Transcript
Page 1: Το σπίτι της σιωπής

ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ Το σπίτι της σιωπής 8 η Χ Ι Λ Ι Α Δ Α

Page 2: Το σπίτι της σιωπής

ΟΟρχάν Παμοΰκ (Βραβείο Νό­μπελ Λογοτεχνίας 2006) γεν­

νήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1952. Τελείωσε το λύκειο στη Ρο-βέρτιο σχολή, σπούδασε τρία χρό­νια αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο και το 1976 αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας του Πα­νεπιστημίου της Κωνσταντινούπο­λης. Έζησε τρία χρόνια στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε σαν ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα και στο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.

Άρχισε να γράφει το 1974. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Τζεβντέτ μπέης και νιοι, βραβεύτηκε το 1979 στο διαγωνισμό μυθιστορήματος των εκδόσεων Μιλλιέτ. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1982 και την επό­μενη χρονιά πήρε το βραβείο μυθι­στορήματος Ορχάν Κεμάλ.

Το δεύτερο βιβλίο του, Το σπίτι της σιωπής (1982), μεταφράστηκε

στα γαλλικά και το 1991 τιμήθηκε με το βραβείο Prix de la decouver-te Europeenne.

To ιστορικό του μυθιστόρημα To Λευκό Κάστρο (1985) μεγάλωσε τη φήμη του μέσα κι έξω από την Τουρκία. Η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» έγραψε τότε γι αυτόν: «Ένα αστέρι γεννήθηκε στην Ανατολή». Ακολούθησαν: Το μαύρο βιβλίο, ένα από τα πιο συζητημένα και πολυ­διαβασμένα μυθιστορήματα της σύγ­χρονης τουρκικής λογοτεχνίας, Η καινούργια ζωή, Με λένε Κόκκινο, Ιστανμπονλ. Πόλη και αναμνήσεις, και Χιόνι.

Τα βιβλία του έχουν μεταφρα­στεί σε πολλές γλώσσες και στα ελ­ληνικά κυκλοφορούν από τις εκδό­σεις «Ωκεανίδα».

Εξώφυλλο: Ναΐαλία Τσουκαλά

Page 3: Το σπίτι της σιωπής
Page 4: Το σπίτι της σιωπής

Ο Ρ Χ Α Ν Π Α Μ Ο Υ Κ

Το σπίτι ης σ ι ω π ή

Μ ε τ ά φ ρ α σ η

Π Α Ν Α Γ Ι Ω Τ Η Σ Α Μ Π Α Τ Ζ Η Σ

Ε π ι μ έ λ ε ι α Σ Τ Ε Α Λ Α Β Ρ Ε Τ Ο Υ

ΩΚΕΑΝΙΔΑ

Page 5: Το σπίτι της σιωπής
Page 6: Το σπίτι της σιωπής

Τίτλος πρωτοτύπου: Orhan Pamuk, Sessiz Εν

1η έκδοση: Νοέμβριος 2 0 0 8

Μετάφραση από τα τουρκικά: Παναγιώτης Αμπατζής Επιμέλε ια: Στέλλα Βρετού Τυπογραφική διόρθωση: Αρετή Μπουκάλα

© 1996, Ileti§im Yaymcihk Α.§. Kasim © 2 0 0 7 , για την ελληνική γλώσσα

Εκδόσεις Ωκεανίδα ΑΕ Σολωμού 25 , 106 82 Αθήνα, τηλ. 2 1 0 . 3 8 . 2 7 . 3 4 1 Πλάτωνος 17, 546 31 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2 3 1 0 . 2 3 1 . 8 0 0 e-mail: [email protected] www.oceanida.gr

Ηλεκτρονική στοιχειοθεσία-Σελιδοποίηση: Εκδόσεις «Ωκεανίδα» Εκτύπωση: Μ. Σπύρου & Σία ΑΕ Βιβλιοδεσία: Βιβλιοδομή ΑΕ

I S B N 9 7 8 - 9 6 0 - 4 1 0 - 5 4 0 - 3

Page 7: Το σπίτι της σιωπής

1

« Τ ο δε ίπνο ε ίναι έ τ ο ι μ ο , κυρ ία» , ε ίπα. « Π ε ρ ά σ τ ε , αν θ έ λ ε ­τ ε , στο τ ρ α π έ ζ ι » .

Δ ε ν ε ί π ε τ ίποτα. Σ τ ε κ ό τ α ν α κ ί ν η τ η , α κ ο υ μ π ι σ μ έ ν η στο μπαστούνι τ η ς . Τ η ν πλησίασα, την έπιασα από το χέρ ι , την έ β α λ α να καθ ίσε ι στο τραπέζ ι . Κ ά τ ι μουρμούρισε . Κ α τ έ ­βηκα στην κουζίνα, πήρα το δίσκο τ η ς , τον ανέβασα πάνω, τον έβαλα μπροστά τ η ς . Έ ρ ι ξ ε μια ματιά στο φαγητό , δεν το ά γ γ ι ξ ε . Έ σ κ υ ψ ε το κεφάλι τ η ς μουρμουρίζοντας, και τ ό ­τ ε κατάλαβα. Πήρα την π ε τ σ έ τ α τ η ς , τ ε ν τ ώ θ η κ α και την έδεσα πίσω από τα πελώρια αυτιά τ η ς .

«Να δούμε τ ι μας έφτιαξες», ε ίπε . « Τ ι σκαρφίστηκες πάλι ; » « Ι μ ά μ μπα ϊλντ ί » , ε ίπα. « Τ ο ζ η τ ή σ α τ ε χ θ ε ς » . « Τ ο ίδιο μ ε το μ ε σ η μ έ ρ ι ; » Έσπρωξα το πιάτο μπροστά τ η ς . Π ή ρ ε το πιρούνι μουρ­

μουρίζοντας, α ν α κ ά τ ε ψ ε λίγο τ η μελ ιτζάνα κι ύστερα άρχι­σε να τρώε ι .

«Κυρ ία , η σαλάτα σας είναι ε δ ώ » , ε ίπα, και π ή γ α πίσω στην κουζίνα. Σ ε ρ β ι ρ ί σ τ η κ α μια μ ε λ ι τ ζ ά ν α κ ι άρχισα να τρώω.

Page 8: Το σπίτι της σιωπής

8 \ l \ I I \I\HM κ

Σ ε λ ίγο την άκουσα να φοΛ/άΌ:·.: « Λ / . / Μ ! IV I . \ C M , M n u e i

ναι η αλατ ι έρα ; »

Σ η κ ώ θ η κ α , π ή γ α μέσα να ψ ά ς χ ο * η rxA<x1 ιί η \ «χ ν <">ι π Α<χ

στο χέρ ι τ η ς . αΜα η αλατιέρα είναι ε δ ώ ! » « Ά λ λ ο πάλ ι τ ο ύ τ ο » , ε ί π ε . « Γ ι α τ ί π η γ α ί ν ε ι ς μι!ο<χ o w x v

τ ρ ώ ω ; »

Δεν απάντησα. «Αύριο δεν έρχοντα ι ; » « Ν α ι , κυρία, έρχονται ! » ε ίπα. « Δ ε ν θα β ά λ ε τ ε α λ ά τ ι ; » « Μ η ν ανακατεύεσαι σε πράγματα που δεν σε αφορούν»,

ε ί π ε . «Έρχοντα ι ή δεν έρχονται αύριο;»

«Αύριο το μ ε σ η μ έ ρ ι » , ε ίπα. « Τ η λ ε φ ώ ν η σ α ν . . . » « Τ ι άλλο έ χ ε ι γ ια φ α γ η τ ό ; »

Π ή γ α πίσω στην κουζίνα τ η μ ισή μελ ιτζάνα* σ' ένα κα­θαρό πιάτο τ η ς έβαλα φασολάκια. Σαν άρχισε ν' ανακατεύει μ ε αηδία και τα φασολάκια, ξαναπήγα στην κουζίνα, κάθι­σα κ ι άρχισα να τ ρ ώ ω . Σ ε λ ίγο ζ ή τ η σ ε π ι π έ ρ ι , μα έκανα πως δεν άκουσα. Κατόπιν ζ ή τ η σ ε φρούτα* α νέ β ηκα πάνω, έσπρωξα τ η γαβάθα μ ε τα φρούτα μπροστά τ η ς . Σαν κου­ρ α σ μ έ ν η αράχνη το κοκαλ ιάρ ικο χέρ ι τ η ς άρχισε να πα-σπατεύε ι τα ροδάκινα. Σ τ ο τέλος σ τ α μ ά τ η σ ε .

« Ό λ α σάπια! Πού τα βρήκες αυτά, κάτω από τα δέντρα τα μ ά ζ ε ψ ε ς ; »

« Δ ε ν είναι σάπια, κυρ ία» , ε ίπα. «Ε ίνα ι ώριμα. Τα καλύ­τερα ε ίναι . Τα πήρα από το μανάβη . Ξ έ ρ ε τ ε καλά πως εδώ δεν υπάρχουν πια ροδακιν ιές . . . »

Έ κ α ν ε πως δεν άκουσε* δ ιάλεξε ένα ροδάκινο. Ε γ ώ π ή ­γα μέσα* δ ε ν ε ίχα π ρ ο λ ά β ε ι να τ ε λ ε ι ώ σ ω τα φασολάκια μου , « Έ λ α να μου λύσε ις τ η ν π ε τ σ έ τ α » , τ η ν άκουσα να

Page 9: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 9

φωνάζει . « Π ο ύ ε ίσα ι , Ρ ε τ ζ έ π , έλα να μου λύσεις τ η ν π ε ­τ σ έ τ α ! »

Έτρεξα* ενώ έλυνα την π ε τ σ έ τ α τ η ς , ε ίδα πως ε ίχε φάει μονάχα μισό ροδάκινο.

«Τουλάχιστον να σας φέρω μερ ικά βερίκοκα, κυρία» , τ η ς ε ίπα. « Έ π ε ι τ α λ έ τ ε ότι πε ινάτε και μ ε ξυπνάτε τ η νύχτα. . .»

«Ευχαρ ιστώ» , ε ί π ε . « Δ ε ν ξέπεσα τόσο ώστε να τρώω σά­πια φρούτα. Λύσ' το αυτό!»

Τ ε ν τ ώ θ η κ α κι έλυσα την π ε τ σ έ τ α τ η ς * κατσούφιασε κα­θώς σκούπιζε το στόμα τ η ς , κ ι έκανε σαν να προσευχότανε. Σ η κ ώ θ η κ ε .

« Α ν έ β α σ ε μ ε ε π ά ν ω ! » Σ τ η ρ ί χ τ η κ ε επάνω μου, κι αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε τ ι ς

σ κ ά λ ε ς · στο έ ν α τ ο σκαλοπάτ ι σ τ α μ α τ ή σ α μ ε να πάρουμε ανάσα.

« Ε τ ο ί μ α σ ε ς τα δωμάτια τ ο υ ς ; » ρώτησε λαχαν ιασμένη . « Τ α ετο ίμασα» . « Κ α λ ά , π ά μ ε » , ε ί π ε , και σ τ η ρ ί χ τ η κ ε πιο πολύ ε π ά ν ω

μου. Συνεχ ίσαμε ν' ανεβαίνουμε . Ό τ α ν φτάσαμε στο τ ε λ ε υ ­

ταίο σκαλοπάτι , ε ί π ε : « Δ ε κ α ε ν ν έ α , δόξα σοι ο Θεός» , ε ί π ε και μ π ή κ ε στο δω­

μάτ ιο τ η ς . « Α ν ά ψ τ ε το φως σας», ε ίπα. « Ε γ ώ θα πάω στον κ ινημα­

τογράφο» . «Θα πάε ι , λ έ ε ι , στον κ ινηματογράφο! Κοτζάμ άνθρωπος!

Τουλάχιστον μην α ρ γ ή σ ε ι ς » . « Δ ε ν θ' α ρ γ ή σ ω » . Κ α τ έ β η κ α κάτω, τ έλε ιωσα τα φασολάκια μου, έπλυνα τα

πιάτα. Έ β γ α λ α την ποδιά μου, πήρα το σακάκι μου. Β γ ή κ α .

Page 10: Το σπίτι της σιωπής

10 ΟΙ ' .ΧΛΜ Ι Ι Λ Μ Ο ϊ ' Κ

Τ ο δροσερό αεράκι που φυσούσε από τ η μεριά χ if, ί)ά λασσας μου ήταν πολύ ευχάριστο - τα φύλλα της συκιάς Οροι ζαν. Έ κ λ ε ι σ α την πόρτα του κήπου, και προχώρησα προς την παραλία. Ε κ ε ί που τ ε λ ε ι ώ ν ε ι η μάντρα του κήπου μας, αρχίζει ο δρόμος μ ε τα καινούργια σπίτ ια . Άνθρωποι στα μπαλκόνια τους και στους μικρούς, στενούς κήπους ακούνε, βλέπουν τ ις ε ιδήσε ι ς στις τηλεοράσε ις τους· μπροστά στις ψησταρ ι ές όρθιες γυναίκες · ούτε κ ι αυτές μ ε βλέπουν. Σ τ ι ς σχάρες κρέατα, καπνοί . Η ο ικογενε ιακή ζ ω ή ! Πώς να 'ναι άραγε ; Σαν έρθε ι ο χε ιμώνας, κανε ίς δεν μ έ ν ε ι , οι δρόμοι έρημο ι , ακούω τα βήματα μου κι ανατριχιάζω. Κρύωσα, φό­ρεσα το σακάκι μου, έστρ ιψα σ' ένα στενό .

Παράξενο να σκέφτεσα ι πως όλοι, τ η ν ίδια ώρα, τρώνε το φαγητό τους βλέποντας τ η λ ε ό ρ α σ η . Τρ ιγυρ ίζω στα σο­κάκια. Σ ' ένα απ' αυτά, που βγάζε ι στην πλατε ία , πλησιά­ζε ι ένα αμάξι - ο κουρασμένος σύζυγος, μ ε την τσάντα στο χέρ ι , που βγαίνε ι από μέσα, έρχετα ι από την Ιστανμπούλ. Μ π α ί ν ε ι β ιαστικός στο σπίτ ι του , σαν να έ χ ε ι αργήσε ι γ ια το φαγητό μπροστά στην τ η λ ε ό ρ α σ η . Μ ό λ ι ς ξαναβγαίνω στην παραλία, ακούω τ η φωνή του Ισμαήλ .

« Ε θ ν ι κ ό λαχε ίο ! Κ λ η ρ ώ ν ε ι σε έξ ι μ έ ρ ε ς ! » Δεν μ ε ε ί δ ε . Ο ύ τ ε ε γ ώ του φώναξα. Τρ ιγύριζε ανάμεσα

στα τραπέζια του εστ ιατορίου. Τον φώναξαν από ένα τρα­πέζ ι , πλησίασε , έ σ κ υ ψ ε κι άπλωσε ένα μάτσο λαχεία σε μια κοπέλα μ ε άσπρο φόρεμα και κορδέλα στα μαλλιά. Η κο­πέλα , σοβαρή, δ ιάλεξε ένα λαχε ίο , η μ η τ έ ρ α κ ι ο πατέρας τ η ς τ η ν παρακολουθούσαν χαρούμενοι . Γύρισα την π λ ά τ η , δεν κοίταξα. Αν έ λ ε γ α κάτ ι , αν μ' έ β λ ε π ε ο Ισμαήλ , κού­τσα κούτσα θα ερχόταν δ ίπλα μου. Γ ι α τ ί δεν περνάς από το σ π ί τ ι ; θα ρωτούσε. Τ ο σπ ίτ ι σας είναι μακριά, Ισμαήλ , θα

Page 11: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 11

του απαντούσα, κ ι ε ίναι κ ι ανηφόρα. Ν α ι , έχε ι ς δ ίκ ιο , θα μου έ λ ε γ ε . Αν μ ε τα χ ρ ή μ α τ α που μας έ δ ω σ ε ο Ν τ ο γ ά ν μ π έ η ς αγόραζα ο ικόπεδο ε δ ώ , στην παραλία, κοντά στο σταθμό, σήμερα θα ήμουν εκατομμυριούχος , θα συνέχιζε . Ν α ι , ναι. Π ά ν τ α τα ίδια λόγια. Κ ι η όμορφη γυναίκα του κοιτάζε ι και δεν μ ι λάε ι . Γ ι α τ ί να πάω; Κάπου κάπου όμως, όταν δεν έχω κανέναν να κουβεντ ιάσω, τ ις χε ιμων ιάτ ικες νύχτες , πηγα ίνω και τον βρ ίσκω, ξέροντας πως πάντα τα ίδια θα μου πε ι .

Τ α καφενε ία στην παραλία ε ίναι άδεια. Ο ι τηλεοράσε ις όλες ανοιχτές . Ο ι καφετζήδες έχουν βάλε ι σ τ η σειρά εκα­τοντάδες άδε ια ποτηράκ ια του τσαγ ιού , που λάμπουν π ε ­ντακάθαρα κάτω από το δυνατό φως. Περιμένουν να τ ε λ ε ι ώ ­σε ι το δελτ ίο ε ιδήσεων και να β γ ε ι ο κόσμος από τα σπίτ ια του. Κ ά τ ω από τα αδειανά τραπέζια στέκοντα ι γ ά τ ε ς . Σ υ ­νέχισα να περπατάω.

Σ τ η ν άλλη πλευρά του μόλου, βάρκες τ ρ α β η γ μ έ ν ε ς στην α κ τ ή . Η μ ι κ ρ ή , β ρ ό μ ι κ η παραλία έ ρ η μ η . Σ τ η ν ά μ μ ο , φύ­κια, μπουκάλια, πλαστ ικά που έ φ ε ρ ε το κύμα. . . Α έ ν ε ότ ι θα κατεδαφίσουν το σπίτ ι του βαρκάρη Ιμπραήμ . Λ έ ν ε ακό­μ η ότι και το καφενε ίο θα έχε ι την ίδια τ ύ χ η . Ό τ α ν ε ίδα τα φωτ ισμένα παράθυρα του καφενε ίου, χάρηκα πολύ. Μ π ο ­ρεί να βρω κάποιον ε κ ε ί που δεν θα παίζε ι χαρτιά να κου­βεντ ιάσουμε , θα ρωτήσε ι , πώς ε ίσαι , θα του πω, θ' ακούει , ε ε , εσύ πώς ε ίσαι , θα του πω, θα μου π ε ι , θ' ακούω. Μ ι λ ώ ­ντας πολύ δυνατά γ ια να σκεπάσουμε τ η φωνή και το βου­η τ ό από την τ η λ ε ό ρ α σ η και τους π ε λ ά τ ε ς 4 αυτή ε ίναι η φι­λ ία. . . Μ π ο ρ ε ί να π ά μ ε ακόμη και σ ινεμά μαζί.

Μ ό λ ι ς όμως μ π ή κ α στο καφενε ίο , χάλασε το κέφι μου, ήταν και τα δυο εκε ί , εκε ίνα τα αγόρια. Νά ορ ίστε : μόλις μ ε

Page 12: Το σπίτι της σιωπής

12 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ε ίδαν χάρηκαν, κο ι τάχτηκαν κ ι άρχισαν να γελούν, όμως ε γ ώ δεν σας ε ίδα, κοίταξα το ρολόι μου, ψάχνω να βρω κά­ποιο φίλο. Κάπου εκε ί , αριστερά, καθόταν ο Νεβζάτ και πα­ρακολουθούσε αυτούς που παίζανε χαρτιά. Τον πλησίασα, πήρα μια καρέκλα και κάθισα κοντά του. Ε ί μ α ι χαρούμε­νος· γύρισα στον Ν ε β ζ ά τ και του χαμογέλασα.

« Γ ε ι α σου», του ε ίπα. « Π ώ ς ε ί σ α ι ; » Δ ε ν μ ίλησε . Έριξα μια ματιά στην τηλεόραση · ήταν το τέλος των ε ι ­

δήσεων. Κατόπιν κοίταξα τα χαρτιά και τον Ν ε β ζ ά τ , που παρακολουθούσε το παιχν ίδ ι , και περ ίμενα να τ ε λ ε ι ώ σ ε ι η παρτ ίδα - τ έ λ ε ι ω σ ε , μα κανείς δεν ασχολήθηκε μ' ε μ έ ν α , μ ι ­λούσαν και γελούσαν μεταξύ τους. Ξανάρχισε το παιχν ίδ ι , βυθ ίστηκαν σ' αυτό, τ ε λ ε ί ω σ ε κ ι αυτός ο γύρος. Ενώ μοί­ραζαν ξανά τα χαρτιά, σ κ έ φ τ η κ α ότι έ π ρ ε π ε κάτ ι να πω.

« Ν ε β ζ ά τ , το γ ά λ α που μας έ φ ε ρ ε ς σ ή μ ε ρ α ή τ α ν πολύ καλό» .

Κούνησε το κεφάλι του συνεχίζοντας να κοιτάζει τα χαρ­τ ιά .

« Ξ έ ρ ε ι ς , όταν το γάλα είναι παχύ, ε ίναι πολύ νόστ ιμο» . Ξανακούνησε το κεφάλι του. Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν

εννέα παρά π έ ν τ ε . Κοίταξα την τηλεόραση . Ήμουνα απορ­ροφημένος, όταν, ύστερα από κάμποση ώρα, ε ίδα τους νεα­ρούς να γελούν ειρωνικά. Όταν είδα την εφημερίδα που κρα­τούσαν, σ κ έ φ τ η κ α μ ε τ ρ ό μ ο : «Ω Θ ε έ μου, λες να ε ίναι πά­λι καμιά φωτογραφία;» Γ ι α τ ί μια κοίταζαν ε μ έ ν α μια την εφημερ ίδα και γελούσαν ε ιρωνικά. Περ ιφρόνησε τους, Ρ ε -τ ζ έ π ! Μ α και πάλ ι σε λ ίγο μ ε βασάνισε μια σ κ έ ψ η : συχνά οι ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς δημοσιεύουν φωτογραφίες · κ ι ε ίναι αδυσώ­π η τ ε ς * και γράφουν από κάτω στις λεζάντες ανόητα κι άδι-

Page 13: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 13

κα πράγματα, σαν αυτά που γράφουν κάτω από φωτογρα­φίες μ ε γυμνές γυναίκες ή μ ε αρκούδες που γεννοβολήσα-νε στους ζωολογικούς κήπους . Σ τ ρ ά φ η κ α ξαφνικά στον Ν ε β ζ ά τ και , δίχως καθόλου να σκεφτώ, ε ίπα :

« Π ώ ς ε ί σ α ι ; » Γ ια μια σ τ ι γ μ ή γύρ ισε , μ ε κοίταξε , κάτ ι μουρμούρισε, μα

ο νους μου ήταν σ τ η φωτογραφία, δεν μπόρεσα να του πω τ ί π ο τ ε άλλο. Κ ι όχι μονάχα αυτό* έκανα την ανοησία να ξα­νακοιτάξω τους δυο νεαρούς. Τα β λ έ μ μ α τ α μας διασταυρώ­θηκαν και γέλασαν ακόμη πιο κοροϊδευτ ικά. Γύρισα το κ ε ­φάλι μου. Σ τ ο τραπέζ ι έ π ε σ ε ένας ρήγας. Οι χαρτοπαίχτες άρχισαν να βρ ίζονται - άλλοι χαίρονταν, άλλοι λυπούνταν. Κατόπιν άρχισαν μια καινούργια παρτίδα, τα χαρτιά κ ι οι χαρές αλλάξανε θ έ σ η . Λ ε ς να ' τανε καμ ιά φωτογραφία; Ξαφνικά, κάτ ι ήρθε στο νου μου.

« Τ ζ ε μ ί λ ! » φώναξα στο γκαρσόνι . « Φ έ ρ ε ένα τ σ ά ι » . Έ τ σ ι , θα μπορούσα ν' απασχοληθώ γ ια λ ίγο και να ξεχά­

σω* αυτό όμως δεν κράτησε πολύ, το μυαλό μου ε ί χ ε κολ­λήσε ι στην εφημερ ίδα και στους νεαρούς που την κοίταζαν και γελούσαν. Γύρισα πάλι και τους κοίταξα, εκε ίνη τ η στ ιγ­μ ή δε ίχνανε στον Τ ζ ε μ ί λ ένα άρθρο τ η ς εφημερ ίδας. Ο Τ ζ ε ­μ ίλ πρόσεξε που τον κοίταζα ανήσυχος και κατσάδιασε τους νεαρούς λέγοντας φωναχτά:

«Παλ ιόπα ιδα ! » Ή τ α ν όμως αργά, δεν μπορούσα πια να κάνω τον αδιά­

φορο. Θα 'πρεπε προ πολλού να είχα φύγει από δω. Οι νεα­ροί εξακολουθούσαν να ξεκαρδίζονται στα γ έ λ ι α .

« Τ ι τ ρ έ χ ε ι , Τ ζ ε μ ί λ ; » ε ίπα. « Τ ι έχε ι στην ε φ η μ ε ρ ί δ α ; » « Τ ί π ο τ α ! » ε ί π ε αυτός. «Ανοησ ί ες» . Φλεγόμουνα από περ ι έργε ια . Προσπάθησα να συγκρα-

Page 14: Το σπίτι της σιωπής

14 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τ η θ ώ , μα στάθηκε αδύνατον. Κ α τ έ β η κ α από τ η ν καρέκλα σαν μαγεμένος και προχώρησα αργά αργά προς τον Τ ζ ε μ ί λ , περνώντας μπροστά από τους νεαρούς που ε ίχαν σωπάσει .

« Γ ι ά δε ίξε μου την ε φ η μ ε ρ ί δ α ! » Έ κ α ν ε μια κ ί ν η σ η σαν να ' θ ελε να κρύψε ι την ε φ η μ ε ρ ί ­

δα. Κατόπιν , ε ί π ε κάπως ένοχα: « Α ν ο η σ ί ε ς ! Γ ίνοντα ι τ έ τ ο ι α πράματα; Ε ίνα ι α λ ή θ ε ι α ; »

ε ί π ε και στράφηκε στους νεαρούς. «Παλ ιόπα ιδα ! » ε ί π ε πά­λι κι επ ι τέλους , μου έδωσε την εφημερ ίδα .

Σαν πε ινασμένος λύκος την άρπαξα από το χέρ ι του, την άνοιξα· η καρδιά μου χτυπάε ι γρήγορα. Νομ ίζω ότι π ν ί γ ο ­μαι από αγωνία, κοιτάζω το σημε ίο που μου έ δ ε ι ξ ε , όχι, δεν υπάρχει καμιά φωτογραφία.

« Π ο ύ ε ί να ι ; » « Ε δ ώ » , ε ί π ε ο Τ ζ ε μ ί λ και μου έ δ ε ι ξ ε μ ε το δάχτυλο του

ένα σ η μ ε ί ο . Δ ιαβάζω πολύ γρήγορα το σ η μ ε ί ο που μου δ ε ί χ ν ε ι : Τ ο « Β ή μ α του Ιστορ ικού» . . . Ο ι ιστορικοί θησαυροί του

Ουσκ ιουντάρ . . . * Ο π ο ι η τ ή ς Γ ιαχγ ιά Κ ε μ ά λ και το Ουσκι-ουντάρ.. . Α ίγο πιο κάτω, ένας μικρός τ ί τλος : « Τ ο τζαμί του Μ ε χ μ έ τ πασά, το τζαμί κ ι η βρύση Α χ μ ε ν τ ι έ . . . Το τζαμί κ ι η β ι β λ ι ο θ ή κ η Σ ε μ σ ί πασά. . . » Μ ε τ ά , το δάχτυλο του Τ ζ ε ­μ ίλ π ή γ ε προς τα κάτω* δ ιαβάζω:

« Τ ο Σ π ί τ ι των Νάνων στο Ουσκιουντάρ» . Α ν έ β η κ ε το αίμα στο κεφάλι μου. Τ ο διάβασα όλο μονο­

ρούφι: « Ε κ τ ό ς απ' αυτά, παλιότερα στο Ουσκιουντάρ υπήρχε κ ι

* Χρυσούπολη: προάστιο της Ιστανμπούλ, περισσότερο γνωστό σή­μερα ως Σκουτάρι.

Page 15: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 15

ένα σπίτι, των νάνων. Ε ί χ ε φτ ιαχτε ί ε ιδ ικά γ ια τους νάνους, δεν του έ λ ε ι π ε τ ίποτα. Μονάχα που τα δωμάτια, οι πόρτες , τα παράθυρα, οι σκάλες ήταν ανάλογα μ ε το μπόι των νά­νων, οι κανονικοί άνθρωποι , γ ια να μπουν μέσα, έ π ρ ε π ε να διπλωθούν στα δύο. Σύμφωνα μ ε τ ι ς έρευνες του κ α θ η γ η τ ή τ η ς Ιστορίας τ η ς Τ έ χ ν η ς Δρ . Σ ο υ χ έ ι λ Ε ν β έ ρ , το σπ ίτ ι αυτό χ τ ί σ τ η κ ε μ ε ε ν τ ο λ ή τ η ς Χ α ν τ ά ν , συζύγου του σουλτάνου Μ ε χ μ έ τ Β ' και μ η τ έ ρ α ς του σουλτάνου Α χ μ έ τ Α ' , η οποία αγαπούσε πολύ τους νάνους. Η α γ ά π η τ η ς γυναίκας αυτής γ ια τους νάνους έ χ ε ι σ η μ α ν τ ι κ ή θ έ σ η στην ιστορία του χα-ρεμιού. Ε π ε ι δ ή η σουλτάνα Χ α ν τ ά ν επ ιθυμούσε οι συμπα­θητ ικο ί αυτοί φίλοι τ η ς να ζουν ανενόχλητοι κ ι ήσυχοι και μ ε τ ά το θάνατο τ η ς , α ν έ θ ε σ ε το χτ ίσ ιμο του στον αρχιμα-ραγκό των ανακτόρων Ραμαζάν. Λ έ γ ε τ α ι ότι ήταν τόση η τ ε λ ε ι ό τ η τ α τ η ς ξυλοκατασκευής και των σκαλισμάτων του, που το σπ ιτάκ ι ήταν ένα μικρό αριστούργημα. Ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε μ ε σιγουριά αν υπήρχε πραγματ ικά αυ­τό το παράξενο κ ι ενδιαφέρον σπ ίτ ι , καθώς δεν αναφέρεται στ ις Περιηγήσεις του γνωστού ιστορικού Ε β λ ι γ ι ά Τ σ ε λ ε -μπ ί , που την ίδια ε π ο χ ή ε ίχε ε π ι σ κ ε φ θ ε ί το Ουσκιουντάρ. Α κ ό μ η όμως κ ι αν υπήρχε π ρ ά γ μ α τ ι , θα π ρ έ π ε ι να κατα­στράφηκε σ τ η μ ε γ ά λ η πυρκαγιά του 1 6 4 2 , που έ κ α ψ ε το μεγαλύτερο μέρος του Ουσκιουντάρ.

Αναστατώθηκα. Τ ρ έ μ α ν ε τα πόδια μου, έγ ινα μούσκεμα στον ιδρώτα.

« Α γ ν ό η σ ε τους, Ρ ε τ ζ έ π » , ε ί π ε ο Τ ζ ε μ ί λ . « Μ η ν τους δί­νε ις σημασία)).

Έ ν ι ω θ α έντονα τ η ν επ ιθυμ ία να ξαναδιαβάσω το άρθρο, μα δεν είχα κουράγιο. Δ ε ν μπορούσα ν' ανασάνω. Η ε φ η ­μερ ίδα έ π ε σ ε από το χέρ ι μου.

Page 16: Το σπίτι της σιωπής

16 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Έ λ α , κ ά θ ι σ ε » , ε ί π ε ο Τ ζ ε μ ί λ , «να συνέλθε ις . I Ι ε ιράχτη-κες , ασφαλώς, σ τ ε ν ο χ ω ρ ή θ η κ ε ς » .

Κατόπ ιν γυρ ίζε ι στους νεαρούς και γ ια ά λ λ η μια φορά τους λ έ ε ι , «Παλ ιόπαιδα ! »

Τους κοίταξα κ ι ε γ ώ , τα πόδια μου τ ρ έ μ α ν ε . Ε ίδα ότι μ ε κοιτάζανε μ ε ύπουλο ενδιαφέρον.

« Ν α ι » , ε ίπα. « Σ τ ε ν ο χ ω ρ ή θ η κ α » . Σώπασα για λ ίγο, πήρα ανάσα και κατόπιν ξαναμίλησα, μαζεύοντας όση δύναμη είχα.

« Μ α δεν λυπάμαι που ε ίμα ι νάνος» , ε ίπα. «Λυπάμαι κυ­ρίως γ ιατ ί οι άνθρωποι είναι κακοί σε τέτο ιο βαθμό, ώστε να κοροϊδεύουν έναν πενηνταπεντάχρονο νάνο» .

Έ π ε σ ε σ ιωπή. Φαίνεται πως μ' άκουσαν κι αυτοί που παί­ζανε χαρτιά. Το β λ έ μ μ α μου διασταυρώθηκε μ ε τον Νεβζάτ . Κατάλαβε μήπως; Οι νεαροί κατέβασαν το κεφάλι* φαίνεται ότι ντράπηκαν λ ίγο. Ζαλίζομαι, η τηλεόραση βουίζει.

«Παλιόπαιδα!» επαναλαμβάνει ο Τ ζ ε μ ί λ κάπως μηχανικά. Σ τ ο τέλος κατάφερα να πλησιάσω στην πόρτα. Κ ά ν ω να

β γ ω έξω. « Σ τ ά σ ο υ , βρε Ρ ε τ ζ έ π » , μου λ έ ε ι ο Τ ζ ε μ ί λ . «Πού π α ς ; » Δ ε ν απάντησα. Μ ε ασταθή βήματα , άφησα πίσω μου τα

ζωηρά φώτα του καφενε ίου. Βρ ίσκομαι πάλ ι έξω, στη δρο­σερή και σκοτε ι νή νύχτα.

Δυσκολεύομαι να περπατήσω, αλλά ζορίζω τον εαυτό μου και κάνω λίγα βήματα ακόμη · πάω και κάθομαι πάνω σε μια δέστρα. Α ν α π ν έ ω βαθιά τον καθαρό αέρα. Η καρδιά μου εξακολουθε ί να χ τ υ π ά ε ι δυνατά. Τ ι μπορώ να κ ά ν ω ; Απέναντ ι , στα κέντρα δ ιασκέδασης, τα φώτα φεγγοβολούν, στα εστιατόρια, στα δέντρα έχουν κρεμάσε ι χρωματιστά λα­μπιόνια, άνθρωποι κάτω από το φως τους τρώνε και κου­βεντιάζουν. Θ ε έ μου!

Page 17: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 17

Γ ια μια σ τ ι γ μ ή , άνοιξε η πόρτα του καφενείου κι άκου­σα τ η φωνή του Τ ζ ε μ ί λ :

α Ρ ε τ ζ έ π , Ρ ε τ ζ έ π ! Πού ε ί σ α ι ; » Δ ε ν έ β γ α λ α μ ιλ ιά . Δ ε ν μ ε ε ί δ ε , μ π ή κ ε μέσα. Ύ σ τ ε ρ α από κάμποση ώρα, άκουσα το βουητό του η λ ε ­

κτρ ικού τρένου μ ε προορισμό τ η ν Ά γ κ υ ρ α - σηκώθηκα. Η ώρα θα π ρ έ π ε ι να ήταν κάπου εννέα και δέκα. Σ κ έ φ τ η κ α : Μ ή π ω ς όλα αυτά δεν είναι παρά λέξε ις , σύννεφα από ήχους που, μόλις σκορπίσουν στο κενό , δ ιαλύονται ;

Κάπως η ρ έ μ η σ α , μα δεν ή θ ε λ α να γυρίσω στο σπ ίτ ι , αλ­λά δεν είχα και τ ί π ο τ ε άλλο να κ ά ν ω : θα πήγαινα στον κ ι ­νηματογράφο. Ο ιδρώτας μου σ τ έ γ ν ω σ ε , το χτυποκάρδι λ ι ­γ ό σ τ ε ψ ε , τώρα ήμουν καλύτερα. Ανέπνευσα βαθιά κ ι άρχι­σα να περπατάω.

Ά φ η σ α π ί σ ω μου το κ α φ ε ν ε ί ο * θα 'χουν ο π ω σ δ ή π ο τ ε ξεχάσε ι κ ι ε μ έ ν α και τ ι ς λ έ ξ ε ι ς , η τ η λ ε ό ρ α σ η θα βου ίζε ι , οι νεαροί , αν δεν τους έ χ ε ι δ ιώξε ι ο Τ ζ ε μ ί λ , θα ψάχνουν να βρουν άλλον γ ι α να τον κ ο ρ ο ϊ δ έ ψ ο υ ν και νά μ ε π ά λ ι στο δρόμο , κόσμος πολύς , φ ά γ α ν ε το φ α γ η τ ό τους κ α ι , προτού ξανακαθ ίσουν μ π ρ ο σ τ ά σ τ ι ς τ η λ ε ο ρ ά σ ε ι ς τ ο υ ς , προτού πάρουν τ ι ς θ έ σ ε ι ς τους στα κ α φ ε ν ε ί α , κάνουν π ε ­ρ ίπατο γ ια να χ ω ν έ ψ ο υ ν . Τ ρ ώ ν ε π α γ ω τ ά , κουβεντ ιάζουν , χ α ι ρ ε τ ι ο ύ ν τ α ι , γ υ ν α ί κ ε ς , σύζυγοι που μόλ ις ε π έ σ τ ρ ε ψ α ν από τ η δουλε ιά , τα πα ιδ ιά τους , που συνέχε ια κ ά τ ι μα-σ ο υ λ ά ν ε * όλοι γ ν ω ρ ί ζ ο ν τ α ι κα ι χ α ι ρ ε τ ι ο ύ ν τ α ι . Π έ ρ α σ α μπροστά από τα εστ ιατόρ ια , μα δ ε ν ε ίδα τον Ι σ μ α ή λ . Π ι ­θανό να έ χ ε ι πουλήσε ι όλα τα λαχε ία και να π ή ρ ε τον α ν ή ­φορο γ ια το σ π ί τ ι του . Αν π ή γ α ι ν α σ' αυτόν, αντ ί γ ι α τον κ ινηματογράφο, θα κ ο υ β ε ν τ ι ά ζ α μ ε . Μ α πάντα τα ίδια και τα ίδ ια. . .

Page 18: Το σπίτι της σιωπής

18 Ο Ρ Χ Α Ν Π Λ Μ Ο Υ Κ

Ο δρόμος γ έ μ ι σ ε γ ια τα καλά. Αμάξια μπροστά από τα παγωτατζ ίδ ικα, μ ικροπαρέες που εμποδίζουν την κυκλοφο­ρία. Φοράω σακάκι και γραβάτα, μα δεν αντέχο) τον πολύ κόσμο* στρ ίβω σ' ένα στενό . Ανάμεσα στα αυτοκίνητα που είναι παρκαρισμένα στα στενοσόκακα και που τα φωτίζε ι το αμυδρό γαλάζιο φως των τηλεοράσεων, τα παιδιά παί­ζουν κρυφτό. Σαν ήμουνα μικρός, σκεφτόμουνα π(ος το παι­χνίδ ι αυτό θα μπορούσα να το παίξω πολύ καλά, μα δεν τολ­μούσα να παίξω μαζί τους όπως έκανε ο Ισμαήλ. Αν έπαι ­ζα όμως, θα κρυβόμουνα καλύτερα απ' όλους, μπορεί κι εδώ, στα χαλάσματα του χανιού, όπου η μ η τ έ ρ α μου έ λ ε γ ε ότι υπήρχαν άρρωστοι από πανούκλα, ή και στο χωριό, στο στά­βλο, έ τ σ ι , μάλ ιστα, που να μ η βγαίνω καθόλου από μέσα, και να δούμε τ ό τ ε ποιον θα κοροϊδεύανε, θα 'ψαχνε η μ η ­τέρα μου να μ ε βρε ι , θα ρωτούσε τον Ισμαήλ , πού ε ίναι ο αδελφός σου, κ ι αυτός, ρουφώντας τ η μ ύ τ η του, θα ' λ ε γ ε , πού να ξέρω, ε γ ώ θα τους άκουγα, και , μάνα, θα 'λεγα, ε γ ώ μπορώ μια χαρά να ζω κρυμμένος δίχως να μ ε βλέπε ι κανείς, και τ ό τ ε μόνο η μάνα μου θα 'κλα ιγε τόσο πολύ, που ε γ ώ , αναγκαστ ικά θα 'λεγα, καλά, καλά, μάνα, βγαίνω, νά μ ε , εδώ ε ί μ α ι , δεν θα κρυφτώ ποτέ πια, κ ι η μάνα μου θα μ ε ρωτούσε γ ιατ ί κρύβομαι , και θα σκεφτόμουνα πως ίσως να 'χει δ ίκ ιο , ποιος ο λόγος να κρύβομαι , τ ι έχω να κρύψω; Κα ι γ ια μια σ τ ι γ μ ή θα ξεχνούσα.

Ενώ περνούσα γρήγορα τον κεντρ ικό δρόμο, τους πήρε το μάτ ι μου: ο κύριος Σ ι τ κ ί ε ί χ ε μ ε γ α λ ώ σ ε ι , ε ί χ ε παντρευτε ί , ήταν μ ε τ η γυναίκα του και το παιδί τους, που ήταν ή δ η στο μπόι μου. Μ ε γνώρ ισε , χαμογέλασε και σ τ α μ ά τ η σ ε :

« Γ ε ι α σου, Ρ ε τ ζ έ π ε φ έ ν τ η » , μου ε ί π ε . « Π ώ ς ε ί σ α ι ; » Πά­ντα περ ίμενα να μιλήσουν αυτοί πρώτοι .

Page 19: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 19

« Γ ε ι α σας, Σ ι τ κ ί μ π έ η » , ε ίπα. « Κ α λ ά , ευχαριστώ» . Ανταλλάξαμε χε ιραψία. Ό χ ι μ ε τ η γυναίκα του. Το παι­

δί του μ ε κοίταζε μ ε φόβο και περ ι έργε ια . « Γ λ υ κ ι ά μου, ο Ρ ε τ ζ έ π ε ίναι από τους πιο παλιούς στο

Τ ζ ε ν έ τ χ ι σ α ρ » . Η γυναίκα του κούνησε το κεφάλ ι τ η ς χαμογελώντας .

Χ ά ρ η κ α , α ισθάνθηκα περήφανος που ήμουν ένας από τους πιο παλιούς κατοίκους τ η ς περ ιοχής .

« Η γ ιαγ ιά πώς ε ί να ι ; » « Έ τ σ ι κι έ τ σ ι ! » ε ίπα. « Η κυρία πάντα παραπονιέται γ ια

κ ά τ ι » . «Πόσα χρόνια πέρασαν!» ε ίπε . « Ο Φαρούκ πού βρίσκεται ;» «Αύριο έρχοντα ι» , ε ίπα. Σ τ ρ ά φ η κ ε σ τ η γυναίκα του και προσπάθησε να τ η ς ε ξ η ­

γ ή σ ε ι πως ο Φαρούκ ήταν παιδικός του φίλος. Κατόπιν χαι­ρ ε τ η θ ή κ α μ ε χωρίς χε ιραψία, κουνώντας μονάχα το κεφάλι . Τώρα ασφαλώς θα δ ι η γ ε ί τ α ι σ τ η γυναίκα του τα παιδ ικά του χρόνια, θα τ η ς μ ιλά γ ια μένα, θα τ η ς λ έ ε ι ότι τους ε ίχα πάε ι , σαν ή τ α ν ε μ ικροί , στο π η γ ά δ ι , ότι τους έμαθα να ψα­ρεύουν κέφαλους και τ ό τ ε βέβα ια το παιδί θα τον ρωτούσε: Γ ι α τ ί , πατέρα, ο άνθρωπος εκε ίνος είναι τόσο μ ικρός ; Γ ια­τ ί η μ η τ έ ρ α του τον γ έ ν ν η σ ε προτού παντρευτε ί , έ λ ε γ α πα­λιότερα. Ο Σ ι τ κ ί π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε . Π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε κ ι ο Φαρούκ, μα δεν έκανε παιδιά, η μ η τ έ ρ α μου, αντ ίθετα , έ κ α ν ε , και τ ό τ ε η κυρά μάς έ σ τ ε ι λ ε όλους στο χωριό. Κα ι πριν φύγου­μ ε , μας χ τ ύ π η σ ε μ ε τα λόγια τ η ς και μ ε το μπαστούνι τ η ς και η μ η τ έ ρ α μου ε ί π ε , αν δεν κάνω λάθος: Κυρία, τ ι φταί­νε τα παιδιά; Καμιά φορά νομίζω ότι τ ις άκουσα κι ε γ ώ εκε ί ­νες τ ις λ έξε ι ς , τ η φοβερή ε κ ε ί ν η μέρα. . .

Μ π ή κ α στο στενό όπου βρ ίσκετα ι ο κ ινηματογράφος κ ι

Page 20: Το σπίτι της σιωπής

20 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

άκουσα τ η μουσική που παίζουν πριν από την ταινία. I I ε ί ­σοδος του κ ινηματογράφου είναι καλά φ ω τ ι σ μ έ ν η . Ρ ί χ ν ω μια ματιά στις φωτογραφίες : Θα βρεθούμε στον παράδεισο. Παλιά ταιν ία: σ τ η φωτογραφία αγκαλ ιασμένο ι η Χουλγ ιά Κ ό τ σ γ ι γ ι τ κ ι ο Ε ν τ ί ζ Χουν, σε μια άλλη ο Ε ν τ ί ζ Χουν σ τ η φυλακή , και σε μια ά λ λ η η Χουλγ ιά τραγουδάει , όμως αν δεν δε ις την ταινία, δεν μπορε ίς να ξέρε ις τ η σειρά των γ ε ­γονότων. Αυτός θα 'ναι, φαίνεται , ο λόγος που βάζουν έξω φωτογραφίες από το έργο* γ ια να σου κινήσουν την π ε ρ ι έ ρ ­γε ια . Π ή γ α στο τ α μ ε ί ο , ένα ε ισ ι τήρ ιο , παρακαλώ, η ταμίας έ κ ο ψ ε ένα ε ισ ιτήριο και μου το έδωσε , ευχαριστώ. Ρ ώ τ η σ α :

«Ε ίνα ι ωραία η τα ιν ία ; »

Η κοπέλα μου ε ί π ε ότι δεν την ε ίχε δε ι . Ε ίναι φορές που, νά, θέλω να μ ιλήσω. Π ή γ α , κάθισα σ τ η θ έ σ η μου και περί­μενα. Σ ε λ ίγο άρχισε η ταινία.

Ό τ α ν π ρ ω τ ο γ ν ω ρ ί σ τ η κ α ν , η κ ο π έ λ α ή τ α ν τ ρ α γ ο υ δ ί ­στρια και δεν συμπαθούσε τον νέο που υποδύεται ο Ε ν τ ί ζ Χουν μα, όταν αυτός τ η σώζει μια μέρα από κάποιους, αυ­τ ή συγκ ινε ί τα ι και καταλαβαίνε ι ότι ε ίναι ε ρ ω τ ε υ μ έ ν η μα­ζί του , ο πατέρας τ η ς όμως δεν θ έ λ ε ι το γ ά μ ο αυτό. Κ α ­τόπιν ο νέος πάε ι σ τ η φ υ λ α κ ή . Ε δ ώ κ ά ν ε ι δ ι ά λ ε ι μ μ α . Δ ε ν σ η κ ώ ν ο μ α ι όμως από τ η θ έ σ η μου, αποφεύγω το πλήθος . Ξαναρχίζε ι η ταιν ία , η κ ο π έ λ α π α ν τ ρ ε ύ ε τ α ι τον ι δ ι ο κ τ ή τ η του κ έ ν τ ρ ο υ όπου ε ρ γ ά ζ ε τ α ι , δεν κάνουν παιδ ιά κ ι ούτε θέλουν να κάνουν. Ο άντρας τ η ς κ ά π ο τ ε τ η ν ε γ κ α τ α λ ε ί ­π ε ι , φεύγε ι μ ε μια γυναίκα του δρόμου, στο μεταξύ ο Ε ν τ ί ζ δ ρ α π ε τ ε ύ ε ι από τ η φυλακή και συναντιούνται σ' ένα σπί­τ ι κοντά σ τ η γέφυρα του Βοσπόρου - ε κ ε ί η Χουλγ ιά Κ ό τ σ ­γ ι γ ι τ λ έ ε ι ένα τραγούδ ι . Ακούγοντας εκε ίνο το τραγούδ ι , κάπως σ υ γ κ ι ν ή θ η κ α . Ο νέος ε ίναι αποφασισμένος να τ η

Page 21: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 21

γ λ ι τ ώ σ ε ι από τα χέρ ια του κακού συζύγου, κ ι όταν αυτός τ ι μ ω ρ ε ί τ α ι από τ η θε ία δ ί κ η , αποφασίζουν να π α ν τ ρ ε υ ­τούν. Ο πατέρας τ η ς τους κοιτάζε ι χαρούμενος να φεύγουν π ι α σ μ έ ν ο ι χ έ ρ ι χ έρ ι * προχωρούν, απομακρύνοντα ι , απο­μακρύνονται . Τ Ε Λ Ο Σ .

Ανάβουν τα φώτα, βγα ίνουμε έξω, όλοι μιλούν γ ια τ η ν ταινία. Κ ι ε γ ώ θα 'θελα να μ ιλήσω μ ε κάποιον. Η ώρα ε ί­ναι έ ν τ ε κ α και δέκα, η κυρά θα μ ε π ε ρ ι μ έ ν ε ι , μα δεν μου κάνε ι καρδιά να γυρίσω στο σπ ίτ ι .

Προχώρησα προς τον παραλιακό δρόμο. Μ π ο ρ ε ί ο φαρ­μακοποιός ο Κ ε μ ά λ να δ ιανυκτερεύε ι , μπορε ί και να έ χ ε ι αϋπνία. Θέλω να πάω να κουβεντ ιάσουμε* ε γ ώ θα δ ιηγού­μαι , αυτός θα μ' ακούει αφηρημένα κοιτάζοντας στο απέ­ναντι περ ίπτερο τους νεαρούς που κάνουν κόντρες μ ε τα αυ­τοκ ίνητα τους φωνάζοντας. Ό τ α ν ε ίδα αναμμένα τα φώτα του φαρμακε ίου , χάρηκα. Δ ε ν ε ί χ ε κ ο ι μ η θ ε ί . Άνοιξα τ η ν πόρτα, χ τ ύ π η σ ε το κουδουνάκι. Δ ι ά β ο λ ε ! Δ ε ν ε ίναι ο Κ ε ­μάλ , ε ίναι η γυναίκα του.

« Γ ε ι α σας», ε ίπα και κοντοστάθηκα. « Θ έ λ ω ασπιρ ίνες» . « Μ ί α μονάχα ή ολόκληρο κ ο υ τ ά κ ι ; » ρώτησε η γυναίκα. «Δύο . Πονάε ι το κεφάλι μου. . . Ο κύριος Κ ε μ ά λ . . . » λ έ ω ,

μα δεν μ' ακούει . Πα ίρνε ι το ψαλ ίδ ι , κόβε ι τ ι ς ασπιρίνες . Δίνοντας τα χρήματα, τ η ς λ έ ω :

« Ο κύριος Κ ε μ ά λ π ή γ ε γ ια ψάρεμα το π ρ ω ί ; » « Ο Κ ε μ ά λ κο ιμάται ε π ά ν ω » . Κο ιτάζω γ ια μια σ τ ι γ μ ή το ταβάν ι . Κ ο ι μ ά τ α ι ε κ ε ί , δυο

π ιθαμές πάνω από το ταβάν ι . Αν ξυπνούσε, θα του μ ιλού­σα* μπορεί κάτι να μου έ λ ε γ ε γ ια κείνα τα παλιόπαιδα, μπο­ρεί και να μην έ λ ε γ ε τ ίποτα , να κοίταζε α φ η ρ η μ έ ν α έξω* θα μιλούσα, θα μ ιλούσαμε . Πήρα πάνω από τον πάγκο τα

Page 22: Το σπίτι της σιωπής

22 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ρέστα που άφησε η γυναίκα μ ε τα μ ικρά κάτασπρα χέρια τ η ς . Αυτή αμέσως π ή ρ ε το περιοδικό τ η ς και βυθ ίστηκε στο δ ιάβασμα· φωτορομάντζο, νομίζω. Ό μ ο ρ φ η γυναίκα! Τ η ν καληνύχτισα, β γ ή κ α δίχως να την ενοχλήσω, το κουδουνά­κι ξαναχτύπησε. Οι δρόμοι έχουν ε ρ η μ ώ σ ε ι , τα παιδιά που παίζανε κρυφτό έχουν πάε ι στα σπίτ ια τους. Τ ι να κάνω; Πήρα κι ε γ ώ το δρόμο γ ια το σπ ίτ ι .

Κλε ίνοντας την πόρτα του κήπου, ε ίδα φως ανάμεσα από τα παντζούρια τ η ς κυράς. Δ ε ν κο ιμάτα ι προτού κ ο ι μ η θ ώ εγώ. Μ π ή κ α από την πόρτα της κουζίνας, κλείδωσα, κι ανε­βαίνοντας τ ις σκάλες , θυμήθηκα τ η ν εφημερ ίδα . Το σπ ίτ ι στο Ουσκιουντάρ ε ί χ ε άραγε σκάλες ;

Ποια εφημερίδα ήταν ; Αύριο θα πάω στον μπακάλη να τ η ζ η τ ή σ ω , θα του πω, έχε ις τ η χ τ ε σ ι ν ή Τερζουμάν, θα ρ ω τ ή ­σω, τ η θέλε ι ο Φαρούκ μ π έ η ς , είναι ιστορικός, θ έ λ ε ι να δια­βάσε ι το « Β ή μ α του Ιστορ ικού» . . . Έφτασα επάνω, μ π ή κ α στο δωμάτιο τ η ς · ε ίχ ε πλαγ ιάσε ι .

«Ήρθα, κυρ ία» , ε ίπα. « Μ π ρ ά β ο ! » ε ί π ε . « Ε π ι τ έ λ ο υ ς , β ρ ή κ ε ς το δρόμο γ ια το

σ π ί τ ι ! » « Τ ι να έκανα; Η ταινία τ έ λ ε ι ω σ ε αργά» . « Έ κ λ ε ι σ ε ς καλά τ ις π ό ρ τ ε ς ; » « Τ ι ς έ κ λ ε ι σ α » , ε ίπα. « Θ έ λ ε τ ε κ ά τ ι ; Γ ι α τ ί θα κο ιμηθώ.

Μ η μ ε ξ υ π ν ή σ ε τ ε » . «Αύριο έρχονται , σωστά ; » « Ν α ι » , ε ίπα. « Έ φ τ ι α ξ α τα κρεβάτ ια τους, ετο ίμασα τα

δωμάτια τους» . «Ωραία» , ε ί π ε . « Κ λ ε ί σ ε καλά την πόρτα μου» . Κ λ ε ί ν ω την πόρτα και φεύγω. Πάω γρήγορα να ξαπλώ­

σω και να κο ιμηθώ. Κ α τ ε β α ί ν ω τ ις σκάλες .

Page 23: Το σπίτι της σιωπής

2

Τον ακούω να κατεβαίνε ι ένα ένα τα σκαλιά. Τ ι κάνει στους δρόμους μέχρ ι αυτή την ώρα; Μ η το σκέφτεσαι , Φατμά, θ' αηδιάσεις. Μ α δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Έ κ λ ε ι σ ε άρα­γ ε καλά τις πόρτες ο βρομονάνος; Πεντάρα δεν δίνει ! Θα π έ ­σει αμέσως στο κρεβάτ ι του και, γ ια ν' αποδείξε ι τ η δουλική κ α τ α γ ω γ ή του, θα ροχαλίζει μέχρ ι το πρωί. Κοιμήσου λοι­πόν, τζουτζέ, αμέριμνα, ήσυχα, τον ύπνο του υ π η ρ έ τ η , κοι­μήσου, γ ια να 'ναι δ ική μου η νύχτα. Ε γ ώ δεν μπορώ να κοι­μηθώ. Σκέφτομαι ότι πρέπε ι να κοιμηθώ για να ξεχάσω, όμως το μόνο που κάνω είναι να περ ιμένω να κοιμηθώ, κ ι όσο πε ­ρ ιμένω, καταλαβαίνω πως μάταια περ ιμένω, και περ ιμένω.

Ο ύπνος είναι ένα χ η μ ι κ ό φαινόμενο έ λ ε γ ε ο Σ ε λ α χ α τ ί ν όπως όλα τα πράγματα, έτσ ι κι ο ύπνος είναι ένα φαινόμε­νο που μπορεί να ε ξ η γ η θ ε ί , Φατμά, όπως βρήκαν τον τύπο του νερού, που είναι Η 2 0 , έ τσ ι μια μέρα θα βρουν και τον τύ­πο του ύπνου. Ό χ ι βέβαια οι δικοί μας, οι βλάκες , δυστυχώς, οι Ευρωπαίοι , όπως πάντα* θα τον βρουν, και τ ό τ ε κανείς δεν θα χρειάζεται, γ ια να βγάλε ι την κούραση από πάνω του, να φοράει τ ις γελοίες π ιτζάμες και να μπαίνε ι κάτω από τ '

Page 24: Το σπίτι της σιωπής

24 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

άχρηστα σεντόνια σου και τα λουλουδάτα, γελοία, χαζά πα­πλωματά σου, περ ιμένοντας να ξημερώσε ι . Θα βάζουμε κά­θε βράδυ τρε ις σταγόνες φάρμακο σ' ένα ποτήρ ι νερό, θα το πίνουμε και το πρωί θα 'μαστε σαν να έχουμε ξυπνήσε ι από ύπνο χορταστικό, ολοζώντανοι, φρέσκοι φρέσκοι.

Και τ ι δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε, Φατμά, όλες εκε ί ­νες τ ις ώρες που θα περνούσαμε ξύπνιοι ! Τ ι ς σκέφτηκες πο­τ έ τ ις ώρες αυτές ;

Δ ε ν ε ίναι ανάγκη να σκεφτώ, Σελαχατ ίν , ξέρω: κοιτάζω το ταβάνι , κοιτάζω και περ ιμένω μπας και μ ε πάρει μία από τ ις σ κ έ ψ ε ι ς και μ ε πάε ι στον ύπνο, μα πού να 'ρθει ο ύπνος; Αν μπορούσα να π ιω κρασί , να π ιω ρακί , θα κοιμόμουνα όπως εσύ, μα δεν τον θέλω τον άσχημο αυτό ύπνο. Εσύ έ π ι ­νες δυο μπουκάλια. Δεν πίνω για να κάνω κέφι , Φατμά, μου έ λ ε γ ε ς μα γ ια να β γ ά λ ω από πάνω μου τ η ν κούραση τ η ς εγκυκλοπαίδε ιας , γ ια ν' ανοίξει , να καθαρίσει το μυαλό μου. Κατόπιν κοιμόσουνα μ ε το στόμα ανοιχτό, ροχαλίζοντας, κ ι ε γ ώ σ' άφηνα κι έ φ ε υ γ α α η δ ι α σ μ έ ν η από τ η ρακίλα που βρόμαγε το στόμα σου, ένα στόμα που θύμιζε σκοτε ινό π η ­γ ά δ ι όπου μ έ σ α συνουσιάζονται σκορπιο ί και βάτραχοι . Κρύα γυναίκα, κακόμοιρη γυναίκα, σαν τον πάγο ε ίσαι , εσύ δεν έχε ις ψ υ χ ή ! Αν έπ ινες ένα ποτηράκ ι , ίσως να καταλά­βα ινες ! Ο ρ ί σ τ ε , π ι ε ς , σε δ ιατάζω, Φ α τ μ ά , δεν ξέρε ι ς ότι π ρ έ π ε ι να υπακούς τον άντρα σου; Ναι , το ξέρε ις , γ ιατ ί έ τσ ι σ' έχουν μάθε ι , λοιπόν, κ ι ε γ ώ σε διατάζω. Π ι ε ς , κι η αμαρ­τία στο λαιμό μου, ά ν τ ε , Φατμά, για να λυτρωθεί ο νους σου, σ' το ζητάω ε γ ώ , ο άντρας σου, Θ ε έ μου, πώς κατάντησα, να παρακαλάω μια γυναίκα, τ η βαρέθηκα πια αυτή τ η μο­ναξιά, σε παρακαλώ, Φ α τ μ ά , έλα, π ιες ένα ποτηράκι , ή μ ή ­πως εναντ ιώνεσαι στον άντρα σου;

Page 25: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 25

Ό χ ι , ε μ έ ν α δεν μ ε ξ ε γ ε λ ά ε ι το ψ έ μ α που παίρνει μορφή φιδιού! Π ο τ έ μου δεν ήπια. Μονάχα μια φορά. Μ ' έσπρω­ξε η περ ι έργε ια . Δ ε ν ήταν κανείς στο σπ ίτ ι . Σ τ η ν άκρη τ η ς γλώσσας μου, μια γεύση από αλάτι , θαρρείς, λεμόνι και φαρ­μάκι . Ύ σ τ ε ρ α τρόμαξα, μετάν ιωσα γ ι ' αυτό που έκανα, ξέ­πλυνα το στόμα μου, άδειασα το ποτήρ ι , το έπλυνα καλά καλά, και περ ίμενα π ό τ ε θα μου 'ρθει η ζάλη · κάθισα για να μην πέσω κάτω* Θ ε έ μου, φοβήθηκα μ η μεθύσω όπως εκε ί ­νος, μα δεν έπαθα τ ίποτα. Τ ό τ ε κατάλαβα κι ησύχασα. Δεν μ ε βάζει ε μ έ ν α ο διάβολος στον πε ιρασμό.

Κοιτάζω ολοένα το ταβάν ι . Αδύνατο να κο ιμηθώ· ας σ η ­κωθώ. Π ά ω κι ανοίγω σιγά το παντζούρι, μ,ιας και τα κου­νούπια δεν μ' ενοχλούν. Σ π ρ ώ χ ν ω το ένα φύλλο, ο αέρας έ χ ε ι π έ σ ε ι , η νύχτα είναι γ ε μ ά τ η γ α λ ή ν η . Τα φύλλα τ η ς συ­κιάς δεν κουνιούνται. Το φως στην κάμαρη του Ρ ε τ ζ έ π σ β η ­στό. Κ ο ι μ ή θ η κ ε , τ ί π ο τ α δεν έ χ ε ι να σ κ ε φ τ ε ί ο τζουτζές , αμέσως τον παίρνει ο ύπνος. Η μόνη ασχολία του ε ίναι το μαγε ίρεμα, τα λίγα ρούχα που έχε ι να πλύνει , τα ψώνια στην αγορά. Και τ ι ψωνίζε ι ; Σάπια ροδάκινα. Γ ια να πάρει σάπια ροδάκινα, τρ ιγυρ ίζε ι ώρες στους δρόμους.

Δ ε ν β λ έ π ω τ η θάλασσα, μα ξέρω από πού αρχίζε ι και μ έ χ ρ ι πού μπορε ί να π ά ε ι χωρίς να φαίνετα ι : τ ε ρ ά σ τ ι ο ς ο κόσμος ! Αν δεν υπήρχαν οι πολύβουες μ η χ α ν έ ς κ ι οι βάρ­κες μ ε γυμνούς, άντρες και γυναίκες , θα μύριζε κ ι όμορφα, τον α γ α π ώ τον κ ό σ μ ο . . . Ακούω και το τ ρ ι ζ ό ν ι . Σ ε μ ια εβδομάδα π ή γ ε μόνο ένα β ή μ α μπροστά. Ε γ ώ ούτε τόσο δεν κατάφερα να προχωρήσω. Π α λ ι ό τ ε ρ α , σκεφτόμουνα πως ο κόσμος ε ίναι ωραίος, μα τ ό τ ε ήμουνα παιδ ί , α ν ό η ­τ η . Έ κ λ ε ι σ α τα παντζούρια, τράβηξα το σύρτη · ο κόσμος ας μ ε ί ν ε ι ε κ ε ί .

Page 26: Το σπίτι της σιωπής

26 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

Κάθομαι, αργά στην καρέκλα, κοιτάζω την επιφάνεια του τραπεζιού. Τα έ π ι π λ α γ ε μ ά τ α σ ι ω π ή . Η καράφα μ ισογεμά­τ η , το νερό μέσα α κ ί ν η τ ο . Ό τ α ν θ έ λ ω να π ι ω , βγάζω το γυάλινο πώμα, σηκώνω τ η ν καράφα, κοιτάζω πώς τ ρ έ χ ε ι το νερό στο ποτήρ ι , ακούω: το γυαλί θα κουδουνίσει , το ν ε ­ρό θα μουρμουρίσει , θα νιώσω μια φρεσκάδα. Ό λ α αυτά θα μου αλλάξουν τ η δ ι ά θ ε σ η , θα μ ε παρασύρουν, μα το νερό δεν θα το π ιω. Ό χ ι α κ ό μ η .

Τα πράγματα που μοιράζουν το χρόνο π ρ έ π ε ι να ξοδεύο­νται μ ε σύνεση. Κο ιτάζω τ η βούρτσα των μαλλιών μου και β λ έ π ω τ ι ς τρ ίχες από τα μαλλιά μου που έχουν σκαλώσει ανάμεσα στα δόντια τ η ς . Τα αδύνατα λεπτά μαλλιά μου των ενενήντα χρόνων. Οι τρ ίχες πέφτουν μία μία. Ο καιρός, αυ­τό που λ έ γ ε τ α ι χρόνος, κυλάε ι . Σ τ α μ α τ ά ω , αφήνω τ η βούρ­τσα ανάποδα. Μ ο υ θυμ ίζε ι έ ν τ ο μ ο αναποδογυρ ισμένο κ ι ανατριχιάζω. Ό λ α αυτά τα α ν τ ι κ ε ί μ ε ν α , αν τα άφηνα ε κ ε ί που βρίσκονται, αν γ ια χίλια χρόνια δεν τα άγγιζε κανείς , θα έ μ ε ν α ν στη θ έ σ η τους χίλια χρόνια. Π ά ν ω στο τραπέζ ι το κ λ ε ι δ ί , η καράφα, διάφορα μ ικροπράγματα. Τ ι παράξενο, όλα σ τ η θ έ σ η τους, ακ ίνητα! Τ ό τ ε κ ι η σ κ έ ψ η μου θα ' μ ε -νε α κ ί ν η τ η , ά χ ρ ω μ η , άοσμη , σαν ένα κ ο μ μ ά τ ι πάγου.

Ό μ ω ς αύριο θα 'ρθουν και τ ό τ ε θα σκεφτώ. Γ ε ι α σου, πώς ε ίσαι ; Εσύ πώς ε ίσαι ; θ α μου φιλήσουν το χέρι . Πώς ε ί σ τ ε , γ ιαγ ιάκα μου, πώς ε ί σ τ ε , πώς ε ί σ τ ε , γ ι α γ ι ά ; θ α τους π ε ­ριεργαστώ. Μ η μ ι λ ά τ ε όλοι μαζί, έλα εδώ εσύ, να σε δω, έλα κοντά μου, πες μου λοιπόν, τ ι κάνε ις ; Ξ έ ρ ω , θα ρωτήσω γ ια να μου πουν και ν' ακούσω ψέματα , μια-δυο επιπόλαιες κου­β έ ν τ ε ς ! Ε ε , αυτό ήταν όλο; Δεν έ χ ε τ ε να π ε ί τ ε τ ί π ο τ ε άλλο σ τ η γ ιαγ ιά σας. θ α κοιταχτούν, θα μιλήσουν μεταξύ τους, θα γελάσουν, θα τους ακούσω, θα καταλάβω. Σ τ ο τέλος θα

Page 27: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 27

αρχίσουν να φωνάζουν. Μ η φωνάζετε , μ η φωνάζετε , τα αυ­τ ιά μου, δόξα τω Θεώ, ακούω καλά. Μ α ς συγχωρε ί τε , γ ια­γ ιά , ξ έ ρ ε τ ε , η άλλη γ ιαγ ιά μας δεν ακούει καλά. Ε γ ώ δεν ε ίμαι η μητέρα τ η ς μητέρας σας, ε ίμαι του πατέρα σας. Μας συγχωρε ί τε , μας συγχωρε ί τ ε ! Καλά, καλά, π ε ί τ ε , π ε ί τ ε μου κάτ ι τουλάχιστον γ ια την άλλη σας τ η γ ιαγ ιά , μ ι λ ή σ τ ε μου γ ι ' αυτή , τ ι κάνε ι ; Ξαφνικά, θα σωπάσουν απορημένοι . Α λ ή ­θεια, τ ι κάνε ι η άλλη μας η γ ιαγ ιά ; Κα ι τ ό τ ε θα νιώσω ότι δεν έχουν μάθε ι να βλέπουν και να καταλαβαίνουν, ας είναι όμως, και πάλι θα τους ρωτήσω, όχι βέβαια γ ια να βεβαιω­θώ, κι ενώ ε γ ώ θα σκέφτομαι να τους ρωτήσω, αυτοί θα το 'χουν ξεχάσει κ ιόλας : δεν θα τους ενδ ιαφέρω ε γ ώ ούτε οι ερωτήσε ις μου, στο δωμάτιο τους, μ ε τα δικά τους θα είναι απασχολημένοι , κι ε γ ώ θα ε ίμαι πάλι μ ό ν η , ολομόναχη. . .

Απλώνω το χέρ ι μου, και παίρνω ένα βερ ίκοκο* το τρώω και π ε ρ ι μ έ ν ω . Ό χ ι , ούτε αυτό ω φ έ λ η σ ε . Ε ί μ α ι πάντα ε δ ώ , ανάμεσα στα έ π ι π λ α , μακριά από κ ά θ ε σ κ έ ψ η . Κ ο ι τ ά ζ ω το τ ρ α π έ ζ ι . Τ ο ρολόι δ ε ί χ ν ε ι δ ώ δ ε κ α παρά π έ ν τ ε . Π λ ά ι στο ρολόι, το μπουκάλ ι μ ε τ η ν κολόνια, π λ ά ι , μ ια ε φ η μ ε ­ρίδα, μ ε τ ά ένα μ α ν τ ί λ ι . Ό λ α σ τ η θ έ σ η τους. Τ α κο ιτάζω, το β λ έ μ μ α μου π λ α ν ι έ τ α ι πάνω τους , α γ γ ί ζ ε ι τ ι ς επ ιφά­ν ε ι ε ς τους γ ια να μου πούνε κ ά τ ι , μα μου θύμισαν ή δ η τ ό ­σο π ο λ λ ά , που δ ε ν έχουν π ια τ ί π ο τ α να μου πουν. Έ ν α μπουκάλ ι κολόνιας, μια ε φ η μ ε ρ ί δ α , ένα μ α ν τ ί λ ι , ένα κ λ ε ι ­δί κ ι ένα ρολόι : τ ι κ - τ α κ , δουλεύε ι , και κ α ν ε ί ς , ούτε κ ι ο Σελαχατ ίν , δεν ε ίναι σε θ έ σ η να ξέρε ι τ ι ε ίναι χρόνος. Μ ι α σ τ ι γ μ ή , ξοπίσω τ η ς μια ά λ λ η , κ ι ά λ λ η μια μ ι κ ρ ή , μ ικρού­λ ι κ η , κ ι η σ κ έ ψ η μου, εσύ σ κ έ ψ η , που τ ρ έ χ ε ι ς εδώ κι ε κ ε ί , μ η τυχόν και σκαλώσε ις σε καμιά απ ' αυτές τ ι ς σ τ ι γ μ έ ς , σάλτα, έ β γ α έ ξ ω , ά ν τ ε , π ά μ ε να β γ ο ύ μ ε έξω, έξω από το

Page 28: Το σπίτι της σιωπής

28 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

χρόνο και το δ ω μ ά τ ι ο ! Τ ρ ώ ω άλλο ένα β ε ρ ί κ ο κ ο , μα δεν μπορώ να β γ ω έξω από το χρόνο. Κ α ι τ ό τ ε , θαρρε ίς , κο ι ­τάζω πιο πολύ τα έ π ι π λ α κ ι ανατρ ιχ ιάζω, θ έ λ ω να βρω ν ' ασχοληθώ μ ε κάτ ι . Αν δεν υπήρχα ε γ ώ , αν δεν υπήρχε κα­ν ε ί ς , τα π ρ ά γ μ α τ α θα μ έ ν α ν ε σ τ η θ έ σ η τους γ ια πάντα , και τ ό τ ε κανε ίς δεν θα μπορούσε να σ κ ε φ τ ε ί ότι δεν ξ έ ρ ε ι τ ι ε ίναι η ζ ω ή ! Κ α ν ε ί ς !

Ό χ ι , τ ίποτα δεν μπορε ί να μ ε αποσπάσει από τ ις σ κ έ ­ψε ις μου. Σ η κ ώ ν ο μ α ι από την καρέκλα, πάω στην τουαλέ­τα και πλένομαι χωρίς να πειράξω την αράχνη που κ ρ έ μ ε ­ται σε μια γωνιά στο τ α β ά ν ι - επ ιστρέφω στο δωμάτιο μου. Γυρίζω το δ ι α κ ό π τ η , η λάμπα που κ ρ έ μ ε τ α ι από το ταβάν ι σ β ή ν ε ι - μ έ ν ε ι α ν α μ μ έ ν ο μόνο το φως στο κομοδίνο . Ξα­πλώνω πάλ ι στο κ ρ ε β ά τ ι . Ο καιρός ε ίναι ζεστός , μα δεν μπορώ να κάνω δίχως πάπλωμα, τ ι να γ ίνε ι , ε ίναι κάτ ι που σ' α γ κ α λ ι ά ζ ε ι , μπα ίνε ι ς μ έ σ α τ ο υ , κρύβεσα ι . Έ χ ω ακου­μ π ή σ ε ι το κεφάλ ι μου στο μαξ ιλάρ ι , π ε ρ ι μ έ ν ω , ξέροντας πως δεν θα μ ε πάρε ι αμέσως ο ύπνος. Τ ο χλομό φως τ η ς λάμπας χτυπάε ι στο ταβάν ι , ακούω το τριζόνι . Νύχτες κα­λοκαιρινές, ζ εστές !

Παλ ιότερα, θαρρείς , τα καλοκαίρια ήταν πιο ζεστά. Π ί ­ναμε λεμονάδες , σ ε ρ μ π έ τ ι α . Δεν τα αγοράζαμε βέβαια στο δρόμο από τους π ω λ η τ έ ς μ ε τ ις άσπρες ποδιές . Η μ η τ έ ρ α μου συνήθιζε να λ έ ε ι : Θα φτιάξουμε στο σπ ίτ ι , Φατμά , να ε ίναι καθαρό. Γυρ ίζαμε από τ η ν αγορά - τα μαγαζιά δεν ε ί­χαν τ ίποτα καινούργιο. Τα βράδια π ε ρ ι μ έ ν α μ ε τον πατέρα μου, ερχόταν, μ ιλούσε , ε μ ε ί ς τον ακούγαμε , το στόμα του μύριζε καπνό, η φωνή του ήταν βραχνή. Μ ι α μέρα μου λ έ ε ι : Φ α τ μ ά , ε ίναι ένας γ ιατρός, σε θ έ λ ε ι . Δ ε ν απάντησα. Ένας γ ιατρός , επαναλαμβάνε ι , ε γ ώ σωπαίνω, ο πατέρας μου δεν

Page 29: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 29

λ έ ε ι τ ί π ο τ ε άλλο* τ η ν ά λ λ η μέρα μου το ξαναλέε ι - ε γ ώ ήμουν ακόμη δεκάξι χρονών- , άκου, Φ α τ μ ά , μου λ έ ε ι η μ η ­τ έ ρ α μου, ε ίναι γ ιατρός , και τ ό τ ε σ κ έ φ τ η κ α : Π ε ρ ί ε ρ γ ο πράγμα, πού να μ ε ε ί δ ε άραγε ; Φ ο β ή θ η κ α , δεν ρώτησα και πάλι σ κ έ φ τ η κ α : Γ ιατρός . Μ ε μια νεκροκεφαλή πάνω στο τραπέζ ι ; Κατόπιν ο πατέρας μου το ξανάπε και πρόσθεσε : Έ χ ε ι λαμπρό μέλλον , Φ α τ μ ά , ρώτησα, έκανα τ ις έρευνες μου, ε ίναι εργατ ικός , μπορε ί να 'ναι και λ ίγο φιλόδοξος, μα ε ίναι τ ίμ ιος κ ι έξυπνος, σκέψου το καλά. Δ ε ν ε ίπα τ ίποτα. Έ κ α ν ε πολλή ζ έ σ τ η , π ίναμε σ ε ρ μ π έ τ ι . Ε γ ώ πώς να ξέρω. . . Σ τ ο τέλος , ε ίπα καλά, και τ ό τ ε ο πατέρας μου μ' έπ ιασε και μου ε ί π ε : Άκού, κόρη μου, φεύγε ις από το σπ ίτ ι του π α τ έ ­ρα σου, βάλ ' το καλά στο μυαλό σου, τους άντρες δεν τους ρωτάνε πολλά, η περ ι έργε ια είναι γ ια τ ις γ ά τ ε ς . Καλά, πα­τέρα , το ξέρω. Ε γ ώ θα σου το ξαναπώ, κόρη μου, και μην έχε ι ς το χέρι σου έ τ σ ι , μην τρως τα νύχια σου, μ εγάλωσες πια. Καλά, πατέρα, δεν θα κάνω ε ρ ω τ ή σ ε ι ς . Δ ε ν π ρ έ π ε ι να κάνε ις , κόρη μου. Κα ι δεν έκανα π ο τ έ .

Δ ε ν έκανα ερωτήσε ις . Πέρασαν τέσσερα χρόνια, δεν κά­ναμε παιδιά, έ φ τ α ι γ ε , λ έ ε ι , ο αέρας τ η ς Ιστανμπούλ, αργό­τερα κατάλαβα! Έ ν α ζεστό καλοκαιρινό βράδυ, ο Σελαχα­τίν δεν π ή γ ε στο ιατρείο του· ήρθε στο δωμάτιο μου και μου ε ί π ε : Δ ε ν θα με ίνουμε άλλο στην Ιστανμπούλ, Φατμά . Δεν ρώτησα γ ιατ ί , αλλά αυτός μου ε ξ ή γ η σ ε κουνώντας αδέξια χέρια-πόδια, σαν ανισόρροπο παιδ ί : Δ ε ν θα με ίνουμε άλλο στην Ιστανμπούλ, Φατμά . Σ ή μ ε ρ α μ ε κ ά λ ε σ ε ο Τ α λ ά τ πα­σ ά ς * και μου ε ί π ε : Γ ι α τ ρ έ Σ ε λ α χ α τ ί ν , θα φύγε ις από τ η ν

* Πολιτικός του κόμματος Ενότητα και Πρόοδος, υπουργός Εσω­τερικών μεταξύ 1 9 1 3 - 1 9 1 7 , πρωθυπουργός έως το 1 9 1 8 .

Page 30: Το σπίτι της σιωπής

30 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Ιστανμπούλ και δεν θ' ασχοληθείς άλλο μ ε την π ο λ ι τ ι κ ή ! Έ τ σ ι μου ε ί π ε ο άτ ιμος , κ ι ήταν ανένδοτος. Ε ίσα ι πε ισμα­τάρης , περνιέσαι γ ια ήρωας, μου ε ί π ε , αν όμως θ έ λ ω , μπο­ρώ να σε στε ίλω αμέσως, μ ε το πρώτο πλοίο, μαζί μ ε τους άλλους στις φυλακές τ η ς Σ ι ν ώ π η ς . Τα 'βαλες μαζί μας, κα­τ η γ ό ρ η σ ε ς το κόμμα μας, μα φαίνεσαι άνθρωπος λογικός, έλα στα συγκαλά σου, ε ίσαι π α ν τ ρ ε μ έ ν ο ς , ε ίσαι γ ιατρός , έ χ ε ι ς ένα καλό ε π ά γ γ ε λ μ α , μπορε ίς να κ ε ρ δ ί σ ε ι ς αρκετά χ ρ ή μ α τ α , ώ σ τ ε να ζήσε ις μια ή σ υ χ η ζωή σ' οπο ιοδήποτε μέρος του κόσμου. Πώς είναι τα γαλλ ικά σου, αγαπητέ μου; Ο διάβολος να τον πάρε ι ! Καταλαβαίνε ις , Φ α τ μ ά , αυτοί οι Ενωτ ικο ί το παρακάνουν, δεν ανέχονται την ελευθερ ία . Τ ι διαφορά έχουν από τον Α μ π ν τ ο υ λ χ α μ ί ν τ ; * Καλά, του λ έ ω , Τ α λ ά τ ε φ έ ν τ η , δέχομα ι τ η ν ε ν τ ο λ ή σου, παίρνω τα μπα­γκάζια μου και φεύγω, όχι όμως ε π ε ι δ ή φοβάμαι τ ις φυλα­κές τ η ς Σ ι ν ώ π η ς . Ό χ ι ! Σ τ ο Παρίσ ι θα π ά μ ε , Φατμά , γ ιατ ί από κε ι θα ε ίμα ι σε θ έ σ η να τους δώσω την πρέπουσα απά­ν τ η σ η κ ι όχι από τ ις φυλακές τ η ς Σ ι ν ώ π η ς . Ετο ιμάσου λοι­πόν, φεύγουμε , και κοίτα να πουλήσεις τ ίποτα δ ιαμαντ ικά σου! Δ ε ν θ έ λ ε ι ς ; Καλά, έχω ε γ ώ μια μ ι κ ρ ή περιουσία που μου άφησε ο πατέρας μου, κ ι αν μας είναι δύσκολο να π ά μ ε στην Ε υ ρ ώ π η , μπορούμε να π ά μ ε σ τ η Θεσσαλον ίκη , γ ιατ ί να 'μαστε μακριά από την πατρίδα; Από ε κ ε ί τ ρ α β ά μ ε γ ια Δ α μ α σ κ ό , ο γ ιατρός Ρ ιζά π ή γ ε στην Α λ ε ξ α ν δ ρ έ τ τ α , μου γράφει ότι ε κ ε ί κερδ ίζε ι πολλά, πού είναι τα γράμματα του,

* Αμπντουλχαμίντ Β ' (1842-1918) : σουλτάνος από το 1876 μέχρι το 1909, οπότε και εκθρονίστηκε. Κυβέρνησε απολυταρχικά και υπήρ­ξε υπεύθυνος για τους φοβερούς διωγμούς και τις σφαγές των Αρμε­νίων.

Page 31: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 31

δεν τα βρ ίσκω, δεν σας ε ίπα να μην π ε ι ρ ά ζ ε τ ε τα πράγμα­τα που αφήνω στο τραπέζ ι μου; Ω Θ ε έ μου, μπορούμε να π ά μ ε και στο Βερολ ίνο , σ τ η Γ ε ν ε ύ η , ξέρε ις πού είναι η Γ ε ­ν ε ύ η ; Αυτοί ε ίναι χε ιρότεροι κ ι από τον Αμπντουλχαμ ίντ , τ ι μ ε κοιτάς έτσ ι , σαν χ α μ έ ν η , ετο ίμασε τα μπαούλα, τα σε­ντούκια, η γυναίκα ενός α γ ω ν ι σ τ ή τ η ς ελευθερ ίας π ρ έ π ε ι να 'ναι α τ ρ ό μ η τ η , έ τ σ ι δεν ε ίναι , μ η φοβάσαι. Ε γ ώ σώπαι­να, δεν του έ λ ε γ α ούτε καν το γνωστό «εσύ ξ έ ρ ε ι ς » , ενώ ο Σελαχατ ίν συνέχεια μ ιλούσε, έ λ ε γ ε γ ια τον αγώνα που κά­νανε κάποτε από το Παρίσι αυτός κι οι ομο ϊδεάτες του ενά­ντια στον Αμπντουλχαμίντ , γ ια τον αγώνα που θα συνέχιζαν τώρα ενάντ ια στους σημερ ινούς τυράννους, και πρόσθεσε ότι μια μέρα οπωσδήποτε θα γυρίζαμε μ ε το τρένο από το Παρ ίσ ι ν ι κ η τ έ ς ! Κ α τ ό π ι ν , ε ί π ε να π ά μ ε σ τ η Δαμασκό κ ι έ π ε ι τ α να π ά μ ε σ τ η Σ μ ύ ρ ν η , και το βράδυ ε ί π ε : Ό χ ι , κα­λύτερα να π ά μ ε στην Τραπεζούντα, μα π ρ έ π ε ι να πουλή­σουμε όλα τα υπάρχοντα μας, Φ α τ μ ά , ε ίσαι έ τ ο ι μ η γ ια θυ­σίες ; Θέλω να ριχτώ στον αγώνα μ ε όλες μου τ ις δυνάμε ις ! Π ρ ό σ ε χ ε , Φ α τ μ ά , μην πε ις τ ίποτα στους υ π η ρ έ τ ε ς , γ ι α τ ί ακόμη κ ι οι τοίχοι έχουν αυτιά, όμως, Τ α λ ά τ ε φ έ ν τ η , δεν ήταν α ν ά γ κ η να μου πε ις εσύ « φ ύ γ ε » . Δ ε ν μπορώ πια να με ίνω σ' αυτή την α ν α θ ε μ α τ ι σ μ έ ν η την Ιστανμπούλ, σ' αυ­τό το μπορντέλο, Φατμά , εσύ πού λες να π ά μ ε , πες κάτ ι κι εσύ! Ε γ ώ σώπαινα και σκεφτόμουνα ότι απέναντ ι μου ε ίχα ένα παιδί . Ναι , ο σατανάς μονάχα ένα παιδί μπορε ί να ξε­γ ε λ ά σ ε ι σε τ έτο ιο βαθμό, καταλάβαινα ότι ε ίχα παντρευτε ί ένα παιδί που θα μπορούσε να ε π η ρ ε α σ τ ε ί και να λοξοδρο­μ ή σ ε ι διαβάζοντας τρε ι ς τόμους β ιβλ ία. Μεσάνυχτα β γ ή κ α από το δωμάτιο μου, έκανε ζ έ σ τ η , ή θ ε λ α κάτ ι να πιω. β λ έ ­ποντας φως στο δωμάτιο του, π ή γ α , μισάνοιξα την πόρτα

Page 32: Το σπίτι της σιωπής

32 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

του, τον ε ίδα: ο Σελαχατ ίν έ κ λ α ι γ ε , μ ε τους αγκώνες ακου­μπισμένους στο τραπέζ ι , το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. Το άσχημο φως από τ η χλομή λάμπα φώτιζε το πρόσωπο του. Η νεκροκεφαλή, που την ε ί χ ε πάντα στο τραπέζ ι , τον κοίταζε κ ι αυτή κοτζάμ άντρα που έ κ λ α ι γ ε . Έ κ λ ε ι σ α σιγα­νά την πόρτα, π ή γ α στην κουζίνα, ήπια ένα ποτήρι νερό και σ κ έ φ τ η κ α ότι ο άντρας μου δεν ήταν παρά ένα παιδί .

Σ η κ ώ ν ο μ α ι σιγά σιγά από το κ ρ ε β ά τ ι , κάθομαι στο τρα­πέζ ι και κοιτάζω την καράφα. Πώς τα καταφέρνε ι το νερό και μ έ ν ε ι έ τσ ι ακ ίνητο ; Μ ο υ κάνε ι ε ν τ ύ π ω σ η , θαρρείς και μια καράφα γ ε μ ά τ η νερό ε ίναι κάτ ι παράξενο. Μ ι α μέρα φυλάκισα μέσα σ' ένα ποτήρ ι μια σφήκα. Ό π ο τ ε βαριόμου­να στο κρεβάτ ι μου, σηκωνόμουνα και την κοίταζα. Δυο μ έ ­ρες στριφογύριζε μέσα στο ποτήρ ι , μ έχρ ι να καταλάβε ι πως ήταν αδύνατο να βρε ι δ ιέξοδο και να φύγε ι . Κατόπ ιν μα­ζ ε ύ τ η κ ε σε μια γωνιά α κ ί ν η τ η , περ ιμένοντας , χωρίς ωστό­σο να ξέρε ι τ ι π ε ρ ι μ έ ν ε ι . Ε ί χ ε καταλάβε ι ότι δεν τ η ς έ μ ε ν ε τ ί π ο τ ε άλλο από το να π ε ρ ι μ έ ν ε ι . Κα ι τ ό τ ε αηδίασα, τ η σι­χάθηκα, άνοιξα τα παντζούρια, έσυρα το ποτήρ ι μ έ χ ρ ι την άκρη του τραπεζιού και το σήκωσα, γ ια να πετάξε ι , να φύ­γ ε ι η σφήκα, μα η χαζή δεν π έ τ α ξ ε ! Έ μ ε ν ε έ τσ ι πάνω στο τραπέζ ι . Φώναξα τον Ρ ε τ ζ έ π , του ε ίπα να τ η σκοτώσει . Αυ­τός πήρε ένα κομμάτ ι εφημερίδας, έπιασε τ η σφήκα με προ­σοχή και την άφησε να φύγει από το παράθυρο. Δεν το άντε­χε η καρδιά του να τ η σκοτώσε ι . Κ ι αυτός σαν τ η σφήκα ε ίναι .

Γ έ μ ι σ α το ποτήρ ι μ ε νερό, το ήπια σιγά σιγά. Τ ι να κά­νω; Σ η κ ώ ν ο μ α ι , γυρίζω πίσω στο κρεβάτ ι [ίου, ακουμπάω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και σκέφτομαι τ ις μ έ ρ ε ς που έχτ ι ζ ε αυτό το σπ ί τ ι ο Σελαχατ ίν . IVT έπ ιανε από το χέρ ι

Page 33: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 33

και μ ε πήγα ινε από δωμάτιο σε δωμάτ ιο . Ε δ ώ , μου έ λ ε γ ε , θα γ ίν ε ι το ιατρείο μου, εδώ η τραπεζαρία, εδώ θα είναι η κουζίνα, ευρωπαϊκού στ ιλ * γ ια τα παιδιά ετο ιμάζω ξεχωρι­στά δωμάτια γ ια το καθένα, γ ιατ ί π ρ έ π ε ι να μπορούν ν' απο­σύρονται, γ ια να καλλιεργήσουν την προσωπικότητα τους, ναι , Φατμά , θέλω τρία παιδιά* καθώς β λ έ π ε ι ς , δεν φτ ιάχνω καφάσια στα παράθυρα, τ ι άσχημη λ έ ξ η , πουλιά είναι οι γ υ ­ναίκες , ζώα ε ίναι ; Όλοι ε ί μ α σ τ ε ελεύθερο ι . Ό π ο τ ε θ έ λ ε ι ς , μπορε ίς ελεύθερα να μ' αφήσεις και να φύγε ις . Φ τ ι ά χ ν ο υ μ ε κ ι ε μ ε ί ς παντζούρια όπως κ ι οι Ευρωπαίοι , και λ έ γ ε το πια μ ε το όνομα του , Φ α τ μ ά , όχι σεχν ίσ ι , μ π α λ κ ό ν ι το λ έ ν ε , ένας κλε ιστός εξώστης ε ίναι . Τ ι όμορφη που ε ίναι η θέα! Η Ιστανμπούλ π ρ έ π ε ι να είναι κάπου ε κ ε ί κάτω από τα σύν­νεφα, πενήντα χ ιλ ιόμετρα μακριά, καλά που κ α τ ε β ή κ α μ ε από το τρένο στην Γ κ έ μ π ζ ε , γρήγορα περνάει ο καιρός, δεν π ιστεύω να μπορέσουν ν' αντέξουν πολύ, μ' αυτή την ανόη­τ η κ υ β έ ρ ν η σ η . Μ π ο ρ ε ί , πριν τ ε λ ε ι ώ σ ε ι καλά καλά το σπί­τ ι μας, να πέσουν οι Ε ν ω τ ι κ ο ί και να ε π ι σ τ ρ έ ψ ο υ μ ε στην Ιστανμπούλ, Φ α τ μ ά . . .

Σ ε λ ίγο καιρό τ ε λ ε ί ω σ ε το σπ ίτ ι , γ ε ν ν ή θ η κ ε ο γ ιος μου, ο Ν τ ο γ ά ν , κ ι άρχισε πάλι πόλεμος. Μ α η α ν ό η τ η κ υ β έ ρ ν η ­ση των Ενωτ ικών δεν έ π ε σ ε , και τ ό τ ε ο Σελαχατ ίν μου ε ί­π ε : Κ α λ ά θα κ ά ν ε ι ς , Φ α τ μ ά , να ε π ι σ τ ρ έ ψ ε ι ς πια στην Ιστανμπούλ, ο Ταλάτ εμένα θέλησε ν' απομακρύνει, όχι ε σ έ ­να. Γ ι α τ ί δεν πηγαίνε ις να δε ις τ η μ η τ έ ρ α σου, τον πατέρα σου, να επ ισκεφθε ί ς τ ις κόρες του Σουκρού πασά, να κάνε ις ψώνια, ν ' αγοράσεις φορέματα, να βάλε ις τα ρούχα που ολη­μερ ίς κάθεσαι και ράβε ις σ τ η ρ α π τ ο μ η χ α ν ή , να φορέσε ις και τα πλεχτά που π λ έ κ ε ι ς τ ις νύχτες , να τα δε ίξε ις στη μ η ­τέρα σου, γ ιατ ί , Φατμά , γ ιατ ί δεν π η γ α ί ν ε ι ς ; μου ε ί π ε . Κ ι

Page 34: Το σπίτι της σιωπής

34 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

ε γ ώ του απάντησα: Ό χ ι , μαζί θα π ά μ ε , Σελαχατ ίν , θα πά­μ ε μαζί όταν π έ σ ε ι η κ υ β έ ρ ν η σ η τους. Έ λ α όμως που η κυ­β έ ρ ν η σ η δεν έ λ ε γ ε να π έ σ ε ι . Κ α τ ό π ι ν , μ ια μέρα, το ε ίδα στην εφημερ ίδα. Οι ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς του Σελαχατ ίν έρχονταν μ ε κ α θ υ σ τ έ ρ η σ η τρ ιών η μ ε ρ ώ ν , όμως τώρα πια δεν έ τ ρ ε χ ε όπως πρώτα να τ ι ς πάρε ι . Ο ύ τ ε έ δ ι ν ε ι δ ι α ί τ ε ρ η σημασία στις π ο λ ε μ ι κ έ ς ε ιδήσε ι ς από τα μ έ τ ω π α τ η ς Παλα ιστ ίνης , τ η ς Γαλ ικ ίας και των Δαρδανελίων. Π ο λ λ έ ς φορές μάλιστα ούτε καν τ ις ξεφύλλιζε , όπως έ κ α ν ε παλιά, μ ε τ ά το βραδι­νό φαγητό. Τ η ν εφημερ ίδα ε κ ε ί ν η τ η διάβασα ε γ ώ π ρ ώ τ η κ ι έμαθα γ ια τ η ν π τ ώ σ η των Ε ν ω τ ι κ ώ ν . Τ η ν άφησα στο π ιάτο του , σαν ώριμο φρούτο. Ό τ α ν άφησε γ ια λ ίγο τ η ν ε γ κ υ κ λ ο π α ί δ ε ι α και κ α τ έ β η κ ε κ ά τ ω γ ια το μ ε σ η μ ε ρ ι α ν ό φαγητό, ε ί δ ε τ η ν εφημερ ίδα και την ε ί δ η σ η που δημοσιευό­ταν μ ε πελώρια στοιχε ία. Τ η δ ιάβασε και δεν ε ί π ε τ ίποτα . Ο ύ τ ε κι ε γ ώ τον ρώτησα μα, μ έ χ ρ ι το βράδυ, άκουγα πάνω από το κεφάλι μου τα βήματα του* δεν σταμάτησαν καθό­λου και κατάλαβα ότι όλο το απόγευμα δεν ε ίχε γ ρ ά ψ ε ι ού­τ ε μια λ έ ξ η γ ια την εγκυκλοπαίδε ια του. Κ ι όταν δεν μί­λησε ούτε το βράδυ στο φαγητό , του ε ίπα : Ε ί δ ε ς , Σελαχα­τ ίν , τους ρ ίξαμε . Ν α ι , α π ά ν τ η σ ε , η κ υ β έ ρ ν η σ η έ π ε σ ε , οι Ενωτ ικο ί αφού κάνανε το κράτος να χρεοκοπήσε ι , τα πα­ράτησαν και φύγανε, χάσαμε βέβαια και τον πόλεμο! Δεν μ ε κοίταζε στα μάτια ούτε μ ιλούσε. Σ η κ ώ θ η κ ε από το τ ρ α π έ ­ζι , και τ ό τ ε , πάλι δίχως να μ ε κοιτάξε ι στα μάτια, σαν να μην τολμούσε να μου ομολογήσε ι κάποια αμαρτία του, μου ε ί π ε σιγανά και ντροπαλά: Θα γυρίσουμε στην Ιστανμπούλ, Φ α τ μ ά , μόλις τ ε λ ε ι ώ σ ω την εγκυκλοπαίδε ια , γ ιατ ί , οι μ ι -κροανοησίες, που αυτοί στην Ιστανμπούλ τ ις ονομάζουν πο­λ ι τ ι κ ή , ε ίναι ένα τ ί π ο τ α μπροστά σ τ η σπουδαιότητα τ η ς

Page 35: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 35

δουλειάς που θα κάνω μ ε αυτή τ η ν εγκυκλοπα ίδε ια , δου­λε ιά που θα επηρεάζε ι τον κόσμο ακόμη κι ύστερα από πολ­λούς αιώνες. Δεν έχω το δικαίωμα να τα παρατήσω, Φατμά, τώρα αμέσως ανεβαίνω επάνω, ε ί π ε , κ ι α ν έ β η κ ε β ιαστικά* και , μ έχρ ι τ η σ τ ι γ μ ή που ήρθε α ν τ ι μ έ τ ω π ο ς μ ε το θάνατο, αφού γ ια τέσσερ ις μήνες υπέφερε από φριχτούς πόνους, μ έ ­χρι τ η μέρα που έφτυσε αίμα και π έ θ α ν ε , εξακολούθησε , γ ια τρ ιάντα χρόνια, να γράφε ι ε κ ε ί ν η τ η φριχτή ε γ κ υ κ λ ο ­παίδε ια, γ ι ' αυτό κ ι ε γ ώ , μονάχα γ ι ' αυτό, σ' ευχαριστώ, Σ ε -λαχατίν, αφού εβδομήντα χρόνια τώρα μ έ ν ω εδώ, στο Τ ζ ε -νέτχισαρ, και δεν βυθίστηκα στην αμαρτία, στο «λαϊκό κρά­τος και την Ιστανμπούλ του μέλλοντος» , όπως έ λ ε γ ε ς . Ναι , τ η γλ ί τωσα, Φ α τ μ ά , έ τ σ ι δεν ε ίναι , μπορώ λοιπόν πια να κο ιμάμαι ήσυχα. . .

Μ α δεν κο ιμάμαι , ακούω από μακριά τ η σφυρίχτρα του τρένου και κατόπιν , σιγά σιγά, το θόρυβο τ η ς μηχανής του. Παλιότερα το θόρυβο αυτό τον αγαπούσα. Σκεφτόμουνα πως πέρα, μακριά, υπήρχαν χώρες, περ ιοχές , σπίτ ια, κήπο ι , που αγνοούσαν τ η ν αμαρτ ία , μα ήμουνα παιδ ί , εύκολα γ ε λ ι ό ­μουνα. Νά, λοιπόν, έ φ υ γ ε άλλο ένα τ ρ έ ν ο , δεν το ακούω πια, πού πάε ι ; Μ η ν το σκέφτεσαι , Φατμά . Το μαξιλάρι κά­τ ω από το μάγουλο μου ζ ε σ τ ά θ η κ ε , το γύρισα από την άλ­λ η . Τώρα είναι δροσερό. Τ ι ς χε ιμων ιάτ ικες νύχτες , παρ' όλο το κρύο, δεν πλησιάζαμε ο ένας τον άλλο γ ια να ζεσταθού­μ ε . Ο Σελαχατ ίν κοιμόταν ροχαλίζοντας, ε γ ώ , α η δ ι α σ μ έ ν η από τ η μυρωδιά του κρασιού που έβγα ινε από το στόμα του, πήγα ινα και καθόμουνα στο κρύο δ ιπλανό δ ω μ ά τ ι ο . Μ ι α φορά μπήκα στο γραφείο του* ήθελα να ψάξω τα χαρτιά του, να δω τ ι έγραφε όλη τ η μέρα: έγραφε ένα άρθρο γ ια τον πί­θηκο , τον πρόγονο του ανθρώπου: Τ ι ς μ έ ρ ε ς αυτές , που η

Page 36: Το σπίτι της σιωπής

36 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

ε π ι σ τ ή μ η στη Δύση ε ξ ε λ ί χ τ η κ ε τόσο, ώστε να θεωρε ί ασή­μαντο το πρόβλημα τ η ς ύπαρξης του Θεού και να το παρα­μερ ίζε ι , τους πνευματ ικούς μας ανθρώπους δεν π ρ έ π ε ι να τους απογοητεύε ι το γεγονός τ η ς καθυστέρησης τ η ς Ανα­τολής και τ η ς επ ιμονής τ η ς να συνεχίζε ι να κο ιμάται στα σκοτάδια του Μεσαίωνα, απεναντ ίας, να τους εγκαρδ ιώνε ι , να τους σπρώχνε ι σ τ η δουλειά - γ ιατ ί ε ίναι ολοφάνερο, συ­νέχιζε , ότι εμε ί ς δεν πρέπε ι απλώς να μεταφέρουμε εδώ την ε π ι σ τ ή μ η τ η ς Δύσης , μα να την αφομοιώσουμε, να την επα-νεφεύρουμε* π ρ έ π ε ι να καλύψουμε το συντομότερο δυνατόν τ η διαφορά των αιώνων που μας χωρίζει μ ε τ η Δύση* τώρα, που συμπληρώνω τον έβδομο χρόνο τ η ς προσπάθειας μου αυτής , β λ έ π ω πόσο αποβλάκωσαν το λαό μ ε το φόβο του Θεού. Θ ε έ μου, Φατμά , μ η διαβάζεις , άλλο - μα δεν μπορώ να κρατηθώ, συνεχ ίζω: Γ ι α να καταφέρω να ξυπνήσω τα κο ιμ ισμένα μυαλά, βρίσκομαι στην ανάγκη να γράψω πράγ­ματα παράξενα, που σε π ρ ο η γ μ έ ν ε ς χώρες είναι πια κοινο­τοπίες * να ε ίχα τουλάχιστον ένα φίλο μ ε τον οποίο θα μπο­ρούσα να τα συζητήσω όλα αυτά" μα όχι μόνο δεν έχω κα­νένα φίλο, αλλά έ χ ω χάσε ι και κ ά θ ε ελπ ίδα μ ε τ η ν κρύα γυναίκα μου. Ε ίσαι μόνος, ολομόναχος, Σελαχατίν . Έ γ ρ α φ ε , έγραφε . . . Σ ' ένα χαρτάκι ε ίχ ε σ η μ ε ι ώ σ ε ι : Δουλε ιά που έχω να κάνω αύριο: να χρησ ιμοπο ιήσω το χάρτη από το β ιβλ ίο του Πολ ικόφσκι , γ ια τ η ν πορεία που ακολουθούν οι πελαρ­γοί και άλλα πουλιά όταν μ ε τ α ν α σ τ ε ύ ο υ ν γ ια ν' αποδε ίξε ι στους χοντροκέφαλους την ανυπαρξία του Θεού, ε ίχε γ ρ ά ψ ε ι τρε ι ς παροιμ ίες . Ό χ ι , δεν μπορώ να συνεχίσω, φτάνε ι , Φα­τμά . Πέταξα τα αμαρτωλά χαρτιά κ ι έφυγα από το παγω­μένο δωμάτιο και , μ έ χ ρ ι που πέθανε , δεν ξαναμπήκα. Τ η ν άλλη μέρα το πρωί ο Σελαχατ ίν το κατάλαβε αμέσως: Χ τ ε ς

Page 37: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 37

τ η νύχτα, τ η ν ώρα που κοιμόμουνα, μ π ή κ ε ς στο δωμάτιο μου, Φ α τ μ ά ; Ε γ ώ δεν μίλησα. Μ π ή κ ε ς στο δωμάτιο μου, Φατμά, κ ι ανακάτεψες τα χαρτιά μου, σωστά; Γ ι α τ ί δεν μ ι ­λάς; Τα έκανες άνω-κάτω, χάλασες τ η σειρά τους, ορ ισμέ­να απ' αυτά τα 'ριξες κάτω, Φατμά , ας ε ίναι , δεν πε ιράζε ι , μπορε ίς να τα διαβάσεις όσο θ έ λ ε ι ς , δ ιάβασε τα! Ε γ ώ δεν μιλούσα. Τα διάβασες, ε ε ; Καλά έκανες , Φατμά. Ποια είναι η γ ν ώ μ η σου; Ε γ ώ εξακολουθούσα να σωπαίνω. Ξ έ ρ ε ι ς κα­λά την επ ιθυμ ία μου, Φ α τ μ ά , το καλύτερο που έ χ ε ι να κά­νε ι κανε ίς ε ίναι να διαβάζε ι , δ ιάβαζε και μορφώσου, γ ιατ ί πολλά είναι αυτά που π ρ έ π ε ι να κάνουμε , τ ι λ ε ς ; Ε γ ώ σώ­παινα. Αν διαβάσεις και φωτ ιστε ί ς , θα ν ιώσε ις , Φατμά, πό­σο πολλά πράγματα έχε ι να κάνε ι σ τ η ζωή του ο άνθρωπος, πόσο πολλά!

Ό χ ι , πολύ λ ίγα πράγματα υπάρχουν σ τ η ζωή . Πολύ λί­γα, ενενήντα χρόνια είναι αυτά, τώρα ξέρω. Πράγματα, δω­μάτ ια - κοιτάζω, β λ έ π ω - τρ ιγυρ ίζω - έ π ε ι τ α λ ίγο περ ίσσευ­μα χρόνου - σταγόνες νερού που στάζουν ασταμάτητα , από μια βρύση που ποτέ δεν καταφέρνουμε να τ η ν κ λ ε ί σ ο υ μ ε : στο σώμα μου, στο κεφάλι μου, το τώρα ήταν το χ τ ε ς , το χ τ ε ς ήταν το σήμερα, μ έ χ ρ ι που ν' ανο ιγοκλε ίσε ις τα μάτ ια σου, κλε ίνουν τα παντζούρια, η νύχτα, η μέρα , άλλο ένα πρωινό - μα δεν γ ε λ ι έ μ α ι . Κ α ι πάλ ι π ε ρ ι μ έ ν ω . Αύριο θα 'ρθουν. Γ ε ι α σας, καλημέρα! Πώς ε ί σ τ ε , γ ιαγ ιάκα! Θα φι­λήσουν το χέρι μου, θα γελάσουν. Πόσο παράξενα είναι τα μαλλιά του κεφαλιού που σκύβε ι στο χέρ ι μου! Πώς ε ί σ τ ε , πώς ε ί σ τ ε , γ ιαγ ιά; Τ ι μπορεί να πε ι ένας άνθρωπος σαν ε μ έ ­να; Ζ ω και π ε ρ ι μ έ ν ω . Τάφοι , νεκροί . Έ λ α , ύπνε , πάρε μ ε .

Γυρίζω στο κ ρ ε β ά τ ι μου. Δ ε ν ακούω πια ούτε και το τρ ι ­ζόνι. Έ φ υ γ ε κ ι η μέλ ισσα. Όπου να 'ναι θα ξ η μ ε ρ ώ σ ε ι . Κα ι

Page 38: Το σπίτι της σιωπής

38 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μόλις ξ η μ ε ρ ώ σ ε ι , πάνω σ τ η σ τ έ γ η τα κοράκια, οι καρακά­ξες . . . Ξ υ π ν ώ πρωί και τα ακούω. Ε ίνα ι αλήθε ια πως οι κα­ρακάξες ε ίναι κ λ έ φ τ ρ ε ς ; Μ ι α καρακάξα έ κ λ ε ψ ε τα διαμα­ντ ικά μιας βασίλ ισσας, μιας πρ ιγκ ίπ ισσας , τ η ν κυνήγησαν μα δεν μπόρεσαν να τ η ν πιάσουν. Ήμουνα π ε ρ ί ε ρ γ η , δεν μπορούσα να καταλάβω πώς εκε ίνο το πουλί σ ή κ ω σ ε τόσο βάρος. Πώς πετούνε τα πουλιά; Τ α αερόστατα, τα ζέπελ ιν κ ι εκε ίνος ο νεαρός, ο περ ίφημος Λ ί ν τ μ π ε ρ γ κ , πώς κατα­φέρνουν να πετάξουν, έγραφε ο Σ ε λ α χ α τ ί ν . Ό τ α ν κ α τ έ β α ­ζε όχι ένα μα δυο μπουκάλ ια , δεν έ δ ι ν ε σημασ ία αν τον άκουγα ή όχι , και μ ε τ ά το φ α γ η τ ό μου έ λ ε γ ε : Σ ή μ ε ρ α έ γ ρ α ψ α γ ια τα αεροπλάνα, τα πουλιά, γ ια το πώς π ε τ ά ν ε , Φ α τ μ ά , σε λ ί γ ες μ έ ρ ε ς θα τ ε λ ε ι ώ σ ω το άρθρο σχετ ικά μ ε τον αέρα, άκου να δε ι ς . Ο αέρας δεν ε ίναι κάτ ι κενό , Φα­τ μ ά , μέσα του υπάρχουν κάθε λογής σωματίδ ια . Μ α ε γ ώ , όχι, αδύνατο να καταλάβω πώς πετούν τα αερόστατα, όμως ο Σ ε λ α χ α τ ί ν , γ ε μ ά τ ο ς ενθουσιασμό, ε ξ η γ ο ύ σ ε , και κ α τ έ ­λ η γ ε όπως πάντα στο συμπέρασμα που ή θ ε λ ε : Νά, λοιπόν, που π ρ έ π ε ι να τα μάθουμε όλα αυτά, εκε ίνο που μας χρε ιά­ζετα ι ε ίναι μια ε γ κ υ κ λ ο π α ί δ ε ι α , όταν μάθουμε σωστά τ ι ς φυσικές και κοινωνικές ε π ι σ τ ή μ ε ς , τ ό τ ε ο Θεός θα πεθάνε ι , κ ι ε μ ε ί ς . . . Μ α ε γ ώ δεν σ' ακούω πια! Δ ε ν ακούω ούτε κ ι αυτά που λ έ ε ι μ ε άκρατο ενθουσιασμό ύστερα από το τρ ί ­το μ π ο υ κ ά λ ι : Να ι , δεν υπάρχει Θεός, Φ α τ μ ά , υπάρχει μο­νάχα ε π ι σ τ ή μ η . Ο Θεός σου π έ θ α ν ε , α ν ό η τ η γυναίκα! Κ α ­τόπιν , όταν δεν του έ μ ε ν ε τ ίποτα εκτός από το ν' αγαπάει τον εαυτό του και μαζί να τον σιχαίνεται , παρασυρόταν από σεξουαλ ική ορμή κ ι έ τ ρ ε χ ε στην παράγκα του κήπου . Μ η σκέφτεσαι , Φατμά. Μ ι α υπηρέτρ ια. . . Μ η σκέφτεσαι . . . Κα ι δυο σ α κ ά τ η δ ε ς ! Ά λ λ α πράγματα σ κ έ ψ ο υ ! Τ α όμορφα πρω-

Page 39: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 39

ινά, τους παλιούς κήπους , τ ι ς άμαξες . . . Έ λ α , ύπνε , πάρε μ ε . . .

Απλώνω το χέρ ι μου προσεχτ ικά και σβήνω τ η λάμπα. Βαθύ σκοτάδι ! Ανάμεσα από τα παντζούρια γλ ιστράε ι λ ίγο φως, το ξέρω. Δεν ξεχωρίζω τα έπ ιπλα , λυτρώθηκαν από το β λ έ μ μ α μου, σωπαίνουν, κ λ ε ί σ τ η κ α ν στον εαυτό τους, σαν να λ έ ν ε πως και δίχως ε μ έ ν α θα μπορούσαν να μένουν σ τ η θ έ σ η τους ακίνητα, μα ε γ ώ σας ξέρω καλά. Ε ί σ τ ε εκε ί , έ π ι ­πλα, κοντά μου, ξέρω, μ ε ν ιώθετε . Κάπου κάπου, ένα απ' αυ­τά τρ ίζε ι , το ξέρω αυτό το τρ ίξ ιμο , δεν μ ε ξεν ίζε ι καθόλου, και θ έλω να βγάλω μια φωνή, και σ κ έ φ τ ο μ α ι : Τ ι παράξενο που ε ίναι το κενό μέσα στο οποίο βρ ισκόμαστε ! Το τ ι κ - τ α κ του ρολογιού το διαιρε ί σε τ μ ή μ α τ α . Ορ ιστ ικά και σταθε­ρά. Μ ι α σ κ έ ψ η , κατόπιν μια ά λ λ η . Κατόπιν ξημερώνε ι κ ι έρχονται . Γ ε ι α σας, γε ια σας. Κ ο ι μ ά μ α ι , ξυπνώ, η ώρα έ χ ε ι π ε ρ ά σ ε ι , τον πήρα γ ια τα καλά. Ή ρ θ α ν ε , κυρία, ή ρ θ α ν ε ! Ε κ ε ί που περ ίμενα, ακούγεται ένα άλλο τρένο που σφυρίζει. Γ ια πού; Σ τ ο καλό! Γ ια πού, Φατμά , γ ια πού; Ε μ ε ί ς φεύ­γ ο υ μ ε , μητέρα , η Ιστανμπούλ απαγορεύεται γ ια μας. Π ή ­ρες τα δαχτυλ ίδ ια σου; Τ α πήρα! Τ η ρ α π τ ο μ η χ α ν ή ; Τ η ν πήρα κι αυτή . Τα κοσμήματα σου; Θα σου χρειαστούν, Φα­τ μ ά , μ έ χ ρ ι το τέλος τ η ς ζωής σου, θα σου χρειαστούν. Να γυρίσε ις όμως σύντομα! Μ η ν κλαις , μ η τ έ ρ α . Τ α σεντούκια και τα άλλα απαραίτητα φορτώνονται στο τρένο . Δ ε ν μπό­ρεσα ακόμη να κάνω παιδί , πηγα ίνουμε ταξ ίδ ι , ποιος ξέρε ι σε ποιες χώρες πηγα ίνουμε μαζί μ ε τον άντρα μου, εξόρι­στο ι - μπαίνουμε στο τ ρ έ ν ο , μας κοιτάζουν, κουνάω το χέρ ι μου, αντ ίο , μπαμπά, αντ ίο , μαμά, κο ι τάξτε , φεύγω, π η γ α ί ­νω μακριά.

Page 40: Το σπίτι της σιωπής

3

« Ν α ι » , ε ί π ε ο μανάβης . « Τ ι θ έ λ ε τ ε ; » ((OL νέο ι ε θ ν ι κ ι σ τ έ ς διοργανώνουν μια β ρ α δ ι ά » , ε ί π ε ο

Μουσταφά. «Μοιράζουμε προσκλήσε ις» . Έ β γ α λ α από τ η ν τσάντα μου τ ις προσκλήσε ις . « Δ ε ν π η γ α ί ν ω σε τ έ τ ο ι α μ έ ρ η » , ε ί π ε ο μανάβης . « Δ ε ν

έχω καιρό» . « Δ ε ν θα 'θελες δ η λ α δ ή να βοηθήσε ις τους νέους ε θ ν ι κ ι ­

στές παίρνοντας ένα-δυο ε ι σ ι τ ή ρ ι α ; » ρώτησε ο Μουσταφά. « Μ α πήρα, την π ε ρ α σ μ έ ν η ε β δ ο μ ά δ α » , απάντησε ο μα­

νάβης . « Δ ε ν τα πήρες από μας» , ε ί π ε ο Μουσταφά. « Ε μ ε ί ς την

π ε ρ α σ μ έ ν η εβδομάδα δεν ήμασταν ε δ ώ » . « Ε κ τ ό ς αν βοήθησες τους κομουνιστές , τ ό τ ε αλλάζει το

π ρ ά γ μ α ! » ε ί π ε ο Σερντάρ . « Ό χ ι » , ε ί π ε ο μανάβης . «Αυτοί δεν έρχονται ε δ ώ » . « Γ ι α τ ί δεν έρχοντα ι ; » ρώτησε ο Σερντάρ . « Μ ή π ω ς δεν

θέλουν ; » «Πού να ξέρω», ε ίπε ο μανάβης. « Α φ ή σ τ ε με ήσυχο. Εγώ

δεν ασχολούμαι μ' αυτές τ ις δουλε ι ές» .

Page 41: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 41

« Ν α σου πω ε γ ώ , μπάρμπα, γ ιατ ί δεν έρχοντα ι» , ε ί π ε ο Σερντάρ .

« Μ α ς φοβούνται, γ ι ' αυτό. Αν δεν ήμασταν ε μ ε ί ς , οι κο­μουνιστές θα χαράτσωναν όλη την περ ιοχή , ακριβώς όπως κάνανε και στα Τούζλα» .

«Θεός φυλάξοι!» « Ν α ι ! Και ξέρε ις , υποθέτω, τ ι κάνουνε στα Τούζλα οι κο­

μουνιστές . Πρώτα σπάνε τα τζάμια των κ α τ α σ τ η μ ά τ ω ν . . . » Γυρ ίσαμε και κο ιτάξαμε τ η βιτρίνα του. Το τζάμι ήταν

μ ε γ ά λ ο , πεντακάθαρο. « Θ έ λ ε ι ς να σου πω τ ι κάνανε σ τ η συνέχε ια, σε όσους αρ­

νούνταν να τους δώσουν χ ρ ή μ α τ α ; » Τ ο μυαλό μου π ή γ ε στους τάφους* αν κάνουν έ τ σ ι πά­

ντα, η Ρωσία π ρ έ π ε ι να είναι γ ε μ ά τ η τάφους. Ο μανάβης τ ε λ ι κ ά κατάλαβε τ η σοβαρότητα τ η ς κατάστασης , έ β α λ ε το χέρ ι στην τ σ έ π η του και μας κοίταξε κατακόκκινος.

«Λοιπόν, μ π ά ρ μ π α » , ε ί π ε ο Μουσταφά, « δ ε ν έχουμε πο­λύ καιρό. Πόσα θ έ λ ε ι ς ; »

«Θα πάρε ι δ έ κ α » , ε ί π ε ο Σερντάρ .

« Μ α πήρα και την π ε ρ α σ μ έ ν η ε β δ ο μ ά δ α » , ε ί π ε ο μανά­

βης*

« Κ α λ ά , ε ν τ ά ξ ε ι ! » ε ί π ε ο Σερντάρ . « Ά δ ι κ α χάνουμε τον καιρό μας, παιδιά. Ώ σ τ ε σε όλη την αγορά αυτό είναι το μό­νο μαγαζί που δεν φοβάται μην του σπάσουν τα τζάμια . . . Να το θυμάσαι, Χασάν , πάρε τον αριθμό του . . . »

Β γ ή κ α έξω, κοίταξα τον αριθμό πάνω στην πόρτα και μ π ή κ α πάλ ι μέσα. Τ ο πρόσωπο του μανάβη ε ίχε κοκκιν ί ­σε ι ακόμη πιο πολύ.

« Ε ν τ ά ξ ε ι , μπάρμπα, μ η συγχύζεσαι» , ε ί π ε ο Μουσταφά. « Δ ε ν θέλουμε να σε στενοχωρήσουμε , έχε ι ς τα χρόνια του

Page 42: Το σπίτι της σιωπής

42 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

παππού μας, ε μ ε ί ς δεν ε ί μ α σ τ ε κομουν ιστές» . Σ τ ρ ά φ η κ ε σ' ε μ έ ν α . «Χασάν , δώσ' του π έ ν τ ε , προς το παρόν» .

Έ β γ α λ α και του έδωσα π έ ν τ ε ε ι σ ι τ ή ρ ι α . Ο μ α ν ά β η ς ά π λ ω σ ε το χέρ ι του και τα έ π ι α σ ε από τ ι ς ά κ ρ ε ς , σαν να σ ιχα ινόταν . Κ α τ ό π ι ν , σοβαρά σοβαρά, άρχ ισε να δ ιαβά-ζε ι .

« Θ έ λ ε ι ς να σου δώσουμε και τ ι μ ο λ ό γ ι ο ; » ε ί π ε ο Σερντάρ . Γέλασα. « Μ η ν τον π ρ ο σ β ά λ λ ε τ ε » , ε ί π ε ο Μουσταφά. «Από τα ε ισ ιτήρ ια αυτά έχω άλλα π έ ν τ ε » , ε ί π ε ο μανά­

βης . Άνοιξε μ ε αγωνία ένα σκοτε ινό και σκον ισμένο συρ­τάρι , κ ι άρχισε να ψάχνε ι * σε λ ίγο λ έ ε ι χαρούμενα δε ίχνο­ντας τα ε ισ ι τήρ ια του : « Τ α ίδια δεν ε ί να ι ; »

« Ν α ι » , λ έ ε ι ο Μουσταφά. «Θα σου τα 'δωσαν κατά λάθος οι άλλοι φίλοι σου. Μ α π ρ έ π ε ι να πάρεις κ ι από μας» .

« Μ α αφού π ή ρ α ! » «Θα πεθάνε ις , μπάρμπα, αν πάρεις άλλα π έ ν τ ε ; » ε ί π ε ο

Σερντάρ . Ο τσ ιγκούνης γέρος έ κ α ν ε πως δεν άκουσε* μ ε το δά­

χτυλο του έ δ ε ι ξ ε την άκρη του ε ισ ι τηρ ίου . « Η ε κ δ ή λ ω σ η σας ήταν πριν από δυο μήνες . Ε δ ώ γράφε ι

Μάιος του 1980» . « Μ π ά ρ μ π α , σκοπεύε ι ς μ ή π ω ς να πας στην ε κ δ ή λ ω σ η

μ α ς ; » ε ί π ε ο Μουσταφά. «Πώς μπορώ να πάω σήμερα σε εκδήλωση που έγ ινε πριν

από δυο μ ή ν ε ς ; » ε ί π ε ο μανάβης . Γ ι ' αυτά τα ε ισ ι τήρ ια όπου να 'ναι θα 'χανα την υπομονή

μου. Άδικα μας μαθαίνουνε στο σχολείο να 'μαστε υπομο­νετ ικοί . Η υπομονή είναι χάσιμο χρόνου και τ ί π ο τ ε άλλο. Αν μας βάζανε να γ ρ ά ψ ο υ μ ε μια έ κ θ ε σ η μ ε το θέμα αυτό, θα

Page 43: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 43

ήμουνα τόσο πε ιστ ικός , θα έγραφα τόσο πολλά, που θα μου έβαζε άριστα ακόμη κ ι ο δάσκαλος τ η ς γλώσσας, που όλο μ' άφηνε στην ίδια τ ά ξ η . Νά όμως που εκνευρ ίστηκε κι ο Σ ε ρ ­ντάρ. Άρπαξε απότομα το μολύβι , που ε ίχε ο τσ ιγκούνης ο γέρος π ίσω από τ ' αυτί , κάτ ι έ γ ρ α ψ ε πάνω στα ε ισ ι τήρ ια και του τα ε π έ σ τ ρ ε ψ ε μαζί μ ε το μολύβι .

αΕντάξε ι τώρα, μ π ά ρ μ π α ; » ε ί π ε . « Π ή γ α μ ε την ε κ δ ή λ ω ­ση δυο μήνες μετά . Τώρα θα δώσεις πεντακόσιες λ ίρες ! »

Ο μανάβης , αναγκαστ ικά, έδωσε τ ις πεντακόσιες λ ίρες . Τ η ν παροιμία «ο καλός ο λόγος βγάζε ι α κ ό μ η και το φίδι από τ η ν τρύπα» μονάχα οι ανόητοι κ α θ η γ η τ έ ς μας την π ι ­στεύουν. Τόσο ε ίχα εκνευρ ιστε ί , που έ λ ε γ α ότι κάτ ι κακό θα του κάνω του τσ ιγκούνη του γέρου , κάτ ι να του πονέσε ι την καρδιά. Φ ε ύ γ α μ ε όταν ξαφνικά σταμάτησα, κ ι από τα ροδάκινα που ε ί χ ε σ τ ο ι β α γ μ έ ν α μπροστά στην πόρτα, π ή ­ρα ένα από την κάτω σειρά. Μ α ήταν τυχερός ο μανάβης και δεν πέσανε όλα. Έ β α λ α το ροδάκινο στην τσάντα μου. Κατόπιν π ή γ α μ ε στον κουρέα.

Ο κουρέας έλουζε ένα .κεφάλ ι κάτω από τ η βρύση. Μ α ς ε ί δ ε από τον κ α θ ρ έ φ τ η .

« Ν α μου δώσετε δύο», ε ί π ε συνεχίζοντας να λούζει το κ ε ­φάλι .

«Αν θ έ λ ε τ ε , θα μπορούσατε να π ά ρ ε τ ε και δ έ κ α » , ε ί π ε ο Μουσταφά. «Θα μπορούσατε να τα π ο υ λ ή σ ε τ ε και στους π ε λ ά τ ε ς σας».

«Δύο ε ίπα, από το σύνδεσμο δεν έ ρ χ ε σ τ ε ; » ρωτάει ο κου­ρέας.

Δύο! Μ ε μ ι ά ς μου α ν έ β η κ ε το αίμα στο κεφάλ ι . « Ό χ ι δύο, θα πάρεις δ έ κ α » , ε ίπα, μ έ τ ρ η σ α δέκα ε ι σ ι τ ή ­

ρια κ ι έκανα να του τα δώσω.

Page 44: Το σπίτι της σιωπής

44 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

Α κ ό μ η κι ο Σερντάρ τα 'χασε. Να ι , κύριοι , καθώς β λ έ ­π ε τ ε , έ τσ ι γ ίνομαι όταν ανέβε ι το αίμα στο κεφάλι μου. Μ α ο κουρέας δεν π ή ρ ε τα ε ισ ιτήρ ια .

«Πόσων χρονών ε ίσαι ε σ ύ ; » ρώτησε . Μαζί μ ε τον κουρέα, μέσα από τον καθρέφτη μ ε κοίτα­

ζε και το κεφάλι μ ε τα σαπούνια. « Δ ε ν θα π ά ρ ε ι ς ; » ρώτησα. « Δ ε κ α ο χ τ ώ χρονών» , ε ί π ε ο Σερντάρ . «Ποιος σ' έ σ τ ε ι λ ε ε δ ώ , η οργάνωση μ ή π ω ς ; Σαν πολύ

θερμό σε β λ έ π ω » . Δεν βρήκα να πω τ ίποτα και στράφηκα στον Μουσταφά. « Ν α μας συμπαθάτε , κύρ ι ε » , ε ί π ε αυτός. « Ο φίλος είναι

καινούργιος. Δ ε ν σας ξ έ ρ ε ι » . « Τ ο β λ έ π ω . Παιδ ιά , αφήστε δύο ε ι σ ι τ ή ρ ι α » . Έ β γ α λ ε από την τ σ έ π η του διακόσιες λ ίρες . Οι φίλοι μ ε

ξέχασαν αμέσως και συμφώνησαν μ' αυτόν, όπου να 'ναι θα του φιλούσαν και το χέρ ι . Ώ σ τ ε αρκεί να 'χε ις κάποιες σχέ­σεις μ ε τ η ν οργάνωση , γ ια να γ ίνε ις αφεντ ικό τ η ς περ ιο­χής . Ας μην έπαιρνε καθόλου. Έ κ α ν α να του δώσω δύο ε ι ­σ ιτήρια. Δεν γύρ ισε να τα πάρε ι .

«Άφησε τα ε κ ε ί » , ε ί π ε . Τα άφησα. Κ ά τ ι θέλησα να του πω, δεν το ε ίπα. « Σ τ ο καλό, πα ιδ ιά ! » ε ί π ε αυτός και , μ ε το μπουκάλι του

σαμπουάν που κρατούσε, μ' έ δ ε ι ξ ε στους φίλους μου: « Α υ ­τός σπουδάζει ή ε ρ γ ά ζ ε τ α ι ; »

« Π ά ε ι για δεύτερη χρονιά στη δεύτερη τάξη του λυκείου», ε ί π ε ο Μουσταφά.

« Τ ι δουλειά κάνε ι ο πατέρας σου;» Ε γ ώ δεν μιλούσα. «Ε ίνα ι λαχε ιοπώλης» , ε ί π ε ο Μουσταφά.

Page 45: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 45

« Π ρ ο σ έ ξ τ ε το αυτό το ζωύφιο, ε ίναι πολύ οξύθυμο. Ά ν τ ε στο καλό» .

Οι φίλοι μου γελάσανε . Ε ε , ας πω κάτ ι κ ι ε γ ώ , σ κ έ φ τ η ­κα, μ η βασανίζεις τον παραγιό σου, π ή γ α να του πω, δεν το ε ίπα. Β γ ή κ α έξω, δίχως να γυρίσω να κοιτάξω τον παραγιό του. Ο Σερντάρ κι ο Μουσταφά μιλούσαν και γελούσαν, ε γ ώ δεν τους άκουγα, ήμουν φουρκ ισμένος . Σ ε μια σ τ ι γ μ ή , ο Μουσταφά λ έ ε ι στον Σ ε ρ ν τ ά ρ :

« Θ υ μ ή θ η κ ε που ήταν κ ά π ο τ ε κουρέας, παράτα τ ο ν » . «Ζωύφιο , προχώρα!» Ε γ ώ δεν μίλησα. Μ ο υ έχουν αναθέσε ι να κουβαλάω αυ­

τ ή τ η ν τσάντα και να μοιράζω ε ισ ι τήρ ια . Μ ε φέρανε εδώ από το Τ ζ ε ν έ τ χ ι σ α ρ , και γ ι ' αυτό ε ίμα ι εδώ μαζί σας, δεν έχω τ ίποτα να κουβεντιάσω μ' εσάς που γ ί ν εστε ένα μ ε τους ξένους, και μ ε κορο ϊδεύετε , λέγοντας ε κ ε ί ν η τ η λ έ ξ η · σω­παίνω λοιπόν. Μ π ή κ α μ ε σ' ένα φαρμακείο, ε γ ώ δεν ανοίγω το στόμα μου να μ ιλήσω, σ' ένα χασάπικο, ε γ ώ πάλι βουβός, το ίδιο κ ι όταν μ π ή κ α μ ε στον μ π α κ ά λ η , κατόπιν στο χρω­ματοπωλείο , στον καφετζή . Ό σ η ώρα γυρίζαμε στην αγορά, δεν ε ίπα κουβέντα. Βγαίνοντας από το τ ε λ ε υ τ α ί ο μαγαζί , ο Μουσταφά έ β α λ ε τα χέρια του στις τ σ έ π ε ς .

«Τώρα πια έχουμε κάθε δ ικαίωμα να φάμε από μια μ ε ­ρίδα κ ε φ τ ε δ ά κ ι α » , ε ί π ε .

Π ά λ ι δεν μίλησα, ούτε κ ι ε ίπα ότι τα χρήματα αυτά δεν μας τα δίνουν γ ια να τ ρ ώ μ ε κεφτεδάκ ια .

« Ν α ι » , ε ί π ε ο Σερντάρ . « Κ α ι βέβα ια δ ικαιούμαστε από μια μ ε ρ ί δ α » .

Ό τ α ν όμως καθ ίσαμε στην ψησταριά , παράγγε ιλαν από δύο μ ε ρ ί δ ε ς . Γ ι α τ ί αυτοί να φάνε δύο μερ ίδες κ ι ε γ ώ μία; Περ ιμένοντας τα κεφτεδάκια , ο Μουσταφά έ β γ α λ ε από την

Page 46: Το σπίτι της σιωπής

46 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τ σ έ π η του τα χρήματα και τα μ έ τ ρ η σ ε . Δ ε κ α ε φ τ ά χ ιλ ιάδες λ ίρες . Κατόπιν γύρ ισε στον Σερντάρ και του ε ί π ε :

αΓιατ ί είναι μουτρωμένος αυτός ;» «Θύμωσε γ ιατ ί τον ε ί π α μ ε ζωύφιο», ε ί π ε ο Σερντάρ . « Τ ο β λ ά κ α » , ε ί π ε ο Μουσταφά. Ε γ ώ έκανα πως δεν άκουσα τα λόγια του, γ ιατ ί κοίταζα

το ημερολόγ ιο του τοίχου. Σ ε λ ίγο ήρθαν τα κεφτεδάκ ια . Αυτοί φάγανε κουβεντ ιάζοντας, ε γ ώ σωπαίνοντας. Ζ ή τ η ­σαν και γλυκό. Ε γ ώ παράγγε ιλα ρεβανί . Ο Μουσταφά γ ια μια σ τ ι γ μ ή έ β γ α λ ε το περίστροφο του , το κ ρ ά τ η σ ε κ ά τ ω από το τραπέζ ι κ ι άρχισε να παίζε ι .

« Δ ώ σ ' το μου!» ε ί π ε ο Σερντάρ . Έ π α ι ξ ε κι αυτός. Σ ' ε μ έ ν α δεν το δώσανε, γελούσαν μ ε ­

ταξύ τους, έ π ε ι τ α ο Μουσταφά έ χ ω σ ε το όπλο σ τ η μ έ σ η του, πλήρωσε το λογαριασμό, σ η κ ω θ ή κ α μ ε και φύγαμε .

Π ε ρ ά σ α μ ε από τ η ν αγορά χωρίς να φοβόμαστε κ α ν έ ν α ν μ π ή κ α μ ε σε μια πολυκατοικία κ ι α ν ε β ή κ α μ ε σιωπηλοί τ ις σκάλες . Μ π ή κ α μ ε στην « έ ν ω σ η » · ε γ ώ , όπως κάθε φορά, ε ίχα ένα φόβο μέσα μου. Σαν να κάνω σκονάκι σε εξετά­σεις και σαν βλάκας ανησυχώ μην το 'χει καταλάβε ι ο δά­σκαλος μου, που μ ε β λ έ π ε ι ν ' ανησυχώ και το καταλαβαί­νε ι . . .

« Π ή γ α τ ε σ' όλα τα μαγαζιά τ η ς αγοράς;» ρώτησαν. « Ν α ι » , απάντησε ο Μουσταφά. « Π ή γ α μ ε παντού, όπου

μας ε ί π α τ ε » . « Τ α 'χεις μαζί σου;» « Ν α ι » , ε ί π ε ο Μουσταφά. Έ β γ α λ ε το περίστροφο και τα

χρήματα. « Ε γ ώ θα πάρω μονάχα το όπλο» , ε ί π ε αυτός. « Τ α χ ρ ή ­

ματα θα τα παραδώσετε στον Ζ ε κ ε ρ ι ά » .

Page 47: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 47

Ο Μουσταφά του έδωσε το περίστροφο. Ο άλλος μ π ή κ ε μέσα. Ο Μουσταφά τον ακολούθησε. Ε μ ε ί ς π ε ρ ι μ έ ν α μ ε . Τ ι π ε ρ ι μ έ ν ο υ μ ε άραγε ; ε ίπα από μέσα μου. Ξέχασα ότι περ ι ­μ έ ν α μ ε τον Ζεκερ ιά , και μου φάνηκε ότι π ε ρ ι μ έ ν α μ ε έ τ σ ι , χωρίς λόγο. Σ ε λ ίγο ή ρ θ ε κάποιος , στην η λ ι κ ί α μας, μας έδωσε τσιγάρα. Δ ε ν καπνίζω, μα πήρα το τσ ιγάρο. Έ β γ α ­λε έναν αναπτήρα σε σχήμα ατμομηχανής κ ι άναψε τα τσ ι ­γάρα μας.

« Ε ί σ τ ε οι φίλοι ε θ ν ι κ ι σ τ έ ς που ή ρ θ α τ ε από το Τ ζ ε ν έ τ χ ι -σαρ;»

« Ν α ι » , ε ίπα. « Π ώ ς είναι η κατάσταση ε κ ε ί ; » Τ ι ή θ ε λ ε να πε ι άραγε ; σκέφτηκα . Το τσ ιγάρο ε ίχε βρό­

μ ι κ η γ ε ύ σ η . « Ο πάνω μαχαλάς ε ίναι δικός μας» , ε ί π ε ο Σερντάρ . « Τ ο ξ έ ρ ω » , ε ί π ε αυτός. « Ρ ω τ ά ω γ ια τ η ν παραλία. Τ α

Τούζλα τα ελέγχουν οι κομουνιστές . « Ό χ ι » , ε ίπα ε γ ώ αυθόρμητα. « Σ τ ο Τ ζ ε ν έ τ χ ι σ α ρ , η πα­

ραλία δεν παρουσιάζε ι κανένα ενδ ιαφέρον . Ε κ ε ί ζουν οι πλούσιοι , οι " κ α θ ω σ π ρ έ π ε ι " » .

Μ ε κοίταξε και γ έ λ α σ ε . Γ έ λ α σ α κ ι ε γ ώ . « Α ς ε ί να ι » , ε ί π ε . « Δ ε ν μπορε ίς να ξ έ ρ ε ι ς » . «Όπο ιος ε λ έ γ χ ε ι τον πάνω μαχαλά, μπορε ί να ε λ έ γ χ ε ι

και τ η ν παραλία» , ε ί π ε ο Σερντάρ . « Ν α ι . Έ τ σ ι πήραν τα Τούζλα. Χ ρ ε ι ά ζ ε τ α ι προσοχή» . Να ι , π ρ έ π ε ι να 'μαστε προσεχτ ικοί , σκέφτηκ α . Κατόπιν

σ κ έ φ τ η κ α λ ι γ ά κ ι τους κομουν ιστές . Κ ι ε ν ώ κάπνιζα και τους σκεφτόμουνα, ο νεαρός που μας μ ιλούσε ε ί π ε ξαφνικά:

« Ε ί σ α ι καινούργιος, ε ; » και , δίχως να π ε ρ ι μ έ ν ε ι α π ά ν τ η ­σ η , μ π ή κ ε στο άλλο δωμάτ ιο .

Page 48: Το σπίτι της σιωπής

48 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Δ ε ν πρόλαβα ν' απαντήσω! Ο Σερντάρ κούνησε καταφα­τ ι κ ά το κεφάλ ι του. Π ώ ς καταλαβαίνουν άραγε ότι ε ί μ α ι καινούργιος; Ό τ α ν του ε ίπα για τους καθωσπρέπε ι , ο άλ­λος γ έ λ α σ ε , τ ι να σήμαινε άραγε αυτό; Έ π ε ι τ α σ η κ ώ θ η κ ε κι ο Σερντάρ και π ή γ ε κάπου μέσα, και μ' άφησε μόνο, θαρ­ρε ίς , γ ια να καταλαβαίνουν όσοι μπαινόβγαιναν ότι ήμουνα καινούργιος.

Κ ι ε γ ώ κάπνιζα κοιτάζοντας το ταβάν ι και σκεφτόμου­να πράγματα σ η μ α ν τ ι κ ά , τόσο σ η μ α ν τ ι κ ά ώ σ τ ε να κατα­λάβουν αμέσως όσοι μπαινόβγαιναν ότι ήταν σπουδαία: τα προβλήματα του αγώνα μας. Υπάρχε ι ένα β ιβλ ίο γ ι ' αυτό το θ έ μ α · το διάβασα. Σ τ ο μεταξύ , β γ ή κ ε ο Μουσταφά από το δωμάτ ιο , φ ι λ ή θ η κ ε μ ε κάποιον, και τ η σ τ ι γ μ ή ε κ ε ί ν η όλοι παραμέρισαν: ο Ζεκερ ιά , ναι, αυτός ήταν . Μπαίνοντας βια­στ ικά στο γραφείο του, μου έριξε μια ματ ιά, κ ι ε γ ώ έκανα να σηκωθώ, μα δεν πρόλαβα. Κατόπιν καλέσανε τον Μ ο υ ­σταφά. Σαν έφυγε , αναρωτήθηκα τ ι μπορούσαν να κουβε­ντιάζουν μέσα, σε λ ίγο όμως β γ ή κ α ν , και τ ο ύ τ η τ η φορά σ η κ ώ θ η κ α κι ε γ ώ έγκαιρα.

( (Καλά!» ε ί π ε ο Ζ ε κ ε ρ ι ά στον Μουσταφά. «Αν σε χρε ια­στούμε , θα σε ε ν η μ ε ρ ώ σ ο υ μ ε . Μ π ρ ά β ο ! »

Έ π ε ι τ α μ ε κοίταξε γ ια λ ίγο - τρόμαξα, νόμισα πως κάτι θα μου έ λ ε γ ε , μα δεν μ ίλησε , μονάχα ξαφνικά φταρνίστηκε και ξανανέβηκε επάνω, στο κόμμα, ε ίπαν. Ύ σ τ ε ρ α ο Μουστα­φά μ ίλησε ψιθυριστά μ ε τον νεαρό που κουβεντ ιάζαμε λ ίγο πριν. Γ ι α μια σ τ ι γ μ ή σ κ έ φ τ η κ α ότι πιθανό να μιλούσαν γ ια μένα , μα, όχι, μιλούσαν γ ια την π ο λ ι τ ι κ ή , γ ια θέματα σο­βαρά.. . Δεν γύρισα να τους κοιτάξω, για να μ η νομίσουν πως ήμουνα περ ίεργος και κρυφάκουγα.

« Ά ν τ ε , πα ιδ ιά» , ε ί π ε ο Μουσταφά. « Φ ε ύ γ ο υ μ ε » .

Page 49: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 49

Άφησα τ η ν τσάντα. Π ε ρ π α τ ή σ α μ ε ώς το σταθμό σ ι ω π η ­λοί, σαν άνθρωποι ικανοποιημένοι από τ η δουλειά τους. Κα­τόπιν, αναρωτήθηκα γ ιατ ί ήταν σιωπηλός ο Μουσταφά. Δεν ήμουνα πια εκνευρ ισμένος μαζί τους. Τους άρεσε άραγε ο τρόπος που δούλευα; Αυτά σκεφτόμουνα τ η ν ώρα που, κα­θ ισμένο ι σ' ένα π α γ κ ά κ ι , π ε ρ ι μ έ ν α μ ε το τρένο* μετά , όταν είδα απέναντ ι το περ ίπτερο , σκέφτηκα τον πατέρα μου, που πουλούσε λαχεία, αν και δεν ή θ ε λ α να τον σκέφτομαι τον σκεφτόμουνα, και ψιθύρισα κάτ ι που ή θ ε λ α να του π ω : Το πιο σπουδαίο πράγμα σ τ η ζωή δεν ε ίναι το απολυτήριο του λυκε ίου, πατέρα!

Ή ρ θ ε το τρένο, μ π ή κ α μ ε . Ο Σερντάρ κι ο Μουσταφά άρ­χισαν πάλι να μιλούν ψιθυριστά και να γελούν. Φ ο β ή θ η κ α μ η μου πουν καμιά βαριά κουβέντα, μην κάνουν κανένα χω­ρατό και βρεθώ σε δύσκολη θ έ σ η . Θα προσπαθούσα ν' απα­ντήσω στο χωρατό τους μ' ένα άλλο χωρατό, αλλά δεν θα το κατάφερνα, θα β λ έ π α ν ε τ η ν αμηχαν ία μου, θα γελούσαν α κ ό μ η πιο πολύ, και τ ό τ ε θα εκνευριζόμουν, δεν θα μπο­ρούσα να συγκρατηθώ, αυτοί θα συνέχιζαν να γελούν, κάτ ι που θα σήμαινε ότι μ ε κοροϊδεύουν γ ια τ η χαζομάρα μου. Κα ι τ ό τ ε θα ή θ ε λ α να με ίνω μόνος* ο άνθρωπος, όταν με ί ­νε ι μόνος, σ κ έ φ τ ε τ α ι τ ις σπουδαίες επ ι τυχ ί ες που θα μπο­ρούσε να έχε ι στη ζωή του. Είναι φορές που τα χωρατά τους δεν τα καταλαβαίνω, κάνουν νοήματα μ ε τα μάτ ια, ακρι­βώς όπως έκαναν όταν ε ίπαν τ η λ έ ξ η ζωύφιο. Τ ι είδους ζώο είναι αυτό άραγε ; Σ τ ο δ η μ ο τ ι κ ό ε ίχα μια συμμαθήτρια* ε ί­χε φέρε ι στην τ ά ξ η την εγκυκλοπαίδε ια τ η ς , εγκυκλοπαί­δεια των ζώων, τ η ς έ λ ε γ ε ς λιοντάρι, άνοιγε το γράμμα λάμ­δα, έ β ρ ι σ κ ε τ η λ έ ξ η α υ τ ή . . . Αν ε ίχα ε κ ε ί ν η τ η ν ε γ κ υ κ λ ο ­παίδε ια , θα 'ψαχνα να βρω τ η λ έ ξ η , μα η συμμαθήτρ ια μου

Page 50: Το σπίτι της σιωπής

50 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

οπωσδήποτε θα μ' εμπόδ ιζε . Μ η , θα τ η λερώσε ις ! Τ ι θες τ ό τ ε , μωρή πουτάνα, και φέρνε ι ς στο σχολε ίο τ η ν ε γ κ υ ­κλοπαίδε ια; Αργότερα το κορίτσι εκε ίνο μ ε τ α κ ό μ ι σ ε στην Ιστανμπούλ, ο πατέρας τ η ς , λ έ ε ι , ε ί χ ε πλουτ ίσε ι . Ε ί χ ε και μια φ ίλη , μ ε μια γαλάζια κορδέλα στο κεφάλ ι . . .

Αφαιρέθηκα. . . Ό τ α ν το τρένο έφτασε στα Τούζλα, τα­ράχτηκα, αλλά δεν φοβήθηκα. Οι κομουνιστές από σ τ ι γ μ ή σε σ τ ι γ μ ή μπορε ί να έμπαιναν στο τρένο . Ο Σερντάρ κ ι ο Μουσταφά σώπασαν και κοίταζαν τρ ιγύρω εκνευρ ισμένο ι . Δ ε ν συνέβη τ ίποτα . Ό τ α ν ξεκ ίνησε το τ ρ έ ν ο , διάβασα τα συνθήματα που είχαν γ ρ ά ψ ε ι οι κομουνιστές στους τοίχους: Τα Τούζλα θα γίνουν τάφος για τους φασίστες! Λ έ γ ο ν τ α ς φασ ίστες , εννοούσαν ε μ ά ς . Β λ α σ τ ή μ η σ α . Φ τ ά σ α μ ε στο σταθμό μας, κ α τ ε β ή κ α μ ε . Π ε ρ π α τ ή σ α μ ε μ έ χ ρ ι τ η στάση χωρίς να πούμε τ ίποτα.

« Π α ι δ ι ά , ε γ ώ έ χ ω μια δ ο υ λ ε ι ά » , ε ί π ε ο Μουσταφά. « Ά ν τ ε , γ ε ι α ! »

Τον παρακολουθήσαμε μ ε το β λ έ μ μ α μέχρ ι που χ ά θ η κ ε ανάμεσα στα πούλμαν. Τ ό τ ε γύρισα στον Σερντάρ και του ε ίπα :

« Κ ά ν ε ι ζ έ σ τ η , δεν θέλω να πάω στο σπίτ ι γ ια δ ιάβασμα». « Ν α ι » , ε ί π ε ο Σερντάρ . « Π ο λ λ ή ζ έ σ τ η » . « Έ χ ω πολύ ε κ ν ε υ ρ ι σ μ ό » , ε ίπα. Κ α ι πρόσθεσα: « Ά ν τ ε ,

Σ ε ρ ν τ ά ρ , π ά μ ε στο καφενε ίο» . « Δ ε ν μπορώ, θα πάω στο μαγαζί. Έ χ ω δουλε ιά» . Έ φ υ γ ε . Ό τ α ν ο πατέρας σου έ χ ε ι μαγαζί , έχε ι ς κ ι εσύ

ο π ω σ δ ή π ο τ ε κάποια δουλε ιά! Ε γ ώ όμως α κ ό μ η π η γ α ί ν ω στο σχολείο, δεν τα παράτησα, όπως εσε ίς . 'Ομως, τ ι πα­ράξενο: ε μ έ ν α κοροϊδεύουν πιο πολύ. Κίμαι σίγουρος πως ο Σερντάρ το βράδυ θα πάε ι πριν απ' όλους στο καφενε ίο και

Page 51: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 51

θα π ε ι ότι μ ε ε ίπανε ζωύφιο. Μη δίνεις σημασία, Χασάν, εί­πα, από μέσα μου. Μη σε νοιάζει. Δεν μ' ένοιαξε* άρχισα ν' ανεβαίνω τον ανήφορο.

Κο ιτάζω το φορτηγό και τα αυτοκίνητα που περνούν μ ε μ ε γ ά λ ε ς τ α χ ύ τ η τ ε ς από μπροστά μου - γ ια να προλάβουν το φέρι μποτ του Τζενέτχ ισαρ ή τ η ς Ντάριτζα* σκέφτομαι πως ε ίμαι μόνος κι αυτό μ' ευχαριστεί . Θα 'θελα να ζήσω κάποια π ε ρ ι π έ τ ε ι α . Πολλά μπορε ί να συμβούν σ τ η ζ ω ή , αλλά τ ι να κάνε ι ς , π ε ρ ι μ έ ν ε ι ς . Μ ο υ φαίνεται πως αυτά που ε π ι θ υ μ ώ να γίνουν, γ ίνονται μ ε πολύ αργούς ρυθμούς, κ ι όταν γ ίνο­νται δεν είναι ούτε όπως τα σκέφτομαι ούτε όπως τα περ ι ­μ έ ν ω . Θαρρείς κ ι η αργοπορία είναι σ κ ό π ι μ η , μόνο και μό­νο γ ια να εκνευρίζομαι · ε κ ε ί που τα β λ έ π ε ι ς να πλησιάζουν, ε κ ε ί απομακρύνονται σ τ η σ τ ι γ μ ή . Ακρ ιβώς όπως τα αμά­ξια που περνούν από μπροστά μου. Άρχισαν να μ ε χτυπούν στα νεύρα, θα 'θελα ένα απ' αυτά να σταματήσε ι , γ ια να μην ανέβω πεζός τον ανήφορο μ' αυτή τ η ζ έ σ τ η , μα κανένας δεν μου δίνει σημασία. Άρχισα να τρώω το ροδάκινο μου, μα και πάλι δεν μπόρεσα να ξεφύγω από τ ι ς σ κ έ ψ ε ι ς μου.

Πόσο θα 'θελα να ήταν χε ιμώνας, να πήγαινα μόνος στην άδεια παραλία* θα έμπαινα από την ανοιχτή πόρτα, δίχως να λογαριάζω κανέναν, θα πήγαινα στην αμμουδιά. Τα κύμα­τα θα χτυπούσαν στην α κ τ ή , κ ι ε γ ώ , γ ια να μ η βραχούν τα παπούτσια μου, θα έκανα πίσω, θα έτρεχα, θα περπατούσα, θα σκεφτόμουνα τ η ζωή μου, θα σκεφτόμουνα πόσο σπου­δαίος θα μπορούσα να γ ίνω. Τ ό τ ε , όχι μονάχα εκείνοι οι αλή­τ ε ς μα και τα κορίτσια θα μ ε κοιτάζανε μ ε άλλο β λ έ μ μ α , και , προπάντων, όταν θα έφερνα στο νου μου το τ ι θα μπο­ρούσα να ε ίμα ι στο μέλλον , δεν θα μελαγχολούσα πια και δεν θα 'νιωθα τ η ν ανάγκη να πω στον Σ ε ρ ν τ ά ρ , έλα, π ά μ ε

Page 52: Το σπίτι της σιωπής

52 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

στο καφενε ίο , θα προτιμούσα να μ έ ν ω μόνος, αν, βέβα ια , ήταν χε ιμώνας. Μ α το χε ιμώνα είναι το σχολε ίο . . . Σ τ ο διά­βολο οι δάσκαλοι, όλοι τους β λ α μ μ έ ν ο ι ε ίναι . . .

Κατόπιν ε ίδα το άσπρο Αναντόλ που ανέβαινε τον α ν ή ­φορο. Κ α τ ά λ α β α πως μέσα ήταν εκε ίνο ι , μα θαρρείς πως ντράπηκα, κ ι αντί να σταθώ να τους χα ιρετήσω, έκανα πί­σω. Αυτοί πλησίασαν, προσπέρασαν κ ι έφυγαν δίχως να μ ε γνωρίσουν. Καθώς απομακρύνονταν, σ κ έ φ τ η κ α , γ ια μια σ τ ι γ μ ή , πως μπορεί να είχα κάνε ι λάθος. Γ ιατ ί η Νιλγκ ιούν , όταν ήταν κοριτσάκι , δεν ήταν τόσο όμορφη. Κα ι ποιος άλ­λος εκτός από τον Φαρούκ μπορούσε να 'ναι ο χοντρός που οδηγούσε το αυτοκίνητο; Πόσο πάχυνε! Τ ό τ ε κατάλαβα πού θα ' π ρ ε π ε να πάω. Ό χ ι βέβα ια στο σπ ίτ ι . Θα 'παιρνα τον κατήφορο, θα 'ριχνα μια ματιά στην πόρτα τους, μπορε ί να 'βλεπα τον μπάρμπα μου το νάνο, αυτός θα μ' έπαιρνε μ έ ­σα, πιθανό να μην ντρεπόμουν και να 'μπαινα μέσα, θα ' λ ε ­γα γε ια σας, μπορε ί ακόμη να φιλούσα το χέρ ι τ η ς γ ιαγ ιάς , κατόπιν θα τους έ λ ε γ α , μ ε γνωρ ίσατε , μεγάλωσα πολύ, θα μου λ έ γ α ν ε , ναι, βέβαια, όταν ήμασταν μικροί , ήμασταν κα­λοί φίλοι, θα μ ιλούσαμε , θα μ ιλούσαμε , όταν ήμασταν μ ι ­κρά παιδιά, ήμασταν φίλοι, θα μιλούσαμε, κι έ τσ ι , μπορεί να ξεχνούσα και τ η ν απαίσια αυτή μελαγχολ ία μου.

Page 53: Το σπίτι της σιωπής

4

Τ ο Αναντόλ ανέβαινε μ ε δυσκολία τον ανήφορο. « Τ ο ν γ ν ω ρ ί σ α τ ε , π α ι δ ι ά ; » « Π ο ι ο ν ; » ρώτησε η Ν ιλγκ ιούν . «Αυτόν μ ε τα γαλάζια ρούχα, που πήγα ινε στην άκρη του

δρόμου. Εκε ίνος μας γ ν ώ ρ ι σ ε » . «Τον ψ η λ ό ; » έ κ α ν ε η Ν ιλγκ ιούν . Ε ί χ ε γυρ ίσε ι π ίσω και

του ε ίχε ρίξει μια ματιά, όμως είχαν ή δ η ξεμακρύνει . «Ποιος ή τ α ν ; »

« Ο Χ α σ ά ν ! » «Ποιος είναι ο Χ α σ ά ν ; » ρώτησε η Νιλγκιούν κάπως αδιά­

φορα. « Ο ανιψιός του Ρ ε τ ζ έ π » . «Πόσο μ ε γ ά λ ω σ ε ! » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν έ κ π λ η κ τ η . « Δ ε ν

τον γνώρισα!» « Ν τ ρ ο π ή , ρ ε » , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . «Ε ίνα ι παιδικός μας φίλος». « Ε σ ύ γ ιατ ί δεν τον γ ν ώ ρ ι σ ε ς ; » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Δ ε ν τον ε ίδα. . . Μ α μόλις το 'πε ο Φαρούκ, κατάλαβα

ποιος ή τ α ν » . «Συγχαρητήρια» , ε ίπε η Νιλγκιούν. «Είσαι πολύ έξυπνος!»

Page 54: Το σπίτι της σιωπής

54 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ώ σ τ ε αυτό εννοούσες όταν μας έ λ ε γ ε ς " ε γ ώ άλλαξα από τα νύχια μέχρ ι την κ ο ρ φ ή ! " » ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Τ ο μόνο που κατάφερες είναι να ξεχάσεις το παρελθόν σου!»

« Λε ς β λ α κ ε ί ε ς » . « Τ α β ιβλ ία που διαβάζεις αδυνάτισαν, β λ έ π ω , τ η μ ν ή μ η

σου!» «Λες ανοησίες !» ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . Σώπασαν. Γ ια α ρ κ ε τ ή ώρα δεν μ ίλησε κανε ίς . Ανεβήκα­

μ ε τον ανηφορικό δρόμο, όπου κάθε χρόνο χτίζονταν στις δυο πλευρές του καινούργιες πολυκατοικίες από μπετόν , πε ­ράσαμε ανάμεσα από κληματαριές , κερασιές και συκιές , που όλο και αραίωναν. Το φορητό ραδιόφωνο έπαιζε μια ασή­μ α ν τ η , δίχως νόημα, «ελαφριά δ υ τ ι κ ή μ ο υ σ ι κ ή » . Η συγκί­ν η σ η που ν ιώσαμε όταν ε ί δαμε από μακριά τ η θάλασσα και το Τ ζ ε ν έ τ χ ι σ α ρ , ήταν σχεδόν όμοια μ' αυτή που ν ιώθαμε όταν ήμασταν μικρά παιδ ιά - κανε ίς δεν μ ιλούσε , μα αυτό δεν κράτησε πολύ. Κ α τ ε β ή κ α μ ε την κατηφόρα σιωπηλοί , περάσαμε ανάμεσα από ανθρώπους μ ε σορτς, μ ε μαγ ιό , μ ε καμένα από τον ήλ ιο κορμιά. Ο Μ ε τ ί ν ανοίγε ι την πόρτα.

« Γ ι α τ ί δεν κορνάρε ις ; » ρωτάει η Νιλγκ ιούν τον αδελφό τ η ς .

Έ β α λ α το αμάξι στον κ ή π ο , κ ι όπως κάθε φορά που ερ­χόμουν, κοίταξα μ ε θ λ ί ψ η το ξύλινο σπίτ ι που μέρα μ ε τ η μέρα πάλιωνε , φθειρόταν. Τα ξύλα του ξεβαμμένα, ο κισσός από τον πλαϊνό τοίχο έ χ ε ι περάσε ι στην πρόσοψη , η σκιά τ η ς συκιάς π έ φ τ ε ι στα κλε ιστά παντζούρια τ η ς γ ιαγ ιάς , τα σ ιδερέν ια κ ά γ κ ε λ α , στα παράθυρα του κάτω πατώματος , έχουν σκουρ ιάσε ι . Κ υ ρ ι ε ύ τ η κ α από ένα παράξενο συναί­σθημα. Σαν να υπάρχει κάτ ι φοβερό στο σπ ίτ ι , που παλιό­τερα , από συνήθε ια, δεν το έν ιωθα, τώρα το ν ιώθω, κ ι αυ-

Page 55: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 55

τό μ ε ξαφνιάζει και μ ε κάνε ι ν' ανησυχώ. Ανάμεσα από τα κ α κ ο φ τ ι α γ μ έ ν α φύλλα τ η ς πόρτας που άνοιξε , β λ έ π ω το υγρό και θανατερό σκοτάδι όπου ζούνε η γ ιαγ ιά και ο Ρ ε -τ ζ έ π .

« Ά ν τ ε , τ ι κάθεσαι , κ α τ έ β α » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . Ε ί χ ε κ α τ έ β ε ι από το αμάξι και προχωρούσε προς το σπί­

τ ι . Κ α τ ό π ι ν , ε ί δ ε τον Ρ ε τ ζ έ π να βγα ίνε ι αναστατωμένος από τ η μ ι κ ρ ή πόρτα τ η ς κουζίνας και να πλησιάζε ι μ ε το παραμορφωμένο σώμα του . Α γ κ α λ ι ά σ τ η κ α ν , φ ι λ ή θ η κ α ν . Έ κ λ ε ι σ α το ραδιόφωνο, που δεν το άκουγε κανε ίς , κ α τ έ β η ­κα μ ε προσοχή από το αυτοκίνητο και β ρ έ θ η κ α στον κ ή π ο . Ο Ρ ε τ ζ έ π φορούσε το αιώνιο σακάκι του, που έκρυβε κά­πως τα χρόνια του, τ η λ ε π τ ή παράξενη ε κ ε ί ν η γραβάτα του. Α γ κ α λ ι α σ τ ή κ α μ ε και φ ιληθήκαμε .

«Ανησύχησα» , ε ί π ε ο Ρ ε τ ζ έ π . « Α ρ γ ή σ α τ ε ! » « Τ ι κάνε ις , Ρ ε τ ζ έ π ; » « Κ α λ ά ε ί μ α ι » , ε ί π ε ντροπαλά. « Ε τ ο ί μ α σ α τα κρεβάτ ια

σας, φρόντισα τα δωμάτ ια σας. Η κυρία σάς π ε ρ ι μ έ ν ε ι . Ε σ ε ί ς , κύριε Φαρούκ, παχύνατε , β λ έ π ω , ακόμη πιο πολύ» .

« Η γ ιαγ ιά πώς ε ί να ι ; » « Κ α λ ά . . . Σ υ ν έ χ ε ι α γκρ ιν ιάζε ι . . . Να πάρω τ ι ς βαλ ί τσες

σας». « Τ ι ς παίρνουμε μ ε τ ά » . Μ π ρ ο σ τ ά ο Ρ ε τ ζ έ π , π ίσω ε μ ε ί ς , α ν ε β ή κ α μ ε τ ις σκάλες .

Θ υ μ ή θ η κ α το γ ε μ ά τ ο σκόνη φως που τρύπωνε στο σ π ί τ ι από τα παντζούρια, τ η μυρωδιά μούχλας και , δεν ξέρω γ ια­τ ί , χάρηκα. Ό τ α ν φτάσαμε μπροστά στην πόρτα τ η ς γ ια­γ ιάς , ο Ρ ε τ ζ έ π κοντοστάθηκε , π ή ρ ε μια αναπνοή, και κα­τόπιν , μ ε μάτια που λάμπανε από χαρά, φώναξε:

«Κυρ ία , ήρθανε , ή ρ θ α ν ε ! »

Page 56: Το σπίτι της σιωπής

56 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Π ο ύ ε ί να ι ; » ρώτησε η γ ιαγ ιά μ ε τ η γ έ ρ ι κ η , ανυπόμονη φωνή τ η ς . « Γ ι α τ ί δεν μου το 'πες , πού ε ί ν α ι ; »

Ή τ α ν ξαπλωμένη στο κρεβάτ ι που, όταν ήμουνα μικρός, έκανα χάζι να χτυπάω τα μπρούντζινα πόμολα του γ ια να το ακούω να κουδουνίζουν, τ υ λ ι γ μ έ ν η στο γαλάζιο λουλου-δέν ιο πάπλωμα τ η ς , μ ε τ ις π λ ά τ ε ς ακουμπισμένες στα τρία μαξιλάρια. Όλο ι φ ιλήσαμε το χέρ ι τ η ς . Χ ά ρ η κ α βλέποντας τ ις γνώρ ι μ ε ς ελ ι έ ς και τους λ ε κ έ δ ε ς στο κατάλευκο , μαλα­κό και ζαρωμένο δέρμα του χεριού τ η ς , σαν να συναντούσα φίλους από παλιά. Το δωμάτ ιο , η γ ιαγ ιά , το χέρ ι τ η ς , ε ίχαν την ίδια μυρωδιά.

« Ο Θεός να σας ε υ λ ο γ ε ί ! » « Π ώ ς ε ί σ τ ε , γ ι α γ ι ά ; » « Ό χ ι κ α λ ά » , ε ί π ε η γ ιαγ ιά , μα ε μ ε ί ς δεν ε ί π α μ ε τ ίποτα.

Κούνησε λίγο τα χε ίλη τ η ς , ντράπηκε σαν κοριτσάκι, ή μπο­ρεί και να 'κανε σαν να ε ίχε ντραπε ί . « Ε λ ά τ ε τώρα, π ε ί τ ε μου τα δικά σας» , ε ί π ε σ τ η συνέχεια.

Ε μ ε ί ς , τα τρ ία αδέλφια, κ ο ι τ α χ τ ή κ α μ ε και σωπάσαμε . Σ κ έ φ τ η κ α πως η κάμαρη μύριζε μούχλα, βερν ίκ ι επ ίπλων , παλιό σαπούνι, μπορε ί μ έ ν τ α , λεβάντα , κολόνια, κ ι α κ ό μ η , σ κ ό ν η .

«Λοιπόν, δεν έ χ ε τ ε τ ίποτα να μου π ε ί τ ε ; » « Ή ρ θ α μ ε μ ε αυτοκίνητο, γ ι α γ ι ά » , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Τ ο τα­

ξίδι από την Ιστανμπούλ μ έ χ ρ ι εδώ κράτησε ακριβώς σα­ράντα π έ ν τ ε λ ε π τ ά » .

Κ ά θ ε φορά τα ίδια λ έ ε ι και κάθε φορά το πε ισματάρικο πρόσωπο τ η ς γ ιαγ ιάς φαίνεται να η ρ ε μ ε ί γ ια μια σ τ ι γ μ ή , μα αμέσως μ ε τ ά παίρνει το γνώριμο ύφος τ η ς .

« Ε σ ε ί ς , παλ ιότερα, σε πόσες ώρες ερχόσαστε , γ ι α γ ι ά ; » ρώτησε η Ν ιλγκ ιούν , σαν να μην ήξερε .

Page 57: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 57

« Ε γ ώ ήρθα μονάχα μια φορά!» ε ί π ε η γ ιαγ ιά μ ε καμάρι και μ ε ύφος ν ι κ η τ ή . Π ή ρ ε μια αναπνοή και πρόσθεσε : « Γ ι ά να σας πω, σήμερα ε γ ώ ρωτάω, όχι ε σ ε ί ς ! »

Τ η ς άρεσαν φαίνεται αυτά που ε ί π ε από συνήθεια κι έ π ε ι ­τα σ κ έ φ τ η κ ε λ ίγο να βρε ι , θαρρείς , μια ε ρ ώ τ η σ η , μα γ ρ ή ­γορα έν ιωσε πως η ε ρ ώ τ η σ η δεν ήταν όσο έ ξ υ π ν η θα ή θ ε ­λε να ε ίναι .

« Ε σ ε ί ς οι υπόλοιποι τ ι κ ά ν ε τ ε ; » ρώτησε . « Κ α λ ά ε ί μ α σ τ ε , γ ι α γ ι ά » . Φ ο υ ρ κ ί σ τ η κ ε , σαν να ε ί χ ε η τ τ η θ ε ί , ξ ίν ισε το πρόσωπο

τ η ς . Ό τ α ν ήμουνα μ ικρός , ήταν φορές που το φοβόμουνα αυτό το πρόσωπο.

« Ρ ε τ ζ έ π , βάλε στην π λ ά τ η μου ένα μαξ ιλάρ ι ! » « Ό λ α τα μαξιλάρια ε ίναι στην π λ ά τ η σας, κυρία» . « Ν α σας φέρω άλλο ένα, γ ι α γ ι ά ; » ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Δ ε ν μου λες , εσύ τ ι γ ί ν ε σ α ι ; » « Γ ι α γ ι ά κ α μου, η Νιλγκιούν πάε ι στο π α ν ε π ι σ τ ή μ ι ο » , ε ί­

πα ε γ ώ . « Έ χ ω κι ε γ ώ γλώσσα, αδελφέ μου, μην ανησυχε ί ς » , ε ί ­

πε η Ν ιλγκ ιούν . «Σπουδάζω κοινωνιολογία, γ ιαγ ιά , φέτος τ έ λ ε ι ω σ α το πρώτο έ τ ο ς » .

« Ε σ ύ τ ι κ ά ν ε ι ς ; » «Τ ου χρόνου θα τ ε λ ε ι ώ σ ω το λύκε ιο» , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Μ ε τ ά ; » « Μ ε τ ά θα πάω στην Α μ ε ρ ι κ ή » . « Τ ι έ χ ε ι ε κ ε ί ; » ρώτησε η γ ιαγ ιά . « Ε κ ε ί , οι άνθρωποι ε ίναι πλούσιοι , ξύπν ιο ι ! » ε ί π ε η Ν ι λ ­

γκιούν. «Υπάρχουν π α ν ε π ι σ τ ή μ ι α » , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Μ η μ ι λ ά τ ε όλοι μαζ ί » , ε ί π ε η γ ιαγ ιά . « Ε σ ύ τ ι κ ά ν ε ι ς ; »

Page 58: Το σπίτι της σιωπής

58 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Δ ε ν τ η ς ε ίπα πως πηγαινοέρχομαι από το σπίτ ι στο πα­νεπ ιστήμ ιο μ ε την πελώρια τσάντα μου, πως τ ις νύχτες, στο άδειο σπ ίτ ι , κάθομαι χωρίς να κάνω τ ίποτα, τρώω και μ ι -σοκοιμάμαι μπροστά στην τ η λ ε ό ρ α σ η . Δ ε ν τ η ς ε ίπα ακόμη πως χ τ ε ς το πρωί, πηγαίνοντας στο π α ν ε π ι σ τ ή μ ι ο , π ε ρ ί μ ε ­να ανυπόμονα π ό τ ε θα 'ρθε ι η ώρα ν' αρχίσω να πίνω, πως φοβάμαι μην πάψω να π ιστεύω σ' αυτό που λ έ γ ε τ α ι Ιστορία, και πως ε ίχα ε π ι θ υ μ ή σ ε ι τ η γυναίκα μου.

«Αυτός» , γ ιαγ ιά , « έ γ ι ν ε υ φ η γ η τ ή ς » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Γ ι α γ ι ά , ε ί σ τ ε μια χαρά!» ε ίπα γ ια ν' αλλάξω κουβέντα. « Τ ι κάνε ι η γυναίκα σου;» ρώτησε η γ ιαγ ιά . « Μ α σας ε ί π ε την π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν η φορά που ή ρ θ α μ ε , έχου­

μ ε χωρ ίσε ι » . « Τ ο ξέρω, το ξέρω!» ε ί π ε . « Κ α ι τώρα τ ι κ ά ν ε ι ; » « Ξ α ν α π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε » . « Ε τ ο ί μ α σ ε ς τα δωμάτια τους, έ τ σ ι δεν ε ί να ι ; » ρώτησε η

γ ιαγ ιά . « Τ α ε το ίμασα» , απάντησε ο Ρ ε τ ζ έ π . « Δ ε ν έ χ ε τ ε τ ί π ο τ ε άλλο να μου π ε ί τ ε ; » « Γ ι α γ ι ά , ο πληθυσμός τ η ς Ιστανμπούλ αυξήθηκε πολύ» ,

ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Κ ι εδώ έ χ ε ι πολύ κόσμο» , ε ί π ε ο Ρ ε τ ζ έ π . « Γ ι α τ ί δεν κάθεσαι , Ρ ε τ ζ έ π ; » ε ίπα. « Γ ι α γ ι ά , το σπ ίτ ι παραπάλ ιωσε» , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Ε γ ώ δεν ε ίμα ι κ α λ ά » , ε ί π ε η γ ιαγ ιά . « Π ο λ ύ π ά λ ι ω σ ε , γ ιαγ ιά * να το κ α τ ε δ α φ ί σ ο υ μ ε και να

φτιάξουμε μια πολυκατοικ ία, έ τσ ι θα έ χ ε τ ε κ ι εσε ίς περ ισ­σότερες α ν έ σ ε ι ς » .

« Σ ώ π α ! » ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Δ ε ν σ' ακούει. Τώρα δεν ε ί­ναι κ α τ ά λ λ η λ η ώρα».

Page 59: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 59

« Π ό τ ε θα ε ί να ι ; » « Π ο τ έ ! » Έ γ ι ν ε σ ιωπή . Έν ιωσα τα έ π ι π λ α να μεγαλώνουν και να

τρίζουν στο ζεστό δωμάτ ιο που δεν ε ί χ ε αερ ιστε ί . Από το παράθυρο έμπαινε ένα άψυχο φως, που έμοιαζε να είναι εκε ί από χρόνια.

« Δ ε ν θα π ε ί τ ε τ ί π ο τ α ; » ε ί π ε η γ ιαγ ιά . «Γ ιαγ ιά , ε ίδαμε στο δρόμο τον Χασάν ! » ε ίπε η Νιλγκιούν.

« Μ ε γ ά λ ω σ ε , έ γ ι ν ε ολόκληρος άντρας» . Τ α χε ίλη τ η ς γ ιαγ ιάς κουνήθηκαν περ ί εργα. «Αυτοί τ ι κάνουν, Ρ ε τ ζ έ π ; » ρώτησε η Ν ιλγκ ιούν . « Τ ι να κάνουν;» απάντησε ο Ρ ε τ ζ έ π . « Μ έ ν ο υ ν στο σπί­

τ ι στο τέλος της ανηφόρας. Ο Χασάν πηγαίνε ι στο λύκειο. . . » « Τ ι τους λ ε ς ; » φώναξε η γ ιαγ ιά . « Γ ι α ποιον μ ι λ ά ς ; » « Ο Ι σ μ α ή λ τ ι κ ά ν ε ι ; » ρώτησε η Ν ιλγκ ιούν . « Τ ι να κ ά ν ε ι ; » ε ί π ε ο Ρ ε τ ζ έ π . «Πουλάε ι λαχε ία» . « Τ ι σας λ έ ε ι ; » ξαναφώναξε η γ ιαγ ιά . « Μ ' ε μ έ ν α να μ ι ­

λ ά τ ε , όχι μ' αυτόν! Β γ ε ς έξω, Ρ ε τ ζ έ π , φύγε , κ α τ έ β α στην κουζίνα σου!»

«Δεν πειράζει, γ ιαγ ιά» , ε ίπε η Νιλγκιούν. «Ας με ίνε ι εδώ!» « Α μ έ σ ω ς τους τα πρόφτασες όλα, έ τ σ ι ; » ε ί π ε η γ ιαγ ιά .

« Τ ι τους ε ί π ε ς ; Κ α μ ώ θ η κ ε ς τον α δ ι κ η μ έ ν ο , ε ; » « Δ ε ν ε ίπα τ ίποτα, κυρ ία» , ε ί π ε ο Ρ ε τ ζ έ π . « Σ ε ε ίδα να μ ιλάς , κάτ ι τους έ λ ε γ ε ς » . Ο Ρ ε τ ζ έ π δεν απάντησε * β γ ή κ ε έξω. Έ γ ι ν ε σ ι ω π ή . « Ά ν τ ε , Ν ιλγκ ιούν , μ ίλα, πες κ ά τ ι » , ε ίπα ε γ ώ . « Ε γ ώ ; » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Τ ι να π ω ; » Σ κ έ φ τ η κ ε λ ί γ ο :

« Μ ε γ ά λ η ακρίβε ια υπάρχε ι , γ ι α γ ι ά » , ε ί π ε . «Δ ιαβάζε ι ς συνέχε ια β ιβλ ία , τόσο, που ξέχασες να β λ έ ­

πε ις γύρω σου», ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν .

Page 60: Το σπίτι της σιωπής

60 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Π ά ψ ε να κάνε ις τον έξυπνο!» ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Τ ι λ έ τ ε ; » ρώτησε η γ ιαγ ιά . Έ γ ι ν ε πάλ ι σ ι ω π ή . « Ά ν τ ε , γ ι α γ ι ά » , ε ίπα ε γ ώ . « Ν α π ά μ ε πια στα δωμάτ ια

μας» . « Μ α μόλις ή ρ θ α τ ε » , ε ί π ε η γ ιαγ ιά . « Π ο ύ θ έ λ ε τ ε να πά­

τ ε ; » « Δ ε ν θα π ά μ ε πουθενά» , ε ίπα. « Μ ι α εβδομάδα εδώ θα

ε ί μ α σ τ ε » . « Ώ σ τ ε δεν έ χ ε τ ε τ ίποτα να π ε ί τ ε » , ε ί π ε η γ ιαγιά. « Έ τ σ ι ,

κανένα γλυκό λόγο» , πρόσθεσε και χαμογέλασε παίρνοντας ένα παράξενο θρ ιαμβευτ ικό ύφος.

«Αύριο θα π ά μ ε στο νεκροταφε ίο» , ε ίπα, έ τ σ ι , γ ια να πω κάτ ι .

Ο Ρ ε τ ζ έ π π ε ρ ί μ ε ν ε έξω, μπροστά στην πόρτα. Μ α ς π ή ­γ ε έναν έναν στα δωμάτια μας, άνοιξε τα παντζούρια. Γ ι α μένα, όπως πάντα, ε ί χ ε ε το ιμάσε ι το δωμάτιο που έ β λ ε π ε στο π η γ ά δ ι . Θ υ μ ή θ η κ α τ η μυρωδιά τ η ς μούχλας, του σε ­ντονιού, τ η μυρωδιά των παιδικών μου χρόνων.

« Ν α 'σαι, καλά, Ρ ε τ ζ έ π » , ε ίπα. «Όμορφα που ετο ίμασες το δωμάτ ιο . . . »

« Τ η ν π ε τ σ έ τ α σας τ η ν κρέμασα ε δ ώ » , ε ί π ε και μου τ η ν έ δ ε ι ξ ε .

Άναψα ένα τσ ιγάρο. Κο ι τάξαμε μαζί έξω από το παρά­θυρο.

« Ρ ε τ ζ έ π , πώς ε ίναι φέτος το Τ ζ ε ν έ τ χ ι σ α ρ ; » ρώτησα. « Ά σ χ η μ ο » , ε ίπε . « Δ ε ν υπάρχει πια η παλιά του ομορφιά». « Τ ι θες να π ε ι ς ; » « Ο ι άνθρωποι γ ίνανε κακοί , α ν ε λ έ η τ ο ι » , ε ί π ε . Μ ε κοίταξε κατάματα, θέλοντας να καταλάβε ι αν έδινα

Page 61: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 61

βάση στα λόγια του. Έ π ε ι τ α , ακούγοντας το θόρυβο που ερ­χόταν από τ η μεριά τ η ς παραλίας, κο ιτάξαμε ανάμεσα από τα δέντρα το δρόμο και τ η θάλασσα. Σ ε λ ίγο ήρθε ο Μ ε τ ί ν .

« Μ ο υ δίνεις το κλε ιδ ί του αυτοκ ινήτου ; » μου ε ί π ε . « Φ ε ύ γ ε ι ς ; » « Θ ' ανεβάσω τ η βαλίτσα μου και θα πάω μια βόλτα». « Α ν φέρε ις και τ ις δ ι κ έ ς μας, σου δίνω το αμάξι μ έ χ ρ ι

αύριο το π ρ ω ί » . « Μ η ν κουράζεστε , Φαρούκ μ π έ η , θα τ ις ανεβάσω ε γ ώ » ,

ε ί π ε ο Ρ ε τ ζ έ π . «Θα πας μ ή π ω ς στα αρχεία, να ψάξε ις γ ια τ η ν πανού­

κ λ α ; » ρώτησε ο Μ ε τ ί ν . « Τ ι θα ψ ά ξ ε τ ε ; » ε ί π ε ο Ρ ε τ ζ έ π . « Μ ε αυτό θ' ασχοληθώ αύριο», ε ίπα. « Κ α ι σήμερα τ ι θα κάνε ις , θ' αρχίσεις να π ί ν ε ι ς ; » ρ ώ τ η ­

σε ο Μ ε τ ί ν . « Τ ι σε νοιάζει αν π ί ν ω ; » ε ίπα, μα δεν εκνευρ ίστηκα. « Σ ω σ τ ά ! » ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν , π ή ρ ε το κλε ιδ ί του αυτοκινήτου

κ ι έ φ υ γ ε . Ε γ ώ κι ο Ρ ε τ ζ έ π , έ τ σ ι ασυναίσθητα, τον ακολουθήσαμε,

κ α τ ε β ή κ α μ ε τ ις σκάλες . Σ κ έ φ τ η κ α να πάω στην κουζίνα να ψάξω στο ψυγε ίο , μα όταν κ α τ έ β η κ α τ η μ ι κ ρ ή σκάλα, άλλαξα γ ν ώ μ η , έ σ τ ρ ι ψ α προς τ η ν ά λ λ η πλευρά , πέρασα μπρος από το δωμάτιο του Ρ ε τ ζ έ π και πήγα μέχρ ι την άκρη του μεγάλου διαδρόμου. Ο Ρ ε τ ζ έ π μ ε ακολουθούσε.

« Ε δ ώ είναι πάντα το κλε ιδ ί του πλυσταριού;» ρώτησα. Άπλωσα το χέρι μου στο πάνω μέρος τ η ς πόρτας και β ρ ή ­

κα το σκον ισμένο κλε ιδ ί . « Η κυρία δεν τον ξ έ ρ ε ι » , ε ί π ε ο Ρ ε τ ζ έ π . « Μ η ν τ η ς το

π ε ί τ ε » .

Page 62: Το σπίτι της σιωπής

62 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Γύρισα το κλε ιδ ί , έσπρωξα την πόρτα που άνοιξε δύσκο­λα. Κ ά τ ι ε ίχ ε π έ σ ε ι π ίσω. Κοίταξα, τα 'χασα. Μ ι α σκονι­σ μ έ ν η νεκροκεφαλή, σ τ ρ ι μ ω γ μ έ ν η ανάμεσα στην πόρτα και το σεντούκι . Τ η ν πήρα από κάτω, τ η φύσηξα, να φύγουν οι σκόνες, και τ η ν έδε ιξα στον Ρ ε τ ζ έ π .

« Τ ο θυμάσαι αυτό ; » « Π ο ι ο ; » « Α π ' ό,τι φαίνεται , δεν μπαίνε ις π ο τ έ ε δ ώ » . Άφησα τ η σ κ ο ν ι σ μ έ ν η νεκροκεφαλή στην άκρη ενός μ ι ­

κρού τραπεζιού που ήταν γ ε μ ά τ ο χαρτιά. Πήρα ένα γυάλ ι ­νο σωλήνα, τον κούνησα σαν μ ικρό παιδί , κατόπιν τον έβα­λα στην π λ ά σ τ ι γ γ α μιας σκουρ ιασμένης ζυγαριάς. Ο Ρ ε ­τ ζ έ π στεκόταν κοντά στην πόρτα και μ ε κοίταζε φοβ ισμέ­νος. Ε κ α τ ο ν τ ά δ ε ς μπουκαλάκ ια , σ π α σ μ έ ν α γυαλ ιά , σ ε ­ντούκια, κόκαλα, παλ ιές ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς , σκουριασμένα ψαλί­δια, τσ ιμπ ιδάκ ια , γ α λ λ ι κ ά β ιβλ ία ανατομίας και ιατρ ικής , κουτιά γεμάτα χαρτιά, ε ικόνες πουλιών κ ι αεροπλάνων κολ­λ η μ έ ν ε ς σε χαρτιά, ένας κύκλος μ ε επτά χρώματα, αλυσίδες μια ραπτομηχανή που, όταν ήμουνα μικρός, πατούσα το π ε ­ν τ ά λ τ η ς κι έπαιζα τον αμαξά, βιδολόγοι, μαμούνια και σαύ­ρες καρφιτσωμένα σε χαρτόνια, εκατοντάδες άδεια μπου­κάλια μ ε ε τ ι κ έ τ ε ς που γράφανε Κρατικό Μονοπώλιο, κ ά θ ε λογής σκόνες μέσα σε μπουκάλια φαρμακείου και μια γλά­στρα γ ε μ ά τ η φελλούς.

« Φ ε λ λ ο ί ε ίναι αυτοί, Φαρούκ μ π έ η ; » ρώτησε ο Ρ ε τ ζ έ π . « Ν α ι , αν θ έ λ ε ι ς , μπορε ίς να π ά ρ ε ι ς » . Φοβόταν, φαίνεται , να μ π ε ι στο δωμάτ ιο , και του έδωσα

ε γ ώ τους φελλούς. Κατόπιν , βρήκα μια μπρούντζινη πινα­κίδα, που έγραφε μ ε αραβικούς χαρακτήρες , Ιατρός Σελα­χατίν, δέχεται καθημερινά, ώρες 2-6 και 8-12. Γ ια μια στ ιγ -

Page 63: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 63

μ ή , όχι γ ιατ ί το βρήκα περ ί εργο μα, έ τ σ ι , γ ια αναμνηστ ικό , σ κ έ φ τ η κ α να πάρω την μπρούντζ ινη π ινακίδα και να την πάω στην Ιστανμπούλ, αλλά νιώθοντας παράξενη απέχθε ια γ ια τ η ν Ιστορία και το παρελθόν, τ η ν πέταξα ανάμεσα στα κάθε λογής σκονισμένα αντ ικε ίμενα . Έ π ε ι τ α κλείδωσα την πόρτα. Πηγαίνοντας μ ε τον Ρ ε τ ζ έ π προς τ η ν κουζίνα, ε ίδα στο πλατύσκαλο τον Μ ε τ ί ν . Α ν έ β α ζ ε π ά ν ω τ ι ς β α λ ί τ σ ε ς μας μουρμουρίζοντας.

Page 64: Το σπίτι της σιωπής

5

Ανέβασα ε πάνω τ ι ς αποσκευές του Φαρούκ και τ η ς Ν ι λ ­γκιούν, πήρα το μαγιό μου, φόρεσα τα καλοκαιρινά μου ρού­χα, πήρα το γ ε μ ά τ ο πορτοφόλι μου, κ α τ έ β η κ α κάτω, μ π ή ­κα στο παμπάλαιο Αναντόλ κ ι έφυγα. Κ α τ έ β η κ α μπροστά στο σπίτ ι του Β ε ν τ ά τ . Δεν είδα κανέναν εκτός από την υ π η ­ρέτρια, που ήταν στην κουζίνα. Πέρασα στο πίσω μέρος του σπιτ ιού, έσπρωξα ελαφρά το παράθυρο και ε ίδα τον Β ε ν τ ά τ ξαπλωμένο στο κ ρ ε β ά τ ι του. Π ή δ η σ α σαν γάτα στο δωμά­τ ιο και τον καπέλωσα μ ε το μαξιλάρι .

« Α σ τ ε ί α ε ίναι αυτά, ρε ζώο;» φώναξε. Χ α μ ο γ έ λ α σ α , ε ίχα πολύ καλή δ ι ά θ ε σ η . « Ε , πώς π ά μ ε ; » « Π ό τ ε ή ρ θ ε ς ; » ρώτησε . Δεν απάντησα αμέσως, περιεργαζόμουν το δωμάτιο. Ό λ α

ήταν όπως και πέρσ ι , στην ίδια θ έ σ η , το ίδιο και οι άχαρες εκε ίνες φωτογραφίες μ ε τ ις γυμνές γυναίκες. Μ ε τ ά του λέω ανυπόμονα:

« Ά ν τ ε , παιδί μου, σ ή κ ω ! » « Τ έ τ ο ι α ώρα, τ ι να κ ά ν ο υ μ ε ; »

Page 65: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 65

« Τ ι κάνε ι ο κόσμος τα α π ο γ ε ύ μ α τ α ; » ( (Τίποτα!» α Μ ή π ω ς δεν ή ρ θ ε κανείς α κ ό μ η ; » « Ό χ ι , όλοι εδώ ε ίναι , έχουμε και ν εοφερμένους» . « Κ α ι πού μ α ζ ε ύ ε σ τ ε ; » « Σ τ ο σπίτ ι τ η ς Τ ζ ε ϊ λ ά ν ! Πριν από λ ίγες μ έ ρ ε ς ή ρ θ ε ! » « Κ α λ ά , ά ν τ ε π ά μ ε » . « Η Τζε ϊλάν ακόμη θα κο ιμάτα ι » . « Τ ό τ ε , π ά μ ε να κ ά ν ο υ μ ε ένα μ π ά ν ι ο » , ε ίπα . « Ε π ε ι δ ή

όλον αυτό τον καιρό το μόνο που έκανα ήταν μαθήματα αγ­γλ ικών και μαθηματ ικών στα κ α θ υ σ τ ε ρ η μ έ ν α παιδιά των μεγαλεμπόρων και των β ιομηχάνων, δεν βρήκα ευκαιρία να κάνω ούτε ένα μ π ά ν ι ο » .

« Θ ε ς να πε ις δ η λ α δ ή πως δεν ενδ ιαφέρεσαι πια γ ια την Τ ζ ε ϊ λ ά ν ; »

« Σ ή κ ω , π ά μ ε τουλάχιστον στον Τ ο υ ρ γ κ ά ι » . « Τ ο ν Τουργκάι τον κάλεσαν στην ε θ ν ι κ ή μ π ά σ κ ε τ ε φ ή ­

βων, το ξ έ ρ ε ι ς ; » « Ο ύ τ ε κ ι αυτό μ' ενδ ιαφέρε ι , δεν παίζω μ π ά σ κ ε τ π ι α » . « Γ ι α να έχε ις χρόνο να διαβάζεις περ ισσότερο , να υπο­

θ έ σ ω ; » Δ ε ν απάντησα. Κοίταξα το η λ ι ο κ α μ έ ν ο , γ ε μ ά τ ο υγε ία,

ξεκούραστο κορμί του Β ε ν τ ά τ και σκέφτηκα : Ναι , ε ίμαι κα­λός μ α θ η τ ή ς , διαβάζω πολύ, στενοχωριέμα ι όταν δεν βγαί­νω πρώτος , κ ά τ ι τ έ το ιους σαν ε μ έ ν α ξέρω ότι τους λ έ ν ε « σ π α σ ί κ λ ε ς » , μα ο δικός μου πατέρας δεν έ χ ε ι εργοστάσια υφαντουργίας, που μ ε τ ά από δέκα χρόνια θ' αναλάβω τ η δ ιαχείρ ιση τους, ούτε αποθήκες σιδερικών ούτε εργολαβ ική ε π ι χ ε ί ρ η σ η στη Λ ι β ύ η ούτε γραφείο ε ισαγωγών και εξαγω­γών. Το μόνο που έ μ ε ι ν ε από τον συνταξιούχο φουκαρά πα-

Page 66: Το σπίτι της σιωπής

66 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τέρα μου είναι, ένας τάφος, όπου πηγα ίνουμε μια φορά το χρόνο με τ η γ ιαγ ιά μου, γ ια να κλάψε ι εκε ί όσο θέλε ι . Έ π ε ι ­τα ρώτησα:

« Γ ι ά λ έ γ ε , τ ι άλλο κάνουν οι δικοί μ α ς ; » Ο Β ε ν τ ά τ ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα και δεν ε ίχε σκο­

πό να σηκωθε ί , κουνήθηκε όμως τόσο ώστε το στόμα του να βρεθε ί στην άκρη του μαξιλαριού κ ι άρχισε να μου λ έ ε ι : Ο Μ ε χ μ έ τ γύρισε από την Α γ γ λ ί α μ ε μια κοπέλα, μια νοσο­κόμα, μ έ ν ε ι στο σπ ί τ ι τους, αλλά σε χωριστά δωμάτια, ε ί­ναι κάπου τρ ιάντα χρονών, έ γ ι ν ε φίλη μ ε τα κορίτσια τ η ς παρέας, ο Τουράν κάνε ι τ η θ η τ ε ί α του, όπως μάλλον ήξερα. Από πού να το ξέρω, σκέφτηκα, το χε ιμώνα δεν έχω σχέσεις μ ε την υ ψ η λ ή κοινωνία τ η ς Άγκυρας και τ η ς Ιστανμπούλ, μ έ ν ω ά λ λ ο τ ε στον κοιτώνα του σχολείου και ά λ λ ο τ ε στο σπ ίτ ι τ η ς θείας μου και , γ ια να βγάλω μερ ικά λεφτά, πα­ραδίνω μ α θ η μ α τ ι κ ά , α γ γ λ ι κ ά και πόκερ σε ανόητα πλου-σιόπαιδα σαν κ ι εσένα. Φυσικά, δεν τα ε ίπα αυτά στον Β ε ­ντάτ που συνέχισε να μου λ έ ε ι πως ο πατέρας του Τουράν το ε ίχε πάρε ι απόφαση ότι ο γ ιος του δεν θα γινόταν π ο τ έ άνθρωπος, γ ι ' αυτό και τον έ σ τ ε ι λ ε να κάνε ι το στρατ ιωτ ι ­κό του, μάλιστα τον άφησε να γ ίν ε ι απλός φαντάρος, δίχως να κ ινητοπο ιήσε ι γνωστούς και φίλους, μήπως έ τ σ ι έβαζε μυαλό, κ ι όταν τον ρώτησα αν κατάφερε κάτ ι μ' αυτό, ο Β ε ­ντάτ μου α π ά ν τ η σ ε πολύ σοβαρά πως δεν ήξερε και πρό­σθεσε ότι ο Τουράν ε ί χ ε έρθε ι μ ε δ ε κ α π ε ν θ ή μ ε ρ η άδεια κι ότι τα ε ίχε φτιάξε ι μ ε τ η Χουλγ ιά . Αφαιρέθηκα, βυθ ίστηκα σε σ κ έ ψ ε ι ς . Τώρα ο Β ε ν τ ά τ μ ιλούσε γ ια κάποιον Φ ι κ ρ έ τ , ν ε ο φ ε ρ μ έ ν ο , κατάλαβα ότι τον θαύμαζε, τον χαρακτήρ ιζε «σπουδαίο» , «ανοιχτόκαρδο» , κ ι όταν σε λ ίγο άρχισε να μ ι ­λάε ι γ ια το σκάφος του από φάιμπεργκλας και γ ια την ιπ-

Page 67: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 67

ποδύναμη τ η ς μηχανής του, εκνευρ ίστηκα τόσο πολύ που έ π α ψ α ν' ακούω τον τ ι π ο τ έ ν ι ο φίλο μου* αυτός το κατάλα­β ε , και σταματήσαμε την κουβέντα, σε λ ίγο όμως ξαναρχί­σαμε .

« Τ ι κάνε ι η αδελφή σου;» ρώτησε . « Σ ω σ τ ή κομουνίστρια. Ό λ η την ώρα λ έ ε ι πόσο πολύ άλ­

λ α ξ ε » . « Κ ρ ί μ α , λυπάμαι πολύ» . Αφαιρέθηκα κοιτάζοντας τ η φωτογραφία τ η ς γυμνής γ υ ­

ναίκας στον τοίχο. « Τ ο ίδιο κ ι η α δ ε λ φ ή του Σ ε λ τ σ ο ύ κ » , ε ί π ε ψ ιθυρ ιστά .

« Ε ρ ω τ ε ύ τ η κ ε , νομίζω, κάποιον! Λες κ ι η αδελφή σου ν' αγά­π η σ ε κανέναν απ' αυτούς;»

Δ ε ν απάντησα. Κουνήθηκα όλο εκνευρ ισμό και κατάλα­βε ότι το θ έ μ α μ ε δυσαρεστούσε.

« Ο αδελφός σου πώς π ά ε ι ; » ρώτησε . « Ε ί ν α ι σε α π ε λ π ι σ τ ι κ ή κ α τ ά σ τ α σ η » , ε ίπα . « Π ί ν ε ι , χο-

ντραίνε ι και τ ε μ π ε λ ι ά ζ ε ι » . Ό σ ο μ ιλούσαμε , τόσο μ ε γ ά λ ω ν ε ο εκνευρισμός μου. Του

ε ίπα θυμωμένος : «Ε ίνα ι νωθρός, σε βαθμό που είναι ανίκα­νος να π ε τ ύ χ ε ι κ ά τ ι . Π ά ν τ ω ς μ ε τ η ν α δ ε λ φ ή μου συνεν­νοούνται. Ας κάνουν ό,τι θέλουν, δεν μ' ενδ ιαφέρε ι . Η αδελ­φή μου είναι ιδεολόγος, σε βαθμό που να περιφρονεί τα χ ρ ή ­ματα, κ ι ο άλλος νωθρός, σε βαθμό που να μ η θ έ λ ε ι να κουνήσε ι το χέρ ι του γ ια να τα κερδ ίσε ι . Σ τ ο μεταξύ τ η ν πληρώνω ε γ ώ , ενώ στο οικόπεδο μας εξακολουθεί να σ τ έ ­κετα ι ολόαδειο εκε ίνο το παράξενο, παλιό, φρικτό σ π ί τ ι » .

« Μ α δεν μένουν εκε ί η γ ιαγ ιά σου κ ι ο άνθρωπος που τ η φροντ ίζε ι ; »

« Ν α ι , ε κ ε ί μένουν. Μ α θα πείραζε αν έ μ ε ν α ν στο δ ι α μ έ -

Page 68: Το σπίτι της σιωπής

68 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ρισμα μιας πολυκατοικίας που θα χτιζόταν ε κ ε ί ; Κα ι τ ό τ ε ε γ ώ δεν θα παιδευόμουνα γ ια να μάθω στα καθυστερημένα πλουσιόπαιδα τ ι ε ίναι ο άξονας τ η ς υπερβολής ή τ η σχέση του σ υ ν τ ε λ ε σ τ ή τ η ς εστ ίας μ ε τ η σταθερά r. Του χρόνου π ρ έ π ε ι οπωσδήποτε να πάω στην Α μ ε ρ ι κ ή γ ια π α ν ε π ι σ τ η ­μ ιακές σπουδές, από πού θα βρω λ ε φ τ ά ; »

α'Εχεις δ ίκ ιο» , ε ί π ε κάπως ανήσυχος. Ανησύχησα όμως κ ι ε γ ώ μ ε τ η σ κ έ ψ η μήπως ο Β ε ν τ ά τ

μ ε θεωρήσε ι εχθρό των πλουσίων. Μ ε ί ν α μ ε γ ια λ ίγο σιω­πηλοί .

« Ά ν τ ε , π ά μ ε γ ια μ π ά ν ι ο » , ε ίπα ε γ ώ . « Ν α ι , μπορε ί στο μεταξύ να ξύπνησε κ ι η Τ ζ ε ϊ λ ά ν » . « Δ ε ν ε ί μ α σ τ ε υποχρεωμένο ι να π ά μ ε ε κ ε ί » . « Μ α όλοι ε κ ε ί θα ε ί να ι » . Σ η κ ώ θ η κ ε από το κ ρ ε β ά τ ι , όπου μ έ χ ρ ι τ η σ τ ι γ μ ή ε κ ε ί ­

ν η ήταν ξαπλωμένος ακίνητος. Δεν φορούσε παρά μόνο ένα μ ικρό μαγιό . Το η λ ι ο κ α μ έ ν ο σώμα του ήταν καλοφτ ιαγμέ­νο, φαίνεται ότι τρεφόταν καλά. Χασμουρήθηκε με την ησυ­χία του, σαν άνθρωπος ξένοιαστος και καλομαθημένος .

«Θα ερχόταν κ ι η Φουντά!» Μ ' εκνεύρ ιζε το σώμα του Β ε ν τ ά τ * ίσως να εκνευριζό­

μουνα και μ' άλλα πράγματα. « Κ α λ ά , ας έ ρ θ ε ι » . « Κ ο ι μ ά τ α ι όμως α κ ό μ η » . Αποφεύγοντας να κοιτάζω το σώμα του Β ε ν τ ά τ , έ σ τ ρ ε ­

ψα το β λ έ μ μ α μου σ τ η γ υ μ ν ή γυναίκα του τοίχου. « Κ α ι γ ιατ ί δεν πας να την ξ υ π ν ή σ ε ι ς ; » ε ίπα. « Κ α λ ά λες , ας τ η ν ξυπνήσω» . Π ή γ ε να ξυπνήσε ι την αδελφή του. Σ ε λ ίγο ή ρ θ ε πάλ ι

κα ι , σαν να ζούσε μια ζωή γ ε μ ά τ η προβλήματα και σκο-

Page 69: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 69

τούρες και το κάπν ισμα του ήταν απαρα ίτητο , άναψε μ ε λαχτάρα τσ ιγάρο.

« Ε σ ύ εξακολουθείς να μην κ α π ν ί ζ ε ι ς ; » « Ν α ι » . Έ γ ι ν ε σ ιωπή . Έ φ ε ρ α μπροστά στα μάτια μου τ η Φουντά

να χουζουρεύει τ ε μ π έ λ ι κ α και να ξύνεται . Σ ε λ ίγο ε ί π α μ ε και μια-δυο χαζοκουβέντες γ ια το νερό τ η ς θάλασσας, αν είναι ζεστό ή κρύο, και στο μεταξύ μ π ή κ ε στο δωμάτιο η Φουντά.

« Β ε ν τ ά τ , πού είναι τα πέδιλα μου ; » Πέρσ ι η Φουντά ήταν κοριτσάκι, τώρα ε ίχε ψηλές , ωραίες

γ ά μ π ε ς και φορούσε ένα μικρό μπ ικ ίν ι . « Γ ε ι α σου, Μ ε τ ί ν ! » « Γ ε ι α σου». « Τ ι νέα ; Β ε ν τ ά τ , πού είναι τα πέδιλα μου ; » Τ α αδέλφια άρχισαν να τσακώνονται . Αυτός τ η ς έ λ ε γ ε

πως δεν ήταν ε κ ε ί γ ια να φυλάει τα ρούχα τ η ς , αυτή ξεφώ­νιζε λέγοντας πως προχτές ακόμη ε ί χ ε βρε ι το ψάθινο κα­πέλο τ η ς στην ντουλάπα του. Φ ο υ ρ κ ι σ μ έ ν η , βρόντηξε τ η ν πόρτα κι έφυγε , μα σε λ ίγο ε π έ σ τ ρ ε ψ ε σαν να μην ε ίχε συμ­βε ί τ ί π ο τ ε κ ι άρχισαν να συζητούν ποιος από τους δυο θα 'παιρνε το κλε ιδ ί του αυτοκινήτου από το δωμάτ ιο τ η ς μ η ­τέρας τους. Τ ε λ ι κ ά , π ή γ ε ο Β ε ν τ ά τ . Ό λ α αυτά μ' ενόχλη­σαν λ ίγο .

«Λοιπόν, Φουντά, τ ι άλλα ν έ α ; » « Τ ι νέα θ έ λ ε ι ς ; Π λ ή ξ η ! » Μ ι λ ή σ α μ ε λ ίγο . Τ η ρώτησα τ ι τ ά ξ η π ή γ α ι ν ε . Ε ί χ ε τ ε ­

λε ιώσε ι την π ρ ώ τ η λυκείου, δυο χρόνια π ή γ ε στην «προκα­τ α ρ κ τ ι κ ή » , όχι, όχι στο γερμαν ικό ούτε στο αυστριακό, στο ι ταλ ικό λύκε ιο π ή γ α ι ν ε . Μουρμούρ ισα: E q u i p e m e n t e l e -

Page 70: Το σπίτι της σιωπής

70 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

t r i q u e , B r e v e t e t y p e , A n s a l d o S a n G i o r g i a G e n o v a . . . Η Φουντά μ ε ρώτησε αν αυτά τα είχα δ ιαβάσει σε κανένα πα­κ έ τ ο δώρου που μου φέρανε από την Ιταλία, κ ι ε γ ώ τ η ς ε ί ­πα ότι στην Ιστανμπούλ, στις πόρτες των τρόλε ϊ είναι γραμ­μένα κάτ ι τ έ το ια ακαταλαβ ίστ ικα, δεν τ η ς ε ίπα όμως ότι οι ε π ι β ά τ ε ς τα διαβάζουν γ ια να περάσε ι η ώρα και να μ η σκάσουν από την π λ ή ξ η , κ ι ότι τα αποστηθίζουν, γ ιατ ί ε ίχα την εντύπωση πως, αν τ η ς έ λ ε γ α ότι μετακ ινούμαι μ ε τρό­λε ϊ , θα μ ε περιφρονούσε. Κατόπ ιν σωπάσαμε . Σ κ έ φ τ η κ α γ ια λ ίγο τ η σ ι χ α μ έ ν η ε κ ε ί ν η γυναίκα, τ η μ η τ έ ρ α τους, που έπαιρνε τον απογευματινό τ η ς ύπνο παρφουμαρισμένη και πασαλε ιμμένη μ ε κρέμες κ ι αρώματα, και περνούσε τον και­ρό τ η ς παίζοντας χαρτιά. Έ π ε ι τ α ήρθε ο Β ε ν τ ά τ κρατώντας το κλε ιδ ί του αυτοκινήτου.

Β γ ή κ α μ ε , προχωρήσαμε καμιά διακοσαριά μέτρα μ ε το αυτοκίνητο και σταματήσαμε μπροστά στο σπίτ ι τ η ς Τζε ϊ ­λάν. Φοβόμουνα μ η δε ίξω την αγωνία μου κ ι άρχισα να μ ι ­λάω:

αΠολύ άλλαξαν αυτά εδώ τα μ έ ρ η » . « Ν α ι » . Π ε ρ π α τ ή σ α μ ε πατώντας στις πλάκες πάνω στο γρασίδ ι .

Έ ν α ς κηπουρός πότ ιζε τα λουλούδια. Σ τ ο τέλος ε ίδα τα κο­ρίτσια, κι έ τ σ ι , γ ια να πω κάτ ι , ρώτησα:

« Π α ί ζ ε τ ε π ό κ ε ρ ; » « Τ ι ; » Κ α τ ε β ή κ α μ ε τ ις σκάλες. Τα κορίτσια ήταν εκε ί , ξαπλω­

μένα. Θα πρέπε ι να μ ε ε ίδαν, σκέφτηκα. Φορούσα ένα που­κάμισο που αγόρασα από του Ι σ μ έ τ μ ε τα χρήματα που κέρ­δισα στο πόκερ, το παντελόνι μου πάνω από το μαγιό ήταν μάρκας Λέβ ις * στην τ σ έ π η μου είχα δεκατέσσερις χ ιλ ιάδες

Page 71: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 71

λίρες, λεφτά που τα είχα κερδίσει, κάνοντας ένα μήνα ιδιαί­τερα σε χαζούς! Κατόπιν άρχισα να μ ιλάω έτσ ι , αφηρημένα.

« Ρ ώ τ η σ α αν πα ίζετε χαρτ ιά . . . » « Τ ι χαρτιά; Να σας συστήσω τον Μ ε τ ί ν » . Τ η Ζ ε ϊ ν έ π τ η γνώριζα. « Γ ε ι α σου, Ζ ε ϊ ν έ π , τ ι νέα ; « Κ α λ ά » . «Από δω η Φαχρουνισά, μα μην τ η λες έ τσ ι . Θυμώνε ι .

Να τ η λες Φαφά!» Η Φαφά δεν είναι όμορφη* δ ίνουμε τα χέρια. « Κ ι από δω η Τ ζ ε ϊ λ ά ν » . Έπ ιασα το χέρ ι τ η ς . Α π έ φ υ γ α να την κοιτάξω. Σ κ έ φ τ η ­

κα πως θα μπορούσα να τ η ν ε ρ ω τ ε υ τ ώ , μα τ η σ κ έ ψ η αυτή τ η βρήκα α ν ό η τ η , πολύ πα ιδ ιάστ ικη . Κοίταξα ήρεμα τ η θά­λασσα, θέλοντας να π ε ί σ ω τον εαυτό μου πως ήμουν ψ ύ ­χραιμος. Οι άλλοι μ ε είχαν κιόλας ξεχάσει και μιλούσαν μ ε ­ταξύ τους.

« Κ α ι το θαλάσσιο σκι ε ίναι δύσκολο». « Μ ι α φορά να μπορούσα να σταθώ όρθια στο νερό!» «Τουλάχιστον δεν ε ίναι τόσο επικ ίνδυνο όσο το σκι στα

χ ιόν ια!» « Τ ο μαγιό π ρ έ π ε ι να εφαρμόζει κ α λ ά » . «Πονούν τα χέρια γ ρ ή γ ο ρ α » . « Ν α ερχόταν ο Φ ι κ ρ έ τ και ν ' αρχ ίζαμε !» Ε ίχα βαρεθε ί , σ τ η ρ ί χ τ η κ α στο άλλο πόδι , ξερόβηξα. « Κ ά τ σ ε , ρ ε » , ε ί π ε ο Β ε ν τ ά τ . Π ί σ τ ε υ α πως έδινα την εντύπωση ανθρώπου σκεφτ ικού. « Γ ι α τ ί δεν κ ά θ ε σ α ι ; » ε ί π ε η Τζε ϊλάν . Τ η ν κοίταξα, ήταν όμορφη. Να ι ! Ξ α ν α σ κ έ φ τ η κ α πως θα

μπορούσα να την ε ρ ω τ ε υ τ ώ .

Page 72: Το σπίτι της σιωπής

72 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ν ά μια σ ε ζ λ ό γ κ » , ε ί π ε η Τζε ϊλάν κ ι έ δ ε ι ξ ε μ ε τ η μ ύ τ η τ η ς μια ξαπλώστρα.

Πηγαίνοντας προς τ η ν ξαπλώστρα, πρόσεξα πως τα έ π ι ­πλα στο κάτω πάτωμα του σπιτιού ήταν απαίσια. Σ τ ι ς α μ ε ­ρικάνικες ταιν ίες , σε κάτ ι τ έτο ια έ π ι π λ α κάθονται τα πλού­σια και δυστυχισμένα αντρόγυνα, και μ ε τα ποτήρια του ουί­σκι στο χέρ ι καβγαδίζουνε , συζητάνε τα προβλήματα του γάμου τους, . Θαρρείς η μυρωδιά από τα έ π ι π λ α , τον πλού­το και τ η χλ ιδή που ερχότανε από το σπ ί τ ι , θα μου έ λ ε γ ε , τ ι δουλειά έχε ις εσύ εδώ, όμως σ κ έ φ τ η κ α : Ε ί μ α ι πιο έξυ­πνος από όλους αυτούς εδώ! και η ρ έ μ η σ α . Κοίταξα τον κ η ­πουρό, που εξακολουθούσε να ποτ ίζε ι τα λουλούδια, πήρα την ξαπλώστρα, την άνοιξα, κάθισα κοντά στους άλλους, κι ενώ αναρωτιόμουν ε ίμα ι ή δεν ε ίμα ι ε ρ ω τ ε υ μ έ ν ο ς , άρχισα, κάπως αφηρημένος , να παρακολουθώ τ η συζήτηση τους.

Η Φαφά έ λ ε γ ε αστε ία , ανέκδοτα του σχολείου, η συμ­μαθήτρια τ η ς , η Τζε ϊλάν, τ η ς έ λ ε γ ε πες κι αυτό, πες κ ι εκε ί ­νο. Ό τ α ν τ έ λ ε ι ω σ α ν τα ανέκδοτα, ε μ έ ν α μ ε ε ίχε ψ ή σ ε ι ο ήλ ιος , κι εκτός αυτού, δεν είχα αποφασίσει ακόμη αν ήμουν ή δεν ήμουν ε ρ ω τ ε υ μ έ ν ο ς . Κατόπ ιν , γ ια να μ η μ ε πάρουν γ ια άξεστο που δεν ανέχετα ι τα αστε ία, αποφάσισα να πω κ ι ε γ ώ λίγα ανόητα ανέκδοτα, και τους ε ξ ή γ η σ α πώς ε ίχα­μ ε κ λ έ ψ ε ι από το γραφείο του δ ιευθυντή τ ις ερωτήσε ις των εξετάσεων, παραλείποντας βέβαια να πω ότι τ ι ς ερωτήσε ις τ ι ς πουλήσαμε σε κάποια χαζά πλουσιόπαιδα, γ ι α τ ί τ ό τ ε όλοι θα μ ε παρεξηγούσαν γ ια τ η μ ι κ ρ ή ε κ ε ί ν η κ λ ε ψ ι ά που έκανα - δεν ε ίχα, β λ έ π ε ι ς , πλούσιο πατέρα να μου δωρίσε ι σ τ η γ ι ο ρ τ ή μου το ρολόι Ω μ έ γ α που φορούσα στο χέρ ι μου. Τ η μ ι κ ρ ή ε κ ε ί ν η κ λ ε ψ ι ά θα την κρίνανε σαν μια πράξη σι­χ α μ ε ρ ή , κ ι ας ασχολούνται όλη μέρα οι πατεράδες τους μ ε

Page 73: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 73

τ έ τ ο ι ε ς δουλε ιές . Ε κ ε ί ν η τ η σ τ ι γ μ ή ακούστηκε ο θόρυβος μιας εξωλέμβ ιας που πλησίαζε . Όλοι γύρισαν και κοίταξαν. Κ α τ ά λ α β α πως ερχόταν ο Φ ι κ ρ έ τ . Τ ο σκάφος πλησίασε μ ε μ ε γ ά λ η ταχύτητα στην εξέδρα και σ τ α μ ά τ η σ ε σχηματ ίζο­ντας φυσαλίδες στη θάλασσα. Ο Φ ι κ ρ έ τ β γ ή κ ε με δυσκολία στην ξηρά.

« Τ ι νέα, πα ιδ ιά ; » ε ί π ε , και μου έρ ιξε μια ματιά. « Ν α σας σ υ σ τ ή σ ω » , ε ί π ε ο Β ε ν τ ά τ . « Ο Μ ε τ ί ν . . . ο Φ ι ­

κ ρ έ τ . . . » « Τ ι να σας κεράσω, π α ι δ ι ά ; » ρώτησε η Τζε ϊλάν . Όλο ι θέλησαν κόκα κόλα. Ο Φ ι κ ρ έ τ δεν απάντησε καν,

ζάρωσε μονάχα τα χ ε ί λ η του κ ι έ κ α ν ε μια χε ιρονομία που σήμαινε « μ ' έχουν πιάσει τα διαβολιά μου» . Έριξα μια ματιά στην Τζε ϊλάν , δεν ε ίδα καμιά αντίδραση. Μ α κατάλαβα κά­τ ι άλλο. Το ξέρω καλά αυτό το κόλπο του φίλου σας του Φ ι ­κ ρ έ τ : παίζει το ρόλο του άντρα μ ε προσωπικότητα. Αν είσαι άσχημος κ ι ανόητος, π ρ έ π ε ι τουλάχιστον να 'χε ις σκάφος που να τ ρ έ χ ε ι μ ε τ α χ ύ τ η τ α μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η του ήχου, και να έχε ις και προσωπικότητα ώστε να σε προσέχουν οι κοπέλες .

Η Τζε ϊλάν έ φ ε ρ ε τα αναψυκτ ικά. Η παρέα κάθ ισε αρκε­τ ή ώρα μ ε τα ποτήρια στα χέρια κουβεντ ιάζοντας.

« Θ έ λ ε τ ε ν' ακούσετε μ ο υ σ ι κ ή ; » « Τ ο βράδυ πού θα π ά μ ε » « Ε ί χ ε ς ένα δίσκο του Έ λ β ι ς . . . » « Ν α ι , πού ε ίναι ο δίσκος Best of Elvis;» « Δ ε ν ξέρω» . « Β α ρ ι έ μ α ι . . . » « Τ ι θες να κ ά ν ο υ μ ε ; » Αργότερα, σαν να κουράστηκαν κι από τ ις κ ο υ β έ ν τ ε ς κι

από τον ήλιο που έ κ α ι γ ε , σώπασαν, μ ε τ ά πάλι άρχισαν να

Page 74: Το σπίτι της σιωπής

74 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μ ι λ ά ν ε , πάλ ι σώπασαν και πάλ ι μ ί λ η σ α ν όταν σ τ α μ ά τ η ­σαν, ακούστηκε από το μαγνητόφωνο μια μουσ ική , και τό­τ ε ε γ ώ σ κ έ φ τ η κ α πως κάτ ι έ π ρ ε π ε επ ιτέλους να πω.

«Πολύ φ τ η ν ή μουσ ική , κατάλληλη γ ια ασανσέρ» , ε ίπα. « Σ τ η ν Α μ ε ρ ι κ ή τέτο ια μουσική την ακούνε στα μεγάλα τα­ξίδια μ ε ασανσέρ» .

« Μ ε γ ά λ α ταξίδια μ ε ασανσέρ ;» Ε ί π ε ς , Τ ζ ε ϊ λ ά ν , ναι , μ ί λ η σ ε ς , και τ ό τ ε μ ίλησα κι ε γ ώ ,

κρυφοκοιτάζοντας γ ια να β λ έ π ω αν μ ε παρακολουθείς, προ­σπαθώντας να μην καταλάβε ις ότι σε κρυφοκοιτάζω, γ ιατ ί , ναι, τ ελ ικά νομίζω πως ήμουν κιόλας ερωτευμένος, και ντρε­πόμουνα γ ι ' αυτό, όμως μίλησα, ναι , μ ίλησα, Τζε ϊλάν . Ε ί π α γ ια τ η σημασία των ταξιδιών μ ε ασανσέρ σ τ η ζωή των κα­τ ο ί κ ω ν τ η ς Ν έ α ς Υ ό ρ κ η ς , τόν ισα ότ ι το Ε μ π ά ι ρ Σ τ έ ι τ Μ π ί λ ν τ ι ν γ κ έ χ ε ι ύψος χίλια διακόσια πόδια και εκατόν δύο ορόφους, απ' όπου β λ έ π ε ι κανείς ένα πανόραμα πενήντα μ ι ­λίων, δεν ε ίπα βέβαια ότι δεν π ή γ α ποτέ σ τ η Ν έ α Υόρκη κι ότι όλα αυτά δεν τα ε ίδα, μα ήξερα πως, σύμφωνα μ ε την έκδοση του 1957 τ η ς Εγκυκλοπαίδε ιας Μπρίτάνν ικα, ο π λ η ­θυσμός τ η ς πόλης αυτής ήταν 7.891.957 κάτοικοι , ενώ, σύμ­φωνα μ ε την έ κ δ ο σ η του 1940, ήταν 7 .454.995, κ ι ενώ τα έ λ ε γ α αυτά, ακούστηκε η Φαφά να φωνάζει :

« Κ ο ί τ α ξ ε τον! Τ ' αποστήθ ισε ο σπασίκλας!» Κ ι εσύ γ έ λ α σ ε ς , Τζε ϊ λάν , και τ ό τ ε θέλησα να σας απο­

δε ίξω πως δεν ήμουνα σπασίκλας, κι α κ ό μ η , στην προσπά­θε ια μου να σας δε ίξω το βαθμό τ η ς ευφυΐας μου, ε ίπα ότι μου είναι πολύ πιο εύκολο να βρω τα πολλαπλάσια όλων των δ ιψήφιων αριθμών.

« Ν α ι » , ε ί π ε ο Β ε ν τ ά τ . « Ο τύπος έχε ι καταπληκτ ικό μυα­λό, το ξέρε ι όλο το σχολε ίο» .

Page 75: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 75

αΠόσο μας κάνουν δ ε κ α ε π τ ά επ ί σαράντα ε ν ν έ α ; » ρώ­τ η σ ε η Τζε ϊλάν .

Το βρήκα αμέσως. ((Οκτακόσια τρ ιάντα τ ρ ί α ! » « Ε β δ ο μ ή ν τ α φορές επ ί δ ε κ α τ έ σ σ ε ρ α ; » «Ενν ιακόσια ογδόντα!» «Πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι είναι σωστά;» ε ίπε η Τζε ϊ­

λάν. Ήμουν αναστατωμένος , μα χαμογελούσα. « Π ά ω να φέρω χαρτί και μολύβ ι » , ε ί π ε . Δ ε ν άντεξες το εκνευρ ιστ ικό χαμόγελο μου και τ ι ν ά χ τ η ­

κες από τ η θέση σου, Τζε ϊλάν , έτρεξες προς τα φοβερά εκε ί ­να έ π ι π λ α και γύρ ισες φ ο υ ρ κ ι σ μ έ ν η , κρατώντας το χαρτί αλληλογραφίας ενός ε λ β ε τ ι κ ο ύ ξενοδοχείου κ ι ένα α σ η μ έ ­νιο στ ιλό .

« Τ ρ ι ά ν τ α τρία επ ί ε ίκοσι ε π τ ά ; » «οκτακόσια ε ν ε ν ή ν τ α έ ν α » , «δεκαεπτά επί ε ίκοσι ε π τ ά ; » «πεντακόσια δέκα τρ ία» , «ογδόντα ένα επ ί εβδομήντα ε ν ν έ α ; » « έ ξ ι χ ιλ ιάδες τρ ιακό­σια ε ν ε ν ή ν τ α ε ν ν έ α » , « δ ε κ α ε π τ ά επ ί δ ε κ α ε ν ν έ α ; » «τρ ιακό­σια ε ί κ ο σ ι τρ ία , όχι , τρ ιακόσια ε β δ ο μ ή ν τ α τ ρ ί α » . « Ξ α ν α -πολλαπλασίασέ τα, σε παρακαλώ, Τ ζ ε ϊ λ ά ν ! » « Κ α λ ά , τρια­κόσια ε ίκοσι τ ρ ί α ! » , « ε ν ε ν ή ν τ α εννέα επ ί ε ν ε ν ή ν τ α ε ν ν έ α ; » «Αυτό είναι πολύ εύκολο: εννέα χ ιλ ιάδες οκτακόσια έ ν α ! »

Φουρκιζόσουν, Τ ζ ε ϊ λ ά ν , φουρκιζόσουν, σε βαθμό που έν ιωθα αποστροφή γ ια τον εαυτό μου.

« Α λ ή θ ε ι α , τα αποστήθ ισες σαν σπασίκλας !» Ε γ ώ α ρ κ έ σ τ η κ α να χαμογελάσω, και σ κ έ φ τ η κ α ότ ι τα

χυδαία και σκάρτα εκε ίνα β ιβλ ία που γράφουνε πως όλοι οι έρωτες αρχίζουν μ ε το μίσος πολύ πιθανό να λ έ ν ε τ η ν αλή­θεια.

Page 76: Το σπίτι της σιωπής

76 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Έ π ε ι τ α η Τζε ϊλάν π ή γ ε γ ια σκι μ ε το ταχύπλοο του Φ ι ­κ ρ έ τ κ ι ε γ ώ άρχισα να σ κ έ φ τ ο μ α ι τον α ν τ α γ ω ν ι σ μ ό , κ ι ήμουνα σίγουρος πως αυτές οι σ κ έ ψ ε ι ς θα μ ε τυραννούσαν μ έ χ ρ ι τα μεσάνυχτα , γ ι α τ ί , που να πάρε ι ο δ ιάβολος, π ί­στευα πια πως ήμουνα ε ρ ω τ ε υ μ έ ν ο ς .

Page 77: Το σπίτι της σιωπής

6

Ξύπνησα, σηκώθηκα , ντύθηκα, έβαλα τ η γραβάτα και το σακάκι μου και β γ ή κ α έξω. Ή τ α ν ένα ήσυχο, ολόλαμπρο, όμορφο πρωινό. Σ τ α δέντρα κοράκια και σπουργίτ ια. Κο ί ­ταξα τα παντζούρια. Ό λ α ήταν κλε ιστά , κοιμούνται , χ τ ε ς κ ο ι μ ή θ η κ α ν αργά. Ο Φαρούκ ή π ι ε , κ ι όσο έ π ι ν ε , η Ν ι λ ­γκιούν τον κοίταζε. Η κυρά από πάνω συνέχεια φώναζε. Ο ΙΥΙετίν δεν ξέρω τ ι ώρα ή ρ θ ε γ ια ύπνο, δεν τον άκουσα. Γ ια να μην τους ξυπνήσω, δούλεψα πολύ σιγά την αντλία, έπλυ­να μ ε κρύο νερό το πρόσωπο μου, κατόπιν μ π ή κ α μέσα , στην κουζίνα, έ κ ο ψ α δυο φ έ τ ε ς ψωμ ί , τ ι ς πήρα, π ή γ α στο κοτέτσ ι , άνοιξα την πόρτα. Οι κότες φύγανε κακαρίζοντας. Πήρα δυο αυγά, τα τρύπησα μ ε προσοχή από πάνω, τα ρού­φηξα, έφαγα και το ψωμ ί μου. Πήρα τα υπόλοιπα αυγά και γύρισα στην κουζίνα δίχως να κλε ίσω τ η ν πόρτα του κ ο τ ε -τσιού. Ξαφν ιάστηκα: η Ν ιλγκ ιούν , μ ε την τσάντα στο χ έ ­ρι, έ φ ε υ γ ε . Ό τ α ν μ ε ε ί δ ε , χαμογέλασε .

« Κ α λ η μ έ ρ α , Ρ ε τ ζ έ π » . « Γ ι α πού τ έτο ια ώρα;» « Γ ι α μπάνιο. Αργότερα θα έχε ι πολύ κόσμο. Θα ρίξω μια

βουτιά. Τ ' αυγά είναι από το κ ο τ έ τ σ ι ; »

Page 78: Το σπίτι της σιωπής

78 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ν α ι » , ε ίπα, κι ένιωσα κάπως ένοχος. «Θα πάρετε πρωι­ν ό ; »

«Θα πάρω» , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν , γ έ λ α σ ε κ ι έφυγε . Τ η ν κοίταξα από π ίσω. Μ ι α π ρ ο σ ε χ τ ι κ ή , ραφιναρισμέ­

ν η , ε π ι φ υ λ α κ τ ι κ ή γατούλα. Σ τ α γυμνά τ η ς πόδια, πέδ ιλα . Μ ι κ ρ ή , ε ίχε πολύ λ ε π τ έ ς γ ά μ π ε ς , σαν σπίρτα. Μ π ή κ α μ έ ­σα, έβαλα νερό γ ια το τσάι . Έ τ σ ι ήταν κ ι η μ η τ έ ρ α τ η ς . Τώρα είναι στο νεκροταφε ίο . Θα π ά μ ε στον τάφο τ η ς , θα προσευχηθούμε. Θυμάσαι τ η μανούλα σου; Πώς να τ η θυ­μηθε ί , ήταν τριών χρονών. Ο Ν τ ο γ ά ν μ π έ η ς ήταν καϊμα­κάμης κάπου στην Α ν α τ ο λ ή , τα τ ε λ ε υ τ α ί α καλοκαίρια τούς έστελνε εδώ. Η μητέρα σου καθόταν στον κήπο, στην αγκα­λιά τ η ς ο Μ ε τ ί ν , δ ίπλα τ η ς εσύ, όλη μέρα ο ήλιος έ π ε φ τ ε στο χλομό της πρόσωπο, μα, όταν γύριζε στο Κ ε μ ά χ , το πρό­σωπο τ η ς ήταν κάτασπρο όπως τ η μέρα που ερχόταν. Θ έ ­λ ε τ ε βυσσινάδα, μ ι κ ρ ή κυρία; τ η ρωτούσα. Ευχαριστώ, Ρ ε ­τ ζ έ π ε φ έ ν τ η , έ λ ε γ ε , άφησε την εδώ· ο Μ ε τ ί ν πάντα στην αγκαλιά τ η ς · άφηνα τ η βυσσινάδα, ύστερα από δυο ώρες ερ­χόμουν κι έ β λ ε π α το ποτήρ ι , μονάχα δυο γουλ ιές ε ίχ ε π ι ε ι . Κατόπιν ερχόταν ο κύριος Φαρούκ, ιδρωμένος και χοντρός, μ η τ έ ρ α , πείνασα, έ λ ε γ ε , κ ι έπ ιν ε όλη τ η βυσσινάδα μονο­ρούφι. Μ π ρ ά β ο του!

Έ β γ α λ α το τραπεζομάντ ιλο και το άπλωσα στο τραπέζ ι , η μυρωδιά μού τ ρ ύ π η σ ε τ η μ ύ τ η . Ο κύριος Φαρούκ χ τ ε ς έχυσε ρακί στο τραπέζ ι . Π ή γ α , πήρα το πανί, το σκούπισα. Τ ο νερό έ β ρ α σ ε , το έβαλα στην τσαγ ι έρα . Α π ό χ τ ε ς ε ί χ ε με ί ν ε ι και λ ίγο γάλα. Μάλλον αύριο θα πήγαινα στον Ν ε β ­ζάτ. Θ υ μ ή θ η κ α το καφενε ίο , αλλά συγκρατήθηκα και συ­νέχισα τ η δουλειά.

Π έ ρ α σ ε λ ί γ η ώρα. Ε ν ώ ετοίμαζα το τραπέζ ι , άκουσα τον

Page 79: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 79

κύριο Φαρούκ να κατεβα ίνε ι τ η σκάλα. Το π ε ρ π ά τ η μ α του ήταν αργό και βαρύ, τρίζανε τα σκαλοπάτια* μου θύμιζε τον παππού του. Χ α σ μ ο υ ρ ή θ η κ ε και κάτ ι μουρμούρισε.

« Τ ο τσάι είναι έ τ ο ι μ ο » , ε ίπα. « Κ α θ ί σ τ ε να σαζ φέρω το πρωινό σας».

Σ ω ρ ι ά σ τ η κ ε στην καρέκλα όπου καθόταν χ τ ε ς τ η νύχτα κι έ π ι ν ε .

« Θ έ λ ε τ ε και γ ά λ α ; » ρώτησα. « Τ ο γάλα μας είναι πολύ καλό, παχύ» .

« Ν α ι » , ε ί π ε . « Κ ά ν ε ι καλό στο στομάχι μου» . Π ή γ α στην κουζίνα. Το στομάχι . Κ ά θ ε μέρα το ποτό μα­

ζεύεται εκε ί σαν δηλητήρ ιο και στο τέλος ανοίγει μια τρύπα. Αν συνεχίσεις να πίνε ις , θα πεθάνε ις , ε ίχε πε ι η κυρά. Άκου­σες τ ι ε ί π ε ο γ ιατρός. Ο Ντογάν μ π έ η ς , μ ε σκυμμένο το κ ε ­φάλι, σκεφτόταν. Έ π ε ι τ α ε ί π ε : Καλύτερα να πεθάνω παρά να σταματήσε ι να δουλεύει το μυαλό μου, μάνα, αν σταμα­τήσω να σκέφτομαι , δεν θα μπορώ να ζήσω. Αυτό δεν είναι σ κ έ ψ η , παιδάκι μου, ε ίναι θ λ ί ψ η , μα ε ίχαν ξεχάσει πια ν ' ακούνε ο ένας τον άλλο. Αργότερα, ο Ν τ ο γ ά ν πέθανε , ενώ έγραφε εκε ίνα τα γράμματα. Ξερνούσε αίμα, όπως κι ο πα­τέρας του, ο Σελαχατ ίν , βέβαια το αίμα ερχόταν από το στο­μάχι του, κι η κυρά ξεφώνιζε κ ι έ κ λ α ι γ ε , μ ε φώναζε, λες και μπορούσα ε γ ώ να κάνω κάτ ι . Προτού π ε θ ά ν ε ι , έ β γ α λ α το μ α τ ω μ έ ν ο του πουκάμισο, του φόρεσα ένα φρεσκοσιδερω-μένο , καθαρό, και τ ό τ ε πέθανε . Θα π ά μ ε στο νεκροταφείο.

Έβρασα το γάλα και γ έ μ ι σ α το ποτήρ ι του. Έ ν α σκοτά­δι ε ίναι το στομάχι , ένας κόσμος άγνωστος, που μονάχα ο προφήτης Ιωνάς γνώρ ισε . Σαν φέρνω στο νου μου ε κ ε ί ν η τ η σ κ ο τ ε ι ν ή τρύπα, ανατριχ ιάζω. Ό μ ω ς ε γ ώ , σαν να μην έχω στομάχι* ε π ε ι δ ή ε γ ώ ξέρω τα όριά μου, δεν ε ίμα ι σαν

Page 80: Το σπίτι της σιωπής

80 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

αυτούς, ξέρω ακόμη και να ξεχνώ. Μ ό λ ι ς του π ή γ α το γά­λα, ή ρ θ ε κ ι η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν , τόσο γ ρ ή γ ο ρ α ! Τ α μαλλ ιά τ η ς β ρ ε γ μ έ ν α , ωραία.

« Ν α σας φέρω το πρωινό σας;» ε ίπα. « Η γ ιαγ ιά δεν κατεβα ίνε ι γ ια πρωινό ; » ρώτησε η Ν ι λ ­

γκιούν. « Κ α τ ε β α ί ν ε ι » , ε ίπα. «Μονάχα το πρωί και το βράδυ κα­

τ ε β α ί ν ε ι » . « Τ ο μ ε σ η μ έ ρ ι γ ιατ ί δεν κ α τ ε β α ί ν ε ι ; » « Τ η ν ενοχλε ί ο θόρυβος από τ η ν π λ α ζ » , ε ίπα. « Τ α μ ε ­

σημέρ ια τ η ς πηγα ίνω το δ ίσκο» . « Ν α π ε ρ ι μ έ ν ο υ μ ε τ η γ ι α γ ι ά ! » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Π ό τ ε

ξ υ π ν ά ε ι ; » «Θα 'χει ξυπνήσε ι προ πολλού» , ε ίπα. Κοίταξα το ρολόι

μου, οκτώ και μ ι σ ή . «Άκου , Ρ ε τ ζ έ π » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Π ή ρ α την ε φ η μ ε ρ ί ­

δα από τον μ π α κ ά λ η . Από δω και πέρα θα την παίρνω ε γ ώ κάθε πρωί » .

« Ε σ ε ί ς ξ έ ρ ε τ ε » , ε ίπα και βγήκα . « Τ ι να την κάνε ις τ η ε φ η μ ε ρ ί δ α ; » ε ί π ε ξαφνικά ο κύριος

Φαρούκ δυνατά. « Μ α θ α ί ν ε ι ς ποιοι σκότωσαν πόσους, πό­σοι απ' αυτούς ήταν φασίστες , πόσοι μαρξιστές και πόσοι αδιάφοροι, και λο ιπόν ; »

Μ π ή κ α μέσα, α ν έ β η κ α επάνω. Γ ι α τ ί αυτή η β ιασύνη, τ ι θ έ λ ε τ ε , γ ιατ ί ε ί σ τ ε άπληστοι , τ ι παραπάνω θ έ λ ε τ ε ; Εσύ δεν μπορείς να ξέρε ις , Ρ ε τ ζ έ π ! Ο θάνατος! Αν και τον φοβάμαι, σκέφτομαι το θάνατο, γ ιατ ί ο άνθρωπος είναι περ ίεργος . Η βάση τ η ς ε π ι σ τ ή μ η ς είναι η περ ι έργε ια , ε ίχ ε πε ι ο Σελαχα­τίν, κατάλαβες, Ρ ε τ ζ έ π ; Ανέβηκα επάνω, χτύπησα την πόρ­τα τ η ς .

Page 81: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 81

«Ποιος ε ί να ι ; » « Ε γ ώ ε ίμα ι , κυρ ία» , ε ίπα και μ π ή κ α μέσα. Ε ί χ ε ανοίξει την ντουλάπα κι έ ψ α χ ν ε κάτ ι να βρε ι . Κα-

μ ώ θ η κ ε πως την κλε ίνε ι . « Τ ι ε ί να ι ; » ε ί π ε . « Γ ι α τ ί ξεφωνίζουν κ ά τ ω ; » « Σ α ς περ ιμένουν γ ια το πρωινό» . « Γ ι ' αυτό ξεφωνίζουν;» Σ τ ο δωμάτιο ήταν δ ιάχυτη .η μυρωδιά τ η ς παλιάς ντου­

λάπας. Μύριζα και θυμόμουνα. « Ό χ ι » , ε ίπα. «Κάνουν α σ τ ε ί α » . « Π ρ ω ί πρωί στο τ ρ α π έ ζ ι ; » « Α ν αυτό π ε ρ ι μ έ ν ε τ ε να σας πω, ο κύριος Φαρούκ δεν

π ίνε ι . Πίνουν τ έτο ια ώρα;» « Μ η ν παίρνε ις το μέρος τους ! » ε ί π ε . « Κ α ι μ η μου λες

ψ έ μ α τ α ! Α μ έ σ ω ς το καταλαβαίνω όταν μου λες ψ έ μ α τ α ! » « Δ ε ν λ έ ω ψ έ μ α τ α » , ε ίπα. « Σ α ς περ ιμένουν γ ια το πρωι­

νό!» Έ ρ ι ξ ε μια ματιά στη μ ισάνο ιχτη ντουλάπα. « Ν α σας βοηθήσω να κ α τ ε β ε ί τ ε κ ά τ ω ; » « Ό χ ι ! » «Θα φάτε ε δ ώ ; Να σας φέρω το δ ί σ κ ο ; » « Φ έ ρ ' τον. Κα ι πες τους να ετο ιμαστούν» . «Ε ίνα ι έ τ ο ι μ ο ι » . « Κ λ ε ί σ ε την πόρτα» . Τ η ν έκλε ισα, κ α τ έ β η κ α τ ις σκάλες . Κ ά θ ε χρόνο, προτού

πάε ι στο νεκροταφε ίο , ψ ά χ ν ε ι τ η ν ντουλάπα, θαρρείς και κάτ ι θ έ λ ε ι να βρε ι , κάτ ι που ποτέ δεν β ρ ή κ ε και που ποτέ δεν φόρεσε. Τ ε λ ι κ ά φοράει το παράξενο, το φοβερό εκε ίνο χοντρό παλτό. Μ π ή κ α στην κουζίνα, πήρα ψ ω μ ί και τους το πήγα .

Page 82: Το σπίτι της σιωπής

82 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

((Διάβασε!» έ λ ε γ ε ο κύριος Φαρούκ στη Νιλγκ ιούν. «Δ ιά­βασε να δούμε πόσοι σκοτώθηκαν σήμερα!))

« Δ ε κ α ε φ τ ά » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Ε , και ποιο είναι το α π ο τ έ λ ε σ μ α ; » Η Νιλγκ ιούν κ α μ ώ θ η κ ε πως δεν άκουσε τον αδελφό τ η ς

κ ι έχωσε τ η μ ύ τ η τ η ς πιο βαθιά στην εφημερ ίδα . « Κ α μ ι ά σημασία δεν έχουν πια όλα α υ τ ά » , ε ί π ε ο Φα­

ρούκ, κάπως ικανοποιημένος . « Η κυρία δεν θα κ α τ έ β ε ι γ ια το πρωινό» , ε ίπα. « Φ έ ρ ν ω

το δικό σας». « Γ ι α τ ί δεν κ α τ ε β α ί ν ε ι ; » « Δ ε ν ξ έ ρ ω » , ε ίπα. « Κ ά τ ι ψάχνε ι στην ντουλάπα τ η ς » . « Κ α λ ά , φέρε το δ ικό μας» . «Δεσποιν ίς Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν » , ε ίπα, « κ ά θ ε σ τ ε μ ε β ρ ε γ μ έ ν ο μα­

γ ι ό , θα κρυώσετε . Α ν ε β ε ί τ ε επάνω, αλλάξτε και μ ε τ ά δια­βάζετε την εφημερ ίδα σας».

« Β λ έ π ε ι ς , ούτε σ' ακούει κ α ν » , ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. «Ε ίνα ι ακόμη νέα, τόσο, που π ιστεύε ι στις εφημερ ίδες . Δια­βάζει μ ε αγωνία γ ια τ ις δολοφονίες».

Η Νιλγκιούν μου χαμογέλασε και σ η κ ώ θ η κ ε . Κ ι ε γ ώ π ή ­γα στην κουζίνα. Να π ι σ τ ε ύ ε ι κανε ίς στις ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς ; Γ ύ ­ρισα τ ις φρυγανιές κι ετο ίμασα το δίσκο τ η ς κυράς. Α υ τ ή διαβάζει εφημερ ίδα γ ια να δε ι αν πέθανε κανένας γνωστός τ η ς η λ ι κ ι ω μ έ ν ο ς , όχι αν σ κ ο τ ώ θ η κ ε ή δολοφονήθηκε κά­ποιος νέος. Τ η ς πηγα ίνω το δ ίσκο. Κ ά π ο τ ε δυσκολεύεται να διαβάσει και να καταλάβε ι τα ονόματα, στις αγγελ ί ες θα­νάτου που δημοσιεύουν οι ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς , εκνευρ ίζεται , γ κ ρ ι ­ν ιάζε ι , κατόπιν κόβε ι την αγγελ ία . Αν δεν έ χ ε ι πολλά νεύ­ρα κ ι ε ίμα ι κοντά τ η ς , γ ε λ ά ε ι κοροϊδευτ ικά μ ε τα ε π ί θ ε τ α των νεκρών. Τ ι παράξενα ε π ί θ ε τ α είναι αυτά, ε π ί θ ε τ α που

Page 83: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 83

οδηγούν κ α τ ε υ θ ε ί α ν στην κ ό λ α σ η , τ ι νόημα έ χ ε ι αυτή η υποχρέωση να έχουμε ένα ο ικογενε ιακό όνομα; Σ κ έ φ τ η κ α : Τ ο ε π ί θ ε τ ο του πατέρα μου, που το έδωσε και σ' ε μ έ ν α , ε ί­ναι Κ α ρ α τ ά ς . * Φ α ν ε ρ ή η σημασία του. Τα ε π ί θ ε τ α ορ ισμέ­νων ανθρώπων ε ίναι α κ α τ α λ α β ί σ τ ι κ α , όπως αυτών ε δ ώ . Χ τ ύ π η σ α την πόρτα και μπήκα . Η κυρά εξακολουθούσε να ψάχνε ι στην ντουλάπα.

« Σ α ς έφερα το πρωινό σας». «Άφησε το ε κ ε ί » . «Θα π ρ έ π ε ι να φάτε αμέσως» , ε ίπα. « Ν α μην κρυώσει το

γάλα σας». « Κ α λ ά , καλά!» ε ί π ε . Το μάτ ι τ η ς δεν ήταν στο δίσκο μα

στην ντουλάπα. « Κ λ ε ί σ ε την πόρτα» . Τ η ν έκλε ισα . Α μ έ σ ω ς μ ε τ ά θυμήθηκα το ψωμ ί που φρυ-

γάνιζα, κ α τ έ β η κ α τρέχοντας. Ευτυχώς δεν ε ί χ ε καεί . Έ β α ­λα στο δίσκο το πρωινό και τα αυγά τ η ς δεσποινίδας Ν ι λ ­γκιούν και τους τα πήγα.

« Μ ε σ υ γ χ ω ρ ε ί τ ε , ά ρ γ η σ α » , ε ίπα. « Ο Μ ε τ ί ν δεν θα 'ρθει γ ια πρωινό;» ρώτησε ο κύριος Φα­

ρούκ. Ξανανέβηκα επάνω, μ π ή κ α στο δωμάτιο του Μ ε τ ί ν , τον

ξύπνησα κι άνοιξα τα παντζούρια. Γκρ ίν ιαξε , κ α τ έ β η κ α κά­τ ω , η Νιλγκ ιούν ζ ή τ η σ ε τσάι , π ή γ α στην κουζίνα, πήρα το τσάι , στο μεταξύ ε ίχε κ α τ έ β ε ι κ ι ο Μ ε τ ί ν και καθόταν στο τραπέζ ι .

« Σ α ς φέρνω αμέσως το πρωινό σας» , ε ίπα. « Τ ι ώρα ήρθες χτες το βράδυ;» ρώτησε ο κύριος Φαρούκ. « Δ ε ν θυμάμαι ! » ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . Φορούσε μονάχα μαγιό και πουκάμισο.

* Μαύρη πέτρα.

Page 84: Το σπίτι της σιωπής

84 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Άφησες καθόλου βενζ ίνη στο α μ ά ξ ι ; » ρώτησε ο κύριος Φαρούκ.

« Μ η ν ανησυχε ίς ! » ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Ε ί χ α μ ε άλλο αυτοκί­νητο . Το Αναντόλ εδώ είναι λ ί γ ο . . . »

« Λ ί γ ο , τ ι ; » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . «Διάβαζε εσύ την εφημερίδα σου, ε γ ώ μιλάω με τον αδελ­

φό μου» , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . Π ή γ α να πάρω κι άλλο τσάι . Έ β α λ α να φρυγανίσω κι άλ­

λο ψωμί . Έ φ ε ρ α το τσάι . « Γ ά λ α θ έ λ ε τ ε , κύριε Μ ε τ ί ν ; » ρώτησα. « Ό λ ο ι ρωτούν γ ια σ έ ν α » , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Κ α ι τ ι μ' αυτό ; » έκανε η Ν ιλγκ ιούν . «Παλιότερα έκανες παρέα μ ε τα κορίτσια» , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν .

«Ήσασταν πάντα μαζί. Τώρα διάβασες δυο-τρία β ιβλ ία και τ ι ς περ ιφρονε ίς» .

« Δ ε ν τ ις περιφρονώ. Απλώς δεν θέλω να τ ις δω» . « Τ ι ς περιφρονείς . Ο άνθρωπος λ έ ε ι τουλάχιστον μια κα­

λ η μ έ ρ α » . « Ε γ ώ δεν θέλω να π ω ! » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Γ ά λ α θ έ λ ε τ ε , κύριε Μ ε τ ί ν ; » ρώτησα. « Τ α β λ έ π ε ι ς ; Η ιδεολογία σ' έ χ ε ι κάνε ι α γ ε ν ή » . « Ξ έ ρ ε ι ς τ ι σημαίνε ι ι δ εολογ ία ; » ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Π ώ ς δεν ξ έρω» , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Τ η ς αδελφής μου τώρα,

τον τ ελευτα ίο καιρό, τ η ς κάνανε πλύση εγκεφάλου, το β λ έ ­πω κ α θ η μ ε ρ ι ν ά » .

« Β λ ά κ α ! » « Γ ά λ α θ έ λ ε τ ε , κύριε Μ ε τ ί ν ; » « Μ η ν τ σ α κ ώ ν ε σ τ ε , πα ιδ ιά» , ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. « Γ ά λ α θ έ λ ε τ ε , κύριε Μ ε τ ί ν ; » « Δ ε ν θ έ λ ω » , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν .

Page 85: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 85

Έ τ ρ ε ξ α στην κουζίνα, γύρισα τα ψωμιά. Τ η ς κάνανε, λέε ι , πλύση εγκεφάλου. Όσο μένουν οι βρομιές στο μυαλό τους, όσο δεν το καθαρίζουν από τ ις ψ ε υ τ ι έ ς και τ ις απάτες , δεν θα μπορέσουμε να ελευθερωθούμε , έ λ ε γ ε ο Σελαχατ ίν , αυ­τός είναι ο λόγος που γράφω χρόνια τώρα, Φ α τ μ ά , αυτός ε ί ­ναι ο λόγος. Ή π ι α μισό ποτήρ ι γάλα. Ό τ α ν ρόδισαν οι φρυ­γ α ν ι έ ς , τ ι ς π ή γ α στα παιδιά.

« Σ τ ο ν τάφο, όταν προσεύχεται η γ ιαγ ιά , να προσεύχεστε κ ι ε σ ε ί ς ! » έ λ ε γ ε ο κύριος Φαρούκ.

« Ξ έ χ α σ α τ ις προσευχές που μου ε ί χ ε μάθε ι η θε ία μου, ε ί π ε η Νιλγκ ιούν .

«Πολύ γρήγορα τ ις ξέχασες ! » ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Μ α κ ι ε γ ώ τ ις ξέχασα» , ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. «Ανοίξ­

τ ε τουλάχιστον τα χέρια σας σαν να προσεύχεστε , όπως αυ­τ ή , γ ια να μ η στενοχωρηθε ί , αυτό μονάχα».

« Μ η ν ανησυχείς , θα τα ανοίξω», ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Ε γ ώ δεν δίνω σημασία σε κάτ ι τ έ τ ο ι α » .

« Κ ά ν ε το ίδιο κ ι εσύ, Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν » , ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. « Κ α ι κάλυψε το κεφάλι σου μ ε κ ά τ ι » .

« Κ α λ ά » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Α υ τ ό δεν θα είναι αντ ίθετο μ ε την ιδεολογία σου;» ε ί­

πε ο Μ ε τ ί ν . Α ν έ β η κ α ε π ά ν ω και χ τ ύ π η σ α τ η ν πόρτα τ η ς κυράς.

Μ π ή κ α μέσα. Ε ί χ ε φάει το πρωινό τ η ς και στεκόταν μπρο­στά στην ντουλάπα.

« Τ ι ε ί να ι ; » ρώτησε . « Τ ι θ έ λ ε ι ς ; » « Θ έ λ ε τ ε άλλο ένα ποτήρ ι γ ά λ α ; » « Δ ε ν θ έ λ ω » . Πήρα το δ ίσκο, αλλά ξαφνικά έ κ λ ε ι σ ε την ντουλάπα και

φώναξε:

Page 86: Το σπίτι της σιωπής

86 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Μ η ν πλησιάζε ις ! » « Δ ε ν πλησιάζω, κυρία!» ε ίπα. « Κ α θ ώ ς β λ έ π ε τ ε , παίρνω

μονάχα το δ ίσκο» . « Τ ι κάνουν κ ά τ ω ; » « Ε τ ο ι μ ά ζ ο ν τ α ι » . « Δ ε ν μπόρεσα α κ ό μ η να δ ι α λ έ ξ ω . . . » ε ί π ε κα ι , σαν να

ν τ ρ ά π η κ ε ξαφνικά, γύρ ισε το κεφάλι τ η ς προς την ντουλά­πα.

« Κ ά ν τ ε γρήγορα, κυρία!» ε ίπα. « Ν α μ η μας π ιάσε ι ζέ­σ τ η ! »

« Κ α λ ά , καλά. Κ λ ε ί σ ε την πόρτα» . Κ α τ έ β η κ α στην κουζίνα κ ι έ β α λ α νερό γ ια τα π ιάτα .

Ή π ι α λ ίγο γάλα ακόμη και , περ ιμένοντας να ζεσταθε ί το νερό, σ κ έ φ τ η κ α το νεκροταφε ίο - ταράχτηκα, έν ιωσα άσχη­μα, σ κ έ φ τ η κ α τα πράγματα του στο πλυσταριό , τα εργα­λε ία του. Μ ε ρ ι κ έ ς φορές ο άνθρωπος θ έ λ ε ι να κ λ ά ψ ε ι στο νεκροταφείο. Ο κύριος Μ ε τ ί ν ζ ή τ η σ ε τσάι , του πήγα. Ο κύ­ριος Φαρούκ κοίταζε τον κ ή π ο καπνίζοντας. Κ α ν ε ί ς τους δεν μ ιλούσε. Μ π ή κ α μέσα, έπλυνα τα πιάτα και τα μαχαι­ροπίρουνα. Ό τ α ν ξαναπήγα κοντά τους , ο κύριος Μ ε τ ί ν ήταν έτο ιμος , ν τυμένος . Κ ι ε γ ώ γύρισα, έ β γ α λ α την ποδιά μου, έριξα μια ματιά σ τ η γραβάτα και το σακάκι μου, χ τ έ ­νισα τα μαλλιά μου, όπως στο κουρείο όταν μ ε χ τ ε ν ί ζ ε ι ο κουρέας, κο ιτάχτηκα στον κ α θ ρ έ φ τ η , χαμογέλασα και β γ ή ­κα έξω.

« Ε ί μ α σ τ ε έ τ ο ι μ ο ι » , ε ίπα. Α ν έ β η κ α επάνω. Η κυρά, επ ι τ έλους , ε ίχ ε ντυθε ί . Π ά λ ι

φορούσε εκε ίνο το απαίσιο μαύρο παλτό. Ε π ε ι δ ή η κυρά κά­θε χρόνο κόνταινε λ ίγο , ο ποδόγυρος του ακουμπούσε στο π ά τ ω μ α . Από κ ά τ ω φαίνονταν οι μ ύ τ ε ς των παπουτσιών

Page 87: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 87

τ η ς , που μοιάζανε μ ε τ ι ς μ ύ τ ε ς δύο αλεπούδων. Φορούσε μαντ ίλα. Όταν μ ε ε ί δ ε , μου φάνηκε ότι ν τ ρ ά π η κ ε λ ίγο.

« Μ ' αυτή τ η ζ έ σ τ η , θα ιδρώσετε έ τ σ ι που ν τ υ θ ή κ α τ ε » , τ η ς ε ίπα.

« Ό λ ο ι ε ίναι έ τ ο ι μ ο ι ; » ρώτησε . « Ε ί ν α ι έ το ιμο ι , κυρ ία» . Έ ρ ι ξ ε μ ια ματ ιά στην κ ά μ α ρ η , κ ά τ ι έ ψ α ξ ε , ε ί δ ε ότ ι η

ντουλάπα ήταν κ λ ε ι σ τ ή , ξανάψαξε κάτ ι να βρε ι , ξανακοί­ταξε τ η ν ντουλάπα και τ έλος στράφηκε σ' ε μ έ ν α , « Ά ν τ ε , β ο ή θ η σ ε μ ε τώρα να κ α τ έ β ω κ ά τ ω » , μου ε ί π ε .

Β γ ή κ α μ ε από το δωμάτ ιο . Ε ί δ ε που έκλε ισα την πόρτα, την έσπρωξε μ ε το χέρ ι τ η ς κ ι η ίδια. Σ τ η ν αρχή τ η ς σκά­λας δεν σ τ η ρ ί χ τ η κ ε στο μπαστούνι τ η ς μα σ' ε μ έ ν α . Κ α τ ε ­β ή κ α μ ε σιγά σιγά. Ενώ ετοιμαζόμασταν να τ η βάλουμε στο αυτοκίνητο, ήρθαν κ ι οι άλλοι .

« Κ λ ε ί σ α τ ε καλά τ ις π ό ρ τ ε ς ; » ε ί π ε . « Μ ά λ ι σ τ α , κυρ ία» , ε ίπα, μα και πάλι π ή γ α και τράβηξα

τ ις πόρτες , γ ια να σ ιγουρευτε ί ότι ήταν κ λ ε ι σ τ έ ς . Σ τ ο τέλος , δόξα τ ω Θ ε ώ , μ π ή κ ε στο αμάξι .

Page 88: Το σπίτι της σιωπής

7

Θ ε έ μου, τ ι παράξενο, μόλις ξεκ ίνησε το αυτοκίνητο, ξαφ­νικά, συγκ ινήθηκα, θαρρείς κι ε ίχα καθίσε ι στην άμαξα των πα ιδ ικών μου χρόνων, μα κατόπιν σ κ έ φ τ η κ α εσάς, εσάς τους δύστυχους του νεκροταφείου, και νόμισα πως θα 'βαζα τα κλάματα, μα όχι ακόμη Φατμά, ε π ε ι δ ή κοίταζα από το παράθυρο και σκεφτόμουνα τον Ρ ε τ ζ έ π που θα ' μ ε ν ε μόνος στο σ π ί τ ι , όταν ξαφνικά το αυτοκίνητο σ τ α μ ά τ η σ ε , περ ι ­μ έ ν α μ ε λ ίγο , κ ι ήρθε κ ι ο νάνος, μ π ή κ ε από την άλλη πόρ­τα και κάθ ισε π ίσω. Ό τ α ν ξεκ ινήσαμε , ο Φαρούκ ρ ώ τ η σ ε :

αΤις πόρτες τ ις έ κ λ ε ι σ ε ς καλά, Ρ ε τ ζ έ π ; » « Τ ι ς έκλε ισα , κύριε Φαρούκ» , ε ί π ε ο Ρ ε τ ζ έ π . Ακούμπησα την π λ ά τ η μου στο κάθισμα και « Γ ι α γ ι ά , το ακούσατε, τ ι ς έ κ λ ε ι σ ε καλά τ ις πόρτες . Μ η ν

ξαναρχ ίσετε σαν και πέρσ ι να π α ρ α π ο ν ι έ σ τ ε ότ ι μ ε ί νανε ανο ιχτές . . . »

άρχισα να τους σκέφτομαι , Σελαχατ ίν , θυμάμαι ότι πάνω από την πόρτα του κήπου, αυτήν που ε ίπανε ότι την ε ίχαν κλε ίσε ι , ε ίχες κρεμάσε ι μια μπρούντζινη πινακίδα που έγρα­φε Γιατρός Σελαχατίν, ε ίναι οι ώρες που δέχομαι , Φατμά ,

Page 89: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 89

έ λ ε γ ε ς , τους φτωχούς θα τους εξετάζω δωρεάν, θέλω συνέ­χεια να βρίσκομαι σε επαφή μ ε το λαό, λ ίγο ι ε ίναι βέβαια α κ ό μ η οι άρρωστοι μας, δεν ε ί μ α σ τ ε σε μεγαλούπολη , ζού­μ ε σε μια μακρινή παραλία, την εποχή ε κ ε ί ν η , αλήθε ια, μο­νάχα λ ίγοι φουκαράδες χωρικοί μ έ ν α ν ε σε τούτο το μέρος, τώρα, μόλις σηκώσω το κεφάλι μου, β λ έ π ω πολυκατοικ ίες , κ α τ α σ τ ή μ α τ α , κόσμο πολύ, μην κο ι τάζε ι ς , Φ α τ μ ά , στην πλαζ τους μισόγυμνους, τ ι θόρυβος, τ ι θόρυβος είναι αυτός, ο ένας πάνω στον άλλο, η κόλαση σου, Σελα χα τ ί ν , κ α τ έ ­β η κ ε σ τ η γ η , το κατάφερες , αν βέβα ια αυτή ήταν η επ ι θυ ­μία σου, γ ιά κοίτα το πλήθος, μπορε ί αυτό να λαχταρούσες να δε ις ,

« Κ ο ι τ ά ζ ε ι μ ε πολύ ενδιαφέρον η γ ιαγ ιά , έ τ σ ι δεν ε ί να ι ; » όχι, δεν κοιτάζω καθόλου, μα τα ξετσ ίπωτά σου εγγόν ια ,

Σελαχατ ίν , « Γ ι α γ ι ά , να σας κάνουμε μια μ ι κ ρ ή βόλτα ;» σαν εσένα νομίζουν ότι ε ίναι κ ι η φουκαριάρα η γυναίκα

σου, όμως τ ι να σου κάνουν τα κακόμοιρα αυτά παιδιά, έ τ σ ι μάθανε , γ ιατ ί , Σελαχατ ίν , ολόιδιο σαν εσένα τον έκανες το γ ιο σου, ούτε ο Ν τ ο γ ά ν ασχολήθηκε π ο τ έ μ ε τα παιδιά του, η θε ία τους τα φροντίζε ι , ε γ ώ δεν μπορώ, πώς αλλιώς θα μπορούσαν να γίνουν στα χέρια της θείας τους, νομίζουν πως η γ ιαγ ιά τους, πηγαίνοντας στα μνήματα, ευχαριστ ιέτα ι να β λ έ π ε ι όλες αυτές τ ις ασχήμιες , γ ε λ ι έ σ τ ε , ε γ ώ ούτε καν γ υ ­ρίζω να δω, μ ε σκυμμένο το κεφάλι ανοίγω την τσάντα μου, ν ιώθω τ η γ έ ρ ι κ η ε κ ε ί ν η μυρωδιά μου που αναδίνεται από μέσα, και τα μικρά κοκαλιάρικα χέρια μου ψάχνουν και βρί­σκουν στο σκοτάδι τ η ς τσάντας το μαντ ίλ ι μου, το παίρνω, το 'φερα στα στεγνά μάτια μου, γ ιατ ί η σ κ έ ψ η μου είναι γ ε ­μ ά τ η μ' εσάς, μονάχα μ' εσάς,

Page 90: Το σπίτι της σιωπής

90 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Τ ι έ χ ε τ ε τώρα και κ λ α ί τ ε , γ ιαγ ιά , μην κ λ α ί τ ε ! » όμως δεν ξέρουν τ η ν α γ ά π η που σας έ χ ω , ούτε ξέρουν

ότι δεν αντέχω να σας σκέφτομαι νεκρούς μια ηλ ιόλουστη μέρα σαν αυτή · ξανάφερα το μ α ν τ ί λ ι στα μάτ ια μου, δύ­στυχη ε γ ώ , μα φτάνε ι πια, Φατμά , η ζωή μου ήταν γ ε μ ά τ η π ί κ ρ ε ς , συνήθισα, ξέρω πια να τ ι ς α ν τ ι μ ε τ ω π ί ζ ω , νά, πέρα­σε κ ι αυτό, κο ι τάξτε , σήκωσα το κεφάλι μου, κοιτάζω τρ ι ­γύρω: τ ις πολυκατοικ ίες , τους τοίχους, τ ις π λ α σ τ ι κ έ ς δια­φ η μ ι σ τ ι κ έ ς επ ιγραφές , τ ις αφίσες, τ ι ς β ι τρ ίνες , τα χρώμα­τα, μα πάλι αρχίζω να σιχαίνομαι, Θ ε έ μου, τ ι ασχήμια, μην κοιτάς πια, Φ α τ μ ά , ε γ ώ

« Γ ι α γ ι ά , πώς ήταν παλιότερα αυτά εδώ τα μ έ ρ η ; » ε ίμα ι κ λ ε ι σ μ έ ν η στ ις σ κ έ ψ ε ι ς και τον πόνο μου, δεν σας

ακούω και δεν μπορώ να σας α π α ν τ ή σ ω , παλ ιότερα ε δ ώ ήταν κήπο ι , πάρκα, πού είναι τώρα όλα αυτά, ο τόπος ήταν σχεδόν έρημος και τα πρώτα εκε ίνα χρόνια, προτού ο σα­τανάς κ υ ρ ι έ ψ ε ι τον παππού σας, τα βράδια μου έ λ ε γ ε , έλα, Φ α τ μ ά , π ά μ ε μια βόλτα, να μ ε συμπαθάς, ε ίμα ι π ν ι γ μ έ ν ο ς σ τ η δουλε ιά, δεν μπορώ να σε πάω πουθενά, η ε γ κ υ κ λ ο ­παίδε ια μου μ ε κουράζει πολύ, αλλά δεν θέλω να φέρομαι δεσποτ ικά ε π ε ι δ ή δεν έχω καιρό, σαν Ανατολ ί της , θ έ λ ω να δ ιασκεδάζε ι η γυναίκα μου, να την κάνω ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν η , έλα να κ ά ν ο υ μ ε έναν π ε ρ ί π α τ ο στους κ ή π ο υ ς , να κ ο υ β ε ν τ ι ά ­σουμε , να σου πω τ ι διάβασα σήμερα, π ιστεύω στην ανα­γκαιότητα τ η ς ε π ι σ τ ή μ η ς , η κακομοιριά μας οφείλεται στην έ λ λ ε ι ψ η τ η ς ε π ι σ τ ή μ η ς στον τόπο μας, κι ε μ ε ί ς έχουμε ανά­γ κ η από μια α ν α γ έ ν ν η σ η , μια επανάσταση στην ε π ι σ τ ή μ η , ν ιώθω ότι μ ε π ε ρ ι μ έ ν ε ι ένα μ ε γ ά λ ο , πολύ μεγάλο καθήκον κ ι ευγνωμονώ τον Τ α λ ά τ πασά που μ' εξόρισε σε τούτον εδώ τον ε ρ η μ ό τ ο π ο , έ τ σ ι μου δόθηκε η ευκαιρία να μ ε λ ε -

Page 91: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 91

τ ή σ ω και να σκεφτώ, γ ιατ ί , αν δεν ήμουν σ' αυτή τ η μονα­ξιά και δεν ε ίχα τόσο χρόνο σ τ η δ ιάθεση μου, δεν θα μπο­ρούσα να βγάλω όλα αυτά τα συμπεράσματα και να νιώσω τ η σημασία του ιστορικού αυτού καθήκοντος , Φ α τ μ ά , ξ έ ­ρε ις , όλες οι σ κ έ ψ ε ι ς του Ρουσό γ ε ν ν ή θ η κ α ν στο ύπαιθρο, μέσα σ τ η φύση, φαντασίες ενός μοναχικού ανθρώπου, μα ε μ ε ί ς ε ί μ α σ τ ε δύο.

( (Μάρλμπορο, Μ ά ρ λ μ π ο ρ ο ! » Σαν σήκωσα το κεφάλι μου κι ε ίδα, τρόμαξα, έκανε να

χώσει το χέρ ι του στο αυτοκίνητο, μ η , παιδί μου, θα σε πα­ρασύρει , ευτυχώς φύγαμε από τα μ π ε τ ό ν , μ π ή κ α μ ε στην περ ιοχή μ ε τους κήπους , στις δυο πλευρές τ η ς ανηφόρας,

« Π ο λ λ ή ζ έ σ τ η δεν κάνε ι , Φαρούκ ; » όπου τα πρώτα εκείνα χρόνια, όταν βγαίναμε περίπατο μ ε

τον Σελαχατ ίν , στέκονταν μερ ικο ί φουκαράδες χωρικοί και μας χαιρετούσαν, δεν ε ίχαν αρχίσει να τον φοβούνται ακό­μ η . Κυρ γ ι α τ ρ έ , η γυναίκα μου ε ίναι πολύ άρρωστη, μπο­ρ ε ί τ ε να ' ρθε ί τ ε , ο Θεός να σας δίνε ι καλό, γ ιατ ί εκε ίνος δεν ε ί χ ε χάσει ακόμη την α ίσθηση του μέτρου , οι κακομο ίρη­δες , Φ α τ μ ά , τους λυπάμαι δεν πήρα χρήματα , τ ι να κάνω, κ ι όταν αυτός ε ίχε ανάγκη από χρήματα, οι χωρικοί δεν έρ­χονταν πια, και τ ό τ ε τα δαχτυλίδια μου, τα διαμάντια μου. . . κλε ίδωσα άραγε την ντουλάπα; Ναι , τ η ν κλε ίδωσα,

« Γ ι α γ ι ά κ α , καλά ε ί σ τ ε , έ τσ ι δεν ε ί ν α ι ; » ουφ, μα δεν μ' αφήνουν ή σ υ χ η , μ' ενοχλούν μ ε τ ις ανόη­

τ ε ς ερωτήσε ις τους· έφερα το μαντ ίλ ι μου στα μάτια, πώς ε ίναι δυνατό να 'ναι καλά μια γυναίκα όταν πηγα ίνε ι στον τάφο του άντρα τ η ς και του παιδιού τ η ς , τώρα πια

« Κ ο ι τ ά ξ τ ε , γ ι α γ ι ά , π ε ρ ν ά μ ε μπρος από το σ π ί τ ι του Ισμαήλ . Νά τ ο ! »

Page 92: Το σπίτι της σιωπής

92 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μόνο πονάω, άκου τ ι λ έ ν ε , Θ ε έ μου, εδώ ε ίναι , λ έ ε ι , το σπ ίτ ι του κουτσού, μα ε γ ώ δεν γυρίζω να κοιτάξω, το μπα-στάρδικό σου, άραγε ξέρουνε, ε γ ώ

« Ρ ε τ ζ έ π , πώζ είναι ο Ι σ μ α ή λ ; » δεν ξέρω και « Κ α λ ά . Πουλάε ι λαχε ία» . ακούω μ ε προσοχή, όχι, Φ α τ μ ά , εσύ δεν ακούς τ ίποτα . . . « Π ώ ς είναι το πόδι τ ο υ ; » ξέρε ι άραγε κανείς ότι μονάχα γ ια να προφυλάξω από την

αμαρτία τον άντρα μου, τον εαυτό μου και το γ ιο μου, « Ό π ω ς πάντα, κύριε Φαρούκ. Κουτσα ίνε ι » . έκανα ό,τι έκανα. Ξέρουν ότι έφταιξα; Τους τα δ ι η γ ή ­

θ η κ ε άραγε όλα « Ο Χασάν πώς ε ί ν α ι ; » ο τζουτζές , κ ι αυτοί αν, ε π ε ι δ ή ονειρεύονται την ισότη­

τα όπως ο παππούς κ ι ο μπαμπάς τους, « Δ ε ν πάε ι καλά στα μ α θ ή μ α τ α , έ μ ε ι ν ε μ ε τ ε ξ ε τ α σ τ έ ο ς

στα αγγλ ικά και τα μαθηματ ικά . Δ ε ν έ χ ε ι και δουλε ιά» . μου πούνε, γ ιαγ ιά , ε ίναι θε ίο ι μας. Δ ε ν το ξ έ ρ α μ ε , γ ια­

γ ιά , γ ια τ' όνομα του Θεού, Φ α τ μ ά , μ η σκέφτεσα ι , δεν ή ρ ­θες σήμερα εδώ γ ια να σκέφτεσα ι αυτά, μα ακόμη δεν ή ρ ­θαμε και θα κ λ ά ψ ω , ή δ η φέρνω το μαντ ίλ ι μου στα μάτ ια, εξάλλου, τ η μαύρη αυτή γ ια μένα μέρα, κάθονται στο αυ­τ ο κ ί ν η τ ο και κουβεντ ιάζουν γ ια τον καιρό σαν να π η γ α ί ­νουν περ ίπατο , παλιότερα, ίσως πριν από σαράντα χρόνια, μια φορά π ή γ α μ ε μ' ένα μόνιππο περ ίπατο μ ε τον Σελαχα­τ ίν , α ν ε β ή κ α μ ε τον ατέλε ιωτο ανήφορο, τ ίκ ι - τάκα, σιγά σι­γά , τ ι καλά που κ ά ν α μ ε , Φατμά, έ τ σ ι όπως μ' έ χ ε ι απορρο­φήσε ι η εγκυκλοπαίδε ια , δεν έχω καιρό γ ια ε κ δ ρ ο μ έ ς , κρί­μα που δεν πήρα ένα μπουκάλι κρασί και βραστά αυγά, να

Page 93: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 93

καθίσουμε στην εξοχή , να πάρουμε καθαρό αέρα, να χαρού­μ ε τ η φύση, κ ι όχι να φάμε μ έ χ ρ ι σκασμού όπως οι Ανατο­λ ί τ ε ς , τ ι ωραία που φαίνεται η θάλασσα από δω, στην Ε υ ­ρώπη αυτό το λ έ ν ε π ικν ίκ , ε κ ε ί όλα τα κάνουν μ ε μέτρο , ας ε λ π ί σ ο υ μ ε , Φ α τ μ ά , πως κ ι ε μ ε ί ς κάποια μέρα θα προκό­ψουμε , αυτό μπορε ί τα παιδιά μας να μην το δουν, όμως τα εγγόν ια μας πιθανόν να 'χουν την τ ύ χ η

« Φ τ ά σ α μ ε , γ ιαγ ιά , φτάσαμε ! Κ ο ι τ ά ξ τ ε » . και τ ό τ ε , όλοι μαζί, σε μια εποχή που η ε π ι σ τ ή μ η θα επ ι ­

κρατήσε ι , τα εγγόν ια μας θα ζούνε ευτυχ ισμένα σ τ η χώρα μας που δεν θα δ ιαφέρε ι από τ ις χώρες τ η ς Ευρώπης , όμως τα εγγόν ια μου έρχονται στον τάφο σου, Σελαχατ ίν , κ ι όταν σ τ α μ ά τ η σ ε η μ η χ α ν ή του αυτοκινήτου, λαχτάρησε η καρ­διά μου, πόσο ήρεμα είναι εδώ, σ τ η ζ έ σ τ η τα τζ ιτζ ίκ ια , ο θάνατος στα ενενήντα , κ α τ έ β η κ α ν κ ι άνοιξαν την πόρτα,

« Ε λ ά τ ε , γ ιαγ ιά , δώστε μου το χέρ ι σας» . πόσο εύκολα κ α τ έ β α ι ν ε ς από τ η ν άμαξα και πόσο δύ­

σκολο να κ α τ ε β α ί ν ε ι ς από το π λ α σ τ ι κ ό αυτό αυτοκ ίνητο , Θεός φυλάξοι, αν π έ σ ω , αμέσως θα πεθάνω και θα μ ε θά-ψουνε επ ι τόπου , μπορε ί να χαρούν,

« Ν α ι , έ τσ ι ! Π ι ά σ τ ε το χέρ ι μου, ακουμπήστε επάνω μου, γ ι α γ ι ά » .

μπορε ί και να λυπηθούν, ήμαρτον, τ ι ε ίναι αυτά που σ κ έ ­φτομαι τώρα, β γ ή κ α έξω, προχωρώντας ανάμεσα από τα­φ ό π ε τ ρ ε ς , μ ε τον έναν αριστερά και τον άλλο δεξ ιά μου, Θ ε έ μου, συγχωρά μ ε , πόσο μ ε τρομάζουν οι ταφόπετρες ,

« Έ χ ε τ ε τ ίποτα, γ ι α γ ι ά ; » μια μέρα, θα μπω κι ε γ ώ μέσα σ' αυτή τ η ζ έ σ τ η στις μυ­

ρωδιές από ξεραμένα χόρτα, ολομόναχη, ε γ κ α τ α λ ε ι μ μ έ ν η , « Π ο ύ είναι λο ιπόν ; »

Page 94: Το σπίτι της σιωπής

94 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

σ' έναν από τους τάφους αυτούς, έλα τώρα, μ η σ κ έ φ τ ε ­σαι, Φατμά ,

«Από δω, κύριε Φαρούκ!» γ ιά κοίτα εδώ, μ ι λ ά ε ι ακόμη ο τζουτζές , γ ια ν' αποδε ίξε ι

πως ξέρε ι καλύτερα από τα εγγόν ια του πού είναι ο τάφος, ε π ε ι δ ή ε ίμα ι γ ιος του μήπως θ έ λ ε ι ς να πε ι ς , μα κ ι οι άλλοι μόλις δούνε τον τάφο του πατέρα και τ η ς μ η τ έ ρ α ς τους,

« Ε δ ώ ε ίνα ι ! » ε γ ώ , « Φ τ ά σ α μ ε , γ ιαγ ιά , εδώ ε ίνα ι ! » καρδιά μου, θα κ λ ά ψ ω , νά, εδώ ε ί σ τ ε , δυστυχισμένες μου

α γ ά π ε ς , α φ ή σ τ ε το χέρ ι μου, α φ ή σ τ ε μ ε μ ό ν η μ' αυτούς, σκούπισα τα δάκρυα μου μ ε το μαντ ίλ ι , έ τ σ ι που σας ε ίδα εδώ, Θ ε έ μου, γ ιατ ί άραγε δεν πήρες και τ η δ ι κ ή μου ψυ­χ ή , ήμαρτον , ξέρω βέβα ια , ε γ ώ ούτε μια φορά δεν παρα­σύρθηκα από το σατανά, μα δεν ήρθα εδώ γ ια να σας κα­τ η γ ο ρ ή σ ω , θέλω να κ λ ά ψ ω , φύσηξα τ η μ ύ τ η μου, κράτησα γ ια μια σ τ ι γ μ ή την αναπνοή μου, άκουσα τα τζ ιτζ ίκ ια, έβα­λα το μαντ ίλ ι μου στην τ σ έ π η , άνοιξα τα χέρια μου, προ­σεύχομαι γ ια σας στο Θεό , η προσευχή μου τ έ λ ε ι ω σ ε , σ η ­κώνω το κεφάλι μου, κ ι αυτοί έχουν ανοιχτά τα χέρια, μπρά­βο, η Νιλγκιούν έχε ι σκεπάσε ι το κεφάλι τ η ς μ' ένα μαντίλ ι , μα τούτο τον ξ ιπασμένο νάνο τον σιχαίνομαι, Θ ε έ μου, συγ­χώρεσε μ ε , δεν α ν τ έ χ ω να β λ έ π ω έναν άνθρωπο να καυ­χ ι έτα ι γ ιατ ί ε ίναι μπάσταρδος, να προσεύχεται δήθεν πολύ, γ ια να δε ί ξ ε ι πως σ' αγαπάε ι περ ισσότερο απ ' όλους μας, Σελαχατ ίν , ποιον νομίζε ις ότι θα γ ε λ ά σ ε ι ς , τζουτζέ , αν ε ίχα τώρα το μπαστούνι μου, πού να 'ναι άραγε, τ ι ς πόρτες λες να τ ι ς κ λ ε ί σ α ν ε , μα τώρα ε γ ώ μονάχα ε σ έ ν α σ κ έ φ τ ο μ α ι , ε γ κ α τ α λ ε ι μ μ έ ν ο ς κάτω από μια ταφόπετρα, θα μπορούσες

Page 95: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 95

π ο τ έ να το δ ιανοηθείς πως μια μέρα εδώ στην ταφόπετρα σου θα διάβαζα

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ ΣΕΛΑΧΑΤΙΝ ΝΤΑΡΒΙΝΟΓΛΟΥ

1881-1942 ΥΠΕΡ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ

και θα προσευχόμουνα, Σ ε λ α χ α τ ί ν , μα εσύ ήσουν άπιστος και τώρα η ψυχή σου ταλαιπωρε ίτα ι στην κόλαση, Θ ε έ μου, δεν θέλω να το π ι σ τ έ ψ ω , μα δεν φταίω ε γ ώ γ ι ' αυτό, συχνά του έ λ ε γ α , πες « ή μ α ρ τ ο ν » , Σελαχατ ίν , κ ι αυτός μ ε κορόι­δ ε υ ε , στενόμυαλη γυναίκα, ανόητη γυναίκα, σου κάνανε κ ι εσένα πλύση εγκεφάλου, δεν υπάρχει ούτε Θεός ούτε άλ­λος κόσμος, ο άλλος κόσμος είναι ένα χοντρό, απαίσιο ψ έ ­μα αυτών που θέλουν να μας επ ιβάλλοντα ι , να μας εξουσιά­ζουν. Γ ι α ν' αποδε ίξουμε την ύπαρξη του Θεού, δεν έχουμε τ ίποτα εκτός από σχολαστικές ανοησίες . Τ ο μόνο που μας μ έ ν ε ι ε ίναι η α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α και τα γ ε γ ο ­νότα, που ε ί μ α σ τ ε σε θ έ σ η να ξέρουμε τ ι ς μεταξύ τους σχέ­σεις , έχω λοιπόν καθήκον ν' αποδείξω στους λαούς τ η ς Ανα­τολής την ανυπαρξία του Θεού, ακούς, Φατμά, ήμαρτον, Φα­τ μ ά , τ ι ε ίναι αυτά που λ ε ς , θ έλω να σε σκέφτομα ι , Σ ε λ α ­χατίν, όπως ήσουν τ ό τ ε , πριν παραδοθείς στο σατανά, θέλω να σκέφτομαι τ ις πρώτες εκε ίνες μ έ ρ ε ς , όχι μονάχα ε π ε ι δ ή π ρ έ π ε ι να σκεφτόμαστε καλά πράγματα γ ια τους νεκρούς μας, μα και γ ιατ ί εσύ ήσουν πραγματ ικά ένα παιδί , κ ι όπως έ λ ε γ ε ο πατέρας μου, μ ε λαμπρό μέλλον , που καθόταν ήσυ­χα ήσυχα στο ιατρείο του , καθόταν, ο Θεός ξέρε ι τ ι έ κ α ν ε μ ε τους δύστυχους εκε ίνους αρρώστους, μα τον ε π ι σ κ έ π τ ο -

Page 96: Το σπίτι της σιωπής

96 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

νταν και β α μ μ έ ν ε ς Ευρωπαίες , κλε ίνονταν στο ιατρείο του, έρχονταν κ ι οι άντρες τους , ε γ ώ , στο δ ιπλανό δ ω μ ά τ ι ο , ήμουν ανήσυχη , μ η βάζεις κακό στο νου σου, Φ α τ μ ά , ναι , ναι , μπορε ί κ ι όλα να έγ ιναν εξα ιτ ίας τους , μόλις ε ί χ α μ ε ε γ κ α τ α σ τ α θ ε ί ε δ ώ , ε ί χ α μ ε δυο-τρε ις π ε λ ά τ ε ς , αρρώστους τους έ λ ε γ ε εκε ίνος, ε ίχαμε καταφέρε ι να εξασφαλίσουμε κά­ποια πελατε ία , κάτ ι που ήταν όντως πολύ δύσκολο, εντάξε ι , Σελαχατ ίν , στο θ έ μ α αυτό σε δ ικαιώνω, μόνοι π ε λ ά τ ε ς σου στην αρχή ήταν μερ ικο ί ψαράδες κι άλλοι λ ίγο ι α κ α μ ά τ η -δες χωριάτες που έρχονταν από μακρινά χωριά κ ι ολημερ ίς τ ε μ π έ λ ι α ζ α ν στο καφενε ίο τ η ς παλιάς αποβάθρας, αυτοί όμως δεν αρρωσταίνουν, ζουν στην ύπαιθρο, κ ι αν αρρω­στήσουν, δεν το καταλαβαίνουν, κι αν το καταλαβαίνουν, δεν πάνε σε γ ιατρό, εξάλλου ποιος θα 'ρθε ι , δυο-τρία σπίτ ια είναι, κι άλλοι τόσοι ανόητοι χωριάτες , έλ εγες * παρ' όλα αυ­τά ακούστηκε τ ' όνομα του, κι άρχισαν να 'ρχονται άρρω­στοι από το Ιζμίτ , από την Γ κ έ μ π ζ ε οι περισσότεροι , από τα Τούζλα έρχονταν μ ε βάρκες , αλλά μόλις άρχισε να κερδ ίζε ι χρήματα τα 'βαλε μ ε τους αρρώστους, Θ ε έ μου, ε γ ώ , από το δ ιπλανό δωμάτ ιο , τον άκουγα, τ ι ά λ ε ι ψ ε ς στην π λ η γ ή , πρώτα καπνό, κυρ γ ι α τ ρ έ μου, μ ε τ ά κοπριά, πώς ε ίναι δυ­νατόν, αυτά ε ίναι γ ιατροσόφια, υπάρχε ι ε π ι σ τ ή μ η , και το παιδί αυτό τ ι έ χ ε ι , π έ ν τ ε μ έ ρ ε ς τώρα, γ ι α τ ρ έ μου, έ χ ε ι πυ­ρετό , γ ι α τ ί δεν το φ έ ρ α τ ε εγκα ίρως , πώς να το φ έ ρ ν α μ ε , κυρ γ ι α τ ρ έ , έ β γ α λ ε φουρτούνα, δεν το ε ί δ α τ ε , θα το πεθά­ν ε τ ε , ρε , το παιδί, αν έτσ ι το θέλε ι ο Θεός, τ ι να γ ίνε ι , ποιος Θεός, ρε , Θεός δεν υπάρχει , ο Θεός πέθανε , ω Θ ε έ μου, πες , ήμαρτον , Σ ε λ αχατ ίν , τ ι ήμαρτον , ρε α ν ό η τ η γυναίκα, κα­θόλου δεν δ ιαφέρε ις από κείνους τους χαζούς χωριάτες , λες β λ α κ ε ί ε ς , μ ε κάνε ις να ντρέπομαι , βάλθηκα να φέρω στον

Page 97: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 97

σωστό δρόμο τον κόσμο, μα δεν μπορώ ούτε τ η γυναίκα μου να λ ο γ ι κ έ ψ ω , πόσο ανόητη ε ίσαι , κατάλαβε το πια αυτό και δώσε βάση στα λόγια μου, μα εσύ θα χάσεις και τους αρρώ­στους που έχε ι ς , Σελαχατ ίν , κι όσο του το έ λ ε γ α , τόσο αυ­τός , θαρρε ίς , π ε ί σ μ ω ν ε , παρακολουθούσα από το δ ιπλανό δωμάτ ιο , και τ ι δεν τ η ς έ λ ε γ ε ε κ ε ί ν η ς τ η ς κακόμοιρης , που έ κ α ν ε τόσο δρόμο μ ε τον άντρα τ η ς γ ια να 'ρθε ι να εξετα­στε ί , π ρ έ π ε ι η γυναίκα σου να γδυθε ί , μου σπάσατε τα νεύ­ρα, μ ί λ η σ ε τ η ς , ρε κουτέ χ ω ρ ι ά τ η , δεν γ δ ύ ν ε τ α ι , τ ό τ ε κ ι ε γ ώ , δεν την εξετάζω, να π ά τ ε στο διάβολο, δεν θα υποκύ­ψω στις ανόητες π ε π ο ι θ ή σ ε ι ς σας, αμάν, κυρ γ ιατρέ μου, γ ια όνομα του Θεού, δώσε μας ένα φάρμακο, όχι , αν δεν γδυθε ί η γυναίκα σου, δεν σας δίνω φάρμακο, να π ά τ ε στο διάβολο, σας ξεγελούν μ ε το ψ έ μ α του Θεού, ήμαρτον, έπρε ­πε τουλάχιστον να κρατάς τ η γλώσσα σου, να μην τους μ ι ­λάς έ τ σ ι , όχι, ε γ ώ δεν φοβάμαι κανέναν, ποιος ξέρε ι τ ι λ έ ­νε γ ια μένα , ε ίναι άθεος ο γ ιατρός , μην π η γ α ί ν ε τ ε σ' ε κ ε ί ­νον το σατανά, δεν ε ί δ α τ ε τ η νεκροκεφαλή που έχε ι πάνω στο τραπέζ ι , και το δωμάτ ιο του ε ίναι γ ε μ ά τ ο β ιβλ ία, έ χ ε ι και κάθε λογής ε ρ γ α λ ε ί α που κάνουν μάγ ια , φακούς που τους ψύλλους τους κάνουν κ α μ ή λ ε ς , σωλήνες που βγάζουν καπνούς, έχε ι και ψόφιες , ξ εραμένες χελώνες , μην πηγα ί ­ν ε τ ε , ποιος λογικός άνθρωπος, αν δεν τον αναγκάσουνε, θα δ ε χ τ ε ί να παραδώσει τον εαυτό του σ' αυτό τον άπιστο, σ' αυτόν πας γερός και β γ α ί ν ε ι ς άρρωστος , Θεός φυλάξοι , όποιος περάσε ι το κατώφλι του σαλεύε ι ο νους του, τ ις προ­άλλες ε ί π ε σ' έναν άρρωστο που κουβαλήθηκε από τ η Γ ι α -ρίμτζα, εσύ φαίνεσαι άνθρωπος λογικός, νομίζω πως μπορώ να σου έχω ε μ π ι σ τ ο σ ύ ν η , πάρε αυτά τα κ ε ί μ ε ν α και π ή γ α ι ­νε στο καφενείο του χωριού να τα διαβάσεις στους χωριάτες,

Page 98: Το σπίτι της σιωπής

98 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

έχω γ ρ ά ψ ε ι πώς μπορούν ν' αντ ιμετωπίσουν τον τύφο και τ η φυματ ίωση, γράφω ακόμη ότι δεν υπάρχει Θεός, τρέχα και δ ιάβασε τα, θ' απαλλαγε ί το χωριό από πολλά κακά, αν μπορούσα να σ τ ε ί λ ω σε κ ά θ ε χωριό ένα λογ ικό άνθρωπο όπως εσύ, κ ι αν αυτός ο άνθρωπος κ ά θ ε βράδυ μάζευε το χωριό στο καφενε ίο και δ ιάβαζε κεφάλαια από τ η ν ε γ κ υ ­κλοπαίδε ια μου, ο λαός αυτός οπωσδήποτε θα γ λ ί τ ω ν ε , μα θα π ρ έ π ε ι το ταχύτερο δυνατό να συμπληρώσω την ε γ κ υ ­κλοπαίδε ια μου, τ ι να γ ίν ε ι όμως που η δουλειά παρατρα­βάει σε μάκρος κι αυτή η αναπαραδιά μ ε τ σ ά κ ι σ ε , τα δια­μαντικά σου, Φατμά, τα δαχτυλίδια σου, η κ ο σ μ η μ α τ ο θ ή κ η σου - ο ι πόρτες ε ίναι σίγουρα κ λ ε ι σ τ έ ς - μα, όχι, π ε ρ ι τ τ ό , γ ιατ ί μονάχα λ ίγοι απελπ ισμένο ι άρρωστοι, που τ ίποτα πια δεν φοβούνται, και κάποιοι άλλοι που, μόλις μπουν από τ η ν πόρτα του κήπου , μετανιώνουν πικρά μα δεν φεύγουν, γ ια­τ ί φοβούνται μην εκνευρίσουν το σατανά, περνούν το κα­τώφλι μας, κανένας άλλος άρρωστος δεν έρχετα ι πια στο ιατρείο σου, εσύ όμως αδιαφορείς, Σελαχατ ίν , μπορε ί αιτία να 'ναι τα δ ιαμαντ ικά μου, δεν έρχονται πια άρρωστοι, και καλά κάνουν, έ λ ε γ ε ς , σαν έ β λ ε π ε ς εκείνους τους ανόητους, μα ε μ έ ν α είχαν σπάσε ι τα νεύρα μου, ήμουν α π ε λ π ι σ μ έ ν η , πολύ δύσκολο να π ι σ τ έ ψ ε ι ς ότι τα ζώα αυτά μπορούν να γ ί ­νουν άνθρωποι , έ λ ε γ ε ς , τ ι ς προάλλες , κουβεντ ιάζοντας μ' έναν απ' αυτούς, πόσες μοίρες ε ίναι το άθροισμα των γ ω ­νιών ενός τρ ιγώνου, του λ έ ω , ήξερα βέβαια πως ο φουκαράς εκε ίνος χωριάτης π ρ ώ τ η φορά άκουγε τ η λ έ ξ η τρίγωνο, μα πήρα μολύβι και χαρτί και του ε ξ ή γ η σ α , ή θ ε λ α να δω μ έ χ ρ ι ποιο σ η μ ε ί ο δουλεύει το μυαλό τους, δεν φταίνε όμως αυτοί οι κακομο ίρηδες , Φ α τ μ ά , το κράτος δεν φρόντισε π ο τ έ να τους μάθε ι γράμματα , δεν θ έ λ ε ι να τους ξεστραβώσε ι , αχ,

Page 99: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 99

πόσες ώρες προσπαθούσα να του δώσω να καταλάβε ι , και τ ι δεν του ε ίπα, μ ε κοίταζε σαν χαζός, φοβισμένα, αχ, ανόη­τ η γυναίκα, ακριβώς όπως μ ε κοιτάζε ις τώρα εσύ, σαν να β λ έ π ε ι ς το σατανά, ε γ ώ ε ίμα ι ο άντρας σου, κ α η μ έ ν η μου, ναι, αλλά είσαι κ ι ο σατανάς, Σελαχατ ίν , και τώρα βρ ίσκε­σαι στην κόλαση, σ τ η φωτιά τ η ς κόλασης, δαίμονες, καζά­νια που βράζουν, ή μήπως ο θάνατος ε ίναι όπως έ λ ε γ ε ς εσύ ότι ε ίναι , ε γ ώ ανακάλυψα το θάνατο, Φ α τ μ ά , μου ε ίχε π ε ι , άκουσε μ ε , αυτό ε ίναι το πιο σ η μ α ν τ ι κ ό , ε ίναι τόσο φοβε­ρός ο θάνατος που δεν αντέχω να σε σκέφτομαι μέσα στον τάφο, φοβάμαι, και

α Ε ί σ τ ε καλά, γ ι α γ ι ά ; » ξαφνικά ζαλ ίστηκα, μου φάνηκε πως θα σωριαζόμουνα

κάτω, μα μ η χολοσκάς, Σελαχατ ίν , θ έ λ ε ι ς δεν θ έ λ ε ι ς , γ ια μια τ ε λ ε υ τ α ί α φορά

«Αν θ έ λ ε τ ε , καθ ίστε εδώ, γ ιαγ ιά , να ξαποστάσετε ! » θα προσευχηθώ γ ια ν' αναπαυτεί η ψυχή σου, σωπάσα-

ν ε , ακούω ένα αμάξι που περνάει από το δρόμο, κατόπιν τα τζ ιτζ ίκ ια , και, τ ε λ ι κ ά , αμήν , βγάζω το μαντ ίλ ι μου, σκου­πίζω τα μάτια μου, και τώρα έρχομαι σ' εσένα, παιδί μου, σ' εσένα ο νους μου κ ι ο συλλογισμός μου, μα πρώτα ε ίπα να επ ισκεφθώ τον πατέρα σου, κακόμοιρο, άμυαλο, άτυχο παι­δί μου,

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΟΥ

ΝΤΟΓΑΝ ΝΤΑΡΒΙΝΟΓΛΟΥ 1915-1967

ΥΠΕΡ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ

Page 100: Το σπίτι της σιωπής

100 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τώρα προσεύχομαι γ ια σένα, φτωχό μου, α π ε λ π ι σ μ έ ν ο , δυστυχισμένο, ορφανό μου, κακότυχό μου παιδί , ε ίσαι κι εσύ εδώ, αμάν, Θ ε έ μου, ξαφνικά μου φ ά ν η κ ε , γ ια μια σ τ ι γ μ ή , ότι δεν έχε ις πεθάνε ι , πού είναι το μαντίλ ι μου, μα, μέχρ ι να το βρω, ξέσπασα σε λυγμούς,

« Γ ι α γ ι ά , γ ιαγ ιά , μην κ λ α ί τ ε ! » άρχισα να τ ρ έ μ ω , αν δεν μ ε πλησίαζαν, αν δεν προλά­

βαιναν, νόμισα πως θα σωριαζόμουνα κάτω, Θ ε έ μου, πόσο άτυχη ε ίμα ι , να βρίσκομαι τώρα στον τάφο του παιδιού μου, τ ι έκανα και μ ε τ ιμωρε ίς έτσ ι , ήμαρτον, ε γ ώ έκανα ό,τι μπο­ρούσα, δεν το 'θελα αυτό, παιδί μου, Ν τ ο γ ά ν , πόσες φορές σου ε ίπα, πρόσεχε, μ η μ ιμηθε ίς τον πατέρα σου, σ' έ σ τ ε ι λ α μάλιστα και εσωτερ ικό στο σχολείο, παιδάκι μου, κ ι όταν ακόμη δεν ε ίχαμε καθόλου χρήματα, σε εποχή που ζούσαμε πουλώντας τα δ ιαμαντικά μου, τα δαχτυλίδια που μου είχαν δώσει προίκα ο μακαρίτης ο παππούς κ ι η μακαρίτ ισσα η γ ιαγ ιά μου, δεν σου ε ίπα τ ίποτα και σ' έ σ τ ε ι λ α στα καλύτε­ρα σχολεία, τα απογεύματα του Σαββάτου ερχόσουνα αργά στο σπίτ ι , ο μπεκρής ο πατέρας σου δεν ερχόταν στο σταθ­μό να σε πάρε ι , κι ενώ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μου αποσπάσει χρήματα, γ ια να δημοσιεύσε ι εκε ίνα τα ανόητα κ ε ί μ ε ν α του, τα γ ε μ ά τ α βλαστήμ ι ες , ε γ ώ εκε ίνες τ ις παγε­ρές χε ιμων ιάτ ικες νύχτες παρηγοριόμουνα μ ε τ η σ κ έ ψ η ότι ο γ ιος μου τουλάχιστον σπουδάζει σε γαλλ ικό σχολείο, αλλά ξαφνικά, τ ι να δω, αντί να γ ίνε ις σαν εκείνους κι εσύ, αρχι­τέκτονας ή έμπορος, π ή γ ε ς και γράφτηκες σ' εκε ίνη τ η σχο­λ ή , ή θ ε λ ε ς να γ ίνε ις πολιτ ικός, ξέρω,.εσύ και πρωθυπουργός μπορούσες να γ ίνε ις , μα δεν ήταν κρίμα για ένα παιδί σαν εσένα, μητέρα , η χώρα μονάχα με την πολ ι τ ική θα βελτ ιω­θε ί , εσύ θα την έσωζες τ η χώρα, άμυαλο μου παιδί , δεν πρό-

Page 101: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 101

φτασα να το πω, κ ι ήρθε στις δ ιακοπές, κουρασμένος, ονει­ροπόλος· Θεέ μου, τ ι άτυχη που ήμουνα, ε ίχες αρχίσει ή δ η να πηγαίνε ις πέρα-δώθε στο δωμάτιο , σκεφτ ικός, ίδιος ο π α τ έ ­ρας σου, σ' ε κ ε ί νη την ηλ ικ ία άρχισες και να καπνίζε ις , γ ια­τ ί τόσο σεκλέτ ι , τόσο μαράζι, παιδί μου, ε ίπα, κ ι εσύ, φταίει η κατάσταση τ η ς χώρας, ε ίπες , μάνα, και, γ ια να ξεσκάσεις λ ίγο , γ έ μ ι σ α τ ις τ σ έ π ε ς σου μ ε λεφτά, πήγα ινε στην Ισταν­μπούλ, γ λ έ ν τ α , βγες μ ε κορίτσια, να ξεσκάσεις , δεν σου εί­πα; Δεν σου έδωσα και τα ροζ μαργαριτάρια μου κρυφά από τον πατέρα σου, να τα πουλήσεις στην Ιστανμπούλ, να δια­σκεδάσεις , πού να 'ξερα πως θα παντρευόσουν αμέσως μ ε το χλομό κι άχαρο εκε ίνο κοριτσάκι και θα το 'φερνες στο σπί­τ ι , ε γ ώ σου έλεγα να επ ιμε ί ν ε ι ς στη δουλειά σου, να μην πα­ραιτηθείς 'από κα ϊμακάμης , μπορεί να γ ίνε ις και βουλευτής, σε λ ίγο καιρό θα προαχθείς σε νομάρχη, δεν σου το 'πα, όχι, μάνα δεν αντέχω άλλο, όλα είναι αηδιαστικά, βρόμικα, σι­χάθηκα, κακόμοιρο παιδάκι μου, γ ιατ ί κ ι εσύ, όπως όλοι, δεν πας από τ η δουλειά σου στο σπίτ ι σου, μα ξέρω, ε ίπα μια μ έ ­ρα που εκνευρίστηκα, είσαι τ ε μ π έ λ η ς και δειλός σαν τον πα­τέρα σου, δεν έχε ις το θάρρος να δε ις κατάματα τ η ζωή, να ζεις μ ε τους ανθρώπους, είναι πιο εύκολο βέβαια να τους κα­τηγορε ί ς και να τους σιχαίνεσαι, όχι, μητέρα , όχι, δεν ξέρε ις εσύ, όλοι μου φέρνουν αναγούλα, και τ η δουλειά μου δεν την αντέχω πια, να δε ις πόσο άσχημα φέρονται εκε ί στους κα­κομοίρηδες τους χωρικούς, στη φτωχολογιά, πόσο τους βα­σανίζουν, πέθανε κι η γυναίκα μου, τα παιδιά μου από δω και μπρος ας τα φροντίσει η θεία τους, ε γ ώ θα υποβάλω την παραίτηση μου, θα 'ρθω να εγκατασταθώ εδώ, σε παρακαλώ, μητέρα , άσε μ ε , χρόνια τώρα σκέφτομαι να 'ρθω και να ζ ή ­σω σε τούτο τον ήσυχο τόπο,

Page 102: Το σπίτι της σιωπής

102 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ά ν τ ε , γ ιαγ ιά , κάνε ι πολλή ζ έ σ τ η » , μόνος, να γ ρ ά ψ ω τ ι ς αλήθε ι ες που έχω στο μυαλό μου,

όχι, δεν σου το ε π ι τ ρ έ π ω αυτό, « Π ε ρ ι μ έ ν ε τ ε λ ίγο , κύριε Μ ε τ ί ν . . . . » δεν μπορε ί ς να ζήσε ι ς ε δ ώ , π ρ έ π ε ι να ε ίσαι άνθρωπος

κοινωνικός! Ρ ε τ ζ έ π , μην του δίνεις φαγητό, είναι ολόκληρος άντρας, να πάε ι να κερδ ίσε ι μόνος του το ψωμ ί του, μην το κάνε ις , μητέρα , σε παρακαλώ,

« Ν α υπήρχε κάποιος να καθάριζε αυτούς τους τάφους. . . » μ η μ ε ρ ε ζ ι λ έ ψ ε ι ς , π ά ψ τ ε πια, αναίσθητοι , θέλω να με ίνω

μόνη μ ε τον πατέρα σας, το β λ έ π ω ότι ε ίναι βρόμικος ο τά­φος, έ τσ ι θα καταντούσαμε , ε γ ώ όμως σε ρώτησα τ ό τ ε , πί­νε ις , παιδί μου, δεν απάντησες , ε ίσαι νέος α κ ό μ η , να σε ξα-ναπαντρέψω, καλά, και τ ι θα κάνε ις όλη μέρα σε τούτο τον έ ρ η μ ο τόπο, δεν μ ι λ ά ς , αχ, Θ ε έ μου, ξέρω, θ' αρχίσε ις κ ι εσύ, όπως ο πατέρας σου, να γράφεις ανοησίες , σωπαίνε ις , έ τ σ ι δεν ε ίναι , αχ, παιδί μου, πώς θα μπορέσω να σε πε ίσω ότι δεν ευθύνεσαι εσύ γ ια τα εγκλήματα και τ ις αδικ ίες , ε γ ώ ε ίμα ι μια αμόρφωτη γυναίκα, κοίτα, τώρα ε ίμα ι μ ό ν η , ολο­μόναχη , μ ε κοροϊδεύουν, αν έ β λ ε π ε ς τ η ζωή που ζω, θα κα­ταλάβαινες πόσο άτυχη ε ίμα ι , πώς κλαίω, πώς σφίγγω το μαντ ίλ ι μου,

« Φ τ ά ν ε ι , γ ιαγ ιά , φτάνε ι , μην κ λ α ί τ ε πια, θα ξανάρθουμε άλλη μ έ ρ α . . . »

Θ ε έ μου, πόσο άτυχη ε ίμα ι , θέλουν να φύγουμε , αφήστε μ ε ήσυχη μ ε το γ ιο μου και τον άντρα μου, θ έλω να με ίνω μόνη μ' αυτούς, να πέσω πάνω στους τάφους τους, μα δεν το 'κανα, όχι, Φ α τ μ ά , κοίτα, ακόμη και τα εγγόν ια σου σε λυπούνται , βλέπουνε πόσο άτυχη και πόσο κακόμο ιρη ε ί ­σαι, έχουν δ ίκ ιο , και μάλιστα μ' αυτή τ η ζ έ σ τ η , να προσευ-

Page 103: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 103

χηθώ άλλη μια φορά, λ έ ω , μα, σαν ε ίδα εκε ίνο τον απαίσιο τζουτζέ να μ ε κο ι τάζε ι αυθάδικα, δεν μ ε αφήνε ι π ο τ έ σε ησυχία, ο σατανάς, ε ίναι παντού, κρυφοκοιτάζει π ίσω από τ ο ύ τ η τ η μάντρα, θαρρείς γ ια να μ' εκνευρ ίσε ι , ναι, τουλά­χιστον θέλω να προσευχηθώ άλλη μια φορά,

« Γ ι α γ ι ά κ α , δεν σας β λ έ π ω καλά, να φύγουμε π ια . . . » γ ια τ η σωτηρία τ η ς ψυχής σας, όταν άνοιξα τα χέρια μου

τ ' άνοιξαν κ ι εκε ίνο ι , και γ ια μια τ ε λ ε υ τ α ί α φορά προσευ­χόμαστε , προσευχόμαστε, περνούν πολλά αυτοκίνητα, τ ι ζέ­σ τ η που κάνε ι , καλά που δεν φόρεσα το π λ ε χ τ ό μου, τ ε ­λευταία σ τ ι γ μ ή το άφησα στην ντουλάπα, ελπ ίζω να τ η ν κλε ίδωσα, σ' ένα σπ ίτ ι που δεν είναι κανε ίς , Θεός φυλάξοι, βέβαια , ελπίζω να μην έ χ ε ι μ π ε ι κ λ έ φ τ η ς , πώς πάει ο νους του ανθρώπου στο κακό, συγχωρά μ ε , αμήν , ε μ ε ί ς πια

« Σ τ η ρ ι χ τ ε ί τ ε επάνω μου, γ ι α γ ι ά ! » φεύγουμε , ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή σας, αλήθεια, ε ί­

σαι κ ι εσύ, μα δεν μου έ μ ε ι ν ε β λ έ π ε ι ς μυαλό,

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΓΚΙΟΥΛ ΝΤΑΡΒΙΝΟΓΛΟΥ

1922-1964 ΥΠΕΡ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΗΣ

όμως θέλουν να φύγουν, εξάλλου δεν ε ί μ α ι σε θ έ σ η να με ίνω και να προσευχηθώ κι άλλο, μνημονεύοντας αυτούς υποτ ίθετα ι ότι μνημόνευσα κι εσένα, χλομό κοριτσάκι , άρε­σες στον Ν τ ο γ ά ν μου, στο γ ιο μου, σ' έφερε να φιλήσε ις το χέρ ι μου, κατόπιν ήρθε προσεχτ ικά στο δωμάτ ιο μου, πώς ε ίσαι , μ η τ έ ρ α , μου ε ί π ε , τ ι να σου πω, παιδί μου, αυτό το αδύνατο, καχεκτ ικό κοριτσάκι δ ιάλεξες , ε ίχα π ρ ο β λ έ ψ ε ι ότι

Page 104: Το σπίτι της σιωπής

104 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

δεν θα ζούσε πολύ, τρία παιδιά ήταν πολλά γ ια σένα, αφα­ν ί σ τ η κ ε ς , κακομοίρ ικο, έ τ ρ ω γ ε ς σαν γ α τ ά κ ι από την άκρη του πιάτου, μια-δυο μπουκ ι ές , λ ίγο α κ ό μ η , κόρη μου, σου έ λ ε γ α , άνο ιγες τα μάτ ια σου τ ρ ο μ α γ μ έ ν α , μια χ λ ο μ ή νυ­φούλα που φοβόταν το φαγητό, τ ι αμαρτ ίες μπορε ί να 'χεις γ ια να θ έ λ ε ι ς και προσευχές γ ια τ η ν ψυχή σου, άνθρωποι σαν εσένα δεν μάθανε να τρώνε , ν' αγκαλιάζουν τ η ζωή , μό­νο να πεθαίνουν ξέρουν χύνοντας δάκρυα γ ια τους καημούς των άλλων, κακότυχοι , β λ έ π ε τ ε , φεύγω, γ ιατ ί μ ε πιάσανε από το μπράτσο και

« Ε ί σ τ ε καλά, γ ι α γ ι ά ; » δόξα τ ω Θ ε ώ , γυρίζουμε στο σπ ίτ ι .

Page 105: Το σπίτι της σιωπής

8

Τ η σ τ ι γ μ ή που θα φεύγανε , η γ ιαγ ιά τους θ έ λ η σ ε άλλη μια φορά να προσευχηθε ί , και τ ό τ ε μονάχα η Νιλγκ ιούν άνοιξε μαζί τ η ς τα χέρια τ η ς στο Θεό, μονάχα η Ν ιλγκ ιούν , ναι. Ο Φαρούκ έ β γ α λ ε το μ ε γ ά λ ο μ α ν τ ί λ ι του και σκούπιζε τον ιδρώτα του, ο θείος Ρ ε τ ζ έ π κρατούσε την κυρία κ ι ο Μ ε τ ί ν ε ί χ ε τα χέρια στις π ίσω τ σ έ π ε ς του μπλουτζίν του, βαριό­ταν α κ ό μ η και να κάνε ι πως προσεύχεται . Τ έ λ ε ι ω σ α ν στα γρήγορα την πρόχε ιρη ε κ ε ί ν η προσευχή, πιάσανε τ η γ ιαγ ιά τους από το αριστερό και το δεξί μπράτσο και προχώρησαν. Ό τ α ν μου γύρισαν τ ι ς π λ ά τ ε ς τους, έ β γ α λ α το κεφάλι μου ανάμεσα από τους θάμνους και τους κοίταξα μ ε την ησυχία μου. Γελο ίο το θέαμα: καθώς προχωρούσαν μ ε τον χοντρό γ ίγαντα που τον λένε Φαρούκ να την κρατάει από το ένα χέ­ρι και το νάνο το θε ίο μου από το άλλο, η γ ιαγ ιά , μ' εκε ίνο το απαίσιο παλτό τ η ς , που θύμιζε μαύρο τσαντόρ, σαν μια τ ρ ο μ α κ τ ι κ ή και ταυτόχρονα αστε ία κούκλα, ν τ υ μ έ ν η μ ε φαρδιά ρούχα. Μ α ε γ ώ δεν γέλασα, μπορε ί μάλ ιστα ν' ανα­τρίχιασα, γ ιατ ί ήμασταν στο νεκροταφε ίο , μονάχα κοίταξα εσένα, Ν ιλγκ ιούν , και τ η μαντίλα σου, που σου π ή γ α ι ν ε τό-

Page 106: Το σπίτι της σιωπής

106 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

σο πολύ, και κατόπιν κοίταξα τα λ ε π τ ά σου πόδια. Τ ι πα­ράξενο: μ ε γ ά λ ω σ ε ς , έγ ι ν ες ολόκληρη κοπέλα, μα τα πόδια σου ε ίναι ακόμη λεπτά σαν σπίρτα.

Μ π ή κ α τ ε στο αμάξι και ξ ε κ ι ν ή σ α τ ε , και μόνο τ ό τ ε ε γ ώ β γ ή κ α από κε ι που ήμουν κρυμμένος και κοίταξα τους σιω­πηλούς τάφους, του παππού σας, τ η ς μ η τ έ ρ α ς σας και του πατέρα σας. Ε γ ώ μονάχα τον πατέρα σας είχα δε ι από κο­ντά, τον θυμάμαι . Ό τ α ν παίζαμε κ ά π ο τ ε μαζί στον κ ή π ο , μας κοίταζε ανάμεσα από τα παντζούρια, και δεν έ λ ε γ ε τ ί ­ποτα γ ια να σας α π ο τ ρ έ ψ ε ι να πα ίζετε μαζί μου. Προσευ­χ ή θ η κ α γ ια την ψυχή του, κατόπιν στάθηκα γ ια λ ίγο στο νεκροταφείο χωρίς να κάνω τ ίποτα, ακούγοντας κάτω από τον καυτό ήλιο τα τζ ιτζ ίκ ια, έκανα κάτ ι παράξενες και σκο­τ ε ι ν έ ς σ κ έ ψ ε ι ς , ανατρίχιασα, θόλωσε ο νους μου, σαν να ε ί­χα καπν ίσε ι τσ ιγάρο. Κατόπιν β γ ή κ α από το νεκροταφείο και πήρα το δρόμο γ ια το σπ ίτ ι μου, γύριζα στο β ιβλ ίο των μαθηματ ικών που ε ίχα αφήσει πάνω στο τραπέζ ι μου. Γ ι α ­τ ί μια ώρα πριν, ενώ καθόμουνα σ' εκε ίνο το τραπέζ ι και διάβαζα, κοίταξα από το παράθυρο και σας είδα με το άσπρο Αναντόλ σας ν' ανεβαίνετε τον ανήφορο, ήταν μαζί κι η γ ια­γ ιά σας και κατάλαβα πού π η γ α ί ν α τ ε , κ ι όταν σ κ έ φ τ η κ α τους τάφους και τους νεκρούς, πού να πάρε ι ο νους μου τα εκνευρ ιστ ικά κ ι ανόητα μαθηματ ικά , ώσπου ε ίπα, πάω να δω τ ι κάνουν στο νεκροταφε ίο , να ησυχάσω, θα συνεχίσω αργότερα το δ ιάβασμα· γ ια να μ η θυμώσει η μάνα μου, π ή ­δησα από το παράθυρο, έτρεξα κ ι ήρθα εδώ, σας ε ίδα, και τώρα γυρίζω στα μαθηματ ικά μου.

Τ έ λ ε ι ω σ ε ο χωματόδρομος, άρχισε η άσφαλτος. Από το πλάι μου περνούν αυτοκίνητα, σήκωσα μια-δυο φορές το χ έ ­ρι μου, αδιαφόρησαν, όσοι έχουν τ έ τ ο ι α αυτοκ ίνητα ε ίναι

Page 107: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 107

πάντα ασυνε ίδητοι . Δ ε ν σε βλέπουν, κατεβαίνουν τον κα­τήφορο σαν βολίδες . Προχώρησα προς το σπ ίτ ι του Ταχσίν. Αυτός και η μ η τ έ ρ α του μάζευαν κεράσια, ο πατέρας του μπροστά στο σπ ιτάκ ι τα πουλούσε κ ι έ κ α ν ε πως δεν μ ε ε ί­δ ε . Δ ε ν μπορούσε βέβα ια να μ ε δε ι , γ ιατ ί δεν ε ίμα ι απ' αυ­τούς που περνούν μ ε πολυτελή αυτοκίνητα και μ ε τ α χ ύ τ η ­τα εκατό χ ιλ ιομέτρων και ξαφνικά φρενάρουν κ ι αγοράζουν π έ ν τ ε κ ιλά κεράσια προς ογδόντα λίρες το κ ιλό . . . Ναι , ετο ι­μαζόμουν να πω πως μονάχα ε γ ώ απόμεινα που να μ η δίνω σημασία στα χρήματα, όταν ε ίδα να πλησιάζε ι το σκουπι­διάρικο του Χ α λ ί λ και χάρηκα. Π ή γ α ι ν ε προς τα κάτω, σ ή ­κωσα το χέρ ι μου, σ τ α μ ά τ η σ ε . Μ π ή κ α μέσα.

« Τ ι κάνε ι ο πατέρας σου;» ρώτησε ο Χ α λ ί λ . « Τ ι να κ ά ν ε ι ; » ε ίπα. «Πουλάε ι λαχε ία ! » « Π ο ύ τα π ο υ λ ά ε ι ; » « Τ α πρωινά, στα τ ρ έ ν α » . « Κ ι ε σ ύ ; » « Ε γ ώ πάω ακόμη στο σχολε ίο» , ε ίπα. « Τ ο φορτηγό αυ­

τό πόσο γρήγορα τ ρ έ χ ε ι ; » « Π ά ε ι κι ογδόντα!» ε ί π ε . « Τ ι γυρεύε ις ε δ ώ ; » « Έ χ ω νεύρα» , ε ίπα. « Β γ ή κ α λ ίγο να πάρω αέρα» . «Αν έχε ις νεύρα από τώρα. . . » Γ ε λ ά σ α μ ε . Μ π ρ ο σ τ ά στο σπίτ ι μου φρέναρε. « Ό χ ι » , ε ίπα. «Θα πάω στον κάτω μαχαλά» . « Γ ι α τ ί ; » « Μ έ ν ε ι ένας φίλος μου ε κ ε ί , δεν τον ξ έρε ι ς ! » Περνώντας μπροστά από το σπίτ ι μας, κοίταξα το ανοι­

χτό παράθυρο μου. Μ έ χ ρ ι να ε π ι σ τ ρ έ ψ ε ι ο πατέρας μου το μ ε σ η μ έ ρ ι , θα έχω γυρ ίσε ι . Στον κάτω μαχαλά, κ α τ έ β η κ α από το φορτηγό και , γ ια να μ η μ ε πάρε ι ο Χ α λ ί λ γ ια τ ε -

Page 108: Το σπίτι της σιωπής

108 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μ π έ λ η κι ακαμάτη , άρχισα να περπατάω πολύ γρήγορα. Π ή ­γα μ έ χ ρ ι το μόλο, ήμουνα μούσκεμα στον ιδρώτα, κάθισα και κοίταξα τ η θάλασσα. Πλησ ίασε ένα ταχύπλοο, άφησε μια κοπέλα στην προκυμαία κ ι έφυγε . Κοιτάζοντας ε κ ε ί ν η την κοπέλα, σ κ έ φ τ η κ α εσένα, Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν : λ ίγο πριν σε ε ί ­δα ν' ανοίγε ις τα χέρια σου και να προσεύχεσαι στο Θεό. Περ ί εργο : ήταν σαν να μιλούσες μαζί του. Το γράφουν τα β ι ­βλ ία : Υπάρχουν άγγελο ι . Κατόπιν σ κ έ φ τ η κ α : Υπάρχε ι κι ο σατανάς. Κ ι άλλα πολλά. Θαρρείς τα σ κ έ φ τ η κ α όλα αυτά γ ια να φοβηθώ - γ ια να φοβηθώ, ν' αρχίσω να τ ρ έ μ ω από φό­βο, να νιώσω ενοχές , ν ' ανέβω τρέχοντας τον ανήφορο, να φτάσω στο σπ ίτ ι , να συνεχίσω τα μαθηματ ικά , μα σε λ ίγο θα το κάνω αυτό έ τ σ ι κι αλλ ιώς: τώρα ας κάνω μια βολτί-τσα. Συνέχ ισα τον περ ίπατο .

Ό τ α ν έφτασα στην πλαζ, ακούγοντας το βουητό που σε αποβλακώνει , βλέποντας τ η μάζα από κρέας σκέφτηκα πά­λι την ενοχή , την αμαρτία, το σατανά. Μ ι α μάζα από κρέας που ολοένα σαλεύε ι : κάπου κάπου, μέσα από τ η μάζα ξε­πηδάε ι μια χ ρ ω μ α τ ι σ τ ή μπάλα, έ π ε ι τ α πάλι π έ φ τ ε ι και χά­νετα ι ανάμεσα τους· θαρρείς και προσπαθε ί ν ' απαλλαγε ί από την ενοχή κ ι από τ η ν αμαρτία, μα οι γυναίκες δεν την αφήνουν. Ξανακοίταξα τον κόσμο και τ ις γυναίκες πίσω από την περίφραξη μ ε τα αναρριχητ ικά. Περ ί εργο πράγμα: ε ί­ναι φορές που θέλω να κάνω κάτ ι κακό, ντρέπομαι που το λέω, να τους πονέσω, έτσ ι για να νιώσουν την παρουσία μου: τ ό τ ε μονάχα θα τους έχω τ ι μ ω ρ ή σ ε ι , κανε ίς τους δεν θα μπορέσε ι να παρασυρθεί από το σατανά και μονάχα ε μ έ ν α θα φοβούνται: κάπως έ τ σ ι περίπου θα ν ιώθω: σαν να 'χου-μ ε πάρε ι ε μ ε ί ς την εξουσία κ ι αυτοί να έχουν μ π ε ι στον σω­στό δρόμο. Κατόπιν ντράπηκα, ε ίχα αφαιρεθε ί , και , γ ια να

Page 109: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ

ξεχάσω την ντροπή , ξανάφερα στη θ ύ μ η σ η μου εσένα, Ν ι λ ­γκιούν. Εσ ύ ε ίσαι αθώα. Κ ι ε κ ε ί που σκεφτόμουνα να ξα­νακοιτάξω τον μαγευτ ικό εκε ίνο κόσμο και να γυρίσω στα μαθηματ ικά , ακούω μια φωνή,

« Τ ι θες εσύ ε κ ε ί ; » μου λ έ ε ι αυστηρά ο φύλακας τ η ς πλαζ. « Α π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι ; » «Αν θες να μ π ε ι ς , β γ ά λ ε ε ισ ι τήρ ιο ! Αν έχε ι ς βέβαια μα­

γ ιό και χ ρ ή μ α τ α . . . » « Κ α λ ά , δεν χρε ιάζετα ι , φ ε ύ γ ω » . Έ φ υ γ α . Αν έχε ις χρήματα, αν έχε ι ς χρήματα, πόσα χ ρ ή ­

ματα: αντί γ ια προσευχή, αυτό λ έ ν ε πια. Ε ί σ τ ε τόσο σιχα­μεροί , που κ ά π ο τ ε ν ιώθω μόνος, ολομόναχος: οι μισοί άν­θρωποι είναι ανέντ ιμο ι κ ι οι άλλοι μισοί κουτοί . Αν το κα-λ ο σ κ ε φ τ ε ί ς , τον φοβάσαι αυτό τον κόσμο , ευτυχώς που υπάρχουν και τα δικά μας παιδιά, κ ι όταν ε ίμα ι μαζί τους, δεν μπερδεύομα ι : ξέρω τ ι ε ίναι αμαρτία, τ ι θα πε ι ε ν ο χ ή , τ ι ε ίναι θ ε μ ι τ ό και τ ι α θ έ μ ι τ ο και δεν φοβάμαι : ξέρω πολύ κα­λά τ ι π ρ έ π ε ι να γ ίνε ι . Γ ια μια σ τ ι γ μ ή θυμήθηκα τους φίλους μου που χθες το βράδυ στο καφενε ίο μ ε κορόιδευαν και μ ε λέγανε ζωύφιο. Εκνευρίστηκα. Εντάξε ι . Αυτό που πρέπε ι να κάνω, κύριοι , ε ί μα ι σε θ έ σ η να το πετύχω και μόνος μου, μπορώ να προχωρήσω και μόνος μου, ε π ε ι δ ή ξέρω. Π ί σ τ ε ­ψα στον εαυτό μου, έχω εμπ ιστοσύνη στον εαυτό μου.

Π ε ρ π α τ ώ ν τ α ς , έφτασα μ έ χ ρ ι το σ π ί τ ι σας, Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν , ασυναίσθητα, το κατάλαβα μόλις ε ίδα την παλιά μάντρα με τα μούσκλια. Η πόρτα του κήπου σας κ λ ε ι σ τ ή . Κ ά θ ο μ α ι στην άλλη πλευρά του δρόμου, κάτω από την καστανιά, κοι­τάζω τα παράθυρα, τους τοίχους του σπιτ ιού σας, θα ή θ ε λ α πολύ να ξέρω τ ι κάνε ις μέσα. Μ π ο ρ ε ί να τρως, μπορε ί να φοράς α κ ό μ η τ η μαντ ίλα , μπορε ί να κο ιμάσαι . Π ή ρ α ένα

Page 110: Το σπίτι της σιωπής

110 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ξυλαράκι κ ι αφηρημένος χάραξα στην άμμο στην άκρη του δρόμου το πρόσωπο σου. Ό τ α ν κοιμάσαι , ε ίσαι ακόμη πιο ωραία. Ό τ α ν κοιτάζω το πρόσωπο σου, ξεχνώ τ ι ς ενοχές , τ ι ς αμαρτίες στις οποίες νομίζω ότι ε ίμα ι β ο υ τ η γ μ έ ν ο ς μ έ ­χρι το λα ιμό , τα σπιθούρια τ η ς ενοχής , αλλά τ ι αμαρτ ί ες μπορε ί να έχω ε γ ώ , σκέφτομαι , δεν ε ίμα ι τ η ς ίδιας πάστας μ' αυτούς, ε ίμα ι όπως εσύ· π ιστεύω. Κατόπιν σ κ έ φ τ η κ α : Κ ι αν μπω κρυφά στον κήπο και σκαρφαλώσω στο δέντρο κ ι από κε ι στον τοίχο, δίχως να μ ε δε ι ο νάνος, κ ι αν μπω σαν τ η γάτα από το ανοιχτό παράθυρο στο δωμάτ ιο σου και σε φ ιλήσω στο μάγουλο : Ποιος ε ίσαι ε σ ύ ; Δ ε ν μ ε γ ν ώ ρ ι σ ε ς , παίζαμε κρυφτό, σ' αγαπώ περ ισσότερο απ' όσο μπορε ί να σ' αγαπήσουν όλοι οι καθωσπρέπε ι άντρες τ η ς παρέας σου! Ξαφν ικά θύμωσα: χάλασα το πρόσωπο που ε ίχα χαράξει στην άμμο, βαρέθηκα τ ις ανόητες φαντασιώσεις κι έκανα να φύγω μα, ξαφνικά, τ ι να δω:

Η Νιλγκ ιούν έ χ ε ι β γ ε ι από το σπίτ ι και προχωρεί προς την πόρτα του κήπου .

Μ π ο ρ ε ί να μ ε παρεξηγήσουν, να σκεφτούν άλλα αντ' άλ­λων. Α π ο μ α κ ρ ύ ν θ η κ α λ ί γ ο , γύρισα τ η ν π λ ά τ η μου στην πόρτα. Κοίταξα αφού άκουσα τ η φωνή σου: ε ίχες β γ ε ι από την πόρτα του κήπου κ ι έ φ ε υ γ ε ς , πού να πήγαινες άραγε ; Μ ' έ τ ρ ω γ ε η π ε ρ ι έ ρ γ ε ι α κ ι άρχισα να σε παρακολουθώ.

Π ε ρ π α τ ά ε ι περ ί εργα : λ ίγο σαν άντρας. Να μπορούσα να τ ρ έ ξ ω , να την πιάσω από τον ώ μ ο - δεν μ ε γνώρισες , Ν ι λ ­γκιούν, ε ίμα ι ο Χ α σ ά ν , όταν ήμασταν μικρά παιδιά, παίζα­μ ε στον κήπο σας, κ ι ο Μ ε τ ί ν μαζί μας, παίζαμε και μ ε τ ά π η γ α ί ν α μ ε γ ια ψάρεμα.

Ό τ α ν έφτασε σ τ η στροφή, δεν έ κ α ν ε αριστερά, συνέχι­σε ευθε ία . Σ τ η ν πλαζ πηγα ίνε ι ς μ ή π ω ς , να σμίξε ις μ' αυ-

Page 111: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 111

τούς; Ε κ ν ε υ ρ ί σ τ η κ α , μα δεν σταμάτησα να σε ακολουθώ. Έ χ ε ι πολύ λ ε π τ ά πόδια και περπατά γρήγορα, γ ιατ ί τόση β ιασύνη, σε π ε ρ ι μ έ ν ε ι κάποιος;

Σ τ η ν πλαζ δεν σ τ α μ ά τ η σ ε , έ σ τ ρ ι ψ ε και π ή ρ ε τον α ν ή ­φορο. Άρχισα να καταλαβαίνω ποιος την π ε ρ ί μ ε ν ε . Μ π ο ρ ε ί να μπε ις στο αμάξι του, μπορε ί να 'χει και σκάφος. Ε ί μ α ι περ ίεργος να δω ποιος ε ίναι , γ ι ' αυτό σε παρακολουθώ, ξέ ­ρω καλά πως δεν έχε ι ς καμιά διαφορά από τους άλλους.

Ξαφνικά, μ π ή κ ε στον μπακάλη και χ ά θ η κ ε . Μπρος στο μπακάλ ικο είναι ένας μικρός παγωτατζής , μ ε ξ έ ρ ε ι - γ ια να μ η μ ε π α ρ ε ξ η γ ή σ ε ι , στάθηκα λ ίγο μακριά.

Σ ε λ ίγο η Νιλγκ ιούν β γ ή κ ε από το μπακάλ ικο κ ι αντί να τ ρ α β ή ξ ε ι ίσια, γύρ ισε προς τ η ν α ν τ ί θ ε τ η κατεύθυνση και προχώρησε προς τ η μερ ιά μου. Α μ έ σ ω ς γύρισα την π λ ά τ η μου, έσκυψα, έκανα πως δένω το κορδόνι του παπουτσιού μου. Κρατούσε ένα μ ικρό π α κ έ τ ο , μ ε πλησ ίασε , μ ε κοίτα­ξε , ντράπηκα.

« Γ ε ι α σου», τ η ς ε ίπα και σηκώθηκα. « Γ ε ι α σου, Χ α σ ά ν » , ε ί π ε . « Π ώ ς ε ί σ α ι ; » Σ ώ π α σ ε γ ια λί­

γο. « Σ ε ε ί δαμε χθες , στο δρόμο, καθώς ερχόμασταν, ο αδελ­φός μου σε γνώρισε. Μ ε γ ά λ ω σ ε ς , άλλαξες πολύ. Τ ι κάνε ις ; » Σ ώ π α σ ε π ά λ ι λ ί γ ο . « Ο θε ίος σου ε ί π ε ότ ι μ έ ν ε τ ε α κ ό μ η στον πάνω μαχαλά, κ ι ο πατέρας σου ασχολε ίται , λ έ ε ι , μ ε λαχε ία» . Σ ώ π α σ ε και πάλ ι . « Γ ι ά λ έ γ ε , λοιπόν, τ ι κάνε ις , σε ποια τάξη π α ς ; »

« Ε γ ώ ; » ρώτησα. « Ε γ ώ φέτος π ε ρ ι μ έ ν ω . . . » μπόρεσα να πω.

« Τ ι π ε ρ ι μ έ ν ε ι ς ; » « Π α ς για μπάνιο , Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν ; » « Ό χ ι » , ε ί π ε . « Έ ρ χ ο μ α ι από τον μ π α κ ά λ η . Π ή γ α μ ε τ η

Page 112: Το σπίτι της σιωπής

112 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

γ ιαγ ιά στο νεκροταφε ίο . Η ζ έ σ τ η , φαίνεται , την πε ίραξε , αγόρασα κολόνια».

α'Ωστε δεν πας σ' ε κ ε ί ν η την πλαζ . . . » ε ίπα. « Έ χ ε ι πολύ κόσμο», ε ίπε . « Π η γ α ί ν ω το πρωί, νωρίς, όταν

δεν είναι κανε ί ς » . Σ ω π ά σ α μ ε λ ίγο . Κατόπ ιν χ α μ ο γ έ λ α σ ε , χαμογέλασα κ ι

ε γ ώ , και σ κ έ φ τ η κ α πως το πρόσωπο τ η ς ήταν δ ιαφορετ ικό απ' ό,τι φαινόταν από μακριά. Ιδρώνω σαν χαζός. Α π ό τ η ζ έ σ τ η . Σωπαίνω. Κ ά ν ε ι να φύγε ι .

« Ά ν τ ε γ ε ι α » , ε ί π ε . « Π ε ς στον πατέρα σου τους χαιρετ ι ­σμούς μου» .

Ά π λ ω σ ε το χέρ ι τ η ς κ ι ε γ ώ το δ ικό μου. Το χέρι τ η ς ε ί ­ναι ελαφρύ, απαλό. Τ ο δικό μου ιδρωμένο · ντράπηκα.

« Σ τ ο καλό!» ε ίπα. Έ φ υ γ ε . Δ ε ν γύρισα να τ η ν κο ι τάξω. Προχώρησα σ κ ε ­

φτικός, σαν άνθρωπος που τον περ ιμένουν σπουδαίες υπο­θέσε ι ς .

Page 113: Το σπίτι της σιωπής

9

Ό τ α ν γυρ ίσαμε από το νεκροταφε ίο , η γ ιαγ ιά έφαγε κάτω μαζί μας, ύστερα όμως αδ ιαθέτησε . Δεν ήταν σοβαρό. Ε μ ε ί ς μ ε τ η Νιλγκ ιούν μ ιλούσαμε και γ ελούσαμε , όταν ξαφνικά μας αγριοκοίταξε , κ ι έ π ε ι τ α το κεφάλι τ η ς έ π ε σ ε στο σ τ ή ­θος τ η ς . Την πιάσαμε από τα μπράτσα, την ανεβάσαμε επά­νω, την ξαπλώσαμε στο κρεβάτ ι , τ ρ ί ψ α μ ε τους καρπούς τ η ς μ ε τ η ν κολόνια που ε ί χ ε φέρε ι η Ν ιλγκ ιούν . Έ π ε ι τ α π ή γ α στο δωμάτ ιο μου και κάπνισα το πρώτο τσ ιγάρο μ ε τ ά το φαγητό. Ό τ α ν σ ιγουρεύτηκα πως δεν ε ίχε τ ίποτα σοβαρό η γ ιαγ ιά , μ π ή κ α στο Αναντόλ , που ε ίχε ψηθε ί κάτω από τον ήλ ιο , κ ι έφυγα. Δ ε ν πήρα την κ ε ν τ ρ ι κ ή οδό, έστρ ιψα προς την Ντάριτζα. Το δρόμο τον ε ίχαν ασφαλτοστρώσει . Λ ί γ ε ς κερασιές και συκ ι ές μ έ ν α ν ε α κ ό μ η σ τ η θ έ σ η τους. Ό τ α ν ήμουν μ ικρός , ερχόμασταν εδώ μ ε τον Ρ ε τ ζ έ π και κ υ ν η ­γούσαμε κοράκια, ή πολλές φορές κ ά ν α μ ε περ ίπατο . Αυτό που νόμιζα πως ήταν καραβάν σαράι θα π ρ έ π ε ι να ήταν πιο κάτω. Στους λόφους έχουν χ τ ι σ τ ε ί , χτ ίζονται , καινούργιες συνοικίες . Σ τ η ν Ντάριτζα δεν ε ίδα τ ίποτα καινούργιο: το άγαλμα του Ατατούρκ ε ίναι εκε ί δέκα χρόνια τώρα.

Page 114: Το σπίτι της σιωπής

114 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Σ τ η ν Γ κ έ μ π ζ ε , π ή γ α ίσια στον κ α ϊ μ α κ ά μ η . Άλλαξε , μου ε ίπαν. Πριν από δυο χρόνια, στο γραφείο αυτό καθόταν κά­ποιος που βαριότανε να ζε ι , τώρα είναι ένας νέος που κου­νάει συνέχεια τα χέρια του. Δ ε ν χ ρ ε ι ά σ τ η κ ε να του δε ίξω τ η δ ιδακτορική μου δ ιατρ ιβή , όπως είχα σκεφτε ί , γ ια να του κάνω καλή εντύπωση, να του πω ότι και παλιότερα είχα μ ε ­λ ε τ ή σ ε ι τα αρχεία και ότι κ ι ο μακαρ ί της ο πατέρας μου ήταν κα ϊμακάμης . Α ν έ θ ε σ ε σε κάποιον να μ ε πάε ι στην αί­θουσα μ ε τα αρχεία. Ρώτησα τον Ριζά, που είχα γνωρίσε ι στις προηγούμενες ε π ι σ κ έ ψ ε ι ς μου, αλλά δεν ήταν ε κ ε ί , ε ί­χε πάε ι στο ιατρικό κέντρο . Σ κ έ φ τ η κ α , μ έ χ ρ ι να γυρ ίσε ι , να πάω στην αγορά και να κάνω μια βόλτα.

Πέρασα από το στενό μ ε τ ις χαρουπιές. Πρώτα προχώ­ρησα προς τα κάτω. Οι δρόμοι ήταν έρημο ι . Ένας σκύλος γύριζε άσκοπα στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, ένας άνθρω­πος στο σιδεράδικο επιδιόρθωνε ένα σωλήνα υγραερίου. Δεν γύρισα να κοιτάξω τ η β ιτρ ίνα του χαρτοπωλε ίου , πέρασα κάτω από τ ις σ τ ε ν έ ς σκ ιές των καταστημάτων και προχώ­ρησα μ έ χ ρ ι το τζαμί . Κατόπιν γύρισα, και π ή γ α και κάθι­σα κάτω από έναν πλάτανο, σ τ η μ ι κ ρ ή πλατε ία , ήπ ια ένα τσάι γ ια να ξενυστάξω, κ ι άκουσα αδιάφορα το ραδιόφωνο του καφενείου προσπαθώντας να ξεχάσω τ η ζ έ σ τ η . Ή μ ο υ ­να πάντως ε υ χ α ρ ι σ τ η μ έ ν ο ς , γ ι α τ ί κανε ίς δεν ασχολιόταν μαζί μου.

Ό τ α ν γύρισα στο κα ϊμακαμλ ίκ ι , ο Ριζά ήταν ε κ ε ί - μ ε ε ί­δ ε , μ ε θ υ μ ή θ η κ ε , χ ά ρ η κ ε . Μ έ χ ρ ι να β ρ ε ι το κ λ ε ι δ ί , συ­μπλήρωσα την α ί τ η σ η . Κ α τ ε β ή κ α μ ε μαζί κάτω. Άνοιξε την πόρτα, θυμήθηκα αμέσως τ η μυρωδιά μούχλας, σκόνης και υγρασίας. Ε ν ώ ξεσκόνιζε την καρέκλα, κουβεντ ιάσαμε λ ι ­γ ά κ ι . Ύ σ τ ε ρ α μ' άφησε μόνο κ ι έφυγε .

Page 115: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

Σ τ α αρχεία τ η ς Γ κ έ μ π ζ ε δεν υπάρχουν έγγραφα ιδ ια ί τε ­ρα σημαντ ικά . Ό , τ ι υπάρχει είναι από το σύντομο δ ι ά σ τ η ­μα που η πόλη ήταν έδρα των κατήδων, πράγμα που λ ίγοι ξέρουν κ ι ακόμη πιο λ ίγο ι ενδ ιαφέρονται να μάθουν. Αργό­τερα τα αρχεία αυτά μ ε τ α φ έ ρ θ η κ α ν στο Ιζν ίκ . Π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ια φιρμάνια, έγγραφα σχετ ικά μ ε τ ίτλους ιδ ιοκτησίας , δι­κογραφίες , όλα τ ο π ο θ ε τ η μ έ ν α σε κουτ ιά και ξεχασμένα. Πριν από τρ ιάντα χρόνια, ένας ε θ ν ι κ ι σ τ ή ς - κ ά τ ι πολύ συ­νηθ ισμένο τα πρώτα χρόνια τ η ς δ η μ ο κ ρ α τ ί α ς - , κ α θ η γ η τ ή ς ιστορίας στο λύκε ιο , που αγαπούσε το ε π ά γ γ ε λ μ α του, ε ίχ ε βαλθε ί να ταξ ινομήσε ι όλα αυτά τα ε π ί σ η μ α έγγραφα, μα β α ρ έ θ η κ ε και τα παράτησε . Πριν από δύο χρόνια, ε ίπα να συνεχίσω τ η δουλειά που άρχισε ο κ α θ η γ η τ ή ς τ η ς ιστορίας, μα μέσα σε μια εβδομάδα βαρέθηκα κι ε γ ώ . Γ ι α να γ ί ν ε ι κανείς αρχαιοδίφης, ιστορικός, π ρ έ π ε ι πριν απ' όλα να είναι μετρ ιόφρων. Σ τ ι ς μ έ ρ ε ς μας, λ ίγο ι από αυτούς που ασχο­λούνται μ ε τα γράμματα είναι μετριόφρονες. Ο ύ τ ε ο κ α θ η ­γ η τ ή ς ήταν , τ ις ώρες που περνούσε στα αρχεία β ά λ θ η κ ε να τ ις αξιοποιήσει και να εκδώσε ι ένα β ιβλ ίο . Σ τ ο β ιβλ ίο του μ ιλούσε γ ια τ η ζωή του, γ ια τ η ζωή των γνωστών του στην Γ κ έ μ π ζ ε , καθώς και για τα ιστορικά μ ν η μ ε ί α τ η ς περιοχής. Το β ιβλ ιαράκι αυτό, θυμάμαι , το διάβαζα μ ε κέφ ι , πίνοντας μπίρα, τ ό τ ε που τσακώθηκα με τ η Σ ε λ μ ά . Αργότερα όταν το έδε ιξα σε κάποιους συναδέλφους μου στο π α ν ε π ι σ τ ή μ ι ο , όλοι μου ε ίπαν τα ίδια: Ό χ ι , στην Γ κ έ μ π ζ ε ε ίναι αδύνατο να υπάρχουν τ έ τ ο ι α έγγραφα! Ε γ ώ δεν μ ίλησα, ενώ αυτοί ήθελαν να μ ε πείσουν ότι στην Γ κ έ μ π ζ ε δεν υπήρχαν ούτε καν ε π ί σ η μ α αρχεία.

Π ρ ο τ ι μ ώ να εργάζομαι σε μ έ ρ η όπου οι ε ιδ ικο ί αγνοούν την ύπαρξη αρχείων παρά μ ε ζηλότυπους συναδέλφους στα

Page 116: Το σπίτι της σιωπής

116 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

αρχεία τ η ς πρωθυπουργίας. Μ ' ευχαρ ιστε ί να ψαχουλεύω τα τσαλακωμένα, γεμάτα λ ε κ έ δ ε ς και μούχλα χαρτιά. Όταν τα διαβάζω, είναι σαν να β λ έ π ω αυτούς που τα 'γραψαν, αυ­τούς που τους επέβαλαν να τα γράψουν κ ι αυτούς που η ζωή τους ήταν σε μεγαλύτερο ή σε μ ικρότερο βαθμό δ ε μ έ ν η μ' αυτά. Πιθανό να θέλησα ν' ασχοληθώ πάλ ι μ ε τα αρχεία, όχι γ ιατ ί πέρσι ε ίχα ε π ι σ η μ ά ν ε ι μια π ε ρ ί π τ ω σ η πανούκλας, μα γ ιατ ί μ' ευχαριστούσε. Όσο διαβάζεις τ ι ς στοίβες από χαρ­τ ιά τόσο τα γεγονότα ξεδιπλώνονται σιγά σιγά. Όπως έ π ε ι ­τα από ένα πολύωρο θαλασσινό ταξ ίδ ι , ξαφνικά, μέσα από την ομίχλη που διαλύεται, φανερωθεί μπροστά σας ένα κομ­μάτ ι ξηράς, μ ε τα δέντρα, τ ις π έ τ ρ ε ς , τα πουλιά του, έ τσ ι ζωντανεύουν στο μυαλό μου οι α μ έ τ ρ η τ ε ς ιστορίες ανθρώ­πων που είναι γ ρ α μ μ έ ν ε ς στα χαρτιά. Κ α ι τ ό τ ε ενθουσιά­ζομαι και π ι σ τ ε ύ ω πως Ιστορία ε ίναι αυτό το πολύχρωμο και γ ε μ ά τ ο ζωή πράγμα. Αν μου πούνε να το π ε ρ ι γ ρ ά ψ ω , δεν μπορώ. Εξάλλου, σε λ ίγο η α ίσθηση εξαφανίζεται , αφή­νοντας πίσω τ η ς μια παράξενη γ ε ύ σ η . Και τ ό τ ε φοβάμαι μ η μ ε π ιάσε ι η απελπισία, γ ι ' αυτό αρχίζω πάλι να σκέφτομαι αυτό το κάτ ι που ή ρ θ ε κ ι έφυγε . Θ έ λ ω να καπνίσω ένα τσ ι ­γάρο, γ ια να το κρατήσω σ τ η μ ν ή μ η μου, μα, δ ιάβολε , σε τούτα τα μ έ ρ η απαγορεύεται το κάπνισμα.

Διαβάζοντας τα πρακτικά μιας δ ίκης , σκέφτηκα πως θα μου ήταν δυνατό να ξανανιώσω εκε ίνη την αίσθηση αν έγρα­φα αυτά που διάβασα. Έ β γ α λ α λοιπόν από την τσάντα μου ένα τετράδιο κι άρχισα να γράφω. Ένας που λεγόταν Τζελάλ ισχυρίζεται ότι κάποιος Μ ε χ μ έ τ τον έβρ ισε . Του ε ί π ε , λ έ ε ι , « ά μ ε στο καλό, κ α τ ε ρ γ ά ρ η » ! Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε , ο Τ ζ ε λ ά λ ε ίχε δύο μάρτυρες, τον Χασάν και τον Κασίμ . Ο κατής κάλεσε τον Μ ε χ μ έ τ να ορκιστε ί , αυτός δεν ορκ ίστη-

Page 117: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 1 1 7

κε. Η ημερομην ία δεν διακρίνεται, δεν τ η γράφω. Κατόπιν διάβασα ότι κάποιος Χαμζά διόρισε πληρεξούσιο του κάποιον Λ μ π ν τ ί , και το έγραψα. Μ ε τ ά σημε ίωσα τ η σ ύ λ λ η ψ η κά­ποιου Ντ ιμ ί τρ ι . Ο Ν τ ι μ ί τ ρ ι ήταν ρωσικής καταγωγής, σκλά­βος κάποιου Β ε λ ί από τα Τούζλα, κι η απόφαση ήταν να πα­ραδοθεί πίσω στον αφέντη του. Διάβασα ακόμη για τ ις περι­π έ τ ε ι ε ς του τσοπάνου Γιουσούφ, που τον φυλακίσανε ε π ε ι δ ή έχασε ένα βόδι. Δεν παραδέχτηκε ούτε ότι πούλησε ούτε ότι έσφαξε το βόδι. Το ε ίχε , λ έ ε ι , χάσει . Τελ ικά αποφυλακίστη­κε μ ε ε γ γ ύ η σ η του αδελφού του Ραμαζάν. Κατόπιν διάβασα ένα φιρμάνι. Άγνωστο γ ιατ ί , κάποια καράβια φορτωμένα σι­τάρι έ π ρ ε π ε να πάνε κατευθείαν στην Ιστανμπούλ, δίχως να περάσουν από την Γ κ έ μ π ζ ε , τα Τούζλα και το Εσκίχ ισαρ. Άλλη περ ίπτωση : Κάποιος Ιμπραήμ ε ί π ε , «Αν δεν πάω στην Ιστανμπούλ, η γυναίκα μου θα πε ι ότι την έδ ιωξα» , δεν μπό­ρεσε όμως να πάει , κι η γυναίκα του, η Φατμά, ισχυρίστηκε ότι ο άντρας τ η ς την ε ίχε διώξει* ο Ι μ π ρ α ή μ απέρρ ιψε τον ισχυρισμό της γυναίκας του, λέγοντας ότι ναι μ ε ν δεν π ή γ ε στην Ιστανμπούλ, αλλά οπωσδήποτε θα πήγαινε κι ότι στον όρκο του δεν ε ίχε καθορίσει ημερομηνία. Από τους αριθμούς που αναφέρονταν σε ορισμένα έγγραφα, προσπάθησα να υπο­λογίσω το ύψος των φόρων που καταβάλλονταν παλιά, κα­θώς και τ η σπουδαιότητα ορισμένων εκτάσεων που παραχω­ρούνταν σε ιερά ιδρύματα. Σ τ ά θ η κ ε όμως αδύνατο να βγάλω αποτέλεσμα. Σ τ ο μεταξύ, σημε ίωσα τα έσοδα που είχαν ορι­σμένοι μύλοι, ελαιώνες καθώς και κάποια περιβόλια και αμπέ­λια. Καθώς σημείωνα είχα την εντύπωση πως τα έβλεπα όλα αυτά, μα φαίνεται πως ξεγελούσα τον εαυτό μου. Διάβασα μ ε ­ρικά έγγραφα ακόμη που ανέφεραν κ λ ε ψ ι έ ς , έφυγα όμως σί­γουρος ότι δεν είχα νιώσει τ ίποτα.

Page 118: Το σπίτι της σιωπής

118 ΟΡΧΛΝ ΓΙΛΜΟΤΚ

Καπνίζοντας στο διάδρομο, σ κ έ φ τ η κ α πως θα μπορού­σα, αντί γ ια λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι ε ς γ ια την πανούκλα που διάβασα πέρσι , να ψάξω να βρω στοιχεία γ ια κάποιο άλλο θέμα. Ανα­ρωτήθηκα τ ι ε ίδους ιστορία θα μπορούσε να μ' ενδ ιαφέρε ι . Μ α η σ κ έ ψ η αυτή ήταν κάπως π λ η κ τ ι κ ή , θέλησα να σκε­φτώ κάτ ι άλλο, γ ιατ ί η Ιστορία είναι κάτ ι παραπάνω από μια απλή δ ι ή γ η σ η . Έ ν α καλό β ι βλ ίο Ιστορίας ξεχωρίζε ι , π ρ έ π ε ι να ξεχωρίζει , από μια συλλογή δ ι η γ η μ ά τ ω ν ή από ένα μυθιστόρημα. Οι παραπομπές δεν ε ίναι το μόνο κ ρ ι τ ή ­ριο διαφοροποίησης· ποια είναι όμως τα άλλα;

Από το παράθυρο, στην άκρη του διαδρόμου, β λ έ π ω τον τοίχο του σπιτιού που είναι πίσω από το καϊμακαμλίκ ι . Ανα­ρωτ ι έ τα ι κανε ίς κοιτάζοντας τον το ίχο , τ ι κρύβετα ι π ίσω του. Μπροστά είναι σ τ α μ α τ η μ έ ν ο ένα φορτηγό, β λ έ π ω τ ις πίσω ρόδες του. Τ έ λ ε ι ω σ α το τσ ιγάρο μου, πέταξα το απο­τσ ίγαρο στον κόκκ ινο κουβά μ ε τ η ν ά μ μ ο κ ι ε π έ σ τ ρ ε ψ α στην αίθουσα.

Διάβασα την καταγγελ ία κάποιου Ε τ έ μ εναντίον κάποιου Κ α σ ί μ : ο Κ α σ ί μ π ή γ ε και κουβέντ ιασε μ ε τ η γυναίκα του Ε τ έ μ όταν αυτός δεν ήταν στο σπ ίτ ι . Ο Κ α σ ί μ δεν δέχετα ι την κατηγορία, ομολογεί όμως ότι π ή γ ε στο σπίτ ι του Ε τ έ μ γ ια να φάει γ κ ι ο ζ λ ε μ έ και να ζ η τ ή σ ε ι λ ίγο βούτυρο. Δύο άλ­λοι τύποι αλληλοκατηγορούνται γ ιατ ί ο ένας τράβηξε τα γ έ ­νια του άλλου. Σ τ η συνέχεια έγραψα τα ονόματα των χω­ριών τ η ς Γ κ έ μ π ζ ε που παραχωρήθηκαν στους Τζαφέρ και Α χ μ έ τ γ ια τους ηρωισμούς τους στον πόλεμο . Διάβασα και τ ις κ α τ α γ γ ε λ ί ε ς των κατοίκων ενός μαχαλά εναντ ίον τ η ς Κ ε β σ έ ρ και τ η ς Κ ε ζ μ π ά ν που ήταν πόρνες. Οι κατήγοροι ζητούσαν την απομάκρυνση των δύο γυναικών από το μα­χαλά. Έ γ ρ α ψ α επ ίσης τ η μαρτυρία κάποιου Αλί , ο οποίος

Page 119: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

επ ιβεβα ίωσε ότι η Κ ε β σ έ ρ ήταν πόρνη από παλιά. Κάποιος Σ α τ ι λ μ ί ς ε ίχε να λαμβάνε ι ε ίκοσι δύο χρυσά νομίσματα από κάποιον Κ α λ ε ν τ έ ρ που όμως αρνιόταν το χρέος του. Μ ι α νέα κοπέλα, η Μ ε λ έ κ , ισχυριζόταν πως, ενώ ήταν ε λ ε ύ θ ε ­ρ η , κάποιος Ραμαζάν την πούλησε σε κάποιον Μπαχατ ίν .

Κατόπιν σημε ίωσα τα ε ξ ή ς : Ένας μ ικρός, ο Μουχαρέμ , έφυγε από το σπ ίτ ι του γ ια να πάε ι να δ ιαβάσε ι δήθεν το Κοράνιο, ο πατέρας του όμως, ο Σ ινάν , τον έπ ιασε μαζί μ ε τον Ρεσούλ. Ο πατέρας ισχυρίζεται ότι ο Ρεσούλ δ ι έφθε ιρε το γ ιο του και ζητάε ι να γίνουν ανακρίσε ις . Ο Ρεσούλ όμως λ έ ε ι ότι ο Μ ο υ χ α ρ έ μ ε ί χ ε πάε ι σ' αυτόν, ότι μαζί π ή γ α ν ε στο μύλο κ ι ότι στην επ ιστροφή ο Μ ο υ χ α ρ έ μ μ π ή κ ε στους κήπους γ ια να μαζέψε ι σύκα και χάθηκε . Σ η μ ε ί ω σ α και την ημερομην ία και σκέφτηκα τ ι σήμαιναν, περίπου τετρακόσια χρόνια πριν, τα σύκα που λαχταρούσε ένα παιδ ί , κ ι ο Ρ ε ­σούλ που λαχταρούσε το παιδί που ή θ ε λ ε να φάει σύκα. Κα­τόπιν διάβασα κι έγραψα τ η σ ύ λ λ η ψ η ενός στρατ ιώτη του ιππικού που θ έ λ η σ ε να κάνε ι το λ η σ τ ή , τ ις δ ιαταγές σχετ ι ­κά μ ε το κλε ίσ ιμο των καπηλε ιών και την καταδίωξη όσων έπιναν κρασί. Διάβασα κι έγραψα και πολλά άλλα: κ λ ε ψ ι έ ς , ε μ π ο ρ ι κ έ ς διαφωνίες, λ η σ τ ε ί ε ς , γάμους και διαζύγια. . . Σ ε τ ι θα χ ρ η σ ί μ ε υ α ν όλες αυτές οι ιστορ ί ες ; Τ ο ύ τ η τ η φορά όμως δεν β γ ή κ α στο διάδρομο γ ια να καπνίσω. Π ρ ο σ π ά θ η ­σα να ξεχάσω τ η χ ρ η σ ι μ ό τ η τ α των ιστοριών και σημε ίωσα τ ι ς τ ι μ έ ς του κρέατος . Σ τ ο μεταξύ κ ί ν η σ ε το ενδ ιαφέρον μου η ανάκριση για έναν νεκρό που β ρ έ θ η κ ε στο λατομε ίο . Σ τ η ν ανάκριση οι ε ρ γ ά τ ε ς ανέφεραν μ ε λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι ε ς τ ι ε ί ­χαν κάνε ι ε κ ε ί ν η τ η μέρα. Γ ια π ρ ώ τ η φορά, μου φ ά ν η κ ε πως την έζησα τ η μέρα ε κ ε ί ν η , και χάρηκα: 6 Ιουλίου 1619. Διάβασα επανε ιλημμένα και προσεχτικά τ ις καταθέσε ις των

Page 120: Το σπίτι της σιωπής

120 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

εργατών. Ή θ ε λ α ένα τσιγάρο, μα συγκρατήθηκα. Ό λ α όσα διάβασα τα σημείωσα. Αυτό κράτησε πολύ μα, όταν τ ε λ ε ί ω ­σα, η ικανοποίηση μου ήταν μ ε γ ά λ η . Ο ήλιος άρχισε να δύει, οι φωτεινές ακτίνες του μπαίνανε από το παράθυρο του υπο­γε ίου . Αν κάποιος μου έφερνε τρε ι ς φορές την η μ έ ρ α φα­γ η τ ό , ένα πακέτο τσιγάρα και γ ια το βράδυ ένα μπουκάλι ρακί, θα μπορούσα να περάσω όλη μου τ η ζωή σε τούτο το δροσερό υπόγε ιο . Δεν το έ β λ ε π α ακόμη καθαρά μα το αντ ι­λήφθηκα: πίσω από τούτα τα χαρτιά, υπήρχαν ιστορίες στις οποίες θα μπορούσε κανε ίς ν ' αφιερώσει όλη του τ η ζωή , οι ιστορίες αυτές θα μπορούσαν να μου δείξουν το κ ο μ μ ά τ ι τ η ξηράς όταν δ ιαλύεται η ομ ίχλη . Ό τ α ν το σ κ έ φ τ η κ α αυτό, ένιωσα ακόμη πιο μ ε γ ά λ η εμπ ιστοσύνη στον εαυτό μου και σ τ η δουλειά που έκανα. Κατόπιν μ έ τ ρ η σ α τον αριθμό των σελίδων που είχα γ ρ ά ψ ε ι , σαν καλός και φρόνιμος μ α θ η τ ή ς : ακριβώς εννέα σ ε λ ί δ ε ς ! Σ κ έ φ τ η κ α πως ε ίχα πια κάθε δ ι­καίωμα να γυρίσω στο σπίτ ι και ν ' αρχίσω να πίνω, και σ η ­κώθηκα.

Page 121: Το σπίτι της σιωπής

10

Καθόμασταν στην προβλήτα μπροστά από το σπίτι της Τζεϊ­λάν. Ήμουν έτο ιμος να βουτήξω, μα, δ ιάβολε , έστησα πά­λι αυτί σ' αυτά που λ έ γ α ν ε .

« Τ ο βράδυ τ ι θα κ ά ν ο υ μ ε ; » ρώτησε η Γκιουλνούρ. « Ν α κάνουμε κάτ ι δ ιαφορετ ικό» , ε ί π ε η Φαφά. « Ν α ι ! Ν α π ά μ ε στο Σ ο υ α ν τ ι γ έ » . « Τ ι έ χ ε ι ε κ ε ί ; » ε ί π ε ο Τουργκάι . « Μ ο υ σ ι κ ή ! » φώναξε η Γκιουλνούρ. « Μ ο υ σ ι κ ή υπάρχει κι ε δ ώ » . «Ωραία λοιπόν, εσύ τ ι π ρ ο τ ε ί ν ε ι ς ; » Β ο ύ τ η ξ α απότομα σ τ η θάλασσα κ ι , ε ν ώ κολυμπούσα,

σ κ έ φ τ η κ α πως του χρόνου, τέτο ιον καιρό, θα ήμουν στην Α μ ε ρ ι κ ή , σ κ έ φ τ η κ α ακόμη τ η μ η τ έ ρ α και τον πατέρα μου, που ή τ α ν στον τάφο, τους ελεύθερους δρόμους τ η ς Ν έ α ς Υόρκης , τους νέγρους που θα παίζανε γ ια μ έ ν α τζαζ στ ις γων ίες , το ατέλε ιωτο μετρό , τους απέραντους υπόγειους λα­βύρινθους όπου κανε ίς δεν γνωρ ίζε ι κανέναν . Τ α φαντά­στηκα όλα αυτά και ξαλάφρωσα, μα σ τ η συνέχε ια σ κ έ φ τ η ­κα πως εξαιτ ίας του αδελφού και τ η ς αδελφής μου ίσως δεν

Page 122: Το σπίτι της σιωπής

ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ε ίχα χ ρ ή μ α τ α , οπότε το ταξ ίδ ι μου θα ματα ιωνόταν , χι ήμουν έτο ιμος να θυμώσω, όμως όχι, τώρα μονάχα εσένα σ κ έ φ τ ο μ α ι , Τ ζ ε ϊ λ ά ν . Πώς κάθεσαι στην π ρ ο β λ ή τ α , πώα έχε ις απλώσει τα πόδια σου, ότι σ' αγαπώ, ότι θα σε κάνω να μ' αγαπήσε ις .

Ύ σ τ ε ρ α από λίγο έβγαλα το κεφάλι μου από το νερό και κοίταξα πίσω. Είχα απομακρυνθεί πολύ από την ξηρά, έν ιω­σα έναν παράξενο φόβο: όλοι ήταν εκε ί , κι ε γ ώ μέσα σ' ένα τρομακτ ικό υγρό στοιχείο δίχως αρχή και τέλος , αλμυρό, γ ε ­μάτο φύκια. Αναστατώθηκα ξαφνικά, κ ι άρχισα να κολυμπώ γρήγορα σαν να μ ε κυνηγούσε κάνα σκυλόψαρο* β γ ή κ α από τ η θάλασσα και πήγα και κάθισα πλάι στην Τζε ϊλάν .

« Η θάλασσα είναι πολύ ωραία!» ε ίπα, μόνο και μόνο για να πω κάτ ι .

« Μ α β γ ή κ ε ς αμέσως ! » ε ί π ε η Τζε ϊλάν . Γύρισα κ ι άκουσα αυτά που έ λ ε γ ε ο Φ ικρέτ . Εξηγούσε τα

προβλήματα και τ ις περ ιπέτε ι ε ς ανθρώπων που έχουν προ­σωπικότητα: ε ίπε για την καρδιακή κρίση που έπαθε ο πα­τέρας του ξαφνικά το χειμώνα, ανέφερε ότι αναγκάστηκε ν' αναλάβει μόνος την ευθύνη της επ ιχε ίρησης του, σε ηλ ικ ία μόλις δεκαοκτώ χρονών, κι εξήγησε τα προβλήματα που αντι­μ ε τ ώ π ι σ ε στη διαχείριση της δουλειάς του πατέρα του μέχρ ι να ε π ι σ τ ρ έ ψ ε ι από τ η Γερμανία ο μεγάλος του αδελφός. Κα­τόπιν, για ν' αποδείξει ότι σύντομα θα μπορούσε να γίνε ι ακό­μ η πιο σημαντικός επ ιχε ιρηματ ίας , ε ίπε ότι από σ τ ι γ μ ή σε σ τ ι γ μ ή ο πατέρας του μπορεί να πεθάνε ι - ε γ ώ τον δ ιέκοψα, λέγοντας ότι ο πατέρας κι η μητέρα μου είχαν πεθάνε ι προ πολλού κι ότι σήμερα το πρωί είχα πάει στον τάφο τους.

« Α μ ά ν , παιδιά! Μ ο υ μαυρίσατε την ψυχή με τ ις κουβέ­ν τ ε ς σας!» ε ί π ε η Τζε ϊλάν και σ η κ ώ θ η κ ε .

Page 123: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 123

« Π ά μ ε να κάνουμε κ ά τ ι » . « Ν α ι , ας κάνουμε κάτ ι . Π ά μ ε κάπου» . « Π ο ύ να π ά μ ε ; » ε ί π ε η Φαφά σηκώνοντας το κεφάλι τ η ς

από το περ ιοδ ικό που κρατούσε. « Κ ά π ο υ να δ ιασκεδάσουμε ! » ε ί π ε η Γκιουλνούρ. « Σ τ ο Χ ι σ ά ρ ! » ε ί π ε η Ζ ε ϊ ν έ π . « Ε κ ε ί π ή γ α μ ε χ τ ε ς » , ε ί π ε ο Β ε ν τ ά τ . « Τ ό τ ε να π ά μ ε γ ια ψ ά ρ ε μ α » , ε ί π ε η Τζε ϊλάν . « Η ώρα είναι α κ α τ ά λ λ η λ η » , ε ί π ε ο Τουράν, προσπαθώ­

ντας ν' ανοίξει ένα κουτάκι αντηλ ιακό . « Γ ι α τ ί ε ίναι α κ α τ ά λ λ η λ η ; » « Ν α π ά μ ε στα Τ ο ύ ζ λ α » . « Ε κ ε ί κάνε ι πολλή ζ έ σ τ η » , ε ί π ε ο Φ ι κ ρ έ τ . «Θα τ ρ ε λ α θ ώ ! » ε ί π ε η Τ ζ ε ϊ λ ά ν , φουρκ ισμένη κ ι απελπ ι ­

σ μ έ ν η . « Μ α ζ ί σας δεν μπορε ί να κάνε ι κανε ίς τ ί π ο τ α » , ε ί π ε η

Γκιουλνούρ. « Τ ι γ ίνετα ι τώρα, θα π ά μ ε κ ά π ο υ ; » ρώτησε η Τζε ϊλάν . Κανε ί ς δεν α π ά ν τ η σ ε . Ύ σ τ ε ρ α από μια μακριά σ ι ω π ή ,

το καπάκι από το κουτάκι μ ε το αντηλ ιακό έ π ε σ ε από τα χέρια του Τουράν καταγής , κύλησε σαν βόλος κ ι ήρθε στα πόδια τ η ς Τζε ϊλάν .

Η Τζε ϊλάν το κλότσησε , το καπάκι έ π ε σ ε σ τ η θάλασσα. « Δ ε ν ήταν δικό μου, ήταν τ η ς Χ ο υ λ γ ι ά » , ε ί π ε ο Τουράν. « Τ η ς παίρνω άλλο» , ε ί π ε η Τζε ϊλάν κ ι ή ρ θ ε και κάθισε

πλά ι μου. Σ κ έ φ τ η κ α αν τ η ν αγαπούσα ή όχι, στο τ έλος π ί σ τ ε ψ α

ότι την αγαπούσα. Κ ε ν έ ς κ ι ανόητες σ κ έ ψ ε ι ς , αποτέλεσμα τ η ς π ν ι γ η ρ ή ς ζ έστης . . . Ο Τουράν σ η κ ώ θ η κ ε , π ή γ ε προς τ η θάλασσα κι έψαξε μ ε το β λ έ μ μ α του να βρε ι το καπάκι .

Page 124: Το σπίτι της σιωπής

124 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ό χ ι ! » ε ί π ε η Τζε ϊλάν και π ε τ ά χ τ η κ ε από τ η θ έ σ η τ η ς . « Δ ε ν θα το βγάλε ι ς εσύ, Τουράν» .

« Κ α λ ά , τ ό τ ε β γ ά λ ' το εσύ» . « Ε γ ώ ; » ε ί π ε η Τζε ϊλάν . « Γ ι α τ ί να το βγάλω ε γ ώ ; Ας το

β γ ά λ ε ι ο Χ ο υ σ ε ί ν ! » «Λε ς ανοησίες» , ε ί π ε ο Τουράν. « Ε γ ώ θα το β γ ά λ ω » . « Τ ο βγάζω ε γ ώ » , ε ίπα, και σηκώθηκα. «Τώρα μόλις β γ ή ­

κα από τ η θάλασσα». « Ε ί σ α ι πολύ καλό π α ι δ ί » , ε ί π ε η Τζε ϊλάν . « Έ ν α λογ ικό,

καλό π α ι δ ί » . « Γ ι ά β γ ά λ ' το να δούμε ! » ε ί π ε ο Τουράν κ ι έ δ ε ι ξ ε μ ε το

δάχτυλο του σαν να μου έδ ινε ε ν τ ο λ ή . «Δεν θα το βγάλω», είπα ξαφνικά. « Η θάλασσα είναι κρύα». Η Φαφά έ β α λ ε τα γέλ ια . Ε γ ώ γύρισα και κάθισα σ τ η θ έ ­

ση μου. « Χ ο υ λ γ ι ά » , ε ί π ε ο Τουράν , «θα σου πάρω καινούργιο

αντη λ ι ακ ό» . « Ό χ ι , ε γ ώ θα τ η ς πάρω καινούργιο α ν τ η λ ι α κ ό » , ε ί π ε η

Τζε ϊλάν . « Ή δ η ε ίχε τ ε λ ε ι ώ σ ε ι » , ε ί π ε η Χουλγ ιά . « Α ς ε ίναι , θα σου πάρω. Τ ι μάρκα ή τ α ν ; » ε ί π ε η Τζε ϊ ­

λάν. Κατόπ ιν , δίχως να π ε ρ ι μ έ ν ε ι α π ά ν τ η σ η , πρόσθεσε μ ε παρακλητ ικό τόνο : « Ά ν τ ε παιδιά, σας ι κ ε τ ε ύ ω , ας κάνουμε κ ά τ ι » .

Ο Μ ε χ μ έ τ ε ί π ε πως η Μαρ ί ή θ ε λ ε να πάε ι στο απέναντ ι νησί και τ ό τ ε , ξαφνικά, σε όλους ξύπνησε το κ ό μ π λ ε ξ κα­τωτερότητας , η επιθυμία να ευχαριστήσουμε την Ευρωπαία. Τρέξαμε στα σκάφη. Μ π ή κ α στο ίδιο ταχύπλοο με την Τζεϊ­λάν, που β γ ή κ ε όμως αμέσως κ ι έ τ ρ ε ξ ε στο σπ ίτ ι τ η ς . Γ ύ ­ρισε κρατώντας δυο μπουκάλια.

Page 125: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 125

« Τ ζ ι ν ! » Ένας άλλος φώναξε « Μ ο υ σ ι κ ή » , και τ ό τ ε έ τ ρ ε ξ ε ο Τζου-

ν έ ι τ κ ι έ φ ε ρ ε από το σπ ίτ ι το αηδ ιαστ ικό εκε ίνο κουτί και τα ηχε ία . Τ α ταχύπλοα ξεκ ίνησαν. Πρώτα σ η κ ώ θ η κ ε στον αέρα η πλώρη τους. Η Σ ε μ ά παραλίγο να π έ σ ε ι . Όσο μ ε ­γάλωνε η ταχύτητα τους, τόσο η πλώρη κατέβα ινε * ύστερα από μισό λ ε π τ ό β ρ ε θ ή κ α μ ε στα ανοιχτά τ η ς θάλασσας. Άρ­χισα να σ κ έ φ τ ο μ α ι : Αυτο ί ε ίναι πλούσιοι , καρφί δεν τους καίγεται αν κάτι σπάσει , χαλάσει , παλιώσει , οι πλούσιοι πά­νε τα σκάφη τους μ ε σαράντα μίλ ια, ε γ ώ φοβάμαι , ο φόβος μου είναι ελεε ινός , που μ ε κάνε ι να τ ρ έ μ ω σύγκορμος. Τζε ϊ ­λάν, σ' αγαπώ. Μ α μ η φοβάσαι, Μ ε τ ί ν , μ η φοβάσαι, σ κ έ ­φτηκα, ε ίσαι έξυπνος. Π ι σ τ ε ύ ω σ τ η δύναμη τ η ς εξυπνάδας, ναι, π ίστευα. . .

Π λ η σ ι ά σ α μ ε τόσο πολύ στην α κ τ ή του νησιού, που πα­ραλίγο να τσακ ιστούμε στους βράχους, κόψανε όμως ταχύ­τ η τ α , τα σκάφη σταμάτησαν . Σ τ η ν άλλη πλευρά του ν η ­σιού υπήρχε ένας φάρος, μονάχα η κορυφή του φαινόταν. Από κάπου ξετρύπωσε ένας σκύλος, κατόπιν ένας άλλος, μαύρος, κ ι ύστερα ένας γκρίζος, κ α τ έ β η κ α ν στην παραλία, και χώθηκαν στους βράχους. Μ α ς κοίταζαν και γάβγ ιζαν . Το μπουκάλι μ ε το τζιν άλλαζε συνέχεια χέρια, το έπιναν ξε­ροσφύρι, μου δώσανε κ ι ε μ έ ν α , ήπ ια μονορούφι και μου ή ρ ­θε σαν φαρμάκι . Τα σκυλιά αλυχτούσαν συνέχεια.

«Ε ίνα ι λυσσασμένα!» ε ί π ε η Γκιουλνούρ. « Β ά λ ε μπροστά τ η μ η χ α ν ή , Φ ι κ ρ έ τ , να δούμε τ ι θα κά­

νουν!» ε ί π ε η Τζε ϊλάν . Μ ό λ ι ς ο Φ ι κ ρ έ τ έ β α λ ε μπροστά τ η μ η χ α ν ή , τα σκυλιά

άρχισαν να τρέχουν μαζί μας σαν τρελά γύρω από το νησί . Ό λ η η παρέα έβαλε τ ις φωνές, τραγουδούσε, τα σκυλιά απο-

Page 126: Το σπίτι της σιωπής

126 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τρελάθηκαν , η παρέα ενθουσ ιάστηκε , έ β α λ ε τ ις φωνές, τα σκυλιά αλυχτούσαν, η παρέα ξεφώνιζε , κ ι ε γ ώ σ κ έ φ τ η κ α ότι όλοι τους ήταν κ α θ υ σ τ ε ρ η μ έ ν ο ι , μα, δ ιάολε , το σαματά αυτό τον έβρ ισκα πιο δ ιασκεδαστ ικό από το ζεστό και ψό­φιο σπίτ ι τ η ς γ ιαγ ιάς μου, πιο πλούσιο, πιο ζωντανό από τα μικρά σκονισμένα δωμάτια και τα ραδιόφωνα μ ε τα κ ε ν τ η ­τά σεμεδάκ ια .

αΜουσ ική ! Ανο ίξτε όλη την έ ν τ α σ η , να δούμε τ ι θα κά­νουν!»

Άνοιξαν μέχρ ι το τέλος τ η μουσική και κάναμε δυο φο­ρές το γύρο του νησιού. Ό τ α ν αρχίσαμε τον τρ ίτο γύρο, το β λ έ μ μ α μου γ ια μια σ τ ι γ μ ή έ π ε σ ε στον αφρό που άφηνε πί­σω του το σκάφος, και ξαφνικά τα 'χασα: κάπου μακριά, μ έ ­σα από τον αφρό, πρόβαλε το χαρούμενο κεφάλι τ η ς Τζε ϊ ­λάν. Χωρ ίς δ ε ύ τ ε ρ η σ κ έ ψ η , βούτηξα στο νερό, σαν να βου­τούσα σ' έναν εφ ιάλτη .

Μ ό λ ι ς βούτηξα, έν ιωσα κάτ ι παράξενο, φοβερό: θαρρείς η Τζε ϊλάν κ ι ε γ ώ θα πεθα ίναμε εδώ, κι η παρέα στα σκά­φη δεν θα το καταλάβαινε . Μ π ο ρ ε ί να έφτα ιγε ένα σκυλό­ψαρο, ίσως ο τρομερός θόρυβος τ η ς μηχανής που θα κάλυ­π τ ε τ ι ς φωνές μας, μπορε ί τα σκυλιά που θύμιζαν πε ινα­σμένους λύκους. . .

Σ τ ο διάβολο! Αδύνατο να σκεφτώ την Τζε ϊλάν . Σ ε λ ίγο έ β γ α λ α το κεφάλι μου από το νερό* ξαφνιάστηκα. Έ ν α από τα σκάφη ε ίχε πλησ ιάσε ι την Τζε ϊλάν , την τραβούσαν μ έ ­σα. Τ η ν έβγαλαν από το νερό κι ήρθαν να πάρουν κι ε μ έ ν α .

«Ποιος σ' έ σ π ρ ω ξ ε ; » ρώτησε ο Φ ι κ ρ έ τ . « Κ α ν ε ί ς δεν τ η ν έ σ π ρ ω ξ ε » , ε ί π ε η Γκιουλνούρ. « Μ ό ν η

τ η ς π ή δ η σ ε » . « Μ ό ν η τ η ς π ή δ η σ ε ; Γ ι α τ ί π ή δ η σ ε ς ; »

Page 127: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 127

« Μ α ποιος μ' έ σ π ρ ω ξ ε ; » ρώτησε η Τζε ϊλάν . Π ι ά ν ο μ α ι από το κουπί που άπλωσε ο Τ ο υ ρ γ κ ο ύ τ και

προσπαθώ ν' ανέβω στο σκάφος, μα, ε κ ε ί που ανεβαίνω, ο Τουργκούτ αφήνει το κουπί και ξαναπέφτω σ τ η θάλασσα. Σαν έ β γ α λ α το κεφάλι μου από το νερό, ε ίδα ότι κανε ίς δεν ασχολούνταν μαζί μου και παραξενεύτηκα. Μιλούσαν, γ ε ­λούσαν, δ ιασκέδαζαν. Γ ι α ν ' απαλλαγώ γρήγορα από τον εφιάλτη τ η ς μοναξιάς, θέλησα να βρεθώ ανάμεσα τους, κρα­τ ή θ η κ α από την κουπαστή , και , προσπαθώντας ν' ανέβω, έστησα αυτί στις κουβέντες τους.

« Β α ρ έ θ η κ α ! » « Ε ί δ ε ς , Τ ζ ε ϊ λ ά ν ! Μ ό λ ι ς έ π ε σ ε ς σ τ η θάλασσα, αμέσως

έ π ε σ ε κ ι ο Μ ε τ ί ν στο νερό» . « Π ο ύ είναι τα σκυλ ιά ; » ρώτησε η Τζε ϊλάν . Σ τ ο τ έλος κατάφερα ν' α ν έ β ω στο σκάφος* ε ίχα λαχα­

ν ιάσε ι . « Ά μ ε στο καλό σας, κανείς σας δεν ξέρε ι να δ ιασκεδά­

ζε ι . . . » « Π ρ ό σ ε χ ε ! Θα σε πετάξουμε στα σκυλ ιά!» « Δ ε ν μας λες εσύ τ ι να κάνουμε για να διασκεδάσουμε, αν

ξέρε ις β έ β α ι α » , ε ί π ε ο Τουργκάι . « Β λ ά κ ε ς ! » φώναξε η Γκιουλνούρ. Έ ν α από τα σκυλιά, που μας παρακολουθούσε, ε ί χ ε ανέ­

βε ι στον πιο κοντινό βράχο και γ ά β γ ι ζ ε . « Τ ρ ε λ έ ! » ε ίπε η Τζε ϊλάν. Κοίταξε σαν μ α γ ε μ έ ν η το σκυ­

λί μ ε τα γυαλ ιστερά, σουβλερά δόντια. « Φ ι κ ρ έ τ , πλησίασε λ ίγο στο σκυλ ί » . « Γ ι α τ ί ; » « Έ τ σ ι . . . » « Τ ι θες να δ ε ι ς ; »

Page 128: Το σπίτι της σιωπής

128 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Ο Φ ι κ ρ έ τ πλησίασε το σκυλί μ ε το σκάφος. « Τ ι θ έ λ ε ι ς από το ζώο;» ρώτησε ο Τουργκά ι . « Α ρ σ ε ν ι κ ό ε ίναι ή θ η λ υ κ ό ; » ρώτησε ο Φ ι κ ρ έ τ , που ε ίχε

σταματήσε ι τ η μ η χ α ν ή . « Η λ ί θ ι ε ! » ε ί π ε η Τζε ϊλάν μ ε μια παράξενη φωνή. Ξαφνικά ή θ ε λ α να την πάρω στην αγκαλιά μου μα, αντί

γ ι ' αυτό, την κοίταξα, και σ κ έ φ τ η κ α τ ι θα μπορούσα να κά­νω για να κερδίσω την α γ ά π η τ η ς . Ήμουν πολύ μ π ε ρ δ ε μ έ ­νος, ή θ ε λ α ν' αρχίσω να πηδάω μέσα στο σκάφος, να φωνά­ζω, να ξεφωνίζω, έν ιωθα παράξενα, άρχισα να π ιστεύω πως ήμουν ένας τ ι π ο τ έ ν ι ο ς , από την ά λ λ η , παρασυρμένος από τα β ιβλ ία και τους στίχους των τραγουδιών που ε ίχα διαβά­σε ι , μεγαλοποιώντας τ η ν κάποια αξία μου, έν ιωθα παιδιά­σ τ ι κ η , κ ε ν ή περηφάνια* καταλάβαινα ότι επ ιτρέποντας τον εαυτό μου να παρασυρθε ί από αυτή τ η ν περηφάν ια γ ι ν ό ­μουνα ένας πολύ κοινός άνθρωπος, όμως το συναίσθημα αυ­τό μου άρεσε , φοβόμουνα μονάχα μ η νιώσω ντροπή γ ια τ ις σ κ έ ψ ε ι ς μου γ ι ' αυτό ε ίπα ας ξεχάσω τον εαυτό μου, κι έ π ε ι ­τα αποφάσισα ότι ή θ ε λ α να τραβήξω το ενδιαφέρον τους, σ κ έ φ τ η κ α όμως πως ήμουν φτωχός, πιο φτωχός απ' αυτούς, και δεν βρήκα το θάρρος και την αφορμή να κάνω κάτ ι σ η ­μαντικό. Θαρρείς και μ ε είχαν δέσε ι χειροπόδαρα και μου ε ί­χαν φορέσει ένα στενό μανδύα φτώχειας που μ' έσφ ιγγε πο­λύ: Θα σε σκίσω όμως ε γ ώ μ ε την εξυπνάδα μου! Χόρευαν και ξεφώνιζαν, στο διπλανό σκάφος δυο φίλοι σπρώχνονταν, ο ένας προσπαθούσε να ρίξει τον άλλο σ τ η θάλασσα. Κα­τόπιν το άλλο σκάφος μας πλησίασε κι άρχισαν να μας ρί­χνουν νερό μ ε τους κουβάδες. Κ ά ν α μ ε κι ε μ ε ί ς το ίδιο. Άρ­χισαν να χτυπιούνται μ ε τα κουπιά, σαν να 'παιζαν ξιφομα­χία. Κάποιο ι πέσανε σ τ η θάλασσα. Τα μπουκάλια του τζιν

Page 129: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 129

είχαν αδε ιάσε ι . Ο Φ ι κ ρ έ τ π ή ρ ε ένα απ' αυτά, το πέταξε στο σκύλο. Το μπουκάλι έ π ε σ ε πάνω στους βράχους κ ι έσπασε .

« Τ ι γ ί ν ε τ α ι ; » φώναξε η Τζε ϊλάν . « Ε ν τ ά ξ ε ι , φ ε ύ γ ο υ μ ε » , ε ί π ε ο Φ ι κ ρ έ τ . Έ β α λ ε μπρος τ η μ η χ α ν ή και μ έ χ ρ ι να μ α ζ έ ψ ε ι αυτούς

που ήταν σ τ η θάλασσα, μας πλησίασε ξανά το άλλο σκά­φος κ ι οι φίλοι μας αρχίσανε να μας ρίχνουν πάλ ι νερό μ ε τους κουβάδες.

« Μ ά γ κ ε ς , κάνουμε κ ό ν τ ρ ε ς ; » Τ α δύο σκάφη στάθηκαν πλάι πλάι , κατόπιν η Γ κ ι ο υ λ ­

νούρ μ ε τ σ ι ρ ι χ τ ή φωνή έ δ ω σ ε το σύνθημα και ξεκ ίνησαν. Το άλλο σκάφος θα μας περνούσε, δεν χωρούσε καμιά αμ­φιβολία, μα ο Φ ι κ ρ έ τ φώναζε κ ι έβρ ιζε να μαζευτούμε όλοι στην πρύμνη γ ια να π ά μ ε πιο γρήγορα. Σ ε λ ί γο , οι άλλοι μας πέρασαν και γ ιορτάσανε τ η ν ί κ η τους χορεύοντας. Η Τζε ϊλάν φουρκ ίστηκε , έ κ α ν ε μπάλα τ η β ρ ε μ έ ν η π ε τ σ έ τ α τ η ς και του την π έ τ α ξ ε , μα η π ε τ σ έ τ α έ π ε σ ε σ τ η θάλασσα. Λμέσως γυρίσαμε να την πάρουμε προτού βουλιάξει , κανείς όμως δεν άπλωσε το χέρι του, το σκάφος πέρασε από πάνω και η π ε τ σ έ τ α π ή γ ε στον πάτο. Άρχισαν πάλ ι να ξεφωνί­ζουν. Κατόπιν ακολουθήσαμε το φέρι μποτ που πήγαινε από την Ντάριτζα σ τ η Γ ιάλοβα, το πλησ ιάσαμε , κάναμε γύρω του δυο κύκλους, πάντα ξεφωνίζοντας. Σ τ η συνέχεια παί­ξαμε ένα άλλο παιχνίδι που το λέγανε «έφοδο». Τα δυο σκά­φη πλησιάσανε το ένα το άλλο, και μ ε τα σωσίβια και τ ις π ε τ σ έ τ ε ς στην πλώρη πέσανε το ένα πάνω στο άλλο. Τ ο β α ρ ε θ ή κ α μ ε κι αυτό, και χωρίς να κόψουμε ταχύτητα, μ π ή ­κ α μ ε στην πλαζ. Ο ι κ ο λ υ μ β η τ έ ς , κ α τ α τ ρ ο μ α γ μ έ ν ο ι , προ­σπαθούσαν να ξεφύγουν. Τους κοίταξα και ψιθύρισα:

« Μ η γ ίν ε ι κάνα ατύχημα!»

Page 130: Το σπίτι της σιωπής

130 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

αΜπα, δάσκαλος είσαι.;» φώναξε η Φαφά. « Κ α θ η γ η τ ή ς λυκείου μ ή π ω ς ; »

« Κ α θ η γ η τ ή ς ; » ρώτησε η Γκιουλνούρ. « Ε γ ώ τους σιχαίνομαι τους δασκάλους», ε ί π ε η Φαφά. « Κ ι ε γ ώ » , πρόσθεσε ο Τζουνέ ιτ . « Δ ε ν ή π ι ε ούτε γουλ ιά» , ε ί π ε ο Τουράν. « Κ ά ν ε ι τον σο­

βαρό» . « Ή π ι α » , ε ίπα. «Περ ισσότερο από σ έ ν α » . « Ξ έ ρ ε ι ς , δεν φτάνε ι να μάθε ις απέξω την προπαίδε ια !» Κοίταξα τ η ν Τ ζ ε ϊ λ ά ν αδιαφορούσε, δεν έδ ινε σημασία. Γυρ ίσαμε λ ίγο ακόμη μ ε τα σκάφη, κατόπιν πλησιάσαμε

στην προβλήτα τ η ς Τζε ϊλάν κι αράξαμε. Μ ι α γυναίκα ήταν ε κ ε ί , μια σαραντάρα, που φορούσε ένα μπουρνούζι* η μ η τ έ ­ρα τ η ς .

«Παιδ ιά, ε ί σ τ ε μούσκεμα» , ε ί π ε . « Α π ό πού έ ρ χ ε σ τ ε ; Πού ε ίναι , μωρό μου, η π ε τ σ έ τ α σου;»

« Τ η ν έχασα, μ η τ έ ρ α » , ε ί π ε η Τζε ϊλάν . « Μ α έτσ ι θα κρυώσε ις» . Η Τζε ϊλάν έκανε μια α ν ε π α ί σ θ η τ η κ ί ν η σ η . Κατόπιν ε ί­

π ε : Α ! Μ η τ έ ρ α , τούτος ε δ ώ ε ίναι ο Μ ε τ ί ν . Κ ά θ ο ν τ α ι σ' εκε ίνο το παλιό σπ ίτ ι . Το παράξενο, στο σπ ίτ ι τ η ς σ ιωπής.

«Πο ιο παλιό σ π ί τ ι ; » ρώτησε η μ η τ έ ρ α τ η ς . Χ α ι ρ ε τ η θ ή κ α μ ε , ρώτησε τ ι δουλειά κάνε ι ο πατέρας μου

και σε ποιο σχολείο πηγαίνω* τ η ς ε ίπα, και πρόσθεσα ότι θα πάω στην Α μ ε ρ ι κ ή γ ια να συνεχίσω τ ις σπουδές μου.

« Κ ι ε μ ε ί ς θ' αγοράσουμε σπίτ ι στην Α μ ε ρ ι κ ή . Ποια π ε ­ριοχή τ η ς Α μ ε ρ ι κ ή ς είναι κ α λ ύ τ ε ρ η ; »

Τ η ς έδωσα μ ε ρ ι κ έ ς πληροφορίες, ανέφερα το κλ ίμα, τον πληθυσμό τ η ς χώρας, τ η ς ε ίπα αριθμούς, μα δεν κατάλαβα αν μ' άκουγε , γ ιατ ί δεν κοίταζε ε μ έ ν α μα το μαγιό και τα

Page 131: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

μαλλιά μου, σαν να ήταν πράγματα ξέχωρα από μένα. Σ τ η συνέχε ια μ ι λ ή σ α μ ε γ ια την αναρχία στην Τουρκία, κι ενώ αρχίσαμε να λ έ μ ε γ ια τ ις δύσκολες συνθήκες τ η ς ζωής σ τ η χώρα, η Τζε ϊλάν μας δ ι έ κ ο ψ ε .

« Τ ι έ γ ι ν ε , μαμά, τώρα π έ τ υ χ ε εσένα ο φωστήρας ;» « Ε ί σ α ι α ν ά γ ω γ η ! » ε ί π ε η μ η τ έ ρ α τ η ς . Ό μ ω ς δεν π ε ρ ί μ ε ν ε να τ ελε ιώσω την κουβέντα μου, έφυ­

γ ε β ιαστ ικά. Κ ι ε γ ώ π ή γ α και ξάπλωσα σε μια ξαπλώστρα. Βάλθηκα να κοιτάζω την Τζε ϊλάν και τους άλλους που μπαι-νοβγαίνανε σ τ η θάλασσα και βυθ ίστηκα σε σ κ έ ψ ε ι ς . Κ α τ ό ­πιν , όλοι κάθισαν στις ξαπλώστρες , στις κ α ρ έ κ λ ε ς , κατα­γ ή ς , κάτω από τον ήλ ιο , έγ ι ν ε μια απ ίστευτη ησυχία, κι ε γ ώ πάλι άρχισα να σκέφτομαι . Ε ικόνες παράξενες ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια μου.

Φαντάστηκα ένα ρολόι παρατημένο πάνω στο τ σ ι μ έ ν τ ο , ανάμεσα στα γυμνά κι άχαρα πόδια μας: ε ίχε μ π ε ρ δ έ ψ ε ι τον ωροδε ίκτη και το λ ε π τ ο δ ε ί κ τ η του, κ ι αφημένο όπως ήταν στο απρόσωπο τ σ ι μ έ ν τ ο , μέσα από τ η θ λ ι β ε ρ ή , ανόητη μου­σ ι κ ή , από τ η δίχως αρχή, δίχως τ έλος , δίχως μ έ σ η , δίχως βάθος κ ι επ ιφάνε ια σ ιωπή μας, κοίταζε τον ήλ ιο , κ ι ήταν υποχρεωμένο να ομολογήσε ι ότι δεν μπορούσε πια να μ ε ­τ ρ ή σ ε ι το χρόνο. Ε ί χ ε ξεχάσει τ ι ήταν αυτό που κάποτε μ ε ­τρούσε , μ ε αποτέλεσμα η σ κ έ ψ η του ρολογιού να μ η δια­φέρε ι σε τ ί π ο τ ε από τ η σ κ έ ψ η του απερ ίσκεπτου που προ­σπαθεί να συλλάβε ι αυτό που σ κ έ φ τ ε τ α ι .

Κατόπιν σ κ έ φ τ η κ α πως με κάτ ι τ έ τ ο ι ε ς σ κ έ ψ ε ι ς κ ι ε γ ώ αγαπούσα την Τζε ϊλάν . Κα ι μέχρ ι τα μεσάνυχτα αυτά είχα στο μυαλό μου.

Page 132: Το σπίτι της σιωπής

11

Χ τ ύ π η σ α ν την πόρτα του δωματίου μου. Έ κ λ ε ι σ α τα μάτια μου, δεν έ β γ α λ α μ ιλ ιά , μα η πόρτα άνοιξε . Ή τ α ν η Ν ι λ ­γκιούν.

« Κ α λ ά ε ί σ τ ε , γ ι α γ ι ά κ α ; » Δ ε ν απάντησα. Θέλησα να δε ι το χλομό μου πρόσωπο,

το ακ ίνητο σώμα μου, και να καταλάβε ι πόσο υποφέρω. « Ε ί σ τ ε καλύτερα, γ ιαγ ιά , η ό ψ η σας έ φ τ ι α ξ ε » . Άνοιξα τα μάτια μου και σ κ έ φ τ η κ α ότι π ο τ έ δεν θα μ'

έν ιωθαν, ότι μόνο μ ε πλαστ ικά μπουκάλια κολόνια και μ ε ψεύτ ικο κέφι θα μου χαμογελούσαν. Κ ι ε γ ώ θα έ μ ε ν α μ ό ν η , ολομόναχη μ ε τους πόνους μου, το παρελθόν μου και τ ι ς σ κ έ ψ ε ι ς μου. Ναι , αφήστε μ ε , μ ε τ ις ωραίες, τ ι ς αγνές σ κ έ ­ψε ις μου.

« Π ώ ς α ισθάνεστε , γ ι α γ ι ά ; » Μ α δεν μ' αφήνουν. Κ ι ε γ ώ δεν τους μ ιλώ. « Κ ο ι μ η θ ή κ α τ ε καλά; Θ έ λ ε τ ε κ ά τ ι ; » «Λεμονάδα!» ε ίπα, χωρίς να ξέρω γ ιατ ί . Ό τ α ν έφυγε η Ν ιλγκ ιούν κι έ μ ε ι ν α μ ό ν η , παραδόθηκα

πάλι στις ωραίες και αγνές σ κ έ ψ ε ι ς . Σ τ α μάγουλα και στο

Page 133: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 1 3 3

νου μου η ζεστασιά από τον γλυκό ύπνο που κ ο ι μ ή θ η κ α : Σ κ έ φ τ η κ α το όνειρο που ε ίδα, τον απόηχο του ονείρου μου. Ήμουνα μ ι κ ρ ή , λ έ ε ι , σ' ένα τ ρ έ ν ο που ξεκινούσε από την Ιστανμπούλ* σ τ η δ ιαδρομή έ β λ ε π α κήπους , ωραιότατους παλιούς κήπους : η Ιστανμπούλ ε ίναι μακριά κ ι ε μ ε ί ς π η ­γαίνουμε από τον έναν κήπο στον άλλο. Θυμήθηκα τ ις πρώ­τ ε ς εκε ίνες μ έ ρ ε ς , Σ ε λ α χ α τ ί ν : την άμαξα, το μ α γ κ α ν ο π ή ­γαδο, το παρηγορητ ικό τρ ίξ ιμο του π ε ν τ ά λ τ η ς ρ α π τ ο μ η ­χανής· κατόπιν σ κ έ φ τ η κ α το γ έ λ ι ο , τον ήλ ιο , τα χρώματα, πόσο όμορφα μπορούσαμε να ν ιώσουμε ξαφνικά χωρίς να υπάρχει λόγος, το τώρα που γ έ μ ι ζ ε μ ε το τώρα, τ ις πρώτες εκε ί ν ες μ έ ρ ε ς : ε ίχα αρρωστήσε ι στο τρένο κι αναγκαστή­κ α μ ε να κ α τ έ β ο υ μ ε στην Γ κ έ μ π ζ ε . . . τ ό τ ε ή ρ θ α μ ε γ ια πρώ­τ η φορά στο Τζενέτχ ισαρ , γ ιατ ί ε ί χ ε καλό κλ ίμα , αφού κα­τ α τ α λ α ι π ω ρ ή θ η κ α στα δωμάτ ια των ξενώνων στην Γ κ έ ­μ π ζ ε . . . Μ ι α αποβάθρα που ε γ κ α τ α λ ε ί φ θ η κ ε μόλις κατα­σ κ ε υ ά σ τ η κ ε η σ ιδηροδρομική γ ρ α μ μ ή , τ έ σ σ ε ρ α - π έ ν τ ε πα­λιά σπίτ ια, τρία-τέσσερα κοτέτσια , όμως πόσο καθαρή είναι η ατμόσφαιρα, δεν είναι έ τσ ι , Φ α τ μ ά ; Γ ι α τ ί να π ά μ ε αλλού; Να εγκατασταθούμε εδώ! Θα 'μαστε και κοντά στην Ισταν­μπούλ και στους γονε ί ς σου, δεν θα στενοχωριούντα ι , κ ι α κ ό μ η , μόλις π έ σ ε ι η κ υ β έ ρ ν η σ η , θα ε ί μ α σ τ ε στην Ισταν­μπούλ. Έ λ α να φτιάξουμε ένα σπ ί τ ι εδώ!

Τ ό τ ε , περπατούσαμε συχνά μαζί: έχε ι τόσο πολλά να κά­νε ι ο άνθρωπος σ τ η ζωή του , Φ α τ μ ά , έ λ ε γ ε ο Σελα χα τ ί ν , έλα να σου δε ίξω λ ίγο τον κόσμο, πώς ε ίναι το παιδ ί που έχε ις στην κοιλ ιά, άρχισε να κλοτσάε ι , το ξέρω, θα 'ναι αγό­ρι, θα το βγάλω Ν τ ο γ ά ν , * γ ια να μας θυμίζει πάντα τον και-

Αυτός που γενν ιέται .

Page 134: Το σπίτι της σιωπής

134 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

νούργιο κόσμο, να 'ναι πάντα ν ι κ η τ ή ς , να 'χει αυτοπεποί­θ η σ η , να βασίζεται στη δύναμη του! Πρόσεχε την υγεία σου, Φ α τ μ ά , και οι δυο να 'μαστε προσεχτ ικο ί , να ζήσουμε πολ­λά χρόνια, τ ι υπέροχος που είναι ο κόσμος, τούτα τα χόρτα, τούτα τα θεόρατα δέντρα που μονάχα τους φυτρώνουν και μονάχα τους μεγαλώνουν. Πώς να μ η με ίνε ι κατάπληκτος ο άνθρωπος μπρος σ' αυτό το θαύμα τ η ς φύσης. Κ ι ε μ ε ί ς , όπως ο Ρουσό, να ζήσουμε στην αγκαλιά τ η ς φύσης, μακριά από τους ανόητους σουλτάνους, τους αυλοκόλακες πασάδες, ν ' αναθεωρήσουμε όλα όσα έχουμε στο μυαλό μας. Τ ι ωραίο που είναι ακόμη και να το σκέφτεσαι αυτό! Κουράστηκες , ψυχή μου, έλα, πάρε το χέρ ι μου, κοίτα τ η ν ομορφιά τού­τ η ς τ η ς γ η ς , του ουρανού, πόσο χαίρομαι που γλ ίτωσα από την υποκρισία τ η ς Ιστανμπούλ, μέχρ ι κ ι ευχαριστήριο γράμ­μα λέω να γ ρ ά ψ ω στον Τ α λ ά τ πασά! Άσ ' τους αυτούς στην Ιστανμπούλ να σαπίζουν στις ενοχές , στον πόνο και στα βα­σανιστήρια που μ ε τόσο κέφι υποβάλλουν ο ένας τον άλλο! Ε μ ε ί ς εδώ θα σκεφτούμε τα ολόδροσα, απλά, λεύτερα, χα­ρούμενα, ολοκαίνουργια πράγματα και θα φτιάξουμε έναν καινούργιο κόσμο. Έ ν α ν ελεύθερο κόσμο, που ούτε και να διανοηθεί μπορε ί η Ανατολή , έναν παράδεισο τ η ς λογ ικής , σου τ ' ορκίζομαι , Φ α τ μ ά , αυτό θα γ ί ν ε ι π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α , μάλ ιστα, θα φτιάξουμε έναν κόσμο καλύτερο από τον κό­σμο τ η ς Δύσης , ε ί δ α μ ε , ξέρουμε τα λάθη τους, δεν θα τα επαναλάβουμε , κ ι αν ακόμη δεν μπορέσουμε ε μ ε ί ς να τον φτ ιάξουμε αυτό τον παράδεισο τ η ς λ ο γ ι κ ή ς , θα τον φτιά­ξουν τα παιδιά μας, τα εγγόν ια μας, σ' το υπόσχομαι! Έ π ε ι ­τα π ρ έ π ε ι να μεγαλώσουμε σωστά το παιδί που έχε ις στην κοιλ ιά σου, ποτέ δεν θα το κάνω να κ λ ά ψ ε ι , δεν θα μάθε ι π ο τ έ τ ι θα π ε ι φόβος, π ο τ έ δεν θα γνωρίσε ι τ η θ λ ί ψ η τ η ς

Page 135: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

Ανατολής , τα δάκρυα, τον π ε σ ι μ ι σ μ ό , την απαίσια ανατο­λ ί τ ι κ η δουλ ικότητα. Θ' ασχοληθούμε κ ι οι δυο μ ε τ η δια­π α ι δ α γ ώ γ η σ η του, θα δημ ιουργήσουμε έναν ελεύθερο άν­θρωπο, καταλαβαίνε ις βέβαια τ ι σημαίνε ι αυτό, έ τσ ι δεν ε ί­ναι, μπράβο σου, και φυσικά νιώθω περήφανος γ ια σένα, σε σέβομαι , σε βλέπω σαν έναν ελεύθερο, αδέσμευτο άνθρωπο* δεν σε β λ έ π ω σαν σκλάβα, σαν υπηρέτρ ια , όπως βλέπουν οι άλλοι τ ις γυναίκες τους. Έ χ ε ι ς τα ίδια δικαιώματα μ' ε μ έ ­να, καταλαβαίνε ις , ψυχή μου; Μ α ας γυρ ίσουμε πια, ναι , η ζωή είναι ωραία σαν ένα όνειρο, όμως, γ ια να κάνουμε να δουν κι άλλοι το όνειρο αυτό, π ρ έ π ε ι να δουλέψουμε . Ας γ υ ­ρ ίσουμε . . .

« Γ ι α γ ι ά κ α , έφερα τ η λεμονάδα σας». Σ ή κ ω σ α το κεφάλι μου από το μαξιλάρι και κοίταξα. «Άφησε την ε δ ώ » , ε ίπα. « Γ ι α τ ί δεν την έφερε ο Ρ ε τ ζ έ π ;

Εσύ την έ φ τ ι α ξ ε ς ; » « Ε γ ώ την έφτιαξα, γ ι α γ ι ά » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Τ α χέρια

του Ρ ε τ ζ έ π ήταν λ ε ρ ω μ έ ν α - μ α γ ε ι ρ ε ύ ε ι » . Κατσούφιασα, και σε λ υ π ή θ η κ α , κόρη μου. Τ ι να κάνω,

ε ίναι φανερό ότι ο νάνος κ ι εσένα σε ξ ε γ έ λ α σ ε , το κατά­φ ε ρ ε , ε ίναι ύπουλος. Σ κ έ φ τ η κ α : Π ώ ς τ ρ ύ π ω σ ε ανάμεσα τους, πώς τους ε π η ρ έ α σ ε , πώς μ ε τ η χυδαία, ε λ ε ε ι ν ή ύπαρ­ξη του τους έπν ιξε στο κακό, ντροπιαστικό αίσθημα ενοχής, ακριβώς όπως παρέσυρε και τον Ν τ ο γ ά ν μου. Α ν α ρ ω τ ι έ ­μαι αν τους τα δ ι η γ ή θ η κ ε όλα. Τ ο κεφάλ ι μου, αποκαμω-μ έ ν ο , έ π ε σ ε στο μαξιλάρι , κ ι έκανα πάλι τ η φοβερή και π ι ­κρή σ κ έ ψ η που δεν μ' αφήνε ι τ η δύστυχη να κο ιμάμαι τ ις νύχτες .

Σ κ έ φ τ η κ α ότι ε ίμα ι ε γ ώ ο Ρ ε τ ζ έ π ο τζουτζές και λ έ ω : Να ι , κυρία, τους τα δ ιηγούμαι , ε ξ η γ ώ μ ε όλες τ ις λ ε π τ ο μ έ -

Page 136: Το σπίτι της σιωπής

136 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ρειες στα εγγόν ια σας όσα κάνατε σ' ε μ έ ν α , σ τ η φουκαριά­ρα τ η μάνα μου και στον αδελφό μου* γ ια να μάθουνε, να ξέρουνε : γ ιατ ί όπως έγραφε τόσο ωραία κ ι ο μακαρίτης ο πατέρας μου, σκάσε , βρομονάνε, καλά, γ ιατ ί όπως έγραφε τόσο ωραία κ ι ο μακαρ ί της ο Σελαχατ ίν μ π έ η ς , ευτυχώς, δεν υπάρχει Θεός, υπάρχει η γ ν ώ σ η , όλα ε ί μ α σ τ ε σε θ έ σ η να τα ξέρουμε , οφείλουμε να τα ξέρουμε , ας τα ξ έ ρ ο υ ν τα ξ έ ρ ο υ ν γ ιατ ί τους τα ε ίπα και τώρα πια μου λ έ ν ε , κακο­μοίρη Ρ ε τ ζ έ π , ώστε η γ ιαγ ιά μας σε ταλα ιπώρησε , κ ι εξα­κολουθεί να σε ταλα ιπωρε ί - ε μ ε ί ς λυπόμαστε γ ι ' αυτό, ν ιώ­θουμε ένοχοι , γ ι ' αυτό ακριβώς δεν ε ίναι ανάγκη να πλύνεις τα χέρια σου και να φτιάξεις λεμονάδα - μ η δουλεύεις, κάτσε , τ ε μ π έ λ ι α σ ε , έχε ι ς κ ι εσύ δ ικαιώματα σ' αυτό το σ π ί τ ι - γ ια­τ ί σίγουρα ο νάνος τούς τα ε ί π ε όλα - τους τα ε ί π ε άραγε ; Ε ί π ε άραγε, παιδιά, ξ έ ρ ε τ ε γ ιατ ί ο πατέρας σας, ο Ν τ ο γ ά ν μ π έ η ς , πούλησε και τα τ ελευτα ία κοσμήματα τ η ς γ ιαγ ιάς σας και θ έ λ η σ ε να μας δώσει χρήματα ; Ό τ α ν τα σ κ έ φ τ η κ α αυτά, νόμισα πως θα πνιγόμουνα. Σ ή κ ω σ α α η δ ι α σ μ έ ν η το κεφάλι μου από το μαξιλάρι .

«Πού είναι αυτός ;» «Ποιος , γ ι α γ ι ά ; » « Ο Ρ ε τ ζ έ π ! Πού ε ί ν α ι ; » « Μ α σας ε ίπα, γ ιαγ ιά , ε ίναι κάτω. Μ α γ ε ι ρ ε ύ ε ι » . « Τ ι σου ε ί π ε ; » « Τ ί π ο τ α , γ ι α γ ι ά ! » απάντησε η Ν ιλγκ ιούν . Ό χ ι , δεν μπορεί να τους μ ίλησε , δεν τ ο λ μ ά ε ι , Φατμά, μ η

φοβάσαι, ε ίναι ύπουλος, ε ίναι όμως και δε ιλός . Ή π ι α λ ίγο από τ η λεμονάδα μου. Μ α ξαφνικά θ υ μ ή θ η κ α την ντουλά­πα μου. Τ η ρώτησα:

« Τ ι κάνε ις ε δ ώ ; »

Page 137: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

« Μ α κάθομαι μαζί σας, γ ι α γ ι ά » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Φ έ ­τος πολύ το πεθύμησα τούτο εδώ το μ έ ρ ο ς » .

« Κ α λ ά » , ε ίπα. « Κ ά τ σ ε . Μ α μ η σηκωθε ί ς από τ η θ έ σ η σου».

Σ η κ ώ θ η κ α σιγά σιγά από το κ ρ ε β ά τ ι μου. Πήρα κάτω από το μαξιλάρι τα κλε ιδ ιά μου, πήρα και το μπαστούνι μου και προχώρησα.

« Γ ι α πού, γ ι α γ ι ά ; » ε ί π ε η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν . « Ν α σας β ο η θ ή ­σ ω » .

Δεν απάντησα. Μ π ρ ο ς στην ντουλάπα σταμάτησα, γ ια να ξεκουραστώ. Βάζοντας το κλε ιδ ί στην κλε ιδαρότρυπα, ξανακοίταξα: Ναι , η Νιλγκ ιούν καθότανε. Άνοιξα την ντου­λάπα και κοίταξα, άδικα είχα ανησυχήσει , το κασελάκι ήταν εκε ί , αδειανό, μα ας είναι, είναι εκε ί , ε ίναι τουλάχιστον εκε ί . Κλε ίνοντας την ντουλάπα, το θυμήθηκα. Α π ό το κάτω συρ­τάρι πήρα τ η φοντανιέρα μ ε τα κουφέτα και την π ή γ α σ τ η Ν ιλγκ ιούν , αφού έκλε ισα πρώτα την ντουλάπα.

« Α χ , γ ιαγ ιάκα μου, σας ευχαριστώ πολύ, γ ια μ έ ν α σ η ­κ ω θ ή κ α τ ε , κ ο υ ρ α σ τ ή κ α τ ε » .

« Π ά ρ ε κ ι ένα κόκκινο κουφέτο !» « Τ ι ωραία ασημέν ια φοντανιέρα είναι α υ τ ή ! » « Μ η ν την α γ γ ί ξ ε ι ς ! » Γύρισα στο κ ρ ε β ά τ ι μου, θέλησα να σκεφτώ διαφορετι­

κά πράγματα, μα δεν μπόρεσα: άρχισα να σκέφτομαι μια από τ ις μ έ ρ ε ς εκε ί ν ες που δεν ξεκολλούσα από την ντουλά­πα. Ε ίναι ν τ ρ ο π ή , Φ α τ μ ά , έ λ ε γ ε τ η μέρα ε κ ε ί ν η ο Σελαχα­τίν . Ο άνθρωπος ή ρ θ ε από την Ιστανμπούλ γ ια να μας δε ι , κ ι εσύ δεν λες να β γ ε ι ς από το δωμάτιο σου. Ε ίναι άνθρω­πος καθωσπρέπε ι , και μ ε ευρωπαϊκή μόρφωση. Αν όμως το κάνε ι ς ε π ε ι δ ή ε ίναι εβραίος , η ν τ ρ ο π ή ε ίναι μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η .

Page 138: Το σπίτι της σιωπής

138 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Φατμά , μ ε τ ά την υπόθεση Ντρέ ιφους , όλη η Ε υ ρ ώ π η κα­τ ά λ α β ε ότι η νοοτροπία αυτή είναι λ α θ ε μ έ ν η . Έ π ε ι τ α ο Σ ε ­λαχατίν κ α τ έ β η κ ε κάτω* ε γ ώ κοίταζα από τα μ ισάνοιχτα παντζούρια.

« Γ ι α γ ι ά κ α , γ ιατ ί δεν π ί ν ε τ ε τ η λεμονάδα σας;» Κοίταζα ανάμεσα από τα παντζούρια: ένας μικρόσωμος

άνθρωπος, που πλάι στον Σελαχατ ίν φαινόταν α κ ό μ η πιο μ ικρός: χρυσοχόος στο Καπαλί Τσαρσί, στην Κ λ ε ι σ τ ή Α γ ο ­ρά! Ό μ ω ς ο Σελαχατ ίν συζητούσε μαζί του, λες κι ε ί χ ε να κάνε ι μ ε επ ιστήμονα κι όχι μ ε έμπορο. Τους άκουγα καλά: Λοιπόν, κύριε Αβραάμ, τ ι νέα από την Ιστανμπούλ; Ε ίναι ικανοποιημένος ο λαός μ ε την ανακήρυξη τ η ς δημοκρατίας, ρωτούσε ο Σελαχατ ίν , κι ο εβραίος απαντούσε: Οι δουλε ιές δεν πάνε καλά, καθόλου καλά. Τ ι λ ες , έ λ ε γ ε ο Σελαχατ ίν , και το εμπόριο ; Μ α ς λ έ γ α ν ε ότι μ ε τ η δημοκρατία θα πάει μπροστά και το εμπόριο . Το εμπόριο θα σώσει το λαό μας. Ο λαός μας κι όλη η Ανατολία θα ορθοποδήσουν με το εμπό­ριο* μα πρώτα απ' όλα π ρ έ π ε ι να μάθουμε να κερδ ίζουμε χρήματα, να μάθουμε μαθηματ ικά , και μόνο όταν ενώσου­μ ε τα μαθηματ ικά μ ε το εμπόριο και τα χρήματα, θα φτιά­ξουμε εργοστάσια. Κ α ι τ ό τ ε , δεν θα 'χουμε μάθε ι μονάχα να κερδίζουμε χρήματα, μα και να σκεφτόμαστε όπως εκε ί ­νοι ! Εσύ τ ι νομ ίζε ις ; Γ ι α να ζήσουμε όπως εκε ίνο ι , π ρ έ π ε ι πρώτα να μάθουμε να σκεφτόμαστε όπως εκε ίνο ι , ή να μά­θουμε να κ ε ρ δ ί ζ ο υ μ ε χ ρ ή μ α τ α όπως ε κ ε ί ν ο ι ; Κ α ι τ ό τ ε ο εβραίος ρ ώ τ η σ ε : Ποιο ι ε ίναι αυτοί οι « ε κ ε ί ν ο ι » ; Κ ι ο Σ ε λ α ­χατίν απάντησε αμέσως : Ποιοι θες να 'ναι; Οι Ευρωπαίοι φυσικά, οι Δυτ ικο ί , αν και έχουμε κι ε μ ε ί ς μουσουλμάνους που ε ίναι συνάμα και πλούσιοι μ εγαλέμπορο ι . Άκουσες να γ ίν ετα ι λόγος γ ια κάποιον έμπορο φωτ ιστ ικών, που λ έ γ ε -

Page 139: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 139

ται Τζεβντέτ;* Άκουσα, είπε ο εβραίος, αυτός ο Τζεβντέτ τα χρόνια του πολέμου έβγαλε πολλά λεφτά. Κι ο Σελαχατίν: Καλά, καλά, τι άλλα νέα από την Ιστανμπούλ, πώς είναι οι σχέσεις σου με τον τύπο, τι λένε εκείνοι οι βλάκες, ποιους προβάλλουν τώρα ως συγγραφείς, ως ποιητές; Αα, δεν τα ξέρω αυτά, είπε ο εβραίος. Ελάτε να δείτε μόνος σας! Κα­τόπιν άκουσα τη φωνή του Σελαχατίν: Όχι, δεν έρχομαι! Στο διάβολο να πάνε όλοι! Είναι ανίκανοι αυτοί να πετύ­χουν οτιδήποτε. Δεν βλέπεις τον Αμπντουλάχ Τζεβντέτ,** πόσο χυδαίο είναι το τελευταίο του βιβλίο! Όλα κλεμμένα από άλλους, τα πασάρει σαν δικά του, και μάλιστα με λά­θη, ούτε τι γράφει δεν καταλαβαίνει. Εξάλλου στο θέμα της θρησκείας και της βιομηχανίας είναι απαραίτητο να μελε­τήσουμε πρώτα τον Μπουργκινιόν, αλλά τόσο ο Τζεβντέτ όσο κι ο Ζιά Γκεκάλπ, ο κοινωνιολόγος, αντιγράφουν άλλους. Και μάλιστα δίχως να τους καταλαβαίνουν. Θα πρέπει να προ­σθέσουμε ότι ο Ζιά ξέρει πολύ λίγα γαλλικά, δεν είναι σε θέ­ση να καταλάβει αυτά που διαβάζει* κάποτε σκέφτηκα να γράψω σχετικά και να τους εκθέσω, μα ποιος θα με καταλά­βει; Εξάλλου άξιζε τον κόπο να καταπιαστώ με αυτά τα μι­κροπράγματα και να παραμελήσω την εγκυκλοπαίδεια μου; Τους παράτησα κι έφυγα. Ας εξαντληθούν εκεί που είναι στην Ιστανμπούλ, πίνοντας ο ένας το αίμα του άλλου.

«Γιαγιάκα, γιατί δεν πίνετε τη λεμονάδα σας;» Σήκωσα το κεφάλι μου από το μαξιλάρι, πήρα τη λεμο­

νάδα μου κι ήπια μια γουλιά.

* Ήρωας ενός άλλου μυθιστορήματος του συγγραφέα, που έκανε περιουσία ως έμπορος φωτιστικών.

* * Γιατρός (γενν. 1869 - πέθ . 1 9 3 2 ) , φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και πολιτικός με μεγάλη επιρροή στις αρχές του αιώνα.

Page 140: Το σπίτι της σιωπής

140 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Κατόπιν ο Σελαχατίν πρόσθεσε : Πήγα ινε να τους πεις τ ι σκέφτομαι γ ι ' αυτούς, κι ο εβραίος ε ί π ε : Ε γ ώ δεν τους ξέρω, τέτοιου είδους άνθρωποι δεν έρχονται ποτέ στο μαγαζί μου -

ο Σελαχατίν τον δ ι έκοψε λέγοντας φωναχτά: Δεν είναι ανά­γ κ η να τους πε ις τ ίποτα. Στους σαράντα οκτώ τόμους τ η ς εγκυκλοπαίδειας μου, όταν τους τελε ιώσω, θα τα έχω πε ι όλα, και σκέψε ις και λόγια, ό,τι πρέπε ι να ε ιπωθε ί , γ ια να μορφω­θούν οι άνθρωποι της Ανατολίας: θα γεμ ίσω το κενό της σκέ­ψης , όλοι θα μείνουν μ' ανοιχτό το στόμα, οι μικροί εφημερ ι ­δοπώλες θα πουλούν στη γέφυρα του Γαλατά την εγκυκλο­παίδε ια μου, η Λεωφόρος Μ π α ν κ α λ ά ρ θ' αναστατωθεί , το Σ ιρκετζ ί θα γ ίνε ι άνω-κάτω, ανάμεσα σ' αυτούς που θα τ η διαβάσουν κάποιοι θ' αυτοκτονήσουν και, το κυριότερο, ο λαός θα μ ε ν ιώσει , θα μ ε καταλάβε ι ! Τ ό τ ε και μόνο τ ό τ ε θα γυρί­σω στην Ιστανμπούλ, την ώρα τ η ς μ ε γ ά λ η ς αναγέννησης , γ ια να εξομαλύνω την κατάσταση, ε ίπε ο Σελαχατίν , και τό­τ ε ο εβραίος του απάντησε , σας συνιστώ, μ π έ η μου, να με ί ­ν ε τ ε εδώ, στην Ιστανμπούλ τα πράγματα αλλάξανε. Όλοι κοιτάνε πώς να βγάλε ι ο ένας το μάτι του άλλου. Οι χρυσο­χόοι θα προσπαθήσουν μ ε κάθε τρόπο να ρίξουν τ ις τ ι μ έ ς των κοσμημάτων σας. Μονάχα σ' ε μ έ ν α μπορε ί τ ε να 'χετε ε μ π ι ­στοσύνη. Υπάρχε ι βέβαια, καθώς σας ε ίπα, αναδουλειά, μα και πάλι θέλησα να 'ρθω, να δω τα κοσμήματα σας. Να μην καθυστερούμε, δ ε ί ξτ ε μου το διαμάντι . Πώς είναι τα σκου­λαρίκια που αναφέρατε στο γράμμα σας;

Κατόπιν έ γ ι ν ε σ ι ω π ή , και μ ε την καρδιά μου να χτυπάε ι δυνατά άκουγα τ η σ ιωπή, κρατώντας στο χέρι το κλε ιδ ί μου.

« Γ ι α γ ι ά , δεν σας άρεσε η λ εμονάδα; » Ή π ι α άλλη μια γουλιά και ξανάβαλα το κεφάλι μου στο

μαξιλάρι λ έ γ ο ν τ α ς :

Page 141: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

«Ωραία λεμονάδα! Μ π ρ ά β ο , γε ια στα χέρια σου». « Έ β α λ α πολλή ζάχαρη. Τ ι σ κ έ φ τ ε σ τ ε , γ ι α γ ι ά ; » Τ ό τ ε άκουσα τον άσχημο και νευρικό βήχα του εβραίου

και τ η ν κάπως λ υ π η μ έ ν η φωνή του Σ ε λ α χ α τ ί ν : Δ ε ν θα με ί ­ν ε τ ε γ ια φαγητό; Ο εβραίος εξακολουθούσε να ρωτάει για τα σκουλαρίκια. Κατόπιν , ο Σελαχατ ίν α ν έ β η κ ε τρέχοντας τ ι ς σκάλες κ ι ήρθε στο δωμάτιο μου: Φατμά , έλα κάτω, θα κα­θ ίσουμε στο τραπέζ ι , ε ίναι ν τ ρ ο π ή , μου ε ί π ε , ξέροντας ότι δεν θα κατέβα ινα . Σ ε λ ίγο κ α τ έ β η κ α ν κ ά τ ω μαζί μ ε τον Ν τ ο γ ά ν άκουσα τον εβραίο να λ έ ε ι : Τ ι χαρ ιτωμένο παιδά­κ ι ! Μ ε τ ά ρώτησε γ ια μένα , κι ο Σ ε λ α χ α τ ί ν του ε ί π ε πως ήμουνα άρρωστη, κάθισαν οι τρε ι ς στο τραπέζ ι κ ι η πουτά­να τούς π ε ρ ι π ο ι ή θ η κ ε . Δεν άκουγα πια τ ι λ έ γ α ν ε , ή μάλλον δεν ήθελα ν' ακούω, γ ιατ ί μιλούσε στον εβραίο για την ε γ κ υ ­κλοπαίδε ια του.

« Τ ι σ κ έ φ τ ε σ τ ε , γ ιαγ ιά , δεν θα μου π ε ί τ ε ; » Η εγκυκλοπαίδε ια ! Ο ι φυσικές ε π ι σ τ ή μ ε ς , όλες οι ε π ι ­

σ τ ή μ ε ς , η ε π ι σ τ ή μ η κι ο Θεός, η Δύση κι η Α ν α γ έ ν ν η σ η , η νύχτα και η μέρα, η φωτιά και το νερό, η Ανατολή και ο χρόνος, ο θάνατος και η ζωή. Η ζωή. Η ζ ω ή !

« Τ ι ώρα ε ί να ι ; » ρώτησα. Το ε κ κ ρ ε μ έ ς μ ε το τ ι κ - τ α κ χωρίζει το Χ ρ ό ν ο . Το σ κ έ ­

φτομαι κ ι ανατριχιάζω. « Η ώρα ε ίναι έ ξ ι , γ ι α γ ι ά » , ε ί π ε η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν . Κ α τ ό π ι ν

πλησίασε και κοίταξε. «Πόσα χρόνια το ' χ ετ ε αυτό το ρολόι, γ ι α γ ι ά ; »

Δεν άκουσα την κουβέντα στο τραπέζι · αηδίασα, δεν ή θ ε ­λα ν' ακούω, δεν άκουγα. Γ ι α τ ί στο τέλος ο εβραίος ε ί π ε : Το φαγητό είναι πολύ ωραίο. Μ α αυτή που το 'φτιαξε ε ίναι α κ ό μ η πιο ωραία! Ποια είναι η γυναίκα α υ τ ή ; Κ ι ο Σ ε λ α -

Page 142: Το σπίτι της σιωπής

142 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

χατίν, σουρωμένος καθώς ήταν , ε ί π ε : Μ ι α φουκαριάρα χω-ριάτισσα! Δεν είναι απ' αυτά εδώ τα μ έ ρ η , ο άντρας τ η ς π ή ­γ ε στρατ ιώτης και την άφησε σ' ένα μακρινό σ υ γ γ ε ν ή του. Ο συγγενής αυτός πέθανε . Η Φ α τ μ ά κουραζόταν μ ε το νοι­κοκυριό κι ε μ ε ί ς ψάχναμε για να βρούμε υπηρέτρια, την π ή ­ραμε , τ η ς δώσαμε κ ι ένα μ ικρό δωμάτ ιο . Ε ίναι ε ρ γ α τ ι κ ή . Μ α το δωμάτιο που τ η ς δώσαμε ε ίναι μ ικρό , δεν χωράει . Τ η ς έφτιαξα μια καλύβα. Ο άντρας τ η ς δεν γύρ ισε από το στρατ ιωτ ικό . Ή θ έ λ η σ ε να το σκάσε ι , τον πιάσανε και τον κρεμάσανε , ή σ κ ο τ ώ θ η κ ε σε μ ά χ η . Τ η ν ε κ τ ι μ ώ πολύ. Σ τ η γυναίκα αυτή βρ ίσκε ις όλα τα προτερήματα του λαού μας, ε ρ γ α τ ι κ ό τ η τ α , ομορφιά. Πολλά έμαθα απ' αυτή σχετ ικά μ ε την ο ικονομ ική ζωή στα χωριά, θα τα χρησ ιμοπο ιήσω στην εγκυκλοπαίδε ια μου! Σας παρακαλώ, π ι ε ί τ ε άλλο ένα πο­τ η ρ ά κ ι !

Ε γ ώ είχα κ λ ε ί σ ε ι την πόρτα μου γ ια να μην ακούω, να μ η μ ε πν ίξε ι η αηδία. . .

«Τ ίνος ήταν αυτό το ρολόι, γ ιαγ ιά , μου το ε ί π α τ ε πέρσ ι , αλλά . . . »

« Τ η ς μακαρίτ ισσας τ η ς γ ι α γ ι ά ς μ ο υ » , ε ί π α , σαν ε ίδα όμως τ η Νιλγκ ιούν να γ ε λ ά ε ι , σ κ έ φ τ η κ α πως άδικα τ η ς μ ι ­λούσα.

Κατόπιν ο φουκαράς ο γιος μου, ο Ν τ ο γ ά ν , που ε ίχε ανα­γ κ α σ τ ε ί να φάει μ' έναν εβραίο κ ι ένα μεθύστακα, α ν έ β η κ ε επάνω, ήρθε στο δωμάτ ιο μου, προτού τον αγκαλιάσω, του ε ίπα να πλύνει τα χέρια του, μ ε τ ά τον έβαλα να κο ιμηθε ί . Ο Σελαχατ ίν κάτω εξακολουθούσε να λ έ ε ι , μα αυτό δεν κρά­τ η σ ε πολύ. Ο εβραίος ε ί π ε ότι ή θ ε λ ε να φύγε ι . Ο Σελαχα­τίν ήρθε ε π ά ν ω : Ο άνθρωπος φεύγε ι , Φατμά , ε ί π ε . Προτού φύγε ι , θ έ λ ε ι να δ ε ι ένα από τα δαχτυλ ίδ ια σου ή από τα

Page 143: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 1 4 3

σκουλαρίκια σου! Ε γ ώ δεν μιλούσα. Ξ έ ρ ε ι ς , Φατμά , ότι ήρ­θε από τ η ν Ιστανμπούλ γ ι ' αυτή τ η δουλε ιά, ύστερα από ένα σχετ ικό γράμμα που του έ σ τ ε ι λ α ; Δ ε ν ε ίναι σωστό να φύγε ι άπραχτος. Δ ε ν μιλούσα.. . Η τσάντα του, Φατμά, ε ί­ναι γ ε μ ά τ η μ ε χρήματα, φαίνεται τ ίμ ιος άνθρωπος, θα μας δώσε ι , νομίζω, καλή τ ι μ ή . Ε γ ώ δεν μιλούσα.. . Άκου να σου πω, έκανε τόσο δρόμο ο άνθρωπος, τον καλέσαμε , ήρθε από τ η ν Ιστανμπούλ, δεν είναι σωστό να πάε ι π ίσω άπραχτος!

« Γ ι α γ ι ά , η φωτογραφία στον τοίχο του παππού μας δεν ε ί ν α ι ; »

Ε γ ώ εξακολουθούσα να σωπαίνω. Καλά, Φ α τ μ ά , ε ί π ε ο Σελαχατ ίν κλαψουρίζοντας. Σ τ ο ιατρε ίο μου, το ξέρε ις , δεν πατάε ι πια άρρωστος, γ ι ' αυτό δεν φταίω ε γ ώ , οι ανόητες π ε π ο ι θ ή σ ε ι ς του λαού αυτής τ η ς α ν α θ ε μ α τ ι σ μ έ ν η ς χώρας φταίνε . Τ ο λ έ ω χωρίς να ν τ ρ έ π ο μ α ι : το εισόδημα μου βρί­σκετα ι πια στο μ η δ έ ν , κι αν δεν πουλήσουμε σήμερα στον εβραίο ορισμένα από τα κοσμήματα που έχε ις στην κασε­τίνα, σκέφτηκες πώς θα περάσουμε έναν ολόκληρο χειμώνα, κ ι όχι μονάχα το χε ιμώνα, μα όλη μας τ η ζ ω ή ; Ε γ ώ μέσα σε δέκα χρόνια ό,τι ε ίχα το πούλησα, Φατμά , ξέρε ις καλά τα έξοδα που έκανα γ ι ' αυτό το σπίτ ι , το οικόπεδο στο Σαρατσ-χανέ το πούλησα πριν από τρία χρόνια, τα τ ε λ ε υ τ α ί α δύο χρόνια ζήσαμε μ ε τα χρήματα που π ή ρ α μ ε από την π ώ λ η ­ση του μαγαζιού στο Καπαλί Τσαρσί, ξέρε ις α κ ό μ η , Φατμά, ότι τα άτ ιμα εκε ίνα τα ξαδέρφια μου όχι μονάχα δεν δέχο­νται να πουλήσουν το σπίτ ι μας στο Βεφά, μα αρνιούνται να μου δώσουν και το μερ ίδ ιο μου από τα νοίκια, και να προ­σθέσω α κ ό μ η , ε ίναι καιρός πια να το μάθε ις , μ ε τ ι νομίζε ις ότ ι ζ ή σ α μ ε τα τ ε λ ε υ τ α ί α δύο χρόνια; Σ τ η ν Γ κ έ μ π ζ ε μ ε παίρνουν στο ψ ιλό . Ξ έ ρ ε ι ς πόσο φτηνά πούλησα στους βάρ-

Page 144: Το σπίτι της σιωπής

144 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

βάρους ψευτοεμπόρους τ η ς Γ κ έ μ π ζ ε τα παλιά σακάκια μου, το ασημέν ια στιλό μου, μοναδική κληρονομιά που μου άφη­σε η μακαρίτ ισσα η μ η τ έ ρ α μου, το σεντούκι γ ια τα β ιβλ ία μου, τα γάντ ια μου, τα σ ιντεφέν ια κομπολόγια μου και τ η γελοία ε κ ε ί ν η ρεντ ινγκότα, την κατάλληλη μονάχα για τους ξιπασμένους του Μ π έ γ ι ο γ λ ο υ ; Φ τ ά ν ε ι πια, δεν αντέχω, δεν έχω σκοπό να πουλήσω τα β ιβλ ία μου, τα όργανα πε ιραμά­των , τα όργανα ιατρ ικής . Σ ' το λ έ ω ξάστερα: προτού τ ε ­λε ιώσω την εγκυκλοπαίδε ια , που θα κλονίσε ι μεμ ιάς συθέ­μελα τ η ζωή στην Ανατολή και που την ετο ιμάζω εδώ και έ ν τ ε κ α χρόνια, δεν έχω σκοπό να γυρίσω μ ε σκυμμένο το κεφάλι στην Ιστανμπούλ! Ο εβραίος π ε ρ ι μ έ ν ε ι κάτω, Φα­τμά! Έ ν α μονάχα πραγματάκι θέλω να βγάλε ις από την κα­σετίνα σου! Και δεν θέλω να το κάνε ις αυτό μονάχα για να ξεφορτωθούμε τον εβραίο, μα και γ ια να ξυπνήσε ι η Ανατο­λ ή , που αιώνες τώρα κοιμάται βαθιά, κ ι ακόμη γ ια να μην περάσει ο γιος μας, ο Ντογάν , το χε ιμώνα μισοχορτάτος και τουρτουρίζοντας, ά ν τ ε , Φατμά, άνοιξε τούτη την ντουλάπα!

« Ξ έ ρ ε τ ε , γ ιαγ ιά , όταν ήμουνα μ ι κ ρ ή , φοβόμουνα αυτή τ η φωτογραφία του παππού μου!»

Τ ε λ ι κ ά άνοιξα την ντουλάπα, ενώ ο Σελαχατ ίν π ε ρ ί μ ε ν ε δυο βήματα πέρα.

«Φοβόσουνα, ε ί π ε ς ; Γ ι α τ ί φοβόσουνα τον παππού σου;» «Πολύ σκοτε ινή φωτογραφία, γ ιαγ ιά ! » ε ί π ε η Νιλγκ ιούν .

«Φοβόμουνα τα γ έ ν ι α του, το β λ έ μ μ α τ ο υ » . Μ ε τ ά άνοιξα την ντουλάπα, έβγαλα την κασετίνα, ήμου­

να αναποφάσιστη, δεν ήξερα ποιο να θυσιάσω: δαχτυλίδια, βραχιόλια, δ ιαμαντέν ι ες καρφίτσες, το ρολόι μου από σμάλ­το , μαργαριταρένια κολ ι έ , δ ιαμαντέν ια περιδέραια, δ ιαμά­ντια. Θ ε έ μου!

Page 145: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 145

« Θ υ μ ώ σ α τ ε , γ ιαγ ιά , που ε ίπα ότι φοβόμουνα τ η φωτο­γραφία του παππού ; »

Κρατώντας το ένα από τα ρουμπινένια σκουλαρίκια, που του έδωσα αναθεματ ίζοντας τον , ο Σ ε λ α χ α τ ί ν κ α τ έ β η κ ε γ ρ ή γ ο ρ α , μ ε μάτ ια που λ ά μ π α ν ε από χαρά, τ ι ς σ κ ά λ ε ς . Ακούγοντας τον να κατεβα ίνε ι β ιαστ ικός , αμέσως κατάλα­βα ότι ο εβραίος θα τον κορόιδευε : η συναλλαγή δεν κ ρ ά τ η ­σε πολύ. Προχωρώντας προς την πόρτα του κήπου, ο εβραίος μ ε τ η ν παράξενη τσάντα και το καπέλο , ε ί π ε : Μ η ν κοπιά­σ ε τ ε να ' ρ θ ε τ ε στην Ιστανμπούλ. Σ τ ε ί λ τ ε μου ένα γράμμα, κ ι ε γ ώ έρχομαι αμέσως και σας βρ ίσκω.

Έ τ σ ι άρχισαν οι ε π ι σ κ έ ψ ε ι ς του : ύστερα από ένα χρόνο, ή ρ θ ε ο εβραίος μ ε τ η ν ίδια τσάντα και το ίδιο καπέλο, και π ή ρ ε το άλλο σκουλαρίκι . Μ ε τ ά από οκτώ μήνες , ή ρ θ ε και π ή ρ ε το πρώτο δ ιαμαντέν ιο βραχιόλι , και πάλ ι φορούσε το ίδιο καπέλο, τώρα όμως το καπέλο αυτό ήταν υποχρεωμέ­νοι να το φορούν κ ι οι μουσουλμάνοι . Τ ο δ ε ύ τ ε ρ ο δ ιαμα­ντέν ιο βραχιόλι μάς το π ή ρ ε το 1926. Γ ια το ε π ό μ ε ν ο βρα­χιόλι ήρθε μ ε την ίδια τσάντα, ολοένα μιλούσε γ ια αναδου­λ ε ι έ ς , δεν ρώτησε όμως γ ια τ η ν όμορφη υπηρέτρ ια . Τ ό τ ε σ κ έ φ τ η κ α πως αυτό ίσως οφειλόταν στο γεγονός ότι γ ια να χωρίσε ι ένας άντρας από τ η γυναίκα του , χρε ιαζόταν πια δ ικαστ ική απόφαση κι όχι δυο-τρεις λέξε ις του άντρα. Ε κ ε ί ­ν η τ η φορά, μα και στις άλλες ε π ι σ κ έ ψ ε ι ς του, το φαγητό α ν α γ κ ά σ τ η κ ε να το μ α γ ε ι ρ έ ψ ε ι ο ίδιος ο Σελαχατ ίν . Ε γ ώ , όπως κάθε φορά, δεν σηκώθηκα από τ η θ έ σ η μου, δεν β γ ή ­κα από το δωμάτ ιο μου, ίσως ε π ε ι δ ή υ π έ θ ε τ α πως ο Σ ε λ α ­χατίν του τα ε ίχε π ε ι όλα.

Έ τ σ ι , ξ εφορτωθήκαμε την υπηρέτρ ια και τα μπασταρ-δάκια τ η ς και μ ε ί ν α μ ε μόνοι , μ έ χ ρ ι που ο Ν τ ο γ ά ν τα β ρ ή -

Page 146: Το σπίτι της σιωπής

146 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

κε σ' ένα χωριό και μας τα έφερε π ίσω: δυο μπασταρδάκια, το ένα νάνος, το άλλο κουτσό. Τ α χρόνια εκε ίνα ήταν τα καλύτερα τ η ς ζωής μας. Σ ε μια από τ ις ε π ι σ κ έ ψ ε ι ς του, ο εβραίος έφερε και μια εφημερ ίδα κ ι εκε ίνο το βράδυ ο Σ ε ­λαχατίν β υ θ ί σ τ η κ ε στις σελ ίδες τ η ς . Γ ι α μια σ τ ι γ μ ή νόμι­σα ότι στην εφημερίδα δημοσιεύονται τα πάντα, όλες οι ενο­χές , οι αμαρτ ίες , ακόμη κ ι η ποινή που ε ίχα ε π ι β ά λ ε ι ε γ ώ , και τ ό τ ε τρόμαξα, ανησύχησα. Μ α το μόνο ενδιαφέρον ήταν οι φωτογραφίες μουσουλμάνων μ ε κ α π έ λ α σαν των χρ ι ­στιανών. Σ ε μια άλλη ε π ί σ κ ε ψ η του ο εβραίος έφερε πάλι μια εφημερ ίδα , που, εκτός από τους μουσουλμάνους μ ε κα­πέλα σαν των χριστ ιανών, κάτω από τ ις ε ικόνες , ε ί χ ε και γράμματα σαν των χριστ ιανών. Ή τ α ν τ ό τ ε που ο Σελαχα­τίν ε ί π ε ότι σε μια μέρα έχουν κάνε ι άνω-κάτω την ε γ κ υ ­κλοπαίδε ια μου, τ ό τ ε που έδωσα στον εβραίο το δ ιαμαντέ ­νιο περιδέραιο μου.

αΤι σ κ έ φ τ ε σ τ ε , γ ιαγ ιάκα, ε ί σ τ ε κ α λ ά ; » Τ η ν άλλη φορά έ β γ α λ α από την κασετ ίνα το δαχτυλίδ ι

μου μ ε το δ ιαμάντ ι . Τ η φορά που έδωσα το δαχτυλίδ ι μου μ ε το σμαράγδι , το ε ί χ ε προσθέσε ι στην προίκα μου η γ ια­γ ιά μου, χιόνιζε, κι ο εβραίος μας ε ί π ε ότι όπως ερχόταν από το σταθμό στο σπίτ ι μας ε ίχε π ιάσε ι χ ιονοθύελλα, ότι του ε ίχαν ε π ι τ ε θ ε ί λύκοι κ ι ότι τους ε ίχε διώξει μ ε την τσάντα του. Καταλάβαινα βέβαια πως όλα αυτά τα έ λ ε γ ε γ ια να πά­ρει το δαχτυλίδ ι μου σ τ η μ ισή τ ι μ ή . Ό τ α ν ξανάρθε, ήταν φθινόπωρο* ο Ν τ ο γ ά ν μου μας ε ίχε πε ι πως θα πήγα ινε στο π α ν ε π ι σ τ ή μ ι ο και πως θα σπούδαζε π ο λ ι τ ι κ έ ς ε π ι σ τ ή μ ε ς · ε ίχα σ υ γ κ ι ν η θ ε ί τόσο , που έ κ λ α ι γ α . Σ τ η ν ε π ί σ κ ε ψ η του ύστερα από έξι μήνες , ο εβραίος πήρε τα σμαραγδένια σκου­λαρίκια μου και το περ ιδέραιο μου, την εποχή ε κ ε ί ν η ο Σ ε -

Page 147: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

λαχατίν δεν ε ίχε πάε ι ακόμη στην Γ κ έ μ π ζ ε γ ια να γ ρ ά ψ ε ι στις τ α υ τ ό τ η τ ε ς μας τα καινούργια ε π ί θ ε τ α μας. Π ή γ ε μ ε ­τά από έξ ι μήνες κ ι όταν γύρ ισε , μου ε ί π ε ότι ε ί χ ε μαλώσει μ ε τον υπάλληλο σ τ η διεύθυνση τ η ς έκδοσης ταυτοτήτων. Έ φ ε ρ ε και μου έ δ ε ι ξ ε όλο καμάρι τ ις τ α υ τ ό τ η τ ε ς μας, ε ίδα το καινούργιο ε π ί θ ε τ ο μας, κατάλαβα ότι μας κορόιδευαν, αηδίασα, σ κ έ φ τ η κ α πως μια μέρα θα γράφανε το κακόγου­στο εκε ίνο ε π ί θ ε τ ο στην ταφόπετρα μου κ ι ανατρίχιασα. Έ π ε ι τ α από ένα χρόνο, ο εβραίος ή ρ θ ε και π ή ρ ε το διαμα­ν τ έ ν ι ο δαχτυλίδ ι και τα δ ιαμαντέν ια σκουλαρίκια μου, λί­γες μέρες μετά , ε ίδα το γ ιο μου, τον Ν τ ο γ ά ν , να περπατάε ι πάνω-κάτω στο σπίτ ι θλ ιμμένος · του έδωσα κρυφά από τον πατέρα του τα ροζ μαργαριτάρια μου, του ε ίπα να τα που­λ ή σ ε ι και να πάε ι στην Ι σ τ α ν μ π ο ύ λ να δ ιασκεδάσε ι . Δ ε ν δ ιασκέδασε* φαίνεται ότι του ήταν πιο εύκολο να στραφεί εναντίον μου. Π ή γ ε , β ρ ή κ ε τα μπασταρδάκια στο χωριό και τα έ φε ρε στο σπ ίτ ι μας. Η μάνα τους ε ίχε πεθάνε ι .

« Τ ι σ κ έ φ τ ε σ τ ε , γ ιαγ ιά ; Εκε ίνους π ά λ ι ; » Ο εβραίος ξανάρθε, βέβαια , ο Σελαχατ ίν όμως κατάλαβε

επ ιτέλους ότι η κασετίνα ε ίχε αρχίσει ν' αδε ιάζε ι . Παίρνο­ντας την καρφίτσα μου με το άστρο και το μισοφέγγαρο από ρουμπίνι , μου ε ί π ε ότι η εγκυκλοπαίδε ια τ ε λ ε ί ω ν ε . Ό λ η μ έ ­ρα πια κυκλοφορούσε μεθυσμένος , ε γ ώ δεν έβγαινα από το δωμάτ ιο μου, ήξερα πως, ε π ε ι δ ή ήταν π ά ν τ ο τ ε μ ε θ υ σ μ έ ­νος, η καρφίτσα μου, και τον επόμενο χρόνο η άλλη μ ε το τοπάζι , ε ίχαν πουληθεί κοψοχρονιά' τα χρήματα όμως που ξόδευε γ ια ν' αγοράσει β ιβλ ία δεν τα περιόριζε . Ό τ α ν ο Σ ε ­λαχατίν, που ε ίχε παραδώσει πια ολόψυχα τον εαυτό του στο σατανά, ξανακάλεσε τον εβραίο, ε ίχ ε αρχίσει κ ι άλλος πό­λεμος. Αργότερα, ο εβραίος ήρθε άλλες δυο φορές: την πρώ-

Page 148: Το σπίτι της σιωπής

148 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τ η φορά π ή ρ ε το δαχτυλίδι, μου μ ε το μεγάλο μαργαριτάρι , τ η δ ε ύ τ ε ρ η , την καρφίτσα μου μ ε τα μ ικρά δ ιαμάντ ια που έγραφε πάνω αΘα περάσει κι αυτό». Έ τ σ ι , ο Σελαχατίν πού­λησε και το γούρι μας κ ι έ π ε ι τ α από λ ίγο καιρό, μ ε τ ά τ η σ η μ α ν τ ι κ ό τ α τ η , όπως έ λ ε γ ε , εφεύρεση του κ ι ενώ σκεφτό­ταν να ξανακαλέσε ι τον εβραίο, πέθανε . Τ α δυο καλά δα­χτυλ ίδ ια μου μ ε τα δ ιαμάντ ια , που μ έ χ ρ ι τ ό τ ε τα έκρυβα απ' όλους, τα π ή ρ ε ο αφελής , ο κακομο ίρης ο γ ιος μου, ο Ν τ ο γ ά ν , και τα 'δωσε στα μπασταρδάκια - έ τ σ ι , η κασετίνα μου έ μ ε ι ν ε τ ε λ ε ί ω ς άδεια. Ε ίναι ακόμη στην ντουλάπα μου, ε ν τ ε λ ώ ς άδε ιο, σκέφτηκα .

« Τ ι σ κ έ φ τ ε σ τ ε , γ ιαγ ιά , γ ιατ ί δεν μου το λ έ τ ε ; » « Τ ί π ο τ α , ε ίπα αόριστα. Δ ε ν σκέφτομαι τ ί π ο τ α ! »

Page 149: Το σπίτι της σιωπής

12

Όταν γυρίζεις όλη μέρα στους δρόμους και πηγαίνεις βρά­δυ στο σπίτι, είναι σαν ν' αρχίζεις σχολείο ύστερα από κα­λοκαιρινές διακοπές. Κάθισα στο καφενείο μέχρι να κλείσει. Ένας ένας όλοι γύριζαν στα σπίτια τους· περίμενα με την ελπίδα να συναντήσω κανένα φίλο που θα μου πρότεινε να κάνουμε κάτι, όμως όσοι συνάντησα το μόνο που έκαναν ήταν να με πουν ζωύφιο.

«Άντε, παιδί μου, Χασάν, μην κάθεσαι σαν κατσαρίδα, πήγαινε στο σπίτι σου και διάβασε μαθηματικά!»

Φεύγω- ανεβαίνω τον ανήφορο, δεν δίνω σημασία σε κα­νέναν, γιατί αγαπώ το σκοτάδι* το σιωπηλό σκοτάδι. Μο­νάχα τα τριζόνια υπάρχουν, τα ακούω, βλέπω το μέλλον μου στο σκοτάδι: ταξίδια σε μακρινές χώρες, αιματηροί πόλε­μοι, ο κρότος των οπλοπολυβόλων, η χαρά της μάχης, ιστο­ρικές ταινίες όπου σκλάβοι τραβούν κουπί, καμουτσίκια που καταπνίγουν τα αηδιαστικά βουητά των αμαρτωλών, κα­νονικοί στρατοί, εργοστάσια και πουτάνες. Ντράπηκα, φο­βήθηκα. Εγώ θα γίνω μεγάλος άνθρωπος. Έφτασα στο τέ­λος του ανήφορου.

Page 150: Το σπίτι της σιωπής

150 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Ξαφνικά η καρδιά μου σ φ ί χ τ η κ ε : τα φώτα του σπιτ ιού μας! Σ τ ά θ η κ α και τα κοίταξα: ένα σπίτ ι σαν τάφος, που μ έ ­σα ανάβει μια λάμπα. Σ τ α παράθυρα δεν υπάρχει καμιά κί­ν η σ η . Πλησίασα και κοίταξα: η μ η τ έ ρ α μου δεν ήταν ε κ ε ί , θα ε ίχε πάε ι γ ια ύπνο* ο πατέρας μου, ξαπλωμένος στο σο­φά, λαγοκοιμόταν, μ ε π ε ρ ί μ ε ν ε * ας π ε ρ ι μ έ ν ε ι , ε γ ώ θα μπω κρυφά από το παράθυρο του δωματίου μου και θα κο ιμηθώ. Π ή γ α , και κοίταξα προσεχτ ικά: ε ίχ ε κ λ ε ί σ ε ι το παράθυρο μου. Καλά! Χ τ ύ π η σ α δυνατά το άλλο παράθυρο* ο πατέρας μου ξύπνησε . Α ν τ ί ν ' ανοίξει την πόρτα, άνοιξε το παράθυ­ρο.

«Πού ήσουνα;» φώναξε. Δεν μίλησα, άκουγα τα τριζόνια. Γ ι α λ ί γ η ώρα μ ε ί ν α μ ε

σιωπηλοί . « Ά ν τ ε , μπες μέσα, μ π ε ς ! » ε ί π ε ο πατέρας μου. « Μ η σ τ έ ­

κεσαι ε κ ε ί » . Μ π ή κ α από το παράθυρο. Κ ά θ ι σ ε απέναντ ι μου και μ ε

κοίταζε μ ε το β λ έ μ μ α του πατέρα. Κατόπιν άρχισε π ά λ ι : Παιδ ί μου, γ ιατ ί δεν δ ιαβάζεις , αχ, παιδί μου, παιδί μου, τ ι κάνεις όλη μέρα στους δρόμους; Α μ έ σ ω ς σκέφτηκα: Τ ι δου­λε ιά έχουμε ε μ ε ί ς , μ η τ έ ρ α , μ' αυτό τον κ λ α ψ ι ά ρ η ; Θ έ λ ω να ξυπνήσω τ η μάνα μου και να τ η ρωτήσω, να την πάρω και να φύγουμε από το σπ ίτ ι αυτού του ανθρώπου. Σ κ έ φ τ η κ α όμως πως ο πατέρας θα λυπόταν πολύ και ντράπηκα λ ίγο . Ν α ι , φταίω, ολημερ ίς γύριζα στους δρόμους, μα μ η φοβά­σαι, πατέρα, θα δε ι ς , θα διαβάσω αύριο. Ό μ ω ς δεν θα μ ε π ι σ τ έ ψ ε ι . Σ τ ο τέλος σώπασε και μ ε κοίταζε φουρκισμένος κ ι έτο ιμος να κ λ ά ψ ε ι . Π ή γ α αμέσως στο δωμάτ ιο μου, κά­θισα στο γραφείο μου, κοίτα, πατέρα, β λ έ π ε ι ς , διαβάζω μα­θηματ ικά . Μ η στενοχωριέσαι . Έ κ λ ε ι σ α και την πόρτα. Το

Page 151: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

φως είναι αναμμένο , θα γλ ιστράε ι κάτω από την πόρτα, θα το δ ε ι , θα σκεφτε ί πως διαβάζω. Εξακολουθε ί να παραμι­λάε ι .

Έ π ε ι τ α από λ ίγο η φωνή του σ τ α μ ά τ η σ ε ν' ακούγετα ι · ανησύχησα, άνοιξα σιγά την πόρτα, κοίταξα, δεν ήταν ε κ ε ί : π ή γ ε να κοιμηθε ί . Αυτοί θέλουν να κοιμούνται ωραία ωραία, κ ι ε γ ώ π ρ έ π ε ι να διαβάζω. Κ α λ ά , αφού ε ίναι τόσο σημα­ντ ικό το απολυτήριο του λυκείου, ας πέσω μ ε τα μούτρα, ας μ ε λ ε τ ή σ ω όλη τ η νύχτα δίχως να κ ο ι μ η θ ώ , μ έ χ ρ ι που να κάνω τ η μάνα μου το πρωί ν' ανησυχήσε ι , ε γ ώ όμως ξέρω καλά πως στη ζωή υπάρχουν άλλα πράγματα, πολύ πιο σ η ­μαντ ικά . Να σας τα πω, αν θ έ λ ε τ ε . Μ ά ν α , έχε ι ς ακούσει γ ι α τους κ ο μ ο υ ν ι σ τ έ ς , τους χρ ιστ ιανούς , τους σ ι ω ν ι σ τ έ ς , τους μασόνους, που τρύπωσαν ανάμεσα μας, ξέρε ις τ ι ε ί ­παν ο Κ ά ρ τ ε ρ κ ι ο πάπας μ ε τον Μ π ρ έ ζ ν ι ε φ ; Μ α και να τα πω, δεν θα μ' ακούσουν, κ ι αν μ' ακούσουν, δεν θα κατα­λάβουν. . . Τ έ λ ο ς , ας μ η σκοτ ίζομαι , ας πιάσω τα μαθημα­τ ι κ ά !

Άνοιξα το β ιβλ ίο * ε ίχα μ ε ί ν ε ι στους αναθεματ ισμένους λογάρ ιθμους . Ν α ι , γράφουμε log και λ έ μ ε l o g Q ( A B ) = l o g a A * l o g a B . Αυτό ε ίναι το πρώτο που π ρ έ π ε ι να ξέρω, ε ίναι όμως κ ι άλλα* θεωρήματα τα λ έ ε ι το β ιβλ ίο . Τ α ξανά­γραψα ωραία ωραία στο τ ετράδ ιο . Τα κοίταξα, μου άρεσαν. Έ γ ρ α ψ α τέσσερ ις σελ ίδες , ξέρω να μ ε λ ε τ ά ω ε γ ώ . Ώ σ τ ε αυ­τό είναι ο λογάριθμος! Ε ί π α να λύσω κι ένα πρόβλημα.

Να υπολογ ίσω το λογάρ ιθμο μ ιας τ ε τ ρ α γ ω ν ι κ ή ς ρίζας ενός κλάσματος.

Καλά, να τον βρω. Κοίταξα το πρόβλημα. Ξαναδιάβασα αυτά που έγραψα στο τετράδιο* πέρασε πολλή ώρα, μα δεν μπόρεσα να καταλάβω τ ι πράξεις έ π ρ ε π ε να κάνω. Τα ξα-

Page 152: Το σπίτι της σιωπής

152 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ναδιάβασα, όπου να 'ναι όλα θα τα αποστήθιζα, κοίταξα πώς ήταν η λύση στα παραδε ίγματα, μα και πάλι δεν κατάλα­βα πολλά πράγματα. Ε κ ν ε υ ρ ί σ τ η κ α και σηκώθηκα. Αν ε ί­χα τώρα ένα τσ ιγάρο, θα κάπνιζα. Ξανακάθισα, πήρα ένα μολύβι κ ι άρχισα να σχεδιάζω, μα μονάχα μουντζούρες κα­τάφερα να κάνω. Ύ σ τ ε ρ α από λ ί γ ο , κο ίτα, Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν , τ ι έγραψα στην άκρη του τετραδίου μου:

Λεν ήμουν ερωτευμένος μαζί σου. KL όμως, μου πήρες το μυαλό.

Μ ε λ έ τ η σ α λ ίγο α κ ό μ η , μα του κάκου. Κατόπιν σ κ έ φ τ η ­κα: Σ ε τ ι ωφελε ί να ξέρε ις τ η σχέση λογαρίθμων και ριζών; Ας πούμε λοιπόν ότι μια μέρα γ ίνομαι τόσο πλούσιος, που πρέπε ι να λογαριάζω τα χρήματα μου μ ε λογάριθμους και ρί­ζες , ή ασχολούμαι μ ε κ ρ α τ ι κ έ ς υ π ο θ έ σ ε ι ς ; Θα ε ίμα ι τόσο χαζός, ώστε να μην προσλάβω έναν υπαλληλάκο να κάνε ι τους λογαριασμούς μου;

Παράτησα τα μ α θ η μ α τ ι κ ά · άνοιξα το β ιβλ ίο των α γ γ λ ι ­κών, μα το μυαλό μου δεν ήταν πια σ τ η θ έ σ η του. Σ τ ο διά­βολο αυτοί οι Mr and Mrs Brown, είπα.. Ο ι ίδιες ε ικόνες , οι κρύες κ ι ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ε ς φάτσες, οι παντογνώστες , οι πα­ντοδύναμοι Εγγλέζο ι * φορούν σ ιδερωμένα σακάκια και γρα­β ά τ ε ς , οι δρόμοι τους ε ίναι πεντακάθαροι . Έ ν α ς κάθετα ι , άλλος σηκώνεται , συνέχεια βάζουν στα τραπέζια, πάνω, κά­τ ω , μέσα, στο πλάι , σπιρτόκουτα που δεν μοιάζουν καθόλου μ ε τα δικά μας. On, in, under, και δεν ξέρω τ ι άλλες ανοη­σίες π ρ έ π ε ι ν ' αποστηθίσω, γ ιατ ί , δ ιαφορετ ικά, ο πατέρας μου, που τώρα κο ιμάται μέσα ροχαλίζοντας, θ' αρχίσε ι να χ τ υ π ι έ τ α ι λέγοντας ότι ο γ ιος του δεν θ έ λ ε ι να σπουδάσει . Καλύπτοντας μ ε το χέρ ι μου τ η σελίδα και κοιτάζοντας το

Page 153: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

ταβάνι,, αποστήθισα, αποστήθισα, και ξαφνικά ε κ ν ε υ ρ ί σ τ η ­κα, άρπαξα το β ιβλ ίο και το βρόντηξα κάτω. Σ τ ο διάβολο! Σ η κ ώ θ η κ α από το γραφε ίο μου, β γ ή κ α έξω, πάλι από το παράθυρο. Δεν ε ίμα ι ε γ ώ ο άνθρωπος που μπορε ί ν' αρκε­σ τ ε ί σ' αυτά. Κάπως ησύχασα όταν από τ η ν άκρη του κ ή ­που ε ίδα τ η σ κ ο τ ε ι ν ή θάλασσα και το φάρο του νησιού μ ε τα σκυλιά, που αναβόσβηνε μόνος του στο σκοτάδι . Ό λ α τα φώτα του κάτω μαχαλά ήταν σ β η σ τ ά , μονάχα οι λ ά μ π ε ς του δρόμου και τα φώτα του εργοστασίου υαλικών ή τ α ν αναμμένα· έπε ι τα το κόκκινο φως ενός σιωπηλού καραβιού. Ο έρημος κήπος μυρίζε ι ξερά χόρτα, χώμα και καλοκαίρι . Μονάχα τριζόνια υπάρχουν τρ ιγύρω· άτακτα τριζόνια που μας θυμίζουν ότι στο σκοτάδ ι υπάρχουν α κ ό μ η κερασ ι ές , μακρινοί λόφοι, α μ π έ λ ι α , λ ιόδεντρα, δροσιά κάτω από τα δέντρα. Άκουσα μ ε προσοχή και το αυτί μου π ή ρ ε τους βά­τραχους στα λασπόνερα, στην άκρη του δρόμου που έ β γ α ­ζε στο Γ ι ε λ κ έ ν κ α γ ι α . Πολλά έχω να κάνω σ τ η ζ ω ή ! Σ κ έ ­φτηκα αυτά που σχεδίαζα να κ ά ν ω : τους πολέμους , τ ις νί­κ ε ς , το φόβο τ η ς ή τ τ α ς , τ η ν ε λ π ί δ α , τ η ν ε π ι τ υ χ ί α , τ η ν αγάπη που θα έδε ιχνα στους δυστυχισμένους, αυτούς που θ' απελευθέρωνα, τ η ν προκοπή μας σε τούτο τον άπονο κό­σμο. Τ α φώτα του κάτω μαχαλά ήταν σβηστά . Όλο ι κοι­μούνται* κοιμούνται* βλέπουν όνειρα χαζά, δίχως νόημα, μί­ζερα, κ ι εδώ, πάνω απ' όλους, ο μόνος ξύπνιος ε ίμα ι ε γ ώ . Α γ α π ώ πολύ τ η ζ ω ή , μ ισώ τον ύπνο. Ε ίνα ι τόσα αυτά που π ρ έ π ε ι να κάνω, συλλογ ίστηκα.

Γύρισα πίσω στο δωμάτιο μου, μ π ή κ α πάλι από το παρά­θυρο* κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να διαβάσω και ξάπλωσα στο κρεβάτ ι μου δίχως να βγάλω τα ρούχα μου. Θα διαβάσω το πρωί, μόλις σηκωθώ. Νομίζω πως οι τ ελευτα ί ες δέκα μ έ -

Page 154: Το σπίτι της σιωπής

154 ΟΡΧΛΝ ΠΑΜΟΥΚ

ρες ε ίναι αρκετές γ ια τα αγγλ ικά και τα μαθηματ ικά . Τα πουλιά θ' αρχίσουν να πετούν στα κλαδιά κ ι εσύ, Νιλγκ ιούν, θα πας στην παραλία σε ώρες που δεν είναι κανείς . Θα 'ρθω κι ε γ ώ . Ποιος θα μ' εμποδ ίσε ι ; Σ τ η ν αρχή νόμισα πως ε ίχε φύγε ι ο ύπνος μου, έν ιωσα τ η ν καρδιά μου να χτυπά, μα ύστερα κατάλαβα πως ήμουν έτοιμος να κο ιμηθώ.

Ό τ α ν ξύπνησα, ο ήλ ιος έ π ε φ τ ε στο χέρ ι μου, το πουκά­μισο και το παντελόν ι μου ήταν μουσκεμένα από τον ιδρώ­τα μου. Σ η κ ώ θ η κ α : η μ η τ έ ρ α κι ο πατέρας μου δεν ε ίχαν σ η κ ω θ ε ί α κ ό μ η . Π ή γ α στην κουζίνα, κ ι ε κ ε ί που έ τρωγα ψωμί και τυρί , ή ρ θ ε η μ η τ έ ρ α μου.

« Π ο ύ ήσουνα;» « Π ο ύ να 'μαι , ε δ ώ » , ε ίπα. « Ό λ η τ η νύχτα δ ιάβαζα». « Π ε ι ν ά ς ; » ε ί π ε . « Ν α σου φτιάξω τσάι , θ έ λ ε ι ς ; » « Ό χ ι » , ε ίπα. «Θα φύγω» . «Πού θα πας τόσο πρωί, ξαγρυπν ισμένος ; » «Θα κάνω μια βόλτα» , ε ίπα. « Ν α συνέλθω. Θα γυρίσω

γρήγορα γ ια να συνεχίσω το δ ιάβασμα» . Έκανα να βγω, την κοίταξα, μου φάνηκε πως ε ίχε αρχίσει

να μ ε λυπάται. « Μ ά ν α » , ε ίπα, «μου δίνεις πενήντα λ ίρες ; » Μ ε κοίταξε αναποφάσιστη. « Τ ι θα τα κάνε ις τόσα χρήματα; Καλά, καλά, θα σου δώ­

σω! Μ η ν το πε ις όμως του πατέρα σου!» Μ π ή κ ε στο δωμάτ ιο , β γ ή κ ε : μου έδωσε δυο ε ικοσάρικα

κι ένα δεκάρικο. Τ η ν ευχαρίστησα, π ή γ α στο δωμάτιο μου, φόρεσα κάτω από το παντελόν ι το μαγ ιό μου και , γ ια να μην κάνω θόρυβο και ξυπνήσε ι ο πατέρας μου, β γ ή κ α από το παράθυρο. Γύρισα και κοίταξα, η μ η τ έ ρ α μου μ ε παρα­κολουθούσε από το άλλο παράθυρο. Μ η ν ανησυχε ίς , μ η τ έ ­ρα, ε γ ώ ξέρω τ ι θα κάνω στη ζωή.

Page 155: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

Β γ ή κ α στον κεντρ ικό δρόμο και προχώρησα προς τα κά­τ ω . Από δ ίπλα μου περνούσαν συνέχε ια αυτοκίνητα μ ε μ ε ­γ ά λ η ταχύτητα. Διάφοροι τύποι μ ε γραβάτες και μ ε τα σα­κάκια τους κρεμασμένα σε μιαν άκρη του αυτοκινήτου, τ ρ έ ­χανε μ ε εκατό χ ιλ ιόμετρα την ώρα, πήγαιναν στην Ισταν­μπούλ, γ ια ν' αρχίσουν τ ις κομπίνες τους, να ξεζουμίσουν ο ένας τον άλλο, δεν μ ε βλέπουν. Μ α ούτε ε γ ώ σας λογαριά­ζω, κύριοι μ ε γραβάτες και κέρατα!

Σ τ η ν πλαζ δεν ήταν ακόμη κανε ίς . Δ ε ν ε ί χ ε έρθε ι ούτε ο ταμίας ούτε κι ο φύλακας, γ ι ' αυτό μ π ή κ α δίχως ε ισ ιτήρ ιο . Πρόσεξα μ η γεμίσουν τα αθλητ ικά μου παπούτσια μ ε άμμο, περπάτησα μέχρ ι τους βράχους, ε κ ε ί που τ ε λ ε ι ώ ν ε ι η πλαζ κ ι αρχίζει η μάντρα ενός σπιτ ιού, και κάθισα σ' ένα σ η μ ε ί ο που δεν το ' β λ ε π ε ο ήλ ιος . Από δω θα μπορούσα να δω τ η Νιλγκ ιούν να μπαίνε ι από την πόρτα. Κοιτάζω το βυθό τ η ς ή ρ ε μ η ς θάλασσας. Μ ι κ ρ ά ψάρια κολυμπάνε ανάμεσα στα φύκια, οι κέφαλοι ενοχλούνται κ ι από τον παραμικρό θόρυ­βο και φεύγουν. Κρατώ την αναπνοή μου.

Πολύ αργότερα, κάποιος φόρεσε βατραχοπέδιλα και μά­σκα, π ή ρ ε το ψαροντούφεκό του, βούτηξε στο νερό και βάλ­θ η κ ε να κυνηγάε ι τους κέφαλους. Πόσο μ' εκνευρίζουν αυ­τοί οι σκατάδες που κυνηγάνε τους κέφαλους! Έ π ε ι τ α το νερό η ρ έ μ η σ ε πάλ ι κ ι ε ίδα τους κέφαλους και τους κοκω-βιούς. Έ π ε ι τ α από λ ίγο ο ήλιος έ π ε σ ε πάνω μου.

Ό τ α ν ήμασταν μ ικροί , τρ ιγύρω υπήρχε μονάχα το δ ικό τους παλιό και παράξενο σπ ί τ ι , και το δ ικό μας στο λόφο. Ο Μ ε τ ί ν , η Ν ιλγκ ιούν κ ι ε γ ώ ερχόμασταν εδώ, ε γ ώ έ μ π α ι ­να μ έ χ ρ ι τα γόνατα στο νερό και προσπαθούσαμε να πιά­σουμε αφρόψαρα κι αθερ ίνες . Μ α μονάχα κοκωβιούς πιά­ν α μ ε , πέταξε τον , έ λ ε γ ε ο Μ ε τ ί ν , έ φ α γ ε το δόλωμα, δεν

Page 156: Το σπίτι της σιωπής

156 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τον πετώ, έλεγα, τον έβαζα στο κουβαδάκι, κατόπιν το γέ­μιζα νερό, και τότε ο Μετίν με κορόιδευε! Δεν είμαι τσι­γκούνης, φίλε μου, του έλεγα, η Νιλγκιούν μπορεί ν' άκου­γε, μπορεί και να μην άκουγε, δεν είμαι τσιγκούνης, ο κο-κωβιός έφαγε το δόλωμα μου, κι αυτό θα μου το πληρώσει, του έλεγα. Ο Μετίν κρατάει τον κοκωβιό, Νιλγκιούν, κοί­τα, στην άκρη της πετονιάς του έχει δέσει μια βίδα για βα­ρίδι, δεν έχει μολύβι, είναι τσιγκούνης! Παιδιά, έλεγε η Νιλγκιούν, ρίξτε τα ψάρια στη θάλασσα, είναι κρίμα! Δύ­σκολη η φιλία μ' αυτούς, το ξέρω. Η σούπα από κοκωβιό εί­ναι πολύ νόστιμη, όταν μάλιστα προσθέσεις και πατάτες με κρεμμυδάκια...

Έπειτα άρχισα να παρακολουθώ ένα καβούρι. Τα καβού­ρια συνέχεια κινούνται, συνέχεια ασχολούνται με κάτι, γι' αυτό είναι σκεφτικά, αφηρημένα. Γιατί κουνάς το ποδάρι σου, τη δαγκάνα σου, καβούρι; Σαν να ξέρουν τα καβούρια περισσότερα από μένα. Από γεννησιμιού τους είναι φω­στήρες. Ακόμη και τα πολύ μικρά, με την κάτασπρη και μαλακή κοιλιά.

Σε λίγο η επιφάνεια της θάλασσας άρχισε να ταράζεται, ο βυθός να μη φαίνεται πια, οι κολυμβητές να μπαινοβγαί­νουν στο νερό. Για μια στιγμή είδα να μπαίνει από την πόρ­τα η Νιλγκιούν. Κρατούσε μια τσάντα. Προχώρησε προς το μέρος που καθόμουνα.

Πλησίασε, στάθηκε, έβγαλε το κίτρινο φόρεμα της, και μόλις πρόλαβα να δω ότι το μπικίνι της ήταν γαλάζιο, έστρωσε μια πετσέτα και ξάπλωσε. Μετά έβγαλε από την τσάντα της ένα βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει. Έβλεπα μο­νάχα το χέρι της, που κρατούσε το βιβλίο ψηλά, και το κε­φάλι της. Σκέφτηκα.

Page 157: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 157

Ίδρωσα. Πέρασε αρκετή ώρα, αυτή συνέχεια διάβαζε. Για να δροσιστώ λίγο, έπλυνα το πρόσωπο μου. Πέρασε πολλή ώρα, ακόμη διάβαζε.

Σκέφτηκα να πάω να της πω: Γεια σου, Νιλγκιούν, ήρ­θα να κολυμπήσω, πώς είσαι; Φοβήθηκα μη θυμώσει: δεν ξέρω γιατί, σκέφτηκα πως ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη μου. Πάω αργότερα, άλλη φορά.

Σε λίγο η Νιλγκιούν σηκώθηκε, προχώρησε προς τη θά­λασσα· σκέφτηκα ότι ήταν πολύ όμορφη. Βούτηξε απότομα στο νερό κι άρχισε να κολυμπάει. Κολυμπούσε σταθερά, ανοιγόταν στη θάλασσα, αδιαφορώντας για τα πράγματα της που άφησε εκεί. Μην ανησυχείς, Νιλγκιούν, προσέχω εγώ τα πράγματα σου* επειδή ανοιγόταν δίχως να γυρίζει πίσω να δει. Θα μπορούσε κάποιος να πάει να ψάξει τα πράγματα της, μα εγώ τα προσέχω, δεν παθαίνουν τίποτα.

Κατόπιν σηκώθηκα και πήγα κοντά στα πράγματα της. Κανείς δεν με είδε. Εξάλλου η Νιλγκιούν είναι φίλη μου. Έσκυψα, έριξα μια ματιά στο εξώφυλλο του βιβλίου πάνω στην τσάντα της: ένας χριστιανικός τάφος και δίπλα δυο ηλικιωμένοι που κλαίγανε. Πατέρες και γιοι ήταν ο τίτλος. Κάτω από το βιβλίο ήταν το κίτρινο φόρεμα της, γιά να δού­με τι άλλο είχε στην τσάντα της; Έψαξα γρήγορα γρήγορα, για να μη με δει κανείς. Μια κρέμα, σπίρτα, ένα κλειδί, που το είχε ζεστάνει ο ήλιος, άλλο ένα βιβλίο, πορτοφόλι, φουρ­κέτες, μια μικρή πράσινη χτένα, μαύρα γυαλιά ηλίου, πε­τσέτα, ένα πακέτο τσιγάρα Σαμσούν, άλλο ένα μικρό μπου­κάλι. Η Νιλγκιούν κολυμπούσε ακόμη στ' ανοιχτά. Για να μη με παρεξηγήσει κανείς, θα τα άφηνα όλα στη θέση τους, αλ­λά ξαφνικά αποφάσισα να πάρω τη μικρή πράσινη χτένα και να τη βάλω στην τσέπη μου. Δεν με είδε κανείς.

Page 158: Το σπίτι της σιωπής

158 ΟΡΧΛΝ ΠΑΜΟΥΚ

Ξαναπήγα στους βράχους και περ ίμενα . Σ ε λ ίγο η Ν ι λ ­γκιούν β γ ή κ ε από τ η θάλασσα, προχώρησε γρήγορα και τυ­λ ί χ τ η κ ε μ ε την π ε τ σ έ τ α τ η ς . Σαν να μην ήταν μια κοπέλα σοβαρή , ένα χρόνο μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η μου, μα ένα κορ ι τσάκ ι . Σ κ ο υ π ί σ τ η κ ε , έ ψαξε λ ι γ ά κ ι την τσάντα τ η ς και μ ε τ ά φό­ρεσε β ιαστ ικά το κ ίτρ ινο φόρεμα τ η ς .

Γ ι α μια σ τ ι γ μ ή τα 'χασα, μου φ ά ν η κ ε πως βιαζόταν ν' απαλλαγε ί από μένα. Έ τ ρ ε ξ α να δω πού π ή γ α ι ν ε . Π ή γ α ι ν ε στο σπίτ ι τ η ς . Έ τ ρ ε ξ α , προσπάθησα να κόψω δρόμο γ ια να β γ ω μπροστά τ η ς , ξαφνικά έ σ τ ρ ι ψ ε , δεν ήξερα τ ι να κάνω, γ ιατ ί ε ί χ ε με ίνε ι π ίσω μου, σαν να μ ε παρακολουθούσε τ ώ ­ρα αυτή . Μ π ρ ο σ τ ά στον μπακάλη έστρ ιψα δεξιά, κρύφτη­κα πίσω από ένα αυτοκίνητο, έκανα πως έδενα τα κορδό­νια των παπουτσιών μου και τ η ν παρακολουθούσα: μ π ή κ ε στον μ π α κ ά λ η .

Πέρασα στην απέναντ ι πλευρά του δρόμου. Πηγαίνοντας προς το σπίτ ι τ η ς , θα συναντιόμασταν. Σ κ έ φ τ η κ α κάτ ι : θα 'βγαζα από την τ σ έ π η μου τ η χτένα τ η ς και θα τ η ς την έδ ι ­να: Νιλγκ ιούν, αυτή η χτένα είναι δ ική σου, θα τ η ς έλεγα . Ναι , θα 'λεγε , πού τ η βρήκες ; Σου έ π ε σ ε , θα της έλεγα. Πώς ξέρε ις πως είναι δ ική μου; θα ' λ εγε . Ό χ ι , δεν θα τ η ς έ λ ε γ α έ τ σ ι : Σου έ π ε σ ε , την ε ίδα και την πήρα, θα τ η ς έλεγα . Π ε ­ρίμενα κοντά στο δέντρο. Ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα.. .

Σ ε λ ίγο β γ ή κ ε από τον μπακάλη · ερχόταν προς το μέρος μου. Καλά, κι ε γ ώ προς τον μπακάλη πήγαινα. Δεν την κοί­ταξα, κοίταζα κάτω, τα αθλητ ικά μου παπούτσια. Ξαφνικά, σήκωσα το κεφάλι μου.

« Γ ε ι α σου!» ε ίπα. Τ ι όμορφη που ε ίναι ! σκέφτηκα . « Γ ε ι α σου», ε ί π ε . Δ ε ν χαμογέλασε όμως. Σ τ α μ ά τ η σ α , αυτή όχι.

Page 159: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

« Σ τ ο σπίτ ι πας, Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν ; » ε ίπα. Η φωνή μου ε ίχε κά­τ ι παράξενο.

« Ν α ι » , ε ί π ε και , δίχως να προσθέσε ι τ ί π ο τ ε άλλο, προ­χώρησε κι έφυγε .

« Σ τ ο καλό» , φώναξα ξοπίσω τ η ς . Κατόπιν ξαναφώναξα: « Π ε ς τους χαιρετ ισμούς μου στον Ρ ε τ ζ έ π ! »

Ν τ ρ ά π η κ α . Δ ε ν γύρ ισε ούτε μια λ έ ξ η να μου πε ι . Από­με ινα να την κοιτάζω. Γ ι α τ ί το 'κανε αυτό; Πιθανόν να τα κατάλαβε όλα, μα τ ι κατάλαβε επ ι τ έλους ; Ό τ α ν συναντή­σεις στο δρόμο έναν παιδ ικό σου φίλο, δεν θα τον χ α ι ρ ε τ ή ­σε ις ; Π ε ρ ί ε ρ γ ο ! Περπατούσα και σκεφτόμουνα. Ε ίναι σω­στό ότι οι άνθρωποι αλλάζουνε πολύ, ότι αποφεύγουνε ακό­μ η και να χαιρετήσουν. Κατόπιν σ κ έ φ τ η κ α πως είχα στην τ σ έ π η μου πενήντα λ ίρες και πως η Νιλγκ ιούν ε ίχε φτάσει πια στο σπίτ ι τ η ς . Τ ι να σ κ έ φ τ ε τ α ι άραγε ; Ε ί π α να τ η ς τ η ­λεφωνήσω, να τ η ς τα ε ξ η γ ή σ ω όλα, να μ ε χα ιρετάε ι όπως παλιά, δεν θέλω τ ί π ο τ ε άλλο. Π ε ρ π α τ ά ω και σκέφτομαι τ ι θα τ η ς πω στο τηλέφωνο . Μ π ο ρ ώ ακόμη να τ η ς πω σ' αγα­πώ, γ ιατ ί όχι ; Σ κ έ φ τ η κ α κι άλλα πολλά. Στους δρόμους, άνθρωποι χυδαίοι που πηγαίνουν στην πλαζ. Τ ι μ π ε ρ δ ε μ έ ­νος κόσμος!

Μ π ή κ α στο ταχυδρομείο, πήρα τον τηλεφων ικό κατάλο­γο και τον ξεφύλλισα. Νταρβίνογλου Σελαχατ ίν , Τ ζ ε ν έ τ χ ι -σαρ. Λεωφόρος Σ α χ ί λ αρ. 12 . Γ ι α να μην μ π ε ρ δ έ ψ ω τον αριθμό, τον έγραψα σ' ένα χαρτί. Έδωσα δέκα λίρες και π ή ­ρε ένα κέρμα, μ π ή κ α στο θάλαμο, πήρα το νούμερο μα, σαν έφτασα στον τ ελευτα ίο αριθμό, το δάχτυλο μου, αντί γ ια το επτά , γύρ ισε το εννιά. Δεν το έκλε ισα. Β γ ή κ ε λάθος αριθ­μός, το κέρμα έ π ε σ ε , σήκωσαν το τηλέφωνο .

« Ε μ π ρ ό ς ! » ε ί π ε μια γυναικε ία φωνή.

Page 160: Το σπίτι της σιωπής

160 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Εμπρός, ποιος είναι;» είπα. «Το σπίτι του Φερχάτ μπέη», είπε. «Εσείς ποιος είστε;» «Ένας φίλος!» είπα. «Θέλω λίγο να σας μιλήσω». «Ορίστε», είπε η φωνή με περιέργεια. «Για ποιο πράγμα;» «Για κάτι πολύ σημαντικό!» είπα, και σκέφτηκα τι θα

'λεγα. Πάει το δεκάλιρο. «Ποιος είστε;» ρώτησε. «Θα το πω στον Φερχάτ μπέη!» είπα. «Δώσε μου τον

άντρα σου». «Τον Φερχάτ;» είπε. «Μα εσείς ποιος είστε;» «Ναι. Αυτόν θέλω!» Κοίταξα από το τζάμι του θαλάμου* ο υπάλληλος ήταν

απασχολημένος: έδινε σε κάποιον γραμματόσημα. «Εσείς ποιος είστε;» εξακολουθούσε να λέει. «Σ' αγαπώ», είπα. «Σ' αγαπώ!» «Τι; Ποιος είστε;» «Μωρή, πουτάνα! Τη χώρα, όπου να 'ναι, την παίρνουνε

οι κομουνιστές, εσείς είστε ακόμη γυμνές, μωρή πουτάνα, εγώ εσένα θα σε...»

Το 'κλεισε. Κι εγώ το 'κλεισα. Ο υπάλληλος έδινε τα ρέ­στα σ' αυτόν που αγόρασε γραμματόσημα. Βγήκα σιγά σι­γά έξω. Ούτε με κοίταξε καν. Τουλάχιστον δεν θα λυπάμαι που πήγε χαμένο το δεκάλιρό μου. Βγήκα από το ταχυ­δρομείο, περπάτησα και σκέφτηκα: είχα άλλες σαράντα λί­ρες* αν ο άνθρωπος μπορεί να διασκεδάσει τόσο πολύ μ' ένα δεκάλιρο, με σαράντα λίρες θα μπορεί να διασκεδάσει τέσ­σερις φορές περισσότερο. Αυτό λέγεται μαθηματικά, κι εί­μαι, λέει, αδύνατος στο μάθημα αυτό και μ' άφησαν μετε­ξεταστέο. Καλά, κύριοι. Εγώ ξέρω να περιμένω, μα στο τέ­λος εσείς θα βγείτε ζημιωμένοι.

Page 161: Το σπίτι της σιωπής

13

Η δεσποινίς Νιλγκ ιούν γύρ ισε από την πλαζ, ο κύριος Φα­ρούκ τ η ν π ε ρ ί μ ε ν ε . Κάθισαν, τους έδωσα το πρωινό τους. Α υ τ ή διάβαζε την εφημερ ίδα τ η ς , ο άλλος ήταν αγουροξυ­π ν η μ έ ν ο ς . Έφαγαν μ ιλώντας και γελώντας . Κατόπιν ο κύ­ριος Φαρούκ π ή ρ ε την πελώρια τσάντα του και π ή γ ε στην Γ κ έ μ π ζ ε , για τα αρχεία. Η Νιλγκιούν π ή γ ε και κάθισε στον κήπο κοντά στο κ ο τ έ τ σ ι και συνέχισε το δ ιάβασμα τ η ς . Ο Μ ε τ ί ν δεν ε ίχε ξυπνήσε ι α κ ό μ η . Α ν έ β η κ α επάνω δίχως να μαζέψω το τραπέζι . Χτύπησα την πόρτα τ η ς κυράς και μ π ή ­κα μέσα.

« Π η γ α ί ν ω στην αγορά, κυρία» , ε ίπα. « Θ έ λ ε τ ε τ ί π ο τ α ; » « Σ τ η ν αγορά;» ε ί π ε . «Υπάρχε ι αγορά ε δ ώ ; » « Ε δ ώ και χρόνια δεν άνοιξαν μερικά μαγαζιά;» ε ίπα. « Τ ο

ξ έ ρ ε τ ε . Τ ι θ έ λ ε τ ε να σας πάρω;» « Δ ε ν θέλω τ ί π ο τ ε απ' αυτούς», ε ί π ε . « Τ ο μ ε σ η μ έ ρ ι τ ι θα φ ά ν ε ; » « Δ ε ν ξ έρω» , ε ί π ε . « Μ α γ ε ί ρ ε ψ ε ό,τι να 'ναι» . Κ α τ έ β η κ α κάτω, έ β γ α λ α την ποδιά μου, πήρα το δ ίχτυ

και τ ' άδεια μπουκάλια κ ι ε τ ο ι μ ά σ τ η κ α να φύγω. Π ο τ έ δεν

Page 162: Το σπίτι της σιωπής

162 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

λέει τι να φάμε, λέει τι να μη φάμε. Παλιότερα εγώ έπρε­πε να σκεφτώ τι θα μαγειρέψω, μα στο μεταξύ πέρασαν σα­ράντα χρόνια, ξέρω πια τι θέλει να φάει! Ο καιρός είναι ζε­στός, ιδρώνω. Οι δρόμοι άρχισαν να γεμίζουν με παραθερι­στές, μα είναι ακόμη πολλοί που τρέχουν να προλάβουν τις δουλειές τους στην Ιστανμπούλ.

Ανέβηκα τον ανήφορο· τα σπίτια αραίωσαν, άρχισαν οι κήποι και οι κερασιές. Τα πουλιά είναι ακόμη μαζεμένα στα δέντρα. Είμαι κεφάτος, μα δεν πάω πιο μακριά. Μπήκα στο χωματόδρομο, ύστερα από λίγο είδα το σπίτι τους και την κεραία στη στέγη.

Η γυναίκα του Νεβζάτ κι η θεία Τζενέτ αρμέγανε την αγελάδα. Τι όμορφα που είναι το χειμώνα να βλέπεις το γά­λα ν' αχνίζει! Ήταν κι ο Νεβζάτ εκεί. Ήταν σκυμμένος στη μοτοσικλέτα του που την είχε ακουμπήσει στον τοίχο. Πλη­σίασα.

«Γεια σου», είπα. «Γεια σου», είπε, δίχως να γυρίσει να κοιτάξει. Είχε χω­

μένο το δάχτυλο του σ' ένα σημείο της μοτοσικλέτας και κάτι προσπαθούσε να κάνει.

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. «Χάλασε;» ρώτησα για να πω κάτι. «Όχι, καλέ!» είπε. «Χαλάει αυτό;» Η μοτοσικλέτα του ήταν το καμάρι του, με το θόρυβο

της αναστάτωνε όλο το μαχαλά. Την αγόρασε πριν από δύο χρόνια με τα χρήματα που κέρδισε κάνοντας τον κηπουρό και το γαλατά. Κάθε πρωί μοίραζε το γάλα στα σπίτια με τη μοτοσικλέτα του, μα εγώ του είχα πει να μην έρχεται σ' εμάς, για να πηγαίνω να το παίρνω εγώ και να κουβεντιά­ζουμε.

Page 163: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ

«Δυο μπουκάλια έ φ ε ρ ε ς ; » « Ν α ι » , ε ίπα. «Ήρθαν ο κύριος Φαρούκ και τα αδέλφια

του . . . » « Κ α λ ά , άφησε τα ε δ ώ » . Τ α άφησα. Έ φ ε ρ ε από μέσα το χωνί και το γράδο. Π ρ ώ ­

τα έβαζε το γάλα στο γράδο και μ ε τ ά γ έ μ ι ζ ε το μπουκάλι μ ε το χωνί.

«Δυο μέρες έχε ις να 'ρθεις στο κ α φ ε ν ε ί ο » , ε ί π ε . Δεν απάντησα. « Α ! » έκανε . « Μ η δίνεις σημασία σ' εκε ίνα παλιόπαιδα» . Σ κ έ φ τ η κ α . « Α λ ή θ ε ι α , είναι σωστά άραγε όσα έ γ ρ α ψ ε η ε φ η μ ε ρ ί δ α ; »

ρώτησε . «Υπάρχε ι σπ ίτ ι γ ια νάνους;» Όλοι την ε ίχαν δ ιαβάσει την εφημερ ίδα . « Κ ι εσύ αμέσως θύμωσες κ ι έ φ υ γ ε ς » , ε ί π ε . « Μ η δίνεις

σημασία στα παλιόπαιδα! Πού π ή γ ε ς εκε ίνο το βράδυ;» « Σ ι ν ε μ ά » . « Τ ι ταινία ε ί δ ε ς ; » ρώτησε . « Μ π ο ρ ε ί ς να μου τ η δ ι η γ η ­

θ ε ί ς ; » Του τ η δ ι η γ ή θ η κ α . Ό τ α ν τ έλε ιωσα, ε ί χ ε γ ε μ ί σ ε ι όλα τα

μπουκάλια κ ι ε ί χ ε αρχίσει να βάζει τους φελλούς. «Δύσκολα βρίσκεις φελλούς», ε ί π ε . «Έχουν ακριβύνει πο­

λύ. Σ τ α φτηνά κρασιά βάζουν πλαστικούς. Λ έ ω πάντα στους πελάτες μου να φυλάνε τους φελλούς. Δέκα λίρες κοστίζουν. Ε γ ώ δεν ε ίμα ι εργοστάσιο γάλακτος . Αν δεν μ π ο ρ ε ί τ ε να φυλάτε τους φελλούς, να π α ί ρ ν ε τ ε γ ά λ α εργοστασίου , μ ε συντηρητ ικά , και να δ ί ν ετ ε στα παιδιά σας».

Τα ίδια λ έ ε ι πάντα. Σ τ η ν τ σ έ π η μου ε ίχα τους φελλούς που μου έδωσε ο κύριος Φαρούκ, μα, δεν ξέρω γ ι α τ ί , δεν τους έβγαλα. Μονάχα του ε ίπα γ ια να χαρε ί :

Page 164: Το σπίτι της σιωπής

164 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« N a i . Ό λ α ακρίβυναν». αΝαι !» ε ί π ε γεμίζοντας φουρκισμένος τα μπουκάλια του.

Μ ί λ η σ ε γ ια την ακρίβε ια, γ ια τους παλιούς καλούς καιρούς· έ π λ η τ τ α , δεν τον άκουγα. Αφού τ ε λ ε ί ω σ ε μ ε τα μπουκάλια του και τα τ ο π ο θ έ τ η σ ε στο κ ιβώτ ιο , ε ί π ε :

« Τ ώ ρ α θα τα μοιράσω. Αν θ έ λ ε ι ς , μπορώ να σ' αφήσω στο σ π ί τ ι » .

Έ β α λ ε μπρος τ η μ η χ α ν ή τ η ς μοτοσ ικλέτας και κάθ ισε πάνω.

« Ά ν τ ε , έ λ α ! » ε ί π ε . « Ό χ ι , θέλω να π ε ρ π α τ ή σ ω » . « Κ α λ ά ! » ε ί π ε και ξ εκ ίνησε . Μ έ χ ρ ι να βγω στην άσφαλτο, κοίταζα τ η σκόνη που άφη­

νε π ίσω του. Η αλήθε ια είναι ότι ντράπηκα. Περπατούσα μ ε τα μπουκάλια στο δ ίχτυ μου. Ύ σ τ ε ρ α από λ ίγο γύρισα και κοίταξα πίσω μου. Η γυναίκα του Νεβζάτ κ ι η θεία Τ ζ ε -ν έ τ συνέχιζαν ν' αρμέγουν. Η θεία Τ ζ ε ν έ τ έζησε τα χρόνια τ η ς πανούκλας, έ λ ε γ ε η μάνα μου και μας έ λ ε γ ε λ ε π τ ο μ έ ­ρε ιες γ ια ε κ ε ί ν η την ε π ι δ η μ ί α , κ ι ε γ ώ φοβόμουνα. Πέρασα τους κήπους μ ε τα τριζόνια, άρχιζαν πια τα σπίτ ια. Χρόν ια τώρα εδώ δεν άλλαξε τ ίποτα. Ύ σ τ ε ρ α από πολύ καιρό τον Σ ε π τ έ μ β ρ η , θ' άρχιζαν να έρχονται γ ια κυνήγ ι , μ ε τα λυσ­σασμένα σκυλιά τους να π η δ ά ν ε σαν τρελά από τα αμάξια -

τα παιδ ιά δεν τους πλησίαζαν, μπορε ί να τα χτυπούσαν! Σ τ η ν άκρη μιας μάντρας, μια σαύρα! Έ φ υ γ ε β ιαστ ικά! Γ ια­τ ί αφήνει την ουρά τ η ς φεύγοντας, ξέρε ις , παιδί μου, ε ίχ ε π ε ι ο Σελαχατ ίν , σύμφωνα μ ε ποια αρχή ; Δ ε ν μιλούσα, τον κοίταζα φ ο β ι σ μ έ ν ο ς : ήταν κουρασμένος , α π ο κ α μ ω μ έ ν ο ς , εξαντλημένος ο πατέρας. Στάσου, να το γ ρ ά ψ ω σ' ένα χαρ­τ ί και να σου το δώσω, ε ί π ε , έ γ ρ α ψ ε Κάρολος Δαρβίνος και

Page 165: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

μου το 'δωσε, ακόμη το κρατώ. Τις τελευταίες του μέρες μου είχε δώσει κι άλλο ένα χαρτί: Είναι αυτά που μας πε­ρισσεύουν κι αυτά που μας λείπουν, γιε μου. Τον κατάλογο, παιδί μου, αυτό μονάχα σου αφήνω, μπορεί μια μέρα να κα­ταλάβεις. Πήρα το χαρτί, το κοίταξα. Ήταν γραμμένο με την παλιά αραβική γραφή. Με κοίταζε με τα κόκκινα από το ποτό μάτια του, όλη τη μέρα στο δωμάτιο του έγραφε την εγκυκλοπαίδεια του, ήταν κουρασμένος. Τα βράδια έπι­νε- αργότερα, μια φορά την εβδομάδα, έπινε μέχρι να γίνει λιώμα και γύριζε για μέρες μεθυσμένος, μέχρι να γείρει στο δωμάτιο του ή σε κάποια γωνιά του κήπου να κοιμηθεί. Τό­τε η κυρά κλεινόταν στο δωμάτιο της, δεν έβγαινε καθό­λου έξω.

Πήγα στο χασάπη. Ήταν κόσμος πολύς εκεί, όχι όμως η όμορφη μελαχρινή γυναίκα.

αΘα περιμένεις λίγο, Ρετζέπ», είπε ο Μαχμούτ. Τα μπουκάλια με κούρασαν, κάθισα, μου έκανε καλό. Μετά, όταν τον έβρισκα εκεί που, σουρωμένος, είχε απο­

κοιμηθεί, για να μην τον δει η κυρά κι αρχίσει τις γκρίνιες και για να μην κρυολογήσει, πήγαινα φοβισμένος και τον ξυπνούσα: Κύριε, γιατί πλαγιάζετε εδώ, έρχεται βροχή, θα κρυώσετε, πηγαίνετε στο σπίτι, πλαγιαστέ στο δωμάτιο σας, του έλεγα. Γκρίνιαζε, μουρμούριζε, με τη γέρικη φω­νή του, π' ανάθεμα την, τέτοια χώρα! Π' ανάθεμα την! Άδι­κα, όλα άδικα! Να τελείωνα αυτούς τους τόμους, ή τουλά­χιστον να έστελνα στον Στεπάν εγκαίρως αυτό το άρθρο! Τι ώρα είναι; Ένας ολόκληρος λαός κοιμάται, όλη η Ανα­τολή κοιμάται, όχι, δεν ματαιοπονώ, μα απόκαμα πια, αχ, να είχα μια γυναίκα όπως την ήθελα, η μητέρα σου πότε πέ­θανε, Ρετζέπ, παιδί μου; Στο τέλος σηκωνόταν, μ' έπιανε

Page 166: Το σπίτι της σιωπής

166 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

από το μπράτσο και τον πήγαινα στο σπ ίτ ι . Σ τ ο σπίτ ι συ­νέχ ιζε τ η μουρμούρα: Π ό τ ε θα ξυπνήσουν, μου λ ε ς ; Κ ο ι ­μούνται οι ανεγκέφαλοι , ανυποψίαστοι . Β ο υ τ η γ μ έ ν ο ι στην ανόητη απάθεια των ψευδολογιών, κοιμούνται μ ε την πρω­τόγονη χαρά που δίνε ι η π ί σ τ η ότι ο κόσμος είναι φ τ ι α γ μ έ ­νος σύμφωνα μ ε τ ις προλήψε ις και τ ις πρωτόγονες ιστορίες που κρύβε ι ο νους τους. Θα πάρω μια μαγκούρα και θα τους βαράω στα κεφάλια μ έ χ ρ ι να συνέλθουν! Β λ ά κ ε ς , π ρ έ π ε ι ν' α π α λ λ α γ ε ί τ ε από τ ις ψ ε υ τ ι έ ς , ανοίξτε τα μάτια σας, να δε ί ­τ ε ! Μ ε τ ά , όταν περνούσαμε από το δωμάτ ιο τ η ς κυράς -αυτός στηρ ιγμένος πάνω μ ο υ - , ε κ ε ί ν η άνοιγε μ ε τρόπο την πόρτα τ η ς , μας κοίταζε στο μισοσκόταδο μ ε β λ έ μ μ α γ ε μ ά ­το αηδία και περ ι έργε ια , κι έκλε ι ν ε πάλι την πόρτα. Κ ι αυ­τός τ ό τ ε έ λ ε γ ε , αχ, ανόητη γυναίκα, κακόμοιρη , λ ιγόψυχη γυναίκα, μονάχα αηδία έχω νιώσει γ ια σένα, πήγαινε μ ε στο κρεβάτ ι μου, Ρ ε τ ζ έ π , όταν ξυπνήσω, ο καφές μου να είναι έτο ιμος , θέλω να πιάσω αμέσως δουλειά, π ρ έ π ε ι να β ιαστώ, αλλάξανε το αλφάβητο, τα σχέδια μου γ ια την εγκυκλοπαί­δεια γ ίνανε άνω-κάτω, δ ε κ α π έ ν τ ε χρόνια τώρα δεν μπόρε­σα να βάλω κάποια τάξη στη δουλειά μου αυτή , έ λ ε γ ε , και μουρμουρίζοντας απομακρυνόταν. Τον κοίταζα για λ ίγο που κοιμόταν, και σιγά σιγά έβγαινα από το δωμάτιο.

Ξεχάστηκα. Πρόσεξα ότι ένα παιδί μ ε κοίταζε σαν μα­γ ε μ έ ν ο . Σ τ ε ν ο χ ω ρ ή θ η κ α . Ας σκεφτώ κάτ ι άλλο, ε ίπα, μα δεν άντεξα, σ η κ ώ θ η κ α , πήρα τα μπουκάλια μου.

«Θα 'ρθω σε λ ί γ ο » . Β γ ή κ α , προχώρησα προς τον μ π α κ ά λ η . Πόσο ενοχλητ ι ­

κ ή ε ίναι η πα ιδ ική περ ι έργε ια ! Ό τ α ν ήμουν μικρός, ήμουν κ ι ε γ ώ περ ί εργος . Ε π ε ι δ ή η μάνα μου μ' έ κ α ν ε πριν πα­ν τ ρ ε υ τ ε ί , ε ίχα σ κ ε φ τ ε ί τ ό τ ε , αυτό όμως έ γ ι ν ε αργότερα,

Page 167: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 167

όταν η μ η τ έ ρ α μου μού ε ί π ε ότι ο πατέρας μου δεν ήταν ο πραγματ ικός μου πατέρας.

« Θ ε ί ε Ρ ε τ ζ έ π ! » φώναξε κάποιος. « Δ ε ν μ ε ε ί δ ε ς ; » Ή τ α ν ο Χ α σ ά ν . « Μ ά το Θεό, δεν σε ε ίδα. Ήμουν αφηρημένος . Τ ι δου­

λε ιά έχε ις εσύ ε δ ώ ; » « Τ ί π ο τ α » . « Ά ν τ ε , π ή γ α ι ν ε στο σ π ί τ ι σου να δ ιαβάσε ις , Χ α σ ά ν , τ ι

θα κάνε ις ε δ ώ ; Αυτά εδώ τα μ έ ρ η δεν ε ίναι γ ια σ έ ν α » . « Γ ι α τ ί δεν είναι γ ια μ έ ν α ; » « Μ η μ ε π α ρ ε ξ η γ ε ί ς , παιδί μου» , ε ίπα. « Τ ο λ έ ω γ ια να

πας να δ ιαβάσε ις» . « Τ η μέρα δεν μπορώ να δ ιαβάσω, θ ε ί ε » , ε ί π ε . « Κ ά ν ε ι

πολλή ζ έ σ τ η . Ε γ ώ διαβάζω τα βράδια» . « Κ α ι τα βράδια να διαβάζεις και τ η μ έ ρ α » , ε ίπα. « Θ έ λ ε ι ς

να σπουδάσεις, έ τσ ι δεν ε ί να ι ; » « Β έ β α ι α θ έ λ ω ! » ε ί π ε . « Κ α ι δεν ε ίναι δύσκολο, όπως νο­

μίζε ις . Ε γ ώ θα κάνω καλές σπουδές» . « Μ α κ ά ρ ι ! » ε ίπα. « Ά ν τ ε τώρα, π ή γ α ι ν ε στο σπίτ ι σου». « Ο κύριος Φαρούκ ή ρ θ ε ; » ρ ώ τ η σ ε . « Ε ί δ α το Αναντόλ.

Πώς ε ίναι ; Ήρθαν κ ι η Νιλγκ ιούν μ ε τον Μ ε τ ί ν ; » « Ή ρ θ α ν » , ε ίπα. «Ε ίνα ι καλά» . « Π ε ς τους χαιρετ ισμούς μου στη Νιλγκ ιούν και τον Μ ε ­

τ ί ν » , ε ί π ε . «Λ ίγο πριν την ε ίδα. Παλιότερα ήμασταν φίλοι» . «Θα το κ ά ν ω » , ε ίπα. « Ά ν τ ε , πήγα ινε στο σ π ί τ ι ! » « Π η γ α ί ν ω α μ έ σ ω ς » , ε ί π ε . « Θ έ λ ω να σου ζ η τ ή σ ω όμως

κάτ ι , θ ε ί ε Ρ ε τ ζ έ π . Μ π ο ρ ε ί ς να μου δώσεις πενήντα λ ίρες ; Χρε ιάζομαι τ ετράδ ια , τα τετράδ ια ε ίναι πολύ ακρ ιβά» .

« Κ α π ν ί ζ ε ι ς μ ή π ω ς ; » ε ίπα. « Τ ο τετράδ ιο μου τ έ λ ε ι ω σ ε , σου λ έ ω . . . »

Page 168: Το σπίτι της σιωπής

168 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Άφησα τα μπουκάλια κάτω, έ β γ α λ α και του έδωσα ένα ε ικοσάρικο.

«Αυτό δεν φ τ ά ν ε ι » , ε ί π ε . « Κ α λ ό ε ίνα ι » , του ε ίπα. «Πρόσεχε γ ιατ ί έχω αρχίσει να

θυμώνω» . « Κ α λ ά » , ε ί π ε . «Θα πάρω μόνο ένα μολύβι , τ ι να γ ί ν ε ι ; » Ε κ ε ί που έ κ α ν ε να φύγε ι , σ τ α μ ά τ η σ ε . « Μ η ν το πε ις του

πατέρα μου, ε ν τ ά ξ ε ι ; » ε ί π ε . « Σ τ ε ν ο χ ω ρ ι έ τ α ι μ ε το παραμι­κρό. . . »

« Ν α ι ! » ε ίπα. « Μ η ν τον στενοχωρε ίς τον πατέρα σου». Έ φ υ γ ε . Π ή ρ α τα μπουκάλ ια και π ή γ α στον μ π α κ ά λ η ,

τον Ναζμί . Δ ε ν ε ίχε π ε λ ά τ ε ς , μα αυτός ήταν απασχολημέ­νος. Κ ά τ ι σημε ίωνε σ' ένα τετράδιο . Σ ή κ ω σ ε το κεφάλι του, μ ε ε ί δ ε και μ ι λ ή σ α μ ε γ ια λ ίγο.

Ρ ώ τ η σ ε γ ια τα αφεντ ικά μου. Καλά ε ίναι , του ε ίπα. Κ ι ο κύριος Φαρούκ; Ποιος ο λόγος να του πω ότι π ίνε ι , φυσι­κά, το ξέρε ι , κάθε βράδυ ο Φαρούκ έρχετα ι και παίρνε ι ένα μπουκάλι . Κ ι οι άλλοι ; Κ ι αυτοί μεγάλωσαν. Την κοπέλα τ η β λ έ π ω , ε ί π ε , πώς τ η λ έ ν ε , να δε ι ς ; Ν ιλγκ ιούν . Κ ά θ ε πρωί έρχετα ι και παίρνε ι εφημερ ίδα . Μ ε γ ά λ ω σ ε . Ναι , μ ε γ ά λ ω ­σε . Ο άλλος κ ι αν μ ε γ ά λ ω σ ε , ε ίπα. Ναι , ο Μ ε τ ί ν . Κ ι αυτόν τον ε ίχε δε ι και μου ε ί π ε πώς τον β ρ ή κ ε . Αυτό είναι που λ έ ­νε κουβέντα και φιλία. Μ ' αρέσε ι πολύ που κουβεντ ιάζου­μ ε γ ια συνηθισμένα πράγματα. Ξ έ ρ ω , οι λέξε ις , τα λόγια ε ί­ναι πράγματα κενά, μα και πάλι ξ ε γ ε λ ι έ μ α ι , κάνω κέφι . Τα ζύγισε όλα, τα πακετάρ ισε . Γ ρ ά ψ ' τα σ' ένα χαρτί , του ε ί­πα. Σ τ ο σπίτ ι τα περνάω στο τ ε φ τ έ ρ ι μου και κάθε τέλος του μήνα, το χε ιμώνα κάθε τρε ις μήνες , τα δε ίχνω στον κύ­ριο Φαρούκ. Αυτός ε ίναι ο λογαριασμός μας, κύριε Φαρούκ, λ έ ω , αυτά τόσα, εκε ίνα τόσα, ρ ίξτε μια ματιά, μπορεί να 'χω

Page 169: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

κάνει λάθος στην πρόσθεση. Δεν κοιτάζει το λογαριασμό. Καλά, Ρετζέπ, ευχαριστώ, λέει, αυτά είναι για τα έξοδα του σπιτιού, κι αυτός ο μισθός σου* ανοίγει το πορτοφόλι του και μου δίνει υγρά, τσαλακωμένα χρήματα που μυρίζουν δέρμα. Τα παίρνω, τα βάζω στην τσέπη μου δίχως να τα μετρήσω, τον ευχαριστώ κι αμέσως αρχίζω να του μιλάω για άλλα θέματα.

Ο Ναζμί έγραψε σ' ένα χαρτί το λογαριασμό, μου το έδω­σε, τον πλήρωσα. Βγαίνοντας από το μπακάλικο, μου φώ­ναξε :

«Θυμάσαι τον Ρασίμ;» «Τον ψαρά τον Ρασίμ;» «Ναι, πέθανε χτες». Με κοίταξε, δεν είπα τίποτα. Πήρα τα ρέστα, το δίχτυ

μου και τα πακέτα μου. «Ανακοπή, μεθαύριο έρχονται τα παιδιά του να τον κη­

δέψουν». Έτσι είναι, όλα είναι πέρα από τις λέξεις, από τα λόγια

μας.

Page 170: Το σπίτι της σιωπής

14

Όταν έφτασα στην Γκέμπζε, η ώρα ήταν εννιάμισι, οι δρό­μοι είχαν ζεσταθεί, δεν είχε μείνει τίποτε από την πρωινή δροσιά. Πήγα αμέσως στο καϊμακαμλίκι, συμπλήρωσα μια αίτηση, την υπέγραψα. Ένας υπάλληλος την πρωτοκόλλη­σε δίχως καν να τη διαβάσει, και τότε έφερα στη φαντασία μου τον ιστορικό που ύστερα από τριακόσια χρόνια θα την έβρισκε ανάμεσα στις στοίβες από χαρτιά και θα προσπα­θούσε να της δώσει κάποιο νόημα. Είναι διασκεδαστική η δουλειά του ιστορικού!

Διασκεδαστική, αλλά θέλει και πολλή υπομονή. Έτσι , περήφανος για την υπομονή μου, έπιασα με αυτοπεποίθη­ση δουλειά. Τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή μου ο καβγάς που κάνανε δύο μαγαζάτορες και κατέληξε στο θάνατο και των δύο. Ύστερα από την κηδεία και τον ενταφιασμό τους, οι συγγενείς τους στήσανε άλλον καβγά στο δικαστήριο, για το ποιος ήταν ο φταίχτης. Αυτόπτες μάρτυρες πάντως κατέθεσαν ότι ο καβγάς έγινε στη μέση της αγοράς κι ότι και οι δύο κρατούσαν μαχαίρια, στις 17 Τζεμαζιγιουεβέλ του έτους 998, και σύμφωνα με τον οδηγό μου στο σωτήριο

Page 171: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 171

έτος 1590 στις 24 Μαρτίου! Στο τέλος του χειμώνα λοι­πόν. Κι όμως, καθώς αντέγραφα στο τετράδιο μου τα πρα­κτικά της δίκης, είχα την εντύπωση πως είχε συμβεί κα­λοκαίρι, μια ηλιόλουστη και ζεστή μέρα* δεν αποκλείεται βέβαια να ήταν και μια ηλιόλουστη μέρα του Μάρτη. Με­τά διάβασα τα πρακτικά μιας δίκης σχετικά με την πώλη­ση ενός νέγρου σκλάβου. Ο σκλάβος είχε αγοραστεί προς έξι χιλιάδες γρόσια, μα το πόδι του ήταν τραυματισμένο κι ο αγοραστής κίνησε αγωγή εναντίον του πωλητή, για να δώσει πίσω το σκλάβο. Ο κατήγορος ισχυριζόταν ότι ο κατηγορούμενος τον είχε εξαπατήσει κι ότι το τραύμα του σκλάβου ήταν πολύ βαθύ. Ύστερα διάβασα τα πρακτικά μιας δίκης ενός τσιφλικά από την Ιστανμπούλ, που είκοσι χρόνια πριν πλουτίσει, έκανε στην προκυμαία το φύλακα, και την εποχή εκείνη είχε καταδικαστεί για καταχρήσεις. Ονομαζόταν Μπουντάκ κι είχε εξαπατήσει πολύ κόσμο στην Γκέμπζε- προσπάθησα να βρω στα διάφορα φιρμάνια τι είδους απάτες έκανε. Παράτησα για λίγο το θέμα της πανούκλας κι άρχισα ν' ασχολούμαι μ' αυτό τον τύπο. Μια φορά κατέγραψε ως ιδιοκτησία του ένα μεγάλο μα ανύ­παρκτο οικόπεδο, δύο χρόνια πλήρωσε το φόρο του οικο­πέδου και στη συνέχεια το αντάλλαξε μ' έναν αμπελώνα. Ο παλιός ιδιοκτήτης του αμπελώνα και κατοπινός ιδιο­κτήτης του ανύπαρκτου οικοπέδου δεν κατάφερε ν' απο­δείξει το δίκιο του. Έπειτα από πολύωρη έρευνα, ανακά­λυψα και κάποια άλλα πρακτικά που επιβεβαίωναν την απάτη. Ο Μπουντάκ με τα σταφύλια από τον αμπελώνα που είχε αποκτήσει με απάτη, αργότερα άρχισε να κάνει παράνομο εμπόριο κρασιού. Κάποιοι μάρτυρες, άνθρωποι που τους είχε χρησιμοποιήσει στις επιχειρήσεις του, πα-

Page 172: Το σπίτι της σιωπής

172 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ρουσιάστηκαν στο δικαστήριο και τον κατηγόρησαν, μα κι αυτός τους ανταπέδωσε τις κατηγορίες με άλλες, βαρύτε­ρες. Με τις ιστορίες του Μπουντάκ, έκανα μεγάλο κέφι. Κατόπιν ανακάλυψα ότι ο τύπος έχτισε ένα μικρό τζαμί στην Γκέμπζε. Στο μεταξύ θυμήθηκα ότι κάποιος ιστορι­κός, σ' ένα βιβλίο του σχετικά με τους γνωστούς και διά­σημους κατοίκους της Γκέμπζε, ανέφερε και τον Μπου­ντάκ, και μάλιστα αφιέρωνε αρκετές σελίδες σ' αυτόν και το τζαμί του. Έμεινα έκπληκτος. Άλλος ήταν ο Μπουντάκ που φανταζόμουν κι άλλος αυτός που ανέφερε ο ιστορικός: το βιβλίο ανέφερε έναν καθωσπρέπει Οθωμανό, που θα μπορούσε να μπει στα βιβλία ιστορίας που διδάσκονταν στα σχολεία, και μάλιστα με τη φωτογραφία του. Ο δικός μου ο Μπουντάκ ήταν ένας τετραπέρατος απατεώνας. Αναρω­τιόμουν αν μπορούσα εγώ να φανταστώ μια ιστορία, που δεν θα ερχόταν σε αντίφαση με αυτές του αρχείου και που θα ήταν καινούργια και πιο πλούσια, όταν ήρθε ο Ριζά και μου είπε πως άρχισε το μεσημεριανό διάλειμμα.

Βγήκα έξω και, για να πάω στην αγορά αποφεύγοντας τη μεσημεριανή κάψα, πέρασα από το στενό με τις χαρου­πιές. Περπάτησα μέχρι το τζαμί. Στον αυλόγυρο δεν ήταν κανείς, μόνο από το πέρα συνεργείο ακουγόταν ο θόρυβος που έκανε ένα σφυρί. Γύρισα* δεν πεινούσα, προχώρησα προς το καφενείο. Περνώντας από ένα στενό, ένα παιδί από πίσω μου φώναξε «χοντρέ». Δεν γύρισα να κοιτάξω αν τ' άλλα βάλανε τα γέλια. Πήγα και κάθισα στο καφενείο.

Παράγγειλα τσάι, άναψα ένα τσιγάρο και βάλθηκα να σκέφτομαι τη δουλειά του ιστορικού. Σίγουρα δεν είναι μό­νο να γράφει άρθρα και να διηγείται κάθε είδους περιστα­τικά. Ας πούμε ότι είναι: να βρίσκουμε τα αίτια μιας σει-

Page 173: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 1 7 3

ράς γεγονότων, κατόπιν να ερμηνεύουμε τα γεγονότα αυτά μ ε κάποια άλλα γ ε γ ο ν ό τ α , κ ι αυτά τα άλλα γεγονότα να ε π ι χ ε ι ρ ο ύ μ ε να τα ε ρ μ η ν ε ύ σ ο υ μ ε μ ε άλλα, που όμως δεν προλαβαίνουμε να το κάνουμε , γ ιατ ί κόβετα ι το νήμα τ η ς ζωής μας. Αναγκαζόμαστε έ τ σ ι να δ ιακόψουμε τ ις έρευνες μας, οπότε κάποιοι άλλοι τ ις συνεχίζουν από το σ η μ ε ί ο που τ ι ς αφήσαμε ε μ ε ί ς , χωρίς όμως να παραλε ίψουν να πούνε όταν αρχίσουν δουλειά, ότι ο τρόπος μ ε τον οποίο ε ρ μ η ν ε ύ ­σαμε ε μ ε ί ς τα γεγονότα είναι λάθος. Το ίδιο έκανα κι ε γ ώ όταν σ τ η δ ιδακτορ ική μου δ ιατρ ιβή αναφερόμουν στα β ι ­βλία των άλλων. Κα ι π ιστεύω ότι ε ίχα δ ίκ ιο . Όλοι ισχυρί­ζονται ότι κάθε ιστορικό γεγονός έ χ ε ι γ ί ν ε ι μ ε τρόπο δια­φορετ ικό από αυτόν που ξέρουμε , κ ι ότι π ρ έ π ε ι να ε ρ μ η ­νευτε ί μ ε κάποιο άλλο γεγονός . Ξέρουν ποιο είναι αυτό και το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να ψάξουν να το βρουν στα αρχεία! Έ τ σ ι , σε μ ε γ α λ ε π ή β ο λ α συνέδρια, παρουσιά­ζουμε ο ένας στον άλλο τ ις ιστορίες μας που τ ις στολίζουμε μ ε υποσημε ιώσε ις κι αριθμούς εγγράφων, τ ις υποστηρίζου­μ ε και προσπαθούμε , απορρίπτοντας των άλλων, ν ' απο­δε ίξουμε ότι οι δ ικές μας είναι καλύτερες .

Στενοχωρήθηκα . Κατσάδιασα τον μ ικρό, που δεν μου εί­χε φέρε ι ακόμη το τσάι . Κατόπιν θέλησα να παρηγορηθώ και σ κ έ φ τ η κ α : Άδικα στενοχωριέσαι - ακόμη κ ι οι σ κ έ ψ ε ι ς σου σχετ ικά μ ε τ η δουλειά του ιστορικού ε ίναι μια ιστορία. Κ ά π ο ι ο ι ισχυρίζονται ότ ι οι ιστορικοί κάνουν π ρ ά γ μ α τ α εντελώς διαφορετικά. Α έ ν ε ότι βρ ίσκουμε τ ι π ρ έ π ε ι να κά­νουμε σ ή μ ε ρ α ερευνώντας το παρελθόν , λ έ ν ε α κ ό μ η ότι φτιάχνουμε ιδεολογίες κ ι έ τσ ι δίνουμε τ η δυνατότητα στους ανθρώπους να κάνουν σωστές ή λάθος σ κ έ ψ ε ι ς σχετ ικά μ ε τον κόσμο και τον εαυτό τους. Σ κ έ φ τ η κ α πως θα 'πρεπε να

Page 174: Το σπίτι της σιωπής

174 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

λένε ότι παρηγορούμε και μαζί διασκεδάζουμε τους ανθρώ­πους... Το πιο ενδιαφέρον σημείο της ιστορίας είναι αναμ­φισβήτητα αυτή η διασκέδαση, είμαι πεπεισμένος γι' αυ­τό. Όμως οι συνάδελφοι μου, για να μην κλονίσουν τη γρα-βατωμένη σοβαρότητα τους, καλύπτουν αυτή τη διασκέ­δαση, αυτό το παιχνίδι, για να ξεχωρίσουν από τα παιδιά τους. Τελικά ήρθε το τσάι μου, έβαλα ζάχαρη, την είδα να λιώνει. Κάπνισα άλλο ένα τσιγάρο και πήγα στο εστιατό­ριο.

Και δυο χρόνια πριν στο ίδιο εστιατόριο έτρωγα, ήταν ήσυχο, ζεστό, συμπαθητικό. Στα ταψιά πίσω από το αχνι­σμένο τζάμι, με περίμεναν, μπριάμι, μουσακάς, σαρμαδά-κια, τουρλού, διάφορα φαγητά με μελιτζάνες, όλα μαγειρε­μένα με μπόλικο βούτυρο. Μερικά μισολιπόθυμα κεφτεδά-κια, με τη ράχη έξω από το βούτυρο, θύμιζαν βουβάλια βουτηγμένα στη λάσπη το μεσοκαλόκαιρο. Άνοιξε η όρεξη μου. Παράγγειλα μελιτζάνα μουσακά, πιλάφι και τουρλού. Ένα γκαρσόνι με σαγιονάρες και κάλτσες με ρώτησε τι θα πιω- ζήτησα μπίρα.

Ήπια την μπίρα μου κι έφαγα με πολλή όρεξη, απολαμ­βάνοντας το φαγητό μου, βουτώντας το ψωμί μου στο ζου­μί. Μετά, έτσι ξαφνικά, θυμήθηκα τη γυναίκα μου και με­λαγχόλησα. Η σκέψη ότι θα κάνει παιδί με τον καινούργιο άντρα της με στενοχώρησε. Το ήξερα βέβαια αυτό, το μά­ντευα, μα και πάλι δεν ήθελα να το μάθω, να το ξέρω σί­γουρα. Τους πρώτους μήνες του γάμου μας προσέχαμε να μην κάνουμε παιδί. Η Σελμά ήταν αντίθετη με το χάπι και τα άλλα μέσα αντισύλληψης, έτσι ήμασταν προσεχτικοί, σε βαθμό που με την υπερβολή χάναμε την ουσία. Αργότερα χαλάρωσε κάπως η προσοχή μας. Ύστερα από ένα χρόνο,

Page 175: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 17.1

συμφωνήσαμε να κάνουμε πια παιδί. Προσπαθήσαμε, μα δεν έγινε. Ώσπου μια μέρα η Σελμά έρχεται και μου λέει ότι πρέπει να πάμε σε γιατρό και, για να μου δώσει θάρρος, προτείνει να πάει πρώτα αυτή. Εγώ δεν δέχτηκα, της είπα ότι δεν δέχομαι οι γιατροί, αυτά τα ζώα, να επεμβαίνουν σε τέτοια πράγματα. Δεν ξέρω αν η Σελμά πήγε ή όχι σε για­τρό. Μπορεί να πήγε κρυφά από μένα, μα αυτό δεν μ' απα­σχόλησε πολύ, γιατί έπειτα από λίγο καιρό χωρίσαμε.

Το γκαρσόνι ήρθε και πήρε τα άδεια πιάτα. Ρώτησα τι γλυκό έχουν, μου είπε κανταΐφι, και παράγγειλα ένα. Ζή­τησα και μια μπίρα, με το κανταΐφι πάει, έτσι δεν είναι; εί­πα στο γκαρσόνι και γέλασα. Αυτό όμως δεν γέλασε· άρχι­σα πάλι να σκέφτομαι.

Και τότε θυμήθηκα τον πατέρα και τη μητέρα μου. Ήμασταν στο Κέμαχ, σε μια επαρχία της Ανατολής. Η Νιλ­γκιούν κι ο Μετίν δεν υπήρχαν ακόμη. Η μητέρα μου ήταν καλά, έκανε μόνη τις δουλειές του σπιτιού. Μέναμε σ' ένα πέτρινο διώροφο σπίτι, οι σκάλες ήταν πάντα κρύες, τις νύ­χτες φοβόμουν να βγω από το δωμάτιο μου, δεν τολμούσα να κατέβω μόνος στην κουζίνα ακόμη κι όταν πεινούσα* η τιμωρία για τη λαιμαργία μου ήταν να μένω άυπνος, να τρώω με τη φαντασία μου τα φαγητά της κουζίνας. Το πέ­τρινο σπίτι είχε κι ένα μικρό μπαλκόνι* τις ασυννέφιαστες κρύες νύχτες έβλεπα ανάμεσα από τα βουνά μια κάτασπρη πεδιάδα. Όταν δυνάμωναν τα κρύα, ακούγαμε τα ουρλια­χτά των λύκων λέγανε ότι οι λύκοι κατέβαιναν στην πόλη, ότι τα θηρία, από την πείνα, χτυπούσαν τις πόρτες. Συνι­στούσαν μάλιστα όταν χτυπούσε η πόρτα, να μην ανοίγου­με δίχως να ρωτάμε ποιος είναι... Έτσι, μια νύχτα ο πατέ­ρας μου άνοιξε την πόρτα με το περίστροφο στο χέρι. Την

Page 176: Το σπίτι της σιωπής

176 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ε ίχε ανοίξει άλλη μια φορά, τ η ν άνο ιξη , πάλ ι μ ε το περ ί­στροφο στο χέρ ι , γ ια να κ υ ν η γ ή σ ε ι μια αλεπού που ε ίχε αρ­πάξει τα κλωσόπουλα μας. Τ η ν αλεπού δεν την παίρναμε μυρωδιά, ακούγαμε όμως το θόρυβο που έ κ α ν ε . Η μ η τ έ ρ α μου έ λ ε γ ε πως κι οι αετοί κλέβουνε τα κλωσόπουλα. Σ κ έ ­φ τ η κ α ότι δεν ε ίχα δ ε ι π ο τ έ αετό και σ τ ε ν ο χ ω ρ ή θ η κ α . Ύ σ τ ε ρ α από λ ίγο , ένιωσα πως ε ί χ ε περάσε ι προ πολλού η ώρα που μπορούσα να γυρίσω στα αρχεία και σηκώθηκα.

Β ρ έ θ η κ α πάλι ανάμεσα στα χαρτιά που μύριζαν μούχλα* όταν άρχισα να τα σκαλίζω ένιωσα πολύ κεφάτος. Διάβαζα στην τύχη . Κάποιος Γιουσούφ πήρε δάνειο, το εξόφλησε και π ή ρ ε πίσω το γάιδαρο του που ε ίχε βάλε ι ενέχυρο, στο δρό­μο όμως, γυρίζοντας στο σπίτ ι του, ε ί δ ε πως ο γάιδαρος κού­τσαινε από το δεξί π ίσω πόδι και κ ίνησε α γ ω γ ή εναντίον του Χουσε'ίν, του δ α ν ε ι σ τ ή . Τα διάβασα και γέλασα. Ε ίχα π ι ε ι τρ ία μπουκάλια μπίρα κ ι ε ίχα έρθε ι στο κέφ ι , γ ι ' αυτό γελούσα. Τα ξαναδιάβασα και ξαναγέλασα. Σ τ η συνέχεια άρχισα να διαβάζω ό,τι έ π ε φ τ ε στο χέρ ι μου, αδιαφορώντας αν το είχα ή δ η διαβάσει . Δεν κρατούσα σημε ιώσε ις . Έ π α ι ρ ­να χαρτιά, γύριζα σελ ίδες , διάβαζα μ ε κέφι , γελούσα. Ύ σ τ ε ­ρα από λ ίγο σαν να σ υ γ κ ι ν ή θ η κ α : όπως όταν ε ίμα ι μ ε θ υ ­σμένος κ ι ακούω μια μουσική που μ' αρέσε ι και συγκινού­μαι. Από τ η μια σκεφτόμουνα ένα σωρό πράγματα σχετ ικά μ ε τ η ζωή μου κ ι από τ η ν άλλη προσπαθούσα να σ υ γ κ ε ­ντρώσω την προσοχή μου στις ιστορίες που περνούσαν κ ι έφευγαν μπροστά από τα μάτια μου. Ο υπεύθυνος ενός βα-κουφιού κι ένας μυλωνάς διαφώνησαν γ ια το ε ισόδημα του μύλου, π ή γ α ν στο δ ικαστήρ ιο και παρουσίασαν ένα σωρό αριθμούς. Ο γραμματ ικός του κατή ε ίχε γ ρ ά ψ ε ι μ ε ε π ι μ έ ­λε ια όλους τους αριθμούς, ακριβώς όπως κάνω ε γ ώ τώρα μ ε

Page 177: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 177

τις σημειώσεις μου. Έπειτα κοίταξα τη σελίδα που είχε γε­μίσει με τα μηνιαία και ετήσια έσοδα του μύλου, την ποιό­τητα του σιταριού και του κριθαριού που άλεθε, τα κέρδη των προηγούμενων χρόνων με παιδιάστικη χαρά και μπο­ρώ να πω, συγκινήθηκα.

Συνέχισα με ενθουσιασμό το διάβασμα: Ένα πλοίο, φορ­τωμένο με σιτάρι, μετά το λιμάνι του Καραμουρσέλ, απ' όπου πέρασε τελευταία, έγινε άφαντο. Στην Ιστανμπούλ, όπου το περίμεναν, δεν φάνηκε, και κανείς δεν έμαθε τί­ποτα σχετικά. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είχε τσακι­στεί στους βράχους, στα Τούζλα, και να βούλιαξε με το φορ­τίο του κι ότι κανείς από τους επιβάτες του δεν θα ήξερε κολύμπι. Κατόπιν διάβασα τα πρακτικά μιας δίκης για κά­τι υφάσματα που έδωσε ο Αμπντουλάχ, γιος του Ντουρσούν, σε κάποιους Καντρί και Μεχμέτ. Τους τα έδωσε για βάψι­μο, αλλά αυτοί δεν τα επέστρεψαν, κι ο Αμπντουλάχ τα ζη­τούσε. Ο Ιμπραήμ Σοφού, που πουλούσε λαχανικά τουρσί, στις 19 Σαμπάν 991 (7 Σεπτεμβρίου 1583) πούλησε στην Γκέμπζε τρία αγγουράκια τουρσί προς ένα ακτσέ* οι πελά­τες τον μήνυσαν, στη δίκη κρατήθηκαν πρακτικά. Τρεις μέρες μετά το επεισόδιο αυτό, ο χασάπης Μαχμούτ κατη­γορήθηκε ότι το κρέας που πουλούσε προς δεκατρία ακτσέ ήταν λειψό κατά εκατόν σαράντα δράμια, γράφτηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου, κι εγώ το αντέγραψα. Κατόπιν σκέφτηκα τι θα λέγανε οι καθηγητές του πανεπιστημίου αν έπεφταν ποτέ στο χέρι τους οι σημειώσεις μου. Θ' ανη­συχούσαν μιας και δεν θα μπορούσαν ασφαλώς να ισχυρι­στούν ότι ήταν επινοήσεις μου. Και πού να έβρισκα καμιά καλή ιστορία, τότε σίγουρα θα τα χάνανε για τα καλά. Η ιστορία του κρασέμπορου Μπουντάκ, των περιπετειών του

Page 178: Το σπίτι της σιωπής

178 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

και τ η ς παράνομης περιουσίας του ήταν ό,τι π ρ έ π ε ι . Άρχι­σα να ψάχνω τ ί τλο κατάλληλο γ ια το άρθρο μου που θα το στόλιζα μ ε υ π ο σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς και αριθμούς ε γ γ ρ ά φ ω ν : Έ ν α πρότυπο τ η ς τάξης των προκρ ί των : ο Μ έ γ α ς Μ π ο υ ν τ ά κ τ η ς Γ κ έ μ π ζ ε . Δ ε ν ε ίναι καθόλου κακό! Ό χ ι όμως μονάχα Μ π ο υ ν τ ά κ , θα μπορούσα να πω Μ π ο υ ν τ ά κ πασά, θα 'ταν πιο σωστό. Αργότερα έ γ ι ν ε πασάς άραγε ; Θα μπορούσα να γ ρ ά ψ ω πως ε ίχε καταφέρε ι να γ ί ν ε ι πασάς προτάσσοντας μια περιγραφή των συνθηκών στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα. Σ κ έ φ τ η κ α όμως πόσο ανιαρές θα ήταν οι λ ε π τ ο μ έ ­ρε ιες ενός τέτο ιου κ ε ι μ έ ν ο υ και χάλασε το κέφ ι μου, μου ή ρ θ ε μάλ ιστα να κ λ ά ψ ω . Πιθανό να ε ίναι από την μπίρα, ε ίπα μέσα μου, μα η επ ίδραση τ η ς θα π ρ έ π ε ι να ε ίχε περά­σε ι . Τ ι να κάνω, συνέχισα το διάβασμα.

Κάποιος Ταχ ίρ , γ ιος του Μ ε χ μ έ τ , στρατ ιώτης του ιππ ι ­κού, άρχισε να κάνε ι λ η σ τ ε ί ε ς και ε κ δ ό θ η κ ε έ ν τ α λ μ α σύλ­λ η ψ η ς του. Διαβάζω ακόμη ότι το δ ικαστήριο αποφάσισε ν' απαγορευτε ί η χ ρ ή σ η ως βοσκότοπου του τσ ιφλ ικ ιού του Ε τ έ μ πασά. Αλλά και γ ια μια έρευνα γ ια κάποιον Νουρε-ντ ίν , ε π ε ι δ ή υπήρχαν υπόνοιες ότι η γυναίκα του δεν ε ίχε πεθάνε ι από πανούκλα, όπως π ιστεύανε όλοι, αλλά από το ξύλο που τ η ς ε ίχε δώσει ο πατέρας του. Αυτά δεν τα γρά­φω. Σ τ η συνέχεια βρ ίσκω ένα μεγάλο κατάλογο μ ε τ ι ς τ ι ­μ έ ς τ η ς αγοράς, τον αντ ιγράφω. Δ ιάβασα μ ε τ ά ότι ο Π ι ρ Α χ μ έ τ , γιος του Ο μ έ ρ , παρουσία του εκπροσώπου του σ ε ΐ χ η Φετχουλάχ, ε ίχ ε αναλάβει την υποχρέωση να πληρώσε ι μ έ ­σα σε οκτώ μ έ ρ ε ς το χρέος του στον Μ ε χ μ έ τ , που δ ιηύθυ­νε χαμάμ. Σ τ η συνέχε ια διάβασα μια καταγραφή σχετ ικά μ ε τ η δ ιαπίστωση ότι το στόμα του Χ ι ζ ί ρ , γιου του Μουσά, μύριζε κρασί. Θ έ λ η σ α να γ ε λ ά σ ω , μα γ ι ' αυτό έ π ρ ε π ε να

Page 179: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 179

πιω λ ί γ η μπίρα α κ ό μ η . Γ ια α ρ κ ε τ ή ώρα διάβασα δίχως κα­θόλου να σκέφτομαι και να γράφω, μ ε πολλή σοβαρότητα, π ρ α κ τ ι κ ά δ ι κ ώ ν μου άρεσε που, αν και π ί σ τ ε υ α ότι δεν έ ψ α χ ν α τ ί π ο τ α , δ ιάβαζα μ ε π ο λ λ ή προσοχή , σαν να βρ ι­σκόμουνα στα ίχνη κάποιου πολύ σημαντ ικού πράγματος. Σ τ ο τέλος κουράστηκαν τα μάτια μου και κοίταξα το πα­ράθυρο του υπογε ίου , που χτυπούσε ο ήλ ιος . Σ κ έ ψ ε ι ς και ε ικόνες εμφανίζονταν μπροστά μου, απ' όλες τ ις π λ ε υ ρ έ ς :

Γ ι α τ ί έγ ινα ιστορικός; Ε π ε ι δ ή στα δεκαεφτά μου έδε ιξα κάποιο ενδιαφέρον γ ια την Ιστορία* κ ι αυτό είναι όλο. Τ η ν άνοιξη πέθανε η μ η τ έ ρ α μου, και σ τ η συνέχε ια ο πατέρας μου π α ρ α ι τ ή θ η κ ε κ ι ε γ κ α τ α σ τ ά θ η κ ε στο Τζενέτχ ισαρ , χω­ρίς να π ε ρ ι μ έ ν ε ι τ η συνταξιοδότηση του. Εκε ί νο το καλο­καίρι στο Τζενέτχ ισαρ, ξεφύλλιζα τα β ιβλία του πατέρα μου, γύριζα στους κήπους, στην παραλία και σκεφτόμουνα αυτά που διάβαζα. Σ ε όσους μ ε ρωτούσαν, έ λ ε γ α πως θα γ ίνω γ ιατρός, ναι, κ ι ο παππούς μου ήταν γ ιατρός. Ό μ ω ς το φθι­νόπωρο π ή γ α και γ ρ ά φ τ η κ α στο Τ μ ή μ α Ιστορίας. Πόσοι επιθυμούν π ρ α γ μ α τ ι κ ά , όπως ε γ ώ , να κάνουν ε π ά γ γ ε λ μ α τ η ν Ιστορία! Ξαφνικά θύμωσα: η Σ ε λ μ ά συνήθιζε να λ έ ε ι πως η αρρώστια να περηφανεύομαι με τ ις ανοησίες μου ήταν αναπόσπαστο κ ο μ μ ά τ ι τ η ς προσωπικότητας μου. Φαίνεται ωστόσο ότι το 'χε καμάρι που ήμουνα ιστορικός. Ο π α τ έ ­ρας μου μάλλον δεν συμφωνούσε, γ ιατ ί το βράδυ που έμα­θε ότι έκανα την εγγραφή μου στη σχολή, ή π ι ε πολύ. Μ π ο ­ρεί όμως να μην το 'κανε γ ι ' αυτό, αφού πάντα έ π ι ν ε . Κ ι η γ ιαγ ιά μου τον μάλωνε , του έ λ ε γ ε να μην π ίνε ι . Φέρνοντας σ τ η σ κ έ ψ η μου τ η γ ιαγ ιά , θυμήθηκα το σπ ίτ ι και τ η Ν ι λ ­γκιούν και κοίταξα το ρολόι μου: ε ίχ ε πάε ι π έ ν τ ε . Η επ ί ­δραση τ η ς μπίρας ε ίχε περάσε ι . Κα ι σε λ ίγο , αφού δεν είχα

Page 180: Το σπίτι της σιωπής

180 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

πια κέφι να διαβάσω, χωρίς να περιμένω τον Ριζά, σηκώ­θηκα, μπήκα στο αυτοκίνητο μου και γύρισα στο σπίτι. Στο δρόμο, σκέφτηκα: Θα κουβεντιάσω λίγο με τη Νιλγκιούν, που θα κάθεται κοντά στο κοτέτσι και θα διαβάζει. Αν δεν έχει όρεξη για κουβέντα, τότε θα πάρω το βιβλίο του Εβλι-γιά Τσελεμπί, του περιηγητή, θα διαβάσω, θα ξεχαστώ, θα πιω, το βράδυ θα φάω και θα ξαναπιώ.

Page 181: Το σπίτι της σιωπής

15

Μπουκώθηκα με καρπούζι, και σηκώθηκα αμέσως από το τραπέζι.

«Πού πάει αυτός χωρίς να τελειώσει το φαγητό του;» ρώ­τησε η γιαγιά.

«Μην ανησυχείτε, γιαγιά», είπε η Νιλγκιούν. « Ο Μετίν το τέλειωσε το φαγητό του».

«Αν θες, πάρε το αμάξι», μου είπε ο Φαρούκ. «Αν το χρειαστώ, το παίρνω», είπα. «Το σαραβαλιασμένο Αναντόλ μου είναι πολύ παλιό για

δω, έτσι δεν είχες πει;» Η Νιλγκιούν γέλασε δυνατά. Εγώ δεν μίλησα. Ανέβηκα

πάνω και πήρα το πορτοφόλι μου με τις δεκατέσσερις χι­λιάδες, που τις κέρδισα δουλεύοντας ένα μήνα, στην κάψα του καλοκαιριού, και που μου δίνανε ένα αίσθημα ανωτε­ρότητας και σιγουριάς· πήρα το κλειδί μου, γυάλισα τα αμε­ρικάνικα μοκασίνια μου, που τόσο αγαπούσα, έριξα στον ώμο μου το πράσινο πουλόβερ, που μου είχε αγοράσει από το Λονδίνο ο θείος μου, και κατέβηκα κάτω. Βγαίνοντας από την πόρτα της κουζίνας, είδα τον Ρετζέπ.

Page 182: Το σπίτι της σιωπής

182 ΟΡΧΛΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Πού π ά τ ε χωρίς να δ ο κ ι μ ά σ ε τ ε τ ις μ ε λ ι τ ζ ά ν ε ς ; » « Έ φ α γ α μελ ι τζάνες , έφαγα και καρπούζι» . « Μ π ρ ά β ο σας». Περπατούσα, σκεφτόμουνα: Β γ α ί ν ω από την πόρτα του

κήπου κ ι ακούω ακόμη τα χάχανα τ η ς Νιλγκ ιούν και του Φαρούκ. Αυτό θα κάνουν όλη νύχτα: ο ένας θα ενθαρρύνει τον άλλο να τα βρ ίσκε ι όλα γελοία, μ ε τ ά ο άλλος θα βοηθή­σε ι τον πρώτο να βρε ι κάτ ι καινούργιο γελο ίο , κι έ τσ ι , κά­τ ω από το αμυδρό φως τ η ς λάμπας, θα κάθονται ώρες, και θα βρίσκουν πως όλος ο κόσμος είναι άδικος, ανόητος και χαζός, και θα ξεχνάνε τ ις δ ικές τους ανοησίες . Σ τ ο μεταξύ ο Φαρούκ θα τ ελε ιώνε ι το μπουκάλι μ ε το ρακί, κι αν η Ν ι λ ­γκιούν δεν έ χ ε ι κο ιμηθε ί α κ ό μ η , ο Φαρούκ θα τ η ς μ ιλά γ ια τ η γυναίκα του, που τ η ν άφησε να του φύγε ι , και πιθανόν, όταν γυρίσω, προς το τέλος τ η ς νύχτας, στο σπ ίτ ι , να τον βρω σουρωμένο στο τραπέζι* απορώ από ποιον παίρνει το δι­καίωμα αυτός ο άνθρωπος, κάθε φορά που μου δίνει το αμά­ξι του , να μ ε π ικάρε ι . Αφού ε ίσαι τόσο λογικός, τόσο έξυ­πνος, γ ιατ ί άφησες να σου φύγει η ωραία και λ ο γ ι κ ή γυναί­κα σου; Κ ά θ ο ν τ α ι σ' ένα σ π ί τ ι που, αν το πουλήσε ι ς , το ο ικόπεδο του αξίζει τουλάχιστον π έ ν τ ε εκατομμύρια , όμως τρώνε σε π ιάτα μ ε τ σ α κ ι σ μ έ ν ε ς τ ι ς άκρες , μ ε παράταιρα πιρούνια και μαχαίρια, γ ια αλατιέρα χρησιμοποιούν ένα πα­λιό μπουκάλι από φάρμακο, που ο νάνος έ χ ε ι τ ρ υ π ή σ ε ι το σκουριασμένο καπάκι του μ' ένα καρφί, κι ε κ ε ί ν η η φουκα­ριάρα η γ ιαγ ιά , ε ν ε ν ή ν τ α π έ ν τ ε χρονών γυναίκα, τ ρώ ε ι και τα χύνει όλα πάνω τ η ς , κ ι αυτοί τα ανέχονται όλα χωρίς να λ έ ν ε κουβέντα. Περπατώντας , έφτασα μέχρ ι το σπ ίτ ι τ η ς Τζε ϊλάν . Ο πατέρας κ ι η μ η τ έ ρ α τ η ς , σαν όλους τους υπα­νάπτυκτους πλούσιους και τους δύστυχους φτωχούς, παρα-

Page 183: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

κολουθούν τηλεόραση σαν να μην έχουν καμιά άλλη δια­σκέδαση. Οι υπανάπτυκτοι, χαζοί πλούσιοι μας δεν ξέρουν να διασκεδάσουν! Κατέβηκα στην παραλία, ήταν όλοι εκεί, έλειπε μονάχα ο κηπουρός, που από το πρωί μέχρι το βρά­δυ ποτίζει τον κήπο λες και του έχουν περάσει τη μάνικα σαν χειροπέδη. Κάθισα, άκουσα:

«Τώρα τι κάνουμε, παιδιά;» «Σε λίγο, μόλις κοιμηθούν η μάνα μου κι ο πατέρας μου,

μπορούμε ν' ανοίξουμε το βίντεο. «Τι λέτε, μωρέ, όλο το βράδυ εδώ θα είμαστε καρφωμέ­

νοι;» «Εγώ θέλω να χορέψω», είπε η Γκιουλνούρ, κι άρχισε να

κουνιέται με το ρυθμό μιας φανταστικής μουσικής. «Εμείς θα παίξουμε πόκερ», είπε ο Φικρέτ. «Εγώ δεν παίζω». «Πάμε στην Τσάμλιτζα, να πιούμε τσάι!» «Πενήντα χιλιόμετρα για να πιούμε τσάι!» «Κι εγώ θέλω να χορέψω», είπε η Ζεϊνέπ. «Πάμε να δούμε καμιά τούρκικη ταινία, να γελάσουμε». «Άντε, κάπου να πάμε επιτέλους». Κοίταζα πώς αντανακλούσε στη γαληνεμένη θάλασσα

το φως του φάρου που συνέχεια αναβόσβηνε στο αντικρινό νησί και, μυρίζοντας το άρωμα που ανάδιναν το αγιόκλημα και τα κορίτσια, βυθίστηκα στις σκέψεις.

Σκέφτηκα ότι αγαπούσα την Τζεϊλάν μα κάποιο συναί­σθημα ανεξήγητο με κρατούσε μακριά της: μέχρι τα ξημε­ρώματα στο κρεβάτι μου σκεφτόμουνα πως θα 'πρεπε οπωσ­δήποτε να της μιλήσω για τον εαυτό μου, μα ένιωθα ότι αυ­τός ο εαυτός μου δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό που λέω «ο εαυτός μου» ήταν σαν κουτιά μέσα σε κουτιά: σαν ο εαυτός μου να

Page 184: Το σπίτι της σιωπής

184 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

έκρυβε πάντα κάτ ι δ ιαφορετ ικό. Αυτό το κάτ ι δ ιαφορετ ι­κό, τον πραγματ ικό εαυτό μου, ίσως κ ά π ο τ ε τον έβρ ισκα, όμως, δυστυχώς, μέσα σε κάθε κουτί δεν έβρισκα τον πραγ­ματ ικό Μ ε τ ί ν γ ια να τον δε ίξω στην Τ ζ ε ϊ λ ά ν , μα κάποιο καινούργιο κουτί που ε ίχε μέσα ένα άλλο. Έ κ α ν α την εξής σ κ έ ψ η : Ο έρωτας σπρώχνε ι τον άνθρωπο σ τ η διπροσωπία, αντ ίθετα , ε γ ώ , ε π ε ι δ ή π ίστευα πως ήμουνα ε ρ ω τ ε υ μ έ ν ο ς , ε ίχα την ε ντύπωση πως θα μπορούσα ν' απαλλαγώ από το συναίσθημα αυτό τ η ς διπροσωπίας. Α χ , να τ έ λ ε ι ω ν ε αυτή η αναμονή! Α λ λ ά ήξερα ότι δεν ήξερα καν τ ι ήταν αυτό που περ ίμενα . Γ ια να παρηγορηθώ, άρχισα να μ ε τ ρ ώ μια μια τ ις ι κανότητες μου, μα ούτε αυτό μ ε παρηγόρησε .

Μ ε τ ά , προχώρησα μ ε τους άλλους, που είχαν αποφασίσει κάπου να π ά μ ε . Μ π ή κ α μ ε στο αυτοκ ίνητο , π ή γ α μ ε στην ν τ ι σ κ ο τ έ κ του ξενοδοχείου* δεν ήταν κανείς εκτός από δυο-τρε ι ς χαζούς τουρ ίστες . Η παρέα μου άρχισε να τους κοροϊ­δεύε ι . Α π ' ολόκληρο τον κόσμο, αυτόν το νωθρό, άψυχο τ ό ­πο είχαν βρε ι γ ια δ ιακοπές .

« Κ α θ υ σ τ ε ρ η μ έ ν ο ι Γ ε ρ μ α ν ο ί ! » « Θ έ λ ω να γ λ ε ν τ ή σ ω , παιδιά, τ ι θα κ ά ν ο υ μ ε ; » Άρχισαν να χ ο ρ ε ύ ο υ ν χόρεψα μ ε τ η ν Τ ζ ε ϊ λ ά ν , μα δεν

έ γ ι ν ε τ ίποτα. Μ ε ρώτησε πόσο μας κάνουν 27 επ ί 13 και 79 επ ί 81 * τ η ς ε ίπα, γ έ λ α σ ε αδιάφορα* μετά , σαν άρχισε η μου­σ ική να παίζε ι γρήγορα, ε ί π ε ότι έ π λ η τ τ ε και π ή γ ε και κά­θ ισε . Ε γ ώ ανέβηκα πάνω, πέρασα από ένα διάδρομο μ ε χα­λιά και μ π ή κ α στην απ ίστευτα καθαρή τουαλέτα κ ι όταν ε ίδα τον εαυτό μου στον κ α θ ρ έ φ τ η , ε ίπα, κ ι όλα αυτά ε π ε ι ­δή π ιστεύω ότι αγαπώ μια κοπέλα, που να πάρει ο διάβολος, και σ ιχάθηκα τον εαυτό μου. Ο Αϊνστάιν οπωσδήποτε δεν ήταν σαν ε μ έ ν α στα δ ε κ α ο κ τ ώ του . Σ ίγουρα το ίδιο κ ι ο

Page 185: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 1 8 5

Ροκφέλερ. Κατόπιν άρχισα να φαντάζομαι τον εαυτό μου πλούσιο: Με τα χρήματα που κερδίζω στην Αμερική, αγο­ράζω στην Τουρκία μια εφημερίδα, μα δεν χρεοκοπώ, όπως όλοι οι βλάκες πλούσιοι μας, μια χαρά τα καταφέρνω με την έκδοση της εφημερίδας, ζω όπως ο πολίτης Κέιν, είμαι άν-θρωπος-θρύλος, που να πάρει όμως, θα ήθελα να είμαι και πρόεδρος ποδοσφαιρικής ομάδας, της Φενερμπαχτσέ. Με­τά σκέφτηκα πως, αν γίνω πλούσιος, θα ξεχάσω όλες αυτές τις ανοησίες και σιχάθηκα τους πλούσιους, μα η Τζεϊλάν μου είχε αναστατώσει το νου. Κατόπιν μύρισα το πουκάμι­σο μου, εκεί που είχε βάλει το χέρι της όταν χορεύαμε, και βγήκα από την τουαλέτα. Στις σκάλες τούς συνάντησα. Πη­γαίναμε, λέει, αλλού* μπήκαμε πάλι στο αμάξι.

Στο ταμπλό της Άλφα Ρομέο του Φικρέτ υπήρχαν δια­κόπτες, δείκτες ρυθμιστές, λαμπάκια που αναβόσβηναν θύ­μιζε πιλοτήριο αεροπλάνου. Κοίταξα αφηρημένος. Πριν βγούμε στην εθνική οδό Ιστανμπούλ-Άγκυρας, μας στρί­μωξε το αυτοκίνητο του Τουργκάν. Μετά, τα τρία αυτοκί­νητα αποφάσισαν να κάνουν κόντρες, μέχρι τη διασταύρω­ση του Γκιόζτεπε. Περάσαμε ανάμεσα από φορτηγά, λεω­φορεία, κάτω από γέφυρες, από βενζινάδικα, εργοστάσια, πεζούς, από καφενεία, από ανθρώπους που κάθονταν στα μπαλκόνια τους, από εργάτες, απεργούς, πωλητές καρπου­ζιών, από εστιατόρια. Ο Φικρέτ συνέχεια κορνάριζε, οι άλ­λοι, ενθουσιασμένοι, ξεφώνιζαν, γελούσαν. Σε μια στροφή ο Φικρέτ ξαφνικά είδε κόκκινο, δεν φρέναρε, μπήκε με ορ­μή σ' ένα στενό και πήγε να πέσει πάνω σ' ένα Αναντόλ, που κατάφερε να βρεθεί στην άκρη του δρόμου κι έτσι δεν συγκρούστηκαν.

((Χέστηκε ο φίλος, άσπρισε από το φόβο».

Page 186: Το σπίτι της σιωπής

186 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Τους περάσαμε!» φώναξε η Τζεϊλάν, «τους περάσαμε όλους, πάτα γκάζι, Φικρέτ!»

«Παιδιά, εγώ θέλω να διασκεδάσω, όχι να πεθάνω», εί­πε η Ζεϊνέπ.

«Θέλεις να διασκεδάσεις, είπες;» «Άλφα Ρομέο είναι αυτή, οφείλουμε να της αναγνωρί­

σουμε ορισμένα δικαιώματα!» «Χαλάλι της! Πάτα γκάζι, εγώ δεν δίνω πια σημασία σε

τίποτα». «Τα Αναντόλ είναι αμάξια των κακομοίρηδων». Να δούμε τελικά τι θα γίνει, σκέφτηκα, μα δεν έγινε τί­

ποτα. Εμείς κερδίσαμε τον αγώνα, κατόπιν στρίψαμε στο Σουαντιγέ και βγήκαμε στη λεωφόρο Μπαγντάτ. Η λεω­φόρος αυτή δεν υποκρίνεται, δεν προσποιείται, δεν κρύβει την ασχήμια της, γι' αυτό την αγαπώ. Θαρρείς, θέλει να μας πει πως η ζωή είναι μια αδιάκοπη υποκρισία. Σαν να βάζει πάνω σε κάθε πράγμα τη σφραγίδα του πλαστού! Αηδια­στικά μάρμαρα στις πολυκατοικίες! Αηδιαστικά φωτεινά πανό! Αηδιαστικοί πολυέλαιοι! Ολοφώτιστα αηδιαστικά ζα­χαροπλαστεία! Εμένα μου αρέσουν οι αηδίες που δεν κρύ­βονται. Κι είμαι κι εγώ πλαστός, τι ευτυχία, όλοι είμαστε πλαστοί! Δεν γύρισα να κοιτάξω τις κοπέλες που κάνουν βόλτες στη λεωφόρο, μην τύχει και δω καμία ωραία και συ­γκινηθώ. Αν είχα μια Μερσεντές, θα μπορούσα να πιάσω στα δίχτυα μου οποιαδήποτε απ' αυτές. Όμως σ' αγαπώ, Τζεϊλάν, είναι φορές μάλιστα που αγαπώ ακόμη και τη ζωή.

Παρκάραμε τα αμάξια, μπήκαμε σε μια ντισκοτέκ. Στην είσοδο γράφει «Λέσχη», μα όποιος δίνει διακόσιες πενήντα λίρες μπαίνει.

Τραγουδούσε ο Ντέμης Ρούσσος· χορέψαμε με την Τζεϊ-

Page 187: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 187

λάν, μα δεν μιλήσαμε καθόλου, τίποτα δεν είπαμε. Έπλητ­τε, φαίνεται, ήταν πολύ αφηρημένη, πολύ θλιμμένη και, σαν να είχε στο μυαλό της κάτι άσχετο μ' εμένα, κοίταζε αφηρημένα σ' ένα σημείο στον ορίζοντα που δεν μπορούσε να δει, και τότε, δεν ξέρω γιατί, τη λυπήθηκα και σκέφτη­κα ότι θα μπορούσα να την αγαπήσω πολύ.

«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησα. «Ποιος, εγώ; Τίποτα». Χορέψαμε λίγο ακόμη. Σαν να υπήρχε κάτι μεταξύ μας

που θέλαμε να κρύψουμε και στην προσπάθεια μας να το κρύψουμε, αγκαλιαζόμασταν ασυναίσθητα. Ίσως βέβαια να ήταν κι η ιδέα μου. Σε λίγο σταμάτησε η μουσική, που ήταν κάτι περισσότερο από θλιβερή και σχεδόν προκαλούσε δά­κρυα, κι άρχισε να παίζει κάτι γρήγορο, χαρούμενο- γέμισε η πίστα με νέους που καίγονταν από την επιθυμία να δια­σκεδάσουν. Ανάμεσα τους κι η Τζεϊλάν, ενώ εγώ κάθισα κι άρχισα να παρακολουθώ αυτούς που χόρευαν.

Πάνω τους πέφτανε χρωματιστά φώτα. Τρέμανε λυγί­ζοντας τα πόδια τους και κουνούσαν το κεφάλι τους, σαν χαζές κότες. Βλάκες! Μπορούσα να ορκιστώ πως όλα αυτά δεν τα έκαναν γιατί γούσταραν, μα από ανάγκη να μιμηθούν ο ένας τον άλλο. Στριφογυρίζοντας έτσι στην πίστα, είχαν άραγε την εντύπωση πως χόρευαν; Γιατί οι παράξενες κι­νήσεις τους, αν τις παρακολουθούσες δίχως ν' ακούς τη μου­σική, έμοιαζαν ακόμη πιο παράξενες. Εγώ, όταν χορεύω, έχω συναίσθηση ότι κάνω κάτι ολότελα ανόητο, σκέφτομαι όμως πως, για να με συμπαθήσει η κοπέλα αυτή, πρέπει να υποστώ αυτή τη δοκιμασία, έτσι, ησυχάζω κι υποσυνείδη­τα σκέφτομαι ότι συμμετέχω στις εκδηλώσεις τους, μα στην πραγματικότητα διαφωνώ ώσπου τελικά καταφέρνω και να

Page 188: Το σπίτι της σιωπής

188 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ε ίμα ι μαζί τους και να μ έ ν ω μακριά τους, κάτ ι που πολύ λί­γοι άνθρωποι το πετυχαίνουν. Χ ά ρ η κ α ! Κ ι έ π ε ι τ α από λ ίγο, γ ια να μ η μ έ ν ω μόνος και σκεφτ ικός , και γ ια να μην τους δώσω αφορμή να λ έ ν ε ότ ι παίζω τον ονε ιροπόλο και τον αφηρημένο , μ π ή κ α ανάμεσα τους, και πήρα κι ε γ ώ μέρος στον ανόητο χορό.

Τ ε λ ι κ ά , δεν χ ρ ε ι ά σ τ η κ ε να ιδρώσω. Ύ σ τ ε ρ α από λ ίγο καθ ίσαμε κ ι αμέσως άρχισαν να λ έ ν ε πολλή ζ έ σ τ η , πολύς κόσμος, ίδρωσα πολύ, έπληξα πολύ, δ ιασκέδασα πολύ, πο­λύ καλά, πολύ άσχημα, όμως η δυνατή μουσική τούς έ κ α ν ε να βαριούνται και να μιλήσουν. Κατόπ ιν , η ατμόσφαιρα του κέντρου έ π α ψ ε να τους ικανοποιε ί , π λ ή ξ α μ ε , ε ίπανε , να φύ­γ ο υ μ ε , ά ν τ ε να π ά μ ε κάπου αλλού, ά ν τ ε .

Σ η κ ω θ ή κ α μ ε . Ο Φ ι κ ρ έ τ πλήρωσε . Ο Β ε ν τ ά τ κι ε γ ώ θ ε ­λήσαμε να μοιραστούμε το ποσό ή , τουλάχιστον, να δώσου­μ ε το μερίδιο μας, μα, όπως το π ε ρ ι μ έ ν α μ ε , ο Φ ι κ ρ έ τ ούτε να το ακούσει δεν ή θ ε λ ε . Σ τ ο μεταξύ ε ίδα τους άλλους να χτυπούν το τζάμ ι τ η ς BMW του Τουράν και να γ ε λ ο ύ ν π ή ­γα κ ι ε γ ώ να δω τ ι συνέβα ινε : η Χ ο υ λ γ ι ά κ ι ο Τουράν κοι­μούνταν αγκαλιασμένοι στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Η Ζ ε ϊ ν έ π , σαν να ε ίχε συγκ ινηθε ί μ ε τ η σ κ έ ψ η μιας δ ικής τ η ς αγάπης , γ έ λ α σ ε δυνατά μ ε ευτυχία και θαυμασμό.

« Μ α δεν β γ ή κ α ν καθόλου από το αυτοκ ίνητο !» ε ί π ε . Σ κ έ φ τ η κ α πως ένας νέος και μια νέα τ η ς ηλ ικ ίας μου θα

μπορούσαν πια, σαν αληθινοί ερωτευμένο ι , ν ' αγκαλιαστούν και να κοιμηθούν μαζί.

Φ ύ γ α μ ε . Βγαίνοντας στην ε θ ν ι κ ή οδό Αγκύρας, το αυ­τ ο κ ί ν η τ ο του Τ ο υ ρ γ κ ά ι σ τ α μ ά τ η σ ε σ τ η γων ία , μπροστά σ' έναν καρπουζά. Κ α τ έ β η κ ε ο Τουργκάι και κάτ ι ε ί π ε στον καρπουζά. Αυτός γύρ ισε και κο ίταξε τα τρία αυτοκίνητα.

Page 189: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 189

Σε λίγο ο Τουργκάι γυρνάει και λέει από το παράθυρο στον Φικρέτ:

αΔεν δίνει, ορκίζεται πως δεν έχει». «Εμείς φταίμε», είπε ο Φικρέτ. «Ήρθαμε όλοι μαζί». «Δεν έχει;» ρώτησε η Γκιουλνούρ. «Τι θα κάνω τώρα;» «Αν θέλετε να πιείτε ποτό, μπορούμε να πάρουμε από

κάπου». «Δεν γίνεται, δεν θέλω ποτό. Πάμε σε κανένα φαρμα­

κείο». «Τι θα πάρεις από το φαρμακείο;» «Οι άλλοι τι λένε;» ρώτησε ο Φικρέτ. Ο Τουργκάι πλησίασε το άλλο αυτοκίνητο. Σε λίγο γύ­

ρισε. «Προτείνουν να πάρουμε ποτό». Ξεκινήσαμε. Προτού φτάσουμε στο Μάλτεπε, είδαν ένα

αυτοκίνητο με γερμανικές πινακίδες, η σχάρα του φορτω­μένη βαλίτσες. Από το βάρος έγερνε στο πλάι. Τους άρεσε.

«Και μάλιστα Μερσεντές!» φώναξε ο Φικρέτ. «Άντε, παιδιά».

Με τα φώτα του έστειλε σήμα στο αυτοκίνητο του Τουρ­γκάι, κατόπιν έκοψε ταχύτητα, έμεινε λιγάκι πίσω. Κοι­τάζαμε με προσοχή: Η B M W του Τουργκάι προσπέρασε τη Μερσεντές, μα, αντί να πατήσει γκάζι και να φύγει, έκανε δεξιά και τη στρίμωξε στην άκρη του δρόμου* η Μερσε­ντές, κορνάροντας, ταρακουνήθηκε, κατόπιν ο οδηγός, για να μη συγκρουστεί με την B M W του Τουργκάι, θέλοντας και μη, έριξε τη μια ρόδα του στο κράσπεδο. Μετά ο Τουρ­γκάι πάτησε γκάζι και η B M W έφυγε. Η Μερσεντές βγή­κε πάλι στο δρόμο.

«Άντε, Φικρέτ, σειρά σου».

Page 190: Το σπίτι της σιωπής

190 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

α'Οχι ακόμη. Λίγο να συνέλθει!» Στη Μερσεντές ήταν μονάχα ένα πρόσωπο. Ένας εργά­

της που γύριζε από τη Γερμανία, είπα μέσα μου, κι άλλο δεν θέλησα να σκεφτώ.

«Παιδιά, μην κοιτάτε προς τα κει», είπε ο Φικρέτ. Κι αυτός, όπως κι ο Τουργκάι, προσπέρασε πρώτα τη

Μερσεντές, κατόπιν έκανε δεξιά. Η Μερσεντές άρχισε να κορνάρει σαν τρελή, τα κορίτσια έβαλαν τα γέλια, μα φαί­νεται πως φοβήθηκαν και λίγο. Ο Φικρέτ έκανε ακόμη λί­γο δεξιά, και τότε ακούσαμε το «Γερμανό» να μας βρίζει, κάναμε όμως σαν να μην καταλάβαμε τίποτα. Κατόπιν η ρόδα του μετανάστη ξανάπεσε στο κράσπεδο και τα γέλια ξανάρχισαν.

«Είδατε τη φάτσα του;» Πατήσαμε γκάζι και φύγαμε. Σε λίγο και το αυτοκίνητο

του Βεντάτ έκανε το ίδιο, φαίνεται με επιτυχία, γιατί ακού­σαμε το απελπισμένο κι οργισμένο κορνάρισμα της Μερ­σεντές. Κατόπιν συναντηθήκαμε στο βενζινάδικο. Σβήσα­νε τα φώτα, κρυφτήκανε, η Μερσεντές του μετανάστη πέ­ρασε σιγά σιγά από μπροστά μας· όλοι χοροπηδούσαν και γελούσαν.

«Κρίμα τον άνθρωπο, τον λυπήθηκα», είπε η Ζεϊνέπ. Ύστερα διηγήθηκαν πάλι ο ένας στον άλλο αυτό που εί­

χε συμβεί με ενθουσιασμό και χαρά, το ξαναδιηγήθηκαν, και σε λίγο άρχισαν να το ξαναδιηγούνται- εγώ έπληξα. Πή­γα στην καντίνα, ζήτησα ένα μπουκάλι κρασί κι είπα να μου το ανοίξουν.

«Είσαι από την Ιστανμπούλ;» ρώτησε ο ιδιοκτήτης. Το εσωτερικό της καντίνας ήταν φωτισμένο σαν βιτρίνα

κοσμηματοπώλη. Δεν ξέρω γιατί, θέλησα να καθίσω λιγά-

Page 191: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 191

κι εκεί, ν' ακούσω από το μικρό ραδιόφωνο της καντίνας το τούρκικο τραγούδι που τραγουδούσε μια τραγουδίστρια, να ξεχάσω. Στο νου μου σκέψεις ανάκατες για τον έρωτα, την κακία, την αγάπη, την επιτυχία.

«Ναι, από την Ιστανμπούλ». «Πού πάτε;» «Πουθενά. Κάνουμε βόλτες». Κούνησε με κατανόηση το κουρασμένο, νυσταγμένο κε­

φάλι του: «Αχά, με τα κορίτσια!» είπε. Κάτι πήγα να του πω, θαρρείς κάτι σπουδαίο, κι αυτός

περίμενε σοβαρά να μ' ακούσει, μα οι δικοί μου άρχισαν να κορνάρουν. Έτρεξα, μπήκα στο αυτοκίνητο. Πού είσαι, ρε, μου είπαν, μας καθυστερείς. Εγώ είχα την εντύπωση πως το γλέντι τέλειωσε, δεν είχε τελειώσει όμως. Φύγαμε γρή­γορα, και στο Πεντίκ ξανασυναντήσαμε το μετανάστη με τη Μερσεντές· ανέβαινε τον ανήφορο σιγά σιγά, σαν κου­ρασμένο φορτηγό. Τούτη τη φορά, πρώτα τον προσπέρασε ο Τουργκάι, έσπρωξε τη Μερσεντές δεξιά, ο Βεντάτ την πλησίασε από τα δεξιά, κι εμείς πήγαμε από πίσω του, όπου να 'ναι θ' ακουμπούσαμε στον προφυλακτήρα. Έτσι που τη στριμώξαμε, μονάχα με μεγαλύτερη ταχύτητα από τη δική μας θα μπορούσε να ξεφύγει. Ύστερα από λίγο έκανε να ξε­φύγει, μα δεν τα κατάφερε. Κορνάραμε συνέχεια, είχαμε ανάψει τα μεγάλα φώτα των αυτοκινήτων μας. Έπειτα ανοίξανε τα παράθυρα και βάλανε μουσική στη διαπασών, άπλωσαν τα χέρια τους κι άρχισαν να χτυπούν τις πόρτες τους, ξεφώνιζαν, έβγαλαν τα κεφάλια τους έξω από τα πα­ράθυρα και τραγουδούσαν. Στριμωγμένη ανάμεσα μας και θορυβημένη, η Μερσεντές άρχισε με αγωνία κι αυτή να

Page 192: Το σπίτι της σιωπής

192 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

κορνάρει, έγινε μεγάλος σαματάς, δεν ξέρω πόσο δρόμο κά­ναμε σαν τρελοί ανάμεσα στα σπίτια, στις συνοικίες, στα εργοστάσια. Στο τέλος ο μετανάστης σκέφτηκε να κόψει ταχύτητα* μαζεύτηκαν πίσω μας λεωφορεία, φορτηγά, και τότε αναγκαστήκαμε να τον χαιρετήσουμε για μια τελευ­ταία φορά και να φύγουμε. Καθώς περνούσαμε από δίπλα του, γύρισα κι είδα το πρόσωπο του: ήταν σαν να μη μας έβλεπε πια. Τον είχαμε κάνει να ξεχάσει τη ζωή του, τις αναμνήσεις του, το μέλλον του.

Δεν ήθελα να τον σκέφτομαι. Ήπια κρασί. Περάσαμε από τη στροφή του Τζενέτχισαρ δίχως να στα­

ματήσουμε. Αποφάσισαν να στριμώξουν ένα Αναντόλ, που μέσα ήταν ένα αστείο και ηλικιωμένο αντρόγυνο, μα γρή­γορα αλλάξανε γνώμη. Περνώντας μπροστά από τα μπουρ-δέλα, μετά το βενζινάδικο, ο Φικρέτ κόρναρε, αναβόσβησε τα φώτα, μα κανείς δεν ρώτησε γιατί.

«Να δείτε εγώ τι θα κάνω!» είπε σε λίγο η Τζεϊλάν. Γύρισα πίσω και κοίταξα* είδα την Τζεϊλάν να βγάζει τα

πόδια της έξω από το παράθυρο. Είδα τα ψηλά πόδια της να κουνιούνται αργά, κάτω από τα φώτα των αυτοκινήτων που έρχονταν από πίσω, σαν πόδια επαγγελματία σε φωτισμέ­νη ράμπα. Ήταν γυμνά, ηλιοκαμένα, και, για ν' αντιστα­θούν στον αέρα, έκαναν μικρές κινήσεις πάνω-κάτω. Κα­τόπιν η Γκιουλνούρ έπιασε την Τζεϊλάν απ' τους ώμους και την τράβηξε μέσα.

«Είσαι μεθυσμένη». «Δεν είμαι μεθυσμένη», είπε η Τζεϊλάν. Έβαλε τα γέ­

λια, χαρούμενη. «Πόσο ήπια; Διασκεδάζω πολύ. Τι ωραία που είναι όλα!»

Μετά όλοι σωπάσαμε. Ήταν σαν να πηγαίναμε από την

Page 193: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 193

Ιστανμπούλ στην Άγκυρα, για μια δουλειά, περνώντας ανά­μεσα από άθλιες συνοικίες, εργοστάσια, λιόδεντρα και κε­ρασιές, σιωπηλοί, αδιάφοροι για τη μουσική που εξακολου­θούσε να παίζει, προσπερνώντας τα φορτηγά και τα λεω­φορεία και κορνάροντας αδιάφορα, ασυναίσθητα, κάθε φορά που προσπερνούσαμε ένα φορτηγό ή ένα λεωφορείο. Ο νους μου ήταν στην Τζεϊλάν, σκεφτόμουν πως θα την αγαπούσα μέχρι το τέλος της ζωής μου, μόνο και μόνο γι' αυτό που είχε κάνει.

Μόλις περάσαμε το Χερεκέ, σταματήσαμε μπροστά σ' ένα βενζινάδικο* κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητα. Πή­ραμε από την καντίνα φτηνά κρασιά και σάντουιτς. Από ένα λεωφορείο είχαν κατέβει κουρασμένοι και τρομαγμένοι επιβάτες. Σταθήκαμε ανάμεσα τους και φάγαμε. Η Τζεϊλάν στην άκρη του δρόμου έτρωγε, κοιτάζοντας αφηρημένα, σαν να κοίταζε τρεχούμενο νερό, τα αυτοκίνητα που περνούσαν την κοίταζα και σκεφτόμουνα το μέλλον μου.

Σε λίγο είδα τον Φικρέτ να την πλησιάζει σιγά σιγά μέ­σα στο σκοτάδι. Της έδωσε ένα τσιγάρο, το άναψε. Άρχι­σαν να κουβεντιάζουν: δεν ήταν μακριά μου, μα από το θό­ρυβο των αμαξιών που πηγαινοέρχονταν δεν μπορούσα να τους ακούσω, κι όμως ήμουν πολύ περίεργος. Σε λίγο η πα­ράξενη αυτή περιέργεια μετατράπηκε σε παράξενο φόβο. Κατάλαβα αμέσως πως, για να νικήσω το φόβο μου, έπρε­πε να τους πλησιάσω* μα στο σκοτάδι, σαν εφιάλτης, μου ήρθε μια ταπεινή, μικρόψυχη νωχέλεια. Ωστόσο το αίσθη­μα της ήττας, όπως όλα τα πράγματα, δεν κράτησε πολύ. Σε λίγο ξαναμπήκαμε στα αυτοκίνητα και, δίχως άλλη σκέ­ψη, προχωρήσαμε μέσα στη νύχτα.

Page 194: Το σπίτι της σιωπής

16

Όταν ο απαίσιος θόρυβος καλμάρει, όταν σταματά και το βουητό, που ολημερίς μας ζαλίζει, από την παραλία, τα σκά­φη, τα παιδιά, τα τραγούδια, το ραδιόφωνο, τους μεθυσμέ­νους, την τηλεόραση, τα αυτοκίνητα, όταν περνά και το τε­λευταίο αυτοκίνητο μπροστά από την πόρτα του κήπου χα­λώντας τον κόσμο, τότε σηκώνομαι σιγά σιγά από το κρεβάτι, στέκομαι πίσω από τα παντζούρια και κοιτάζω έξω: ψυχή δεν υπάρχει, όλοι, κουρασμένοι, έχουν πέσει να κοιμηθούνε. Μονάχα λίγο αεράκι, ο φλοίσβος της θάλασ­σας, το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα, κι όταν δεν υπάρ­χουν κι αυτά, ένα τριζόνι, ένα σαστισμένο κοράκι, μπορεί κι ένα σκυλί. Τότε, σπρώχνω αργά τα παντζούρια, τα ανοίγω, ακούω όλα αυτά, αφουγκράζομαι τη σιωπή. Μετά σκέφτο­μαι ότι έζησα ενενήντα χρόνια κι ανατριχιάζω. Ένα ελαφρό φύσημα μέσα από τα χόρτα, όπου πέφτει η σκιά μου, μου κρυώνει τα πόδια και με τρομάζει. Να γυρίσω άραγε και να κουκουλωθώ με το πάπλωμα μου; Μα στέκομαι εδώ για να νιώσω λίγο ακόμη την απόλυτη ησυχία. Θαρρείς κάτι περι­μένω να γίνει, κάποιον περιμένω να συναντήσω, κάτι και-

Page 195: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

νούργιο περιμένω να μου δείξει ο κόσμος, περιμένω, περι­μένω και κατόπιν κλείνω τα παντζούρια, γυρίζω στο κρε­βάτι μου, κάθομαι στην άκρη, ακούω το τικ-τακ του ρολο­γιού, που δείχνει μία και είκοσι, και σκέφτομαι: Και σ' αυ­τό έπεσε έξω ο Σελαχατίν, ναι, δεν υπάρχει τίποτα το και­νούργιο, τίποτα!

Κάθε μέρα γεννιέται ένας καινούργιος κόσμος, Φατμά, μου έλεγε κάθε πρωί ο Σελαχατίν, ο κόσμος ξαναγεννιέται κάθε πρωί για μας, αυτό δεν ξέρεις πόσο με συγκινεί, κά­ποτε ξυπνώ προτού ακόμη ξημερώσει και σκέφτομαι ότι σε λίγο θα βγει ο ήλιος, ότι όλα θα είναι καινούργια, ότι μαζί τους θ' ανανεωθώ κι εγώ και θα δω πράγματα που δεν έχω ξαναδεί, ότι θα διαβάσω γι' αυτά και θα μάθω, κι όταν μά­θω θα δω από την αρχή όσα έχω ήδη δει, κι όταν τα σκέ­φτομαι όλα αυτά, Φατμά, συγκινούμαι τόσο πολύ που θέλω να πεταχτώ από το κρεβάτι μου, να βγω στον κήπο, να τρέ­ξω, να δω πώς βγαίνει ο ήλιος, πώς ζωντανεύουν κι αρχί­ζουν να κινούνται και ν' αλλάζουν τα φυτά και τα ζουζούνια όταν βγαίνει ο ήλιος, μετά να τρέξω αμέσως πάνω, και να τα γράψω όλα αυτά, Φατμά, εσύ γιατί δεν νιώθεις έτσι, για­τί δεν μιλάς, τι σκέφτεσαι; Κοίτα, Φατμά, κοίτα, βλέπεις αυτό το σκουληκάκι, το βλέπεις, μια μέρα θα γίνει πετα­λούδα και θα πετάξει! Αχ, ο άνθρωπος απλώς πρέπει να γράφει αυτά που βλέπει και τις εμπειρίες του, τότε κι εγώ θα μπορούσα να γίνω επιστήμονας, σαν εκείνους, τους Ευ­ρωπαίους, σαν τον Δαρβίνο, φοβερός τύπος, Φατμά, όμως, τι κρίμα, σ' αυτή τη μαλθακή Ανατολή τίποτα δεν είναι δυ­νατό, όμως ναι, Φατμά, είναι δυνατόν αφού έχω κι εγώ μά­τια, έχω χέρια για να κάνω παρατηρήσεις και πειράματα, και, δόξα τω Θεώ, έχω ένα μυαλό που λειτουργεί καλύτερα

Page 196: Το σπίτι της σιωπής

196 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

από τα μυαλά όλων σ' αυτή τη χώρα: Φατμά, είδες που άν­θισαν οι ροδακινιές, γιατί μυρίζουν έτσι λες, τι είναι μυρω­διά, τι είναι αυτό που μας δίνει η αίσθηση της όσφρησης, πρόσεξες πόσο γρήγορα ωριμάζει το σύκο, πώς συνεννοού­νται τα μυρμήγκια, πρόσεξες καθόλου, Φατμά, πώς φου­σκώνει η θάλασσα πριν από το νοτιά και πώς πέφτει πριν από το βοριά, ο άνθρωπος πρέπει πάντα να προσέχει, να παρατηρεί, γιατί έτσι μονάχα πάει μπροστά η επιστήμη, και μονάχα έτσι μπορούμε ν' αναπτύξουμε τις πνευματικές μας ικανότητες, διαφορετικά, θα γίνουμε σαν αυτούς που μισοκοιμούνται στα καφενεία σαν τα πρόβατα, αχ, έλεγε, κι όταν άρχιζαν οι βροντές πριν από τη βροχή, ο διάβολος έφευγε σαν αστραπή από το δωμάτιο του και πηδώντας δυο δυο τα σκαλοπάτια έβγαινε στον κήπο, ξάπλωνε ανάσκελα στο χώμα και, μέχρι που να γίνει μούσκεμα, κοίταζε, κοί­ταζε τα σύννεφα. Ένιωθα ότι έψαχνε να βρει μια δικαιολο­γία για να γράψει για τα σύννεφα, γιατί μου έλεγε: Όταν μάθουν όλοι ότι κάθε πράγμα έχει τη δική του αιτία, δεν θα μείνει τόπος στο νου τους για το Θεό, γιατί θα νιώσουν ότι το λουλούδι που ανθίζει, το αυγό που κάνει η κότα, η άμπω­τη κι οι παλίρροιες, η βροντή κι η βροχή δεν είναι Θεού θε­λήματα μα φυσικά φαινόμενα, όπως θα τα γράψω εγώ στην εγκυκλοπαίδεια μου. Και τότε θα καταλάβουν ότι κάθε πράγμα δημιουργεί άλλα πράγματα κι ότι ο Θεός δεν είναι σε θέση να κάνει τίποτα. Κι αν ακόμη είναι εκεί που είναι, θα δουν ότι όλα αυτά που μπορούσε να κάνει τα έχει ανα­λάβει η επιστήμη μας κι εκείνος κάθεται και τα κοιτάζει. Πες μου, Φατμά, μπορεί να λέγεται Θεός αυτός που μονά­χα γύρω του κοιτάζει και δεν έχει καμιά δύναμη; Δεν μι­λάς, βλέπω, επειδή κι εσύ καταλαβαίνεις πως Θεός δεν

Page 197: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 197

υπάρχει. Αν κάποια μέρα, όπως εσύ, διαβάσουν και νιώσουν κι αυτοί αυτά που γράφω, ξέρεις τι θα γίνει; Μ' ακούς, Φα­τμά;

Όχι, δεν σ' ακούω, Σελαχατίν, μα αυτός δεν μιλούσε για να τον ακούω εγώ: Αν καταλάβουν ότι τίποτα δεν είναι σε θέση να κάνει ο Θεός, θα δουν ότι τα πάντα είναι στα δικά τους χέρια. Τι θα κάνουν, Φατμά, όταν καταλάβουν ότι ο φόβος και η τόλμη, το έγκλημα κι η τιμωρία, η νωθρότητα κι η κίνηση, το καλό και το κακό είναι στα χέρια τους; Τα λέει όλα αυτά και, σαν να μην κάθεται στο τραπέζι, μπρο­στά στα μπουκάλια, μα στο γραφείο του, σηκώνεται αμέ­σως κι αρχίζει να βηματίζει φωνάζοντας: Και τότε, θα πά­θουν αυτό που είχα πάθει εγώ στα πρώτα μου χρόνια, θα τρομάξουν, θα λυθούν τα γόνατα τους, θα δυσκολευτούν να πιστέψουν όσα είναι σε θέση να σκεφτούν, θα τρομοκρατη­θούν με τη σκέψη αυτών που σκέφτονται, θα νιώσουν ένο­χοι, θα τρέμουν τα φυλλοκάρδια τους, και τότε λοιπόν θα θυμώσουν μαζί μου που δημιούργησα αυτή την κατάσταση, μα, επειδή δεν θα τους μένει άλλη διέξοδος, προκειμένου ν' απαλλαγούν από το άγχος αυτό, θα τρέξουν, ναι, θα τρέξουν σ' εμένα, στα βιβλία μου, στη σαρανταοκτάτομη εγκυκλο­παίδεια μου, και θα νιώσουν πως αυτό που λέγεται Θεός εί­ναι πια στους τόμους μου, είμαι εγώ, Φατμά. Ναι, εγώ, ο γιατρός Σελαχατίν, γιατί τον εικοστό αιώνα να μην πάρω τη θέση του και γίνω ο καινούργιος Θεός όλων των μου­σουλμάνων; Γιατί Θεός μας πια είναι η επιστήμη, ακούς, Φατμά;

Όχι! Γιατί σκέφτομαι πως είναι αμαρτία ακόμη και να σ' ακούω, γιατί έφαγα τις πατάτες με κιμά και τα άνοστα πράσα που μαγείρεψε ο Ρετζέπ, έβαλα στο πιάτο μου ασου-

Page 198: Το σπίτι της σιωπής

198 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ρέ κι αποσύρθηκα στο διπλανό μικρό και κρύο δωμάτιο. Κά­θομαι εκεί, ενώνω τα πόδια μου για να μην κρυώνουν και με το κουταλάκι μου τρώω σιγά σιγά τον ασουρέ μου: με­ρικά σπόρια ροδιού, φασόλια, ρεβίθια, ξερά σύκα, καλαμπό­κι, ξερές μαύρες σταφίδες, φιστίκια και πάνω τους λίγο αν­θόνερο, τι νόστιμο, τι ωραίο!

Δεν με παίρνει ο ύπνος. Σηκώθηκα από την άκρη του κρεβατιού. Θέλω ασουρέ. Πάω και κάθομαι στο τραπέζι. Πάνω του ένα μπουκάλι κολόνια, δεν είναι από γυαλί, μα το περιεχόμενο διακρίνεται. Μόλις το πρωτοείδα χτες το με­σημέρι, το πήρα για γυαλί, μα, όταν το άγγιξα με το χέρι μου, σιχάθηκα, τι είναι αυτό, είπα, δεν είχε γυάλινο μπου­κάλι, γιαγιάκα μου, είπε η Νιλγκιούν, και, δίχως να δώσουν σημασία στα λόγια μου, τρίψανε τους καρπούς των χεριών μου. Αυτό που τρέχει από το πλαστικό, εσάς μπορεί να σας αναζωογονεί, εμένα όμως όχι. Δεν το 'πα, γιατί δεν θα με καταλάβαιναν. Η δική σας νεκρή καρδιά είναι πλαστική και σε αποσύνθεση! Αν τους το 'λεγα αυτό, μπορεί να βάζανε τα γέλια.

Θα γελάσουν βέβαια: Τι παράξενοι που είναι αυτοί οι ηλι­κιωμένοι, γελάνε* πώς είστε, γιαγιά, γελάνε* ξέρετε τι εί­ναι τηλεόραση, γελάνε* γιατί δεν έρχεστε κάτω να καθίσε­τε μαζί μας, γελάνε* τι ωραία που είναι η ραπτομηχανή σας, γελάνε* έχει και πεντάλ, γελάνε* όταν κοιμάστε γιατί παίρ­νετε και το μπαστούνι σας στο κρεβάτι, γελάνε* να σας πά­με μια βόλτα με το αυτοκίνητο, γιαγιά, γελάνε* τι ωραία που είναι τα κεντήματα της νυχτικιάς σας, γελάνε* στις εκλογές γιατί δεν ψηφίσατε, γελάνε* γιατί ψάχνετε όλη την ώρα στην ντουλάπα σας, γελάνε* αν τους πω, γιατί όταν με βλέπετε γελάτε, πάλι θα γελάσουν, θα γελάσουν, όμως θα

Page 199: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 1 9 9

πουν, μα δεν γ ε λ ά μ ε , γ ιαγ ιά , και ξανά θα γελάσουν. Ίσως γ ιατ ί ο πατέρας κ ι ο παππούς τους κλα ίγανε σ' όλη τους τ η ζωή. Π ι κ ρ ά θ η κ ε η καρδιά μου απ' όλα αυτά.

Να ξυπνήσω άραγε τον τζουτζέ και να του ζητήσω ασου-ρ έ ; Θα μπορούσα να χτυπήσω μ ε το μπαστούνι μου το πά­τωμα και να φωνάξω, ξύπνα, τζουτζέ , πώς γ ίνετα ι , κυρία, τέτο ια ώρα, θα πε ι , και μάλιστα τέτο ια ε π ο χ ή ; Μ η ν το σκέ­φ τ ε σ τ ε , κυρία, κ ο ι μ η θ ε ί τ ε ήσυχα ήσυχα κ ι αύριο το πρωί ε γ ώ . . . Αν δεν κάνε ις αυτό που θέλω, τ ό τ ε γ ιατ ί ε ίσαι ε δ ώ ; Ξεκουμπ ίσου ! Θα τ ρ έ ξ ε ι αμέσως σ' αυτούς: Η γ ιαγ ιά σας μ ε βασανίζει παιδιά, πολύ! Κ α ι τ ό τ ε τ ι κάθεσαι , γ ιατ ί ε ίναι εδώ ακόμη ο τζουτζές και δεν ξ ε κ ο υ μ π ί σ τ η κ ε όπως ο αδελ­φός του ; Ε π ε ι δ ή , κυρία, το ξ έ ρ ε τ ε κι εσε ίς πολύ καλά ότι ο μακαρίτης ο Ν τ ο γ ά ν μ π έ η ς μας ε ί π ε , π ά ρ τ ε αυτά τα χ ρ ή ­ματα, Ρ ε τ ζ έ π και Ισμαήλ , να ζ ή σ ε τ ε όπως θ έ λ ε τ ε , ε γ ώ βα­ρέθηκα να έχω τύψε ι ς γ ια τ ις ενοχές και τ ι ς αμαρτ ίες τ η ς μ η τ έ ρ α ς και του πατέρα μου, και τ ό τ ε ο τ ε τ ρ α π έ ρ α τ ο ς ο Ισμαήλ , να 'σαι καλά, αδελφέ μου, εντάξε ι , ε ί π ε , π ή ρ ε τα χρήματα κι αγόρασε το οικόπεδο στην ανηφόρα, κι έ χ τ ι σ ε ε κ ε ί το σπ ίτ ι του , αυτό που ε ί δ α τ ε πηγαίνοντας χ τ ε ς στο νεκροταφε ίο , γ ι α τ ί τώρα κ ά ν ε τ ε τ η ν α ν ί δ ε η , κυρία, εσε ί ς δεν ε ί σ τ ε μήπως που τον ένα μας τον αφήσατε κουτσό και τον άλλο τον κ ά ν α τ ε νάνο ; Σ ώ π α ! Ξ α φ ν ι κ ά , τρόμαξα! Όλους τους ξεγελάε ι . Ο γιος μου, ο Ν τ ο γ ά ν , ήταν ένας άγ­γελος* τ ι του ε ί π α τ ε , τον ξ ε γ ε λ ά σ α τ ε , μπασταρδάκια, και του π ή ρ α τ ε τα λεφτά του* αλλά κ ι εσύ, παιδί μου, δεν πρό­κε ι τα ι να ξαναπάρεις τ ί π ο τ ε από μ έ ν α : Έ λ α , αν θες , ρίξε μια ματιά στην κασετίνα μου, δεν έ μ ε ι ν ε τ ίποτα μέσα, φυ­σικά εξαιτ ίας του μεθύστακα του πατέρα σου* μάνα, μ η λες βαριές κ ο υ β έ ν τ ε ς γ ια τον πατέρα μου, στο διάβολο και τα

Page 200: Το σπίτι της σιωπής

2 0 0 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

χρήματα και τα κοσμήματα σου, αιτία όλων των κακών εί­ναι φυσικά τα χρήματα* δώσ' μου την κασετίνα, θα την πε­τάξω στη θάλασσα, όχι, μητέρα, τη θέλω για πράγματα χρήσιμα, ξέρεις, γράφω γράμματα, γνωρίζω τον υπουργό Γεωργίας, ήμασταν συμμαθητές, ήταν μια τάξη μικρότε­ρος μου, ετοιμάζω σχέδια νόμου, σου ορκίζομαι, μητέρα, τούτη τη φορά θα τα καταφέρω, εντάξει, εντάξει, κράτα την κασετίνα σου, είναι δική σου, κράτησε τη, δεν τη θέλω, μα μη μ' εμποδίζεις να πίνω. Σηκώθηκα από το τραπέζι, πή­γα στην ντουλάπα, έβγαλα το κλειδί, την άνοιξα, ένιωσα τη μυρωδιά της. Την είχα βάλει στο δεύτερο συρτάρι. Άνοι­ξα το δεύτερο συρτάρι: νά τη, εδώ είναι. Τη μύρισα δίχως να την ανοίξω* την άνοιξα, ξαναμύρισα την άδεια κασετίνα και θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια.

Στην Ιστανμπούλ έχει έρθει η άνοιξη* εγώ είμαι νέα κο­πέλα, δεκατεσσάρων χρονών, αύριο το απόγευμα θα πάμε βόλτα. Πού θα πάτε; Θα πάμε στο σπίτι του Σουκρού πα­σά, πατέρα. Διασκεδάζω πολύ με τις κόρες του, την Τουρ-κιάν, τη Σουκράν, τη Νιγκιάν, όλο γελάμε, παίζουν πιάνο, θέατρο, απαγγέλλουν ποιήματα, καμιά φορά μου διαβάζουν και μεταφρασμένα μυθιστορήματα. Τις αγαπώ πολύ. Κα­λά, μπράβο, μα τώρα είναι πολύ αργά, πρέπει να κοιμηθείς, Φατμά. Καλά, θα κοιμηθώ, θα σκέφτομαι ότι αύριο θα πά­με στο σπίτι τους, και θα κοιμηθώ. Ο πατέρας μου κλείνει την πόρτα, ο αέρας από το κλείσιμο της πόρτας μου φέρνει τη μυρωδιά του πατέρα μου, εγώ στο κρεβάτι μου σκέφτο­μαι τις φίλες μου και κοιμάμαι, αύριο στο προσκεφάλι μου θα βρω την όμορφη μέρα: σαν τη μυρωδιά από την κασετί­να μου, όμως ξαφνικά τινάζομαι: Φτάνει πια, ανόητη κα­σετίνα* ξέρω καλά τι είναι η ζωή. Η ζωή μπαίνει μέσα σου,

Page 201: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 2 0 1

σε κατακαίει παντού, αχ, Θεέ μου, σε κατακομματιάζει, ανόητο κορίτσι! Ξαφνικά εκνευρίστηκα τόσο πολύ, που πα­ραλίγο να πετάξω την κασετίνα μου, μα συγκρατήθηκα: Πώς θα μπορέσω μετά να διαιρέσω το χρόνο; Κρύψ' την, κρύψ' την, πάλι θα 'ρθει η ώρα της. Τούτη τη φορά την έκρυψα στο τρίτο συρτάρι, έκλεισα την ντουλάπα, την κλεί­δωσα άραγε, να κοιτάξω άλλη μια φορά, ναι, την κλείδωσα. Κατόπιν πήγα και ξάπλωσα. Πάνω από το κρεβάτι μου, το ταβάνι. Ξέρω καλά γιατί δεν θα μπορώ να κοιμηθώ. Το τα­βάνι είναι πράσινο. Γιατί το τελευταίο αυτοκίνητο μετά το τελευταίο αυτοκίνητο δεν έχει έρθει ακόμη. Μα η πράσι­νη μπογιά έχει σκάσει από παντού, Από κάτω βγαίνει κί­τρινη. Όταν έρχεται εκείνος, ακούω τα βήματα του, μετά καταλαβαίνω ότι κοιμήθηκε. Από κάτω φαίνεται ένα κί­τρινο χρώμα. Όταν νιώσω ότι έχει έρθει, πιστεύω πως όλος ο κόσμος είναι δικός μου, και κοιμούμαι βαθιά κάτω από το κίτρινο χρώμα που βγαίνει κάτω από το πράσινο. Αδύνατον όμως να κοιμηθώ, σκέφτομαι ολοένα τα χρώματα, τη μέρα που ανακάλυψε το μυστικό των χρωμάτων.

Το μυστικό της ζωγραφικής και των χρωμάτων είναι πο­λύ απλό, Φατμά, μου είπε μια μέρα ο Σελαχατίν. Μου έδει­ξε το στεφάνι με τα επτά χρώματα που είχε βάλει στην πί­σω ρόδα του ποδηλάτου του Ντογάν. Γύρισε ανάποδα το ποδήλατο. Βλέπεις, Φατμά, εδώ είναι επτά χρώματα, πρό­σεξε τώρα να δεις τι θα γίνουν αυτά τα επτά χρώματα. Γύ­ρισε δυνατά τη ρόδα του ποδηλάτου, τα χρώματα ενώθη­καν κι έγιναν ένα άσπρο, εγώ τα 'χασα, τρόμαξα, αυτός έβα­λε τα γέλια κι έτρεξε πέρα-δώθε στο δωμάτιο. Το βράδυ, στο φαγητό, μου εξήγησε περήφανα: Φατμά, γράφω μονά­χα ό,τι βλέπω, αυτή είναι η αρχή μου: κάτι που δεν μπορεί

Page 202: Το σπίτι της σιωπής

202 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ν' αποδειχτεί με πείραμα δεν μπαίνει στην εγκυκλοπαίδεια μου! Όμως μετά ξέχασε όσα είχε πει γι' αυτή την αρχή του, γιατί σκέφτηκε πως η ζωή είναι σύντομη κι η εγκυκλοπαί­δεια του μεγάλη* λίγα χρόνια πριν ανακαλύψει το θάνατο έγινε αυτό: Κανείς δεν μπορεί να έχει τον καιρό να κάνει όλα τα πειράματα που θέλει, Φατμά, έλεγε, το εργαστήριο που έφτιαξα στο πλυσταριό ήταν απλώς μια νεανική επιθυ­μία, αυτός που θα ξεσηκωθεί ν' αποδείξει την ορθότητα του θησαυρού των γνώσεων που βρήκαν οι Δυτικοί θα πρέπει να 'ναι ή βλάκας ή ξιπασμένος· σαν να είχε μαντέψει ότι έλεγα μέσα μου, είσαι κι από τα δύο, Σελαχατίν. Και τότε εκνευριζότανε κι έβαζε τις φωνές. Ούτε ο μεγάλος Ντιντε-ρό δεν κατάφερε να συμπληρώσει την εγκυκλοπαίδεια του σε δεκαεφτά χρόνια, Φατμά, επειδή ήταν ξιπασμένος, ποιος ο λόγος να τα βάλεις με τον Βολταίρο και τον Ρουσό, ανόη­τε άνθρωπε, γιατί κι αυτοί ήταν μεγάλοι, τουλάχιστον όσο εκείνος, αν ο άνθρωπος δεν παραδεχτεί ότι κάποιοι μεγά­λοι πριν από τον ίδιο σκέφτηκαν κι ανακάλυψαν ορισμένα πράγματα, είναι καταδικασμένα όλα να μείνουν μισά. Εγώ είμαι μετριόφρων, παραδέχομαι πως οι Ευρωπαίοι πριν από μας τα έχουν βρει όλα, με όλες τους τις λεπτομέρειες. Δεν είναι ανόητο να ξεσηκωθείς να ερευνήσεις και ν' ανακαλύ­ψεις τα ίδια πράγματα; Για να καταλάβω ότι ένα κυβικό εκατοστόμετρο χρυσού ζυγίζει 19,3 γραμμάρια κι ότι μ' αυ­τό μπορείς ν' αγοράσεις τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, δεν είναι ανάγκη, Φατμά, να πάρω μια ζυγαριά και ν' αρχίσω να ζυγίζω, ούτε να γεμίσω τις τσέπες μου με χρυσό και να τρέξω να βρω όλους τους ανέντιμους που ασχολούνται με αυτά στην Ιστανμπούλ. Οι αλήθειες μο­νάχα μια φορά ανακαλύπτονται, Φατμά: ο ουρανός και στη

Page 203: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 203

Γαλλία είναι γαλανός, οι συκιές και στη Νέα Τόρκη δίνουν καρπό τον Αύγουστο, οι κότες γεννούν και στην Κίνα με τον ίδιο τρόπο αυγά, η ατμομηχανή είναι και στο Αονδίνο κινητήρια δύναμη όπως και σ' εμάς, στο Παρίσι δεν υπάρ­χει Θεός όπως δεν υπάρχει ούτε σ' εμάς, οι άνθρωποι πα­ντού είναι ίσοι, παντού και πάντα το καλύτερο πολίτευμα εί­ναι η δημοκρατία κι αρχή όλων είναι η επιστήμη. Από τη στιγμή που έφτασε σ' αυτό το συμπέρασμα ο Σελαχατίν, έπαψε να τρέχει στην Γκέμπζε, να πηγαίνει στα σιδεράδι­κα για να του φτιάχνουν παράξενα εργαλεία, δεν με παρα­καλούσε πια να του δώσω χρήματα για όλα αυτά ούτε κα­λούσε τον εβραίο, δεν τον απασχολούσαν πια τα συγκοινω-νούντα δοχεία που κατασκεύαζε με μπουριά της σόμπας, ούτε γύριζε σαν τους τρελούς, που για να βρούνε λίγη γα­λήνη κοιτάνε το νερό της δεξαμενής στην αυλή του φρενο­κομείου, ούτε, για να εξηγήσει τον ηλεκτρισμό, πετούσε πια χαρταετούς που πέφτανε μούσκεμα από τη βροχή κάτω σαν ζυμάρι, ούτε ασχολούνταν με φακούς, με τζάμια, με χω­νιά, με μπουριά που βγάζανε καπνούς, με χρωματιστά μπου­κάλια, με κιάλια: Πολλά σου ζήτησα να ξοδέψεις, Φατμά, για τις ανοησίες που έφτιαχνα στο πλυσταριό, είχες δίκιο όταν έλεγες πως ήταν παιδιαρίσματα, συμπάθα με, η σκέ­ψη ότι θα συμβάλουμε στην ανάπτυξη της επιστήμης με το ερασιτεχνικό εκείνο εργαστήριο που θα φτιάχναμε στο σπί­τι μας δεν ήταν μονάχα νεανική τρέλα μα και άγνοια του μεγαλείου της επιστήμης, πάρε αυτό το κλειδί, και πάρτε τα όλα εκείνα μαζί με τον Ρετζέπ, και θέλετε πετάξτε τα στη θάλασσα, θέλετε πουλήστε τα, κάντε τα ό,τι θέλετε. Πάρτε ακόμη και τούτες τις πινακίδες, τη συλλογή μου από έντομα, τους σκελετούς των ψαριών, τα ξεραμένα λουλού-

Page 204: Το σπίτι της σιωπής

204 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

δια και φύλλα, τον ψόφιο ποντικό, τη νυχτερίδα, το φίδι, το βάτραχο που έχω μέσα σε φάρμακο* έλα, κράτα αυτές τις γυάλες, Φατμά, Θεέ μου, γιατί σιχαίνεσαι, τι φοβάσαι, κα­λά, καλά, φώναξε τον Ρετζέπ, θέλω τώρα αμέσως ν' απαλ­λαγώ απ' όλες αυτές τις ανοησίες, καθώς βλέπεις, δεν έχει μείνει χώρος για τα βιβλία μου, καλά είναι έτσι, γιατί είναι βλακεία να πιστεύουμε ότι εμείς εδώ στην Ανατολή είμαστε σε θέση να κάνουμε εφευρέσεις. Αυτοί έχουν βρει τα πά­ντα, δεν έχουμε τίποτα να προσθέσουμε. Και τώρα πρόσε­ξε αυτή την κουβέντα: Κάτω από τον ήλιο, τίποτα και­νούργιο δεν υπάρχει! Βλέπεις, Φατμά, ούτε κι η κουβέντα αυτή είναι νέα, κι αυτήν, διάβολε, απ' αυτούς τη μάθαμε, με καταλαβαίνεις, δεν μου μένει πια καιρός, ξέρω πως όλο αυτό το υλικό δεν θα μπορέσω να το χωρέσω μέσα σε σα­ράντα οκτώ τόμους, θα χρειαστώ πενήντα τέσσερις τόμους, όμως ανυπομονώ να χαρίσω το έργο μου στις μάζες. Πόσο εξαντλητικό είναι να γράψει κανείς ένα πραγματικό έργο! Ξέρω ακόμη, Φατμά, ότι δεν έχω το δικαίωμα να μικρύνω την εργασία μου, γιατί εμένα δεν μου φτάνει να είμαι σαν τους ανόητους που αρκούνται να χωρέσουν την άκρη μιας αλήθειας, σε εκατοντασέλιδα βιβλιαράκια, ναι, Φατμά, πά­ρε τα φυλλάδια του Αμπντουλάχ Τζεβντέτ, θα δεις πόσο ρηχός είναι, τι κοινοτοπίες μας σερβίρει, αυτή είναι η αλή­θεια, εξάλλου έχει παρερμηνεύσει τον Ντε Πασέ, δεν διά­βασε ποτέ τον Μπονσάνς, χρησιμοποιεί λάθος τη λέξη fraternite, μα από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώσεις, ποια από τα λάθη τους να διορθώσεις, κι αν ακόμη το κά­νεις, ποιος θα σε καταλάβει, γιατί για να καταλάβει ο λαός μας πρέπει όλα να τα λες απλά, ξέρεις πόσο δυσκολεύομαι να εξηγήσω τις επιστημονικές ανακαλύψεις, συχνά προ-

Page 205: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 205

σθέτω στα κείμενα μου παροιμίες και γνωμικά για να κα­ταλάβουν τα ζώα... θυμάμαι τον Σελαχατίν να φωνάζει, όταν, ξαφνικά, άκουσα το βουητό του τελευταίου αυτοκι­νήτου.

Σταμάτησε μπρος στην πόρτα του κήπου. Η μηχανή του εξακολουθούσε να μουγκρίζει, όταν άνοιξαν την πόρτα άκου­σα: Θεέ μου, τι παράξενη μουσική, πόσο χυδαία! Έπειτα μιλήσανε, τους άκουσα.

«Αύριο το πρωί θα συναντηθούμε στο σπίτι της Τζεϊλάν, εντάξει; φώναξε κάποιος.

«Εντάξει!» είπε ο Μετίν. Κατόπιν το αυτοκίνητο ξεμάκρυνε, συνεχίζοντας να μου­

γκρίζει. Ο Μετίν πέρασε από τον κήπο, άνοιξε την πόρτα της κουζίνας, μπήκε μέσα, ανέβηκε τα πέντε σκαλοπάτια και βρέθηκε στην τραπεζαρία, όπως την έλεγε ο Σελαχα­τίν, από εκεί ανέβηκε τις σκάλες, δεκαεννέα σκαλοπάτια, την ώρα που περνούσε μπροστά από το δωμάτιο μου, σκέ­φτηκα να τον φωνάξω: Μετίν, Μετίν, έλα εδώ, έλα, παι­δάκι μου, πες μου, πού ήσουν, τι συμβαίνει έξω, τι γίνεται στον κόσμο αυτές τις νυχτερινές ώρες, έλα, πες μου, πού πήγατε, τι είδατε, τι κάνατε, μίλα μου, να διασκεδάσω λί­γο, να συγκινηθώ, μα είχε μπει κιόλας στο δωμάτιο του. Μέχρι να μετρήσω ώς το πέντε, αυτός θα έχει γδυθεί και θα έχει πέσει στο κρεβάτι του, κι από το βάρος του θα κου­νηθεί ολόκληρο το σπίτι, νά, κουνιέται, και, μέχρι να με­τρήσω άλλα πέντε, θα τον έχει πάρει ο ύπνος, νά, κοιμάται τώρα, με τον όμορφο ύπνο της νιότης, όταν είσαι νέος, κοι­μάσαι όμορφα, δεν είναι έτσι, Φατμά;

Μα εγώ ούτε στα δεκαπέντε μου δεν μπορούσα να κοι­μηθώ έτσι. Κάτι περίμενα πάντα, τη βόλτα που θα κάναμε

Page 206: Το σπίτι της σιωπής

206 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μ ε την άμαξα, το πιάνο που θα παίζαμε , τ ι ς ξαδέρφες που θα έρχονταν ε π ί σ κ ε ψ η , το φαγητό που θα τ ρ ώ γ α μ ε και μ ε ­τά θα σηκωνόμασταν από το τραπέζ ι , μα και τ η ν άλλη την πιο βαθιά αναμονή, που έ σ β η ν ε όλες τ ις ά λ λ ε ς , όπως κι αυ­τό που π ε ρ ι μ έ ν ο υ μ ε από τ η ν αναμονή, που κανείς δεν ξέρε ι τ ι ε ίναι . Τώρα που πέρασαν ε ν ε ν ή ν τ α χρόνια, όπως το κα­θαρό νερό που τ ρ έ χ ε ι από εκατοντάδες βρύσες σε μαρμάρι­νη γούρνα, όλα αυτά έχουν μαζευτεί στο νου μου, και στη σι­γαλ ιά τ η ς ζ εστής και απαλής καλοκαιρ ινής νύχτας, π λ η ­σιάζω το σώμα μου σ τ η δροσερή γούρνα, β λ έ π ω στο νερό τ η ς ε μ έ ν α , και παρατηρώ ότι ε ίμα ι γ ε μ ά τ η μ' ε μ έ ν α και , γ ια να μ η λερωθε ί , να μ η σκον ιστε ί , θ έ λ ω να φυσήξω γ ια να σ η κ ω θ ε ί το πρόσωπο μου στον αέρα. Ή μ ο υ ν ένα ανά­λαφρο, λ ε π τ ο κ α μ ω μ έ ν ο κοριτσάκι .

Αναρωτ ιέμα ι συχνά αν θα μπορούσε να με ίνε ι κανείς ένα κοριτσάκι σε όλη του τ η ζ ω ή : αν δεν θ έ λ ε ι να μεγα λώ σ ε ι και να βουλιάξει στην αμαρτία ένα κορίτσι σαν ε μ έ ν α , κ ι αν αυτό ε ίναι η μοναδική επ ιθυμ ία του, π ρ έ π ε ι να 'χει το δ ι­καίωμα να το π ε τ ύ χ ε ι , μα πώς θα μπορέσε ι να το π ε τ ύ χ ε ι ; Ό τ α ν ήμουνα μ ι κ ρ ή στην Ιστανμπούλ, ε ί χ α μ ε πάε ι ε π ί σ κ ε ­ψ η σ τ η Ν ι γ κ ι ά ν , στην Τουρκιάν και τ η Σ ο υ κ ρ ά ν μου διά­βασαν ένα γ α λ λ ι κ ό μυθ ιστόρημα, μεταφρασμένο στα τουρ­κ ικά : Οι χριστιανοί ε ίχαν, λ έ ε ι , μοναστήρια* όποιος ή θ ε λ ε να με ί ν ε ι αμόλυντος, ανέβαινε στο λόφο, έμπα ινε στο μονα­στήρ ι και π ε ρ ί μ ε ν ε * παράξενο κ ι άσχημο, σ κ έ φ τ η κ α όταν μου διάβαζε η Ν ι γ κ ι ά ν το β ιβλ ίο , κ ι ε ίπα μέσα μου, σκέψου να κάθονται όσες θέλουν να μείνουν αμόλυντες σ τ η σειρά, σαν τ ις τ ε μ π έ λ ε ς , τ ι ς βρόμικες κότες που δεν θέλουν να κά­νουν αυγά. Κ ι έ π ε ι τ α τ ις φαντάστηκα να μεγαλώνουν και να γερνάνε και σ ιχάθηκα: χριστιανοί μ ε τους σταυρούς και

Page 207: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 207

τα είδωλα τους· παπάδες, με μαύρα γένια και κόκκινα μά­τια, που σαπίζουν πίσω από τα κρύα πέτρινα ντουβάρια! Αυ­τό δεν μου κάνει. Εγώ θέλω να μείνω εγώ, όπως είμαι, χω­ρίς να με βλέπει κανείς.

Όχι, αδύνατο να κοιμηθώ! Άδικα κοιτάζω συνέχεια το ταβάνι. Σηκώνομαι σιγά σιγά, πάω στο τραπέζι και κοιτά­ζω το δίσκο σαν να τον βλέπω για πρώτη φορά. Ο τζουτζές απόψε μου άφησε ροδάκινα και βύσσινα. Παίρνω ένα βύσ­σινο, σαν μεγάλο ρουμπίνι είναι, το βάζω στο στόμα μου, το κρατάω λίγο ανάμεσα στα σαγόνια μου, κατόπιν το δα­γκώνω και το μασάω πολύ σιγά, περιμένοντας να με πάνε κάπου ο χυμός κι η γεύση του, όμως μάταια. Είμαι ακόμη εδώ. Έβγαλα το κουκούτσι και δοκίμασα άλλο ένα, κατό­πιν ένα ακόμη, μετά άλλα τρία, εξακολουθώ όμως να είμαι στη θέση μου. Είναι φανερό ότι θα περάσει δύσκολα αυτή η νύχτα...

Page 208: Το σπίτι της σιωπής

17

Όταν ξύπνησα, ο ήλιος είχε φτάσει στον ώμο μου. Τα που­λιά τιτίβιζαν στα δέντρα, κι η μάνα μου με τον πατέρα μου είχαν πιάσει την κουβέντα στο διπλανό δωμάτιο.

«Τι ώρα κοιμήθηκε χτες ο Χασάν;» ρώτησε ο πατέρας μου.

«Δεν ξέρω», είπε η μητέρα μου. «Κοιμόμουνα. Θέλεις κι άλλο ψωμί;»

«Όχι», είπε ο πατέρας μου. «Θα έρθω το μεσημέρι να δω αν είναι εδώ».

Μετά σωπάσανε, όχι όμως και τα πουλιά: από κει που κοιμόμουνα άκουγα τα πουλιά και τα αυτοκίνητα αυτών που βιάζονταν να πάνε στην Ιστανμπούλ. Έπειτα σηκώθηκα, πήρα από την τσέπη του παντελονιού μου τη χτένα της Νιλγκιούν και ξάπλωσα πάλι. Κοίταξα τη χτένα στο φως που έμπαινε από το παράθυρο και σκέφτηκα, κι η σκέψη ότι αυτό που κρατούσα στο χέρι μου είχε τριγυρίσει στις πιο μακρινές γωνιές του πυκνού δάσους των μαλλιών της με ξάφνιασε.

Λίγο αργότερα βγήκα από το παράθυρο χωρίς να κάνω

Page 209: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 209

θόρυβο, πλύθηκα με νερό του πηγαδιού κι ένιωσα καλύτε­ρα. Δεν σκεφτόμουνα πια όπως χτες τη νύχτα, πως δεν εί­ναι δυνατό να έχω σχέσεις με τη Νιλγκιούν γιατί ανήκου­με σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Μπήκα μέσα, φόρεσα το μαγιό μου, το παντελόνι μου και τα αθλητικά παπούτσια μου, έβαλα τη χτένα στην τσέπη μου, αλλά, την ώρα που έκανα να βγω, άκουσα στην πόρτα θόρυβο. Ωραία: ο πατέ­ρας μου φεύγει, που σημαίνει ότι τρώγοντας το πρωινό μου -ντομάτα, τυρί κι ελιές- δεν θα τον ακούω να λέει πόσο δύ­σκολη είναι η ζωή και πόσο σημαντικό είναι το απολυτήριο του λυκείου.

Τους άκουσα να μιλούν μπροστά στην πόρτα. «Πες του ότι αν δεν καθίσει και σήμερα να διαβάσει...»

έλεγε ο πατέρας μου. «Μα διάβασε χτες το βράδυ», είπε η μάνα μου. «Εγώ βγήκα στον κήπο και κοίταξα από το παράθυρο

του μέσα», είπε ο πατέρας μου. «Καθόταν στο τραπέζι, μα δεν διάβαζε. Το μυαλό του είναι αλλού...»

«Θα διαβάσει, θα διαβάσει», είπε η μάνα μου. «Εκείνος ξέρει», είπε ο κουτσός λαχειοπώλης. «Αν δεν πε­

ράσει την τάξη, πάλι τσιράκι στον μπαρμπέρη θα τον βάλω». Έπειτα άκουσα τον άνισο βηματισμό του. Δυο πόδια, το

ένα γερό το άλλο κουτσό, ν' απομακρύνονται. Όταν έφυγε, βγήκα, πήγα στην κουζίνα κι άρχισα να τρώω το πρωινό μου.

«Κάτσε», είπε η μητέρα μου. «Γιατί τρως όρθιος;» «Θα φύγω αμέσως», είπα. «Έτσι κι αλλιώς, είτε λίγο δια­

βάσω είτε πολύ, το ίδιο κάνει. Άκουσα τι σου είπε». «Μην του δίνεις σημασία», είπε. «Έλα, κάτσε και φάε

με την ησυχία σου! Θέλεις να σου βάλω τσάι;» Με κοίταζε με αγάπη. Ξαφνικά σκέφτηκα πόσο αγα-

Page 210: Το σπίτι της σιωπής

210 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

πούσα τη μητέρα μου και πόσο δεν αγαπούσα τον πατέρα μου. Τη λυπήθηκα, θυμήθηκα πως κάποτε την έδερνε, γι' αυτό δεν μπόρεσε να κάνει άλλο παιδί. Για ποιο αμάρ­τημα να τιμωρείται έτσι άραγε; Μα εγώ τη μητέρα μου την έχω και για αδελφή. Σκέφτηκα: Εμείς δεν είμαστε μάνα και γιος, είμαστε, θαρρείς, αδέλφια, που για να μας τιμω­ρήσουν, μας βάλανε σ' αυτό το σπίτι, του κουτσού, και μας είπαν, άντε να δούμε, ζήστε, αν μπορείτε, με τα χρήματα που κερδίζει αυτός από τα λαχεία. Ναι, η κατάσταση μας δεν είναι βέβαια και τόσο κακή, στην τάξη μας υπάρχουν και πιο φτωχοί από μας, μα ούτε ένα μαγαζί δεν μπορέσα­με ν' αποκτήσουμε. Αν δεν είχαμε στον κήπο μας ντομάτες, φασόλια, πιπεριές, κρεμμύδια, ούτε να μαγειρέψουμε δεν θα είχαμε, και τότε, επειδή η ωραία μάνα μου δεν θα μπο­ρούσε ν' αποσπάσει λεφτά από τον τσιγκούνη λαχειοπώλη, αυτή κι εγώ θα μέναμε νηστικοί. Σαν τα σκέφτηκα αυτά, είπα να μιλήσω της μητέρας μου, να της τα εξηγήσω όλα: να μάθει τον κόσμο, να μάθει ότι καταντήσαμε μαριονέτες των μεγάλων κρατών, να της πω για τους κομουνιστές, τους υλιστές, τους ιμπεριαλιστές και τους άλλους, τους λαούς που παλιότερα ήταν υπηρέτες μας και που σήμερα μας κατά­ντησαν ζητιάνους. Μα δεν θα καταλάβει: αυτή μονάχα για την κακή μας τύχη κλαίγεται, δεν μπορεί να σκεφτεί πώς καταντήσαμε έτσι. Εξακολουθούσε να με κοιτάζει- στενο­χωρήθηκα.

«Όχι, μητέρα», είπα. «Θα φύγω αμέσως. Έχω δουλειά». «Καλά, παιδί μου», είπε. «Εσύ ξέρεις». Καλή μου, όμορφη μου μάνα! Σε λίγο πρόσθεσε: «Τουλάχιστον μην αργήσεις, διάβασε λίγο πριν έρθει ο

πατέρας σου το μεσημέρι».

Page 211: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

Γ ι α μια σ τ ι γ μ ή σ κ έ φ τ η κ α να τ η ς ζ η τ ή σ ω χρήματα, δεν τ η ς ζήτησα* β γ ή κ α , άρχισα να κατηφορίζω. Χ τ ε ς μου έ δ ω ­σε π ε ν ή ν τ α λ ίρες , πήρα και ε ίκοσ ι λ ίρες από το θε ίο Ρ ε ­τ ζ έ π , έκανα δυο τ η λ ε φ ω ν ή μ α τ α , έδωσα ε ίκοσι λ ίρες , έφα­γα και μια π ί τσα , έδωσα ά λ λ ε ς δ ε κ α π έ ν τ ε , μου μ ε ί ν α ν ε τρ ιάντα π έ ν τ ε . Τ ι ς έ β γ α λ α από την τ σ έ π η μου, τ ις μ έ τ ρ η ­σα. Ναι , ε ίχα ακριβώς τρ ιάντα π έ ν τ ε και γ ια να κάνω αυ­τόν το λογαριασμό, δεν ήταν απαραίτητοι ούτε οι λογάριθ-μοι ούτε οι τ ετραγωνικές ρίζες, μα άλλος είναι ο σκοπός των αξιότιμων δασκάλων μου, που σώνει και καλά θέλουν να μ' αφήσουν στην ίδια τ ά ξ η : να μάθω να υποκύπτω, ν' αρκού­μαι στα λίγα. Ξ έ ρ ω καλά πως, όταν μ ε δουν μ ε το κεφάλι σ κ υ μ μ έ ν ο , θα ικανοποιηθούν, θα χαρούν, θα πουν, την έμα­θε τ η ζωή , μα όχι, κύριοι, ε γ ώ δεν θα τ η μάθω τ η ζωή όπως εσε ίς θ έ λ ε τ ε , θα πάρω ένα όπλο και θα σας τ η μάθω ε γ ώ . Τ ό τ ε θα σας πω και τ ι θέλω να κάνω.

Τα αυτοκίνητα περνούσαν γρήγορα από δ ίπλα μου. Σ τ ο απέναντ ι εργοστάσιο οι ε ρ γ ά τ ε ς απεργούσαν. Ε κ ν ε υ ρ ί σ τ η ­κα, κάτ ι ήθελα να κάνω, θα μπορούσα να πάω στην « έ ν ω ­σ η » , μα φοβήθηκα ότι θα 'μουνα μόνος. Τ ι θα 'κανα χωρίς τον Μουσταφά και τον Σ ε ρ ν τ ά ρ ; Σ κ έ φ τ η κ α ότι θα μπορού­σα να πάω μόνος και στο Σκουτάρι α κ ό μ η , στα κεντρ ικά. Αναθέστε μου κάτ ι καλό, να γ ρ ά ψ ω συνθήματα στους τοί­χους, αν γ ί ν ε τ α ι , δεν μ ε ικανοποιε ί να πουλάω ε ι σ ι τ ή ρ ι α στην αγορά, αναθέστε μου κάτι σημαντ ικό, θα 'θελα να τους πω. Οι τηλεοράσε ις , οι ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς κάποια μέρα θ' αναφέ­ρουν τ ' όνομα μου. Αυτά σκεφτόμουν. . .

Ό τ α ν έφτασα στην πλαζ, κοίταξα μέσα από τ η ν περ ί ­φραξη μ ε το κοτετσόσυρμα. Η Ν ιλγκ ιούν δεν ήταν ε κ ε ί . Περπάτησα λ ίγο, σκεφτόμουνα, γύριζα στους δρόμους, όλη

Page 212: Το σπίτι της σιωπής

212 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

την ώρα βυθισμένος στις σκέψε ις μου. Σ τ α μπαλκόνια, στους μικρούς κήπους, γυναίκες και παιδιά τρώγανε πρωινό. Ορι­σμένοι από τους κήπους ήταν πολύ μικροί, τα τραπέζια ήταν τόσο κοντά στο δρόμο, που μπορούσα να μ ε τ ρ ή σ ω τ ις ελ ι ές στα πιάτα τους. Θα 'θελα να τους μάζευα όλους στην πλαζ, να τους έβαζα στη σειρά, ν' ανέβαινα σε μια εξέδρα και να τους έ λ ε γ α : Δεν ν τ ρ έ π ε σ τ ε , εντάξε ι , την κόλαση δεν τ η φο­βάστε πια, το ξέρουμε, μα ούτε και συνε ίδηση έ χ ε τ ε , άθλιοι, ανήθικοι άνθρωποι, πώς καταντήσατε έτσ ι , το μόνο που σας απασχολεί είναι το κέφι σας, το μαγαζί σας, το εργοστάσιο σας, τα κ έ ρ δ η σας, μονάχα αυτά έ χ ε τ ε στόχο στη ζωή σας, δυσκολεύομαι να σας καταλάβω, μα θα σας δείξω ε γ ώ . . . Φ ω ­τ ι ές και πολυβόλα! Αλλά, βλέπε ις , ούτε ιστορικές ταινίες δεν φέρνουν πια. Μ ω ρ έ , θα βάλω μια μέρα τ έ τ ο ι α τ ά ξ η στο μπορντέλο, που δεν θα μ ε ξεχάσουν π ο τ έ . Έφτασα μπροστά στο σπίτ ι τ η ς Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν δεν ε ίδα κανέναν. Να την έπαιρ­να άραγε τηλέφωνο να τ η ς τα εξηγούσα όλα αυτά: όνειρα! Γύρισα στην πλαζ, πάλι δεν ήταν εκε ί . Αργότερα συνάντη­σα το θε ίο Ρ ε τ ζ έ π . Κρατούσε ένα δίχτυ* όταν με ε ί δ ε , άλ­λαξε πεζοδρόμιο και μ ε πλησίασε .

« Τ ι κάνε ις πάλ ι ε δ ώ ; » μου ε ί π ε .

« Τ ί π ο τ α ! » ε ίπα. « Χ τ ε ς μ ε λ έ τ η σ α πολύ και β γ ή κ α λ ίγο να ξεσκάσω».

« Ά ν τ ε , π ή γ α ι ν ε στο σπ ίτ ι σου, παιδί μου» , ε ί π ε . « Κ α λ ά » , ε ίπα. « Τ ι ς ε ίκοσι λ ίρες που μου έδωσες χτες τ ις

ξόδεψα . Μ ε ε ί κ ο σ ι λ ίρες δεν παίρνε ις τ ε τ ρ ά δ ι ο . Μ ο λ ύ β ι έχω, δεν μου χρε ιάζεται . Έ ν α τετράδ ιο κάνε ι πενήντα λί­ρες» .

Έ β α λ α το χέρ ι μου στην τ σ έ π η , έ β γ α λ α τ ις ε ίκοσι λ ίρες , του τ ις έδωσα.

Page 213: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 2 1 3

« Δ ε ν τ ις θ έ λ ω » , ε ί π ε . « Ε γ ώ σου τις έδωσα για να κάτσεις να δ ιαβάσεις . Να διαβάσεις και να γ ίνε ις σπουδαίος άνθρω­πος» .

« Έ τ σ ι τζάμπα δεν γ ίνεσαι σπουδαίος άνθρωπος» , ε ίπα. « Έ ν α τετράδ ιο κοστίζε ι πενήντα λ ίρες . . . »

« Κ α λ ά » , ε ί π ε , κ ι έ β γ α λ ε και μου έ δ ω σ ε άλλες τρ ιάντα λ ίρες . « Μ η ν πάρεις όμως τσ ιγάρα!»

«Αν νομίζε ις ότι θα πάρω τσιγάρα, κράτα τ α » , ε ίπα. Π ε ρ ί μ ε ν α λ ίγο , τα πήρα. « Κ α λ ά » , είπα. «Ευχαριστώ. Δώσε χαιρετισμούς στον Μ ε ­

τίν και τ η Νιλγκ ιούν . Ή ρ θ α ν , έ τσ ι δεν ε ίναι ; Ε γ ώ π ρ έ π ε ι να πάω να διαβάσω. Τα αγγλ ικά είναι πολύ δύσκολα» .

« Κ α ι βέβα ια ε ίναι δύσκολα!» ε ί π ε ο νάνος. « Μ π α ς και νομίζε ις ότι η ζωή είναι ε ύ κ ο λ η ; »

Γ ια να μ η μου κοπανήσει τα ίδια με τον πατέρα μου, προ­χώρησα λ ίγο. Κατόπιν γύρισα και κοίταξα. Περπατούσε αρ­γά και κουνιστά. Τον λυπήθηκα. Όλοι κρατούν το δίχτυ από την ά κ ρ η , αυτός, γ ια να μ η σέρνεται κάτω, το κρατάε ι από τ η μ έ σ η . Κ α η μ έ ν ε νάνε ! Μ ε ρώτησε τ ι γυρεύω εδώ. Όλο ι αυτό μου λ έ ν ε . Σαν να θέλουν ν' αμαρτήσουν εδώ και τους ενοχλώ μ ε την παρουσία μου. Γ ια να μην ξανασυναντηθώ μ ε το νάνο, προχώρησα λ ίγο , σταμάτησα, περ ίμενα , γύρισα, π ή γ α προς την πλαζ, η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά: η Νιλγκιούν ήταν ε κ ε ί ξαπλωμένη στην άμμο. Π ό τ ε ήρθες ; Ή τ α ν ξ α π λ ω μ έ ν η όπως χ τ ε ς και μ ε το κεφάλι τ η ς ακ ίνητο κοίταζε το β ιβλ ίο τ η ς . Τα 'χα κάπως χαμένα, όταν άκουσα μια φ ω ν ή :

« Ό π α ! » φώναξε κάποιος. «Θα π έ σ ε ι ς μ έ σ α ! » Τρόμαξα. Γύρισα και κοίταξα. Ή τ α ν ο Σερντάρ . « Τ ι νέα, ρ ε ; . . . » ε ί π ε . « Τ ι δουλειά έχε ι ς ε δ ώ ; »

Page 214: Το σπίτι της σιωπής

2 1 4 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Τ ί π ο τ α » . « Μ π α ν ί ζ ε ι ς τ ις γ υ ν α ί κ ε ς ; » « Ό χ ι » , ε ίπα. « Έ χ ω δουλε ιά» . « Μ η λες ψ έ μ α τ α » , ε ί π ε . «Κο ι τάζε ι ς σαν να θέλε ι ς να τ ις

φας. Δεν ντρέπεσα ι ; Το βράδυ θα το πω του Μουσταφά, θα δ ε ι ς ! »

« Ό χ ι » , ξανάπα. « Π ε ρ ι μ έ ν ω κάποιον γνωστό . Εσύ τ ι κά­ν ε ι ς ; »

« Π ά ω να δώσω την τσάντα γ ια φτ ιάξ ιμο» , ε ί π ε , δε ίχνο­ντας την τσάντα που κρατούσε. « Κ α ι ποιος είναι αυτός που π ε ρ ι μ έ ν ε ι ς ; »

« Δ ε ν τον ξ έ ρ ε ι ς » . « Δ ε ν π ε ρ ι μ έ ν ε ι ς κανέναν γ ν ω σ τ ό » , ε ί π ε . « Μ π α ν ί ζ ε ι ς τ ις

κ ο π έ λ ε ς χωρίς να ντρέπεσαι * πες μου, ποια έ β α λ ε ς στο μά­τ ι ; »

« Κ α λ ά » , ε ίπα. «Θα σου τ η δε ίξω, μα πρόσεξε πώς θα κοι­τ ά ξ ε ι ς » .

Έ δ ε ι ξ α τ η Νιλγκ ιούν μ ε την άκρη τ η ς μύτης μου. « Δ ι α β ά ζ ε ι » , ε ί π ε . «Από πού τ η ν ξέρε ις εσύ α υ τ ή ; » « Α π ό ε δ ώ » , του ε ίπα και του ε ξ ή γ η σ α . « Π ο λ λ ά χρόνια

πριν, δεν υπήρχε κανένα σπ ίτ ι από μπετόν εδώ, υπήρχαν μονάχα το δ ικό μας πέτρ ινο σπ ί τ ι στον ανήφορο, το δ ικό τους παλιό παράξενο σ π ί τ ι και το μ ικρό πράσινο μαγαζί στην αγορά. Τ ί π ο τ ε άλλο. Δ ε ν υπήρχαν ούτε ο πάνω μα­χαλάς ούτε το εργοστάσιο ούτε το Γ ε ν ι μ α χ α λ έ ούτε και το Ε σ έ ν τ ε π ε . Ο ύ τ ε αυτά τα καλοκαιρ ινά σπ ίτ ια ούτε κ ι η πλαζ. Το τρένο τα χρόνια εκείνα δεν περνούσε ανάμεσα από εργοστάσια κι αποθήκες αλλά μέσα από κήπους κι αμπέλια. Μ ά λ ι σ τ α , από κήπους κι α μ π έ λ ι α ! »

« Ή τ α ν ωραία τ ό τ ε ε δ ώ ; » ρώτησε αφηρημένα .

Page 215: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 2 1 5

« Ν α ι , ή τ α ν ! » ε ίπα. «OL κερασιές άνθιζαν αλλ ιώτ ικα την άνο ιξη . Έ χ ω ν ε ς τα χέρια σου σ τ η θάλασσα, κι αν όχι κ έ -φαλο, έπ ιανες τουλάχιστον σαργό μ ε τα χέρια σου!»

« Τ α παραλές!» ε ίπε . « Π ε ς μου τουλάχιστον γ ιατ ί την π ε ­ρ ιμένε ι ς την κ ο π έ λ α » .

« Κ ά τ ι θα τ η ς δώσω», ε ίπα. « Κ ά τ ι που έ μ ε ι ν ε σ' ε μ έ ν α » . « Τ ι ; » « Η χ τ έ ν α αυτή ε ίναι δ ι κ ή τ η ς » , του ε ίπα , και του τ η ν

έδε ιξα. « Π φ , φτην ιάρ ικη !» ε ί π ε . «Αυτοί δεν τα καταδέχονται τ έ ­

τοια φτηνιάρικα πράγματα. Δώσ' μου τ η ν » . Του έδωσα τ η χτένα, γ ια να δε ι ότι δεν ήταν φτην ιάρ ικη .

Τ η ν π ή ρ ε κι άρχισε να τ η λυγίζε ι , ο διάβολος να τον πάρει . « Ε ί σ α ι ερωτευμένος μ' αυτή την κ ο π έ λ α ; » « Ό χ ι » , ε ίπα. « Π ρ ό σ ε ξ ε , θα τ η σπάσε ις» . « Κ ο κ κ ί ν ι σ ε ς ! Ώ σ τ ε ε ρ ω τ ε ύ τ η κ ε ς μια κοπέλα τ η ς υ ψ η ­

λής κοινωνίας, έ τ σ ι ; » «Θα τ η στραβώσε ις ! » ε ίπα. «Ε ίνα ι κ ρ ί μ α ! » « Γ ι α τ ί ; » ε ί π ε - έ βαλε αμέσως τ η χτένα στην τ σ έ π η του κι

έ κ α ν ε να φύγει . Έ τ ρ ε ξ α ξοπίσω του. « Ό χ ι , Σ ε ρ ν τ ά ρ » , ε ίπα . « Τ ο παρακάνε ις μ ε τα αστε ία

σου!» Δ ε ν α π ά ν τ η σ ε . « Τ ο παρατραβάς, δώσε μου τ η χ τ έ ν α » . Π ά λ ι δεν απά­

ν τ η σ ε . « Δ ε ν είναι ώρα γ ι ' αστε ία! Δεν ε ίναι σωστό να μην τ η ς

την ε π ι σ τ ρ έ ψ ω » . Ε ν ώ περνούσαμε μπροστά από την πόρτα τ η ς πλαζ, μου

φώναξε:

Page 216: Το σπίτι της σιωπής

216 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Δ ε ν μου 'δωσες τ ίποτα, α δ ε λ φ έ ! Γ ι α τ ί έρχεσαι ξοπίσω μου, ντροπή δεν ε ί να ι ; »

Όλο ι γύρισαν και μας κοίταξαν. Δ ε ν μ ίλησα. Συνέχ ισα όμως να τον παρακολουθώ από μακριά. Ό τ α ν τρ ιγύρω δεν ε ίχε με ίνε ι κανε ίς , έτρεξα, έπιασα το χέρ ι του και το λύγ ι ­σα και λυγ ισμένο όπως ήταν, το τράβηξα προς τα πάνω, γ ια να πονέσε ι περ ισσότερο.

«Πρόσεχε , ζωντόβολο!» φώναξε. Η τσάντα του έ π ε σ ε κα­τ α γ ή ς . « Π ε ρ ί μ ε ν ε , σ' τ η δ ίνω!»

Έ β γ α λ ε από την τ σ έ π η του τ η χτένα και την πέταξε κά­τ ω .

« Π ο ύ να καταλάβε ις εσύ από αστε ία , βόδ ι ! » ε ί π ε . Πήρα τ η χ τ έ ν α - δεν ε ίχε πάθε ι τ ί π ο τ α - τ η ν έβαλα στην

τ σ έ π η μου. « Κ α θ υ σ τ ε ρ η μ έ ν ο ζωύφιο! Τ ί π ο τ α δεν καταλαβαίνε ις ! » Μπορούσα να του ρίξω μια γροθιά στα μούτρα, μα τ ι θα

πετύχα ινα ; Προχώρησα προς τ η ν πλαζ . Αυτός π ίσω μου έβρ ιζε , κατόπιν άρχισε να ξεφωνίζει λέγοντας ότι ε ρ ω τ ε ύ ­τ η κ α μια κοπέλα τ η ς υ ψ η λ ή ς κοινωνίας. Δ ε ν ξέρω αν τον άκουσε κάποιος από τους περαστικούς. Ν τ ρ ά π η κ α .

Ό τ α ν έφτασα στην πλαζ , η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν δεν ήταν ε κ ε ί . Ανησύχησα, κοίταξα προσεχτ ικά: όχι, η τσάντα τ η ς ήταν ε κ ε ί . Έ β γ α λ α τ η χ τ έ ν α από την τ σ έ π η μου και π ε ρ ί μ ε ν α να β γ ε ι από τ η θάλασσα.

Μ ό λ ι ς β γ ε ι , θα την πλησιάσω, θα τ η ς πω, Νιλγκιούν, σου 'πεσε η χτένα σου, τ η βρήκα στο δρόμο, γ ιατ ί δεν την παίρ­νε ις , μήπως δεν είναι δ ική σου; Θα την πάρει μάλλον και θα μ' ευχαριστήσε ι . Δεν βαριέσαι , δεν χρε ιάζετα ι να μ' ευχα­ρ ιστε ί ς , τώρα μ' ευχαριστε ίς , μα χ τ ε ς , στο δρόμο, δεν θ έ ­λησες ούτε να μ ε χα ιρετήσε ι ς , θα τ η ς πω. Θα ζ η τ ή σ ε ι συγ-

Page 217: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 2 1 7

γνώμη. Δεν χρειάζεται ούτε συγγνώμη να ζητάς, θα της πω, ξέρω, είσαι καλός άνθρωπος, σε είδα με τα μάτια μου να προσεύχεσαι μαζί με τη γιαγιά σου στο νεκροταφείο. Αυ­τά θα της πω, κι αν με ρωτήσει τι κάνω, θα της πω πως έχω μείνει μετεξεταστέος στα αγγλικά και τα μαθηματικά. Είσαι φοιτήτρια, τα ξέρεις αυτά, μπορείς να με βοηθήσεις; θα τη ρωτήσω. Βέβαια, θα μου πει, έλα στο σπίτι. Και τό­τε θα πάω στο σπίτι της, θα καθίσουμε στο τραπέζι, και κανείς απ' όσους μας δούνε να διαβάζουμε μαζί δεν θα σκε­φτεί ότι είμαστε άνθρωποι δύο διαφορετικών τάξεων. Οι δυο μαζί καθισμένοι στο ίδιο τραπέζι, στο ίδιο τραπέζι. Μ' αυτή τη σκέψη ξεχάστηκα.

Σε λίγο την είδα ανάμεσα στο πλήθος: έχει βγει από τη θάλασσα και σκουπίζεται. Ένιωσα αμέσως την ανάγκη να τρέξω. Φόρεσε το κίτρινο φόρεμα, πήρε την τσάντα της και προχώρησε προς την πόρτα, εγώ βγήκα από την πλαζ και προχώρησα προς τον μπακάλη. Σε λίγο κοίταξα πίσω μου, η Νιλγκιούν ερχόταν κι αυτή. Ωραία! Μπήκα στον μπακά-

«Μια κόκα κόλα!» είπα. «Τώρα», είπε ο μπακάλης. Ο μπακάλης, σαν να 'θελε να 'ρθει η Νιλγκιούν και να

με δει να στέκομαι εκεί, άρχισε να κάνει το λογαριασμό μιας ηλικιωμένης πελάτισσας. Επιτέλους, η ηλικιωμένη γυναί­κα έφυγε, ο μπακάλης άνοιξε την κόκα κόλα μου και με κοίταξε κάπως παράξενα. Άρπαξα το μπουκάλι από το χέ­ρι του, πήγα σε μια γωνιά του μαγαζιού και περίμενα. Όταν μπεις εσύ μέσα, εγώ θα πίνω το αναψυκτικό μου, θα συνα­ντηθούμε στον μπακάλη τυχαία, θα σου πω γεια σου, πώς εί­σαι, μπορείς να μου μάθεις αγγλικά; Περίμενα, περίμενα, κι

Page 218: Το σπίτι της σιωπής

218 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ε π ε ι δ ή τ η ν ώρα που έ μ π α ι ν ε ς στον μ π α κ ά λ η κοίταζα το μπουκάλι που κρατούσα, δεν σε ε ίδα και δεν σου ε ίπα ακό­μη γε ια σου. Καλά, μα ούτε εσύ μ ε ε ίδες ακόμη ή μήπως μ ε ε ίδες και δεν θέλε ι ς πάλι να μ ε χ α ι ρ ε τ ή σ ε ι ς ; Μ α δεν γυρί­ζω να σε κοιτάξω.

« Χ τ έ ν ε ς έ χ ε τ ε ; » ρώτησες , Ν ιλγκ ιούν . « Τ ι είδους χ τ έ ν ε ς ; » ε ί π ε ο μπακάλης . Έν ιωσα να γ ίνομαι κατακόκκινος. «Έχασα τ η χτένα μου», ε ίπες, «θέλω μια χτένα, μια οποια­

δ ή π ο τ ε χ τ έ ν α » . « Έ χ ω μονάχα α υ τ έ ς » , ε ί π ε ο μπακάλης . « Σ α ς κάνουν;» « Ν α δω!» ε ί π ε ς . Κατόπιν έ γ ι ν ε σ ιωπή* ε γ ώ δεν άντεξα άλλο, γύρισα και

σε κοίταξα, Ν ιλγκ ιούν . Ε ίδα το πρόσωπο σου από το πλάι . Τ ι όμορφη που ε ίσαι ! Η ε π ι δ ε ρ μ ί δ α σου ε ίναι σαν μικρού παιδιού, κ ι η μ ύ τ η σου ε ίναι μ ι κ ρ ή .

« Κ α λ ά » , ε ί π ε ς . «Θα πάρω μια απ' αυτές» . Μ α ο μπακάλης δεν απάντησε* ε κ ε ί ν η τ η σ τ ι γ μ ή έμπα ι ­

νε μια γυναίκα, ασχολήθηκε μ' αυτή . Εσύ τ ό τ ε κοίταξες γ ύ ­ρω σου, κι ε γ ώ τρόμαξα. Μπορούσες να σκεφτε ί ς ότι έκα­να πως δεν σε ε ίδα, γ ι ' αυτό μίλησα πρώτος.

« Γ ε ι α σου», ε ίπα. « Γ ε ι α σου», ε ίπες κ ι εσύ. Μ ά τ ω σ ε η καρδιά μου, γ ιατ ί μου φάνηκε πως δεν χάρη­

κες που μ ε ε ί δ ε ς , μάλλον ε ν ο χ λ ή θ η κ ε ς * ώ σ τ ε δεν μ ε συ­μπαθε ίς , σκέφτηκα, ώστε σε ενοχλώ! Κ ι απόμεινα έτσ ι εκε ί , μ ε τ η ν κόκα κόλα στο χέρ ι . Ε ί μ α σ τ ε τώρα στον μ π α κ ά λ η , σαν δυο ξένοι .

Κατόπιν , σ κ έ φ τ η κ α ότι έχε ι δ ίκ ιο , έχε ι δίκιο να μ η θ έ λ ε ι να συναντηθούν οι ματ ι ές μας, γ ιατ ί ανήκουμε σε ε ν τ ε λ ώ ς

Page 219: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 2 1 9

διαφορετικούς κόσμους! Μ α και πάλι μου φαινόταν παρά­ξενο, γ ιατ ί να τσ ιγκουνεύετα ι κανείς ακόμη και την κ α λ η ­μέρα, γ ιατ ί στα καλά καθούμενα να σε κο ιτάζε ι εχθρ ικά; Αδύνατο να καταλάβω: όλα γ ια το χρήμα, όλο βρομιές και κακοήθε ι ες . Ανάθεμα σας! Σ κ έ φ τ η κ α τα μαθηματ ικά , κα­λά, πατέρα, θα καθίσω να διαβάσω μαθηματ ικά , θα πάρω το απολυτήριο του λυκε ίου, θα το πετάξω στα μούτρα τ η ς !

Η Νιλγκ ιούν π ή ρ ε μια κ ό κ κ ι ν η χτένα , ε μ έ ν α μου ή ρ θ ε να κ λ ά ψ ω , μα κατόπιν έ γ ι ν ε κάτ ι που μ' ε ξ έ π λ η ξ ε .

αΘέλω και μια εφημερ ίδα , ΤζουμχουρίέτΙ» Τ α 'χασα. Τ η ν κοίταξα χαζά: π ή ρ ε τ η ν ε φ η μ ε ρ ί δ α τ η ς

και , σαν παιδ ί που δεν ν ι ώ θ ε ι το έ γ κ λ η μ α , τ η ν αμαρτ ία , β γ ή κ ε ψύχραιμα από τ η ν πόρτα. Ε γ ώ έ μ ε ι ν α γ ια λ ίγο , να την κοιτάζω, όμως ξαφνικά άρχισα να τρέχω ξοπίσω τ η ς μ ε το μπουκάλι στο χέρ ι .

« Ώ σ τ ε διαβάζεις κομουν ιστ ική ε φ η μ ε ρ ί δ α ! » τ η ς ε ίπα. « Τ ι ; » έ κ α ν ε η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν , μα δεν μ ε κο ί ταξε εχθρ ικά.

Μονάχα μ ε κοίταξε σαν να ή θ ε λ ε να καταλάβε ι κάτ ι , έ π ε ι ­τα κατάλαβε τ ι ή θ ε λ α να πω, σήκωσε τους ώμους κι έφυγε δίχως να μ ι λ ή σ ε ι .

Ε γ ώ όμως δεν σ' αφήνω, σκέφτηκα. Να μου τα ε ξ η γ ή σ ε ι όλα, και να τ η ς ε ξ η γ ή σ ω κι ε γ ώ . Κα ι κάνω να τρέξω πίσω τ η ς , όμως β λ έ π ω ότι α κ ό μ η κρατάω το ανόητο μπουκάλ ι τ η ς κόκα κόλα. Σ τ ο διάβολο! Γύρισα π ίσω, πλήρωσα, περί­μενα σαν χαζός να μου δώσει τα ρέστα ο μπακάλης γ ια να μην υποψιαστε ί τ ίποτα, κ ι εκε ίνος ο βρομιάρης πιθανό να ή θ ε λ ε να μ η σε προλάβω και σκόπιμα να μ ε καθυστερούσε, δεν ξέρω.

Ό τ α ν β γ ή κ α από τον μ π α κ ά λ η , η Νιλγκ ιούν ε ίχε φύγε ι , ε ίχε στρ ίψε ι προ πολλού στη γωνία. Αν έτρεχα, θα την προ-

Page 220: Το σπίτι της σιωπής

220 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

λάβαινα, μα δεν έτρεξα, περπάτησα γρήγορα, γύρω ήταν άνθρωποι που κοίταζαν, ένα πλήθος από ανόητους, άλλος πήγα ινε στην πλαζ, άλλος στην αγορά, άλλοι έτρωγαν πα­γωτό . Α ν έ β η κ α τον ανήφορο β ιαστ ικά, όταν δεν ήταν κα­νείς γύρω μου έτρεχα, στη στροφή όμως κατάλαβα πως, όσο γρήγορα κι αν έτρεχα, δεν θα την προλάβαινα. Μ α και πά­λι προχώρησα, π ή γ α μ έ χ ρ ι την πόρτα τ η ς , κοίταξα ανάμε­σα από τα κ ά γ κ ε λ α : μ π ή κ ε στο σπ ίτ ι τ η ς από την πόρτα του κήπου.

Κάθισα ε κ ε ί , κάτω από την καστανιά, και σ κ έ φ τ η κ α λί­γο . Σ κ έ φ τ η κ α τους κομουνιστές , τον τρόπο που παραπλα­νούσαν τους ανθρώπους, κι ανατρίχιασα. Κατόπιν σ η κ ώ θ η ­κα, έβαλα τα χέρια μου στις τ σ έ π ε ς , έκανα να γυρίσω πίσω, μα. . . Σ τ η ν τ σ έ π η μου ε ίχα ακόμη την πράσινη χτένα. Τ η ν έβγα λ α , την κοίταξα, ε ίπα να τ η σπάσω, μα όχι, βαρ ιέμα ι ακόμη και να τ η σπάσω. Σ τ η ν άκρη του πεζοδρομίου ήταν ένας σ κ ο υ π ι δ ο ν τ ε ν ε κ έ ς . Τ η ν πέταξα ε κ ε ί τ η χ τ έ ν α σου, Ν ιλγκ ιούν . Προχώρησα χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω πίσω. Π ή γ α μ έ χ ρ ι τον μ π α κ ά λ η . Κ ά τ ι σ κ έ φ τ η κ α τ ό τ ε . Έ χ ο υ μ ε να πούμε και μαζί δυο λογάκια, κύριε μ π α κ ά λ η . Δ ε ν σου ε ί ­π α μ ε να μην πουλάς αυτή τ η ν εφημερ ίδα ; Γ ι ά έλα, λοιπόν, δ ιάλεξε την ποινή σου. Δ ε ν είναι καθόλου απίθανο να μας πε ις πως είσαι κομουνιστής, και πως κι ε κ ε ί ν η η κοπέλα ε ί­ναι κομουνίστρια, να μας πε ι ς , την π ιστεύω αυτή την ε φ η ­μερ ίδα γ ι ' αυτό την πουλάω! Ξαφνικά ένιωσα λύπη γ ια τ η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν , μ ι κ ρ ή ή τ α ν πολύ καλό κορ ί τσ ι . Μ π ή κ α στον μπακάλη φουρκισμένος.

« Π ά λ ι ε σ ύ ; » ε ί π ε ο μπακάλης . « Τ ι θ έ λ ε ι ς ; » Ή τ α ν κ ι άλλοι π ε λ ά τ ε ς , κοντοστάθηκα. Ο μπακάλης ξα­

ναρώτησε , οι π ε λ ά τ ε ς μ ε κοίταζαν.

Page 221: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 2 2 1

« Ε γ ώ ; » ε ίπα. « Θ έ λ ω . . . μια χτένα , γ ια τα μαλλ ιά» . « Κ α λ ά » , ε ί π ε . « Ε σ ύ δεν ε ίσαι ο γ ιος του Ι σ μ α ή λ , που

πουλάει λαχε ία ; » Έ β γ α λ ε το κουτί , μου έ δ ε ι ξ ε . « Η κοπέλα, πριν από λ ίγο , π ή ρ ε κ ό κ κ ι ν η » , ε ί π ε . «Πο ια κ ο π έ λ α ; » του ε ίπα. « Θ έ λ ω μια οποιαδήποτε χ τ έ ­

να» . «Καλά , καλά» , ε ίπε . «Δ ιάλεξε εσύ το χρώμα που θ έ λ ε ι ς » . «Πόσο κάνουν α υ τ έ ς ; » Π ή γ ε στους άλλους π ε λ ά τ ε ς , μ' άφησε ήσυχο, κοίταξα

τ ις χτένες . Κατόπιν πήρα μία κόκκινη , όπως εσύ, Νιλγκιούν. Ε ί κ ο σ ι π έ ν τ ε λ ίρες . Πλήρωσα. Β γ ή κ α από τον μ π α κ ά λ η · τώρα και οι δύο έχουμε την ίδια χτένα, σκέφτηκα . Κατόπιν περπάτησα, περπάτησα, μ έ χ ρ ι ε κ ε ί που τ έ λ ε ι ω ν ε το πεζο­δρόμιο. Ε κ ε ί ήταν κι ο σκουπ ιδοντενεκές , κανε ίς δεν κοί­ταζε . Έχωσα μέσα το χέρ ι μου, έπιασα την πράσινη χτένα σου, δεν ε ί χ ε λ ερωθε ί . Δ ε ν μ ε ε ί δ ε κανε ίς , μα τ ι κ ι αν μ' έ β λ ε π ε ! Τώρα έχω στην τ σ έ π η μου δύο χ τ έ ν ε ς , Ν ιλγκ ιούν , η μία η δ ι κ ή σου, η άλλη σαν τ η δ ι κ ή σου. Μ ο υ άρεσε η σ κ έ ψ η αυτή . Κατόπιν σ κ έ φ τ η κ α πως, αν έ β λ ε π ε κανείς τα καμώματα μου, θα μ ε λυπόταν, μα και θα γελούσε μ ε τ ι ς χαζομάρες μου. Ό μ ω ς δεν μπορούν να μ ε σ τ α μ α τ ά ν ε οι ανα ίσθητο ι , οι β λ ά κ ε ς , οι χαζοί! Ε ί μ α ι ελ εύθερος , γυρ ίζω στους δρόμους και σε σκέφτομαι !

Page 222: Το σπίτι της σιωπής

18

Η ώρα πλησιάζε ι π έ ν τ ε . Ε δ ώ και πολλή ώρα ο ήλιος π έ φ τ ε ι στο παράθυρο του μουχλιασμένου και υγρού δωματίου στο υπόγε ιο . Σ ε λ ίγο θα πάρω τ η ν τσάντα μου και τα χαρτιά μου και θα β γ ω , στο ύπαιθρο αυτή τ η φορά, να ψάξω γ ια την πανούκλα. Ε ί μ α ι μ π ε ρ δ ε μ έ ν ο ς . Λ ίγο πριν, σκεφτόμου­να πως κατάφερα, χωρίς να το καταλάβω, να περ ιπλανηθώ ανάμεσα στα κάθε λογής έγγραφα, . Τώρα, το παράξενο αί­σ θ η μ α ε π ι τ υ χ ί α ς που έν ιωθα έ χ ε ι μ ε τ α τ ρ α π ε ί σε δυσπι­στ ία. . . Λ ίγο πριν, η ιστορία ήταν γ ια μένα μυριάδες άτα­κτα γεγονότα στην ομ ίχλη , άσχετα μεταξύ τους. . . Αν ανοί­ξω το σ η μ ε ι ω μ α τ ά ρ ι ο μου και ξαναδιαβάσω β ιαστ ικά τ ι ς σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς μου, μπορε ί να ξανανιώσω αυτό το συναίσθη­μα. Κα ι νά:

Δ ιαβάζω τα α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α μιας έ κ τ α κ τ η ς απογραφής του πληθυσμού σε έξ ι χωριά που ήταν στη δικαιοδοσία του κατή τ η ς Γ κ έ μ π ζ ε , στις περιοχές Τσαγίροβα, Εσκίχισαρ και Τούζλα, που ήταν τ ιμάριο του βεζ ίρη Ι σ μ α ή λ πασά - διαβά­ζω α κ ό μ η γ ια τ η ν κ α τ α γ γ ε λ ί α του Χ ι ζ ί ρ εναντ ίον του Ι μ π ρ α ή μ , του Α μ π ν τ ο υ λ κ α ν τ ί ρ και των παιδιών τους γ ια

Page 223: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 2 2 3

τον εμπρησμό του σπιτιού του και τη λεηλασία των επί­πλων του* διαβάζω τα φιρμάνια για την κατασκευή αποβά­θρας στο Εσκίχισαρ* διαβάζω για τη μεταβίβαση της ιδιο­κτησίας ενός χωριού αξίας δεκαεπτά χιλιάδων λιρών, που παλαιότερα ανήκε στον αξιωματικό του ιππικού Αλί, επει­δή αρνήθηκε να λάβει μέρος στον πόλεμο, στον Χαμπίμπ από την Γκέμπζε και στη συνέχεια, όταν διαπιστώθηκε ότι ο Χαμπίμπ ήταν επίσης λιποτάκτης, τη μεταβίβαση του ίδιου χωριού σ' έναν άλλο πολίτη- διαβάζω ότι ο υπηρέτης Ισά αφαίρεσε από τον αφέντη του Αχμέτ τριάντα χιλιάδες λίρες, ένα σαμάρι, ένα άλογο, δυο σπαθιά και μια ασπίδα, και κατέφυγε σε κάποιον Ραμαζάν, κι ότι ο Ραμαζάν κά­λυψε τον Ισά εναντίον του οποίου είχε κινήσει ο Αχμέτ αγω­γή· διαβάζω πως όταν πέθανε κάποιος Σινάν, ένας από τους κληρονόμους του, ο Οσμάν Τσελεμπίογλου, ζήτησε από το δικαστήριο τη διαπίστωση και την καταγραφή της περιου­σίας του· διαβάζω τις καταθέσεις των Μουσταφά, Γιακούπ και Χουνταβερντί σχετικά μ' ένα κλεμμένο άλογο που, όταν βρέθηκαν οι κλέφτες, το πήραν και το πήγαν στο στάβλο ενός στρατηγού, ενώ ανήκε στο Σουλεϊμάν Ντουρσούνο-γλου, κάτοικο της Γκέμπζε. Διαβάζω όλα αυτά τα πρακτι­κά και νομίζω ότι αρχίζω να νιώθω ένα ευχάριστο συναί­σθημα: στο κεφάλι μου σαλεύει το τελευταίο τέταρτο του δέκατου έκτου αιώνα- όλα τα γεγονότα ενός τετάρτου του αιώνα υπάρχουν ανάμεσα στις πτυχές του εγκεφάλου μου. Ενώ έτρωγα σήμερα το μεσημεριανό μου, παρομοίασα τα γεγονότα αυτά μ' έναν ατέλειωτο γαλαξία από σκουλήκια, που απλώνεται στο διάστημα, χωρίς βαρύτητα* τα σκουλή-κια-γεγονότα κινούνται στο διάστημα όπως κινούνται και μέσα στο νου, δίχως ν' αγγίζουν το ένα το άλλο. Σκέφτηκα

Page 224: Το σπίτι της σιωπής

224 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

πως το κεφάλι μου ήταν σαν καρύδι γεμάτο σκουλήκια. Και πως αν έσπαζαν το κρανίο μου και κοίταζαν μέσα, θα βλέ-πανε τα σκουλήκια να περιφέρονται ανάμεσα στις πτυχές του μυαλού μου!

Μα η αγωνία μου δεν κράτησε πολύ. Ο γαλαξίας διαλύ­θηκε, χάθηκε! Και τώρα, το πεισματάρικο μυαλό μου, συ­νηθισμένο όπως είναι, περιμένει να κάνω το ίδιο: να φτιά­ξω μια σύντομη ιστορία, στην οποία θ' αφηγούμαι περιλη­πτικά όλα τα γεγονότα, ένα παραμύθι πειστικό! Φαίνεται πως, για να δούμε σωστά και να κατανοήσουμε τον κόσμο και τη ζωή, δεν αρκεί να μάθουμε μονάχα την Ιστορία, πρέ­πει ν' αλλάξει κι η δομή του μυαλού μας! Αχ..., το πάθος μας ν' ακούμε ιστορίες μας ξεγελάει όλους, μας παρασέρνει σ' έναν κόσμο φανταστικό. Ενώ όλοι ζούμε σ' ένα ζωντανό κόσμο, με σάρκα και οστά...

Ενώ έτρωγα το φαγητό μου, για μια στιγμή, μου φάνη­κε πως βρήκα κάποια λύση στο ζήτημα αυτό. Σκεφτόμου­να την ιστορία του Μπουντάκ, που την είχα από χτες στο νου μου. Έπειτα από τα κείμενα που διάβασα σήμερα το πρωί, η ιστορία είχε πάρει νέα διάσταση: είχα την εντύπω­ση πως ο Μπουντάκ είχε βρει έναν τρόπο κι είχε μπει κά­τω από την προστασία κάποιου πασά στην Ιστανμπούλ. Στο νου μου είχα κάποιες λεπτομέρειες από το βιβλιαράκι του καθηγητή της Ιστορίας στο λύκειο: στόχος τους είναι να παραπλανήσουν αυτούς που αγαπούν τις ιστορίες, αυτούς που προσπαθούν να μάθουν τον κόσμο από τις ιστορίες.

Έτσι, σκέφτηκα να γράψω ένα βιβλίο για την Γκέμπζε του δέκατου έκτου αιώνα, ξεκινώντας από τις περιπέτειες του Μπουντάκ, χωρίς αρχή και τέλος: θα περιείχε όλες τις γνώσεις σχετικά με την Γκέμπζε και την περιοχή γύρω από

Page 225: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 225

την Γκέμπζε εκείνης της εποχής, χωρίς σειρά σπουδαιότη­τας. Έτσι, οι τιμές των κρεάτων κι οι εμπορικές συναλλα­γές, οι αρπαγές κοριτσιών κι οι επαναστάσεις, οι πόλεμοι κι οι γάμοι, οι πασάδες και τα εγκλήματα, θα ήταν ασύνδετα μεταξύ τους, ακριβώς όπως είναι καταχωρισμένα στα αρ­χεία. Θα πρόσθετα και την ιστορία του Μπουντάκ, όχι για­τί είχε ιδιαίτερη σημασία, μα μόνο και μόνο για να ικανο­ποιήσω αυτούς που ψάχνουν να βρουν στα βιβλία της Ιστο­ρίας ιστορίες. Το βιβλίο μου θα ήταν «περιγραφικό». Τελειώνοντας το φαγητό μου, ίσως και με την επίδραση της μπίρας που είχα πιει, ήμουν ενθουσιασμένος με το σχέδιο μου. Σκεφτόμουνα πως θα μπορούσα να ψάξω και τα αρχεία της πρωθυπουργίας, δεν θα μου ξέφευγε κανένα έγγραφο, κανένα στοιχείο, θα εξέταζα ένα ένα, όλα τα γεγονότα. Όποιος θα διάβαζε το βιβλίο μου από την αρχή μέχρι το τέ­λος θα 'βλεπε τα γεγονότα στην ομίχλη, όπως θα τα βλέπω κι εγώ όσον καιρό θα εργάζομαι εδώ, και θα μουρμούριζε με λαχτάρα: Νά, αυτό είναι Ιστορία, αυτό είναι Ιστορία και μα­ζί ζωή...

Το ανόητο αυτό σχέδιο, που θα μπορούσε να κρατήσει τριάντα χρόνια ή και μέχρι το τέλος της ζωής μου, πέρασε μπροστά από τα μάτια μου δείχνοντας σαν βλακεία, ηρωι­σμός, ακόμη και σαν πάθηση στα μάτια, νεύρωση. Σκέ­φτηκα τον αριθμό των σελίδων που θα έγραφα κι ανατρί­χιασα. Και σιγά σιγά η θεϊκή εικόνα του σχεδίου μου, που επειδή έμοιαζε θεϊκή μύριζε απάτη και βλακεία, ένιωσα να βουλιάζει, να εξαφανίζεται.

Γιατί, πριν ακόμη αρχίσω να γράφω για το θέμα που μ' ενδιέφερε, θ' αντιμετώπιζα το πρώτο πρόβλημα. Όποιος κι αν ήταν ο στόχος μου, αυτά που θα έγραφα θα έπρεπε να

Page 226: Το σπίτι της σιωπής

226 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

έχουν μια αρχή. Και, όπως κι αν έγραφα τα γεγονότα, θα 'πρεπε να τα βάλω σε κάποια σειρά. Όλα αυτά θα είχαν οπωσδήποτε για τον αναγνώστη κάποιο νόημα, κάποια λο­γική σειρά. Όσο θα προσπαθούσα να ξεφύγω, δεν θα 'ξερα από πού ν' αρχίσω και πώς να κάνω το πρώτο βήμα. Γιατί το ανθρώπινο μυαλό, δεμένο στις παλιές του συνήθειες, στην κάθε ταξινόμηση βρίσκει κάποια σειρά, σε κάθε γε­γονός κάποιο σύμβολο, και την ιστορία που ήθελα ν' απο­φύγω, ο αναγνώστης θα την έφτιαχνε μόνος του και θα την ενσωμάτωνε στα γεγονότα. Τότε σκέφτηκα απογοητευμέ­νος: Δεν είναι δυνατόν η Ιστορία, και ακόμη περισσότερο η ζωή, να εκφραστούν με λέξεις! Το μόνο που πρέπει να κά­νουμε είναι ν' αλλάξουμε τη δομή του μυαλού μας: για να δούμε σωστά τη ζωή, πρέπει ν' αλλάξουμε τη ζωή μας! Αυ­τό ήθελα να το εξηγήσω καλύτερα, μα δεν έβρισκα τον τρό­πο. Βγήκα από το εστιατόριο και γύρισα εδώ.

Όλο το απόγευμα σκεφτόμουν το ίδιο πράγμα: Δεν υπάρ­χει άραγε τρόπος να γράψω εκείνο το βιβλίο, να επηρεάσω έτσι όπως θέλω τους ανθρώπους; Κάπου κάπου, για να ξα­νανιώσω το αίσθημα, που νόμιζα ότι δεν θα μπορούσα να εξηγήσω σε κανέναν, διάβαζα στα γρήγορα αυτά που είχα γράψει στο σημειωματάριο μου.

Διαβάζοντας, όπως θα έκανα και το βιβλίο μου, προσπα­θούσα να μην επηρεαστώ από καμιά ιστορία, η ανάγνωση μου ήθελα να είναι μια άσκοπη περιπλάνηση ανάμεσα στις σελίδες του... Λίγο πριν, θαρρούσα πως είχα πετύχει, μα τώρα έχω πολλές αμφιβολίες. Ο ήλιος χαμήλωσε ακόμη πιο πολύ, η ώρα ήταν περασμένες πέντε, δεν πρόκειται να πε­ριμένω τον Ριζά, θα βγω πια από το μουχλιασμένο αυτό υπόγειο, θα ψάξω στο ύπαιθρο για την πανούκλα...

Page 227: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 227

Μ π ή κ α στο Αναντόλ. Απομακρύνθηκα από τ η μ ικρή πό­λη και τα αρχεία που μ ε ε ίχαν απασχολήσε ι τ ρ ε ι ς μέρες * ήμουνα εξαντλημένος , έφευγα, θαρρείς , από μια πόλη που χρόνια ανασκάλευε τ η ν ψυχή μου θέλοντας να την αδειά­σε ι . Σ ε λ ίγο μ π ή κ α στην ε θ ν ι κ ή οδό Ιστανμπούλ-Άγκυρας κ ι έστρ ιψα προς το σταθμό τ η ς Γ κ έ μ π ζ ε . Πέρασα ανάμεσα από τους κήπους, τ ις συκιές και τ ις κερασιές και κ α τ έ β η κ α προς τ η Θάλασσα του Μαρμαρά. Ο σταθμός, που μυρίζε ι εποχή τ η ς δημοκρατίας και γραφειοκρατία, είναι στην άκρη μιας πεδιάδας που φτάνε ι μέχρ ι τα Τούζλα. Σ κ έ φ τ ο μ α ι πως σε κάποιο σ η μ ε ί ο τ η ς πεδιάδας θα π ρ έ π ε ι να υπάρχουν τα ερε ίπ ια ενός καραβάν σαράι, ενός πανδοχείου. Πάρκαρα το αυτοκίνητο μου και κ α τ έ β η κ α από τ ις σκάλες στο σταθμό.

Ε ρ γ ά τ ε ς που γύριζαν στα σπίτ ια τους, νέοι μ ε μπλουτζίν, μαντ ιλοφορεμένες γ ρ ι έ ς , ένας γέρος που ε ίχε αποκοιμηθε ί στο παγκάκ ι , μια γυναίκα που κατσάδιαζε το παιδί τ η ς , π ε ­ρ ίμεναν το τρένο γ ια τ η ν Ιστανμπούλ. Προχώρησα μ έ χ ρ ι την άκρη τ η ς αποβάθρας. Περπάτησα ακολουθώντας τ ις ρά­γ ε ς , ακούγοντας τα η λ ε κ τ ρ ι κ ά καλώδια να συρίζουν, π ή δ η ­σα πάνω από τα ψαλίδ ια. Κ ι όταν ήμουνα μ ικρός, μου άρε­σε να περπατάω πάνω στις ράγες. Κα ι τα ερε ίπ ια τ ό τ ε μου φαίνεται τα είχα δε ι , πριν από ε ίκοσι π έ ν τ ε χρόνια. Ή μ ο υ ­να οκτώ ή εννέα χρονών, π η γ α ί ν α μ ε μ ε τον Ρ ε τ ζ έ π γ ια κυ­ν ή γ ι . Κρατούσα το ντουφέκ ι που μου ε ίχαν φ έ ρ ε ι από τ η Γερμαν ία , που μονάχα κοράκια μπορούσε να τραυματ ίσε ι , κ ι αυτό από κοντά, μα δεν ήξερα καθόλου να σ η μ α δ ε ύ ω ! Ερχόμασταν μ ε τον Ρ ε τ ζ έ π σε τούτα δω τα μ έ ρ η , μαζεύα­μ ε βατόμουρα, περπατούσαμε στις όχθες του ρυακιού. Ξαφ­νικά ε ί δ α μ ε μπροστά μας έναν χαμηλό τοίχο κ ι έ π ε ι τ α μ ε ­γ ά λ ε ς τ ε τ ρ α γ ω ν ι σ μ έ ν ε ς π έ τ ρ ε ς , σκόρπ ι ες εδώ κ ι ε κ ε ί .

Page 228: Το σπίτι της σιωπής

228 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Ύστερα από πέντε χρόνια, ένα καλοκαίρι, ξανάρθα, όταν δεν φοβόμουν πια να τριγυρίζω χωρίς τον Ρετζέπ, και τα ξανάδα: έμεινα έτσι να κοιτάζω τον τοίχο και τις πέτρες, δίχως να ζωντανεύω στη φαντασία μου το κτίριο, χωρίς να φαντάζομαι κάτι διαφορετικό από αυτό που έβλεπα, απλώς κοιτάζοντας τον τοίχο και τις πέτρες. Ήταν ένα ρυάκι, κά­που κοντά στις ράγες, κατόπιν οι βάτραχοι, το λιβάδι... Τι ν' απόμεινε από αυτά; Κοιτάζω γύρω και περπατάω...

Πέρσι, ψάχνοντας στα αρχεία, βρήκα ένα γράμμα, με ημερομηνία πολύ μεταγενέστερη από τις ημερομηνίες των πρακτικών των δικαστηρίων, στο οποίο αναφέρεται το ση­μείο των ερειπίων ενός καραβάν σαράι. Στο γράμμα αυτό, που κατά πάσα πιθανότητα γράφτηκε γύρω στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ή στις αρχές του εικοστού, αναφέ­ρεται ότι οι θάνατοι που είχαν σημειωθεί στην περιοχή αυ­τή οφείλονταν μάλλον σε μια μεταδοτική αρρώστια. Αυτό που κίνησε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μου ήταν ότι το γράμ­μα έμοιαζε να είχε ταχυδρομηθεί από κάποια ξένη χώρα. Σχημάτισα την εντύπωση αυτή, γιατί δίπλα στην ημερο­μηνία ήταν γραμμένο το όνομα κάποιου παράξενου κράτους και υπήρχε ακόμη και μια πιο παράξενη ημερομηνία. Το γράμμα το διάβασα βιαστικά, κι όπως συνήθως, το έριξα μαζί με τ' άλλα χαρτιά, δίχως να σημειώσω την ημερομη­νία και τον αριθμό του. Αμέσως βέβαια συνειδητοποίησα την παράλειψη μου και θέλησα να το ξαναδιαβάσω, έψαξα, μα στάθηκε αδύνατο να το βρω. Όταν γύρισα στην Ισταν­μπούλ, η περιέργεια μου μεγάλωσε ακόμη περισσότερο. Το γράμμα αυτό, που ομολογουμένως το βρήκα και λίγο εξω­πραγματικό, μου γέννησε ένα σωρό ερωτηματικά. Ποιος είχε αφήσει εκεί άραγε ένα γράμμα τελείως άσχετο με τα

Page 229: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 229

αρχεία και τα πρακτικά; Στο γράμμα αναφέρονταν κάποιοι θάνατοι, επιδημίες και η πανούκλα* αλήθεια, είχα διαβάσει πράγματι τις λέξεις πανούκλα κι επιδημία ή μήπως επρό­κειτο για γέννημα της φαντασίας μου; Και το κράτος ποιο ήταν; Πώς μπορούσαν να συμβούν όλα αυτά; Μετά, ξαφνι­κά, θυμήθηκα τα ερείπια. Ίσως επειδή είχα διαβάσει ότι κάπου είχαν κλείσει τους άρρωστους από πανούκλα ή επει­δή γινόταν λόγος για κάποιο καραβάν σαράι, μπορεί ακόμη και για τα δύο, δεν ξέρω.

Στο τέλος, βρήκα το ρυάκι: αναδίνει βαριά μυρωδιά βρό­μας και σαπίλας, σε αυτό όμως καταφεύγουν ακόμη τα βα­τράχια. Δεν κοάζουν* θαρρείς, είναι ναρκωμένα από το δη­λητήριο και, τη βρομιά, είναι κολλημένα, σαν κομμάτια πίσ­σας, πάνω στα χόρτα και τα φύλλα. Τα πιο ζωντανά, μόλις ακούνε τα βήματα μου, ρίχνονται στο νερό με αυθάδικη τε­μπελιά. Είδα και την καμπή που σχημάτιζε στο σημείο αυ­τό το ρυάκι, και θυμήθηκα. Και τις συκιές. Παλιά, δεν ήταν πιο πολλές; Ξαφνικά, ο τοίχος ενός εργοστασίου έσβησε τις αναμνήσεις μου και μ' έφερε πίσω στο σήμερα. Κι αρνούμαι ν' αμφισβητήσω ότι πράγματι πέρσι διάβασα ένα τέτοιο γράμμα.

Αν όσα διάβασα σ' εκείνο το γράμμα ήταν γεγονότα που πραγματικά συνέβησαν, αυτό σημαίνει πως μπορώ να ελ­πίζω ότι θα μπορέσω να σταθώ λίγα χρόνια ακόμη στα πό­δια μου, δίχως να χάσω την πίστη μου σ' αυτό που λέγεται Ιστορία. Μπορεί μάλιστα και περισσότερο. Νομίζω πως, με αφορμή την πανούκλα, θα μπορέσω ν' αναιρέσω ένα σω­ρό ψευτοϊστορίες. Δεν μιλώ μόνο για την άποψη ότι από τον δέκατο ένατο αιώνα και μετά δεν υπήρξε επιδημία πα­νούκλας στην Ανατολή* και μόνο η ύπαρξη ενός κράτους

Page 230: Το σπίτι της σιωπής

230 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

που ιδρύθηκε εδώ γύρω θα μου επέτρεπε εύκολα να δια­ψεύσω πάρα πολλές «ιστορικές αλήθειες». Έτσι, όλες εκεί­νες οι ιστορίες, που ανεπιφύλακτα υιοθετήθηκαν ως πραγ­ματικές, σαν να ήταν ένα ποτήρι νερό ή μια γλάστρα, κι όχι έρευνες επιστημονικές, θα μείνουν μετέωρες. Και τότε πολ­λοί ιστορικοί θ' αρχίσουν να 'χουν κάποιες αμφιβολίες για τα αποτελέσματα των μελετών τους, και μπορεί, οι πιο έξυ­πνοι τουλάχιστον, να νιώσουν ότι έχουν καταντήσει παρα­μυθάδες, με αποτέλεσμα να χάσουν, όπως εγώ, την πίστη τους στην επιστήμη τους. Και τότε, εγώ, ξέροντας πώς ν' αντιμετωπίσω τη θεωρητική σύγχυση που θα προκύψει, θα τους αιφνιδιάσω όλους, έναν έναν χωριστά, με κείμενα κι επιθέσεις.

Κάθισα στην άκρη της σιδηροδρομικής γραμμής και προ­σπάθησα να φανταστώ, με λεπτομέρειες, τη μέρα της νί­κης μου, που θα έμοιαζε με όνειρο, μα ομολογώ πως δεν εν­θουσιάστηκα πολύ. Στη δουλειά μας θεωρώ ότι είναι πιο διασκεδαστικό να βρίσκω κάποια στοιχεία και να στέκομαι ιδιαίτερα πάνω σε συγκεκριμένα γεγονότα παρά να προ­σπαθώ ν' αποδείξω ότι είμαστε παραμυθάδες. Αν έβρισκα ορισμένα, έστω και παραπλανητικά, στοιχεία, θα μπορού­σα με πολύ κέφι να κάνω έρευνες, για ν' αποδείξω χωρίς τύ­ψεις, λόγου χάρη, πως πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας δεν ήταν η Ιστανμπούλ μα κάποια άλλη πόλη! Πάντοτε ζήλευα τον καθηγητή της Ιστορίας, επειδή, είκο­σι χρόνια συνέχεια, σαν ντετέκτιβ, ερευνούσε ποιος, πού και πότε ανακηρύχτηκε σουλτάνος στις περιόδους παρακμής και πότε έκοψε τα πρώτα νομίσματα.

Ξαφνικά, πέρασε από μπροστά μου το τρένο. Ύστερα εξαφανίστηκε. Περπάτησα στην όχθη του ρυακιού, έχο-

Page 231: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 231

ντας συνέχεια στο μυαλό μου την πανούκλα. Νομίζω ότι το γράμμα που είχα διαβάσει έλεγε πως οι πανουκλιασμέ-νοι έμειναν για ένα διάστημα σ' ένα καραβάν σαράι. Ένα παράξενο αλλά έντονο συναίσθημα μου έλεγε πως, αν έβρι­σκα πάλι εκείνο τον χαμηλό τοίχο ή και τα ερείπια, θα μπο­ρούσα να τα συνδέσω με το καραβάν σαράι* αν έβρισκα το καραβάν σαράι, θα ήταν δυνατό να βρω τα ίχνη της πα­νούκλας και στη συνέχεια ν' ανακαλύψω το μυστηριώδες κράτος. Η πίστη μου στην Ιστορία θαρρείς κι εξαρτιόταν από την ανακάλυψη των ερειπίων αυτών! Μήπως όμως όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι του νου μου, που χαιρόταν να δημιουργεί εντάσεις, και στη συνέχεια να τις αφήνει να καλμάρουν;

Περπατάω μπροστά από τοίχους που είναι γεμάτοι με πολιτικά συνθήματα, για να τα διαβάζουν αυτοί που βγαί­νουν από τα εργοστάσια, τα εργαστήρια, τα τρένα. Το ρυά­κι είναι πια μακριά από τις ράγες, θυμάμαι καλά, οι πέτρες και τα ερείπια του τοίχου κάπου εδώ θα βρίσκονται. Κάπου πριν από τις σκηνές των Τσιγγάνων, πολύ κοντά στο δρό­μο που βγάζει στο Τζενέτχισαρ, ανάμεσα στις παράγκες, στις στοίβες από σκουπίδια, στους ντενεκέδες και τις συ­κιές, θα πρέπει να βρίσκεται η Ιστορία. Οι γλάροι, όταν με είδαν πάνω από τις στοίβες των σκουπιδιών να πλησιάζω, πέταξαν κι απομακρύνθηκαν προς τη θάλασσα, σαν ομπρέ­λα που την παίρνει ο αέρας. Ακούω το θόρυβο από τους κι­νητήρες των πούλμαν που είναι παρκαρισμένα στην αυλή του εργοστασίου. Οι εργάτες που θα γυρίσουν στην Ισταν­μπούλ ανεβαίνουν σιγά σιγά στα πούλμαν. Πέρα, πάνω από τις ράγες του τρένου και το ρυάκι, μια γέφυρα. Σκουρια­σμένα σιδερικά, παράγκες, παιδιά που παίζουν μπάλα και

Page 232: Το σπίτι της σιωπής

232 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μια φοράδα με το πουλάρι της* μάλλον των Τσιγγάνων θα είναι. Μα δεν είναι αυτά που ψάχνω.

Γύρισα πίσω, όμως τα πόδια μου πάλι στο ίδιο μέρος με πάνε. Προχωρώ προς τις παράγκες της ντενεκεδούπολης ακολουθώντας την αγκαθωτή περίφραξη, και με αδιαφορία γάτας, περνάω από τις παράγκες και το ρυάκι, πατώντας τα μαραμένα, σάπια χόρτα, τα πιο πολλά νεκρά από τα το­ξικά υγρά, πλάι από ένα μικρό αρνίσιο κρανίο κι από ένα κόκαλο που είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις από ποιο σημείο του σκελετού είναι* προχωρώ κλοτσώντας το κόκαλο κι ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι. Τίποτα, τίποτα, πουθενά.

Προσπαθώ να ζωντανέψω με τη φαντασία μου τους αν­θρώπους που αναφέρονται στις σημειώσεις που έχω κρατή­σει και τώρα είναι στην τσάντα μου, καθώς και στα έγγρα­φα που βρίσκονται στο υγρό υπόγειο, να σκεφτώ ότι ζήσα­νε σε τούτα τα μέρη, κάπως να ικανοποιηθώ με το συλλο­γισμό ότι την εποχή εκείνη το ρυάκι δεν μύριζε έτσι άσχη­μα, αν και φοβάμαι μην τους αποδώσω ιδιότητες που πι­θανόν δεν είχαν. Κατόπιν, βλέπω να με κοιτάζει πέρα από το βοσκότοπο μια ηλίθια κότα, μεγάλη ίσαμε μια πολυκα­τοικία* μια κότα! Η Κοτ Κότα με κοιτάζει από το διαφη­μιστικό ταμπλό, τοποθετημένο σε στηρίγματα. Είναι παρ­μένη οπωσδήποτε από ξένα περιοδικά, φοράει κοντό πα­ντελόνι με τιράντες, κι είναι φανερό ότι προσπάθησαν να την κάνουν χαριτωμένη, μα είναι κόπια, ηλίθια, ντόπια, απελπισμένη. Κοτόπουλα Κοτ Κότα. Βλέμμα που θα ήθε­λε να είναι πονηρό. Μη με κοιτάς. Θα φύγω, μα όχι ακό­μη...

Πλησιάζω μια από τις παράγκες, με τη σκέψη ότι θα μπορούσε να είχε χτιστεί με τις πέτρες από τα ερείπια του

Page 233: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 233

καραβάν σαράι. Στο πίσω μέρος, κήπος. Κρεμμύδια, εσώ­ρουχα κι ένα φουστάνι που στεγνώνουν, μα οι τοίχοι είναι σαθροί, φτιαγμένοι με διαβρωμένα τούβλα, κι όχι με τις σκληρές, λαξεμένες πέτρες που ζητούσα εγώ. Στάθηκα κοι­τάζοντας λυπημένος τον τοίχο της παράγκας, και με την πεποίθηση ότι το αντικείμενο κι ο χρόνος που έψαχνα να βρω κρύβονταν εκεί, άναψα ένα τσιγάρο, πέταξα το σπίρ­το, το είδα να πέφτει κάτω, στα πόδια μου, κοντά στα νε­κρά χόρτα, στα ξεραμένα κλαδιά και σ' ένα παλιό, πλαστι­κό μανταλάκι. Προχωρώ. Σπασμένα μπουκάλια, κουτάβια που τρέχουν πίσω από τη μάνα τους, σάπια σκοινιά, καπά­κια γκαζόζας, βενζίνη, ξερά χόρτα, φύλλα. Μια πινακίδα που χρησιμοποιήθηκε ως σημάδι για σκοποβολή. Κατόπιν είδα τη συκιά* την κοίταξα ελπίζοντας κάτι να μου θυμίσει, μα αυτή μένει στη θέση της ακίνητη. Καταγής πεσμένα άγουρα σύκα, μύγες. Πιο κάτω δυο αγελάδες, με τη μούρη χωμένη στα χόρτα. Κοιτάζω με θαυμασμό το πουλάρι των Τσιγγάνων που τρέχει, ξοπίσω του η φοράδα. Το πουλάρι εξακολουθεί να τρέχει όταν η φοράδα σταματάει, ώσπου θυ­μάται και γυρίζει πίσω. Στις όχθες του ρυακιού κομμάτια από λάστιχα, μπουκάλια, κουτιά από μπογιές, χαρτιά, μια αδειανή πλαστική σακούλα! Όλα κενά, δίχως κανένα πε­ριεχόμενο. Θέλω να πιω, ξέρω, σε λίγο θα γυρίσω. Δυο κο­ράκια, αδιάφορα, μη δίνοντας καθόλου σημασία στην πα­ρουσία μου, πετούν από πάνω μου και φεύγουν. Στην άλλη άκρη, το λιβάδι όπου είχε πεθάνει ο Μωάμεθ ο Πορθητής. Πέθανε, λέει, εκεί που τώρα είναι η Γεωπονική Σχολή. Στον πίσω κήπο ενός εργοστασίου, κάτι μεγάλα κιβώτια, γεμά­τα διάφορα μέταλλα. Στο σπίτι θα διαβάσω τις Περιηγή­σεις του Εβλιγιά Τσελεμπί. Ένας χαζός βάτραχος κατάλα-

Page 234: Το σπίτι της σιωπής

234 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

β ε , πολύ μ ε τ ά τους φίλους του, ότι ήμουν εκε ί . Τζουπ! Λά­σπες από σάπια νερά! Θα μ ιλήσω μ ε τ η Νιλγκιούν. Ιστορία; Ιστορία ε ίναι . . . Τα σπασμένα κεραμίδ ια έχουν βάψε ι το χώ­μα κόκκινο . Μ ι α γυναίκα, στον κ ή π ο τ η ς παράγκας τ η ς , μαζεύει τα ρούχα τ η ς . Ε ίναι παραμύθι , θα τ η ς πω. Γ ι α τ ί το λες αυτό, θα μου π ε ι . Σ τ έ κ ο μ α ι και κο ιτάζω τον ουρανό. Εξακολουθώ να νιώθω στις π λ ά τ ε ς μου τα μάτια τ η ς κότας μ ε το ηλ ίθ ιο β λ έ μ μ α : Κ ο τ Κότα. Κ ο τ Κότα! Τούβλα, τοίχοι γραμμένο ι μ ε πολιτ ικά συνθήματα. Πουθενά ο πέτρινος τοί­χος μου! Παλιά, όταν ήμουνα μ ικρός . . . Σ τ α μ ά τ η σ α * ξαφνι­κά, σαν να θυμήθηκα κάτ ι , άρχισα να περπατάω μ ε βήμα αποφασιστικό, πέρασε άλλο ένα τ ρ έ ν ο , έριξα μια ματιά στα απομεινάρια μιας ο ικοδομής, στα μαδέρια, στα σανίδια, όχι, όχι, δεν υπάρχει τ ίποτα, ακόμη κι ανάμεσα στα δέντρα, τους κήπους των σπιτ ιών , τα σκουριασμένα σίδερα, τα πλαστ ι ­κά, τα κόκαλα, το μ π ε τ ό ν , τα περ ιφράγματα. Μ α εξακο­λουθώ να περπατάω, ε π ε ι δ ή ξέρω καλά τ ι ψάχνω να βρω.

Page 235: Το σπίτι της σιωπής

19

Κάθονται στο τραπέζι και τρώνε σιωπηλοί κάτω από το χλο­μό φως της λάμπας. Ένα ήσυχο βραδινό φαγητό. Πρώτα μί­λησε η Νιλγκιούν με τον κύριο Φαρούκ, γελάσανε, κατόπιν ο Μετίν, με την τελευταία μπουκιά στο στόμα, σηκώθηκε κι έφυγε, η γιαγιά τον ρώτησε πού πάει, κι όταν δεν πήρε απάντηση, οι άλλοι θελήσανε να κουβεντιάσουν λίγο με τη γιαγιά. Πώς είστε, γιαγιά, πώς είστε; τη ρωτάνε, κι επει­δή δεν βρίσκουν τι άλλο να της πούνε, να σας πάμε περί­πατο με το αυτοκίνητο, της λένε, παντού έχουν χτίσει πο­λυκατοικίες, καινούργια σπίτια, από μπετόν, οικοδομές, δρό­μους, γέφυρες, πάμε να τα δείτε, γιαγιά, μα η γιαγιά δεν μιλάει, κάπου κάπου μουρμουρίζει, μα δεν ξεχωρίζει λέξη από το μουρμουρητό* επειδή η γιαγιά μασουλάει κοιτάζο­ντας το πιάτο της, σαν να φταίει αυτό που μασάει, και μουρ­μουρίζει, κι όταν σηκώνει το κεφάλι της από το πιάτο, θαρ­ρείς το κάνει επειδή απορεί για κάτι* επειδή μόνο ν' αη­διάζει μπορεί η γιαγιά, κι απορεί πώς τα εγγόνια της δεν το έχουν καταλάβει. Και τότε, τα εγγόνια όπως κι εγώ, κατα­λαβαίνουν για άλλη μια φορά πως δεν πρέπει να μιλούν, μα

Page 236: Το σπίτι της σιωπής

236 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

και πάλι το ξεχνούν και την εκνευρίζουν, κ ι όταν θυμηθούν ότι δεν π ρ έ π ε ι να την εκνευρίζουν, μιλούν ψ ιθυρ ιστά:

« Π ά λ ι πίνε ις πολύ, Φαρούκ!» ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Τ ι ψ ιθυρ ίζετε έ τ σ ι ; » ε ί π ε η κυρά. « Τ ί π ο τ α » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Γ ι α τ ί δεν τ ρ ώ τ ε μελ ιτζά­

να, γ ιαγ ιά ; Τώρα τ ις τ η γ ά ν ι σ ε ο Ρ ε τ ζ έ π , δεν είναι έ τσ ι , Ρ ε ­τ ζ έ π ; »

« Ν α ι , δεσποιν ίς» , ε ίπα. Η κυρά, γ ια να τους δώσε ι να καταλάβουν ότ ι δεν τ η ς

αρέσουν τα ξεγελάσματα κι ότι αηδιάζε ι , έ κ α ν ε μια γ κ ρ ι ­μάτσα που σ ή μ α ι ν ε αποστροφή , κατόπ ιν , από συνήθε ια , έ μ ε ι ν ε έ τ σ ι μ ε την γκρ ιμάτσα α π ο τ υ π ω μ έ ν η στο πρόσωπο τ η ς · ένα γερασμένο πρόσωπο που ξέχασε γ ιατ ί αηδίαζε, μα αποφασισμένο να μην ξεχάσει ποτέ ότι π ρ έ π ε ι ν ' αηδιάζε ι . . . Δεν μιλούν, κι ε γ ώ στέκομα ι δυο-τρία βήματα πίσω από το τραπέζ ι . Π ά λ ι τα ίδια. Έ ν α βραδινό φαγητό όπου το μόνο που ακούγεται , κάτω από το χλομό φως τ η ς λάμπας μ ε τ ις πεταλούδες τρ ιγύρω, ε ίναι ο θόρυβος από τα πιρούνια και τα μαχαίρια: και στον κ ή π ο ησυχία, κάπου κάπου τα τρ ι ­ζόνια, κάπου κάπου το θρόισμα των δέντρων, και μακριά, όλο το καλοκαίρι , ο θόρυβος από τους ανθρώπους που ζούνε έξω από τον τοίχο του κήπου, τα πολύχρωμα λαμπιόνια τους στα δέντρα, τα αυτοκίνητα τους, τα παγωτά τους, τα χαι­ρετ ίσματα τους. . . Τ ο χε ιμώνα ούτε αυτά υπάρχουν, και το σ ιωπηλό σκοτάδι των δέντρων έξω από τ η μάντρα μας μ ε κάνε ι κ ι ανατριχιάζω, και τ ό τ ε θέλω να ξεφωνίσω, μα δεν μπορώ, θέλω να μ ιλήσω μ ε την κυρά, μα αυτή δεν μ ι λ ά ε ι , ε γ ώ σωπαίνω, απορώ πώς μπορεί ο άνθρωπος και μένε ι έ τσ ι βουβός, και β λ έ π ω τ ις αργές κ ινήσε ις του χεριού τ η ς πάνω στο τραπέζ ι και τρομάζω. Μ ο υ έρχετα ι να ξεφωνίσω: Τα

Page 237: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 237

χέρια σας, κυρία, μοιάζουν με γέρικες μοχθηρές αράχνες! Παλιότερα βασίλευε η σιωπή του Ντογάν μπέη, που καθό­ταν με σκυμμένο το κεφάλι, υπάκουος, σαν μικρό παιδί* ολοένα τον κατσάδιαζε! Κι ακόμη πιο παλιά, η φασαρία που έκανε ο Σελαχατίν μπέης, πιο πολύ γεροντίστικη παρά δυ­νατή· βλαστημούσε, δύσκολα έφτανε ο αέρας στους πνεύ­μονες του, όμως αυτός βλαστημούσε. Αυτή η χώρα, αυτή η αναθεματισμένη χώρα!...

«Ρετζέπ!» Θέλουν φρούτα. Πήρα τα λερωμένα πιάτα. Τους πήγα

το καρπούζι, που είχα ήδη κόψει. Το φάγανε δίχως να μι­λούν, μετά κατέβηκα στην κουζίνα, ζέστανα νερό για τα πιάτα. Όταν ανέβηκα πάλι επάνω, τους είδα να τρώνε ακό­μη δίχως να μιλάνε. Ίσως γιατί είχαν καταλάβει πως οι λέ­ξεις τούς ήταν άχρηστες, μπορεί γιατί δεν θέλανε να κου­βεντιάζουν άσκοπα σαν τους θαμώνες των καφενείων. Μα το ξέρω καλά, είναι φορές που οι λέξεις ενθουσιάζουν τον άνθρωπο. Κάποιος σου λέει γεια σου, σ' ακούει να του μι­λάς για τη ζωή σου, κατόπιν αυτός σου λέει τα δικά του, εσύ τον ακούς, καθένας βλέπει στα μάτια του άλλου τη ζωή του.

Η Νιλγκιούν, όπως κι η μητέρα της, έτρωγε τους σπό­ρους του καρπουζιού. Η κυρά μου άπλωσε το λαιμό της:

«Λύσ' τη!» «Γιατί δεν κάθεστε λίγο ακόμη, γιαγιά;» είπε ο κύριος

Φαρούκ. «Θα την πάω εγώ, Ρετζέπ, εσύ κάνε τη δουλειά σου...»

είπε η Νιλγκιούν. Μόλις της έλυσα την πετσέτα της, η κυρά στηρίχτηκε

επάνω μου.

Page 238: Το σπίτι της σιωπής

238 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Α ν ε β ή κ α μ ε τ ις σκάλες . Σ τ ο ένατο σκαλοπάτι σ τ α μ α τ ή ­σαμε .

« Ο Φαρούκ έπ ινε πάλ ι , έ τ σ ι δεν ε ί ν α ι ; » ε ί π ε . « Ό χ ι , κυρ ία» , ε ίπα. « Γ ι α τ ί το λ έ τ ε αυτό ; » « Μ η ν τους υπερασπίζεσα ι» , ε ί π ε , και σ ή κ ω σ ε το μπα­

στούνι τ η ς σαν να ή θ ε λ ε να χ τ υ π ή σ ε ι ένα μικρό παιδί , όχι όμως εμένα . Κατόπιν συνεχίσαμε ν' ανεβαίνουμε τ η σκάλα.

« Δ ε κ α ε ν ν έ α , δόξα σοι ο Θεός !» ε ί π ε , και μ π ή κ ε στο δω­μάτιο τ η ς .

Τ η βοήθησα να ξ α π λ ώ σ ε ι , τ η ρώτησα αν ή θ ε λ ε κ ά τ ι . Ή θ ε λ ε φρούτα.

« Κ α ι κ λ ε ί σ ε τ η ν πόρτα!» Τ η ν έκλε ισα, κ α τ έ β η κ α κάτω. Ο κύριος Φαρούκ ε ίχε βά­

λε ι πάνω στο τραπέζι το μπουκάλι που ε ίχε κρύψε ι και κου­βέντ ιαζαν.

« Κ ά ν ω παράξενες σ κ έ ψ ε ι ς » , ε ί π ε . « Μ ή π ω ς όσα μου λες κάθε βράδυ;» ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Ν α ι , μα ακόμη δεν τα ε ίπα όλα!» ε ί π ε εκε ίνος . « Κ α λ ά , συνέχισε να παίζεις μ ε τ ι ς λ έ ξ ε ι ς » , ε ί π ε η Ν ι λ ­

γκιούν. Ο κύριος Φαρούκ τ η ν κοίταξε σαν να π ε ι ρ ά χ τ η κ ε . « Τ ο κεφάλι μου ε ίναι σαν καρύδι που μέσα του αλωνί­

ζουν σκουλήκια!» « Τ ι ; » έκανε η Ν ιλγκ ιούν . « Ν α ι ! » ε ίπε ο Φαρούκ. «Θαρρείς και μέσα στο μυαλό μου

αλωνίζουν σκουλήκ ια !» Πήρα τα λερωμένα πιάτα, κ α τ έ β η κ α στην κουζίνα κ ι άρ­

χισα να τα π λ έ ν ω . Σ τ α έ ν τ ε ρ α σας αλωνίζουν τα σκουλή­κια, έ λ ε γ ε ο Σελαχατ ίν , όταν τ ρ ώ τ ε ωμά κρέατα, όταν γ υ ­ρ ίζετε ξυπόλυτοι, το μέσα σας σκουληκιάζε ι , καταλαβαίνε-

Page 239: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 239

τ ε ; Ε μ ε ί ς μόλις ε ί χ α μ ε έρθε ι από το χωριό, δεν τα καταλα­βαίναμε αυτά. Ό τ α ν πέθανε η μάνα μου, ο Ν τ ο γ ά ν μ π έ η ς μας λ υ π ή θ η κ ε και μας έ φ ε ρ ε σε τούτα δω τα μ έ ρ η . Ε σ ύ , Ρ ε τ ζ έ π , θα βοηθάς τ η μάνα μου στο νοικοκυριό του σπιτ ιού, κι ο Ι σ μ α ή λ μπορε ί να μ έ ν ε ι μαζί σου, στο κάτω πάτωμα, σ' αυτό το δωμάτ ιο , θα βρω έναν τρόπο να σας φροντίσω, γ ιατ ί να π λ η ρ ώ σ ε τ ε εσε ίς τ ις αμαρτίες τους, γ ι α τ ί ; Δεν μί­λησα.. . Να προσέχεις και τον πατέρα μου, Ρ ε τ ζ έ π , πίνει πο­λύ. Ε γ ώ πάλι δεν μ ίλησα, ούτε καλά, Ν τ ο γ ά ν μ π έ η , μπό­ρεσα να πω. Κατόπιν μας άφησε εδώ και π ή γ ε στρατ ιώτης . Η κυρά συνέχεια μουρμούριζε, ε γ ώ προσπαθούσα να μάθω τ ις δουλε ιές τ η ς κουζίνας. Ο Σελαχατ ίν μ π έ η ς κάπου κά­που ερχόταν και ρωτούσε: Ρ ε τ ζ έ π , πώς ήταν η ζωή στο χω­ριό; Π ε ς μου, τ ι κάνουν ε κ ε ί ; Υπάρχε ι τζαμί , πήγα ινες ; Ξ έ ­ρεις γ ιατ ί γ ίνονται σε ισμοί ; Τ ι ε ίναι οι ε π ο χ έ ς ; Μ ε φοβά­σαι, παιδί μου, μ η φοβάσαι, ε γ ώ ε ίμαι ο πατέρας σου, ξέρε ις πόσων χρονών ε ίσαι ; Ο ύ τ ε τα χρόνια σου ξέρε ι ς ! Καλά. Ε ί ­σαι δεκατρ ιών χρονών, κι ο αδελφός σου ο Ι σ μ α ή λ δώδεκα, έ χ ε ι ς δ ίκ ιο να φοβάσαι και να μ η μ ι λ ά ς , δεν μπόρεσα ν ' ασχοληθώ μαζί σας, ναι, αναγκάστηκα να σας σ τ ε ί λ ω στο χωριό, στους καθυστερημένους , μα ε γ ώ είχα κάποιες υπο­χρεώσε ις , γράφω ένα μεγάλο έργο , σ υ μ π ε ρ ι λ α μ β ά ν ε ι όλες τ ις γνώσεις , ξέρεις τ ι είναι εγκυκλοπαίδε ια; Α χ , τ ι κρίμα, μα από πού θα μπορούσες να ξέρε ις , καλά, καλά, μ η φοβάσαι, πες μου, πώς πέθανε η μάνα σας, τ ι καλή γυναίκα που ήταν, ε ί χ ε όλη την ομορφιά του λαού μας, σου τα 'πε όλα, όλα σου τα ' π ε ; Καλά, εσύ πλύνε τα πιάτα, αν η Φ α τ μ ά σας κακο­μεταχε ιρ ιστε ί , να 'ρθεις αμέσως επάνω, στο δωμάτιο μου, να μου το πε ι ς , άκουσες; Μ η φοβάσαι! Δ ε ν φοβήθηκα. Έ π λ υ ­να τα πιάτα, εργάστηκα , σαράντα χρόνια.

Page 240: Το σπίτι της σιωπής

240 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Αφαιρέθηκα. Έπλυνα τα πιάτα, τα έβαλα στη θέση τους, είχα κουραστεί, έβγαλα την ποδιά μου. Κάθισα, για να ξε­κουραστώ λίγο, σκέφτηκα όμως ότι θα θέλανε καφέ, ση­κώθηκα, πήγα κοντά τους. Μιλούσαν ακόμη.

«Έψαξες τόσα αρχεία, διάβασες τόσα κείμενα, τόσα έγ­γραφα, γυρίζεις στο σπίτι και σε απασχολεί πάλι το εσωτε­ρικό του κεφαλιού σου. Δεν σε καταλαβαίνω!» είπε η Νιλ­γκιούν.

«Και τι θες να με απασχολεί;» είπε ο κύριος Φαρούκ. «Τα γεγονότα», είπε η Νιλγκιούν. «Όσα συμβαίνουν, οι

αιτίες που τα προκαλούν...» «Μα αυτά είναι στα χαρτιά...» «Ναι, όμως υπάρχει το αντίκρισμα τους στον έξω κό­

σμο... Δεν υπάρχει μήπως;» «Υπάρχει...» «Αυτό να γράψεις!» «Μα όταν τα διαβάζω, δεν υπάρχουν στον έξω κόσμο,

υπάρχουν στο κεφάλι μου. Βρίσκομαι στην ανάγκη να γρά­ψω αυτά που έχω στο κεφάλι μου. Στο κεφάλι μου όμως υπάρχουν σκουλήκια».

«Ανοησίες!» είπε η Νιλγκιούν. Διαφώνησαν. Κοίταζαν τον κήπο χωρίς να μιλάνε. Λί­

γο λυπημένοι, θλιμμένοι, γεμάτοι περιέργεια. Θαρρείς και κοίταζαν δίχως να βλέπουν, δεν βλέπανε τον κήπο, τη συ­κιά, τα χόρτα με τα τριζόνια, βλέπανε μονάχα τις σκέψεις τους: Τι βλέπετε στη σκέψη; Πόνο, λύπη, ελπίδα, ανη­συχία, προσμονή, τα ίδια πράγματα μένουν στο τέλος κι αν δεν προσθέσεις και κάτι άλλο ανάμεσα τους, δεν θυμάμαι πού το άκουσα αυτό, καταντάς σαν την πέτρα του αλευ-ρόμυλου, που τρίβει τον εαυτό της, έτσι, θα φθαρεί μόνη

Page 241: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 241

της, θα τελειώσει. Και τότε: τρελάθηκε! Ο γιατρός Σε­λαχατίν ήταν ένας σεμνός γιατρός, όταν αναμείχθηκε όμως στην πολιτική, τον απομάκρυναν από την Ισταν­μπούλ, και τότε αυτός βούλιαξε στα βιβλία, σάλεψε ο νους του. Ψεύτες, κακόγλωσσοι. Όχι, δεν ήταν τρελός, τον έβλεπα με τα μάτια μου, μετά το βραδινό φαγητό το 'ρι-χνε στο ποτό, κάπου κάπου παράπινε, τόσο μόνο, αυτό ήταν το μόνο αμάρτημα του! Ολημερίς καθόταν στο τρα­πέζι του κι έγραφε. Ενδιάμεσα ερχόταν, κουβέντιαζε μα­ζί μου. Ο κόσμος είναι σαν το απαγορευμένο μήλο, μου εί­πε μια μέρα, δεν το κόβετε να το φάτε, γιατί πιστεύετε στο ψέμα, φοβάστε. Κόψ' το από το δέντρο το μήλο της γνώσης, μη φοβάσαι, παιδί μου, Ρετζέπ, κοίτα, εγώ το 'κοψα κι είμαι πια ελεύθερος, άντε, στο χέρι σου είναι να κάνεις κτήμα σου τον κόσμο. Γιατί δεν απαντάς; Εγώ φο­βήθηκα, και σώπασα. Εγώ ξέρω τον εαυτό μου. Εγώ τον φοβάμαι το σατανά. Εγώ δεν μπορώ να ξέρω πώς νική-σανε αυτοί το φόβο και γιατί τον νικήσανε. Να βγω άρα­γε έξω, να πάω στο καφενείο;

αΤι είδους σκουλήκια είναι αυτά;» ρώτησε η Νιλγκιούν, κάπως εκνευρισμένη.

«Τα γνωστά», είπε ο κύριος Φαρούκ. «Ένα σωρό άσχε­τα γεγονότα. Διάβασα πολύ, σκέφτηκα πολύ, κι άρχισαν να τριγυρίζουν μέσα στο κεφάλι μου».

«Άσχετα είπες;» «Αδύνατο να βρω μια σχέση ανάμεσα τους», είπε ο κύριος

Φαρούκ. Σκέφτομαι πως θα μπορούσαν τα ίδια τα γεγονό­τα να δημιουργήσουν τις αναγκαίες γι' αυτά σχέσεις μετα­ξύ τους, μα φαίνεται πως είναι αδύνατο. Βρίσκω πως η όποια αιτιολογία είναι μάλλον εύρημα του νου μου, και τότε τα γε-

Page 242: Το σπίτι της σιωπής

242 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

γονότα παίρνουν το σχήμα φοβερών σκουληκιών. Κ α ι κ ι ­νούνται ανάμεσα στις πτυχές του μυαλού μου...))

«Πού λες να οφε ίλετα ι αυτό ;» ρώτησε η Νιλγκ ιούν . «Άκου να σου πω. Σ ή μ ε ρ α κάτ ι νομίζω πως ένιωσα. Γ ια

να δούμε σωστά και τ η ζωή και τ η ν Ιστορία, π ρ έ π ε ι οπωσ­δ ή π ο τ ε ν' αλλάξουμε τα κύτταρα του μυαλού μας» .

« Π ώ ς ; » « Δ ε ν ξέρω ακριβώς. Μ α τα μυαλά μας ε ίναι αδηφάγα,

συνέχεια ψάχνουν να βρουν και να καταβροχθίσουν ιστορίες. Π ρ έ π ε ι ν ' απαλλαγούμε από το πάθος γ ια ιστορίες . Τ ό τ ε μονάχα θα ελευθερωθούμε και θα μπορέσουμε να δούμε τον κόσμο σωστά. Μ ε καταλαβαίνε ι ς ; »

« Ό χ ι ! » « Π ρ έ π ε ι να υπάρχε ι κάποιος τρόπος που να μπορώ να

ε ξ η γ η θ ώ , μα δεν τον βρ ίσκω!» ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. «Ψάξε και βρες τον ! » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . Ο κύριος Φαρούκ σώπασε γ ια λ ί γο , κατόπιν άδε ιασε το

ποτήρ ι του και ξαφνικά ε ί π ε : « Ε γ ώ γέρασα» . Σωπάσανε . Τ ο ύ τ η τ η φορά, όχι γ ι α τ ί διαφωνούσαν, μα

γ ι α τ ί ήταν ι κ α ν ο π ο ι η μ έ ν ο ι , ε π ε ι δ ή ε ίχαν κ α τ α λ ά β ε ι πως συμφωνούσαν στο ότι διαφωνούν. Μ ε ρ ι κ έ ς φορές, όταν δύο πρόσωπα κάθονται σ ιωπηλά, η σ ιωπή τους έ χ ε ι περ ισσότε­ρο νόημα από τ η συζήτηση που θα έκαναν. Να υπήρχε ένας τέτο ιος άνθρωπος, να 'χα έναν τέτο ιο φίλο. . .

«Φαρούκ μ π έ η » , ε ίπα, « ε γ ώ πηγαίνω στο καφενε ίο . Θ έ ­λ ε τ ε κάτ ι άλ λ ο ; »

« Τ ι ; » ε ί π ε . « Ό χ ι , ευχαριστώ, Ρ ε τ ζ έ π ! » Κ α τ έ β η κ α στον κ ή π ο , έν ιωσα τ η δροσιά από τα χόρτα

και, μόλις βγήκα έξω από την πόρτα, κατάλαβα ότι δεν θα

Page 243: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 243

μπορούσα να πάω στο καφενείο. Ήταν Παρασκευή βράδυ, θα είχε πολύ κόσμο, δεν θα μπορούσα ν' αντέξω την ίδια στε­νοχώρια. Συνέχισα να περπατάω, προχώρησα μέχρι το κα­φενείο, δίχως να με δει κανείς, ούτε κι ο Ισμαήλ, που που­λούσε λαχεία* προσπαθούσα να είμαι μακριά από τα παρά­θυρα που είχαν φως, βγήκα στο μόλο, δεν ήταν κανείς, στο νερό σάλευε το φως από τις κίτρινες λάμπες στα δέντρα. Βυ­θίστηκα σε σκέψεις. Κατόπιν σηκώθηκα, ανέβηκα τον ανή­φορο, βρέθηκα μπροστά στο φαρμακείο και κοίταξα μέσα: ο Κεμάλ, ο φαρμακοποιός, καθόταν στον πάγκο και κοίταζε την ξέγνοιαστη παρέα που έτρωγε σάντουιτς, στο απέναντι περίπτερο. Δεν με είδε. Ας μην τον ενοχλήσω! Γύρισα γρή­γορα στο σπίτι δίχως να δω κανέναν, δίχως να χαιρετηθώ με κανέναν. Αφού έκλεισα την πόρτα, μακριά από το θόρυβο και τα δέντρα, τους είδα να κάθονται στο μπαλκόνι, κάτω από το χλομό φως της λάμπας. Αυτός καθόταν μπροστά στο τραπέζι, εκείνη λίγο μακριά από το τραπέζι, κουνιόταν αθό­ρυβα στηριγμένη στα πίσω πόδια της καρέκλας, που μόλις και σήκωνε το βάρος της* τα δυο αδέλφια σαν ν' απέφευγαν να κάνουν θόρυβο, μη τυχόν και τρομάξουν το σύννεφο της άχαρης ζωής που ήταν γύρω από τα κεφάλια τους, αλλά και για να προλάβουν ν' αναπνεύσουν ακόμη πιο πολλή δυστυχία. Μπορεί και να μη θέλανε να εκνευρίσουν το ενοχοποιητικό, γέρικο βλέμμα που τους παρακολουθούσε ένοχα πίσω από τα παραθυρόφυλλα. Κατόπιν μου φάνηκε πως είδα το βλέμ­μα εκείνο, μα εκείνη δεν με είδε. Η σκιά της κυράς πρόβα­λε για μια στιγμή στο παράθυρο, ύπουλη, σκληρή, σαν να κρατούσε στο χέρι της το μπαστούνι της, κατόπιν ξαφνικά έφυγε, σαν να ήθελε να ξεφύγει από την αμαρτία. Ανέβηκα αθόρυβα τη σκάλα του μπαλκονιού.

Page 244: Το σπίτι της σιωπής

244 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Αυτά που τα λες ιστορίες, στην πραγματ ικότητα δεν ε ί­ναι ιστορίες , ε ίναι αλήθε ι ες ! ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Α π α ρ α ί τ η ­τ ε ς γ ια να καταλάβουμε τον κόσμο» .

« Ξ έ ρ ω όλες τ ις ιστορίες , κι απ' την καλή κ ι απ' την ανά­ποδη πλευρά τους» , ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ λ ίγο θ λ ι μ μ έ ν α .

« Κ α ι τ ι μ' αυτό ; » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Δ ε ν ξέρε ις καμιά κ α λ ύ τ ε ρ η ! »

« Ό χ ι , δεν ξέρω!» ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ β α ρ ι ε σ τ η μ έ ν α . « Μ α αυτό δεν είναι λόγος γ ια να π ι σ τ έ ψ ω σε όλες τ ις ιστο­ρ ίες» .

« Γ ι α τ ί ; » ρώτησε η Ν ιλγκ ιούν . «Οφε ίλουμε ν' απαλλαγούμε από όλες τ ις ιστορίες !» ε ί π ε

ο κύριος Φαρούκ λ ίγο ταραγμένος . «Καληνύχτα σας!» ε ίπα. « Π ά ω να κ ο ι μ η θ ώ » . « Β έ β α ι α » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Ε σ ύ κοιμήσου, Ρ ε τ ζ έ π , θα

μαζέψω ε γ ώ αύριο το πρωί το τ ρ α π έ ζ ι » . « Μ α ζ ε ύ ο ν τ α ι γ ά τ ε ς » , ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. « Ξ έ ρ ω τ ι

σας λ έ ω , έρχονται πριν ξημερώσε ι , δεν μου δίνουν σημασία, οι αφ ιλότ ιμες» .

Κ α τ έ β η κ α στην κουζίνα, πήρα βερ ίκοκα και λ ίγα βύσσι­να που ε ίχαν μ ε ί ν ε ι από χ τ ε ς , τα έπλυνα και τα ανέβασα επάνω.

«Κυρ ία , σας έφερα φρούτα». Δ ε ν μ ίλησε . Τ α άφησα πάνω στο τραπέζ ι , έκλε ισα την

πόρτα, κ α τ έ β η κ α κ ά τ ω , π λ ύ θ η κ α και π ή γ α στο δωμάτ ιο μου. Ε ίναι φορές που νιώθω μια μυρωδιά πάνω μου. Έ β α ­λα την π ιτζάμα μου, έσβησα το φως, άνοιξα σιγά σιγά το παράθυρο και χώθηκα στο κρεβάτ ι * ακούμπησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και π ε ρ ί μ ε ν α να ξημερώσε ι .

Μ ό λ ι ς ξ η μ ε ρ ώ ν ε ι , βγαίνω έξω και περπατάω. Κατόπιν

Page 245: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 245

πηγαίνω στην αγορά, με την ελπίδα να δω τον Χασάν ή κά­ποιον άλλο, να μιλήσουμε, μπορεί να μ' ακούσει! Να μπο­ρούσα να μιλάω ωραία! Τότε θα με άκουγαν, Φαρούκ μπέη, θα έλεγα, πίνετε πολύ, έτσι όπως πάτε, ο Θεός να σας φυ­λάει, θα πεθάνετε από γαστρορραγία, όπως ο πατέρας σας κι ο παππούς σας! Ξαφνικά θυμήθηκα: πέθανε ο Ρασίμ, αύ­ριο θα πάω στην κηδεία του* στη μεσημεριάτικη ζέστη, θ' ανέβουμε όλο τον ανήφορο πίσω από το φέρετρο. Μπορεί να δω τον Ισμαήλ, γεια σου, θα μου πει, γιατί δεν μας έρχε­σαι; Τα ίδια και τα ίδια! Έφερα στη θύμηση μου τη μητέ­ρα και τον πατέρα μου, εκείνον στο χωριό, όταν μας πήγαν με τον Ισμαήλ στο γιατρό. Είπε, ο νανισμός σε μερικές πε­ριπτώσεις οφείλεται στο ξύλο που τρώει κανείς όταν είναι μικρός. Το πόδι του άλλου μικρού πρέπει να το βλέπει ήλιος, είπε, μπορεί να θεραπευτεί, και συνέστησε να μας βγάζουν συχνά στον ήλιο. Και με τον μεγάλο του αδελφό τι θα γί­νει, ρώτησε η μητέρα μου. Εγώ άκουγα με προσοχή. Γι' αυ­τόν δεν υπάρχει θεραπεία, είπε ο γιατρός, αυτός θα μείνει έτσι, νάνος, αν πάρει όμως αυτά τα χαπάκια, μπορεί να τον ωφελήσουν. Πήρα τα χαπάκια, μα δεν με ωφέλησαν. Σκέ­φτηκα λιγάκι την κυρά, το μπαστούνι της, την κακία της, μη σκέφτεσαι, Ρετζέπ! Κατόπιν σκέφτηκα την όμορφη εκείνη γυναίκα. Κάθε πρωί, στις εννέα και μισή, ερχόταν η όμορφη στον μπακάλη, ύστερα πήγαινε στο χασάπη. Τώρα τελευταία δεν τη βλέπω. Ψηλή, με λεπτή μέση, μελαχρι­νή! Μύριζε ωραία. Ακόμη και στο χασάπη. Θα 'θελα να της μιλήσω: Εσείς δεν έχετε υπηρέτρια, μόνη σας κάνετε τα ψώνια σας, κυρία, ο άντρας σας δεν είναι πλούσιος; Πόσο όμορφη είναι καθώς κοιτάζει τη μηχανή του κιμά! Μη σκέ­φτεσαι, Ρετζέπ! Κι η μητέρα μου ήταν μελαχρινή. Κακό-

Page 246: Το σπίτι της σιωπής

246 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μοιρη μητέρα! Κοίτα πώς καταντήσαμε. Εγώ είμαι, πάντα στο σπίτι, κοίτα, κοίτα, ακόμη στο σπίτι είμαι. Πολύ σκέ­φτεσαι, μη σκέφτεσαι, κοιμήσου! Τα πρωινά δεν σκέφτομαι. Μακάρι να κοιμόμουνα! Χασμουρήθηκα και μεμιάς συνήλ­θα κι ανατρίχιασα: παντού ησυχία. Ούτε ο παραμικρός θό­ρυβος. Περίεργο! Σαν τις χειμωνιάτικες νύχτες. Κάποια ιστορία σκέφτομαι όταν ανατριχιάζω τις κρύες χειμωνιάτι­κες νύχτες. Σκέψου πάλι μια, Ρετζέπ. Από τις εφημερίδες; Όχι, μια ιστορία απ' αυτές που μου έλεγε η μητέρα μου: Κάποτε ένας σουλτάνος απέκτησε τρεις γιους, παλιότερα δεν είχε, επιθυμούσε όμως να έχει ένα γιο, παρακάλεσε λοι­πόν το Θεό. Έτσι καθώς μου έλεγε η μητέρα μου την ιστο­ρία, σκεφτόμουνα ότι ο σουλτάνος δεν είχε γιους, ούτε καν σαν εμάς. Τον κακομοίρη το σουλτάνο, τον λυπόμουνα, κι έτσι αγαπούσα περισσότερο τη μητέρα μου, τον Ισμαήλ και τον ίδιο μου τον εαυτό. Το δωμάτιο μας, τα έπιπλα μας... Να είχα ένα βιβλίο σαν εκείνο με τα παραμύθια της μητέ­ρας μου, να είχε μεγάλα γράμματα, να διάβαζα, να διάβα­ζα, να τους σκεφτόμουνα διαβάζοντας και ν' αποκοιμιόμου­να, να τους έβλεπα στο όνειρο μου, να 'βλεπα και τον κα­κομοίρη το σουλτάνο. Είναι άραγε ευτυχισμένοι; Παλιότερα όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Ο άνθρωπος στον ύπνο του είναι πάντα ευτυχισμένος. Κάποτε όμως τρομάζει, φοβάται. Ας είναι, όταν ξημερώσει, σκέφτεσαι το φόβο και τον αγαπάς, έτσι δεν είναι, τον αγαπάς το φόβο του ονείρου σου. Σου αρέσει, όπως σου αρέσει να σκέφτεσαι την ωραία μελαχρι­νή κοπέλα που βλέπεις στον μπακάλη. Άντε τώρα, κοιμή­σου όμορφα, έχοντας στη σκέψη σου την ωραία μελαχρι­νή...

Page 247: Το σπίτι της σιωπής

20

Μ ε τ ά το βραδινό φ α γ η τ ό , όταν ο πατέρας μου π ή γ ε από νωρίς μ ε τα λαχεία του στα κέντρα δ ιασκέδασης , ε γ ώ , δί­χως να πω τ ίποτα σ τ η μάνα μου, έφυγα από το σπ ίτ ι . Σ τ ο καφενε ίο τ ι να δω, όλοι ήταν ε κ ε ί , μαζί και δυο νεοφερμέ­νοι νέο ι , μ ι λ ά ν ε μ ε τον Μουσταφά. Χωρ ίς να μ ε προσέξε ι κανείς, κάθομαι κι ακούω: Ναι , ε ίπε ο Μουσταφά, τον κόσμο θέλουν να τον μοιραστούν οι δύο υπερδυνάμε ις , ο Εβραίος ο Μ α ρ ξ λ έ ε ι ψ έ μ α τ α , γ ιατ ί ο κόσμος δεν θα διαμορφωθεί μ ε την πάλη των τάξεων, όπως ισχυρίζεται , μα μ ε τον ε θ ν ι κ ι ­σμό, και η πιο ε θ ν ι κ ι σ τ ι κ ή χώρα είναι η Ρωσία, η πιο ι μ π ε ­ρ ιαλ ιστ ική . Έ π ε ι τ α ε ί π ε πως το κέντρο του κόσμου είναι η Κ ε ν τ ρ ι κ ή Ασία κ ι ότ ι η Τουρκία ε ίναι το κ λ ε ι δ ί τ η ς Κ ε ­ντρ ικής Ασίας. Ε ξ ή γ η σ ε ότι οι υπερδυνάμε ις θέλουν να μας διασπάσουν γ ια να διαλύσουν το αντ ικομουνιστ ικό μ έ τ ω π ο , και πρόσθεσε ότι οι πράκτορες τους βρήκαν τον τρόπο κ ι άνοιξαν το θ έ μ α « Τ ι ε ίσαι πρώτα, μουσουλμάνος ή Τούρ­κ ο ς ; » Ε ί π ε ακόμη ότι οι πράκτορες αυτοί ε ίναι παντού κ ι ότι δυστυχώς έχουν δ ιε ισδύσει κι ανάμεσα μας. Σ τ α μ ά τ η σ ε γ ια λ ίγο , κατόπιν ε ί π ε πως παλιότερα οι Τούρκοι ήταν ενω-

Page 248: Το σπίτι της σιωπής

248 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μένο ι , κ ι ότι γ ι ' αυτόν ακριβώς το λόγο οι ραδιούργοι συκο­φάντες , ιμπερ ιαλ ιστές Ευρωπαίοι , τους οποίους θα κάνου­μ ε να φτύσουν αίμα, δ ιέδωσαν ότι , απ' όπου περνάει ο βάρ­βαρος Τούρκος, δεν φυτρώνει χορτάρι . Ε μ έ ν α , στο μεταξύ , μου φαινόταν ότ ι άκουγα τα π έ τ α λ α των αλόγων που τ ι ς κρύες χε ιμων ιάτ ικες νύχτες τρομοκρατούσαν τους χριστ ια­νούς. Ξαφν ικά όμως ε κ ν ε υ ρ ί σ τ η κ α , γ ι α τ ί ένας από τους ανόητους νεοφερμένους έ κ α ν ε μια χαζή ε ρ ώ τ η σ η :

«Καλά, αδελφέ , αν θα έχουμε κάποτε πετρέλαιο , θα μπο­ρέσουμε , όπως οι Άραβες , να πλουτ ίσουμε και να πάρουμε το πάνω μας ; »

Σαν να εξαρτώνται όλα από το χρήμα, από τ η ν ύλη ! Μ α ο Μουσταφά ήταν υπομονετ ικός και συνέχισε να τους ε ξ η ­γε ί , ε γ ώ όμως δεν τον πρόσεχα, όλα αυτά τα ήξερα, δεν ανή­κα πια στην ομάδα των νεοφερμένων. Β ρ ή κ α μια ε φ η μ ε ρ ί ­δα - τ η ν πήρα και τ η διάβασα, μ έ χ ρ ι και τ ι ς αγγελ ί ες αυτών που ζητούσαν υπαλλήλους δ ιάβασα. Τ έ λ ο ς , ο Μουσταφά τους ε ίπε να ξανάρθουν αργά το βράδυ. Αυτοί , γ ια να δείξουν ότι πειθαρχία θα πε ι τ έ λ ε ι α υπακοή, χα ιρετήσανε μ ε σεβα­σμό και φύγανε.

«Απόψε θα γράψουμε συνθήματα στους τοίχους;» ρώτησα. « Ν α ι » , ε ί π ε ο Μουσταφά. « Κ α ι χ τ ε ς τ η νύχτα γ ρ ά ψ α μ ε ,

εσύ πού ήσουνα;» «Ήμουνα στο σ π ί τ ι » , ε ίπα. «Δ ιάβαζα» . « Δ ι ά β α ζ ε ς ; » ε ί π ε ο Σ ε ρ ν τ ά ρ . « Μ ή π ω ς μπάνιζες γυναί­

κ ε ς ; » Χ α μ ο γ ε λ ο ύ σ ε πονηρά. Δ ε ν δίνω σημασία στα λόγια του,

αυτή τ η φορά όμως φοβήθηκα μην τον πάρε ι στα σοβαρά ο Μουσταφά.

« Σ ή μ ε ρ α το πρωί τον έπιασα να σ τ έ κ ε τ α ι μπροστά στην

Page 249: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 249

πλαζ και να μπανίζε ι μια κοπέλα. Μ ι α κοπέλα τ η ς υψηλής κοινωνίας· ε ίναι , φαίνεται , ερωτευμένος μαζί τ η ς . Έ κ λ ε ψ ε και τ η χτένα τ η ς » .

« Τ η ν έ κ λ ε ψ ε , ε ί π ε ς ; » «Άκου , Σ ε ρ ν τ ά ρ » , ε ίπα. « Μ η μ ε λες κ λ έ φ τ η , θα τα χα­

λάσουμε ! » « Θ ε ς να πε ις ότι η κοπέλα σού έδωσε τ η χ τ έ ν α ; » « Ν α ι » , ε ίπα. « Α υ τ ή μου τ η ν έ δ ω σ ε » . «Ποιος ο λόγος μια τ έτο ια κοπέλα να σου δώσει τ η χ τ έ ­

να τ η ς ; » « Ε σ ύ , παιδί μου, από τέτο ια πράγματα δεν σκαμπάζε ις» . « Τ η ν έ κ λ ε ψ ε » , ε ί π ε . « Τ η ν ε ρ ω τ ε ύ τ η κ ε , ο χαζός, και την

έ κ λ ε ψ ε ! » Ξαφνικά εκνευρ ίστηκα. Έ β γ α λ α από την τ σ έ π η μου και

τ ις δύο χ τ έ ν ε ς . « Κ ο ί τ α » , ε ίπα. « Σ ή μ ε ρ α μου έδωσε άλλη μια χτένα. Πά­

λι δεν μ ε π ι σ τ ε ύ ε ι ς ; » « Ν α δ ω » , ε ί π ε ο Σερντάρ . « Δ ε ς τ η ν » , ε ί π α , και του έδωσα τ η ν κ ό κ κ ι ν η χ τ έ ν α .

« Ε λ π ί ζ ω να 'μαθες σήμερα το πρωί τ ι μπορε ίς να πάθε ις αν δεν μου την ε π ι σ τ ρ έ ψ ε ι ς ! »

« Α υ τ ή η χτένα είναι πολύ δ ιαφορετ ική από την πράσι­ν η » , ε ί π ε . « Ε κ ε ί ν η η κοπέλα δεν ε ίναι δυνατό να 'χε ι τ έ ­τοια χ τ έ ν α ! »

« Μ ε τα μάτια μου την ε ίδα να χ τ ε ν ί ζ ε τ α ι » , ε ίπα. « Σ τ η ν τσάντα τ η ς έ χ ε ι άλλη μ ί α » .

« Τ ό τ ε δεν σου τ η ν έδωσε α υ τ ή » , ε ί π ε . « Γ ι α τ ί ; » ε ίπα. « Δ ε ν μπορε ί να 'χει δύο ίδιες χ τ έ ν ε ς ; » «Φουκαρά μου» , ε ί π ε ο Σερντάρ . « Ο έρωτας του π ή ρ ε τα

μυαλά, δεν ξέρε ι τ ι λ έ ε ι » .

Page 250: Το σπίτι της σιωπής

250 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Ώστε δεν πιστεύεις ότι το ξέρω εκείνο το κορίτσι, έτσι;» φώναξα.

«Ποιο είναι το κορίτσι;» ρώτησε ξαφνικά ο Μουσταφά. Τα 'χασα* ώστε ο Μουσταφά παρακολουθούσε την κου­

βέντα μας... «Αυτός εδώ είναι ερωτευμένος μ' ένα κορίτσι της καλής

κοινωνίας», είπε ο Σερντάρ. «Έτσι είναι;» είπε ο Μουσταφά. «Η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, φίλε», είπε ο Σερντάρ. «Ποιο είναι το κορίτσι;» ρώτησε ο Μουσταφά. «Κλέβει όλη την ώρα τις χτένες της», είπε ο Σερντάρ. «Όχι!» είπα εγώ. «Τι όχι;» έκανε ο Μουσταφά. «Δεν την έκλεψα, μου την έδωσε!» «Γιατί σου την έδωσε;» «Ούτε κι εγώ ξέρω», είπα. «Φαίνεται πως θέλησε να μου

κάνει δώρο». «Ποιο είναι αυτό το κορίτσι;» ρώτησε ο Μουσταφά. «Εκείνη μου έδωσε αυτή την πράσινη χτένα», είπα. «Κι

εγώ σκέφτηκα κάτι να της δωρίσω και πήρα αυτή την κόκ­κινη. Μα, καθώς είπε κι ο Σερντάρ, αυτή η κόκκινη είναι διαφορετική, δεν έχει την ίδια ποιότητα με την πράσινη!»

«Μα δεν είπες ότι και τις δυο σου τις έδωσε εκείνη;» «Σε ρώτησα ποιο είναι αυτό το κορίτσι!» φώναξε ο Μου­

σταφά. «Την ξέρω από μικρή», είπα ντροπαλά. «Είναι ένα χρό­

νο μεγαλύτερη μου». «Μένει στο σπίτι όπου ο θείος του κάνει τον υπηρέτη»,

είπε ο Σερντάρ. «Έτσι είναι;» έκανε ο Μουσταφά. «Μίλα!»

Page 251: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 2 5 1

« Ν α ι » , ε ίπα. « Ο θείος μου εργάζεται ε κ ε ί » . « Κ ι αυτή η κοπέλα τ η ς καλής κοινωνίας έ τ σ ι , στα καλά

καθούμενα, σου δωρίζει χ τ έ ν ε ς , αυτό θ έ λ ε ι ς να π ε ι ς ; » « Γ ι α τ ί όχ ι ; » ε ίπα. « Τ η γνωρίζω, σας λ έ ω ! » « Β ρ ε , α ν ό η τ ε , έ γ ι ν ε ς κ λ έ φ τ η ς ; » μ ε ρ ώ τ η σ ε ξαφνικά ο

Μουσταφά. Τα 'χασα. Όλο ι τ ' άκουσαν. Ίδρωσα, σώπασα, έσκυψα

κάτω το κεφάλι μου, μακάρι τώρα να μην ήμουνα εδώ, σ κ έ ­φτηκα. Αν ήμουνα τώρα στο σπ ίτ ι , κανε ίς δεν θα μπορού­σε ν' ανακατευτε ί στις υποθέσε ις μου, θα 'βγαινα στον κ ή ­πο, θα κοίταζα τα φώτα μακριά, θα κοίταζα τα ανατριχια­στ ικά φώτα των πλοίων που ταξιδεύουν μακριά, θα λαχτά­ριζε η καρδιά μου.

« Ε ί σ α ι κ λ έ φ τ η ς ; Γ ι α τ ί δεν απαντάς ; » « Ό χ ι . Δεν ε ίμα ι κ λ έ φ τ η ς » , ε ίπα. Κατόπιν το σ κ έ φ τ η κ α , γέλασα λ ίγο και μ ίλησα: « Κ α λ ά » , ε ίπα, «θα σας πω την αλήθε ια! Ό λ α ήταν ένα

αστε ίο . Το πρωί, ε ίπα να δω τ ι θα π ε ι ο Σ ε ρ ν τ ά ρ και του έκανα ένα αστε ίο , μα αυτός δεν κατάλαβε . Να ι , αυτή την κόκκ ινη χτένα την αγόρασα από τον μ π α κ ά λ η . Αν θ έ λ ε τ ε , μ π ο ρ ε ί τ ε να π ά τ ε να ρ ω τ ή σ ε τ ε , έχε ι κι άλλες ίδ ιες . Η πρά­σινη όμως είναι δ ι κ ή τ η ς . Τ η ς έ π ε σ ε στο δρόμο, τ η βρήκα, την περ ίμενα γ ια να τ η ς τ η δώσω».

«Δούλος τ η ς ε ίσαι και την π ε ρ ί μ ε ν ε ς ; » « Ό χ ι » , ε ίπα. «Ε ίνα ι φίλη μου. Ό τ α ν ήμασταν μ ικρο ί . . . » « Ο χαζός, ε ρ ω τ ε ύ τ η κ ε μια κοπέλα της καλής κοινωνίας»,

ε ί π ε ο Σερντάρ . « Ό χ ι » , ε ίπα. « Δ ε ν ε ίμα ι ε ρ ω τ ε υ μ έ ν ο ς » . «Αν δεν ε ίσαι , τ ό τ ε γ ιατ ί π ε ρ ι μ έ ν ε ι ς έξω από την πόρτα

τ η ς ; »

Page 252: Το σπίτι της σιωπής

252 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Γ ι α τ ί » , ε ίπα, «αν κρατήσω κάτι που δεν μου ανήκε ι , το τ ε ακριβώς γ ίνομαι κ λ έ φ τ η ς , αυτός είναι ο λόγος» .

«Αυτός έ χ ε ι , φαίνετα ι , τ η ν ε ν τ ύ π ω σ η πως ε ί μ α σ τ ε κι ε μ ε ί ς χαζοί» , ε ί π ε ο Μουσταφά.

«Τα βλέπε ις ; » ε ίπε ο Σερντάρ. «Είναι τρελά ερωτευμένος!» « Ό χ ι ! » ε ίπα ε γ ώ . « Σ ώ π α , ρε β λ ά κ α ! » φώναξε ξαφνικά ο Μουσταφά. « Δ ε ν

ν τ ρ έ π ε σ α ι , ρ ε ; Κ ι ε γ ώ ε ίχα την ε ν τ ύ π ω σ η πως κ ά π ο τ ε θα γινόσουν άνθρωπος. Τ ο π ί σ τ ε υ α αυτό, γ ι α τ ί όλο ερχόσου να και μου ζητούσες π ιο σ η μ α ν τ ι κ έ ς δουλε ι ές . Εσ ύ όμως π ή γ ε ς κ ι έ γ ι ν ε ς δούλος μ ιας κ ο π έ λ α ς τ η ς καλής κοινω­ν ίας ! »

« Δ ε ν είναι αλήθε ια ! » « Μ έ ρ ε ς τώρα ε ίσαι σαν υπνοβάτης ! » ε ί π ε ο Μουσταφά. « Χ τ ε ς το βράδυ, όταν ε μ ε ί ς γράφαμε συνθήματα, εσύ πε­

ρ ίμενες έξω από τ η ν πόρτα τ η ς , έ τσ ι δεν ε ί να ι ; » « Ό χ ι » . « Μ ε τ ι ς κ λ ε ψ ι έ ς σου θα μας ρ ε ζ ι λ έ ψ ε ι ς ! » ε ί π ε ο Μ ο υ ­

σταφά. « Φ τ ά ν ε ι πια! Φ ύ γ ε , ξεκουμπίσου!» Σ ω π ά σ α μ ε γ ια λ ίγο . Μ α κ ά ρ ι να ήμουνα τώρα στο σπίτ ι

μου, σ κ έ φ τ η κ α , να μελετούσα ξέγνοιαστος μαθηματ ικά . « Α κ ό μ η κάθετα ι , ο άθλιος!» ε ί π ε ο Μουσταφά. « Δ ε ν το

θέλω πια αυτό το μούτρο!» Τον κοίταξα. « Έ λ α , φ ίλε , μην ε ίσαι υπερβολ ικός» , ε ί π ε ο Σερντάρ . Τον κοίταξα. « Π ά ρ τ ε τον από δω. Δ ε ν θέλω να τον έχω μπροστά μου,

αυτός θαυμάζει την καλή κοινωνία!» «Συγχώρεσε τον ! » ε ί π ε ο Σερντάρ. « Κ ο ί τ α , τ ρ έ μ ε ι . Ανα­

λ α μ β ά ν ω εγώ να τον κάνω άνθρωπο. Κ ά τ σ ε , Μ ο υ σ τ α φ ά » .

Page 253: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 253

« Ό χ ι » , ε ί π ε αυτός. « Φ ε ύ γ ω » . Και πάε ι να φύγει στ ' αλήθε ια. « Δ ε ν γ ί ν ετα ι , φ ίλε ! » ε ί π ε ο Σερντάρ . «Θα μ ε ί ν ε ι ς » . Ο Μουσταφά ε ίχε σηκωθε ί κι έπαιζε μ ε τ η ζώνη του. Ε ί ­

πα να σηκωθώ και να του δώσω μία! Θα τον σκότωνα! Μ α , αν δεν θ έ λ ε ι ς ν ' απομονωθε ίς , π ρ έ π ε ι να ε ξ η γ η θ ε ί ς , γ ια να σε καταλάβουν.

« Δ ε ν γ ίνετα ι να την ε ρ ω τ ε υ τ ώ , Μουσταφά!» ε ίπα. « Τ ο βράδυ μονάχα ε σ ε ί ς οι άλλο ι να ' ρ θ ε ί τ ε » , ε ί π ε ο

Μ ο υ σ τ α φ ά . Κ α τ ό π ι ν σ τ ρ ά φ η κ ε σ' ε μ έ ν α : « Ε σ ύ δ ε ν θα ξαναφανε ίς ε δ ώ . Ο ύ τ ε που μας ξ έ ρ ε ι ς ο ύ τ ε που μας ε ί ­δ ε ς ! »

Σ κ έ φ τ η κ α λ ίγο. Έ π ε ι τ α ε ίπα : « Γ ι ά στάσου!» ε ίπα, χωρίς να δίνω σημασία στο τρεμού­

λιασμα τ η ς φωνής μου. «Άκουσε μ ε , Μουσταφά. Τώρα θα καταλάβε ι ς » .

« Τ ι θα κ α τ α λ ά β ω ; » « Δ ε ν γ ίνετα ι να την ε ρ ω τ ε υ τ ώ » , ε ίπα. « Η κοπέλα αυτή

είναι κομουνίστρια!» « Τ ι ; » « Ν α ι » , ε ίπα. « Σ ο υ ορκίζομαι, το ε ίδα μ ε τα μάτια μου» . « Τ ι ε ί δ ε ς ; » φώναξε, και μ ε πλησίασε . « Τ η ν εφημερίδα. Διάβαζε Τζουμχουρίέτ. Κ ά θ ε μέρα παίρ­

νει από τον μ π α κ ά λ η και δ ιαβάζε ι Τζουμχουρίέτ. Κ ά τ σ ε , Μουσταφά, να σου ε ξ η γ ή σ ω » , ε ίπα, και σώπασα, για να στα­ματήσε ι το τρεμούλιασμα τ η ς φωνής μου.

« Β ρ ε άθλ ι ε , ε ρ ω τ ε ύ τ η κ ε ς μια κομουν ίστρ ια ;» φώναξε. Γ ι α μια σ τ ι γ μ ή νόμισα ότι θα μ ε χτυπούσε. Αν μ ε χτυ­

πούσε, θα τον σκότωνα. « Ό χ ι » , ε ίπα. « Δ ε ν γ ί ν ετα ι να ε ίμα ι ε ρ ω τ ε υ μ έ ν ο ς μ ε μια

Page 254: Το σπίτι της σιωπής

254 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

κομουνίστρια. Όταν την ερωτεύτηκα, δεν ήξερα ότι ήταν κομουνίστρια».

αΠότε αυτό;» αΤότε που νόμιζα πως ήμουνα ερωτευμένος!» είπα. «Κά­

τσε, Μουσταφά, θα σου εξηγήσω!» «Καλά, κάθομαι», είπε. «Μα θα πρέπει να ξέρεις ότι θα

πάθεις αν μου πεις ψέματα!» «Πρώτα κάτσε όμως, άκουσε με. Δεν θέλω να με παρε­

ξηγήσεις. Θα σου τα πω όλα». Σώπασα για λίγο. «Μου δί­νεις ένα τσιγάρο;» είπα.

«Άρχισες και να καπνίζεις;» είπε ο Σερντάρ. «Σωπάστε, δώστε του ένα τσιγάρο!» είπε ο Μουσταφά,

και κάθισε. Ο Γιασάρ μου έδωσε ένα τσιγάρο, δεν είδε όμως το χέ­

ρι μου που έτρεμε, γιατί το άναψε αυτός. Κατόπιν, όταν εί­δα πως και οι τρεις περίμεναν με ενδιαφέρον να μ' ακού­σουν, σκέφτηκα λίγο κι άρχισα:

«Όταν την είδα στο νεκροταφείο, προσευχόταν. Σκέ­φτηκα πως δεν μπορούσε ν' ανήκει στην υψηλή κοινωνία, γιατί φορούσε μαντίλα και μαζί με τη γιαγιά της είχε ανοί­ξει τα χέρια της στο Θεό...»

«Τι λέει αυτός, ρε;» είπε ο Σερντάρ. «Σώπα!» του είπε ο Μουσταφά. «Τι δουλειά είχες εσύ

στο νεκροταφείο;» «Καμιά φορά αφήνουν εκεί λουλούδια», είπα. «Ο πατέ­

ρας μου, όταν πηγαίνει στα κέντρα μ' ένα γαρίφαλο στο πέ­το, πουλάει περισσότερα λαχεία. Αυτός με στέλνει για να βρω λουλούδια».

«Καλά...» «Εκείνο το πρωί είχα πάει για λουλούδια* την είδα πάνω

Page 255: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 255

στον τάφο του πατέρα τ η ς . Μ ε μαντ ίλα και τα χέρια ανοι­χτά στο Θ ε ό » .

« Ψ έ μ α τ α μας λ έ ε ι ! » ε ί π ε ο Σερντάρ . « Σ ή μ ε ρ α την ε ίδα στην πλαζ, ήταν ολόγυμνη» .

« Ό χ ι , φορούσε μ α γ ι ό » , ε ίπα. « Μ α στο νεκροταφείο ήταν δ ιαφορετ ική ».

« Κ α λ ά , ισχυρίζεσαι τώρα ότ ι αυτή η κ ο π έ λ α ε ίναι κο-μουνίστρ ια;» ε ί π ε ο Μουσταφά. « Μ ε κορο ϊδεύε ις ; »

« Ό χ ι » , ε ίπα. « Έ τ σ ι ε ίναι . Ό π ω ς σου λ έ ω . . . Ό τ α ν την ε ί­δα εκε ί να προσεύχεται , ομολογώ πως παραξενεύτηκα. Γ ια­τί μ ι κ ρ ή ήταν δ ιαφορετ ική . Ξ έ ρ ω καλά τα παιδικά τ η ς χρό­νια. Δ ε ν ήταν κακιά, μα ούτε και καλή . Ε σ ε ί ς αυτούς δεν τους ξ έ ρ ε τ ε . Σ κ έ φ τ η κ α πολύ, και στο τέλος μ π ε ρ δ ε ύ τ η κ α . Ί Ιμουν περ ίεργος να μάθω τ ι είδους άνθρωπος έ γ ι ν ε . Έ τ σ ι , την παρακολούθησα, η αλήθεια είναι πως το 'κανα αυτό και λίγο γ ια να δ ιασκεδάσω».

« Τ ε μ π έ λ η ς , άνεργος κ ι α λ ή τ η ς ! » ε ί π ε ο Μουσταφά. « Έ ν α ς ε ρ ω τ ε υ μ έ ν ο ς ! » πρόσθεσε ο Γ ιασάρ. « Σ ώ π α ! » ε ί π ε ο Μουσταφά. « Π ώ ς έ μ α θ ε ς ότι ήταν κο-

μουνίστρ ια;» « Τ η ν παρακολούθησα», ε ίπα. « Μ ά λ λ ο ν όχι, δεν την πα­

ρακολουθούσα πια. Κατά σύμπτωση μ π ή κ ε στο μπακάλ ικο όπου έπινα κόκα κόλα και π ή ρ ε μια Τζουμχουριέτ. Α π ' αυ­τό το κ α τ ά λ α β α » .

«Μονάχα απ' αυτό ; » ρώτησε ο Μουσταφά. « Ό χ ι , όχι μονάχα απ' αυτό» , ε ίπα, σώπασα γ ια λ ίγο και

συνέχισα: « Κ ά θ ε πρωί πηγα ίνε ι κι αγοράζει μια Τζουμχου­ριέτ, άλλη εφημερ ίδα δεν παίρνε ι . Σ τ η ν αρχή δεν υποψιά­στηκα τ ίποτα. Έ π ε ι τ α όμως έ κ ο ψ ε τ ις σχέσε ις και μ ε την εδώ καλή κοινωνία» .

Page 256: Το σπίτι της σιωπής

256 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Κάθε πρωί έπαιρνε μια Τζουμχουριέτ», είπε ο Μου­σταφά. «Κι εσύ μας το 'κρυβες, επειδή ήσουν ερωτευμένος μαζί της κι έτρεχες ξοπίσω της, έτσι;»

«Όχι», είπα. «Σήμερα το πρωί πήρε Τζουμχουριέτ». «Μη λες ψέματα, θα φας χαστούκι!» είπε ο Μουσταφά.

«Λίγο πριν είπες ότι παίρνει κάθε πρωί Τζουμχουριέτ». «Κάθε πρωί πηγαίνει στον μπακάλη και ψωνίζει, μα δεν

ξέρω τι παίρνει», είπα. «Σήμερα το πρωί την είδα ν' αγορά­ζει μια Τζουμχουριέτ».

«Ψέματα μας λέει», είπε ο Σερντάρ. «Το ξέρω», είπε ο Μουσταφά. «Σε λίγο θα τον κάνω να

το βουλώσει. Αν και ήξερε πως ήταν κομουνίστρια, έτρεχε ξοπίσω της. Λέγε τι έγινε με τις χτένες; Την αλήθεια!»

«Μα σας την είπα. Η μια της έπεσε όταν την παρακο­λουθούσα. Τη μάζεψα από καταγής. Δεν την έκλεψα... Η άλλη είναι η χτένα της μάνας μου, τ' ορκίζομαι!»

«Και για ποιο λόγο κουβαλάς τη χτένα της μάνας σου;» Τράβηξα μια ρουφηξιά από το τσιγάρο μου και σώπασα,

γιατί κατάλαβα πως, ό,τι και να τους έλεγα, δεν θα με πι­στεύανε.

«Σου μιλάω!» είπε. «Καλά», είπα. «Μα δεν με πιστεύετε. Τώρα ορκίζομαι

ότι σας λέω την αλήθεια. Λοιπόν, η κόκκινη χτένα δεν εί­ναι της μάνας μου. Ντράπηκα, και σας είπα πως είναι της μάνας μου. Την κόκκινη χτένα εκείνη την αγόρασε από τον μπακάλη σήμερα».

«Μαζί με την εφημερίδα;» «Μαζί με την εφημερίδα. Μπορείτε να ρωτήσετε τον

μπακάλη». «Και κατόπιν σου την έδωσε, έτσι;»

Page 257: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 257

«Όχι!» είπα. Σώπασα για λίγο και συνέχισα: «Μετά που έφυγε, πήρα κι εγώ μια όμοια χτένα για μένα».

«Γιατί, ρε;» φώναξε ο Μουσταφά. «Γιατί, είπες; Δεν καταλαβαίνεις γιατί;» «Θα φάει γροθιά στη μύτη αυτός!» είπε ο Σερντάρ. Αν δεν ήταν ο Μουσταφά, θα του έδειχνα εγώ, μα ο Μου­

σταφά συνέχεια φώναζε: «Επειδή είσαι ερωτευμένος, βρε χαζέ, έτσι; Ενώ ξέρεις

ότι είναι κομουνίστρια. Μπας κι είσαι κατάσκοπος;» Σκέφτηκα πως, ό,τι και να τους έλεγα πια, δεν θα με πι­

στεύανε, και σώπασα για λίγο, μα ύστερα άρχισε να φωνά­ζει τόσο πολύ, που σκέφτηκα να του πω μια τελευταία φο­ρά ότι δεν ήμουν ερωτευμένος με μια κομουνίστρια, και να τον κάνω να το πιστέψει. Έριξα κάτω το τσιγάρο μου και, σαν ήρεμος άνθρωπος, το πάτησα, το έσβησα και πήρα από το χέρι του Σερντάρ την κόκκινη χτένα, τη λύγισα, την έσπασα κι είπα:

«Κι εσύ, αν έβρισκες μια τόσο ωραία και φτηνή χτένα, δεν θα 'δινες είκοσι πέντε λίρες να την πάρεις;»

«Ανάθεμα σε, βλάκα, ψεύτη!» φώναξε ο Μουσταφά. Κι έτσι, αποφάσισα οριστικά να σωπάσω. Δεν έχω πια

σκοπό να κουβεντιάσω μαζί σας, κύριοι, καταλαβαίνετε; Εί­τε με θέλετε είτε δεν με θέλετε, εγώ σε λίγο θα πάω στο σπίτι μου. Θα διαβάσω τα μαθηματικά μου, κατόπιν, μια μέρα, θα πάω στο Σκουτάρι , και θα τους πω, δώστε μου μια καλή δουλειά: στο Τζενέτχισαρ, το μόνο που κάνουν είναι να λέει ο ένας τον άλλο κατάσκοπο, δώστε μου μια καλή δουλειά, θα τους πω. Σε λίγο θα πάω στο σπίτι, τώρα ας διαβάσω την εφημερίδα που την άφησα μισή. Την άνοιξα και άρχισα να τη διαβάζω δίχως να τους δίνω σημασία...

Page 258: Το σπίτι της σιωπής

258 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Τι θα τον κάνουμε τώρα, κύριοι;» είπε ο Μουσταφά. «Τον μπακάλη, που εξακολουθεί να πουλάει Τζουμχου­

ρίέτ;)) ρώτησε ο Σερντάρ. «Όχι», είπε ο Μουσταφά. «Δεν λέω για τον μπακάλη.

Γι' αυτόν το βλαμμένο, λέω, που είναι ερωτευμένος με μια κομουνίστρια».

«Συγχώρεσε τον, αδελφέ!» είπε ο Σερντάρ. «Μην τον παίρνεις στα σοβαρά, το έχει μετανιώσει προ πολλού».

«Δηλαδή να τον αφήσω να γίνει δόλωμα στους κομουνι­στές;» φώναξε ο Μουσταφά. «Θα τρέξει αμέσως και θα τα πει όλα στην κοπέλα».

«Να τον δείρουμε;» είπε ψιθυριστά ο Σερντάρ. «Με την κομουνίστρια τι θα γίνει, αυτής δεν θα της κά­

νουμε τίποτα;» είπε ο Γιασάρ. «Να της κάνουμε ό,τι κάναμε της άλλης, στο Σκουτά­

ρι». «Και του μπακάλη τού οφείλουμε ένα καλό μάθημα!» εί­

πε ο Σερντάρ. Κατόπιν μίλησαν ψιθυριστά, είπανε τι κάνανε οι κομου­

νιστές στους δικούς μας στα Τούζλα, για μένα είπαν πως είμαι βλαμμένος, είπαν ακόμη για την κοπέλα που πέτα­ξαν στη θάλασσα από το πλοίο στο Σκουτάρι, επειδή διά­βαζε Τζουμχουρίέτ, εγώ όμως έκανα τον αδιάφορο. Διάβα­ζα την εφημερίδα, δεν είμαι, έλεγα μέσα μου, ούτε επαγ­γελματίας οδηγός ταξί ούτε ξέρω να στέλνω τέλεξ ούτε ξέρω αγγλικά ούτε είμαι μαραγκός ή και βοηθός φαρμακο­ποιού, που μπορεί να φτιάχνει και γυαλιά, ούτε τηλεφωνη­τής ούτε ηλεκτρολόγος ούτε ράφτης. Διάολε, στο τέλος θα πάω στην Ιστανμπούλ και μια μέρα θα κάνω μια σπουδαία δουλειά, ναι, ναι, σκέφτηκα τη δουλειά που θα έκανα, κι

Page 259: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 259

επειδή δεν ήξερα βέβαια τι ακριβώς θα ήταν η δουλειά αυ­τή, θέλησα να ξαναρίξω μια ματιά στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, για να δω, θαρρείς, γραμμένο το όνομα μου ανάμεσα στα μεγάλα γεγονότα και να δω τη δουλειά που θα 'κανα, μα η εφημερίδα είχε σκιστεί, έψαχνα να βρω την πρώτη σελίδα και δεν την έβρισκα, και, θαρρείς, δεν είχα χάσει την εφημερίδα μα το δικό μου μέλλον. Για να μη δουν τα χέρια μου, που τρέμανε, τα έκρυβα. Ο Μουσταφά τώρα μιλούσε για μένα:

«Εσένα το λέω, ρε βλαμμένο!» φώναξε. «Πότε πηγαίνει η κοπέλα στον μπακάλη;»

«Τι;» έκανα. «Μετά την πλαζ». «Βλάκα! Πώς θες να ξέρω τι ώρα πηγαίνει στην πλαζ;» «Στις εννέα με εννέα και μισή». «Εσύ θα καθαρίσεις μόνος σου τα σκατά σου». «Ωραία», είπε ο Γιασάρ. «Να τη δείρει». «Όχι, δεν θα τη δείρει!» είπε ο Μουσταφά. «Η κοπέλα

σε ξέρει, έτσι δεν είναι;» «Βέβαια!» είπα. «Χαιρετιόμαστε». «Είναι καθυστερημένος!» είπε ο Μουσταφά. «Εξακο­

λουθεί να καυχιέται». «Ναι», είπε ο Σερντάρ. «Γι' αυτό ακριβώς λέω να τον

συγχωρέσεις». «Όχι!» είπε ο Μουσταφά. «Σαν πολύ πάει». Στράφηκε σ'

εμένα. «Άκου!» μου είπε. «Αύριο εγώ, στις εννέα και μισή, θα είμαι εκεί. Θα με περιμένεις! Ποιος είναι αυτός ο μπα­κάλης; Θα μου τον δείξεις! Θέλω να δω κι εγώ με τα μάτια μου την κοπέλα που παίρνει Τζουμχουρίέτ)).

«Παίρνει κάθε μέρα!» είπα. «Σώπα!» είπε. «Αν πάρει, θα σου κάνω νόημα. Τότε θα

Page 260: Το σπίτι της σιωπής

260 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

πας και θα πάρεις από το χέρ ι τ η ς την εφημερ ίδα . Θα τ η ς πε ις ότι εδώ δεν υπάρχει θ έ σ η γ ια τους κομουνιστές . Κα­τόπιν θα σκίσε ις την εφημερ ίδα και θα τ η ν πετάξε ι ς . Κα­τ ά λ α β ε ς ; »

Δεν ε ίπα τ ίποτα. « Κ α τ ά λ α β ε ς ; » ε ί π ε . « Ή μήπως δεν άκουσες ; » «Άκουσα!» ε ίπα. « Μ π ρ ά β ο » , ε ί π ε . « Ο ύ τ ε ένα κ α θ υ σ τ ε ρ η μ έ ν ο ζωύφιο σαν

κ ι ε σ έ ν α δεν χαλαλίζω στους κ ο μ ο υ ν ι σ τ έ ς ! Από δω και μπρος δεν θα σ' αφήνω από τα μάτια μου. Α π ό ψ ε το βράδυ θα 'ρθε ις μαζί μας να γ ρ ά ψ ο υ μ ε συνθήματα! Δ ε ν θα γυρί­σεις στο σ π ί τ ι ! »

Ε κ ε ί ν η τ η σ τ ι γ μ ή θέλησα να τον σκοτώσω τον Μουστα­φά! Μ α στο τέλος εσύ θα βρε ις τον μπελά σου, Χ α σ ά ν ! Δεν ε ίπα τ ίποτα. Έ π ε ι τ α , ζήτησα ένα τσιγάρο* μου δώσανε.

Page 261: Το σπίτι της σιωπής

21

Ο Τζουνέιτ ξαφνικά ανοίγει το παράθυρο και φωνάζει δυ­νατά στο σκοτάδι ότι όλοι οι καθηγητές είναι βλαμμένοι, κι ενώ αυτός ξεφωνίζει ότι όλοι οι δάσκαλοι κι όλοι οι καθη­γητές είναι βλαμμένοι, η Γκιουλνούρ ξεκαρδίζεται στα γέ­λια, είναι τύφλα στο μεθύσι, λέει, πετάει, τον βλέπετε, παι­διά, ενώ ο Τζουνέιτ εξακολουθεί να φωνάζει, οι πούστηδες, μ' αφήσανε στην ίδια τάξη, ποιος σας έδωσε, ρε, το δικαίω­μα να παίζετε με τη ζωή μου, και τότε η Φουντά και η Τζεϊ­λάν, σσς, σιωπή, Τζουνέιτ, λένε, τι κάνεις τέτοια ώρα, εί­ναι τρεις μετά τα μεσάνυχτα, οι γείτονες, όλοι κοιμούνται, στο διάβολο οι γείτονες, λέει ο Τζουνέιτ, αφήστε με ήσυχο, γείτονες και καθηγητές όλοι το ίδιο είναι, όχι άλλο, λέει η Τζεϊλάν και κάνει να πάρει από το χέρι του Τζουνέιτ το τσι-γαριλίκι, αυτός δεν της το δίνει, όλοι καπνίζουν, λέει, μο­νάχα σ' εμένα κάνετε παρατήρηση, και η Φουντά, για ν' ακουστεί η φωνή της πάνω από τη χυδαία μουσική και το θόρυβο, του φωνάζει, σιωπή, μη φωνάζεις, εντάξει, κι ο Τζουνέιτ μεμιάς ηρεμεί, θαρρείς και ξεχνάει στη στιγμή το μίσος και την οργή του, κι αρχίζει να κουνιέται στο ρυθμό

Page 262: Το σπίτι της σιωπής

262 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τ η ς ροκ μουσικής που μας έ χ ε ι ξεκουφάνει , έ π ε ι τ α απομα­κρύνονται κάτω από τα χρωματιστά φώτα που αναβοσβή­νουν και που ο Τουράν τα έχε ι ε γ κ α τ α σ τ ή σ ε ι έ τσ ι ώστε να θυμίζουνε ν τ ι σ κ ο τ έ κ , κι ε γ ώ κοιτάζω τ η ν Τζε ϊλάν , που δεν φαίνεται καθόλου λ υ π η μ έ ν η , ε ίναι όμορφη, χαμογελάε ι λί­γο , μα είναι και λ ίγο μ ε λ α γ χ ο λ ι κ ή , Θ ε έ μου, σκέφτομαι , πό­σο την αγαπώ αυτή την κοπέλα, δεν ξέρω τ ι να κάνω, βοή­θα μ ε , τ ι α π ε λ π ι σ τ ι κ ή κατάσταση είναι αυτή , πού να το φα­νταζόμουνα ότι θα καταντούσα κι ε γ ώ σαν τους άβουλους, μίζερους, σπυριάρηδες , νεαρούς Τούρκους, που μόλις ερω­τευτούν ένα κορίτσι σκέφτονται το γάμο , και σαν τους συμ­μαθητές μου, που λυσσάνε γ ια γυναίκα και περιφρονούν δ ή ­θεν τα κορίτσια, μα κάθονται μ έ χ ρ ι το πρωί και γράφουν δακρύβρεχτα ερωτ ικά πο ιήματα, τα κρύβουν σε φακέλους, και το πρωί έρχονται στο σχολείο μ ε ύφος και σιγουριά δυ­νατού άντρα, φτάνε ι , μ η σκέφτεσαι άλλο, Μ ε τ ί ν , όλους τους σιχαίνομαι, ε γ ώ ποτέ δεν θα τους μοιάσω, ε γ ώ θα γ ίνω ένας ψυχρός, πλούσιος π λ έ ι μπόι , που θα μ ε ξέρε ι ο κόσμος όλος, ναι, ναι, θα γ ίνω, νά και μια φωτογραφία μου στις εφημερ ί ­δες μ ε την κόμισσα ν τ ε Ρουσφολτιάν, και τον επόμενο χρό­νο νά κ ι η σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η γ ια το πώς περνάε ι τ η μέρα του ο σπουδαίος Τούρκος φυσικός στην Α μ ε ρ ι κ ή , ώσπου μας τσα­κώνει και το περιοδικό Time μ ε κάποια λαίδη τάδε χέρι χέ­ρι, να π ε ρ π α τ ά μ ε στ ις ι ταλ ικές Ά λ π ε ι ς , κι όταν, Τζε ϊλάν . δε ι ς , στην π ρ ώ τ η σελίδα τ η ς εφημερ ίδας Χουριέτ, τ η φω­τογραφία τ η ς τ ρ ί τ η ς γυναίκας μου, κόρης πολυεκατομμυ­ριούχου Μεξ ικανού πετρελαιοπαραγωγού, όταν θα έχω έρ­θε ι στην Τουρκία μ ε την ιδ ιωτ ική θαλαμηγό μου γ ια να πά­ρω μέρος στη «Γαλάζ ια ε κ δ ρ ο μ ή » , γ ιά να δούμε , Τζε ϊλάν , θα σκεφτε ί ς τ ό τ ε ή δεν θα σκεφτε ί ς τον Μ ε τ ί ν , τ ι μέρα κι

Page 263: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 263

αυτή, Θεέ μου, τι πολύ που ήπια, κοιτάζω ολοένα την Τζεϊ­λάν, το όμορφο πρόσωπο της, σαν αποβλακωμένος από το τσιγαριλίκι μου, όταν ξαφνικά ακούω από την τρελή, νω­θρή μα και γλεντζέδικη παρέα κάποιους να μουγκρίζουν, Θεέ μου, κάποιους άλλους να ουρλιάζουν, δεν ξέρω γιατί, κι εγώ θέλω να μουγκρίσω, να ξεφωνίσω μαζί μ' αυτούς, και νά, αρχίζω να φωνάζω, πρώτα βγάζω άναρθρες κραυγές, κατό­πιν μουγκρίζω σαν ζώο, όταν ακούω τη φωνή της Γκιουλ-νούρ, εσύ σώπα, Μετίν, λέει, εσύ σώπα, εσύ δεν έχεις δι­καίωμα να κάνεις ό,τι κάνουν αυτοί, και μου δείχνει το τσι­γαριλίκι, εσύ δεν καπνίζεις, μου λέει, κι εγώ χαμογελάω σαν να πρόκειται γι' αστείο, και λέω πολύ σοβαρά ότι ήπια μόνος μου ένα μπουκάλι ουίσκι, καταλαβαίνεις, αγαπητή μου, ένα μπουκάλι ουίσκι είναι πολύ πιο δυνατό από το χα­ζό τσιγαριλίκι σας με το χασισάκι, κι ακόμη, εγώ δεν γυρί­ζω το μπουκάλι από χέρι σε χέρι, το πίνω μόνος μου, μα αυ­τή δεν μ' ακούει, δειλέ άνθρωπε, δεν ντρέπεσαι τουλάχι­στον τον Τουράν, πώς μπορείς και χαλάς την τελευταία βραδιά του φίλου μας που αύριο πάει στρατιώτης, καλά, της λέω, κι απλώνω το χέρι μου, της παίρνω το τσιγάρο, κοίτα, Τζεϊλάν, καπνίζω όπως εσύ, σ' αγαπώ, καπνίζω λίγο ακό­μη, μπράβο, μου λέει η Γκιουλνούρ, καπνίζω λίγο ακόμη και το δίνω πίσω, τότε η Γκιουλνούρ καταλαβαίνει ότι σε κοιτάζω, Τζεϊλάν, και ξεκαρδίζεται, κοίτα, Τζεϊλάν, λέει, άρχισε να πετάει κι ο δικός σου, μα για να την προλάβεις, μου λέει εμένα, πρέπει να καπνίσεις πολύ, κι εγώ, Τζεϊλάν, σκέφτομαι ότι είπε «ο δικός σου», και σωπαίνω, κι η Γκι­ουλνούρ ρωτάει, θα την καταφέρεις, κι εγώ δεν μιλώ, κι η Γκιουλνούρ λέει, αν δεν βιαστείς, Μετίν, κοίτα, εδώ το γρά­φω, θα σου τη φάει ο Φικρέτ, και κάνει σαν να γράφει με

Page 264: Το σπίτι της σιωπής

264 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

την άκρη του τσ ιγάρου, κ ι ε γ ώ πάλι δεν μ ι λά ω , κ ι ενώ αυ­τ ή ρωτάει πού είναι ο Φ ι κ ρ έ τ , ε γ ώ σηκώνω το ποτήρ ι μου και το αδειάζω, και κάνω πως πάω να το ξαναγεμίσω για να μ η γ ί ν ε ι φασαρία, κ ι ενώ στο μεταξύ η Γκιουλνούρ ξεκαρ­δίζεται κι εγώ ψάχνω στο σκοτάδι να βρω το μπουκάλι , ξαφ­νικά βγαίνε ι μπροστά μου η Ζ ε ϊ ν έ π και μ' αγκαλιάζε ι , έλα να χορέψουμε , μου λ έ ε ι , έλα, Μ ε τ ί ν , είναι ωραία η μουσική , καλά, τ η ς λ έ ω και μ' α γ κ α λ ι ά ζ ε ι , μ η ν ο μ ί σ ε τ ε πως σ κ έ ­φτομαι μέρα-νύχτα τ η ν Τ ζ ε ϊ λ ά ν , νά, κ ο ι τ ά ξ τ ε , χορεύω μ ε τ η χοντρή τ η Ζ ε ϊ ν έ π , μα γρήγορα βαρ ι έμα ι , κ ι αυτή μισο­κλε ίνε ι τα μάτια σαν χορτασμένη γάτα, κι αρχίζει να κάνε ι τ η ρομαντ ική , κ ι εκε ί που σκεφτόμουνα πώς ν' απαλλαγώ, κάποιος μ ε κλοτσάει στον πισινό, στο διάβολο, σβήνουν τα φώτα, φιλί , φιλ ί , φωνάζουν, κι ε γ ώ , στο σκοτάδι , σπρώχνω το πελώριο μαξιλάρι τ η Ζ ε ϊ ν έ π , και το στρ ίβω να γ λ ι τ ώ σ ω , κ ι ενώ ψάχνω να βρω το μπουκάλι μ ε το ουίσκι , σκάε ι τού­τ η τ η φορά ένα αληθινό μαξιλάρι στο πρόσωπο μου, έ τσ ι , ε , τραβάω κι ε γ ώ μια γ ε ρ ή γροθιά στο σκοτάδι , κ ι ακούω τον Τουργκάι να σκούζει, όταν στην πόρτα τ η ς κουζίνας συ­ναντώ τον Β ε ν τ ά τ που μ ε κο ιτάζε ι χαζά και κατόπιν μου λ έ ε ι , ωραία δεν ε ίναι , ποιο είναι το ωραίο, ρωτάω, κ ι απο­ρημένος μου λ έ ε ι , δεν το ξέρε ις , αρραβωνιαστήκαμε , και , σαν σοβαρός και στοργικός σύζυγος, βάζει το χέρι του στον ώμο τ η ς Σ ε μ ά , ωραία δεν ε ίναι , φίλε , μου λ έ ε ι , και τ ό τ ε ε γ ώ του λ έ ω , πολύ ωραία, ναι , λ έ ε ι αυτός, θαύμα, αρραβωνια­σ τ ή κ α μ ε , να μας συγχαρε ίς , κι αγκαλιαζόμαστε όλοι, κ ι η Σ ε μ ά είναι έ τ ο ι μ η να κ λ ά ψ ε ι , κι ε γ ώ τα χάνω και κάνω να φύγω, μα ο Β ε ν τ ά τ μ ε σ τ α μ α τ ά ε ι , ξαναφιλ ιόμαστε , αλα­φιάζομαι, αν μας έ β λ ε π ε η Αγγλ ίδα θα μας έπαιρνε γ ια πού-σ τ η δ ε ς , θυμάμαι καλά στο σχολείο, στον κοιτώνα, οι μ α θ η -

Page 265: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 265

τές προσπαθούσαν να κατηγορήσουν ο ένας τον άλλο ότι εί­ναι πούστης, απ' το Θεό να το βρείτε, οι μαλακισμένοι, οι ανώμαλοι, οι καθυστερημένοι συμπεριφέρονται σε όλα τα αμούστακα παιδιά σαν να είναι πούστηδες, ευτυχώς, άρχι­σα να βγάζω μουστάκι, άμα θέλω, μπορώ και να το μεγα­λώσω, θα μου πηγαίνει, έχω πολλές τρίχες εγώ, αν και η αλήθεια είναι ότι εκείνο το κτήνος ο Σουλεϊμάν μια μέρα μου έβαλε χέρι, μα κι εγώ μια μέρα που κοιμόταν, έπεσα πάνω του και τον ρεζίλεψα στους μαθητές του κοιτώνα, έτσι τον εκδικήθηκα, γιατί αν δεν το έκανα, οι άθλιοι, οι μαλα-κισμένοι θα με λιώνανε όπως κάνανε με τον Τζεμ, ηρέμη­σε όμως, Μετίν, μην τους δίνεις σημασία, τον επόμενο χρό­νο θα είσαι στην Αμερική, έχεις άλλον ένα χρόνο στη χώρα αυτή των καθυστερημένων, αλλά, αγαπημένοι μου, Φαρούκ και Νιλγκιούν, αν για λόγους οικονομικούς δεν μπορέσω του χρόνου να πάω στην Αμερική, τότε έχετε πολλά να τρα­βήξετε από μένα, σκέφτομαι, κι επιτέλους, δόξα σοι ο Θεός, βρίσκω την κουζίνα, κι εκεί βλέπω τη Χουλγιά με τον Του­ράν, η Χουλγιά είναι κλαμένη, ο Τουράν έχει βάλει το κου­ρεμένο κεφάλι του κάτω από τη βρύση, αλλά μόλις με βλέ­πει σηκώνεται και ξαφνικά μου δίνει μια γερή γροθιά, και τότε εγώ του λέω, πού είναι, ρε, τα μπουκάλια και τα πο­τήρια, τα ποτήρια είναι εκεί, λέει, μα δεν μου δείχνει πού, κι εγώ ξαναρωτάω, και πάλι εκεί μου λέει, δίχως να δείξει πού, ώσπου στο τέλος ανοίγω την ντουλάπα να ψάξω, κι ο Τουράν αγκαλιάζει τη Χουλγιά, κι αρχίζουν να φιλιούνται με πάθος, σαν να δαγκώνονται, σαν να θέλουν να ξεριζώ­σουν τα δόντια τους, κι εγώ σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να κάνω το ίδιο με την Τζεϊλάν, κατόπιν αρχίζουν να βγάζουν παράξενες φωνές, κι η Χουλγιά, λαχανιασμένη, γλιτώνει τα

Page 266: Το σπίτι της σιωπής

266 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

χείλη της από το στόμα του Τουράν, θα περάσει, ψυχή μου, θα περάσει, του λέει, και τότε ο Τουράν αγριεύει, τι κατα­λαβαίνεις εσύ από στρατιωτικό, στρατιώτες πάνε μόνο οι άντρες, της λέει, κι αγριεύει ακόμη πιο πολύ, παρατάει τη Χουλγιά, δεν είναι άντρας όποιος δεν πάει στρατιώτης, φω­νάζει, και μου δίνει άλΛη μια γερή γροθιά στη ράχη, είσαι άντρας, ρε, εσύ, ρωτάει, είσαι άντρας, γελάς, εε, τόσο πολύ βασίζεσαι στον εαυτό σου, έλα να μετρηθούμε, να δούμε πό­σο άντρας είσαι, λέει, και κάνει να βάλει το χέρι του στα κουμπιά του παντελονιού του, τότε η Χουλγιά του λέει, τι κάνεις, μη, σε παρακαλώ, Τουράν, κι αυτός λέει καλά, φεύ­γω σε δυο μέρες, μα θα διασκεδάσουμε κι αύριο το βράδυ έτσι, εντάξει, κι η Χουλγιά λέει, κι αν θυμώσει ο πατέρας σου, κι αυτός φωνάζει, να τον χέσω τον πρόστυχο φτάνει, ρε, αν είσαι πατέρας, φέρσου σαν πατέρας, είμαι υποχρεωμένος να τελειώσω το λύκειο επειδή το θέλεις εσύ, έχω την υπο­χρέωση να πάω φαντάρος, έχω κι εγώ τα νεύρα μου, βρε ηλίθιε, γιατί δεν θέλεις να καταλάβεις το γιο σου, τι σόι πα­τέρας είσαι εσύ, ρε, εγώ δεν θα γίνω άνθρωπος, βάλ' το στο μυαλό σου, πατέρα, και το αυτοκίνητο σου έτσι θέλω και το σπάω, γιατί θα την πάρω τη Μερσεντές, θα δεις, τ' ορκί­ζομαι, θα την πάρω και θα τη ρίξω σε καμιά κολόνα, τότε θα καταλάβει, Χουλγιά, όχι, φωνάζει η Χουλγιά, μην το κά­νεις, Τουράν, σε παρακαλώ, λέει, και τότε ο Τουράν μου δί­νει άλλη μια γροθιά κι αρχίζει να κουνιέται στο ρυθμό της ποπ-ροκ μουσικής που ακούγεται από μέσα, σαν να μην εί­ναι κανείς μας εκεί, και σιγά σιγά χάνεται μέσα στον καπνό από τα τσιγαριλίκια και τα χαμηλωμένα φώτα, η Χουλγιά τρέχει ξοπίσω του κι εγώ, επιτέλους, ετοιμάζω το ποτό μου, κατόπιν βλέπω τον Τουργκάι, άντε, μου λέει, έλα κι εσύ,

Page 267: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 267

θα κολυμπήσουμε γυμνοί, κι εγώ ξαφνικά ταράζομαι, ποιοι θα είναι, ρωτάω, αυτός γελάει, ηλίθιε, λέει, όχι τα κορίτσια, ούτε και η Τζεϊλάν, όταν ακούω το όνομα σου, Τζεϊλάν, τα χάνω και σε σκέφτομαι, πώς το κατάλαβαν όλοι ότι σ' αγα­πώ, πώς καταλάβανε πως μονάχα εσένα έχω στο νου μου και τίποτε άλλο, λέω μέσα μου, πού είσαι, Τζεϊλάν, μέσα στους καπνούς, τη σκόνη και τη μουσική, ν' άνοιγαν του­λάχιστον τα παράθυρα, να σε βρω, Τζεϊλάν, πού είσαι, διά­βολε, ψάχνω, ψάχνω, ανησυχώ, όμως αργότερα σε βλέπω να χορεύεις με τον Φικρέτ, ψυχραιμία, λέω, Μετίν, μη δίνεις σημασία, και με την ψυχολογία αυτών που δεν δίνουν ση­μασία, πηγαίνω και κάθομαι κάπου, πίνω το ουίσκι μου, αρ­χίζω να ζαλίζομαι, κι εκεί που αρχίζω να σκέφτομαι, διάβο­λε, σταματάει η μουσική και κάποιος βάζει ένα χασάπικο, άιντα, άίντα, κι όπως γίνεται στους γάμους της υπανάπτυ­κτης μέσης τάξης, σηκωνόμαστε και το ρίχνουμε στο χορό, εγώ κρατάω από τον ώμο την Τζεϊλάν και κοιτάζω χωρίς να με πάρουν, φυσικά, μυρωδιά τον Φικρέτ που την κρα­τάει από τον άλλο ώμο, κι αρχίζουμε να γυρίζουμε, Θεέ μου, πόσο αλά τούρκα είναι όλα αυτά, κι όπως στους γάμους των θείων και των μακρινών συγγενών ο κύκλος σπάει και γι­νόμαστε ένα μακρύ τρένο, πάμε γύρω γύρω στο σαλόνι, κα­τόπιν η μια άκρη του τρένου βγαίνει στον κήπο, βγαίνουμε, μπαίνουμε μέσα από την άλλη πόρτα, νιώθω στον ώμο μου το χέρι της Τζεϊλάν, τι να λένε άραγε οι γείτονες, σκέφτο­μαι, στο μεταξύ οι άλλοι μπαίνουν στην κουζίνα, το τρένο σπάει, ο Φικρέτ συνεχίζει το χορό, μένουμε οι δυο με την Τζεϊλάν, βλέπουμε τη Σεμά ν' ανοίγει το ψυγείο, να κοιτά­ζει μέσα και να κλαίει, κι ο Βεντάτ, σαν σοβαρός σύζυγος, να της λέει άντε, ψυχή μου, να σε πάω πια στο σπίτι, αυτή

Page 268: Το σπίτι της σιωπής

268 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

να κλαίε ι ασταμάτητα, σαν να υπάρχει μέσα στο ψυγε ίο κά­τ ι που την κάνε ι να κλα ί ε ι , κ ι ο Β ε ν τ ά τ λ έ ε ι τ ι θα πε ι η μ η ­τέρα σου, είναι αργά, κ ι η Σ ε μ ά λ έ ε ι τ η σιχαίνομαι τ η μ η ­τέρα μου, μα αφού έ χ ε τ ε ή δ η γ ίν ε ι κόμμα οι δυο σας, λ έ ε ι ο Β ε ν τ ά τ , δώσε μου τουλάχιστον το μαχαίρι , και τ ό τ ε η Σ ε ­μά πετάε ι κάτω το μαχαίρι , κ ι ε γ ώ , σαν να μ η συμβαίνε ι τ ί ­ποτα το εξα ιρετ ικό , και θέλοντας να σε π ρ ο σ τ α τ έ ψ ω δήθεν από τους κινδύνους, βάζω το χέρ ι μου γύρω από τους ώμους σου, Τζε ϊλάν , και σε βγάζω από την κουζίνα, κι εσύ στηρί­ζεσαι επάνω μου, ναι, ναι, μπαίνουμε μέσα μαζί, οι δυο μας, δ ε ί τ ε μας λοιπόν, όλοι φωνάζουν, χοροπηδάνε , κι ε γ ώ ε ίμα ι ευτυχ ισμένος γ ιατ ί σ τ η ρ ί χ τ η κ ε ς επάνω μου, μα ξαφνικά τ η β λ έ π ω να φεύγε ι την Τ ζ ε ϊ λ ά ν , ν' απομακρύνεται , δεν ξέρω πού πάε ι , να τρέξω άραγε ξοπίσω τ η ς , μα β λ έ π ω πως ε ίμα ι πάλ ι δ ίπλα τ η ς , ότι χορεύουμε όλοι μαζί, ότι κρατάω το χ έ ­ρι τ η ς , κατόπιν χάνεται πάλ ι , μα τ ι σημασία έ χ ε ι , όλα πια είναι ξεκάθαρα, ε ίμα ι πολύ ευτυχ ισμένος , μ ε δυσκολία σ τ έ ­κομαι στα πόδια μου, και ξαφνικά σκέφτομαι πως μπορε ί να μ η σε ξαναδώ, και τ ό τ ε μ ε κυριεύε ι ο φόβος, Τ ζ ε ϊ λ ά ν , σκέφτομαι ακόμη πως ποτέ δεν θα μπορέσω να σε κάνω να μ' α γ α π ή σ ε ι ς , και σε ψάχνω α π ε λ π ι σ μ έ ν ο ς , Τ ζ ε ϊ λ ά ν , πού ε ίσαι , σε θέλω, Τζε ϊλάν , πού ε ίσαι , Τζε ϊλάν , πού είσαι, Τζε ϊ ­λάν, Τζε ϊ λάν , πού ε ίσαι μέσα σ' αυτό τον αναγουλιαστικό καπνό, τ η σκόνη, τα χρώματα, και τα μαξιλάρια και τ ις γρο­θιές και τα χάχανα, πού ε ίσαι , ψάχνω να σε βρω, ε ίμαι αξιο-λύπητος , δεν ξέρω τ ι να κάνω όπως όταν ήμουνα μικρός, κι όλα τα παιδιά είχαν μια μ η τ έ ρ α που όταν γύριζαν το βράδυ στο σπ ίτ ι , τα φιλούσε, ενώ ε γ ώ έ μ ε ν α στην εστ ία του σχο­λε ίου , και τα Σαββατοκύρ ιακα έν ιωθα μόνος, ε γ κ α τ α λ ε ι μ ­μένος , σιχαινόμουνα τον εαυτό μου και τ η μοναξιά, στο σπί-

Page 269: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 269

τι της θείας μου κανείς δεν μ' αγαπούσε, όλοι είχαν χρή­ματα, ενώ εγώ ήμουνα φτωχός, γι' αυτό ακριβώς πρέπει οπωσδήποτε να βρω τρόπο να πάω στην Αμερική και να γί­νω πλούσιος, με την καπατσοσύνη μου, μα, Τζεϊλάν, γιατί όλα αυτά, είναι απαραίτητη μήπως η Αμερική, μπορούμε να μείνουμε όπου σου αρέσει, ακόμη κι εδώ, η Τουρκία δεν είναι και τόσο άσχημη χώρα, έχει ωραία μέρη, ανοίγουν και­νούργια μαγαζιά, μια μέρα θα τελειώσει οπωσδήποτε η ανόητη και τυφλή αναρχία, και τότε στα μαγαζιά της Ισταν­μπούλ θα βρίσκουμε ό,τι πουλιέται στην Ευρώπη και την Αμερική, έλα να παντρευτούμε, είμαι έξυπνος, και τη στιγ­μή αυτή έχω στην τσέπη μου ακριβώς δεκατέσσερις χιλιά­δες λίρες, κανείς δεν έχει τόσα χρήματα, αν θες, μπορώ να πιάσω κάπου δουλειά, να πάω μπροστά, ή, αν θέλεις, ας τα περιφρονήσουμε τα χρήματα, έτσι δεν είναι, Τζεϊλάν, μα πού είσαι, θα μπορούσαμε να πάμε μαζί στο πανεπιστήμιο, πού είσαι, Τζεϊλάν, μήπως έφυγες με το αυτοκίνητο του Φι­κρέτ, αδύνατο, Θεέ μου, πόσο σ' αγαπώ, σε βλέπω εκεί, στη γωνιά, να κάθεσαι μόνη, ολομόναχη, μικρούλα μου, δυστυ­χισμένο, ωραίο μου κορίτσι, άγγελε μου, τι τρέχει, τι έχεις, πες μου, μήπως σε ταλαιπωρούν η μάνα σου κι ο πατέρας σου, και νά, κάθομαι δίπλα σου, γιατί είσαι έτσι απελπι­σμένη, θλιμμένη, θέλω να σε ρωτήσω, μα δεν ρωτάω, σω­παίνω, και στο τέλος, έτσι για να 'χω πει κάτι, μιλάω, κι όπως κάθε φορ'ά, λέω τα πιο ανόητα, τα πιο άσχετα πράγ­ματα, είσαι πολύ κουρασμένη, λέω σαν βλάκας, μα εσύ παίρ­νεις τα λόγια μου στα σοβαρά, εγώ, μου λες, ναι, έχω πονο­κέφαλο, κι εγώ πάλι δεν βρίσκω τι να σου πω, και κάθομαι πολλή ώρα δίχως να μιλάω, κι ενώ εγώ πλήττω κι αποβλα­κώνομαι με τη μουσική, η Τζεϊλάν ξαφνικά βάζει τα γέλια,

Page 270: Το σπίτι της σιωπής

270 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

και χαρούμενη , γ ε μ ά τ η ζωή κοιτάζε ι το χαζό πρόσωπο μου και μου λ έ ε ι , έ τσ ι ε ίσαι πολύ χαρ ιτωμένος , πολύ σ υ μ π α θ η ­τ ικός , Μ ε τ ί ν , πες μας πόσο μας κάνουν ε ίκοσι ε π τ ά επ ί δ ε ­καεπτά, και τ ό τ ε , δεν ξέρω γ ιατ ί , θυμώνω μ ε τον εαυτό μου, κ ι απλώνω το χέρ ι μου στον ώμο σου και σε τραβάω κοντά μου, και το όμορφο κεφάλι σου π έ φ τ ε ι στο στήθος μου, και ν ιώθω ε κ ε ί το κ ε φ ά λ ι σου, ε ίναι α π ί σ τ ε υ τ ο πόσο ευτυχ ι ­σμένος ε ίμα ι , ν ιώθω τ η μυρωδιά των μαλλιών σου και του κορμιού σου, και ξαφνικά, δεν μπορώ να πάρω ανάσα εδώ μέσα, μου λες , να β γ ο ύ μ ε λ ίγο έξω, κ ι αμέσως σηκωνόμα­σ τ ε , Θ ε έ μου, και νά, βγα ίνουμε μαζί μέσα από αυτόν το βρόμικο θόρυβο, και νά, το χέρι μου είναι στον ώμο σου, σ τ η ­ρ ιζόμαστε ο ένας στον άλλο, ε ί μ α σ τ ε πολύ κοντά ο ένας στον άλλο και , σαν α π ε λ π ι σ μ έ ν ο ι κ ι ολομόναχοι εραστές , φεύγουμε από τούτο τον τ ι π ο τ έ ν ι ο , τον φοβερό, τον άσχη­μο κόσμο, έχοντας γ ια σ τ ή ρ ι γ μ α μονάχα τ η ν α γ ά π η μας, αφήνουμε την απαίσια αυτή μουσική και τον ελεε ινό κόσμο, και νά, όλα, όλοι με ίνανε π ίσω μας, π ε ρ π α τ ά μ ε μαζί στους ήρεμους , άδειους και θλ ιμμένους δρόμους, κάτω από τα δ έ ­ντρα, και κοιτάζουμε τα χρωματ ιστά, ή ρ ε μ α φώτα των νυ­χτερ ινών κέντρων μακριά, και , σαν δυο εραστές που όλοι τούς ζηλεύουν όχι μόνο για τον έρωτα τους μα και γ ια τ η βα­θιά φιλία που τους ενώνε ι , μ ι λ ά μ ε μ ε πολλή κατανόηση ο ένας γ ια τον άλλο, κι ε γ ώ σου λέω τ ι όμορφος που είναι ο κα­θαρός αέρας, κ ι η Τζε ϊλάν λ έ ε ι πως δεν φοβάται τ η μ η τ έ ­ρα και τον πατέρα τ η ς , πως ο πατέρας τ η ς ε ίναι καλόκαρ­δος μα πολύ α ν α τ ο λ ί τ η ς , κρ ίμα που ε γ ώ δεν μπόρεσα να τους γνωρίσω καλά, τ η ς λ έ ω πως η μ η τ έ ρ α κ ι ο πατέρας μου πεθάνανε , κ ι η Τζε ϊ λάν μου λ έ ε ι ότι θ έ λ ε ι να δε ι τον κόσμο, να σπουδάσει δημοσιογραφία, να γ ίν ε ι δημοσιογρά-

Page 271: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 271

φος, μη με κρίνεις από τη στάση μου εδώ, μου λέει, εδώ γλεντάμε, δεν κάνουμε τίποτα, εγώ δεν τη θέλω αυτή τη ζωή, θέλω να γίνω σαν εκείνη τη γυναίκα, πώς τη λένε, εκείνη την Ιταλίδα δημοσιογράφο, αυτή που παίρνει συνέ­χεια συνεντεύξεις από διάσημους, μιλάει με τον Κίσιντζερ ή με τον Ανουάρ Σαντάτ, ξέρω βέβαια πως για να τη φτά­σει κανείς, πρέπει να 'χει γερή μόρφωση, εσύ, Μετίν, τα 'χεις λίγο-πολύ αυτά τα προσόντα, εγώ δεν μπορώ ολημερίς να διαβάζω βιβλία, έχω το δικαίωμα να ζω, κοίτα, φέτος στο σχολείο προβιβάστηκα χωρίς καμιά δυσκολία, θέλω να γλε­ντήσω, δεν μπορεί κανείς να διαβάζει μόνο, στο σχολείο μας ήταν ένα παιδί που διάβαζε πολύ, στο τέλος του 'στριψε, το πήγαν στο φρενοκομείο. Εσύ τι λες, Μετίν, μα εγώ δεν λέω τίποτα, μονάχα σκέφτομαι πως είσαι όμορφη, κι εσύ συνε­χίζεις να μιλάς, να λες για τον πατέρα σου, το σχολείο σου, τις συμμαθήτριες σου, τα σχέδια σου για το μέλλον, την Τουρκία, την Ευρώπη κι άλλα, κι είσαι όμορφη, είσαι όμορ­φη καθώς το χλομό φως της λάμπας του δρόμου γλιστράει ανάμεσα από τα φύλλα και πέφτει στο πρόσωπο σου, είσαι συλλογισμένη, σαν να 'ναι η ζωή σου γεμάτη βάσανα, είσαι όμορφη όταν καπνίζεις και ρίχνεις πίσω τα μαλλιά σου, εί­σαι όμορφη, Θεέ μου, είναι τόσο όμορφη που γεννιέται στον άνθρωπο η επιθυμία να κάνει ένα παιδί μαζί της, και ξαφ­νικά της λέω, έλα να πάμε στην πλαζ, κοίτα τι όμορφα που είναι, ψυχή δεν υπάρχει, ερημιά, καλά, λέει, πάμε, και πά­με στην πλαζ, περπατάμε στην άμμο, η Τζεϊλάν βγάζει τα παπούτσια της, τα παίρνει στο χέρι, τα πόδια της στην άμ­μο λάμπουν από ένα φως που δεν καταλαβαίνω από πού έρ­χεται, περπατάμε στην παραλία, μου μιλάει πάλι για το σχολειό της, για τα σχέδια της, κατόπιν βάζει τα όμορφα

Page 272: Το σπίτι της σιωπής

272 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

πόδια τ η ς σιγά σιγά στο σκοτε ινό και γ ε μ ά τ ο μυστήριο νε ­ρό, και τ ό τ ε ε γ ώ τ η νιώθω κοντά μου, αλλά συνάμα και πο­λύ μακριά μου, απλησ ίαστη , και καθώς τσαλαβουτάε ι στα νερά και μ ιλάε ι , βρίσκω ότι είναι άξεστη μα ε λ κ υ σ τ ι κ ή , άψυ­χη κι ακαταν ίκητη , ανειλ ικρινής κι επ ικ ίνδυνη, και δεν β λ έ ­πω παρά μόνο τα πόδια τ η ς , που κουνιούνται στο νερό σαν χαριτωμένα ψάρια, κι ενώ ε κ ε ί ν η μου λ έ ε ι πως θ έ λ ε ι πια να ζει σαν Ευρωπαία αλλά δεν την ακούω, ν ιώθω την υγρή ζέ ­σ τ η και τ η μυρωδιά από τα φύκια και τ η θάλασσα, τ η μυ­ρωδιά από το κορμί τ η ς , και κοιτάζω τα γ ε μ ά τ α ζ ω ή , αι­σθησιακά πόδια τ η ς , που στο νερό γυαλίζουν σαν ελεφα­ντόδοντο, σκέφτομαι πως ε ίμαστε μόνοι και ξαφνικά μπαίνω μ ε τα παπούτσια στο νερό και σ' αγκαλιάζω, σ' αγαπώ πο­λύ, Τζε ϊλάν, τ ι κάνε ις , λες στην αρχή χαμογελώντας, σ' αγα­πώ, τ η ς λέω, και κάνω να σε φιλήσω στο μάγουλο, ε ίσαι πο­λύ μεθυσμένος , Μ ε τ ί ν , μου λες , κατόπιν , φαίνεται , τρομά­ζε ι , κ ι ε γ ώ τ η ν τραβάω μ ε το ζόρι στην ξηρά, τ η ρ ίχνω κάτω, κυλ ιόμαστε στην άμμο , κ ι ενώ προσπαθεί να ξεφύ­γ ε ι , το χέρι μου ψάχνε ι το στήθος τ η ς , το σφίγγω, όχι, λ έ ε ι , όχι, όχι, τ ι κάνε ι ς , Μ ε τ ί ν , τ ρ ε λ ά θ η κ ε ς , ε ίσαι μ εθυσμένος , σ' αγαπώ πολύ, τ η ς λ έ ω , δεν π ρ έ π ε ι , μου λ έ ε ι , ε γ ώ φιλάω τα μάγουλα, τ ' αυτιά, το λαιμό τ η ς , οσφραίνομαι την εξαί­σια μυρωδιά τ η ς , ε κ ε ί ν η μ ε σπρώχνε ι , τ η ς ξαναλέω σ' αγα­πώ, τ η ς ξαναλέω σ' αγαπώ, κ ι αυτή πάλι μ ε σπρώχνε ι , τ ό ­τ ε εκνευρ ίζομαι , πού β ρ ή κ ε το δ ικα ίωμα να μ ε σπρώχνε ι σαν να ε ίμα ι κάνας τ ιποτέν ιος , την κρατάω από κάτω μου γ ε ρ ά , σ η κ ώ ν ω το φουστάνι τ η ς , α γ γ ί ζ ω τα η λ ι ο κ α μ έ ν α μπούτια τ η ς , και νά που το θερμό κορμί τ η ς , που το νόμιζα απλησίαστο, βρ ίσκετα ι τώρα ανάμεσα στα σ κ έ λ η μου, απί­σ τ ε υ τ ο , σαν όνε ιρο, κατεβάζω το φερμουάρ του π α ν τ ε λ ο -

Page 273: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 273

νιού μου, εξακολουθεί να λ έ ε ι ότι δεν γ ί ν ε τα ι , μ ε σπρώχνε ι , γ ιατ ί , Τζε ϊ λάν , γ ιατ ί , σ' αγαπώ τόσο πολύ, μ ε ξανασπρώ-χνε ι , κυλ ιόμαστε σαν γάτα μ ε σκύλο πάνω στην άμμο, συ­νεχίζε ι να λ έ ε ι ε ίσαι μεθυσμένος , καλά, καλά, δεν ε ίμα ι τό­σο τ ιποτέν ιος , ναι, εντάξε ι , καλά, σ' αφήνω, γ ιατ ί όμως να μην κάνουμε έρωτα, όχι, δεν ε ίμα ι έκφυλος, μονάχα λ ιγάκ ι να σε φ ιλήσω ή θ ε λ α , σ' α γ α π ώ , κ α τ ά λ α β ε τ ο , τ η ς λ έ ω , φτα ί ε ι η ζ έ σ τ η που δεν μπόρεσα να κ ρ α τ η θ ώ , αυτό ε ίναι όλο, πόσο φτηνά είναι όλα, κ ι ανόητα, και χαζά, καλά, σ' αφήνω, ας φύγει το κορμί σου από κάτω μου, το όργανο μου ε ίναι α κ ό μ η ε ρ ε θ ι σ μ έ ν ο , θα το χώσω στην κρύα άμμο , να ξεθυμάνει , να πέσε ι , καλά, καλά, σ' αφήνω, ανεβάζω το φερ­μουάρ μου, σηκώνω το κεφάλι μου ψ η λ ά , κοιτάζω σαν χα­μένος τα άστρα, άφησε μ ε ήσυχο, ακούς, τρέχα στους φί­λους σου, πρόφτασε τα, αμάν, παιδιά, προσέξ τ ε , ε ίναι πα­ράξενος τύπος αυτός ο Μ ε τ ί ν , μου ε π ι τ έ θ η κ ε , είναι αγροίκος, χοντράνθρωπος, δεν δ ι α φ έ ρ ε ι σε τ ί π ο τ ε από τους κ α κ ο­ποιούς που β λ έ π ο υ μ ε στις ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς , αχ, Θ ε έ μου, θα βά­λω τα κλάματα, Τ ζ ε ϊ λ ά ν , ε ν τ ά ξ ε ι , θα πάρω τα πράγματα μου και θα γυρίσω στην Ιστανμπούλ, τ έ ρ μ α η π ε ρ ι π έ τ ε ι α Τζενέτχ ισαρ , ώστε στην Τουρκία, γ ια να πλαγ ιάσε ις μ ε μια όμορφη κ ο π έ λ α , π ρ έ π ε ι ή να 'σαι πλούσιος ή να τ η ν πα­ντρευτε ίς , ναι, τώρα ξέρω, εξάλλου του χρόνου θα ε ίμαι στην Α μ ε ρ ι κ ή , μ έχρ ι το τέλος του καλοκαιριού θα παραδίδω μα­θήματα, μαθηματ ικά κ ι αγγλ ικά , μάλιστα, κύριοι καθυστε­ρ η μ έ ν ο ι , δ ιακόσιες π ε ν ή ν τ α λ ίρες η ώρα, ε ν ώ ε γ ώ όλο το καλοκαίρ ι θα μαζεύω χ ρ ή μ α τ α στο ζεστό κ ι α π ο π ν ι χ τ ι κ ό σ π ί τ ι τ η ς θε ίας μου, ο Φ ι κ ρ έ τ κ ι η Τ ζ ε ϊ λ ά ν . . . όχι , όχι , τ ι αδικία, τα κορίτσια δεν π ρ έ π ε ι να κερδίζονται μ ε τα χ ρ ή ­ματα μα μ ε την εξυπνάδα, τ ις ι κανότητες , τ η γ ο η τ ε ί α , έλα,

Page 274: Το σπίτι της σιωπής

274 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Μετίν, παράτα τη, δεν είναι σημαντικό, κοίτα πώς λάμπουν τ' άστρα, γιατί τρεμουλιάζουν τ' άστρα, οι άνθρωποι τα κοι­τάζουν κι απαγγέλλουν ποιήματα, γιατί απαγγέλλουν άρα­γε ποιήματα, κάτι, φαίνεται, νιώθουν, ανοησίες, μπερδεύε­ται το μυαλό τους, κι αυτό το λένε συναίσθημα, όχι, ξέρω γιατί απαγγέλλουν ποιήματα, στόχος τους είναι να βάλουν στο χέρι γυναίκες, να κερδίσουν χρήματα, βλάκες, η επιτυ­χία προϋποθέτει μυαλό, μόλις πάω στην Αμερική, θα κάνω αμέσως μια απλή αλλά βασική ανακάλυψη, που κανείς δεν μπόρεσε να κάνει μέχρι τώρα και που θα φέρει τα πάνω κά­τω στη φυσική, θα δημοσιευτεί στο περιοδικό Annalen der Physik, όπου είχαν δημοσιευτεί κι οι πρώτες ανακαλύψεις του Αϊνστάιν, κι αφού θα έχω αποκτήσει φήμη και λεφτά, έλα, θα μου πούνε οι δικοί μας, πες μας, σε παρακαλούμε, τα μυστικά του νέου πυραύλου σου να ρίξουμε μερικούς στην Ελλάδα, και τότε εγώ, που θα έχω μια βίλα πιο πλούσια, πιο μεγάλη από τη βίλα του δισεκατομμυριούχου Ερτε-γκιούν, στο Μποντρούμ, τι κρίμα, θα τους πω, δεν προλα­βαίνω, μια βδομάδα το χρόνο μπορώ μονάχα να έρχομαι, δεν έχω καιρό, και τότε ο Φικρέτ κι η Τζεϊλάν, Θεέ μου, πιθα­νό να έχουν παντρευτεί, μα πώς το συμπεραίνεις αυτό, δεν υπάρχει τίποτε ανάμεσα τους, ξαφνικά τρόμαξα, Τζεϊλάν, Τζεϊλάν, πού είσαι, μπορεί να μ' άφησε και να 'φυγε τρέχο­ντας, και να τα διηγείται στους άλλους λαχανιασμένη, λίγο έλειψε να με βιάσει, θα λέει, όχι, δεν τον άφησα, μα δεν εί­ναι τόσο τιποτένια, μπορεί όμως να πήγε και να τους τα πρόφτασε, θα ρεζιλευτώ, μα μπορεί και να μην πήγε, μπο­ρεί να περιμένει να της ζητήσω συγγνώμη, να την παρα­καλέσω, μα πού να 'ναι τώρα, δεν έχω τη δύναμη ούτε το κεφάλι μου να σηκώσω για να δω, ζαλίζομαι, τι αθλιότητα,

Page 275: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 275

ολομόναχος εδώ πάνω στην άμμο, δεν έχω κανέναν, για όλα εσε ίς φ τ α ί τ ε , μ η τ έ ρ α , πατέρα, ε π ε ι δ ή π ε θ ά ν α τ ε τόσο νω­ρίς, καμιά μητέρα , κανένας πατέρας δεν αφήνουν έ τσ ι μό­νο το παιδί τους, τουλάχιστον να μου αφήνατε καμιά κ λ η ­ρονομιά, γ ιατ ί τ ό τ ε θα ήμουνα κι ε γ ώ όπως αυτοί, μα ούτε χρήματα, τ ίποτα, μονάχα ένα χοντρό αδελφό και μια ιδεο­λόγο α δ ε λ φ ή , ε ίναι βέβα ια κ ι η γ ιαγ ιά μ ε το νάνο τ η ς , κ ι ακόμη εκε ίνο το ε ρ ε ι π ω μ έ ν ο , γελο ίο , γ ε μ ά τ ο μούχλα σπ ίτ ι , που δεν λ έ ν ε να το γκρεμ ίσουν , όμως ε γ ώ θα το γ κ ρ ε μ ί σ ω , στο διάβολο όλοι, ξέρω βέβαια γ ιατ ί δεν μπορέσατε να κερ­δ ί σ ε τ ε χρήματα, δε ιλο ί , φοβηθήκατε τ η ζ ω ή , κ ι ούτε ε ί σ τ ε τόσο γενναίο ι , ώστε να κ ά ν ε τ ε τ ις λοβιτούρες που χρειάζο­νται γ ια ν' α π ο χ τ ή σ ε τ ε λεφτά, γ ιατ ί γ ια να κερδ ίσε ις χ ρ ή ­ματα χρε ιάζονται τ ό λ μ η κ ι ικανότητα και καρδιά, κ ι ε γ ώ τα έχω όλα αυτά, και θα κερδ ίσω, μα και πάλ ι σας λυπά­μαι , και σκέφτομαι κ ι εσάς και τ η δ ι κ ή μου μοναξιά, το χά­λι μου, κ ι εκε ί που σκεφτόμουνα και φοβόμουνα μην κλά­ψ ω , ακούω ξαφνικά τ η φωνή τ η ς Τ ζ ε ϊ λ ά ν , κλα ις , Μ ε τ ί ν , μου λέε ι , δεν ε ίχε φύγει , κ ι ε γ ώ λέω όχι, γ ιατ ί να κλάψω, και παραξενεύομαι που το ακούω, τ ό τ ε λ έ ε ι , καλά, έ τσ ι μου φά­ν η κ ε , ά ν τ ε , σ ή κ ω να γυρ ίσουμε πια, Μ ε τ ί ν , καλά, καλά, λ έω κι ε γ ώ , σηκώνομαι , όμως ξαπλωμένος κ ι ακίνητος κοι­τάζω ακόμη τα άστρα, κ ι η Τζε ϊλάν λ έ ε ι , ά ν τ ε , σ ή κ ω , Μ ε ­τ ίν , κ ι απλώνε ι το χέρ ι τ η ς , μ ε τραβάε ι , σηκώνομαι , μα μ ε δυσκολία στέκομαι όρθιος, κουτουλάω και κοιτάζω την Τζε ϊ­λάν, ώστε αυτό ε ίναι το κορίτσι που λ ίγο πριν του ε π ι τ έ θ η ­κα, τ ι παράξενο, καπνίζε ι σαν να μην έ χ ε ι συμβε ί τ ίποτα, πώς είσαι, λέω, έτσ ι , γ ια να πω κάτι , καλά ε ίμαι , λ έ ε ι , έσπα­σες τα κουμπιά τ η ς μπλούζας μου, μα δεν πε ιράζει , δεν έχε ι θυμώσε ι , και τ ό τ ε σκέφτομαι ότι ε ίναι πολύ ζεστός και κα-

Page 276: Το σπίτι της σιωπής

276 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

λός άνθρωπος, και ντρέπομαι , αδύνατο να καταλάβω, Θ ε έ μου, τ ι π ρ έ π ε ι να κάνω, σωπαίνω και λ ίγο αργότερα, θύ­μωσες , τ η ρωτάω, ε ίμα ι πολύ μ ε θ υ σ μ έ ν ο ς , μ ε συγχωρε ίς , όχι, όχι, λ έ ε ι , δεν θύμωσα, συμβαίνουν αυτά, κ ι οι δυο ε ί ­μ α σ τ ε μ ε θ υ σ μ έ ν ο ι , κ ι ε γ ώ τα χάνω, καλά, τ ι σ κ έ φ τ ε σ α ι , Τ ζ ε ϊ λ ά ν , τ ί π ο τ α , δεν σ κ έ φ τ ο μ α ι τ ί π ο τ α , ά ν τ ε να γυρ ίσου­μ ε , και κ ά ν ο υ μ ε να φ ύ γ ο υ μ ε , αλλά β λ έ π ε ι τα β ρ ε γ μ έ ν α παπούτσια μου και βάζε ι τα γ έ λ ι α , και τ ό τ ε κάνω πάλ ι να τ η ν αγκαλ ιάσω, τα έ χ ω χ α μ έ ν α , και τ ό τ ε η Τ ζ ε ϊ λ ά ν λ έ ε ι , αν θ έ λ ε ι ς , π ά μ ε στο σ π ί τ ι σας, ν ' αλλάξε ις παπούτσια, κ ι ε γ ώ τα χάνω α κ ό μ η πιο πολύ, β γ α ί ν ο υ μ ε από τ η ν πλαζ , δ ίχως να μ ι λ ά μ ε , π ε ρ π α τ ά μ ε στα έ ρ η μ α σοκάκια, οι δρο­σεροί και σκοτε ινο ί κ ή π ο ι μυρίζουν α γ ι ό κ λ η μ α , μυρίζουν α κ ό μ η και τα ξερά χόρτα, το ζεστό μ π ε τ ό ν , κ ι όταν φτά­νουμε στην πόρτα μας, ν τ ρ έ π ο μ α ι γ ια τ η ν κακομοιρ ιά και τ η ν α θ λ ι ό τ η τ α του σπ ιτ ιού μας, και θυμώνω γ ι ' ά λ λ η μια φορά μ ε τους δικούς μου, κο ιτάζω το φως τ η ς γ ι α γ ι ά ς που ε ίναι α κ ό μ η α ν α μ μ έ ν ο , και β λ έ π ω , Θ ε έ μου, τον αδελφό μου σουρωμένο στο τ ρ α π έ ζ ι του μπαλκον ιού , να κ ά θ ε τ α ι στα σκοτε ι νά , όμως β λ έ π ω τ η σκιά του να κουν ι έτα ι , δεν κ ο ι μ ά τ α ι , κουν ι έτα ι πάνω στα π ίσω πόδια τ η ς κ α ρ έ κ λ α ς , τόσο αργά τ η νύχτα, τ ι νύχτα, ξ η μ έ ρ ω σ ε , κ α λ η μ έ ρ α , λ έ ω , να σου συστήσω τ η ν Τ ζ ε ϊ λ ά ν , ο Φαρούκ ε ίναι ο μ ε γ ά λ ο ς μου αδελφός, χαίρονται , ν ιώθω τ η ν απαίσια μυρωδιά του αλκοόλ που β γ α ί ν ε ι από το στόμα του αδελφού μου και , γ ι α να μην τους αφήσω μόνους, ανεβα ίνω ε π ά ν ω τ ρ έ χ ο ­ντας, αλλάζω β ιαστ ικά κάλτσες και παπούτσια μου και κα­τ ε β α ί ν ω κ ά τ ω , ο Φαρούκ ε ί χ ε αρχίσε ι κ ιόλας ν ' α π α γ γ έ λ ­λ ε ι :

Page 277: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 277

Βήμα το βήμα βγαίνει, το όμορφο άστρο τη νύχτα στον ουρανό,

Ω, Ναϊλί, μήπως δεν αξίζει την οδύνη της αναμονής...

του Ναϊλί όπως θα έ χ ε τ ε καταλάβε ι , λ έ ε ι , και φουσκώνει σαν να είναι δ ικό του ο χοντρός, και συνεχίζε ι :

Είμαι τόσο μεθυσμένος, που δεν καταλαβαίνω πια τι είναι κόσμος,

ποιος είμαι, ποιος είναι ο οινοχόος τι είναι κόκκινο κρασί...

αυτό δεν ξέρω τίνος ε ίναι , λ έ ε ι , μπορε ί του Ε β λ ι γ ι ά από τ ις Περιηγήσεις του, ενώ η Τζε ϊλάν , μ ε το στόμα ανοιχτό, κοι­τάζε ι μ ε θαυμασμό το γ ε μ ά τ ο αλκοόλ οθωμανικό βαρέλ ι , έ τ ο ι μ η ν' ακούσει κ ι άλλα, και τ ό τ ε ε γ ώ , γ ια να μην το πα­ρατραβήξει ο αδελφός μου, του λέω, μου δίνεις το κλε ιδ ί του αυτοκινήτου σου, ε μ ε ί ς θα φύγουμε , ευχαρίστως, λ έ ε ι αυ­τός, μα μ' έναν όρο, η ωραία αυτή κοπέλα θ' απαντήσε ι σε μια ε ρ ώ τ η σ η μου, αν ε γ ώ δεν καταλαβαίνω τ ι ε ίναι κόσμος, π ε ί τ ε μου εσε ί ς , Τζε ϊ λάν , Τζε ϊλάν έ τ σ ι δεν ε ίναι , τ ι ωραίο όνομα, π ε ί τ ε μου, Τ ζ ε ϊ λ ά ν , σας παρακαλώ, τ ι ε ίναι ο κό­σμος, όλα αυτά, τα δέντρα, ο ουρανός, τα άστρα, το τ ρ α π έ ­ζι αυτό, τα αδειανά μπουκάλια τ ι δε ίχνουν όλα αυτά, λοι­πόν, τ ι λ έ τ ε γ ια όλα αυτά, κ ι η Τζε ϊλάν τον κοιτάζε ι μ ε ζε­στασιά, μ ε α γ ά π η , μα δεν λ έ ε ι τ ί π ο τ α , κατόπιν κο ι τάζε ι ε μ έ ν α μ ε β λ έ μ μ α ντροπαλό, σαν να λ έ ε ι , « εσύ ξέρε ις καλύ­τ ε ρ α » , κ ι ε γ ώ , γ ια ν' αλλάξω κουβέντα και γ ια να μην ε π ι ­με ίνε ι ο μεθυσμένος αδελφός μου, λ έ ω ότι το φως τ η ς γ ια­γιάς ε ίναι ακόμη αναμμένο , και γ ια μια σ τ ι γ μ ή όλοι κοιτά­ζουμε πάνω, κ ι ο νους μας πάε ι σ τ η γ ιαγ ιά , κατόπιν ε γ ώ

Page 278: Το σπίτι της σιωπής

278 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

λ έ ω , ά ν τ ε Τ ζ ε ϊ λ ά ν , π ά μ ε , και φ ε ύ γ ο υ μ ε , μπα ί νου με στο Αναντόλ και βάζω μπρος τ η μ η χ α ν ή . Ανατριχιάζω όσο σκέ­φτομαι τ ι θα λ έ ε ι η Τζε ϊλάν γ ια τον κ ή π ο μας που μυρίζει νεκροταφείο , το παμπάλαιο σπίτ ι μας, τον σουρωμένο χο­ντρό αδελφό μου, γ ια μένα, θα λ έ ε ι , μ' ένα τέτο ιο σπίτ ι , ένα τέτο ιο αυτοκίνητο και μια τέτο ια ο ικογένε ια , είναι πολύ φυ­σικό ένα αγόρι να ρ ίχνετα ι στα κορίτσ ια τ ι ς νύχτες στην πλαζ, μα όχι, Τζε ϊ λάν , θ έλω να σου ε ξ η γ ή σ ω , μα δεν έχου­μ ε καιρό, πλησιάζουμε στο σπίτ ι του Τουράν, όχι, π ρ έ π ε ι να μ' ακούσεις, σκέφτομαι και στρ ίβω το τ ιμόν ι , κ ι όταν μ ε ρωτάει πού π ά μ ε , να πάρουμε λ ίγο αέρα, λ έ ω , ε κ ε ί ν η δεν μ ι λ ά ε ι , και νά, π η γ α ί ν ο υ μ ε , τώρα θα τ η ς ε ξ η γ ή σ ω , σ κ έ ­φτομαι , μα δεν ξέρω πώς ν' αρχίσω, μονάχα πατάω γκάζ ι και , κατεβαίνοντας μ ε ταχύτητα τον κατήφορο, ακόμη σκέ­φτομαι πώς ν' αρχίσω, κατόπιν πάλ ι ανηφόρα, μ ε τ ά πάλ ι κατηφόρα, κ ι ακόμη να μ ιλήσω, πατάω όμως γκάζι και το Αναντόλ αρχίζει να τ ρ έ μ ε ι , η Τζε ϊλάν όμως δεν λ έ ε ι τ ίπο­τα, τ ό τ ε κι ε γ ώ πατάω πιο πολύ γκάζ ι και στη στροφή το Αναντόλ πετάε ι κώλο, μα η Τζε ϊλάν δεν βγάζει μ ιλ ιά, μπαί­νουμε στην ε θ ν ι κ ή οδό Ιστανμπούλ-Άγκυρας, κι ε γ ώ , έ τσ ι γ ια να πω κ ά τ ι β λ έ π ο ν τ α ς τα αυτοκ ίνητα που μας προ­σπερνάνε , τ η ς προτε ίνω να στρ ιμώξουμε κανένα, ας γυρί­σουμε πια, λ έ ε ι η Τ ζ ε ϊ λ ά ν , ε ίσαι πολύ μεθυσμένος , εντάξε ι , θ έ λ ε ι ς μ ή π ω ς ν ' α π α λ λ α γ ε ί ς από μ έ ν α , μα τουλάχιστον άκουσε μ ε , θέλω να σου ε ξ η γ ή σ ω , σκέφτομαι , θα σου εξη­γ ή σ ω , θα με καταλάβεις , ε ίμαι καλός άνθρωπος κι ας μην εί­μαι πλούσιος, ξέρω πολύ καλά τ ι σ κ έ φ τ ε σ τ ε εσε ί ς , ποιες εί­ναι οι αρχές σας, κ ι ε γ ώ σαν εσάς ε ίμα ι , Τζε ϊλάν , όλα αυτά θέλω να σου πω, μα, μόλις κάνω να μ ιλήσω, όλα μου φαί­νονται φοβερά χυδαία, ψεύτ ικα, και τ ό τ ε το μόνο που μπο

Page 279: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 279

ρώ να κάνω είναι να πατάω γκάζ ι , τουλάχιστον προσπάθη­σε να καταλάβε ις πως δεν ε ίμα ι τ ι π ο τ έ ν ι ο ς , γ ιατ ί οι τ ι π ο -τ έ ν ι ο ι άνθρωποι ε ίναι και δε ιλο ί , κ ι ε γ ώ δεν ε ίμα ι δε ιλός , β λ έ π ε ι ς , μ' αυτό το σαράβαλο και πάω μ ε εκατόν τρ ιάντα, δεν φοβάσαι μήπως σκοτωθούμε , πατάω λ ίγο γκάζι α κ ό μ η , σε λ ίγο θα βρεθούμε στον κατήφορο και τ ό τ ε θα πετάξου­μ ε , θα σκοτωθούμε , και τ ό τ ε οι σ υ μ μ α θ η τ έ ς μου στον κοι­τώνα θα διοργανώσουν στη μ ν ή μ η μου ένα τουρνουά πόκερ , μ ε τα χ ρ ή μ α τ α που θα κ ε ρ δ ί σ ε τ ε από τα πλούσια μπα-σταρδάκια, φτ ιάξτε μου τουλάχιστον ένα μαρμάρινο τάφο, βρομ ιάρηδες , και πατάω κι άλλο γκάζ ι , μα η Τζε ϊλάν συνε­χίζε ι να σωπαίνει , και τ ό τ ε σκέφτομαι πως πραγματ ικά ο θάνατος είναι πολύ κοντά, αχ, Θ ε έ μου, καταμεσής του δρό­μου κάποιοι π ε ρ π α τ ά ν ε αδιάφοροι, σαν να κάνουν βόλτες σ τ η ν πλαζ , ξαφνικά φρενάρω, το α υ τ ο κ ί ν η τ ο γ έ ρ ν ε ι σαν βάρκα από τ η μια πλευρά, πηγα ίνε ι καταπάνω τους, αυτοί τρέχουνε κρατώντας κάτ ι ν τ ε ν ε κ έ δ ε ς , φεύγουνε, το αυτο­κ ίνητο , σχεδόν ακυβέρνητο , μπαίνε ι σ' ένα χωράφι, τρακά­ρε ι , η μηχανή σταματάε ι , ακούμε τα τριζόνια, Τζε ϊ λάν , φο­β ή θ η κ ε ς , ρωτάω, έπαθες κάτ ι , όχι, μου λ έ ε ι , παραλίγο θα τους λ ιώναμε , και τ ό τ ε τους β λ έ π ω να τρέχουν, να μας π λ η ­σιάζουν, μ ε τους ν τ ε ν ε κ έ δ ε ς στα χέρια, οι ν τ ε ν ε κ έ δ ε ς είναι γ ε μ ά τ ο ι μπογιά , γράφανε, φαίνεται , συνθήματα στους τοί­χους, δεν έχω καμιά δ ιάθεση ν' ανοίξω σ υ ζ ή τ η σ η μ ε τρε ι ς αλήτες - γ ι α τ ί δεν προσέχε ις , ρ ε - , γ ι ' αυτό κάνω να βάλω μπρος τ η μηχανή , μα δεν τα καταφέρνω, ξαναδοκιμάζω, ευ­τυχώς τα καταφέρνω, κ ι ενώ βάζω όπισθεν και π ρ ώ τ η να φύγω από το χωράφι, οι τρε ι ς αλήτες πλησιάζουν, αρχίζουν να βρίζουν, κλε ίδωσε την πόρτα σου, Τζε ϊ λάν , λ έ ω , κ ι ενώ αυτοί συνεχίζουν να βρίζουν, ε γ ώ κάνω ό,τι μπορώ γ ια να

Page 280: Το σπίτι της σιωπής

280 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

φύγω από το χωράφι, και τ ό τ ε ένας από τους α λ ή τ ε ς π έ ­φτε ι πάνω στο αυτοκίνητο, φωνάζει , έρχονται κ ι οι άλλοι , χτυπάνε μ ε γροθ ιές το π ίσω μέρος του αυτοκινήτου, όμως αργήσατε , ηλ ίθ ιο ι , έχω β γ ε ι πια στο δρόμο, ά ν τ ε , γε ια , τ η γ λ ι τ ώ σ α μ ε , και δ ιαβάζουμε και τα συνθήματα που έχουν γ ρ ά ψ ε ι στους το ίχους : Το Γ ε ν ί Μ α χ α λ έ θα γ ί ν ε ι ο τάφος των κομουνιστών, κ ι ακόμη θ' απελευθερώσουν, λ έ ε ι , όλους τους σκλαβωμένους Τούρκους, καλά, καλά, μπράβο, του­λάχιστον δεν ε ίναι κομουνιστές , φεύγουμε , τρόμαξες , Τζε ϊ ­λάν, ρωτάω, όχι, λ έ ε ι , θ έλω να μ ιλήσουμε , να σχολιάσουμε το επε ισόδ ιο , μα αυτή απαντάε ι μονολεκτ ικά κι έ τ σ ι , στο δρόμο τ η ς επιστροφής δεν λ έ μ ε τ ίποτα, στο τέλος π ά μ ε και παρκάρουμε μπροστά στο σπίτ ι του Τουράν, η Τζε ϊλάν π η ­δάει αμέσως από το αμάξι , τ ρ έ χ ε ι μέσα, ε γ ώ βγαίνω από το αυτοκ ίνητο , κοιτάζω προσεχτ ικά , δεν έ χ ε ι π ά θ ε ι μ ε γ ά λ η ζημ ιά , αν ο χοντρός αδελφός μου δεν ξόδευε όλο του το μ ι ­σθό στο ποτό και φρόντιζε ν ' αλλάξε ι τα λάστ ιχα, δεν θα παθα ίναμε αυτό το κακό , ας ε ίνα ι , φτηνά τ η γ λ ι τ ώ σ α μ ε , μπαίνω μέσα, τους β λ έ π ω , ξαπλωμένους στις πολυθρόνες, στα ντ ιβάνια, καταγής , μισολιπόθυμους, σαν να περιμένουν το θάνατο, μια κ η δ ε ί α ή κάτ ι σημαντ ικό να τ ε λ ε ι ώ σ ε ι , χω­ρίς να ξέρουν τ ι ε ίναι αυτό, και μάλιστα, σαν να νιώθουν φρί­κ η απ' όλα όσα έχουν σ τ η δ ιάθεση τους, τα σπίτ ια, τα σκά­φ η , τα αυτοκίνητα, τα εργοστάσια, ναι , ε ίναι σε απόγνωση, περ ιμένουν άδειοι το άγνωστο, και νά, ο Μ ε χ μ έ τ βγάζε ι σι­γά σιγά, από το στόμα του τα κουκούτσια από τα κεράσια που τ ρ ώ ε ι , σαν να ε ίναι το καλύτερο που μπορε ί να κάνε ι στον κόσμο, και τα π ε τ ά ε ι στο κεφάλι του Τουργκάι , κ ι αυ­τός , ξαπλωμένος στο β ρ ε γ μ έ ν ο πάτωμα, βρίζε ι , μ ε τ ά από κ ά θ ε κουκούτσι που τ ρ ώ ε ι στο κεφάλ ι του μουτρωμένος ,

Page 281: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 281

και τ ό τ ε ε γ ώ β λ έ π ω ότι τα νερά στο πάτωμα είναι από ένα λάστ ιχο που έχουν β ά λ ε ι μ έ σ α από το παράθυρο και που α κ ό μ η στάζε ι , από τα π ε τ α γ μ έ ν α κ α τ α γ ή ς μπουκάλια κ ι από τους εμετούς , β λ έ π ω ακόμη τ η Ζ ε ϊ ν έ π να κο ιμάται , τ η Φαφά να 'ναι β υ θ ι σ μ έ ν η σ' ένα περ ιοδ ικό μόδας, τ η Χουλ­γ ι ά να φ ιλάε ι το κεφάλ ι του Τουράν που ροχαλίζε ι μ ε το στόμα ανοιχτό, και τους άλλους να καπνίζουν και ν' ακούν την Τζε ϊλάν να δ ι η γ ε ί τ α ι τ η ν π ε ρ ι π έ τ ε ι α μας, και τ ό τ ε δεν βρ ίσκω τ ι π ρ έ π ε ι να κάνω και να σκεφτώ, όλα είναι άνω-κάτω στο μυαλό μου, κι αρχίζω να νιώθω ότι δεν μπορώ να βρω κάποιον ε ιρμό στα γεγονότα. Ά ν τ ε , λ έ ε ι η Φαφά, σ η ­κώνοντας το κεφάλ ι τ η ς από το π ε ρ ι ο δ ι κ ό που κ ρ α τ ά ε ι , ά ν τ ε , παιδιά, ξ η μ έ ρ ω σ ε , ας κάνουμε κάτ ι , π ά μ ε γ ια πατσά, π ά μ ε γ ια ψάρεμα, ά ν τ ε , παιδιά, ά ν τ ε , ά ν τ ε , ά ν τ ε .

Page 282: Το σπίτι της σιωπής

22

Είδατε τον αριθμό της πινακίδας; ρωτάει ο Μουσταφά. «Ήταν ένα άσπρο Αναντόλ», είπε ο Σερντάρ. «Αν το ξα­

ναδώ, θα το αναγνωρίσω». «Μπόρεσες να δεις ποιοι ήταν μέσα;» «Μια κοπέλα κι ένας άντρας», είπε ο Γιασάρ. «Είδες τα πρόσωπα τους;» ρώτησε ο Μουσταφά. Κανείς δεν μίλησε, ούτε εγώ έβγαλα μιλιά. Γιατί είχα

αναγνωρίσει τον Μετίν, μα δεν ήξερα αν ήσουν εσύ μαζί του, Νιλγκιούν. Αίγο έλειψε να μας σκοτώσετε, πρωί πρωί... Όταν άκουσα όμως τα βρομόλογα που σας είπαν, προτίμη­σα να συνεχίσω να κάνω το καθήκον μου: να γράφω συνθή­ματα στους τοίχους. Ο Σερντάρ, ο Μουσταφά κι οι άλλοι το μόνο που κάνουν είναι να κάθονται σε μια γωνιά και να κα­πνίζουν, τίποτε άλλο δεν κάνουν πια, μα εγώ, κοιτάξτε με, εξακολουθώ να γράφω, γράφω τι περιμένει τους κομουνι­στές: Τα μέρη αυτά θα γίνουν τάφος τους, ναι, τάφος τους!

«Εντάξει, κύριοι, τέρμα», είπε ύστερα από λίγο ο Μου­σταφά. «Αύριο συνεχίζουμε». Σώπασε για λίγο και πρόσθε­σε γυρίζοντας σ' εμένα: «Μπράβο! Δούλεψες καλά!»

Page 283: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 283

Εγώ δεν απάντησα* οι άλλοι χασμουριόνταν. «Μα αύριο το πρωί θα είσαι εκεί!» είπε. «Να δούμε τι θα

κάνεις με το κορίτσι...» Εγώ πάλι δεν απάντησα. Όταν διαλυθήκαμε, πήρα το

δρόμο προς το σπίτι μου* διαβάζοντας αυτά που γράψαμε στους τοίχους, σκεφτόμουν: Στο αυτοκίνητο, ήσουν εσύ πλάι στον Μετίν, Νιλγκιούν; Από πού επιστρέφατε; Μπορεί ν' αρρώστησε η γιαγιά τους και να ψάχνανε μαζί με τον Με­τίν να βρούνε φάρμακα... Μπορεί ακόμη να βγήκαν να δουν την ανατολή του ήλιου, αυτούς δύσκολα τους καταλαβαί­νεις. Τι κάνατε; Αύριο το πρωί θα τη ρωτήσω. Μα θυμή­θηκα τον Μουσταφά και φοβήθηκα.

Είχε σχεδόν ξημερώσει* μα όταν έφτασα στο σπίτι, τα φώτα ήταν ακόμη αναμμένα. Καλά, πατέρα. Έκλεισε τα παντζούρια, κλείδωσε την πόρτα και κοιμάται, μα όχι στο κρεβάτι του, πάλι πάνω στο ντιβάνι, ολομόναχος, φουκαρά μου κουτσέ! Τον πόνεσε η ψυχή μου, ύστερα όμως θύμωσα λίγο. Χτύπησα το τζάμι.

Σηκώθηκε, άνοιξε, κι άρχισε τις φωνές, εγώ νόμισα πως θα με δείρει, μα όχι, άρχισε να μου εξηγεί τις δυσκολίες της ζωής και τη σημασία του απολυτηρίου του λυκείου* όταν μου μιλάει για τα θέματα αυτά, δεν με δέρνει. Τον άκουγα με κατεβασμένο το κεφάλι, για να ηρεμήσει, μα αυτά που έλεγε δεν είχαν τελειωμό. Ύστερα από την ολονύχτια ερ­γασία και τις περιπέτειες μου, δεν άντεχα να τον ακούσω: μπήκα μέσα, πήρα από το ψυγείο μια χούφτα κεράσια κι άρχισα να τα τρώω* ξαφνικά, έκανε να με χαστουκίσει, αμέ­σως τραβήχτηκα, με χτύπησε στο χέρι, τα κεράσια και τα κουκούτσια σκορπίστηκαν κάτω.

Βάλθηκα να τα μαζεύω* αυτός το χαβά του, όταν κατά-

Page 284: Το σπίτι της σιωπής

284 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

λαβε ότι δεν τον άκουγα, άρχισε τα παρακάλια: Αχ, παιδί μου, παιδί μου, γ ιατ ί δεν δ ιαβάζε ις ; μου έ λ ε γ ε . Τον πόνεσε η ψυχή μου, στενοχωρήθηκα, μα τ ι μπορούσα να κάνω; Κα­τόπιν , όταν μ ε χ τ ύ π η σ ε στον ώμο, εκνευρ ίστηκα.

«Αν μ ε ξαναχτυπήσε ις , θα φύγω από το σ π ί τ ι ! » ε ίπα. « Φ ύ γ ε , π ή γ α ι ν ε στο δ ιάβολο!» ε ί π ε . « Δ ε ν θα ξανανοίξω

το παράθυρο!» « Σ κ ο τ ί σ τ η κ α » , ε ίπα. « Ε γ ώ τα χρήματα που μου χρε ιά­

ζονται τα κερδίζω μόνος μου» . «Λες ψ έ μ α τ α ! » ε ί π ε . « Τ έ τ ο ι α ώρα τ ι κάνε ις στους δρό­

μους ;» Σ τ η ν κουζίνα μ π ή κ ε η μ η τ έ ρ α μου - στράφηκε σ' ε κ ε ί ν η : «Αυτός δεν θα ξαναμπεί στο σ π ί τ ι » , τ η ς λ έ ε ι . Η φωνή του έσπασε , άρχισε να τ ρ έ μ ε ι , όπου να 'ναι θα

' κ λ α ι γ ε , έμοιαζε μ ε γ έ ρ ι κ ο , αδέσποτο σκυλί που είναι έ το ι ­μο να ουρλιάξει από μοναξιά, μ ε κακόμοιρο, π ε ι ν α σ μ έ ν ο , σκυλί που ε ίναι έ τ ο ι μ ο να γ α β γ ί σ ε ι αλλά ούτε ξ έ ρ ε ι ούτε β λ έ π ε ι σε ποιον. Τον λυπήθηκα. Η μ η τ έ ρ α μου μού έ κ α ν ε νόημα να πάω μέσα* έφυγα χωρίς να μ ι λ ή σ ω . Ο σακάτης συνέχισε, φώναξε, ξεφώνισε, μετά άρχισαν να συζητούν. Κα­τόπιν σβήσανε τα φώτα και σώπασαν.

Ξάπλωσα κι ε γ ώ στο κ ρ ε β ά τ ι μου μ ε τα ρούχα, ε ν ώ ο ήλ ιος έ π ε φ τ ε πια στα παράθυρα μου. Ξ α π λ ω μ έ ν ο ς κοίταξα στο ταβάν ι τ η ρ ω γ μ ή , που στάζει όταν βρέχε ι πολύ, κοίτα­ξα τον μαύρο λ ε κ έ . Παλ ιότερα τον μαύρο εκε ίνο λ ε κ έ τον παρομοίαζα μ ε α ε τ ό : Θα 'ρθε ι μια νύχτα, μ ε ανο ιγμένα τα φτερά του, την ώρα που κο ιμάμαι , θα μ ε πάρε ι και τ ό τ ε θα μεταμορφωθώ σε κοπέλα !

Θα πάω να τ η βρω στην πλαζ, στις εννέα και μ ι σ ή , θα τ η ς πω, γε ια σου, Ν ιλγκ ιούν , δεν μ ε γνώρισες , β λ έ π ε ι ς , πά-

Page 285: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 285

λι δεν απαντάς, κατσουφιάζεις, θα τ η ς πω, μα δεν έχουμε πολύ καιρό, γ ιατ ί δυστυχώς κινδυνεύουμε, θα τ η ς πω, εσύ με π α ρ ε ξ ή γ η σ ε ς , κι αυτοί μ ε παρεξήγησαν , π ρ έ π ε ι να ε ξ η γ η ­θώ, θα τ η ς πω, να σου ε ξ η γ ή σ ω , θέλουν να σε μαλώσω, να πάρω από τα χέρια σου την εφημερ ίδα και να την κομμα­τ ιάσω, απόδειξε τους πως τ ί π ο τ ε από αυτά δεν είναι απα­ραίτητο , και τ ό τ ε η Νιλγκ ιούν θα πλησ ιάσε ι τον Μουστα­φά, που θα μας παρακολουθεί από μακριά, θα του ε ξ η γ ή σ ε ι ποια είναι, ο Μουσταφά θα ντραπεί κι ίσως τ ό τ ε η Νιλγκιούν καταλάβε ι πως την αγαπώ, μπορε ί και να μην εκνευρ ιστε ί , μπορε ί ακόμη και να χαρεί , γ ιατ ί σ τ η ζωή όλα μπορε ί να συμβούν, πού ξέρε ις . . .

Εξακολουθώ να κοιτάζω το λ ε κ έ στο ταβάν ι . Μο ιάζε ι μ ε αετό, και μ ε γεράκ ι ! Α π ' το λ ε κ έ στάζουν μ ε ρ ι κ έ ς φορές ν ε ­ρά. Παλιά δεν υπήρχε λ ε κ έ ς , γ ιατ ί ο πατέρας μου δεν ε ίχε φτιάξε ι ακόμη αυτό το δωμάτ ιο .

Ό μ ω ς τ ό τ ε δεν ντρεπόμουνα που το σπ ίτ ι μας ήταν μ ι ­κρό, που ο πατέρας μου πουλούσε λαχεία και που ο νάνος θείος μου ήταν υ π η ρ έ τ η ς . Δ ε ν λ έ ω πως δεν ντρεπόμουνα καθόλου, γ ιατ ί , όταν ακόμη δεν ε ί χ α μ ε π η γ ά δ ι κ ι ε γ ώ π ή ­γαινα μ ε τ η μητέρα μου στη βρύση, φοβόμουνα μ η μας δε ις , Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν τ ό τ ε μ ε τον Μ ε τ ί ν π η γ α ί ν α τ ε κυνήγ ι , κ ά π ο τ ε ήμασταν τόσο καλοί φίλοι, θυμάσαι, το φθινόπωρο, όταν όσοι μ έ ν α ν ε στα νεόκτ ιστα σπίτ ια , όμοια όλα μεταξύ τους, στην περ ιοχή Μ π ε σ ε β λ έ ρ , γύριζαν στην Ιστανμπούλ , στις αρχές του Ο κ τ ώ β ρ η , κι εσε ίς μ έ ν α τ ε ακόμη εδώ* ή ρ θ α τ ε στο σπί­τ ι μας μια μέρα μ ε τον Μ ε τ ί ν , που κρατούσε το παλιό ντου­φέκ ι του Φαρούκ, και μου ε ί π α τ ε να π ά μ ε μαζί κυνήγ ι , να χτυπήσουμε κοράκια, ε ίχατε ιδρώσει ανεβαίνοντας τον ανή­φορο μας κ ι η μ η τ έ ρ α μου σας έδωσε καθαρό νερό, κ ι εσύ ,

Page 286: Το σπίτι της σιωπής

286 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Νιλγκ ιούν , ε υ χ α ρ ι σ τ ή θ η κ ε ς το νερό που ή π ι ε ς μ ε τα και­νούργια μας άθραυστα ποτήρια Πασάμπαχτσε , ο Μ ε τ ί ν δεν ή π ι ε , ίσως γ ιατ ί βρήκε το ποτήρι μας βρόμικο, ίσως γ ιατ ί το νερό δεν ήταν καθαρό, κατόπιν η μ η τ έ ρ α μου μας ε ί π ε , π η ­γ α ί ν ε τ ε , αν θ έ λ ε τ ε , παιδιά, κ ό ψ τ ε και σταφύλια, κι όταν ο Μ ε τ ί ν ρώτησε , του ε ί π ε ότι τα κλήματα δεν ήταν δικά μας, δεν έχε ι όμως σημασία, ε ίναι του γε ίτονα, δεν πε ιράζε ι , φά­τ ε αν θ έ λ ε τ ε , του ε ί π ε , μα εσε ί ς , τα δυο αδέλφια, δεν θ έ ­λ α τ ε , κ ι ε γ ώ τ ό τ ε , Ν ιλγκ ιούν , σου ε ίπα να πάω να σας κό­ψω ε γ ώ , δεν γ ί ν ε τ α ι , ε ί π ε ς εσύ, γ ιατ ί δεν ε ίναι δ ικά μας! Ό μ ω ς τουλάχιστον ή π ι ε ς νερό μ ε το ποτήρ ι μας, ο Μ ε τ ί ν ούτε νερό δεν ή π ι ε .

Ο ήλιος α ν έ β η κ ε κι άλλο, ακούω τα πουλιά στα δέντρα να κ ε λ α η δ ά ν ε . Τ ι να κάνε ι άραγε ο Μουσταφά, π ε ρ ι μ έ ν ε ι , κο ιμάται , ξύπνησε , τ ι κ ά ν ε ι ; σκέφτομαι .

Ό χ ι πολλά, καμιά δεκαπενταρ ιά χρόνια μ ε τ ά , μια μέρα, θα μ π ε ι στο γραφείο μου, στο εργοστάσιο μου, η γραμμα­τ έ α ς μου - ή , καλύτερα, η συνεργάτιδα μ ο υ - , μια όμορφη μουσουλμάνα, και θα μου π ε ι , θέλουν να σας δουν κάποιοι νεαροί ε θ ν ι κ ι σ τ έ ς λ έγοντα ι Μουσταφά και Σερντάρ , πρώ­τα να τ ε λ ε ι ώ σ ω τ η δουλειά που κάνω, ας περ ιμένουν , θα πω ε γ ώ , κ ι αφού τους αφήσω να περ ιμένουν λ ίγο , θα χτυ­πήσω το κουδούνι και θα πω, τώρα μπορώ να τους δεχτώ, ας έρθουν, κι ο Μουσταφά κι ο Σερντάρ θα μου εξηγήσουν δι-σταχτ ικά, σας καταλαβαίνω βέβα ια , θα τους πω, θ έ λ ε τ ε να σας εν ισχύσω, θ έ λ ε τ ε τ η συνδρομή μου, καλά, να μου δώ­σ ε τ ε προσκλήσε ις δέκα εκατομμυρ ίων , μα τ ις προσκλήσε ις σας τ ις παίρνω όχι ε π ε ι δ ή φοβάμαι τον κομουνισμό, μα ε π ε ι ­δή σας λυπάμαι, ε γ ώ τους κομουνιστές δεν τους φοβάμαι, ε ί­μαι τ ίμ ιος , στο εμπόριο δεν εξαπάτησα ποτέ κανέναν, β ο η -

Page 287: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 287

θάω συστηματ ικά τους φτωχούς, τους εργάτες μου τους έχω σαν συνεταίρους, ε ίμα ι ε ι λ ικρ ινής , γ ι ' αυτό όλοι μ ε αγαπούν και δεν παρασύρονται από τα συνδικάτα κ ι από τους κο­μουνιστές , όλοι ξέρουν ότι το εργοστάσιο αυτό μας δίνει τον επιούσιο, ξέρουν ακόμη ότι ε γ ώ δεν έχω καμιά διαφορά απ' αυτούς, απόψε θα φάω μαζί τους , ο ρ ί σ τ ε , ε λ ά τ ε κ ι ε σ ε ί ς , όλοι μαζί ε ί μ α σ τ ε φίλοι , χ ι λ ι ά δ ε ς ε ρ γ ά τ ε ς έχω στο ε ρ γ ο ­στάσιο μου, θα τους πω, και τ ό τ ε ο Μουσταφά κι ο Σερντάρ δεν θα ξέρουν τ ι ν ' απαντήσουν και θα καταλάβουν ε π ι τ έ ­λους τ ι άνθρωπος ε ίμα ι , δεν θα καταλάβουν;

Το αναγνώρισα από το θόρυβο που έ κ α ν ε . Το φορτηγό του Χ α λ ί λ ανέβαινε τον ανήφορο. Τα πουλιά σώπασαν. Τον βαρέθηκα πια τον αετό στο ταβάν ι , γυρίζω στο κρεβάτ ι και κοιτάζω στο πάτωμα: ένα μ υ ρ μ ή γ κ ι ! Κ α η μ έ ν ο μ υ ρ μ η γ κ ά -κ ι ! Απλώνω το δάχτυλο μου, το αγγ ίζω απαλά, τρομάζε ι * υπάρχουν και πιο δυνατοί από σένα, μα εσύ δεν μπορε ίς να το ξέρε ις , μ υ ρ μ ή γ κ ι μου. Π α ν ι κ ο β λ ή θ η κ ε ς ε , τ ρ έ χ ε ι ς , τ ρ έ ­χε ις , βάζω το δάχτυλο μου μπροστά σου, φεύγε ις , και πάλι τ ρ έ χ ε ι ς , τ ρ έ χ ε ι ς , ξαναβάζω το δάχτυλο μου μπροστά σου, και πάλι γυρίζε ις και τ ρ έ χ ε ι ς . Έπαιξα λ ίγο α κ ό μ η , στο τ έ ­λος το λυπήθηκα και συνάμα σιχάθηκα* έν ιωσα παράξενα* β α ρ έ θ η κ α * θ έλησα να σ κ ε φ τ ώ ευχάριστα π ρ ά γ μ α τ α , και σ κ έ φ τ η κ α γ ια άλλη μια φορά την όμορφη μέρα τ η ς ν ίκης .

Τ η μέρα ε κ ε ί ν η , που θα τρέχω από το ένα τηλέφωνο στο άλλο δίνοντας δ ιαταγές , θα σηκώσω το ακουστικό και θα π ω : Ε μ π ρ ό ς , νομαρχία του Τούντζελ ι ; Πώς πάνε τα πράγ­ματα ε κ ε ί , όλα καλά, αρχηγέ μου, θα πε ι η φωνή στο τ η λ έ ­φωνο, εδώ κάναμε εκκαθάρ ιση , ευχαριστώ, κατόπιν θα πά­ρω το Καρς , εμπρός , Καρς , πώς ε ίναι η κατάσταση ε κ ε ί , σχεδόν τ ε λ ε ι ώ σ α μ ε , α ρ χ η γ έ , π ά μ ε γ ια γ ε ν ι κ ή ε κ κ α θ ά ρ ι σ η ,

Page 288: Το σπίτι της σιωπής

288 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

καλά, θα πω, κάνατε σωστά τ η δουλειά σας, ευχαριστώ, θα κατεβάσω το τηλέφωνο και θα β γ ω από το δωμάτιο κ ι ενώ θα μπαίνω στη μ ε γ ά λ η αίθουσα μ ε όλη τ η συνοδεία μου, χ ι­λ ιάδες αντιπρόσωποι του Κ ι ν ή μ α τ ο ς θα μ ε υποδεχτούν όρ­θιοι , θα χειροκροτούν σ υ γ κ ι ν η μ έ ν ο ι και θα περ ιμένουν μ ε αγωνία τ ις δηλώσε ις μου, τ ό τ ε θα πάρω το μικρόφωνο και θα πω, φίλοι μου, η εκκαθαρ ιστ ική ε π ι χ ε ί ρ η σ η των ε θ ν ι κ ι ­στών στην παραμεθόρια περιοχή του Τούντζελι έληξε , έχου­μ ε εξουδετερώσε ι και τους τελευταίους πυρήνες των Κ ό κ ­κινων, ο Παράδεισος των Ε θ ν ι κ ι σ τ ώ ν γ ίνετα ι πραγματ ικό­τ η τ α , κ ι ενώ θα λ έ ω ότι στην Τουρκία δεν α π ό μ ε ι ν ε πια ούτε ένας κομουνιστής, ο υπασπιστής μου θα μου ψιθυρίσε ι κάτ ι στο αυτί κ ι ε γ ώ θα πω, καλά, τώρα, έρχομαι , κι αφού περπατήσω τους ατέλε ιωτους, στρωμένους με μάρμαρο, δια­δρόμους, στο τελευτα ίο από τα σαράντα δωμάτια, πίσω από μια πόρτα που φυλάγετα ι από ένοπλους φρουρούς, σε μια γωνιά που θα φωτίζεται από δυνατά φώτα, θα σε δω, δ ε μ έ ­ν η σε μια καρέκλα, κ ι ο υπασπιστής μου θα μου πε ι , μόλις τώρα την π ιάσαμε , μάθαμε ότι αυτή η γυναίκα είναι αρχη­γός των κομουνιστών, ε γ ώ όμως θα πω, λύστε την αμέσως, δεν ταιριάζει σ' εμάς να δένουμε τα χέρια μιας γυναίκας, θα σε λύσουν, και τ ό τ ε ε γ ώ θα πω, αφήστε μας μόνους, κ ι ο υπασπιστής μου κ ι οι άνθρωποι του θα χαιρετήσουν στρα­τ ι ω τ ι κ ά και θα βγουν και μόλις κ λ ε ί σ ε ι η πόρτα, θα σε κοι­τάξω και θα σου πω, στα σαράντα σου είσαι ακόμη πιο όμορ­φη κ ι ώρ ιμη γυναίκα, και καθώς θα σου δίνω τσ ιγάρο, με γ ν ω ρ ί σ α τ ε , συντρόφισσα Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν , θα π ω ; Να ι , θα πε ι ς ντροπαλά, σε γνώρισα, θα σωπάσουμε γ ια λ ίγο , κοιτώντας ο ένας τον άλλο, και ξαφνικά ε γ ώ θα πω, ν ι κ ή σ α μ ε , σας νι­κ ή σ α μ ε , δεν αφήσαμε τ η ν Τουρκία σ' εσάς τους κομουνι-

Page 289: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 289

στές, έχεις μετανιώσει για όσα έκανες; Ναι, θα πεις, έχω μετανιώσει, και, βλέποντας το χέρι σου να τρέμει ενώ θα το απλώνεις να πάρεις το τσιγάρο που σου προσφέρω, θα πω, ηρεμήστε, Νιλγκιούν, εγώ κι οι φίλοι μου ποτέ δεν κά­νουμε κακό σε γυναίκες και σε κορίτσια, ηρεμήστε, παρα­καλώ, εμείς είμαστε στενά δεμένοι με τις τουρκικές παρα­δόσεις που έχουν ιστορία χιλιάδων χρόνων, γι' αυτό, μη φο­βάστε καθόλου, δεν θα σας τιμωρήσουμε εμείς μα το δικα­στήριο της ιστορίας και του λαού μας, τότε εσύ θα πεις έχω μετανιώσει, έχω μετανιώσει, Χασάν, αλλά εγώ θα σου απα­ντήσω, είναι αργά πια, λυπάμαι, δυστυχώς, δεν μπορώ ν' αφήσω να με παρασύρουν τα αισθήματα μου και να σας συγ­χωρήσω, γιατί εγώ, πάνω απ' όλα, είμαι υπεύθυνος απένα­ντι στο λαό μου, και ξαφνικά θ' αρχίσεις να γδύνεσαι, Νιλ­γκιούν, έχεις γδυθεί και με πλησιάζεις, έγινες σαν τις πρό­στυχες που έβλεπα στις πορνοταινίες, στο Πεντίκ, αχ, Θεέ μου, μου ορκίζεσαι ότι μ' αγαπάς, σαν δεν ντρέπεσαι, θέ­λεις να μ' εξαπατήσεις, μα εγώ δεν τα τρώω αυτά, τα πα­ρακάλια σου με κάνουν να σε σιχαίνομαι, δεν σ' αγαπώ πια, φωνάζω τους φρουρούς και τους λέω: Πάρτε αυτή την Κόκ­κινη Κατερίνα από δω, δεν θα επαναλάβω το λάθος του Μπαλτατζή Μεχμέτ πασά,* ο λαός μου υπέφερε πολλά εξαιτίας του αδύναμου αυτού πασά, μα τέρμα πια, εκείνες οι μέρες πέρασαν, κι έτσι όταν σε πάρουν οι φρουροί, θα κλει­στώ σ' ένα δωμάτιο να κλάψω, και, παρασυρμένος από τα

* Διοικητής (γενν. 1660 - πέθ. 1713) του οθωμανικού στρατού σε μια μάχη εναντίον των Ρώσων (1711) , κατηγορήθηκε για τη συνθη­κολόγηση του με τον Μέγα Πέτρο. Είχε διαδοθεί μάλιστα ότι είχε εν­δώσει στα θέλγητρα της τσαρίνας Αικατερίνης.

Page 290: Το σπίτι της σιωπής

290 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

συναισθήματα μου, θα θ έ λ ω να φερθώ α κ ό μ η πιο σκληρά στους κομουνιστές , μα κατόπιν τα δάκρυα μου θα σ τ ε γ ν ώ ­σουν και θα σκεφτώ πως άδικα πόνεσα τόσα χρόνια, κ ι αυ­τό θα μ ε παρηγορήσε ι , κ ι όταν θα πάρω μέρος στους εορ­τασμούς τ η ς ν ί κ η ς , θα σε ξεχάσω, ε ν τ ε λ ώ ς , ίσως την ίδια ε κ ε ί ν η κιόλας μέρα.

Β α ρ έ θ η κ α να παρασύρομαι από τ ι ς ανόητες αυτές ονει­ροφαντασίες, γύρισα μπρούμυτα και κοίταξα στο πάτωμα, το μ υ ρ μ ή γ κ ι ε ίχε φύγει , ε ί χ ε χαθεί . Π ό τ ε έ φ υ γ ε ; Ο ήλιος ήταν ψηλά . Ξαφνικά θυμήθηκα και π ε τ ά χ τ η κ α από το κρεβάτ ι . Ε ίχα ή δ η αργήσε ι .

Π ή γ α στην κουζίνα, έφαγα κάτ ι και , χωρίς να μ ε δε ι κα­νε ίς , β γ ή κ α από το παράθυρο. Τα πουλιά ήταν πάντα στα κλαδιά, ο Ταχσίν και οι δικοί του στήνουν τα καλάθια μ ε τα κεράσια στην άκρη του ανηφορικού δρόμου. Έ π ε ι τ α από λίγο έφτασα στην πλαζ. Κοίταξα: ο φύλακας κ ι αυτός που έκοβε τα ε ισ ιτήρια ήταν στις θέσε ις τους, η Νιλγκιούν όμως δεν ε ίχε έρθε ι α κ ό μ η . Π ή γ α στο μόλο και κοίταξα τα κ ό τ ε ­ρα. Νύσταζα πολύ και κάθισα.

Θα μπορούσα να τ η ς τ η λ ε φ ω ν ή σ ω : Ε μ π ρ ό ς , κ ινδυνεύε­τ ε , δεσποινίς Ν ιλγκ ιούν , σήμερα μην π ά τ ε στην πλαζ, ού­τ ε στον μ π α κ ά λ η , θα τ η ς έ λ ε γ α , μ η β γ α ί ν ε τ ε από το σπ ίτ ι . Ποιος ε ίμαι , ε ί π α τ ε ; Ένας παλιός φίλος! Τσατ ! Κλε ίνω α μ έ ­σως το τηλέφωνο αποφασιστικά. Θα καταλάβε ι άραγε ποιος ε ίμα ι , ότι την αγαπώ, ότι θέλω να την προστατέψω από τον κίνδυνο;

Ξ έ ρ ω καλά πως π ρ έ π ε ι να 'μαστε ευγεν ικο ί μ ε τ ις γ υ ­ναίκες , άκου να πάρω από τα χέρια τ η ς τ η ν εφημερ ίδα και να τ η σκίσω, όχι δα! Η γυναίκα είναι ένα πλάσμα αδύνατο, δεν π ρ έ π ε ι να τ η ς φερόμαστε άσχημα. Η μ η τ έ ρ α μου, ας

Page 291: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 291

πούμε , πόσο καλή ε ίναι ! Δ ε ν μ' αρέσουν αυτοί που κοιτά­ζουν μ ε κακό μ ά τ ι τ ι ς γυνα ίκες , αυτοί που κοιτάζουν και σκέφτονται μονάχα πώς να πλαγιάσουν μαζί τους, δεν αντέ­χω τους κακούς, τους βρομιάρηδες μ ε τα σπυριά, τους υλι-στές πλούσιους, τους βρομερούς αυτούς ανθρώπους. Ξ έ ρ ω καλά ότι πρέπε ι να 'μαστε ευγεν ικοί , λεπτο ί , πώς ε ί σ τ ε , π ε ­ράστε , παρακαλώ, πρώτα εσε ίς , όταν περπατάς μαζί μ ε μια γυναίκα και δε ις μια πόρτα, π ρ έ π ε ι να βραδύνεις το βήμα σου και , δίχως άλλη σ κ έ ψ η , ν ' απλώσεις από πίσω το χέρι σου, ν' ανοίξεις την πόρτα, και να πε ις ορ ίστε , περάστε , πα­ρακαλώ, ε γ ώ ξέρω καλά πώς π ρ έ π ε ι να φερόμαστε στις γ υ ­ναίκες και στα κορίτσια, ω, καπν ίζετε , και μάλιστα στο δρό­μο, μα, βέβαια, μ π ο ρ ε ί τ ε να κ α π ν ί ζ ε τ ε , δ ικαίωμα σας, ε γ ώ δεν ε ίμαι οπισθοδρομικός, βγάζω αμέσως τον αναπτήρα μου και τσαφ τον ανάβω, ε γ ώ μ ε μια γυναίκα μ ιλάω όπως μ ι ­λάω μ' έναν άντρα, μ' ένα σ υ μ μ α θ η τ ή μου, δίχο^ς να ενο­χληθώ, δίχως να κοκκ ιν ίσω, αν θέλω να προσπαθήσω λ ίγο , μπορώ ακόμη και μ' ένα κορίτσι να μ ιλήσω χωρίς να ντρα­πώ, όταν δουν τα κορίτσια τ ι άνθρωπος ε ίμα ι , θα τα χάσουν, θα ντραπούν που μ ε π α ρ ε ξ ή γ η σ α ν άκου να πάρω και να σκίσω την εφημερ ίδα τ η ς ! Πιθανόν ο Μουσταφά να μ η μου το ε ί π ε αυτό στα σοβαρά.

Βαρέθηκα τ η θάλασσα και τα κότερα, σηκώνομαι και γυ­ρίζω στην πλαζ. Ο Μουσταφά ασφαλώς θ' α σ τ ε ι ε ύ τ η κ ε , γ ια­τ ί , ό,τι και να 'ναι, ξέρε ι κ ι αυτός ότι δεν π ρ έ π ε ι να σ υ μ π ε ­ρ ιφερόμαστε άσχημα στα κορίτσια. Τ ο 'κανα, θα μου π ε ι , γ ια να σε δοκιμάσω, να δούμε αν έ μ α θ ε ς ότι πε ιθαρχία σ η ­μαίνε ι απόλυτη υ π α κ ο ή ! Δ ε ν π ρ έ π ε ι να φ ε ρ θ ε ί ς άσχημα στην κοπέλα που αγαπάς, Χασάν !

Φ τ ά ν ω στην πλαζ, και βλέπω τ η Νιλγκιούν να 'ναι, όπως

Page 292: Το σπίτι της σιωπής

292 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

πάντα, ξ α π λ ω μ έ ν η . Τόσο πολύ νύσταζα, που δεν ένιωσα τ ί ­ποτα. Τ η ν κοίταξα σαν να κοίταζα ένα άγαλμα. Κατόπιν κάθισα, Ν ιλγκ ιούν , και σε περ ίμενα .

Πιθανόν ο Μουσταφά να μην έρθε ι , σκέφτηκα. Θα το ξέ­χασε , δεν θα έ δ ω σ ε σημασία, ίσως α κ ό μ η και να μην ξύ­π ν η σ ε . Η πλαζ άρχισε να γ ε μ ί ζ ε ι . Αυτοκ ίνητα που ήρθαν από την Ιστανμπούλ, πατεράδες , μ η τ έ ρ ε ς , παιδιά, γ ελο ί ες , ανόητες ο ικογένε ι ες μ ε τα καλάθια τους στο χέρ ι : Όλοι ε ί­σ τ ε ένοχοι , όλοι θα τ ι μ ω ρ η θ ε ί τ ε . Τους σιχαίνομαι.

Μ π ο ρ ε ί και να μην το κάνω, σ κ έ φ τ η κ α . Ε γ ώ δεν ε ί μ α ι τ έ τ ο ι ο ς άνθρωπος! Μ α θα μ ε κατηγορήσουν ότι ούτε μια ε φ η μ ε ρ ί δ α δεν μπόρεσα να πάρω από τα χέρ ια μιας κο-μουνίστριας και να τ η σ κ ί σ ω ! Π α λ ι ό τ ε ρ α ήταν μαζί μας, τώρα έ γ ι ν ε κ ο μ ο υ ν ι σ τ ή ς , θα πουν, π ρ ο σ έ χ ε τ ε τον αυτόν τον Χ α σ ά ν Καρατάς από το Τ ζ ε ν έ τ χ ι σ α ρ , μην τον παίρ­ν ε τ ε μαζί σας! Μ α ε γ ώ δεν φοβάμαι τ η μοναξιά - μόνος, δίχως καμιά υποστήρ ιξη , να δ ε ί τ ε τ ι σπουδαίες δουλε ιές θα κάνω.

αΕ ! Ξύπνα, ρ ε ! » Τρόμαξα. Ή τ α ν ο Μουσταφά! Α μ έ σ ω ς σηκώθηκα. « Ή ρ θ ε η κ ο π έ λ α ; » ρώτησε . « Ν α ι , ε κ ε ί ε ί να ι » , ε ίπα. « Α υ τ ή μ ε το γαλάζιο μαγ ιό» . « Α υ τ ή που διαβάζει το β ι β λ ί ο ; » ε ί π ε , και σε κοίταξε βρό­

μ ικα, Γ)ίιλγκιούν. « Ξ έ ρ ε ι ς τ ι θα κ ά ν ε ι ς ; » πρόσθεσε και κα­τόπιν ρ ώ τ η σ ε : « Ο μπακάλης πού ε ί ν α ι ; »

Του έδε ιξα το μαγαζί , κατόπιν του ζήτησα ένα τσ ιγάρο, μου έδωσε κι έ φ υ γ ε , π ή γ ε και σ τ ά θ η κ ε κάπου μακριά.

Άναψα το τσ ιγάρο μου και , κοιτάζοντας την άκρη του, άρχισα να σκέφτομαι. Δεν ε ίμαι χαζός, Νιλγκιούν, ε ίμαι ιδεο­λόγος, έχω τα ιδανικά μου, χ τ ε ς το βράδυ, αδιαφορώντας

Page 293: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 293

για τους κινδύνους, γ ρ ά ψ α μ ε συνθήματα στους τοίχους, κοί­τα, οι μπογ ι ές δεν έφυγαν από τα χέρια μου α κ ό μ η .

« Τ ι κάνε ις ε κ ε ί , καπν ίζε ι ς ; Δεν ε ίναι κρ ίμα ; Ε ίσαι ακό­μ η τόσο νέος !»

Ο θε ίος μου ο Ρ ε τ ζ έ π . Κρατάε ι το δ ίχτυ του. « Π ρ ώ τ η φορά καπν ίζω» , ε ίπα. « Π έ τ α ξ ε το αυτό το τσιγάρο, πήγαινε στο σπίτ ι σου, παι­

δί μου! Τ ι δουλειά έχε ις πάλι ε δ ώ ; » Γ ι α να μ' αφήσει και να φύγε ι , πέταξα το τσ ιγάρο. « Π ε ρ ι μ έ ν ω ένα φίλο μου, θα μ ε λ ε τ ή σ ο υ μ ε μαζ ί » , ε ίπα. Δ ε ν του ζήτησα χρήματα. « Ο πατέρας σου θα 'ρθε ι στην κηδε ία , δεν θα ' ρ θ ε ι ; » ε ί­

π ε . Κ ο ν τ ο σ τ ά θ η κ ε , κατόπιν έφυγε μ ε το σώμα του να κου­

ν ι έ τ α ι πέρα-δώθε . Έ μ ο ι α ζ ε μ ε μόν ιππο που σκαρφάλωνε τον ανήφορο: Τ ι κ - τ α κ , κακόμοιρε , τζουτζέ !

Σ ε λ ίγο ε ίδα τ η Ν ιλγκ ιούν να βγαίνε ι από τ η θάλασσα και να 'ρχεται . Π ή γ α στον Μουσταφά και του το 'πα:

« Π η γ α ί ν ω στον μ π α κ ά λ η » , μου ε ί π ε . « Ό π ω ς ε ί π α μ ε , αν πάρε ι Τζουμχουριέτ, ε γ ώ θα β γ ω πρώτος και θα βήξω. Τ ό ­τ ε , ξέρε ις τ ι θα κάνε ις , κ α τ ά λ α β ε ς ; »

Δ ε ν μίλησα. « Π ρ ό σ ε χ ε , δεν θα σ' αφήσω από τα μάτια μου!» ε ί π ε κ ι

έφυγε . Π ή γ α στο δ ιπλανό σοκάκι και περ ίμενα . Πρώτα μ π ή κ ε

ο Μουσταφά στον μ π α κ ά λ η . Ύ σ τ ε ρ α από λ ίγο μ π ή κ ε ς εσύ, Νιλγκ ιούν . Ταράχτηκα, έκανα να δέσω σφιχτά τα κορδόνια των αθλητικών παπουτσιών μου, τα χέρια μου τρέμανε . Π ε ­ρ ιμένω και σκέφτομα ι : Ό λ α μπορούν να συμβούν σ τ η ζωή . Το σ κ έ φ τ η κ α και , θαρρείς , φοβήθηκα : μπορε ί ένα πρωί να

Page 294: Το σπίτι της σιωπής

294 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

σηκωθώ και να δω τη θάλασσα κατακόκκινη, μπορεί να γί­νει σεισμός. Το Τζενέτχισαρ να χωρίσει στα δύο, από την πλαζ να βγαίνουν φλόγες. Ανατρίχιασα.

Πρώτα βγήκε ο Μουσταφά, κοίταξε προς το μέρος μου κι έβηξε. Κατόπιν βγήκε η Νιλγκιούν, με μια εφημερίδα στο χέρι. Την ακολούθησα. Περπατούσε γρήγορα. Κοιτάζω τα πόδια της, μοιάζουν με σπουργίτια, που τη μια κάθονται σε κλαδιά και την άλλη πετούν. Γελιέσαι, αν νομίζεις ότι θα με συγκινήσεις με την ομορφιά των ποδιών σου. Έχουμε απομακρυνθεί από την παραλία. Κοιτάζω πίσω, ο Μουστα­φά με παρακολουθεί. Την πλησίασα, με κοίταξε.

«Γεια σου, Νιλγκιούν!» είπα. «Γεια σου», είπε, και συνέχισε το δρόμο της. «Ένα λεπτό!» είπα. «Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο;» Περπατάει σαν να μην έχει ακούσει. Έτρεξα ξοπίσω της. «Στάσου!» είπα. «Γιατί δεν μου μιλάς;» Καμιά απάντηση. «Μήπως είσαι ένοχη για κάτι και ντρέπεσαι;» Πάλι καμιά απάντηση. «Δεν μπορούμε να μιλήσουμε σαν άνθρωποι πολιτισμέ­

νοι;» Πάλι δεν απαντάει. «Δεν με γνώρισες, Νιλγκιούν;» Τάχυνε το βήμα της και κατάλαβα πως άδικα προσπα­

θούσα να της μιλήσω από μακριά, έτρεξα λοιπόν και πήγα κοντά της. Περπατούσαμε κοντά κοντά, σαν να είμαστε δυο φίλοι, κι εγώ λέω:

«Γιατί φεύγεις; Τι σου έκανα;» Σωπαίνει. «Σου έκανα μήπως κανένα κακό; Πες μου».

Page 295: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 2 9 5

Δεν μιλάει. αΓιατί δεν ανοίγεις το στόμα σου;» Πάλι δεν μιλάει. «Καλά, της λέω, ξέρω γιατί δεν μιλάς, να σου το πω;» Δεν λέει τίποτα, εκνευρίζομαι. «Δεν είναι σωστά αυτά που σκέφτεσαι για μένα, το ξέ­

ρεις;» λέω. «Με θεωρείς, ποιος ξέρει τι! Μα γελιέσαι, γε­λιέσαι, κοπέλα μου, τώρα θα καταλάβεις γιατί γελιέσαι», είπα, μα δεν έκανα τίποτα. Γιατί ντράπηκα και ξαφνικά θέ­λησα να ξεφωνίσω, σαν να φοβήθηκα την ανοησία μου! Τη στιγμή εκείνη ακριβώς, είδα να έρχονται από απέναντι δυο καλοντυμένοι κύριοι.

Περίμενα, από φόβο μήπως αυτοί οι σνομπ κύριοι, που φορούσαν σακάκι και γραβάτα μ' αυτή τη ζέστη, ανακα­τευτούν στις υποθέσεις μου. Και για να μη με παρεξηγή­σουν, έμεινα λίγο πίσω, μα είδα ότι η Νιλγκιούν είχε αρχί­σει να τρέχει. Πλησίαζε στο σπίτι της, άρχισα κι εγώ να τρέχω. Από πίσω μου έτρεχε ο Μουσταφά. Όταν έστριψα στη γωνία, τα 'χασα: έτρεξε, πρόλαβε το νάνο και τον έπια­σε από το μπράτσο. Σκέφτηκα να πάω να τους δώσω ένα μάθημα, μα τα πόδια μου καρφώθηκαν, θαρρείς, στη γη. Στάθηκα και τους κοίταξα σαν χαζός. Ο Μουσταφά με πλη­σίασε.

«Δειλέ!» μου είπε. «Θα δεις, θα σου δείξω εγώ...» «Εγώ θα δείξω σ' αυτούς!» είπα. «Αύριο! Θα δεις, αύριο

θα τους δείξω!» «Αύριο θα το κάνεις, έτσι;» Εγώ ήθελα να το κάνω εκείνη τη στιγμή. Να δώσω μια

στον Μουσταφά! Να του δώσω μια, να τον αφήσω στον τό­πο. Κάτι κακό να κάνω, να το καταλάβουν όλοι: να του ρί-

Page 296: Το σπίτι της σιωπής

296 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ξω μια μπουνιά στα μούτρα, για να μην μπορεί να με βλέ­πει, και για να μη νομίζουν ότι είμαι δειλός. Δεν είμαι όποιος κι όποιος, το ξέρεις, Μουσταφά, το ξέρετε εσείς οι υπόλοι­ποι; Βλέπετε τις γροθιές μου; Εγώ πια είμαι διαφορετικός, εγώ δεν είμαι εγώ* είχα θυμώσει τόσο πολύ, που ακόμη κι εγώ βλέποντας πόσο πολύ είχα θυμώσει, φοβόμουνα τον εαυ­τό μου. Ούτε κι ο Μουσταφά άνοιξε το στόμα του να μιλή­σει, είχε καταλάβει. Περπατούσαμε σιωπηλοί. Κατάλαβες ότι αργότερα μπορεί να το μετανιώσεις κι εσύ, έτσι, Μου­σταφά; Ο μπακάλης ήταν μόνος στο μαγαζί του. Του ζη­τήσαμε Τζουμχουριέτ, μας έδωσε μια, μα, όταν του είπα πως τις θέλω όλες, κατάλαβε, με φοβήθηκε -όπως κι ο Μουσταφά- και μου τις έδωσε. Δεν είχε σκουπιδοντενεκέ. Έσκισα τις εφημερίδες και τις σκόρπισα παντού. Πήρα και τα περιοδικά με τις γυμνές γυναίκες στα εξώφυλλα, τα έσκι­σα κι αυτά. Τα περιοδικά της αμαρτίας, της ντροπής... Ώστε εγώ θα καθάριζα όλην αυτή τη βρομιά! Ακόμη κι ο Μουσταφά είχε μείνει κατάπληκτος.

«Καλά, εντάξει, εντάξει, φτάνει πια!» είπε. Μ' έβγαλε από το μπακάλικο. «Το βράδυ έλα στο καφενείο!» μου είπε. «Κι αύριο το

πρωί να είσαι εδώ». Δεν του είπα τίποτα. Όταν έκανε να φύγει, του ζήτησα

ένα τσιγάρο. Μου έδωσε.

Page 297: Το σπίτι της σιωπής

23

Ο Ρετζέπ πήρε το δίσκο να τον κατεβάσει κάτω όταν έφα­γα το πρωινό μου και μετά πήγε στην αγορά. Όταν γύρισε, δεν ήταν μόνος. Από το ελαφρό περπάτημα της, κατάλαβα ότι ήταν μαζί του η Νιλγκιούν. Ανέβηκε τις σκάλες, άνοι­ξε την πόρτα, με κοίταξε. Τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα, ερχόταν, φαίνεται, από τη θάλασσα. Έφυγε. Και μέχρι το μεσημέρι, κανένας άλλος δεν ήρθε στο δωμάτιο μου. Ξα­πλωμένη στο κρεβάτι μου, βάλθηκα ν' ακούω ό,τι συνέβαι­νε γύρω μου. Πρώτα άκουσα τη Νιλγκιούν και τον Φαρούκ να μιλούν κάτω, κατόπιν ο χυδαίος σαββατιάτικος θόρυβος της πλαζ έγινε τόσο ενοχλητικός, που δεν μπορούσα πια ν' ακούω. Δεν μ' έπιασε ύπνος, και η κόλαση σου, Σελαχατίν, έλεγα, η κόλαση που την έλεγες παράδεισο, νά λοιπόν που κατέβηκε στη γη· άκου* όλοι είναι ίσοι, όποιος πληρώσει εισιτήριο μπαίνει, γδύνεται, ξαπλώνει, ο ένας δίπλα στον άλλον, άκου!

Για να μην ακούω, έκλεισα τα παντζούρια και τα παρά­θυρα μου. Ήθελα να φάω το μεσημεριανό φαγητό μου και να πέσω να κοιμηθώ, να ξεχάσω. Ο Ρετζέπ άργησε. Είπε

Page 298: Το σπίτι της σιωπής

298 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

πως θα πήγαινε στην κηδεία ενός φίλου του ψαρά. Ούτε για το μεσημεριανό φαγητό κατέβηκα. Ο Ρετζέπ έφερε το δί­σκο μου, έκλεισε την πόρτα μου κι έφυγε. Περίμενα τον μεσημεριανό ύπνο.

Ο καλύτερος ύπνος είναι ο μεσημεριανός, έλεγε η μητέρα μου. Μετά το μεσημεριανό φαγητό, βλέπεις τα πιο όμορφα όνειρα και ξυπνάς ακόμη πιο όμορφη, έλεγε. Ίδρωνα λιγάκι, χαλάρωνα, ένιωθα ανάλαφρη, πετούσα σαν μικρό σπουργίτι. Κατόπιν ανοίγαμε τα παράθυρα για να μπει μέσα ο καθαρός αέρας και να φύγει ο βρόμικος, για ν' απλωθούν μέχρι μέσα στην κάμαρη τα πράσινα κλαδιά του κήπου στο Νισάντας και να βγουν έξω τα όνειρα μου. Γιατί συχνά, όταν ξυπνού­σα, μου φαινόταν πως το όνειρο μου γλιστρούσε κι έφευγε. Ίσως κι όταν πεθάνω: οι σκέψεις μου θα περιφέρονται στο δωμάτιο, πάνω στα έπιπλα, ανάμεσα στα ερμητικά κλειστά παντζούρια, θα στριφογυρίζουν αγγίζοντας την επιφάνεια του τραπεζιού μου, του τοίχου και του ταβανιού, κι όταν κάποιος μισανοίγει την πόρτα, θα βλέπει ίσως τη σκιά των σκέψεων μου. Κλείστε λοιπόν την πόρτα, να μη χαλάσει η αγνότητα της σκέψης μου, να μη δηλητηριαστούν οι αναμνήσεις μου, κι οι πεντακάθαρες σκέψεις μου να περιφέρονται συνέχεια μέ­χρι τη συντέλεια του κόσμου εδώ, στο σπίτι αυτό της σιω­πής, να περιφέρονται συνέχεια σαν τους αγγέλους και να σας κάνουν να ντρέπεστε! Μα ξέρω τότε τι θα κάνουν: Αχ, εγ­γόνια του σατανά, ο ένας, ο πιο μικρός, μάλιστα, άφησε μια φορά να του ξεφύγει από το στόμα. Γιαγιά, το σπίτι αυτό πά­λιωσε πολύ, είπε, ας το γκρεμίσουμε, να χτίσουμε στη θέση του μια πολυκατοικία. Επειδή, ξέρω, υποφέρετε όχι όταν βου­λιάζετε εσείς μέχρι το λαιμό στην αμαρτία, αλλά όταν βλέ­πετε τους άλλους να μένουν αναμάρτητοι.

Page 299: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 299

Πρέπει, να ξεπεράσεις κι εσύ την ανόητη απαγόρευση που λέγεται αμαρτία, έλεγε ο Σελαχατίν, πιες κι εσύ λίγο ρακί, όπως εγώ, μια γουλιά, δεν έχεις την περιέργεια να δο­κιμάσεις; Δεν βλάπτει, αντίθετα, ωφελεί, βοηθάει τη σκέ­ψη. Ήμαρτον, Θεέ μου! Έστω, πες μονάχα μια φορά, Φα­τμά, κι η αμαρτία ας βαραίνει τον άντρα σου, δεν υπάρχει Θεός, άντε, πες το. Ήμαρτον! Καλά, τότε άκου αυτό που θα σου πω: το σημαντικότερο άρθρο της εγκυκλοπαίδειας μου, τώρα μόλις το έγραψα, είναι στο γράμμα Γ, σου το διαβά­ζω περιληπτικά: «Γνώση: βάση της γνώσης είναι το πεί­ραμα... Η γνώση που δεν στηρίζεται στο πείραμα, που δεν αποδεικνύεται πειραματικά, είναι απαράδεχτη...» Η φρά­ση αυτή, που αποτελεί τη βάση της επιστημονικής γνώ­σης, βάζει στην άκρη το θέμα της ύπαρξης του Θεού... Για­τί αυτό το θέμα είναι αδύνατο ν' αποδειχτεί πειραματικά... Η οντολογική απόδειξη δεν είναι παρά μια σχολαστική φλυαρία... Ο Θεός είναι μια έννοια που μ' αυτήν παίζουν οι οπαδοί της μεταφυσικής... Κατά συνέπεια, στη χώρα αυτή με τα μήλα, τα αχλάδια και τις Φατμάδες, ο Θεός δεν έχει θέση... Χα, χα! Καταλαβαίνεις, Φατμά, εσύ δεν έχεις, δεν μπορείς να έχεις Θεό! Σκέφτομαι να το δημοσιεύσω αμέ­σως αυτό! Δεν έχω υπομονή να περιμένω μέχρι να τελειώ­σει η εγκυκλοπαίδεια μου, έγραψα στον Ιστεπάν, τον τυ­πογράφο, να ετοιμάσει μια έκδοση με το άρθρο αυτό. Ξα­νακάλεσα το χρυσοχόο Αβραάμ, και σου λέω να ξέρεις: στο σπουδαίο αυτό θέμα δεν θ' ανεχτώ τις κοριτσίστικες ιδιο­τροπίες σου, θα μου δώσεις ένα καλό κομμάτι από την κα­σετίνα σου, σου ορκίζομαι, θα ωφεληθεί όλη η χώρα, κι αν αυτοί οι βλάκες οι αντιδραστικοί δεν επιτρέψουν να κυκλο­φορήσει, το έχω πάρει απόφαση, θα κατέβω στο Σιρκετζί

Page 300: Το σπίτι της σιωπής

300 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

να το πουλήσω ε γ ώ . Ό μ ω ς θα δ ε ι ς , θα γ ί ν ε ι ανάρπαστο! Γ ι α τ ί αυτό που σου ε ίπα το ξεσήκωσα από τα β ιβλ ία μου, εκε ίνα τα γαλλ ικά , μου π ή ρ ε πολλά χρόνια να το εκλα ϊκεύ­σω, Φ α τ μ ά , το ξέρε ις κ ι εσύ καλά! Αυτό που ε ίμα ι περ ί ερ­γος να δω δεν είναι αν θα το διαβάσουν ή όχι, μα τ ι θα κά­νουν όταν το διαβάσουν.

Μ α ευτυχώς που κανε ίς άλλος εκτός από τον ίδιο και το νάνο του δεν θα το δ ιάβασε , μονάχα ε γ ώ διάβασα, νιώθο­ντας αποστροφή, τα α η δ ι α σ τ ι κ ά ε κ ε ί ν α ψ έ μ α τ α γ ια τον « μ ε λ λ ο ν τ ι κ ό ωραίο παράδε ισο» , που στην πραγματ ικότητα δεν ήταν παρά η κόλαση .

Ή τ α ν κ α τ α χ ε ί μ ω ν ο , ο Ν τ ο γ ά ν μου ή τ α ν στο Κ ε μ ά χ , επτά μήνες μ ε τ ά από τ ό τ ε που ο Σελαχατ ίν ανακάλυψε το θάνατο και τρε ι ς μήνες μ ε τ ά το θάνατο του, στο σπ ίτ ι δεν ήταν κανένας άλλος εκτός από το νάνο. Τ η νύχτα χιόνιζε κι ε γ ώ σκεφτόμουνα πως ο τάφος του ε ί χ ε σκεπαστε ί μ ε χιό­νια, όταν ξαφνικά ένιωσα μια ανατριχίλα και σκέφτηκα πως κάτ ι έ π ρ ε π ε να κάνω για να ζεσταθώ. Γ ι α τ ί , γ ια να μ η ν ιώ­θω την κρασίλα που ακόμη μου μύριζε, θαρρείς , ε ίχα απο­τ ρ α β η χ τ ε ί στην κάμαρη αυτή , τα πόδια μου είχαν παγώσε ι , τουρτούρ ιζαν το χλομό και π λ η κ τ ι κ ό φως τ η ς λάμπας μ' έ κ α ν ε να π λ ή τ τ ω ακόμη πιο πολύ, το χιόνι χτυπούσε στα παράθυρα, δεν έκλαιγα. Θέλησα να ζεσταθώ, ανέβηκα επά­νω, σ κ έ φ τ η κ α πως μπορούσα πια να μπω στο δωμάτιο που, όσο ζούσε ο Σελαχατ ίν , δεν τολμούσα να πλησιάσω, μονά­χα τον άκουγα συνέχε ια να περπατάε ι πέρα-δώθε . Έ σ π ρ ω ­ξα σιγανά την πόρτα, κοίταξα: σκόρπια χαρτιά, π ε τ α μ έ ν α εδώ κ ι εκε ί , στα τραπέζ ια, στις πολυθρόνες, στις καρέκλες , στα συρτάρια, πάνω στα β ιβλ ία , μέσα στα β ιβλ ία, στο πά­τωμα, στα παράθυρα, χαρτιά γ ρ α μ μ έ ν α , στοίβες από χαρ-

Page 301: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 301

τιά. Άνοιξα το καπάκι τ η ς τεράστ ιας σόμπας, τα έριξα μ έ ­σα. Άναψα ένα σπίρτο κι έ π ε ι τ α από λ ίγο η σόμπα κατα­βρόχθιζε τα χαρτιά σου, τα β ιβλ ία σου, τα κείμενα σου, τ ις ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς σου, κοντολογίς , τ ι ς αμαρτ ίες σου, Σελαχατ ίν ! Όσο χάνονταν οι αμαρτ ίες σου, τόσο ζεσταινόταν το σώμα μου! Τ ο έργο μου, αυτό που του έδωσα τ η ζωή μου: αγα­π η μ έ ν ο μου αμάρτημα! Γ ιά να δούμε τ ι έ γ ρ α ψ ε ο σατανάς. Τα έσκιζα και τα έκα ιγα , προηγουμένως όμως τα διάβαζα* έ τσ ι , στα β ιαστ ικά: Δημοκρατ ία : το πολ ί τ ευμα που μας ε ί­ναι απαραίτητο . . . Υπάρχουν πολλές μορφές δημοκρατ ίας . . . Ο Ν τ ε Π α σ έ , στο σχετ ικό μ ε τ η δημοκρατ ία σύγγραμμα του. . . 1926... Οι ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς γράφουν ότι αυτή τ η ν εβδομά­δα στην Άγκυρα α ν α κ η ρ ύ χ τ η κ ε η δημοκρατ ία . . . Ωραία.. . Φ τ ά ν ε ι να μην την καταντήσουν σαν τα μούτρα τους. Σ ύ ­γκρ ινε τ η θεωρία του Δαρβίνου με το Κοράνιο , και μ ε απλά παραδε ίγματα που θα τα καταλάβουν ακόμη κ ι οι κουτοί, εξηγούσε την ανωτερότητα τ η ς ε π ι σ τ ή μ η ς . . . Ο σεισμός ε ί ­ναι απλώς ένα φαινόμενο γεωλογ ικό , πρόκε ιτα ι γ ια την κί­ν η σ η του φλοιού τ η ς γ η ς . · · Η γυναίκα ε ίναι το συμπλήρω­μα του άντρα. . . Υπάρχουν δύο ειδών γυναίκες . . . Οι πρώτες είναι οι «φυσ ικές» γυναίκες , αυτές απολαμβάνουν όλες τ ις ηδονές, όλα τα καλά που τους δίνει η φύση, είναι ή ρ ε μ ε ς , κ ε ­φάτες , αδιάφορες, δίχως έγνο ι ες , ψύχραιμες , στην πλε ιονό­τητα τους είναι γυναίκες του λαού, γυναίκες των κ α τ ώ τ ε ­ρων, όπως λένε , · τάξεων. . . όπως, λόγου χάρη , η γυναίκα του Ρουσό, που δεν τ η ν π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε π ο τ έ . . . Ή τ α ν υπηρέτρια του, του έκανε έξ ι παιδ ιά. . . Οι άλλες ε ίναι π ικρόχολες , αυ­ταρχικές , αλαζονικές, πιστεύουν τυφλά στις παραδόσεις, ε ί ­ναι ψυχρές, δεν έχουν κατανόηση. . . Όπως η Μαρία Αντουα-νέτα. . . Αυτές , οι δ εύτερες , είναι τόσο ψυχρές κ ι εγωίστρ ι ες ,

Page 302: Το σπίτι της σιωπής

302 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

που πολλοί επιστήμονες, πολλοί φιλόσοφοι, βρήκαν την κα­τανόηση, καθώς και τη ζεστασιά του έρωτα, στις γυναίκες των κατώτερων τάξεων... Ο Ρουσό είχε για ταίρι του την υπηρέτρια του, ο Γκαίτε την κόρη ενός φούρναρη, ο κο­μουνιστής Μαρξ την υπηρέτρια του... Απ' αυτήν απέκτησε κι ένα παιδί, που το υιοθέτησε ο Ένγκελς... Ποιος ο λόγος να ντραπούν; Αυτή είναι η πραγματικότητα της ζωής... Πολλά τέτοια παραδείγματα υπάρχουν... Έτσι, οι μεγάλοι αυτοί άνθρωποι, εξαιτίας της ψυχρότητας των συζύγων τους, υπέφεραν, η ζωή τους έγινε φαρμάκι, χαραμίστηκαν, με αποτέλεσμα ο ένας να μην μπορέσει να ολοκληρώσει το βιβλίο του, ο άλλος τη φιλοσοφική του σκέψη, ο τρίτος την εγκυκλοπαίδεια του... Ένα άλλο κακό είναι τα παιδιά εκεί­να που ο νόμος κι η κοινωνία τα θεωρούν νόθα... Σκέφτηκα κοιτάζοντας τα φτερά ενός πελαργού: Μπορούμε άραγε να φτιάξουμε ένα αερόστατο σε σχήμα πελαργού;... Τα αερο­πλάνα γίνανε πια όπλα πολέμου... Κάποιος που λεγόταν Λίντμπεργκ κατάφερε την περασμένη εβδομάδα να περά­σει με αεροπλάνο τον Ατλαντικό ωκεανό... Κι είναι μόλις εί­κοσι δύο χρονών... Όλοι οι σουλτάνοι ήταν βλάκες... Η μα­ριονέτα των Ενωτικών, ο σουλτάνος Ρεσάτ, έχει τα πρω­τεία στη βλακεία... Οι σαύρες του κήπου μας δεν έχουν μελετήσει τον Δαρβίνο, ωστόσο, σύμφωνα με τις θεωρίες του, αφήνουν τις ουρές τους, κάτι που δεν πρέπει να το βλέ­πουμε σαν θαύμα μα σαν νίκη της ανθρώπινης σκέψης. Αν είχα πειστεί ότι η εγκατάλειψη του ισλάμ κι ο ασπασμός του χριστιανισμού θα είχε ως αποτέλεσμα τη γρήγορη εκβιομηχάνιση της χώρας, θα το έγραφα δίχως κανένα δι­σταγμό!...

Διάβαζα, διάβαζα, κι αηδιασμένη πετούσα τα χαρτιά στη

Page 303: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 303

σόμπα και ζεσταινόμουνα. Δ ε ν ξέρω πόσο διάβασα και πό­σα χαρτιά πέταξα σ τ η σόμπα - ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και ε ίδα το νάνο: ήταν ακόμη δεκαεφτά χρονών, μα τ ι κ ά ν ε τ ε , κυρία, δεν είναι κρίμα, μου ε ί π ε . Σ ώ π α εσύ! Δ ε ν είναι κρί­μα; Σ ώ π α , σου λ έ ω ! Δ ε ν ε ίναι κρ ίμα ; Κ ο ί τ α που δεν σω­παίνε ι ! Πού είναι το μπαστούνι μου; Σ ώ π α σ ε . Υπάρχουν κ ι άλλα χαρτιά, πού τα έχε ι ς κ ρ ύ ψ ε ι , μ ίλα, νάνε , αυτά ε ίναι όλα; Σωπαίνε ι ! Ώ σ τ ε τα έ κ ρ υ ψ ε ς , νάνε , εσύ δεν ε ίσαι γ ιος του, ε ίσαι το μπαστάρδικό του, δεν έχε ι ς κανένα δ ικαίωμα, ακούς, να μου τα δώσεις , θα τα κ ά ψ ω όλα, φέρ ' τα γ ρ ή γ ο ­ρα. Μ ε κοιτάζε ι και μου λ έ ε ι : Δ ε ν ε ίναι κρ ίμα ; Πού είναι το μπαστούνι μου; Πηγαίνω καταπάνω του. Ο ύπουλος, τ ρ έ ­χε ι , κατεβα ίνε ι τ ις σκάλες . Φωνάζει από κάτω. Δ ε ν έχω τ ί ­ποτα ε γ ώ , κυρία, ορκίζομαι, δεν έκρυψα τ ίποτα! Καλά! Δ ε ν μίλησα. Τ η νύχτα μ π ή κ α ξαφνικά στο δωμάτ ιο του, τον ξύ­πνησα, τον πέταξα έξω, η κάμαρη του ε ίχε μια παράξενη μυρωδιά, έψαξα παντού, ακόμη και κάτω από το στρώμα του. Να ι , δεν βρήκα τ ίποτα.

Μ α και πάλι έχω κάποια ανησυχία. Κάπου κάτ ι θα ε ί χ ε παραχώσει , κ ι ο Ν τ ο γ ά ν , ως γνήσ ιο παιδί του πατέρα του, οπωσδήποτε το β ρ ή κ ε , γ ιατ ί συχνά ερχόταν και μ ε ρωτού­σ ε : Μητέρα," πού ε ίναι τα χειρόγραφα του πατέρα μου; Δεν σ' ακούω, παιδάκι μου. Αυτά που έγραφε χρόνια, πού λες να 'ναι, μ η τ έ ρ α ; Δ ε ν ακούω, παιδί μου. Λ έ ω γ ια την ε γ κ υ ­κλοπαίδεια που δεν μπόρεσε να συμπληρώσε ι , μητέρα . Δεν ακούω. Μ π ο ρ ε ί να 'χει κάποια αξία, ο πατέρας μου έδωσε τ η ζωή του γ ι ' αυτό το έργο , ε ίμα ι πολύ περ ίεργος , έλα, μ η ­τέρα, δώσ' το μου. Δ ε ν ακούω, παιδάκι μου. Ο πατέρας μου ή θ ε λ ε να δημοσιευτούν τα γραπτά του, μπορε ί να το π ε τ ύ ­χουμε, γ ιατ ί πλησιάζε ι η ε π έ τ ε ι ο ς του πραξικοπήματος τ η ς

Page 304: Το σπίτι της σιωπής

304 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

27ης Μαΐου, λένε ότι οι στρατιωτικοί ετοιμάζουν νέο πρα­ξικόπημα. Δεν σ' ακούω, Ντογάν, παιδί μου. Μετά το πρα­ξικόπημα θα γίνει, λένε, επιστροφή στον κεμαλισμό, οπότε θα μπορούμε να δημοσιεύσουμε ορισμένα σημαντικά κομ­μάτια της εγκυκλοπαίδειας. Πού τα έχεις, μητέρα, δώσ' τα μου! Τα αυτιά μου δεν ακούνε καλά. Πού να 'ναι αυτά τα χαρτιά, ω Θ ε έ μου, ψάχνω, ψάχνω, δεν τα βρίσκω, και τα βιβλία του δεν υπάρχουν, μονάχα στο πλυσταριό βρήκα κά­τι παράξενα όργανα! Δεν ακούω. Τι τα 'κανες, μητέρα, τα χαρτιά και τα βιβλία, μήπως τα πέταξες; Σωπαίνω. Τα 'σκι-σες, τα 'καψες, τα πέταξες, έτσι δεν είναι; Έβαλε τα κλά­ματα. Ύστερα από λίγο καιρό, το 'ριξε στο πιοτό. Κι εγώ θα γράψω, κι εγώ, όπως ο πατέρας μου: όλα, όλα πάνε προς το κακό, κάτι πρέπει να κάνουμε για να σταματήσει αυτή η βλακεία, οι άνθρωποι δεν μπορεί να 'ναι τόσο κακοί, ή μάλλον τόσο ανόητοι, ανάμεσα τους οπωσδήποτε υπάρχουν και καλοί... Τον υπουργό Γεωργίας τον ξέρω από το σχο­λείο, αγαπούσαμε την ίδια κοπέλα, μα ήμασταν πολύ κα­λοί φίλοι, ήταν σφαιροβόλος, πολύ χοντρός, είχε όμως καρ­διά διαμάντι, τώρα ετοιμάζω μια μεγάλη αναφορά, θα του την υποβάλω, ο στρατηγός, που τώρα είναι υπαρχηγός στο γενικό επιτελείο, την εποχή που ήμουνα καϊμακάμης της περιοχής Ζιλέ ήταν λοχαγός, είναι πολύ καλός άνθρωπος, εργαζόταν πάντα για το καλό της χώρας, την έκθεση μου θα την κοινοποιήσω και σ' αυτόν, δεν ξέρεις, μητέρα, τι αδικίες γίνονται... Μα γιατί, παιδί μου, ασχολείσαι με αυτά τα θέ­ματα; Αν δεν ασχοληθούμε, θα ευθυνόμαστε κι εμείς για την κακοδαιμονία που μας δέρνει, μητέρα, ετοιμάζω την έκθεση για ν' απαλλαγώ τουλάχιστον από την ευθύνη... Εί­σαι κι από τον πατέρα σου ακόμη πιο κακομοίρης, κι από

Page 305: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 305

εκείνον πιο δε ιλός! . . . Δεν ε ίμαι , μητέρα , δεν ε ίμα ι , αν ήμου­να δε ιλός , θα συνεργαζόμουν μ' αυτούς, πλησίαζε η προα­γ ω γ ή μου σε νομάρχη, μα δεν άντεξα, ξέρε ις πώς βασανί­ζουν τους φουκαράδες τους χωρικούς; Ε γ ώ , παιδί μου, δεν ε ίμα ι π ε ρ ί ε ρ γ η . Αυτοί ε ίναι απομονωμένοι , μακριά από τον κόσμο, στα βουνά... Ο πατέρας μου μ' έ μ α θ ε , παιδί μου, να μην ε ίμα ι π ε ρ ί ε ρ γ η ! Τους έχουν παρατημένους , ούτε γ ια­τρό έχουν ούτε δάσκαλο. . . Τ ι κρ ίμα, αυτά που έμαθα από τον πατέρα μου δεν μπόρεσα να σου τα μάθω, παιδί μου, Ν τ ο γ ά ν . Και μια φορά το χρόνο, τους παίρνουν την παρα­γ ω γ ή τους σε χαμηλή τ ι μ ή ! Τ ι κρίμα, παιδί μου, δεν μπό­ρεσα να σου δώσω τ ίποτα από μένα! Κατόπιν , μητέρα , τους παρατάνε , τους ξεχνάνε μέσα στο φοβερό σκοτάδι τ η ς μοί­ρας τους. . . Συνέχιζε να μ ιλάε ι , μα ε γ ώ δεν τον άκουγα, απο­τραβιόμουνα στο δωμάτιο μου και σκεφτόμουνα: Τ ι περ ί ερ­γ ο ! Ε ίναι κάποιος που τους ξεγελάε ι και τους εμποδ ίζε ι να 'ναι όπως όλοι, να πηγαινοέρχονται ξέγνο ιαστο ι στις δου­λ ε ι έ ς τους! Σ κ ε φ τ ό μ ο υ ν : Αυτός ο ένας μ ε β λ έ π ε ι που βα­σανίζομαι και γ ε λ ά ε ι ύπουλα! Έν ιωθα α η δ ι α σ μ έ ν η , κοίτα­ξα το ρολόι μου. Π ή γ ε τ ρ ε ι ς , μα ακόμη δεν μπορώ να κοι­μηθώ, ακούω το θόρυβο τ η ς πλαζ. Κατόπ ιν σ κ έ φ τ η κ α το νάνο κ ι ανατρίχιασα.

Σ κ έ φ τ η κ α πως μπορεί να ε ίχε γράψε ι γράμμα στον Ν τ ο ­γάν μου από το χωριό κι αυτός να τον λ υ π ή θ η κ ε . Μ α μπο­ρεί ακόμη να του ε ίχε μ ι λ ή σ ε ι ο πατέρας του. Αν και ο Σ ε ­λαχατίν δεν ήταν σε θ έ σ η να δε ι τ ί π ο τ ε άλλο από τα γρα­φτά του . Έ ν α χρόνο μ ε τ ά τ η ν α π ο φ ο ί τ η σ η του από το π α ν ε π ι σ τ ή μ ι ο , ο Ν τ ο γ ά ν μου ε ίχε αρχίσει να ρωτάει συνέ­χε ια γ ι ' αυτούς: Γ ι α τ ί , μ η τ έ ρ α , φύγανε ο Ρ ε τ ζ έ π κ ι ο Ισμαήλ; Κα ι μια μέρα π ή γ ε να τους βρε ι . Ύ σ τ ε ρ α από μια

Page 306: Το σπίτι της σιωπής

306 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

εβδομάδα ε π έ σ τ ρ ε ψ ε μ' έναν κουρελιάρη νάνο κ ι έναν κου­τσό ! Γ ι α τ ί τους πήρες αυτούς από το χωριό τους και τους έφερες εδώ, παιδί μου, τ ι δουλειά έχουν αυτοί στο σπίτ ι μας, σε ρώτησα. Ξέρε ι ς , μητέρα , γ ιατ ί τους έφερα, ε ί π ε , και τους έ β α λ ε στο δωμάτιο που μ έ ν ε ι τώρα ο νάνος. Κατόπιν ο κου­τσός έ κ λ ε ψ ε τα χρήματα που π ή ρ ε το παιδί μου, ο Ν τ ο γ ά ν μου, όταν πούλησε το δ ι α μ ά ν τ ι μου, και ξ ε κ ο υ μ π ί σ τ η κ ε * έ φ υ γ ε , μα δεν π ή γ ε μακριά. Κ ά θ ε χρόνο, όταν πηγα ίνουμε στο νεκροταφείο , μας δείχνουν το σπ ίτ ι του στην ανηφόρα! Π ά ν τ α ή θ ε λ α να μάθω γ ιατ ί δεν έφυγε κ ι ο νάνος. Άλλο ι λ έ ν ε ε π ε ι δ ή ν τ ρ ε π ό τ α ν , άλλοι ε π ε ι δ ή φοβόταν να παρου­σιάζεται στους ανθρώπους. Η αλήθε ια είναι ότι μ' απάλλα­ξε από τ η λάτρα του σπιτ ιού , μα και πάλι τον σιχαίνομαι το νάνο. Ό τ α ν έφυγε ο Ν τ ο γ ά ν , συχνά έ β λ ε π α τον Σελαχατ ίν σε μια γωνία να κουβεντ ιάζε ι μ ε τον τζουτζέ , τους άκουγα: Π ε ς μου, παιδί μου, έ λ ε γ ε ο Σελαχατίν , πώς ήταν η ζωή στο χωριό, υποφέρατε πολύ, σ' ανάγκαζαν να προσεύχεσαι , μί­λα μου, π ιστεύε ι ς στο Θεό, πες μου, πώς πέθανε η μ η τ έ ρ α σου; Τ ι καλή γυναίκα που ήταν , ε ίχ ε την ομορφιά του λαού μου, μα τ ι κρ ίμα, ε γ ώ , β λ έ π ε ι ς , έ π ρ ε π ε να τ ε λ ε ι ώ σ ω τ η ν εγκυκλοπαίδε ια μου. Ο τζουτζές σώπαινε , ε γ ώ δεν άντεχα άλλο, πήγαινα στην κάμαρη μου, προσπαθούσα να ξεχάσω, μα τα 'φερνα σ τ η μ ν ή μ η μου κι αηδίαζα: Τ ι καλή γυναίκα που ήταν , ε ίχ ε τ η ν ομορφιά του λαού μου, τ ι καλή γυναίκα που ήταν , τ ι καλή γυναίκα που ήταν !

Ό χ ι , Σ ε λ α χ α τ ί ν , μια αμαρτωλή ήταν και τ ί π ο τ ε άλλο. Μ ι α υπηρέτρια. Μ ι α υπόθεση βεντέτας την έκανε να φύγει μαζί μ ε τον άντρα τ η ς από το χωριό τους και να έρθε ι στην Γ κ έ μ π ζ ε . Έ π ε ι τ α αυτός π ή γ ε στρατ ιώτης , αφού προηγου­μένως την ε μ π ι σ τ ε ύ τ η κ ε σ' έναν ντόπιο ψαρά, που ύστερα

Page 307: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 307

από λ ίγο καιρό βούλιαξε η βάρκα του κ ι αυτός π ν ί γ η κ ε . Τ η συνάντησα λ ίγες φορές στην προκυμαία, ήταν κακομοίρα, μυξιάρα, άθλια, άγνωστο πώς συντηρούνταν. Τ ό τ ε ε ί χαμε στο σπίτ ι ένα μάγειρα από το Γ κ έ ρ ε ν τ ε , αυτός μια μέρα αυ-θαδίασε στον Σελαχατ ίν , του ε ί π ε , εσε ίς δεν π ι σ τ ε ύ ε τ ε στο Θεό, αυτό δεν θα σας το συγχωρέσουμε , κ ι ο Σελαχατ ίν τον έδ ιωξε και στη θ έ σ η του π ή ρ ε τ η μυξιάρα, λέγοντας , τ ι να γ ί ν ε ι , Φ α τ μ ά , δεν βρήκα πιο κατάλληλο πρόσωπο, ε μ έ ν α δεν μ ε νοιάζει ε ίπα, αυτή όμως έ μ α θ ε γρήγορα τ η λάτρα του σπιτ ιού, κ ι όταν έ κ α ν ε τα πρώτα ντολμαδάκια, ο Σ ε λ α ­χατίν ε ί π ε , τ ι ικανή γυναίκα, έ τσ ι δεν ε ίναι , Φ α τ μ ά , κ ι ε γ ώ από τ ό τ ε κατάλαβα πού το πήγα ινε το πράγμα, και τον σι­χάθηκα, και σκέφτηκα , παράξενο που ε ίναι , η μάνα μου μ' έφερε στον κόσμο γ ια να βλέπω τ ις αμαρτίες των άλλων και ν' αηδιάζω.

Ναι , αηδίαζα: τ ις κρύες χε ιμωνιάτ ικες νύχτες , μ ε τ ις βρό­μ ικες μυρωδιές που ανάδινε το στόμα του, το ρακοπήγαδο, ο Σελαχατ ίν , νομίζοντας πως κο ιμάμαι , κατέβα ινε αθόρυβα τις σκάλες κι έμπαινε στο δωμάτιο όπου τον π ε ρ ί μ ε ν ε η μά­να του τζουτζέ . Θ ε έ μου, τ ι προστυχιά, τον άκουγα να π ε ρ ­πατάε ι αθόρυβα κι αηδίαζα. Ύ σ τ ε ρ α από λ ίγο καιρό, γ ια να μπορε ί να δ ιασκεδάζε ι « λ ε ύ τ ε ρ α κ ι α ν ε ν ό χ λ η τ α » , όπως έγραφε συχνά στην ε γ κ υ κ λ ο π α ί δ ε ι α του , τον ε ίδα να τ η ς φτ ιάχνε ι μια παράγκα στο κοτέτσ ι κι ανατρίχιασα. Τα μ ε ­σάνυχτα, μεθυσμένος , έ β γ α ι ν ε από το δωμάτιο του και π ή ­γαινε στην παράγκα, και τ ό τ ε ε γ ώ , στο δωμάτιο μου, κα­θόμουνα α κ ί ν η τ η μ ε το π λ ε χ τ ό μου στο χέρ ι και σκεφτό­μουνα τ ι κάνανε εκε ί .

Βάζε ι την άθλια γυναίκα να του κάνε ι πράγματα που δεν μπορε ί να μ ε αναγκάσε ι να του κάνω ε γ ώ , σκεφτόμουνα*

Page 308: Το σπίτι της σιωπής

308 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

για να τ η ρίξει στην αμαρτία, πρώτα τ η ν ποτ ίζε ι ποτό, κα­τόπιν τ η βάζει να του π ε ι ότι δεν υπάρχε ι Θεός , όχι , δεν υπάρχε ι , λ έ ε ι αυτή γ ια να ι κ α ν ο π ο ι ή σ ε ι το σατανά, δεν υπάρχε ι , δεν υπάρχε ι , ε γ ώ δεν φοβάμαι την αμαρτία, δεν υπάρχει , δεν υπάρχει Θεός. Ή μ α ρ τ ο ν , Φ α τ μ ά , μην τα σ κ έ ­φτεσαι! Κ ά π ο τ ε έβγαινα κρυφά, πήγαινα στο πίσω δωμάτιο, κοίταζα τα αμαρτωλά, χλομά φώτα τ η ς παράγκας 'και σκε ­φτόμουνα μουρμουρίζοντας: Ε κ ε ί ε ί ν α ι - να ι , τώρα ε ίναι εκ ε ί . . . Ίσως φιλάε ι τα μπασταρδάκια του, τους ε ξ η γ ε ί γ ια­τ ί δεν υπάρχει Θεός, ίσως γ ε λ ά ν ε , μπορεί και να.. . Μ η σ κ έ ­φτεσαι , Φατμά , μ η σκέφτεσα ι ! Ύ σ τ ε ρ α , νιώθοντας ντροπή γ ια ό,τι έκανα, γύριζα στο δωμάτιο μου, έπαιρνα τ ις βελό­νες και το πλεχτό που έφτ ιαχνα γ ια τον Ν τ ο γ ά ν και , ε ίναι αλήθε ια, δεν περ ίμενα πολύ: ύστερα από μια ώρα, άκουγα τον Σ ε λ α χ α τ ί ν να βγα ίνε ι από τ η ν παράγκα, ν ' ανεβα ίνε ι αδιάφορα τ ις σκάλες χωρίς καν να φροντίζει να μην κάνε ι θόρυβο, ενώ ε γ ώ άνοιγα την πόρτα του δωματίου μου κι από τ η χαραμάδα παρακολουθούσα μ ε περ ι έργε ια , φοβ ισμένη κι α η δ ι α σ μ έ ν η , το σατανά να μπαίνε ι στην κάμαρη του.

Μ ι α φορά, ενώ ανέβαινε τ ις σκάλες παραπατώντας, στα­μ ά τ η σ ε γ ια μια σ τ ι γ μ ή : τον ε ίδα να μ ε κοιτάζε ι στα μάτια από τ η μ ισάνο ιχτη πόρτα μου, φοβήθηκα, θέλησα να κλε ί ­σω και να κρυφτώ στο κ ρ ε β ά τ ι μου, μα ήταν αργά, ο Σ ε λ α ­χατίν ε ίχε ή δ η βάλε ι τ ι ς φωνές : Τ ι μ ε κρυφοκοιτάζεις , δ ε ι ­λό πλάσμα; Γ ι α τ ί μ ε παρακολουθείς κάθε νύχτα από τ η μ ι ­σάνοιχτη πόρτα σου; Δεν ξέρεις μήπως πού πάω, τ ι κάνω; . . . Προσπάθησα να κλε ίσω την πόρτα μου, μα δεν μπορούσα ν' αφήσω το πόμολο, νόμιζα πως αν το άφηνα, θα γινόμουνα συνένοχος στην αμαρτία! Κατόπιν άρχισε να φωνάζει δυνα­τ ά : Ε γ ώ δεν ντρέπομαι γ ια τ ίποτα, Φατμά, γ ια τ ίποτα! Δεν

Page 309: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 309

δίνω μία γ ια τους φόβους και τ η ν π ί σ τ η , που σαν αράχνη σου έχουν κυκλώσει το μυαλό: ε γ ώ ε ίμαι πέρα από τ ις ανοη­σίες τ η ς Ανατολής, από τ ις ενοχές κ ι από την αμαρτία, κα­ταλαβαίνε ι ς , Φ α τ μ ά ; Άδ ικα μ ε παρακολουθείς . Αυτά που εσύ κατηγορε ί ς και καταδικάζε ις , ε μ έ ν α μ ε κάνουν να ν ιώ­θω περηφάνια! Μ ε τ ά α ν έ β η κ ε λ ίγα σκαλοπάτια ακόμη και φώναξε προς την πόρτα που κρατούσα μ ι σ ά ν ο ι χ τ η : Ε ί μ α ι περήφανος γ ια τ η γυναίκα αυτή και γ ια τα παιδιά που μου γ έ ν ν η σ ε . . . Ε ίνα ι ε ρ γ α τ ι κ ή , ντόμπρα, τ ί μ ι α , ε ι λ ι κ ρ ι ν ή ς κ ι όμορφη! Δ ε ν ζει όπως εσύ, νιώθοντας πάντα ένοχη και φο­β ι σ μ έ ν η , ε π ε ι δ ή αυτή δεν έ μ α θ ε να κρατάε ι μαχαιροπίρου­να και να καμώνετα ι την α ρ χ ο ν τ ο γ ε ν ν η μ έ ν η ! Άκου τώρα τ ι θα σου πω! Ο τόνος τ η ς φωνής του δεν ήταν πια ε π ι τ ι μ η ­τ ι κ ό ς , ήταν π ε ι σ τ ι κ ό ς , ανάμεσα μας ήταν μια πόρτα που κρατούσα το πόμολο τ η ς κ ι άκουγα: Δεν υπάρχει λόγος να ν τ ρ ε π ό μ α σ τ ε , Φατμά, ν' αηδιάζουμε , να κατηγορούμε τους άλλους, ε ί μ α σ τ ε ελεύθερο ι άνθρωποι ! Άλλοι βάζουν περ ιο­ρισμούς στην ελευθερ ία μας! Ε δ ώ δεν ε ίναι κανένας άλλος εκτός από μας, Φ α τ μ ά , το ξέρε ις καλά, ε ίναι σαν να ζούμε σ' ένα έ ρ η μ ο νησί . Σαν τον Ροβινσώνα, το α ν α θ ε μ α τ ι σ μ έ ­νο σύνολο που λ έ γ ε τ α ι κοινωνία το παρατήσαμε στην Ισταν­μπούλ, ε κ ε ί θα ε π ι σ τ ρ έ ψ ο υ μ ε μονάχα μ ε τ η ν εγκυκλοπαί­δε ια μου, που θ' αναστατώσει όλη την Ανατολή. Άκου τ ώ ­ρα: ε ν ώ θα μπορούσαμε να ζούμε άνετα κ ι ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν α , απαλλαγμένο ι από κάθε ε ν ο χ ή , αμαρτία και ν τ ρ ο π ή , γ ιατ ί φαρμακώνεις τ η ζωή σου μ ε τ ις ανόητες ιδεολογίες και την η θ ι κ ή στα οποία ε π ι μ έ ν ε ι ς να 'σαι π ρ ο σ η λ ω μ έ ν η , όπως οι τοξικομανείς στο ναρκωτικό τους; Αν προτιμάς όμως τ η δυ­στυχία από τ η λευτερ ιά , ε ίναι δικός σου λογαριασμός. Ε ί ­ναι όμως σωστό, εξαιτ ίας σου, εξαιτ ίας τ η ς ανόητης ηθ ικής

Page 310: Το σπίτι της σιωπής

310 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

που π ιστεύε ι ς , να ζουν δυστυχ ισμένο ι , να υποφέρουν κι άλ­λοι άνθρωποι ; Άκου τ ι θα σου π ω : έρχομαι από την παρά­γκα, δεν είναι ανάγκη να το κρύψω, έρχομαι από κε ι όπου ε ίναι η υπηρέτρ ια , τα παιδιά μου, ο Ρ ε τ ζ έ π κ ι ο Ι σ μ α ή λ , τους πήρα μια σόμπα από την Γ κ έ μ π ζ ε , μα δεν ωφέλησε πολύ, κρυώνουν ε κ ε ί , Φατμά , δεν το σηκώνε ι η καρδιά μου να τρέμουν στην παράγκα από το κρύο, γ ιατ ί έ τσ ι το θ έ λ ε ι η ανόητη η θ ι κ ή σου, ακούς τ ι σου λ έ ω ;

Ε ίχα καταλάβε ι και φοβόμουνα: συνέχισα ν' ακούω όσα μου έ λ ε γ ε μυξοκλαίγοντας και χτυπώντας μ ε γροθ ιές την πόρτα, μα δεν μιλούσα. Σ ε λ ίγο τον άκουσα να μπαίνε ι στο δωμάτιο του βογκώντας, κι έμε ινα έ κ π λ η κ τ η σαν άκουσα το βαθύ, ήσυχο, μεθυσμένο ροχαλητό του. Μ έ χ ρ ι το πρωί έ μ ε ι ­να στη θ έ σ η μου σ κ ε φ τ ι κ ή . Χ ι ό ν ι ζ ε , κοίταζα από το παρά­θυρο. Το πρωί, στο πρόγευμα, μου ε ί π ε εκε ίνο που είχα σκε­φτε ί και ε ίχα καταλάβε ι .

Παίρναμε το πρωινό μας, ε κ ε ί ν η η γυναίκα μάς σέρβ ιρε , κατόπιν , ακριβώς όπως κάνε ι τώρα ο νάνος, έκανε τ η βα­ρ ι ε σ τ η μ έ ν η και κ α τ έ β η κ ε στην κουζίνα. Εσύ τα λες μπα-στάρδικα, μα κ ι αυτά είναι άνθρωποι , ε ί π ε ο Σελαχατ ίν ψ ι ­θυριστά. Μ ι λ ο ύ σ ε σιγά και μ ε φωνή πολύ ε υ γ ε ν ι κ ή , σαν ν' αποκάλυπτε κάποιο μυστ ικό , να μ ε παρακαλούσε. Κ α κ ό ­μοιρα παιδιά, στην παράγκα κρυώνουν, το ένα είναι δύο και το άλλο τριών χρονών. Αποφάσισα, Φ α τ μ ά , να τους φέρω μαζί μ ε τ η μ η τ έ ρ α τους εδώ, στο σπ ί τ ι ! Το μικρό δωμάτιο που τους έφτιαξα δεν τους χωράει πια. Θα τους φέρω στο δι­πλανό μας δωμάτ ιο . Μ η ν ξεχνάς ότι , στο κάτω κάτω, ε ί­ναι παιδιά μου. Π ά ψ ε πια να φέρνε ις α ν τ ί ρ ρ η σ η , δίνοντας βάση στα ανόητα π ιστεύω σου! Ε γ ώ σώπαινα και σκεφτό­μουνα. Το μ ε σ η μ έ ρ ι , στο φαγητό , ε ί π ε τα ίδια, υψώνοντας

Page 311: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 311

τον τόνο τ η ς φωνής του, και πρόσθεσε : Δ ε ν το αντέχε ι πια η καρδιά μου να πλαγιάζουν χάμω και να σκεπάζονται μ ε κουρέλια. Αύριο, που θα πάω στην Γ κ έ μ π ζ ε γ ια τα ψώνια του μήνα. . . Ώ σ τ ε αύριο θα πάε ι στην Γ κ έ μ π ζ ε γ ια ψώνια, σ κ έ φ τ η κ α . Το απόγευμα συνέχισα να σ κ έ φ τ ο μ α ι : Πιθανόν το βράδυ, στο φαγητό, να μου πε ι ότι όλοι ε ί μ α σ τ ε ίσοι κι ότι θα τ ρ ώ μ ε μαζί. Μ α δεν το 'πε . Ή π ι ε το ρακί, ε ί π ε ότι το πρωί θα π ή γ α ι ν ε στην Γ κ έ μ π ζ ε , έ φ υ γ ε . Α ν έ β η κ α αμέσως επάνω, έτρεξα στο πίσω δωμάτιο κ ι ε ίδα πού π ή γ α ι ν ε : στο χιόνι που έ λ α μ π ε κάτω από το φως του φεγγαριού, προχω­ρούσε παραπατώντας προς το αμαρτωλό φως της παράγκας. Π ή γ α ι ν ε , σατανά, π ή γ α ι ν ε , θα δε ις τ ι έ χ ε ι να γ ίν ε ι αύριο! Τον περ ίμενα να γυρ ίσε ι , κοιτάζοντας στο φως του φεγγα­ριού τον χ ιον ισμένο κήπο* χωρίς όμως ν' αφήνω κι από τα μάτια μου το χλομό φως τ η ς λάμπας στην παράγκα. Ό τ α ν γύρ ισε , τούτη τ η φορά μ π ή κ ε στο δωμάτ ιο μου και μου μί­λησε ξεκάθαρα: Ε δ ώ και δυο χρόνια, γ ια να μπορέσω να σε χωρίσω χρε ιάζεται απόφαση δ ικαστηρίου, επ ίσης εδώ και δυο χρόνια, και να το θ έ λ ε ι ς , δεν μπορώ να πάρω δ ε ύ τ ε ρ η γυναίκα, μα μ η χαίρεσαι ! Μ ε τ α ξ ύ μας δεν έ χ ε ι με ίνε ι τ ί π ο ­τα από τ η γελοία συμφωνία που λ έ γ ε τ α ι γάμος , Φ α τ μ ά ! Κ ι α κ ό μ η , τ ό τ ε που π α ν τ ρ ε υ τ ή κ α μ ε , μπορούσα να σε χωρίσω μ ε δυο λέξε ις ή να πάρω δ ε ύ τ ε ρ η γυναίκα, μα δεν το έκα­να. Καταλαβα ίνε ι ς ; Μ ο υ ε ί π ε κ ι άλλα πολλά, ε γ ώ άκουγα. Κατόπιν , ξανάπε πως το πρωί θα πήγαινε στην Γ κ έ μ π ζ ε , κι έφυγε . Ό λ η τ η νύχτα κοίταζα τον χ ιονισμένο κήπο και σκε­φτόμουνα, σκεφτόμουνα.

Μ α φτάνε ι , Φ α τ μ ά , μ η σκέφτεσαι πια! Κ ο υ κ ο υ λ ω μ έ ν η μ ε το πάπλωμα, ίδρωσα. Αναρωτιέμαι αν ο νάνος έχε ι π ε ι τ η ν ιστορία στα εγγόν ια μου. Παιδ ιά , η γ ιαγ ιά σας μ ε το

Page 312: Το σπίτι της σιωπής

312 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μπαστούνι τ η ς στο χέρ ι . . . Τρόμαξα, δεν ή θ ε λ α να σκεφτώ, ή θ ε λ α να κ ο ι μ η θ ώ , μα αδύνατο να μ ε π ά ρ ε ι ο ύπνος όσο άκουγα το σαββατ ιάτ ικο βουητό τ η ς πλαζ!

Τράβηξα το πάπλωμα μέχρ ι το μ έ τ ω π ο μου, πάλι ακούω το βουητό, τώρα καταλαβαίνω πόσο ωραίες ήταν εκε ίνες οι μοναχικές χε ιμων ιάτ ικες νύχτες : όταν η ησυχία τ η ς νύχτας μού α ν ή κ ε , κ ι όλα ήταν π α γ ω μ έ ν α , ακ ίνητα . Μ ε το αυτί μου στο μαλακό σκοτάδι του μαξιλαριού μου, ονε ιρεύομαι τ η βαθιά, έ ρ η μ η σ ιωπή του κόσμου, καθώς κάνε ι α ι σ θ η τ ή την παρουσία τ η ς σιγά σιγά κάτω από το μαξιλάρι μου, σαν να έρχετα ι μέσα από το χώμα κι έξω από το χρόνο. Ο Σ ε ­λαχατίν την άλλη μέρα π ή γ ε στην Γ κ έ μ π ζ ε . Πόσο μακριά μου φαινόταν η μέρα τ η ς Κ ρ ί σ η ς ! Σ τ ο σπ ίτ ι ήμουν ολομό­ναχη . Πόσο μακριά ήταν οι νεκροί που δεν σάπιζαν στους τάφους τους! Τ ο σ κ έ φ τ η κ α , το αποφάσισα, πήρα το μπα­στούνι μου, κατέβηκα τ ις σκάλες και βγήκα στον χιονισμένο κ ή π ο . Πόσο μακριά ήταν τα καζάνια που βράζουν στην κό­λ α σ η , οι πόνοι από τα βασανιστήρια! Αφήνοντας τα χνάρια μου στο χιόνι που έ λ ι ω ν ε , προχώρησα β ιαστ ικά προς τ η ν παράγκα, όπως έ λ ε γ ε ο σατανάς, την εστ ία τ η ς αμαρτίας. Πόσο μακριά ήταν οι νυχτερ ίδες , οι κροταλίες , τα πτώμα­τα! Έφτασα στην παράγκα, χτύπησα τ η ν πόρτα, η άθλια, κουτή γυναίκα, η χαζή υπηρέτρ ια άνοιξε αμέσως. Ν ε κ ρ ά ποντ ίκ ια , κουκουβάγιες , δαίμονες! Τ η ν έσπρωξα και μ π ή ­κα μέσα* ώ σ τ ε αυτά ε ίναι τα μπαστάρδικά σου! Έ κ α ν ε να π ι ά σ ε ι το χέρ ι μου. Ο χ ε τ ο ί , κ α τ σ α ρ ί δ ε ς , ο σ μ έ ς θανάτου! Μ η , κυρία, μην το κ ά ν ε τ ε , σε τ ι φταίξανε τα παιδ ιά; Α ι ­θίοπες δούλοι, νέγρο ι , σκουριασμένα σίδερα! Μ η χ τ υ π ά τ ε τα παιδιά, κυρία, χ τ υ π ή σ τ ε εμένα , τ ι φταίνε αυτά; Θ ε έ μου, φ ύ γ ε τ ε , παιδιά, φ ύ γ ε τ ε ! Δ ε ν μπόρεσαν να φύγουν! Σάπ ια

Page 313: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 313

ψοφίμια, μπασταρδάκια! Δ ε ν μπόρεσαν να φύγουν, τα χτύ­πησα, και τ ό τ ε . . . σ' ε μ έ ν α πας να σηκώσεις χέρ ι , βαράω και τ η μάνα τους, κ ι όταν κάνε ι να μ ε χ τ υ π ή σ ε ι πιο δυνατά, τ η βαράω πάλι αλύπητα, και στο τ έλος , δεν ήμουν ε γ ώ , φυσι­κά, Σελαχατ ίν , που σωριάστηκα, αλλά η δουλευταρού, η δυ­νατή όπως την έ λ ε γ ε ς , γυναίκα σου! Κα ι τ ό τ ε έμε ινα να χα­ζεύω το χυδαίο εσωτερ ικό τ η ς φωλιάς τ η ς αμαρτίας, της πα­ράγκας όπως έ λ ε γ ε ς , που π έ ν τ ε χρόνια τώρα ήταν σ τ η μ έ ν η στην άκρη του κήπου, ακούγοντας τα μπαστάρδικα να κλαί­νε. Ξύλινα κουτάλια, ντενεκεδέν ια μαχαίρια, ραγισμένα πιά­τα και ποτήρια τ η ς μάνας μου, δες , Φατμά, και τα γερά που νόμιζες ότ ι έχουν χαθε ί εδώ ε ίναι , κ α σ έ λ ε ς που χ ρ η σ ι μ ο ­ποιούσαν γ ια τραπέζ ια , κουρέλ ια , σ κ ι σ μ έ ν α υφάσματα, μπουριά τ η ς σόμπας, στρωσίδια στο πάτωμα, ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς στις χαραμάδες στις πόρτες και τα παράθυρα, Θ ε έ μου, πό­σα χυδαία, λ ε κ ι α σ μ έ ν α κουρέλια, στο ίβες χαρτιά, κ α μ έ ν α σπίρτα, μια σκουριασμένη σπασμένη τσιμπίδα, ξύλα σε ν τ ε ­νεκεδέν ια κουτιά, αναποδογυρισμένες παλιές καρέκλες , μα-νταλάκ ια , άδε ια μπουκάλ ια του ρακιού και του κρασιού, σπασμένα τζάμια στο πάτωμα, Θ ε έ μου, και αίματα, και τα μπασταρδάκια, που ακόμη κλα ίγανε , αηδίασα, και ο Σ ε λ α ­χατίν που έ β α λ ε λ ίγο τα κλάματα όταν ή ρ θ ε το βράδυ, κ ι ύστερα από δέκα μ έ ρ ε ς τα π ή ρ ε και τα π ή γ ε στο μακρινό εκε ίνο χωριό.

Καλά, Φατμά, έ λ ε γ ε , ας γ ίνε ι αυτό που θ έ λ ε ι ς , μα αυτό που έ κ α ν ε ς δεν ε ίναι ανθρωπιά, έσπασες το πόδι του μ ι ­κρού, ο μεγάλος δεν μπόρεσα να καταλάβω τ ι έ χ ε ι , μ ελά­νιασε όλο του το σώμα, έ π α θ ε , φαίνεται , νευρικό κλονισμό, όλα αυτά τα ανέχομαι γ ια χάρη τ η ς εγκυκλοπαίδε ιας μου, και τους στέλνω σ' ένα μακρινό χωριό, βρήκα κι έναν ηλ ι -

Page 314: Το σπίτι της σιωπής

3 1 4 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

κ ιωμένο φουκαρά που δ έ χ τ η κ ε να τα υ ιοθετήσε ι γ ιατ ί του έδωσα αρκετά λεφτά, ε ίμα ι όμως υποχρεωμένος σύντομα να ξανακαλέσω τον εβραίο, ε ε , τ ι να γ ί ν ε ι , γ ια να συγχωρε­θούν οι αμαρτ ίες μας, καλά, καλά, μην αρχίζεις πάλ ι , εσύ είσαι αναμάρτητη , γ ια τ ις δ ικές μου αμαρτίες πρόκε ιται , μα από δω και μπρος δεν θα μ ε ρωτάς γ ιατ ί π ίνω, θέλω να μ' αφήσεις ήσυχο, εσύ θα φροντίζεις πια τ η λάτρα του σπιτ ιού, τώρα ε γ ώ θ' ανέβω επάνω να εργαστώ, κ ι εσύ φύγε, ξεκου-μπίσου, μ η μ ε σκοτ ίζε ις , κλε ίσου στην κάμαρη σου, μπες στο κρύο κρεβάτ ι σου και κάτσε όλη τ η νύχτα, ολομόναχη, κοιτάζοντας το ταβάν ι , χωρίς να μπορε ίς να κο ιμηθε ί ς , πε ­ρ ίμενε να ξ η μ ε ρ ώ σ ε ι χωρίς να μπορε ίς να κο ιμηθε ί ς . . .

Εξακολουθώ να 'μαι ξ α π λ ω μ έ ν η , μα δεν μπορώ να κοι­μηθώ. Π ε ρ ι μ έ ν ω τ η νύχτα. Όλο ι ε ί σ τ ε στα κρεβάτ ια σας, κ ο ι μ ά σ τ ε , ας ερχόταν η νύχτα που κανε ίς δεν έχε ι α ρ κ ε τ ή δύναμη να τ η λερώσε ι ! Τ ό τ ε , όταν θα έχω με ίνε ι μ ό ν η , ολο­μόναχη, θ' αγγίζω, θα μυρίζω, θα γεύομαι , θα νιώθω, θα σκέ­φτομαι : το νερό, την καράφα, τα κλε ιδ ιά , το μαντ ίλ ι , το ρο­δάκινο, την κολόνια, το π ιάτο , το τραπέζ ι , το ρολόι.. . Όλα , όλα υπάρχουν πια γ ια μένα , όπως κ ι ε γ ώ υπάρχω γ ια μένα, στο κενό , τρ ιγύρω μου, ήσυχα και κατανοητά, στέκοντα ι , χ τυπάνε , σαλεύουν σ τ η σ ιωπή τ η ς νύχτας, σαν να χασμου­ριούνται μαζί μου, σαν να εξαγνίζονται από ενοχές , αμαρ­τ ί ε ς , από κάθε βρομιά. Και τ ό τ ε κ ι ο χρόνος θα γ ίνε ι χρό­νος, κ ι εκε ίνα θα έρθουν πιο κοντά μου, κ ι ε γ ώ θα ε ίμα ι πιο κοντά στον εαυτό μου.

Page 315: Το σπίτι της σιωπής

24

Έ β λ ε π α περ ίεργα, παράξενα πράγματα, όταν ξαφνικά ξύ­πνησα, κατάλαβα πως ήταν όνειρο και λυπήθηκα. Έ β λ ε π α στον ύπνο μου έναν η λ ι κ ι ω μ έ ν ο άνθρωπο μ ε μανδύα, που γύρ ιζε γύρω μου φωνάζοντας «Φαρούκ , Φ α ρ ο ύ κ » , θα μου έ λ ε γ ε , φαίνεται , το μυστ ικό τ η ς Ιστορίας, μα, προτού μου το αποκαλύψει , μ ε παίδευε. Ε γ ώ , που πίστευα πως όλα πρέ­π ε ι να 'χουν κάποιο α ν τ ί τ ι μ ο , γ ι ' αυτό κ ι ήμουν έτο ιμος να υποστώ κάθε δοκιμασία, έν ιωθα μια παράξενη ν τ ρ ο π ή , ας σφίξω λ ίγο ακόμη τα δόντια μου γ ια να μάθω, έ λ ε γ α , όταν ξαφνικά η ντροπή έ γ ι ν ε αβάσταχτη και ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα. Ακούω το βουητό τ η ς πλαζ και το θόρυβο που κάνουν τα αυτοκίνητα κι οι κ ι ν η τ ή ρ ε ς τους καθώς περνούν μπροστά από τ η ν πόρτα του κήπου. Ο ύ τ ε κι ο απογευματ ι ­νός ύπνος ωφέλησε . Χ τ ε ς έπινα όλη τ η νύχτα, ν ιώθω ακό­μ η νυσταγμένος . Κοιτάζω το ρολόι μου, τ έσσερ ις παρά τ έ ­ταρτο. Δ ε ν είναι ακόμη ώρα ν' αρχίσω να π ίνω, σηκώθηκα όμως.

Β γ ή κ α από το δωμάτιο. Σ τ ο σπίτ ι ησυχία. Κ α τ έ β η κ α τ ις σκάλες και π ή γ α στην κουζίνα. Κρατούσα το χερούλι του

Page 316: Το σπίτι της σιωπής

316 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ψυγείου κ ι έν ιωθα, όπως πάντα, σαν να π ε ρ ί μ ε ν α κ ά τ ι : κά­τ ι καινούργιο, μια σ υ γ κ ί ν η σ η , μια απρόσμενη π ε ρ ι π έ τ ε ι α . Ας συνέβαινε κάτ ι τ έ το ιο στη ζωή μου να μπορούσα να ξε­χάσω το αρχείο, τα παραμύθια, την Ιστορία. Άνοιξα το ψυ­γε ίο και κοίταξα μέσα, όπως θα κοίταζα βιτρίνα κοσμημα­τοπωλε ίου : μπολάκια, μπουκάλια, χρώματα, ν τ ο μ ά τ ε ς , αυ­γά, κεράσια, κ ά ν τ ε μ ε να ξεχάσω τ ις έγνο ι ες μου! Μ α θαρ­ρείς μου λ έ γ α ν ε : Ό χ ι , ε μ ε ί ς δεν μπορούμε να σε κάνουμε να ξεχάσεις τ ις έγνο ι ες σου· εσύ μόνο όταν απομονώνεσαι από τον κόσμο κ ι όταν προσποιε ίσαι ότι απομονώνεσαι από τον κόσμο - π ρ ά γ μ α που το α π ο λ α μ β ά ν ε ι ς - ξεχνάς τ ις έγνο ι ες σου. Έ π ε ι τ α συμπληρώνε ις μ ε ρακί την απόλαυση και τον πόνο σου, κι αφήνεσαι ολότελα. Το μπουκάλι του ρακιού εί­ναι σ τ η μ έ σ η , να πάω άραγε στον μπακάλη να πάρω άλλο έ ν α ; Έ κ λ ε ι σ α το ψ υ γ ε ί ο και σ κ έ φ τ η κ α : Να κάνω άραγε όπως εκε ίνο ι , όπως ο παππούς κι ο πατέρας μου, να τα πα­ρατήσω όλα και να κ λ ε ι σ τ ώ εδώ, να πηγαινοέρχομαι κ α θ η ­μερινά στην Γ κ έ μ π ζ ε , να κάθομαι στο τραπέζ ι , ν' ασχολού­μαι μ' αυτό που λ έ γ ε τ α ι Ιστορία, να γράφω κ ε ί μ ε ν α δίχως αρχή και τ έλος , μ ε εκατομμύρ ια λ έ ξ ε ι ς ; Θα το κάνω, όχι βέβα ια γ ια να κ α λ υ τ ε ρ έ ψ ω τον κόσμο, μα γ ια να πω τ ι ε ί­ναι κόσμος.

Ο δροσερός αέρας δυνάμωσε. Τα σύννεφα κατέβηκαν χα­μηλά. Μάλλον έρχετα ι καταιγ ίδα. Κοιτάζοντας τα κλε ιστά παντζούρια σ κ έ φ τ η κ α ότι ο Ρ ε τ ζ έ π θα κοιμόταν στο δωμά­τιο του . Η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν , κ α θ ι σ μ έ ν η κοντά στο κ ο τ έ τ σ ι , θα δ ιάβαζε, έχοντας β γ ά λ ε ι τα πέδ ιλα τ η ς , τα γυμνά τ η ς πόδια θα πατούσαν στο χώμα. Τριγύρισα για λίγο στον κήπο άσκο­πα. Έπαιξα σαν μ ικρό παιδί , μ ε την αντλία, μ ε το π η γ ά δ ι , σ κ έ φ τ η κ α τα νεανικά μου χρόνια· και τα παιδικά μου. Κ ι

Page 317: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 317

όταν σε λ ί γ η ώρα σ κ έ φ τ η κ α και τ η γυναίκα μου, ε ίπα του­λάχιστον ας τ σ ι μ π ή σ ω κάτ ι . Μ π ή κ α μέσα. Ό μ ω ς , αντί να πάω στην κουζίνα, α ν έ β η κ α τ ις σκάλες και γύρισα στο δω­μάτιο μου* κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, μ ε β λ έ μ μ α κενό , αναρωτιόμουν αν αξίζει άραγε τον κόπο ν' ακολουθή­σω τ ις σ κ έ ψ ε ι ς μου, να ζήσω. Γ ια να μ η σκεφτώ περισσό­τ ε ρ ο , ξάπλωσα στο κ ρ ε β ά τ ι , πήρα τ ι ς Περιηγήσεις του Ε β λ ι γ ι ά Τ σ ε λ ε μ π ί κι άρχισα να διαβάζω ένα κεφάλαιο στην τ ύ χ η .

Δ ι η γ ι ό τ α ν μια περιοδε ία του σ τ η δ υ τ ι κ ή Μ ι κ ρ α σ ί α : στο Άκχισαρ, στην επαρχία του Μαρμαρά, και μ ε τ ά σ' ένα μ ι ­κρό χωριό μ ε ιαματ ικές π η γ έ ς που κάνανε καλό στην ε π ι ­δερμίδα και γ ιατρεύανε τ η λέπρα. Οι λεπροί γ ίνονταν κα­λά πίνοντας σαράντα μ έ ρ ε ς νερό από τ ι ς π η γ έ ς . Κατόπιν διάβασα πώς επ ισκεύασε μια απ' τ ις γούρνες, την καθάρισε και μ π ή κ ε μέσα. Ξαναδιάβασα το κομμάτ ι αυτό, ζήλεψα το κέφι του, ότι δεν υπολόγιζε ούτε ενοχές ούτε αμαρτίες , σκέ ­φτηκα πόσο θα 'θελα να ε ίμα ι σ τ η θ έ σ η του. Μ ε τ ά , σε μια κολόνα τ η ς γούρνας, έ γ ρ α ψ ε και τ η ν η μ ε ρ ο μ η ν ί α τ η ς ε π ι ­σκευής . Κατόπιν πέρασε τον ποταμό Γ κ ε ν τ ί ζ μ ε το άλογο του κι έφυγε . Τ ο γ ρ ά ψ ι μ ο του ε ίχε σίγουρη κ ι ά ν ε τ η ισορ­ροπία, έ δ ε ι χ ν ε άνθρωπο που δεν δίσταζε να γ ρ ά ψ ε ι ο τ ι δ ή ­π ο τ ε · έγραφε μ ε τ η χαρά του τ υ μ π α ν ι σ τ ή που βαράει μ ε κέφ ι το νταούλι του. Έ κ λ ε ι σ α το β ι βλ ίο κ ι αναρωτήθηκα πώς ε ίχε καταφέρε ι να συνδυάζει τ η ζωή του μ ε τα γραφτά του, πώς μπορούσε να β λ έ π ε ι τον εαυτό του απέξω, σαν ξέ ­νο! Αν ε γ ώ προσπαθούσα να κάνω το ίδ ιο , αν, ας π ο ύ μ ε , προσπαθούσα να δ ι η γ η θ ώ σ' ένα φίλο μου, μ' ένα γράμμα, κάτ ι , ο τ ι δ ή π ο τ ε , δεν θα μπορούσα να ε ίμαι ούτε τόσο απλός ούτε τόσο χαρούμενος: κάπου θα επενέβα ινα οπωσδήποτε ,

Page 318: Το σπίτι της σιωπής

318 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

και τ ό τ ε το μ π ε ρ δ ε μ έ ν ο κ ι ένοχο μυαλό μου θα σκέπαζε τ η γύμνια των γεγονότων. Θα μπερδευόταν ο σκοπός μου με την πράξη μου, το επε ισόδιο με τ ις απόψεις μου, δεν θα κα­τάφερνα να πετύχω τ η ν ά μ ε σ η και π ρ α γ μ α τ ι κ ή σχέση μ ε τα αντ ικε ίμενα που ε ίχε πετύχε ι ο Ε β λ ι γ ι ά Τ σ ε λ ε μ π ί , και θα υπέφερα μ η μπορώντας να φτάσω στην ουσία των πραγμά­των.

Άνοιξα το β ι βλ ίο και συνέχισα να δ ιαβάζω: Οι πόλε ι ς Τούργκουτλου, Ν ιφ , κ ι η πόλη Ουλούτζακλι μ ε τον δικό της ξεχωριστό κόσμο : « Σ τ ή σ α μ ε τ η σ κ η ν ή μας κοντά σε μια π η γ ή , π ή ρ α μ ε από τους τσοπάνηδες ένα θ ρ ε μ μ έ ν ο αρνάκι, το ψ ή σ α μ ε σ τ η θράκα και το φ ά γ α μ ε » . Νά, ορ ίστε : απλά, και η απόλαυση και το κέφ ι , όσο κ ι ο έξω κόσμος. Γ ι α τ ί κι ο κόσμος είναι ένα μέρος που π ρ έ π ε ι να μπορε ίς να το π ε ­ριγράφεις - κ ι όπου θα μπορε ίς να ζ ε ι ς - μ ε η ρ ε μ ί α , κ ι όταν χρε ιάζετα ι μ ε ενθουσιασμό, ή μ ε χαρούμενη μελαγχολ ία · δεν είναι ένα μέρος όπου θα θυμώνε ι κανε ίς στην προσπά­θεια του να το αλλάξε ι , να το κρ ίνε ι , να το κ α τ α κ τ ή σ ε ι .

Μ ε τ ά σ κ έ φ τ η κ α ότι ίσως ο Ε β λ ι γ ι ά έκανε πονηριές γ ια να ξεγελάσε ι τον αναγνώστη του. Πιθανόν κι αυτός να ήταν ένας τύπος σαν κ ι ε μ έ ν α , που όμως ήξερε να γράφε ι και να λ έ ε ι ωραία ψ έ μ α τ α : ίσως έ β λ ε π ε κ ι αυτός όπως ε γ ώ τα δ έ ­ντρα, τα πουλιά, τα σπίτ ια , τους τοίχους, μονάχα που μ ε τ η μαεστρία του στο γ ρ ά ψ ι μ ο πετύχαινε να μ ε ξ εγελάσε ι . Μ α δεν κατάφερα να πε ίσω τον εαυτό μου γ ι ' αυτό. Κ ι όταν διά­βασα λ ίγο α κ ό μ η , κατέληξα στο συμπέρασμα πως αυτό δεν είναι ικανότητα αλλά γ ν ώ σ η . Η ευαισθησία του, βλέποντας τον κόσμο, τα δέντρα, τα σπίτ ια, τους ανθρώπους, ήταν πο­λύ πιο βαθιά από τ η δ ι κ ή μας. Ξαφνικά θα ή θ ε λ α πολύ να ξέρω πώς α π έ κ τ η σ ε τόση ευαισθησία. Ό τ α ν π ιω πολύ και

Page 319: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 319

μερακλωθώ, σκεφτώ και τ η γυναίκα μου, δεν μπορώ να ξυ­π ν ή σ ω και να λυτρωθώ από το βραχνά που μ ε π λ α κ ώ ν ε ι στον ύπνο μου, κ ι απελπ ισμένα φωνάζω κάποιους. Μ ε την ίδια απελπισία, αναρωτιόμουν: Δεν μπορώ να του μοιάσω; Δεν μπορώ να κάνω τα κύτταρα του μυαλού μου όμοια μ ε τα δικά του, να ταυτιστούν οι σ κ έ ψ ε ι ς μας, να μπορώ κι ε γ ώ να περ ιγράψω, σαν εκε ίνον, τον κόσμο όπως ε ίναι , απλά, από την αρχή μ έ χ ρ ι το τ έ λ ο ς ;

Έ κ λ ε ι σ α το β ιβλ ίο και το πέταξα στην ά κ ρ η . Μ π ο ρ ε ί ς να το κάνε ις αυτό, τουλάχιστον μπορε ίς να προσπαθήσε ις ν' αφιερώσεις μ ε π ί σ τ η τ η ζωή σου στο σκοπό αυτό, ε ίπα, γ ια να ενθαρρύνω τον εαυτό μου. Μ π ο ρ ε ί ς να προσπαθή­σεις να γράψε ι ς γ ια τον κόσμο και την Ιστορία όπως ε κ ε ί ­νος. Θα μπορούσα να γ ρ ά ψ ω , λόγου χάρη , σε ποιους παρα­χώρησε ο σουλτάνος την επαρχία τ η ς Μ α γ ν η σ ί α ς , πόσους στρατ ιώτες ε ίχε η π ε ρ ι ο χ ή , πόσα χάσια, πόσα ζιαμέτια και πόσα τιμάρια.* Ό λ ε ς αυτές οι πληροφορίες υπήρχαν στα αρχεία. Ό π ω ς έγραφε ο Ε β λ ι γ ι ά μ ε πολλή άνεση γ ια την Ιστορία, τα ή θ η και τα έθ ιμα , τ ις συνήθε ιες ενός τόπου, το ίδιο θα μπορούσα να κάνω κι ε γ ώ . Μ ά λ ι σ τ α , θα έγραφα, χωρίς να βάλω καμιά δ ι κ ή μου κρ ίση . Κ ι α κ ό μ η , όπως ε κ ε ί ­νος όταν έγραφε γ ια ένα τζαμί ανέφερε αν ε ί χ ε κεραμίδ ια ή ήταν σκεπασμένο μ ε μολύβι , έ τσ ι κι ε γ ώ θα πρόσθετα στο επε ισόδιο μου λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι ε ς . Έ τ σ ι , κι η δ ι κ ή μου Ιστορία, όπως οι Περιηγήσεις του Ε β λ ι γ ι ά Τ σ ε λ ε μ π ί , θα περιοριζό­ταν σε μια α τ ε λ ε ί ω τ η περιγραφή επεισοδίων. Ακριβώς οπως εκε ίνος , θα σταματούσα κάπου κάπου και , μ ε τ η σ κ έ ψ η ότι

* Ονομασίες εκτάσεων που παραχωρούνταν σε στρατιωτικούς, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους.

Page 320: Το σπίτι της σιωπής

320 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

στον κόσμο υπάρχουν κ ι άλλα σ η μ α ν τ ι κ ά γ ε γ ο ν ό τ α , θα έγραφα στο χαρτί τ η λ έ ξ η

ιστορία για να υπενθυμίζω στους αναγνώστες μου ότι αν και οι

περιγραφές μου είναι απαλλαγμένες από τ ις γλυκές και δια­σκεδαστ ικές παρεμβολές γ ια τα πάθη και τ ις αγωνίες των ανθρώπων, υπάρχουν κ ι αυτές . Τ ο έργο μου θα ξεπερνούσε τ ις έξ ι χ ιλ ιάδες σελ ίδες του Ε β λ ι γ ι ά Τ σ ε λ ε μ π ί . Ό π ω ς και του Ε β λ ι γ ι ά , τα κ ε ί μ ε ν α μου θα είχαν ζωντάνια, τα δέντρα, τα πουλιά, οι πέτρες θα ήταν πάνω στο χαρτί ακριβώς όπως και στη φύση. Έ τ σ ι , τα σκουλήκια που νομίζω ότι γυρίζουν ανάμεσα στις πτυχές του μυαλού μου, τα παράξενα εκε ίνα σκουλήκια τ η ς Ιστορίας, θα φεύγανε , θα γλ ί τωνα απ' αυτά. Κα ι τ η μέρα του λυτρωμού μου θα πήγαινα σ τ η θάλασσα γ ια κολύμπι . Τ ο κέφ ι που θα 'κανα σ τ η θάλασσα θα ήταν ίδιο μ ε το κέφι του Ε β λ ι γ ι ά σ τ η γούρνα, έ λ ε γ α , μα ξαφνικά τ ινάχτηκα. Έ ν α αυτοκίνητο κορνάριζε μ ε θράσος. Ο «σύγ­χρονος» αηδιαστ ικός , τραχύς θόρυβος, που κόβε ι τα όνειρα και σβήνε ι τ ις αναμνήσεις, χάλασε τ η δ ιάθεση μου στη στ ιγ­μ ή .

Σ η κ ώ θ η κ α γρήγορα από το κ ρ ε β ά τ ι , κ α τ έ β η κ α τ ις σκά­λες και β γ ή κ α στον κ ή π ο . Ο αέρας δυνάμωνε, τα σύννεφα πλησίαζαν. Θα βρέξε ι . Άναψα το τσιγάρο μου, πέρασα τον κ ή π ο , β γ ή κ α στο δρόμο και περπάτησα. Δ ε ί ξ τ ε μου λοιπόν τ ι έ χ ε τ ε να μου δ ε ί ξ ε τ ε , τοίχοι , παράθυρα, αμάξια, αυτοκί­νητα, βεράντες , ζωή στις βεράντες , πλαστ ικές μπάλες , τσό­καρα, κουλούρες, σαγιονάρες, μπουκάλια, κ ρ έ μ ε ς , κουτιά, πουκάμισα, π ε τ σ έ τ ε ς , τ σ ά ν τ ε ς , πόδια, φούστες, γυνα ίκες , άντρες , παιδιά, έντομα, δ ε ί ξ τ ε μου τα ακίνητα, ανέκφρα­στα πρόσωπα σας, τους ηλ ιοκαμένους ώμους σας, τα ώριμα

Page 321: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 321

σ τ ή θ η σας, τα αδύναμα μπράτσα σας, τα αδέξια βλέμματα σας, δ ε ί ξ τ ε μου, δ ε ί ξ τ ε μου όλα τα χρώματα, τ ις επιφάνε ιες , γ ιατ ί θ έλω κι ε γ ώ να ξεχαστώ, τρ ίβοντας τ η μ ύ τ η μου πά­νω τους, θέλω να πετάξω στα φώτα από νέον, στις πλεξ ι ­γ κ λ ά ς δ ιαφημ ίσε ι ς , στα πολ ιτ ικά συνθήματα, στις τ η λ ε ο ­ράσεις, στις αφίσες μ ε τ ις γ υ μ ν έ ς γυναίκες στους τοίχους, στις γ ω ν ι έ ς στα μπακάλ ικα, στις φωτογραφίες των ε φ η μ ε ­ρ ί δ ω ν ά ν τ ε , δ ε ί ξ τ ε μου, δ ε ί ξ τ ε μου. . .

Φ τ ά ν ε ι ! Π ε ρ π ά τ η σ α μ έ χ ρ ι το μόλο! Άδ ικα ενθουσιάζο­μαι , ξ εγελάω τον εαυτό μου! Ξ έ ρ ω καλά ότι κρυφά, όλα τα αγαπώ, ότι νοσταλγώ ακόμη κι αυτά που θεωρώ χυδαία και χωρίς πνεύμα , και ξέρω ότι ε ίμα ι ένα κ ο μ μ ά τ ι αυτού που θέλω να π ιστεύω ότι σιχαίνομαι. Κ ά π ο τ ε προσπαθώ να πε ί ­σω τον εαυτό μου πως θα 'θελα να ζούσα διακόσια χρόνια πριν ή διακόσια χρόνια μ ε τ ά , μα αυτό ε ίναι ψ έ μ α : ξέρω ότι μ' ενθουσιάζει α κ ό μ η και το αηδ ιαστ ικό , επ ιφανε ιακό μ ε ­θύσι μου. Μ ο υ αρέσουν οι δ ιαφημίσε ις γκαζόζας, απορρυ­π α ν τ ι κ ώ ν , πλυντηρ ίων και μαργαρίνης . Ο αιώνας που ζω μου φόρεσε στα μάτια γυαλιά που όλα τα διαστρεβλώνουν, καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να δω τ η ν π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α , όμως, δ ιάβολε , κ ι αυτά που β λ έ π ω !

Έ ν α ιστιοφόρο πλησ ιάζε ι αργά στην προκυμαία γ ια να γ λ ι τ ώ σ ε ι απ' το νοτιά, κουνιέται αργά αργά πάνω στα κύ­ματα που δεν ε ίναι ακόμη πολύ μ ε γ ά λ α . Κουν ι έτα ι σαν να μην ξ έρε ι ότι υπάρχε ι ένα υποσυνε ίδητο που το κουνάε ι : Ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο ιστιοφόρο! Περπατάω προς το καφενε ίο . Κ ό ­σμος πολύς. Ο δυνατός αέρας ανεμ ίζε ι τα τραπεζομάντ ιλα , μα οι γονε ίς και τα παιδιά τους πίνουν ήσυχα τα τσάγ ια και τ ις γκαζόζες τους, γ ιατ ί τα τραπεζομάντ ιλα ε ίναι δ ε μ έ ν α μ ε λάστιχο. Σ τ ο κότερο μ ε δυσκολία κατεβάζουν τα πανιά

Page 322: Το σπίτι της σιωπής

322 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

που κάνουν το κέφι του αέρα. Τα λευκά πανιά πέφτοντας κάτω τρεμουλιάζουν, θυμίζοντας παγ ιδευμένο περιστέρι που χτυπάε ι απελπ ισμένα τα φτερά του, μα άδικα: τ ε λ ι κ ά , κα­τεβάζουν τα πανιά. Γ ι α τ ί δεν παρατάω το παιχν ίδ ι « τ ι ε ί ­ναι Ιστορία;» Γ ιατ ί δεν πάω να διαβάσω τ ις σημε ιώσε ις μου; Να πιω άραγε ένα τσά ι ; Δ ε ν υπάρχει άδειο τραπέζ ι . Κο ι ­τάζω από το παράθυρο μέσα στο καφενε ίο . Κάπο ιο ι παί­ζουν χαρτιά, υπάρχουν τραπέζια αδειανά. Ο Ρ ε τ ζ έ π σ' αυ­τό το καφενε ίο συχνάζει ! Κοιτάζουν τα φύλλα που κρατά­νε , κατόπιν τα αφήνουν, σαν να κουράστηκαν, σταματάνε . Ένας μαζεύει τα χαρτιά, τα ανακατεύε ι , τον κοιτάζω αδιά­φορα, ξαφνικά, κάτ ι θυμάμαι κι αναστατώνομαι . Ναι , ναι, όλα μπορούν να λυθούν μ ε μια τράπουλα!

Γυρίζω σπ ίτ ι και σκέφτομα ι :

Ό λ α τα εγκλήματα , τ ις κ λ ε ψ ι έ ς , τους πολέμους, τους πα­σάδες , τους χωρικούς και τους απατεώνες , όλα τα γεγονό­τα που μένουν κ ρ υ μ μ έ ν α στα αρχεία, θα τα γ ρ ά ψ ω σε χαρ­τ ί σε μέγεθος τραπουλόχαρτου. Κατόπιν , τ η στοίβα ε κ ε ί ν η , που θ' αποτελε ί τα ι από εκατοντάδες , όχι, από εκατομμύρια χαρτιά, θα την α ν α κ α τ έ ψ ω σαν μια τράπουλα χαρτιά, β έ ­βαια πολύ δύσκολα, μ ε ε ι δ ι κ έ ς μηχανές , παρουσία συμβο­λαιογράφων, έτσ ι όπως κάνουν στις κληρώσεις των λαχείων, κ ι έ π ε ι τ α θα δώσω τα χαρτιά στους αναγνώστες μου, θα τους πω ότι δεν έχουν σχέση το 'να μ ε τ ' άλλο, δεν έχουν προηγούμενο κι επόμενο, πρώτο και τελευταίο , αιτία κι απο­τ έ λ ε σ μ α : Ορ ίστε , νεαρέ αναγνώστη, νά η Ιστορία και η ζωή, δ ιάβασε την όπως θ έ λ ε ι ς . Ό λ α υπάρχουν απλώς, τα πάντα είναι μέσα σ' αυτά, μα δεν υπάρχει μια ιστορία να τα ενώ­νε ι . Αν θ έ λ ε ι ς , φτιάξε μία εσύ όπως σου ταιρ ιάζε ι . Κα ι τ ό ­τ ε ο νεαρός αναγνώστης θα ρωτήσε ι λ υ π η μ έ ν ο ς : Δεν υπάρ-

Page 323: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 323

χει ιστορία, δεν υπάρχει καμιά ιστορία; Τ ό τ ε , βέβα ια , θα του δώσω δίκιο, θα του πω, σε καταλαβαίνω, ε ίσαι νέος, γ ια να ζήσε ις ήρεμα και γ ια να π ι σ τ έ ψ ε ι ς ότι μπορε ίς να ο δ η ­γ ή σ ε ι ς τον κόσμο όπου θ έ λ ε ι ς , σου ε ίναι απαραίτητος ένας μύθος, δ ιαφορετ ικά, στην ηλ ικ ία σου, μπορε ί να χάσεις το λογικό σου, έχε ις δ ίκ ιο, θα του πω, και θα παρεμβάλω, όπως τα τζόκε ϊ στα χαρτιά τ η ς τράπουλας, μερ ικά χαρτιά μ ε τ η λ έ ξ η

ιστορία

και τ ι νόημα έχουν όλα αυτά, θα ρ ω τ ή σ ε ι ο νέος ανα­γ ν ώ σ τ η ς . Ποιο ε ίναι το α π ο τ έ λ ε σ μ α ; Τ ι π ρ έ π ε ι να κάνω; Σ ε τ ι να π ι σ τ έ ψ ω ; Ποια είναι η αλήθε ια και ποιο το ψ έ μ α ; Ποιος θα πρέπε ι να είναι ο αγώνας για τ η ζωή; Τ ι είναι ζωή ; Από πού π ρ έ π ε ι ν ' αρχ ίσουμε ; Ποια ε ίναι η ουσία κ ά θ ε πράγματος ; Ποιο θα 'ναι το α π ο τ έ λ ε σ μ α ; Τ ι να κάνω; Τ ι να κάνω; Τ ι να κάνω; Σ τ ο διάβολο! Ό λ ε ς αυτές οι σ κ έ ψ ε ι ς μ ε στενοχωρούν. Γυρίζω στο σπ ίτ ι .

Περνούσα μπροστά από την πλαζ, όταν ξαφνικά ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα κι ένα σωρό κόσμος έ μ ε ι ­νε ξαφνικά άσκοπα ξαπλωμένος στην άμμο . Προσπάθησα να τους φανταστώ ξαπλωμένους σ' ένα παγόβουνο κ ι όχι στην άμμο , όχι γ ια να λιάζονται, μα ε π ε ι δ ή θέλουν, σαν κό­τ ε ς που ζεσταίνουν τα αυγά τους, να ζεστάνουν το παγό­βουνο. Μ α ξέρω πού οφε ίλετα ι αυτή η προσπάθε ια : θ έλω να σπάσω την αλυσίδα τ η ς α ιτ ιότητας , ν ' απαλλαγώ από το ηθικό κίνητρο τ η ς αναγκαιότητας. Αν είναι ξαπλωμένοι πά­νω σε παγόβουνα κ ι όχι στην άμμο, δεν φταίω ε γ ώ , ε γ ώ ε ί­μαι ελεύθερος, μπορώ να κάνω οτ ιδήποτε κι όλα μπορούν να γίνουν. Προχώρησα.

Β γ ή κ ε πάλ ι ο ήλ ιος . Π ή γ α στον μ π α κ ά λ η και ζ ή τ η σ α

Page 324: Το σπίτι της σιωπής

324 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τρία μπουκάλια μπίρα. Καθώς ο μικρός έβαζε τα μπουκά­λια στη σακούλα, ε ίδα έναν άσχημο η λ ι κ ι ω μ έ ν ο άνθρωπο, κοντό, μ ε πλατύ στόμα, δεν ξέρω γ ιατ ί , προσπάθησα να τον παρομοιάσω μ ε τον Έντουαρντ Τζ . Ρόμπινσον. Π ε ρ ί ε ρ γ ο , του έμοιαζε κιόλας. Κ α ι μάλιστα πολύ. Ε ί χ ε , σαν εκε ίνον, σουβλερή μ ύ τ η , μικρά δόντια και στο μάγουλο μια ελιά. Μ α ήταν φαλακρός κ ι ε ί χ ε μουστάκι . Νά λοιπόν ποιο είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνικές ε π ι σ τ ή μ ε ς στις υπανάπτυκτες χώρες : Ποια μπορε ί να 'ναι η διαφορά ανά­μεσα σ' ένα σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο , κακοφτ ιαγμένο ομοίωμα και το πραγματ ικό έ ρ γ ο ; Ερχόμαστε μάτια μ ε μάτια μ ε τον πλα­στό Έντουαρντ Τζ . Ρόμπινσον. Κ α ι ξαφνικά αυτός αφήνει , λ έ ε ι , το παράπονο του να ξεσπάσε ι : Κ ύ ρ ι ε , ξ έ ρ ε τ ε πόσο δύ­σκολο μου είναι να περνάω όλη μου τ η ζωή σαν ασήμαντη α π ο μ ί μ η σ η κάποιου άλλου ανθρώπου; Η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, μ ε βλέπουν σαν τον πραγματ ικό Ρόμπινσον, μ ε κοιτάζουν και , κατόπιν , όταν βρουν π λ ε υ ρ έ ς μου που δεν του μοιάζουν, μ ε αποδοκιμάζουν. Σας παρακαλώ, π ε ί τ ε μου, ε ίναι αμάρτημα να μην του μοιάζω ολότελα; Δεν μπορε ί ο άνθρωπος να 'ναι μονάχα ο εαυτός του ; Αν ο άνθρωπος αυ­τός δεν ήταν δ ιάσημος ηθοποιός, τ ι θα γ ινόταν, τ ι ε λ α τ τ ώ ­ματα θα μου βρ ίσκανε ; Τ ό τ ε , σ κ έ φ τ η κ α , θα βρίσκανε έναν άλλο να του μοιάζεις και θ' άρχιζαν πάλ ι τα ίδια. Σωστά , κύριε , έ χ ε τ ε δ ίκ ιο , δεν μου λ έ τ ε , ε ί σ τ ε μήπως κοινωνιολό­γος ή κ α θ η γ η τ ή ς ; Ό χ ι , ε ίμα ι αναπληρωτής κ α θ η γ η τ ή ς ! Ο γερο-Ρόμπινσον π ή ρ ε το τυρί του κ ι έφυγε χωρίς να β ιάζε­ται καθόλου. Παίρνω κι ε γ ώ τα μπουκάλια μου και γυρίζω στο σπίτ ι . Αρκετά ! σκέφτομαι . Ο αέρας έχε ι δυναμώσει πο­λύ και κουνάει τα μαγιό που στεγνώνουν στα μπαλκόνια , ένα παντζούρι χτυπάε ι άσκοπα μ ε τον αέρα.

Page 325: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 325

Π ή γ α στο σπίτι, έβαλα τα μπουκάλια στο ψυγε ίο , κ ι ενώ έκλε ινα την πόρτα του, μ' έσπρωξε ο σατανάς, δεν κ ρ α τ ή ­θηκα, ήπ ια νηστ ικός , σαν φάρμακο, ένα π ο τ ή ρ ι ρακί, και π ή γ α σ τ η Νιλγκ ιούν . Μ ε π ε ρ ί μ ε ν ε να π ά μ ε περ ίπατο. Τα μαλλιά τ η ς κ ι οι σελ ίδες του β ιβλίου τ η ς ανέμιζαν στον αέ­ρα. Τ η ς ε ίπα πως σ τ η γε ι τον ιά δεν υπήρχε τ ίποτα ενδια­φέρον γ ια να δούμε. Αποφασίσαμε να π ά μ ε βόλτα μ ε το αυ­τοκ ίνητο . Α ν έ β η κ α πάνω να πάρω τα κλε ιδ ιά , πήρα και το τετράδιο μου μ ε τ ις σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς , από τ η ν κουζίνα πήρα ένα μπουκάλι νερό, το ρακί και τ ις μπ ίρες μου και δεν ξέχασα ούτε το ανοιχτή ρι. Ό τ α ν μ ε ε ί δ ε η Νιλγκ ιούν μ ε τα μπου­κάλια στο χέρ ι , μ ε κοίταξε σαν να ' θ ελε να μ ε κατσαδιάσε ι , μ ε τ ά έ τ ρ ε ξ ε μέσα, π ή ρ ε το ραδιόφωνο τ η ς κ ι ή ρ θ ε . Το αυ­τοκ ίνητο π ή ρ ε δύσκολα μπρος. Π ε ρ ά σ α μ ε σιγά σιγά ανά­μεσα από το πλήθος που έ β γ α ι ν ε από τ η ν πλαζ. Φεύγοντας από τ η γε ι τον ιά , ε ί χ α μ ε δε ι μακριά να π έ φ τ ε ι ένας κεραυ­νός. Ο κρότος ακούστηκε πολύ αργότερα.

« Π ο ύ να π ά μ ε ; » τ η ρώτησα. « Σ τ ο π ε ρ ί φ η μ ο καραβάν σαράι των πανουκλ ιάρηδών

σου!» ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Σ τ ο Κράτος τ η ς πανούκλας» . « Δ ε ν ε ίμα ι σίγουρος αν υπάρχει τ έ το ιο μ έ ρ ο ς » , ε ίπα. « Ε , νά, λοιπόν», ε ίπε η Νιλγκιούν, «ευκαιρία να πας να το

δ ιαπιστώσεις και ν ' αποφασίσε ις» . Να το δ ιαπιστώσω και ν' αποφασίσω, σκέφτηκα , κι εκε ί ­

ν η πρόσθεσε : « Ή φοβάσαι μήπως τ ε λ ι κ ά αποφασίσε ις ;» « Ν ύ χ τ ε ς Πανούκλας και Μ έ ρ ε ς Παραδε ίσου» , μουρμού­

ρισα. «Δ ιαβάζε ις μυθ ιστορήματα ; » ρώτησε έ κ π λ η κ τ η η Ν ι λ ­

γκιούν.

Page 326: Το σπίτι της σιωπής

326 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

αΝα σου πω, αυτή η υπόθεση τ η ς πανούκλας όλο και πιο πολύ μ' απασχολεί . Τ ο θυμήθηκα χ τ ε ς τ η νύχτα, κάπου το ε ίχα δ ιαβάσε ι , ότι η ν ί κ η του Κ ο ρ τ έ ς , μ' έναν τόσο μ ικρό στρατό, εναντίον των Αζτέκων και η κ α τ ά λ η ψ η τ η ς Πόλης του Μ ε ξ ι κ ο ύ οφείλονταν στην ε π ι δ η μ ί α πανούκλας. Ό τ α ν άρχισε να εξαπλώνεται η αρρώστια, οι Α ζ τ έ κ ο ι θεώρησαν ότι ο Θεός ήταν μ ε το μέρος του Κ ο ρ τ έ ς » .

«Πολύ ωραία», ε ίπε η Νιλγκιούν. «Θα βρεις, λοιπόν, κι εσύ στοιχεία για τ η δ ική μας την πανούκλα, θα τ η συνδέσεις με κάτι άλλο και θ' ακολουθήσεις το δρόμο που θα σου ανοίξε ι» .

« Μ α αν δεν υπήρχε πανούκλα;» « Τ ό τ ε σταματάς» . « Κ α ι τ ι θα κάνω τ ό τ ε ; » « Ε κ ε ί ν ο που κάνε ις πάντα. Θ' ασχολείσαι μ ε την Ιστο­

ρ ία» . « Φ ο β ά μ α ι μήπως δεν θα μπορώ ν' ασχολούμαι π ι α » . « Γ ι α τ ί δεν θέλε ι ς να π ι σ τ έ ψ ε ι ς ότι μπορε ίς να γ ίνε ις κα­

λός ιστορ ικός ;» « Γ ι α τ ί π ιστεύω πως στην Τουρκία κανε ίς δεν μπορε ί να

γ ίν ε ι κάτ ι καλό» . « Β λ α κ ε ί ε ς » . « Ν α ι , μάθε το πια, έ τ σ ι ε ίναι αυτή η χώρα. Δώσε μου λί­

γο ρακ ί» . « Ό χ ι . Γ ιά κοίτα, τ ι όμορφα που είναι εδώ! Α γ ε λ ά δ ε ς . Οι

αγελάδες τ η ς γριάς Τ ζ ε ν έ τ ! » « Α γ ε λ ά δ ε ς ! » φώναξα ξαφνικά. «Γελαδοτόμαρα! Τ ι π ο τ έ -

νιοι άνθρωποι ! Κ α κ ό χρόνο να ' χ ε τ ε ! » Κατόπιν έβαλα τα γ έ λ ι α , αν και λ ίγο βεβ ιασμένα . «Ψάχνε ι ς να βρε ις κάποια αιτ ία γ ια να ξεφύγε ις , να τα

παρατήσε ις όλα, έ τ σ ι ; » ε ί π ε η Νιλγκ ιούν .

Page 327: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 327

«Ψάχνω. Έ λ α , δώσε μου λ ίγο ρακί ! » « Γ ι α τ ί στα καλά καθούμενα θ έ λ ε ι ς να τα π α ρ α τ ή σ ε ι ς

όλα ; » ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Δ ε ν ε ίναι κρ ίμα ; « Γ ι α τ ί να 'ναι κρ ίμα; Τόσοι και τόσοι θέλουν να τα πα­

ρατήσουν όλα, σε τ ι δ ιαφέρω από αυτούς;» « Μ α εσε ίς ε ί σ τ ε πολύ μορφωμένος, κύρ ι ε ! » ε ί π ε η Ν ι λ ­

γκιούν ε ιρωνικά. « Σ τ η ν πραγματ ικότητα , θα ή θ ε λ ε ς να το έ λ ε γ ε ς σοβαρά

αυτό, μα δεν τολμάς , έ τσ ι δεν ε ί ν α ι ; » « Ν α ι » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν αποφασιστικά. « Ν α ι . Γ ι α τ ί να

θ έ λ ε ι στα καλά καθούμενα ο άνθρωπος να τα π α ρ α τ ή σ ε ι όλα ; »

« Δ ε ν είναι στα καλά καθούμενα» , ε ίπα. «Αν τα παρατή­σω, θα γ ίνω ευτυχ ισμένος . Θα 'μαι ο εαυτός μου» .

« Κ α ι τώρα ε ίσα ι ο εαυτός σου» , ε ί π ε χωρίς να το π ι ­στεύε ι .

«Θα γ ίνω αυθεντ ικός , καταλαβα ίνε ι ς ; Τώρα δεν ε ί μ α ι . Κ ά θ ε άνθρωπος που έ χ ε ι αυτογνωσία, ο άνθρωπος που κά­θε σ τ ι γ μ ή κάνε ι α υ τ ο κ ρ ι τ ι κ ή , στην Τουρκία σίγουρα τ ρ ε ­λαίνεται . Σ τ η ν Τουρκία, γ ια να μην τ ρ ε λ α θ ε ί ς , π ρ έ π ε ι τα παρατάς, να ξεφεύγε ις , να χαλαρώνεις . Θα μου δώσεις ε π ι ­τέλους ρακ ί ; »

« Έ λ α , π ά ρ ε » . « Έ τ σ ι , μάλ ιστα! Άνοιξε και το ραδιόφωνο!» « Σ ο υ αρέσε ι να κάνε ις τον μεγάλο αδελφό» . « Δ ε ν μου αρέσε ι , ε ίμα ι . Ε ί μ α ι Τούρκος!» « Π ο ύ π ά μ ε ; » « Κ ά π ο υ απ' όπου τα πάντα μπορούμε να τα β λ έ π ο υ μ ε

καλά, κάπου ψ η λ ά » , ε ίπα ξαφνικά μ ε ενθουσιασμό. « Π ο ι α ; »

Page 328: Το σπίτι της σιωπής

328 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Αν μπορούσα να τα 'βλεπα όλα μαζί, ίσως. . . » « Τ ι ίσως;» ρώτησε η Ν ιλγκ ιούν . Μ α ε γ ώ σώπασα. Σ ω π ά σ α μ ε κ ι οι δυο - ανεβαίνοντας τον ανήφορο περά­

σαμε μπροστά από το σπ ίτ ι του Ισμαήλ . Έ σ τ ρ ι ψ α στο δρό­μο γ ια την Ντάριτζα, πέρασα μπροστά από το νεκροταφείο και πήρα το χωματόδρομο που έβγαζε στο πίσω μέρος του εργοστασίου τ σ ι μ έ ν τ ο υ . Α ν ε β ή κ α μ ε σιγά σιγά τον ανηφο­ρικό δρόμο που ε ίχε χαλάσει η βροχή. Ό τ α ν φτάσαμε στην κορυφή, άρχισε να ψ ιλοβρέχε ι . Μ ε τ η μούρη του Αναντόλ σ τ ρ α μ μ έ ν η σ τ η θέα, μ ε ί ν α μ ε ε κ ε ί , κοιτάζοντας, σαν τους νεαρούς του Τ ζ ε ν έ τ χ ι σ α ρ , που έρχονται εδώ μ ε το αυτοκί­νητο τους γ ια να φιληθούνε και να ξεχάσουν ότι ζούνε στην Τουρκία. Η δ α ν τ ε λ ω τ ή παραλία από τα Τούζλα μ έ χ ρ ι το Τζενέτχ ισαρ , τα εργοστάσια, τα χωριά των παραθεριστών, τα κ ά μ π ι ν γ κ των τραπεζ ικών, τα λ ιόδεντρα, οι κερασιές , η α γ ρ ο τ ι κ ή σχολή, το λ ιβάδ ι όπου π έ θ α ν ε ο Π ο ρ θ η τ ή ς , μια μαούνα σ τ η θάλασσα, τα δέντρα, τα σπίτ ια , οι σκ ι ές , όλα βυθίζονταν σ τ η βροχή , που από το ακρωτήρ ι των Τούζλα ερχόταν σιγά σιγά προς το μέρος μας. Β λ έ π α μ ε την άσπρη γ ρ α μ μ ή τ η ς κατα ιγ ίδας πάνω σ τ η θάλασσα, που ολοένα πλησίαζε . Γ έ μ ι σ α το ποτήρ ι μου κ ι ήπ ια το ρακί που ε ίχε απομε ίνε ι στον πάτο του μπουκαλιού.

«Θα κ α τ α σ τ ρ έ ψ ε ι ς το στομάχι σου!» ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Κ α τ ά τ η γ ν ώ μ η σου, γ ι α τ ί μ ε π α ρ ά τ η σ ε η γυναίκα

μ ο υ ; » ε ίπα. Έ γ ι ν ε μια σύντομη σ ιωπή· κατόπιν η Νιλγκ ιούν μου εί­

πε μ ε σ ιγανή φωνή , δ ιστακτ ικά : « Ε γ ώ είχα τ η ν ε ν τ ύ π ω σ η πως κ ι οι δυο σας θ έ λ α τ ε να

χ ω ρ ί σ ε τ ε » .

Page 329: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 3 2 9

«Όχι,, αυτή μ' άφησε . Γ ι α τ ί δεν μπόρεσα να φτάσω ε κ ε ί που ή θ ε λ ε . . . Κ α τ ά λ α β ε , φαίνεται , ότι θα καταντούσα χυ­δαίος».

« Μ α όχ ι» . « Ν α ι , έ τ σ ι ε ί να ι » , ε ίπα. « Κ ο ί τ α τ η βροχή ! » « Δ ε ν καταλαβαίνω» . « Τ ι πράγμα, τ η β ρ ο χ ή ; » « Ό χ ι » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν σοβαρά. « Ε σ ύ ξέρε ις ποιος είναι ο Έντουαρντ Τζ . Ρ ό μ π ι ν σ ο ν ; » «Ποιος ε ί να ι ; » « Έ ν α ς ηθοποιός. Σ ή μ ε ρ α ε ίδα το σωσία του στην Τουρ­

κία. Β α ρ έ θ η κ α τ η δ ιπλή ζωή . Κ α τ ά λ α β ε ς ; » « Ό χ ι » . «Αν π ι ε ι ς , θα καταλάβε ις . Μ α γ ιατ ί δεν π ίνε ι ς ; Σ κ έ φ τ ε ­

σαι, φαίνεται , ότι το ποτό είναι σύμβολο τ η ς η τ τ ο π ά θ ε ι α ς » . « Ό χ ι , δεν σκέφτομαι έ τ σ ι » . « Έ τ σ ι σκέφτεσα ι , το ξέρω, τ ι να γ ί ν ε ι , παραδίνομαι . . . » « Μ α εσύ ούτε έναν πόλεμο δεν έ κ α ν ε ς » , μου ε ί π ε τ ό τ ε

η Ν ιλγκ ιούν . «Παραδίνομαι ε π ε ι δ ή δεν αντέχω να ζω μ ε δύο ψυχές .

Σου συμβαίνε ι αυτό καμιά φορά: ε ίναι φορές που νομίζω ότι ε ίμα ι δύο άνθρωποι μαζ ί » .

« Ό χ ι , δεν μου έ χ ε ι συμβε ί π ο τ έ » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Ε μ έ ν α όμως μου σ υ μ β α ί ν ε ι » , ε ίπα. « Μ α το αποφάσισα

πια. Θα έχω μία μονάχα προσωπικότητα, θα ε ίμα ι ένας άν­θρωπος, ακέραιος, υγ ιής . Αγαπάω τα πάντα, τα γ ε μ ά τ α ψυ­γε ία που β λ έ π ω στην τ η λ ε ό ρ α σ η , τ ις δ ιαφημίσε ις χαλιών, τους μαθητές που μ ε ρωτάνε όταν γράφουν διαγώνισμα, κύ­ριε , μπορούμε ν' αρχίσουμε από τ η δ ε ύ τ ε ρ η α π ά ν τ η σ η , τ ις επ ιφυλλ ίδες στις ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς , τους τύπους που πίνουν και

Page 330: Το σπίτι της σιωπής

330 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

φιλ ιούνται , τ ι ς δ ι α φ η μ ί σ ε ι ς σαλαμιών και φροντ ιστηρ ίων στα λεωφορεία, όλα. Κ α τ ά λ α β ε ς ; »

« Λ ί γ ο » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν λ υ π η μ έ ν η . «Αν βαρέθηκες να σωπάσω». « Μ π α , όχι, δ ιασκεδάζω». «Θα ρίξει πολλή βροχή» . « Ν α ι » . « Ε ί μ α ι μ ε θ υ σ μ έ ν ο ς » . « Δ ε ν μεθάνε μ ε τόσο λ ί γ ο » . Π ή ρ α ένα μ π ο υ κ ά λ ι μπ ίρας , το άνοιξα, και καθώς το

έφερνα στο στόμα μου, ρώτησα: « Τ ι σκέφτεσαι όταν τα β λ έ π ε ι ς όλα από ψ η λ ά ; » « Μ α δεν φαίνονται όλα. . . » ε ί π ε η Νιλγκ ιούν χαρούμενα. « Λ έ ε ι κάπου στο Εγκώμιο της τρέλας: Αν κάποιος ανέ­

βαινε στο φεγγάρ ι , κοίταζε τον κόσμο κ ι έ β λ ε π ε όλη αυτή την κ ί ν η σ η , τ ι θα σ κ ε φ τ ό τ α ν ; »

«Ίσως ότι υπάρχει μ ε γ ά λ η ανακατωσούρα». « Ν α ι » , ε ίπα, και θυμήθηκα ένα στίχο: « " Α κ ό μ η κι η σκέ­

ψ η του χάους είναι π ο λ ύ π λ ο κ η " . . . » «Τ ίνος ε ί να ι ; » «Του μεγάλου Ν ε ν τ ί μ ! » ε ίπα. «Από μια συλλογή του, μου

έ μ ε ι ν ε στο μυαλό». « Π ε ς μου λ ίγο α κ ό μ η » . «Αδύνατο. Δεν θυμάμαι τ ίποτα! Ά λ λ ω σ τ ε τώρα διαβάζω

Ε β λ ι γ ι ά Τ σ ε λ ε μ π ί . Γ ι α τ ί , νομ ίζε ι ς , δεν μπορούμε να του μο ιάσουμε ; »

« Ο ρ ί σ τ ε ; » « Ο τύπος ε ίχε μία μόνο ψ υ χ ή . Μπορούσε να είναι ο εαυ­

τός του. Ε γ ώ δεν μπορώ. Ε σ ύ ; » « Δ ε ν ξ έ ρ ω » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν .

Page 331: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 331

« Α α » , ε ίπα, «πόσο προσεκτ ική ε ίσαι ! Τ ρ έ μ ε ι ς μήπως κά­νεις ένα βήμα έξω από τα β ιβλ ία σου. Μ π ρ ά β ο , π ίστευε , πί­στευε . Κ ι εκε ίνοι π ίστευαν, πιστεύουν. . . Μ ι α μέρα όμως θα πάψουν να πιστεύουν. Κο ίτα , και το εργοστάσιο β υ θ ί σ τ η κ ε σ τ η σ ι ω π ή . Παράξενος που είναι ο κόσμος!»

« Γ ι α τ ί ; » « Δ ε ν ξέρω. . . Μ ή π ω ς β α ρ έ θ η κ ε ς ; » « Μ π α , όχι. Μ α κ ά ρ ι να παίρναμε μαζί μας και τον Ρ ε ­

τ ζ έ π » . « Δ ε ν ή ρ θ ε » . « Ν α ι , ν τ ρ έ π ε τ α ι » . « Τ ο ν αγαπώ πολύ τον Ρ ε τ ζ έ π » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Τ σ ο π ς » . « Τ ι ; » « Ο ύπουλος νάνος σ' ένα μυθ ιστόρημα του Ν τ ί κ ε ν ς . . . » « Ε ί σ α ι σκληρός άνθρωπος» . « Χ τ ε ς , κάτ ι νομίζω θα μ ε ρωτούσε σχετ ικά μ ε τ η ν ιστο­

ρία του Ουσκιουντάρ!» « Τ ι ρ ώ τ η σ ε ; » « Δ ε ν πρόλαβε! Ε π ε ι δ ή μόλις ε ί π ε Ουσκιουντάρ, ε γ ώ σ κ έ ­

φτηκα τον Ε β λ ι γ ι ά Τ σ ε λ ε μ π ί και του ε ίπα ότι η λ έ ξ η ε ίναι παραφθορά του Ε σ κ ί Ν τ α ρ , που θα π ε ι παλιά φυλακή χωρίς σ τ έ γ η » .

« Τ ι ε ί π ε ; » « Κ α τ ά λ α β ε , νομίζω. Ν τ ρ ά π η κ ε . Κα ι κοίτα τ ι μου έ δ ε ι ξ ε

σήμερα! Έ ν α ν κατάλογο που έ γ ρ α ψ ε ο παππούς μας» . « Ο παππούς μ α ς ; » « Ε μ ε ί ς εδώ στην Τουρκία έχουμε πολλά περ ι τ τ ά πράγ­

ματα, και μας λείπουν άλλα που είναι απαραίτητα» . Έ β γ α λ α τον κατάλογο μέσα από το τ ετράδ ιο μου.

Page 332: Το σπίτι της σιωπής

332 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Π ο ύ β ρ έ θ η κ ε αυτό το χ α ρ τ ί ; » « Μ α σου ε ίπα, μου το έδωσε ο Ρ ε τ ζ έ π » , ε ίπα και διάβα­

σα. « Ε π ι σ τ ή μ η , καπέλο, ζωγραφική, εμπόριο, υποβρύχια. . .» « Τ ι ; » «Ε ίνα ι ο κατάλογος αυτών που μας λε ίπουν . . . » « Ξ έ ρ ε ι ς τον ανιψ ιό του Ρ ε τ ζ έ π , τον Χ α σ ά ν ; » « Ό χ ι » . «Αυτός , ο Χασάν , μ ε παρακολουθε ί» . « Ν α σου διαβάσω τον κατάλογο ; » « Μ ε παρακολουθεί , σου λ έ ω » . « Γ ι α τ ί σε παρακολουθεί ; Υποβρύχιο, αστοί, ζωγραφική ,

ατμός, σκάκι , ζωολογικός κ ή π ο ς » . « Δ ε ν ξ έρω» . « Μ α αφού δεν βγαίνε ις από το σπ ί τ ι , π ό τ ε σε παρακο­

λουθεί . . . Εργοστάσιο , κ α θ η γ η τ ή ς , πειθαρχία. Δ ε ν ε ίναι γ ε ­λο ίο ; »

« Γ ε λ ο ί ο ! » « Ό χ ι . Δ ε ν είναι γελο ίο , τραγ ικό ε ίνα ι ! » « Κ ά θ ε φορά που φεύγω από την πλαζ, ο Χασάν είναι από

πίσω μου» . « Μ π ο ρ ε ί να θ έ λ ε ι να κ ά ν ε τ ε παρέα» . « Ν α ι , έ τ σ ι ε ί π ε » . « Ε ί δ ε ς ; Ο άνθρωπος, τόσα χρόνια πριν , σ κ έ φ τ η κ ε και

β ρ ή κ ε τ ι μας λ ε ί π ε ι » . «Πολύ βαρετό ! » « Π ο ι ο ; Ζωολογικός κήπος , εργοστάσια, κ α θ η γ η τ έ ς - ν ο ­

μίζω ότι κ α θ η γ η τ έ ς έχουμε πια α ρ κ ε τ ο ύ ς - , πειθαρχία, μα­θ η μ α τ ι κ ά , β ιβλ ίο , αρχές, πεζοδρόμια, μ ε τ ά γράφε ι ο φόβος του θανάτου, η σ υ ν ε ί δ η σ η του τ ίποτα , κονσέρβα, ε λ ε υ θ ε ­ρ ία . . . »

Page 333: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 333

«Φτάνε ι . ! » «Θα έ π ρ ε π ε να προσθέσει και την κοινωνία των πολιτών.

Μ π ο ρ ε ί να είναι ερωτευμένος μαζί σου». « Μ π ο ρ ε ί » . « Κ ι αυτά που μας περισσεύουν είναι : άνθρωποι, χωριάτες,

δημόσιο ι υπάλληλοι , μουσουλμάνοι , στρατ ιώτες , γυναίκες , πα ιδ ιά . . . »

«Αυτά δεν μου φαίνονται καθόλου γ ε λ ο ί α » . « . . . καφές, ευνοιοκρατία, τ ε μ π ε λ ι ά , αναίδεια, δωροδοκία,

αποχαύνωση, φόβος, χ α μ ά λ η δ ε ς . . . » «Αα, ο άνθρωπος δεν ήταν καθόλου δ η μ ο κ ρ ά τ η ς » . « . . . μ ιναρέδες, τ ι μ ή , γ ά τ ε ς , σκυλιά, ε π ι σ κ έ π τ ε ς , γνωστοί ,

κατσαρίδες , όρκοι, ζητ ιάνο ι . . . » « Φ τ ά ν ε ι ! » « . . . σκόρδα, κρεμμύδ ια , υπηρέτρ ι ες , μ ι κ ρ ο π ω λ η τ έ ς . . . » «Από το νου σου τα βγάζε ι ς ! » « Ό χ ι , δ ιάβασε και μόνη σου». «Ε ίνα ι γ ρ α μ μ έ ν α μ ε αραβική γ ρ α φ ή » . « Μ ο υ το έδωσε σήμερα ο Ρ ε τ ζ έ π , δ ιάβασε τ ο , μου ε ί π ε ,

του το έδωσε , λ έ ε ι , ο παππούς μας» . « Κ α ι γ ιατ ί του το έ δ ω σ ε ; » « Δ ε ν ξ έρω» .

« Κ ο ί τ α τ η βροχή! Αυτός ο θόρυβος δεν ε ίναι από αερο­π λ ά ν ο ; »

« Ν α ι ! » « Μ ε τέτο ιον καιρό!» « Τ ι κ α τ α π λ η κ τ ι κ ό πράγμα αυτό το αεροπλάνο!» « Ν α ι ! » « Ν α ήμασταν τώρα μ έ σ α ! » « Β α ρ έ θ η κ α , π ά μ ε να φύγουμε» .

Page 334: Το σπίτι της σιωπής

334 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Κ ι αν π έ σ ε ι ! » « Π ά μ ε να φύγουμε ! » « Π έ φ τ ε ι , σκοτωνόμαστε , και τ ι να δούμε , υπάρχει άλλος

κόσμος» . « Β α ρ έ θ η κ α , σου λ έ ω ! » «Υπάρχε ι , λ έ ε ι , και μου ζητάνε ν' απολογηθώ. Γ ι α τ ί δεν

έ κ α ν ε ς αυτό που έ π ρ ε π ε να κ ά ν ε ι ς ; Τ ι έ π ρ ε π ε να κάνω; Πολύ απλό: Να δώσεις ελπίδα στους ανθρώπους».

« Σ ω σ τ ά ! » « Μ ο υ το έ λ ε γ ε κ ι η αδελφή μου, όμως ε γ ώ είχα παραι­

τ η θ ε ί α π ' ό λ α » . « Ό χ ι , έκανες ότι ε ίχες παρα ι τηθε ί » . « Ν α ι , γ ιατ ί ε ίχα β α ρ ε θ ε ί » . « Θ έ λ ε ι ς να ο δ η γ ή σ ω ε γ ώ » . « Ξ έ ρ ε ι ς να ο δ η γ ε ί ς ; » « Δ ε ν μου έ μ α θ ε ς π έ ρ σ ι ; » « Π έ ρ σ ι ; Υπήρχα ε γ ώ π έ ρ σ ι ; » «Θα π ε ρ ι μ έ ν ε ι ο Ρ ε τ ζ έ π » . « Ο ύπουλος νάνος. Κ ι αυτός μ ε κοιτάζε ι παράξενα». « Φ τ ά ν ε ι π ι α » . « Κ ι η γυναίκα μου πάντα το ίδιο έ λ ε γ ε : Φ τ ά ν ε ι , Φα

ρούκ!» « Δ ε ν μπορώ να το π ι σ τ έ ψ ω ότι ε ίσαι τόσο μ ε θ υ σ μ έ ν ο ς » . « Έ χ ε ι ς δ ί κ ι ο , δ ε ν υπάρχε ι τ ί π ο τ α γ ια να π ι σ τ έ ψ ο υ μ ε .

Έ λ α , π ά μ ε στο νεκροταφε ίο» . «Ας γυρ ίσουμε , Φαρούκ. Το δρομάκι έ χ ε ι π λ η μ μ υ ρ ί σ ε ι » . « Κ ι αν μ έ ν α μ ε εδώ, στις λάσπες , γ ια χρόν ια ; » « Ε γ ώ κ α τ ε β α ί ν ω » . « Τ ι ; »

«Θα γυρίσω μ ε τα πόδ ια» .

Page 335: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 335

α Μ η λες ανοησίες ! » α Τ ό τ ε , να γυρ ίσουμε ! » αΠες μου τ ι σκέφτεσα ι γ ια μ έ ν α » . « Σ ' αγαπώ πολύ, αδελφούλη μου» . « Ά λ λ ο ; » « Δ ε ν θέλω να πίνε ις τόσο» . « Ά λ λ ο ; » « Γ ι α τ ί ε ίσαι έ τ σ ι ; » « Τ ι θα π ε ι έ τ σ ι ; » « Θ έ λ ω να γυρίσω στο σ π ί τ ι ! » « Μ ε βρ ίσκε ις όμως και πολύ δ ιασκεδαστ ικό, έ τσ ι δεν ε ί­

ναι; Π ε ρ ί μ ε ν ε λοιπόν να σε δ ιασκεδάσω! Πού είναι το τ ε ­τράδιο μου ; Δ ώ σ ' τ ο ! Κ ο ί τ α τώρα : " Ζ υ γ ί σ α ν ε το βοδινό κρέας του χασάπη Χαλ ίλ * ε ίχ ε πάρε ι ε ίκοσι ένα γρόσια και το κρέας β γ ή κ ε εκατόν ε ίκοσι δράμια λ ε ι ψ ό . Η μ ε ρ ο μ η ν ί α , δεκατρε ίς Δ ε κ ε μ β ρ ί ο υ 1607" . Τ ι σημαίνε ι αυτό ; »

« Μ α είναι πολύ απλό» . « " Ο υ π η ρ έ τ η ς Ισά έ κ λ ε ψ ε από το αφεντ ικό του, τον Αχ­

μ έ τ , τρ ιάντα χ ιλ ιάδες γρόσια, ένα σαμάρι, ένα άλογο, δυο σπαθιά και μια ασπίδα, και κ α τ έ φ υ γ ε σε κάποιον Ρ α μ α -

αν ». « Ε ν δ ι α φ έ ρ ο ν » . «Ενδ ιαφέρον , ε ί π ε ς ; Πού το βρ ίσκε ις το ενδ ιαφέρον ; » « Κ α τ ε β α ί ν ω και γυρίζω μόνη μου» . « Θ έ λ ε ι ς να με ίνε ις μαζί μου ; » « Τ ι ; » « Δ ε ν εννοώ εδώ, στο αυτοκίνητο, σοβαρολογώ, άκου: αντί

να με ίνε ις στην Ιστανμπούλ, στη θεία σου, έλα με ίν ε μαζί μου, Ν ιλγκ ιούν . Σ τ ο σπ ίτ ι μου υπάρχει ένα μ ε γ ά λ ο , άδειο δωμάτ ιο , ε ίμα ι πολύ μόνος» .

Page 336: Το σπίτι της σιωπής

336 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Έ γ ι ν ε σ ι ω π ή . «Αυτό δεν το είχα σ κ ε φ τ ε ί » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Λ ο ι π ό ν ; » « Δ ε ν θα 'ναι λ ίγο άσχημο γ ια τ η θ ε ί α ; » « Κ α λ ά » , ε ίπα ξαφνικά. «Ας γ υ ρ ί σ ο υ μ ε » . Έ β α λ α μπρος τ η μ η χ α ν ή , οι υαλοκαθαριστήρες άρχισαν

να δουλεύουν.

Page 337: Το σπίτι της σιωπής

25

Κπε ιδή αποφάσισαν ότι δ ιασκέδασαν πολύ χ τ ε ς , μαζευτή­καμε στο σπ ίτ ι του Τουράν γ ια να κάνουνε τα ίδια κ ι από­ψ ε .

« Θ έ λ ε ι κανείς σοκολάτα;» ρώτησε ο Τουργκάι . « Ε γ ώ ! » ε ί π ε η Ζ ε ϊ ν έ π . « Σ ο κ ο λ ά τ α ! » ε ί π ε η Γκιουλνούρ. « Ε ί μ α ι έ τ ο ι μ η να σκά­

σω». Σ η κ ώ θ η κ ε φουρκισμένη. « Γ ι α τ ί απόψε ε ί σ τ ε όλοι έ τσ ι ψόφιοι ; Ξ έ ρ ω , ε π ε ι δ ή χτες ξ ενυχτήσατε . Ε δ ώ είναι αδύνα­το να γ λ ε ν τ ή σ ε ι κανε ί ς » .

Έ κ α ν ε μια βόλτα ε κ ν ε υ ρ ι σ μ έ ν η σ τ η θ λ ι β ε ρ ή και βαριά μουσική και τα χρωματ ιστά φώτα, και χ ά θ η κ ε .

Η Ζ ε ϊ ν έ π , μ ε το στόμα γ ε μ ά τ ο σοκολάτα, ε ί π ε « Τ ρ ε λ ά ­θ η κ ε ! » και γ έ λ α σ ε .

« Ό χ ι ! » ε ί π ε η Φουντά. « Κ ι ε γ ώ π λ ή τ τ ω » . «Ε ίνα ι από τ η βροχή ! » «Ωραία που θα ε ίναι να β γ ο ύ μ ε περ ίπατο στο σκοτάδι ,

κάτω από τ η βροχή ! Ά ν τ ε , πα ιδ ιά !» « Ν α βάζανε καμιά άλλη μουσ ική ! » ε ί π ε η Φουντά. « Ε ί ­

πες πως έχε ι ς έναν παλιό δίσκο του Έ λ β ι ς Π ρ ί σ λ ε ϊ . . . »

Page 338: Το σπίτι της σιωπής

338 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Τ ο Best of Elvis;» είπε η Τζε ϊλάν . « Ν α ι ! Ά ν τ ε φέρ ' τον να τον ακούσουμε» . « Μ ' αυτή τ η β ρ ο χ ή ; » « Έ χ ω αμάξι , Τ ζ ε ϊ λ ά ν ! » ε ίπα. « Ν α σε π ά ω » . « Ά σ ' το , καλύτερα. . . » « Ά ν τ ε , Τζε ϊλάν, πήγαινε να φέρεις το δίσκο, να τον ακού­

σουμε ! » ε ί π ε η Φουντά. « Έ λ α , σήκω να π ά μ ε να τον φ έ ρ ο υ μ ε » , ε ίπα ε γ ώ . « Κ α λ ά » , ε ί π ε η Τζε ϊλάν χαμογελώντας. Κ ι έ τ σ ι , ε γ ώ , μαζί μ ε τ η ν Τ ζ ε ϊ λ ά ν , α φ ή σ α μ ε τους δυ­

στυχισμένους να δηλητηρ ιάζονται σιγά σιγά από τ η θλ ιβε ­ρή και φ τ η ν ή μουσ ική , β γ ή κ α μ ε από το σπ ίτ ι και μ π ή κ α μ ε τρέχοντας στο παλιό Αναντόλ του αδελφού μου. Φ ύ γ α μ ε κοιτάζοντας τ ις σταγόνες τ η ς βροχής που πέφτανε από τα φύλλα, τον β ρ ε γ μ έ ν ο δρόμο που φώτιζαν τα παλιά και χλο­μά φώτα του αυτοκινήτου, και τους υαλοκαθαριστήρες που πηγαινοέρχονταν πάνω στο τζάμι αγκομαχώντας ελαφρά. Σ τ α μ ά τ η σ α το αυτοκίνητο μπροστά στο σπίτ ι τ η ς Τζε ϊλάν . Τ η ν κοίταξα, έφυγε τρέχοντας μ ε τ η νεραντζιά φούστα τ η ς , που έ λ α μ π ε στα φώτα του αυτοκινήτου. Κατόπ ιν , όσο έ μ ε ­ναν αναμμένα τα φώτα του σπιτ ιού, προσπάθησα να τ η ζω­ν τ α ν έ ψ ω μπροστά στα μάτια μου καθώς μπαινόβγαινε στα δωμάτια. Ύ σ τ ε ρ α σ κ έ φ τ η κ α : Τ ι παράξενο πράγμα ο έρω­τας! Θαρρείς , έχω σ τ α μ α τ ή σ ε ι να ζω! Από τ η μια σκέφτο­μαι χωρίς να βαριέμαι τ ι θα γ ίνε ι στο μέλλον κι από την άλ­λη ζω στο παρελθόν, γ ιατ ί , προσπαθώντας να δώσω κάποιο νόημα σε όλες τ ις κ ινήσε ις τ η ς , στα λόγια τ η ς , φέρνω στη μ ν ή μ η μου όλα όσα ε ί π ε κ ι έ κ α ν ε . Ε π ι π λ έ ο ν , δεν ξέρω κα­λά καλά αν είναι αυτό που εκε ίνοι οι τ ιποτέν ιο ι το λ ένε έρω­τα. Μ α τ ι σημασία έ χ ε ι ; Έ ν α μ ε νοιάζει , να τελε ιώσουν οι

Page 339: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 339

νύχτες που περνώ ξάγρυπνος ψάχνοντας να βρω το δροσε­ρό μέρος του μαξιλαριού μου γ ια ν' ανακουφίσω τα ξαναμ­μένα μάγουλα μου και τ ις σ κ έ ψ ε ι ς μου. Ύ σ τ ε ρ α από λ ίγο , η Τζε ϊλάν ήρθε τρέχοντας, μ ε το δίσκο του Π ρ ί σ λ ε ϊ στο χ έ ­ρι, και μ π ή κ ε στο αμάξι .

« Τ σ α κ ω θ ή κ α μ ε μ ε τ η μητέρα μου! Πού πας τέτο ια ώρα;» με ρώτησε .

Μ ε ί ν α μ ε γ ια λ ίγο σιωπηλοί . Π ε ρ ά σ α μ ε μπροστά από το σπίτ ι του Τουράν, χωρίς να σταματήσουμε . Η Τζε ϊλάν , ρώ­τ η σ ε μ ε ύφος καχύποπτο:

« Π ο ύ π ά μ ε ; » « Μ ο υ τ η δίνε ι στα νεύρα η ατμόσφαιρα ε κ ε ί » , ε ίπα ένο­

χα. « Δ ε ν θέλω να ξαναπάω! Δ ε ν θα ' θελες , Τ ζ ε ϊ λ ά ν , να κά­νουμε μια βόλτα; Έ π λ η ξ α , να πάρουμε λ ίγο αέρα» .

« Κ α λ ά , μα να γυρίσουμε γρήγορα, μας π ε ρ ι μ έ ν ο υ ν » . Σώπασα. Πέρασα από διάφορα στενά, οδηγώντας αργά,

ικανοποιημένος . Όσο έ β λ ε π α τα σπιτάκια , τους ταπεινούς ανθρώπους που κοίταζαν από τα μπαλκόνια τους τα δέντρα και τ η βροχή που σταματούσε, τα χλομά φώτα των σπιτ ιών, σκεφτόμουνα πόσο ανόητος ε ίμα ι , θα μπορούσαμε κ ι ε μ ε ί ς να παντρευτούμε , να κάνουμε ακόμη και παιδιά! Κατόπιν , όταν έφτασε η ώρα να γυρ ίσουμε , πάλι σαν παιδ ί , αντί να γυρίσω στο σπ ίτ ι του Τουράν, έ β γ α λ α το αυτοκίνητο από τα συνοικιακά σοκάκια και πήρα μ ε ταχύτητα τον ανήφο-

Ρ ° * « Τ ι κ ά ν ε ι ς ; » ρώτησε η Τζε ϊλάν . Δ ε ν απάντησα και , σαν προσεκτ ικός ραλίστας, συνέχισα

να οδηγώ χωρίς να σηκώσω καθόλου το κεφάλι μου. Κ α τ ό ­πιν , ξέροντας ότι θα καταλάβε ι πως λ έ ω ψ έ μ α τ α , ε ίπα πως έ π ρ ε π ε να βάλω βενζ ίνη . Έ ν ι ω θ α ότι φερόμουνα χυδαία.

Page 340: Το σπίτι της σιωπής

340 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ό χ ι , να γυρίσουμε π ια ! » ε ί π ε . « Μ α ς π ε ρ ι μ έ ν ο υ ν » . « Τ ζ ε ϊ λ ά ν , θέλω να με ίνουμε γ ια λ ίγο μόνοι και να μ ιλή

σουμε» . « Γ ι α ποιο π ρ ά γ μ α ; » ε ί π ε σκληρά. « Τ ι σκέφτεσαι γ ια όσα γ ίνανε χ τ ε ς τ η νύχτα ; » « Τ ί π ο τ α ! Αυτά συμβα ίνουν ήμασταν κ ι οι δυο μ ε θ υ σ μ έ

νο ι » . «Αυτό μόνο ; » ε ίπα θυμωμένος . Π ά τ η σ α επίμονα γκάζι .

«Αυτό μόνο έχε ι ς να μου π ε ι ς ; » « Ά ν τ ε , Μ ε τ ί ν , να γυρ ίσουμε , ε ίναι ν τ ρ ο π ή ! » Τ η ς ε ίπα α π ο γ ο η τ ε υ μ έ ν ο ς ξέροντας ότ ι τα λόγια μου

ήταν κοινότοπα κι έχοντας σιχαθε ί τον εαυτό μου: «Εγώ

δεν θα ξεχάσω ποτέ τ η χ τ ε σ ι ν ή νύχτα!» « Ν α ι , ε ίχες π ι ε ι πολύ, μην ξαναπιε ίς τόσο!» « Ό χ ι , όχι, δεν ε ίναι αυτό!» « Κ α ι τ ι ε ί να ι ; » ε ί π ε απίστευτα αδιάφορη. Τ ό τ ε , απελπ ισμένα , το χέρι μου έπ ιασε το χέρ ι τ η ς , που

ακουμπούσε στο κάθισμα. Το μ ικρό τ η ς χέρ ι ήταν ζεστό. Δ ε ν έ γ ι ν ε αυτό που φοβόμουνα, δεν το τ ρ ά β η ξ ε .

« Ά ν τ ε , να γυρ ίσουμε ! » ε ί π ε . « Σ ' α γ α π ώ » , ε ίπα ντροπαλά. « Ν α γυρ ίσουμε ! » Ξαφνικά μου ήρθε να κ λ ά ψ ω - έσφιξα ακόμη πιο πολύ το

χέρ ι τ η ς και , δεν ξέρω γ ιατ ί , σ κ έ φ τ η κ α τ η μάνα μου, που δεν τ η θυμόμουν καν, φοβήθηκα μην κ λ ά ψ ω , έκανα να την αγκαλιάσω, μα αυτή φώναξε:

« Π ρ ό σ ε χ ε ! » Δυο δυνατά αλύπητα φώτα έρχονταν καταπάνω μας, με

τύφλωσαν, γύρισα α μ έ σ ω ς το τ ι μ ό ν ι δεξ ιά . Έ ν α πελώριο φορτηγό κορνάρισε μ ε το απαίσιο κλάξον του και πέρασε ,

Page 341: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 341

σαν τ ρ έ ν ο , από το πλάι μας, κάνοντας φοβερό θόρυβο. Πά­τησα φρένο κ ι από τ η ν αγωνία μου ξέχασα να πατήσω και το σ υ μ π λ έ κ τ η . Το πλαστικό Αναντόλ τραντάχτηκε και στα­μ ά τ η σ ε απότομα.

« Φ ο β ή θ η κ ε ς ; » ε ίπα. « Ν α γυρίσουμε αμέσως, α ρ γ ή σ α μ ε ! » ε ί π ε . Γύρισα το κλε ιδ ί , η μ η χ α ν ή δεν π ή ρ ε μπρος. Φ ο β ή θ η κ α ,

ξαναδοκίμασα, τ ίποτα. Κ α τ έ β η κ α από το αμάξι , το έσπρω­ξα, προσπάθησα να το βάλω μπρος, στάθηκε αδύνατον. Κα­τα ϊδρωμένος , το έσπρωξα μ έ χ ρ ι τον ίσιο δρόμο. Κατόπιν μ π ή κ α μέσα, έσβησα τα φώτα, γ ια να μ η χαλάσει η μπα­ταρία, και το άφησα να γ λ ι σ τ ρ ή σ ε ι προς τον κατήφορο.

Ό τ α ν οι ρόδες άρχισαν να πηγαίνουν πιο γρήγορα, βγά­ζοντας σ τ η β ρ ε γ μ έ ν η άσφαλτο έναν ευχάριστο ήχο , πήρα­με τον κατήφορο, σαν πλοίο που προχωρεί στο πέλαγος , μες στο τυφλό σκοτάδι . Προσπάθησα μ ε ρ ι κ έ ς φορές να βάλω μπρος τ η μ η χ α ν ή , ήταν όμως αδύνατον. Κάπου πολύ μα­κριά άστραφτε , φ ω τ ί σ τ η κ ε ο ουρανός, και τ ό τ ε ε ί δ α μ ε αυ­τούς που γράφανε στους τοίχους συνθήματα. Κατόπ ιν , χω­ρίς να πατήσω φρένο, κάναμε στροφή και κ α τ ε β ή κ α μ ε γ ρ ή ­γορα τον κατήφορο μ έ χ ρ ι τ η γέφυρα του τρένου . Από ε κ ε ί τσουλήσαμε μέχρ ι το βενζινάδικο στο δρόμο γ ια τ η ν Ά γ κ υ ­ρα, χωρίς να έχουμε π ε ι κουβέντα στο μεταξύ. Σ τ ο βενζ ι ­νάδικο κ α τ έ β η κ α από το αυτοκίνητο και μ π ή κ α στο γρα­φείο. Ακούμπησα στο τραπέζ ι , ξύπνησα τον υπάλληλο, που λαγοκοιμόταν, ε ίπα πως δεν λε ι τουργε ί η μίζα κ ι ότι έ χ ε ι βλάβη ο σ υ μ π λ έ κ τ η ς . Ρώτησα αν υπάρχει κανείς που να ξέ ­ρει από αυτοκίνητα τύπου Αναντόλ.

« Δ ε ν ε ίναι απαραίτητο να ξέρουμε από Α ν α ν τ ό λ » , ε ί π ε ο υπάλληλος. «Στάσου λ ίγο , π ε ρ ί μ ε ν ε ! »

Page 342: Το σπίτι της σιωπής

342 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Κοίταξα αμήχανα την αφίσα τ η ς Μ ό μ π ι λ Ό ι λ στον τοί. χο. Η κοπέλα, που κρατούσε έναν ν τ ε ν ε κ έ μ ε λάδι αυτοκι νήτου, έμοιαζε πολύ μ ε την Τζε ϊλάν . Γύρισα στο αυτοκίνη το σαν αποβλακωμένος .

« Σ ' αγαπώ, Τ ζ ε ϊ λ ά ν ! » Α υ τ ή , ε κ ν ε υ ρ ι σ μ έ ν η , κάπν ιζε . « Α ρ γ ή σ α μ ε » . « Ε ί π α , σ' αγαπώ» . Τα β λ έ μ μ α τ α μας συναντήθηκαν, κ ο ι τ α χ τ ή κ α μ ε , φαίνε

τα ι , κάπως θ λ ι μ μ έ ν α . Κ α τ έ β η κ α από το αυτοκ ίνητο , σ α ν να ε ίχα κάτ ι στο νου μου, περπάτησα γρήγορα κι απομα κρύνθηκα από κε ι . Π ή γ α σε μια σ κ ο τ ε ι ν ή γωνιά κ ι άρχισα να την κοιτάζω από μακριά. Σ τ ο εκνευρ ιστ ικό φως τ η ς λά μπας από νέον που αναβόσβηνε , η Τζε ϊλάν ήταν σαν σκιά που κάπνιζε · η σ κ έ ψ η μου σταμάτησε . Φοβόμουνα, ίδρωνα, έ β λ ε π α την κ ό κ κ ι ν η καύτρα του τσιγάρου τ η ς να λάμπε ι . Κάπου μ ισή ώρα απόμεινα καρφωμένος σ' ε κ ε ί ν η τ η θέση να τ η ν κοιτάζω, κι έν ιωθα πως ήμουνα ένας ύπουλος, ένα<-τ ι π ο τ έ ν ι ο ς . Μ ε τ ά π ή γ α στο π ε ρ ί π τ ε ρ ο ε κ ε ί κοντά, πήρα μία από τ ις σοκολάτες που δ ιαφήμιζε συνέχεια η τηλεόρα σ η , γύρισα στο αμάξι και κάθισα πλάι τ η ς .

« Π ο ύ ήσουν ;» « Α ν η σ ύ χ η σ α » , ε ί π ε . « Α ρ γ ή σ α μ ε » . « Κ ο ί τ α , σου πήρα ένα δωράκι» . « Α , μ ε φουντούκι !» ε ί π ε . « Δ ε ν μ' αρέσε ι . . . » Τ η ς ξανάπα ότι τ η ν αγαπούσα, όμως οι λέξε ις δεν ήταν

μονάχα άσχημες ήταν κ ι απελπ ιστ ικά κ ε ν έ ς . Προσπάθησα πάλι να τ η ς μ ιλήσω, κι έπε ι τα , ξαφνικά, το κεφάλι μου έ π ε σε πάνω στο χέρ ι τ η ς στα γόνατα τ η ς . Φιλούσα και ξανα φιλούσα το χέρ ι τ η ς που σάλευε εκνευρ ισμένο , το φιλούσα σαν να φοβόμουν μ η μου φύγε ι , λέγοντας γρήγορα τ ις ίδιες

Page 343: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 343

κενές και άσχημες λέξε ι ς , παίρνοντας το χέρ ι τ η ς στα δικά μου, έχοντας βυθ ιστε ί στην απελπισία και την ηττοπάθε ια , ί π ε ι δ ή δεν μπορούσα να καταλάβω αν η αλμύρα του χεριού της ήταν ιδρώτας ή τα δάκρυα μου! Το φίλησα λ ίγο α κ ό μ η , μουρμούρισα τ ις ίδιες δίχως νόημα λέξε ις γ ια να μην π ν ι γ ώ στην απελπισία, ανασήκωσα το κεφάλι μου γ ια ν' αναπνεύ­σω καθαρό αέρα.

«Θα μας δουν!» ε ί π ε . Ξ α ν α β γ ή κ α , πλησίασα μια ο ικογένε ια εργατών από τ η

Γερμανία, που έβαζε βενζ ίνη στο αυτοκίνητο τ η ς . Το πρό­σωπο μου ήταν κ α τ α κ ό κ κ ι ν ο . Π ά ν ω από τ η ν αντλ ία τ η ς βενζ ίνης αναβόσβηνε μια λάμπα από νέον, ήταν , φαίνεται , χαλασμένη . Ο άνθρωπος μπορεί να γεννηθε ί πλούσιος, μπο­ρεί να γεννηθε ί φτωχός, είναι ένα θέμα τύχης , που όμως τον σφραγίζει μ έχρ ι το τέλος τ η ς ζωής του, σκέφτηκ α . Δ ε ν το 'θελα πια, μα τα πόδια μου μ ε ξαναπήγαν εκε ί και μέσα στο αμάξι άρχισε η ίδια ανοησία, δίχως αποτέλεσμα πάντα.

« Σ ' αγαπώ!» « Ά ν τ ε , Μ ε τ ί ν » , να γυρ ίσουμε ! «Ας π ε ρ ι μ έ ν ο υ μ ε λ ίγο α κ ό μ η , Τζε ϊλάν , σε παρακαλώ!» «Αν μ' αγαπούσες αληθινά, δεν θα μ ε κρατούσες μ ε το

ζόρι σε τ ο ύ τ η την ε ρ η μ ι ά ! » « Σ ' αγαπώ αληθινά!» Κατόπιν έψαξα να βρω κι άλλες λέξε ις μ ε τ ις οποίες θα

μπορούσα να τ η ς αποκαλύψω τον εαυτό μου ακριβώς όπως ήταν , μα, όσο σκεφτόμουνα, καταλάβαινα: ότι οι λέξε ις δεν μας ξεσκεπάζουν, απεναντ ίας , μας κρύβουν περ ισσότερο . Ψάχνοντας απελπ ισμένος , ε ίδα κάτ ι στο πίσω κάθισμα, το πήρα και το κοίταξα: ένα τ ε τ ρ ά δ ι ο - μάλλον το ε ίχε ξεχάσει ο μ π ε κ ρ ή ς ο αδελφός μου. Το κοίταξα λ ίγο , μ ε τ ά το έδωσα

Page 344: Το σπίτι της σιωπής

344 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

στην Τ ζ ε ϊ λ ά ν , γ ια να το δ ιαβάσε ι , να μην π λ α ν τ ά ξ ε ι από θυμό και π λ ή ξ η . Δ ιάβασε λ ίγο δαγκώνοντας τα χε ίλη τ η ς , κατόπιν πέταξε απότομα το τ ετράδ ιο τ η ς ιστορίας στο πί­σω κάθισμα. Ό τ α ν ήρθε το τσ ιράκι του μηχανικού να επ ι ­διορθώσει τ η β λ ά β η , έσπρωξα λ ίγο το αυτοκίνητο προς τ ις λάμπες από νέον κ ι ε κ ε ί , κάτω από το ωμό φως τους, ε ίδα το σκληρό κι ανέκφραστο πρόσωπο τ η ς Τζε ϊ λάν .

Ύ σ τ ε ρ α από α ρ κ ε τ ή ώρα, αφού το τ σ ι ρ ά κ ι ε ξ έ τ α σ ε τ η μ η χ α ν ή και π ή γ ε να πάρε ι ένα ανταλλακτ ικό , γύρισα και κοίταξα το πρόσωπο τ η ς Τ ζ ε ϊ λ ά ν ήταν το ίδιο σκληρό και ανέκφραστο. Θέλησα να τ ι μ ω ρ ή σ ω και τον εαυτό μου και ε κ ε ί ν η , και μ ε βαριά καρδιά σ κ έ φ τ η κ α : Ώ σ τ ε αυτά είναι τα νιάτα τ η ς θλ ιβερής ύπαρξης που λ έ γ ε τ α ι α ν ε π ά γ γ ε λ τ η γ υ ­ναίκα! Μ α , δ ιάβολε , τ ι να γ ίν ε ι που την αγαπώ! Κ ά τ ω από τ η βροχή που έ π ε φ τ ε πάλ ι , απομακρύνθηκα λ ιγάκ ι από το χαλασμένο Αναντόλ, κάνοντας διάφορες, μ π ε ρ δ ε μ έ ν ε ς σκέ­ψ ε ι ς γ ια τον έρωτα κ ι αναθεματ ίζοντας τους π ο ι η τ έ ς και τους τραγουδιστές που εξυμνούν αυτό το αίσθημα δυστυχίας και ή τ τ α ς . Μ α ύστερα έν ιωσα πως και στο συναίσθημα αυ­τό υπάρχει κάτ ι που ο άνθρωπος θ έ λ ε ι να συνηθίσει , ν ' αγα­π ή σ ε ι , κ ι έν ιωθα αποστροφή: λες κ ι ε ίχα τ η ν περ ι έργε ια να δω τ ι θα γ ίν ε ι αν πέθα ινε κάποιος κοντινός μου που αγα­πούσα, ή ενδόμυχα ή θ ε λ α να δω να κα ίγετα ι και να κ α τ ε ­δαφίζεται ένα σπίτ ι μόνο και μόνο γ ια να ικανοποιήσω την περ ι έργε ια μου, κ ι έν ιωθα ένοχος γ ια τ ις δ ι εστραμμένες αυ­τ έ ς ε π ι θ υ μ ί ε ς μου. Ή ξ ε ρ α καλά πως όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο πολύ βυθιζόμουν στο αίσθημα τ η ς καταστροφής. Δ ε ν άντεξα το άγριο κ ι ε π ι κ ρ ι τ ι κ ό β λ έ μ μ α τ η ς Τζε ϊλάν , γ ι ' αυτό πρώτα απομακρύνθηκα από το αυτοκίνητο, κατόπιν , μαζί μ ε τον μηχαν ικό , χώθηκα κάτω από το αμάξι . Ε κ ε ί ,

Page 345: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 345

ξαπλωμένος μαζί μ ε το τσιράκι στο βρόμικο σκοτάδι που σκέπαζε το παλιό αυτοκίνητο, έν ιωθα την Τζε ϊλάν να είναι μόλις μισό μέτρο πιο πάνω, μα και πολύ μακριά από μένα. Ύ σ τ ε ρ α από αρκετή ώρα, το αυτοκίνητο κουνήθηκε , κ ι από κε ι που ήμουν ξαπλωμένος , ε ίδα πλάι στο κεφάλ ι μου τα όμορφα και μακριά πόδια τ η ς που κατέβαιναν από το αυτο­κ ίνητο . Τ α ψηλοτάκουνα κόκκινα παπούτσια τ η ς κουνήθη­καν αριστερά, δεξιά, εκνευρ ισμένα κ ι ανυπόμονα, κατόπιν θυμωμένα κ ι αποφασιστικά προχώρησαν στο σκοτάδι .

Ό τ α ν στο οπτ ικό μου πεδ ίο μ π ή κ α ν η νεραντζ ιά φού­στα κ ι οι φαρδιές π λ ά τ ε ς τ η ς , κατάλαβα ότ ι π ή γ α ι ν ε στο γραφε ίο , σύρθηκα και β γ ή κ α τ ό τ ε κάτω από το αυτοκ ίνη­το όσο πιο γρήγορα μπορούσα, φώναξα στο τ σ ι ρ ά κ ι « Τ ε ­λε ίωνε γ ρ ή γ ο ρ α » , κ ι έτρεξα. Ό τ α ν έφτασα στο γραφείο του βενζ ινάδ ικου, ε ίδα τ η ν Τ ζ ε ϊ λ ά ν να κο ιτάζε ι το τ η λ έ φ ω ν ο στο τραπέζ ι και το βενζίνα να κο ιτάζε ι ν υ σ τ α γ μ έ ν ο ς τ η ν Τ ζ ε ϊ λ ά ν .

« Σ τ ά σ ο υ , Τ ζ ε ϊ λ ά ν ! » φώναξα. «Θα τ η λ ε φ ω ν ή σ ω ε γ ώ ! » «Τώρα το σ κ έ φ τ η κ ε ς ; » ε ί π ε η Τζε ϊλάν . « Α ρ γ ή σ α μ ε πο­

λύ. Θ' ανησυχούν, ποιος ξέρε ι τ ι θα σ κ έ φ τ η κ α ν . Η ώρα ε ί­ναι δύο. . . »

Έ λ ε γ ε κ ι άλλα, όταν ο άνθρωπος β γ ή κ ε από το γραφείο να ε ξ υ π η ρ ε τ ή σ ε ι ένα αυτοκίνητο που ε ί χ ε πλησ ιάσε ι στις αντλίες, κι έτσ ι , γλιτώνοντας από μεγαλύτερη ντροπή, άνοι­ξα τον κατάλογο και βρήκα το τηλέφωνο του Τουράν. Ε ν ώ έπαιρνα τον αριθμό, η Τζε ϊλάν μου ε ί π ε :

« Ε ί σ α ι απερ ίσκεπτος . Σ ε ε ίχα γ ια δ ιαφορετ ικό !» Ε γ ώ εξακολουθούσα να τ η ς λ έ ω πως την αγαπούσα και

πρόσθεσα μ ε αγωνία, δίχως καθόλου να σ κ ε φ τ ώ : « Θ έ λ ω να π α ν τ ρ ε υ τ ο ύ μ ε ! »

Page 346: Το σπίτι της σιωπής

346 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

OL λέξε ις όμως δεν άλλαξαν τ ί π ο τ α : η Τζε ϊλάν στεκό ταν κοντά στην αφίσα τ η ς γυναίκας που τ η ς έμο ιαζε και κοίταζε θ υ μ ω μ έ ν η όχι ε μ έ ν α μα το τηλέφωνο που κρατού σα. Δ ε ν ξέρω αν φοβόμουνα το μίσος στο πρόσωπο της ή την π ε ρ ί ε ρ γ η ομοιότητα τ η ς μ ε τ η γυναίκα τ η ς αφίσας τ η ι ' Μ ό μ π ι λ Ό ι λ . Ή μ ο υ ν α όμως έ τ ο ι μ ο ς πια γ ια τ η ν κατα στροφή που μάλλον μ ε π ε ρ ί μ ε ν ε . Σ ε λ ίγο σήκωσαν το τ η λέφωνο και, δ ιάβολε , γνώρισα αμέσως τ η φωνή του Φ ι κ ρ έ τ :

« Ε σ ύ ε ί σ α ι ; » ε ίπα. « Σ α ς π ή ρ α μ ε γ ια να μην ανησυχεί τ ε ! » ενώ συνάμα αναρωτιόμουνα γ ιατ ί σήκωσε αυτός το τ η λέφωνο, αφού στο σπίτ ι του Τουράν ήταν τόσοι άλλοι .

« Ε σ ε ί ς ποιοι ε ί σ τ ε ; » ρώτησε αμέσως ο Φ ι κ ρ έ τ . « Ε γ ώ ε ίμα ι , άνθρωπε μου, ο Μ ε τ ί ν ! » ε ίπα. « Ε σ έ ν α σε κατάλαβα, ποιον έχε ι ς κοντά σου;» « Τ η ν Τ ζ ε ϊ λ ά ν ! » ε ίπα απορημένα. Γ ια μια σ τ ι γ μ ή σ κ έ φ τ η κ α πως οι δυο είχαν κάνε ι κόμμα

και μ ε κορόιδευαν, όμως το πρόσωπο τ η ς Τ ζ ε ϊ λ ά ν ήταν ανέκφραστο. Μονάχα κάπου κάπου ρωτούσε «Ποιος είναι στο τ η λ έ φ ω ν ο ; »

«Νόμιζα ότι άφησες τ η ν Τζε ϊλάν στο σπ ίτ ι τ η ς ! » ε ί π ε ο Φ ι κ ρ έ τ .

« Ό χ ι » , ε ίπα. « Ε ί μ α σ τ ε εδώ, στο βενζ ινάδικο. Μ η ν ανη σ υ χ ε ί τ ε . Ά ν τ ε γ ε ι α » .

«Ποιος ε ίναι , μ ε ποιον μ ι λ ά ς ; » ρωτούσε συνέχεια η Τζε ϊ λάν. « Γ ι ά δώσε μου το ακουστ ικό!»

Δεν τ η ς το 'δινα, προσπαθούσα μονάχα ν' απαντήσω στίΓ εκνευρ ιστ ικές ερωτήσε ι ς του Φ ι κ ρ έ τ .

« Τ ι κ ά ν ε τ ε στο βενζ ινάδ ικο ; » « Ε ί μ α σ τ ε στο σ υ ν ε ρ γ ε ί ο » , ε ίπα , κ ι αμέσως πρόσθεσα:

«Τώρα, ερχόμαστε , γ ε ια σου!»

Page 347: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 347

Μ α η Τζε ϊλάν, θέλοντας ν' ακουστεί η φωνή τ η ς , φώναξε: « Σ τ ά σ ο υ , στάσου, μην το κ λ ε ί σ ε ι ς , ποιος ε ί ν α ι ; » Έ κ α ν α να το κλε ίσω, μα ο Φ ι κ ρ έ τ ρώτησε μ ε την κρύα

και απαίσια φωνή τ ου : « Ν ο μ ί ζ ω ότι η Τζε ϊλάν θ έ λ ε ι να μου π ε ι κ ά τ ι ! » Δ ε ν τ ό λ μ η σ α να κλε ίσω το τηλέφωνο και , μ η ξέροντας

τ ι άλλο να κάνω, τ η ς έδωσα το ακουστικό. Έ π ε ι τ α , βαθιά ταπε ινωμένος , β γ ή κ α από το γραφείο έξω στο σκοτάδι και τ η β ρ ό μ ι κ η βροχή.

Π ε ρ π ά τ η σ α λ ίγο , ύστερα δεν μπόρεσα να κρατηθώ, γ ύ ­ρισα και κοίταξα την Τζε ϊλάν που, ανάμεσα στις αφίσες και τα κουτιά τ η ς Μ ό μ π ι λ Ό ι λ , μ ιλούσε τραβώντας απαλά τα μαλλιά τ η ς . Σ κ έ φ τ η κ α πως, όταν θα πήγαινα στην Α μ ε ρ ι ­κ ή , όλα αυτά θα τα ξεχνούσα, όμως δεν ε ίχα καμιά δ ιάθε­ση να πάω στην Α μ ε ρ ι κ ή . Η Τζε ϊλάν κουνιόταν μετατοπ ί ­ζοντας το βάρος τ η ς από το ένα όμορφο πόδι τ η ς στο άλλο, μ ιλούσε κάνοντας νευρ ικές κ ινήσε ις , ενώ ε γ ώ αναθεμάτιζα τον εαυτό μου μουρμουρίζοντας: Ε ίναι πιο όμορφη απ' όλα τα κορίτσια που έχω γνωρ ίσε ι σ τ η ζωή μου! Σ τ ε κ ό μ ο υ ν α έτσ ι εκε ί , κάτω από τ η βροχή, ανήμπορος, μ η ξέροντας πώς ν' α ν τ ι μ ε τ ω π ί σ ω την τ ιμωρία που αποφασίζανε γ ια μένα . Σ ε λ ίγο η Τζε ϊλάν έ κ λ ε ι σ ε το τηλέφωνο και β γ ή κ ε έξω χα­ρούμενη .

« Έ ρ χ ε τ α ι τώρα ο Φ ι κ ρ έ τ ! » « Ό χ ι ! Ε γ ώ ε ίμα ι αυτός που σ' αγαπά!» Π ή γ α τρέχοντας στο αυτοκίνητο, κ ι ε ίπα δυνατά στο τσ ι ­

ράκι πως αν έφτ ιαχνε αμέσως το αυτοκίνητο, θα του έδινα όλα τα λεφτά που είχα στην τ σ έ π η μου.

«Θα το φτ ιάξω!» ε ί π ε ο μ ικρός. « Μ α αυτός ο σ υ μ π λ έ ­κ τ η ς θα σ' αφήσει στη μ έ σ η του δρόμου».

Page 348: Το σπίτι της σιωπής

348 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ό χ ι , δεν θα μ' αφήσε ι ! Τ έ λ ε ι ω ν ε ! » Αφού προσπάθησε λ ίγο α κ ό μ η , μου ε ί π ε να πατήσω τ η

μίζα, μα η μηχανή δεν π ή ρ ε μπρος. Ξαναδοκίμασα, τ ίποτα -

ήμουν εκνευρ ισμένος , οργ ισμένος , απελπ ισμένος . « Τ ζ ε ϊ λ ά ν , Τζε ϊλάν , μ η μ' αφήσεις και φύγε ις , μ η μ' αφή­

σε ις , σε παρακαλώ!» «Έχουν σπάσει τα νεύρα σου», ε ί π ε η Τζε ϊ λάν . Σ ε λ ίγο μ π ή κ ε στο βενζινάδικο η Άλφα Ρ ο μ έ ο του Φ ι ­

κ ρ έ τ , και τ ό τ ε συνήλθα και κ α τ έ β η κ α από το αυτοκίνητο. « Ν α φύγουμε αμέσως από δω, Φ ι κ ρ έ τ ! » ε ί π ε η Τζε ϊλάν . « Τ ι έπαθε το Α ν α ν τ ό λ ; » ρώτησε ο Φ ι κ ρ έ τ . « Τ ί π ο τ α . Το φ τ ι ά ξ α μ ε » , ε ίπα. « Σ τ ο Τζενέτχ ισαρ ε γ ώ θα

φτάσω πρώτος, Τζε ϊ λάν . Κ ά ν ο υ μ ε κ ό ν τ ρ ε ς ; » « Ό π ω ς θ ε ς » , ε ί π ε ο Φ ι κ ρ έ τ μ ε προκλητ ικό ύφος. Η Τζε ϊλάν π ή γ ε και κάθ ισε στην Άλφα Ρ ο μ έ ο του Φ ι ­

κρέτ . Έδωσα ένα χ ιλ ιάρικο στον υπάλληλο του βενζινάδι­κου, κατόπιν άλλο ένα. Μ ε τ ά φέραμε τα αυτοκίνητα πλάι πλάι , γ ια ν' αρχίσουμε τον αγώνα.

« Π ρ ό σ ε χ ε , Φ ι κ ρ έ τ » , ε ί π ε η Τζε ϊλάν . « Τ α νεύρα του Μ ε ­τίν ε ίναι κ λ ο ν ι σ μ έ ν α » .

« Μ έ χ ρ ι το σπ ί τ ι του Τουράν! Έ ν α . . . Δύο . . . » μ έ τ ρ η σ ε ο Φ ι κ ρ έ τ .

Μ ε το τρία τα αυτοκίνητα μας τ ινάχτηκαν κι έφυγαν σαν β ο λ ί δ ε ς , ά ν τ ε να δ ο ύ μ ε ! Πατούσα γ κ ά ζ ι μ έ χ ρ ι το τ έ λ ο ς , όμως αυτός ε ίχε ξεκ ινήσε ι πριν από μένα και βρισκόταν ή δ η μπροστά μου, όχι πως μ' ένοιαζε δ η λ α δ ή , αφού, κορνάρο­ντας και μ ε τα φώτα μου στο σβέρκο του , κατάφερνα μ ε το σαραβαλιασμένο Αναντόλ μου να τον ακολουθώ από κοντά. Δ ε ν πρόκε ιτα ι να σ' αφήσω μόνη μ' αυτόν, Τ ζ ε ϊ λ ά ν ! Π ε ρ ­νώντας τ η γέφυρα, τον πλησίασα ακόμη περ ισσότερο και ,

Page 349: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 349

στη στροφή, πάνω στον ανήφορο, αντί να κόψω ταχύτητα, πάτησα γκάζ ι , γ ιατ ί - ί σ ω ς η σ κ έ ψ η μου να 'ναι φτηνή και γ ε λ ο ί α - ξέρω καλά ότι γ ια να γ ίνω αρεστός σε μια κοπέλα όπως εσύ, π ρ έ π ε ι ν ' αψηφήσω το θάνατο, μα, τ ι αδικία, ε ί­σαι στο αυτοκίνητο του πανικόβλητου Φ ι κ ρ έ τ , που μπαίνο­ντας σ τ η στροφή ο φοβητσ ιάρης , ε ί δ ε ς , Τ ζ ε ϊ λ ά ν , π ά τ η σ ε φρένο, άναψαν τα κόκκινα φωτάκια, κ ι ούτε μ' αφήνει να προσπεράσω ο πονηρός, μου κόβε ι το δρόμο, καταλαβαίνεις , Θ ε έ μου, πόσο κ α η μ έ ν ο ς ε ί μ α ι , έ λ ε γ α , όταν ξαφνικά σά­στ ισα: η Άλφα Ρ ο μ έ ο πρώτα κ α τ έ β α σ ε ταχύτητα , έ π ε ι τ α π ά τ η σ ε γ κ ά ζ ι , τ ι ν ά χ τ η κ ε σαν πύραυλος κ ι άρχισε ν ' ανε­βαίνε ι τον ανήφορο απίθανα γρήγορα, μ ε τα κόκκινα φω­τάκ ια τ η ς ολοένα να μ ι κ ρ α ί ν ο υ ν σε δύο λ ε π τ ά ε ί χ ε γ ί ν ε ι άφαντη ! Θ ε έ μου! Σανίδωσα το γκάζι μα οδηγούσα ένα σα­ραβαλιασμένο αυτοκίνητο, ανέβαινε τον ανήφορο σαν βοϊ­δάμαξα, πέφτοντας στις λακκούβες , δ ιάβολε , σε λ ίγο άρχι­σε ν' ασθμαίνει , οι πίσω ρόδες σταμάτησαν να υπακούνε στη μ η χ α ν ή , ώσπου, γ ια να μην καεί ο κ ινητήρας , σταμάτησα, κι απόμε ινα καταμεσής τ η ς ανηφόρας, μόνος, ολομόναχος, χαζός.

Μια-δυο φορές έκανα να βάλω μπρος τ η μ η χ α ν ή , η μό­ν η λύση γ ια να τους προλάβω ήταν να σπρώξω το αμάξι μ έ ­χρι τ η ν αρχή τ η ς ανηφόρας και κατόπιν να το αφήσω να τσουλήσε ι μ έχρ ι το Τζενέτχ ισαρ . Άρχισα να σπρώχνω βρί­ζοντας, η βροχή ε ί χ ε σταματήσε ι . Σ ε λ ίγο , έγ ινα μούσκεμα στον ιδρώτα* αψήφησα τον πόνο τ η ς μ έ σ η ς μου και συνέ­χισα να σπρώχνω. Ξανάρχισε να ψ ι λ ο β ρ έ χ ε ι , ο πόνος έ γ ι ν ε αβάσταχτος. Τράβηξα το χε ιρόφρενο, άρχισα να κλοτσάω μ ε μίσος το αυτοκίνητο. Έ ν α αυτοκίνητο ανέβαινε τον α ν ή ­φορο, έτρεξα, σήκωσα το χέρ ι μου ελπίζοντας, μα κόρναρε,

Page 350: Το σπίτι της σιωπής

350 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μ ε προσπέρασε κι έφυγε . Ό τ α ν άκουσα από κάπου μακριά τ ις βροντές , άρχισα πάλι να σπρώχνω. Ο πόνος τ η ς μ έ σ η ς μού έφερνε δάκρυα στα μάτια. Γ ια να ξεχάσω τον πόνο μου καθώς έσπρωχνα, σκεφτόμουνα εκε ίνους.

Ύ σ τ ε ρ α , βλέποντας πως παρά τ ις προσπάθε ι ες μου είχα κάνε ι πολύ λ ίγο δρόμο, ζαλ ίστηκα, παράτησα το αυτοκίνη­τ ο , άρχισα να τ ρ έ χ ω . Η βροχή ε ί χ ε δυναμώσει και γ ια να κόψω δρόμο, μ π ή κ α στις κερασιές , κατόπιν στα αμπέλ ια , βούτηξα στις λάσπες , στο σκοτάδι ήταν αδύνατο να τρέξω. Έ π ε ι τ α από λ ίγο , δ ι π λ ω μ έ ν ο ς στα δύο από τον πόνο τ η ς σπλήνας και τ η ς μ έ σ η ς μου και μ ε τα πόδια β ο υ τ η γ μ έ ν α στις λάσπες, κ ι όταν κατάλαβα ότι το αναθεματ ισμένο αλύ-χτ ισμα των σκυλιών πλησίαζε , κατάλαβα και γύρισα πίσω. Γ ι α να μ η βραχώ περ ισσότερο, μ π ή κ α στο αμάξι , κάθισα κι ακούμπησα το κεφάλι μου στο τ ι μ ό ν ι : Σ ' αγαπώ.

Σ ε λ ίγο ε ίδα τρε ι ς τύπους να κατεβαίνουν τον κατήφορο κουβεντ ιάζοντας, π ε τ ά χ τ η κ α έξω από το αμάξι , γ ια να ζ η ­τ ή σ ω βοήθε ια. Μ α όταν πλησίασαν οι σκ ι ές , τους γνώρισα και φ ο β ή θ η κ α . Ο μ ε γ α λ ό σ ω μ ο ς κρατούσε ένα δοχε ίο μ ε μπογιά , ο δεύτερος ε ί χ ε μουστάκι κ ι ο άλλος φορούσε σα­κάκι .

« Τ ι κάνε ις εσύ εδώ στα σκοτε ινά, τ έ το ια ώρα;» ρώτησε ο μουστακαλής.

« Χ ά λ α σ ε το αυτοκίνητο μου. Μ π ο ρ ε ί τ ε να σ π ρ ώ ξ ε τ ε ; » « Μ π α ς και μας πήρες γ ια άλογα ή γ ια υ π η ρ έ τ ε ς του πα­

τέρα σου; Άφησε το να τσουλήσε ι στον κατήφορο» . « Μ ι α σ τ ι γ μ ή , μια σ τ ι γ μ ή ! » ε ί π ε αυτός μ ε το σακάκι .

« Σ α ς γνώρισα, αξ ιότ ιμε κύριε , σήμερα το πρωί παραλίγο να μας κόβατε στα δύο!»

«Πώς ; Α, ναι! Εσε ίς ήσασταν. Να με συμπαθάς, φίλε μου!»

Page 351: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 351

Λυτός μ ίλησε σαν να μιμούνταν γυναίκα. « Ν α μ ε συμπαθάς, γ λ υ κ έ μου, σήμερα το πρωί παραλίγο

να σας κ ό ψ ω ! Καλά. Κα ι τ ι θα γ ινόταν αν μας πατούσες ; » « Π ά μ ε , παιδιά, θα βραχούμε» , ε ί π ε ο μουστακαλής. « Ε γ ώ θα με ίνω εδώ, μαζί τ ο υ » , ε ί π ε αυτός μ ε το σακάκι ,

και π ή γ ε και κάθ ισε στο αυτοκίνητο. « Ά ν τ ε , παιδιά, ε λ ά τ ε κι ε σ ε ί ς » .

Ο μουστακαλής κ ι ο άλλος, που κρατούσε το δοχείο μ ε την μπογιά , με ίνανε γ ια λ ίγο αναποφάσιστοι, κατόπιν μ π ή ­κανε και καθίσανε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Κ ι ε γ ώ κάθισα μπροστά, στη θ έ σ η του οδηγού, και πλά ι μου ο τύ­πος μ ε το σακάκι . Έ ξ ω η βροχή ε ίχε δυναμώσει .

« Σ ' ενοχλούμε μήπως , γ λ υ κ έ μου ; » ε ί π ε αυτός που κάθι­σε δ ίπλα μου.

Δεν απάντησα - χαμογέλασα. « Μ π ρ ά β ο ! Τον συμπάθησα τούτον εδώ, σηκώνε ι αστε ία,

εντάξε ι παιδί ! Πώς σε λ έ ν ε ; » Του ε ίπα. « Χ α ί ρ ο μ α ι , κύριε Μ ε τ ί ν . Ε γ ώ λ έ γ ο μ α ι Σ ε ρ ν τ ά ρ , αυτός

είναι ο Μουσταφά και τούτον εδώ τον καθυστερημένο τονε λ έ μ ε ζωύφιο. Το πραγματ ικό του όνομα είναι Χ α σ ά ν » .

« Π ρ ό σ ε χ ε , μην τα χαλάσουμε π ά λ ι » , ε ί π ε ο Χασάν . « Τ ι ε ί ν α ι ; » ε ί π ε ο Σ ε ρ ν τ ά ρ . « Ν α μ η σ υ σ τ η θ ο ύ μ ε ; Δ ε ν

συμφωνε ί τ ε , κύριε Μ ε τ ί ν ; » Ά π λ ω σ ε το χέρ ι του . Τ ο άπλωσα κι ε γ ώ , άρχισε να το

σφίγγε ι μ ε όση δύναμη ε ί χ ε . Δάκρυσα από τον πόνο - ανα­γκαστ ικά , έσφιξα κ ι ε γ ώ το δ ικό του. Τ ό τ ε μ ε άφησε .

« Μ π ρ ά β ο ! Ε ίσαι , β λ έ π ω , δυνατός, μα όχι όσο ε γ ώ ! » « Π ο ύ σπουδάζεις ;» ρώτησε ο Μουσταφά. « Σ τ ο αμερ ικάν ικο κ ο λ έ γ ι ο ! »

Page 352: Το σπίτι της σιωπής

352 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Σ χ ο λ ε ί ο τ η ς αριστοκρατίας, ε ; » ε ί π ε ο Σερντάρ . «Τού το δω το ζωύφιο είναι ε ρ ω τ ε υ μ έ ν ο μ ε μια κοπέλα τ η ς τάξης σας!»

« Μ η ν ξαναρχίζε ις!» ε ί π ε ο Χασάν . « Γ ι ά στάσου! Μ π ο ρ ε ί να σε βοηθήσε ι αυτός! Ε ίσα ι της

καθωσπρέπε ι κοινωνίας, έ τσ ι δεν ε ίναι ; Γ ι α τ ί γ ε λ ά ς ; » « Τ ί π ο τ α ! » ε ίπα. « Ξ έ ρ ω γ ι α τ ί γ ε λ ά ς ! » ε ί π ε ο Σ ε ρ ν τ ά ρ . « Σ ε παραξενεύει,

ότι ένας ξυπόλυτος όπως αυτός, ε ρ ω τ ε ύ τ η κ ε μια πλούσια κοπέλα. Έ τ σ ι δεν ε ίναι , ρ ε ; »

« Κ ι εσύ γ έ λ α σ ε ς » , ε ίπα. « Κ α ι βέβαια θα γ ε λ ά σ ω » , ε ίπε φωναχτά ο Σερντάρ. «Εγο>

ε ίμα ι φίλος του, δεν τον περιφρονώ, εσύ όμως. . . Ρ ε γάιδα ρε , εσύ δεν ε ρ ω τ ε ύ τ η κ ε ς ποτέ σ τ η ζωή σου;»

Μ ο υ ε ί π ε κ ι άλλες βρ ισ ιές και , εκνευρ ισμένος που δεν ανταπέδιδα, άρχισε να ψάχνε ι το αμάξι. Άνοιξε το ντουλα πάκι και διάβασε ξεκαρδισμένος στα γέλ ια το συμβόλαιο της ασφαλιστικής εταιρε ίας -σαν να ήταν αστεία όσα διάβαζε κ ι όταν έ μ α θ ε πως το αυτοκίνητο δεν ήταν δικό μου μα του αδελφού μου, μ ε κοίταξε περιφρονητικά και μου ε ί π ε :

« Δ ε ν μου λες , τ ι κ ά ν ε τ ε τ ι ς νύχτες μ ε τα κορίτσια μες στα αυτοκ ίνητα ; »

Δεν απάντησα. Χ α μ ο γ έ λ α σ α πονηρά, σαν πρόστυχος, τ ι ποτέν ιος .

«Πρόστυχοι ! Μ α καλά κ ά ν ε τ ε ! Α υ τ ή που καθόταν δίπλα σου ήταν γκόμενα σου;»

« Ό χ ι » , ε ίπα ανήσυχα. « Μ η λες ψ έ μ α τ α » , ε ί π ε ο Σερντάρ . Σ κ έ φ τ η κ α λ ί γ ο : « Ή τ α ν α δ ε λ φ ή μ ο υ » , ε ίπα. « Η γ ιαγ ιά μου είναι άρρω

σ τ η , ψ ά χ ν α μ ε να βρούμε φάρμακο» .

Page 353: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 353

« Γ ι α τ ί δεν π ή ρ α τ ε από το φαρμακε ίο α π έ ν α ν τ ι στην πλαζ» ;

« Ή τ α ν κ λ ε ι σ τ ό » . « Ψ έ μ α τ α ! Το φαρμακείο εκε ίνο ε ίναι κάθε βράδυ ανοι­

χτό! Ξ έ ρ ε ι ς μήπως ότι ο φαρμακοποιός είναι κομουν ιστής ; » « Δ ε ν το ξέρω» . « Ε σ ύ τ ι άλλο κάνε ις όταν δεν γυρίζε ις μ ε καθωσπρέπε ι

κορ ίτσ ια ;» « Ξ έ ρ ε ι ς ποιοι ε ί μ α σ τ ε ε μ ε ί ς ; » ρώτησε ο Μουσταφά. « Ξ έ ρ ω » , ε ίπα. « Ε ί σ τ ε ε θ ν ι κ ι σ τ έ ς ! » « Μ π ρ ά β ο ! » έκανε ο Μουσταφά. « Ξ έ ρ ε ι ς και ποια είναι

τα α ι τήματα μας ; » « Ε θ ν ι κ ι σ μ ό ς και τα ρ έ σ τ α » ! « Τ ι θα πε ι " κ α ι τα ρ έ σ τ α " » ; «Αυτός δεν φαίνεται να 'ναι Τούρκος!» ε ί π ε ο Σερντάρ .

«Ε ίσα ι Τούρκος, ρε, η μάνα σου, ο μπαμπάς σου είναι Τούρ­κο ι ; »

« Ε ί μ α ι Τούρκος!» « Τ ό τ ε αυτό τ ι ε ί να ι ; » Ο Σ ε ρ ν τ ά ρ έ δ ε ι ξ ε το δ ίσκο που ξέχασε η Τ ζ ε ϊ λ ά ν και

συλλάβ ισε : ((Best of Elvis)). «Ένας δ ίσκος» , ε ίπα. « Μ η μας κάνε ις τον καμπόσο, θα σου την ανάψω!» ε ί π ε

ο Σερντάρ . « Τ ι δουλειά έ χ ε ι αυτός ο πούστικος δίσκος στο αυτοκίνητο ενός Τούρκου;»

« Ο δίσκος αυτός δεν είναι του γούστου μου» , ε ίπα. « Ε ί ­ναι τ η ς αδελφής μου, τον ξέχασε στο αυτοκ ίνητο» .

« Θ έ λ ε ι ς να πε ις πως εσύ δεν πας σε ν τ ι σ κ ο τ έ κ ; » ε ί π ε ο Σερντάρ .

« Κ ά π ο υ κάπου, π η γ α ί ν ω » .

Page 354: Το σπίτι της σιωπής

354 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Είσαι, αντίθετος στον κομουνισμό;» ρώτησε ο Μουσταφά. «Να - , » . « Γ ι α τ ί ; » « Ν ά , ξ έρε ι ς . . . » «Ε ίνα ι ντροπαλό, ρε , το π α ι δ ί » , ε ί π ε ο Σερντάρ . « Δ ε ν μι

λ ά ε ι . . . » « Ε ί σ α ι φοβητσ ιάρης ! » ε ί π ε ο Μουσταφά. « Δ ε ν νομίζω!» « Δ ε ν νομίζε ι , λ έ ε ι ! » ε ί π ε ο Μουσταφά. «Πολύ τον έξυ

πνο μας κάνε ις ! Αν δεν φοβάσαι, γ ιατ ί δεν αγωνίζεσαι ενά ντια στους κομουνιστές , μια και λες ότι ε ίσαι α ν τ ί θ ε τ ο ς ; »

« Δ ε ν μου δ ό θ η κ ε η ευκα ιρ ία ! » ε ίπα . « Ε ί σ τ ε οι πρώτοι ε θ ν ι κ ι σ τ έ ς που γνωρίζω» .

« Α , και πώς μας β ρ ί σ κ ε ι ς ; » ε ί π ε ο Σερντάρ . « Σ ο υ αρέ σου μ ε ; »

«Ασφαλώς» . « Ε ί σ α ι δικός μας! Αύριο το βράδυ θ έ λ ε ι ς να έρθε ις μαζί

μ α ς ; » « Β έ β α ι α , περάστε να μ ε π ά ρ ε τ ε . . . » « Σ ώ π α , ρε απατεώνα, φοβητσιάρη. Μόλ ις γλ ι τώσε ις από

τα χέρια μας, θα τρέξε ι ς στην αστυνομία. . . » «Ψυχραιμ ία, Σ ε ρ ν τ ά ρ » , ε ί π ε ο Μουσταφά. « Τ ο παιδί δεν

ε ίναι κακό! Να δε ις που θα πάρε ι και προσκλήσε ις ! » « Σ τ ο Μ έ γ α ρ ο Αθλητ ισμού δ ιοργανώνουμε μια ε κ δ ή λ ω

σ η . Θ έ λ ε ι ς να 'ρθε ι ς ; » ε ί π ε ο Σερντάρ . « Έ ρ χ ο μ α ι » , ε ίπα. «Πόσο κάνουν τα ε ι σ ι τ ή ρ ι α ; » « Σ ο υ έκανε κανε ίς λόγο γ ια χ ρ ή μ α τ α ; » « Κ α λ ά , Σ ε ρ ν τ ά ρ ! Μ ι α και θ έ λ ε ι ν ' αγοράσει , δεν έχουμε

αντ ίρρηση . Θα μας β ο η θ ή σ ε ι ! » «Πόσα θ έ λ ε τ ε , κ ύ ρ ι ε ; » ρώτησε ο Σερντάρ ευγεν ικά .

Page 355: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 355

« Δ ώ σ τ ε μου για πεντακόσιες λ ί ρ ε ς » . Έ κ α ν α να βγάλω από το πορτοφόλι μου ένα πεντακοσά-

ρικο. «Ε ίνα ι από φ ί δ ι ; » ρώτησε ο Μουσταφά. « Ό χ ι ! » Έδωσα το πεντακοσάρικο στον Σερντάρ , μα εκε ίνος δεν

το π ή ρ ε . « Γ ι ά δώσε να δω το πορτοφόλι» . Έ δ ω σ α το πορτοφόλι μ ε τα χρήματα που ε ίχα κερδ ίσε ι

δουλεύοντας μες σ τ η ζ έ σ τ η του καλοκαιριού έναν ολόκλη­ρο μήνα.

« Μ π ρ ά β ο ! » ε ί π ε ο Σερντάρ . « Δ ε ν ε ίναι από φ ίδ ι » . «Δώσ' το , ε γ ώ καταλαβαίνω», ε ίπε ο Μουσταφά. Π ή ρ ε το

πορτοφόλι και το έ ψ α ξ ε . « Τ ο σημε ιωματάριο αυτό μ ε τα τηλέφωνα το χρε ιάζεσαι ;

Δεν νομ ίζω. . . Τ ι πολλούς γνωστούς που έ χ ε ι ς ! κ ι όλοι μ ε τηλέφωνα. . . Μ ε τόσους γνωστούς δεν χρε ιάζετα ι να έχε ις ταυτότητα γ ια να σε αναγνωρίζουν.. . Δ ώ δ ε κ α χ ιλ ιάδες λί­ρες ! Ο πατέρας σου σού τα 'δωσε τόσα λ ε φ τ ά ; »

« Ό χ ι , ε γ ώ τα κ έ ρ δ ι σ α » , ε ίπα, «παραδίδω μαθήματα, αγ­γλ ικά , μ α θ η μ α τ ι κ ά » .

«Κο ίτα , ζωύφιο, είναι ό,τι πρέπε ι γ ια σένα. Θα του κάνεις μαθήματα; Δωρεάν β έ β α ι α . . . »

«Θα του κ ά ν ω » , ε ίπα, και τ ό τ ε κατάλαβα ποιος ήταν ο Χασάν, που τον λ έ γ α ν ε ζωύφιο.

« Μ π ρ ά β ο ! » ε ί π ε ο Μουσταφά. « Ε γ ώ αμέσως το κατά­λαβα ότι ε ίσαι καλό παιδί . Μ ε τ ις δώδεκα χ ιλ ιάδες λ ίρες μπορε ίς να πάρεις ε ίκοσι τέσσερα ε ισ ι τήρ ια και να τα μοι­ράσεις στους φίλους σου».

«Τουλάχιστον αφήστε μου ένα χ ιλ ιάρ ικο» , ε ίπα.

Page 356: Το σπίτι της σιωπής

356 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

α'Ακου, έχε ις αρχίσει να μας εκνευρίζε ις» , ε ί π ε ο Σερντάρ. « Μ π α ! Δεν παραπονιέται . Τ ι ς δώδεκα χ ιλ ιάδες μάς τις

δίνεις μ ε τ η θ έ λ η σ η σου, έ τσ ι δεν ε ί να ι ; » ε ί π ε ο Μουσταφά. « Σ ο υ μ ι λ ά μ ε , ρ ε ! » « Φ τ ά ν ε ι , Σερντάρ . Μ η ν το στενοχωρε ίς το πα ιδ ί ! » «Αυτό το τ ετράδ ιο τ ι ε ί να ι ; » Ο Σερντάρ π ή ρ ε από το πίσω κάθισμα το τ ετράδ ιο του

Φαρούκ και δ ιάβασε : « " Τ ο χωριό ενώ παλιότερα ανήκε στον Σ ιπαχ ί Αλί , επε ι ­

δή αρνήθηκε να πάρε ι μέρος στον πόλεμο , του το πήρανε και το δώσανε στον Χ α μ π ί π , κοντά στην Γ κ έ μ π ζ ε των δε­καεφτά χ ι λ ι ά δ ω ν . . . " Τ ι λ έ ε ι εδώ, δεν δ ιαβάζεται ! " Η κα­ταγγελ ία του Β ε λ ί εναντίον του Μαχμούτ , που αγόρασε ένα μουλάρι και δεν το π λ ή ρ ω σ ε . . . " » .

« Τ ι ε ίναι αυτά, ρ ε ; » ε ί π ε ο Μουσταφά. « Ο αδελφός μου είναι ιστορικός» , ε ίπα. «Τον κακομο ίρη ! » ε ί π ε ο Σερντάρ . «Τουλάχιστον δώστε μου την ταυτότητα μου» , ε ίπα. « Τ ι θα πε ι τουλάχιστον, ρ ε ! » ε ί π ε ο Σερντάρ . « Σ ο υ κά­

ναμε κακό μ ή π ω ς ; Γ ι α τ ί δεν απαντάς!» Κο ί ταξε , σαν να ή θ ε λ ε να κάνε ι κάτ ι κακό, το εσωτερ ι ­

κό του αυτοκινήτου, ε ί δ ε τον Best of Elvis: « Κ ι αυτόν τον παίρνω!» Π ή ρ ε και το τ ετράδ ιο του Φαρούκ. « Ν α οδηγε ίς σιγά το αμάξι σου. Μ π α ς και νομίζε ις πως

ο κόσμος ε ίναι στην υ π η ρ ε σ ί α του μ π α μ π ά κ α σου; Πρό­στυχε , τ ι π ο τ έ ν ι ε άνθρωπε ! »

Άνοιξε την πόρτα κ ι έφυγε μαζί μ ε τους άλλους. Μ ό λ ι ς τους ε ίδα ν' απομακρύνονται , κ α τ έ β η κ α κι ε γ ώ κι άρχισα να σπρώχνω το Αναντόλ προς τον κατήφορο.

Page 357: Το σπίτι της σιωπής

26

αΤου δώσαμε ένα γερό μάθημα αυτού του γελο ίου» , ε ί π ε ο Σερντάρ .

« Τ ο παρακάνεις καμιά φορά», ε ί π ε ο Μουσταφά. « Κ ι αν πάε ι στην αστυνομία ;»

« Δ ε ν θα π ά ε ι » , ε ί π ε ο Σερντάρ . « Δ ε ν ε ίδες πόσο φοβη-τσιάρης ε ί να ι ; »

« Γ ι α τ ί πήρες το δίσκο και το τ ε τ ρ ά δ ι ο ; » ρώτησε ο Μ ο υ ­σταφά. Κα ι τ ό τ ε , Ν ιλγκ ιούν , ε ίδα πως ο Σερντάρ ε ίχε πά­ρει το δίσκο που ξέχασες στο αυτοκίνητο καθώς και το τ ε ­τράδιο του Φαρούκ. Όταν φτάσαμε στον κάτω μαχαλά, στά­θ η κ ε κάτω από το φως μιας λάμπας και κοίταξε το δ ίσκο.

« Δ ε ν ανέχομαι να μας βλέπε ι όλους σαν υπηρέτες του πα­τέρα του ! »

« Δ ε ν έ κ α ν ε ς κ α λ ά » , ε ί π ε ο Μουσταφά. « Τ ο ν θύμωσες χωρίς λόγο» .

«Αν θ έ λ ε τ ε » , ε ίπα ε γ ώ , «δώστε μου το δίσκο, να τον πάω πίσω στο αυτοκ ίνητο» .

« Μ ω ρ έ , τούτος εδώ είναι κ α θ υ σ τ ε ρ η μ έ ν ο ς ! » ε ί π ε ο Σ ε ρ ­ντάρ.

Page 358: Το σπίτι της σιωπής

358 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ά κ ο υ » , ε ί π ε ο Μουσταφά. « Δ ε ν θα ξαναπείς μπροστά σε ξένους κ α θ υ σ τ ε ρ η μ έ ν ο ή ζωύφιο τον Χ α σ ά ν » .

Ο Σ ε ρ ν τ ά ρ σώπασε. Κ α τ ε β ή κ α μ ε τον κατήφορο χωρίς να μ ι λ ά μ ε . Σ κ έ φ τ η κ α ότι μ ε τ ις δώδεκα χ ιλ ιάδες λ ίρες που τ σ έ π ω σ ε ο Μουσταφά θα μπορούσε κανε ίς ν ' αγοράσει το σουγιά μ ε τ η σ ιντεφέν ια λ α β ή που ε ίδα στο Π ε ν τ ί κ , καθώς και τα χε ιμων ιάτ ικα δερμάτ ινα παπούτσια. Αν βάλε ι λ ίγα α κ ό μ η , μπορεί να πάρε ι κι ένα περίστροφο. Ό τ α ν φτάσαμε κοντά στο καφενε ίο , σταμάτησαν.

«Λο ι πόν» , ε ί π ε ο Μουσταφά, «ας δ ιαλυθούμε» . « Δ ε ν θα γ ρ ά ψ ο υ μ ε άλλο ; » ρώτησα. « Ό χ ι » , ε ί π ε ο Μουσταφά. «Νομ ίζω ότι θα ξαναβρέξει , να

μ η βραχούμε. Η μπογ ιά κι οι βούρτσες απόψε να μείνουν σ' εσένα, Χασάν. Σ ύ μ φ ω ν ο ι ; »

Εκε ί νο ι οι δυο θα πάνε στα σπίτ ια τους, ε γ ώ θα γυρίσω πίσω και θα πάρω τον ανήφορο. Δ ώ δ ε κ α χ ιλ ιάδες διά του τρία μας κάνουν τ έ σ σ ε ρ ι ς χ ιλ ιάδες . Ε ίνα ι κ ι ο δίσκος τ η ς Νιλγκ ιούν και το τ ε τ ρ ά δ ι ο .

« Τ ι τ ρ έ χ ε ι ; » ε ί π ε ο Μουσταφά. « Γ ι α τ ί σώπασες; Ά ν τ ε , να δ ιαλυθούμε» . Σ ε λ ίγο έκανε πως θ υ μ ή θ η κ ε : « Α , πάρε , Χασάν , τσ ιγάρα και σπίρτα, να κ α π ν ί σ ε ι ς » .

Δεν θα τα 'παιρνα* έ τ σ ι όμως που μ ε κο ίταξε , αναγκα­στ ικά τα πήρα.

« Δ ε ν λες ευχαρ ιστώ;» ε ί π ε . «Ευχαρ ιστώ. . . » Γυρίσανε να φύγουνε. Τους κοίταξα λ ίγο από πίσω. Και

τ ι δεν θα μπορούσα ν' αγοράσω μ ε τέσσερα χ ιλ ιάρικα! Π ε ­ράσανε μπροστά από το φούρνο και χαθήκανε στο σκοτάδι . Ξαφνικά φώναξα:

« Μ ο υ σ τ α φ ά ! »

Page 359: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 359

Τ α βήματα σταμάτησαν. « Τ ι . ε ί ν α ι ; » ρώτησε . Κοντοστάθηκα λ ίγο , κατόπιν έτρεξα κοντά τους. «Μουσταφά, να πάρω το δίσκο και το τ ε τ ρ ά δ ι ο ; » ρ ώ τ η ­

σα λαχανιασμένος. « Τ ι θα τα κ ά ν ε ι ς ; » ε ί π ε ο Σερντάρ . « Μ π α ς και σ κ έ φ τ ε ­

σαι να τα πας π ί σ ω ; » « Δ ε ν θέλω τ ί π ο τ ε άλλο» , ε ίπα. « Δ ώ σ τ ε τά μου, αυτά μο­

νάχα θ έ λ ω » . « Δ ώ σ ' του τ α » , ε ί π ε ο Μουσταφά. Ο Σερντάρ μου τα 'δωσε, λ έ γ ο ν τ α ς : « Ε σ ύ σίγουρα ε ίσαι κ α θ υ σ τ ε ρ η μ έ ν ο ς » . « Σ ώ π α ! » ε ί π ε ο Μ ο υ σ τ α φ ά , και σ τ ρ ά φ η κ ε σ' ε μ έ ν α :

«Αποφασίσαμε τ ις δώδεκα χ ιλ ιάδες λ ίρες να τ ι ς κρατήσου­μ ε γ ια κάποια έξοδα. Μ η μας π α ρ ε ξ η γ ή σ ε ι ς . Εξάλλου μας μένουν πολύ λ ίγα. Νά, πάρε αυτές τ ι ς πεντακόσιες λ ίρες , ε ίναι το μερ ίδ ιο σου».

« Ό χ ι » , ε ίπα. « Ν α μείνουν όλα στο Κ ί ν η μ α , να διατεθούν γ ια τον αγώνα. Ε γ ώ δεν θέλω τ ί π ο τ α » .

« Μ α παίρνεις το δ ίσκο ! » ε ί π ε ο Σερντάρ . Ε γ ώ τα 'χασα, δεν ήξερα τ ι να πω, πήρα το μερ ίδ ιο μου

τ ις πεντακόσιες λ ίρες , και τ ις έβαλα στην τ σ έ π η μου. « Ε ν τ ά ξ ε ι » , ε ί π ε ο Σ ε ρ ν τ ά ρ . «Από τ ι ς δώδεκα χ ι λ ιάδες

δεν σου π έ φ τ ε ι τ ίποτα. Ελπ ίζω να μην το πε ις σε κανέναν» . « Δ ε ν θα το π ε ι ! » ε ί π ε ο Μουσταφά. « Δ ε ν είναι τόσο χα­

ζός όσο νομίζε ις . Πανέξυπνος ε ίναι , μα δεν το δ ε ί χ ν ε ι . Ε ί ­δες πώς έ τ ρ ε ξ ε γ ια να πάρε ι ό,τι δ ικαιούται !»

« Π ο ν η ρ έ ! » ε ί π ε ο Σερντάρ . « Ά ν τ ε , π ά μ ε » , ε ί π ε ο Μουσταφά. Φ ύ γ α ν ε · τους άκουσα να μ ι λ ά ν ε . Μ π ο ρ ε ί και να μ ε κο-

Page 360: Το σπίτι της σιωπής

360 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ροϊδεύανε. Κοίταξα λ ίγο α κ ό μ η , κατόπιν άναψα ένα τσ ιγά­ρο και, κρατώντας μ ε το ένα χέρ ι την μπογ ιά και τ η βούρ­τσα και μ ε το άλλο το δίσκο και το τ ε τ ρ ά δ ι ο , άρχισα ν' ανε­βαίνω τον ανήφορο. Αύριο το πρωί θα πάω στην πλαζ, αν έρ­θε ι ο Μουσταφά, θα μ ε δε ι , αν δεν έ ρ θ ε ι , το βράδυ θα του πω. Σ ή μ ε ρ α το πρωί π ή γ α και π ε ρ ί μ ε ν α τ η ν κοπέλα, Μ ο υ ­σταφά, μα δεν ήρθες . Θα καταλάβε ι ότι ξέρω καλά τ ι ε ίναι πειθαρχία. Σ τ ο διάβολο να πάνε όλοι!

Ανέβαινα τον ανήφορο όταν άκουσα τ ις φωνές του Μ ε τ ί ν , τα 'χασα: λ ίγο παρακάτω ο Μ ε τ ί ν έβριζε στο σκοτάδι . Π λ η ­σίασα πατώντας μ ε προσοχή σ τ η β ρ ε γ μ έ ν η άσφαλτο, προ­σπάθησα να τον δω, μα τον άκουσα μονάχα να βρίζε ι , σαν να 'χε α π έ ν α ν τ ι του έναν άνθρωπο δ ε μ έ ν ο χε ιροπόδαρα. Ύ σ τ ε ρ α άκουσα έναν παράξενο θόρυβο από πλαστ ικό* πα­ραξενεύτηκα, π ή γ α στην άκρη του δρόμου, πλησίασα και κ α τ ά λ α β α ότι κλοτσούσε τ ι ς ρόδες του αυτοκ ινήτου . Τ ι ς χτυπούσε σαν θυμωμένος καβαλάρης που βρίζει και δέρνε ι το δύστροπο άλογο του. Σ κ έ φ τ η κ α διάφορα παράξενα. Θα μπορούσα να πάω α κ ό μ η και να τον σπάσω στο ξύλο τον Μ ε τ ί ν ! Σ κ έ φ τ η κ α : τ ις φουρτούνες, τους θανάτους, τους σει­σμούς. Θα μπορούσα ν' αφήσω αυτά που κρατούσα και να του ε π ι τ ε θ ώ ! Γ ι α τ ί δεν μ ε γνώρισες , ρε , γ ιατ ί μ ε ξέχασες ; Αυτό γ ίνετα ι μ ε τους κ α θ ω σ π ρ έ π ε ι : εσύ τον γνωρίζε ις α μ έ ­σως, παρακολουθείς τ ις κ ινήσε ις του, ξέρε ις καλά τ η ζωή του , αυτός ούτε καν σε προσέχε ι και συνεχίζει τ η ζωή του δίχως να γυρ ίσε ι να σε δε ι . Ό μ ω ς θα μ ε μάθουν μια μέρα, πού θα πάε ι . . . Άφησα τον άθλιο να κλοτσάει το αυτοκίνητο το υ . Γ ι α να μ η μ ε δ ε ι , πέρασα μ έ σ α από τα λ α σ π ω μ έ ν α α μ π έ λ ι α κ ι έ σ τ ρ ι ψ α π ά λ ι στον ανήφορο* τ ό τ ε κατάλαβα. Ε ίχα την εντύπωση πως έβριζε γ ια τα χρήματα που του π ή -

Page 361: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 361

ραν και γ ια το χαλασμένο αυτοκ ίνητο , μα αιτ ία ήταν ένα κορ ίτσ ι ! Έ β ρ ι ζ ε λ έγοντας συνέχε ια τ η λ έ ξ η που λ έ ν ε γ ια τ ις γυναίκες του πεζοδρομίου. Τ η λ έ ξ η αυτή τ η φοβάμαι, οι γυναίκες αυτές είναι τ ρ ο μ ε ρ έ ς , δεν τ ις ανέχομαι , δεν θέλω να τ ι ς θυμάμαι . Προχώρησα.

Μ π ο ρ ε ί να τ η λ έ ε ι γ ια σένα, Νιλγκ ιούν , σκέφτηκα , μπο­ρεί και γ ια κάποια ά λ λ η . Τ ι απαίσια λ έ ξ η ! Τ ι ς γυναίκες μ ε ­ρικές φορές τ ις φοβάμαι. Δύσκολα τ ις καταλαβαίνεις , σαν να κάνουν κάποιες σ κ έ ψ ε ι ς σκοτε ινές , δυσκολεύεσαι να τ ις κα­ταλάβε ι ς , κάποια μ έ ρ η του σώματος τους ε ίναι τόσο φοβε­ρά που, αν σε παρασύρουν, χάνεσαι : μοιάζουν μ ε το θάνα­το , έλα όμως που δ έ ν ε ι και μια γαλάζια κορδέλα στα μαλ­λιά τ η ς και σου χ α μ ο γ ε λ ά ε ι η πόρνη ! Ο ουρανός μακριά, κατακίτρ ινος· όταν φ ω τ ί σ τ η κ ε από την αστραπή, τρόμαξα. Σύννεφα, σ κ ο τ ε ι ν έ ς κ α τ α ι γ ί δ ε ς , σ κ έ ψ ε ι ς που αδυνατώ να κ α τ α λ ά β ω ! Σαν να ε ί μ α σ τ ε όλοι στην υπηρεσ ία κάποιου αγνώστου, κ ά π ο τ ε κάνουμε να επαναστατήσουμε , μα φο­β ό μ α σ τ ε : μ η ρίξει πάνω μου τ ίποτα αστραπές και κεραυ­νούς, κάθε λογής άγνωστες καταστροφές! Κα ι τ ό τ ε λ έ ω να ζήσω κ ά τ ω από το ή ρ ε μ ο φως του σπ ιτ ιού μας, δίχως να επαναστατήσω, δίχως να ξέρω. Ε γ ώ φοβάμαι την αμαρτία! Σαν τον κακομοίρη τον πατέρα μου, το λαχε ιοπώλη .

Το φως στο σπίτ ι μας ήταν αναμμένο , ε ίχ ε αρχίσει πάλ ι να ψ ιλοβρέχε ι . Πλησίασα, κοίταξα από το παράθυρο, όχι μό­νο ο πατέρας μου αλλά ούτε η μάνα μου ε ίχαν κ ο ι μ η θ ε ί . Ποιος ξέρε ι τ ι τ η ς ε ί π ε τ η ς κ α η μ έ ν η ς τ η ς μ η τ έ ρ α ς μου γ ια μένα ο κουτσός, και δεν μπόρεσε να κο ιμηθε ί . Θ υ μ ή θ η κ α : σίγουρα του μ ί λησε ο μπακάλης ! Σ ίγουρα του τα έ χ ε ι προ­φτάσε ι όλα εκε ίνος ο γελοίος χοντρός. Ισμαήλ , θα του ε ί π ε , ο γ ιος σου σήμερα το πρωί ή ρ θ ε στο μπακάλ ικο , έ σ κ ι σ ε τ ις

Page 362: Το σπίτι της σιωπής

362 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς και τα περ ιοδικά, μ ε απε ίλησε , ποιος ξέρε ι με ποιους κάνε ι παρέα, σαν λυσσασμένος κ ά ν ε ι ! Λ έ γ ε πόσο, θα ρώτησε ο λαχειοπώλης μπαμπάς μου, γ ιατ ί μόνο από λε­φτά καταλαβαίνει , πόσο πάει η ζημιά που σου έκανε , θα ρώ­τ η σ ε , και θα πλήρωσε τζάμπα όλες εκε ίνες τ ις ελεε ινές εφη­μερ ίδες . Ό χ ι , όχι τζάμπα: Γ ια να μου το βγάλε ις από τ η μύ­τ η το βράδυ, αν μπορέσε ις βέβα ια να μ ε βρε ις . Ε π ε ι δ ή δεν αποφάσιζα να μπω μέσα, απόμεινα ε κ ε ί καρφωμένος. Κοί­ταζα από το παράθυρο, έ β λ ε π α τον πατέρα και τ η μ η τ έ ρ α μου να κάθονται . Κατόπ ιν , όταν καλάρχισε να βρέχε ι , έβα­λα στο δ ω μ ά τ ι ο μου από το παράθυρο τον κουβά μ ε την μπογ ιά , το δίσκο τ η ς Νιλγκ ιούν και το τ ε τ ρ ά δ ι ο του Φα­ρούκ, και κάθισα κ α τ α γ ή ς , κοντά στον το ίχο . Άρχισα να σκέφτομαι κοιτάζοντας τ η βροχή που δυνάμωνε.

Πολύ αργότερα, ενώ έ β ρ ε χ ε μ ε το τουλούμι , κ ι αφού θυ­μ ή θ η κ α τον Μ ε τ ί ν , όταν τα λούκια που ε ί χ ε βάλε ι ο π α τ έ ­ρας μου δεν μπορούσαν πια να κρατήσουν το νερό τ η ς βρο­χής , κοίταξα από το παράθυρο κ ι ε ίδα τ η ν κακομοίρα τ η μητέρα μου να τρέχε ι πέρα-δώθε στο δωμάτιο μ ε πλαστ ικές λ ε κ ά ν ε ς , γ ια να μαζεύει τα νερά που στάζανε από τα ταβά­νια. Κατόπιν θ υ μ ή θ η κ ε και το δ ικό μου δωμάτιο - το κρε­βάτι μου βρέχεται από τα νερά που στάζουν ανάμεσα από τα φτερά του αετού στο ταβάν ι . Ά ν α ψ ε το φως και δ ίπλωσε το στρώμα μου. Τ η ν κοίταζα.

Σ τ ο τέλος, όταν σταμάτησε η βροχή, δεν σκέφτηκα εκε ί ­νους ούτε κανέναν άλλο, μα μονάχα εσένα, Ν ιλγκ ιούν ! θ α κοιμάσαι στο κ ρ ε β ά τ ι σου, ίσως ξύπνησες από το θόρυβο τ η ς βροχής, μπορε ί να κοιτάζεις από το παράθυρο, κ ι όσο βροντάει , να φοβάσαι και να σκέφτεσαι . Το πρωί, όταν στα­μ α τ ή σ ε ι η βροχή και β γ ε ι ο ήλ ιος , θα 'ρθεις στην πλαζ, ε γ ώ

Page 363: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 363

θα σε π ε ρ ι μ έ ν ω , στο τέλος θα μ ε δε ις , θα μ ιλήσουμε , θα σου δ ι η γ ο ύ μ α ι , θα σου δ ιηγούμα ι . Μ ι α μ ε γ ά λ η , πολύ μ ε γ ά λ η ιστορία: Ζ ω ή . Σ ' αγαπώ.

Σκέφτομα ι κι άλλες ιστορίες: Ο άνθρωπος που έχε ι π ίστη μπορε ί να γ ίν ε ι ένας εντελώς άλλος άνθρωπος. Σ κ έ φ τ ο μ α ι τ ις μακρινές χώρες, τ ις α τ έ λ ε ι ω τ ε ς σ ιδηροδρομικές γραμ­μ έ ς , τα δάση τ η ς Αφρικής , τ η Σαχάρα, τ ις έρημους , τ ις πα­γ ω μ έ ν ε ς λ ίμνες , τους πελεκάνους στα β ιβλ ία τ η ς γεωγρα­φίας, τα λιοντάρια, τους βίσονες που β λ έ π ω στην τηλεόρα­σ η , τ ις ύαινες που τους κατασπαράζουν, τους ελέφαντες που β λ έ π ο υ μ ε στις τα ιν ί ες , τ ι ς Ινδ ίες , τους ερυθρόδερμους, τους Κινέζους , τα άστρα, τους δ ι α σ τ η μ ι κ ο ύ ς π ο λ έ μ ο υ ς , όλους τους πολέμους , την ιστορία, τ η δ ι κ ή μας ιστορία, τον φοβε­ρό ήχο από τα νταούλια μας και το φόβο των άπιστων που τα ακούνε : ο άνθρωπος μπορε ί να γ ίνε ι κάποιος άλλος, ναι. Δεν ε ί μ α σ τ ε σκλάβο ι : καταργώ όλους τους φόβους, τ ις αρ­χές , τα σύνορα, προχωρώ στο στόχο μου, η σημαία κυματ ί ­ζε ι : σπαθιά, μαχαίρια, περίστροφα, εξουσία! Ε γ ώ ε ίμα ι κά­ποιος άλλος, δεν ε ίμα ι το παρελθόν μου, δεν έχω πια ανα­μ ν ή σ ε ι ς , έ χ ω μόνο μέλλον . Οι αναμνήσε ις ε ίναι γ ια τους σκλάβους, τους ναρκώνουν. Ά σ ' τους να κο ιμούνται , σ κ έ ­φτομαι .

Σ κ έ φ τ η κ α , κι έ π ε ι τ α , ε π ε ι δ ή ήξερα ότι δεν θα ε ίχα τ η δύναμη να τα ξεχάσω όλα, πήρα το τ ετράδ ιο και το δίσκο από ε κ ε ί που τα ε ίχα αφήσε ι κ ι έφυγα. Περπατούσα στο σκοτάδ ι - τώρα μπορούσα να δω πού τ ε λ ε ί ω ν ε , πήγα ινα προς ένα μέρος ακαθόριστο, που όμως, έχοντας β γ ε ι στο δρόμο, δεν μου ήταν άγνωστο . Τα νερά τ ρ έ χ α ν ε από τον κατήφορο. Μ ύ ρ ι ζ ε βροχή . Ν α ρίξω πρώτα μια τ ε λ ε υ τ α ί α ματιά στον κάτω μαχαλά, έ λ ε γ α : Να δω γ ια τ ε λ ε υ τ α ί α φο-

Page 364: Το σπίτι της σιωπής

364 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ρά τα φώτα, τους περ ιπο ιημένους ψεύτ ικους κήπους, τα κα­λοφτ ιαγμένα άψυχα μ π ε τ ό ν , κι αφού δεν ε ίναι κανείς κάτω από τα φανάρια του δρόμου, να κοιτάξω άφοβα τα αμαρτω­λά σοκάκια, και γ ια άλλη μια, τ ε λ ε υ τ α ί α , φορά, μ έ χ ρ ι τ η μέρα τ η ς ν ίκης που θα γυρίσω π ίσω, να ρίξω μια ματιά σ' ένα από τα παράθυρα. Ίσως δεν κοιμάσαι , Ν ιλγκ ιούν , ίσως κοιτάζεις τ η βροχή από το παράθυρο, ίσως μ ε δε ις όταν όλα φωτιστούν στο καταγάλανο φως μιας αστραπής, μούσκεμα κάτω από τ η φοβερή βροχή, μεσάνυχτα, να κοιτάζω το πα­ράθυρο σου. Μ α , θαρρείς, φοβήθηκα, δεν πήγα . Γ ι α τ ί , κα­θώς κατέβαινα τον κατήφορο, σ κ έ φ τ η κ α : Θα είναι ε κ ε ί οι νυχτοφυλακές τους: Παιδ ί μου, τ ι δουλειά έχε ις εδώ τέτο ια ώρα, θα μου πούνε, ά ν τ ε , φύγε , τα μ έ ρ η αυτά δεν είναι γ ια σένα! Καλά, καλά, εντάξε ι !

Γύρισα και , σαν να περνούσα από ξένο μαχαλά, πέρασα μπροστά από το σπίτ ι μου, πήγα προς τα πάνω. Το φως της μάνας και του πατέρα μου ήταν ακόμη αναμμένο . Χ λ ο μ ό , φτωχικό το φως του σπιτ ιού μας, μ ίζερο! Δ ε ν μ ε ε ίδαν, φαί­ν ε τ α ι . Συνέχ ισα , άρχισα να κ α τ ε β α ί ν ω τον κατήφορο και ξαφνικά έμε ινα έ κ π λ η κ τ ο ς : ο Μ ε τ ί ν ήταν ακόμη εκε ί , έβρ ι ­ζε στα σκοτε ινά κι έσπρωχνε αγκομαχώντας το αυτοκίνη­το του. Νόμιζα ότι θα ε ίχε φύγει . Σ τ ά θ η κ α · σαν να ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε μια παράξενη χώρα κι έ β λ ε ­πα, φοβισμένος και περίεργος, έναν παράξενο άνθρωπο τ η ς . Συνέχισα να τον κοιτάζω από μακριά ε π ε ι δ ή μου άρεσε που φοβόμουνα και που ήμουνα περ ίεργος . Ύ σ τ ε ρ α , νόμισα πως έ κ λ α ι γ ε , μ ε πν ιχτούς λυγμούς, τον λυπήθηκα . Θ υ μ ή θ η κ α τ η φιλία των παιδ ικών μας χρόνων, ξέχασα πως αυτοί ζουν μόνο γ ια να σε φορτώνουν ενοχές , τον λυπήθηκα και π λ η ­σίασα.

Page 365: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 365

«Ποιος ε ί να ι ; » « Ε γ ώ ε ί μ α ι » , ε ίπα. « Ε γ ώ ε ίμαι , Μ ε τ ί ν , ε γ ώ , ο Χασάν που

δεν με γνώρισες λ ίγο πρ ιν» . « Σ τ ο τέλος σε γνώρισα!» ε ί π ε . « Φ έ ρ α τ ε π ίσω τα λεφτά

μου ; » « Ε ί μ α ι μόνος!» ε ίπα. « Θ έ λ ε ι ς π ίσω τα χ ρ ή μ α τ α ; » « Κ λ έ ψ α τ ε τ ις δώδεκα χ ιλ ιάδες λ ίρες μου!» ε ί π ε . « Δ ε ν το

ξ έ ρ ε ι ς ; » Δεν ε ίπα τ ίποτα. Σ ω π ά σ α μ ε γ ια λ ίγο . « Π ο ύ ε ί σ α ι ; » φώναξε μ ε τ ά . « Β γ ε ς , να δω το πρόσωπο

σου!» Άφησα το δίσκο και το τετράδ ιο σ' ένα σ τ ε γ ν ό μέρος και

πλησίασα. « Δ ε ν θα φέρε ις πίσω τα χ ρ ή μ α τ α ; » ε ί π ε . « Β γ ε ς λοιπόν!» Ό τ α ν πλησίασα, ε ίδα το ιδρωμένο κ ι απελπ ισμένο πρό­

σωπο του. Κ ο ι τ α χ τ ή κ α μ ε . « Ό χ ι » , ε ίπα. « Τ α χρήματα σου δεν τα έχω ε γ ώ » . « Τ ό τ ε , γ ιατ ί ή ρ θ ε ς ; » «Λ ίγο πριν έ κ λ α ι γ ε ς ; » «Λάθος άκουσες» , ε ί π ε . «Από την κούραση. . . Γ ι α τ ί ή ρ ­

θ ε ς ; » « Σ τ α παιδ ικά μας χρόνια ήμασταν πολύ καλοί φίλοι» , ε ί ­

πα. Κα ι πρόσθεσα, πριν πε ι κάτ ι , « Μ ε τ ί ν , αν θ έ λ ε ι ς , μπο­ρώ να σε βοηθήσω!»

« Γ ι α τ ί ; » ε ί π ε στην αρχή, και μ ε τ ά : « Κ α λ ά , τ ό τ ε , σπρώ­ξ ε ! »

Έσπρωξα. Ύ σ τ ε ρ α από λ ίγο , το αμάξι κουνήθηκε , λ ίγο στον ανήφορο, σαν να χάρηκα πιο πολύ από εκε ίνον : ένα παράξενο συναίσθημα, Ν ιλγκ ιούν . Αμέσως μ ε τ ά , όταν ε ίδα πως προχωρήσαμε λ ίγο , στενοχωρήθηκα.

« Τ ι γ ί ν ε τ α ι ; » ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Τ ρ ά β η ξ ε το χε ιρόφρενο!»

Page 366: Το σπίτι της σιωπής

366 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Στάσου λ ίγο να ξεκουραστώ». « Έ λ α » , ε ί π ε . «Θα α ρ γ ή σ ο υ μ ε » . Ξανάσπρωξα το αμάξι , μα δεν προχωρήσαμε πολύ. Θαρ­

ρείς , ήταν ένας πελώριος βράχος κι όχι κάτ ι μ ε ρόδες! Ξ ε ­κουράστηκα λ ίγο , ε ίπα να ξεκουραστώ α κ ό μ η λ ίγο , αυτός όμως κ α τ έ β α σ ε το χε ιρόφρενο. Γ ι α να μην τσουλήσε ι πίσω το αυτοκίνητο, έσπρωξα, μα σταμάτησα γρήγορα.

« Τ ι τ ρ έ χ ε ι ; » ε ί π ε . « Γ ι α τ ί δεν σ π ρ ώ χ ν ε ι ς ; » « Ε σ ύ γ ιατ ί δεν σ π ρ ώ χ ν ε ι ς ; » « Ε γ ώ δεν αντέχω άλλο» . « Π ο ύ θες να πας τ έ τ ο ι α ώρα;» Δεν α π ά ν τ η σ ε . Μονάχα κοίταξε το ρολόι του κ ι έβρ ισε .

Δ ο κ ι μ ά σ α μ ε μαζί, σπρώξαμε , μα χωρίς αποτέλεσμα. Ε μ ε ί ς το σπρώχναμε προς τα πάνω, μα το αυτοκίνητο μας έσπρω­χ ν ε , θαρρείς, προς τα κάτω και μ έ ν α μ ε στην ίδια θ έ σ η . Σ τ ο τ έλος , προχωρήσαμε λ ίγα βήματα , ε γ ώ όμως κουράστηκα και τα παράτησα. Ό τ α ν άρχισε η βροχή , μ π ή κ α στο αυτο­κ ίνητο . Ή ρ θ ε κ ι ο Μ ε τ ί ν και κάθ ισε δ ίπλα μου.

« Ά ν τ ε , έ λ α » , ε ί π ε . « Π α ς αύριο ε κ ε ί που θα π ή γ α ι ν ε ς » , ε ίπα. «Τώρα να μ ι ­

λήσουμε λ ί γ ο ! » « Γ ι α τ ι πράγμα θα μ ι λ ή σ ο υ μ ε ; » Σ ω π ά σ α μ ε . Μ ε τ ά ε ίπα : « Τ ι παράξενη νύχτα! Φοβάσαι τ ις αστραπές ; » « Ε γ ώ δεν φοβάμαι ! » ε ί π ε . « Ά ν τ ε να σπρώξουμε λ ί γ ο » . « Ο ύ τ ε ε γ ώ φοβάμαι !» ε ίπα. « Ό τ α ν σκεφτε ί όμως ο άν­

θρωπος τον κεραυνό, ανατριχιάζε ι , το ξ έ ρ ε ι ς ; » Δ ε ν ε ί π ε τ ίποτα. « Κ α π ν ί ζ ε ι ς ; » ε ίπα* έ β γ α λ α το πακέτο μ ε τα τσιγάρα και

του πρόσφερα ένα.

Page 367: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 367

« Δ ε ν καπν ίζω!» ε ί π ε . « Έ λ α τώρα να σπρώξουμε λ ί γο ! » Κ α τ ε β ή κ α μ ε , σπρώξαμε όσο μπορούσαμε, κ ι όταν γίνα­

μ ε μούσκεμα από τ η βροχή, μ π ή κ α μ ε πάλι μέσα. Ξαναρώ­τησα γ ιατ ί β ιαζότανε, αλλά, αντί ν' απαντήσε ι , μ ε ρώτησε γ ιατ ί μ ε λ έ ν ε ζωύφιο.

« Ά σ ' τους» , ε ίπα. «Αυτοί ε ίναι β λ α μ μ έ ν ο ι » . « Μ α κάνεις παρέα μ' αυτούς», ε ίπε . « Μ α ζ ί μ ε κ λ έ ψ α τ ε » . Σ κ έ φ τ η κ α να του τα πω όλα. Αλλά τ ι να του πω, που δεν

ήξερα τ ι ήταν όλα αυτά. Ό χ ι βέβαια ότι δεν τα είχα όλα στο νου μου, αλλά ε π ε ι δ ή δεν ήξερα από πού ν' αρχίσω - θαρρείς και , αν έβρισκα την αρχή, θα 'πρεπε να τ ιμωρήσω τον αμαρ­τωλό που έκανε την πρώτη αμαρτία, κι ε π ε ι δ ή δεν ήθελα να β ά ψ ω μ ε αίμα τα χέρια μου, δεν ήθελα ούτε καν να τον σκε­φτώ τον πρώτο εκε ίνο ένοχο. Ό μ ω ς ξέρω καλά πως π ρ έ π ε ι ν ' αρχίσω απ' αυτόν, Ν ιλγκ ιούν ! Αύριο το πρωί θα σου ε ξ η ­γ ή σ ω . Μ α γ ιατ ί να π ε ρ ι μ έ ν ω το πρωί , σ κ έ φ τ η κ α , νά, θα σπρώξουμε μ ε τον Μ ε τ ί ν το Αναντόλ , θα κ α τ έ β ο υ μ ε τον κατήφορο, όταν φτάσουμε μαζί στο σπ ίτ ι σου, Ν ιλγκ ιούν , ο Μ ε τ ί ν θα σε ξ υ π ν ή σ ε ι , και τ ό τ ε εσύ, φορώντας το άσπρο σου νυχτ ικό , θα μ' ακούς στο σκοτάδι να σου ε ξ η γ ώ τους κινδύνους που δ ιατρέχε ις . Σ ε ξέρουν γ ια κομουνίστρια, αγά­π η μου, έλα να φύγουμε μαζί, έλα να φύγουμε , αυτοί ε ίναι παντού, ε ίναι δυνατοί, μα θα βρούμε στον κόσμο ένα μέρος όπου θα μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί, το π ι σ τ ε ύ ω , το π ι ­στεύω, θα π ρ έ π ε ι να υπάρχει ένα τ έτο ιο μέρος !

« Ά ν τ ε να σπρώξουμε !» Κ α τ ε β ή κ α μ ε πάλι κ ι αρχίσαμε να σπρώχνουμε κάτω από

τ η βροχή . Ύ σ τ ε ρ α από λ ίγο αυτός σ τ α μ ά τ η σ ε , ε γ ώ όμως συνέχισα να σπρώχνω, και μάλιστα μ ε περ ισσότερη δύνα­μ η , μα, σκέφτηκα πάλι , δεν είναι αυτοκίνητο αυτό, ένας τ ε -

Page 368: Το σπίτι της σιωπής

368 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ράστιος βράχος είναι . Δεν μπορούσα άλλο, σταμάτησα, μα ο Μ ε τ ί ν μ ε κοίταζε σαν να 'φταιγα σε κάτ ι . Γ ι α να μ η βρα­χώ, μ π ή κ α στο αμάξι και κάθισα.

αΤους λες βλαμμένους , μα κάνε ις παρέα μαζί τους !» ε ί­πε . Τα λεφτά μου δεν τα πήραν μονάχα εκε ίνο ι οι δύο, τα π ή ρ α τ ε κ ι οι τρε ι ς μαζί.

« Μ ο υ είναι αδιάφοροι. Ε γ ώ δεν λογαριάζω κανέναν ! » Δ ε ν μ ε κοίταζε φοβισμένα* εξακολουθούσε να μ ε κοιτά­

ζει σαν να 'φταιγα σε κάτ ι . Κα ι τ ό τ ε ε γ ώ : «Από τ ις δώδεκα χ ιλ ιάδες λ ίρες , ε γ ώ δεν πήρα ούτε γρό­

σι, Μ ε τ ί ν ! Σου τ ' ορκίζομαι» . Δεν φαινόταν να μ ε π ιστεύε ι . Θα ή θ ε λ α πολύ να τον πν ί­

ξω. Τ ο κλε ιδ ί του αυτοκινήτου ήταν σ τ η θ έ σ η του. Αχ, και να 'ξερα να ο δ η γ ώ ! Πόσο πολλοί ε ίναι οι δρόμοι στον κό­σμο, οι μακρινές χώρες, οι πόλε ις , οι θάλασσες!

« Ά ν τ ε , κ α τ έ β α και σπρώξε !» Δίχως να σκεφτώ καθόλου, β γ ή κ α στη βροχή που έ π ε φ τ ε

με το τουλούμι κι άρχισα να σπρώχνω. Ο Μ ε τ ί ν δεν έσπρω­χνε* έ β α λ ε τα χέρια του σ τ η μ έ σ η και μ ε κοίταζε σαν να ήταν αφεντ ικό μου. Κουράστηκα, το παράτησα, μα αυτός δεν τ ρ ά β η ξ ε το χε ιρόφρενο. Φώναξα, γ ια ν' ακουστε ί η φω­νή μου στη βροχή.

« Κ ο υ ρ ά σ τ η κ α ! » « Ό χ ι » , ε ί π ε . «Λ ίγο α κ ό μ η » . « Τ ο αφήνω!» φώναξα. «Θα τσουλήσε ι π ί σ ω ! » «Από ποιον θα ζ η τ ή σ ω τα λεφτά μου ; » «Αν δεν σπρώξω, μήπως θα πας στην αστυνομία ;» Δεν απάντησε . Έσπρωξα λίγο ακόμη , πόνεσε η μ έ σ η μου

τόσο, που νόμισα ότι θα έσπαζε . Σ τ ο τέλος τράβηξε το χε ι ­ρόφρενο. Μ π ή κ α στο αμάξι . Ε ίχα γ ίν ε ι μούσκεμα. Άναψα

Page 369: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 369

ένα τσ ιγάρο· ξαφνικά ακούστηκε ένας εκκωφαντ ικός θόρυ­βος κ ι όλα φωτ ίστηκαν , ο κεραυνός ε ίχε π έ σ ε ι κάπου εκε ί κοντά μας, σώπασα.

( ( Φ ο β ή θ η κ ε ς ; » ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . Σώπασα. Ξαναρώτησε . Δεν απάντησα. Κατόπιν ε ίπα: αΟ κεραυνός έ π ε σ ε κάπου εδώ κοντά!» « Ό χ ι » , ε ί π ε . « Έ π ε σ ε πολύ μακριά, ίσως σ τ η θάλασσα,

μ η φοβάσαι» . « Δ ε ν θέλω να σπρώξω άλλο» . « Γ ι α τ ί ; » ε ί π ε . « Ε π ε ι δ ή φ ο β ή θ η κ ε ς ; Χ α ζ έ ! Δ ε ν ξαναπέ­

φτε ι τόσο κοντά. Δ ε ν σας τα μάθανε στο σχολε ίο ; » Δ ε ν ε ί­πα τ ίποτα.

« Φ ο β η τ σ ι ά ρ η ! » φώναξε. « Κ α κ ο μ ο ί ρ η , αμόρφωτε φοβη-τ σ ι ά ρ η ! »

« Π η γ α ί ν ω στο σ π ί τ ι » , ε ίπα. « Κ α ι μ ε τ ις δώδεκα χ ιλ ιάδες λ ίρες μου τ ι θα γ ί ν ε ι ; » « Μ α δεν τ ις πήρα ε γ ώ » , ε ίπα. « Σ ο υ τ ' ορκίζομαι . . . » «Αυτό να το πε ις αύριο στην αστυνομία» , ε ί π ε . Μ ε το κεφάλ ι χ ω μ έ ν ο στους ώμους μου γ ια να προφυ­

λάσσω το σβέρκο μου από τ η βροχή, ξανάρχισα να σπρώ­χ ν ω - σε λ ίγο ε ίδα να φτάνουμε στο τέλος τ η ς ανηφόρας, χά­ρηκα. Ο Μ ε τ ί ν ε ίχ ε κ α τ έ β ε ι από το αυτοκ ίνητο , ε ίχ ε βαρε­θε ί να κ ά ν ε ι πως σ π ρ ώ χ ν ε ι γ ια να μου δ ίνε ι κουράγιο . Μονάχα κάπου κάπου έ λ ε γ ε « ά ν τ ε , ά ν τ ε » , γ ια να πάρω δ ή ­θεν δύναμη, και κατόπιν έβρ ιζε κάποια λέγοντας πουτάνα, όμως ήταν δυο-τρία άτομα αν κατάλαβα καλά. Ώσπου τα παράτησα, ε π ε ι δ ή δεν ε ίμα ι κανενός υ π η ρ έ τ η ς ε γ ώ , κ ι ας λ έ ε ι ο Σερντάρ ό,τι θ έ λ ε ι !

« Χ ρ ή μ α τ α θ έ λ ε ι ς ; » ε ί π ε . «Θα σου δώσω όσα θέλε ι ς . Μ ο ­νάχα σπρώξε» .

Page 370: Το σπίτι της σιωπής

370 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Έσπρωξα, γ ιατ ί ε ί χ α μ ε φτάσε ι πια στο τέλος τ η ς α ν η ­φόρας. Ό τ α ν δεν άντεχα τον πόνο σ τ η μ έ σ η μου, και θέλο­ντας να γ ε μ ί σ ω τα πνευμόν ια μου μ ε αίμα και αέρα, στα­ματούσα, αυτός εξακολουθούσε να φωνάζε ι , να βρ ίζε ι , να ουρλιάζει* θα μου έδ ινε , λ έ ε ι , χ ίλ ιες λ ίρες ! Έδωσα μέχρ ι και την τ ελευτα ία σταγόνα τ η ς δύναμης μου κ ι έσπρωξα λίγο α κ ό μ η . Δυο χ ιλ ιάδες λ ίρες , ε ί π ε . Έσπρωξα και δεν του ε ί­πα, αφού οι δικοί μας δεν σου αφήσανε λεφτά, πώς θα μου δώσεις δυο χ ιλ ιάρ ικα; Ό τ α ν φτάσαμε στο ίσιωμα, σταμά­τησα γ ια να ξεκουραστώ, μα αυτός ανυπομονούσε, εκνευρί­σ τ η κ ε . Έ β ρ ι ζ ε χωρίς να μου δίνε ι καθόλου σημασία. Σ ε λί­γο μπορε ί να ξαναρχίσει να κλοτσάε ι το αυτοκίνητο, σκέ­φτηκα. Κατόπιν έ κ α ν ε κάτ ι άλλο παράξενο και φοβήθηκα: σήκωσε το πρόσωπο του στη βροχή κ ι άρχισε να βρίζει , θαρ­ρε ίς , τον ουρανό, σαν να 'βριζε Εκε ίνον . Μ ε τρόμαξε ακόμη και που ε ίχε περάσε ι από το νου μου, και , γ ια να μ η σκέ­φτομαι , συνέχισα να σπρώχνω. Έ σ π ρ ω χ ν α , ενώ ο ουρανός - π ό σ ο κοντά ήταν στο λ ό φ ο - γ ινόταν καταγάλανος κ ι οι βροντές ακούγονταν η μια μ ε τ ά τ η ν ά λ λ η , κ ι η βροχή , απί­στευτα γαλάζια, έμπα ινε από τα μαλλιά και το μ έ τ ω π ο μου στο στόμα μου. Θ ε έ μου, γ ια να μ η β λ έ π ω τ ι ς αστραπές , έκλε ινα τα μάτια μου, μάζευα το κεφάλι μου ανάμεσα στους ώμους μου και κοίταζα τ η γ η , κι έσπρωχνα σαν σκλάβος, ε π ε ι δ ή ε ίμα ι ένας κακομοίρης που έ χ ε ι ξεχάσει τ η σ κ έ ψ η του , που κανε ίς δεν μπορε ί να μ ε κ α τ η γ ο ρ ή σ ε ι και να με τ ιμωρήσε ι γ ιατ ί ε ίμα ι υπάκουος και σκύβω το κεφάλι , κ ι ού­τ ε ξέρω τ ι ε ίναι αμαρτία, τ ι ε ίναι ε ν ο χ ή . Τ ρ έ χ ω , κ ι όσο πιο γρήγορα πάε ι το αυτοκίνητο, τόσο πιο δυνατά σπρώχνω, μ' έναν παράξενο ενθουσιασμό. Ο Μ ε τ ί ν έ χ ε ι μ π ε ι στο αυτο­κίνητο του , κρατάε ι το τ ι μ ό ν ι , τον ακούω από το ανοιχτό

Page 371: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 371

παράθυρο να μ η σταματάε ι να βρ ίζε ι , σαν ξ ε κ ο υ τ ι α σ μ έ ν η γριά που δεν έχε ι συνε ίδηση αυτών που λ έ ε ι , σαν αραμπα­τζής που βρίζει τ ' άλογα του, μα και σαν να 'βριζε Εκε ίνον . Σαν να μην ήταν Εκε ίνος που κάνε ι τον ουρανό ν' αστρά­φ τ ε ι ! Ποιος νομίζε ις ότι ε ίσαι ; Ε γ ώ δεν μπορώ να 'μαι συ­νένοχος ενός βλάσφημου! Σ τ α μ ά τ η σ α , δεν σπρώχνω άλλο.

Μ α και πάλι το αμάξι τσούλησε γ ια λ ίγο μόνο του. Από­με ινα να το κοιτάζω ν' απομακρύνεται αργά αργά, σαν να κοίταζα ένα σ ιωπηλό και τ ρ ο μ α κ τ ι κ ό , σκοτε ινό πλοίο. Η βροχή ε ίχε σταματήσε ι κάπως. Β λ έ π ο ν τ α ς το αμάξι να ξε-μακραίνε ι , σ κ έ φ τ η κ α : Θαρρείς κι Εκε ίνος , γ ια να μ η βρε ι η τ ιμωρία κ ι ε μ έ ν α , μας χώρισε τον έναν από τον άλλο, μα το αυτοκίνητο π ή γ ε λ ίγο ακόμη και σ τ α μ ά τ η σ ε . Ό τ α ν φωτί­σ τ η κ ε πάλι ο ουρανός, ε ίδα τον Μ ε τ ί ν να βγαίνε ι έξω.

« Π ο ύ ε ί σ α ι ; » ούρλιαξε. « Έ λ α δω, σπρώξε ! » Δ ε ν κουνήθηκα από τ η θ έ σ η μου. « Κ λ έ φ τ η ! » φώναξε στο σκοτάδι . « Ά τ ι μ ε κ λ έ φ τ η ! Φ ύ γ ε ,

να δούμε , φύγε ! » Σ τ ά θ η κ α γ ια λ ίγο ακίνητος στη θ έ σ η μου. Έ τ ρ ε μ α από

το κρύο. Κατόπιν έτρεξα, τον πλησίασα. « Ε σ ύ δεν φοβάσαι το Θ ε ό ; » φώναξα. « Ε σ ύ , αν Τον φοβάσαι, γ ιατ ί κ λ έ β ε ι ς ; » φώναξε. « Ε γ ώ Τον φοβάμαι ! » ε ίπα. « Ε σ ύ όμως κοιτάζε ις ψ η λ ά

και Τον βρίζε ις . Μ ι α μέρα θα σε τ ι μ ω ρ ή σ ε ι » . « Φ τ ω χ έ β λ ά κ α ! » ε ί π ε . « Λ ί γ ο πριν φ ο β ή θ η κ ε ς από την

αστραπή, έτσ ι δεν ε ίναι ; Όταν αστράφτει , φοβάσαι από τ η σκιά των δέντρων, από τους τάφους, από τ η βροχή, από τ η φουρτούνα, έτσ ι δεν ε ίναι ; Κοτζάμ άνθρωπος! Σ ε ποια τάξη πας; Αμόρφωτε! Άκου τ ι θα σου πω: Θεός δεν υπάρχει! Εντά­ξε ι ; Έ λ α τώρα, σπρώξε. Θα σου δώσω δυο χιλ ιάδες λ ίρες» .

Page 372: Το σπίτι της σιωπής

372 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

«Πού θα πας μ ε τ ά ; » ρώτησα. « Σ τ ο σπ ίτ ι σας;» «Θα πάρω κι εσένα μαζ ί » , ε ί π ε . «Θα σε πάω όπου θ έ ­

λ ε ι ς . Α ρ κ ε ί να τσουλήσε ι το αυτοκ ίνητο μ έ χ ρ ι κ ά τ ω στο δρόμο» .

Έσπρωξα, Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν . Π ή δ η σ ε κ ι αυτός από το αμάξι , και τ ο ύ τ η τ η φορά, χωρίς εκνευρ ισμό , έ β ρ ι σ ε σαν αμαξάς που από συνήθε ια βρ ίζε ι τ ' άλογα του . Ύ σ τ ε ρ α από λ ίγο σ κ έ φ τ η κ α πως το αυτοκ ίνητο θα έπα ιρνε μπρος όταν θα φτάναμε στην κατηφόρα. Τ ό τ ε σ κ έ φ τ η κ α ότι κ ι ο Μ ε τ ί ν τους έ χ ε ι σιχαθεί όλους, όπως κ ι ε γ ώ , κ ι ίσως τους έ χ ε ι φο­βηθεί . Θ' ανάψουμε και το καλοριφέρ, θα ζεσταθούμε. Θα σε πάρω, Ν ιλγκ ιούν , και θα π ά μ ε μαζί μακριά, σε άλλα μ έ ρ η , σε άλλους τόπους. Όταν όμως το αυτοκίνητο άρχισε να φεύ­γ ε ι στην κατηφόρα, η μ η χ α ν ή δεν δούλεψε , ακουγόταν μο­νάχα ο θόρυβος που κάνανε οι ρόδες σ τ η β ρ ε γ μ έ ν η άσφαλ­το . Έ τ ρ ε ξ α , το πρόλαβα, έκανα να π η δ ή σ ω μέσα, μα η πόρ­τα ήταν κ λ ε ι δ ω μ έ ν η .

«Άνο ιξε ! » ε ίπα. «Άνοιξε , Μ ε τ ί ν , η πόρτα είναι κ λ ε ι δ ω ­μ έ ν η . Άνοιξε , πάρε κ ι ε μ έ ν α ! Σ τ α μ ά τ α ! »

Φαίνεται ότι δεν μ' άκουγε , γ ιατ ί ε ί χ ε ξαναρχίσει να βρί­ζε ι οργ ισμένος . Χ τ υ π ώ ν τ α ς το τζάμ ι , βογκώντας και λαχα­νιάζοντας έτρεξα όσο μπορούσα δ ίπλα του, μα, σε λ ίγο , το π λ α σ τ ι κ ό εκε ίνο πράγμα μ ε τ ι ς ρόδες μ ε π έ ρ α σ ε , έ φ υ γ ε . Κ α ι πάλι έτρεξα ξοπίσω του φωνάζοντας, δεν σταμάτησαν ούτε το αυτοκίνητο ούτε ο Μ ε τ ί ν . Συνέχ ισα να τ ρ έ χ ω . Μ ε τα φώτα του α ν α μ μ έ ν α , φωτίζοντας τους κήπους και τα αμπέλ ια , κ α τ έ β η κ ε τ ις στροφές, μ' ε μ έ ν α να τ ρ έ χ ε ι ξοπίσω του μ έ χ ρ ι που χ ά θ η κ ε από τα μάτ ια μου. Σ τ α μ ά τ η σ α να τ ρ έ χ ω , κοίταξα.

Σ κ έ φ τ η κ α όλα όσα ε ίχαν συμβε ί .

Page 373: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 373

Ό τ α ν άρχισαν τα σαγόνια μου να τρέμουν από το κρύο θ υ μ ή θ η κ α : ο δίσκος σου, Ν ιλγκ ιούν , ήταν ε κ ε ί , στην άλλη άκρη του δρόμου. Γύρισα, ανέβηκα τ η ν ανηφόρα τρέχοντας γ ια να ζεσταθώ, μα το πουκάμισο μου ήταν κ ο λ λ η μ έ ν ο στο κορμί μου, δεν ωφέλησε . Τα πόδια μου μπαινοβγαίνανε στις λακκούβες που ήταν γ ε μ ά τ ε ς νερά. Π ή γ α ε κ ε ί όπου νόμιζα πως άφησα το δ ίσκο, μα δεν τον βρήκα και ξανάρχισα να τ ρ έ χ ω . Κ ά θ ε φορά που άστραφτε, ο ουρανός φωτιζόταν, και τ ό τ ε έ τ ρ ε μ α , όχι από φόβο, αλλά ε π ε ι δ ή κρύωνα. Λαχάνια­σα και ξανάνιωσα τον πόνο σ τ η μ έ σ η μου. Α ν ε β ο κ α τ έ β α ι ­να τρέχοντας , κάθε τόσο σταματούσα τρέμοντας , μα ο δί­σκος δεν ήταν πουθενά.

Δ ε ν μπορώ να θυμηθώ πόσες φορές α ν ε β ο κ α τ έ β η κ α το δρόμο μέχρ ι να βρω το δ ίσκο. Κ ι όταν βρήκα τον χαζό ε κ ε ί ­νο δίσκο -όταν ε ίχε ή δ η ξ η μ ε ρ ώ σ ε ι κ ι ήμουν έτο ιμος να λ ι ­ποθυμήσω από την κούραση και το κ ρ ύ ο - και το τ ε τράδ ιο , και κατάλαβα ότι η μαύρη σκιά που ε ίχα δε ι τόσες φορές ήταν όντως ο δίσκος και το τ ε τ ρ ά δ ι ο , σ κ έ φ τ η κ α πως κά­ποιος μου έπαιζε άσχημο παιχν ίδ ι . Κάποιος που κρυβόταν και θεωρούσε ότι ε γ ώ έ π ρ ε π ε να ζω σαν σκλάβος. Θα ή θ ε ­λα να βάλω κάτω και να λιώσω τ η μούρη του πούστη του Αμερ ικάνου, του Έ λ β ι ς . Η βροχή την ε ίχε κάνε ι κιόλας σαν ζυμάρι. Να τους πάρει η οργή , όλους. Μ α δεν τον έλιωσα το δ ίσκο, γ ια να σ' τον δώσω!

Το πρώτο αμάξι τ η ς μέρας , το σκουπιδιάρικο του Χ α λ ί λ , ανέβα ινε τ η ν ανηφόρα* το κόκκινο φως του ήλιου που ανέ-τ ε λ λ ε το φώτιζε από πίσω. Ε ίχα β γ ε ι από το δρόμο και περ­πατούσα μέσα από τα αμπέλ ια, ώσπου βγήκα στο δρόμο του νεκροταφείου και στο τέλος τ η ς μάντρας έστρ ιψα προς το μονοπάτι απ' όπου, όταν ήμουν μικρός, περνούσα μ ε τ η μ η -

Page 374: Το σπίτι της σιωπής

374 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τέρα μου. Ε δ ώ είχα ένα παλιό λ η μ έ ρ ι , ανάμεσα στις αμυ­γδαλ ι ές και τ ις συκ ιές .

Μ ά ζ ε ψ α φρύγανα και θάμνους, δυσκολεύτηκα βέβαια να βρω ξερούς. Έσκ ισα μερ ικά φύλλα από το τετράδ ιο του Φα­ρούκ κ ι άναψα φωτιά. Ο καπνός ήταν γαλαζωπός, δεν θα τον έ β λ ε π ε κανε ίς . Έ β γ α λ α το πουκάμισο και το παντελό­νι μου, παραλίγο να μπω μες στη φωτιά μ ε τα αθλητ ικά μου παπούτσια. Σ τ ε κ ό μ ο υ ν και κοίταζα τ η φωτιά, μ' άρεσε που ζεσταινόμουνα. Κοίταξα μ ε κέφ ι το σώμα μου, ολόγυμνο, στο φως από τ ις φλόγες· ε γ ώ δεν φοβάμαι τ ίποτα! Το πέος μου ήταν εκε ί , μες στις φλόγες, το κοίταζα. Σαν ν' ανήκε το σώμα μου σε κάποιον άλλο άντρα: η λ ι ο κ α μ έ ν ο , γερό , σαν ατσάλι , σαν τόξο! Σ κ έ φ τ η κ α : Ε ί μ α ι άντρας, μπορώ να κά­νω τα πάντα , να μ ε φ ο β ά σ τ ε ! Ας καψαλ ίζοντα ι οι τ ρ ί χ ε ς στ ις γ ά μ π ε ς μου, ε γ ώ δεν παθαίνω τ ίποτα . Έ μ ε ι ν α στην ίδια θ έ σ η για λ ίγο , κατόπιν απομακρύνθηκα από τ η φωτιά να πάω να βρω κι άλλα φρύγανα να τ η δυναμώσω, φύσηξε όμως δροσερό αεράκι και κρύωσε ο πισινός μου, σ κ έ φ τ η κ α : Δ ε ν ε ίμα ι γυναίκα ούτε πούστης , αυτοί ε ίναι δε ιλοί και φο­βούνται. Όταν δυνάμωσε η φωτιά, πάλι χώθηκα σχεδόν μ έ ­σα στις φλόγες και σκέφτηκα κοιτάζοντας το πέος μου: Όλα όσα θα μπορούσα να κάνω, το θάνατο, το φόβο, τ η φωτιά, τ ις άλλες χώρες, τα όπλα, τους κακομο ίρηδες , τους σκλά­βους, τ η σημαία, τ η χώρα, το σατανά, την επανάσταση, την κόλαση . . .

Κατόπιν κράτησα κοντά στη φωτιά τ η χάρτινη θ ή κ η του δίσκου που ε ίχε γ ίνε ι μαλακιά σαν ζυμάρι και τ η στέγνωσα. Ε ίχαν σ τ ε γ ν ώ σ ε ι και τα ρούχα μου, τα φόρεσα. Έ χ ο ν τ α ς στο νου μου όλα αυτά, ξάπλωσα σε μια γωνιά που δεν ε ίχε λάσπες και κ ο ι μ ή θ η κ α . Μ ε π ή ρ ε αμέσως ο ύπνος. Ό τ α ν

Page 375: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 375

ξύπνησα, ήξερα ότι. ε ίχα δε ι όνειρα, μα δεν τα θυμόμουνα. Ο ήλιος ήταν ψηλά. Σ η κ ώ θ η κ α β ιαστ ικά, έτρεξα. Ίσως να μ η μου έ χ ε ι με ίνε ι πολύς χρόνος. Τα 'χα λ ίγο χαμένα, νομί-ζω.

Κατεβαίνοντας γρήγορα την κατηφόρα μ ε το δίσκο σου στο χέρι , πέρασα μπροστά από το σπίτ ι μου, δ ίπλα μου περ­νούσαν τα γελο ία αυτοκ ίνητα αυτών που πήγα ιναν στην πλαζ. Σ τ ο σπ ίτ ι δεν μ ε ε ί δ ε κανε ίς · ούτε η μ η τ έ ρ α ούτε ο πατέρας μου. Ε ίχαν κ λ ε ί σ ε ι τ ι ς κουρτ ίνες . Σ τ ο σ π ί τ ι του Ταχσίν μάζευαν β ιαστ ικά τα κεράσια γ ια να μ η σκουληκιά-σουν από τ η βροχή. Φτάνοντας στον κάτω μαχαλά, χάλα­σα τ ις πεντακόσιες λ ίρες . Ή τ α ν Κ υ ρ ι α κ ή , μα εδώ τ ις Κ υ ­ριακές τα μαγαζιά είναι ανοιχτά. Ζ ή τ η σ α ένα τοστ κι ένα τσάι . Ε ν ώ έπ ινα το τσά ι , έ β γ α λ α από τ η ν τ σ έ π η μου τ ι ς χτένες και τ ις κοίταξα: η μια πράσινη, η άλλη κόκκ ινη . Θ ε έ μου ! . . .

Θα σου τα πω όλα, κι όταν σου τα πω όλα θα φανεί ποια ήταν η αμαρτία και ποιο το λάθος. Χωρίς να σου κρύψω τί­ποτα. Θα καταλάβεις τ ό τ ε , Νιλγκιούν, ποιος ε ίμαι εγώ. Σ ε καταλαβαίνω, θα πε ις , είσαι εντελώς διαφορετικός. Ναι , δεν ε ίμαι σκλάβος. Δεν β λ έ π ε τ ε , κάνω ό,τι θέλω, στην τ σ έ π η μου έχω τα ρέστα από ένα πεντακοσάρικο, ε ίμαι κύριος του εαυ­τού μου, ένας καθωσπρέπε ι κύριος. Π η γ α ί ν ε τ ε στην πλαζ, κρατάτε τ ις τσάντες σας, έ χ ε τ ε μπάλες για τ η θάλασσα, φο­ράτε παράξενα τσόκαρα, σας συνοδεύουν οι άντρες σας, έχε ­τ ε μαζί τα παιδιά σας, μα ε ί σ τ ε δυστυχισμένες ! Δεν το κα­ταλαβαίνετε ! Κο ιτάζετε , μα δεν β λ έ π ε τ ε . Σ κ έ φ τ ε σ τ ε , μα δεν ξ έρετε ! Δεν καταλαβαίνουν ποιος ε ίμαι εγώ, δεν ξέρουν ποιος θα γίνω* γ ιατί είναι χε ιρότερες κι από τυφλές. Χυδαίες ! Ένας κόσμος που τρέχε ι στην πλαζ γ ια να κάνε ι κέφι , χυδαίο π λ ή -

Page 376: Το σπίτι της σιωπής

376 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

θος! Ώ σ τ ε ε γ ώ ε ίμα ι αυτός που θα ο δ η γ ή σ ε ι όλους αυτούς στον σωστό δρόμο! Κο ι τάξτε μ ε : Έ χ ω ένα εργοστάσιο! Κοι­τ ά ξ τ ε μ ε : Έ χ ω ένα καμουτσίκ ι . Ε ί μ α ι κύριος, ένας καθω­σπρέπε ι κύριος. Κοίταξα μέσα από τ η συρμάτινη περίφραξη, δεσποινίς Νιλγκιούν, και δεν σας είδα ανάμεσα στον κόσμο, τ ό τ ε σκέφτηκα ότι δεν έχε ι έρθε ι ούτε ο Μουσταφά.

Π ε ρ π α τ ά ω , πηγα ίνω στο σπ ίτ ι σας. Ή ρ θ ε ένας κύριος, θα πε ι ο νάνος όταν μ ε δε ι , θ έ λ ε ι να σας δε ι , δεσποινίς Ν ι λ ­γκιούν. Πώς ε ίναι , θα ρωτήσε ις , ε ίναι ευγεν ικός κύριος; Αν ε ίναι , Ρ ε τ ζ έ π , π ά ρ τ ε τον στο σαλόνι, κ ι έρχομαι αμέσως. Μ π ο ρ ε ί η Νιλγκ ιούν να έ χ ε ι β γ ε ι τώρα από το σπίτ ι και να συναντηθούμε στο δρόμο, σκέφτομαι , και κοιτάζω τρ ιγύρω, μα δεν σας β λ έ π ω , δεσποιν ίς . Ό τ α ν έφτασα μπροστά στην πόρτα του κήπου σας, σταμάτησα και κοίταξα: το αυτοκί­ν η τ ο , που θέλω να ξεχάσω ποιος βλάκας το έσπρωχνε στον ανήφορο όλη νύχτα σαν σκλάβος, δεν ε ίναι στον κήπο σας. Πού να 'ναι το Αναντόλ; Έχοντας σ τ η σ κ έ ψ η μου όλα αυ­τά, δεν προχώρησα προς τ η μ ε γ ά λ η πόρτα μ ε τα σκαλοπά­τ ια, μα, σαν καθωσπρέπε ι κύριος που δεν θ έ λ ε ι να ενοχλε ί κ α ν έ ν α ν , π ή γ α στην πόρτα τ η ς κουζίνας. Θ υ μ ή θ η κ α τ η σκιά τ η ς συκιάς, τ ις π έ τ ρ ε ς του τοίχου. Σαν όνειρο. Χ τ ύ ­πησα την πόρτα τ η ς κουζίνας και περ ίμενα . Ε ί σ τ ε ο υ π η ­ρ έ τ η ς , θα πω του Ρ ε τ ζ έ π όταν μου ανοίξε ι , ο δίσκος κ ι αυ­τ ή η πράσινη χτένα ε ίναι , νομίζω, τ η ς ωραίας δεσποινίδας που μ έ ν ε ι εδώ, παλιότερα γνωριζόμασταν, έ σ τ ω , δεν έ χ ε ι πια σημασία, θα πω, ήρθα να σας τα δώσω, δεν θέλω τ ί π ο ­τ ε άλλο. Π ε ρ ί μ ε ν α λ ίγο και σ κ έ φ τ η κ α : Ο Ρ ε τ ζ έ π θα έ χ ε ι πάε ι στην αγορά, δεν είναι στο σπίτ ι . Μ π ο ρ ε ί και να μην ε ί­ναι κανε ίς στο σ π ί τ ι ! Να ι , ε ίναι σαν όνειρο! Ανατρίχιασα!

Π ί εσα το χερούλι , η πόρτα τ η ς κουζίνας άνοιξε σιγά σι-

Page 377: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 377

γ ά ! Μ π ή κ α στην κουζίνα σαν γάτα, χωρίς να κάνω θόρυβο. Μύρ ιζε βούτυρο, όπως παλιά. Δεν ήταν κανείς εκε ί , και , μ ε τα αθλητ ικά παπούτσια που φορούσα, κανε ίς δεν μ' άκουσε όταν α ν έ β η κ α τ ις σκάλες , πάνω από το μ ε γ ά λ ο πιθάρι . Ε ί ­μαι σαν σκιά που τ ρ ι γ υ ρ ί ζ ε ι στα όνειρα. Σ κ έ φ τ ο μ α ι πως π ρ έ π ε ι να φταίε ι το ξενύχτ ι , που νομίζω ότι ονε ιρεύομαι . Ώ σ τ ε το σπίτ ι τους έ τσ ι μυρίζε ι , ε ίπα μέσα μου. Έ ν α πραγ­ματ ικό σπ ί τ ι ! Νά μ ε , ε γ ώ ε ί μ α ι ! θα πω.

Ό τ α ν έφτασα στον πρώτο όροφο, άνοιξα μ ε τρόπο μια από τ ις κ λ ε ι σ τ έ ς πόρτες . Κοίταξα: γνώρισα αμέσως το σι­χαμερό σώμα τ ου : νά ο Μ ε τ ί ν , κο ιμάται σκεπασμένος μ ε το σεντόν ι . Μ ο υ χρωστάε ι δυο χ ιλ ιάδες λ ίρες , σ κ έ φ τ η κ α , κ ι από πάνω μου ε ί π ε ότι δεν υπάρχει και Θεός. Μ π ο ρ ώ τώρα να τον πν ίξω χωρίς να μ ε δ ε ι κανε ί ς . Σ τ ά θ η κ α και σ κ έ φ τ η κ α : Θ' αφήσω δαχτυλ ικά αποτυπώματα. Έ κ λ ε ι σ α μ ε τρόπο την πόρτα και μ π ή κ α σ' ένα άλλο δωμάτ ιο .

Π ά ν ω στο τραπέζι ε ίδα ένα μπουκάλι και στο άφτιαχτο κρεβάτι πεταμένο ένα μεγάλο παντελόνι · κατάλαβα: είναι το δωμάτιο του Φαρούκ. Β γ ή κ α κι από κε ι , κ ι όταν άνοιξα την πόρτα του άλλου δωματ ίου , χωρίς καλά καλά να καταλα­βαίνω τ ι κάνω, στον τοίχο νόμισα ότι ε ίδα τ η φωτογραφία του πατέρα μου κι ανατρίχιασα* τ ι παράξενο, ο πατέρας μου ε ίχε γ έν ια , μ ε κοίταζε μέσα από το κάδρο οργ ισμένος, θαρ­ρείς , κ ι απελπ ισμένος , κι έ λ ε γ ε , αχ, τ ι κρίμα που ε ίσαι χα­ζός. Τρόμαξα. Κατόπ ιν , όταν άκουσα τ η βραχνή γεροντ ί -σ τ ι κ η φωνή, κατάλαβα τίνος φωτογραφία ήταν στον τοίχο.

«Ποιος ε ί να ι ; » Μ α και πάλι άνοιξα γ ια μια σ τ ι γ μ ή την πόρτα. Ό τ α ν ε ί­

δα στο στρώμα το ρυτ ιδωμένο πρόσωπο και τα μ ε γ ά λ α αυ­τ ιά , την έκλε ισα αμέσως.

Page 378: Το σπίτι της σιωπής

378 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ρ ε τ ζ έ π . . . εσύ ε ίσαι , Ρ ε τ ζ έ π ; » Έ τ ρ ε ξ α χωρίς να κάνω θόρυβο και καθώς περ ίμενα τ ρ έ ­

μοντας έξω από την πόρτα του τελευτα ίου δωματίου, ξανά­κουσα τ η φ ω ν ή :

«Ποιος ε ίναι ; Ρ ε τ ζ έ π , εσύ ε ί σ α ι ; » Μ π ή κ α αμέσως στο δωμάτ ιο , και τα 'χασα: Ο ύ τ ε εσε ίς

ε ί σ τ ε στο δωμάτιο σας, δεσποιν ίς Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν ! Σ ή κ ω σ α το κάλυμμα του άδειου κρεβατιού και οσφράνθηκα τ η μυρωδιά τ η ς , κατόπιν , το ξανάστρωσα β ιαστ ικά γ ια να μην αφήσω κανένα ίχνος, μιας κ ι η γ έ ρ ι κ η φωνή, γ ια να μ ε σ τ α μ α τ ή ­σε ι , θαρρείς, φώναζε π ά λ ι :

«Ποιος ε ίναι ; Ποιος είναι ε κ ε ί , Ρ ε τ ζ έ π ; » Έ β γ α λ α κάτω από το μαξιλάρι τ η ς το νυχτ ικό τ η ς , και

μύρισα: μύριζε λεβάντα και Νιλγκιούν. Κατόπιν , σαν να μην το είχα μυρίσει , το δίπλωσα, το έβαλα κάτω από το μαξιλάρι και σκέφτηκα ν' αφήσω ε κ ε ί το δίσκο και το χ τ έ ν ι : νά, εδώ, πάνω στο μαξιλάρι θα τ ' αφήσω, Νιλγκ ιούν. Κ ι όταν τα δεις θα καταλάβε ις , Ν ιλγκ ιούν : μέρες τώρα σε παρακολουθώ, σ' αγαπώ. Μ α δεν τ ' άφησα* γ ιατ ί , αν τ ' άφηνα, θαρρείς, όλα θα τ έ λ ε ι ω ν α ν κ ι έ λ ε γ α , ναι, ας τελε ιώσουν όλα, μα ξανα­κούστηκε η φ ω ν ή :

« Ρ ε τ ζ έ π , πού ε ίσαι , Ρ ε τ ζ έ π ; » Β γ ή κ α αμέσως από το δωμάτ ιο , γ ιατ ί κατάλαβα από το

θόρυβο ότι η γ ιαγ ιά τους σηκωνόταν από το κρεβάτ ι . Κα­τεβαίνοντας β ιαστ ικά τ ις σκάλες , την άκουσα πίσω μου ν' ανοίγει την πόρτα τ η ς και να χτυπάει κάτω μ ε το μπαστούνι τ η ς τόσο δυνατά, σαν να τρυπούσε το πάτωμα.

« Ρ ε τ ζ έ π , ε ίπα, Ρ ε τ ζ έ π ! » Μ π ή κ α στην κουζίνα και , ενώ έκανα να β γ ω έξω, στα­

μ ά τ η σ α : Δ ε ν π ρ έ π ε ι να φύγω δίχως να κάνω κ ά τ ι . Σ τ η ν

Page 379: Το σπίτι της σιωπής

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ 379

κουζίνα ήταν μια κατσαρόλα με φαγητό. Γύρισα μέχρ ι τ έ ­λος το δ ι α κ ό π τ η , η φλόγα δυνάμωσε όσο δεν πήγα ινε άλλο. Κατόπιν γύρισα και τον άλλο δ ι α κ ό π τ η . Β γ ή κ α λέγοντας μέσα μου ότι θα 'πρεπε να ε ίχα κάνε ι περ ισσότερα.

Σ κ έ φ τ η κ α να μ η δώσω σημασία σε κ α ν έ ν α ν όταν έφτα­σα στην πλαζ περπατώντας πολύ γ ρ ή γ ο ρ α , σας ε ίδα, δ ε ­σποινίς Ν ιλγκ ιούν , ήσασταν ε κ ε ί , όπως το υπέθεσα, πίσω από τ η συρμάτινη περίφραξη, ανάμεσα στο πλήθος! Να σας δώσω το δίσκο και τ η χτένα σας, να τ ε λ ε ι ώ ν ο υ μ ε ! Ε γ ώ δεν φοβάμαι κανέναν. Σκουπιζόταν μ ε τ η ν π ε τ σ έ τ α τ η ς . Ώ σ τ ε λ ίγο πριν ήσασταν σ τ η θάλασσα, δεσποιν ίς . Ο Μουσταφά δεν ήταν ε κ ε ί , δεν έ χ ε ι έ ρ θ ε ι , σκέφτηκα .

Π ε ρ ί μ ε ν α λ ίγο και π ή γ α στον μ π α κ ά λ η . Ή τ α ν κ ι άλλοι π ε λ ά τ ε ς .

« Μ ο υ δίνεις μια Τζουμχουρίέτ;» ε ίπα. « Δ ε ν έ χ ω ! » ε ί π ε ο μπακάλης , μ ε πρόσωπο κατακόκκινο.

« Δ ε ν πουλάμε π ι α » . Δεν ε ίπα τ ίποτα. Π ε ρ ί μ ε ν α . Σ ε λ ίγο ήρθατε κι εσε ίς από

την πλαζ, δεσποινίς Νιλγκ ιούν , κ ι ε ί π α τ ε , όπως κάθε πρωί : « Μ ι α Τζουμχουρίέτ, παρακαλώ!» « Δ ε ν έ χ ο υ μ ε » , ε ί π ε ο μπακάλης . « Δ ε ν πουλάμε π ια ! » « Γ ι α τ ί ; » ε ίπες εσύ, Ν ιλγκ ιούν . « Χ τ ε ς ε ί χ α τ ε » . Ό τ α ν ο μπακάλης μ' έδε ι ξ ε μ ε μια κ ίνηση του κεφαλιού

του, μ ε κο ίταξες : τα βλέμματα μας συναντήθηκαν : κατά­λαβες , κατάλαβες , κατάλαβες τώρα τ ι άνθρωπος ε ίμα ι ; Και τώρα, σκέφτηκα, μ ε υπομονή, σιγά σιγά, σαν καθωσπρέπε ι κύριος, θα σου τα εξηγούσα όλα. Β γ ή κ α έξω, και περ ίμενα , μ ε το δίσκο και τ η χτένα έτοιμα να σ' τα δώσω. Σ ε λίγο β γ ή ­κες κ ι εσύ. Τώρα θα σου τα πω όλα, όλα, θα καταλάβε ις .

« Μ π ο ρ ο ύ μ ε να μ ιλήσουμε λ ί γ ο ; » ε ίπα.

Page 380: Το σπίτι της σιωπής

380 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Δ ε ν το π ε ρ ί μ ε ν ε , σ τ ά θ η κ ε και γ ια μια σ τ ι γ μ ή μ ε κοίτα­ξε , αχ, το όμορφο πρόσωπο τ η ς ! Νόμισα πως θα μου μιλού­σε , έν ιωσα αγωνία, μα ούτε καν σ τ ά θ η κ ε ! Έ φ υ γ ε σαν να 'χε δε ι μπροστά τ η ς το σατανά. Έ τ ρ ε ξ α αμέσως ξοπίσω της , την πρόφτασα, δίχως να δώσω σημασία σε κανέναν.

αΣε παρακαλώ, Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν ! » τ η ς ε ίπα. «Άκουσε μ ε μια φορά μονάχα».

Ξαφνικά σ τ α μ ά τ η σ ε . Ό τ α ν ε ίδα τα μάτ ια τ η ς από κο­ντά, το πρόσωπο τ η ς , αναστατώθηκα. Τ ι περ ί εργο χρώμα είχαν τα μάτια τ η ς !

« Κ α λ ά » , ε ί π ε . « Ό , τ ι έχε ι ς να πε ι ς , πες το γ ρ ή γ ο ρ α » . Τα ξέχασα όλα: τ ίποτα δεν μου ερχόταν να τ η ς π ω : σαν

να ε ί χ α μ ε μόλις γνωρ ιστε ί και δεν ε ί χ α μ ε τ ίποτα να πούμε . Σ ε λ ίγο , ε ίπα μ ε μια τ ε λ ε υ τ α ί α ελπ ίδα :

« Ο δίσκος αυτός ε ίναι δικός σου, έ τ σ ι δεν ε ί να ι ; » Έ κ α ν α να τ η ς δώσω το δ ίσκο, μα ούτε καν τον κοίταξε. « Ό χ ι ! » ε ί π ε . « Δ ε ν ε ίναι δικός μου» . « Δ ι κ ό ς σου ε ίνα ι , δ ικός σου ε ίναι ο δίσκος αυτός, Ν ι λ ­

γκ ιούν! Κοίταξε τον καλά. Ξεθώριασε η θ ή κ η του. Β ρ ά χ η -κ ε , τώρα μόλις τον σ τ έ γ ν ω σ α » .

Έ σ κ υ ψ ε το κεφάλι τ η ς και κο ίταξε : « Ό χ ι . Δεν ε ίναι δ ικός μου!» ε ί π ε . « Κ ά ν ε ι ς λάθος» . Έ φ υ γ ε * έτρεξα και τ η ν έπιασα από το μπράτσο. «Άφησε μ ε ! » φώναξε. « Γ ι α τ ί όλοι σας μου λ έ τ ε ψ έ μ α τ α ; » «Άφησε μ ε ! » « Γ ι α τ ί μ ε α π ο φ ε ύ γ ε τ ε ; Ο ύ τ ε καν να μ ε χ α ι ρ ε τ ή σ ε τ ε θ έ ­

λ ε τ ε ; Τ ι κακό σου έκανα! Αν δεν ήμουν ε γ ώ , ξέρε ις τ ι θα εί­χαν κάνε ι αυτο ί ; »

Φώναζα κ ι ε γ ώ τώρα.

Page 381: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 3 8 1

«Πο ιο ι , αυτο ί ; » ε ί π ε . « Γ ι α τ ί λες ψ έ μ α τ α ; Σαν να μην ξέρε ις . Γ ι α τ ί διαβάζεις

Τζουμχουριέτ;» Αντί να μου απαντήσε ι , κοίταξε γύρω τ η ς απελπ ισμένα ,

σαν να ζητούσε βοήθεια. Τ η ν έπιασα από το χέρι και μ ε μια τ ελευτα ία ελπίδα τ ή ς ε ίπα :

« Σ ' αγαπώ, το ξ έ ρ ε ι ς ; » Τ ρ ά β η ξ ε απότομα το χέρ ι τ η ς , τ ι ν ά χ τ η κ ε , έφυγε σχεδόν

τρέχοντας να μου ξεφύγει , όμως ούτε αυτή π ίστευε ότι μπο­ρούσε να μου ξεφύγε ι ! Έ τ ρ ε ξ α , έκανα δυο βήματα και , σαν γάτα που αρπάζει το τ ρ α υ μ α τ ι σ μ έ ν ο π ο ν τ ί κ ι , τ η ν έπιασα από τον λεπτό καρπό τ η ς . Γ ιά στάσου, να δούμε! Τόσο απλό ή τ α ν . Έ τ ρ ε μ ε . Θέλησα να τ η φ ιλήσω, τώρα το αφεντ ικό ήμουνα ε γ ώ , όμως δεν σκόπευα να επωφεληθώ ε π ε ι δ ή ε ί χ ε καταλάβε ι το λάθος τ η ς : ε γ ώ ξέρω να συγκρατούμαι . Κοί­τα, από το πλήθος κανε ίς δεν τ ρ έ χ ε ι να σε βοηθήσε ι , γ ιατ ί ξέρουν πως δεν έχε ις δίκιο. Γ ιά πες μας, να δούμε, μ ικρή κυ­ρία, γ ι α τ ί μ ε αποφεύγε ις , μ ίλα, πες μας τ ι κ ά ν ε τ ε κρυφά από μένα , μ ε όλους τους άλλους, γ ια να το ακούσουν όλοι εδώ τρ ιγύρω, και να μ η μ ε κατηγορήσουν άδικα. Αναρω­τ ή θ η κ α αν ο Μουσταφά ήταν εκε ί . Κ ι ε κ ε ί που π ε ρ ί μ ε ν α να μου πε ι αυτό που θα μ ε λύτρωνε από τ ις συκοφαντίες που έ λ ε γ ε ο κόσμος γ ια μένα, ελπίζοντας ότι θα τ έ λ ε ι ω ν ε ο ατέ ­λε ιωτος εφιάλτης , ξαφνικά φώναξε:

« Τ ρ ε λ έ , παλιοφασίστα, άφησε μ ε ! » Ν ά λοιπόν, ομολογούσε πως ήταν ένα μ ε τους άλλους.

Σ τ η ν αρχή σάστισα, έ π ε ι τ α αποφάσισα να τ η ν τ ι μ ω ρ ή σ ω ε π ι τ ό π ο υ , κ ι άρχισα να τ η χτυπάω, να τ η χτυπάω γ ια να τ η ν τ ι μ ω ρ ή σ ω .

Page 382: Το σπίτι της σιωπής

27

Ό τ α ν κατάλαβα ότι αυτός που τ ρ ά π η κ ε σε φυγή έχοντας σπάσει στο ξύλο την κοπέλα ήταν ο Χασάν κ ι ότι η κοπέ­λα που ήταν π ε σ μ έ ν η καταγής ήταν η Ν ιλγκ ιούν , ε ίπα : Τ ι σ τ έ κ ε σ α ι , τρέχα, Ρ ε τ ζ έ π , τρέχα. Άφησα κάτω το δ ίχτυ με τα ψώνια, έτρεξα, και π ή γ α κοντά τ η ς .

« Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν » , ε ίπα, « Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν , πώς ε ίσαι , κόρη μου ; » Κουλουριασμένη, σαν να κοιμόταν στο κρεβάτ ι τ η ς , κρα­

τούσε μ ε τα χέρια το κεφάλι τ η ς , μ ε το μάγουλο ακουμπι­σμένο στην άσφαλτο. Έ τ ρ ε μ ε . Θαρρείς και πονούσε, υπέ­φερε , όχι το σώμα τ η ς μα η ψυχή τ η ς , γ ι ' αυτό και δεν φώ­ναζε, μονάχα βογκούσε .

« Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν , Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν » , ε ίπα, και την έπιασα από τους ώμους.

Έ κ λ α ψ ε λ ίγο α κ ό μ η , ενώ ολόκληρο το σώμα τ η ς έ τ ρ ε ­μ ε . Κατόπιν σ τ α μ ά τ η σ ε το β ο γ κ η τ ό και , σαν να κατσάδια-ζε κάποιον, σαν να δ ιαμαρτυρόταν, άρχισε να χτυπάε ι μ ε τ η γροθιά τ η ς την άσφαλτο. Τ η ν κράτησα.

Ό τ α ν την έπιασα, θαρρείς κατάλαβε , ε ί δ ε γ ια πρώτη φο­ρά κάτ ι που δεν μπορούσε να καταλάβε ι : ε ί δ ε αυτούς που

Page 383: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 383

ξετρύπωναν από τ ις άκρες του δρόμου, όπου ήταν κ ρ υ μ μ έ ­νοι, και μαζεύονταν σιγά σιγά τρ ιγύρω μας, που μιλούσαν και φώναζαν, που έχωναν τ ις περ ί εργες φάτσες τους ανάμε­σα από τους ώμους των άλλων γ ια να δουν καλύτερα και να πούνε κάτ ι και, ξαφνικά, σαν να ντράπηκε , άπλωσε τα χέρια τ η ς σ' ε μ έ ν α , θ έλησε να σηκωθε ί , και μόνο τ ό τ ε ε ίδα το κα-ταματωμένο πρόσωπο τ η ς . Θ ε έ μου! ξεφώνισε μια γυναίκα.

« Σ τ η ρ ί ξ ο υ πάνω μου, παιδί μου, στηρ ίξου» . Σ η κ ώ θ η κ ε , σ τ η ρ ί χ τ η κ ε . Τ η ς έδωσα το μαντ ίλ ι μου. « Ν α φύγουμε από δω, να π ά μ ε στο σ π ί τ ι » . « Ε ί σ α ι κ α λ ά ; » « Ή ρ θ ε τ α ξ ί » , ε ί π ε κάποιος. « Π ά ρ τ ε τ ο » . Κάνανε πέρα, μ π ή κ α μ ε στο αυτοκίνητο και κάποιος μου

έδωσε το δ ίχτυ μου και τ η ν τσάντα τ η ς Νιλγκ ιούν . «Αυτό είναι της κοπέλας» , ε ίπε ένα παιδί, κι έδωσε το δί­

σκο. « Σ τ ο ν ο σ ο κ ο μ ε ί ο ; » ρ ώ τ η σ ε ο οδηγός . « Σ τ η ν Ισταν­

μ π ο ύ λ ; » « Θ έ λ ω να πάω στο σ π ί τ ι ! » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Π ρ ώ τ α να π ά μ ε στο φαρμακε ίο !» ε ίπα ε γ ώ . Δ ε ν ε ίχε αντ ίρρηση . Ενώ πηγα ίναμε στο φαρμακείο, δεν

έ β γ α λ ε μ ιλ ιά , έ τ ρ ε μ ε , και κάπου κάπου κοίταζε το μαντ ίλ ι αδιάφορα, γ ια να δε ι αν οι π λ η γ έ ς έτρεχαν ακόμη αίμα.

« Κ ρ ά τ α πίσω το κεφάλι σου!» τ η ς ε ίπα. Σ τ ο φαρμακε ίο δεν β ρ ή κ α μ ε τον Κ ε μ ά λ , το φαρμακο­

ποιό, μα την όμορφη γυναίκα του* άκουγε ραδιόφωνο. « Ο Κ ε μ ά λ δεν είναι ε δ ώ ; » ρώτησα. Όταν η γυναίκα ε ίδ ε τ η Νιλγκιούν, έ β α λ ε μια φωνή. Κα­

τόπιν άρχισε να τ ρ έ χ ε ι πέρα-δώθε μέσα στο φαρμακείο τα­ρ α γ μ έ ν η , έ κ α ν ε συνέχε ια ε ρ ω τ ή σ ε ι ς , μα η Ν ιλγκ ιούν δεν

Page 384: Το σπίτι της σιωπής

384 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

απαντούσε. Σ τ ο τέλος η γυναίκα του Κ ε μ ά λ άρχισε να κα­θαρίζει μ ε βαμβάκ ι και μ ε φάρμακα το πρόσωπο τ η ς Ν ι λ ­γκιούν. Ε γ ώ γύρισα το κεφάλι μου, δεν κοίταζα.

« Ο Κ ε μ ά λ δεν ε ίναι ε δ ώ ; » « Ε γ ώ ε ίμαι η φαρμακοποιός!» ε ί π ε η γυναίκα. « Τ ι να τον

κάνε ις αυτόν; Ε ίναι ε π ά ν ω ! Κ ο π έ λ α μου, πώς σε χτυπήσα-νε έ τ σ ι ; »

Τ η σ τ ι γ μ ή εκε ίνη μ π ή κ ε μέσα ο Κ ε μ ά λ . Έ μ ε ι ν ε για λίγο ακίνητος, κατόπιν κοίταξε σαν να ' βλεπε κάτ ι που περ ίμενε .

« Τ ι έ γ ι ν ε ; » « Μ ε χ τ υ π ή σ α ν ε » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Μ ε δ ε ί ρ α ν ε » . « Θ ε έ μου!» έκανε η γυναίκα. « Π ώ ς κ α τ α ν τ ή σ α μ ε έ τσ ι ,

πώς κ α τ α ν τ ή σ α μ ε έ τ σ ι ; » «Ποιους εννοε ί ς ; » «Αυτούς που το κάνανε . . . » ε ί π ε η γυναίκα. « Ο φασίστας», ψ ιθύρισε η Ν ιλγκ ιούν . « Σ ώ π α , μ η μ ι λ ά ς » , ε ί π ε η γυναίκα. « Σ ώ π α , σώπα» . Ο Κ ε μ ά λ , όταν άκουσε τ η λ έ ξ η , ξαφνιάστηκε. Σαν να εί­

χε ακούσει ή θυμηθε ί μια ά σ χ η μ η λ έ ξ η . Ύ σ τ ε ρ α π ή γ ε κο­ντά στο ραδιόφωνο και φώναξε σ τ η γυναίκα του :

« Γ ι α τ ί βάζεις τόσο δυνατά αυτό το ραδιόφωνο;» Ό τ α ν έ κ λ ε ι σ ε το ραδιόφωνο, σαν ν' άδε ιασε ξαφνικά το

μαγαζί και φάνηκαν ο πόνος, η ν τ ρ ο π ή , η ενοχή . Δ ε ν ή θ ε ­λα να σκέφτομαι .

« Μ η ν το κ λ ε ί ν ε τ ε » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Μ π ο ρ ε ί τ ε να το α ν ο ί ξ ε τ ε ; »

Ο Κ ε μ ά λ άνοιξε το ραδιόφωνο κι ε γ ώ αρνήθηκα να σκε­φτώ. Όλοι σωπάσανε. Μόλ ις τ έ λ ε ι ω σ ε η γυναίκα τ η δουλειά τ η ς , ε ί π ε :

«Τώρα πρέπε ι να π ά μ ε αμέσως στο νοσοκομείο! Θεός φυ-

Page 385: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 385

λάξοι , μην έχουμε καμιά ε σ ω τ ε ρ ι κ ή αιμορραγία. Τ η χτύ­π η σ ε πολύ στο κεφάλ ι . . . »

« Ο αδελφός μου ε ίναι στο σπ ί τ ι , Ρ ε τ ζ έ π ; » ε ί π ε η Ν ι λ ­γκ ιούν.

« Ό χ ι » , ε ίπα. « Π ή γ ε το αυτοκίνητο του στο συνεργε ίο» . « Ν α π ά ρ ε τ ε αμέσως τ α ξ ί » , ε ί π ε η γυναίκα. « Έ χ ε ι ς μαζί

σου λεφτά, Ρ ε τ ζ έ π ; » « Ν α σου δώσω ε γ ώ » , ε ί π ε ο Κ ε μ ά λ . « Ό χ ι » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Θ έ λ ω να πάω στο σ π ί τ ι » . Ε ν ώ σηκωνόταν, έ β γ α λ ε ένα β ο γ κ η τ ό . « Σ τ ά σ ο υ » , ε ί π ε η γυναίκα. « Ν α σου κάνω μια παυσίπο­

ν η έ ν ε σ η » . Όταν η Νιλγκιούν δεν μ ίλησε , η φαρμακοποιός την έπια­

σε από το χέρ ι και τ η ν π ή γ ε μέσα. Ε γ ώ κ ι ο Κ ε μ ά λ σω­παίναμε. Αυτός κοίταζε από το τζάμι τ η ς βιτρίνας, αυτά που έ β λ ε π ε καθημερ ινά : τ η βιτρίνα του απέναντ ι μαγαζιού, τ η δ ιαφήμ ιση τ η ς κόκα κόλα, την καντίνα μ ε τα σάντουιτς μ ε γύρο. Μ ί λ η σ α γ ια να πω κ ά τ ι :

« Τ ο βράδυ τ η ς π ε ρ α σ μ έ ν η ς Δ ε υ τ έ ρ α ς ήρθα και πήρα ασπ ιρ ίνη» , ε ίπα. «Κοιμόσουνα. Το πρωί ε ίχες πάε ι γ ια ψά­ρ ε μ α » .

«Παντού το ίδιο π ρ ά γ μ α » , ε ί π ε . « Ό π ο υ κι αν πας, δεν σ' αφήνει ήσυχο» .

« Π ο ι ο ; » « Η π ο λ ι τ ι κ ή » . « Δ ε ν ξ έ ρ ω » , ε ίπα. Κοιτάξαμε λίγο ακόμη έξω. Τον κόσμο που πήγαινε στην

πλαζ. Ή ρ θ α ν . Γύρ ισα και κοίταξα το πρόσωπο τ η ς Ν ι λ ­γκ ιούν : το ένα τ η ς μάτ ι ήταν κλε ιστό , τα μάγουλα τ η ς μ ε ­λαν ιασμένα. Η γυναίκα του Κ ε μ ά λ μας ε ί π ε πως έ π ρ ε π ε

Page 386: Το σπίτι της σιωπής

386 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

οπωσδήποτε να πάμε στο νοσοκομείο, η Νιλγκιούν δεν ή θ ε ­λε , αυτή ε π έ μ ε ν ε . « Κ ά λ ε σ ε ένα τ α ξ ί » , ε ί π ε στον άντρα τ η ς .

« Ό χ ι » , ε ί π ε η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν . Π ή ρ ε τ η ν τ σ ά ν τ α τ η ς . « Ν α π ε ρ π α τ ή σ ο υ μ ε , να συνέλθω. Το σπ ίτ ι ε ίναι κοντά» .

Αυτοί εξακολουθούσαν να λένε τα δικά τους, ε γ ώ πήρα το δ ίχτυ και τα π α κ έ τ α μου, κ ι έπ ιασα από το χέρ ι τ η Ν ι λ ­γκιούν. Σ τ η ρ ί χ τ η κ ε επάνω μου. Ανοίξαμε τ η ν πόρτα, χτύ­π η σ ε το κουδουνάκι, ε τ ο ι μ α σ τ ή κ α μ ε να β γ ο ύ μ ε .

« Ε ί σ α ι προοδευτ ική , έ τ σ ι δεν ε ί ν α ι ; » ρώτησε ο Κ ε μ ά λ . Η Νιλγκ ιούν κούνησε το κεφάλι τ η ς καταφατικά. Ο Κ ε ­

μάλ σαν να μην μπορούσε να κρατηθε ί , αν και θα το ' θ ελε . « Π ώ ς το κ α τ ά λ α β α ν ; » «Από την εφημερ ίδα που παίρνω από τον μ π α κ ά λ η ! » « Α ! » έκανε ο Κ ε μ ά λ , κ ι ησύχασε, μα ήταν μ π ε ρ δ ε μ έ ν ο ς ,

κ ι όταν η όμορφη γυναίκα του μ ίλησε , ξαφνικά έν ιωσε ντρο­π ή .

« Β λ έ π ε ι ς ! » ε ί π ε . « Δ ε ν σου το 'λεγα, Κ ε μ ά λ ; . . . » « Ε σ ύ σώπα!» φώναξε ο Κ ε μ ά λ , σαν να ε ί χ ε βαρεθε ί να

ν τ ρ έ π ε τ α ι . Ε γ ώ μ ε τ η Νιλγκ ιούν β γ ή κ α μ ε έξω, στον ήλ ιο . « Σ τ η ρ ί ξ ο υ καλά επάνω μου» , ε ίπα. « Δ ώ σ ε και την τσά­

ντα σου». Π ε ρ ά σ α μ ε τ η λεωφόρο χωρίς να μας δε ι κανε ίς , μ π ή κ α ­

μ ε στο απέναντ ι σοκάκι , προχωρήσαμε ανάμεσα στα σπίτια μ ε τα μπαλκόν ια και τους κήπους , όπου ήταν α π λ ω μ έ ν α χ ρ ω μ α τ ι σ τ ά μαγ ιό και π ε τ σ έ τ ε ς . Ή τ α ν και κάποιο ι που τ ρ ώ γ α ν ε πρωινό , μα δεν μας κοίταζαν. Κ α τ ό π ι ν π έ ρ α σ ε ένας νεαρός μ ε ποδήλατο, και κοίταξε όχι τ η Νιλγκιούν που ήταν τ ρ α υ μ α τ ι σ μ έ ν η , μα ε μ έ ν α , που ήμουνα νάνος, το κα­τάλαβα από το β λ έ μ μ α του. Ύ σ τ ε ρ α πέρασε από μπροστά

Page 387: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 387

μας ένα κορ ιτσάκ ι μ ε β α τ ρ α χ ο π έ δ ι λ α στα πόδια, περπα­τούσε σαν πάπια, κ ι η Νιλγκ ιούν γ έ λ α σ ε .

« Ό τ α ν γ ε λ ά ω , πονάω ε δ ώ » , ε ί π ε , και γ έ λ α σ ε ακόμη πιο πολύ. « Ε σ ύ γ ιατ ί δεν γ ε λ ά ς , Ρ ε τ ζ έ π ; » ρώτησε . « Γ ι α τ ί ε ί­σαι τόσο σοβαρός; Ε ίσα ι πάντα σοβαρός και φοράς γραβά­τα, σαν τους σοβαρούς ανθρώπους. Γ έ λ α » .

Π ί εσα τον εαυτό μου, και γέλασα. «Ααα, έκανε . Έ χ ε ι ς λοιπόν και δόντια! Δ ε ν τα είχα δε ι

π ο τ έ ! » Τ ό τ ε ντράπηκα και γέλασα πιο πολύ, κ ι έ π ε ι τ α σωπά­

σαμε , αυτή έ κ λ α ψ ε , σκέφτηκα πως μπορεί να μην ή θ ε λ ε να τ η δω να κλα ίε ι και δεν την κοίταξα· όταν άρχισε όμως να τ ρ έ μ ε ι , θέλησα να την παρηγορήσω.

« Μ η ν κλαις , ψυχή μου, μην κλα ις» . « Γ ι α το τ ί π ο τ α » , ε ί π ε . « Κ α ι πόσο ανόητο, άδικα. . . Ε ί μ α ι

χαζή, δεν είναι παρά ένα πα ιδ ί . . . » « Μ η ν κλαις , μην κλα ις . . . » Σ τ α θ ή κ α μ ε . Τ η ς χά ιδεψα τα μαλλιά. Κατόπιν σ κ έ φ τ η ­

κα: Καμιά φορά θέλουμε να ε ίμαστε μόνοι όταν κλα ίμε . Τ η ν άφησα. Κοίταξα το δρόμο. Έ ν α παιδί μάς κοίταζε από το απέναντ ι μπαλκόν ι , περ ί εργο και φοβ ισμένο . Θα σκεφτό­ταν πως ε γ ώ την έκανα να κλαίε ι . Σ ε λ ίγο η Νιλγκ ιούν σώ­πασε , ζ ή τ η σ ε τα μαύρα γυαλιά τ η ς , ήταν στην τσάντα τ η ς , τα έ β γ α λ α και τ η ς τα έδωσα. Τα φόρεσε.

« Σ ο υ π ά ν ε » , ε ί π α - γ έ λ α σ ε . « Ε ί μ α ι όμορφη ; » ρώτησε και , μ έ χ ρ ι να τ η ς απαντήσω,

πρόσθεσε : « Η μ η τ έ ρ α μου ήταν όμορφη; Πώς ήταν η μ η ­τέρα μου, Ρ ε τ ζ έ π ; »

« Κ ι εσύ ε ίσαι όμορφη, κ ι η μ η τ έ ρ α σου ήταν όμορφη» . « Π ώ ς ήταν η μ η τ έ ρ α μου ; »

Page 388: Το σπίτι της σιωπής

388 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

αΉταν καλή γυνα ίκα» , ε ίπα. « Π ώ ς , κ α λ ή ; » Σ κ έ φ τ η κ α : Δ ε ν ζητούσε από κανέναν τ ίποτα , δεν ενο­

χλούσε κ α ν έ ν α ν , νόμ ιζες ότ ι δεν ή ξ ε ρ ε γ ι α τ ί ζούσε. Σαν σκιά. Κα ι σαν γάτα, έ λ ε γ ε η κυρά. Συνέχε ια π ίσω από τον άντρα τ η ς . Μ α χ α μ ο γ ε λ α σ τ ή , σαν τον ήλ ιο , και καλόβολη. Κ α λ ή , ναι ! . . . Κανε ίς δεν τ η φοβόταν.

« Κ α λ ή , όπως ε σ ύ » , ε ίπα. « Ε γ ώ ε ίμα ι κ α λ ή ; » « Β έ β α ι α » . « Μ ι κ ρ ή πώς ήμουνα ; » Σ κ έ φ τ η κ α : Παίζατε όμορφα όμορφα στον κήπο. Τα δυο μι­

κρότερα αδέλφια. Ο κύριος Φαρούκ ήταν μεγάλος, δεν έπαιζε μαζί σας. Τρέχατε κάτω από τα δέντρα, θέλατε να τα δε ί τ ε όλα. Κατόπιν ερχόταν κι Αυτός κι έπαιζε μαζί σας. Τον θεω­ρούσατε έναν από σας. Ε γ ώ σας άκουγα από το παράθυρο της κουζίνας: Παίζουμε κρυφτό; Καλά, άρχισε να μετράς. Εσύ μ έ ­τρα, Νιλγκιούν. Ένα μένα ντόσι, ντόσι σακλαμπόσι, σακλα-μπόσι. Και , ξαφνικά, ο Χασάν σε ρωτούσε αν ξέρεις γαλλικά.

« Κ α ι μ ι κ ρ ή ήσουνα όπως τ ώ ρ α » , ε ίπα. « Δ η λ α δ ή , π ώ ς ; » Κ ι όταν το φαγητό ήταν έ το ιμο , φώναζα: Κυρία, το φα­

γ η τ ό ε ίναι έ τ ο ι μ ο , κ ι η κυρά άνοιγε το παράθυρο και φώ­ναζε: Νιλγκ ιούν , Μ ε τ ί ν , ε λ ά τ ε , το φαγητό είναι έτο ιμο , πού ε ί σ τ ε , ψάξε πάλι να τους βρε ις , Ρ ε τ ζ έ π , πού ε ίναι ; Ε δ ώ εί­ναι , κυρία, κοντά σ τ η συκιά, έ λ ε γ α , και τ ό τ ε η κυρά κοίτα­ζε και σας έ β λ ε π ε ανάμεσα από τα φύλλα τ η ς συκιάς και φώναζε: Ααα, ο Χασάν πάλι εδώ είναι , Ρ ε τ ζ έ π , πόσες φορές σου ε ίπα να μην αφήνεις αυτό το παιδί να μπαίνε ι στο σπί­τ ι μας, γ ιατ ί έρχετα ι , ας πάε ι να καθίσε ι στο σπ ίτ ι του πα-

Page 389: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 3 8 9

τέρα του , έ λ ε γ ε η κυρά, και τ ό τ ε άνο ιγε και το άλλο πα­ντζούρι και πρόβαλλε το κεφάλι του Ν τ ο γ ά ν μ π έ η από το παράθυρο του δωματίου όπου χρόνια εργαζόταν ο πατέρας του, και ρωτούσε, τ ι τ ρ έ χ ε ι , μ η τ έ ρ α , τ ι κ ι αν παίζουν όλα τα παιδιά μαζί, γ ιατ ί ενοχλε ίσαι , κι η κυρά τον απόπαιρνε, ποιος σου έδωσε το δ ικαίωμα να ε π ε μ β α ί ν ε ι ς , τον ρωτούσε, εσύ κάτσε στο δωμάτιο σου κ ι όπως ο πατέρας σου, συνέ­χ ισε κ ι εσύ να γράφεις τ ις ανοησίες σου, εσύ δεν μπορείς να ξέρε ις τ ι γ ίνετα ι , όμως τα παιδιά από την πολλή παρέα μ ε τους υ π η ρ έ τ ε ς και τα παιδιά των υπηρετρ ιών, μα γ ιατ ί , μ η ­τέρα , τ η δ ι έ κ ο π τ ε ο Ν τ ο γ ά ν μ π έ η , δεν β λ έ π ε ι ς πώς παί­ζουν, σαν α γ α π η μ έ ν α αδελφάκια. . .

« Μ ε το τ σ ι γ κ έ λ ι τα βγάζε ι κανείς τα λόγια από το στό­μα σου, Ρ ε τ ζ έ π . . . » .

« Τ ι ε ί π α τ ε ; » « Σ ε ρώτησα γ ια τα παιδ ικά μου χρόν ια» . « Μ ε τον Μ ε τ ί ν παίζατε σαν καλά αδελφάκια» . Αδέλφια ε ίπες , έ λ ε γ ε η κυρά, ήμαρτον, Θεέ μου, άλλο πά­

λι κ ι αυτό, όλοι ξέρουν πως τα παιδιά αυτά δεν είχαν άλλον αδελφό από τον Φαρούκ, όπως κι ο Ν τ ο γ ά ν δεν ε ίχε άλλον αδελφό, ήταν λ έ ε ι , αδέλφια του Ν τ ο γ ά ν , ποιος τα λέ ε ι αυτά τα παραμύθια, ογδόντα χρονών γυναίκα δεν μπορώ ν' ασχο­λούμαι μ' αυτές τ ις ανοησίες, ένας τζουτζές κ ι ένας κουτσός είναι το σόι σου, παιδί μου; Ε γ ώ την άκουγα και δεν μιλού­σα. Κ ι όταν κλε ίνανε και οι δυο τα παράθυρα τους και μπαί-νανε μέσα, έβγαινα έξω, άντε , Νιλγκιούν, Μ ε τ ί ν , έλεγα, σας φωνάζει η γ ιαγ ιά σας, το φαγητό ε ίναι έ το ιμο . Εσε ί ς ανε­βαίνατε γ ια φαγητό, κ ι αυτός έ μ ε ν ε σε μια γωνιά.

« Κ α ι μ ε τον Χασάν π α ί ζ α μ ε ! » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Ν α ι , να ι ! »

Page 390: Το σπίτι της σιωπής

390 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Θ υ μ ά σ α ι ; » ρώτησε . Κ ι ενώ εσε ίς τ ρ ώ γ α τ ε πάνω μ ε τ η γ ιαγ ιά , τον Ν τ ο γ ά ν

μ π έ η , τον Μ ε τ ί ν και τον Φαρούκ που ερχόταν πάντα την τ ε λ ε υ τ α ί α σ τ ι γ μ ή , δεν ξέρω από πού, τον ξετρύπωνα από τ η γωνιά που ήταν χωμένος . Χασάν , του έ λ ε γ α , πε ίνασες, παιδί μου, έλα να φας κάτ ι . Ερχόταν φοβ ισμένος , δίχως να βγάζε ι τσ ιμουδιά, π ίσω από μένα , τον έπαιρνα μέσα, τον έβαζα να καθίσει στη μ ικρή καρέκλα μου, και του έφερνα το δίσκο όπου μ έ χ ρ ι σήμερα βάζω το φαγητό μου. Ανέβαινα επάνω να πάρω την π ιατέλα μ ε τα κεφτεδάκ ια , τ η σαλάτα και τα φασόλια που ε ίχαν π ε ρ ι σ σ έ ψ ε ι , τα ροδάκινα και τα κεράσια, δ η λ α δ ή όλα εκε ίνα που μ έ ν α ν ε αφού ο Φαρούκ εί­χε φάει καλά κι ε ίχ ε γ ε μ ί σ ε ι και τ ι ς τ σ έ π ε ς του, τα κ α τ έ ­βαζα κάτω και τα πήγαινα κι αυτά μπροστά του. Έ τ ρ ω γ ε και τον ρωτούσα: Τ ι κάνε ι ο πατέρας σου, Χ α σ ά ν ; Τ ίποτα , πουλάει λαχεία! Το πόδι του είναι καλά, πονάει α κ ό μ η ; Δεν ξέρω! Εσύ πώς ε ίσαι , π ό τ ε θα πας στο σχολε ίο ; Δ ε ν ξέρω! Του χρόνου, έ τ σ ι δεν ε ίναι , παιδί μου; Δ ε ν μ ιλούσε , μ ε κοί­ταζε φοβισμένα, σαν να μ' έ β λ ε π ε γ ια π ρ ώ τ η φορά. Μ ε τ ά το θάνατο του Ν τ ο γ ά ν μ π έ η , όταν π ή γ α ι ν ε κ ι αυτός στο σχολείο, τον ρωτούσα: Τ ι τάξη θα πας φέτος , Χ α σ ά ν ; Σ ώ ­παινε . Τ ρ ί τ η , έ τσ ι δεν ε ίναι ; Θα σπουδάσεις και θα γ ίνε ις μεγάλος άνθρωπος, έ τ σ ι , Χ α σ ά ν ! Μ ε τ ά τ ι θα κάνε ι ς ;

Ξαφνικά αισθάνθηκα τ η Νιλγκ ιούν να τρεκλ ίζ ε ι . « Τ ι τ ρ έ χ ε ι ; » ε ίπα. « Ν α κ α θ ί σ ο υ μ ε ; » « Π ο ν ά ε ι το πλευρό μου» , ε ί π ε . « Μ ε χ τ ύ π η σ ε κ ι ε κ ε ί » . « Ν α πάρουμε τ α ξ ί ; » ε ίπα. Δ ε ν απάντησε * συνεχίσαμε να π ε ρ π α τ ά μ ε . Ξ α ν α β γ ή κ α μ ε στην κ ε ν τ ρ ι κ ή λεωφόρο, περάσαμε ανά­

μεσα από τα αμάξια που ήταν παρκαρισμένα στην παραλία

Page 391: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 391

και τον κόσμο που ερχόταν από την Ιστανμπούλ. Μπαίνο­ντας στον κήπο , ε ίδα το αμάξι.

« Ο αδελφός μου, φαίνεται , ή ρ θ ε » , ε ί π ε η Νιλγκ ιούν . « Ν α ι » , ε ίπα. « Ν α π ά τ ε αμέσως στην Ιστανμπούλ , στο

νοσοκομε ίο» . Δεν ε ίπε τ ίποτα. Μ π ή κ α μ ε από την πόρτα της κουζίνας.

Σάστισα. Είναι δυνατό ν' άφησα το αέριο ανοιχτό, ενώ ένα μά­τ ι έκα ιγε . Το έκλε ισα αμέσως τρομαγμένος. Μ ε τ ά ανέβασα επάνω τ η Νιλγκιούν. Ο κύριος Φαρούκ δεν ήταν εκε ί . Έ β α ­λα τ η Νιλγκιούν να ξαπλώσει στον καναπέ, έβαλα πίσω της και μαξιλάρια, όταν την άκουσα από πάνω να μ ε φωνάζει:

« Ε δ ώ ε ίμα ι , κυρία, εδώ ε ίμα ι , έρχομα ι » , ε ίπα. Έ β α λ α και κάτω από το κεφάλι τ η ς Νιλγκ ιούν ένα μα­

ξιλάρι . « Κ α λ ά ε ί σ α ι ; » τ η ρώτησα. «Τώρα θα σου στε ίλω τον κύ­

ριο Φαρούκ» . Α ν έ β η κ α επάνω. Η κυρά ε ί χ ε β γ ε ι από το δωμάτιο τ η ς

και , μ ε το μπαστούνι στο χέρ ι , στεκόταν στο κεφαλόσκαλο. « Π ο ύ ήσουνα;» ε ί π ε . « Μ α π ή γ α στην αγορά. . . » ε ίπα. « Κ α ι πού πας τ ώ ρ α ; » « Μ ι α σ τ ι γ μ ή » , ε ίπα. « Μ π ε ί τ ε στο δωμάτιο σας, έρχομαι

α μ έ σ ω ς » . Χ τ ύ π η σ α την πόρτα του κυρίου Φαρούκ, δεν α π ά ν τ η σ ε .

Άνοιξα την πόρτα και μ π ή κ α , ο κύριος Φαρούκ διάβαζε ξα­πλωμένος στο κ ρ ε β ά τ ι .

« Τ ο αμάξι το φτιάξανε αμέσως, Ρ ε τ ζ έ π » , ε ί π ε . «Άδ ικα έ μ ε ι ν ε ο Μ ε τ ί ν χ τ ε ς τ η νύχτα στη μισά του δρόμου».

« Η Νιλγκ ιούν ε ίναι κ ά τ ω » , ε ίπα. « Σ α ς π ε ρ ι μ έ ν ε ι » . « Ε μ έ ν α ; » ε ί π ε . « Γ ι α τ ί ; »

Page 392: Το σπίτι της σιωπής

392 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ρ ε τ ζ έ π ! » φώναξε η κυρά. « Τ ι κάνε ις ε κ ε ί ; » « Κ ά τ ω ε ί ν α ι » , ε ίπα. « Κ α τ ε β ε ί τ ε λ ίγο κ ά τ ω , κύριε Φα­

ρούκ». Ο Φαρούκ σαν να ξαφνιάστηκε . Μ ε κοίταξε κατάματα.

Άφησ ε το β ιβλ ίο του, σ η κ ώ θ η κ ε και β γ ή κ ε έξω. «Έρχομαι , κυρία» , ε ίπα. Π ή γ α . « Γ ι α τ ί π ε ρ ι μ έ ν ε τ ε ε δ ώ ; »

ρώτησα. « Π ι ά σ τ ε μ ε από το χέρ ι να σας πάω στο κρεβάτ ι σας. Ε δ ώ θα κρυώσετε . Ε ί σ τ ε και κ ο υ ρ α σ μ έ ν η » .

« Ύ π ο υ λ ε ! » ε ί π ε . « Ψ έ μ α τ α μου λες πάλ ι . Ο Φαρούκ πού ε ί να ι ; »

Από την ανοιχτή πόρτα μ π ή κ α στο δωμάτιο τ η ς . « Τ ι κάνε ις ε κ ε ί ; » ε ί π ε . « Μ η ν πε ιράζε ις τ ί π ο τ α » . «Αερ ίζω το δωμάτ ιο , κυρ ία» , ε ίπα. « Δ ε ν αγγ ίζω τ ίποτα,

το β λ έ π ε τ ε » . Η κυρά μ π ή κ ε στο δωμάτ ιο . Ε γ ώ άνοιξα τα παντζούρια. « Ε λ ά τ ε , ξαπλώστε στο κ ρ ε β ά τ ι » , ε ίπα. Ξάπλωσε , τράβηξε σαν μικρό παιδί το πάπλωμα μέχρ ι το

μέτωπο τ η ς , γ ια μια σ τ ι γ μ ή , θαρρείς και ξέχασε την απέ­χθεια της σ' εμένα και μ ε ρώτησε μ ε απορία μικρού παιδιού:

« Τ ι γ ίνετα ι στην αγορά; Τ ι ε ί δ ε ς ; » Π ή γ α κι έστρωσα το πάπλωμα τ η ς , τ ις άκρες του, χτύ­

πησα μια-δυο φορές το μαξιλάρι τ η ς . « Τ ί π ο τ α » , ε ίπα. « Δ ε ν β λ έ π ε ι ς πια ωραία π ρ ά γ μ α τ α » . « Κ α κ ο ρ ί ζ ι κ ε τ ζ ο υ τ ζ έ ! » ε ί π ε . « Ξ έ ρ ω , δεν έ π ρ ε π ε να σε

ρ ω τ ή σ ω » . Σ τ ο πρόσωπο τ η ς φάνηκαν πάλι το μίσος κ ι η αποστρο­

φή· σώπασε. «Αγόρασα φρέσκα φρούτα, θ έ λ ε τ ε να σας φ έ ρ ω ; » ε ίπα. Δ ε ν μ ί λ η σ ε . Άνοιξα την πόρτα και κ α τ έ β η κ α κάτω. Ο κύριος Φαρούκ κ ι η Νιλγκ ιούν κουβέντ ιαζαν.

Page 393: Το σπίτι της σιωπής

28

Αφού μου ε ίπε γ ια τ η φαρμακοποιό και τον άντρα τ η ς , κι ότι στο σπ ίτ ι ήρθε μ ε τ η βοήθε ια του Ρ ε τ ζ έ π , θέλησα πάλι να ρωτήσω πώς έ ν ι ω θ ε . Το κ α τ ά λ α β ε από τ η ν έκφραση του προσώπου μου:

« Δ ε ν είναι τ ίποτα, Φαρούκ» , ε ίπε . « Σ α ν να έχω κάνε ι εμ ­βόλ ιο» .

« Τ ο εμβόλ ιο το π ε ρ ι μ έ ν ε ι ς » , ε ίπα. « Κ α ι , δ ιάβολε , προ­τού σε εμβολιάσουν, ν ιώθε ις πριν από το τ σ ί μ π η μ α το τ ρ έ ­μουλο τ η ς βελόνας. Μ ε καταλαβαίνε ι ς ; »

« Ν α ι , μόνο που το τ σ ί μ π η μ α τ η ς βελόνας το ένιωσα στο τ έ λ ο ς » , ε ί π ε . « Τ η ν τ ε λ ε υ τ α ί α σ τ ι γ μ ή » .

« Έ π ε ι τ α ; » « Έ π ε ι τ α ένιωσα τ ύ ψ ε ι ς . Τα 'βαλα μ ε τον εαυτό μου. Δεν

μπόρεσα να τα φέρω βόλτα μ' έναν η λ ί θ ι ο . Γ ι α μια βλα­κ ε ί α . . . »

«Ε ίνα ι πράγματ ι ηλ ίθ ιος» . « Δ ε ν ξέρω» , ε ί π ε . « Ό τ α ν ήμασταν μικροί , δεν ήταν έτσ ι ,

ήταν καλό παιδί . Φ έ τ ο ς μου έδωσε την εντύπω σ η ηλ ίθ ιου. Ε ίναι ηλ ίθ ιος κ ι απλοϊκός. Ενώ μ' έδερνε , ε γ ώ τα 'βαζα μ ε

Page 394: Το σπίτι της σιωπής

394 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τον εαυτό μου, που δεν κατάφερα να τα βγάλω πέρα μ' αυ­τ ή τ η γ ε λ ο ι ό τ η τ α » .

α Έ π ε ι τ α ; » ε ίπα δ ιστακτ ικά. « Έ π ε ι τ α κατάλαβα πως είχα χάσει κάθε έ λ ε γ χ ο . Μ ε τ ά

από κάθε χτύπημα, σκέφτεσαι πως θ' ακολουθήσει κ ι άλλο. Νομ ίζω ότι ξεφώνιζα. Κανε ίς όμως δεν έ τ ρ ε ξ ε να μ ε β ο η ­θήσε ι . Γ ι α τ ί σε ενδιαφέρουν τόσο πολύ όλα αυτά, Φαρούκ;»

«Φαίνετα ι τόσο πολύ στο πρόσωπο μου ; » « Ε ί σ α ι όπως όλοι οι μαζοχ ιστές , όλοι οι α π ε λ π ι σ μ έ ν ο ι .

Κ ά ν ε ι ς σαν τους αρρώστους που μόνο το θάνατο έχουν στο νου τους όταν πεθάνε ι κάποιος δικός τους, γ ιατ ί θ έ λ ε ι ς να μάθε ις όλες αυτές τ ι ς α π ε λ π ι σ τ ι κ έ ς λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι ε ς ; »

« Έ τ σ ι ε ίμα ι από τ η φύση μου» . « Ό χ ι , απλώς θ έ λ ε ι ς να π ε ί σ ε ι ς τον εαυτό σου ότι ε ίσαι

α π ε λ π ι σ μ έ ν ο ς » . « Ν α ι ; » « Ν α ι . Άδ ικα πας να παίξε ις τον α π ε λ π ι σ μ έ ν ο » . « Κ α ι τ ι ε ίναι αυτό που εσύ ονομάζεις ε λ π ί δ α ; » Η Νιλγκ ιούν σ κ έ φ τ η κ ε λ ίγο . Έ π ε ι τ α : « Ο άνθρωπος χάνε ι κάθε ενδιαφέρον. Χωρ ίς κανένα λό­

γο* να ι » . Σ κ έ φ τ η κ ε λ ίγο και πρόσθεσε : « Η ελπίδα είναι αυτό που

κρατάει τον άνθρωπο στα πόδια του. Έ ν α παράδε ιγμα: Κα­μιά φορά σκεφτόμαστε όταν ε ί μ α σ τ ε παιδιά, αν πεθάνω, τ ι θα γ ί ν ε ι . . . Τ ό τ ε ν ιώθουμε μέσα μας ένα συναίσθημα έ ν τ ο ­νο, μοιάζει ε παναστατ ική δ ι ά θ ε σ η , αν ε π ι μ ε ί ν ε ι ς και προ­σπαθήσε ις να το αναλύσεις, στο τέλος καταλαβαίνε ις τ ι ε ί­ναι : ε ίσαι περ ίεργος να μάθε ις τ ι θα γ ίνε ι μ ε τ ά από σένα, η περ ι έργε ια αυτή ε ίναι αβάσταχτη , κάτ ι φοβερό» .

« Δ ε ν ε ίναι π ε ρ ι έ ρ γ ε ι α αυτό, Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν ! » ε ί π ε ο Φαρούκ.

Page 395: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 395

«Είναι, απλώς ζήλια. Σ κ έ φ τ ε σ α ι πως και μ ε τ ά από σένα θα γ λ ε ν τ ά ν ε , θα χαίρονται, θα σε ξεχάσουν και θα ζούνε ευτυ­χ ισμένο ι , ενώ εσύ δεν θα 'χε ις το μερίδιο σου σ τ η ζωή αυ­τ ή , και τ ό τ ε αρχίζεις να τους ζηλεύε ις όλους αυτούς».

« Ό χ ι » , ε ί π ε . «Ε ίνα ι απλώς περ ι έργε ια . Κ ι εσύ έχε ις πα­ραιτηθε ί από την περ ι έργε ια αυτή που προστατεύε ι τον άν­θρωπο από το θάνατο , κάνε ι ς σαν να μ η σε τ ρ ώ ε ι η π ε ­ρ ι έ ρ γ ε ι α » .

« Δ ε ν είναι έ τ σ ι ! » ε ίπα εκνευρ ισμένος . «Απλώς , δεν έχω π ε ρ ι έ ρ γ ε ι α » .

« Μ ο υ λες γ ιατ ί δεν έ χ ε ι ς ; » ε ί π ε παράξενα σ ίγουρη. « Ε π ε ι δ ή ξ έ ρ ω » , ε ίπα. « Π ά ν τ α τα ίδια. Η ίδια ιστορία». « Δ ε ν ε ίναι καθόλου έ τ σ ι » . « Έ τ σ ι ε ίναι , έ τ σ ι ε ί να ι » , ε ίπα. « Κ ι εσύ δεν θέλε ι ς να μά­

θε ι ς , γ ια να μ η χάσεις τ η ν π ί σ τ η σου». « Σ τ η δ ι κ ή μου π ε ρ ί π τ ω σ η , δεν πρόκε ιτα ι γ ια π ί σ τ η » , ε ί­

π ε η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν . « Κ ι αν α κ ό μ η π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ια π ί σ τ η , π ι ­στεύω γ ιατ ί ξέρω κι όχι γ ιατ ί δεν ξ έρω» .

« Ε γ ώ λοιπόν δεν ξέρω!» ε ίπα. Γ ι α λ ίγο σωπάσαμε . Κατόπιν η Νιλγκ ιούν ε ί π ε : « Τ ό τ ε τ ι ε ίναι οι τόσες λέξε ις που διαβάζεις στα β ιβλ ία,

στα αρχεία; Εσύ απλώς θ έ λ ε ι ς να φέρεσαι σαν να μην ξέ­ρε ι ς » .

« Γ ι α τ ί να το κάνω αυτό, έ τ σ ι , στα καλά του καθουμέ­νου ; » ε ίπα ε γ ώ .

Σ ε αυτό πάνω η Νιλγκ ιούν έκανε κάτ ι που μ ε καθησύ­χασε : άνοιξε ανήμπορη τα χέρια τ η ς , σαν αυτούς που λ έ ν ε μ ε ε ιλ ικρ ίνε ια ότι δεν είναι πια σε θ έ σ η ν' αποκαλύψουν κά­ποια β α θ ύ τ ε ρ η αιτ ία, και τ ό τ ε ε γ ώ έν ιωσα ένα παράξενο συναίσθημα: ήμουνα ελεύθερος . Μ α , δεν ξέρω γ ιατ ί , συνά-

Page 396: Το σπίτι της σιωπής

396 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μα σιχάθηκα τον εαυτό μου. Θαρρείς , έκρυβα μέσα μου κά­τ ι πλαστό, δ ιπρόσωπο. Σ κ έ φ τ η κ α : Ο άνθρωπος μ έ χ ρ ι ένα σ η μ ε ί ο γνωρίζε ι τον εαυτό του, μ ε τ ά , όσο κι αν προσπαθή­σε ι , δεν ξεπερνάε ι εκε ί νο το σ η μ ε ί ο . Ο Ρ ε τ ζ έ π ε ί χ ε μ π ε ι πάλι στο δωμάτιο . Σ η κ ώ θ η κ α ξαφνικά και , μ ε μια σιγου­ριά που δεν ξέρω πού τ η βρήκα, ε ίπα :

« Σ ή κ ω , Ν ιλγκ ιούν , θα σε πάω στο νοσοκομε ίο» . «Ουφ!» έκανε σαν μικρό παιδί . « Δ ε ν θ έ λ ω » . « Μ η ν ε ίσαι α ν ό η τ η ! Ο φαρμακοποιός έ χ ε ι δ ίκ ιο . Μ η ν

πάθε ις καμιά α ιμορραγία» . « Η γυναίκα ε ίναι φαρμακοποιός κ ι όχι ο άντρας! Δ ε ν

υπάρχει κίνδυνος αιμορραγίας» . « Έ λ α , Ν ιλγκ ιούν , μην π ε ι σ μ ώ ν ε ι ς ! » « Ό χ ι . Ό χ ι τ ώ ρ α » . Έ τ σ ι , αρχίσαμε να μ ι λ ά μ ε , όχι γ ια να φτάσουμε σε κά­

ποιο αποτέλεσμα, μα γ ια ν' αραδιάζουμε λέξε ις αντικρουό­μ ε ν ε ς και να τον ίζουμε την κακομοιριά των εννοιών τους. Ε γ ώ έ λ ε γ α ε κ ε ί ν ο , αυτή το άλλο, και ε ίχα τ η ν ε ν τ ύ π ω σ η πως θα μπορούσαμε ο ένας να λ έ ε ι τα λόγια του άλλου, μ ε αποτέλεσμα να μ ι λ ά μ ε χωρίς ν' αλλάζουμε τ ίποτα, παρά μό­νο γ ια να σπαταλάμε λέξε ις και χρόνο. Σ τ ο τέλος , η Ν ι λ ­γκιούν νύσταξε. Ξ ά π λ ω σ ε στο ντ ιβάν ι όπου ε ίχε ακουμπι­σ μ έ ν η την π λ ά τ η τ η ς και , κλε ίνοντας τα μάτια, ε ί π ε :

«Μίλησε μου λ ίγο γ ια τ η ν ιστορία!» « Π ώ ς ; » «Διάβασε μου το τετράδιο σου». «Λ ε ς να σου κάνε ι καλό ο ύπνος ; » Ξ ά π λ ω σ ε και , σαν κορ ιτσάκ ι που θ έ λ ε ι ν ' ακούει ιστο­

ρίες, χαμογέλασε ήσυχα. Σ κ έ φ τ η κ α πως στο τέλος σε κάτ ι θα ωφελούσαν οι ιστορίες μου κ ι έφυγα χαρούμενος, α ν έ -

Page 397: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 397

βηκα επάνω, στο δωμάτιο μου, δεν βρήκα όμως στην τσά­ντα μου το τετράδιο μου. Έ ψ α ξ α λαχανιασμένος στα συρ­τάρια, στην ντουλάπα, στα μπαούλα, κατόπιν έψαξα στα άλλα δωμάτια, μ π ή κ α ακόμη και στο δωμάτ ιο τ η ς γ ιαγ ιάς , μα, δ ιάβολε , δεν το βρήκα. Θ υ μ ή θ η κ α ότι το προηγούμενο βράδυ περπατούσαμε σ τ η βροχή μ ε τ η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν μ ε θ υ ­σμένος καθώς ήμουνα, θα το ξέχασα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Π ή γ α στο αυτοκίνητο, μα ούτε εκε ί το βρήκα. Ανεβαίνοντας στα επάνω δωμάτια γ ια να ξαναψάξω, ε ίδα τ η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν να κο ιμάται * σ τ ά θ η κ α και τ η ν κοίταξα: το πρόσωπο τ η ς θύμιζε άσπρη μάσκα που τ η ν ε ίχαν α λ ε ί ψ ε ι μ ε λ ιλά και κόκκινες μπογ ι ές . Το στόμα τ η ς , έ τσ ι σκοτε ι ­νό και μ ισάνοιχτο όπως ήταν , θύμιζε αφηρημένα μοντέρνα γλυπτά και προκαλούσε α ισθήματα αναμονής κ ι ανατριχί­λας. Ό τ α ν είδα τον Ρ ε τ ζ έ π να πλησιάζε ι , ένιωσα ένοχος και βγήκα στον κήπο. Ξάπλωσα το τεράστιο κορμί μου στη σεζ-λόγκ όπου η Νιλγκ ιούν καθόταν όλη τ η βδομάδα διαβάζο­ντας β ιβλ ία , κι απόμεινα έ τσ ι .

Σ κ έ φ τ η κ α τους διαδρόμους του π α ν ε π ι σ τ η μ ί ο υ , την κί­ν η σ η τ η ς πόλης, τα κοντομάνικα πουκάμισα, τ η ν υγρή κα­λοκαιρινή ζ έ σ τ η , το φαγητό στην εξοχή, τ ις λέξε ις . Σ τ ο σπί­τ ι , οι βρύσες θα στάζουν, κ ι ας προσπάθησα να τ ις κλε ίσω πολύ καλά όταν έφυγα, τα δωμάτια θα μυρίζουν σκόνη και β ιβλ ία , στο ψυγε ίο ένα κ ο μ μ ά τ ι μαργαρίνη μ ε γ ε ύ σ η πλα­στ ικού , κάτασπρο και κ ο κ α λ ω μ έ ν ο , θα π ε ρ ι μ έ ν ε ι κάποια αόριστη σ τ ι γ μ ή . Τ ο άδειο δωμάτιο θα με ίνε ι λοιπόν άδε ιο ! Ή θ ε λ α να π ιω ποτό, να κο ιμηθώ. Κατόπιν σ κ έ φ τ η κ α : Το κακό β ρ ή κ ε την πιο καλή απ' όλους στην ο ικογένε ια μας. Ύ σ τ ε ρ α σηκώθηκα, ξαναμπήκα αθόρυβα μέσα και κοίταξα το τραυματ ισμένο σώμα που κοιμόταν. Ή ρ θ ε ο Ρ ε τ ζ έ π .

Page 398: Το σπίτι της σιωπής

398 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

((Πηγαίνετε τ η στο νοσοκομείο, κύριε Φαρούκ!» ε ί π ε . « Ν α μην την ξ υ π ν ή σ ο υ μ ε » , ε ίπα ε γ ώ . Σ ή κ ω σ ε τους ώμους του και κ α τ έ β η κ ε στην κουζίνα του.

Κ ι ε γ ώ ξαναβγήκα στον ήλ ιο , και κάθισα κοντά στο κ ο τ έ -τσ ι , παρέα μ ε τ ις χαζές κότες . Ύ σ τ ε ρ α από λίγο ήρθε ο Μ ε ­τ ίν , μόλις ε ίχ ε ξυπνήσε ι , τα μάτια του δεν ήταν ν υ σ τ α γ μ έ ­να μα γ ε μ ά τ α έγνο ι ες . Τα ήξερε όλα, η Νιλγκ ιούν του τα ε ίχε π ε ι ! Σ ' αυτά, πρόσθεσε ο ίδιος και τα δικά τ ου : τ ι ς δώ­δεκα χ ιλ ιάδες που του πήραν χ τ ε ς , τ η β λ ά β η του αυτοκι­νήτου , την απ ίθανη , καθώς ε ί π ε , ε κ ε ί ν η βροχή. Ό τ α ν τον ρώτησα τ ι δουλειά ε ί χ ε νυχτ ιάτ ικα ολομόναχος σ' εκε ίνα τα μ έ ρ η , σώπασε γ ια μια σ τ ι γ μ ή , και κατόπιν έκανε μια πα­ράξενη κ ί ν η σ η . Τ ό τ ε ε γ ώ του λ έ ω :

« Μ ή π ω ς ξέρε ις πού είναι το τ ε τράδ ιο μου, μπορε ί να το ξέχασα στο αυτοκίνητο, το ε ί δ ε ς ; »

« Δ ε ν το ε ίδα ! » Ύ σ τ ε ρ α μ ε ρώτησε πώς μπόρεσα και π ή γ α το αυτοκίνη­

το στο συνεργε ίο . Του ε ίπα ότι το σπρώξαμε λ ίγο μαζί μ ε τον Ρ ε τ ζ έ π κ ι ότ ι π ή ρ ε α μ έ σ ω ς μπρος , δεν μ ε π ί σ τ ε ψ ε , έ τ ρ ε ξ ε και ρώτησε τον Ρ ε τ ζ έ π * όταν του ε ί π ε κι αυτός τα ίδια, έβρ ισε την τ ύ χ η του, θαρρείς και η τ ύ χ η δεν ε ίχε αδι­κ ή σ ε ι τ η Νιλγκ ιούν μα τον ίδιο. Έ π ε ι τ α μου θύμ ισε αυτό που προσπαθούσα να μ η φέρω στο νου μου. Ε ί χ ε πάε ι κα­νε ίς στην αστυνομία; Του ε ίπα πως κανε ίς δεν ε ίχε πάε ι , ε ίδα τον Μ ε τ ί ν να ξινίζε ι τα μούτρα του, σαν να τον αηδία­ζε η νωθρότητα μας, κατόπιν , σαν να μας ξέχασε , σαν να θ υ μ ή θ η κ ε κάποιον άλλο, πιο βαθύ, πόνο. Μ π ή κ α μέσα και βλέποντας ότ ι η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν ε ί χ ε ξ υ π ν ή σ ε ι , τ η ς ε ίπα πάλ ι γ ια το νοσοκομε ίο και τ η ν αιμορραγία, τ η ς θύμισα το θά­νατο αποφεύγοντας από υπευθυνότητα να χρησιμοποιήσω

Page 399: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 399

τ η λ έ ξ η , προσπάθησα να τ η ν κάνω να φοβηθε ί και να μου π ε ι ναι , μα δεν το 'πε .

« Τ ώ ρ α δεν θ έ λ ω » , ε ί π ε . « Μ π ο ρ ε ί μ ε τ ά το φ α γ η τ ό » . Η γ ιαγ ιά δεν κ α τ έ β η κ ε να φάει, κ ι έ τσ ι ήπια κ ι έφαγα μ ε

τ η ν ησυχία μου, κ ι έκανα πως δεν καταλάβαινα την προ­σπάθεια που κ α τ έ β α λ λ ε ο Ρ ε τ ζ έ π για να μας μεταδώσε ι ένα α ίσθημα ενοχής. Κ ι ενώ ο Μ ε τ ί ν δ ιηγ ιόταν πάλ ι τα ε π ε ι ­σόδια τ η ς νύχτας, παρακολουθώντας τ ι ς κ ινήσε ι ς του Ρ ε ­τ ζ έ π , σ κ έ φ τ η κ α πως περ ισσότερο απ' όλους αυτός έ ν ι ω θ ε ένοχος: σαν να ήταν δυστυχισμένος ε π ε ι δ ή ήταν ένοχος, κ ι ήταν ένοχος ε π ε ι δ ή ήταν δυστυχισμένος. Ό χ ι ακριβώς έτσ ι . Σαν να ε ίχαμε με ίνε ι όλοι έξω από κάτ ι , το ξέραμε αυτό, μα δεν ξέραμε τ ι ήταν αυτό στο οποίο έ π ρ ε π ε να 'μαστε μέσα. Ε κ ε ί ν ο ς , ο Χ α σ ά ν , που τώρα δεν ξ έ ρ α μ ε πού βρ ισκόταν , ήταν μέσα, κ ι ε μ ε ί ς τον κρ ίναμε ένοχο, αλλά τον λυπόμα­σταν κιόλας. Σ τ ο τέλος του φαγητού μ' απασχόλησε κι αυ­τ ή η ε κ ν ε υ ρ ι σ τ ι κ ή σ κ έ ψ η : Αν η Ν ιλγκ ιούν δεν τον έ λ ε γ ε τρελό , παλιοφασίστα, πιθανόν να μ η συνέβαιναν όλα αυτά. Ε ίχα μεθύσε ι , φαίνεται, γ ια τα καλά. Και κατόπιν, έ τσ ι , στα καλά καθούμενα, σκάλωσε στο νου μου και μια άλλη ε ικό­να: ε ίχα δ ιαβάσει στις ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς πως κάπου στο Βόσπο­ρο, νομίζω στα Θεραπεία, ένα δ η μ ο τ ι κ ό λεωφορείο , μια νύ­χτα, ε ί χ ε π έ σ ε ι μαζί μ ε τους ε π ι β ά τ ε ς σ τ η θάλασσα. Σαν να ήμουν τώρα σ' εκε ίνο το λεωφορείο, ε ίχαμε π έ σ ε ι στο βυ­θό τ η ς θάλασσας, τα φώτα μέσα στο λεωφορείο ήταν ακό­μ η αναμμένα κι όλοι κοιτάζανε μ ε αγωνία από τα παράθυ­ρα - μα το σκοτάδι του θανάτου, που ε ί χ ε τρυπώσε ι μέσα, ήταν ευχάριστο και ήσυχο, γ ο η τ ε υ τ ι κ ό , σαν γυναίκα - περ ι ­μ έ ν α μ ε .

Μ ε τ ά το φαγητό έφερα άλλη μια φορά την κουβέντα στο

Page 400: Το σπίτι της σιωπής

400 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

νοσοκομε ίο , αλλά η Ν ιλγκ ιούν ε ί π ε πως δεν θα π ή γ α ι ν ε . Ανέβηκα στο δωμάτιο μου, ξάπλωσα στο κρεβάτ ι μου, άνοι­ξα τ ι ς Περιηγήσεις του Ε β λ ι γ ι ά Τ σ ε λ ε μ π ί . Δ ιαβάζοντας, αποκοιμήθηκα.

Όταν ξύπνησα, έπε ι τα από τρε ις ώρες ακριβώς, η καρδιά μου χτυπούσε παράξενα. Δ ε ν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτ ι , σαν να μ ε πλάκωνε , θαρρείς , ένας αόρατος ελέφα­ντας. Αν ήθελα , μπορούσα να κλε ίσω τα μάτια μου και να ξανακο ιμηθώ, μα α ν τ ι σ τ ά θ η κ α στον όμορφο ύπνο μ ε τα όνειρα, πίεσα τον εαυτό μου και σηκώθηκα. Γ ια λ ί γ η ώρα στάθηκα σαν χαζός σ τ η μ έ σ η τ η ς κάμαρης , κατόπιν ψ ιθύ­ρισα: Τ ι ε ίναι αυτό που λ έ γ ε τ α ι χρόνος; Τ ι ε ίναι αυτό που π ε ρ ι μ έ ν ω ως δ ι έξοδο; Η ώρα πλησίαζε π έ ν τ ε , κ α τ έ β η κ α κάτω.

Κ ι η Νιλγκ ιούν ε ί χ ε κο ιμηθε ί κ ι ε ί χ ε ξυπνήσε ι * ξαπλω­μ έ ν η στο ντ ι βάν ι , κρατούσε στο χέρ ι τ η ς ένα β ιβλ ίο και το κοίταζε.

« Π ά ν τ α ή θ ε λ α να ε ί μ α ι έ τ σ ι ά ρ ρ ω σ τ η » , ε ί π ε . « Γ ι α να μπορώ να ξαπλώνω και να διαβάζω μ ε ησυχία όποιο β ιβλ ίο θ έ λ ω » .

« Ε σ ύ δεν ε ίσαι απλώς άρρωστη» , ε ίπα. « Η κατάσταση σου είναι πολύ πιο σοβαρή. Σ ή κ ω , θα σε πάω στο νοσοκο­μ ε ί ο » .

Δεν σ η κ ώ θ η κ ε . Δ ιάβαζε γ ια δ ε ύ τ ε ρ η φορά το Πατέρες και γιοι. Σαν βιβλιοφάγος που δεν θ έ λ ε ι να τον ενοχλούν με ασήμαντα πράγματα, χωρίς να μου δίνε ι σημασία, ε ί π ε πως θ έ λ ε ι να δ ιαβάσει . Έ τ σ ι , βρήκα τ η ν ευκαιρία, μάταια φυσι­κά, να τ η ς μ ιλήσω, να βάλω, γ ια λ ίγο , στην καρδιά τ η ς το φόβο του θανάτου, τ ο ύ τ η τ η φορά αναφέροντας και τ η λ έ ­ξ η , μα αυτή χαμογελούσε , έ λ ε γ ε πως δεν π ί σ τ ε υ ε ότ ι θα

Page 401: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 4 0 1

μπορούσε να τ η ς συμβε ί τ έ το ιο πράγμα, γ ιατ ί δεν έν ιωθε και τόσο τ α λ α ι π ω ρ η μ έ ν η . Ό τ α ν ξαναγύρισε στο β ι β λ ί ο , ε γ ώ , απορώντας πώς εκε ίνα τα π ρ η σ μ έ ν α και κατακόκκινα μάτια μπορούσαν και διάβαζαν, απόμεινα να την κοιτάζω.

Κατόπιν ανέ βηκ α πάνω και τριγύρισα στα δωμάτια ψά­χνοντας να βρω το τετράδιο μου, δεν το βρήκα όμως. Ανα­ρωτιόμουν αν είχα γ ρ ά ψ ε ι στο τετράδιο μου κάτ ι σχετ ικό μ ε την πανούκλα. Χωρίς να το καταλάβω, είχα κατέβε ι στον κ ή π ο , και , θαρρείς, ε ίχα ξεχάσει τ ι έψαχνα. Κ ι όταν β γ ή κ α στο δρόμο, έν ιωθα παράξενα: τριγύριζα, όχι όμως εντελώς άσκοπα. Φαίνεται πως π ίστευα ακόμη ότι κάτ ι θα 'βρισκα.

Σ τ ο υ ς δρόμους, στην πλαζ , δεν υ π ή ρ χ ε η χ τ ε σ ι ν ή ζω­ντάνια. Η άμμος ήταν υ γ ρ ή , ο ήλιος δεν ζέστα ινε , η θ ά ­λασσα του Μαρμαρά ήταν βρόμ ικη κ ι ά χ ρ ω μ η . Σ τ ι ς κλε ι ­σ τ έ ς ξεθωρ ιασμένες ο μ π ρ έ λ ε ς υπήρχε μια απελπισ ία που θύμιζε θάνατο: σαν πολιτ ισμός που είναι έτο ιμος να χαθεί από μια α π ρ ό σ μ ε ν η και α ν ε λ έ η τ η κατα ιγ ίδα , ε π ε ι δ ή δεν μ π ό ρ ε σ ε ν ' α π ο κ τ ή σ ε ι τ α υ τ ό τ η τ α . . . Π ε ρ π ά τ η σ α μ έ χ ρ ι το καφενε ίο , στην αρχή του μόλου, περνώντας ανάμεσα από τα αμάξια, που δίνανε σ τ η μέρα που έ φ ε υ γ ε τ η ζεστασιά του ήλ ιου. Ε ίδα έναν παλιό μου φίλο. Ε ί χ ε μ ε γ α λ ώ σ ε ι , ε ίχε παντρευτε ί , ήταν μαζί μ ε τ η γυναίκα του και το παιδί του· μ ι λ ή σ α μ ε : ναι, μ ε λέξε ις γ ε μ ά τ ε ς απελπισ ία. . .

Ε ί π ε σ τ η γυναίκα του πως ήμουν από τους πιο παλιούς κατοίκους τ η ς περιοχής. Τ η ν π ε ρ α σ μ έ ν η Δευτέρα είχαν συ­ναντήσε ι , λ έ ε ι , τον Ρ ε τ ζ έ π . Ρ ώ τ η σ ε γ ια τ η Σ ε λ μ ά , δεν του ε ίπα ότι χωρ ίσαμε . Κατόπ ιν μου θύμ ισε τ ι ς ν εαν ικές μας π ε ρ ι π έ τ ε ι ε ς : τ ι ς ε ίχα ξεχάσει όλες. Ε ί χ α μ ε πάρε ι , λ έ ε ι , κά­π ο τ ε μια βάρκα, ε ί χ α μ ε ανοιχτε ί στη θάλασσα και π ίναμε μέχρ ι το πρωί. Ρώτησα για τους άλλους φίλους, μου ε ί π ε : ε ί-

Page 402: Το σπίτι της σιωπής

402 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

χε δε ι τ η μ η τ έ ρ α του Σ ε β κ έ τ και του Ο ρ χ ά ν θα έρχονταν την άλλη εβδομάδα. Ο Σ ε β κ έ τ ε ί χ ε παντρευτε ί . Ο Ορχάν έγραφε ένα μυθιστόρημα. Μ ε ρώτησε αν έχω παιδιά. Ρώ­τ η σ ε και γ ια το π α ν ε π ι σ τ ή μ ι ο , έ κ α ν ε λόγο γ ια θανάτους, δεν ψιθύριζε μα μιλούσε σαν να ψιθύριζε . Έ π ε ι τ α πρόσθε­σ ε : Το πρωί κάτ ι αλήτες ε π ι τ έ θ η κ α ν σε μια κοπέλα, ποιος ξέρε ι γ ιατ ί , τ η δε ίρανε . Μ π ρ ο σ τ ά σε όλο τον κόσμο. Όλοι κοίταζαν, κανείς δεν ε π ε ν έ β η . Οι άνθρωποι μας ξέρουν πια να μην ανακατεύονται σε τ ίποτα, να φοβούνται και να μη βοηθούν κανέναν. Κατόπιν ε ί π ε πως θα επ ιθυμούσε να συ­ναντηθούμε στην Ι σ τ α ν μ π ο ύ λ , κ ι έ β γ α λ ε από τ η ν τ σ έ π η του και μου έδωσε την κάρτα του. Ε ν ώ έκανα να σηκωθώ, τ η ς έριξα μια ματ ιά , το πρόσεξε , μου ε ξ ή γ η σ ε : Δ ε ν είναι ακριβώς εργοστάσιο , μια β ιοτεχν ία ε ίναι . Φ τ ι ά χ ν ε ι λεκά­νες , κουβάδες , καλάθια. Ό λ α πλαστ ικά , βέβαια.

Γυρίζοντας στο σπ ίτ ι , πέρασα από τον μπακάλη και π ή ­ρα ένα μ ικρό μπουκάλ ι ρακί. Έ κ α ν α πάλ ι λόγο σ τ η Ν ι λ ­γκιούν γ ια «νοσοκομε ίο» και μ ε τ ά κάθισα κ ι άρχισα να πί­νω. « Ό χ ι , δεν θα π ά ω » , μου ε ί π ε η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν . Αυτό το άκουσε κ ι ο Ρ ε τ ζ έ π , και γ ια άλλη μια φορά μ ε κοίταξε επ ι ­τ ι μ η τ ι κ ά . Μ π ο ρ ε ί γ ι ' αυτό να μ η θέλησα να του ζ η τ ή σ ω να μου φτιάξει μ ε ζ έ . Π ή γ α στην κουζίνα κ ι έφτιαξα μόνος μου. Έ π ε ι τ α γ ια να κυνηγιούνται άνετα οι λέξε ις μ ε τ ις ε ικόνες στο νου μου, κάθισα και χαλάρωσα. Σ κ έ φ τ η κ α πως η ή τ τ α και η ν ί κ η είναι μονάχα λέξε ις* όποια από τ ις δύο π ιστεύε ις , έρχετα ι στο τέλος και σε βρ ίσκε ι . Ό π ω ς γράφουν και στα μυθιστορήματα: ένιωθα πως όλα βρίσκονταν στο τέλος τους. Πιθανόν και στο μυθ ιστόρημα του Ορχάν να υπάρχει μια τ έ τ ο ι α φράση. . . Ό τ α ν έστρωσε ο Ρ ε τ ζ έ π το τραπέζ ι , δεν κουνήθηκα από τ η θ έ σ η μου, δεν έδωσα σημασία στις μα-

Page 403: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 403

τ ι έ ς που μου έρ ιχνε . Ό τ α ν άρχισε να σουρουπώνει και φ έ ­ρανε κάτω τ η γ ιαγ ιά , έκρυψα το μπουκάλι μου. Κατόπιν ο Μ ε τ ί ν , μ η δίνοντας σημασία σε τ ίποτα , έ β γ α λ ε το μπου­κάλ ι κ ι άρχισε να π ίνε ι . Η γ ιαγ ιά έ κ α ν ε πως δεν έ β λ ε π ε : παραπονιόταν μουρμουρίζοντας, σαν να 'κανε π ρ ο σ ε υ χ ή . Μ ε τ ά , ο Ρ ε τ ζ έ π την ανέβασε επάνω. Ε μ ε ί ς δεν μ ι λ ή σ α μ ε .

« Ά ν τ ε πια, να γυρίσουμε στην Ι σ τ α ν μ π ο ύ λ » , ε ί π ε ο Μ ε ­τ ίν . «Τώρα, αμέσως ! »

« Ε σ ύ δεν έ λ ε γ ε ς ότι θ έλε ι ς να με ίνε ις μ έ χ ρ ι το τέλος του καλοκαιρ ιού;» ε ί π ε η Νιλγκ ιούν .

«Άλλαξα γ ν ώ μ η » , ε ί π ε . Γ ι α λ ίγο σώπασε. « Β α ρ έ θ η κ α , να γυρίσουμε α μ έ σ ω ς » .

« Δ ε ν σου αρέσουν λοιπόν π ι α ; » ε ί π ε η Νιλγκ ιούν « Π ο ι ο ι ; » « Ο ι παλιοί σου φίλοι» . « Ε σ ύ π ρ έ π ε ι να φύγεις αμέσως, Ν ιλγκ ιούν , δεν το κατα­

λαβα ίνε ι ς ; » ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Δ ε ν παίζουνε μ ε αυτά τα πράγ­ματα ! »

« Μ α αφού αύριο φεύγουμε , έ τσ ι κ ι αλλ ιώς» , ε ί π ε η Ν ι λ ­γκιούν.

« Δ ε ν μπορώ να με ίνω άλλο ε δ ώ » , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Εσύ, αν θ έ λ ε ι ς , μ ε ί ν ε , Φαρούκ. Μονάχα δώσε μου το κλε ιδ ί του αυ­τοκ ινήτου να πάω τ η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν » .

« Δ ε ν έχε ις άδεια ο δ ή γ η σ η ς » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Γ ι α τ ί δεν μ ε καταλαβαίνε ις , Ν ιλγκ ιούν ; Π ρ έ π ε ι να φύ­

γ ε ι ς » , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Τ ι θα κάνουμε αν συμβε ί κ ά τ ι ; Κοί­τα, ο Φαρούκ δεν πρόκε ιτα ι ν' ασχοληθεί. Ε γ ώ θα οδηγήσω το αυτοκ ίνητο» .

« Ε ί σ α ι κ ι εσύ μεθυσμένος , όπως αυτός» , του ε ί π ε η Ν ι λ ­γκιούν.

Page 404: Το σπίτι της σιωπής

404 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Δ ε ν θέλε ι ς να φύγε ι ς ; » ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Γ ι α τ ί δεν θέλε ι ς να φ ύ γ ε ι ς ; »

« Α π ό ψ ε θα με ίνουμε ε δ ώ » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . Σωπάσα-νε . Η σ ιωπή κράτησε α ρ κ ε τ ή ώρα. Ο Ρ ε τ ζ έ π π ή γ ε τ η γ ια­γ ιά στο κ ρε βάτ ι , ύστερα κ α τ έ β η κ ε πάλι κάτω κι άρχισε να μαζεύει το τραπέζ ι . Ε ίδα τον Μ ε τ ί ν να σ κ έ φ τ ε τ α ι . Θαρρείς κι ε ί χ ε μ π ε ι σ' ένα βρόμικο σύννεφο σκόνης και κρατούσε την αναπνοή του. Ξαφνικά χαλάρωσε.

« Ε γ ώ α π ό ψ ε δεν μ έ ν ω ε δ ώ » , ε ί π ε . Σ η κ ώ θ η κ ε και , σπρωγμένος θαρρείς από μια ύστατη ελπίδα, α ν έ β η κ ε επά­νω. Σ ε λ ίγο κ α τ έ β η κ ε καλοχτεν ισμένος και μ ε άλλα ρούχα και, χωρίς να μ ιλήσε ι , έφυγε . Μυρ ίζαμε τ η μυρωδιά τ η ς κο­λόνιας του, μ έ χ ρ ι που β γ ή κ ε από την πόρτα του κήπου.

« Τ ι έ π α θ ε αυτός ;» ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . Αντ ί γ ια α π ά ν τ η σ η , α π ά γ γ ε ι λ α ένα στίχο του Φουζουλί:

((Αγάπησε μιαν όμορφη τριανταφυλλένια κόρη...» Η Νιλγκιούν γ έ λ α σ ε . Σ ω π ά σ α μ ε γ ια άλλη μια φορά, σαν

να μην ε ί χ α μ ε τ ί π ο τ ε άλλο να πούμε . Κα ι στον κήπο υπήρ­χε ασυνήθ ιστη ησυχία, πιο βαθιά και πιο σ κ ο τ ε ι ν ή ακόμη απ' αυτήν μ ε τ ά τ η βροχή . Άρχισα μ ε μια νοσηρή π ε ρ ι έ ρ ­γε ια να εξετάζω τ η μάσκα στο πρόσωπο της Νιλγκιούν. Σαν να ήταν αποτυπώματα σφραγίδας μ ε μοβ μελάν ι . Ο Ρ ε τ ζ έ π εξακολουθούσε να μπαινοβγαίνε ι . Σ κ έ φ τ η κ α τ η ν Ιστορία, το χαμένο τ ετράδ ιο μου, διάφορα άλλα πράγματα. Αδύνα­το ν ' αντέξω. Σ η κ ώ θ η κ α .

« Κ α λ ά , καλά, Φ α ρ ο ύ κ » , ε ί π ε η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν . « Κ ά ν ε μια βόλτα να συνέλθε ι ς» .

Αυτό δεν το ε ίχα σ κ ε φ τ ε ί , β γ ή κ α όμως έξω. « Π ρ ό σ ε χ ε » , πρόσθεσε η Νιλγκ ιούν . « Ή π ι ε ς πολύ» . Καθώς έβγαινα από τ η ν πόρτα του κήπου , σκεφτόμουνα

Page 405: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 405

τ η γυναίκα μου. Κατόπιν σ κ έ φ τ η κ α λ ίγο τον Φουζουλί και την επιθυμία του να υποφέρει . Άραγε οι πο ιητές τ η ς εποχής του γράφανε αμέσως τα πο ιήματα τους ή κάθονταν μ ε τ ις ώρες πάνω στο χαρτί , κάνοντας χ ίλ ιες δ ιορθώσεις ; Τα σκε­φτόμουνα αυτά απλώς και μόνο γ ια να σκέφτομαι κάτ ι , ε ί ­χα καταλάβε ι πως δεν θα γύριζα γρήγορα στο σπίτ ι . Οι δρό­μοι ε ίχαν την ερημ ιά τ η ς κυρ ιακάτ ικης βραδιάς, τα καφε­νε ία και τα κ έ ν τ ρ α δ ιασκέδασης ήταν σχεδόν άδε ια , ορι­σμένα από τα λαμπιόν ια που κρέμονταν στα δέντρα είχαν σ β ή σ ε ι μάλλον από τ η χ τ ε σ ι ν ή κατα ιγ ίδα . Τ α ποδήλατα που βουτούσαν στις μ ικρές λ ίμνες στις άκρες των πεζοδρο­μ ίων, άφηναν στην άσφαλτο λασπωμένες ακατανόητες κα­μπύλες . Σ κ έ φ τ η κ α τ η ν ε π ο χ ή που έκανα ποδήλατο , θ υ μ ή ­θηκα πάλι τ η γυναίκα μου, την Ιστορία, τα παραμύθια, τ η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν , που έ π ρ ε π ε να τ η ν πάω στο νοσοχομ.είο, τον Ε β λ ι γ ι ά Τ σ ε λ ε μ π ί , και , περπατώντας έφτασα μ έ χ ρ ι το ξε­νοδοχείο. Ε κ ε ί άκουσα το εκνευριστικό τσιτσίρ ισμα μιας λά­μπας φθορίου που φώτιζε μια τ α μ π έ λ α από π λ ε ξ ι γ κ λ ά ς , και την α ν ό η τ η ε κ ε ί ν η μουσ ική . Γ ια α ρ κ ε τ ή ώρα έ μ ε ι ν α ανα­ποφάσιστος. Ή θ ε λ α και τ η ν ενοχή και την αγνότητα. Απο­ρούσα μ ε τους ανθρώπους που τους αρέσε ι να ε ίναι πάντο­τ ε υπεύθυνοι, ήμουν έξαλλος μ ε τ η συνε ίδηση μου που ή θ ε ­λε να μ ε π ιάσε ι ε π ' αυτοφώρω, η ηθικολογία μ ε χτυπούσε στα νεύρα: σαν τους φωτορεπόρτερ , που στους ποδοσφαιρι­κούς αγώνες στέκονται στα τέρματα κι εκνευρίζουν τον τ ε ρ ­ματοφύλακα! Μ π ο ρ ο ύ μ ε και το πρωί να π ά μ ε στο νοσοκο­μ ε ί ο , σκέφτηκα .

Μ π ή κ α στο ξενοδοχείο από την π ε ρ ι σ τ ρ ε φ ό μ ε ν η πόρτα, και , σαν τα σκυλιά που βρίσκουν τ η ν κουζίνα μυρίζοντας, ακούγοντας τ η μουσ ική , πέρασα ανάμεσα από τα παλιά χα-

Page 406: Το σπίτι της σιωπής

406 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

λιά και τα γκαρσόνια, κ α τ έ β η κ α τ ι ς σκάλες και β ρ έ θ η κ α στην π η γ ή τ η ς μουσικής. Άνοιξα μια πόρτα. Μ ε θ υ σ μ έ ν ο ι τ ο υ ρ ί σ τ ε ς , άντρες και γ υ ν α ί κ ε ς , κάθονταν σε τραπέζ ια , μπροστά τους υπήρχαν μπουκάλια* φορούσαν φέσια και ξε­φώνιζαν. Κ α τ ά λ α β α : ήταν μια από τ ι ς ανατολ ί τ ικες βρα­δ ιές που διοργανώνουν γ ια τους ξένους τουρ ίστες . Σ ε μια πλατφόρμα, μια τ ι π ο τ έ ν ι α ορχήστρα έ β γ α ζ ε μεταλλ ικούς θορύβους. Ρώτησα ένα γκαρσόνι κ ι έμαθα πως ο χορός τ η ς κοιλ ιάς δεν ε ίχε αρχίσει ακόμη* κάθισα σ' ένα τραπέζ ι και ζήτησα δε ιλά δε ιλά να μου φέρουν ρακί.

Ε ίχα π ι ε ι το πρώτο ποτηράκ ι , όταν άρχισε μια ε ύ θ υ μ η , ελαφριά μουσ ική . Τ ο β λ έ μ μ α μου έ π ε σ ε , στην άκρη ενός φωτεινού κώνου που περιστρεφόταν στο μισοσκόταδο, στην η λ ι ο κ α μ έ ν η σάρκα τ η ς χορεύτριας, στα λαμπερά, τρεμου­λιαστά κοσμήματα τ η ς . Κουνιόταν γρήγορα, από τον π ισ ι­νό και τα βυζιά τ η ς ανάβλυζε φως. Ταράχτηκα.

Ασυναίσθητα, σ η κ ώ θ η κ α όρθιος. Το γκαρσόνι έφερε και δεύτερο ποτήρ ι . Κάθισα, δεν χορεύει μονάχα η χορεύτρια, όλοι ε ί μ α σ τ ε στο παιχν ίδ ι , σκέφτηκα . Προσπαθούσε να χο­ρεύε ι σαν σωστή Ανατολίτ ισσα, κ ι οι τουρ ίστες , που π ε ρ ­νούσαν στην Ανατολή την τ ε λ ε υ τ α ί α τους νύχτα, την έ β λ ε ­παν όπως ή θ ε λ ε αυτή . Κοίταζα τα πρόσωπα των Γερμαν ί ­δων τουριστριών, καθώς ο φωτεινός κώνος γύριζε ανάμεσα στα τραπέζια στην αίθουσα. Δεν έδε ιχναν καθόλου έ κ π λ η ­κ τ ε ς , ίσως όμως ή θ ε λ α ν να εκπλαγούν , χαμογελούσαν, κ ι αυτό που περ ίμεναν να γ ί ν ε ι , σ ιγά σιγά γ ινόταν : κοιτάζο­ντας τ η χορεύτρ ια, σκέφτονταν πως οι ίδ ι ες δεν ήταν ((έτσι»* νιώθανε ανακούφιση γ ι ' αυτό, καταλάβαινα πως β λ έ ­πανε τον εαυτό τους ίσο μ ε τον άντρα τους* καταλάβαινα ακόμη πως νομίζανε ότι όλοι ε μ ε ί ς ε ί μ α σ τ ε « έ τ σ ι » . Σ τ ο διά-

Page 407: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 107

βολο να π ά ν ε : μας υποτιμούν σαν τ ις νοικοκυρές που νομί­ζουν ότι γ ίνονται ίσες μ ε τους άντρες τους όταν διατάζουν τ ις υπηρέτρ ι ες τους.

Ξαφνικά ένιωσα φοβερά ταπε ινωμένος , θέλησα να χαλά­σω το άσχημο αυτό παιχν ίδ ι , αλλά ήξερα πως δεν θα έκα­να τ ίποτα* απολάμβανα τ η γ ε ύ σ η τ η ς ή τ τ α ς και τ η ς σύγ­χυσης του νου.

Η μουσική δυνάμωσε, τα κρουστά, αόρατα από εκε ί που βρισκόμουν, κυριάρχησαν, και τ ό τ ε η χορεύτρια γύρισε στα τραπέζια τον πισινό τ η ς κ ι άρχισε να τον κουνάει όπως ένα νευρικό χέρ ι κουνάει μια βεντάλ ια . Κ α τ ά λ α β α ότι ήταν ένα είδος πρόκλησης, γ ιατ ί αμέσως γύρισε κάπως επ ιθετ ικά και πρόβαλε περήφανα το στήθος τ η ς . Κατόπιν , το φως του κώ­νου έ δ ε ι ξ ε στο πρόσωπο τ η ς απρόσμενη ν ί κ η και σιγουριά, και τ ό τ ε έν ιωσα ανακούφιση. Ναι , μάλ ιστα. . . Δεν είναι και τόσο εύκολο να μας κάνουν να υποκύψουμε . Κ ά τ ι προσπα­θούμε να καταφέρουμε , μπορούμε και σ τ ε κ ό μ α σ τ ε ακόμη στα πόδια μας.

Κ α ι νά: η χορεύτρια τώρα τους προκαλε ί όλους. I Ιερι-φρονεί τα εξεταστ ικά β λ έ μ μ α τ α που τ η ς ρίχνουν οι τουρί­στριες ξεροκαταπίνοντας, κυριαρχεί . Οι περ ισσότεροι του­ρ ίστες , μ ε το φέσι στο κεφάλ ι , έχουν ή δ η χαλαρώσει . Δεν τ η βλέπουν πια σαν « τ έ τ ο ι α » γυναίκα, έχουν χάσει τ η σι­γουριά τους, σαν να είναι η χορεύτρια μια αξ ιότ ιμη κυρία κι αυτοί νιώθουν μ ε ι ω μ έ ν ο ι μπροστά τ η ς .

Έν ιωσα παράξενη ευτυχία: το νωθρό μα γ ε μ ά τ ο κ ίνηση σώμα τ η ς μ ε συγκίνησε . Σαν να ξυπνούσαμε όλοι από ύπνο. Κοιτάζοντας την η λ ι ο κ α μ έ ν η σάρκα γύρω από τον καταϊ­δρωμένο αφαλό τ η ς , σ κ έ φ τ η κ α πως μπορούσα να κάν(ο τα πάντα. Ψιθύρισα: Π ρ έ π ε ι να γυρίσω αμέσως στο σπ ίτ ι , να

Page 408: Το σπίτι της σιωπής

408 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

πάω τ η Νιλγκ ιούν στο νοσοκομε ίο , κατόπιν να δοθώ ολό­ψυχα στην Ιστορία. Κ ι αυτό μπορούσα να το κάνω τώρα, γρήγορα, ήμουν αποφασισμένος να π ι σ τ έ ψ ω στις πραγμα­τ ι κ έ ς ιστορίες, στα ζωντανά γεγονότα.

Κατόπιν η χορεύτρια, σαν να 'θελε να εκδικηθε ί για την τα­πείνωση που ε ίχε νιώσει, έπαιρνε έναν απ' αυτούς, όποιον έκο­βε το μάτι της , τον ανέβαζε στην πίστα και τον ανάγκαζε να χορέψουν μαζί το χορό της κοιλιάς. Θεέ μου! Οι Γερμανοί προ­σπαθούσαν με μ ικρές αδέξιες κ ινήσεις ν ' ανοίξουν τα χέρια τους, κουνιόνταν πολύ αργά, κοίταζαν τους φίλους τους ντρο­παλά, μα και μ ε μάτια που δήλωναν ότι είχαν κι αυτοί το δι­καίωμα να διασκεδάσουν, μα, διάβολε, όλα αυτά ήταν παιχνί­δι, μόνο παιχνίδι · άδικα προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου.

Έ π ε ι τ α από λ ίγο , η γυναίκα έ κ α ν ε αυτό που π ε ρ ί μ ε ν α και που φοβόμουνα, κ ι έ τ σ ι έχασα γ ια άλλη μια φορά όλες τ ις ε λ π ί δ ε ς μου: ανάμεσα στους Γερμανούς τουρίστες που ήταν σ τ η μ έ σ η τ η ς πίστας, δ ιάλεξε αυτόν που φαινόταν πιο ανόητος μα και πιο καλοπροαίρετος από τους άλλους κ ι άρ­χισε να τον γδύνε ι . Κ ι όταν ο χοντρός Γερμανός , που κου­νούσε αδέξια τ η μ έ σ η του χαμογελώντας στους φίλους του, άρχισε να βγάζε ι το πουκάμισο του, δεν άντεξα, έγε ιρα το κεφάλι μου μπροστά. Ή θ ε λ α να σβηστούν τα πάντα από τ η μ ν ή μ η μου, να μ η με ί ν ε ι ίχνος από το παρελθόν μου, να μ η με ί ν ε ι ίχνος από το μέλλον μου, ν ' απαλλαγώ από τ ις σ κ έ ­ψε ις , να κυκλοφορώ ελεύθερα σ' έναν κόσμο έξω από το μυα­λό μου. Ό μ ω ς δεν θα μπορούσα, μέσα μου θα υπήρχαν πά­ντα δύο άνθρωποι, κ ι ε γ ώ θα στροβιλιζόμουνα ανάμεσα στις πεπο ιθήσε ι ς και τ ις φαντασιώσεις μου, κ ι ανάθεμα, ήξερα πια πως θα έ μ ε ν α πολλή ώρα σε αυτό το ελεε ινό μέρος, μ ε τ η ν απαίσια μουσ ική .

Page 409: Το σπίτι της σιωπής

29

Είναι, περασμένα μεσάνυχτα, μα εξακολουθώ ν' ακούω θόρυ­βο, κι ανησυχώ: Τι κάνουν κάτω, ας κοιμηθούν, για να μ' αφή­σουν κ ι ε μ έ ν α να περάσω ήσυχη νύχτα. Σ η κ ώ θ η κ α από το κρεβάτι μου, πήγα στο παράθυρο και κοίταξα κάτω: νά λοιπόν που το φως του Ρ ε τ ζ έ π πέφτε ι ακόμη στον κήπο. Τ ι κάνεις εκε ί , τζουτζέ; Φοβήθηκα! Είναι ύπουλος: μ ε κοιτάζει, και κα­ταλαβαίνω αμέσως ότι προσέχει τα πάντα πάνω μου, παρα­κολουθεί τ ις κινήσεις μου, ξέρω ότι κάτι σκαρώνει μ ε το νου του, μ' εκείνο το τεράστιο κεφάλι του. . . Σαν να θέλουν να κά­νουν φαρμάκι τις νύχτες μου, να λερώσουν τ η σ κ έ ψ η [ίου. Ξαφ­νικά, σκέφτηκα κάτι και φοβήθηκα: μια νύχτα, ο Σελαχατίν εί­χε έρθε ι στο δωμάτιο μου, μόνο και μόνο για να μ η βυθιστώ στην αθώα παιδικότητα της σκέψης μου κι εξαγνιστώ από τ η βρομιά τ η ς μέρας, για να πονάω όπως αυτός. Ακόμη και τώ­ρα, που το θυμάμαι τρομάζω, ανατριχιάζω, κρυώνω: μου ε ίχε πε ι πως ανακάλυψε το θάνατο. Φοβάμαι τόσο πολύ, που φεύ­γ ω από το σκοτάδι του παραθύρου, χάνεται η σκιά μου που πέφτε ι στον κήπο, γυρνάω γρήγορα στο κρεβάτι μου, μπαίνω κάτω από το πάπλωμα μου κι αρχίζω να θυμάμαι:

Page 410: Το σπίτι της σιωπής

410 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Ή τ α ν τέσσερ ις μήνες πριν από το θάνατο του. Έ ξ ω φυ­σούσε βοριάς, σφύριζε από τ ις χαραμάδες του παραθύρου. Ε ί χ ε νυχτώσει , κ ι ήμουν στο δωμάτιο μου, ξ α π λ ω μ έ ν η στο κρεβάτ ι μου, μα δεν μπορούσα να κο ιμηθώ, ε π ε ι δ ή οι θόρυ­βοι από το δωμάτιο του Σελαχατίν που δεν σταματούσαν, το π η γ α ι ν έ λ α του , τα παντζούρια του που χτυπούσαν στους τοίχους, κ ι η καταιγ ίδα μ' έκαναν ν' ανατριχιάζω και δεν μ' άφηναν να κο ιμηθώ. Κατόπιν άκουσα βήματα που πλησία­ζαν, τρόμαξα! Ό τ α ν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα, ταράχτηκα πολύ και σ κ έ φ τ η κ α ότι ύστερα από χρόνια π ρ ώ τ η φορά ερ­χόταν νύχτα στο δωμάτιο μου! Σ τ ά θ η κ ε στο κατώφλι , ακί­νητος . « Δ ε ν μπορώ να κο ιμηθώ, Φ α τ μ ά ! » Σαν να μην ήταν μεθυσμένος , σαν να μην είχα δε ι πόσο ε ίχε π ι ε ι στο δε ίπνο . Δεν ε ίπα τ ίποτα. Μ π ή κ ε μέσα, τρεκλίζοντας. Τα μάτια του καίγανε από τον πυρετό . « Δ ε ν μπορώ να κο ιμηθώ, Φατμά , γ ιατ ί ανακάλυψα κάτ ι τρομερό . Α π ό ψ ε θα μ' ακούσεις. Δ ε ν θα σου ε π ι τ ρ έ ψ ω να πάρεις το πλεχτό σου και να πας στο άλλο δωμάτιο. Ανακάλυψα κάτι τρομερό, πρέπε ι σε κάποιον να το π ω ! » Ο νάνος ε ίναι κάτω, Σελαχατ ίν , του αρέσε ι πο­λύ να σ' ακούε ι , σ κ έ φ τ η κ α , μα δεν ε ίπα τ ί π ο τ α , γ ι α τ ί το πρόσωπο του ε ίχε μια παράξενη έκφραση. Ξαφνικά άρχισε να ψ ιθυρ ίζε ι : «Ανακάλυψα το θάνατο, Φ α τ μ ά , εδώ κανε ίς δεν τον ξέρε ι το θάνατο, στην Ανατολή , ε γ ώ πρώτος τον ανακάλυψα! Τώρα, λ ίγο πριν, α π ό ψ ε » . Σ τ α μ ά τ η σ ε γ ια μια σ τ ι γ μ ή , σαν να φ ο β ή θ η κ ε γ ια την ανακάλυψη του, δεν μ ι ­λούσε σαν μεθυσμένος . «Άκου , Φ α τ μ ά ! Ξ έ ρ ε ι ς , το γράμμα Η το τ έλε ιωσα πιο νωρίς απ' ό,τι νόμιζα ότι θα το τ ε λ ε ι ώ ­σω. Τώρα γράφω το Θ. Π ρ έ π ε ι σ' αυτό να γράψω για το θά­νατο. Το ξέρε ις αυτό!» Το ήξερα, γ ι α τ ί τόσο στο πρωινό, όσο και στο μ ε σ η μ ε ρ ι α ν ό και στο βραδινό φαγητό , δεν μ ι -

Page 411: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ

λούσε γ ια τ ί π ο τ ε άλλο: « Μ ο υ ήταν αδύνατο να γράψω αυ­τό το κεφάλαιο, μ έ ρ ε ς τώρα πηγαινοερχόμουνα στο δωμά­τιο μου και σκεφτόμουνα γ ι α τ ί δεν μπορώ να το γ ρ ά ψ ω . Γ ιατ ί , όπως όλα τα άλλα κεφάλαια, έ τ σ ι κ ι αυτό, οπωσδή­ποτε θα το 'παιρνα απ' αυτούς που έχουν ή δ η γ ρ ά ψ ε ι γ ι ' αυ­τό. Δ ε ν έχω να προσθέσω τ ίποτα σ' αυτά που σκέφτηκαν κι έγραψαν οι άλλοι , έ τσ ι έ λ ε γ α , μα και δεν μπορούσα να καταλάβω γ ιατ ί δεν τα κατάφερα ν' αρχίσω αυτό το λήμ­μα...)) Γ ι α μια σ τ ι γ μ ή γ έ λ α σ ε . «Π ιθανό να μην μπορέσω να συμπληρώσω την εγκυκλοπαίδε ια μου, γ ιατ ί άρχισα να σκέ­φτομαι τον δικό μου θάνατο, γ ιατ ί πλησίασα τα εβδομήντα, εσύ τ ι λ ε ς ; » Ε γ ώ δεν μίλησα. « Ό χ ι , Φ α τ μ ά , δεν είναι έ τσ ι , ε ίμα ι ακόμη νέος, δεν τ έ λ ε ι ω σ α ακόμη αυτά που π ρ έ π ε ι να κάνω. Α κ ό μ η και μετά απ' αυτή την ανακάλυψη νιώθω νέος κ ι ακμαίος, όσο δεν μπορε ίς να φανταστε ίς : τόσο πολλά ε ί­ναι αυτά που μπορούν να επιτευχθούν κάτω από το φως τ η ς ανακάλυψης μου, που, κ ι εκατό χρόνια ακόμη να ζήσω, δεν θα μου φτάσουν!» Ξαφνικά φώναξε: « Ό λ α , τα πάντα, τα γ ε ­γονότα, οι κ ινήσε ι ς , η ζωή α π έ κ τ η σ α ν καινούργιο νόημα. Ό λ α τα β λ έ π ω διαφορετικά πια. Μ ι α εβδομάδα περπατού σα στο δωμάτιο μου, χωρίς να μπορέσω να γ ρ ά ψ ω ούτε μια λ έ ξ η , ώσπου, δύο ώρες πριν, η ανακάλυψη άστραψε σαν κε ραυνός στο μυαλό μου. Δύο ώρες πριν , πρώτος ε γ ώ , στην Ανατολή, άνοιξα, Φατμά, τα μάτια μου στο φόβο. Ξ έ ρ ω , δεν καταλαβαίνε ις , μα θα καταλάβε ις , άκουσε μ ε ! » Τον άκουγα όχι γ ιατ ί ή θ ε λ α να καταλάβω, μα γ ιατ ί δεν είχα τ ί π ο τ ε άλ­λο να κάνω, κ ι αυτός πηγαινοερχόταν σαν να ήταν στο δω­μάτιο του. « Μ ι α εβδομάδα τώρα, πάνω-κάτω στο δωμάτιο μου, σκεφτόμουνα το θάνατο κ ι αναρωτιόμουνα γ ιατ ί εκε ί ­νοι , στις ε γ κ υ κ λ ο π α ί δ ε ι ε ς τους, στα β ιβλ ία τους, γράφουν

Page 412: Το σπίτι της σιωπής

412 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τόσο πολλά γ ια το θ έ μ α αυτό. Αφήνω κατά μέρος τα έργα τ έ χ ν η ς τους. Σ τ η Δ ύ σ η έχουν γ ρ α φ τ ε ί γ ια το θάνατο χι­λ ιάδες β ιβλ ία. Σκεφτόμουνα γ ιατ ί μεγαλοποιούν ένα τόσο απλό θέμα , ε γ ώ σκόπευα να το αναφέρω στην εγκυκλοπαί­δεια μου πολύ σύντομα. Θα έγραφα: Θάνατος είναι η χρεο­κοπία του οργανισμού! Έ τ σ ι , ύστερα από μια σύντομη ε ι ­σαγωγή μ ε ιατρικά δεδομένα, θ' αναιρούσα τ ις εκδοχές των μύθων και των ιερών β ιβλ ίων, θ' αποδείκνυα γ ια άλλη μια φορά ότι τα ιερά β ιβλ ία αντέγραψαν το ένα το άλλο, και , κατόπιν , θ' ανέφερα πόσο γελο ί ες ε ίναι οι επ ιμνημόσυνες τ ε λ ε τ έ ς καθώς και τα έθ ιμα των διαφόρων λαών, κι όλα αυ­τά θα τα έγραφα σύντομα. Επιθυμούσα να ε ίμα ι σύντομος ε π ε ι δ ή ή θ ε λ α να συμπληρώσω την εγκυκλοπαίδε ια μου το ταχύτερο δυνατόν δεν ήταν όμως αυτή η πραγματ ική αιτία: δεν έδινα σημασία στο θ έ μ α , γ ιατ ί μ έ χ ρ ι πριν από δύο ώρες δεν ε ίχα καταλάβε ι τ ι ήταν ο θάνατος και γ ιατ ί φερόμουνα σαν οπο ιοσδήποτε απλός Ανατολ ί της . Αυτό το κατάλαβα πριν από δύο ώρες, Φατμά. Κ ά τ ι που χρόνια τώρα δεν μπο­ρούσα να καταλάβω, το ε ίδα κοιτάζοντας πριν από δύο ώρες τους νεκρούς στ ις ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς . Φοβερό πράγμα! Άκου! Οι Γερμανο ί τ ο ύ τ η τ η φορά ε π ι τ έ θ η κ α ν στο Χ ά ρ κ ο β ο , ας εί­ναι, αυτό δεν έχε ι σημασία! Κοιτάζοντας πριν από δύο ώρες αφηρημένα τους νεκρούς στις ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς , κι άφοβα, όπως πριν από σαράντα χρόνια κοίταζα τα πτώματα στην Ιατρι­κ ή Σ χ ο λ ή , ξαφνικά έ λ α μ ψ ε στο μυαλό μου ένα φως, ήταν η ίδια η φ ρ ί κ η , ήταν σαν ένα ρόπαλο που έ π ε σ ε στο κεφάλι μου. Κ α ι σ κ έ φ τ η κ α : Τ ο Τ ίποτα ! Να ι , το Τ ίποτα ! Ε ίναι κά­τ ι που λ έ γ ε τ α ι Τ ί π ο τ α , κ ι οι κακόμοιροι νεκροί του πολέ­μου, τώρα, π έ σ α ν ε στο π η γ ά δ ι αυτού του Τ ί π ο τ α και φύ­γανε . Έ ν α φοβερό συναίσθημα ήταν αυτό, Φατμά , το νιώ-

Page 413: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 4 1 3

θω και τώρα. Κ ι άκου τ ι σ κ έ φ τ η κ α : Μ ι α και δεν υπάρχει Θεός και παράδεισος και κόλαση, μ ε τ ά το θάνατο υπάρχει μονάχα αυτό το Τ ίποτα: μονάχα αυτό υπάρχει. Έ ν α εντελώς κενό Τ ί π ο τ α ! Δ ε ν νομίζω ότι εσύ θα το κ α τ α λ ά β ε ι ς αυτό αμέσως. Μ έ χ ρ ι πριν από δύο ώρες, ούτε ε γ ώ το 'ξερα, μα, όταν ανακάλυψα το Τ ίποτα , κατάλαβα, Φ α τ μ ά , μ π ή κ α βα­θιά στο νόημα, και κατάλαβα πόσο φοβερό ε ίναι το Τ ίποτα και πόσο φοβερός ο θάνατος! Σ τ η ν Ανατολή κανε ίς δεν το σ κ έ φ τ η κ ε αυτό. Έ τ σ ι , εκατοντάδες , χ ιλ ιάδες χρόνια σερ­νόμαστε , μα καλύτερα να μ η β ιαστούμε , θα σου ε ξ η γ ή σ ω σιγά σιγά* το βάρος αυτής τ η ς ανακάλυψης δεν μπορώ αυ­τ ή τ η νύχτα να το σηκώσω μόνος μου!» Έ κ α ν ε ανυπόμονες κ ινήσε ις , κουνούσε τα χέρια του όπως στα νιάτα του. « Μ έ ­σα σε μια σ τ ι γ μ ή , κατάλαβα γ ιατ ί όλα είναι έτσ ι . Γ ιατ ί εμε ί ς ε ί μ α σ τ ε αυτό που ε ί μ α σ τ ε . Κατάλαβα γ ιατ ί η Ανατολή ε ί­ναι Ανατολή , κι η Δύση είναι Δ ύ σ η , σου ορκίζομαι, Φατμά, το κατάλαβα και τώρα σε ι κ ε τ ε ύ ω , άκουσε μ ε προσεχτ ικά, και θα κ α τ α λ ά β ε ι ς » . Μ ο υ εξηγούσε , σαν να μην ήξερε ότι σαράντα χρόνια τώρα δεν τον άκουγα. Ή θ ε λ ε να μου μ ι ­λάε ι μ ε π ε π ο ί θ η σ η , προσεχτ ικά, όπως στα πρώτα μας χρό­νια, η φωνή του όμως ακουγόταν γ ε μ ά τ η ενθουσιασμό κ ι αμαρτ ία , κ ι ας προσπαθούσε να μοιάζε ι μ ε η λ ι κ ι ω μ έ ν ο , ανόητο δάσκαλο, που μ ε τρυφερά και στοργικά λόγια επ ι ­χε ιρε ί να ξ εγελάσε ι ένα μ ικρό παιδ ί : «Τώρα άκου μ ε προ­σεχτ ικά , Φ α τ μ ά ! Μ η θυμώνε ις , έ τ σ ι ! Λ έ μ ε ότι Θεός δεν υπάρχει , πόσες φορές σου το 'πα, γ ιατ ί δεν μπορούμε πε ι ­ραματικά ν' αποδείξουμε την ύπαρξη του, οπότε όλες οι θρη­σκε ί ες που στηρίζονται στην ύπαρξη του Θεού είναι κ ε ν έ ς π ο ι η τ ι κ έ ς φλυαρίες. Άρα ούτε κ ι ο παράδεισος κι η κόλαση, που αναφέρουν αυτές οι φλυαρίες, υπάρχουν. Κ ι εφόσον δεν

Page 414: Το σπίτι της σιωπής

414 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

υπάρχουν ο παράδεισος κι η κόλαση, τότε δεν υπάρχει ού­τε μεταθανάτια ζωή. Με παρακολουθείς, έτσι δεν είναι, Φα­τμά; Αν δεν υπάρχει η μεταθανάτια ζωή, τότε η ζωή των νεκρών χάνεται μαζί με το θάνατο. Ας εξετάσουμε το θέμα κι από τη σκοπιά του νεκρού: ο νεκρός, που πριν απ' το θά­νατο του ζούσε, μετά το θάνατο πού βρίσκεται; Δεν κάνω λόγο για το σώμα του: Πού είναι τώρα αυτός από άποψη πνεύματος, συναισθήματος, νοημοσύνης; Είναι κάπου; Δεν υπάρχει, είναι μέσα σε κάτι που δεν υπάρχει, είναι θαμμέ­νος στο Τίποτα: ούτε βλέπει πια κανέναν ούτε και τον βλέ­πει κανείς. Καταλαβαίνεις τώρα, Φατμά, πόσο φοβερό πράγμα είναι αυτό που ονομάζω Τίποτα; Όσο το σκέφτομαι, με πιάνει φρίκη: Θεέ μου, πόσο παράξενη, πόσο ανατρι­χιαστική σκέψη! Μόλις προσπαθώ να το φέρω μπροστά στα μάτια μου, ανατριχιάζω. Σκέψου κι εσύ, Φατμά* σκέψου κάτι, Φατμά, που να μην έχει τίποτα- ούτε φωνή ούτε χρώ­μα ούτε μυρωδιά ούτε αίσθηση, κάτι που δεν έχει καμιά ιδιότητα, και δεν έχει θέση ούτε στο κενό. Μπορείς να φα­νταστείς κάτι που δεν πιάνει χώρο, που δεν φαίνεται, που δεν ακούγεται; Μονάχα ένα τυφλό σκοτάδι, που δεν είναι σε θέση ν' αντιληφθεί ότι είναι πυκνό σκοτάδι, χωρίς αρχή και τέλος. Ο θάνατος είναι πιο σκοτεινός κι από αυτό, το Τίποτα είναι ακόμη πιο πέρα απ' αυτό. Φοβάσαι, Φατμά; Ενώ τα σώματα μας σαπίζουν στην απαίσια και παγερή σιω­πή του χώματος, και τα θύματα πολέμου, με τρύπες από τις λαβωματιές σαν τη γροθιά μου, με τα κρανία τους κομμα­τιασμένα και τα μυαλά τους σκορπισμένα στο χώμα, με χυ­μένα μάτια και σκισμένα, ματωμένα στόματα, βρομάνε ανάμεσα στα ερείπια, το πνεύμα τους -δυστυχώς, και το δικό μας- θάβεται στο δίχως αρχή και τέλος σκοτάδι του

Page 415: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 4 1 5

Τ ί π ο τ α · σαν τυφλός, που π έ φ τ ε ι μ ε το κεφάλι κάτω σε βά­ραθρο και θα π έ φ τ ε ι μ έχρ ι την α ιωνιότητα χωρίς να κατα­λαβαίνε ι τ ι του συμβαίνε ι , όχι, ε ίναι κάτ ι περ ισσότερο από αυτό, κάτι που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Θ ε έ μου, όσο το σκέφτομαι , μ ε π ιάνε ι φ ρ ί κ η , δεν θέλω να πεθάνω, όταν έ ρ χ ε τ α ι στο νου μου ο θάνατος, επαναστατώ, Θ ε έ μου, τ ι εκνευριστ ικό, να ξέρεις ότι θα θαφτείς στο σκοτάδι του απεί­ρου, να ξέρε ις ότι δεν θα υπάρχει αρχή και τ έλος , ότι θα χα­θε ί ς στο σκοτάδ ι κ ι ότ ι π ο τ έ , π ο τ έ δεν θα μ π ο ρ έ σ ε ι ς να β γ ε ι ς έξω! Όλοι θα βουτήξουμε στο Τ ίποτα , Φατμά, θα γ ε ­μίσουμε μ ε ανυπαρξία! Δεν φοβάσαι, δεν σου 'ρχεται να επα­ν α σ τ α τ ή σ ε ι ς ; Π ρ έ π ε ι να φοβηθε ίς , δεν σ' αφήνω αυτή τ η νύχτα προτού ξυπνήσε ι μέσα σου ο φόβος του θανάτου που θα σε κάνε ι να επαναστατήσε ις . Άκουσε , δεν υπάρχει πα­ράδεισος, δεν υπάρχει κόλαση, δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρ­χ ε ι κανε ίς που να σε παρακολουθεί , να σε τ ι μ ω ρ ε ί , να σε συγχωρεί . Μ ε τ ά το θάνατο, θα κατέβε ι ς στο Τ ίποτα σαν να κατεβα ίνε ι ς στο βυθό μιας σκοτε ινής θάλασσας, απ' όπου δεν θα βγε ι ς π ο τ έ . Θα βρεθε ί ς σε μια σ ιωπηλή ερημ ιά απ' όπου δεν θα υπάρχει γυρισμός· ενώ το πτώμα σου θα σαπί­ζει στο κρύο χώμα, το κρανίο σου και το στόμα σου, θα γ ε ­μ ίζε ι χώμα σαν γλάστρα, οι σάρκες σου θα πέφτουν και θα σκορπίζονται σαν ξ ε ρ α μ έ ν η κοπριά, ο σκελετός σου θα γ ί ­νε ι σ κ ό ν η , σαν κομματάκ ια κάρβουνου, θα βρεθε ί ς μέσα σ' έναν απαίσιο βούρκο που θα σε λ ιώσε ι μ έ χ ρ ι και την τ ε ­λευταία τρίχα του κεφαλιού σου, ξέροντας ότι ούτε να ελπ ί ­σεις δεν θα έχε ις το δ ικαίωμα πως μπορείς να γυρίσε ις πί­σω, και θα εξαφανιστε ίς ολομόναχη, Φατμά , στην α ν ε λ έ η ­τ η , π α γ ω μ έ ν η λάσπη του Τ ίποτα. Κ α τ α λ α β α ί ν ε ι ς ; »

Τρόμαξα! Σ ή κ ω σ α μ ε φόβο το κεφάλι μου από το μαξι-

Page 416: Το σπίτι της σιωπής

416 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

λάρι και κοίταξα το δωμάτιο μου. Ο παλιός κόσμος, ο τ ω ­ρινός κόσμος. Μ α το δωμάτιο μου και τα έπιπλα μου κοι­μούνται. Ίδρωσα. Θέλησα κάποιους να δω, μ ε κάποιους να μ ιλήσω, να τους αγγ ίξω. Κατόπιν άκουσα θόρυβο κάτω και παραξενεύτηκα. Η ώρα ήταν τρε ι ς . Α μ έ σ ω ς σ η κ ώ θ η κ α κι έτρεξα στο παράθυρο. Το φως του Ρ ε τ ζ έ π έ κ α ι γ ε α κ ό μ η . Ο ύπουλος νάνος, το μπασταρδάκι τ η ς υπηρέτρ ιας ! Σ κ έ φ τ η κ α μ ε φόβο ε κ ε ί ν η την κρύα χ ε ι μ ω ν ι ά τ ι κ η νύχτα: τ ι ς π ε σ μ έ ­νες καρέκλες , τα σπασμένα τζάμια, τα πιάτα, τα κουρελια­σμένα υφάσματα, το αίμα. Ανατρίχιασα και ταράχτηκα. Πού είναι το μπαστούνι μου; Το πήρα και χτύπησα κάτω δυο φο­ρές φωνάζοντας:

« Ρ ε τ ζ έ π , έλα γρήγορα ε π ά ν ω » . Β γ ή κ α από το δωμάτιο μου και πήγα στην άκρη τ η ς σκά­

λας. « Ρ ε τ ζ έ π , Ρ ε τ ζ έ π , σου μ ιλάω, πού ε ί σ α ι ; » Κοιτάζω κάτω* στο φως που έρχετα ι από κε ι υπάρχουν

σκ ι ές , κινούνται στον τοίχο. Ξ έ ρ ω , ε ί σ τ ε εκε ί . Ξαναφώνα­ξα, στο τέλος ε ίδα μια σκιά.

« Έ ρ χ ο μ α ι , κυρία, έ ρ χ ο μ α ι » , ε ί π ε η σκιά, άρχισε να μ ι ­κραίνει κι ε μ φ α ν ί σ τ η κ ε ο νάνος.

« Τ ι ε ί να ι ; » ε ί π ε . « Τ ι θ έ λ ε τ ε ; » Δ ε ν ανέβαινε επάνω. « Γ ι α τ ί δεν κοιμάσαι τ έτο ια ώρα;» ε ίπα. « Τ ι κ ά ν ε τ ε κά­

τ ω ; » « Τ ί π ο τ α » , ε ί π ε . « Κ α θ ό μ α σ τ ε » . « Τ έ τ ο ι α ώρα;» ε ίπα. « Μ η λες ψ έ μ α τ α , αμέσως το κατα­

λαβαίνω. Τ ι τους λ ε ς ; » « Δ ε ν τους λ έ ω τ ί π ο τ α » , ε ί π ε . « Τ ι σας συμβαίνε ι π ά λ ι ;

Π ά λ ι σ κ έ φ τ ε σ τ ε ; Μ η σ κ έ φ τ ε σ τ ε ! Αν δεν μ π ο ρ ε ί τ ε να κοι-

Page 417: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 117

μ η θ ε ί τ ε , π ά ρ τ ε τ η ν ε φ η μ ε ρ ί δ α σας, ψ ά ξ τ ε τ η ν ντουλάπα σας, κο ι τάξτε αν ε ίναι τα ρούχα σας σ τ η θ έ σ η τους, φάτε φρούτα, μην τους σ κ έ φ τ ε σ τ ε πια αυτούς!»

« Ε σ ύ να μην ανακατεύεσαι τ ι κάνω!» ε ίπα. «Φώναξε τους να έρθουν ε π ά ν ω » .

«Μονάχα η δεσποινίς Νιλγκ ιούν ε ί να ι » , ε ί π ε . « Ο κύριος Φαρούκ κ ι ο Μ ε τ ί ν φύγανε» .

« Δ ε ν ε ίναι ε δ ώ ; » ε ίπα. « Κ α τ έ β α σ ε μ ε κ ά τ ω , να δω, τ ι τους ε ί π ε ς » .

« Τ ι θ έ λ ε τ ε να τους πω, κυρία, δεν σας καταλαβαίνω» . Σ τ ο τέλος α ν έ β η κ ε τ ις σκάλες . Νόμισα πως θα έρθε ι κο­

ντά μου, αλλά μ π ή κ ε στο δωμάτιο μου. « Μ η ν ανακατεύε ις το δωμάτιο μου!» ε ίπα. « Τ ι κ ά ν ε ι ς ; » Ο νάνος στεκόταν σ τ η μ έ σ η του δωματ ίου . 1 Ιήγα από

πίσω του. Ξαφνικά γύρ ισε , μ ε πλησ ίασε , και μου 'πιασε το χέρι * σάστισα: μ ε β ο ή θ η σ ε να πάω στο κ ρ ε β ά τ ι μου. Μ ε πλησίασε , μ ε σκέπασε μ ε το ζεστό πάπλωμα μου. Κίμαι κο­ριτσάκι , ε ίμα ι αθώα, έχω ξεχάσει . Ε γ ώ ήμουν ξ α π λ ω μ έ ν η στο κ ρ ε β ά τ ι μου, αυτός έ φ ε υ γ ε .

«Αφήσατε το ροδάκινο σας μ ισοφαγωμένο» , ε ί π ε . «Ε ίνα ι τα καλύτερα ροδάκινα αυτά, δεν σας αρέσουν; Να a a c φέ ρω β ε ρ ί κ ο κ α ; »

Έ φ υ γ ε . Έ μ ε ι ν α μόνη . Πάνω μου το ίδιο ταβάν ι , κάτω το ίδιο πάτωμα* στην καράφα το ίδιο νερό, στο τραπέζ ι το ίδιο ποτήρ ι , η βούρτσα, η κολόνια, το π ιάτο, το ρολόι, όλα στην ίδια θ έ σ η , κι ε γ ώ , ξ α π λ ω μ έ ν η στο κρεβάτ ι μου, σκέφτομαι τ ι παράξενο πράγμα είναι αυτό που το λ έ ν ε χρόνο, κι ανα τρ ιχ ιάζω. Κ α τ ά λ α β α πως κ ι ε κ ε ί ν η τ η νύχτα θα σκεφτό μουνα την ανακάλυψη του Σελαχατ ίν . Έ λ ε γ ε ο σατανάς:

«Καταλαβαίνε ις το μεγαλε ίο τ η ς ανακάλυψης μου, Φα-

Page 418: Το σπίτι της σιωπής

418 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τ μ ά ; Απόψε ανακάλυψα το αόρατο όριο που μας χωρίζει από τους άλλους! Ό χ ι ! Δεν είναι οι ενδυμασίες , οι μηχανές , τα σπίτ ια , τα έ π ι π λ α , οι π ρ ο φ ή τ ε ς , οι κ υ β ε ρ ν ή σ ε ι ς , τα εργο­στάσια, που χωρίζουν την Ανατολή από τ η Δ ύ σ η . Ό λ α αυτά είναι το αποτέλεσμα. Εκε ίνο που μας χωρίζει είναι τούτη η μ ι κ ρ ή κ ι απλή αλήθεια. Εκε ίνο ι ν ιώσανε το απύθμενο π η ­γάδι που λέγετα ι θάνατος, το Τίποτα, ενώ εμε ί ς αγνοούμε τ η φοβερή αυτή αλήθεια. Μ ο υ έρχεται τρέλα όταν σκέφτομαι πως η απίστευτα μ ε γ ά λ η διαφορά προέρχεται από μια τόσο δα απλή ανακάλυψη! Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μέσα σε χίλια χρόνια δεν β ρ έ θ η κ ε στην τεράστ ια αυτή Ανατολή ού­τ ε ένας άνθρωπος που να σκεφτε ί ένα τ έτο ιο πράγμα. Αν κρίνεις από το χρόνο και τ η ζωή που χ ά θ η κ ε , κ ι εσύ α κ ό μ η , Φατμά, θα μπορέσε ις να καταλάβε ις μέχρ ι ποιο σημε ίο έχε ι φτάσει η βλακεία κι η νωθρότητα! Μ α και πάλι π ιστεύω στο μέλλον. Γ ιατ ί , μ ε τ ά από τόσους αιώνες, έκανα ε γ ώ το απλό πρώτο βήμα. Α π ό ψ ε , ε γ ώ , ο Σελαχατίν Νταρβίνογλου, ανα­κάλυψα στην Ανατολή το θάνατο! Καταλαβαίνεις τ ι σου λέω; Μ ε κοιτάς έτσ ι χαζά! Β έ β α ι α , γ ιατ ί μονάχα αυτός που ξέρε ι το σκοτάδι μπορεί να ν ιώσει το φως, μονάχα αυτός που ξέ­ρει το Τ ίποτα είναι σε θ έ σ η να καταλάβε ι τ ι θα πε ι "υπάρ­χ ω " . Σ κ έ φ τ ο μ α ι το θάνατο, άρα υπάρχω! Ό χ ι ! Τ ι κρίμα που κ ι οι νωθροί εκε ίνο ι Ανατολίτες υπάρχουν, υπάρχεις κ ι εσύ, μ ε τ ις βελόνες που κρατάς, μα κανείς σας δεν ξέρε ι τ ι σ η ­μαίνει θάνατος! Το σωστό είναι να λ έ μ ε : Σ κ έ φ τ ο μ α ι το θά­νατο, άρα ε ίμαι Δυτ ικός ! Ε γ ώ ε ίμαι ο πρώτος που έφυγε από την Ανατολή κ ι έ γ ι ν ε Δυτ ικός , η πρώτη Ανατολή που έγ ινε Δύση ! Καταλαβαίνεις , Φ α τ μ ά ; » Ξαφνικά, φώναξε: «Ω Κύριε , ε ίσαι κ ι εσύ σαν αυτούς, ε ίσαι τυφλός!» Κατόπ ιν , μ' έναν κλαψιάρικο αναστεναγμό, έκανε τρεκλίζοντας δυο βήματα

Page 419: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 4 1 9

προς το παράθυρο. Γ ια μια σ τ ι γ μ ή , τ ι παράξενο, μου φάνη­κε πως θ' άνοιγε τα παραθυρόφυλλα, θα ριχνόταν έξω, θα ορμούσε στην καταιγίδα, θα έκανε φτερά και θα πετούσε μ ε τον ενθουσιασμό τ η ς ανακάλυψης του , νόμισα ότι θα κου­νούσε τα χέρια του και θα πετούσε λ ιγάκ ι , μ ε τ ά θα καταλά­βαινε την πραγματ ικότητα , θα έσκαγε κάτω και θα πέθαι­νε . Μ α ο Σελαχατίν στάθηκε καταμεσής του δωματίου, και κοίταξε μ ε μίσος κι απελπισία, σαν να έ β λ ε π ε πίσω από τα τζάμια όλη τ η χώρα κι αυτό που ονόμαζε Ανατολή: ((Κακό­μοιροι τυφλοί! Κοιμούνται ! Είναι στα κρεβάτ ια τους· κάτω από τα παπλωματά τους, βυθ ισμένοι στον ήρεμο ύπνο τ η ς ηλ ιθ ιότητας τους και κοιμούνται ! Ό λ η η Ανατολή κοιμάται . Σκλάβο ι ! Θα τους μάθω το θάνατο και θα τους γλ ι τώσω από τ η σκλαβιά. Μ α πρώτα θα γλ ι τώσω εσένα, Φατμά, άκουσε μ ε , κ α τ ά λ α β ε κ ι ομολόγησε πως φοβάσαι το θάνατο» . KL έτσ ι , όπως τ ό τ ε , που παρά τα παρακάλια του ήξερε ότι δεν θα μ' έ π ε ι θ ε ποτέ να πω ότι δεν υπάρχει Θεός, άρχισε πάλι να μ ε παρακαλάει , να μ ε φοβερίζει , να προσπαθεί να μ ε ξε­γ ε λ ά σ ε ι παίζοντας μ ε τ ι λέξε ις , να μετράε ι μ ε τα δάχτυλα του αυτά που θεωρούσε αποδείξεις* δεν τον π ίστεψα . Όταν κουράστηκε και σώπασε , κάθ ισε στην καρέκλα απέναντ ι μου κοιτάζοντας μ ε άδειο β λ έ μ μ α το άδειο τραπέζ ι , ενώ τα παντζούρια εξακολουθούσαν να χτυπούν στον τοίχο. Ώσπου ξαφνικά ε ίδε το ρολόι κοντά στο προσκεφάλι μου, τρόμαξε κι άρχισε να φωνάζει σαν να ε ίχε δε ι σκορπιό ή φίδ ι : « Ι Ιρέπει να τους προλάβουμε, να τους προλάβουμε! Πιο γρήγορα, πιο γ ρ ή γ ο ρ α ! » Π ή ρ ε το ρολόι, το πέταξε στο κ ρ ε β ά τ ι μου και φώναξε: «Ανάμεσα μας υπάρχει ένα δ ιάστημα ίσως χιλ ίων χρόνων, μα μπορούμε να τους προλάβουμε, Φατμά, θα τους προλάβουμε , γ ιατ ί δεν έχουν τ ίποτα να κρύψουν από μας,

Page 420: Το σπίτι της σιωπής

420 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

όλα τους τα ξέρουμε, ακόμη και τ ις πιο βαθιές αλήθειες τους! Θα τυπώσω ένα φυλλάδιο μ ε αυτή την αλήθεια και θα τ η δι­δάξω στους κακόμοιρους τους δικούς μας. Ανόητο ι ! Δεν έχουν καταλάβε ι ακόμη ότι έχουν μόνο μια ζωή· όσο το σκέ­φτομαι, εκνευρίζομαι. Ζούνε ήρεμο ι κ ι ευτυχ ισμένα, δίχως καμιά ανησυχία, χωρίς να ξέρουν ποια είναι η αλήθεια της ζωής, θεωρώντας τον κόσμο δεδομένο . Θα τους κανονίσω όμως ε γ ώ αυτούς! Θα τους κάνω να γονατίσουν με το φόβο του θανάτου! Θα μάθουν τον εαυτό τους· να τον φοβούνται και να τον σιχαίνονται. Ξ έ ρ ε ι ς κανένα μουσουλμάνο που να σιχαίνεται αληθινά τον εαυτό του, έχε ις γνωρίσε ι ποτέ Ανα­τ ο λ ί τ η που να μπορεί να σιχαθεί τον εαυτό του ; Δεν περι­μένουν και τ ί π ο τ ε από τον εαυτό τους, δεν ξέρουν να ξεχω­ρίζουν από το κοπάδι* μονάχα αφήνονται να παρασύρονται από ένα ρεύμα, που δεν ξέρουν καλά καλά τ ι ε ίναι, κι αν κά­ποιος υποστηρίξε ι κάτ ι δ ιαφορετικό, τον παίρνουν γ ια ανώ­μαλο, ακόμη και γ ια τρελό! Θα τους μάθω, Φατμά, να φο­βούνται όχι τ η μοναξιά μα το θάνατο. Τ ό τ ε θα μάθουν ν' αντέχουν στη μοναξιά, θα προτιμήσουν τον βαθύ πόνο της μοναξιάς από την κ ε ν ή μακαριότητα του πλήθους! Τ ό τ ε θα δουν ότι πρέπε ι να τοποθετήσουν τον εαυτό τους στο κέντρο του κόσμου! Θα νιώσουν ντροπή κι όχι περηφάνια που σ' όλη τους τ η ζωή ήταν οι ίδιοι άνθρωποι* θ' ανακρίνουν τον εαυ­τό τους, και θα το κάνουν με βάση την ηθ ική τους κι όχι τ η θρησκε ία! Ό λ α αυτά θα γίνουν, Φατμά, θα τους κάνω να ξυ­πνήσουν από τον ευτυχ ισμένο , ήσυχο και ανόητο ύπνο χι­λιάδων χρόνων! Θα σπείρω στην καρδιά τους την αποπνι­κ τ ι κ ή , εξοργ ιστ ική φρίκη του φόβου του θανάτου. Αυτό θα το κάνω οπωσδήποτε , έστω κι αν χρε ιαστε ί να χρησιμοποι­ήσω βία, σου ορκίζομαι!» Έ π ε ι τ α , σαν να ε ίχε κουραστεί από

Page 421: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 4 2 1

την ίδια του την οργή, σώπασε, ε ίχε λαχανιάσει* σαν να ντρε­πόταν λ ίγο, σαν να φοβόταν για το φόβο που θα έσπερνε στις καρδιές των ανθρώπων. Σ ε λ ίγο όμως ξανάρχισε : « Ά κ ο υ , Φ α τ μ ά : Αν δεν τον ν ιώθε ις το φόβο, μπορε ίς να το πετύχε ις μ ε τ η λογ ική σου. Η ζωή που ζούμε δεν αφήνει εμάς τους Ανατολίτες να νιώσουμε αυτή τ η φρ ίκη . Μ π ο ρ ο ύ μ ε ωστόσο να την καταλάβουμε μ ε τ η λ ο γ ι κ ή μας, και μάλιστα τόσο καλά, που να μας δοθεί μ ε αυτό τον τρόπο η δυνατότητα να γίνουμε σαν εκείνους. Γ ια να γίνε ις σαν εκείνους, αρκεί να με ακούσεις με προσοχή και να σκεφτε ίς λογικά. Άκου μ ε ! » Μα δεν τον άκουγα πια. Π ε ρ ί μ ε ν α να μ ε αφήσε ι σ τ η μοναξιά τ η ς νύχτας, να παραδοθώ στον ύπνο μου.

Τ ο μυαλό μου σκάλωσε γ ια άλλη μια φορά στο θόρυβο που ερχόταν από κάτω. Σ ή κ ω σ α το κεφάλι μου από το ζε­στό μαξιλάρι μου κ ι άκουσα το νάνο να τρ ιγυρ ίζε ι μέσα στο σπ ί τ ι , σαν να τρ ιγύριζε στο σώμα μου. Τ ι σκαρώνεις , τζου-τ ζ έ , τ ι τους λες ; Μ ε τ ά άκουσα να χτυπάε ι η πόρτα του κ ή ­που, και στη συνέχεια β ή μ α τ α : ήταν του Μ ε τ ί ν ! 1 Ιού ήσου­να μ έ χ ρ ι αυτή τ η ν ώρα; Τον άκουσα να χτυπάε ι την πόρτα τ η ς κουζίνας και να μπαίνε ι μέσα, μα δεν α ν έ β η κ ε επάνο). Σ κ έ φ τ η κ α : Ε ίναι κάτω, όλοι ε ίναι κάτω, κ ι ο τζουτζές τους λ έ ε ι διάφορα. Ανατρίχιασα, κ ι ε ίπα, πού είναι το μπαστού­νι μου, να σας πιάσω όλους ε π ' αυτοφώρω, μα δεν σ η κ ώ θ η ­κα από το κρεβάτ ι μου. Κατόπιν άκουσα βήματα στις σκά­λες , ησύχασα, μα κατάλαβα πως τα βήματα είχαν κάτ ι πα­ράξενο, νόμισα ότι ήταν ο σατανάς και πήγαινε μεθυσμένος στο δωμάτιο του! Αντ ί να στρ ίψε ι μπρος από την πόρτα μου και να φύγε ι , σ τ α μ ά τ η σ ε και χ τ ύ π η σ ε , κι ε γ ώ , σαν να ξύ­πνησα από ε φ ι ά λ τ η , θέλησα να φωνάξω, μα δεν φώναξα.

Σ τ ο δωμάτιο μου μ π ή κ ε ο Μ ε τ ί ν . « Π ώ ς ε ί σ τ ε , γ ι α γ ι ά ; »

Page 422: Το σπίτι της σιωπής

422 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΤΚ

μου ε ί π ε . Ή τ α ν λ ίγο παράξενος! « Κ α λ ά ε ί σ τ ε ; » Δ ε ν απά­ντησα, δεν τον κοίταζα. « Κ α λ ά ε ί σ τ ε , γ ιαγ ιά , εσε ίς δεν έ χ ε ­τ ε τ ίποτα, εσε ίς δεν παθαίνετε τ ί π ο τ α » . Κατάλαβα . Ή τ α ν μεθυσμένος ! Ό π ω ς ο παππούς του ! Έ κ λ ε ι σ α τα μάτια μου. « Μ η ν κο ιμάστε , γ ιαγιά. Θα σας πω κ ά τ ι » . Ό χ ι , σου το απα­γορεύω! « Μ η ν κ ο ι μ ά σ τ ε τώρα!» Κ ο ι μ ά μ α ι και τον ν ιώθω να πλησιάζε ι στο κρεβάτ ι μου. «Ας το γ κ ρ ε μ ί σ ο υ μ ε , γ ιαγ ιά , αυτό το παλ ιόσπ ιτο» . Το περ ίμενα . « Ν α το γ κ ρ ε μ ί σ ο υ μ ε , γ ιαγ ιά , και σ τ η θ έ σ η του να χτ ίσουμε μια μ ε γ ά λ η πολυκα­τοικ ία. Ο εργολάβος θα μας δώσει τ η μ ι σ ή . Θα είναι καλό γ ια όλους μας. Ε σ ε ί ς δεν ξ έ ρ ε τ ε τ ί π ο τ α » . Να ι , δεν ξέρω τ ί ­ποτα ε γ ώ ! « Ό λ ο ι χρε ιαζόμαστε λεφτά, γ ιαγ ιά ! Έ τ σ ι όπως π ά μ ε , ούτε τα έξοδα τ η ς κουζίνας αυτού του σπιτ ιού δεν θα μπορούν να καλυφθούνε!» Η κουζίνα μας, σκέφτομαι ε γ ώ , όταν ήμουν μ ι κ ρ ή , μύριζε γαρίφαλο και κανέλα . «Αν δεν κάνουμε κάτ ι , σύντομα εσύ κ ι ο Ρ ε τ ζ έ π θα π ε ι ν ά τ ε . Ο ι άλ­λοι δεν ασχολούνται μ ε το θ έ μ α αυτό, γ ιαγ ιά . Ο Φαρούκ ε ί­ναι πια κάθε μέρα μεθυσμένος , η Ν ιλγκ ιούν είναι κομουνί­στρια, το ξ έ ρ ε τ ε ; » Έν ιωθα τ η μυρωδιά τ η ς κανέλας και δεν ήξερα τ ίποτα, δεν ήξερα πως γ ια να σε αγαπήσουν, π ρ έ π ε ι να τα ξέρεις όλα. « Γ ι α τ ί δεν απαντάτε , γ ιαγ ιά; Δεν με ακού­τ ε ; » Δ ε ν ακούω, γ ι α τ ί δεν ε ίμα ι ε δ ώ , κο ιμάμαι και θυμά­μ α ι : φ τ ι ά χ ν α μ ε μ α ρ μ ε λ ά δ ε ς , π ί ν α μ ε λ ε μ ο ν ά δ ε ς και σ ε ρ -μ π έ τ ι α . « Α π α ν τ ή σ τ ε μου, γ ιαγ ιά , σας παρακαλώ, α π α ν τ ή ­σ τ ε μου!» Κατόπιν πήγαινα στις κόρες του Σουκρού πασά, γ ε ια σας, Τουρκιάν , Σουκράν, Ν ι γ κ ι ά ν , γ ε ια σας! « Δ ε ν θ έ ­λ ε τ ε ; Π ρ ο τ ι μ ά τ ε να κ ά θ ε σ τ ε σε τούτο το ερε ίπ ιο , στο κρύο, ν η σ τ ι κ ή , κ ι όχι σ' ένα ωραίο και ζεστό δ ι α μ έ ρ ι σ μ α ; » Π λ η ­σιάζει στο κρεβάτ ι μου, το κουνάει γ ια να μ ε τρομάξει . « Ξ υ ­π ν ή σ τ ε , γ ιαγιά, ανοίξτε τα μάτια σας, απαντήστε μου!» Δεν

Page 423: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 423

τα ανο ίγω, κ ο υ ν ι έ μ α ι : έ π ε ι τ α παίρνω τ η ν άμαξα και π η ­γαίνω στις κόρες του Σουκρού πασά. Τ ί κ ι - τ ά κ α , τ ίκ ι - τάκα. αΑυτοί νομίζουν πως δεν θ έ λ ε τ ε να γ κ ρ ε μ ι σ τ ε ί το σ π ί τ ι ! Μ α κι αυτοί έχουν ανάγκη από λεφτά. Ξ έ ρ ε τ ε γ ιατ ί η γ υ ­ναίκα του Φαρούκ τον π α ρ ά τ η σ ε ; Γ ι α τα λεφτά! Ο ι άνθρω­ποι δεν σκέφτονται τ ί π ο τ ε άλλο εκτός από τα λεφτά, γ ια­γ ι ά ! » Εξακολουθε ί να κουνάει το κ ρ ε β ά τ ι . Η άμαξα κου­νιόταν απαλά. Ο ι ουρές των αλόγων. . . « Γ ι α γ ι ά , α π α ν τ ή σ τ ε μου!» . . . δ ιώχνανε τ ι ς μύγες . «Αν δεν α π α ν τ ή σ ε τ ε , δεν θα σας αφήσω να κ ο ι μ η θ ε ί τ ε ! » Θ υ μ ή θ η κ α , θ υ μ ή θ η κ α , θ υ μ ή ­θηκα. « Κ ι ε γ ώ έχω α ν ά γ κ η από λεφτά , περ ισσότερο απ ' όλους, κ α τ α λ ά β α τ ε ; Γ ι α τ ί ε γ ώ . . . » Θ ε έ μου, κ ά θ ι σ ε στην άκρη του κρεβατ ιού μου. « Δ ε ν μπορώ ν' αρκεστώ στα λ ίγα, όπως αυτοί. Τ η σιχαίνομαι αυτή τ η χώρα των ηλ ιθ ίων ! Θα πάω στην Α μ ε ρ ι κ ή . Χρε ιάζομα ι λεφτά! Κ α τ α λ α β α ί ν ε τ ε ; » Αηδίασα από τ η μυρωδιά του αλκοόλ που έ β γ α ι ν ε από το στόμα του και χτυπούσε στο πρόσωπο μου, και κατάλαβα. «Τώρα θα μου π ε ί τ ε ναι, γ ιαγ ιά , προτ ιμάτε κ ι εσε ίς ένα δια­μέρ ισμα, θα τους το πούμε . Π ε ί τ ε ναι , γ ι α γ ι ά ! » Δεν ε ίπα. « Γ ι α τ ί δεν λ έ τ ε το ναι ; Ε π ε ι δ ή ε ί σ τ ε δ ε μ έ ν η μ ε τ ι ς ανα­μνήσε ις σας;» Οι αναμνήσεις μου, οι αναμνήσεις μου. . . «Θα μεταφέρουμε τα έπ ιπλα στο διαμέρισμα! Τ η ν ντουλάπα σας, τα σεντούκια σας, τ η ραπτομηχανή σας, τα πιάτα σας, όλα θα τα μ ε τ α φ έ ρ ο υ μ ε . Γ ι α γ ι ά , κ ι εσάς θα σας αρέσε ι , κατα­λ α β α ί ν ε τ ε ; » Καταλαβαίνω πόσο ωραίες ήταν εκε ίνες οι χε ι ­μ ω ν ι ά τ ι κ ε ς , μοναχ ικές ν ύ χ τ ε ς : όταν η σ ι ω π ή τ η ς νύχτας ήταν δ ική μου, όταν όλα ήταν ακίνητα σαν πετρωμένα! «Θα κρεμάσουμε κι αυτή τ η φωτογραφία του παππού στον τοί­χο. Το δωμάτιο σας θα ε ίναι ολόιδιο μ' αυτό. Σας παρακα­λώ, α π α ν τ ή σ τ ε μου!» Δεν απάντησα! « Α χ , Θ ε έ μου, ε π ε ι δ ή

Page 424: Το σπίτι της σιωπής

4 2 4 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ο ένας είναι μ π ε κ ρ ή ς κ ι άβουλος, η άλλη κομουνίστρια και τούτη δω ξ ε μ ω ρ α μ έ ν η , δεν μπορώ ε γ ώ να. . . » Δεν α π ά ν τ η ­σα! « . . . περάσω όλη μου τ η ζωή σε τ ο ύ τ η δω τ η φυλακή με τους ηλίθ ιους, όχι !» Φ ο β ή θ η κ α κι έν ιωσα το κρύο χέρ ι του στον ώμο μου! Η κ λ α ψ ι ά ρ ι κ η φωνή του ε ί χ ε πλησ ιάσε ι , μ ε παρακαλούσε κ ι η αναπνοή του μύριζε αλκοόλ , ε ν ώ ε γ ώ αναπολούσα τα παλιά: Δ ε ν υπάρχει παράδεισος, δεν υπάρ­χε ι κόλαση, το πτώμα σου μ έ ν ε ι ολομόναχο στο κρύο σκο­τάδι του τάφου. Εξακολουθούσε να μ ε παρακαλεί . Τα μάτια σου θα γεμίσουν μ ε χώμα, τα σκουλήκια θα φάνε τα έ ν τ ε ­ρα σου, οι σάρκες σου θα λιώσουν. «Σας παρακαλώ, γ ιαγ ιά ! » Σ τ ο μυαλό σου θα περπατούν μ υ ρ μ ή γ κ ι α , στα πνευμόν ια σου γυμνοσάλ ιαγκες , στην καρδιά σου σκουλήκια. Έ π ε ι τ α ξαφνικά σ τ α μ ά τ η σ ε . « Γ ι α τ ί να πεθάνουν η μ η τ έ ρ α κ ι ο πα­τέρας μου και να ζ ε ί τ ε εσε ί ς ; Είναι δίκαιο αυτό;» ε ίπε . Σ κ έ ­φτηκα ότι τον παραπλάνησαν. Σ κ έ φ τ η κ α ότι ο νάνος κάτω τούς τα ε ί π ε όλα! Σκεφτόμουνα, μα αυτός δεν ε ί π ε τ ί π ο τ ε άλλο. Έ κ λ α ι γ ε , γ ια μια σ τ ι γ μ ή νόμισα πως το χέρι του π ή ­γ α ι ν ε στο λα ιμό μου! Σ κ έ φ τ η κ α τον τάφο μου. Ε ί χ ε ξα­π λ ώ σ ε ι στο κ ρ ε β ά τ ι μου κ ι έ κ λ α ι γ ε . Έ ν ι ω σ α ναυτία. Δ υ ­σκολεύτηκα να σηκωθώ από το κ ρ ε β ά τ ι , αλλά σηκώθηκα, φόρεσα τ ις παντόφλες μου, πήρα το μπαστούνι μου και β γ ή ­κα από το δωμάτ ιο . Σ τ ο κεφαλόσκαλο φώναξα:

« Ρ ε τ ζ έ π , Ρ ε τ ζ έ π , ε λ ά τ ε γρήγορα ε π ά ν ω ! »

Page 425: Το σπίτι της σιωπής

30

Καθόμασταν κάτω μ ε τ η Ν ιλγκ ιούν . Ό τ α ν άκουσα τ η φω­ν ή τ η ς κυράς, σηκώθηκα αμέσως κι α ν έ β η κ α τρέχοντας τ ις σκάλες . Η κυρά ήταν στην πόρτα του δωματίου τ η ς .

« Τ ρ έ χ α , Ρ ε τ ζ έ π ! » φώναξε. « Τ ι συμβαίνε ι σ' αυτό το σπί­τ ι ; Π ε ς μου αμέσως ! »

« Τ ί π ο τ α , κυρ ία» , ε ίπα λαχανιασμένος. « Π ώ ς , τ ί π ο τ α ! » ε ί π ε . «Τούτος εδώ λύσσαξε. Κ ο ί τ α ! » Μ ε την άκρη του μπαστουνιού τ η ς , μου έ δ ε ι ξ ε μ ε αηδία,

σαν να έ δ ε ι χ ν ε ψόφιο ποντ ικό , το ε σ ω τ ε ρ ι κ ό τ η ς κάμαρης. Μ π ή κ α μέσα : ο Μ ε τ ί ν , ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρε ­βάτ ι τ η ς κυρίας, μ ε το κεφάλι χωμένο στο κ ε ν τ η μ έ ν ο μα­ξιλάρι , έ τ ρ ε μ ε .

«Θα μ ε σκότωνε ! » ε ί π ε η κυρά. « Σ ε ρωτάω, τ ι γ ίνετα ι σ' αυτό το σπ ί τ ι , Ρ ε τ ζ έ π , μην το κ ρ ύ β ε τ ε από μ έ ν α ! »

« Τ ί π ο τ α , απολύτως, κυρία. Δ ε ν σας ταιρ ιάζε ι αυτό, κύ­ριε Μ ε τ ί ν , ε λ ά τ ε , σ η κ ω θ ε ί τ ε » .

« Τ ί π ο τ α , λ έ ε ι . Ποιος του έ β α λ ε αυτές τ ις ιδέες στο μυα­λό; Τώρα αμέσως θα μ ε κατεβάσε ι ς κ ά τ ω » .

« Κ α λ ά » , ε ίπα. « Ο κύριος Μ ε τ ί ν έχε ι π ιε ι λ ίγο, κυρία! Λυ-

Page 426: Το σπίτι της σιωπής

426 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

τό είναι, όλο! Νέος ε ίναι , θα π ι ε ι , μα δεν ε ίναι συνηθ ισμέ­νος, καθώς β λ έ π ε τ ε . Έ τ σ ι δεν ήταν κ ι ο πατέρας του κ ι ο παππούς τ ο υ ; »

« Κ α λ ά , ε ί π ε . Εσύ σώπαινε ! Άλλο σε ρώτησα!» « Ε λ ά τ ε , κύρ ιε Μ ε τ ί ν ! » ε ίπα . « Ε λ ά τ ε να σας πάω στο

κ ρ ε β ά τ ι σας!» Σ η κ ώ θ η κ ε τρεκλ ίζοντας και , βγαίνοντας από το δωμά­

τ ιο , κοίταξε κάπως παράξενα τ η φωτογραφία του παππού του στον τοίχο. Κατόπιν π ή γ ε στο δωμάτιο του κλαψουρί-ζοντας.

« Γ ι α τ ί πέθαναν τόσο νωρίς οι γονε ίς μ ο υ ; » ε ί π ε . « Μ ο υ λες , Ρ ε τ ζ έ π , γ ι α τ ί ; »

Ενώ τον βοηθούσα να γδυθε ί γ ια να κο ιμηθε ί , έκανα να του πω « Θ έ λ η μ α Θεού. . . » Μ ' έσπρωξε απότομα.

«Ποιος Θεός, ρε! Ηλ ίθ ι ε τζουτζέ! Μπορώ να γδυθώ και μό­νος μου, μην ανησυχείς» . Μ α αντί να γδυθε ί , πήρε κάτι από το μπαούλο του. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, σταμάτησε για μια σ τ ι γ μ ή . «Πηγαίνω στην τουαλέτα!» ε ίπε κ ι έφυγε.

Μ ε φώναξε η κυρά. Π ή γ α . «Πήγαινε μ ε κάτω, Ρ ε τ ζ έ π . Θέλω να δω μ ε τα μάτια μου

τ ι συμβαίνε ι ε κ ε ί » . « Τ ί π ο τ α δεν συμβαίνε ι , κυρ ία» , ε ίπα. « Η δεσποινίς Νιλ­

γκιούν δ ιαβάζει , ο κύριος Φαρούκ έ φ υ γ ε » . «Πού πάει τέτο ια ώρα; Τ ι τους ε ίπες ; Μ η ν πεις ψ έ μ α τ α » . « Δ ε ν λ έ ω ψ έ μ α τ α » , ε ίπα. « Ε λ ά τ ε να σας πάω στο κ ρ ε ­

βάτ ι σας». Μ π ή κ α στο δωμάτιο τ η ς . « Κ ά τ ι τ ρ έ χ ε ι σ' αυτό το σπ ί τ ι . . . Μ η ν μπαίνε ις στο δω­

μάτιο μου, μ η σκαλ ίζε ις ! » ε ί π ε , και μ π ή κ ε π ίσω από μένα στο δωμάτ ιο .

Page 427: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 427

Ο Μ ε τ ί ν μ ε πλησίασε τρεκλ ίζοντας και μου ε ί π ε μ ε τ η φωνή του μ ε θ υ σ μ έ ν ο υ : « Κ ο ί τ α τ ι έ γ ι ν ε , Ρ ε τ ζ έ π ! » Κοίταζε μ ε αγάπη το αίμα που έτρεχε από τον καρπό του χεριού του. Ε ί χ ε κοπε ί , μα όχι βαθιά, ήταν σαν γρατσουνιά. Ξαφνικά ωστόσο θ υ μ ή θ η κ ε το φόβο, ε μ έ ν α , τα ασήμαντα πράγμα­τα· έ δ ε ι ξ ε να μεταν ιώνε ι .

« Τ ο φαρμακείο είναι ανοιχτό τ έτο ια ώρα;» ε ί π ε . « Ε ί ν α ι » , ε ίπα. « Μ α πρώτα να σας δώσω βαμβάκ ι , κύριε

Μ ε τ ί ν ! » Κ α τ έ β η κ α κάτω. Έ β γ α λ α από ένα ντουλάπι βαμβάκ ι . « Τ ι τ ρ έ χ ε ι ; » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν , δίχως να σηκώσε ι το κ ε ­

φάλι τ η ς από το β ιβλ ίο . « Τ ί π ο τ α ! » ε ίπε ο Μ ε τ ί ν , που μ ε ε ίχε ακολουθήσει . « Έ κ ο ­

ψα το χέρι μου» . Έδωσα το βαμβάκ ι , ο Μ ε τ ί ν το π ί εσε πάνω στην π λ η γ ή

του, η Νιλγκ ιούν πλησ ίασε και κοίταξε . « Δ ε ν είναι το χέρι σου, ο καρπός σου ε ί να ι » , ε ί π ε . « Δ ε ν ε ίναι σοβαρό. Πώς το κατάφερες αυτό ;»

« Δ ε ν είναι σοβαρό, ε ί π ε ς ; » ρώτησε ο Μ ε τ ί ν . « Τ ι έ χ ε ι μ έ σ α σ' ε κ ε ί ν ο το ντουλάπ ι , Ρ ε τ ζ έ π ; » ε ί π ε η

Ν ιλγκ ιούν . « Δ ε ν ε ίναι , λ έ ε ι , σοβαρό!» ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Μ α ε γ ώ π η ­

γαίνω στο φαρμακε ίο» . «Διάφορα πράγματα, δεσπο ιν ίς» , ε ίπα. « Δ ε ν υπάρχουν τ ίποτα παλιά χειρόγραφα του πατέρα μου,

του παππού μ ο υ ; » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Τ ι γράφανε ο μπα­μπάς μου κ ι ο παππούς μου, Ρ ε τ ζ έ π ; »

Σ κ έ φ τ η κ α γ ια μια σ τ ι γ μ ή και ξαφνικά ε ί π α : « Ό τ ι δεν υπάρχει Θεός» .

Η Νιλγκιούν γ έ λ α σ ε και το πρόσωπο τ η ς ομόρφυνε πάλι .

Page 428: Το σπίτι της σιωπής

428 ΟΡΧΑΝ Π Α Μ Ο Ϊ Κ

« Π ώ ς το ξ έ ρ ε ι ς ; » ε ί π ε . « Σ ο υ το ε ίχανε π ε ι ; » Δ ε ν ε ίπα τ ίποτα. Έ κ λ ε ι σ α το ντουλάπι . Άκουσα τ ό τ ε τ η

φωνή τ η ς κυράς α ν έ β η κ α επάνω, τ η ν ξαναπήγα στο κ ρ ε ­βάτι τ η ς και τ η ς ε ίπα πως κάτω δεν συνέβαινε τ ίποτα. Μ ο υ ζήτησε να βάλω φρέσκο νερό στην καράφα. Το έκανα. Όταν κ α τ έ β η κ α κάτω, η Νιλγκ ιούν διάβαζε πάλ ι . Έ π ε ι τ α άκου­σα θόρυβο στην κουζίνα. Ο κύριος Φαρούκ ήταν έξω από την πόρτα τ η ς κουζίνας, δεν μπορούσε ν' ανοίξει . Του άνοι­ξα την πόρτα.

« Μ α δεν ήταν κ λ ε ι δ ω μ έ ν η » , ε ίπα. « Α ν ά ψ α τ ε , β λ έ π ω , όλα τα φώτα» . Τ ο χνότα του μυρίζα-

νε ρακί. « Τ ι σ υ μ β α ί ν ε ι ; » « Σ α ς π ε ρ ι μ έ ν α μ ε , κύριε Φαρούκ» , ε ίπα. «Εξαιτ ίας μου, ε ί π ε . Πάντα εξαιτίας μου! Μακάρ ι να π η ­

γ α ί ν α τ ε μ ε ταξί στην Ιστανμπούλ . Ε γ ώ έ β λ ε π α χορό τ η ς κο ιλ ιάς ! »

«Αν λ έ τ ε γ ια τ η Νιλγκ ιούν , αυτή δεν έ χ ε ι τ ί π ο τ α » , ε ίπα. « Δ ε ν έχε ι τ ίποτα ; Δ ε ν ξ έ ρ ω » , ε ί π ε , μα έ δ ε ι χ ν ε ξαφνια­

σμένος . « Δ ε ν είναι κ α λ ά ; » « Κ α λ ά ε ίναι . Δ ε ν θα μ π ε ί τ ε μ έ σ α ; » Μ π ή κ ε . Κατόπιν γύρ ισε , κοίταξε το σκοτάδι , το χλομό

φως του φανοστάτη πέρα από την πόρτα, σαν να ή θ ε λ ε να πάε ι κάπου γ ια μια τ ε λ ε υ τ α ί α φορά και να γυρ ίσε ι . Μ ε τ ά άνοιξε το ψυγε ίο και π ή ρ ε ένα μπουκάλι . Ξαφνικά, σαν να έχασε την ισορροπία του από το βάρος του μπουκαλιού, έκα­νε δυο βήματα προς τα πίσω και σωριάστηκε στην καρέκλα μου. Α ν έ π ν ε ε δύσκολα, σαν ασθματικός.

« Ε ί ν α ι κρ ίμα , κύρ ιε Φαρούκ, κ ά ν ε τ ε κακό στον εαυτό σας!» ε ίπα. « Κ α ν ε ί ς δεν π ίνε ι τόσο» .

Πολύ αργότερα, « Τ ο ξ έ ρ ω » , ε ί π ε . Δ ε ν μ ίλησε άλλο. Κα-

Page 429: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 429

θόταν μ ε το μπουκάλι σφιχτά στην αγκαλιά του, σαν κορι­τσάκ ι που κρατάει στην αγκαλιά του τ η ν α γ α π η μ έ ν η του κούκλα.

« Ν α σας φτιάξω μια σούπα;» ε ίπα. « Έ χ ω λ ίγο ζωμό από κρέας» .

« Φ τ ι ά ξ ε » , ε ί π ε , κάθ ισε λ ίγο κι ύστερα έφυγε τρεκλ ίζο­ντας.

Τους π ή γ α τ ις σούπες, στο μεταξύ ε ίχε έρθε ι κι ο Μ ε τ ί ν . Στον καρπό του χεριού του τού ε ίχανε βάλε ι έναν λεπτό επί­δεσμο .

« Ο φαρμακοποιός ρώτησε γ ια σένα, Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν ! » ε ί π ε . « Ό τ α ν έ μ α θ ε πως δεν π ή γ ε ς στο νοσοκομε ίο , απόρησε» .

« Ν α ι » , ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. « Δ ε ν ε ίναι αργά α κ ό μ η . Προλαβα ίνουμε» .

« Τ ι λ ε ς ; » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Δ ε ν πρόκε ι τα ι να πάθω τ ί ­π ο τ α » .

« Ε γ ώ ε ίδα χορό τ η ς κ ο ι λ ι ά ς » , ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. « Μ α ζ ί μ ε κάτ ι ηλίθ ιους τουρ ίστες που φορούσαν φ έ σ ι » .

« Π ώ ς ή τ α ν ; » ρώτησε η Νιλγκ ιούν χαρούμενα. «Πού να 'ναι άραγε το τετράδιο μου ; » ε ί π ε σε λ ίγο ο κύ­

ριος Φαρούκ, και π ρ ό σ θ ε σ ε : « Τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν κ ά τ ι θα μ π ο ­ρούσα να βγάλω από το τ ε τ ρ ά δ ι ο » .

« Κ ο ι μ ά σ τ ε όρθιο ι» , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Κ ι εξαιτ ίας σας. . . » « Θ έ λ ε ι ς να ε π ι σ τ ρ έ ψ ε ι ς στην Ιστανμπούλ, Μ ε τ ί ν ; » ε ί π ε

ο κύριος Φαρούκ. « Κ ι ε κ ε ί τα ίδια γ ίνοντα ι » . « Ε ί σ τ ε και οι δύο μεθυσμένο ι . Δεν μ π ο ρ ε ί τ ε να ο δ η γ ή ­

σ ε τ ε » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Ε γ ώ μπορώ!» φώναξε ο Μ ε τ ί ν . « Ό χ ι , απόψε θα με ίνουμε εδώ, σαν καλά αδελφάκια» , ε ί­

πε η Νιλγκ ιούν .

Page 430: Το σπίτι της σιωπής

430 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ό λ α είναι παραμύθια!» ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. Σ ώ π α σ ε γ ια λ ίγο, κατόπιν πρόσθεσε : «Παραμύθια δίχως κανένα νόη­μα . . . »

« Ό χ ι ! Το λ έ ω πάντα. Ό λ α έχουν κάποιο ν ό η μ α » . « Μ π ρ ά β ο ! Το λες πράγματ ι συνέχε ια» . « Σ ω π ά σ τ ε π ια ! » ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Π ώ ς θα 'μασταν άραγε αν γεννιόμασταν παιδιά μιας δυ­

τ ι κ ή ς ο ι κ ο γ έ ν ε ι α ς ; » ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. «Λόγου χάρη , αν ήμασταν παιδιά μιας γ α λ λ ι κ ή ς ο ικογένε ιας ! Ο Μ ε τ ί ν θα χαιρόταν ά ρ α γ ε ; »

« Ό χ ι » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . «Αυτός θ έ λ ε ι Α μ ε ρ ι κ ή » . « Έ τ σ ι ε ίναι , Μ ε τ ί ν ; » « Σ ω π ά σ τ ε ! » ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . «Θα κ ο ι μ η θ ώ » . « Μ ε τ ί ν , μην κο ιμάστε ε κ ε ί » , ε ίπα ε γ ώ . «Θα κ ρ υ ώ σ ε τ ε » . « Ε σ ύ να μην ανακατεύεσαι» . « Ν α σας φέρω κι εσάς σούπα;» « Α χ , Ρ ε τ ζ έ π ! » ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. « Κ α η μ έ ν ε Ρ ε ­

τ ζ έ π ! » « Φ έ ρ ε μου» , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . Π ή γ α στην κουζίνα και του ετοίμασα σούπα. Ό τ α ν του

τ η ν π ή γ α , ε ίδα τον κύριο Φαρούκ να 'ναι ξαπλωμένος στο άλλο ν τ ι β ά ν ι . Κο ι τούσε το ταβάν ι και κουβέντ ιαζε μ ε τ η Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν γελούσαν. Ο Μ ε τ ί ν κρατούσε ένα δίσκο και τον κοίταζε .

« Τ ι ωραία!» ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Σ α ν να 'μαστε σε κοι­τ ώ ν α » .

« Δ ε ν θ' α ν ε β ε ί τ ε ε π ά ν ω να κ ο ι μ η θ ε ί τ ε ; » ε ί π α , και τ η σ τ ι γ μ ή ε κ ε ί ν η άκουσα τ η φωνή τ η ς κυράς.

Α ν έ β η κ α επάνω. Μ ε δυσκολία την καθησύχασα και τ η ν έβαλα στο κ ρ ε β ά τ ι . Σ ώ ν ε ι και καλά ή θ ε λ ε να κ α τ έ β ε ι κά-

Page 431: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 431

τ ω . Τ η ς έδωσα ροδάκινα. Τράβηξα τ η ν πόρτα τ η ς και κα­τ έ β η κ α κάτω, ο κύριος Φαρούκ ε ίχε αποκοιμηθε ί και ροχά­λιζε ελαφρά.

« Τ ι ώρα ε ί να ι ; » ρώτησε η Ν ιλγκ ιούν . « Τ ρ ε ι ς και μ ι σ ή » , ε ίπα. « Κ ι εσε ί ς εδώ θα κ ο ι μ η θ ε ί τ ε ; » « Ν α ι » . Α ν έ β η κ α επάνω. Π ή γ α , ένα ένα, στα δωμάτια τους, π ή ­

ρα τ ις κουβέρτες τους και τ ις κατέβασα κάτω. Η Νιλγκιούν μ' ευχαρ ίστησε , σκέπασα και τον κύριο Φαρούκ.

« Ε γ ώ δεν θ έ λ ω » , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . Κρατούσε ένα δ ίσκο , τον κοίταζε α φ η ρ η μ έ ν ο ς , σαν να

ήταν τ η λ ε ό ρ α σ η . Πλησίασα και τον ε ίδα. Ή τ α ν ο δίσκος που ε ίχα δε ι το πρωί.

« Σ β ή σ ε τα φώτα» , ε ί π ε . Η Νιλγκ ιούν δεν ε ί π ε τ ίποτα , γ ι ' αυτό έσβησα το γλό­

μπο που κρεμόταν από το ταβάν ι , μα και πάλι μπορούσα να τους διακρίνω. Γ ι α τ ί το φως από το φανάρι του δρόμου περ­νούσε ανάμεσα από τα παντζούρια και χτυπούσε στα ξα­π λ ω μ έ ν α κορμιά τους, γ ι α να κ ά ν ε ι α ι σ θ η τ ό , θαρρε ίς , το ανέμελο ροχαλητό του κυρίου Φαρούκ και γ ια να μου θυμί­ζει πως όταν μπαίνε ι έ σ τ ω και λ ίγο φως από μια γωνιά κ ι ο κόσμος δεν είναι βυθ ισμένος στο κατάμαυρο σκοτάδι , ο άν­θρωπος δεν π ρ έ π ε ι να φοβάται . Κατόπ ιν , άκουσα, όχι από τον κ ή π ο , μα από κάπου κοντά, ένα τζ ι τζ ίκ ι . Ή θ ε λ α να φο­β η θ ώ , μα θαρρείς και δεν μπορούσα, γ ι α τ ί κάπου κάπου έ β λ ε π α ένα από τα αδέλφια να κουνιέται ελαφρά και σκε ­φτόμουνα πως θα π ρ έ π ε ι να είναι ωραίος ο ύπνος όταν κοι­μούνται τα τρία αδέλφια στο ίδιο δωμάτ ιο και τα σκεπάζε ι , σαν πάπλωμα, το σκοτάδι και το ήρεμο ροχαλητό. Γ ι α τ ί και στον ύπνο σου, τ ι ς κρύες χ ε ι μ ω ν ι ά τ ι κ ε ς νύχτες , όταν κοι-

Page 432: Το σπίτι της σιωπής

432 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μάσαι έτσ ι δεν ε ίσαι μόνος, δεν τ ρ έ μ ε ι ς μόνος από το κρύο. Θαρρείς, στο επάνω δωμάτιο ή στο δ ιπλανό, μια μάνα, ένας πατέρας , ή κ ι οι δυο μαζί, έχουν το νου τους σ' ε σ έ ν α κ ι ακούνε το θόρυβο που κάνε ις , κ ι όταν το σκέφτεσα ι αυτό, βυθίζεσαι πιο εύκολα στον ήσυχο, απαλό, πουπουλένιο ύπνο. Και τ ό τ ε θυμήθηκα τον Χασάν, σκέφτηκα πως τώρα θα τ ρ έ ­μ ε ι . Γ ι α τ ί το 'κανες ; Γ ι α τ ί το 'κανες ; Σ κ έ φ τ η κ α , και σ κ έ ­φτηκα ακόμη πιο πολύ, κοιτάζοντας τα ζωντανά σώματα που σάλευαν ελαφρά στον ύπνο τους, κ ι έ λ ε γ α στον εαυτό μου ας ξαναπώ τις ίδιες ιστορίες, ας καθίσω λίγο ακόμη , όχι, ας καθίσω μ έ χ ρ ι το πρωί, να φοβηθώ, να πλαγ ιάσω σ τ η ζε­στή καρδιά του φόβου, όταν άκουσα τ η φωνή της Νιλγκιούν:

« Α κ ό μ η ε κ ε ί ε ίσαι , Ρ ε τ ζ έ π ; » « Ν α ι , δεσποιν ίς» . « Γ ι α τ ί δεν κο ιμάσαι ; » «Θα κ ο ι μ η θ ώ » . « Ά ν τ ε , πήγα ινε να π έ σ ε ι ς , Ρ ε τ ζ έ π . Ε γ ώ δεν έχω τ ί π ο ­

τα. Μ η ν ανησυχε ίς» . Έφυγα από την τραπεζαρία, ήπια λ ίγο γάλα κι έφαγα λί­

γο γ ιαούρτι , κατόπιν πλάγιασα, μα δεν μπόρεσα να κ ο ι μ η ­θώ αμέσως. Στριφογύριζα στο κρεβάτ ι μου και σκεφτόμουν τα τρία αδέλφια να κοιμούνται μαζί εκε ί , στην ίδια κάμαρη , κατόπιν ήρθε στο νου μου ο θάνατος, κατόπιν ο κύριος Σ ε ­λαχατίν, πριν πεθάνε ι . Κ α η μ έ ν ο μου παιδί , ε ί χ ε πε ι , τ ι κρί­μα, δεν μπόρεσα ν' ασχοληθώ μ ε τ η μόρφωση σας, ούτε μ ε τ η δ ική σου ούτε μ ε του Ισμαήλ , δεν μπόρεσα να σας σπου­δάσω. Σας π ή γ α στο χωριό και σας παρέδωσα σ' εκε ίνον το χαζό που ξέρατε γ ια πατέρα σας, κ ι αυτός σας άφησε στην άγνοια, βέβαια φταίω κι ε γ ώ λ ίγο , δεν μπόρεσα να σταμα­τ ή σ ω τ η Φ α τ μ ά που ή θ ε λ ε να σας σ τ ε ί λ ε ι ε κ ε ί , δεν φ έ ρ θ η -

Page 433: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 433

κα καλά, έδε ιξα αδυναμία, μα δεν ή θ ε λ α να την κακοκαρ­δίσω, ακόμη αυτή πληρώνε ι όλα μου τα έξοδα γ ια τ η ν ε π ι ­σ τ ή μ η μου, και το ψωμ ί που τ ρ ώ τ ε δ ικό τ η ς ε ίναι , και τα μαρτύρια που ζ ε ί τ ε δ ικά τ η ς , μα ακόμη πιο πολύ λυπάμαι που οι χαζοχωριάτες σάς γ έ μ ι σ α ν το μυαλό μ ε φόβους. Αλί­μονο όμως, δεν μπορώ πια να σας μορφώσω, να σας κάνω ελεύθερους, σκεπτόμενους ανθρώπους, ε ίναι πολύ αργά, όχι γ ιατ ί μ ε γ α λ ώ σ α τ ε και δεν μ π ο ρ ε ί τ ε πια να μ ά θ ε τ ε , μα γ ια­τ ί το ένα μου πόδι ε ίναι στον τάφο· κ ι ε π ε ι δ ή δεν μου είναι πια αρκετό να ξυπνήσω από τ η νάρκη τους έναν ή δύο αν­θρώπους, είναι εκατομμύρια οι κακόμοιροι οι μουσουλμάνοι που περπατάνε στα υπόγε ια του σκοταδισμού, ε κ α τ ο μ μ ύ ­ρια οι σκλάβοι που περ ιμένουν τα φώτα από το β ιβλ ίο μου! Κ α ι μου μ έ ν ε ι τόσο λίγος καιρός! Αντ ίο , κ α η μ έ ν ο , αμ ίλητο παιδί μου, εσένα τουλάχιστον να σου δώσω μια τ ελευτα ία συμβουλή. Άκουσε , Ρ ε τ ζ έ π : Να ε ίσαι ελεύθερος και μονά­χα στον εαυτό σου, στο δ ικό σου μυαλό να 'χεις εμπ ιστοσύ­ν η , καταλαβαίνε ις ; Ε γ ώ δεν μίλησα, κούνησα το κεφάλι μου και σ κ έ φ τ η κ α : Λ έ ξ ε ι ς . Μ ό ν ο λέξε ι ς ! Κ ό ψ ε από το δέντρο του παράδεισου το μήλο τ η ς γ ν ώ σ η ς , μ η φοβάσαι, κ ό ψ ' το , μπορε ί να πονέσε ις πολύ, μα θα γ ίνε ις ελεύθερος , κ ι όταν γίνουν όλοι ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι , τ ό τ ε θα μ π ο ρ έ σ ε τ ε , όλοι μαζί , να φτ ιάξετε τον πραγματ ικό παράδεισο, σε τούτο τον κόσμο, και τ ό τ ε δεν θα φοβάσαι τ ίποτα. Λ έ ξ ε ι ς , σκεφτόμουνα ε γ ώ , φωνές που μόλις σκορπιστούν στον αέρα, χάνονται, λ έξε ι ς . . . Κ ο ι μ ή θ η κ α σκεπτόμενος τ ις λέξε ις .

Μ ό λ ι ς ξ η μ έ ρ ω σ ε , άκουσα να χτυπούν το παράθυρο μου και ξύπνησα. Ή τ α ν ο Ισμαήλ . Άνοιξα αμέσως την πόρτα. Κ ο ι τ α χ τ ή κ α μ ε μ ε φόβο, θαρρείς και ν ιώθαμε ένοχοι γ ια κά­τ ι . Κατόπιν μου ε ί π ε κλαψιάρ ικα : « Ο Χασάν δεν ήρθε κα-

Page 434: Το σπίτι της σιωπής

434 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

θόλου ε δ ώ , έ τ σ ι δεν ε ί ν α ι ; » « Ό χ ι » , ε ί π α . « Έ λ α μ έ σ α , Ι σ μ α ή λ » . Μ π ή κ ε στην κουζίνα και σ τ ά θ η κ ε σαν να φοβό­ταν μ η σπάσει τ ίποτα. Μ ε ί ν α μ ε σιωπηλοί γ ια λ ίγο . Έ π ε ι ­τα μου ε ί π ε , χωρίς να φοβάται αυτή τ η φορά. « Ρ ε τ ζ έ π , μ ή ­πως άκουσες γ ιατ ί το έ κ α ν ε ; » Δ ε ν μ ίλησα. Γύρισα στο δω­μάτ ιο μου. Έ β γ α λ α τ η ν π ιτζάμα μου, τον άκουγα να μ ι λ ά ε ι στην κουζίνα καθώς φορούσα το πουκάμισο και το παντελόνι μου. « Έ κ α ν α πάντα ό,τι ή θ ε λ ε » , έ λ ε γ ε σαν να παραμιλού­σε . « Δ ε ν ή θ ε λ ε να πάε ι τσ ιράκι σε μπαρμπέρ ικο . Καλά, του ε ίπα, σπούδασε. Μ α δεν μ ε λ ε τ ο ύ σ ε . Γύρ ιζε μ' αυτούς, το 'μαθα, τον ε ίδαν, μου το 'πανε , πήγαιναν μακριά, μ έ χ ρ ι το Π ε ν τ ί κ , πα ίρνανε , λ έ ε ι , μ ε τ η βία χ ρ ή μ α τ α από τους μ ι -κρομαγαζάτορες !» Κατόπιν σώπασε γ ια λ ίγο . Νόμισα ότι θα έ κ λ α ι γ ε , μα όταν γύρισα στην κουζίνα, δεν έ κ λ α ι γ ε . « Τ ι λ έ ν ε γ ι ' αυτό ; » ρ ώ τ η σ ε συνεσταλμένα . «Αυτοί ε π ά ν ω . Η δεσποιν ίς πώς ε ί ν α ι ; » « Χ τ ε ς το βράδυ, ε ίμα ι καλά, έ λ ε γ ε , τώρα κοιμάται . Μ α δεν τ η ν π ή γ α ν στο νοσοκομε ίο ; Έ π ρ ε ­π ε να τ η ν ε ίχαν π ά ε ι » . Έ δ ε ι ξ ε να χα ίρετα ι . «Ίσως να μ η χρε ιάζεται να πάε ι στο νοσοκομε ίο» , ε ί π ε . «Ίσως να μην τ η χτύπησε τόσο» . Ε γ ώ σώπασα γ ια λ ίγο . Ύ σ τ ε ρ α ε ίπα: « Ε γ ώ τον ε ίδα, Ισμαήλ . Ε ίδα πώς τ η χ τ ύ π η σ ε ! » Ν τ ρ ά π η κ ε , σαν να το ε ί χ ε κ ά ν ε ι ο ίδ ιος, σ ω ρ ι ά σ τ η κ ε σ τ η μ ι κ ρ ή καρέκλα μου, νόμισα ότι θα κ λ ά ψ ε ι .

Σ ε λ ίγο άκουσα επάνω θόρυβο, έβαλα νερό γ ια το τσάι κ ι α ν έ β η κ α στην κυρά.

« Κ α λ η μ έ ρ α » , ε ίπα. « Κ ά τ ω θα π ά ρ ε τ ε το πρωινό σας ή ε δ ώ ; » Άνοιξα τα παντζούρια.

« Ε δ ώ » , ε ί π ε . « Θ έ λ ω να τους δω. Π ε ς τους να έρθουν» . «Κο ιμούντα ι όλοι» , ε ίπα, μα, κατεβαίνοντας κάτω, ε ίδα

ότι η Ν ιλγκ ιούν ε ί χ ε ξυπνήσε ι .

Page 435: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 435

« Π ώ ς ε ί σ α ι ; » Ε ί χ ε φορέσει ένα κόκκινο φόρεμα. « Ε ί μ α ι πολύ καλά, Ρ ε τ ζ έ π » , ε ί π ε . « Δ ε ν έχω τ ί π ο τ α » . Ό μ ω ς το πρόσωπο τ η ς έ λ ε γ ε άλλα: το ένα τ η ς μάτ ι ήταν

ε ν τ ε λ ώ ς κ λ ε ι σ τ ό , τα τραύματα, που ε ίχαν κ ά ν ε ι κάκαδο, ήταν π ρ η σ μ έ ν α και ε ίχαν κοκκ ιν ίσε ι .

« Ν α π ά τ ε αμέσως στο νοσοκομε ίο ! » ε ίπα. « Ο αδελφός μου σ η κ ώ θ η κ ε ; » ρώτησε . Κ α τ έ β η κ α κάτω. Ο Ι σ μ α ή λ καθόταν έ τ σ ι όπως τον άφη­

σα. Ετο ίμασα το τσά ι . Σ ε λ ίγο μου ε ί π ε : « Χ τ ε ς τ η νύχτα ήρθαν στο σ π ί τ ι χωροφύλακες . Μ η ν τον κ ρ ύ β ε τ ε , ε ίπαν . Γ ι α τ ί να τον κ ρ ύ ψ ω ; Πριν από το κράτος, ε γ ώ θα τον τ ι ­μωρήσω, ε ί π α » . Σ ώ π α σ ε , π ε ρ ί μ ε ν ε κάτ ι να πω, βλέποντας ότι δεν μίλησα, έ κ α ν ε πάλ ι να κ λ ά ψ ε ι , μα δεν έ κ λ α ψ ε . « Τ ι λ έ ν ε αυτο ί ; » ρώτησε . Δ ε ν π ή ρ ε α π ά ν τ η σ η , άναψε τσ ιγάρο. « Π ο ύ μπορώ να τον β ρ ω ; » Ε γ ώ έκοβα το ψωμ ί γ ια να κά­νω φρυγανιές. « Έ χ ε ι φίλους, π η γ α ί ν ε ι , λ έ ν ε , στο καφενε ίο . «Αυτοί τον παρέσυραν. Ο ίδιος δεν ξέρε ι πόσο άσχημα τον έχουν ε π η ρ ε ά σ ε ι » . Έν ιωσα ότι μ ε κοίταζε . Ε γ ώ συνέχισα να κόβω ψ ω μ ί . Ε π α ν έ λ α β ε : « Τ ί π ο τ α δεν ξ έ ρ ε ι , τ ί π ο τ α ! » Συνέχ ισα να κόβω το ψωμί .

Όταν ανέβηκα επάνω, ο κύριος Φαρούκ ε ίχε ξυπνήσει . Η Ν ιλγκ ιούν , κ ε φ ά τ η , τον άκουγε .

« Έ τ σ ι , βρέθηκα στην αγκαλιά τ η ς μούσας τ η ς Ιστορίας!» έ λ ε γ ε ο Φαρούκ. « Μ ε ε ίχε αγκαλιάσει σαν χοντρή θεία. Κα ι τώρα θα σου πω το μυστ ικό τ η ς Ιστορ ίας» , έ λ ε γ ε .

Η Νιλγκ ιούν γ έ λ α σ ε κ ι ο κύριος Φαρούκ συνέχ ισε : « Μ α τ ι όνειρο ήταν αυτό! Τρόμαξα και ξύπνησα, όμως

αυτό δεν ήταν ξύπνημα. Μ ε ρ ι κ έ ς φορές θ έ λ ε ι ς να ξ υ π ν ή ­σε ις , μα ταυτόχρονα αισθάνεσαι να κυλάς στο βάραθρο του

Page 436: Το σπίτι της σιωπής

436 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ύπνου. Κοίτα αυτό το τσαλακωμένο πράγμα που β γ ή κ ε από τ η ν τ σ έ π η μου!»

«Ααα!» έκανε η Ν ιλγκ ιούν . « Φ έ σ ι ! Α σ τ ε ί ο ε ίνα ι ! » « Ν α ι , φέσ ι ! Χ τ ε ς τ η νύχτα το φορούσαν οι τουρίστες που

βλέπανε χορό τ η ς κοιλ ιάς. Δεν ξέρω τ ι ακριβώς έκανα. Λί­γο πριν το έβγαλα από την τ σ έ π η μου. Πώς μ π ή κ ε εδώ μ έ ­σα ; »

« Ν α φέρω αμέσως το πρωινό σας ;» ε ίπα ε γ ώ . « Ν α ι , Ρ ε τ ζ έ π » , ε ίπαν. Θ έ λ α ν ε , λ έ ε ι , να προλάβουν να γυρίσουν στην Ισταν­

μπούλ πριν αρχίσει η κ ί ν η σ η . Κ α τ έ β η κ α στην κουζίνα, έβα­λα τα ψωμιά σ τ η φωτιά, έβρασα αυγά και π ή γ α ν' ανεβάσω το πρωινό τους. « Ε σ ύ πιθανόν να ξ έ ρ ε ι ς » , ε ί π ε ο Ι σ μ α ή λ . « Κ ά θ ε σ α ι μέσα και μαθαίνε ις τα νέα πριν απ ' όλους, Ρ ε ­τ ζ έ π » . Σ κ έ φ τ η κ α λ ίγο . « Ξ έ ρ ω όσα κ ι εσύ , Ι σ μ α ή λ ! » ε ίπα. Κατόπιν του ε ίπα ότι τον ε ίχα δε ι να καπν ίζε ι , ο Ι σ μ α ή λ μ ε κοίταζε μ ε απορία, σαν να τον ε ίχαν εξαπατήσε ι , α π ο ρ η μ έ ­νος. « Π ο ύ θα π ά ε ι ; » ε ί π ε έ π ε ι τ α μ ε κάποια ελπίδα. « Κ ά ­ποια μέρα θα γυρ ίσε ι . Θα εμφαν ιστε ί από κάπου. Τόσα και τόσα γ ίνονται κάθε μέρα, τόσοι άνθρωποι πεθαίνουν, θα ξε­χαστε ί αυτό» . Σ ώ π α σ ε γ ια λ ί γο , ύστερα ε ί π ε : « Λ ε ς να το ξεχάσουν, α δ ε λ φ έ ; » Του έδωσα τσάι . « Ε σ ύ θα το ξεχάσεις , Ι σ μ α ή λ ; » ε ίπα.

Α ν έ β η κ α επάνω. « Ξ ύ π ν η σ α ν , κυρ ία» , ε ίπα. « Σ α ς περ ιμένουν κάτω. Ε λ ά ­

τ ε , κ α τ ε β ε ί τ ε κ ά τ ω , να φάτε όλοι μαζί πρωινό γ ια μια τ ε ­λευταία φορά».

«Φώναξε τους ε π ά ν ω ! » ε ί π ε . « Θ έ λ ω να τους μ ιλήσω. Δεν θ έ λ ω να π ιστέψουν τα ψ έ μ α τ α σου».

Κ α τ έ β η κ α κάτω χωρίς να πω τ ίποτα. Άρχισα να ετο ιμά-

Page 437: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 437

ζω το τραπέζ ι , ε ί χ ε ξυπνήσε ι κ ι ο Μ ε τ ί ν . Ο κύριος Φαρούκ κ ι η Ν ιλγκ ιούν μιλούσαν και γελούσαν, ο Μ ε τ ί ν καθόταν σ ιωπηλός . Ό τ α ν κ α τ έ β η κ α στην κουζίνα, ο Ι σ μ α ή λ ε ί π ε : «Δυο νύχτες τώρα, ο Χασάν δεν ή ρ θ ε στο σ π ί τ ι . Το ή ξ ε ­ρ ε ς ; » Μ ε κοίταξε προσεχτ ικά. « Δ ε ν το 'ξερα» , ε ίπα. « Ο ύ ­τ ε μ ε τ η βροχή δεν ή ρ θ ε ; » « Δ ε ν ή ρ θ ε » , ε ί π ε . « Έ σ τ α ζ ε το ταβάν ι , έ β ρ ε χ ε μ ε το τουλούμι , όλη τ η νύχτα τον περ ι μένα ­μ ε , δεν ή ρ θ ε » . «Θα π ή γ ε κάπου όταν ξέσπασε η καταιγ ί ­δ α » , ε ίπα. Μ ε κο ίταξε α κ ό μ η πιο προσεχτ ικά . « Ε δ ώ δεν ή ρ θ ε ; » ρώτησε. « Δ ε ν ήρθε καθόλου, Ι σ μ α ή λ ! » ε ίπα, μα α μ έ ­σως θυμήθηκα ότι κάποιος ε ίχε αφήσει το γκάζ ι αναμμένο . Ανέβασα επάνω το τσά ι , το ψωμ ί και τα αυγά. Α μ έ σ ω ς θυ­μ ή θ η κ α .

« Γ ά λ α θ έ λ ε τ ε , δεσποιν ίς Ν ι λ γ κ ι ο ύ ν ; » « Δ ε ν θ έ λ ω » . Έ π ρ ε π ε να είχα ή δ η βράσει το γάλα και να τ η ς το δώσω,

χωρίς να τ η ρωτήσω. Κ α τ έ β η κ α πάλι στην κουζίνα. « Ά ν τ ε , Ι σ μ α ή λ » , ε ίπα. « Γ ι α τ ί δεν πίνε ις το τσάι σου;» Του έδωσα το πρωινό του, έκοψα ψωμί μ ε τυρί. «Τους το 'πες, Ρ ε τ ζ έ π ; » ε ί π ε . Δ ε ν απάντησα, ν τ ρ ά π η κ ε λ ίγο και , σαν να ζητούσε σ υ γ γ ν ώ μ η , άρχισε να τ ρ ώ ε ι το πρωινό του χωρίς να β γ ά λ ε ι μ ιλ ιά . Π ή γ α επάνω το δίσκο τ η ς κυράς.

« Γ ι α τ ί δεν έρχονται π ά ν ω ; » ρώτησε . « Δ ε ν τους ε ίπες ότι τους θ έ λ ω ; »

« Τ ο ε ίπα, κυρία. . . Τώρα τρώνε το πρωινό τους. Προτού φύγουν, θα 'ρθουν οπωσδήποτε να φιλήσουν το χέρ ι σας» .

Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι μ ε πονηρή β ιασύνη. « Τ ι τους ε ίπες χ τ ε ς τ η νύχτα ; » ε ί π ε . « Π ε ς μου αμέσως , και δεν θ έ ­λω ψ έ μ α τ α » .

« Τ ι θ έ λ ε τ ε να σας π ω ; Δ ε ν σας καταλαβαίνω!»

Page 438: Το σπίτι της σιωπής

438 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Δ ε ν α π ά ν τ η σ ε . Ή τ α ν π ά λ ι φανερή η αποστροφή τ η ς . Άφησα το δίσκο και κ α τ έ β η κ α κάτω.

« Ν α 'βρισκα τουλάχιστον το τ ε τράδ ιο μου» , έ λ ε γ ε ο κύ­ριος Φαρούκ.

« Π ο ύ το ε ίδες τ ε λ ε υ τ α ί α φορά;» « Σ τ ο αυτοκίνητο. Μ ε τ ά το π ή ρ ε ο Μ ε τ ί ν , μα δεν το ε ί ­

δ ε » . « Δ ε ν ε ίδες το τ ε τ ρ ά δ ι ο , Μ ε τ ί ν ; » ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . Κοίταξαν μαζί τον Μ ε τ ί ν , μα αυτός ούτε που α π ά ν τ η σ ε .

Καθόταν ν ι κ η μ έ ν ο ς , σαν μ ικρό παιδί που το δε ίρανε : σαν παιδί που έ χ ε ι φάει ξύλο αλλά δεν το αφήσανε να κ λ ά ψ ε ι , κρατάει μια φέτα ψωμί , σαν να μην ξέρε ι όμως ότι είναι ψω­μί και το κοιτάζει γ ια α ρ κ ε τ ή ώρα μ ε άδειο β λ έ μ μ α , ώσπου, ζορίζοντας τον εαυτό του, σαν ξεμωραμένος γέρος , αρχίζει να θυμάται ότι αυτό που κρατάει ε ίναι το ίδιο πράγμα μ ε το ψωμ ί που κ ά π ο τ ε έ τ ρ ω γ ε αλείφοντας μ ε βούτυρο και μαρ­μελάδα. Ξαφνικά γ ια να θυμηθε ί , θαρρείς , εκε ίνα τα όμορ­φα χρόνια, δαγκώνε ι γ ε μ ά τ ο ς ελπίδα το ψ ω μ ί , αναστατώ­ν ε τ α ι , μα σ τ η συνέχε ια π έ φ τ ε ι π ά λ ι στην απελπ ισ ία , ξ ε ­χνώντας την μπουκιά στο στόμα του, κ ι απομένε ι ακίνητος, σαν να 'χε ι ανάμεσα στα σαγόνια του χαλ ίκ ι . Ε γ ώ τον κοί­ταζα, σκεφτόμουνα.

« Μ ε τ ί ν , σου μ ι λ ά μ ε ! » φώναξε η Ν ιλγκ ιούν . « Δ ε ν το ε ίδα το τετράδιο σας!» Κ α τ έ β η κ α κ ά τ ω - ο Ισμαήλ ε ίχε ανάψε ι κ ι άλλο τσιγάρο.

Μ ε το ψωμί που απόμε ινε έκανα κι ε γ ώ πρωινό. Δεν μ ιλού­σαμε καθόλου μ ε τον Ισμαήλ , κο ιτάζαμε από την ανοιχτή πόρτα στον κήπο τα σπουργίτια. Ο ήλιος έμπαινε μέσα, έ π ε ­φτε πάνω στα χέρια μας. Ύ σ τ ε ρ α νόμισα πως ο Ι σ μ α ή λ θα 'βαζε τα κλάματα, και σ κ έ φ τ η κ α να του πω κ ά τ ι : « Π ό τ ε

Page 439: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 439

είναι η κλήρωση του λαχείου, Ι σ μ α ή λ ; » « Έ γ ι ν ε χτες το βρά­δυ!» Κατόπιν ακούσαμε ένα θόρυβο. Ή τ α ν η μοτοσικλέτα του Νεβζάτ , που πέρασε κ ι έφυγε . « Ε γ ώ να π η γ α ί ν ω » , ε ί π ε ο Ισμαήλ . « Κ ά θ ι σ ε » , του ε ίπα. «Πού θα πας; Ά σ ε να φύγουν και θα μ ι λ ή σ ο υ μ ε » . Κάθ ισε πάλι . Α ν έ β η κ α επάνω.

Ο κύριος Φαρούκ ε ί χ ε τ ε λ ε ι ώ σ ε ι το πρωινό του και κά­π ν ι ζ ε . « Ν α 'χε ις το νου σου σ τ η γ ι α γ ι ά , Ρ ε τ ζ έ π » , ε ί π ε . « Ε μ ε ί ς θα σε παίρνουμε τηλέφωνο . Μ έ χ ρ ι το τέλος του κα­λοκαιριού, θα ξανάρθουμε ο π ω σ δ ή π ο τ ε » .

«Θα σας π ε ρ ι μ έ ν ο υ μ ε » . «Αν συμβε ί τ ίποτα , Θεός φυλάξοι, να μας τ η λ ε φ ω ν ή σ ε ι ς

αμέσως. Κ ι αν χρε ιαστε ίς τ ίποτα . . . Μ α εσένα δεν σου αρέ­σε ι το τηλέφωνο , έ τ σ ι δεν ε ί ν α ι ; »

« Π ρ ώ τ α θα π ά τ ε στο νοσοκομε ίο , έ τ σ ι ; » ε ίπα. « Μ α μ η σ η κ ώ ν ε σ τ ε αμέσως. Ν α σας φέρω άλλο ένα τ σ ά ι » .

« Κ α λ ά » . Κ α τ έ β η κ α π ά λ ι κ ά τ ω . Έ β α λ α τσά ι και τους το π ή γ α .

Η Νιλγκ ιούν κ ι ο κύριος Φαρούκ είχαν ξαναρχίσει να φλυα­ρούν.

«Σου μίλησα για τ η θεωρία των χαρτιών τ η ς τράπουλας;» ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ.

« Μ ο υ μ ί λ η σ ε ς » , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . «Παρομοίασες το κ ε ­φάλι σου μ' ένα καρύδι* αν το 'σπαγε κανε ίς , θα ' β λ ε π ε μ έ ­σα τα σκουλήκια τ η ς Ιστορίας. Κ ι ε γ ώ σου ε ίπα πως όλα αυτά είναι ανόητα. Ομολογώ όμως πως όλες αυτές οι ιστο­ρίες σου είναι δ ιασκεδαστ ικές» .

« Σ ω σ τ ά . Π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ια δ ιασκεδαστ ικές , ανόητες ιστο­ρ ί ες» .

« Ό χ ι και τόσο» , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Δ ε ν β λ έ π ε ι ς τ ι έπα­θα ε γ ώ στα καλά καθούμενα ; »

Page 440: Το σπίτι της σιωπής

440 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

αΟι πόλεμο ι , οι λ εηλασ ί ες , τα ε γ κ λ ή μ α τ α , οι στρατηγο ί , οι β ιασμο ί . . . »

« Τ ί π ο τ α δεν γ ίνετα ι στα καλά καθούμενα» . « Ο ι λωποδύτες , οι ε π ι δ η μ ί ε ς πανούκλας, οι έμπορο ι , οι

φ ιλον ικ ίες , αυτή είναι η ζωή . . . » « Κ ι εσύ ξέρε ις πως όλα έχουν κάποια α ι τ ία» . « Τ ο ξέρω, π ρ ά γ μ α τ ι ; » ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. Ύ σ τ ε ρ α

σώπασε κι αναστέναξε: «Δ ιασκεδαστ ικές , ανόητες ιστορίες, δυστυχώς!»

« Ν ι ώ θ ω ναυτ ία» , ε ί π ε η Ν ιλγκ ιούν . « Ν α φύγουμε λο ιπόν» , ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . « Ε σ ύ γ ιατ ί δεν μ έ ν ε ι ς εδώ, Μ ε τ ί ν ; » ε ί π ε ο κύριος Φα­

ρούκ. « Ν α κάνε ις και τα μπάνια σου - στην Ιστανμπούλ τ ι θα κ ά ν ε ι ς ; »

« Ε π ε ι δ ή εσε ίς ε ί σ τ ε σαν ναρκωμένο ι , π ρ έ π ε ι να κερδ ί­σω τα χρήματα που δεν μπόρεσα να κερδ ίσω μ έ χ ρ ι τώρα!» ε ί π ε ο Μ ε τ ί ν . «Θα κάνω μαθήματα προς διακόσιες π ε ν ή ­ντα λ ίρες την ώρα, όλο το καλοκαίρι ! Κ α τ α λ ά β α τ ε ; »

« Θ ε έ μου, ανατρίχ ιασα!» ε ί π ε ο κύριος Φαρούκ. Κ α τ έ β η κ α στην κουζίνα. Σκεφτόμουνα τ ι θα μπορούσε

να κάνε ι καλό στο στομάχι τ η ς Ν ιλγκ ιούν . Ο Ι σ μ α ή λ ξαφ­νικά σ η κ ώ θ η κ ε . « Φ ε ύ γ ω » , ε ί π ε . « Ο Χασάν, όπου κ ι αν πάε ι , στο τ έ λ ο ς θα γ υ ρ ί σ ε ι στο σ π ί τ ι , έ τ σ ι δεν ε ίνα ι , Ρ ε τ ζ έ π ; » Σ κ έ φ τ η κ α γ ια λ ίγο . «Θα γ υ ρ ί σ ε ι ! » ε ίπα μ ε τ ά . « Π ο ύ μπορε ί να π ά ε ι ; θ α γυρ ίσε ι , μα κ ά τ σ ε , Ι σ μ α ή λ ! » Δ ε ν κάθ ισε . « Α υ ­τοί πάνω τ ι λ έ ν ε ; » ε ί π ε . « Ν ' ανέβω να τους ζητήσω συγ­γ ν ώ μ η ; » Τα 'χασα, ξαφνιάστηκα. Σ κ έ φ τ η κ α γ ια λ ίγο. « Κ ά ­τ σ ε , Ισμαήλ , μ η φ ε ύ γ ε ι ς » , έ λ ε γ α , όταν ακούστηκε ο ήχος από πάνω. Η κυρά χτυπούσε μ ε το μπαστούνι τ η ς το πά­τωμα, θ υ μ ά σ α ι , Ι σ μ α ή λ ; Γ ι α μια σ τ ι γ μ ή σηκώσαμε το κ ε -

Page 441: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 441

φάλι και κο ιτάξαμε επάνω. Κατόπιν ο Ι σ μ α ή λ κάθ ισε . Το μπαστούνι ξαναχτύπησε λ ί γ ες φορές, σαν να χτυπούσε στο κεφάλι του Ισμαήλ . Μ ε τ ά ακούσαμε τ η μ α ρ α μ έ ν η , ψ ι λ ή μα π ε ι σ μ α τ ά ρ ι κ η , γ έ ρ ι κ η φ ω ν ή :

« Ρ ε τ ζ έ π , Ρ ε τ ζ έ π , τ ι συμβαίνε ι κ ά τ ω ; » Α ν έ β η κ α επάνω. « Τ ί π ο τ α , κυρ ία» , ε ίπα. Μ π ή κ α στο δωμάτ ιο τ η ς και τ η

β ο ή θ η σ α να ξαπλώσε ι . Τ η ς ε ίπα πως θ' ανέβα ιναν τώρα επάνω να την αποχαιρετήσουν. Σκεφτόμουνα αν θα 'πρεπε να κατεβάσω τ ις βαλ ί τσες και να τ ι ς βάλω στο αυτοκίνητο. Σ τ ο τέλος , πήρα τ η βαλίτσα τ η ς Ν ιλγκ ιούν , να τ η ν κ α τ ε ­βάσω σιγά σιγά κ ά τ ω . Ε ν ώ κατέβα ινα , σ κ έ φ τ η κ α πως η Νιλγκιούν θα μπορούσε να μου πε ι , γ ιατ ί τ ις κατέβασες , Ρ ε ­τ ζ έ π , μα όταν την ε ίδα ξ α π λ ω μ έ ν η στο ντ ι βάν ι , κατάλαβα ότι ε ίχα ξεχάσει πως ε ίχε ναυτία. Μ ή π ω ς δεν έ π ρ ε π ε να το έχω ξεχάσε ι : γ ιατ ί , την ίδια σ τ ι γ μ ή , την ε ίδα να κάνε ι ε μ ε ­τό . Σ τ ά θ η κ α μ ε τ ι ς βαλ ί τσες στο χέρ ι , κ ι ε ίδα τον Μ ε τ ί ν και τον κύριο Φαρούκ να τ η ν κοιτάζουν σαστ ισμένο ι . Ξαφ­νικά η Ν ιλγκ ιούν , χωρίς να β γ ά λ ε ι μ ιλ ιά , έ γ ε ι ρ ε το κεφάλι στο πλάι . Όταν ε ίδα αυτό που ξερνούσε, δεν ξέρω γ ιατ ί , θυ­μ ή θ η κ α τα αυγά. Ενώ η Νιλγκ ιούν έ κ α ν ε ε μ ε τ ό , ε γ ώ έ τ ρ ε ­ξα ταραγμένος στην κουζίνα, γ ια να βρω κάτ ι που θα έκα­νε καλό στο στομάχι τ η ς . Ε ίναι γ ιατ ί δεν τ η ς έδωσα σ ή μ ε ­ρα το πρωί γάλα ο χαζός, σ κ έ φ τ η κ α , ε γ ώ φταίω. Μ α ούτε το γάλα πήρα. Κοίταξα σαν ηλίθ ιος τον Ισμαήλ , που κάτ ι έ λ ε γ ε . Κ α τ ό π ι ν θ υ μ ή θ η κ α κ ι έ τ ρ ε ξ α . Ό τ α ν ξ α ν α ν έ β η κ α επάνω, η Νιλγκ ιούν ε ί χ ε πεθάνε ι . Αυτοί δεν μου ε ίπαν ότι ε ί χ ε π ε θ ά ν ε ι , όταν τ η ν ε ίδα όμως, το κατάλαβα, μα σε κα­νέναν δεν ε ίπα τ η λ έ ξ η θάνατος. Κο ιτάξαμε μ ε ένοχο β λ έ μ ­μα το πρασινισμένο πρόσωπο τ η ς , το σκοτε ινό, χαλαρό στό-

Page 442: Το σπίτι της σιωπής

442 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μα τ η ς , σαν να 'ταν το πρόσωπο και το στόμα μιας νέας κο­πέλας που ε ί χ α μ ε τ η ν απερ ισκεψ ία να τ η ν κουράσουμε. Η γυναίκα του Κ ε μ ά λ , η φαρμακοποιός, που ο Μ ε τ ί ν την έ φ ε ­ρε μ ε το αμάξι του έ π ε ι τ α από δέκα λ ε π τ ά , ε ί π ε τ η λ έ ξ η θάνατος. Από ε γ κ ε φ α λ ι κ ή αιμορραγία. Κ α ι πάλ ι όμως κοι­τάξαμε γ ια πολλή ώρα τ η Ν ιλγκ ιούν , μ ε τ η ν ελπίδα ότι θα μπορούσε να σηκωθε ί και να π ε ρ π α τ ή σ ε ι .

Page 443: Το σπίτι της σιωπής

31

Γ ι α να δ ιασκεδάσω λ ί γ ο , σήκωσα μ ε προσοχή το καπάκ ι από το δοχείο τ η ς μπογιάς και π ε ρ ί μ ε ν α να β γ ά λ ε ι ο χαζός σκαντζόχοιρος τ η μ ι κ ρ ή κ ι α ν ό η τ η μ ύ τ η του ανάμεσα από τα αγκάθ ια . Μ α δ ε ν τ η ν έ β γ α λ ε . Π ε ρ ί μ ε ν α λ ίγο α κ ό μ η , έπληξα κ ι έπιασα τον χαζό σκαντζόχοιρο από τα αγκάθια του και τον σήκωσα στον αέρα. Πονάς, έ τσ ι δεν ε ίναι ; Όταν τον άφησα, έ π ε σ ε μ ε θόρυβο κάτω, γύρ ισε ανάποδα. Τ ι θλ ι ­βερός που ε ίναι αυτός ο χαζός σκαντζόχοιρος, σε λ υ π ή θ η ­κα, σε σ ιχάθηκα, βαρέθηκα.

Η ώρα π ή γ ε εφτάμισ ι , όλη τ η μέρα ε ίμαι κρυμμένος εδώ. Έ ξ ι ώρες τώρα, ασχολούμαι μ ε το σκαντζόχοιρο που βρήκα χ τ ε ς τ η νύχτα. Παλ ιότερα υπήρχαν πολλοί σκαντζόχοιροι εδώ γύρω και κ ά τ ω , σ' εμάς . Τ η νύχτα μ ε τ η μ η τ έ ρ α μου τους καταλαβαίναμε ότι μπαίνανε στον κήπο από το θόρυ­βο που κάνανε . Α ν ά β α μ ε ένα σπίρτο μπροστά στα μάτ ια τους και τα ανόητα τα ζώα μ έ ν α ν ε ακ ίνητα. Β ά ζ α μ ε πάνω τους έναν κουβά και τα αιχμαλωτίζαμε μ έ χ ρ ι το πρωί. Όλο ι φύγανε, μονάχα αυτός έ μ ε ι ν ε . Τ ε λ ε υ τ α ί ε , χαζέ σκαντζόχοι­ρε , σε βαρέθηκα. Ανάβοντας το τσ ιγάρο μου, σκεφτόμουν

Page 444: Το σπίτι της σιωπής

444 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ότι θα ή θ ε λ α πολύ να βάλω φωτιά όχι μονάχα στο σκαντζό­χοιρο μα σε όλα ε δ ώ , στους κήπους μ ε τ ι ς κ ε ρ α σ ι έ ς , τ ι ς ε λ ι έ ς , σε όλα. Θα ήταν ένα αντίο σε όλους, όμως δεν άξιζε τον κόπο.

Μ ε το πόδι μου γύρισα ανάποδα το σκαντζόχοιρο, ας κά­νε ι ό,τι θ έ λ ε ι . Φ ε ύ γ ω , έχω το τσ ιγάρο στο στόμα γ ια να ξε­χνάω τ η ν πείνα μου.

Ε ίπα να μαζέψω τα πράγματα μου, το πακέτο μ ε τα εφτά τσιγάρα μέσα, τ ις δύο χτένες , τα σπίρτα* το δοχείο τ η ς μπο­γ ιάς το άφησα κοντά στον χαζό σκαντζόχοιρο, μα το τ ε ­τράδιο του Φαρούκ το πήρα* κ ι αν α κ ό μ η δεν χ ρ η σ ι μ ε ύ ε ι σε τ ίποτα, λ ιγότερο υποψιάζονται έναν άνθρωπο που κρα­τ ά ε ι ένα τ ε τ ρ ά δ ι ο - αν βέβα ια μ ε πήραν στα σοβαρά και μ ε παρακολουθήσουν. Προτού φύγω, ας ρίξω, ε ίπα, μια τ ε λ ε υ ­ταία ματιά, εδώ, στο παλιό μου σ τ έ κ ι , ανάμεσα στις αμυ­γδαλ ι ές και τ ις συκιές . Ε δ ώ ερχόμουνα μικρός, όταν έ π λ η τ ­τα στο σπ ίτ ι , όταν τους βαριόμουνα όλους. Κοιτάζω γ ια τ ε ­λευταία φορά και φεύγω.

Ό τ α ν πέρασα το μονοπάτι , ε ίπα να δω γ ια τελευτα ία φο­ρά από μακριά το σπ ίτ ι μου και τον κάτω μαχαλά. Καλά, πατέρα, γε ια σου, όταν έ ρ θ ε ι η μέρα που θα γυρίσω εδώ ν ι­κ η τ ή ς , θα το 'χε ις δ ιαβάσε ι , βέβα ια , και στ ις ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς , θα καταλάβε ις τ ό τ ε πόσο μ' αδ ίκησες . Ε γ ώ δεν ε ίμα ι ο άν­θρωπος που θα γ ίνε ι ένας απλός μπαρμπέρης . Γ ε ι α σου, μά­να, να ξέρε ις πως πρώτα εσένα θα γ λ ι τ ώ σ ω από τα χέρια του τ σ ι γ κ ο ύ ν η λ α χ ε ι ο π ώ λ η . Κ α τ ό π ι ν κο ίταξα τους πλού­σιους τοίχους και τ ις σ τ έ γ ε ς των αμαρτωλών σπιτ ιών, το δι­κό σας σπίτ ι δεν φαίνεται από δω, Ν ιλγκ ιούν , θα έ χ ε τ ε ή δ η ε ιδοπο ιήσε ι τ η ν αστυνομία, έ τσ ι δεν ε ίναι ; Γ ε ι α σας, προς το παρόν.

Page 445: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 445

Σ τ ο νεκροταφε ίο δεν σταμάτησα , μονάχα, καθώς π ε ρ ­νούσα, τυχαία, από ε κ ε ί και διάβασα α φ η ρ η μ έ ν α στις τα­φόπετρες τα ονόματα Γ κ ι ο υ λ και Ν τ ο γ ά ν και Σ ε λ α χ α τ ί ν Νταρβίνογλου, αιωνία τους η μ ν ή μ η . . . Δ ιάβασα και, δεν ξέ­ρω γ ιατ ί , έν ιωσα πολύ μόνος, ένοχος κ ι απελπ ισμένος · φο­β ή θ η κ α μην κ λ ά ψ ω και προχώρησα γρήγορα.

Γ ι α να μ η μ ε δ ε ι κανε ίς που ξέρε ι τ ι έ γ ι ν ε , δεν β γ ή κ α στην ε θ ν ι κ ή οδό, απ' όπου άλλωστε , Δευτέρα πρωί, τρέχουν όλοι προς την Ιστανμπούλ, στη δουλειά τους, βιάζονται ποιος θα εξαπατήσε ι πρώτος τον άλλο. Πέρασα μέσα από τους κ ή ­πους και τα χωράφια. Όσο πλησίαζα στις κερασιές και τ ις βυσσινιές, τα κοράκια ξεπετ ιόνταν ένοχα μέσα από τα δ έ ­ντρα. Ξ έ ρ ε ι ς , πατέρα, πως ακόμη κ ι ο Ατατούρκ κυνηγούσε κ ά π ο τ ε μαζί μ ε τον αδελφό του κοράκια; Χ τ ε ς τ η νύχτα οπλ ίστηκα μ ε θάρρος κι ήρθα στο σπίτ ι μας, κοίταξα από το παράθυρο: όλα τα φώτα ήταν αναμμένα, δεν έ λ ε γ ε κανείς σβήστε τα είναι σπατάλη, ο πατέρας μου ε ίχε το κεφάλι ανά­μεσα στα χέρια του, δεν μπόρεσα να διακρίνω αν έ κ λ α ι γ ε ή αν παραμιλούσε. Φαίνεται πως κάποιος του ε ίχε προλάβε ι τα νέα, μπορεί και να ε ίχε έρθε ι η χωροφυλακή. Ό τ α ν έ φ ε ­ρα μπρος στα μάτια μου τον πατέρα μου σ' ε κ ε ί ν η την κα­τάσταση , τον λυπήθηκα, παραλίγο να νιώσω και ένοχος.

Δ ε ν πέρασα ούτε από τον κάτω μαχαλά, γ ιατ ί ε κ ε ί ε ίναι μαζεμένο ι και κοιτάζουν μ ε π ε ρ ι έ ρ γ ε ι α τους περαστικούς ένα σωρό άνεργοι α λ ή τ ε ς . Έ φ υ γ α από τον ασφαλτοστρω­μ έ ν ο δρόμο όπου ε ίχε με ί ν ε ι μ ε το αυτοκίνητο προχτές τ η νύχτα ο Μ ε τ ί ν και κ α τ έ β η κ α προς τ η μερ ιά των κ ή π ω ν . Ό τ α ν έφτασα στο δρόμο απ' όπου περνά το τ ρ έ ν ο , στράφη­κα προς τ η γεωπον ική σχολή. Ο πατέρας μου ή θ ε λ ε πολύ να μπω εκε ί . Αν δεν μας κάνανε στις ε ι σ α γ ω γ ι κ έ ς εξετάσε ις

Page 446: Το σπίτι της σιωπής

446 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

ερωτήσε ις πάνω σε θ έ μ α τ α που δεν ε ί χ α μ ε δ ιδαχτε ί , θα μ ε βάζανε ε κ ε ί μ ε τ η δικαιολογία ότι η γ ε ω π ο ν ι κ ή σχολή ήταν κοντά στο σπ ίτ ι μας, κ ι ε γ ώ , τον ε π ό μ ε ν ο χρόνο, θα ήμουν ένας πτυχιούχος κηπουρός. Κα ι τ ό τ ε ο πατέρας μου, μια και θα ε ίχα πτυχίο , δεν θα έ λ ε γ ε πως ήμουνα κηπουρός, μα δ η ­μόσιος υπάλληλος, γ ιατ ί θα φορούσα γραβάτα, μα ε γ ώ π ι ­στεύω πως θα ήμουν απλώς ένας κηπουρός μ ε γραβάτα. Τα μαθήματα σ τ η σχολή αυτή συνεχίζονται και το καλοκαίρι . Μ ό λ ι ς χ τ υ π ή σ ε ι το κουδούνι, τ ρ έ χ ε ι ς στο δάσκαλο γ ια να σου δε ίξε ι στο εργαστήρ ιο ότι οι ν τ ο μ ά τ ε ς έχουν σπόρους. Ξ ε ν έ ρ ω τ ο ι , μ ε πρόσωπο γ ε μ ά τ ο σπυριά, φουκαράδες. Όσο τα β λ έ π ω αυτά, ν ιώθω μ ε γ ά λ η ι κ α ν ο π ο ί η σ η που β γ ή κ ε μπροστά μου ε κ ε ί ν η η κοπέλα. Αν δεν μ ε φόρτωνε μ ε όλα αυτά τα βάσανα, ίσως δεχόμουνα να γ ίνω ένας κηπουρός μ ε γραβάτα ή μ π α ρ μ π έ ρ η ς , και μάλιστα ι δ ι ο κ τ ή τ η ς μ π α ρ μ π έ -ρικου. Β έ β α ι α , γ ια να γ ίνω από τσ ιράκ ι μάστορας, θα 'πρε-πε να περάσουν τουλάχιστον δέκα χρόνια, και στο δ ι ά σ τ η ­μα αυτό ν' ανέχομαι τα χνότα όχι μονάχα του πατέρα μου μα και του μ π α ρ μ π έ ρ η . Δ ε ν σφάξανε!

Ε ίδα κοντά στο εργοστάσιο καλωδίων τους ε ρ γ ά τ ε ς να περ ιμένουν μπροστά σ τ η μ ε γ ά λ η μπάρα μ ε τα κόκκινα κ ι άσπρα χρώματα, που θύμιζε αν ισόπεδη δ ιάβαση· δεν μπαί-νανε όμως από κ ε ι , μα από τ η δ ιπλανή μ ι κ ρ ή πόρτα, δε ί ­χνοντας τ ις ταυτότητες τους στο φύλακα, ενώ οι ε π ι σ τ ά τ ε ς τούς κοίταζαν σαν δεσμοφύλακες . Τ ο εργοστάσιο γύρω γ ύ ­ρω ε ί χ ε συρματοπλέγματα . Να ι , ο τόπος αυτός, που λ έ γ ε ­ται εργοστάσιο , στην π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α ε ίναι μια μοντέρνα φυλακή και , γ ια να γ ί ν ε ι το θ έ λ η μ α των μηχανών, από τ ι ς οκτώ το πρωί μ έ χ ρ ι τ ι ς π έ ν τ ε το απόγευμα, οι φουκαράδες σκλάβοι χαραμίζουν τ η ζωή τους. Ο πατέρας μου, αν ε ί χ ε

Page 447: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 447

μ έ σ ο , θ' αποφάσιζε αμέσως ότι δεν ε ίμα ι γ ια γράμματα και θα μ' έμπαζε ανάμεσα τους, κ ι όσο θα σκεφτόταν πως η ζωή μου θα περνούσε σ' αυτή τ η φυλακή μπροστά στις μηχανές , θα χαιρόταν, π ιστεύοντας ότι ε ί χ ε εξασφαλίσε ι το γ ιο του. Ν ά κι η αποθήκη τ η ς φυλακής που λ έ γ ε τ α ι εργοστάσιο , οι δικοί μας έχουν γ ρ ά ψ ε ι πάνω στα αδειανά βαρέλια τ ι θα κά­νουν στους κομουνιστές .

Κατόπιν ε ίδα στην αποβάθρα του εργοστασίου το φορτίο που σήκωνε ο γερανός του καραβιού. Τ ι μ ε γ ά λ ο φορτίο! Τ ι παράξενα που κουνιέται στο κ ε ν ό ! Τ ο καράβι αυτό, ποιος ξ έρε ι πού θα πάε ι όταν αδε ιάσε ι το φορτίο του ! Σ τ ά θ η κ α και κοίταξα λ ίγο ακόμη το καράβι , μα ύστερα, σαν ε ίδα να έρχονται ε ρ γ ά τ ε ς από απέναντ ι , δεν θέλησα να μ ε πάρουν γ ια άνεργο και χασομέρη . Να μ η νομίσουν πως είναι ανώ­τ ε ρ ο ι μου, ε π ε ι δ ή βρήκαν τον τρόπο κ ι έπ ιασαν δουλε ιά εδώ. Περνώντας δ ίπλα τους, τους κοίταξα: δεν ε ί χ α μ ε κα­μιά διαφορά. Μονάχα ήταν λ ι γ ά κ ι π ιο μ ε γ ά λ ο ι από μ έ ν α και τα ρούχα τους ήταν καθαρά. Αν δεν ήταν λασπωμένα τα παπούτσια μου, δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν ούτε ότι δεν ε ίχα καμιά δουλειά να κάνω.

Είχα ξεχάσει ότι υπήρχε μια βρύση εδώ κοντά. Σ τ η ν αρ­χ ή , μόλις ήπια νερό, ήταν πολύ ωραία, έπε ι τα ένιωσα άσχη­μα ε π ε ι δ ή ήμουν νηστικός, αλλά τ ε λ ι κ ά μου άρεσε! Καθάρι­σα τ ις λάσπες από τα παπούτσια μου. Ας φύγουν οι κόκκινες λάσπες του αναθεματισμένου αυτού τόπου από τα παπούτσια μου, ας φύγει αυτή η σ ιχαμερή βρομιά που ανήκε ι στο πα­ρελθόν, σκεφτόμουνα, όταν ξαφνικά άκουσα μια φωνή:

« Κ ά ν ε τόπο, π α τ ρ ι ώ τ η , να πιω κι ε γ ώ λ ίγο νερό!» ε ί π ε . Τ ρ α β ή χ τ η κ α . Π ρ έ π ε ι να ήταν ε ρ γ ά τ η ς . Μ ' αυτή τ η ζέ ­

σ τ η φορούσε σακάκι . Τ ο ' β γ α λ ε , το δ ίπλωσε και το 'βαλε

Page 448: Το σπίτι της σιωπής

448 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

στην άκρη . Κατόπιν , αντί να π ι ε ι νερό, άρχισε να βγάζε ι τ η μύξα του. Ώ σ τ ε , όταν ε ίσαι πολύ έξυπνος και βρ ίσκε ις δου­λε ιά , παίρνοντας μάλιστα τ η σειρά κάποιου του άλλου, το ξεμύξιασμα το λες «πίνω νερό». Τούτος εδώ έχε ι άραγε απο­λυτήριο γυμνασίου; Σ τ η ν τ σ έ π η του σακακιού του φαινό­ταν το πορτοφόλι του. Εξακολουθούσε να βγάζε ι τ η μύξα του, όταν ξαφνικά εκνευρ ίστηκα, πήρα από την τ σ έ π η του σακακιού του το πορτοφόλι του και το 'βαλα αμέσως στην κωλότσεπή μου. Δ ε ν κο ίταξε , δεν μ ε ε ί δ ε , γ ιατ ί εξακολου­θούσε να βγάζε ι τ η μύξα του. Ύ σ τ ε ρ α από λ ίγο , γ ια να φα­νεί εντάξε ι απέναντ ι μου, άρχισε να κ ά ν ε ι ότι π ίνε ι νερό. Δ ε ν άντεξα και του ε ίπα :

« Ά ν τ ε , φ ίλε , φτάνε ι . Κ ι ε γ ώ έχω δουλε ιά» . Τ ρ α β ή χ τ η κ ε . Κατόπιν μ' ευχαρ ίστησε . Π ή ρ ε το σακάκι

του, το φόρεσε, δεν κατάλαβε τ ίποτα. Ε ν ώ ε γ ώ ψύχραιμα συνέχισα να π λ έ ν ω τα παπούτσια μου, αυτός π ή γ ε προς το εργοστάσιο. Ο ύ τ ε να τον κοιτάξω δεν γύρισα. Όταν τ ε λ ε ί ω ­σα μ ε τα παπούτσια μου, αυτός ε ίχε απομακρυνθεί . Κ ι ε γ ώ άρχισα να περπατάω, πολύ γρήγορα, προς το σταθμό. Από τ η ζ έ σ τ η , τα τζ ιτζ ίκ ια άρχιζαν να τερετ ίζουν. Από πίσω μου ή ρ θ ε και το τ ρ έ ν ο - σ τ ο ι β α γ μ έ ν ο ι σαν σαρδέλες αυτοί που πήγαιναν, αρχή τ η ς εβδομάδας, να πιάσουν δουλειά, μ ε κοί­ταζαν ενώ το τρένο απομακρυνόταν. Δεν το είχα προλάβε ι , θα περ ίμενα το ε π ό μ ε ν ο .

Α ν έ β η κ α , όπως όλοι, στην αποβάθρα του σταθμού , μ ε ύφος ανθρώπου που π η γ α ί ν ε ι σ τ η δουλε ιά του , μ ε το τ ε ­τράδιο στο χέρ ι . Ε κ ε ί που περπατούσα, β γ ή κ α ν μπροστά μου δυο χωροφύλακες - δεν γύρισα ούτε να τους κο ιτάξω. Π ή γ α ίσια στην καντίνα.

«Τρ ία τοστ μ ε τ υ ρ ί » , ε ίπα.

Page 449: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 449

Έ ν α χέρ ι απλώθηκε σ τ η β ιτρίνα, π ή ρ ε τυρί και το 'βαλε ανάμεσα στις φ έ τ ε ς του ψωμιού. Βάζουν μπόλικο τυρί σ τ η β ιτρίνα, γ ια να νομίζε ις ότι και το τοστ σου έ χ ε ι πολύ τυρ ί ! Ό λ ο ι ε ί σ τ ε έξυπνο ι , και ν ο μ ί ζ ε τ ε μάλ ιστα πως ε ί σ τ ε πιο έξυπνοι από μένα , έ χ ε τ ε τ η ν εντύπωση πως γ ί ν α τ ε άνθρω­ποι . Κ ι αν υποθέσουμε ότι αποκαλύπτω τ ι ς κομπίνες σας, ότι ε ί μα ι πιο έξυπνος από σας, ότι σας ξεμπροστ ιάζω! Α, μιας και το θυμήθηκα.

« Δ ώ σ ε μου ένα ξυραφάκι και μια κ ό λ λ α » , ε ίπα, κι άφη­σα στο μάρμαρο του περ ιπτέρου ένα κατοστάρικο.

Πήρα τα ρέστα κ ι αυτά που είχα ζ η τ ή σ ε ι κ ι έφυγα. Και πάλι δεν γύρισα να κοιτάξω τους χωροφύλακες. Οι τουαλέ­τ ε ς του σταθμού είναι στην άκρη τ η ς αποβάθρας. Βρομούσαν απαίσια. Κλε ίδωσα την πόρτα από μέσα, έ β γ α λ α από την κωλότσεπή το πορτοφόλι, κ ι ε ίδα ότι ο εξυπνάκιας ο εργά­τ η ς ε ίχε ένα χ ιλ ιάρικο, δύο πεντακοσάρικα, κάτ ι ψ ιλά , σύ­νολο δύο χ ιλ ιάδες εκατόν ε ίκοσι π έ ν τ ε λ ίρες . Το πορτοφόλι ε ί χ ε , όπως υπέθεσα, και μια ταυτότητα, την Κάρτα Κοινω­ν ι κ ή ς Ασφάλ ισης . Ό ν ο μ α : Ι μ π ρ α ή μ , ε π ί θ ε τ ο : Σ ε ν έ ρ , του Φεβζ ί και τ η ς Κ α μ έ ρ , τόπος γ έ ν ν η σ η ς : Τραπεζούντα. Τα διάβασα αρκετές φορές, τα 'μαθα απέξω. Κατόπιν έ β γ α λ α από την τ σ έ π η μου τ η μ α θ η τ ι κ ή μου ταυτότητα, την ακού­μπησα στον τοίχο, έκοψα προσεχτικά μ ε το ξυραφάκι τ η φω­τογραφία μου, την έβγαλα. Έ π ε ι τ α ξεκόλλησα μ ε προσοχή τ η φωτογραφία του Ι μ π ρ α ή μ Σ ε ν έ ρ από την Κάρτα Κοινω­νικής Ασφάλισης και μ ε την κόλλα κόλλησα τ η δ ική μου φω­τογραφία. Τώρα ήμουνα ο Ι μ π ρ α ή μ Σ ε ν έ ρ . Τ ι εύκολο που ήταν ! Έ β α λ α την ταυτότητα του Ι μ π ρ α ή μ Σ ε ν έ ρ στο πορ­τοφόλι μου και το πορτοφόλι στην τ σ έ π η μου. Κατόπιν β γ ή ­κα από την τουαλέτα και π ή γ α πίσω στην καντίνα.

Page 450: Το σπίτι της σιωπής

450 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Τ α τ ο σ τ ή τ α ν έ τ ο ι μ α . Τ α έφαγα μ ε ό ρ ε ξ η , δυο μ έ ρ ε ς έ τρωγα μονάχα κεράσια και ν τ ο μ ά τ ε ς άγουρες του κ ή π ο υ . Ή π ι α κ ι ένα αϊράνι και κοίταξα μ ή π ω ς υ π ή ρ χ ε και κ ά τ ι άλλο να φάω, μιας και στην τ σ έ π η μου ε ίχα πολλά λεφτά. Ε ί χ ε μπ ισκότα και σοκολάτες , μα δεν μου άρεσε τ ίποτα . Κατόπ ιν ζήτησα άλλο ένα τοστ , ψ ή σ ' το καλά, ε ίπα , ο κα-ντ ιν ι έρης δεν μ ί λ η σ ε . Μ ε τον ώμο ακουμπ ισμένο στον πά­γ κ ο τ η ς καντ ίνας , σ τ ρ α μ μ έ ν ο ς στο σ τ α θ μ ό , έν ιωθα πολύ άνετα, δεν ε ίχα καμιά έγνο ια . Μονάχα μια φορά γύρισα το κεφάλ ι μου και κοίταξα προς τ η μερ ιά τ η ς βρύσης, μ ή π ω ς ερχόταν κανε ίς · κανε ίς . Έ κ α ν ε τον πολύξερο ο εξυπνάκιας ο εργάτης μας, μα δεν θα π ή ρ ε ακόμη χαμπάρι ότι του κ λ έ -ψανε το πορτοφόλι . Μ π ο ρ ε ί και να το κ α τ ά λ α β ε , μα δεν θα 'χε ι περάσε ι από το μυαλό του ότι του το πήρα ε γ ώ . Ο καντ ιν ι έρης μου έ δ ω σ ε το τοστ , του ζ ή τ η σ α και μια ε φ η ­μερ ίδα.

«Χουριέτ». Τ η ν πήρα, π ή γ α και κάθισα σ' έναν πάγκο λ ίγο παρα­

κ ά τ ω , αδιάφορα, μ η δίνοντας σημασία σε κανέναν. Άρχισα να τρώω το τοστ μου και να διαβάζω.

Π ρ ώ τ α κοίταξα πόσοι ε ίχαν σ κ ο τ ω θ ε ί . Σ τ ο Καρς , σ τ η Σ μ ύ ρ ν η , στην Α τ τ ά λ ε ι α , στην Άγκυρα. . . Τ η ν Ιστανμπούλ τ η ν άφησα τελευτα ία . Δ ικο ί μας δώδεκα, δικοί τους δεκα­έξ ι . Έ ψ α ξ α να βρω τ η ν Ιζμ ί τ , ούτε καν αναφερόταν. Κ α τ ό ­πιν κοίταξα μ ε αγωνία τ η ν Ιστανμπούλ, διάβασα β ιαστ ικά. Η Νιλγκ ιούν Νταρβίνογλου δεν ήταν μεταξύ των τραυμα­τ ι σ μ έ ν ω ν . Ξαναδιάβασα, όχι, δεν ήταν . Μ π ο ρ ε ί να μην το γράφε ι αυτή η εφημερ ίδα , ε ίπα μέσα μου και π ή γ α και π ή ­ρα μια Μίλιέτ. Ο ύ τ ε σ' αυτήν ήταν ανάμεσα στους τραυ­ματ ισμένους. Εξάλλου αυτή η εφημερ ίδα δεν δημοσιεύε ι τα

Page 451: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 451

ονόματα αυτών που τους σκότωσαν ή τους τραυμάτισαν. Αν θ έ λ ε ι ς να β λ έ π ε ι ς το όνομα σου στις ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς , ή πουτά­να π ρ έ π ε ι να 'σαι ή ποδοσφαιριστής.

Ύ σ τ ε ρ α δ ίπλωσα τ ι ς ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς , α φ η ρ η μ έ ν ο ς πάντα , μ π ή κ α μέσα και προχώρησα προς τ η ν έ κ δ ο σ η ε ισ ι τηρ ίων . Ή ξ ε ρ α καλά πού θα πήγαινα.

« Έ ν α ε ισ ι τήρ ιο γ ια το Ουσκιουντάρ» , ε ίπα. « Τ ο τρένο δεν πάε ι στο Ουσκιουντάρ!» ε ί π ε ο υπάλληλος

μ ε αέρα ανωτερότητας . « Τ ε λ ε υ τ α ί ο ς σταθμός ε ίναι το Χα ϊ -ντάρπασα» .

« Τ ο ξ έ ρ ο υ μ ε , το ξ έ ρ ο υ μ ε ! » ε ίπα . « Δ ώ σ ε ένα γ ια Χ α ϊ -ντάρπασα» .

Κ α ι πάλ ι δεν μου έ δ ω σ ε . Αα, που να πας στο διάβολο. Τ ο ύ τ η τ η φορά ρ ώ τ η σ ε :

«Ολόκληρο ή μ α θ η τ ι κ ό ; » « Δ ε ν ε ίμα ι πια μ α θ η τ ή ς ! » ε ίπα. « Λ έ γ ο μ α ι Ι μ π ρ α ή μ Σ ε -

ν έ ρ » . «Ποιος σε ρ ώ τ η σ ε ; » ε ί π ε , σαν ε ίδ ε όμως το πρόσωπο μου,

φαίνεται ότι φ ο β ή θ η κ ε , σώπασε και μου έδωσε το ε ι σ ι τ ή ­ριο.

Νευρίασα. Ε γ ώ δεν φοβάμαι κανέναν. Β γ ή κ α έξω, κοί­ταξα, καμ ιά κ ί ν η σ η από τ η ν πλευρά τ η ς σ ιδηροδρομ ικής γ ρ α μ μ ή ς , τ ίποτα. Σ τ ο παγκάκ ι όπου είχα καθίσε ι λ ίγο πριν, τώρα κάθονταν άλλοι ε ξ υ π ν ά κ η δ ε ς . Σ κ έ φ τ η κ α να πάω να τους σηκώσω, να τους πω ότι ε γ ώ καθόμουνα πριν εδώ, μα δεν άξιζε τον κόπο, ξαφνικά, β λ έ π ε ι ς , όσοι περ ιμένουνε το τρένο γ ίνονται ένα, και τα βάζουν μαζί μου. Κοίταξα να δω αν υπήρχε άλλο μέρος να καθίσω. Ξαφνικά, κ ό π η κ ε η χολή μου. Ο ι χωροφύλακες μ ε κοίταζαν.

« Φ ί λ ε , έχε ι ς ρολόι ;» ρώτησε ο ένας.

Page 452: Το σπίτι της σιωπής

452 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

« Ε γ ώ ; » ε ίπα. « Έ χ ω ρολόι». « Τ ι ώρα ε ί να ι ; » « Τ ι ώρα ε ίναι ; Ο κ τ ώ και π έ ν τ ε » , ε ίπα. Δ ε ν ε ίπαν τ ί π ο τ ε άλλο, φύγανε μ ιλώντας μεταξύ τους.

Κ ι ε γ ώ συνέχισα το δρόμο μου, μα πού θα πήγαινα ; Τ έ λ ο ς , ε ίδα ε κ ε ί κοντά ένα π α γ κ ά κ ι και π ή γ α και κάθισα. Ύ σ τ ε ­ρα έκανα ό,τι κάνουν οι άνθρωποι που π ά ν ε σ τ η δουλειά τους, άναψα κι ε γ ώ ένα τσ ιγάρο, άνοιξα την εφημερ ίδα μου και βυθ ίστηκα στο διάβασμα. Διάβασα τα νέα τ η ς χώρας, κατόπιν , μ ε προσοχή σπουδαίου ανθρώπου κι ο ικογενε ιάρ­χη με ευθύνες, διάβασα τ ις εξωτερικές ε ιδήσε ις · αν ο Μ π ρ έ ζ -νιεφ κ ι ο Κ ά ρ τ ε ρ συμφώνησαν μυστ ικά να μοιραστούν την Τουρκία, μπορούν να το κάνουν χωρίς να τους εμποδ ίσε ι κα­νε ίς , σκέφτηκα . Κ ι ε κ ε ί που έ λ ε γ α ότι ήταν πιθανόν αυτοί να στε ί λανε τον πάπα στην Τουρκία, κάποιος ήρθε και κά­θ ισε δ ίπλα μου* τρόμαξα.

Χωρίς να κατεβάσω την εφημερ ίδα μου, τον κοίταξα κρυ­φά. Ε ί χ ε πελώρια και ζαρωμένα χέρ ια , τα ε ί χ ε ακουμπ ι ­σμένα πάνω στο παντελόν ι του, που ήταν πιο παλιό κ ι από το δ ικό μου. Κοίταξα και το πρόσωπο του, και κατάλαβα: ένας φουκαράς η λ ι κ ι ω μ έ ν ο ς ε ρ γ ά τ η ς , καταπονημένος από τ η ν πολλή δουλειά. Τον λυπήθηκα. Ύ σ τ ε ρ α από λίγα χρό­νια, αν δεν πεθάνε ις θα συνταξιοδοτηθε ίς , κ ι όλη σου η ζωή θα 'χει πάε ι χ α μ έ ν η · μα αυτός ήταν εντελώς αδιάφορος, δεν φαινόταν να 'χει κανένα παράπονο, κοίταζε μ ε άδειο β λ έ μ ­μα, μπορώ να πω και χαρούμενο , αυτούς που π ε ρ ί μ ε ν α ν στην άλλη μεριά του σταθμού. Τ ό τ ε σκέφτηκα ότι ίσως κά­τ ι να ε ί χ ε στο μυαλό του, μπορε ί να ήταν συνεννοημένος μ' εκε ίνους, κι όλοι μαζί, όσοι περ ιμένουν στο σταθμό, να ετο ι ­μάζονται να μου τ η φέρουν. Ανατρίχιασα. Μ α ο η λ ι κ ι ω μ έ -

Page 453: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 453

νος εργάτης χασμουρήθηκε ξαφνικά, και τ ό τ ε κατάλαβα ότι ήταν χαζός. Γ ι α τ ί να φοβάμαι ε γ ώ , αυτοί π ρ έ π ε ι να φοβού­νται ε μ έ ν α , σ κ έ φ τ η κ α κι ησύχασα.

Τ ό τ ε μου πέρασε από το νου πως θα μπορούσα να τα πω όλα σ' αυτόν το γέρο , μπορεί από κάπου να γνωρίζε ι και τον πατέρα μου, ο πατέρας γυρίζε ι πολύ, ε ίμα ι ο γιος του κου­τσού λαχε ιοπώλη , θα του πω, πηγα ίνω στην Ιστανμπούλ, στο Ουσκιουντάρ* μπορώ να του πω ακόμη για τ η Νιλγκιούν, γ ια τα παιδιά τ η ς παρέας, τ ι σκέφτονται γ ια μένα, η ε φ η ­μερ ίδα που κρατάω γ ια την ώρα δεν τα γράφε ι , θα του πω, μα, ξέρε ις , καμιά φορά μου φαίνεται πως όλα αυτά γ ίνονται εξαιτ ίας κάποιων που θέλουν να μας βλάψουν, όμως μια μ έ ­ρα θα τους τ η φέρω, θα τους ξεμπροστ ιάσω, δεν ξέρω τ ι θα κάνω, μα θα σας ξαφνιάσω όλους, καταλαβαίνε ις ; Τ ό τ ε θα τα γ ρ ά ψ ε ι κι η ε φ η μ ε ρ ί δ α που κρατάω, και θα καταλάβουν οι χαζοί κ ι αν ίδεο ι , αυτοί που περ ιμένουν το τρένο και ν ιώ­θουνε ευτυχ ισμένο ι ε π ε ι δ ή έχουν μια δουλειά όπου π η γ α ί ­νουν κάθε πρωί, θα ξαφνιαστούν, και μάλ ιστα θα μ ε φοβη­θούν, ώστε δεν ξέραμε , θα πουν, ώστε όλα ήταν μάταια, ού­τ ε που το δ ι α ν ο η θ ή κ α μ ε , θα πουν. Ό τ α ν έ ρ θ ε ι ε κ ε ί ν η η μέρα, όχι μονάχα τα ραδιόφωνα, μα κ ι οι τηλεοράσε ις θα μ ε αναφέρουν. Θα καταλάβουν, όλοι θα κ α τ α λ ά β ε τ ε .

Αφαιρέθηκα. Τ ο τ ρ έ ν ο ερχόταν* δίχως να βιάζομαι , δί­πλωσα τ η ν ε φ η μ ε ρ ί δ α και σ η κ ώ θ η κ α . Κατόπ ιν έριξα μια ματιά στο τετράδιο του Φαρούκ* διάβασα λ ίγο. Ανοησίες! Η Ιστορία ε ίναι γ ι α τους σκλάβους , τα δ ι η γ ή μ α τ α γ ια τους μαλθακούς, τα παραμύθια γ ια τα ανόητα παιδιά, τους χα­ζούς, τους κακομοίρηδες , τους φοβητσιάρηδες ! Ο ύ τ ε καν το 'σκισα. Το 'ριξα στο σκουπ ιδοντενεκέ που ήταν δ ίπλα μου. Κατόπ ιν , όπως όλοι που ό,τι κάνουν το κάνουν μηχαν ικά,

Page 454: Το σπίτι της σιωπής

454 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

πέταξα μ ε αδιαφορία το τσ ιγάρο μου κ ά τ ω , το πάτησα μ ε το πόδι μου, κ ι έσβησα τ η γόπα όπως αυτοί, δίχως δ ε ύ τ ε ­ρη σ κ έ ψ η . Οι πόρτες των βαγονιών άνοιξαν: εκατοντάδες κεφάλια από μέσα γυρίζουν και μ ε κοιτάζουν: το πρωί π η ­γαίνουν σ τ η δουλειά τους, το βράδυ γυρίζουν από τ η δου­λε ιά τους , το ε π ό μ ε ν ο πρωί πηγαίνουν π ά λ ι σ τ η δουλε ιά τους, το επόμενο βράδυ γυρίζουν πάλ ι από τ η δουλειά τους. Οι κ α η μ έ ν ο ι δεν ξέρουν, δεν ξέρουν! Θα μάθουν. Θα τους μάθω, μα όχι τώρα* τώρα, κ ι ε γ ώ όπως όλοι εσε ί ς που έ χ ε ­τ ε δουλειά και π η γ α ί ν ε τ ε στη δουλειά σας κάθε πρωί, μπαί­νω στο τ ρ έ ν ο , κάθομαι ανάμεσα σας.

Το βαγόνι ε ίναι υγρό και ζεστό από τα σώματα που κ ι ­νούνται, ζεστασιά ανθρώπινη ! Να μ ε φοβάστε , από δω και πέρα, να μ ε φοβάστε !

Page 455: Το σπίτι της σιωπής

32

Ξ α π λ ω μ έ ν η στο κ ρ ε β ά τ ι μου, μ ε το κεφάλι μου στο μαξι­λάρι , περ ίμενα , ε π ε ι δ ή πριν φύγουν γ ια τ η ν Ιστανμπούλ, θα 'ρθουν, θα μου φιλήσουν το χ έ ρ ι , θα μου μ ιλήσουν , θα μ' ακούσουν. Ε κ ε ί όμως που περ ίμενα , ξαφνικά σάστισα. Σ τ ο κάτω πάτωμα, ο θόρυβος σ τ α μ ά τ η σ ε , κ ό π η κ ε μαχαίρι ! Δεν ακούγονταν βήματα από δωμάτιο σε δωμάτ ιο , δεν ακουγό­ταν ο θόρυβος από πόρτες που κλείνουν κ ι από παράθυρα που ανοίγουν, δεν ακούγονταν οι ομ ιλ ί ες που αντηχούν στις σκάλες , στα ταβάνια, τ ίποτα δεν άκουγα, και φοβόμουν.

Σ η κ ώ θ η κ α από το κρεβάτ ι , πήρα το μπαστούνι μου, χτύ­πησα μ ε ρ ι κ έ ς φορές στο πάτωμα, μα ο ύπουλος ο τζουτζές κ ά ν ε ι πως δεν ακούε ι . Χ τ ύ π η σ α λ ίγο α κ ό μ η , μ π ο ρ ε ί να ντραπε ί τους άλλους και να π ά ψ ε ι να κάνε ι τον κουφό, σ κ έ ­φτηκα, β γ ή κ α ύστερα σιγά σιγά από το δωμάτιο μου, στά­θηκα επάνω στη σκάλα κι άρχισα, όπως πάντα, να φωνάζω:

« Ρ ε τ ζ έ π , Ρ ε τ ζ έ π , έλα γρήγορα ε π ά ν ω ! » Από κάτω τ ίποτα , καμιά φωνή. « Ρ ε τ ζ έ π , Ρ ε τ ζ έ π , σου μ ι λ ά ω ! » Τ ι παράξενο και φοβερό πράγμα είναι η ησυχία! Γύρισα

Page 456: Το σπίτι της σιωπής

456 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

γρήγορα στο δωμάτ ιο μου, τα πόδια μου κρυώνανε, π ή γ α στο παράθυρο, άνοιξα τα παντζούρια, κοίταξα κάτω. Κ ά ­ποιος έ τ ρ ε χ ε ταραγμένος προς το αυτοκ ίνητο , τον γνώρι ­σα, ήταν ο Μ ε τ ί ν , μ π ή κ ε στο αμάξι και , Θ ε έ μου, μ' άφη­σε γ ε μ ά τ η έγνο ι ες κ ι έφυγε . Ε κ ε ί που κοίταζα από το πα­ράθυρο και μ' απασχολούσαν κάθε λογής φοβερές σ κ έ ψ ε ι ς , β λ έ π ω σε λ ίγο τον Μ ε τ ί ν να γυρίζε ι π ίσω. Ξαφν ιάστηκα. Από πίσω του β γ ή κ ε από το αυτοκίνητο και μια γυναίκα* μπήκαν μαζί μέσα. Ό τ α ν ε ίδα τ η μακριά μαντ ίλα τ η ς και τ η ν τσάντα που κρατούσε, τ η γνώρισα: η φαρμακοποιός. Όταν λένε πως ε ίμαι άρρωστη, έρχεται μ ε την πελώρια τσά­ντα τ η ς , που μάλλον σε αντρικά χέρια ταιρ ιάζε ι , και , γ ια να τ η συμπαθήσω και να χώσει ήσυχα στο σώμα μου τ η φαρ­μ α κ ε ρ ή βελόνα τ η ς , μου λ έ ε ι στοργ ικά: Κυρία Φατμά , κοι­τ ά ξ τ ε , έ χ ε τ ε πυρετό , άδικα κουράζετε τ η ν καρδιά σας, θα σας κάνω μια έ ν ε σ η π ε ν ι κ ι λ ί ν η ς , θα η σ υ χ ά σ ε τ ε , γ ιατ ί δεν θ έ λ ε τ ε , αφού κ ι εσε ί ς σύζυγος γ ιατρού ε ί σ τ ε , ξ έ ρ ε τ ε , εδώ όλοι θέλουν το καλό σας. Αυτά τα λόγια μ ε κάνουνε πιο κα­χύποπτη και στο τέλος κλαίω λ ίγο , οπότε εκε ίνο ι φεύγουν, μ' αφήνουν μόνη μ ε τον πυρετό μου και ξεκουμπίζονται , και τ ό τ ε αρχίζω να κάνω τ ις ίδ ιες σ κ έ ψ ε ι ς . Δ ε ν μπορούν να δ η ­λητηριάσουν τ ι ς σ κ έ ψ ε ι ς σου, γ ι ' αυτό θέλουν να δ η λ η τ η ­ριάσουν το κορμί σου, Φ α τ μ ά , πρόσεχε .

Προσέχω, π ε ρ ι μ έ ν ω φ ο β ι σ μ έ ν η . Μ α δεν έ γ ι ν ε τ ίποτα . Τα βήματα που περ ίμενα δεν ακούστηκαν στις σκάλες , κά­τ ω υπήρχε η ίδια ησυχία. Ύ σ τ ε ρ α από λ ίγο άκουσα θόρυβο προς την πόρτα τ η ς κουζίνας και ξανάτρεξα στο παράθυρο. Η φαρμακοποιός, μ ε τ η ν τσάντα στο χ έ ρ ι , έ φ ε υ γ ε , τώρα όμως μονάχη. Ε ί χ ε ένα π ε ρ π ά τ η μ α νεανικό και ζωντανό η όμορφη αυτή γυναίκα. Άρχισα να τ η ν κοιτάζω μ ε π ε ρ ι έ ρ -

Page 457: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 457

γ ε ι α : λ ίγα βήματα πριν από τ η ν πόρτα του κήπου σταμά­τ η σ ε , άφησε κάτω την τσάντα που κρατούσε, έ β γ α λ ε από μέσα β ιαστ ικά ένα μεγάλο μαντ ίλ ι , σκούπισε τ η μ ύ τ η τ η ς κι άρχισε να κλαίε ι . Τ η λυπήθηκα την όμορφη γυναίκα, πες μου, τ ι σου κάνανε , εξήγησε μου, ξαφνικά συνήλθε , σκού­π ι σ ε μ ε το μαντ ίλ ι τα μάτ ια τ η ς , ξαναπήρε τ η ν τσάντα τ η ς κ ι έ φ υ γ ε . Βγα ίνοντας από τ η ν πόρτα του κ ή π ο υ , γ ύ ρ ι σ ε , κοίταξε γ ια μια σ τ ι γ μ ή , μα ε μ έ ν α μάλλον δεν μ ε ε ί δ ε .

Ε γ ώ περ ίμενα πάντα στο παράθυρο μου μ ε ανυπομονη­σία. Κατόπιν , όταν δεν μπορούσα πια να υποφέρω την π ε ­ρ ιέργε ια και το φόβο μου, εκνευρ ίστηκα* φ ύ γ ε τ ε πια, φύγε­τ ε , β γ ε ί τ ε από τ η σ κ έ ψ η μου, αφήστε μ ε μ ό ν η ! Μ α δεν έρ­χονται α κ ό μ η , και κάτω ε ίναι ησυχία. Π ή γ α στο κ ρ ε β ά τ ι μου.

Μ η χολοσκάς, Φατμά , σε λ ίγο θα ξαναρχίσουν τον αδιά­κρ ι το θόρυβο, σε λ ί γο θα ξαναρχίσε ι το ξ ε τ σ ί π ω τ ο κ έ φ ι . Μ π ή κ α στο κρεβάτ ι μου και σ κ έ φ τ η κ α : Σ ε λ ίγο θα 'ρθουν, θ' ανέβουν μ ε θόρυβο τ ις σκάλες , ο Φαρούκ, η Ν ιλγκ ιούν , ο Μ ε τ ί ν , θα μπουν στο δωμάτιο μου, θα σκύψουν στο χέρ ι μου, και τ ό τ ε ε γ ώ , ήρεμα , μ ε θυμό αλλά και ζήλια, θα σκε­φτώ: Τ ι παράξενα που είναι τα μαλλιά του κεφαλιού που ε ί­ναι σκυμμένο στο χέρ ι μου! Ε μ ε ί ς φεύγουμε , γ ιαγ ιά , ε μ ε ί ς φεύγουμε , θα πουν, μα σύντομα θα ξανάρθουμε. Γ ιαγ ιά , κα­λά σας ε ί δ α μ ε , να π ρ ο σ έ χ ε τ ε τον εαυτό σας, μην ανησυχε ί­τ ε γ ι α μας, φ ε ύ γ ο υ μ ε ! Κ α τ ό π ι ν θα γ ί ν ε ι ησυχ ία , γ ια μια σ τ ι γ μ ή θα τους δω να μ ε κοιτάζουν προσεχτ ικά. Προσεχτ ι ­κά, καλοσυνάτα, μα και μ ε οίκτο και μ ε μια παράξενη χα­ρά. Τ ό τ ε θα καταλάβω ότι σκέφτοντα ι το θάνατο μου, κι ότι βρίσκουν πως ο θάνατος ε ίναι κάτ ι φυσικό γ ια μένα , κ ι ε π ε ι δ ή δεν θέλω να μ ε λυπούνται, μπορε ί να προσπαθήσω

Page 458: Το σπίτι της σιωπής

458 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

να τους κάνω και αστε ία . Θα μου πουν, δ ε ί ξ ε κατανόηση στον Ρ ε τ ζ έ π , γ ιαγ ιά , κ ι αν τα λόγια τους αυτά δεν μου κα-κοφανούν, πιθανό να τους κάνω εκε ίνο το αστε ίο . Έ χ ε τ ε δοκιμάσει ποτέ τ η γλύκα αυτού του μπαστουνιού; Γ ι α τ ί δεν φορέσατε τα κοντά σας παντελόν ια ; Θα σας πιάσω τώρα και θα σας καρφώσω από τα αυτιά στον το ίχο , μπορε ί να τους πω, μα, δεν ξέρω, πιθανόν τα λόγια μου να μην τους φανούν αστε ία, μονάχα θα τους θυμίσουν τα άψυχα κι ανόη­τα λόγια του αποχωρισμού που μάθανε απέξω. Θα σωπά­σουν γ ια λ ίγο και κατόπιν θα μου πουν:

« Ε μ ε ί ς φεύγουμε, γ ιαγιά, σε ποιους να πούμε στην Ισταν­μπούλ τους χαιρετ ισμούς σου;

Κ α ι ξαφνικά, σαν να μην τ η ν π ε ρ ί μ ε ν α τ η ν ε ρ ώ τ η σ η αυ­τ ή , θα σαστίσω, θ' αναστατωθώ. Κατόπ ιν θα σκεφτώ τ η ν Ιστανμπούλ, αυτά που άφησα ε κ ε ί ε β δ ο μ ή ν τ α χρόνια πριν, μα δεν π ιάνομαι κορόιδο ε γ ώ , ξ έ ρ ω : όπως έ γ ρ α ψ ε κ ι ο Σ ε ­λαχατίν στην εγκυκλοπαίδε ια του, ξέρω ότι ε κ ε ί ε ί σ τ ε βου­τ η γ μ έ ν ο ι μ έ χ ρ ι το λα ιμό στην αμαρτία. Ό μ ω ς μ ε ρ ι κ έ ς φο­ρές, τ ι ς κρύες χ ε ι μ ω ν ι ά τ ι κ ε ς νύχτες , όταν οι αναμνήσε ις κ ι η σόμπα, που δ ε ν έ χ ε ι κ α τ α φ έ ρ ε ι να τ η ν α ν ά ψ ε ι καλά ο τζουτζές, δεν μ ε ζεσταίνουν αρκετά καλά, θέλω, γ ια μια μο­νάχα σ τ ι γ μ ή , να ε ίμα ι ανάμεσα σας, σε μια φ ω τ ε ι ν ή , ζ ε σ τ ή και χαρούμενη κ ά μ α ρ η , να ονε ιρεύομαι* όμως όχι, δεν τ η θ έ λ ω ε γ ώ τ η ν αμαρτ ία! Τ έ λ ο ς , όταν δεν μπορώ να διώξω από τ η σ κ έ ψ η μου τ η φωτε ινή και χαρούμενη κ ά μ α ρ η , κα­τ α μ ε σ ή ς τ η ς χε ιμων ιάτ ικης νύχτας, σηκώνομαι από το κρε ­βάτ ι μου, ανοίγω τ η ν ντουλάπα, και τ ι ς βγάζω από το κου­τ ί , δ ίπλα από τ η ν κασετ ίνα μ ε τα κοσμήματα, όπου τ ις έχω φ υ λ α γ μ έ ν ε ς μαζί μ ε τ ι ς αποδε ίξε ις τ ι ς Η λ ε κ τ ρ ι κ ή ς Ε τ α ι ­ρείας και τ ι ς σπασμένες βελόνες τ η ς ραπτομηχανής , κάτω

Page 459: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 459

από τις άδειες κουβαρίστρες, και τ ις κοιτάζω: Τ ι κρίμα, όλες πεθάνατε , αναγγε ίλανε το θάνατο σας σ' όλο τον κόσμο, κ ι ε γ ώ έ κ ο ψ α τα αγγελτήρ ια από τ ις ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς , νά, κο ιτάξ­τ ε , κο ι τάξτε τα αγγελτήρ ια του θανάτου σας: Κ η δ ε ί α : Σ ε -μιχά Κσέν, κόρη του μακαρ ίτη Χ α λ ί λ Τ ζ ε μ ί λ , Γ ε ν ι κ ο ύ Δ ι ­ευθυντή των Εργοστασίων Ζάχαρης. Κ η δ ε ί α : Μουρουβέτ . Ί Ιταν μέλος του Νομ ικού Συμβουλ ίου , σπουδαία τα λάχανα κυρία Μουρουβέτ , εσύ ήσουν η πιο χαζή απ' όλες. Κ η δ ε ί α : Νιχάλ, μοναχοκόρη του μακαρίτη πλούσιου Αντνάν . Σ ε θυ­μάμαι , Ν ι χ ά λ , φυσικά σε θυμάμαι , π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε ς έναν κα­π ν έ μ π ο ρ ο , έκανες τρία παιδιά, α π έ κ τ η σ ε ς έ ν τ ε κ α εγγόν ια , όμως εσύ αγαπούσες τον Μ π ε χ λ ο ύ λ , που όμως αγαπούσε ε κ ε ί ν η την ξ ε τ σ ί π ω τ η τ η ν Μ π ι χ τ έ ρ , μ η σκέφτεσαι , Φατμά, νά, άλλη μια, η τ ε λ ε υ τ α ί α , περάσανε , νομίζω, δέκα χρόνια από τ ό τ ε . Κ η δ ε ί α : Ν ι γ κ ι ά ν Ι σ ι κ τ σ ί , κόρη του μ α κ α ρ ί τ η Σουκρού πασά, πρώην υπουργού Βακουφιών και π ρ ε σ β ε υ τ ή στο ϊ Ιαρίσι, αδελφή τ η ς μακαρίτισσας Τουρκιάν και τ η ς μα-καρίτισσας Σουκράν. Αχ , Ν ι γ κ ι ά ν , διάβασα και το δικό σου αγγελτήρ ιο θανάτου. Κ α ι τ ό τ ε καθώς σ τ έ κ ο μ α ι σ τ η μ έ σ η του κρύου δωματίου μου, μ ε τα αγγελτήρ ια θανάτου στα χ έ ­ρια, καταλαβαίνω πως δεν μου έχε ι με ίνε ι κανένας γνωστός στην Ιστανμπούλ και σκέφτομαι : Ε ί σ τ ε στην κόλαση που ο Σελαχατ ίν παρακαλούσε να κ α τ έ β ε ι σ τ η γ η κι έ χ ε ι γ ρ ά ψ ε ι γ ι ' αυτήν και στην εγκυκλοπαίδε ια του, β υ θ ι σ τ ή κ α τ ε όλες στις τρομερές αμαρτ ίες τ η ς Ιστανμπούλ, και π ε θ ά ν α τ ε , θα­φ τ ή κ α τ ε ανάμεσα στις πολυκατοικ ίες από μ π ε τ ό ν , τ ι ς κα­μινάδες των εργοστασίων, τ ις μυρωδιές από τα πλαστ ικά , τους οχετούς, τ ι τρομερό ! Όσο το σκέφτομαι αυτό, ν ιώθω τ η γ α λ ή ν η ενός παράξενου φόβου, κ ι ε π ε ι δ ή στην π α γ ε ρ ή χ ε ι μ ω ν ι ά τ ι κ η νύχτα λαχταρώ τ η ζεστασιά του παπλώματος

Page 460: Το σπίτι της σιωπής

460 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μου, γυρίζω στο κ ρ ε β ά τ ι μου και , κουρασμένη από τ ις σ κ έ ­ψε ις μου, θέλω να κο ιμηθώ, να ξεχάσω: Ό χ ι , δεν ε ίναι κα­νε ίς στην Ιστανμπούλ γ ια να του στε ί λω τους χαιρετ ισμούς μου.

Ας έρθουν να ρωτήσουν. Τ ο ύ τ η τ η φορά, χωρίς να σα­στίσω και να ταραχτώ, θα τους απαντήσω αμέσως. Τους πε ­ρ ι μ έ ν ω , μα κ ά τ ω υπάρχει α κ ό μ η απόλυτη ησυχία. Σ η κ ώ ­θηκα από το κρεβάτ ι μου και κοίταξα το ρολόι που ήταν πά­νω στο τραπέζ ι * η ώρα ε ίναι δ έ κ α ! Τ ι π ε ρ ι μ έ ν ο υ ν γ ια να φύγουν; Π ή γ α στο παράθυρο κι έ β γ α λ α έξω το κεφάλι μου: το αυτοκίνητο είναι ακόμη ε κ ε ί που το άφησε ο Μ ε τ ί ν , κα­τόπιν θ υ μ ή θ η κ α : δεν ακούω ούτε το τ ε ρ έ τ ι σ μ α του τζ ί τζ ι ­κα που εβδομάδες τώρα ήταν ακίνητος κοντά στην πόρτα τ η ς κουζίνας. Η σιωπή μ ε φοβίζει! Μ ε τ ά σκέφτηκα τ η φαρ­μακοποιό που ε ί χ ε έ ρ θ ε ι λ ίγο πριν και δεν μπόρεσα να κα­ταλάβω την αιτία του ερχομού τ η ς , κ ι έφερα πάλι σ τ η σ κ έ ­ψ η μου αυτό που ε ί π ε ο τζουτζές· σίγουρα τους έχε ι μαζέ­ψ ε ι κοντά του και τους ψ ιθυρ ίζε ι τ ι ε ίναι ε ν ο χ ή και τ ι αμαρτία. Β γ ή κ α αμέσως από το δωμάτ ιο μου, π ή γ α στην άκρη τ η ς σκάλας, χτύπησα κάτω το μπαστούνι μου και φώ­ναξα:

« Ρ ε τ ζ έ π , Ρ ε τ ζ έ π , έλα αμέσως ε π ά ν ω ! » Δεν ξέρω γ ιατ ί , ήμουνα σίγουρη πως δεν θα ερχόταν, άδι­

κα χτυπούσα μ ε το μπαστούνι μου κάτω κι άδικα κούραζα τ η γ έ ρ ι κ η φωνή μου, μα ξαναφώναξα και, φωνάζοντας, έν ιω­σα κάτ ι παράξενο κ ι ανατρίχιασα: σαν να ε ίχανε φύγει δί­χως να μ ε ε ιδοποιήσουν, δεν θα ξαναγύριζαν, και θα 'μενα στο σπ ίτ ι ολομόναχη! Φ ο β ή θ η κ α λ ίγο και , γ ια να ξεχάσω, ξαναφώναξα, μα τ ο ύ τ η τ η φορά το παράξενο εκε ίνο συναί­σθημα το 'νιωσα α κ ό μ η πιο έντονα. Σαν να μην ε ίχε μ ε ί ν ε ι

Page 461: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 461

κανείς στον κόσμο, ούτε ένας άνθρωπος ούτε ένα πουλί ού­τ ε ένα άτακτο σκυλί ούτε καν ένα τ ζ ι τ ζ ί κ ι , γ ια να μου θυ­μ ίζε ι τ η ζ έ σ τ η και το χρόνο. Ο χρόνος σ τ α μ ά τ η σ ε , κ ι έ μ ε ι ­να μόνη κ ι έ ρ η μ η , άδικα φωνάζω και χτυπώ κάτω απελπ ι ­σμένα το μπαστούνι μου, κανε ίς δεν μ' ακούε ι : μονάχα οι ε γ κ α τ α λ ε ι μ μ έ ν ε ς πολυθρόνες, οι κ α ρ έ κ λ ε ς , τα σκονισμένα τραπέζια, οι κ λ ε ι σ τ έ ς πόρτες , τα απελπ ισμένα έ π ι π λ α , που από μόνα τους τρίζουν. Ο θάνατος όπως τον περ ι έγραφες , Σ ε λ α χ α τ ί ν ! Θ ε έ μου, φοβήθηκα και νόμισα πως η σ κ έ ψ η μου θα έ π η ζ ε , θα γ ινόταν κ ο μ μ ά τ ι ξύλο όπως τα έ π ι π λ α , και θα ' μ ε ν ε γ ια πάντα ε δ ώ , ά χ ρ ω μ η και άοσμη σαν ένα κομμάτ ι πάγου. Ύ σ τ ε ρ α σ κ έ φ τ η κ α ξαφνικά να κ α τ έ β ω κά­τω και να ξαναβρώ το χρόνο και την κ ίνηση* πίεσα τον εαυ­τό μου, κ α τ έ β η κ α τέσσερα σκαλοπάτια, μα ζαλ ίστηκα και φοβήθηκα: Ε ίναι άλλα δ ε κ α π έ ν τ ε σκαλοπάτια, δεν μπορείς να κ α τ έ β ε ι ς , Φατμά , θα π έ σ ε ι ς ! Γύρισα σιγά σιγά π ίσω, γ ύ ­ρισα την π λ ά τ η μου στην ανατρ ιχ ιαστ ική ησυχία, θέλησα να ευθυμήσω λίγο και να ξεχάσω την αγωνία μου: Θα 'ρθουν οπωσδήποτε να φιλήσουν το χέρ ι σου, Φ α τ μ ά , μην ανησυ­χε ίς .

Ό τ α ν έφτασα στην πόρτα του δωματίου μου, δεν φοβό-μουνα πια, ωστόσο δεν μπορούσα ούτε το κέφι μου να ξα­ναβρώ. Ο Σ ε λ α χ α τ ί ν μ ε κο ίταζε από τ η φωτογραφία του στον το ίχο , γ ι α να μ ε φοβερ ίσε ι α κ ό μ η π ιο πολύ, μα δ ε ν έν ιωθα τ ίποτα , σαν να ε ίχα χάσε ι πια τ η μυρωδιά, τ η ζέ ­σ τ η , τ η γ ε ύ σ η , τ η ν αφή. Έ π ε ι τ α έκανα άλλα ε π τ ά μ ικρά βήματα , έφτασα στο κ ρ ε β ά τ ι μου, η ράχη μου ακούμπησε στα σίδερα του κ ρ ε β α τ ι ο ύ , κοίταξα το χαλί στο π ά τ ω μ α , έν ιωσα το κενό τ η ς σ κ έ ψ η ς μου και στενοχωρήθηκα. Ε γ ώ κι η άδεια μου σ κ έ ψ η εξακολουθούμε να ε ί μ α σ τ ε στο κενό .

Page 462: Το σπίτι της σιωπής

462 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

Κατόπιν ξάπλωσα στο κρεβάτ ι , άφησα το κεφάλι μου να π έ ­σει στο μαξιλάρι, σκέφτηκα, έφτασε άραγε η ώρα, έρχονται, μπαίνουν μ ή π ω ς από τ η ν πόρτα γ ι α να φιλήσουν το χ έ ρ ι μου* γε ια σου, γ ιαγ ιά, γε ια σου, γ ιαγ ιά , ε ί σ τ ε έ τ ο ι μ η ; Ό μ ω ς στις σκάλες δεν υπήρχε φωνή, κάτω δεν ακουγόταν ο πα­ραμικρός θόρυβος κ ι ε π ε ι δ ή φοβόμουν μην αρχίσω κ ι αγω­ν ιώ, σ κ έ φ τ η κ α ότι δεν ήμουν ακόμη έ τ ο ι μ η , ότι έ π ρ ε π ε να π ε ρ ι μ έ ν ω και να κάνω ό,τι έκανα τ ις σ ιωπηλές εκε ίνες , έ ρ η ­μες χε ιμων ιάτ ικες νύχτες , όταν έσκιζα το χρόνο σαν φ έ τ ε ς πορτοκαλιού* και τράβηξα πάνω μου το πάπλωμα κ ι άρχι­σα να π ε ρ ι μ έ ν ω .

Π ε ρ ι μ έ ν ο ν τ α ς , ήξερα καλά πως κάποια σ κ έ ψ η θα σκά­λωνε στο νου μου. Ποια ; Θ έ λ ω να μου αποκαλυφθεί η συ­ν ε ί δ η σ η μου, σαν γ ά ν τ ι που το γυρίζουν το μέσα έξω. Ώ σ τ ε να πω τ ε λ ι κ ά αυτή ε ίσαι, Φατμά, η εξωτερ ική μορφή σου εί­ναι αντ ικατοπτρ ισμός τ η ς ψυχής σου! Θ έ λ ω να ε κ π λ α γ ώ , να ξεχάσω, ν' ανησυχήσω: Εάν η ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή μορφή μου ε ί ­ναι αυτό που βλέπουν οι άλλοι όταν πηγαινοέρχονται , αυτό που κατεβάζουν από τ ις σκάλες γ ια το βραδινό φαγητό και που σε λ ίγο θα φιλήσουν το χέρ ι του, τ ό τ ε το μέσα μου ποιο είναι άραγε ; Τ ι άλλο να είναι πέρα από την καρδιά μου, που χτυπάε ι ρυθμικά, και τ ις σ κ έ ψ ε ι ς μου, που σαν χάρτινη βαρ-κούλα πλέουν στο νερό ; Παράξενο! Ε ίνα ι φορές που ανά­μεσα στον ύπνο και το ξύπνημα, στο σκοτάδι , τα μπερδεύω, μ ε π ιάνε ι γλυκιά ταραχή και θέλω να ξέρω: σαν να έχε ι γ ί ­νε ι ένα το μέσα μου μ ε τ η ν ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή μου μορφή, και δεν μπορώ να βρω στο σιωπηλό σκοτάδι ποιο είναι το μέσα μου, ποια ε ίνα ι η ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή μου μορφή και ποια ε ί μ α ι ε γ ώ . Απλώνω το χέρ ι μου απαλά, σαν γάτα, ανάβω το φως, αγ­γ ίζω το κρύο σίδερο του κρεβατ ιού , και προσπαθώ να βρω

Page 463: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 463

τον εαυτό μου, μα το κρύο σίδερο μ ε παίρνε ι και μ ε π η γ α ί ­νε ι σε μια χ ε ι μ ω ν ι ά τ ι κ η νύχτα: Πού ε ί μ α ι ; Σ κ έ φ τ ο μ α ι πως ο άνθρωπος μ ε ρ ι κ έ ς φορές ούτε κ ι αυτό το ξέρε ι . Αν ένας άνθρωπος που μ έ ν ε ι εβδομήντα χρόνια στο ίδιο σπ ίτ ι μπερ­δεύετα ι , σκέφτομαι πάλ ι ε γ ώ , κ ι αποφασίζω ότι αυτό που λ έ γ ε τ α ι ζωή, και που νομίζουμε ότι το έχουμε εξαντλήσε ι , ε ίναι κάτ ι παράξενο κι ακατανόητο και κανείς δεν ξέρε ι ού­τ ε γ ιατ ί κ ι η ίδια του η ζωή είναι έ τσ ι . Σ τ έ κ ε σ α ι και περ ι ­μ έ ν ε ι ς , κ ι η ζωή πάε ι από δω κ ι από κ ε ι , χωρίς να ξέρε ι κα­νε ίς γ ι α τ ί , κ ι εσύ αναρωτιέσαι , κάνε ις ένα σωρό σ κ έ ψ ε ι ς : Από πού ξεκ ίνησε και πού π ά ε ι ; Παράξενες σ κ έ ψ ε ι ς , δίχως αποτέλεσμα, που δεν ε ίναι ούτε σωστές ούτε λάθος, ώσπου ξαφνικά β λ έ π ε ι ς ότ ι το ταξ ίδ ι τ έ λ ε ι ω σ ε , έλα λοιπόν, Φα­τ μ ά ! κατέβα . Πρώτα απλώνω το ένα πόδι και κατόπιν το άλλο, κατεβα ίνω από τ η ν άμαξα. Κ ά ν ω δυο βήματα , κατό­πιν γυρίζω και κοιτάζω. Αυτό ήταν το πράγμα που μας κου­νούσε πέρα-δώθε και που μας π ή γ α ι ν ε περ ίπατο ; Ν α ι , αυ­τό ήταν . Ώ σ τ ε έ τ σ ι λοιπόν θα σκέφτομα ι όταν θα φτάσω στο τ έ ρ μ α : Αυτό ή τ α ν , κ ι ε γ ώ δεν κατάλαβα τ ίποτα, μα θα ήθελα ν' αρχίσω πάλι από την αρχή. Ό μ ω ς δεν ε π ι τ ρ έ π ε τ α ι ! Ά ν τ ε , θα πουν, τώρα ε ί μ α σ τ ε πια εδώ, στην άλλη πλευρά, δεν μπορείς να ξαναμπείς μέσα, δεν μπορείς ν' αρχίσεις από την αρχή. Κ ι ενώ ο αμαξάς απομακρύνεται μ ε τα άλογα του, χτυπώντας μ ε το καμουτσίκ ι τον αέρα, ε γ ώ , που τον κοι­τάζω από π ίσω, θέλω να κ λ ά ψ ω : Ώ σ τ ε δεν μπορώ ν' αρχί­σω από την αρχή, μητέρα , δεν μπορώ! Μ α ο άνθρωπος πρέ­π ε ι να μπορε ί ν ' αρχίζει από τ η ν αρχή , σκέφτομαι επανα­σ τ α τ ώ ν τ α ς , ακρ ιβώς όπως ένα αθώο κ ο ρ ί τ σ ι , π ρ έ π ε ι , αν θ έ λ ε ι , να μπορε ί να μ ε ί ν ε ι σ' όλη του τ η ζωή αναμάρτητο , έ τ σ ι π ρ έ π ε ι κ ι ο άνθρωπος να μπορε ί να ξαναρχίσει , μουρ-

Page 464: Το σπίτι της σιωπής

4 6 4 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

μουρίζω, και τ ό τ ε θυμάμαι τα β ιβλ ία που μου διάβαζαν η Ν ι γ κ ι ά ν , η Τουρκιάν και η Σουκράν, καθώς και τον περί­πατο που κάναμε μ ε τ η μητέρα , όταν επ ιστρέφαμε από κε ι , μ ε τ η ν άμαξα. Τα θυμάμαι μ ε χαρά, α ν ά μ ε ι κ τ η μ ε μ ε λ α γ ­χολία.

Εκε ίνο το πρωί η μ η τ έ ρ α μ ε ε ίχε πάε ι στο σπίτ ι του Σου­κρού πασά και , προτού μ' αφήσει ε κ ε ί , μου ε ί π ε , όπως κά­θε φορά, άκου, Φατμά , όταν έρθω το βράδυ να σε πάρω, μ η τυχόν κ ι αρχίσε ις να κλαις γ ι α τ ί δεν θα σε ξαναφέρω, μα γρήγορα ξέχασα τα λόγια τ η ς , ε π ε ι δ ή έπαιζα όλη τ η μέρα μ ε τ η Ν ι γ κ ι ά ν , την Τουρκιάν και τ η Σουκράν, και τ ις κοί­ταζα μ ε θαυμασμό, ε π ε ι δ ή ήταν πολύ πιο έξυπνες και πιο όμορφες από μένα, κ ι ε π ε ι δ ή παίζανε πολύ ωραίο πιάνο και μ ιμούνταν πολύ ωραία τον κουτσό αμαξά Α ϊ β ά ζ ' κατόπιν μ ι μ ή θ η κ α ν ακόμη και τον πατέρα τους, κ ι ε γ ώ παραξενεύ­τ η κ α κι έ π ρ ε π ε να περάσε ι ώρα γ ια να τ ο λ μ ή σ ω να γελάσω όπως αυτές· το απόγευμα απήγγε ιλαν ποιήματα, είχαν πάει σ τ η Γαλλ ία , ξέρανε γαλλ ικά , έ π ε ι τ α , όπως κάνανε πάντα, φέρανε ένα τουρκικό β ιβλ ίο , μια μετάφραση που διαβάσα­νε όλες από λ ίγο δίνοντας η μια στην άλλη το β ιβλ ίο , που ήταν τόσο ωραίο ώστε ξέχασα όσα μου ε ί χ ε πε ι η μ η τ έ ρ α μου* ξέχασα ακόμη κ ι ότι πλησίαζε η δύση του ήλ ιου, και ξαφνικά την ε ίδα μπροστά μου και κατάλαβα πως ε ίχε έρ ­θε ι η ώρα να γυρ ίσουμε κ ι άρχισα να κλα ίω, κ ι η μ η τ έ ρ α μου μ ε κοίταξε άγρια, μα ε γ ώ δεν θυμόμουν αυτά που μου ε ί χ ε π ε ι το πρωί στην άμαξα και δεν έ κ λ α ι γ α μονάχα ε π ε ι ­δή ε ίχε έρθε ι η ώρα να γυρίσουμε στο σπίτ ι , μα κι ε π ε ι δ ή μ ε ε ί χ ε κοιτάξε ι άγρια η μ η τ έ ρ α μου, και τ ό τ ε η μ η τ έ ρ α τ η ς Σουκράν, τ η ς Ν ι γ κ ι ά ν και τ η ς Τουρκιάν μ ε λ υ π ή θ η κ ε και ε ί π ε , ά ν τ ε , κορίτσια, φ έ ρ τ ε καραμέλες , λυπάμαι, κυρία μου,

Page 465: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 465

ε ί π ε η μ η τ έ ρ α μου, κ ι η μ η τ έ ρ α τους ε ί π ε , παρακαλώ, χι η Ν ι γ κ ι ά ν έ φε ρε μια ασημέν ια φοντανιέρα μ ε καραμέλες , κι όλοι μ ε κοίταζαν, όμως ε γ ώ δεν άπλωσα το χέρ ι μου να πά­ρω, όχι, ε ίπα, όχι αυτό, το άλλο θ έ λ ω , και τ ό τ ε ε ίπαν τ ι ε ί ­ναι αυτό που θ έ λ ε ι ς , κ ι η μ η τ έ ρ α μου ε ί π ε , φτάνε ι πια, Φα­τμά , κ ι ε γ ώ πήρα το θάρρος, κ ι ε ίπα εκε ίνο το β ιβλ ίο , μα, έ τ σ ι κ λ α μ έ ν η καθώς ήμουνα, δεν μπόρεσα να δε ίξω ποιο από τα β ιβλ ία ή θ ε λ α , κ ι η Σουκράν π ή ρ ε την άδεια από τ η μ η τ έ ρ α τ η ς γ ια να φ έ ρ ε ι κ ι άλλα β ιβλ ία κ ι η μ η τ έ ρ α μου νομίζω ε ί π ε , μα τα β ιβλ ία αυτά δεν ε ίναι γ ια τ η ν κόρη μου, άλλωστε δεν τ η ς αρέσε ι το δ ιάβασμα, κ ι ε γ ώ έριξα μια μα­τιά στα εξώφυλλα, Μόντε Κρίστο, Χαβίέ ντε Μοντεπέν και / Ιολ ντε Νοκ, άλλο όμως ή θ ε λ α ε γ ώ , τ ις Περιπέτειες του Ροβινσώνα που μου ε ίχανε δ ιαβάσε ι το απόγευμα, μπορώ να το πάρω, ρώτησα, κ ι η μ η τ έ ρ α μου πάλ ι ν τ ρ ά π η κ ε πο­λύ, όμως η μ η τ έ ρ α των κοριτσιών ε ί π ε , κράτησε τ ο , κορι­τσάκι μου, μα μην το χάσε ις , ε ίναι του Σουκρού πασά, και τ ό τ ε ε γ ώ σώπασα, και μ ε το β ιβλ ίο στο χέρ ι π ή γ α και κά­θισα ήσυχα στην άμαξα.

Καθόμουν απέναντ ι σ τ η μ η τ έ ρ α μου, μα φοβόμουνα να την κοιτάξω. Τα κοκκιν ισμένα από το κλάμα μάτια μου κοί­ταζαν το δρόμο και τα παράθυρα του σπιτ ιού που η άμαξα μας ε ί χ ε αφήσει πίσω* ξαφνικά η μ η τ έ ρ α μου μού έ β α λ ε τ ις φωνές, ε ί π ε πως ήμουν α ν ά γ ω γ η . Δ ε ν μ π ό ρ ε σ ε , φαίνεται , να κ α λ μ ά ρ ε ι το θυμό τ η ς , και σε λ ίγο συνέχ ισε : τ η ν επό­μ ε ν η εβδομάδα δεν θα μ ε π ή γ α ι ν ε στο σπ ί τ ι του Σουκρού πασά. Τ η ν κοίταξα κατάματα, σ κ έ φ τ η κ α ότι γ ια να κ λ ά ψ ω μου το έ λ ε γ ε , όμως ενώ άλλες φορές τέτο ια λόγια μ' έκαναν να κλα ίω, ε κ ε ί ν η τ η φορά δεν έκλαψα. Ε π ε ι δ ή έν ιωθα μια παράξενη χαρά κ ι ηρεμ ία* αργότερα, ξ α π λ ω μ έ ν η σε αυτό

Page 466: Το σπίτι της σιωπής

466 ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ

το κ ρ ε β ά τ ι , αφού σ κ έ φ τ η κ α πολύ, κ α τ ά λ α β α γ ι α τ ί : α ιτ ία ήταν εκε ίνο το β ι βλ ίο , κοίταζα το εξώφυλλο του τ ό τ ε και σκεφτόμουνα: Η Ν ι γ κ ι ά ν , η Τουρκιάν και η Σουκράν μου διαβάσανε μερ ικά κομμάτ ια του· δεν τα κατάλαβα όλα, το βρήκα λ ίγο μ π ε ρ δ ε μ έ ν ο , μα, και πάλ ι , ορ ισμένα πράγματα είναι ξεκάθαρα στο νου μου: ένας Ά γ γ λ ο ς ζούσε ολομόνα­χος σ' ένα ερημονήσ ι , ε π ε ι δ ή ε ί χ ε βυθ ιστε ί το καράβι του, όχι , δεν ήταν ολομόναχος, ε ί χ ε και τον υ π η ρ έ τ η του , που τον β ρ ή κ ε έ π ε ι τ α από χρόνια, μα και πάλ ι ήταν πολύ πα­ράξενο. Ή τ α ν παράξενο να σ κ έ φ τ ε τ α ι κανε ίς έναν άνθρω­πο και τον υ π η ρ έ τ η του να ζουν μόνοι τους, τόσο πολλά χρό­νια, σ' ένα ερημονήσ ι , όμως δεν ήταν αυτό που μ ε η ρ ε μ ο ύ ­σε ολοένα και περ ισσότερο, καθώς η άμαξα έ γ ε ρ ν ε , καθώς π ή γ α ι ν ε , π ό τ ε απ' τ η μια και π ό τ ε απ' τ η ν άλλη πλευρά, ξέρω, υπήρχε κ ι άλλος λόγος! Ν α ι , η μ η τ έ ρ α μου δεν μ ε κοίταζε πια συνοφρυωμένη, κ ι α κ ό μ η , από το παράθυρο δεν κοίταζα μπροστά μα πίσω, όπως μου άρεσε πάντοτε πολύ να κάνω, όχι γ ια να β λ έ π ω το σ π ί τ ι του Σουκρού πασά, που δεν φαινόταν πια, μα το δρόμο που αφήναμε π ίσω, το πα­ρελθόν που ήταν τόσο ωραίο να το σκέφτομαι , και που έν ιω­θα, κ ι αυτό ήταν το ωραιότερο, πως αυτό το παρελθόν, εξαι­τ ίας του β ιβλ ίου που κρατούσα στο χέρ ι μου, ίσως θα μπο­ρούσα να το ξαναζήσω, α κ ό μ η και στο σ π ί τ ι . Π ιθανόν οι ανυπόμονες και γρήγορα αποθαρρημένες ματ ι ές μου να π ε ­ριπλανιόνταν άδικα στις ακατανόητες σελ ίδες του β ιβλ ίου , ωστόσο, όσο θα περ ιπλαν ιόταν πάλ ι και πάλι στις σελ ίδες του , θα θυμόμουνα π ό τ ε το ένα και π ό τ ε το άλλο πράγμα από το σπ ίτ ι του Σουκρού πασά όπου δεν θα πήγαινα τ η ν ε π ό μ ε ν η εβδομάδα, θα θυμόμουν όσα κ ά ν α μ ε ε κ ε ί . Γ ι α τ ί , όπως σ κ έ φ τ η κ α πολύ αργότερα σε τούτο εδώ το κ ρ ε β ά τ ι :

Page 467: Το σπίτι της σιωπής

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ Η Σ ΣΙΩΠΗΣ 467

Σ τ η ζωή , όταν τ ε λ ε ι ώ σ ε ι το μοναδικό ταξ ίδ ι μ ε την άμαξα, δεν μπορείς να το ξανακάνεις, αν όμως έχε ις ένα β ιβλ ίο , όσο μ π ε ρ δ ε μ έ ν ο κ ι ακατανόητο κ ι αν ε ίναι , όταν τ ε λ ε ι ώ σ ε ι , γ ια να συλλάβε ις το ακατανόητο και γ ια να καταλάβε ις τ η ζωή, αν θες , το π ιάνε ις απ ' τ η ν αρχή και το ξαναδιαβάζεις, έ τ σ ι δεν ε ίναι , Φ α τ μ ά ;

1980-1983

Page 468: Το σπίτι της σιωπής

Τα βιβλία τον Ορχάν Παμούκ από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα:

Τ Ο ΜΑΥΡΟ ΒΙΒΛΙΟ

Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ

ΜΕ ΛΕΝΕ Κ Ο Κ Κ Ι Ν Ο

<f>h

Τ Ο ΛΕΥΚΟ ΚΑΣΤΡΟ

4k>

ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ. ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Χ Ι Ο Ν Ι

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Σ Ι Ω Π Η Σ


Recommended