Transcript
Page 1: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

C A R R I E R YA N

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

Στον κόσμο της Μαίρης, οι αλήθειες είναι απλές.

Η Αδελφότητα ξέρει πάντα ποιο είναι το σωστό.

Οι Προστάτες προστατεύουν και υπηρετούν.

Οι Ακαθαγίαστοι δεν θα υποχωρήσουν ποτέ.

Και πρέπει πάντα να φροντίζεις το φράχτη που περιβάλλει το χωριό. Το φράχτη που προστατεύει το χωριό από το Δάσος με τα Χέρια και τα Δόντια.

Όμως σιγά-σιγά, οι αλήθειες της Μαίρης καταρρίπτονται. Μαθαίνει πράγματα που δεν ήθελε ποτέ να ξέρει για την Αδελφότητα και τα μυστικά της, και τους Προστάτες και τη δύναμή τους. Και, όταν παραβιάζεται ο φράχτης και ο κόσμος της βυθίζεται στο χάος, συνειδητοποιεί την πραγματικότητα για το πόσο ανελέητοι είναι οι Ακαθαγίαστοι.

Τώρα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στο χωριό και στο μέλλον της, ανάμεσα σε εκείνον που αγαπά και σε εκείνον που την αγαπά. Και πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με την αλήθεια για το Δάσος με τα Χέρια και τα Δόντια. Είναι δυνατόν να υπάρχει ζωή έξω από έναν κόσμο που περιβάλλεται από τόσο θάνατο;

Γέννημα θρέμμα του Γκρίνβιλ, της Νότιας Καρολίνας, η Carrie Ryan

είναι απόφοιτος του κολεγίου Γουίλιαμς και της Νομικής Σχολής

Ντιουκ. Ζει με τον αρραβωνιαστικό της και δύο χοντρές γάτες στο

Σαρλότ της Βόρειας Καρολίνας. Επισκεφθείτε την Carrie στο

www.carrieryan.com.

“Έξυπνο, σκοτεινό, μαγευτικό, το Δάσος με τα Χέρια και τα Δόντια, εναλλάσσεται διαρκώς μεταξύ τρόμου και ομορφιάς. Ο κόσμος της

Μαίρης θα μείνει αξέχαστος στους αναγνώστες”.—Cassandra Clare, συγγραφέας

του μπεστ-σέλερ Πόλη των Οστών.

“Μια μετα-αποκαλυπτική ιστορία αγάπης πρώτης τάξης, εξαίσια γραμμένη από τον τίτλο

μέχρι την τελευταία λέξη.”—Scott Westerfeld συγγραφέας των

Uglies και Extras

“Όταν ανοίγεις το Δάσος με τα Χέρια και τα Δόντια, είναι σαν ανοίγεις το κουτί της

Πανδώρας: ένα συνονθύλευμα σκοταδιού και πολύτιμης ελπίδας ξεχύνονται έξω. Αυτό είναι

ένα εξαιρετικά γραμμένο, συναρπαστικό, δυνατό μυθιστόρημα. Το απόλαυσα πραγματικά”.

—Melissa Marr, συγγραφέας των μπεστ-σέλερ Wicked Lovely και Ink Exchange.

“Σκοτεινό και σέξι και τρομακτικό. Μόνο ένας Ακαθαγίαστος θα μπορούσε να σταματήσει να διαβάζει.” —Justine Larbalestier, συγγραφέας

του How to Ditch Your Fairy.ΤΟ

ΔΑΣΟΣ

ΜΕ

ΤΑ

ΧΕΡΙΑ

ΚΑΙ T

Α ΔΟΝΤΙΑ

CA

RR

IER

YA

N

© D

arre

n Ca

ssese

6654867896069

ISBN 978-960-6665-48-6

[email protected]

PLATYPUS

Σχεδιασμός εξωφύλλου και copyright© 2010 Platypus Publications

www.platypus.gr

Page 2: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
Page 3: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

K 1 L

K I L

Η μητέρα μου μού μιλούσε για τον ωκεανό. Έλεγε ότι υπήρχε ένα μέρος όπου, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι

σου, δεν έβλεπες τίποτα άλλο εκτός από νερό, και ότι το νερό ήταν πάντα αεικίνητο, μία σε πλησίαζε, μία τραβιόταν μακριά. Μία φορά, η μητέρα μού έδειξε μια φωτογραφία στην οποία μου είπε ότι ήταν η προ-προ-προγιαγιά μου, που, παιδί τότε, στεκόταν μπροστά στον ωκεανό. Πέρασαν χρόνια, και η φωτογραφία καταστράφηκε από φωτιά, αλλά εγώ τη θυμάμαι, φθαρμένη και ξεθωριασμένη. Θυμάμαι ένα κοριτσάκι που το περιβάλλει η απεραντοσύνη του νερού.

Στις ιστορίες της μητέρας μου, που πέρασαν σε εκείνη από την προ-προ-προγιαγιά της, ο ωκεανός είχε τον ήχο του ανέμου στα δένδρα και οι άνθρωποι κάποτε ταξίδευ-αν στα νερά του. Μία φορά, όταν ήμουν μεγαλύτερη, και το χωριό μας υπέφερε από ξηρασία, ρώτησα τη μητέρα μου γιατί αφού υπήρχε τόσο πολύ νερό, τα ποτάμια μας ξεραί-νονταν κάποιες φορές. Μου είχε απαντήσει ότι το νερό του ωκεανού δεν πίνεται, ότι είναι γεμάτο αλάτι.

Page 4: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

K 2 L

Τότε έπαψα να πιστεύω τις ιστορίες της για τον ωκεανό. Πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει τόσο αλάτι στο σύμπαν, και πώς μπορούσε ο Θεός να αφήνει τόσο νερό να πηγαίνει χα-μένο;

Υπάρχουν όμως φορές που στέκομαι στην άκρη του Δά-σους με τα Χέρια και τα Δόντια, ατενίζοντας την ατελείωτη οργιώδη βλάστηση, και αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν υπήρ-χε παντού νερό. Κλείνω τα μάτια μου και ακούω τον άνεμο μες στα δένδρα και φαντάζομαι έναν κόσμο μόνο με νερό να με τυλίγει στην αγκαλιά του.

Θα ήταν ένας κόσμος χωρίς τους Ακαθαγίαστους, ένας κόσμος χωρίς το Δάσος με τα Χέρια και τα Δόντια.

Πολλές φορές, η μητέρα μου στέκεται πλάι μου, σηκώνει το χέρι, για να προστατέψει τα μάτια της από τον ήλιο, και κοιτάζει πέρα από τους φράχτες, τα δένδρα και το λόγκο, για να δει αν ο άνδρας της θα έρθει σε εκείνη.

Είναι η μόνη που πιστεύει ότι εκείνος δεν έχει μεταμορ-φωθεί, ότι ίσως επιστρέψει σπίτι έτσι ακριβώς όπως ήταν όταν έφυγε. Εγώ έχω εγκαταλείψει την ιδέα και έχω θάψει τον πόνο της απώλειάς του όσο πιο βαθιά γίνεται, για να μπορέσω να συνεχίσω τη ζωή μου. Τώρα, υπάρχουν φορές που φοβάμαι να πλησιάσω στην άκρη του Δάσους και να κοιτάξω πέρα από το φράχτη. Φοβάμαι ότι θα τον δω μαζί με τους άλλους: ρακένδυτο, αποστεωμένο, να βγάζει εκείνο το φριχτά ικευτικό βογκητό, με νύχια ματωμένα από το ξύ-σιμο στους μεταλλικούς φράχτες.

Η μητέρα μου ελπίζει, επειδή δεν τον έχει δει κανείς. Τις νύχτες προσεύχεται στο Θεό να έχει βρει ο άνδρας της κά-ποιο είδος καταφύγιου παρόμοιο με το χωριό μας. Να έχει βρει ασφάλεια κάπου μέσα στο πυκνό Δάσος. Όμως, κανείς άλλος δεν ελπίζει. Η Αδελφότητα λέει ότι το χωριό μας εί-

Page 5: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

K 3 L

ναι το μόνο που έχει απομείνει στον κόσμο.Ο αδερφός μου ο Τζεντ έχει προσφερθεί να κάνει επιπλέ-

ον βάρδιες στις περιπολίες των Προστατών που φρουρούν τους φράχτες. Ξέρω ότι πιστεύει, όπως κι εγώ, πως ο πατέ-ρας μας ανήκει πλέον στους Ακαθαγίαστους και ελπίζει να τον βρει στη διάρκεια της περιπολίας του στην περίμετρο, για να τον σκοτώσει, πριν η μητέρα μας ανακαλύψει σε τι έχει μεταμορφωθεί ο άνδρας της.

Οι άνθρωποι στο χωριό μας έχουν τρελαθεί βλέποντας τους αγαπημένους τους να μεταμορφώνονται σε Ακαθαγί-αστους. Ήταν μια γυναίκα –μια μητέρα– που τρομοκρατή-θηκε τόσο όταν είδε το γιο της να μολύνεται στη διάρκεια μιας περιπολίας, που αυτοπυρπολήθηκε και έκαψε το μισό χωριό μας. Εκείνη η φωτιά κατέστρεψε τα οικογενειακά μας κειμήλια, όταν εγώ ήμουν ακόμη παιδί, σβήνοντας έτσι τους μοναδικούς μας δεσμούς με κάθε ανθρώπινο στοιχείο πριν την Επιστροφή, αν και τα περισσότερα είχαν ήδη δι-αφθαρεί τόσο πολύ, που τελικά απέμειναν μόνο ψήγματα αναμνήσεων.

Ο Τζεντ κι εγώ έχουμε από κοντά τη μητέρα μας και δεν την αφήνουμε ποτέ να πλησιάσει το φράχτη ασυνόδευτη. Μερικές φορές, ερχόταν και η Μπεθ μαζί μας, η γυναίκα του Τζεντ, μέχρι που αναγκάστηκε να παραμείνει στο κρεβάτι λόγω της πρώτης της εγκυμοσύνης. Έτσι, μείναμε τα δύο αδέρφια.

Ώσπου μια μέρα, ο αδερφός της Μπεθ με πετυχαίνει την ώρα που κάνω μπουγάδα στο χείμαρρο, παρακλάδι του με-γάλου ποταμού. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ο Χάρολντ ήταν φίλος μου, ένας από τους λίγους συνομήλι-κούς μου στο χωριό. Μου προσφέρει ένα μπουκέτο αγριο-λούλουδα, του δίνω τα βρεγμένα σεντόνια, και καθόμαστε

Page 6: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

K 4 L

να παρακολουθήσουμε το νερό να ρέει πάνω στους βράχους καθώς εκείνος στύβει με περίπλοκο τρόπο τα σεντόνια.

«Πώς είναι η μητέρα σου;» με ρωτάει αφού, αν μη τι άλλο, είναι ευγενέστατος.

Σκύβω το κεφάλι και βυθίζω τα χέρια μου στο νερό. Ξέρω ότι θα έπρεπε να επιστρέψω κοντά της, ότι έχω ήδη καθυ-στερήσει αρκετά και ότι θα βηματίζει πάνω-κάτω περιμένο-ντάς με. Ο Τζεντ απουσιάζει σε μια από τις παρατεταμένες περιπολίες της περιμέτρου, στην οποία ελέγχει την αντοχή των φραχτών, και η μητέρα μου περνά τα απογεύματά της κοντά στο Δάσος αναζητώντας τον πατέρα μου. Πρέπει να βρίσκομαι εκεί, ώστε να της συμπαραστέκομαι για κάθε εν-δεχόμενο. Να την τραβήξω από τους φράχτες σε περίπτωση που τον βρει. «Εξακολουθεί να ελπίζει», του απαντάω.

Ο Χάρι πλαταγίζει τη γλώσσα του σαν ένδειξη κατανόη-σης. Και οι δύο μας ξέρουμε ότι δεν υπάρχει πολλή ελπίδα.

Τα χέρια του καλύπτουν τα δικά μου κάτω από το νερό. Εδώ και μήνες περίμενα ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Έχω παρατηρήσει τον τρόπο που με κοιτάζει, τον τρόπο που έχει αλλάξει το βλέμμα του. Τον τρόπο που η ένταση τρύπωσε στη φιλία μας. Έχουμε πάψει από χρόνια να είμαστε παι-διά.

«Μαίρη, εγώ…» Σταματάει για μια στιγμή. «Ήλπιζα ότι θα ερχόσουν μαζί μου στη Γιορτή του Θερισμού το επόμενο Σαββατοκύριακο».

Χαμηλώνω το βλέμμα και κοιτάζω τα χέρια μας στο νερό. Νιώθω τα ακροδάχτυλά μου να μουδιάζουν από το κρύο, ενώ το δέρμα του είναι απαλό και μαλακό. Στη Γιορτή του Θερισμού, το φθινόπωρο, όσοι και όσες είναι σε ηλικία γά-μου εκδηλώνουν την επιθυμία τους ο ένας στον άλλον. Εί-ναι η αρχή της μνηστείας, η περίοδος εκείνη των μικρών

Page 7: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

K 5 L

ημερών του χειμώνα που το ζευγάρι αποφασίζει αν ταιριά-ζει ή όχι. Σχεδόν πάντα, η μνηστεία τελειώνει την άνοιξη με τα Τρισεόρτια, τον εφταήμερο εορτασμό των γαμήλιων όρκων και βαφτίσεων. Είναι πολύ σπάνιο να αποτύχει μια μνηστεία. Ο γάμος στο χωριό μας δεν έχει να κάνει με τον έρωτα, αλλά με τη δέσμευση.

Κάθε χρόνο, κοιτώ με έκπληξη γύρω μου τα νεαρά ζευ-γάρια. Με εκπλήσσει ο τρόπος που οι κάποτε παιδικοί μου φίλοι βρίσκουν ξαφνικά σύντροφο, δένονται μεταξύ τους και ετοιμάζονται για το επόμενο βήμα. Δεσμεύονται μετα-ξύ τους και αρχίζουν τη μνηστεία. Πάντοτε, υπέθετα ότι το ίδιο θα συνέβαινε και σε μένα όταν θα έφτανε η ώρα μου. Ότι εξαιτίας της αρρώστιας που εξαφάνισε τόσους από εμάς όταν ήμουν παιδί, θα ήταν ακόμα πιο σημαντικό για όλους εμάς σε ηλικία γάμου να βρούμε ένα σύντροφο. Τόσο σημα-ντικό, που κανένα κορίτσι δεν θα έμενε ανύπαντρο και δεν θα κατέληγε στην Αδελφότητα των Μοναχών.

Μάλιστα ήλπιζα ότι θα ήμουν τόσο τυχερή, που θα έβρι-σκα κάτι παραπάνω από ένα σύντροφο, γνωρίζοντας έτσι την αληθινή αγάπη, όπως συνέβη στον πατέρα και στη μη-τέρα μου.

Ωστόσο, παρόλο που είμαι μία από τις ελάχιστες ελεύθε-ρες κοπέλες τα τελευταία δύο χρόνια, δεν με επέλεξε κα-νείς.

Στις δύο εβδομάδες που πέρασαν ήμουν απορροφημένη με την απουσία του πατέρα μου πέρα από τους φράχτες. Ασχολιόμουν με την απόγνωση και τη μελαγχολία της μη-τέρας μου. Με τη θλίψη και το πένθος μου. Μέχρι αυτήν τη στιγμή, δεν με είχε απασχολήσει καθόλου το γεγονός ότι μπορεί να ήμουν η τελευταία που θα της ζητούσαν να πάει στη Γιορτή του Θερισμού. Ή ότι μπορεί να μη μου το ζητού-

Page 8: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

K 6 L

σε κανείς.Ένα κομμάτι της ψυχής μου το μόνο που κάνει είναι να

σκέφτεται το μικρότερο αδερφό του Χάρι, τον Τράβις. Όλο το καλοκαίρι προσπαθούσα να του τραβήξω την προσοχή, να μετατρέψω τη φιλία του σε κάτι παραπάνω. Ποτέ όμως δεν ανταποκρίθηκε στο διακριτικό και αδέξιο φλερτ μου.

Λες και διαβάζει το μυαλό μου, ο Χάρι λέει: «Ο Τράβις θα πάει με την Κασσάνδρα», κι εγώ δεν μπορώ να συγκρατήσω το κενό που νιώθω, την πίκρα και το θυμό, επειδή η καλύτε-ρή μου φίλη κατόρθωσε αυτό που δεν κατάφερα εγώ. Που εκείνη έχει την προσοχή του Τράβις και όχι εγώ.

Δεν ξέρω τι να πω. Σκέφτομαι τον τρόπο που ο ήλιος το-νίζει το πρόσωπο του Τράβις όταν γελάει και κοιτάζω στα μάτια του Χάρι προσπαθώντας να βρω κάτι παρόμοιο. Άλ-λωστε, είναι αδέρφια, δεν έχουν ούτε ένα χρόνο διαφορά μεταξύ τους. Ωστόσο, δεν νιώθω τίποτα, εκτός από την αίσθηση της σάρκας του πάνω στη δική μου κάτω από το νερό.

Αντί να απαντήσω, σκάω ένα χαμόγελο ανακούφισης που κάποιος ήρθε για μένα επιτέλους, ενώ ένα κομμάτι μου αναρωτιέται αν η μακροχρόνια φιλία μας μπορεί να εξελι-χτεί σε κάτι παραπάνω στους σκοτεινούς χειμωνιάτικους μήνες της μνηστείας.

Ο Χάρι μειδιά και σκύβει το κεφάλι του προς το μέρος μου, ενώ εγώ το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι δεν ήθελα ποτέ να μου δώσει ο Χάρι το πρώτο μου φιλί, και τότε, πριν τα χείλη του αγγίξουν τα δικά μου, την ακούμε.

Η σειρήνα. Είναι τόσο παλιά και χρησιμοποιείται τόσο σπάνια αυτές τις μέρες, που πρώτα ακούγεται ήχος τριξίμα-τος και σφυρίγματος, και μετά το ουρλιαχτό της.

Το βλέμμα του Χάρι καρφώνεται στο δικό μου, το πρό-

Page 9: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

K 7 L

σωπό του μία ανάσα μακριά μου.«Ήταν να γίνει κάποια δοκιμαστική άσκηση σήμερα;»

ρωτάω.Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του, με μάτια τόσο γουρλω-

μένα, όσο μάλλον είναι τα δικά μου. Ο πατέρας του είναι ο επικεφαλής των Προστατών και ο Χάρι θα ήταν ενήμερος για οποιαδήποτε δοκιμαστική άσκηση. Σηκώνομαι, έτοιμη να τρέξω τάχιστα μέχρι το χωριό. Κάθε πόρος του δέρματός μου έχει ανατριχιάσει, η καρδιά μου έχει σφιχτεί σε μια επώ-δυνη γροθιά. Το μόνο που σκέφτομαι είναι, Μητέρα.

Ο Χάρι με αρπάζει από τον ώμο και με συγκρατεί. «Πρέ-πει να μείνουμε εδώ», μου λέει. «Είναι πιο ασφαλές. Τι θα γίνει αν έχουν παραβιαστεί οι φράχτες; Πρέπει να βρούμε μια εξέδρα». Διακρίνω τον τρόμο που περιβάλλει τις ίριδες των ματιών του. Τα δάχτυλά του χώνονται στον καρπό μου, τα νύχια του σχεδόν μου σκίζουν το δέρμα, αλλά εξακολου-θώ να αποτραβιέμαι, διώχνοντας τα χέρια και το σώμα του, μέχρι που ελευθερώνομαι.

Αναρριχώμαι κακήν-κακώς στο λόφο μέχρι το κέντρο του χωριού μας, αγνοώντας το φιδωτό μονοπάτι, και κρατιέμαι από κλαδιά και ρίζες, για να ανέβω την απότομη πλαγιά. Καθώς πλησιάζω στην κορυφή, κοιτάζω πίσω μου και βλέ-πω τον Χάρι να στέκεται ακόμη δίπλα στην όχθη του νερού, ενώ τα χέρια του καλύπτουν το πρόσωπό του σαν να μην αντέχει να δει ό,τι συμβαίνει. Βλέπω τα χείλη του να κου-νιούνται σαν να με φωνάζει, αλλά το μόνο που ακούω είναι η σειρήνα˙ το ουρλιαχτό της μου καίει τα αφτιά και αντηχεί παντού γύρω μου.

Όλη μου τη ζωή, εκπαιδευόμουν από αυτήν τη σειρήνα. Πριν κάνω τα πρώτα μου βήματα ήξερα ότι η σειρήνα σή-μαινε θάνατο. Σήμαινε ότι με κάποιο τρόπο παραβιάστηκαν

Page 10: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

K 8 L

οι φράχτες και οι Ακαθαγίαστοι βρίσκονταν ανάμεσά μας. Σήμαινε ότι έπρεπε να πάρουμε τα όπλα, να ανέβουμε στις εξέδρες και να τραβήξουμε ψηλά τις σκάλες˙ ακόμα και αν έπρεπε να αφήσουμε πίσω μας τους ζωντανούς.

Καθώς μεγάλωνα, η μητέρα μού μιλούσε για την εποχή που η προ-προ-προγιαγιά της ήταν παιδί, τότε που η σει-ρήνα ούρλιαζε διαρκώς καθώς το χωριό δεχόταν μονίμως επιθέσεις από τους Ακαθαγίαστους. Αργότερα όμως, οι φράχτες ενισχύθηκαν, οι Προστάτες σχηματίστηκαν, και ο χρόνος πέρασε, με τους Ακαθαγίαστους να ξεθωριάζουν σε τέτοιο σημείο, που δεν μπορούσα να θυμηθώ μια φορά τα τελευταία χρόνια που να είχε σημάνει η σειρήνα και να μην ήταν δοκιμαστική άσκηση. Ξέρω ότι όσο ζω, σίγουρα έχουν γίνει κάποιες παραβιάσεις, αλλά ξέρω επίσης ότι είμαι πολύ καλή στο να θάβω αναμνήσεις που δεν έχουν κανένα όφε-λος. Τους Ακαθαγίαστους τούς φοβάμαι ούτως ή άλλως.

Όσο πιο κοντά πλησιάζω στο χωριό, τόσο επιβραδύνω. Ήδη βλέπω ότι οι εξέδρες στα δένδρα είναι γεμάτες. Μάλι-στα, σε κάποιες έχουν σηκωθεί και οι σκάλες. Παντού γύρω μου επικρατεί χάος. Μανάδες σέρνουν τα παιδιά τους, ενώ το χορτάρι και το χώμα είναι κατάστικτα από σκεύη της κα-θημερινότητας.

Και τότε η σειρήνα σιωπά, όλοι βουβαίνονται και παγώ-νουν. Ένα μωρό αρχίζει ξανά να κλαίει, ένα σύννεφο περνά μπροστά από τον ήλιο. Και τότε βλέπω μια μικρή ομάδα Προστατών να σέρνουν κάποιον προς τον Καθεδρικό.

«Μητέρα», ψιθυρίζω, και όλα καταρρέουν μέσα μου. Επειδή, με κάποιον τρόπο, ξέρω. Ξέρω ότι δεν έπρεπε να χρονοτριβήσω στο χείμαρρο με τον Χάρι, ότι δεν έπρεπε να τον αφήσω να μου πιάσει το χέρι, ενόσω η μητέρα μου με περίμενε να τη συνοδεύσω στο φράχτη.

Page 11: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

K 9 L

Το κορμί μου έχει σφιχτεί από αγωνία καθώς προχωρώ προς την είσοδο του Καθεδρικού, του παλιού πέτρινου κτι-ρίου που είχε χτιστεί αρκετά πριν την Επιστροφή. Η χοντρή ξύλινη πόρτα του είναι ανοιχτή και οι γείτονές μου κάνουν στο πλάι καθώς με βλέπουν να πλησιάζω, αλλά κανένας τους δεν με κοιτά στα μάτια. Κάπου μέσα στο πλήθος, ακούω κάποιον να μουρμουρίζει: «Πήγε πολύ κοντά στο φράχτη και άφησε κάποιον να την αρπάξει».

Στο εσωτερικό του Καθεδρικού, αισθάνομαι ότι οι πέτρι-νοι τοίχοι στραγγίζουν τη ζέστη της ημέρας, και νιώθω τα μπράτσα μου να ανατριχιάζουν. Το φως είναι αμυδρό, και βλέπω τις Αδελφές να περιβάλλουν μια γυναίκα που κλα-ψουρίζει και βογκά αλλά δεν είναι Ακαθαγίαστη. Η μητέρα ήξερε ότι δεν έπρεπε να πλησιάζει πολύ κοντά στους φρά-χτες, στους Ακαθαγίαστους. Στο χωριό μας, έχουν χαθεί πολλοί με αυτό τον τρόπο. Θα πρέπει να είδε τον πατέρα μου πίσω από το φράχτη, και κλείνω τα μάτια μου καθώς ο κάποτε καταχωνιασμένος πόνος της απώλειάς του πλημμυ-ρίζει ξανά το κορμί μου.

Έπρεπε να ήμουν μαζί της.Θέλω να γίνω ένα κουβάρι, να κρυφτώ από ό,τι έχει συμ-

βεί. Αντ’ αυτού, πηγαίνω στη μητέρα μου και γονατίζω, στη-ρίζω το κεφάλι μου στην ποδιά της, παίρνω το χέρι της και το ακουμπάω στα μαλλιά μου.

Αν έπρεπε να συνοψίσω τη ζωή μου σε μία εικόνα, θα ήταν αυτή: το κεφάλι μου στα γόνατα της μητέρας μου, τα χέρια της στα μαλλιά μου, ενώ καθόμαστε μπροστά από το τζάκι, και μου λέει ιστορίες για τη ζωή πριν την Επιστροφή, που πέρασαν σε εκείνη από τις γυναίκες της οικογένειάς μας.

Τώρα, τα χέρια της μητέρας μου είναι υγρά και κολλώδη, και ξέρω ότι είναι καλυμμένα με αίμα. Κλείνω τα μάτια μου,

Page 12: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

K 10 L

για να μην αντικρίσω το θέαμα, για να μη μάθω την έκταση της ζημιάς.

Η μητέρα μου είναι πιο ήρεμη τώρα και τα χέρια της τρα-βάνε αυτόματα τα μαλλιά μου, για να τα ελευθερώσουν από το μαντίλι που τα συγκρατεί. Λικνίζεται απαλά και μουρ-μουρίζει κάτι τόσο χαμηλόφωνα, που δεν μπορώ να την κα-ταλάβω.

Οι Αδελφές μάς έχουν αφήσει μόνες. Έχουν μαζευτεί στη γωνία με τους εκλεκτότερους των Προστατών –τη Συντε-χνία– και ξέρω ότι συζητούν για τη μοίρα της μητέρας μου. Αν οι Ακαθαγίαστοι την έχουν απλώς γρατσουνίσει, η μητέ-ρα μου θα είναι υπό παρακολούθηση, αν και είναι γνωστό ότι δεν μολύνεται κανείς με αυτό τον τρόπο. Αν όμως την έχουν δαγκώσει, και συνεπώς μολύνει, υπάρχουν δύο επι-λογές. Να τη σκοτώσουν ή να τη φυλακίσουν μέχρι να με-ταμορφωθεί και μετά να τη σπρώξουν πέρα από το φράχτη. Αν η μητέρα μου έχει ακόμη τα λογικά της, θα της κάνουν την ερώτηση και θα αφήσουν εκείνη να αποφασίσει.

Να υποστεί γρήγορο θάνατο και να σώσει την ψυχή της ή να γίνει μία από τους Ακαθαγίαστους.

Έχουμε διδαχθεί ότι στην αρχή, αμέσως μετά την Επι-στροφή, εκείνοι που είχαν δεχθεί επίθεση δεν είχαν επιλο-γή. Θανατώνονταν σχεδόν αμέσως. Αυτό συνέβαινε παλιά, πριν αντιστραφούν τα πράγματα, τότε που όλα έδειχναν ότι οι ζωντανοί είχαν χάσει τη μάχη.

Τότε όμως μια μολυσμένη γυναίκα –μια χήρα– είχε κατα-φύγει στις Αδελφές και είχε παρακαλέσει να της επιτρέψουν να πάει με τον άνδρα της στο Δάσος. Υπερασπίστηκε το δικαίωμά της να εκπληρώσει τους γαμήλιους όρκους της στον άνδρα που είχε επιλέξει και αγαπήσει. Οι ζωντανοί εί-χαν ήδη δημιουργήσει αυτό το μέρος˙ μας παρείχαν ασφά-

Page 13: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

K 11 L

λεια, όση μπορούσε να έχει κανείς στον κόσμο των Ακαθα-γίαστων. Η χήρα το είχε θέσει τέλεια: η μόνη αλήθεια που διαχωρίζει τους ζωντανούς από τους Ακαθαγίαστους είναι η επιλογή, η ελεύθερη βούληση. Ήθελε την επιλογή να είναι με τον άνδρα της. Οι Αδελφές είχαν έρθει σε αντιπαράθεση με τους Προστάτες, αλλά στο τέλος περνάει πάντα ο λόγος των Μοναχών. Αποφάσισαν ότι ένας ακόμα Ακαθαγίαστος δεν θα έθετε σε κίνδυνο την κοινότητά μας. Έτσι λοιπόν, η χήρα πήγε με συνοδεία μέχρι το φράχτη όπου τρεις Προ-στάτες την κρατούσαν μέχρι να υποκύψει στη μόλυνση και ύστερα την έσπρωξαν πέρα από την πύλη, ακριβώς πριν πε-θάνει και μεταμορφωθεί σε Ακαθαγίαστη.

Δεν μπορώ να κατανοήσω πώς άφησαν μια ηλικιωμένη γυναίκα αντιμέτωπη με τέτοια μοίρα. Προφανώς όμως, αυτή είναι η δύναμη της επιλογής.


Recommended