Transcript

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Ο ΑΝΔΡΟΚΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ

ΛΙΟΝΤΑΡΙ

ΡΑΦΑΗΛΙΑ Γ2

Μιά φορά κι ένα καιρό ένας σκλάβος που λεγόταν Ανδροκλής δραπέτευσε από τον κύριό του και κατέφυγε στο δάσος. Όπως περιπλανιόταν εκεί συνάντησε ένα λιονταρι ξαπλωμένο στο έδαφος που στέναζε και βογγούσε. Καταρχάς γύρισε για να φύγει, αλλά διαπιστώνοντας ότι το λιοντάρι δεν τον ακολούθησε, γύρισε πίσω και πλησίασε προσεκτικά. Καθώς ήρθε κοντά του, το λιοντάρι έβαλε έξω το πόδι του, το οποίο ήταν πρησμένο και αιμορραγούσε, και ο Ανδροκλής διαπίστωσε ότι είχε πατήσει ένα τεράστιο αγκάθι που του προκαλούσε όλο τον πόνο. Με προσοχή έπιασε και τράβηξε το αγκάθι και έδεσε την πληγή στο πόδι του λιονταριού κόβοντας ύφασμα από τον χιτώνα του. Το λιοντάρι σε λίγο μπόρεσε να σηκωθεί και άρχισε να γλύφει το χέρι του Ανδροκλή όπως ένα σκυλί. Κατόπιν το λιοντάρι πήρε τον Ανδροκλή στη σπηλιά του, και καθημερινά του έφερνε  κρέας να τρώει για να ζήσει. Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός και στρατιώτες συνέλαβαν τον Ανδροκλή και το λιοντάρι.

Μετά από την σύλληψη του ο σκλάβος καταδικάστηκε να φαγωθεί από το λιοντάρι, που το είχαν αφήσει χωρίς φαγητό για αρκετές ημέρες. Ο αυτοκράτορας και όλοι οι αξιωματικοί του ήρθαν στην αρένα να δουν το θέαμα και ο Ανδροκλής οδηγήθηκε στη μέση του χώρου. Αμέσως μετά το λιοντάρι αφέθηκε να βγεί από το κρησφύγετό του, και όρμηξε με βρυχηθμό προς το θύμα του. Αλλά μόλις ήρθε κοντά στον Ανδροκλή  αναγνώρισε τον φίλο του, και άρχισε να του γλείφει τα χέρια όπως ένα φιλικό σκυλί. Ο αυτοκράτορας, που εξεπλάγη με αυτό, κάλεσε τον Ανδροκλή, ο οποίος του είπε ολόκληρη την ιστορία. Ο αυτοκράτορας εντυπωσιάστηκε πολύ από την ιστορία και αποφάσισε να ελευθερώσει τον σκλάβο, και άφησε το λιοντάρι ελεύθερο στο δάσος του.

Η ευγνωμοσύνη είναιαυτό που χαρακτηρίζει τις ευγενείς  ψυχές.

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

ΝΤΟΡΙΤΑ ΄Γ2

Μια φορά ένα λιοντάρι κοιμότανε στη σπηλιά του. Είχε φάει αποβραδίς, ένα βόδι ολόκληρο, είχε πιεί μπόλικο νερό και τώρα είχε βυθιστεί στον ύπνο κι έβλεπε όνειρα λιονταρίσια.Ξαφνικά, ένιωσε στον ύπνο του πως κάτι το γαργαλούσε, σαν να περπατούσε κάποιος - πολύ ελαφρά είν' αλήθεια - πάνω στο κορμί του. Άνοιξε τα μάτια του και τι να δει: ήταν ένα ποντίκι!Θύμωσε τότε το ποντίκι που ένα τόσο ταπεινό και μικρούλικο ζωάκι τόλμησε να του χαλάσει την ησυχία του κι αρπάζοντάς το με το πόδι του, ετοιμάστηκε να το χάψει. Αλλά το ποντίκι άρχισε να το παρακαλάει κλαίγοντας:- Άφησέ με βασιλιά μου να ζήσω κι εγώ μπορεί μια μέρα να σου ξεπληρώσω την καλοσύνη που θα μου κάνεις. 

Το λιοντάρι, που ήτανε πια χορτάτο και δεν μπορούσε να φάει ούτε έναν ποντικό, γέλασε με τα λόγια που άκουσε και είπε:- Σου χαρίζω τη ζωή, μόλο που ποτέ δε θα μπορούσες εσύ να με βοηθήσεις! 

Κάποτε όμως το λιοντάρι έπεσε σ' ένα λάκκο - παγίδα που είχαν ανοίξει κάποιοι κυνηγοί, κι εκείνοι του έδεσαν τα πόδια με χοντρά σκοινιά και το άφησαν για να πάνε στο χωριό τους να φέρουν κι άλλους ανθρώπους, να τους βοηθήσουν, για να το κουβαλήσουν, επειδή ήταν πολύ βαρύ.Ύστερα από λίγη ώρα, έτυχε να περνάει από εκεί ο ποντικός και άκουσε βογκητά.Κατέβηκε τότε στο λάκκο, είδε το δεμένο λιοντάρι και το γνώρισε. - Κάποτε μου χάρισες τη ζωή, του είπε. Τώρα θα σου ξεπληρώσω την καλοσύνη σου και θα σε ελευθερώσω. - Εσύ θα με ελευθερώσεις; Ρώτησε απορώντας το λιοντάρι. Πώς είναι δυνατό; - Τώρα θα δεις είπε το ποντίκι. 

Κι άρχισε, με τα σουβλερά του δόντια, να ροκανίζει τα χοντρά σκοινιά, που έδεναν τα πόδια του λιονταριού.Ύστερα από τρεις-τέσσερις ώρες, τα σκοινιά ήταν κομμένα και το λιοντάρι μπόρεσε, μ' ένα πήδημα, να βγει από το λάκκο - παγίδα.Δεν έφυγε όμως αμέσως, γιατί περίμενε να σκαρφαλώσει και το ποντίκι απάνω, μια που κι αυτό δεν μπορούσε να βγει μ' ένα πήδημα. -Σ' ευχαριστώ πολύ! Του είπε συγκινημένο το λιοντάρι. -Σου είχα υποσχεθεί πως θα ξεπλήρωνα την καλοσύνη που μου έκανες, και κράτησα την υπόσχεσή μου, αποκρίθηκε το ποντίκι. Τότε γέλασες μαζί μου, γιατί δεν πίστευες πως εγώ, ένα μικρό και αδύνατο ποντίκι, θα μπορούσα να βοηθήσω εσένα, το βασιλιά των αγριμιών. Πρέπει να ξέρεις, όμως, πως κι οι πιο αδύνατοι μπορούν να ξεπληρώσουν το καλό που κάνουν οι δυνατότεροί τους.

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: Οι μικρόσωμοι φίλοι μπορεί να αποδειχτούν οι μεγαλύτεροι

φίλοι.

MYΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Ο λαγός και η χελώνα

Χριστίνα Γ’2

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό ένας λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι. Καθώς έτρωγε, είδε μια χελώνα να περνάει λίγο πιο μακριά και του φάνηκε τόσο αστείο το περπάτημα της, που άρχισε να την κοροϊδεύει ότι ήταν πιο αργή και από τα σαλιγκάρια. Η χελώνα σταμάτησε, γύρισε προς τον λαγό και του είπε: Τι θα έλεγες να τρέξουμε σε ένα αγώνα δρόμου για να δούμε ποιος είναι πιο γρήγορος από τους δυο; Αυτό ήταν! Ο λαγός έπεσε κάτω και άρχισε να χτυπιέται από τα γέλια. Βλέποντας όμως ότι η χελώνα παρέμενε σοβαρή, κατάλαβε ότι δεν του το είπε για αστείο και έτσι δέχτηκε την πρόκληση. Η αλεπού ως καταλληλότερη, όρισε το σημείο που θα ξεκινούσαν, την διαδρομή και το σημείο τερματισμού.

Ο αγώνας ορίστηκε για το επόμενο πρωινό και πράγματι, οι δύο διαγωνιζόμενοι καθώς και πολλά ζώα του δάσους βρίσκονταν πρωί πρωί στην αφετηρία. Η αλεπού έδωσε το σύνθημα και ο αγώνας ξεκίνησε. Η χελώνα χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να περπατάει, αργά βέβαια, και ήδη είχε καλύψει τα πρώτα εκατοστά της διαδρομής. Ο λαγός βλέποντας τον ρυθμό της αντιπάλου του, και νυστάζοντας μιας και ήταν πολύ πρωί, σκέφτηκε να κοιμηθεί λιγάκι και όταν ξυπνήσει θα έτρεχε όπως μόνο αυτός μπορεί και θα τερμάτιζε σίγουρα πρώτος. Έτσι η χελώνα συνέχισε να περπατάει, στην ορισμένη από την αλεπού διαδρομή, ενώ ο λαγός το έριξε στον ύπνο.

Πέρασε αρκετή ώρα και κάποια στιγμή ο λαγός ξύπνησε. Καιρός για τρέξιμο είπε και ξεκίνησε. Παραξενεύτηκε πολύ που δεν συναντούσε την χελώνα και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα είχε εγκαταλείψει τον αγώνα αφού έτσι κι αλλιώς τον είχε χαμένο από χέρι. Περισσότερο όμως ξέρετε πότε παραξενεύτηκε; Όταν έφτασε στο σημείο τερματισμού και είδε την χελώνα να τον περιμένει μασώντας ένα φυλλαράκι και έχοντας μια έκφραση θριάμβου στο πρόσωπο της. Έτσι η χελώνα κέρδισε τον λαγό σε αγώνα δρόμου, όχι βέβαια γιατί τρέχει πιο γρήγορα από αυτόν, αλλά γιατί παρέμεινε πιστή στον σκοπό της και δεν έδειξε όπως ο λαγός αλαζονεία.

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ : και την ακούραστη

χελώνα να μας συμβουλεύει, ότι ποτέ δεν πρέπει να

λέμε δεν μπορώ αλλά, θα προσπαθήσω.

Η αλεπού και τα σταφύλια

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Γ2 ΓΑΒΡΙΗΛ ΝΙΚΟΣ ΘΑΝΟΣ

Μια αλεπού πεινασμένη είδε πάνω σ' ένα δέντρο πλεγμένη μια κληματαριά γεμάτη χοντρόρωγα, κατακίτρινα σταφύλια. Τα ζήλεψε και πολύ επιθυμούσε να τα δοκιμάσει, μα πώς ν' ανεβεί. Οι αλεπούδες δεν είναι γατιά, να πιάνουνται με τα νύχια τους και ν' ανεβαίνουν όπου τους αρέσει. Ωστόσο, δοκίμασε κάμποσες φορές.Πιάστηκε από δω, πιάστηκε από κει, τίποτα δεν κατάφερνε. Καθότανε μόνο κάτω,σήκωνε τα μάτια της στα σταφύλια, τα κοίταζε καλά καλά κι ο καημός τους την έτρωγε.

 Στα κατατελευταία απελπισμένη, για να παρηγορηθεί, κορόιδεψε η ίδια τονεαυτό της: - Δε βαριέσαι, δεν πειράζει, ας πάμε παρακάτω... Εξάλλου αυτά δεν τρώγουνται.Αγίνωτα είναι ακόμη... Τα σταφύλια, ακούοντάς τη, μοιάζανε να την ειρωνεύονται να την περιγελούν.- Ακούς εκεί... Είμαστε, λέει, αγίνωτα!... Εμείς, κυρα-αλεπού, αγίνωτα δεν είμαστε. Γλυκά σαν το μέλι είμαστε. Μα αφού δε μας φτάνεις, τι να πεις... μας λες αγίνωτα, για να ξεγελάσεις την ανημποριά σου!...

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: Είναι εύκολο να υποτιμάμε αυτό που δεν μπορούμε να καταφέρουμε

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ

ΘΑΝΟΣ ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Γ2

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας κόρακας. Μια μέρα ο κόρακας βρήκε ένα κομμάτι τυρί, το άρπαξε και κάθισε στο κλαδί μιας ελιάς να το φάει με την ησυχία του.

Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνάει κάτω από το δέντρο μια πονηρή και πεινασμένη αλεπού. Μόλις είδε το τυρί στο στόμα του κόρακα άρχισαν να της τρέχουν τα σάλια. Και αφού δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει στο δέντρο για να κλέψει το τυρί από το στόμα  του κόρακα, άρχισε να σκέφτεται με ποια πονηριά θα ξεγελάσει τον κόρακα για να του πάρει το τυρί. 

Αφού σκέφτηκε καλά-καλά, είπε:- Ω, κόρακα τι όμορφο πουλί που είσαι! Το φτέρωμά σου είναι κατάμαυρο και λάμπει, τα πόδια σου είναι λεπτά και όμορφα και τα νύχια σου μοιάζουν με μαργαριτάρια. Τα μάτια σου είναι τα πιο όμορφα και τα πιο έξυπνα και το ράμφος σου θα το ζήλευαν όλα τα πουλιά!

Ο κόρακας, που ήταν κουτός, μόλις τα άκουσε αυτά άρχισε να καμαρώνει πάνω στο κλαδί όλος περηφάνια και χαρά.

Η αλεπού συνέχισε να λέει:- Με τόση ομορφιά και εξυπνάδα που έχεις θα έπρεπε να είσαι ο βασιλιάς όλων των πουλιών. Αχ, πόσο θα ήθελα να ακούσω την φωνή σου! Είμαι σίγουρη ότι θα είναι πιο γλυκιά και από του αηδονιού!

Ο κόρακας με όλα αυτά που άκουγε πήρε μεγάλη χαρά και μια και δυο ανοίγει το ράμφος του να τραγουδήσει:- Κρα, κρα, κρα…

Μόλις όμως άνοιξε το ράμφος του, το τυρί έπεσε κάτω και η πονηρή αλεπού άνοιξε το στόμα της και το έκανε μια χαψιά! Γύρισε τότε και είπε στον κόρακα:- Κουτέ κόρακα σταμάτα πια με την αγριοφωνάρα σου. Αν είχες μυαλό τώρα θα ήσουν εσύ χορτάτος και εγώ νηστική, αλλά εγώ σε κορόιδεψα και σου έφαγα το τυρί. Γειά σου τώρα και άλλη φορά να προσέχεις περισσότερο αυτούς που σε κολακεύουν γιατί μπορεί να σε ξανα κοροϊδέψουν!

Δεν πρέπει να κοροϊδεύουμε τους άλλους , ούτε και να πιστεύουμε

τα λόγια τω ν αγνώστων...

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Η Χελώνα που ήθελε να πετάξει

ΑΓΓΕΛΟΣ Γ’2 ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού µια χελώνα, που είχε έναν µεγάλο καηµό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό όπως τα πουλιά. - Τι κατάρα είναι αυτή! έλεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας. Σέρνω µέρα και νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι και είµαι καρφωµένη πάνω στη γη. Αχ, να 'µουνα κι εγώ ένα πουλάκι, να είχα φτερά και να πετούσα! Πώς ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που όταν θέλουν πετούν και βλέπουν τον κόσµο από ψηλά.

Μια µέρα δυο πάπιες άκουσαν το παράπονο της και τη λυπήθηκαν. - Θέλεις στ' αλήθεια να πετάξεις, κυρα - χελώνα; τη ρώτησαν.- Αν θέλω; απάντησε η χελώνα.Από τη χαρά της, η χελώνα, άφησε το ξύλο που κρατούσε µε τα δόντια.-Αυτό είναι το πιο µεγάλο µου όνειρο. Να πετάξω µια φορά κι ας πεθάνω! που λέει ο λόγος. Αλλά, πώς; - Υπάρχει ένας τρόπος, της είπε η µια πάπια. Να δαγκώσεις σφιχτά αυτό το ξύλο, εγώ και η αδελφή µου θα πιάσουµε µε τα ράµφη µας τις δυο άκρες και θα σε πάρουµε µαζί µας.- Ναι, ναι! φώναξε ενθουσιασµένη η χελώνα. Ωραία ιδέα! Εµπρός, ας µην αργούµε!

Και βιάστηκε να δαγκώσει το ξύλο. Το έπιασαν και οι πάπιες µε τα ράµφη τους, τίναξαν τα φτερά τους και πέταξαν ψηλά, κουβαλώντας τη χελώνα µαζί τους. Το πόσο χαιρό ταν η χελώνα, δε λέγεται! Τι όµορφα ήταν εδώ ψηλά! Επιτέλους είχε πραγµατοποιήσει το µεγάλο όνειρο της! Πετούσε! Όµως, µέθυσε τόσο πολύ από τη χαρά της και για µια στιγµή πίστεψε ότι θα µπορούσε να πετάξει και µόνη της! Έτσι, η κουτή, άφησε το ξύλο που κρατούσε µε τα δόντια της και, φυσικά, µε το µεγάλο βάρος που είχε, έπεσε στη γη και σκοτώθηκε.

Αυτό το παραμύθι μας διδάσκει ότι το κάθε πλάσμα πρέπει να είναι ευχαριστημένο με τη μορφή που του έδωσε ο Θεός και να μη ζηλεύει τα άλλα πλάσματα.

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΚΥΛΟΣ

ΕΛΕΝΗ και ΧΑΡΗΣ Γ’2

Ένας κόκορας ήταν σκαρφαλωμένο σε ένα υποκατάστημα της πολύ υψηλής δέντρο, επιστέγασμα δυνατά. Ισχυρό επιφωνήματα του ακούστηκαν σε όλο το δάσος και τράβηξε την προσοχή του ένα πεινασμένο αλεπού που ήταν έξω και περίπου ψάχνει για θήραμα. Η αλεπού είδε πόσο υψηλό είναι το πουλί ήταν τοποθετημένο και σκέφτηκε ένα πονηρό τρόπο να φέρει τον κόκορα προβλέπονται για το γεύμα του. "Συγγνώμη, αγαπητέ υπερήφανος κόκορας μου», μίλησε απαλά, "Δεν έχετε ακουστά της καθολικής Συνθήκης και τη διακήρυξη της αρμονίας, που είναι τώρα ενώπιον όλων των θηρία και τα πουλιά και κάθε πλάσμα στο δάσος μας. Είμαστε πλέον να κυνηγούν ή λεία ούτε θέλγω ο ένας τον άλλο, αλλά θέλουμε να ζήσουν μαζί με ειρήνη, αρμονία και την αγάπη. μην κατέβει, Πετεινός, και θα μιλήσουμε περισσότερο για αυτό το θέμα τόσο μεγάλης σημασίας.

" Τώρα, ο κόκορας, ο οποίος γνώριζε ότι η αλεπού ήταν γνωστή για πονηρό πνεύμα του, δεν είπε τίποτα, αλλά κοίταξε έξω στο βάθος, σαν να έβλεπαν κάτι. "Σε τι ψάχνεις τόσο εντατικά;" ζήτησε από την αλεπού "Βλέπω ένα πακέτο από άγρια σκυλιά," είπε ο κόκορας, «πιστεύω ότι έρχεστε δρόμο μας, ο κ. αλεπού." «Ω, πρέπει να πάω», είπε η αλεπού. "Παρακαλώ μην πάει, αλλά ο κ. αλεπoύ είπε ο κόκορας, «ήμουν στο δρόμο μου κάτω. Θα περιμένουμε για τα σκυλιά και να συζητήσει αυτό το νέο χρόνο ειρήνη με όλους." "Όχι, όχι,» είπε η αλεπού, «πρέπει να πάω. Τα σκυλιά δεν έχουν ακούσει για αυτή τη συνθήκη ειρήνης ακόμα."

Ο μύθος μας διδάσκει ως οι λογικοί άνθρωποι, όταν τους επιτεθούν τους ξεγλιστρούν στέλνοντας τους σε

πιο δυνατούς.

Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

MYΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

ΜΑΡΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ

ΑΓΓΕΛΟΣ

Γ’2

Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι και ένα μυρμήγκι. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει τη φωλιά του στα κλαδιά ενός δέντρου ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες του.Ήταν καλοκαίρι και μόλις ανέτειλε ο ήλιος, το μυρμήγκι ξεκινούσε την εργασία του. Έβγαινε από τη φωλιά του και έψαχνε να βρει διάφορους σπόρους. Όταν έβρισκε κάποιον, τον φορτωνόταν στην πλάτη και τον μετάφερε στην φωλιά του όπου τον αποθήκευε. Μερικές φορές οι σπόροι ήταν τόσο μεγάλοι που έπρεπε να τους κομματιάσει πριν τους μεταφέρει και αυτό σήμαινε διπλάσιο κόπο για το μυρμήγκι. Ο εργατικός μας φίλος εργαζόταν από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου.

Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι ξυπνούσε αφού είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Έβγαινε από τη φωλιά του και αφού έτρωγε κάτι πρόχειρα, έπιανε το τραγούδι που μερικές φορές το συνέχιζε ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα. Εκτός από το να τρώει και να τραγουδάει δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Τι όλη μέρα δηλαδή, τη μισή μέρα αφού όπως είπαμε ξυπνούσε το μεσημεράκι.

Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη και ήρθε ο καιρός που έφυγε το καλοκαίρι και έδωσε την θέση του στο φθινόπωρο. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει και τα φύλλα των δέντρων ένα ένα ξεράθηκαν και έπεσαν στην γη.

Το μυρμήγκι έχοντας αρκετές προμήθειες για να περάσει μέχρι την άνοιξη, καθόταν και απολάμβανε τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν πάνω στα ξερά φύλλα. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να φάει αλλά δεν υπήρχε τίποτα αφού όλα τα φύλλα, όπως είπαμε, είχαν ξεραθεί. Μην αντέχοντας άλλο την πείνα, πήγε στον γείτονα του, το μυρμήγκι, και του είπε:

- Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω γιατί όλα τα φύλλα έχουν ξεραθεί και δεν υπάρχει τροφή πουθενά.

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ

<< ΤΩΝ ΦΡΟΝΙΜΩΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΠΡΙΝ ΠΕΙΝΑΣΟΥΝ ΜΑΓΕΙΡΕΥΟΥΝ>>.

,

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥΟ ΨΕΥΤΗΣ ΒΟΣΚΟΣ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΙ

ΕΛΕΝΑ Γ΄2

Ήταν κάποτε ένας βοσκός που είχε ένα κοπάδι με αρκετά πρόβατα και ένα μαντρί έξω από το χωριό του. Κάθε πρωί, οδηγούσε τα πρόβατα σε ένα καταπράσινο λόφο κοντά στο μαντρί και τα άφηνε να βοσκήσουν με την ησυχία τους.Συνήθως περνούσε την ώρα του παίζοντας με την φλογέρα του, αλλά να που μια μέρα την ξέχασε στο μαντρί. Μη έχοντας τί να κάνει, σκέφτηκε να σκαρώσει μια φάρσα στους συγχωριανούς του. Ανέβηκε σε ένα βράχο και άρχισε να φωνάζει προς την κατεύθυνση του χωριού. «Βοήθεια συγχωριανοί, λύκοι στα πρόβατα μου. Τρέξτε. Βοήθεια!»Οι άντρες του χωριού άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους και έτρεξαν να βοηθήσουν τον βοσκό, που μόλις τους είδε άρχισε να γελάει με το πάθημά τους.

Ο βοσκός, όπως φαίνεται, βρήκε πολύ αστείο αυτό που έκανε, αφού το επανέλαβε 2-3 φορές ακόμα και κάθε φορά οι συγχωριανοί του έτρεχαν να τον βοηθήσουν. Να όμως που μια μέρα, μια αγέλη πεινασμένων λύκων όρμισαν στο κοπάδι του βοσκού και άρχισαν να το ξεκληρίζουν. Τρομαγμένος ο βοσκός έβαλε τις φωνές και καλούσε σε βοήθεια: «Βοήθεια συγχωριανοί. Λύκοι τρώνε τα πρόβατά μου. Τρέξτε. Βοήθεια!» Κανείς όμως δεν πήγε να τον βοηθήσει αφού όλοι νομίζανε οτι για άλλη μια φορά ήθελε να γελάσει μαζί τους.Εκείνη την φορά οι μόνοι που γέλασαν ήταν οι λύκοι. Βρήκαν πρώτης τάξεως φαγητόκαι το έφαγαν με την ησυχία τους. Μόνο ένας ανθρωπος εκεί κοντά κάτι φώναζε αλλά όπως είναι γνωστό οι λύκοι δεν γνωρίζουν την ανθρώπινη γλώσσα για να καταλάβουν τί έλεγε και έτσι συνέχισαν ανενόχλητοι το φαί τους .Αυτά παθαίνει λοιπόν, όποιος λέει ψέματα!

Ποτέ μα ποτέ δεν λέμε ψέματα γιατί στο τέλος

μπορεί να γίνει στα αλήθεια.


Recommended