Transcript
Page 1: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes
www.princexml.com
Prince - Personal Edition
This document was created with Prince, a great way of getting web content onto paper.
Page 2: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Ψηφιακή έκδοση Ιανουάριος 2014

Τίτλος πρωτοτύπου Julian Barnes, Levels of life

Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Ειρήνη Χριστοπούλου

Μακέτα εξωφύλλου Βάσω Αβραμοπούλου/Α4 Art Design

© 2013, Julian Barnes

© 2013, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα)

ISBN 978-960-566-571-5

Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993

όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται

απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν

γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή

(ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα

τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562

http://www.metaixmio.gr • e-mail: [email protected]

Κεντρική διάθεση

Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα

τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα

τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Page 3: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα

τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581

• Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη

τηλ.: 2310 260085

3/117

Page 4: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Τζούλιαν Μπαρνς

ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑΤΗΣ ΖΩΗΣ

Μετάφραση Θωμάς Σκάσσης

Page 5: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Στην Πατ

Page 6: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Το αμάρτημα του ύψους

Page 7: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Συνδυάζεις δυο πράγματα που δεν είχαν συνυπάρξει

προηγουμένως. Και ο κόσμος αλλάζει. Μπορεί οι άνθρωποι να

μην το αντιλαμβάνονται αμέσως, αυτό όμως δεν έχει καμία σημασία.

Ο κόσμος έχει έτσι κι αλλιώς αλλάξει.

Ο συνταγματάρχης Φρεντ Μπάρναμπι της Έφιππης Βασιλικής Φρουράς

και μέλος του Συμβουλίου της Αεροναυτικής Εταιρείας απογειώθηκε

στις 23 Μαρτίου του 1882 από το εργοστάσιο του φωταερίου στο

Ντόβερ, για να προσγειωθεί στα μισά της απόστασης που χωρίζει την

Ντιέπ από το Νεφσατέλ.

Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, η Σάρα Μπερνάρ είχε απογειωθεί από το

κέντρο του Παρισιού και είχε προσγειωθεί κοντά στην Εμερενβίλ στο

département1 του Σεν-ε-Μαρν.

Στις 18 Οκτωβρίου του 1863, ο Φελίξ Τουρνασόν2 είχε απογειωθεί από

το Πεδίον του Άρεως στο Παρίσι και, αφού παρασύρθηκε ανατολικά

από μια θύελλα επί δεκαεφτά ολόκληρες ώρες, κατέπεσε κοντά σε μια

σιδηροδρομική γραμμή στο Ανόβερο.

Ο Φρεντ Μπάρναμπι3 ταξίδεψε μόνος του μέσα σε ένα αερόστατο με

κόκκινο και κίτρινο χρώμα, που ονομαζόταν Η Έκλειψη. Το καλάθι του

είχε μήκος ενάμισι μέτρο, πλάτος ενενήντα εκατοστά και ύψος άλλα

τόσα. Ο Μπάρναμπι ζύγιζε εξήντα εννιάμισι οκάδες4, φορούσε ριγέ

7/117

Page 8: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

σακάκι και εφαρμοστή δερμάτινη κάσκα, ενώ για να προστατεύσει τον

σβέρκο του από τον ήλιο είχε τυλίξει το μαντίλι του γύρω από τον

λαιμό. Είχε πάρει μαζί του δύο σάντουιτς με βοδινό κρέας, μία φιάλη

μεταλλικό νερό Apollinaris, ένα βαρόμετρο για να υπολογίζει το

ύψος, ένα θερμόμετρο, πυξίδα και κάμποσα πούρα.

Η Σάρα Μπερνάρ ταξίδεψε μαζί με τον ζωγράφο εραστή της Ζορζ

Κλερέν κι έναν επαγγελματία αεροναύτη μέσα σε ένα πορτοκαλί

αερόστατο, που ονομαζόταν Δόνια Σολ5, αφού είχε παίξει τον ομώνυμο

ρόλο στην παράσταση της Κομεντί Φρανσέζ. Στις έξι και μισή το

απόγευμα και έχοντας ήδη μία ώρα πτήσης, η ηθοποιός, κάνοντας τη

μαμά, τους ετοίμασε tartines de foie gras6. Ο αεροναύτης άνοιξε ένα

μπουκάλι σαμπάνια, εκτοξεύοντας τον φελλό στον ουρανό. Η

Μπερνάρ ήπιε τη σαμπάνια της μέσα σε αργυρό κύπελλο. Έπειτα

έφαγαν πορτοκάλια και πέταξαν το μπουκάλι στη λίμνη της Βενσέν7.

Μες στην ευθυμία της αιφνίδιας ανωτερότητάς τους, έριξαν τη

σαβούρα πάνω στα κεφάλια των θεατών που τους παρακολουθούσαν

από το έδαφος: πρώτα πάνω σε μια οικογένεια άγγλων τουριστών οι

οποίοι στέκονταν στον εξώστη της στήλης που βρίσκεται στην πλατεία

της Βαστίλης και αργότερα πάνω σε μια γαμήλια συγκέντρωση

ανθρώπων που έκαναν πικνίκ στην εξοχή.

Ο Τουρνασόν ταξίδεψε μαζί με οχτώ συντρόφους του μέσα σε ένα

αερόστατο δικής του ευφάνταστης κατασκευής, για το οποίο

καυχιόταν. «Θα κατασκευάσω ένα αερόστατο –το Απόλυτο Αερόστατο–

γιγαντιαίων διαστάσεων, που θα είναι είκοσι φορές πιο μεγάλο από το

μεγαλύτερο που υπάρχει». Του έδωσε το όνομα Ο Γίγας. Από το 1863

μέχρι το 1867 έκανε πέντε πτήσεις. Μεταξύ των επιβατών αυτής της

δεύτερης πτήσης βρίσκονταν η γυναίκα του, Ερνεστίν, οι αεροναύτες

αδελφοί Λουί και Ζιλ Γκοντάρ, καθώς κι ένας απόγονος της

8/117

Page 9: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

οικογένειας Μονγκολφιέ, οι οποίοι υπήρξαν πρωτοπόροι στην

κατασκευή αεροστατικών μπαλονιών. Δεν αναφέρεται τι τρόφιμα

είχαν πάρει μαζί τους.

Αυτές ήταν οι κατηγορίες ανθρώπων που έμπαιναν σε αερόστατο

εκείνο τον καιρό: ο ενθουσιώδης άγγλος ερασιτέχνης, που αποδεχόταν

μετά χαράς τον χαρακτηρισμό του «παλαβού αιθεροβάμονα», όντας

πανέτοιμος να επιβιβαστεί σε οτιδήποτε επρόκειτο να πετάξει· η πιο

φημισμένη ηθοποιός της εποχής, που πραγματοποίησε μια πτήση για

χάρη της διασημότητας, και ο επαγγελματίας κατασκευαστής

αερόστατων, ο οποίος λάνσαρε τον Γίγαντα σαν εμπορική επιχείρηση.

Διακόσιoι χιλιάδες θεατές παρακολούθησαν την πρώτη ανύψωσή του

στους αιθέρες, για την οποία οι δεκατρείς επιβάτες είχαν πληρώσει

χίλια φράγκα έκαστος. Το καλάθι του αερόστατου, που έμοιαζε με

διώροφο σπιτάκι καμωμένο από λυγαριά, περιλάμβανε χώρο

ανάπαυσης, κρεβάτια, αποχωρητήριο, τμήμα φωτογραφίας, μέχρι και

τυπογραφείο για την άμεση εκτύπωση αναμνηστικών φυλλαδίων.

Οι αδελφοί Γκοντάρ ήταν παρόντες παντού. Αυτοί σχεδίασαν και

κατασκεύασαν τον Γίγαντα, ενώ μετά τις δύο πρώτες πτήσεις του τον

πήγαν στο Λονδίνο για την έκθεση στο Κρίσταλ Πάλας. Λίγο καιρό

αργότερα, ένας τρίτος αδελφός, ο Ευγένιος Γκοντάρ, έφερε στην

Αγγλία ένα ακόμα μεγαλύτερο αερόστατο με θερμαινόμενο αέρα, το

οποίο πραγματοποίησε δύο πτήσεις από το πάρκο Κρίμορν Γκάρντενς.

Η χωρητικότητά του σε κυβικά ήταν διπλάσια της χωρητικότητας του

Γίγαντα, ενώ ο τροφοδοτούμενος με άχυρο κλίβανός του ζύγιζε μαζί με

την καμινάδα εννιακόσιες ογδόντα λίμπρες. Στην πρώτη πτήση του

πάνω από το Λονδίνο, ο Ευγένιος Γκοντάρ δέχθηκε να πάρει μαζί του

κι έναν άγγλο επιβάτη, ο οποίος κατέβαλε ως αντίτιμο πέντε λίρες. Ο

άντρας αυτός ήταν ο Φρεντ Μπάρναμπι.

9/117

Page 10: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Τούτοι οι εραστές των πτήσεων με αερόστατο ταίριαζαν απόλυτα στο

εθνικό τους στερεότυπο. Ο Μπάρναμπι, έχοντας ακινητοποιηθεί πάνω

από το στενό της Μάγχης και «αδιαφορώντας για τη διαρροή του

αερίου», ανάβει ένα πούρο για να τον βοηθήσει να σκεφτεί πιο

καθαρά. Όταν δύο γαλλικά ψαροκάικα του κάνουν σινιάλο να

προσθαλασσωθεί και να τον μαζέψουν από το νερό, η αντίδρασή του

είναι να «τους ρίξει ένα φύλλο των Times, για τη διαπαιδαγώγησή

τους», υπονοώντας προφανώς: Ευχαριστώ, μεσιέδες, αλλά ένας

πρακτικός άγγλος αξιωματικός μπορεί και μόνος του να τα βγάλει πέρα

στην εντέλεια. Η Σάρα Μπερνάρ εξομολογείται ότι την ελκύει ο πλους

με το αερόστατο λόγω του χαρακτήρα της, καθώς: «η ονειροπόλα φύση

μου με μεταφέρει μονίμως σε υψηλότερες σφαίρες». Στη διάρκεια της

σύντομης πτήσης τής διατίθεται η άνεση μιας απλής καρέκλας με

ψάθινο κάθισμα. Όταν η Μπερνάρ δημοσιεύει την περιγραφή αυτής

της περιπέτειας, κάνει την εκκεντρική επιλογή να την αφηγηθεί από

την οπτική γωνία της καρέκλας8.

Οι αεροναύτες κατέρχονταν από τον ουρανό αναζητώντας ένα επίπεδο

σημείο για να προσγειωθούν, τραβούσαν το σχοινί της βαλβίδας,

έριχναν έξω την αρπάγη και συχνά αναπηδούσαν δέκα με δεκαπέντε

μέτρα ψηλά στον αέρα προτού τα άγκιστρα της άγκυρας βρουν κάπου

να πιαστούν. Μετά κατέφθαναν τρέχοντας οι ντόπιοι. Όταν ο Φρεντ

Μπάρναμπι προσγειώθηκε κοντά στον πύργο του Μοντινί, ένας

περίεργος χωριάτης έβαλε το κεφάλι του μέσα στον μισοξεφουσκωμένο

σάκο με το αέριο και κόντεψε να πεθάνει από ασφυξία. Οι ντόπιοι

βοήθησαν με προθυμία τον Μπάρναμπι να μαζέψει και να διπλώσει το

μπαλόνι, κι εκείνος βρήκε ότι αυτοί οι φτωχοί γάλλοι αγρότες ήταν πιο

φιλικοί και αβροί απ’ ό,τι οι άγγλοι ομόλογοί τους. Τους έδωσε μισή

χρυσή λίρα, έχοντας προηγουμένως υπολογίσει σχολαστικά την

10/117

Page 11: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

ισοτιμία όταν ξεκινούσε από το Ντόβερ. Ένας φιλόξενος αγρότης, ο

κύριος Μπαρτελεμί Ντελανρέ, πρόσφερε στον αεροναύτη κατάλυμα

για τη νύχτα. Προηγήθηκε πάντως το δείπνο που ετοίμασε η κυρία

Ντελανρέ: omelette aux onions9, περιστέρια σοτέ με κάστανα,

λαχανικά, τυρί του Νεφσατέλ, μηλόκρασο, ένα μπουκάλι Μπορντό και

καφές. Ύστερα κατέφθασαν ο γιατρός και ο χασάπης με ένα μπουκάλι

σαμπάνια. Ο Μπάρναμπι άναψε το πούρο του δίπλα στο τζάκι και

σκέφτηκε ότι η κάθοδος ενός αερόστατου στη Νορμανδία ήταν

ασφαλώς προτιμότερη από μια κάθοδο στο Έσεξ.

Οι χωρικοί που έτρεχαν πίσω από το αερόστατο, το οποίο κατέβαινε

κοντά στην Εμερενβίλ, έμειναν με το στόμα ανοιχτό όταν είδαν ότι

μέσα υπήρχε μία γυναίκα. Η Σάρα Μπερνάρ ήταν συνηθισμένη να

κάνει εμφανίσεις – υπήρχε άραγε εμφάνιση πιο εντυπωσιακή από

αυτή; Όπως ήταν φυσικό, οι χωριάτες την αναγνώρισαν και φρόντισαν

να τη διασκεδάσουν με ένα δικό τους δράμα: της διηγήθηκαν την

ιστορία ενός αποτρόπαιου φόνου που είχε γίνει στο σημείο ακριβώς

όπου καθόταν τώρα εκείνη (στην καρέκλα της που άκουγε και

αργότερα θα αφηγούνταν). Σε λίγο έπιασε βροχή· η ηθοποιός, που

φημιζόταν για το πόσο αδύνατη ήταν, αστειεύτηκε λέγοντας ότι

παραήταν αδύνατη για να βραχεί· θα περνούσε απλώς ανάμεσα από τις

σταγόνες. Έπειτα, αφού έλαβε χώρα το καθιερωμένο μοίρασμα

φιλοδωρημάτων, το αερόστατο και το πλήρωμά του έφτασαν

συνοδευόμενοι στον σιδηροδρομικό σταθμό της Εμερενβίλ, λίγο πριν

ξεκινήσει το τελευταίο τρένο για το Παρίσι.

Όλοι ήξεραν ότι ήταν επικίνδυνο. Μόλις ο Φρεντ Μπάρναμπι

αποσπάστηκε από το έδαφος, λίγο έλειψε να προσκρούσει πάνω στο

φουγάρο του εργοστασίου του φωταερίου. Η Δόνια Σολ κόντεψε να

πέσει σε ένα δάσος λίγη ώρα προτού προσγειωθεί. Όταν ο Γίγας

11/117

Page 12: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

συνετρίβη κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, οι έμπειροι αδελφοί

Γκοντάρ είχαν την πρόνοια να πηδήξουν έξω λίγο πριν από την

πρόσκρουση στο έδαφος· ο Τουρνασόν έσπασε το πόδι του, ενώ η

γυναίκα του υπέστη τραύματα στον λαιμό και στο στήθος. Ένα

μπαλόνι γεμάτο αέριο μπορούσε κάλλιστα να εκραγεί, ενώ δεν

αποτελούσε έκπληξη το ότι ένα μπαλόνι κάτω από το οποίο υπάρχει

φωτιά μπορούσε να αναφλεγεί. Κάθε απογείωση και κάθε προσγείωση

ήταν παρακινδυνευμένη. Και μεγαλύτερο δεν σήμαινε και

ασφαλέστερο· όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση του Γίγαντα, σήμαινε

ότι βρισκόταν περισσότερο στο έλεος του ανέμου. Οι πρώτοι

αεροναύτες που διέσχιζαν το στενό της Μάγχης φορούσαν σακάκι

παραγεμισμένο με φελλό, για να επιπλέουν σε περίπτωση που

έπεφταν στο νερό. Τότε δεν υπήρχαν αλεξίπτωτα. Τον Αύγουστο του

1786 –στη νηπιακή ηλικία των πτήσεων με αερόστατο– ένας νεαρός είχε

σκοτωθεί στο Νιουκάστλ, πέφτοντας από ύψος μερικών εκατοντάδων

μέτρων. Ήταν ένας από αυτούς οι οποίοι βαστούσαν τα σχοινιά που

συγκρατούσαν το αερόστατο στο έδαφος. Όταν κάποια στιγμή ο αέρας

σήκωσε ξαφνικά ψηλά το μπαλόνι, οι σύντροφοί του άφησαν τα

σχοινιά ενώ εκείνος εξακολούθησε να κρατάει το δικό του, με

αποτέλεσμα να ανυψωθεί στον αέρα και στη συνέχεια να πέσει στη γη.

Σύμφωνα με την περιγραφή ενός σύγχρονου ιστορικού: «Με την

πρόσκρουση τα πόδια του χώθηκαν μέχρι τα γόνατα μέσα σε ένα

παρτέρι με λουλούδια, τα εσωτερικά του όργανα διαρρήχθηκαν και

χύθηκαν στο χώμα».

Οι αεροναύτες αποτελούσαν τους νέους Αργοναύτες, και οι

περιπέτειές τους καταγράφονταν αμέσως από τους χρονικογράφους

της εποχής. Οι πτήσεις με αερόστατο συνέδεαν την πόλη με την

εξοχή, την Αγγλία με τη Γαλλία και τη Γαλλία με τη Γερμανία. Η

προσγείωση προκαλούσε ανυπόκριτο ενθουσιασμό· το αερόστατο δεν

12/117

Page 13: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

προξενούσε κανένα κακό. Μπροστά στο τζάκι του κυρίου Μπαρτελεμί

Ντελανρέ στη Νορμανδία, ο γιατρός του χωριού έκανε πρόποση στην

παγκόσμια αδελφοσύνη. Ο Μπάρναμπι τσούγκρισε το ποτήρι του με

τους καινούργιους φίλους του. Μετά, όντας Βρετανός, τους ανέπτυξε

τους λόγους για τους οποίους η μοναρχία υπερείχε της δημοκρατίας.

Γιατί βέβαια πρόεδρος της Αεροναυτικής Εταιρείας της Μεγάλης

Βρετανίας ήταν η Υψηλότητά του ο δούκας του Άργκιλ, και οι τρεις

αντιπρόεδροι ήταν η Υψηλότητά του ο δούκας του Σάντερλαντ, ο

εντιμότατος κόμης του Νταφερίν και ο εντιμότατος λόρδος Ρίτσαρντ

Γκρόσβενορ, μέλος της Βουλής. Το αντίστοιχο γαλλικό σώμα, η

Société des Aéronautes, το οποίο ιδρύθηκε από τον Τουρνασόν, ήταν

πιο δημοκρατικό και διανοουμενίστικο. Οι δικοί του αριστοκράτες

ήταν συγγραφείς και καλλιτέχνες: η Γεωργία Σάνδη, ο Δουμάς, pêre et

fils10, και ο Όφενμπαχ.

Η πτήση με αερόστατο αντιπροσώπευε την ελευθερία, μόνο που αυτή

η ελευθερία ήταν υποχείριο της εξουσίας των ανέμων και του καιρού.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι αεροναύτες δεν μπορούσαν να

διακρίνουν αν κινούνταν ή έμεναν ακίνητοι, αν κέρδιζαν ή έχαναν

ύψος. Τον πρώτο καιρό έριχναν έξω μια χούφτα πούπουλα, τα οποία

θα πήγαιναν προς τα επάνω αν εκείνη τη στιγμή το αερόστατο

κατέβαινε, και προς τα κάτω αν ανυψωνόταν. Την εποχή του

Μπάρναμπι, αυτή η τεχνολογία είχε εξελιχθεί σε σκισμένα χαρτάκια

εφημερίδας. Όσον αφορά δε τη μέτρηση της οριζόντιας κίνησης, ο

Μπάρναμπι είχε εφεύρει ένα δικό του ταχύμετρο που αποτελούνταν

από ένα μικρό χάρτινο αλεξίπτωτο δεμένο στην άκρη ενός μεταξωτού

σκοινιού μήκους δεκαπέντε μέτρων. Έριχνε το αλεξίπτωτο έξω και

μετρούσε πόσην ώρα έκανε το σκοινί να τεντωθεί. Τα εφτά

δευτερόλεπτα μεταφράζονταν σε ταχύτητα αερόστατου δεκαεννέα

χιλιόμετρα την ώρα.

13/117

Page 14: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Στη διάρκεια του πρώτου αιώνα των πτήσεων, έγιναν πολλές

απόπειρες να τιθασευτεί αυτός ο ανεξέλεγκτος σάκος με το καλάθι που

κρεμόταν από κάτω του. Δοκίμασαν πηδάλια και κουπιά, πετάλια και

ρόδες που γύριζαν ανεμιστήρες – όλα είχαν μηδαμινό αποτέλεσμα. Ο

Μπάρναμπι πίστευε ότι το κλειδί ήταν το σχήμα: το μέλλον, όπως και

αποδείχθηκε τελικά, ήταν ένα αερόστατο με σχήμα σωλήνα ή πούρου

που θα είχε μηχανική προώθηση. Οι πάντες όμως, είτε Άγγλοι ήταν

είτε Γάλλοι, είτε συντηρητικοί είτε προοδευτικοί, συμφωνούσαν ότι το

μέλλον των πτήσεων βρισκόταν στις βαρύτερες από τον αέρα μηχανές.

Και παρόλο που το όνομα του Τουρνασόν συνδέθηκε για πάντα με τα

αερόστατα, εκείνος ίδρυσε επίσης την Εταιρεία Προώθησης της Αέριας

Μετακίνησης με Βαρύτερες από τον Αέρα Μηχανές· πρώτος

γραμματέας της ήταν ο Ιούλιος Βερν. Ένας άλλος θιασώτης, ο Βικτόρ

Ουγκό, είπε ότι το αερόστατο ήταν σαν ένα όμορφο σύννεφο που

παρασυρόταν στον αέρα, ενώ αυτό που χρειαζόταν η ανθρωπότητα

ήταν κάτι αντίστοιχο με εκείνο το θαύμα της φύσης που αψηφούσε τη

βαρύτητα: το πουλί. Στη Γαλλία, το ζήτημα της πτήσης ήταν κατά

κύριο λόγο συνυφασμένο με την πρόοδο της κοινωνίας. Ο Τουρνασόν

έγραψε ότι τα τρία υπέρτατα σύμβολα της μοντέρνας εποχής ήταν «η

φωτογραφία, ο ηλεκτρισμός και η αεροναυτική».

Εν αρχή, τα πουλιά πετούσαν, και τα είχε φτιάξει ο Θεός. Οι άγγελοι

πετούσαν, και τους είχε φτιάξει ο Θεός. Οι άντρες και οι γυναίκες

είχαν μακριά πόδια και γυμνή πλάτη, και ο Θεός τούς είχε φτιάξει έτσι

για κάποιο λόγο. Το να μπλέκεις με το πέταγμα σήμαινε να τα βάζεις

με τον Θεό. Κι αυτό θα αποδεικνυόταν αγώνας μακροχρόνιος και

πλήρης διδακτικών θρύλων.

Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η περίπτωση του Σίμωνα του Μάγου.

Στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου βρίσκεται ένα προσέρεισμα11

14/117

Page 15: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

του Μπενότσο Γκότσολι· στο πέρασμα των αιώνων, οι παραστάσεις στη

βάση του έχουν σπάσει και διασκορπιστεί. Σε ένα τμήμα του

απεικονίζεται η ιστορία του απόστολου Πέτρου, του Σίμωνα του

Μάγου και του αυτοκράτορα Νέρωνα. Ο Σίμων ήταν ένας μάγος που

είχε κερδίσει την εύνοια του Νέρωνα και επιδίωκε να τη διατηρήσει,

αποδεικνύοντας ότι είχε μεγαλύτερη δύναμη από ό,τι είχαν οι

απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Αυτός ο μικρός πίνακας μας αφηγείται

την ιστορία σε τρία μέρη. Στο βάθος βρίσκεται ένας ξύλινος πύργος,

από τον οποίο ο Σίμων ο Μάγος κάνει επίδειξη του τελευταίου κόλπου

του: του ιπτάμενου ανθρώπου. Η κάθετη απογείωση και η ανύψωση

έχουν ήδη συντελεστεί και ο ρωμαίος αεροναύτης εικονίζεται να

κατευθύνεται προς τον ουρανό, ενώ διακρίνεται μόνο το κάτω μισό

του πράσινου μανδύα του· το υπόλοιπο διακόπτεται από το επάνω

μέρος της κορνίζας του πίνακα. Ωστόσο, τα μυστικά καύσιμα του

πυραύλου Σίμωνα είναι παράνομα· επαφίεται σωματικά αλλά και

πνευματικά στην υποστήριξη δαιμόνων. Σε μέση απόσταση

απεικονίζεται ο απόστολος Πέτρος να προσεύχεται στον Θεό,

ζητώντας του να αφαιρέσει από τους δαίμονες τη δύναμή τους. Το

αποτέλεσμα αυτής της παρέμβασης τόσο από άποψη θεολογίας όσο και

αεροναυτικής επιβεβαιώνεται στο πρώτο πλάνο του πίνακα: ο μάγος

βρίσκεται νεκρός με το αίμα να αναβλύζει από το στόμα του, ύστερα

από την αναγκαστική συντριβή του στο έδαφος. Το αμάρτημα του

ύψους έχει τιμωρηθεί.

Και ο Ίκαρος είχε την ατυχή έμπνευση να τα βάλει με τον θεό

Ήλιο.

Η πρώτη ανύψωση ανθρώπου στους αιθέρες με μπαλόνι υδρογόνου

έγινε από τον φυσικό Ζ.Α.Κ. Σαρλ12 την 1η Δεκεμβρίου του 1783.

«Όταν αισθάνθηκα να αποσπώμαι από το έδαφος» σχολίασε «δεν

ένιωσα απλώς χαρά, αλλά ευτυχία». Και πρόσθεσε: «Επρόκειτο για

15/117

Page 16: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

συναίσθημα ηθικής τάξης. Θα έλεγα ότι μπορούσα να ακούσω τον εαυτό

μου να ζει». Οι περισσότεροι αεροναύτες δοκίμαζαν παρόμοια

συναισθήματα – μέχρι και ο Φρεντ Μπάρναμπι, ο οποίος πρόσεχε

ιδιαίτερα να μην παρασύρεται εύκολα από την έκσταση. Ευρισκόμενος

ψηλά πάνω από τη Μάγχη, παρατηρεί τον ατμό από το ποστάλι της

γραμμής Ντόβερ-Καλέ, αναλογίζεται το πρόσφατο τρελό σχέδιο να

κατασκευαστεί υποθαλάσσιο τούνελ κάτω από τον βυθό της Μάγχης

και αφήνεται για λίγο στο συναίσθημα:

Ο αέρας ήταν ανάλαφρος και θελκτικός στην

ανάσα, καθώς ήταν απαλλαγμένος από τις ακαθαρσίες που

επιβαρύνουν την ατμόσφαιρα κοντά στη γη. Το φρόνημά

μου αναπτερώθηκε. Ήταν ευχάριστο να βρίσκομαι εκείνη

την ώρα σε μια περιοχή όπου δεν υπήρχαν επιστολές, δεν

υπήρχε κάποιο κοντινό ταχυδρομείο, δεν υπήρχαν έγνοιες

και πάνω απ’ όλα τηλεγραφήματα.

Επιβαίνοντας στη Δόνια Σολ, η «θεϊκή Σάρα» βρίσκεται στον έβδομο

ουρανό. Ανακαλύπτει ότι ψηλά πάνω από τα σύννεφα «δεν βασιλεύει η

σιωπή, αλλά η σκιά της σιωπής» και αντιλαμβάνεται το αερόστατο σαν

«σύμβολο υπέρτατης ελευθερίας» – κάπως έτσι θα έβλεπαν και την

ηθοποιό οι περισσότεροι από τους θεατές από το έδαφος. Ο Φελίξ

Τουρνασόν περιγράφει «τη σιωπηλή απεραντοσύνη του φιλόξενου και

ευεργετικού χώρου, όπου ο άνθρωπος είναι απρόσβλητος από κάθε

ανθρώπινη εξουσία ή από τις δυνάμεις του κακού, ενώ ο ίδιος

αισθάνεται πως ζει σαν να ήταν η πρώτη φορά». Σε αυτό τον σιωπηλό

πνευματικό χώρο, ο αεροναύτης αισθάνεται τόσο σωματική όσο και

ψυχική ευεξία. Το ύψος «περιστέλλει τα πάντα στις σχετικές τους

διαστάσεις και τους προσδίδει Αλήθεια». Έγνοιες, μεταμέλειες και

απέχθειες καθίστανται ξένες: «Πόσο εύκολα εκπίπτουν η αδιαφορία, η

καταφρόνια και η επιλησμοσύνη και επέρχεται η συγχώρεση».

16/117

Page 17: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Ο αεροναύτης μπορούσε να επισκεφτεί τον χώρο που ανήκει στον Θεό

–χωρίς τη χρήση της μαγείας– και να τον εποικίσει. Κάνοντάς το,

ανακάλυπτε επιπλέον μια γαλήνη που ξεπερνούσε το όριο της

αντίληψής του. Το ύψος ήταν κάτι ηθικό και πνευματικό. Ορισμένοι

μάλιστα το θεωρούσαν και πολιτικό· ο Βικτόρ Ουγκό πίστευε νέτα

σκέτα ότι η πτήση με μηχανές βαρύτερες από τον αέρα θα οδηγούσε

στη δημοκρατία. Όταν ο Γίγας συνετρίβη κοντά στο Ανόβερο, ο Ουγκό

προσφέρθηκε να ηγηθεί ενός δημόσιου εράνου. Ο Τουρνασόν

αρνήθηκε για λόγους υπερηφάνειας κι έτσι ο ποιητής έγραψε μια

ανοιχτή επιστολή, όπου εκθείαζε την αεροναυτική. Εκεί περιέγραφε

πως μια μέρα, ενώ περπατούσε στη λεωφόρο Ομπσερβατουάρ μαζί με

τον αστρονόμο Φρανσουά Αραγκό, πέρασε από πάνω τους ένα

αερόστατο που είχε απογειωθεί από το Πεδίον του Άρεως. Τότε ο

Ουγκό είχε πει στον συνοδοιπόρο του: «Ιδού, διαβαίνει το αυγό εν

αναμονή του πουλιού. Το πουλί όμως βρίσκεται μέσα και σε λίγο θα

ξεπροβάλει». Ο Αραγκό έπιασε τα χέρια του Ουγκό και του είπε με

θέρμη: «Κι εκείνη τη μέρα η Γαία θα ονομαστεί Δήμος!». Ο Ουγκό

προσυπέγραψε αυτή τη βαθιά παρατήρηση, λέγοντας: «Η Γαία θα γίνει

Δήμος. Όλος ο κόσμος θα γίνει μια δημοκρατία… Ο άνθρωπος θα γίνει

πουλί – και τι πουλί! Σκεπτόμενο πουλί. Ένας αετός με ψυχή!».

Όλα τούτα ακούγονται πομπώδη και παραφουσκωμένα. Η

αεροναυτική δεν οδήγησε στη δημοκρατία, εκτός κι αν λάβουμε

υπόψη μας τις φτηνές αεροπορικές εταιρείες. Ωστόσο, η αεροναυτική

εξάγνισε το αμάρτημα του ύψους, που είναι γνωστό και ως αμάρτημα

του να θέλεις να βγεις πάνω από τον εαυτό σου. Ποιος είχε τώρα το

δικαίωμα να κοιτάξει από ψηλά τον κόσμο και να επιβάλει την

περιγραφή του; Ήρθε η ώρα να εξετάσουμε πιο προσεκτικά την

περίπτωση του Φελίξ Τουρνασόν.

17/117

Page 18: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Ο Τουρνασόν γεννήθηκε το 1820 και πέθανε το 1910. Ήταν ένας

ψηλόλιγνος άντρας με κατακόκκινη τζίβα, από τη φύση του

παράφορος και αεικίνητος. Ο Μπoντλέρ τον αποκαλούσε:

«εκπληκτική εκδήλωση ζωτικότητας». Οι εκρήξεις ενεργητικότητας

και οι φλόγες των κόκκινων μαλλιών του φαίνονταν από μόνες τους

ικανές να ανυψώσουν ένα αερόστατο στον αέρα. Κανένας δεν τον

κατηγόρησε ποτέ ότι φέρθηκε με σύνεση. Ο ποιητής Ζεράρ ντε

Νερβάλ τον σύστησε στον εκδότη περιοδικών Αλφόνς Καρ με τα

ακόλουθα λόγια: «Είναι πανέξυπνος και ταυτόχρονα πανύβλαξ». Ένας

μεταγενέστερος εκδότης και στενός φίλος, ο Σαρλ Φιλιπόν, τον

αποκάλεσε: «πνευματώδη άντρα χωρίς ίχνος λογικής… Η ζωή του

υπήρξε, είναι και θα εξακολουθήσει πάντα να είναι ασυνάρτητη».

Ήταν ο τύπος του μποέμ που μένει με τη χήρα μητέρα του μέχρι να

παντρευτεί, και ο τύπος του συζύγου που μπορεί να είναι άπιστος και

ταυτόχρονα γυναικολάτρης13.

Ο Τουρνασόν ήταν δημοσιογράφος, γελοιογράφος, φωτογράφος,

λάτρης του αερόστατου, επιχειρηματίας και εφευρέτης, που

καταχωρούσε μανιωδώς πατέντες και ίδρυε εταιρείες· ένας

ακαταπόνητος αρθρογράφος και στα γεράματά του παραγωγικότατος

συγγραφέας αναξιόπιστων απομνημονευμάτων. Καθώς ήταν

προοδευτικός, απεχθανόταν τον Ναπολέοντα Γ΄ και όταν είδε τον

αυτοκράτορα να καταφθάνει για να παρακολουθήσει την αναχώρηση

του Γίγαντα, κατσούφιασε μέσα στην άμαξά του. Ως φωτογράφος,

απέφευγε την πελατεία από τους κόλπους της υψηλής κοινωνίας,

προτιμώντας να απαθανατίζει τους κύκλους στους οποίους κινούνταν

ο ίδιος· τη Σάρα Μπερνάρ τη φωτογράφισε, φυσικά, αρκετές φορές.

Υπήρξε ενεργό μέλος της πρώτης γαλλικής εταιρείας για την

προστασία των ζώων. Όταν έβλεπε αστυνομικό, συνήθιζε να κάνει

απρεπείς θορύβους, ενώ διαφωνούσε με την ύπαρξη φυλακών (όπου

18/117

Page 19: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

είχε κλειστεί κάποτε για χρέη)· έλεγε ότι οι ένορκοι δεν πρέπει να

αναρωτιούνται αν κάποιος είναι ένοχος, αλλά αν είναι επικίνδυνος.

Διοργάνωνε πολυπληθή πάρτι και στο τραπέζι του υπήρχε πάντα θέση·

το 1874, παραχώρησε το εργαστήριο που είχε στο μπουλβάρ ντε

Καπουσίν, για τις ανάγκες της πρώτης έκθεσης των Ιμπρεσιονιστών.

Στα σχέδιά του ήταν και η εφεύρεση ενός νέου είδους πυρίτιδας.

Ονειρευόταν επίσης μια μορφή ομιλούσας εικόνας, την οποία

αποκαλούσε «ακουστική δαγκεροτυπία». Με τα χρήματα ήταν σκέτη

απελπισία.

Δεν ήταν γνωστός με το ρωμαλέο λυονέζικο επίθετο Τουρνασόν. Στα

μποέμικα χρόνια της νιότης του, ήταν ένδειξη αγάπης να δίνουν οι

φίλοι ο ένας στον άλλο διαφορετικά επίθετα, προσθέτοντας για

παράδειγμα κατάληξη –νταρ ή αντικαθιστώντας τα με αυτή. Έτσι έγινε

κι αυτός αρχικά Τουρναντάρ και στη συνέχεια απλώς Ναντάρ. Με αυτό

το όνομα έγραφε, γελοιογραφούσε και φωτογράφιζε. Ως Ναντάρ

καθιερώθηκε, μεταξύ των ετών 1855 και 1870, ως ο καλύτερος

φωτογράφος πορτρέτων που είχε δει μέχρι τότε ο κόσμος. Έτσι τον

έλεγαν κι όταν το φθινόπωρο του 1858 έβαλε δίπλα δυο πράγματα που

δεν είχαν υπάρξει ξανά μαζί.

Η φωτογραφία ήταν, όπως και η τζαζ, μια απρόσμενη σύγχρονη

τέχνη, που έφτασε τάχιστα σε βαθμό τεχνικής τελειότητας. Μόλις δε

έγινε δυνατό να βγει από τα όρια του φωτογραφικού στούντιο,

εξαπλώθηκε οριζοντίως παντού. Το 1851, η γαλλική κυβέρνηση

οργάνωσε την Ηλιογραφική Αποστολή, η οποία έστειλε πέντε

φωτογράφους να οργώσουν απ’ άκρη σε άκρη τη χώρα, προκειμένου

να αποτυπώσουν τα κτίρια (και τα ερείπια) που απάρτιζαν την εθνική

κληρονομιά. Δύο χρόνια νωρίτερα, ένας Γάλλος είχε φωτογραφίσει τη

Σφίγγα και τις Πυραμίδες. Ο Ναντάρ δεν ενδιαφερόταν τόσο για τα

19/117

Page 20: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

οριζόντια όσο για τα κάθετα, καθ’ ύψος και βάθος. Τα δικά του

πορτρέτα ξεπερνούν τα πορτρέτα των συγχρόνων του, γιατί πηγαίνουν

βαθύτερα. Έλεγε ότι μπορεί κανείς να μάθει τη θεωρία της

φωτογραφίας μέσα σε μία ώρα και την τεχνική της σε μία ημέρα·

εκείνο όμως που δεν μπορούσε να διδαχτεί ήταν η αίσθηση του φωτός,

η σύλληψη της ηθικής συγκρότησης του μοντέλου, καθώς και η

«ψυχολογική διάσταση της φωτογραφίας – όρος που εμένα δεν μου

φαίνεται πως είναι υπερβολικά φιλόδοξος». Κατάφερνε να κάνει τους

ανθρώπους να χαλαρώνουν με την κουβεντούλα, ενώ εκείνος

δημιουργούσε μια τρισδιάστατη εντύπωση χρησιμοποιώντας λάμπες,

οθόνες, πέπλα, καθρέφτες και κάτοπτρα. Ο ποιητής Τεοντόρ ντε

Μπανβίλ τον αποκάλεσε «μυθιστοριογράφο και γελοιογράφο που

κυνηγά τη λεία του». Η ιδιότητα του μυθιστοριογράφου ήταν αυτή που

τον οδήγησε να βγάλει αυτά τα ψυχολογικά πορτρέτα και να καταλήξει

στο συμπέρασμα ότι οι πλέον ματαιόδοξοι μεταξύ των μοντέλων του

ήταν οι ηθοποιοί και αμέσως μετά ακολουθούσαν οι στρατιωτικοί. Ο

ίδιος μυθιστοριογράφος εντόπισε και μια κρίσιμη διαφορά των δύο

φύλων: όταν ένα ζευγάρι, που είχε φωτογραφηθεί πρόσφατα, ερχόταν

να δει τις εμφανισμένες φωτογραφίες, η σύζυγος κοιτούσε πάντοτε

πρώτα τη φωτογραφία του άντρα της· το ίδιο έκανε κι εκείνος. Η

αυταρέσκεια των ανθρώπων είναι τόσο μεγάλη, συμπέρανε ο Ναντάρ,

ώστε είναι αναπόφευκτο οι περισσότεροι να απογοητευτούν όταν

αντικρίσουν τελικά την πραγματική εικόνα του εαυτού τους.

Υπήρχε, λοιπόν, το ηθικό και ψυχολογικό βάθος· υπήρχε όμως και το

φυσικό. Ο Ναντάρ ήταν ο πρώτος που φωτογράφισε τους υπονόμους

του Παρισιού, όπου έβγαλε είκοσι τρεις φωτογραφίες. Κατέβηκε

επίσης στις κατακόμβες, αυτά τα σαν υπονόμους οστεοφυλάκια, όπου

στοιβάζονταν τα οστά ύστερα από την εκκαθάριση των νεκροταφείων

τη δεκαετία του 1780. Εδώ, του χρειάστηκε να εκθέσει την πλάκα στο

20/117

Page 21: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

φως επί δεκαοχτώ ολόκληρα λεπτά. Μπορεί οι νεκροί να μην είχαν

κανένα πρόβλημα, αλλά ο Ναντάρ για να μιμηθεί τους ζωντανούς

έντυσε διάφορες κούκλες και τις έβαλε να κάνουν διάφορους ρόλους,

όπως του φύλακα, του ανθρώπου που στοίβαζε τα κόκαλα ή του

εργάτη που έσερνε ένα καρότσι γεμάτο κρανία και μηριαία οστά.

Μας μένει το ύψος. Τα δύο πράγματα που συνδύασε ο Ναντάρ και δεν

είχαν συνυπάρξει ποτέ προηγουμένως ήταν δύο από τα τρία σύμβολα

της μοντέρνας εποχής: η φωτογραφία και η αεροναυτική.

Πρώτα έπρεπε να κατασκευαστεί ένας σκοτεινός θάλαμος

μέσα στο καλάθι του αερόστατου, με διπλές κουρτίνες, μαύρες και

πορτοκαλί· στο εσωτερικό του υπήρχε η πιο αμυδρή αναλαμπή μιας

λάμπας πετρελαίου. Η καινούργια τεχνική της υγρής πλάκας

συνίστατο στην επάλειψη μιας γυάλινης πλάκας με κολλόδιο και στη

συνέχεια στην ευαισθητοποίησή της με ένα διάλυμα νιτρικού αργύρου.

Επρόκειτο όμως για δύσκολη διαδικασία, που απαιτούσε επιδέξιο

χειρισμό κι έτσι ο Ναντάρ συνοδευόταν από έναν παρασκευαστή

φωτογραφικών πλακών. Η φωτογραφική κάμερα ήταν μάρκας

Νταλμάγιερ και εφοδιασμένη με ειδικό οριζόντιο φωτοφράχτη που είχε

επινοήσει ο Ναντάρ. Μια φθινοπωριάτικη μέρα του 1858, που φυσούσε

λίγο, οι δυο άντρες επιβιβάστηκαν σε ένα δεμένο αερόστατο κοντά στο

Πετί-Μπισέτρ στα βόρεια του Παρισιού κι έβγαλαν την πρώτη

φωτογραφία στον κόσμο που ήταν τραβηγμένη από τον ουρανό. Όταν

επέστρεψαν στο τοπικό πανδοχείο, που τους χρησίμευε ως αρχηγείο,

εμφάνισαν γεμάτοι αδημονία την πλάκα.

Δεν βρήκαν τίποτε. Ή μάλλον τίποτε άλλο πέρα από μια θολή

κατάμαυρη επιφάνεια, χωρίς ίχνος εικόνας πάνω της. Προσπάθησαν

ξανά και απέτυχαν· δοκίμασαν τρίτη φορά και πάλι απέτυχαν. Επειδή

υποψιάστηκαν ότι μπορεί τα υγρά να περιείχαν ακαθαρσίες, τα

φίλτραραν επανειλημμένως, δίχως αποτέλεσμα. Άλλαξαν όλα τα

21/117

Page 22: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

χημικά, αλλά δεν υπήρξε η παραμικρή διαφορά. Ο καιρός περνούσε, ο

χειμώνας πλησίαζε και το σπουδαίο πείραμα δεν είχε λειτουργήσει.

Όπως αφηγείται ο Ναντάρ στα απομνημονεύματά του, μια μέρα που

καθόταν κάτω από μια μηλιά (η σύμπτωση με την ιστορία του

Νεύτωνα πλήττει ίσως την αξιοπιστία της) κατάλαβε ξαφνικά ποιο

ήταν το πρόβλημα. «Η επίμονη αποτυχία οφειλόταν στο γεγονός ότι,

καθώς το στόμιο του μπαλονιού έμενε πάντοτε ανοιχτό κατά την

ανύψωση, το υδρόθειο του αερίου κυλούσε πάνω στον νιτρικό άργυρο

της πλάκας. Έτσι, την επόμενη φορά, μόλις το αερόστατο πήρε ύψος,

έκλεισε εντελώς τη βαλβίδα του αερίου, πράγμα αρκετά επικίνδυνο

αφού το αερόστατο μπορούσε να εκραγεί. Η κατάλληλα

προετοιμασμένη πλάκα εκτέθηκε στο φως, και πίσω στο πανδοχείο ο

Ναντάρ αποζημιώθηκε με την αχνή αλλά ευδιάκριτη εικόνα των τριών

κτιρίων που βρίσκονταν κάτω από το δεμένο στη γη αερόστατο: μια

φάρμα, το πανδοχείο και το αστυνομικό τμήμα. Στη στέγη της φάρμας

μπορούσε κανείς να διακρίνει δύο λευκά περιστέρια· στον δρόμο ήταν

σταματημένο ένα κάρο, ο επιβάτης του οποίου απορούσε τι ήταν αυτό

το μαραφέτι που αιωρούνταν στον αέρα.

Αυτή η πρώτη φωτογραφία δεν διατηρήθηκε, παρά μόνο στη μνήμη

του Ναντάρ και αργότερα στη δική μας φαντασία· το ίδιο συνέβη και

με όλες τις άλλες που τράβηξε τα επόμενα δέκα χρόνια. Οι μόνες

σωζόμενες φωτογραφίες από τα πειράματά του πάνω σε αερόστατο

χρονολογούνται από το 1868. Η μία δείχνει μια σύνθετη άποψη των

δρόμων που οδηγούν στην Αψίδα του Θριάμβου και αποτελείται από

οχτώ διαφορετικά μέρη· μια άλλη κοιτάει πέρα από τη λεωφόρο του

Δάσους της Βουλόνης (η σημερινή λεωφόρος Φος) προς τη συνοικία

Τερν και τη Μονμάρτρη.

22/117

Page 23: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Στις 23 Οκτωβρίου του 1858, ο Ναντάρ κατοχύρωσε με όλους τους

τύπους την πατέντα υπ’ αριθμόν 38.509 για «ένα νέο σύστημα

αεροστατικής φωτογράφισης». Η διαδικασία όμως αποδείχτηκε

τεχνικά δύσκολη και εμπορικά ασύμφορη. Η απουσία ανταπόκρισης

εκ μέρους του κοινού ήταν επίσης αποκαρδιωτική. Ο ίδιος

φανταζόταν ότι αυτό το νέο σύστημα θα είχε δύο πρακτικές

εφαρμογές: πρώτον, θα άλλαζε τον τρόπο χωρομέτρησης της γης· από

το αερόστατο μπορούσε κανείς να χαρτογραφήσει μονομιάς ένα

εκατομμύριο τετραγωνικά μέτρα ή εκατό εκτάρια, και στη διάρκεια

μιας μέρας θα μπορούσε να πραγματοποιήσει δέκα τέτοιες

παρατηρήσεις. Η δεύτερη χρήση της θα ήταν στην αναγνώριση για

στρατιωτικούς σκοπούς· το αερόστατο μπορούσε να χρησιμεύσει ως

«κινητό καμπαναριό». Αυτό το τελευταίο δεν ήταν κάτι καινούργιο· ο

επαναστατικός στρατός το είχε χρησιμοποιήσει στη μάχη του Φλερούς14

το 1794, ενώ το εκστρατευτικό σώμα που είχε μαζί του ο Ναπολέων

στην Αίγυπτο περιλάμβανε και Σώμα Αερόστατων με τέσσερα

αερόστατα (που καταστράφηκαν από τον Νέλσονα στη ναυμαχία του

κόλπου του Αμπουκίρ). Η προσθήκη της φωτογράφισης, ωστόσο, θα

έδινε σαφές πλεονέκτημα σε κάθε μετρίων ικανοτήτων στρατηγό.

Ποιος όμως θα επιχειρούσε πρώτος να εκμεταλλευτεί αυτή τη

δυνατότητα; Μόνο ο μισητός Ναπολέων Γ΄, ο οποίος το 1859 πρόσφερε

πενήντα χιλιάδες φράγκα στον Ναντάρ για να έχει τις υπηρεσίες του

στον επερχόμενο πόλεμο με την Αυστρία. Ο φωτογράφος αρνήθηκε.

Όσο για τη χρησιμότητα της πατέντας του Ναντάρ εν καιρώ ειρήνης, ο

«εξέχων φίλος του συνταγματάρχης Λοντεσέ» τον διαβεβαίωσε ότι (για

λόγους που δεν αναφέρονται) η από αέρος χωρομέτρηση της γης ήταν

«αδύνατη». Ο απογοητευμένος και διαρκώς ανήσυχος Ναντάρ έστρεψε

αλλού το ενδιαφέρον του, αφήνοντας το πεδίο της αεροστατικής

φωτογράφισης ανοιχτό στους αδελφούς Τισαντιέ, στον Ζακ Ντικόμ και

στον ίδιο του τον γιο, τον Πολ Ναντάρ.

23/117

Page 24: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Στράφηκε, λοιπόν, σε άλλα έργα. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του

Παρισιού από τους Πρώσους, οργάνωσε την Εταιρεία Στρατιωτικών

Αερόστατων, για να προσφέρει ένα μέσο επικοινωνίας με τον έξω

κόσμο. Ο Ναντάρ έστειλε «αερόστατα των πολιορκημένων» –ένα από

τα οποία λεγόταν Βικτόρ Ουγκό κι ένα άλλο Ζορζ Σαντ– από την πλατεία

του Σεν Πιερ στη Μονμάρτρη, φορτωμένα με γράμματα, αναφορές

προς τη γαλλική κυβέρνηση και ατρόμητους αεροναύτες. Η πρώτη

πτήση αναχώρησε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1870 και προσγειώθηκε με

ασφάλεια στη Νορμανδία· στον ταχυδρομικό της σάκο υπήρχε και μία

επιστολή του Ναντάρ προς τους Times του Λονδίνου, οι οποίοι τη

δημοσίευσαν πέντε μέρες αργότερα ολόκληρη και όπως ήταν

γραμμένη στα γαλλικά. Η ταχυδρομική αυτή υπηρεσία λειτούργησε σε

όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, παρόλο που οι Πρώσοι κατέρριψαν

κάποια αερόστατα και τα πάντα εξαρτιόνταν από τον άνεμο. Ένα από

τα αερόστατα κατέληξε σε κάποιο φιόρδ της Νορβηγίας.

Ο φωτογράφος ήταν ξακουστός στους πάντες. Κάποτε ο Βικτόρ Ουγκό

τού έστειλε έναν φάκελο που απέξω έγραφε μόνο το όνομα «Ναντάρ»,

κι εντούτοις το γράμμα έφτασε. Το 1862, ο φίλος του ο Ντομιέ τού

έφτιαξε μια καρικατούρα σε λιθογραφία με τίτλο Ο Ναντάρ ανυψώνοντας

τη φωτογραφία σε τέχνη. Τον παρουσιάζει σκυμμένο πάνω από τη

φωτογραφική μηχανή του μέσα στο καλάθι ενός αερόστατου που

υπερίπταται του Παρισιού, σε κάθε σπίτι του οποίου είναι γραμμένη

σαν διαφήμιση η λέξη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. Μπορεί η φωτογραφία, αυτό το

επιθετικό και τυχοδιωκτικό μέσο, να ανησυχούσε ή να προκαλούσε

συχνά φόβο στην τέχνη, ωστόσο η τελευταία απέτιε ατάραχη τακτικό

φόρο τιμής στην αεροναυτική. Ο Γκουάρντι ζωγράφισε ένα αερόστατο

να αιωρείται γαλήνια πάνω από τη Βενετία· ο Μανέ απεικόνισε τον

Γίγαντα να ανυψώνεται για τελευταία φορά από τον χώρο των Ενβαλίντ

24/117

Page 25: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

(έχοντας ως επιβάτη τον Ναντάρ). Διάφοροι ζωγράφοι, από τον Γκόγια

μέχρι τον Ανρί Ρουσσώ, τον επονομαζόμενο και Ντουανιέ (τελωνεια-

κό), ζωγράφισαν αερόστατα να αιωρούνται γαλήνια σε έναν ακόμα πιο

γαλήνιο ουρανό – η ουράνια εκδοχή του βουκολικού.

Ο καλλιτέχνης όμως που έκανε την πιο επιβλητική

απεικόνιση αερόστατου ήταν ο Οντιλόν Ρεντόν, κι αυτός διαφωνούσε.

Ο Ρεντόν είχε δει αυτοπροσώπως τον Γίγαντα να πετάει, όπως είχε δει

και το «Μέγα δεμένο αερόστατο» του Ανρί Ζιφάρ, που δέσποζε στις

Εκθέσεις του Παρισιού το 1867 και το 1878. Τη δεύτερη αυτή

χρονολογία δημιούργησε ένα σχέδιο με κάρβουνο που λεγόταν Το μάτι-

αερόστατο. Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται σαν πνευματώδες οπτικό

καλαμπούρι, καθώς η σφαίρα του μπαλονιού και ο σφαιρικός βολβός

του ματιού έχουν συγχωνευτεί σε μία εικόνα που παρουσιάζει μια

τεράστια σφαίρα να μετεωρίζεται πάνω από το γκρίζο τοπίο. Το μάτι-

αερόστατο έχει τα βλέφαρά του ανοιχτά, με αποτέλεσμα οι βλεφαρίδες

να σχηματίζουν κρόσσι στο επάνω μέρος του θόλου. Κάτω από το

αερόστατο κρέμεται ένα καλάθι, μέσα από το οποίο προβάλλει ένα

αδρό ημισφαιρικό σχήμα: το επάνω μισό ενός ανθρώπινου κεφαλιού.

Η εικόνα όμως έχει έναν τόνο καινοφανή και δυσοίωνο. Εδώ δεν θα

μπορούσε κανείς να απέχει περισσότερο από τις καθιερωμένες

μεταφορές της πτήσης με αερόστατο: την ελευθερία, την πνευματική

ανάταση και την ανθρώπινη πρόοδο. Το αιώνια ανοιχτό μάτι του

Ρεντόν είναι βαθύτατα ανησυχητικό. Το μάτι στον ουρανό είναι η

κάμερα ασφαλείας του Θεού. Και αυτό το αδέξιο ανθρώπινο κεφάλι

μάς καλεί να συμπεράνουμε ότι ο αποικισμός του εναέριου χώρου δεν

εξαγνίζει τον αποικιστή· το μόνο που έχει συμβεί είναι ότι έχουμε

μεταφέρει την αμαρτωλή μας ύπαρξη σε ένα καινούργιο μέρος.

Η αεροναυτική και η φωτογραφία αποτέλεσαν επιστημονική πρόοδο

με πρακτικές συνέπειες για τους πολίτες. Τα πρώτα χρόνια, ωστόσο,

25/117

Page 26: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

μια αύρα μυστηρίου και μαγείας περιέβαλλε και τις δύο. Εκείνοι οι

χωριάτες με τα γουρλωμένα από την απορία μάτια, οι οποίοι έτρεχαν

ξοπίσω από την άγκυρα ενός αερόστατου, που σερνόταν στο έδαφος,

μπορεί κάλλιστα να περίμεναν να δουν να αποβιβάζεται τόσο ο Σίμων

ο Μάγος όσο και η θεϊκή Σάρα. Και η φωτογραφία φαινόταν να απειλεί

πολλά περισσότερα απ’ ό,τι την αυταρέσκεια του μοντέλου. Δεν

φοβούνταν μόνο οι φυλές που κατοικούσαν στα δάση ότι η

φωτογραφική μηχανή θα έκλεβε την ψυχή τους. Ο Ναντάρ θυμάται ότι

ο Μπαλζάκ είχε διατυπώσει μια θεωρία για τον εαυτό, σύμφωνα με

την οποία η πεμπτουσία ενός ανθρώπου απαρτιζόταν από σχεδόν

άπειρες σειρές φασματικών στιβάδων, η μία πάνω στην άλλη. Ο

μυθιστοριογράφος πίστευε επίσης ότι κατά τη διάρκεια της

«δαγκεροτυπικής διεργασίας» το μαγικό αυτό όργανο αποσπούσε και

κατακρατούσε μια τέτοια στιβάδα. Ο Ναντάρ δεν θυμόταν όμως αν

αυτή η στιβάδα υποτίθεται ότι χανόταν για πάντα ή αν ήταν δυνατή η

αναγέννησή της· με αρκετή αναίδεια πάντως, υπαινίχθηκε ότι ο

Μπαλζάκ, δεδομένης της παχυσαρκίας του, έπρεπε να φοβάται

λιγότερο απ’ ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι μήπως χάσει λίγες

φασματικές στιβάδες. Τούτη η θεωρία –ή ο φόβος– δεν απασχολούσε

αποκλειστικά και μόνο τον Μπαλζάκ. Τη συμμερίζονταν και οι φίλοι

του συγγραφείς Γκοτιέ και Νερβάλ, αποτελώντας έτσι αυτό που ο

Ναντάρ ονόμασε «καβαλιστικό τρίο».

Ο Φελίξ Τουρνασόν υπήρξε γυναικολάτρης ως σύζυγος. Παντρεύτηκε

την Ερνεστίν τον Σεπτέμβριο του 1854. Ο γάμος ήταν αιφνίδιος και

προκάλεσε έκπληξη στους φίλους του, καθώς η νύφη ήταν μια

δεκαοχτάχρονη κοπέλα από την προτεσταντική αστική τάξη της

Νορμανδίας. Είναι αλήθεια βέβαια ότι διέθετε μεγάλη προίκα και ο

γάμος ήταν ένας καλός τρόπος να δραπετεύσει ο Φελίξ από τη ζωή με

τη μαμά. Παρ’ όλες τις παρεκτροπές του Ναντάρ, η σχέση φαίνεται

26/117

Page 27: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

πως ήταν τόσο τρυφερή όσο και μακροχρόνια. Ο Τουρνασόν

τσακώθηκε με τον μοναδικό αδελφό του και με τον μοναδικό γιο του·

και τους δύο τους διέγραψε –ή διαγράφτηκαν μόνοι τους– από τη ζωή

του. Η Ερνεστίν όμως στάθηκε πάντα στο πλευρό του. Αν υπήρχε

κάποιο μοτίβο στη ζωή του, το έδινε εκείνη. Όταν ο Γίγαντας

συνετρίβη κοντά στο Ανόβερο, βρισκόταν μαζί του, ενώ τα δικά της

χρήματα συνέβαλαν στην πληρωμή των εξόδων του εργαστηρίου του.

Αργότερα, η επιχείρηση πέρασε στο όνομά της.

Το 1887, ακούγοντας η Ερνεστίν ότι είχε πιάσει φωτιά η

Οπερά Κομίκ και πιστεύοντας ότι ο γιος της, ο Πολ, βρισκόταν μέσα

στο κτίριο, έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση. Ο Φελίξ μετέφερε αμέσως

το σπιτικό του εκτός Παρισιού, στο δάσος του Σενάρ, όπου είχε ένα

κτήμα που ονομαζόταν Ερημητήριο. Τα επόμενα οχτώ χρόνια έμειναν

εκεί. Ο Εντμόν ντε Γκονκούρ περιέγραψε το ζεύγος στο Ημερολόγιό του

το 1893:

… Στο κέντρο δεσπόζει η κυρία Ναντάρ, που πάσχει από

αφασία και μοιάζει με ασπρομάλλη γέρο καθηγητή. Είναι ξαπλωμένη,

τυλιγμένη σε μια γαλάζια ρόμπα με μεταξωτή ροζ φόδρα. Στο πλευρό

της, ο Ναντάρ έχει αναλάβει ρόλο τρυφερής νοσοκόμας,

τακτοποιώντας γύρω της τη ρόμπα με τα φωτεινά χρώματα,

παραμερίζοντας τα μαλλιά που πέφτουν στους κροτάφους της,

αγγίζοντας και χαϊδολογώντας τη συνεχώς.

Η ρόμπα της έχει το γαλάζιο χρώμα του ουρανού, στον οποίο δεν

πετούσαν πια. Και οι δύο ήταν τώρα καθηλωμένοι στο έδαφος. Το

1909, ύστερα από πενήντα πέντε χρόνια γάμου, η Ερνεστίν πέθανε.

Την ίδια χρονιά, ο Λουί Μπλεριό πέταξε πάνω από τη Μάγχη,

επαληθεύοντας οριστικά την πίστη του Ναντάρ στις πτήσεις με

μηχανές βαρύτερες από τον αέρα· ο λάτρης του αερόστατου έστειλε

στον αεροπόρο ένα συγχαρητήριο τηλεγράφημα. Ενώ ο Μπλεριό

27/117

Page 28: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

ανέβαινε ψηλά στον αέρα, η Ερνεστίν κατέβαινε βαθιά στη γη. Ενώ ο

Μπλεριό πετούσε, ο Ναντάρ είχε χάσει το πηδάλιό του. Δεν επέζησε

πολύ καιρό μετά την Ερνεστίν· πέθανε τον Μάρτιο του 1910,

τριγυρισμένος από τα σκυλιά και τα γατιά του.

Τώρα πια ελάχιστοι θυμούνταν το επίτευγμά του στο Πετί-Μπισέτρ το

φθινόπωρο του 1858. Και οι φωτογραφίες από αερόστατο, που έχουν

διασωθεί, είναι μετριότατης ποιότητας· μόνο με τη φαντασία μπορεί

κανείς να τους αποδώσει τη συγκίνηση που είχαν προκαλέσει.

Αντιπροσωπεύουν, ωστόσο, μια στιγμή της ενηλικίωσης του κόσμου.

Ίσως αυτό να είναι όμως υπερβολικά μελοδραματικό ή ελπιδοφόρο.

Ίσως ο κόσμος δεν προοδεύει ωριμάζοντας, αλλά παραμένοντας σε

διαρκή εφηβεία, σε μια κατάσταση όπου ανακαλύπτει συνεπαρμένος

τα πράγματα. Εν πάση περιπτώσει, επρόκειτο για μια στιγμή

γνωστικής αλλαγής. Το υποτυπώδες περίγραμμα μιας ανθρώπινης

μορφής στα τοιχώματα ενός σπηλαίου, ο πρώτος καθρέφτης, η

ανάπτυξη της προσωπογραφίας και η επιστήμη της φωτογραφίας, όλα

τούτα υπήρξαν αλλαγές που μας επέτρεψαν να δούμε τον εαυτό μας

καλύτερα, με όλο και περισσότερη αλήθεια. Ακόμα κι αν ο

περισσότερος κόσμος αγνοούσε το γεγονός στο Πετί-Μπισέτρ τότε που

συνέβη, η αλλαγή δεν ήταν δυνατόν να ακυρωθεί, να ξεγίνει. Και το

αμάρτημα του ύψους είχε εξαγνιστεί.

Κάποτε οι χωρικοί σήκωναν το βλέμμα στον ουρανό, όπου κατοικούσε

ο Θεός, φοβούμενοι τον κεραυνό, το χαλάζι και την οργή του Θεού ή

προσβλέποντας στον ήλιο, σε ένα ουράνιο τόξο και στην επιδοκιμασία

του Θεού. Τώρα οι χωρικοί σήκωναν το βλέμμα στον ουρανό και

έβλεπαν τον λιγότερο εκφοβιστικό ερχομό του συνταγματάρχη Φρεντ

Μπάρναμπι, με τα πούρα στη μία τσέπη του και τη μισή χρυσή λίρα

στην άλλη, της Σάρας Μπερνάρ με την αυτοβιογραφούμενη καρέκλα

της ή του Φελίξ Τουρνασόν με το αερομεταφερόμενο σπιτάκι του από

28/117

Page 29: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

κλαδιά λυγαριάς, που περιλάμβανε χώρο ανάπαυσης, αποχωρητήριο

και τμήμα φωτογραφίας.

Οι μόνες σωζόμενες φωτογραφίες που τράβηξε ο Ναντάρ από

αερόστατο χρονολογούνται από το 1868. Ακριβώς έναν αιώνα

αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1968, η αποστολή του Apollo 8 ξεκίνησε

για το ταξίδι της στη Σελήνη. Την παραμονή των Χριστουγέννων, το

διαστημόπλοιο πέρασε από την πίσω πλευρά του φεγγαριού και

εισήλθε σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη. Καθώς πρόβαλλε από την άλλη

πλευρά, οι αστροναύτες ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που αντίκρισαν ένα

φαινόμενο για το οποίο απαιτούνταν νέα ορολογία: «την ανατολή της

Γης». Ο πιλότος της σεληνακάτου, ο Γουίλιαμ Άντερς,

χρησιμοποιώντας μια ειδικά μετασκευασμένη κάμερα, φωτογράφισε

τα δύο τρίτα μιας Γης που ανερχόταν ψηλά στον νυχτερινό ουρανό. Οι

φωτογραφίες του τη δείχνουν να έχει υπέροχα χρώματα, με

πουπουλένια νέφωση, περιδινούμενα συστήματα καταιγίδων,

βαθυγάλανες θάλασσες και σκωριόχρωμες ηπείρους. Καιρό αργότερα,

ο υποπτέραρχος Άντερς αναλογίστηκε:

Νομίζω πως η ανατολή της Γης ήταν αυτό που

έκανε το ηλιακό πλέγμα όλων να σφιχτεί… Κοιτούσαμε τον

πλανήτη μας, το μέρος όπου αναπτυχθήκαμε. Η Γη μας

ήταν πολύχρωμη, όμορφη και εύθραυστη σε σύγκριση με

την πολύ άγρια, τραχιά, παραμορφωμένη μέχρι και βαρετή

επιφάνεια της Σελήνης. Πιστεύω πως αυτό που έκανε σε

όλους εντύπωση ήταν το ότι, ενώ είχαμε διανύσει 240.000

μίλια για να δούμε τη Σελήνη, αυτό που πραγματικά άξιζε

να δει κανείς ήταν η Γη.

Εκείνη την εποχή, οι φωτογραφίες του Άντερς δεν ήταν μόνο

όμορφες, αλλά και αναστάτωναν· το ίδιο συμβαίνει μέχρι σήμερα. Μας

29/117

Page 30: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

προκαλεί σοκ το να βλέπουμε τον εαυτό μας από μακριά, και το

υποκειμενικό να γίνεται αίφνης αντικειμενικό. Αυτός όμως που

συνδύασε πρώτος τούτα τα δυο διαφορετικά πράγματα –κι ας ήταν

μόλις από ύψος μερικών εκατοντάδων μέτρων κι ας το έκανε με

ασπρόμαυρες φωτογραφίες κι ας αφορούσε μόνο μερικές απόψεις του

Παρισιού– ήταν ο Φελίξ Τουρνασόν με τα πύρινα μαλλιά.

30/117

Page 31: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Στην επιφάνεια

Page 32: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Συνδυάζεις δύο πράγματα που δεν είχαν συνυπάρξει

προηγουμένως· και άλλοτε αυτό φέρνει αποτέλεσμα, άλλοτε δεν

φέρνει. Ο Πιλάτρ ντε Ροζιέ15, ο πρώτος άνθρωπος που ανυψώθηκε

στον ουρανό με αερόστατο θερμού αέρα, θέλησε να γίνει και ο πρώτος

που θα διέσχιζε το στενό της Μάγχης από τη Γαλλία προς την Αγγλία.

Για να πετύχει τον σκοπό του, κατασκεύασε έναν νέο τύπο αερόστατου

που είχε από πάνω ένα μπαλόνι με υδρογόνο, για μεγαλύτερη άνωση,

και από κάτω ένα μπαλόνι θερμαινόμενου αέρα, για καλύτερο έλεγχο

της πτήσης. Συνδύασε αυτά τα δύο πράγματα και στις 15 Ιουνίου του

1785, όταν του φάνηκε ότι ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, ανυψώθηκε από το

Πα-ντε-Καλέ. Το θαυμαστό καινούργιο κατασκεύασμα πήρε γρήγορα

ύψος, πριν όμως προλάβει καν να φτάσει στην ακτογραμμή στο επάνω

μέρος του μπαλονιού με το υδρογόνο έκαναν την εμφάνισή τους

φλόγες και ολόκληρο το ελπιδοφόρο αερόστατο, που τώρα θα φαινόταν

σαν μια ουράνια λάμπα φωταερίου σε όποιον το παρατηρούσε, έπεσε

στο έδαφος φονεύοντας κυβερνήτη και συγκυβερνήτη.

Βάζεις μαζί δύο ανθρώπους που δεν είχαν ξαναβρεθεί ποτέ, και άλλοτε

ο κόσμος αλλάζει, άλλοτε όχι. Μπορεί να συντριβούν και να καούν ή

να καούν και να συντριβούν. Μερικές φορές όμως συμβαίνει κάτι

πρωτόφαντο και τότε ο κόσμος αλλάζει. Μαζί, μες στην πρώτη εκείνη

έξαρση, την πρώτη εκείνη φλογερή αίσθηση ανάτασης, είναι

καλύτεροι απ’ ό,τι είναι ο καθένας μόνος του. Βλέπουν μακρύτερα και

βλέπουν καθαρότερα.

32/117

Page 33: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Το ερωτικό ταίριασμα, βέβαια, μπορεί να μην είναι απόλυτα

ισορροπημένο· μάλλον σπανίως συμβαίνει κάτι τέτοιο. Για να το

θέσουμε με διαφορετικό τρόπο: πώς έπαιρναν απάντηση στα

γράμματά τους εκείνοι οι πολιορκημένοι παριζιάνοι των ετών

1870-1871; Μπορείς να στείλεις ένα αερόστατο από την πλατεία του Σεν

Πιερ, υποθέτοντας ότι θα προσγειωθεί σε κάποιο χρήσιμο μέρος, αλλά

δεν είναι δυνατόν να περιμένεις ότι ο άνεμος, όσος πατριωτισμός κι αν

τον διακρίνει, θα το ξαναφέρει πίσω στη Μονμάρτρη στο δρομολόγιο

της επιστροφής. Προτάθηκαν τότε πολλά και διάφορα στρατηγήματα,

όπως για παράδειγμα να βάλουν την απαντητική αλληλογραφία μέσα

σε μεγάλες μεταλλικές σφαίρες που θα επιπλέουν στο νερό και να τις

ρίξουν στο ποτάμι για να τις κατεβάσει στην πόλη, όπου θα τις

έπιαναν με δίχτυα. Τα ταχυδρομικά περιστέρια αποτελούσαν

προφανέστερη λύση, κι ένας λάτρης των περιστεριών από τη συνοικία

Μπατινιόλ έθεσε μάλιστα στην υπηρεσία των αρχών τον περιστεριώνα

του· θα μπορούσαν με κάθε αερόστατο των πολιορκημένων να

στέλνουν κι ένα κλουβί με περιστέρια, τα οποία θα επέστρεφαν μετά

μεταφέροντας τα γράμματα. Μπορείτε όμως να συγκρίνετε τη

μεταφορική ικανότητα του αερόστατου με του περιστεριού και να

φανταστείτε το μέγεθος της απογοήτευσης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία

του Ναντάρ, η λύση δόθηκε από ένα μηχανικό που εργαζόταν στο

εργοστάσιο ζάχαρης. Τα γράμματα που προορίζονταν για το Παρίσι θα

γράφονταν με καθαρό γραφικό χαρακτήρα στη μία όψη του χαρτιού,

που θα είχε ως επικεφαλίδα τη διεύθυνση του παραλήπτη. Στη

συνέχεια, εκατοντάδες τέτοιες σελίδες θα τοποθετούνταν δίπλα δίπλα

πάνω σε μια μεγάλη οθόνη στον σταθμό περισυλλογής και θα

φωτογραφίζονταν. Η φωτογραφία θα υφίστατο σμίκρυνση και θα

στελνόταν στο Παρίσι με ταχυδρομικά περιστέρια, όπου θα

μεγεθυνόταν ξανά, έτσι ώστε να αποκτήσει αναγνώσιμο μέγεθος.

33/117

Page 34: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Έπειτα τα αναγεννημένα γράμματα τοποθετούνταν μέσα σε φακέλους

και παραδίδονταν στις διευθύνσεις των παραληπτών τους. Ήταν πολύ

καλύτερο από το τίποτε· στην πραγματικότητα μάλιστα επρόκειτο για

θρίαμβο της τεχνικής. Φανταστείτε όμως ένα ερωτευμένο ζευγάρι,

όπου ο ένας μπορούσε να γράφει απόρρητες μακροσκελείς επιστολές

και στις δύο πλευρές του φύλλου και να κρύβει τις τρυφερότερες των

εκφράσεων μέσα στον φάκελο, ενώ ο άλλος περιοριζόταν από τη

συντομία και τη γνώση ότι τα ιδιωτικά συναισθήματα θα εκτίθονταν

δημόσια στα μάτια φωτογράφων και ταχυδρόμων. Έτσι όμως δεν

αισθάνεται μερικές φορές ο ερωτευμένος κι έτσι δεν λειτουργεί ο

έρωτας;

Η Σάρα Μπερνάρ φωτογραφήθηκε στη διάρκεια ολόκληρης της ζωής

από τον Ναντάρ – πρώτα από τον πατέρα και ύστερα από τον γιο. Η

πρώτη φωτογράφισή της έγινε όταν ήταν περίπου είκοσι χρονών, την

εποχή που ο Φελίξ Τουρνασόν είχε εμπλακεί και σε μια άλλη ταραχώδη

αν και συντομότερη σταδιοδρομία: την επιχείρηση Γίγας. Η Σάρα δεν

έχει γίνει ακόμη θεά· είναι άσημη αλλά φιλόδοξη, κι όμως το πορτρέτο

φανερώνει ήδη μια σταρ. Έχει πάρει μια απλή πόζα και είναι

τυλιγμένη σε βελούδινο μανδύα ή μακρύ σάλι. Οι ώμοι της είναι

γυμνοί· δεν φοράει άλλα κοσμήματα εκτός από ένα ζευγάρι μικρά

σκουλαρίκια καμέες, ενώ τα μαλλιά της είναι ουσιαστικά αχτένιστα.

Έτσι όπως παρουσιάζεται αφήνει κάτι περισσότερο από μια απλή

υποψία ότι κάτω από αυτό τον μανδύα ή το σάλι φοράει ελάχιστα

ρούχα. Η έκφραση του προσώπου της είναι ιδιαίτερα συγκρατημένη

και ως εκ τούτου θελκτική. Είναι, φυσικά, πολύ όμορφη, αν και ίσως

αυτό ισχύει περισσότερο για τα σύγχρονα μάτια, παρά τον θεατή

εκείνης της εποχής. Φαίνεται να διαθέτει ειλικρίνεια, θεατρικότητα

και μυστήριο, συνδυάζοντας αρμονικά αυτές τις αφαιρέσεις. Ο

Ναντάρ έχει βγάλει και μια γυμνή φωτογραφία, που ορισμένοι

34/117

Page 35: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

ισχυρίζονται ότι πρόκειται για εκείνη. Δείχνει μια γυναίκα γυμνή μέχρι

τη μέση, που κρυφοκοιτάζει με το ένα μάτι έχοντας το πρόσωπό της

κρυμμένο πίσω από μια ανοιχτή βεντάλια. Όπως κι αν έχει, τα

πορτρέτα της Σάρας με τον μανδύα ή το σάλι είναι αναμφισβήτητα πιο

ερωτικά.

Καθώς μετά βίας ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο, δεν

θεωρούνταν ότι είχε το κατάλληλο μπόι για ηθοποιός· επίσης ήταν

πολύ χλωμή και λεπτή. Τόσο στη ζωή της, όσο και στην τέχνη

λειτουργούσε με παρορμητικότητα και φυσικότητα· παραβίαζε τους

θεατρικούς κανόνες, στρέφοντας συχνά την πλάτη της στο κοινό για

να πει έναν μονόλογο. Κοιμόταν με όλους τους συμπρωταγωνιστές

της. Λάτρευε τη φήμη και την αυτοπροβολή ή όπως το έθεσε με

κομψό τρόπο ο Χένρι Τζέιμς: «Είχε μια μορφή στην οποία ταίριαζε

θαυμαστά το να είναι περίβλεπτη». Κάποιος κριτικός τη συνέκρινε

διαδοχικά με ρωσίδα πριγκίπισσα, με αυτοκράτειρα του Βυζαντίου και

με αρχόντισσα της Μουσκάτ, προτού καταλήξει: «Μα πάνω απ’ όλα

είναι όσο πιο Σλάβα γίνεται. Είναι περισσότερο Σλάβα από όσους

Σλάβους έχω γνωρίσει». Γύρω στα είκοσί της χρόνια, απέκτησε έναν

νόθο γιο, που τον έπαιρνε παντού μαζί της, αδιαφορώντας για την

αποδοκιμασία. Ήταν Εβραία σε μια ευρύτατα αντισημιτική Γαλλία, ενώ

στο καθολικό Μόντρεαλ πετροβόλησαν κάποτε την άμαξά της. Ήταν

άνθρωπος θαρραλέος και δυνατός.

Είχε, φυσικά, εχθρούς. Η επιτυχία, το φύλο, η φυλετική

καταγωγή και η μποέμικη εξωφρενική συμπεριφορά της θύμιζε στους

πουριτανούς γιατί τους ηθοποιούς συνήθιζαν να τους θάβουν σε μη

καθαγιασμένα χώματα. Και με την πάροδο των δεκαετιών, η κάποτε

πρωτότυπη υποκριτική της τέχνη αναπόφευκτα πάλιωσε, αφού η

νατουραλιστική συμπεριφορά πάνω στο σανίδι είναι κάτι τόσο τεχνητό

όσο και ο νατουραλισμός στο μυθιστόρημα. Αν για κάποιους η μαγεία

εξακολουθούσε να υπάρχει –η Έλεν Τέρι την αποκάλεσε «διάφανη σαν

αζαλέα» και παρομοίασε την παρουσία της πάνω στη σκηνή με «καπνό

35/117

Page 36: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

που βγαίνει από χαρτί που καίγεται»–, κάποιοι άλλοι ήταν λιγότερο

ευγενικοί. Ο Τουργκένιεφ, παρόλο που ήταν και ο ίδιος δραματουργός

και επιπλέον γαλλόφιλος, τη θεωρούσε «ψεύτικη, ψυχρή και

επιτηδευμένη» καταδικάζοντας την «απωθητική παριζιάνικη

κομψότητά της».

Ο Φρεντ Μπάρναμπι περιγραφόταν συχνά ως μποέμ τύπος. Ο

επίσημος βιογράφος του έγραψε ότι έζησε σε όλη του τη ζωή «εντελώς

απόμακρος, αψηφώντας κάθε συμβατικότητα». Αυτός μάλιστα είχε

γνωρίσει από πρώτο χέρι τον εξωτισμό που η Μπερνάρ απλώς

ιδιοποιούνταν. Όλο και κάποιος ταξιδιώτης, επιστρέφοντας στο

Παρίσι, θα έφερνε μαζί του αναφορές από μακρινά μέρη· τότε ένας

θεατρικός συγγραφέας θα τις λεηλατούσε, αναζητώντας θέματα και

εντυπώσεις· έπειτα κάποιος σκηνογράφος και ενδυματολόγος θα

τελειοποιούσε την ψευδαίσθηση γύρω της. Αυτός ο ταξιδιώτης ήταν ο

Μπάρναμπι, που είχε πάει στα βάθη της Ρωσίας, είχε διασχίσει τη

Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή και είχε αναπλεύσει τον Νείλο. Είχε

περάσει από την περιοχή της Φασόντα16, όπου και τα δύο φύλα

κυκλοφορούσαν γυμνά και έβαφαν τα μαλλιά τους κίτρινα. Σε

διάφορες ιστορίες που σχετίζονται με αυτόν παρελαύνουν συχνά

κοπέλες από τον βόρειο Καύκασο, τσιγγάνες χορεύτριες και όμορφες

χήρες από την Κιργιζία.

Ισχυριζόταν ότι καταγόταν από τον Εδουάρδο Α΄, τον

επονομαζόμενο Μακρυπόδη, και επιδείκνυε τις αρετές του θάρρους

και της ευθύτητας που οι Άγγλοι θεωρούν αποκλειστικά δικό τους

προνόμιο. Υπήρχε όμως και κάτι ανησυχητικό πάνω του. Έλεγαν ότι ο

πατέρας του ήταν «μελαγχολικός σαν την κουκουβάγια που θρηνούσε

στον κήπο του» και ο Φρεντ, όσο ακμαίος κι εξωστρεφής κι αν ήταν,

είχε κληρονομήσει και αυτό το χαρακτηριστικό. Ενώ ήταν απίστευτα

δυνατός, αρρώσταινε συχνά, καθώς υπέφερε από πόνους στο συκώτι

36/117

Page 37: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

και στο στομάχι· μια οξεία γαστρίτιδα τον οδήγησε κάποτε σε μια

ιαματική λουτρόπολη της αλλοδαπής. Παρόλο που ήταν «πολύ

δημοφιλής σε Λονδίνο και Παρίσι» και μέλος του κύκλου του πρίγκιπα

της Ουαλίας, το Εθνικό Βιογραφικό Λεξικό αναφέρει ότι ζούσε «ως επί το

πλείστον απομονωμένος».

Η αντισυμβατικότητα γίνεται μέχρις ενός βαθμού αποδεκτή

και συχνά θέλγει τους συμβατικούς ανθρώπους· ο Μπάρναμπι φαίνεται

πως είχε υπερβεί αυτό το όριο. Ένας από τους πιο αφοσιωμένους

φίλους του τον χαρακτήρισε ως «τον πιο απεριποίητο κατεργάρη που

υπήρξε ποτέ», ο οποίος καθόταν «σαν σακί με καλαμπόκι πάνω σε

άλογο». Λέγεται ότι έμοιαζε με ξένο, καθώς είχε «ανατολίτικα

χαρακτηριστικά» και μεφιστοφελικό χαμόγελο. Το ΕΒΛ χαρακτηρίζει τη

φυσιογνωμία του «εβραϊκή και ιταλική», σημειώνοντας ότι η «μη

αγγλική» εμφάνισή του «τον έκανε να αποκρούσει κάθε απόπειρα να

τον απεικονίσουν».

Ζούμε στην επιφάνεια, στη γη, κι όμως –γι’ αυτό– οι βλέψεις μας είναι

υψιπετείς. Ενώ σερνόμαστε στο έδαφος, απλώνουμε καμιά φορά το

χέρι ψηλά φτάνοντας μέχρι τους θεούς. Μερικοί πετούν στον ουρανό

με την τέχνη, άλλοι με τη θρησκεία· οι περισσότεροι με τον έρωτα.

Όταν όμως πετάς ψηλά, μπορεί και να τσακιστείς. Λίγες είναι οι

ομαλές προσγειώσεις. Μπορεί να βρεθείς να σκας στο έδαφος με ορμή

που τσακίζει κόκαλα ή να σε παρασύρει ο σιδηρόδρομος σε ράγες

ξένης χώρας. Κάθε ερωτική ιστορία είναι εν δυνάμει μια ιστορία

ψυχικής οδύνης. Κι αν όχι στην αρχή, τότε αργότερα. Κι αν όχι για τον

ένα, τότε για τον άλλο. Μερικές φορές και για τους δύο.

Γιατί λοιπόν προσβλέπουμε μονίμως στον έρωτα; Διότι ο έρωτας είναι

το σημείο συνάντησης της αλήθειας με τη μαγεία. Της αλήθειας, όπως

37/117

Page 38: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

αυτή της φωτογραφίας, με τη μαγεία, όπως αυτή της πτήσης με

αερόστατο.

Παρά την επιφυλακτικότητα του Μπάρναμπι και τον ατίθασο

χαρακτήρα της Μπερνάρ, μπορούμε να τεκμηριώσουμε το γεγονός ότι

συναντήθηκαν στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του 1870. Δεν ήταν

δύσκολο ένας άνθρωπος του στενού περιβάλλοντος του πρίγκιπα της

Ουαλίας να αποκτήσει πρόσβαση στη θεϊκή Σάρα. Προηγουμένως της

έστειλε λουλούδια, την παρακολούθησε να παίζει στο έργο του

Μπορνιέ17 La fille de Roland, προετοίμασε τα επαινετικά λόγια που θα

της έλεγε και μετά το τέλος της παράστασης πήγε στα παρασκήνια.

Περίμενε να συναντήσει ολόκληρο πλήθος εκλεπτυσμένων παριζιάνων

δανδήδων, αλλά ίσως είχε προηγηθεί κάποιο προκαταρκτικό

ξεσκαρτάρισμα. Εκείνος ήταν με διαφορά ο ψηλότερος άντρας εκεί

μέσα, κι εκείνη η κοντύτερη γυναίκα. Όταν τον υποδέχθηκε, του ήταν

αδύνατον να μην της πει πόσο την ψήλωνε η σκηνή. Εκείνη ήταν

συνηθισμένη σε τέτοιου είδους αντιδράσεις.

«Είμαι και τόσο αδύνατη» πρόσθεσε «ώστε μπορώ να περάσω

ανάμεσα από τις σταγόνες της βροχής χωρίς να βραχώ».

Το ύφος του Φρεντ ήταν σαν να την πίστευε κι εκείνη

γέλασε, χωρίς όμως να τον κοροϊδεύει. Εκείνος αισθάνθηκε άνετα. Η

αλήθεια είναι, βέβαια, ότι αισθανόταν άνετα σχεδόν παντού. Πρώτα

απ’ όλα ήταν Άγγλος· έπειτα μιλούσε άπταιστα εφτά γλώσσες· τέλος,

κάθε αξιωματικός, όντας μαθημένος να δίνει διαταγές από την

Ισπανία μέχρι το ρωσικό Τουρκεστάν, ήταν σε θέση να σταθεί στο

ύψος των περιστάσεων ανάμεσα σε αυτούς τους διαχυτικούς αλλά και

προσηνείς ιππότες, οι οποίοι, όπως του φάνηκε, ανταγωνίζονταν ο

ένας τον άλλο μόνο με εξάρσεις λεκτικών διαξιφισμών.

Έπιναν σαμπάνια, που χωρίς αμφιβολία είχε φέρει κάποιος

από τους θαυμαστές της. Ο Φρεντ έπινε πάντοτε με μέτρο κι έτσι

38/117

Page 39: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

μπόρεσε να παρατηρήσει τις διακριτικές αποχωρήσεις, ώσπου φάνηκε

ότι μόνο η παρουσία μιας ηλικιωμένης συνοδού, ονόματι κυρία

Γκεράρ, τον εμπόδιζε από το να είναι μόνος μαζί της.

«Λοιπόν, mon capitaine18…»

«Για τον Θεό, κυρία. Λέγετέ με Φρεντ ή Φρέντερικ. Όταν

βρίσκομαι στο καμαρίνι σας δεν έχω βαθμό. Είμαι…» Δίστασε μια

στιγμή. «Θα μπορούσατε να πείτε ότι είμαι ένας απλός στρατιώτης».

Περισσότερο διαισθάνθηκε παρά την είδε να εξετάζει την

ενδυμασία περιπάτου που φορούσε: κοντό εφαρμοστό σακάκι,

παντελόνι ιππασίας, χαμηλές μπότες και σπιρούνια. Το πηλήκιο ήταν

για την ώρα αφημένο παραδίπλα πάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι.

«Και ποιος είναι ο δικός σας πόλεμος;» τον ρώτησε

χαμογελώντας.

Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Του ήρθαν στον νου οι

πόλεμοι, όπου παίρνουν μέρος μόνο οι άντρες. Του ήρθαν στον νου

πολιορκίες και πως οι άντρες πρέπει να πολιορκούν τις γυναίκες, μέχρι

αυτές να παραδοθούν. Για πρώτη φορά όμως δεν αισθανόταν σαν

παλικαράς, ενώ δεν είχε και ιδιαίτερη άνεση με τις λεκτικές

μεταφορές. Στο τέλος απάντησε:

«Δεν πάει πολύς καιρός, κυρία μου, που επέστρεφα από την

Οδησσό. Με είχαν ειδοποιήσει ότι ο πατέρας μου ήταν άρρωστος. Ο

συντομότερος δρόμος περνούσε από το Παρίσι, αλλά η πόλη

βρισκόταν στα χέρια της Κομμούνας». Έκανε παύση, ενώ αναρωτιόταν

τι γνώμη μπορεί να είχε η ηθοποιός για αυτή την ολέθρια συμμορία

δολοφόνων. «Μαζί μου είχα μόνο τον ταξιδιωτικό μου σάκο και το

στρατιωτικό ξίφος του ιππικού. Με είχαν προειδοποιήσει ότι

απαγορευόταν να φέρει κανείς οποιοδήποτε όπλο. Έχω όμως μακριά

πόδια κι έτσι το έκρυψα μέσα στο μπατζάκι του παντελονιού μου».

Έκανε μια τόσο μεγάλη παύση, ώστε εκείνη νόμισε ότι η

ιστορία είχε τελειώσει.

39/117

Page 40: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

«Έτσι βάδιζα κουτσαίνοντας και πολύ γρήγορα με συνέλαβε

ένας αξιωματικός της Κομμούνας, που υποψιάστηκε σωστά την

ακαμψία του ποδιού μου. Με κατηγόρησε ότι μετέφερα κρυμμένο

όπλο. Εγώ παραδέχτηκα αμέσως το παράπτωμα, αλλά του είπα ότι

γυρνούσα στο σπίτι μου για να δω τον άρρωστο πατέρα μου και το

μόνο που επιθυμούσα ήταν η ειρήνη. Προς μεγάλη μου έκπληξη, με

άφησε να συνεχίσω το ταξίδι μου».

Τούτη τη φορά η ιστορία φαινόταν να έχει πράγματι

τελειώσει, εκείνης όμως της διέφευγε το νόημα.

«Και πώς ήταν ο πατέρας σας;»

«Α, μέχρι να φτάσω στο Σόμερμπι, είχε αναλάβει αρκετά τις

δυνάμεις του. Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Η ουσία, λοιπόν, της

ιστορίας είναι –για να επαναλάβω αυτό που είπα στον τύπο που με

συνέλαβε στο Παρίσι– ότι το μόνο που επιθυμώ είναι η ειρήνη».

Εκείνη κοίταξε τον πανύψηλο, μυστακοφόρο, ένστολο,

γαλλόφωνο Άγγλο με τη λεπτή, διαπεραστική φωνή, που ηχούσε

παράταιρη βγαίνοντας από αυτό το τεράστιο σώμα. Καθώς όλη της η

ζωή ήταν περίπλοκη και γεμάτη προσποίηση, η απλότητα τη

συγκινούσε πάντοτε.

«Συγκινούμαι, ίλαρχε Φρεντ, αλλά… πώς να το θέσω; Δεν

θεωρώ πως είμαι έτοιμη για μια ήρεμη ζωή».

Τώρα ένιωσε αμήχανος. Μήπως είχε πάρει στραβά την

παρατήρησή του;

«Θα ξανάρθετε αύριο;» είπε η Σάρα Μπερνάρ.

«Θα ξανάρθω» απάντησε ο Φρεντ Μπάρναμπι,

αποχαιρετώντας τη με έναν τρόπο δικής του επινόησης, όπου η

τελετουργική αποχώρηση ενός στρατιωτικού συνδυαζόταν με την

ένθερμη υπόσχεση επανόδου ενός μποέμ.

40/117

Page 41: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Οι γυναίκες τις οποίες υποδυόταν η Σάρα ήταν παθιασμένες,

εξωτικές, οπερετικές – με την κυριολεκτική σημασία του όρου.

Δημιούργησε επί σκηνής την Κυρία με τις καμέλιες του Δουμά, πριν την

επινοήσει εκ νέου ο Βέρντι, όπως υπήρξε επίσης η Τόσκα του

Σαρντού, ρόλος που σήμερα είναι γνωστός μόνο μέσω της παραλλαγής

του Πουτσίνι. Άλλωστε η ίδια ήταν οπερετική φυσιογνωμία, χωρίς να

έχει ανάγκη τη μουσική. Διατηρούσε αυλή εραστών και ολόκληρο

ζωολογικό κήπο. Οι εραστές φαίνονταν να τα πηγαίνουν καλά μεταξύ

τους, ίσως γιατί όπου ο αριθμός είναι μεγάλος υπάρχει και ασφάλεια,

επίσης όμως επειδή εκείνη ήταν καλή στο να τους μετατρέπει σε

φίλους. Κάποτε είπε ότι αν πέθαινε πριν την ώρα της, οι εραστές της

θα εξακολουθούσαν να μαζεύονται τακτικά στο σπίτι της. Κι αυτό

ήταν μάλλον αλήθεια.

Ο ζωολογικός της κήπος είχε αρχίσει αρκετά ταπεινά, όταν

ήταν μικρό κορίτσι, με ένα ζευγάρι γίδες κι ένα κοτσύφι. Αργότερα,

τα άγρια ζώα έγιναν πιο άγρια. Κάνοντας τουρνέ στην Αγγλία,

αγόρασε ένα τσιτάχ, εφτά χαμαιλέοντες κι ένα λυκόσκυλο στο

Λίβερπουλ. Είχε μια μαϊμού που την έλεγε Δαρβίνο, ένα λιονταράκι

ονόματι Ερνάνης Β΄ και τα σκυλιά Κασίς και Βερμούτ. Στη Νέα

Ορλεάνη αγόρασε έναν αλιγάτορα19 που αντέδρασε στο γαλλικό

διαιτολόγιό του με γάλα και σαμπάνια, ψοφώντας. Είχε επίσης ένα βόα

σφιγκτήρα που κατάπιε τα μαξιλάρια του καναπέ και αναγκάστηκε να

τον εκτελέσει πυροβολώντας τον η ίδια.

Ο Φρεντ Μπάρναμπι δεν πτοήθηκε από ένα τέτοιο πλάσμα.

Το επόμενο βράδυ, παρακολούθησε ξανά την παράσταση, ύστερα

πήγε στο καμαρίνι της και αντίκρισε πολλά από τα ίδια πρόσωπα.

Φρόντισε να δώσει όλη του την προσοχή στην κυρία Γκεράρ – έχοντας

βρεθεί στο παρελθόν σε ξένες χώρες, ήξερε να αναγνωρίζει την

εξουσία πίσω από τον θρόνο. Σύντομα –πολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι θα

41/117

Page 42: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

φανταζόταν και ο πιο ασυγκράτητα αισιόδοξος– εκείνη ήρθε, τον

έπιασε αγκαζέ και καληνύχτισε την ομήγυρη. Καθώς οι τρεις τους

αποχωρούσαν, οι ανταγωνιζόμενοι παριζιάνοι δανδήδες προσπάθησαν

να μη δείχνουν θιγμένοι. Μπορεί και να μην ήταν.

Επιβιβάστηκαν στην άμαξά της και πήγαν στο σπίτι της στην

οδό Φορτουνί20. Εκεί το τραπέζι ήταν στρωμένο, η σαμπάνια στην

παγωνιέρα και ο Φρεντ είδε φευγαλέα μέσα από μια μισάνοιχτη πόρτα

τη γωνία ενός τεράστιου κρεβατιού από μπαμπού. Η κυρία Γκεράρ

αποσύρθηκε. Κι αν υπήρχαν υπηρέτες, δεν τους είδε· κι αν υπήρχαν

κάπου παπαγάλοι ή σκύμνοι, δεν τους άκουσε. Το μόνο που άκουγε

ήταν η φωνή της, η οποία είχε τη διαύγεια και την εμβέλεια μουσικού

οργάνου που δεν είχε εφευρεθεί ακόμη.

Της διηγήθηκε τα ταξίδια του, τις στρατιωτικές αψιμαχίες

του και τις περιπέτειές του με τα αερόστατα. Της είπε για τη φιλοδοξία

του να διασχίσει πετώντας τη Βόρεια Θάλασσα.

«Και γιατί όχι τη Μάγχη;» τον ρώτησε σχεδόν σαν να ήταν

αγένεια εκ μέρους του το να θέλει να πετάξει προς οποιαδήποτε άλλη

κατεύθυνση παρά προς εκείνη.

«Κι αυτό είναι κάτι που ήθελα ανέκαθεν, αλλά το πρόβλημα

είναι οι άνεμοι, κυρία».

«Σάρα».

«Κυρία Σάρα» είπε και συνέχισε ασυγκίνητος: «Το γεγονός

είναι ότι από οποιοδήποτε σημείο της νότιας Αγγλίας κι αν ξεκινήσει

κανείς, θα βρεθεί να προσγειώνεται στο Έσεξ».

«Τι είναι αυτό το Έσεξ;»

«Δεν χρειάζεται να το μάθετε. Το Έσεξ δεν είναι μέρος

εξωτικό».

Καθώς τον κοιτούσε, στο βλέμμα της καθρεφτίστηκε ελαφρά

απορία. Της το ανέφερε ως γεγονός ή αστειευόταν;

«Ο νότιος ή νοτιοδυτικός άνεμος σε πηγαίνει στο Έσεξ. Για

να διασχίσει κανείς τη Βόρεια Θάλασσα, χρειάζεται γερός και σταθερός

42/117

Page 43: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

δυτικός άνεμος. Για να φτάσεις όμως στη Γαλλία πρέπει να φυσάει

βοριάς, πράγμα σπάνιο και στο οποίο δεν μπορείς να βασιστείς».

«Δεν θα μου κάνετε, λοιπόν, επίσκεψη με το αερόστατο;»

τον ρώτησε ερωτοτροπώντας.

«Κυρία Σάρα, θα σας έκανα επίσκεψη με κάθε μεταφορικό

μέσο που υπάρχει ή θα υπάρξει στο μέλλον, είτε βρίσκεστε στο Παρίσι

είτε στο Τιμπουκτού». Αυτή η ορμητική διακήρυξη ξάφνιασε και τον

ίδιο, και τον έκανε να τσιμπήσει λίγο κρύο φασιανό σαν να επρόκειτο

για ζήτημα ζωής και θανάτου. «Έχω όμως μια θεωρία» συνέχισε κάπως

πιο ψύχραιμα. «Είμαι πεπεισμένος ότι ο άνεμος δεν φυσάει πάντοτε

προς την ίδια διεύθυνση σε διαφορετικά ύψη. Αν επομένως

εγκλωβιστεί κανείς σε… σε αντίθετο άνεμο…»

«Αυτόν που σε πάει στο Έσεξ;»

«Ακριβώς. Αν εγκλωβιστεί λοιπόν σ’ αυτόν, μπορεί να ρίξει

το έρμα και να ανεβεί ψηλότερα, εκεί όπου ίσως θα πετύχει τον

βοριά».

«Κι αν δεν τον πετύχει;»

«Τότε θα καταλήξει στη θάλασσα».

«Εσείς όμως δεν ξέρετε κολύμπι;»

«Ξέρω. Μικρό το όφελος. Υπάρχουν κάποιοι αεροναύτες που

φορούν επενδύτη από φελλό για την περίπτωση της προσθαλάσσωσης,

εμένα όμως αυτό μου φαίνεται ανάξιο του σπορ. Πιστεύω ότι ένας

άντρας πρέπει να παίρνει ρίσκα».

Εκείνη άφησε ασχολίαστη αυτή την παρατήρηση.

Την επόμενη μέρα, το μόνο που τον εμπόδιζε να νιώσει αγαλλίαση

ήταν η ερώτηση: μήπως ήταν πολύ εύκολο; Κάποτε στη Σεβίλλη είχε

περάσει αρκετές ώρες μαθαίνοντας από μια πολύ τυπική δεσποινίδα

της Ανδαλουσίας τη γλώσσα της βεντάλιας: τι σήμαινε η μια

χειρονομία και τι η άλλη, τι το κρύψιμο του προσώπου και τι το

43/117

Page 44: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

ελαφρό χτύπημα με το χέρι. Κατανοούσε τους κανόνες ιπποτικής

συμπεριφοράς και τους είχε τηρήσει σε περισσότερες από μία

ηπείρους, ενώ έβρισκε αρκετά γοητευτική τη γυναικεία κοκεταρία.

Εκείνο που δεν είχε ξανασυναντήσει ήταν τέτοια ευθύτητα, τέτοια

αναγνώριση της επιθυμίας και απροθυμία να χαθεί χρόνος. Ήξερε,

βέβαια, ότι δεν ήταν όλα τόσο ξεκάθαρα. Ο Φρεντ Μπάρναμπι δεν

ήταν αφελής για να πιστεύει ότι οι περιποιήσεις οφείλονταν μόνο και

μόνο στην ελκυστική προσωπικότητά του. Συνειδητοποιούσε ότι η

κυρία Σάρα δεν ήταν διαφορετική από τις άλλες ηθοποιούς και ότι

αναμένονταν εκ μέρους του κάποια δώρα. Επειδή δε η κυρία Σάρα

ήταν η μεγαλύτερη ηθοποιός του καιρού της, τα δώρα έπρεπε να είναι

εξίσου εκθαμβωτικά.

Μέχρι τότε, ο Μπάρναμπι είχε τον απόλυτο έλεγχο στις

ερωτοτροπίες του· οι κοπέλες, που αισθάνονταν τρακαρισμένες από

την πελώρια στολή που αντίκριζαν μπροστά τους, χρειαζόταν να

καθησυχαστούν. Τώρα, τα πράγματα ήταν αντίστροφα, γεγονός που

τον μπέρδευε και συνάμα τον συνάρπαζε. Δεν υπήρχαν

αμφιταλαντεύσεις για το κλείσιμο των ραντεβού· εκείνος ζητούσε κι

εκείνη αποδεχόταν. Κάποιες φορές συναντιούνταν στο θέατρο,

κάποιες άλλες πήγαινε κατευθείαν στην οδό Φορτουνί, ένα σπίτι που

–τώρα που είχε χρόνο να το περιεργαστεί– του έδινε την ανάμεικτη

εντύπωση μεγάρου και καλλιτεχνικού στούντιο. Στο εσωτερικό οι

τοίχοι ήταν καλυμμένοι με βελούδο, οι παπαγάλοι κούρνιαζαν πάνω σε

προτομές, τα βάζα ήταν μεγάλα σαν κουβούκλιο σκοπιάς, ενώ

υπήρχαν και τόσα πολλά πανύψηλα ή κρεμαστά φυτά όσα είχαν και οι

βασιλικοί κήποι του Κιου. Μέσα όμως σε αυτό το επιδεικτικό όργιο,

βρίσκονταν κι εκείνα τα απλά πράγματα που ποθούσε η καρδιά: το

δείπνο, το κρεβάτι, ο ύπνος, το πρωινό. Ποιος άντρας θα ζητούσε

περισσότερα; Ο Φρεντ μπορούσε να ακούσει τον εαυτό του να ζει.

44/117

Page 45: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Εκείνη του μίλησε για την παλιά ζωή της, τους αγώνες της,

τη φιλοδοξία της και την επιτυχία. Του είπε και για όλη την

αντιπαλότητα και τη ζήλια που προκάλεσε αυτή η επιτυχία.

«Ο κόσμος λέει απαίσια πράγματα για μένα, ίλαρχε Φρεντ.

Λένε ότι ψήνω γάτες και τρώω τη γούνα τους. Ότι το δείπνο μου είναι

ουρές σαύρας και μυαλά παγονιού σοταρισμένα σε βούτυρο καμωμένο

από μαϊμούδες. Λένε ότι παίζω κροκέ με ανθρώπινα κρανία τυλιγμένα

σε περούκες Λουί Κατόρζ».

«Δεν καταλαβαίνω τι είδους άθλημα είναι αυτό» σχολίασε ο

Μπάρναμπι σμίγοντας τα φρύδια του.

«Αρκετά όμως για τη ζωή μου. Πείτε μου τώρα εσείς

περισσότερα για τα αερόστατά σας» του ζήτησε.

Εκείνος έμεινε για λίγο συλλογισμένος. Ρίξε τον άσο,

σκέφτηκε. Ξεκίνα με το δεξί, με την πιο γερή ιστορία.

«Πέρυσι» είπε «έκανα μια ανύψωση από το Κρίσταλ Πάλας,

έχοντας μαζί του τον κύριο Λούσι και τον λοχαγό Κόλβιλ. Ο άνεμος

γύριζε διαρκώς· μια νότιος, μια δυτικός και τανάπαλιν. Βρισκόμασταν

πιο ψηλά από τα σύννεφα και υπολογίζαμε ότι έπρεπε να περνάμε

πάνω από τις εκβολές του Τάμεση. Ο ήλιος έλαμπε από πάνω μας και,

όπως παρατήρησε πολύ σωστά ο λοχαγός, έκανε τρομερή ζέστη. Έτσι

έβγαλα κι εγώ το σακάκι μου, το κρέμασα σε ένα από τα άγκιστρα της

άγκυρας και του απάντησα ότι το να βρίσκεσαι πάνω από τα σύννεφα

είχε τουλάχιστον ένα καλό. Δηλαδή, ότι μπορούσε ένας τζέντλεμαν να

εκτίθεται σε κοινή θέα φορώντας μόνο το πουκάμισο».

Έκανε μια παύση και γέλασε, περιμένοντας να ακούσει και

το δικό της γέλιο, όπως θα γινόταν στο Λονδίνο. Εκείνη όμως είχε

μόνο ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη και ύφος απορημένο. Ανήσυχος με

τη σιωπή της, συνέχισε.

«Τότε λοιπόν, ενώ καθόμασταν εκεί και φύσαγε τόσο λίγο

ώστε νιώθαμε σχεδόν ακινητοποιημένοι, ρίξαμε το βλέμμα μας προς

τα κάτω – δηλαδή ο ένας από εμάς το έκανε και ύστερα ειδοποίησε

45/117

Page 46: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

τους υπόλοιπους. Φανταστείτε τη σκηνή. Κάτω από τα πόδια μας

υπήρχε ένα τεράστιο χνουδωτό νέφος, που δεν μας άφηνε να δούμε τη

γη ή τις εκβολές, και εκεί, πάνω του, αντικρίσαμε ένα απίστευτο

θέαμα. Ο ήλιος» –σήκωσε ψηλά το χέρι του για να δείξει τη θέση του–

«έριχνε πάνω σε αυτή την επίπεδη επιφάνεια του νέφους τη σκιά και

το σχήμα του αερόστατού μας. Μπορούσαμε να δούμε το μπαλόνι με

το αέριο, τα σκοινιά, το καλάθι και, το πιο παράξενο, τα τρία κεφάλια

μας να διαγράφονται ξεκάθαρα. Ήταν σαν να κοιτούσαμε μια

κολοσσιαία φωτογραφία του εαυτού μας, της αποστολής μας».

«Αυτό ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα».

«Όντως». Ο Φρεντ όμως είχε επίγνωση ότι μάλλον είχε

σκοτώσει την ιστορία του. Τον είχε πανικοβάλει η ένταση με την οποία

τον πρόσεχε εκείνη. Ένιωσε λοιπόν να ξεφουσκώνει.

«Όπως συμβαίνει και μ’ εμάς τους δύο. Εγώ, όπως

παρατηρήσατε κι εσείς ο ίδιος, ξεπερνώ τα ανθρώπινα μέτρα επάνω

στη σκηνή. Κι εσείς τα ξεπερνάτε με την ίδια την ύπαρξή σας».

Ο Φρεντ ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει. Εκεί που του

άξιζε αποδοκιμασία, εισέπραξε επαίνους. Απολάμβανε την κολακεία

όπως κάθε άνθρωπος, τα λόγια της όμως ακούστηκαν ξανά απλώς σαν

αποτέλεσμα ευθύτητας. Ιδού λοιπόν το παράδοξο της κατάστασής

τους: με τα μέτρα της συμβατικής ζωής, ήταν και οι δύο εξωτικά

όντα, όταν όμως βρίσκονταν μαζί, εκείνος δεν έβλεπε να υπάρχει

κανένα έργο, καμιά ηθοποιία ή κοστούμια. Παρόλο που εκείνος

φορούσε την επίσημη μπλε στολή περιπάτου κι εκείνη είχε μόλις

αφήσει κατά μέρος τη γούνα της κι ένα καπέλο, που απ’ ό,τι του είχε

φανεί είχε μια ψόφια κουκουβάγια κουρνιασμένη πάνω του.

Παραδέχτηκε, λοιπόν, μέσα του ότι ήταν μισομπερδεμένος και μάλλον

κατά τα τρία τέταρτα ερωτευμένος.

«Αν κάνω ποτέ κάποια πτήση με αερόστατο» του είπε με

ονειροπόλο χαμόγελο «θα σας σκέφτομαι. Σας το υπόσχομαι. Και είμαι

άνθρωπος που τηρεί τις υποσχέσεις του».

46/117

Page 47: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

«Πάντοτε;»

«Πάντα, άμα το θέλω. Υπάρχουν βέβαια και υποσχέσεις που

όταν τις δίνω δεν προτίθεμαι και να τις τηρήσω. Αυτές όμως δεν θα τις

έλεγε κανείς υποσχέσεις, έτσι δεν είναι;»

«Τότε, θα μου κάνατε ίσως την τιμή να μου υποσχεθείτε ότι

θα πετάξετε κάποια μέρα μαζί μου;»

Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή. Μήπως το είχε

παρατραβήξει; Τι σκοπό είχε όμως η ευθύτητα αν δεν έλεγες αυτό

ακριβώς που εννοούσες, αυτό που ένιωθες;

«Μα, ίλαρχε Φρεντ, δεν θα ήταν κάπως δύσκολο να

ισορροπήσει το σκάφος;»

Να ένα σωστό πρακτικό ζήτημα· εκείνος είχε τουλάχιστον το

διπλάσιο βάρος από ό,τι εκείνη. Θα έπρεπε επομένως να βάλουν το

περισσότερο έρμα στη δική της πλευρά, αν όμως χρειαζόταν εκείνος

να πάει στην άλλη άκρη για να το ρίξει… Φανταζόταν το σενάριο σαν

να ήταν πραγματικότητα και μόνο αργότερα άρχισε να αναρωτιέται

μήπως εκείνη αναφερόταν σε άλλα ζητήματα. Πάντοτε όμως τον

μπέρδευαν οι μεταφορές.

Όχι, δεν ήταν κατά τα τρία τέταρτα ερωτευμένος.

«Μέχρι τα μπούνια» είπε απευθυνόμενος στην αντανάκλαση

του ένστολου εαυτού του μέσα στον όρθιο καθρέφτη του

υπνοδωματίου στο ξενοδοχείο του. Το θαμπό χρυσό της κορνίζας του

έσβηνε μπροστά στα πιο λαμπερά κρόσσια του κοντού εφαρμοστού

σακακιού του. «Μέχρι τα μπούνια, ίλαρχε Φρεντ».

Είχε φανταστεί πολλές φορές αυτή τη στιγμή, προσπαθώντας

να δει πώς θα ήταν σε σύγκριση με εκείνες τις προηγούμενες φορές

που υπήρξε μισοερωτευμένος – με δυο μάτια, ένα χαμόγελο ή τη

μαρμαρυγή κάποιου φορέματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν

πάντοτε σε θέση να προβλέψει πώς θα ήταν οι επόμενες λίγες μέρες,

47/117

Page 48: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

και μερικές φορές οι επόμενες λίγες μέρες ήταν ακριβώς όπως τις είχε

προβλέψει. Μετά όμως, η φαντασία έληγε μαζί με την

πραγματικότητα· το όνειρο είχε εκπληρωθεί και ο πόθος είχε κορεστεί.

Τώρα, παρόλο που ο πόθος είχε εκπληρωθεί νωρίτερα και μάλιστα με

πιο ιλιγγιώδη τρόπο απ’ ό,τι θα μπορούσε ο ίδιος να ονειρευτεί, είχε

διεγείρει μεγαλύτερο πόθο. Ο λίγος χρόνος που είχε περάσει μαζί της,

είχε διεγείρει τον πόθο για περισσότερο χρόνο, για όλο τον χρόνο. Η

μικρή απόσταση που είχαν διανύσει από το θέατρο μέχρι την οδό

Φορτουνί διέγειρε τον πόθο για ταξίδια σε μακρύτερες αποστάσεις, σε

όλες εκείνες τις χώρες τους κατοίκους των οποίων είχε εκείνη

παραστήσει πάνω στη σκηνή και στη συνέχεια σε όλες τις χώρες του

κόσμου. Ήθελε να πάει παντού μαζί της. Κάποιος του είχε

υπογραμμίσει τη σλάβικη ομορφιά της κι έτσι φανταζόταν τον εαυτό

του να ταξιδεύει στην Ανατολή μαζί της, να συγκρίνει τα

χαρακτηριστικά της με τους ανθρώπους γύρω τους μέχρι η μορφή της

να χωνευτεί εντελώς στο φυσιογνωμικό σκηνικό και να μην υπάρχει

τίποτε άλλο παρά μια θάλασσα Σλάβων και ο ίλαρχος Φρεντ.

Φανταζόταν το μικροκαμωμένο κορμί της να καλπάζει στο πλευρό του

πάνω σε ένα άλογο που θα το καβαλίκευε όχι στο πλάι όπως οι

γυναίκες, αλλά ιππαστί, σε άλλον ένα ρόλο με παντελόνια. Έβλεπε

τους δυο τους καβάλα στο ίδιο άλογο, εκείνος πίσω, εκείνη μπροστά,

κλεισμένη στην αγκαλιά του καθώς εκείνος θα κρατούσε τα γκέμια.

Είδε τους δυο τους σαν ζευγάρι, να συμβιώνουν και να

στήνουν έναν κοινό τρόπο ζωής. Πάντοτε φανταζόταν τους δυο τους

να βρίσκονται σε κίνηση. Πετούσε –πετούσαν– ψηλά.

Όσο μποέμ και έμπειρος περί τα εγκόσμια κι αν ήταν ο Φρεντ

Μπάρναμπι, δεν είχε την εκλέπτυνση εκείνων που έρχονταν κάθε

βράδυ στα παρασκήνια και επιδίωκαν να βρουν όλο και πιο

εξεζητημένους τρόπους επιδοκιμασίας. Ωστόσο, ήταν έξυπνος και

48/117

Page 49: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

πολυταξιδεμένος, κι έτσι ύστερα από μια δυο εβδομάδες είχε

επίγνωση του πώς έβλεπαν οι άλλοι την κατάστασή του.

Επαναλάμβανε, λοιπόν, δυνατά στον εαυτό του τα δικά τους λόγια.

«Είναι γυναίκα. Είναι Γαλλίδα. Είναι και ηθοποιός. Είναι,

λοιπόν, ειλικρινής;»

Ήξερε τι θα έλεγαν οι φίλοι και συνάδελφοί του αξιωματικοί.

Πώς θα μειδιούσαν ακούγοντάς τον και μόνο να διατυπώνει αυτή την

ερώτηση. Ο δικός τους νους όμως θα κατακλυζόταν από τις

γενικεύσεις, τη φήμη, τις διαδόσεις. Εκείνοι ήταν απόλυτα

ικανοποιημένοι κυνηγώντας για ένα διάστημα κοπέλες του Καυκάσου

και όμορφες χήρες της Κιργιζίας, έχοντας τη σιγουριά ότι θα

επιστρέψουν στην πατρίδα και θα παντρευτούν μια Αγγλίδα καλής

οικογενείας, για την οποία τα ζητήματα της καρδιάς δεν ήταν πιο

περίπλοκα και μυστηριώδη απ’ ό,τι τα ζητήματα ενός λαχανόκηπου.

Και καμιά φορά, αργά τη νύχτα, αφού θα έχουν πιει ένα μπράντι με

σόδα, μπορεί να ενδώσουν για λίγο στη νοσταλγία κάποιου

διαφορετικού χαμόγελου, μιας σκουρότερης επιδερμίδας και κάποιων

λόγων ειπωμένων ψιθυριστά σε μια σχεδόν ακατανόητη γλώσσα. Μετά

όμως επανέρχονται ευσυνείδητα στην οικογενειακή εστία,

πεπεισμένοι μες στη ζαλάδα τους ότι έχουν διευθετήσει με σωστό

τρόπο τη ζωή τους.

Ο Φρεντ Μπάρναμπι δεν ήταν έτσι. Ούτε η κυρία Σάρα. Δεν

είχε προσπαθήσει να τον σαγηνεύσει με ερωτοτροπίες. Ή μάλλον η

ερωτοτροπία της δεν ήταν επίπλαστη, δεν ήταν μια τακτική, αλλά μια

υπόσχεση. Τα μάτια και το χαμόγελό της εξέφραζαν μια πρόταση, μια

προσφορά, την οποία εκείνος είχε αποδεχτεί. Και το γεγονός ότι

κάποια στιγμή η κυρία Γκεράρ είχε αναφέρει ένα ζευγάρι σκουλαρίκια

που άρεσαν πολύ στην κυρία Σάρα, το γεγονός ότι εκείνος της τα είχε

αγοράσει και ότι εκείνη τα είχε δεχτεί εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη

της, αλλά χωρίς να εκπλήσσεται, δεν ήταν παρά αποτέλεσμα της ίδιας

ευθύτητας. Στους συναδέλφους του αξιωματικούς που τον

49/117

Page 50: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

περιγελούσαν, θα απαντούσε: μήπως εσείς δεν πήρατε ποτέ δώρα για

τις ροδομάγουλες παρθένες αγγλίδες αρραβωνιαστικιές σας, κι εκείνες

δεν τα δέχτηκαν με τόσο προσποιητή έκπληξη που σας ξεγέλασε; Ενώ

η συμπεριφορά της κυρίας Σάρας ήταν πάντα –κι ας σήμαινε αυτό το

«πάντα» μόνο μερικές εβδομάδες– ευθεία μαζί του.

Δεν είχε πίσω της μια καχύποπτη οικογένεια στην οποία θα

έπρεπε εκείνος να γίνει αρεστός. Υπήρχε μόνο η κυρία Γκεράρ, που

λειτουργούσε ταυτόχρονα ως εμπροσθοφυλακή, οπισθοφυλακή και

état-major21. Ο Μπάρναμπι αναγνώριζε και εκτιμούσε την αφοσίωση.

Εκείνη και ο ίλαρχος Φρεντ καταλάβαιναν καλά ο ένας τον άλλο και

όταν οι περιστάσεις κέντριζαν τη γενναιοδωρία του, εκείνη δεχόταν τα

χρήματά του με γαλήνια σοβαρότητα. Κατά τα άλλα, υπήρχε μόνο ο

γιος της κυρίας Σάρας, ένα φιλικό παλικαράκι που θα μπορούσε να

διδαχθεί με επιτυχία αθλήματα και αγωνίσματα. Οι κάτοικοι της

ευρωπαϊκής ηπείρου εξακολουθούσαν να χρειάζονται επιμόρφωση σε

αυτά τα θέματα. Στην Ισπανία είναι περήφανοι που ντουφεκίζουν

ακίνητες πέρδικες. Μια φορά στο Πο των Πυρηναίων, οι ντόπιοι τον

είχαν προσκαλέσει να κυνηγήσει μαζί τους. Είχαν βάλει μια αλεπού

μέσα σε ένα σακί και την είχαν μουσκέψει με γλυκάνισο, για να

μπορούν τα κυνηγόσκυλα με την αδύνατη μύτη να την πάρουν

ευκολότερα στο κατόπι· το άλογό του ήταν τόσο κοντό, που οι φτέρνες

του σέρνονταν στο χώμα καθώς το καβαλούσε· και η όλη διαδικασία

του αθλήματος είχε λήξει μέσα σε είκοσι λεπτά.

Ο Φρεντ θα εγκατέλειπε ευχαρίστως την Αγγλία. Μπορεί εκεί

να είχε γνωρίσει κάποιους καλούς συντρόφους, την ψυχή του όμως

τραβούσαν η ζέστη και η σκόνη. Κι ενώ το αίμα που κυλούσε στις

φλέβες του ήταν καθαρά αγγλικό, πηγαίνοντας πίσω μέχρι τον

Εδουάρδο τον Μακρυπόδη, είχε επίγνωση ότι αυτό δεν ήταν πάντοτε

προφανές. Ήξερε τι σκέφτονταν ορισμένοι, γιατί, πάνω στο ποτό,

σχεδόν του είχαν πει κατάμουτρα. Όταν ήταν νέος ανθυπίλαρχος,

κυκλοφορούσε ένα αστείο στην καντίνα των αξιωματικών ότι έμοιαζε

50/117

Page 51: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

με ιταλό βαρύτονο. «Τραγούδησέ μας κάτι, Μπάρναμπι» του φώναζαν

οι συνάδελφοί του, κι εκείνος σηκωνόταν κάθε φορά –μέχρι που το

βαρέθηκαν– και δεν τους τραγουδούσε κάποια οπερέτα, ούτε κάποιο

πρόστυχο τραγουδάκι, αλλά κάποιον χαρούμενο λαϊκό σκοπό της

αγγλικής επαρχίας.

Υπήρχε όμως κι ένας υπερόπτης νεαρός υπίλαρχος, ονόματι

Ντάιερ, που άφηνε διαρκώς υπονοούμενα ότι ίσως ήταν Εβραίος. Δεν

το έλεγε ρητά, βέβαια, αλλά γενικώς και αορίστως αυτό υπονοούσε.

«Μιλάτε για λεφτά; Ας ρωτήσουμε τον Μπάρναμπι». Δεν ήταν και

πολύ διακριτικό. Ύστερα από αρκετές παρατηρήσεις αυτού του είδους,

ο Φρεντ είχε πάρει κατά μέρος τον υπίλαρχο Ντάιερ και του είχε

μιλήσει όπως μιλούν οι άντρες που δεν φοράνε στολή. Το θέμα είχε

λήξει εκεί, ωστόσο ο Μπάρναμπι δεν το ξεχνούσε.

Έτσι δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι η κυρία

Σάρα ήταν εκ γενετής Εβραία. Μια γεννημένη Εβραία, που είχε

προσηλυτιστεί στον καθολικισμό. Ο Μπάρναμπι δεν διατεινόταν ότι

δεν είχε κι αυτός σαφείς προτιμήσεις όσον αφορά τα φυλετικά

ζητήματα· πίστευε όμως ότι τους Εβραίους τους αντιμετώπιζε πιο

καλοπροαίρετα απ’ ό,τι οι περισσότεροι Γάλλοι που είχε γνωρίσει. Έτσι

θεωρούσε ότι αυτή η προκατάληψη αφορούσε κατά κάποιον τρόπο και

τον ίδιο, κι αν ήθελε ο Ντάιερ ας πίστευε ότι και οι δυο τους ήταν

κρυπτοεβραίοι. Αυτό τον έκανε να νιώθει πιο κοντά στην κυρία Σάρα.

Όσο, λοιπόν, περνούσαν οι εβδομάδες, άρχισε να φαντάζεται το

μέλλον τους με πιο συγκεκριμένο τρόπο. Θα παραιτούνταν από τον

στρατό. Μετά εκείνος θα εγκατέλειπε την Αγγλία κι εκείνη το Παρίσι.

Θα εξακολουθούσε, φυσικά, να θαμπώνει τον κόσμο, αλλά η ιδιοφυΐα

της δεν θα έπρεπε να κατασπαταλιέται καθημερινά, τη μια νύχτα μετά

την άλλη. Θα έπαιζε μια σεζόν εδώ, την άλλη εκεί, αλλά στο

ενδιάμεσο θα ταξίδευαν σε μέρη όπου δεν ήταν ακόμη γνωστή. Και

51/117

Page 52: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

από την κοινή μποέμικη ζωή τους θα ξεπηδούσε ένα διαφορετικό

μοτίβο συνύπαρξης. Το πώς θα γινόταν αυτό δεν το ήξερε.

Αφού είχαν όλα ξεκαθαρίσει στο μυαλό του, έπρεπε να θέσει

το ζήτημα. Όχι τούτη την ώρα, βέβαια, μεταξύ δείπνου και ύπνου.

Αυτή η συζήτηση έπρεπε να γίνει το πρωί. Νιώθοντας ανάλαφρος,

έπεσε με τα μούτρα στις ροδέλες της γεμιστής πάπιας.

«Ίλαρχε Φρεντ» άρχισε εκείνη να λέει, κάνοντάς τον να

σκεφτεί ότι γι’ αυτόν ο ορισμός της ευτυχίας ήταν να ακούει σε όλη

του τη ζωή αυτές τις δύο λέξεις ειπωμένες στα γαλλικά από αυτή τη

φωνή. «Ίλαρχε Φρεντ, ποιο νομίζετε ότι είναι το μέλλον των πτήσεων;

Των πτήσεων από τον άνθρωπο, από ανθρώπινα πλάσματα, άντρες και

γυναίκες μαζί ψηλά στην ατμόσφαιρα;»

Εκείνος απάντησε στην ερώτηση όπως την είχε ακούσει.

«Η αεροπλοΐα είναι απλώς ζήτημα ελαφρότητας και

δύναμης» απάντησε. «Όσες απόπειρες έγιναν –μαζί και η δική μου– να

δοθεί ώθηση και να πλοηγηθούν τα αερόστατα έχουν αποτύχει και

πιθανότατα θα εξακολουθήσει να συμβαίνει αυτό. Δεν υπάρχει

αμφιβολία ότι το μέλλον βρίσκεται στις πτήσεις με μηχανές βαρύτερες

από τον αέρα».

«Καταλαβαίνω. Εγώ δεν έχω ανέβει ακόμη ψηλά με

αερόστατο, αλλά νομίζω ότι είναι κρίμα».

Εκείνος ξερόβηξε.

«Μπορώ να ρωτήσω γιατί, αγαπητή μου;»

«Φυσικά, ίλαρχε Φρεντ. Γιατί το αερόστατο σημαίνει

ελευθερία, έτσι δεν είναι;»

«Πράγματι».

«Το παρασέρνει ο άνεμος προς όποια κατεύθυνση θέλει η

φύση. Και επιπλέον είναι κάτι επικίνδυνο».

«Όντως».

«Αντίθετα, άμα φανταστεί κανείς μια μηχανή βαρύτερη από

τον αέρα, θα πρέπει να είναι εφοδιασμένη με κάποιο κινητήρα. Θα

52/117

Page 53: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

έχει κάποια όργανα με τα οποία θα οδηγείται και θα την κάνουν να

ανυψώνεται και να κατεβαίνει. Και θα είναι λιγότερο επικίνδυνη».

«Αναμφίβολα».

«Αντιλαμβάνεστε τι θέλω να πω;»

Ο Μπάρναμπι έμεινε για λίγο συλλογισμένος. Άραγε δεν την

καταλάβαινε επειδή ήταν γυναίκα, επειδή ήταν Γαλλίδα ή επειδή ήταν

ηθοποιός;

«Φοβάμαι πως είμαι ακόμη στο σκοτάδι, κυρία Σάρα».

Εκείνη χαμογέλασε ξανά, κι αυτό δεν ήταν χαμόγελο

ηθοποιού – εκτός κι αν, όπως συνειδητοποίησε ξαφνικά, στα

προσόντα μιας ηθοποιού συμπεριλαμβάνεται κι ένα μη θεατρικό

χαμόγελο.

«Δεν λέω ότι ο πόλεμος είναι προτιμότερος από την ειρήνη.

Όχι, δεν λέω αυτό. Ο κίνδυνος όμως είναι προτιμότερος από την

ασφάλεια».

Τούτη τη φορά εκείνος θεώρησε ότι είχε αντιληφθεί το νόημα

των λόγων της και δεν του άρεσε αυτό που είχε ακούσει.

«Πιστεύω κι εγώ στον κίνδυνο, όπως εσείς. Κι αυτό δεν

πρόκειται να με εγκαταλείψει ποτέ. Θα βρεθώ πάντοτε εκεί όπου με

καλούν ο κίνδυνος και η περιπέτεια. Θα επιζητώ τις αψιμαχίες κι αν η

χώρα μου με χρειαστεί, θα ανταποκριθώ αμέσως».

«Χαίρομαι που το ακούω αυτό».

«Αλλά…»

«Τι αλλά;»

«Το μέλλον, κυρία Σάρα, βρίσκεται στις βαρύτερες από τον

αέρα μηχανές, όσο κι αν εμείς οι παλαβοί αιθεροβάμονες θα

προτιμούσαμε να μην είναι έτσι».

«Μα αυτό το κουβεντιάσαμε ήδη και συμφωνήσαμε».

«Ναι, αλλά δεν ήθελα να πω αυτό».

Εκείνος έκανε παύση. Εκείνη περίμενε. Εκείνος ήξερε ότι

εκείνη ήξερε πού το πήγαινε. Άρχισε πάλι να μιλάει.

53/117

Page 54: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

«Είμαστε και οι δύο μποέμ τύποι. Και οι δύο αδέσμευτοι

ταξιδιώτες. Ζούμε αντίθετα από τη διαδεδομένη πορεία των

πραγμάτων. Δεν δεχόμαστε εύκολα εντολές από κανέναν».

Έκανε ξανά παύση. Εκείνη περίμενε.

«Για τ’ όνομα του Θεού, κυρία Σάρα. Ξέρετε τι πρόκειται να

πω. Δεν μπορώ να ανταλλάσσω συνέχεια μεταφορές. Δεν είμαι ο

πρώτος άντρας που σας έχει ερωτευτεί με την πρώτη ματιά, ούτε

–φοβάμαι– ο τελευταίος. Είμαι όμως ερωτευμένος μαζί σας όπως ποτέ

στο παρελθόν. Και ξέρω καλά ότι είμαστε συγγενικά πνεύματα».

Την κοίταξε κατάματα. Εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα

και του φάνηκε πως ήταν απολύτως ήρεμη. Αυτό όμως σήμαινε άραγε

ότι συμφωνούσε μαζί του ή ότι έμενε ασυγκίνητη με αυτά που

άκουγε; Συνέχισε.

«Είμαστε και οι δύο ενήλικες. Ξέρουμε τον κόσμο. Εγώ δεν

είμαι κανένας στρατιώτης του σαλονιού. Κι εσείς δεν είστε καμιά

ενζενί. Παντρευτείτε με. Αποθέτω στα πόδια σας το σπαθί και την

καρδιά μου. Δεν μπορώ να το πω με πιο ευθύ τρόπο από αυτόν».

Περίμενε την απάντησή της. Του φάνηκε πως τα μάτια της

γυάλιζαν. Εκείνη ακούμπησε το μπράτσο του.

«Mon cher capitaine22 Φρεντ» αποκρίθηκε, ο τόνος της

φωνής της όμως τον έκανε να νιώσει περισσότερο σαν μαθητούδι παρά

αξιωματικός του ιππικού. «Ποτέ μου δεν σας θεώρησα στρατιώτη του

σαλονιού. Σας κάνω την τιμή να σας παίρνω πολύ σοβαρά και είμαι

ιδιαίτερα κολακευμένη».

«Αλλά…;»

«Αλλά. Ναι, η ζωή μάς επιβάλλει αυτή τη λέξη συχνότερα απ’

ό,τι θα θέλαμε, συχνότερα απ’ ό,τι φανταζόμαστε. Αλλά –σας κάνω

την τιμή να απαντήσω με ευθύτητα στη δική σας ευθύτητα– δεν είμαι

φτιαγμένη για να ευτυχήσω».

«Δεν μπορείτε, ύστερα από αυτές τις εβδομάδες, αυτούς

τους μήνες, να λέτε…»

54/117

Page 55: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

«Και βέβαια μπορώ. Και το λέω. Εγώ είμαι φτιαγμένη για τις

αισθήσεις, για την ηδονή, για τη στιγμή. Αναζητώ διαρκώς νέα

ενδιαφέροντα, νέες συγκινήσεις. Έτσι θα είμαι μέχρι να τελειώσει η

ζωή μου. Η καρδιά μου ποθεί περισσότερες συγκινήσεις απ’ όσες

μπορεί να μου προσφέρει οποιοσδήποτε, οποιοδήποτε άτομο».

Εκείνος απέστρεψε το βλέμμα του. Αυτό που είχε ακούσει

ήταν πιο βαρύ απ’ ό,τι μπορούσε να αντέξει κάποιος.

«Πρέπει να καταλάβετε το εξής» συνέχισε εκείνη. «Δεν

πρόκειται να παντρευτώ ποτέ. Σας δίνω την υπόσχεσή μου. Εγώ θα

είμαι πάντοτε μια παλαβή αιθεροβάμων, όπως το θέσατε. Δεν θα μπω

ποτέ και με κανέναν σε αυτή τη βαρύτερη από τον αέρα μηχανή. Τι

μπορώ να κάνω; Δεν πρέπει να θυμώσετε μαζί μου. Πρέπει να με

αντιμετωπίζετε σαν έναν άνθρωπο με ατέλειες».

Εκείνος αποπειράθηκε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια.

«Όλοι μας είμαστε ατελή όντα, κυρία Σάρα. Κι εγώ ατελής είμαι, όπως

εσείς. Γι’ αυτό ακριβώς αναζητούμε κάποιο άλλο πρόσωπο. Για να μας

συμπληρώσει. Ούτε εγώ σκεφτόμουν ποτέ να παντρευτώ. Όχι επειδή

αυτό είναι κάτι συμβατικό που το κάνουν όλοι, αλλά γιατί

προηγουμένως δεν είχα το θάρρος. Κι αν θέλετε τη γνώμη μου, ο

γάμος είναι πιο επικίνδυνος και από μια ορδή απίστων με δόρατα. Μη

φοβάστε, κυρία Σάρα· μην αφήνετε τους φόβους να καθορίζουν τις

πράξεις σας. Αυτό μου έλεγε και ο πρώτος διοικητής μου».

«Δεν είναι φόβος, ίλαρχε Φρεντ» είπε μαλακά. «Είναι

αυτογνωσία. Και μη μου θυμώνετε».

«Δεν θυμώνω. Ο τρόπος σας αφοπλίζει τον θυμό. Κι αν

φαίνομαι θυμωμένος, είμαι θυμωμένος με το σύμπαν που σας έκανε…

που έκανε και τους δυο μας, έτσι που… έτσι που να είμαστε τώρα…»

«Ίλαρχε Φρεντ, είναι αργά και είμαστε και οι δύο

κουρασμένοι. Ελάτε αύριο στο καμαρίνι μου και ίσως τότε

καταλάβετε».

55/117

Page 56: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

(Ανοίγει παρένθεση, για μια άλλη ερωτική ιστορία. Ο Εντμόν ντε

Γκονκούρ, το 1893 –την ίδια χρονιά που επισκέπτεται τον Ναντάρ και

την αφασική σύζυγό του στο δάσος του Σενάρ–, δειπνεί με τη Σάρα

Μπερνάρ πριν την πρώτη ανάγνωση του θεατρικού του έργου Λα

Φοστέν23. Όταν εκείνος έρχεται να την πάρει, εκείνη βρίσκεται ακόμη

στην πρόβα, κι έτσι τον οδηγούν στο στούντιο όπου δέχεται τους

καλεσμένους της. Με ψυχρό μάτι εστέτ περιεργάζεται την οργιώδη

διακόσμηση, κρίνοντας ότι πρόκειται για ένα φριχτό συνονθύλευμα

που αποτελείται από μεσαιωνικές σερβάντες, ερμάρια με μαρκετερί,

αγαλματίδια και πρωτόγονα μουσικά όργανα από τη Χιλή, καθώς και

«φανταχτερά αντικείμενα τέχνης των αγρίων». Το μοναδικό δείγμα

αυθεντικού προσωπικού γούστου είναι μερικές προβιές πολικής

αρκούδας αραδιασμένες στη γωνία όπου προτιμά η Μπερνάρ (που

συχνά ντύνεται στα άσπρα, όπως απόψε) να δέχεται τους θαυμαστές

της σε ακρόαση. Περιτριγυρισμένος από όλη αυτή την αρτίστικη

παλιατσαρία, ο Γκονκούρ παρατηρεί κι ένα μικρό αλλά έντονο δράμα

που βρίσκεται σε εξέλιξη. Στη μέση του στούντιο υπάρχει ένα κλουβί

με μια μικροσκοπική μαϊμού κι έναν παπαγάλο με τεράστιο ράμφος. Η

μαϊμού γυρίζει σαν σβούρα γύρω από την κούνια του παπαγάλου και

τον παιδεύει ασταμάτητα, ξεριζώνοντάς του τα φτερά και

βασανίζοντάς τον. Παρόλο που ο παπαγάλος θα μπορούσε κάλλιστα να

κόψει τη μαϊμού στα δύο με το ράμφος του, δεν κάνει τίποτε άλλο

εκτός από το να βγάζει κάτι σπαραξικάρδια παραπονεμένα κρωξίματα.

Ο Γκονκούρ λυπάται τον καημένο τον παπαγάλο και σχολιάζει τη

φριχτή ζωή που είναι αναγκασμένος να υπομένει. Τότε του εξηγούν

ότι όταν κάποτε χώρισαν το πουλί και το ζώο, ο παπαγάλος κόντεψε να

ψοφήσει από τη θλίψη του και συνήλθε μόνο αφού τον έβαλαν ξανά

στο ίδιο κλουβί με τον βασανιστή του.)

56/117

Page 57: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Πριν πάει, της έστειλε λουλούδια. Μετά την παρακολούθησε να

ενσαρκώνει την Αντριέν Λεκουβρέρ24, την ηθοποιό του προηγούμενου

αιώνα που δηλητηριάστηκε από μια αντίζηλό της. Έπειτα πήγε στο

καμαρίνι της. Ήταν γοητευτική. Την περιτριγύριζαν τα γνωστά

πρόσωπα, που αντάλλασσαν τις γνωστές κουβέντες και διατύπωναν τις

γνωστές απόψεις. Εκείνος καθόταν δίπλα στην κυρία Γκεράρ,

προσπαθώντας διακριτικά να της εκμαιεύσει κάποια καινούργια

τακτική, κάποιο κρυφό κινητήριο μοχλό… όταν έγινε ξαφνικά σχετική

ησυχία κι εκείνος σήκωσε τα μάτια του και την είδε να έχει πιάσει

αγκαζέ έναν κοντοστούπη Γάλλο με πιθηκίσια μούρη, που κρατούσε

ένα γελοίο μπαστούνι.

«Καληνύχτα σας, κύριοι».

Ένας ψίθυρος συνένοχης κατανόησης ακούστηκε σε

απάντησή της, όπως ακριβώς είχε συμβεί την πρώτη βραδιά που είχε

βρεθεί ο ίδιος μαζί της. Εκείνη τον κοίταξε από την άλλη άκρη της

αίθουσας, κούνησε το κεφάλι της και μετά απέστρεψε ήρεμη το

βλέμμα. Η κυρία Γκεράρ σηκώθηκε όρθια και του ευχήθηκε

καληνύχτα. Είδε την κυρία Σάρα να φεύγει. Είχε πάρει την απάντησή

του. Το νερό ήταν παγωμένο κι εκείνος δεν είχε ούτε ένα σακάκι από

φελλό για να προστατευτεί.

Όχι, δεν ήταν θυμωμένος. Και οι μαζεμένοι στο καμαρίνι

δανδήδες είχαν τουλάχιστον την καλή ανατροφή να μη σταθούν σε

αυτό που είχε μόλις συμβεί ούτε να αφήσουν να εννοηθεί ότι κάτι

παρόμοιο –ή μάλλον το ίδιο ακριβώς– είχαν πάθει παλιότερα κι εκείνοι.

Του πρόσφεραν κι άλλη σαμπάνια και τον ρώτησαν ευγενικά για τον

Prince de Galles25. Παρέμειναν ευπρεπείς και σεβάστηκαν και τη δική

του αξιοπρέπεια. Όσο γι’ αυτό, δεν είχε τίποτε να τους προσάψει.

Εκείνος όμως δεν θα συγχρωτιζόταν ξανά μαζί τους, δεν θα

γινόταν ποτέ μέλος της χαμογελαστής ακολουθίας των πρώην

εραστών. Θεωρούσε ότι μια τέτοια συμπεριφορά ήταν μάλλον απεχθής

και στην ουσία ανήθικη. Δεν τον ενδιέφερε αυτή η μετάβαση. Ούτε

57/117

Page 58: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

επρόκειτο να ενταχθεί στη χορεία όσων βρίσκονταν στην ίδια

κατάσταση, και να της αγοράσει κάποιο καινούργιο εξωτικό δώρο –

μια λεοπάρδαλη του χιονιού, ας πούμε. Δεν ήταν θυμωμένος, αλλά

προτού ενσκήψει ο πόνος, είχε τον χρόνο να νιώσει αξιολύπητος. Είχε

δώσει τα πάντα, ό,τι καλύτερο διέθετε, και δεν είχαν αποδειχθεί

αρκετά. Θεωρούσε τον εαυτό του μποέμ, εκείνη όμως είχε αποδειχθεί

υπερβολικά μποέμ για τα μέτρα του. Και δεν είχε καταλάβει την

εξήγησή της για το πώς ήταν η ίδια.

Ο πόνος θα βαστούσε για κάμποσα χρόνια. Εκείνος έβρισκε

ανακούφιση ταξιδεύοντας και παίρνοντας μέρος σε αψιμαχίες. Ποτέ

δεν μιλούσε για το συμβάν. Όταν τον ρωτούσαν ποιος ήταν ο λόγος

της βαρυθυμίας του, απαντούσε ότι τον είχε πιάσει η μελαγχολία της

κουκουβάγιας. Ο ερωτών καταλάβαινε και δεν επέμενε.

Τελικά, υπήρξε αφελής ή υπέρ το δέον φιλόδοξος; Ίσως και

τα δύο. Μπορεί κάποιος να ζει μποέμικη και περιπετειώδη ζωή, αλλά

δεν παύει να αναζητά κάποιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο, μια

διευθέτηση που θα τον βοηθήσει να τα βγάλει πέρα, ακόμα κι αν

–ακόμα κι όταν– την αποδιώχνει. Ο στρατιωτικός κανονισμός σου

προσφέρει κάτι τέτοιο. Αλλιώς όμως πώς μπορεί ένας άνθρωπος να

διακρίνει ποιο μοτίβο είναι αληθινό και ποιο ψεύτικο; Αυτή η ερώτηση

τον κατάτρυχε. Μια άλλη ερώτηση: εκείνη υπήρξε άραγε ειλικρινής;

Ήταν φυσική ή προσποιούνταν τη φυσική; Ανέτρεχε διαρκώς στις

αποδείξεις που του παρείχαν οι αναμνήσεις του. Του είχε πει ότι

κρατάει πάντοτε τις υποσχέσεις της – εκτός κι αν δεν τις εννοούσε

εξαρχής. Του είχε δώσει, λοιπόν, ψεύτικες υποσχέσεις; Δεν μπορούσε

να εντοπίσει καμία. Του είχε πει ότι τον αγαπούσε; Ναι, βέβαια,

πολλές φορές· ωστόσο, η δική του φαντασία –η φωνή του υποβολέα

στο αυτί του– είχε προσθέσει τις λέξεις «για πάντα». Δεν την είχε

ρωτήσει τι εννοούσε όταν του έλεγε ότι τον αγαπά. Ποιος εραστής

58/117

Page 59: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

κάνει ποτέ κάτι τέτοιο; Αυτά τα βελούδινα και χρυσωμένα λόγια

σπανίως φαίνεται να χρειάζονται σχολιασμό όταν λέγονται.

Τώρα συνειδητοποιούσε ότι αν την είχε ρωτήσει, θα του είχε

απαντήσει: «Θα σε αγαπώ όσο καιρό σε αγαπώ». Ποιος εραστής θα

ζητούσε περισσότερα; Μα και πάλι η φωνή του υποβολέα θα του είχε

ψιθυρίσει: «Πράγμα που σημαίνει για πάντα». Αυτό ήταν το μέτρο της

αντρικής ματαιοδοξίας. Επομένως ο έρωτάς τους ήταν απλώς πλάσμα

της φαντασίας του; Αυτό ούτε το πίστευε ούτε μπορούσε να το

πιστέψει. Τους τρεις αυτούς μήνες, την είχε αγαπήσει όσο

περισσότερο γινόταν κι εκείνη είχε κάνει το ίδιο· μόνο που ο δικός της

έρωτας είχε ενσωματωμένο χρονοδιακόπτη. Δεν θα ωφελούσε επίσης

να την είχε ρωτήσει για τους προηγούμενους εραστές της και πόσο

είχαν διαρκέσει οι σχέσεις μαζί τους. Κι αυτό γιατί η δική τους

αποτυχία, η δική τους παροδικότητα θα φάνταζε απλώς σαν υπόσχεση

της δικής του επιτυχίας – αυτό πιστεύει κάθε ερωτευμένος.

Όχι, συμπέρανε ο Φρεντ Μπάρναμπι, εκείνη υπήρξε

ειλικρινής και προσγειωμένη. Ο ίδιος ήταν που είχε εξαπατήσει τον

εαυτό του. Αν όμως το να είσαι ειλικρινής και προσγειωμένος δεν σε

προστατεύει από τον πόνο, τότε ίσως να ήταν καλύτερα να πετάς στα

σύννεφα.

Δεν επιχείρησε ποτέ ξανά να έρθει σε επαφή με την κυρία Σάρα. Όταν

εκείνη ήρθε στο Λονδίνο, εκείνος βρήκε μια αφορμή για να

απουσιάζει από την πόλη. Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, ήταν

πια σε θέση να διαβάζει τα ρεπορτάζ των πρόσφατων θριάμβων της

χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα. Τον περισσότερο καιρό μπορούσε να

αναλογίζεται όλη αυτή την ιστορία σαν λογικός άνθρωπος, να τη

θυμάται σαν κάτι που είχε συμβεί χωρίς να φταίει κανένας και χωρίς

να εμπεριέχει σκληρότητα, παρά μόνο παρεξήγηση. Δεν ήταν όμως

πάντα ικανός να έχει τόσο ψύχραιμη αντιμετώπιση και να αρκείται σε

59/117

Page 60: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

τέτοιες εξηγήσεις. Τότε έβλεπε τον εαυτό του σαν το πιο ηλίθιο από

όλα τα ζώα. Ένιωθε σαν εκείνο τον βόα σφιγκτήρα, που θεώρησε ότι

μπορούσε να αρχίσει να καταπίνει τα μαξιλάρια του καναπέ, ώσπου

τον είχε σκοτώσει με το ίδιο της το χέρι η κυρία Σάρα. Σκοτωμένος –

έτσι ένιωθε.

Ωστόσο, στην προχωρημένη ηλικία των τριάντα εφτά ετών,

θα παντρευόταν. Εκείνη ήταν η Ελίζαμπεθ Χόκινς-Γουάιτσεντ, κόρη

ενός ιρλανδού βαρονέτου. Αν όμως επιζητούσε ή προσδοκούσε κάποιο

μοντέλο ζωής, αυτό πάλι δεν το βρήκε. Μετά τον γάμο, η νύφη έπεσε

στο κρεβάτι με φυματίωση και ο μήνας του μέλιτος που είχαν

προγραμματίσει να περάσουν στη Βόρεια Αφρική μεταφέρθηκε σε ένα

σανατόριο της Ελβετίας. Έντεκα μήνες αργότερα, η Ελίζαμπεθ χάρισε

στον Φρεντ ένα γιο, εκείνη όμως πέρασε την περισσότερη ζωή της

περιορισμένη στις Άλπεις. Ο ίλαρχος Φρεντ, τώρα πια επίλαρχος, και

στη συνέχεια συνταγματάρχης Φρεντ στράφηκε ξανά στα ταξίδια και

στις αψιμαχίες του.

Επιδόθηκε επίσης ξανά στο πάθος του με τα αερόστατα. Το

1882 απογειώθηκε από το εργοστάσιο του φωταερίου στο Ντόβερ και

την ώρα που βρισκόταν ολομόναχος στην ερημιά πάνω από τη Μάγχη,

ο νους του πήγε αναπόφευκτα στην κυρία Σάρα. Πραγματοποιούσε

την πτήση που είχε από καιρό υποσχεθεί στον εαυτό του, με τη

διαφορά ότι δεν γινόταν προς εκείνη, όπως του είχε προτείνει εκείνη

ερωτοτροπώντας. Παρόλο που δεν είχε κάνει ποτέ σε κανέναν λόγο για

τη σχέση τους, μερικοί την είχαν υποπτευθεί κι έτσι –ένα βράδυ αφού

έπαιξαν μια παρτίδα χαρτιά στου Πρατ, την ώρα που δειπνούσαν αργά

τρώγοντας αυγά με μπέικον και πίνοντας μπίρα– κάποιος του είχε

κάνει έναν υπαινιγμό για να τον τσιγκλήσει. Εκείνος όμως δεν είχε

τσιμπήσει το δόλωμα. Τώρα που βρισκόταν μετέωρος στον αέρα, το

μόνο που άκουγαν τα αυτιά του ήταν η φωνή της. Mon cher capitaine

Φρεντ. Και η φωνή αυτή εξακολουθούσε να τον πληγώνει κι ας είχαν

περάσει τόσα χρόνια. Άναψε βιαστικά ένα πούρο. Ήταν επιπόλαιη

60/117

Page 61: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

κίνηση, εκείνη τη στιγμή όμως δεν τον ένοιαζε αν τιναζόταν στον

αέρα όλη του η ύπαρξη. Το μυαλό του περιπλανήθηκε πίσω στην οδό

Φορτουνί, στα ανοιχτά μπλε μάτια της, στα μαλλιά της που ήταν σαν

φλεγόμενος θάμνος και στο τεράστιο κρεβάτι της από μπαμπού.

Ύστερα συνήλθε, πέταξε το μισοκαπνισμένο πούρο στη θάλασσα κι

έριξε έξω λίγο έρμα, για να ανεβεί σε μεγαλύτερο ύψος με την ελπίδα

να πετύχει κάποιο βορινό ρεύμα αέρα.

Όταν προσγειώθηκε κοντά στον πύργο του Μοντινί, οι Γάλλοι

αποδείχτηκαν τόσο φιλόξενοι όσο τους θεωρούσε ανέκαθεν. Δεν

πειράχτηκαν ούτε καν από το χαριτολόγημά του για την υπεροχή του

βρετανικού πολιτικού συστήματος. Εκείνοι του έφεραν απλώς κι άλλο

φαγητό και τον παρότρυναν να καπνίσει κι άλλο πούρο, τούτη τη φορά

κάτω από πολύ ασφαλέστερες συνθήκες μπροστά στο τζάκι τους.

Επιστρέφοντας στην Αγγλία, κάθισε κι έγραψε ένα βιβλίο. Η

πτήση του είχε λάβει χώρα την 23η Μαρτίου. Το Μια πτήση πάνω από τη

Μάγχη και άλλες περιπέτειες στον αέρα εκδόθηκε από τον Σάμψον Λόου

δεκατρείς μέρες αργότερα, στις 5 Απριλίου.

Την προηγούμενη μέρα, στις 4 Απριλίου του 1882, η Σάρα

Μπερνάρ είχε παντρευτεί τον Αριστείδη Δαμαλά, έναν έλληνα

διπλωμάτη που είχε στραφεί στην ηθοποιία, γνωστό για τη

ματαιοδοξία του και τα αυθάδικα κόρτε του στις γυναίκες (ήταν επίσης

τρυπιοχέρης, χαρτοπαίκτης και μορφινομανής). Καθώς εκείνος ήταν

χριστιανός ορθόδοξος κι εκείνη καθολική εβραϊκής καταγωγής, το

μέρος όπου μπορούσαν να παντρευτούν ευκολότερα και ταχύτερα

ήταν το Λονδίνο. Ο γάμος έγινε στην προτεσταντική εκκλησία του

Σεντ Άντριους, στη Γουέλς στριτ. Δεν είναι γνωστό αν η Σάρα

Μπερνάρ πρόλαβε να αγοράσει ένα αντίτυπο του βιβλίου του Φρεντ

Μπάρναμπι και να το διαβάσει κατά τη διάρκεια του μήνα του

μέλιτος. Ο γάμος της πάντως ήταν καταστροφικός.

Τρία χρόνια αργότερα, έχοντας ακολουθήσει χωρίς άδεια την

αποστολή του λόρδου Γουόλσλι στο Χαρτούμ, για να ανακουφίσει τον

61/117

Page 62: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

στρατηγό Γκόρντον26, ο Μπάρναμπι σκοτώθηκε στη μάχη του Αμπού

Κλέα, από ένα στρατιώτη του Μαχντί που τον λόγχισε στον λαιμό.

Η κυρία Μπάρναμπι θα παντρευόταν ξανά και θα

καθιερωνόταν ως ιδιαίτερα παραγωγική συγγραφέας. Δέκα χρόνια

μετά τον θάνατο του πρώτου συζύγου της, δημοσίευσε ένα εγχειρίδιο

με τίτλο Υποδείξεις για τη φωτογράφιση στο χιόνι, που έχει σταματήσει να

κυκλοφορεί εδώ και πολύ καιρό.

62/117

Page 63: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Η απώλεια του βάθους

Page 64: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Συνδυάζεις δύο ανθρώπους που δεν είχαν συνυπάρξει

προηγουμένως. Κάποιες φορές το αποτέλεσμα μοιάζει με εκείνη

την πρώτη απόπειρα του ανθρώπου να προσδέσει ένα μπαλόνι με

υδρογόνο πάνω από ένα μπαλόνι αερόστατου με θερμό αέρα. Τι

προτιμάτε: να συντριβείτε και μετά να καείτε ή να καείτε και μετά να

συντριβείτε; Άλλοτε όμως ο συνδυασμός λειτουργεί καλά και τότε

δημιουργείται κάτι νέο και ο κόσμος αλλάζει. Έπειτα, κάποια στιγμή,

αργά ή γρήγορα, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, ο ένας τους χάνεται. Κι

αυτό που χάνεται είναι περισσότερο από το άθροισμα όσων υπήρχαν

προηγουμένως. Κάτι τέτοιο μπορεί να μην ισχύει από μαθηματική

άποψη, ισχύει όμως από συναισθηματική.

Ύστερα από τη μάχη του Αμπού Κλέα, υπήρχε «τεράστιο στίφος

νεκρών Αράβων», οι οποίοι «έμειναν άταφοι εξ ανάγκης». Όχι όμως

και χωρίς φροντίδα. Καθένας τους είχε περασμένη στον καρπό μια

δερμάτινη λουρίδα με μια προσευχή που είχε συνθέσει ο Μαχντί27, ο

οποίος υποσχόταν στους στρατιώτες του ότι έτσι θα μετατρέπονταν οι

σφαίρες των Άγγλων σε νερό. Ο έρωτας μας δίνει παρόμοια αίσθηση

πίστης και ακατανίκητου. Και μερικές φορές, ίσως μάλιστα αρκετά

συχνά, αυτό λειτουργεί με επιτυχία. Ξεγλιστράμε ανάμεσα στις

σφαίρες, όπως η Σάρα Μπερνάρ ισχυριζόταν ότι ξεγλιστρούσε ανάμεσα

στις σταγόνες της βροχής. Υπάρχει ωστόσο πάντοτε ο αιφνίδιος

λογχισμός στον λαιμό, γιατί κάθε ερωτική ιστορία είναι εν δυνάμει μια

ιστορία οδύνης.

64/117

Page 65: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Στο πρώτο στάδιο της νεανικής ζωής, ο κόσμος χωρίζεται χονδρικά σε

εκείνους που έχουν κάνει έρωτα κι εκείνους που δεν έχουν κάνει.

Αργότερα, σε εκείνους που έχουν γνωρίσει τον έρωτα κι εκείνους που

δεν τον έχουν γνωρίσει. Κι ακόμα πιο αργά –αν είναι τουλάχιστον

κανείς τυχερός (ή, αντίστροφα, άτυχος)– χωρίζεται σε εκείνους που

έχουν υπομείνει την οδύνη και σε εκείνους που δεν την έχουν

υπομείνει. Αυτές οι διαιρέσεις είναι απόλυτες· είναι ζώνες τροπικών

που διασχίζουμε.

Ήμασταν μαζί τριάντα χρόνια. Ήμουν τριάντα δύο ετών όταν

γνωριστήκαμε, εξήντα δύο όταν εκείνη πέθανε. Η καρδιά της ζωής

μου· η ζωή της καρδιάς μου. Ενώ εκείνη απεχθανόταν την ιδέα ότι θα

γερνούσε –όταν ήταν στη δεκαετία των είκοσι, πίστευε ότι δεν θα

ζούσε περισσότερο από τα σαράντα–, εγώ αντιμετώπιζα γεμάτος

προσδοκία τη συνέχεια της κοινής μας ζωής, τότε που τα πράγματα

επιβραδύνονται και καταλαγιάζουν, και οι αναμνήσεις είναι

αποτέλεσμα σύμπραξης. Μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να τη

φροντίζει· θα μπορούσα μάλιστα –αν και δεν το έκανα– να φανταστώ

τον εαυτό μου να απομακρύνει, όπως ο Ναντάρ, τα μαλλιά από τους

κροτάφους του αφασικού προσώπου της και να μαθαίνει τον ρόλο της

τρυφερής νοσοκόμας (το γεγονός ότι εκείνη θα μισούσε μια τέτοιας

μορφής εξάρτηση είναι άσχετο). Αντίθετα, αυτό που συνέβη εκείνη τη

χρονιά μεταξύ καλοκαιριού και φθινοπώρου ήταν ανησυχία,

συναγερμός, φόβος και στο τέλος τρόμος. Από τη διάγνωση μέχρι τον

θάνατο μεσολάβησαν τριάντα εφτά μέρες. Προσπάθησα να μην

αποστρέψω ποτέ το βλέμμα μου, αλλά να αντιμετωπίζω το γεγονός

κατάματα· αποτέλεσμα αυτού ήταν μια καταπληκτική διαύγεια. Τα

περισσότερα βράδια, την ώρα που έφευγα από το νοσοκομείο, έπιανα

τον εαυτό μου να κοιτάει με αγανάκτηση τους επιβάτες των

65/117

Page 66: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

λεωφορείων που επέστρεφαν απλώς στο σπίτι τους μετά τη δουλειά.

Πώς ήταν δυνατόν να κάθονται εκεί μέσα, βυθισμένοι στην απραξία

και την άγνοια, εκθέτοντας το αδιάφορο προφίλ του προσώπου τους τη

στιγμή που ο κόσμος επρόκειτο να αλλάξει;

Δεν είμαστε καλοί στην αντιμετώπιση του θανάτου, αυτού του

κοινότοπου και μοναδικού γεγονότος· δεν μπορούμε πια να το

εντάξουμε σε ένα ευρύτερο μοτίβο. Και όπως το έθεσε ο Ε. Μ.

Φόρστερ: «Κάθε θάνατος μπορεί να έχει την εξήγησή του, δεν ρίχνει

όμως φως στον επόμενο». Έτσι καθίσταται και η θλίψη με τη σειρά της

αδιανόητη· όχι μόνο η διάρκεια και το βάθος της, αλλά και ο τόνος και

η υφή της, οι πλάνες και τα ψεύτικα ξέφωτά της, οι υποτροπές της. Το

ίδιο συμβαίνει και με το αρχικό σοκ που προκαλεί: έχεις πέσει ξαφνικά

μες στα παγωμένα νερά της Βόρειας Θάλασσας, φορώντας μόνο ένα

γελοίο σακάκι από φελλό, που υποτίθεται ότι θα σε κρατήσει ζωντανό.

Ούτε μπορείς ποτέ να είσαι προετοιμασμένος γι’ αυτή τη νέα

πραγματικότητα στην οποία έχεις μόλις βουλιάξει. Ξέρω κάποια που

νόμιζε ή έτρεφε την ελπίδα ότι μπορούσε. Ο άντρας της αργοπέθαινε

από καρκίνο· εκείνη, καθώς ήταν πρακτικός άνθρωπος, ζήτησε εκ των

προτέρων να πληροφορηθεί ποια ήταν τα κατάλληλα αναγνώσματα για

το πένθος και τα προμηθεύτηκε. Όταν όμως έφτασε εκείνη η ώρα, δεν

τη βοήθησαν καθόλου. «Εκείνη η ώρα», η αίσθηση που αφήνουν οι

μήνες, που όταν τους αναλογιστείς αποδεικνύονται μόνο μερικές

μέρες.

Επί σειρά ετών, μου ερχόταν κατά διαστήματα στον νου η αφήγηση

μιας γυναίκας μυθιστοριογράφου, που αφορούσε τον θάνατο του

γηραιότερου συζύγου της. Παρ’ όλη τη θλίψη της, παραδεχόταν ότι

άκουγε μέσα της και μια μικρή φωνή αλήθειας που της ψιθύριζε:

«Είμαι ελεύθερη». Το ξαναθυμήθηκα όταν ήρθε και για εμένα αυτή η

66/117

Page 67: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

στιγμή και φοβήθηκα αυτό τον ψίθυρο του υποκινητή, που θα ηχούσε

σαν προδοσία. Δεν ακούστηκε όμως τέτοια φωνή ούτε τέτοια λόγια.

Καμία θλίψη δεν ρίχνει φως στην άλλη.

Όπως ο θάνατος, έτσι και η θλίψη είναι κοινότοπη και μοναδική. Ας

κάνω λοιπόν μια κοινότοπη σύγκριση. Όταν αλλάζεις μάρκα

αυτοκινήτου, παρατηρείς ξαφνικά πόσα άλλα τέτοια αυτοκίνητα

κυκλοφορούν στους δρόμους. Τα καταγράφεις με τρόπο που δεν

συνέβαινε προηγουμένως. Όταν χηρέψεις, αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά

ότι σε πλησιάζουν όλοι οι άλλοι χήροι και χήρες. Προηγουμένως ήταν

λίγο ως πολύ αόρατοι κι έτσι εξακολουθούν να είναι για τους άλλους

οδηγούς, εκείνους που δεν έχουν χηρέψει.

Καθένας πενθεί με τον τρόπο του. Κι αυτό φαίνεται προφανές, τούτη

την ώρα όμως τίποτε δεν φαίνεται και δεν σου δίνει την εντύπωση του

προφανούς. Ένας φίλος πέθανε, αφήνοντας πίσω γυναίκα και δύο

παιδιά. Πώς αντέδρασαν εκείνοι; Η γυναίκα βάλθηκε να αλλάξει τη

διακόσμηση του σπιτιού· ο γιος κλείστηκε στο γραφείο του πατέρα του

και δεν ξαναβγήκε προτού διαβάσει κάθε μήνυμα, κάθε έγγραφο,

κάθε υποψία απόδειξης που είχε απομείνει· η κόρη έφτιαξε χάρτινα

φαναράκια και τα έβαλε να επιπλέουν στη λίμνη, όπου επρόκειτο να

σκορπίσουν την τέφρα του πατέρα της.

Ένας άλλος φίλος βρήκε τραγικό θάνατο από τον ιμάντα μεταφοράς

των αποσκευών σε κάποιο αεροδρόμιο του εξωτερικού. Η γυναίκα του

είχε πάει να φέρει ένα καροτσάκι· όταν επέστρεψε είδε κόσμο

μαζεμένο γύρω από κάτι. Ίσως είχε ανοίξει κάποια βαλίτσα. Κι όμως

όχι, αυτός που είχε ανοίξει στα δύο ήταν ο άντρας της, ο οποίος ήταν

ήδη νεκρός. Ένα δυο χρόνια αργότερα, όταν πέθανε η γυναίκα μου,

67/117

Page 68: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

εκείνη μου έγραψε: «Το θέμα είναι ότι η φύση είναι τόσο

ακριβοδίκαιη, ώστε σε πονάει όσο αξίζει· έτσι, νομίζω,

απολαμβάνουμε κατά κάποιο τρόπο τον πόνο. Αν δεν είχε σημασία,

δεν θα μας ένοιαζε». Βρήκα αυτό το γράμμα παρηγορητικό και το

κράτησα πολύ καιρό πάνω στο γραφείο μου, αν και αμφέβαλλα για το

κατά πόσο θα έφτανα ποτέ στο σημείο να εκτιμήσω τον πόνο – τότε

όμως βρισκόμουν ακόμη στην αρχή του πράγματος.

Ήξερα ήδη ότι θα μου ταίριαζαν μόνο οι παλιές λέξεις:

θάνατος, οδύνη, θλίψη, μελαγχολία, σπαραγμός ψυχής. Κι όχι αυτές οι

αοριστολογικές υπεκφυγές και η αντισηπτική ιατρική ορολογία του

καιρού μας. Η οδύνη είναι μια ανθρώπινη και όχι μια ιατρική

κατάσταση, κι ενώ υπάρχουν χάπια που σε βοηθούν να την ξεχάσεις

–και μαζί όλα τα άλλα– δεν υπάρχουν χάπια που να τη γιατρεύουν.

Όσοι την υφίστανται δεν πάσχουν από κατάθλιψη, αλλά είναι

απλούστατα ορθώς, καταλλήλως και μαθηματικά («πονάει όσο αξίζει»)

θλιμμένοι. Ένας ευφημισμός, που μου ήταν ιδιαίτερα απεχθής, ήταν

το ρήμα «έφυγε». «Έμαθα με λύπη μου ότι η γυναίκα σου έφυγε»

(όπως λέμε «έφυγε από το σπίτι» ή «έφυγε ταξίδι»;). Δεν είναι

ανάγκη, βέβαια, να επιβάλλεις στους άλλους τη λέξη «πέθανε», ακόμα

κι αν ο ίδιος τη χρησιμοποιείς συνεχώς. Υπάρχει και η μέση οδός. Σε

μια κοινωνική εκδήλωση, όπου κανονικά θα πηγαίναμε μαζί εκείνη κι

εγώ, με πλησίασε ένας γνωστός μου και μου είπε απλώς: «Κάποιος

λείπει από εδώ απόψε». Αυτό μου φάνηκε σωστό από κάθε άποψη.

Καμία οδύνη δεν εξηγεί την άλλη, μπορούν όμως να

συμπίπτουν. Έτσι υπάρχει κάποια αλληλοπάθεια εκείνων που τη

βιώνουν. Γνωρίζεις μόνο ό,τι γνωρίζεις, ακόμα κι αν γνωρίζεις

διαφορετικά πράγματα. Έχεις διαβεί μέσα από έναν καθρέφτη, όπως

σε κάποιες ταινίες του Κοκτώ, και βρίσκεσαι σε έναν κόσμο όπου η

λογική και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα έχουν αναδιαταχθεί. Ιδού

ένα μικρό παράδειγμα. Τρία χρόνια προτού πεθάνει η γυναίκα μου,

χήρεψε ένας παλιός φίλος μου, ο ποιητής Κρίστοφερ Ριντ, ο οποίος

68/117

Page 69: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

έγραψε για τον θάνατο της γυναίκας του και για όλα τα επακόλουθα.

Σε ένα ποίημά του περιγράφει την άρνηση των νεκρών εκ μέρους των

ζωντανών.

Γνώρισα κι εγώ τη βούληση της φυλής να επιβάλλει

ταμπού και κώδικες, και φέρθηκα με αγένεια,

μνημονεύοντας τη νεκρή γυναίκα μου σε κουβέντες γύρω

από το τραπέζι.

Τότε που πέφτει η σιωπή και πλαταγίζει ο κοινός

φόβος και ο νοσηρός κλονισμός.

Όταν διάβασα για πρώτη φορά αυτούς τους στίχους, σκέφτηκα: πολύ

παράξενους φίλους πρέπει να έχεις. Σκέφτηκα επίσης: δεν είναι

δυνατόν να πίστευες στ’ αλήθεια ότι συμπεριφέρθηκες με αγένεια.

Αργότερα, όταν ήρθε η δική μου σειρά, κατάλαβα. Εγώ πήρα από

νωρίς την απόφαση (ή μάλλον, δεδομένης της σύγχυσης που

επικρατούσε μέσα στο κρανίο μου, η απόφαση ήταν αυτή που με

κυρίευσε) να μιλάω για τη γυναίκα μου οποτεδήποτε αισθανόμουν τη

διάθεση ή την ανάγκη· οι αναφορές σε αυτή θα αποτελούσαν

φυσιολογικό μέρος κάθε φυσιολογικής συζήτησης – παρόλο που καθετί

το «φυσιολογικό» είχε εκλείψει. Συνειδητοποίησα πολύ γρήγορα το

πώς η οδύνη ξεσκαρτάρει και διευθετεί σε διαφορετικές ομάδες όλους

όσοι περιβάλλουν αυτόν που τη βιώνει· πώς δοκιμάζονται οι φιλίες και

πώς μερικές περνούν τη δοκιμασία κι άλλες αποτυγχάνουν. Κάποιες

παλιές φιλίες μπορεί να βαθαίνουν λόγω της συμμετοχής στο πένθος,

κι άλλες να φαίνονται ξαφνικά σαν ελαφρών βαρών. Οι νέοι

ανταποκρίνονται καλύτερα απ’ ό,τι οι μεσήλικες· οι γυναίκες καλύτερα

απ’ ό,τι οι άντρες. Αυτό δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη κι όμως

έτσι συμβαίνει. Άλλωστε θα περίμενε, ίσως, κανείς ότι όσοι βρίσκονται

πιο κοντά του από άποψη ηλικίας, φύλου και οικογενειακής

κατάστασης θα καταλάβαιναν περισσότερο. Τι αφέλεια! Θυμάμαι μια

69/117

Page 70: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

«κουβέντα γύρω από το τραπέζι» σε ένα εστιατόριο με τρεις

παντρεμένους φίλους, που είχαν πάνω κάτω τη δική μου ηλικία.

Καθένας τους γνώριζε εκείνη πολλά χρόνια –ίσως συνολικά οι τρεις

ογδόντα ή ενενήντα– κι ο καθένας τους, αν τον ρωτούσαν, θα

απαντούσε ότι την αγαπούσε. Κάποια στιγμή ανέφερα το όνομά της,

κανένας όμως δεν αντέδρασε. Το έκανα δεύτερη φορά· πάλι τίποτε.

Την τρίτη φορά μάλλον προσπάθησα επίτηδες να τους προκαλέσω,

έχοντας ενοχληθεί αφάνταστα από αυτή την αντίδραση που δεν μου

φάνηκε σαν συνέπεια καλών τρόπων, αλλά δειλίας. Από φόβο να

αγγίξουν το όνομά της, την αρνήθηκαν τρεις φορές κι εγώ σκέφτηκα

τα χειρότερα για λογαριασμό τους.

Ύστερα είναι και το ζήτημα του θυμού. Μερικοί θυμώνουν με αυτόν

που πέθανε, που τους εγκατέλειψε και τους πρόδωσε χάνοντας τη ζωή

του. Υπάρχει άραγε τίποτε πιο παράλογο από αυτό; Ελάχιστοι

πεθαίνουν με τη θέλησή τους· ούτε καν οι περισσότεροι από όσους

αυτοκτονούν. Μερικοί από τους πενθούντες είναι θυμωμένοι με τον

Θεό, αν όμως Εκείνος δεν υπάρχει, τότε και αυτό είναι παράλογο.

Άλλοι είναι θυμωμένοι με το σύμπαν που το επέτρεψε να συμβεί ή

επειδή πρόκειται για κάτι αναπόφευκτο και αμετάκλητο. Εγώ δεν

αισθάνθηκα έτσι ακριβώς, αν και όλο εκείνο το φθινόπωρο του 2008

διάβαζα τις εφημερίδες και άκουγα τα νέα στην τηλεόραση με

καταλυτική αδιαφορία. Οι «ειδήσεις» μου φαίνονταν σαν μια ευρύτερη

και πιο προσβλητική εκδοχή εκείνων των λεωφορείων που ήταν

γεμάτα με αδιάφορους επιβάτες, σαν το καύσιμο του κινούμενου

σολιψισμού και της άγνοιάς τους. Για κάποιο λόγο ενδιαφερόμουν

ιδιαίτερα για την εκλογή του Ομπάμα, αλλά ελάχιστα για οτιδήποτε

άλλο συνέβαινε στον κόσμο. Έλεγαν ότι ίσως επέκειτο η κατάρρευση

ολόκληρου του οικονομικού συστήματος, αυτό όμως εμένα δεν με

απασχολούσε καθόλου. Τα χρήματα δεν θα μπορούσαν να την είχαν

70/117

Page 71: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

σώσει, οπότε τι καλό υπήρχε στα χρήματα και ποιος ο λόγος να τα

προφυλάξεις; Έλεγαν ότι το κλίμα της Γης πλησιάζει στο σημείο απ’

όπου δεν υπάρχει επιστροφή, εγώ όμως δεν έδινα δεκάρα αν το

έφτανε και το ξεπερνούσε. Γυρνούσα με το αυτοκίνητο από το

νοσοκομείο και σε μια συγκεκριμένη ευθεία του δρόμου, λίγο πριν τη

σιδηροδρομική γέφυρα, επαναλάμβανα μεγαλόφωνα τις εξής λέξεις

που μου έρχονταν στον νου: «Το σύμπαν κάνει απλώς τη δουλειά

του». Αυτό –τούτο το πελώριο και τρομερό «αυτό»– ήταν «όλο». Τα

λόγια δεν μου πρόσφεραν παρηγοριά· ίσως ήταν ένας τρόπος

αντίστασης στην εναλλακτική λύση: την ψεύτικη παρηγοριά. Αν όμως

το σύμπαν έκανε απλώς τη δουλειά του, θα μπορούσε να την κάνει και

στον εαυτό του και να πάει κατά διαόλου. Αν ο κόσμος δεν μπορούσε

ή δεν ήθελε να τη σώσει, τι με ένοιαζε εμένα η σωτηρία του κόσμου;

Μια φίλη, που ο άντρας της πέθανε σχεδόν ακαριαία από εγκεφαλικό

επεισόδιο στα πενήντα πέντε του, μου είπε ότι δεν είχε θυμώσει μαζί

του, αλλά με το γεγονός ότι εκείνος δεν το ήξερε. Δεν ήξερε ότι

επρόκειτο να πεθάνει και δεν είχε χρόνο να προετοιμαστεί, να

αποχαιρετήσει την ίδια και τα παιδιά τους. Αυτή είναι μια μορφή

θυμού εναντίον του σύμπαντος. Θυμού εναντίον της αδιαφορίας· της

αδιαφορίας της ζωής που συνεχίζεται μέχρι απλώς να λήξει.

Ο θυμός μπορεί επίσης να στραφεί εναντίον των φίλων. Για την

αδυναμία τους να πουν ή να κάνουν το σωστό, για την ανεπιθύμητη

φορτικότητα ή τη φαινομενική ψυχρότητά τους. Καθώς δε ο πενθών

σπανίως ξέρει τι θέλει ή τι χρειάζεται –μόνο τι δεν θέλει–, οι

παρεξηγήσεις και από τις δύο πλευρές είναι συνηθισμένο φαινόμενο.

Μερικούς φίλους τους τρομάζει το πένθος όπως τους τρομάζει ο

θάνατος· σε αποφεύγουν λες και φοβούνται μήπως μολυνθούν.

Κάποιοι άλλοι, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, σχεδόν περιμένουν να

71/117

Page 72: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

πενθήσεις εσύ για λογαριασμό τους. Άλλοι πάλι υιοθετούν στάση

κεφάτου και πρακτικού ανθρώπου. «Λοιπόν;» ακούω μια φωνή να με

ρωτάει στο τηλέφωνο, μία εβδομάδα αφότου είχα θάψει τη γυναίκα

μου, «τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα; Θα πας πουθενά διακοπές για

πεζοπορία;». Βάζω για κάνα δυο λεπτά τις φωνές στο τηλέφωνο και

μετά το κλείνω. Όχι· οι πεζοπορικές διακοπές ήταν κάτι που κάναμε

μαζί, όταν η ζωή μου βρισκόταν στην επιφάνεια της γης.

Παραδόξως όμως, και κοιτώντας το αναδρομικά, αυτή η

άτοπη ερώτηση δεν ήταν και τόσο ακραία. Όλα αυτά τα χρόνια, είχα

σκεφτεί κατά καιρούς τι θα έκανα αν συνέβαινε «κάτι κακό» στη ζωή

μου. Αυτό το «κάτι κακό» δεν το προσδιόριζα, αλλά οι πιθανότητες

ήταν πολύ περιορισμένες. Είχα προαποφασίσει ότι θα έκανα δύο

πράγματα: ένα ασήμαντο κι ένα πιο σοβαρό. Το πρώτο ήταν ότι θα

υπέκυπτα τελικά στον Ρούπερτ Μέρντοχ28 και θα γραφόμουν

συνδρομητής σε ολόκληρο αστερισμό αθλητικών καναλιών. Το δεύτερο

θα ήταν να διασχίσω περπατώντας μόνος μου τη Γαλλία ή, αν αυτό

φαινόταν ακατόρθωτο, μια γωνία της και συγκεκριμένα ακολουθώντας

το Κανάλι του Νότου29, από τη Μεσόγειο μέχρι τον Ατλαντικό, ενώ το

σακίδιό μου θα περιείχε και το σημειωματάριο στο οποίο θα

κατέγραφα τις απόπειρές μου να αντιμετωπίσω αυτό το «κάτι κακό».

Όταν όμως συνέβη, δεν είχα την παραμικρή διάθεση να φορέσω τα

εκδρομικά αρβυλάκια μου. Άσε που ο όρος «πεζοπορικές διακοπές»

δεν θα ταίριαζε καθόλου σε αυτή την πένθιμη βραδυπορία.

Μου προτάθηκαν κι άλλοι περισπασμοί, όπως μου δόθηκαν κι άλλες

συμβουλές. Μερικοί αντέδρασαν λες και ο θάνατος του αγαπημένου

προσώπου να ήταν απλώς μια ακραία μορφή διαζυγίου. Με

συμβούλεψαν να αποκτήσω σκύλο. Τους απάντησα σαρκαστικά ότι ο

σκύλος δεν μου φαινόταν επαρκές υποκατάστατο της συζύγου. Μια

χήρα με προειδοποίησε να «προσπαθήσω να μην παρατηρώ τα άλλα

72/117

Page 73: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

ζευγάρια», έλα όμως που οι περισσότεροι φίλοι μου είναι ζευγάρια.

Κάποια άλλη φίλη μού πρότεινε να νοικιάσω για ένα εξάμηνο ένα

διαμέρισμα στο Παρίσι ή, αν δεν γίνεται αυτό, τότε «μια

παραθαλάσσια καμπάνα στη Γουαδελούπη». Εκείνη και ο άντρας της

θα πρόσεχαν το διαμέρισμά μου όσο καιρό έλειπα. Θα τους βόλευε και

θα «είχαν και κήπο για τον Φρέντι». Αυτή η πρόταση ήρθε μέσω email

την τελευταία μέρα της ζωής της γυναίκας μου, και ο Φρέντι ήταν ο

σκύλος τους.

Βέβαια, και αυτοί που μένουν σιωπηλοί και οι άλλοι που δίνουν

συμβουλές θα αισθάνονται με τη σειρά τους θλίψη, ίσως και θυμό, ο

οποίος μπορεί να στρέφεται εναντίον μας – εναντίον μου. Ίσως θα

ήθελαν να μου πουν: «Η θλίψη σου είναι ενοχλητική. Περιμένουμε

απλώς να σου περάσει. Και να ξέρεις, με την ευκαιρία, ότι είσαι

λιγότερο ενδιαφέρων άνθρωπος χωρίς εκείνη». (Αυτό είναι αλήθεια·

πράγματι νιώθω λιγότερο ενδιαφέρων χωρίς εκείνη. Όταν είμαι μόνος

μου και της μιλώ, κάτι λέω που αξίζει τον κόπο να ακουστεί· όχι όμως

κι όταν μιλώ στον εαυτό μου. «Αμάν πια, σταμάτα να με κουράζεις»

λέω μεγαλόφωνα, επιπλήττοντάς με, καθώς επαναλαμβάνω τα ίδια και

τα ίδια.) Αν, λοιπόν, αυτό είναι που σκέφτονται, θα συμφωνήσω.

Ένας αμερικανός φίλος μού είπε ευθέως: «Πίστευα πάντα ότι εκείνη

θα σε ξεπροβοδίσει». Τον κατάλαβα πολύ καλά· η δική μου επιβίωση

φάνταζε ως η λιγότερο πιθανή. Ίσως όμως να εννοούσε ότι θα

προτιμούσε να είχε επιζήσει εκείνη και όχι εγώ. Ούτε με αυτό θα

μπορούσα να διαφωνήσω.

Δεν έχεις επίσης ιδέα πώς φαίνεσαι στους άλλους. Το πώς αισθάνεσαι

με το πώς φαίνεσαι μπορεί να συμπίπτουν ή να μη συμπίπτουν. «Πώς

αισθάνεσαι, λοιπόν;» σου λένε. Αισθάνεσαι λες κι έχεις πέσει από

ύψος αρκετών εκατοντάδων μέτρων, έχοντας πλήρη συνείδηση της

73/117

Page 74: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

πτώσης, έχεις προσγειωθεί με τα πόδια σε ένα παρτέρι με

τριανταφυλλιές με τέτοια ορμή ώστε να χωθείς στο χώμα μέχρι τα

γόνατα και τα εσωτερικά σου όργανα να διαλυθούν και να χυθούν έξω

από το σώμα. Έτσι αισθάνεσαι – είναι ποτέ δυνατόν να φαίνεσαι κάπως

αλλιώς; Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς που ορισμένοι θέλουν να το

στρίψουν, αλλάζοντας θέμα συζήτησης. Ίσως δεν αποφεύγουν τον

θάνατο κι εκείνη· αποφεύγουν εσένα.

Δεν πιστεύω ότι θα την ξαναδώ ποτέ. Δεν θα την ξαναδώ, δεν θα την

ξανακούσω, δεν θα την αγγίξω, δεν θα την αγκαλιάσω, δεν θα

προσέξω αυτά που μου λέει και δεν θα γελάσω με αυτά που μου λέει·

δεν θα στήσω ποτέ ξανά αυτί για να ακούσω τα βήματά της, δεν θα

χαμογελάσω στο άκουσμα της εξώπορτας που ανοίγει, δεν θα

κουρνιάσω στο κορμί της, ούτε αυτή στο δικό μου. Δεν πιστεύω

επίσης ότι θα ξαναβρεθούμε με κάποια άυλη μορφή. Πιστεύω ότι ο

νεκρός είναι νεκρός. Κάποιοι θεωρούν τη θλίψη σαν ένα είδος βίαιου

αν και δικαιολογημένου οικτιρμού του ίδιου του εαυτού· κάποιοι άλλοι

ότι πρόκειται απλώς για την αντανάκλαση ενός ανθρώπου στα μάτια

του θανάτου· άλλοι πάλι λένε ότι λυπούνται αυτόν που επέζησε, γιατί

αυτός περνάει το ζόρι, ενώ ο αγαπημένος νεκρός δεν υποφέρει πια. Οι

προσεγγίσεις αυτού του είδους επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το

πένθος αποδυναμώνοντάς το – το ίδιο κάνουν και με τον θάνατο. Είναι

αλήθεια ότι ένα μέρος του πένθους μου απευθύνεται σε εμένα τον ίδιο

–κοίτα τι έχασα, κοίτα πώς μίκρυνε η ζωή μου–, το μεγαλύτερο μέρος

όμως, το πολύ μεγαλύτερο, έχει να κάνει από την αρχή με εκείνη:

κοίτα τι έχασε τώρα που έχασε τη ζωή της. Τώρα που έχασε το σώμα

της, το πνεύμα της, την ακτινοβόλα περιέργειά της για τα πράγματα

της ζωής. Μερικές φορές μου φαίνεται σαν ο μεγαλύτερος χαμένος, ο

πραγματικά αποστερημένος, να είναι η ίδια η ζωή, γιατί δεν αποτελεί

πια αντικείμενο της ακτινοβόλας περιέργειάς της.

74/117

Page 75: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Όσοι πενθούν θυμώνουν όταν οι άλλοι αποφεύγουν να θίξουν το

γεγονός, να θίξουν την αλήθεια ή έστω να αναφέρουν απλώς ένα

όνομα. Πόση αλήθεια λένε όμως οι ίδιοι οι πενθούντες και πόσο συχνά

χρησιμοποιούν δολίως τις υπεκφυγές; Γιατί οι αλήθειες στις οποίες

έχουν βυθιστεί, και όχι απλώς χωθεί μέχρι τα γόνατα, αλλά μέχρι την

καρδιά, τον λαιμό και το μυαλό, είναι μερικές φορές απροσδιόριστες·

ή όποτε γίνεται να προσδιοριστούν, δεν γίνεται να ειπωθούν. Θυμάμαι

έναν φίλο που είχε πέτρες στη χολή κι έπρεπε να χειρουργηθεί, για να

του τις αφαιρέσουν. Μου είπε ότι ήταν το πιο επώδυνο πράγμα που

είχε υποστεί ποτέ. Ο ίδιος ήταν δημοσιογράφος και μαθημένος να

περιγράφει. Όταν του ζήτησα να μου περιγράψει τον πόνο, με

κοίταξε, τα μάτια του δάκρυσαν στην ανάμνηση, αλλά παρέμεινε

σιωπηλός· δεν μπορούσε να βρει τις κατάλληλες λέξεις που θα του

ήταν έστω και κατά προσέγγιση χρήσιμες. Τα λόγια σε προδίδουν

ακόμα και στο πιο απλό επίπεδο μιας καθημερινής κουβέντας. Τον

καιρό που με έπνιγε η οδύνη, ένας γνωστός μου με ρώτησε μπροστά

σε τρίτους: «Λοιπόν, πώς είσαι;». Εγώ κούνησα το κεφάλι μου για να

υπονοήσω ότι δεν βρισκόμασταν στο κατάλληλο μέρος (καθόμουν

απέναντί του σε ένα τραπέζι θορυβώδους εστιατορίου και

γευματίζαμε). Εκείνος επέμεινε, διευκρινίζοντας την ερώτηση σαν να

ήθελε να με βοηθήσει: «Όχι, εννοώ πώς είσαι εσύ μέσα σου». Του το

ξέκοψα με ένα νεύμα· εξάλλου, δεν αισθανόμουν να είμαι μέσα μου,

αλλά πολύ μακριά έξω από τον εαυτό μου. Θα μπορούσα, βέβαια, να

είχα ξεφύγει λέγοντας για παράδειγμα: «Μια έτσι, μια αλλιώς». Αυτός

θα ήταν ένας σωστός κόσμιος αγγλικός τρόπος να απαντήσει κανείς.

Μόνο που αυτοί που πενθούν σπάνια αισθάνονται σωστοί κόσμιοι ή

έστω Άγγλοι.

75/117

Page 76: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Αναρωτιέσαι: μέσα σε αυτό τον κυκεώνα της έλλειψης, σε ποιο βαθμό

μου λείπει εκείνη ή η ζωή που κάναμε μαζί ή αυτό που είχε εκείνη κι

έκανε εμένα να είμαι περισσότερο ο εαυτός μου ή απλώς η

συντροφικότητα ή (όχι τόσο απλώς) η αγάπη ή οποιοδήποτε ή και όλα

τα αλληλεπικαλυπτόμενα μέρη καθενός από αυτά; Αναρωτιέσαι: τι σόι

ευτυχία μπορεί να υπάρξει στην ανάμνηση και μόνο της ευτυχίας; Και

πώς είναι δυνατόν εν πάση περιπτώσει να λειτουργήσει αυτή,

δεδομένου ότι συστατικό της ευτυχίας ήταν ανέκαθεν και

αποκλειστικά ό,τι μοιραζόσουν; Μοναχική ευτυχία – ακούγεται σαν

αντίφαση, σαν ένα απίθανο μηχάνημα που δεν πρόκειται ποτέ να

καταφέρει να απογειωθεί.

Το ερώτημα της αυτοκτονίας ανακύπτει πολύ νωρίς και αρκετά λογικά.

Την πρώτη φορά που μου ήρθε η ιδέα, περπατούσα στο ίδιο

πεζοδρόμιο απ’ όπου διαβαίνω τις περισσότερες μέρες. Θα αφήσω ένα

περιθώριο Χ μηνών ή Χ ετών (το πολύ μέχρι δύο) και μετά, αν δεν

μπορώ να ζήσω χωρίς εκείνη, αν η ζωή μου έχει καταντήσει μια απλή

παθητική συνέχεια, θα πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Ήξερα

αρκετά γρήγορα ποια ήταν η μέθοδος που θα προτιμούσα: μια

μπανιέρα με ζεστό νερό, ένα ποτήρι κρασί δίπλα στις βρύσες κι ένα

ιδιαίτερα κοφτερό γιαπωνέζικο μαχαίρι. Αυτή τη λύση τη σκεφτόμουν

πολύ συχνά, και ακόμη τη σκέφτομαι. Λένε (το πένθος και η απαντοχή

του σηκώνουν πολλά «λένε») ότι όσο αναλογίζεσαι την αυτοκτονία

μειώνεται και ο κίνδυνος να αυτοκτονήσεις. Δεν ξέρω αν αληθεύει

αυτό· κάποιους πάντως πρέπει να τους βοηθά να επεξεργαστούν

καλύτερα το σχέδιό τους. Οπότε, το να τη σκέφτεσαι μπορεί πιθανώς

να είναι δίκοπο μαχαίρι.

Μια φίλη, που ο σύντροφός της πέθανε από Έιτζ, ύστερα από οχτώ

χρόνια που ήταν μαζί, μου είπε δύο πράγματα: «Το ζήτημα είναι πώς

76/117

Page 77: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

βγάζεις τη νύχτα» και «Το μόνο καλό είναι ότι μπορείς να κάνεις ό,τι

θέλεις». Το πρώτο δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για εμένα – παίρνεις

απλώς τα κατάλληλα χάπια στη σωστή δοσολογία· όχι, το πρόβλημα

ήταν μάλλον το πώς βγάζεις τη μέρα. Όσο για το να κάνεις ό,τι θέλεις,

αυτό για εμένα σήμαινε συνήθως να κάνω διάφορα πράγματα μαζί

της. Κι αν μου άρεσε να κάνω κάτι μόνος μου, αυτό οφειλόταν εν

μέρει στο ότι θα είχα μετά την ευχαρίστηση να της το διηγηθώ.

Άλλωστε, τι ήθελα τώρα να κάνω; Δεν ήθελα να περπατήσω κατά

μήκος του Καναλιού του Νότου. Ήθελα πολύ έντονα και επακριβώς το

αντίθετο: να μείνω στο σπίτι, στους χώρους που εκείνη είχε

δημιουργήσει και μέσα στους οποίους κινούνταν ακόμη στη φαντασία

μου. Όσο για τη λαίμαργη κατανάλωση οποιασδήποτε σημαντικής

αθλητικής συνάντησης μπορούσε να αγοραστεί, ανακάλυψα ότι οι

ανάγκες μου ήταν πολύ ιδιαίτερες. Εκείνους τους πρώτους μήνες,

ήθελα να παρακολουθώ αγώνες στους οποίους δεν είχα σχεδόν καμία

συναισθηματική εμπλοκή. Απολάμβανα –αν και αυτό το ρήμα είναι

πολύ έντονο για να περιγράψει μια μορφή απαθούς παρακολούθησης–

φερειπείν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ της Μίντλεσμπρο και της

Σλόβαν Μπρατισλάβας (ιδανικά τη ρεβάνς, αφού θα είχα χάσει το

πρώτο παιχνίδι) σε κάποια δευτερεύουσας σημασίας ευρωπαϊκή

διοργάνωση, το οποίο συνάρπαζε κυρίως όσους έμεναν στο

Μίντλεσμπρο και στην Μπρατισλάβα. Ήθελα να παρακολουθώ αγώνες

που κανονικά θα με άφηναν αδιάφορο. Γιατί τώρα μπορούσα μόνο να

αδιαφορώ· δεν μου είχαν απομείνει συναισθήματα για ξόδεμα.

Την πενθώ με τρόπο λιτό και απόλυτο. Αυτή είναι η καλή και

ταυτόχρονα η κακή μου τύχη. Πολύ νωρίς, μου ήρθαν μια μέρα στον

νου τα λόγια: μου λείπει σε καθετί που κάνω και που δεν κάνω. Αυτή

ήταν μία από τις φράσεις που έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου σαν

επιβεβαίωση του πού και του τι ήμουν. Όπως ακριβώς, όταν γυρνούσα

77/117

Page 78: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

στο σπίτι με το αυτοκίνητο, προετοιμαζόμουν για την επιστροφή

λέγοντας δυνατά: «Δεν επιστρέφω μαζί της ούτε σε εκείνη». Όπως

ακριβώς, όταν κάτι αποτύγχανε, έσπαγε ή χανόταν, καθησύχαζα τον

εαυτό μου λέγοντας: «Στην κλίμακα της απώλειας, τούτο εδώ δεν είναι

τίποτε». Ο σολιψισμός της οδύνης είναι τέτοιος, που δεν πήγαινε καν

το μυαλό μου σε διαβαθμίσεις και διαφορές, ώσπου μια φίλη είπε ότι

ζήλευε τη θλίψη μου. Από πού κι ως πού; τη ρώτησα. «Γιατί άμα

πεθάνει ο Χ (ο άντρας της), για μένα τα πράγματα θα είναι πιο

περίπλοκα». Δεν επεκτάθηκε περισσότερο· ούτε χρειαζόταν. Κι εγώ

σκέφτηκα: ίσως εμένα τα πράγματα να μου είναι κατά κάποιο τρόπο

πιο εύκολα.

Την πρώτη φορά που βρέθηκα μακριά της για περισσότερο από μια

δυο μέρες –είχα πάει στα νότια της χώρας για να γράψω– ανακάλυψα

ότι πέρα (ή ίσως κάτω) από κάθε προβλέψιμο τρόπο μου έλειπε και

από ηθική άποψη. Αυτό μου προκάλεσε έκπληξη, μάλλον όμως δεν θα

έπρεπε. Μπορεί η αγάπη να μην οδηγεί εκεί όπου νομίζουμε ή

ελπίζουμε, αλλά ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα πρέπει να συνιστά

επιταγή σοβαρότητας και αλήθειας. Αν δεν είναι αυτό –αν δεν έχει

ηθική επίδραση– τότε η αγάπη δεν είναι παρά μια διογκωμένη μορφή

απόλαυσης. Ενώ το πένθος, το αντίθετο της αγάπης, δεν φαίνεται να

έχει ηθική διάσταση. Η συσπειρωμένη στάση άμυνας, την οποία μας

αναγκάζει να πάρουμε αν θέλουμε να επιβιώσουμε, μας κάνει

περισσότερο εγωιστές. Αυτός ο τόπος δεν βρίσκεται ψηλά, δεν έχει

καθαρό αέρα· εδώ δεν υπάρχει καμία θέα. Εδώ δεν μπορείς πια να

ακούσεις τον εαυτό σου να ζει.

Προηγουμένως, όταν διάβαζα νεκρολογίες, είχα τη συνήθεια να

συγκρίνω αφηρημένα τη δική μου ηλικία με την ηλικία του μακαρίτη·

τόσα χρόνια παραπάνω, σκεφτόμουν (ή τόσα λιγότερα). Τώρα διαβάζω

78/117

Page 79: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

τις νεκρολογίες και κοιτάω να δω πόσα χρόνια ήταν αυτό το άτομο

παντρεμένο. Ζηλεύω όσους είχαν περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι εγώ.

Σπανίως περνάει από το μυαλό μου ότι μπορεί με κάθε παραπάνω

χρόνο να ζούσαν και περισσότερη πλήξη ή σκλαβιά. Αυτοί οι γάμοι δεν

με αφορούν· εγώ θέλω να τους αποδίδω μόνο ευτυχισμένα χρόνια.

Υπολογίζω όμως και το μάκρος της χηρείας. Να εδώ, ας πούμε,

αναφέρεται ο Γιουτζίν Πόλι, 1915-2012, ο εφευρέτης του

τηλεχειριστήριου της τηλεόρασης. Στο τέλος της νεκρολογίας του,

γράφει: «Η σύζυγος του Πόλι, η Μπλανς, με την οποία ήταν

παντρεμένος επί τριάντα τέσσερα χρόνια, απεβίωσε το 1976». Και

σκέφτομαι: ήταν παντρεμένος περισσότερο καιρό απ’ ό,τι εγώ, και

πάλι έμεινε χήρος επί τριάντα έξι χρόνια. Τρεισήμισι δεκαετίες για να

απολαύσει τον πόνο;

Κάποιος που τον είχα συναντήσει μόλις δύο φορές στη ζωή μου, μου

έγραψε για να μου πει ότι λίγους μήνες νωρίτερα είχε «χάσει τη

γυναίκα του από καρκίνο» (άλλη μία έκφραση που με ενοχλεί·

συγκρίνετε τα «χάσαμε από ισχυρότερο αντίπαλο» ή «έχασε τη γυναίκα

του από μια βλακεία»). Ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, με διαβεβαίωσε

ότι επιβιώνει κανείς από το πένθος και μάλιστα βγαίνει «πιο δυνατός»

και από μια άποψη «καλύτερος» άνθρωπος. Οι απόψεις του μου

φάνηκαν εξωφρενικές και καυχησιάρικες (καθώς και πολύ βιαστικές).

Πώς είναι δυνατόν να είμαι καλύτερος άνθρωπος χωρίς αυτήν απ’ ό,τι

ήμουν μαζί της; Αργότερα σκέφτηκα: μα απηχεί απλώς τη φράση του

Νίτσε που έχει πει «ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό».

Συμβαίνει όμως να είμαι από αυτούς που θεωρούσαν από παλιά τούτο

το απόφθεγμα ιδιαίτερα παραπειστικό. Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα

που δεν μας σκοτώνουν αλλά μας κάνουν πιο αδύναμους για την

υπόλοιπη ζωή. Ρωτήστε όποιον έχει ασχοληθεί με θύματα βασανισμού.

Ρωτήστε ψυχολόγους που καταπιάνονται με υποθέσεις βιασμού και

79/117

Page 80: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

ενδοοικογενειακής βίας. Ρίξτε μια ματιά γύρω σας και θα δείτε πόσους

έχει σακατέψει ψυχολογικά η απλή καθημερινή ζωή.

Η θλίψη αναδιαρθρώνει τον χρόνο· τη διάρκεια, την υφή και τις

λειτουργίες του. Η μία μέρα δεν διαφέρει από την άλλη, οπότε ποιος ο

λόγος να ξεχωρίζουν και να έχουν διαφορετικές ονομασίες;

Αναδιαρθρώνει επίσης τον χώρο. Μπαίνεις σε μια πρωτόγνωρη

γεωγραφία αποτυπωμένη από μια καινούργια χαρτογραφία. Έχεις την

εντύπωση ότι προσανατολίζεσαι βασιζόμενος σε έναν από εκείνους

τους χάρτες του 17ου αιώνα, όπου παρουσιάζονται η Έρημος της

Απώλειας, η (ακύμαντη) Λίμνη της Αδιαφορίας, ο (αποξηραμένος)

Ποταμός της Απόγνωσης, το Έλος του Οικτιρμού και τα (υπόγεια)

Σπήλαια της Ανάμνησης.

Σε αυτή τη νέα γη δεν υπάρχει άλλη ιεράρχηση εκτός από την

ιεράρχηση του συναισθήματος και του πόνου. Ποιος έχει πέσει από

μεγαλύτερο ύψος και ποιου έχουν διαρραγεί περισσότερα όργανα στο

έδαφος. Μόνο που δεν είναι όλα τόσο ξεκάθαρα – τόσο ξεκάθαρα

θλιβερά. Η θλίψη εμπεριέχει κι ένα στοιχείο γελοιότητας. Χάνεις τη

συναίσθηση ότι η ύπαρξή σου είναι ορθολογική ή αιτιολογημένη.

Αισθάνεσαι παράταιρος, σαν μία από εκείνες τις κούκλες που έντυσε ο

Ναντάρ και τις φωτογράφισε στις κατακόμβες περιτριγυρισμένες από

τα κρανία. Ή σαν εκείνο τον βόα σφιγκτήρα που απέκτησε τη

συνήθεια να καταπίνει τα μαξιλάρια του καναπέ και χρειάστηκε να

θανατωθεί.

Κοιτώ το μπρελόκ των κλειδιών μου (που κάποτε ήταν δικό

της)· περιέχει μόνο δύο κλειδιά: ένα της εξώπορτας του σπιτιού κι ένα

της πίσω καγκελόπορτας του κοιμητηρίου. Αυτή είναι η ζωή μου, λέω.

Παρατηρώ κάποιες παράδοξες συνέχειες: κάποτε της έβαζα λάδι στην

πλάτη, γιατί η επιδερμίδα της ξεραινόταν εύκολα· τώρα, αλείφω με

λάδι το δρύινο σήμα του μνήματός της, που σκάει. Αυτό όμως που

80/117

Page 81: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

φαίνεται πως χάθηκε είναι μια κάποια εντύπωση επαναλαμβανόμενου

μοτίβου στα πράγματα. Ο Φρεντ Μπάρναμπι είχε πέσει στην αρχή της

ζωής του από ύψος έξι μέτρων από ένα όργανο γυμναστικής και είχε

σπάσει το πόδι του. Προς το τέλος της δικής της ζωής, η Σάρα

Μπερνάρ, παίζοντας την Τόσκα, είχε πηδήξει από τις επάλξεις του

Καστέλου Σαντ’ Άντζελο, για να ανακαλύψει ότι οι μηχανικοί σκηνής

είχαν ξεχάσει να τοποθετήσουν από κάτω τα στρώματα που θα

ανέκοπταν την πτώση της, με αποτέλεσμα να σπάσει το πόδι της. Το

ίδιο είχε πάθει και ο Ναντάρ, όταν συνετρίβη στο έδαφος ο Γίγας. Η

γυναίκα μου είχε επίσης σπάσει το πόδι της στα σκαλιά της εισόδου

του σπιτιού μας. Σκέφτεσαι επομένως ότι μπορεί κι εδώ να υπάρχει

ένα μοτίβο, ενώ προηγουμένως σου φαινόταν σαν μια παράξενη αλλά

ασήμαντη σύμπτωση, ότι πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα ύψους, από

πόσο ψηλά πέφτει ο καθένας μας στη ζωή του. Ίσως η θλίψη, που

καταστρέφει κάθε μοτίβο, καταστρέφει κάτι ακόμα περισσότερο: την

πεποίθηση ότι υπάρχουν μοτίβα. Μου φαίνεται όμως ότι δεν

μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς αυτή την πεποίθηση. Άρα, καθένας

από εμάς πρέπει να προσποιείται ότι βρίσκει ή αναστυλώνει κάποιο

μοτίβο. Οι συγγραφείς εμπιστεύονται τα μοτίβα που φτιάχνουν οι

λέξεις τους, τα οποία, όπως ελπίζουν και πιστεύουν, συνιστούν ιδέες,

ιστορίες και αλήθειες. Αυτή είναι πάντοτε η λύτρωσή τους, είτε

πενθούν είτε όχι.

Πρώτος το είπε ο Νίτσε, μετά ο Ναντάρ: ο Θεός είναι νεκρός, δεν μας

βλέπει πια. Πρέπει επομένως εμείς να παρατηρούμε τους εαυτούς μας.

Και ο Ναντάρ μας έδωσε την απόσταση, το ύψος, για να το κάνουμε

αυτό. Μας έδωσε την απόσταση του Θεού, τη θέαση που είχε ο Θεός.

Όλο αυτό τελείωσε (για την ώρα) με την ανατολή της Γης κι εκείνες τις

φωτογραφίες που πάρθηκαν από την τροχιά της Σελήνης, στις οποίες ο

πλανήτης μας φαίνεται πάνω κάτω όπως θα φαινόταν κάθε άλλος

81/117

Page 82: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

πλανήτης (όχι για τους αστρονόμους): σιωπηλός, περιστρεφόμενος,

όμορφος, άψυχος και ασήμαντος. Μπορεί έτσι να μας έβλεπε και ο

Θεός, και γι’ αυτό τον λόγο να αποσύρθηκε. Δεν πιστεύω, φυσικά,

στην απόσυρση του Θεού, αλλά μια ιστορία αυτού του είδους συνιστά

ένα καλό επαναλαμβανόμενο μοτίβο.

Όταν σκοτώσαμε –ή εξορίσαμε– τον Θεό, σκοτώσαμε και τον εαυτό

μας. Άραγε το αντιληφθήκαμε πλήρως τότε; Απουσία Θεού σημαίνει

τέρμα η ζωή μετά θάνατον, τέρμα κι εμείς οι ίδιοι. Καλά κάναμε,

ασφαλώς, και σκοτώσαμε αυτό τον τόσο μακροχρόνιο φανταστικό φίλο

μας. Έτσι κι αλλιώς δεν θα είχαμε ζωή μετά θάνατον. Πριονίσαμε

ωστόσο το κλαδί στο οποίο καθόμασταν. Και η θέα από εκεί, από

εκείνο το ύψος –ακόμα κι αν επρόκειτο μόνο για ψευδαίσθηση– δεν

ήταν δα και τόσο άσχημη.

Χάσαμε, λοιπόν, το ύψος του Θεού και κερδίσαμε το ύψος του

Ναντάρ· χάσαμε όμως και το βάθος. Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια,

μπορούσαμε να κατεβούμε στον Κάτω Κόσμο, όπου εξακολουθούσαν

να ζουν οι νεκροί. Τώρα πια έχουμε χάσει αυτή τη μεταφορά και το

μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κατεβαίνουμε στα έγκατα της

γης κυριολεκτικά: εξερευνώντας σπήλαια, εξορύσσοντας ορυκτά και

πάει λέγοντας. Τη θέση του Κάτω Κόσμου πήρε ο Υπόγειος. Κάποιοι

από εμάς θα κατέβουν στο τέλος μες στη γη· όχι πολύ βαθιά, μόνο δυο

μέτρα. Μόνο που η κλίμακα του βάθους έχει χαθεί τη στιγμή που

στέκεσαι εκεί και ρίχνεις λουλούδια πάνω στο καπάκι ενός φέρετρου,

του οποίου η μπρούτζινη πινακίδα με το όνομα σου κλείνει το μάτι.

Τότε τα δύο αυτά μέτρα φαίνονται και σου δημιουργούν την εντύπωση

ότι είναι πολύ βαθιά.

82/117

Page 83: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Μερικοί άνθρωποι, λες και θέλουν να αποφύγουν αυτό το βάθος και να

κερδίσουν λίγο ύψος, στέλνουν τις στάχτες τους ψηλά στον ουρανό με

πύραυλο – πιο κοντά στα ουράνια δεν γίνεται να φτάσει κανείς. Η

Σάρα Μπερνάρ και οι συνταξιδιώτες της άδειασαν κεφάτοι το έρμα

πάνω στα στραμμένα ψηλά κεφάλια των έκπληκτων θεατών που τους

κοιτούσαν από το έδαφος – σε άγγλους τουρίστες και σε μια γαμήλια

σύναξη Γάλλων. Ίσως κάποιος που κοιτούσε ψηλά έναν πύραυλο που

εμφανίστηκε αιφνίδια, να έχει ήδη δεχτεί καταπρόσωπο μια χούφτα

ανθρώπινης στάχτης, που είχε πριν από λίγο βγει από το κρεματόριο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο μέλλον οι πλούσιοι και διάσημοι θα

στέλνουν τη στάχτη τους σε τροχιά γύρω από τη Γη ή τη Σελήνη.

Μετά υπάρχει και το θέμα της οδύνης έναντι του πένθους. Μπορεί

κανείς να αποπειραθεί να τα διαχωρίσει, λέγοντας ότι η οδύνη είναι

μια κατάσταση, ενώ το πένθος μια διαδικασία· είναι, ωστόσο,

αναπόφευκτο το ένα να επικαλύπτει το άλλο. Αποδυναμώνεται άραγε

η κατάσταση; Εξελίσσεται η διαδικασία; Πώς μπορεί να το ξέρει αυτό

κανείς; Ίσως είναι ευκολότερο να τα σκεφτεί με μεταφορικό τρόπο. Η

οδύνη είναι κάθετη –και προκαλεί ίλιγγο–, ενώ το πένθος είναι

οριζόντιο. Η οδύνη σου σφίγγει το στομάχι, σου κόβει την ανάσα και

διακόπτει την αιμάτωση του εγκεφάλου· το πένθος σε σπρώχνει

πνέοντας προς μια νέα κατεύθυνση. Καθώς όμως είσαι τώρα μέσα στο

σύννεφο που σε περιβάλλει, δεν είναι δυνατόν να καταλάβεις αν έχεις

μείνει ακίνητος ή βρίσκεσαι σε απατηλή κίνηση. Δεν έχεις στη

διάθεσή σου αυτή τη μικρή χρήσιμη εφεύρεση, που αποτελείται από

ένα μικροσκοπικό χάρτινο αλεξίπτωτο δεμένο στην άκρη μεταξωτού

σκοινιού δεκαπέντε μέτρων. Το μόνο που ξέρεις είναι ότι έχεις

ελάχιστη δύναμη να επηρεάσεις τα πράγματα. Είσαι ένας πρωτόπειρος

αεροναύτης, ολομόναχος κάτω από το μπαλόνι με το αέριο,

εφοδιασμένος με μερικά κιλά έρμα, και σου έχουν πει ότι αυτό το

83/117

Page 84: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

μαραφέτι που κρατάς στο χέρι και το βλέπεις για πρώτη φορά είναι το

σκοινί της βαλβίδας.

Τον πρώτο καιρό, λόγω της συνήθειας, της αγάπης και της ανάγκης να

υπάρχει κάποιο μοτίβο, εξακολουθείς να κάνεις ό,τι συνήθιζες να

κάνεις και μαζί της. Σύντομα όμως αντιλαμβάνεσαι την παγίδα στην

οποία έχεις πέσει: έχεις εγκλωβιστεί ανάμεσα στο να επαναλαμβάνεις

όσα έκανες μαζί της, χωρίς όμως εκείνη να είναι τώρα παρούσα, κι

έτσι να σου λείπει, και στο να κάνεις καινούργια πράγματα, πράγματα

που δεν είχες κάνει ποτέ μαζί της, κι έτσι να σου λείπει πάλι αλλά με

διαφορετικό τρόπο. Αισθάνεσαι οξύτατα την απώλεια του κοινού

λεξιλογίου, των μεταφορικών σχημάτων, των πειραγμάτων, των

συντομεύσεων, των ιδιωτικών αστείων, των χαζολογημάτων, των

ψεύτικων επιπλήξεων και των ερωτικών υποσημειώσεων, όλων αυτών

των άδηλων αναφορών που είναι πολύτιμες για τη μνήμη, αλλά άνευ

αξίας αν εξηγηθούν σε κάποιον αμέτοχο τρίτο.

Όλα τα ζευγάρια, ακόμα και τα πιο μποέμικα, φτιάχνουν

μοτίβα στην κοινή ζωή τους και αυτά τα μοτίβα έχουν ετήσιο κύκλο

επανάληψης. Έτσι, το έτος Ένα μετά θάνατον είναι σαν το αρνητικό

της εικόνας του έτους που είχες συνηθίσει. Αντί να είναι διάστικτο

από γεγονότα, τώρα είναι διάστικτο από την απουσία γεγονότων. Τα

Χριστούγεννα, τα γενέθλιά σου, τα γενέθλιά της, η επέτειος της μέρας

που γνωριστήκατε, η επέτειος γάμου. Αυτά επικαλύπτονται από άλλες

επετείους: της μέρας που ενέσκηψε ο φόβος, της πρώτης φοράς που

έπεσε, της μέρας που μπήκε στο νοσοκομείο, της μέρας που βγήκε

από το νοσοκομείο, της μέρας που πέθανε και της μέρας που έγινε η

ταφή της.

Νομίζεις ότι το έτος Δύο δεν μπορεί να είναι χειρότερο απ’

ό,τι το έτος Ένα και φαντάζεσαι ότι είσαι προετοιμασμένος γι’ αυτό.

Νομίζεις ότι έχεις γνωρίσει κάθε διαφορετική μορφή πόνου που θα

84/117

Page 85: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

χρειαστεί να υπομείνεις και ότι μετά από αυτό θα υπάρξει μόνο

επανάληψη. Από πού και ως πού όμως επανάληψη σημαίνει και

λιγότερος πόνος; Οι πρώτες αυτές επαναλήψεις σε καλούν να

αναλογιστείς όλες τις επαναλήψεις που πρόκειται να ακολουθήσουν

στα επόμενα χρόνια. Η θλίψη είναι η αρνητική εικόνα της αγάπης· κι

αν με την πάροδο των ετών μπορεί να υπάρξει συσσώρευση αγάπης,

τότε γιατί να μην υπάρχει και συσσώρευση θλίψης;

Άσε που υπάρχουν πάντοτε οι πρωτόφαντοι μια κι έξω πόνοι,

που σε βρίσκουν εντελώς απροετοίμαστο και απέναντι στους οποίους

είσαι απροστάτευτος. Όπως, φερειπείν, όταν κάθεσαι σε ένα τραπέζι

με την εφτάχρονη δευτερανιψιά σου κι εκείνη διασκεδάζει την

ομήγυρη με το καινούργιο της παιχνίδι, που λέγεται «Όποιος διαφέρει

αποκλείεται». Ο τάδε αποκλείεται γιατί διαφέρει λόγω των γαλάζιων

ματιών του ή ματιών της, του καφέ σακακιού του, του χρυσόψαρου

που έχει και πάει λέγοντας. Και ξαφνικά, ακούγεται από το πουθενά,

εκτός από την παιδική λογική: «Ο Τζούλιαν αποκλείεται, γιατί είναι ο

μόνος που έχει πεθάνει η γυναίκα του».

Μου πήρε λίγο χρόνο, αλλά θυμάμαι τη στιγμή ή μάλλον το αιφνίδιο

επιχείρημα που μου ήρθε στον νου κι έκανε την αυτοκτονία μου

λιγότερο πιθανή. Συνειδητοποίησα ότι στον βαθμό που παρέμενε

ακόμη ζωντανή, αυτό συνέβαινε στη μνήμη μου. Ασφαλώς και είχε

μείνει έντονα αποτυπωμένη και στον νου άλλων ανθρώπων, εγώ όμως

ήμουν αυτός που κατεξοχήν τη θυμόταν. Αν υπήρχε κάπου, αυτό ήταν

μέσα μου, εσωτερικευμένη. Ήταν φυσιολογικό. Εξίσου φυσιολογικό

–και ακαταμάχητο– ήταν επομένως και το ότι δεν μπορούσα να

σκοτωθώ, γιατί έτσι θα σκότωνα κι εκείνη. Καθώς το νερό της

μπανιέρας θα κοκκίνιζε και οι ολόλαμπρες αναμνήσεις που είχα από

εκείνη θα έσβηναν, θα πέθαινε για δεύτερη φορά. Τελικά (ή

τουλάχιστον προς το παρόν) το ζήτημα απαντήθηκε έτσι απλά. Το ίδιο

85/117

Page 86: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

συνέβη και με το ευρύτερο, αλλά πάντως συναφές ερώτημα: Πώς θα

ζήσω από εδώ κι εμπρός; Πρέπει να ζήσω όπως θα ήθελε εκείνη να

ζήσω.

Όταν πέρασαν μερικοί μήνες, άρχισα να αποτολμώ κάποιες εξόδους σε

δημόσιους χώρους, να πηγαίνω σε ένα θέατρο, ένα κονσέρτο ή μια

όπερα. Ανακάλυψα όμως ότι είχε αναπτυχθεί μέσα μου ο τρόμος του

φουαγέ. Δεν εννοώ του χώρου καθαυτόν, αλλά του περιεχομένου του:

των κεφάτων φυσιολογικών ανθρώπων, που περίμεναν πώς και πώς να

διασκεδάσουν. Δεν μπορούσα να αντέξω τον θόρυβο και το θέαμα της

ατάραχης ομαλότητας· για μένα δεν ήταν παρά περισσότεροι επιβάτες

κατάμεστων λεωφορείων που αδιαφορούσαν για τον θάνατο της

γυναίκας μου. Αναγκάζονταν, λοιπόν, οι φίλοι να με περιμένουν έξω

από το θέατρο, για να με οδηγήσουν στη θέση μου. Όταν καθόμουν

εκεί ένιωθα ασφαλής· κι ακόμα περισσότερο μόλις έσβηναν τα φώτα.

Η πρώτη θεατρική παράσταση στην οποία με πήγαν ήταν ο Οιδίπους και

η πρώτη όπερα, η Ηλέκτρα του Στράους. Την ώρα όμως που

παρακολουθούσα αυτές τις σκληρότατες τραγωδίες, στις οποίες οι θεοί

τιμωρούν με αβάσταχτο τρόπο την ανθρώπινη ύβρη, δεν αισθανόμουν

να μεταφέρομαι σε έναν πολύ μακρινό αρχαίο πολιτισμό, όπου

βασίλευαν ο τρόμος και ο οίκτος. Ένιωθα, αντίθετα, ότι ο Οιδίπους και

η Ηλέκτρα έρχονταν σ’ εμένα, στη δική μου χώρα, στην πρωτόγνωρη

γεωγραφία όπου κατοικούσα τώρα. Έτσι, εντελώς αναπάντεχα,

ερωτεύτηκα την όπερα. Σε όλη μου τη ζωή, τη θεωρούσα μία από τις

λιγότερο κατανοητές μορφές τέχνης. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς

συνέβαινε (όσο κι αν διάβαζα φιλότιμα την περίληψη της πλοκής).

Ήμουν προκατειλημμένος εναντίον αυτών των κυρίων που κάνουν

πικνίκ φορώντας βραδινό σακάκι και κατά τα φαινόμενα μονοπωλούν

το είδος, μα πάνω απ’ όλα, δεν μπορούσα να πραγματοποιήσω την

86/117

Page 87: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

αναγκαία φαντασιακή μετάβαση. Οι όπερες μου φαίνονταν σαν

εντελώς απίθανα και κακά δομημένα θεατρικά έργα, όπου οι ήρωες

ουρλιάζουν ταυτόχρονα ο ένας μες στη μούρη του άλλου. Το πρώτο

πρόβλημά μου, αυτό της κατανόησης, λύθηκε με την εισαγωγή των

υπότιτλων. Τώρα που βρισκόμουν βυθισμένος στο σκοτάδι της

αίθουσας και στο σκοτάδι της οδύνης, η απιθανότητα αυτής της

μορφής τέχνης εξαφανίστηκε ξαφνικά και μου φαινόταν εντελώς

φυσικό να στέκονται οι άνθρωποι επί σκηνής και να τραγουδούν ο

ένας στον άλλο, γιατί το τραγούδι ήταν πιο αρχέγονη μορφή

επικοινωνίας απ’ ό,τι ο προφορικός λόγος – τόσο υψηλότερη όσο και

βαθύτερη. Στον Δον Κάρλο του Βέρντι, ο ήρωας δεν έχει προλάβει να

συναντήσει τη γαλλίδα πριγκίπισσά του στο δάσος του Φοντενεμπλό,

όταν πέφτει στα γόνατα και τραγουδά: «Με λένε Κάρλο και είμαι

ερωτευμένος μαζί σου». Ναι, σκέφτηκα, έτσι είναι το σωστό, έτσι

είναι και πρέπει να είναι η ζωή, ας επικεντρωθούμε στα ουσιαστικά

ζητήματα. Η όπερα διαθέτει ασφαλώς πλοκή –κι εγώ αντιμετώπιζα

ήδη με προσδοκία όλες εκείνες τις άγνωστες ιστορίες που επρόκειτο

να ανακαλύψω–, ωστόσο η βασική λειτουργία της είναι να φέρει όσο

πιο γρήγορα γίνεται τους ήρωες στο σημείο εκείνο που να μπορούν να

τραγουδήσουν για τα βαθύτερα συναισθήματά τους. Η όπερα πάει

κατευθείαν στο ψαχνό – όπως ο θάνατος. Τώρα λοιπόν, η ευχάριστη

αδιαφορία με την οποία παρακολουθούσα τον αγώνα της Μίντλεσμπρο

εναντίον της Σλόβαν Μπρατισλάβας συνυπήρχε με τη δίψα για μια

τέχνη όπου το σφοδρό καταλυτικό αλλόφρον και καταστροφικό

συναίσθημα αποτελούσε τον κανόνα, μια τέχνη η οποία επιδιώκει με

πιο προφανή τρόπο απ’ ό,τι οι άλλες να σου σπαράξει την ψυχή. Αυτός

ήταν ο δικός μου νεόκοπος κοινωνικός ρεαλισμός.

Πήγα σε ένα σινεμά του Λονδίνου, για να παρακολουθήσω σε

απευθείας αναμετάδοση από τη Νέα Υόρκη την όπερα του Γκλουκ

87/117

Page 88: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Ορφέας και Ευρυδίκη. Προηγουμένως είχα προετοιμαστεί κατάλληλα,

ακούγοντας όλο το έργο με το λιμπρέτο ανά χείρας. Και σκέφτηκα:

αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Η γυναίκα κάποιου πεθαίνει, αλλά ο

θρήνος του συγκινεί σε τέτοιο βαθμό τους θεούς, ώστε του επιτρέπουν

να κατεβεί στον Άδη, να τη βρει και να τη φέρει πίσω. Του βάζουν

όμως έναν όρο: δεν πρέπει να την κοιτάξει καταπρόσωπο μέχρι να

επιστρέψουν πάνω στη γη, αλλιώς θα τη χάσει για πάντα. Οπότε, ενώ

την οδηγεί έξω από τον Άδη, εκείνη τον πείθει να στραφεί και να την

κοιτάξει· οπότε εκείνη πεθαίνει· οπότε εκείνος τη θρηνεί εκ νέου,

ακόμα πιο γοερά και τραβάει το σπαθί του για να αυτοκτονήσει· οπότε

η θεά του έρωτα, αφοπλισμένη από αυτή την επίδειξη λατρείας προς

τη σύζυγο, επαναφέρει την Ευρυδίκη στη ζωή. Ελάτε τώρα! Μα την

αλήθεια δηλαδή. Δεν μου έφταιγε η παρουσία ή οι ενέργειες των θεών –

αυτές μπορούσα εύκολα να τις δεχτώ· εκείνο που μου έφταιγε ήταν το

γεγονός ότι κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα στρεφόταν να κοιτάξει

την Ευρυδίκη, γνωρίζοντας ποιες θα ήταν οι συνέπειες. Και σαν να

μην έφτανε αυτό, τον ρόλο του Ορφέα, που αρχικά τραγουδούσε ένας

καστράτος ή κόντρα τενόρος, θα αναλάμβανε να παίξει σε τούτη την

παραγωγή μια ογκώδης κοντράλτο. Ωστόσο, είχα υποτιμήσει

υπερβολικά τον Ορφέα, αυτή την όπερα που στοχεύει αψεγάδιαστα τον

άνθρωπο που πενθεί· μέσα σε εκείνο το σινεμά, η θαυμαστή

εξαπάτηση της τέχνης λειτούργησε ξανά. Μα φυσικά και θα στρεφόταν

ο Ορφέας να κοιτάξει την εκλιπαρούσα Ευρυδίκη – πώς ήταν δυνατόν

να μην το κάνει; Γιατί, ενώ δεν θα το έκανε «κανένας λογικός

άνθρωπος», αυτός έχει χάσει τα λογικά του από τον έρωτα, την οδύνη

και την ελπίδα. Χάνεις, λοιπόν, τον κόσμο ολόκληρο για μια ματιά;

Ασφαλώς και τον χάνεις. Γι’ αυτό υπάρχει άλλωστε ο κόσμος· για να

τον χάνεις κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες. Πώς θα μπορούσε

οποιοσδήποτε να τηρήσει την υπόσχεσή του, ακούγοντας πίσω από την

πλάτη του τη φωνή της Ευρυδίκης;

88/117

Page 89: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Οι θεοί επιβάλλουν στον Ορφέα όρους και προϋποθέσεις όταν

κατεβαίνει στον Άδη κι αυτός είναι υποχρεωμένος να συμφωνήσει. Ο

θάνατος φέρνει συχνά στην επιφάνεια τον διαπραγματευτή που

κρύβουμε μέσα μας. Πόσες φορές δεν έχετε διαβάσει σε βιβλία ή δει

σε ταινίες ή ακούσει να αφηγούνται γενικά στη ζωή ότι κάποιος

υποσχέθηκε στον Θεό –ή σε όποιον μπορεί να βρίσκεται εκεί πάνω–

πως θα κάνει το ένα ή το άλλο αν Εκείνος τον αφήσει να ζήσει ή αν

αφήσει να ζήσει ο άνθρωπος που αγαπάει ή και οι δύο; Όταν ήρθε η

δική μου σειρά –εκείνες τις γεμάτες δέος τριάντα εφτά μέρες– δεν

μπήκα ούτε στιγμή στον πειρασμό να παζαρέψω, γιατί στο δικό μου

σύμπαν δεν υπήρχε ούτε υπάρχει κάποιος με τον οποίο να

διαπραγματευτώ. Θα θυσίαζα άραγε όσα βιβλία έχω γράψει

προκειμένου να σωθεί η ζωή της; Θα θυσίαζα τη ζωή μου με

αντάλλαγμα τη δική της; Είναι πανεύκολο να πω ναι· τέτοιου είδους

ερωτήσεις είναι ρητορικές, υποθετικές, οπερετικές. «Γιατί;» ρωτάει το

μικρό παιδί, «γιατί;» Και ο ανένδοτος γονιός απαντά: «Γιατί έτσι». Έτσι

κι εγώ, την ώρα που κατευθυνόμουν προς εκείνη τη σιδηροδρομική

γέφυρα, επαναλάμβανα πεισματικά: «Το σύμπαν κάνει απλώς τη

δουλειά του». Το έλεγα για να αποφύγω να με παραπλανήσουν

φρούδες ελπίδες και άνευ ουσίας αντιπερισπασμοί.

Είπα σε έναν από τους λίγους χριστιανούς γνωστούς μου ότι ήταν

σοβαρά άρρωστη. Μου απάντησε ότι θα προσεύχεται για εκείνη. Τότε

δεν έφερα αντίρρηση, αλλά εντυπωσιακά σύντομα άκουσα τον εαυτό

μου να τον πληροφορεί, όχι χωρίς πικρία, ότι ο θεός του δεν φάνηκε

τελικά να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός. «Σκέφτηκες ποτέ ότι θα

μπορούσε να είχε υποφέρει περισσότερο;» μου απάντησε. Α μάλιστα,

σκέφτηκα, ώστε αυτό είναι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν ο

χλωμός νέος από τη Γαλιλαία και ο πατέρας του.

89/117

Page 90: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Εντωμεταξύ, εκείνη η γέφυρα κάτω από την οποία διάβαινα είχε

αρχίσει να αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από μια γέφυρα. Είχε

κατασκευαστεί για να περνάει το Γιούροσταρ κατευθυνόμενο στον

καινούργιο τερματικό σταθμό του στον Σεντ Πάνκρας του Λονδίνου. Η

αλλαγή από τον σταθμό του Γουότερλου μας εξυπηρετούσε καλύτερα,

κι έτσι φανταζόμουν συχνά τους δυο μας να το παίρνουμε και να

πηγαίνουμε στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες και ακόμα πιο πέρα. Για τον

ένα ή τον άλλο λόγο όμως δεν τα καταφέραμε, και τώρα αυτό δεν

πρόκειται να γίνει ποτέ. Έτσι, τούτη η άκακη γέφυρα κατέληξε να

συμβολίζει εν μέρει το χαμένο μέλλον μας και όλες τις εξάρσεις, τα

κομμάτια και τις παρεκβάσεις της ζωής, που τώρα πια δεν επρόκειτο

να μοιραστούμε ποτέ, όπως επίσης πράγματα του παρελθόντος που

δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν: υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν,

απροσεξίες και κακίες, περιπτώσεις που αποδείχθηκες λίγος. Έφτασα

στο σημείο να μισώ και να φοβάμαι αυτή τη γέφυρα, χωρίς όμως ποτέ

να αλλάξω δρομολόγιο.

Περίπου ένα χρόνο αργότερα, παρακολούθησα ξανά τον Ορφέα, τούτη

τη φορά όμως σε ζωντανή παράσταση με σύγχρονα κοστούμια. Το

ανέβασμα αρχίζει με ασυνήθιστο τρόπο, παρουσιάζοντας τον θάνατο

της Ευρυδίκης. Γίνεται κάποιο κοκτέιλ πάρτι· οι πάντες διασκεδάζουν·

εμείς συμπεραίνουμε ότι εκείνη είναι η γυναίκα με τη μακριά κόκκινη

τουαλέτα, που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ξαφνικά

καταρρέει στο πάτωμα. Οι καλεσμένοι μαζεύονται γύρω της. Ο

Ορφέας γονατίζει και της παραστέκεται, εκείνη όμως βουλιάζει

μοιραία και χάνεται, πέφτοντας αργά μέσα σε μια καταπακτή που έχει

ανοίξει στο σανιδένιο δάπεδο της σκηνής. Εκείνος γραπώνεται πάνω

της προσπαθώντας να την κρατήσει στην επιφάνεια, αλλά του

ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια, όπως ξεγλιστρά και μέσα από το φόρεμά

90/117

Page 91: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

της αφήνοντάς τον μόνο πάνω στη σκηνή να σφίγγει στην αγκαλιά του

ένα ρούχο αδειανό.

Η μαγική λειτουργία της όπερας φέρνει αποτέλεσμα ακόμα

και με τα σύγχρονα κουστούμια. Εμείς όμως που τα φοράμε κανονικά

δεν μπορούμε να είμαστε ο Ορφέας και η Ευρυδίκη. Έχουμε χάσει τις

παλιές μεταφορές και πρέπει να βρούμε καινούργιες. Δεν μπορούμε

να κατεβούμε στον Κάτω Κόσμο, όπως έκανε εκείνος. Πρέπει

επομένως να ανακαλύψουμε ένα διαφορετικό τρόπο για να πάμε κάτω,

έναν άλλο τρόπο για να τη φέρουμε πίσω. Μπορούμε όμως ακόμη να

κατεβαίνουμε στον Κάτω Κόσμο στα όνειρά μας, όπως μπορούμε και

με τη μνήμη.

Στην αρχή –πράγμα απίθανο (μήπως όμως υπάρχει κάτι πιθανό σε όλη

αυτή την υπόθεση;)– τα όνειρα είναι πιο αξιόπιστα, πιο ασφαλή απ’

ό,τι η μνήμη. Όταν εκείνη έρχεται στα όνειρά μου, η μορφή και οι

κινήσεις της θυμίζουν πάρα πολύ τον τρόπο που ήταν στην

πραγματικότητα. Ξέρω πάντοτε ότι πρόκειται γι’ αυτή, γιατί είναι

ήρεμη, κεφάτη, χαρούμενη και σέξι, με αποτέλεσμα να είμαι έτσι κι

εγώ. Συνήθως, στο όνειρο εμφανίζεται γρήγορα το ίδιο μοτίβο:

είμαστε μαζί, εκείνη είναι ολοφάνερο πως είναι καλά στην υγεία της,

οπότε σκέφτομαι –ή μάλλον, επειδή πρόκειται για όνειρο, ξέρω– ότι

είτε είχε γίνει λάθος διάγνωση είτε γιατρεύτηκε με κάποιο

θαυματουργό τρόπο ή (τουλάχιστον) ότι ο θάνατος αναβλήθηκε για

κάμποσα χρόνια και μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε μαζί. Αυτή η

ψευδαίσθηση διαρκεί λίγη ώρα· μετά όμως σκέφτομαι –ή μάλλον,

επειδή πρόκειται για όνειρο, ξέρω– ότι πρέπει να ονειρεύομαι, γιατί

στην πραγματικότητα είναι νεκρή. Ξυπνάω ευτυχισμένος που έχω

ζήσει την ψευδαίσθηση και συνάμα αποκαρδιωμένος με τον τρόπο που

η αλήθεια τής έδωσε τέλος. Έτσι δεν προσπαθώ ποτέ να ξαναδώ αυτό

το όνειρο.

91/117

Page 92: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Κάποιες νύχτες, αφού σβήσω το φως, της θυμίζω ότι έχει

καιρό να εμφανιστεί στον ύπνο μου, και συχνά εκείνη ανταποκρίνεται

ερχόμενη σ’ εμένα (ή μάλλον η προηγούμενη διατύπωση πρέπει να

τεθεί εντός εισαγωγικών – δεν πίστεψα ποτέ ότι όλο αυτό είναι κάτι

περισσότερο από δημιούργημα του δικού μου μυαλού). Μερικές φορές

φιλιόμαστε σε αυτά τα όνειρα· στο σενάριο επικρατεί πάντοτε μια

γελαστή ελαφρότητα. Δεν με μέμφεται ποτέ, δεν με επιπλήττει, ούτε

με κάνει να αισθανθώ ένοχος ή αμελής (αν και, αφού θεωρώ ότι αυτά

τα όνειρα είναι δικό μου δημιούργημα, οφείλω επίσης να θεωρήσω ότι

με βολεύουν και ότι είναι μέχρι και αυτάρεσκα). Ίσως τα όνειρα να

είναι αυτά που είναι, επειδή στον πραγματικό βιωμένο χρόνο υπάρχει

πολλή μεταμέλεια και πολλές αυτοκατηγορίες. Δεν παύουν όμως να

είναι πάντοτε πηγή παρηγοριάς.

Πόσω μάλλον αφού, όποτε επιδιώκω να κατεβώ στον Κάτω Κόσμο με

τη μνήμη, αποτυγχάνω. Για πολύ καιρό δεν μπορώ να θυμηθώ

γεγονότα πιο παλιά από την αρχή του έτους στη διάρκεια του οποίου

πέθανε. Τα μόνα περιστατικά που μου έρχονται στον νου είναι από τον

Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο: τρεις εβδομάδες στη Χιλή και στην

Αργεντινή, και η μέρα των εξηκοστών δεύτερων γενεθλίων μου που

περάσαμε σε ένα ορεινό δάσος με τα δέντρα του γεμάτα κρυμμένες

μαϊμούδες και πηδηχτούς τρυποκάρυδους του Μαγγελάνου. Έπειτα, η

επιστροφή στη συνηθισμένη καθημερινότητα μέχρι εκείνη την

εκδρομή στη Σικελία για πεζοπορία και μερικές από τις τελευταίες

κοινές αναμνήσεις μας: τα γιγαντιαία μάραθα και μια λοφοπλαγιά με

αγριολούλουδα, ένας πίνακας του Αντονέλο ντα Μεσίνα και ένας

βαλσαμωμένος ακανθόχοιρος, μια κωμόπολη ψαράδων γεμάτη από το

πουτ-πουτ που έκαναν οι μηχανές όσων συμμετείχαν στο Παγκόσμιο

Εορταστικό Τριήμερο της Βέσπας. Μετά όμως, στον γυρισμό μας,

ακολούθησαν η ανησυχία, ο αυξανόμενος φόβος και η αιφνίδια

92/117

Page 93: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

κατάρρευση. Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια την κατάπτωσή της, τις

μέρες στο νοσοκομείο, την επιστροφή της στο σπίτι, τον θάνατο και

την ταφή. Δεν μπορώ όμως να πάω πιο πίσω από εκείνο τον

Ιανουάριο· η μνήμη μου μοιάζει να έχει καεί. Ένας συνάδελφός της,

που έχει χηρέψει, με διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται για κάτι

ασυνήθιστο και ότι οι αναμνήσεις μου θα επανέλθουν, εγώ όμως

παραμένω δύσπιστος, καθώς μου έχουν απομείνει ελάχιστες

βεβαιότητες στη ζωή και τίποτε δεν υπακούει σε κάποιο

επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Γιατί να συμβεί οτιδήποτε, όταν έχουν

ήδη συμβεί τα πάντα; Έτσι έχω την εντύπωση ότι ξεγλιστράει μακριά

μου για δεύτερη φορά: πρώτα χάθηκε από το παρόν μου και τώρα

χάνεται από το παρελθόν. Η μνήμη –το φωτογραφικό αρχείο του

μυαλού– ξεθωριάζει.

Γι’ αυτό σε θίγουν περισσότερο όσοι μένουν σιωπηλοί. Δεν

καταλαβαίνουν (μα πώς θα μπορούσαν άραγε;) ότι τώρα έχουν ένα

καινούργιο ρόλο να παίξουν στη ζωή σου. Τώρα χρειάζεσαι τους

φίλους σου όχι μόνο σαν φίλους αλλά και σαν συνεργάτες. Ο βασικός

αυτόπτης μάρτυρας αυτού που υπήρξε η ζωή σου έχει σωπάσει και οι

αναδρομικές αμφιβολίες είναι αναπόφευκτες. Έτσι τους έχεις ανάγκη

για να σου πουν –όσο φευγαλέα και δίχως πρόθεση κι αν το κάνουν–

ότι αυτό που ήσουν κάποτε (αυτό που ήσασταν οι δυο σας) το έχουν

δει. Όχι απλώς ότι το ξέρουν από μέσα, αλλά ότι το έχουν δει απέξω·

ότι έχουν υπάρξει μάρτυρες, έχουν συμπράξει και το θυμούνται με μια

ακρίβεια για την οποία εσύ είσαι για την ώρα ανίκανος.

Θυμάμαι, ωστόσο, με μεγάλη ευκρίνεια τα τελευταία πράγματα. Το

τελευταίο βιβλίο που διάβασε. Το τελευταίο θεατρικό έργο (και

κινηματογραφική ταινία και κονσέρτο και όπερα) στο οποίο πήγαμε

μαζί. Το τελευταίο κρασί που ήπιε και τα τελευταία ρούχα που

93/117

Page 94: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

αγόρασε. Το τελευταίο Σαββατοκύριακο που πήγαμε εκδρομή. Το

τελευταίο ξένο κρεβάτι όπου κοιμηθήκαμε. Το τελευταίο τούτο, το

τελευταίο κείνο. Το τελευταίο γραπτό μου, που την έκανε να γελάσει.

Τις τελευταίες λέξεις που έγραψε η ίδια· την τελευταία φορά που έβαλε

την υπογραφή της. Το τελευταίο μουσικό κομμάτι που της έβαλα να

ακούσει, όταν επέστρεψε στο σπίτι. Την τελευταία ολοκληρωμένη

πρότασή της. Την τελευταία λέξη της.

Το 1960, μια αμερικανίδα φίλη μας, που τότε ήταν νεαρή συγγραφέας

και διέμενε στο Λονδίνο, βρέθηκε, μετά από ένα γεύμα στην

Περιηγητική Λέσχη, να μοιράζεται με την Άιβι Κόμπτον-Μπαρνέτ30 το

ταξί της επιστροφής της στο σπίτι. Η Κόμπτον-Μπαρνέτ μιλούσε στη

φίλη μας σε κανονικό τόνο συζήτησης για τη λέσχη, τον οικοδεσπότη

τους, το φαγητό και ούτω καθεξής. Ξαφνικά, αλλάζοντας ελάχιστα την

κλίση του κεφαλιού της, χωρίς όμως να αλλάξει καθόλου τον τόνο της

φωνής της, άρχισε να μιλάει στη Μάργκαρετ Ζουρντέν που ήταν

σύντροφός της επί μία τριακονταετία. Το γεγονός ότι η Ζουρντέν όχι

μόνο δεν βρισκόταν μέσα στο ταξί μαζί τους, αλλά είχε πεθάνει από το

1951, δεν είχε καμία σημασία. Σε εκείνη ήθελε να μιλήσει και

εξακολούθησε να το κάνει ώσπου έφτασαν στο Σάουθ Κένσινγκτον.

Εμένα αυτό μου φαίνεται εντελώς φυσιολογικό. Αφού δεν

μας εκπλήσσει όταν τα παιδιά έχουν φανταστικούς φίλους, γιατί να

μας εκπλήσσει όταν το κάνουν οι ενήλικες; Άσε που τούτοι εδώ οι

φίλοι είναι επιπλέον υπαρκτοί.

Ο Μπονάρ συνήθιζε να ζωγραφίσει τη Μάρθα, μοντέλο και

μετέπειτα ερωμένη και σύζυγό του, σαν νεαρή γυναίκα γυμνή στο

μπάνιο. Έτσι τη ζωγράφιζε κι όταν δεν ήταν πια νέα. Εξακολούθησε

να τη ζωγραφίζει με αυτό τον τρόπο ακόμη κι όταν είχε πεθάνει.

Κάποιος τεχνοκριτικός, γράφοντας για μια έκθεση του Μπονάρ που

έγινε στο Λονδίνο πριν από δέκα δεκαπέντε χρόνια, αποκάλεσε αυτή

94/117

Page 95: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

την πρακτική «νοσηρή». Εμένα, ακόμα και τότε, μου φάνηκε το

αντίθετο: εντελώς φυσιολογική.

Η Άιβι Κόμπτον-Μπαρνέτ νοσταλγούσε τη Μάργκαρετ

Ζουρντέν με «απτή οργισμένη παραφορά». Κάποτε έγραψε σε ένα φίλο

της: «Μακάρι να την είχες γνωρίσει, γνωρίζοντας έτσι περισσότερο κι

εμένα την ίδια». Όταν ανακηρύχτηκε Ντέιμ της Βρετανικής

Αυτοκρατορίας, έγραψε: «Ο άνθρωπος που μου λείπει περισσότερο, η

Μάργκαρετ Ζουρντέν, είναι νεκρός εδώ και δεκαέξι χρόνια, εγώ όμως

εξακολουθώ να πρέπει να της λέω τα διάφορα που μου συμβαίνουν…

Δεν είμαι εντελώς Ντέιμ, αφού εκείνη δεν το ξέρει». Αυτό αληθεύει

και αποτελεί ορισμό του πόσο χαμένος αισθάνεται όποιος έχει πληγεί

από την οδύνη. Εξακολουθείς και αναφέρεις τα καθέκαστα στον

αγαπημένο, έτσι ώστε να «ξέρει». Μπορεί να έχεις επίγνωση του ότι

εξαπατάς τον εαυτό σου (αν και, εάν έχεις επίγνωση, τότε δεν τον

εξαπατάς), ωστόσο συνεχίζεις. Και ό,τι κάνεις, κάθε σου ενδεχόμενο

επίτευγμα, είναι εφεξής πιο ισχνό, πιο αδύναμο και έχει λιγότερη

σημασία. Δεν σου επιστρέφει καμία ηχώ· έχει χαθεί η υφή, ο απόηχος

και το βάθος του πεδίου.

Ως πρώην λεξικογράφος, είμαι μάλλον περιγραφιστής παρά

ρυθμιστικιστής31. Η αγγλική γλώσσα ήταν ανέκαθεν ρευστή· δεν

υπήρξε ποτέ χρυσούς αιών όταν οι λέξεις και το νόημα συνέπιπταν

απόλυτα και η γλώσσα ορθωνόταν ακλόνητη και μεγαλοπρεπής σαν

κυκλώπεια τείχη· οι λέξεις γεννιούνται, ζουν, φθίνουν και πεθαίνουν –

το γλωσσολογικό σύμπαν κάνει απλώς τη δουλειά του. Επειδή,

ωστόσο, έχω την ιδιότητα του συγγραφέα και είμαι ένας φυσιολογικά

προκατειλημμένος αγγλόφωνος πολίτης, μπορώ να γκρινιάζω και να

βαρυγκομώ όπως ο καθένας όταν, για παράδειγμα, ο κόσμος νομίζει

ότι «αποδεκατισμός» σημαίνει «σφαγή» ή όταν αποδυναμώνει το

χρήσιμο ιδιαίτερο νόημα της λέξης «ανυστερόβουλος». Τώρα

95/117

Page 96: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

τελευταία, όπως ξινίζω τα μούτρα μου όταν ακούω αυτά τα «έφυγε»

και τα «έχασα τη γυναίκα μου από καρκίνο», έτσι

στραβομουτσουνιάζω και με τη στρεβλή χρήση του επιθέτου

«γυναικολάτρης». Αν δεν προσέξουμε, θα καταλήξει να περιγράφει

«τον άντρα που είναι λάτρης πολλών γυναικών» ή ακόμα (αυτή τη

διφορούμενη έκφραση) «τον εραστή γυναικών». Δεν σημαίνει όμως

αυτό· περιγράφει –και θα συνεχίσει να το κάνει, ό,τι κι αν λένε τα

λεξικά του μέλλοντος– τον άντρα που λατρεύει τη γυναίκα του. Έναν

άντρα σαν τον Οντιλόν Ρεντόν32, ο οποίος λάτρευε και ζωγράφιζε τη

γυναίκα του, την Καμίγ Φαλτ, επί τριάντα τόσα χρόνια. Το 1869

έγραψε:

Μπορείς να καταλάβεις την ιδιοσυγκρασία ενός

ανδρός από τη σύντροφο ή τη σύζυγό του. Κάθε γυναίκα

εξηγεί τον άντρα ο οποίος την αγαπά και αντιστρόφως

εκείνος εξηγεί τον δικό της χαρακτήρα. Σπανίως ο

παρατηρητής δεν μπορεί να εντοπίσει σωρεία ενδόμυχων

λεπτών συνδέσεων. Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη ευτυχία είναι

πάντοτε αποτέλεσμα της μεγαλύτερης αρμονίας.

Όταν το έγραψε αυτό δεν ήταν ένας αυτάρεσκος σύζυγος, αλλά ένας

μοναχικός παρατηρητής, εννέα χρόνια προτού γνωρίσει την Καμίγ. Οι

δυο τους παντρεύτηκαν το 1880. Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα,

αναλογιζόμενος τη σχέση τους, έγραψε:

Είμαι πεπεισμένος ότι εκείνο το Ναι που είπα τη

μέρα του γάμου μας ήταν έκφραση της πληρέστερης και πιο

απερίφραστης βεβαιότητας που ένιωσα ποτέ· μιας

βεβαιότητας πιο απόλυτης και από ό,τι έχω αισθανθεί για

την κλίση μου.

96/117

Page 97: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Ο Φορντ Μάντοξ Φορντ33 έχει πει: «Παντρεύεσαι για να

εξακολουθήσεις τον διάλογο». Γιατί, λοιπόν, να αφήσεις τον θάνατο

να τον διακόψει; Ο κριτικός Χ. Λ. Μένκεν34 έμεινε παντρεμένος με τη

γυναίκα του, τη Σάρα, τέσσερα χρόνια και εννέα μήνες. Μετά εκείνη

πέθανε. Πέντε χρόνια αφότου είχε χηρέψει, έγραψε:

Είναι κυριολεκτικά γεγονός ότι εξακολουθώ να

σκέφτομαι τη Σάρα κάθε μέρα της ζωής μου και σχεδόν

κάθε ώρα της μέρας. Όποτε δω κάτι που θα της άρεσε,

πιάνω τον εαυτό μου να λέει: θα το αγοράσω και θα της το

πάω, και διαρκώς περνούν από τον νου μου διάφορα

πράγματα που θέλω να της πω.

Όσοι δεν έχουν διασχίσει τον τροπικό της θλίψης δεν είναι σε θέση να

καταλάβουν πως το γεγονός ότι κάποιος είναι νεκρός μπορεί μεν να

σημαίνει ότι δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, δεν σημαίνει όμως και ότι

έπαψε να υπάρχει.

Έτσι λοιπόν κι εγώ της μιλώ διαρκώς. Κι αυτό μου φαίνεται τόσο

φυσιολογικό όσο μου είναι και αναγκαίο. Σχολιάζω τι κάνω (ή τι έχω

κάνει στη διάρκεια της μέρας)· της δείχνω διάφορα την ώρα που

οδηγώ· αρθρώνω τις απαντήσεις της. Κρατώ ζωντανή τη χαμένη

ιδιωτική μας γλώσσα. Την πειράζω κι εκείνη μου ανταποδίδει τα

πειράγματα· ξέρουμε απέξω κι ανακατωτά τις ατάκες. Η φωνή της με

ηρεμεί και μου δίνει κουράγιο. Κοιτώ τη μικρή φωτογραφία της με το

ελαφρώς απορημένο ύφος, που έχω πάνω στο γραφείο μου, και

απαντώ στην απορία της όποια κι αν ήταν αυτή. Κάποια ασήμαντα

ζητήματα της καθημερινότητας λύνονται ύστερα από μια σύντομη

κουβεντούλα· συμφωνεί, φερειπείν, ότι το χαλάκι του μπάνιου είναι

αίσχος και πρέπει να πεταχτεί. Όσοι είναι απέξω μπορεί να θεωρήσουν

ότι πρόκειται για μια εκκεντρική, «νοσηρή» συνήθεια με την οποία

97/117

Page 98: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

αυταπατώμαι, οι απέξω όμως είναι εξ ορισμού άνθρωποι που δεν

ξέρουν τι εστί θλίψη. Τώρα πια εξωτερικεύω την ύπαρξή της με

ευκολία και φυσικότητα, γιατί την έχω εσωτερικεύσει. Και ιδού το

παράδοξο της θλίψης: αν επιβίωσα τα τέσσερα αυτά χρόνια της

απουσίας της, αυτό οφείλεται στο ότι εκείνη ήταν επί τέσσερα χρόνια

διαρκώς παρούσα. Η ενεργή διάρκεια της παρουσίας της αναιρεί αυτό

που υποστήριξα εξαιτίας της απαισιοδοξίας προηγουμένως: τελικά, το

πένθος μπορεί κατά κάποιο τρόπο να αποδειχθεί ότι διαθέτει ηθική

διάσταση.

Παρόλο που όποτε της μιλώ εκείνη μου απαντά πάντοτε, η

εγγαστριμυθία μου έχει κάποια όρια. Μπορώ να θυμηθώ –ή να

φανταστώ– τι θα έλεγε για κάτι που είχε συμβεί στο παρελθόν ή που

επαναλαμβάνεται σχεδόν πανομοιότυπα. Δεν είμαι, ωστόσο, σε θέση

να διατυπώσω με λόγια την αντίδρασή της σε πρωτόφαντα γεγονότα.

Λίγο καιρό μετά την έναρξη του πέμπτου έτους της θλίψης, ο γιος

κάποιων στενών φίλων μας, ένα ευάγωγο κι ευφυέστατο αγόρι, που

μεγαλώνοντας έγινε ένας ευάγωγος διαταραγμένος άντρας,

αυτοκτόνησε. Αν και μαθημένος στη θλίψη, βρέθηκα σε μεγάλη

σύγχυση και αδυνατούσα επί μέρες να αντιδράσω πλήρως σε αυτό τον

τρομερό θάνατο. Μετά κατάλαβα ποιος ήταν ο λόγος: δεν μπορούσα

να το συζητήσω μαζί της, να ακούσω την απάντησή της, να αναβιώσω

και να συγκρίνω τις κοινές αναμνήσεις μας. Μεταξύ όλων των

κατηγοριών συντρόφου που έχασα με τον αφανισμό της ήταν κι άλλος

ένας: ο σύντροφος στη θλίψη.

Ένας φίλος μού χάρισε το βιβλίο του Αντόνιο Ταμπούκι Έτσι ισχυρίζεται ο

Περέιρα, ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στη Λισαβόνα το 1938

και ασχολείται πολύ με τα ζητήματα του θανάτου και της μνήμης.

Κεντρικός ήρωας είναι ένας γυναικολάτρης δημοσιογράφος που η

98/117

Page 99: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

σύζυγός του έχει πεθάνει μερικά χρόνια νωρίτερα από φυματίωση. Ο

Περέιρα, που έχει γίνει υπέρβαρος και έχει κακή υγεία, εισάγεται σε

μια κλινική θαλασσοθεραπείας, που διευθύνει ο Δρ Κροντόζο, ο

τραχύς υλιστής και «γνωστικός άνθρωπος» της ιστορίας, ο οποίος

συμβουλεύει τον ασθενή του ότι πρέπει να πετάξει από πάνω του το

παρελθόν και να μάθει να ζει στο παρόν. «Αν συνεχίσετε έτσι» τον

προειδοποιεί ο Κροντόζο «θα καταλήξετε να μιλάτε με τη φωτογραφία

της γυναίκας σας». Ο Περέιρα αποκρίνεται ότι αυτό έκανε πάντα και

εξακολουθεί να το κάνει. «Της λέω όλα όσα μου συμβαίνουν και είναι

σαν η φωτογραφία να μου απαντάει». Τότε ο Κροντόζο λέει

περιφρονητικά: «Αυτά είναι ιδιοτροπίες που υπαγορεύει το υπερεγώ».

Ο υπερβέβαιος γιατρός επιμένει πως το πρόβλημα του Περέιρα είναι

ότι «δεν έχει ακόμη διαχειριστεί το πένθος του».

Η διαχείριση του πένθους είναι κάτι που ακούγεται σαν στέρεα ιδέα με

αυτές τις δύο γεμάτες βεβαιότητα λέξεις που την απαρτίζουν.

Πρόκειται όμως για μια ιδέα ρευστή, ολισθηρή και μεταμορφική.

Μερικές φορές έχει παθητική διάσταση: είναι η αναμονή μέχρι να

περάσει ο χρόνος και ο πόνος· άλλοτε ενεργητική: είναι η συνειδητή

προσήλωση στον θάνατο, στην απώλεια και στο αγαπημένο πρόσωπο·

άλλοτε πάλι παίρνει τη μορφή των αναγκαίων περισπασμών (ο

ανούσιος ποδοσφαιρικός αγώνας, η ακαταμάχητη όπερα). Από την

άλλη, εσύ δεν έχεις ξανακάνει ποτέ πριν αυτή την εργασία, που ενώ

δεν πληρώνεται δεν είναι εθελοντική, ενώ είναι απαιτητική, δεν

υπάρχει επιτηρητής κι ενώ θέλει επιδεξιότητα, δεν υφίσταται

μαθητεία. Και δεν είναι εύκολο να διαπιστώσεις αν σημειώνεις κάποια

πρόοδο ή τι θα ήταν αυτό που θα μπορούσε να σε βοηθήσει προς αυτή

την κατεύθυνση. Το μουσικό θέμα της νιότης είναι το «You can’t

hurry love35» (τραγουδισμένο από τις Supremes). Το μουσικό θέμα της

99/117

Page 100: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

υπερήλικης ζωής (διασκευασμένο για οποιοδήποτε όργανο) είναι το

«You can’t hurry grief36».

Πόσω μάλλον που, ενώ οι καταστάσεις επαναλαμβάνονται, το πένθος

αναζητεί νέους τρόπους να σε κεντρίσει. Ταχυδρόμος μας για πολλά

χρόνια ήταν ένας Κονγκολέζος ονόματι Ζαν-Πιερ, με τον οποίο

ανταλλάσαμε συχνά δυο τρεις κουβέντες. Ένα δυο χρόνια πριν τον

θάνατό της, του ανέθεσαν άλλο δρομολόγιο παράδοσης της

αλληλογραφίας. Τον πέτυχα τυχαία στον δρόμο κάποια μέρα του έτους

Τρία. Αφού ανταλλάξαμε τις συνηθισμένες ευγένειες, με ρώτησε

ξαφνικά: «Et comment va Madame?» «Madame est morte37» άκουσα

τον εαυτό μου να λέει. Κι ενώ του εξηγούσα τα καθέκαστα και

αντιμετώπιζα τον κλονισμό του, την ίδια στιγμή, μιλώντας,

σκεφτόμουν: τώρα πρέπει να τα επαναλάβω όλα και στα γαλλικά.

Εντελώς πρωτόγνωρος πόνος. Κι αυτές οι στιγμές της πλαγιοκόπησης

συνεχίζονται. Προς το τέλος του έτους Τέσσερα, γύριζα στο σπίτι μου

με ταξί αργά ένα βράδυ, περασμένες έντεκα. Σε τέτοιες περιστάσεις

μου λείπει πάντοτε – πάει η ευπροσήγορη ενημέρωση, πάει η σιωπηλή

νυσταγμένη παρουσία, πάει το χέρι μέσα στο δικό μου. Καθώς

πλησιάζαμε στο σπίτι, ο ταξιτζής άρχισε την ψιλοκουβέντα. Κοινότοπα

πράγματα, ευχάριστα, ώσπου ήρθε η κεφάτη ερώτηση: «Και η

σύζυγος, θα κοιμάται τώρα – έτσι δεν είναι;». Ύστερα από το βουβό

πνίξιμο, του έδωσα τη μοναδική απάντηση που μου ερχόταν: «Το

ελπίζω».

Φυσικά, δεν εκτιμούν οι πάντες τη γυναικολατρία. Μερικοί τη

θεωρούν δειλία, άλλοι κτητικότητα. Για δε τους αρχαίους, ο Ορφέας

απείχε πολύ από το να είναι το πρότυπο στο οποίο τον έχουμε

αναγάγει εμείς σήμερα. Εκείνοι πίστευαν ότι αν νοσταλγούσε τόσο

πολύ τη γυναίκα του, έπρεπε να είχε σπεύσει να τη συναντήσει στον

100/117

Page 101: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Κάτω Κόσμο, χρησιμοποιώντας τη γρήγορη συμβατική μέθοδο της

αυτοκτονίας. Ο Πλάτωνας τον απέρριπτε θεωρώντας τον έναν άτολμο

τροβαδούρο, πολύ δειλό για να πεθάνει για την αγάπη. Δικαίως

έβαλαν οι θεοί τις μαινάδες να τον κάνουν κομμάτια.

Καθένας έχει ανάγκη να προσδιορίζει το πού βρίσκεται και πώς είναι

το έδαφος κάτω από τα πόδια του, αλλά η επόπτευση από αερόστατο

δεν ήταν ποτέ δυνατή. Κάποιοι άλλοι καταγράφουν επιβοηθητικά –και

μακάρι– τη θέση σου για λογαριασμό σου. «Α» σου λένε «φαίνεσαι

καλύτερα». Μέχρι και «πολύ καλύτερα». Χρησιμοποιούν αναπόφευκτα

το λεξιλόγιο της ασθένειας, και η διάγνωση είναι απλή, πάντοτε η

ίδια. Ποια είναι όμως η πρόγνωση; Δεν είσαι με κανένα φυσιολογικό

τρόπο άρρωστος. Στην καλύτερη περίπτωση, βρίσκεσαι σε κατάσταση

εξουθένωσης, η οποία έρχεται με πολλούς και διάφορους τρόπους και

την οποία ορισμένοι δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι υπάρχει στην

πραγματικότητα. «Ξεφορτώσου τη θλίψη σου» υπονοούν αυτοί οι

αμφισβητίες «και μετά μπορούμε όλοι να συνεχίσουμε να

προσποιούμαστε ότι ο θάνατος δεν υπάρχει ή τουλάχιστον ότι

βρίσκεται κάπου βολικά μακριά». Ο αρχισυντάκτης μιας φίλης

δημοσιογράφου τη βρήκε μια μέρα να κλαίει στο γραφείο της. Εκείνη

του εξήγησε αυτό που ήταν ήδη γνωστό, ότι δηλαδή ο πατέρας της

είχε πεθάνει πριν από έξι εβδομάδες. Και ο αρχισυντάκτης τής

απάντησε: «Νόμιζα ότι θα το είχες ξεπεράσει πια».

Πότε θα έπρεπε να περιμένει κανείς ότι θα «το έχει ξεπεράσει»; Οι

ίδιοι οι πενθούντες δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν, αφού ο χρόνος

είναι τώρα λιγότερο μετρήσιμος απ’ ό,τι ήταν κάποτε. Τώρα που έχουν

περάσει τέσσερα χρόνια, μου λένε μερικοί: «Φαίνεσαι πιο χαρούμενος»

προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα από το «καλύτερα». Οι πιο θαρραλέοι

προσθέτουν κιόλας: «Βρήκες καμιά άλλη;». Λες και αυτή είναι η

101/117

Page 102: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

προφανής και αναγκαία λύση. Για κάποιους από τους απέξω είναι· για

κάποιους άλλους όχι. Ορισμένοι θέλουν ευγενικά να σου βρουν «μια

λύση»· άλλοι πάλι παραμένουν προσκολλημένοι στο ζευγάρι που δεν

υφίσταται πια, και γι’ αυτούς το «να βρεις κάποια άλλη» θα ήταν

σχεδόν αποκρουστικό. «Θα ήταν σαν να ξαναπαντρευόταν ο πατέρας

σου» μου είπε μια νεότερη φίλη. Αντίθετα, μια Αμερικάνα, παλιά φίλη

της γυναίκας μου, μου είπε λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατό της ότι

στατιστικά όσοι είχαν κάνει ευτυχισμένο γάμο ξαναπαντρεύονται πολύ

γρηγορότερα από εκείνους που δεν είχαν· συχνά μάλιστα εντός

εξαμήνου. Ήθελε να μου δώσει κουράγιο, εμένα όμως το γεγονός

αυτό, αν είναι γεγονός (ίσως ισχύει μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες

όπου η συναισθηματική αισιοδοξία είναι συνταγματικό καθήκον), με

σόκαρε. Μου φάνηκε απολύτως λογικό και συνάμα απολύτως

παράλογο.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, η ίδια φίλη είπε: «Με πικραίνει το γεγονός

ότι εκείνη έχει γίνει κομμάτι του παρελθόντος». Μπορεί αυτό να μην

ισχύει ακόμη για μένα, αλλά η γραμματική έχει αρχίσει να αλλάζει,

όπως κι όλα τα άλλα· η γυναίκα μου δεν υπάρχει πραγματικά στο

παρόν ούτε εντελώς στο παρελθόν, αλλά σε έναν ενδιάμεσο χρόνο: στο

παρελθόν-παρόν. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που απολαμβάνω

ιδιαίτερα να μαθαίνω έστω και το παραμικρό καινούργιο πράγμα για

εκείνη: μια ανάμνηση που δεν μου έχουν ξαναπεί ποτέ άλλοτε, μια

συμβουλή που είχε δώσει σε κάποιον πριν από χρόνια, μια αναδρομική

αναφορά στη συνηθισμένη ζωντάνια της. Η εμφάνισή της στα όνειρα

άλλων ανθρώπων μου προσφέρει υποκατάστατη ευχαρίστηση – το πώς

φέρεται και το τι φοράει, το τι τρώει και το πόσο κοντά βρίσκεται τώρα

σε αυτό που ήταν τότε· επίσης το αν είμαι κι εγώ μαζί της. Κάτι

τέτοιες φευγαλέες στιγμές με συναρπάζουν, γιατί την αγκιστρώνουν

ξανά για λίγο στο παρόν, τη βγάζουν από το παρελθόν-παρόν και

102/117

Page 103: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

καθυστερούν κάπως περισσότερο την αναπόφευκτη διολίσθηση σε

ιστορικό παρελθόντα χρόνο.

Ο Δρ Τζόνσον38 κατανόησε πλήρως τη «βασανιστική και ενοχλητική

επιθυμία της θλίψης» και προειδοποίησε να αποφεύγει κανείς την

απομόνωση και την απόσυρση. «Η προσπάθεια να διατηρηθεί η ζωή σε

κατάσταση ουδετερότητας και αδιαφορίας είναι παράλογη και μάταιη.

Αν μπορούσαμε να αποτρέψουμε τη θλίψη αποκλείοντας τη χαρά, τότε

θα άξιζε να αφιερώσουμε στο σχέδιο αυτό την αμέριστη προσοχή μας».

Δεν μπορούμε όμως. Όπως δεν γίνεται να εφαρμόσουμε άλλα ακραία

μέτρα, όπως είναι η προσπάθεια να «σύρουμε [την καρδιά] διά της

βίας σε καταστάσεις ευθυμίας» ή το αντίθετό της, η προσπάθεια να

«την κατευνάσουμε γαληνεύοντάς τη διά της εξοικείωσής της με

φριχτότερες και πιο βασανιστικές δυστυχίες». Σύμφωνα με τον

Τζόνσον, μόνο η εργασία και ο χρόνος αμβλύνουν τη θλίψη. «Η θλίψη

είναι μια μορφή σκουριάς της ψυχής, στην εξάλειψη της οποίας

συμβάλλει διά της τριβής κάθε νέα ιδέα στο διάβα της».

Οι εργάτες της θλίψης είναι άνθρωποι αυτοαπασχολούμενοι.

Αναρωτιέμαι μάλιστα μήπως όσοι είναι αυτοαπασχολούμενοι τα

καταφέρνουν καλύτερα απ’ ό,τι εκείνοι που καταφεύγουν σε γραφεία

και εργοστάσια. Ίσως υπάρχουν στατιστικές και γι’ αυτό το θέμα. Μου

φαίνεται, ωστόσο, ότι η θλίψη είναι ο χώρος όπου κάθε στατιστική

ακυρώνεται. «Όλα τα όργανα που έχουμε στη διάθεσή μας» γράφει ο

Ώντεν για τον θάνατο του Γέιτς «συμφωνούν ότι η μέρα του θανάτου

του ήταν κρύα και σκοτεινή». Τα όργανα μπορούν να μας το πουν

αυτό όσον αφορά την ίδια την ημέρα. Τι γίνεται όμως παραπέρα; Η

βελόνα βγαίνει έξω από τον πίνακα ενδείξεων· το θερμόμετρο

αποτυγχάνει να καταγράψει· το βαρόμετρο διαλύεται. Το σόναρ της

103/117

Page 104: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

ζωής έχει χαλάσει και δεν μπορείς πια να διαπιστώσεις πόσο βαθιά

βρίσκεται ο θαλάσσιος πυθμένας.

Κατεβαίνουμε λοιπόν στον Κάτω Κόσμο με τα όνειρα, όπως

κατεβαίνουμε και με τη μνήμη. Και μπορεί, βέβαια, να είναι αλήθεια

ότι οι αναμνήσεις παλιότερων καιρών επανέρχονται, στο μεταξύ όμως

έχουμε γίνει φοβητσιάρηδες, και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αυτές

οι αναμνήσεις που επιστρέφουν είναι οι ίδιες. Πώς μπορεί άραγε να

είναι κανείς σίγουρος, όταν οι αναμνήσεις του δεν επιβεβαιώνονται

πια από τον άνθρωπο που βρισκόταν εκεί μαζί του; Τι κάναμε, πού

πήγαμε, ποιον συναντήσαμε, πώς νιώθαμε, πώς ήμασταν μαζί – όλα

αυτά. Το «εμείς» έχει τώρα νερωθεί κι έχει γίνει «εγώ». Η διόπτρα της

μνήμης έχει γίνει μονοκιάλι. Δεν υφίσταται πια η δυνατότητα να

συνθέσεις, με τριγωνισμό ή εναέρια επισκόπηση από δύο αβέβαιες

αναμνήσεις του ίδιου συμβάντος, μία πιο σίγουρη και μοναδική

ανάμνηση. Έτσι αυτή η ανάμνηση, που είναι τώρα μονοπρόσωπα

ιδιότυπη, μεταβάλλεται. Καθίσταται λιγότερο ανάμνηση ενός

γεγονότος και περισσότερο ανάμνηση μιας φωτογραφίας ενός

γεγονότος. Και στις μέρες μας –έχοντας χάσει το ύψος, την ακρίβεια

και την εστίαση– δεν είμαστε πια βέβαιοι ότι εμπιστευόμαστε τη

φωτογραφία όπως παλιά. Εκείνα τα παλιά και οικεία στιγμιότυπα των

ευτυχισμένων καιρών έχουν καταντήσει να φαίνονται λιγότερο

ουσιώδη, λιγότερο σαν φωτογραφίες της ίδιας της ζωής και

περισσότερο σαν φωτογραφίες φωτογραφιών.

Ή, για να το πω αλλιώς, η ανάμνηση που έχει κανείς της ζωής του

–της προηγούμενης ζωής του– μοιάζει με εκείνο το κοινότοπο θαύμα,

μάρτυρες του οποίου έγιναν ο Φρεντ Μπάρναμπι, ο λοχαγός Κόλβιλ

και ο κύριος Λούσι κάπου κοντά στις εκβολές του Τάμεση. Βρίσκονταν

πάνω από τα σύννεφα, ο ήλιος έλαμπε ψηλά, ενώ ο Μπάρναμπι είχε

104/117

Page 105: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

μόλις πριν από λίγο πάρει το θάρρος να βγάλει αυτάρεσκα το σακάκι

του και να μείνει με το πουκάμισο. Ο ένας από τους τρεις τους

πρόσεξε πρώτος το φαινόμενο και το είπε στους υπόλοιπους. Ο ήλιος

έριχνε πάνω στο χνουδωτό σύννεφο από κάτω τους τη σκιά του

σκάφους τους. Διακρίνονταν το μπαλόνι, το κοφίνι και το καθαρό

περίγραμμα των τριών σιλουετών των αεροναυτών. Ο Μπάρναμπι το

συνέκρινε με «κολοσσιαία φωτογραφία». Έτσι γίνεται και με τη ζωή

μας· είναι τόσο καθαρή και σίγουρη ώσπου για τον ένα ή τον άλλο λόγο

–το αερόστατο κινείται, το σύννεφο διαλύεται, ο ήλιος αλλάζει γωνία–

η εικόνα χάνεται για πάντα και μένει μόνο στη μνήμη· μετατρέπεται

σε ανέκδοτα στιγμιότυπα.

Υπάρχει στη Βενετία ένας άντρας που τον θυμάμαι τόσο καθαρά σαν

να τον είχα φωτογραφίσει· ενδεχομένως και πιο καθαρά, επειδή

ακριβώς δεν τον φωτογράφισα. Αυτό έγινε μια μέρα στα τέλη

φθινοπώρου ή τις αρχές του χειμώνα πριν από κάμποσα χρόνια.

Τριγυρνούσα μαζί της σε μια περιοχή της πόλης που δεν είναι

τουριστική, κι εκείνη προπορευόταν. Τη στιγμή που άρχισα να

διαβαίνω ένα μικρό συνηθισμένο γεφυράκι, είδα έναν άντρα να

έρχεται προς το μέρος μου. Φαινόταν εξηντάρης και το ντύσιμό του

ήταν πολύ προσεγμένο. Θυμάμαι το καλοραμμένο μαύρο παλτό του,

ένα μαύρο κασκόλ και μαύρα παπούτσια· μάλλον είχε λεπτό μουστάκι

και φορούσε καπέλο: μια μαύρη ρεπούμπλικα. Θα μπορούσε να είναι

κάποιος δικηγόρος της Βενετίας· το βέβαιο είναι ότι δεν έριχνε ούτε

ματιά στους τουρίστες. Εγώ πάντως τον κοίταξα, γιατί όταν έφτασε

στο ψηλότερο σημείο της χαμηλής γέφυρας, έβγαλε από την τσέπη του

ένα λευκό μαντίλι και σκούπισε τα μάτια του. Δεν το έκανε

αφηρημένα ή μηχανικά –είμαι βέβαιος ότι δεν έφταιγε το κρύο–, αλλά

με αργό οικείο τρόπο και απόλυτα συγκεντρωμένος. Έπιασα τότε, αλλά

και αργότερα, τον εαυτό μου να προσπαθεί να μαντέψει την ιστορία

105/117

Page 106: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

του· κάμποσες φορές μάλιστα σκεφτόμουν να τη γράψω. Τώρα πια δεν

αισθάνομαι την ανάγκη, γιατί έχω εξομοιώσει τη δική του ιστορία με

τη δική μου· εκείνος ο άντρας ταιριάζει στο δικό μου μοτίβο.

Υπάρχει και το ζήτημα της μοναξιάς. Μόνο που κι αυτό δεν

είναι όπως το έχετε φανταστεί (αν δοκιμάσατε ποτέ να το

φανταστείτε). Υπάρχουν δύο είδη μοναξιάς: αυτό του να μην έχεις

βρει κάποιον να αγαπήσεις, και το άλλο του να έχεις στερηθεί τον

άνθρωπο που όντως αγαπούσες. Το πρώτο είδος είναι χειρότερο.

Τίποτε δεν συγκρίνεται με τη μοναξιά της ψυχής στην εφηβεία.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που επισκέφτηκα το Παρίσι, το 1964· ήμουν

δεκαοχτώ ετών. Καθημερινά επιτελούσα το επιμορφωτικό καθήκον

μου: εκθέσεις ζωγραφικής, μουσεία, εκκλησίες. Μέχρι που αγόρασα

και το φθηνότερο διαθέσιμο εισιτήριο για την Οπερά Κομίκ (θυμάμαι

την απίστευτη ζέστη που έκανε εκεί πάνω, την κάκιστη οπτική και

την εντελώς ακατανόητη όπερα). Αισθανόμουν μοναξιά μέσα στο

μετρό, στους δρόμους και στα δημόσια πάρκα, όπου καθόμουν σε

κάποιο παγκάκι διαβάζοντας κάποιο μυθιστόρημα του Σαρτρ, που

πρέπει να αναφερόταν στην υπαρξιακή ερημία. Αισθανόμουν μοναξιά

ακόμα κι όταν βρισκόμουν ανάμεσα σε εκείνους με τους οποίους

έκανα παρέα. Τώρα που αναλογίζομαι εκείνες τις εβδομάδες,

συνειδητοποιώ ότι δεν ανέβηκα ποτέ ψηλά –ο Πύργος του Άιφελ

φάνταζε στα μάτια μου ένα παράλογο και παράλογα δημοφιλές

κατασκεύασμα–, κατέβηκα όμως κάτω. Όπως ακριβώς είχε κάνει ο

Ναντάρ και η φωτογραφική μηχανή του πριν από εκατό χρόνια.

Επισκέφτηκα κι εγώ τους υπονόμους του Παρισιού, μπαίνοντας από

μια είσοδο κοντά στη γέφυρα Ντ’ Αλμά του Σηκουάνα, για να

παρακολουθήσω μια οργανωμένη ξενάγηση με βάρκα, ενώ από την

πλατεία Ντανφέρ-Ροσερό κατέβηκα στις κατακόμβες, κρατώντας στο

χέρι το κερί που φώτιζε τοίχους από τακτοποιημένα μηριαία οστά και

συμπαγείς κύβους από κρανία.

106/117

Page 107: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Στα γερμανικά υπάρχει μια λέξη, η λέξη Sehnsucht39, που

δεν έχει την αντίστοιχή της στα αγγλικά· σημαίνει τη «λαχτάρα

κάποιου πράγματος». Οι συνδηλώσεις της ανάγονται στην εποχή του

ρομαντισμού και του μυστικισμού. Ο Κ. Σ. Λιούις40 την όρισε ως

«απαρηγόρητη λαχτάρα» της ανθρώπινης καρδιάς «για κάτι που δεν

ξέρουμε». Φαίνεται εξόχως γερμανική ιδιότητα το να μπορείς να

προσδιορίσεις το απροσδιόριστο. Είναι λοιπόν η λαχτάρα για κάτι ή,

στην προκειμένη περίπτωση, για κάποιαν. Η λέξη Sehnsucht

περιγράφει το πρώτο είδος μοναξιάς. Το δεύτερο είδος, όμως,

προκύπτει από την αντίθετη κατάσταση: την απουσία κάποιου πολύ

συγκεκριμένου προσώπου. Δεν πρόκειται, επομένως, τόσο για

μοναξιά, όσο για έλλειψη-εκείνης. Αυτή η εξειδίκευση είναι που

υποδαυλίζει τα παρηγορητικά σχέδια με το ζεστό μπάνιο και το

κοφτερό γιαπωνέζικο μαχαίρι. Και παρόλο που τώρα είμαι

εξοπλισμένος με ένα στέρεο επιχείρημα κατά της αυτοκτονίας, ο

πειρασμός παραμένει: αν δεν μπορέσω να τα βγάλω πέρα χωρίς

εκείνη, τότε θα βγάλω κι εγώ τον εαυτό μου από τη μέση. Τώρα

τουλάχιστον ξέρω πια περισσότερες σοφές φωνές στις οποίες μπορώ να

καταφύγω. «Θεραπεία της μοναξιάς είναι ο μονήρης βίος»

συμβουλεύει η Μάριαν Μουρ41, ενώ ο Πίτερ Γκράιμς42 (αν και δεν είναι

υποδειγματικός ρόλος) τραγουδά: «Μένω μόνος. Η συνήθεια

αναπτύσσεται». Τούτα τα λόγια εκφράζουν μια κάποια ισορροπία και

προσφέρουν μια κάποια ανακουφιστική αρμονία.

«Σε πονάει όσο αξίζει· έτσι, νομίζω, απολαμβάνουμε κατά κάποιο

τρόπο τον πόνο». Στο δεύτερο μέρος αυτής της πρότασης είναι που

σκόνταψα· μου φάνηκε ως αχρείαστα μαζοχιστική. Τώρα ξέρω ότι

εμπεριέχει αλήθεια. Κι αν δεν απολαμβάνει κανείς επακριβώς τον

πόνο, αυτός δεν μοιάζει πια μάταιος. Ο πόνος σού δείχνει ότι δεν

107/117

Page 108: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

έχεις ξεχάσει· ο πόνος εντείνει τη γεύση της ανάμνησης· ο πόνος είναι

απόδειξη αγάπης. «Αν δεν είχε σημασία, δεν θα μας ένοιαζε».

Η θλίψη έχει ένα σωρό παγίδες και κινδύνους, που δεν

περιορίζονται με τον χρόνο: μεμψιμοιρία, απομονωτισμό, καταφρόνια

του κόσμου και εγωιστική ιδιαιτερότητα, όλα εκφάνσεις ματαιοδοξίας.

Κοιτάξτε πόσο υποφέρω, κοιτάξτε πόσο οι άλλοι δεν με

καταλαβαίνουν, όλα τούτα δεν αποδεικνύουν πόσο πολύ αγαπούσα;

Ίσως το αποδεικνύουν, ίσως όχι. Έχω δει ανθρώπους να «εκδηλώνουν

την οδύνη τους» στις κηδείες, και δεν υπάρχει πιο κενό θέαμα. Το

πένθος μπορεί να έχει και μια ανταγωνιστική διάσταση: κοιτάξτε πόσο

πολύ την/τον αγαπούσα, πράγμα που αποδεικνύω με τούτα εδώ τα

δάκρυα (και κερδίζω το έπαθλο). Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να

νιώσει, αν όχι και να δηλώσει: έπεσα από μεγαλύτερο ύψος απ’ ό,τι

εσείς· δείτε τα διαλυμένα όργανά μου. Όσοι έχουν πληγεί από τη θλίψη

απαιτούν τη συμπόνια, καθώς όμως ενοχλούνται από κάθε

αμφισβήτηση των πρωτείων τους, υποβαθμίζουν τον πόνο που

αισθάνονται οι άλλοι λόγω της ίδιας απώλειας.

Πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια, προσπάθησα σε ένα μυθιστόρημα να

φανταστώ πώς θα ένιωθε ένας εξηντάρης που έμεινε χήρος. Έγραφα

τότε:

Όταν εκείνη πεθάνει, στην αρχή δεν αισθάνεσαι έκπληξη. Η

αγάπη εμπεριέχει και την προετοιμασία για τον θάνατο. Οπότε, όταν

εκείνη πεθάνει, νιώθεις ότι η αγάπη σου επιβεβαιώνεται. Το είχες

προβλέψει· είναι κι αυτό μέρος της όλης ιστορίας.

Μετά ακολουθεί η παραφροσύνη. Έπειτα η

μοναξιά· όχι όμως η θεαματική μοναχική ζωή που

προεξοφλούσες, ούτε η ενδιαφέρουσα δοκιμασία της

χηρείας, αλλά μόνο η σκέτη μοναξιά. Περίμενες ότι θα

συμβεί κάτι σαν γεωλογικό φαινόμενο –όπως ο ίλιγγος σε

108/117

Page 109: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

απόκρημνο φαράγγι–, δεν γίνεται όμως έτσι. Το μόνο που

υπάρχει είναι η δυστυχία, μια δυστυχία μόνιμη σαν

δουλειά… [Λένε ότι] θα το ξεπεράσεις… Και όντως το

ξεπερνάς, αυτό είναι αλήθεια. Με τη διαφορά ότι δεν το

αφήνεις πίσω σου σαν τρένο που βγαίνει από το τούνελ,

ξεχύνεται με ορμή μέσα από τους λόφους του Κεντ και

προβάλλει στη λιακάδα, κατηφορίζοντας γοργά, με πάταγο,

προς το στενό της Μάγχης, αλλά σαν γλάρος που βγαίνει από

πετρελαιοκηλίδα· έχεις κολλημένα πάνω σου την πίσσα και

τα πούπουλα για όλη σου τη ζωή.

Αυτό το απόσπασμα το διάβασα στην κηδεία της. Το έδαφος ήταν

πασπαλισμένο με το χιόνι του Οκτωβρίου, ενώ το αριστερό χέρι μου

ακουμπούσε στο φέρετρό της και το δεξί κρατούσε ανοιχτό το βιβλίο

(που ήταν αφιερωμένο σε εκείνη). Ο μυθιστορηματικός χήρος μου είχε

διαφορετική ζωή –και αγάπη– απ’ ό,τι εγώ, και αρκετά διαφορετική

χηρεία. Έφτασε όμως να παραλείψω μερικές λέξεις από μία πρόταση

για να μείνω έκπληκτος με αυτό που θεώρησα ως ευστοχία μου. Η

συγγραφική αμφιβολία ενέσκηψε αργότερα. Ίσως, αντί να έχω

επινοήσει τη σωστή θλίψη για τον μυθιστορηματικό ήρωά μου, είχα

απλώς προβλέψει τα δικά μου πιθανά συναισθήματα – ευκολότερη

δουλειά.

Επί τρία και πλέον χρόνια εξακολουθούσα να την ονειρεύομαι με τον

ίδιο τρόπο και μέσα στο ίδιο αφηγηματικό πλαίσιο. Μετά, είδα κάτι

σαν μετα-όνειρο, το οποίο φάνηκε να βάζει τέρμα σε αυτή τη μορφή

νυχτερινής διεργασίας. Και, όπως συμβαίνει με κάθε πετυχημένο

τέλος, δεν το είχα προβλέψει. Στο όνειρό μου, ήμασταν μαζί,

κάνοντας διάφορα σε κάποιο ανοιχτό χώρο και όντας ευτυχισμένοι –τα

πάντα ήταν όπως τα είχα συνηθίσει–, όταν ξαφνικά εκείνη

109/117

Page 110: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

συνειδητοποίησε ότι αυτό δεν μπορούσε να είναι πραγματικό, ότι

έπρεπε να είναι όνειρο, γιατί τώρα ήξερε ότι ήταν νεκρή.

Θα έπρεπε άραγε να με χαροποιήσει αυτό το όνειρο; Γιατί

εδώ αναφύεται το τελευταίο βασανιστικό και αναπάντητο ερώτημα: τι

θεωρείται «επιτυχία» στο πένθος; Η επιτυχία έγκειται στο να θυμάσαι

ή στο να ξεχνάς; Στο να μένεις ακίνητος ή στο να προχωράς; Ή μήπως

σε κάποιο συνδυασμό των δύο αυτών; Είναι η ικανότητα να διατηρείς

άσβεστη στον νου την ένταση της χαμένης αγάπης, να θυμάσαι χωρίς

να διαστρεβλώνεις; Είναι η ικανότητα να εξακολουθήσεις να ζεις,

όπως θα ήθελε εκείνη να κάνεις (αν και εδώ το έδαφος είναι ολισθηρό,

αφού οι πενθούντες μπορούν εύκολα να δώσουν στον εαυτό τους το

ελευθέρας); Και μετά; Τι γίνεται με την καρδιά – τι έχει ανάγκη και τι

επιζητεί; Μήπως μια μορφή αυτάρκειας που δεν θα ξεπέσει στην

ουδετερότητα και στην αδιαφορία; Και στη συνέχεια κάποια

καινούργια σχέση, η οποία θα αντλεί δύναμη από την ανάμνηση της

σχέσης που χάθηκε; Αυτό είναι σαν να τα θες όλα δικά σου – αν και,

αφού έχεις περάσει τα χειρότερα, μπορεί να έχεις την εντύπωση ότι το

δικαιούσαι. Το δικαίωμα όμως –η πίστη ότι υπάρχει στο σύμπαν (ή

έστω στο ζωικό βασίλειο) κάποιο σύστημα ανταμοιβής– είναι άλλη μία

αυταπάτη, άλλη μία ματαιοδοξία. Γιατί θα έπρεπε να υπάρχει, και

μάλιστα σε τούτη την περίσταση, κάποιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο;

Μερικές στιγμές φαίνεται σαν να έχει σημειωθεί κάποιας

μορφής πρόοδος. Όταν σταματούν τα δάκρυα – τα καθημερινά

αναπόφευκτα δάκρυα. Όταν επανέρχεται η συγκέντρωση και μπορείς

να διαβάσεις ένα βιβλίο, όπως έκανες προηγουμένως. Όταν

εξαφανίζεται ο τρόμος του φουαγέ. Όταν μπορείς να αποχωριστείς τα

υπάρχοντά της (ο Ορφέας είχε βρει άλλη λύση και θα χάριζε εκείνη την

κόκκινη τουαλέτα σε φιλανθρωπικό ίδρυμα). Μα πέρα απ’ όλα αυτά;

Τι περιμένεις και τι προσδοκάς; Περιμένεις πότε η ζωή θα επανέλθει

από την όπερα στη ρεαλιστική μυθοπλασία· πότε η γέφυρα κάτω από

την οποία εξακολουθείς να διαβαίνεις τακτικά θα ξαναγίνει απλώς μια

110/117

Page 111: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

γέφυρα σαν τις άλλες· πότε θα ακυρώσεις αναδρομικά τα

αποτελέσματα εκείνου του διαγωνισμού, στον οποίο κάποιοι φίλοι

πέρασαν κι άλλοι κόπηκαν· πότε θα εξαφανιστεί –αν εξαφανιστεί– ο

πειρασμός της αυτοκτονίας· πότε θα επιστρέψουν το κέφι και η

ευχαρίστηση, ακόμα κι αν αναγνωρίζεις ότι το κέφι έχει γίνει πιο

εύθραυστο και η τωρινή ευχαρίστηση δεν συγκρίνεται με τη χθεσινή

χαρά· πότε η θλίψη θα καταστεί «απλώς» ανάμνηση της θλίψης – αν

συμβεί ποτέ αυτό· πότε ο κόσμος θα επανέλθει στην κατάσταση να

είναι «απλώς» κόσμος, και η ζωή θα σου δίνει πάλι την αίσθηση ότι

εκτυλίσσεται επίπεδα στην επιφάνεια.

Όλα τούτα μπορεί να μοιάζουν με ξεκάθαρους δείκτες,

κουτάκια που περιμένουν να τα τσεκάρεις, ωστόσο ανάμεσα στις

όποιες επιτυχίες παρεισφρέουν πολλές αποτυχίες, πολλές υποτροπές.

Μερικές φορές θες να εξακολουθήσεις να αγαπάς τον πόνο. Και τότε,

πίσω από αυτό, διαγράφεται ανάγλυφα πάνω στο σύννεφο ένα ακόμα

ερώτημα: αυτή η «επιτυχία» έναντι της θλίψης, του πένθους και της

δυστυχίας αποτελεί άραγε επίτευγμα ή είναι απλώς μια νέα δεδομένη

συνθήκη; Γιατί εδώ η ιδέα της ελευθερίας της βούλησης φαντάζει

άσχετη και η συμβολή της δικής σου επιδίωξης και αρετής –η ιδέα ότι

η διαχείριση του πένθους ανταμείβεται– άστοχη. Ίσως τούτη τη φορά

στέκει η παρομοίωση με την ασθένεια. Οι μελέτες που έγιναν σε

ασθενείς με καρκίνο έδειξαν ότι η ψυχική διάθεση έχει πενιχρά

αποτελέσματα στο κλινικό αποτέλεσμα. Μπορεί να λέμε ότι πολεμάμε

τον καρκίνο, αλλά στην πράξη ο καρκίνος πολεμά εμάς. Μπορεί να

νομίζουμε ότι τον νικήσαμε, όταν αυτός έχει απλώς αποσυρθεί για να

ανασυνταχθεί. Όλα αυτά είναι απλώς το σύμπαν που κάνει τη δουλειά

του κι εμείς είμαστε το υλικό πάνω στο οποίο γίνεται αυτή η δουλειά.

Ίσως το ίδιο ισχύει, λοιπόν, και με τη θλίψη. Φανταζόμαστε ότι την

έχουμε καταπολεμήσει, ότι φανήκαμε αποφασιστικοί, ότι έχουμε

αφήσει πίσω μας τη δυστυχία, ενώ το μόνο που έχει συμβεί είναι ότι η

θλίψη έχει πάει παραπέρα, έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον της αλλού.

111/117

Page 112: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

Άλλωστε δεν συνάξαμε εμείς τα σύννεφα ούτε έχουμε τη δύναμη να τα

διαλύσουμε. Αυτό που συνέβη είναι ότι από κάπου –ή από το

πουθενά– σηκώθηκε μια αύρα και έτσι βρισκόμαστε πάλι σε κίνηση.

Προς τα πού μας παρασέρνει όμως; Προς το Έσεξ; Προς τη Βόρεια

Θάλασσα; Ή μήπως φυσάει από βορινή κατεύθυνση, οπότε με λίγη

τύχη μας πηγαίνει προς τη Γαλλία;

Τζ. Μπ.

Λονδίνο, 20 Οκτωβρίου 2012

112/117

Page 113: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

1 Γαλλικά στο πρωτότυπο: Νομός.

2 Gaspard-Félix Tournachon γνωστός και ως Nadar (1820-1910). Γάλλος

φωτογράφος, δημοσιογράφος, γελοιογράφος και ερασιτέχνης αεροναύτης, ο

πρώτος που πήρε αεροφωτογραφίες. Ενέπνευσε στον Ιούλιο Βερν το μυθιστόρημα

Πέντε εβδομάδες με ένα αερόστατο.

3 Frederick Gustavus Burnaby (1842-1885). Άγγλος στρατιωτικός,

ταξιδευτής, συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων και ανταποκριτής των Times.

Σκοτώθηκε στη μάχη του Αμπού Κλέα στο Σουδάν.

4 88,9 κιλά.

5 Ηρωίδα του δράματος του Β. Ουγκό Ερνάνης.

6 Γαλλικά στο πρωτότυπο: Φέτες ψωμί αλειμμένες με φουαγκρά.

7 Εννοεί μία από τις τέσσερις λιμνούλες που βρίσκονται στο δάσος της

Βενσέν, συνήθως πρόκειται για τη λίμνη Daumesnil.

8 Πρόκειται για το: Dans les nuages. Impressions d’une chaise (Στα

σύννεφα. Οι εντυπώσεις μιας καρέκλας).

9 Γαλλικά στο πρωτότυπο: Ομελέτα με κρεμμύδια.

10 Γαλλικά στο πρωτότυπο: Πατήρ και υιός.

11 Altarpiece (γαλλ. retable): Σύνθετο ξυλόγλυπτο με αγιογραφίες και

άλλες θρησκευτικές παραστάσεις και σύμβολα, που βρίσκεται πίσω από την Αγία

Τράπεζα στην καθολική εκκλησία.

Page 114: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

12 Jacques Alexandre César Charles (1746-1823). Γάλλος εφευρέτης,

επιστήμονας και μαθηματικός ο οποίος χρησιμοποίησε πρώτος το υδρογόνο στα

αερόστατα, που προς τιμήν του ονομάζονταν «σαρλιέρες» σε αντίθεση με τις

«μονγκολφιέρες» που είχαν θερμαινόμενο αέρα.

13 Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον λατινογενή όρο uxorious: ο

ιδιαίτερα υποταγμένος, αφοσιωμένος ή δεμένος με τη γυναίκα του.

14 Γαλλόφωνη πόλη του Βελγίου, όπου οι Γάλλοι υπό τον στρατηγό

Ζουρντάν νίκησαν τους Αυστριακούς.

15 Jean-François Pilâtre de Rozier (1754-1785). Γάλλος καθηγητής

φυσικής και χημείας, από τους πρωτοπόρους της αεροπλοΐας.

16 Χωριό νότια του Χαρτούμ. Σημερινή ονομασία: Κόντοκ.

17 Henri de Bornier (1825-1901). Γάλλος ποιητής και δραματουργός. Το

συγκεκριμένο έργο του ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στο Théâtre Français το 1875.

18 Γαλλικά στο πρωτότυπο: Ίλαρχέ μου…

19 Τον Αλί-Γκαγκά.

20 Οδός στη 17η περιφέρεια του Παρισιού, κοντά στο πάρκο Μονσό,

που οφείλει το όνομά της στον καταλανό ζωγράφο Mariano Fortung y Marsal.

Εκεί, στον αριθμό 35, η Sarah Bernhardt έχτισε τριώροφη μονοκατοικία το 1876.

Στον αριθμό 2 του ίδιου δρόμου, συνέγραψε αργότερα ο Edmond Rostand τον

Συρανό ντε Μπερζεράκ.

21 Γαλλικά στο πρωτότυπο: Επιτελείο.

22 Γαλλικά στο πρωτότυπο: Αγαπητέ μου ίλαρχε.

23 Στην πραγματικότητα πρόκειται για το μυθιστόρημα La Faustin, που

εκδόθηκε το 1882 και αφορά τη ζωή μιας ηθοποιού που αποσύρεται από τη σκηνή

για να ζήσει με έναν Άγγλο, παλιό της έρωτα. Στο βιβλίο θίγεται τολμηρά και το

θέμα του σαδομαζοχιστικού ομοφυλοφιλικού έρωτα.

24 Adrienne Lecouvreur (1692-1730). Δημοφιλής γαλλίδα ηθοποιός του

θεάτρου για τη ζωή της οποίας γράφτηκαν θεατρικά έργα, όπερες, οπερέτες,

λυρικά δράματα και αργότερα γυρίστηκαν αρκετές κινηματογραφικές ταινίες.

Λέγεται ότι τη δηλητηρίασε για λόγους ερωτικής αντιζηλίας η Μαρία Καρολίνα

Σομπιέσκα, δούκισσα του Μπουιγιόν.

114/117

Page 115: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

25 Γαλλικά στο πρωτότυπο: Πρίγκιπα της Ουαλίας.

26 Η πολιορκία του Χαρτούμ από τις εξεγερμένες σουδανικές φυλές

διήρκεσε δέκα μήνες. Η πόλη έπεσε στις 26 Ιανουαρίου 1885 και όλοι οι

υπερασπιστές της, του Γκόρντον συμπεριλαμβανομένου, σφαγιάστηκαν. Η

αποστολή βοηθείας, αφού είχε δώσει δύο μάχες στις 17 και 19 Ιανουαρίου, έφτασε

δύο μέρες αργότερα. Τον Ιούνιο, εξαιτίας των γεγονότων, έπεσε και η κυβέρνηση

του Γλάδστωνος.

27 Κατά την ισλαμική εσχατολογία, ο πρόδρομος της ημέρας της κρίσης

και λυτρωτής του Ισλάμ από το κακό. Αυτό τον τίτλο είχε υιοθετήσει ο επικεφαλής

των εξεγερμένων Σουδανών Μοχαμάντ Αχμάντ.

28 Ο γνωστός αυστραλός μεγιστάνας των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

29 Canal du Midi (πρώην Canal Royal en Languedoc). Ένα από τα

μεγαλύτερα κατασκευαστικά έργα του 17ου αιώνα. 241 χιλιόμετρα πλωτού καναλιού

που άρχισε να κατασκευάζεται επί Λουδοβίκου ΙΔ΄ το 1666, ολοκληρώθηκε το 1681

και συνδέει την Τουλούζη με το Etang de Thau.

30 Ivy Compton-Burnett (1884-1969). Αγγλίδα συγγραφέας είκοσι

μυθιστορημάτων που αναφέρονται στις δύσκολες οικογενειακές σχέσεις. Το 1967

της απονεμήθηκε ο τίτλος της Dame Commander of the Order of the British

Empire. Συνέζησε τριάντα δύο χρόνια με τη Margaret Jourdain, η οποία πέθανε

το 1951.

31 Descriptivist: στη γλωσσολογία αυτός που απλώς παρατηρεί και

καταγράφει το είναι και το γίγνεσθαι της γλώσσας. Prescriptivist: αυτός που

αναφέρει πώς θα έπρεπε να είναι η γλώσσα και επινοεί κανόνες και νόμους.

32 Bertrand-Jean Redon (1840-1916). Γάλλος συμβολιστής ζωγράφος και

λιθογράφος που υιοθέτησε το παρατσούκλι Odilon από το όνομα της μητέρας του

Odile.

33 Ford Hermann Hueffer (1873-1939). Πολυγραφότατος άγγλος

πεζογράφος, ποιητής, κριτικός και εκδότης των περιοδικών The English Review και

The Transatlantic Review. Η μητέρα του ήταν Αγγλίδα και ο πατέρας του Γερμανός.

Λέγεται ότι άλλαξε το όνομά του το 1919 σε Ford Madox Ford, γιατί ηχούσε πολύ

115/117

Page 116: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

γερμανικό. Το μυθιστόρημά του Ο καλός στρατιώτης συγκαταλέγεται στη λίστα με τα

100 καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών.

34 Henry Louis Mencken (1880-1956). Αμερικανός δημοσιογράφος,

δοκιμιογράφος και εκδότης περιοδικών, που σατίριζε αμείλικτα την αμερικανική

ζωή και κουλτούρα, γνωστός ως «ο σοφός της Βαλτιμόρης».

35 Δεν μπορείς να βιάσεις την αγάπη.

36 Δεν μπορείς να βιάσεις την οδύνη.

37 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Και τι κάνει η κυρία;» «Η κυρία πέθανε».

38 Samuel Johnson (1709-1784). Άγγλος ποιητής, δοκιμιογράφος,

λογοτεχνικός κριτικός, βιογράφος και λεξικογράφος, που θεωρείται ο πλέον

διακεκριμένος άνθρωπος των γραμμάτων στην αγγλική ιστορία.

39 Σφοδρή επιθυμία, αλγεινός πόθος, κοινώς: λαχτάρα.

40 Clive Staples Lewis (1898-1963). Πολυμεταφρασμένος ιρλανδός

συγγραφέας, ποιητής και κριτικός. Δίδαξε στην Οξφόρδη μαζί με τον Tolkien και

στο Κέμπριτζ. Πιο γνωστό έργο του: Το χρονικό της Νάρνια.

41 Marianne Moore (1887-1972). Βραβευμένη αμερικανίδα

μοντερνίστρια ποιήτρια, η οποία κέρδισε την εκτίμηση ποιητών όπως οι Wallace

Stevens, William Carlos Williams, T.S. Eliot και Ezra Pound.

42 Βασικός ρόλος της ομώνυμης όπερας του Benjamin Britten.

116/117

Page 117: Τα τρία επίπεδα της ζωής - Julian Barnes

@Created by PDF to ePub