα;» χαμογέλασε.«Ξέχασέ το!» βουρλίστηκα.«Ναι, αλλά το είπες! Είπες ‘έρωτα’!» πανηγύρισε.«Λέω και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα», απάντησα.«Ο ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΑΝΕΠΙΒΕΒΑΙΩΤΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΧΕΙ ΠΑΡΕΙ ΓΙΑ ΟΜΗΡΟ...»Γυρίσαμε μηχανικά τα κεφάλια προς την τηλεόραση. Εκεί έδειχναν μια φωτογραφία μου, παλιά –από το αγωνιστικό μου φυλλάδιο, κοίταξα τη φάτσα μου γεμάτη μώλωπες και πρηξίματα εκεί πέρα στην οθόνη, ήμουνα αρκετά νεότερος και χαμογελούσα σαν καθυστερημένος. Είχα και κοντοκουρεμένα τα μαλλιά τότε –μαντρόσκυλο κανονικό.«ΑΝ ΤΟΥΣ ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ, ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΠΩΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΚΑΚΟΠΟΙΟ...»«Δε γνωρίζεσαι!» θαύμασε Εκείνη, έχοντας ακόμα κολλημένα τα μάτια της στην οθόνη.«Ναι, άμα σου κάνουν τη μάπα κιμά μπορείς μια χαρά να το παίξεις ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα», διαπίστωσα.«Ευτυχώς που δε βγάλανε δική μου φωτογραφία», είπε Εκείνη.«Δε θα βγάλουν για να μη σε εκθέσουν. Τουλάχιστον τώρα, στην αρχή...»Το κόψαμε απότομα επειδή ο χαραμοφάης πήρε να μας πλησιάζει.«Θέλετε τίποτ΄άλλο;» ρώτησε.

Page 36: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Όχι –μια χαρά είμαστε», τον καθησύχασα.«Χαμός γίνεται!» σχολίασε δείχνοντας προς την τηλεόραση.«Και τι μας νοιάζει εμάς;» απόρησα.«Ε, ποτέ δεν ξέρεις... Μπορεί να πέσετε πάνω τους στο δρόμο....» γέλασε χαιρέκακα ο χαραμοφάης.«Άμα πέσουμε θα σηκωθούμε», πήγα να τον κόψω.«Ναι... αυτό είναι το λιγότερο...» είπε τελικά ο χαραμοφάης.«Και το περισσότερο ποιο είναι δηλαδή;» ρώτησα μαγκωμένος. Το έβλεπα σύντομα να τον πλακώνω στις μάπες –οι κολλιτσίδες με νευρίαζαν.«Να... δεν είδατε στους δρόμους; Όλο μπλόκα, σε λίγο κανείς δεν θα κουνιέται...» παρατήρησε.«Και τι με νοιάζει εμένα; Με βλέπεις να κουνιέμαι;» τον αγριοκοίταξα.Μπερδεύτηκε, τα’χασε κάπως.«Πάω να βοηθήσω τη μάνα μου», μας πληροφόρησε.Εκείνη γελούσε πνιχτά.«Νυστάζω πάλι», είπε σε λίγο.«Είναι η βροχή και η ένταση...» μουρμούρισα.Δεν ήθελα να σκεφτώ οτι μπορεί να ήταν κάτι άλλο –κομμάτια σφαίρας που ψάχνανε να την βγάλουν εκτός κυκλοφορίας, για παράδειγμα. «Πρέπει να φεύγουμε», της είπα.«Μισό –πρέπει να πάω πρώτα τουαλέτα», μουρμούρισε καθώς σηκωνόταν.Την παρακολουθούσα να βαδίζει μουδιασμένα για το πίσω μέρος του μαγαζιού, μετά έκανα νόημα στη γριούλα και της έδωσα ένα από τα τελευταία μου εικοσάρικα.«Είναι πολλά!» διαμαρτυρήθηκε με γουρλωμένα μάτια.«Δεν πειράζει –κράτα τα», της είπα και σηκώθηκα βιαστικά.Βλέπεις -είχα πάρει με την άκρη του ματιού τον χαραμοφάη να τρυπώνει πίσω της στη μισάνοιχτη πόρτα. Έκανα τα πρώτα βήματα στο αδιάφορο, μην ψυλλιαστεί η γριά και μπήξει τίποτα τσιρίδες, φτάνοντας στην πόρτα χώθηκα βιαστικά, σκέτη νυχτερίδα.Υπήρχε εκεί ένας προθάλαμος που βρώμαγε απολυμαντικό, δεξιά κι αριστερά δυο πόρτες –μια τουαλέτα αντρών, μια γυναικών. Και οι δυο πόρτες κλειστές, αλλά είδα το μαλάκα να σκάει μύτη πάνω από το ενδιάμεσο διαχωριστικό. Βρέθηκα στην πόρτα του με μια δρασκελιά, την άνοιξα, μπήκα, έκλεισα πίσω μου. Ο μαλάκας κόντεψε να τσακιστεί έτσι όπως τον βούτηξα σκαρφαλωμένο στη λεκάνη. Τον κόλλησα στον τοίχο.«Τι γίνεται; Χαζεύουμε τη θέα;» έφτυσα τις λέξεις με τα μούτρα κολλημένα στα δικά του.«Εεεε....» ψέλλισε.Τον βούτηξα από τα μαλλιά και του έχωσα το κεφάλι στη λεκάνη, τράβηξα το καζανάκι όσο ούρλιαζε, αλλά δεν κατάφερα να σκεπάσω τελείως τις φωνές του. Μετά τον έσπρωξα έξω όλο σιχαμάρα.«Μην το κουνήσεις από ‘δω», φώναξα άγρια.Πήγα και χτύπησα την πόρτα της.«Είσαι εντάξει;» ρώτησα.Άκουσα κάτι πνιχτούς θορύβους, άνοιξα την πόρτα και τη βρήκα μισοσκυμμένη να ξερνάει. Την άρπαξα από τους ώμους, την κράτησα, κίτρινη σαν τη δυστυχία. Όμως κατάφερε να συνέλθει κάπως –με έσπρωξε πίσω.«Καλά είμαι... φαίνεται οτι κι εγώ δεν άντεξα το φαγητό...» ψιθύρισε.

Page 37: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Σίγουρα;» ανησύχησα.«Ναι βρε... περίμενέ με έξω...» προσπάθησε να χαμογελάσει. «Και μη μπουκάρεις έτσι στις τουαλέτες –είναι αδιακρισία!»Γέλασα αμήχανα –τι άλλο να΄κανα;Ο μαλάκας είχε εκμεταλλευτεί τον πανικό για να γίνει μπουχός. Βγήκα βιαστικά να τον ψάξω, η γριούλα κοίταζε προς την πόρτα μπερδεμένη. Την πλησίασα.«Γιος σου δεν είναι;» τη ρώτησα.«Ναι... γιος μου...»«Δώστου κάνα φράγκο να πάει σε μπουρδέλο –αλλιώς θα σου σαλτάρει», της πρότεινα.Με κοίταξε αμίλητη κι εγώ κοίταζα την πόρτα πίσω της, περιμένοντας Εκείνη να βγει.Η βροχή έπεφτε με τα καντάρια τώρα, βγήκαμε από το χωριό, η Άλφα κολύμπησε σε πλημμυρισμένους χωματόδρομους –από πάνω, στην εθνική τρέχανε περιπολικά με αναμμένους φάρους. Το ελικόπτερο είχε κόψει τις περαντζάδες, άλλωστε με τέτοια βροχή δεν είχαν καμιά ελπίδα να μας δουν. Κι εμείς πηγαίναμε αγκομαχώντας, κοτρόνες στη μέση του δρόμου βάζανε σημάδι το αμάξωμα της Άλφα, λακκούβες θέλανε να καταπιούν τα λάστιχά της, όμως εμείς πηγαίναμε –δεν γινόταν διαφορετικά.Δέκα χιλιόμετρα πριν μπούμε στην πρωτεύουσα αποφάσισα οτι δεν χρειάζονταν τόσες προφυλάξεις, βγήκαμε για μια ακόμα φορά στην εθνική, πήραμε θέση ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα. Πίσω μας τα τελευταία διόδια -το τελευταίο μπλόκο- ήθελα να βγω, να τους δείξω τ΄αρχίδια μου αλλά ήταν πολύ πίσω, δε θα μ’έβλεπαν έτσι κι αλλιώς.«Αγαπούλα, μοιάζει να τη σκαπουλάραμε για την ώρα», της είπα.«Και πόσο το κόβεις να κρατάει αυτή η ώρα;» γέλασε δίπλα μου.«Όσο γουστάρουμε –δική μας είναι στο κάτω-κάτω», μούγκρισα.Τι να της έλεγα δηλαδή; Οτι οι ώρες της μετράγανε ανάποδα από τη στιγμή που πρωτοειδωθήκαμε; Δεν ήμουνα ποτέ καλός στις εξηγήσεις κι έτσι δεν έγινα καλός ούτε στα ψέματα.Η πρωτεύουσα μάς χαμογέλασε ξεδοντιάρικα δείχνοντας τα πρώτα της σπίτια, χαμογέλασα πίσω –χαιρετηθήκαμε βουβά. Η βροχή έπεφτε γκρίζα και μολυσμένη –εδώ θα ήταν πιο δύσκολο να ξεγελάσουμε τον θάνατο. Γκάζωσα ανυπόμονα μπας και τον συναντήσω μια ώρα αρχύτερα.7. «Όχι πια εδώ»Η κλινική είναι γωνιακή, απ΄τη μια πλευρά βλέπει σε δρομάκι κι από την άλλη βγάζει σε αδιέξοδο στενό –το χρησιμοποιούν οι διάφοροι για πάρκινγκ. Η κλινική έχει μια ταμπέλα μονίμως μισόσβηστη, καμένη λάμπα φθορίου που κανένας δεν φιλοτιμείται ν΄αλλάξει. Δίπλα στην κλινική υπάρχει ένα φαρμακείο που ανοίγει σπανίως, αλλά όσοι ξέρουν χτυπάνε το κουδούνι για να κατέβει από τον πάνω όροφο ο σταφιδιασμένος γέρος. Από ‘κει προμηθεύονται τα πάντα άνευ συνταγής. Απέναντι από το φαρμακείο είναι μια σκονισμένη καφετέρια που φτιάχνει και σάντουιτς για τους πελάτες. Μέσα σ΄αυτή την καφετέρια καθόμαστε. Πάνω στο πεζοδρόμιο του φαρμακείου είναι παρκαρισμένη η Άλφα Τζουλιέτα –από τη μπεζ καρέκλα μου με την ξεκοιλιασμένη δερματίνη έχω πλήρη θέα.«Αν αυτό είναι φυσικός χυμός εγώ θα γίνω χότζας», γκρινιάζει Εκείνη.«Σου είπα να πάρεις τίποτ΄άλλο...» μουρμουρίζω.«Τι άλλο να πάρω με το στομάχι στην κωλότσεπη;» απορεί.Καθόμαστε εδώ πέρα, ώρα πολλή, και κόβουμε κίνηση. Δεν σκοπεύω να μπούμε στην κλινική πριν σιγουρευτώ οτι όλα είναι εντάξει.

Page 38: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Μπήκαμε στην πρωτεύουσα με τη σταμπαρισμένη Άλφα Τζουλιέτα, ήμουν σίγουρος οτι ο μαλάκας ο ιδιοκτήτης θα είχε ήδη δώσει ραπόρτο στους μπάτσους αλλά δεν υπήρχε λόγος να ψάξω για τίποτα καινούργιο. Όποιο αμάξι κι αν κλέψεις, μέσα σε 5-6 ώρες θα έχει δηλωθεί στην αστυνομία, ποιος ο λόγος λοιπόν; Την είχα συμπαθήσει την Άλφα, δε μάσαγε από κακοτοπιές –αποφάσισα να την κρατήσουμε κι όποιος είχε αντίρρηση καλύτερα να μην ερχόταν μόνος του να μου το πει.Όσο στριφογυρίζαμε στους ιδρωμένους δρόμους νύχτωσε κανονικά –η βροχή έγινε πρώτα ψιχάλα μέχρι που βαρέθηκε, μας έριξε πέντε φάσκελα και την κοπάνησε. Είδα ένα περιπολικό σταματημένο δίπλα σε κάποια πρεσβεία, πέρασα ξυστά για να κόψω κίνηση –οι μπάτσοι αδιαφόρησαν. Δεν μας περίμεναν ακόμα στην πρωτεύουσα ή δεν τους ένοιαζε σε τελική ανάλυση. Όταν φτάσαμε κοντά στην κλινική έκανα τρεις γύρους πριν παρκάρω. Ήθελα να δω τι παίζει –τίποτα δεν έπαιζε στα φανερά. Αλλά την τράβηξα στην διπλανή καφετέρια, ποτέ δεν ξέρεις στα σίγουρα μέχρι να μάθεις κι είναι καλύτερα να περιμένεις παρά να σε περιμένουν. Αυτό μου το΄μαθε ο Γουρούνης, την εποχή που αγωνιζόταν στα βαρέα, ο Γουρούνης δεν είχε καθόλου λαιμό –το κεφάλι του ήταν απευθείας κολλημένο στους ώμους. Εξ ου και Γουρούνης. Ανέβαινε στο ρινγκ και περίμενε, στριφογύριζε μέχρι να διαβάσει τον αντίπαλο, χοροπήδαγε – να σιγουρευτεί οτι μπορούσε να υπολογίσει με ακρίβεια το κάθε χτύπημα που θα δεχόταν. Βέβαια, μέχρι να φτάσει σε τέτοια κατάσταση, είχε κουραστεί, άρχιζε κιόλας να λαχανιάζει σα γουρούνι κι ο αντίπαλος τον πετύχαινε ψόφιο και τον λιάνιζε. Ο Γουρούνης έχανε χαμογελαστός –επειδή δεν μπορούσε μεν να προστατευτεί αλλά ήξερε με ποια σειρά θα του έρθουν τα χτυπήματα.Ήπια τα υπολείμματα μπύρας από το βρώμικο ποτήρι και άναψα ένα τελευταίο τσιγάρο, σε λίγο θα έπρεπε να επισκεφτώ την κλινική, δεν είχα εντοπίσει τίποτα περίεργο όση ώρα περιμέναμε. «Στην υγεία του Γουρούνη», σχολίασα κατεβάζοντας το ποτήρι.«Τι;» ρώτησε.«Τίποτα –κάτι δικά μου...» μουρμούρισα νευριασμένος.«Πότε τα δικά σου θα γίνουν και δικά μου;» παραπονέθηκε.«Υπάρχουν δικά σου, δικά μου και δικά μας –έτσι πάει», της εξήγησα.«Ονειρεμένη κατάσταση!» γέλασε.«Και οι εφιάλτες –όνειρα είναι, μην το ξεχνάς», σχολίασα.Επειδή υπήρχε ένας εφιάλτης που έτρεχε στο σώμα της και γι΄αυτό έφταιγα εγώ –έπρεπε να το διορθώσω. Σηκώθηκα.«Καλύτερα να περιμένεις εδώ», της είπα.«Κι αν έρθουν τίποτα μπάτσοι;» αναρωτήθηκε.«Σε παράτησα εδώ παρακάτω αφού σε εκμεταλλεύτηκα δεόντως –βιασμός προαιρετικός. Και την έκανα με τα πόδια κατά πουθενά μεριά. Σύμφωνοι;»Ένευσε, αλλά δεν την έβλεπα και τόσο σίγουρη.«Έχε το νου σου στην Άλφα –αν δεις τίποτα περίεργες κινήσεις στα πέριξ, άλλαξε τραπέζι. Πήγαινε κοντά στο τζάμι, θα σε πάρω γραμμή βγαίνοντας από την κλινική».«Πω πω! Ούτε στις Επικίνδυνες Αποστολές να παίζαμε!» ψευτοθαύμασε.«Ναι, κάπως έτσι. Μόνο που εδώ πέρα οι κακοί δεν έχουν ατάκες –πυροβολάνε με το καλησπέρα», της εξήγησα.Άνοιξα τη τζαμένια πόρτα βιαστικά, για να κρύψω την αγωνία μου.

Page 39: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Η κλινική έχει έναν άπλυτο στο γραφειάκι της εισόδου, είναι βιδωμένος εκεί πέρα 24 ώρες και το παίζει φύλακας, γραμματεία, θυρωρός, πληροφορίες παντός είδους –όλα αυτά. Με είδε όταν χώθηκα βιαστικά από την κεντρική πόρτα, μάλλον με θυμήθηκε –χαμογέλασε κρύα. Ερχόμουνα χρόνια σ΄αυτή την κλινική, από την εποχή που αγωνιζόμουν, εδώ με ράβανε, με συγκολλούσαν, με βάζανε στο μούσκιο για να έρθω στα ίσα μου... Όταν σταμάτησα το μποξ μου έμεινε συνήθειο, κάθε φορά που κάποιος καργιόλης δοκίμαζε πάνω μου αιχμηρά εργαλεία από δω περνούσα για το ρεκτιφιέ μου. Μέχρι και προσωπικό γιατρό είχα –τον Γυαλάκια –χειρούργο με 50 βαθμούς μυωπία, απορούσα πως έβλεπε να με ράψει αν και πάντα είχα την αγωνία μην ξυπνήσω με κάνα έξτρα δάχτυλο στο σαγόνι.«Καλησπέρα σας», ανακοίνωσε ο φύλακας.«Ο Γυαλάκιας είναι μέσα;» ρώτησα.«Να κοιτάξω...» προθυμοποιήθηκε και άρχισε να ψάχνει τριγύρω σα μέλισσα που μυρίστηκε μαρμελάδα.«Τι να κοιτάξεις –αφού δεν έχεις τίποτα πίσω απ΄το γραφείο, για χτεσινό με περνάς;» φόρτωσα.Ο φύλακας πήγε να χαμογελάσει αλλά στη μέση το μάζεψε αμήχανα.«Τα γραφεία των γιατρών...» ξεκίνησε να λέει.«Ξέρω μωρέ! Για το Γυαλάκια μ΄ενδιαφέρει. Είναι μέσα;»«Να κοιτάξω...» μουρμούρισε μπερδεμένα ο φύλακας.«Εντάξει –κοίτα μη σου γαμήσω το κέρατο εδώ μέσα κι εγώ πάω να ψάξω τον Γυαλάκια», μούγκρισα τσαντισμένα. Όρεξη που σου την έχουν μερικοί! Ένα ακουστικό τηλεφώνου σηκώθηκε πίσω μου -αδιαφόρησα.Στο διάδρομο τρεμόπαιζε μια αναποφάσιστη λάμπα. Μύριζε βάμμα ιωδίου και σάπιο ιδρώτα όσο πέρναγα τα εγκαταλειμμένα Εξωτερικά Ιατρεία –συνήθως εκεί μέσα δούλευαν μόνο πρωί, αλλαγές σε γάζες, πρόχειρα ραψίματα... Έφτασα στα ιατρεία, ήξερα την πόρτα του Γυαλάκια, άνοιξα χωρίς να χτυπήσω. Ο Γυαλάκιας κοιμόταν του καλού καιρού σε μια δερμάτινη πολυθρόνα, σκεπασμένος με την ιατρική του ρόμπα –κοιμόταν δηλαδή πριν κοπανήσω την πόρτα ανοίγοντάς την. Όταν μπήκα πετάχτηκε, άρχισε να ψάχνει τα γυαλιά του σαν αρουραίος.«Μια ακόμα κουραστική μέρα που δε λέει να τελειώσει, Γυαλάκια!» διαπίστωσα λυπημένα.«Τι θες εσύ εδώ;» ταράχτηκε.«Πολύ απότομος τρόπος για να υποδέχεσαι έναν καλό πελάτη!» παραπονέθηκα.«Τι πελάτης και κουραφέξαλα; Εδώ...» φρέναρε απότομα την κουβέντα του.«Τι έγινε εδώ;» απόρησα.«Τίποτα», είπε μαγκωμένος.«Γυαλάκια δε μου τα λες καλά! Για την ακρίβεια δε μου τα λες καθόλου!» παρατήρησα.Ο Γυαλάκιας εξαφανίστηκε για λίγο, χώθηκε στη διπλανή πόρτα, μ΄άφησε να τον περιμένω όσο πλενόταν και κατούραγε. Όταν επέστρεψε ήταν πιο ήρεμος.«Καλά θα κάνεις να φύγεις όσο γίνεται πιο γρήγορα», μου είπε στο ξεκάρφωτο.Έμεινα κόκαλο.«Κάτσε μισό λεπτό ρε Γυαλάκια! Τι μύγα σε τσίμπησε;» ρώτησα.«Άστα αυτά και κοπάνα την –σε ψάχνουν», μου δήλωσε.«Με ψάχνουν; Ποιοι με ψάχνουν;»«Όλος ο κόσμος σε ψάχνει –που ζεις εσύ; Οι μπάτσοι περάσανε δυο φορές...»

Page 40: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Από που κι ως που;»«Μη με διακόπτεις –οι μπάτσοι περάσανε δυο φορές και το τηλέφωνό μου χτυπάει συνέχεια... Όλη η πιάτσα σε ψάχνει –που ζεις;»Έλα ντε; Που ζω; Και για πόσο ακόμα;«Γυαλάκια έχω μια γυναίκα χτυπημένη άσχημα –δεν θα τη βγάλει καθαρή για πολύ...»Με κοίταξε προσεκτικά.«Πρέπει να τη χειρουργήσεις, έχει κομμάτια σφαίρας μέσα της, μπορεί να πεθάνει», κατέληξα.Ο Γυαλάκιας εκεί! Εξακολουθούσε να με κοιτάζει όπως ο Βούδας τα μυγόσκατα.«Αν το συνεχίσεις αυτό θα σε πλακώσω στα χαστούκια», τον προειδοποίησα βουρλισμένος.«Είτε με πλακώσεις, είτε όχι –το ίδιο είναι. Σε έχουν επικηρυγμένο κι από τις δυο πάντες οπότε το καλύτερο που μπορώ να κάνω για σένα είναι να σε διώξω», είπε παγωμένα ο Γυαλάκιας.«Και η γυναίκα;» μουρμούρισα.«Δε με νοιάζει ακόμα και να ‘ναι η αδερφή μου η ίδια ... εδώ μέσα δεν μπαίνει δικό σου άτομο», μου ξέκοψε ο Γυαλάκιας.«Έχω χρήματα –τι θα ΄λεγες για 50 καυτά;» τον ρώτησα.«Τι να τα κάνω; Ν’ αγοράσω ακριβότερο φέρετρο; Άσε καλύτερα!» γέλασε ο Γυαλάκιας.Σφίχτηκα. Τα νύχια πλήγιασαν το δέρμα στην παλάμη, προσπάθησα να μείνω έτσι, προσπάθησα να μην τραβήξω το Βάλτερ.«Ρε Γυαλάκια, για όνομα δηλαδή! Θα πεθάνει σου λέω!» παρακάλεσα.«Εντάξει –και τι προτείνεις; Ας πούμε οτι τη βάζω μέσα και τη χειρουργώ. Ας πούμε κιόλας οτι τη σκαπουλάρουμε και περνάει η νύχτα –που δεν το βλέπω δηλαδή, αλλά τέλος πάντων... Αύριο τι γίνεται; Θα πλακώσουν οι υπόλοιποι γιατροί, θα γίνουμε βούκινο κι άντε μετά να διαλέξεις ποιος θέλεις να πλακώσει πρώτος. Οι μπάτσοι ή οι άλλοι...»Έσκυψα το κεφάλι, είχε δίκιο ο Γυαλάκιας. Ζωσμένους από παντού –θα μας πήγαιναν γαμιώντας μέχρι να τελειώσουμε. Αυτή η πόλη ήταν σκέτη ποντικότρυπα, μπήκαμε γεμάτοι προθυμία και τώρα περιμέναμε τα νερά. Ν΄ανοίξουν τα λούκια, να πλημμυρίσει ο τόπος, να πνιγούμε.«Έχεις καμιά άλλη καβάτζα να προτείνεις;» τον ρώτησα.«Σου ΄στριψε; Εδώ δεν σας βάζω στην κλινική που δουλεύω, θα σας βάλω σε δικό μου μέρος;»Γύρισα να φύγω 100 κιλά βαρύτερος.«Κοίτα –οτι είσαι ήδη νεκρός το καταλαβαίνεις... Απλά φρόντισε να μην πάρεις άφταιγους στο λαιμό σου!» μου φώναξε ο Γυαλάκιας.Αρχίδια! Τι σημασία έχουν όλα αυτά όταν πια πεθάνεις;Μέτρησα τα βήματά μου σέρνοντας τις μπότες στο βρώμικο πάτωμα της κλινικής –ήθελα να βγουν αγκάθια κι αγριόριζες από εκεί κάτω, να με καθυστερήσουν κάπως. Ο φύλακας προσπαθούσε να κρυφτεί, ιδρωμένος –σκέτη σιχαμάρα.«Λοιπόν τι γίνεται; Είναι μέσα ο Γυαλάκιας –το κοίταξες καθόλου;» του σφύριξα απειλητικά.Ο φύλακας κιτρίνισε, πήρε να ψελλίζει κάτι «να... δηλαδή... εγώ...», τον έφτυσα κι έφυγα –δεν είχα την όρεξή του.

Page 41: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Άνοιξα την πόρτα και με πήρε η νύχτα απ΄τα μούτρα, μια υγρασία ύπουλη, κολλώδης σαν ξεθυμασμένο πήδημα –ήμουν λυπημένος κι όλα αυτά κάνανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη. Κοίταξα τότε προς την καφετέρια, Εκείνη είχε έρθει κοντά στο τζάμι κι έδειχνε να ασχολείται με τα υπολείμματα της πορτοκαλάδας της –όμως έψαχνε έξω, ήμουν σίγουρος. Κόλλησα στην πόρτα της κλινικής, ο λαιμός μου έγινε γυαλόχαρτο και το σάλιο σκάλωσε –κάποιοι με περίμεναν κρυμμένοι στο δρομάκι. Σήκωσα τα χέρια, χτύπησα το μέτωπό μου δήθεν «ξέχασα το φάιλοφαξ» και βιάστηκα να χωθώ ξανά μέσα στην κλινική. Έκανα δυο –τρία βήματα προς τα πίσω με τα μάτια στο δρομάκι. Μηδέν κινητικότητα έξω. Που ήταν κρυμμένοι οι πούστηδες; Και τι σκόπευαν να κάνουν; Γέλασα επειδή το είχα διαβασμένο το σενάριο. Θα μένανε λουφαγμένοι μέχρι να πλακώσουν ενισχύσεις και τότε θα μπουκάρανε στην κλινική –μπάτσοι ή άνθρωποι του Αφεντικού, δεν είχε σημασία. Όλοι ίδια θα το ΄παιζαν.Άκουσα τότε βήματα πίσω μου, ο φύλακας έφευγε βιαστικά –τον είχα ξεχάσει αυτόν! Τράβηξα το Βάλτερ.«Για περίμενε λίγο φιλαράκι!» φώναξα.Ο φύλακας κοκάλωσε. Γύρισε να με κοιτάξει τρέμοντας, μετά σήκωσε τα χέρια ψηλά.«Δεν έκανα τίποτα εγώ!» ψέλλισε.Χαμογέλασα –ήμασταν 20 μέτρα απόσταση αλλά φαινόταν ολοκάθαρα οτι αυτός με είχε δώσει.«Σε ποιους τηλεφώνησες;» ρώτησα.«Δεν ήμουνα εγώ!» κλαψούρισε.Τον πυροβόλησα χαμηλά, κατά γόνατο μεριά, αλλά μου βγήκε κάπως άτσαλα. Ο φύλακας σωριάστηκε όμως το αριστερό του παπούτσι δεν τον ακολούθησε –έμεινε τσαλακωμένο στο πάτωμα με ολίγη από αστράγαλο. Πήγα πάνω απ΄το κεφάλι του όσο εκείνος στριφογύριζε σαν ψάρι σε αγκίστρι.«Σε ποιους τηλεφώνησες;» ξαναρώτησα.«Ήρθαν εκείνοι.... τρία κατοστάρικα κι αν μάθαιναν οτι σε είδα και δεν ειδοποίησα...» ο φύλακας βιαζόταν να τα πει, αλλά δεν είχε νόημα πλέον.Απέξω με περίμεναν τα παιδιά του Αφεντικού κι ήταν, στα σίγουρα, πιο επιδέξιοι από τους μπάτσους. Βγήκα ακόμα μια φορά, απρόσεκτα, δεν είχε σημασία. Ας με τρώγανε επιτόπου να ξεμπερδέψουμε.«Πλάγια δεξιά σου!» άκουσα τη φωνή της να στριγκλίζει.Ήταν στην πόρτα της καφετέριας και έδειχνε –γύρισα προς τα κει, δυο σκιές ξεκόρμιζαν από κάποια είσοδο πολυκατοικίας. Τους πυροβόλησα βιαστικά, οι σκιές μαζεύτηκαν λίγο. Εκείνη καθόταν ακόμα στην πόρτα της καφετέριας, με τα χέρια σταυρωμένα λες και την είχα στήσει σε ραντεβού. Δύσκολη φάση!Πετάχτηκα στη μέση του δρόμου, σήκωσα το Βάλτερ προς το μέρος τους.«Ελάτε έξω γαμώ το Χριστό σας!» ούρλιαξα.Ο κόσμος πάγωσε απότομα. Οι μαλάκες στριφογύριζαν στην είσοδο της πολυκατοικίας, το έβλεπα απ΄τις σκιές τους. Σημαδεύοντάς τους ακόμα έψαξα τα κλειδιά της Άλφα, τα βρήκα και της τα πέταξα στον αέρα.«Πάρτα και μπες μέσα», της φώναξα.Μετά άρχισα να περπατάω προς το μέρος τους, το Βάλτερ ταρακουνιόνταν σε κάθε βήμα μου.«Βγείτε έξω ρε πούστηδες!» τσίριξα.

Page 42: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Με άκουσαν, σκέφτηκαν στα γρήγορα κι αποφάσισαν να ξεμυτίσουν αλλά τους κάρφωναν οι σκιές τους. Τινάχτηκα στο πλάι, το τακούνι μου σκάλωσε στο πεζοδρόμιο, παραπάτησα και γι΄αυτό γλίτωσα. Επειδή οι μαλάκες πυροβολούσαν βροχή. Πυροβόλησα κι εγώ, άκουσα μια κραυγή, ο ένας έπιασε το μπράτσο του. Ο άλλος με έστρωσε στο πιστολίδι αλλά φαινόταν φοβισμένος –ξύριζε τα φύλλα από τις διπλανές νεραντζιές όσο εγώ βρήκα λίγο χρόνο να σημαδέψω. Πυροβόλησα –μαλακίες πέτυχα, το ΄βαλα στα πόδια λοιπόν. Στην αρχή όλα ήταν εντάξει επειδή προσπαθούσαν να ανασυνταχτούν αλλά μετά άρχισε η ομοβροντία. Έσφιξα τα δόντια, ετοιμάστηκα για τον πόνο –τότε ήρθε η Άλφα και φρέναρε ακριβώς δίπλα μου.«Μέσα!» μούγκρισε βραχνά Εκείνη.Χώθηκα στη θέση του συνοδηγού αλλά άφησα το Βάλτερ έξω απ΄το παράθυρο να κάνει τη δουλειά του. Η Άλφα ξηγήθηκε μερικά εντυπωσιακά παντηλίκια και γύρισε τα πίσω μπρος, φύγαμε φουριόζοι.«Χειρόφρενο;» απόρησα.«Πως αλλιώς;» με γείωσε Εκείνη.Οδηγούσε βιαστικά όσο ο ιδρώτας στάλαζε στο μέτωπό της.«Πονάς;» τη ρώτησα.«Γαμιέσαι;» μου πρότεινε.Βγήκαμε στην κεντρική λεωφόρο, τ΄αυτιά μας βούιζαν ακόμα από τις σφαίρες –κάπου μακριά ακούγονταν σειρήνες. Χαμογέλασα επειδή σκέφτηκα οτι οι μπάτσοι θα πέφτανε πάνω στους πιστολάδες –αν είχαν λίγο μυαλό θα οργανώνονταν παρέα. Αλλά ποιος το ΄χασε για να το βρουν αυτοί;«Αντί να χάσκεις σαν ηλίθιος, δεν παίρνεις το τιμόνι;» πρότεινε.Την κοίταξα, έτρεμε κι έμοιαζε εύθραυστη σαν ορφανό γατί –ντράπηκα αρκετά. Στο πρώτο εύκαιρο πεζοδρόμιο παρκάραμε και αλλάξαμε θέσεις.«Που πάμε τώρα;» ρώτησε πριν ακόμα στρώσει τον κώλο της στη θέση του συνοδηγού.«Καρφί για το πρώτο διανυκτερεύον νοσοκομείο», της εξήγησα.«Τι θα πει αυτό;» πήρε να στραβώνει.«Θα πει οτι όλη η πόλη ψάχνει να με βρει και ως εκ τούτου χάρηκα όλως ιδιαιτέρως για τη γνωριμία», μουρμούρισα.«Έτσι απλά;» συννέφιασε.«Τι θες τώρα –να βάλω και κλαρίνα;» θύμωσα.«Ναι, βάλτα στον κώλο σου!» σφύριξε.Κοιτάξαμε κι οι δυο μαγκωμένοι έξω από το τζάμι της Άλφα, η βροχή ξανάρχισε.Έκοψα ταχύτητα, οι δρόμοι γλιστράγανε ή έτσι ήθελα να πιστεύω. Μακάρι να πέφταμε σε καμιά κολώνα, μακάρι ν΄ανατιναζόμασταν απ΄τα γυμνά ηλεκτροφόρα σύρματα –οτιδήποτε αρκεί να μην αναγκαζόμουν να την αφήσω. Γύρισα προς τα πίσω να θυμηθώ τη ζωή μου πριν απ΄αυτή και, ένα περίεργο πράγμα! Σαν πετσοκομμένες φωτογραφίες από ταινία που δε γούσταρα να ξαναδώ έμοιαζε η ζωή μου.«Δεν εφημερεύουν αυτοί, πάμε για τους επόμενους», της είπα περνώντας βιαστικά από ένα θεοσκότεινο νοσοκομείο.«Να προτείνω κάτι;» ψιθύρισε.«Ακούω», περίμενα.«Δεν πάμε πουθενά ν΄αράξουμε για το βράδυ; Κι αύριο το πρωί βρίσκουμε νοσοκομείο...»

Page 43: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Το σκέφτηκα αυτό που είπε, ήταν στα σίγουρα η χειρότερη προοπτική. Μέχρι αύριο πρωί πολλά μπορούσαν να γίνουν, ένα κλικ ήθελα για να την αρπάξω και να μη μπορούν μετά να την ξεκολλήσουν από πάνω μου ούτε με γερανό. Και η νύχτα δύσκολα θα πέρναγε με τα σκυλιά ξαμολημένα πίσω μας –που να κρυφτούμε;«Άστο καλύτερα», της είπα.«Έλα τώρα –μη γίνεσαι δυσκοίλιος! Δεν θα πεθάνω μέχρι αύριο το πρωί!» αγανάκτησε.«Από τη σφαίρα που ήδη έχεις –μάλλον όχι. Αλλά δεν ξέρω τι θα γίνει αν αρπάξεις μερικές ακόμα...» σχολίασα.«Φρόντισε λοιπόν να με προστατέψεις –στην τελική εσύ με έμπλεξες σ΄αυτή την ιστορία», σχολίασε.Δίκιο είχε κι εγώ ήθελα να έχει δίκιο.«Είναι δύσκολο...» ξεκίνησα να λέω παραδομένος ήδη.«Εντάξει, τα ΄χουμε ξανακούσει αυτά. Βρες τώρα ένα ήσυχο μέρος να περάσουμε ρομαντικά την τελευταία μας νύχτα», μου ξέκοψε.Τι άλλο να ‘κανα;Τα γνωστά στέκια δεν υπολογίζονταν καν –ήμουνα σίγουρος οτι οι πούστηδες θα τα ψάχνανε απόψε κιόλας. Τα μπουρδελοξενοδοχεία στις κακόφημες συνοικίες ήταν κάποια προοπτική –από την άλλη όμως... Τελευταία νύχτα σε τρύπια σεντόνια με την τσατσά να χτυπάει πόρτες; Καθόλου ρομαντικό. Ψάχτηκα να σκεφτώ παλιούς φίλους, ξεκάρφωτους –αλλά τζάμπα πήγε η φαιά. Μόνο ο Χαρακωμένος μου ΄ρχονταν στο μυαλό, όμως εκείνος ήταν που με είχε συστήσει στο Αφεντικό –οπότε, άστο καλύτερα. Πως τα είχα καταφέρει έτσι; Ολόκληρη ζωή και δεν μπορούσα να υπολογίσω ούτε ένα φίλο! Είχα άραγε; Ποτέ; Τίποτα τέτοιο;«Αν σκοπεύεις να μου κάνεις ξενάγηση στην πόλη, λέγε μου τουλάχιστον από που περνάμε», ξεκαρδίστηκε Εκείνη δίπλα μου.«Είσαι πολύ ανάποδο νύχι αδερφούλα!» αγανάκτησα. Γύρισα να τη δω. Χαμογελούσε διαβολικά –λοιπόν, ίσως ήταν καλύτερα να την παρατήσω στη μέση του δρόμου, να μην την πάω ούτε καν σε νοσοκομείο. Επειδή θα ερχόταν σύντομα η μέρα που θα μιλάγαμε μονάχα με σουγιαδιές –ήτανε σίγουρο αυτό.«Λοιπόν», είπα μετά από καθόλου σκέψη, «επειδή τυγχάνεις κυριλέ γκόμενα και λόγω των περιστάσεων...»Σταμάτησα και προσηλώθηκα για λίγο στην οδήγηση.«Παρακάτω;» αναρωτήθηκε.«Όχι παρακάτω –εδώ ακριβώς θα σταματήσουμε», της εξήγησα.Πάρκαρα μεγαλοπρεπώς την Άλφα Τζουλιέτα δίπλα στα σκαλιά του χλιδάτου ξενοδοχείου, ένας πεχλιβάνης με καπέλο και σιρίτια μας πλεύρισε άμεσα.«Πάρε το όχημα και βάλτο στο πάρκινγκ», του σφύριξα πετώντας τα κλειδιά. «Και ήρεμα –έτσι; Μιλάμε για αντίκα, ανυπολόγιστης...»Ο πορτιέρης μας έκοψε δύσπιστα, αλλά του έχωσα ένα εικοσάρι στη χούφτα για να του λυθούν οι απορίες. Τσακίστηκε να μας εξυπηρετήσει.«Τι είναι εδώ;» με ρώτησε.«Χλιδή κι ακολασία», απάντησα.«Α, μάλιστα!» φωτίστηκε. «Κι εσύ ως χοντρά κονομημένος έχεις να το πληρώσεις –σωστά;»Δαγκώθηκα. Τι σκατά θα έκανα αύριο πρωί; Με σημαδεμένα λεφτά θα πλήρωνα; Ξεκίνησα για το ξενοδοχείο –ότι ήταν να γίνει αύριο θα με απασχολούσε αύριο.

Page 44: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Πριν μπούμε μέσα, την άρπαξα από το μπράτσο.«Γυαλιά ηλίου διαθέτουμε;» τη ρώτησα.«Γιατί –θα με πας για μπάνιο;» ξεκαρδίστηκε.«Φόρα τα, θα καταλάβεις αργότερα», είπα βιαστικά.Στη ρεσεψιόν ένας σπυριάρης λιμοκοντόρος. Μας είδε κι ευχήθηκε τόσο δυνατά να είχε σχολάσει νωρίτερα που ακούστηκε μέχρι έξω. Παρ΄όλα αυτά τον πλησίασα.«Ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι», του ψιθύρισα.«Βεβαίως! Έχετε κάποια προτίμηση;» ενδιαφέρθηκε.«Οτιδήποτε διακριτικό μας κάνει», είπα εγώ.«Πολύ καλά! Μπορώ να δω μια ταυτότητα;» χαμογέλασε.Έσκυψα προς το μέρος του, πήγε να τραβηχτεί λες κι είχα λέπρα, αλλά τον πρόλαβα.«Κοίταξε, έχουμε κάποια ιδιαίτερη κατάσταση εδώ πέρα –επειδή η κυρία πολύ γνωστή στους κοσμικούς κύκλους...» έκοψα λίγο την κουβέντα, επειδή τον έχασα, «εδώ κοίτα αγόρι μου, εμένα που σου μιλάω!» τον γείωσα αμέσως. «Τέλος πάντων, κυκλοφορούμε κάπως ιγκόγκνιτο», είπα στα γρήγορα.«Δεν γίνονται αυτά κύριε...» ξεκίνησε το τροπάρι του ο σπυριάρης.Έκανα λίγο πίσω, την έπιασα από το μπράτσο.«Μπας και σου βρίσκεται κανένα κατοστάρικο;» τη ρώτησα.«Κάτι έχω...» έκανε κι άρχισε να ψάχνεται.Έβγαλε δυο πενηντάρικα και μου τα πάσαρε.«Κάπως ζιγκολίκι μου θυμίζει όλο αυτό», σχολίασε.«Μέσα είσαι!» επιβεβαίωσα.Μετά πλησίασα τον σπυριάρη και του γλίστρησα τα δυο χάρτινα.«Πάμε πάλι απ΄την αρχή –γιατί νομίζω οτι θέσαμε λάθος βάσεις στη γνωριμία μας. Θέλουμε ένα διακριτικό δίκλινο –μήπως σου βρίσκεται κάτι;» τον ρώτησα.«Βεβαίως... ναι... χμμμ....» έκανε ο σπυριάρης.«Δώσε τότε το κλειδί ρε πουλάκι μου και δεν κρατιόμαστε!» του χώθηκα.Κοίταξε τριγύρω και μου πάσαρε τη μαγνητική κάρτα λες και κάναμε αγοραπωλησία πρέζας. Την πήρα, είδα το νούμερο, ξεκινήσαμε για το ασανσέρ. Όπου ανακάλυψα οτι ο θάλαμος κατέβαινε μέχρι το πάρκινγκ στο υπόγειο –αυτό έμοιαζε παρήγορο.Το δωμάτιο ήταν σούπερ σπέσιαλ, με θέα στον ακάλυπτο και πεντακάθαρο. Στην ανοιχτή οθόνη της τηλεόρασης έγραφε «Καλωσορίσατε κύριε», όνομα κενό επειδή δεν είχαμε αφήσει κανένα στη ρεσεψιόν. Έβγαλα το μπουφάν και το πέταξα στην πρώτη εύκαιρη πολυθρόνα, Εκείνη το μάζεψε –μετά το κρέμασε στο χωλάκι απέξω. Την κοίταζα.«Μια χαρά δωμάτιο, μην το κάνουμε αχούρι!» διαμαρτυρήθηκε.Περίεργη γυναίκα –αλλά τέλος πάντων! Βάλθηκε τότε να ψάχνει τα καλούδια στα πέριξ, άνοιξε το ψυγείο, ανοιγόκλεισε ντουλάπες, συρτάρια...«Ψάχνεις κάτι;» αναρωτήθηκα.«Ρε συ, μέχρι και σίδερο έχουν εδώ μέσα!» θαύμασε.«Ναι ε;» μουρμούρισα άκεφα σκαλίζοντας το τηλεκοντρόλ. «Ευτυχώς που το βρήκες, νιώθω πολύ καλύτερα τώρα!» Μετά την ξέχασα για λίγο, επειδή έπεσα σε κάποιο δελτίο ειδήσεων, είχαν αλλάξει τη φωτογραφία μου που έδειχναν στην οθόνη μ΄εκείνη της ταυτότητας. Έβλεπα τα μούτρα μου 17 χρονών, γέλασα άθελά μου. Αν περίμεναν να με πιάσουν μ΄αυτή τη φωτογραφία... Είχα βγάλει ταυτότητα επειδή με πίεζαν από τον

Page 45: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Αθλητικό Όμιλο –τη χρειάζονταν για να μου φτιάξουν δελτίο, ήμουν αγουροξυπνημένος κι αχτένιστος όταν πήγα στο φωτογραφείο, ένας μαλάκας εκεί πέρα που μου τα ζάλισε δεόντως μέχρι να με τραβήξει...«Έρχεσαι λίγο στο μπάνιο;» την άκουσα να με φωνάζει.Σηκώθηκα αφηρημένος, με το αυτί ακόμα στην εκφωνήτρια των ειδήσεων, προχώρησα στο μισοσκόταδο, η πόρτα του μπάνιου μισάνοιχτη.«Τι συμβαίνει;» ρώτησα μπαίνοντας.Αμέσως μετά κουδούνισε ο κόσμος όλος, κάτι βαρύ στην πίσω πλευρά του κεφαλιού μου –μια ασήκωτη μαύρη κουρτίνα έκλεισε μπροστά στα μάτια μου. Το πάτωμα άνοιξε κι εγώ άρχισα να πέφτω, γύρευα στέρεο έδαφος αλλά δεν υπήρχε τίποτα κάτω απ΄τα πόδια μου. Όσο προσπαθούσα να κρατηθώ μισάνοιξε η μαύρη κουρτίνα, είδα κάτι θολά πλακάκια με δελφίνια, αναστέναξα. Τότε ακριβώς ήρθε ο πόνος. Κι αμέσως μετά ο πνιχτός ήχος, τον ήξερα αυτό το ήχο, έψαξα τριγύρω –ζήτησα απεγνωσμένα κάτι να πιαστώ. Σύρθηκα έξω από το μπάνιο, στην αρχή προσπάθησα να σταθώ στα πόδια μου αλλά μαλακίες... Μπουσούλισα σα μωρό.Μια ρουστίκ λάμπα φώτιζε το καλοστρωμένο διπλό κρεβάτι, το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Στην κάτω άκρη του κρεβατιού ένα ξεκοιλιασμένο μαξιλάρι, ακριβώς δίπλα του το Βάλτερ κάπνιζε ακόμα. Εκείνη; Την είδα αμέσως μετά γονατισμένη δίπλα στο κρεβάτι. Κράταγε την κοιλιά της ή κάπου εκεί. Πετάχτηκα, όλα μου πέρασαν αμέσως –δεν ένιωθα πόνο, ούτε ζαλάδα. Την έπιασα από τους ώμους, την έστησα πλάτη στο κρεβάτι, γονάτισα μπροστά της.«Γιατί ρε γαμώτο;» κλαψούρισα.«Δε μ΄έπαιρνε να γυρίσω πίσω –καταλαβαίνεις έτσι;» βόγκηξε. Έπιασα τα χέρια της, υγρά, κολλώδη, μέσα στο αίμα.«Θα σε πάω σε νοσοκομείο», είπα περισσότερο για να τ΄ακούσω εγώ.«Δεν το βάζεις κάτω ε; Κρίμα πάντως που δεν προλάβαμε να....» έκοψε τη φράση της, έσκυψε λίγο το κεφάλι. «Ρε μαλάκα, κατουρήθηκα!» πήγε να γελάσει αλλά ένα κόκκινο λουλούδι βγήκε από το στόμα της, τραντάχτηκε σα να έπαθε λόξιγκα και μετά έγειρε στον ώμο μου. Φοβήθηκα να την μετακινήσω, φοβήθηκα να την κοιτάξω, φοβήθηκα. Έμεινα λοιπόν εκεί, καθισμένος –μ’ Εκείνη στην αγκαλιά μου, με το κρεβάτι για στήριγμα, έκλεισα τα μάτια, πονούσα αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα.Ήθελα να σηκωθώ, να γκρεμίσω τα πάντα μέσα στο δωμάτιο, να βγω μετά έξω, να γκρεμίσω τον κόσμο, να μην αφήσω τίποτα όρθιο. Σε λίγο, σε λίγο... Για την ώρα βάραιναν ανελέητα τα βλέφαρά μου, πέρασα το χέρι πίσω από την πλάτη της, την έσφιξα πάνω μου κι αποκοιμήθηκα.8. Ένα παγωμένο χέρι για να κρατιέσαιΞύπνησα από μια βαριά ανάσα που δεν μπορούσε παρά να είναι η δική μου. Πιασμένος, κράμπες στην πλάτη και στα μπράτσα –ξύπνησα μέσα στα αίματα. Τα δικά της αίματα. Που είχαν κάνει κρούστα στο πλάι του λαιμού μου, που είχαν κοκκαλώσει το πουκάμισό μου –ξύπνησα στην αγκαλιά της με δυο λόγια.Έξω είχε ξημερώσει αραιή βροχή –κάποιος ήλιος μαλακιζόταν μπαινοβγαίνοντας πίσω απ΄ τα σύννεφα.«Καλημέρα», της είπα.Δεν απάντησε.

Page 46: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Την ακούμπησα μαλακά στο κρεβάτι και στριφογύρισα στο δωμάτιο, η μέρα ξεκινούσε κι είχα πολλά να κάνω. Έπρεπε να βάλω μια τάξη στο μυαλό μου, έτρεξα στο μπάνιο, άνοιξα τις βρύσες, άρχισα να καθαρίζομαι. Νερό ζεστό, νερό χλιαρό, νερό κρύο –Εκείνη ήταν νεκρή κι εγώ πάλι μόνος. Σαπούνι σε ανοιχτά μάτια, αρωματικό σαπούνι –ποιος θα με υποχρέωνε να την παρατήσω πίσω; Νερό ζεστό, νερό κρύο - σ΄ένα βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε. Σκουπίστηκα προσεκτικά και ξαναντύθηκα. Εκείνη φοβόμουν να την πλύνω μην τη χαλάσω.Άνοιξα την πόρτα μια χαραμάδα, κοίταξα στο διάδρομο –ησυχία. Το ασανσέρ ήταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου, περίπου 10 δωμάτια απόσταση. Δεν θα δυσκολευόμουν να το φτάσω, έλπιζα μόνο να μην έχει κανέναν άλλο μέσα. Έκλεισα πάλι την πόρτα, άναψα τσιγάρο και την κοίταξα. Αναπαυόταν.Μάζεψα τα ρούχα μου, τη φόρτωσα στην πλάτη κι αφού κρυφοκοίταξα από τη χαραμάδα ξεχυθήκαμε στον διάδρομο. Δεν ήταν βαριά, ακόμα και πεθαμένη παρέμενε πουπουλένια. Πίεσα νευρικά το κουμπί του ασανσέρ, χτύπαγα το πόδι στη μοκέτα μέχρι να ακινητοποιηθεί μπροστά μας η καμπίνα –αν δεν ήμουνα τόσο ηλίθιος θα είχα φροντίσει να καλέσω πρώτα το ασανσέρ και να ξεμπουκάρουμε αμέσως μετά. Ευτυχώς οι περιστάσεις βοηθάνε τους ηλίθιους –γι΄αυτό άλλωστε είναι τόσο πολλοί στη γύρα, σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε πνιγεί με το σάλιο μας την ώρα που κοιμόμαστε. Το ασανσέρ ήταν άδειο, μπήκαμε, έκλεισα, πάτησα το κουμπί για κάτω. Υπόγειο πάρκινγκ. Κατεβήκαμε έναν όροφο απαλά. Έναν ακόμα. Πλησιάζοντας στον επόμενο η καμπίνα πήρε να φρενάρει –οι συρταρωτές πόρτες ετοιμάζονταν ν’ ανοίξουν. Τράβηξα τον μοχλό της αναγκαστικής στάσης, ακινητοποιηθήκαμε και το φωτάκι ορόφου αναβόσβησε –περίμενα λίγο. Μετά ξεμπλόκαρα το ασανσέρ και συνεχίσαμε την κάθοδο χωρίς άλλα εμπόδια. Η καμπίνα μας ξέβρασε στο υπόγειο, βρώμαγε σα φουγάρο καθαριστηρίου εκεί μέσα. Κοίταξα τριγύρω, δεν είχα όρεξη να πέσω σε κόσμο. Και μετά στάμπαρα την Άλφα – μας περίμενε υπομονετικά, δίπλα σε μια τσιμεντοκολώνα.

Την έβαλα στη θέση του συνοδηγού και βιάστηκα να χωθώ πίσω απ΄το τιμόνι, ξεκινήσαμε. Φυσικά, όπως σε κάθε πάρκινγκ χλιδάτου ξενοδοχείου, υπήρχε κι εδώ μια μπάρα που έκλεινε την έξοδο. Βλαστήμησα αλλά δε ήθελα να τη σπάσω, δεν μου πήγαινε καρδιά να χαράξω την Άλφα, οπότε περίμενα να έρθει πιο κοντά ο μπεχλιβάνης παρκαδόρος. Που ήταν διαφορετικός από τον χτεσινοβραδινό. «Ο κύριος;» με ρώτησε χαμογελαστός χώνοντας την κεφάλα του στο ανοιχτό μου παράθυρο.«Ποιος κύριος; Α, αυτός ο κύριος!» έκανα δήθεν μπερδεμένος όσο τράβαγα το Βάλτερ και το έφερνα κολλητά στη μύτη του. «Αυτός ο κύριος μπορεί να σου κάνει τα μούτρα κιμά αν δεν ανοίξεις επιτόπου τη μπάρα. Κατάλαβες;»Δεν χρειαζόταν να προσθέσω τίποτα περισσότερο, ο παρκαδόρος φαινόταν έξυπνο παιδί. Τσακίστηκε να πατήσει το κουμπί, τα σιρίτια του ανέμιζαν όσο η μπάρα σηκωνόταν και μετά γίναμε καπνός. Η πόλη ήταν ασχημότερη από κάθε άλλη μέρα, βιαστικά αυτοκίνητα άλλαζαν λωρίδες στη λεωφόρο, νευρικοί άνθρωποι πετάγονταν πίσω από σκουπιδοτενεκέδες. Βρώμαγε σάπιο λάχανο εκεί έξω κι αυτό θα έμοιαζε ασήμαντο αν δεν είχα μια νεκρή γυναίκα δίπλα μου. Νεκρή ε; Την κοίταξα βιαστικά –είχε το αριστερό χέρι ακουμπισμένο στα γόνατά της, η παλάμη μισόκλειστη, τα μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπό της. Ήταν

Page 47: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

ομορφότερη από όλες τις γυναίκες που έτυχε να γνωρίσω κι ο θάνατος δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα για να τη χαλάσει. Πιέστηκα να μην την ξανακοιτάξω, είχα κάτι να κάνω και δε μ΄έπαιρνε για σαλιαρίσματα. Έβλεπα στον καθρέφτη τα αυτοκίνητα πίσω μου, μετρούσα, κανένα δεν κάθισε εκεί για περισσότερο από δυο λεπτά –κανένας δεν φαινόταν να με ακολουθεί. Οι μπάτσοι ομοίως άφαντοι. Είχα ρέντα, για την ώρα.Άφησα τη λεωφόρο και μπήκα σ΄ένα δρόμο διπλής κατεύθυνσης, η συνοικία πήρε να φτωχαίνει απότομα. Χρειαζόμουν μια τέτοια συνοικία, με πλατεία, περίπτερα και έρημα μαγαζιά. Δεν άργησα να τα βρω όλα αυτά. Ούτε μου πήρε πολύ χρόνο να σταμπάρω το Γραφείο Τελετών που έχασκε μισοκοιμισμένο δίπλα σε ένα λουλουδάδικο, έκοψα ταχύτητα, το προσπέρασα κοιτάζοντας μέσα. Ένας υπάλληλος χάζευε τηλεόραση, έκανα γύρο το τετράγωνο και ξαναβρέθηκα μπροστά του. Πάρκαρα, τη σκέπασα με το μπουφάν μου και βγήκα έξω. Με το Βάλτερ στη ζώνη, κρυμμένο κάτω απ’ το πουκάμισο.«Καλημέρα», ευχήθηκα στον υπάλληλο.Σήκωσε το κεφάλι βαριεστημένα. Ήταν περίπου στην ηλικία μου -πεθαμένα μάτια και σκαμμένο πρόσωπο, έδειχνε αποκαμωμένος.«Καλημέρα σας», είπε. «Καθίστε!»Κάθισα. «Λοιπόν; Τι μπορούμε να κάνουμε για σας;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα.«Για μένα τίποτα –απ΄ότι φαίνεται», σχολίασα.«Σωστά!» χαμογέλασε.«Θέλω να ρωτήσω κάποια πράγματα...»«Σας ακούω», αναστέναξε γέρνοντας προς το μέρος μου.«Ήθελα να μάθω αν εσύ είσαι ο κουμανταδόρος εδώ μέσα...»Απόρησε.«Δικό σου είναι το μαγαζί ή είσαι υπάλληλος;» ρώτησα.«Τι σχέση έχει αυτό;» αναρωτήθηκε.«Όλα έχουν σχέση όταν έχουμε να κάνουμε με θάνατο», έκανα δήθεν θυμόσοφα.«Σωστά!» παραδέχτηκε. «Λοιπόν, το μαγαζί είναι δικό μου...»«Και το κρατάς μόνος σου;»«Όχι –έχω κι ένα βοηθό για τα βράδια...»«Εντάξει. Την περιποίηση ποιος την κάνει;»«Περιποίηση;»«Στον πεθαμένο βρε παιδί μου! Πλύσιμο, χτένισμα, ράψιμο, σενιάρισμα...»«Ααα! Εγώ!»«Μπράβο, θα βρούμε άκρη!» τον καθησύχασα.«Δηλαδή;»«Κάτι τελευταίο. Από βαλσάμωμα πως πάμε;» ρώτησα σιγά.«Δεν καταλαβαίνω! Για άνθρωπο μιλάμε ή για παπαγάλο;» ξίνισε κάπως.«Τι παπαγάλους λες τώρα βρε παιδί μου! Σου μοιάζω για Κάπτεν Χουκ;» πετάχτηκα.«Όχι αλλά...»«Εντάξει, μην το κουράζουμε. Κατέχεις τίποτα από βαλσάμωμα; Για να διατηρηθεί το σώμα κάποιον καιρό, με εννοείς;»«Σας εννοώ...»«Ναι, αλλά ακόμα να μου απαντήσεις!»«Το Γραφείο μας έχει τη δυνατότητα...»«Καλά –κόψε τη λεζάντα. Μπορείς να την κάνεις τη δουλειά;»

Page 48: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Μπορώ», είπε σιγά.«Όμορφα! Σήκω τώρα κι έλα να με βοηθήσεις να τη μεταφέρουμε».Πάγωσε στην καρέκλα του.«Ποια να μεταφέρουμε;» ρώτησε.«Αυτή που χρειάζεται βαλσάμωμα ρε παιδί μου –ποια άλλη;» αγανάκτησα.«Μα...»Δε θα βγάζαμε άκρη έτσι όπως το πήγαινε ο λεχρίτης. Τράβηξα λοιπόν το Βάλτερ και το ακούμπησα στο τραπέζι μπροστά του. Το κοίταξε και κόλλησε.«Δεν θέλω να γίνω κακότροπος, μη με αναγκάσεις», τον συμβούλεψα. «Ακολούθα με».Μάζεψα το Βάλτερ και ξεκίνησα για την πόρτα, ο νεκροθάφτης ήρθε πίσω μου. Φτάσαμε στο αυτοκίνητο, έκοψα κίνηση –λίγα πράγματα –άνοιξα την πόρτα και την έπιασα από τους ώμους.«Πιάσε από τα πόδια», του ζήτησα κι έτσι ακριβώς έκανε.Ξαναμπήκαμε μέσα.«Κλείδωσε και γύρνα ταμπέλα», απαίτησα.Εντάξει κι αυτό.Την πήγαμε στο πίσω δωμάτιο του Γραφείου, μύριζε εμετικά -πολυκαιρισμένους κρίνους -εκεί μέσα. Αναγούλιασα λίγο, αλλά κρατήθηκα. Την ακουμπήσαμε σε ένα μαρμάρινο λεκιασμένο πρώην λευκό πάγκο, έκανα πίσω νιώθοντας πάγο στα κόκαλά μου. Άραγε να ένιωθε κι Εκείνη το κρύο; Ανατριχιάζουν οι πεθαμένοι;«Λοιπόν, ξεκίνα το βαλσάμωμα», του είπα.«Θα προτιμούσα να το λέμε ΄ταρίχευση’ αν δε σε πειράζει», μουρμούρισε.«Πες το όπως θες αλλά κάντο όσο καλύτερα μπορείς», του ξέκοψα.Ακούμπησα την πλάτη στον τοίχο, τράβηξα το πακέτο από την τσέπη μου όσο ο νεκροθάφτης την έγδυνε.«Μην καπνίσεις εδώ μέσα», μου ζήτησε.«Όσο ζούσε δεν την πείραζε», απάντησα.«Δεν είναι αυτή το θέμα πλέον», μου εξήγησε.«Πάντα Αυτή θα είναι το θέμα –μην το ξαναπείς αυτό», τσαντίστηκα.Αλλά δεν μπορούσα να βλέπω, δεν άντεχα –το κορμί της...«Πάω έξω», του είπα αφού πρώτα σιγουρεύτηκα οτι το δωμάτιο δεν είχε άλλες πόρτες. Δεν ήθελα να μου την κοπανήσει από πουθενά ο μάστορας.

Ακούμπησα στην κλειστή πόρτα, άναψα το κωλοτσίγαρο με το αυτί κολλημένο στο ξύλο. Ήξερα τι της έκανε εκεί μέσα -βγάζουν τα σπλάχνα, ρίχνουν χημικά παντού, αδειάζουν το σώμα από τα εσωτερικά όργανα, το ξεραίνουν για να μην τουμπανιάσει –ήξερα τι της έκανε κι άκουγα τα εργαλεία να δουλεύουν στο κορμί της, άκουγα χωρίς να θέλω. Δάκρυα πολλά κι ένας πόνος ερπετό –ξεκίνησε από το στήθος, νέκρωσε την καρδιά μου, μπλόκαρε το λαιμό μου, έφτασε μέχρι τα μηνίγγια κι εκεί πέρα τυλίχτηκε σφίγγοντάς με σαν στεφάνι από ηλεκτροφόρο σύρμα. Έψαξα να βρω την αναπνοή μου μέσα από μύξες που τρέχανε στα μάγουλά μου –δάγκωσα την κάνη του Βάλτερ, αφού δε μου απέμενε ανάσα καλύτερα να πήγαινα να τη βρω... Σταμάτησα απότομα, άκουγα κάτι παράταιρο εκεί μέσα, σταμάτησα με την κάνη ακόμα σκαλωμένη στα δόντια –ένιωσα πολύ γελοίος. Από εκεί πίσω ακούγονταν διαδοχικά φλας και ένα κλείστρο φωτογραφικής μηχανής ν΄ανοιγοκλείνει. Έσκασα την πόρτα μια χαραμάδα, κοίταξα μέσα, ο πούστης τη φωτογράφιζε! Ξανάκλεισα την πόρτα, αποτελείωσα το τσιγάρο.

Page 49: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Πέταξα μετά τη γόπα στο πάτωμα κι έμεινα ακίνητος, όλος αυτιά, να περιμένω. Εργαλεία, ησυχία, κλείστρο φωτογραφικής και πάλι απ΄την αρχή. Πήρε κοντά μια ώρα η όλη υπόθεση κι εγώ προσπάθησα να υπολογίσω τις επόμενες κινήσεις μου μπας και ξεχάσω τι γινόταν στο μέσα δωμάτιο. Το μυαλό μου δούλευε με κομματιασμένες εικόνες, σκηνές από τα «προσεχώς» -οδήγηση με χαμηλωμένα φώτα σε δρόμους διαμπερείς, αναμονή σε σκοτεινές γωνιές μέχρι να ξεμπερδέψω με τα χρωστούμενα... Μετά θα την πήγαινα σ΄εκείνο το βουνίσιο σπίτι με θέα....Η πόρτα άνοιξε πίσω μου, πετάχτηκα από το σπρώξιμο.«Εντάξει, τελειώσαμε», είπε ο νεκροθάφτης.Δεν τον άφησα να βγει από το δωμάτιο, μπήκα δίπλα του, έκλεισα την πόρτα και ακούμπησα πάνω της. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη ακόμα στον μαρμάρινο πάγκο, φορούσε ένα ριχτό μαύρο φόρεμα που της έφτανε μέχρι τα γόνατα.«Είπα να τη ντύσω κιόλας, επειδή τα ρούχα της ήταν χάλια...» μουρμούρισε ο νεκροθάφτης.«Καλά έκανες», απάντησα άκεφα.«Θες να τη βάψω;» με ρώτησε.«Να τη βάψεις;»«Ναι –ξέρεις –ρουζ, κραγιόν, τέτοια...»«Άστο για την ώρα, δε μας έχουν καλέσει πουθενά επίσημα...» είπα αφηρημένα.«Όπως θες...» απάντησε. Είδα την κούραση να ξεπηδάει από τους πόρους του δέρματός του, αλλά μπορεί και να ‘ταν φόβος.«Τι σου οφείλω;» τον ρώτησα.«Για το...» έδειξε να υπολογίζει από μέσα του. «Άστο, δεν κάνει τίποτα», είπε στο τέλος.«Ε πως! Τζάμπα το βαλσάμωμα, τζάμπα και η φωτογράφηση! Θα μπεις μέσα, θα το κλείσεις το μαγαζί έτσι όπως πας!» σχολίασα.Με κοίταξε τρομοκρατημένος.«Οι φωτογραφίες...» ξεκίνησε να λέει.«Ναι –πες μου γι΄αυτές. Γιατί τις έβγαλες; Για να τραβάς μαλακία τα βράδια ή για να τις πουλήσεις στους μπασκίνες;» ρώτησα ήρεμα.«Όχι δεν είναι έτσι...» διαμαρτυρήθηκε.«Τίποτα δεν είναι έτσι, αλλά δεν έχω χρόνο για σκάλισμα», του εξήγησα σηκώνοντας το Βάλτερ.«Σε παρακαλώ!» τσίριξε με σπασμένη φωνή.Κατέβασα το Βάλτερ, δεν άντεχα τα κλαψουρίσματα.«Κάτσε», του ζήτησα.Σωριάστηκε σε μια πλαστική καρέκλα δίπλα στον πάγκο –δίπλα της.«Μη με σκοτώσεις δε θα πω κουβέντα!» μουρμούρισε.«Σκάσε», φώναξα. Η κατάσταση άρχιζε να μου τσιτώνει τα νεύρα. «Που είναι η φωτογραφική μηχανή;»Μου έδειξε ένα συρτάρι αριστερά του, πήγα εκεί, το άνοιξα, βρήκα τη μηχανή. Την πέταξα στο πάτωμα και την έλιωσα κάτω απ’ τη μπότα μου .«Θα σου πω μια ιστορία», ψιθύρισα ανάβοντας καινούργιο τσιγάρο. «Γνώρισα αυτή τη γυναίκα πριν λίγες μέρες κι όμως η ζωή μου κόπηκε στα δύο. Πριν και μετά –καταλαβαίνεις τι λέω; Αυτή άρπαξε μια σφαίρα που προοριζόταν για μένα, ο τύπος που την έριξε δήλωνε αρραβωνιαστικός της –περίεργη κατάσταση, δε νομίζεις;»

Page 50: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Τον κοίταξα αμίλητος, βιάστηκε να κουνήσει το κεφάλι δείχνοντας κατανόηση.«Μια τέτοια γυναίκα εσύ την έβαλες στον πάγκο και τη φωτογράφιζες σαν αξιοθέατο –πάω στοίχημα οτι αν στην άφηνα για κάνα δυο ώρες θα την πήδαγες κιόλας!» μούγκρισα.«Όχι, όχι...» ξεκίνησε να λέει αλλά τον έκοψα.«Ή θα μας κάρφωνες στους μπάτσους, επειδή σου ζήτησα να με βοηθήσεις μαζί της, να την φτιάξουμε κάπως, να μην καταντήσει τουμπανιασμένο πτώμα με πύων που θα τρέχει από τα μάτια της, να μη γίνει σιχαμένη... Αυτός είναι για σένα λόγος να με τσιμπήσουν οι μπάτσοι;»«Όχι, όχι –δεν...» άρχισε πάλι το κλαψούρισμα, σε λίγο θα τρέχανε οι μύξες μέχρι το σαγόνι του.Δεν το άντεχα αυτό, δεν μπορούσα να βλέπω ανθρώπους να ξεφτιλίζονται –κι έτσι τον πυροβόλησα βιαστικά, τον πέτυχα στο στήθος, εκείνος έπεσε πίσω, παρασέρνοντας την καρέκλα. Πήγα πάνω του και τον αποτελείωσα –να μη βασανίζεται.

Είχε γίνει ένα αποκρουστικό πατσαβούρι η μούρη του, σταμάτησα λοιπόν να τον κοιτάζω, γύρισα προς τον πάγκο –Εκείνη ήταν τόσο όμορφη! «Δεν τελειώσαμε ακόμα μωρό μου», της είπα απαλά. «Θυμάσαι; Στο ΄χα πει –δεν θα σ΄αφήσω ακόμα κι αν το θελήσεις».Τη σήκωσα στα χέρια μου, κλώτσησα το κορμί του νεκροθάφτη που μου έκλεινε το δρόμο βγήκαμε από το πνιγηρό δωμάτιο. Ξεκλείδωσα την κεντρική πόρτα, πήγαμε προς την Άλφα, στο δρόμο διασταυρωθήκαμε με μια παρέα πιτσιρικάδων που έχασκαν χαζεύοντάς μας.«Είναι να μη μπλέξεις με ψόφια γκόμενα...» τους είπα κλείνοντας το μάτι.Γέλασαν απορημένα όσο την έβαζα πάλι στη θέση του συνοδηγού. Μετά γύρισα πίσω, κλείδωσα την πόρτα του Γραφείου Τελετών και πέταξα τα κλειδιά στον κοντινότερο υπόνομο. Αν ήταν τυχερός ο νεκροθάφτης θα του κάνανε παρέα οι βρικόλακες εκεί μέσα, αλλιώς θα σάπιζε μοναχός του μέχρι να τον ανακαλύψουν από τη βρώμα.Πάτησα το γκάζι και η Άλφα Τζουλιέτα ξεκόλλησε από την άσφαλτο έτοιμη να μασήσει χιλιόμετρα. Έπρεπε να βρω κάποιο μέρος για να ξεκουράζεται Εκείνη, δεν μπορούσα να την τραβάω μαζί μου όσο θα κυκλοφορούσα στην πόλη. Και τα ξενοδοχεία αποκλείονταν –πως να την πέρναγα κουβαλητή στην πλάτη μπροστά από τους ρεσεψιονίστ; Έπρεπε να βρω κάποιο πρόσκαιρο σπίτι, ένα μέρος με ανεξάρτητη είσοδο –καταφύγιο για λίγες μέρες. Κοίταξα ασυναίσθητα τριγύρω, περνούσα τους δρόμους σαν πλάνα βαρετής ταινίας, δεν ήξερα ούτε καν που βρισκόμουν.«Έχεις καμιά προτίμηση; Κήπο ας πούμε, ή μεγάλη οθόνη τηλεόρασης, λίβινγκ ρουμ ανατολικό ή μεσημβρινό;» τη ρώτησα. Δεν περίμενα απάντηση, λογικό ήταν αφού δεν ήξερε τόσο καλά την πόλη. Όσο οδηγούσα μου πέρναγαν τα τσιμπήματα στους ώμους από τον προηγούμενο σκοτωμό, άνοιξα το παράθυρο, νιώσαμε άνετα. Σκέφτηκα τότε οτι της άξιζε ένα όμορφο σπίτι για όσο θα μένανε στην πόλη, κάτι παραθαλάσσιο ίσως, πέρα απ΄τις νότιες συνοικίες –εκεί που οι πλούσιοι αφήνουν τα εξοχικά τους έρημα όσο διαρκούν οι βροχερές μέρες. Βέβαια η βροχή είχε κόψει ώρα τώρα, αλλά ο ουρανός παρέμενε δέκα καντάρια μολυβένιος. Θυμήθηκα λοιπόν αυτό το σπίτι που χρησιμοποιούσαμε παλιά –πιτσιρικάδες, όταν χρειαζόμασταν καβάτζα για να πηδήξουμε. Ο Ματάκιας το είχε σταμπάρει το σπίτι, απομονωμένο, μ΄ένα μαύρο λυκόσκυλο για φύλακα, χτισμένο στα βράχια πάνω απ΄τη θάλασσα. Το παρακολουθούσε πάνω από μήνα κι έπιανε φιλίες με το

Page 51: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

ψοφόσκυλο όσο ήταν μέσα οι ιδιοκτήτες –κάποιοι περίεργοι τύποι που γυρίζανε ταινίες ή κάτι τέτοιο. Εκείνον το χειμώνα φύγανε οι ιδιοκτήτες, ο Ματάκιας μας πήγε πρώτα στο σπίτι για εξερεύνηση, ταΐσαμε κάτι κόκαλα κλεμμένα από ταβέρνα το σκυλί και πηδήξαμε τα κάγκελα. Σπιταρόνα! Εγώ τότε τραβιόμουνα με κάτι διάφορες, τελείωνα το γυμνάσιο και ήμουνα στην ομάδα στίβου, δεν είχα ξεκινήσει ακόμα το μποξ. Τελευταία φορά πέρασα απ΄το σπίτι πριν κάτι αιώνες κι ο Ματάκιας ήτανε πάνω από 10 χρόνια πεθαμένος –«έμφραγμα» είπαν στην αρχή. Μετά έμαθα από κάτι άκρες οτι τα πράγματα έγιναν κάπως αλλιώτικα, δηλαδή όντως πήγε από έμφραγμα ο Ματάκιας, αλλά τον είχαν με το κεφάλι χωμένο σε μια ξεχειλισμένη μπανιέρα όταν το έπαθε –κάτι φράγκα λείπανε από τα συνοικιακά ντηλέρια και νόμιζαν οτι τα πήρε αυτός, κάπως έτσι γίνανε τα πράγματα. Στην κηδεία του δεν πήγα, αλλά τη μέρα που τον θάψανε έλιωσα τα μούτρα ενός μπάρμαν που μου ζήτησε να του αδειάσω τη γωνιά για να κλείσει το μαγαζί του. Μου έλειπε πολύ ο Ματάκιας, ήταν εντελώς αρχίδι αλλά πολύ μεγάλος χαβαλές.«Ομορφούλα, ετοιμάσου να ζήσεις τη μεγάλη ζωή», της είπα αλλάζοντας λωρίδα στη λεωφόρο και ξεκινώντας για τις νότιες συνοικίες. Την ένιωσα να κουνιέται λίγο στο στρίψιμο του τιμονιού –ευτυχώς που δεν ήταν σε φάση να μου απαντήσει, θα με τρέλαινε στην καζούρα!Αλλά έτσι είναι η ζωή, τα καλύτερα στα δίνει όταν δεν μπορείς πια να τα πάρεις.9. «Εξωτικό νησί είναι αυτό που δεν έχει μπάτσους»Πρώτο πράγμα που είδα ανοίγοντας τα μάτια μου ήταν τη σκοτεινή κάνη ενός Λούγκερ να με σημαδεύει ξεδιάντροπα. Έσπρωξα το χέρι της στο πλάι -έκανα να πιάσω το Βάλτερ από το μπουφάν μου...«Μαλακία σου νομίζω», σχολίασε ο άντρας με το Λούγκερ. Έμεινα ξεκρέμαστος να τον κοιτάζω, φαινόταν γερασμένος αλλά όχι γέρος –κάτι ακατάστατα γκρίζα μαλλιά μισόκρυβαν τα μάτια του. Χαμογέλασα αμήχανα –τι άλλο να ΄κανα;Είχαμε φτάσει στο παραλιακό σπίτι όταν το μεσημέρι σκάντζαρε βάρδια με το απόγευμα κι εγώ ρήμαξα την Άλφα βγάζοντάς την από τον ασφαλτόδρομο. Επειδή έπρεπε να πάμε στην πίσω πλευρά του σπιτιού, μέσα από το κατσικίσιο μονοπάτι –εκεί πίσω ήταν ανοιγμένο κομμάτι στο συρματόπλεγμα απ΄ότι θυμόμουν. Η κοιλιά της Άλφα σερνόταν ουρλιάζοντας σε κροκάλες και γαϊδουράγκαθα –της ζήτησα να κάνει υπομονή, δεν γινόταν διαφορετικά. Ήταν ανάγκη να πλησιάσουμε όσο πιο κοντά γινόταν στο σπίτι, δεν έλεγε να πηγαίνω πέρα-δώθε με μια πεθαμένη γυναίκα στην αγκαλιά μου. Κι αυτό το σπίτι είχε ίσα με δυο στρέμματα βραχόκηπο γύρω του, αγκομαχήσαμε μέχρι να βγούμε στην πίσω πλευρά. Αλλά η τρύπα βρισκόταν εκεί, έχασκε αδρανοποιώντας το συρματόπλεγμα, κάτι βρωμόχορτα ανακατεμένα με ξεραμένες μαργαρίτες μπλόκαραν λίγο τη βάση της κι αυτό ήταν όλο. Την είχα περάσει μέσα από εκεί με μπόλικο ζόρι, την είχα ξαπλώσει μετά στο πεζούλι της εξώπορτας –η κλειδαριά ήταν επιπέδου νηπιαγωγείου. Το σπίτι μούχλιαζε στην εγκατάλειψη, μπόλικη σκόνη στα πατώματα με καθησύχαζε οτι είχαν πολύ καιρό να το κατοικήσουν ιδιοκτήτες. Την είχα ακουμπήσει στον καναπέ με θέα μαύρα κύματα και αφρισμένα βράχια, δεν είπαμε πολλά, ήμουνα ψόφιος από την κούραση κι Εκείνη ήταν ψόφια γενικότερα –έπεσε λοιπόν ένας λήθαργος επάνω μας, βαρύς σαν σφάλμα.«Πτώμα η κυρία!» σχολίασε περιπαικτικά ο άντρας με το Λούγκερ δείχνοντάς την. «Δε λες τίποτα!» παραδέχτηκα.

Page 52: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Τότε εκείνος έκανε κάτι περίεργο –κοίταξε δηλαδή το Λούγκερ σα να το έβλεπε πρώτη φορά και στη συνέχεια το ακούμπησε πλάι του, σ΄ένα τραπεζάκι. Μπερδεύτηκα -κανονικά έπρεπε να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία, να τον καθαρίσω ή έστω να τον απειλήσω αλλά κάπου κόλλαγα.«Αμφιβάλλω αν υπάρχει τίποτα σ΄αυτό το σπίτι που να μην έχει πολυκαιρίσει γι΄αυτό δε σε ρωτάω τι να σου προσφέρω...» δικαιολογήθηκε ο άντρας.«Εντάξει, καταλαβαίνω...» είπα αμήχανα. Ανάθεμα κι αν καταλάβαινα δηλαδή –αλλά δεν βρήκα τίποτα καλύτερο να πω.«Καταλαβαίνεις ε; Τότε δεν μου εξηγείς κι εμένα μπας και βγάλω καμιά άκρη;» γέλασε ο άντρας.Κοίταξα το παρατημένο Λούγκερ και σιγουρεύτηκα οτι αυτή η υπόθεση δεν θα λυνόταν με σφαίρες, άπλωσα λοιπόν το χέρι μου στο μπουφάν, έπιασα το Βάλτερ. Το ζύγισα στην παλάμη μου πριν το πετάξω στο τραπεζάκι –πήγε το γαμήδι και προσγειώθηκε κολλητά, με τον κόκορα κάτω από τη σκανδάλη του Λούγκερ. Χαμογέλασα σαν ηλίθιος. Ο άντρας σήκωσε το Βάλτερ, το περιεργάστηκε, μετά έβγαλε τη γεμιστήρα, τη μέτρησε και την ξανάβαλε.«Ωραίο κομμάτι», είπε αφηρημένα. «Λοιπόν, για προχώρα τώρα στο παρασύνθημα...»Άπλωσα τα πόδια, γέμισα όσο χώρο μου αναλογούσε, στριφογύρισα στη θέση μου για να κερδίσω χρόνο. Σκεφτόμουνα τα κάτωθι: άλφα, οτι τον έκοβα για δικό μας τον άντρα απέναντί μου και βήτα, οτι οι γνώσεις μου περί ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης έφταναν μόνο μέχρι τη διαπίστωση πως αν κοπανήσεις κάποιον στη μύτη θα δακρύσει στα σίγουρα.«Δεν το πάμε ανάποδα και να μου εξηγήσεις τι γυρεύεις εσύ εδώ πέρα;» πρότεινα.Γέλασε απότομα –το ίδιο απότομα σοβάρεψε.«Κοίτα –μου κάνει κάπως περίεργο να μπουκάρεις στο σπίτι μου παραβιάζοντας την πόρτα και να με ρωτάς τι γυρεύω ΕΓΩ εδώ πέρα...»«Αυτό είναι το σπίτι σου; Και πόσα χρόνια έχεις να το επισκεφτείς;» ρώτησα.«Δεν έφυγα ποτέ από ΄δω, αλλά έχεις δίκιο... κατά κάποιον τρόπο. Αυτό είναι το σπίτι μου όμως έχω χρόνια να το νιώσω σαν τέτοιο. Προτιμάω το κιόσκι του κήπου, παραδίπλα... Αλήθεια, που το κατάλαβες οτι δε μένω εδώ;»«Πολύ σκόνη στα πατώματα», χαμογέλασα.«Σωστός», επικρότησε χαλαρά.«Λοιπόν;» ρώτησα εγώ.«Λοιπόν; Τι λοιπόν; Μένω καιρό στο κιόσκι, μη ρωτήσεις πόσον ούτε και γιατί. Κάποτε αυτό το σπίτι έβραζε, γίνονταν πράγματα εδώ μέσα –τώρα πια κυκλοφορούν μόνο σκιές και υπνοβάτες. Ενίοτε και διαρρήκτες...» το γύρισε στο καλαμπούρι. «Κι αυτό μας ξαναφέρνει στην αρχική ερώτηση...»Αποφάσισα οτι δεν είχα τίποτα να χάσω, δηλαδή, ποτέ δεν είχα τίποτα να χάσω αν εξαιρέσεις τις μέρες μου μαζί της... Τέλος πάντων, αποφάσισα να παίξω με ανοιχτά τα φύλλα.«Τη γνώρισα πριν λίγες μέρες, έγινε φασαρία όσο προσπαθούσα να την πάρω μαζί μου, πάνω στη φασαρία έφαγε μια αδέσποτη από τον αρραβωνιαστικό της...»«Η οποία αδέσποτη...» με διέκοψε φτιάχνοντας μια γραμμή στον αέρα με το δάχτυλό του -η γραμμή ξεκινούσε να με συναντήσει αλλά στη μέση λοξοδρομούσε καταλήγοντας σε Εκείνη.«Έτσι ακριβώς», παραδέχτηκα.«Και μετά;» ρώτησε.

Page 53: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Τι μετά;» έκανα το κορόιδο.«Δεν την πιάνω την όλη υπόθεση –δηλαδή πως έγινε; Την είδες, τη γούσταρες, τη βούτηξες εν ψυχρώ κι ο άλλος άρχισε το πιστολίδι;»«Όχι ακριβώς», παραδέχτηκα.Περίμενε να συνεχίσω αλλά δεν είχα όρεξη για κάτι τέτοιο.«Και τώρα ποιο είναι το σχέδιο;» ζήτησε να μάθει.«Έχω κάτι δουλίτσες να τελειώσω –σκέφτηκα λοιπόν να την παρκάρω εδώ, για να μην την τραβολογάω μαζί μου...» δικαιολογήθηκα.«Ναι, έτσι που κατάντησε δεν μπορείς να πεις οτι έχει σοβαρές προοπτικές να περάσει ως ‘η ψυχή του πάρτι’», παρατήρησε. «Αν και μερικά πάρτι είναι τόσο ψόφια που θα πέρναγε άνετα για ζωντανή –έχω πάει εκεί, πίστεψέ με!»Γέλασα και όχι από υποχρέωση. Είχε μιλήσει για Εκείνη χωρίς να δείξει την παραμικρή ευγένεια, αν ήταν άλλος στη θέση του τώρα θα μέτραγε δόντια. Όμως μ΄αυτόν ήταν διαφορετικά.«Εδώ μέσα το μόνο φαγώσιμο είναι οι κατσαρίδες όπως σου είπα και προηγουμένως –αλλά στο κιόσκι έχει κάποια στοιχειώδη... Θες να σου φέρω τίποτα;» με ρώτησε.«Θα πάμε μαζί», του απάντησα –επειδή μερικές προφυλάξεις παίρνονται αυτόματα.«Όπως θέλεις –την κυρία θα την αφήσουμε μόνη;» χαμογέλασε όσο σηκωνόταν.«Μ΄ένα Βάλτερ κι ένα Λούγκερ...» υπολόγισα.«Θα έχει καλή παρέα», συμπέρανε.Βγήκαμε στον κήπο, περάσαμε δίπλα σε μια πισίνα με βρώμικο ξυλιασμένο νερό, κοντοστάθηκα. «Έχω κάτι πράγματα στην Άλφα», είπα.«Πάμε να τα πάρουμε», προθυμοποιήθηκε.Ξεκινήσαμε λοιπόν για την πίσω πλευρά του σπιτιού, πολλές φορές αναγκαστήκαμε να λοξοδρομήσουμε επειδή ξεραμένα δέντρα μας εμπόδιζαν.«Φιστικιές», μου εξήγησε.«Ότι πεις...» μουρμούρισα.Σκαρφαλώσαμε μέχρι την τρύπα του φράχτη, τον άκουγα ν΄αγκομαχάει με τα παπούτσια μπερδεμένα στα αγριόχορτα. Φαινόταν οτι έχει περάσει πολλά και οι αντοχές του εξαντλημένες, γύρισα να του μιλήσω.«Μη δίνεις σημασία», ψιθύρισε εκνευρισμένος.Φτάσαμε στην Άλφα. Ακούμπησε στο καπό να ξελαχανιάσει.«Ωραίο κουρσάκι», παρατήρησε άκεφα.«Εξ ου και το κλαίει αυτός που το ΄χασε», σχολίασα.Γέλασε όσο πήγαινε προς το πίσω μέρος της Άλφα. Εκεί κοντοστάθηκε, έφτασα δίπλα του να δω τι κοίταζε.«Κάποιες τρύπες...» έδειξε το πορτ μπαγκάζ της Άλφα με περιέργεια.Είχε δίκιο. Οι μαλάκες έξω από την κλινική είχαν κάνει το πορτ μπαγκάζ ελβετικό τυρί. Κατσούφιασα ανοίγοντάς το. Η βαλίτσα με τα χρήματα ήταν άθικτη αλλά η θήκη της Βέρας είχε δυο περιποιημένα σκασίματα. Πέρασα τα δάχτυλά μου πάνω της, μετά την τράβηξα έξω. Με το άλλο χέρι έπιασα τη βαλίτσα. «Κάτσε να σε βοηθήσω», μου πρότεινε.Του έδωσα τη θήκη.«Όπου υποτίθεται οτι μέσα κρύβεται ένα φοβερό τόμιγκαν!» ψευτοθαύμασε.«Καμιά σχέση!» διαμαρτυρήθηκα. «Να σου συστήσω τη Βέρα».

Page 54: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Ζύγισε τη θήκη στριφογυρίζοντας τον καρπό του.«Και η Βέρα είναι...» αναρωτήθηκε.«Εκείνη που πάντα φεύγει», έκανα ξεκάρφωτα.«Πες μου γι΄αυτό!» ξεκαρδίστηκε.Μετά πήρε το δρόμο για το σπίτι πατώντας προσεκτικά τις πέτρες. Κι εγώ κατάλαβα οτι γνώριζε ήδη τη Βέρα –ίσως καλύτερα απ΄οτι τη γνώριζα ακόμα κι εγώ. Περισσότερο, διαφορετικά, πιο δυνατά από μένα είχε γνωρίσει τη Βέρα αυτός ο άντρας.Φτάνοντας έξω από το κιόσκι κοντοστάθηκε ψάχνοντας τα κλειδιά του, τράβηξε μια αρμαθιά και άνοιξε κάνοντάς μου νόημα να περάσω. Οι κουρτίνες ήταν μισόκλειστες εκεί μέσα, μισοσκόταδο. Άναψε το φως, έδειχνε βιαστικός –άφησε τη θήκη της Βέρας στην είσοδο του δωματίου και χάθηκε στο βάθος ενός θεοσκότεινου διαδρόμου. Τον περίμενα να επιστρέψει.«Φαίνεται οτι χάνω εύκολα την ανάσα μου αυτή την εποχή...» μουρμούρισε. «Δεν ξέρω αν φταίει η υγρασία ή κάτι χειρότερο...»Δε μίλησα, δεν κατάλαβα πολλά. Το πήρε είδηση και μου έδειξε προς τα μέσα.«Συσκευή οξυγόνου, μπουκάλες, μάσκες –τέτοια πράγματα...» με πληροφόρησε.Ένευσα. Έβγαλα τσιγάρο αλλά θυμήθηκα όσα μόλις μου είχε πει, βιάστηκα να το μαζέψω.«Κάνε παιχνίδι –δε μας έχουν αφήσει και πολλά πράγματα ν’αναπνέουμε», με καθησύχασε βγάζοντας το δικό του πακέτο.Ανάψαμε τσιγάρα σχεδόν ταυτόχρονα, μετά πέταξε το πακέτο και τον αναπτήρα στο μεγάλο τραπέζι με τα σκαλισμένα πόδια που στήριζαν το δωμάτιο. «Έλα στην κουζίνα», μου ζήτησε.Τον έβλεπα ν΄ανοιγοκλείνει το ψυγείο, έβγαζε κλειστές συσκευασίες αλλαντικών, κουτιά με περίεργα τυριά, με πήραν οι μυρωδιές.«Άσπρο ή κόκκινο;» με ρώτησε.«Παρταόλα θα παίξουμε;» απόρησα.Μου έδειξε το ντουλάπι με τα κρασιά.«Ότι γουστάρεις», είπα τελικά.Μου έκανε νόημα να μεταφέρουμε τα φαγώσιμα στο μεγάλο τραπέζι, περάσαμε τον διάδρομο και τα στρώσαμε πάνω του όσο καλύτερα μπορούσαμε. Ήμουν κάπως αφηρημένος, υπήρχε αυτό το θέμα που με απασχολούσε. Έτσι, όταν ξεφορτώθηκα τα πιάτα, πήγα εκεί που ακούμπαγε η θήκη της Βέρας. Την ξάπλωσα στο πάτωμα και την άνοιξα. Σε πρώτη φάση όλα έδειχναν καλά. Έπιασα το μπράτσο της Βέρας, την τράβηξα έξω από τη θήκη, μετά τη στριφογύρισα για να δω καλύτερα. Όχι οτι χρειαζόταν δηλαδή. Επειδή πάνω στην κίνηση ακούστηκαν τα κομμάτια ξύλου να κουδουνάνε μέσα στο σκάφος –έψαχνα πλέον να βρω τη ζημιά. Στη βάση της είχε ανοίξει μια τρύπα και στην πλάτη άλλη μία –γέλασα όσο σκεφτόμουν οτι τουλάχιστον η Βέρα δεν είχε κρατήσει μέσα της τη σφαίρα.«Στην ξεσκίσανε λίγο –ε;» μουρμούρισε ανοίγοντας το μπουκάλι του κρασιού.«Όλα κάποτε πεθαίνουν», απάντησα.«Χωρίς αυτό να σημαίνει οτι ζούσαν προηγουμένως», σχολίασε.Τον κοίταξα σκεφτικός –λοιπόν, ήμουν εδώ πέρα έχοντας χάσει κάθε λόγο για να περιμένω το επόμενο ξημέρωμα, Εκείνη είχε πεθάνει και η Βέρα δεν έδειχνε στα καλύτερά της. Κι εγώ ετοιμαζόμουν για δείπνο με έναν άνθρωπο για τον οποίο δεν ήξερα τίποτα συγκεκριμένο –ενώ εκείνος φαινόταν να γνωρίζει τα πάντα για τα πάντα.

Page 55: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Κρατώντας ακόμα τη Βέρα κάθισα στην καρέκλα απέναντί του και τράβηξα κοντά μου το γεμάτο ποτήρι.«Οι καλύτερες μέρες έχουν φύγει μακριά, ας ευχηθούμε λοιπόν σύντομα να πάμε να τις συναντήσουμε», είπε εκείνος σηκώνοντας το δικό του ποτήρι.Ήπια σ΄αυτό νιώθοντας περίεργη ανακούφιση.«Μένεις μόνος σου εδώ;» ρώτησα έτσι για να πω κάτι.«Εδώ; Τι εννοείς ‘εδώ’; Εδώ στη γη ας πούμε;» γέλασε απότομα.Δε μίλησα. Απλώς πάρκαρα τη Βέρα δίπλα μου –να τη νιώθω, να μην αγριεύομαι.«Ναι μόνος μου –δεν αντέχω πλέον τους πολλούς ανθρώπους...» μουρμούρισε.«Δεν μίλησα για πολλούς ανθρώπους, για τους δικούς σου ρωτάω, την οικογένειά σου πουχού», διαμαρτυρήθηκα.«Ξέρεις πως πάει; Ένας ή πολλοί –έτσι πάει!» μου είπε γέρνοντας λίγο προς το μέρος μου. «Δεν είμαι πια τόσο δυνατός όσο παλιότερα και το πρώτο που σε αφήνει είναι η κατανόηση... Πες μου όμως, είμαι περίεργος –εσύ τι ρόλο βαράς;»«Διαρρήκτης -τι άλλο;» γέλασα χαζά.«Ένας διαρρήκτης που κουβαλάει το πτώμα κάποιας γυναίκας –φοβερή κατάσταση!» σχολίασε.«Εντάξει, υπήρξα και μποξέρ ένα φεγγάρι», συμπλήρωσα.«Μποξέρ! Είχα κάποτε ένα φίλο μποξέρ...» μουρμούρισε και μετά φάνηκε να βουλιάζει σε αναμνήσεις.«Και τι απέγινε;» ρώτησα.«Τι απέγινε ποιος;» αναρωτήθηκε.«Ο φίλος σου ο μποξέρ...»«Ε, ξέρω ΄γω; Τι γίνονται συνήθως οι μποξέρ;»«Θυρωροί σε πολυκατοικίες», γέλασα κι εκείνος με μιμήθηκε.«Μποξέρ λοιπόν! Είχες συγκεκριμένο στυλ αγώνα; Α λα Κάσιους Κλέι ας πούμε;» ρώτησε.«Μπα, δε νομίζω. Συνήθως έπαιζα την παρέλαση...» απάντησα προσεκτικά.Με κοίταξε απορημένος, άφησε το ποτήρι του στο τραπέζι και περίμενε.«Παρέλαση βρε παιδί μου, πως το λένε;» αναρωτήθηκα. «Ξεκινούσα από τη γωνιά μου με σκοπό να φτάσω στην απέναντι γωνιά –στο σκαμνί του αντιπάλου. Ήταν μια βιαστική βόλτα κι ότι βρισκόταν εμπόδιο στο δρόμο μου το κοπάναγα. Αντίπαλος, διαιτητής... χεστήκαμε στην τελική!»Ξεκαρδίστηκε.«Κι ο άλλος τι έκανε δηλαδή; Σε άφηνε να βολτάρεις;» ρώτησε όταν σταμάτησε να γελάει.«Κοίτα –αν ήταν βλάκας καθόταν μπροστά μου και τις έτρωγε. Αν είχε λίγο μυαλό έκανε στο πλάι και μου ΄ριχνε στ΄αυτιά... Κάποιες φορές πάντως έφτασα μέχρι το απέναντι σκαμνί και τότε δεν ήξερα τι άλλο να κάνω...»«Και η Βέρα τι ρόλο παίζει σε όλα αυτά;» ρώτησε ξαφνιάζοντάς με.«Η Βέρα... Την είδα στο σπίτι μιας κοπέλα και την πήρα. Μετά άρχισα να χάνω αγώνες σωρηδόν... Βλέπεις, η Βέρα ήθελε αποκλειστικότητα...»«Αποκλειστικότητα! Απ΄αυτή που ποτέ δεν ζητάει η Βέρα αλλά εσύ της τη χαρίζεις όπως και να’χει, βέβαια είναι τζάμπα κόπος... Ένα πρωί βρίσκεις την αποκλειστικότητά σου στα σκουπίδια και τη Βέρα φευγάτη», αναπόλησε.«Που την ξέρεις εσύ τη Βέρα;» νευρίασα.

Page 56: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Ποιος σου είπε οτι την ξέρω; Γιατί; Μήπως την ξέρεις εσύ;» απόρησε.Σήκωσα το ποτήρι και το άδειασα μονομιάς.«Η γυναίκα... Εκείνη που αφήσαμε στο σπίτι... δεν πέθανε από τη σφαίρα του αρραβωνιαστικού της. Αυτοκτόνησε –ήθελα να την αφήσω σε ένα εφημερεύον νοσοκομείο αλλά εκείνη προτίμησε να μου πάρει το Βάλτερ και να ξεμπερδεύει», του εξήγησα στο άσχετο.«Και μετά;» με προέτρεψε.«Μετά την πήγα σ΄ένα Γραφείο Τελετών, τη βαλσάμωσα για να μην τουμπανιάσει –έχω βλέπεις να την πάω σ΄ένα βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε, της το είχα υποσχεθεί αυτό. Την πρώτη μέρα που τη γνώρισα...»«Πες μου και τα ενδιάμεσα σκηνικά», μου ζήτησε.«Ενδιάμεσα... οι μπάτσοι μας πήραν στο κατόπι κι εγώ αναγκάστηκα να καθαρίσω μερικούς ενοχλητικούς τύπους, αυτά πάνω-κάτω».«Και πρέπει να πας -που;»«Πρέπει να κάνω μια επίσκεψη στο Αφεντικό, να τον ρωτήσω για ποιο λόγο με έστησε έτσι άσχημα –έχω αυτή τη βαλίτσα τίγκα στα χρήματα, αλλά είναι σημαδεμένα κι έτσι δεν μπορώ να τα ξοδέψω», ολοκλήρωσα τη διήγησή μου κι έμοιαζε αυτό σα μονόλογος αυτιστικού.«Όμορφα!» συμπέρανε. «Από κάτι τέτοιους σαν εσένα ήθελα να ξεμπλέξω, γι΄αυτό ήρθα εδώ πέρα...»«Είχες προβλήματα με τον υπόκοσμο;» ρώτησα χαζά.«Προβλήματα... κοίτα –υπήρχαν πολλοί εκεί πέρα που με πέρναγαν για δικό τους, υπήρχαν κι άλλοι, η αφάν γκατέ της κοινωνίας ας πούμε... Αυτοί με κατηγορούσαν οτι ήμουνα υπόκοσμος και μετά με κατηγορούσαν οτι δεν ήμουνα αρκετά υπόκοσμος... τρέχα γύρευε. Στο τέλος είδαν όλοι μαζί οτι τους βόλευε να με φύγουν, είπα λοιπόν να την κάνω από μόνος μου για να τους βγάλω από τον κόπο...»«Και γιατί όλα αυτά;» ρώτησα.«Επειδή δεν αντέχω τους ανθρώπους –από την εποχή που εξαφανίστηκαν οι δικοί μου περνάω κάπως μοναχικά, βγαίνω τις νύχτες με πανσέληνο και ουρλιάζω στο φεγγάρι, κυκλοφορώ με την πλάτη στον τοίχο, μπαίνω στα μπαρ μόνο όταν κλείνουν... τέτοια κατάσταση», ψιθύρισε.«Κι έτσι νομίζεις οτι θα ξεφύγεις;» αναρωτήθηκα.«Να ξεφύγω;» απόρησε. «Λοιπόν υπήρχε κάποτε ένα νησί χωρίς μπάτσους, πολύ μακριά από δω κι εμείς θέλαμε να φτάσουμε εκεί –έπρεπε όμως πρώτα να κάνουμε τη μεγάλη δουλειά, να ματσωθούμε... Σκατά, στο τέλος βαρέθηκε το νησί να μας περιμένει και σηκώθηκε κι έφυγε!»«Πως το λέγανε το νησί;»«Πως το λέγανε; Νήσος Πάιτα –αν έχεις ακουστά».«Ναι, κάτι έχω ακούσει...» είπα αφηρημένα.«Αλήθεια;» ρώτησε με ντούμπλεξ φωτάκια ελπίδας στα μάτια.«Δεν είμαι σίγουρος... Ίσως...» είπα μετανιωμένος. Επειδή το ήξερα το νησί, και την ήξερα την ιστορία –αλλά ποτέ μου δεν τα πίστεψα όλα αυτά. Ένα νησί στον χάρτη είναι οτι θέλεις εσύ να είναι, όμως τελικά Εκείνη ποτέ δεν έρχεται όσο κι αν περιμένεις. Στο τέλος καταλήγεις αλκοολικός από τα πολλά κοκτέιλ και σέρνεσαι στις προβλήτες, τότε

Page 57: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

σε μαζεύουν οι μπάτσοι –μην ακούς αυτούς που λένε αλλιώτικα, υπάρχουν μπάτσοι παντού. «Κουράστηκα», είπε ξέπνοα.«Να πηγαίνω τότε –μάλλον παρατράβηξε η βίζιτα...» έκανα να σηκωθώ.«Όχι, κάτσε –δεν τρέχει τίποτα. Απλά θα την πέσω να δω καμιά φρικτή ταινία, εσύ κάνε ότι γουστάρεις...»Με παράτησε σύξυλο και απλώθηκε στον καναπέ παραπέρα –είχε μια διακριτική γωνιά το δωμάτιο με μεγάλη οθόνη τηλεόρασης και γκράντε ηχοσύστημα καλωδιωμένο πέριξ. Εγώ έβλεπα την πλάτη της οθόνης, άτακτα καλώδια κι αυτό ήταν όλο.Έφερα τη Βέρα στην αγκαλιά μου, έσκυψα το κεφάλι πάνω της κι άρχισα να δοκιμάζω πως ακούγεται. Χάιδεψα τις χορδές και η Βέρα έβγαλε κάτι ήχους παραπονιάρικους, σα σκυλί με κομμένο πόδι. Έπιασα τότε να παίζω εκείνο το τραγούδι που λέει για το Φονικό στους «Δρόμους του Λαρέντο» αλλά κάπου στη μέση θύμωσα με τις στριγκές κραυγές της, το γύρισα στο «Με λένε Σαμ Χολ και θα σας πετάξω τα μάτια έξω», είχα γείρει πάνω της αφοσιωμένος, δεν τον είδα που με πλησίασε.«Αν δεν το καβαλήσεις, θα σε καβαλήσει αυτό», σχολίασε.«Δεν καταλαβαίνω...» έκανα.«Παίξε κάνα ‘Θα ξανασυναντηθούμε’ και θα καταλάβεις», μου έκλεισε πονηρά το μάτι.«Δεν παίζω μπροστά σε άλλους», έκανα νευριασμένα.«Άλλους; Που τους είδες τους άλλους;» αναρωτήθηκε θεατρικά.Σηκώθηκα, έβαλα βιαστικά τη Βέρα στη θήκη της.«Πάω να την πέσω δίπλα στη γυναίκα μου», τον πληροφόρησα.«Καθότι πολύ δεμένο ζευγάρι κι έτσι...» γέλασε. «Να σου πω –την πηδάς;»Ανασήκωσα τους ώμους.«Είναι σε άσχημη κατάσταση μ΄αυτή τη ραφή στην κοιλιά...» δικαιολογήθηκα.«Κι εσύ ιδιαίτερα εκλεκτικός παρ΄όλο το χάλι σου», συμπέρανε.«Ότι έχουμε το κρατάμε...» σχολίασα.«Κι ότι θέλουμε το παίρνουμε», συμπλήρωσε. «Μέσα είσαι», συμφώνησα.Έκανα ν΄ανοίξω την εξώπορτα.«’σου πω...» με σταμάτησε. «Όταν ξανάρθεις θα λείπω...»«Σου έχω αφήσει τη βαλίτσα με τα φράγκα», του θύμισα.«Ναι –θα την κρύψω πάνω απ΄το κουβούκλιο του ασανσέρ...» ξεκαρδίστηκε. «Σούγκαρ θρι, αν με εννοείς...»«Και τα ρέστα δικά σου», συμφώνησα.«Εδώ λοιπόν πέφτει ο σχετικός αποχαιρετισμός», διαπίστωσε.«Κρίμα που έχω τη Βέρα στη θήκη...» είπα εγώ.«Άκου κάτι ρε ηλίθιε...» μου είπε ήρεμα, «τα πράγματα έχουν ξεφύγει εντελώς κι εσύ θα τελειώσεις άσχημα -φρόντισε μόνο να μην ξεφτιλιστείς», έσκυψε το κεφάλι, γύρισε να φύγει από την πόρτα.«Περισσότερο;» απόρησα.Τον άκουσα να γελάει μέσα απ΄το σπίτι, νομίζω οτι τον άκουσα να λέει «δεν έχεις δει τίποτα ακόμα» ή κάτι τέτοιο. Τα φώτα σβήσανε.

Page 58: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Πήρα το δρόμο για το σπίτι με τη θήκη της Βέρας να κοπανάει δίπλα στο γόνατό μου. Η βροχή έπεφτε πάλι με το τουλούμι κι έτσι δεν μπόρεσα να διακρίνω αν είχε βγει απόψε το φεγγάρι. Άνοιξα την πόρτα, τινάχτηκα σα σκυλί, να φύγουν τα νερά.«Αγάπη μου γύρισα!» φώναξα.Κι αν μου απάντησε εγώ πάντως δεν την άκουσα –η βροχή έκανε δαιμονικό θόρυβο πέφτοντας κόντρα στα τζάμια του σπιτιού. Πήγα δίπλα της, ήταν ήσυχη. Υπολόγισα οτι είχα χρόνο για λίγο ύπνο –όταν η νύχτα πλησίαζε το τελείωμά της, τότε θα ΄ρχονταν η δική μου ώρα.Έκλεισα τα μάτια.10. Για κάποιους οι μέρες τελειώνουν νωρίςΚάτι κόκκινο ανέπνεε στο βάθος του ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα γινόταν ουρανός, έστριψα το κλειδί -η Άλφα Τζουλιέτα ούρλιαξε. Άρχισα μετά να δίνω γκάζι με το σταγονόμετρο, πέτρες τινάχτηκαν από το χώμα και κοπάνισαν τις πόρτες χαμηλά. Ρολάραμε προσεκτικά στον χωματόδρομο, βγήκαμε μετά στην άσφαλτο –η Άλφα αναστέναξε, η Βέρα τραντάχτηκε ελαφρά στη θέση του συνοδηγού κι εγώ κάρφωσα τα φώτα της παραλιακής με πρησμένα μάτια. Σήμερα κάποιοι δεν θα πηγαίνανε τη μέρα μέχρι το τέλος της –πολλοί, λίγοι, το ίδιο μου έκανε –κι αν ήμουνα κι εγώ ανάμεσά τους τόσο το καλύτερο. Αν υπάρχει κάποιος άλλος κόσμος πέρα από δω, τότε θα ξανασυναντήσω Εκείνη –κι αν δεν υπάρχει θα τον φτιάξω από μόνος μου. Για να την ξαναβρώ.Η πόλη ακόμα κοιμόταν, οι νυχτερινοί επέστρεφαν κατάκοποι.Άνοιξα το παράθυρο, άναψα τσιγάρο μπαίνοντας στις πυκνοκατοικημένες συνοικίες της πόλης, ήξερα από που θα ξεκινήσω αλλά δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Ευτυχώς οι άνθρωποι σε βοηθάνε όταν νιώθεις αναποφάσιστος –φροντίζουν να κάνουν κάποια μαλακία και να δικαιολογήσουν προκαταβολικά το χτύπημά σου. Σωροί σκουπιδιών έξω από τα τραγουδάδικα, μελαψοί με την κιτρινίλα της αποκτήνωσης σέρνανε τις σακούλες. Πέρασα τα χάι κλας μαγαζιά, πέρασα τις δευτεράτζες, έκοψα ταχύτητα όταν πλησίασα τα κακόφημα. Έψαχνα γνωστά αυτοκίνητα και δεν άργησα να βρω το πρώτο –παρκαρισμένο κάθετα στο πεζοδρόμιο. Πήγα λίγο πιο κάτω κι άφησα την Άλφα δίπλα σε μια καμένη λάμπα του Δήμου. «Κάτσε εδώ και πρόσεχε», είπα στη Βέρα φεύγοντας.Μύριζε μουσκεμένες γόπες τσιγάρων ο αέρας και η βροχή έπεφτε διακριτικά σα ντεκοράκι μελοδράματος. Έβαλα ασυναίσθητα το χέρι στη μέσα τσέπη του μπουφάν, χούφτωσα το Βάλτερ, αποφάσισα να το μεταφέρω σε εξωτερική τσέπη για μεγαλύτερη άνεση. Η πόρτα του κωλόμπαρου ήταν κλειστή αλλά όχι κλειδωμένη. Ήξερα οτι τέτοια ώρα μετράγανε την είσπραξη κι αυτός που έψαχνα καθόταν πάνω απ΄το κεφάλι τους υπομονετικά –μη χάσει κάνα σέντσι. Μπήκα λοιπόν χωρίς να πάρω καμιά προφύλαξη –δεν υπήρχε λόγος.Στο τραπέζι δίπλα στην είσοδο μισοκοιμόταν ένας σφίχτης, τινάχτηκε με το που εμφανίστηκα αλλά δεν ήταν και πολύ γατόνι. Έφαγε μια εύστοχη ακριβώς στο λακκάκι του σαγονιού κι όταν κάτσανε οι καπνοί είδα οτι του είχα γαμήσει το λαιμό κανονικά. Πολύ αίμα, τον λυπήθηκα τον μπάσταρδο αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε οι καργιόληδες που μέτραγαν φράγκα στη μπάρα να με πάρουν στα σοβαρά –δεν είχα χρόνο για τσιριμόνιες. Πετάχτηκαν, κανονικά έπρεπε να μ΄έχουν ήδη πυροβολήσει αλλά κόλλησαν με τη στραπατσαρισμένη πρόσοψη του σφίχτη –έτσι κέρδισα το χρόνο μου. «Μη χαλάσω κι άλλη μούρη –κρίμα είναι!» τους γείωσα.

Page 59: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Ο μαγαζάτορας, μια σκουληκαντέρα με λαδωμένο μαλλί και χρυσή καδένα, σήκωσε πρώτος τα χέρια ψηλά. Ο μπάρμαν δίπλα του κοίταζε κοκαλωμένος. Έτσι έπρεπε να κάνουν, θα περίμεναν υπομονετικά να ξεκαθαρίσει η υπόθεση –άλλωστε γι΄αυτό πλήρωναν τους νταβατζήδες για να μην έχουν τέτοιου είδους σκοτούρες. Ο άνθρωπος που με ενδιέφερε έσπρωξε νευρικά ένα πάκο χαρτονομίσματα ελευθερώνοντας τις παλάμες του.«Για έλα πιο κοντά ρε μαλάκα», του φώναξα. Μετά γύρισα να κοιτάξω τους άλλους δύο. «Κι εσείς, πάρτε τον κεφτέ από το τραπέζι –τι γουστάρετε δηλαδή; Να πλακώσουν οι μπάτσοι και να μας πάνε δεμένους;» νευρίασα.Ο άνθρωπός μου ξεκίνησε να πλησιάζει μετά από μισό λεπτό αναποφασιστικότητας, οι άλλοι δύο ακόμα έχασκαν. Αλλά δεν έδινα μισό πούτσο για πάρτη τους, επικεντρώθηκα στον δικό μου.«Κάτσε εδώ στο τραπέζι κι άδειασε», τον διέταξα.Έκανε όπως του είπα, έβγαλε κι ένα κουμπούρι φρεσκότατο από τη ζώνη του. Το μάζεψα και το τακτοποίησα στη δική μου τσέπη, αμέσως μετά τον χτύπησα με το Βάλτερ στα χείλη. Μάτωσε αλλά δε μίλησε. Κάθισα απέναντί του.«Ποιοι ήτανε τις προάλλες έξω από την κλινική;» τον ρώτησα.Με κοίταξε αμίλητος, χαμογέλασα.«Κοίτα –είμαι κάπως βιαστικός σήμερα, ρώτα και τον σοφέρ σου αν δε με πιστεύεις», ξηγήθηκα δείχνοντας τον πεθαμένο παραδίπλα. «Κι επειδή εσύ θα είσαι ο επόμενος φρόντισε να ζήσεις λίγο παραπάνω λέγοντάς μου όσα θέλω να μάθω», τον κοίταξα ήρεμα.«Ήταν κάτι νησιώτες –καινούργιοι», μουρμούρισε.«Κάτι νησιώτες –καινούργιοι... Γιατί αυτό; Χάθηκαν οι κανονικοί;» απόρησα.«Το Αφεντικό δεν ήθελε να βρωμίσει κι άλλο η υπόθεση...»«Επειδή...»Πέρασε το χέρι απ΄τα μαλλιά του.«Τα δοσίματα δε συμφέρει ν΄ακούγονται πολύ στην πιάτσα», μου απάντησε.«Τι ξέρεις γι΄αυτό; Γιατί με δώσατε;»«Δεν ξέρω τίποτα...» ξεκίνησε να λέει όμως του έκανα νόημα με το Βάλτερ και μαζεύτηκε. «Ότι έχω ακούσει... η δουλειά ήτανε καρφωμένη στους μπάτσους από την αρχή...»«Και στείλατε το μαλάκα να φάει το κεφάλι του, έτσι;»«Όχι εγώ –το Αφεντικό...» με κοίταξε σα δαρμένο σκυλί.«Το Αφεντικό έτσι;» στράβωσα μισό χαμόγελο. «Κι εσύ τι είσαι ρε πούστη που δουλεύεις γι΄αυτόν; Πως τους λένε όσους δουλεύουν για τους χαφιέδες των μπάτσων –ξέρεις;»Με κοίταγε σαν ηλίθιος –δε μίλαγε, ούτε κι εγώ είπα τίποτα. Επειδή ούτε εγώ ήξερα πως τους λένε όσους δουλεύουν για χαφιέδες των μπάτσων –κάτι σχετικό θα υπήρχε αλλά δεν μου ΄ρχόταν εκείνη τη στιγμή.Οι του μαγαζιού είχαν ζυγώσει τον σκοτωμένο και έψαχναν από που να τον πιάσουν. Τους άφησα, επειδή το δύσκολο δεν ήταν πώς να τον πιάσουν αλλά πού να τον πετάξουν –αδιαφόρησα λοιπόν.«Κανονικά έπρεπε να σε καθαρίσω αλλά με πετυχαίνεις σε περίοδο εκπτώσεων», ψιθύρισα στον δικό μου. «Μάζεψέ τα και κοπάνα τη!»Έκανε να σηκωθεί, τον άρπαξα απ΄τον καρπό.

Page 60: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Πες στ΄Αφεντικό οτι τον ψάχνω κι όταν τον βρω θα φροντίσω να δει τα μέσα έξω πριν πεθάνει –ξηγηθήκαμε;»Ο μαλάκας κούνησε το κεφάλι πειθήνια –ότι κι αν του ΄λεγα θα συμφωνούσε προκειμένου να ξεμπερδέψει. Έκανε πάλι να φύγει, τον ξανακράτησα.«Κάτι τελευταίο... Που μένουν οι νησιώτες πού μου ρίξανε;»Κοντοστάθηκε. Σήκωσα το Βάλτερ.«Στο ξενοδοχείο του Καμπούρη!» τσίριξε.«Πάει καλά», έκανα αφήνοντάς τον. «Αυτό μην το πεις στ΄Αφεντικό, οτι τους έδωσες –για το καλό σου το λέω», έκανα αδιάφορα. Αν ψυλλιάζονταν οτι μου κάρφωσε άτομα θα τον γαμούσαν, έλπιζα να το καταλάβει αυτό για να μου δώσει τον χρόνο που χρειαζόμουν.Τον κοίταζα καθώς έφευγε τροχάδην, μετά σηκώθηκα κι άδειασα μισή γεμιστήρα στην κάβα του μπαρ. Μπουκάλια άστραψαν, υγρά τινάχτηκαν γυάλινα, το μαγαζί βούιξε. Όταν κάθισε λίγο ο κουρνιαχτός μάζεψα άτσαλα το παρατημένο χρήμα -για μια ώρα ανάγκης.«Έτσι για να με θυμόσαστε», τους είπα και βιάστηκα να φύγω. Ήθελα να πιστέψουν οτι ήμουν απλώς ο άνθρωπος κάποιου καινούργιου νταβατζή, επειδή ήξερα οτι ο ιδιοκτήτης έδινε καθημερινή αναφορά στη μπατσαρία.Ο δρόμος βρώμαγε κάτουρο και η βροχή εξατμιζόταν πριν αγγίξει την άσφαλτο, ήμουν στο στοιχείο μου. Μέσα σ΄αυτή τη βρωμιά γεννήθηκα κι εδώ μέσα κολύμπαγα –κρόουλ, ανάποδο, πεταλούδα –οτιδήποτε αρκεί να μη βούλιαζε η μύτη μου βαθειά στους υπονόμους. Χώθηκα στην Άλφα, έκλεισα το μάτι στη Βέρα και ξεκινήσαμε. Ένας λογικός άνθρωπος θα υπολόγιζε οτι είχε να διαλέξει ανάμεσα στους δυο στόχους, αλλά, αν το σκεφτείς καλύτερα, ένας λογικός άνθρωπος θα είχε πάρει τη βαλίτσα με τα φράγκα και θα έκανε ήδη για διακοπές στο πιο παομακρυσμένο θέρετρο. Μπορούσα να ακολουθήσω το μαλάκα που μόλις είχα αφήσει και να με πάει καρφί στ΄Αφεντικό, εγώ όμως προτίμησα ν΄ακολουθήσω το θυμό μου -αυτοί οι άνθρωποι είχαν πυροβολήσει τη Βέρα! Τι τους έφταιξε; Έβαλα δευτέρα καρφωτή κι εκτοξευτήκαμε στη λεωφόρο.Η πόλη ανάσαινε βαριά όσο βουτάγαμε στα έγκατά της, να το ξέρεις αυτό, η κάθε πόλη έχει μια μακιγιαρισμένη μόστρα στις κεντρικές πλατείες και τους ολόφωτους δρόμους, η κάθε πόλη έχει αρτηρίες που οδηγούν στην καρδιά της, στα πολυώροφα κτίρια γραφείων και τα εμπορικά κέντρα, αλλά τα σπλάχνα της πόλης, το συκώτι, η χολή, το παχύ έντερο –όλα αυτά –λιμνάζουν στις κακόφημες συνοικίες. Στραπατσάρισε τη μόστρα της πόλης και θα δεις την πραγματική ασχήμια της. Κόψε τις αρτηρίες και η πόλη θα πεθάνει. Αλλά άμα μπλοκάρεις τα σπλάχνα της, η πόλη θα πνιγεί στα ίδια της τα σκατά. Ένα μπατσικό εμφανίστηκε πίσω μου με αναμμένο φάρο. Έκοψα λίγο ταχύτητα. Οι μπάτσοι με πλεύρισαν.«Κάνε στην άκρη», μου φώναξε ο συνοδηγός μ΄ένα μικρό τηλεβόα.Τους κοίταξα. Μάλλον δεν ήξεραν με ποιον είχαν μπλέξει, αλλιώς θα πυροβολούσαν κατευθείαν. Υπέθεσα οτι απλώς κάτι τους είχε ξινίσει στην Άλφα, ίσως οι τρύπες στο πορτ μπαγκάζ. Έκανα στην άκρη χωρίς να σβήσω τη μηχανή, σφήνωσα το Βάλτερ ανάμεσα στο γόνατό μου και την πόρτα. Περίμενα. Ο ένας μπάτσος πλησίασε όσο ο άλλος ξυνόταν στο τιμόνι του περιπολικού. Χαλαροί.«Δώσμου τα χαρτιά σου», ζήτησε ο μπάτσος.

Page 61: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Έκανα ν΄ανοίξω το ντουλαπάκι της Άλφα όσο χούφτωνα το Βάλτερ. Τον κοίταξα χαμογελαστός –δεν του μένανε πάνω από 10 δευτερόλεπτα ζωής. Αλλά εκείνη τη στιγμή ο ασύρματος του μπατσικού άρχισε να μικροφωνίζει, ο άλλος πετάχτηκε. Ο κοντινός μου μπάτσος γύρισε να δει τι συνέβαινε.«Πάμε μαλάκα, έγινε της πουτάνας στα κωλάδικα!» του φώναξε ο οδηγός του περιπολικού.Ο μπάτσος με κοίταξε ανασηκώνοντας τους ώμους –κάποιο μπέρδεμα.«Κωλάδικα είναι, της πουτάνας θα γινόταν –τι δηλαδή;» απόρησα στο δήθεν.Ψευτοχαμογέλασε.«Κοπάνα τη στα γρήγορα να μην εμποδίζεις», μου φώναξε.Βιάστηκα να υπακούσω σαν νομοταγής πολίτης. Η Άλφα πέταξε σπίθες από την εξάτμιση, τα έγκατα της πόλης με πήραν απ΄τη μύτη.Άφησα την Άλφα σύρριζα στο γλιστερό πεζοδρόμιο, δέκα μέτρα παρακάτω μια γριά πουτάνα ξεπάγιαζε. Τα αυτοκίνητα την κατάβρεχαν κανονικά όσο την προσπερνούσαν κι αυτή ήταν η μόνη σχέση που ήθελαν να αποκτήσουν μαζί της οι περαστικοί. Την πλησίασα, με κοίταξε, σιχάθηκα. Αλλά έβγαλα ένα πενηντάρικο.«Τσίμπα το», της πρότεινα.«Για τι φάση! Δεν κάνω ανωμαλίες», μου διευκρίνισε.«Βλέπεις το αμάξι μου; Το κόκκινο;» της έδειξα.Ένευσε.«Πας άλλα δέκα μέτρα πιο μακριά και το προσέχεις. Όταν γυρίσω θέλω να το βρω όπως το άφησα και θέλω να μου πεις αν κάποιος το τριγύρισε περίεργα. Εύκολο;» τη ρώτησα.«Μαλακίες», μουρμούρισε. «Μπορεί να’χω φύγει με κάναν πελάτη μέχρι να γυρίσεις...»«Ναι, κι εγώ μπορεί να γίνω αστροναύτης κάποια μέρα, αλλά εδώ μιλάμε για σήμερα!» της ξέκοψα.«Μαλακίες», ξανάπε άκεφα.«Να το πάρω πίσω το πενηντάρικο;» τη ρώτησα.«Κάνε δουλειά σου», μου ξέκοψε.Πήρα λοιπόν το δρόμο για το ξενοδοχείο του Καμπούρη –ήμουνα σίγουρος οτι θα την έβρισκα στη θέση της την πουτάνα όταν θα επέστρεφα. Για την ακρίβεια, αυτό που παιζόταν ήταν το αν θα επιστρέψω εγώ κι όχι το που θα είναι η πουτάνα –εντάξει;Πλησίασα τη μισάνοιχτη ξύλινη πόρτα με το τζαμένιο παράθυρο, η πόρτα ήταν σκεβρωμένη από την υγρασία και πίσω της δυο μαυρούκες ζεσταίνονταν στη σόμπα υγραερίου. Έσπρωξα με τον ώμο και μπήκα μέσα, οι μαύρες σήκωσαν ταυτόχρονα τα κεφάλια.«Δεν είμαι πελάτης κορίτσια –του μαγαζιού είμαι», τους ξέκοψα.Ο Καμπούρης με πήρε χαμπάρι κι ας ήμουνα ακόμα μακριά του, έκανε μια στροφή γύρω από τη μπόχα του κι ετοιμάστηκε να φύγει.«Κάτσε εκεί που είσαι!» του φώναξα.Έκαστε. Οι μαύρες γίνανε ολόκληρες μάτια και αυτιά. Ανέβηκα τα σκαλιά δυο-δυο, έφτασα μπροστά στο γκισέ του. Ο Καμπούρης με κοίταξε πάνω από τα χοντρά γυαλιά του, δυο φούσκες σάλιου στις άκρες των χειλιών του.«Χρόνια και ζαμάνια!» ψέλλισε.«Ρε άσε τα σάπια! Που είναι;» ρώτησα στα ίσα.«Εγώ δε μπλέκομαι, απλά ένα ξενοδοχείο έχω, επιχειρηματίας είμαι, δε θέλω φασαρίες...» πολυλόγησε ο Καμπούρης.

Page 62: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Επιχειρηματίας –σωστά! Ας μιλήσουμε λοιπόν για μπίζνες!» τον βοήθησα. «Θέλω να νοικιάσω ένα δωμάτιο δίπλα σ΄εκείνο που έχουν πιάσει κάτι φίλοι μου –τι λες;»«Μη με μπλέκεις!» παρακάλεσε ο Καμπούρης.«Σκοπεύω να νοικιάσω το δωμάτιο για δυο μήνες και να μη μείνω σ΄αυτό περισσότερο από μισή ώρα...» του εξήγησα.«Εγώ...» ξεκίνησε για νέα μίρλα ο Καμπούρης.«Εσύ θα βγάλεις πέντε κατοσταρικάκια και θα κάνεις μόκο σε όποιο σε ρωτήσει, όταν μπήκα ήσουνα απασχολημένος, δεν με πρόσεξες...» συνέχισα το ψηστήρι.«Δεν γίνονται αυτά!» διαμαρτυρήθηκε δείχνοντάς μου τις μαύρες.«Μη σ΄απασχολεί», υποστήριξα. Μετά γύρισα προς το μέρος τους.«Κορίτσια!» τους έκανα ένα πρόσχαρο. Βιάστηκαν να πλησιάσουν.«Πόσα παίρνετε για περίεργα κόλπα; Λεσβιακά κι έτσι;» τις ρώτησα.Έριξαν κάτι χαζόγελα πριν ξαναπαγώσουν.«Δεν κάνουμε τέτοια!» μου ξέκοψε η μια τους.«Με το μπαρδόν και δεν ήθελα να σας προσβάλω!» αλληθώρισα. «Αλλά ακούστε το βίτσιο μου –είμαι τύπος καθαρά της φαντασίας... Γι΄αυτό σκέφτηκα να σας δώσω ένα τριαράκι και να πάτε σε όποιο δωμάτιο γουστάρετε, μόνες σας. Κι εγώ θα φαντάζομαι οτι λεσβιάζεστε –καλή φάση;»«Δεν θα είσαι εκεί να βλέπεις;» με ρώτησε η μια.«Εντάξει –έγινε!» βιάστηκε να προθυμοποιηθεί η άλλη –η πιο ξύπνια.Έβγαλα τα φράγκα, τους τα μοίρασα. Ο Καμπούρης τους έσπρωξε ένα κλειδί και ξεκίνησαν για τις σκάλες.«Κορίτσια, μισό λεπτό!» τις έκοψα.Γύρισαν.«Ας πούμε οτι περνάει κάποιος περίεργος και σας ρωτάει –που ήσαστε τώρα;»«Με πελάτες!» υποστήριξαν πρίμο-σεκόντο.«Κι εγώ; Ποιος είμαι;» ξαναρώτησα.«Εσύ;» κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αμήχανες. «Ποιος εσύ; Δε σε βλέπουμε!»«Σωστές!» επικρότησα.«Είσαι φανταστικός, δεν υπάρχεις!» γέλασε προς το μέρος μου η ξύπνια.Ξεκαρδίστηκα.«Κοιτάτε να κάνετε ζόρικα λεσβιακά!» τις προειδοποίησα.«Μείνε ήσυχος!» κελάηδησαν.Ήσυχος δεν έμεινα, με τον Καμπούρη έμεινα κι αυτό δεν ήταν καθόλου το ίδιο.«Λοιπόν εντάξει οι μαυρούκες», του επεσήμανα. «Εντάξει λες εσύ...» πήγε πάλι να πιάσει το κορδόνι.«Τώρα μη με κουράζεις επειδή την έχω δει ‘Ο σκοτώνω’ κανονικά αυτές τις μέρες –ρίξε λοιπόν το νουμεράκι να τσακώσεις το μαλλί και πάμε παρακάτω...» άρχισα να φορτώνω.«Τρίτος όροφος, 8», μουρμούρισε.Μέτρησα τα φράγκα, τα ακούμπησα στο γκισέ και πάτησα το κουμπί του ασανσέρ.«Καμπούρη δε με είδες, δε με ξέρεις –για το καλό σου!» του εξήγησα.Ο θάλαμος έσκασε μπροστά μου σα φέρετρο σε ανοιγμένο λάκκο, τα συρματόσκοινα τσίριξαν. Έπιασα το ξεφτισμένο πόμολο προσεκτικά, το άνοιξα με κίνδυνο να μου μείνει στο χέρι. Σκεφτόμουν όσο ανέβαινα οτι ο Καμπούρης θα μπορούσε να τους ειδοποιήσει για την πάρτη μου αν δεν φοβόταν οτι θα πέρνανε νουμεράδα αμέσως μετά από μένα.

Page 63: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Χαμογελούσα –το μοναδικό ανθρώπινο συναίσθημα στο οποίο μπορείς να βασιστείς είναι ο τρόμος, όταν πλέον δεν έχεις να κάνεις με ανθρώπους. Βγήκα από το ασανσέρ, στο διάδρομο μια λάμπα τρεμόπαιζε. Κοίταξα τριγύρω, βρήκα μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα δίχως πλάτη, ανέβηκα κι έβγαλα τη λάμπα. Έκαιγε η πουτάνα! Άφησα πάντως την καρέκλα στη μέση του διαδρόμου, προχώρησα στα σκοτεινά. Μέτρησα τα δωμάτια, ψηλάφισα τα πλαστικά νούμερα στις πόρτες τους, 14, 12, 10, 8. Έστησα αυτί. Από μέσα τρίζανε οι σομιέδες, πνιχτές κραυγές –πόσοι γαμούσαν; Ο ένας ή και οι δυο τους; Βλαστήμησα που δεν είχα ζητήσει το πασπαρτού από τον Καμπούρη, τώρα θα έπρεπε να μπω φασαριόζικα, περίμενα λοιπόν εκεί κολλημένος –μια απόγνωση θανατερή στην ξύλινη επιφάνεια της πόρτας. Τα βογκητά κόψανε λίγο, οι σομιέδες τρίξανε δυνατότερα, κάποια ησυχία κι εγώ στημένος να αναπνέω τον ιδρώτα μου. Έπρεπε να ξεμπερδέψω με την πόρτα στον πρώτο πυροβολισμό αλλιώς οι μάγκες θα με περίμεναν φορτωμένοι, ακούμπησα λοιπόν το Βάλτερ στην κλειδαριά, πήρα βαθιά ανάσα. Το να πυροβολείς ανθρώπους είναι ασυναίσθητο, πριν το καταλάβεις έχεις διώξει τη σφαίρα –τα πάντα είναι θέμα στόχευσης. Όμως όταν κάθεσαι έξω απ΄την πόρτα λογαριάζοντας τι πας να κάνεις, εκεί νιώθεις γόνατα λειψά και φόβο φυτεμένο –δεν έχεις χρόνο να το παλέψεις, πυροβόλησα λοιπόν όσο ήμουνα ακόμα απροετοίμαστος. Η πόρτα έσκασε πετώντας κομμάτια κόντρα πλακέ, μετά άνοιξε από το βάρος μου, μπήκα σημαδεύοντας τα πάντα.Οι τύποι ήταν για τα πανηγύρια, πηδάγανε κάτι ξανθές με αναμμένα όλα τα φώτα –κανονικό οδοντιατρείο το δωμάτιο! Πετάχτηκαν όλοι μαζί στον αέρα, οι γυναίκες ούρλιαξαν ντούμπλεξ. «Ήσυχα!» φώναξα.Οι δυο άντρες προσπάθησαν να καλύψουν τα τσουτσούνια τους κρατώντας μπροστά τους τις κοπέλες, έβλεπα ρούχα πεταμένα δίπλα στα κρεβάτια αλλά πουθενά όπλα. «Δεν έχει να κάνει με τις γκόμενες –αφήστε τες!» τους είπα.Οι δυο άντρες με γράψανε κανονικά. Ξεκίνησαν να σπρώχνουν τις κοπέλες προς το μέρος μου, όλο και πλησιάζανε οι καργιόληδες, σε λίγο θα βρίσκονταν μπροστά από τα κρεβάτια έτοιμοι να πάρουν τα όπλα τους. Σημάδεψα προσεκτικά, δεν ήθελα να κάνω ζημιά, η σφαίρα έγδαρε τη γάμπα της κοντινότερης ξανθιάς πριν καρφωθεί στο κουντεπιέ του καργιόλη που την είχε για ασπίδα. Η κοπέλα τσίριξε, γύρισε προς τα πίσω και έπεσε, παρασέρνοντας μαζί της τον γυμνό άντρα. Μαλλιά κουβάρια, δεν μπορούσα να σημαδέψω –σκέφτηκα να τους γαμήσω και τους δυο τους αλλά η κοπέλα δεν έφταιγε τίποτα. Γύρισα προς τον άλλο.«Άσε τη γκόμενα γιατί θα σου κόψω τ΄αρχίδια», τον προειδοποίησα.Πέταξε την κοπέλα μακριά του και σήκωσε τα χέρια ψηλά.«Ξεμπέρδεψε και τους άλλους εκεί κάτω, δεν ήρθα να πάρω μάτι», τον πληροφόρησα.Σε λίγο τους είχα τακτοποιημένους, οι δυο κοπέλες καθισμένες απέναντι από τους άντρες –ο ένας τους έκλαιγε χάνοντας αβέρτα αίμα.«Πόσο πάει;» ρώτησα τις κοπέλες.Κοιτάχτηκαν σα χαμένες.«Πόσο πάει ρε γαμώτο; Με την ώρα σας είχαν ή με το βράδυ;»«Με το βράδυ...» κλαψούρισε η μια κοπέλα κατεβάζοντας το κεφάλι.«Μη μασάς, δεν είμαι της εκκλησίας», την καθησύχασα. «Λοιπόν θα πληρωθείτε κανονικά κι όταν φύγετε θα φροντίσετε να πείτε σε όλους τι έγινε εδώ μέσα...»Με κοίταξαν έτοιμες να πάθουν υστερία.

Page 64: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Αλλά μέχρι να φύγετε –η πρώτη που θ’ακούσω την ανάσα της –πέθανε! Ξηγηθήκαμε;» μούγκρισα. Δεν ήθελα σκοτούρες από δαύτες.Κούνησαν τα κεφάλια σαν διακοσμητικά τιγράκια σε ταμπλό αυτοκινήτου.Γύρισε και κοίταξα τους δυο άντρες, ο χτυπημένος ήταν αξιολύπητος, ο άλλος έδειχνε πιο ψύχραιμος.«Λοιπόν λεβέντες;» αναρωτήθηκα. «Έτσι το ΄χουμε; Στηνόμαστε στις πολυκατοικίες κι όποιον πάρει ο Χάρος;»«Μας πλήρωσαν γι΄αυτό –δε σε ξέρουμε, δεν έχουμε τίποτα μαζί σου...» είπε ο ψύχραιμος.«Πόσα;» ρώτησα.«Χίλια ο ένας», απάντησε ο ψύχραιμος.«Και δε ρωτήσατε γιατί;» απόρησα.«Δεν είναι δουλειά μας».Τους κοίταξα. Δυο κακομοίρηδες μέσα στη γύμνια τους, δεν έδειχναν και τόσο σίγουροι χωρίς τα σιδερικά τους. Ο χτυπημένος σήκωσε το κεφάλι, ο πόνος τον έφερνε πιο κοντά στον πανικό.«Άσε μας –θα εξαφανιστούμε από την πόλη!» παρακάλεσε.«Θα εξαφανιστείτε από την πόλη κι όλα εντάξει –έτσι πάει;» αναρωτήθηκα.«Δεν έχουμε τίποτα μαζί σου...» υπενθύμισε ο ψύχραιμος.Τον πυροβόλησα στο στήθος, δεν μ΄έπαιρνε να το αργήσω για πολύ ακόμα. Άμα καταλάβαιναν οτι ήταν καταδικασμένοι μπορεί να κάνανε τίποτα μαλακίες. Έπεσε πίσω φτύνοντας αίμα. Ο διπλανός του άρχισε να τρέμει ακατάσχετα.«Θα πεθάνεις κι εσύ», του εξήγησα. «Βλέπεις, οι καταστάσεις είναι δύσκολες κι εγώ ξέμεινα από περιθώρια. Το μόνο που ήθελα ήταν να κάνω τη δουλειά μου και να πληρωθώ, μετά βρήκα Εκείνη τη γυναίκα κι άλλαξα προοπτικές –ήθελα να την πάω νότια, σ΄ένα βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε... Αλλά τελικά Εκείνη πέθανε....»«Δεν έχουμε σχέση με όλα αυτά....» κλαψούρισε.«Είπα εγώ οτι έχετε σχέση;» θύμωσα. «Αλλά μου τη στήσατε να μ΄εμποδίσετε...»«Δεν το ξέραμε!» ούρλιαξε.«Σωστά! Έπρεπε να σας πω οτι είμαι με γυναίκα –και τότε θα μ΄αφήνατε ανενόχλητο...» σχολίασα.«Δεν φταίμε εμείς!» δοκίμασε ν΄αλλάξει το ποίημα ο χτυπημένος.«Αλήθεια –δεν φταίτε. Αλλά χτυπήσατε τη Βέρα, κατά λάθος βέβαια...»«Δεν χτυπήσαμε καμιά! Δεν ξέρουμε καμιά Βέρα!» αντέδρασε έντρομος.«Δεν ξέρετε καμιά Βέρα; Κακό αυτό –λοιπόν, θα σου πω τώρα ποια είναι η Βέρα, δώσε βάση. Η Βέρα είναι αυτή παίρνει τους άντρες στο λαιμό της, κρίμα που δεν τη γνώρισες, επειδή για χάρη της θα πεθάνεις», του εξήγησα.Τότε εκείνος μου το έκανε πιο εύκολο, δηλαδή τινάχτηκε πανικόβλητος σαν ποντίκι στη φάκα κι όρμησε να πιαστεί από τον λαιμό μου –τον περίμενα όσο σκόνταφτε στο πόδι του κρεβατιού, τον άφησα να σωριαστεί και μετά τον πυροβόλησα ανοίγοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του σα χαλασμένο πεπόνι. Οι κοπέλες παρακολουθούσαν ακίνητες, σε κατάσταση σοκ. «Πάει κι αυτό», σχολίασα ήρεμα λες και μόλις είχα φτιάξει κάποιο χαλασμένο σιφόνι.Δεν με κοίταζαν.

Page 65: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Ντυθείτε, καιρός να πηγαίνουμε», τους είπα.Σηκώθηκαν και πήραν να ντύνονται μηχανικά, ήταν άσχημες κοπέλες, ατσούμπαλες –σαν αυτές που φορτώνουν οι δουλέμποροι από τα βάθη της στέπας και τις αμολάνε στους υπονόμους με κερματομηχανές ανάμεσα στα μπούτια. Μακάρι να είχα χρόνο να τις λυπηθώ. Αντί γι΄αυτό έψαξα στα ρούχα των πεθαμένων, άδειασα τα πορτοφόλια τους και πλήρωσα τις κοπέλες.«Έχετε κάνα δεκάλεπτο μέχρι να πλακώσουν οι μπάτσοι», τους εξήγησα.Τότε η μια απ΄αυτές πήγε πάνω στους πεθαμένους και τους έφτυσε –πρώτα τον έναν, μετά τον άλλον. Περίμενα να ξεκουμπιστούν.«Μας έκαναν πάσα μεταξύ τους», μου εξήγησε η άλλη κοπέλα.«Συγνώμη που δεν ήρθα νωρίτερα», είπα ειλικρινά.Οι κοπέλες άνοιξαν την πόρτα και σε λίγο τα τακούνια τους χάραζαν την σαρακοφαγωμένη ξύλινη σκάλα. Πάω στοίχημα οτι άκουσα υστερικά γέλια. Τα γύρω δωμάτια κρυφάκουγαν στα μουλωχτά, περίμενα μέχρι να ξεμυτίσει ο κόσμος. Περίμενα. Οι πεθαμένοι έπαιρναν να ξεραίνονται, δίπλα στα πεσμένα πορτοφόλια πέτυχα έναν σουγιά. Τον πήρα -μετά έψαξα για τα πιστόλια τους. Βρήκα ένα, άδειασα τις σφαίρες και βάλθηκα να σκαλίζω δυο απ΄αυτές –άνοιξα τα καπάκια, στράβωσα όσο λιγότερο γινόταν τα μέταλλα και τα έχωσα στην τσέπη μου. Τα δάχτυλά μου μαύρισαν από το μπαρούτι και μύρισαν πιπεράτα. Οι ώμοι μου τρεμούλιασαν, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος, πάλεψα να μην ξεράσω. Κι έφυγα βιαστικά, ανακατεμένος ανάμεσα στις κοπέλες, τους πελάτες και τα παλιοτόμαρα. Ο Καμπούρης μας κοίταζε καθώς κατεβαίναμε, στάλες ιδρώτα στο μέτωπό του.«Καμπούρη την έχεις γαμήσει πολύ άσχημα!» φώναξα χαμογελαστός.Δεν έδωσε μεγάλη σημασία –ήξερε οτι θα είχε προβλήματα από τη στιγμή που με είδε στην ξύλινη πόρτα.Πιέστηκα να περπατήσω ήρεμα όσο οι άνθρωποι τρέχανε στο δρόμο, η γριά πουτάνα δεν φάνηκε παραξενεμένη –απλά χαμογέλασε με όσα δόντια της απέμεναν.«Γρήγορα ήρθες!» σχολίασε.«Να μη σε κρατάω και περιμένουν κι οι πελάτες...» απάντησα.«Νομίζεις οτι λες αστεία;» απόρησε.«Όχι –αλλά όποιος δεν γελάει τον πλακώνω επιτόπου λόγω που έχω ανάγκη την επιβεβαίωση», της εξήγησα.«Βγάζεις κόκκινα χνώτα, αυτό θα πει οτι γρήγορα θα πεθάνεις», παρατήρησε η γριά.«Γρήγορα, αλλά όχι εύκολα. Έχω να πάρω μερικούς ακόμα μαζί μου», της εξήγησα.«Τι να τους κάνεις; Μόνος σου θα πας όπως και να’χει...»Γέλασα.«Μόνος μου θα πάω, αλλά μόνος δεν θα είμαι», της εξήγησα.«Μαλακίες», αποφάνθηκε.«Είδες κανέναν περίεργο;» τη ρώτησα δείχνοντας την Άλφα.«Ναι –εσένα», μου είπε.«Καληνύχτα λοιπόν», της ευχήθηκα.«Κακό ψόφο», μου ανταπέδωσε.Μπήκα στην Άλφα και το πρώτο που έκανα ήταν να δοκιμάσω τα καπάκια από τις σφαίρες –ταίριαζαν μια χαρά στις τρύπες της Βέρας οπότε εύκολα τις σφήνωσα εκεί μέσα.

Page 66: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Κούκλα έγινες πάλι!» παρατήρησα.Η Βέρα δεν καταδέχτηκε να πει τίποτα.Ξεκινήσαμε όσο η μέρα αποκάλυπτε τη δυστυχία της νύχτας –ανατρίχιασα γιατί η μέρα ήταν ανελέητη για μια ακόμα φορά. Από μακριά έρχονταν οι σειρήνες. Κι εγώ έπρεπε να βουλιάξω στο βούρκο της υπομονής αν ήθελα να τσακίσω το Αφεντικό. Επειδή ο θάνατος είναι μια κάποια λύση αν κοιμάσαι σε στρώμα με καρφιά. Αναστέναξα, η υπομονή δεν περιλαμβανόταν στα ατού μου –αλλά καλύτερα έτσι. Θα απολάμβανα στο πετσί μου το μαρτύριο του Αφεντικού. Άνοιξα το τζάμι -να ξεβρωμίσει ο χώρος από το μίσος.11. «Καταζητούμενος»Ξέρεις εκείνο το τραγούδι που λέει οτι «Είμαι καταζητούμενος στην Καλιφόρνια/ Καταζητούμενος στο Μπάφαλο/ Καταζητούμενος στο Οχάιο/ Καταζητούμενος στο Μισισιπή», το ξέρεις το τραγούδι; Λέει ακόμα οτι «Αν ποτέ με πετύχεις κοιμισμένο/ και δεις την αμοιβή ν΄αναβοσβήνει πάνω απ΄το κεφάλι μου/ Για κοίτα καλύτερα φιλαράκο/ θα δεις ένα πιστόλι να σημαδεύει το δικό σου κεφάλι». Η Βέρα ανταποκρινόταν περισσότερο μεταλλικά απ΄ότι συνήθως, οι στομωμένες τρύπες της έτριζαν σαν σπασμένα κόκαλα που ξετρυπώνουν απ’ το δέρμα. Άναψα τσιγάρο σκεφτικός.Είχε μεσημεριάσει αλλά η βροχή έφτιαχνε μια θολούρα μπροστά στον αδύναμο ήλιο, ήταν απ΄αυτά τα μεσημέρια που στα γραφεία των θλιβερών κτιρίων κάνουν πάρτι οι λάμπες φθορίου. Τα μεσημέρια που τρομάζουν οι νομοταγείς πολίτες. Ανάσανα υγρό καυσαέριο από την άσφαλτο –ήμουνα εδώ και ώρες διπλωμένος στις πίσω θέσεις της Άλφα, είχα προσπαθήσει να ξεκλέψω λίγο ύπνο, είχα καταλήξει αγκαλιά με τη Βέρα στο τέλος. «Ένας καταζητούμενος που έχασε τη θέλησή του για ζωή/ Ένας καταζητούμενος που αρνείται να θαφτεί/ Όσο μια γυναίκα γονατισμένη δίπλα στον τάφο μου/ παραχώνει μαργαρίτες στο έδαφος». Σταμάτησα, άφησα τη Βέρα στο πλάι, με τσίτωνε αυτό το διαρκές τρίξιμο δίπλα στον καβαλάρη, λες και κάποιο σπασμένο κόκαλο προσπαθούσε να ξετρυπώσει σκίζοντας το δέρμα της. Ήθελα να βγω και να τσακίσω τους πούστηδες που της το έκαναν –αλλά αυτό δεν γινόταν επειδή οι τύποι ήταν ήδη νεκροί. «Αρχίδια, όταν σας ξαναπετύχω στην κόλαση θα σας λιανίσω άλλη μια φορά!» υποσχέθηκα. Και μετά αποφάσισα να πάρω κάποιες αποφάσεις.Δεν γινόταν να τη βγάλω στην Άλφα μέχρι να νυχτώσει, χρειαζόμουν φαγητό και χρειαζόμουν περπάτημα –αλλιώς θα με πιάνανε οι μπάτσοι σαν τουμπαρισμένο μπάμπουρα και θα με κουβαλούσαν σε αναπηρική καρέκλα. Κοίταξα λοιπόν έξω από το κατεβασμένο παράθυρο, βρήκα έναν φράχτη που δεν έφραζε τίποτα απολύτως –μάλλον κάποτε υπήρχε εργοστάσιο εκεί πίσω, τώρα έμενε μόνο το κομμάτι του φράχτη και λάσπη. Εκεί έκρυψα την Άλφα. Τακτοποίησα και τη Βέρα στο πίσω κάθισμα –μετά βγήκα κι έκανα τα πρώτα μουδιασμένα βήματα. Δεν ήξερα πολλά από τη συγκεκριμένη γειτονιά αλλά είχα περάσει όλη μου τη ζωή σε τέτοιες γειτονιές. Κάποτε παίζανε παιδιά και δουλεύανε οι γονείς, τώρα κουρελήδες τριγυρνούσαν μη έχοντας τίποτα να κάνουν και πουθενά να σταθούν. «Το τέλος έρχεται πάντα άσχημα για την εργατική τάξη» και άλλα τέτοια βαθυστόχαστα, αν με καταλαβαίνεις. Κλώτσησα μια σκισμένη πλαστική σακούλα που τουμπάρισε από την ανοιχτή πλευρά κι από μέσα της χύθηκε κάτι απροσδιόριστο σα χυλός μαζί μ΄ένα ποντίκι. Κοίταξα τριγύρω –που σκατά να πήγαινα;Από τη γωνία απέναντι εμφανίστηκαν δυο σκυμμένοι άνθρωποι, έρχονταν προς το μέρος μου προσέχοντας τα βήματά τους λες και περνούσαν ναρκοπέδιο. Από πάνω τους η

Page 67: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

βροχή κοίταζε μετέωρη κι αναποφάσιστη. Στηρίχτηκα σε ανοιγμένα πόδια λες και κούναγε το έδαφος, επειδή έτσι ήταν –ζαλιζόμουν λίγο.«Ρε μάγκες, υπάρχει κάνα μέρος για φαγητό εδώ γύρω;» τους ρώτησα όσο με πλησίαζαν.Κοιτάχτηκαν. Κι εγώ τους είδα καλύτερα –καθαρά ρούχα αλλά λιωμένα προ πολλού.«Φαγητό; Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε ο ένας στον άλλον.«Έλα ντε! Θυμάσαι κάτι σχετικό;» συμπλήρωσε ο άλλος τον έναν.Τι ωραία! Πέσαμε σε χιουμορίστες!«Εντάξει, αν όλη η εισαγωγή έχει να κάνει με τράκα, σας κερνάω...» προθυμοποιήθηκα.«Τράκα; Εμείς;» απόρησε ο ένας.«Για ποιους μας πέρασε;» αναρωτήθηκε ο άλλος. «Ξέρεις τι δουλειά κάνουμε φιλαράκο;» με ρώτησε.«Που να ξέρω;» αγανάκτησα.«Κρίμα... έλεγα μήπως ήξερε, για να μας διαφωτίσει...» μουρμούρισε απολογητικά ο ένας προς τον άλλο.Ένιωσα μπόλικη κούραση.«Πεινάω σαν πούστης ρε γαμώτο!» αναστέναξα.«Πεινάει ρε ο άνθρωπος κι εσύ κάθεσαι και του λες σαχλαμάρες!» επέπληξε ο ένας τον άλλο. Κι ο άλλος κατέβασε ντροπιασμένα το κεφάλι.Μετά, σα συνεννοημένοι, ξεκίνησαν πάλι το περπάτημα. Σύντομα βρέθηκα να χαζεύω τις πλάτες τους όσο απομακρύνονταν.«Πρώτο στενό δεξιά έχει ένα καφενείο –άμα παρακαλέσεις το Μάστορα μπορεί να σου φτιάξει τίποτα φαγώσιμο», μου φώναξε ο ένας.«Φαγώσιμο;» απόρησε ο άλλος.Δεν έμεινα ν΄ακούσω τη συνέχεια της κουβέντας τους αν και φαινόταν ενδιαφέρουσα. Προτίμησα να πάω κατά κει που μου είχαν πει και μάλιστα τρέχοντας.Η αίθουσα ήταν κίτρινη και μύριζε υγραέριο, στο βάθος κάτι ποτήρια πλένονταν με δαιμονισμένο θόρυβο αλλά οι πελάτες δεν φαίνονταν να ενοχλούνται. Κάποιος μάλιστα ψιλοκοιμόταν με τα μούτρα στο τραπέζι δίπλα σ΄ένα φλιτζάνι του καφέ. Τίναξα το μπουφάν μου αν και δεν χρειαζόταν –η βροχή εξακολουθούσε να μην πέφτει. Έψαξα στο χώρο, ένα καλό τραπέζι με θέα το υπόλοιπο μαγαζί και την εξωτερική τζαμαρία, με περίμενε. Πήγα κι έκατσα εκεί –αναγκαστικά. Επειδή ήταν δίπλα στην τουαλέτα κι έζεχνε. Άναψα τσιγάρο, απλώθηκα. Ένας αξύριστος από κοντινό τραπέζι βάλθηκε να με κοιτάζει περίεργα.«Γνωριζόμαστε;» τον ρώτησα.«Ε;» μούγκρισε και βιάστηκε να κοιτάξει αλλού.Κοίταξα κι εγώ προς τα κάτω, αλλά το τραπέζι ήτανε γεμάτο χαρακιές –δεν βοήθησε τα μάτια μου να ηρεμήσουν. Και τότε κάποιοι αποφάσισαν να κόψουν ξυλεία μέσα στο κεφάλι μου -οι 7 νάνοι, οι 3 σωματοφύλακες, οι Γενναίοι του Μπρανκαλεόνε; Ανάθεμα κι αν καταλάβαινα –εγώ μόνο τ΄ανατριχιαστικά πριόνια τους άκουγα να αντηχούν στα μηνίγγια μου. «Τι θα πάρεις;» ακούστηκε μέσα στον χαμό.Σήκωσα το κεφάλι, ένας γλίτσης με μισάνοιχτο καρό πουκάμισο στεκόταν πάνω μου.«Τι είσαι εσύ;» απόρησα.«Μαγαζί», μούγκρισε ο γλίτσης.«Ο Μάστορας σα να λέμε;» αναρωτήθηκα.«Πες το κι έτσι», μου επέτρεψε.

Page 68: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Υπάρχει τίποτα φαγώσιμο;»«Ξέρω ‘γω; Γράφει πουθενά απέξω ‘Εστιατόριον Η Αφθονία’;» τσίτωσε κάπως ο Μάστορας.«’Μπακάλικο Η Αφθονία’», είπα εγώ.«Τι;» έκανε ο άλλος σα χάχας.«‘Μπάκαλικο η Αφθονία’ –αυτό είναι το σωστό. ‘Εστιατόριον Το Αριστοκρατικόν’, έτσι το λέμε...»Ο Μάστορας έβαλε τα χέρια στη μέση και κοίταξε τριγύρω του. Τότε ανακάλυψα οτι διέθετε και σιχαμερό μουστάκι.«Μάλιστα κύριε προφέσορα, θα το γράψω 100 φορές να μην το ξεχάσω!» με διαβεβαίωσε.«Δεν ρίχνεις στο μεταξύ και τίποτα αυγά με ζαμπόν στο τηγάνι;» τον προέτρεψα. «Και δε χρειάζεται να γράψεις την τιμωρία –εγώ θα κάτσω εδώ να στο θυμίζω».Μου αφιέρωσε μόνο το μισό από τα δυο μάτια του.«Θα δούμε τι έχουμε...» απάντησε.Κι απομακρύνθηκε σκουντουφλώντας. Ήξερα οτι θα μου έφτιαχνε κάτι να φάω –έτσι ήταν αυτοί οι τύποι. Κατά βάθος καλόψυχοι, γι΄αυτό παρέμεναν ζωντανοί μέσα στα σκουπίδια.Το τσιγάρο μου έκαψε τα μυαλά. Παρακολουθώντας το να καπνίζει από μόνο του στο τασάκι σκέφτηκα οτι ήμουνα έτοιμος να ξεράσω επιτόπου. Άνοιξα το στόμα, κατάπια βρώμικο αέρα, τα πράγματα έγιναν χειρότερα.«Εδώ είμαστε!» πανηγύρισε ο Μάστορας αραδιάζοντας μπροστά μου μια ομελέτα, κάτι καψαλισμένες φέτες ζαμπόν, μερικές ζαρωμένες πατάτες και πέντε (αριθμητικά 5) κεφτέδες. Χαμογέλασα για να μην τον κακοκαρδίσω.«Θα μου κάνεις κι έναν καφέ τσίλικο για μετά;» παρακάλεσα.«Να σου κάνω –γιατί να μη σου κάνω; Κουλός είμαι;» φουρκίστηκε άνευ λόγου ο Μάστορας.Έκοψα μια γερή μπουκιά αλλά πριν τη χώσω στο στόμα μου σταμάτησα. Ο αξύριστος πάλι με κοίταζε.«Συμβαίνει τίποτα ρε φίλε;» πήρα να φορτώνω.«Τίποτα, τίποτα...» έκανε εκείνος.«Τότε τι κοιτάς;» ζήτησα να μάθω.«Τίποτα, τίποτα....» επανέλαβε.Έψαξα προς τη μεριά των ψυγείων.«Ρε Μάστορα, πιάσε άλλη μια απ΄τα ίδια για το λιγούρη!» φώναξα.«Φαγητό τέλος», μου ξέκοψε μια φωνή από το βάθος.Βλαστήμησα μέσα απ΄τα δόντια μου. Αλλά αποφάσισα να φάω απερίσπαστος, είχα χρόνο μετά να σκεφτώ για την κατάσταση. Πλακώθηκα λοιπόν και γυάλισα τα πιάτα, έβλεπα τον αξύριστο να με κρυφοκοιτάζει -αδιαφορούσα. Στο τέλος άναψα ένα πολυτελές τσιγάρο, χαλάρωσα λίγο τη ζώνη του τζιν κι έκανα νόημα στο Μάστορα να σερβίρει καφέ. Στις πρώτες τζούρες του τσιγάρου πετάχτηκα σα σουγιάς.Χώθηκα τρέχοντας στην τουαλέτα κι έβγαλα τ΄άντερά μου, πρέπει να πέρασαν πάνω από δυο λεπτά μέχρι να καταλάβω οτι η λεκάνη ήταν σπασμένη και πενταβρώμικη. Αυτό βοήθησε να ξεράσω ακόμα πιο δυνατά, πάντως.

Page 69: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Βγήκα, πλύθηκα στον προθάλαμο και ξανακάθισα στη θέση μου. Ο αξύριστος έλειπε.Ο καφές μαλάκωσε κάπως τα σωθικά μου, αλλά δεν τολμούσα ακόμα ν΄ανάψω τσιγάρο. Στο καφενείο είχαμε απομείνει εγώ, δυο γέροι και ο κοιμισμένος. Έκανα νόημα στον Μάστορα όταν πέρασε δίπλα μου.«Για κάτσε λίγο να σου πω», του ζήτησα.«Έχω δουλειά», μούγκρισε.«Ναι καλά –κι εγώ είμαι Διευθυντής Τραπέζης», κορόιδεψα.Έκατσε πάντως.«Αυτός που με κοίταζε από δίπλα... τι μέρος του λόγου είναι;» ρώτησα.«Ένας, από τη γειτονιά....» είπε ο Μάστορας.«Γίνε λίγο πιο συγκεκριμένος», έκανα σκύβοντας προς το μέρος του ενώ έσερνα ένα πενηντάρικο με την παλάμη του χεριού μου. Τραβήχτηκε λίγο πίσω –μάλλον βρώμαγα ξερατά.«Κι εσύ ας πούμε...» ξεκίνησε να λέει.«Η καλή νεράιδα σε έξτρα έκδοση –διαθέτουσα δυο ραβδάκια πλέον», του ψιθύρισα.Ταυτόχρονα του έδειξα για μια ακόμα φορά το πενηντάρι κάτω από την παλάμη μου ενώ άνοιξα το μπουφάν για να φανεί η λαβή του Βάλτερ.«Μά΄στα –πήξαμε στους ζόρικους», παρατήρησε ο Μάστορας.Δεν είπα τίποτα –απλώς περίμενα.«Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα σε γαμούσα κανονικά, αλλά δεν γουστάρω τους μπάτσους –κατάλαβες;» ψέλλισε ο Μάστορας. «Ούτε τους χαφιέδες τους», συμπλήρωσε κοιτάζοντας έξω από τη τζαμαρία.Έσπρωξα το πενηντάρικο προς το μέρος του κι εκείνος βιάστηκε να το τσεπώσει.«Τι χρωστάω;» τον ρώτησα.«Πληρωμένα», απάντησε. Άφησα λοιπόν κι ένα δεκάρικο σε στυλ μπουρμπουάρ και βιάστηκα να φύγω από εκεί μέσα. Δεν είχα όρεξη για κοινωνικές συναναστροφές με μπάτσους.Βγήκα στο δρόμο, η βροχή έπεφτε κανονικά τώρα, προχώρησα βιαστικά προς το μέρος που είχα κρύψει την Άλφα. Μια σειρήνα μου υπενθύμισε οτι τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα θέλουμε. Έβγαλα λοιπόν το Βάλτερ κι έγινα ένα με τον κοντινότερο τοίχο. Κράτησα ανάσα γι΄αργότερα. Όταν πέρασαν οι στιγμές που τίποτα δεν γινόταν, διέκρινα τη μουτσούνα του περιπολικού να μπουκάρει στο στενό, τράβηξα τότε την ασφάλεια στο Βάλτερ. Οι μπάτσοι ήταν δύο και σχετικά αναστατωμένοι όπως κάθε λογικός άνθρωπος που πάει να παίξει το κεφάλι του. Σκέφτηκα να τους πυροβολήσω μέσα από τις σταγόνες του παρμπρίζ τους αλλά δεν ήμουνα σίγουρος οτι θα τους πετύχαινα. Κι αν ερχόταν ακόμα ένα περιπολικό από πίσω θα τον πίναμε απαξάπαντες. Δηλαδή, μόνο εγώ θα τον έπινα –αλλά ο πληθυντικός απελπισίας ποτέ δεν έβλαψε. Έμεινα εκεί πέρα, συνέχισα να τους σημαδεύω περιμένοντας την επόμενη κίνησή τους.Οι μπάτσοι σε λίγο αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους, ο πρώτος μισοκρύφτηκε πίσω από την ανοιχτή πόρτα του περιπολικού σημαδεύοντας τον αέρα προς τη μεριά μου κι ο δεύτερος άρχισε να πλησιάζει καουμπόικα. Ρούφηξα νοτισμένο αέρα και τον περίμενα. Η βροχή σκέφτηκε να κόψει αλλά το μετάνιωσε και πλακώθηκε στα φοξ τροτ. Ο μπάτσος αδιαφορούσε για το κατάβρεγμα –μαλακία του. Άμα γίνεις παπάρα χάνεις σε μαχητικότητα, όταν μουλιάσει το βρακί σου δεν έχεις πολύ όρεξη να το παίξεις ήρωας. Έστριψε στη γωνιά που τον περίμενα, βρεθήκαμε φάτσα-κάρτα, φρέναρε

Page 70: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

κομπλαρισμένος. Χαμήλωσε και το πιστόλι σα βλάκας όσο τον σημάδευα στο δόξα πατρί. «Κάτσε όπως είσαι», τον προειδοποίησα.Και τότε ο μαλάκας έκανε το απίστευτο, δηλαδή μου γύρισε πλάτη και άρχισε να τρέχει προς το περιπολικό –θα σταυροκοπιόμουνα από έκπληξη αν ήμουνα θεοσεβούμενος. Αντί γι΄αυτό πετάχτηκα στο κατόπι του, έριξα μερικές στον άλλο μπάτσο που τον κάλυπτε κι ακόμα μία σημαδεύοντας την πλάτη του. Δεν πέτυχα σπουδαία πράγματα –για την ακρίβεια δεν πέτυχα τίποτα, αλλά ο μπάτσος που έτρεχε βούτηξε με τα δόντια στα νερά των πεζοδρομίων κι ο άλλος έσκυψε για να κρυφτεί καλύτερα.«Άντε γαμηθείτε!» ούρλιαξα και ξεκίνησα τη δική μου τρεχάλα, πέρασα ανοιχτά αριστερά τους, βρέθηκα στη μάντρα, στριφογύρισα μέχρι να χωθώ πίσω από το τιμόνι της Άλφα –μετά έφυγα σπινιάροντας. Κοίταξα από τον καθρέφτη το σταματημένο περιπολικό, οι δυο μπάτσοι δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση να με κυνηγήσουν. Θα περίμεναν εκεί πέρα για ενισχύσεις –οι ενισχύσεις έρχονται πάντα από το κέντρο της πόλης –γι΄αυτό διάλεξα να την κοπανήσω συνοικιακά. Σιγοτραγουδώντας, «Κι αν ο Διάβολος έρθει να με μαζέψει/ επειδή ο Παράδεισος δεν θέλει καταζητούμενους/ καλύτερα να φοράει ένα εξάσφαιρο στη μέση του/ και να κρατάει ακόμα ένα στο χέρι του», η Βέρα από το πίσω κάθισμα σίγουρα θα μούτρωνε που τέλειωνα μόνος μου το τραγούδι αλλά δεν είχα χρόνο να ακούσω τα παράπονά της. Έστησα αυτί –πουθενά σειρήνες. Μπορούσα λοιπόν να κάνω την τελευταία δουλειά της ημέρας πριν βρω κάποιο μέρος να αποθέσω την εξάντλησή μου. Άλλαξα πορεία, η Άλφα θα έκανε έναν τεράστιο κύκλο αν θέλαμε να ξαναμπούμε στο κέντρο της πόλης. Πήγαιναν δυο ή τρία χρόνια από τότε που άρχισα νταραβέρια με το Αφεντικό –ήταν παλιός στην πιάτσα, είχα ακούσει πολλά για πάρτη του, αλλά δεν είχε τύχει να τον τρακάρω πουθενά. Ήμουνα τότε άφραγκος, κρυμμένος λόγω εντάλματος και όλος νύχια. Έτοιμος για αίμα. Κράταγα ένα δωμάτιο με ελαττωματικά υδραυλικά στο μπουρδελοξενοδοχείο του Τούρκου και πλήρωνα καθυστερούμενα τσακίζοντας στο ξύλο τυχόντες νταβατζήδες. Λίγα πράγματα βέβαια, επειδή δεν γινόταν ούτε μέχρι το περίπτερο να πάω για τσιγάρα –μονάχα ότι κυκλοφορούσε στο ξενοδοχείο μπορούσα να δείρω.«Ενδιαφέρεσαι να καθαρίσεις;» με είχε ρωτήσει ο Τούρκος ένα πρωί.«Α μπα...» το είχα ρίξει στην κοροϊδία, «προτιμώ να κρύβομαι στο μπουρδέλο σου –τι λες τώρα!»Ο Τούρκος μου είχε εξηγήσει με πατρικό ύφος οτι το Αφεντικό ψάχνει ανθρώπους έμπιστους για να κουβαλάνε λεφτά –τίμιες δουλειές, παστρικές κι ασφαλισμένες. Εγώ είχα εκφράσει κάποιες επιφυλάξεις, επειδή το να κουβαλάς λεφτά δεν είναι παράνομο –το να τα παραδίδεις όμως...«Έλα καημένε!» είχε πει ο Τούρκος. «Μήπως εσύ θα κουβαλάς το πράμα; Εσύ μόνο θα πληρώνεις...»«Κι αν με τσιμπήσουν θα πω ‘εκεί που καθόμουν στο καφενείο πέρασε ένας καλός άγνωστος κύριος και μου ζήτησε να δώσω αυτά τα λεφτά σε κάποιον άλλο καλό άγνωστο κύριο’ –έτσι;» είχα απορήσει.«Έτσι ακριβώς», είχε πει ο Τούρκος. «Επειδή φιλαράκο το Αφεντικό έχει γερά κονέ. Δε αναρωτήθηκες περί του πως σου προτείνω δουλειά ενώ είσαι πιο καρφωμένος κι από γαρίδα σε ακριβό εστιατόριο; Η μόνη σου ελπίδα είναι –γι΄αυτό στα λέω... Αν δουλέψεις για λογαριασμό του γίνεσαι αυτομάτως αόρατος για τους μπάτσους...»

Page 71: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Το είχα σκεφτεί καλύτερα.... μαλακίες, δεν είχα τίποτα να σκεφτώ. Ήμουνα δέκα πόντους πάνω απ΄το κεφάλι βουλιαγμένος στην απελπισία, έτσι όπως πήγαινε η ζωή μου εκείνη την εποχή, το μόνο που μου έμενε ήταν να παραδοθώ οικειοθελώς στους μπάτσους μπας κι εξασφαλίσω κάποια δωρεάν γεύματα. Αλλά ήξερα οτι αν με χώνανε πίσω απ΄τα κάγκελα θα σκότωνα τον πρώτο πούστη που θα μου την έπεφτε και θα έμενα εκεί μέσα για πάντα –αυτό μόνο με κράταγε ακόμα κρυμμένο στα πέριξ. Πάμε παρακάτω.Παρακάτω περίμενε το Αφεντικό, με τα κουμπιά του πουκαμίσου να τσιτώνουν πάνω από την τριχωτή κοιλιά του, με διπλοσάγονα που κουνιόνταν όμοια με της γαλοπούλας, μάτια κουμπιά χαμένα κάτω από λιπαρές βλεφαρίδες –ένα Αφεντικό με τα όλα του, έξτρα λαρτζ. «Έχω ακούσει...» είπε δείχνοντάς με.«Γι΄αυτό τα έχουμε τα αυτιά», είπα εγώ.«Αν σε πάρω για δουλειά θα πρέπει να κερδίσεις την εμπιστοσύνη μου», είπε μετά.«Ομοίως», τον διαβεβαίωσα.«Πολύ ζόρικος το παίζεις», παρατήρησε το Αφεντικό. «Τι κάνεις για να τα φέρεις βόλτα αυτό το διάστημα;»«Παίζω κιθάρα», απάντησα εγώ.«Δουλειά το λες αυτό;» αναρωτήθηκε.«Εσύ πως το λες δηλαδή;» νευρίασα.«Μαλακία το λέω», είπε το Αφεντικό.«Μήπως θέλεις να προσπαθήσεις να μου το αλλάξεις;» στράβωσα.Το Αφεντικό χαμογέλασε.«Μου αρέσεις φιλαράκο», διαπίστωσε. «Τι θα ΄λεγες να δουλέψεις για μένα;»«Θα ΄λεγα όχι», απάντησα εγώ.«Εντελώς ξαφνικά άρχισες να μη μου αρέσεις καθόλου», μουρμούρισε απειλητικά το Αφεντικό.«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο λυπημένο με κάνεις!» είπα εγώ.«Δυο κολλαριστά, το ένα μπροστά», πρότεινε το Αφεντικό.«Προχώρα παρακάτω», είπα εγώ.Η πρώτη δουλειά ήταν τόσο εύκολη που δεν ήταν καν δουλειά. Πήρα ένα πακέτο χαρτιά από το Αφεντικό και το πήγα πάλι στο Αφεντικό –έτσι για τεστάρισμα. Η δεύτερη δουλειά ήταν πιο σύνθετη. Η τρίτη ήταν μανίκι και μετά σταμάτησα να μετράω. Αλλά ξεκίνησα να μαθαίνω για το Αφεντικό –ρώτησα στην πιάτσα, πήρα μάτι τα φορτώματα και τα ξεφορτώματα, ενημερώθηκα αρκετά. Αποδείχτηκε οτι ο άνθρωπος είχε πολλές άκρες επειδή ήταν ενδιάμεσος –εκτελούνται μεταφορές κι έτσι. Η αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια, οι πρεζέμποροι πλήρωναν για τα δρομολόγια, οι σωματέμποροι περίμεναν στην παραλαβή για φρέσκο κρέας... Μόνο με τα όπλα γινόταν παράδοση κατ΄οίκον. Το Αφεντικό δούλευε τη μάκινα στρωτά και συστηματικά.Κοίταξα τριγύρω, η βροχή συνέχιζε να πέφτει, τα αυτοκίνητα πύκνωναν στραβωμένα από τις σταγόνες. Βάρεσα θυμωμένα την κόρνα, το μπροστινό αμάξι τινάχτηκε βγαίνοντας από τον ύπνο του και μετά έσβησε. Ένιωσα ποντικός δίπλα σε σπασμένο κιούπι λαδιού. Ξεκίνησα να παίζω τα δάχτυλα ταμπούρλο στο τιμόνι της Άλφα –όσο ήμασταν έτσι κολλημένοι δεν μπορούσαν να με πλησιάσουν οι μπάτσοι αλλά δεν μπορούσα κι εγώ να φτάσω στον προορισμό μου. Ισοπαλία.

Page 72: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Με τα χίλια ζόρια πλησίασα πίσω από το μαγαζί του Αφεντικού, πέρασα ξυστά τη μισάνοιχτη σιδερόπορτα, πρόλαβα να δω το φορτηγό εκεί μέσα. Έμενε μόνο να κόψω κίνηση, πόσοι, ποιοι, που –παράτησα λοιπόν την Άλφα έξω από τη σιδερόπορτα. Πρώτα πήγα στη μπροστινή πλευρά, στη βιτρίνα του μαγαζιού, τίγκα φωτισμένη και λαμπερή –αλλά δεν υπήρχε ψυχή μέσα. Το κατάστημα κλειστό λόγω ωραρίου, το Αφεντικό ήταν προσεκτικό σ΄αυτά. Δεν ήθελε να φάει κάνα πρόστιμο, γι΄αυτό έκλεινε από μπροστά, πήγαινε σπιτάκι του να κολυμπήσει σε τίποτα σουπιέρες με μακαρόνια κι άφηνε τα παιδιά να δουλεύουν από πίσω. Ως εδώ καλά.Ξαναγύρισα στην πίσω πλευρά, στο χώρο φορτοεκφορτώσεων να πούμε. Το φορτηγό ήταν με τη μούρη προς την έξοδο και πίσω του κάποιοι σκαλίζανε. Η βροχή ήταν μαζί μου εκατό τα εκατό, κάλυψε τα βήματά μου μέχρι να φτάσω στο κουβούκλιο του φορτηγού. Ανέβηκα επιφυλακτικά και χαμογέλασα σαν ανοιξιάτικο ξημέρωμα, επειδή οι μαλάκες είχαν αφήσει τα κλειδιά πάνω στη μηχανή. Έβαλα όπισθεν πριν καν ξεκινήσω, πάτησα και τέρμα γκάζι, έστριψα το κλειδί –ο κόσμος βρόντηξε κι αμέσως άρχισε να ταρακουνιέται. Μετά ακούστηκαν κραυγές, θόρυβοι τέτοιοι που μου σήκωσαν τις τρίχες, ήρθε ένα τράνταγμα σα σφαλιάρα αφιονισμένου Χουλκ, όσο κι αν ήμουνα προετοιμασμένος, κόλλησα στο μπροστινό τζάμι. Οι κλειδώσεις μου πόνεσαν αφόρητα, οι ώμοι μου κόντεψαν να διαλυθούν από το χτύπημα. Αλλά δεν είχα χρόνο ούτε να βογκήξω –άνοιξα την πόρτα και βούτηξα στο τσιμέντο σε στυλ «πρωταθλητής των καταδύσεων». Κατρακύλησα μέχρι να σταθώ στα πόδια μου, έτρεξα να δω τι κατάφερα.Το πίσω μέρος του φορτηγού είχε διαλύσει μια αλουμινένια πόρτα –η δεξιά άκρη σφηνωμένη στο ντουβάρι. Όχι άσχημα. Πλησίασα με το Βάλτερ έτοιμο, ανάμεσα φορτηγό και ντουβάρι ήταν πατικωμένος ένας ετοιμοθάνατος –κοίταζε ψηλά μη μπορώντας να κάνει κάτι καλύτερο. Δυο άλλοι σηκώνονταν από το τσιμέντο αρκετά ανήσυχοι.«Μην κάνετε τίποτα μαλακίες!» τους φώναξα.Με κοίταξαν –έψαχνα τριγύρω να δω αν υπήρχαν κι άλλοι. Δε φαινόταν να υπάρχουν.«Τι έχει μέσα το φορτηγό;» ούρλιαξα.«Πλακάκια...» κλαψούρισε ο ένας τρομοκρατημένος.«Ψηλά τα χέρια όταν μου μιλάς ρε πούστη!» τον γείωσα.Βιάστηκαν να υπακούσουν, κοίταζαν κιόλας τον άντρα που αργοπέθαινε λιωμένος από το φορτηγό. Αλλά εκείνος δεν υπήρχε περίπτωση να σηκώσει τα χέρια του, ούτε τίποτα άλλο.«Τι έχει το φορτηγό;» ξαναρώτησα.«Πλακάκια, πλακάκια –αλήθεια!» ούρλιαξε ένας από τους άντρες.Έτσι όπως είχε γίνει η κατάσταση δεν μπορούσα να ελέγξω το φορτίο από μόνος μου. «Να σε πιστέψω;» ρώτησα τον άντρα.Κούνησε το κεφάλι έτοιμος να λιποθυμήσει. Φαινόταν τελικά οτι είχα πετύχει αθώους χαμάληδες. Δε γαμιέται; Καλύτερα έτσι.«Ανέβα στο φορτηγό», είπα στον πιο κοντινό από τους άντρες.Έδειξε μεγάλη προθυμία, όταν έφτασε κοντά μου γλίστρησε κι έσκασε με τα μούτρα στο τσιμέντο. Τον περίμενα να σηκωθεί.«Εσύ, εδώ μαζί μου», είπα στον άλλο και ξεκινήσαμε για τη μπροστινή πλευρά του φορτηγού. «Τέρμα γκάζι και όπισθεν!» ούρλιαξα.

Page 73: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Ο άντρας που είχε ανέβει στο τιμόνι του φορτηγού πλακώθηκε να γκαζώνει, κάτι κατάφερε –είδα το ντουβάρι του μαγαζιού να στραβώνει λίγο πριν γαμηθεί εντελώς το πίσω ημιαξόνιο. Στράφηκα στον κοντινό μου.«Να πεις του Αφεντικού οτι θα του γαμήσω τα πρέκια», του εξήγησα.«Ποιος είσαι;» ψέλλισε εκείνος.«Ξέρει το Αφεντικό ποιος είμαι. Αυτός που θα του γαμήσει τα πρέκια –αυτός είμαι», απάντησα πριν τον σπρώξω μακριά μου. «Συγνώμη για τον δικό σας που έγινε χαλκομανία –δεν το΄θελα», του φώναξα φεύγοντας.Μπήκα στην Άλφα και έφυγα από τα στενά παρακαλώντας να μη με μπλοκάρει κανένα σκουπιδιάρικο. Αλλά ήξερα οτι δεν θα γίνει έτσι –όταν έχεις κάνει κάτι σιχαμένο η μοίρα σε βοηθάει να γλιτώσεις, επειδή η μοίρα είναι μεγάλη καργιόλα. Άσε που γουστάρει να ετοιμάζει πελατεία για τις φιλενάδες της τις τύψεις. Οι ώμοι μου πονούσαν, οι κλειδώσεις μου πήραν να ματώνουν, ένα τρέμουλο στο στήθος –τι μου φταίγανε αθώοι άνθρωποι; Τι σκατά κτήνος ήμουνα; Έστριψα απότομα το τιμόνι αριστερά για να βγω στη λεωφόρο –η κίνηση είχε κόψει κάπως, η βροχή σταμάτησε να πέφτει.Ήμουνα το κτήνος που είχε χρεωμένες τις ψυχές τους, ο προσωπικός τους συνοδός για την κόλαση –αυτό ήμουν.Και χρειαζόμουν επειγόντως ύπνο.12. Και τ΄αηδόνια θα βγάλουν το σκασμόΤο μίσος σε ωριμάζει. Περνάς μια ζωή μέσα στις παρορμήσεις, ότι θέλεις το παίρνεις, ότι δε σου δίνουν το κλέβεις, τυφλωμένος -μύγα σε ζαχαροπλαστείο. Θυμώνεις, κοντράρεις, λυσσομανάς, επιτίθεσαι –αλλά δεν έχεις μάθει να μισείς. Όταν το θέμα έχει να κάνει με την επιβίωση, δε μισείς –το μίσος είναι πολυτέλεια. Ο αγώνας για την επιβίωση είναι σκέτη αποκτήνωση, όσο το μίσος παραμένει ένα ακόμα βίτσιο των χορτασμένων. Ή των ετοιμοθάνατων –που κάνει ακριβώς το ίδιο. Λένε πως οι ετοιμοθάνατοι μαλακώνουν συναισθηματικά, λένε οτι αυτοί αγαπάνε όλον τον κόσμο επειδή ετοιμάζονται να αποχαιρετήσουν. Όσοι λένε τέτοια πράγματα δεν υπήρξαν ποτέ ετοιμοθάνατοι, αυτό ξέρω εγώ.Και μη νομίζεις, αν πίστευα οτι έχω ζωή μπροστά μου αλλιώς θα ενεργούσα –θα μπούκαρα στο σπίτι του Αφεντικού, ή θα πέρναγα απ’ το μαγαζί του και θα τα ‘κανα πουτάνα εκεί μέσα. Έτσι είχα συνηθίσει να δουλεύω τότε που μετριόμουνα στους ζωντανούς. Αλλά τώρα ήταν διαφορετικά. Έπεσα σε τρίτη, το κιβώτιο της Άλφα αναστέναξε ανυπόμονα, ο δρόμος μπροστά μου ήταν νύχτα και η κίνηση λιγόστευε. Είχα μπόλικη ώρα για σκότωμα, μέχρι να φτάσει το ξημέρωμα –τότε θα έκανα την κίνησή μου. Επειδή κάθε τι πονάει περισσότερο το ξημέρωμα.Ένα περιπολικό χασμουριόταν με αναμμένο το φάρο στο πλάι της λεωφόρου, δεν είχαν όρεξη για τραβήγματα, δεν είχα διάθεση για μπλεξίματα –πέρασα μπροστά τους με σταθερή ταχύτητα. Στο παρμπρίζ της Άλφα καταστρώνονταν από μόνα τους τα αόρατα σχέδια.Είχα χτυπήσει το μαγαζί του Αφεντικού και είχα χτυπήσει τους εισπράκτορές του –με τι άλλο ασχολιόταν; Ναρκωτικά και γυναίκες –πολλοί ήταν εκείνοι που προτιμούσαν να πληρώσουν το Αφεντικό σε είδος όταν τους έκανε κάποια μεταφορά, έτσι βρισκόταν συχνά με κάποια ποσότητα που έπρεπε να σπρώξει στην αγορά. Είχε γι΄αυτό φτιάξει ένα ψευτοδίκτυο, δεν έφτανε μέχρι κάτω στους πελάτες –όχι τέτοια πράγματα –το Αφεντικό δεν έπαιρνε ποτέ περιττά ρίσκα. Απλά μεταπουλούσε σε γνωστούς εμπόρους, μικρότερο

Page 74: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

το κέρδος αλλά σίγουρα πράγματα. Εκεί πέρα μπορούσα να του κάνω ζημιά όσο περίμενα να ξημερώσει. Ξεκίνησα λοιπόν για τα σπίτια των σιχαμένων.Η Άλφα μου αναβόσβησε ένα κόκκινο λαμπάκι στο καντράν, υπενθυμίζοντας οτι ακόμα και οι θρυλικοί κινητήρες χρειάζονται βενζίνη. Ρολάραμε παρέα στους έρημους δρόμους ψάχνοντας για ανοιχτό βενζινάδικο –εκεί έξω είχε πέσει μια μοναξιά τόσο πυκνή που μούλιαζε η στεναχώρια τους σκουπιδοτενεκέδες. Αυτή η πόλη πέθαινε άσχημα –χρόνια τώρα. Από τότε που τη θυμόμουν, πιτσιρικάς βγήκα πρώτη φορά να τη συναντήσω κι εκείνη γινόταν κοφτερή, σαν κομματιασμένο πεζοδρόμιο, κάθε φορά που άπλωνα το χέρι μου. Ποτέ δε με φύλαξε αυτή η πόλη, ποτέ δεν άνοιξαν οι πόρτες των πολυκατοικιών της για να με κρύψουν. Τσιμέντο, παγωμένο μάρμαρο και σίδερο –η πόλη που με γέννησε. Αναγκάστηκα να σκάψω την πέτρα με κουτάλι σα φυλακισμένος, αναγκάστηκα να σκαλίσω το σχήμα του κορμιού μου για να προφυλαχτώ. Σκατούπολη.Είδα έναν επιφυλακτικό στο πεζοδρόμιο, οδήγησα την Άλφα προς τη μεριά του.«Ρε φίλε, ξέρεις κάνα βενζινάδικο ανοιχτό εδώ κοντά;» του φώναξα από το ανοιχτό παράθυρο.«Δεν ξέρω τίποτα –δεν είμαι από δω», μουρμούρισε εκείνος επιταχύνοντας το βήμα του.Κανένας δεν ήταν από δω, λες κι η πόλη εποικίστηκε από φαντάσματα –όλοι περαστικοί ήμασταν. Ακόμα και οι ταμπέλες, είδα μία γκρεμισμένη στην άκρη του δρόμου, την ακολούθησα χωρίς να την πιστεύω αλλά τελικά αποδείχτηκε σωστή. Βενζινάδικο 100 μέτρα δεξιά.«Πόσο να βάλω;»«Γέμισέ το»«Απλή ή σούπερ;»«Σούπερ».«Κανονική ή αμόλυβδη;»Έβγαλα το κεφάλι από το ανοιχτό παράθυρο –είδα καλύτερα τον πιτσιρικά. Με κοίταξε κι εκείνος μ΄ένα χαζό χαμόγελο που φώτιζε τα σπυριά στη μούρη του.«’σου πω ρε σπόρε –για τι σου κάνει η τρύπα του ρεζερβουάρ;» τον ρώτησα.«Εντάξει κύριος, επειδή είναι φαρδιά -χωράει η κάνουλα της κανονικής βενζίνης, αλλά χωράει και της αμόλυβδης...» Ρε μ΄έναν πούστη....«Να σε ρωτήσω, έχετε κάναν Μπλακ Πάουερ στο βενζινάδικο;» γλύκανα λίγο το ύφος μου κρεμασμένος ακόμα στο παράθυρο της Άλφα.Ο πιτσιρίκος μαζεύτηκε.«Δηλαδή... και γιατί ρωτάς;» κόμπιασε.«Ρωτάω για να μάθω ρε σπόρε! Έχετε ή δεν έχετε;»«Έχουμε», παραδέχτηκε.«Ας πούμε λοιπόν οτι σκάει μύτη η Τζίνα Τζέισον –με παρακολουθείς;»Με παρακολουθούσε μπερδεμένος βέβαια.«Κι ας ξαναπούμε οτι είσαι εσύ που τρέχεις να την εξυπηρετήσεις, καθότι ο Μπλακ Μπράδερ με το αφεντικό του μαγαζιού παίζουν τόμπολα εντός...»«Τι είναι τα τόμπολα;» απόρησε.«Δεν έχει σημασία –πρόσεξέ με! Βγαίνει λοιπόν η Τζίνα και σου ξηγιέται ‘γέμισμα του ρεζερβουάρ πλας πήδημα’ –κλασσική φάση, με πιάνεις;»Κούνησε το κεφάλι και κουνήθηκε μαζί όλο του το σώμα.

Page 75: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Λοιπόν σ΄αυτή την υποθετική περίπτωση τι θα της πρότεινες; Να πηδηχτεί με τ΄αφεντικό σου τον φίφα ή να βάλει τον Μπλακ Πάουερ τον προικισμένο;»Του πήρε λίγη ώρα να πιάσει την παραβολή αλλά στο τέλος χαμογέλασε ικανοποιημένος.«Εντάξει, τώρα που έπιασες το νόημα ξηγήσου το σχετικό γέμισμα του ρεζερβουάρ», είπα ήρεμα.Είναι καλό να είσαι καλός με τους ανθρώπους.Ο πιτσιρικάς τίγκαρε το ρεζερβουάρ, μου έδειξε τον μετρητή που έγραφε «50» και πλησίασε να πληρωθεί.«Κάπως γνωστός μου φαίνεσαι –που σε έχω δει;» με ρώτησε όσο τσέπωνε το χαρτονόμισμα.«Που με έχεις δει; Ξέρω ΄γω; Μάλλον με θυμάσαι από τότε που πήδαγα τη μάνα σου», είπα κι έβαλα μπρος στα γρήγορα.Είναι καλό να είσαι καλός με τους ανθρώπους -αρκεί αυτοί να το εκτιμούν. Βγήκα πάλι στη λεωφόρο. Η Άλφα ρεύτηκε σα βαρυστομαχιασμένη γάτα πριν επιταχύνει.Έμενε στον πέμπτο όροφο και φυλαγόταν προσεκτικά –ένα τζιπ που ξεροστάλιαζε στην εξώπορτα της πολυκατοικίας κι ένα πολυμορφικό παραφύλαγε δυο σπίτια παρακάτω. Τα ήξερα όλα αυτά, από παλιά, όταν του πήγαινα χρήματα. Αν έκανα και πλησίαζα με την Άλφα θα με θέριζαν από δυο πάντες, γι΄αυτό πάρκαρα πιο πίσω και άρχισα το περπάτημα. Μέτραγα τα βήματα, τώρα θα με σταμπάρανε από τους καθρέφτες του τζιπ, τώρα θα ειδοποιούσαν τους άλλους στο πολυμορφικό, τώρα...Η πόρτα του τζιπ άνοιξε και βγήκε ένας θεόρατος με μακριά μαλλιά. Τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν. Του έκανα νόημα. Έμεινε ακίνητος όσο πλησίαζα.«Ήρθα να δω τον Γλύκα», είπα δυνατά.«Και λοιπόν;» αναρωτήθηκε.«Εσύ θα μου πεις», φρέναρα απέναντί του.«Σε περιμένει;» θέλησε να μάθει.«Δε νομίζω», υπέθεσα.«Τότε δεν θα τον δεις», μου ξέκοψε.«Προσπάθησε πάλι», τον προέτρεψα.Κοίταξε για λίγο τα κορδόνια των αθλητικών του και μετά χώθηκε στο τζιπ. Εγώ περίμενα σκαλωμένος. Δυο άτομα βγήκαν από το πολυμορφικό και στάθηκαν παρακολουθώντας με. Ο μαλλιάς ξαναβγήκε.«Τι τον θες;» ρώτησε.«Δικιά μου δουλειά», απάντησα.«Θα μπορούσα να κάνω τη δικιά σου δουλειά –δικιά μου», σχολίασε ο μαλλιάς.«Δεν θα σου άρεσε –δεν πληρώνει καλά», του εξήγησα.Έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Ο Γλύκας είπε να πεις σε μας πρώτα...» μουρμούρισε.«Ο Γλύκας κάνει λάθος, δώστον μου στο τηλέφωνο και θα δεις που θα το παραδεχτεί», του είπα.Χάθηκε για μια ακόμα φορά μέσα στο τζιπ και βγήκε με ένα τηλέφωνο στο χέρι. Το πήρα. Από το πίσω τζάμι του τζιπ με σημάδευε μια κοντόκανη.«Τι θες!» ούρλιαξε το τηλέφωνο.«Να μιλήσουμε», είπα.«Τι να πούμε; Είσαι πεθαμένος, δεν τα΄μαθες;»

Page 76: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Οι πεθαμένοι ξέρουν τα καλύτερα μυστικά για τους ζωντανούς –ειδικά για όσους μιλάνε με μπάτσους», του απάντησα.Περίμενα για λίγο με το τηλέφωνο στ΄αυτί.«Τσακίσου κι έλα πάνω!» ούρλιαξε το τηλέφωνο.«Σου δίνω το μαντρόσκυλο για να του τα πεις», τον πληροφόρησα και πέταξα το τηλέφωνο στον αέρα.Ο μαλλιάς το άρπαξε πριν γίνει κομμάτια στην άσφαλτο. Άκουσε για λίγο σιωπηλός, μουρμούρισε κάποιο «εντάξει» και άφησε το τηλέφωνο μέσα στο τζιπ.«Ξεφορτώσου», με διέταξε.Έβγαλα το Βάλτερ και το κράτησα από την κάνη. «Κοίτα μην το χάσεις γιατί θα σε πηδήξω», τον προειδοποίησα.Πήγε να το πάρει, τράβηξα το χέρι πίσω, έμεινε μετέωρος.«Δεν άκουσα!» επέμεινα.«Μην παίζεις με την υπομονή μου», προειδοποίησε ο μαλλιάς.«Ακόμα κι έτσι....» μουρμούρισα, κρατώντας το Βάλτερ σε απόσταση.«Εντάξει γαμώ το στανιό σου! Θα προσέχω να μην το χάσω!» απηύδησε ο μαλλιάς.Του έδωσα το Βάλτερ.«Ακολούθα», είπε χώνοντάς το στην τσέπη του μπουφάν του.Άνοιξε τη μασίφ πόρτα της πολυκατοικίας και ξεκίνησε για το ασανσέρ, εγώ πίσω του με σταθερό βήμα. Τον είδα να πατάει το κουμπί, στον φωτεινό πίνακα φάνηκε οτι ο θάλαμος ξεκίνησε να κατεβαίνει από τον πέμπτο. Και τότε έστριψε το σώμα του ξαφνικά –μου στρέτσαρε ένα περιποιημένο ντιρέκτ ακριβώς κάτω απ΄τη μύτη. Έγλυψα αλμυρό αίμα από τα χείλη μου, πόνεσα αλλά δεν κουνήθηκα.«Επειδή το παίζεις πολύ μάγκας», μου εξήγησε.«Μέσα είσαι», συμφώνησα.Το ασανσέρ άνοιξε μπροστά μας, μπήκαμε, εκείνος κόλλησε την πλάτη στον πίσω καθρέφτη για να με έχει μπροστά του. Εγώ όμως δεν είχα όρεξη για παιχνιδάκια, προτίμησα να περάσω τη γλώσσα από τα μπροστινά μου δόντια για να δω αν κουνιόταν κανένα τους.«Φτάσαμε», μου είπε.Άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ, με προσπέρασε στο διάδρομο και πήγε μπροστά για να με μπάσει στο διαμέρισμα. Το χωλ ήταν τίγκα στα πεταμένα παλτά, καπνοί βγαίνανε από το εσωτερικό του σπιτιού, ανακατεμένοι με γέλια και ξινισμένο αέρα. Ο Γλύκας ήταν γνωστός για τα πάρτι του, βασικά ο Γλύκας ζούσε σ΄ένα μόνιμο πάρτι. Κόσμος συνέχεια στο σπίτι του, άλλοι γίνονταν στα πίσω δωμάτια, άλλοι αγόραζαν φτιαγμένες γκόμενες για να τις πηδήξουν στο μπάνιο, στο σαλόνι, στο καθιστικό, στο μπαλκόνι –παντού. Κι ο Γλύκας γυρόφερνε, είχε αυτή την εντύπωση οτι κανένας δεν θα τον πείραζε σ΄ένα σπίτι γεμάτο κόσμο. Αλλά είχε και τη φρουρά από κάτω, επειδή οι εντυπώσεις από μόνες τους δε φτάνουν.Ένας σκατόγερος μας προσπέρασε κυνηγώντας δυο γκόμενες που κρατούσαν κολονάτα ποτήρια –όταν ήταν δίπλα μου του ΄βαλα τρικλοποδιά –γκρεμίστηκε μαζί μ΄ένα τραπεζάκι βιτρό. Ο μαλλιάς κοίταξε ανήσυχος, του χαμογέλασα, στράβωσε.«Στις ομορφιές σου σε βρίσκω –για πτώμα...» με χαιρέτησε φιλικά ο Γλύκας.Τον λέγανε έτσι από την εποχή που ξεκίνησε την καριέρα του σαν νταβατζής –αλλά ποτέ δεν κατάλαβα αν εννοούσαν το τσουτσούνι του ή τους γλυκερούς του τρόπους. Όταν πέρασε στο πουσάρισμα κόκας το παρατσούκλι ήρθε κι έδεσε.

Page 77: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Πάμε κάπου να τα πούμε χωρίς τον χιμπατζή», του ζήτησα δείχνοντας τον μαλλιά που μου είχε γίνει στενός κορσές.«Τς, τς, τς... άκου λόγια! Δεν σκέφτεσαι οτι με κάτι τέτοια μπορεί να πληγώσεις τους γύρω σου;» χαμογέλασε ο Γλύκας.Έγλυψα το ξεραμένο αίμα στα χείλη μου και δεν έδειξα καμιά διάθεση να χαμογελάσω.«Έλα –να τελειώνουμε...» του ζήτησα.«Βιάζεσαι; Που αλλού έχεις να πας;» έκανε πως απορεί εκείνος.Δε μίλησα, οπότε μου γύρισε την πλάτη, προχώρησε σ΄ένα μισοσκότεινο διάδρομο, εγώ πίσω του, ο μαλλιάς παραπίσω. Ξεκλείδωσε ένα δωμάτιο και μου έκανε υπόκλιση τύπου «περάστε στο φτωχικό μας», δεν κουνήθηκα, σήκωσε τους ώμους και μπήκε πρώτος. Τον ακολούθησα. Κράτησα μάλιστα και την πόρτα περιμένοντας να μπει ο μαλλιάς, μόνο που, όταν έφτασε κοντά, του την κοπάνησα με δύναμη στα μούτρα, ούρλιαξε –χάρηκα.«Έχεις μια έμφυτη κακία απέναντι στους ανθρώπους...» παρατήρησε υποτιμητικά ο Γλύκας.«Κι εσύ έχεις εμφυτεύματα αντί για μαλλιά στο κεφάλι σου αλλά δεν το κάνω θέμα», τον γείωσα.Μαζεύτηκε –δεν είναι ωραίο να χτυπάς έναν νταβατζή σε θέματα εμφάνισης. Ακόμα κι αν είναι πρώην –με διπλοσάγονα, μπάκες ξεγυρισμένες και φυτευτά μαλλιά.«Τι θες;» με ρώτησε.«Ξέρεις για την περίπτωσή μου, έτσι;» έκανα εγώ.«Κάτι ακούστηκε...» είπε ο Γλύκας.«Σαν τι δηλαδή;» ρώτησα.Με κοίταξε χαμογελαστός κι αμίλητος.«Εντάξει –δεν έχει σημασία», είπα. «Επειδή δε νομίζω να ακούστηκε η κανονική βερσιόν –μάλλον κάποια χολιγουντιανή διασκευή θα προτιμήθηκε...»Ο Γλύκας με περίμενε να συνεχίσω κι αυτό έκανα.«Ξέρεις, ας πούμε, οτι το Αφεντικό με έστειλε να μεταφέρω σημαδεμένα χρήματα και οι τύποι εκεί πέρα κοντέψανε να με σφάξουν όταν το πήραν είδηση; Τώρα, εγώ αναρωτιέμαι –ποιος πούστης έχει τη δυνατότητα να κυκλοφορεί χρήματα με συνεχόμενη αρίθμηση; Και γιατί οι άλλοι εκνευρίστηκαν; Μήπως φοβήθηκαν οτι η δουλειά βρώμαγε μπάτσικο στήσιμο;»Ο Γλύκας έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να χαμογελάσει.«Λέω λοιπόν εγώ –είναι ενήμερη η πιάτσα οτι το Αφεντικό δίνει κόσμο στους μπάτσους; Αν έχουν έτσι τα πράγματα -ευχαριστώ για το λικέρ που δε με κέρασες και να πηγαίνω...»«Με ρωτάς αν ήξερα για κάρφωμα στους μπάτσους δηλαδή;» έκανε πως απορεί ο Γλύκας.«Δε σε ρωτάω –αναρωτιέμαι», του εξήγησα.Τότε εκείνος πετάχτηκε μέχρι το διπλανό κομοδίνο κι άρπαξε ένα πλακέ πιστόλι. Πριν προλάβω να κοιτάξω άκουσα τον κόκορα να σηκώνεται.«Ήρθες στο σπίτι μου να με ρωτήσεις αυτό το πράγμα;» έκανε ο Γλύκας με φωνή καταψύκτη.«Ήρθα στο σπίτι σου να σε προειδοποιήσω και μάζεψε το κουμπούρι. Χάρη θα μου κάνεις αν μου ρίξεις –αλλά δε σε θυμάμαι για πονόψυχο», του είπα.

Page 78: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Συνέχισε να με σημαδεύει οπότε γύρισα και τον είδα καλύτερα –κατάλαβα τότε οτι ήταν χεσμένος από την πολλή κόκα. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα μήπως το σχέδιό μου ήταν σκέτη μαλακία.«Ακούστηκε οτι βούτηξες τα φράγκα και το Αφεντικό έβγαλε απανταχούσα, όποιος σε δει να σε τελειώσει επιτόπου. Ο τυχερός κερδίζει μια μεταφορά χωρίς προμήθεια», σφύριξε ο Γλύκας.«Εντάξει –ωραία είναι όλα αυτά. Ρίξε μου λοιπόν –να βγάλεις και κέρδος», του απάντησα.«Μη βιάζεσαι», μου είπε. «Πες μου πρώτα τι σκοπεύεις να κάνεις».«Τι να κάνω; Θα την κοπανήσω μπας και γλιτώσω. Αλλά ήθελα πριν, να πω δυο κουβέντες –κάποτε θα επιστρέψω και δε γουστάρω να βρω την πιάτσα μονοπώλιο...»Φαίνεται οτι πιάστηκε το χέρι του από το πολύ τέντωμα κι έτσι το κατέβασε αργά. Πήγε κιόλας σε μια πολυθρόνα, έβγαλε την ταμπακέρα του, πήρε τσιγάρο και μου την πέταξε.«Κάτσε να τα πούμε», πρότεινε φιλικά.Στριφογύρισα την ταμπακέρα αλλά τσιγάρο δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω –το μόνο που μου έλειπε ήταν να κουδουνίσω από τίποτα λιβάνια.«Ας πούμε πως λες αλήθεια...» ξεκίνησε ο Γλύκας.«Ας πούμε πως είσαι σίγουρος περί αυτού», τον έκοψα. «Επειδή κάνω καιρό τις πληρωμές και δεν έχει ακουστεί τίποτα για μένα, άσε που έχω ακόμα τα φράγκα μαζί μου –μπορώ όποτε θέλεις να αποδείξω οτι είναι σημαδεμένα».«Τέλος πάντων...» δυσανασχέτησε. «Ας πούμε οτι το Αφεντικό θέλησε να ξεφορτωθεί κάποιους και τους έστησε, έβαλε κι εσένα το μαλάκα να βγάλεις το φίδι... Τι διάβολο κάνεις εδώ πέρα –μου λες; Αν ήθελες να την κοπανήσεις θα έφευγες προς τα πάνω, τι σκατά ξαναγύρισες στην πόλη;»Σωστή ερώτηση –δεν ήταν ηλίθιος ο Γλύκας, έπρεπε να προσέξω.«Με φέρανε κυνηγώντας, τι νόμισες;» αγανάκτησα. «Παντού μπλόκα, αφού έστησε τη δουλειά με τους μπάτσους εύκολο ήταν να με γυρίσει εδώ πίσω. Καθότι πιο βολικό να με φάει εντός έδρας...»«Δε μου τα λες καλά», σκυθρώπιασε ο Γλύκας. «Εγώ άκουσα για κάποια απαγωγή, κόρη δικαστή είπαν... Μετά μαθεύτηκαν κάτι τσαμπουκάδες σε κωλόμπαρο και το μαγαζί του Αφεντικού είναι κλειστό λόγω ανακαίνισης! Τι σημαίνουν όλα αυτά καλλιτέχνη;»Βλαστήμησα με σφιγμένα δόντια.«Πήρα μια γκόμενα όμηρο για να γλιτώσω...» είπα.«Και που την έχεις;» ρώτησε ο Γλύκας.«Που να την έχω; Την πέταξα στα σκουπίδια επειδή μου προέκυψε ολίγον πεθαμένη».«Πως αυτό;»«Παράπλευρη απώλεια –εμένα σημάδευαν, εκείνη την άρπαξε», μουρμούρισα.«Ποιοι σε σημάδευαν;»«Ξέρω ΄γω; Οι Ινδιάνοι, το ιππικό, οι γρεναδιέροι... Δεν έβγαλα άκρη...»«Και για τα υπόλοιπα;» ρώτησε σταθερά ο Γλύκας.«Εντάξει ήμουνα άφραγκος και την έπεσα σ΄έναν εισπράκτορα του Αφεντικού –θέμα δικαιοσύνης νομίζω!»«Αναμφισβήτητα!» επικρότησε ο Γλύκας.«Για τα άλλα που είπες δεν ξέρω», ολοκλήρωσα εγώ.«Ποια άλλα;» φίδιασε ο Γλύκας.Δαγκώθηκα.

Page 79: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Περί ανακαινίσεως και τα σχετικά...» δικαιολογήθηκα.«Α, μάλιστα!» έκανε ο Γλύκας. «Κι από μένα τι γυρεύεις;»Πήρα να ιδρώνω εσωτερικά της μπλούζας. Επειδή καταπληκτικό το σχέδιο να ξεφωνίσω το Αφεντικό στην πιάτσα, αλλά η πιάτσα είναι χώρος επαγγελματικός –δεν σκαμπάζει περί εκδίκησης.«Κάλυψη –τι άλλο;» έκανα πως αναρωτιέμαι. «Να βάλεις πλάτη για να την κοπανήσω...»«Τρελός θα είσαι!» πετάχτηκε ο Γλύκας. «Έρχεσαι εδώ, μου λες μια ιστορία για ουραγκοτάγκους και περιμένεις να παίξω το κεφάλι μου για πάρτη σου!»«Εντάξει –αν φοβάσαι το Αφεντικό δεν τρέχει τίποτα», σχολίασα.«Ο Γλύκας δεν φοβάται κανέναν!» έκανε τσιτωμένος. «Αλλά ο Γλύκας δεν είναι ερασιτέχνης, ο Γλύκας είναι επιχειρηματίας. Θέλεις βοήθεια από τον Γλύκα; Εντάξει –να τα βάλουμε κάτω. Βοήθεια σημαίνει κόντρα με το Αφεντικό –πες μου τώρα, τι θα κερδίσει ο Γλύκας απ΄όλο αυτό;»«Αξιοπρέπεια ίσως... Σεβασμό στην πιάτσα, επειδή κόντραρε έναν χαφιέ...» πρότεινα διστακτικά.«Αξιοπρέπεια! Σεβασμό!» κορόιδεψε ο Γλύκας. «Επειδή δεν είμαι εύκαιρος, κάνε μου εσύ την πράξη... Ένα κιλό άσπρη, πόση αξιοπρέπεια κοστίζει; Άστο, άστο αν δυσκολεύεσαι –πες μου μόνο πόσο σεβασμό πρέπει να δώσω σ΄ένα Ρώσο για να του αγοράσω τη γυναίκα! Σε ρωτάω για να μη με κλέψουν στο ζύγι –κατάλαβες;»Αυτό έλειπε να μην καταλάβαινα κι αυτό έλειπε να μην ήξερα από τα πριν. Πριν κάνα χρόνο είχα βρεθεί στη μέση μιας εμπορικής διαμάχης –κάτι Σουμέριοι ήθελαν να φάνε δυο δρόμους του Γλύκα, τους πέτυχα την ώρα που πήγαιναν να του χαρακώσουν τις κοπέλες. Είχα στείλει έναν στο νοσοκομείο και τους άλλους στον αγύριστο –ήμουνα τυχερός επειδή δεν με περίμεναν. Ο Γλύκας νόμισε οτι το έκανα για χάρη του, εγώ απλώς δε γούσταρα να πειράξουν τα κορίτσια, αλλά τον άφησα να πιστεύει ότι ήθελε. Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί οτι τώρα ήταν η ώρα της ανταπόδοσης από μεριάς του –κάποιος... Όχι εγώ. Σηκώθηκα να φύγω και καλά θλιμμένος.«Κάτσε κάτω», είπε ο Γλύκας.Γύρισα να τον κοιτάξω αλλά δεν κάθισα.«Ήρθες να πουλήσεις φούμαρα στον Γλύκα αλλά είσαι τυχερός που σου χρωστάω. Αλλιώς θα σε παίρνανε σέρνοντας από δω μέσα και θα παρακάλαγες πολύ πριν κάποιος σου κάνει τη χάρη να σε πεθάνει...»«Εντάξει –οτι πεις. Να πηγαίνω τώρα;» ζήτησα.«Έφαγες τους νησιώτες στο ξενοδοχείο κι έκανες πουτάνα το μαγαζί του Αφεντικού εκτός από το οτι τσαμπουκαλεύτηκες με τον εισπράκτορά του. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι είσαι ένας ξεκωλιάρης καβαλημένος που αποφάσισες να γαμήσεις πολύ άσχημα το Αφεντικό –κι όσα είπες περί να την κοπανήσεις, κράτα τα για καμιά ποιητική βραδιά –δε ψήνεται ο Γλύκας με τέτοιες μπούρδες. Ήρθες εδώ για να βγάλεις βρώμα και θέλεις να την κυκλοφορήσω στην πιάτσα –θα το κάνω. Επειδή ξέρω οτι δεν είσαι κλέφτης και οι χαφιέδες βλάπτουν την ελεύθερη αγορά. Από κει και πέρα...» σηκώθηκε, με πλησίασε. «Αν νομίζεις οτι θα τελειώσεις το Αφεντικό είσαι κανονικός ψυχάκιας για να μην πω τίποτα χειρότερο. Αργά ή γρήγορα θα σε στριμώξουν, αν έχουν μαζί τους και τους μπάτσους σβήσε το ‘αργά’...»«Πες μας κάτι καινούργιο ρε Γλύκα!» στράβωσα.«Το καινούργιο είναι οτι δε θα΄ρθω στην κηδεία σου αλλά ούτε το Αφεντικό θα μπορέσει να παραβρεθεί...» μου απάντησε εκείνος.

Page 80: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Τότε, τζάμπα θα πάνε τα κόλλυβα», γέλασα εγώ.«Κοίτα να πεθάνεις όρθιος ρε ηλίθιε», μου φώναξε ο Γλύκας όσο άνοιγα την πόρτα.Απέξω με περίμενε ο μαλλιάς.«Περασμένα-ξεχασμένα;» χαμογέλασα.Ξεκίνησε να με πλησιάζει σα φορτηγό σε κατηφόρα.«Συνόδεψε τον κύριο μέχρι την έξοδο κι άσε τις μαλακίες!» ούρλιαξε ο Γλύκας.Ο μαλλιάς φρέναρε –θα έβαζα στοίχημα οτι τα αθλητικά του σπίνιαραν στο παρκέ. «Δώσμου!» του ζήτησα.Ακούμπησε το χέρι στην τσέπη του.«Όταν βγεις στο δρόμο», μου είπε.Ξαναπήραμε το ασανσέρ.«Αν σε ξαναπετύχω θα σε λιώσω», μούγκρισε ο μαλλιάς.«Πάρε νουμεράκι από το μηχάνημα επειδή υπάρχει ουρά», του εξήγησα.Στην είσοδο της πολυκατοικίας μου επέστρεψε το Βάλτερ, έβγαλα τη γεμιστήρα, την τσέκαρα –όλα εντάξει φαίνονταν. Φοβόμουνα βλέπεις, μην είχε ρίξει καμιά ροχάλα εκεί μέσα ο μαλλιάς λόγω εκνευρισμού.Μπήκα στην Άλφα, ξεκινήσαμε, κοίταξα το ρολόι μου αλλά δεν είδα τίποτα συγκεκριμένο –κυρίως επειδή δεν είχα ποτέ μου ρολόι. Ήθελε καμιά ώρα μέχρι ν’ αρχίσει το ξημέρωμα, αυτό μπορούσα να το πω στα σίγουρα, ξεκίνησα λοιπόν χωρίς να βιάζομαι.Οι περισσότεροι μεγαλοβρωμιάρηδες φροντίζουν να κρατάνε κρυφές τις διευθύνσεις των σπιτιών τους. Έχουν κάποιο διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης για να ξεσκίζονται, κάποιοι έχουν μέχρι και εξοχικό –αλλά οι οικογένειές τους δεν μένουν εκεί. Οι οικογένειες μένουν σε κρυφά σπίτια, σε πλούσιες γειτονιές –κανένας από τους γείτονες δεν γνωρίζει οτι ο πολυάσχολος κύριος χονδρός που φεύγει με συνοδεία είναι στην πραγματικότητα υπεύθυνος για τις μισές παράνομες μπίζνες της νύχτας. Σ΄αυτά τα κρυφά σπίτια ζουν οι γυναίκες τους, πιο άσχημες κι από τη δυστυχία, και τα εκτρωματικά παιδιά τους. Προφυλαγμένοι –έτσι θέλουν να πιστεύουν. Αλλά όχι από μένα.Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν ξεκίνησα να δουλεύω για το Αφεντικό ήταν να τον ψάξω. Ρώτησα στην πιάτσα –άκουσα διάφορα. Όταν είδα οτι είχε μέλλον η συνεργασία τον παραφύλαξα. Δε μου πήρε πολύ να βρω τα σπίτια του –κι εκείνο που είχε για φανερό και το άλλο, το κρυφό. Σ΄αυτό πήγαινα τώρα.Και μπαίνοντας στην ακριβή συνοικία άκουσα αηδόνια να τσιροκοπάνε φωλιασμένα σε αιωνόβια δέντρα, οι δρόμοι ήταν μέσα στη βλάστηση εκεί πέρα –αλλά εγώ από μικρός ανατριχιάζω με την κραυγή του αηδονιού. Επειδή αυτό το παλιόπραμα νομίζω οτι μονίμως προαναγγέλλει θάνατο. Οδήγησα αλλάζοντας τις ταχύτητες πριν γεμίσουν.Πλησιάζοντας έφερα στο μυαλό μου το σπίτι του Αφεντικού –μια θεόρατη καγκελόπορτα στον ερημικό δρόμο κι από πίσω της μπόλικος κήπος. Έξω από την καγκελόπορτα ένα ή περισσότερα αυτοκίνητα με φρουρούς –μεγάλη μαλακία. Επειδή αν κάποιος ήθελε να μακελέψει την οικογένεια του Αφεντικού δεν θα πήγαινε να χτυπήσει το κουδούνι της κεντρικής εισόδου. Πριν βγω στον ερημικό δρόμο έκανα αριστερά κι έπιασα τον από πίσω παράλληλο. Μέτρησα τα σπίτια μην κάνω καμιά μαλακία μέσα στο μισοσκόταδο –φρέναρα απαλά όταν σιγουρεύτηκα οτι βρισκόμουν εκεί που έβλεπε η κουζίνα και τα υπνοδωμάτια του πάνω ορόφου. Κανένα αναμμένο φως.

Page 81: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Βγήκα από την Άλφα.

Τράβηξα το Βάλτερ και άφησα να διαλέξει από μόνο του –εγώ απλώς το διευκόλυνα ανεβοκατεβάζοντάς το. Κουζίνα, κρεβατοκάμαρες, κουζίνα, κρεβατοκάμαρες, κουζίνα, κρεβατοκάμαρες –στύλωσα τα πόδια γερά στο χώμα όσο το Βάλτερ άδειαζε μια γεμιστήρα πάνω στα κλειστά τζάμια. Θόρυβος του δαίμονα –μέχρι και τα γαμημένα τ΄αηδόνια έβγαλαν το σκασμό. Όταν η σκανδάλη έφερνε άδειες θαλάμες σταμάτησα –γύρισα στην Άλφα θαυμάζοντας τη ζημιά. Εκεί φρόντισα να αντικαταστήσω την άδεια γεμιστήρα όσο ακούγονταν δυνατές φωνές και κινητήρες αυτοκινήτων που ξεκινούσαν.

Έφυγα από την άλλη μεριά χωρίς κανένας να με εμποδίσει –δεν είχε ακόμα ξεκινήσει το κυνηγητό. Έλπιζα να μην είχα πετύχει κανέναν αθώο εκεί πάνω, αλλά κι αν είχε συμβεί δε μ΄ένοιαζε.

Τίποτα δε μ΄ένοιαζε –μόνο να τελειώνουμε.

13. Μπλουζ με την πλάτη στον τοίχο

Ένας κολοβός ήλιος ξεμύτισε στο διάλειμμα της βροχής, το κεφάλι μου κουδούνιζε από φως, ήμουνα κουρασμένος και φοβόμουν πολύ. Έτσι συμβαίνει αν τύχει να ξημερωθείς στην άκρη της πόλης, κρυμμένος σ΄ένα σταματημένο αυτοκίνητο, μόνος κι ο κόσμος όλος εναντίον σου. Κοίταξα τη Βέρα που ξεκουραζόταν στο πίσω κάθισμα, δεν έμοιαζε να βρίσκεται κι αυτή στα καλύτερά της. Ξεφτίζαμε παρέα λουσμένοι στο καχεκτικό φως.

Όσο μελετούσα την καταληκτική φάση του σχεδίου.

Δυο παιδιά πέρασαν απ΄έξω, φορτωμένα σχολικές τσάντες –το ένα κοίταξε στο εσωτερικό της Άλφα και βιάστηκε να γυρίσει το κεφάλι του αλλού. Ήμουν, μάλλον, αποτρόπαιος.

Βγήκα έξω και άναψα τσιγάρο, για να καθαρίσω το μυαλό μου. Έπρεπε να περιμένω κι αυτό ήταν το δύσκολο, έπρεπε να μείνω κρυμμένος όσο το Αφεντικό θα κολύμπαγε στην αγωνία –πόσες μέρες άραγε; Και με τα σκυλιά ξαμολημένα στο κατόπι μου... Αργοπορημένοι εργαζόμενοι ξεπετάγονταν από τα σπίτια για να προλάβουν τις δουλειές τους, χαμογέλασα σε όσους δεν είχαν χρόνο να με κοιτάξουν. Και περπάτησα σαν σε ναρκοπέδιο, για να περάσει η ώρα.

Τότε ακριβώς κατάλαβα οτι από κάπου την ήξερα αυτή τη γειτονιά. Τις εργατικές πολυκατοικίες, τους ακάλυπτους γεμάτους σωριασμένα μπάζα, τη μυρωδιά άκαυτου μαζούτ, τις τσιρίδες απελπισμένων μανάδων... Την ήξερα αυτή τη γειτονιά.Προχώρησα στον πρώτο δρόμο που βρήκα, έστριψα αριστερά, μετά δεξιά...«Δεν έχεις δίκιο –είναι από τα πιο διάσημα γυμναστήρια της πόλης», έλεγε ο Χαρακωμένος.«Διάσημο γιατί; Επειδή όσοι έψαξαν να το βρουν, πέθαναν στο δρόμο;» γκρίνιαζα εγώ.

Page 82: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Διάσημο επειδή εκεί πέρα στήνονταν όλοι οι αγώνες –το κατάλαβα όταν έχασα από κάποιον μύξα και διέλυσα με δυο μπουνιές ένα ντερέκι δίμετρο. Είχαμε βγάλει μπόλικα εκείνο το βράδυ, ο Χαρακωμένος δηλαδή –εγώ τα μόνα που κέρδισα ήταν ένα πιάτο φαΐ και κάποιο ξεγυρισμένο διάστρεμμα. Αλλά θυμώνουν ακόμα πως να βρω το γυμναστήριο.Έσπρωξα τη σκουριασμένη πόρτα, όλοι οι δαίμονες τις κόλασης ήταν εκεί –κρυμμένοι στις ράγες της, έτοιμοι για κονσέρτο. Πέρασα την πρώτη αίθουσα, ένα κλειστό γήπεδο μπάσκετ με το παρκέ πλημμυρισμένο απ΄τη βροχή, βγήκα στην πίσω πλευρά. Εκεί πίσω από τον κίτρινο τοίχο με περίμενε το ρινγκ, οι σάκοι, τα μπαλονάκια –οι προσωπικοί μου εφιάλτες σε απαρτία. Το γυμναστήριο ήταν άδειο, στις προθήκες μερικά ζευγάρια γάντια, δεν τα χρειαζόμουν. Δοκίμασα τον κοντινότερο σάκο, καλά κρατιόταν. Κι έτσι έβγαλα το μπουφάν και ξεκίνησα το ζέσταμα -πρώτα με διερευνητικά κροσέ, μετά κάποια ξεγυρισμένα ντιρέκτ, στο τέλος τα γεμάτα άπερκατ. Και πάλι απ΄την αρχή, πιο γρήγορα, πιο δυνατά, το λαχάνιασμα μ΄έπνιξε αλλά συνέχισα φουρκισμένος. Χτυπάς μέχρι να πέσεις κάτω και τότε ξανασηκώνεσαι και ξαναρχίζεις, χτυπάς...«Ποιος πούστης είσαι εσύ πάλι;» έσκασε μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου.Δεν έκοψα το ρυθμό μου, δε γύρισα να κοιτάξω.«Ο αρχιπούστης των 5 ηπείρων», μούγκρισα.«Το γυμναστήριο είναι ιδιωτικό», συνέχισε η φωνή.«Το ίδιο και τ΄αρχίδια μου», απάντησα.Μετά σταμάτησα απότομα για να κοιτάξω –ιδρώτας έτρεχε και η φωνή μου σύντομα θα χανόταν. Στην πόρτα ένας πιτσιρικάς με αθλητική φόρμα και οργωμένη φάτσα, κρατούσε επιφυλακτικά την τσάντα του.«Πρέπει να φύγεις, σε λίγο έχουμε προπόνηση», μου εξήγησε.«Θες να προσπαθήσεις να με διώξεις;» χαμογέλασα.Δεν είπε τίποτα, μόνο που συννέφιασε απότομα –ήταν ένας αθλητής και σ΄αυτούς απαγορευόταν να αγριέψουν. «Μην τρελαίνεσαι, θα φύγω όταν έρθουν οι υπόλοιποι –μπήκα μόνο για να ξεσκουριάσω», είπα καθησυχαστικά.«Είσαι μποξέρ;» με ρώτησε.«Ήμουν», απάντησα.«Και τώρα;» θέλησε να μάθει.«Τώρα δεν είμαι», τον γείωσα.Ξεκίνησα πάλι να τσακώνομαι με τον σάκο, πρώτα αργά, επιφυλακτικά –κι όσο ανέβαιναν οι παλμοί πιο γρήγορα, πιο δυνατά.«Και τι κάνεις τώρα που τα παράτησες; Ρωτάω επειδή σε 5-6 χρόνια....» μουρμούρισε ο αθλητής πλησιάζοντάς με.Έκοψα, τον κοίταξα.«Σε 5-6 χρόνια ε;» αναρωτήθηκα.«Άμα ανέβω κατηγορία...»«Να πας στα βαρέα δηλαδή; Κι εκεί πέρα θα σε περιμένει κάποιος οδοστρωτήρας, 5 χρόνια μικρότερός σου που θα παίζει στη φυσική του κατηγορία, ενώ εσύ θα είσαι ένας μεσαίος που χόντρυνε....»«Δεν θα γίνει έτσι....» ψιθύρισε.«Ότι πεις», χαμογέλασα.«Και μετά; Τι παίζει από δουλειά;» με ρώτησε.

Page 83: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Εσύ τι περιμένεις δηλαδή; Να σε κάνουν γυμναστή σε κάνα σύλλογο;»Το σκέφτηκε λίγο, ντράπηκε ίσως.«Όχι αλλά....» κόμπιασε.«Έτσι ακριβώς», τον διαβεβαίωσα.«Πάω να ντυθώ –θες γάντια να κάνουμε μια προθέρμανση;» με ρώτησε.Δεν απάντησα κι εκείνος εξαφανίστηκε προς τ΄αποδυτήρια. Ήθελα. Και γάντια και την αίσθηση του ρινγκ στις πατούσες μου κι όλα αυτά τα σκατά, ήθελα...Εκείνη την ώρα έσκασε μύτη ο προπονητής.«Τι κάνεις εσύ εδώ;» φώναξε.Τι να του πεις τώρα; Προτίμησα να μη μιλήσω.Κάθισα ξέπνοος στον ξύλινο πάγκο στο βάθος της αίθουσας όταν οι κλειδώσεις μου ξεκίνησαν να σκίζονται, τις χάζεψα με απορία. Είχα καταντήσει σκέτος φλώρος από την απροπονησιά τελικά! Από την άλλη μεριά εμφανίστηκε ο αθλητής, φουριόζος.«Θα ανέβεις να παίξουμε;» με ρώτησε.«Άσε τις μαλακίες!» θύμωσε ο προπονητής.«Καλά σου λέει», του απάντησα. «Δε με ξέρεις, μπορεί να είμαι βαλτός για να σε σακατέψω».«Δε μασάω τίποτα –θα σε λιώσω όπως και να’χει», μου χαμογέλασε εκείνος.Κοιτάχτηκα με τον προπονητή, εκείνος χαμογέλασε όλο κατανόηση.«Μην του δίνεις σημασία», μου ζήτησε.Κι αυτό αποφάσισα να κάνω, επειδή το γυμναστήριο άρχισε να πολυκοσμίζει –φόρεσα το μπουφάν μου.«Παλιός;» με ρώτησε ο προπονητής.«Κάτι τέτοιο», έκανα απρόθυμα.«Ποιος σε είχε;» ξαναρώτησε.«Τι τα σκαλίζεις τώρα;» τον ξέκοψα.«Κατέβα αμέσως ρε κωλόπαιδο και τροχάδην στις κερκίδες!» ούρλιαξε ο προπονητής στον αθλητή του.Γέλασα. Κάποτε ήμουνα κι εγώ σαν αυτόν –ίσως περισσότερο ξεροκέφαλος, αλλά πάντως σαν αυτόν.«Δεν είσαι ο...» ξεκίνησε να λέει ο προπονητής πίσω απ΄την πλάτη μου.«Όχι δεν είμαι», του απάντησα.Βιάστηκα να βγω πάλι στο μπροστινό κλειστό γήπεδο μπάσκετ, δυο πιτσιρίκια ρίχνανε σουτάκια τραντάζοντας το ταμπλό. Με κοίταξαν και βιάστηκαν να γυρίσουν το βλέμμα τους αλλού.Αδιαφόρησα -βγήκα έξω.Ο δρόμος είχε γίνει ήσυχος σαν Κυριακάτικο πρωινό, μέχρι και οι μυρωδιές εξαφανίστηκαν. Δεν έδωσα σημασία. Προχώρησα με σταθερό βήμα, οι κλειδώσεις μου πονούσαν, ήθελα να πάρω την Άλφα και να βρούμε κάποια απόμερη παραλία. Να κοιμηθώ λιγάκι. Αλλά η αδιαφορία για το τι συμβαίνει γύρω σου βγάζει τσιφ στον κατηφορικό δρόμο της παγίδας –το κατάλαβα όταν έφτασα 200 μέτρα μακριά από την Άλφα. Ούτε γατί δεν κυκλοφορούσε τριγύρω, ανατρίχιασα. Η Άλφα καθόταν δίπλα στο πεζοδρόμιο αδιάφορη για τα προβλήματά μου, αλλά κάπου πίσω της στη γωνία.... Κόλλησα στον τοίχο, πισωπάτησα αθόρυβα, περίμενα. Από την απέναντι γωνία ακούστηκε μια πνιχτή σιγανή κραυγή έκπληξης, κοίταξα καλύτερα –οι καργιόληδες μου την είχανε στημένη. Γύρισα να φύγω προς το γυμναστήριο αλλά ο κινητήρας κάποιου

Page 84: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

αυτοκινήτου με φρέναρε. Τότε ακριβώς άκουσα τις σειρήνες στριφογύρισα νευρικά –από που να πάω; Στην πλάτη μου κλειστές πόρτες, σκέφτηκα να χτυπήσω κάποιο κουδούνι αλλά αμέσως μετά υπολόγισα οτι κάποιος απ΄αυτούς είχε καλέσει τους μπάτσους. Ποτέ μην έχεις εμπιστοσύνη σε ανθρώπους πίσω από κλειστές πόρτες –μονάχα όταν βρεθείς κι εσύ μέσα μπορείς να τους εξηγήσεις την κατάσταση, ειδικά αν έχεις το Βάλτερ για παρέα. Έφτασα τοίχο –τοίχο, πάλι μέχρι το γυμναστήριο. Ένα μπατσικό σταματημένο απέξω, άδειο –μάλλον είχαν πάει να ρωτήσουν μέσα. Βλαστήμησα τη μαλακία μου που δεν πήρα έξτρα γεμιστήρες μαζί μου και γι΄αυτό τσιγκουνεύτηκα κάπως. Αλλά το μπατσικό έφαγε δυο καλές στα λάστιχα, άλλη μια στο καπό, η γειτονιά βρόντηξε κι εγώ έβαλα τα πόδια στην πλάτη.Μπήκα στο επόμενο στενό, ευτυχώς που δεν ήταν αδιέξοδο, ένα μπατσικό μόλις έφευγε, τους άφησα στην ησυχία τους. Τώρα όλοι θα έτρεχαν προς το γυμναστήριο –με λίγη τύχη θα έφτανα στην Άλφα. Διέσχισα τρέχοντας το στενό, ετοιμαζόμουν να βγω στο επόμενο όταν μια γυναικεία φωνή ούρλιαξε: «Νάτος, εδώ είναι!»Σήκωσα το Βάλτερ ενστικτώδικα, αλλά λυπήθηκα τη σφαίρα.«Άντε γαμήσου μωρή παντόφλα!» φώναξα και η γυναίκα βιάστηκε να κρυφτεί.Συνέχισα να τρέχω χαμογελώντας, κάποτε θα έπρεπε να σκεφτώ αν ο αυθορμητιζέ διάλογος είναι το ίδιο αποτελεσματικός με μια σφαίρα. Κάποτε...

Στο επόμενο στενό έπεσα πάνω σε μπατσικό –έτσι όπως πετάχτηκα από το πουθενά παραλίγο να με πατήσουν οι μαλάκες. Πυροβόλησα μόνο μια φορά και συνέχισα να τρέχω, το μπατσικό δεν με κυνήγησε. Τώρα ήμουνα και πάλι κοντά στην Άλφα χωρίς να έχω χρόνο για προφυλάξεις. Έτρεξα με το Βάλτερ έτοιμο, λίγο πριν φτάσω δίπλα της αρχίσανε να βουίζουν οι σφαίρες σαν κακόγουστες απορίες. Πυροβόλησα στα τυφλά.«Πάει να φύγει!» φώναξε κάποιος.Σταμάτησα, υπολόγισα την κατεύθυνση της φωνής και πυροβόλησα –αυτό θα τους κρατούσε για λίγο ήσυχους. Μετά μπήκα στην Άλφα κι εκείνη ξεκίνησε κυριολεκτικά με τη σκέψη. Πίσω μου άναβαν οι σειρήνες, κινητήρες ξέρναγαν πετρέλαιο, πίσω μου ήταν η κόλαση και χρειάστηκε να οδηγήσω καμιά εκατοστή μέτρα για να καταλάβω οτι και μπροστά μου ήταν μια απ΄τα ίδια. Θέλανε να με μπλοκάρουν στα στενά κι έτσι να με τελειώσουν αλλά εγώ δεν συμφωνούσα. Γι΄αυτό έκανα αναστροφή στο πρώτο πλάτωμα, κοιτάχτηκα με τα μπατσικά που φρενάρανε αφηνιασμένα και πέρασα ξυστά δίπλα τους. Πέσανε εκεί πολλές σφαίρες, απορούσα πώς πήγαινε ακόμα η Άλφα, όμως τελικά τα καταφέραμε. Βγήκα στη λεωφόρο με χίλιους διαβόλους ξαμολημένους πίσω μου. Ήξερα κιόλας οτι ο δρόμος μου ήταν λίγος, μέχρι να φτάσει το ελικόπτερο και να με αποκόψουν από παντού. Οδηγούσα σφυρίζοντας, τι άλλο να ‘κανα; Οι μπάτσοι από πίσω ακολουθούσαν.Γρήγορα κατάλαβα οτι δεν μπορούσε να πάει πολύ ακόμα όλο αυτό, επειδή η κίνηση των αυτοκινήτων μειώθηκε απότομα, κάποιοι εμπόδιζαν τους οδηγούς και στο δικό μου ρεύμα και στο αντίθετο. Μπλόκο μπροστά, σα να λέμε –έκοψα βιαστικά το τιμόνι και η Άλφα γύρισε μούρη κατά τους παράδρομους. Άκουσα τα φρεναρίσματα των μπατσικών στη λεωφόρο, ένιωσα κάπως αλεπού στη μέση της κυνηγετικής περιόδου, με το δεξί μου χέρι άνοιξα το ντουλαπάκι στο καντράν κι έχωσα τις γεμιστήρες στις τσέπες –δεν σκόπευα να τελειώσουμε χωρίς πυροτεχνήματα.Στροφή απότομη στο πρώτο εύκαιρο στενό, δευτέρα κολλημένη κι ακόμα μια στροφή –κατάφερα να τους ρίξω κάποια μέτρα και να χαθεί η οπτική επαφή. Βγήκα σ΄έναν κάπως

Page 85: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

μεγαλύτερο δρόμο αρχίζοντας να ελπίζω. Πάτησα γκάζι απολαμβάνοντας τους άδειους καθρέφτες μου, τελικά μπορεί και να τη γλίτωνα.Αλλά μπορεί και όχι. Επειδή, εντελώς από το πουθενά, εμφανίστηκαν μπροστά μου πάγκοι με φρούτα και ιδρωμένοι πωλητές, ημιφορτηγά γεμάτα καφάσια, ο δρόμος μπλοκαρισμένος από τη λαϊκή αγορά της συνοικίας. Φρέναρα ξεκαρδισμένος στα γέλια –άμα είναι της μοίρας σου να γαμηθείς...Έστριψα την Άλφα και την παράτησα απρόθυμα, πήρα όμως τη Βέρα μαζί μου. Και βγήκα έξω τρεχάτος. Οι γριές έμπλεκαν τα καρότσια τους στα γόνατά μου, έβριζα επειδή ούτε να τρέξω δεν μπορούσα πλέον. Δίπλα σε έναν πάγκο με μπανάνες κοντοστάθηκα –σκέφτηκα να πάρω ένα τσαμπί, αλλά τότε είδα κάτι απίθανο. Ένας άντρας όρθιος στο πεζοδρόμιο 50 μέτρα παρακάτω, μπροστά του η ανοιχτή θήκη μιας κιθάρας κι ελάχιστα κέρματα, εκείνος έπαιζε κάτι που έμοιαζε με ισπανική μαλακία. Τον πλησίασα πριν προλάβω να σκεφτώ περισσότερα.«Θες ακομπανιάρισμα;» τον ρώτησα χαμογελαστός.«Δουλεύω μόνος», είπε χωρίς να με κοιτάξει.«Μην ξηγιέσαι –ότι βγάλουμε δικό σου», ψιθύρισα.«Κι εσύ τι θα κερδίσεις;» σήκωσε το κεφάλι να με δει.«Δεν είμαι εγώ το θέμα, αλλά εσύ κι αυτός...» του έκανα νόημα αφήνοντάς τον να δει τη λαβή του Βάλτερ μέσα απ΄την τσέπη μου.«Τότε αλλάζει το πράγμα...» ανασήκωσε τους ώμους.Πήρα λοιπόν θέση δίπλα του, ζύγιασα τη Βέρα, έσκυψα το κεφάλι σε στυλ «σκεπτόμενος βιρτουόζος»...«Τι παίζουμε;» τον ρώτησα.«Φλαμέγκο –έχεις αντίρρηση;» ζήτησε να μάθει.«Φλαμέγκο, Γκαλαπάγκος και μαλακίες!» ξεφύσηξα. «Πιάσε κάνα Δέλτα του Μισισιπή να γουστάρουμε».Έριξε έναν αρπισμό για να ξεμουδιάσει τη βιρτουοζιτέ του.«Αυτά θέλουν και σπρέχεν εκτός από τη μουσική», παρατήρησε.«Μη φοβάσαι –εγώ είμαι εδώ», τον καθησύχασα.«Δηλαδή θα τραγουδήσεις;» αναρωτήθηκε.«Όχι βέβαια! Αλλά θα σε ακομπανιάρω», τον διαβεβαίωσα.Ξερόβηξε καθαρίζοντας τον λαιμό του κι έπιασε να γρατζουνάει, με κοίταξε να δει αν ξέρω το κομμάτι, δε μου πήρε πολύ να καταλάβω.«Λοιπόν μια χάρη θέλω να σου ζητήσω/ μια μόνο χάρη κι αυτό είναι όλο/ μια χάρη μόνο/ Φρόντισε να καθαρίζεις τον τάφο μου»Χαμογέλασα –ωραία πήγαινε η φτιάξη. Κι εκείνος σε λίγο το πήρε προσωπικά το ζήτημα –από φωνή ήταν χέσε μέσα, αλλά είχε γρέζια να ρίξει στην ερμηνεία. Μια μεσόκοπη πέρασε μπροστά μας, πέταξε μερικά κέρματα στη θήκη της κιθάρας. Του έκλεισα το μάτι κι εκείνος χαμογέλασε περνώντας στη δεύτερη στροφή.«Άκουσες τις καμπάνες που χτυπούσαν;/ Πήρες χαμπάρι τις καμπάνες;/ Αυτό σημαίνει οτι ακόμα ένα φτωχό αγόρι είναι νεκρό και φευγάτο».Τότε σκάσανε οι μπάτσοι παραμερίζοντας βάναυσα τον κόσμο, κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν αλλά οι περισσότεροι σκύψανε κεφάλια. Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά –από παντού έρχονταν. Μάλλον είχαν ήδη βρει την Άλφα. Ο άντρας δίπλα μου, φαινόταν ανήσυχος.

Page 86: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Δυο άσπρα άλογα μ΄ακολουθούν/ άσε με μόνο όταν φτάσω στο νεκροταφείο», γκάριξα προειδοποιώντας τον με αλλαγμένα τα λόγια του τραγουδιού.Χαμογέλασε κι έκανε ένα ψευτοσόλο.«Αν ξανατραγουδήσεις θα σ΄αφήσω πολύ πιο πριν», μου ψιθύρισε.Τότε πέρασαν από μπροστά οι μπάτσοι, δεν μας κοίταξαν καν. Σπρώχνανε τον κόσμο, βούτηξαν κάνα δυο από τους ακριβοθώρητους άντρες που είχε η λαϊκή, τους τράβηξαν πίσω για να τους τσεκάρουν. Χαμογέλασα -ο άντρας δίπλα μου έκανε το ίδιο. Κι επειδή μάλλον ανακάλυψε οτι παίζαμε εδώ και 10 λεπτά το «Φρόντισε να καθαρίζεις τον τάφο μου», έφτιαξε μια συρμάτινη γέφυρα με την κιθάρα του και πέρασε σε άλλο θέμα.«Μιλάνε για το σκυλί μου και μιλάνε για τη γάτα μου/ λένε οτι το σκυλί μου δεν γαβγίζει κι η γάτα μου δε γρατζουνάει/ οι άνθρωποι μιλάνε για μένα και για σένα/ κουράστηκα μ΄όλα αυτά, θ΄αρχίσω κι εγώ να μιλάω».Κοίταξα προς τη μεριά που μου έδειχνε, οι μπάτσοι είχαν αρχίσει να ρωτάνε τις νοικοκυρές αν είδαν οτιδήποτε περίεργο. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα –συνέχισα λοιπόν να τον συνοδεύω με τη Βέρα ενώ όλο και λιγότεροι σκέφτονταν να μας αφήσουν κάνα ψιλό. Ο άντρας είδε τον εκνευρισμό μου.«Δεν είναι κανενός δουλειά αν γαβγίζω σα σκυλί/ κι αν κυνηγάω ποντίκια πάνω-κάτω στο διάδρομο/ οι άνθρωποι μιλάνε για μένα και σένα/ κουράστηκα μ΄όλα αυτά, δεν έχω όρεξη να πω τίποτα περισσότερο», με καθησύχασε.Δίπλα μας άρχισαν να βρωμάνε οι ντομάτες και τα ροδάκινα πήραν να σαπίζουν, ένιωσα τα γόνατά μου να λύνονται αλλά συνέχισα να γρατζουνάω τη Βέρα. Σκεφτόμουν πόσο σε ξεφτιλίζει η ζωή –να μην έχεις παίξει για Εκείνη και ν΄αναγκάζεσαι να κάνεις τον καραγκιόζη στις περαστικές νοικοκυρές, λοιπόν είναι αστείο το πως έρχονται τα πράγματα.... Οι μανάβηδες τριγύρω είχαν αρχίσει να μας κοιτάζουν περίεργα, ο δικός μου, ο καλλιτέχνης, φάλτσαρε του σκοτωμού κι όλα έδειχναν χοντροκομμένα μέχρι γελοιότητας. Αλλά οι μπάτσοι δε λέγανε να ξεκουμπιστούν –ρωτούσαν, έψαχναν, γυρνοβολούσαν. Έβλεπα ένα ντουετάκι στα δεξιά μου, γυρισμένες πλάτες –δεν θα ήταν δύσκολο να τους ξεσκίσω με το Βάλτερ πριν προλάβουν να πάρουν χαμπάρι από που τους ήρθε. Δεν θα ήταν δύσκολο –απλώς ηλίθιο θα ήταν.Ο άντρας από δίπλα με σκούντηξε, φαίνεται πως είχα αρχίσει να χάνω το ρυθμό. Τα μπουρδούκλωσα ρίχνοντας μερικά θολά ακόρντα, μπας και το σώσω.«Δεν πάτε παραδίπλα; Μας πήρατε το κεφάλι!» τσίριξε κάποιος που πούλαγε φασόλια.«Πως δηλαδή; Νοικιασμένο το΄χεις το μέρος;» στράβωσε ο δικός μου.«Ρε, φεύγετε ή θα σας πλακώσω με τη σέσουλα;» αγρίεψε ο φασολάς.Εγώ είχα βρει την ευκαιρία να κουρδίσω λίγο τη Βέρα όσο αυτοί οι δυο σαχλαμάριζαν –ο δικός μου ο κιθαρίστας έριχνε απελπισμένες ματιές προς το μέρος μου περιμένοντας στήριξη.«Δηλαδή...» έκανε, έτσι για να πει κάτι.«Τι δηλαδή και ξεδηλαδή –άιντε, μάζεψε το βρομιάρη σου κι αδειάστε μας τη γωνιά!» μούγκρισε ο φασολάς.Σήκωσα τότε το κεφάλι, είδα οτι μερικοί ακόμα είχαν πλησιάσει από τους τριγύρω πάγκους, επειδή μυρίστηκαν βαβούρα.«Τι τρέχει εδώ πέρα;» έσκασε κι ένας ουρανοκατέβατος μπάτσος.«Αυτοί εδώ κύριε αστυνόμε! Μας έχουνε σπάσει τα νεύρα με τις παλιοκιθάρες τους, μας διώχνουν και την πελατεία!» διαμαρτυρήθηκε ο φασολάς.Ο μπάτσος μας κοίταξε και μετά γύρισε προς το μέρος του.

Page 87: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Έχεις άδεια;» τον ρώτησε.«Τι άδεια; Ναι, βέβαια...» ψέλλισε ο φασολάς.«Και γιατί δεν την έχεις αναρτημένη σε ταμπελάκι;» ζήτησε να μάθει ο μπάτσος.«Εεε, επειδή....»«Όταν ξαναπεράσω φρόντισε να την έχεις σε εμφανές σημείο αλλιώς μάζεψέ τα και φύγε», τον γείωσε ο μπάτσος.Μετά ήρθε προς το μέρος μας κι εγώ τα χρειάστηκα.«Δεν θέλουμε φασαρίες –πάρτε τα όργανά σας κι εξαφανιστείτε αμέσως!» μας διέταξε.«Μα γιατί; Επειδή δηλαδή...» ξεκίνησε να λέει ο διπλανός μου.«Ρε, άκουσες τι σου είπα;» φόρτωσε ο μπάτσος.Εγώ έκανα τον ψόφιο κοριό. Οι μπάτσοι άρχισαν να πλησιάζουν. Βιάστηκα λοιπόν να καβατζάρω τη Βέρα, έκανα νόημα στον δικό μου –βαλθήκαμε να την πουλεύουμε από σιγά-σιγά.«Μισό λεπτό!» φώναξε κάποιος από τους μπάτσους.Σταματήσαμε.«Μήπως είδατε κανέναν να περνάει τρέχοντας από δω;» ρώτησαν τον κιθαρίστα.«Ξέρω ΄γω... δεν πρόσεξα...» μουρμούρισε αυτός.«Εντάξει, φύγετε!» μας είπαν.Κι αυτό κάναμε, αν θες να ξέρεις –με τα αυτιά κατεβασμένα και διστακτικό περπάτημα αφήσαμε πίσω μας τους πάγκους της λαϊκής αγοράς.Έκανα νόημα στον δικό μου να μην πάμε από τη μεριά που είχα παρατήσει την Άλφα, χωθήκαμε λοιπόν σ΄ένα στενό και βρεθήκαμε στις πλάτες των μπάτσων. Συνεχίσαμε το περπάτημα μέχρι που φτάσαμε σε μια πλατεία, υπήρχε κάποια γενικότερη αναστάτωση αλλά ήταν φανερό οτι δεν έψαχναν εμάς. Ποιος ασχολείται με δυο ψωραλέους κιθαρίστες όταν κυκλοφορεί ελεύθερος ένας επικίνδυνος κακοποιός;«Κερνάω καφέ», του είπα.«Άστο καλύτερα –να μένει», απάντησε αλλά μετά είδε οτι δεν είχα διάθεση για αντιρρήσεις και με ακολούθησε απρόθυμα.Μπήκαμε σε μια καφετέρια της πλαστικής συφοράς. Παραγγείλαμε καφέδες, τοστ, πορτοκαλάδες. Όταν απομακρύνθηκε το γκαρσόνι, έβγαλα μια χούφτα χαρτονομίσματα και του τα έδωσα. Με κοίταξε απορημένος.«Για τη σημερινή χασούρα», του εξήγησα.«Καλά –μη νομίζεις οτι χέζομαι στο τάλιρο τις υπόλοιπες φορές...» γέλασε.«Εντάξει –τότε η σημερινή ήταν η τυχερή σου μέρα», αποφάσισα.«Αυτό σίγουρα! Αν σου μοστράρουν ένα πιστόλι και κινδυνεύεις να σε μαζέψουν οι μπάτσοι για υπόθαλψη, δεν μπορεί παρά να είναι η τυχερή σου μέρα!» ξεκαρδίστηκε.«Ακόμα κι έτσι –ποτέ δεν ξέρεις που θα καταλήξει...» του είπα.«Ούτε ποιος είσαι ξέρω, ούτε τι έκανες και σε κυνηγάνε», διαπίστωσε.«Καλύτερα», τον διαβεβαίωσα.Εκείνη τη στιγμή ήρθαν τα φαγώσιμα, ξεχαστήκαμε όσο μασουλάγαμε, ο τύπος μάλλον δεν είχε σταθερά ωράρια φαγητού –ούτε καν σταθερές μέρες, αν έκρινα από την ταχύτητα που άδειαζε τα πιάτα. Τον περίμενα για να καπνίσουμε παρέα –επειδή, όταν είσαι μόνος, μερικά πράγματα σου λείπουν αφόρητα.«Τσιγαράκι;» πρότεινα.«Να μη σε προσβάλω!» αποφάνθηκε.Στις πρώτες τζούρες πνίγηκε, αλλά μετά πήρε να ισιώνει –βοήθησε ο καφές σ΄αυτό.

Page 88: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Δηλαδή εσύ με το κιθαρόνι βιοπορίζεσαι;» τον ρώτησα.«Πότε έτσι, πότε αλλιώς...» αναπόλησε.«Όπου ‘αλλιώς’ σημαίνει;» αναρωτήθηκα.«Ελαφρύνσεις, διευκολύνσεις και άλλα τινά...»«Λεωφορεία;»«Δεν έχω προκαταλήψεις –κάθε μέσο συγκοινωνίας είναι καλό, αρκεί να τιγκάρει στον κόσμο. Εσύ;»«Εγώ δεν παίρνω συγκοινωνίες –δεν αντέχω το στρίμωγμα», απάντησα.«Καλά –αυτό το καταλάβαμε!» γέλασε εκείνος.«Θέλω μια τελευταία χάρη», ψιθύρισα σκύβοντας προς το μέρος του.Με κοίταξε περιμένοντας.«Έχω αφήσει μια Άλφα Τζουλιέτα –κόκκινη -εδώ παρακάτω. Θέλω να πας να δεις αν την πήραν οι μπάτσοι».Έγειρε στο πλάι σκεφτικός, τον περίμενα.«Εντάξει», είπε στο τέλος.Του εξήγησα που ακριβώς είχα παρκάρει την Άλφα.«Θα σε περιμένω εδώ να γυρίσεις», είπα στο τέλος.«Να πάω τώρα αμέσως δηλαδή;» αναρωτήθηκε.«Καλό θα ήταν», ομολόγησα.Σηκώθηκε διστακτικά. Κοίταξε τριγύρω, αλλά δεν υπήρχε κανείς στην καφετέρια εκτός από μας. Τράβηξε τη θήκη της κιθάρας του, πέρασε το λουρί σταυρωτά στην πλάτη.«Έχω συναισθηματικό δέσιμο –δεν μου πάει να την αφήνω μόνη της», δικαιολογήθηκε.«Σε καταλαβαίνω», τον καθησύχασα.«Λοιπόν... πάω κι έρχομαι», μου είπε.Χαμογέλασα. Τον κοίταζα μέχρι να βγει έξω από την πόρτα, μετά πέταξα δυο χάρτινα στο τραπέζι και βγήκα στο δρόμο. Υπολόγιζα οτι ήμουνα 500 μέτρα απόσταση από το γυμναστήριο, άρχισα λοιπόν το τρέξιμο. Επειδή ήμουνα σίγουρος οτι ο δικός μου θα με έδινε στους πρώτους μπάτσους που θα πετύχαινε μπροστά του. Κι εκείνοι θα έρχονταν να με μαζέψουν –μόνο που θα τους έπαιρνε ώρα να μαζευτούν, μετά θα περικύκλωναν την καφετέρια....Έτρεχα λαχανιάζοντας.Οι γειτονιές είχαν πάλι κόσμο –γύριζαν από τις δουλειές τους, γύριζαν από τα σχολεία, γύριζαν αποκαμωμένοι –κανένας δεν είχε όρεξη να με δει. Δυο δρόμους πριν το γυμναστήριο έκοψα ταχύτητα, το γύρισα στο βιαστικό περπάτημα.Εκεί απέξω δεν υπήρχε ούτε λέπι από μπάτσο. Όπως ακριβώς το υπολόγιζα. Σκεφτόμουν τον δικό μου, τον κιθαρίστα, και πως τώρα θα με είχε ήδη καρφώσει. Αλλά δεν ένιωθα θυμό, κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα ‘κανα. Αν είχα διάθεση να φτιάξω τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους δηλαδή....Έκανα το γύρο του γυμναστηρίου αφού είδα οτι η μπροστινή του πόρτα ήταν κλειδωμένη. Έφτασα στο πίσω μέρος, σακούλες με σκουπίδια και γάτες που ψάχνανε την τύχη τους, ένα σκουριασμένο λουκέτο κράταγε κλειστή την πίσω πόρτα. Δεν μου πήρε πάνω από δυο κλωτσιές για να το ανοίξω.Και μετά το ξανάβαλα πρόχειρα στη θέση του όσο έκλεινα την πόρτα μπαίνοντας –ο χώρος ήταν σκοτεινός και βρώμαγε θερμαντική αλοιφή. Πέρασα τις ντουζιέρες σημειώνοντας να κάνω ένα καλό μπάνιο όταν ξυπνήσω επειδή, για την ώρα, δεν με

Page 89: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

πολυκρατάγανε τα πόδια μου. Έτσι βρήκα μια γωνιά προστατευμένη, έστρωσα κάτι μουχλιασμένες πετσέτες και την έπεσα εξουθενωμένος. Με την ελπίδα να μη με πάρουν χαμπάρι σύντομα οι ποντικοί.Αποκοιμήθηκα έχοντας την εντύπωση οτι αύριο θα ήταν μια άλλη μέρα.14. Αιχμάλωτοι σε σπασμένα πεζοδρόμιαΔεξί, αριστερό κροσέ, δεξί, αριστερό ντιρέκτ και πάλι από την αρχή. Κορ α κορ. Δεξί, αριστερό, δεξί, αριστερό, αριστερό –περιμένοντας το άπερκατ. Με πήγαινε βόλτες ο πούστης. Κορ α κορ. Λίγο ακόμα και θα ξεχνούσα οτι τον πρόσεχα να μη χτυπήσει, λίγο ακόμα και θα απαντούσα αναλόγως –έτσι ήθελα να πιστεύω. Επειδή στην πραγματικότητα δεν ήμουνα καθόλου σίγουρος οτι είχα απάντηση στα χτυπήματά του. Ο μικρός ήταν σκέτος δυναμίτης.«Δώθμου κάτι –δεν έχειθ τίποτα;» μούγκριζε μπουκωμένος από το μασελάκι και δεν ακουγόταν ούτε τόσο δα λαχανιασμένος!«Τ΄αρχίθια μου!» απαντούσα όταν κατάφερνα να πιάσω την αναπνοή μου.Δεν καταδεχόταν να με χτυπήσει στα πλευρά, έβλεπε κιόλας οτι δεν χρειαζόταν να μου κόψει την ανάσα. Εγώ πάλι, προσπάθησα. Κάτι ύπουλες στην κοιλιά, κάτι πλάγιες, αλλά ο μικρός δεν καταλάβαινε Χριστό. Ένιωθα αμετάκλητα κωλόγερος.Και όταν είδα το χτύπημά του βαρέθηκα να σκύψω, την έφαγα γεμάτη στην κάσκα και σκοτείνιασα. Γύρισα τα χέρια πίσω, να κρατηθώ από τα σκοινιά. Ο μικρός σταμάτησε.«Τέλοθ;» ρώτησε.«Παίκθε ρε!» βόγκηξα και στήθηκα απέναντί του.Μπλόκαρα το δεξί της προειδοποίησης με το αριστερό μου και του στρέτσαρα ένα κροσέ φερμένο από το τίποτα. Έκανε μισό βήμα πίσω, ξαναχτύπησα. Πονούσα από αγκώνα μέχρι ώμο, αλλά πάντως το προσπάθησα. Ο μικρός καθόταν και τις έτρωγε, όταν κατάλαβα οτι χαμογελούσε μέσα από την κάσκα του ήταν ήδη αργά. Με σφυροκόπησε, στριφογύρισα ανισόρροπα, έπεσα. Έμεινα κάτω.Με είχε βρει να ροχαλίζω σα γατί ετοιμόγεννο στη γωνιά των αποδυτηρίων, ξύπνησα από το σπρώξιμο του αθλητικού του παπουτσιού στον ώμο μου. «Το΄ξερα οτι εδώ θα καταλήξεις», είχε πει.«Ναι, σε είχα κόψει για έξυπνο αγόρι», είχα μουγκρίσει.Δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει γιατί με κυνηγάνε οι μπάτσοι –κυρίως επειδή ήδη το ήξερε. Ο προπονητής του με είχε θυμηθεί τελικά, η πιάτσα είναι μικρή και οι ιστορίες κυκλοφορούν πριν ακόμα γίνουν, ο μικρός είχε ακούσει τον προπονητή του να μιλάει στο τηλέφωνο και να δίνει ραπόρτο κανονικό.«Δεν μπορείς να μείνεις για πολύ εδώ μέσα», μου είχε πει.«Προλαβαίνουμε όμως εκείνον τον αγώνα που λέγαμε....» είχα υποθέσει.Κι έτσι ήταν, μας χρειάστηκε κάποιο κρυφτούλι μέχρι να περάσει η μέρα –αλλά όταν άδειασε το γυμναστήριο ήταν ότι έπρεπε για αγώνα. Μου δάνεισε κάσκα, γάντια κι ένα ξεχειλωμένο σορτσάκι σκέτη καζούρα –όλα εντάξει. Μόνο που για να παίξεις αγώνα έπρεπε πρώτα να έχεις καταβροχθίσει καμιά πρωτεΐνη κι εγώ είχα να δω κρέας από την εποχή που οι ασπιρίνες γιάτρευαν ακόμα τον πονοκέφαλο.«Τι τον ήθελες τον αγώνα αφού είσαι κομμάτια;» χαζογέλασε ο μικρός.Έβγαλα αργά την κάσκα, έφτυσα το μασελάκι κατακόκκινο.«Αν ήμουνα καλά ο αγώνας δεν θα είχε ενδιαφέρον κι εσύ δεν θα είχες ελπίδα», απάντησα.«Δηλώσεις που θα μείνουν για πάντα δηλώσεις!» κορόιδεψε ο μικρός.

Page 90: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Πάμε άλλη μία τώρα που ξελαχάνιασα;» τον κάρφωσα.«Άστο –προτιμώ να βαράω τον σάκο, είναι πιο ευκίνητος», συνέχισε την καζούρα ο μικρός.Το κατάπια μαζί με σκοτωμένο αίμα.Μετά πηδήσαμε τα σχοινιά του ρινγκ και κατεβήκαμε στα πλάγια, είχε βάλει ψοφόκρυο στο γυμναστήριο και χρειαζόμουν επειγόντως το δερμάτινο μπουφάν μου. Φορούσα ακόμα τα πανιά στα χέρια και πονούσα. Ακόμα και παντού.«Πάντως θα πρέπει να σου πω οτι πηγαίνεις σαν τη μύγα στα σκατά, αν παίξεις με κάνα γερό παιδί, θα σε λιανίσει», παρατήρησα.«Δεν έχω ανάγκη, το πάω 3-1 συνήθως. Για κάθε μια που αρπάζω...»«Ρίχνεις τρεις –γνωστά είναι αυτά», τον έκοψα. «Δουλεύει επειδή εσύ είσαι ζερβοκουτάλας, αν όμως πέσεις σε μάγκα δεξιόχειρα, θα κλείνει με το χέρι που σε χτύπησε κι άντε μετά να τον βρεις...» τράβηξα ένα τσιγάρο από το πακέτο στη μέσα τσέπη του μπουφάν και κάθισα στον πρώτο τυχόντα πάγκο για να ξεράνω κάπως το στόμα μου.«Κοίτα –μη με περνάς για άσχετο, εικοσάρης είμαι όχι μαλάκας! Νομίζεις οτι δε σε είδα εκεί πάνω; Αφού κι εσύ τα ίδια με μένα πήγες να παίξεις», γέλασε στραβά ο μικρός.Σήκωσα το κεφάλι βγάζοντας καπνό απ΄τα ρουθούνια.«Δίκιο έχεις σ΄αυτό, πες μου τώρα –αφού παίζουμε το ίδιο στυλ, θα έχουμε και την ίδια κατάληξη, έτσι δεν πάει;» είπα σταθερά.Έξυσε το κεφάλι αμίλητος.«Οπότε κοίτα ν΄αλλάξεις μπας και τη βγάλεις καθαρή στα ρινγκ, αλλιώς σε βλέπω να σκουπίζεις πατατοσακούλες σαν και του λόγου μου...»«Έτσι όπως το θέτεις...» είπε σκεφτικά.«Έτσι όπως το θέτω, έτσι ακριβώς είναι», τον διαβεβαίωσα.«Εντάξει! Τι σκορ είχες;» ρώτησε τότε με ιλουστρασιόν γκριμάτσα.«Μικρέ, δεν τρώγεσαι!» απηύδησα.«Αυτό λέω κι εγώ!» χαμογέλασε αυθάδικα.Τον γούσταρα το μικρό –θα πήγαινε με τα χίλια καταπάνω στον τοίχο κι όταν έσπαγε τα μούτρα του θα έπεφτε χαμογελαστός. Τι να πεις σε τέτοιους ανθρώπους; Τον ακολούθησα στα ντους, πετάξαμε τα ρούχα μας και χτυπηθήκαμε από χείμαρρους υγρού πάγου που δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να μοιάσει με νερό. Ένιωσα τους πόνους μου να χύνονται στο σιφόνι, έσφιξα τα δόντια για να μην κόψω τη γλώσσα μου από το τρέμουλο και κάθισα κάτω από το βασανιστικό νερό όσο περισσότερο γινόταν. Μετά πήρα να ντύνομαι, ο μικρός είχε ήδη ξεμπερδέψει και χοροπήδαγε για να ζεσταθεί. Εγώ ντύθηκα με κινήσεις ρομπότ, δεν ήθελα να κυκλοφορήσει ακόμα το αίμα γρήγορα μέσα μου, δεν ήθελα να ζεσταθώ τόσο νωρίς. Είχα καιρό μπροστά μου μέχρι να βγει αυτή η νύχτα.«Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;» ρώτησε ο μικρός.«Εξαρτάται από σένα», του είπα.«Δηλαδή;»«Θα βοηθήσεις;»«Σε τι;»«Έχω κάποιο σχέδιο...»«Ελπίζω καλύτερο απ΄αυτό που εφάρμοσες στον αγώνα...»Τον περίμενα να ξεκαρδιστεί με την ησυχία του.

Page 91: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Θέλω να βγεις σε στυλ αλλόφρονας μπροστά από κάποιο αμάξι...»«Και πως είναι ο αλλόφρονας δηλαδή;»«Όπως ο προπονητής σου όταν σου μαθαίνει τακτική».«Το ΄πιασα... Και τι αμάξι θα είναι αυτό;»«Ένα αμάξι....»«Πότε θα το κάνουμε;»«Όταν είσαι έτοιμος».«Φύγαμε».Ωραίος μαλάκας ο μικρός!Έξω η βροχή έπεφτε μαρς –κι αυτό με βόλευε. Όσο λιγότερα βλέπανε, τόσο καλύτερα. Ο μικρός σήκωσε την κουκούλα της φόρμας του κι εγώ χώθηκα μέσα στο δερμάτινό μου για προφύλαξη, περπατήσαμε δίπλα-δίπλα, αμίλητοι. Όταν βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο τα αμάξια πήραν να πυκνώνουν, δεν τα κοίταζα καν. Ακούμπησα πλάτη στον τοίχο, να μη βρέχομαι, άφησα τη Βέρα στο απάγκιο, ο μικρός με περίμενε.«Ποιο απ΄όλα;» ρώτησε.«Κανένα απ’αυτά», απάντησα.«Δηλαδή τι ψάχνουμε;»«Σκεφτόμουν κάτι σε άσπρο-μπλε με σειρήνα...»«Περιπολικό;»«Τώρα που το λες, δεν θα ήταν καθόλου κακή ιδέα!» έκανα δήθεν ξαφνιασμένος.«Τελικά τα σχέδιά σου είναι μια απ΄τα ίδια –και πάνω και κάτω από το ρινγκ...» μουρμούρισε.«Νωρίς το κατάλαβες!» κορόιδεψα.«Και τι σου λέει πως εγώ γουστάρω να καρφωθώ σταματώντας περιπολικό;» απόρησε.«Εσύ μου το λες, ή μάλλον, πρόκειται να μου το πεις εντός ολίγου –κάνω λάθος;» χαμογέλασα.Έφτυσε στο πεζοδρόμιο.«Που να σταθώ;» ρώτησε.«Δώσμου 50-60 μέτρα», ζήτησα.Έκανε να ξεκινήσει, τον σταμάτησα.«Ευχαριστώ μικρέ», του είπα σιγά.«Άντε γαμήσου», μου απάντησε στην ίδια ένταση.Έμεινα να τον κοιτάζω όσο απομακρυνόταν, άναψα κι ένα τσιγάρο, σκεφτόμουν. Γιατί τα κάνει όλα αυτά ο μικρός; Για ποιο λόγο μπλέκεται; Από συμπάθεια, συναδελφική αλληλεγγύη... Μαλακίες –ήξερα τον πραγματικό λόγο. Άνθρωποι σαν κι αυτόν ότι έκαναν, ήταν από υποχρέωση. Είσαι εκεί έξω, συνήθως μόνος, και είσαι εντάξει -επειδή ο κόσμος που σε πλησιάζει, διψάει για το αίμα σου. Εκεί έξω έχεις μόνο τη σιχαμάρα να σε κρατάει ζωντανό, αιχμάλωτος σε σπασμένα πεζοδρόμια κι αν δείξεις λίγος θα σε κομματιάσουν οι αρουραίοι. Γι΄αυτό στέκεται εκεί πέρα, 50 μέτρα πιο μπροστά μου ο μικρός –γι΄αυτό περιμένει με τα χέρια κρεμασμένα, ετοιμάζεται να τρομάξει τους αρουραίους.Είδα το μπατσικό να εμφανίζεται νωχελικό κι απρόθυμο στο μπάσιμο του κεντρικού δρόμου, έβγαλα το Βάλτερ ευλαβικά και κοίταξα τον μικρό. Τους είχε δει κι αυτός, κούνησε το κεφάλι καθησυχαστικά. Περιμέναμε.Το μπατσικό πλησίαζε σα βαρυστομαχιασμένη σαύρα, λίγο ακόμα και θα πέρναγε από μπροστά μου. Κόλλησα στον τοίχο ασυναίσθητα. Κράτησα ανάσα.

Page 92: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Τότε ο μικρός πετάχτηκε στη μέση του δρόμου, κανονικός μπεχλιβάνης –κούναγε τα χέρια, χοροπήδαγε τσαλαβουτώντας στις λακκούβες. Το μπατσικό πήρε να φρενάρει κι εγώ ξεκόλλησα επιτέλους από τον τοίχο. Έτρεξα σκυφτός, προσευχήθηκα στον Άγιο Πούστη αυτοπροσώπως να μην έχουν βάλει την κεντρική ασφάλεια στις πόρτες όσο άρπαζα την παγωμένη λαβή. Τράβηξα, η πόρτα άνοιξε –ευχαρίστησα βιαστικά τον προστάτη Άγιό μου. Το μπατσικό δεν είχε σταματήσει, οπότε βούτηξα αγκαλιά με τη Βέρα στο πίσω κάθισμα κάπως άτσαλα, ο μπάτσος που οδηγούσε τα χρειάστηκε. Γύρισε να δει τι γινόταν και μαζί του γύρισε το τιμόνι, κοντέψαμε να ντεραπάρουμε.«Πρόσεχε ρε φίλε –θα σκοτωθούμε!» διαμαρτυρήθηκα, σηκώνοντας το Βάλτερ.«Ποιος... τι....» μουρμούρισαν ταυτόχρονα ο οδηγός με τον συνοδηγό.«Ας μην το κάνουμε θέμα τώρα –ένας πολίτης που θέλει να εξυπηρετηθεί, αυτό είμαι», χαμογέλασα.«Ρε καργιόλη....» έκανε ο συνοδηγός και στριφογύρισε, αλλά ήμουνα λίγο πιο γρήγορος.Τον χτύπησα με την κάνη του Βάλτερ ακριβώς πάνω στη μύτη, ο μπάτσος δάκρυσε.«Τώρα τι καταλαβαίνεις; Να σου τραβήξω καμιά μήνυση για εξύβριση;» φόρτωσα. «Συνέχισε να οδηγείς κανονικά», είπα στον άλλο, «δεν έχω καμιά διάθεση να τρακάρουμε».Γύρισαν σχεδόν αυτόματα και οι δυο τους, τώρα κοίταζαν τον δρόμο έξω από το παρμπρίζ. Μείναμε για λίγο έτσι, απολαμβάνοντας τη σιωπή.«Δεν θυμάμαι αν σας το είπα, αλλά θέλω να με πάτε στη μάντρα με τα κατασχεμένα», σφύριξα σκύβοντας το κεφάλι ανάμεσά τους.«Σε ποια μάντρα;» ρώτησε ο οδηγός.«Μη μου δυσκολεύεις τη ζωή –να χαρείς!» παρακάλεσα. «Πήραν οι δικοί σας προχτές μια Άλφα από τη γειτονιά εδώ παρακάτω. Που την πήγαν;»«Κι εμείς που να ξέρουμε;» αναρωτήθηκε ο οδηγός.«Άμα δεν ξέρει η αστυνομία, ποιος ξέρει δηλαδή; Οι παλιοκλεφταράδες;» αναρωτήθηκα κι όταν ολοκλήρωσα, κοπάνησα μια γερή με τη λαβή του Βάλτερ στα χείλη του συνοδηγού. Ούρλιαξε και μαζεύτηκε.«Μη νομίζεις οτι θα τη γλιτώνεις για πολύ ακόμα –όταν σταματήσεις το οδήγημα θα σε περιλάβω κι εσένα», προειδοποίησα τον οδηγό.Συνέχισε να κοιτάζει έξω σαν υπνωτισμένος.«Λοιπόν;» ρώτησα ευγενικά.«Πήγαινέ τον...» μούγκρισε ο συνοδηγός.«Σωστή απόφαση!» επικρότησα. «Να εξυπηρετείτε και κάνα πολίτη στη χάση και στη φέξη, έτσι για αλλαγή ρε παιδί μου!»Εκείνη την ώρα έκρωξε ο ασύρματος, κάποιος απαιτητικός από τα Κεντρικά ζητούσε ενημέρωση.«102 –αναφέρατε θέση και πρόοδο ερευνών».Ο συνοδηγός γύρισε να με κοιτάξει.«Μην απαντήσεις. Θα νομίζουν οτι λουφάρετε σε κάνα σαντουιτσάδικο –η πρώτη φορά θα είναι;» είπα.Σήκωσε τους ώμους αμίλητος.«102 –αναφέρατε!» ούρλιαξε ο ασύρματος.«Επιμονή που σου την έχουν κάποιοι άνθρωποι!» θαύμασα.

Page 93: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«102!» συνέχισε ακούραστος ο ασύρματος.«Έλα άνθρωπέ μου, να φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα! Να με ξεφορτωθείτε κι εμένα, επειδή την έχουν δει να σας ξηλώσουν όσο δεν απαντάτε», του είπα καθησυχαστικά.Άλλαξε ταχύτητα βιαστικά και όρμησε στη μισοάδεια λεωφόρο.«102 –αναφέρατε!» τσίριξε ο ασύρματος.Μας πήρε γύρω στο τέταρτο μέχρι να φτάσουμε στη μάντρα, ο οδηγός έκοψε ταχύτητα και μου έκανε νόημα.«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησα.«Εδώ τα φέρνουν», μου απάντησε.«Για προχώρα μέχρι τον πορτιέρη –με βάζετε μέσα και μετά φεύγετε», του είπα.Το μπατσικό έφτασε μέχρι τη μπάρα στη δεξιά πλευρά της μάντρας, εκεί σταμάτησε και περιμέναμε. Τίποτα δεν έγινε.«Κόρναρε μπας και ξυπνήσει ο μαλάκας», του ζήτησα.Ο οδηγός κόρναρε, στην αρχή κοφτά, μετά παρατεταμένα.Ένας βρωμόγερος πετάχτηκε από το κουβούκλιο στην άκρη της μπάρας, κοίταξε προς το μέρος μας, μετά ξαναμπήκε μέσα. Σε λίγο εμφανίστηκε φορώντας κατακίτρινο αδιάβροχο. Μας πλησίασε.«Τι συμβαίνει γαμώ το φελέκι μου;» βλαστήμησε.Οι μπάτσοι τον κοιτάζανε σα χάχες. «Μίλα!» σκούντηξα τον οδηγό.«Μια κόκκινη Άλφα, εδώ τη φέρανε;» ρώτησε εκείνος απότομα.«Ε, που θα την πηγαίνανε; Τσάρκα στα μπιφτεκάδικα;» μούγκρισε ο γέρος.Ήξερα πλέον όσα χρειαζόμουν. «Ευχαριστώ και τους δυο σας για τη συνεργασία και σας διαβεβαιώνω οτι δεν έχω τίποτα προσωπικό μαζί σας», είπα σταθερά.Μετά πυροβόλησα τον οδηγό στο σβέρκο και έριξα άλλες δυο στα μούτρα του συνοδηγού την ώρα που στριφογύριζε σα δαιμονισμένος. Πέθαναν ακαριαία έκπληκτοι.«Τίποτα προσωπικό...» επανέλαβα βιαστικά όσο άνοιγα την πόρτα.Αλλά δεν ήταν ανάγκη να τρέξω, ο γέρος είχε κοκαλώσει εκεί δίπλα, κανονικός υποψήφιος για έμφραγμα.«Που είναι η Άλφα;» τον ρώτησα ακουμπώντας το Βάλτερ στο στήθος του.«Μη με σκοτώσεις...» κλαψούρισε.«Δεν έχω κανένα λόγο να το κάνω», τον διαβεβαίωσα. «Που είναι η Άλφα;»«Στο βάθος, δεύτερη σειρά...» τραύλισε.Τον πυροβόλησα εκεί ακριβώς, στο στήθος –τελικά, έλεγα ψέματα σε όλους τους. Αν δεν τους σκότωνα θα με κάρφωναν κι αυτό ήταν εντελώς άδικο, άμα θες να ξέρεις. Γιατί να μην υπάρχει κάποιος σεβασμός μεταξύ μας; Θα σε αφήσω να ζήσεις, δώσε μου απλώς δυο ώρες –κάτι τέτοιο. Σε όποιον απ΄αυτούς κι αν το ζήταγα, θα συμφωνούσε με μεγάλη προθυμία. Με την ίδια προθυμία που θα ειδοποιούσε τους μπάτσους αμέσως μόλις γύριζα την πλάτη μου. Έτσι ακριβώς –κανένας σεβασμός! Άσε που, κανείς τους δεν θα έκανε δεύτερη σκέψη πάνω από το κουφάρι μου αν τύχαινε να με πυροβολήσει πρώτος. Ίσως να σκεφτόταν πόσα θα κονομήσει, ίσως να υπολόγιζε αν ο θάνατός μου θα του εξασφάλιζε προαγωγή... Έφτυσα τη βροχή και βιάστηκα να ψάξω την Άλφα Τζουλιέτα.Με περίμενε κατσουφιασμένη, και με το δίκιο της, επειδή την είχα παρατήσει εντελώς άκομψα. Ξάπλωσα τη Βέρα στα πίσω καθίσματα, δεν είχα χρόνο για θηλυκές γκρίνιες. Υπολόγιζα οτι θα βρίσκανε τους πεθαμένους μετά το ξημέρωμα, κοίταξα το ρολόι μου

Page 94: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

για να υπολογίσω πόσες ώρες μου μένανε και φυσικά δεν είδα τίποτα –αφού δεν είχα ρολόι. Μετά χτύπησα τα δάχτυλα στο τιμόνι και ξεκινήσαμε, περάσαμε δίπλα στο σταματημένο μπατσικό, γύρισα το πρόσωπό μου αλλού. Δεν είχα καμιά όρεξη να δω τους σκοτωμένους –ένα τρέμουλο ζελέδιασε τους ώμους μου, μια κούραση ζεστή σα σπιτικό φαγητό... Ήθελα να κοιμηθώ και να ξεχάσω, αλλά αυτό δεν ήταν δυνατό.Μας πήρε μισή ώρα μέχρι να φτάσουμε στη νεκροζώντανη πλευρά της πόλης, εκεί που οι πουτάνες ξεγελούσαν την παγωνιά με εφήμερα όνειρα. Ποτέ στη ζωή μου δεν τα κατάφερα να σκεφτώ πολύπλοκα κι αυτό ήταν χρήσιμο, επειδή όλα είναι απλοϊκά εδώ κάτω και τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί σε μια γεμιστήρα σφαίρες. Ήθελα το Αφεντικό και είχα ακόμα μπόλικες γεμιστήρες για το Βάλτερ, θα τον περίμενα λοιπόν, όσο χρειαζόταν. Αλλά όχι στο επίσημο σπίτι του, εκεί πέρα ο φόβος θα είχε ήδη σηκώσει συρματοπλέγματα –άσε που δεν είχα καμιά διάθεση να μπλέκονται σύζυγοι και παιδιά στα πόδια μας. Θα τον περίμενα εκεί που κι αυτός θα με περίμενε –με μια διαφορά. Το Αφεντικό προετοιμαζόταν για συνάντηση στο δρόμο, εγώ υπολόγιζα να βρεθώ ένα βήμα πιο μπροστά. Ή πιο μέσα –αν θες.Έκοψα ταχύτητα, το διαμέρισμα του Αφεντικού ήταν σκοτεινό –κανένα αμάξι δεν διακρινόταν να φυλάει από κάτω. Άρα, το Αφεντικό έλειπε –απόψε έπαιζε τον οικογενειάρχη. Καλό αυτό.Έκανα δυο γύρους για να σιγουρευτώ, τα παρκαρισμένα αμάξια ήταν άδεια. Και τότε τους είδα να ξεκολλάνε από τα λούκια που έσταζαν σκουριά, ανατρίχιασα –σκέτα φαντάσματα οι πούστηδες! Έρχονταν προς την Άλφα με αργό βήμα, έβγαλα το Βάλτερ –ετοιμάστηκα. Αν έγραφε οτι θα πεθάνει κάποιος απόψε, αυτός δεν θα ήμουνα εγώ. Ήταν δύο, ο πρώτος στήθηκε μπροστά στην Άλφα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ο δεύτερος πλησίασε το παράθυρό μου. Η βροχή δε φαινόταν να τους ενοχλεί, ούτε το γεγονός οτι μπορούσα να τους πατήσω με την Άλφα ή να τους πυροβολήσω –δυο γρανιτένιοι άνθρωποι. Άκουσα το χτύπημα στο τζάμι, κατέβασα αργά το παράθυρο της Άλφα.«Πολύ πρωτότυπο σχέδιο ρε μάγκα!» γέλασε ο άντρας χώνοντας το κεφάλι του μέσα στην Άλφα.Ένα ξυρισμένο κεφάλι που έσταζε βρόχινο νερό ανακατεμένο με κακία.«Αυτό μου προέκυψε –μαζί μ’ένα Βάλτερ που σε σημαδεύει σχετικά εγκάρδια», τον πληροφόρησα.«Μάζεψέ το λοιπόν μην έχουμε κανένα ατύχημα», μου είπε ο φαλακρός. «Δεν κινδυνεύεις από μας....»«Μόνο οι πεθαμένοι δεν είναι επικίνδυνοι», του απάντησα.«Κοίτα –δεν έχω όρεξη ν΄αρπάξω καμιά γρίπη, γι΄αυτό θα έρθω να καθίσω στο διπλανό κάθισμα. Εντάξει;» ρώτησε ο φαλακρός.«Να κάτσεις εκεί που είσαι, το καλό που σου θέλω», τον πάγωσα όσο αλληθώριζα προς τον άλλο άντρα που έμοιαζε να έχει κοκαλώσει μπροστά από την Άλφα με τα χέρια σταυρωμένα. «Και πες στο μαλάκα να κάνει παραδίπλα –με αγχώνει έτσι που στέκεται», ζήτησα από τον φαλακρό.«Μην παίζεις με την τύχη σου», με συμβούλεψε ο φαλακρός.«Καλά, προχώρα τώρα στο παρασύνθημα –επειδή έχω και δουλειές», έκανα εγώ.«Σε ζητάνε στο τηλέφωνο», μου εξήγησε ο φαλακρός.«Δεν άκουσα να χτυπάει...» παρατήρησα.

Page 95: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Κάνεις λάθος», μου είπε και έβγαλε ένα τηλέφωνο από την τσέπη του. Ήταν γρήγορος σα φίδι ο καργιόλης, αν είχε τραβήξει πιστόλι τώρα θα τσέκαρα δωμάτιο στην κόλαση.Ο φαλακρός πέταξε το τηλέφωνο ακριβώς δίπλα μου.«Τίποτα άλλο;» ρώτησα.«Πρέπει να είμαι...» ξεκίνησε να λέει όμως δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του επειδή εγώ ανέβασα γρήγορα το τζάμι του παραθύρου κάνοντας όπισθεν.Τον είδα να παραπατάει αποφεύγοντας την τούμπα όσο ο φίλος του ο αγαλμάτινος κατέβαζε αργά τα χέρια. Μετά χάθηκαν στις σκιές των πεζοδρομιών για μια ακόμα φορά. Σήκωσα χειρόφρενο και περίμενα. Το τηλέφωνο χτύπησε.«Πες το», μούγκρισα.«Τελικά θα την κάνεις τη μαλακία!» ψευτοθαύμασε ο Γλύκας.«Είχες καμιά αμφιβολία;» απόρησα.«Πάντα υποθέτω οτι οι αυτόχειρες το ξανασκέφτονται πριν προχωρήσουν...» γέλασε εκείνος.«Πες το στους αυτόχειρες», τον προέτρεψα.«Τέλος πάντων –ήθελα να σου μιλήσω για να δεις τι φίλος είμαι!»«Ο τελευταίος που σε πέρασε για φίλο του κατέληξε με μια σύριγγα να μετράει τ΄αστέρια», του θύμισα.«Βλακείες!» νευρίασε. «Κι επειδή δεν έχω χρόνο για χάσιμο –άκου προσεκτικά. Αν ξεμπερδέψεις με το Αφεντικό θα φροντίσουμε να ξεμπερδέψεις και γενικότερα».«Θα φροντίσετε; Ποιοι θα φροντίσετε;»«Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Κοίτα να τελειώσεις λοιπόν τη δική σου δουλειά κι αμέσως μετά πάρε με τηλέφωνο –κράτα αυτή τη συσκευή και πάρε με. Θα φροντίσουμε να σε ξεμπλέξουμε....»«Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, είσαστε μια παρέα από καλούς Σαμαρείτες που έχετε βάλει σκοπό να βοηθάτε φονιάδες....»«Τα παραλές!»«Δεν τελείωσα!» τον έκοψα. «Θέλω να μάθω κάτι ακόμα –τα χωράφια του Αφεντικού θα τα μοιραστείτε ή θα τα βγάλετε σε κλήρο;»«Κι εσένα τι σε νοιάζει ρε μαλάκα;»«Δίκιο έχεις –δε με νοιάζει», διαπίστωσα.Έκλεισα το τηλέφωνο, ξεκίνησα την Άλφα, ρολάραμε παραλιακά στο πεζοδρόμιο, μέχρι να δω τις σκιές που περιμένανε μισοκρυμμένες. Τότε άνοιξα το παράθυρο και πέταξα το τηλέφωνο στα πόδια του φαλακρού. Ξεκίνησα να φύγω όσο η συσκευή γινόταν κομμάτια στις πλάκες του πεζοδρομίου.Χρειαζόμουν ένα καλό μέρος να κρύψω την Άλφα πριν ανέβω στο διαμέρισμα του Αφεντικού και χρειαζόμουν φαγητό, ύπνο, συντροφιά –ίσως κι ένα γυναικείο χέρι να μου χαϊδέψει το μέτωπο. Το μόνο που δεν χρειαζόμουν ήταν η καλοσύνη των αφεντικών. Επειδή τα αφεντικά είναι, από χρόνια, τσακωμένα με την καλοσύνη.15. Καμένο χαρτίΤην εποχή που δούλευα πόρτα χρειαζόμουν μερικά ποτά όταν έκλεινε το μαγαζί για να μαλακώσω τα νεύρα μου, πήγαινα λοιπόν εκεί κοντά, σ΄ένα ξενυχτάδικο ήσυχο. Πήγαινα την ώρα που τα γκαρσόνια έκαναν βουντού προσπαθώντας να διώξουν τους ξεχασμένους πελάτες, αυτή ήταν η αγαπημένη μου ώρα. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα κι αυτό ήταν οι ξέμπαρκοι με τα μοτεράκια κάτω απ΄τη γλώσσα. Δες λίγο την κατάσταση, ένα μαγαζί

Page 96: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

που κλείνει και πελάτες που δε λένε να φύγουν –τι άλλο θα μπορούσε να είναι πέρα από σκουπίδια της νύχτας ξεβρασμένα από τις παρέες για να μη τους χαλάνε άλλο τη διασκέδαση; Έρχονταν δίπλα σου και σε τσάκιζαν με τις καυχησιές τους, έφτιαχναν εκεί πέρα κάτι ιστορίες σχετικά με το πόσο ζόρικοι, μάγκες κι αστεράτοι είναι κι όλα αυτά θα μπορούσαν να ισχύουν σε κάποιον άλλο γαλαξία, όχι σ΄αυτόν εδώ που βρέθηκαν φτυσμένοι πανταχόθεν -ακόμα και τα γκαρσόνια ρίχνανε ροχάλες στα ποτά τους πριν τα σερβίρουν. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν μονίμως μετά από το μεγάλο κόλπο, τίγκα στα φράγκα, ενώ ταυτόχρονα μετράγανε τα ψιλά τους για να παραγγείλουν επόμενο ποτό. Είχαν κάνει τα καλύτερα ναρκωτικά, είχαν πηδήξει τις καλύτερες γκόμενες και μισόκλειναν το μάτι για να σου δείξουν οτι είχαν φυτέψει καμιά δεκαριά νοματαίους –έτσι για την πλάκα τους. Σκουπίδια ικανά να μαγαρίσουν το ποτό σου. Προσπαθώντας να τους αποφύγω γνώρισα τον Κουφό. Ποτέ δεν έβγαλα άκρη γιατί του κολλήσανε αυτό το παρατσούκλι -επειδή άκουγε ακόμα και το πέταγμα της μύγας στην καταιγίδα (σαν το ποντίκι που κι αυτό κουφό το λένε) ή λόγω του οτι προσποιούνταν πως δεν είχε ακούσει τις μαλακίες των γύρω του για να μην μπλέκει σε φασαρίες;Όποιος από τους δυο μας έφτανε πρώτος καπάρωνε το τραπέζι «στο βάθος κήπος» και περίμενε τον άλλο –ήμασταν εκεί κάθε βράδυ. Ο Κουφός είχε πατήσει τα 50 αλλά δεν έκοβα το κεφάλι μου πριν πόσο καιρό είχε συμβεί αυτό. Χαιρετιόμασταν με τα μάτια, πάντα στο τραπέζι υπήρχαν έξτρα καθαρά ποτήρια κι ένα μπουκάλι που είχε ήδη παραγγείλει αυτός που έφτανε πρώτος. Μετά πίναμε στα μουγκά. Ο Κουφός ήταν Συμβολαιογράφος κι αυτό στην πιάτσα σημαίνει δολοφόνος κατά παραγγελίαν. Δεν υπήρχαν πολλοί σαν και του λόγου του, η πιάτσα βρώμαγε από παλικαράδες, σφίχτες γυμναστηρίων ή ξεπεσμένους αθλητές σαν εμένα –Συμβολαιογράφοι δεν ήταν πάνω από πεντέξι άτομα, κρυμμένα πίσω από τις ομίχλες της φήμης τους. Είχα ακούσει, αλλά πριν τον Κουφό δεν έτυχε να γνωρίσω κανέναν τέτοιο. Κι ο Κουφός δηλαδή, από ατυχία φανερώθηκε. Επειδή μια νύχτα πέρναγε δίπλα μας εκείνη η τσακισμένη γυναίκα, μάλλον πουτάνα απ΄αυτές που χτυπάνε πελάτη μονάχα άμα τον πετύχουν σε αφασία, περνούσε σέρνοντας τις στραβοπατημένες γόβες της και ξαφνικά σταμάτησε μπροστά μας. Γούρλωσε τα μάτια, έψαξε ένα τσαντάκι με πλαστικές πούλιες, βρήκε κάτι χαρτονομίσματα, τα τσαλάκωσε και τα πέταξε κατάμουτρα στον Κουφό.«Σου φτάνουν αυτά για να καθαρίσεις ένα βρωμόσκυλο που ουρλιάζει έξω από το σπίτι μου; Σου φτάνουν ξεφτιλισμένε άντρα;» έβγαζε αφρούς από το στόμα όσο ούρλιαζε. Είδα οτι από το μαύρο καλσόν της είχαν φύγει καναδυό πόντοι. Ο Κουφός την κοίταξε κάπως έκπληκτος και μετά μάζεψε τα λεφτά από μπροστά του.«Να παραγγείλουμε ακόμα ένα μπουκάλι αφού μας κερνάνε», μου πρότεινε αδιάφορα.Η γυναίκα είχε μείνει να τον κοιτάζει με τα ίδια γουρλωμένα μάτια μέχρι που βαρέθηκε κι έφυγε. Σκέφτηκα οτι έπρεπε να πω κάτι.«Κάποια ραγισμένη καρδιά που δεν ξανακόλλησε με τα χρόνια;» είπα.«Κάπως έτσι», έκανε ο Κουφός και δεν έδωσε συνέχεια.Αλλά είχα την πείρα να καταλάβω οτι ο άνθρωπος δεν ήταν νταβατζής ούτε είχε σχέση με ζιγκολίκια –άσε που η γυναίκα φαινόταν αρκετά μικρότερή του. Σκεφτόμουν λοιπόν οτι κάποια κομπίνα πάνω σε κομπίνα της είχε στήσει, τίποτα ληστεία που της έφαγε το μερίδιο, κανένα λαθρεμπόριο... ποιος ξέρει;«Καμία σχέση», μου είπε ο Κουφός τρεις μέρες μετά το περιστατικό.

Page 97: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Έβλεπε οτι η συμπεριφορά μου είχε αλλάξει, μίλαγα λιγότερο απ’ότι πριν, που δε μιλάγαμε καθόλου, έπινα γρήγορα όταν ερχόταν κι έφευγα μετά βιαστικός...«Τι εννοείς;» ρώτησα ξαφνιασμένος, επειδή εκείνη την ώρα σκεφτόμουνα κάτι δικά μου.«Όσα σου πέρασαν από το μυαλό.... Νταβατζής, ρίχτης, λουμπίνας... καμία σχέση, δεν είμαι τίποτα απ΄όλα αυτά...»«Δε μ΄ενδιαφέρει και δε μου πέρασε τίποτα από το μυαλό», απάντησα στα ψέματα. «Εντάξει τότε», είπε ο Κουφός.Αλλά ξέραμε κι οι δυο μας τι σήμαινε όλο αυτό –αν ο Κουφός έλεγε αλήθεια οτι τίποτα απ΄όλα αυτά δεν ίσχυε, σήμαινε πως ήταν Συμβολαιογράφος, το παραδεχόταν σιωπηλά. Η συμπεριφορά μου ξανάγινε κανονική απέναντί του, όχι τίποτα δραματικές αλλαγές δηλαδή –ήμασταν δυο άνθρωποι που θέλαμε να κατεβάζουμε ένα μπουκάλι ποτό με την ησυχία μας, όμως σε τέτοιες περιπτώσεις οι μικρολεπτομέρειες είναι πιο θορυβώδεις από εκρήξεις σε ναρκοπέδιο.Τα λέω όλα αυτά για να εξηγήσω το γιατί περιμένω κουλουριασμένος στη μέση της σκάλας, έναν όροφο πάνω απ΄το διαμέρισμα του Αφεντικού, με το μάτι καρφωμένο στην φρεσκοπαραβιασμένη πόρτα του, εντάξει;Την εποχή που φάγανε εκείνον τον ψευτόμαγκα με τα νυχτερινά κέντρα στην παραλία και πιάστηκαν οι πιστολάδες καμιά δεκαριά χιλιόμετρα παρακάτω έτυχε να νιώθω ομιλητικός. Τον ρώτησα λοιπόν τη γνώμη μου σχετικά με το θέμα.«Καλά το παίξανε», μουρμούρισε ο Κουφός και μετά χάθηκε στις σκέψεις του.«Τι λες τώρα; Αφού τους πιάσανε!» απόρησα εγώ.«Όταν πας να φας κάποιον το πρώτο που πρέπει να κανονίσεις είναι από που θα φύγεις. Οι μάγκες εκεί πέρα είχαν στρωμένο σχέδιο, μέχρι εναλλακτική είχαν φροντίσει...»Κοίταξα ασυναίσθητα το μπουκάλι, μπας και το είχε αδειάσει πολύ γρήγορα γι΄αυτό έλεγε τώρα ασυναρτησίες.«Ποια εναλλακτική; Αφού τους πιάσανε! Θα με τρελάνεις;»«Η εναλλακτική είναι να σε πιάσουν οι μπάτσοι και όχι οι άνθρωποι αυτουνού που έφαγες», είπε ο Κουφός.«Δηλαδή, η πιθανότητα να μη σε πιάσει κανείς δεν παίζει;»«Πως, αμέ! Παίζει και παραπαίζει, απλά εσύ δεν μπορείς να την προσχεδιάσεις. Υπάρχουν τόσα απρόοπτα που μπορεί να σου κάτσουν... -αν έχεις κάνει, περισσότερες από μια, τέτοιες δουλειές ξέρεις πως δεν υπάρχει λόγος να πονοκεφαλιάζεις...»«Δε γίνεται ρε άνθρωπε να μην υπάρχει τρόπος να αυξήσεις τις πιθανότητες διαφυγής!» ψιλονευρίασα εγώ.«Είπα εγώ οτι δεν υπάρχει τρόπος;» με κοίταξε παραξενεμένος.Περίμενα λοιπόν να τον ακούσω.«Αν θέλεις να αυξήσεις τις πιθανότητές σου πρέπει πρώτα να τις κάψεις», είπε ο Κουφός.Αυτό ήταν όλο.Άκουσα το κουβούκλιο του ασανσέρ να ανεβαίνει, μάζεψα ασυναίσθητα τα πόδια μου, περίμενα –αλλά το ασανσέρ δεν σταμάτησε. Χαλάρωσα και πάλι. Είχα κοντά δυο ώρες που περίμενα, ανέβηκα από τις σκάλες μέχρι τον όροφό του, έφτασα έξω από την πόρτα του, χτύπησα το κουδούνι –κυρία κανονική. Κανένας δεν μου άνοιξε, βεβαιώθηκα. Και μετά διέρρηξα την πόρτα, είχε κάτι γαμωκλειδαριές ασφαλείας αλλά τα κατάφερα. Ετοιμαζόμουν να χωθώ στο σκοτεινό διαμέρισμα όταν θυμήθηκα όσα που έλεγε ο Κουφός. Η τυπική παγίδα θα σήμαινε άραγμα σε μια αναπαυτική πολυθρόνα μέσα στο διαμέρισμά του, προσευχές στον Άγιο Μαχαιροβγάλτη να τυφλωθούν οι

Page 98: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

μπράβοι για να μη δουν την παραβιασμένη πόρτα κι όταν μπουν μέσα να πάθουν αγκύλωση, για να βρω εγώ τον χρόνο που χρειάζομαι και να μην υπάρχουν άλλοι παρκαρισμένοι στην είσοδο της πολυκατοικίας... Πολύς σχεδιασμός, καμιά εγγύηση. Αν όμως μηδένιζα από μόνος μου τις πιθανότητες διαφυγής μου; Τότε;Περίμενα, άναψα κι ένα τσιγάρο κουφωμένο στην παλάμη, τράβαγα μουλωχτές τζούρες.Είχε πάρει να ξημερώνει όταν το κουβούκλιο του ασανσέρ έδεσε στον όροφό του σα βαρυφορτωμένη μαούνα. Πήρα βαθειά ανάσα. Από το άνοιγμα της πόρτας βγήκε ένας καουμπόης με το ασημένιο Μάγκνουμ του να ρουθουνίζει, από πίσω πετάχτηκε ακόμα ένας ίδιος –χαμογέλασα. Θα μπορούσα να τους φάω μια χαρά από εκεί που ήμουν, θα μπορούσε να μοιάζει όλο αυτό με σχέδιο αυξημένων πιθανοτήτων επιτυχίας. Μαλακίες! Πίσω τους βγήκε το Αφεντικό, περισσότερο σκυφτός απ΄ότι συνήθως, περίεργα αφηρημένος. Δάγκωσα τα χείλη μου.Ο πρώτος καουμπόης μοστράριζε το Μάγκνουμ ελέγχοντας τον άδειο διάδρομο όσο ο δεύτερος έφτανε στην πόρτα ψάχνοντας τα κλειδιά. Εκεί έμεινε μετέωρος. Κόλλησε στον τοίχο, έκανε νόημα δείχνοντας την παραβιασμένη κλειδαριά. Εγώ ετοιμάστηκα -οι δυο καουμπόηδες μπούκαραν στο διαμέρισμα του Αφεντικού προσπαθώντας να μην κάνουν θόρυβο, τους έδωσα λίγο χρόνο να ψάξουν -μετά πετάχτηκα σαν ελατήριο.«Έλα πάνω ρε πούστη!» σφύριξα στο Αφεντικό που περίμενε μόνος κι έρημος τους πιστολάδες του.Με είδε και κιτρίνισε.«Τσακίσου!» είπα δείχνοντάς του το Βάλτερ.Ανέβηκε τα σκαλιά, με πλησίασε όπως ο ετοιμοθάνατος τη γκιλοτίνα. Τον έβγαλα μπροστά μου και τον έσπρωξα προς τον πάνω όροφο, ανεβαίναμε τη σκάλα αγκομαχώντας. Από κάτω άρχισε ο θόρυβος.«Προχώρα και μη βγάλεις άχνα γιατί θα ρίξω», τον προειδοποίησα.Φτάσαμε μέχρι την ταράτσα, δοκίμασα τη σιδερένια πόρτα κι ευχαρίστησα τον Άγιο Ξεκωλιάρη που δεν ήταν κλειδωμένη.«Έξω!» του φώναξα.Βγήκαμε, κάναμε το γύρο του κλιμακοστάσιου με τη βροχή να μας λιανίζει τα μούτρα.«Εδώ!» τον φρέναρα.«Σε παρακαλώ...» ψέλλισε.«Παπαριές!» ξεφύσηξα. «Δεν ήρθαμε εδώ πάνω για τέτοια...»«Έχω λεφτά...» κλάφτηκε.«Σημαδεμένα σαν τα προηγούμενα ρε καργιόλη;» ούρλιαξα χτυπώντας τον με την κάνη του Βάλτερ. Κόμπιασε.«Άκου πως θα γίνει –κανονικά έπρεπε να έχω μαχαίρι. Αλλά ακόμα και χωρίς, κάτι θα καταφέρω... Θα σου τσακίσω τις κλειδώσεις και μετά θ΄ανοίξω την κοιλιά σου, να βλέπεις άντερα όσο πεθαίνεις...» του είπα σταθερά.«Μη!» παρακάλεσε.«Σκάσε!» φώναξα. «Επειδή όταν θα είσαι έτσι δεν θα καταλαβαίνω τι μου λες, κάνε τη χάρη στον εαυτό σου και πέστα τώρα –όσο περισσότερα, τόσο αργότερα...»Το νερό αυλάκωνε στο κρεμασμένο προγούλι του κι έμοιαζε σα λιγούρι κωλόχοντρος σε σουβλατζίδικο. Πιέστηκα να μην τον πυροβολήσω επιτόπου, παρακάλαγα να μου δώσει ένα λόγο να το καθυστερήσω.

Page 99: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Θέλανε να τελειώσουν εκείνους τους τύπους.... εκείνους που τους πήγες τα λεφτά... Εμένα απλά μου ζήτησαν....» ξεκίνησε τη μουρμούρα το Αφεντικό.«Ποιοι;» τον έκοψα.Μπερδεύτηκε.«Ποιοι -τι;» απόρησε.«Ποιοι θέλανε, ποιοι σου ζήτησαν -ποιοι;»Ανάσανε ασθματικά.«Είχα κάτι παλιές εκκρεμοδικίες... δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά... Εκείνος τις ήξερε...» το Αφεντικό σώπασε κοιτάζοντας τις στέγες των σπιτιών.«Για το δικαστή μιλάς;» έκανα εγώ.Το Αφεντικό ένευσε. «Γι΄αυτό ήρθε στο κωλοχανείο που έτρωγα; Για να με σταμπάρει;» ρώτησα πάλι.Το Αφεντικό έδειχνε να συμφωνεί.«Ποιος γαμιόλης έρχεται να σταμπάρει κάποιο παλιοτόμαρο κουβαλώντας και τα παιδιά του μαζί;» ούρλιαξα.Το Αφεντικό δεν έκανε τίποτα.«Γιατί εμένα;» τον ρώτησα.«Ήσουνα ο πιο φτηνός για ξόδεμα», είπε σιγά το Αφεντικό.Είχε δίκιο.«Η πιάτσα σ΄έχει ξεγραμμένο», του είπα.«Το ξέρω –με γάμησες!» παραδέχτηκε. «Δε σου φτάνει;»Χαμογέλασα.«Αν ήταν μόνο το στήσιμο, τώρα θα είχαμε πατσίσει», απάντησα.«Τι άλλο είναι;» ούρλιαξε.«Ετοιμάσου», του ζήτησα.«Μην το κάνεις!» στρίγκλισε.Τον άρπαξα από το λαιμό και τον κόλλησα στο κλιμακοστάσιο. Πήγε να με σπρώξει βάζοντας τα χέρια στο στήθος μου, τον χτύπησα με την κάνη του Βάλτερ στο πρόσωπο, άρχισε να ματώνει.«Κάτσε σε μια μεριά, μην το ζορίζεις», τον παρακάλεσα.«Άσε με!» φώναξε, τα μάτια του πήραν να γυρίζουν κατά μέσα.Τον πίεσα πιο δυνατά κόντρα στον τοίχο και τότε εκείνος άρχισε να βήχει, τρανταζόταν παγιδευμένος στη λαβή μου, έμοιαζε λες και ήθελε να ξεράσει.«Κάτσε γαμώ το στανιό σου!» φώναξα.Αλλά εκείνος συνέχιζε το ίδιο βιολί, τιναζόταν μέχρι που βάρυνε το σώμα του, ο καρπός μου άρχισε να τρέμει όσο σωριαζόταν. Έβαλα δύναμη να τον κρατήσω.«Τι έγινε τώρα!» μούγκρισα.Μάταιος κόπος –το Αφεντικό κατέρρεε πανηγυρικά. Έκανα δυο βήματα πίσω, ελευθέρωσα το χέρι μου κι εκείνος σωριάστηκε άτσαλα, γδέρνοντας τους σοβάδες στον τοίχο του κλιμακοστασίου.«Τι μαλακίες είναι αυτές ρε γαμώτο!» φώναξα κοιτάζοντας τις ανοιχτές βρύσες του ουρανού.Μετά τον κλώτσησα με τη μύτη της μπότας, αλλά δεν έδειξε διάθεση να κουνηθεί. Τον ξανακλώτσησα. Έσκυψα πάνω του, αναγκάστηκα να γονατίσω κιόλας, το νερό είχε λιμνάσει, περόνιασε μέχρι το σώβρακό μου ακαριαία. Έπεισα τη σκατόφατσά του ανάμεσα στα δάχτυλά μου, τον γύρισα προς το μέρος μου, τον κοίταξα. Μάτια γυάλινα

Page 100: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

φτιαγμένα από φόβο, στόμα στραβωμένο, η γλώσσα του να κρέμεται στο πλάι. Έμεινα να τον κοιτάζω και δεν το πίστευα. Η βροχή κουρτίνιαζε τα μαλλιά μπροστά απ΄τα μάτια μου.«Ξύπνα ρε πούστη, ξύπνα να σε ξεσκίσω!» ούρλιαξα και άρχισα να τον τραντάζω μέχρι που βαρέθηκα –του χτύπησα το κεφάλι στο τσιμέντο κάμποσες φορές, μετά σηκώθηκα παρατώντας τον. Τι άνθρωπος ήταν αυτός που είχε πεθάνει από τον φόβο του; Αφεντικό –αυτό ήταν. Ένας χέστης που γαμούσε με δανεικά αρχίδια, τον έφτυσα και τον άφησα εκεί κάτω.Μόνο όταν πάτησα το κεφαλόσκαλο θυμήθηκα να ψάξω μήπως είχαν ξεμείνει τίποτα μπράβοι του. Άρχισα λοιπόν να κατεβαίνω αργά -ευτυχώς οι μπότες μου δεν είχαν μπάσει νερό, αλλά δεν ήμουνα όσο αθόρυβος θα ήθελα. Η πόρτα του διαμερίσματός του έχασε ορθάνοιχτη όμως δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Κατέβηκα έναν όροφο, πίεσα το κουμπί του ασανσέρ και είδα στον πίνακα οτι αυτό ξεκίναγε ν΄ανέβει από το ισόγειο. Οι μαλάκες μάλλον μας ψάχνανε στους γύρω δρόμους. Συνέχισα να κατεβαίνω.Η είσοδος της πολυκατοικίας ήταν θλιβερά έρημη, αναγκάστηκα να φτάσω μέχρι την εξώπορτα κάνοντας ημικύκλιο, για να αποφύγω τη τζαμαρία. Άνοιξα σαν αργοπορημένος μαθητής και βγήκα έξω, το πεζοδρόμιο είχε μόνο ρυάκια της βροχής, αλλά 5 μέτρα παρακάτω ήταν σταματημένο ένα κτηνώδες τζιπ. Όπλισα το Βάλτερ πριν προλάβω να σκεφτώ και πλησίασα από τα πλάγια. Μόνο ο οδηγός φαινόταν μέσα στο τζιπ, κοίταζε αλαφιασμένος μπροστά στον μισοσκότεινο δρόμο. Του άνοιξα απότομα την πόρτα σημαδεύοντας κατάμουτρα. Πετάχτηκε.«Δεν είναι ανάγκη», είπε ήσυχα.«Δε θα μου πεις εσύ...» ξεκίνησα, αλλά έκοψα απότομα επειδή ήταν γνωστός μου ο οδηγός. Δούλευε χρόνια στο Αφεντικό, σαραντάρης, οικογενειάρχης –κοίταζε πάντα τη δουλειά του.«Μην κάνεις μαλακίες, έτσι κι αλλιώς, για τα μάτια σε ψάχνουν», μου είπε.«Γεγονός;» θέλησα να μάθω.«Έχει βγει βρώμα οτι ήταν ξεγραμμένος... Απλά οι υπόλοιποι προσέχανε μη φάνε καμιά αδέσποτη», μου εξήγησε.«Για να το λες...» έκανα, αλλά δεν κατέβασα το Βάλτερ.«Φύγε τώρα –κοπάνα την», είπε εκείνος.«Μπέσα;» αναρωτήθηκα.«Για τι μας πέρασες; Για πρόσκοπους;» γέλασε.«Κάποτε όμως θα πρέπει να σεβόμαστε ο ένας τον άλλο –δε βγαίνει διαφορετικά...» ψιθύρισα.«Εντάξει, εσύ είσαι γκράντε μαλάκας!» θαύμασε.Του γύρισα την πλάτη, δεν είχα όρεξη.«Άκου!» με φρέναρε. «Κουβεντιάζεται οτι δούλεψες για λογαριασμό σου και κάτι τέτοια δεν τα γουστάρουν στην πιάτσα. Θα βολέψεις πάρα πολλούς αν βρεθείς με μια σφαίρα στο κεφάλι....»«Τότε γιατί δεν το κάνεις εσύ –να σου χρωστάνε και χάρη;» απόρησα.«Περιμένω να βγει το νούμερό σου, γι΄αυτό», γέλασε εκείνος.«Πες τους ν΄ανέβουν στην ταράτσα να τον μαζέψουν», μούγκρισα εγώ πριν χαθώ στη γωνία.

Page 101: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Πήγα μέχρι την Άλφα περπατώντας μετρημένα, ήθελα να ηρεμήσω λίγο το κεφάλι μου, ήθελα να ξαλαφρώσω. Αλλά δεν ήταν έτσι.Κάθισα πίσω απ΄το τιμόνι, ξεκινήσαμε αμίλητοι. Δεν τολμούσα να κοιτάξω τη Βέρα στο πίσω κάθισμα, δεν είχα κουράγιο, διάθεση...Βγήκαμε ξανά στη λεωφόρο, έπρεπε να μαζέψω τ΄απομεινάρια μου πριν ξεκινήσουμε το ταξίδι. Ένα οικογενειακό αυτοκίνητο πετάχτηκε από το πουθενά του δεξιού παρακαμπτήριου, δε φάνηκε καν να με βλέπει, φρέναρα ξαφνιασμένος. Από πίσω άκουσα ένα γδούπο, η Βέρα είχε φύγει από τη θέση της και κοπανήθηκε σφηνώνοντας ανάμεσα στα μπροστινά καθίσματα. Γύρισα να τη δω.«Τι θες;» ούρλιαξα. «Τι θες, ανάθεμά σε; Άντε γαμηθείτε όλοι σας –αφήστε με ήσυχο!»Η Βέρα δεν είπε τίποτα.Όλοι είχαν γαμηθεί ασύστολα και τώρα ήταν η δικιά μου σειρά –αυτό συνέβαινε τελικά.16. Κάποιο φέρετροΟ δρόμος προς το παραλιακό σπίτι δεν ήταν χαλαρός όπως την προηγούμενη φορά –ίσως να έφταιγε και η ώρα. Πρωινή κι εργάσιμη. Φορτηγά τροφοδοσίας, βυτία ανεφοδιασμού, κουρσάκια αγχωμένων πλασιέ και άλλοι περίεργοι που συνωστίζονταν στην παραλιακή λεωφόρο, ψάχνοντας τη χαμένη τους τρυφερότητα –ή έτσι ήθελα να πιστεύω. Αλλιώς, τι διάολο κάνανε όλοι αυτοί, δίπλα στη θάλασσα, την ώρα που ο ουρανός έπεφτε μολυβένιος; Άναψα τσιγάρο, άνοιξα και το τζάμι για να μη ντουμανιάσουμε –κύλησε μέσα μια πρόσχαρη βροχή που με ανατρίχιασε. Οι τζαμοκαθαριστήρες προσπαθούσαν φιλότιμα να βελτιώσουν την θέα του παρμπρίζ –αλλά τι να σου κάνουν κι αυτοί με τόσο νερό; Πήγαινα σιγά, προσεκτικά –το μόνο που μου έλειπε ήταν κάποιο άσχετο τρακάρισμα. Ευτυχώς ο ιδιοκτήτης της Άλφα Τζουλιέτα ήταν, κατά πως φαίνεται, ψείρας –λάστιχα, φρένα, λάδια, ξύδια –τζιτζιλόνι την είχε, όπως ακριβώς της έπρεπε. Πάτησα το πεντάλ του φρένου απαλά στραβώνοντας τη μούρη, κάποιο μικροτρακάρισμα μπροστά μου. Είχαν αφήσει οι γαμημένοι τ΄αμάξια τους στη μέση της λεωφόρου, άλλαξα λωρίδα κοιτάζοντας για λάδια ανακατεμένα με τα ρυάκια του βρόχινου νερού, πέρασα δίπλα τους, ευτυχώς δεν είχαν πλακώσει ακόμα οι μπάτσοι. Ένας ρεζίλης και μια λατέρνα βρέχονταν του καλού καιρού σκυμμένοι ευλαβικά πάνω από τους προφυλακτήρες των αυτοκινήτων τους, ψάχνανε για γρατζουνιές... Φρέναρα όταν ήμουν ακριβώς στο ύψος τους, είχα μια διάθεση να τραβήξω το Βάλτερ και να τους ξεσκίσω επιτόπου –αν θες να ξέρεις, κάτι τέτοιοι είναι χειρότεροι από τ’ Αφεντικά, κάτι τέτοιοι βάζουν πλάτη για να πατήσουν τ΄Αφεντικά –χαμογέλασα όσο απομακρυνόμουν. Στ΄αρχίδια μου πάντως, αν ο κόσμος γούσταρε να μαζοχίζεται δεν ήταν δικό μου πρόβλημα, αρκεί να μην πατούσαν τα «μπλε σουέτ παπούτσια μου». Επειδή ακόμα χειρότεροι κι απ΄τους «κάτι τέτοιους» είναι όσοι αποφασίζουν με το ζόρι να τους σώσουν, ξεκωλιάρηδες πρόσκοποι που περνάνε τις γριές με το ζόρι στο απέναντι πεζοδρόμιο...«Άντε γαμηθείτε όλοι σας!» ούρλιαξα κορνάροντας.Ο δρόμος άδειασε μπροστά από το μικροτρακάρισμα –πάτησα γκάζι, λίγα χιλιόμετρα μας χώριζαν πλέον. Λίγα χιλιόμετρα και πολλή λάσπη στην ανηφόρα μέχρι την τρύπα του φράχτη –η Άλφα ανέβαινε βλαστημώντας για τις εμπνεύσεις μου.

Page 102: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Πάρκαρα εκεί έξω και πήρα βαθιές ανάσες πριν βγω στη βροχή –που να ήταν άραγε ο εκείνος ο άντρας του σπιτιού; Μου είχε πει οτι θα΄λειπε και φαινόταν τύπος που εννοεί όσα λέει. Κρίμα βέβαια, επειδή μερικά ποτήρια κρασί μαζί του δεν θα μου κακόπεφταν...

Οι μπότες μου βυθίστηκαν στις λάσπες του μονοπατιού. Δέντρα σκάλωναν τα σκελετωμένα τους δάχτυλα στο μπουφάν μου, τσαντίστηκα και προχώρησα πιο γρήγορα. Το σπιτάκι στο βάθος του κήπου έμοιαζε με δαρμένο σκυλί έτσι που το κύκλωνε η καταιγίδα –δεν άντεχα και πολύ να το βλέπω. Η πόρτα του μεγάλου σπιτιού ήταν μισάνοιχτη. Την παραμέρισα με τον ώμο και μπήκα μέσα, ο διάδρομος σκέτη μαυρίλα. Μύρισα την αποξένωση, στυφή σα δυστυχία, προχώρησα προσεκτικά. Έξω από τις τζαμαρίες του σαλονιού η θάλασσα έδειχνε χολυγουντιανή υπερπαραγωγή –αστραπές, βροντές, μαυρίλα, μόνο ο τρομερός Γκοτζίλας έλειπε –να πεταχτεί από κει μέσα και να μας καταπιεί όλους. Πιέστηκα να ξεκολλήσω από το θέμα –έπρεπε να δω τι γίνεται μ’ Εκείνη. Βρισκόταν ακριβώς στη θέση που την είχα αφήσει κι αγνάντευε πέρα –μακριά –αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς έβλεπε. Ήταν όμορφη, πιο όμορφη απ΄όσο τη θυμόμουν –μάλλον έφταιγε που είχα μέρες να τη δω. Κάθισα δίπλα της, άναψα τσιγάρο.«Γεια σου, γύρισα», ψιθύρισα.Δεν είπε τίποτα. Μόνο ακούμπησε πάνω μου, βάρυνε το σώμα της κόντρα στο δικό μου ή ίσως να το έκανα κι εγώ –ένιωσα πάντως οτι ξαναγύριζα σπίτι και μου άρεσε αυτή η ηρεμία. Ανάσανα βαριά να κόψω τα δάκρυα νιώθοντάς την ξυλιασμένη δίπλα μου.Και τότε το είδα, στο τραπεζάκι απέναντί μας –μοναχικό σαν τελεσίδικη απόφαση. Το Λούγκερ περίμενε εκεί πέρα, με την κάνη του ξαπλωμένη αυθάδικα. Σηκώθηκα, πλησίασα, το έπιασα. Δίπλα του παρατημένη μια σφαίρα –έβγαλα τη γεμιστήρα, την έλεγξα, ήταν άδεια. Πήρα τη σφαίρα και την έβαλα μέσα, όπλισα κιόλας αλλά δεν τράβηξα την ασφάλεια. Ωραίος ο δικός μου! Είχε φροντίσει να αφήσει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, για την περίπτωση που τα πράγματα θα μου έρχονταν στραβά. Έχωσα το Λούγκερ στην τσέπη μου.«Ώρα να φύγουμε», της είπα και έσκυψα για να τη σηκώσω στην αγκαλιά μου.Στην είσοδο του σπιτιού μάς περίμενε η δερμάτινη βαλίτσα με τα χρήματα.Τακτοποίησα τη βαλίτσα στο πορτ μπαγκάζ της Άλφα κι Εκείνη δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού. Ήμασταν έτοιμοι και τίποτα δεν ήταν ικανό να μας σταματήσει. Πλέον.Βγήκα στη λεωφόρο που έβγαζε έξω από την πόλη, οδηγούσα με τρόπο κυριακάτικο –δεν βιαζόμασταν. «Θες ν΄ακούσεις κάτι;» τη ρώτησα. Έψαξα στα ντουλαπάκια, αλλά μόνο σφαίρες υπήρχαν μέσα –ο ιδιοκτήτης της Άλφα δεν είχε αφήσει καθόλου μουσική.«Ατυχήσαμε», της είπα. «Αλλά δεν πειράζει. Όταν τελειώνει η μουσική, ανάβουν τα φώτα –είναι κάποια πράγματα που πρέπει να μάθεις. Επειδή έφαγες τη σφαίρα που έγραφε το δικό μου όνομα –και δεν ξέρεις ούτε τ΄όνομά μου... Για να μαθαίνεις λοιπόν –εγώ είμαι ο βασιλιάς Μίδας με τα μουτζουρωμένα χέρια. Εγώ, ότι αγγίζω δεν γίνεται χρυσός, ότι αγγίζω γίνεται δυστυχία. Γεννήθηκα τη μέρα που πέθανε η μάνα μου κι ο πατέρας μου ήταν καλός άνθρωπος, σπλαχνικός –αντί να με πνίξει επιτόπου με άφησε να ζήσω. Μαλακία του νομίζω. Όταν κατάλαβα οτι μπορώ να τα βγάζω πέρα μόνος, του άρπαξα όλο το μηνιάτικο και την κοπάνησα από το σπίτι –ήτανε τότε κάτι παιδιά που ζούσαν σε ερειπωμένα σπίτια, από εκείνα που οι ιδιοκτήτες δεν καταδέχονται ούτε να τα

Page 103: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

γκρεμίσουν. Πήγα μαζί τους, τα λεφτά έφταναν για κάνα δυο μήνες –μου τα κλέψανε στη βδομάδα, έμαθα κι εγώ το κόλπο, έκανα τα ίδια. Με πιάσανε την ώρα που κουβάλαγα μια τηλεόραση, 10 μέτρα από την παραβιασμένη πόρτα με πιάσανε –βλέπεις, οι άλλοι ήταν παλιοί, πήραν τα φράγκα και τα κοσμήματα, σε μένα έμεινε το βαρίδι. Με τραβάγανε οι μπάτσοι κι εγώ δεν την άφηνα την καργιόλα την τηλεόραση –λες και ήτανε δικιά μου, λες κι όλα αυτά ήταν ένα χοντροκομμένο καλαμπούρι που σύντομα θα τελείωνε... Ο πατέρας με γλίτωσε από το αναμορφωτήριο, με ξαναπήρε σπίτι και δε μου είπε κουβέντα για όλα αυτά –κάθε πρωί άφηνε ένα ποτήρι γάλα και ένα πιάτο φαΐ κάθε μεσημέρι –μόνο στο σχολείο επέμενε να ξαναπάω. Προσπάθησα πολύ για να του κάνω το χατίρι –τον αγάπαγα τον πατέρα μου, αλλά με αηδίαζε κιόλας. Αυτός ο άνθρωπος είχε καταπιεί αλεξικέραυνο, δεν εξηγείται αλλιώς! Ότι κι αν τον χτύπαγε, προσβολές, αδικίες, ξεφτιλίκια –ο πατέρας μου τα ρούφαγε και τα ‘θαβε στο χώμα. Στο χώμα που ήτανε καρφωμένος –με τρέλαινε αυτό. Έκανα υπομονή, έγινα φίδι κανονικό, έμαθα πως να χτυπάω και να μη φαίνομαι, αλλά έτσι έβγαλα το σχολείο. Ευτυχώς που υπήρχε και το μποξ αλλιώς θα σκότωνα κανέναν στη μέση του δρόμου –τόσο πολύ μισούσα τον κόσμο. Κι ακόμα τον μισώ, δες τι κάνανε σε σένα, δες τι μας κάνουμε... Ένα μάτσο καργιόληδες που κυνηγάνε το λαρύγγι μας κι εμείς πρέπει να τρέχουμε, δεν είχα ποτέ αντοχή στο τρέξιμο. Αγρίευε ο Χαρακωμένος, «τρέξε ρε μούλε», έσκουζε! Έκανα κι εγώ πως τρέχω, τον κορόιδευα, έκανε εκείνος πως με πίστευε –ο κλέψας του κλέψαντος. Ήθελα να πάρω όλα αυτά που ήθελα, έτσι είχε το θέμα. Έτσι κάνανε όλοι άλλωστε –ότι γουστάρανε το παίρνανε κι αν είχε κανένας αντίρρηση τόσο το χειρότερο γι΄αυτόν. Έτσι κι εγώ. Μόνο που δε διέθετα προσωπικό -τραμπούκους να ρίξουν το ξύλο για λογαριασμό μου –ε, και λοιπόν; Υπάρχουν Ανώνυμες Εταιρείες και άλλα τέτοια σκατολοϊδια –εγώ ήμουνα, ας πούμε, Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε. Και οι δουλειές πηγαίνανε υποφερτά μέχρι να σε γνωρίσω. Τότε κατάλαβα οτι δε γίνεται να τη βγάζω πάντα καθαρή...» κόμπιασα λίγο κοιτάζοντας τον μεσαίο καθρέφτη της Άλφα «... κι οτι οι μπάτσοι δεν πρόκειται να μ’ αφήσουν ποτέ σε ησυχία». Πάτησα γκάζι αμέσως μόλις βάλανε μπροστά τις σειρήνες τους.Τα βλέφαρά μου βάραιναν πίσω από το τιμόνι της Άλφα Τζουλιέτα, λευκές γραμμές στη μαύρη άσφαλτο όσο Εκείνη κοιμόταν δίπλα, γαλήνια. Οδηγούσα συνεχόμενα μέσα στη νύχτα κουβαλώντας ένα εκατομμύριο σε δερμάτινη βαλίτσα πίσω στο πορτ μπαγκάζ, τη Βέρα που ξεκουραζόταν στη σκληρή θήκη της αγκαλιά μ΄ένα Λούγκερ και δυο μεγάλα προβλήματα. Επειδή βλέπεις τα λεφτά ήταν σημαδεμένα, δεν μπορούσα να ξοδέψω ούτε σέντσι χωρίς να με πάρουν χαμπάρι. Κι όλοι οι μπάτσοι της περιφέρειας με είχαν στρώσει στο κυνήγι –δεν το έκοβα ν΄αντέχω για πολύ. Είχαμε εδώ και ώρα αφήσει πίσω μας την πόλη, θυμάμαι οτι ξεκίναγε να νυχτώνει όταν περάσαμε τα τελευταία της διόδια. Μιλούσα μαζί της, δεν κατάλαβα ούτε πως πέρασε η ώρα, ούτε από που ήρθε η κούραση. Μαζί με τους μπάτσους –από που ξεφύτρωσαν και δαύτοι; Μας έμεναν περίπου 100 χιλιόμετρα, αλλά θα φτάναμε όπως και να ΄χε στο σπίτι, της το είχα άλλωστε υποσχεθεί –αυτό το βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε. Μπήκα στα στριφογυριστά χιλιόμετρα της εθνικής με τους μπάτσους γαντζωμένους στον κώλο μου, κοίταξα ψηλά και δεν είδα κανένα ελικόπτερο –ήταν άλλωστε αργά για τέτοια κόλπα, τώρα ανεβαίναμε το βουνό, πολλά εμπόδια και μια βροχή ασταμάτητη.«Δε θα μας βάλουν εύκολα στο χέρι –μην ανησυχείς», της είπα.

Page 104: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Δεν έδειχνε ν΄ανησυχεί ιδιαίτερα –άλλωστε Εκείνη τα ήξερε όλα από τα πριν. Κι εγώ ήξερα καλά αυτό το βουνό, το είχα ανέβει τόσες φορές πηγαίνοντας σ΄αυτό το σπίτι... 80 χιλιόμετρα κι ακόμα ήταν πίσω μου τα περιπολικά.Ο παππούς είχε πεθάνει σ΄εκείνο το σπίτι, ζούσε μόνος εκεί πάνω από τότε που η γιαγιά μου έγινε χαλκομανία –κάποιος μεθυσμένος αγρότης την πάτησε μια νύχτα που έβρεχε σαν τώρα. Ήμουνα τότε μικρό παιδί, δημοτικό πήγαινα, δεν καταλάβαινα πολλά. Όταν μεγάλωσα είχα ρωτήσει τον παππού μου γι΄αυτή την ιστορία –«όλοι κάνουμε λάθη», είχε απαντήσει. Είχα σταυρώσει τον πατέρα μου για να μάθω περισσότερα –άδικος κόπος. Κι επειδή δεν έρχονταν συχνές επισκέψεις στον παππού, χρειάστηκε να περιμένω μέχρι την κηδεία του –ήρθαν τότε κάμποσοι παλιοί γνωστοί του, πλεύρισα κάποιον, άνοιξα κουβέντα. «Όλοι κάνουμε λάθη –και τα λάθη πληρώνονται», είχε πει. «Δηλαδή, πόσα χρόνια έφαγε αυτός που σκότωσε τη γιαγιά μου;» θέλησα να μάθω. «Δεν λέω γι΄αυτόν –για τον παππού σου το λέω», είχε απαντήσει ο γνωστός του. Δεν κατάλαβα ποτέ τι εννοούσε κι ούτε κατάφερα να μάθω περισσότερα...Βγήκα από τον δρόμο εκεί που άρχιζαν τα χωράφια, δε φαινόταν να υπάρχει κανένας χωματόδρομος διαφυγής –βγήκα κι έσβησα τα φώτα έτοιμος για όλα. Αν με μπλοκάρανε, μόνο πετώντας θα μπορούσα να την κοπανήσω κι αυτό θα έκανα δηλαδή. Περίμενα κρατώντας την ανάσα, τα πρώτα περιπολικά πέρασαν αέρα, αλλά η ουρά τους ήτανε μεγάλη. Όταν οι τελευταίοι κόψανε ταχύτητα βγήκα από την Άλφα με το Βάλτερ στο χέρι κι έτρεξα μέχρι την κοντινότερη συστάδα δέντρων –η βροχή με στράβωνε για τα καλά. Σε λίγο τους είδα να ανακυκλώνονται από το αντίθετο ρεύμα και να γυρνάνε πίσω, άρχιζε λοιπόν το πανηγύρι. Κοίταζα τους φάρους των περιπολικών που κόβανε τη βροχή μεθοδικά σα λιμανιώτες μαχαιροβγάλτες, σειρήνες ουρλιάζανε και ασύρματοι κρώζανε μέχρι το δέντρο που κρυβόμουνα μισοσκυμμένος, τα δόντια μου χτυπούσαν όσο τους περίμενα.

Ένα περιπολικό σταμάτησε απέναντί μου, ο προβολέας του άρχισε να σκουπίζει το πλάτωμα. Λουστήκαμε στο φως, όλα έδειχναν τρομακτικά παραμυθένια – ίσως γι΄αυτό δε μας είδαν. Καθόμουν ρουφηγμένος από τον υγρό κορμό του δέντρου και τους χάζευα –έβλεπα μέχρι τα ασπράδια των ματιών τους κι είχα την αίσθηση οτι ήμουν αόρατος –ένιωθα όμορφα. «Να μείνει όχημα στο σημείο –εμείς επιστρέφουμε», άκουσα πεντακάθαρα κάποιον να διατάζει. Πήγαινα στοίχημα, θα σπέρνανε τα μπατσικά τους κάμποσα χιλιόμετρα μπροστά και πίσω και θα περιμένανε το ξημέρωμα. Αυτοί πάντα είχαν χρόνο, εγώ ποτέ.Χάζευα τώρα το πλήρωμα του περιπολικού να τουρτουρίζει, ο δρόμος φαινόταν ήσυχος. Μέτρησα δαγκώνοντας τη γλώσσα μου, 1, 2, 3... έφτασα μέχρι το 100 για να ξεκολλήσω από τον κορμό του δέντρου. Και μετά δοκίμασα το αθόρυβο πλατσούρισμα στις λάσπες, άφηνα δηλαδή τις μπότες μου να χωθούν μέχρι τη μέση σε νερολακκούβες πριν κάνω το επόμενο βήμα κάθως τους πλησίαζα. Ήμουν άραγε ακόμα αόρατος ή θα με βλέπαμε την αμέσως επόμενη στιγμή; Χρειάστηκε να φτάσω δίπλα στο περιπολικό για να καταλάβω οτι δεν υπήρχε περίπτωση, οι δυο μπάτσοι λαγοκοιμόντουσαν εκεί μέσα, περιμένοντας τη βάρδια να τελειώσει. Πυροβόλησα έξω από το τζάμι, η βροχή σκέπασε την έκρηξη της πυρίτιδας κι η λάμψη –κάποιος κεραυνός ίσως. Ο μπάτσος στη θέση του συνοδηγού διαλύθηκε στην κυριολεξία,

Page 105: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

ο διπλανός του έπαθε σοκ όταν λούστηκε από κομμάτια δέρματος και αλεσμένα κόκαλα. Όσο έγερνε μπροστά για να ξεράσει εγώ έφτασα δίπλα του –άνοιξα την πόρτα.«Βγες έξω», του ζήτησα.Υπάκουσε σα μαριονέτα.«Ηρέμησε –θα πάμε μια βόλτα, δεν πρόκειται να σε πειράξω», είπα εγώ.Τον πήγα μέχρι εκεί που είχα κρύψει την Άλφα, του έκανα νόημα να καθίσει στο τιμόνι όσο φρόντιζα να τακτοποιήσω όλη μου την οικογένεια στις πίσω θέσεις. Μετά κρύφτηκα εκεί πίσω μαζί τους.«Άκου πως πάει το παραμύθι –βρήκατε την Άλφα παρατημένη και έχεις εντολή να τη μεταφέρεις πιο πέρα, κατάλαβες;»«Ποια Άλφα;» ρώτησε τρέμοντας.«Αυτή που οδηγείς ρε μαλάκα –Άλφα Τζουλιέτα, τόσο άσχετος είσαι!» νευρίασα.Κούνησε το κεφάλι και ξεκίνησε, η Άλφα κλώτσησε άσχημα –μετά έσβησε.«’σου πω... ξέρεις να οδηγείς ή....;» του σφύριξα.«Όχι εντάξει –συγνώμη!» βόγκηξε.Μετά έγινε πιο προσεκτικός, καταφέραμε να ξεκολλήσουμε από τον λασπότοπο. «Θα με σκοτώσεις –έτσι;» ψέλλισε.«Γιατί να το κάνω;» απόρησα.«Ξέρω ΄γω; Επειδή τέτοιος είσαι...»«Πως είμαι δηλαδή;»«Ψυχοπαθής που πυροβολεί αστυνομικούς...»«Έτσι ε;» χαμογέλασα. «Δηλαδή πως πάει; Ξυπνάω κάθε πρωί και η μόνη μου έγνοια είναι πόσους μπάτσους θα σκοτώσω;»«Ξέρω ‘γω; Εσύ να μου πεις...» ψεύδισε ο μπάτσος οδηγώντας αργά.«Πέρασέ με από τα μπλόκα και μετά θα σε αφήσω. Δε σκότωσα κανέναν για την πλάκα μου», υποστήριξα.«Εντάξει», απάντησε ο μπάτσος αλλά ήξερα οτι δεν το πίστευε.«Για πες μου κάτι ακόμα ρε μάστορα», ξεκίνησα ν΄αλλάξω την κουβέντα. «Πως με βρήκατε;»«Τι εννοείς;» αναρωτήθηκε σηκώνοντας τους ώμους.«Με το που βγήκα από την πόλη ρε παιδί μου... τσουπ πίσω μου! Πως έγινε και με βρήκατε;»«Γιατί; Πότε σε είχαμε χάσει;» σχολίασε ο μπάτσος.Έμεινα να τον κοιτάζω.«Τι σημαίνει αυτό;» απόρησα.«Ποτέ δεν σε χάσαμε –αλλά είχαμε εντολές να μη σε πιάσουμε, μέχρι σήμερα».«Και σήμερα;»«Η εντολή είναι να σε πυροβολήσουμε χωρίς δεύτερη κουβέντα», ψιθύρισε ο μπάτσος.Γέλασα.«Είχες ποτέ την αίσθηση οτι σε κοροϊδεύουν;» τον ρώτησα.«Τι πράγμα;» μπερδεύτηκε.«Άστο –τίποτα», είπα.Πλησιάζαμε ήδη κάποιο περιπολικό, δυο μπάτσοι πετάχτηκαν και ταμπουρώθηκαν πίσω από τις πόρτες για να μας κλείσουν το δρόμο. Χώθηκα ανάμεσα στα καθίσματα.«Πρόσεχε –οι σφαίρες περνάνε από παντού», τον προειδοποίησα.Έβγαλε το κεφάλι έξω από το τζάμι.

Page 106: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

«Ανοίξτε, βρήκαμε το αμάξι και υπάρχει νεκρή!» ούρλιαξε.Οι μπάτσοι βγήκαν από τις κρυψώνες τους και έκαναν να πλησιάσουν αλλά ο δικός μου γκάζωσε και τους προσπέρασε.«Που το είδες το αμάξι και που την είδες τη νεκρή;» τον ρώτησα.Αυτό τον μπέρδεψε κάπως αλλά προτίμησε να μη μιλήσει.50 χιλιόμετρα ακόμα.«Πάτα το λίγο –δεν έχουμε πολύ χρόνο», του είπα.Περάσαμε άλλα δυο μπλόκα με τον ίδιο τρόπο, ευτυχώς δεν υπήρχε κανένας γαλονάς με περίεργες διαθέσεις εκεί πέρα. Ο δικός μου συνέχισε να οδηγεί προσηλωμένος.«Δεν υπάρχουν άλλοι», μου είπε.«Καλύτερα να λες αλήθεια, επειδή, αν βρω κανέναν μπροστά μου θα τον κάνω σουρωτήρι», τον προειδοποίησα.«Έχω δυο παιδιά!» φώναξε στο ξεκάρφωτο.«Κι εγώ τι να κάνω περί αυτού; Να σου αγοράσω καπότες;» απόρησα.«Μη...» ξεκίνησε το ψαλτήρι.«Κατέβα μωρέ –τελείωνε!» έκανα ανυπόμονα.Πήρα τη θέση του πίσω από το τιμόνι και ξεκίνησα αφήνοντάς τον στη μέση της βροχής. Δεν ξέρω αν του έκανα χάρη που δεν τον έφαγα –επειδή θα τον ψήνανε ζωντανό όταν τον βρίσκανε οι δικοί του. Αλλά σίγουρα έκανα χάρη στον εαυτό μου, δε με βόλευε η εικόνα του ψυχάκια δολοφόνου που είχαν οι μπάτσοι για πάρτη μου. Αν κάποιος τους έλεγε οτι απλώς προσπαθώ να γλιτώσω, θα το σκέφτονταν πριν εκτεθούν –κανένας δε θέλει να κινδυνέψει όταν μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια.40 χιλιόμετρα ακόμα.Το βουνό ανέπνεε σα χτικιάρης που καπνίζει τσιγάρο στη ζούλα, όσο η νύχτα ετοιμαζόταν να την κοπανήσει. Σκελετωμένα δέντρα τίναζαν από πάνω τους τη βροχή, ζώα έβγαιναν από τα λαγούμια τους γυμνώνοντας τα δόντια στον κατακλυσμό. Κι εγώ έβγαλα το κεφάλι από το ανοιχτό παράθυρο της Άλφα, κοίταξα την αστραπή κατάματα πριν ουρλιάξω.«Απόψε όλοι θα πεθάνουμε πούστηδες!»Γκάζωσα, να τελειώνουμε.Ο δρόμος έξω από το σπίτι είχε πλημμυρίσει, ποτάμια παράσερναν κοτρόνες και κλαδιά δέντρων, ευτυχώς η Άλφα κατάπιε την ανηφόρα με σχετική προθυμία. Έκοψα λίγο ταχύτητα εκεί που η ανηφόρα μαλάκωσε, ήθελα να φτάσω στην εξώπορτα του σπιτιού για να μην έχω πολύ κουβάλημα. Και τότε η εξώπορτα άνοιξε απότομα –δυο μασκοφορεμένα κομάντα πετάχτηκαν σα φασουλήδες κι άρχισαν να με γαζώνουν. Πρόλαβα να δω μονάχα τα σπαστά κοντάκια των αυτομάτων τους όσο αγωνιζόμουν να κόψω ανάποδα το τιμόνι, η Άλφα σπίνιαρε στις γλιστερές πέτρες την ώρα που το παρμπρίζ γινόταν ζάχαρη. Αυτό με πείραξε πολύ.«Μουνόπανα!» μούγκρισα ανάμεσα στα δόντια και γκάζωσα να φτάσω μέχρι κάποιο λιθόχτιστο φράχτη στ΄αριστερά. Ο παππούς είχε κάποτε προσπαθήσει να φτιάξει μαντρί –στη μέση το μετάνιωσε αλλά δεν γκρέμισε το φράχτη. Γύρισα την Άλφα στο πλάι κι έβγαλα το Βάλτερ, από το σπίτι πετάγονταν συνέχεια οι κανίβαλοι. Πυροβολούσαν χωρίς σημάδι, στερέωσα το Βάλτερ στο ανοιχτό παράθυρο και τους ξηγήθηκα μια χαρά. Κάτι πέτυχα αν έκρινα από τα ουρλιαχτά –εκεί πέρα αρχίσανε το έρπην για να ξαναχωθούν στο σπίτι. Τότε άκουσα τις σειρήνες –μύρισε κόλαση.

Page 107: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

Τίναξα τα ζαχαρωμένα γυαλιά του παρμπρίζ από τα ρούχα μου και άνοιξα την πόρτα, υπολόγιζα πως είχα λίγο χρόνο να ταμπουρωθώ μεταξύ φράχτη και Άλφα. Όταν πάτησα το πόδι στις λάσπες κατάλαβα οτι έκανα λάθος. Βούιξε ο τόπος γύρω μου, κομμάτια του αμαξώματος λύγιζαν ενώ καυτό μέταλλο τιναζόταν κατά πάνω μου. Έτρεξα κάπως χεσμένος.Όταν έπεσα στα γόνατα, με το Βάλτερ να σημαδεύει το σπίτι, βρήκα λίγο χρόνο να ψαχτώ –το δερμάτινο μπουφάν μου είχε γεμίσει ξέφτια αλλά δεν ένιωθα πουθενά να πονάω. Δεν με είχαν πετύχει ή δεν το είχα πάρει ακόμα χαμπάρι καθότι ζεστός –πάμε παρακάτω. Ευτυχώς ήμουνα δίπλα στη θέση του συνοδηγού, οπότε άνοιξα την πόρτα και την τράβηξα δίπλα μου –δε γούσταρα να την κάνουν κόσκινο οι καργιόληδες. Την έστησα με πλάτη ακουμπισμένη δίπλα στη ρόδα, τη φίλησα απαλά στα χείλη να την καθησυχάσω και μετά έφυγα προς το πίσω μέρος της Άλφα. Έφτασα το πορτ μπαγκάζ σηκώθηκα και άδειασα μια γεμιστήρα κατά τη μεριά του σπιτιού για να σφίξουν λίγο οι κώλοι. Από πίσω, πέρα απ΄το φράχτη, έβλεπα τα περιπολικά να ανεβαίνουν κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο –η κατάσταση το πήγαινε ολοταχώς για γάμησέ τα!Άνοιξα βιαστικά το πορτ μπαγκάζ, τράβηξα έξω τη δερμάτινη βαλίτσα και την πέταξα δίπλα σε Εκείνη, μετά άνοιξα την πίσω πόρτα, έπιασα τη θήκη της Βέρας κι άρχισα να την τραβάω. Τότε ένα νευριασμένο σμήνος από σφαίρες βάλθηκε να μας συναντήσει –στο τσακ πρόλαβα να βουτήξω με τα μούτρα στις λάσπες. Ησύχασαν όσο απότομα είχαν αφηνιάσει, σηκώθηκα λοιπόν αλλάζοντας γεμιστήρα στο Βάλτερ για ν΄απαντήσω αλλά κοκάλωσα ακαριαία. Το πίσω κάθισμα της Άλφα έφερνε σε ξεκοιλιασμένο, τσουρουφλισμένο αφρολέξ πεταγόταν από τα σκισμένα δέρματα κι αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Επειδή η θήκη της Βέρας είχε γίνει πλέον τρία κομμάτια –από μέσα τους ξεπρόβαλαν χορδές μετέωρες, ξύλο διαλυμένο και στραβωμένα μεταλλικά κλειδιά.Σηκώθηκα αλλόφρονας, το κεφάλι μου πρόβαλε πάνω από την οροφή της Άλφα –μάλλον έβγαζα καπνούς όσο πυροβολούσα ακατάσχετα.«Γιατί ρε πούστηδες;» ούρλιαζα κι έριχνα μέχρι που κατάλαβα οτι η σκανδάλη έβρισκε άδειες τις θαλάμες.«Γιατί;»Βροχή αραίωνε τα δάκρυά μου. Και τότε όλα σώπασαν.Οι μπάσταρδοι από το σπίτι σταμάτησαν να πυροβολούν, τα περιπολικά ξέβραζαν επιφυλακτικούς μπάτσους, μόνο η βροχή συνέχιζε να πέφτει –ρυθμικά. Κοίταξα τριγύρω και κοίταξα τον ουρανό, σε λίγο θα ξημέρωνε. Το αστέρι του διαβόλου μου έβγαλε τη γλώσσα.«Είσαι περικυκλωμένος! Πέταξε το όπλο και βγες –δεν θα σε πειράξουμε!» μικροφώνησε μια ντουντούκα πίσω μου.Άλλαξα γεμιστήρα, γύρισα προς τα κει που ακούστηκε η ντουντούκα και πυροβόλησα. Τι άλλο ν΄απαντήσεις στους μαλάκες;Μου τη βγήκαν ταυτόχρονα –διαδοχικές ομοβροντίες κι από τις δυο πάντες, χαμογέλασα.«Θα σκοτωθούν μεταξύ τους οι ηλίθιοι!» της ψιθύρισα.Δεν είπε τίποτα.Κι εγώ άναψα ένα τσιγάρο, κάπνισα το μισό ώσπου ν’αποφασίσω τι έπρεπε να κάνω. Πήγα λοιπόν μέχρι το φράχτη με τη βαλίτσα στα χέρια, την άνοιξα και άδειασα τα χαρτονομίσματα στην κατηφόρα –έμεινα για λίγο εκεί, χαζεύοντάς τα να επιπλέουν σε στυλ βαρκούλες στα βρομόνερα. Οι μπάτσοι από κάτω αναθάρρησαν βλέποντάς με όρθιο

Page 108: ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ

και πλακώθηκαν να βαράνε –τους έφτυσα πριν ξανασκύψω. Έβγαλα μάλιστα και το χέρι πάνω απ΄το φράχτη, έριξα μερικές με το Βάλτερ –μεγάλη πλάκα είχαμε! Άκουσα μερικές πνιχτές φωνές –«τι πέταξε ο πούστης...» κάτι τέτοια. Ξεμύτισα, ήτανε 5-6 που σούρνονταν σα γουρούνια στη λάσπη, τα χαρτονομίσματα τους έκαναν εντύπωση. Πυροβόλησα πάνω τους, πέτυχα έναν, οι υπόλοιποι βάλανε τα πόδια στον κώλο.«Είναι σημαδεμένα ρε μαλάκες –αλλιώς θα σας τα’δινα!» ούρλιαξα συνεχίζοντας να πυροβολώ.Χρειαζόμουν δυο λεπτά ησυχία –αυτό μόνο.Σήκωσα τότε τη δερμάτινη βαλίτσα, την καθάρισα κάπως από τις λάσπες στο εσωτερικό της και μετά τράβηξα τα κομμάτια της Βέρας από το πίσω κάθισμα. Οι χορδές της τινάχτηκαν σαν πλοκάμια κόβοντας τη βροχή –την είχανε γαμήσει εντελώς τη Βέρα. Αφού τη μάζεψα προσεκτικά, έκλεισα τη βαλίτσα –ένιωσα πολύ πιο ήσυχος τώρα που η Βέρα ήταν τακτοποιημένη. Στα ριζά του φράχτη είχε κάτι τρύπες εκεί που η βροχή παράσερνε το χώμα –βρήκα μια μεγάλη και έβαλα τη βαλίτσα με τη Βέρα εκεί μέσα. «Δε νομίζω να έχεις παράπονο!» της είπα και γέλασα με τη μαλακία μου.Υπολόγιζα οτι αν συνεχιζόταν για λίγο ακόμα η βροχή θα πλημμύριζε την τρύπα της Βέρας κι εκείνη θα ένιωθε υπέροχα όσο η λάσπη θα την έπαιρνε. Ενώ το ξανασκεφτόμουν τράβηξα βιαστικά τη βαλίτσα, την άνοιξα και έχωσα το Βάλτερ δίπλα στα κομμάτια της Βέρας.«Για παρέα», της εξήγησα.

Οι μπάτσοι ξανάρχισαν να βαράνε στα κουτουρού κι εγώ ψάρεψα το Λούγκερ από δίπλα μου. Έβγαλα την ασφάλεια –ήθελε προσοχή η κατάσταση, καθότι μια, μόνη σφαίρα. Κοίταξα Εκείνη που βρεχόταν ακουμπισμένη δίπλα στη ρόδα της Άλφα κι αναρωτήθηκα αν θα την ξανάβλεπα. Σε έναν άλλο τόπο που οι σφαίρες δεν έχουν δικαιοδοσία –αν υπήρχε αυτός ο τόπος θα ήταν και η Βέρα εκεί. Έτσι δεν είναι; Οι σφαίρες έπεφταν διαλύοντας την πέτρα τριγύρω μου, στήθηκα στα πόδια μου και τους φώναξα:«ΒΓΑΛΤΕ ΤΟ ΣΚΑΣΜΟ –ΔΕΙΞΤΕ ΛΙΓΟ ΣΕΒΑΣΜΟ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ!»Είδα τότε οτι ο ήλιος ανέβαινε πίσω από τη σκεπή του σπιτιού –αυτό σήμαινε οτι ο δικός μου χρόνος τελείωνε. Γύρισα πάλι σ’ Εκείνη. Λες να υπήρχε τέτοιος τόπος; Εκεί που οι σφαίρες δεν θα είχαν δικαιοδοσία και... Την κοίταξα καλύτερα, η όψη της δεν μου άφηνε και πολλές ελπίδες για κάτι τέτοιο...Και στη τελική, δε γαμιέται;Στάθηκα στα πόδια μου, κοίταξα τον ήλιο κατάματα και δάγκωσα την κάνη του Λούγκερ. Σύντομα θα τα μάθαινα όλα.

ΤΕΛΟΣ


Recommended