Ευχαριστίες
ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ πω ότι ένα βιβλίο που επιχειρεί να φανταστεί χαμένους κόσμους και πολιτισμούς οφείλει τα πάντα στις αυθεντικές λογοτεχνικές πηγές, στην περίπτωση αυτή στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο, στον Πλούταρχο, στον Παυσανία, στο Διόδωρο, στον Πλάτωνα, στο Θουκυδίδη, στον Ξενοφώντα και σε πολλούς άλλους. Χωρίς αυτούς δε θα μπορούσα να γράψω τίποτε.
Το ίδιο αναγκαίοι ωστόσο ήταν και οι εκπληκτικοί επιστήμονες και ιστορικοί της εποχής μας, των οποίων τη δημοσιευμένη σοφία έκλεψα ασυστόλως. Ελπίζω να συγχωρήσουν το συγγραφέα αυτού του έργου που δε διέθετε τις δικές τους γνώσεις αν αναγνωρίσει με ευγνωμοσύνη και ονομαστικά μερικούς από τους διακεκριμένους αυτούς κλασικιστές — Paul Cartledge, G.L. Cawkwell. Victor Davis Hansen, Donald Kagan, John Keegan, H.D.F. Kitto, J.F. Lazenby, E.V. Pritchett, W.K. Pritchett και ιδιαίτερα τη Mary Renault.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω ακόμη δυο πολύτιμους συνεργάτες που οι συμβουλές και η καθοδήγησή τους ήταν απαραίτητες:
Πρώτα το Hunter B. Armstrong, διευθυντή της Διεθνούς Οπλολογικής Εταιρείας, ο οποίος είχε την καλοσύνη να μοιραστεί μαζί μου τις γνώσεις του στα όπλα των οπλιτών, στις τακτικές και στην εφαρμογή και για τις ανεκτίμητες ενοράσεις και φανταστικές αναπαραστάσεις των αρχαίων μαχών. Όντας ο ίδιος φημισμένος αθλητής όπλων, το εξασκημένο στη μάχη μάτι του αγωνιστή Η. Armstrong συνέβαλε ανεκτίμητα στο να φανταστούμε τον τρόπο που πολεμούσαν οι Έλληνες οπλίτες.
Τέλος, εκφράζω τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη μου στο δρα
Ιπποκράτη Κάντζιο, επίκουρο καθηγητή της Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο κολέγιο Ρίτσαρντ Στόκτον του Νιου Τζέρσεϊ, για τη γενναιόδωρη εγκυκλοπαιδική του βοήθεια σε όλα τα στάδια αυτού του εγχειρήματος. Δεν ήταν μόνο καθοδηγητής και μέντοράς μου στα ιστορικά γεγονότα και στις αυθεντικές γλωσσικές εκφράσεις και μεταφραστής (μεταφράσεις ελεύθερες αλλά ακριβείς) των επιγραφών, των αποσπασμάτων και των όρων σε όλο το βιβλίο, αλλά και επενέβη πολλές φορές με σοφία και έμπνευση. Δεν υπάρχει σελίδα σ' αυτό το βιβλίο που να μην οφείλει κάτι σε σένα, Ιπποκράτη. Σ' ευχαριστώ για τις αμέτρητες δημιουργικές συνεισφορές σου, τη συνεχή σου ενθάρρυνση και τις ολύμπιες συμβουλές σου.
Ιστορικό σημείωμα
Το 480 π.Χ. ο στρατός της Περσικής Αυτοκρατορίας υπό την αρχηγία του βασιλιά Ξέρξη, που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αριθμούσε δύο εκατομμύρια άντρες, πέρασε τον Ελλήσποντο και άρχισε την προέλασή του, με σκοπό να καταλάβει και να υποδουλώσει την Ελλάδα.
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τους καθυστερήσει, μια επίλεκτη δύναμη τριακοσίων Σπαρτιατών στάλθηκε στο στενό των Θερμοπυλών, όπου τα όρια ανάμεσα στα βουνά και στη θάλασσα ήταν τόσο στενά, που το πλήθος των Περσών και το ιππικό τους θα εξουδετερώνονταν εν μέρει. Έλπιζαν ότι εκεί μια δύναμη επίλεκτων αντρών, πρόθυμων να θυσιάσουν τη ζωή τους, θα μπορούσε να απωθήσει, τουλάχιστον για λίγες μέρες, τις μυριάδες των εισβολέων.
Τριακόσιοι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους κράτησαν τους εισβολείς επτά ημέρες. Κι όταν τα σπαθιά τους λύγισαν και έσπασαν, πολεμούσαν με «νύχια και με δόντια» (όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος), πριν τελικά νικηθούν.
Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους Θεσπιείς έπεσαν μέχρις ενός. Όμως η θυσία τους δεν πήγε χαμένη, γιατί έκανε τους Έλληνες να ενωθούν, κι εκείνο το φθινόπωρο και την άνοιξη νίκησαν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές, κι ακόμη προφύλαξαν τη δημοκρατία και την ελευθερία που είχαν αρχίσει να γεννιούνται στη Δύση, ώστε να μη χαθούν στο λίκνο τους.
11
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Δύο μνημεία υπάρχουν σήμερα στις Θερμοπύλες. Στο νεότερο, που λέγεται μνημείο του Λεωνίδα, προς τιμήν του Σπαρτιάτη βασιλιά που έπεσε εκεί, είναι χαραγμένη η απάντηση του στην απαίτηση του Ξέρξη να παραδώσουν τα όπλα τους. Η απάντηση του Λεωνίδα ήταν δυο λέξεις: «Μολών λαβέ». «Έλα να τα πάρεις».
Το δεύτερο μνημείο, το αρχαίο, είναι μια λιτή επιτύμβια στήλη, που πάνω της είναι χαραγμένα τα λόγια του ποιητή Σιμωνίδη. Οι στίχοι του είναι ίσως ο σπουδαιότερος επιτάφιος όλων των πολεμιστών:
Ω ξείν', αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
(Ξένε, μήνυσε στους Λακεδαιμονίους ότι εδώ βρισκόμαστε θαμμένοι, υπακούοντας στις προσταγές τους.)
• 12 •
Απ' όλους τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς που πολέμησαν τόσο ηρωικά το πιο εκπληκτικό δείγμα θάρρους δόθηκε από το Σπαρτιάτη Διηνέκη. Λέγεται ότι πριν από τη μάχη ένας ντόπιος από την Τραχίνα του είπε πως όταν οι Πέρσες ρίχνουν βέλη είναι τόσα πολλά, ώστε κρύβουν τον ήλιο. Ο Διηνέκης τότε, εντελώς ατάραχος μπροστά στο μέγεθος του περσικού στρατού, είπε ότι ήταν ευχάριστη η είδηση που τους έφερνε ο ξένος από την Τραχίνα, γιατί, αν οι Πέρσες έκρυβαν τον ήλιο, θα πολεμούσαν με σκιά*.
ΗΡΟΔΟΤΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Πολλά ξέρει η αλεπού' ένα ο σκαντζόχοιρος. Ένα για όλα.
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
* Μετάφραση: Β. Αναστασοπούλου-Χ. Τσάκα, Ηρόδοτος, Ιστορία 7, Πολύμνια, Εκδόσεις Κάκτος.
• 13 •
1
Βιβλίο πρώτο
ΞΕΡΞΗΣ
ΚΑΤΟΠΙΝ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΗΣ Μεγαλειότητάς Του, του Ξέρξη, γιου του Δαρείου, Μεγάλου Βασιλέα της Περσίας και της Μηδίας, Βασιλέα των Βασιλέων, Βασιλέα των Χωρών κυβερνήτη της Λιβύης, της Αιγύπτου, της Αραβίας, της Αιθιοπίας, της Βαβυλωνίας, της Χαλδαίας, της Φοινίκης, του Ελάμ, της Συρίας, της Ασσυρίας και των χωρών της Παλαιστίνης· άρχοντα της Ιωνίας, της Λυδίας, της Φρυγίας, της Αρμενίας, της Κιλικίας, της Καππαδοκίας, της Θράκης, της Μακεδονίας και της Υπερκαυκασίας, της Κύπρου, της Ρόδου, της Σάμου, της Χίου, της Λέσβου και των νήσων του Αιγαίου· ανώτατου άρχοντα της Παρθίας, της Βακτριανής, της Κασπίας, της Σουσια-νής, της Παφλαγονίας και της Ινδίας· αφέντη όλων των ανθρώπων από Ανατολής μέχρι Δύσης, του Αγιοτάτου, Σεβασμιοτάτου και Υψηλοτάτου, του Αήττητου και Αδιάφθορου, του Ευλογημένου από το θεό Αχούρα Μάζντα και Παντοδύναμου μεταξύ των θνητών. Τούτα προστάζει η Μεγαλειότητά Του, όπως καταγράφηκαν από το Γοβάρτη, γιο του Αρτάβαζου, τον ιστορικό Του:
Έτσι, μετά τη λαμπρή νίκη των δυνάμεων της Μεγαλειότητάς Του επί του αντίπαλου πελοποννησιακού στρατού, των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, στο στενό των Θερμοπυλών, παρ' όλο που είχε εξολοθρεύσει τον εχθρό μέχρις ενός και ανεγείρει τρόπαια για τη γενναία τούτη κατάκτηση, η Μεγαλειότητά Του, με τη θεόπνευστη σοφία Του, θέλησε να πάρει περισσότερες πληροφορίες τόσο για ορισμένες τακτικές του πεζικού που χρησιμοποιήθηκαν από τον εχθρό και οι οποίες είχαν ορισμένες επιπτώσεις στα στρα-
• 17 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τεύματα της Μεγαλειότητάς Του όσο και για το ποιόν των στρατιωτών, οι οποίοι, παρ' όλο που δεν ήταν υποχρεωμένοι λόγω υποτέλειας ή δουλείας, αν και βρέθηκαν αντιμέτωποι με ανυπέρβλητα εμπόδια και σίγουρο θάνατο, διάλεξαν, παρά ταύτα, να παραμείνουν στις θέσεις τους και να σκοτωθούν μέχρις ενός.
Όταν η Μεγαλειότητά Του εξέφρασε τη θλίψη Του για την έλλειψη πληροφοριών και γνώσεων πάνω σ' αυτά τα θέματα, ο θεός Αχούρα Μάζντα μεσολάβησε προς όφελός Του. Ανακαλύφθηκε ένας επιζών των Ελλήνων, βαριά τραυματισμένος, σε απελπιστική κατάσταση, κάτω από τους τροχούς μιας στρατιωτικής άμαξας. Δεν είχε γίνει αντιληπτός λόγω των αμέτρητων πτωμάτων των αντρών και των υποζυγίων που είχαν στοιβαχτεί σε κείνο το μέρος. Κλήθηκαν πάραυτα οι χειρουργοί της Μεγαλειότητάς Του και ανέλαβαν επί ποινή θανάτου να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να διαφυλάξουν τη ζωή του αιχμαλώτου. Ο θεός εισάκουσε για άλλη μια φορά την επιθυμία της Μεγαλειότητάς Του. Ο Έλληνας κατάφερε να επιβιώσει τη νύχτα και το επόμενο πρωινό. Μέσα σε δέκα μέρες είχε ξαναβρεί τη λαλιά του και τη νοητική του ικανότητα και, παρ' όλο που ήταν καθηλωμένος στο στρώμα, κάτω από την άμεση φροντίδα του βασιλικού χειρουργού όχι μόνο μπόρεσε να μιλήσει αλλά εξέφρασε και τη θερμή του επιθυμία να το κάνει.
Οι αξιωματικοί που είχαν αναλάβει τη φρούρησή του παρατήρησαν ορισμένα ανορθόδοξα χαρακτηριστικά στον οπλισμό και στην ενδυμασία του αιχμαλώτου. Κάτω από την περικεφαλαία δεν υπήρχε ο μάλλινος πίλος του Σπαρτιάτη οπλίτη, αλλά η κυνή, ο σκούφος από σκυλοτόμαρο που φορούσαν οι είλωτες, η τάξη των Λακεδαιμονίων δούλων, οι δουλοπάροικοι. Από την άλλη, πάλι, οι αξιωματικοί της Μεγαλειότητάς Του δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το γεγονός ότι η ασπίδα και η πανοπλία του αιχμαλώτου ήταν από τον
• 18 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
εκλεκτότερο ορείχαλκο, χαραγμένο με σπάνιο κοβάλτιο της Ιβηρίας*, ενώ το κράνος του έφερε το λοξό λοφίο ενός πραγματικού Σπαρτιάτη, και μάλιστα αξιωματικού.
Σε προηγούμενες συνεντεύξεις ο τρόπος που είχε μιλήσει ο άντρας ήταν ένα αμάλγαμα της πιο ευγενικής φιλοσοφικής και λογοτεχνικής έκφρασης, πράγμα που έδειχνε βαθιά γνώση των ελληνικών επών, και της χυδαιότερης γλώσσας. Ακόμα και οι πιο γλωσσομαθείς διερμηνείς της Μεγαλειότητάς Του δεν μπόρεσαν να τα ερμηνεύσουν. Ο Έλληνας ωστόσο προσφέρθηκε μόνος του να κάνει τη μετάφραση, και το έκανε χρησιμοποιώντας χυδαίες εκφράσεις στα αραμαϊκά και στα περσικά, τις οποίες, όπως είπε, έμαθε σε μερικά θαλασσινά ταξίδια που έκανε εκτός Ελλάδας. Εγώ, ο ιστορικός του Μεγάλου Βασιλέα, θέλοντας να προστατέψω τα αυτιά της Μεγαλειότητας Του από την αισχρή και πολλές φορές αηδιαστική γλώσσα του αιχμαλώτου, προσπάθησα να αφαιρέσω το προσβλητικό υλικό πριν η Μεγαλειότητά Του υποχρεωθεί να το ακούσει. Η Μεγαλειότητά Του ωστόσο, με τη θεόπνευστη σοφία Του, διέταξε το δούλο Του να μεταφέρει επακριβώς τα λόγια του άντρα, μεταφράζοντάς τα σε όποια διάλεκτο και ιδιωματισμό κρινόταν απαραίτητο, ώστε να αποδίδουν το ελληνικό νόημα. Αυτό επιχείρησα να κάνω κι εγώ. Προσεύχομαι η Μεγαλειότητά Του να ανακαλέσει την ευθύνη με την οποία με επιφόρτισε και να μην κατηγορήσει το δούλο Του για τα αποσπάσματα της παρακάτω καταγραφής, τα οποία σίγουρα θα προσβάλουν κάθε πολιτισμένο ακροατή.
Χαράχτηκε και υποβλήθηκε τη δεκάτη έκτη μέρα του Ου-λούλου, Πέμπτου Έτους από την Ανάρρηση της Μεγαλειότητάς Του.
* Ιβηρία: χώρα της Ασίας στον Καύκασο, η σημερινή Γεωργία.
• 19 •
1
ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ του Τασριτού, Πέμπτου Έτους από την Ανάρρηση της Μεγαλειότητάς Του, στα νότια των συνόρων με τη Λοκρίδα, ο στρατός της αυτοκρατορίας, συνεχίζοντας την απρόσκοπτη προέλαση του στην κεντρική Ελλάδα, στρατοπέδευσε απέναντι από την ανατολική πλαγιά του όρους Παρνασσός, που τα υδάτινα ρεύματά του, όπως τόσα άλλα πρωτύτερα κατά την πορεία από την Ασία, δεν ήσαν επαρκή για το στρατό και τα άλογα, με αποτέλεσμα να στερέψουν.
Η ακόλουθη πρώτη συνέντευξη έλαβε χώρα στη σκηνή εκστρατείας της Μεγαλειότητάς Του, τρεις ώρες μετά τη δύση του ήλιου, αφού τερματίστηκε το βραδινό γεύμα και διεκπεραιώθηκαν όλες οι υποθέσεις της αυλής. Τότε, οι αξιωματικοί που φρουρούσαν τον αιχμάλωτο διατάχτηκαν να φέρουν μέσα τον Έλληνα. Ήταν όλοι παρόντες, στρατάρχες, συμβουλά-τορες, άντρες της βασιλικής φρουράς, ο μάγος και οι γραφείς. Ο αιχμάλωτος ήρθε πάνω σε ένα φορείο, με τα μάτια δεμένα, γιατί δεν επιτρεπόταν να αντικρίσει τη Μεγαλειότητά Του. Ο μάγος είπε τα ξόρκια του και έκανε τον εξαγνισμό, που θα επέτρεπαν στον άντρα να μιλήσει ενώπιον της Μεγαλειότητάς Του. Ο αιχμάλωτος διατάχτηκε να μη μιλά απευθείας στη Βασιλική Παρουσία, αλλά να απευθύνεται στους αξιωματικούς της βασιλικής φρουράς, των Αθανάτων, που βρίσκονταν στα αριστερά της Μεγαλειότητάς Του.
• 21 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
Ο Ορόντης, ο αρχηγός των Αθανάτων, είπε στον Έλληνα να συστηθεί. Εκείνος αποκρίθηκε ότι το όνομά του ήταν Χίονης, γιος του Σκαμανδρίδη, από τον Αστακό, μια πόλη της Ακαρνανίας. Ο άντρας Χίονης είπε ότι θα ήθελε πρώτα να ευχαριστήσει τη Μεγαλειότητά Του που τον κράτησε στη ζωή και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη και το θαυμασμό του για την ικανότητα της ομάδας των βασιλικών χειρουργών. Μιλώντας από το φορείο του, ανασαίνοντας ακόμα με δυσκολία εξαιτίας ορισμένων ανεπούλωτων πληγών στους πνεύμονες και στα όργανα του θώρακα, απευθύνθηκε στη Μεγαλειότητά Του, λέγοντας πως δεν ήταν συνηθισμένος στον περσικό τρόπο συνομιλίας και πως, δυστυχώς, δε διέθετε το χάρισμα του ποιητικού λόγου, ούτε ήξερε να διηγείται ωραίες ιστορίες. Είπε πως η αφήγησή του δε θα ήταν για στρατηγούς και βασιλιάδες, για πολιτικές μηχανορραφίες των μεγάλων, γιατί δεν ήταν σε θέση να τις γνωρίζει. Θα έλεγε την ιστορία όπως ακριβώς την είχε βιώσει ο ίδιος από την πλεονεκτική θέση ενός νέου, βοηθητικού του στρατού, ενός δούλου. Ίσως, είπε ο αιχμάλωτος, η Μεγαλειότητά Του έβρισκε κάποιο ενδιαφέρον σ' αυτή την αφήγηση για τους απλούς πολεμιστές, «τους άντρες της σειράς», όπως τους αποκάλεσε ο αιχμάλωτος.
Η Μεγαλειότητά Του, αποκρινόμενη μέσω του Ορόντη, του αρχηγού των Αθανάτων, τον διαβεβαίωσε ότι μια τέτοια εξιστόρηση επιθυμούσε κυρίως. Η Μεγαλειότητά Του, είπε, διέθετε ήδη άφθονες πληροφορίες για τις συνωμοσίες των μεγάλων αυτό που ήθελε ν' ακούσει τώρα ήταν «την ιστορία του οπλίτη».
Τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί οι Σπαρτιάτες, που μέσα σε τρεις μέρες είχαν σκοτώσει, μπροστά στα μάτια της Μεγαλειότητάς Του, είκοσι χιλιάδες και πάνω από τους γενναιότερους στρατιώτες Του; Ποιοι ήταν αυτοί οι αντίπαλοι, που έπαιρναν μαζί τους στον οίκο των νεκρών δέκα ή, όπως
• 22 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
αναφέρουν μερικοί, είκοσι άντρες για κάθε έναν από τους δικούς τους που έπεφτε; Πώς ήταν ως άνθρωποι; Τι τους άρεσε; Με τι γελούσαν; Η Μεγαλειότητά Του ήξερε ότι φο-βόνταν το θάνατο, όπως όλοι οι άνθρωποι. Ποια φιλοσοφία όμως είχε ασπαστεί ο νους τους; Αλλά, πάνω απ' όλα, είπε η Μεγαλειότητά Του, επιθυμούσε να καταλάβει τα ίδια τα άτομα, τους αληθινούς ανθρώπους, από σάρκα και οστά, τους οποίους έβλεπε από ψηλά, πάνω από το πεδίο της μάχης, αμυδρά ωστόσο και από απόσταση, δυσδιάκριτα πρόσωπα, κρυμμένα μέσα στα αιματοβαμμένα καβούκια του κράνους και της πανοπλίας τους.
Κάτω από τα δεμένα του μάτια ο αιχμάλωτος υποκλίθηκε και έστειλε μια ευχαριστήρια προσευχή σε κάποιον από τους θεούς του. Η ιστορία που επιθυμούσε να ακούσει η Μεγαλειότητά Του, βεβαίωσε, ήταν η μόνη που μπορούσε και επιθυμούσε πραγματικά να πει.
Θα ήταν αναγκαστικά η δική του ιστορία, όπως και των πολεμιστών που είχε γνωρίσει. Θα είχε η Μεγαλειότητά Του την υπομονή να την ακούσει; Έπειτα, η αφήγηση δε θα περιοριζόταν αποκλειστικά στη μάχη. Ήταν υποχρεωμένος να αναφερθεί σε γεγονότα προηγούμενων εποχών, γιατί μόνο κάτω από το φως τους και από αυτή την προοπτική οι ζωές και οι πράξεις των πολεμιστών που η Μεγαλειότητά Του παρακολουθούσε στις Θερμοπύλες θα αποκτούσαν το αληθινό τους νόημα και σημασία.
Η Μεγαλειότητά Του, οι στρατάρχες, οι στρατηγοί και οι συμβουλάτορες ικανοποιήθηκαν από την απάντησή του. Δόθηκε στονΈλληνα ένα κύπελλο με κρασόμελο για να σβήσει τη δίψα του και του ζητήθηκε να αρχίσει από όπου ήθελε εκείνος, να πει την ιστορία με όποιον τρόπο θεωρούσε καλύτερο. Ο άντρας Χίονης υποκλίθηκε άλλη μια φορά από το φορείο του και άρχισε:
• 23 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Πάντα αναρωτιόμουν πώς είναι να πεθαίνει κανείς. Υπήρχε μια άσκηση που κάναμε εμείς οι βοηθητικοί του
στρατού όταν χρησιμεύαμε ως σάκοι που πάνω τους ασκούνταν οι Σπαρτιάτες οπλίτες. Τη λέγαμε «βαλανιδιά», επειδή παρατασσόμαστε κατά μήκος μιας σειράς από βαλανιδιές στις παρυφές της κοιλάδας Οτόνα, όπου οι Σπαρτιάτες και οι υπομείονες* έκαναν τα γυμνάσιά τους κάθε φθινόπωρο και χειμώνα. Εμείς παρατασσόμαστε σε βάθος δέκα αντρών, με τις ολόσωμες ασπίδες μας από λυγαριά καλά στερεωμένες στη γη, ενώ εκείνοι μάς επιτίθεντο. Τα στρατεύματα κρούσης διέσχιζαν την πεδιάδα σε θέση μάχης, σε βάθος οχτώ αντρών, με αργό βηματισμό στην αρχή, πιο γρήγορα κατόπιν, ύστερα τροχάδην και τέλος τρέχοντας του σκοτωμού. Η σύγκρουση με τις ενισχυμένες ασπίδες τους υποτίθεται ότι έπρεπε να σου κόβει την ανάσα. Κι αυτό γινόταν. Θαρρούσες πως είχε πέσει πάνω σου ολόκληρο βουνό. Τα γόνατά σου, άσχετα πόσο καλά στερεωμένα τα είχες, λύγιζαν σαν δεντράκια όταν η γη υποχωρεί μπροστά τους. Για μια στιγμή χάναμε το θάρρος μας. Μοιάζαμε με ξερά κοτσάνια, βαθιά ριζωμένα μπροστά στη λεπίδα του ζευγά.
Κάπως έτσι νιώθει κανείς όταν πεθαίνει. Το όπλο που με έπληξε στις Θερμοπύλες ήταν το δόρυ ενός Αιγυπτίου οπλίτη, που τρύπησε το πλευρό μου. Όμως η αίσθηση δεν ήταν αυτή που περίμενα. Δεν το ένιωσα να με διαπερνά, αλλά να με πλήττει με δύναμη, όπως ακριβώς νιώθαμε εμείς οι βοηθητικοί κάτω από τις βαλανιδιές.
Φανταζόμουν ότι οι νεκροί είναι αποστασιοποιημένοι. Ότι αντικρίζουν τη ζωή αντικειμενικά και με σοφία. Όμως
* Oι υπομείονες ήταν oι Σπαρτιάτες που είχαν ξεπέσει και είχαν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα. Συμμετείχαν στην Απέλλα (την Εκκλησία του Δήμου των Σπαρτιατών) αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου. Σ.τ.Μ.
• 24 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
η εμπειρία μου δείχνει το αντίθετο. Κυριαρχούσαν μόνο τα συναισθήματα. Η καρδιά μου πόνεσε και ράγισε. Ο θάνατος με αγκάλιασε ενώ με διαπερνούσε ένας φοβερός αβάσταχτος πόνος. Είδα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, την αγαπημένη μου εξαδέλφη Διομάχη, που τόσο αγαπούσα. Είδα το Σκαμανδρίδη, τον πατέρα μου, και την Ευνίκη, τη μητέρα μου, το Βρύαξη, το Δέκτωνα και τον «Αυτόχειρα», ονόματα που δε σημαίνουν τίποτα για τη Μεγαλειότητά Του, αλλά που για μένα ήταν πιο αγαπητά κι απ' τη ζωή και τώρα που πεθαίνω ακόμα πιο πολύ.
Πέταξαν μακριά μου, όπως πέταξα κι εγώ μακριά από αυτούς.
Είχα πλήρη συνείδηση των συμπολεμιστών μου που είχαν πέσει μαζί μου. Ο δεσμός που μας ένωνε ήταν εκατό φορές πιο ισχυρός από κείνον που ένιωθα να με δένει μαζί τους στη ζωή. Αισθάνθηκα μια ανεξήγητη ανακούφιση και συνειδητοποίησα ότι αυτό που φοβόμουν πιότερο κι απ' το θάνατο ήταν μήπως τους αποχωριστώ. Έτρεμα το φοβερό μαρτύριο του ανθρώπου που επιζεί μετά τον πόλεμο, την αίσθηση της απομόνωσης και της αυτοπροδοσίας που νιώθουν εκείνοι που επιλέγουν να κρατηθούν, να ανασαίνουν, όταν οι σύντροφοι τους έχουν χαλαρώσει τη λαβή.
Το στάδιο που αποκαλούμε ζωή είχε τελειώσει. Ήμουν νεκρός. Ωστόσο, όσο οδυνηρή κι αν ήταν η αίσθηση του θανάτου,
υπήρχε μια άλλη πιο επιτακτική, που με βασάνιζε και που σίγουρα τυραννούσε και τους συμπολεμιστές μου. Ότι η ιστορία μας θα χανόταν μαζί μας. Ότι δε θα τη μάθαινε κανείς.
Δε με ένοιαζε για τον εαυτό μου, για τον εγωισμό μου ή για τους ματαιόδοξους στόχους μου, αλλά για κείνους. Για το Λεωνίδα, για τον Αλέξανδρο και τον Πολύνεικο, για την Αρέτη, που θα ορφάνευε η καρδιά της, και περισσότερο από όλους για το Διηνέκη. Το ότι η ανδρεία του, η ευφυΐα του,
• 25 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
οι κρυφές του σκέψεις, που είχα το προνόμιο να τις μοιράζεται μόνο μαζί μου, αυτά που ο ίδιος και οι σύντροφοί του είχαν πετύχει και υποφέρει θα εξαφανίζονταν, θα χάνονταν σαν τον καπνό της φωτιάς. Ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το αντέξω.
Είχαμε φτάσει στο ποτάμι πια. Μπορούσαμε να ακούμε με αυτιά που δεν ήταν πια αυτιά και να βλέπουμε με μάτια που δεν ήταν πλέον μάτια το ποτάμι της Λήθης και τις στρατιές των πεθαμένων που υπέφεραν για μεγάλο χρονικό διάστημα και που ο γύρος τους κάτω από τη γη είχε επιτέλους τελειώσει. Επέστρεφαν στη ζωή, πίνοντας από αυτά τα νερά που θα έσβηναν κάθε ανάμνηση της ζωής τους εδώ ως σκιών.
Όμως εμείς από τις Θερμοπύλες ήμαστε αιώνιοι, δε θα πίναμε από τον ποταμό της Λήθης. Θα θυμόμαστε.
Μια κραυγή που δεν ήταν κραυγή, αλλά ο απέραντος πόνος της καρδιάς των πολεμιστών, που είχαν κι αυτοί τα ίδια συναισθήματα με μένα, διαπέρασε το φοβερό σκηνικό με απερίγραπτο πάθος.
Τότε από πίσω μας, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν διαφορετικές κατευθύνσεις παρά μόνο μία, φάνηκε μια λάμψη τόσο μεγαλειώδης, που κατάλαβα, όλοι το καταλάβαμε αμέσως, ότι ήταν ένας θεός.
Ο Τοξοβόλος Φοίβος, ο ίδιος ο Απόλλωνας, με πολεμική στολή, περιφερόταν ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και στους Θεσπιείς. Δεν αντάλλαξαν λέξη. Δε χρειαζόταν. Ο Τοξότης μπορούσε να νιώσει την αγωνία των αντρών κι εκείνοι ήξεραν ότι αυτός, ο πολεμιστής και γιατρός, βρισκόταν εκεί για να τους συντρέξει. Πριν καλά καλά το καταλάβω, το βλέμμα του στράφηκε σε μένα, τον τελευταίο που θα περίμενε κανείς, παρ' όλο που ο Διηνέκης, ο αφέντης μου στη ζωή, ήταν πλάι μου.
Εγώ όμως ήμουν αυτός που επιλέχτηκε να γυρίσει πίσω
• 26 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
και να μιλήσει. Αισθάνθηκα έναν πόνο πιο δυνατό από κάθε άλλο. Η ίδια η γλυκιά ζωή, ακόμα και η απελπισμένη επιθυμία μου να διηγηθώ την ιστορία φάνταζαν ξαφνικά πιο υποφερτές μπροστά στο σπαραγμό μου που ήμουν αναγκασμένος να αφήσω εκείνους που είχα τόσο πολύ αγαπήσει.
Όμως, και πάλι, καμιά παράκληση δεν ήταν δυνατή ενώπιον του μεγαλείου του θεού.
Είδα πάλι ένα φως, αδύνατο στην αρχή, πιο δυνατό κατόπιν, ώσπου έγινε πολύ έντονο. Και τότε κατάλαβα ότι ήταν ο ήλιος. Είχα γυρίσει πίσω. Άκουσα φωνές μέσω των φυσικών αυτιών μου. Κουβέντες στρατιωτών που μιλούσαν αιγυπτιακά και περσικά, ενώ δερματογαντοφορεμένα χέρια με τραβούσαν από κάτω από το σωρό των κουφαριών.
Οι Αιγύπτιοι ναυτικοί μού είπαν αργότερα ότι είχα μουρμουρίσει τη λέξη «λόκας», που στη γλώσσα τους σημαίνει «γαμώτο», και έβαλαν τα γέλια, καθώς τραβούσαν το κομματιασμένο κορμί μου στο φως της ημέρας.
Έκαναν λάθος. Η λέξη ήταν «Λοξίας» — ο τιμητικός τίτλος του Πανούργου Απόλλωνα, που δίνει τους χρησμούς του με διφορούμενο και πλάγιο τρόπο. Φώναζα και τον καταριόμουν επειδή ανέθεσε τούτη τη φοβερή ευθύνη σε μένα, που δεν είχα τα προσόντα να τη φέρω σε πέρας.
Καθώς οι ποιητές καλούν τη Μούσα να μιλήσει μέσω αυτών, παραπονέθηκα με έναν άναρθρο γρυλισμό στο Μακρο-σαγιτάρη.
Αν, πράγματι, με επέλεξες, Τοξότη, επίτρεψε τότε στα λεπτοδουλεμένα βέλη σου να εκτοξευτούν από το τόξο μου. Δάνεισέ μου τη φωνή σου, Τοξοβόλε. Βοήθησέ με να αφηγηθώ την ιστορία.
• 27 •
2
ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΕΙΝΑΙ μια λουτρόπολη. Η λέξη στα ελληνικά σημαίνει «θερμές πύλες», από τις ιαματικές πηγές και, όπως γνωρίζει η Μεγαλειότητά Του, από τα στενά και δύσβατα δερβένια που σχηματίζουν το μοναδικό πέρασμα από το οποίο μπορεί να πλησιάσει κανείς την περιοχή — στα ελληνικά λέγονται πύλες, η Ανατολική, η Μεσαία και η Δυτική Πύλη.
Το τείχος των Φωκέων γύρω από το οποίο δόθηκαν οι πιο απελπισμένες μάχες δεν κατασκευάστηκε από τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους. Υπήρχε εκεί πολύ πριν τη μάχη. Το είχαν ανεγείρει παλιά οι κάτοικοι της Φωκίδας και της Λοκρίδας για να προστατευτούν από τις επιδρομές των βορείων γειτόνων τους, τους Θεσσαλούς και τους Μακεδόνες. Όταν οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν τα Στενά, το τείχος ήταν ένας σωρός από ερείπια. Το ξανάχτισαν.
Για τους Έλληνες ο χώρος αυτός ήταν ιερός και οι ιαματικές πηγές, όπως και το πέρασμα δεν ανήκαν μόνο στους αυτόχθονες της περιοχής αλλά σε όλους τους κατοίκους της Ελλάδας. Τα ιαματικά λουτρά, πιστεύουν, έχουν θεραπευτικές ιδιότητες· το καλοκαίρι η περιοχή γεμίζει από επισκέπτες. Η Μεγαλειότητά Του παρατήρησε τα πανέμορφα βαθύσκιωτα δασάκια και τα σπιτάκια, τις ιερές βαλανιδιές αφιερωμένες στην Αμφικτυονίδα Δήμητρα κι εκείνο το όμορφο φιδογυριστό μονοπάτι που οδηγεί στο Τείχος των Λεό-
• 28 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντων, που τις πέτρες του λέγεται ότι τις έβαλε ο ίδιος ο Ηρακλής στις θέσεις τους. Σε εποχή ειρήνης κατά μήκος του τοποθετούν συνήθως τις πολύχρωμες σκηνές και τα παραπήγματα τους οι πωλητές από την Τραχίνα, την Ανθήλη και τους Αλπηνούς, για να εξυπηρετήσουν τους ριψοκίνδυνους ταξιδιώτες που κάνουν τη διαδρομή μέχρι τα ιαματικά λουτρά.
Υπάρχει μια διπλή πηγή αφιερωμένη στην Περσεφόνη, η Σκυλλία πηγή, στους πρόποδες της χαράδρας δίπλα στη Μεσαία Πύλη. Εκεί έστησαν οι Σπαρτιάτες το στρατόπεδό τους, ανάμεσα στο τείχος των Φωκέων και στο γήλοφο όπου δόθηκε η τελική μάχη, τότε που πολέμησαν με νύχια και με δόντια. Η Μεγαλειότητά Του γνωρίζει πόσο λίγο είναι το πόσιμο νερό στα γύρω βουνά. Το έδαφος ανάμεσα στις πύλες είναι συνήθως τόσο ξηρό και γεμάτο σκόνη, που στη λου-τρόπολη αγγαρεύανε τους δούλους να λιπαίνουν τους δρόμους για να διευκολύνονται οι λουόμενοι. Η γη είναι σκληρή σαν πέτρα.
Η Μεγαλειότητά Του είδε πόσο γρήγορα αυτό το σκληρό σαν μάρμαρο χώμα μετατράπηκε σε λάσπη κατά τη διάρκεια της μάχης. Ποτέ μου δεν ξανάδα τόση λάσπη και τόσο βαθιά, που η υγρασία της να προήλθε μόνο από το αίμα και το κάτουρο των τρομοκρατημένων αντρών που μάχονταν πάνω της.
Όταν η εμπροσθοφυλακή των Σπαρτιατών έφτασε στις Θερμοπύλες πριν τη μάχη, λίγες ώρες πριν το κυρίως σώμα, που προχωρούσε με βήμα ταχύ, ανακάλυψε, προς μεγάλη της έκπληξη, δυο παρέες ανθρώπων που πήγαιναν στα λουτρά. Η μία ήταν από την Τίρυνθα και η άλλη από την Αλκυόνη, τριάντα άτομα συνολικά, άντρες και γυναίκες, ο καθένας στο δικό του λουτρό, σε διάφορα στάδια γύμνιας. Αυτοί οι ταξιδιώτες ξαφνιάστηκαν, για να μην πούμε τίποτε άλλο, από την ξαφνική εμφάνιση των πορφυροντυμένων Σκιριτών. Ήταν όλοι άντρες διαλεχτοί, κάτω από τα τριάντα, που είχαν επι-
• 29 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λεγεί για την ταχύτητα των ποδιών και την ανδρεία τους στις ορεινές μάχες. Οι άντρες της εμπροσθοφυλακής έδιωξαν τους λουόμενους και όσους τους συνόδευαν, αρωματο-πώλες, χειρομαλάκτες, πωλητές ψωμιού και γλυκών από σύκα, τα κορίτσια που δούλευαν στα λουτρά και στα λάδια και τα αγόρια που αφαιρούσαν με τη στλεγγίδα τον ιδρώτα και τη βρομιά. Όλοι τους γνώριζαν για την προέλαση των Περσών, αλλά πίστευαν ότι η καταιγίδα που είχε πλήξει πρόσφατα την κοιλάδα είχε κάνει τα βόρεια περάσματα προσωρινά αδιάβατα. Οι Σπαρτιάτες κατάσχεσαν όλα τα τρόφιμα, τα σαπούνια, τα ασπρόρουχα και τον ιατρικό εξοπλισμό και ιδίως τις τέντες της λουτρόπολης, που αργότερα φάνταζαν πολύ αταίριαστες, καθώς κυμάτιζαν πανηγυρικά πάνω από το μακελειό. Οι άντρες της εμπροσθοφυλακής ξανά-στησαν αυτά τα καταλύματα στο πίσω μέρος, στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών, δίπλα στη Μεσαία Πύλη, με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουν ο Λεωνίδας και η βασιλική φρουρά του.
Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, όταν έφτασε, αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει αυτό το κατάλυμα, επειδή το θεώρησε ανάρμοστο. Το πεζικό επίσης των Σπαρτιατών απέρριψε αυτές τις ευκολίες. Η ειρωνεία είναι ότι οι σκηνές κατέληξαν τελικά στους Σπαρτιάτες είλωτες, στους δούλους των Θεσπιέων, των Φωκέων και των Οπουντίων Λοκρών και άλλων συνοδών της μάχης που είχαν τραυματιστεί από βέλη ή άλλα όπλα βολής. Αλλά κι αυτοί, την άλλη μέρα κιόλας, αρνήθηκαν αυτό το κατάλυμα. Οι πολύχρωμες από αιγυπτιακό λινό τέντες της λουτρόπολης, κουρελιασμένες πια, κατέληξαν, όπως είδε η Μεγαλειότητά Του, να προστατεύουν τα υποζύγια, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια που μετέφεραν την επιμελητεία, τα οποία είχαν τρομάξει από το θέαμα και τις οσμές της μάχης και δεν μπορούσαν να τα κρατήσουν οι ζευγολάτες τους. Στο τέλος, οι τέντες κόπηκαν σε λωρίδες για να δεθούν οι πληγές των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους.
30
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Όταν λέω Σπαρτιάτες, εννοώ τον επίσημο ελληνικό όρο, που αναφέρεται στην ανώτατη τάξη των Λακεδαιμονίων —στους ομοίους—, στους ίσους μεταξύ ίσων. Κανείς από την τάξη των υπομειόνων ή από τους περιοίκους, τους δεύτερους τη τάξει Σπαρτιάτες, οι οποίοι δεν είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ή από κείνους που στρατολογήθηκαν από τις γειτονικές πόλεις της Λακεδαίμονας δεν πολέμησε στις Θερμοπύλες. Ωστόσο, προς το τέλος, όταν οι εναπομείναντες Σπαρτιάτες ήταν τόσο λιγοστοί, που δεν μπορούσαν να σχηματίσουν πολεμικό μέτωπο πια, ο «αφρός», όπως τους αποκάλεσε ο Διηνέκης, των απελεύθερων δούλων, των οπλοκουβαλητών και των βοηθητικών της μάχης πήρε την άδεια να συμπληρώσει τις κενές θέσεις.
Η Μεγαλειότητά Του ίσως νιώσει περηφάνια αν μάθει ότι τα στρατεύματά του νίκησαν τον ανθό της Ελλάδας, την αφρόκρεμα των καλύτερων και γενναιότερων πολεμιστών της.
Όσο για τη δική μου θέση στη μάχη, η εξήγηση ίσως απαιτεί μια μικρή εκτροπή, για την οποία ελπίζω να δείξει υπομονή η Μεγαλειότητά Του.
Αιχμαλωτίστηκα σε ηλικία δώδεκα ετών (ή, για την ακρίβεια, παραδόθηκα) σαν ηλιοκεκαυμένος. Πρόκειται για ένα χλευαστικό σπαρτιατικό όρο, που κυριολεκτικά σημαίνει «καψαλισμένος από τον ήλιο». Αναφέρεται σε έναν τύπο άγριων σχεδόν εφήβων, που είχαν γίνει μαύροι σαν τους Αιθίοπες από την έκθεσή τους στα στοιχεία της φύσης και που γέμιζαν εκείνη την εποχή τα βουνά, πριν και μετά τον Α' Περσικό Πόλεμο. Στην αρχή με έριξαν ανάμεσα στους Σπαρτιάτες είλωτες, την τάξη των δουλοπάροικων που είχαν δημιουργήσει οι Λακεδαιμόνιοι από τους κατοίκους της Μεσσηνίας και του Έλους, όταν τους κατάκτησαν και τους σκλάβωσαν αιώνες πριν. Αυτοί οι εργάτες της γης ωστόσο με απέρριψαν λόγω μιας μικρής σωματικής αναπηρίας μου, που
31
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
με καθιστούσε άχρηστο για τις αγροτικές δουλειές. Οι είλωτες επίσης μισούσαν και δεν εμπιστεύονταν κανέναν ξένο ανάμεσα τους που μπορούσε να αποδειχτεί χαφιές. Έζησα σκυλίσια ζωή πάνω από ένα χρόνο, πριν η μοίρα, η τύχη ή το χέρι ενός θεού με ρίξει στην υπηρεσία του Αλέξανδρου, ενός νεαρού Σπαρτιάτη και προστατευομένου του Διηνέκη. Αυτό μου έσωσε τη ζωή. Μου αναγνώρισαν, έστω και ειρωνικά, ότι γεννήθηκα ελεύθερος και, όταν έδειξα ότι διέθετα ικανότητες άγριου ζώου, κάτι που θαύμαζαν οι Λακεδαιμόνιοι, προβιβάστηκα στη θέση του παραστάτη παί-δα, ένα είδος εφεδρικού συντρόφου των νέων που είχαν προσληφθεί στην αγωγή, τη δεκατριάχρονη περιβόητη και ανελέητη στρατιωτική εκπαίδευση που μετέτρεπε τα αγόρια σε Σπαρτιάτες πολεμιστές.
Κάθε οπλίτης από την τάξη των Σπαρτιατών πηγαίνει στον πόλεμο ακολουθούμενος από έναν τουλάχιστον είλωτα. Οι ενωμοτάρχες, οι διοικητές των ενωμοτιών, παίρνουν δύο. Αυτός ήταν αργότερα ο βαθμός του Διηνέκη. Δεν ήταν ασυνήθιστο για έναν αξιωματικό της σειράς του να διαλέξει ως πρώτο βοηθό του, ως βοηθητικό στη μάχη, ένα γεννημένο ελεύθερο ξένο ή ακόμα και ένα νεαρό μόθακα (ένα παιδί που δεν ήταν Σπαρτιάτης από γεννησιμιού του ή που ήταν νόθο και που μπορούσε να «περάσει» από την αγωγή). Ήταν τυχερό μου, για κακό ή για καλό, να επιλεγώ από τον κύριο μου γι' αυτή τη θέση. Είχα αναλάβει να φροντίζω και να μεταφέρω τον οπλισμό του, να έχω έτοιμα πάντα όσα χρειάζονταν για το ταξίδι, να ετοιμάζω το φαγητό του και το μέρος που θα κοιμόταν, να δένω τα τραύματά του, να ασχολούμαι γενικά με ό,τι ήταν απαραίτητο, ώστε να τον αφήνω ελεύθερο να γυμνάζεται και να πολεμά.
Η γενέτειρά μου, πριν η μοίρα με ρίξει στο δρόμο που με οδήγησε στις Θερμοπύλες, ήταν ο Αστακός, μια πόλη της Ακαρνανίας, βόρεια της Πελοποννήσου, όπου τα βουνά βλέ-
32
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πουν προς τη Δύση, πάνω από τη θάλασσα προς την Κεφαλληνία και πέρα από τον ορίζοντα στη Σικελία και στην Ιταλία.
Το νησί της Ιθάκης, πατρίδα του μυθικού Οδυσσέα, φαίνεται μέσα από τα στενά, αν και εγώ δεν είχα ποτέ τη χαρά να αγγίξω το ιερό χώμα του ήρωα σαν παιδί ή αργότερα. Θα μπορούσα να περάσω απέναντι στα δέκατα γενέθλιά μου, ένα φίλεμα από το θείο και τη θεία μου. Αλλά έπεσε πρώτα η πόλη μας. Οι άντρες της φυλής μου σφάχτηκαν και οι γυναίκες πουλήθηκαν σκλάβες, η γη των προγόνων μας κατακτήθηκε κι εγώ βρέθηκα ολομόναχος —μόνο η εξαδέλφη
μου Διομάχη σώθηκε—, χωρίς οικογένεια ή πατρίδα, τρεις μέρες πριν αρχίσει ο δέκατος χρόνος μου προς τον ουρανό, όπως λέει ο ποιητής.
33
3
ΕIXΑΜΕ ΕΝΑ ΔΟΥΛΟ στο υποστατικό του πατέρα μου όταν ήμουν μικρός, έναν άντρα που λεγόταν Βρύαξης. Διστάζω να χρησιμοποιήσω τη λέξη «δούλος», γιατί ο πατέρας μου ήταν μάλλον κάτω από την εξουσία του Βρύαξη παρά το αντίθετο. Όλοι μας ήμαστε, ιδίως η μητέρα μου. Ως κυρά του σπιτιού, αρνιόταν να πάρει και την πιο ασήμαντη απόφαση ακόμη πάνω στο νοικοκυριό —και για πολλά άλλα θέματα, πολύ πιο σοβαρά— χωρίς να εξασφαλίσει πρώτα τη συμβουλή και την επιδοκιμασία του Βρύαξη. Ο πατέρας μου τον άκουγε ουσιαστικά σε όλα τα θέματα, εκτός από τα πολιτικά, όσα δηλαδή αφορούσαν την πόλη. Εγώ, πάλι, ήμουν κυριολεκτικά αιχμάλωτος της γοητείας του.
Ο Βρύαξης ήταν Έλειος. Είχε αιχμαλωτιστεί από τους Αργείους όταν ήταν δεκαεννιά ετών. Τον τύφλωσαν με καυτό κατράμι, αν και οι γνώσεις του πάνω στις θεραπευτικές αλοιφές αποκατέστησαν αργότερα ένα μικρό μέρος της όρασής του. Έφερε στο μέτωπο το σημάδι των δούλων των Αργείων, ένα κέρατο βοδιού. Ο πατέρας μου τον απόκτησε όταν είχε περάσει πια τα σαράντα, ως αποζημίωση για ένα φορτίο λάδι από υάκινθο που χάθηκε στη θάλασσα.
Ο Βρύαξης, απ' όσο ξέρω, γνώριζε σχεδόν τα πάντα. Μπορούσε να βγάλει ένα χαλασμένο δόντι χωρίς γαρίφαλο ή πικροδάφνη. Μπορούσε να μεταφέρει τη φωτιά με γυμνά χέρια. Και, το κυριότερο για το παιδικό μου μυαλό, ήξερε κά-
• 34 •
ΟI ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
θε ξόρκι και μαγγανεία για να απομακρύνει την κακοτυχία και το κακό μάτι.
Το μόνο αδύνατο σημείο του Βρύαξη, όπως είπα, ήταν η όραση του. Δεν έβλεπε τίποτα μετά τα δέκα πόδια*. Αυτό ήταν μια μυστική πηγή ευχαρίστησης, αν όχι ενοχής, για μένα, επειδή, υποτίθεται, χρειαζόταν συνέχεια μαζί του ένα αγόρι να τον οδηγεί. Πέρασα βδομάδες ολόκληρες χωρίς να φύγω στιγμή απ' το πλευρό του, ούτε και στον ύπνο ακόμα, εφόσον επέμενε να με προσέχει. Τον έπαιρνε λιγάκι πάνω σε μια προβιά στα πόδια του μικρού κρεβατιού μου.
Εκείνο τον καιρό θαρρείς και είχαμε πόλεμο κάθε καλοκαίρι. Θυμάμαι τα γυμνάσια που γίνονταν στην πόλη κάθε άνοιξη μόλις τελείωνε το φύτεμα. Η πανοπλία του πατέρα μου κατέβαινε από την εστία και ο Βρύαξης λάδωνε κάθε στεφάνι και ένωση, ξαναλύγιζε και ξανασυνέδεε τα «δύο ακόντια και τα δύο εφεδρικά» και τοποθετούσε πάλι τις λαβές από σχοινί και δέρμα μέσα στο κοίλωμα του από βαλανιδιά και ορείχαλκο όπλου** του. Τα γυμνάσια γίνονταν σε μια μεγάλη πεδιάδα δυτικά της συνοικίας των αγγειοπλαστών, ακριβώς κάτω από τα τείχη της πόλης. Εμείς, αγόρια και κορίτσια, εφοδιασμένοι με αλεξήλια και γλυκά από σύκα, σκαρφαλώναμε στο τείχος, στη θέση με την καλύτερη θέα, και παρακολουθούσαμε τα γυμνάσια των πατέρων μας, που διεξάγονταν κάτω από τον ήχο των σαλπίγγων και το ρυθμό των πολεμικών τυμπάνων.
Τη χρονιά για την οποία μιλώ διαφώνησαν πάνω σε μια πρόταση που έκανε ο πρύτανης της συνόδου, κάποιος κτηματίας που λεγόταν Οναξίμανδρος. Ήθελε να σβήσουν όλοι οι άντρες το οικόσημο της φυλής ή του οίκου τους από την ασπίδα και να το αντικαταστήσουν με ένα πανομοιότυπο
• 35 •
* Πους: μονάδα μήκους ίση με 0,33 εκ. περίπου. Σ.τ.Μ. ** Όπλον αποκαλούνταν συνήθως και η βαριά, μεγάλη ασπίδα των βαρέως οπλι
σμένων πολεμιστών, από όπου και η λέξη οπλίτης. Σ.τ.Μ.
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
άλφα για την πόλη μας τον Αστακό. Υποστήριξε ότι όλες oι ασπίδες των Σπαρτιατών έφεραν ένα περήφανο λάμδα για τη χώρα τους τη Λακεδαίμονα. Πολύ καλά, ήρθε η ειρωνική απάντηση, αλλά εμείς δεν είμαστε Λακεδαιμόνιοι. Κάποιος είπε την ιστορία ενός Σπαρτιάτη του οποίου η ασπίδα δεν είχε κανένα οικόσημο, αλλά μια κοινή μύγα ζωγραφισμένη σε φυσικό μέγεθος. Όταν οι συνάδελφοι του στο στρατό τον κορόιδεψαν γι' αυτό, ο Σπαρτιάτης είπε ότι στη μάχη θα είναι τόσο κοντά στον εχθρό, που η μύγα θα φαντάζει μεγάλη σαν λιοντάρι.
Κάθε χρόνο τα στρατιωτικά γυμνάσια ακολουθούσαν τον ίδιο σχεδιασμό. Επί δύο μέρες επικρατούσε ενθουσιασμός. Κάθε άντρας ένιωθε τόση ανακούφιση που θα ήταν ελεύθερος από τις δουλειές των κτημάτων ή των μαγαζιών και ήταν τόση η χαρά του που θα ήταν πάλι μαζί με τους συμπολεμιστές του (χωρίς να έχει τα παιδιά και τις γυναίκες στα πόδια του), ώστε το γεγονός έπαιρνε γεύση πανηγυριού. Πρωί και βράδυ γίνονταν θυσίες. Οι γαργαλιστικές μυρωδιές των σουβλιστών αρνιών απλώνονταν παντού. Υπήρχαν σταρένια γλυκόψωμα και γλυκά με μέλι, φρέσκα γλυκά από σύκα και πιάτα με κουκιά και κριθάρι βρασμένο με γλυκό φρέσκο ση-σαμέλαιο.
Την τρίτη μέρα οι άντρες άρχισαν να γεμίζουν φουσκάλες. Βραχίονες και ώμοι έφεραν τα σημάδια των βαριών ασπίδων. Οι πολεμιστές, αν και αγρότες οι περισσότεροι ή ξυλοκόποι και σκληραγωγημένοι, υποτίθεται, άνθρωποι, στην πραγματικότητα διεκπεραίωναν τις αγροτικές δουλειές τους στη δροσιά του δωματίου λογαριασμών και όχι πίσω από το άροτρο. Η ζέστη ήταν αφόρητη κάτω από τις περικεφαλαίες και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι. Την τέταρτη μέρα οι ταλαιπωρημένοι από τον ήλιο πολεμιστές έβρισκαν σοβαρές δικαιολογίες. Το κτήμα χρειαζόταν αυτό, το μαγαζί χρειαζόταν εκείνο, οι δούλοι τους κατάκλεβαν, έλεγαν, ενώ έσφιγγαν τα
• 36 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
χέρια με αμηχανία. «Κοίτα πόσο ίσια προχωράει τώρα η γραμμή στο πεδίο των ασκήσεων» έλεγε γελώντας ο Βρύα-ξης, κοιτώντας λοξά εμένα και τα άλλα αγόρια. «Δε θα βαδίζουν και τόσο ζωηρά όταν ο ουρανός αρχίσει να βρέχει βέλη και δόρατα. Κάθε άντρας θα τραβηχτεί προς τα δεξιά για να είναι στη σκιά του συμπολεμιστή του». Δηλαδή στο καταφύγιο της ασπίδας του άντρα στα δεξιά του. «Μόλις χτυπήσουν την εχθρική γραμμή, η δεξιά πτέρυγα θα καλυφθεί μισό στάδιο* περίπου και, για να επανέλθει στη θέση της, θα πρέπει να καταδιωχθεί από το ίδιο της το ιππικό!»
Πάντως, ο στρατός της πόλης μας (θα μπορούσαμε να ρίξουμε στο πεδίο της μάχης τετρακόσιους περίπου πεζούς με βαρύ οπλισμό, σε ένα πλήρες προσκλητήριο), παρά τις κοιλιές και τα προγούλια, τα κατάφερνε αρκετά καλά, απ' όσο θυμάμαι εγώ τουλάχιστον το λίγο καιρό που έζησα εκεί. Ο ίδιος πρύτανης, ο Οναξίμανδρος, είχε δυο ζεύγη βόδια, που είχε αρπάξει από τους Κερυνίτες**. Οι δυνάμεις μας, που είχαν συμμαχήσει με τους Αργείους και τους κατοίκους των Ελευθερών***, λεηλατούσαν άγρια την περιοχή τους επί τρία χρόνια, καίγοντας εκατοντάδες αγροκτήματα και σκοτώνοντας πάνω από εβδομήντα άντρες. Ο θείος μου ο Τέναγρος είχε μια γερή φοράδα και έναν πλήρη πολεμικό εξοπλισμό από κείνη την εποχή. Όλοι κάτι είχαν αρπάξει.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στα στρατιωτικά μας γυμνάσια. Την πέμπτη μέρα οι πατέρες της πόλης ήταν εντελώς εξουθενωμένοι, βαριεστημένοι και αηδιασμένοι. Οι θυσίες στους θεούς διπλασιάστηκαν, με την ελπίδα ότι η εύνοια των θεών θα «μπάλωνε» κάθε έλλειψη πολεμικής τεχνικής ή εμπειρίας
* Στάδιο: μονάδα μήκους ίση με 185 μ. περίπου. ** Κάτοικοι της Κερυνίας, αχαϊκής πόλης της Πελοποννήσου, γνωστής από το μύ
θο το σχετικό με τον Ηρακλή και την κερυνίτιδα έλαφο. Σ.τ.Μ. *** Eλευθερές: αρχαία πόλη στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας. Θεωρείται πατρί
δα του Διονύσου- Σ.τ.Μ.
• 37 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
από μέρους του στρατού μας. Τώρα στο πεδίο των ασκήσεων υπήρχαν τεράστιες τρύπες κι εμείς τα αγόρια κατεβαίναμε κάτω με τις ψεύτικες ασπίδες και τα κοντάρια μας. Ήταν το σινιάλο για να σταματήσουν τα γυμνάσια. Προς μεγάλη δυσαρέσκεια των ζηλωτών και μεγάλη ανακούφιση του κύριου σώματος, ηχούσε το κάλεσμα για την τελευταία παρέλαση. Όλοι οι σύμμαχοι που είχε η πόλη εκείνη τη χρονιά (οι Αργείοι είχαν στείλει το στρατηγό τους αυτοκράτορα, τον ανώτατο στρατιωτικό διοικητή της πόλης) έπαιρναν χαρούμενα τις θέσεις τους για την επιθεώρηση. Οι αναζωογονημένοι πολίτες-στρατιώτες μας, γνωρίζοντας ότι τα βάσανα τους είχαν σχεδόν τελειώσει, φορτώνονταν με όλα τα όπλα που διέθεταν και περνούσαν με δόξα και τιμή την επιθεώρηση.
Το τελευταίο γεγονός που περιμέναμε όλοι με συγκίνηση και αγωνία ήταν το μεγάλο φαγοπότι. Υπήρχαν άφθονο φαγητό και μουσική, για να μην αναφερθώ στο πρώιμο ανοιξιάτικο κρασί. Στο τέλος επιστρατεύονταν τα κάρα των αγροκτημάτων για να μεταφέρουν μέσα στην άγρια νύχτα τα τριάντα πέντε κιλά ορειχάλκινα όπλα και τα ογδόντα πέντε περίπου κιλά του πολεμιστή που ροχάλιζε δυνατά.
Εκείνο το πρωινό που έκρινε τη μοίρα μου εξελίχθηκε έτσι εξαιτίας των αυγών μιας βουνοχιονόκοτας*.
Ανάμεσα στα πολλά ταλέντα του Βρύαξη, την πρώτη θέση κατείχε η επιδεξιότητά του να πιάνει πουλιά. Ήταν δάσκαλος στις παγίδες. Έστηνε τα δίχτυα του στο κλαδί που κούρνιαζε η λεία του. Με ένα ποπ! τόσο ελαφρύ, που μόλις ακουγόταν, οι έξυπνες παγίδες του έπεφταν, φυλακίζοντας
* Πτηνό του γένους Λαγόπους (Lagopus, οικ. Tetraoni-dae). Έχει μήκος 35 εκ. και είναι η πιο ψυχρόβια χιονόκοτα. Το πτέρωμά της αλλάζει ανάλογα με την εποχή: Κατάλευκο με μαύρη ουρά το χειμώνα, το καλοκαίρι γίνεται σκούρο κάστανο ή σταχτί στο σώμα, διατηρώντας τις λευκές φτερούγες και τη μαύρη ουρά. Απαντά στην περιαρκτική ζώνη της Ευρώπης. Σ.τ.Μ.
• 38 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
το στόχο τους «ώσπου να πεις κύμινο», όπως έλεγε ο Βρύα-ξης, και πάντα απαλά.
Ένα απόγευμα ο Βρύαξης με κάλεσε κρυφά πίσω από το κοτέτσι. Με θεατρικές κινήσεις σήκωσε το μανδύα του, αποκαλύπτοντας το τελευταίο του λάφυρο, μια βουνοχιονόκοτα, ζωηρή και έτοιμη για δράση. Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Είχαμε έξι ήμερες κότες στο κοτέτσι. Άλλη μια κότα σήμαινε πιο πολλά αυγά! Και τα αυγά ήταν μια υπέροχη λιχουδιά, που άξιζε μια περιουσία για ένα αγόρι στην αγορά της πόλης.
Όπως ήταν φυσικό, μέσα σε μια βδομάδα η φιλενάδα μας είχε γίνει η βασίλισσα της αυλής και περιφερόταν πέρα δώθε γεμάτη καμάρι. Δεν πέρασε πολύς καιρός και κρατούσα στις χούφτες μου τα αυγά της βουνοχιονόκοτας.
Θα πηγαίναμε στην πόλη! Στην αγορά. Ξύπνησα την εξαδέλφη μου τη Διομάχη πριν καλά καλά ξημερώσει, τόσο πολύ αδημονούσα να πάω στο κοτέτσι του αγροκτήματός μας, να πάρω τα αυγά και να τα πουλήσω. Ήθελα πολύ ένα δίαυλο, ένα διπλό φλάουτο, με το οποίο, όπως μου είχε υποσχεθεί ο Βρύαξης, θα με μάθαινε να μιμούμαι τη φωνή της αγριόπαπιας και του γερανού. Η είσπραξη από τα αυγά θα ήταν η πηγή των οικονομικών μου. Ο διπλός αυλός θα ήταν το έπαθλό μου.
Η Διομάχη κι εγώ ξεκινήσαμε δυο ώρες πριν το ξημέρωμα, με δυο σάκους φρέσκα κρεμμυδάκια και τρία κεφάλια τυρί τυλιγμένα σε πανιά, που τα φορτώσαμε σε μια σχεδόν κουτσή γαϊδούρα, που τη φωνάζαμε Κουτσάβλα. Το νεογέννητο γαϊδουράκι της το είχαμε αφήσει σπίτι δεμένο στο στάβλο. Έτσι, όταν αφήναμε ελεύθερη τη μαμά στην πόλη, αφού ξεφορτώναμε, εκείνη θα πήγαινε μόνη της κατευθείαν στο σπίτι στο μωρό της.
Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στην αγορά χωρίς να συνοδεύομαι από κάποιο μεγάλο και η πρώτη φορά που θα
• 39 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
πουλούσα κάτι για μένα. Αλλά και η παρουσία της Διομά-χης με αναστάτωνε πολύ. Εγώ δεν ήμουν ακόμα δέκα, εκείνη ήταν δεκατριών. Εμένα μού φαινόταν ολόκληρη γυναίκα. Η ομορφότερη και η εξυπνότερη απ' όλες. Έλπιζα ότι θα συναντούσα τους φίλους μου στο δρόμο, μόνο και μόνο για να με δουν να περπατάω δίπλα της.
Μόλις φτάσαμε στο δρόμο της Ακαρνανίας, είδαμε τον ήλιο. Ήταν μια φωτεινή κίτρινη λάμψη ακόμα στο ρόδινο ουρανό. Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα: Ανάτελλε από το βορρά.
«Αυτό δεν είναι ο ήλιος» είπε η Διομάχη σταματώντας απότομα και τραβώντας δυνατά το καπίστρι της Κουτσά-βλας. «Αυτό είναι φωτιά».
Ήταν το υποστατικό ενός φίλου του πατέρα μου, του Πιε-ρίωνα.
Το αγρόκτημα καιγόταν. «Πρέπει να τους βοηθήσουμε» είπε η Διομάχη με φωνή
που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Κρατώντας με το ένα χέρι τα αυγά μου, την ακολούθησα με γρήγορο βήμα, τραβώντας με το άλλο την κουτσή γαϊδούρα. «Πώς είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο πριν το φθινόπωρο» αναρωτήθηκε η Διομάχη καθώς τρέχαμε. «Οι αγροί δεν έχουν ξεραθεί ακόμα. Κοίτα τις φλόγες, δε θα έπρεπε να είναι τόσο μεγάλες».
Είδαμε μια δεύτερη φωτιά. Ανατολικά του κτήματος του Πιερίωνα. Κι άλλο αγρόκτημα. Η Διομάχη κι εγώ σταματήσαμε στη μέση του δρόμου. Και τότε ακούσαμε τα άλογα.
Το έδαφος κάτω από τα πόδια μας άρχισε να τρέμει, λες και γινόταν σεισμός. Είδαμε τη λάμψη των πυρσών. Ιππικό. Ολόκληρο απόσπασμα. Τριάντα έξι άλογα κάλπαζαν ολοταχώς καταπάνω μας. Είδαμε πανοπλίες και περικεφαλαίες με λοφία. Αρχισα να τρέχω προς το μέρος τους, κουνώντας το χέρι μου ανακουφισμένος. Τι τύχη! Θα μας βοηθούσαν! Με τριάντα έξι άντρες θα σβήναμε τη φωτιά σε...
• 40 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Η Διομάχη με τράβηξε άγρια πίσω. «Αυτοί δεν είναι οι άντρες μας».
Πέρασαν από δίπλα μας καλπάζοντας. Φαίνονταν τεράστιοι, βλοσυροί και άγριοι. Οι ασπίδες τους ήταν μαυρισμένες, καπνιά βρόμιζε τις λευκές βούλες και τις οπλές των αλόγων τους. Οι ορειχάλκινες κνημίδες τους ήταν γεμάτες μαύρη λάσπη. Στο φως των πυρσών είδα το λευκό κάτω από τη μαυρίλα των ασπίδων τους. Αργείοι. Οι σύμμαχοι μας. Τρεις καβαλάρηδες σταμάτησαν απότομα μπροστά μας. Η Κου-τσάβλα γκάριξε τρομαγμένη και πήγε να φύγει. Η Διομάχη τη συγκράτησε από το καπίστρι.
«Τι έχεις εκεί, κοριτσάκι;» ρώτησε ο πιο χοντρός από τους καβαλάρηδες, οδηγώντας το αφρισμένο, γεμάτο λάσπες άλογο του μπροστά στους σάκους με τα κρεμμύδια και τα τυριά. Ήταν στ' αλήθεια τεράστιος, σαν τον Αίαντα, με ανοιχτό, βοιωτικό κράνος και με λίπος κάτω από τα μάτια του, για να βλέπει στο σκοτάδι. Νυχτερινοί καβαλάρηδες. Έγειρε από τη σέλα του και χτύπησε δυνατά την Κουτσάβλα. Η Διομάχη τότε κλότσησε το ζώο του άντρα στην κοιλιά. Το άλογο χλιμίντρισε και νευρίασε.
«Εσείς καίτε τα υποστατικά μας, προδότες, παλιάνθρω-ποι!»
Η Διομάχη άφησε ελεύθερο το καπίστρι της γαϊδούρας και χτύπησε το κατατρομαγμένο ζώο με όλη της τη δύναμη. Η γαϊδούρα άρχισε να τρέχει σαν να την κυνηγούσαν οι Ερινύες, το ίδιο κι εμείς.
Έχω τρέξει στη μάχη ενώ τα βέλη και τα δόρατα έπεφταν βροχή με τριάντα κιλά όπλα στην πλάτη μου. Αμέτρητες φορές στα γυμνάσια ακολούθησα μουσκεμένα και τσακισμένα πρόσωπα τρέχοντας του θανατά. Ποτέ όμως η καρ-διά και τα πνευμόνια μου δεν καταπονήθηκαν τόσο όσο εκείνο το φοβερό πρωινό. Αφήσαμε αμέσως το δρόμο, από φόβο μην απαντήσουμε κι άλλους ιππείς, και μέσα από την
• 41 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ύπαιθρο τρέξαμε σαν αστραπή στο σπίτι. Τώρα βλέπαμε κι άλλα αγροκτήματα να έχουν παραδοθεί στις φλόγες. «Πρέπει να τρέξουμε πιο γρήγορα!» φώναξε η Διομάχη. Είχαμε διανύσει δεκαεπτά, είκοσι στάδια σχεδόν, κατευθυνόμενοι προς την πόλη, και τώρα έπρεπε να καλύψουμε την ίδια απόσταση μέσα από απόκρημνες πλαγιές γεμάτες θάμνους. Τα βάτα μάς κατάσκιζαν, οι πέτρες πετσόκοβαν τα γυμνά μας πόδια, οι καρδιές μας πήγαιναν να σπάσουν στα στήθη μας. Καθώς τρέχαμε σε ένα λιβάδι, είδα κάτι που έκανε το αίμα μου να παγώσει. Χοίροι. Τρεις γουρούνες με τα μικρά τους διέσχιζαν γοργά το λιβάδι, η μία πίσω από την άλλη, με κατεύθυνση το δάσος. Δεν ήταν φυγή, δεν ήταν πανικός, αλλά μια πολύ ζωηρή, πειθαρχημένη και γρήγορη πορεία. Σκέφτηκα: Αυτά τα γουρουνάκια θα επιζήσουν σήμερα, ενώ η Διομάχη κι εγώ όχι.
Είδαμε κι άλλους ιππείς. Κι άλλο απόσπασμα κι άλλο, Αιτωλοί από την Πλευρώνα και την Καλυδώνα. Αυτό ήταν το χειρότερο. Σήμαινε ότι η πόλη δεν είχε προδοθεί μόνο από ένα σύμμαχο αλλά από ολόκληρο το συνασπισμό. Φώναξα στη Διομάχη να σταματήσει, η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει από την προσπάθεια. «Θα σε παρατήσω εδώ, σκατόπαιδο» είπε και μου έδωσε μια σπρωξιά. Ξαφνικά, από το δάσος πρόβαλε ένας άντρας. Ήταν ο θείος μου ο Τέ-ναγρος, ο πατέρας της Διομάχης. Φορούσε μόνο ένα νυχτικό και κρατούσε ένα κοντάρι δυόμισι μέτρα περίπου. Μόλις είδε τη Διομάχη, πέταξε το όπλο και έτρεξε να την αγκαλιάσει. Αρπάχτηκαν ο ένας από τον άλλο ασθμαίνοντας. Όμως εγώ τρόμαξα ακόμα πιο πολύ. «Πού είναι η μητέρα;» άκουσα τη Διομάχη να ρωτάει. Τα μάτια του Τέναγρου ήταν γεμάτα θλίψη. «Πού είναι η μητέρα μου;» φώναξα. «Ο πατέρας μου είναι μαζί σου;»
«Είναι νεκροί. Είναι όλοι νεκροί». «Πώς το ξέρεις; Τους είδες;»
• 42 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Τους είδα και καλύτερα να μην τους δεις κι εσύ». Ο Τέναγρος ξαναπήρε το ακόντιο από το χώμα. Ήταν
εξουθενωμένος και έκλαιγε γοερά. Τα μπούτια του στο μέσα μέρος ήταν λερωμένα από υγρά σκατά. Ήταν ο αγαπημένος μου θείος, αλλά τώρα τον μισούσα με δολοφονικό πάθος. «Το 'σκασες!» τον κατηγόρησα με την απονιά που δείχνουν συνήθως τα παιδιά. «Έδειξες τις φτέρνες σου, δειλέ!»
Ο Τέναγρος στράφηκε προς το μέρος μου με οργή. «Πήγαινε στην πόλη! Πήγαινε πίσω από τα τείχη!»
«Και ο Βρύαξης; Τι απέγινε; Είναι ζωντανός;» Ο Τέναγρος με χαστούκισε τόσο δυνατά, που με πέταξε
κάτω. «Ανόητο παιδί. Νοιάζεσαι περισσότερο για έναν τυφλό δούλο παρά για τη μητέρα και τον πατέρα σου».
Η Διομάχη με βοήθησε να σηκωθώ. Είδα στα μάτια της την ίδια οργή και απελπισία. Τα είδε κι ο Τέναγρος.
«Τι έχεις στα χέρια σου;» με ρώτησε. Κοίταξα και είδα τα αυγά της βουνοχιονόκοτας να κου
νιούνται στο πανί μέσα στη χούφτα μου. Η ροζιασμένη γροθιά του Τέναγρου έπεσε με δύναμη πά
νω στην παλάμη μου. Τα εύθραυστα τσόφλια έσπασαν και το κίτρινο υγρό χύθηκε στα πόδια μου.
«Πηγαίνετε στην πόλη, αυθάδη παλιόπαιδα! Πηγαίνετε πίσω από τα τείχη!»
• 43 •
4
Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ TOΥ έχει παραστεί στη λεηλασία αμέτρητων πόλεων και δε χρειάζεται να ακούσει με λεπτομέρειες τι έγινε την εβδομάδα που ακολούθησε. Ένα μόνο θα πω σαν παιδί παραλυμένο από το φόβο που έχασε από τη μια στιγμή στην άλλη μητέρα και πατέρα, οικογένεια, πατριά, φυλή και πόλη, ότι ήταν η πρώτη φορά που τα μάτια μου αντίκριζαν τέτοια πράγματα, που η εμπειρία μάς διδάσκει ότι συνηθίζονται σε όλες τις μάχες και τις σφαγές.
Αυτό έμαθα έκτοτε: ότι υπάρχει μόνο φωτιά. Μια πνιγερή καταχνιά κρέμεται στον αέρα νύχτα και μέ
ρα και ένας ωχροκίτρινος καπνός φράζει τα ρουθούνια. Ο ήλιος έχει το χρώμα της στάχτης και οι δρόμοι είναι στρωμένοι με μαύρες πέτρες που καπνίζουν. Όπου κι αν κοιτάξει κανείς, κάτι φλέγεται. Ξύλα, σάρκες, η ίδια η γη . Ακόμα και το νερό καίγεται. Οι ανελέητες φλόγες ενισχύουν την αίσθηση του θυμού των θεών, της μοίρας, της τιμωρίας, των πεπραγμένων και της πληρωμής.
Όλα είναι το αντίθετο αυτών που είχαν γίνει. Πράγματα καταρρέουν που έπρεπε να στέκουν ολόρθα.
Πράγματα ελευθερώνονται που έπρεπε να είναι δεμένα και δένονται αυτά που έπρεπε να είναι ελεύθερα. Πράγματα που είχαν συσσωρευτεί μυστικά τώρα τινάζονται και πετιούνται έξω. Κι εκείνοι που τα είχαν συσσωρεύσει παρακολουθούν με βλέμμα σκυθρωπό χωρίς να κάνουν τίποτα.
• 44 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Τα αγόρια έγιναν άντρες και οι άντρες αγόρια. Οι δούλοι ήταν τώρα ελεύθεροι και οι ελεύθεροι άνθρωποι δούλοι. Η παιδική μου ηλικία είχε πετάξει. Η σφαγή του πατέρα μου και της μητέρας μου μου προκαλούσε λιγότερη θλίψη γι' αυτούς ή φόβο για τον εαυτό μου από την επιτακτική ανάγκη να πάρω ως δεδομένη την κατάσταση. Πού ήμουν το πρωινό του θανάτου τους; Δεν ήμουν εκεί, γιατί είχα ξεκινήσει να κάνω ένα θέλημα. Γιατί δεν είχα προβλέψει το χαμό τους; Γιατί δε βρισκόμουν στο πλευρό του πατέρα μου, οπλισμένος, έχοντας τη δύναμη ενός άντρα, να υπερασπιστώ την εστία μας ή να πεθάνω τιμημένα μπροστά του, όπως ο πατέρας και η μητέρα μου;
Πτώματα κείτονταν στο δρόμο. Άντρες κυρίως, αλλά και γυναίκες και παιδιά. Όλοι με την ίδια σκούρα κηλίδα του υγρού, βουτηγμένοι στη βρόμα. Η ζωή τους είχε προσπεράσει γεμάτη θλίψη. Όλοι ήταν βρόμικοι. Πολλοί δεν είχαν υποδήματα. Όλοι προσπαθούσαν να αποφύγουν τις φάλαγγες των δούλων και τη συγκέντρωση που θα άρχιζε σε λίγο. Γυναίκες κουβαλούσαν τα μικρά τους, μερικά ήδη νεκρά, ενώ κάποιες άλλες αποσβολωμένες φιγούρες περνούσαν από δίπλα σαν σκιές, μεταφέροντας κάποια οικτρά άχρηστα πράγματα, μια λάμπα ή ένα βιβλίο με στίχους. Τον καιρό της ειρήνης οι παντρεμένες γυναίκες της πόλης κυκλοφορούσαν με περιδέραια, με βραχιόλια στα πόδια και δαχτυλίδια· τώρα κανείς δεν είδε ούτε ένα χρυσαφικό. Μπορεί όμως να ήταν κρυμμένα κάπου για να πληρωθούν τα διόδια σε ένα βαρ-κάρη ή για να αγοραστεί λίγο μπαγιάτικο ψωμί. Συναντήσαμε ανθρώπους που γνωρίζαμε και δεν τους αναγνωρίσαμε. Ούτε εκείνοι μάς αναγνώρισαν. Οι άνθρωποι μαζεύονταν με την ψυχή στο στόμα στις άκρες του δρόμου ή στα δασάκια και τα νέα είχαν να κάνουν με νεκρούς και με αυτούς που σύντομα θα πέθαιναν.
Αλλά αυτά που ήταν πραγματικά για λύπηση ήταν τα
• 45 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ζώα. Είδα ένα σκύλο να καίγεται εκείνο το πρώτο πρωινό και έτρεξα να σβήσω την καπνισμένη γούνα του με την κάπα μου. Το έβαλε στα πόδια, φυσικά, δεν μπόρεσα να τον πιάσω και η Διομάχη με έφερε πάλι πίσω, ενώ καταριόταν την ανοησία μου. Εκείνος ο σκύλος ήταν ένας από τους πολλούς. Άλογα με κομμένους τους τένοντες από τις λεπίδες των σπαθιών κείτονταν στο πλευρό με τα μάτια τους ορθάνοιχτα, λίμνες άφατου τρόμου. Μουλάρια ξεκοιλιασμένα· βόδια με δόρατα στα πλευρά, που βέλαζαν θλιβερά, αλλά που ήταν πολύ τρομαγμένα για να αφήσουν οποιονδήποτε να τα πλησιάσει. Αυτό σού ράγιζε πιότερο την καρδιά: τα δύσμοιρα τα ζώα, που δεν είχαν φωνή να μιλήσουν και που το μαρ-τύριό τους ήταν ακόμα πιο μεγάλο επειδή δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι γινόταν.
Οι κουρούνες και τα κοράκια είχαν γιορτή. Πρώτα ορμούσαν στα μάτια. Τσίμπησαν την κωλοτρυπίδα ενός άντρα, ένας θεός ξέρει γιατί. Οι άνθρωποι τα έδιωχναν στην αρχή, γεμάτοι αγανάκτηση για τα πουλιά που τρέφονταν με κουφάρια. Αυτά απομακρύνονταν για λίγο και μετά ξαναγύριζαν για να συνεχίσουν το φαγοπότι, όταν το έδαφος ήταν καθαρό. Το σωστό θα ήταν να θάψουμε τους συμπολίτες μας, αλλά ο φόβος του εχθρικού ιππικού δε μας άφηνε. Μερικές φορές οι άνθρωποι έσερναν τα πτώματα σε ένα χαντάκι και έριχναν από πάνω μερικές φτυαριές χώμα, που συνοδεύονταν από μια μικρή προσευχή. Οι κουρούνες πάχυναν τόσο πολύ, που με δυσκολία σηκώνονταν από το έδαφος.
Η Διομάχη κι εγώ δεν πήγαμε στην πόλη. Είχαμε προδοθεί εκ των ένδον, μου εξήγησε, μιλώντας
αργά, λες και μιλούσε σε κανένα βλάκα, για να είναι σίγουρη ότι την καταλάβαινα. Μας πούλησαν οι ίδιοι οι συμπολίτες μας, κάποια φατρία που ήθελε την εξουσία και που προδόθηκε κι αυτή με τη σειρά της από τους Αργείους. Ο Αστακός ήταν ένα ασήμαντο λιμανάκι, αλλά δεν έπαυε να είναι
• 46 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ένα λιμάνι προς τη Δύση, που το Άργος εποφθαλμιούσε εδώ και πολύ καιρό. Τώρα ήταν δικό του.
Βρήκαμε το Βρύαξη την αυγή της επόμενης μέρας. Το σημάδι της δουλείας τον είχε σώσει. Αυτό και η τυφλαμάρα του, για την οποία τον κορόιδευαν οι κατακτητές ακόμα κι όταν τους καταριόταν και τους πετούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του. «Είσαι ελεύθερος, γέρο!» Ελεύθερος να πεθάνει από την πείνα ή να εκλιπαρήσει το ζυγό του νικητή για να καλύψει τις ανάγκες του στομαχιού του.
Έβρεξε εκείνο το βράδυ. Φαίνεται ότι η βροχή είναι το συμπλήρωμα της σφαγής. Ό,τι ήταν στάχτη έγινε τώρα γκρίζα λάσπη και τα γυμνά πτώματα που δεν τα είχαν ζητήσει γιοι και μάνες λαμποκοπούσαν τώρα ένα αρρωστημένο λευκό, καθαρισμένα από τους θεούς με το δικό τους άσπλαχνο τρόπο.
Η πόλη μας δεν υπήρχε πια. Όχι μόνο ο τόπος, οι πολίτες, τα τείχη και τα αγροκτήματα, αλλά και το πνεύμα του έθνους μας, η ίδια η πόλη, το ιδανικό του νου που λεγόταν Αστακός. Ναι, μπορεί να ήταν μικρότερη κι από ένα δήμο της Αθήνας, της Κορίνθου ή των Θηβών και, ναι, μπορεί να ήταν φτωχότερη κι από τα Μέγαρα ή την Επίδαυρο ή την Ολυμπία, παρ' όλα αυτά υπήρχε ως πόλη. Η πόλη μας, η πόλη μου. Τώρα είχε εξαφανιστεί εντελώς. Κι εμείς που αυτοαποκαλούμαστε Αστακιώτες είχαμε χαθεί μαζί της. Χωρίς την πόλη, ποιοι ήμαστε; Τι ήμαστε;
Ανατολικά του Πεδίου του Άρεως, όπου ήταν θαμμένοι όσοι είχαν πέσει στη μάχη, είδαμε έναν άντρα που έσκαβε έναν τάφο για ένα μικρό παιδάκι. Το μωρό, τυλιγμένο στο μανδύα του άντρα, κείτονταν σαν μπόγος στην άκρη του λάκκου. Μου ζήτησε να του το δώσω. Φοβόταν μήπως το πάρουν οι λύκοι, γι' αυτό είχε κάνει την τρύπα τόσο βαθιά. Δεν ήξερε το όνομα του παιδιού. Μια γυναίκα τού το έδωσε στο δρόμο καθώς έφευγε από την πόλη. Κουβαλούσε το μωρό
. 47 .
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
δυο ολόκληρες μέρες. Το τρίτο πρωινό πέθανε. Ο Βρύαξης δε με άφησε να του δώσω εγώ το μωρό. Ήταν γρουσουζιά, είπε, για ένα ζωντανό νεαρό πνεύμα να πιάσει ένα νεκρό. Το έδωσε εκείνος. Εκείνη τη στιγμή αναγνωρίσαμε τον άντρα. Ήταν ένας μαθηματικός, ένας δάσκαλος της αριθμητικής και της γεωμετρίας, από την πόλη. Η γυναίκα και η κόρη του εμφανίστηκαν τότε από το δάσος. Καταλάβαμε ότι κρύβονταν μέχρι να βεβαιωθούν ότι δε θα τους κάνουμε κακό. Είχαν χάσει όλοι το μυαλό τους. Ο Βρύαξης είχε μάθει στη Διο-μάχη και σε μένα τα σημάδια. Η τρέλα ήταν κολλητική, δεν έπρεπε να καθυστερήσουμε.
«Σπαρτιάτες χρειαζόμασταν» είπε ο δάσκαλος σιγανά, με βουρκωμένα μάτια. «Πενήντα μόνο αρκούσαν να σώσουν την πόλη».
Ο Βρύαξης μας σκουντούσε με τον αγκώνα να φύγουμε. «Βλέπετε πόσο άβουλοι καταντήσαμε;» συνέχισε ο άντρας.
«Τα χάνουμε σιγά σιγά, δεν έχουμε πια επαφή με τη λογική μας. Ποτέ δε θα δεις Σπαρτιάτες σ' αυτή την κατάσταση. Αυτό» —έδειξε το γκρίζο τοπίο ολόγυρα— «είναι το στοιχείο τους. Κινούνται μέσα σ' αυτά τα τρομερά πράγματα με μάτι καθαρό, ανεπηρέαστοι. Και μισούν τους Αργείους. Είναι οι χειρότεροι εχθροί τους».
Ο Βρύαξης μας απομάκρυνε από κοντά του. «Πενήντα από δαύτους!» φώναξε πάλι ο άντρας, ενώ η
γυναίκα του αγωνιζόταν να τον πάρει μαζί της στην ασφάλεια του δάσους. «Πέντε! Ένας μόνο θα μπορούσε να μας σώσει!»
Θάψαμε τα πτώματα της μητέρας της Διομάχης, της μητέρας μου και του πατέρα μου την παραμονή της τρίτης μέρας. Μια μονάδα του πεζικού των Αργείων είχε στρατοπεδεύσει γύρω από τα καπνισμένα ερείπια του υποστατικού μας. Οι χωρομέτρες και οι υπάλληλοι με τις αιτήσεις είχαν φτάσει από τις πόλεις των κατακτητών. Εμείς παρακολου-
- 48 -
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
θούσαμε κρυμμένοι από το δάσος τους δημόσιους λειτουργούς, που σημάδευαν τα κομμάτια της γης, αφού τα μετρούσαν πρώτα με τα ραβδιά τους. Κατόπιν τα κατέγραφαν πάνω στον άσπρο τοίχο του κήπου, έξω από την κουζίνα της μητέρας μου, και σημείωναν τη φατρία των Αργείων που θα αποκτούσε τώρα τη δική μας γη.
Μας εντόπισε ένας Αργείος, που ήρθε να ουρήσει. Το βάλαμε στα πόδια, αλλά εκείνος μάς φώναξε να σταματήσουμε. Κάτι στη φωνή του μας έπεισε ότι αυτός και οι άλλοι δε σκόπευαν να μας βλάψουν. Είχαν χορτάσει αίμα προς το παρόν. Μας έκαναν νόημα να πλησιάσουμε και μας έδωσαν τις σορούς. Καθάρισα το λείψανο της μητέρας μου από τις Λάσπες και το αίμα με το φανελάκι που μου είχε φτιάξει για το πολυπόθητο ταξίδι στην Ιθάκη. Η σάρκα της ήταν σαν παγωμένο κερί. Δεν έκλαψα ούτε όταν τύλιξα τη σορό της στο σάβανο που είχε υφάνει με τα χέρια της και που σαν από θαύμα δεν είχε κλαπεί από το ντουλάπι της ούτε όταν έθαβα τα κόκαλα τα δικά της και του πατέρα μου κάτω από την πλάκα που έφερε το οικόσημο και τη σφραγίδα των προγόνων μας.
Κανονικά, έπρεπε να γνωρίζω την ιεροτελεστία, αλλά δεν την είχα διδαχτεί, γιατί περίμενα πρώτα τη μύησή μου στη φυλή όταν θα έκλεινα τα δώδεκα χρόνια μου. Η Διομάχη άναψε τη φωτιά και οι Αργείοι τραγούδησαν τον παιάνα, το μόνο ιερό τραγούδι που ήξεραν.
Δία Σωτήρα, λυπήσου εμάς, που βαδίζουμε μέσα στη φωτιά σου
Δώσε μας κουράγιο να παραμείνουμε ασπίδα με ασπίδα με τα αδέλφια μας
Υπό την πανίσχυρη αιγίδα σου
• 49 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Προχωρούμε
Άρχοντα του Κεραυνού, ελπίδα μας και προστάτη μας.
Όταν τέλειωσε ο ύμνος, οι άντρες τη βίασαν. Στην αρχή, δεν κατάλαβα τι σκόπευαν να κάνουν. Νόμι
ζα ότι είχε παραβιάσει κάποιο μέρος της ιεροτελεστίας και θα την έδερναν γι' αυτό. Ένας στρατιώτης με άρπαξε από το κεφάλι και ένα χέρι μαλλιαρό τυλίχτηκε στο λαιμό μου για να μου τον σπάσει. Ο Βρύαξης είδε ένα ακόντιο να απειλεί το λαιμό του, ενώ η μύτη ενός σπαθιού τρύπησε τη σάρκα της πλάτης του. Κανείς δεν είπε κουβέντα. Ήταν έξι από δαύτους, χωρίς πανοπλία, το δέρμα των σπολάδων* τους είχε σκουρύνει από τον ιδρώτα. Οι γενειάδες που έδειχναν το βαθμό τους ήταν βρόμικες και τα τριχωτά τους στήθη μουσκεμένα από τη βροχή. Οι γάμπες τους χοντροκομμένες, τα μαλλιά τους αχτένιστα και ρυπαρά. Κοίταζαν συνέχεια τη Διομάχη, τα όμορφα κοριτσίστικα πόδια της και τα στήθη της κάτω από το χιτώνα, που μόλις είχαν αρχίσει να σχηματίζονται .
«Μην τους πειράξετε» είπε μόνο η Διομάχη, εννοώντας το Βρύαξη κι εμένα.
Δυο άντρες την πήραν και την πήγαν πίσω από τον τοίχο του κήπου. Όταν τελείωσαν, πήγαν άλλοι δύο και μετά το τελευταίο ζευγάρι. Όταν ο εφιάλτης πέρασε, το σπαθί χαμήλωσε από την πλάτη του Βρύαξη. Τότε, εκείνος πήγε να σηκώσει τη Διομάχη στην αγκαλιά του, να την πάρει μακριά από κείνο το μέρος. Όμως εκείνη δεν τον άφησε. Στάθηκε μόνη στα πόδια της, αν και χρειάστηκε να κρατηθεί από τον τοίχο για να τα καταφέρει. Είδα ότι οι μηροί της ήταν γεμά-
* Σπολάδα: δερμάτινο ιμάτιο που φοριόταν κάτω από το θώρακα. Σ.τ.Μ.
• 50 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τοι αίματα. Οι Αργείοι μάς έδωσαν λίγο κρασί, και το πήραμε.
Ήταν φανερό ότι η Διομάχη δεν μπορούσε να περπατήσει. Ο Βρύαξης την πήρε στην αγκαλιά του. Ένας από τους Αργείους μου έβαλε ένα σκληρό ψωμί στα χέρια. «Άλλα δυο συντάγματα έρχονται από το Νότο αύριο. Ανεβείτε στα βουνά και πηγαίνετε βόρεια, μην κατεβείτε πριν βγείτε από την Ακαρνανία». Μιλούσε ευγενικά, σαν να ήμουν γιος του. «Αν συναντήσετε καμιά πόλη, μην πάτε το κορίτσι εκεί, αλλιώς θα πάθει πάλι τα ίδια».
Γύρισα και έφτυσα πάνω στο μαύρο από τη βρομιά χιτώνα του, μια απέλπιδα κίνηση αδυναμίας. Με άρπαξε από το χέρι καθώς έκανα να φύγω. «Και ξεφορτώσου το γέρο. Είναι άχρηστος. Θα γίνει αιτία εσύ να αιχμαλωτιστείς και το κορίτσι να σκοτωθεί».
• 51 •
5
ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΤΑ φαντάσματα μερικές φορές, αυτά που δεν μπορούν να κόψουν το δεσμό τους με τη ζωή, σέρνονται και στοιχειώνουν τα γεγονότα των ημερών τους, τριγυρίζοντας σαν αόρατα σαρκοφάγα πουλιά, αρνούμενα να πειθαρχήσουν στην προσταγή του Άδη να αποσυρθούν κάτω από τη γη. Έτσι ακριβώς ζήσαμε ο Βρύαξης, η Διομάχη κι εγώ τις εβδομάδες που ακολούθησαν τη λεηλασία της πόλης μας. Πάνω από ένα μήνα εκείνο το καλοκαίρι δεν μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε την άδεια μας πόλη. Τριγυρίζαμε στην ύπαιθρο πάνω από τα αγρότερα*, στα χέρσα εδάφη που περιβάλλουν την καλλιεργημένη γη. Κοιμόμαστε την ημέρα, που έκανε ζέστη, και κινούμαστε τη νύχτα, σαν σκιές που ήμαστε. Από τις κορυφογραμμές παρακολουθούσαμε τις κινήσεις των Αργείων κάτω, που επανοίκιζαν τα αλσύλλια και τα υποστατικά μας με τους περίσσιους κατοίκους των πόλεών τους.
Η Διομάχη δεν ήταν πια η ίδια. Περιπλανιόταν μόνη της στα σκοτεινά ξέφωτα και έκανε ανείπωτα πράγματα στα γυναικεία της μέρη. Προσπαθούσε να θανατώσει το παιδί που μεγάλωνε ίσως μέσα της. «Νομίζει ότι πρόσβαλε το θεό Υμένα» μου εξήγησε ο Βρύαξης όταν έπεσα πάνω της μια μέρα και με έδιωξε με κατάρες και με βροχή από πέτρες.
* Τους αγρούς. Σ.τ.Μ.
• 52 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Φοβάται ότι μπορεί να μη γίνει ποτέ η γυναίκα ενός άντρα, αλλά μόνο δούλα ή πόρνη. Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτό είναι ανοησία, αλλά δε με άκουσε, γιατί προέρχεται από έναν άντρα».
Υπήρχαν πολλοί σαν κι εμάς τότε στα βουνά. Τρέχαμε κοντά τους στις πηγές και προσπαθούσαμε να ξαναβρούμε τα συναισθήματα της αδελφοσύνης που είχαμε μοιραστεί σαν Αστακιώτες. Όμως η εξαφάνιση της πόλης μας είχε σπάσει αυτά τα δεσμά για πάντα. Τώρα ο καθένας ήταν για τον εαυτό του, κάθε φατρία, κάθε σόι.
Μερικά παιδιά που ήξερα είχαν φτιάξει συμμορία. Ήταν έντεκα αγόρια, ο μεγαλύτερος με περνούσε δυο χρόνια, και είχαν γίνει το φόβητρο της περιοχής. Έφεραν όπλα και υπε-ρηφανεύονταν ότι είχαν σκοτώσει μεγάλους άντρες. Με έδειραν μια μέρα επειδή αρνήθηκα να πάω μαζί τους. Το ήθελα, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω τη Διομάχη. Θα μπορούσαν να την πάρουν κι αυτή, αλλά ήξερα ότι δε θα τους πλησίαζε ποτέ.
«Αυτή είναι η περιοχή μας» με προειδοποίησε ο αρχηγός των αγοριών, ένα θηρίο δώδεκα ετών που αποκαλούσε τον εαυτό του Σφαιρέα, «παίκτη της σφαίρας», επειδή είχε γεμίσει με δέρμα ζώου το κεφάλι ενός Αργείου που είχε σκοτώσει και τώρα το κλοτσούσε, θέλοντας να δείξει τη δύναμή του. Εννοούσε φυσικά την περιοχή της συμμορίας του, στα ψηλώματα, πάνω από την πόλη, όπου δεν έφταναν τα όπλα των Αργείων. «Αν σε ξαναπιάσουμε να περνάς τα σύνορά μας εσύ, η εξαδέλφη σου ή εκείνος ο δούλος, θα σας κόψουμε το συκώτι και θα το δώσουμε να το φάνε οι σκύλοι».
Το φθινόπωρο τελικά αφήσαμε πίσω μας την πόλη, το Σεπτέμβρη, όταν αρχίζει να φυσά ο βοριάς. Χωρίς το Βρύαξη και τις γνώσεις του για τις ρίζες και τις παγίδες θα είχαμε πεθάνει της πείνας.
• 53 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Πρώτα, στο υποστατικό του πατέρα μου, πιάναμε άγρια πουλιά για τον περιστερώνα μας, για να τα ζευγαρώσουμε ή για να τα κρατήσουμε καμιά ώρα και να τα αφήσουμε ελεύθερα μετά. Τώρα τα τρώγαμε. Ο Βρύαξης μας έμαθε να τρώμε τα πάντα εκτός από τα φτερά. Τραγανίζαμε τα μικρά κοκαλάκια· τρώγαμε τα μάτια και τα ποδαράκια ίσαμε κάτω. Πετούσαμε μόνο το ράμφος και το μέρος του ποδιού που δε μασιόταν. Ρουφούσαμε αυγά. Μαζεύαμε σκουλήκια και σαλιγκάρια. Καταβροχθίζαμε κάμπιες και σκαθάρια και δίναμε μάχη για τις τελευταίες σαύρες και τα φίδια, πριν το κρύο τα κάνει να κρυφτούν κάτω από το έδαφος για τα καλά. Ροκανίζαμε τόσο πολύ γλυκάνισο, που μέχρι σήμερα αηδιάζω όταν φτάνει στη μύτη μου η παραμικρή ριπή από τη μυρωδιά του, κι από μια τσιμπιά ακόμα για να πάρει λίγο άρωμα το στιφάδο. Η Διομάχη έγινε αδύνατη σαν καλάμι.
«Γιατί δε μου μιλάς πια;» τη ρώτησα μια νύχτα καθώς βαδίζαμε σε μια πλαγιά γεμάτη πέτρες. «Δεν μπορώ να βάλω το κεφάλι μου στην ποδιά σου, όπως κάναμε παλιά;»
Άρχισε να κλαίει και δε μου απάντησε. Είχα φτιάξει μόνος μου ένα ακόντιο πεζικάριου, που το είχα σκληρύνει στη φωτιά. Δεν ήταν πια το παιχνίδι ενός αγοριού, αλλά ένα όπλο έτοιμο να σκοτώσει. Οράματα εκδίκησης έτρεφαν την ψυχή μου. Θα ζούσα ανάμεσα στους Σπαρτιάτες. Θα έσφαζα Αργείους κάποτε. Γυμναζόμουν, όπως έβλεπα να κάνουν οι πολεμιστές μας, προχωρώντας σαν σε γραμμή, κρατώντας με το ένα χέρι μια φανταστική ασπίδα ψηλά και με το άλλο το ακόντιο γερά πάνω στο δεξί μου ώμο, έτοιμο να πλήξει τον εχθρό. Ένα σούρουπο κοίταξα ψηλά και είδα την εξαδέλφη μου να με παρακολουθεί με ύφος ψυχρό. «Θα γίνεις κι εσύ σαν κι αυτούς όταν μεγαλώσεις» είπε.
Εννοούσε τους στρατιώτες που την είχαν ντροπιάσει. «Όχι, δε θα γίνω!» «Θα γίνεις άντρας. Δε θα μπορείς να κάνεις αλλιώς».
• 54 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Μια νύχτα, μετά από πολλές ώρες περπάτημα, ο Βρύα-ξης ρώτησε τη Διομάχη γιατί ήταν πάντα τόσο σιωπηλή. Ανησυχούσε για τις μαύρες σκέψεις που δηλητηρίαζαν το νου της. Στην αρχή αρνήθηκε να μιλήσει. Τελικά, όταν μαλάκωσε λιγάκι, μας μίλησε με γλυκιά, θλιμμένη φωνούλα για το γάμο της. Τον σχεδίαζε όλη τη νύχτα στο μυαλό της. Τι φόρεμα θα φορούσε, τι είδους γιρλάντα θα το στόλιζε, σε ποια θεά θα αφιέρωνε τη θυσία της. Σκεφτόταν ώρες ολόκληρες, μας είπε, πώς θα ήταν οι εμβάδες* της! Τις είχε πλέξει ήδη με το μυαλό της και τις είχε στολίσει με χάντρες. Θα ήταν πολύ ωραίες οι εμβάδες της! Μετά τα μάτια της συννέφιασαν και γύρισε αλλού το κεφάλι. «Αυτό δείχνει πόσο ανόητη έχω γίνει. Κανείς δε θα με παντρευτεί».
«Θα σε παντρευτώ εγώ» είπα αμέσως. Εκείνη γέλασε. «Εσύ; Σπουδαία τύχη!» Πόσο κουτό μού φαίνεται τώρα που το ξαναλέω, αλλά
εκείνα τα απερίσκεπτα λόγια πλήγωσαν την καρδιά μου βαθιά. Ποτέ στη ζωή μου λόγια δε με πόνεσαν τόσο πολύ. Ορκίστηκα ότι μια μέρα θα παντρευόμουν τη Διομάχη. Θα γινόμουν άντρας και πολεμιστής ικανός να την προστατέψει.
Το φθινόπωρο δοκιμάσαμε να ζήσουμε στα παράλια. Κοιμόμαστε σε σπηλιές και χτενίζαμε τους βάλτους και τα έλη. Εκεί τουλάχιστον μπορούσες να φας. Υπήρχαν θαλασσινά και καβούρια, μύδια και αχινοί, που βρίσκαμε στους βράχους. Μάθαμε να πιάνουμε γλάρους την ώρα που πετούσαν με παλούκια και δίχτυα. Αλλά, όταν ήρθε ο χειμώνας, τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ. Ο Βρύαξης άρχισε να υποφέρει. Ποτέ δεν άφηνε να φανεί η αδυναμία του όταν νόμιζε ότι η Διομάχη κι εγώ τον κοιτάζαμε, αλλά παρακολουθούσα μερικές φορές το πρόσωπό του όταν κοιμόταν. Έμοιαζε για εβδομήντα χρονών. Δεν ήταν εύκολο να τα βγάλει πέρα με
* Οι νυφικές παντόφλες. Σ.τ.Μ.
• 55 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τα στοιχεία της φύσης στην ηλικία του. Όλες οι παλιές πληγές πονούσαν, αλλά εκείνος είχε δώσει την ύπαρξη του ολόκληρη για να επουλώσει τις δικές μας, της Διομάχης και τη δική μου. Μερικές φορές τον έπιανα να με παρατηρεί, να μελετά κάθε αλλαγή στο πρόσωπό μου ή στον τόνο της φωνής μου. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν είχα αρχίσει να τρελαίνομαι ή να ζωοφέρνω.
Όταν το κρύο έπιασε για τα καλά, ήταν πιο δύσκολο ακόμα να βρούμε τροφή. Έπρεπε να ζητιανεύουμε. Ο Βρύαξης διάλεγε μια απομονωμένη αγροικία και πλησίαζε την αυλόπορτα μοναχός. Τα κυνηγετικά σκυλιά ορμούσαν όλα μαζί και οι άντρες του υποστατικού εμφανίζονταν, επιφυλακτικά, από τους αγρούς ή από καμιά ετοιμόρροπη αποθήκη* αδέλφια και πατέρας, κρατώντας στα ροζιασμένα χέρια τους εργαλεία που μπορούσαν να μετατραπούν σε όπλα αν χρειαζόταν. Τα βουνά ήταν γεμάτα από παράνομους τότε. Οι αγρότες ποτέ δεν ήξεραν ποιος θα πλησίαζε στην πόρτα τους και με ποιον ύπουλο σκοπό. Ο Βρύαξης έβγαζε την κάπα του και περίμενε τη γυναίκα του σπιτιού, αφού σιγουρευόταν πρώτα ότι είχε προσέξει το λευκό των τυφλών ματιών του και το βασανισμένο του κορμί. Έδειχνε τη Διομά-χη κι εμένα, που τρέμαμε από το κρύο στο δρόμο, και ζητούσε από την οικοδέσποινα όχι φαγητό, που θα μας έκανε να φανούμε ζητιάνοι στα μάτια των κτηματιών, με αποτέλεσμα να αφήσουν τα σκυλιά ελεύθερα να ορμήσουν καταπάνω μας, αλλά οποιοδήποτε σπασμένο αντικείμενο της περίσσευε — μια τσουγκράνα, κάτι για το αλώνισμα, μια φθαρμένη κάπα, κάτι που θα μπορούσαμε να επισκευάσουμε και να πουλήσουμε στην επόμενη πόλη. Τους έδινε να καταλάβουν ότι ζητούσε οδηγίες και ότι ανυπομονούσε να συνεχίσει το δρόμο του. Έτσι, ήξεραν ότι, αν μας έδειχναν καλοσύνη, δε θα την εκμεταλλευόμαστε γιατί δε θέλαμε να καθυστερήσουμε. Σχεδόν πάντα οι γυναίκες των υποστατικών
• 56 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μάς πρόσφεραν φαγητό μόνες τους και καμιά φορά μάς καλούσαν μέσα για να ακούσουν τα νέα που τους φέρναμε από ξένα μέρη και να πουν τα δικά τους.
Κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου θλιβερού γεύματος άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη «Σήπεια». Είναι μια τοποθεσία της Αργολίδας, μια δασώδης περιοχή κοντά στην Τίρυνθα, όπου είχε διεξαχθεί πρόσφατα μια μάχη μεταξύ των Αργείων και των Σπαρτιατών. Το αγόρι που έφερε αυτό το νέο ήταν ο ανιψιός του κτηματία, ο οποίος είχε έρθει για επίσκεψη. Ήταν μουγγός και επικοινωνούσε με νοήματα που ακόμα και οι δικοί του δυσκολεύονταν να καταλάβουν. Οι Σπαρτιάτες υπό την αρχηγία του βασιλιά Κλεομένη, μας έδωσε να καταλάβουμε το αγόρι, είχαν επιτύχει μια εντυπωσιακή νίκη. Δυο χιλιάδες Αργείοι νεκροί ήταν η μία εκδοχή που είχε ακούσει, αν και άλλοι τους ανέβαζαν σε τέσσερις, ακόμα και σε έξι χιλιάδες. Η καρδιά μου πέταξε από χαρά. Μακάρι να ήμουν εκεί! Να ήμουν μεγάλος άντρας και να βάδιζα στην πρώτη γραμμή της μάχης και να θέριζα σε δίκαιο αγώνα τους άντρες του Άργους, όπως είχαν σκοτώσει εκείνοι ύπουλα τη μητέρα και τον πατέρα μου.
Οι Σπαρτιάτες έγιναν για μένα το αντίστοιχο των θεών τιμωρών. Δε χόρταινα να ακούω γι' αυτούς τους πολεμιστές που είχαν νικήσει και εξολοθρεύσει τους δολοφόνους των γονιών μου, τους βιαστές της αθώας εξαδέλφης μου. Κανένας ξένος δεν ξέφευγε από την παιδική μου ανάκριση. Πες μου για τη Σπάρτη. Πες μου για τους δύο βασιλιάδες της. Για τους τριακόσιους ιππείς που τους προστάτευαν. Για την αγωγή που εκπαίδευε τα νιάτα της πόλης. Για τα συσσίτια, την τροφή που δίνεται στους στρατιώτες. Ακούσαμε και μια ιστορία για τον Κλεομένη. Κάποιος ρώτησε το βασιλιά γιατί δεν εξαφάνισε το Άργος μια για πάντα όταν ο στρατός του βρισκόταν προ των πυλών και η πόλη απλωνόταν ανυπεράσπιστη μπροστά του. «Χρειαζόμαστε τους Αργείους»
• 57 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αποκρίθηκε ο Κλεομένης. «Πάνω σε ποιους θα εξασκούνται οι νέοι μας;»
Το χειμώνα στα βουνά πεινούσαμε πολύ. Ο Βρύαξης γινόταν όλο και πιο αδύναμος. Άρχισα να κλέβω. Η Διομάχη κι εγώ κάναμε επιδρομές στο κοπάδι ενός βοσκού τη νύχτα, πολεμώντας τα σκυλιά με τα ραβδιά, και όποτε μπορούσαμε αρπάζαμε κανένα κατσίκι. Πολλοί βοσκοί είχαν μαζί τους τόξα· τα βέλη περνούσαν σύρριζα από δίπλα μας στο σκοτάδι. Σταματούσαμε να τα πάρουμε και σύντομα μαζέψαμε αρκετά. Ο Βρύαξης δε χαιρόταν καθόλου που είχαμε καταντήσει κλέφτες. Μια φορά βουτήξαμε ένα τόξο κάτω από τη μύτη του γιδοβοσκού. Το όπλο ανήκε σε ένα Θεσσαλό ιππέα και ήταν τόσο γερό, που ούτε η Διομάχη ούτε εγώ μπορούσαμε να το τεντώσουμε. Και τότε συνέβη το γεγονός που άλλαξε τη ζωή μου και την έβαλε στο δρόμο που τέρμα του ήταν οι Θερμοπύλες.
Με τσάκωσαν να κλέβω μια χήνα. Ήταν σπουδαίο κομμάτι, παχιά παχιά, και τα φτερά της θα μοσχοπουλιόνταν στην αγορά. Χωρίς να προσέξω, καβάλησα τον τοίχο και πήδησα μέσα στην αυλή. Με άρπαξαν οι σκύλοι. Οι άντρες του υποστατικού με έσυραν στη λάσπη μιας στάνης και με κάρφωσαν σε μια τομαροσανίδα με σκουριασμένα καρφιά από τις παλάμες. Ήμουν ανάσκελα και ούρλιαζα από τους πόνους· κλοτσούσα και κοπανούσα τα πόδια μου πάνω στη σανίδα. Οι άντρες του υποστατικού τότε μου τα έδεσαν σφιχτά με ένα σχοινί, ενώ έπαιρναν όρκο πως μετά το φαί θα με ευνούχιζαν σαν τραγί και θα κρεμούσαν τ' αρχίδια μου πάνω από την αυλόπορτα, προς γνώση και συμμόρφωση όλων των κλεφτών. Η Διομάχη και ο Βρύαξης, κρυμμένοι στην πλαγιά του βουνού, άκουγαν τα πάντα...
Σ' αυτό το σημείο ο αιχμάλωτος διέκοψε την αφήγηση. Η
• 58 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κούραση και οι πόνοι των τραυμάτων είχαν καταπονήσει τόσο τον άντρα ή μήπως, φαντάστηκαν οι ακροατές του, προσπαθούσε να φέρει στη μνήμη του τα γεγονότα; Η Μεγαλειότητα Του, μέσω του Ορόντη, ρώτησε τον αιχμάλωτο αν είχε ανάγκη να συγκεντρωθεί. Ο άντρας αρνήθηκε. Ο δισταγμός στο να συνεχίσει την ιστορία, είπε, δεν προερχόταν από κάποια αδυναμία του αφηγητή της, αλλά έγινε κατόπιν προτροπής του θεού που κατηύθυνε τη σειρά των γεγονότων και ο οποίος τώρα πρόσταζε να αλλάξει για λίγο την πορεία της δράσης. Ο άντρας Χίονης βολεύτηκε στο φορείο του και, αφού ζήτησε την άδεια να βρέξει το λαρύγγι του με λίγο κρασί, συνέχισε.
Δυο καλοκαίρια μετά από αυτό το επεισόδιο, στη Λακεδαίμονα, έγινα μάρτυρας ενός διαφορετικού βασανιστηρίου: Ένα αγόρι από τη Σπάρτη ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από τους εκπαιδευτές του.
Το παιδί αυτό λεγόταν Τερίανδρος και ήταν δεκατεσσάρων ετών. Τον φώναζαν Τρίποδα επειδή κανένας από την τάξη του δεν μπορούσε να τον ρίξει κάτω στην πάλη. Τα χρόνια που ακολούθησαν είδα κατά τη διάρκεια της φοίτησης πάνω από είκοσι αγόρια να υφίστανται την ίδια σκληρή δοκιμασία. Κανένα, σαν τον Τρίποδα, δεν καταδέχτηκε να βγάλει ούτε ένα βογκητό παρ' όλο τον πόνο, αλλά εκείνος, εκείνο το παιδί, ήταν ο πρώτος.
Οι ραβδισμοί είναι κάτι συνηθισμένο κατά την εκπαίδευση στη Λακεδαίμονα, όχι ως τιμωρία για την κλοπή τροφίμων (τα αγόρια ενθαρρύνονται να διαπράττουν κλοπές για να αναπτύσσουν την εφευρετικότητά τους στον πόλεμο) αλλά επειδή έγινε αντιληπτή. Οι ξυλοδαρμοί γίνονται δίπλα στο ναό της Ορθίας Αρτέμιδος σε μια στενή κοιλάδα που λέγεται Πέρασμα. Η τοποθεσία αυτή είναι γεμάτη πλατάνια,
• 59 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ένα σκιερό και ευχάριστο μέρος σε λιγότερο μακάβριες καταστάσεις.
Ο Τρίποδας ήταν το ενδέκατο αγόρι που μαστιγώθηκε εκείνη τη μέρα. Οι δύο είρενες, οι εκπαιδευτές που εκτελούσαν τους ξυλοδαρμούς, είχαν αντικατασταθεί από ένα ξεκούραστο ζευγάρι. Ήταν είκοσι ετών, είχαν τελειώσει πριν λίγο καιρό την αγωγή και ήταν γεροδεμένοι, όπως όλοι οι νέοι της πόλης. Γινόταν, λοιπόν, το εξής: Το αγόρι που είχε σειρά κρατιόταν από μια οριζόντια σιδερένια βέργα, στερεωμένη στις βάσεις δύο δέντρων (η βέργα είχε λεπτύνει πολύ μετά από τόσες δεκαετίες, κάποιοι έλεγαν αιώνες, που γινόταν αυτό το τελετουργικό), και μαστιγωνόταν με ραβδιά από σημύδα, χοντρά όσο το μεγάλο δάχτυλο ενός ανθρώπου. Οι είρενες τον χτυπούσαν με τη σειρά. Μια ιέρεια της Άρτεμης στεκόταν στο πλευρό του αγοριού, αναπαριστώντας μια αρχαία ξύλινη εικόνα, η οποία έπρεπε, όπως έλεγε η παράδοση, να δεχτεί τις πιτσιλιές του ανθρώπινου αίματος.
Δύο σύντροφοι του αγοριού από την ίδια αγέλη γονάτιζαν δίπλα του έτοιμοι να πιάσουν το παιδί τη στιγμή που θα έπεφτε. Το αγόρι μπορούσε να τερματίσει το μαρτύριο όποτε ήθελε αφήνοντας το σίδερο και πέφτοντας πάνω στο χώμα. Θεωρητικά, αυτό γινόταν όταν ένα παιδί έχανε τις αισθήσεις του, αλλά πολλοί αφήνονταν επειδή δεν άντεχαν άλλο τον πόνο. Εκατό με διακόσια άτομα παρακολουθούσαν εκείνη τη μέρα: Παιδιά από άλλες αγέλες, πατέρες, αδελφοί και προστάτες, ακόμα και μερικές μητέρες των αγοριών, που στέκονταν διακριτικά πίσω.
Ο Τρίποδας συνέχισε να δέχεται τους ραβδισμούς αδιαμαρτύρητα. Η σάρκα στην πλάτη του είχε σκιστεί σε πολλά σημεία. Μπορούσες να δεις ιστούς και περιτονία, πλευρά και μυς, ακόμα και τη σπονδυλική στήλη. Δε θα έπεφτε κάτω. «Πέσε!» τον παρότρυναν οι δύο σύντροφοι του ανάμεσα στα χτυπήματα, εννοώντας να αφήσει τη βέργα και να
• 60 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πέσει. Ο Τρίποδας αρνιόταν. Ακόμα και οι είρενες άρχισαν να του το σφυρίζουν μέσα από τα δόντια τους. Αν κοίταζες το πρόσωπο του αγοριού, έβλεπες ότι δε σκεφτόταν πια λογικά. Είχε αποφασίσει να πεθάνει καλύτερα παρά να σηκώσει το χέρι ζητώντας οίκτο. Οι είρενες ενήργησαν τότε όπως είχαν διδαχτεί να κάνουν σε τέτοιες περιπτώσεις: Ετοιμάστηκαν να καταφέρουν στον Τρίποδα τέσσερα απανωτά δυνατά χτυπήματα, ώστε να πέσει αναίσθητος και να σώσουν έτσι τη ζωή του. Ποτέ δε θα ξεχάσω τον ήχο εκείνων των τεσσάρων χτυπημάτων στην πλάτη του αγοριού. Ο Τρίποδας κατέρρευσε. Οι εκπαιδευτές δήλωσαν αμέσως ότι το βασανιστήριο τελείωσε και φώναξαν το επόμενο αγόρι.
Ο Τρίποδας κατάφερε να ανασηκωθεί για λίγο στα τέσσερα. Αίμα πετιόταν από το στόμα, τη μύτη και τα αυτιά του. Δεν μπορούσε να δει ή να μιλήσει. Κατάφερε ωστόσο να γυρίσει και να σταθεί για λίγο, αλλά μετά σωριάστηκε στη θέση του, έμεινε εκεί για λίγο και μετά έπεσε με γδούπο στο χώμα. Ήταν ολοφάνερο ότι δε θα σηκωνόταν ποτέ ξανά.
Αργότερα εκείνο το βράδυ, όταν όλα είχαν τελειώσει (το τελετουργικό δε σταμάτησε εξαιτίας του θανάτου του Τρίποδα, αλλά συνεχίστηκε άλλες τρεις ώρες), ο Διηνέκης, που ήταν παρών, έφυγε μαζί με τον προστατευόμενό του, τον Αλέξανδρο, στον οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Εκείνη την περίοδο υπηρετούσα τον Αλέξανδρο. Ήταν δώδεκα ετών, αλλά δε φαινόταν μεγαλύτερος από δέκα. Ήταν εκπληκτικός δρομέας, αλλά πάρα πολύ αδύνατος και με ευαίσθητη κράση. Δεσμοί στοργής και φιλίας τον ένωναν με τον Τρίποδα το μεγαλύτερο αγόρι ήταν κάτι σαν φύλακας και προστάτης του. Ο Αλέξανδρος καταρρακώθηκε από το θάνατό του.
Ο Διηνέκης με τον Αλέξανδρο, ακολουθούμενος από το βοηθό του και τον υποφαινόμενο, κατευθύνθηκαν σε ένα σημείο κάτω από το ναό της Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης, ακριβώς στην κατηφοριά όπου ήταν το άγαλμα του θεού
- 61 -
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Φόβου. Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τη δική μου εκτίμηση, ο Διηνέκης πρέπει να ήταν τριάντα πέντε χρονών. Είχε κερδίσει ήδη δύο βραβεία ανδρείας, στις Ερυθρές κατά των Θηβαίων και στο Αχίλλειο κατά των Κορινθίων και των Αρ-κάδων συμμάχων τους. Απ' όσο θυμάμαι, μ' αυτό τον τρόπο δίδασκε ο μεγαλύτερος άντρας τον προστατευόμενό του:
Πρώτα, με ευγενικό και τρυφερό τόνο, μίλησε για την πρώτη φορά που είδε κι εκείνος, παιδί ακόμα, μικρότερος ίσως κι από τον Αλέξανδρο, ένα σύντροφό του στην αγέλη να μαστιγώνεται μέχρι θανάτου. Αναφέρθηκε σε μερικά βασανιστήρια που είχε υποστεί ο ίδιος στην κοιλάδα του Περάσματος, κάτω από τα χτυπήματα του ραβδιού.
Κατόπιν, άρχισε μια σειρά ερωτήσεων και απαντήσεων, μια διαδικασία που πάνω της βασίζεται η εκπαίδευση των Λακεδαιμονίων.
«Απάντησέ μου σ' αυτό, Αλέξανδρε. Όταν οι συμπατριώτες μας θριαμβεύουν στη μάχη, τι είναι αυτό που νικά τον εχθρό;»
Το αγόρι απάντησε με το λακωνικό τρόπο των Σπαρτιατών: «Το ατσάλι μας και η επιδεξιότητά μας».
«Ναι, και αυτά» τον διόρθωσε ο Διηνέκης ευγενικά «αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Αυτό». Έδειξε το άγαλμα του Φόβου.
Φόβος. Ο ίδιος ο φόβος τους νικάει τους εχθρούς μας. «Και τώρα απάντησε. Ποια είναι η πηγή του φόβου;» Όταν ο Αλέξανδρος κόμπιασε, ο Διηνέκης άπλωσε το χέ
ρι και το ακούμπησε στο στήθος και στον ώμο του. «Ο φόβος ξεκινά από δω: από τη σάρκα. Αυτή παράγει
το φόβο» δήλωσε. Ο Αλέξανδρος άκουγε με την προσήλωση ενός παιδιού
που ξέρει ότι όλη του η ζωή θα είναι πόλεμος, ότι οι νόμοι του Λυκούργου απαγορεύουν στον ίδιο αλλά και σε όλους
. 62 .
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τους Σπαρτιάτες να μάθουν ή να ασχοληθούν με οτιδήποτε άλλο εκτός από τον πόλεμο. Ότι η υποχρέωση του αυτή αρχίζει από τα είκοσι μέχρι τα εξήντα του χρόνια και πως κα-μία δύναμη στη γη δε θα τον αποτρέψει να πάρει σύντομα, πολύ σύντομα, τη θέση του στη μάχη και να συγκρουστεί ασπίδα με ασπίδα, κράνος με κράνος με τον εχθρό.
«Τώρα απάντησε πάλι, Αλέξανδρε. Μήπως παρατήρησες σήμερα στον τρόπο που οι είρενες μαστίγωναν το αγόρι κάποιο σημάδι ή ένδειξη κακίας;»
Το αγόρι απάντησε αρνητικά. «Θα χαρακτήριζες τη συμπεριφορά τους βάρβαρη; Μή
πως αντλούσαν ευχαρίστηση βασανίζοντας τον Τρίποδα;» «Όχι». «Μήπως η πρόθεσή τους ήταν να συντρίψουν τη θέλησή
του ή να κάμψουν το πνεύμα του;» «Όχι». «Ποια ήταν η πρόθεση τους;» «Να ατσαλώσουν το νου του κατά του πόνου». Σε όλη τη συζήτηση ο μεγαλύτερος άντρας μιλούσε με
φωνή τρυφερή, γεμάτη αγάπη. Ό,τι κι αν έκανε ο Αλέξανδρος, η αγάπη του Διηνέκη δε θα μειωνόταν, ούτε θα τον εγκατέλειπε ποτέ. Αυτή είναι η ιδιάζουσα ευφυΐα του σπαρτιατικού συστήματος, να συντροφεύεται κάθε αγόρι κατά την αγωγή από έναν προστάτη και όχι από τον πατέρα του. Ένας προστάτης και φίλος μπορεί να πει πράγματα που αδυνατεί να πει ένας πατέρας. Ένα αγόρι μπορεί να εκμυστηρευτεί στον προστάτη του κάτι που θα ντρεπόταν να αποκαλύψει στον πατέρα του.
«Ήταν μια κακή μέρα σήμερα, έτσι δεν είναι, μικρέ μου φίλε;»
Μετά ο Διηνέκης ρώτησε το αγόρι πώς φανταζόταν τη μάχη, την αληθινή μάχη, σε σύγκριση με αυτά που είχε ζήσει σήμερα.
• 63 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Δεν απαιτούσε ούτε περίμενε απάντηση στο ερώτημά του. «Μην ξεχνάς ποτέ, Αλέξανδρε, ότι αυτή η σάρκα, αυτό
το σώμα, δε μας ανήκει. Δοξάζω τους θεούς γι' αυτό. Αν πίστευα ότι αυτό το πράγμα είναι δικό μου, δε θα μπορούσα να κάνω βήμα για να αντιμετωπίσω τον εχθρό. Αλλά δεν είναι δικό μας, φίλε μου. Ανήκει στους θεούς και στα παιδιά μας, στους πατέρες και στις μητέρες μας και στους χιλιάδες Λακεδαιμονίους που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί. Ανήκει στην πόλη που μας παρέχει όλα όσα έχουμε και που ζητά ουκ ολίγα σε ανταπόδοση».
Ο άντρας και το αγόρι άρχισαν να κατηφορίζουν την πλαγιά προς το ποτάμι. Ακολουθούσαν το μονοπάτι προς το αλσύλλιο με τη διπλόκορμη μυρτιά που λεγόταν Δίδυμοι, αφιερωμένη στους γιους του Τυνδάρεω και στην οικογένεια στην οποία ανήκε ο Αλέξανδρος. Εδώ, σ' αυτό το μέρος, τη νύχτα του τελευταίου μαρτυρίου και της μύησής του θα έμενε μόνος, χωρίς τη μητέρα και τις αδελφές του, για να λάβει το βάλσαμο και την έγκριση των θεών της γενιάς του.
Ο Διηνέκης κάθισε στο χώμα κάτω από τους Διδύμους. Είπε στον Αλέξανδρο να κάτσει πλάι του.
«Προσωπικά, πιστεύω ότι ο φίλος σου ο Τρίποδας ήταν κουτός. Αυτό που έκανε σήμερα έμοιαζε μάλλον με απερισκεψία παρά με αληθινό θάρρος, ανδρεία. Στέρησε την πόλη από τη ζωή του, την οποία θα μπορούσε να χάσει στη μάχη με μεγαλύτερο όφελος».
Ωστόσο ήταν φανερό ότι ο Διηνέκης ένιωθε σεβασμό γι' αυτόν.
«Αλλά με αυτή του την πράξη μάς έδειξε σήμερα τι σημαίνει αρχοντιά. Έδειξε σε σένα και σε κάθε αγόρι που παρακολουθούσε τι σημαίνει να μην ταυτίζεσαι με το σώμα, να μη δίνεις σημασία στον πόνο, στο φόβο και στο θάνατο. Είχες τρομοκρατηθεί παρακολουθώντας το αγώνισμά του, αλλά το δέος που ένιωσες ήταν αυτό που σε συγκλόνισε πραγ-
• 64 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ματικά, έτσι δεν είναι; Δέος για κείνο το αγόρι ή για όποιο δαίμονα τον εμψύχωνε. Ο φίλος σου ο Τρίποδας μας έδειξε την περιφρόνηση του γι' αυτό». Και πάλι ο Διηνέκης έδειξε τη σάρκα. «Μια περιφρόνηση που φτάνει στο ύψος του θείου».
Από τη θέση μου πάνω στην όχθη έβλεπα τους ώμους του παιδιού να τραντάζονται, καθώς η θλίψη και ο τρόμος της ημέρας ξεχύνονταν από την καρδιά του, αποζητώντας την κάθαρση. Ο Διηνέκης τον αγκάλιασε και τον παρηγόρησε. Όταν τελικά το παιδί συνήλθε, ο προστάτης του τον άφησε απαλά.
«Σας δίδαξαν οι εκπαιδευτές σας γιατί οι Σπαρτιάτες συγχωρούν χωρίς τιμωρία τους πολεμιστές που χάνουν την περικεφαλαία ή το θώρακά τους στη μάχη, αλλά τιμωρούν με στέρηση όλων των πολιτικών του δικαιωμάτων τον άντρα που πετάει την ασπίδα του;»
Τους το είχαν διδάξει, απάντησε ο Αλέξανδρος. «Επειδή ο πολεμιστής φέρει την περικεφαλαία και το θώ
ρακα για τη δική του προστασία, αλλά την ασπίδα για την ασφάλεια όλης της γραμμής».
Ο Διηνέκης χαμογέλασε και έβαλε το χέρι στον ώμο του προστατευομένου του.
«Ένα να θυμάσαι, μικρέ μου φίλε. Υπάρχει μια δύναμη πέρα από το φόβο. Πιο ισχυρή από εκείνη της αυτοσυντήρησης. Πήρες μια γεύση σήμερα με τρόπο ωμό και χωρίς να το γνωρίζεις, το παραδέχομαι. Συνέβη ωστόσο και ήταν αυθεντικό. Ας θυμόμαστε πάντα το φίλο σου τον Τρίποδα και ας τον τιμούμε γι' αυτό».
Εγώ ούρλιαζα πάνω στην τομαροσανίδα. Ακουγα τις κραυγές μου να αντηχούν πέρα από τους τοίχους του μαντριού, να γίνονται ουρλιαχτά, που πολλαπλασιάζονταν στις πλα-
• 65 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γιές των βουνών. Ήξερα ότι ήταν ντροπή, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω.
Εκλιπαρούσα τους άντρες του υποστατικού να με ελευθερώσουν, να βάλουν τέλος στην αγωνία μου. Θα έκανα ό,τι ήθελαν και τα περιέγραψα ένα προς ένα χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου. Τα έβαλα με τους θεούς με τρόπο επαίσχυντο και οι τσιρίδες μου έφταναν μέχρι τη βουνοπλαγιά. Ήξερα ότι ο Βρύαξης με άκουγε. Η αγάπη του για μένα θα τον έσπρωχνε να ορμήσει μέσα και να τον καρφώσουν δίπλα σε μένα; Δε μ' ένοιαζε. Ήθελα να μην πονάω πια. Παρακαλούσα τους άντρες να με σκοτώσουν. Ένιωθα τα κόκαλα των χεριών μου να θρυμματίζονται από τα καρφιά. Ποτέ δε θα κρατούσα ένα ακόντιο, ούτε καν ένα τσαπί από αυτά που σκάβουν τους κήπους. Θα ήμουν ένας ανάπηρος, με σακατεμένα χέρια. Η ζωή μου είχε τελειώσει, και μάλιστα με το χειρότερο, επαίσχυντο τρόπο.
Μια γροθιά μού έσπασε τα μούτρα. «Σκάσε, κωλόπαιδο, κλαψιάρικο σκουλήκι!» Οι άντρες έστησαν την τομαροσα-νίδα όρθια, σχηματίζοντας γωνία με τον τοίχο, κι εκεί πάνω, παλουκωμένος, συνέχισα να χτυπιέμαι, ενώ ο ήλιος συνέχιζε την αέναη πορεία του στον ουρανό. Χαμίνια από τα υποστατικά πάνω από την κοιλάδα είχαν μαζευτεί για να κάνουν χάζι που ούρλιαζα. Τα κορίτσια έσκισαν τα κουρέλια μου και άρπαξαν τ' αχαμνά μου. Τα αγόρια με κατούρησαν. Οι σκύλοι μύριζαν τις γυμνές μου πατούσες, λαχταρώντας να με κάνουν μια μπουκιά. Μόνο όταν από το λαιμό μου δεν έβγαινε πια καμιά φωνή, μόνο τότε σταμάτησα να ουρλιάζω. Προσπαθούσα να ελευθερωθώ τραβώντας τις παλάμες μου μέσα από τα καρφιά, αλλά οι άντρες έδεσαν ακόμα πιο σφιχτά τους καρπούς μου, για να μην μπορώ να κουνηθώ. «Σου αρέσει, παλιοκλέφτη; Για να δούμε αν θα ξαναβου-τήξεις άλλο λάφυρο, σιχαμένο ποντίκι».
Όταν τελικά οι διαμαρτυρίες των στομαχιών τους ανά-
• 66 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
γκασαν τους βασανιστές μου να πάνε για φαγητό, η Διο-μάχη κατέβηκε κρυφά από το βουνό και με ελευθέρωσε. Τα καρφιά δεν έβγαιναν από τις παλάμες μου. Έπρεπε να κόψει γύρω γύρω το ξύλο με το εγχειρίδιο της. Τα χέρια μου ελευθερώθηκαν, με τα σκουριασμένα καρφιά περασμένα ακόμα μέσα τους. Ο Βρύαξης με κουβάλησε στα χέρια, όπως τη Διομάχη πρωτύτερα, μετά το βιασμό της.
«Ω θεοί» είπε η εξαδέλφη μου όταν είδε τα χέρια μου.
• 67 •
6
ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ, όπως είπε ο Βρύαξης, ήταν ο χειρότερος που θυμόταν. Τα πρόβατα πάγωναν στα ψηλά βοσκοτόπια. Έξι μέτρα χιόνι έκλεινε τα περάσματα. Τα ελάφια ήταν τόσο απελπισμένα από την πείνα, που ξέκοβαν από το κοπάδι τους και, σκελετωμένα, τυφλά από τον υποσιτισμό, πήγαιναν κατευθείαν στα χειμερινά μαντριά, προσφέροντας τον εαυτό τους για σφαγή, εύκολος στόχος για τα τόξα των τσοπάνων.
Εμείς μέναμε πάνω στα βουνά, τόσο ψηλά. που οι γούνες των κουναβιών και των αλεπούδων είχαν γίνει άσπρες σαν το χιόνι. Κοιμόμαστε σε καταφύγια σκαμμένα στη γη που είχαν εγκαταλείψει οι βοσκοί ή σε σπηλιές από χιόνι, που το σπάγαμε με πέτρινα τσεκούρια. Στο πάτωμα στρώναμε πευ-κόκλαδα, όπου ξαπλώναμε όπως όπως, κουκουλωμένοι με τις τρεις κάπες μας, ο ένας πάνω στον άλλον, σαν τα κουτάβια. Παρακαλούσα το Βρύαξη και τη Διομάχη να με αφήσουν να πεθάνω ειρηνικά μέσα στο κρύο. Επέμεναν να τους επιτρέψω να με μεταφέρουν σε μια πόλη, σε ένα γιατρό. Εγώ αρνήθηκα. Ποτέ ξανά δε θα άφηνα τον εαυτό μου εκτεθειμένο μπροστά σε έναν ξένο, οποιονδήποτε ξένο, χωρίς ένα όπλο στα χέρια μου. Μήπως φανταζόταν ο Βρύαξης ότι οι γιατροί είχαν εντονότερο το αίσθημα της τιμής από τους άλλους ανθρώπους; Τι πληρωμή θα ζητούσε ένας κομπογιαν-νίτης που ζούσε σε μια πόλη πάνω στο βουνό; Με ποια αντα-
• 68 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μοιβή θα βοηθούσε ένα δούλο και ένα σακάτικο αγόρι; Πώς θα χρησιμοποιούσε ένα πεινασμένο δεκατριάχρονο κορίτσι;
Αλλά είχα κι άλλο λόγο που αρνιόμουν να πάω στην πόλη. Μισούσα τον εαυτό μου για τον επαίσχυντο τρόπο που ούρλιαζα και επειδή δεν μπορούσα να σταματήσω τις κραυγές μου όσες ώρες κράτησε το μαρτύριο μου. Είχα δει την καρδιά μου και ήταν η καρδιά ενός δειλού. Περιφρονούσα τον εαυτό μου, δεν ένιωθα κανέναν οίκτο γι' αυτόν. Οι ιστοίες για τους Σπαρτιάτες που τόσο μού άρεσαν με έκαναν να τον απεχθάνομαι πιότερο ακόμα. Κανείς τους δε θα είχε παρακαλέσει για τη ζωή του όπως εγώ, δίχως ίχνος αξιοπρέπειας. Η φοβερή δολοφονία των γονιών μου εξακολουθούσε να με βασανίζει. Πού ήμουν την ώρα της αγωνίας τους; Δεν ήμουν εκεί τη στιγμή που με χρειάζονταν. Από το νου μου περνούσε και ξαναπερνούσε η εικόνα της σφαγής τους, κι εγώ ήμουν πάντα απών. Ήθελα να πεθάνω. Η μόνη σκέψη που με παρηγορούσε λιγάκι ήταν η βεβαιότητα ότι πολύ γρήγορα θα τέλειωνα, κι έτσι θα γλίτωνα από την κόλαση της επαίσχυντης ζωής μου.
Ο Βρύαξης διάβασε τις σκέψεις μου και δοκίμασε με την ευγένεια που τον διέκρινε να μου τις βγάλει από το μυαλό. Ήμουν παιδάκι ακόμα, είπε. Ποια κατορθώματα μπορούσε να περιμένει κανείς από ένα αγόρι δέκα χρονών; «Τα αγόρια στα δέκα είναι άντρες στη Σπάρτη» δήλωσα.
Αυτή ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που είδα το Βρύα-ξη πραγματικά θυμωμένο. Με άρπαξε από τους ώμους και με τράνταξε άγρια. Με πρόσταξε να τον κοιτάξω. «Άκουσε με, αγόρι μου. Μόνο οι θεοί και οι ήρωες μπορούν να είναι γενναίοι στη μοναξιά τους. Ένας άντρας αποδεικνύει ότι έχει θάρρος με έναν τρόπο μοναχά, στους στοίχους με τους συμπολεμιστές του, στη γραμμή της φυλής του και της πόλης του. Η πιο αξιοθρήνητη κατάσταση απ' όλες πάνω στη γη είναι αυτή του μοναχικού άντρα που έχει στερηθεί τους
• 69 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
θεούς της πατρίδας του και την πόλη του. Άντρας δίχως πόλη δεν είναι άντρας. Είναι ένας ίσκιος, ένα κοχύλι, είναι χλεύη και εμπαιγμός. Αυτό έχεις γίνει τώρα, φτωχέ μου Χίονη. Κανείς δεν περιμένει ανδρεία από κάποιον που έχει απομείνει μοναχός, που έχει αποκοπεί από τους θεούς της πατρίδας του».
Μετά κλείστηκε στον εαυτό του. Τα μάτια του γέμισαν θλίψη. Είδα το σημάδι του δούλου στο μέτωπό του. Κατάλαβα. Αυτή ήταν η κατάσταση που υπέφερε όλα αυτά τα χρόνια στο σπίτι του πατέρα μου. «Όμως εσύ φέρθηκες σαν άντρας, μικρέ μου γερο-θείε» είπα χρησιμοποιώντας την πιο τρυφερή φράση που χρησιμοποιούσαν οι Αστακιώτες. «Πώς τα κατάφερες;»
Με κοίταξε με τα θλιμμένα, ευγενικά του μάτια. «Την αγάπη που θα έδινα στα παιδιά μου την έδωσα σε σένα, ανιψούδι μου. Αυτή ήταν η απάντησή μου στις άγνωστες βουλές των θεών. Αλλά φαίνεται ότι οι Αργείοι είναι πιο αγαπητοί σε κείνους απ' ό,τι εγώ. Τους άφησε να λεηλατήσουν τη ζωή μου όχι μία αλλά δύο φορές».
Αυτά τα λόγια, που υποτίθεται ότι θα μου χάριζαν λίγη γαλήνη, ενίσχυσαν πιο πολύ την απόφασή μου να πεθάνω. Τα χέρια μου είχαν γίνει διπλάσια από το πρήξιμο. Πύον και δηλητήριο έβγαιναν από μέσα τους, που στη συνέχεια πάγωναν και γίνονταν μια απαίσια μάζα, που έπρεπε να ξεφλουδίζω κάθε πρωί για να φανεί από κάτω η παραμορφωμένη σάρκα. Ο Βρύαξης έκανε ό,τι μπορούσε με αλοιφές και καταπλάσματα, αλλά άδικος κόπος. Και τα δύο κεντρικά κόκαλα του δεξιού μου χεριού είχαν γίνει θρύψαλα. Δεν μπορούσα να κλείσω τα δάχτυλα, ούτε να κάνω γροθιά. Δε θα μπορούσα να κρατήσω ποτέ ακόντιο ή να πιάσω σπαθί. Η Διομάχη θέλησε να με παρηγορήσει, παρομοιάζοντας την ατυχία μου με τη δική της. Η απάντηση μου ήταν γεμάτη πικρία: «Εσύ είσαι ακόμα γυναίκα. Όμως εγώ τι μπορώ να κά-
• 70 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νω; Πώς θα μπορέσω να πάρω θέση στη γραμμή της μάχης;»·
Τις νύχτες τα ρίγη του πυρετού εναλλάσσονταν με τους σπασμούς, που έκαναν τα δόντια μου να κροταλίζουν. Γινόμουν ένα κουβάρι στην αγκαλιά της Διομάχης, ενώ ο Βρύα-ξης πάσχιζε να μας ζεστάνει με το σώμα του και τους δυο. Φώναζα συνέχεια τους θεούς, αλλά απόκριση καμιά. Ήταν φανερό, μας είχαν εγκαταλείψει τώρα που δεν ανήκαμε ούτε στον εαυτό μας, τώρα που δεν ανήκαμε πια στην πόλη μας.
Μια νύχτα που βασανιζόμουν από τον πυρετό, δέκα μέρες περίπου από το περιστατικό στο υποστατικό, η Διομάχη και ο Βρύαξης με τύλιξαν σε δέρματα και ξεκίνησαν μήπως και βρουν τίποτα φαγώσιμο. Είχε αρχίσει να χιονίζει και έλπιζαν πως με λίγη τύχη θα πλησίαζαν αθόρυβα κανένα λαγό ή κανένα κοπάδι αγριόπαπιες που είχε κατέβει στη γη.
Αυτή ήταν η ευκαιρία μου. Αποφάσισα να την αρπάξω. Περίμενα μέχρι να απομακρυνθούν αρκετά η Διομάχη και ο Βρύαξης. Όταν δεν τους έβλεπα ούτε τους άκουγα πια, πέταξα την κάπα, τις γούνες και τα κουρέλια που σκέπαζαν τα πόδια μου και ξεκίνησα ξυπόλυτος μέσα στη θύελλα.
Είχα την αίσθηση ότι σκαρφάλωνα ώρες ολόκληρες, αλλά δεν ήταν ούτε πέντε λεπτά. Βασανιζόμουν από τον πυρετό. Είχα τυφλωθεί σαν τα ελάφια, όμως θαρρείς και ένα αλάθητο ένστικτο οδηγούσε τα βήματά μου στη σωστή κατεύθυνση. Βρήκα ένα μέρος ανάμεσα σε μια συστάδα πεύ-κων και κατάλαβα πως αυτός ήταν ο προορισμός μου. Με είχε καταλάβει ένα βαθύ αίσθημα ανθρωπιάς. Ήθελα να γίνουν όλα στην εντέλεια και πάνω απ' όλα χωρίς να προκαλέσω προβλήματα στη Διομάχη και στο Βρύαξη.
Διάλεξα ένα δέντρο και ακούμπησα την πλάτη μου, ώστε το πνεύμα του, που άγγιζε τόσο τη γη όσο και τον ουρανό, να οδηγούσε με ασφάλεια το δικό μου μακριά από τούτο τον κόσμο. Ναι, αυτό ήταν το δέντρο. Ένιωθα τον Ύπνο,
• 71 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τον αδελφό του Θανάτου, να πλησιάζει ακροπατώντας. Το κορμί μου από τη μέση και κάτω δεν το αισθανόμουν. Όταν το μούδιασμα φτάσει στην καρδιά, θα περάσω στον Κάτω Κόσμο, σκέφτηκα. Τότε, μια φοβερή ιδέα μου πέρασε από το μυαλό.
Κι αν αυτό δεν ήταν το σωστό δέντρο; Ίσως έπρεπε να γείρω σε κείνο εκεί κάτω. Ή στο άλλο παραπέρα. Με έπιασε ο πανικός της αμφιβολίας. Ήμουν σε λάθος μέρος! Έπρεπε να σηκωθώ, αλλά μου ήταν αδύνατο πια να διατάξω τα μέλη μου να κινηθούν. Βόγκηξα. Είχα αποτύχει ακόμα και στο θάνατό μου. Τη στιγμή που ο πανικός και η απελπισία μου έφταναν στα όριά τους, ξαφνιάστηκα βλέποντας έναν άντρα να στέκεται ακριβώς από πάνω μου μέσα στο δασάκι!
Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι θα με βοηθούσε να κινηθώ. Θα μπορούσε να με συμβουλέψει. Θα με βοηθούσε να αποφασίσω. Μαζί θα διαλέγαμε το σωστό δέντρο και θα με έβαζε να ακουμπήσω την πλάτη πάνω του. Από το ναρκωμένο μου νου μια σκέψη πέρασε ξαφνικά: Τι δουλειά είχε αυτός ο άνθρωπος εδώ πάνω, τέτοια ώρα, μέσα στη θύελλα;
Μισόκλεισα τα μάτια και προσπάθησα με όση δύναμη μου απέμενε να τον κοιτάξω. Όχι, δεν ήταν όνειρο. Όποιος κι αν ήταν, ήταν πράγματι εδώ. Η σκέψη ότι μπορεί να ήταν θεός πέρασε αμυδρά από το νου μου. Μάλλον είχα φερθεί με ασέβεια απέναντι του. Τον είχα προσβάλει. Κανονικά, θα έπρεπε να νιώσω τρόμο ή δέος ή να πέσω μπρούμυτα μπροστά του. Κάτι όμως στο ύφος του, που δεν ήταν σοβαρό, αλλά μάλλον αλλόκοτο, φαινόταν να λέει «μην ενοχλείσαι». Το δέχτηκα. Φάνηκε να ευχαριστιέται. Ήξερα ότι θα μιλούσε και τα λόγια που θα έβγαιναν από το στόμα του θα ήταν πολύ σημαντικά για μένα, για τη ζωή μου εδώ στη γη ή στην άλλη. Έπρεπε να ακούσω με όλες τις αισθήσεις μου σε επιφυλακή και να μην ξεχάσω τίποτα.
• 72 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου. Το βλέμμα του ήταν ευγενικό, καλοσυνάτο και κάπως κοροϊδευτικό.
«Πάντα θεωρούσα το ακόντιο άχαρο όπλο» είπε με ήρεμη μεγαλοπρέπεια, που δεν μπορούσε παρά να ανήκε στη φωνή ενός θεού.
Μα τι είναι αυτά που λέει, σκέφτηκα. Και γιατί «άχαρο»; Είχα την αίσθηση ότι η λέξη είχε ει
πωθεί σκόπιμα, ένας συγκεκριμένος όρος που βρήκε ο θεός. Φαινόταν να έχει πολύ μεγάλη σημασία για κείνον, αν και εγώ δεν είχα ιδέα τι εννοούσε. Μετά είδα το ασημένιο τό-ξο περασμένο στον ώμο του.
Ο Τοξότης. Ο Απόλλωνας ο Μακροσαγιτάρης. Μια λάμψη, που δεν ήταν ούτε κεραυνός ούτε αποκάλυ
ψη, φώτισε το νου μου. Η αλήθεια ήταν τόσο απλή και απέριττη... Κατάλαβα τι σήμαιναν οι λέξεις και η παρουσία του εδώ. Ήξερα τι εννοούσε και τι έπρεπε να κάνω.
Το δεξί μου χέρι. Οι κομμένοι τένοντές του ποτέ δε θα κα-τάφερναν να κρατήσουν γερά ένα ακόντιο. Αλλά τα δάχτυλά τoυ μπορούσαν να πιάσουν και να τραβήξουν τη διπλή χορ-δή ενός τόξου. Το αριστερό μου, αν και δεν είχε τη δύναμη να πιάσει τη λαβή μιας ασπίδας, μπορούσε ακόμα να κρατή-σει σταθερά ένα τόξο και να το τεντώσει όσο έπαιρνε.
Το τόξο. Το τόξο θα με προστάτευε. Τα μάτια του Τοξότη εξερεύνησαν τα δικά μου, απαλά,
για μια στιγμή ακόμα. Είχα καταλάβει; Το βλέμμα του δεν έμοιαζε να ρωτά «θα με υπηρετήσεις τώρα;», αλλά μάλλον πιστοποιούσε το γεγονός, άγνωστο σε μένα ακόμη, ότι θα ήμουν στην υπηρεσία του σε όλη μου τη ζωή.
Αισθάνθηκα τη ζεστασιά να ξαναγυρίζει στο κορμί μου και το αίμα να κυλά σαν την πλημμυρίδα στα πόδια μου. Άκου-σα από κάτω να φωνάζουν το όνομά μου και κατάλαβα ότι
• 73 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ήταν η εξαδέλφη μου. Εκείνη και ο Βρύαξης, αλαφιασμένοι, χτένιζαν τη βουνοπλαγιά για να με βρουν.
Η Διομάχη έφτασε κοντά μου, διέσχισε στα τέσσερα τη χιονισμένη βουνοκορφή και μπήκε παραπατώντας στο πευκοδάσος. «Τι κάνεις εδώ πάνω μοναχός;» Ένιωσα τα χαστούκια της στα μάγουλά μου, άγρια, λες και ήθελε να με συνεφέρει από ένα όραμα ή από κάπου που ταξίδευα. Φώναζε, με άρπαξε σφιχτά στα δυο της χέρια και με αγκάλιασε. Έβγαλε την κάπα της και την τύλιξε γύρω μου. Φώναξε το Βρύαξη, που, τυφλός καθώς ήταν, σκαρφάλωνε όσο πιο γρήγορα μπορούσε την πλαγιά.
«Είμαι καλά» άκουσα τη φωνή μου να την καθησυχάζει. Με χαστούκισε ξανά και ξανά και μετά, κλαίγοντας, με καταράστηκε που ήμουν τόσο ανόητος και τους κατατρόμαξα. «Όλα καλά, Διομάχη» άκουσα τη φωνή μου να επαναλαμβάνει. «Είμαι καλά».
• 74 •
7
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΤΗ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ Του να δείξει υπομονή για την αφήγηση των γεγονότων που ακολούθησαν τη λεηλασία μιας πόλης που δεν είχε ποτέ ακουστά, μιας πόλης ταπεινής, δίχως φήμη, κανενός μυθικού ήρωα το λίκνο, που δεν έχει καμιά σχέση με τα σημαντικά γεγονότα τούτου του πολέμου και της μάχης όπου ήρθαν αντιμέτωπα τα στρατεύματα της Μεγαλειότητας Του με τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους στο στενό των Θερμοπυλών.
Πρόθεσή μου είναι απλώς να δώσω μέσα από τις εμπειρίες δύο παιδιών και ενός δούλου ένα μικρό δείγμα του τρόμου της ψυχής και της καταστροφής που ένας κατακτημένος λαός, οποιοσδήποτε λαός, αναγκάζεται να υποστεί την ώρα της εξαφάνισης του έθνους του. Γιατί, αν και η Μεγαλειότητά Του έχει διατάξει τη λεηλασία ολόκληρων αυτοκρατοριών, αν θέλουμε να μιλήσουμε ειλικρινά, έχει γίνει μάρτυρας των βασάνων των λαών μόνο από μακριά, καθισμένος σε θρόνο πορφυρό ή καβάλα σε έναν ομορφοστολισμένο επι-βήτορα, προστατευμένος από τα ακόντια με τα χρυσά σφαι-ρώματα της βασιλικής φρουράς του.
Στα δέκα χρόνια που ακολούθησαν περισσότερες από έξι μάχες, εκστρατείες και πόλεμοι διεξήχθησαν μεταξύ των πόλεων της Ελλάδας. Τουλάχιστον σαράντα πόλεις, ανάμεσα τους πολλές απόρθητες ακροπόλεις, όπως η Κνίδος, η Αρέθουσα, οι Κολώνες, η Άμφισσα και η Μητρόπολη, λεηλατή-
• 75 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
θηκαν εκ βάθρων ή ένα μέρος τους. Αμέτρητα υποστατικά πυρπολήθηκαν, ναοί κάηκαν, πολεμικά πλοία βυθίστηκαν, στρατιώτες σφαγιάστηκαν, σύζυγοι και θυγατέρες σύρθηκαν στη δουλεία. Κανένας Έλληνας, όσο ισχυρή κι αν είναι η πόλη του, δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι για ένα διάστημα, έστω όσο κρατάει μια εποχή, θα βρίσκεται πάνω στη γη, με το κεφάλι ακόμα πάνω στους ώμους του, τα παιδιά και τη γυναίκα του να κοιμούνται δίπλα του ασφαλείς. Αυτή η κατάσταση ήταν κάτι συνηθισμένο, ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη από οποιαδήποτε άλλη εποχή εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τον Αχιλλέα και τον Έκτορα, το Θησέα και τον Ηρακλή, από τη γέννηση των ίδιων των θεών. Επιχειρήσεις, ως συνήθως, όπως λένε και οι έμποροι.
Κάθε Έλληνας ήξερε τι σημαίνει ήττα στον πόλεμο και γνώριζε ότι αργά ή γρήγορα θα έπινε κι αυτός το ίδιο πικρό ποτήρι.
Ξαφνικά, με την άνοδο της Μεγαλειότητάς Του στην Ασία, φάνηκε ότι αυτή η ώρα δε θ' αργούσε να 'ρθει.
Ο τρόμος της λεηλασίας σκορπίστηκε σε όλη την Ελλάδα, καθώς τα νέα άρχισαν να καταφτάνουν διά στόματος τόσων πολλών, που ήταν αδύνατο να μην τα πιστέψεις. Μιλούσαν για το μέγεθος της κινητοποίησης της Μεγαλειότητάς Του στην Ανατολή και την πρόθεσή του να περάσει την Ελλάδα διά πυρός και σιδήρου.
Όλους, λοιπόν, τους διακατείχε μια μεγάλη ανησυχία, στην οποία είχαν δώσει ένα όνομα.
Φόβος. Φόβος για σένα. Μεγαλειότατε. Φόβος για την οργή του
Ξέρξη, του γιου του Δαρείου, μεγάλου βασιλέα της ανατολικής αυτοκρατορίας, αφέντη όλων των ανθρώπων από την Ανατολή ίσαμε τη Δύση και για τις μυριάδες των πολεμιστών που όλη η Ελλάδα γνώριζε ότι πορεύονταν κάτω από το λάβαρό του για να την υποδουλώσουν.
• 76 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Δέκα χρόνια είχαν περάσει από την καταστροφή της πόλης μου, κι όμως ο τρόμος εκείνης της περιόδου είχε σημαδέψει για πάντα την ψυχή μου. Ήμουν δεκαεννιά χρονών πια. Διάφορα γεγονότα, που θα διηγηθώ όταν έρθει η σειρά τους, με είχαν χωρίσει από την εξαδέλφη μου και το Βρύα-ξη και με είχαν οδηγήσει, όπως ήταν η επιθυμία μου, στη Λακεδαίμονα και στη συνέχεια, μετά από λίγο, στην υπηρεσία του αφέντη μου, του Διηνέκη της Σπάρτης. Με αυτή την ιδιότητα βρέθηκα (με άλλους τρεις ακολούθους) στη συνοδεία του Διηνέκη και τριών άλλων Σπαρτιατών απεσταλμένων, του Ολύμπιου, του Πολύνεικου και του Αριστόδημου, στο νησί της Ρόδου, που αποτελεί τμήμα της αυτοκρατορίας της Μεγαλειότητάς Του. Σε κείνο τον τόπο οι πολεμιστές κι εγώ πήραμε μια γεύση της δύναμης της Περσίας στα όπλα.
Πρώτα ήρθαν τα πλοία. Μια και είχα ελεύθερο το απόγευμά μου κι επειδή ήθελα να χρησιμοποιήσω το χρόνο μου για να μάθω όσο πιο πολλά μπορούσα για το νησί, κόλλησα σε μια παρέα σφενδονιστών που έκαναν εξάσκηση. Παρακολουθούσα εκείνους τους ενθουσιώδεις νεαρούς να εκσφενδονίζουν με εκπληκτική ταχύτητα τις μολυβένιες σφαίρες τους, που ήταν τρεις φορές μεγαλύτερες από το χοντρό δάχτυλο ενός άντρα. Ήταν ικανοί να στείλουν εκείνα τα δολοφονικά βλήματα, που τοποθετούσαν σε ένα κεντρικό εύκαμπτο κομμάτι από ξύλο πεύκου, ενάμισι εκατοστό περίπου, προσαρμοσμένο σε δυο ιμάντες, εκατοντάδες βήματα μακριά και να πλήξουν ένα στόχο όσο το στήθος ενός άντρα τρεις φορές στις τέσσερις. Ένας από αυτούς, ένας νεαρός στην ηλικία μου, μου έδειχνε πώς οι σφενδονιστές χάραζαν με τη μύτη του εγχειριδίου τους στο μαλακό μολύβι των σφαιρών τους παράξενους χαιρετισμούς —«Φα το» ή «Αγάπη και φιλάκια»—, όταν κάποιος άλλος από την παρέα σήκωσε το κεφάλι και έδειξε πέρα στον ορίζοντα, προς την
• 77 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Αίγυπτο. Είδαμε πανιά, ίσως μια μοίρα στόλου, που απείχε τουλάχιστον μια ώρα. Οι σφενδονιστές τους ξέχασαν και συνέχισαν την εξάσκηση τους. Μετά από λίγο, έτσι μας φάνηκε τουλάχιστον, το ίδιο αγόρι φώναξε πάλι, αλλά τούτη τη φορά με έκπληξη και δέος. Όλοι σηκώθηκαν πάνω και κοίταξαν. Η μοίρα του στόλου είχε καταφτάσει με πλοία τρεις φορές μεγαλύτερα από τα δικά μας, με τα πανιά τους σηκωμένα για ταχύτητα. Έστριβαν ήδη τον κάβο και κατευθύνονταν γρήγορα προς τον κυματοθραύστη. Κανείς δεν είχε ματαδεί τόσο μεγάλα πλοία και τόσο γρήγορα. Πρέπει να είναι γλάροι, είπε κάποιος. Κοχύλια που παραβγαίνουν στο δρόμο. Αποκλείεται να είναι ολόκληρα καράβια και σίγουρα κανένας στρατιώτης δε θα μπορούσε να σχίζει το νερό με ταχύτητες σαν κι αυτές.
Κι όμως ήταν πολεμικά πλοία. Τριήρεις από την Τύρο, τόσο σταθερές στην επιφάνεια, που ο κυματισμός δε φαινόταν να ανεβαίνει πάνω από μια παλάμη κάτω από τους πάγκους των θαλαμίσκων τους. Έκαναν αγώνα δρόμου μεταξύ τους κάτω από το λάβαρο της Μεγαλειότητάς Του. Γυμνάζονταν για την Ελλάδα. Για τον πόλεμο. Για την ημέρα που τα χαλκοντυμένα κουπιά τους θα έστελναν τα πλοία της Ελλάδας στο βυθό.
Εκείνο το βραδάκι ο Διηνέκης και οι άλλοι απεσταλμένοι πήγαν με τα πόδια στο λιμανάκι της Λίνδου. Τα πολεμικά πλοία είχαν τραβηχτεί στην ακτή, σε μια περίμετρο επανδρωμένη από Αιγυπτίους ναυτικούς, οι οποίοι αναγνώρισαν τους Σπαρτιάτες από τους κόκκινους μανδύες και τα μακριά μαλλιά τους. Και τότε ακολούθησε μια παράξενη σκηνή. Ο καπετάνιος των ναυτικών έκανε νόημα στους Σπαρτιάτες να πλησιάσουν. Τους φώναξε χαμογελώντας να προσπεράσουν τους αργόσχολους που χάζευαν τα πλοία, για να τους δείξουν τη ναυαρχίδα. Οι άντρες αναρωτιόνταν, μέσω ενός διερμηνέα, πότε θα ξεσπούσε ο πόλεμος κι αν η
• 78 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μοίρα θα τους έφερνε αντιμέτωπους την ώρα της σφαγής. Οι Αιγύπτιοι ναυτικοί ήταν οι πιο ψηλοί άντρες που εί
χα δει στη ζωή μου και ήταν σχεδόν μαύροι από τον ήλιο της ερήμου. Ήταν οπλισμένοι, φορούσαν μπότες από δέρμα ελαφιού, φολιδωτούς θώρακες και κράνη με φτερά στρουθοκαμήλου διακοσμημένα με χρυσό. Όπλα τους ήταν το δόρυ και το γιαταγάνι. Είχαν ακμαίο ηθικό τούτοι οι ναυτικοί. Συνέκριναν τους μυς των πισινών και των μηρών τους με εκείνους των Σπαρτιατών και έκαναν ανόητα αστεία μεταξύ τους στη γλώσσα τους.
«Χάρηκα που σας γνώρισα, αιμοβόροι μπάσταρδοι» εί-πε με ένα σαρκαστικό χαμόγελο στα δωρικά ο Διηνέκης, χτυπώντας τον καπετάνιο στον ώμο. «Ανυπομονώ να κόψω να μπαλάκια σου και να τα στείλω στην πατρίδα σου πεσκέ-σι». Οι Αιγύπτιοι γέλασαν, αν και δεν κατάλαβαν τι τους εί-πε, και απάντησαν χαμογελώντας με μια ξενική βρισιά, σίγουρα το ίδιο απειλητική και πρόστυχη.
Ο Διηνέκης ρώτησε το όνομα του καπετάνιου. Ο άντρας τού είπε ότι τον έλεγαν Ψαμμίτιχο. Η γλώσσα του Σπαρτιάτη μπερδεύτηκε και αποφάσισε να τον λέει «Τόμμι», που φάνηκε να ευχαρίστησε εξίσου τον αξιωματικό. Τον ρώτησαν πόσα τέτοια πολεμικά πλοία είχε στο στόλο του ο μεγάλος βασιλιάς. «Εξήντα» ήρθε η απάντηση μέσω του διερμηνέα.
«Εξήντα πλοία;» ρώτησε ο Αριστόδημος. Οι Αιγύπτιοι τους χάρισαν ένα αστραφτερό χαμόγελο.
«Εξήντα μοίρες». Οι ναύτες συνόδευσαν τους Σπαρτιάτες για μια πιο λε
πτομερή επιθεώρηση των πλοίων που είχαν τραβηχτεί στην άμμο, με την καρίνα στο πλάι, αφήνοντας σε κοινή θέα το κάτω μέρος του σκελετού τους. Οι Τυρινοί ναυτικοί το καθάριζαν και το στεγανοποιούσαν, μια δουλειά στην οποία επιδίδονταν με ενθουσιασμό. Μύρισα κερί. Οι ναυτικοί λίπαιναν τις κοιλιές των πλοίων για να αναπτύσσουν μεγαλύ-
• 79 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τερη ταχύτητα. Οι σανίδες του καραβιού ενώνονταν στις άκρες με σφήνες που εφάρμοζαν στις εγκοπές με τόση ακρίβεια, που δεν έμοιαζε με δουλειά ναυπηγοξυλουργού, αλλά ενός μάστορα επιπλοποιού. Τα ενωμένα μεταλλικά φύλλα μεταξύ του εμβόλου και του σκελετού ήταν γυαλισμένα με ενισχυμένο ψημένο πηλό και κερωμένα με ένα είδος λαδιού με βάση το νέφτι, που άπλωναν οι ναύτες, αφού το έλιωναν πρώτα, με κουπιά. Δίπλα σ' αυτά τα γρήγορα πλοία, η Ορθία, το καράβι των Σπαρτιατών, έμοιαζε με μαούνα που μεταφέρει σκουπίδια. Αλλά αυτό που άξιζε ιδιαίτερης προσοχής δεν είχε σχέση με τις έγνοιες της θάλασσας.
Ήταν oι πλεκτές μπροστέλες που φορούσαν οι ναυτικοί για να προστατεύουν τα απόκρυφα μέλη τους.
«Τι είναι αυτές οι πάνες;» ρώτησε ο Διηνέκης, γελώντας και τραβώντας την ούγια του ρούχου που κάλυπτε το στέρνο του καπετάνιου.
«Πρόσεχε, φίλε μου» απάντησε ο ναυτικός με μια θεατρική κωμική κίνηση. «Έχω ακούσει για σας τους Έλληνες!»
Ο Αιγύπτιος ρώτησε τους Σπαρτιάτες γιατί είχαν τόσο μακριά μαλλιά. Ο Ολύμπιος απάντησε με τα λόγια του νομοθέτη Λυκούργου: «Γιατί κανένα άλλο στολίδι δεν κάνει έναν ωραίο άντρα ωραιότερο ή έναν άσχημο τρομακτικότερο. Και είναι και τζάμπα». Μετά ο ναυτικός άρχισε να πειράζει τους Σπαρτιάτες για τα περιβόητα κοντά τους ξίφη. Αρνιόταν να πιστέψει ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αυτά τα όπλα μαζί τους στη μάχη. Έμοιαζαν με παιχνίδια. Πώς ήταν δυνατό ένα τόσο δα μαχαιράκι, ικανό να καθαρίζει μόνο μήλα , να βλάψει τον εχθρό;
«Το κόλπο είναι να το δουλεύεις όμορφα και έξυπνα» είπε ο Διηνέκης, πιέζοντας το στήθος του πάνω στο στήθος του Αιγύπτιου Τόμμι για να του δείξει.
Όταν ήρθε η ώρα του χωρισμού, οι Σπαρτιάτες πρόσφεραν στους ναυτικούς δύο ασκιά κρασί από τα Φάλαρα, το
• 80 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
καλύτερο που είχαν, ένα δώρο που προοριζόταν για το διοικητή της Ρόδου. Οι ναυτικοί έδωσαν σε κάθε Σπαρτιάτη από ένα χρυσό δαρεικό (η αμοιβή ενός μήνα για έναν Έλληνα κωπηλάτη) και από ένα σακί φρέσκα ρόδια από το Νείλο.
Η αποστολή επέστρεψε στη Σπάρτη χωρίς επιτυχία. Οι Ρόδιοι, όπως γνωρίζει η Μεγαλειότητά Του, είναι Δωριείς. Μιλούν μια διάλεκτο παρόμοια με αυτή των Λακεδαιμονίων και αποκαλούν τους θεούς τους με τα ίδια δωρικά ονόματα. Όμως το νησί τους ήταν συμμαχικό της αυτοκρατορίας πριν τον Α' Περσικό Πόλεμο. Ποια άλλη επιλογή είχαν οι Ρόδιοι εκτός από την υποταγή, αφού το έθνος τους βρίσκεται στη σκιά των ιστών του αυτοκρατορικού στόλου; Η πρεσβεία των Σπαρτιατών έλπιζε, πέρα από κάθε προσδοκία, να αποσπάσει, επικαλούμενη τους αρχαίους δεσμούς της φυλής, ένα μέρος του στόλου των Ροδίων από την υπηρεσία της Μεγαλειότητάς Του. Δε βρήκε υποστηρικτές.
Το ίδιο αποτέλεσμα όμως είχαν, όπως έμαθε η πρεσβεία μας όταν επέστρεψε στην πατρίδα, και οι άλλες παρόμοιες αποστολές που στάλθηκαν στην Κρήτη, στην Κω, στη Χίο, στη Λέσβο, στη Σάμο, στη Νάξο, στην Ίμβρο, στη Σαμοθράκη , στη Θάσο, στη Σκύρο, στη Μύκονο, στην Πάρο, στην Τήνο και στη Λήμνο. Ακόμα και η Δήλος, η γενέτειρα του Απόλλωνα, είχε προσφέρει γη και ύδωρ στους Πέρσες.
Φόβος. Αυτόν το φόβο μπορούσε να τον ανασάνει κανείς στον
αέρα της Άνδρου, όπου προσεγγίσαμε στην επιστροφή για την πατρίδα. Τον ένιωθες σαν ιδρώτα στο κορμί στην Κέα και στην Ερμιόνη, όπου από κανένα πανδοχείο του λιμανιού δεν έλειπαν οι καπεταναίοι και οι κωπηλάτες με τις τρομακτικές ιστορίες τους για το μέγεθος της κινητοποίησης στην Ανατολή και τις αναφορές των αυτοπτών μαρτύρων για τις μυριάδες του εχθρού.
Φόβος.
• 81 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Αυτός ο ξένος συντρόφευε την πρεσβεία όταν αποβιβάστηκε στη Θηρέα και άρχισε τη διήμερη ανάβαση μέσα στη σκόνη του Πάρνωνα για να φτάσει στη Λακεδαίμονα. Ταξιδεύοντας στην ανατολική οροσειρά, οι απεσταλμένοι έβλεπαν τους αγρότες και τους πληθυσμούς των πόλεων να μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους στα βουνά. Αγόρια οδηγούσαν γαϊδούρια φορτωμένα με σακιά γεμάτα καλαμπόκι και κριθάρι. Ένοπλοι άντρες της οικογένειας τα προστάτευαν. Σύντομα θα ακολουθούσαν οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά. Στην εξοχή ομάδες από την ίδια φατρία έθαβαν κιούπια με κρασί και λάδι, έχτιζαν μαντριά και έσκαβαν πρόχειρα καταφύγια στις απόκρημνες πλαγιές.
Φόβος. Στο συνοριακό φρούριο των Καρυών η ομάδα μας έπεσε
πάνω σε μια πρεσβεία από την ελληνική πόλη των Πλαταιών. Αποτελούνταν από καμιά δεκαριά άντρες μαζί με έφιππη συνοδεία και κατευθυνόταν στη Σπάρτη. Πρέσβης τους ήταν ο Αρίμνηστος, ο ήρωας του Μαραθώνα. Λένε ότι αυτός ο σπουδαίος άντρας, αν και είχε περάσει τα πενήντα, σε κείνη την περίφημη μάχη πριν δέκα χρόνια είχε μπει στο νερό με πλήρη οπλισμό και έκοβε με το σπαθί του τα κουπιά από τις περσικές τριήρεις που προσπαθούσαν να φύγουν για να σωθούν. Στους Σπαρτιάτες άρεσαν κάτι τέτοια. Επέμεναν, λοιπόν, η ομάδα του Αρίμνηστου να φάει με τη δική μας και να πορευτούμε μαζί το υπόλοιπο του δρόμου προς την πό-λη.
Ο άντρας από τις Πλαταιές μάς είπε όσα γνώριζε για τους Πέρσες. Ο περσικός στρατός, ανέφερε, αποτελούνταν από δύο εκατομμύρια άντρες, που είχαν στρατολογηθεί από όλα τα έθνη της αυτοκρατορίας. Είχαν συγκεντρωθεί στην πρωτεύουσα του μεγάλου βασιλέα, στα Σούσα, το περασμένο καλοκαίρι. Οι στρατιωτικές δυνάμεις είχαν προωθηθεί στις Σάρδεις, όπου και ξεχειμώνιασαν. Από εκείνο το
• 82 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μέρος, όπως θα σχεδίαζε και ο πλέον άπειρος αξιωματικός, οι μυριάδες θα βάδιζαν βόρεια κατά μήκος των ακτών της Μικράς Ασίας μέσω της Αιολίας και της Τροίας, θα διέσχιζαν τον Ελλήσποντο φτιάχνοντας γέφυρα με πλοία ή με μαζικό πέρασμα του στενού με πορθμεία, κατόπιν θα προχωρούσαν δυτικά, θα διέσχιζαν τη Θράκη και τη Χερσόνησο, νοτιοδυτικά διαμέσου της Μακεδονίας και μετά νότια στη Θεσσαλία.
Στην ίδια την Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες τους είπαν αυτά που είχαν μάθει από τους
Ροδίους, ότι ο περσικός στρατός είχε ξεκινήσει ήδη από τις Σάρδεις. Το κυρίως σώμα βρισκόταν αυτή τη στιγμή στην Άβυδο και ετοιμαζόταν να διαβεί τον Ελλήσποντο.
Θα ήταν στην Ευρώπη μέσα σε ένα μήνα. Στη Σελλασία ένας αγγελιαφόρος σταλμένος από τους
εφόρους της Σπάρτης περίμενε τον αφέντη μου για να του αναθέσει μια νέα αποστολή. Ο Διηνέκης έπρεπε να αποσπαστεί από την ομάδα και να σπεύσει στην Ολυμπία. Μόλις φτάσαμε, λοιπόν, στο δρόμο για την Πελλάνα, αποχωρίστηκε από τους άλλους και, συνοδευόμενος μόνο από μένα, άρχισε να βαδίζει γοργά, σκοπεύοντας να καλύψει τα τετρακόσια τριάντα πέντε στάδια σε δυο μέρες.
Δεν είναι ασύνηθες σε τέτοιες διαδρομές, καθώς βαδίζει κανείς πεζή, να πέσει πάνω σε μερικά πανέξυπνα σκυλιά, ακόμα και σε χαμίνια σε ημιάγρια κατάσταση από τα πέριξ. Καμιά φορά οι ξένοιαστοι αυτοί σύντροφοι παραμένουν στην παρέα όλη μέρα, τρέχοντας χαρούμενα πέρα δώθε ακολουθώντας τον οδοιπόρο. Ο Διηνέκης αγαπούσε τα αδέσποτα αυτά ζώα. Πάντα τα καλοδεχόταν και χαιρόταν την ωραία απροσδόκητη συντροφιά τους. Εκείνη τη μέρα ωστόσο έδιωξε βίαια όλους όσους συναντήσαμε, σκυλιά και ανθρώπους, βαδίζοντας αποφασιστικά προς τα μπρος, χωρίς να κοιτάζει δεξιά ή αριστερά.
• 83 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Δεν τον είχα ξαναδεί τόσο προβληματισμένο ή τόσο σοβαρό.
Κάτι είχε γίνει στη Ρόδο και ήμουν σίγουρος ότι αυτό ήταν η πηγή της ταραχής του αφέντη μου. Το επεισόδιο αυτό συνέβη στο λιμάνι, αμέσως μόλις οι Σπαρτιάτες και οι Αιγύπτιοι ναυτικοί τελείωσαν την ανταλλαγή των δώρων και ετοιμάζονταν να αποχωριστούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις πολλές φορές οι ξένοι βάζουν κατά μέρος τις τυπικότητες στην επικοινωνία, σύμφωνα με τις οποίες συμπεριφέρονταν και συζητούσαν μέχρι τότε, και μιλούν ως άντρας προς άντρα, από καρδιάς. Ο καπετάν Ψαμμίτιχος ήταν φανερό ότι είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα τον αφέντη μου και τον πολέμαρχο Ολύμπιο, τον πατέρα του Αλέξανδρου. Τους πήρε κατά μέρος και τους είπε ότι ήθελε να τους δείξει κάτι. Τους οδήγησε στη σκηνή εκστρατείας του διοικητή του στόλου, που είχε στηθεί στην παραλία, και με την άδεια του αξιωματικού μάς έδειξε κάτι που όμοιό του οι Σπαρτιάτες, κι εγώ φυσικά, δεν είχαμε αντικρίσει ποτέ.
Ήταν ένας χάρτης. Μια γεωγραφική αναπαράσταση όχι μόνο της Ελλάδας
και των νησιών του Αιγαίου αλλά του κόσμου ολάκερου. Ο χάρτης απλωνόταν σε πλάτος σχεδόν δυο μέτρων. Ήταν
φτιαγμένος με μεγάλη λεπτομέρεια και δεξιοτεχνία πάνω σε πάπυρο του Νείλου, ένα εκπληκτικό μέσο. Αν τον κρατούσε κανείς στο φως, μπορούσε να δει μέσα από αυτόν, όμως ακόμα και τα δυνατότερα χέρια ενός ανθρώπου δε θα μπορούσαν να τον σκίσουν η κόψη μιας λεπίδας τον προφύλασσε από το να σκιστεί όταν πρωτοάνοιγε.
Ο ναυτικός ξετύλιξε το χάρτη πάνω στο τραπέζι του διοικητή της μοίρας. Έδειξε στους Σπαρτιάτες την πατρίδα τους, στην καρδιά της Πελοποννήσου, με την Αθήνα χίλια διακόσια δεκαοχτώ στάδια περίπου βορειοανατολικά, τις Θήβες και τη Θεσσαλία προς το Βορρά και τα βουνά Όσσα
• 84 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
και Όλυμπο στο βορειότερο άκρο της Ελλάδας. Στα δυτικά ο κατασκευαστής του χάρτη είχε ζωγραφίσει με το στύλο τη Σικελία, την Ιταλία και όλους τους συνασπισμούς της θάλασσας και της ξηράς μέχρι τις Ηράκλειες Στήλες. Ωστόσο ο κύριος όγκος του χάρτη μόλις είχε αρχίσει να ξετυλίγεται.
«Θέλω απλώς να σας δείξω, για το δικό σας καλό, φίλοι μου» είπε ο Ψαμμίτιχος μέσω του διερμηνέα του «το μέγεθος της αυτοκρατορίας της Μεγαλειότητάς Του και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του απέναντι σας, ώστε να αποφασίσετε αν θα αντισταθείτε ή όχι, βασιζόμενοι σε γεγονότα και όχι στη φαντασία».
Ξετύλιξε το χάρτη προς τα ανατολικά. Κάτω από το φως της λάμπας φάνηκαν τα νησιά του Αιγαίου, η Μακεδονία, η Ιλλυρία, η Θράκη και η Σκυθία, ο Ελλήσποντος, η Λυδία, η Καρία, η Κιλικία, η Φοινίκη και οι ιωνικές πόλεις της Μι-κράς Ασίας. «Όλα αυτά τα έθνη διοικούνται από το μεγάλο βασιλέα. Όλα αυτά τα μέρη είναι στην υπηρεσία του. Ολοι αυτοί έρχονται εναντίον σας. Αλλά αυτή είναι η Περσία; Ακόμα δε φτάσαμε στην καρδιά της αυτοκρατορίας...»
Κι άλλοι συνασπισμοί χωρών φάνηκαν με το ξετύλιγμα του χάρτη. Το χέρι του Αιγυπτίου σύρθηκε στο περίγραμμα της Αιθιοπίας, της Λιβύης, της Αραβίας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας, της Βαβυλωνίας, της Σουμερίας, της Καππαδοκίας, της Αρμενίας και της Υπερκαυκασίας. Εκθείασε τη φήμη καθενός από εκείνα τα βασίλεια και ανέφερε τους αριθμούς των πολεμιστών τους, τα όπλα και τον εξοπλισμό τους.
«Ένας άντρας που ταξιδεύει με γρήγορο ρυθμό μπορεί να διασχίσει την Πελοπόννησο σε τέσσερις ημέρες. Κοιτάξτε εδώ, φίλοι μου. Για να πάει κανείς από την Τύρο στα Σούσα, την πρωτεύουσα του μεγάλου βασιλέα, είναι τρεις μήνες πορεία. Και όλη αυτή η γη, όλοι οι άνθρωποι και τα πλούτη της ανήκουν στον Ξέρξη. Και τα έθνη του δεν επιτίθενται το ένα εναντίον του άλλου, όπως αρέσκεστε να κάνετε εσείς
• 85 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
οι Έλληνες. Στις συμμαχίες δεν υπάρχουν διαιρέσεις και φιλονικίες. Όταν ο βασιλιάς λέει "συγκεντρωθείτε", τα στρατεύματα του συγκεντρώνονται. Όταν λέει "προχωρήστε", προχωρούν. Κι ακόμη» είπε «δε φτάσαμε στην Περσέπολη και στην καρδιά της Περσίας».
Ξετύλιξε κι άλλο το χάρτη. Μπροστά στα μάτια τους εμφανίστηκαν κι άλλοι συνα
σπισμοί με ακόμα πιο περίεργα ονόματα. Ο Αιγύπτιος ανέφερε κι άλλους αριθμούς. Διακόσιες χιλιάδες από αυτή τη σατραπεία, τριακόσιες χιλιάδες από κείνη. Η Ελλάδα στη Δύση φαινόταν όλο και πιο ασήμαντη. Έμοιαζε να ζαρώνει σε ένα μικρόκοσμο, αντίθετα από τον ατέλειωτο όγκο της περσικής αυτοκρατορίας. Ο Αιγύπτιος μιλούσε τώρα για παράξενα ζώα και μυθικά τέρατα. Καμήλες και ελέφαντες, άγρια γαϊδούρια μεγάλα σαν άλογα. Έδειξε τις χώρες της ίδιας της Περσίας, μετά τη Μηδία, τη Βακτριανή, την Αρία, τη Σογδιανή και την Ινδία, έθνη που οι ακροατές τους δε γνώριζαν καν την ύπαρξή τους και τα ονόματά τους.
«Από αυτές τις μεγάλες χώρες η Μεγαλειότητά Του αντλεί μυριάδες πολεμιστές, άντρες μεγαλωμένους κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο της Ανατολής, σκληραγωγημένους όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε, οπλισμένους με όπλα που δεν έχετε αντιμετωπίσει ποτέ σε μάχη. Άντρες που πληρώνονται με χρυσάφι και αμέτρητους θησαυρούς. Καθετί που παράγεται , κάθε φρούτο, σπόρος, χοίρος, πρόβατο, αγελάδα, άλο -γο, η παραγωγή κάθε ορυχείου, αγροκτήματος, δάσους και αμπελώνα, ανήκει στη Μεγαλειότητά Του. Και όλα αυτά τα έχει διοχετεύσει στη συγκρότηση αυτού του στρατού που βαδίζει για να σας υποδουλώσει.
»Ακούστε με, αδέλφια. Η φυλή των Αιγυπτίων είναι αρχαία, μετράει τις γενιές των προπατόρων της εκατοντάδες χρόνια στην αρχαιότητα. Έχουμε δει αυτοκρατορίες να έρχονται και να φεύγουν. Κυβερνήσαμε και μας κυβέρνησαν.
• 86 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ακόμα και τώρα θεωρούμαστε κατακτημένος λαός, υπηρετούμε τους Πέρσες. Κοιτάξτε όμως την κατάστασή μου, φίλοι μου. Μοιάζω για κακομοίρης; Είναι η συμπεριφορά μου αναξιοπρεπής; Κοιτάξτε εδώ, μέσα στο πουγκί μου. Με όλο το σεβασμό, αδέλφια, θα μπορούσα να σας πουλήσω και να σας αγοράσω όλους με αυτά που έχω πάνω μου».
Σ' αυτό το σημείο ο Ολύμπιος διέκοψε τον Αιγύπτιο και του ζήτησε να μπει στο θέμα.
«Το θέμα είναι το εξής, φίλοι μου. Η Μεγαλειότητά Του δε θα τιμήσει εσάς τους Σπαρτιάτες λιγότερο από εμάς τους Αιγυπτίους ή οποιονδήποτε πολεμικό λαό αν δείξετε σωφροσύνη και θέσετε τους εαυτούς σας οικειοθελώς κάτω από το λάβαρο του. Στην Ανατολή έχουμε μάθει κάτι που εσείς οι Έλληνες δε γνωρίζετε. Ότι ο τροχός γυρίζει και ο άνθρωπος πρέπει να γυρίζει μαζί του. Η αντίσταση δεν είναι απλώς παραλογισμός, αλλά τρέλα».
Τότε παρατήρησα τα μάτια του αφέντη μου. Προφανώς, καταλάβαινε την ειλικρινή πρόθεση του Αιγυπτίου και ότι τα λόγια που πρόφερε ήταν από φιλία και ενδιαφέρον. Ωστόσο δεν μπόρεσε να κρύψει το θυμό του.
«Δεν έχεις γευτεί ποτέ την ελευθερία, φίλε» είπε ο Διηνέκης «αλλιώς θα γνώριζες ότι δεν εξαγοράζεται με χρυσάφι αλλά με ατσάλι». Βρήκε γρήγορα την αυτοκυριαρχία του και, πιάνοντας τον Αιγύπτιο φιλικά από τον ώμο, τον κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας.
«Όσο για τον τροχό στον οποίο αναφέρθηκες» ολοκλήρωσε ο κύριος μου «όπως όλοι, γυρίζει και προς τις δύο μεριές».
Φτάσαμε στην Ολυμπία το απόγευμα της δεύτερης μέρας από την Πελλάνα. Οι Ολυμπιακοί αγώνες, αφιερωμένοι στο Δία, είναι η πιο ιερή από όλες τις ελληνικές λατρευτικές εορτές. Κατά τη διάρκειά τους κανένας Έλληνας δεν επιτίθεται σε κάποιον άλλο, ούτε και σε ξένο εισβολέα ακόμα.
• 87 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Εκείνη τη χρονιά οι Αγώνες θα διεξάγονταν σε μερικές εβδομάδες· στην πραγματικότητα, τα ολυμπιακά γήπεδα και οι κοιτώνες ήταν ήδη γεμάτα αθλητές και προγυμναστές από όλες τις ελληνικές πόλεις και προετοιμάζονταν επιτόπου, όπως ορίζει ο νόμος των θεών. Αυτοί οι αθλητές, όλοι πάνω στην εφηβεία τους και άφθαστοι σε ταχύτητα και ανδρεία, περικύκλωσαν τον αφέντη μου αμέσως μόλις έφτασε. Επικράτησε μεγάλη οχλοβοή. Ζητούσαν να μάθουν για την προέλαση των Περσών και σπάραζαν επειδή απαγορευόταν να φέρουν όπλα όσο διαρκούσαν οι Αγώνες. Δεν ήταν δική μου δουλειά να ρωτήσω ποια ήταν ακριβώς η αποστολή του αφέντη μου. Αυτό που θα μπορούσε να εικάσει μόνο κανείς ήταν ότι είχε σταλεί να υποβάλει αίτηση για απαλλαγή από τους ιερείς.
Περίμενα έξω στον περίβολο όσο ο Διηνέκης έκανε μέσα τη δουλειά του. Όταν τελείωσε, ήταν ακόμα μέρα. Οι δυο μας, λοιπόν, μια και δε συνοδευόμαστε από κανέναν, κανονικά θα έπρεπε να επιστρέψουμε αμέσως στη Σπάρτη. Όμως η παράξενη συμπεριφορά του κυρίου μου συνεχίστηκε. Κάτι είχε στο νου του. «Έλα» μου είπε κατευθυνόμενος στην Οδό των Πρωταθλητών, δυτικά του Ολυμπιακού Σταδίου, «θα σου δείξω κάτι για να μαθαίνεις».
Παρακάμψαμε τις τιμητικές στήλες, όπου ήταν γραμμένα τα ονόματα και τα έθνη των νικητών των Αγώνων. Το μάτι μου έπεσε στο όνομα του Πολύνεικου, ενός από τους συντρόφους του αφέντη μου στην αποστολή στη Ρόδο, που ήταν χαραγμένο δυο φορές επί δύο συνεχείς Ολυμπιάδες. Ήταν νικητής στην οπλιτοδρομία, δηλαδή σε αγώνα δρόμου με πλήρη εξοπλισμό. Ο Διηνέκης έδειξε τα ονόματα κι άλλων Σπαρτιατών πρωταθλητών, που τώρα ήταν τριάντα ή σαράντα ετών και τους οποίους γνώριζα εξ όψεως, αλλά και άλλους που είχαν πέσει στη μάχη δεκαετίες ή και αιώνες πριν. Έπειτα έδειξε ένα τελευταίο όνομα, πριν από τέσσερις
• 88 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ολυμπιάδες, στον κατάλογο των νικητών του πεντάθλου.
Ιατροκλής γιος του Νικοδιάδη Λακεδαιμόνιος
«Ήταν ο αδελφός μου» είπε ο Διηνέκης. Εκείνη τη νύχτα ο αφέντης μου βρήκε καταφύγιο στον
κοιτώνα των Σπαρτιατών. Μια καλύβα εκκενώθηκε για χάρη του και σε μένα παραχωρήθηκε λίγος χώρος κάτω από το προστώο. Αλλά η διάθεση του δεν είχε αλλάξει. Πριν ακόμα βολευτώ πάνω στις κρύες πέτρες, εμφανίστηκε με πλήρη εν-δυμασία και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Διασχί-σαμε τους άδειους δρόμους πηγαίνοντας προς το Ολυμπιακό Στάδιο και μέσω της σήραγγας των αθλητών βγήκαμε στην ευρύχωρη και σιωπηλή έκταση του αγωνιστικού χώρου, που φάνταζε μενεξελής και μελαγχολικός κάτω από το φως των αστεριών. Ο Διηνέκης ανέβηκε την πλαγιά όπου στέκονταν οι κριτές και πήγε στις θέσεις πάνω στο χορτάρι που ήταν κρατημένες για τους Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια των Αγώνων. Διάλεξε ένα απάνεμο μέρος κάτω από τα πεύκα στην κορφή της πλαγιάς που έβλεπε στο Στάδιο και κάθισε.
Έχω ακούσει να λένε ότι για τον εραστή οι εποχές είναι σημαδεμένες από τη θύμηση των ερωμένων του, που η ομορφιά τους πυρπόλησε την καρδιά του. Θυμάται τη χρονιά που, φεγγαροχτυπημένος, κυνηγούσε κάποια αγαπημένη του στην πόλη και μια άλλη, τότε που η ευνοούμενη του υπέκυψε τελικά στη γοητεία του.
Για τη μητέρα και τον πατέρα, πάλι, οι εποχές μετριούνται με τις γεννήσεις των παιδιών τους — τότε έκανε το πρώτο του βήμα, τότε είπε την πρώτη του λεξούλα. Μ' αυ τά τα οικογενειακά περιστατικά σημαδεύεται το ημερολόγιο
• 89 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
της ζωής των στοργικών γονέων και γεμίζει το βιβλίο των αναμνήσεων.
Αλλά για τον πολεμιστή οι εποχές δε σημαδεύονται από τέτοια γλυκά μέτρα και σταθμά, ούτε από τα ίδια τα ημερολογιακά χρόνια, αλλά από τις μάχες. Πολεμικές εκστρατείες και χαμένοι σύντροφοι· δοκιμασίες για τους επιζήσαντες. Συγκρούσεις και διαμάχες από τις οποίες ο χρόνος σβήνει κάθε περιττή ανάμνηση, αφήνοντας μόνο τα πεδία των μαχών και τα ονόματά τους, που δημιουργούν στη μνήμη του πολεμιστή μια εξευγενισμένη κατάσταση πέρα από κάθε άλλο μνημόσυνο, αγορασμένο με το ιερό νόμισμα του αίματος και πληρωμένο με τη ζωή των αγαπημένων συμπολεμιστών. Όπως ο ιερέας με τη γραφίδα του και τον κέρινο άβα-κα, έτσι και ο οπλίτης έχει τον τρόπο γραφής του. Η ιστορία του είναι σμιλεμένη πάνω στο άτομό του με το στύλο του ατσαλιού, η αλφάβητός του είναι χαραγμένη με ακόντιο και σπαθί ανεξίτηλα πάνω στη σάρκα του.
Ο Διηνέκης βολεύτηκε στη σκοτεινή γη πάνω από το Στάδιο. Άρχισα τότε, όπως απαιτούσε το καθήκον μου ως βοηθού, να ετοιμάζω και να τοποθετώ το ζεστό λάδι, ανακατεμένο με γαρίφαλο και σύμφυτο, που ζήτησε ο κύριος μου, και βασικά κάθε όμοιος μετά τα τριάντα, για να πέσει απλώς στη γη να κοιμηθεί. Ο Διηνέκης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ηλικιωμένος, ήταν περίπου σαράντα δύο ετών. Τα μέλη ωστόσο του σώματός του και οι κλειδώσεις του έτριζαν σαν να ήταν γέρος. Ο προηγούμενος βοηθός του, ο Αυτόχειρας, μου είχε μάθει με ποιον τρόπο να κάνω μαλάξεις στους κόμβους και στα εξογκώματα των ουλών των αμέτρητων τραυμάτων του αφέντη μου και τα μικρά κολπάκια στον εξοπλισμό του, ώστε να μη διακρίνονται οι αναπηρίες. Ο αριστερός του ώμος δεν ανέβαινε ψηλότερα από το αυτί του και δεν μπορούσε να λυγίσει καλά τον αγκώνα του ίδιου χεριού. Η σπο-λάδα τυλιγόταν πρώτα γύρω από τον κορμό του και μέχρι
• 90 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να περάσω τα λουριά στους ώμους του και να τα στερεώσω την κρατούσε με τους αγκώνες. Δεν μπορούσε να λυγίσει τη μέση για να πάρει την ασπίδα του κι όταν ακόμα αναπαυό-ταν στο γόνατό του. Εγώ έπρεπε να πιάσω την ορειχάλκινη χειρίδα και να την περάσω στο βραχίονά του, έτσι όπως στεκόταν όρθιος. Ο Διηνέκης αδυνατούσε επίσης να λυγίσει το αριστερό του πόδι, εκτός κι αν του γίνονταν μαλάξεις στον τένοντα μέχρι να αποκατασταθεί η λειτουργία του.
Αλλά το πιο φοβερό τραύμα του κυρίου μου ήταν μια απαίσια ουλή, μεγάλη όσο ο δείκτης του χεριού ενός ανθρώπου, που διέτρεχε οδοντωτά όλο το πάνω μέρος του φρυ-διού του, ακριβώς κάτω από τη γραμμή των μαλλιών. Συνήθως δεν ήταν ορατή, αφού σκεπαζόταν από τις πλούσιες μπούκλες που έπεφταν στο μέτωπό του. Όταν σήκωνε όμως τα μαλλιά του για να δεχτεί την περικεφαλαία ή τα έδενε προς τα πίσω για να κοιμηθεί, η σκούρα αυτή χαρακιά εμφανιζόταν σε όλο της το μεγαλείο. Τη διέκρινα καθαρά εκείνη τη στιγμή, κάτω από το φως των αστεριών. Προφανώς, η γεμάτη περιέργεια έκφραση που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου ήταν πολύ αστεία, γιατί γέλασε και ψηλάφισε με το χέρι του την ουλή.
«Αυτό ήταν το δώρο μου από τους Κορινθίους, Χίονη. Είναι πολύ παλιά, τότε που γεννήθηκες εσύ. Η ιστορία της, αρκετά ενδιαφέρουσα, είναι η ιστορία του αδελφού μου».
Ο αφέντης μου κοίταξε πέρα, κάτω στην πλαγιά και προς την Οδό των Πρωταθλητών. Ίσως ένιωθε τη σκιά του αδελφού του εκεί κοντά ή τις μακρινές θύμησες από την παιδική του ηλικία, τη μάχη ή τον αγώνα των Αγώνων. Μου έγνεψε να του γεμίσω ένα κύπελλο με κρασί και να πιω κι εγώ λίγο.
«Δεν ήμουν αξιωματικός τότε» άρχισε να λέει μόνος του, συλλογισμένος ακόμα. «Φορούσα τον αστείο πίλο αντί για το λοφίο». Εννοούσε το κράνος του οπλίτη με το λοφίο που ξεκινούσε από το μέτωπο προς τα πίσω, αντί για το κράνος
• 91 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
με τον εγκάρσιο λόφο του ενωμοτάρχη. «Θέλεις ν' ακούσεις την ιστορία, Χίονη; Είναι σαν παραμύθι».
Απάντησα πως πολύ θα το ήθελα. Ο κύριός μου φάνηκε να συλλογίζεται για λίγο. Ήταν φανερό ότι αναρωτιόταν μήπως η αφήγηση της ιστορίας ήταν ματαιοδοξία από μέρους του ή υπερβολική αυτοπροβολή. Αν ήταν έτσι, θα σταματούσε αμέσως. Ωστόσο, το επεισόδιο αυτό σίγουρα θα περιείχε κάποιο δίδαγμα, γιατί, με ένα ελάχιστα αντιληπτό αρνητικό κούνημα της κεφαλής, ο κύριός μου έδωσε στον εαυτό του την άδεια να συνεχίσει. Βολεύτηκε καλύτερα στην πλαγιά και άρχισε.
«Συνέβη στο Αχίλλειο, εναντίον των Κορινθίων και των Αρκάδων συμμάχων τους. Δε θυμάμαι καν για ποιο λόγο είχε γίνει αυτός ο πόλεμος, αλλά, όποιος κι αν ήταν, αυτοί οι πουτάνας γιοι είχαν βρει το κουράγιο να μας στριμώξουν άγρια. Η γραμμή είχε σπάσει, οι τέσσερις πρώτες σειρές είχαν μπερδευτεί, η μάχη γινόταν σώμα με σώμα. Ο αδελφός μου ήταν αρχηγός του λόχου κι εγώ ένας τρίτος». Εννοούσε ότι αυτός, ο Διηνέκης, διοικούσε την τρίτη ενωμοτία, δεκαέξι θέσεις πίσω σε διάταξη πορείας. «Έτσι, όταν αναπτυχθήκαμε στη γραμμή ανά τέσσερις, βρέθηκα στη θέση μου ως τρίτος δίπλα στον αδελφό μου, επικεφαλής της ενωμο-τίας μου. Πολεμήσαμε σαν δυάδα ο Ιατροκλής κι εγώ' εκπαιδευόμαστε σαν ζευγάρι από παιδιά. Μόνο που τώρα δεν αθλούμαστε, ήταν αληθινό αιματοκύλισμα.
»Ξαφνικά, βρέθηκα μπροστά σε ένα τέρας. Ο αντίπαλός μου ήταν δυο μέτρα ψηλός και χοντρός όσο δυο άντρες και ένα άλογο μαζί. Ήταν σαστισμένος, το ακόντιο του είχε σπάσει και τον είχε κυριεύσει τέτοια οργή, που δεν είχε το μυαλό να τραβήξει το σπαθί του. Διηνέκη, είπα στον εαυτό μου, καλύτερα να βάλεις λίγο σιδερικό σ' αυτό τον μπάσταρδο πριν θυμηθεί ότι έχει αυτό τον μπαλτά για μαργαρίτες στο μπούτι του.
• 92 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
»Όρμησα εναντίον του. Με αντιμετώπισε χρησιμοποιώντας την ασπίδα του ως όπλο. Η άκρη της ήταν σαν τσεκούρι. Το πρώτο του χτύπημα έσκισε την ασπίδα μου. Εγώ, με το ακόντιο στο χέρι, προσπάθησα να τον διαπεράσω, αλλά εκείνος το έσπασε με ένα δεύτερο χτύπημα. Τώρα στεκόμουν άοπλος μπροστά σε κείνον το δαίμονα. Κούνησε την ασπίδα σαν να σέρβιρε ένα απολαυστικό πιάτο. Με βρήκε ακριβώς εδώ, πάνω από το μάτι.
»Ένιωσα το πάνω μέρος της περικεφαλαίας να σκίζεται και να πέφτει, ξυρίζοντας το μισό μου κρανίο. Το κάτω μέ-ρος της τρύπας του ματιού της προσωπίδας είχε σκίσει τους μυς κάτω από το φρύδι. Το αριστερό μου μάτι γέμισε αίματα.
»Με τύλιξε το συναίσθημα της αδυναμίας που έχεις όταν είσαι πληγωμένος, όταν ξέρεις ότι είσαι άσχημα, αλλά δεν ξέρεις πόσο άσχημα, που νομίζεις ότι είσαι ήδη νεκρός, αλλά δεν είσαι σίγουρος. Όλα γίνονται με αργό ρυθμό σαν σε όνειρο. Ήμουν πεσμένος μπρούμυτα. Ήξερα ότι ο γίγαντας εκείνος ήταν από πάνω μου, έτοιμος να με ξαποστείλει με ενα χτύπημα στον Κάτω Κόσμο.
»Ξαφνικά, βρέθηκε δίπλα μου. Ο αδελφός μου. Τον είδα να κάνει ένα βήμα και να εκσφενδονίζει το ξίφος του εναντίον του αντιπάλου μου. Χτύπησε τον Κορίνθιο γίγαντα ακριβώς κάτω από τη μύτη. Το σίδερο κομμάτιασε τα δοντια του, τρύπησε το κόκαλο του σαγονιού και χώθηκε στο λαιμό του. Έμεινε εκεί, με τη λαβή να εξέχει μπροστά από το πρόσωπό του».
Ο Διηνέκης κούνησε το κεφάλι και άφησε να του ξεφύγει ενα άγριο γέλιο, όπως όταν προσπαθεί να θυμηθεί κανείς μια μακρινή ιστορία, γνωρίζοντας πόσο κοντά έφτασε στο θάνα-το και νιώθει δέος για τους θεούς που επέζησε. «Δεν κατάφερε ωστόσο να γονατίσει το γίγαντα με το απαλό χέρι. Γύρισε αμέσως προς τον Ιατροκλή, με γυμνά τα χέρια, και το
• 93 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γουρούνι του κατάφερε μια μπουνιά στο σαγόνι. Εγώ τον έπιασα από τα πόδια και ο αδελφός μου από τα χέρια. Τον ρίξαμε κάτω σαν παλαιστή. Έχωσα τη μύτη του κονταριού μου, που από δυόμισι μέτρα είχε καταντήσει τριάντα εκατοστά, στην κοιλιά του, μετά άρπαξα τη μύτη ενός ακοντίου που είχε σπάσει από κάτω και έπεσα με όλο μου το βάρος πάνω του, διαπερνώντας το βουβώνα μέχρι το έδαφος, καρφώνοντας τον εκεί. Ο αδελφός μου είχε αρπάξει το σπαθί του μπάσταρδου και του είχε κόψει το πάνω μέρος του κεφαλιού, μαζί με την ορειχάλκινη περικεφαλαία του. Πάλι σηκώθηκε επάνω. Δεν είχα ξαναδεί τον αδελφό μου ποτέ πραγματικά τρομαγμένο, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν σοβαρά. "Παντοδύναμε Δία!" φώναξε και δεν ήταν κατάρα αλλά προσευχή, μια προσευχή που σε έκανε να κατουριέσαι πάνω σου».
Είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα. Ο αφέντης μου τύλιξε το μανδύα γύρω από τους ώμους του και ήπιε μια γουλιά κρασί.
«Είχε ένα βοηθό, για τον αδελφό μου μιλάμε, από την Αντάουρα της Σκυθίας, για τον οποίο σίγουρα έχεις ακουστά. Αυτό τον άνθρωπο οι Σπαρτιάτες τον έλεγαν "Αυτό-χειρα"».
Η έκφρασή μου πρέπει να πρόδωσε την έκπληξή μου,γιατί ο Διηνέκης γέλασε πονηρά αντί για άλλη απάντηση. Αυτός ο άντρας, ο Σκύθης, υπήρξε βοηθός του Διηνέκη πριν από μένα. Ήταν ο προστάτης και ο δάσκαλος μου. Δεν το ήξερα ότι εκείνος ο άνθρωπος είχε υπηρετήσει τον αδελφό του αφέντη μου πριν από τον ίδιο.
«Αυτός ο αχαΐρευτος είχε έρθει στη Σπάρτη όπως εσύ, Χίονη, μόνος του, ο παλιομπάσταρδος. Τον κυνηγούσε το αίμα που είχε χύσει. Είχε κάνει μια δολοφονία· είχε σκοτώσει τον πατέρα του ή τον πεθερό του, δε θυμάμαι καλά, κατά τη διάρκεια μιας μονομαχίας μεταξύ των αρχηγών της φυλής για ένα κορίτσι. Όταν ήρθε στη Λακεδαίμονα, ζήτησε
• 94 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
από τον πρώτο άντρα που συνάντησε να τον σκοτώσει, αλ-λά και από πολλούς άλλους τις ημέρες που ακολούθησαν. Κανείς δεν το έκανε, όλοι φοβόνταν μήπως μολυνθούν. Τελικά, ο αδελφός μου τον πήρε μαζί του στη μάχη, με την υπόσχεση ότι εκεί θα έβρισκε αυτό που ζητούσε.
»Ο άντρας έγινε ο φόβος και ο τρόμος των εχθρών. Ήταν αδύνατο να μείνει στα μετόπισθεν, όπως οι άλλοι βοηθητικοί. Ορμούσε μπροστά, άοπλος, επιζητώντας το θάνατο, επικαλούμενος το θάνατο. Το όπλο του, όπως ξέρεις, είναι το δόρυ. Τα έφτιαχνε μόνος του. Πριόνιζε κοντάρια όχι μακρύ-τερα από το χέρι ενός ανθρώπου, που τα έλεγε "βελόνες μα-νταρίσματος". Κουβαλούσε πάντα μαζί του δώδεκα από δαύτα σε μια θήκη σαν αυτή που βάζουμε τα βέλη και πεαγε τρία τρία, το ένα μετά το άλλο, κρατώντας το τρίτο για το κλείσιμο της δουλειάς».
Αυτό, πράγματι, έδειχνε τι άνθρωπος ήταν. Ακόμα και τώρα, είκοσι χρόνια αργότερα δηλαδή, παρέμενε ατρόμη-τος σε σημείο παραφροσύνης και αδιαφορούσε εντελώς για τη ζωή του.
«Τέλος πάντων, ήρθε, λοιπόν, αυτός ο τρελός Σκύθης. Χουμ, χου, χουμ, έχωσε τρεις βελόνες μανταρίσματος στο συ-κώτι του τέρατος της Κορίνθου, που βγήκαν από την πλάτη του. Πρόσθεσε όμως άλλη μία για καλό και για κακό εκεί ακριβώς που κρεμόταν το φρούτο του άντρα. Αυτό ήταν. Ο τιτάνας με κοίταξε στα μάτια, λύγισε και μετά σωριάστη-κε σαν σακί που πέφτει από το κάρο. Αργότερα κατάλαβα ότι το μισό μου κρανίο ήταν εκτεθειμένο στον ήλιο, το πρόσωπό μου μια μάζα από αίμα και η δεξιά πλευρά της γενειάδας μου στο μάγουλο και στο πιγούνι είχε κοπεί».
«Πώς βγήκες από τη μάχη;» ρώτησα. «Να βγω; Έπρεπε να πολεμήσουμε άλλα χίλια μέτρα πε
ρίπου πριν υποχωρήσει ο εχθρός και τελειώσουν όλα. Ο αδελφός μου δε με άφηνε να αγγίξω το πρόσωπό μου. "Έχεις
• 95 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μερικές γρατσουνιές" είπε. Εγώ όμως ένιωθα το αεράκι στο κρανίο μου. Ήξερα ότι είχα πληγωθεί άσχημα. Θυμάμαι μόνο εκείνο τον απαίσιο χειρουργό, το φίλο μας τον Αυτόχειρα, να με ράβει με σπάγκο που χρησιμοποιούν οι ναυτικοί, ενώ ο αδελφός μου κρατούσε το κεφάλι μου και έλεγε αστεία. "Δε θα είσαι και τόσο όμορφος μετά απ' αυτό. Δε θα ανησυχώ πια μήπως μου κλέψεις τη γυναίκα μου"».
Στο σημείο αυτό ο Διηνέκης σταμάτησε. Σκυθρώπιασε και πήρε επίσημο ύφος ξαφνικά. Είπε ότι η ιστορία από δω και πέρα ήταν καθαρά προσωπική. Έπρεπε να βάλει τελεία.
Τον παρακάλεσα να συνεχίσει. Μπορούσε να δει την απογοήτευση στο πρόσωπό μου. «Παρακαλώ, αφέντη. Δε χρειάζεται να πεις την ιστορία με λεπτομέρειες, μόνο αυτά που θέλεις εσύ».
«Ξέρεις» είπε με ύφος επιτιμητικό «τι παθαίνουν οι βοηθοί που διαδίδουν ιστορίες εκτός σχολείου». Ρούφηξε μια γουλιά κρασί και, αφού σκέφτηκε λιγάκι, ολοκλήρωσε: «Σίγουρα γνωρίζεις ότι δεν είμαι ο πρώτος σύζυγος της γυναίκας μου. Η Αρέτη ήταν παντρεμένη πριν με τον αδελφό μου».
Το ήξερα αυτό, αλλά δεν το είχα ακούσει ποτέ από τα χείλη του αφέντη μου.
«Αυτό έγινε αιτία να δημιουργηθεί ρήξη στην οικογένειά μου, γιατί συνήθως αρνιόμουν να μοιραστώ το φαγητό τους. Πάντα έβρισκα μια δικαιολογία. Ο αδελφός μου ήταν βαθιά πληγωμένος από αυτό, επειδή νόμιζε ότι δε σεβόμουν τη γυναίκα του ή ότι είχα βρει κάποιο ελάττωμα πάνω της που δεν ήθελα να το κοινοποιήσω. Την είχε πάρει από την οικογένειά της πολύ νέα, δεκαεπτά μόλις χρονών, κι αυτή η βιασύνη ήξερα ότι τον στενοχωρούσε. Την ήθελε τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να περιμένει. Φοβόταν μήπως τη ζητήσει κανένας άλλος. Έτσι, όταν απέφευγα το σπίτι τους, νόμιζε ότι θεωρούσα λάθος αυτό που έκανε.
• 96 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
»Πήγε στον πατέρα μας, ακόμα και στους εφόρους, και τους ζήτησε να με αναγκάσουν να δεχτώ τις προσκλήσεις του. Μια μέρα παλεύαμε στην παλαίστρα και λίγο έλειψε να με πνίξει (δεν τον έφτανα ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι). Με διέταξε να παρουσιαστώ εκείνο το βράδυ σπίτι του, με τα καλύτερά μου ρούχα και τρόπους. Ορκίστηκε ότι θα μου τσάκιζε την πλάτη αν τον προσέβαλλα άλλη μια φορά.
»Σουρούπωνε όταν τον είδα να με πλησιάζει πάλι, δίπλα στο Μεγάλο Γύρο, τη στιγμή που τελείωνα την προγύμνασή μου. Ξέρεις τη δέσποινα Αρέτη και τη γλώσσα της. Είχε μια συζήτηση μαζί του. "Είσαι τυφλός, Ιατροκλή" του είπε. "Δε βλέπεις ότι ο αδελφός σου έχει αισθήματα για μένα; Γι' αυ-τό αποφεύγει όλες τις προσκλήσεις να μας επισκεφτεί. Ντρέ-πεται που έχει τέτοιο πάθος για τη γυναίκα του αδελφού του".
»Ο αδελφός μου με ρώτησε στα ίσα αν αυτό ήταν αλή-θ ε ι α . Είπα ψέματα σαν σκύλος, αλλά εκείνος είδε μέσα μου, όπως πάντα. Ήταν φανερό ότι προβληματίστηκε πολύ. Στεκόταν εντελώς ακίνητος, όπως έκανε από παιδί, και συλλογιζόταν το θέμα. "Θα είναι δική σου όταν σκοτωθώ στη μάχη" δήλωσε. Κι η υπόθεση έκλεισε γι' αυτόν.
»Όχι όμως και για μένα. Σε μια βδομάδα βρήκα κάποια δικαιολογία για να φύγω από την πόλη, παίρνοντας μέρος σε μια πρεσβεία πέρα από τη θάλασσα. Κατάφερα να κρα-τηθώ μακριά ολόκληρο το χειμώνα και γύρισα μόνο όταν το σύνταγμα του Ιατροκλή κλήθηκε για την Πελλήνη. Ο αδελφός μου σκοτώθηκε εκεί. Δεν το έμαθα αμέσως, όχι πριν κερηθεί η μάχη και συγκεντρωθεί πάλι ο στρατός. Εγώ ήμουν είκοσι τεσσάρων ετών. Εκείνος τριάντα ενός».
Το ύφος του Διηνέκη έγινε ακόμα πιο επίσημο. Η όποια επίδραση του κρασιού είχε χαθεί. Δίστασε αρκετά. Φαινόταν να αναρωτιέται αν έπρεπε να συνεχίσει ή να διακόψει την αφήγηση σε κείνο το σημείο. Κοίταξε ερευνητικά την έκ-
• 97 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
φρασή μου, ώσπου τελικά φάνηκε να ικανοποιείται, μια και άκουγα με την απαιτούμενη προσοχή και σεβασμό. Στράγγισε το κύπελλό του και συνέχισε.
«Πίστεψα ότι για το θάνατο του αδελφού μου έφταιγα εγώ, λες και τον είχα θελήσει μυστικά και οι θεοί είχαν ανταποκριθεί σ' αυτή την ανίερη προσευχή. Ήταν το πιο οδυνηρό πράγμα που μου συνέβη ποτέ. Ένιωθα ότι δεν μπορούσα να ζήσω άλλο, αλλά δεν ήξερα πώς να βάλω τέρμα στη ζωή μου με έντιμο τρόπο. Έπρεπε να γυρίσω σπίτι για το χατίρι του πατέρα και της μητέρας μου και για τους επικήδειους αγώνες. Δεν πλησίασα ούτε μια φορά την Αρέτη. Σκόπευα να φύγω από τη Λακεδαίμονα μόλις τελείωναν οι αγώνες, όμως ήρθε και με βρήκε ο πατέρας της. "Δε θα πεις ούτε μια λέξη στη θυγατέρα μου;" Δε γνώριζε τίποτε για τα αισθήματα που έτρεφα για κείνη. Εννοούσε απλώς ότι έπρεπε να δείξω την απαιτούμενη ευγένεια ως κουνιάδος και ότι είχα υποχρέωση να σιγουρευτώ ότι η Αρέτη θα έπαιρνε τον κατάλληλο σύζυγο. Είπε ότι αυτός ο σύζυγος έπρεπε να ήμουν εγώ. Ήμουν ο μοναδικός αδελφός του Ιατροκλή, οι οικογένειες ήταν ήδη γερά ενωμένες και, εφόσον η Αρέτη δεν είχε γεννήσει παιδί, αυτά που θα έκανα μαζί της θα ήταν και του αδελφού μου επίσης.
»Αρνήθηκα. »Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν δυνατό να μαντέψει τον
πραγματικό λόγο, ότι δεν μπορούσα να αντέξω την ντροπή να ικανοποιήσω το μεγαλύτερο πάθος μου στα κόκαλα του αδελφού μου. Ο πατέρας της Αρέτης δε θα καταλάβαινε. Πράγματι, πληγώθηκε πολύ και προσβλήθηκε. Ήταν μια αφόρητη κατάσταση, που έσπερνε τον πόνο και τη θλίψη σε όλους. Δεν ήξερα τι να κάνω για να διορθώσω τα πράγματα. Ήμουν στην πάλη ένα απόγευμα. Είχα αρχίσει να κάνω τις κινήσεις, κουβαλώντας πάντα μέσα μου το αιώνιο βάσανο μου, όταν προκλήθηκε αναταραχή στην πύλη του Γυμνα-
• 98 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σίου. Μια γυναίκα είχε μπει στον περίβολο. Κανένα θηλυκό, όπως ξέρουμε όλοι, δεν επιτρέπεται να πατήσει το πόδι του σ' αυτά τα μέρη. Προσβλητικοί ψίθυροι άρχισαν να ακούγονται. Κι εγώ ο ίδιος σηκώθηκα από το σκάμμα —γυμνός, όπως όλοι— για να βοηθήσω τους άλλους να πετάξουν τον παρείσακτο έξω.
»Και τότε την είδα. Ήταν η Αρέτη. »Οι άντρες παραμέρισαν μπροστά της όπως ο σπόρος
μπροστά στους θεριστές. Εκείνη σταμάτησε ακριβώς δίπλα στα δρομάκια όπου στέκονταν οι παλαιστές γυμνοί, περιμένοντας να μπουν στην παλαίστρα.
»"Ποιος από σας θα με πάρει γυναίκα του;" ρώτησε τους παρευρισκομένους, που στέκονταν τώρα με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να βγάζουν λέξη, σαν μοσχάρια. Η Αρέτη είναι μια αξιαγάπητη γυναίκα, έστω και μετά από τέσσερις κόρες, αλλά τότε, παιδούλα ακόμα δεκαεννιά χρονών, ήταν εκτυφλωτική σαν θεά. Δεν υπήρχε άντρας που να μην την ποθού-σε. Όμως όλοι τους στέκονταν παραλυμένοι, χωρίς να προφέρουν λέξη. "Δε θα έρθει κανείς να με ζητήσει;"
»Έκανε στροφή, βάδισε προς το μέρος μου και στάθηκε μπροστά μου. "Τότε, πρέπει να με πάρεις εσύ γυναίκα σου, Διηνέκη, διαφορετικά ο πατέρας μου δε θα αντέξει την ντρο-πή".
»Η καρδιά μου διχάστηκε. Η μισή μισοζαλισμένη από την αδιαντροπιά και την τόλμη αυτής της γυναίκας, αυτού του κοριτσιού, που είχε το θράσος να κάνει κάτι τέτοιο, η άλλη μισή συγκινημένη από το θάρρος και την εξυπνάδα της».
«Τι έγινε μετά;» ρώτησα. «Μήπως είχα άλλη επιλογή; Έγινα σύζυγός της». Ο Διηνέκης είπε κι άλλες ιστορίες για τους άθλους του
αδελφού του στους Αγώνες και την ανδρεία του στη μάχη. Σε κάθε τομέα, στην ταχύτητα, στην εξυπνάδα και στην ομορφιά, στην αρετή και στη μεγαλοψυχία, ακόμα και στο χορό.
• 99 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ο αδελφός του τον ξεπερνούσε. Ήταν φανερό ότι ο Διηνέκης τον σεβόταν όχι μόνο επειδή ήταν ο μεγάλος του αδελφός αλλά και ως άντρα. Τον εκτιμούσε βαθιά και τον θαύμαζε. «Τι υπέροχο ζευγάρι ήταν ο Ιατροκλής και η Αρέτη. Όλη η πόλη περίμενε με αγωνία τους γιους τους. Τι πολεμιστές και ήρωες θα έβγαζε ο συνδυασμός των δύο οικογενειών τους».
Αλλά ο Ιατροκλής και η Αρέτη δεν απόκτησαν παιδιά και αυτά που έκανε η γυναίκα με το Διηνέκη ήταν όλα κορίτσια.
Ο Διηνέκης δεν είπε ποτέ κουβέντα, αλλά η θλίψη ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Γιατί οι θεοί να τους χαρίσουν μόνο κορίτσια; Τι άλλο θα μπορούσε να είναι εκτός από την κατάρα τους, από την τιμωρία τους για το έγκλημα της ιδιοτελούς εκείνης αγάπης στην καρδιά του αφέντη μου; Ο Διηνέκης συνήλθε από τις σκέψεις του ή από αυτό που ήμουν σίγουρος ότι τον απασχολούσε και έδειξε κάτω, την Οδό των Πρωταθλητών.
«Καταλαβαίνεις, λοιπόν, Χίονη, πόσο πιο εύκολο είναι για μένα να αντιμετωπίζω με θάρρος τον εχθρό απ' ό,τι οι άλλοι. Έχω το παράδειγμα του αδελφού μου μπροστά μου. Ξέρω πως, όποια ανδραγαθήματα κι αν μου επιτρέψουν οι θεοί να κάνω, ποτέ δε θα τον φτάσω. Αυτό είναι το μυστικό μου. Αυτό με κρατάει ταπεινό».
Χαμογέλασε. Ένα παράξενο, θλιμμένο χαμόγελο. «Τώρα, λοιπόν, Χίονη, ξέρεις τα μυστικά της καρδιάς
μου. Και πώς έφτασα να γίνω το ωραίο παλικάρι που βλέπεις μπροστά σου». Γέλασα, όπως ήθελε ο αφέντης μου. Ωστόσο κάθε ίχνος χαράς είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπό του.
«Κουράστηκα όμως» είπε και γύρισε πλευρό πάνω στο χώμα. «Αν μου επιτρέπεις, είναι ώρα να ξεπαρθενέψουμε τη γεροντοκόρη, όπως λένε».
Και με αυτά τα λόγια κουλουριάστηκε στα καλάμια με τα οποία ήταν στρωμένο το έδαφος και κοιμήθηκε αμέσως.
• 100 •
Βιβλίο δεύτερο
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
8
Η ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ προηγούμενων συνεντεύξεων κράτησε αρκετά βράδια ενώ τα στρατεύματα της Μεγαλειότητάς Του συνέχιζαν την απρόσκοπτη προέλαση τους στην Ελλά-δα. Μετά την ήττα στις Θερμοπύλες ο ελληνικός στόλος υπέ-στη σοβαρές απώλειες τόσο σε πλοία όσο και σε άντρες στη ναυμαχία που δόθηκε ταυτόχρονα στο Αρτεμίσιο. Όλοι οι Έλληνες και οι σύμμαχοί τους, στρατός και στόλος, υποχωρούσαν. Οι ελληνικές χερσαίες δυνάμεις αποσύρθηκαν νότια προς τον Ισθμό της Κορίνθου. Μαζί τους ενώθηκαν και τα στρατεύματα άλλων ελληνικών πόλεων, συμπεριλαμβανομένης της Σπάρτης, μετά το γενικό προσκλητήριο. Σκόπευαν να δημιουργήσουν ένα τείχος για να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο. Τα πλοία αποσύρθηκαν στην Εύβοια και στο ακρωτήριο Σούνιο για να ενωθούν με το κυρίως σώμα του Ελληνικού στόλου στην Αθήνα και στη Σαλαμίνα, στον κόλ-πο του Σαρωνικού.
Οι δυνάμεις της Μεγαλειότητάς Του πυρπόλησαν όλη τη Φωκίδα. Αυτοκρατορικά στρατεύματα έκαψαν εκ βάθρων τις πόλεις Δρυμό, Χαράδρα, Έρωχο, Τεθρώνιο, Άμφισσα, Νέωνα, Πεδιείς, Τρίτεια, Ελάτεια, Υάμπολη και Παραποτά-μους. Όλοι οι ναοί των θεών των Ελλήνων, όπως και ο ναός του Απόλλωνα στις Άβες, ισοπεδώθηκαν και οι θησαυροί τους λεηλατήθηκαν.
Όσο για τη Μεγαλειότητά Του, ο βασιλικός χρόνος Του
• 103 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
καταναλωνόταν μέρα και νύχτα σε επείγοντα στρατιωτικά και διπλωματικά θέματα. Αυτές οι απαιτήσεις ωστόσο δε μείωσαν την επιθυμία της Μεγαλειότητάς Του να ακούσει τη συνέχεια της ιστορίας του αιχμαλώτου Χίονη. Διέταξε να συνεχιστούν οι συνεντεύξεις και κατά την απουσία Του και όσα λεχθούν να καταγραφούν, ώστε η Μεγαλειότητά Του να τα διαβάζει τις ελεύθερες ώρες Του.
Ο Έλληνας ανταποκρίθηκε με θέρμη σ' αυτή τη διαταγή. Η θέα της πατρίδας του Ελλάδας, που καταστρεφόταν από τις αμέτρητες αυτοκρατορικές δυνάμεις, προκάλεσε μεγάλη στενοχώρια στον άντρα και φαινόταν να πυρπολεί τη θέλησή του να καταγραφούν όσο πιο πολλά γινόταν από την ιστορία του και όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Οι επιστολές που αναφέρονταν στη λεηλασία του ναού του Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών φάνηκαν μόνο να μεγαλώνουν τη θλίψη του αιχμαλώτου. Εμπιστεύτηκε την ανησυχία του μήπως η Μεγαλειότητά Του είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με τη δική του ιστορία και τις προσωπικές ιστορίες άλλων ανθρώπων και αγωνιούσε να περάσει σε πιο ενδιαφέροντα θέματα, όπως οι τακτικές των Σπαρτιατών, η εκπαίδευση και η πολεμική φιλοσοφία. Ο Έλληνας ικέτευσε την υπομονή της Μεγαλειότητάς Του, λέγοντας ότι η αφήγηση έμοιαζε να «λέγεται από μόνη της» με την καθοδήγηση του θεού και ότι αυτός, ο αφηγητής της, μπορούσε μόνο να ακολουθήσει όπου αυτή οδηγούσε.
Αρχίσαμε πάλι, απουσία της Μεγαλειότητάς Του, ένα βράδυ της ένατης μέρας του Τασριτού, στη σκηνή του Ορόντη, αρχηγού των Αθανάτων.
Η Μεγαλειότητα Του ζήτησε να αναφερθώ σε ορισμένες εκπαιδευτικές πρακτικές των Σπαρτιατών, ιδίως αυτές που σχετίζονται με τους νέους και την ανατροφή τους, σύμφω-
• 104 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να με τον πολεμικό κώδικα του Λυκούργου. Ένα συγκεκριμένο επεισόδιο ίσως είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό όχι μόνο επειδή παρέχει κάποιες λεπτομέρειες αλλά και γιατί μεταφέρει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκεί. Το επεισόδιο αυτό δεν ήταν καθόλου παράτυπο. Το αναφέρω τόσο για την αξία των πληροφοριών του όσο και επειδή εμπλέκονται σ' αυτό αρκετοί από τους άντρες τον ηρωισμό των οποίων πιστοποίησε η Μεγαλειότητά Του με τα ίδια του τα μάτια
στη μάχη των Θερμοπυλών. Αυτό το επεισόδιο συνέβη έξι χρόνια περίπου πριν τη
μάχη στις Θερμοπύλες. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών τότε και δεν είχα προσληφθεί ακόμη από τον αφέντη μου ως βοηθός του. Στην πραγματικότητα, είχα μόνο δυο χρόνια που κατοικούσα στη Λακεδαίμονα. Υπηρετούσα ως παρα-στάτης παις, κάτι σαν σύντροφος στην εκπαίδευση, ενός νεαρού Σπαρτιάτη που λεγόταν Αλέξανδρος. Τον έχω ανα-φέρει μια δυο φορές μέχρι τώρα. Ήταν γιος του πολέμαρ-χου Ολύμπιου και εκείνη την εποχή, σε ηλικία δεκατεσσά-ρων ετών, ο προστατευόμενος του Διηνέκη.
Ο Αλέξανδρος ήταν γόνος μιας από τις πιο αριστοκρα-τικές οικογένειες της Σπάρτης. Η γενιά του από την πλευ-ρά των Ευρυποντιδών καταγόταν απευθείας από τον Ηρακλή. Δεν ήταν ωστόσο κατάλληλος λόγω ιδιοσυγκρασίας για το ρόλο του πολεμιστή. Σε έναν πιο ευγενικό κόσμο ο Αλέ-ξανδρος μπορεί να ήταν ποιητής ή μουσικός. Εύκολα κα-τάφερε να γίνει ο καλύτερος αυλητής της τάξης του, αν και σπάνια άγγιζε το όργανο για να εξασκηθεί. Τα προσόντα του ως τραγουδιστή ήταν εξαιρετικά, τόσο όταν ήταν παι-δί, γιατί διέθετε φωνή άλτο, όσο και όταν έγινε άντρας αρ-γότερα, οπότε η φωνή του σταθεροποιήθηκε σε πραγματι-κού τενόρου.
Εντελώς συμπτωματικά, εκτός κι αν ήταν θέλημα κάποιου θεού, εκείνος και εγώ, όταν ήμαστε δεκατριών ετών, είχα-
• 105 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
με μαστιγωθεί ταυτόχρονα, για διαφορετικά παραπτώματα, σε διαφορετικά σημεία του ίδιου πεδίου ασκήσεων. Το δικό του παράπτωμα είχε σχέση με κάποια παράβαση στη βούα της αγωγής του, της ομάδας εκπαίδευσής του. Το δικό μου ήταν επειδή δεν είχα ξυρίσει καλά το λαιμό μιας κατσίκας που προοριζόταν για θυσία.
Στον ξεχωριστό ξυλοδαρμό μας ο Αλέξανδρος έπεσε πιο μπροστά από μένα. Δεν το αναφέρω αυτό για λόγους περηφάνιας. Το λέω απλώς επειδή εγώ δέχτηκα περισσότερους ραβδισμούς. Ήμουν περισσοότερο συνηθισμένος σ' αυτό. Η αντίθεση στη συμπεριφορά μας, δυστυχώς για τον Αλέξανδρο, θεωρήθηκε ντροπή για την ανώτερη τάξη. Για να τριφτεί, λοιπόν, η μύτη του, οι παιδονόμοι με υποχρέωσαν να είμαι συνεχώς δίπλα του και τον διέταξαν να παλεύει συνεχώς μαζί μου μέχρι να με κάνει να ξεράσω αίμα. Όσο για μένα, με πληροφόρησαν ότι, αν υποψιάζονταν ότι τον διευκόλυνα, από φόβο μήπως μου κάνει κακό, θα με μαστίγωναν μέχρι να φανούν στον ήλιο τα κόκαλα της ράχης μου.
Οι Λακεδαιμόνιοι είναι ιδιαίτερα διορατικοί σ' αυτά τα θέματα, ξέρουν ότι καμιά άλλη ρύθμιση δεν είναι τόσο πονηρά φτιαγμένη για να δεσμεύσει δυο νέους. Γνώριζα πολύ καλά ότι, αν έπαιζα το ρόλο μου ικανοποιητικά, θα συνέχιζα να παραμένω στην υπηρεσία του Αλέξανδρου και θα γινόμουν βοηθός του όταν θα έφτανε στα είκοσι και θα έπαιρνε τη θέση του ως πολεμιστή στη γραμμή της μάχης. Ήταν ό,τι έπρεπε για μένα. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο είχα έρθει στη Σπάρτη — να παρακολουθήσω την εκπαίδευση από κοντά και να υποστώ όση από αυτή επέτρεπαν οι Σπαρτιάτες.
Ο στρατός βρισκόταν στις βαλανιδιές, στην κοιλάδα Οτό-να, ένα ζεστό απομεσήμερο στα τέλη του καλοκαιριού, σε μια οκτωνυκτία, όπως την αποκαλούν οι Λακεδαιμόνιοι, η μόνη πόλη που την εφαρμόζει. Πρόκειται για γυμνάσια συ-
• 106 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντάγματος*, αν και στην περίπτωση αυτή λάβαινε μέρος μια μεραρχία. Μια ολόκληρη μόρα, πάνω από χίλιοι διακόσιοι άντρες με πλήρη εξοπλισμό και όλα όσα χρειάζονται στη μάχη, με ισάριθμους βοηθητικούς και είλωτες, είχε πορευτεί μέχρι τα οροπέδια. Οι άντρες γυμνάζονταν στο σκοτάδι επί τέσσερις νύχτες και κοιμόνταν την ημέρα σε ανοιχτούς καταυλισμούς, με βάρδιες, σε πλήρη ετοιμότητα, χωρίς κάλυψη, και μετά συνέχιζαν τα γυμνάσια νύχτα και μέρα για τις επόμενες τρεις ημέρες. Οι συνθήκες ήταν επίτηδες δύσκολες για να μοιάζουν όσο γίνεται πιο πολύ με εκείνες μιας πραγματικής εκστρατείας, προσποιούμενοι τα πάντα εκτός από τις στρατιωτικές απώλειες. Γίνονταν ψεύτικες έφοδοι από πλαγιές είκοσι μοιρών, με κάθε άντρα να φέρει γυλιό και πανοπλία, που σήμαινε τριάντα έξι κιλά ασπίδα και εξοπλισμό. Ορμούσαν από το λόφο και στη συνέχεια καταλάμβαναν την κοιλάδα. Το μέρος είχε επιλεγεί λόγω της πετρώδους μορφής του εδάφους και των πολλών ροζιασμένων βαλανιδιών με τα χαμηλά κλαδιά, από τις οποίες ήταν διάστικτες oι πλαγιές. Η τέχνη ήταν να καταλάβεις τα πάντα, όπως το νερό περνά πάνω από τους βράχους, χωρίς να διασπαστεί η γραμμή.
Δεν υπήρχαν ευκολίες. Το κρασί ήταν μισή μερίδα τις τέσσερις πρώτες μέρες, καθόλου τις άλλες δυο και κανένα υγρό, ούτε νερό, τις υπόλοιπες δύο. Το σιτηρέσιο ήταν ξερό ψωμί
* Υπάρχουν δύο απόψεις για τον τρόπο διάρθρωσης του στρατού των Σπαρτιατών. Ο Θουκυδίδης (5.68, το 418 π.Χ.) παραδίδει ότι το στράτευμα διαρθρώνεται σε λόχους, πεντυκοστύες και ενωμοτίες, ενώ οι αντίστοιχοι υπεύθυνοι ήταν ο λοχαγός, ο πεντηκοντήρ και ο ενωμοτάρχης. Τέσσερις ενωμοτίες (4 x 32 άντρες) συγκροτούσαν μία πεντηκοστύν και τέσσερις πεντηκοστύες (4 χ 128 άντρες) ένα λόχο (512 άντρες). Διευκρινίζει μάλιστα ότι υπήρχαν 7 λόχοι και επιπλέον 600 Σκιρίτες (περίοικοι που αποτελούσαν επίλεκτο σώμα), ενώ η συγκεκριμένη δύναμη αποτελούσε τα 5/6 του συνόλου της Σπάρτης. Ο Ξενοφώντας, αντίθετα (Λακ. Πολ. 11,4), παραδίδει ότι υπήρχαν συνολικά 6 μόρες οπλιτών και ιππέων με υπεύθυνο στην καθεμιά έναν πολέμαρχο. Η μόρα διέθετε 4 λοχαγούς, 8 πεντηκοντήρες και 16 ενωμοτάρχες. Αναφέρεται, επομένως, σε μια διαφορετική διάρθρωση του στρατεύματος. Σ.τ.Μ.
• 107 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
από λιναρόσπορο, που, όπως έλεγε ο Διηνέκης, έκανε μόνο για να μονώνεις στάβλους, και σύκα. Τίποτα μαγειρευτό. Αυτού του είδους τα γυμνάσια γίνονται εν αναμονή της νυχτερινής δράσης. Ο κύριος σκοπός τους είναι να εκπαιδεύσουν τους πολεμιστές να πατούν σταθερά, να προσανατολίζονται μέσα στη φάλαγγα και στη μάχη χωρίς να βλέπουν, ιδίως σε ανώμαλα εδάφη. Για τους Λακεδαιμονίους είναι αξίωμα ότι ένας στρατός οφείλει να παρατάσσεται και να κινείται στη γραμμή το ίδιο επιδέξια στα τυφλά όπως και όταν υπάρχει ορατότητα. Γιατί, όπως γνωρίζει η Μεγαλειότητά Του, μέσα στη σκόνη και στον τρόμο, μες στον ορυμαγδό της μάχης, κανείς δεν μπορεί να δει πάνω από ενάμισι μέτρο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Δεν μπορεί ούτε τη φωνή του ν' ακούσει μέσα σε κείνο τον αχό.
Οι άλλοι Έλληνες έχουν τη λανθασμένη αντίληψη, την οποία έχουν καλλιεργήσει επίτηδες οι Σπαρτιάτες, ότι ο χαρακτήρας της στρατιωτικής εκπαίδευσης των Λακεδαιμονίων είναι σκληρός και δε σηκώνει αστεία. Όμως αυτό απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Δεν έχω ζήσει ποτέ κάτω από άλλες συνθήκες την ατέλειωτη ιλαρότητα που επικρατεί κατά τη διάρκεια αυτών των εξαντλητικών γυμνασίων. Οι άντρες αρχίζουν τ' αστεία από τη στιγμή που η σάλπιγγα θα ηχήσει το εγερτήριο μέχρι την ώρα που οι κουρασμένοι πολεμιστές θα τυλιχτούν στους μανδύες τους για να κοιμηθούν. Ακόμα και τότε μπορείς να τους ακούσεις να ψιθυρίζουν αστεία, ενώ τα πνιχτά τους γέλια αντηχούν παράξενα στην πεδιάδα αρκετή ώρα πριν αποκοιμηθούν βαθιά.
Είναι τα αστεία που λένε μεταξύ τους οι στρατιώτες που πηγάζουν από την εμπειρία της κοινής τους μιζέριας και τα οποία ερμηνεύονται συχνά λανθασμένα από κείνους που δεν έχουν ίδιους στόχους και δεν υφίστανται τις ίδιες ταλαιπωρίες. «Σε τι διαφέρουν ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς και ένας μεσαίος οπλίτης;» ρωτά ένας άντρας το σύντρο-
• 108 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
φό του καθώς ετοιμάζονται να ξαπλώσουν στο ύπαιθρο μέσα στη βροχή. Ο φίλος του κάνει πως σκέφτεται λιγάκι. «Ο βασιλιάς κοιμάται σε κείνη τη βρομότρυπα εκεί κάτω» απαντά «ενώ εμείς κοιμόμαστε σ' αυτή τη βρομότρυπα εδώ πέρα».
Όσο πιο άθλιες οι συνθήκες τόσο πιο ξεκαρδιστικοί οι αστεϊσμοί ή έτσι τουλάχιστον έδειχναν. Έχω δει σεβάσμιους ομοίους από πενήντα και πάνω, με γκρίζες γενειάδες και αρχοντική εμφάνιση σαν το Δία, να πέφτουν στα τέσσερα με τα αστεία, να κυλιούνται ανάσκελα και να κατουριούνται κυριολεκτικά πάνω τους από τα γέλια. Κάποτε που είχα πάει για ένα θέλημα, είδα τον ίδιο το Λεωνίδα ανίκανο να κρατηθεί στα πόδια του περισσότερο από ένα λεπτό, τόσο πολύ είχε λιγωθεί από κάποιο έξυπνο χωρατό. Κάθε φορά που προσπαθούσε να σηκωθεί, κάποιος από τους συντρόφους του, γκριζομάλληδες λοχαγοί κοντά στα εξήντα, αλλά για κείνον φίλοι παιδικοί που τους φώναζε ακόμη με τα παρατσούκλια που είχαν στην αγωγή, τον βασάνιζε με μια άλλη έκδοση του αστείου, που τον αναστάτωνε πάλι και τον έκανε να γονατίζει ξανά.
Αυτό και άλλα παρόμοια περιστατικά έκαναν το Λεωνίδα αγαπητό σε όλους τους άντρες, όχι μόνο στους Σπαρτιάτες ομοίους αλλά και στους υπομείονες και στους περιοίκους. Έβλεπαν το βασιλιά τους, που κόντευε τα εξήντα, να υπομένει όλα όσα υπέφεραν κι αυτοί. Ήξεραν ακόμη πως τη στιγμή του αγώνα θα έπαιρνε τη θέση του όχι στην ασφάλεια των μετόπισθεν αλλά στην πρώτη γραμμή, στο πιο επικίνδυνο σημείο του πεδίου της μάχης.
Ο σκοπός μιας οκτωνυκτίας είναι να οδηγήσει τα άτομα της μεραρχίας, αλλά και όλης της μονάδας, πέρα από τους αστεϊσμούς. Λένε πως μόλις τελειώνουν τα χωρατά αρχίζουν τα πραγματικά μαθήματα και κάθε άντρας, και η μόρα ως σύνολο, κάνει τις μεγάλες προόδους που θα αποπληρωθούν
• 109 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
την κρίσιμη στιγμή. Τα σκληρά γυμνάσια έχουν σκοπό να δυναμώσουν το νου μάλλον παρά την πλάτη. Οι Σπαρτιάτες λένε πως οποιοσδήποτε στρατός μπορεί να νικήσει εφόσον έχει ακόμα τα πόδια του στη θέση τους· η πραγματική δοκιμασία έρχεται όταν όλες οι δυνάμεις έχουν φύγει και οι άντρες πρέπει να νικήσουν μόνο με τη θέληση τους.
Η έβδομη μέρα είχε φτάσει και κόντευε να τελειώσει. Ο στρατός βρισκόταν στο στάδιο της εξουθένωσης και στα όρια της αντοχής του. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο στόχος της οκτωνυκτίας. Ήταν αργά το απόγευμα. Οι άντρες μόλις είχαν σηκωθεί μετά από έναν ανεπαρκή ύπνο, άνυδροι και ρυπαροί, μέσα στη βρόμα, λίγο πριν αρχίσει η τελευταία νυχτερινή άσκηση. Όλοι ήταν πεινασμένοι, κουρασμένοι και εντελώς στεγνοί από νερό. Ακούστηκαν εκατό παραλλαγές του ίδιου αστείου, ενώ οι άντρες εύχονταν να είχαν αληθινό πόλεμο. Έτσι, θα μπορούσαν να κοιμηθούν πάνω από μισή ώρα και να φάνε μια γεμάτη καραβάνα. Οι στρατιώτες μάζευαν τα μακριά, υγρά από τον ιδρώτα μαλλιά τους και τα στερέωναν πίσω, ενώ οι βοηθοί και οι είλωτές τους, το ίδιο άθλιοι και στεγνοί με τα αφεντικά τους, τους έδιναν το τελευταίο ξεροκόμματο της συκόπιτας, χωρίς κρασί ή νερό, και τους ετοίμαζαν για τη βραδινή θυσία. Όλα τα όπλα τους και η πανοπλία περίμεναν στην εντέλεια να πιάσουν νυχτερινή δουλειά.
Η εκπαιδευτική ομάδα του Αλέξανδρου είχε ήδη ξυπνήσει και παραταχθεί. Αποτελούνταν από άλλα οχτώ παιδιά, δεκατριών και δεκατεσσάρων ετών, που υπάκουαν στις διαταγές των εικοσάχρονων εκπαιδευτών τους. Ήταν στις χαμηλότερες πλαγιές, κάτω από το στρατόπεδο. Αυτές οι ομάδες της αγωγής ήταν συνήθως εκτεθειμένες στα μάτια των μεγαλυτέρων τους και υφίσταντο τα καψόνια τους. Αυτό γινόταν για να μεγαλώσει πιο πολύ το ένστικτο της άμιλλας μεταξύ τους. Εμένα με είχαν στείλει στο πάνω στρατόπεδο
110
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να δώσω ένα μήνυμα. Σε μια στιγμή, κάτω στην πεδιάδα, δημιουργήθηκε αναταραχή, που ο απόηχός της έφτασε μέχρι εδώ πάνω.
Γύρισα και είδα τον Αλέξανδρο μόνο του, στο άκρο της ομάδας του, και τον Πολύνεικο, ιππέα και ολυμπιονίκη, να στέκει μπρος του οργισμένος. Ο Αλέξανδρος ήταν δεκατεσσάρων, ο Πολύνεικος είκοσι τριών. Κι από μακριά ακόμα έβλεπες ότι το αγόρι ήταν τρομοκρατημένο.
Αυτός ο πολεμιστής, ο Πολύνεικος, δεν αστειευόταν. Ήταν ανιψιός του Λεωνίδα, με ένα μετάλλιο ανδρείας ήδη στο όνομά του και ανελέητος. Προφανώς, είχε κατέβει από το πάνω στρατόπεδο για να κάνει έφοδο, είχε επιθεωρήσει τα αγόρια της αγωγής και διέκρινε κάποιο παράπτωμα στην πειθαρχία.
Οι όμοιοι ψηλά απ' την πλαγιά άκουγαν τώρα τα πάντα. Ο Αλέξανδρος είχε παραμελήσει την ασπίδα του ή, για να
χρησιμοποιήσω το δωρικό όρο, την είχε ατιμάσει. Δεν την κρατούσε, την είχε αφήσει κάτω, μπρούμυτα, πάνω στο έδαφος, με το μεγάλο κοίλο τμήμα της, τον ομφαλό, να βλέπει στον ουρανό.
Ο Πολύνεικος στάθηκε μπροστά του. «Τι είναι αυτό που βλέπω στο χώμα εμπρός μου;» ούρλιαξε. Οι Σπαρτιάτες ψηλά άκουγαν κάθε συλλαβή. «Θα πρέπει να είναι ουροδοχείο, ένα κομψό καθίκι που κοιτάζει προς τα πάνω».
«Είναι καθίκι;» ρώτησε τον Αλέξανδρο. Το αγόρι απάντησε όχι.
«Τότε τι είναι;» «Είναι μια ασπίδα». Ο Πολύνεικος είπε ότι αυτό ήταν αδύνατο. «Δεν μπορεί να είναι ασπίδα, είμαι σίγουρος γι' αυτό».
Η φωνή του αντήχησε δυνατά στην αμφιθεατρική κοιλάδα. «Γιατί ακόμα και το πιο κουτό, το πιο τιποτένιο σκατό, ένα παιδάριο, δε θα άφηνε την ασπίδα του με το πρόσωπο προς
• 111 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τα κάτω, από όπου δε θα μπορούσε να την πιάσει αμέσως αν ο εχθρός ερχόταν εναντίον του». Ύψωσε το ανάστημά του πάνω από το τρομοκρατημένο παιδί.
«Είναι ένα καθίκι» δήλωσε ο Πολύνεικος. «Γέμισε το». Το μαρτύριο άρχισε. Ο Αλέξανδρος διατάχτηκε να ουρήσει μέσα στην ασπίδα.
Ναι, ήταν μια εκπαιδευτική ασπίδα. Όμως ο Διηνέκης ήξερε, καθώς κοίταζε κάτω με τους άλλους ομοίους από την πλαγιά, ότι εκείνη ειδικά η ασπίδα, η χιλιομπαλωμένη μετά από τόσες δεκαετίες, ανήκε στον πατέρα του Αλέξανδρου και πιο πριν στον παππού του.
Ο Αλέξανδρος ήταν τόσο τρομαγμένος και τόσο αφυδατωμένος, που δεν έβγαλε ούτε μια σταγόνα.
Τώρα ένα δεύτερο γεγονός ήρθε να προστεθεί στο πρώτο: μια τάση ανάμεσα στους νεαρούς εκπαιδευόμενους, που δεν ήταν προς το παρόν το αντικείμενο της οργής του ανωτέρου τους, να δημιουργήσουν αναταραχή με τη διεστραμμένη χαρά τους για τη δυστυχία του άτυχου συντρόφου τους, που ήταν αναγκασμένος να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Τα αγόρια που στέκονταν στη γραμμή δάγκωναν τις γλώσσες τους για να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Ένας νεαρός, ο Αρίστωνας, που ήταν πολύ όμορφος και ο ταχύτερος δρομέας της τετάρτης τάξης, κάτι σαν τη νεότερη έκδοση του Πολύνεικου, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Ένα πνιχτό γέλιο ξέφυγε από τα σφιγμένα σαγόνια του.
Ο Πολύνεικος στράφηκε προς το μέρος του αγριεμένος. Ο Αρίστωνας είχε τρεις αδελφές, που όλες τους άξιζαν ένα «διπλό κοίταγμα», όπως έλεγαν οι Λακεδαιμόνιοι, εννοώντας ότι ήταν τόσο ωραίες, που μια ματιά δεν ήταν αρκετή, έπρεπε να τις κοιτάξεις δυο φορές για να τις εκτιμήσεις.
Ο Πολύνεικος ρώτησε τον Αρίστωνα αν νόμιζε ότι αυτό ήταν αστείο.
«Όχι» αποκρίθηκε το αγόρι.
• 112 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Αν νομίζεις ότι αυτό είναι αστείο, περίμενε να ριχτείς στη μάχη. Τότε θα σε πιάσει υστερία από τα γέλια».
«Όχι». «Και όμως έτσι είναι. Θα γελάς νευρικά, όπως οι αδελ
φές σου». Πλησίασε ακόμα πιο πολύ. «Αυτό νομίζεις ότι είναι ο πόλεμος, γαμημένε μπάσταρδε;»
«Όχι». Ο Πολύνεικος πλησίασε το πρόσωπό του στου αγοριού.
Τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν από κακία. «Πες μου. Πότε νομίζεις ότι θα γελάσεις περισσότερο: Όταν χωθεί ένα εχθρικό ακόντιο σαράντα πέντε πόντους στα παπάρια σου ή όταν χτυπηθεί ο υμνωδός συμμαθητής σου Αλέξανδρος;»
«Σε καμία περίπτωση». Το πρόσωπο του Αρίστωνα έγινε πέτρα.
«Με φοβάσαι, έτσι δεν είναι; Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που γέλασες. Είσαι πολύ ευτυχισμένος που δεν επέλεξα εσένα».
«Όχι». «Πώς; Δε με φοβάσαι;» Ο Πολύνεικος απαιτούσε μια απάντηση. Γιατί, αν ο Αρί-
στωνας τον φοβόταν, θα ήταν δειλός. Αν δεν τον φοβόταν, θα ήταν άμυαλος και αμαθής, πολύ πιο χειρότερο ακόμα.
«Ποιο απ' τα δύο συμβαίνει, σκατόπαιδο; Γιατί καλά θα κάνεις να με φοβάσαι. Θα βάλω την ψωλή μου στο δεξί σου αυτί, θα τη βγάλω από το αριστερό και θα γεμίσω αυτό το καθίκι μόνος μου».
Ο Πολύνεικος διέταξε τα αγόρια να αναλάβουν τη δουλειά του Αλέξανδρου. Κι ενώ οι σταγόνες των ούρων τους λέρωναν το πλαίσιο της ασπίδας που ήταν ντυμένο με ξύλο και δέρμα, πάνω από τα φυλαχτά που είχαν φτιάξει η μητέρα και οι αδελφές του Αλέξανδρου και τα οποία κρέμονταν από το μέσα μέρος του πλαισίου, ο Πολύνεικος έστρεψε πάλι την προσοχή του στον Αλέξανδρο και άρχισε να τον ρω-
• 113 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τά για το πρωτόκολλο της ασπίδας, που το αγόρι γνώριζε από τότε που ήταν τριών ετών.
«Η ασπίδα πρέπει να είναι όρθια συνεχώς» είπε ο Αλέξανδρος με δυνατή φωνή «με τη χειρίδα και τη λαβή σε ετοιμότητα. Αν ο πολεμιστής είναι σε ανάπαυση, η ασπίδα του πρέπει να ακουμπά στα γόνατά του. Αν κάθεται ή είναι ξαπλωμένος, πρέπει να στέκει όρθια, στηριγμένη στη βάση του τρίποδα, ενός ελαφριού στηρίγματος με τρία πόδια που μετέφεραν όλοι στον ομφαλό της ασπίδας, σε μια θήκη φτιαγμένη ειδικά γι' αυτόν το σκοπό».
Οι άλλοι νεαροί, εκτελώντας τις διαταγές του Πολύνει-κου, είχαν τελειώσει το κατούρημα κακήν κακώς μέσα στον ομφαλό της ασπίδας του Αλέξανδρου. Έριξα μια ματιά στο Διηνέκη. Το πρόσωπό του δεν έδειχνε την παραμικρή συγκίνηση, αν και ήξερα ότι αγαπούσε τον Αλέξανδρο και ότι το μόνο που ήθελε ήταν να κατηφορίσει την πλαγιά και να σκοτώσει τον Πολύνεικο.
Όμως ο Πολύνεικος είχε δίκιο. Ο Αλέξανδρος είχε κάνει λάθος. Το αγόρι έπρεπε να πάρει το μάθημά του.
Ο Πολύνεικος είχε τώρα τον τρίποδα του Αλέξανδρου στα χέρια. Ο μικρός τρίποδας ήταν φτιαγμένος από τρία ξύλα ενωμένα στο ένα άκρο με ένα δερμάτινο λουρί. Τα ξύλα ήταν χοντρά όσο το δάχτυλο ενός χεριού και είχαν μήκος γύρω στα σαράντα πέντε εκατοστά. «Γραμμή μάχης!» μούγκρισε ο Πολύνεικος. Η ομάδα των παιδιών υπάκουσε αμέσως. Τους έβαλε όλους να αφήσουν κάτω τις ασπίδες τους, ατιμασμένες, όπως είχε κάνει ακριβώς ο Αλέξανδρος.
Τώρα όμως χίλιοι διακόσιοι Σπαρτιάτες ψηλά από το λόφο παρακολουθούσαν το θέαμα και μαζί τους άλλοι τόσοι βοηθητικοί και είλωτες.
«Ασπίδες αναλάβετε!» Τα αγόρια έσπευσαν να σηκώσουν τα βαριά αμυντικά
όπλα από το έδαφος. Την ίδια στιγμή ο Πολύνεικος χτύπη-
• 114 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σε τον Αλέξανδρο στο πρόσωπο με τον τρίποδα. Το αίμα τινάχτηκε με ορμή. Μετά είχε σειρά το άλλο αγόρι και το επόμενο μέχρι το πέμπτο, που τελικά άρπαξε τη βαριά, άβολη ασπίδα και την έβαλε μπροστά του για να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Τους έβαλε να κάνουν το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά. Αρχιζε από το ένα άκρο της γραμμής, μετά από το άλλο
και τέλος από τη μέση. Ο Πολύνεικος, όπως έχω ήδη πει, ήταν απόγονος των Αγιδών, ένας από τους τριακόσιους ιππείς και ολυμπιονίκης επιπλέον. Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Ο εκπαιδευτής, που ήταν απλός είρενας, είχε πάει στην άκρη και το μόνο που έκανε ήταν να παρακολουθεί με λύπη.
«Κι αυτό για γέλια είναι, σωστά;» ρώτησε ο Πολύνεικος τα αγόρια. «Είμαι εκτός εαυτού, εσείς; Ανυπομονώ να ριχτώ στη μάχη, θα έχει μεγαλύτερη πλάκα».
Οι έφηβοι κατάλαβαν τι τους περίμενε μετά. Θα γαμούσαν το δέντρο. Όταν ο Πολύνεικος κουραζόταν να τους βασανίζει, θα
έβαζε τον εκπαιδευτή τους να τους πάει μέχρι τις παρυφές της πεδιάδας, σε μια μεγάλη γερή βαλανιδιά. Εκεί θα τους διέταζε να πάρουν θέση και, σπρώχνοντας με τις ασπίδες τους, να πετάξουν το δέντρο κάτω, όπως θα έκαναν όταν ορμούσαν εναντίον του εχθρού στη μάχη.
Τα αγόρια έμπαιναν σε σειρές, οχτώ βάθος, και η ασπίδα του κάθε παιδιού πίεζε το βαθούλωμα της πλάτης του αγοριού που ήταν μπροστά του. Με οδηγό την ασπίδα του πρώτου αγοριού έπεφταν με όλο το βάρος τους και με μεγάλη πίεση πάνω στη βαλανιδιά. Έπειτα θα έκαναν την άσκηση του ωθισμού.
Θα έσπρωχναν. Θα πίεζαν. Θα γαμούσαν εκείνο το δέντρο για να βγάλουν το άχτι
τους.
• 115 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Οι πατούσες των γυμνών ποδιών τους όργωναν το χώμα , ανασηκώνονταν, πιέζονταν, τεντώνονταν, δημιουργώντας ένα βαθύ αυλάκι, ενώ συνέθλιβαν ο ένας την κοιλιά του άλλου, καμπουριάζοντας και ουρλιάζοντας, σπρώχνοντας εκείνο τον κορμό που δεν κουνιόταν με τίποτα. Όταν το πρώτο αγόρι δεν άντεχε άλλο, πήγαινε στο τέλος και τη θέση του έπαιρνε το αμέσως επόμενο.
Δυο ώρες αργότερα ο Πολύνεικος θα επέστρεφε, πιθανόν με αρκετούς νεαρούς πολεμιστές, οι οποίοι είχαν περάσει από την ίδια κόλαση κατά τη διάρκεια της αγωγής τους. Παρατηρούσαν σοκαρισμένοι και χωρίς να το πιστεύουν ότι εκείνο το δέντρο ήταν ακόμα όρθιο. «Μα τους θεούς, τούτες οι κυράδες σπρώχνουν εδώ και μισή σκοπιά κι αυτό το κακόμοιρο δεντράκι είναι ακόμα στη θέση του!»
Τώρα στον κατάλογο με τα κρίματα των παιδιών θα προ-σετίθετο και η θηλυκότητα. Ούτε να το σκεφτούν ότι θα τους επέτρεπαν να γυρίσουν στην πόλη τη στιγμή που το δέντρο αντιστεκόταν ακόμα. Μια τέτοια αποτυχία θα ατίμαζε τους πατέρες και τις μητέρες τους, αδέλφια, αδελφές, θείες, θείους και εξαδέλφια, όλους τους θεούς και τους ήρωες της γενιάς τους, για να μην πούμε για τα σκυλιά, τις γάτες, τα πρό-βατα και τις κατσίκες, ακόμα και τα ποντίκια που χοροπηδούσαν στις καλύβες των ειλώτων. Όλοι αυτοί θα κατέβαζαν το κεφάλι και θα έφευγαν κρυφά για την Αθήνα ή καμιά άλλη κωλο-πόλη όπου οι άντρες θα ήταν άντρες και ήξεραν πώς να ξεπετάξουν ένα αξιοπρεπές γαμήσι.
Αυτό το δέντρο είναι ο εχθρός! Γαμήστε τον εχθρό! Αυτό θα συνεχιζόταν όλη νύχτα. Όμως στα μισά της δεύ
τερης σκοπιάς τα αγόρια, χωρίς να το θέλουν, θα άρχιζαν να ξερνούν και να αποπατούν. Θα γέμιζαν ξερατά και σκατά, ενώ τα κορμιά τους θα τσάκιζαν από την κούραση. Έπειτα, όταν οι πρωινές θυσίες θα έφερναν επιτέλους την επιεί-
116
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κεια και την αναστολή της ποινής, τα αγόρια θα εξορμούσαν για άλλη μια μέρα ασκήσεων χωρίς να κοιμηθούν λεπτό.
Αυτό το μαρτύριο ήξεραν ότι θα τραβούσαν τα αγόρια, καθώς δέχονταν τα χτυπήματα του Πολύνεικου στο πρόσωπο. Έπρεπε να προετοιμαστούν λοιπόν.
Στο σημείο αυτό όλες οι μύτες στο σχηματισμό είχαν σπάσει. Τα πρόσωπα όλων των αγοριών ήταν γεμάτα αίματα. Ο Πολύνεικος έπαιρνε μια ανάσα (είχε κουραστεί το χέρι του να χτυπά), όταν ο Αλέξανδρος, εντελώς απερίσκεπτα, έπιασε με το χέρι του το γεμάτο αίματα πρόσωπό του.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις, γαμιόλη;» Ο Πολύνεικος στράφηκε αμέσως προς το μέρος του.
«Σκουπίζω το αίμα, κύριε». «Και γιατί το έκανες αυτό;» «Για να βλέπω, κύριε». «Και ποιος σου είπε ότι έχεις δικαίωμα να βλέπεις;» Ο Πολύνεικος συνέχισε την κοροϊδία. Για ποιο λόγο νό
μιζε ο Αλέξανδρος ότι η μόρα έκανε νυχτερινά γυμνάσια; Δεν το έκαναν για να μάθουν να πολεμούν χωρίς να βλέπουν; Μήπως ο Αλέξανδρος θαρρούσε ότι θα τον άφηναν να κάνει διάλειμμα για να σκουπίσει το πρόσωπό του; Αυτό ήταν λοιπόν. Ο Αλέξανδρος θα φώναζε στον εχθρό κι αυτοί θα σταματούσαν ευγενικά για λίγο, μέχρι να βγάλει το αγόρι ένα κάκαδο από τη μύτη του ή να σκουπίσει το σκατό από τον κώλο του. «Σε ξαναρωτάω, είναι καθίκι αυτό;»
«Όχι, κύριε. Είναι η ασπίδα μου». Και πάλι το ξύλο του Πολύνεικου έπεσε με δύναμη στο
πρόσωπο του παιδιού. «Μου;» ρώτησε άγρια. «Μου;» Ο Διηνέκης κοίταζε ακίνητος από κει που στεκόταν στην
άκρη του πάνω στρατοπέδου. Ήταν πολύ οδυνηρό για τον Αλέξανδρο να ξέρει ότι ο προστάτης του τον παρακολουθούσε. Φάνηκε να ανακτά την ψυχραιμία του, να ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του. Το αγόρι έκανε ένα βήμα μπροστά,
• 117 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
με την ασπίδα ψηλά. Στάθηκε προσοχή μπροστά στον Πο-λύνεικο και απήγγειλε με φωνή όσο πιο δυνατή και καθαρή μπορούσε:
Αυτή είναι η ασπίδα μου. Την κουβαλώ πάντα μαζί μου στη μάχη, αλλά δεν είναι μόνο δική μου. Προστατεύει τον αδελφό μου στα αριστερά. Προστατεύει την πόλη μου. Ποτέ δε θ' αφήσω τον αδελφό μου έξω από τη σκιά της, ούτε την πόλη μου έξω από το καταφύγιό της. Θα πεθάνω με την ασπίδα μου μπροστά αντιμετωπίζοντας τον εχθρό.
Το αγόρι τελείωσε. Τα τελευταία λόγια τα φώναξε με τόση δύναμη, που αντηχούσαν ώρα πολλή στην κοιλάδα. Δυόμισι χιλιάδες άντρες άκουγαν και παρακολουθούσαν.
Είδαν τον Πολύνεικο να κουνάει το κεφάλι ικανοποιημένος. Γάβγισε μια διαταγή. Τα αγόρια ξαναπήραν τις θέσεις τους. Η ασπίδα του κάθε παιδιού ήταν στη θέση της, όρθια, στηριγμένη στα γόνατα του ιδιοκτήτη της.
«Ασπίδες αναλάβετε!» Τα αγόρια άρπαξαν τα αμυντικά όπλα τους. Ο Πολύνεικος κατέβασε το τρίποδο. Με έναν ξερό κρότο
που ακούστηκε σε όλη την κοιλάδα τα φαρμακερά ραβδιά χτύπησαν την ασπίδα του Αλέξανδρου.
Ο Πολύνεικος χτύπησε μετά το διπλανό αγόρι και μετά το επόμενο. Όλες οι ασπίδες ήταν στη θέση τους. Η γραμμή προστατευόταν.
Έκανε το ίδιο από τα δεξιά και από τα αριστερά. Οι ασπίδες χοροπηδούσαν στα χέρια των αγοριών, που τις κρατούσαν γερά από τη λαβή. Έπαιρναν γρήγορα τη θέση τους μπροστά τους.
• 118 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Εκεί. Με ένα νόημα στον είρενα της ομάδας, ο Πολύνεικος οπι
σθοχώρησε. Τα αγόρια στάθηκαν γρήγορα προσοχή, με τις ασπίδες ψηλά, ενώ το αίμα είχε αρχίσει να πήζει στα μελανιασμένα μάγουλά τους και στις σπασμένες τους μύτες.
Ο Πολύνεικος επανέλαβε τη διαταγή του στον εκπαιδευτή, ότι εκείνοι οι πουτάνας γιοι θα γαμούσαν το δέντρο μέχρι το τέλος της δεύτερης σκοπιάς και μετά θα συνέχιζαν την άσκηση με τις ασπίδες μέχρι την αυγή.
Προχώρησε κατά μήκος της γραμμής, κοιτάζοντας κάθε αγόρι στα μάτια. Μπροστά στον Αλέξανδρο έκανε μια στάση.
«Η μύτη σου ήταν πολύ ωραία, γιε του Ολύμπιου. Ήταν μύτη κοριτσίστικη». Πέταξε τον τρίποδα του αγοριού κάτω μπροστά στα πόδια του. «Μου αρέσει καλύτερα τώρα».
• 119 •
9
Ε Ν Α ΑΠΟ ΤΑ αγόρια πέθανε εκείνη τη νύχτα. Το όνομά του ήταν Ερμιώνας, αλλά τον φώναζαν «Βουνό». Στα δεκατέσσερά του ήταν τόσο δυνατός όσο και τα άλλα συνομήλικα παιδιά της αγέλης του κι από τα μεγαλύτερά του ακόμα, αλλά η αφυδάτωση, σε συνδυασμό με την υπερκόπωση τον κατέβαλαν. Κατέρρευσε κατά το τέλος της δεύτερης σκοπιάς και έπεσε σε κώμα, συνοδευόμενο από σπασμούς, μια κατάσταση που οι Σπαρτιάτες αποκαλούν νεκροφάνεια, μικρό θάνατο, από τον οποίο μπορεί να επανέλθει ο άνθρωπος μόνο αν αφεθεί στην ησυχία του, αλλά πεθαίνει αν δοκιμάσουν να τον σηκώσουν ή να σηκωθεί μόνος του. Το Βουνό κατάλαβε την κρισιμότητα της κατάστασης του, αλλά αρνήθηκε να μείνει κάτω τη στιγμή που οι σύντροφοι του ήταν όρθιοι και συνέχιζαν τις ασκήσεις τους.
Εγώ και ο σύντροφός μου είλωτας, ο Δέκτωνας, που αργότερα τον ονόμασαν «Κόκορα», προσπαθήσαμε να πείσουμε την ομάδα να πιει λίγο νερό. Τους πήγαμε ένα ασκί κατά τα μέσα της πρώτης σκοπιάς, αλλά τα αγόρια αρνήθηκαν να το πάρουν. Την αυγή μετέφεραν το Βουνό πάνω στους ώμους τους, όπως κουβαλούν τους πεσόντες στη μάχη.
Η μύτη του Αλέξανδρου ποτέ δεν έγιανε πραγματικά. Ο πατέρας του έβαλε τους καλύτερους στρατιωτικούς χειρουργούς να του τη σπάσουν και να του την ξαναφτιάξουν, αλλά η ένωση εκεί που ο χόνδρος συναντά το κόκαλο ποτέ δε ρά-
120
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
φτηκε σωστά. Η δίοδος του αέρα στένευε χωρίς να το θέλει, προκαλώντας εκείνους τους σπασμούς στα πνευμόνια που οι Έλληνες αποκαλούν άσθμα και που είναι οδυνηρό μόνο να το βλέπεις, πόσο μάλλον να το υφίστασαι. Ο Αλέξανδρος κατηγορούσε τον εαυτό του για το θάνατο του παιδιού που λεγόταν Βουνό. Αυτές οι κρίσεις, ήταν σίγουρος γι' αυτό, ήταν η τιμωρία των θεών για την έλλειψη προσοχής και την αντιπολεμική συμπεριφορά του.
Οι σπασμοί αποδυνάμωναν την αντοχή του Αλέξανδρου και έμοιαζε ολοένα και λιγότερο με τους συνομηλίκους του στην τάξη στην αγωγή. Τα πράγματα χειροτέρευαν ακόμα πιο πολύ στις απρόβλεπτες κρίσεις. Όταν τον έπιαναν, έπεφτε κάτω και παρέμενε εκεί. Αν δεν έβρισκε τρόπο να αναστρέψει αυτή την κατάσταση όταν θα έφτανε στην ενηλικίωση, δε θα μπορούσε να γίνει πολεμιστής. Θα έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα και θα έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε μια ταπεινωτική ζωή ή στην αξιοπρέπεια και να αυτοκτονήσει .
Ο πατέρας του, σοβαρά προβληματισμένος, έκανε συνέχεια θυσίες. Συμβουλεύτηκε ακόμα και την Πυθία στους Δελφούς. Τίποτα δε βοήθησε.
Η κατάσταση επιδεινωνόταν από το γεγονός πως, παρά τα όσα είχε πει ο Πολύνεικος για τη σπασμένη μύτη του αγοριού, ο Αλέξανδρος παρέμενε «όμορφος». Ούτε οι δυσκολίες που είχε στην αναπνοή επηρέασαν, για κάποιο λόγο, το τραγούδι του. Φαινόταν ωστόσο ότι ο φόβος μάλλον παρά κάποια σωματική αδυναμία ήταν η αιτία αυτών των κρίσεων.
Οι Σπαρτιάτες έχουν μια πειθαρχία που τη λένε θεωρία περί φόβου, γνώση του φόβου. Ο Διηνέκης, ως προστάτης του, δούλευε με τον Αλέξανδρο ιδιαιτέρως πάνω σ' αυτό, μετά το βραδινό συσσίτιο και πριν την αυγή, όταν οι ομάδες συγκεντρώνονταν για τη θυσία.
Η πειθαρχία του φόβου αποτελείται από είκοσι οχτώ
• 121 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ασκήσεις, που η καθεμία επικεντρώνεται σε ένα ξεχωριστό τμήμα του νευρικού συστήματος. Τα πέντε κυριότερα είναι τα γόνατα και οι κνήμες, οι πνεύμονες και η καρδιά, τα πλευρά και τα σπλάχνα, το κάτω μέρος της πλάτης και η ζώνη των ώμων, κυρίως οι τραπεζοειδείς μύες, που ενώνουν τον ώμο με τον αυχένα.
Ένα δευτερεύον τμήμα, για το οποίο οι Λακεδαιμόνιοι έχουν άλλες δώδεκα ασκήσεις, είναι το πρόσωπο, ιδίως οι μύες της σιαγόνας, του λαιμού και οι τέσσερις οφθαλμικοί σφιγκτήρες γύρω από τις κόγχες του ματιού. Αυτές οι ενώσεις αποκαλούνται από τους Σπαρτιάτες φοβοσυνακτήρες, αποταμιευτές φόβου.
Ο φόβος γεννιέται στο σώμα, διδάσκει η θεωρία περί φόβου, και εκεί πρέπει να καταπολεμηθεί. Γιατί, από τη στιγμή που η σάρκα καταληφθεί, αρχίζει ο φοβόκυκλος, που τρέφεται από τον εαυτό του και μετατρέπεται σε μια «φυγή» τρόμου. Βάλε το σώμα σε κατάσταση αφοβίας, πιστεύουν οι Σπαρτιάτες, και το μυαλό θα ακολουθήσει.
Κάτω από τις βαλανιδιές κι ενώ ακόμα αχνόφεγγε η αυγή, ο Διηνέκης γυμναζόταν μόνος με τον Αλέξανδρο. Χτυπούσε το αγόρι με ένα κλαδάκι ελιάς, πολύ ελαφρά, στο πρόσωπο. Αυτόματα, οι μύες του τραπεζοειδούς συσπώνταν. «Νιώθεις το φόβο; Εδώ. Τον νιώθεις;» Η φωνή του μεγαλύτερου άντρα ήταν απαλή, σαν του εκγυμναστή που ημερεύει ένα πουλάρι. «Τώρα. Ρίξε τον ώμο σου». Χτυπούσε πάλι απαλά το μάγουλο του παιδιού. «Άσε το φόβο να διαρρεύσει. Τον νιώθεις;»
Ο άντρας και ο έφηβος δούλευαν ώρες ολόκληρες πάνω στους «μυς της κουκουβάγιας», τους μυς των οφθαλμών, που περιβάλλουν τα μάτια. Αυτοί οι μύες, έλεγε ο Διηνέκης στον Αλέξανδρο, ήταν οι πιο ισχυροί από όλους, γιατί οι θεοί τους έκαναν να αντιδρούν έντονα, ώστε να προστατεύεται η όραση των θνητών. «Παρατήρησε το πρόσωπό μου
• 122 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
όταν συσπώνται οι μύες» είπε ο Διηνέκης. «Ποια έκφραση είναι αυτή;»
«Φόβος». Ο Διηνέκης, μαθημένος στην πειθαρχία, διέταξε τους μυς
του προσώπου του να χαλαρώσουν. «Τώρα τι δείχνει η έκφραση μου;» «Αφοβία». Αυτό φαινόταν πανεύκολο όταν το έκανε ο Διηνέκης. Αλ
λά και τα άλλα παιδιά το μάθαιναν στην εκπαίδευση τους και τα κατάφερναν αρκετά καλά. Για τον Αλέξανδρο όμως οτιδήποτε απαιτούσε πειθαρχία δεν ήταν καθόλου εύκολο. Η μόνη στιγμή που η καρδιά του χτυπούσε άφοβα ήταν όταν ανέβαινε στο βάθρο του χορού, μόνος του, να τραγουδήσει στις Γυμνοπαιδιές και στις άλλες γιορτές των εφήβων.
Ίσως πραγματικοί φύλακές του να ήταν οι Μούσες. Ο Διηνέκης έβαλε τον Αλέξανδρο να κάνει θυσία σ' αυτές, στο Δία και στη Μνημοσύνη. Η Αγάθη, μια από τις όμορφες αδελφές του Αρίστωνα, έκανε ένα φυλαχτό από κεχριμπάρι στην Πολύμνια και ο Αλέξανδρος το κουβαλούσε μαζί του, κρεμασμένο στο μέσα μέρος της ασπίδας του.
Ο Διηνέκης ενθάρρυνε τον Αλέξανδρο στο τραγούδι. Οι θεοί προικίζουν κάθε άνθρωπο με ένα χάρισμα με το οποίο μπορεί να νικήσει το φόβο. Του Αλέξανδρου, ο Διηνέκης ήταν σίγουρος γι' αυτό, ήταν η φωνή του. Στη Σπάρτη η ικανότητα στο τραγούδι έρχεται δεύτερη, αμέσως μετά τη στρατιωτική ανδρεία, και σχετίζεται πράγματι, μέσω της καρδιάς και των πνευμόνων, με την πειθαρχία του φόβου. Γι' αυτό οι Λακεδαιμόνιοι τραγουδούν καθώς πορεύονται προς τη μάχη. Μαθαίνουν να ανοίγουν το λαιμό και να καταπίνουν αέρα, να δουλεύουν τους πνεύμονες μέχρι οι κυψέλες να χαλαρώσουν και να σπάσουν τη σύσπαση του φόβου.
Υπάρχουν δυο διαδρομές για να τρέξεις στην πόλη: ο Μικρός Γύρος, που αρχίζει από το Γυμνάσιο και ακολουθεί την
• 123 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Κυνουρία οδό κάτω από το ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς, και ο Μεγάλος Γύρος, που αγκαλιάζει και τα πέντε χωριά, περνάει από τις Αμυκλές, κατά μήκος της Υακινθίου οδού και μέσα από τις πλαγιές του Ταΰγετου. Ο Αλέξανδρος έκανε το Μεγάλο Γύρο, εξήντα στάδια περίπου, ξυπόλυτος, πριν τη θυσία και μετά το βραδινό συσσίτιο. Οι είλωτες του έδιναν κρυφά επιπλέον μερίδες. Τα αγόρια της βούας του, σε μια σιωπηρή συμφωνία, τον προστάτευαν στα γυμνάσια. Τον κάλυπταν όταν τα πνευμόνια του τον πρόδιδαν, όταν υποψιάζονταν ότι μπορεί να τον έβγαζαν έξω για τιμωρία. Ο Αλέξανδρος το δεχόταν, αν και μέσα του ένιωθε ντροπή, που τον έκανε να προσπαθεί ακόμα πιο πολύ.
Αρχισε να ασκείται στο «όλα μέσα», σε ένα είδος πάλης των αγοριών που γίνεται μόνο στη Λακεδαίμονα, κατά την οποία επιτρέπονται όλες οι λαβές. Ο αντίπαλος μπορεί να κλοτσά, να δαγκώνει, να βγάζει μάτια, να κάνει οτιδήποτε, εκτός από το να σηκώσει το χέρι για έλεος. Ο Αλέξανδρος ανέβαινε ξυπόλυτος ενάντια στο ρεύμα του νερού μέχρι τις Θυρίδες, τα απόκρημνα άκρα του Ταΰγετου κοντά στο Ταίναρο, και χτυπούσε με γυμνά χέρια το σάκο των αθλητών του παγκρατίου. Έτρεχε φορτωμένος, χτυπούσε τις γροθιές του στα σακιά της άμμου του εκγυμναστή. Τα λεπτά του χέρια γέμισαν σημάδια και χόνδρους. Η μύτη του έσπασε ξανά και ξανά. Πάλευε με τα παιδιά της ομάδας του, αλλά και από άλλες, πάλευε και μαζί μου.
Εγώ μεγάλωνα γρήγορα. Τα χέρια μου δυνάμωναν. Όποια αθλητική πράξη κι αν έκανε ο Αλέξανδρος, εγώ την έκανα καλύτερα. Στην παλαίστρα το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να μην του τσακίσω περισσότερο το πρόσωπο. Θα έπρεπε να με μισεί, αλλά δεν ήταν τέτοιος χαρακτήρας. Μοιραζόταν μαζί μου τα επιπλέον συσσίτια και ανησυχούσε μήπως μαστιγωθώ επειδή τον διευκόλυνα.
Μιλούσαμε επί ώρες κρυφά για την εσωτερική αρμονία,
• 124 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
για την κατάσταση της αυτοκυριαρχίας. Σ' αυτή στοχεύουν οι ασκήσεις για το φόβο. Όπως η χορδή της κιθάρας πάλλεται με μοναδικό τρόπο, βγάζοντας μία μόνο νότα της μουσικής κλίμακας, έτσι και ο πολεμιστής πρέπει να αποβάλει από το πνεύμα του όσα πλεονάζουν, ώστε να πάλλεται κι αυτός στον τόνο που του υπαγορεύει ο προσωπικός του δαίμονας. Η επίτευξη αυτού του ιδανικού στη Λακεδαίμονα μετράει περισσότερο από το θάρρος στο πεδίο της μάχης. Θεωρείται υπέρτατη προσωποποίηση της αρετής, της ανδρείας, ενός πολίτη και ενός άντρα.
Εκτός από την εσωτερική αρμονία υπάρχει και η εξωτερική αρμονία, η σύμπνοια δηλαδή με τους συντρόφους σου, που παραλληλίζεται με τη μουσική αρμονία ενός πολύχορ-δου οργάνου ή με το χορό. Στη μάχη, η εξωτερική αρμονία κάνει τη φάλαγγα να κινείται και να χτυπά σαν ένας άνθρωπος, με μία μόνο θέληση και μυαλό. Στο πάθος, ενώνει το σύζυγο με τη σύζυγο, τον εραστή με τον εραστή, σε μια απερίγραπτα τέλεια ένωση. Στην πολιτική, η εξωτερική αρμονία δημιουργεί μια πόλη στην οποία επικρατούν ομόνοια και ενότητα, όπου κάθε άνθρωπος, εξασφαλίζοντας την πιο ευγενική έκφραση του χαρακτήρα του, τη χαρίζει ο ένας στον άλλο, υπακούοντας στους νόμους της κοινής ευημερίας, όπως οι χορδές της κιθάρας στα αμετάβλητα μαθηματικά της μουσικής. Στην επιείκεια, η εξωτερική αρμονία δημιουργεί μια σιωπηλή συμφωνία, η οποία ευφραίνει κυρίως τα ώτα των θεών.
Στα μέσα εκείνου του καλοκαιριού έγινε ένας πόλεμος με το Αντίρριο. Κινητοποιήθηκαν τέσσερις από τους δώδεκα λόχους (ενισχυμένοι από μερικούς Σκιρίτες, που αποτελούσαν ξεχωριστό λόχο στο στρατό). Κλήθηκαν επίσης οι πρώτες δέκα τάξεις, δύο χιλιάδες οχτακόσιοι έφηβοι συνολικά. Δεν ήταν ευκαταφρόνητη δύναμη. Συμμετείχαν όλοι οι Λακεδαιμόνιοι, υπό την αρχηγία του ίδιου του βασιλιά. Οι άμα-
• 125 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ξες με τα εφόδια του στρατού έπιαναν μισό στάδιο περίπου. Θα ήταν η πρώτη πλήρης εκστρατεία από το θάνατο του βασιλιά Κλεομένη και η τρίτη όπου ο Λεωνίδας είχε την αρχηγία ως βασιλιάς.
Ο Πολύνεικος, ως ιππέας, θα ήταν σωματοφύλακας του βασιλιά. Ο Ολύμπιος, με το τάγμα της Κυνηγού, στο λόχο της Αγριελιάς και ο Διηνέκης, ως ενωμοτάρχης, στη διμοιρία του Ηρακλή. Ακόμα και ο Δέκτωνας, ο μόθακας φίλος μου, θα έπαιρνε μέρος ως βοηθός βοσκού των ζώων που προορίζονταν για θυσία.
Ολόκληρο το συσσίτιο* του Δευκαλίωνα όπου «παρίστατο» ο Αλέξανδρος, έκανε δηλαδή χρέη περιστασιακού βοηθού στο σερβίρισμα ώστε να παρακολουθεί τους μεγαλυτέρους του και να μαθαίνει, είχε κληθεί να λάβει μέρος στην εκστρατεία εκτός από τους πέντε μεγαλύτερους άντρες που ήταν μεταξύ σαράντα και εξήντα. Αυτή η κινητοποίηση έβαλε τον Αλέξανδρο, αν και ήταν έξι χρόνια πιο μικρός από τους εφήβους που κλήθηκαν, ακόμα πιο βαθιά στο σύννεφό του. Οι όμοιοι που δεν είχαν κληθεί δεν έκρυβαν την απογοήτευσή τους, Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ τεταμένη και έτοιμη να εκραγεί.
Ένα βράδυ, κι εγώ δεν ξέρω πώς, ένας αγώνας «όλα μέσα» άρχισε ανάμεσα στον Αλέξανδρο και σε μένα έξω, πίσω από το συσσίτιο. Οι όμοιοι μαζεύτηκαν γεμάτοι ανυπομονησία. Λίγη δράση ήταν ό,τι χρειάζονταν. Ακουσα τη φωνή του Διηνέκη να μας δίνει κουράγιο. Ο Αλέξανδρος φαινόταν να έχει πάρει φωτιά. Παλεύαμε με γυμνά χέρια και οι μικρές γροθιές του έπεφταν γρήγορες σαν βέλη. Με κλότσησε
* Οι ενήλικοι Σπαρτιάτες ήταν υποχρεωμένοι να μετέχουν στα συσσίτια (ή φει-δίτια ή ανδρεία ή συσκηνίες). Η είσοδος ενός Σπαρτιάτη στο 15μελές συσσίτιο γινόταν μετά από ψηφοφορία μεταξύ των μελών του. Κάθε μέλος έπρεπε να συνεισφέρει μηνιαίως ορισμένη ποσότητα τροφίμων και ένα μικρό ποσό σε νόμισμα. Η ανελλιπής εισφορά ήταν προϋπόθεση για να ανήκει ο Σπαρτιάτης στους ομοίους, να έχει δηλαδή πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Σ.τ.Μ.
• 126 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
άγρια στον κρόταφο. Ακολούθησε μια αγκωνιά στην κοιλιά. Έπεσα. Ήταν αληθινή πτώση, πράγματι χτύπησα, αλλά οι όμοιοι είχαν δει τόσες φορές το φίλο του Αλέξανδρου να τον καλύπτει, που νόμιζαν ότι έκανα και τώρα το ίδιο. Το ίδιο πίστεψε και ο Αλέξανδρος.
«Σήκω πάνω, ξενόφερτο σκατό!» Στάθηκε από πάνω μου με τα πόδια ανοιχτά και με χτύπησε πάλι όταν έκανα να σηκωθώ. Για πρώτη φορά άκουσα τη φωνή του να δονείται από το ένστικτο του φόνου. Οι όμοιοι το άκουσαν κι αυτοί και φώναξαν από αγαλλίαση. Στο μεταξύ, τα κυνηγόσκυλα, που δεν ήταν ποτέ λιγότερα από είκοσι μετά την ώρα της καραβάνας, ούρλιαζαν και ορμούσαν από όλες τις μεριές, ερεθισμένα από τις φωνές των αφεντικών τους.
Σηκώθηκα πάνω και χτύπησα τον Αλέξανδρο. Ήξερα ότι μπορούσα εύκολα να τον δείρω, παρά τη δύναμη που του έδινε η οργή του. Συγκράτησα κάπως τη γροθιά μου, προσέχοντας να μην το καταλάβουν. Το κατάλαβαν όμως. Ένα ουρλιαχτό αποδοκιμασίας σηκώθηκε από τους ομοίους του συσσιτίου, αλλά και από των γειτονικών, που είχαν μαζευτεί, σχηματίζοντας έναν κλοιό από τον οποίο ούτε εγώ ούτε ο Αλέξανδρος μπορούσαμε να ξεφύγουμε.
Οι γροθιές στ' αυτιά μου άρχισαν να πέφτουν βροχή. «Ρίξ' του, γαμιόλη!» Το ένστικτο του ζώου είχε κυριεύσει τους παλιανθρώπους, ήταν έτοιμοι να χάσουν τον εαυτό τους και να γίνουν όμοιοι με τα ζώα τους. Ξάφνου δυο άντρες όρμησαν στον κύκλο. Ο ένας κατάφερε μια τσιμπιά στον Αλέξανδρο πριν τον ξαποστείλουν τα ραβδιά των άλλων αντρών. Αυτό ήταν.
Ένας σπασμός τράνταξε τα πνευμόνια του Αλέξανδρου, ο λαιμός του συσπάστηκε, άρχισε να πνίγεται. Η γροθιά μου έμεινε μετέωρη. Ένα ραβδί, ένα μέτρο περίπου, έβαλε φωτιά στην πλάτη μου. «Χτύπησέ τον!» Υπάκουσα. Ο Αλέξανδρος έπεσε στο ένα γόνατο. Τα πνευμόνια του είχαν παγώ-
• 127 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σει, ήταν ανυπεράσπιστος. «Κοπάνησε τον, πουτάνας γιε!» φώναξε μια φωνή πίσω μου. Ήταν ο Διηνέκης.
Το ραβδί του με χτύπησε τόσο δυνατά, που έπεσα στα γόνατα. Το παραλήρημα των φωνών κάλυπτε τις αισθήσεις. Όλοι μού φώναζαν να λιώσω τον Αλέξανδρο. Δεν το έλεγαν επειδή ήταν οργισμένοι μαζί του. Ούτε επειδή ήταν υπέρ εμού. Οι όμοιοι δε θα νοιάζονταν λιγότερο για μένα. Για κεί-νον το έκαναν, για να τον διδάξουν, να πάρει το χιλιοστό σκληρό μάθημα από τα δέκα χιλιάδες που θα υφίστατο πριν τον κάνουν σκληρό σαν πέτρα, όπως απαιτούσε η πόλη, και του επιτρέψουν να πάρει τη θέση του ως ίσου και πολεμιστή. Ο Αλέξανδρος το γνώριζε αυτό και σηκώθηκε με τη δύναμη της απελπισίας, προσπαθώντας να ανασάνει. Έκανε σαν γουρούνι. Ένιωσα το μαστίγωμα. Χτύπησα με όλη μου τη δύναμη. Ο Αλέξανδρος έκανε μια στροφή και έπεσε με τα μούτρα στο χώμα, ενώ αίμα και σάλια έβγαιναν από το στόμα του.
Έμεινε εκεί, ακίνητος, σαν πεθαμένος. Οι φωνές των ομοίων σταμάτησαν στη στιγμή. Μόνο το
αποτρόπαιο ξεφάντωμα των σκύλων συνεχίστηκε, που ούρλιαζαν σαν τρελοί. Ο Διηνέκης πλησίασε την πεσμένη φιγούρα του προστατευομένου του και γονάτισε να ακούσει την καρδιά του. Η αναπνοή είχε επανέλθει στο αναίσθητο κορμί του Αλέξανδρου. Ο Διηνέκης σκούπισε τα σάλια από τα χείλη του αγοριού.
«Τι κοιτάτε με το στόμα ανοιχτό!» φώναξε άγρια στους ομοίους. «Τελείωσε! Αφήστε τον!»
Ο στρατός ξεκίνησε το άλλο πρωί για το Αντίρριο. Ο Λεωνίδας βάδιζε μπροστά με πλήρη εξοπλισμό, κρατώντας την ασπίδα του, με το μέτωπο στεφανωμένο, ενώ η χωρίς λοφίο, λιτή περικεφαλαία του ακουμπούσε στο γυλιό του, στο πάνω μέρος του κόκκινου μανδύα του. Τα μακριά, στο χρώμα του ατσαλιού μαλλιά του, άψογα χτενισμένα, έπεφταν στους
• 128 •
OΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ώμους του. Τον συνόδευε η μισή φρουρά των ιππέων (είχαν κληθεί οι εκατόν πενήντα), με τον Πολύνεικο στην πρώτη τιμητική γραμμή μαζί με άλλους έξι ολυμπιονίκες. Δε βάδιζαν άκαμπτοι ούτε με ύφος βλοσυρό, σιωπηλοί ο ένας κοντά στον άλλο, αλλά άνετοι. Μιλούσαν και αστειεύονταν μεταξύ τους, με τους συγγενείς και τους φίλους, που στέκονταν στην άκρη του δρόμου. Ο ίδιος ο Λεωνίδας, αν δεν τον πρόδιδαν τα χρόνια και η τιμητική του θέση, δε θα ξεχώριζε από τους άλλους οπλίτες. Τόσο κοινός ο οπλισμός του, τόσο αμελητέα η παρουσία του. Όλη η πόλη γνώριζε ωστόσο ότι αυτή η εκστρατεία, όπως και οι δύο προηγούμενες υπό την αρχηγία του, γινόταν επειδή το ήθελε εκείνος και μόνον εκείνος. Στόχευε την περσική εισβολή που ο βασιλιάς ήξερε ότι πλησίαζε, όχι φέτος ούτε μετά από πέντε χρόνια ίσως, αλλά σίγουρα και αναπόφευκτα.
Τα δυο λιμάνια του Ρίου και του Αντιρρίου έλεγχαν τη δυτική είσοδο του Κορινθιακού κόλπου. Αυτός ο δρόμος τρόμαζε την Πελοπόννησο και όλη την κεντρική Ελλάδα. Το Ρίο, το κοντινότερο λιμάνι, βρισκόταν ήδη στο πλευρό της ηγεμονίας της Σπάρτης. Ήταν σύμμαχος. Αλλά το Αντίρριο απέναντι παρέμενε υπεροπτικά ουδέτερο, πιστεύοντας ότι δε θα το άγγιζε η δύναμη των Λακεδαιμονίων. Ο Λεωνίδας ήθελε να του δείξει ότι έκανε λάθος. Θα το έκανε να γονατίσει και θα έκλεινε τον κόλπο, προστατεύοντας έτσι την κεντρική Ελλάδα από μια περσική εισβολή μέσω θαλάσσης, από τα βορειοδυτικά τουλάχιστον.
Ο πατέρας του Αλέξανδρου Ολύμπιος βάδιζε επικεφαλής του τάγματος της Αγριελιάς, με το Μηριόνη, τον πενη-ντάχρονο αιχμάλωτο μάχης και πρώην λοχαγό της Ποτίδαιας, δίπλα του ως βοηθό του. Ο ευγενής αυτός άντρας είχε μεγάλη γενειάδα, λευκή σαν το χιόνι. Συνήθιζε να κρύβει μικρούς θησαυρούς μέσα στην πυκνή του κρυψώνα, που έβγαζε και πρόσφερε ως δώρα-έκπληξη στον Αλέξανδρο και στις
• 129 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αδελφές του όταν ήταν παιδιά. Το ίδιο έκανε και τώρα. Πλησίασε στην άκρη του δρόμου και έβαλε στο χέρι του Αλέξανδρου ένα μικροσκοπικό σιδερένιο φυλαχτό σε σχήμα ασπίδας. Ο Μηριόνης έσφιξε το χέρι του παιδιού, του έκλεισε το μάτι και συνέχισε το δρόμο του.
Εγώ στεκόμουν ανάμεσα στο πλήθος μπροστά στο Ελ-λήνιον με τον Αλέξανδρο και τα άλλα αγόρια της αγέλης, με τις γυναίκες και τα παιδιά. Όλη η πόλη είχε μαζευτεί κάτω από τις ακακίες και τα κυπαρίσσια, τραγουδώντας τον ύμνο του Κάστορα, καθώς ο στρατός πορευόταν προς τη Δημοσία οδό. Είχαν τις ασπίδες στα χέρια και τα ακόντια λοξά, τις περικεφαλαίες ριγμένες λοξά στους ώμους των κόκκινων μανδύων τους, πάνω από τους πολεμοθύλακές τους, τους στρατιωτικούς σάκους που κουβαλούσαν οι όμοιοι όσο τους έβλεπε ο κόσμος και που στη συνέχεια, όπως τον οπλισμό τους, μαζί με τα εφεδρικά ακόντια και σπαθιά, θα μετέφεραν στους ώμους οι βοηθοί τους όταν ο στρατός θα παρατασσόταν σε φάλαγγα πορείας και θα ξεντυνόταν για το μακρύ χωματόδρομο που οδηγούσε στο Βορρά.
Το όμορφο, σακατεμένο πρόσωπο του Αλέξανδρου παρέμεινε απαθές σαν μάσκα μόλις φάνηκε ο Διηνέκης, με τον Αυτόχειρα στο πλευρό του, επικεφαλής του λόχου του Ηρακλή. Το κυρίως σώμα του στρατού πέρασε. Μπροστά και πίσω από κάθε λόχο ακολουθούσαν τα ζώα, φορτωμένα με τις προμήθειες της επιμελητείας, ενώ οι βοηθοί των ειλώτων τα χτυπούσαν ζωηρά με τα ραβδιά στα καπούλια. Κατόπιν πέρασαν οι άμαξες με τα όπλα, μαύρα κιόλας από τη σκόνη του δρόμου. Στη συνέχεια έρχονταν τα ψηλά κάρα με τα τρόφιμα, υπήρχαν κιούπια με λάδι και κρασί, σακιά με σύκα, ελιές, πράσα, κρεμμύδια, ρόδια. Τα μαγειρικά σκεύη και οι κουτάλες, που κρέμονταν από κάτω, πήγαιναν πέρα δώθε, χτυπώντας το ένα το άλλο ρυθμικά μέσα στη σκόνη της περπατησιάς των μουλαριών, δίνοντας έναν κουδουνιστό
• 130 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μετρονομικό σκοπό στην κακοφωνία που δημιουργούσαν οι καμτσικιές, οι στριγγλιές από το στεφάνι των τροχών, τα σκουξίματα από τους ζευγολάτες και τα βογκητά από τους άξονες.
Πίσω από τις άμαξες με τις προμήθειες ακολουθούσαν τα φορητά σιδηρουργεία και τα εργαλεία των οπλοποιών με τις εφεδρικές λεπίδες των σπαθιών και τις μύτες των ακοντίων, έπειτα τα εφεδρικά ακόντια, ακατέργαστα ξύλα μελιάς και κοντάρια, δεμένα σφιχτά κατά μήκος των αμαξών. Είλωτες οπλοποιοί περπατούσαν στο πλάι μέσα στο σύννεφο της σκόνης, φορώντας πίλους από σκυλοτόμαρο και ποδιές, με τα χέρια γεμάτα ουλές από τα καψίματα του σιδη-ρουργείου.
Τελευταίες έρχονταν οι κατσίκες και οι προβατίνες που προορίζονταν για τις θυσίες, με δεμένα τα κέρατα, ενώ οι βοηθοί των ειλώτων τις κρατούσαν από τα λουριά. Τα ζώα αυτά τα οδηγούσε ο Δέκτωνας. Τα λευκά του ρούχα, μια και ήταν το παιδί που θα βοηθούσε στις θυσίες, είχαν γίνει ήδη μαύρα από τη σκόνη. Έσερνε από το καπίστρι ένα γάιδαρο, φορτωμένο με ζωοτροφές και δυο εύρωστους πετεινούς σε κλούβες, έναν σε κάθε πλευρό του ζώου. Χαμογέλασε λοξά καθώς περνούσε, ενώ μια λάμψη ευχαρίστησης άστραψε στο άψογο και σεβάσμιο κατά τα άλλα παρουσιαστικό του.
Κοιμόμουν βαθιά εκείνη τη νύχτα, πάνω στην πέτρα της στοάς της εφορείας, όταν ένιωσα ένα χέρι να με σκουντά. Ήταν η Αγάθη, η νεαρή Σπαρτιάτισσα που είχε φτιάξει το φυλαχτό για τον Αλέξανδρο στην Πολυμνία. «Σήκω λοιπόν!» σφύριξε για να μην ξυπνήσει τους άλλους εφήβους της αγωγής, που είτε κοιμόνταν είτε φύλαγαν σκοπιά γύρω από τα δημόσια κτίρια. Έριξα μια ματιά γύρω μου. Ο Αλέξανδρος, που κοιμόταν δίπλα μου, είχε εξαφανιστεί. «Βιάσου!»
Το κορίτσι χάθηκε αμέσως στις σκιές. Το ακολούθησα γρήγορα μέσα στα σκοτεινά δρομάκια μέχρι το δασάκι όπου
• 131 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
βρίσκεται η δίκορμη μυρτιά, που την ονομάζουν Διόσκουρους, Διδύμους, στα δυτικά της εκκίνησης του Μικρού Γύρου.
Ο Αλέξανδρος ήταν εκεί. Είχε φύγει από την αγέλη χωρίς εμένα (αν τον έπιαναν, θα μας μαστίγωναν αλύπητα και τους δυο). Τώρα στεκόταν όρθιος, με το μαύρο μανδύα του παιδός και το γυλιό, απέναντι από τη μητέρα του, τη δέσποινα Παράλεια. Ήταν ακόμα εκεί ένας από τους αρσενικούς είλωτες του σπιτιού και οι δυο μικρότερες αδελφές του. Λόγια σκληρά εκτοξεύτηκαν. Ο Αλέξανδρος επέμενε να ακολουθήσει το στρατό στον πόλεμο. «Θα πάω» δήλωσε. «Τίποτε δε με σταματά».
Η μητέρα του Αλέξανδρου με διέταξε να τον ρίξω κάτω. Είδα κάτι ν' αστράφτει στο χέρι του: η ξυάλη*, το μικρό
δρεπανοειδές ξίφος που έφεραν όλα τα παιδιά. Το είδε και η γυναίκα. Είδε ακόμη στο αποφασιστικό βλέμμα του αγοριού ότι δε θα δίσταζε να σκοτώσει. Για αρκετή ώρα όλοι πάγωσαν. Η κατάσταση ήταν πέρα για πέρα παράλογη, όπως και η αδαμάντινη αποφασιστικότητα του αγοριού.
Η μητέρα του ίσιωσε το κορμί της. «Πήγαινε λοιπόν» είπε τελικά η δέσποινα Παράλεια στο
γιο της. Δε χρειάστηκε να προσθέσει ότι θα πήγαινα κι εγώ μαζί του. «Και είθε ο θεός να σε προστατέψει στο μαστίγωμα που θα υποστείς όταν επιστρέψεις».
* Ξυήλη και δωρικά ξυάλη: μικρό δρεπανοειδές μαχαιρίδιο ή ξίφος των Λακώ-νων, που το κρεμούσαν από τη ζώνη. Σ.τ.Μ.
• 132 •
10
Δ Ε Ν ΗΤΑΝ ΔΥΣΚΟΛΟ να ακολουθήσουμε το στρατό. Το μονοπάτι κατά μήκος του ποταμού Οινούντα ήταν ανασκαμμένο και το χώμα έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Στη Σελλα-σία το σύνταγμα Στέφανος των περιοίκων είχε ενωθεί με τον υπόλοιπο στρατό. Ο Αλέξανδρος κι εγώ φτάσαμε εκεί νύχτα. Παρ' όλο το σκοτάδι, διακρίναμε στο έδαφος τα ίχνη του στρατεύματος που είχε παραταχθεί εκεί. Στο βωμό το αίμα ήταν νωπό ακόμα από τις θυσίες και το διάβασμα των οιωνών. Ο ίδιος ο στρατός απείχε μισή μέρα. Δεν μπορούσαμε, λοιπόν, να σταματήσουμε για ύπνο. Έπρεπε να συνεχίσουμε το δρόμο όλη τη νύχτα.
Την αυγή ανταμώσαμε κάποιους ανθρώπους που τους αναγνωρίσαμε. Ένας είλωτας οπλοποιός, ο Ευκράτης, είχε σπάσει το πόδι του σε μια πτώση και δυο σύντροφοι του τον βοηθούσαν να επιστρέψει στην πατρίδα. Μας πληροφόρησε ότι στο συνοριακό οχυρό του Οίου φρέσκα νέα έφτασαν στο Λεωνίδα. Οι κάτοικοι του Αντιρρίου όχι μόνο δεν αναδιπλώθηκαν και δεν παραδόθηκαν, όπως έλπιζε ο βασιλιάς, αλλά έστειλαν κρυφά απεσταλμένους στον τύραννο Γέλωνα, στη Σικελία, ζητώντας βοήθεια. Ο Γέλωνας γνώριζε, όπως ο Λεωνίδας και οι Πέρσες, τη στρατηγική θέση του Αντιρρίου· το ήθελε κι αυτός. Σαράντα πλοία από τις Συρακούσες, μεταφέροντας δύο χιλιάδες πολίτες και μισθοφόρους στρατιώτες, βρίσκονταν στο δρόμο για να ενισχύσουν τους υπε-
• 133 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ρασπιστές του Αντιρρίου. Τελικά, θα δινόταν πραγματική μάχη.
Ο σπαρτιατικός στρατός διέσχισε την Τεγέα. Οι Τεγεάτες, σύμμαχοι της Πελοποννησιακής Συμμαχίας και υποχρεωμένοι να «ακολουθούν τους Σπαρτιάτες οπουδήποτε τους οδηγούν», ενίσχυσαν το στρατό με εξακόσιους άντρες από το δικό τους πεζικό. Έτσι, οι μάχιμοι άντρες ξεπέρασαν τις τέσσερις χιλιάδες. Ο Λεωνίδας δεν επιζητούσε παράταξη, μάχη εκ παρατάξεως, με τους κατοίκους του Αντιρρίου. Μάλλον έλπιζε να τους τρομάξει με την επίδειξη μιας τόσο μεγάλης δύναμης και να τους κάνει να καταλάβουν πόσο παράλογο ήταν να επιμένουν και να προσχωρήσουν με τη θέλησή τους στη συμμαχία εναντίον των Περσών. Ανάμεσα στο κοπάδι του Δέκτωνα ήταν ένας δεμένος ταύρος, που τον είχαν φέρει εκ των προτέρων για τη γιορτινή θυσία προς τιμήν του νέου συμμάχου. Όμως οι κάτοικοι του Αντιρρίου, που είχαν εξαγοραστεί ίσως από το χρυσάφι του Γέλωνα, επηρεασμένοι από τα φλογερά λόγια μερικών διψασμένων για δόξα δημαγωγών ή προδομένοι από έναν ψεύτικο χρησμό, είχαν επιλέξει να πολεμήσουν.
Όταν ο Αλέξανδρος μίλησε στους είλωτες στο δρόμο, τους ζήτησε ειδικές πληροφορίες σχετικές με το στρατό των Συρακούσιων: Ποιες μονάδες ήταν, ποιοι ήταν οι διοικητές τους, πόσοι βοηθητικοί τους ενίσχυαν. Οι είλωτες δεν ήξεραν. Σε οποιονδήποτε άλλο στρατό εκτός από των Σπαρτιατών μια τέτοια άγνοια θα προκαλούσε άγριο βρισίδι ή κάτι χειρότερο. Ο Αλέξανδρος ωστόσο το άφησε να περάσει έτσι. Οι Λακεδαιμόνιοι απλώς αδιαφορούν από ποιους και από τι αποτελείται ο εχθρός. Οι Σπαρτιάτες έχουν μάθει να αναφέρονται στον αντίπαλο σαν να μην έχει όνομα ή πρόσωπο. Πιστεύουν ακράδαντα πως πρόκειται για έναν κακώς προετοιμασμένο και ερασιτεχνικό στρατό, που πριν τη μάχη στηρίζεται πάνω σ' αυτό που αποκαλούν ψευτοανδρεία, εννοώ-
• 134 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντας την τεχνητή πολεμική φρενίτιδα που προκαλεί ένας στρατηγός με μια αγόρευση της τελευταίας στιγμής ή μερικούς ψευτοπαλικαρισμούς, προκαλώντας μεγάλο θόρυβο με φωνές, χτυπήματα των ασπίδων και διάφορα άλλα. Στο μυαλό του Αλέξανδρου, που σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών καθρεφτιζόταν εκείνο των στρατηγών της πόλης του, ένας Συρακούσιος ήταν τόσο καλός όσο ο επόμενος αντίπαλος, κάθε στρατηγός του εχθρού δε διέφερε από τους άλλους. Τι κι αν ο αντίπαλος ήταν από τη Μαντινεία, την Όλυνθο ή την Επίδαυρο; Τι κι αν ερχόταν με επίλεκτες μονάδες ή με ορδές αλαλάζοντος όχλου με επίλεκτα συντάγματα της πόλης ή ξένους μισθοφόρους που πήγαν μαζί τους για το χρυσάφι. Δεν είχε καμία διαφορά. Κανένας αντίπαλος δεν ήταν ισάξιος των Λακεδαιμόνιων πολεμιστών. Κι αυτό το γνώριζαν οι πάντες.
Για τους Σπαρτιάτες η δουλειά του πολέμου είναι ξεκάθαρη και απρόσωπη. Κι αυτό φαίνεται από το λεξιλόγιό τους, που περιέχει αναφορές τόσο αγροτικές όσο και αισχρές. Η λέξη τους την οποία μετέφρασα προηγουμένως ως «γαμώ» στην περίπτωση των νέων που γαμούσαν το δέντρο δεν έχει τόσο την έννοια του διεισδύω όσο του κονιορτοποιώ, όπως στη μυλόπετρα. Οι τρεις πρώτες σειρές «γαμούν» ή «αλέθουν» τον εχθρό. Το ρήμα «σκοτώνω» στα δωρικά είναι «θερίζω». Οι πολεμιστές της τέταρτης, πέμπτης και έκτης σειράς αποκαλούνται μερικές φορές «θεριστές» τόσο για τη δουλειά που κάνουν στον εχθρό που το έχει βάλει στα πόδια με την αιχμή του ακοντίου τους, που αποκαλούν «σφαγέα της σαύρας», όσο και για τον τρόπο με τον οποίο τους εξολοθρεύουν με το κοντό τους ξίφος, που αποκαλούν «θεριστή». Όταν αποκεφαλίζουν έναν άνθρωπο, λένε «τον αποτελειώνω» ή «του κάνω ένα κουρεματάκι». Το κόψιμο ενός χεριού ή ενός βραχίονα λέγεται «κλάδεμα».
Ο Αλέξανδρος κι εγώ φτάσαμε στο Ρίο, στην απόκρημνη
135
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ακτή που βλέπει στο λιμάνι, από όπου θα επιβιβαζόταν ο στρατός, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της τρίτης μέρας. Τα φώτα στο λιμάνι του Αντιρρίου αστραφτοκοπούσαν. Φαίνονταν καθαρά μέσα από το στενό πέρασμα. Οι παραλίες ήταν ήδη γεμάτες από άντρες και εφήβους, γυναίκες και παιδιά, από έναν ενθουσιώδη όχλο που είχε συγκεντρωθεί να δει το θέαμα: Ήταν εκεί μαζεμένες οι τριήρεις του στόλου, ακτοπλοϊκά σκάφη, επιστρατευμένα εμπορικά πλοία, πορθμεία, ακόμα και ψαράδικα. Τα είχαν συγκεντρώσει από πριν οι σύμμαχοι από το Ρίο για να μεταφέρουν το στρατό μέσα στο σκοτάδι δυτικά κατά μήκος της ακτής, πέντε μίλια παρακάτω. Ο Λεωνίδας, σεβόμενος τη φήμη των κατοίκων του Αντιρρίου στις ναυμαχίες, είχε αποφασίσει να κάνει αυτό το πέρασμα τη νύχτα.
Ανάμεσα σ' αυτούς που χαιρετούσαν με δυνατές φωνές από την κορφή της απόκρημνης ακτής, ο Αλέξανδρος κι εγώ εντοπίσαμε ένα αγόρι της ηλικίας μας, που ο πατέρας του, όπως είπε, διέθετε ένα γρήγορο ψαράδικο και που δε θα είχε αντίρρηση να τσεπώσει το μάτσο με τις αττικές δραχμές που κρατούσε ο Αλέξανδρος στη χούφτα του, με αντάλλαγμα ένα γρήγορο, σιωπηλό πέρασμα, χωρίς ερωτήσεις. Το αγόρι μάς οδήγησε κάτω, ανάμεσα από τους θεατές και τους γλεντοκόπους, σε μια σκοτεινή παραλία που λέγεται Φούρνοι, πίσω από το σκοτεινό κυματοθραύστη. Δεν είχαν περάσει είκοσι λεπτά από τη στιγμή που επιβιβάστηκε και ο τελευταίος Σπαρτιάτης, όταν βρεθήκαμε κι εμείς στο νερό, ακολουθώντας το στόλο που είχε χαθεί από τα μάτια μας προς τα δυτικά.
Πάντα φοβάμαι τη θάλασσα, πόσο μάλλον μια αφέγγα-ρη νύχτα κι ανάμεσα σε ξένους. Ο καπετάνιος μας επέμενε να πάρει μαζί του τα δύο αδέλφια του, αν και ένας άντρας με ένα αγόρι θα μπορούσαν εύκολα να κουμαντάρουν το ελαφρύ, γρήγορο σκάφος. Τους ήξερα αυτούς τους παράλι-
136
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ους και τους εργάτες και δεν τους είχα εμπιστοσύνη. Τα αδέλφια του, αν έλεγε αλήθεια, ήταν κάτι αργοκίνητα βόδια που δεν μπορούσαν ούτε να μιλήσουν, με τόσο πυκνές γενειάδες, που άρχιζαν ακριβώς κάτω από τα μάτια και έφταναν μέχρι το μαλλιαρό τους στέρνο.
Μια ώρα πέρασε. Το ψαροκάικο πήγαινε πολύ γρήγορα. Γλιστρούσε απαλά κάτω από το ρυθμικό παφλασμό της παλάμης των κουπιών καθώς βυθιζόταν στα σκοτεινά νερά και το τρίξιμο της λαβής τους πάνω στους σκαρμούς. Ο Αλέξανδρος πρόσταξε τον πειρατή δυο φορές να μειώσει ταχύτητα, αλλά ο άντρας το απέρριψε με ένα γέλιο. Είχαμε με το μέρος μας τον άνεμο, είπε, κανείς δεν μπορούσε να μας ακούσει, αλλά ακόμα κι αν μας άκουγαν θα μας περνούσαν για μέρος της νηοπομπής ή για κάποιο από τα πλοία των θεατών που πήγαιναν να προλάβουν τη δράση.
Όπως ήταν φυσικό, μόλις η κοιλιά της ακτής κατάπιε τα φώτα του Ρίου πίσω μας, μια σπαρτιατική λέμβος αναδύθηκε από το σκοτάδι και προσπάθησε να μας κόψει το δρόμο. Δωρικές φωνές ζήτησαν από το ψαράδικο να σταματήσει και να τραβερσώσει. Ξαφνικά, ο ιδιοκτήτης του πλοίου ζήτησε τα λεφτά του. «Όταν φτάσουμε στη στεριά» επέμεινε ο Αλέξανδρος «όπως έχουμε συμφωνήσει». Οι γενειάδες σήκωσαν τα κουπιά ψηλά σαν όπλα. «Η λέμβος πλησιάζει, αγόρια. Τι θα γίνει αν σας πιάσουν;»
«Μην του δίνεις τίποτα, Αλέξανδρε» σφύριξα. Αλλά το αγόρι αντιλήφθηκε τη δύσκολη θέση που βρισκό
μαστε. «Φυσικά, καπετάνιε. Με μεγάλη μου ευχαρίστηση». Ο πειρατής δέχτηκε το ναύλο του χαμογελώντας σαν το
Χάροντα στο πορθμείο για τον Κάτω Κόσμο. «Και τώρα, παιδιά, τα πράγματα είναι σκούρα για σας».
Βρεθήκαμε στη μέση του φαρδύτερου σημείου του κόλπου.
Ο βαρκάρης μάς έδειξε τη σπαρτιατική λέμβο, που πλη-
• 137 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σίαζε γοργά. «Πιάστε ένα σχοινί και μείνετε κάτω από την πρύμνη μέχρι να ταΐσω αυτούς τους ατζαμήδες λίγα σκατά». Οι γενειάδες εμφανίστηκαν σαν φαντάσματα. «Μόλις ξεφορτωθούμε αυτούς τους βλάκες, θα σας ανεβάσουμε πάλι πάνω κι ούτε γάτα ούτε ζημιά».
Κάναμε ό,τι μας είπαν. Η λέμβος πλησίασε. Ακούσαμε το θόρυβο του μαχαιριού που έκοβε το παλαμάρι.
Βρεθήκαμε με το σχοινί στα χέρια. «Καλή απόβαση, παιδιά!» Αστραπιαία το πηδάλιο βυθίστηκε στο νερό. Οι δυο ανά
ξιοι αγροίκοι έβαλαν ξαφνικά τα δυνατά τους. Με τρία γερά τραβήγματα του κουπιού το ψαράδικο έφυγε σαν σφεντόνα.
Βρεθήκαμε έρμαια των κυμάτων στη μέση του καναλιού. Η λέμβος μάς προσπέρασε και συνέχισε να κυνηγά το ψα
ράδικο, που γρήγορα χάθηκε από τα μάτια μας. Οι Σπαρτιάτες δε μας είχαν δει ακόμη. Ο Αλέξανδρος με άρπαξε από το χέρι. Δεν έπρεπε να βγάλουμε τσιμουδιά, θα ήταν ατιμωτικό.
«Συμφωνώ. Το πνίξιμο είναι πιο αξιοπρεπές». «Βούλωσ' το». Καθίσαμε σιωπηλοί, κουνώντας τα πόδια μας απαλά στο
νερό για να κρατηθούμε στην επιφάνεια, ενώ η λέμβος χτένιζε την περιοχή. Έψαχνε να βρει άλλα σκάφη που μπορεί να ήταν κατασκοπευτικά. Τελικά, έκανε στροφή και απομακρύνθηκε. Ήμαστε μόνοι κάτω από τ' αστέρια.
Η θάλασσα μπορεί να φαίνεται απέραντη από το κατάστρωμα ενός πλοίου, από μια σπιθαμή ύψος από την επιφάνεια της ωστόσο φαίνεται ακόμα πιο απέραντη.
«Σε ποια ακτή θα κατευθυνθούμε;» Ο Αλέξανδρος μου έριξε μια ματιά σαν να είχα χάσει τα
λογικά μου. Φυσικά, μπροστά. Είχα την αίσθηση πως κολυμπούσαμε ώρες ολόκληρες. Η
• 138 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ακτή δεν είχε πλησιάσει ούτε όσο είναι το μήκος ενός κοντα-ριού. «Κι αν το ρεύμα είναι εναντίον μας; Εμένα μου φαίνεται πως κολλήσαμε στο ίδιο μέρος ή ότι πάμε πάλι πίσω».
«Είμαστε πιο κοντά» επέμεινε ο Αλέξανδρος. «Τα μάτια σου πρέπει να είναι καλύτερα από τα δικά
μου». Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο, μόνο να κολυ
μπάμε και να προσευχόμαστε. Ποια θαλάσσια τέρατα τριγυρνούσαν τώρα από κάτω μας, έτοιμα να τυλίξουν τα πό δια μας στις τρομερές κουλούρες τους ή να μας τα κόψουν από τα γόνατα; Άκουσα τον Αλέξανδρο να καταπίνει νερό, πολεμώντας μια ασθματική κρίση. Ήρθαμε πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Τα μάτια μας κολλούσαν από το αλάτι. Τα χέρια μας τα νιώθαμε σαν μολύβι.
«Πες μου μια ιστορία» είπε ο Αλέξανδρος. Για μια στιγμή φοβήθηκα μήπως τρελάθηκε. «Για να πάρουμε Θάρρος. Για να κρατήσουμε ξύπνιο το
πνεύμα μας. Πες μου μια ιστορία». Απήγγειλα μερικούς στίχους από την Ιλιάδα, που μας εί
χε αναγκάσει να μάθουμε απέξω ο Βρύαξης το δεύτερο καλοκαίρι μας στα βουνά. Δεν τηρούσα το εξάμετρο, αλλά ο Αλέξανδρος δε νοιαζόταν φαίνεται ότι οι λέξεις τον δυνάμωναν πολύ.
«Ο Διηνέκης λέει ότι ο νους είναι ένα σπίτι με πολλά δωμάτια» είπε. «Υπάρχουν δωμάτια όπου δεν πρέπει να μπαίνει κανείς. Το να προβλέψεις το θάνατο κάποιου είναι ένα από αυτά τα δωμάτια. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας ούτε καν να το σκεφτεί».
Μου είπε να συνεχίσω επιλέγοντας μόνο στίχους που είχαν σχέση με την ανδρεία. Είπε ότι δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να σκεφτούμε την αποτυχία. «Νομίζω ότι οι θεοί μάς έριξαν εδώ επίτηδες. Για να μας διδάξουν γι' αυτά τα δωμάτια».
• 139 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Συνεχίσαμε να κολυμπάμε. Ο Ωρίωνας ο Κυνηγός στεκόταν ακριβώς από πάνω μας όταν αρχίσαμε, τώρα το τόξο του κατέβαινε, είχε κάνει το μισό δρόμο στον ουρανό. Η ακτή παρέμενε πάντα το ίδιο μακρινή.
«Ξέρεις την Αγάθη, την αδελφή του Αρίστωνα;» ρώτησε ξεκάρφωτα ο Αλέξανδρος. «Θα την παντρευτώ. Δεν το έχω πει ποτέ σε κανέναν αυτό».
«Συγχαρητήρια». «Νομίζεις ότι αστειεύομαι. Όμως οι σκέψεις μου όλο σε
κείνη τριγυρνούν όλες αυτές τις ώρες, τέλος πάντων όση ώρα είμαστε εδώ». Σοβαρολογούσε. «Πιστεύεις ότι θα με θέλει;»
Φαινόταν εντελώς λογικό να κουβεντιάζουμε αυτό το θέμα στη μέση του πελάγους σαν να μην έτρεχε τίποτα. «Η οικογένειά σου είναι ανώτερη από τη δική της. Αν ο πατέρας σου τη ζητήσει, ο δικός της θα πει το ναι»,
«Δεν τη θέλω μ' αυτό τον τρόπο. Την έχεις δει. Πες μου την αλήθεια. Θα με θέλει;»
Το σκέφτηκα. «Σου έφτιαξε εκείνο το φυλαχτό. Τα μάτια της δεν ξεκολλάνε από πάνω σου όταν τραγουδάς. Έρχεται στο Μεγάλο Γύρο με τις αδελφές της όταν τρέχεις. Κάνει πως γυμνάζεται, αλλά στην πραγματικότητα θέλει να βλέπει εσένα».
Τα λόγια μου άρεσαν πολύ στον Αλέξανδρο. «Ας κάνουμε μια προσπάθεια. Ας κολυμπήσουμε είκοσι λεπτά όσο πιο δυνατά μπορούμε, να δούμε πόσο μακριά θα πάμε».
Όταν τα καταφέραμε την πρώτη φορά, αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε πάλι.
«Αγαπάς κι εσύ μια κοπέλα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Αλέξανδρος καθώς κολυμπούσαμε. «Από την πόλη σου. Το κορίτσι με το οποίο έζησες πάνω στα βουνά, την εξαδέλφη σου που πήγε στην Αθήνα».
Είπα πως ήταν αδύνατο να τα ξέρει όλα αυτά. Εκείνος γέλασε. «Ξέρω τα πάντα. Τα άκουσα από τα κο-
• 140 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρίτσια και τους γιδοβοσκούς, αλλά και από τον είλωτα φίλο σου, το Δέκτωνα». Είπε ότι ήθελε να μάθει περισσότερα γι' αυτό «το κορίτσι από τα μέρη σου».
Του είπα ότι δε θα του έλεγα. «Μπορώ να σε βοηθήσω να τη δεις. Ο θείος του πατέρα
μου είναι πρόξενος στην Αθήνα. Μπορεί να τη βρει και να τη φέρει στην πόλη, αν θες».
Τα κύματα είχαν γίνει μεγαλύτερα τώρα. Ένας παγωμένος αέρας είχε σηκωθεί. Εμείς συνεχίζαμε να κολυμπάμε προς το πουθενά. Βοήθησα τον Αλέξανδρο όταν τον έπιασε πάλι κρίση. Έβαλε το δάχτυλο του ανάμεσα στα δόντια του και το δάγκωσε μέχρι που έβγαλε αίμα. Ο πόνος φαινόταν να τον δυναμώνει. «Ο Διηνέκης λέει ότι οι πολεμιστές που πάνε στη μάχη πρέπει να μιλούν σταθερά και ήρεμα ο ένας στον άλλο, κάθε άντρας να ενθαρρύνει το σύντροφό του. Πρέπει να συνεχίσουμε την κουβέντα, Χίονη».
Ο νους παίζει πολλά παράξενα παιχνίδια σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις. Δεν μπορώ να πω πόση ώρα μιλούσα δυνατά στον Αλέξανδρο τις ώρες που ακολούθησαν, πόσο απλά κολύμπησα μπροστά στης μνήμης τον οφθαλμό καθώς αγωνιζόμαστε συνεχώς να φτάσουμε στην ακτή, που αρνιόταν να πλησιάσει.
Θυμάμαι ότι του μίλησα για το Βρύαξη. Αν η γνώση μου για τον Όμηρο ήταν μεγαλύτερη, θα επαινούσα καλύτερα αυτόν το δύσμοιρο άντρα, που ήταν αόμματος σαν τον ποιητή, και τη σφοδρή του θέληση ώστε εγώ και η εξαδέλφη μου να μη μεγαλώσουμε σαν άγριοι και αμόρφωτοι μέσα στα βουνά.
«Αυτός ο άντρας ήταν ο προστάτης σου» είπε σοβαρά ο Αλέξανδρος «όπως είναι ο Διηνέκης για μένα». Είπε ότι θα ήθελε να μάθει περισσότερα. «Πώς είναι να χάνεις τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, να βλέπεις την πόλη σου να καίγεται; Πόσο καιρό μείνατε στα βουνά εσύ και η εξαδέλφη
• 141 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σου; Πώς βρίσκατε τροφή και πώς προστατεύατε τον εαυτό σας από τα στοιχεία της φύσης και τα άγρια θηρία;»
Κομπιάζοντας και ξεροκαταπίνοντας, του τα είπα όλα.
Το δεύτερο καλοκαίρι μας στα βουνά η Διομάχη κι εγώ είχαμε γίνει τόσο καλοί κυνηγοί, που όχι μόνο δε χρειαζόταν να κατέβουμε στην πόλη ή σε κάποιο υποστατικό αλλά ούτε που το θέλαμε πια. Ήμαστε ευτυχισμένοι στα βουνά. Τα σώματά μας αναπτύσσονταν. Είχαμε κρέας όχι μόνο μία ή δύο φορές το μήνα ή σε περίπτωση κάποιας γιορτής, όπως στα σπίτια των πατέρων μας, αλλά κάθε μέρα με κάθε φαγητό. Είχαμε βρει σκύλους. Αυτό ήταν το μυστικό μας.
Δυο κουταβάκια για την ακρίβεια, αφημένα στη μοίρα τους. Ήταν αρκαδικά τσοπανόσκυλα κι όταν τα ανακαλύψαμε είχαν τα ματάκια τους ακόμα κλειστά και έτρεμαν από το κρύο. Τα είχε εγκαταλείψει η μητέρα τους, που τα είχε γεννήσει πριν την ώρα της μέσα στο καταχείμωνο. Τα βγάλαμε το ένα Ευτυχία και το άλλο Τυχερό, και πράγματι ήταν. Την άνοιξη έτρεχαν ήδη και τα δυο και το καλοκαίρι το ένστικτό τους τα έκανε κυνηγούς. Μ' αυτούς τους σκύλους οι μέρες της πείνας μας πέρασαν ανεπιστρεπτί. Μπορούσαμε να κυνηγήσουμε και να σκοτώσουμε οτιδήποτε ανάσαινε. Μπορούσαμε να κοιμόμαστε και με τα δύο μάτια κλειστά, σίγουροι ότι τίποτε δε θα μας έπιανε στον ύπνο. Ήμαστε τόσο καταπληκτική ομάδα η Διομάχη, εγώ και τα κυνηγόσκυλα, που αφήναμε να μας ξεφύγουν πολλές ευκαιρίες. Πιάναμε τα ζωάκια για να παίξουμε και μετά τα αφήναμε να φύγουν με την ευλογία των θεών. Κάναμε κάτι τσιμπούσια σαν να ήμαστε άρχοντες. Βλέπαμε τους αγρότες που ιδροκοπούσαν στην κοιλάδα και τους γιδοβοσκούς που κόπιαζαν σκληρά στα υψώματα και τους λυπόμαστε.
Ο Βρύαξης άρχισε να φοβάται για μας. Σιγά σιγά γινό-
• 142 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μαστε άγριοι. Απόλιδες. Παλιά, τα βράδια, ο Βρύαξης απήγ-γελλε Όμηρο και μας ζητούσε, σαν παιχνίδι, να του πούμε όσους στίχους μπορούσαμε χωρίς κανένα λάθος. Τώρα αυτή η άσκηση ήταν θέμα ζωής και θανάτου για κείνον. Εξασθενούσε όλο και πιο πολύ. Όλοι το ξέραμε. Δε θα ήταν για πολύ ακόμα μαζί μας. Ό,τι γνώριζε έπρεπε να μας το μάθει.
Ο Όμηρος ήταν το σχολείο μας, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια τα κείμενα των μαθημάτων μας. Ο Βρύαξης μας επαναλάμβανε συνεχώς τους στίχους που αναφέρονταν στην επιστροφή του Οδυσσέα, τότε που, ρακένδυτος και αγνώριστος, αυτός, ο βασιλιάς της Ιθάκης, ο ήρωας της Τροίας, αναζητά καταφύγιο στην καλύβα του Εύμαιου, του χοιροβοσκού. Αν και ο Εύμαιος δεν έχει ιδέα ότι ο ξένος στη θύρα του είναι ο αληθινός βασιλιάς του και νομίζει ότι πρόκειται για άλλον ένα απόλιδα ζητιάνο, από σεβασμό στο Δία, που προστατεύει τους οδοιπόρους, καλεί τον ταξιδευτή ευγενικά να μπει μέσα και μοιράζεται μαζί του το ταπεινό φαΐ του.
Αυτό σήμαινε ταπεινοφροσύνη, φιλοξενία, καλοσύνη προς τον ξένο. Έπρεπε να ποτιστούμε από αυτά, να μουλιάσουμε μέχρι το κόκαλο. Ο Βρύαξης μας δίδασκε συνέχεια τη συμπόνια και την αρετή, που είδε να εγκαταλείπουν μέρα με τη μέρα τις καρδιές μας, που είχαν σκληρύνει πάνω στα βουνά. Μας έβαζε να απαγγέλλουμε τους στίχους προς το τέλος της Ιλιάδας, τότε που ο Πρίαμος της Τροίας γονατίζει μπροστά στον Αχιλλέα και φιλά ικετευτικά το χέρι του ανθρώπου που σκότωσε τους γιους του, συμπεριλαμβανομένου και του πιο αντρειωμένου και πλέον προσφιλούς σ' αυτόν, του Έκτορα, του ήρωα και προστάτη του Ίλιου. Μετά ο Βρύαξης μας έψηνε πάνω σ' αυτό. Τι θα κάναμε αν ήμαστε ο Αχιλλέας; Αν ήμαστε ο Πρίαμος; Ήταν η πράξη του κάθε ανδρός σωστή και ευσεβής στα μάτια των θεών;
Έπρεπε να έχουμε μια πόλη, δήλωσε ο Βρύαξης.
• 143 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Χωρίς πόλη δεν ήμαστε καλύτεροι από τα άγρια ζώα που κυνηγούσαμε και σκοτώναμε.
Αθήνα. Εκεί, επέμενε ο Βρύαξης, έπρεπε να πάμε η Διομάχη κι
εγώ. Η πόλη της Αθήνας ήταν η μόνη πραγματικά ανοιχτή πόλη της Ελλάδας, με τις μεγαλύτερες ελευθερίες, και η πιο πολιτισμένη. Η αγάπη για τη σοφία, η φιλοσοφία, έχαιρε στην Αθήνα μεγαλύτερης εκτίμησης από κάθε άλλη επιδίωξη. Καλλιεργούσαν και τιμούσαν το νου και τον ενίσχυαν με υψηλής ποιότητας θέατρο, μουσική, ποίηση, αρχιτεκτονική και καλές τέχνες. Αλλά και στην πρακτική του πολέμου οι Αθηναίοι δεν ήταν κατώτεροι από οποιαδήποτε πόλη της Ελλάδας.
Οι πρόσφυγες ήταν καλοδεχούμενοι στην Αθήνα. Ένα δυνατό αγόρι σαν εμένα θα μπορούσε να ασχοληθεί με το εμπόριο, να μπει μαθητευόμενο σε κάποιο μαγαζί. Οι Αθηναίοι, εξάλλου, είχαν στόλο. Ακόμα και με τα σακατεμένα μου χέρια θα μπορούσα να τραβήξω κουπί. Με την επιδεξιότητα που είχα στο τόξο θα μπορούσα να γίνω τοξότης, ένας ναυτικός τοξότης, να διακριθώ στον πόλεμο και να εκμεταλλευτώ αυτή την υπηρεσία για να βελτιώσω τη θέση μου.
Αλλά και η Διομάχη στην Αθήνα έπρεπε να πάει. Μια και ήταν γεννημένη ελεύθερη, ήξερε να μιλά ωραία, είχε τρόπους και έτσι όμορφη που ήταν θα μπορούσε να μπει στην υπηρεσία κάποιου αξιοσέβαστου οίκου και να προσελκύσει πολλούς θαυμαστές. Είχε τη σωστή ηλικία για να παντρευτεί. Ήταν, βέβαια, πέρα από κάθε φαντασία ότι θα μπορούσε να μνηστευθεί έναν πολίτη. Αλλά ακόμα και ως σύζυγος ενός μέτοικου, ενός ξένου κατοίκου της πόλης, θα μπορούσε να με προστατέψει και να με βοηθήσει να βρω μια απασχόληση. Και θα είχαμε ο ένας τον άλλο.
Καθώς οι δυνάμεις του Βρύαξη λιγόστευαν με το πέρα-
144
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σμα των εβδομάδων, η πεποίθηση του ότι έπρεπε να ακολουθήσουμε τη θέληση του σ' αυτά τα θέματα μεγάλωνε. Μας έβαλε να ορκιστούμε πως όταν ερχόταν η ώρα του θα κατεβαίναμε από τα βουνά και θα πηγαίναμε στην Αττική, στην πόλη της Αθήνας.
Τον Οκτώβριο της δεύτερης χρονιάς η Διομάχη κι εγώ, αν και κυνηγούσαμε μια ολόκληρη μέρα μέσα στην παγωνιά, δεν καταφέραμε να σκοτώσουμε τίποτα. Επιστρέφαμε στον καταυλισμό γκρινιάζοντας ο ένας στον άλλο. Ξέραμε ότι μας περίμενε ένας φτωχικός χυλός από χορταρικά οσπρίων και φασόλια του βουνού και, το χειρότερο, η θέα του Βρύαξη. Κάθε μέρα που περνούσε γινόταν όλο και πιο οδυνηρό για μας να τον βλέπουμε να καταπέφτει και να κάνουμε πως δεν έτρεχε τίποτα. Αυτός δε χρειαζόταν κρέας. Είδαμε τον καπνό και τα σκυλιά που ανέβαιναν το βουνό, κάτι που τους άρεσε πολύ να κάνουν. Έτρεχαν στο φίλο τους να δεχτούν το χάδι και το καλωσόρισμά του στο φτωχικό του.
Στη στροφή κάτω από τον καταυλισμό ακούσαμε τα γαβγίσματά τους. Όχι τις συνηθισμένες παιχνιδιάρικες διαπεραστικές φωνές, το γάβγισμά τους ήταν πιο έντονο, πιο επίμονο. Σε μια στιγμή φάνηκε ο Τυχερός εκατό πόδια πιο πάνω. Η Διομάχη με κοίταξε. Ξέραμε και οι δύο τι είχε συμβεί.
Μας πήρε μια ώρα να ετοιμάσουμε την πυρά του Βρύαξη. Όταν το κοκαλιάρικο, σημαδεμένο από τη σκλαβιά κορμί του ξάπλωσε τελικά μέσα στις εξαγνιστικές φλόγες, άναψα ένα βέλος αλειμμένο με κατράμι ακριβώς πάνω από την καρδιά του και το άφησα να πετάξει με όλη μου τη δύναμη. Το βέλος, φλεγόμενο, διέγραψε μια καμπύλη σαν κομήτης και έπεσε στη σκοτεινή κοιλάδα.
...έπειτα ο Γερήνιος Νέστορας, που όμοιό του δεν είχε σε σοφία ανάμεσα στους Αχαιούς με την πλούσια κόμη, έγειρε πλήρης ετών και έκλεισε
• 145 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τα μάτια λες και κοιμόταν, χτυπημένος από της Άρτεμης τις απαλές σαΐτες.
Δέκα αυγές αργότερα η Διομάχη κι εγώ στεκόμαστε στο Τρίστρατο, στα σύνορα της Αττικής με τα Μέγαρα, όπου ο δρόμος για την Αθήνα στρίβει ανατολικά, η Ιερά Οδός πηγαίνει προς τους Δελφούς, ενώ ο δυτικός και νοτιοδυτικός οδηγεί στον Ισθμό και στην Πελοπόννησο. Σίγουρα αποτελούσαμε το πιο άγριο ζευγάρι κουρελιάρηδων. Ήμαστε ξυπόλυτοι, με τα πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα από τον ήλιο και με τα μακριά μαλλιά μας πιασμένα πίσω αλογοουρά. Και οι δύο κουβαλούσαμε εγχειρίδια και τόξα, ενώ τα σκυλιά περπατούσαν δίπλα μας σκυφτά, το ίδιο άθλια και αδύνατα με τα αφεντικά τους.
Η κυκλοφορία ήταν μεγάλη στο Τρίστρατο, άμαξες που είχαν ξεκινήσει πριν φέξει, μεγάλα κάρα με διάφορα προϊόντα, άνθρωποι που μετέφεραν καυσόξυλα, αγροτόπαιδα που κατευθύνονταν στην αγορά με τα τυριά, τα αυγά και τους σάκους με τα κρεμμύδια, όπως ακριβώς εγώ και η Διομάχη εκείνο το πρωινό που άρχισαν όλα στον Αστακό. Πόσο μακρινά μού φαίνονταν όλα αυτά, κι όμως είχαν περάσει μόνο δυο χειμώνες, σύμφωνα με το ημερολόγιο. Σταματήσαμε στο σταυροδρόμι και ρωτήσαμε ποια κατεύθυνση έπρεπε να πάρουμε για την Αθήνα. Να, μας έδειξε ένας ζευ-γολάτης, ο δρόμος για την Αθήνα είναι από δω, δυο ώρες μακριά μόνο.
Η εξαδέλφη μου κι εγώ ελάχιστα μιλήσαμε όλη τη βδομάδα που κράτησε η πεζοπορία μας από τα βουνά. Κάναμε σκέψεις για τις πόλεις και πώς θα ήταν η νέα μας ζωή. Παρατηρούσα πώς την κοίταζαν οι άλλοι ταξιδιώτες που μας προσπερνούσαν στη δημοσιά. Είχε μεγάλη ανάγκη να νιώθει γυναίκα. «Θέλω μωρά» είπε ξαφνικά την τελευταία μέρα καθώς βαδίζαμε. «Θέλω ένα σύζυγο να τον νοιάζομαι
• 146 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
και να νοιάζεται για μένα. Θέλω ένα σπίτι. Δε με νοιάζει αν είναι ταπεινό, απλώς θέλω ένα μέρος όπου να μπορώ να φτιάξω ένα μικρό κήπο, να βάλω λουλούδια στο περβάζι και να το κάνω όμορφο για τον άντρα μου και τα παιδιά μου». Μ' αυτό τον τρόπο μου έδειχνε την καλοσύνη της, κρατούσε μια απόσταση εκ των προτέρων, ώστε να μπορέσω να το χωνέψω. «Καταλαβαίνεις, Χίονη;»
Καταλάβαινα. «Ποιο σκύλο θέλεις;» «Μη μου θυμώνεις. Απλώς, προσπαθώ να σου πω πώς
έχουν τα πράγματα και πώς πρέπει να είναι». Αποφασίσαμε εκείνη να πάρει τον Τυχερό κι εγώ να κρα
τήσω την Ευτυχία. «Μπορούμε να μείνουμε μαζί στην πόλη» είπε τη σκέψη
της δυνατά καθώς προχωρούσαμε. «Θα λέμε στον κόσμο ότι είμαστε αδελφός και αδελφή. Αλλά, κατάλαβε το, Χίονη, αν βρω έναν τίμιο άντρα, κάποιον που θα μου φέρεται με σεβασμό...»
«Καταλαβαίνω. Μπορείς να πάψεις τώρα». Δυο μέρες αργότερα μια αριστοκράτισσα των Αθηνών
μάς προσπέρασε στη δημοσιά. Ταξίδευε με άμαξα μαζί με το σύζυγό της και μερικούς φίλους και υπηρέτες. Εκείνη η κυρά ξαφνιάστηκε βλέποντας το άγριο εκείνο κορίτσι, τη Διομάχη, και επέμενε να βάλει τις υπηρέτριές της να την πλύνουν, να την αλείψουν με λάδι και να της φτιάξουν τα μαλλιά. Ήθελε να κάνει το ίδιο και σε μένα, αλλά δεν τους άφησα να με πλησιάσουν. Η παρέα σταμάτησε σε ένα σκιερό ποταμάκι και διασκέδαζε με γλυκά και κρασί, ενώ οι υπηρέτριες πήραν τη Διομάχη για να την καλλωπίσουν. Όταν εμφανίστηκε η εξαδέλφη μου, δεν την αναγνώρισα. Η Αθηναία κυρά στεκόταν δίπλα της γεμάτη χαρά. Δε σταμάτησε να παινεύει τις χάρες της Διομάχης και να προβλέπει ότι η εκτυφλωτική ομορφιά της θα προκαλούσε μεγάλη ταραχή στους νέους της πόλης. Η κυρά επέμενε να πάμε κατευ-
147
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
θείαν στο σπίτι του συζύγου της μόλις η Διομάχη κι εγώ φτάναμε στην Αθήνα. Θα αναλάμβανε να μας βρει δουλειά και να συνεχίσουμε την εκπαίδευσή μας. Ένας υπηρέτης θα μας περίμενε στις Θριάσιες Πύλες. Όποιον και να ρωτούσαμε θα μας έλεγε πού μένει.
Βαδίζαμε με δυσκολία εκείνη την τελευταία ατέλειωτη μέρα. Πάνω στις άμαξες διαβάζαμε τώρα τις λέξεις «Φάληρο» και «Αθήνα» γραμμένες βιαστικά πάνω στις ταινίες προορισμού των στριμωγμένων αμφορέων με το κρασί και των γεμάτων με εμπορεύματα κρατήρων. Η προφορά γινόταν τώρα αττική. Σταματήσαμε να χαζέψουμε μια ομάδα του ιππικού των Αθηνών που έκανε τη βόλτα της. Τέσσερις ναυτικοί μάς προσπέρασαν, ο καθένας με το κουπί του στον ώμο, κουβαλώντας το σχοινί και το μαξιλάρι του. Έτσι θα ήμουν σε λίγο κι εγώ.
Πάνω στα βουνά εγώ και η Διομάχη κοιμόμαστε αγκαλιά, όχι ως εραστές αλλά για να ζεσταινόμαστε. Τα τελευταία βράδια στο δρόμο τυλιγόταν με την κάπα της και κοιμόταν χωριστά. Όταν φτάσαμε στο Τρίστρατο, είχα σταματήσει και παρακολουθούσα μια μεταφορική άμαξα που περνούσε. Ένιωθα τα μάτια της εξαδέλφης μου καρφωμένα πάνω μου.
«Δε θα έρθεις, έτσι δεν είναι;» Δεν είπα τίποτα. Ήξερε ποιο δρόμο θα έπαιρνα. «Ο Βρύαξης θα θυμώσει μαζί σου» είπε. Η Διομάχη κι εγώ είχαμε μάθει από τα σκυλιά και το κυ
νήγι να επικοινωνούμε με το βλέμμα. Της είπα αντίο με τα μάτια μου και την παρακάλεσα να καταλάβει. Θα περνούσε καλά σ' αυτή την πόλη. Η ζωή της ως γυναίκας μόλις άρχιζε.
«Οι Σπαρτιάτες θα είναι σκληροί μαζί σου» είπε η Διομάχη. Τα σκυλιά τριγύριζαν ανυπόμονα στα πόδια μας. Δεν ήξεραν ακόμα ότι θα χώριζαν κι αυτά. Η Διομάχη πήρε τα
148
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
χέρια μου στα δικά της. «Και δε θα ξανακοιμηθούμε ποτέ ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, εξάδελφε;»
Σίγουρα ήμαστε παράξενο θέαμα για τους αγρότες και τα χωριατόπαιδα που μας προσπερνούσαν. Δεν ήταν συνηθισμένοι στη θέα δυο άγριων παιδιών που αγκαλιάζονταν στην άκρη του δρόμου, με τα τόξα και τα εγχειρίδια τους και τους μανδύες μπόγο πάνω στη ράχη τους, όπως κάνουν οι ταξιδιώτες.
Η Διομάχη πήρε το δρόμο της κι εγώ το δικό μου. Ήταν δεκαπέντε. Εγώ ήμουν δώδεκα.
Πόσα από αυτά μοιράστηκα με τον Αλέξανδρο τις ώρες που ήμαστε στο νερό δεν ξέρω. Η αυγή δεν είχε φανερώσει ακόμα το πρόσωπό της όταν τελείωσα. Κρατιόμαστε σφιχτά από ένα ακόντιο που επέπλεε. Μετά βίας μπορούσε να κρατήσει έναν κι εμείς ήμαστε πολύ εξαντλημένοι για να κολυμπήσουμε. Το νερό είχε παγώσει ακόμα πιο πολύ. Τα άκρα μας είχαν πάθει υποθερμία. Άκουσα τον Αλέξανδρο να βήχει και να φτύνει. Αγωνιζόταν να βρει δύναμη να μιλήσει.
«Πρέπει να αφήσουμε αυτό το ακόντιο. Διαφορετικά, θα πεθάνουμε».
Προσπάθησα να κοιτάξω προς το Βορρά. Διέκρινα μερικές βουνοκορφές, αλλά η ακτή παρέμενε ακόμα αόρατη. Το παγωμένο χέρι του Αλέξανδρου άρπαξε το δικό μου.
«Ό,τι κι αν γίνει» ορκίστηκε «δε θα σε εγκαταλείψω». Παράτησε το ακόντιο. Τον ακολούθησα. Μια ώρα αργότερα σωριαστήκαμε σαν τον Οδυσσέα σε
μια απόκρημνη ακτή, κάτω από μια κορακοφωλιά. Ήπιαμε αχόρταγα από το νερό μιας πηγής που ανάβλυζε από ένα βράχο, ξεπλύναμε τα μαλλιά και τα μάτια μας από το αλάτι και γονατίσαμε να ευχαριστήσουμε τους θεούς για τη σωτηρία μας. Το μισό πρωινό κοιμόμαστε σαν πεθαμένοι.
149
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Σκαρφάλωσα στη φωλιά για αυγά, που τα ρουφήξαμε από το τσόφλι, όρθιοι στην άμμο με τα κουρελιασμένα μας ρούχα.
• 150 •
«Σ' ευχαριστώ, φίλε μου» είπε ήρεμα ο Αλέξανδρος. Άπλωσε το χέρι του. Το πήρα. «Κι εγώ σ' ευχαριστώ». Ο ήλιος βρισκόταν στο ζενίθ του, οι χιτώνες μας, κάτα
σπροι από το αλάτι, είχαν στεγνώσει στις πλάτες μας. «Καιρός να του δίνουμε» είπε ο Αλέξανδρος. «Χάσαμε
μισή μέρα».
11
Η ΜΑΧΗ ΔΟΘΗΚΕ σε μια άγονη πεδιάδα δυτικά της πόλης του Αντιρρίου, μέσα σε έναν καταιγισμό από βέλη που εκτοξεύονταν από την παραλία και κάτω από τα τείχη του φρουρίου. Ένας ξεροπόταμος, ο Ακάνανθος, διέσχιζε την κοιλάδα, χωρίζοντας τη στη μέση. Κάθετα στο ποτάμι, προς την πλευρά της θάλασσας, οι κάτοικοι του Αντιρρίου είχαν φτιάξει ένα πρόχειρο τείχος. Απότομα βουνά προφύλασσαν προς τα αριστερά τον εχθρό. Ένα τμήμα της πεδιάδας που συνόρευε με το τείχος είχε μετατραπεί σε νεκροταφείο πλοίων καταστραμμένα σκάφη έπιαναν κάθε γωνιά και έφταναν μέχρι τη μέση της κοιλάδας, ανάμεσα σε ετοιμόρροπες ψαρο-καλύβες και βρόμικους σωρούς ναυαγίων. Σμήνη γλάρων πετούσαν από πάνω τους σκούζοντας. Ακόμη, ο εχθρός είχε σκορπίσει βότσαλα και κομμάτια ξύλου που είχε ξεβράσει η θάλασσα, για να μην είναι ίσιο το έδαφος από όπου θα προέλαυναν ο Λεωνίδας και οι άντρες του. Η δική τους πλευρά, του αντιπάλου, ήταν καθαρισμένη και λεία σαν διδασκαλική έδρα.
Όταν ο Αλέξανδρος κι εγώ φτάσαμε τρέχοντας, λαχανιασμένοι και αργοπορημένοι, οι Σκιρίτες μόλις είχαν παραδώσει στις φλόγες το σκουπιδότοπο του εχθρού. Οι στρατοί ήταν παραταγμένοι, σε απόσταση τεσσάρων σταδίων περίπου, με τα φλεγόμενα σαπιοκάραβα ανάμεσα τους. Όλα τα τοπικά εμπορικά πλοία και τα ψαράδικα είχαν τραβηχτεί
• 151 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
στην ξηρά, για να μην είναι προσιτά στον εχθρό, είτε βρίσκονταν, λοιπόν, στη σιγουριά του οχυρωμένου τμήματος του αγκυροβολίου είτε κάπου στην παραλία. Όμως αυτό δεν εμπόδισε τους Σκιρίτες να πυρπολήσουν τις αποβάθρες και τις αποθήκες του λιμανιού ή να ποτίσουν με νέφτι τα ξύλινα υπόστεγα των πλοίων. Ολόκληρη η ακτή είχε παραδοθεί στις φλόγες. Οι υπερασπιστές του Αντιρρίου, όπως πολύ καλά γνώριζαν ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες, ήταν πολι-τοφύλακες, αγρότες, αγγειοπλάστες και ψαράδες, στρατιώτες μόνο για το καλοκαίρι, όπως ο πατέρας μου. Η καταστροφή του λιμανιού τους είχε σκοπό να τους εκνευρίσει, να παραλύσει τις ικανότητές τους επειδή δεν είχαν συνηθίσει σε τέτοια θεάματα και να σημαδέψει τις ασυνήθιστες αισθήσεις τους με τη δυσοσμία και το μαστίγιο της επερχόμενης σφαγής. Ήταν πρωί, η ώρα της αγοράς, και είχε σηκωθεί ένα θαλασσινό μελτεμάκι. Μαύροι καπνοί από τα καταστραμμένα ναυάγια άρχισαν να σκοτεινιάζουν το πεδίο της μάχης· το κατράμι και η παρκετίνη των ξύλων τους φλέγονταν με μανία και φούντωναν από τον αέρα, που είχε μετατρέψει τις φωτιές που κρυφόκαιγαν στους σωρούς των σκουπιδιών σε τεράστιες πυρκαγιές.
Ο Αλέξανδρος κι εγώ εξασφαλίσαμε πρώτη θέση κατά μήκος της απόκρημνης ακτής όχι περισσότερο από διακόσια μέτρα πάνω από την τοποθεσία όπου θα συγκρούονταν οι δύο παραταγμένοι στρατοί. Ο καπνός μάς έπνιγε. Σκαρφαλώσαμε στην πλαγιά. Κι άλλοι όμως είχαν διεκδικήσει εκείνο το μέρος πριν από μας: αγόρια και μεγαλύτεροι άντρες του Αντιρρίου, οπλισμένοι με τόξα, σφεντόνες και όπλα βολής, που υποτίθεται ότι θα έριχναν εναντίον των Σπαρτιατών καθώς θα προέλαυναν. Όμως οι Σκιρίτες καθάρισαν εγκαίρως αυτές τις ελαφρά οπλισμένες δυνάμεις και καμάρωναν από ψηλά τους συμπολεμιστές τους, oι οποίοι θα βάδιζαν, όπως πάντα, στην τιμητική τους θέση, στα αριστερά των Λα-
• 152 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κεδαιμονίων. Οι περίοικοι κατέλαβαν το μπροστινό τμήμα, αναγκάζοντας τους ακροβολιστές του εχθρού να αποτραβηχτούν προς τα πίσω, αχρηστεύοντας έτσι τις σφεντόνες και τα βέλη τους, αφού δεν μπορούσαν να βλάψουν το στρατό.
Ακριβώς από κάτω, διακόσια τριάντα μέτρα μακριά, οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους έπαιρναν τις θέσεις τους στις σειρές τους. Οι βοηθητικοί εξόπλιζαν τους πολεμιστές από την κορυφή ίσαμε τα νύχια, αρχίζοντας με τις βαριές από βοδινό δέρμα σόλες, που μπορούσαν να περάσουν πάνω από τη φωτιά. Μετά ήταν η σειρά των ορειχάλκινων κνη-μίδων, που οι βοηθοί έδεναν γύρω από τα καλάμια των ποδιών των αφεντάδων τους, στηρίζοντας τες στο πίσω μέρος του γαστροκνήμιου λυγίζοντας απλώς το μέταλλο. Βλέπαμε καθαρά τον πατέρα του Αλέξανδρου Ολύμπιο και τη λευκή γενειάδα του βοηθού του Μηριόνη.
Τα στρατεύματα έδεναν κατόπιν τα απόκρυφα μέρη τους, μια πράξη που συνοδευόταν από πρόστυχα αστεία, καθώς κάθε πολεμιστής αποχαιρετούσε με επίσημο κοροϊδευτικό τρόπο τον ανδρισμό του και έκανε την προσευχή του ώστε εκείνος και αυτό να ήταν ακόμη μαζί στο τέλος της ημέρας.
Αυτή τη διαδικασία εξοπλισμού για τη μάχη, στην οποία οι πολίτες-στρατιώτες των άλλων πόλεων εξασκούνταν όχι πάνω από δέκα φορές το χρόνο στα ανοιξιάτικα και στα καλοκαιρινά γυμνάσια, οι Σπαρτιάτες την έκαναν και την ξανάκαναν διακόσιες, τετρακόσιες, εξακόσιες φορές την εποχή των στρατιωτικών ασκήσεων. Οι πενηντάρηδες την είχαν κάνει δέκα χιλιάδες φορές. Είχε γίνει δεύτερη φύση τους, όπως όταν άλειφαν με λάδι ή πασπάλιζαν με άμμο τα μέλη τους πριν από την πάλη ή όταν περιποιούνταν τα μακριά μαλλιά τους. Αυτό ετοιμάζονταν να κάνουν και τώρα, αφού φόρεσαν πρώτα το ιμάτιο από λινάρι στον κορμό, τη σπο-λάδα και τους ορειχάλκινους θώρακες με ιδιαίτερη φροντίδα και επισημότητα, βοηθώντας ο ένας τον άλλο σαν ένα
• 153 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σύνταγμα λιμοκοντόρων που ετοιμάζονταν για το χορό. Η όλη σκηνή είχε κάτι το εξωπραγματικό, ενώ επικρατούσε μια ατμόσφαιρα γαλήνης και νωχελικότητας.
Τελικά, οι άντρες έγραψαν τα ονόματα τους ή κάποια διακριτικά πάνω στις σκυταλίδες, τα πρόχειρα βραχιόλια από κλαδιά που αποκαλούσαν «εισιτήρια». Μ' αυτό τον τρόπο θα ξεχώριζαν τα σώματά τους αν έπεφταν και ήταν φρικτά παραμορφωμένα για να αναγνωριστούν. Χρησιμοποιούσαν ξύλο επειδή δεν είχε αξία για να το πάρει ως λάφυρο ο εχθρός.
Πίσω από τους συγκεντρωμένους άντρες, διαβάζονταν οι οιωνοί. Ασπίδες, περικεφαλαίες και οι μεταλλικές αιχμές των ακοντίων (τριάντα πόντοι περίπου) γυάλιζαν σαν καθρέφτες. Αστραφτοκοπούσαν κάτω από τον ήλιο, κάνοντας το σχηματισμό να φαντάζει σαν μια κολοσσιαία αλεστική μηχανή, φτιαγμένη όχι τόσο από άντρες όσο από ορείχαλκο και σίδερο.
Τώρα οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες πήραν τις θέσεις τους στη γραμμή. Πρώτοι οι Σκιρίτες, στα αριστερά, δίπλα το σύνταγμα του Στεφάνου της Σελλασίας, χίλιοι εκατό περίοικοι οπλίτες. Στα αριστερά των συγκεντρωμένων οι εξακόσιοι βαριά οπλισμένοι πολεμιστές της Τεγέας, έπειτα το άγημα των ιππέων στο κέντρο της γραμμής —ο Πολύνεικος διακρινόταν ανάμεσά τους—, με τριάντα ασπίδες πλάτος και πέντε βάθος, για να υπερασπίζονται και να πολεμούν γύρω από το βασιλιά. Στα δεξιά των ιππέων έπαιρνε τη θέση του το σύνταγμα της Αγριελιάς, εκατόν σαράντα τέσσερις στο πλάτος, με το τάγμα του Πάνθηρα δίπλα στους ιππείς. Κατόπιν η Κυνηγός με τον Ολύμπιο στην πρώτη γραμμή και το Μενελάιο. Στα δεξιά τους είχαν ήδη παραταχθεί τα τάγματα του Ηρακλή, άλλοι εκατόν σαράντα τέσσερις κατά πλάτος, με το Διηνέκη, που διακρινόταν καθαρά επικεφαλής της ενωμοτίας των τριάντα έξι αντρών που τώρα
• 154 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
είχαν μοιραστεί σε τέσσερις σειρές ή στοίχους, από εννέα άντρες η καθεμία, καλύπτοντας τη δεξιά πτέρυγα. Το σύνολο, εκτός από τους οπλισμένους βοηθητικούς που χρησίμευαν ως εφεδρικοί, ήταν πάνω από τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιους άντρες και εκτείνονταν, από πτέρυγα σε πτέρυγα, γύρω στα εξακόσια μέτρα πλάτος. Από τη θέση μας ο Αλέξανδρος κι εγώ βλέπαμε το Δέκτωνα, ψηλό και σωματώδη σαν πολεμιστή, άοπλο, φορώντας το λευκό χιτώνα του βοηθού των θυσιών, να οδηγεί γρήγορα δυο κατσίκες στο Λεωνίδα, που στεκόταν τριγυρισμένος από τους ιερείς της μάχης μπροστά στη φάλαγγα έτοιμος για τη θυσία. Χρειάζονταν δυο κατσίκες σε περίπτωση που η πρώτη δε σφαζόταν όπως έπρεπε. Η στάση των διοικητών, όπως και των συγκεντρωμένων πολεμιστών, έδειχνε μεγάλη αμεριμνησία.
Απέναντι τους, οι κάτοικοι του Αντιρρίου και οι Συρακούσιοι σύμμαχοι τους είχαν παρατάξει τις δυνάμεις τους σε πλάτος ίσο με των Σπαρτιατών, αλλά σε βάθος έξι επιπλέον ή και περισσότερων ασπίδων. Τα παροπλισμένα σκάφη στο νεκροταφείο των πλοίων είχαν γίνει στάχτη. Μόνο οι σκελετοί είχαν απομείνει, ξερνώντας έναν άσπρο καπνό μέσα στην κοιλάδα. Πιο πέρα οι πέτρες του λιμανιού τσιτσι-ριζαν κατάμαυρες καθώς έπεφτε πάνω τους το νερό, ενώ τα καρφιά των καμένων δοκαριών της αποβάθρας προεξείχαν από την επιφάνεια σαν επιτύμβιες στήλες, μια πυκνή σταχτιά ομίχλη μαύριζε ό,τι είχε απομείνει στο μέτωπο της παραλίας.
Ο άνεμος έφερε τον καπνό προς τον εχθρό, πάνω στους παραταγμένους άντρες, που η δύναμή τους τους είχε ήδη εγκαταλείψει· τα γόνατα και οι ώμοι τους έτρεμαν και λύγιζαν κάτω από το βάρος του οπλισμού τους, στον οποίο δεν είχαν συνηθίσει, ενώ οι καρδιές τους σφυροκοπούσαν στα στήθη τους και το αίμα τραγουδούσε στ' αυτιά τους. Δε χρειαζόταν να είναι μάντης κανείς για να καταλάβει την ταρα-
• 155 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χή τους. «Παρατήρησε τις μύτες των κονταριών τους» είπε ο Αλέξανδρος δείχνοντας τους παραταγμένους αντιπάλους, που συνωστίζονταν στις σειρές τους. «Κοίτα τους πώς τρέμουν. Ακόμα και τα λοφία από τα κράνη τους κουνιούνται». Κοίταξα. Στη σπαρτιατική γραμμή το δάσος των σιδερένιων αιχμών των ακοντίων υψωνόταν σταθερά σαν φράχτης από δόρατα. Κάθε κοντάρι στητό και ευθυγραμμισμένο, εντελώς ίσιο σαν γεωμετρική γραμμή και χωρίς να κουνιέται καθόλου. Του εχθρού απέναντι πήγαιναν κι ερχόντουσαν. Κανείς, εκτός από τους Συρακούσιους στο κέντρο, δεν ήταν στη γραμμή και στη σειρά του. Μερικά ακόντια μάλιστα χτυπούσαν πάνω στα γειτονικά τους, τρίζοντας σαν δόντια.
Ο Αλέξανδρος μέτρησε τα τάγματα στους στοίχους των Συρακούσιων. Βρήκε ότι ήταν δύο χιλιάδες οκτακόσιες ασπίδες και χίλιοι διακόσιοι με χίλιοι πεντακόσιοι μισθοφόροι συν τριακόσιοι πολιτοφύλακες από την πόλη του Αντιρρίου. Ο εχθρός ήταν αριθμητικά ο μισός από τους Σπαρτιάτες. Δεν ήταν αρκετός, και ο αντίπαλος το γνώριζε.
Και τότε άρχισε ο σάλαγος. Από τις σειρές του εχθρού οι πιο γενναίοι (ή ίσως οι πιο
φοβισμένοι) άρχισαν να χτυπούν τις μύτες των κονταριών τους πάνω στα ορειχάλκινα αφαλωτά σκουτάρια τους, δημιουργώντας το σαματά της ψευτοανδρείας, που αντήχησε στη σφιχταγκαλιασμένη από βουνά κοιλάδα. Άλλοι, πάλι, ενίσχυσαν τούτη την οχλοβοή κουνώντας τα κοντάρια απειλητικά στον ουρανό, επικαλούμενοι τους θεούς και βγάζοντας κραυγές φοβέρας και θυμού. Ο θόρυβος έγινε τρεις φορές πιο δυνατός, μετά πέντε, δέκα, καθώς οι πίσω σειρές και οι πτέρυγες του εχθρού προστέθηκαν στο χορό και άρχισαν να φωνάζουν και να χτυπούν τις ασπίδες τους. Πολύ γρήγορα όλοι οι άντρες ήταν παραδομένοι στην κραυγή του πολέμου. Ο διοικητής τους προέτεινε το ακόντιό του και ο στρατός τον ακολούθησε.
• 156 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν κάνει καμία κίνηση και δεν είχαν βγάλει τσιμουδιά.
Περίμεναν υπομονετικά στους πορφυροντυμένους στοίχους τους, χωρίς να μορφάζουν ή να είναι σφιγμένοι. Έλεγαν λόγια ήρεμα, ενθαρρυντικά και διασκεδαστικά ο ένας στον άλλο, ενώ έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες που είχαν επαναλάβει εκατοντάδες φορές στα γυμνάσια και εκτελέσει δεκάδες φορές στη μάχη.
Ο εχθρός προχωρούσε επιταχύνοντας συνεχώς το βήμα. Τώρα βάδιζε γρήγορα. Πλησίαζε με μεγάλα βήματα. Η γραμμή εκτεινόταν και άνοιγε στα δεξιά, καθώς οι φοβισμένοι άντρες έμπαιναν στη σκιά της ασπίδας του συμπολεμιστή που ήταν στα δεξιά τους. Μπορούσε ήδη να δει κανείς τις σειρές του εχθρού να παραπατούν και τη γραμμή να χαλάει, καθώς οι γενναίοι ορμούσαν μπροστά και οι δειλοί έκαναν προς τα πίσω.
Ο Λεωνίδας και οι ιερείς στέκονταν ακάλυπτοι στην πρώτη γραμμή. Το ρηχό ποτάμι υπήρχε ακόμα μπροστά στον εχθρό. Οι στρατηγοί του αντιπάλου, που περίμεναν να προχωρήσουν πρώτοι οι Σπαρτιάτες, είχαν παραταχθεί έτσι ώστε ο ξεροπόταμος να είναι ανάμεσα στους δύο στρατούς. Σύμφωνα με το σχέδιο του εχθρού, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η φιδογυριστή κοίτη του ποταμού θα χαλούσε τις σειρές των Λακεδαιμονίων και θα τις έκανε τρωτές τη στιγμή της επίθεσης. Οι Σπαρτιάτες ωστόσο περίμεναν. Από τη στιγμή όμως που άρχισε ο πάταγος, οι διοικητές του εχθρού ήξεραν ότι δε θα μπορούσαν να συγκρατήσουν άλλο τις σειρές. Έπρεπε να προχωρήσουν όσο τα αίματα των αντρών τους ήταν ξαναμμένα, διαφορετικά ο πυρετός θα έπεφτε και μέσα τους θα κυριαρχούσε ο τρόμος.
Το ποτάμι τώρα στρεφόταν εναντίον του εχθρού. Οι μπροστινές σειρές κατέβηκαν στην κοίτη· απείχαν τετρακόσια εξήντα μέτρα ακόμη από τους Σπαρτιάτες. Όταν ανέβηκαν, η
157
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ήδη άτακτη παράταξη τους διασπάστηκε ακόμα πιο πολύ. Τώρα ήταν πάλι σε ομαλό έδαφος, αλλά με τον ποταμό πίσω τους· σε περίπτωση άτακτης φυγής σίγουρα θα τα έβρισκαν σκούρα.
Ο Λεωνίδας παρακολουθούσε απαθής ανάμεσα στους ιερείς της μάχης και στο Δέκτωνα με τις κατσίκες του. Ο εχθρός απείχε τώρα γύρω στα τριακόσια εβδομήντα μέτρα και επιτάχυνε το βήμα. Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν ακόμα κουνηθεί, ο Δέκτωνας άρπαξε το σχοινί της κατσίκας που ήταν μπροστά του. Τον είδαμε να κοιτάζει φοβισμένος καθώς η πεδιάδα άρχισε να βροντά από το θόρυβο που έκαναν τα πόδια του εχθρού, ενώ ο αέρας αντηχούσε από τις φωνές τους, τόσο από το φόβο τους όσο και από το θυμό τους.
Ο Λεωνίδας ευλόγησε τα σφάγια, επικαλούμενος δυνατά την Κυνηγό Άρτεμη και τις Μούσες. Μετά διαπέρασε με το μοναδικό σπαθί του το λαιμό της κατσίκας, ακινητοποιώντας τα πίσω πόδια της με τα γόνατά του, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατούσε το σαγόνι του ζώου προς τα έξω καθώς η λεπίδα διαπερνούσε το λαιμό του. Δεν έμεινε μάτι στην παράταξη που να μην είδε το αίμα να αναπηδά και να χύνεται στη Γαία, τη μάνα γη, πιτσιλώντας καθώς έπεφτε τις ορειχάλκινες κνημίδες του Λεωνίδα και βάφοντας κόκκινα τα πόδια του με τις δερμάτινες σόλες της μάχης.
Ο βασιλιάς γύρισε, ενώ το θύμα του σπαρταρούσε ακόμα ανάμεσα στα γόνατά του, προς τους Σκιρίτες, τους Σπαρτιάτες, τους περιοίκους και τους Τεγεάτες, που στέκονταν ακίνητοι και σιωπηλοί στις σειρές τους. Τέντωσε το όπλο του, που έσταζε ακόμα από το αίμα της ιερής θυσίας, πρώτα προς τα πάνω στους θεούς, των οποίων τη βοήθεια τώρα ζητούσε, μετά ένα γύρο προς το μέρος του εχθρού, που προχωρούσε γρήγορα εναντίον τους.
«Δία Σωτήρα και Έρωτα!» αντήχησε βροντερή η φωνή του, που ακούστηκε παρ' όλη την οχλοβοή. «Λακεδαιμόνιοι!»
• 158 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Η σάλπιγγα ήχησε «εμπρός!». Οι σαλπιγκτές κράτησαν το ρυθμό μέχρι να κάνουν οι άντρες δέκα βήματα και μετά σταμάτησαν απότομα, δίνοντας τη σκυτάλη στους αυλητές. Οι διαπεραστικές νότες των αυλών τους έσχιζαν το φοβερό σάλαγο σαν κραυγή χιλιάδων Μαινάδων. Ο Δέκτωνας άρπαξε τη σφαγμένη κατσίκα και τη ζωντανή και έφυγε σαν κυνηγημένος να τρυπώσει ανάμεσα στους στοίχους.
Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους προχωρούσαν ακολουθώντας το ρυθμό, με τα ακόντια ψηλά, ενώ οι γυαλισμένες αιχμές τους άστραφταν στον ήλιο. Τώρα ο αντίπαλος άρχισε την επέλαση. Ο Λεωνίδας, χωρίς βιασύνη ή ανυπομονησία, πήγε στη θέση του στην πρώτη γραμμή, καθώς εκείνη προχωρούσε για να τον καλύψει, ενώ οι ιππείς παρέμειναν ακλόνητοι στη θέση τους, δεξιά και αριστερά του.
Τώρα από τις σειρές των Λακεδαιμονίων υψώθηκε ο παιάνας, ο ύμνος στον Κάστορα, από τέσσερις χιλιάδες στόματα. Στον ανιόντα ρυθμό της δεύτερης στροφής, τα ακόντια
Αδελφέ που λάμπεις στους ουρανούς Ουρανογέννητε ήρωα
των τριών πρώτων στοίχων από κάθετα πήραν τη θέση της επίθεσης.
Τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν το δέος και τον τρόμο που προκαλεί στον αντίπαλο, σε κάθε αντίπαλο, αυτή η φαινομενικά απλή χειρονομία, που στη Λακεδαίμονα λέγεται «καρφώστε το» ή «το πεύκο ανά χείρας», τόσο εύκολο να το κάνεις στην παρέλαση και τόσο εκπληκτικό κάτω από συνθήκες ζωής και θανάτου. Η αλλαγή της θέσης του ακοντίου εκτελέστηκε με μεγάλη ακρίβεια και χωρίς φόβο. Κανένας άντρας δεν πήγε προς τα μπρος εκτός ελέγχου, ούτε προς τα πίσω, από φόβο, κανείς δεν πήγε προς τα δεξιά στη σκιά της ασπίδας του συμπολεμιστή του, όλοι στέκο-
• 159 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
νταν σταθεροί και αδιάσπαστοι, σφιχτοδεμένοι σαν τις φολίδες στα πλευρά ερπετού, με την καρδιά σταματημένη από το δέος, τα μαλλιά όρθια στον αυχένα, ενώ δυνατά ρίγη διέτρεχαν το ριζοπλάτι τους.
Σαν το τεράστιο θεριό που, στριμωγμένο απ' τα σκυλιά, σαν σβούρα από τη μάνητα γυρίζει, μ' ολόρθες τις τρίχες απ' τη λύσσα, που, αν κι εξαντλημένο στη δύναμη του, αναπαύεται, το φόβο αψηφώντας, έτσι κι η χαλκοπόρφυρη φάλαγγα των Λακεδαιμονίων σαν ένας άνθρωπος κινήθηκε με το μοναδικό της τρόπο να σκοτώνει.
Η αριστερή πτέρυγα του εχθρού, ογδόντα άντρες πλάτος, διαλύθηκε πριν ακόμα οι ασπίδες των προμάχων τους πλησιάσουν στα τριάντα βήματα τους Σπαρτιάτες. Μια κραυγή τρόμου βγήκε από το λαιμό του αντιπάλου, τόσο πρωτόγονη, που πάγωνε το αίμα κι ύστερα το κατάπιε της μάχης ο αχός.
Το αριστερό κέρας του εχθρού διασπάστηκε από μέσα. Αυτή η πτέρυγα, που το πλάτος της πριν λίγο ήταν σα
ράντα οχτώ ασπίδες, έγινε ξαφνικά τριάντα, μετά είκοσι, μετά δέκα, καθώς ο πανικός σάρωνε σαν φωτιά που γιγαντώνεται από το δυνατό αέρα από τους τρομοκρατημένους άντρες των άκρων στο κυρίως σώμα του στρατού. Οι άντρες των τριών πρώτων σειρών που είχαν τραπεί σε φυγή έπεφταν πάνω στους συμπολεμιστές τους που ακολουθούσαν. Η μία ασπίδα χτυπούσε πάνω στην άλλη, το ένα ακόντιο έπεφτε πάνω στο άλλο. Το αποτέλεσμα ήταν μια μάζα από σάρκες και ορείχαλκο, καθώς οι άντρες, φορτωμένοι με τριάντα κιλά ασπίδες και οπλισμό, μπερδεύονταν και έπεφταν, εμποδίζοντας έτσι τους συμπολεμιστές τους να προχωρήσουν. Έβλεπες τους γενναίους να ορμούν φωνάζοντας οργισμένα στους συμπατριώτες τους που είχαν εγκαταλείψει. Όσοι διατηρούσαν ακόμα το κουράγιο τους παραμέριζαν εκείνους που το είχαν χάσει, φωνάζοντας υπερβολικά και
• 160 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μανιασμένα, ποδοπατώντας τις μπροστινές σειρές, ή πάλι, καθώς το θάρρος τους εγκατέλειπε κι αυτούς, τα παρατούσαν και έτρεχαν να σώσουν το τομάρι τους.
Τη στιγμή που η σύγχυση είχε κορυφωθεί από τη μεριά του εχθρού, η δεξιά πτέρυγα των Σπαρτιατών έπεσε πάνω τους. Τώρα και oι πιο γενναίοι έσπασαν. Γιατί ένας γενναίος άντρας πρέπει να πεθαίνει όταν δεξιά και αριστερά του, μπροστά και πίσω του οι σύντροφοι του τον εγκαταλείπουν; Ασπίδες πετιόνταν, ακόντια εκσφενδονίζονταν άγρια στο έδαφος. Μισή χιλιάδα άντρες το είχε βάλει στα πόδια και έτρεχε τρομαγμένη. Εκείνη τη στιγμή το κέντρο και η δεξιά πτέρυγα της εχθρικής γραμμής συγκρούστηκαν με το κυρίως σώμα των Σπαρτιατών.
Εκείνος ο πάταγος που τόσο καλά γνώριζαν όλοι οι πολεμιστές, αλλά που ο Αλέξανδρος και τα νεανικά αυτιά μου δεν είχαν ποτέ ματακούσει, ήταν αποτέλεσμα της σύγκρουσης του ωθισμού.
Κάποτε στην πατρίδα, όταν ήμουν μικρός, ο Βρύαξης κι εγώ είχαμε βοηθήσει το γείτονά μας Πιερίωνα να βάλει σε άλλη θέση τρεις από τις κολλημένες ξύλινες κυψέλες του. Καθώς πηγαίναμε την κυψέλη στη νέα της θέση, κάποιου το πόδι γλίστρησε. Η κυψέλη έπεσε. Και τότε μέσα από το κλειστό κιβώτιο, που καταφέραμε να πιάσουμε ωστόσο, δημιουργήθηκε ένας φοβερός αχός, που δεν έμοιαζε μήτε με ουρλιαχτό μήτε με κραυγή, βρυχηθμό ή μουγκρητό, ήταν ένας συνεχής θόρυβος από το πουθενά, μια παλλόμενη οργή και λαχτάρα για φόνο, που έβγαινε όχι από τον εγκέφαλο ή την καρδιά αλλά από τα κελιά της κερήθρας, από τις μέλισσες που ζούσαν στις κυψέλες.
Ο ίδιος ακριβώς αχός, εκατό, χίλιες φορές πιο δυνατός, υψώθηκε τώρα, απόρροια της σύγκρουσης των αντρών και των όπλων, σε όλη την κοιλάδα. Τώρα καταλάβαινα τη φράση του ποιητή «ο μύλος του Άρη» και ένιωσα στο πετσί μου
161
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γιατί οι Σπαρτιάτες μιλούσαν για τον πόλεμο σαν να ήταν δουλειά. Ένιωσα τα νύχια του Αλέξανδρου να βυθίζονται στο χέρι μου.
«Βλέπεις τον πατέρα μου; Βλέπεις το Διηνέκη;» Ο Διηνέκης κυνηγούσε εκείνους που είχαν τραπεί σε φυ
γή ακριβώς από κάτω μας. Βλέπαμε πολύ καλά το λοξό λοφίο του, τη «βούρτσα» του στα δεξιά του Ηρακλή, στην πρώτη γραμμή της τρίτης ενωμοτίας. Κι ενώ στις σειρές του εχθρού επικρατούσε το χάος, εκείνες των Σπαρτιατών παρέμεναν άθικτες και ενωμένες. Η πρώτη γραμμή δεν είχε πέσει με μανία πάνω στους αντιπάλους, που έτρεχαν σαν άγριοι, ούτε προχωρούσε όμως με την αδιάφορη ακρίβεια των παρελάσεων. Μάλλον ορμούσαν ενωμένοι σαν μια σειρά πολεμικών πλοίων που ετοιμάζονται να εμβολίσουν. Μέχρι τώρα δεν είχα καταλάβει πόσο πιο μακριά από τις ενισχυμένες ορειχάλκινες ασπίδες των προμάχων το δολοφονικό σίδερο των ακοντίων τους μπορούσε να φτάσει. Τρυπούσαν και χτυπούσαν από ψηλά, οδηγημένα με όλη τη δύναμη του δεξιού βραχίονα και του ώμου, πάνω απ το στεφάνι της ασπίδας. Τα ακόντια όχι μόνο της πρώτης σειράς αλλά και της δεύτερης και της τρίτης ακόμα εκτείνονταν πάνω από τους ώμους των συμπολεμιστών τους για να σχηματίσουν μια αλωνιστική μηχανή που προχωρούσε σαν ένα δολοφονικό τείχος. Καθώς η αγέλη των λύκων ρίχνει κάτω το ελάφι που τρέχει να σωθεί, έτσι ακριβώς έπεφταν και οι Σπαρτιάτες πάνω στους υπερασπιστές του Αντιρρίου, όχι με λύσσα και οργή, στραβώνοντας τα χείλη και δείχνοντας τα δόντια, αλλά σαν ψύχραιμοι ληστές, που χρησιμοποιούν το ατσάλι με τη σιωπηλή συνοχή της φονικής αγέλης και τη δολοφονική επιτηδειότητα του κυνηγού.
Ο Διηνέκης τους ανάγκασε να αλλάξουν κατεύθυνση. Οδήγησε την ενωμοτία του έτσι ώστε να χτυπήσει τον εχθρό από το πλάι. Χάθηκαν στον καπνό τώρα. Αδύνατο πια να
162
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
δει κανείς. Ήταν τόση η σκόνη που σηκωνόταν από τα πόδια των αντρών έτσι όπως έτρεχαν και ανακατευόταν με τον καπνό των φλεγόμενων σαπιοκάραβων, που ολόκληρη η πεδιάδα έμοιαζε να έχει πάρει φωτιά. Κι από τούτο το πνιγηρό σύννεφο υψωνόταν εκείνος ο ήχος, εκείνος ο τρομερός, αδιευκρίνιστος ήχος. Νιώθαμε μάλλον παρά διακρίναμε το λόχο του Ηρακλή ακριβώς από κάτω μας, όπου η σκόνη και ο καπνός ήταν πυκνότερα. Κυνηγούσαν την αριστερή πτέρυγα του εχθρού. Οι μπροστινές σειρές είχαν αναλάβει να καθαρίσουν όλους τους άτυχους μπάσταρδους που είχαν πέσει κάτω, είχαν ποδοπατηθεί ή που τα πανικόβλητα πόδια τους δεν είχαν τη δύναμη να τους απομακρύνουν αρκετά γρήγορα και να γλιτώσουν τη σφαγή.
Στο κέντρο και στα δεξιά, κατά μήκος ολόκληρης της γραμμής, οι Σπαρτιάτες και οι Συρακούσιοι πολεμούσαν ασπίδα με ασπίδα, κράνος με κράνος. Μέσα σε κείνη τη δίνη ελάχιστα μπορούσαμε να δούμε, μόνο μερικές φευγαλέες σκηνές, κυρίως των πίσω στοίχων, που είχαν βάθος οχτώ αντρών από την πλευρά των Λακεδαιμονίων, δώδεκα και δεκάξι από των Συρακούσιων, καθώς πίεζαν τον ομφαλό της ασπίδας τους, που είχε τρία πόδια πλάτος, στην πλάτη του άντρα που ήταν εμπρός τους στη γραμμή και ανασηκώνονταν και χαμήλωναν και έσπρωχναν με όλη τους τη δύναμη. Οι σόλες των κνημίδων τους έσκαβαν χαντάκια στην πεδιάδα και έστελναν ακόμα πιο πολλή σκόνη στην ήδη πνιγηρή ατμόσφαιρα.
Ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς άνθρωπο πια, ακόμα και μονάδες. Το μόνο που μπορούσαμε να δούμε ήταν το μπρος πίσω των παρατάξεων και να ακούμε αδιάκοπα εκείνον το φοβερό αχό, που σου έκοβε το αίμα.
Σαν την πλημμύρα που κατεβαίνει απ' τα βουνά και το υδάτινο τείχος της με πάταγο στα ξεροπόταμα ορμάει, τα στην πέτρα στηριγμένα δοκάρια του φράγματος τσακίζο-
• 163 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ντας, που από χέρι ανθρώπου έχει φτιαχτεί, έτσι όρμησε και η γραμμή των Σπαρτιατών στο κυρίως σώμα των Συρακούσιων. Το κυρίως φράγμα, θεμελιωμένο τόσο γερά ενάντια στην πλημμύρα όσο ο φόβος και η προνοητικότητα μπορούν να επινοήσουν, μοιάζει να 'χει τη ρίζα του βαθιά και να κρατάει, να 'χει τη δύναμή του φυτεμένη περήφανα στη γη κι ώρα πολλή σημάδια υποχώρησης να μη φανερώνει. Κι έπειτα, μπροστά στα μάτια του φυτευτή που με αγωνία παρακολουθεί, μια φουσκονεριά ένα βαθιά μπηγμένο πάσσαλο αρχίζει ν' ανατρέπει, άλλη μια πέτρινη επένδυση υποσκάπτει. Σε κάθε τμήμα της ρωγμής το βάρος και η δύναμη του ορμητικού κύματος ακατανίκητα γίνονται, κι έτσι το κύμα όλο και πιο βαθιά σφυροκοπά, σκίζει και σκάβει, το χάσμα μεγαλώνει, εξερευνώντας το κάθε φορά με τη βίαιη ροή του.
Τώρα το φράγμα, που ίσαμε ένα χέρι φάρδος είχε ανοίξει, πιότερο σχίζεται και πιο πολύ βαθαίνει. Ο απίστευτος όγκος του νερού, τόνοι μολύβι ο ένας πάνω στον άλλο, το βάρος του προσθέτει στην ασυγκράτητη πλημμύρα που όλο και φουσκώνει. Σ' όλο το μήκος του αναχώματος που το νερό κυλάει ανάμεσά του κομμάτια γης συντρίβονται από τη δίνη του χειμάρρου που αφροκοπά παρασυρμένα. Έτσι ακριβώς το κέντρο των Συρακούσιων χτυπιόταν και σφυ-ροκοπιόταν από των Τεγεατών το βαρύ πεζικό. Τότε, λοιπόν- ο βασιλιάς μαζί με τους ιππείς του και τα συγκεντρωμένα τάγματα της Αγριελιάς το ξεφλούδισμα και το γκρέμισμα άρχισαν.
Οι Σκιρίτες είχαν πάρει στο κατόπι το δεξί του εχθρού. Από τα αριστερά τα τάγματα του Ηρακλή κύκλωσαν από τα πλάγια τον εχθρό. Κάθε Συρακούσιος που κάλυπτε την πτέρυγα αναγκάστηκε να γυρίζει σαν τη ρόδα για να υπερασπίζεται την αφύλαχτη πλευρά του, που σήμαινε άλλη μια υποχώρηση μπροστά στο μέτωπο των Σπαρτιατών που προχωρούσε. Ο αχός της σκληρής μάχης φάνηκε να μεγαλώνει
• 164 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
για μια στιγμή, έπειτα ακολούθησε νεκρική σιγή, καθώς οι απελπισμένοι άντρες είχαν αντλήσει κάθε απόθεμα αντρει-οσύνης από τα εξουθενωμένα τους μέλη. Μια αιωνιότητα πέρασε, θαρρείς, ώσπου τα στήθη να πάρουν μιαν ανάσα κι έπειτα, με τον ίδιο αρρωστημένο θόρυβο του ορεινού υδρο-φράχτη καθώς υποχωρεί, ανίκανος να αντισταθεί στην επιθετικότητα του χειμάρρου, η γραμμή των Συρακούσιων ράγισε και έσπασε.
Τώρα μέσα στη σκόνη και στη φωτιά της πεδιάδας άρχισε η σφαγή.
Μια κραυγή, ανάμεικτη από χαρά και δέος, ξέφυγε από τα λαρύγγια των πορφυροχίτωνων Σπαρτιατών. Η πίσω γραμμή των Συρακούσιων έπεσε, άρχισε να υποχωρεί, όχι άτακτα όμως και με φασαρία, όπως των συμμάχων τους των κατοίκων του Αντιρρίου, αλλά πειθαρχημένα, κατά ομάδες, που συγκρατούσαν ακόμα οι αξιωματικοί τους ή κάθε γενναίος άντρας που είχε αναλάβει από μόνος του χρέη αξιωματικού, διατηρώντας τις ασπίδες τους μπροστά και στα μετόπισθεν του στοίχου καθώς υποχωρούσαν. Οι μπροστάρηδες Σπαρτιάτες, οι άντρες των πέντε πρώτων σειρών, ήταν η αφρόκρεμα της πόλης σε ταχύτητα και δύναμη. Κανείς, εκτός από τους αξιωματικούς, δεν ξεπερνούσε τα είκοσι πέντε χρόνια. Πολλοί, όπως ο Πολύνεικος, που πολεμούσε μπροστά με τους υπόλοιπους ιππείς, ήταν δρομείς των Ολυμπιακών και κάτι σαν ολυμπιακός θεσμός, τόσες φορές που είχαν στεφθεί ολυμπιονίκες ενώπιον των θεών.
Αυτοί, λοιπόν, ελεύθεροι από το Λεωνίδα και οδηγημένοι από τον πόθο τους για δόξα, αποφάσισαν να περάσουν από το ατσάλι τους Συρακουσίους που υποχωρούσαν.
Όταν οι σαλπιγκτές φύσηξαν τις σάλπιγγες τους και το διαπεραστικό βουητό τους ήχησε το κάλεσμα να πάψει η σφαγή, και το πλέον άπειρο μάτι μπορούσε να διαβάσει το πεδίο της μάχης σαν βιβλίο.
• 165 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Εκεί, στα δεξιά των Σπαρτιατών, όπου το τάγμα του Ηρακλή είχε καταδιώξει τους κατοίκους του Αντιρρίου, έβλεπε κανείς το χορτάρι ανέπαφο και το πεδίο της μάχης πέρα σπαρμένο με ασπίδες και κράνη, ακόντια, ακόμα και θώρακες πεταμένους στην άκρη από τον εχθρό, που υποχωρούσε άτακτα. Πτώματα υπήρχαν εδώ κι εκεί, μπρούμυτα, με τα επαίσχυντα τραύματα του θανάτου στις γυρισμένες κατά τη φυγή πλάτες τους.
Στα δεξιά, όπου τα δυνατότερα στρατεύματα του εχθρού είχαν κρατήσει πιο πολύ ενάντια στους Σκιρίτες,το μακελειό ήταν μεγαλύτερο, το χορτάρι άγρια ποδοπατημένο· κατά μήκος του τείχους που ο αντίπαλος είχε σηκώσει για να καλύψει το πλευρό του, έβλεπε κανείς σωρούς από κατακρεουργημένα κουφάρια, γιατί παγιδεύτηκαν από το ίδιο τους το τείχος και μάταια αγωνίζονταν να σκαρφαλώσουν πάνω.
Μετά, το μάτι πήγαινε στο κέντρο, όπου είχε γίνει η αγριότερη σφαγή. Εδώ η γη ήταν σκισμένη και γεμάτη ρωγμές, θαρρείς και χίλια ζεύγη βόδια είχαν εισβάλει πάνω της με τη δύναμη των οπλών τους και το ατσάλι του αλετριού τους, που χώνεται βαθιά στη γη. Το χώμα εκεί που τα πόδια των αντιπάλων ανασηκώνονταν και τεντώνονταν διεκδικώντας τη γη ήταν ανασκαμμένο, μαύρο απ' το κατράμι και το αίμα, σε μια απόσταση που είχε μήκος τριακόσια μέτρα και πλάτος εκατό. Τα κουφάρια απλώνονταν σαν χαλί πάνω στο έδαφος, σε κάποια μέρη δυο δυο και τρία μαζί, το ένα πάνω στ' άλλο. Στα μετόπισθεν, σε όλο το μήκος της πεδιάδας όπου είχαν υποχωρήσει οι Συρακούσιοι και κατά μήκος των όχθεων του ποταμού, μπορούσε να δει κανείς κι άλλα πτώματα, εδώ κι εκεί, δύο ή τρία μαζί, πέντε και επτά. Τούτοι κατά την υποχώρηση βρίσκονταν σε κλειστούς στοίχους και σταμάτησαν καταδικασμένοι όπως τα κάστρα από άμμο μπροστά στην παλίρροια. Έπεσαν από τραύματα τιμής, αντιμετωπίζοντας το Σπαρτιάτη αντίπαλο αποκλεισμένοι από το μέτωπο.
• 166 •
ΟΙ ΠϊΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ένας ολολυγμός σηκώθηκε από τις πλαγιές των γύρω λόφων, από όπου οι Αντιρριώτες ακροβολιστές παρακολουθούσαν τον αφανισμό των συντρόφων τους, ενώ από τα τείχη του φρουρίου σύζυγοι και θυγατέρες μοιρολογούσαν όπως η Εκάβη και η Ανδρομάχη στις επάλξεις του Ίλιου,
Οι Σπαρτιάτες έσυραν τα πτώματα από τους σωρούς των σκοτωμένων, αναζητώντας το φίλο ή τον αδελφό που ήταν πληγωμένος και προσκολλημένος ακόμα στη ζωή. Όταν άκουγαν όμως το βογκητό κάποιου άντρα του εχθρού, τον αποτελείωναν χώνοντάς του τη λεπίδα του ξίφους τους στο λαιμό. «Σταματήστε!» φώναξε ο Λεωνίδας και πήγε βιαστικά στους σαλπιγκτές για να ηχήσουν το σάλπισμα της παύσης. «Φροντίστε τους! Φροντίστε και τον εχθρό επίσης!» φώναξε και οι αξιωματικοί μεταβίβασαν τη διαταγή σε όλη τη γραμμή.
Ο Αλέξανδρος κι εγώ, κουτρουβαλώντας την πλαγιά, είχαμε φτάσει τώρα στην πεδιάδα. Ήμαστε στο πεδίο της μάχης. Στάθηκα δυο βήματα πίσω, καθώς το αγόρι έψαχνε με θανατερή αγωνία ανάμεσα στους πληγωμένους πολεμιστές, που η σάρκα τους θαρρείς και καιγόταν απ' το καμίνι της οργής, ενώ η ανάσα τους φαινόταν να εξατμίζεται στον αγέρα.
«Πατέρα!» φώναξε ο Αλέξανδρος κατατρομαγμένος και τότε μπροστά του είδε το λοξό λοφίο της περικεφαλαίας του αξιωματικού και μετά τον ίδιο τον Ολύμπιο όρθιο και αλώβητο. Η έκφραση της έκπληξης στο πρόσωπο του πολέμαρχου ήταν σχεδόν κωμική όταν είδε το γιο του να τρέχει προς το μέρος του μέσα από κείνο το μακελειό. Ο άντρας και το αγόρι αγκαλιάστηκαν με λαχτάρα. Τα δάχτυλα του αγοριού έψαχναν το θώρακα και το ύφασμα κάτω από το στέρνο του για να βεβαιωθεί ότι και τα τέσσερα άκρα του ήταν ανέπαφα και ότι κάποιες αόρατες ακόμα πληγές δεν έτρεχαν μαύρο αίμα.
Ο Διηνέκης αναδύθηκε από το πλήθος που έψαχνε ακό-
• 167 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μη. Ο Αλέξανδρος πέταξε στην αγκαλιά του. «Είσαι καλά; Μήπως σε λάβωσαν;» Πλησίασα κι εγώ. Ο Αυτόχειρας στεκόταν δίπλα στο Διηνέκη, με τις βελόνες μανταρίσματος στα χέρια και το πρόσωπο γεμάτο εχθρικό αίμα. Είδα μια ομάδα ανθρώπων να κοιτάζει κάτι. Ανάμεσα στα πόδια τους διέκρινα την κατακρεουργημένη και ακίνητη μορφή του Μηριόνη, του βοηθού του Ολύμπιου.
«Τι κάνετε εδώ;» ρώτησε ο Ολύμπιος το γιο του. Ο τόνος της φωνής του είχε αγριέψει καθώς συνειδητοποίησε τι κίνδυνο είχε διατρέξει το παιδί. «Πώς φτάσατε εδώ;»
Κι άλλα πρόσωπα γύρω μας φανέρωναν την ίδια οργή. Ο Ολύμπιος χτύπησε δυνατά το γιο του στο κεφάλι. Τότε το παιδί είδε το Μηριόνη. Με μια κραυγή πόνου έπεσε στα γόνατα πάνω στο χώμα, δίπλα στον ετοιμοθάνατο βοηθητικό.
«Κολυμπήσαμε» είπα. Δέχτηκα μια δυνατή γροθιά, μετά μια άλλη κι άλλη.
«Για τι το περάσατε, για διασκέδαση; Τι ήρθατε να κάνετε , να δείτε το θέαμα;»
Οι άντρες ήταν έξαλλοι από θυμό, όπως έπρεπε να είναι. Ο Αλέξανδρος, που δεν άκουγε, προσηλωμένος καθώς ήταν στο Μηριόνη, γονάτισε πάνω από τον άντρα που κείτονταν ανάσκελα ανάμεσα σε δυο πολεμιστές. Το ακάλυπτο κεφάλι του ακουμπούσε πάνω σε μια ασπίδα και η πυκνή άσπρη γενειάδα του ήταν λερωμένη από πηγμένο αίμα, μύξα και σάλια. Ο Μηριόνης, ως βοηθητικός, δεν είχε θώρακα να προφυλάσσει το στήθος του' είχε δεχτεί ένα ακόντιο από τους Συρακούσιους κατευθείαν στο κόκαλο του στέρνου. Η πληγή που έτρεχε ακόμα είχε σχηματίσει στην κοιλότητά του μια κόκκινη λίμνη. Ο χιτώνας του είχε μαζευτεί προς τα πάνω και ήταν ποτισμένος από το σκούρο πηγμένο αίμα. Ακούγαμε το σφύριγμα του αέρα μέσα από τα σακατεμένα του πνευμόνια, που αγωνίζονταν να εισπνεύσουν και εξέπνεαν αίμα αντί για αέρα.
168
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Τι έκανε στη γραμμή;» Η φωνή του Αλέξανδρου ήταν ραγισμένη από τη θλίψη καθώς ρωτούσε τους συγκεντρωμένους πολεμιστές. «Υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να είναι εδώ!»
Το αγόρι ζήτησε νερό. «Κομιστή!» φώναξε ξανά και ξανά. Έσκισε το χιτώνα του, δίπλωσε το λινό ύφασμα και το πίεσε πάνω στο σακατεμένο στέρνο του πληγωμένου φίλου του. «Γιατί δεν του δένετε το τραύμα;» ακούστηκε να λέει η νεανική φωνή του στους άντρες που βρίσκονταν ολόγυρα και παρακολουθούσαν με ύφος σοβαρό. «Πεθαίνει! Δε βλέπετε ότι πεθαίνει;» Φώναξε πάλι να φέρουν νερό, αλλά κανείς δεν ήρθε. Οι άντρες ήξεραν το γιατί, και τώρα, καθώς τον έβλεπε, το κατάλαβε και ο Αλέξανδρος, όπως το γνώριζε ήδη κι ο Μηριόνης.
«Ένα βήμα ακόμα και θα περάσω στην άλλη μεριά του ποταμού, μικρό μου παλιοανιψούδι» είπε με δυσκολία ο πρώην πολεμιστής.
Το φως της ζωής έσβηνε γρήγορα από τα μάτια του πολεμιστή. Όπως έχω πει, δεν ήταν από τη Σπάρτη, αλλά από την Ποτίδαια, αξιωματικός στην πατρίδα του, που είχε πιαστεί αιχμάλωτος πριν από πολύ καιρό και δεν του επέτρεψαν ποτέ να ξαναδεί το σπίτι του. Με μια προσπάθεια που σου έφερνε δάκρυα στα μάτια, ο Μηριόνης βρήκε τη δύναμη να σηκώσει το μαύρο από τα αίματα χέρι του και να το βάλει πάνω στου παιδιού. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν, ο άντρας που ξεψυχούσε παρηγορούσε το ζωντανό έφηβο.
«Δεν υπάρχει καλύτερος θάνατος από αυτόν» είπε ανασαίνοντας βαριά.
«Θα σε πάω στην πατρίδα» ορκίστηκε ο Αλέξανδρος. «Μα τους θεούς, θα κουβαλήσω εγώ ο ίδιος τα κόκαλα σου».
Ο Ολύμπιος γονάτισε κι αυτός και πήρε το χέρι του βοηθού του στο δικό του. «Πες το κι έγινε, παλιόφιλε. Οι Σπαρτιάτες θα σε πάνε εκεί».
• 169 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο γέροντας προσπάθησε να μιλήσει, αλλά οι φωνητικές χορδές του δεν τον υπάκουαν. Προσπάθησε αδύναμα να σηκώσει το κεφάλι. Ο Αλέξανδρος τον εμπόδισε. Μετά, απαλά, πέρασε το χέρι του κάτω από τον αυχένα του γέροντα και τον ανασήκωσε. Ο Μηριόνης κοίταξε μπροστά του και πλαγίως, όπου ανάμεσα στο ανασκαμμένο και υγρό χορτάρι διακρίνονταν οι κόκκινοι μανδύες των άλλων σκοτωμένων πολεμιστών. Γύρω από τον καθένα τους ήταν συγκεντρωμένοι μερικοί σύντροφοι και συμπολεμιστές. Μετά, με μια προσπάθεια που φαινόταν να εξαντλεί όση δύναμη του είχε απομείνει, μίλησε:
«Όπου ταφούν αυτοί, εκεί να χώσετε κι εμένα. Εδώ είναι η πατρίδα μου. Τίποτ' άλλο δε ζητώ».
Ο Ολύμπιος ορκίστηκε. Ο Αλέξανδρος, φιλώντας το μέτωπο του Μηριόνη, επανέλαβε τον όρκο.
Τα μάτια του άντρα σκοτείνιασαν, αλλά φαινόταν ανακουφισμένος. Πέρασε λίγη ώρα. Τότε ο Αλέξανδρος, με την καθαρή φωνή τενόρου που διέθετε, είπε το στερνό αντίο στον ήρωα:
Τούτο το δαίμονα που οι θεοί όταν γεννήθηκα μέσα μου εμφύσησαν με χαρούμενη καρδιά τον επιστρέφω πάλι σ' αυτούς.
Για τη νίκη ο Δέκτωνας έφερε στο Λεωνίδα τον κόκορα που θα θυσιαζόταν για να ευχαριστήσουν το Δία και τη Νίκη. Το αγόρι ήταν ξαναμμένο από το θρίαμβο, κουνούσε βίαια τα χέρια του και σκέφτηκα πως μακάρι να του είχαν επιτρέψει να κρατήσει ασπίδα και κοντάρι και να πάρει θέση στη γραμμή της μάχης.
Όσο για μένα, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τα πρόσωπα των πολεμιστών που είχα γνωρίσει και παρακο-
• 170 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
λουθήσει στα γυμνάσια και στις ασκήσεις, αλλά που μέχρι τώρα δεν τους είχα δει μέσα στο αίμα και στον τρόμο της μάχης. Από καιρό τους θεωρούσα ανώτερους από τους άντρες κάθε πόλης που γνώριζα, αλλά τώρα τους είχα βάλει στο βάθρο μαζί με τους ήρωες και τους ημίθεους. Τους είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια να κατατροπώνουν τους κατοίκους του Αντιρρίου, που δεν τους έλειπε η ανδρεία, αφού πολεμούσαν μπροστά στα τείχη τους υπερασπιζόμενοι τα σπίτια και τις οικογένειες τους, και να συντρίβουν μέσα σε λίγα λεπτά τα επίλεκτα στρατεύματα των Συρακούσιων και τους μισθοφόρους τους, οι οποίοι εκπαιδεύονταν και εξοπλίζονταν από το απεριόριστο χρυσάφι του τυράννου Γέλωνα.
Πουθενά σε όλο το πεδίο της μάχης δεν κλονίστηκαν οι Σπαρτιάτες. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσο αίμα, η πειθαρχία τους έκανε να είναι σοβαροί και αξιοπρεπείς, χωρίς κομπασμούς και περηφάνιες. Δεν έγδυσαν τα πτώματα, όπως θα έκαναν με ανυπομονησία και απληστία οι στρατιώτες άλλων πόλεων, ούτε ανήγειραν τρόπαια από ματαιοδοξία και ξιπασιά από τα όπλα των ηττημένων. Η μόνη ευχαριστήρια προσφορά τους ήταν ένας κόκορας, που άξιζε λιγότερο από έναν οβολό, όχι επειδή δε σέβονταν τους θεούς αλλά επειδή ένιωθαν δέος και το θεωρούσαν αναξιοπρεπές να εκφράσουν υπερβολικά τη θνητή χαρά τους γι' αυτόν το θρίαμβο που τους είχαν χαρίσει οι θεοί.
Είδα το Διηνέκη να ανασυντάσσει τους στοίχους της ενω-μοτίας του, να καταγράφει τις απώλειες τους και να προσφέρει βοήθεια στους τραυματίες. Οι Σπαρτιάτες έχουν έναν όρο γι' αυτή την κατάσταση του νου η οποία πρέπει να αποφεύγεται πάση θυσία στη μάχη. Την αποκαλούν κατάληψη. Εννοούν τη διαταραχή των αισθήσεων που προέρχεται όταν ο τρόμος ή η οργή κυριεύουν το νου.
Καθώς παρακολουθούσα το Διηνέκη να συγκεντρώνει και να περιποιείται τους άντρες του, συνειδητοποίησα ότι αυ-
• 171 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τός ακριβώς ήταν ο ρόλος του αξιωματικού: να προφυλάσσει όσους είναι κάτω από τις διαταγές του σε όλα τα στάδια της μάχης —πριν, κατά τη διάρκεια και μετά— ώστε να μην «καταληφθούν». Ακόμη, να υποδαυλίζει την ανδρεία τους όταν πάει να τους εγκαταλείψει και να συγκρατεί την οργή τους όταν υπάρχει φόβος να τους παρασύρει. Αυτή ήταν η δουλειά του Διηνέκη. Γι' αυτό φορούσε την περικεφαλαία με το λοξό λοφίο του αξιωματικού.
Δεν είχε τον ηρωισμό ενός Αχιλλέα, το έβλεπα τώρα. Δεν ήταν ένας υπεράνθρωπος που ορμούσε άτρωτος στη σφαγή, σκοτώνοντας μόνος του αμέτρητους εχθρούς. Ήταν απλώς ένας άνθρωπος που έκανε τη δουλειά του. Μια δουλειά που ο κύριος προορισμός της ήταν η αυτοσυγκράτηση και η αυτοκυριαρχία όχι για το δικό του καλό αλλά για κείνους που οδηγούσε με το παράδειγμά του. Μια δουλειά που ο αντικειμενικός της σκοπός μπορούσε να υποτιμηθεί, όπως έκανε στις Θερμοπύλες το πρωινό που πέθανε, όταν είπε ότι έκανε «κάτι συνηθισμένο κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες».
Οι άντρες μάζευαν τα εισιτήριά τους τώρα. Αυτά, όπως ανέφερα πρωτύτερα, είναι τα ξύλινα βραχιόλια που δένουν οι άντρες με σπάγκο στο χέρι. Τα φτιάχνουν πριν τη μάχη, ώστε να αναγνωρίζεται το σώμα τους, αν είναι απαραίτητο, μετά τη σύγκρουση. Ο άντρας γράφει ή χαράζει το όνομά του δυο φορές, μία σε κάθε άκρη του κλαδιού, και μετά το σπάζει στη μέση. Το «μισό του αίματος» το δένει με σπάγκο στον αριστερό του καρπό και το φορά κατά τη διάρκεια της μάχης· το «μισό του κρασιού» μένει πίσω στο καλάθι μαζί με τα εφόδια στα μετόπισθεν. Τα μισά κόβονται επίτηδες δαντελωτά, ώστε, ακόμα κι αν το όνομα της γενιάς σβηστεί ή λερωθεί με κάποιο τρόπο, το δίδυμό του να μπορεί να ταιριάξει με αδιαμφισβήτητα αναγνωρίσιμο τρόπο. Όταν τελειώνει η μάχη, κάθε άντρας ξαναπαίρνει το εισιτή-
172
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ριό του. Όσα παραμένουν αζήτητα στο καλάθι δείχνουν τον αριθμό και την ταυτότητα των σκοτωμένων.
Όταν οι άντρες άκουγαν τα ονόματά τους και πλησίαζαν να πάρουν τα εισιτήριά τους, τα χέρια τους και τα πόδια τους έτρεμαν.
Σε όλη τη γραμμή έβλεπε κανείς πολεμιστές να μαζεύονται σε ομάδες, δυο ή τρεις μαζί, καθώς ο φόβος που είχαν καταφέρει να συγκρατήσουν κατά τη μάχη τώρα έλυνε τα δεσμά του και ορμούσε καταπάνω τους, κυριεύοντας τις καρδιές τους. Κρατώντας γερά τους συντρόφους τους από το χέρι, γονάτιζαν όχι μόνο από ευσέβεια, αν και δεν τους έλειπε, αλλά και επειδή η δύναμη είχε πετάξει ξαφνικά από τα γόνατα τους, που δεν τους κρατούσαν πια. Πολλοί έκλαιγαν, άλλοι έτρεμαν σύγκορμοι. Αυτό δεν το θεωρούσαν μαλ-θακότητα, αλλά, όπως το έλεγαν στη δωρική διάλεκτο, «χύ-σμα φόβου», κάθαρση ή «αποβολή του φόβου».
Ο Λεωνίδας περιφερόταν ανάμεσα στους άντρες του, για να δουν όλοι ότι ο βασιλιάς τους ήταν ζωντανός και αλώβητος. Οι άντρες ρούφηξαν λαίμαργα τη μερίδα του δυνατού βαριού κρασιού και δεν ντράπηκαν καθόλου να πιουν και νερό, και μάλιστα άφθονο. Το κρασί πήγαινε κάτω γρήγορα και δεν είχε καμιά παρενέργεια. Μερικοί άντρες βάλθηκαν να φτιάχνουν τα μαλλιά τους σαν να μην έτρεχε τίποτα. Τα χέρια τους όμως έτρεμαν τόσο πολύ, που ήταν αδύνατο να το κάνουν. Άλλοι γελούσαν κοροϊδευτικά βλέποντας τους· ήταν οι παλαίμαχοι, που ήξεραν καλά ότι η προσπάθειά τους θα πήγαινε χαμένη. Ήταν αδύνατο να κάνουν τα μέλη τους να υπακούσουν και έτσι οι απογοητευμένοι καλ-λωπιζόμενοι ανταπέδιδαν το γέλιο, ένα σκοτεινό γέλιο από τον Άδη.
Όταν όλα τα εισιτήρια βρήκαν το ταίρι τους και τους ιδιοκτήτες τους, όσα απόμειναν στο καλάθι πιστοποιούσαν ποιοι άντρες είχαν σκοτωθεί ή ήταν πολύ άσχημα τραυματι-
• 173 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σμένοι για να έρθουν να τα πάρουν. Τα έπαιρναν στη θέση τους αδέλφια ή φίλοι, πατέρες και γιοι και εραστές. Καμιά φορά ένας άντρας, εκτός από το δικό του εισιτήριο, έπαιρνε κι ένα δεύτερο και ίσως ένα τρίτο, κλαίγοντας καθώς τα δεχόταν. Πολλοί πήγαιναν πάλι στο καλάθι για να κοιτάξουν απλώς μέσα. Έτσι καταλάβαιναν τον αριθμό των νεκρών.
Σήμερα ήταν είκοσι οχτώ. Η Μεγαλειότητά Του ίσως συγκρίνει αυτό τον αριθμό με
τις χιλιάδες των σκοτωμένων σε μεγαλύτερες μάχες και τον θεωρήσει ασήμαντο. Για μας όμως έμοιαζε με αποδεκατισμό.
Δημιουργήθηκε αναταραχή. Και τότε φάνηκε ο Λεωνίδας να προχωρά κατά μήκος της γραμμής των συγκεντρωμένων πολεμιστών. «Γονατίσατε;» Συνέχισε να προχωρά όχι αγορεύοντας σαν κάποιος αλαζόνας μονάρχης που αντλούσε ευχαρίστηση από τον ήχο της ίδιας του της φωνής αλλά μιλώντας απαλά σαν ένας σύντροφος. Αγγιζε κάθε άντρα στον ώμο, μερικούς τους φιλούσε, άλλους τους αγκάλιαζε από τους ώμους, μιλούσε στον κάθε πολεμιστή ως άντρας προς άντρα, όμοιος στον όμοιο, χωρίς βασιλική συγκατάβαση. Συγκέντρωση. Η λέξη διαδιδόταν ψιθυριστά χωρίς να χρειάζεται να ειπωθεί.
«Έχουν όλοι οι άντρες τα μισά των εισιτηρίων τους; Τα χέρια σας σταμάτησαν το τρέμουλο ώστε να μπορέσετε να τα ταιριάξετε;» Γέλασε και οι άντρες γέλασαν μαζί του. Τον αγαπούσαν.
Οι νικητές δεν παρατάχθηκαν με ιδιαίτερη τάξη, τραυματίες και μη, βοηθητικοί και είλωτες μαζί. Καθάρισαν ένα μέρος για το βασιλιά, ενώ οι μπροστινοί γονάτισαν ώστε οι σύντροφοι τους από πίσω να μπορούν να βλέπουν και να ακούνε. Ο Λεωνίδας, πάλι, πηγαινοερχόταν μπροστά στη γραμμή, για να ακούγεται η φωνή του και να τον βλέπουν όλοι.
Ο ιερέας της μάχης, ο Ολύμπιος σ' αυτή την περίπτωση, σήκωσε ψηλά το καλάθι μπροστά στο βασιλιά. Ο Λεωνίδας
• 174 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
έβγαλε κάθε αζήτητο εισιτήριο και διάβασε το όνομα. Δεν πρόφερε κανένα εγκώμιο. Καμιά λέξη εκτός από το όνομα. Οι Σπαρτιάτες τη θεωρούν ως την πιο αγνή μορφή ιεροτελεστίας.
Αλκαμένης, Δάμων. Ανταλκίδας. Λύσανδρος. Και ο κατάλογος συνεχίστηκε. Οι σοροί, που οι βοηθητικοί είχαν πάρει ήδη από το πε
δίο της μάχης, θα καθαρίζονταν και θα αλείφονταν με λάδι, θα λέγονταν προσευχές και θα γίνονταν θυσίες. Καθένας από τους πεσόντες θα σαβανωνόταν με το μανδύα του ή ενός φίλου και θα ενταφιαζόταν εδώ, σ' αυτό το μέρος, δίπλα στους συντρόφους του, κάτω από έναν τύμβο. Οι σύντροφοι του θα κουβαλούσαν στην πατρίδα μόνο την ασπίδα, το σπαθί, το ακόντιο και την πανοπλία του, εκτός κι αν οι οιωνοί έλεγαν ότι η σορός τους άξιζε να γυρίσει πίσω και να ταφεί στη Λακεδαίμονα .
Ο Λεωνίδας έβγαλε τώρα το βραχιόλι του και συνταίρια-ξε τα δύο μισά. «Αδέλφια και σύμμαχοι, σας χαιρετώ. Συγκεντρωθείτε, φίλοι, και ακούστε τα λόγια της καρδιάς μου».
Σταμάτησε για μια στιγμή. Το ύφος του ήταν σοβαρό και επίσημο.
Έπειτα, όταν επικράτησε σιωπή, μίλησε: «Όταν ένας άντρας κατεβάζει μπροστά στα μάτια του
την ορειχάλκινη προσωπίδα της περικεφαλαίας του και αρχίζει να προχωρεί στη γραμμή εκκίνησης του, χωρίζει τον εαυτό του, όπως χωρίζει το εισιτήριό του, σε δύο μέρη. Το ένα μέρος το αφήνει πίσω του. Είναι το μέρος που παίρνει χαρά από τα παιδιά του, που υψώνει τη φωνή του στο χορό, που αγκαλιάζει τη γυναίκα του στη γλυκιά σκοτεινιά του λίκνου του.
• 175 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
»Αυτό το μισό του, το καλύτερο μέρος του, ο άντρας το βάζει κατά μέρος και το αφήνει πίσω του. Αποδιώχνει απ' την καρδιά κάθε συναίσθημα τρυφερότητας και οίκτου, κάθε συμπόνια και καλοσύνη, κάθε σκέψη ή έννοια που θα τον έκανε να θεωρεί τον εχθρό άντρα ανθρώπινη ύπαρξη σαν κι αυτόν. Βαδίζει στη μάχη κουβαλώντας μόνο το δεύτερο κομμάτι του εαυτού του, το κατώτερο, αυτό το μισό που ξέρει να σφάζει, να πετσοκόβει και να μη σπλαχνίζεται κανέναν. Διαφορετικά δε θα μπορούσε να πολεμήσει».
Οι άντρες άκουγαν, σιωπηλοί, με επισημότητα. Ο Λεωνίδας εκείνη την εποχή ήταν πενήντα πέντε χρονών. Είχε λάβει μέρος σε περισσότερες από σαράντα μάχες από τα είκοσι του χρόνια. Σημάδια από τραύματα παλιά τριάντα χρόνων διακρίνονταν πάνω στους ώμους και στις κνήμες του, στο λαιμό και κάτω από την ασημένια γενειάδα του.
«Μετά ο άντρας αυτός επιστρέφει ζωντανός· έχει γλιτώσει από τη σφαγή. Ακούει το όνομά του και πλησιάζει να πάρει το εισιτήριο του. Διεκδικεί εκείνο το κομμάτι του εαυτού του που είχε αφήσει κατά μέρος πρωτύτερα.
»Αυτή είναι μια ιερή στιγμή. Μια μυσταγωγία. Μια στιγμή κατά την οποία ο άντρας νιώθει τους θεούς τόσο κοντά όσο την ανάσα του.
»Ποια ακατανόητη δύναμη μας λυπήθηκε και μας γλίτωσε σήμερα; Ποια σπλαχνική θεότητα έστρεψε το ακόντιο του εχθρού από το λαιμό μας και το οδήγησε μοιραία στο στήθος του αγαπημένου συντρόφου στο πλευρό μας; Γιατί πατούμε ακόμα πάνω στη γη εμείς, που δεν είμαστε ούτε καλύτεροι ούτε γενναιότεροι, που δε σεβόμαστε περισσότερο τους ουράνιους από τ' αδέλφια μας που οι θεοί ξαπόστειλαν στον Άδη;
»Όταν ένας άντρας ενώνει τα δυο μέρη του εισιτηρίου του και τα βλέπει να εφαρμόζουν, αισθάνεται εκείνο το κομμάτι του, το κομμάτι που νιώθει οίκτο και συμπόνια, να
• 176 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πλημμυρίζει το είναι του. Αυτό είναι που λυγίζει τα γόνατα του.
»Τι άλλο μπορεί να νιώθει ένας άντρας εκείνη τη στιγμή εκτός από αληθινή και βαθιά ευγνωμοσύνη για τους θεούς, οι οποίοι, για άγνωστους λόγους, γλίτωσαν σήμερα τη ζωή του; Αύριο μπορεί ν' αλλάξουν γνώμη. Την επόμενη εβδομάδα, την επόμενη χρονιά. Όμως σήμερα ο ήλιος λάμπει από πάνω του, νιώθει τη ζεστασιά του στους ώμους του, βλέπει ολόγυρα του τα πρόσωπα των συντρόφων του, τους οποίους αγαπά, και χαίρεται για το γλιτωμό τους όσο και για το δικό του».
Ο Λεωνίδας σταμάτησε τώρα στο κέντρο του χώρου που είχαν αφήσει ελεύθερο για κείνον οι άντρες του.
«Διέταξα να σταματήσει η καταδίωξη του αντιπάλου. Πρόσταξα να μπει τέλος στη σφαγή εκείνων που σήμερα αποκαλούμε εχθρούς. Ας τους αφήσουμε να γυρίσουν στα σπίτια τους. Ας τους αφήσουμε να αγκαλιάσουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ας τους αφήσουμε, όπως εμείς, να χύσουν δάκρυα για τη σωτηρία τους και να κάνουν ευχαριστήριες θυσίες στους θεούς.
»Ας μην ξεχάσει κανείς από μας ή παρεξηγήσει το λόγο για τον οποίο πολεμήσαμε άλλους Έλληνες σήμερα. Δεν το κάναμε για να υποδουλώσουμε τους αδελφούς μας, αλλά για να τους κάνουμε συμμάχους ενάντια σε ένα μεγαλύτερο εχθρό. Με την πειθώ, ελπίζαμε. Με τον εξαναγκασμό, όπως έδειξαν τα γεγονότα. Πάντως, όπως και να 'χει το πράγμα, τώρα είναι σύμμαχοι μας και θα τους φερθούμε ως τέτοιους προς το παρόν.
»Τον Πέρση!» Ξαφνικά, η φωνή του Λεωνίδα υψώθηκε. Ήταν τόσο έντο
νη η συναισθηματική του έκρηξη, που όσοι ήταν κοντά ξαφνιάστηκαν. «Τον Πέρση πολεμήσαμε σήμερα εδώ. Η παρουσία του αχνοφαινόταν, αόρατη, πάνω από το πεδίο της μά-
• 177 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χης. Αυτός ευθύνεται που αυτά τα εισιτήρια βρίσκονται ακόμα στο καλάθι. Γι' αυτό είκοσι οχτώ από τους ευγενέστερους άντρες της πόλης δε θ' αντικρίσουν ποτέ ξανά την ομορφιά των βουνών της, ούτε θα ξαναχορέψουν στη γλυκιά μουσική της. Ξέρω πως πολλοί από σας σκέφτονται ίσως ότι τα έχουμε φάει τα ψωμιά μας, τόσο εγώ όσο και ο βασιλιάς Κλεομένης, που συμβασιλεύει μαζί μου». Γέλια ακούστηκαν από τους άντρες. «Ακούω τους ψιθύρους και καμιά φορά δεν είναι απλώς ψίθυροι». Κι άλλα γέλια. «Ο Λεωνίδας ακούει φωνές που οι υπόλοιποι δεν ακούνε. Ριψοκινδυνεύει τη ζωή του με τρόπο που δεν αρμόζει σε βασιλιά και προετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ενός εχθρού που δεν έχει δει ποτέ του και που πολλοί λένε ότι δε θα έρθει. Όλα αυτά είναι αλήθεια...»
Οι άντρες γέλασαν πάλι. «Όμως ακούστε αυτό που θα σας πω και μην το ξεχάσετε ποτέ: Ο Πέρσης θα έρθει. Θα έρθει σε αριθμούς που θα κάνουν να μοιάζουν ασήμαντοι εκείνοι που έστειλε πριν τέσσερα χρόνια, όταν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς τον νίκησαν τόσο ένδοξα στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Θα έρθει δέκα φορές, εκατό φορές πιο ισχυρός. Θα έρθει, και σύντομα μάλιστα».
Ο Λεωνίδας σταμάτησε πάλι. Η φωτιά που έκαιγε στο στήθος του έκανε το πρόσωπό του να κοκκινίζει και τα μάτια του να λάμπουν σαν αναμμένα κάρβουνα. Ήταν πολύ σίγουρος γι' αυτά που έλεγε.
«Ακούστε με, αδέλφια. Ο Πέρσης δεν είναι ένας βασιλιάς όπως ήταν σε μας ο Κλεομένης ή όπως εγώ τώρα. Δεν παίρνει τη θέση του με ασπίδα και ακόντιο μέσα στην ανθρωποσφαγή, αλλά την παρακολουθεί, ασφαλής, από απόσταση, από την κορφή ενός βουνού, πάνω σε θρόνο χρυσό». Ειρωνικοί ψίθυροι βγήκαν απ' τα λαρύγγια των αντρών σε τούτα τα λόγια του Λεωνίδα. «Οι σύντροφοι του δεν είναι όμοιοι και ισότιμοι, ελεύθεροι να πουν αυτά που έχουν κατά νου
178
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ενώπιόν του δίχως φόβο, αλλά δούλοι και κτήματά του. Κάθε άντρας, και ο ευγενέστερος ακόμα, όχι μόνο δε θεωρείται ίσος ενώπιον των θεών αλλά είναι ιδιοκτησία του βασιλιά και δεν αξίζει πιότερο από ένα γίδι ή ένα χοίρο. Κι όταν οδηγείται στη μάχη δεν το κάνει από αγάπη για το έθνος του ή για τη λευτεριά του αλλά από το βούρδουλα ενός άλλου δούλου.
»Αυτός ο βασιλιάς δοκίμασε την ήττα από τα χέρια των Ελλήνων και είναι πολύ πικρό για την υπεροψία του. Έρχεται τώρα να πάρει εκδίκηση, όχι ως άνθρωπος άξιος σεβασμού αλλά ως κακομαθημένο και νευρικό παιδί πάνω σε μια έκρηξη οργής, όταν ένας συμπαίκτης του του αρπάζει ένα παιχνίδι. Το φτύνω εγώ το στέμμα ενός τέτοιου βασιλιά, δεν καταδέχομαι να βάλω τον κώλο μου στο θρόνο του, γιατί είναι το κάθισμα ενός δούλου και γιατί δεν πασχίζει για κάτι ευγενές, αλλά για να κάνει δούλους όλους τους άλλους ανθρώπους.
»Ό,τι έχω κάνει μέχρι τώρα ως βασιλιάς και ό,τι έχει πράξει ο Κλεομένης πριν από μένα, κάθε εχθρός που έτυχε καλής μεταχείρισης, κάθε ομοσπονδία που δημιουργήθηκε, κάθε απρόθυμος σύμμαχος που γονάτισε, έγινε για ένα μόνο λόγο: για τη μέρα που ο Δαρείος ή κάποιος από τους γιους του ξανάρθει στην Ελλάδα για να μας το ξεπληρώσει».
0 Λεωνίδας σήκωσε τώρα το καλάθι που περιείχε τα εισιτήρια των πεσόντων.
«Γι' αυτόν το λόγο τούτοι, καλύτεροι άντρες από μας, έδωσαν τη ζωή τους εδώ σήμερα, γι' αυτό καθαγίασαν με το ηρωικό τους αίμα τούτη τη γη. Γι' αυτό θυσιάστηκαν. Θυσίασαν τα σπλάχνα τους όχι γι' αυτόν το σκατοπόλεμο για τον οποίο πολεμήσαμε σήμερα, αλλά στην πρώτη από τις πολλές μάχες του μεγαλύτερου πολέμου που οι θεοί στον ουρανό και όλοι εσείς στις καρδιές σας ξέρετε ότι πλησιάζει. Αυτά τ' αδέλφια μας είναι ήρωες τούτου του πολέμου, που θα είναι ο σοβαρότερος και ο καταστρεπτικότερος στην ιστορία.
• 179 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
»Εκείνη τη μέρα» και ο Λεωνίδας έδειξε με το χέρι του τον κόλπο, το Αντίρριο και το Ρίο απέναντι από το στενό «εκείνη τη μέρα, όταν ο Πέρσης φέρει το πλήθος των στρατιωτών του εναντίον μας μέσω αυτής της οδού, δε θα βρει ελεύθερο πέρασμα ή πληρωμένους φίλους, αλλά εχθρούς ενωμένους και αμείλικτους. Έλληνες συμμάχους που θα σπεύσουν να τον συναντήσουν και από τις δύο ακτές. Κι αν επιλέξει κάποιον άλλο δρόμο, αν οι σπιούνοι του αναφέρουν τι τον περιμένει εδώ και διαλέξει άλλο πέρασμα, κάποια άλλη τοποθεσία για τη μάχη, όπου η γη και η θάλασσα θα παρέχουν μεγαλύτερο πλεονέκτημα σε μας, θα οφείλεται σ' αυτό που κάναμε σήμερα, στη θυσία των αδελφών μας που τις σορούς τους ενταφιάζουμε τώρα μέσα σε τάφο ηρώων.
»Εξάλλου, δεν περίμενα από τους Συρακούσιους και τους κατοίκους του Αντιρρίου, τους σημερινούς εχθρούς μας, να στείλουν τους κήρυκες τους σε μας, όπως συνηθίζεται, για να ζητήσουν την άδειά μας να πάρουν τις σορούς των νεκρών τους. Έστειλα τους δικούς μας δρομείς πρώτα, για να τους προσφέρω ανακωχή χωρίς μνησικακία, αλλά με γενναιοδωρία. Ας επιτρέψουμε στους νέους μας συμμάχους να ζητήσουν με σεβασμό τα όπλα των πεσόντων τους, ας τους αφήσουμε να πάρουν αβίαστα τις σορούς των συζύγων και των γιων τους.
»Κι αυτοί που χάσαμε σήμερα ας στέκονται δίπλα μας στη γραμμή της μάχης τη μέρα που θα μάθουμε στον Πέρση μια για πάντα πόση ανδρεία μπορούν να δείξουν οι ελεύθεροι άνθρωποι ενάντια στους δούλους, ανεξάρτητα από το πόσοι είναι ή πόσο βίαια οδηγούνται από το μαστίγιο του παιδιού-βασιλιά τους».
• 180 •
Βιβλίο τρίτο
Ο ΚΟΚΟΡΑΣ
12
Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ της αφήγησης συνέβη ένα ατυχές περιστατικό όσον αφορά τον Έλληνα Χίονη. Ένας υφιστάμενος του βασιλικού χειρουργού κατά τη διάρκεια της συνεχιζόμενης θεραπείας των τραυμάτων του αιχμαλώτου πληροφόρησε άθελά του το συνάδελφό του για την τύχη του Λεωνίδα, του Σπαρτιάτη βασιλιά και αρχηγού του στρατού, μετά τη μάχη στο στενό των Θερμοπυλών και ποια ιεροσυλία, στα μάτια του Έλληνα, τα στρατεύματα της Μεγαλειότητάς Του διέπραξαν στο λείψανό του όταν ανασύρθηκε από τους σωρούς των νεκρών μετά τη μάχη. Ο αιχμάλωτος είχε άγνοια μέχρι τώρα αυτού του γεγονότος.
Η αντίδραση του άντρα ήταν άμεση και βίαιη. Αρνήθηκε να μιλήσει περαιτέρω και ζήτησε από εκείνους που τον είχαν αιχμαλωτίσει, τον Ορόντη και τους αξιωματικούς των Αθανάτων, να τον θανατώσουν, και μάλιστα αμέσως. Ο άντρας Χίονης φαινόταν πραγματικά συντετριμμένος για την καρατόμηση και τη σταύρωση του σώματος του βασιλιά του. Όλα τα επιχειρήματα, οι φοβέρες και οι κολακείες απέτυχαν να τον βγάλουν από τη βαθιά θλίψη του.
Ήταν ξεκάθαρο πλέον στον αρχηγό Ορόντη ότι, από τη στιγμή που η Μεγαλειότητά Του θα πληροφορούνταν την πε-ριφρονητική στάση του αιχμαλώτου, παρά τη μεγάλη επιθυμία Του να ακούσει τη συνέχεια της ιστορίας του άντρα, ο αιχμάλωτος Χίονης έπρεπε για την αυθάδειά του στο Βασι-
• 183 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λικό Πρόσωπο να θανατωθεί. Ο αρχηγός, για να πω την αλήθεια, φοβόταν εξίσου τόσο για το δικό του κεφάλι όσο και για των αξιωματικών του, αν, λόγω της αδιαλλαξίας του Έλληνα, δεν ικανοποιόταν η επιθυμία της Μεγαλειότητάς Του να μάθει όσα μπορούσε για το Σπαρτιάτη εχθρό.
Ο Ορόντης, μέσω διαφόρων ανεπίσημων συζητήσεων με τον άντρα Χίονη κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, είχε γίνει κατά κάποιον τρόπο έμπιστός του και, αν η σημασία της λέξης μπορεί να επεκταθεί μέχρι σ' αυτό το σημείο, φίλος του. Προσπάθησε με δική του πρωτοβουλία να διευκολύνει τη θέση του αιχμαλώτου. Έτσι, επιχείρησε να ξεκαθαρίσει στον Έλληνα τα ακόλουθα:
Ότι η Μεγαλειότητά Του μετάνιωσε βαθιά για τη βεβήλωση που έγινε στο σώμα του Λεωνίδα αμέσως μόλις έδωσε τη διαταγή. Η διαταγή αυτή δόθηκε πάνω στη θλίψη για τις συνέπειες της μάχης, όταν το αίμα της Μεγαλειότητάς Του έβραζε από οργή βλέποντας με τα ίδια Του τα μάτια το χαμό χιλιάδων —ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ανέρχονται σε είκοσι χιλιάδες— επίλεκτων πολεμιστών της αυτοκρατορίας, οι οποίοι σφαγιάστηκαν από το στρατό του Λεωνίδα. Η περιφρόνηση του στη θέληση του Αχούρα Μάζντα μόνο ως προσβολή ενάντια στο θεό θα μπορούσε να εκληφθεί από τους Πέρσες. Εκτός αυτού, δυο αδέλφια του ίδιου του βασιλιά, ο Αβρακόμας και ο Υπεράνθης, και πάνω από τριάντα συγγενείς Του είχαν σταλεί στον οίκο του θανάτου από το Σπαρτιάτη εχθρό και τους συμμάχους του.
Έπειτα, πρόσθεσε ο αρχηγός των Αθανάτων, ο ακρωτηριασμός του πτώματος του Σπαρτιάτη, από άλλη σκοπιά ιδωμένος, ήταν απόδειξη του σεβασμού και του δέους που έτρεφε η Μεγαλειότητά Του για το Σπαρτιάτη βασιλιά, γιατί για κανέναν άλλο αρχηγό του εχθρού δεν είχε διατάξει μια τόσο ακραία και βάρβαρη εκδίκηση — στα μάτια των Ελλήνων φυσικά.
184
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ο άντρας Χίονης παρέμενε ακλόνητος μπροστά σ' αυτά τα επιχειρήματα και επαναλάμβανε την επιθυμία του να θανατωθεί αμέσως. Αρνιόταν να φάει και να πιει. Φαινόταν ότι η αφήγηση της ιστορίας του θα σταματούσε εδώ και δε θα ολοκληρωνόταν.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο Ορόντης, που φοβόταν ότι ήταν αδύνατο πια να κρατούν κρυφή αυτή την κατάσταση από τη Μεγαλειότητά Του, σκέφτηκε το Δημάρατο, τον εκθρονισμένο βασιλιά της Σπάρτης, που ζούσε στην αυλή ως φιλοξενούμενος εξόριστος και σύμβουλος, και ζήτησε τη μεσολάβησή του. Ο Δημάρατος δέχτηκε και πήγε ο ίδιος στη σκηνή του βασιλικού χειρουργού και μίλησε ιδιαιτέρως με το Χίονη πάνω από μια ώρα. Όταν βγήκε, πληροφόρησε τον αρχηγό Ορόντη ότι ο άντρας είχε αλλάξει γνώμη και ήταν πρόθυμος τώρα να συνεχιστεί η ανάκριση.
Η κρίση είχε περάσει. «Πες μου» ρώτησε ο Ορόντης, ανακουφισμένος, «ποιο επιχείρημα και ποια πειθώ χρησιμοποίησες για να πετύχεις αυτή την αλλαγή;».
Ο Δημάρατος απάντησε ότι, από όλους τους Έλληνες, οι Σπαρτιάτες ήταν οι πλέον ευσεβείς και αυτοί που φοβόνταν περισσότερο τους θεούς. Του έκανε την παρατήρηση ότι σ' αυτό το θέμα από τους Λακεδαιμονίους οι κατώτεροι στρατιώτες και οι βοηθητικοί του στρατού, ιδίως οι ξένοι που ήταν στην ίδια θέση με τον αιχμάλωτο Χίονη, ήταν χωρίς καμία εξαίρεση «πιο Σπαρτιάτες κι από τους Σπαρτιάτες», για να χρησιμοποιήσω τη φράση του Δημάρατου.
Ο Δημάρατος, όπως είπε, επικαλέστηκε το σεβασμό του ανθρώπου για τους θεούς, ιδίως για το Φοίβο Απόλλωνα, για τον οποίο ο άντρας ήταν φανερό ότι έτρεφε βαθύ σεβασμό. Πρότεινε να επιτρέψουν στον αιχμάλωτο να προσευχηθεί και να κάνει θυσία, ώστε να εξασφαλίσει, όσο γινόταν, τη θέληση του θεού. Γιατί, είπε στο Χίονη, σίγουρα ο Μακροσαγιτάρης Απόλλωνας τον βοήθησε να πει την ιστο-
• 185 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ρία μέχρι τώρα. Για ποιο λόγο να διατάξει τη διακοπή της; Μήπως ο άντρας Χίονης, ρώτησε ο Δημάρατος, έβαζε τον εαυτό του πάνω από τους αθάνατους θεούς, υποθέτοντας ότι ήξερε την άγνωστη θέληση τους, και σταματούσε το λόγο τους επειδή έτσι ήθελε αυτός;
Όποια απάντηση κι αν λάβαινε ο αιχμάλωτος από τους θεούς του, ήταν φανερό ότι θα συμφωνούσε με τη συμβουλή που του είχε δώσει ο Δημάρατος.
Η αφήγηση συνεχίστηκε, λοιπόν, τη δέκατη τέταρτη ημέρα του μήνα Τασριτού.
Ο Πολύνεικος πήρε το βραβείο ανδρείας για τη μάχη στο Αντίρριο.
Ήταν το δεύτερό του και κατόρθωσε να το πάρει στην απίστευτη ηλικία των είκοσι τεσσάρων ετών. Κανένας άλλος όμοιος, εκτός από το Διηνέκη, δεν είχε στεφθεί δυο φορές, κι αυτό όχι πριν φτάσει τα σαράντα. Για τον ηρωισμό του ο Πολύνεικος διορίστηκε αρχηγός των ιππέων θα είχε την τιμή να προΐσταται στο διορισμό των τριακοσίων συνοδών του βασιλιά για την επόμενη χρονιά. Η ανώτατη αυτή διάκριση, που ήρθε να προστεθεί στο δάφνινο στεφάνι του δρομέα που είχε κερδίσει στην Ολυμπία, εδραίωσε τη φήμη του Πολύνεικου, που ξεπέρασε κατά πολύ τα σύνορα της Λακεδαίμονας. Τον θεωρούσαν ήρωα όλης της Ελλάδας, ένα δεύτερο Αχιλλέα, που στεκόταν τώρα στο κατώφλι μιας δίχως όρια αθάνατης δόξας.
Προς τιμήν του, ο Πολύνεικος δεν έγινε αλαζόνας. Αν πήραν έστω και λίγο τα μυαλά του αέρα, αυτό είχε ως αποτέλεσμα ακόμα μεγαλύτερη αυτοπειθαρχία, αν και ο ζήλος του για την αρετή, όπως αποδείκνυαν τα γεγονότα, μπορούσε να φτάσει στα άκρα όταν αφορούσε άλλους λιγότερο προικισμένους από αυτόν.
186
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Όσο για το Διηνέκη, του έκαναν κάποτε την τιμητική πρόταση να μπει στην ομάδα των ιππέων όταν ήταν είκοσι έξι ετών και αρνήθηκε με σεβασμό κάθε άλλο προβιβασμό που του έγινε μετά. «Προτιμώ την αφάνεια του διοικητή μιας ενωμοτίας» έλεγε. Ένιωθε πολύ καλύτερα ανάμεσα στους στοίχους. Πίστευε ότι θα πρόσφερε περισσότερα οδηγώντας απευθείας άντρες, και μάλιστα έναν ορισμένο αριθμό. Αρνήθηκε κάθε προσπάθεια να προβιβαστεί πέρα από το επίπεδο της ενωμοτίας. «Δεν μπορώ να μετρήσω πάνω από τριάντα έξι» ήταν η συνηθισμένη του δήλωση. «Μετά από αυτό, ζαλίζομαι».
Θα προσθέσω, από δική μου παρατήρηση, ότι ο Διηνέκης, πέρα από πολεμιστής και αξιωματικός, είχε τα προσόντα και την κλίση ενός δασκάλου.
Όπως όλοι όσοι γεννιούνται δάσκαλοι, ήταν πρώτα μαθητής.
Μελετούσε το φόβο και το αντίθετό του. Αλλά, αν συνεχίσω να παρεκκλίνω από το θέμα, η αφή
γηση θα μας πάει αλλού. Για να τελειώνουμε με το Αντίρριο:
Στο δρόμο της επιστροφής για τη Λακεδαίμονα, για τιμωρία επειδή συνόδευσα τον Αλέξανδρο όταν ακολούθησε το στρατό, με πήραν από τη νεανική συντροφιά και με ανάγκασαν να βαδίζω μέσα στη σκόνη στα μετόπισθεν, με το κοπάδι των θυσιών και το μόθακα φίλο μου Δέκτωνα. Στο Δέκτωνα είχαν δώσει στο Αντίρριο ένα νέο παρατσούκλι, Κόκορας, επειδή αμέσως μετά τη μάχη είχε παραδώσει τον πετεινό που ήταν για τη θυσία μισοστραγγαλισμένο από τα ίδια του τα χέρια, τόσο τρελαμένος ήταν από τη συγκίνηση της μάχης και τη δική του απογοήτευση επειδή δε συμμετείχε σ' αυτή. Το όνομα αυτό τού κόλλησε. Ο Δέκτωνας ήταν ένας κόκορας. Όπως οι συνονόματοι του στην αυλή του κο-τετσιού, ήταν πάντα σε εμπόλεμη κατάσταση και έτοιμος για
• 187 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
καβγά. Μπορούσε να τα βάλει με κάποιον που ήταν τρεις φορές ψηλότερος από κείνον. Η νέα αυτή ταμπέλα γοήτευσε ολόκληρο το στρατό, που άρχισε να θεωρεί το αγόρι κάτι σαν τυχερό φυλαχτό, το γούρι της νίκης.
Αυτό, φυσικά, έθιξε την περηφάνια του Δέκτωνα και τον έκανε να εξοργιστεί πέρα από τη συνηθισμένη του πολεμοχαρή διάθεση. Για κείνον,το όνομα ισοδυναμούσε με συγκατάβαση, ένας ακόμα λόγος να μισεί τους κυρίους του και να περιφρονεί τη θέση του στην υπηρεσία τους. Με αποκάλεσε χοντροκέφαλο που ακολούθησα το στρατό.
«Δεν έπρεπε να πας» μου σφύριξε από το πλάι, καθώς σερνόμαστε μέσα στη σκόνη και στη δυσοσμία της ουράς. «Αξίζεις κάθε ραβδισμό που θα λάβεις, όχι γι' αυτό που σε κατηγορούν αλλά επειδή δεν έπνιξες αυτό τον υμνωδό, τον Αλέξανδρο, τότε που είχες την ευκαιρία και κολυμπώντας να πας κατευθείαν στο ναό του Ποσειδώνα». Εννοούσε το ιερό στο Ταίναρο, όπου κατέφευγαν οι φυγάδες για να βρουν άσυλο.
Ο Δέκτωνας με κατσάδιασε και εκφράστηκε κοροϊδευτικά για την αφοσίωση μου στους Σπαρτιάτες. Είχα μπει στην εξουσία του αγοριού δυο χρόνια μετά που η μοίρα με έφερε στη Λακεδαίμονα, όταν και οι δύο, κι εκείνος κι εγώ, ήμαστε δώδεκα χρονών. Η οικογένεια του δούλευε στο κτήμα του Ολύμπιου, του πατέρα του Αλέξανδρου, ο οποίος συγγένευε με το Διηνέκη από τη γυναίκα του, την Αρέτη. Ο ίδιος ο Δέκτωνας ήταν ένας μόθακας, νόθος γιος, όπως έλεγαν οι φήμες, ενός ομοίου που η επιτύμβια πλάκα του βρισκόταν
Ιδοτυχίδης στον πόλεμο στη Μαντινεία
στην Αμυκλαία οδό απέναντι από τα συσσίτια. Η μισή σπαρτιατική του καταγωγή δε βοήθησε το Δέκτω-
• 188 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να να ανέβει κοινωνικά. Είλωτας ήταν και είλωτας θα έμενε. Τώρα, αν οι νέοι της ηλικίας του, και οι όμοιοι πιο πολύ, τον έβλεπαν με καχυποψία, οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Δέ-κτωνας διέθετε πολύ μεγάλη σωματική δύναμη και ικανότητες αθλητή. Στα δεκατέσσερα είχε την ανάπτυξη ώριμου άντρα και την ίδια σχεδόν δύναμη.
Θα του χρειαζόταν κάποτε, κι αυτό το ήξερε καλά. Εγώ τότε ήμουν μισό χρόνο στη Λακεδαίμονα, ένα άγριο
αγόρι που είχε κατέβει από τα βουνά, και με είχαν στείλει να κάνω την κατώτερη αγροτική δουλειά, εφόσον αυτό ήταν ασφαλέστερο από το να διακινδυνεύσουν να μολυνθούν σκοτώνοντάς με. Η αποτυχία μου σ' αυτή ήταν τόσο μεγάλη, που οι είλωτες αφέντες μου παραπονέθηκαν απευθείας στον κύριό τους, τον Ολύμπιο. Ο ευγενής αυτός με λυπήθηκε, ίσως επειδή είχα γεννηθεί ελεύθερος, ίσως επειδή είχα περάσει στην κατοχή της πόλης όχι ως αιχμάλωτος αλλά με τη θέληση μου.
Με έστειλαν στα γίδια και στα κατσίκια. Θα ήμουν βοηθός βοσκού στα ζώα που προορίζονταν για
τις θυσίες, θα φρόντιζα τα ζώα που εξυπηρετούσαν τις πρωινές και βραδινές τελετές και θα ακολουθούσα το στρατό στα γυμνάσια.
Το επικεφαλής αγόρι ήταν ο Δέκτωνας. Με μίσησε από την αρχή. Δέχτηκα τον πιο φαρμακερό χλευασμό του για την ιστορία μου, που εντελώς αστόχαστα του εμπιστεύτηκα, ότι με συμβούλεψε ο ίδιος ο Μακροσαγιτάρης Απόλλωνας. Ο Δέκτωνας το βρήκε γελοίο. Πώς ήταν δυνατό να νομίσω, να ονειρευτώ, να φανταστώ ότι ένας Ολύμπιος θεός, γιος του Δία του Βροντόλαλου, προστάτης της Σπάρτης και των Αμυκλών, προστάτης των Δελφών και της Δήλου και ποιος ξέρει πόσων πόλεων ακόμα, θα έχανε τον πολύτιμο χρόνο του να κατέβει και να πιάσει ψιλή κουβέντα μες στο χιόνι με έναν απόλιδα ηλιοκεκαυμένο σαν κι εμένα; Για το Δέκτωνα ήμουν ο πιο ανόητος τρελοβουνίσιος αγροίκος που είχε δει στη ζωή του.
• 189 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣ£ΦΙΛΝΤ
Με διόρισε σφογγοκωλάριο του κοπαδιού. «Νομίζεις ότι έχω καμιά όρεξη να γυμνώσω την πλάτη μου επειδή έδωσα στο βασιλιά ένα κατσίκι με το σκατό στον κώλο; Εμπρός λοιπόν, κάνε αυτή την κωλοτρυπίδα να λάμπει!»
Ο Δέκτωνας δεν έχανε ευκαιρία να με ταπεινώνει. «Σε μορφώνω, άχρηστε. Αυτές οι κωλοτρυπίδες είναι η ακαδημία σου. Το σημερινό μάθημα είναι ίδιο με το χθεσινό: Ποια είναι η ζωή ενός δούλου; Ένας δούλος είναι υποχρεωμένος να δέχεται εξευτελισμούς και υποβιβασμούς, και επιπλέον πρέπει να τους ανέχεται. Πες μου, ελευθερογεννημένε φίλε μου, σου αρέσει αυτό;»
Δεν απαντούσα, απλώς έκανα ό,τι μου έλεγε. Με περιγελούσε πιο πολύ γι' αυτό.
«Με μισείς, έτσι δεν είναι; Το μόνο που θέλεις είναι να με κάνεις κομματάκια. Τι σε εμποδίζει; Για δοκίμασε λοιπόν!» Στάθηκε μπρος μου ένα απομεσήμερο, όταν εμείς και τα άλλα αγόρια βοσκούσαμε τα ζώα στο βοσκοτόπι του βασιλιά. «Κάθεσαι ξύπνιος όλη νύχτα και το σχεδιάζεις» είπε σαρκαστικά ο Δέκτωνας. «Ξέρεις πώς θα το έκανες. Με το θεσσαλικό σου τόξο, αν βέβαια σε άφηναν να το πλησιάσεις οι αφέντες σου. Ή με κείνο το εγχειρίδιο που έχεις φυλαγμένο ανάμεσα στις σανίδες του στάβλου. Μα δε θα με σκοτώσεις. Άσχετα πόσο σε ντροπιάζω, άσχετα πόσο σε υποβιβάζω».
Άρπαξε μια πέτρα και μου την πέταξε από πολύ κοντά. Με βρήκε με δύναμη στο στήθος και παραλίγο να με πετάξει κάτω. Τα άλλα αγόρια μαζεύτηκαν για να δουν. «Αν ήταν φόβος αυτό που σε σταμάτησε, θα το σεβόμουν. Θα είχε τουλάχιστον νόημα». Ο Δέκτωνας εκσφενδόνισε κι άλλη πέτρα, που με βρήκε στο λαιμό. Αίμα άρχισε να τρέχει. «Αλλά ο λόγος σου δεν έχει κανένα νόημα. Δε θέλεις να με βλάψεις για τον ίδιο λόγο που δε χτυπάς κάποιο από αυτά τα άθλια βρομερά ζώα». Και, λέγοντας αυτό, κλότσησε άγρια μια γίδα στην κοιλιά, στέλνοντάς τη να κυλιστεί στο
• 190 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
έδαφος, ενώ φώναζε: «Επειδή κάτι τέτοιο θα τα προσέβαλλε». Έδειξε με πικρία και περιφρόνηση πέρα από την πεδιάδα προς τα πεδία των γυμνασίων όπου τρεις ενωμοτίες Σπαρτιατών ασκούνταν στο ακόντιο μέσα στον ήλιο. «Δε θα με αγγίξεις επειδή είμαι ιδιοκτησία τους, όπως αυτά τα σκατογίδια. Σωστά;»
Η έκφραση μου απάντησε αντί για μένα. Με κοίταξε με περιφρόνηση. «Τι σου είναι αυτοί οι άν
θρωποι, ηλίθιε; Η πόλη σου λεηλατήθηκε, όπως λένε. Μισείς τους Αργείους και νομίζεις ότι αυτοί οι γιοι του Ηρακλή» — έδειξε τους ομοίους που γυμνάζονταν, προφέροντας την τελευταία φράση με σαρκασμό και αποστροφή— «είναι εχθροί τους. Ξύπνα! Τι νομίζεις ότι θα έκαναν αυτοί αν ήταν στη θέση τους; Τα ίδια και χειρότερα! Αυτό που έκαναν και στη χώρα μου, τη Μεσσηνία, και σε μένα. Κοίτα το πρόσωπό μου. Κοίτα και το δικό σου. Διέφυγες τη σκλαβιά,για να γίνεις κατώτερος κι από ένα δούλο από μόνος σου».
Ο Δέκτωνας ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχα γνωρίσει, άντρας ή αγόρι, που δε φοβόταν καθόλου τους θεούς. Δεν τους μισούσε, όπως μερικοί, ούτε κορόιδευε τα καμώματα τους, όπως είχα ακούσει ότι έκαναν οι ασεβείς σκεπτικιστές στην Αθήνα και στην Κόρινθο. Ο Δέκτωνας δεν αποδεχόταν την ύπαρξη τους. Δεν υπήρχαν θεοί, αυτό ήταν όλο. Αυτό μού προκαλούσε φόβο και δέος. Άρχισα να τον παρακολουθώ, περιμένοντας να πέσει κάτω ξερός από κάποιο θεϊκό χτύπημα.
Τώρα, στο δρόμο της επιστροφής από το Αντίρριο, ο Δέκτωνας (καλύτερα να λέω ο Κόκορας) συνέχισε το λογύδριο που είχα ακούσει από αυτόν τόσες φορές: ότι οι Σπαρτιάτες με είχαν εξαπατήσει, όπως τους εξαπατούν όλους· ότι εκμεταλλεύονται την κινητή τους περιουσία δίνοντας τους τα ψίχουλα από το τραπέζι τους· ότι ανύψωναν ένα δούλο λίγο περισσότερο από έναν άλλο, μετατρέποντας την άθλια
• 191 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
πείνα του ανθρώπου για μια θέση σε αόρατα δεσμά που τον κρατούν αλυσοδεμένο και σκλαβωμένο.
«Αν μισείς τους αφέντες σου τόσο πολύ» τον ρώτησα «γιατί χοροπηδούσες σαν τον ψύλλο κατά τη διάρκεια της μάχης και ανυπομονούσες τόσο πολύ να ριχτείς στη σφαγή κι εσύ;».
Ήξερα ότι άλλο ένα γεγονός μεγάλωνε την απογοήτευση του Κόκορα. Είχε αφήσει έγκυο τη φιλενάδα του της αποθήκης (όπως αποκαλούν τις παράνομες κοπέλες τους οι νεαροί είλωτες). Σύντομα θα γινόταν πατέρας. Πώς θα μπορούσε να το σκάσει λοιπόν; Σίγουρα δε θα εγκατέλειπε το παιδί του, ούτε μπορούσε να φύγει σέρνοντας μαζί του ένα κορίτσι και ένα μωρό.
Άρχισε να πηγαινοέρχεται οργισμένος, έβρισε ένα από τα αγόρια που έχασε δυο γίδες, κυνήγησε πάλι το παιδί όταν οι χαμένες κατσίκες ξαναγύρισαν στο κοπάδι. «Κοίταξε με» μούγκρισε όταν βρέθηκε πάλι δίπλα μου. «Μπορώ να τρέξω όσο τρέχουν κι αυτοί οι μαλάκες οι Σπαρτιάτες. Είμαι μόνο δεκατεσσάρων, αλλά μπορώ να παλέψω με οποιονδήποτε εικοσάρη και να τον βάλω κάτω. Κι όμως σέρνομαι εδώ πέρα, φορώντας αυτόν το ζουρλομανδύα, κρατώντας το σχοινί μιας κατσίκας».
Ορκίστηκε ότι θα έκλεβε μια ξυάλη και θα έκοβε μια μέρα το λαιμό ενός Σπαρτιάτη.
Του είπα να μη μιλάει έτσι μπροστά μου. «Γιατί; Τι θα κάνεις; Θα με αναφέρεις;» Δε θα το έκανα, και το ήξερε. «Μα τους θεούς όμως» ορκίστηκα «κάνε πως σηκώνεις
το χέρι σου εναντίον τους, σε οποιονδήποτε από αυτούς, και θα σε σκοτώσω».
Ο Κόκορας γέλασε. «Βγάλε ένα μυτερό ξύλο από την άκρη του δρόμου και χώσ' το στα μάτια σου, φίλε μου. Δε θα γινόσουν πιότερο στραβός απ' όσο είσαι τώρα».
192
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ο στρατός έφτασε στα σύνορα, στο Οίον, το σούρουπο της επόμενης μέρας και δώδεκα ώρες αργότερα στη Σπάρτη. Δρομείς είχαν προηγηθεί του στρατού. Η πόλη γνώριζε εδώ και δυο μέρες τις ταυτότητες των τραυματιών και των σκοτωμένων. Ετοιμάζονταν ήδη επικήδειοι αγώνες. Θα γίνονταν μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες.
Εκείνο το δειλινό και η επόμενη μέρα πέρασαν με τις συνηθισμένες μετά τον πόλεμο εργασίες: Ξεφορτώνονταν οι άμαξες που είχαν ακολουθήσει το στρατό στη μάχη, όπλα και πανοπλίες καθαρίζονταν και επισκευάζονταν, επιδιορθώνονταν τα σπασμένα ακόμα, όπως και οι δρύινοι ομφαλοί των ασπίδων, ενώ οι αρματωσιές των αμαξών λύνονταν και αποθηκεύονταν. Άλλοι, πάλι, φρόντιζαν τα κοπάδια των ζώων και τα υποζύγια, αφού βεβαιώνονταν ότι κάθε ζώο είχε ποτιστεί και φροντιστεί σωστά, το έστελναν με τους είλωτες ζευγολάτες τους στους διάφορους κλήρους, στις αγροικίες όπου δούλευαν. Το δεύτερο βράδυ οι όμοιοι που είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο επέστρεψαν επιτέλους στα συσσίτια τους.
Ήταν συνήθως μια επίσημη βραδιά, μετά τα γεγονότα της μάχης. Κατά τη διάρκεια της μνημόνευαν τους πεσόντες συντρόφους τους, αναγνώριζαν τις πράξεις ανδρείας και επέ-κριναν την ατιμωτική διαγωγή, ξανάβλεπαν τα λάθη τους και έπαιρναν μαθήματα από αυτά και το σημαντικό κεφάλαιο της μάχης φυλασσόταν για τις μελλοντικές ανάγκες.
Τα γεύματα των ομοίων είναι συνήθως λιμανάκια ανάπαυλας και μυστικότητας, ιερά, όπου κάθε συζήτηση είναι προνομιακή και ιδιωτική. Εδώ, μετά από μια ολόκληρη μέρα, οι φίλοι μπορούν να αφήσουν τα μαλλιά τους ελεύθερα ανάμεσα σε φίλους, να μιλήσουν από καρδιάς κι ακόμη, χωρίς να υπερβάλλουν ποτέ, να απολαύσουν μια ή δυο κούπες κρασί.
Αυτή η νύχτα, ωστόσο, δεν προσφερόταν για ανάπαυση και ευθυμία. Οι ψυχές των είκοσι οχτώ νεκρών αιωρούνταν
• 193 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
βαριά πάνω από την πόλη. Η μαστική ντροπή του πολεμιστή, αυτό που ήξερε ο καθένας βαθιά μέσα του ότι θα μπορούσε να τα έχει πάει καλύτερα, να κάνει περισσότερα ή με λιγότερο δισταγμό' αυτή η κατηγορία που είναι πάντα πολύ πιο ανηλεής όταν εκτοξεύεται στον ίδιο τον εαυτό σου βασάνιζε τα σωθικά των αντρών, γιατί δεν μπορούσε να ειπωθεί για να ανακουφιστούν. Κανένα παράσημο ή έπαινος ανδρείας, ούτε η ίδια η νίκη μπορούσε να την καταπνίξει εντελώς.
«Λοιπόν» ο Πολύνεικος κάλεσε τον έφηβο Αλέξανδρο να κάνει ένα βήμα μπροστά και του είπε αυστηρά: «Πώς σου φάνηκε;».
Εννοούσε τον πόλεμο. Να είσαι εκεί, να τον βλέπεις να εξελίσσεται και να ολο
κληρώνεται. Η νύχτα είχε ήδη προχωρήσει. Η ώρα της επαίκλας είχε
εκπνεύσει. Πρόκειται για το δεύτερο γεύμα, όπου μοιράζεται κρέας κυνηγιού και σταρένιο ψωμί. Τώρα οι δεκάξι όμοιοι του συσσιτίου του Δευκαλίωνα είχαν βολευτεί στους άβολους ξύλινους πάγκους, αρκετά χορτάτοι πια. Τα παιδιά που παρευρίσκονταν στο συσσίτιο για την εκπαίδευση τους πήγαν στη σχάρα και άρχισαν να ψήνουν.
Ο Αλέξανδρος στεκόταν όρθιος μπροστά στους μεγαλύτερους του σε στάση προσοχής, όπως άρμοζε σε ένα αγόρι, με τα χέρια κρυμμένα στις πτυχές του χιτώνα του για να μη φαίνονται, τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα σαν να μην είναι άξιος ακόμα να κοιτάξει καταπρόσωπο έναν όμοιο.
«Διασκέδασες με τη μάχη;» ρώτησε ο Πολύνεικος. «Με έκανε να αηδιάσω» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης το αγόρι ομολόγησε ότι
δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι από τότε ούτε στο καράβι ούτε στο δρόμο για την πατρίδα. Αν έκλεινε τα βλέφαρα έστω και για μια στιγμή, είπε, έβλεπε πάλι με τον ίδιο τρόμο τις σκηνές της σφαγής, ιδίως τον επιθανάτιο σπασμό του φίλου
• 194 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
του Μηριόνη. Η συμπόνια του, παραδέχτηκε, ήταν τόσο για τις απώλειες του εχθρού όσο και για τους πεσόντες ήρωες της πόλης μας. Μετά από μεγάλη πίεση, το αγόρι χαρακτήρισε τη σφαγή της μάχης «βάρβαρη και ανόσια».
«Βάρβαρη και ανόσια λοιπόν;» αποκρίθηκε ο Πολύνει-κος, σκυθρωπιάζοντας από οργή.
Οι όμοιοι στα συσσίτια τους ενθαρρύνονται, αν κρινόταν χρήσιμο για την εκπαίδευση του εφήβου, να επιλέγουν ένα παιδί ή κι έναν όμοιο ακόμη και να το κακομεταχειρίζονται λεκτικά με τον πιο σκληρό και ανηλεή τρόπο. Αυτό ονομάζεται «άροση» (όργωμα, δηλαδή δοκιμασία). Σκοπός του, όπως ο σωματικός ξυλοδαρμός, είναι να συνηθίσουν τις αισθήσεις στην προσβολή, να ατσαλώσουν τη θέληση ώστε να μην ανταποκρίνονται με οργή και φόβο, τα δύο κακά που εξασθενίζουν τον αυτοέλεγχο, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η κατάσταση της κατάληψης, όπως αποκαλείται. Η απάντηση που ζητούν οι όμοιοι πρέπει να είναι διασκεδαστική. Να παρακάμπτεις την προσβολή με ένα αστείο που όσο πιο χοντρό είναι τόσο το καλύτερο. Να της γελάς κα-τάμουτρα. Ο νους που διατηρεί τη διαύγειά του θα τα βγάλει πέρα στον πόλεμο.
Αλλά ο Αλέξανδρος δεν ήταν καλός στα ευφυολογήματα. Δεν ήταν στο χαρακτήρα του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να απαντά με καθαρή, αγνή φωνή και με τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια. Τον παρατηρούσα από τη θέση μου, στα αριστερά της εισόδου, κάτω από τη σκαλιστή πλάκα
Έξω της θύρας ουδέν
—«Τίποτα έξω από την πόρτα»—, δηλαδή καμία λέξη που προφέρεται μέσα σ' αυτούς τους τοίχους δεν πρέπει να επαναληφθεί αλλού.
Αυτό που έκανε ο Αλέξανδρος απαιτούσε πολύ μεγάλο
• 195 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
θάρρος, να αντέχει δηλαδή το σφυροκόπημα των ομοίων χωρίς ούτε ένα αστείο ή ένα ψέμα. Οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της άροσης το παιδί μπορεί να γνέψει και να ζητήσει να σταματήσει η δοκιμασία. Είναι δικαίωμά του, σύμφωνα με τους νόμους του Λυκούργου. Η περηφάνια ωστόσο δεν άφηνε τον Αλέξανδρο να κάνει κάτι τέτοιο, και το γνώριζαν όλοι αυτό.
«Ήθελες να δεις πόλεμο» άρχισε ο Πολύνεικος. «Πώς τον φανταζόσουν, αλήθεια;»
Αυτό που ζητούσαν από τον Αλέξανδρο ήταν να απαντήσει με το σπαρτιατικό τρόπο, αμέσως και πολύ σύντομα.
«Τα μάτια σου τα 'σκιαξε η φρίκη, η καρδιά σου πόνεσε στη θέα του μακελειού. Απάντησε σ' αυτά: Γιατί νόμιζες ότι ήταν το ακόντιο; Η ασπίδα; Το ξίφος;»
Τέτοιες ερωτήσεις ετίθεντο στο παιδί όχι με άγριο και προσβλητικό τόνο, που θα ήταν ευκολότερο να τον ανεχτεί, αλλά ψυχρά, λογικά, που απαιτούσαν μια συνοπτική λογική απόκριση. Έβαλαν τον Αλέξανδρο να περιγράψει τα τραύματα που μπορεί να προκαλέσει ένα ακόντιο οκτώ ποδών και κάθε είδους θάνατο που θα επέφερε. «Μια ρίψη με το χέρι ψηλά στόχευε το λαιμό ή το στήθος;» «Αν ο τένοντας της κνήμης ενός εχθρού κοπεί, σταματάς για να τον αποτελειώσεις ή πιέζεις προς τα μπρος για να προχωρήσεις;» «Αν χώσεις ένα ακόντιο στο βουβώνα πάνω από τους όρχεις ενός άντρα, πρέπει να το τραβήξεις προς τα έξω ή προς τα πάνω με κάθετη την αιχμή, για να τον ξεκοιλιάσεις;» Το πρόσωπο του Αλέξανδρου κοκκίνισε, η φωνή του ράγισε και έσπασε. «Θέλεις να σταματήσεις, αγόρι; Μήπως δεν αντέχεις άλλο αυτή την εκπαίδευση;»
Ερώτηση συγκεκριμένη: «Μπορείς να φανταστείς έναν κόσμο δίχως πόλεμο;».
• 196 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Μπορείς να φανταστείς οίκτο από έναν εχθρό;» «Περίγραψε την κατάσταση της Λακεδαίμονας χωρίς το
στρατό της, χωρίς τους πολεμιστές της, για να την υπερασπιστεί».
«Τι είναι καλύτερο, η νίκη ή η ήττα;» «Να κυβερνάς ή να κυβερνιέσαι;» «Να κάνεις χήρα τη σύζυγο του εχθρού ή να χηρέψει η
δικιά σου;» «Ποια είναι η υπέρτατη αρετή ενός άντρα; Γιατί; Ποιον
απ' όλους μες στην πόλη θαυμάζεις πιο πολύ; Γιατί;» «Δώσε τον ορισμό της λέξης "οίκτος". Δώσε τον ορισμό
της λέξης "συμπόνια". Είναι αρετές του πολέμου ή της ειρήνης; Των αντρών ή των γυναικών; Είναι τελικά αρετές;»
Από τους ομοίους που δοκίμαζαν τον Αλέξανδρο εκείνο το βράδυ φαινομενικά δεν ήταν ο Πολύνεικος ο πλέον αδιάλλακτος ή αυτός που έδειχνε υπερβολική αυστηρότητα. Δε διηύθυνε αυτός την άροση, ούτε η ανάκρισή του ήταν φανερά σκληρή ή μοχθηρή. Απλώς δεν την άφηνε να σταματήσει. Ο τόνος της φωνής των άλλων αντρών, όσο αλύπητα κι αν ανέκριναν τον Αλέξανδρο, έδειχνε κατά βάθος την αποδοχή τους. Ο Αλέξανδρος ήταν αίμα τους, ήταν ένας από αυτούς- ό,τι κι αν έκαναν απόψε ή οποιαδήποτε άλλη νύχτα δεν είχε σκοπό να συντρίψει το πνεύμα του ή να τον τσακίσει, όπως γίνεται με τους δούλους, αλλά να τον κάνει δυνατότερο, να ισχυροποιήσει τη θέλησή του, ώστε να γίνει ακόμα πιο άξιος να λέγεται πολεμιστής, να πάρει τη θέση του ως Σπαρτιάτη και ομοίου.
Του Πολύνεικου η ανάκριση ήταν διαφορετική. Υπήρχε κάτι προσωπικό σ' αυτή. Μισούσε το αγόρι, αν και ήταν αδύνατο να μαντέψει κανείς το λόγο. Αυτό που ήταν αβάσταχτο τόσο να το βλέπεις όσο και να το αντέχεις ήταν η υπέροχη σωματική ομορφιά του Πολύνεικου.
Όλα πάνω στον ιππέα, τόσο στο πρόσωπο όσο και στο
197
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
σώμα, ήταν αψεγάδιαστα, λες και ήταν θεός. Όταν εμφανιζόταν γυμνός στο Γυμνάσιο δίπλα σε εφήβους, ακόμα και σε πολεμιστές γεμάτους χάρη και ομορφιά που με την προ-γύμναση είχαν φτάσει σε άριστη φυσική κατάσταση, ο Πο-λύνεικος υπερείχε. Δεν είχε τον όμοιο του, τους ξεπερνούσε όλους με τη συμμετρία της μορφής και την αψεγάδιαστη σωματική του κατασκευή. Ντυμένος με λευκό χιτώνα για τη συνέλευση, έλαμπε σαν τον Άδωνη. Κι όταν αρματωνόταν για τον πόλεμο, με τον μπρούντζο της ασπίδας του ν' αστρα-φτοκοπά, τον κόκκινο μανδύα γύρω από τους ώμους και την περικεφαλαία του ιππέα με το λοφίο από ουρά αλόγου σπρωγμένη προς τα πίσω πάνω στο μέτωπό του, έλαμπε ολόκληρος, ασύγκριτος σαν τον Αχιλλέα.
Για να παρακολουθήσουν την προγύμναση του Πολύνει-κου στο Μεγάλο Γύρο κατά την προετοιμασία του για τους αγώνες στην Ολυμπία, στους Δελφούς ή στη Νεμέα, για να τον δουν στο απαλό φως του λυκόφωτος, όταν αυτός και οι άλλοι δρομείς είχαν τελειώσει τη μακρινή διαδρομή και τώρα, κάτω από το βλέμμα των προγυμναστών τους, φορούσαν την αρματωσιά τους για το δρόμο ταχύτητας, ακόμα και ot πιο σκληροτράχηλοι όμοιοι, που προπονούνταν στην παλαίστρα ή πάλευαν, σταματούσαν αυτό που έκαναν και παρακολουθούσαν.
Τέσσερις δρομείς γυμνάζονταν συνήθως μαζί με τον Πο-λύνεικο: δυο αδέλφια, ο Μαλινέας και ο Γόργος, νικητές και οι δυο στη Νεμέα στο δίαυλο (δρόμος διπλού σταδίου), ο Δωριέας, ο ιππέας που ξεπερνούσε στο τρέξιμο άλογο κούρσας πάνω από εξήντα μέτρα, και ο Τελαμόνιος, παλαιστής και ενωμοτάρχης του τάγματος της Αγριελιάς.
Οι πέντε δρομείς έπαιρναν θέση και ένας προγυμναστής χτυπούσε τα χέρια για να ξεκινήσουν. Για τριάντα μέτρα, καμιά φορά για πενήντα, στο στίβο δεν έβλεπε κανείς παρά ένα σωρό από ορείχαλκο και σάρκα, που αγκομαχούσε
• 198 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κάτω από το βάρος του εξοπλισμού και για όσο κρατάει ένα καρδιοχτύπι οι όμοιοι που παρακολουθούσαν θαρρούσαν πως αυτή τη φορά, αυτή τη μοναδική φορά, ίσως κάποιος τον ξεπερνούσε. Τότε, από μπροστά, καθώς η επιταχυνόμε-νη δύναμη των δρομέων άρχιζε να σπάζει τα δεσμά των φορτίων τους, εμφανιζόταν η ασπίδα του Πολύνεικου, δέκα κιλά βαλανιδιά και ορείχαλκος, στηριγμένη στην πρησμένη σάρκα και στον τένοντα του αριστερού βραχίονά του, πρώτα έβλεπες τη λάμψη της περικεφαλαίας του· κατόπιν εμφανίζονταν οι αστραφτερές κνημίδες του, που πέταγαν σαν τα πέδιλα του Γοργοπόδαρου Ερμή. Κι έπειτα, με μια εκπληκτική δύναμη που σταμάταγε καρδιές, ο Πολύνεικος εκτοξευόταν απ' την ομάδα, τρέχοντας ολοταχώς με τόσο απίστευτη ταχύτητα θαρρείς κι ήταν γυμνός κι είχε φτερά στα πόδια, ακαταπόνητος από το βάρος που κουβαλούσε στο χέρι και στην πλάτη. Στη στροφή πετούσε. Το φως της ημέρας διακρινόταν πια ανάμεσα σε κείνον και στους διώκτες του. Ορμούσε προς το τέρμα, έχοντας τρέξει δυο στάδια συνολικά. Με το νου δε συναγωνιζόταν άλλο τους κατώτερους συναθλητές του, τους κοινούς θνητούς, που οποιοσδήποτε από αυτούς σε άλλη πόλη θα ήταν αντικείμενο θαυμασμού, αλλά που εδώ, μπροστά σε τούτο τον ανίκητο δρομέα, ήταν καταδικασμένοι να τρώνε τη σκόνη των ποδιών του, και με ευχαρίστηση μάλιστα. Αυτός ήταν ο Πολύνεικος. Κανείς δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και η σωματική του διάπλαση ήταν μοναδικά, ένας συνδυασμός που οι θεοί επιτρέπουν μόνο σε ένα θνητό κάθε γενιά.
Και ο Αλέξανδρος ήταν ωραίος. Ακόμα και με τη σπασμένη μύτη, δώρο του Πολύνεικου, η σωματική του τελειότητα πλησίαζε εκείνη του ασύγκριτου δρομέα. Ίσως αυτό, κατά κάποιον τρόπο, ευθυνόταν για το μίσος που ένιωθε ο άντρας για το αγόρι. Επειδή εκείνος, ο Αλέξανδρος, που η
• 199 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χαρά του ήταν το τραγούδι και όχι ο στίβος, ήταν ανάξιος του δώρου της ομορφιάς· επειδή σε κείνον δεν αντανακλούσε την αντρική αρετή, την ανδρεία, τόσο φανερή στον Πολύνεικο.
Εγώ, ωστόσο, υποψιαζόμουν ότι η εχθρότητα του δρομέα είχε ως έναυσμα τη συμπάθεια που έτρεφε ο Διηνέκης για τον Αλέξανδρο. Γιατί από όλους τους άντρες στην πόλη με τους οποίους ο Πολύνεικος συναγωνιζόταν σε αρετή και υπεροχή μισούσε τον αφέντη μου. Όχι τόσο για τις τιμές που του είχαν δοθεί από τους ομοίους του στη μάχη, γιατί ο Πολύνει-κος, όπως κι ο αφέντης μου, είχε τιμηθεί με το βραβείο της ανδρείας δυο φορές και ήταν δέκα ή δώδεκα χρόνια νεότερος του.
Κάτι άλλο ήταν, κάποια λιγότερο ορατή πλευρά του χαρακτήρα του Διηνέκη, την οποία αναγνώριζε όλη η πόλη και τιμούσε ενστικτωδώς, χωρίς υποδείξεις ή τελετές. Ο Πολύ-νεικος το καταλάβαινε από τον τρόπο που αγόρια και κορίτσια αστειεύονταν με το Διηνέκη όταν περνούσε από τα σφαιροπεδία τους, τα γήπεδα όπου έπαιζαν με τη σφαίρα, την ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος. Το αντιλαμβανόταν από το αμυδρό χαμόγελο μιας κυράς και των υπηρετριών της στις πηγές ή μιας γερόντισσας που περνούσε από την πλατεία. Ακόμα και οι είλωτες έτρεφαν μεγάλη αγάπη και σεβασμό για τον αφέντη μου, κάτι που δε συνέβαινε με τον Πολύνεικο, παρ' όλες τις τιμές που είχε συγκεντρώσει. Αυτό τον πείραζε, τον παραξένευε. Αυτός, ο Πολύνεικος, μπόρεσε να σπείρει δύο γιους, ενώ τα παιδιά του Διηνέκη ήταν όλα θηλυκά, τέσσερις κόρες, που, εκτός κι αν η Αρέτη έκανε γιο, θα έσβηναν τη γενιά του, ενώ του Πολύνεικου οι γιοι που μεγάλωναν γρήγορα θα γίνονταν μια μέρα πολεμιστές και άντρες. Το γεγονός ότι ο Διηνέκης είχε τόσο φανερά το σεβασμό της πόλης και η ταπεινοφροσύνη με την οποία τον αποδέχονταν πίκραιναν ακόμα πιο πολύ τον Πολύνεικο.
200
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Γιατί ο δρομέας δεν έβλεπε στο Διηνέκη ούτε ομορφιά στη μορφή ούτε γρηγοράδα στα πόδια. Αντί γι' αυτό, διέκρινε μια ωραία διάνοια και μια αυτοκυριαρχία που, παρά τα δώρα που του χαρίσαν οι θεοί, δε συγκαταλέγονταν στα προτερήματα του ιδίου. Το θάρρος του Πολύνεικου έμοιαζε με του λιονταριού, με του αετού, το είχε στο αίμα. στο μεδούλι του, εμφανιζόταν από μόνο του, δίχως σκέψη, και δοξαζόταν με την ενστικτώδη υπεροχή του.
Το θάρρος του Διηνέκη ήταν αλλιώτικο. Διέθετε την αρετή ενός ανθρώπου, ενός θνητού που έκανε λάθη, η ανδρεία του ήταν απόρροια της καρδιάς του, μιας εσωτερικής δύναμης άγνωστης στον Πολύνεικο. Αυτός ήταν ο λόγος που μισούσε τον Αλέξανδρο; Γι' αυτό είχε σπάσει τη μύτη του αγοριού εκείνο το βράδυ της οκτωνυκτίας; Τώρα ο Πολύ-νεικος λαχταρούσε να τσακίσει κάτι άλλο εκτός από το πρόσωπο του εφήβου. Εδώ στο συσσίτιο ήθελε να τον συντρίψει, να τον δει να γίνεται κομμάτια.
«Φαίνεσαι δυστυχισμένος, παιδί. Θαρρείς και η προοπτική της μάχης δε σου υπόσχεται καμιά χαρά».
Ο Πολύνεικος διέταξε τον Αλέξανδρο να απαγγείλει τις χάρες του πολέμου. Το αγόρι υπάκουσε και άρχισε να τις λέει απέξω' ανέφερε την ικανοποίηση του να μοιράζεται κανείς τη δοκιμασία, το θρίαμβο ενάντια στην κακοτυχία, τη συντροφικότητα και τη φιλαδέλφεια,την αγάπη για το συμπολεμιστή του.
Ο Πολύνεικος συνοφρυώθηκε. «Νιώθεις ευχαρίστηση όταν τραγουδάς, αγόρι;»
«Ναι». «Κι όταν τραβολογάς εκείνη την τσούλα την Αγάθη;» «Ναι». «Τότε φαντάσου την ευχαρίστηση που σε περιμένει όταν
συγκρουστείς στη γραμμή της μάχης ασπίδα με ασπίδα με έναν εχθρό που φλέγεται από επιθυμία να σε σκοτώσει κι
• 201 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
εσύ, από την άλλη, να τον σφάξεις. Μπορείς να φανταστείς αυτή την έκσταση, σκουλήκι;»
«Ο παις προσπαθεί». «Άσε με να βοηθήσω. Κλείσε τα μάτια σου και φαντάσου
το. Υπάκουσε με!» Ο Πολύνεικος γνώριζε πολύ καλά το μαρτύριο που περ
νούσε ο Διηνέκης, ο οποίος προσπαθούσε να συγκρατηθεί και να παραμείνει απαθής πάνω στο άβολο κάθισμα του, δυο θέσεις παρακάτω.
«Το να χώνεις όλη τη μύτη ενός ακοντίου στην κοιλιά ενός ανθρώπου είναι σαν το γαμήσι, κι ακόμα καλύτερο. Σου αρέσει να γαμάς, έτσι δεν είναι;»
«Το αγόρι δεν ξέρει». «Μην παίζεις μαζί μου και μη μου τιτιβίζεις σαν σπουρ
γίτι !» Ο Αλέξανδρος, όρθιος εδώ και μια ώρα, στεκόταν αλύγι
στος. Απαντούσε στις ερωτήσεις του βασανιστή του ψυχρά και προσεκτικά, με τα μάτια καρφωμένα στο χώμα, έτοιμος μέσα του να ανεχτεί τα πάντα.
«Το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο είναι σαν να γαμάς, αγόρι, μόνο που αντί να δίνεις ζωή την παίρνεις. Νιώθεις την έκσταση της διείσδυσης καθώς το πολεμικό σου κεφάλι χώνεται στην κοιλιά του εχθρού και ακολουθεί το κοντάρι. Βλέπεις το άσπρο των ματιών του να αναποδογυρίζει στις κόγχες της περικεφαλαίας του. Νιώθεις τα γόνατά του να υποχωρούν και το βάρος της παραπαίουσας σάρκας του να τραβάει προς τα κάτω τη μύτη του κονταριού σου. Τα βλέπεις όλα αυτά;»
«Ναι». «Έχει σκληρύνει η ψωλή σου;» «Όχι». «Πώς; Έχεις το ακόντιό σου στα σπλάχνα ενός άντρα και
ο σκύλος σου δεν είναι ντούρος; Τι είσαι; Γυναικούλα;»
• 202 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Σ' αυτό το σημείο οι όμοιοι του συσσιτίου άρχισαν να χτυπούν τις γροθιές τους στο ξύλο, ένδειξη ότι η εκπαίδευση του Πολύνεικου τράβηξε πολύ. Ο δρομέας τους αγνόησε.
«Τώρα φαντάσου μαζί μου, αγόρι. Νιώθεις το χτύπο της καρδιάς του εχθρού πάνω στο σίδερό σου και μετά το τραβάς, στρίβοντας το συγχρόνως. Μια αίσθηση χαράς ανεβαίνει από την άκρη του κονταριού σου, περνάει μέσα από το χέρι σου, ανεβαίνει στο βραχίονά σου και φτάνει στην καρδιά. Το απολαμβάνεις αυτό τώρα;»
«Όχι». «Νιώθεις σαν τους θεούς αυτή τη στιγμή εξασκώντας το
δικαίωμα που μόνο αυτοί και ο πολεμιστής στη μάχη μπορούν να βιώσουν: του να δίνεις θάνατο, να ελευθερώνεις την ψυχή ενός ανθρώπου και να τη στέλνεις κάτω στον Άδη. Θέλεις να το γευτείς, να στρίψεις τη λεπίδα βαθύτερα και να τραβήξεις μαζί της την καρδιά και τα σπλάχνα του ανθρώπου καρφωμένα στη σιδερένια αιχμή του κονταριού σου, αλλά δεν μπορείς. Πες μου γιατί».
«Γιατί πρέπει να συνεχίσω και να σφάξω τον επόμενο άντρα».
«Είσαι έτοιμος να βάλεις τα κλάματα τώρα;» «Όχι». «Τι θα κάνεις όταν έρθουν οι Πέρσες;» «Θα τους σφάξω». «Κι αν στέκεσαι στα δεξιά μου στη γραμμή της μάχης;
Η ασπίδα σου θα με προστατέψει;» «Ναι». «Κι αν προχωρήσω προστατευμένος από τη σκιά της
ασπίδας σου; Θα συνεχίσεις να την κρατάς μπροστά μου;» «Ναι». «Θα ρίξεις κάτω τον άντρα σου;» «Θα το κάνω». «Και τον επόμενο;»
203
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Ναι». «Δε σε πιστεύω». Σ' αυτό οι όμοιοι άρχισαν να χτυπούν πιο δυνατά τις
γροθιές τους στα τραπέζια. Ο Διηνέκης μίλησε. «Αυτό δεν είναι πια αγωγή, Πολύνεικε. Αυτό είναι μνησικακία».
«Είναι;» ρώτησε ο δρομέας χωρίς να καταδεχτεί να κοιτάξει προς το μέρος του αντιπάλου του. «Θα ρωτήσουμε το αντικείμενο του. Νομίζεις ότι φτάνει, υμνωδέ του κώλου;»
«Όχι. Το αγόρι παρακαλεί τον όμοιο να συνεχίσει». Ο Διηνέκης μπήκε στη μέση. Ευγενικά, με συμπόνια,
απευθύνθηκε στον έφηβο, τον προστατευόμενό του. «Γιατί λες την αλήθεια, Αλέξανδρε; Θα μπορούσες να πεις ψέματα, όπως κάθε άλλο αγόρι, και να ορκιστείς ότι διασκεδάζεις βλέποντας τη σφαγή, απολαμβάνεις τη θέα των σχισμένων μελών, των ακρωτηριασμένων αντρών, αλεσμένων από τα σαγόνια του πολέμου».
«Το σκέφτηκα, κύριε. Αλλά η συντροφιά θα με καταλάβαινε».
«Έχεις δίκιο σ' αυτό» βεβαίωσε ο Πολύνεικος. Άκουσε το θυμό στη φωνή του και γρήγορα τον έλεγξε. «Ωστόσο, από σεβασμό στο σύντροφό μου, τον οποίο εκτιμώ»—έκανε μια κοροϊδευτική υπόκλιση στο Διηνέκη— «θα απευθύνω την επόμενη ερώτηση μου όχι στο παιδί αλλά προς όλους εσάς». Έκανε μια παύση και μετά έδειξε το αγόρι που στεκόταν προσοχή μπροστά του. «Ποιος θα σταθεί μ' αυτή τη γυναικούλα δεξιά του στη γραμμή της μάχης;»
«Εγώ» αποκρίθηκε ο Διηνέκης χωρίς δισταγμό. Ο Πολύνεικος ρουθούνισε. «Ο προστάτης σου προσπαθεί να σε προφυλάξει, παιδά-
ριο. Με την περηφάνια της παλικαριάς του, φαντάζεται ότι μπορεί να πολεμήσει για δύο. Αυτό δείχνει απερισκεψία. Η πόλη δεν μπορεί να διακινδυνεύει το θάνατό του επειδή θέλει να βλέπει το όμορφο κοριτσίστικο πρόσωπό σου».
• 204 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Αρκετά, φίλε μου». Αυτό το είπε ο Μέδοντας, ο πρεσβύτερος του συσσιτίου. Οι όμοιοι τον ενίσχυσαν χτυπώντας τις γροθιές τους εν χορώ.
Ο Πολύνεικος χαμογέλασε. «Αποδέχομαι την ετυμηγορία σας, φίλοι και πρεσβύτεροι. Παρακαλώ, συγχωρήστε τον υπερβολικό μου ζήλο. Προσπαθώ απλώς να μεταδώσω στο νεαρό μας σύντροφο μερικές γνώσεις, με τρόπο πραγματιστικό, για την κατάσταση του ανθρώπου όπως τον έφτιαξαν οι θεοί. Μπορώ να ολοκληρώσω την αγωγή του;»
«Εν συντομία» τον προειδοποίησε ο Μέδοντας. Ο Πολύνεικος στράφηκε πάλι στον Αλέξανδρο. Τώρα η
φωνή του ήταν ευγενική και χωρίς κακία, αν μη τι άλλο, φαινόταν να διαπνέεται από κάτι που έμοιαζε με καλοσύνη κι ακόμη, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, από θλίψη.
«Η ανθρωπότητα όπως είναι φτιαγμένη» είπε ο Πολύ-νεικος «είναι κακό σπυρί και μάστιγα. Παρακολουθήστε τα βρομερά υποκείμενα σε οποιοδήποτε άλλο έθνος εκτός από τη Λακεδαίμονα. Ο άνθρωπος είναι αδύνατος, άπληστος, άνανδρος, ασελγής, λεία κάθε είδους κακίας και διαφθοράς. Θα πει ψέματα, θα κλέψει, θα εξαπατήσει, θα σκοτώσει, θα λιώσει τα αγάλματα των ίδιων των θεών και θα μετατρέψει σε νομίσματα το χρυσάφι τους για να τα ξοδέψει στις πόρνες. Αυτός είναι ο άνθρωπος. Αυτή είναι η φύση του, όπως βεβαιώνουν οι ποιητές.
»Ευτυχώς, οι θεοί μέσα στην ευσπλαχνία τους έδωσαν ένα αντιστάθμισμα απέναντι στην έμφυτη διαφθορά του είδους μας. Αυτό το δώρο, νεαρέ μου φίλε, είναι ο πόλεμος.
»Ο πόλεμος, όχι η ειρήνη, δημιουργεί αρετή. Ο πόλεμος, όχι η ειρήνη, εξαγνίζει το κακό. Ο πόλεμος και η προετοιμασία γι' αυτόν φέρνουν στην επιφάνεια κάθε ευγενές και έντιμο στοιχείο που υπάρχει σε έναν άντρα. Τον ενώνει με τα αδέλφια του και τους δένει όλους με ανιδιοτελή αγάπη, ρίχνοντας στο χωνευτήρι της ανάγκης καθετί χυδαίο και πο-
• 205 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ταπό. Εκεί, λοιπόν, στον ιερό μύλο της σφαγής ακόμα και ο κατώτερος άντρας μπορεί να αναζητήσει και να βρει εκείνο το κομμάτι του εαυτού του, καταχωνιασμένο κάτω από τη διαφθορά, που λάμπει προς τα έξω αστραφτερό και ενάρετο, άξιο τιμής ενώπιον των θεών. Μην απεχθάνεσαι τον πόλεμο, νεαρέ μου φίλε, μην αυταπατάσαι ότι ο οίκτος και η συμπόνια είναι αρετές ανώτερες από την ανδρεία». Τελείωσε γυρνώντας προς το Μέδοντα και τους πρεσβύτερους. «Συγχωρήστε με αν παρεκτράπηκα λιγάκι».
Η δοκιμασία τελείωσε. Οι όμοιοι σκορπίστηκαν. Ο Διηνέκης αναζήτησε τον Πολύνεικο κάτω από τις βαλανιδιές. Απευθύνθηκε σ' αυτόν με το εγκωμιαστικό του όνομα Κάλλιστος, που μπορεί να σημαίνει «αρμονικά ωραίος» ή «τέλειας συμμετρίας», αν και στον τόνο που χρησιμοποίησε ο Διηνέκης δινόταν η αντίστροφη ερμηνεία, δηλαδή «ωραίο αγόρι» ή «αγγελοπρόσωπος».
«Γιατί μισείς αυτό τον έφηβο τόσο πολύ;» ρώτησε ο Διηνέκης .
Ο δρομέας απάντησε χωρίς να διστάσει: «Επειδή δεν αγαπά τη δόξα».
«Και είναι η αγάπη της δόξας η υπέρτατη αρετή ενός άντρα;»
«Είναι του πολεμιστή». «Και ενός αλόγου κούρσας κι ενός κυνηγετικού σκύλου». «Είναι η αρετή των θεών, για την οποία μας διατάζουν
να αγωνιζόμαστε». Οι υπόλοιποι άντρες του συσσιτίου άκουγαν αυτή τη συ
ζήτηση, χωρίς να το θέλουν, αν και, σύμφωνα με τους νόμους του Λυκούργου, κανένα θέμα που συζητιόταν πίσω από αυτές τις πόρτες δεν έπρεπε να μεταφερθεί σε πιο δημόσια μέρη. Το συνειδητοποίησε όμως και ο Διηνέκης, βρήκε την ψυχραιμία του και αντιμετώπισε τον Πολύνεικο με στραβό χαμόγελο .
• 206 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Η ευχή που σου δίνω, Κάλλιστε, είναι να επιβιώσεις από τόσες πραγματικές μάχες όσες έχεις αγωνιστεί με τη φαντασία σου. Ίσως τότε αποκτήσεις την ταπεινοφροσύνη ενός ανθρώπου και να μη θεωρείς τον εαυτό σου ημίθεο πια, όπως κάνεις μέχρι τώρα».
«Μην ανησυχείς για μένα, Διηνέκη. Να ανησυχείς για το φίλο σου. Χρειάζεται την έννοια σου πιότερο από μένα».
Ήταν η ώρα που τα συσσίτια στην Αμυκλαία οδό αφήνουν ελεύθερους τους άντρες που είναι πάνω από τριάντα να πάνε στα σπίτια και στις γυναίκες τους, ενώ οι μικρότεροι άντρες των πρώτων πέντε κλάσεων αποτραβιούνται οπλισμένοι στις στοές των δημόσιων κτιρίων και είτε μένουν εκεί φρουροί όλη τη νύχτα είτε κοιμούνται τυλιγμένοι στους μανδύες τους. Ο Διηνέκης εκμεταλλεύτηκε αυτές τις στιγμές για να μιλήσει ιδιαιτέρως στον Αλέξανδρο.
Ο άντρας αγκάλιασε το παιδί από τον ώμο. Περπάτησαν αργά κάτω από τις σκοτεινές βαλανιδιές. «Ξέρεις» είπε ο Διηνέκης «ότι ο Πολύνεικος θα έδινε τη ζωή του στη μάχη για σένα. Αν έπεφτες πληγωμένος, η ασπίδα του θα σε προστάτευε, το ακόντιό του θα σε έφερνε πίσω ασφαλή. Κι αν σε έβρισκε θανατηφόρο χτύπημα, θα ορμούσε χωρίς δισταγμό μες στη σφαγή και θα 'δίνε και τη ζωή του ακόμα για να πάρει το σώμα σου και να μην επιτρέψει στον εχθρό να σου πάρει την πανοπλία. Τα λόγια του ίσως είναι σκληρά, Αλέξανδρε, αλλά τώρα είδες τον πόλεμο και ξέρεις ότι είναι εκατό φορές πιο σκληρός.
»Απόψε ήταν διασκέδαση. Ήταν πρακτική. Προετοίμασε το νου σου για να τον αντέξει, ώσπου να μη σημαίνει τίποτα για σένα, μέχρι να μάθεις να γελάς κατάμουτρα στον Πο-λύνεικο και να του αντιγυρίζεις τις προσβολές του με ανάλαφρη καρδιά.
»Να θυμάσαι ότι τα αγόρια της Λακεδαίμονας άντεξαν τέτοιες δοκιμασίες εκατοντάδες χρόνια. Ξοδεύουμε δάκρυα
• 207 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τώρα για να μη χυθεί αίμα αργότερα. Ο Πολύνεικος δεν ήθελε να σε βλάψει απόψε. Προσπαθούσε να σου διδάξει την πειθαρχία του νου, που θα μπλοκάρει το φόβο όταν οι σάλπιγγες ηχήσουν και οι αυλητές της μάχης κρατήσουν το ρυθμό.
»Να θυμάσαι αυτά που σου είπα για το σπίτι με τα πολλά δωμάτια. Υπάρχουν δωμάτια όπου δεν επιτρέπεται να μπούμε. Θυμός. Φόβος. Κάθε πάθος που οδηγεί το νου προς την "κατοχή", η οποία καταστρέφει τους άντρες που μάχονται.
»Η συνήθεια θα είναι ο υπερασπιστής σου. Όταν εξασκείς το νου σου να σκέφτεται με έναν και μόνο τρόπο, όταν αρνείσαι να του επιτρέψεις να σκεφτεί διαφορετικά, αυτό θα σε κάνει πολύ δυνατό στη μάχη».
Σταμάτησαν κάτω από μια βαλανιδιά και κάθισαν. «Σου μίλησα ποτέ για τη χήνα που είχαμε στον κλήρο του
πατέρα μου; Αυτό το πουλί είχε μια συνήθεια, ένας θεός ξέρει γιατί, να ραμφίζει τρεις φορές σε ένα συγκεκριμένο μέρος πάνω στο γρασίδι πριν κατευθυνθεί στο νερό μαζί με τους αδελφούς και τις αδελφές του. Όταν ήμουν μικρός, αυτό το πράγμα μού προκαλούσε μεγάλη έκπληξη. Η χήνα το έκανε κάθε φορά. Λες και ήταν υποχρεωμένη,
»Μια μέρα μού μπήκε η ιδέα να την εμποδίσω. Μόνο και μόνο για να δω τι θα χάνει. Πήγα και στάθηκα στο σημείο που φύτρωνε εκείνο το χορτάρι —δεν ήμουν πάνω από τεσσάρων ή πέντε χρονών εκείνη την εποχή— και δεν άφηνα τη χήνα να πλησιάσει. Τρελάθηκε. Όρμησε καταπάνω μου και με χτύπησε με τις φτερούγες της, με τσιμπούσε μέχρι που μου έβγαλε αίμα. Το έβαλα στα πόδια σαν ποντικός. Η χήνα βρήκε αμέσως την αυτοκυριαρχία της. Τσιμπολόγησε τρεις φορές το χορτάρι που ήταν σε κείνο το σημείο και γλίστρησε στο νερό ευχαριστημένη».
Οι μεγαλύτεροι όμοιοι έφευγαν τώρα για τα σπίτια τους,
• 208 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
οι νεότεροι άντρες και τα αγόρια επέστρεφαν στους σταθμούς τους.
«Η συνήθεια είναι ένας ισχυρός σύμμαχος, νεαρέ μου φίλε. Η συνήθεια του φόβου και του θυμού ή η συνήθεια της αυτοκυριαρχίας και του θάρρους». Αγκάλιασε με θέρμη το αγόρι από τους ώμους. Απόμειναν έτσι για λίγο.
«Πήγαινε τώρα. Προσπάθησε να κοιμηθείς λιγάκι. Σου υπόσχομαι ότι μέχρι να ξαναδείς μάχη θα σε έχουμε οπλίσει με όλες τις απαραίτητες συνήθειες».
• 209 •
13
ΟΤΑΝ ΟΙ ΝΕΟΙ άρχισαν να σκορπίζονται στους σταθμούς τους, ο Διηνέκης μαζί με το βοηθό του, τον Αυτόχειρα, πήγαν να συναντήσουν την παρέα των άλλων αξιωματικών που συγκεντρώνονταν για να πάνε στην Απέλλα, όπου θα συζητούσαν για την οργάνωση των προσεχών επικήδειων αγώνων. Ένα αγόρι-είλωτας είχε πλησιάσει το Διηνέκη πριν το φαγητό και του είχε δώσει ένα μήνυμα. Ετοιμαζόμουν να φύγω με τον Αλέξανδρο για τις στοές γύρω από την Πλατεία Ελευθερίας, να πιάσω μια θέση για τη νύχτα, όταν άκουσα ένα διαπεραστικό σφύριγμα να με καλεί.
Προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν ο Διηνέκης. Έτρεξα γρήγορα προς το μέρος του και στάθηκα με σε
βασμό στα αριστερά του, στην πλευρά της ασπίδας του. «Γνωρίζεις πού βρίσκεται το σπίτι μου;» ρώτησε. Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που μου απηύθυνε άμεσα. Απάντησα πως ήξερα. «Πήγαινε τότε. Αυτό το αγόρι θα σε οδηγήσει».
Το σπίτι που είχε στην πόλη η οικογένεια του Διηνέκη, σε αντίθεση με την αγροικία όπου δούλευαν οι οικογένειες των ειλώτων της, πέντε χιλιόμετρα περίπου νότια κατά μήκος του Ευρώτα, βρισκόταν δυο στενά από την Οδό του Δειλινού, στο δυτικό άκρο της κώμης Πιτάνης. Δε συνόρευε με άλλα οικήματα, όπως πολλά άλλα σπίτια σε κείνη τη συνοικία, αλλά ήταν απομονωμένο στις παρυφές ενός αλσυλλίου κάτω από αιωνόβιες βαλανιδιές και ελιές. Παλιά ήταν
• 210 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κι αυτό αγροικία και διέθετε τη λιτή χάρη ενός κλήρου της υπαίθρου. Το σπίτι ήταν εντελώς απλό εξωτερικά. Κάπως μεγαλύτερο από ένα αγροτόσπιτο, λιγότερο όμορφο ακόμα κι απ' το σπίτι του πατέρα μου στον Αστακό, αν και η αυλή και η γύρω περιοχή, κουρνιασμένες μέσα σε ένα δασάκι από μυρτιές και υακίνθους, έμοιαζαν με γαλήνιο λιμανάκι. Ήταν στ' αλήθεια πολύ όμορφα. Φτάσαμε στο σπίτι αφού περάσαμε μια σειρά από ανθοστολισμένα σοκάκια, που το καθένα σε έφερνε όλο και πιο κοντά σε ένα χώρο γαλήνης και απομόνωσης. Καθώς βαδίζαμε, περνούσαμε μπροστά από τα πολύχρωμα συγκροτήματα των αγρεπαύλεων άλλων ομοίων. Οι εστίες τους έκαιγαν, γιατί έκανε ψύχρα εκείνο το βράδυ, ενώ από μέσα ακούγονταν τα γέλια των παιδιών και τα ευτυχισμένα γαβγίσματα των σκύλων τους, που βρίσκονταν πάλι πίσω από τους τοίχους του σπιτιού. Η ίδια η τοποθεσία και τα περίχωρά της δεν απείχαν πολύ από τα όρια της περιοχής όπου γίνονταν τα γυμνάσια, ούτε διέφεραν πολύ ή πρόσφεραν μεγαλύτερες ανέσεις σε όσους διέμεναν εκεί.
Η μεγαλύτερη κόρη του Διηνέκη, η Ιλάειρα, έντεκα χρονών τότε, με άφησε να περάσω την πύλη. Διέκρινα χαμηλούς άσπρους τοίχους που περιέβαλλαν μια άψογα σκουπισμένη αυλή, ντυμένη με πλακάκια από ίσιο κεραμίδι, στολισμένη με λουλούδια μέσα σε πήλινες γλάστρες πάνω στο πεζούλι. Το γιασεμί άνθιζε στα αγυάλιστα δοκάρια μιας τσεκουροπελε-κημένης πέργολας. Γλυσίνες και πικροδάφνες στόλιζαν την πρόσοψη. Ένα ρυάκι από πέτρα πελεκητή, όχι φαρδύτερο από ένα χέρι, κελάρυζε κατά μήκος του βορινού τοίχου. Μια μικρή υπηρέτρια, που δε γνώριζα, περίμενε στη σκιά δίπλα σε ένα κάθισμα από λυγαριά.
Με οδήγησαν σε μια πέτρινη λεκάνη και μου είπαν να πλύνω τα χέρια και τα πόδια μου. Μερικά καθαρά λινά ρούχα κρέμονταν σε ένα δοκάρι. Σκουπίστηκα και τα φόρεσα
• 211 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
προσεκτικά. Η καρδιά μου βροντοχτυπούσε, αν και, στη ζωή μου, δεν ήξερα γιατί. Η κόρη Ιλάειρα με πέρασε στο δωμάτιο όπου ήταν η εστία, το μοναδικό εξάλλου, εκτός από την κρεβατοκάμαρα του Διηνέκη και της Αρέτης, που είχε το σπίτι.
Και οι τέσσερις θυγατέρες του Διηνέκη ήταν παρούσες. Υπήρχαν ακόμα ένα παιδάκι που κοιμόταν και ένα νεογέννητο. Η Ιλάειρα πήγε και κάθισε κοντά στην αδελφή της την Αλεξώ και άρχισαν να ξαίνουν μαλλί, λες και δεν έκαναν τίποτε άλλο κάθε μεσονύχτι. Τα κορίτσια τα επέβλεπε η δέσποινα Αρέτη, που καθόταν με το μωρό στο στήθος σ' ένα χαμηλό σκαμνί χωρίς μαξιλάρι, δίπλα στην εστία.
Αμέσως κατάλαβα ότι δε με είχαν φωνάξει για να υπηρετήσω την κυρά του Διηνέκη. Δίπλα της, προς τη μεσημβρινή πλευρά του δωματίου, καθόταν η δέσποινα Παρά-λεια, η μητέρα του Αλέξανδρου και σύζυγος του πολέμαρχου Ολύμπιου,
Τούτη η κυρά άρχισε αμέσως, χωρίς τσιριμόνιες, να με ρωτά για τη δοκιμασία που είχε περάσει ο γιος της πριν από μισή ώρα στο συσσίτιο. Το ότι έμαθε το συμβάν, και μάλιστα τόσο γρήγορα, ήταν κάτι που με ξάφνιασε αρκετά. Κάτι στα μάτια της με προειδοποίησε ότι έπρεπε να επιλέγω με προσοχή τα λόγια μου.
Η δέσποινα Παράλεια δήλωσε ότι είχε πλήρη επίγνωση και έτρεφε βαθύ σεβασμό για την επιγραφή που δεν επέτρεπε να αποκαλύπτονται όσα λέγονταν μέσα στους τοίχους του συσσιτίου των ομοίων. Ωστόσο, εγώ έπρεπε, χωρίς να παραβιάσω την ιερότητα του νόμου, να της δώσω —μια μάνα, όπως ήταν φυσικό, νοιαζόταν για την ευτυχία και το μέλλον του γιου της— κάποια ένδειξη, αν όχι τα ίδια τα λόγια και τις πράξεις του προαναφερθέντος γεγονότος, κάποια μέρη ίσως που θα έδιναν μια γεύση για το τι είχε συμβεί.
Στην αρχή με ρώτησε, με τον ίδιο υποτιμητικό τόνο με
• 212 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τον οποίο οι όμοιοι στο συσσίτιο είχαν ανακρίνει τον Αλέξανδρο, ποιος κυβερνούσε την πόλη. Οι βασιλείς και οι έφοροι, απάντησα αμέσως, και βέβαια οι νόμοι. Η δέσποινα χαμογέλασε και κοίταξε για μια στιγμή την κυρά την Αρέτη.
«Ναι» είπε «σίγουρα έτσι πρέπει να είναι». Μ' αυτό τον τρόπο ήθελε να μου πει ότι οι γυναίκες κι
νούσαν τα νήματα και, αν δεν ήθελα να βρεθώ μια για πάντα στα χωράφια, καλύτερα να άρχιζα να ξερνάω μια ικανοποιητική δόση πληροφοριών. Μέσα σε δέκα λεπτά είχε μάθει αυτά που ήθελε. Κελάηδησα σαν πουλάκι.
Επιθυμούσε, άρχισε η δέσποινα Παράλεια, να μάθει ό,τι είχε κάνει ο γιος της από τη στιγμή που είχε αψηφήσει τις επιθυμίες της στο άλσος των Διδύμων και έφυγε για να ακολουθήσει το στρατό στο Αντίρριο. Με ανέκρινε σαν να ήμουν σπιούνος. Η δέσποινα Αρέτη δεν τη διέκοψε. Οι μεγαλύτερες κόρες της δε σήκωσαν τα μάτια προς το μέρος μου ούτε προς τη δέσποινα Παράλεια, παρέμειναν σεμνά σιωπηλές, προσέχοντας ωστόσο κάθε λέξη. Έτσι μάθαιναν. Το μάθημα σήμερα ήταν πώς να ξεροψήσεις ένα αγόρι που σε υπηρετεί. Πώς το κάνει αυτό μια κυρά. Ποιον τόνο χρησιμοποιεί, ποιες ερωτήσεις υποβάλλει, πότε η φωνή της υψώνεται για να φοβερίσει λιγάκι και πότε χαμηλώνει υιοθετώντας έναν πιο εμπιστευτικό, γλυκό τόνο.
Τι τρόφιμα είχαμε πάρει ο Αλέξανδρος κι εγώ; Τι όπλα; Όταν η τροφή μας τελείωσε, πώς βρήκαμε άλλη; Συναντήσαμε ξένους στο δρόμο μας; Πώς φέρθηκε ο γιος της; Πώς ανταποκρίθηκαν οι ξένοι; Του έδειξαν σεβασμό όπως αξίζει σε ένα Σπαρτιάτη; Η συμπεριφορά του γιου της ήταν αυτή που έπρεπε;
Η δέσποινα άκουγε τις απαντήσεις μου χωρίς να δείχνει τι αισθάνεται, αν και ήταν φανερό ότι σε ορισμένα σημεία αποδοκίμαζε τη διαγωγή του γιου της. Μόνο μια φορά επέτρεψε στον εαυτό της να δείξει θυμό, όταν αναγνώρισα με-
• 213 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τά από πίεση ότι ο Αλέξανδρος δεν έμαθε το όνομα του καπετάνιου που μας πήρε για να μας περάσει απέναντι και μας πρόδωσε. Η φωνή της δέσποινας ράγισε. Μα τι συνέβαινε μ' αυτό το παιδί; Τι είχε μάθει όλα αυτά τα χρόνια στο τραπέζι του πατέρα του και στα κοινά συσσίτια; Δεν κατάλαβε ότι αυτός ο χαμερπής, αυτός ο ψαροκαπετάνιος έπρεπε να τιμωρηθεί, να εκτελεστεί αν κρινόταν απαραίτητο, για να μάθουν αυτοί οι παλιάνθρωποι τι σημαίνει να παίζεις ύπουλα με το γιο ενός ομοίου Λακεδαίμονα; Ή, αν η φρόνηση το απαιτούσε, ότι αυτός ο βαρκάρης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς όφελος μας; Αν γινόταν ο πόλεμος με τον Πέρση, αυτός ο χυδαίος, αν γινόταν σπιούνος, θα μπορούσε να αποδειχτεί πολύτιμη πηγή πληροφοριών για το στρατό. Ακόμα κι αν προσπαθούσε να το παίξει προδότης, θα αποκαλυπτόταν αμέσως και θα παίρναμε πολύτιμες πληροφορίες. Γιατί δεν έμαθε ο γιος της το όνομά του;
«Ο δούλος σας δε γνωρίζει, κυρά. Ίσως ο γιος σας και ο υπηρέτης του να είχαν άγνοια πάνω σ' αυτό το θέμα».
«Όταν μιλάς για τον εαυτό σου να λες "εγώ"» με μάλωσε η δέσποινα Παράλεια. «Δεν είσαι δούλος, μη μιλάς λοιπόν έτσι».
«Μάλιστα, κυρά». «Το αγόρι χρειάζεται κάτι να βρέξει το λαιμό του, μητέ
ρα» είπε η κόρη Ιλάειρα με ένα γελάκι. «Κοίτα τον. Αν το πρόσωπό του κοκκινίσει κι άλλο, θα σκάσει σαν ντομάτα».
Η ανάκριση συνεχίστηκε άλλη μια ώρα. Ωστόσο στη δυσφορία που ένιωθα πάνω σ' αυτό το καυτό σκαμνί ήρθε να προστεθεί και η επίδραση που είχε πάνω μου η φυσική εμφάνιση της Παράλειας, η οποία έμοιαζε εκπληκτικά με το γιο της. Όπως εκείνος, η δέσποινα ήταν όμορφη και, όπως εκείνος, η ομορφιά της είχε το λιτό, συγκρατημένο σπαρτιατικό τύπο.
Οι σύζυγοι και οι κοπέλες της γενέτειράς μου, του Αστα-
• 214 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κού, αλλά κι εκείνες των άλλων πόλεων της Ελλάδας χρησιμοποιούν συνήθως καλλυντικά και βάφουν τα πρόσωπα τους για να αναδείξουν την ομορφιά τους. Εκείνες οι κυράδες γνωρίζουν πολύ καλά την επίδραση της τεχνητής λάμψης των μαλλιών τους ή των κόκκινων βαμμένων χειλιών τους στους αρσενικούς, που κάνουν σαν τρελοί για τα θέλγητρά τους.
Η Παράλεια όμως, αλλά και η Αρέτη δεν είχαν καμία σχέση μ' αυτά. Ο πέπλος της ήταν σχισμένος με το σπαρτιατικό τρόπο, αποκαλύπτοντας το γυμνό της πόδι μέχρι το μηρό. Αυτό σε οποιαδήποτε άλλη πόλη θα έπαιρνε διαστάσεις σκανδάλου. Ωστόσο εδώ στη Λακεδαίμονα περνούσε εντελώς απαρατήρητο. Αυτό είναι ένα πόδι. Όπως και οι άντρες, κι εμείς οι γυναίκες έχουμε πόδια, όπως έλεγαν και οι ίδιες οι Σπαρτιάτισσες. Για ένα Σπαρτιάτη άντρα ήταν αδιανόητο να στραβοκοιτάξει ή να γλυκοκοιτάξει μια κυρά που ήταν ντυμένη έτσι. Έβλεπαν τις μητέρες, τις αδελφές και τις θυγατέρες τους γυμνές από τότε που πρωτάνοιξαν τα μάτια, τόσο στην αθλητική εκπαίδευση των κοριτσιών και των γυναικών όσο και στις θρησκευτικές τελετές.
Ωστόσο και οι δυο αυτές κυράδες δεν είχαν άγνοια του προσωπικού μαγνητισμού τους και της επιρροής που ασκούσαν και στον υπηρέτη ακόμα που βρισκόταν μπρος τους. Στο κάτω κάτω, και η Ελένη Σπαρτιάτισσα δεν ήταν; Η σύζυγος του Μενέλαου που ο Πάρης πήρε μαζί του στην Τροία,
που απ' αφορμή της και για χατίρι της απαράμιλλης ομορφιάς της πλήθος γενναίοι Αχαιοί μακριά απ' τον τόπο τους τον πατρικό εχαθήκαν.
Οι Σπαρτιάτισσες ξεπερνούν σε ομορφιά όλες τις άλλες Ελληνίδες κι αυτό που γοητεύει ιδιαίτερα είναι ότι δεν κάνουν τίποτε γι' αυτή. Δε λατρεύουν την Αφροδίτη αλλά την Κυνηγό Άρτεμη. Κοτάξτε τα υπέροχα μαλλιά μας, φαίνεται
• 215 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΪΛΝΤ
να λένε με το φέρσιμό τους, πώς αστραφτοκοπούν κάτω απ' το φως της λάμπας, όχι τεχνητά, με την τέχνη του καλλωπισμού, αλλά με τη λάμψη της υγείας και το λούστρο της αρετής. Κοιτάξτε τα μάτια μας που συναντούν τα αντρικά χωρίς να χαμηλώνουν δήθεν από αιδημοσύνη αλλά ούτε φτερουγίζοντας πίσω από βαμμένες βλεφαρίδες σαν τις Κορίνθιες πόρνες. Τα πόδια μας δεν τα περιποιούμαστε με κερί και μυρτιά, αλλά τα εκθέτουμε στον ήλιο όταν τρέχουμε κάνοντας το Γύρο.
Ήταν σπουδαίες γυναίκες τούτες οι κυράδες, σύζυγοι και μητέρες που το κυριότερο καθήκον τους ήταν να γεννήσουν γιους που μεγαλώνοντας θα γίνονταν πολεμιστές και ήρωες, υπερασπιστές της πόλης. Οι Σπαρτιάτισσες ήταν σαν τις φοράδες —οι καλομαθημένες δέσποινες των άλλων πόλεων μπορεί να σαρκάσουν—, ναι, μπορεί να ήταν φοράδες, αλλά ήταν και δρομείς, ολυμπιονίκες. Η αθλητική λάμψη και το σφρίγος που αποκτούσαν στη γυναικαγωγή, στην εκπαίδευση των γυναικών στην πειθαρχία, σήμαινε δύναμη, κι αυτό το γνώριζαν καλά.
Καθώς στεκόμουν μπροστά σ' αυτές τις γυναίκες, οι σκέψεις μου, παρά τις προσπάθειές μου, με γύρισαν στο παρελθόν, στη Διομάχη και στη μητέρα μου. Είδα με τα μάτια της θύμησης τα γυμνά πόδια της εξαδέλφης μου ν' αστράφτουν δυνατά και καλοφτιαγμένα όταν κυνηγούσαμε κανένα λαγό ή ελάφι, ενώ τα σκυλιά μας έτρεχαν μπροστά σκαρφαλώνοντας σε κάποια κακοτράχαλη πλαγιά. Είδα την απαλή λάμψη της σάρκας του χεριού της όταν τέντωνε το τόξο, τα μάτια της, που στένευαν για το τίποτα, και την κοκκινίλα της νιότης και της ελευθερίας που κάλυπτε το δέρμα του προσώπου της όταν χαμογελούσε. Είδα πάλι τη μητέρα μου, είκοσι έξι μόλις χρονών όταν πέθανε. Πάντα θα θυμάμαι την ανυπέρβλητη ευγένεια και την αρχοντιά της. Αυτές οι σκέψεις ήταν σαν το δωμάτιο στο σπίτι του νου που έλεγε ο Διη-
• 216 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νέκης, ένα δωμάτιο που είχα ορκιστεί στο Τρίστρατο ότι δε θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου να διαβεί το κατώφλι του.
Τώρα όμως που βρισκόμουν σ' αυτό το αληθινό δωμάτιο ενός αληθινού σπιτιού, ανάμεσα σε γυναικείους ψιθύρους και αρώματα, στις θηλυκές αύρες τούτων των συζύγων, μητέρων και θυγατέρων, έξι στο σύνολο, τόση θηλυκή παρουσία σε έναν τόσο στενό χώρο, ο νους μου ξαναγύρισε πίσω χωρίς να το θέλω. Χρειάστηκα όλη την αυτοκυριαρχία μου για να καταχωνιάσω την επίδραση αυτών των αναμνήσεων και να απαντήσω στις συνεχιζόμενες ερωτήσεις της κυράς με τάξη. Τελικά, η ανάκριση φάνηκε να πλησιάζει στο τέλος της.
«Απάντησέ μου τώρα σε μια τελευταία ερώτηση. Μίλησε με ειλικρίνεια. Αν πεις ψέματα, θα το μάθω. Ο γιος μου έχει θάρρος; Εκτίμησε την ανδρεία του, την αντρική του αρετή, ως έφηβος που σύντομα πρέπει να πάρει τη θέση του ως πολεμιστή;»
Δε χρειαζόταν ιδιαίτερη εξυπνάδα για να καταλάβω ότι βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Πώς ήταν δυνατό να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση; Ίσιωσα το κορμί και μίλησα απευθείας στη δέσποινα.
«Υπάρχουν χίλια τετρακόσια παιδιά στις εκπαιδευτικές ομάδες της αγωγής. Μόνο ένα είχε την τόλμη να ακολουθήσει το στρατό, και μάλιστα αψηφώντας την επιθυμία της ίδιας της μητέρας του, αν και είχε πλήρη επίγνωση της τιμωρίας που τον περίμενε στο γυρισμό».
Η δέσποινα, αφού σκέφτηκε λιγάκι, απάντησε: «Είναι πολιτική απάντηση, αλλά καλή. Τη δέχομαι».
Σηκώθηκε και ευχαρίστησε τη δέσποινα Αρέτη που κανόνισε αυτή τη συνέντευξη και για την εχεμύθειά της. Μου είπαν να περιμένω έξω στην αυλή. Η υπηρέτρια της δέσποινας Παράλειας ήταν ακόμα εκεί χαμογελώντας πονηρά. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχε ακούσει τα πάντα και θα τα διέ-διδε σε όλη την κοιλάδα του Ευρώτα μέχρι την ανατολή της
• 217 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
επόμενης ημέρας. Μετά από λίγο εμφανίστηκε και η κυρά. Δεν καταδέχτηκε να με κοιτάξει καν, ούτε να μου μιλήσει και συνοδευόμενη από την υπηρέτριά της κατηφόρισε το σκοτεινό σοκάκι χωρίς τη βοήθεια δαδιού.
«Είσαι αρκετά μεγάλος για να πιεις κρασί;» Η δέσποινα Αρέτη μού απηύθυνε άμεσα το λόγο, μιλώ
ντας από το κατώφλι της πόρτας και κάνοντας μου νόημα να περάσω μέσα στην οικία. Και οι τέσσερις κόρες της κοιμό-νταν τώρα. Η ίδια η δέσποινα ετοίμασε ένα κύπελλο κρασί για μένα, αραιώνοντάς το έξι προς ένα, όπως αρμόζει σε ένα αγόρι. Το ρούφηξα με ευγνωμοσύνη. Ήταν φανερό ότι αυτή η νύχτα των συνεντεύξεων δεν είχε τελειώσει ακόμα.
Η κυρά με έβαλε να καθίσω. Εκείνη βολεύτηκε στη θέση της οικοδέσποινας δίπλα στην εστία. Έβαλε ένα μεγάλο κομμάτι κριθαρένιο ψωμί ως άλφιτα* σε ένα πιάτο μπροστά μου και έφερε λάδι, τυρί και κρεμμύδι.
«Κάνε υπομονή, αυτή η νύχτα ανάμεσα σε γυναίκες γρήγορα θα τελειώσει. Θα ξαναγυρίσεις στους άντρες, όπου ανάμεσα τους σίγουρα νιώθεις πιο άνετα».
«Νιώθω άνετα, κυρά. Αλήθεια. Είναι ανακούφιση για μένα να απομακρυνθώ για μια ώρα από τη ζωή του στρατώνα, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χορεύω ξυπόλυτος στο καυτό ατσάλι της χύτρας».
Η κυρά χαμογέλασε, αλλά ήταν φανερό ότι το μυαλό της απασχολούσε ένα θέμα πιο σοβαρό. Με ανάγκασε να την κοιτάξω.
«Έχεις ακουστά το όνομα Ιδοτυχίδης;» Είχα. «Ήταν ένας Σπαρτιάτης που σκοτώθηκε στη μάχη της
Μαντινείας. Έχω δει την επιτύμβια στήλη του πριν το συσσίτιο της Πτερωτής Νίκης στην Αμυκλαία οδό».
* Κομμένο μικρά κομμάτια. Σ.τ.Μ.
• 218 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Τι άλλο γνωρίζεις γι' αυτόν τον άντρα;» ρώτησε η δέσποινα.
«Τίποτα» μουρμούρισα. «Τι άλλο;» επέμεινε εκείνη. «Λένε ότι ο Δέκτωνας, το αγόρι-είλωτας που το λένε Κό
κορας, είναι νόθος γιος του. Μητέρα του ήταν μια Μεσσηνία που πέθανε στη γέννα».
«Και τα πιστεύεις αυτά;» «Μάλιστα, κυρά». «Γιατί;» Με είχε στριμώξει για τα καλά τώρα. Είδα ότι η δέσποι
να το κατάλαβε. «Μήπως επειδή αυτό το αγόρι, ο Κόκορας, μισεί τόσο πολύ τους Σπαρτιάτες;» απάντησε αντί για μένα.
Ξαφνιάστηκα αφάνταστα που το ήξερε αυτό και για αρκετή ώρα κατάπια τη γλώσσα μου.
«Έχεις παρατηρήσει» συνέχισε η δέσποινα με φωνή που, προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν έδειχνε ούτε προσβολή ούτε θυμό «ότι από τους δούλους οι πιο ασήμαντοι μοιάζουν να δέχονται τη μοίρα τους χωρίς μεγάλη στενοχώρια, ενώ oι πιο ευγενικοί, αυτοί που είναι πολύ κοντά στην ελευθερία, εξεγείρονται εντονότερα; Λες και όσο πιο πολύ νιώθει ο δούλος ότι είναι άξιος τιμής, κι ωστόσο του αρνούνται τα μέσα να το αποδείξει, τόσο πιο μαρτυρική είναι γι' αυτόν η ζωή στη δουλεία».
Έτσι ακριβώς ήταν ο Κόκορας. Ποτέ δεν το είχα σκεφτεί αυτό, αλλά τώρα που το είπε η δέσποινα κατάλαβα ότι ήταν αλήθεια.
«Ο φίλος σου ο Κόκορας μιλάει πολύ. Κι όσα η γλώσσα του τα συγκρατεί το φέρσιμό του τα φανερώνει». Και ανέφερε κατά λέξη ορισμένες επαναστατικές δηλώσεις που είχε κάνει ο Δέκτωνας σε μένα μόνο, έτσι νόμιζα, στο δρόμο της επιστροφής από το Αντίρριο.
Είχα βουβαθεί και με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Η έκ-
• 219 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
φραση στο πρόσωπο της δέσποινας Αρέτης παρέμενε ανεξιχνίαστη .
«Ξέρεις τι είναι η κρυπτεία;» ρώτησε. Ήξερα. «Είναι μια μυστική οργάνωση μεταξύ των ομοί
ων. Κανείς δεν ξέρει τα μέλη της, εκτός του ότι είναι από τους νεότερους, τους δυνατότερους και κάνουν τη δουλειά τους τη νύχτα».
«Και τι δουλειά είναι αυτή;» «Εξαφανίζουν ανθρώπους. Είλωτες, εννοώ. Προδότες εί
λωτες». «Τώρα απάντησέ μου σ' αυτό και σκέψου καλά πριν μι
λήσεις». Η δέσποινα Αρέτη σώπασε, σαν να ήθελε να τονίσει τη σπουδαιότητα της ερώτησης που ετοιμαζόταν να κάνει. «Αν ήσουν μέλος της κρυπτείας και ήξερες όσα σου είπα προ ολίγου γι' αυτό τον είλωτα, τον Κόκορα, ότι είχε εκφράσει επαναστατικά συναισθήματα απέναντι στην πόλη και ότι ανέφερε επιπλέον την πρόθεση του να τα κάνει πράξη, τι θα έκανες;»
Μόνο μια απάντηση υπήρχε. «Θα ήταν καθήκον μου να τον σκοτώσω αν ήμουν μέλος
της κρυπτείας». Η δέσποινα το άκουσε χωρίς ν' αλλάξει τίποτα στην έκ
φραση της. «Τώρα απάντησε: Αν ήσουν φίλος με αυτό τον είλωτα,
τον Κόκορα, τι θα έκανες;» Κάτι ψέλλισα για ιδιάζουσες καταστάσεις, ότι ο Κόκο
ρας ήταν ένας θερμοκέφαλος, ότι πολλές φορές μιλούσε χωρίς να σκέφτεται, ότι τα περισσότερα απ' όσα έλεγε ήταν φούσκες και πως όλοι το γνώριζαν αυτό.
Η αρχόντισσα στράφηκε προς τις σκιές. «Λέει ψέματα αυτό το αγόρι;» «Μάλιστα, μητέρα». Πετάχτηκα ξαφνιασμένος. Οι δυο μεγαλύτερες αδελφές
• 220 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ήταν ξυπνητές στο κρεβάτι που μοιράζονταν και άκουγαν τα πάντα.
«Θα απαντήσω εγώ αντί για σένα, νεαρέ» είπε η κυρά βγάζοντας με από τη δύσκολη θέση. «Νομίζω πως θα έκανες το εξής: Θα έλεγες στο αγόρι να μη μιλάει έτσι μπροστά σε σένα και να μην κάνει τίποτα, έστω και το παραμικρό, διαφορετικά εσύ θα τον σκότωνες».
Τώρα τα είχα χάσει εντελώς. Η δέσποινα χαμογέλασε. «Είσαι ένας ψευταράκος. Τα ψέματα δεν είναι στη φύση σου. Το θαυμάζω αυτό. Αλλά πατάς σε επικίνδυνο έδαφος. Η Σπάρτη μπορεί να είναι η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, αλλά δεν παύει να είναι μια μικρή πόλη. Ένα ποντίκι δεν μπορεί να φταρνιστεί χωρίς να του πουν όλες οι γάτες "με τις υγείες σου". Οι υπηρέτες και οι είλωτες ακούνε τα πάντα και οι γλώσσες τους πάνε ροδάνι για ένα κομμάτι με-λόπιτα».
Αυτό το έλαβα υπόψη μου. «Και η δική μου» ρώτησα «θα λυθεί για μια κούπα κρα
σί;». «Το αγόρι φέρεται με ασέβεια απέναντι σου, μητέρα!»
Αυτό το είπε η Αλεξώ, που ήταν στα εννιά. «Πρέπει να τον γδάρεις».
Προς μεγάλη μου ανακούφιση, η δέσποινα Αρέτη με κοίταξε στο φως της λάμπας χωρίς θυμό ή αγανάκτηση, αλλά ήρεμα, με παρατηρούσε. «Ένα άλλο αγόρι στη θέση σου κανονικά θα έπρεπε να φοβάται τη σύζυγο ενός ομοίου της τάξης του άντρα μου. Πες μου: Γιατί δε με φοβάσαι;»
Δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι, πράγματι, δεν τη φοβόμουν. «Δεν είμαι σίγουρος, κυρά. Ίσως επειδή μου θυμίζεις κάποια».
Για αρκετή ώρα η δέσποινα δε μίλησε, αλλά συνέχισε να με κοιτάζει το ίδιο έντονα και ερευνητικά.
«Μίλησε μου γι' αυτή» πρόσταξε.
• 221 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Για ποια;» «Γα τη μητέρα σου». Πάλι κοκκίνισα. Με μπέρδευε το γεγονός ότι αυτή η γυ
ναίκα μάντευε όσα είχα στην καρδιά πριν ακόμα μιλήσω. «Εμπρός, πιες λίγο κρασί. Δε χρειάζεται να το παίζεις
σκληρός μπροστά μου». Μα τον Άδη, κατέβασα την κούπα μονορούφι. Βοήθησε.
Μίλησα στην κυρά εν συντομία για τον Αστακό, για τη λεηλασία του και για τη δολοφονία του πατέρα και της μητέρας μου από τα χέρια των Αργείων στρατιωτών, που κυκλοφορούσαν ύπουλα τη νύχτα.
«Οι Αργείοι είναι δειλοί» παρατήρησε εκείνη με περιφρόνηση, που την έκανε πολύ πιο αγαπητή σε μένα απ' όσο μπορούσε να φανταστεί. Σίγουρα τα μακριά αυτιά της είχαν μάθει τη μικρή μου ιστορία, άκουγε ωστόσο προσεκτικά, φαινόταν να ανταποκρίνεται με εμπάθεια καθώς την άκουγε από τα δικά μου χείλη.
«Η ζωή σου ήταν δυστυχισμένη, Χίονη» είπε. Ήταν η πρώτη φορά που με έλεγε με τ' όνομά μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη, αυτό με συγκίνησε βαθιά. Πάλεψα για να μην το δείξω.
Προσπάθησα, λοιπόν, να βρω όσο γινόταν την ψυχραιμία μου, να μιλώ σωστά, σε καλά ελληνικά, άξια ενός λευτερο-γεννημένου, και να φέρομαι με σεβασμό όχι μόνο για κείνη αλλά και για τη χώρα μου και την οικογένειά μου.
«Και γιατί ένα αγόρι χωρίς πόλη δείχνει τόση αφοσίωση στο ξένο κράτος της Λακεδαίμονας, στο οποίο δεν ανήκει και ούτε πρόκειται να ανήκει ποτέ;»
Την απάντηση τη γνώριζα, αλλά δεν ήξερα πόσο μπορούσα να την εμπιστευτώ. Απάντησα με πλάγιο τρόπο. Της μίλησα με λίγα λόγια για το Βρύαξη. «Ο παιδαγωγός μου με δίδαξε ότι ένα αγόρι πρέπει να έχει μια πόλη, διαφορετικά δεν μπορεί να ολοκληρωθεί ως άντρας. Αφού δεν είχα πια
• 222 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
δική μου πόλη, ήμουν ελεύθερος να επιλέξω όποια ήθελα». Αυτό ήταν μια νέα άποψη, αλλά είδα τη δέσποινα να την
επιδοκιμάζει. «Γιατί δε διάλεξες τότε μια πόλη με πλούτη και ευκαιρίες; Τις Θήβες, την Κόρινθο ή την Αθήνα; Το μόνο που μπορείς να έχεις εδώ είναι ξερό ψωμί και βουρδου-λιές στην πλάτη».
Αποκρίθηκα με ένα απόφθεγμα που είχε πει κάποτε ο Βρύαξης στη Διομάχη και σε μένα: Οι άλλες πόλεις φτιάχνουν μνημεία και ποίηση, ενώ η Σπάρτη άντρες.
«Και είναι αλήθεια αυτό;» ρώτησε η δέσποινα. «Θέλω να απαντήσεις με απόλυτη ειλικρίνεια, τώρα που είχες την ευκαιρία να μελετήσεις την πόλη μας και να δεις και τα κακά και τα καλά της».
«Είναι, κυρά». Προς μεγάλη μου έκπληξη, τούτα τα λόγια φάνηκαν να
συγκινούν τη δέσποινα βαθιά. Απέστρεψε το βλέμμα, ανοι-γόκλεισε τα μάτια μερικές φορές. Η φωνή της, όταν συνήλθε και μπόρεσε να μιλήσει, ήταν βραχνή απ' τη συγκίνηση.
«Ό,τι έχεις ακούσει για τον όμοιο Ιδοτυχίδη είναι αλήθεια. Ήταν ο πατέρας του φίλου σου του Κόκορα. Αλλά ήταν και κάτι άλλο επίσης. Ήταν αδελφός μου».
Είδε το ξάφνιασμά μου. «Δεν το ήξερες αυτό;» «Όχι, κυρά». Συγκράτησε τη συγκίνηση, τη θλίψη, το καταλάβαινα τώ
ρα που απειλούσε να τη διαλύσει. «Όπως βλέπεις» είπε χαμογελώντας βεβιασμένα «αυτό
κάνει το νεαρό Κόκορα κάτι σαν ανιψιό για μένα. Κι εμένα θεία του».
Ρούφηξα κι άλλο κρασί. Η δέσποινα χαμογέλασε. «Μπορώ να ρωτήσω γιατί η οικογένεια της κυράς δεν
ανέλαβε τον Κόκορα, ώστε να τον προωθήσει σε μόθακα;» Είναι μια ειδική εξαίρεση στη Λακεδαίμονα, μια κατηγορία
• 223 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
εφήβων που ονομάζονται «θετοί αδελφοί». Σ' αυτήν έχουν πρόσβαση οι κατώτεροι κοινωνικά ή νόθοι γιοι Σπαρτιατών πατέρων κυρίως. Παρά την ταπεινή καταγωγή τους, αυτά τα αγόρια υποστηρίζονται, ανατρέφονται από Σπαρτιάτες και στρατολογούνται στην αγωγή. Εκπαιδεύονται μαζί με τους γιους των ομοίων. Ακόμη, αν δείξουν αρκετά προσόντα και θάρρος στη μάχη, μπορούν να γίνουν πολίτες.
«Ρώτησα το φίλο σου τον Κόκορα πολλές φορές» αποκρίθηκε η δέσποινα. «Με απέκρουσε».
Είδε τη δυσπιστία στα μάτια μου. «Με σεβασμό» πρόσθεσε. «Με μεγάλο σεβασμό. Αλλά
ανέκκλητα». Σκέφτηκε για μια στιγμή. «Υπάρχει και κάτι άλλο περίεργο στον τρόπο σκέψης των
δούλων, ειδικά εκείνων που προέρχονται από έναν κατακτημένο λαό, όπως αυτό το αγόρι, ο Κόκορας, που είναι από Μεσσηνία μητέρα. Οι περήφανοι τούτοι άνθρωποι συντάσσονται συχνά με το κατώτερο μισό της γενιάς τους, από μίσος φυσικά ή επειδή δε θέλουν να φανούν ότι ζητούν χάρη, επιδιώκοντας να πάνε με το μέρος των ανωτέρων».
Πράγματι, αυτό συνέβαινε με τον Κόκορα. Θεωρούσε τον εαυτό του Μεσσήνιο και ήταν περήφανος γι' αυτό.
«Αυτό σου λέω μόνο, νεαρέ μου φίλε, για το δικό σου καλό αλλά και για του ανιψιού μου: Η κρυπτεία ξέρει. Τον παρακολουθούν από πέντε ετών. Παρακολουθούν κι εσένα επίσης. Μιλάς καλά, έχεις θάρρος, είσαι καπάτσος. Δεν υπάρχει τίποτε που να μην το παρατηρούν ή να μην το σημειώνουν. Θα σου πω και κάτι άλλο. Υπάρχει κάποιος στην κρυπτεία που δε σου είναι άγνωστος. Είναι ο αρχηγός των ιππέων, ο Πολύνεικος. Δε θα διστάσει καθόλου να κόψει το λαιμό ενός προδότη είλωτα και δε νομίζω ότι ο φίλος σου ο Κόκορας, όση δύναμη και εξυπνάδα κι αν διαθέτει, θα μπορέσει να ξεφύγει από τον ολυμπιονίκη».
• 224 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Όλα τα κορίτσια κοιμόνταν τώρα βαθιά. Το ίδιο το σπίτι και το σκοτάδι έξω από τους τοίχους του δημιουργούσαν μια παράξενη ατμόσφαιρα.
«Ο πόλεμος με τον Πέρση πλησιάζει» είπε η δέσποινα. «Η πόλη θα χρειαστεί κάθε άντρα. Η Ελλάδα θα χρειαστεί κάθε άντρα. Αλλά, όσο σημαντικός κι αν είναι αυτός ο πόλεμος, για τον οποίο όλοι συμφωνούν ότι θα είναι ο μεγαλύτερος στην ιστορία, θα γίνει σκηνή για δύναμη και στίβος για μεγαλείο. Ένα πεδίο όπου ένας άντρας θα μπορέσει να αποδείξει με τα κατορθώματά του την αρχοντιά που του αρνήθηκαν στη γέννηση του».
Τα μάτια της δέσποινας συνάντησαν τα δικά μου και δεν τα άφησαν.
«Θέλω αυτό το αγόρι, τον Κόκορα, ζωντανό μέχρι να έρθει ο πόλεμος. Θέλω να τον προστατεύεις. Αν τ' αυτιά σου εντοπίσουν οποιονδήποτε κίνδυνο, την παραμικρή φήμη, πρέπει να έρθεις κατευθείαν σε μένα. Θα το κάνεις;»
Το υποσχέθηκα. «Νοιάζεσαι γι' αυτό το αγόρι, Χίονη. Έστω κι αν σε έχει
βασανίσει, βλέπω τη φιλία σου γι' αυτόν. Σε ικετεύω στο όνομα του αδελφού μου και του αίματος του που ρέει στις φλέβες αυτού του αγοριού, του Κόκορα. Θα τον προσέχεις; Θα το κάνεις αυτό για μένα;»
Υποσχέθηκα ότι θα το κάνω. «Ορκίσου». Συμμορφώθηκα, μα τους θεούς. Μου φαινόταν παράλογο. Πώς μπορούσα να εμποδίσω
την κρυπτεία ή οποιαδήποτε άλλη δύναμη ήθελε να δολοφονήσει τον Κόκορα; Ωστόσο η υπόσχεσή μου φάνηκε να ανακουφίζει την κυρά. Μελέτησε το πρόσωπό μου αρκετή ώρα.
«Πες μου, Χίονη» είπε απαλά. «Έχεις... έχεις ζητήσει ποτέ κάτι για τον εαυτό σου;»
Απάντησα πως δεν καταλάβαινα την ερώτησή της.
• 225 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Θέλω άλλο ένα πράγμα από σένα. Θα το κάνεις;» Ορκίστηκα να το κάνω. «Σε προστάζω να κάνεις κάποτε μια πράξη μόνο για σέ
να και όχι επειδή θα σου το ζητήσει κάποιος άλλος. Θα το καταλάβεις όταν έρθει αυτή η ώρα. Υποσχέσου το. Πες το δυνατά».
«Το υπόσχομαι, κυρά». Τότε σηκώθηκε με το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά, πή
γε σε μια κούνια, που ήταν ανάμεσα στα κρεβάτια των άλλων κοριτσιών, έβαλε μέσα το μωρό και το σκέπασε με τα απαλά σκεπάσματα. Αυτό ήταν το σινιάλο ότι ήταν ώρα να φύγω. Είχα ήδη σηκωθεί, όπως όριζε ο σεβασμός, όταν η δέσποινα ξαναγύρισε.
«Μπορώ να ρωτήσω κάτι, κυρά, πριν φύγω;» Τα μάτια της άστραψαν πονηρά. «Άσε με να μαντέψω.
Είναι για κάποιο κορίτσι;» «Όχι, κυρά». Είχα ήδη μετανιώσει για την τόλμη μου. Η
ερώτηση που ήθελα να κάνω ήταν αδιανόητη, παράλογη. Κανείς θνητός δε θα μπορούσε να απαντήσει.
Η περιέργεια της δέσποινας είχε ήδη ανάψει και με πίεσε να συνεχίσω.
«Πρόκειται για ένα φίλο» της είπα. «Δεν μπορώ να του απαντήσω εγώ γιατί είμαι πολύ μικρός ακόμα και δεν ξέρω τον κόσμο. Ίσως εσύ, κυρά, με τη σοφία σου να μπορέσεις. Αλλά θα μου υποσχεθείς ότι δε θα γελάσεις, ούτε θα σκανδαλιστείς».
Εκείνη συμφώνησε. «Δε θα το πεις σε κανέναν, ούτε στο σύζυγό σου». Το υποσχέθηκε. Πήρα βαθιά ανάσα και άρχισα, «Αυτός ο φίλος... πιστεύει ότι κάποτε, όταν ήταν μι
κρός, μόνος του στο χείλος του γκρεμού, του μίλησε ένας θεός».
• 226 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Σταμάτησα και αναζήτησα με αγωνία κάποιο σημάδι περιφρόνησης ή αγανάκτησης. Με μεγάλη μου ανακούφιση. η έκφραση της κυράς δεν έδειχνε τίποτα.
«Αυτό το αγόρι... ο φίλος μου... θέλει να ξέρει αν κάτι τέτοιο είναι δυνατό. Γίνεται... μια θεότητα να καταδεχτεί να μιλήσει σε ένα αγόρι χωρίς πόλη ή μέρος να μείνει, ένα άπορο αγόρι που δεν είχε δώρα να θυσιάσει και που δεν ήξερε καν τα κατάλληλα λόγια μιας προσευχής; Μήπως ο φίλος μου αυτός έβλεπε φαντάσματα, μήπως είχε πέσει θύμα παραισθήσεων από τη μοναξιά και την απελπισία;»
Η δέσποινα ρώτησε ποιος ήταν ο θεός που μίλησε στο φίλο μου.
«Ο Τοξότης θεός. Ο Απόλλωνας ο Μακροσαγιτάρης». Με έτρωγε η αγωνία. Σίγουρα η δέσποινα θα περιφρο
νούσε τόση τόλμη και αλαζονεία. Δεν έπρεπε ν' ανοίξω το στόμα μου.
Αλλά δεν κορόιδεψε την ερώτησή μου, ούτε τη θεώρησε ασεβή. «Είσαι κι εσύ κάτι σαν τοξότης, το καταλαβαίνω, κι έχεις φτάσει αρκετά μακριά αυτά τα τέσσερα χρόνια. Σου πήραν το τόξο σου, σωστά; Σου το κατάσχεσαν μόλις εμφανίστηκες στη Λακεδαίμονα;»
Μου είπε πως η τύχη πρέπει να με οδήγησε στην εστία της εκείνη τη νύχτα, γιατί, ναι, οι θεές της γης βρίσκονταν εκεί γύρω. Τις αισθανόταν. Οι άντρες σκέφτονται με το νου, είπε η κυρά, ενώ οι γυναίκες με το αίμα τους, που φουσκώνει και πλημμυρίζει με την εχεμύθεια του φεγγαριού.
«Δεν είμαι ιέρεια. Ανταποκρίνομαι μόνο με τη γυναικεία μου καρδιά που διαισθάνεται και διακρίνει εύκολα την αλήθεια».
Απάντησα πως αυτό ακριβώς ήθελα κι εγώ. «Πες στο φίλο σου τούτο» είπε η κυρά. «Αυτό που είδε
ήταν αλήθεια. Το όραμα του ήταν, πράγματι, ο θεός». Εντελώς ξαφνικά, δάκρυα άρχισαν να αναβλύζουν από τα
• 227 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μάτια μου. Με έπνιξε η συγκίνηση. Λύγισα και άρχισα να κλαίω με αναφιλητά, ντροπιασμένος που έχασα τον αυτοέλεγχο μου και έκπληκτος από την ένταση του πάθους που φάνηκε να ξεπηδάει από το πουθενά για να με κυριέψει. Έχωσα το πρόσωπό μου στα χέρια μου και άρχισα να κλαίω σαν παιδί. Η δέσποινα με πλησίασε, με έπιασε απαλά, με χτύπησε στον ώμο σαν μητέρα και μου ψιθύρισε όμορφα λόγια παραμυθίας.
Μετά από λίγο είχα ξαναβρεί τον εαυτό μου. Ζήτησα συγνώμη για το ολίσθημά μου. Η δέσποινα δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Με μάλωσε μάλιστα, λέγοντας ότι τόσο πάθος ήταν ιερό, εμπνευσμένο από το θεό, και δεν έπρεπε να μετανιώνω ή να απολογούμαι γι' αυτό.
Στεκόταν τώρα στην ανοιχτή εξώθυρα, απ' όπου τρύπωνε το φως των αστεριών και μπορούσε ν' ακούσει κανείς το απαλό μουρμούρισμα του ρυακιού στην αυλή.
«Θα ήθελα να είχα γνωρίσει τη μητέρα σου» είπε η δέσποινα Αρέτη, ενώ με κοίταζε με καλοσύνη. «Ίσως εκείνη κι εγώ συναντηθούμε κάποτε, πέρα από το ποτάμι. Θα μιλήσουμε για το γιο της και την κακοτυχιά που του όρισαν οι θεοί».
Με άγγιξε άλλη μια φορά στον ώμο και είπε: «Πήγαινε τώρα και πες στο φίλο σου τούτο: Μπορεί να με ξαναρωτήσει, αν το επιθυμεί. Μόνο που την επόμενη φορά πρέπει να έρθει ο ίδιος. Θέλω να δω το πρόσωπο αυτού του αγοριού που έκατσε και κουβέντιασε με το γιο του Ουρανού».
• 228 •
14
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ εγώ φάγαμε τις βουρδουλιές μας για το Αντίρριο το επόμενο βράδυ. Εκείνον τον ξυλοφόρτωσε ο πατέρας του, ο Ολύμπιος, μπροστά στους ομοίους του συσσιτίου του, εμένα με μαστίγωσε χωρίς τελετές, στους αγρούς, ένας είλωτας αγρότης. Ο Κόκορας με βοήθησε μετά, μόνος μέσα στο σκοτάδι, να φτάσω σε ένα δασάκι, στο Αμόνι, δίπλα στον Ευρώτα, όπου με έπλυνε και έδεσε τις πληγές μου. Ήταν ένα μέρος αφιερωμένο στη Δήμητρα των Αγρών. Το χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Μεσσήνιοι είλωτες. Σε κείνο το μέρος υπήρχε παλιά ένα σιδηρουργείο, από όπου και το όνομά του.
Προς μεγάλη μου ανακούφιση, ο Κόκορας δε μου έκανε τη συνηθισμένη του αγόρευση περί δουλείας, απλώς περιορίστηκε στην παρατήρηση ότι ο Αλέξανδρος μαστιγώθηκε ως αγόρι ενώ εγώ σαν σκύλος. Ήταν καλός μαζί μου και, το σπουδαιότερο, ήταν ειδικός στο να πλένει και να τοποθετεί εκείνες τις φλούδες από σημύδα πάνω στη γυμνή σάρκα της πλάτης.
Πρώτα άφθονο νερό, μετά βούτηγμα όλου του σώματος μέχρι το λαιμό στο παγωμένο ποτάμι. Ο Κόκορας με κρατούσε από πίσω, με τα χέρια περασμένα κάτω από τις μασχάλες μου, αφού το σοκ από το παγωμένο νερό πάνω στις πληγές προκαλεί συνήθως λιποθυμία. Το κρύο μουδιάζει τη σάρκα και έτσι μπορεί ν' αντέξει κανείς μια πλύση από βρα-
• 229 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σμένες τσουκνίδες και βότανο του Νέσσου*. Αυτό σταματά την αιμορραγία και βοηθά στη γρήγορη επούλωση των πληγών. Ένα μάλλινο ή λινό πανί θα ήταν αφόρητο σ' αυτό το στάδιο, έστω κι αν το τοποθετούσε κανείς πολύ απαλά. Αλλά η γυμνή παλάμη ενός φίλου, τοποθετημένη, απαλά στην αρχή, με πίεση κατόπιν, πάνω στη σάρκα που τρέμει και παραμένοντας εκεί, προσφέρει ανακούφιση, που τα αποτελέσματα της αγγίζουν τα όρια της έκστασης. Ο Κόκορας είχε πάρει κι αυτός το μερίδιό του στις βουρδουλιές και ήξερε καλά τη διαδικασία.
Μέσα σε πέντε λεπτά μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Σε δεκαπέντε το δέρμα μου μπορούσε να δεχτεί το σφάγνο, που ο Κόκορας πίεσε στην κόκκινη μάζα για να απορροφήσει το δηλητήριο και να χύσει το δικό του αναισθητικό. «Μα τους θεούς, υπάρχει ακόμα παρθένο έδαφος» παρατήρησε, εννοώντας ένα κομμάτι που ήταν ακόμα σάρκα των θεών και όχι μια ανοιγμένη και ξανανοιγμένη ουλή. «Δε θα μπορείς να κουβαλάς την ασπίδα του υμνωδού σ' αυτή την πλάτη για ένα μήνα».
Είχε αρχίσει να κατηγορεί πάλι με δηλητηριώδη λόγια το νεαρό μου αφέντη, όταν ακούστηκε ένα τρίξιμο στην όχθη από πάνω μας. Κουλουριαστήκαμε, έτοιμοι για τα πάντα.
Ήταν ο Αλέξανδρος. Προχώρησε και στάθηκε κάτω από τα πλατάνια. Ο μανδύας του ήταν ριγμένος προς τα μπρος, αφήνοντας και τη δική του κομματιασμένη πλάτη γυμνή. Ο Κόκορας κι εγώ παγώσαμε. Ο Αλέξανδρος θα μαστιγωνόταν πάλι αν τον έβρισκαν εδώ τέτοια ώρα, κι εμάς μαζί του.
«Ορίστε» είπε κατεβαίνοντας την όχθη για να έρθει κο-
* Πρόκειται για τον Κένταυρο Νέσσο, γιο του Ιξίονα και της Νεφέλης, ο οποίος για να εκδικηθεί τον Ηρακλή, που τον πλήγωσε θανάσιμα όταν αποπειράθηκε να βιάσει τη Δηιάνειρα, χάρισε το ματωμένο του πουκάμισο στη γυναίκα, το οποίο, όταν το φόρεσε ο Ηρακλής, προκάλεσε το Θάνατό του από το δηλητηριασμένο αίμα του Κενταύρου. Το φυτό αυτό λέγεται ότι φύτρωσε από το αίμα του. Σ.τ.Μ.
• 230 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντά μας. «Διέρρηξα το ντουλάπι του χειρουργού γι' αυτό». Ήταν ρητίνη από σμύρνα. Δυο δάχτυλα περίπου, τυλιγ
μένη σε πράσινα φύλλα μελιάς. Μπήκε στο ποτάμι και ήρθε κοντά μας.
«Τι του έβαλες στην πλάτη;» ρώτησε τον Κόκορα, που παραμέρισε ρίχνοντάς του ένα έκπληκτο βλέμμα. Τη σμύρνα τη χρησιμοποιούσαν οι όμοιοι στις πληγές της μάχης, όποτε βέβαια είχαν, πράγμα πολύ σπάνιο. Σίγουρα θα σκότωναν στο ξύλο τον Αλέξανδρο αν μάθαιναν ότι είχε κλέψει αυτό το πολύτιμο πράγμα. «Να του τη βάλεις αργότερα, όταν βγάλεις τα μούσκλα» είπε ο Αλέξανδρος στον Κόκορα. «Να το πλύνεις καλά την αυγή. Αν το μυρίσει κανείς, θα το χρειαστούμε όλο για τις ράχες μας κι ακόμα πιο πολύ».
Έβαλε τα τυλιγμένα φύλλα στα χέρια του Κόκορα. «Πρέπει να γυρίσω πριν την αρίθμηση» είπε ο Αλέξαν
δρος. Σαν αστραπή ανέβηκε στην όχθη και χάθηκε. Ακούσαμε τα βήματά του να σβήνουν σιγά σιγά καθώς γύριζε τρέχοντας στο σκοτάδι εκεί που έμεναν τα αγόρια γύρω από την πλατεία.
«Ε λοιπόν, βάλε με κάτω και κλότσα με μέχρι αναισθησίας» είπε ο Κόκορας, κουνώντας το κεφάλι. «Αυτή η μικρή γαλιάντρα έχει μεγαλύτερα παπάρια απ' όσο νόμιζα».
Τα ξημερώματα, όταν συναντηθήκαμε πριν τη θυσία, ο Αυτόχειρας, ο Σκύθης βοηθός του Διηνέκη, ήρθε να μας βρει στις θέσεις μας. Ασπρίσαμε από το φόβο μας. Κάποιος είχε κελαηδήσει για μας, την είχαμε πατήσει πολύ άσχημα.
«Εσύ, σκατόπαιδο, πρέπει να έχεις κάποιο τυχερό αστέρι» ήταν το μόνο που είπε ο Αυτόχειρας. Μας οδήγησε στα μετόπισθεν της παράταξης. Εκεί βρισκόταν ο Διηνέκης, σιωπηλός, μόνος στις σκιές της πρωταυγής. Σταθήκαμε από σεβασμό στα αριστερά του, στην πλευρά της ασπίδας του. Οι σάλπιγγες ήχησαν η παράταξη άρχισε να κινείται. Ο Διηνέκης υπέδειξε στον Κόκορα και σε μένα πού να σταθούμε.
• 231 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Η δική του θέση ήταν μπροστά μας. Ο Αυτόχειρας στεκόταν στα δεξιά του, ενώ η θήκη με τα πριονισμένα κοντάρια του, τις «βελόνες μανταρίσματος» όπως τις έλεγε, κρεμόταν με άνεση στην πλάτη του.
«Εξέτασα την περίπτωσή σου» ήταν τα πρώτα λόγια που ο Διηνέκης απηύθυνε σε μένα, εκτός από εκείνα που είχε πει πριν δυο βραδιές, όταν με κάλεσε επειγόντως να ακολουθήσω το νεαρό υπηρέτη στο σπίτι του. «Οι είλωτες μου λένε ότι είσαι άχρηστος στα χωράφια. Σε παρακολούθησα επίσης κατά τη διάρκεια της θυσίας· ακόμα και το λαιμό μιας γίδας είσαι ανίκανος να ξυρίσεις σωστά. Και είναι φανερό από τη διαγωγή σου κοντά στον Αλέξανδρο ότι ακολουθείς κάθε διαταγή, άσχετα με το πόσο ασυλλόγιστη ή παράλογη είναι». Με γύρισε για να εξετάσει την πλάτη μου. «Φαίνεται ότι το μόνο ταλέντο που έχεις είναι να γιατρεύεσαι γρήγορα».
Έσκυψε και μύρισε την πλάτη μου. «Αν δεν ήξερα» παρατήρησε «θα ορκιζόμουν ότι αυτές οι φλούδες έχουν αλειφτεί με σμύρνα».
Ο Αυτόχειρας με γύρισε με μια κλοτσιά και βρέθηκα πάλι αντίκρυ στο Διηνέκη. «Δεν είσαι καλή επιρροή για τον Αλέξανδρο» μου είπε ο όμοιος. «Ένα αγόρι δε χρειάζεται ένα άλλο αγόρι και ιδίως όχι κάποιον που είναι πρόθυμος για όλα, όπως εσύ· χρειάζεται έναν ώριμο άντρα, κάποιον που να έχει τον τρόπο να τον σταματήσει όταν βάλει κάποια απερίσκεπτη ιδέα στο κεφάλι του, όπως να πάρει στο κατόπι το στρατό. Έτσι, του δίνω το δικό μου άντρα». Με μια κίνηση του κεφαλιού έδειξε τον Αυτόχειρα. «Σε παύω» μου είπε. «Απολύεσαι».
Μα τον Αδη! Άντε πάλι στα σκατοχώραφα. Ο Διηνέκης στράφηκε κατόπιν στον Κόκορα. «Κι εσύ. Ο
γιος ενός Σπαρτιάτη ήρωα και δεν μπορείς να κρατήσεις ούτε ένα θυσιαστήριο κόκορα στα χέρια σου χωρίς να τον
• 232 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
στραγγαλίσεις. Είσαι παθητικός. Άσε που το στόμα σου είναι χειρότερο κι απ' τον κώλο μιας Κορίνθιας, δεν μπορείς να το κρατήσεις κλειστό. Κάθε φορά που χασμουριέται εκτοξεύει λόγια προδοσίας. Θα σου έκανα χάρη αν σου έσκιζα τη μουτσούνα αυτή τη στιγμή και θα γλίτωνα έτσι την κρυ-πτεία από τον μπελά».
Θύμισε στον Κόκορα το Μηριόνη, το βοηθό του Ολύμπιου που είχε πέσει τόσο γενναία στο Αντίρριο. Κανένας απ' τους δυο μας δεν είχε ιδέα πού το πήγαινε.
«Ο Ολύμπιος έχει περάσει τα πενήντα. Διαθέτει σοφία και περίσκεψη. Έτσι, ο επόμενος βοηθός του καλό θα ήταν να είναι νέος. Κάποιος άγουρος, δυνατός και άμυαλος». Κοίταξε τον Κόκορα λοξά με περιφρόνηση. «Ένας θεός ξέρει ποια τρέλα τον έπιασε, αλλά ο Ολύμπιος διάλεξε εσένα. Θα πάρεις τη θέση του Μηριόνη. Θα φροντίζεις τον Ολύμπιο. Πήγαινε να αναφερθείς αμέσως λοιπόν. Είσαι ο πρώτος βοηθός του τώρα».
Είδα τον Κόκορα να ανοιγοκλείνει τα μάτια. Κάποιο κόλπο ήταν, σίγουρα.
«Δεν είναι αστείο» είπε ο Διηνέκης «και, το καλό που σου θέλω, μην το καταντήσεις τέτοιο. Θα ακολουθείς τα βήματα ενός άντρα που αξίζει περισσότερο από τους μισούς ομοίους της μόρας. Σκάτωσέ τα και θα σε σουβλίσω με τα ίδια μου τα χέρια».
«Όχι, αφέντη». Ο Διηνέκης τον κοίταξε προσεκτικά αρκετή ώρα. «Σκά
σε και δίνε του αμέσως από δω». Ο Κόκορας έφυγε τρέχοντας να φτάσει τη φάλαγγα. Ομο
λογώ ότι είχα αρρωστήσει από τη ζήλια μου. Πρώτος βοηθός ενός ομοίου και όχι μόνο αυτό, αλλά ενός πολέμαρχου, και σύντροφος της σκηνής του βασιλιά. Μισούσα τον Κόκορα για τη βουβή, τυφλή του τύχη.
Ή μήπως ήταν κάτι άλλο; Καθώς στεκόμουν κάτασπρος.
• 233 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μουδιασμένος από τη ζήλια, η εικόνα της δέσποινας Αρέτης πέρασε από το μάτι του νου μου. Αυτή βρισκόταν πίσω από αυτό. Ένιωσα ακόμα χειρότερα και μετάνιωσα πικρά που της είχα εμπιστευτεί το όραμα του Απόλλωνα του Μακρο-σαγιτάρη.
«Για να δω την πλάτη σου» πρόσταξε ο Διηνέκης. Γύρισα ξανά. Σφύριξε επιδοκιμαστικά. Μα το Δία, αν υπήρχε ολυμπιακό αγώνισμα στο ξεφλούδισμα της πλάτης, θα στοιχημάτιζαν όλοι πάνω σου». Με έκανε να τον κοιτάξω και να σταθώ μπροστά του προσοχή. Με παρατήρησε σκεφτικός. Το βλέμμα του θαρρείς και με διαπερνούσε ολόκληρο. «Τα προτερήματα ενός καλού βοηθητικού της μάχης είναι αρκετά απλά. Πρέπει να είναι βουβός σαν μουλάρι, μουδιασμένος σαν στύλος και υπάκουος σαν βλάκας. Σ' αυτά τα προτερήματα, Χίονη από τον Αστακό, δηλώνω ότι τα διαπιστευτήρια σου είναι άψογα».
Ο Αυτόχειρας γελούσε καταχθόνια. Τράβηξε κάτι από τη φαρέτρα πίσω από την πλάτη του. «Εμπρός, ρίξε μια ματιά» πρόσταξε ο Διηνέκης. Σήκωσα τα μάτια.
Στο χέρι του Σκύθη ήταν ένα τόξο. Το τόξο μου. Ο Διηνέκης με διέταξε να το πάρω. «Δεν είσαι αρκετά δυνατός να γίνεις πρώτος βοηθός μου,
αλλά, αν καταφέρεις να κρατάς το κεφάλι σου μακριά από τον κώλο σου, ίσως γίνεις ένας αρκετά αξιοσέβαστος δεύτερος». Ο Αυτόχειρας έβαλε στην παλάμη μου το τόξο, το μεγάλο θεσσαλικό όπλο του ιππικού που μου το είχαν κατασχέσει στα δώδεκα, μόλις πέρασα τα σύνορα της Λακεδαίμονας.
Μου ήταν αδύνατο να σταματήσω το τρέμουλο των χεριών μου, ένιωθα τη ζεστασιά του ξύλου της μελιάς, από το οποίο ήταν φτιαγμένο το τόξο, και το έντονο ρεύμα που το διαπερνούσε απ' άκρου εις άκρον και έφτανε μέχρι τις παλάμες μου.
• 234 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Θα φροντίζεις για τις μερίδες του συσσιτίου, το κρεβάτι και τα γιατρικά» μου είπε ο Διηνέκης. «Θα μαγειρεύεις για τους άλλους βοηθούς και θα κυνηγάς για το τσουκάλι μου στα γυμνάσια στη Λακεδαίμονα και πέρα από τα σύνορα στις εκστρατείες. Δέχεσαι;»
«Δέχομαι, αφέντη». «Στην πατρίδα σου μπορεί να κυνηγούσες λαγούς και να
τους κρατούσες για τον εαυτό σου, αλλά μην προκαλέσεις την τύχη σου».
«Όχι, αφέντη». Με κοίταξε με κείνο το λοξό κοροϊδευτικό βλέμμα που
παρατηρούσα από μακριά στο πρόσωπό του και που τώρα θα έβλεπα πολλές φορές από κοντά.
«Ποιος ξέρει» είπε ο νέος μου αφέντης «με λίγη τύχη ίσως καταφέρεις να ρίξεις καμιά αδέσποτη στον εχθρό».
235
Βιβλίο τέταρτο
ΑΡΕΤΗ
i
15
Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΗΣ Λακεδαίμονας έκανε είκοσι μία διαφορετικές εκστρατείες τα επόμενα πέντε χρόνια, όλες εναντίον άλλων Ελλήνων. Η εχθρότητα κατά του Πέρση που ήθελε να διατηρήσει ο Λεωνίδας από το Αντίρριο θεωρήθηκε τώρα απαραίτητο να διοχετευτεί σε πιο άμεσους στόχους, τις ελληνικές πόλεις που προσπάθησαν ύπουλα να παίξουν το ρόλο του προδότη, συμμαχώντας εκ των προτέρων με τον εισβολέα για να σώσουν τα τομάρια τους.
Οι ισχυρές Θήβες και οι εξόριστοι αριστοκράτες τους, που συνωμοτούσαν ακατάπαυστα με την περσική αυλή. Ήθελαν να διεκδικήσουν ξανά τα πρωτεία στη χώρα τους, πουλώντας τη στον εχθρό.
Το ζηλόφθονο Άργος, ο χειρότερος και πλησιέστερος αντίπαλος της Σπάρτης, που οι άρχοντές του διαπραγματεύτηκαν φανερά με τους πράκτορες της αυτοκρατορίας. Η Μακεδονία, που ο αρχηγός της ο Αλέξανδρος είχε προσφέρει εδώ και καιρό δείγματα υποταγής. Η Αθήνα επίσης είχε εξόριστους αριστοκράτες που αναπαύονταν στις περσικές σκηνές, ενώ συνωμοτούσαν για την αποκατάστασή τους ως αρχόντων κάτω από το περσικό λάβαρο.
Και η ίδια η Σπάρτη όμως είχε το μερίδιό της στην προδοσία, αφού ο καθαιρεμένος βασιλιάς της Δημάρατος βρισκόταν στην περσική αυλή ως εξόριστος, μαζί με τους άλλους συκοφάντες που περιέβαλλαν τη Μεγαλειότητά Του.
• 239 ·
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Τι άλλο θα μπορούσε να επιθυμήσει ο Δημάρατος εκτός από το να ξαναπάρει την εξουσία στη Λακεδαίμονα ως σα-τράπης και δικαστής του αφέντη της Ανατολής;
Την τρίτη χρονιά μετά το Αντίρριο ο Δαρείος της Περσίας πέθανε. Όταν τα νέα έφτασαν στην Ελλάδα, η ελπίδα αναζωπυρώθηκε στις ελεύθερες ελληνικές πόλεις. Ίσως τώρα ο Πέρσης να ανέστελλε την κινητοποίησή του. Μήπως μετά το θάνατο του βασιλιά της η αυτοκρατορία διαλυόταν; Μήπως η επιθυμία του Πέρση να κατακτήσει την Ελλάδα παραμεριζόταν ;
Και τότε εσύ, Μεγαλειότατε, ανέβηκες στο θρόνο. Ο στρατός του εχθρού δε διαλύθηκε. Ο στόλος του δε σκορπίστηκε. Αντίθετα, η κινητοποίηση της αυτοκρατορίας διπλασιά
στηκε. Ο ζήλος ενός μονάρχη που ανέβηκε πρόσφατα στο θρόνο έκαιγε στο στήθος της Μεγαλειότητάς Του. Ο Ξέρξης, ο γιος του Δαρείου, δε θα κρινόταν από την ιστορία κατώτερος του πατέρα του ούτε των επιφανών προγόνων του Καμβύση και Κύρου του Μεγάλου. Ήταν αυτοί που είχαν κατακτήσει και υποδουλώσει όλη την Ασία. Το όνομα του Ξέρξη θα έμπαινε μαζί με το δικό τους στο πάνθεον της δόξας. Ήταν απόγονός τους και τώρα θα πρόσθετε την Ελλάδα και την Ευρώπη στον κατάλογο των επαρχιών της αυτοκρατορίας .
Σε όλη την Ελλάδα ο φόβος προχωρούσε σαν τη σήραγγα του σκαπανέα. Όλοι οσμίζονταν τη σκόνη της εκσκαφής του στην ακινησία του πρωινού και ένιωθαν την από αυλή σε αυλή προέλασή του να βροντά κάτω από τη γη στον ύπνο τους. Από όλες τις ισχυρές πόλεις της Ελλάδας, μόνο η Σπάρτη, η Αθήνα και η Κόρινθος κινήθηκαν γρήγορα. Έστελναν τη μία πρεσβεία μετά την άλλη στις αμφίρροπες πόλεις, προσπαθώντας να τις εντάξουν στη Συμμαχία. Ο αφέντης μου μόνο πήρε μέρος μια εποχή σε πέντε ξεχωριστές υπερ-
• 240 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πόντιες πρεσβείες. Ξέρασα σε τόσο διαφορετικές κουπαστές καραβιών, που δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη μία από την άλλη.
Όπου κι αν πήγαν αυτές οι πρεσβείες, ο φόβος τις είχε προλάβει. Ο φόβος έκανε τον κόσμο να λωλαθεί. Πολλοί πουλούσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν άλλοι, πιο απερίσκεπτοι ακόμα, αγόραζαν. «Καλύτερα ν' αφήσει ο Ξέρξης το κοντάρι του και να στείλει το πουγκί του» παρατήρησε αηδιασμένος ο αφέντης μου έπειτα από άλλη μια αποτυχημένη αποστολή. «Οι Έλληνες θα ποδοπατήσουν ο ένας τα κόκαλα του άλλου, έτσι καθώς στριμώχνονται ποιος θα πρωτοπουλήσει τη λεφτεριά του».
Πάντα σ' αυτές τις αποστολές ένα μέρος του νου μου ήταν σε επιφυλακή μήπως ακούσω τίποτα για την εξαδέλφη μου. Τρεις φορές στα δεκαεπτά μου χρόνια η υπηρεσία του αφέντη μου με έφερε στην πόλη των Αθηναίων. Κάθε φορά έψαχνα να βρω το μέρος που έμενε η αριστοκράτισσα που η Διο-μάχη κι εγώ είχαμε συναντήσει εκείνο το πρωινό στο Τρίστρατο. Τότε που η ευγενική εκείνη κυρία πρόσταξε τη Διο-μάχη να την αναζητήσει στο σπίτι της και να αναλάβει υπηρεσία εκεί. Κατάφερα να εντοπίσω τελικά τη συνοικία και το δρόμο, αλλά ποτέ δε βρήκα το σπίτι.
Μια φορά σε μια αίθουσα της αθηναϊκής Ακαδημίας εμφανίστηκε μια όμορφη εικοσάχρονη γυναίκα, παντρεμένη, και για μια στιγμή ήμουν σίγουρος ότι ήταν η Διομάχη. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά τόσο δυνατά, που λύγισα το γόνατο από φόβο μήπως σωριαστώ κάτω λιπόθυμος. Αλλά δεν ήταν εκείνη. Ούτε η γυναίκα που είδα ένα χρόνο αργότερα να κουβαλά νερό από μια πηγή στη Νάξο. Ούτε η σύζυγος του γιατρού που συνάντησα κάτω από τη στοά στην Ιστιαία έξι μήνες μετά.
Μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά, δυο χρόνια πριν τη μάχη στις Θερμοπύλες, το καράβι που μετέφερε την πρεσβεία
• 241 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
του αφέντη μου άραξε στο Φάληρο, ένα λιμάνι της Αθήνας. Όταν η αποστολή μας τελείωσε, είχαμε δυο ώρες ακόμα πριν την παλίρροια. Πήρα άδεια και στη βόλτα που έκανα εντόπισα το σπίτι της οικογένειας της κυράς που είχαμε συναντήσει στο Τρίστρατο. Το οίκημα ήταν κλειστό. Ο φόβος είχε οδηγήσει την οικογένεια στα κτήματά της στην Ιαπυγία, μια επαρχία της Μεγάλης Ελλάδας στην Ιταλία, έτσι τουλάχιστον με πληροφόρησε μια ομάδα Σκύθων τοξοτών που περιπολούσε εκεί γύρω. Ήταν οι μαχαιροβγάλτες που είχαν μισθώσει οι Αθηναίοι για να επιτηρούν την πόλη. Ναι, εκείνοι οι αγροίκοι θυμούνταν τη Διομάχη. Ποιος μπορούσε να την ξεχάσει; Με πήραν για άλλον ένα από τους μνηστήρες της και μίλησαν στην αισχρή γλώσσα του δρόμου.
«Το πουλάκι πέταξε» είπε κάποιος. «Ήταν πολύ άγριο για το κλουβί».
Ένας άλλος είπε ότι τη συνάντησε στην αγορά, μετά τη φυγή της, με το σύζυγό της, έναν πολίτη και αξιωματικό του στόλου. «Η ανόητη σκύλα» είπε γελώντας «να στεφανωθεί εκείνον το θαλασσινό βλάκα ενώ μπορούσε να έχει εμένα».
Όταν γύρισα στη Λακεδαίμονα, αποφάσισα να ξεριζώσω αυτή την ανόητη επιθυμία από την καρδιά μου, όπως καίει ο αγρότης έναν κορμό που δε λέει να βγει. Είπα στον Κόκορα ότι ήταν ώρα να πάρω μια σύζυγο. Μου βρήκε μία, την εξαδέλφη του Θήρεια, κόρη της αδελφής της μητέρας του. Ήμουν δεκαοχτώ κι εκείνη δεκαπέντε όταν μας πάντρεψαν οι είλωτες με το μεσσηνιακό τρόπο. Μετά από δέκα μήνες γέννησε ένα γιο και τον καιρό που έλειπα σε μια εκστρατεία μια κόρη.
Σύζυγος πια, ορκίστηκα να μην ξανασκεφτώ την εξαδέλφη μου. Θα ξερίζωνα την ασέβειά μου και δε θα ξαναζούσα με ψευδαισθήσεις.
Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα. Ο Αλέξανδρος ολοκλήρωσε την υπηρεσία του ως εφήβου στην αγωγή· του έδωσαν την
• 242 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πολεμική του ασπίδα και τη θέση του ανάμεσα στους ομοίους στο στρατό. Πήρε ως σύζυγο την κόρη Αγάθη, όπως είχε υποσχεθεί. Του έκανε δίδυμα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, πριν συμπληρώσει τα είκοσι.
Ο Πολύνεικος στεφανώθηκε στην Ολυμπία για δεύτερη φορά, νικητής και πάλι του δρόμου με πλήρη εξοπλισμό. Η σύζυγός του Αλθαία τού έκανε και τρίτο γιο.
Η δέσποινα Αρέτη δεν έκανε άλλα παιδιά στο Διηνέκη. Είχε γίνει στείρα μετά από τέσσερις κόρες, χωρίς να κάνει αρσενικό παιδί.
Η γυναίκα του Κόκορα, η Αρμονία, γέννησε ένα δεύτερο παιδί, ένα αγόρι που το ονομάσανε Μεσσινέα. Η δέσποινα Αρέτη παρευρέθηκε στη γέννα, κάλεσε τη δική της μαμή και βοήθησε να βγει το παιδί με τα ίδια της τα χέρια. Εγώ κρατούσα τον πυρσό όταν γύρισε σπίτι. Δεν μπορούσε να μιλήσει, τόσο διχασμένη ήταν ανάμεσα στη χαρά που είδε επιτέλους τη γέννα ενός αρσενικού παιδιού από τη γενιά της, έναν υπερασπιστή της Λακεδαίμονας, και στη θλίψη επειδή γνώριζε ότι αυτό το αγοράκι, απόγονος του νόθου γιου του αδελφού της, του Κόκορα, παρά την περιφρόνηση που έδειξε στους Σπαρτιάτες αφέντες του, επιλέγοντας αυτό το όνομα για το γιο του, θα αντιμετώπιζε το πιο άγριο και πιο επικίνδυνο πέρασμα στην ανθρώπινη φύση.
Οι μυριάδες του Πέρση βρίσκονταν τώρα στην Ευρώπη. Είχαν γεφυρώσει τον Ελλήσποντο και είχαν διασχίσει όλη τη Θράκη. Οι Έλληνες σύμμαχοι ακόμα φιλονικούσαν. Μια δύναμη δέκα χιλιάδων πεζών με βαρύ οπλισμό, που διοικούνταν από το Σπαρτιάτη Ευαίνετο, στάλθηκε στα Τέμπη, στο στενό πέρασμα που οδηγεί από τα χαμηλότερα εδάφη της Μακεδονίας στη Θεσσαλία, κατά μήκος του Πηνειού, ανάμεσα στα όρη Όλυμπος και Όσσα. Εκεί παρατάχθηκαν, λοιπόν, για να αντισταθούν στον εισβολέα, στο βορειότερο σύνορο της Ελλάδας. Αλλά η περιοχή εκείνη αποδείχτηκε
• 243 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ακατάλληλη. Η θέση μπορούσε να κυκλωθεί από ξηράς μέσω του στενού των Γόννων και να υπερφαλαγγιστεί από θαλάσσης μέσω της Αυλίδας. Προς μεγάλη ντροπή και ταπείνωση, η δύναμη των Δέκα Χιλιάδων αποσύρθηκε και σκορπίστηκε στις πόλεις που την αποτελούσαν.
Η Συνέλευση των Ελλήνων είχε παραλύσει. Η Θεσσαλία, όταν εγκαταλείφθηκε, πήγε με το μέρος του Πέρση, προσθέτοντας το ασύγκριτο ιππικό της στις ίλες του εχθρού. Οι Θήβες ήταν έτοιμες να δηλώσουν υποταγή. Το Άργος είχε αποστασιοποιηθεί. Οι ανησυχητικοί οιωνοί και τα σημεία ήταν πολλά. Ο χρησμός του Απόλλωνα από τους Δελφούς είχε συμβουλεύσει τους Αθηναίους:
Τρέξτε στην άκρη του κόσμου,
ενώ το σπαρτιατικό Συμβούλιο των Γερόντων, γνωστό για τη ραθυμία του, τα είχε χαμένα και δεν ήξερε τι να κάνει. Κάπου έπρεπε να αντισταθούν. Αλλά πού;
Τελικά, οι γυναίκες ήταν αυτές που κινητοποίησαν τους Σπαρτιάτες. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα.
Οι πρόσφυγες, γυναίκες με τα μωρά τους, άρχισαν να συρρέουν στις τελευταίες ελεύθερες πόλεις. Πολλές νεαρές μητέρες κατέφυγαν στη Λακεδαίμονα, νησιώτισσες και συγγενείς που ήθελαν να ξεφύγουν από την περσική προέλαση στο Αιγαίο. Οι γυναίκες αυτές αναζωπύρωναν το μίσος των ακροατριών τους για τον εχθρό με ιστορίες για τις ακρότητες των κατακτητών κατά το πέρασμά τους από τα νησιά. Αφηγούνταν πώς ο εχθρός στη Χίο, στη Λέσβο και στην Τένεδο είχε σχηματίσει μια συρτή και ξεκινώντας από πάνω έπαιρνε σβάρνα κάθε νησί όπου ξεκαθάριζε κάθε κρυψώνα. Οι στρατιώτες ξεδιάλεγαν τα νεαρά αγόρια, μάζευαν τα ωραιότερα και τα ευνούχιζαν, σκότωναν τους άντρες, βίαζαν τις γυναίκες και μετά τις πουλούσαν για σκλάβες. Όσο για
• 244 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τα μωρά, οι ήρωες της Περσίας τα πετούσαν με το κεφάλι πάνω στους τοίχους ή σκορπούσαν τα μυαλά τους στα λιθόστρωτα.
Οι Σπαρτιάτισσες άκουγαν με παγωμένη οργή αυτές τις ιστορίες, έχοντας τα μωρά τους κρεμασμένα στα στήθη τους. Οι περσικές ορδές σάρωναν τώρα τη Θράκη και τη Μακεδονία. Οι δολοφόνοι των βρεφών στέκονταν στο κατώφλι της Ελλάδας. Πού ήταν, λοιπόν, η Σπάρτη και οι υπερασπιστές της; Είχαν γυρίσει πίσω αναίμακτοι από την άσκοπη πορεία τους στα Τέμπη.
Ποτέ δεν είχα ξαναδεί την πόλη σε τέτοια κατάσταση μετά από αυτή τη νίλα. Ήρωες με βραβεία ανδρείας περιφέρονταν άσκοπα, με το κεφάλι σκυφτό από ντροπή, ενώ οι γυναίκες τους τους τα 'ψελναν για τα καλά, τους κρατούσαν σε απόσταση και τους περιφρονούσαν. Πώς έγινε αυτό το πράγμα στα Τέμπη; Οποιαδήποτε μάχη, ακόμα και η ήττα θα ήταν προτιμότερη από το τίποτα. Το να συγκροτηθεί μια τόσο υπέροχη εκστρατευτική δύναμη, να στεφανωθεί ενώπιον των θεών, να κάνει όλον αυτό το δρόμο και να μη χυθεί σταγόνα αίμα, αυτό δεν ήταν μόνο ατιμωτικό αλλά και, όπως είπαν οι γυναίκες, βλάσφημο.
Η καταφρόνια των γυναικών ξεσήκωσε την πόλη. Μια πρεσβεία από συζύγους και μητέρες παρουσιάστηκε στους εφόρους, επιμένοντας να στείλουν εκείνες την επόμενη φορά, οπλισμένες με φουρκέτες και ρόκες, αφού σίγουρα οι γυναίκες της Σπάρτης δε θα ατιμάζονταν περισσότερο, ούτε θα έκαναν λιγότερα από τους δέκα χιλιάδες καυχησιάρηδες.
Στα συσσίτια των πολεμιστών η διάθεση ήταν ακόμη πιο καυστική. Πόσο καιρό θα συσκεπτόταν ακόμα η Συνέλευση των Συμμάχων; Πόσες εβδομάδες θα καθυστερούσαν οι έφοροι;
Θυμάμαι έντονα το πρωινό που έφτασε τελικά η διακήρυξη. Η μόρα του Ηρακλή γυμναζόταν εκείνη τη μέρα σε
• 245 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
έναν ξεροπόταμο, που τον έλεγαν Μονοπάτι και έμοιαζε με χωνί, ανάμεσα στις αμμώδεις όχθες του, βόρεια της κώμης Λίμνες. Έκαναν ασκήσεις κρούσης, ανά δύο και ανά τρεις, όταν ένας διακεκριμένος γέροντας που λεγόταν Χαρίλαος, ο οποίος ήταν έφορος παλιά και ιερέας του Απόλλωνα, αλλά που τώρα τελευταία έκανε χρέη ανώτατου συμβούλου και απεσταλμένου, εμφανίστηκε ψηλά στην όχθη, πήρε κατά μέρος το διοικητή Δερκυλίδα, τον πολέμαρχο της μόρας, και άρχισε να του μιλάει. Ο γέροντας ήταν πάνω από εβδομήντα. Είχε χάσει το μισό του πόδι σε μια μάχη πριν από χρόνια. Για να έρθει κουτσαίνοντας τόσο δρόμο από την πόλη κάτι σοβαρό συνέβαινε.
Ο πατριάρχης και ο πολέμαρχος μίλησαν ιδιαιτέρως. Τα γυμνάσια συνεχίζονταν. Κανείς δεν κοίταζε προς τα πάνω· όλοι ήξεραν όμως.
Αυτό ήταν. Οι άντρες του Διηνέκη το άκουσαν από το Λατηρίδη, δι
οικητή της διπλανής ενωμοτίας. «Στις Πύλες, παιδιά». Στις Θερμοπύλες. Δεν κάλεσαν συγκέντρωση. Προς μεγάλη έκπληξη όλων,
το σύνταγμα διαλύθηκε. Οι άντρες πήραν άδεια για την υπόλοιπη μέρα.
Απ' ό,τι θυμάμαι, μόνο πέντε ή έξι φορές είχε δοθεί μια τέτοια αργία. Όλοι oι όμοιοι ανεξαιρέτως σκορπίστηκαν με το ηθικό ανεβασμένο και γύρισαν τροχάδην στην πόλη. Αυτή τη φορά κανείς δε σάλεψε. Ολόκληρη η μόρα έμεινε καρφωμένη στη θέση της, στην κοίτη του ξεροπόταμου, βουίζοντας σαν μελίσσι.
Αυτό ήταν το νέο: Τέσσερις μόρες, πέντε χιλιάδες άντρες, θα ξεκινούσαν
για τις Θερμοπύλες. Η φάλαγγα, ενισχυμένη με τέσσερα συντάγματα των περιοίκων, μαζί με τους βοηθητικούς και τους
246
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ένοπλους είλωτες, θα ξεκινούσε αμέσως μόλις τα Κάρνεια, η γιορτή προς τιμήν του Κάρνειου Απόλλωνα, τελείωναν, γιατί κατά τη διάρκεια τους απαγορευόταν να πάρουν τα όπλα. Για δυόμισι εβδομάδες.
Η στρατιωτική δύναμη θα αποτελούνταν συνολικά από είκοσι χιλιάδες άντρες, διπλάσια από τα Τέμπη, και θα συγκεντρωνόταν σε ένα στενό δέκα φορές πιο στενό.
Άλλες τριάντα με πενήντα χιλιάδες οπλίτες των συμμάχων θα ακολουθούσαν αυτόν το στρατό, ενώ η κυρίως δύναμη του συμμαχικού στόλου, εκατόν είκοσι πολεμικά πλοία, θα έκλεινε τα στενά μεταξύ Αρτεμισίου και Άνδρου, καθώς και το στενό του Ευρίπου. Έτσι θα προστάτευαν τα στρατεύματα αν δέχονταν επίθεση από τη θάλασσα.
Ήταν ένα ομαδικό προσκλητήριο. Έτσι τουλάχιστον φαινόταν. Ο Διηνέκης το γνώριζε αυτό, όπως όλοι.
Ο κύριός μου γύρισε στην πόλη συνοδευόμενος από τον Αλέξανδρο, που είχε πλέον τη θέση του ως πολεμιστή στην ενωμοτία, τους συναδέλφους του Βίαντα και Μαύρο Λέοντα και τους βοηθητικούς τους. Στο δρόμο συναντήσαμε το γέροντα Χαρίλαο, που γύριζε στην πόλη κουτσαίνοντας σιγά σιγά. Τον βοηθούσε ο ακόλουθος του Σθενίσθης, που ήταν κι αυτός πολύ ηλικιωμένος. Ο Μαύρος Λέων οδηγούσε ένα γάιδαρο του στρατού από το καπίστρι. Είπε στο γέροντα να ανέβει. Ο Χαρίλαος αρνήθηκε, αλλά είπε ότι μπορούσε να ανέβει ο υπηρέτης του.
«Δε μας τα λες τώρα κι εμάς, γερο-θείε;» Ο Διηνέκης απευθύνθηκε στην πολιτική προσωπικότητα στοργικά, αλλά με την ανυπομονησία ενός στρατιώτη για την αλήθεια.
«Μεταφέρω μόνο αυτά που μου λένε να πω, Διηνέκη». «Οι Πύλες δε χωράνε πενήντα χιλιάδες. Ούτε πέντε δε χω
ρούν». Ο Διηνέκης στραβομουτσούνιασε. «Βλέπω ότι θεωρείς τη
δική σου στρατηγική ανώτερη από του Λεωνίδα».
• 247 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Το γεγονός, πάντως, ήταν ένα, ολοφάνερο και σε μας τους βοηθητικούς ακόμα. Ο περσικός στρατός ήταν ήδη στη Θεσσαλία. Τι θα γινόταν όμως αυτές τις δέκα μέρες στις Πύλες; Ή και σε λιγότερες; Σε δυόμισι εβδομάδες τα εκατομμύρια τους θα τις διάβαιναν και θα βρίσκονταν εφτακόσια στάδια μακριά. Θα στάθμευαν μπροστά στο κατώφλι μας.
«Πόσοι θα είναι στην ομάδα προώθησης;» ρώτησε το γέροντα ο Μαύρος Λέων.
Εννοούσε την εμπροσθοφυλακή των Σπαρτιατών, η οποία, όπως πάντα σε μια κινητοποίηση του στρατού, θα στελνόταν στις Θερμοπύλες άμεσα, να καταλάβει το στενό προτού φτάσουν εκεί οι Πέρσες και πριν την άφιξη της κύριας δύναμης και του στρατού των συμμάχων.
«Θα το ακούσεις από το Λεωνίδα αύριο» αποκρίθηκε ο γέροντας. Αλλά είδε την απογοήτευση των νεότερων αντρών.
«Τριακόσιοι» είπε μόνος του. «Όλοι όμοιοι. Όλοι πατέρες».
Ο αφέντης μου είχε έναν τρόπο να προβάλλει το σαγόνι του σφίγγοντας άγρια τα δόντια. Αυτό το έκανε όταν τραυματιζόταν στην εκστρατεία και δεν ήθελε να καταλάβουν οι άντρες πόσο άσχημα ήταν. Τον κοίταξα. Αυτή την έκφραση είχε τώρα το πρόσωπό του.
Μια μονάδα από «πατέρες» συμπεριλάμβανε μόνο άντρες που ήταν πατέρες ζωντανών αρσενικών παιδιών.
Αυτό γινόταν για να μην εξαφανίζεται η γενιά τους σε περίπτωση που οι πολεμιστές σκοτώνονταν.
Μια μονάδα από πατέρες ήταν μια μονάδα αυτοκτονίας. Μια δύναμη που στελνόταν για να μείνει και να πεθά
νει. Οι συνηθισμένες μου δουλειές όταν γυρίζαμε από τα γυ
μνάσια ήταν να καθαρίζω και να τακτοποιώ τα ατομικά είδη του αφέντη μου και να φροντίζω, μαζί με τους υπηρέτες του συσσιτίου, την προετοιμασία του βραδινού φαγητού.
• 248 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Εκείνη τη μέρα ωστόσο ο Διηνέκης ζήτησε από το Μαύρο Λέοντα να επιτρέψει στο βοηθό του να κάνει διπλή δουλειά. Εμένα με πρόσταξε να πάω τρέχοντας στο σπίτι του. Θα πληροφορούσα τη δέσποινα Αρέτη ότι το σύνταγμα ήταν ελεύθερο υπηρεσίας και ότι ο σύζυγός της θα πήγαινε σε λίγο στο σπίτι. Θα της ανακοίνωνα μια πρόσκληση εκ μέρους του: Θα ήθελαν εκείνη και οι κόρες τους να τον συνοδεύσουν το απόγευμα σε μια βόλτα στους λόφους;
Έτρεξα αμέσως, παρέδωσα το μήνυμα και μετά ήμουν ελεύθερος να πάω όπου ήθελα. Κάτι όμως με έκανε να μείνω.
Από το βουναλάκι πάνω από την αγροικία του αφέντη μου είδα τις κόρες του να βγαίνουν τρέχοντας από την αυλόπορτα για να τον καλωσορίσουν, γεμάτες ανυπομονησία και ενθουσιασμό, καθώς ερχόταν. Η Αρέτη είχε ετοιμάσει ένα καλάθι με φρούτα, τυρί και ψωμί. Ήταν όλοι ξυπόλυτοι και φορούσαν μεγάλα καπέλα για τον ήλιο, που κουνιούνταν στην παραμικρή κίνηση.
Είδα τον αφέντη μου να παίρνει τη γυναίκα του παράμερα κάτω από τις βαλανιδιές και να μιλάει μαζί της αρκετή ώρα. Ό,τι της είπε προκάλεσε τα δάκρυά της. Τον αγκάλιασε σφιχτά, περνώντας τα δυο της χέρια γύρω από το λαιμό του. Ο Διηνέκης φάνηκε να αντιστέκεται στην αρχή, αλλά μετά λύγισε και έσφιξε τη γυναίκα πάνω του τρυφερά.
Τα κορίτσια, ανυπόμονα, τους φώναζαν. Δυο σκυλάκια γάβγιζαν στα πόδια τους. Ο Διηνέκης και η Αρέτη αποχωρίστηκαν. Είδα τον αφέντη μου να σηκώνει τη μικρότερη, την Ελλάνδρα, και να τη βάζει καβάλα στους ώμους του. Κρατούσε την Αλεξώ από το χέρι όταν ξεκίνησαν. Τα κορίτσια ήταν διαχυτικά και χαρούμενα, ο Διηνέκης και η Αρέτη λιγότερο.
Καμιά κύρια στρατιωτική δύναμη δε θα στελνόταν στις Θερμοπύλες. Αυτά τα έλεγαν για τον κόσμο, για να εξασφα-
• 249 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λίσουν την εμπιστοσύνη των συμμάχων και να τους κινητοποιήσουν.
Μόνο οι Τριακόσιοι θα στέλνονταν, με διαταγές να αντισταθούν και να πεθάνουν.
Ο Διηνέκης δε θα ήταν ανάμεσά τους. Δεν είχε αρσενικό απόγονο. Δεν ήταν δυνατό να τον επιλέξουν.
• 250 •
16
ΤΩΡΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ αφηγηθώ ένα περιστατικό που συνέβη στον πόλεμο, αρκετά χρόνια πριν, και που οι συνέπειες του τη συγκεκριμένη στιγμή θα επηρέαζαν τη ζωή του Διηνέκη, του Αλέξανδρου, της Αρέτης και πολλών άλλων σ' αυτή την ιστορία. Συνέβη στα Οινόφυτα, στη μάχη κατά των Θηβαίων, ένα χρόνο μετά το Αντίρριο.
Αναφέρομαι στον απίστευτο ηρωισμό που έδειξε σ' αυτή την περίπτωση ο συνάδελφος μου Κόκορας. Όπως εγώ, εκείνη την εποχή ήταν μόνο δεκαπέντε χρονών και υπηρετούσε, με απειρία φυσικά, λιγότερο από δώδεκα μήνες ως πρώτος βοηθητικός τον πατέρα του Αλέξανδρου Ολύμπιο.
Τα μέτωπα των στρατών είχαν συγκρουστεί. Τα συντάγματα του Μενελάιου, της Πολιάδος και της Αγριελιάς έδιναν σκληρή μάχη με την αριστερή πτέρυγα των Θηβαίων, η οποία είχε παραταχθεί σε είκοσι άντρες βάθος αντί για οχτώ, όπως συνηθιζόταν, και κρατούσε το μέρος με φοβερή επιμονή. Ο κίνδυνος μεγάλωσε περισσότερο όταν η πτέρυγα του εχθρού περικύκλωσε το δεξί των Σπαρτιατών σε απόσταση εκατόν σαράντα περίπου μέτρων. Άρχισαν να προελαύνουν, πλήττοντας το Μενελάιο από τα πλάγια. Την ίδια στιγμή το δεξί του εχθρού, που είχε υποστεί τις σοβαρότερες απώλειες, έχασε τη συνοχή του και έπεσε πάνω στις συμπαγείς σειρές της οπισθοφυλακής του. Το δεξί του αντιπάλου διαλύθηκε πανικόβλητο, ενώ το αριστερό προχωρούσε.
• 251 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, ο Ολύμπιος τραυματίστηκε σοβαρά στην καμάρα του ποδιού του από τη μύτη ενός εχθρικού ακοντίου. Αυτό συνέβη σε μια στιγμή που στο πεδίο επικρατούσε χαλασμός, με το δεξί του εχθρού να έχει καταρρεύσει και τους Σπαρτιάτες να τους καταδιώκουν, ενώ το αριστερό του συνέχιζε την επίθεση, υποστηριζόμενο από αρκετούς άντρες του ιππικού του που έτρεχαν πέρα δώθε στο πεδίο της μάχης.
Ο Ολύμπιος βρέθηκε μοναχός σε ένα «αλώνι», στα μετόπισθεν της μάχης που συνεχιζόταν. Το τραύμα στο πόδι του τον καθιστούσε ανίκανο να περπατήσει, ενώ το λοξό λοφίο του αξιωματικού στην περικεφαλαία του εύκολο στόχο για κάθε επίδοξο ήρωα που ήταν καβάλα σε κάποιο από τα άλογα του εχθρού.
Τρεις Θηβαίοι ιππείς όρμησαν εναντίον του. Ο Κόκορας, άοπλος και χωρίς πανοπλία, ρίχτηκε στη μά
χη, αρπάζοντας ένα ακόντιο από κάτω καθώς έτρεχε. Μόλις έφτασε στον Ολύμπιο, όχι μόνο χρησιμοποίησε την ασπίδα του κυρίου του για να τον προστατέψει από τα όπλα βολής του εχθρού αλλά αντιμετώπισε και τους ιππείς με το ένα του χέρι. Τραυμάτισε και εξουδετέρωσε τους δύο με το ακόντιό του, ενώ άνοιξε το κεφάλι του τρίτου με το ίδιο του το κράνος, όταν, μέσα στην τρέλα της στιγμής, ο Κόκορας έσπασε το κεφάλι του άντρα με τα χέρια όταν τον πέταξε κάτω από τη σέλα. Ο Κόκορας κατάφερε ακόμη να αιχμαλωτίσει το ωραιότερο από τα τρία ζώα, ένα υπέροχο πολεμικό άτι, που το έβαλε μετά τη μάχη να σύρει το φορείο που μετέφερε τον Ολύμπιο ασφαλή από το πεδίο της μάχης.
Όταν ο στρατός επέστρεφε στη Λακεδαίμονα μετά από αυτή την εκστρατεία, το κατόρθωμα του Κόκορα έγινε θέμα συζήτησης στην πόλη. Οι όμοιοι κουβέντιαζαν για καιρό τις προοπτικές που είχε. Τι έπρεπε να κάνουν μ' αυτό το αγόρι; Όλοι θυμήθηκαν ότι, παρ' όλο που η μητέρα του ήταν
• 252 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Μεσσηνία είλωτας, πατέρας του ήταν ο Σπαρτιάτης Ιδοτυ-χίδης, ο αδελφός της Αρέτης, ένας ήρωας που σκοτώθηκε στη Μαντινεία όταν ο Κόκορας ήταν δύο ετών.
Οι Σπαρτιάτες, όπως έχω ήδη πει, έχουν μια τάξη νεαρών πολεμιστών, μια τάξη θετών αδελφών, που λέγονται μόθα-κες. Νόθα παιδιά, όπως ο Κόκορας, ακόμα και νόμιμοι γιοι Σπαρτιατών ομοίων οι οποίοι από κακοτυχία ή φτώχεια έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα μπορούν, αν θεωρηθούν άξιοι, να βγουν από τους περιορισμούς τους και να ανέβουν σ' αυτή την τάξη.
Αυτή την τιμή πρόσφεραν τώρα στον Κόκορα. Δεν την αποδέχτηκε. Δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι ήταν ήδη δεκαπέντε χρο
νών. Ήταν πολύ αργά γι' αυτόν προτιμούσε να παραμείνει στην υπηρεσία τους ως βοηθητικός.
Η απόρριψη μιας τόσο γενναιόδωρης προσφοράς εξόργισε τους ομοίους του συσσιτίου του Ολύμπιου και θεωρήθηκε προσβολή, όσο μπορούσε βέβαια η υπόθεση ενός νόθου, για όλη την πόλη. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι αυτός ο αγνώμων ξεροκέφαλος ήταν γνωστός για τα εχθρικά του αισθήματα. Ήταν ένας τύπος αρκετά συνηθισμένος για δούλος, περήφανος και ισχυρογνώμων. Θεωρούσε τον εαυτό του Μεσσήνιο. Είτε έπρεπε, λοιπόν, να σκοτώσουν αυτόν και την οικογένειά του μαζί ή να σιγουρευτούν ότι δε θα πρόδιδε τη σπαρτιατική υπόθεση.
Ο Κόκορας απέφυγε τη δολοφονία από τα χέρια της κρυ-πτείας τότε, επειδή ήταν μικρός ακόμα και χάρη στην παρέμβαση του Ολύμπιου, που μίλησε σε όλους τους ομοίους. Η υπόθεση ξεχάστηκε προς στιγμήν, αλλά ερχόταν πάλι στο προσκήνιο στις επόμενες εκστρατείες, όταν ο Κόκορας ξανά και ξανά αποδεικνυόταν ο πιο τολμηρός και ο πιο γενναίος από όλους τους νεαρούς βοηθητικούς. Τους ξεπερνούσε όλους στο στρατό, εκτός από τον Αυτόχειρα,τον Κύκλω-
• 253 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
πα, τον καλύτερο άντρα του ολυμπιακού πενταθλητή Αλφε-ού, και το βοηθητικό του Πολύνεικου, τον Άκανθο.
Τώρα οι Πέρσες στέκονταν στο κατώφλι της Ελλάδας. Σε λίγο θα επιλέγονταν οι Τριακόσιοι για τις Θερμοπύλες. Ο Ολύμπιος θα ήταν σίγουρα ανάμεσά τους, με τον Κόκορα πλάι του στην υπηρεσία του. Μπορούσαν όμως να εμπιστευτούν αυτό τον προδότη; Με μια λεπίδα στο χέρι και τον ίδιο μια αναπνοή από την πλάτη του πολέμαρχου;
Το τελευταίο που χρειαζόταν η Σπάρτη αυτή την κρίσιμη ώρα ήταν προβλήματα στην πατρίδα από τους είλωτες. Η πόλη δε θα άντεχε μια στάση, έστω και αποτυχημένη. Ο Κόκορας, είκοσι χρονών πια, είχε μεγάλη δύναμη στους Μεσ-σήνιους εργάτες, αγρότες και αμπελουργούς. Ήταν ο ήρωας τους, ένας νέος που το θάρρος του στη μάχη θα μπορούσε να γίνει εισιτήριο για να βγει από τη δουλεία. Θα μπορούσε να φοράει τον κόκκινο μανδύα των Σπαρτιατών και να τον επιδεικνύει στα κατώτερα αδέλφια του. Αλλά αυτός δεν το καταδέχτηκε. Δήλωνε ότι ήταν Μεσσήνιος και τα αδέλφια του δε θα το ξεχνούσαν ποτέ αυτό. Ποιος ξέρει πόσοι από αυτούς ακολουθούσαν τον Κόκορα με την καρδιά τους; Πόσοι τεχνίτες ζωτικής σημασίας και βοηθητικό προσωπικό, οπλοποιοί και κουβαλητές φορείων, βοηθητικοί του στρατού και σιτιστές; Φυσάει ένας ανησυχητικός, έλεγαν, άνεμος, που δε θα μας βγει σε καλό, κι αυτή η περσική εισβολή μπορεί να είναι ό,τι καλύτερο συνέβη ποτέ στους είλωτες. Ίσως φέρει τη λύτρωση. Την ελευθερία. Θα παρέμεναν πιστοί; Όπως η πύλη ενός πανίσχυρου φρουρίου που για να λειτουργήσει βασίζεται στις διαθέσεις ενός μόνο κεντρικού άξονα, έτσι πολλοί Μεσσήνιοι είχαν στρέψει την προσοχή τους στον Κόκορα και ήταν σε ετοιμότητα περιμένοντας το σύνθημά του.
Ήταν η νύχτα πριν την ανακήρυξη των Τριακοσίων. Ο Κόκορας κλήθηκε να παραστεί στο συσσίτιο του Ολύμπιου, στου Βελλεροφόντη. Εκεί προσφέρθηκε επισήμως στο νέο,
• 254 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
με τη σύμφωνη γνώμη όλων, η τιμή του σπαρτιατικού πορφυρού μανδύα.
Αλλά πάλι δεν την αποδέχτηκε. Εκείνη την ώρα εγώ χάζευα επίτηδες έξω από του Βελλε-
ροφόντη για να δω πώς θα εξελισσόταν η υπόθεση. Δε χρειαζόταν ιδιαίτερη φαντασία για να καταλάβω όταν άκουσα από μέσα τα μουρμουρητά της αποδοκιμασίας και είδα τον Κόκορα να βγαίνει γρήγορα και σιωπηλά. Η υπόθεση είχε πάρει σοβαρή και επικίνδυνη τροπή. Μια εντολή του αφέντη μου με απομάκρυνε μια ώρα περίπου. Τελικά, βρήκα την ευκαιρία να ξεφύγω.
Δίπλα στο Μικρό Γύρο, όπου βρίσκονται τα σημεία εκκίνησης, υπάρχει ένα δασάκι με έναν ξεροπόταμο που διακλαδίζεται σε τρεις κατευθύνσεις. Εκεί ο Κόκορας, εγώ και τα άλλα αγόρια συνηθίζαμε να συναντιόμαστε και να φέρνουμε ακόμα και κορίτσια, γιατί, αν μας έβρισκαν, μπορούσαμε να ξεφύγουμε εύκολα μέσα στο σκοτάδι, ακολουθώντας μία από τις τρεις κοίτες του ξεροπόταμου. Ήξερα ότι θα ήταν εκεί. Και πράγματι ήταν. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν και ο Αλέξανδρος μαζί του. Μάλωναν. Δε χρειάστηκε πολύ να καταλάβω ότι αιτία της σύγκρουσης τους ήταν η επιθυμία του Αλέξανδρου να γίνει φίλος του Κόκορα, ενώ ο άλλος τον απέκρουε. Κι αυτό ήταν στ' αλήθεια το περίεργο. Θα έβρισκε μεγάλο μπελά αν τον έπιαναν, γιατί θα είχε άμεσες επιπτώσεις στη μύησή του ως πολεμιστή. Καθώς κατέβαινα την όχθη μέσα στο σκοτάδι του ξεροπόταμου, άκουσα τον Αλέξανδρο να καταριέται τον Κόκορα και να τον αποκαλεί τρελό.
«Θα σε σκοτώσουν τώρα, δεν το καταλαβαίνεις;» «Γάμησέ τους. Γάμησέ τους όλους». «Σταματήστε!» ξέσπασα μπαίνοντας ανάμεσά τους. Τους
επανέλαβα αυτά που ξέραμε και οι τρεις: ότι το κύρος του Κόκορα στις κατώτερες τάξεις τον εμπόδιζε να ενεργήσει
• 255 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μόνο για τον εαυτό του, ότι αυτό που έκανε θα είχε αντίκτυπο στη γυναίκα του, στο γιο και στην κόρη του, στην οικογένειά του. Δεν κινδύνευε μόνο αυτός αλλά κι εκείνοι. Η κρυπτεία θα τον σκότωνε εκείνη τη νύχτα. Τίποτα δεν κρατούσε πια τον Πολύνεικο.
«Δε θα με πιάσει αν δε βρίσκομαι εδώ». Ο Κόκορας είχε αποφασίσει να το σκάσει εκείνη τη νύ
χτα. Θα πήγαινε στο ναό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο, όπου ένας είλωτας μπορούσε να βρει καταφύγιο.
Ήθελε να πάω κι εγώ μαζί του. Του είπα ότι ήταν τρελός. «Τι περίμενες να γίνει από τη στιγμή που απέρριψες την πρότασή τους; Η προσφορά τους ήταν τιμητική».
«Γάμησε τις τιμές τους. Οι άντρες της κρυπτείας με κυνηγάνε τώρα στο σκοτάδι, απρόσωποι, σαν δειλοί. Είναι τιμητικό αυτό;»
Του είπα ότι με την περηφάνια που είχε δείξει, αν και ήταν δούλος, είχε αγοράσει το εισιτήριό του για τον Άδη.
«Σκάστε κι οι δυο σας». Ο Αλέξανδρος πρόσταξε τον Κόκορα να πάει στο καβού
κι του, εννοώντας τις φτωχικές καλύβες των ειλώτων. «Αν είναι να φύγεις, φύγε τώρα!»
Κατεβήκαμε τρέχοντας το σκοτεινό ξεροπόταμο. Η Αρμονία είχε και τα δυο παιδιά, την κόρη του Κόκορα και το μικρό αγοράκι του, έτοιμα για δρόμο. Όταν φτάσαμε κοντά στο καπνισμένο καβούκι του είλωτα, ο Αλέξανδρος έβαλε στο χέρι του Κόκορα μια χούφτα αιγινήτιους οβολούς, όχι πολλούς, αλλά ήταν ό,τι είχε, αρκετούς πάντως ώστε να διευκολύνουν τη φυγή του.
Αυτή η χειρονομία άφησε άφωνο τον Κόκορα. «Ξέρω ότι δε με σέβεσαι» του είπε ο Αλέξανδρος. «Θε
ωρείς τον εαυτό σου καλύτερο στ' άρματα, σε δύναμη και θάρρος. Ε λοιπόν, είσαι. Προσπάθησα, μα τους θεούς, με κάθε ίνα της ύπαρξής μου, κι όμως δε σε φτάνω ούτε στο μι-
• 256 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σό. Ούτε θα σε φτάσω ποτέ. Εσύ θα έπρεπε να ήσουν στη θέση μου κι εγώ στη δική σου. Φταίει, η αδικία των θεών που έκαναν εσένα δούλο κι εμένα ελεύθερο».
Τα λόγια του Αλέξανδρου αφόπλισαν εντελώς τον Κόκορα. Μπορούσε να δει κανείς στο βλέμμα του τη μαχητική διάθεση να μαλακώνει, την περηφάνια και την προκλητικότητά του να χαλαρώνουν και να τον εγκαταλείπουν.
«Έχεις μεγαλύτερο θάρρος απ' όσο θα έχω ποτέ» αποκρίθηκε ο νόθος «γιατί το κάνεις επειδή έχεις τρυφερή καρδιά, ενώ εμένα οι θεοί με έβαλαν να κλοτσάω και να δίνω μπουνιές από την κούνια μου ακόμα. Και τιμάς τον εαυτό σου μιλώντας με τόση καλοσύνη. Έχεις δίκιο, πράγματι σε αντιπαθούσα. Μέχρι αυτή τη στιγμή».
Ο Κόκορας τότε κοίταξε εμένα. Έβλεπα τη σύγχυση στη μορφή του. Είχε συγκινηθεί από την ακεραιότητα του Αλέξανδρου, που έκανε την καρδιά του να διστάζει και να λυγίζει ακόμα. Έπειτα με μια προσπάθεια διέλυσε τη μαγεία. «Αλλά δε θα με επηρεάσεις, Αλέξανδρε. Μακάρι να έρθει ο Πέρσης. Μακάρι να κάνει σκόνη όλη τη Λακεδαίμονα. Τότε θα χορεύω στον τάφο της».
Ακούσαμε την Αρμονία να βογκάει. Πυρσοί έλαμψαν απ' έξω. Σκιές περικύκλωσαν το καβούκι. Η κουβέρτα που έκλεινε την είσοδο σκίστηκε βίαια. Εκεί, στο άνοιγμα της πόρτας, στεκόταν ο Πολύνεικος, οπλισμένος με άλλους τέσσερις δολοφόνους της κρυπτείας πίσω του. Ήταν όλοι νέοι, εξίσου αθλητικοί σαν τον ολυμπιονίκη και αδυσώπητοι σαν σίδερο.
Όρμησαν μέσα και έδεσαν τον Κόκορα με ένα σχοινί. Το αγοράκι έκλαιγε γοερά στην αγκαλιά της Αρμονίας, η κοπέλα ήταν δεν ήταν δεκαεπτά. Αρχισε να τρέμει και να κλαίει, τραβώντας την κόρη της τρομοκρατημένη δίπλα της. Ο Πο-λύνεικος απολάμβανε το θέαμα. Το βλέμμα του καρφώθηκε στον Κόκορα, μετά στη γυναίκα του, στα παιδιά του και σε
• 257 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μένα, για να σταθεί με περιφρόνηση πάνω στον Αλέξανδρο. «Έπρεπε να το φανταστώ ότι θα σε έβρισκα εδώ». «Κι εγώ εσένα» αποκρίθηκε ο νέος. Στο πρόσωπό του φαινόταν καθαρά η απέχθεια του για
την κρυπτεία. Ο Πολύνεικος αντιμετώπισε τον Αλέξανδρο και τα συ
ναισθήματά του με φανερή περιφρόνηση. «Η παρουσία σου εδώ μέσα σ' αυτούς τους τοίχους αποτελεί προδοσία. Το ξέρεις, όπως και όλοι οι άλλοι. Από σεβασμό στον πατέρα σου μόνο, θα σ' το πω μια φορά: Φύγε τώρα. Δίνε του αμέσως και δε θα πω τίποτε. Η αυγή θα βρει τέσσερις είλωτες λιγότερους».
«Δε φεύγω» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. «Σκότωσε μας όλους λοιπόν» είπε ο Κόκορας οργισμέ
νος στον Πολύνεικο. «Δείξτε μας τη σπαρτιατική ανδρεία, δειλοί, που βγαίνετε μόνο νύχτα!»
Μια γροθιά τού έσπασε τα δόντια, κάνοντας τον να σωπάσει.
Είδα χέρια να αρπάζουν τον Αλέξανδρο και ένιωσα άλλα να πιάνουν εμένα. Έδεσαν τους καρπούς μου με δερμάτινα λουριά και μου έχωσαν ένα πανί στο λαρύγγι. Οι άντρες της κρυπτείας άρπαξαν την Αρμονία και τα μωρά της.
«Πάρτε τους όλους» διέταξε ο Πολύνεικος.
• 258 •
17
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ συσσίτιο του Δευκαλίωνα, ψηλά στην πλαγιά, ήταν ένα δασάκι, όπου συγκεντρώνονταν οι άντρες και τα σκυλιά πριν ξεκινήσουν για κυνήγι. Εκεί μέσα σε λίγη ώρα στήθηκε ένα πρόχειρο δικαστήριο.
Είναι ένα μακάβριο μέρος. Κάτω από τις βαλανιδιές υπάρχουν απότομα χαντάκια, ενώ από τα γείσα των σταθμών σίτισης κρέμονται τα δίχτυα και ο εξοπλισμός για το κυνήγι. Τα σύνεργα σφαγής της κουζίνας φυλάσσονται σε διπλοκλειδωμένα ξεχωριστά οικήματα· πίσω από τις πόρτες κρέμονται τσεκούρια και μαχαίρια για το ξεκοίλιασμα, μπαλτάδες που σχίζουν και σπάνε τα κόκαλα. Κατά μήκος του τοίχου εκτείνεται ένας μαύρος από το αίμα πάγκος, όπου τεμαχίζουν τα αγριοπούλια και τα πουλερικά. Κόβουν τα κεφάλια τους και τα πετούν κάτω για να τα φάνε τα κυνηγόσκυλα. Σωροί από μαδημένα φτερά που φτάνουν μέχρι τα μισά της κνήμης ενός ανθρώπου μουσκεύουν από τις σταγόνες του αίματος του επόμενου άτυχου πουλιού που λυγίζει το λαρύγγι του κάτω από τον μπαλτά. Πάνω από τον πάγκο υπάρχουν τα δοκάρια του χασάπικου με τα βαριά αγκίστρια, όπου κρεμούν, ξεκοιλιάζουν και αφήνουν το κυνήγι να στραγγίξει.
Ήταν προαποφασισμένο ότι ο Κόκορας έπρεπε να πεθάνει, και το μικρό του αγοράκι μαζί. Αυτά που έμενε να κανονιστούν ήταν το θέμα του Αλέξανδρου και η προδοσία του,
• 259 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
η οποία, αν μαθευόταν στην πόλη, θα είχε πολύ σοβαρές επιπτώσεις αυτή τη δύσκολη ώρα. Όχι μόνο για τον ίδιο και τη θέση του, μια και είχε μυηθεί πρόσφατα στο ρόλο του πολεμιστή, αλλά και για το κύρος ολόκληρης της οικογένειάς του, της γυναίκας του Αγαθής, της μητέρας του Παράλειας, του πατέρα του, του πολέμαρχου Ολύμπιου, και, όχι λιγότερο από τους άλλους, του προστάτη του Διηνέκη. Οι δυο τελευταίοι κάθισαν παράμερα, μαζί με τους άλλους δεκάξι ομοίους του συσσιτίου του Δευκαλίωνα. Η γυναίκα του Κόκορα έκλαιγε σιωπηλά με το κοριτσάκι δίπλα της, ενώ το μωρό έσκουζε κουκουλωμένο στην αγκαλιά της. Ο Κόκορας γονάτισε, πάντα δεμένος, στο άνυδρο χώμα του καλοκαιριού.
Ο Πολύνεικος πηγαινοερχόταν ανυπόμονα, περιμένοντας την απόφαση.
«Μπορώ να μιλήσω;» ακούστηκε βραχνή η φωνή του Κόκορα. Ο λαιμός του είχε ξεραθεί ώσπου να τον φέρουν μέχρι εδώ μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού. «Tι έχει να πει ένας άχρηστος σαν εσένα;» ρώτησε ο Πολύνεικος.
Ο Κόκορας έδειξε τον Αλέξανδρο. «Αυτόν τον άνθρωπο που οι μαχαιροβγάλτες σου πιστεύουν ότι τον "συνέλαβαν"... θα έπρεπε να τον ανακηρύξουν ήρωα. Αυτός με αιχαλώτι-σε, αυτός και ο Χίονης. Γι' αυτό ήταν στο καβούκι μου. Για να με συλλάβουν και να με φέρουν εδώ».
«Φυσικά» αποκρίθηκε σαρκαστικά ο Πολύνεικος. «Γι' αυτό σε έδεσαν τόσο σφιχτά».
Ο Ολύμπιος απευθύνθηκε στον Αλέξανδρο. «Είναι αλήθεια, γιε μου; Εσύ συνέλαβες τον έφηβο Κόκορα;»
«Οχι, πατέρα. Δεν τον συνέλαβα εγώ». Όλοι γνώριζαν ότι αυτή η δίκη δε θα κρατούσε πολύ. Οι
έφηβοι της αγωγής σύντομα θα ανακάλυπταν τα πάντα, ακόμα και μέσα στις σκιές της νύχτας, αφού φρουρούσαν την πόλη και οι περιπολίες τους είχαν διπλασιαστεί λόγω του πολέμου. Η συνέλευση δεν είχε πάνω από πέντε λεπτά.
• 260 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Με δυο σύντομες ερωταποκρίσεις, λες και οι όμοιοι δεν μπορούσαν να το μαντέψουν από μόνοι τους, έγινε φανερό ότι ο Αλέξανδρος είχε προσπαθήσει την ενδέκατη ώρα να πείσει τον Κόκορα να ανακαλέσει την άρνηση του και να αποδεχτεί την τιμή που του έκανε η πόλη, ότι είχε αποτύχει και ότι δεν είχε προλάβει να αναλάβει δράση εναντίον του.
Αυτό ήταν σκέτη προδοσία, δήλωσε ο Πολύνεικος. Ωστόσο, είπε, ο ίδιος προσωπικά δεν επιθυμούσε να δυσφημίσει και να τιμωρήσει το γιο του Ολύμπιου, ούτε κι εμένα ακόμα, το βοηθητικό του Διηνέκη. «Ας τελειώσει εδώ το πράγμα λοιπόν. Εσείς αποσυρθείτε. Αφήστε αυτό τον είλωτα και το κουτσούβελό του σε μένα».
Ήταν η σειρά του Διηνέκη να μιλήσει. Εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στον Πολύνεικο για τη σπλαχνική προσφορά του. Η πρόταση του ιππέα ωστόσο άφηνε μια σκιά να πλανιέται. «Ας μην το αφήσουμε έτσι, λοιπόν, και ας ξεκαθαρίσουμε το όνομα του Αλέξανδρου εντελώς. Μπορώ» ρώτησε ο Διηνέκης «να μιλήσω εκ μέρους του νεαρού;».
Ο γέροντας Μέδοντας δέχτηκε, οι όμοιοι συμφώνησαν κι αυτοί.
Ο Διηνέκης τότε είπε: «Σύντροφοι, όλοι σας γνωρίζετε τα αισθήματά μου για τον Αλέξανδρο. Είστε ενήμεροι όλοι ότι τον συμβούλευα και τον προστάτευα από τότε που ήταν μικρός. Είναι κάτι σαν γιος, φίλος κι αδελφός για μένα. Όμως δε θα τον υπερασπιστώ επειδή τρέφω αυτά τα αισθήματα απέναντί του. Συλλογιστείτε, φίλοι μου, καλύτερα αυτά που σας πω.
»Αυτό που δοκίμασε να κάνει απόψε ο Αλέξανδρος είναι το ίδιο που προσπάθησε να πετύχει ο πατέρας του μετά τα Οινόφυτα, δηλαδή να επηρεάσει με τη λογική και την πειθώ αυτό το αγόρι, το Δέκτωνα, τον επονομαζόμενο Κόκορα. Για να απαλύνει την πίκρα που τρέφει εναντίον των Σπαρτιατών, οι οποίοι, αυτή την αίσθηση έχει, υποδούλω-
• 261 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σαν τους συμπατριώτες του, και να τον εντάξει στη μεγάλη υπόθεση της Λακεδαίμονας.
»Κανένα όφελος δεν είχε ο Αλέξανδρος, ούτε τώρα ούτε ποτέ, κάνοντας απόψε αυτή την απόπειρα. Σε τι θα τον ωφελούσε να ντύσει αυτό τον αποστάτη με τον κόκκινο σπαρτιατικό μανδύα; Το μόνο που σκέφτηκε ήταν το καλό της πόλης. Να θέσει στη διάθεσή της ένα νέο που έχει επιδείξει γενναιότητα και θάρρος, το νόθο γιο ενός ομοίου και ήρωα, του αδελφού της γυναίκας μου Ιδοτυχίδη. Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να κατηγορείτε κι εμένα μαζί με τον Αλέξανδρο, γιατί κι εγώ, περισσότερο από μια φορά, αναφέρθηκα σ' αυτό το αγόρι, τον Κόκορα, ως ανιψιό μου εξ αγχιστείας».
«Ναι» μπήκε στη μέση ο Πολύνεικος «σαν αστείο και κοροϊδευτικά».
«Δεν αστειευόμαστε εδώ απόψε, Πολύνεικε». Ακούστηκε ένα θρόισμα ανάμεσα στα φύλλα και ξαφνι
κά, προς μεγάλη έκπληξη όλων, μέσα σε κείνον το μακάβριο χώρο εμφανίστηκε η δέσποινα Αρέτη. Το μάτι μου πήρε δυο χωριατόπαιδα να το σκάνε στο σκοτάδι. Προφανώς, αυτοί οι σπιούνοι είχαν γίνει μάρτυρες της σκηνής στο καβούκι του Κόκορα και έτρεξαν να το προφτάσουν στην κυρά τους.
Η δέσποινα πλησίασε. Φορούσε πέπλο και είχε τα μαλλιά της λυτά, απόδειξη ότι πριν λίγο βρισκόταν στην αγκάλη του Μορφέα. Οι όμοιοι παραμέρισαν για να περάσει, ανίκανοι να προφέρουν έστω και μια λέξη διαμαρτυρίας από την έκπληξη.
«Τι σημαίνουν όλ' αυτά;» ρώτησε αποδοκιμαστικά. «Ένα δικαστήριο τρελών κάτω από τις βαλανιδιές; Ποια αξιοσέβαστη ετυμηγορία θα βγάλετε εσείς, γενναίοι πολεμιστές, απόψε; Να δολοφονήσετε μια κοπέλα ή να κόψετε το λαρύγγι ενός νηπίου;»
Ο Διηνέκης προσπάθησε να την κάνει να σωπάσει, το ίδιο και οι άλλοι, λέγοντας ότι μια γυναίκα δεν είχε καμιά δουλειά εδώ, ότι έπρεπε να φύγει αμέσως, ότι δε θα άκουγαν
• 262 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τίποτε άλλο από κείνη. Η Αρέτη ωστόσο τους αγνόησε και πήγε να σταθεί δίπλα στην Αρμονία. Πήρε το παιδί του Κόκορα και το κράτησε στην αγκαλιά της.
«Λέτε ότι η παρουσία μου εδώ δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Αντίθετα» είπε στους ομοίους «μπορώ να προσφέρω μεγάλη βοήθεια. Μπορώ να κατεβάσω το κεφαλάκι αυτού του παιδιού για να κάνω τη δολοφονία του ευκολότερη. Ποιος από σας, γιοι του Ηρακλή, θα κόψει το λαρύγγι αυτού του παιδιού; Εσύ, Πολύνεικε; Ή μήπως εσύ, σύζυγέ μου;».
Κι άλλες φωνές αποδοκιμασίας ακούστηκαν, που επέμεναν να φύγει αμέσως η κυρά. Ο ίδιος ο Διηνέκης το είπε με λόγια που δε σήκωναν αντίρρηση. Όμως η Αρέτη δεν έδωσε σημασία.
«Αν διακυβευόταν μόνο η ζωή αυτού του νέου» —έδειξε τον Κόκορα— «θα υπάκουα στο σύζυγό μου και σε σας τους ομοίους χωρίς δισταγμό. Αλλά ποιον άλλο, εσείς οι ήρωες, σκοπεύετε να δολοφονήσετε ακόμη; Τους ετεροθαλείς αδελφούς του αγοριού; Τους θείους του, τα εξαδέλφια του μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους, όλοι τους αθώοι και όλοι τους σπουδαίο κεφάλαιο που η πόλη χρειάζεται απελπισμένα αυτή την ώρα του κινδύνου;».
Είπαν πάλι ότι αυτά τα θέματα δεν ήταν δουλειά μιας γυναίκας.
Ο Ακταίωνας, ο παλαιστής, απευθύνθηκε άμεσα στη γυναίκα. «Με όλο το σεβασμό, κυρά, όλοι καταλαβαίνουμε ότι πρόθεση σου είναι να προστατεύσεις από την εξαφάνιση τη γενιά του τιμημένου αδελφού σου» και έδειξε το μωρό που στρίγγλιζε «έστω κι αν προέρχεται από ένα νόθο».
«Η φήμη του αδελφού μου είναι άφθαρτη» αποκρίθηκε η δέσποινα με θέρμη «κάτι που δε συμβαίνει με κανέναν από σας. Όχι, αυτό που θέλω είναι δικαιοσύνη. Αυτό το παιδί που είστε έτοιμοι να δολοφονήσετε δεν είναι απόγονος αυτού του αγοριού, του Κόκορα».
• 263 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Η ξεκάρφωτη αυτή δήλωση ήρθε να προστεθεί στην ήδη παράλογη κατάσταση.
«Τίνος είναι λοιπόν;» ρώτησε ανυπόμονα ο Ακταίωνας. Η Αρέτη δε δίστασε στιγμή. «Του άντρα μου» απάντησε. Μουρμουρητά δυσπιστίας υποδέχτηκαν τη δήλωσή της.
«Η Αλήθεια είναι μια αθάνατη θεά, δέσποινα» είπε αυστηρά ο γέροντας Μέδοντας. «Πρέπει να σκέφτεται κανείς πολύ πριν τη συκοφαντήσει».
«Αν δε με πιστεύετε, ρωτήστε αυτό το κορίτσι, τη μητέρα του παιδιού».
Οι όμοιοι δεν έδειξαν να πιστεύουν τα όσα τους βεβαίωνε η Αρέτη. Όλων τα μάτια ωστόσο στράφηκαν στη φτωχή κοπέλα, την Αρμονία.
«Αυτό το παιδί είναι δικό μου και κανενός άλλου» διέκοψε απότομα ο Κόκορας.
«Άσε τη μητέρα να μιλήσει» τον έκοψε η Αρέτη. Και μετά ρώτησε την Αρμονία: «Τίνος γιος είναι αυτός;».
Η δύστυχη κοπέλα τραύλιζε φοβισμένη. Η Αρέτη έδειξε το παιδί στους ομοίους. «Όπως βλέπετε όλοι, το μωρό είναι καλοφτιαγμένο, με δυνατά μέλη και φωνή, με το σφρίγος της κούνιας που προηγείται της δύναμης στην εφηβεία και της ανδρείας στην ωριμότητα».
Στράφηκε στην κοπέλα. «Πες σ' αυτούς τους ανθρώπους. Ξάπλωσε ο άντρας μου μαζί σου; Είναι δικό του αυτό το παιδί;»
«Όχι... ναι... εγώ δεν...» «Μίλα!» «Κυρά, τρομοκρατείς αυτό το κορίτσι». «Μίλα!» «Είναι του άντρα σου» ψέλλισε το κορίτσι και άρχισε να
κλαίει γοερά. «Λέει ψέματα!» φώναξε ο Κόκορας. Δέχτηκε ένα φοβε-
• 264 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρό χαστούκι επειδή μπήκε στη μέση. Αίμα πετάχτηκε από τα σχισμένα του χείλη.
«Είναι φυσικό να μην το πει στο σύζυγό της» είπε η δέσποινα στον Κόκορα. «Καμιά γυναίκα δε θα το έκανε. Όμως αυτό δεν αλλάζει τα γεγονότα».
Ο Πολύνεικος έδειξε τον Κόκορα. «Για μια φορά στη ζωή του αυτός ο αχρείος λέει την αλήθεια. Αυτός έσπειρε τούτο το μικρό, όπως λέει».
Αυτή η άποψη υποστηρίχτηκε σθεναρά από όλους. Ο Μέδοντας τώρα απευθύνθηκε στην Αρέτη: «Θα προτι
μούσα να αντιμετώπιζα με γυμνά τα χέρια μια λέαινα στη φωλιά της παρά την οργή σου, κυρά. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την πρόθεση σου ως συζύγου και μητέρας να προστατέψεις τη ζωή ενός αθώου. Ωστόσο, εμείς, οι όμοιοι αυτού του συσσιτίου, ξέρουμε τον άντρα σου από τότε που ήταν σαν κι αυτό το μωρό. Κανείς σ' αυτή την πόλη δεν τον ξεπερνά σε τιμή και πίστη. Έχουμε βρεθεί μαζί του πολλές φορές σε εκστρατείες, όπου του δόθηκαν πολλές ευκαιρίες να απιστήσει. Ούτε που του πέρασε καθόλου από το νου».
Αυτό το επιβεβαίωσαν με έμφαση και οι άλλοι. «Ρώτησέ τον τότε» είπε η Αρέτη. «Δε θα κάναμε ποτέ κάτι τέτοιο» αποκρίθηκε ο Μέδο
ντας. «Θα ήταν ντροπή να αμφισβητήσουμε την τιμή του». Οι όμοιοι του συσσιτίου αντιμετώπισαν την Αρέτη ενω
μένοι σαν φάλαγγα. Εκείνη όμως κάθε άλλο παρά φοβήθηκε. Αντιμετώπισε τη γραμμή σθεναρά και ο τόνος της φωνής της όταν μίλησε ήταν προστακτικός.
«Θα σας πω εγώ τι θα κάνετε» είπε η Αρέτη πηγαίνοντας μπροστά στο Μέδοντα, τον πρεσβύτερο του συσσιτίου. Του μίλησε σαν να ήταν εκείνη η αρχηγός. «Θα αναγνωρίσετε αυτό το παιδί ως απόγονο του συζύγου μου. Εσύ, Ολύμπιε, κι εσύ, Μέδοντα, κι εσύ, Πολύνεικε, θα αναλάβετε μετά το αγόρι και θα το εκπαιδεύσετε στην αγωγή. Θα πληρώνετε τα
• 265 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
έξοδα του. Θα του δοθεί ένα σχολικό όνομα κι αυτό θα είναι Ιδοτυχίδης».
Αυτό πια δεν μπορούσαν να το ανεχτούν οι όμοιοι. Ο παλαιστής Ακταίωνας της είπε: «Ατιμάζεις το σύζυγό σου και τη μνήμη του αδελφού σου προτείνοντας κάτι τέτοιο, κυρά».
«Αν το παιδί ήταν του συζύγου μου, τα επιχειρήματα μου θα αντιμετωπίζονταν ευνοϊκά;»
«Αλλά δεν είναι του συζύγου σου». «Αν ήταν;» Ο Μέδοντας τη διέκοψε απότομα. «Η κυρά ξέρει πολύ
καλά ότι, αν ένας άντρας, όπως ο νέος που αποκαλείται Κόκορας, βρεθεί ένοχος προδοσίας και εκτελεστεί, ο αρσενικός του απόγονος δεν επιτρέπεται να ζήσει, γιατί, αν διαθέτει έστω και λίγη τιμή, θα θελήσει να πάρει εκδίκηση όταν ανδρωθεί. Αυτός είναι ο νόμος όχι μόνο του Λυκούργου αλλά και κάθε ελληνικής πόλης και εφαρμόζεται χωρίς καμία εξαίρεση ακόμα και στους βαρβάρους».
«Αν το πιστεύεις αυτό, τότε κόψε το λαιμό του βρέφους αμέσως».
Η Αρέτη πήγε και στάθηκε μπροστά στον Πολύνεικο. Πριν προλάβει ο δρομέας να αντιδράσει, η Αρέτη άρπαξε το ξίφος που κρεμόταν στο μερί του. Κρατώντας το από τη λαβή, έβαλε το όπλο στο χέρι του Πολύνεικου και κράτησε ψηλά το παιδί, με το λαιμό κάτω από την ακονισμένη λεπίδα.
«Τιμήστε το νόμο, γιοι του Ηρακλή. Κάντε το όμως εδώ στο φως για να μπορέσουν να το δουν όλοι κι όχι στο σκοτάδι, όπως προτιμά η κρυπτεία».
Ο Πολύνεικος πάγωσε. Προσπάθησε να τραβήξει το ξίφος και να το ξαναβάλει στη θήκη του, αλλά η γυναίκα δεν το άφηνε από το χέρι.
«Δεν μπορείς να το κάνεις;» σφύριξε. «Άσε με τότε να σε βοηθήσω εγώ. Ορίστε, θα το βυθίσω μαζί σου. .»
• 266 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Καμιά δεκαριά φωνές, με πρώτη του άντρα της, εκλιπαρούσαν την Αρέτη να σταματήσει. Η Αρμονία έκλαιγε με αναφιλητά. Ο Κόκορας, πάντα δεμένος, κοίταζε παραλυμένος από τον τρόμο.
Ήταν τόση η αγριάδα στα μάτια της κυράς όση πρέπει να ήταν και στης Μήδειας όταν κρατούσε το ατσάλι της σφαγής πάνω από τα παιδιά της.
«Ρωτήστε τον άντρα μου αν αυτό το παιδί είναι δικό του» είπε πάλι η Αρέτη. «Ρωτήστε τον!»
Όλοι αρνήθηκαν εν χορώ. Ποια άλλη εναλλακτική λύση είχαν οι όμοιοι λοιπόν; Τα μάτια όλων τώρα στράφηκαν στο Διηνέκη όχι για να του ζητήσουν να απαντήσει στη γελοία αυτή κατηγορία αλλά επειδή είχαν σαστίσει από την τόλμη της δέσποινας και δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν.
«Πες τους, άντρα μου» είπε απαλά η Αρέτη. «Ενώπιον των θεών, είναι αυτό το παιδί δικό σου;»
Η Αρέτη άφησε το ξίφος. Απομάκρυνε το παιδί από το σπαθί του Πολύνεικου και το πήγε μπροστά στον άντρα της.
Οι όμοιοι ήξεραν ότι οι ισχυρισμοί της γυναίκας δεν μπορούσε να ήταν αληθινοί. Ωστόσο, αν ο Διηνέκης το παραδεχόταν και μάλιστα ενόρκως, όπως ζητούσε η Αρέτη, θα γινόταν αποδεκτό από όλους, όπως και από την πόλη, διαφορετικά θα έχανε την τιμή του. Και ο Διηνέκης το καταλάβαινε αυτό. Κοίταξε αρκετή ώρα τα μάτια της γυναίκας του, που συνάντησαν τα δικά του. Και τότε, όπως τόσο παραστατικά είχε πει ο Μέδοντας, είδε πως έμοιαζαν με λέαινας.
«Μα τους θεούς, αυτό το παιδί είναι δικό μου» ορκίστηκε ο Διηνέκης.
Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της δέσποινας Αρέτης, που τα έπνιξε όμως αμέσως.
Οι όμοιοι άρχισαν να μουρμουρίζουν ακούγοντας αυτό τον όρκο τιμής.
Τότε πήρε το λόγο ο Μέδοντας. «Σκέψου καλά αυτό που
• 267 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λες, Διηνέκη. Ντροπιάζεις τη γυναίκα σου επικυρώνοντας αυτή την "αλήθεια" και τον εαυτό σου με τον ψεύτικο όρκο που πήρες».
«Το σκέφτηκα καλά, φίλε μου» αποκρίθηκε ο Διηνέκης. Δήλωσε ξανά ότι το παιδί ήταν δικό του. «Πάρ' το τότε» είπε η Αρέτη και κάνοντας ένα βήμα ακό
μα έβαλε το παιδί απαλά στην αγκαλιά του. Ο Διηνέκης δέχτηκε το παιδί λες και του έβαλαν στα χέρια ένα νεογνό ερπετών .
Κοίταξε για άλλη μια φορά στα μάτια τη γυναίκα του, κατόπιν γύρισε και απευθύνθηκε στους ομοίους.
«Ποιος από σας, φίλοι και σύντροφοι, θα προστατεύσει το γιο μου και θα τον παρουσιάσει ενώπιον των εφόρων;»
Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά. Ήταν φοβερός ο όρκος που έκανε ο συμπολεμιστής τους. Αν τον υποστήριζαν, μήπως τους κατηγορούσαν κι αυτούς;
«Θα είναι τιμή για μένα να προστατέψω αυτό το παιδί» είπε ο Μέδοντας. «Θα τον παρουσιάσουμε αύριο. Το όνομά του, όπως επιθυμεί η κυρά, θα είναι Ιδοτυχίδης, όπως του αδελφού της».
Η Αρμονία έκλαιγε ανακουφισμένη. Ο Κόκορας κοιτούσε τους παρευρισκομένους με ανίσχυ
ρη οργή. «Τότε, όλα τακτοποιήθηκαν» είπε η Αρέτη. «Το παιδί θα
μεγαλώσει από τη μητέρα του μέσα στους τοίχους του σπιτικού του άντρα μου. Όταν γίνει επτά χρονών, θα ανατραφεί ως μόθακας και θα εκπαιδευτεί όπως κάθε πολίτης. Αν αποδειχτεί άξιος σε αρετή και πειθαρχία, όταν ανδρωθεί θα μυηθεί και θα πάρει τη θέση του ως πολεμιστή και υπερασπιστή της Λακεδαίμονας».
«Ας γίνει έτσι λοιπόν» επικρότησε ο Μέδοντας και οι άλλοι του συσσιτίου συμφώνησαν, έστω και απρόθυμα.
Αλλά η υπόθεση δεν είχε λήξει ακόμα.
• 268 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Αυτός εδώ» είπε ο Πολύνεικος δείχνοντας τον Κόκορα «αυτός εδώ θα πεθάνει».
Οι άντρες της κρυπτείας άρπαξαν τον Κόκορα. Κανείς από τους άντρες του συσσιτίου δε σήκωσε χέρι να τον υπερασπιστεί. Οι δολοφόνοι ετοιμάστηκαν να σύρουν τον αιχμάλωτο στα σκοτεινά. Σε πέντε λεπτά θα ήταν νεκρός. Το πτώμα του δε θα βρισκόταν ποτέ.
«Μπορώ να μιλήσω;» Ήταν ο Αλέξανδρος που προχώρησε να ανακόψει τους
εκτελεστές. «Μπορώ να μιλήσω στους ομοίους του συσσιτίου ;»
Ο Μέδοντας, ο πρεσβύτερος, έδωσε την έγκριση του. Ο Αλέξανδρος έδειξε τον Κόκορα. «Υπάρχει κι άλλος
τρόπος να κανονίσουμε αυτό τον αποστάτη, ο οποίος, νομίζω, θα ωφελήσει πιότερο την πόλη παρά αν τον σκοτώναμε αμέσως. Σκεφτείτε: Είναι πολλοί οι είλωτες που τιμούν αυτό τον άντρα. Η δολοφονία του θα τον κάνει στα μάτια τους μάρτυρα. Αυτοί που τον αποκαλούν φίλο ίσως προς στιγμήν δειλιάσουν από τον τρόμο της εκτέλεσης του, αργότερα όμως, στο πεδίο της μάχης ενάντια στον Πέρση, η αίσθηση της αδικίας μπορεί να βρει διέξοδο, που θα είναι σε βάρος των συμφερόντων της Ελλάδας και της Λακεδαίμονας. Μπορεί να γίνουν προδότες μέσα στη φωτιά του πολέμου ή να κάνουν κακό στους πολεμιστές μας όταν θα είναι τρωτοί».
Ο Πολύνεικος τον διέκοψε με οργή. «Γιατί υπερασπίζεσαι αυτό τον αχρείο, γιε του Ολύμπιου;»
«Δε μου είναι τίποτα» απάντησε ο Αλέξανδρος. «Ξέρεις καλά ότι με περιφρονεί και θεωρεί τον εαυτό του πιο γενναίο από μένα. Έχει και στα δύο δίκιο».
Οι όμοιοι τα έχασαν με την ειλικρίνεια του νέου. Ο Αλέ-ξανδρος συνέχισε:
«Να τι προτείνω λοιπόν: Αφήστε αυτό τον είλωτα να ζή-
• 269 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σει, αλλά να πάει με τον Πέρση. Συνοδέψτε τον μέχρι τα σύνορα και αφήστε τον ελεύθερο. Τίποτε δεν εξυπηρετεί καλύτερα το στασιαστικό σκοπό του θα ασπαστεί την προοπτική να μας βλάψει αφού τόσο μας μισεί. Ο εχθρός θα καλωσορίσει ένα φυγά δούλο. Θα τους δώσει όλες τις πληροφορίες που επιθυμούν για τους Σπαρτιάτες. Μπορεί ακόμη να τον εξοπλίσουν και να του επιτρέψουν να βαδίσει εναντίον μας κάτω από τη σημαία τους. Αλλά ό,τι κι αν πει δεν πρόκειται να βλάψει την υπόθεσή μας, αφού ο Ξέρξης έχει ήδη ανάμεσα στους αυλικούς του το Δημάρατο. Γιατί ποιος μπορεί να δώσει καλύτερες πληροφορίες για τους Λακεδαιμονίους από τον εκθρονισμένο βασιλιά τους;
»Η αποσκίρτηση αυτού του νέου δε θα μας κάνει κακό, αντίθετα η πράξη του θα έχει ανυπολόγιστη αξία για μας: Γιατί έτσι δε θα θεωρηθεί από τους συντρόφους του, που βρίσκονται ανάμεσα μας, μάρτυρας και ήρωας. Θα τον δουν έτσι όπως είναι, ένας αχάριστος που του έδωσαν την ευκαιρία να φορέσει τον πορφυρό μανδύα των Λακεδαιμονίων και αυτός την απέρριψε από περηφάνια και ματαιοδοξία.
»Άσ' τον να φύγει, Πολύνεικε, και σου υπόσχομαι ότι, αν οι θεοί φέρουν αυτό τον αχρείο ξανά μπροστά μας στο πεδίο της μάχης, δε θα χρειαστεί να τον σκοτώσεις εσύ, γιατί θα το κάνω εγώ ο ίδιος».
Ο Αλέξανδρος τελείωσε. Πήγε πάλι στη θέση του. Κοίταξα τον Ολύμπιο, τα μάτια του άστραφταν από περηφάνια για το συνοπτικό αλλά τόσο παραστατικό τρόπο που παρουσίασε τα πράγματα ο γιος του.
Ο πολέμαρχος απευθύνθηκε στον Πολύνεικο. «Φροντίστε το».
Οι άντρες της κρυπτείας πήραν τον Κόκορα. Ο Μέδοντας διέλυσε τη συγκέντρωση, αφού έδωσε οδη
γίες στους ομοίους να πάνε αμέσως στα κρεβάτια ή στα σπίτια τους και να μην πουν τίποτε από όσα ειπώθηκαν εδώ μέ-
• 270 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
χρι αύριο την κατάλληλη ώρα ενώπιον των εφόρων. Μάλωσε τη δέσποινα Αρέτη αυστηρά, λέγοντας της ότι προκάλεσε πολύ απόψε τους θεούς. Η Αρέτη λύγισε. Άρχισαν να τρέμουν τα χέρια και τα πόδια της, όπως οι πολεμιστές μετά τη μάχη, και δέχτηκε την επίπληξη του γέροντα χωρίς διαμαρτυρίες. Στο δρόμο του γυρισμού για το σπίτι τα γόνατα της λύγισαν. Παραπάτησε, της ήρθε λιποθυμιά και, αν δεν ήταν ο άντρας της δίπλα της να τη στηρίξει, θα σωριαζόταν κάτω.
Ο Διηνέκης τύλιξε το μανδύα του γύρω από τους ώμους της γυναίκας του. Τον είδα να την κοιτάζει έντονα καθώς εκείνη προσπαθούσε να συνέλθει. Ένα μέρος του εαυτού του έβραζε· ήταν έξαλλος μαζί της γι' αυτό που τον ανάγκασε να κάνει απόψε. Αλλά ένα άλλο κομμάτι του στεκόταν με δέος απέναντι της, για τη συμπόνια και την τόλμη της κι ακόμη για τη στρατηγική της, αν μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς αυτή τη λέξη.
Η γυναίκα βρήκε την ισορροπία της. Σήκωσε τα μάτια και είδε τον άντρα της να την παρατηρεί προσεκτικά. Του χαμογέλασε. «Όποιες γενναίες πράξεις κι αν έχεις κάνει μέχρι τώρα ή θα κάνεις στο μέλλον, άντρα μου, καμιά δε θα ξεπεράσει αυτό που έκανες απόψε».
Ο Διηνέκης δε φάνηκε να συμμερίζεται τη σιγουριά της. «Ελπίζω να έχεις δίκιο» είπε. Οι όμοιοι είχαν φύγει τώρα, αφήνοντας το Διηνέκη κάτω
από τις βαλανιδιές με το μωρό ακόμα στην αγκαλιά του, έτοιμος να το δώσει πίσω στη μητέρα του.
«Για να ρίξουμε μια ματιά σ' αυτόν το μικρό» είπε ο Μέ-δοντας.
Κάτω από το φως των αστεριών, ο γέροντας πλησίασε τον αφέντη μου από το πλάι. Πήρε το παιδί και το έδωσε απαλά στην Αρμονία. Ο Μέδοντας εξέτασε το μικρό και άπλωσε το δάχτυλο του, που ήταν γεμάτο ουλές από τις μάχες. Το αγοράκι το άρπαξε μέσα στη δυνατή παιδική χουφτίτσα του
• 271 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΒΣΣΦΙΛΝΤ
και το τράβηξε με ορμή και ευχαρίστηση. Ο γέροντας κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι. Χάιδεψε το κεφαλάκι του μωρού τρυφερά σαν να το ευλογούσε κι έπειτα στράφηκε ικανοποιημένος προς τη δέσποινα Αρέτη και το σύζυγο της.
«Έχεις γιο τώρα, Διηνέκη» είπε. «Τώρα μπορείς να επιλεγείς».
Ο κύριός μου κοίταξε το γέροντα ερωτηματικά, δεν καταλάβαινε τι εννοούσε.
«Για τους Τριακόσιους» είπε ο Μέδοντας. «Για τις Θερμοπύλες».
• 272 •
Βιβλίο πέμπτο
ΠΟΛΥΝΕΙΚΟΣ
18
Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ διάβασε με μεγάλο ενδιαφέρον τα λόγια του Έλληνα Χίονη, που Του μετέφερα εγώ, ο ιστορικός Του, στη γραπτή τους μορφή. Ο περσικός στρατός είχε προχωρήσει βαθιά στην Αττική και είχε στρατοπεδεύσει σε ένα σταυροδρόμι που οι Έλληνες ονομάζουν Τρίστρατο, δυο ώρες δρόμο βόρεια της Αθήνας. Εκεί η Μεγαλειότητά Του έκανε θυσίες στον Αχούρα Μάζντα και μοίρασε παράσημα ανδρείας στους αρχηγούς των ευρωπαϊκών στρατευμάτων. Η Μεγαλειότητά Του για αρκετές ημέρες δεν είχε καλέσει ενώπιόν Του τον αιχμάλωτο Χίονη για να ακούσει από τον ίδιο προσωπικά τη συνέχεια της ιστορίας του, τόσο απορροφημένος ήταν με τις μυριάδες υποθέσεις του στρατού και του στόλου που προήλαυναν. Η Μεγαλειότητά Του ωστόσο δεν παρέλειπε να παρακολουθεί την αφήγηση τις ελεύθερες ώρες Του, μελετώντας τη στη γραπτή της μορφή, την οποία υπέβαλε κάθε μέρα ο ιστορικός Του.
Η αλήθεια είναι ότι η Μεγαλειότητά Του δεν ήταν καλά τα τελευταία βράδια. Ο ύπνος Του ήταν ταραγμένος' κλήθηκε ο βασιλικός χειρουργός για να το φροντίσει. Την ανάπαυση της Μεγαλειότητάς Του τάραζαν δυσάρεστα όνειρα, που το περιεχόμενό τους δεν το κοινοποιούσε σε κανέναν, εκτός από τούς μάγους και τους πιο έμπιστους συμβούλους Του: το στρατηγό Υδάρνη, διοικητή των Αθανάτων και νικητή στις Θερμοπύλες' το Μαρδόνιο, στρατάρχη του στρατού ξηράς
• 275 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
της Μεγαλειότητάς Του· το Δημάρατο, τον εκθρονισμένο Σπαρτιάτη βασιλιά και τώρα προσκεκλημένο και φίλο Του· και την Αρτεμισία, βασίλισσα της Αλικαρνασσού, της οποίας τη φρονιμάδα εκτιμούσε πιότερο από όλων των άλλων.
Τα ταραγμένα αυτά όνειρα, εκμυστηρεύτηκε η Μεγαλειότητά Του, οφείλονταν στις τύψεις Του για τη βεβήλωση του πτώματος του Σπαρτιάτη Λεωνίδα μετά τη νίκη στις Θερμοπύλες. Η Μεγαλειότητά Του επανέλαβε ότι λυπόταν για τη βεβήλωση του λειψάνου του πολεμιστή που ήταν πρώτα απ' όλα βασιλιάς.
Ο στρατηγός Μαρδόνιος ικέτευσε τη Μεγαλειότητά Του να θυμηθεί ότι είχε παρακολουθήσει πολύ προσεκτικά όλες τις ιεροτελεστίες που ορίστηκαν για να απομακρυνθεί κάθε ίχνος ενοχής από το αίμα, αν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δε διέταξε η Μεγαλειότητά Του μετά την εκτέλεση όλων όσοι ανήκαν στη βασιλική ομάδα, ακόμα και του γιου Του, του πρίγκιπα Ριόδονη, που συμμετείχαν στο συμβάν; Τι άλλο να έκανε; Κι όμως, παρ' όλα αυτά, είπε η Μεγαλειότητά Του, ο ύπνος Του εξακολουθούσε να είναι ανήσυχος και αρρωστημένος. Η Μεγαλειότητά Του με εύθυμο τόνο εξέφρασε την επιθυμία, αν βρισκόταν ποτέ σε πνευματι-στική έκσταση ή μπροστά σε οράματα, να συναντιόταν ο ίδιος προσωπικά με τη σκιά του άντρα Λεωνίδα και να μοιραζόταν μαζί του μια κούπα κρασί.
Ακολούθησε σιωπή, που κράτησε αρκετά. «Αυτός ο πυρετός» είπε τελικά ο Υδάρνης «έχει εξασθενίσει την οξύτητα της διοίκησης της Μεγαλειότητάς Του και έχει μειώσει το ζήλο της. Ικετεύω τη Μεγαλειότητά Του να μη μιλά κατ' αυτό τον τρόπο».
«Ναι, ναι, έχεις δίκιο, φίλε μου» αποκρίθηκε η Μεγαλειότητά Του. «Οπως πάντα».
Οι διοικητές έστρεψαν την προσοχή τους σε πολεμικά και διπλωματικά θέματα. Δόθηκαν αναφορές. Η εμπροσθοφυλα-
276
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κή του περσικού πεζικού και του ιππικού είχε μπει στην Αθήνα και είχε καταλάβει την πόλη. Οι Αθηναίοι πολίτες είχαν εγκαταλείψει τον τόπο τους, μαζί με τους θεούς που μπορούσαν να κουβαλήσουν μαζί τους. Είχαν καταφύγει στην Τροιζήνα και στη νήσο Σαλαμίνα, όπου ζούσαν τώρα σαν πρόσφυγες, μαζεμένοι γύρω από τις φωτιές που άναβαν στα βουνά, κλαίγοντας τη μοίρα τους.
Η πόλη δεν αντιστάθηκε καθόλου, εκτός από μερικούς φανατικούς που κατέλαβαν την ακρόπολη, που τα παλιότερα χρόνια ήταν περιφραγμένη με ξύλινο φράχτη. Οι απελπισμένοι τούτοι υπερασπιστές είχαν κλειστεί εκεί, δίνοντας πίστη, καθώς φαίνεται, στο χρησμό του Απόλλωνα, που πριν από μερικές εβδομάδες είχε πει:
...το ξύλινο τείχος μόνο θα μείνει απόρθητο και θα σώσει εσάς και τα παιδιά σας.
Τα οικτρά αυτά απομεινάρια εξουδετερώθηκαν εύκολα από τους αυτοκρατορικούς τοξότες, οι οποίοι τους σκότωσαν από μακριά. Αυτά με την προφητεία, είπε ο Μαρδόνιος. Οι φωτιές του καταυλισμού της αυτοκρατορίας έκαιγαν τώρα πάνω στην ακρόπολη της Αθήνας. Αύριο η Μεγαλειότητά Του θα έμπαινε στην πόλη. Εγκρίθηκαν τα σχέδια για την καταστροφή εκ βάθρων όλων των ναών και των ιερών των ελληνικών θεοτήτων και για τον εμπρησμό της πόλης (ό,τι είχε απομείνει από αυτή). Ο καπνός και οι φλόγες, ανέφερε ο αξιωματικός πληροφοριών, θα ήταν ορατά από τους Αθηναίους που βρίσκονταν τώρα ψηλά στα βοσκοτόπια μαζί με τις γίδες στη νήσο της Σαλαμίνας. «Θα βλέπουν από πρώτη θέση την καταστροφή του κόσμου τους» είπε ο αξιωματικός χαμογελώντας.
Η ώρα όμως ήταν περασμένη και η Μεγαλειότητά Του είχε αρχίσει να παρουσιάζει σημάδια κόπωσης. Ο μάγος που
• 277 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
το παρατήρησε είπε ότι η βραδιά μπορούσε να τελειώσει επωφελώς. Σηκώθηκαν όλοι από τις θέσεις τους, υποκλίθηκαν και βγήκαν από τη βασιλική σκηνή, εκτός από το Μαρδόνιο και την Αρτεμισία, τους οποίους η Μεγαλειότητά Του, με μια ανεπαίσθητη κίνηση του χεριού, πρόσταξε να μείνουν. Η Μεγαλειότητά Του υπέδειξε ότι μπορούσε να παραμείνει επίσης ο ιστορικός Του για να καταγράψει τα δια-μειφθέντα. Προφανώς, η γαλήνη της Μεγαλειότητάς Του είχε διαταραχτεί.
Μόνος τώρα στη σκηνή με τους πιο έμπιστους συμβούλους Του, άρχισε να λέει ένα όνειρο που είχε δει.
«Ημουν σε ένα πεδίο μάχης που φαινόταν να εκτείνεται στο άπειρο. Όσο έφτανε το μάτι έβλεπε κανείς κουφάρια σπαρμένα ολούθε. Νικηφόρες κραυγές γέμιζαν τον αγέρα-στρατηγοί και άντρες κόμπαζαν θριαμβευτικά. Ξάφνου, διέκρινα το πτώμα του Λεωνίδα, αποκεφαλισμένο, με το κεφάλι του παλουκωμένο πάνω σε έναν πάσσαλο, όπως κάναμε στις Θερμοπύλες. Το σώμα του ήταν καρφωμένο σαν τρόπαιο πάνω στο μοναδικό άκαρπο δέντρο στη μέση της πεδιάδας. Θλίψη και ντροπή με κυρίευσαν. Έτρεξα προς το δέντρο, φωνάζοντας στους άντρες μου να κατεβάσουν το Σπαρτιάτη. Στο όνειρο είχα την αίσθηση ότι, αν ξανάβαζα το κεφάλι του βασιλιά στη θέση του, όλα θα πήγαιναν καλά. Θα ξαναζούσε και ίσως γινόταν φίλος μου, κάτι που επιθυμούσα πολύ. Έφτασα στον πάσσαλο όπου ήταν παλουκωμένο το αυστηρό κεφάλι...».
«Και το κεφάλι ήταν της Μεγαλειότητάς Του...» τον διέκοψε η Αρτεμισία.
«Τόσο προφανές είναι το όνειρο;» ρώτησε η Μεγαλειότητά Του.
«Δεν είναι τίποτα και δε σημαίνει τίποτα» είπε η ταξίαρχος με έμφαση, παροτρύνοντας τη Μεγαλειότητά Του, με τόνο ηθελημένα ανάλαφρο, να το βγάλει αμέσως από το
• 278 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μυαλό Του. «Σημαίνει απλώς πως η Μεγαλειότητά Του, που είναι βασιλιάς, αναγνωρίζει τη θνητότητα όλων των βασιλέων, του Ιδίου συμπεριλαμβανομένου. Αυτό είναι σοφία, όπως είπε ο Κύρος ο Μέγας, όταν χάρισε τη ζωή στον Κροίσο της Λυδίας».
Η Μεγαλειότητά Του συλλογίστηκε αρκετή ώρα τα λόγια της Αρτεμισίας. Πολύ θα ήθελε να τα πιστέψει, αλλά προφανώς δεν είχαν καταφέρει να διώξουν εντελώς την ανησυχία Του.
«Η νίκη είναι δική Σου, Μεγαλειότατε, και τίποτα δεν μπορεί να Σου την πάρει» είπε ο Μαρδόνιος. «Αύριο θα κάψουμε την Αθήνα, που ήταν ο στόχος του πατέρα Σου, του Δαρείου, αλλά και δικός Σου, και ο λόγος που συγκέντρωσες όλον αυτό τον υπέροχο στρατό και στόλο· ο λόγος που μόχθησες και αγωνίστηκες τόσο καιρό, ξεπερνώντας τόσα πολλά εμπόδια. Αναγάλλιασε, αφέντη μου! Όλη η Ελλάδα Σε προσκυνά. Νίκησες τους Σπαρτιάτες και σκότωσες το βασιλιά τους. Οι Αθηναίοι το έσκασαν σαν κοπάδι, τους ανάγκασες να εγκαταλείψουν τους ναούς των θεών τους, τη γη και το έχει τους. Στέκεσαι θριαμβευτής, αφέντη, με τη σόλα των υποδημάτων Σου πάνω στο λαιμό της Ελλάδας».
Τόσο ολοκληρωτική ήταν η νίκη της Μεγαλειότητάς Του, είπε ο Μαρδόνιος, που το Βασιλικό Πρόσωπο δεν έπρεπε να παραμείνει ούτε μια ώρα παραπάνω σ' αυτό το καταραμένο μέρος, στον αντίποδα της γης. «Άσε τη βρόμικη δουλειά σε μένα. Μεγαλειότατε. Εσύ πάρε ένα πλοίο και γύρνα στα Σούσα, αύριο κιόλας, για να δεχτείς τη λατρεία και την κολακεία των υπηκόων Σου και να φροντίσεις τις επείγουσες υποθέσεις της αυτοκρατορίας, τις οποίες τόσο και-ρυ παραμέλησες λόγω του ελληνικού προβλήματος. Εγώ θα καθαρίσω για Σένα. Ό,τι κάνουν τα στρατεύματα Σου στο όνομά Σου γίνεται από Σένα».
«Και η Πελοπόννησος;» μπήκε στη μέση η Αρτεμισία, εν-
• 279 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
νοώντας τη νότια χερσόνησο της Ελλάδας, που μόνον αυτή από όλη τη χώρα δεν είχε υποταχτεί. «Τι θα κάνεις μ' αυτή, Μαρδόνιε;»
«Η Πελοπόννησος είναι ένα βοσκοτόπι για γίδες» αποκρίθηκε ο στρατηγός. «Μια έρημος από πέτρες και κοπριές προβάτων. Δεν έχει ούτε πλούτη ούτε λάφυρα, δε διαθέτει καν ένα λιμάνι της προκοπής που να χωράει πάνω από δέκα σκουπιδιάρικες σκούνες. Δεν είναι τίποτα και δεν έχει τίποτα που να χρειάζεται η Μεγαλειότητά Του».
«Εκτός από τη Σπάρτη». «Η Σπάρτη;» αποκρίθηκε περιφρονητικά ο Μαρδόνιος,
με έξαψη. «Η Σπάρτη είναι ένα χωριό. Ολόκληρο το βρομερό αυτό μέρος θα χωρούσε άνετα στον κήπο όπου η Μεγαλειότητά Του κάνει τον περίπατό Του στην Περσέπολη. Είναι μια κωμόπολη στη εσωτερικό της χώρας, ένας σωρός από πέτρες. Δεν έχει ναούς ή σημαντικούς θησαυρούς, ούτε χρυσάφι. Είναι ένα χωράφι με πράσα και κρεμμύδια, με τόσο λεπτό χώμα, που ένας άνθρωπος μπορεί να το βγάλει με μια κλοτσιά».
«Εχει όμως τους Σπαρτιάτες» αντέταξε η Αρτεμισία. «Τους οποίους συντρίψαμε» αποκρίθηκε ο Μαρδόνιος.
«Και που το βασιλιά τους τα στρατεύματα της Μεγαλειότητάς Του κατέσφαξαν».
«Σκοτώσαμε τριακόσιους από δαύτους, αλλά χρειαστήκαμε δυο εκατομμύρια δικούς μας για να το πετύχουμε».
Αυτά τα λόγια εξόργισαν τόσο πολύ το Μαρδόνιο, που φαινόταν έτοιμος να σηκωθεί από το κάθισμά του και να αντιμετωπίσει την Αρτεμισία σωματικά.
«Φίλοι μου, φίλοι μου». Ο συμβιβαστικός τόνος της Μεγαλειότητάς Του καταπράυνε λίγο τα πνεύματα. «Είμαστε εδώ για να ανταλλάξουμε γνώμες και όχι να τσακωνόμαστε μεταξύ μας σαν σχολιαρόπαιδα».
Όμως το πάθος της Αρτεμισίας δεν είχε σβήσει ακόμα.
• 280 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Τι είναι αυτό ανάμεσα στα δυο σου πόδια, Μαρδόνιε, ένα γογγύλι; Μιλάς σαν άντρας που τα μπαλάκια του είναι σαν ρεβίθια».
Απευθύνθηκε άμεσα στο Μαρδόνιο, ελέγχοντας το θυμό της και μιλώντας με ακρίβεια και καθαρότητα. «Τα στρατεύματα της Μεγαλειότητάς Του δεν έχουν καν αντικρίσει, πόσο μάλλον αντιμετωπίσει ή νικήσει, την κυρίως δύναμη του σπαρτιατικού στρατού, η οποία παραμένει ανέπαφη στην Πελοπόννησο και σίγουρα σε πλήρη ετοιμότητα και λαχτάρα για πόλεμο. Ναι, σκοτώσαμε ένα Σπαρτιάτη βασιλιά. Αλλά αυτοί, όπως ξέρεις, έχουν δύο. Τώρα βασιλεύουν ο Λεωτυχί-δης και ο γιος του Λεωνίδα, ο Πλείσταρχος· ο θείος του και αντιβασιλιάς, ο Παυσανίας, που θα ηγηθεί του στρατού και τον οποίο γνωρίζω, είναι ίδιος κι απαράλλαχτος ο Λεωνίδας σε θάρρος και εξυπνάδα. Η απώλεια, λοιπόν, ενός βασιλιά δε σημαίνει τίποτα γι' αυτούς. Απλώς ενισχύει την αποφασιστικότητά τους και τους εμπνέει για ακόμα μεγαλύτερα κατορθώματα, καθώς προσπαθούν να φτάσουν τη δόξα του.
»Σκέψου τώρα πόσοι είναι. Μόνο οι Σπαρτιάτες όμοιοι περιλαμβάνουν οχτακόσιους οπλίτες, άντρες του πεζικού με βαρύ οπλισμό. Πρόσθεσε τους υπομείονες και τους περιοίκους και ο αριθμός πολλαπλασιάζεται επί πέντε. Όπλισε τους είλωτές τους, κάτι που θα κάνουν οι περισσότεροι, και ο συνολικός αριθμός αυξάνεται κατά σαράντα χιλιάδες. Βάλε και τους Κορινθίους, τους Τεγεάτες, τους Έλειους, τους Μαντινείς, τους Πλαταιείς, τους Μεγαρείς και τους Αργεί-ους και όλους όσοι θα προσχωρήσουν στη Συμμαχία, αν δεν το έχουν κάνει ήδη, για να μην αναφερθώ στους Αθηναίους, που τους στήσαμε με την πλάτη στον τοίχο και που η καρδιά τους είναι γεμάτη από το θάρρος της απελπισίας».
«Οι Αθηναίοι είναι στάχτη» τη διέκοψε ο Μαρδόνιος. «Οπως θα γίνει και η πόλη τους αύριο πριν τη δύση του ήλιου ».
• 281 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Η Μεγαλειότητά Toυ φαινόταν να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη φρονιμάδα της συμβουλής του στρατηγού και στο πάθος της ταξιάρχου. Στράφηκε στην Αρτεμισία. «Πες μου, κυρά μου, έχει δίκιο ο Μαρδόνιος; Μπορώ να επαναπαυτώ και να πάρω το πλοίο για την πατρίδα;»
«Τίποτα δε θα ήταν πιο άτιμο, Μεγαλειότατε» απάντησε η γυναίκα χωρίς να διστάσει «ούτε πιο ανάξιο της μεγαλοσύνης Σου». Σηκώθηκε όρθια και μίλησε, ενώ βημάτιζε ενώπιον της Μεγαλειότητάς Του κάτω από το τοξωτό λινό της σκηνής Του.
«Ο Μαρδόνιος ανέφερε τα ονόματα των ελληνικών πόλεων που πρόσφεραν γη και ύδωρ και ομολογώ ότι δεν είναι κάτι που μπορεί να αγνοήσει κανείς. Όμως ο ανθός της Ελλάδας παραμένει άκοπος. Τη μύτη των Σπαρτιατών μόλις που τη ματώσαμε και οι Αθηναίοι, παρ' όλο που τους διώξαμε από τη γη τους, παραμένουν μια ανέπαφη πόλη, και μάλιστα αξιοθαύμαστη. Ο στόλος τους διαθέτει διακόσια πολεμικά πλοία, είναι ο μεγαλύτερος της Ελλάδας και κάθε σκάφος είναι επανδρωμένο με έμπειρο πλήρωμα πολιτών. Μπορούν να μεταφέρουν τους Αθηναίους σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, όπου μπορούν να εγκατασταθούν και να αποτελέσουν όσο ποτέ άλλοτε απειλή για τη γαλήνη της Μεγαλειότητάς Σου. Ούτε εξασθενίσαμε τη δύναμή τους σε άντρες. Ο στρατός των οπλιτών τους παραμένει ανέπαφος και οι αρχηγοί τους απολαμβάνουν τον πλήρη σεβασμό και την υποστήριξη της πόλης. Κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας υποτιμώντας αυτούς τους άντρες, που η Μεγαλειότητά Του μπορεί να μη γνωρίζει αλλά τους γνωρίζω καλά εγώ. Θεμιστοκλής, Αριστείδης, Ξάνθιππος, ο γιος του Αρίφρονα' είναι ονόματα αντρών που έχουν αποδείξει την αξία τους, που φλέγονται από λαχτάρα να κερδίσουν ακόμα μεγαλύτερη δόξα.
»Όσο για τη φτώχεια της Ελλάδας, αυτά που λέει ο Μαρ-
• 282 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
δόνιος δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Δεν υπάρχει ούτε χρυσός ούτε κανένας θησαυρός πάνω σ' αυτές τις απρόσιτες ακτές ούτε πλούσια γη ή παχιά κοπάδια να λεηλατήσουμε. Όμως γι' αυτά ήρθαμε; Αυτά είναι η αιτία που η Μεγαλειότητά Του στρατολόγησε και συγκρότησε μια τέτοια εκστρατευτική δύναμη, που ισχυρότερη της δεν έχει ξαναδεί ο κόσμος; Όχι! Η Μεγαλειότητά Του ήρθε για να γονατίσει τουςΈλληνες, για να τους αναγκάσει να προσφέρουν γη και ύδωρ, κάτι που αυτές οι τελευταίες αμετάπει-στες πόλεις αρνούνται να κάνουν.
»Διώξε αυτό το όνειρο που γέννησε η κούραση απ' το μυαλό Σου, Μεγαλειότατε. Είναι μια αυταπάτη, ένα φάντασμα. Άσε τους Έλληνες να εξευτελίζονται προσφεύγοντας στις δεισιδαιμονίες. Πρέπει να είμαστε άντρες και αρχηγοί, να εκμεταλλευόμαστε τους χρησμούς και τους οιωνούς όταν εξυπηρετούν το σκοπό μας και να τους περιφρονούμε σε αντίθετη περίπτωση.
»Συλλογίσου το χρησμό που δόθηκε στους Σπαρτιάτες, τον οποίο γνωρίζει όλη η Ελλάδα και που ξέρουν ότι τον ξέρουμε. Είτε η Σπάρτη θα έχανε ένα βασιλιά στη μάχη, μια συμφορά που δεν την έχει πλήξει εδώ και εξακόσια χρόνια, ή θα έπεφτε η ίδια η πόλη.
»Λοιπόν, έχασαν ένα βασιλιά. Τι συμπέρασμα θα βγάλουν από αυτό. Μεγαλειότατε; Προφανώς, ότι η πόλη τους δεν μπορεί να πέσει.
»Αν αποσυρθείς τώρα, Μεγαλειότατε, οι Έλληνες θα πουν ότι το έκανες επειδή φοβήθηκες ένα χρησμό και ένα όνειρο ».
Στάθηκε κατόπιν ενώπιον της Μεγαλειότητάς Του και Του απηύθυνε τα παρακάτω λόγια: «Αντίθετα από ό,τι λέ-ει ο φίλος μας ο Μαρδόνιος, η Μεγαλειότητά Του δεν έχει ακόμα διεκδικήσει τη νίκη Του. Αιωρείται μπροστά Του σαν ένα ώριμο φρούτο που περιμένει να το κόψουν. Αν η Με-
• 283 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γαλειότητά Του αποσυρθεί τώρα στην πολυτέλεια του παλατιού και αφήσει αυτό το έπαθλο να το πάρουν άλλοι, έστω κι αυτοί που τιμά και Του είναι ιδιαίτερα αγαπητοί, η δόξα τούτου του θριάμβου θα αμαυρωθεί και θα υποτιμηθεί. Τη νίκη δεν πρέπει απλώς να τη δηλώνει κανείς, πρέπει να την κερδίζει. Και να την κερδίζει, αν μπορώ να το πω, ο ίδιος προσωπικά.
»Τότε και μόνο τότε μπορεί η Μεγαλειότητά Του να πάρει το πλοίο και να επιστρέψει στην πατρίδα».
Η ταξίαρχος τελείωσε και ξαναπήγε στη θέση της. Ο Μαρδόνιος δεν την αντέκρουσε. Η Μεγαλειότητά Του κοίταζε μια τον ένα, μια τον άλλο.
«Μου φαίνεται ότι οι γυναίκες έγιναν άντρες και οι άντρες γυναίκες».
Η Μεγαλειότητά Του δε μίλησε με μνησικακία ή αποδοκιμασία, αλλά απλώνοντας το δεξί Του χέρι το έβαλε με αγάπη στον ώμο του φίλου και συγγενή Του Μαρδόνιου. Λες και ήθελε να καθησυχάσει το στρατηγό ότι η εμπιστοσύνη Του στο πρόσωπό του παρέμενε αμείωτη.
Κατόπιν, η Μεγαλειότητά Του όρθωσε το κορμί, ξανα-βρήκε τον εαυτό Του και είπε με δυνατή αυταρχική φωνή:
«Αύριο» υποσχέθηκε «θα κάψουμε όλη την Αθήνα και μετά θα βαδίσουμε εναντίον της Πελοποννήσου, όπου θα εξαφανίσουμε από τα θεμέλια τη Σπάρτη και δε θα σταματήσουμε αν δεν τη μετατρέψουμε σε σκόνη».
• 284 •
19
Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Αντίθετα, διέταξε να φέρουν αμέσως εμπρός Του τον Έλληνα Χίονη. Σκόπευε έστω και αυτή την προχωρημένη ώρα να ανακρίνει τον άντρα προσωπικά, ψάχνοντας για επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι τώρα, περισσότερο ίσως και από τους Αθηναίους, είχαν γίνει ο στόχος της Μεγαλειότητάς Του και η εμμονή Του. Η Αρτεμισία και ο Μαρδόνιος ήταν πλέον ελεύθεροι και ετοιμάζονταν να φύγουν. Ωστόσο μόλις η ταξίαρχος άκουσε τις διαταγές της Μεγαλειότητάς Του ξαναγύρισε και Του είπε γεμάτη ανησυχία:
«Μεγαλειότατε, Σε παρακαλώ, για το χατίρι του στρατού και όσων Σε αγαπούν, Σε ικετεύω να προστατέψεις το Βασιλικό Πρόσωπο, γιατί μπορεί να είναι ιερά αυτά που έχει κατά νου η Μεγαλειότητά Του, όμως το σκάφος δεν αντέχει άλλο. Προσπάθησε να κοιμηθείς. Μη βασανίζεις τον εαυτό Σου με τέτοιες έννοιες, που δεν είναι παρά ψευδαισθήσεις»,
Ο στρατηγός Μαρδόνιος υποστήριξε την άποψη της με ζήλο. «Γιατί βασανίζεις τον εαυτό Σου, αφέντη, με την αφήγηση ενός δούλου; Ποια σχέση μπορεί να έχει η ιστορία άσημων αξιωματικών και των ευτελών αλληλοκτόνων πολέμων τους με όλα τούτα τα σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν; Μην ταλαιπωρείς πια τον εαυτό Σου με τις φαντασιοπληξίες ενός άγριου που μισεί Εσένα και την Περσία με κάθε ίνα της
• 285 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ύπαρξης του. Η ιστορία του είναι γεμάτη ψέματα, αν θες τη γνώμη μου».
Η Μεγαλειότητά Του χαμογέλασε σ' αυτά τα λόγια του στρατηγού Του. «Αντίθετα, φίλε μου, πιστεύω ότι η ιστορία αυτού του ανθρώπου είναι αληθινή πέρα για πέρα και πως, έστω κι αν δεν το συμμερίζεσαι, έχει πολύ μεγάλη σχέση με τα θέματα που μας απασχολούν».
Η Μεγαλειότητά Του έδειξε το θρόνο εκστρατείας που βρισκόταν στο κέντρο της σκηνής και φωτιζόταν από μια λάμπα. «Βλέπεις αυτό το κάθισμα, φίλε μου; Κανένας θνητός δεν είναι τόσο μόνος ή τόσο απομονωμένος όσο αυτός που κάθεται πάνω του. Δεν μπορείς να το φανταστείς αυτό, Μαρδόνιε. Κανείς που δεν έχει κάτσει εκεί πάνω δεν μπορεί.
»Σκέψου: Ποιον μπορεί να εμπιστευτεί ένας βασιλιάς από όσους ζητούν ακρόαση; Ποιος από αυτούς δεν παρουσιάζεται ενώπιόν του με κάποια κρυφή επιθυμία, πάθος, παράπονο ή αίτημα, χρησιμοποιώντας ωστόσο κάθε τέχνασμα και απάτη για να το κρύψει; Ποιος λέει την αλήθεια μπροστά στο βασιλιά; Ένας άνθρωπος απευθύνεται σ' αυτόν είτε με φόβο γι' αυτά που μπορεί να καταλάβει είτε με φειδώ γι' αυτό που μπορεί να του παραχωρήσει. Όλοι έρχονται ικέτες ενώπιον του. Αυτό που έχει στην καρδιά του ο κόλακας δεν το φωνάζει δυνατά, αλλά το κρύβει κάτω από το μανδύα της υποκρισίας και της προσποίησης.
»Κάθε φωνή που ορκίζεται υπακοή, κάθε καρδιά που δηλώνει αγάπη ο βασιλικός ακροατής πρέπει να τη βολιδοσκοπεί και να την εξετάζει σαν να επρόκειτο για κάποιον πωλητή στο παζάρι, αναζητώντας έστω και την παραμικρή ένδειξη προδοσίας και αναλήθειας. Πόσο κουραστικό είναι αυτό! Ακόμα και οι γυναίκες του βασιλιά του ψιθυρίζουν γλυκόλογα στο σκοτάδι της βασιλικής κρεβατοκάμαρας. Τον αγαπούν στ' αλήθεια; Πώς είναι δυνατό να το πιστέψει, όταν ξέ-
• 286 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρει ότι το αληθινό τους πάθος το ξοδεύουν σε σχέδια και δολοπλοκίες προς όφελος των παιδιών τους ή για δικό τους κέρδος; Κανείς δε λέει όλη την αλήθεια σε ένα βασιλιά ούτε ο ίδιος του ο αδελφός ούτε κι εσύ ακόμα, φίλε μου και συγγενή».
Ο Μαρδόνιος έσπευσε να το αρνηθεί, αλλά η Μεγαλειότητά Του τον έκοψε με ένα χαμόγελο. «Από όλους όσοι έρχονται ενώπιόν μου μόνο ένας άνθρωπος, πιστεύω, μιλάει χωρίς να επιθυμεί προσωπικό όφελος. Κι αυτός είναι ο Έλληνας. Δεν τον καταλαβαίνεις, Μαρδόνιε. Η καρδιά του ένα μόνο ποθεί: να ξαναβρεί τους συμπολεμιστές του κάτω από τη γη. Ακόμα και το πάθος του να αφηγηθεί την ιστορία έρχεται δεύτερο. Είναι μια υποχρέωση που του επέβαλε ένας από τους θεούς του, βάρος μαζί και κατάρα. Δεν περιμένει τίποτε από μένα. Όχι, φίλοι μου, τα λόγια του Έλληνα ούτε στενοχωρούν ούτε προβληματίζουν. Ευχαριστούν. Βάζουν τα πράγματα στη θέση τους».
Η Μεγαλειότητά Του στάθηκε τότε στο κατώφλι της σκηνής και έδειξε πέρα από το φρουρό των Αθανάτων τις φωτιές που έκαιγαν στις σκοπιές.
«Σκεφτείτε λίγο αυτό το σταυροδρόμι όπου έχουμε στρατοπεδεύσει, αυτό το μέρος που οι Έλληνες ονομάζουν Τρίστρατο. Δεν είναι τίποτα για μας εκτός από χώμα κάτω από τα πόδια μας. Κι όμως αυτό το ταπεινό μέρος δεν αποκτά σημασία, και γοητεία ακόμη, αν θυμηθεί κανείς απ' όσα αφηγήθηκε ο αιχμάλωτος πως, όταν ήταν παιδί, εδώ χωρίστηκε με τη Διομάχη, την εξαδέλφη του που τόσο αγαπούσε;»
Η Αρτεμισία αντάλλαξε ένα βλέμμα με το Μαρδόνιο. «Η Μεγαλειότητά Του υποχωρεί στο συναίσθημα» είπε
η ταξίαρχος απευθυνόμενη στο βασιλιά της «και είναι πολύ κουτό αυτό».
Εκείνη τη στιγμή ο φρουρός που στεκόταν έξω από τη
• 287 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σκηνή άνοιξε την πόρτα και ρώτησε αν μπορούσαν να περάσουν οι αξιωματικοί που φύλαγαν τον αιχμάλωτο. Έφεραν τον Έλληνα πάνω στο φορείο πάλι και με τα μάτια, όπως πάντα, δεμένα. Συνοδευόταν από δύο κατώτερους αξιωματικούς των Αθανάτων, των οποίων προπορευόταν ο Ορόντης, ο αρχηγός τους.
«Ας δούμε το πρόσωπο του ανθρώπου» πρόσταξε η Μεγαλειότητά Του «και ας αντικρίσουν τα μάτια του τα δικά μας».
Ο Ορόντης υπάκουσε. Το πανί βγήκε. Ο αιχμάλωτος Χίονης σκαρδάμυσσε αρκετές φορές στο
φως της λάμπας, έπειτα κοίταξε για πρώτη φορά τη Μεγαλειότητά Του. Ήταν τόση η έκπληξη που φάνηκε στο πρόσωπο του άντρα, που ο αρχηγός των Αθανάτων θύμωσε και είπε ότι ο άνθρωπος αυτός πρέπει να ήταν πολύ αλαζόνας για να κοιτάζει με τόση τόλμη τη Βασιλική Παρουσία.
«Εχω ξανακοιτάξει το πρόσωπο της Μεγαλειότητάς Του» αποκρίθηκε ο άντρας.
«Πάνω από τη μάχη, όπως όλοι οι εχθροί». «Οχι, αρχηγέ. Εδώ, μέσα σ' αυτή τη σκηνή. Τη νύχτα της
πέμπτης ημέρας». «Είσαι ψεύτης!» είπε ο Ορόντης με οργή. Γιατί η εισβο
λή αυτή για την οποία μιλούσε ο αιχμάλωτος είχε στ' αλήθεια συμβεί την προτελευταία μέρα πριν τη μάχη των Θερμοπυλών: Μια νυχτερινή επιδρομή των Σπαρτιατών έφερε μερικούς πολεμιστές μέσα σ' αυτή τη σκηνή με σκοπό να καρφώσουν ένα ακόντιο στη Βασιλική Παρουσία. Όμως οι Αθάνατοι και οι Αιγύπτιοι ναυτικοί που έτρεξαν να υπερασπιστούν τη Μεγαλειότητά Του τους έτρεψαν σε φυγή.
«Ημουν κι εγώ εδώ» απάντησε ήρεμα ο Ελληνας «και λίγο έλειψε να ανοίξει το κεφάλι μου στα δύο από ένα τσεκούρι που πέταξε ένας ευγενής, αν δε χτυπούσε πρώτα το οριζόντιο δοκάρι της σκηνής και δεν καρφωνόταν εκεί».
• 288 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Μόλις το άκουσε αυτό ο Μαρδόνιος έχασε το χρώμα του. Στη δυτική είσοδο της σκηνής, από όπου είχαν εισβάλει οι Σπαρτιάτες, υπήρχε ακόμα το σίδερο ενός τσεκουριού, τόσο βαθιά χωμένο στον κέδρο, που ήταν αδύνατο να βγει χωρίς να σχιστεί το δοκάρι. Έτσι, οι μαραγκοί το άφησαν εκεί που ήταν. Αφού έκοψαν τη λαβή του, επισκεύασαν το δοκάρι και έδεσαν το μέρος εκείνο με σχοινί.
Το βλέμμα του Έλληνα καρφώθηκε τώρα πάνω στο Μαρδόνιο. «Ο αφέντης από δω πέταξε το τσεκούρι. Αναγνωρίζω το πρόσωπό του».
Η έκφραση του στρατηγού, που τα έχασε, πρόδωσε την αλήθεια των λόγων του.
«Το σπαθί του» συνέχισε ο Έλληνας «έκοψε τον καρπό ενός Σπαρτιάτη πολεμιστή τη στιγμή που ετοιμαζόταν να χτυπήσει με το ακόντιο τη Μεγαλειότητά Του».
Η Μεγαλειότητά Του ρώτησε το Μαρδόνιο αν αυτό ήταν αλήθεια. Ο στρατηγός παραδέχτηκε ότι, πράγματι, είχε καταφέρει ένα τέτοιο χτύπημα σε ένα Σπαρτιάτη, ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα που έδωσε εκείνες τις στιγμές της σύγχυσης και του κινδύνου.
«Αυτός ο πολεμιστής» είπε ο άντρας Χίονης «ήταν ο Αλέξανδρος, ο γιος του Ολύμπιου, για τον οποίο σάς έχω μιλήσει».
«Το αγόρι που ακολούθησε το στρατό των Σπαρτιατών; Που κολύμπησε το στενό για να πάει στο Αντίρριο;» ρώτησε η Αρτεμισία.
«Που έγινε άντρας» επιβεβαίωσε ο Έλληνας. «Οι αξιωματικοί που τον πήραν από τη σκηνή και τον προστάτεψαν στη σκιά των ασπίδων τους ήταν ο ιππέας Πολύνεικος και ο αφέντης μου, ο Διηνέκης».
Δε μίλησε κανείς για λίγο. «Αυτοί, αλήθεια, ήταν οι άντρες που μπήκαν μέσα σ' αυ
τή τη σκηνή;» είπε η Μεγαλειότητά Του.
• 289 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Αυτοί και άλλοι, όπως είδε η Μεγαλειότητά Του». Ο στρατηγός Μαρδόνιος δέχτηκε με σκεπτικισμό αυτή την
πληροφορία, που του φάνηκε πολύ περίεργη. Κατηγόρησε τον αιχμάλωτο ότι κατασκεύασε αυτή την ιστορία από διάφορα λόγια που άκουσε από τους μάγειρες ή το ιατρικό προσωπικό που τον φρόντιζε. Ο αιχμάλωτος το αρνήθηκε με αξιοπρέπεια, αλλά με πάθος.
Ο Ορόντης, απαντώντας στο Μαρδόνιο με την αρμοδιότητα του ως επικεφαλής της φρουράς, είπε ότι ήταν αδιανόητο να έχει μάθει όλα αυτά τα γεγονότα με τον τρόπο που υπέθετε ο στρατηγός. Ο ίδιος ο Ορόντης επέβλεπε την απομόνωση του αιχμαλώτου. Κανείς, ούτε από την επιμε-λητεία ούτε από το προσωπικό του βασιλικού χειρουργού, δεν έμεινε μόνος με τον άντρα, ούτε για μια στιγμή, χωρίς την άμεση επίβλεψη των Αθανάτων της Μεγαλειότητάς Του και, όπως όλοι ήξεραν, κανείς δεν ήταν τόσο ευσυνείδητος και προσεκτικός όσο εκείνοι,
«Τότε, έφτιαξε αυτό το παραμύθι από τις φήμες που διαδίδονται στη μάχη» επέμεινε ο Μαρδόνιος. «Θα το άκουσε από τους Σπαρτιάτες πολεμιστές που διείσδυσαν πραγματικά στη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του».
Η προσοχή όλων επικεντρώθηκε τώρα στον αιχμάλωτο Χίονη, ο οποίος, εντελώς ήρεμος, παρ ' όλες τις κατηγορίες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αμέσως το θάνατό του, κοίταξε το Μαρδόνιο ίσια στα μάτια και του μίλησε δίχως φόβο.
«Θα μπορούσα να έχω μάθει αυτά τα γεγονότα με τον τρόπο που ανέφερες. Πώς θα σε αναγνώριζα όμως, ανάμεσα σε τόσους άλλους, ως τον άντρα που πέταξε το τσεκούρι;»
Η Μεγαλειότητά Του πήγε τότε στο σημείο όπου ήταν χωμένο το σίδερο του τσεκουριού και με το μαχαίρι του έκοψε το σχοινί για να φανεί το όπλο. Πάνω στο ατσάλι του
• 290 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κεφαλιού η Μεγαλειότητά Του αναγνώρισε το δικέφαλο γρύπα* της Εφέσσου, που το σώμα των οπλοποιών της είχε το προνόμιο να προμηθεύει το Μαρδόνιο και τους διοικητές του με λεπίδες και λόγχες.
«Πες μου τώρα» είπε η Μεγαλειότητά Του απευθυνόμενος στο Μαρδόνιο «ότι δεν έχει βάλει το χέρι του εδώ κάποιος θεός».
Η Μεγαλειότητά Του δήλωσε ότι ο Ίδιος και οι σύμβουλοι Του είχαν ήδη αποκομίσει πολλά από την ιστορία του αιχμαλώτου, τόσο διδακτικά όσο και απρόσμενα, «Πόσα αξιόλογα πράγματα έχουμε να μάθουμε ακόμα;»
Με μια εγκάρδια χειρονομία, η Μεγαλειότητά Του κάλεσε το Χίονη να πάει πιο κοντά Του και διέταξε να τοποθετήσουν τον ανήμπορο ακόμη άντρα σε έναν καναπέ.
«Παρακαλώ, φίλε μου, συνέχισε την ιστορία σου. Να μας την πεις όπως θέλεις, με όποιον τρόπο σε καθοδηγεί ο θεός».
Γρύπας: μυθικό ζώο με σώμα λιονταριού, κεφάλι και φτερούγες αετού. Σ.τ.Μ.
• 291 •
*
20
ΕΙΧΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΤΗΝ παράταξη του στρατού στην πεδιάδα κάτω από το ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς πάνω από πενήντα φορές τα τελευταία εννέα χρόνια. Είχα παρακολουθήσει πολλά προσκλητήρια καθώς ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για κάποια εκστρατεία. Αυτό ωστόσο, το σώμα που θα στελνόταν στις Θερμοπύλες, ήταν το πιο αδύνατο από όλα. Δεν είχαν κληθεί ούτε τα δύο τρίτα, όπως πριν στα Οινόφυτα, όταν οι σχεδόν έξι χιλιάδες πολεμιστές, οι βοηθητικοί και οι άμαξες με τα εφόδια είχαν γεμίσει την πεδιάδα· δεν ήταν καν μισή κινητοποίηση, τεσσερισήμισι χιλιάδες, όπως στο Αχίλλειο, ούτε καν δυο μόρες, δυόμισι χιλιάδες άντρες, όταν ο Λεωνίδας οδήγησε το στρατό στο Αντίρριο, τότε που ο Αλέξανδρος κι εγώ τον πήραμε στο κατόπι τότε που ήμαστε παιδιά.
Τριακόσιοι. Ο θόρυβος που έκανε η πενιχρή αυτή παράταξη έμοιαζε
με κροτάλισμα μπιζελιών σε πιθάρι. Καμιά τριανταριά υποζύγια στέκονταν στη δημοσιά. Υπήρχαν μόνο οχτώ άμαξες, ενώ δυο φοβισμένοι νεαροί γιδοβοσκοί είχαν συγκεντρώσει τα ζώα για τις θυσίες. Τα εφόδια είχαν ήδη σταλεί, ενώ κατά μήκος του δρόμου είχαν στηθεί πρόχειρα μαγειρεία. Χρειάζονταν έξι μέρες για να φτάσουν στον προορισμό τους. Έπειτα, όπως ήταν αναμενόμενο, οι σύμμαχες πόλεις θα τους προμήθευαν με όλα τα απαραίτητα καθ' οδόν, καθώς οι
• 292 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Σπαρτιάτες προάγγελοι διάλεγαν τους στρατεύσιμους, οι οποίοι θα συμπλήρωναν την εκστρατευτική δύναμη που έπρεπε να αποτελείται από τέσσερις χιλιάδες άντρες.
Απόλυτη σιωπή επικρατούσε εκείνο τον Αύγουστο όταν άρχισαν οι αποχαιρετιστήριες θυσίες από το Λεωνίδα, που έκανε χρέη πρωθιερέα. Τον βοηθούσαν ο Ολύμπιος και ο Μεγιστίας, ένας Θηβαίος οιωνοσκόπος που είχε έρθει στη Λακεδαίμονα οικειοθελώς μαζί με το γιο του, όχι μόνο από αγάπη για την πατρίδα του αλλά και για την Ελλάδα ολόκληρη, να προσφέρει χωρίς χρήματα ή άλλη ανταμοιβή τη μαντική του τέχνη.
Είχε παραταχθεί όλος ο στρατός, και οι δώδεκα λόχοι. Οι άντρες δεν ήταν οπλισμένοι λόγω της απαγόρευσης των Καρνείων, φορούσαν ωστόσο τους κόκκινους μανδύες για να παραστούν στην αναχώρηση των Τριακοσίων. Κάθε πολεμιστής στεκόταν στεφανωμένος, με το ξίφος και την ασπί-δα ανά χείρας, με τον κόκκινο μανδύα στους ώμους του, ενώ ο βοηθός του στεκόταν στο πλάι του κρατώντας το ακόντιο μέχρι να ολοκληρωθούν οι θυσίες. Ήταν ο μήνας, όπως εί-πα, των Καρνείων. Η νέα χρονιά είχε αρχίσει στα μέσα του καλοκαιριού, σύμφωνα με το ελληνικό ημερολόγιο, και κάθε άντρας έπρεπε να πάρει τον καινούριο ετήσιο μανδύα, σε αντικατάσταση του φθαρμένου που φορούσε τις προηγούμενες τέσσερις εποχές. Ο Λεωνίδας διέταξε η διαδικασία αυτή να μην τηρηθεί για τους Τριακόσιους. Θα ήταν σπατάλη για την πόλη, δήλωσε, να προμηθεύσουμε με καινούρια ρούχα άντρες που θα τα χρησιμοποιούσαν για τόσο λίγο διάστημα.
Όπως είχε προβλέψει ο Μέδοντας, ο Διηνέκης ήταν ανάμεσα στους Τριακόσιους. Αλλά και ο ίδιος ο Μέδοντας είχε επιλεγεί. Στα πενήντα έξι του ερχόταν τέταρτος από πλευράς ηλικίας, μετά το Λεωνίδα, που ήταν εξήντα χρονών, τον Ολύμπιο και το μάντη Μεγιστία. Ο Διηνέκης θα διοικούσε
• 293 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
την ενωμοτία του συντάγματος του Ηρακλή. Οι αδελφοί και ολυμπιονίκες Αλφεός και Μάρωνας επιλέχτηκαν επίσης, θα ενσωματώνονταν στην ενωμοτία αντιπροσωπεύοντας την Αγριελιά, που η θέση της ήταν στα δεξιά των ιππέων, στο κέντρο της γραμμής. Το δίδυμο αυτό που αποτελούνταν από τον πενταθλητή και τον παλαιστή ήταν ανίκητο στη μάχη. Η επιλογή τους έδωσε θάρρος σε όλους. Επιλέχτηκε επίσης και ο Αριστόδημος, ο πρέσβης. Αλλά αυτό που ξάφνιασε και προκάλεσε πολλές συζητήσεις ήταν η επιλογή του Αλέξανδρου.
Στα είκοσι χρόνια του θα ήταν ο νεότερος πολεμιστής στη γραμμή και ένας από τους δέκα περίπου άντρες, συμπεριλαμβανομένου του συντρόφου του στην αγωγή Αρίστωνα (από τις «σπασμένες μύτες» του Πολύνεικου), που δεν είχαν εμπειρία στη μάχη. Υπάρχει μια παροιμία στη Λακεδαίμονα: «Το καλάμι δίπλα στο κοντάρι», που σημαίνει ότι μια αλυσίδα γίνεται ισχυρότερη όταν διαθέτει έναν αχρησιμοποίητο κρίκο. Ο τρυφερός τένοντας πίσω από το γόνατο που κάνει τον παλαιστή να αποκτήσει επιδεξιότητα και πονηριά, το τραύλισμα που ωθεί το ρήτορα να χρησιμοποιήσει την εξυπνάδα του για να το ξεπεράσει. Ο Λεωνίδας το ένιωθε, οι Τριακόσιοι θα πολεμούσαν καλύτερα όχι σαν ομάδα πρωταθλητών αλλά σαν ένα είδος στρατού σε μικρογραφία, νέων και ηλικιωμένων, άπειρων και έμπειρων. Ο Αλέξανδρος θα έμπαινε στην ενωμοτία του Ηρακλή, που διοικούσε ο Διηνέκης· αυτός και ο φίλος και σύμβουλος του θα πολεμούσαν σαν δυάδα.
Ο Αλέξανδρος και ο Ολύμπιος ήταν οι μόνοι πατέρας και γιος που επιλέχτηκαν για τους Τριακόσιους. Ο μικρός γιος του Αλέξανδρου, που ονομαζόταν κι αυτός Ολύμπιος, θα επιζούσε και θα συνέχιζε τη γενιά τους. Το θέαμα ήταν στ' αλήθεια σπαρακτικό, να βλέπεις εκεί στην Αφεταΐδα οδό, στη δημοσιά, τη γυναίκα του Αλέξανδρου, την Αγάθη, δεκα-
• 294 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
εννιά χρονών μόνο, να κρατά αυτό το μωρό αγκαλιά για το στερνό αντίο. Η μητέρα του Αλέξανδρου, η Παράλεια, αυτή που με είχε ανακρίνει τόσο επίμονα μετά το Αντίρριο, στεκόταν δίπλα στην κοπέλα, στο ίδιο δασάκι με τις μυρτιές από όπου ο Αλέξανδρος κι εγώ ξεκινήσαμε εκείνη τη νύχτα πριν από χρόνια για να ακολουθήσουμε το στρατό.
Αποχαιρετιστήρια λόγια λέγονταν στην πορεία, καθώς η φάλαγγα περνούσε επίσημα μπροστά από την εξέδρα των συνελεύσεων, φτιαγμένη από ακατέργαστους λίθους, τα Φρούρια, κάτω από τα οστεοφυλάκια των ηρώων Λέλεγου και Αμφιάραου, στη στροφή της οδού όπου έτρεχαν οι δρομείς, πάνω από τον οποίο ήταν συγκεντρωμένες οι ομάδες των παιδιών στο ναό της Αξιοποίνης Αθηνάς, της Αθηνάς των Αντιποίνων, της Αθηνάς του Οφθαλμόν αντί Οφθαλμού. Είδα τον Πολύνεικο να αποχαιρετά τα τρία παιδιά τούτα μεγαλύτερα, έντεκα και εννέα χρονών, ήταν ήδη στην αγωγή. Στέκονταν με το κορμί στητό μέσα στους μαύρους μανδύες τους με μεγάλη σοβαρότητα, σίγουρα θα έκοβαν το δεξί τους χέρι για να ήταν τώρα μαζί με τον πατέρα τους.
Ο Διηνέκης σταμάτησε μπροστά στην Αρέτη στην άκρη του δρόμου δίπλα στο Ελλήνιον*, που οι στοές του ήταν ακόμα στολισμένες με δάφνες και κίτρινες και γαλάζιες κορδέλες για τα Κάρνεια. Κρατούσε το γιο του Κόκορα, που ονομαζόταν τώρα Ιδοτυχίδης. Ο αφέντης μου αγκάλιασε μια μια τις κόρες του, σήκωσε τις δυο μικρότερες και τις φίλησε τρυφερά. Την Αρέτη την αγκάλιασε μια φορά, ακουμπώντας το μάγουλο στο λαιμό της, για να ανασάνει το άρωμα των μαλλιών της στερνή φορά.
Δυο μέρες πριν τη συγκινητική αυτή στιγμή, η κυρά με
* Τόπος στη Σπάρτη κοντά στην Αφεταΐδα οδό. Οφείλει την ονομασία της, σύμφωνα με μια άποψη, στο ότι σε αυτό το μέρος έγινε το πολεμικό Συμβούλιο των Ελλήνων πριν την εισβολή του Ξέρξη στην Ελλάδα ή πριν την εκστρατεία στην Τροία. Σ.τ.Μ.
• 295 ·
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
φώναξε ιδιαιτέρως, όπως έκανε πάντα πριν ξεκινήσουμε για τον πόλεμο. Είναι έθιμο των Σπαρτιατών μια εβδομάδα πριν φύγουν για τον πόλεμο οι όμοιοι να περνούν μια μέρα χωρίς γυμνάσια και ασκήσεις, ήρεμα στους κλήρους τους, στα αγροκτήματα που διατηρεί κάθε πολεμιστής σύμφωνα με τους νόμους του Λυκούργου, από όπου βγάζει τα προϊόντα που συντηρούν τον ίδιο και την οικογένειά του ως πολίτη και ομοίου. Αυτές οι «επαρχιακές μέρες», όπως τις λένε, είναι μια επιστροφή στη σπιτική παράδοση και ο λόγος, φαντάζομαι, είναι η φυσική επιθυμία του πολεμιστή να επισκεφτεί πριν τη μάχη και κατά κάποιον τρόπο να αποχαιρετήσει τις ευτυχισμένες στιγμές της παιδικής του ηλικίας. Αυτό και ο πιο πρακτικός σκοπός, τον παλιό καιρό τουλάχιστον, να πάρει από τις αποθήκες του κλήρου τα απαραίτητα για κείνον εφόδια. Μια επαρχιακή μέρα είναι πανηγύρι, μια από τις σπάνιες ευκαιρίες που έχει ένας όμοιος και όσοι υπηρετούν τη γη του να καθίσουν να τα πουν σαν φίλοι και να γεμίσουν τις κοιλιές τους με ανάλαφρη καρδιά. Εκτός απροόπτου, εκεί κατευθυνόμαστε, στο αγρόκτημα που λεγόταν Δαφνείο, μερικά πρωινά πριν την αναχώρηση για τις Θερμοπύλες.
Δυο οικογένειες Μεσσηνίων δούλευαν αυτή τη γη, είκοσι τρεις όλοι κι όλοι, συν δυο γιαγιάδες, δίδυμες, τόσο γριές, που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν οι ίδιες τον εαυτό τους, κι ακόμη ο μοναδικός ασθενικός, λιγότερο ικανός μονοπόδα-ρος, ο Κάμειρος, που είχε χάσει το δεξί του πόδι στην υπηρεσία ως βοηθός του πατέρα του Διηνέκη. Αυτός ο ξεδοντιά-ρης γέροντας, που ξεπερνούσε στη γλώσσα και τον πιο αι-σχρολόγο ναυτικό, ήταν υπεύθυνος όλων των τελετών, κατόπιν δικής του επιμονής και προς μεγάλη ευχαρίστηση όλων.
Σ' αυτό το αγρόκτημα υπηρετούσαν επίσης η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Οι γείτονες από τα κοντινά κτήματα ήρθαν να μας επισκεφτούν. Έπαθλα δόθηκαν σε διάφορες περίεργες κατηγορίες. Έγινε επίσης και ένας υπαίθριος χορός
• 296 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
στο αλώνι, δίπλα στο δασάκι με τις δάφνες, από όπου έχει πάρει το αγρόκτημα την ονομασία του. Ακόμη οργανώθηκαν διάφορα παιδικά παιχνίδια πριν τη γιορτή που έγινε αργά το απόγευμα και κατέληξε σε φαγοπότι κάτω από τα δέντρα, στο οποίο ο ίδιος ο Διηνέκης, η Αρέτη και τα κορίτσια τους σέρβιραν τους συνδαιτημόνες. Ανταλλάχτηκαν δώρα, τσακωμοί και παράπονα διευθετήθηκαν, αιτήσεις και παράπονα υποβλήθηκαν. Αν κάποιο αγόρι του κλήρου ήθελε να μνηστευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του από ένα άλλο αγρόκτημα, μπορούσε να πλησιάσει τώρα το Διηνέκη και να ζητήσει την ευλογία του.
Πάντα δύο ή τρεις από τους πιο ρωμαλέους νεαρούς είλωτες και άντρες στρατολογούνταν για να συνοδεύσουν το στρατό ως τεχνίτες ή οπλοποιοί, βοηθητικοί της μάχης ή τοξότες. Οι νέοι αυτοί, που κάθε άλλο παρά να αποφύγουν ήθελαν αυτούς τους κινδύνους, διασκέδαζαν που είχαν τραβήξει την προσοχή. Οι αγαπημένες τους κρέμονταν πάνω τους όλη μέρα και γίνονταν πολλές προτάσεις γάμου κάτω από την επίδραση του κρασιού από τους ερωτοχτυπημένους εκείνων των υπέροχων επαρχιακών δειλινών.
Την ώρα που η χαρούμενη γιορτή «παραμερίζει κάθε πεθυμιά για φαγί και πιοτί», όπως λέει ο Όμηρος, περισσότερα σιτηρά, κρασί, γλυκά και τυριά συγκεντρώθηκαν στα πόδια του Διηνέκη απ' όσα θα μπορούσε να κουβαλήσει σε εκατό μάχες. Στη συνέχεια αποσύρθηκε στο τραπέζι της αυλής με τους πιο ηλικιωμένους του αγροκτήματος για να συζητήσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες των υποθέσεων του κλήρου πριν την αναχώρηση.
Όταν αποσύρθηκαν οι άντρες, λοιπόν, να κάνουν τη δουλειά τους, η δέσποινα Αρέτη μού έκανε νόημα να τη συναντήσω ιδιαιτέρως. Καθίσαμε μπροστά σε ένα τραπέζι της κουζίνας. Ήταν ένα χαρούμενο μέρος, ζεστό από τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, που έμπαιναν από την αυλόπορτα.
• 297 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο μικρός Ιδοτυχίδης, το αγοράκι του Κόκορα, έπαιζε έξω με δυο άλλα γυμνά χωριατόπαιδα, ένα από τα οποία ήταν ο γιος μου, ο Σκαμανδρίδης. Τα μάτια της κυράς μου στάθηκαν με Θλίψη για λίγο στα κακόμοιρα παιδάκια.
«Οι Θεοί πάνε πάντα ένα βήμα μπροστά από μας, έτσι δεν είναι, Χίονη;»
Ήταν ο πρώτος υπαινιγμός που άκουγα από τα χείλη της, που επιβεβαίωνε αυτό που κανείς δεν είχε το Θάρρος να ρωτήσει: Ότι η δέσποινα, πράγματι, δεν είχε υπολογίσει τις συ-νέπειες της πράξης της εκείνη τη νύχτα της κρυπτείας, όταν έσωσε τη ζωή του μωρού.
Η κυρά μου έκανε χώρο στο τραπέζι και έβαλε μπροστά μου, όπως πάντα, εκείνα τα πράγματα, τα απαραίτητα για το ταξίδι του άντρα της, που είναι στην ευθύνη της συζύγου να τα προμηθεύσει. Το χειρουργικό δέμα, τυλιγμένο ρολό σε χοντρό βοϊδοτόμαρο, που όταν διπλωνόταν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως νάρθηκας, ενώ όταν έμπαινε πάνω στη σάρκα έκλεινε ερμητικά μια οπή. Τις τρεις κυρτές βελόνες από αιγυπτιακό χρυσό που οι Σπαρτιάτες αποκαλούσαν «αγκίστρια», με το μασουράκι για τα ράμματα που η κλωστή του ήταν από έντερα και το ατσάλινο χειρουργικό μαχαιράκι για να το χρησιμοποιήσει ο ράφτης που έραβε σάρκες. Τα επιθέματα από ξασπρισμένο λινό, τις αιμοστατικές δερμάτινες ταινίες, τις χάλκινες «δαγκωματιές σκύλου», τις πένσες με την πολύ λεπτή σαν βελόνα μύτη για να βγάζουν τις αιχμές από τα βέλη ή πιο συχνά τα θραύσματα και τις σκίζες που πετιούνται από τη σύγκρουση του ατσαλιού πάνω στο σίδερο και του σίδερου πάνω στον ορείχαλκο.
Ακολουθούσαν τα χρήματα. Μια κρυψώνα με οβολούς της Αίγινας, γιατί δεν επιτρεπόταν να έχουν οι πολεμιστές πάνω τους όχι μόνο οβολούς αλλά και οποιοδήποτε άλλο νόμισμα. Αν όμως τα έβρισκε κατά «τύχη» στον μπόγο του βοηθητικού του, μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να αγο-
• 298 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ράσει κάτι στο δρόμο ή από το σιτιστή, να προμηθευτεί κάτι που είχε ξεχάσει ή να αγοράσει μια λιχουδιά να ευφρανθεί η καρδιά του.
Τέλος, τα μικροαντικείμενα που είχαν προσωπική αξία για τον καθένα, μικρές εκπλήξεις και γούρια, πράγματα δαιμονικά, προσωπικά ερωτικά φυλαχτά. Η φιγούρα ενός κοριτσιού πάνω σε χρωματιστό κερί, μια κορδέλα από τα μαλλιά μιας θυγατέρας, ένα γούρι από ήλεκτρο σκαλισμένο από το χέρι ενός αγράμματου παιδιού. Η κυρά άφησε επίσης στη φροντίδα μου ένα δέμα με γλυκίσματα και λιχουδιές, γλυκά από σουσάμι και μελωμένα σύκα. «Μπορείς να βουτήξεις το μερίδιο σου» είπε χαμογελώντας «αλλά φύλαξε και μερικά για τον άντρα μου».
Πάντα υπήρχε κάτι και για μένα. Σήμερα ήταν ένα πουγκί με νομίσματα των Αθηναίων, είκοσι συνολικά, τετρά-δραχμα, ο μισθός τριών μηνών σχεδόν για έναν επιδέξιο κωπηλάτη ή οπλίτη στο στρατό τους. Ξαφνιάστηκα που η δέσποινα είχε ένα τόσο μεγάλο ποσό στην κατοχή της, και μάλιστα στο δικό της πουγκί. Τα έχασα από την απίστευτη γενναιοδωρία της. Αυτές οι «κουκουβάγιες», όπως τις έλεγαν από την εικόνα στο πίσω μέρος του νομίσματος, είχαν αξία όχι μόνο στην πόλη της Αθήνας αλλά και σε κάθε μέρος της Ελλάδας.
«Όταν συνόδευσες τον άντρα μου που πήγε ως πρέσβης στην Αθήνα τον περασμένο μήνα» είπε η δέσποινα ραγίζοντας τη σιωπή, αφού η χειρονομία της με είχε κάνει να βου-βαθώ, «βρήκες ευκαιρία να επισκεφτείς την εξαδέλφη σου; Τη Διομάχη. Αυτό δεν είναι το όνομά της;».
Είχα πάει και το ήξερε. Η επιθυμία μου αυτή, αυτό που λαχταρούσα τόσο καιρό, τελικά εκπληρώθηκε. Ο Διηνέκης με είχε στείλει ο ίδιος να τη βρω. Τώρα καταλάβαινα ότι η κυρά μου είχε βάλει κι εδώ το χεράκι της. Ρώτησα αν ήταν αυτή, η Αρέτη, που τα είχε σκαρώσει όλα.
• 299 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Εμείς οι γυναίκες των Λακεδαιμονίων απαγορεύεται να φοράμε ωραία ρούχα, κοσμήματα ή καλλυντικά. Θα ήταν εντελώς άκαρδο, δε νομίζεις, αν μας απαγόρευαν μια μικρή αθώα μηχανορραφία;»
Μου χαμογέλασε, περιμένοντας την απάντησή μου. «Λοιπόν;» ρώτησε. «Λοιπόν, τι;» Η γυναίκα μου, η Θήρεια, κουτσομπόλευε με τις άλλες του
υποστατικού έξω στην αυλή. Απέφυγα να της απαντήσω ευθέως. «Η εξαδέλφη μου είναι παντρεμένη γυναίκα, κυρά. Κι εγώ παντρεμένος άντρας».
Τα μάτια της δέσποινας άστραψαν πονηρά. «Δε θα ήσουν ο πρώτος άντρας που θα ερωτευόταν μια άλλη εκτός από τη γυναίκα του. Ούτε εκείνη η πρώτη γυναίκα».
Ξάφνου, κάθε πειρακτική διάθεση έσβησε από το βλέμμα της δέσποινας. Το πρόσωπό της έγινε σοβαρό και σκοτείνιασε, θαρρείς από θλίψη.
«Οι θεοί έπαιξαν το ίδιο παιχνίδι στον άντρα μου και σε μένα». Σηκώθηκε, έδειξε την πόρτα και πέρα από την αυλή. «Έλα, πάμε έναν περίπατο».
Η Αρέτη σκαρφάλωσε ξυπόλυτη στην πλαγιά και έφτασε σε ένα σκιερό τόπο κάτω από τις βαλανιδιές. Σε ποια χώρα εκτός από τη Λακεδαίμονα οι πατούσες μιας καλοκυράς θα ήταν γεμάτες κάλους τόσο χοντρούς, που μπορούσε να βαδίζει πάνω στα αγκαθωτά φύλλα της βαλανιδιάς και να μην αισθάνεται τα αγκάθια τους;
«Ξέρεις, Χίονη, ότι ήμουν γυναίκα του αδελφού του συζύγου μου πριν τον παντρευτώ».
Αυτό το ήξερα. Το είχα μάθει, όπως σας είπα, από τον ίδιο το Διηνέκη.
«Ιατροκλής ήταν το όνομά του, ξέρω ότι έχεις ακουστά την ιστορία. Σκοτώθηκε στην Πελλάνα στα τριάντα ένα του χρόνια. Πέθανε σαν ήρωας. Ήταν ο καλύτερος της γενιάς του, ιπ-
300
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πέας και ολυμπιονίκης, προικισμένος από τους θεούς με αρετή και ομορφιά, όπως ο Πολύνεικος σ' αυτή τη γενιά. Με κυνηγούσε με πάθος, με τόση παραφορά, που με ζήτησε από το σπίτι του πατέρα μου όταν ήμουν ακόμα κορίτσι. Όλα αυτά είναι γνωστά στους Σπαρτιάτες. Τώρα όμως θα σου πω κάτι που δε γνωρίζει κανείς, εκτός από το σύζυγό μου».
Η δέσποινα είχε φτάσει σε ένα χαμηλό κορμό βαλανιδιάς που σχημάτιζε ένα φυσικό παγκάκι μέσα στον ίσκιο του σύ-δεντρου. Κάθισε και έδειξε ότι μπορούσα να καθίσω πλάι της.
• 301 •
«Εκεί κάτω» είπε δείχνοντας το ανοιχτό μέρος ανάμεσα σε δυο βοηθητικά οικήματα και στο μονοπάτι που οδηγούσε στο αλώνι. «Ακριβώς εκεί που στρίβει το μονοπάτι είδα το Διηνέκη για πρώτη φορά. Ήταν μια επαρχιακή μέρα σαν τη σημερινή. Είχε γίνει επειδή ο Ιατροκλής πήγαινε πρώτη φορά στον πόλεμο. Με είχε φέρει ο πατέρας μου μαζί με τα αδέλφια μου και τις αδελφές μου από τον κλήρο μας, για να του προσφέρουμε ως δώρο φρούτα και μια χρονιάρικη κατσίκα. Τα αγόρια του κτήματος έπαιζαν εδώ ακριβώς όταν έφτασα, κρατώντας τον πατέρα μου απ' το χέρι, από αυτό το ύψωμα που καθόμαστε τώρα εσύ κι εγώ».
Η δέσποινα σταμάτησε. Για μια στιγμή αναζήτησε τα μάτια μου, λες και ήθελε να βεβαιωθεί ότι την πρόσεχα και την κατανοούσα.
«Είδα το Διηνέκη πρώτα από πίσω. Μόνο τους γυμνούς του ώμους και το πίσω μέρος της κεφαλής του. Κατάλαβα αμέσως ότι θα τον αγαπούσα, αυτόν και μόνο αυτόν, σε όλη μου τη ζωή».
Η έκφρασή της σοβάρεψε μπροστά σ' αυτό το μυστήριο, το κάλεσμα του Έρωτα και τις άγνωστες βουλές της καρδιάς.
«Θυμάμαι ότι περίμενα πότε θα γυρίσει να τον δω, να δω το πρόσωπό του. Πολύ παράξενο, αλήθεια. Έμοιαζε με στη-
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μένο αγώνα, όπου εσύ περιμένεις, με την καρδιά να φτεροκοπά, να δεις το πρόσωπο εκείνου που θα πρέπει να αγαπήσεις.
»Τελικά, γύρισε. Πάλευε με ένα άλλο αγόρι. Ακόμα και τότε, Χίονη, ο Διηνέκης δεν ήταν όμορφος. Δύσκολα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι ήταν αδελφός του αδελφού του. Αλλά εμένα μου φάνηκε ευειδέστατος, η ψυχή της ομορφιάς. Οι θεοί δεν μπορεί να είχαν σμιλέψει ένα πρόσωπο πιο αποκαλυπτικό και προσφιλές στην καρδιά μου. Εκείνος τότε ήταν δεκατριών. Εγώ εννιά».
Η δέσποινα σταμάτησε μια στιγμή και κοίταξε με επισημότητα το σημείο για το οποίο μιλούσε. Δεν της δόθηκε ωστόσο η ευκαιρία, είπε, όταν ήταν μικρή να μιλήσει ιδιαιτέρως με το Διηνέκη. Τον παρακολουθούσε συχνά όταν έτρεχε, όπως και στα γυμνάσια με την ομάδα της αγωγής του. Αλλά ποτέ δεν έμειναν μόνοι έστω και για μια στιγμή οι δυο τους. Δεν είχε ιδέα αν ήξερε καν ποια ήταν.
Ήξερε, πάντως, ότι ο αδελφός του την είχε διαλέξει και είχε μιλήσει με τους ενήλικες της οικογένειάς της.
«Έκλαψα όταν ο πατέρας μου μου είπε ότι με έδωσε στον Ιατροκλή. Καταράστηκα τον εαυτό μου για τη μεγάλη αχαριστία μου. Τι άλλο ήθελε ένα κορίτσι εκτός από έναν ευγενή, ενάρετο άντρα; Μα δεν μπορούσα να ελέγξω την καρδιά μου. Αγαπούσα τον αδελφό αυτού του άντρα, αυτού του εξαίρετου, γενναίου άντρα που θα παντρευόμουν.
»Όταν ο Ιατροκλής σκοτώθηκε, ήμουν απαρηγόρητη. Αλλά η αιτία της στενοχώριας μου δεν ήταν αυτό που νόμιζε ο κόσμος. Φοβόμουν ότι οι θεοί είχαν ανταποκριθεί με το θάνατό του στην ιδιοτελή προσευχή της καρδιάς μου. Περίμενα από το Διηνέκη να επιλέξει νέο σύζυγο για μένα, όπως ήταν υποχρεωμένος από τους νόμους, κι όταν δεν το έκανε πήγα εγώ σ' αυτόν, ξεδιάντροπα, στη σκόνη της παλαίστρας και τον ανάγκασα να με πάρει γυναίκα του.
• 302 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
»Ο σύζυγός μου αγκάλιασε αυτή την αγάπη και την ανταπέδωσε με καλοσύνη, ενώ τα κόκαλα του αδελφού του ήταν ακόμα ζεστά. Η ευχαρίστηση ήταν τόσο έντονη και για τους δυο μας, η μυστική μας χαρά στο κρεβάτι του γάμου, που αυτή η αγάπη έγινε κατάρα για μας. Τη δική μου ενοχή μπορούσα να την απαλύνω. Είναι εύκολο για μια γυναίκα, γιατί μπορεί να νιώσει τη νέα ζωή να μεγαλώνει στην κοιλιά της, αυτή που φύτεψε μέσα της ο άντρας.
»Αλλά κάθε παιδί που γεννιόταν ήταν θηλυκό, τέσσερις θυγατέρες, κι όταν έχασα την ικανότητα να συλλαμβάνω αισθάνθηκα , όπως κι ο σύζυγός μου, ότι ήταν η κατάρα των θεών για το πάθος μας».
Η κυρά μου σταμάτησε και κοίταξε πάλι κάτω από την πλαγιά. Τα αγόρια, μαζί κι ο γιος μου κι ο μικρός Ιδοτυχί-δης, είχαν βγει από την αυλή και τώρα έπαιζαν ανέμελα ακριβώς κάτω από το σημείο που καθόμαστε.
«Έπειτα ήρθε η ώρα να κληθούν οι Τριακόσιοι για τις Θερμοπύλες. Επιτέλους, σκέφτηκα, τώρα κατάλαβα την αληθινή διαστροφή του σχεδίου των θεών. Χωρίς γιο, ο άντρας μου δεν ήταν δυνατό να κληθεί. Θα αποκλειόταν από την υψίστη των τιμών. Αλλά την καρδιά μου δεν την ένοιαζε. Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι θα ζούσε. Για μια βδομάδα ίσως ή ένα μήνα μέχρι την επόμενη μάχη. Αλλά και πάλι μπορεί να επιζούσε. Θα τον κρατούσα ακόμα λίγο κοντά μου. Θα ήταν πάλι δικός μου».
Ο Διηνέκης, που είχε τελειώσει τη δουλειά του, εμφανίστηκε στο πλάτωμα από κάτω. Πλησίασε τα παιδιά και έλαβε μέρος στο παιχνίδι τους, που δεν ήταν άλλο από τον πόλεμο, υπακούοντας από τώρα στα ένστικτα της μάχης και του πολέμου που κυλούσαν στο αίμα τους.
«Οι θεοί μάς κάνουν να αγαπήσουμε αυτόν που δεν πρέπει» είπε η δέσποινα «και να στερηθούμε αυτόν που θέλουμε εμείς. Σκοτώνουν αυτούς που πρέπει να ζήσουν και
• 303 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χαρίζουν τη ζωή σ' αυτούς που αξίζει να πεθάνουν. Δίνουν με το ένα χέρι και παίρνουν με το άλλο. Το γιατί το γνωρίζουν μόνο αυτοί».
Ο Διηνέκης είδε την Αρέτη να τον παρακολουθεί από ψηλά. Σήκωσε το μικρό Ιδοτυχίδη χαρούμενα και κρατώντας το χεράκι του τη χαιρέτησε από μακριά.
Η Αρέτη αναγκάστηκε τελικά να δώσει μια απάντηση στον εαυτό της.
«Και τώρα, σπρωγμένη από μια τυφλή δύναμη, έσωσα τη ζωή αυτού του αγοριού, το γιο του νόθου γιου του αδελφού μου, και έτσι έχασα τον άντρα μου».
Είπε τούτα τα λόγια τόσο σιγανά, με τόση θλίψη, που ένιωσα ένα πνίξιμο στο λαιμό και ένα κάψιμο στα μάτια.
«Οι γυναίκες των άλλων πόλεων θαυμάζουν τις γυναίκες της Λακεδαίμονας» είπε η κυρά μου. «Πώς μπορούν οι Σπαρτιάτισσες και στέκονται στητές και αδάκρυτες, αναρωτιούνται, όταν τους φέρνουν τα τσακισμένα κορμιά των αντρών τους για να ταφούν στην πατρίδα ή, ακόμα χειρότερα, όταν τους θάβουν σε ξένη γη, χωρίς να έχουν τίποτα δικό τους, έξω απ' την ψυχρή μνήμη, να σφίξουν πάνω στην καρδιά τους; Αυτές οι γυναίκες νομίζουν πως είμαστε φτιαγμένες από σκληρό υλικό. Θα σου πω εγώ, Χίονη. Δεν είμαστε.
»Μήπως θαρρούν ότι εμείς στη Λακεδαίμονα αγαπάμε λιγότερο τους άντρες μας από αυτές; Ότι οι καρδιές μας είναι φτιαγμένες από πέτρα και ατσάλι; Μήπως φαντάζονται ότι η θλίψη μας είναι λιγότερη επειδή την κρύβουμε μέσα στα σπλάχνα μας;»
Ανοιγόκλεισε τα μάτια μια φορά, μετά γύρισε και με κοίταξε.
«Οι θεοί έπαιξαν και σε σένα ένα παιχνίδι, Χίονη. Αλλά ίσως δεν είναι πολύ αργά να κλέψεις στα ζάρια. Γι' αυτό σου έδωσα αυτό το πουγκί με τις "κουκουβάγιες"».
• 304 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ήξερα ήδη τι είχε στην καρδιά της. «Δεν είσαι Σπαρτιάτης. Γιατί να δεσμευτείς από τους
σκληρούς τους νόμους; Αρκετά δε σου πήραν οι θεοί μέχρι τώρα;»
Την παρακάλεσα να μην το ξαναπεί αυτό. «Αυτό το κορίτσι που αγαπάς μπορώ να σου το φέρω
εδώ. Απλώς ζήτησε το». «Όχι! Παρακαλώ». «Τότε φύγε. Φύγε απόψε. Πήγαινε εκεί». Απάντησα αμέσως πως δεν μπορούσα. «Ο άντρας μου θα βρει άλλον να τον υπηρετήσει. Ας πε
θάνει κάποιος άλλος αντί για σένα». «Σε παρακαλώ, κυρά. Αυτό θα ήταν ατιμία». Ένιωσα ένα δυνατό πόνο στο μάγουλο και συνειδητοποί
ησα ότι η Αρέτη με είχε χαστουκίσει. «Ατιμία;» Πέταξε τη λέξη με αποτροπιασμό και περιφρόνηση.
Χαμηλά στην πλαγιά, ο Διηνέκης, τα αγόρια και τα άλλα χωριατόπαιδα, που είχαν ενωθεί με την παρέα τους στο μεταξύ, άρχισαν να παίζουν με τη σφαίρα. Οι φωνές των αγοριών κατά τη διάρκεια του αγώνα, οι διαπληκτισμοί και ο ανταγωνισμός αντηχούσαν ζωηρά ψηλά στην πλαγιά όπου καθόταν η κυρά.
Μόνο ευγνωμοσύνη θα μπορούσε να νιώσει κανείς γι' αυτό που τόσο ευγενικά ξεπήδησε από την καρδιά της: την επιθυμία να μου προσφέρει αυτή την καλοσύνη που η μοίρα είχε αρνηθεί σε κείνη. Να προσφέρει σε μένα και στη γυναίκα που αγαπούσα μια ευκαιρία να ξεφύγουμε από τα δεσμά που κρατούσαν φυλακισμένους εκείνη και τον άντρα της.
Εγώ δεν κατάφερα να της πω τίποτα, εκτός από αυτό που γνώριζε ήδη. Δεν μπορούσα να φύγω. «Εξάλλου, οι θεοί θα είναι ήδη εκεί. Όπως πάντα, ένα βήμα μπροστά».
Την είδα να ισιώνει τους ώμους, καθώς η θέλησή της επι-
• 305 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
βλήθηκε στην ευγενική, μα αδύνατη παρόρμηση της καρδιάς της.
«Η εξαδέλφη σου θα μάθει πού κείτεται το σώμα σου και ότι ο θάνατός σου ήταν τιμημένος. Μα την Ελένη και τους Διόσκουρους, σ' τ' ορκίζομαι».
Η Αρέτη σηκώθηκε από τον κορμό της βαλανιδιάς. Η συνέντευξη είχε τελειώσει. Ήταν πάλι Σπαρτιάτισσα.
Τώρα εδώ τούτο το πρωινό που φεύγαμε έβλεπα στο πρόσωπό της την ίδια αυστηρή μάσκα. Η Αρέτη άφησε τον άντρα της και μάζεψε κοντά της τα παιδιά της, στάθηκε στητή και σοβαρή, όπως όλες οι σύζυγοι των Σπαρτιατών που βρίσκονταν μπροστά ή παραπίσω κάτω από τις βαλανιδιές.
Είδα το Λεωνίδα να αγκαλιάζει τη γυναίκα του Γοργώ, τα «Λαμπερά Μάτια», τις κόρες τους και το γιο τους, τον Πλεί-σταρχο, που κάποτε θα έπαιρνε τη θέση του ως βασιλιά.
Η γυναίκα μου, η Θήρεια, με ένα λευκό μεσσηνιακό χιτώνα, με αγκάλιασε σφιχτά και τρίφτηκε πάνω μου, ενώ κρατούσε τα παιδιά μας με το ένα χέρι. Δε θα έμενε για πολύ χωρίς σύζυγο. «Περίμενε τουλάχιστον μέχρι να χαθώ από τα μάτια σου» αστειεύτηκα και πήρα αγκαλιά τα παιδιά μου, που ελάχιστα γνώριζα. Η μητέρα τους ήταν καλή γυναίκα. Μακάρι να την είχα αγαπήσει όσο της άξιζε.
Οι τελευταίες θυσίες τελείωσαν και διαβάστηκαν οι οιωνοί. Οι Τριακόσιοι παρατάχθηκαν, κάθε όμοιος με ένα μόνο βοηθό, στις μακριές σκιές που έριχνε ο Πάρνωνας από πέρα, ενώ όλος ο στρατός παρακολουθούσε από την πλαγιά από την πλευρά των ασπίδων*. Ο Λεωνίδας πήρε τη θέση του μπροστά, δίπλα στον πέτρινο βωμό που ήταν στεφανωμένος όπως εκείνοι. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης, γέροι και παιδιά, σύζυγοι και μητέρες, είλωτες και τεχνίτες,
* Παρ' ασπίδα: προς τα αριστερά, διότι η ασπίδα εφέρετο από τον αριστερό βραχίονα, ενώ επί δόρυ σήμαινε προς τα δεξιά. Σ.τ.Μ.
• 306 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
στέκονταν παράμερα σε ένα ύψωμα από την πλευρά των ακοντίων. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα για τα καλά, ο ήλιος δεν είχε ξεμυτίσει από την κορυφή του Πάρνωνα.
«Ο θάνατος είναι πολύ κοντά μας τώρα» είπε ο βασιλιάς. «Τον νιώθετε, αδέλφια; Εγώ ναι. Είμαι άνθρωπος και τον φοβάμαι. Τα μάτια μου αναζητούν μια θέα που θα δυναμώσει την καρδιά τη στιγμή που θα τον κοιτάξω στο πρόσωπο» άρχισε να λέει σιγανά ο Λεωνίδας. Η φωνή του ακουγόταν άνετα από όλους στην ακινησία της αυγής.
«Θέλετε να σας πω από πού θα αντλήσω αυτή τη δύναμη, φίλοι; Από τα μάτια των πορφυροντυμένων γιων μας που είναι μπροστά μας, ναι. Κι από την όψη των συντρόφων τους που θα ακολουθήσουν στις επερχόμενες μάχες. Η καρδιά μου όμως αντλεί κουράγιο κυρίως από αυτές, τις γυναίκες μας, που παρακολουθούν αδάκρυτες και σιωπηλές καθώς φεύγουμε».
Έδειξε τις συγκεντρωμένες γυναίκες, ξεχώρισε δύο ανάμεσά τους, την Πυρρώ και την Αλκμήνη, που ήταν από τις πιο ηλικιωμένες, και τις φώναξε με τα ονόματά τους. «Πόσες φορές, αλήθεια, δε στάθηκαν αυτές οι δυο εδώ, στην παγωμένη σκιά του Πάρνωνα, για να δουν αυτούς που αγαπούν να φεύγουν για τον πόλεμο; Πυρρώ, έχεις δει παππούδες και πατέρες να κατηφορίζουν την Αφεταΐδα και να μην ξαναγυρίζουν. Αλκμήνη, τα μάτια σου τα κράτησες αδάκρυτα καθώς σύζυγος και αδέλφια έφευγαν να συναντήσουν το θάνατο. Τώρα στέκεστε πάλι εδώ, με ελάχιστες ακόμα που γέννησαν τόσα και ίσως περισσότερα παιδιά, να δείτε γιους και εγγονούς να βαδίζουν προς τον Άδη».
Αυτό ήταν αλήθεια. Ο γιος της γερόντισσας Πυρρώς, ο Δωριέας, στεκόταν στεφανωμένος ανάμεσα στους ιππείς, ενώ οι πρωταθλητές Αλφεός και Μάρωνας ήταν εγγόνια της Αλκμήνης.
«Ο πόνος των αντρών γεννιέται απαλά και γρήγορα περ-
• 307 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
νάει. Οι πληγές μας είναι της σάρκας, δηλαδή τίποτα, των γυναικών είναι της καρδιάς — θλίψη αβάσταχτη, πολύ πιο πικρή να την αντέξεις».
Ο Λεωνίδας έδειξε τις συζύγους και μητέρες που ήταν μαζεμένες στις σκιερές ακόμα πλαγιές.
«Διδαχτείτε από αυτές, αδέλφια, από τον πόνο που νιώθουν την ώρα της γέννας, πόνο αφόρητο και αμετάκλητο, αφού έτσι όρισαν οι θεοί. Παραδειγματιστείτε από το μάθημα που μας δίνουν: Κάθε καλό στη ζωή έχει το τίμημά του. Το πιο γλυκό απ' όλα είναι η ελευθερία. Αυτό επιλέξαμε κι αυτό πληρώνουμε. Αγκαλιάσαμε τους νόμους του Λυκούργου και είναι νόμοι αυστηροί. Μας έμαθαν να περιφρονούμε την άνετη ζωή, που αυτή η πλούσια γη θα μας παρείχε αν το επιθυμούσαμε, αντί να καταταγούμε στην ακαδημία της πειθαρχίας και της θυσίας. Καθοδηγούμενοι από αυτούς τους νόμους, οι πατέρες μας για σαράντα γενιές ανάσαιναν τον ευλογημένο αέρα της ελευθερίας και τον πλήρωσαν πολύ ακριβά όποτε χρειάστηκε. Εμείς, οι γιοι τους, θα κάνουμε το ίδιο».
Ο βοηθός κάθε πολεμιστή έβαλε τώρα στο χέρι του ένα κύπελλο με κρασί. Ήταν το ίδιο κύπελλο που του έδωσαν την ημέρα που έγινε όμοιος και που χρησιμοποιούσε μόνο σε ιδιαίτερα επίσημες τελετές. Ο Λεωνίδας σήκωσε το δικό του ψηλά και είπε μια προσευχή στο Δία τον Παντοκράτορα, στην Ελένη και στους Διδύμους. Μετά πρόσφερε σπονδή.
«Επί εξακόσια χρόνια, έτσι λέει ο ποιητής, καμιά Σπαρτιάτισσα δεν είδε καπνό από φωτιές εχθρού».
Ο Λεωνίδας σήκωσε τα δυο του χέρια ψηλά, ίσιωσε το κορμί και, πάντα στεφανωμένος, απευθύνθηκε στους θεούς.
«Μα το Δία και τον Έρωτα, μα την Προστάτιδα Αθηνά και την Ορθία Αρτέμιδα, μα τις Μούσες και όλους τους θεούς και ήρωες που υπερασπίστηκαν τη Λακεδαίμονα και μα το αίμα της ίδιας μου της σάρκας, ορκίζομαι ότι οι σύ-
• 308 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ζυγοί και οι θυγατέρες μας, οι αδελφές και οι μητέρες μας δε θα δουν τώρα αυτές τις φωτιές».
Άδειασε το κύπελλό του και οι άντρες του τον ακολούθησαν .
• 309 •
21
Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ TOΥ έχει γνώση της τοπογραφίας των περασμάτων, των στενωπών και της στενής πεδιάδας όπου τα στρατεύματά του επιτέθηκαν στους Σπαρτιάτες και στους συμμάχους τους στις Θερμοπύλες. Δε θα σταθώ, λοιπόν, εδώ. Αντί γι' αυτό, θα αναφερθώ στη σύνθεση των ελληνικών δυνάμεων και στις διαφωνίες και στην αταξία που επικρατούσαν όταν έφτασαν και πήραν θέσεις για να υπερασπιστούν το στενό.
Όταν οι Τριακόσιοι —ενισχυμένοι τώρα με πεντακόσιους οπλίτες από την Τεγέα και άλλους τόσους από τη Μαντινεία, με άλλες δυο χιλιάδες από τον Ορχομενό και το υπόλοιπο της Αρκαδίας, την Κόρινθο, το Φλιούντα και τις Μυκήνες, επτακόσιους από τις Θεσπιές και τετρακόσιους από τις Θήβες— έφτασαν στον Οπούντα, την πρωτεύουσα των Οπουντίων Λοκρών, ογδόντα τέσσερα στάδια περίπου από τις Θερμοπύλες, για να συναντήσουν χίλιους οπλίτες από τη Φωκίδα και τη Λοκρίδα, βρήκαν το μέρος έρημο.
Μόνο μερικά αγόρια και νέοι παρέμεναν ακόμα από τα πέριξ κι αυτό για να λεηλατήσουν τα εγκαταλειμμένα σπίτια των γειτόνων τους και να κλέψουν ό,τι προμήθειες σε κρασί υπήρχαν στις αποθήκες των συμπατριωτών τους. Μόλις είδαν τους Σπαρτιάτες το έβαλαν στα πόδια, αλλά εκείνοι τους κυνήγησαν. Ο στρατός και ο πληθυσμός της Λοκρίδας, ανέφεραν οι πλιατσικολόγοι, είχαν πάρει τα βουνά, ενώ οι
• 310 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τοπικοί αρχηγοί κατευθύνθηκαν βόρεια, προς τους Πέρσες, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να τους κουβαλήσουν τα κα-λαμοπόδαρά τους. Η αλήθεια ήταν, είπαν οι νεαροί, ότι οι αρχηγοί τους είχαν χάσει όλοι το κεφάλι τους.
Ο Λεωνίδας ήταν έξαλλος από θυμό. Διευκρινίστηκε ωστόσο, μετά από μια γρήγορη και επείγουσα ανάκριση αυτών των ληστών, ότι οι Οπούντιοι Λοκροί είχαν μπερδέψει την ημέρα της συγκέντρωσης. Ο μήνας που λέγεται Κάρνειος στη Σπάρτη στη Λοκρίδα ονομάζεται Λεμενδιεών. Ακόμη αρχίζει ανάποδα, από την πανσέληνο αντί από τη νέα σελήνη. Οι Λοκροί περίμεναν τους Σπαρτιάτες δυο μέρες νωρίτερα και, όταν δεν εμφανίστηκαν, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι τους είχαν εγκαταλείψει στην τύχη τους. Εκτόξευαν βρισιές και κατάρες, που οι φήμες μετέφεραν γρήγορα στη γειτονική Φωκίδα, όπου βρίσκονται οι Θερμοπύλες και που οι κάτοικοι της έτρεμαν ήδη από το φόβο της εισβολής. Οι Φωκείς τα μάζεψαν και έφυγαν κι αυτοί.
Σε όλη την πορεία προς το Βορρά η συμμαχική φάλαγγα είχε συναντήσει ολόκληρες φυλές και χωρικούς να το σκάνε, ακολουθώντας το δρόμο του στρατού ή αυτόν που είχε γίνει τώρα δρόμος του στρατού, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς το Νότο. Ολόκληρες οικογένειες, καταρρακωμένες, μετακόμιζαν μπροστά στην προέλαση των Περσών, κουβαλώντας τα λιγοστά υπάρχοντά τους σε σάκους κρεμασμένους στους ώμους, φτιαγμένους από κουβέρτες ή από διπλωμένους μανδύες, ισορροπώντας τους κουρελιασμένους μπόγους τους ή τα δοχεία με το νερό πάνω στα κεφάλια τους. Άντρες με ρουφηγμένα μάγουλα τσουλούσαν χειροκίνητα καρότσια, που το φορτίο τους ήταν σάρκα και όχι έπιπλα, παιδιά που τα πόδια τους δεν άντεχαν άλλο ή κουκουλωμένοι γέροντες που είχαν κουτσαθεί από τα γεράμα-τα. Μερικοί είχαν βοϊδάμαξες και φορτωμένα γαϊδούρια. Κατοικίδια και ζώα από τα αγροκτήματα συνωστίζονταν
• 311 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
στα πόδια τους, κοκαλιάρικα σκυλιά ζητιάνευαν λίγο φαγητό, πανέμορφα γουρουνάκια δέχονταν κλοτσιές, λες και ήξεραν ότι θα γίνονταν γεύμα σε μια ή δυο νύχτες. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες ήταν γυναίκες. Ταξίδευαν ξυπόλυτες, με τα υποδήματα κρεμασμένα στο λαιμό τους για να μη λιώσει το δέρμα.
Μόλις οι γυναίκες είδαν το στρατό των συμμάχων να πλησιάζει, άδειασαν το δρόμο κατατρομαγμένες· σκαρφάλωναν στις πλαγιές, αρπάζοντας τα παιδιά τους και σκορπίζοντας τα πράγματά τους καθώς έτρεχαν. Έφτασε, βέβαια, κάποτε η στιγμή που αυτές οι κυράδες κατάλαβαν ότι οι στρατιώτες εκείνοι ήταν συμπατριώτες τους. Τότε η αλλαγή που κυρίευσε την καρδιά τους άγγιξε τα όρια της έκστασης. Οι γυναίκες κατέβηκαν τρέχοντας τις κακοτράχαλες πλαγιές, πλησίασαν τη φάλαγγα, μερικές μουδιασμένες από θαυμασμό, άλλες με δάκρυα που κυλούσαν στα βρόμικα από το δρόμο πρόσωπά τους. Γιαγιάδες στριμώχνονταν να φιλήσουν τα χέρια των νέων αντρών δέσποινες ρίχνονταν στο λαιμό των πολεμιστών, αγκαλιάζοντάς τους σε στιγμές που ήταν ταυτόχρονα σπαρακτικές και παράλογες. «Είστε Σπαρτιάτες;» ρωτούσαν τους ηλιοκαμένους οπλίτες, τους Τεγεάτες και τους Μυκηναίους, τους Κορινθίους, τους Θηβαίους, τους Φλιάσιους και τους Αρκάδες, και πολλοί από αυτούς έλεγαν ψέματα πως ήταν. Όταν άκουσαν ότι ο ίδιος ο Λεωνίδας οδηγούσε τη φάλαγγα, πολλές γυναίκες αρνήθηκαν να το πιστέψουν, τόσο συνηθισμένες ήταν στην προδοσία και στην εγκατάλειψη. Όταν τους έδειξαν το Σπαρτιάτη βασιλιά και είδαν το σώμα των ιππέων γύρω του και το πίστεψαν τελικά, πολλές δεν άντεξαν την ανακούφιση που ένιωσαν μέσα τους. Έκρυψαν στα χέρια το πρόσωπό τους και σωριάστηκαν στην άκρη του δρόμου εξουθενωμένες.
Καθώς οι σύμμαχοι έβλεπαν αυτήν τη σκηνή να επαναλαμβάνεται οχτώ, δέκα, δεκάδες φορές την ημέρα, μεγάλη
• 312 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
αγωνία κυρίευσε την καρδιά τους. Έπρεπε να βιαστούν οι υπερασπιστές έπρεπε με κάθε θυσία να φτάσουν και να οχυρώσουν το στενό πριν την άφιξη του εχθρού. Κάθε άντρας, χωρίς να πάρει διαταγή, άνοιξε το βήμα. Η ταχύτητα της φάλαγγας ήταν τόση, που οι άμαξες με τα εφόδια και τα φορ-τωμένα γαϊδούρια ήταν αδύνατο να την προφτάσουν. Έτσι, έμειναν πίσω, ενώ τα απαραίτητα φορτώθηκαν στις πλάτες των αντρών. Όσο για μένα, είχα βγάλει τα υποδήματα και είχα μετατρέψει το μανδύα μου σε μπόγο που είχα ρίξει στην πλάτη. Κουβαλούσα ακόμη την ασπίδα του αφέντη μου μα-ζί με τη θήκη της, τις κνημίδες και το θώρακα, που ζύγιζαν πάνω από τριάντα κιλά, συν τα στρωσίδια μας και τα απαραίτητα για το πεδίο της μάχης του αφέντη μου, κι ακόμη τα δικά μου όπλα, τρεις σαϊτοθήκες με σιδεροκέφαλα βέλη, τυλιγμένα σε λαδωμένο γιδοτόμαρο, και διάφορα άλλα απαραίτητα και αναγκαία είδη: «αγκίστρια» και ράμματα, ια-τρικά βότανα, ελλέβορο και δακτυλίτιδα, ευφόρβια και λάπαθο, μαντζουράνα και ρετσίνι πεύκου, επιδέσμους για τις αρτηρίες, δεσίματα για το χέρι, επιθέματα από λινό, τους ορειχάλκινους «σκύλους» που τους καίγαμε και τους πιέζαμε πάνω στις πληγές για να τις καυτηριάσουμε, «σίδερα» για να κάνουμε το ίδιο σε επιφανειακά σχισίματα· σαπούνι, μαξιλαράκια για τα πόδια, δέρματα ασπάλακα και όλα τα απαραίτητα για το μπάλωμα. Έπειτα ήταν τα μαγειρικά σκεύη, μια σούβλα, μια χύτρα, ένας χειροκίνητος μύλος, πυ-ρίτης και σπίρτα· άμμος και λάδι για το γυάλισμα του ορείχαλκου, λαδόπανο για τη βροχή, ένα εργαλείο που ήταν αξί-να μαζί και φτυάρι, που λεγόταν ύσσαξ από το σχήμα του, ο άξεστος στρατιωτικός όρος για τη γυναικεία τρύπα. Κι ακόμη τα μερίδια του σιτηρεσίου: μη αλεσμένο κριθάρι, κρεμμύδια και τυρί, σκόρδο, σύκα, καπνιστό κατσικίσιο κρέας· κι ακόμη χρήματα, γούρια, φυλαχτά.
Ο αφέντης μου, πάλι, κουβαλούσε τις εφεδρικές ασπίδες
• 313 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
με διπλή επίστρωση ορείχαλκου, τα υποδήματα και των δυο μας κι ακόμη ταινίες, καρφιά και θήκη για τα εργαλεία, τη δερμάτινη σπολάδα του, δυο κοντάρια από ξύλο μελιάς και κρανιάς με εφεδρικές σιδερένιες αιχμές, την περικεφαλαία και τρία ξίφη, ένα στο μηρό και τα άλλα δύο δεμένα στο δεκαοχτώ κιλών βάρους σάκο που περιείχε κι άλλα σιτηρέ-σια και μη αλεσμένη τροφή, δυο ασκιά με κρασί και ένα με νερό συν το σάκο με τις λιχουδιές που είχαν ετοιμάσει η Αρέτη και οι κόρες του, διπλοτυλιγμένο με λαδωμένο λινό για να μην πάρει μυρωδιά από τα κρεμμύδια που ήταν στον άλλο σάκο. Σε όλη τη φάλαγγα βοηθητικός και άντρας κουβαλούσαν βάρη που έφταναν συνολικά τα ενενήντα με εκατό κιλά.
Η φάλαγγα είχε αποκτήσει ένα μη στρατολογημένο εθελοντή. Ήταν ένα θηλυκό κοκκινόψαρο κυνηγόσκυλο, η Στύ-γα, που ανήκε στον Πέρινθο, ένα Σκιρίτη οπλίτη από τους «εκλεγμένους του βασιλιά». Η σκύλα είχε ακολουθήσει το αφεντικό της από τη Σπάρτη διασχίζοντας τα βουνά και τώρα που δεν είχε πού να πάει συνέχισε να το προσέχει. Επί μία ώρα περιπολούσε κατά μήκος της φάλαγγας και θυμόταν από τη μυρωδιά τη θέση κάθε άντρα. Κατόπιν ξαναγύριζε στο αφεντικό της, που του είχαν κολλήσει τώρα το παρατσούκλι Κυνηγόσκυλο, για να συνεχίσει να περπατά ακούραστη από πίσω του. Σίγουρα στη μνήμη του ζώου όλοι αυτοί οι άντρες τού ανήκαν. «Μας φυλάει σαν να είμαστε κοπάδι» παρατήρησε ο Διηνέκης «και κάνει απίθανη δουλειά».
Κάθε στάδιο που περνούσαμε όλο και λιγότερους ανθρώπους συναντούσαμε. Είχαν φύγει όλοι. Τελικά στη χώρα των Φωκέων, πλησιάζοντας στις Θερμοπύλες, η φάλαγγα μπήκε σε ένα μέρος έρημο και εγκαταλειμμένο. Ο Λεωνίδας έστειλε δρομείς στους προμαχώνες των βουνών, όπου είχε αποσυρθεί ο τοπικός στρατός, να τους πληροφορήσει εν ονόματι της Συνέλευσης των Ελλήνων ότι οι σύμμαχοι βρίσκο-
• 314 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νταν εκεί και πρόθεση τους ήταν να υπερασπιστούν τη χώρα των Φωκέων και των Λοκρών είτε παρουσιάζονταν είτε όχι. Το μήνυμα του βασιλιά δεν ήταν γραμμένο πάνω στο συνηθισμένο στρατιωτικό κύλινδρο, αλλά σε ένα λινό περιτύλιγμα που το χρησιμοποιούσαν για να καλούν συγγενείς και φίλους σε χορό. Η τελευταία πρόταση έλεγε: «Ελάτε όπως είστε».
Οι σύμμαχοι έφτασαν στους Αλπηνούς το ίδιο απόγευμα, την έκτη μέρα της αναχώρησης από τη Λακεδαίμονα, και στις Θερμοπύλες μισή ώρα αργότερα. Αντίθετα από τη χώρα, το πεδίο της μάχης, ή αυτό που θα γινόταν πεδίο μάχης, κάθε άλλο παρά έρημο ήταν. Αρκετοί κάτοικοι από τους Αλπηνούς και την Ανθήλη, το βορειότερο χωριό κοντά στον ποταμό Φοίνικα, είχαν στήσει μερικές πρόχειρες επιχειρήσεις. Κάποιοι πουλούσαν ψωμί από κριθάρι και σιτάρι. Ένας άλλος είχε στήσει ένα ποτοπωλείο. Δυο ανήθικες γυναίκες είχαν εγκαταστήσει το πορνείο τους σε ένα εγκαταλειμμένο λουτρό. Έγινε αμέσως γνωστό ως «Ιερό της Πί-πτουσας Αφροδίτης» ή «των δύο οπών», εξαρτιόταν από το ποιος αναζητούσε οδηγίες και ποιος τις πρόσφερε.
Οι Πέρσες, ανέφεραν οι ανιχνευτές, δεν είχαν φτάσει ακόμα στην Τραχίνα ούτε από ξηράς ούτε από θαλάσσης. Στην πεδιάδα, βόρεια, δεν υπήρχαν ακόμα εχθρικά στρατόπεδα. Ο στόλος της αυτοκρατορίας, ανέφεραν, είχε αναχωρήσει από τη Θέρμη* της Μακεδονίας χθες ή προχθές. Τα χιλιάδες πολεμικά πλοία έπλεαν τώρα κατά μήκος των ακτών της Μαγνησίας. Τα πρώτα σκάφη θα έφταναν στις Αφέτες, οχτώ μίλια βόρεια, σε είκοσι τέσσερις ώρες.
Ο στρατός ξηράς του εχθρού είχε αναχωρήσει από τη Θέρμη δέκα μέρες νωρίτερα. Οι φάλαγγές του προχωρούσαν, όπως ανέφεραν οι πρόσφυγες από το Βορρά, μέσω των πα-
* Είναι η σημερινή Θεσσαλονίκη. Σ.τ.Μ.
• 315 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ράκτιων οδών και των οδών της ενδοχώρας, κόβοντας δρόμο μέσα από τα δάση. Η εμπροσθοφυλακή τους θα έφτανε ταυτόχρονα με το στόλο.
Τότε ο Λεωνίδας εμφανίστηκε στο προσκήνιο. Πριν ακόμα στηθούν τα στρατόπεδα των συμμάχων, ο
βασιλιάς έστειλε ομάδες ιππέων στην ύπαιθρο της Τραχί-νας, βόρεια των Θερμοπυλών, με την εντολή να κάψουν κάθε κόκκο σταριού και να πιάσουν ή να διώξουν κάθε ζωντανό, τους σκαντζόχοιρους και τις γάτες ακόμα, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για φαγητό στον εχθρό.
Ακολουθώντας το παράδειγμά τους, κάθε απόσπασμα των συμμάχων έστειλε δικές του ομάδες αναγνώρισης, χωρομέτρες και μηχανικούς, με εντολές να προχωρήσουν όσο πιο βόρεια μπορούσαν και να εντοπίσουν τις πλέον κατάλληλες για απόβαση ακτές που ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσουν οι Πέρσες. Οι άντρες αυτοί θα χαρτογραφούσαν την περιοχή όσο καλύτερα μπορούσαν στο πυκνό σκοτάδι. Θα επικεντρώνονταν στους δρόμους και στα μονοπάτια που πιθανόν να ακολουθούσαν οι Πέρσες καθώς βάδιζαν προς τα Στενά. Αν και ο συμμαχικός στρατός δε διέθετε ιππικό, ο Λεωνίδας τόνισε ότι σ' αυτή την ομάδα θα συμπεριλαμβάνονταν και ικανοί ιππείς, έστω και πεζή, θα εκτιμούσαν καλύτερα πώς θα δρούσε το εχθρικό ιππικό. Θα μπορούσε ο Ξέρξης να χρησιμοποιήσει τους ιππείς του στην καταδίωξη; Πόσους; Πόσο γρήγορα; Πώς θα μπορούσαν να αντιδράσουν καλύτερα οι σύμμαχοι σ' αυτό;
Ακόμη, οι ομάδες αναγνώρισης θα συνελάμβαναν και θα κρατούσαν όσους ντόπιους γνώριζαν καλά την περιοχή και μπορούσαν να βοηθήσουν τους συμμάχους. Ο Λεωνίδας ήθελε να ξέρει σπιθαμή προς σπιθαμή όλα τα βόρεια περάσματα, από τα Τέμπη κυρίως. Ήθελε μια αδιαμφισβήτητη αξιολόγηση των στενωπών που υπήρχαν ανάμεσα στα βουνά, νότια και δυτικά, μήπως υπήρχε κάποιο άγνωστο μονοπάτι
• 316 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
από όπου η ελληνική θέση θα μπορούσε να υπερφαλαγγι-στεί και να κυκλωθεί.
Εκείνη τη στιγμή συνέβη κάτι παράξενο, που έσπασε το ηθικό των συμμάχων πριν ακόμα ξεφορτώσουν τα πράγματα τους. Ένας Θηβαίος οπλίτης πάτησε κατά λάθος σε μια φιδοφωλιά γεμάτη φίδια που μόλις είχαν βγει από το αυγό τους. Δέχτηκε στο γυμνό αστράγαλο του το δηλητήριο των μικρών ερπετών —πάνω από έξι—,το οποίο, όπως ξέρουν όλοι οι κυνηγοί, είναι πιο επικίνδυνο από το δηλητήριο ενός μεγάλου, γιατί τα μικρά δεν έχουν μάθει ακόμα να το ρίχνουν με δόσεις, αλλά, αντίθετα, το χύνουν όλο μέσα στη σάρκα. Ο οπλίτης πέθανε σε μια ώρα από φοβερούς πόνους, παρά τις προσπάθειες των χειρουργών να του αφαιρέσουν το μολυσμένο αίμα.
Κάλεσαν αμέσως το μάντη Μεγιστία, ενώ ο Θηβαίος σφάδαζε ακόμα από τους πόνους. Οι υπόλοιποι στρατιώτες, που είχαν διαταχθεί από το Λεωνίδα να αναλάβουν αμέσως την επέκταση και την ενίσχυση του παλιού φρουρίου των Φωκέων που ήταν στη μέση περίπου των Στενών, παρά τη δουλειά τους, σταμάτησαν, ενώ τους έκοβε κρύος ιδρώτας από το φόβο, και κοίταζαν τη ζωή του δαγκωμένου από τα φίδια άντρα, που συμβολικά ήταν η δική τους, να τελειώνει μέσα σε τρομερή αγωνία.
Ο γιος του Μεγιστία τελικά ήταν αυτός που σκέφτηκε να ρωτήσει το όνομα του άντρα.
«Πέρσης» είπε ο σύντροφός του. Αμέσως η βαριά ατμόσφαιρα διαλύθηκε, καθώς ο Μεγι-
στίας εξηγούσε τη σημασία του παράξενου τούτου περιστατικού, που ήταν ξεκάθαρη: Ο άντρας αυτός, που ατύχησε στο όνομα που του διάλεξε η μητέρα του, αντιπροσώπευε τον εχθρό, ο οποίος εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχε πατήσει σε μια φιδοφωλιά. Έστω και χωρίς φτερά και διαιρεμένα, τα δηλητηριώδη δόντια των μικρών φιδιών ήταν
• 317 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ικανά να χύσουν το δηλητήριο τους στο ποτάμι της ζωής του εχθρού και να τον γονατίσουν.
Είχε πέσει η νύχτα όταν ξεψύχησε ο δύσμοιρος άντρας. Ο Λεωνίδας έβαλε να τον θάψουν αμέσως με τιμές και μετά έστειλε κατευθείαν τους άντρες για δουλειά. Κατόπιν διαταγής, κάθε λιθοκτίστης που βρισκόταν στις συμμαχικές σειρές έπρεπε να παρουσιαστεί, ανεξάρτητα από τη μονάδα στην οποία υπηρετούσε. Συγκέντρωσαν όσα κοπίδια, αξί-νες και μοχλούς μπορούσαν, αλλά τα περισσότερα στάλθηκαν από τους Αλπηνούς και τις γύρω περιοχές. Η ομάδα κατευθύνθηκε αμέσως στο δρόμο που οδηγούσε στην Τραχίνα. Οι μαστόροι είχαν διαταγές να καταστρέψουν το μονοπάτι όσο πιο πολύ μπορούσαν και να χαράξουν στην πέτρα, σε ένα εμφανές σημείο, το παρακάτω μήνυμα:
Έλληνες που στρατολογηθήκατε από τον Ξέρξη: Αν κατόπιν πιέσεως πρέπει να πολεμήσετε τα αδέλφια σας,
πολεμήστε άσχημα.
Ταυτόχρονα, άρχισε η ανακατασκευή του παλιού τείχους των Φωκέων που έκλεινε τα Στενά. Αυτό το οχυρό, όταν έφτασαν oι σύμμαχοι, ήταν ένας σωρός από πέτρες. Ο Λεωνίδας ζήτησε ένα πραγματικό πολεμικό τείχος.
Ήταν πολύ παράξενο να βλέπεις τους διάφορους μηχανικούς και τους σχεδιαστές των συμμαχικών στρατευμάτων συγκεντρωμένους σε επίσημο συμβούλιο για να επιθεωρήσουν το μέρος και να προτείνουν εναλλακτικά αρχιτεκτονικά σχέδια. Πυρσοί τοποθετήθηκαν για να φωτιστούν τα Στενά, σχηματικές παραστάσεις σχεδιάστηκαν πάνω στο χώμα. Ένας Κορίνθιος αξιωματικός έφτιαξε τελικά ένα σχέδιο υπό κλίμακα. Τότε οι υπεύθυνοι άρχισαν να καβγαδίζουν. Το τείχος έπρεπε να χτιστεί ακριβώς στα Στενά για να εμποδίζει τη δίοδο. Όχι, πρότεινε ένας άλλος, καλύτερα να γίνει πε-
• 318 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νήντα μέτρα πιο πίσω, δημιουργώντας έτσι ένα «τρίγωνο θανάτου» ανάμεσα στα βράχια και στο τείχος. Ένας τρίτος ζήτησε να γίνει σε διπλάσια απόσταση από αυτή, ώστε το ιππικό των συμμάχων να μπορεί να συγκεντρωθεί και να δράσει. Στο μεταξύ, ο στρατός χαζολογούσε, όπως κάνουν πάντα οι Έλληνες, προσφέροντας τις φρόνιμες συμβουλές τους και τη σοφία τους.
Ο Λεωνίδας τότε πήρε μια πέτρα, πήγε σε ένα σημείο και την τοποθέτησε εκεί. Σήκωσε μια δεύτερη και την έβαλε δίπλα στην πρώτη. Οι άντρες κοίταζαν σαν χαζοί το διοικητή τους, που ήταν σίγουρα πάνω από εξήντα, να σκύβει και να παίρνει την τρίτη πέτρα. Κάποιος γάβγισε: «Πόσο σκοπεύετε να μείνετε έτσι, ανόητοι, με το στόμα ανοιχτό; Θα περιμένετε όλη νύχτα ενώ ο βασιλιάς θα χτίζει το τείχος μοναχός του;».
Οι στρατιώτες ρίχτηκαν στη δουλειά με κέφι. Ο Λεωνίδας δε σταμάτησε τις προσπάθειες του όταν είδε κι άλλα χέρια να πέφτουν στη δουλειά, αλλά συνέχισε μαζί με τους άντρες, καθώς ο σωρός των λίθων άρχισε να μετατρέπεται σε ένα κανονικό οχυρό. «Μην τρέφετε αυταπάτες, αδέλφια» τους εξήγησε ο βασιλιάς «την Ελλάδα δε θα τη σώσει ένα πέτρινο τείχος, αλλά ένα τείχος από άντρες».
Όπως κάθε φορά που καταπιανόταν με κάτι και είχα το προνόμιο να το παρακολουθώ, ο βασιλιάς γδύθηκε και δούλεψε μαζί με τους πολεμιστές του, χωρίς να προσπαθεί να αποφύγει οποιαδήποτε δουλειά. Απλώς, σταματούσε καμιά φορά για να απευθυνθεί σε κάποιον προσωπικά, φώναζε με το όνομά τους όσους ήξερε, κατάφερνε να θυμηθεί τα ονόματα και τα παρατσούκλια ακόμα ανθρώπων που δε γνώριζε μέχρι τώρα, χτυπώντας συχνά στην πλάτη τους νέους συντρόφους, όπως κάνουμε με τους συμπολεμιστές και φί-λους μας. Ήταν στ' αλήθεια εκπληκτικό με πόση ταχύτητα αυτές οι προσωπικές κουβέντες που τις είπε σε έναν ή δύο
• 319 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
άντρες μεταφέρονταν από πολεμιστή σε πολεμιστή σε όλη τη γραμμή, γεμίζοντας τις καρδιές όλων με θάρρος.
Τώρα θα γινόταν η αλλαγή της πρώτης σκοπιάς. «Φέρτε μου εκείνο τον αχρείο». Με αυτά τα λόγια ο Λεωνίδας κάλεσε έναν παράνομο της
περιοχής που είχε πλευρίσει τη φάλαγγα στο δρόμο και είχε ζητήσει να πληρωθεί για να βοηθήσει στην αναγνώριση. Δυο Σκιρίτες έφεραν τον άντρα εμπρός του. Προς μεγάλη μου έκπληξη, τον ήξερα.
Ήταν ο νεαρός από την πατρίδα μου που αποκαλούσε τον εαυτό του Σφαιρέα, «παίκτη της σφαίρας», το άγριο αγόρι που είχε πάρει τα βουνά μετά την καταστροφή της πόλης μου και κλοτσούσε το παραγεμισμένο κρανίο ενός ανθρώπου σαν σύμβολο του παράνομου βασιλείου του. Τώρα αυτός ο εγκληματίας δεν ήταν πια ένα αμούστακο αγόρι αλλά ένας φοβισμένος γενειοφόρος άντρας.
Τον πλησίασα. Ο τύπος με γνώρισε. Χάρηκε που ξαναβρεθήκαμε και φάνηκε να διασκεδάζει για το πώς τα έφερε η μοίρα κι εμείς, δυο ορφανά της φωτιάς και του ξίφους, βρεθήκαμε εδώ στο επίκεντρο του κινδύνου για την Ελλάδα.
Ο παράνομος φαινόταν ενθουσιασμένος με την προοπτική ενός επικείμενου πολέμου. Θ' ακολουθούσε τα χνάρια του και θα άρπαζε ό,τι έβρισκε πάνω στους τσακισμένους και στους νικημένους. Ο πόλεμος ήταν μεγάλη επιχείρηση γι' αυτόν. Ήταν ολοφάνερο ότι με θεωρούσε ηλίθιο που διάλεξα να υπηρετήσω, και μάλιστα χωρίς κανένα όφελος ή κάποια πληρωμή. «Αλήθεια, τι έγινε εκείνο το νόστιμο κομματάκι ατμού με το οποίο συνήθιζες να τριγυρίζεις;» με ρώτησε. «Πώς τη λέγανε την ξαδέλφη σου;» «Ατμός» ήταν μια πρόστυχη έκφραση στην πατρίδα μου για ένα όμορφο, τρυφερό θηλυκό.
«Πέθανε» είπα ψέματα «και πρόσεχε τα λόγια σου από δω και μπρος».
• 320 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Ήρεμα, πατριώτη! Μάζεψε τα κουπιά. Αστειευόμουνα». Οι αξιωματικοί του βασιλιά κάλεσαν το ληστή πριν προ
λάβουμε να πούμε τίποτε άλλο. Ο Λεωνίδας ήθελε έναν τράγο που οι πατούσες του ήξεραν να σκαρφαλώνουν στα δύσβατα μονοπάτια που ακολουθούσαν τα κατσίκια, κάποιον παλικαρά που θα ανέβαινε τα τριακόσια πόδια της απότομης πλαγιάς του Καλλίδρομου, που δέσποζε πάνω από τα Στενά. Ήθελε να ξέρει πώς ήταν η κορφή και πόσο επικίνδυνο ήταν να φτάσει κάποιος εκεί. Από τη στιγμή που ο εχθρός καταλάμβανε την πεδιάδα της Τραχινίας και τις βόρειες εισόδους, μπορούσαν οι σύμμαχοι να στείλουν μια ομάδα, έστω και έναν άντρα, πάνω από το βουνό και να βρεθούν πίσω τους;
Ο Σφαιρέας δε φάνηκε ενθουσιασμένος που θα έπαιρνε μέρος σ' αυτή τη ριψοκίνδυνη περιπέτεια. «Θα πάω εγώ μαζί του» είπε τότε ο Σκιρίτης Κυνηγόσκυλο, ορεσίβιος και ο ίδιος. «Αρκεί να μη χτίζω αυτό το άθλιο τείχος». Ο Λεωνίδας δέχτηκε την προσφορά του με προθυμία. Είπε στον υπεύθυνο των πληρωμών να ανταμείψει τον παράνομο αρκετά καλά ώστε να πάει, αλλά όχι υπερβολικά για να ξαναγυρίσει .
Γύρω στα μεσάνυχτα οι Φωκείς και οι Λοκροί της πόλης του Οπούντα άρχισαν να καταφτάνουν απ' τα βουνά. Ο βασιλιάς καλωσόρισε τους νεοφερμένους συμμάχους ζεστά, χωρίς να κάνει κουβέντα για την παραλίγο απόσχισή τους. Αντίθετα, τους οδήγησε αμέσως στην περιοχή του στρατοπέδου που ήταν για κείνους και όπου τους περίμεναν καυτή κρεατόσουπα και φρέσκο ψωμί.
Κατά μήκος της βόρειας ακτής ξέσπασε μια φοβερή καταιγίδα. Βροντές και κεραυνοί ακούγονταν από πέρα. Αν και ο ουρανός πάνω από τις Θερμοπύλες ήταν καθαρός και λαμπερός, οι άντρες φοβήθηκαν. Ήταν κουρασμένοι. Οι έξι μέρες απραξίας εκεί πάνω τους είχαν εξαντλήσει. Φόβοι ανο-
• 321 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μολόγητοι και αόρατοι δαίμονες είχαν αρχίσει να κυριεύουν τις καρδιές τους. Αλλά και οι νεοαφιχθέντες Φωκείς και Λο-κροί δεν μπόρεσαν να μη διακρίνουν το λιγοστό, για να μην πούμε απίστευτα μικρό, αριθμό της στρατιωτικής δύναμης που υποτίθεται ότι θα συγκρατούσε τις μυριάδες του εχθρού.
Οι τοπικοί έμποροι, ακόμα και οι πόρνες, εξαφανίστηκαν όπως τα ποντίκια εγκαταλείπουν τις τρύπες τους όταν προ αισθάνονται το σεισμό.
Ήταν ένας άνθρωπος ανάμεσα στους ντόπιους που τριγύριζαν εδώ, φίλος ενός εμπόρου, είπε, που ταξίδευε χρόνια στη Σιδώνα και στην Τύρο. Έτυχε να είμαι μπροστά, γύρω από τη φωτιά των Αρκάδων, όταν αυτός ο άνθρωπος άρχισε να υποδαυλίζει τις φλόγες του τρόμου. Είχε δει τον περσικό στόλο με τα ίδια του τα μάτια και είχε να μας πει την εξής ιστορία:
«Πέρυσι ήμουν σε μια γαλέρα φορτωμένη σιτηρά στη Μυτιλήνη. Δεχτήκαμε επίθεση από τους Φοίνικες, ένα τμήμα του στόλου του μεγάλου βασιλιά. Κατάσχεσαν το φορτίο μας. Αναγκαστήκαμε να τους ακολουθήσουμε με συνοδεία και να το ξεφορτώσουμε σε μια αποθήκη τροφίμων που βρισκόταν στο Στρυμόνα στη θρακική ακτή. Το θέαμα που αντικρίσαμε εκεί γέμισε τις αισθήσεις μας με δέος».
Κι άλλοι άντρες άρχισαν να μαζεύονται ολόγυρα και άκουγαν σοβαρά. «Η αποθήκη ήταν όσο μια μεγάλη πόλη. Όταν έμπαινες μέσα, θαρρούσες πως λίγο πιο πέρα υψωνόταν μια σειρά από λόφους. Αλλά, όταν πλησίαζες, οι λόφοι μετατρέπονταν σε αλατισμένο κρέας μέσα σε βαρέλια με σαλαμούρα που έφταναν ίσαμε τον ουρανό.
»Είδα όπλα, αδέλφια, χιλιάδες των χιλιάδων. Είδα σιτηρά και λάδι, μαγειρεία μεγάλα όσο ένα στάδιο. Ό,τι πολεμικό υλικό μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Σφαίρες για σφεντόνες. Στοιβαγμένες σφαίρες από μολύβι, τριάντα εκατοστά μεγάλες, που κάλυπταν τέσσερις χιλιάδες περίπου
• 322 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τετραγωνικά μέτρα. Η ταΐστρα με τη βρώμη για τα άλογα του βασιλιά είχε μάκρος οχτώ στάδια περίπου. Και στη μέση όλων αυτών υψωνόταν μια πυραμίδα από λαδόπανο, μεγάλη όσο ένα βουνό. "Τι στο καλό μπορεί να είναι από κάτω;" ρώτησα τον αξιωματικό του ναυτικού που μας πρόσεχε. "Έλα" μου είπε "θα σου δείξω". Μπορείτε να μαντέψετε, φίλοι μου, τι βρισκόταν εκεί μέσα που έφτανε μέχρι τον ουρανό;»
«Χαρτί» είπε ο φίλος του ναυτικού. Κανείς από τους Αρκάδες δεν κατάλαβε τι σήμαινε αυτό. «Χαρτί!» επανέλαβε ο Τραχίνιος, για να το ακούσουν
καλύτερα οι χοντροκέφαλοι ακροατές του. «Χαρτί για τους γραφείς, για να κάνουν απογραφή. Απογραφή των αντρών, των αλόγων, των όπλων, των σιτηρών. Διαταγές για το στρατό και άλλες διαταγές, χαρτιά για αναφορές και επιτάξεις, ρολοί για τις συνελεύσεις και την αποστολή μηνυμάτων, για τα στρατοδικεία και τα παράσημα ανδρείας. Χαρτί για να καταγράφεται κάθε εφόδιο που κουβαλά ο μεγάλος βασιλιάς και για κάθε λάφυρο που σχεδιάζει να πάρει μαζί του. Χαρτί για να καταγράφουν τις καμένες χώρες και τις λεηλατημένες πόλεις, τους αιχμαλώτους, τους αλυσοδεμένους σκλάβους...»
Εκείνη τη στιγμή ο αφέντης μου περνούσε τυχαία από κει που ήμαστε μαζεμένοι. Διέκρινε αμέσως τον τρόμο στα πρόσωπα των αντρών που άκουγαν. Χωρίς να πει τίποτα, πλησίασε τη φωτιά. Μόλις είδε ένα Σπαρτιάτη αξιωματικό ανάμεσα στους ακροατές του, ο ναυτικός άρχισε να μιλάει με μεγαλύτερο ζήλο. Ευχαριστιόταν τον τρόμο που είχε σκορπίσει η διήγησή του.
«Αλλά το πιο φοβερό δε σας το είπα ακόμα, αδέλφια» συνέχισε ο Τραχίνιος. «Μια μέρα, καθώς οι δεσμοφύλακες μας μας πήγαιναν για φαγητό, περάσαμε τους Πέρσες τοτες που εξασκούνταν. Ούτε οι Ολύμπιοι θεοί δε θα μπο-
• 323 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ρούσαν να συγκεντρώσουν τόσες μυριάδες! Σας ορκίζομαι, φίλοι μου, τόσοι πολλοί ήταν οι τοξότες, ώστε, όταν έριχναν, τα βέλη τους έκρυβαν τον ήλιο!»
Τα μάτια του φημοκάπηλου άστραψαν από ευχαρίστηση. Στράφηκε στον αφέντη μου, λες και ήθελε να γευτεί τη φλόγα του φόβου που η ιστορία του είχε ανάψει ακόμα και σε ένα Σπαρτιάτη. Προς μεγάλη του απογοήτευση, ο Διηνέκης τον κοίταξε με ψυχρή αδιαφορία.
«Ωραία» είπε. «Θα πολεμήσουμε με σκιά». Στη μέση της δεύτερης σκοπιάς ήρθε ο πρώτος πανικός.
Ήμουν ακόμα ξυπνητός, στερέωνα το κάλυμμα της ασπίδας του αφέντη μου για να την προφυλάξω από τη βροχή που έπεφτε με το τουλούμι, όταν άκουσα τον αδιάψευστο θόρυβο από κορμιά που μετακινούνταν και ένιωσα τη μεταβολή από το ρυθμό των αντρικών φωνών. Ένα στρατόπεδο που το έχει καταλάβει ο τρόμος ακούγεται εντελώς διαφορετικά από ένα που έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Ο Διηνέκης ξύπνησε από τον ταραγμένο ύπνο του σαν το τσοπανόσκυλο που προαισθάνεται ανήσυχους ψιθύρους στο κοπάδι του. «Κατάρα» μούγκρισε «άρχισε κιόλας».
Οι πρώτες ομάδες των ανιχνευτών είχαν επιστρέψει στο στρατόπεδο. Είχαν δει πυρσούς, τους οποίους κρατούσαν άντρες του ιππικού των Περσών, και θεώρησαν φρόνιμο να υποχωρήσουν πριν τους συλλάβουν. Τώρα μπορούσες να δεις καθαρά τον αντίπαλο, ανέφεραν, από τα πλάγια του βουνού, δεκάξι στάδια περίπου από το δρόμο. Μερικές προωθημένες φρουρές που είχαν προχωρήσει από μόνες τους, όταν επέστρεψαν, επιβεβαίωσαν την αναφορά.
Πέρα από το Καλλίδρομο, στην επίπεδη πεδιάδα της Τραχινίας, είχαν φτάσει οι μονάδες εμπροσθοφυλακής των Περσών.
• 324 •
22
ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΡΙΚΑ λεπτά από τη στιγμή που φάνηκαν οι πρόδρομοι του εχθρού ο Λεωνίδας είχε όλους τους Σπαρτιάτες πολεμιστές μπροστά του αρματωμένους. Έδωσε οδηγίες στους συμμάχους να παραταχθούν ο ένας πίσω από τον άλλο και να είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν. Η υπόλοιπη νύχτα και ολόκληρη η επόμενη μέρα πέρασαν καταστρέφοντας την ανατολική πλευρά της πεδιάδας της Τραχινίας και τις βουνοπλαγιές επάνω. Οι άντρες εισχώρησαν κατά μήκος των ακτών όσο πιο βόρεια μπορούσαν, μέχρι το Σπερχειό, και στην ενδοχώρα προς την ακρόπολη και τις απόκρημνες ακτές της Τραχινίας. Σε όλη την πεδιάδα άναψαν φωτιές, όχι απ' αυτές που κάνουν μόνο για το ψήσιμο των κουνελιών, ως συνήθως, αλλά μεγάλες φωτιές, για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι υπάρχει ικανός αριθμός αντρών. Οι μονάδες των συμμάχων αντάλλασσαν βρισιές και κατάρες μέσα στο σκοτάδι, προσπαθώντας να κάνουν τη φωνή τους όσο πιο εύθυμη και σταθερή μπορούσαν. Το πρωί η πεδιάδα ήταν καλυμμένη ολόκληρη από τον καπνό της φωτιάς και την ομίχλη της θάλασσας, ακριβώς όπως ήθελε ο Λεωνίδας. Ήμουν ανάμεσα στους άντρες των τεσσάρων τελευταίων ομάδων που άναβαν φωτιές όταν άρχισε να χαράζει πάνω από τον κόλπο. Τώρα μπορούσαμε να δούμε τους Πέρσες, έφιππες μονάδες αναγνώρισης και ναύτες τοξότες των γρήγορων εχθρικών ανιχνευτικών σκαφών, στην
• 325 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
άλλη όχθη του Σπερχειού. Τους βρίσαμε και μας έβρισαν κι αυτοί.
Εκείνη η μέρα πέρασε, κι ακόμα μία. Τώρα οι μονάδες της κύριας δύναμης του εχθρού άρχισαν να συρρέουν. Η πεδιάδα γέμισε εχθρούς. Όλα τα ελληνικά στρατιωτικά αποσπάσματα υποχώρησαν μπροστά στη μηδική πλημμυρίδα. Οι ανιχνευτές έβλεπαν τους αξιωματικούς του βασιλιά να αναζητούν την καλύτερη τοποθεσία για τη σκηνή του και να περιφράζουν τα καλύτερα βοσκοτόπια για τα άλογά του.
Ήξεραν ότι οι Έλληνες ήταν εκεί, το ίδιο και οι Έλληνες. Εκείνη τη νύχτα ο Λεωνίδας κάλεσε τον αφέντη μου και
τους άλλους ενωμοτάρχες στο γήλοφο πίσω από το τείχος των Φωκέων, όπου είχε εγκαταστήσει το αρχηγείο του. Ο βασιλιάς ξεκίνησε να μιλά στους Σπαρτιάτες αξιωματικούς. Στο μεταξύ, είχαν αρχίσει να καταφτάνουν και οι διοικητές από τις άλλες συμμαχικές πόλεις, που είχαν κληθεί επίσης στο συμβούλιο. Έτσι το είχε κανονίσει ο βασιλιάς. Ήθελε οι σύμμαχοι αξιωματικοί να ακούσουν τα λόγια που υποτίθεται ότι ήταν μόνο για τα αυτιά των Σπαρτιατών.
«Αδέλφια και σύντροφοι» είπε ο Λεωνίδας απευθυνόμενος στους Λακεδαιμονίους που είχαν μαζευτεί γύρω του «φαίνεται ότι ο Πέρσης, παρά τις εντυπωσιακές ενέργειές μας, παραμένει αμετάπειστος και δε σκοπεύει να τα μαζέψει και να φύγει από δω. Φαίνεται ότι τελικά θα τον πολεμήσουμε. Ακούστε, λοιπόν, τι περιμένω από τον καθένα σας.
»Είστε οι εκλεκτοί της Ελλάδας, αξιωματικοί και διοικητές του έθνους της Λακεδαίμονας, που επιλεχθήκατε από τη Συνέλευση του Ισθμού να υπερασπιστείτε πρώτοι την πατρίδα μας. Να θυμάστε ότι οι σύμμαχοι μας θα ακολουθήσουν το παράδειγμά σας. Αν φοβηθείτε, θα φοβηθούν. Αν δείξετε θάρρος, θα κάνουν το ίδιο. Η συμπεριφορά μας εδώ δεν πρέπει να διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη εκστρατεία. Ούτε υπερβολικές προφυλάξεις, αλλά ούτε και ασυνήθιστη
• 326 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
απερισκεψία. Και κυρίως μην αφήσετε τα ασήμαντα πράγματα που κάνατε. Ακολουθήστε το πρόγραμμα ασκήσεων των αντρών σας χωρίς αλλαγές. Μην παραλείψετε καμιά θυσία στους θεούς. Συνεχίστε τη γυμναστική σας και τα στρατιωτικά γυμνάσια. Βρείτε χρόνο να περιποιηθείτε τα μαλλιά σας, όπως πάντα. Τουλάχιστον, κάντε το με την ησυχία σας».
Οι αξιωματικοί των συμμάχων είχαν έρθει όλοι τώρα στη φωτιά του συμβουλίου και έπαιρναν τις θέσεις τους ανάμεσα στους ήδη συγκεντρωμένους Σπαρτιάτες. Ο Λεωνίδας συνέχισε σαν να μιλούσε μόνο στους συμπατριώτες του, αλλά είχε και το αυτί στημένο σε κείνους που έρχονταν.
«Να θυμάστε ότι οι σύμμαχοί μας δε γυμνάζονται μια ολόκληρη ζωή για τον πόλεμο, όπως εμείς. Είναι αγρότες και έμποροι, εθνοφρουροί του στρατού των πόλεών τους. Οι Φω-κείς και οι Οπούντιοι Λοκροί είναι στη χώρα τους. Πολεμούν για να υπερασπιστούν πατρίδα και οικογένεια. Όσο για τους άντρες των άλλων πόλεων, Θηβαίους και Κορινθίους, Τεγε-άτες, Ορχομενίους και Αρκάδες, Φλιάσιους και Θεσπιείς, Μαντινείς και Μυκηναίους, όλοι αυτοί για μένα δείχνουν ακόμα μεγαλύτερη γενναιότητα, γιατί δεν ήρθαν υποχρεωτικά, δεν ήρθαν να υπερασπιστούν τις εστίες τους, αλλά ολόκληρη την Ελλάδα».
Στράφηκε σε κείνους που πλησίαζαν. «Καλώς ορίσατε, αδέλφια. Μια και βρίσκομαι ανάμεσα
σε συμμάχους, θα εκφωνήσω ένα μακρύ, ανιαρό λόγο». Οι αξιωματικοί βολεύτηκαν γελώντας αμήχανα. «Έλεγα
στους Σπαρτιάτες» συνόψισε ο Λεωνίδας «αυτό που λέω τώρα και σε σας. Είστε οι διοικητές. Οι άντρες σας εσάς θα κοιτούν και θα κάνουν ό,τι κάνετε εσείς. Κανένας αξιωματικός να μη μένει μόνος ή μαζί με κάποιον άλλο συνάδελφό του, αλλά να γυρίζει όλη την ημέρα ανάμεσα στους άντρες του. Αφήστε τους να σας δουν, να δουν κυρίως ότι δε φοβάστε. Όταν υπάρχει κάποια δουλειά, βάλτε πρώτοι ένα χε-
• 327 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ράκι. Οι άντρες θα ακολουθήσουν. Μερικοί από σας βλέπω ότι έχετε στήσει σκηνές. Να τις ξεστήσετε αμέσως. Θα κοιμόμαστε όλοι, όπως εγώ, στο ύπαιθρο. Να κρατάτε απασχολημένους τους άντρες σας. Αν δεν υπάρχει δουλειά, επινοή-στε κάποια, γιατί, όταν οι στρατιώτες έχουν χρόνο για κουβέντες, η συζήτησή τους μετατρέπεται σε φόβο. Η δράση, εξάλλου, ανοίγει την όρεξη για περισσότερη δράση.
»Να επιβάλλετε την πειθαρχία σε κάθε περίπτωση. Μην επιτρέψετε σε κανέναν άντρα να υπακούσει στο κάλεσμα της φύσης χωρίς να έχει δίπλα του ακόντιο και ασπίδα.
»Να θυμάστε ότι τα φοβερότερα όπλα του Πέρση, το ιππικό του και οι αμέτρητοι τοξότες και σφενδονιστές του, είναι ανίσχυρα εδώ σ' αυτό το μέρος. Γι' αυτό επιλέξαμε τούτη την τοποθεσία. Ο εχθρός μπορεί να στείλει μόνο δέκα άντρες κάθε φορά στα Στενά και όχι πάνω από χίλιους μπροστά στο τείχος. Εμείς είμαστε τέσσερις χιλιάδες. Είμαστε τέσσερις προς ένα».
Τούτα τα λόγια προκάλεσαν το πρώτο γνήσιο γέλιο. Ο Λεωνίδας ήθελε να τους δώσει θάρρος όχι μόνο με τα λόγια του αλλά και με τον ήρεμο, επαγγελματικό τρόπο που μιλούσε. Ο πόλεμος ήταν δουλειά, όχι μυστήριο. Ο βασιλιάς περιόρισε τις οδηγίες του στο πρακτικό μέρος, περιγράφοντας ενέργειες που θα μπορούσαν να γίνουν σωματικά. Δεν ήθελε να δημιουργήσει κάποια νοητική κατάσταση που ήξερε ότι θα εξαφανιζόταν μόλις οι διοικητές απομακρύνονταν από το τονωτικό φως της φωτιάς του βασιλιά.
«Περιποιηθείτε τον εαυτό σας, σύντροφοι. Διατηρήστε τα μαλλιά, τα χέρια και τα πόδια σας καθαρά. Φάτε, αν πρόκειται να το βουλώσετε. Κοιμηθείτε ή κάνετε πως κοιμάστε. Μην αφήσετε τους άντρες σας να σας δουν ταραγμένους. Αν φτάσουν άσχημα νέα, να τα πείτε πρώτα στους ανωτέρους σας, ποτέ απευθείας στους άντρες σας. Δώστε οδηγίες στους βοηθητικούς σας να γυαλίσουν με δέρμα τις ασπίδες των
• 328 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
αντρών μέχρι ν' αστράψουν. Θέλω να δω τις ασπίδες να γυαλίζουν σαν καθρέφτες, γιατί αυτό το θέαμα σπέρνει τον τρόμο στον εχθρό. Δώστε χρόνο στους άντρες σας να ακονίσουν τα ακόντια τους, γιατί αυτός που τροχίζει το ατσάλι του τροχίζει και το θάρρος του.
»Όσο για την εύλογη αγωνία των αντρών σας για τις αμέσως επόμενες ώρες, πείτε τους το εξής: Δεν περιμένω καμία ενέργεια ούτε απόψε ούτε αύριο, αλλά ούτε και μεθαύριο. Ο Πέρσης χρειάζεται χρόνο για να παρατάξει τους άντρες του και όσο πιο πολλούς κουβαλά μαζί του τόσο πιο πολύ θα καθυστερήσει αυτό. Πρέπει να περιμένει την άφιξη του στόλου του. Οι περιοχές για προσάραξη είναι σπάνιες και λιγοστές σ' αυτή την αφιλόξενη ακτή. Ο Πέρσης θα χρειαστεί αρκετές μέρες να βρει αγκυροβόλια και να σιγουρέψει τα χιλιάδες πολεμικά καράβια του και μεταγωγικά του.
»Ο δικός μας στόλος, όπως ξέρετε, κρατά το στενό στο Αρτεμίσιο. Αν ο εχθρός θελήσει να περάσει, θα αναγκαστεί να ναυμαχήσει. Μέχρι να προετοιμαστεί γι' αυτό, θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο. Όσο για να μας επιτεθεί εδώ στο πέρασμα, ο αντίπαλος πρέπει να κάνει αναγνώριση της θέσης μας και μετά να σκεφτεί καλά πώς θα μας επιτεθεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα στείλει πρώτα απεσταλμένους, προσπαθώντας να πετύχει με τη διπλωματία αυτό που διστάζει να τολμήσει, επειδή θα χυθεί πολύ αίμα. Αυτό δεν πρέπει να σας ανησυχεί, γιατί όλες τις επαφές με τον εχθρό θα τις κάνω εγώ». Σ' αυτό το σημείο ο Λεωνίδας έσκυψε και σήκωσε μια πέτρα τρεις φορές πιο μεγάλη από τη γροθιά ενός ανθρώπου. «Πιστέψτε με, σύντροφοι, όταν μου μιλήσει ο Ξέρξης, θα πρέπει να μιλήσει και σ' αυτή».
Έφτυσε πάνω στην πέτρα και την πέταξε μακριά μέσα στο σκοτάδι.
«Και κάτι άλλο. Όλοι έχετε ακουστά το χρησμό που λέει ότι ή η Σπάρτη θα χάσει ένα βασιλιά στη μάχη ή η ίδια
• 329 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
η πόλη θα καταστραφεί. Ρώτησα τους οιωνούς και οι θεοί μου απάντησαν ότι αυτός ο βασιλιάς είμαι εγώ και ότι τούτος ο τόπος θα γίνει ο τάφος μου. Να είστε σίγουροι, ωστόσο, ότι αυτή η πρόγνωση δε θα με κάνει να αδιαφορήσω για τις ζωές των άλλων. Σας ορκίζομαι, λοιπόν, σε όλους τους θεούς και στις ψυχές των παιδιών μου ότι θα κάνω τα πάντα να σώσω τόσο τις δικές σας ζωές όσο και των αντρών σας, όσες περισσότερες μπορώ, κι ακόμη να υπερασπιστώ το πέρασμα αποτελεσματικά.
»Και ένα τελευταίο, αδέλφια και σύμμαχοι. Όπου η μάχη είναι πιο αιματηρή, εκεί θα ανακαλύψετε τους Λακεδαιμόνιους μπροστάρηδες. Όμως μεταφέρτε τούτο στους άντρες σας: Μην τους αφήσετε να φανούν κατώτεροι σε ανδρεία από τους Σπαρτιάτες, αλλά, αντίθετα, να τους ξεπεράσουν. Να θυμάστε, στον πόλεμο η άσκηση στα όπλα ελάχιστα μετρά. Το θάρρος είναι πάνω από όλα κι εμείς οι Σπαρτιάτες δεν το έχουμε μονοπώλιο. Οδηγήστε τους άντρες σας έχοντας αυτά κατά νου και όλα θα πάνε καλά».
330
23
ΗΤΑΝ Η ΣΥΝΗΘΗΣ εντολή του αφέντη μου όταν ήμαστε σε εκστρατεία να τον ξυπνώ δυο ώρες πριν την αυγή, μια ώρα πρωτύτερα από τους άντρες του. Δεν ήθελε με τίποτα να τον βλέπουν μπρούμυτα πάνω στη γη, αλλά να ξυπνούν και να βλέπουν πάντα τον ενωμοτάρχη τους όρθιο κι αρματωμένο.
Εκείνη τη νύχτα ο Διηνέκης κοιμήθηκε λιγότερο ακόμα. Τον ένιωσα να σαλεύει και σηκώθηκα. «Ξάπλωσε» πρόσταξε. Με έσπρωξε πάλι κάτω. «Δεν πέρασε ακόμα ούτε η δεύτερη σκοπιά». Είχε αποκοιμηθεί με τη σπολάδα και καθώς σηκωνόταν όλες οι ταλαιπωρημένες αρθρώσεις του διαμαρτυρήθηκαν. Άκουσα τα κόκαλα του σβέρκου του να τρίζουν και να βγάζει πηχτό φλέγμα από τα πνευμόνια του, που είχε κάψει στην Οινόη ανασαίνοντας φωτιά. Κι αυτή η πληγή, όπως οι άλλες, δεν είχε γιάνει ποτέ πραγματικά.
«Άσε με να σε βοηθήσω, αφέντη». «Κοιμήσου. Μη με αναγκάσεις να σ' το ξαναπώ». Άρπαξε ένα από τα κοντάρια του από κει που ήταν τα
όπλα και κρέμασε την ασπίδα του στον ώμο απ' το λουρί της. Κούτσαινε από το ένα πόδι. Κατευθύνθηκε εκεί που βρίσκονταν η ομάδα του Λεωνίδα και οι ιππείς του. Ίσως ο βασιλιάς να ήταν ξυπνητός και να ήθελε παρέα.
Στο στενόχωρο στρατόπεδο όλοι κοιμούνταν. Ένα λαμπρό φεγγάρι κρεμόταν ακριβώς από πάνω, ο αέρας ήταν ασυνήθιστα ψυχρός για καλοκαίρι, ήταν υγρός καθώς ερχό-
331
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ταν απ' τη θάλασσα και ακόμα πιο κρύος από τις πρόσφατες καταιγίδες. Άκουγες καθαρά τα κύματα να σπάζουν πάνω στα βράχια. Κοίταξα τον Αλέξανδρο, που αναπαυόταν πάνω στην ασπίδα του, δίπλα στον Αυτόχειρα, που ροχάλιζε του καλού καιρού. Οι φωτιές είχαν χαμηλώσει. Σε όλο το στρατόπεδο οι κοιμισμένες φιγούρες των πολεμιστών, χωμένες καθώς ήταν στους μανδύες και στις κάπες του ύπνου, έμοιαζαν μάλλον με σάκους άπλυτων ρούχων παρά με άντρες.
Από τη Μεσαία Πύλη έβλεπα τα οικήματα της λουτρόπο-λης. Ήταν χαρούμενες κατασκευές από ακατέργαστη ξυλεία, ενώ τα πέτρινα κατώφλια τους είχαν γίνει λεία από τα πατήματα των λουσμένων και των παραθεριστών που πήγαιναν εκεί πολλούς αιώνες. Τα λαδωμένα μονοπάτια φιδοσέρνο-νταν με χάρη κάτω από τις βαλανιδιές και φωτίζονταν από λάμπες φτιαγμένες με ξύλο ελιάς. Μια γυαλισμένη ξύλινη πινακίδα κρεμόταν κάτω από κάθε λάμπα και πάνω της ήταν χαραγμένοι μερικοί στίχοι. Θυμάμαι κάποιους:
Καθώς στη γέννα η ψυχή μες στο υγρό το σώμα μπαίνει, έτσι μπες τώρα, φίλε, κι εσύ σε τούτα τα λουτρά ελευθερώνοντας τη σάρκα στην ψυχή, σε μια νέα ένωση, θεϊκή.
Θυμάμαι κάτι που είχε πει ο αφέντης μου κάποτε για τα πεδία των μαχών. Συνέβη στην Τρίτεια, όταν ο στρατός ήρθε αντιμέτωπος με τους πολεμιστές της Αχαΐας σε ένα λιβάδι με ώριμο κριθάρι. Η φοβερή σφαγή έγινε απέναντι από ένα ναό όπου σε καιρό ειρήνης οι παράφρονες και οι σελη-νιασμένοι μεταφέρονταν από τις οικογένειές τους για να προσευχηθούν και να προσφέρουν θυσία στη Φιλεύσπλαχνη Δήμητρα και στην Περσεφόνη. «Κανένας χωρομέτρης δε ση-
• 332 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μειώνει μια περιοχή και δηλώνει: "Εδώ θα γίνει μάχη". Το έδαφος είναι συνήθως αφιερωμένο σε έναν ειρηνικό σκοπό, συχνά σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη από βοήθεια και οίκτο. Αυτή είναι η ειρωνεία της υπόθεσης».
Ακόμα και μέσα στα ορεινά και εχθρικά από τοπογραφικής άποψης όρια της Ελλάδας υπάρχουν αυτές οι φιλόξενες για πόλεμο τοποθεσίες, όπως τα Οινόφυτα, η Τανάγρα, η Κορώνεια, ο Μαραθώνας, η Χαιρώνεια, τα Λεύκτρα. Πεδιάδες και περάσματα όπου οι στρατοί συγκρούονταν γενιές ολόκληρες.
Το πέρασμα στις Θερμοπύλες ήταν ένα τέτοιο μέρος. Εδώ σ' αυτά τα απόκρημνα στενά οι αντιμαχόμενες δυνάμεις αλληλοσκοτώνονταν από την εποχή του Ιάσονα και του Ηρακλή. Εδώ είχαν πολεμήσει ορεινές φυλές, άγριες φατρίες, κουρσάροι, ομάδες μεταναστών, βάρβαροι και εισβολείς από το Βορρά και τη Δύση. Ο πόλεμος και η ειρήνη εναλλάσσονταν σ' αυτό το μέρος για αιώνες, οι λουόμενοι και οι πολεμιστές, οι μεν έρχονταν για τα νερά, οι δε για το αίμα.
Το τείχος ήταν έτοιμο πια. Το ένα άκρο ακουμπούσε στην απόκρημνη πλαγιά του βουνού, με ένα γερό πύργο πάνω στην πέτρα, ενώ το άλλο σχημάτιζε γωνία κατά μήκος της πλαγιάς προς τα βράχια και τη θάλασσα. Ήταν ένα όμορφο τείχος, δυο κοντάρια παχύ στη βάση και δυο φορές το ύψος ενός ανθρώπου. Η πρόσοψη που έβλεπε στον εχθρό δεν εί-
χε χτιστεί όπως τα τείχη στις πόλεις, αλλά ήταν επίτηδες επικλινής μέχρι τις θύρες εξόδου στην κορφή, όπου τα τελευταία τέσσερα πόδια υψώνονταν κάθετα σαν κάστρο. Αυ-τό έγινε για να μπορούν oι πολεμιστές των συμμάχων να πηγαίνουν από πίσω του με ασφάλεια, όταν ήταν υποχρεωμένοι, και να μην κολλάνε και συντρίβονται πάνω στο ίδιο τους το τείχος.
Το πίσω μέρος είχε σκαλοπάτια για να μπορούν οι υπερασπιστές του να ανεβαίνουν στις πολεμίστρες, πάνω στις
• 333 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
οποίες είχε στηθεί ένας γερός φράχτης από δοκάρια, επενδυμένος με δέρματα ζώων, τα οποία οι φρουροί μπορούσαν να βγάλουν για να μην πιάσει φωτιά από τα βέλη με τα στουπιά του εχθρού. Το τείχος μπορεί να μην ήταν καλοχτισμένο, αλλά ήταν γερό. Πύργοι υψώνονταν κατά διαστήματα, ενισχυμένοι πυργίσκοι δεξιά, αριστερά και στο κέντρο και δευτερεύοντα τείχη από πίσω τους. Οι ενισχυμένες αυτές αμυντικές θέσεις είχαν χτιστεί γερά στο ύψος του πρώτου τείχους και από πάνω είχαν τοποθετηθεί βαριές πέτρες όσο το ύψος ενός ανθρώπου. Οι χαλαροί αυτοί ογκόλιθοι μπορούσαν να κατρακυλήσουν, αν η ανάγκη το απαιτούσε, για να κλείσουν τα ανοίγματα των εισόδων. Από δω που βρισκόμουν έβλεπα τις σκοπιές πάνω στο τείχος και τα τρία έτοιμα τάγματα, δύο αρκαδικά και ένα σπαρτιατικό, με πλήρη πανοπλία, σε κάθε πυργίσκο.
Ο Λεωνίδας ήταν, πράγματι, ξυπνητός. Τα μακριά ατσα-λόχρωμα μαλλιά του διακρίνονταν καθαρά δίπλα στη φωτιά των διοικητών. Ο Διηνέκης τον βρήκε να κάθεται ανάμεσα σε μια ομάδα αξιωματικών. Κατάφερα να ξεχωρίσω το Διθύραμβο, τον αρχηγό των Θεσπιέων το Λεοντιάδη, το Θηβαίο διοικητή· τον Πολύνεικο, τα αδέλφια Αλφεό και Μάρωνα και αρκετούς Σπαρτιάτες ιππείς.
Ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζεται. Ένιωσα ανθρώπους να κινούνται δίπλα μου. Ο Αλέξανδρος και ο Αρίστωνας είχαν ξυπνήσει κι αυτοί και τώρα στέκονταν πλάι μου. Οι νεαροί πολεμιστές, όπως κι εγώ, κάρφωσαν το βλέμμα στους αξιωματικούς και πρωταθλητές που περιέβαλλαν το βασιλιά. Όλοι οι παλαίμαχοι το ήξεραν, θα πολεμούσαν τιμημένα. «Εμείς πώς θα τα πάμε;» Ο Αλέξανδρος έβαλε λόγια στην άφατη αγωνία που είχε κυριεύσει τις καρδιές των νεαρών συντρόφων του. «Θα βρούμε την απάντηση στο ερώτημα του Διηνέκη; Θα ανακαλύψουμε μέσα μας το αντίθετο του φόβου;»
• 334 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Τρεις μέρες πριν την αναχώρηση από τη Σπάρτη ο αφέντης μου είχε συγκεντρώσει τους πολεμιστές και τους βοηθητικούς της ενωμοτίας του και διοργάνωσε ένα κυνήγι με δικά του έξοδα. Ήταν ένας τρόπος να αποχαιρετήσουν όχι μόνο ο ένας τον άλλο αλλά και τα βουνά της πατρίδας τους. Κανείς δεν είπε λέξη για τις Πύλες ή για τις επερχόμενες δοκιμασίες. Ήταν μια θαυμάσια εκδρομή, που την ευλόγησαν οι θεοί με αρκετά εξαίρετα θηράματα, όπως ένα υπέροχο αγριογούρουνο που σκότωσαν ο Αυτόχειρας και ο Αρί-στωνας με το ακόντιο και την αιχμή του που ήταν ίση με ένα πόδι.
Κατά το σούρουπο οι κυνηγοί, καμιά δεκαριά περίπου, και οι διπλάσιοι βοηθοί και είλωτες που υπηρετούσαν στα κυνήγια στρογγυλοκάθισαν ευδιάθετοι γύρω από αρκετές φωτιές ανάμεσα στους λόφους πάνω από τις Θυρίδες. Ο φόβος θρονιάστηκε κι αυτός ανάμεσά τους. Ενώ οι άλλοι κυνηγοί κουβέντιαζαν γύρω από τις χωριστές φωτιές τους, διασκεδάζοντας με ψέματα για τα θηράματα και φιλικά πειράγματα, ο Διηνέκης καθάρισε το χώρο δίπλα του και κάλεσε τον Αλέξανδρο και τον Αρίστωνα να καθίσουν. Κατάλαβα την πρόθεση του αφέντη μου. Θα μιλούσε για το φόβο, γιατί εκείνοι οι νεαροί που δεν είχαν χύσει ακόμα σταγόνα αίμα στη μάχη, παρά τη σιωπή τους ή ίσως εξαιτίας της, είχαν αρχίσει να λιποψυχούν αναλογιζόμενοι αυτά που τους περίμεναν.
«Όλη μου τη ζωή» άρχισε ο Διηνέκης «ένα ερώτημα με έκαιγε. Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου;».
Χαμηλά στην πλαγιά το κρέας είχε κιόλας ψηθεί. Κόπηκε σε μερίδες, που εξαφανίστηκαν αμέσως από τους πεινασμένους κυνηγούς. Ο Αυτόχειρας ήρθε κοντά μας με ξεχωριστές γαβάθες για το Διηνέκη, τον Αλέξανδρο και τον Αρίστωνα και από ένα κομμάτι κρέας για τον εαυτό του, για το Δημάδη, το βοηθό του Αρίστωνα, και για μένα. Κάθισε κά-
335
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τω απέναντι από το Διηνέκη, ανάμεσα σε δυο σκυλιά που είχαν μύτη μόνο για τα κοψίδια και ήξεραν ότι ο Αυτόχει-ρας δε θα τα άφηνε παραπονεμένα.
«Το να το πεις αφοβία δεν έχει νόημα. Είναι απλώς ένα όνομα, μια θέση που εκφράζεται ως αντίθεση. Το να αποκαλείς το αντίθετο του φόβου αφοβία δε λέει τίποτα. Θέλω να ξέρω το πραγματικό αντίθετό του, όπως μέρα και νύχτα, ουρανός και γη».
«Να είναι μια θετική έκφραση» είπε ο Αρίστωνας. «Ακριβώς!» Ο Διηνέκης κοίταξε επιδοκιμαστικά το νέο
άντρα. Σταμάτησε να μελετήσει τα πρόσωπα των δύο νέων. Ακουγαν αυτά που τους έλεγε; Ενδιαφέρονταν; Ήταν, όπως αυτός, αληθινοί μαθητές του θέματος εκείνου;
«Πώς μπορεί να δαμάσει κανείς το φόβο του θανάτου, αυτό τον αρχέγονο τρόμο που κυλάει στο αίμα μας, σε όλη μας τη ζωή, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους;» Έδειξε τα σκυλιά που είχαν διπλαρώσει τον Αυτόχειρα. «Μια αγέλη σκύλων βρίσκει το κουράγιο να επιτεθεί σε ένα λιοντάρι. Κάθε σκύλος γνωρίζει τη θέση του. Φοβάται το σκύλο που είναι μπρος του και τρέφει το φόβο εκείνου που είναι πίσω του. Ο φόβος δαμάζει το φόβο. Αυτό κάνουμε κι εμείς οι Σπαρτιάτες. Βάζουμε πάνω από το φόβο του θανάτου έναν ακόμα μεγαλύτερο φόβο: αυτόν της ατίμωσης. Του αποκλεισμού από το κοπάδι».
Ο Αυτόχειρας εκείνη τη στιγμή βρήκε να πετάξει αρκετά κομμάτια κρέας στα σκυλιά. Εκείνα άρπαξαν με μανία τα απομεινάρια από το χορτάρι. Το δυνατότερο βούτηξε τη μερίδα του λέοντος.
Ο Διηνέκης χαμογέλασε θλιμμένα. «Είναι όμως αυτό θάρρος; Το ίδιο δεν είναι όταν ενερ
γείς από φόβο μήπως ατιμαστείς; Δε σου το επιβάλλει πάλι ο φόβος;»
Ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι έψαχνε να βρει.
• 336 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Κάτι πιο ευγενικό. Μια υψηλότερη μορφή του μυστηρίου. Αγνή. Αψεγάδιαστη».
Είπε πως για κάθε άλλο ερώτημα μπορούσε να απευθυνθεί κανείς στη σοφία των θεών. «Όχι όμως και για θέματα θάρρους. Τι έχουν να μας διδάξουν οι θεοί; Αυτοί δεν πεθαίνουν. Τα πνεύματά τους δεν κατοικούν, όπως τα δικά μας, σ' αυτό εδώ». Έδειξε το σώμα, τη σάρκα. «Εδώ μέσα παράγεται ο φόβος».
Ο Διηνέκης κοίταξε πάλι τον Αυτόχειρα, μετά τον Αλέξανδρο, τον Αρίστωνα κι εμένα. «Εσείς οι νέοι φαντάζεστε ότι εμείς οι παλιοί πολεμιστές έχουμε τιθασεύσει το φόβο. Όμως τον νιώθουμε τόσο έντονα όσο εσείς. Πολύ πιο έντονα, γιατί τον έχουμε βιώσει στο πετσί μας. Ο φόβος ζει μέσα μας μέρα και νύχτα, στα νεύρα μας και στα κόκαλα μας. Λέω αλήθεια, φίλοι μου;»
Ο Αυτόχειρας έσκασε ένα λοξό θλιμμένο χαμόγελο. Ο αφέντης μου του το ανταπέδωσε. «Μπαλώνουμε το θάρ
ρος μας επιτόπου με κουρέλια και απομεινάρια. Τα συγκεντρώνουμε μέσα από τους φόβους μας· από το φόβο ότι θα ατιμάσουμε την πόλη, το βασιλιά, τους ήρωες των γραμμών μας. Από το φόβο ότι θα θεωρηθούμε δειλοί από τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας, τα αδέλφια μας, τους συμπολεμιστές μας. Εγώ προσωπικά ξέρω όλα τα κόλπα της αναπνοής και του τραγουδιού, τις κολόνες της τετράθεσης, της περί φόβου θεωρίας. Ξέρω πώς ν' αποτελειώσω τον άνθρωπο μου, πώς να πείσω τον εαυτό μου ότι ο φόβος του είναι μεγαλύτερος από το δικό μου. Μπορεί να είναι. Προσέχω τούς στρατιώτες που υπηρετούν κάτω από τις διαταγές μου και προσπαθώ να ξεχάσω το δικό μου φόβο φροντίζοντας για την επιβίωσή τους. Όμως είναι πάντα παρών. Το καλύ-τερο που έχω πετύχει είναι να ενεργώ παρά το φόβο μου. Αλλά ούτε αυτό είναι. Όχι το είδος του θάρρους για το οποίο μιλώ. Δεν είναι ούτε η αυτοπροστασία, που βασίζεται στο
• 337 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ζωώδες ένστικτο και στον πανικό. Αυτά είναι καταλήψεις. Αυτά τα έχει κι ένας ποντικός».
Παρατήρησε ότι συχνά εκείνοι που προσπαθούν να ξεπεράσουν το φόβο του θανάτου πρεσβεύουν ότι η ψυχή δεν εξαφανίζεται μαζί με το σώμα. «Για μένα αυτό είναι ηλίθιο. Ευσεβής πόθος. Άλλοι πάλι, οι βάρβαροι κυρίως, λένε πως όταν πεθαίνουμε πηγαίνουμε στον παράδεισο. Τους ρωτώ λοιπόν: Αν, πράγματι, το πιστεύετε αυτό, γιατί δεν τελειώνετε με τον εαυτό σας αμέσως για να επιταχύνετε το ταξίδι;
»Ο Αχιλλέας, μας λέει ο Όμηρος, είχε πραγματική ανδρεία. Είχε όμως, αφού γεννήθηκε από μητέρα αθάνατη, βουτήχτηκε στα νερά της Στύγας όταν ήταν μωρό και ήξερε ότι εκτός από τη φτέρνα ήταν άτρωτος; Οι δειλοί θα ήταν σπανιότεροι κι απ' τα φτερά στα ψάρια αν το ξέραμε όλοι αυτό».
Ο Αλέξανδρος ρώτησε αν κάποιος στην πόλη, κατά τη γνώμη του Διηνέκη, είχε αυτή την πραγματική ανδρεία.
«Από όλους τους Λακεδαιμονίους, ο φίλος μας ο Πολύ-νεικος είναι πιο κοντά. Αλλά ακόμα και τη δική του ανδρεία τη θεωρώ ανεπαρκή. Πολεμά όχι από φόβο μήπως ατιμαστεί αλλά επειδή είναι άπληστος για δόξα. Μπορεί να είναι ευγενικός σκοπός, τουλάχιστον δεν είναι ταπεινός, είναι όμως πραγματική ανδρεία;»
Ο Αρίστωνας ρώτησε αν αυτό το ανώτερο θάρρος υπήρχε πραγματικά.
«Δεν είναι κάτι φανταστικό» δήλωσε ο Διηνέκης με σιγουριά. «Το έχω δει. Ο αδελφός μου ο Ιατροκλής το είχε ορισμένες στιγμές. Όταν έβλεπα τη χάρη του πάνωθέ του, έμενα εμβρόντητος. Ακτινοβολούσε, ήταν κάτι θεϊκό. Εκείνες τις ώρες πολεμούσε όχι σαν άνθρωπος αλλά σαν θεός. Ο Λεωνίδας το έχει επίσης μερικές φορές. Ο Ολύμπιος δεν το έχει. Ούτε κι εγώ. Κανένας από όσους είμαστε εδώ». Χαμογέλασε. «Υπάρχει ωστόσο μια ένδειξη εδώ. Η ανώτερη
• 338 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
αυτή ανδρεία υποπτεύομαι ότι ενυπάρχει σε κάτι που είναι γένους θηλυκού. Οι ίδιες οι λέξεις για το θάρρος, η ανδρεία και η αφοβία, είναι θηλυκού γένους, ενώ ο φόβος και ο τρόμος είναι αρσενικού. Ίσως ο θεός που αναζητούμε δεν είναι θεός αλλά θεά. Δεν ξέρω».
Ήταν ολοφάνερο ότι ο Διηνέκης ευχαριστιόταν να μιλάει γι' αυτό. Ευχαρίστησε τους ακροατές του που είχαν την υπομονή να τον ακούνε ακόμη. «Οι Σπαρτιάτες δεν έχουν υπομονή για τέτοια ερωτήματα του σαλονιού. Θυμάμαι ότι ρώτησα κάποτε τον αδελφό μου σε μια εκστρατεία, μια μέρα που είχε πολεμήσει σαν αθάνατος. Ήθελα σαν τρελός να μάθω τι ένιωθε εκείνες τις στιγμές, τι αισθανόταν μέσα του. Με κοίταξε σαν να είχα βγει από το τρελοκομείο. "Λιγότερη φιλοσοφία, Διηνέκη, και περισσότερη αρετή"».
Γέλασε. «Αυτό είπε μόνο». Ο αφέντης μου γύρισε τότε στο πλάι, σαν να ήθελε να βά
λει τέλος σ' αυτή τη συζήτηση. Κάτι ωστόσο τον έκανε να στραφεί στον Αρίστωνα, που στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η έκφραση των μικρών παιδιών που δεν τολμούν να απευθύνουν το λόγο στους μεγαλύτερους τους. «Πες το, φίλε μου» τον παρότρυνε ο Διηνέκης.
«Σκεφτόμουν το θάρρος των γυναικών. Πιστεύω ότι διαφέρει από των αντρών».
Ο νέος δίστασε. Η έκφρασή του μιλούσε πριν από κεί-νον, μάλλον θεωρούσε απρέπεια ή αλαζονεία να διαλογίζεται πάνω σε θέματα για τα οποία δεν είχε καμία εμπειρία.
Ο Διηνέκης ωστόσο τον πίεσε να μιλήσει. «Διαφορετικό πώς;» Ο Αρίστωνας κοίταξε τον Αλέξανδρο, που με ένα χαμόγελο ενίσχυσε την απόφαση του φίλου του να εκφραστεί. «Το θάρρος ενός άντρα, να δίνει τη ζωή του για την πατρίδα του, δεν είναι κάτι παράξενο. Δεν είναι στη φύση του αρσενικού, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους, να πολεμά και να ανταγωνίζεται; Παρακολουθήστε οποιοδήποτε
• 339 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αγόρι. Πριν ακόμα μιλήσει, απλώνει το χέρι να πιάσει από ένστικτο το κοντάρι και το σπαθί — ενώ οι αδελφές του αποφεύγουν αυτά τα σύνεργα των αγώνων κι αντί γι' αυτά κρατούν στην αγκαλιά τους το γατάκι και την κούκλα.
»Τι πιο φυσικό σε έναν άντρα να πολεμάει και σε μια γυναίκα να αγαπάει; Αυτό που επιτάσσει το ένστικτο της μάνας δεν είναι να δίνει και να τρέφει πάνω απ' όλα αυτό που έχει βγάλει από τη μήτρα της, τα παιδιά που έχει γεννήσει με πόνο; Όλοι ξέρουμε ότι η λέαινα ή η λύκαινα θυσιάζουν τη ζωή τους χωρίς δισταγμό για να προστατέψουν τα μικρά τους. Το ίδιο και οι γυναίκες. Τώρα αναλογιστείτε, φίλοι, αυτό που αποκαλούμε γυναικείο θάρρος:
»Υπάρχει κάτι που να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση με τη γυναικεία φύση, με τη μητρότητα, από το να στέκεται ακίνητη και ασυγκίνητη καθώς οι γιοι της βαδίζουν προς το θάνατο; Δε θα έπρεπε κάθε ίνα του κορμιού της μητέρας να ουρλιάζει από αγωνία και προσβολή μπροστά σε μια τέτοια ύβρη; Δε θα έπρεπε η καρδιά της να πασχίζει να φωνάξει με όλο της το πάθος: "Όχι! Όχι το γιο μου! Λυπηθείτε τον!". Το ότι οι γυναίκες, από κάποια άγνωστη σε μας πηγή, αντλούν τη θέληση να επιβληθούν σ' αυτό που είναι η αληθινή τους φύση είναι, πιστεύω, ο λόγος που στεκόμαστε με δέος μπροστά στις μητέρες, στις αδελφές και στις γυναίκες μας. Αυτό, Διηνέκη, πιστεύω ότι είναι η ουσία του γυναικείου θάρρους και γιατί, όπως είπες, είναι ανώτερο των αντρών».
Ο αφέντης μου επιδοκίμασε αυτές τις παρατηρήσεις. Ο Αλέξανδρος ωστόσο δίπλα του φάνηκε να αντιδρά. Καταλάβαινες ότι ο νέος δεν ήταν ικανοποιημένος.
«Αυτά που λες είναι αλήθεια, Αρίστωνα. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μ' αυτό τον τρόπο. Κάτι λείπει ωστόσο. Αν η νίκη των γυναικών ήταν να στέκονται απλώς αδάκρυτες καθώς οι γιοι τους βαδίζουν προς το θάνατο, αυτό δεν είναι μόνο αφύ-
• 340 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σικο αλλά και απάνθρωπο, χυδαίο και τερατώδες ακόμα. Αυτό που ανυψώνει τούτη την πράξη και την κάνει ευγενή είναι, θαρρώ, επειδή γίνεται για να υπηρετήσει έναν ανώτερο και ανιδιοτελή σκοπό.
»Αυτές οι γυναίκες που αντικρίζουμε με δέος χαρίζουν τη ζωή των αγοριών τους στη χώρα τους, στο λαό ως σύνολο, γιατί το έθνος πρέπει να επιβιώσει, έστω κι αν χαθούν τα αγαπημένα τους παιδιά. Σαν τη μητέρα που την ιστορία της μαθαίνουμε από μικρά, η οποία, όταν πληροφορήθηκε ότι και οι πέντε γιοι της είχαν σκοτωθεί στην ίδια μάχη, ρώτησε μόνο: "Το έθνος μας νίκησε;" και, όταν της είπαν πως είχε νικήσει, γύρισε να πάει σπίτι της χωρίς να χύσει ούτε ένα δάκρυ, λέγοντας μόνο: "Τότε είμαι ευτυχισμένη". Αυτό ακριβώς το στοιχείο —η ευγένεια του να βάζεις το σύνολο πάνω από το μέρος— δεν είναι που μας συγκινεί στη θυσία των γυναικών;»
«Τόση σοφία από στόματα νηπίων!» Ο Διηνέκης γέλασε και χτύπησε και τους δύο νέους στοργικά στον ώμο. «Όμως δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου. Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου;
»Θα σας πω μια ιστορία, νεαροί μου φίλοι, αλλά όχι εδώ και τώρα. Θα την ακούσετε στις Πύλες. Την ιστορία του βασιλιά Λεωνίδα και ένα μυστικό που εμπιστεύτηκε στη μητέρα του Αλέξανδρου, την Παράλεια. Αυτή η ιστορία θα προχωρήσει την έρευνά μας πάνω στο θάρρος και θα μας εξηγήσει πώς ο Λεωνίδας επέλεξε τελικά τους Τριακόσιους. Προς το παρόν όμως ας βάλουμε τελεία στο σαλόνι μας, αλλιώς οι Σπαρτιάτες που μας ακούνε θα πουν ότι είμαστε θηλυπρεπείς. Και θα έχουν δίκιο!»
Τώρα στο στρατόπεδο των Πυλών εμείς οι τρεις νέοι βλέπαμε τον ενωμοτάρχη μας να ανταποκρίνεται στο πρώτο φως της αυγής, να ζητά την άδεια να φύγει από το συμβού-λιο του βασιλιά, να επιστρέφει στην ενωμοτία του, να βγά-
341
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ζει το μανδύα του και να καλεί τους άντρες του σε γυμνάσια. «Όρθιοι λοιπόν». Ο Αρίστωνας πετάχτηκε πάνω, τραβώντας τον Αλέξανδρο κι εμένα από τις ασχολίες μας. «Το αντίθετο του φόβου πρέπει να είναι η δουλειά»·
Δεν πρόλαβαν ν' αρχίσουν τα γυμνάσια όταν ένα δυνατό σφύριγμα από το τείχος έθεσε σε κινητοποίηση κάθε άντρα.
Ένας κήρυκας του εχθρού φάνηκε στο φαράγγι των Στενών.
Ο απεσταλμένος φώναξε από μακριά ένα όνομα στα ελληνικά, αυτό του πατέρα του Αλέξανδρου, του πολέμαρχου Ολύμπιου. Όταν του έκαναν νόημα να πλησιάσει, είδαν ότι συνόδευε ένα μόνο αξιωματικό της πρεσβείας του εχθρού και ένα αγόρι. Ο κήρυκας τότε φώναξε άλλα τρία ονόματα Σπαρτιατών αξιωματικών, του Αριστόδημου, του Πολύνει-κου και του Διηνέκη.
Αυτοί οι τέσσερις κλήθηκαν αμέσως από τον αξιωματικό της σκοπιάς. Τόσο αυτός όσο και οι άλλοι ξαφνιάστηκαν και ένιωσαν πολύ μεγάλη περιέργεια για το αίτημα του εχθρού.
Ο ήλιος είχε ανέβει τώρα ψηλά. Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός αντρών του πεζικού των συμμάχων παρακολουθούσε από το τείχος. Ο Πέρσης πρέσβης προχώρησε μπροστά. Ο Διηνέκης τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο καπετάν Ψαμ-μίτιχος, ο Τόμμι, ο Αιγύπτιος ναυτικός που είχαμε συναντήσει και ανταλλάξει δώρα μαζί του πριν τέσσερα χρόνια στη Ρόδο. Το αγόρι, όπως αποδείχτηκε, ήταν ο γιος του. Ο νεαρός μιλούσε θαυμάσια αττικά ελληνικά και έκανε χρέη διερμηνέα .
Η σκηνή της συνάντησης "ήταν ιδιαίτερα θερμή, με άφθονα χτυπήματα στις πλάτες και με σφιξίματα χεριών. Οι Σπαρτιάτες εξέφρασαν την έκπληξή τους που ο Αιγύπτιος δεν ήταν με το στόλο. Στο κάτω κάτω ήταν ναυτικός, ένας θαλασσομάχος. Ο Τόμμι αποκρίθηκε πως μόνο ο ίδιος και
• 342 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
οι άντρες του αποσπάστηκαν να υπηρετήσουν στις χερσαίες δυνάμεις, με τη βοήθεια του αυτοκρατορικού διοικητή, μετά από δικό του αίτημα γι' αυτόν ακριβώς το συγκεκριμένο σκοπό: να ενεργήσει ως ανεπίσημος πρέσβης στους Σπαρτιάτες. Θυμόταν πάντα με αγάπη τη γνωριμία τους κι αυτό που επιθυμούσε πάνω απ' όλα ήταν να συνεισφέρει στην ευημερία τους.
Οι άντρες που είχαν περικυκλώσει το ναυτικό ήταν πάνω από εκατό. Ο Αιγύπτιος περνούσε μισό κεφάλι και τον ψηλότερο Έλληνα, η τιάρα* του από λινό πρόσθετε στο ανάστημα του. Το χαμόγελό του ήταν, όπως πάντα, λαμπερό. Έφερνε ένα μήνυμα, είπε, από το βασιλιά Ξέρξη, που είχε αναλάβει να το παραδώσει ο ίδιος στους Σπαρτιάτες. Ο Ολύμπιος, που ήταν επικεφαλής της πρεσβείας τότε στη Ρόδο, ξαναπήρε αυτή τη θέση στη διαπραγμάτευση. Πληροφόρησε τον Αιγύπτιο πως δε θα γίνονταν διαπραγματεύσεις με κάθε έθνος ξεχωριστά, γιατί όλοι οι Έλληνες ανήκαν σε ένα έθνος.
Η εύθυμη συμπεριφορά του ναυτικού δεν άλλαξε. Εκείνη τη στιγμή το κυρίως σώμα των Σπαρτιατών, με επικεφαλής τους Αλφεό και Μάρωνα, έκανε γυμνάσια με την ασπί-δα ακριβώς μπροστά από το τείχος. Δούλευαν μαζί με δυο διμοιρίες Θεσπιέων και ταυτόχρονα τους καθοδηγούσαν, Ο Τόμμι παρατήρησε τα αδέλφια λίγη ώρα εντυπωσιασμένος. «Θα αλλάξω τότε το αίτημα μου» είπε χαμογελώντας στον Ολύμπιο. «Αν με συνοδέψεις εσύ στο βασιλιά σου, το Λεωνίδα, θα παραδώσω το μήνυμά μου σ' αυτόν ως αρχηγό όλων των Ελλήνων συμμάχων».
Ο αφέντης μου αγαπούσε πολύ αυτό τον ωραίο άνθρω-πο και χάρηκε πολύ που τον ξαναείδε. «Ακόμα φοράς ατσά-
* Τιάρα: περσικό κάλυμμα του κεφαλιού. Είχε κωνικό σχήμα και τη φορούσαν σε επίσημες περιστάσεις. Σ.τ.Μ.
343
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λινα εσώρουχα;» τον ρώτησε με τη βοήθεια του νεαρού διερμηνέα .
Ο Τόμμι γέλασε και έδειξε, προς μεγάλη ευχαρίστηση των συγκεντρωμένων, ένα εσώρουχο από λινό του Νείλου. Έπειτα, με μια φιλική και ανεπίσημη χειρονομία, φάνηκε να βάζει στην άκρη το ρόλο του ως πρέσβη και μίλησε προς στιγμήν σαν άντρας προς άντρα.
«Προσεύχομαι αυτός ο θώρακας να μην μπει ποτέ ανάμεσα μας, αδέλφια». Έδειξε το στρατόπεδο, τα Στενά, τη θάλασσα. Φάνηκε να αγκαλιάζει ολόκληρη την περιοχή με την κυκλική κίνηση του χεριού του. «Ποιος ξέρει πώς θα εξελιχθεί αυτή η ιστορία. Μπορεί να εξαφανιστούν όλα, όπως η δύναμη των Δέκα Χιλιάδων στα Τέμπη. Αλλά, αν μπορώ να μιλήσω σαν φίλος σε σας τους τέσσερις μόνο, θα σας έλεγα το εξής: Μην αφήσετε τη δίψα σας για δόξα ούτε την περηφάνια σας ως στρατιωτών να σας τυφλώσουν και να μη δείτε την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει τώρα ο στρατός σας.
»Μόνο ο θάνατος σας περιμένει εδώ. Οι υπερασπιστές δεν είναι δυνατό να ελπίζουν ότι θα κρατήσουν έστω και μια μέρα μπροστά στους αμέτρητους στρατιώτες που φέρνει η Μεγαλειότητά Του εναντίον σας. Ούτε όλοι οι στρατοί της Ελλάδας θα το καταφέρουν στις επερχόμενες μάχες. Σίγουρα το ξέρετε αυτό, όπως το ξέρει και ο βασιλιάς σας». Σταμάτησε για να αφήσει το γιο του να κάνει τη μετάφραση και να μελετήσει την απάντηση στα πρόσωπα των Σπαρτιατών. «Σας εκλιπαρώ να ακούσετε αυτή τη συμβουλή, φίλοι, που σας τη δίνω από καρδιάς γιατί τρέφω το βαθύτερο σεβασμό για σας ως άτομα και για την πόλη σας, με τη μεγάλη φήμη που πράγματι της αξίζει. Δεχτείτε το αναπόφευκτο και θα διοικείστε με τιμή και σεβασμό...»
«Μπορείς να σταματήσεις εδώ, φίλε» τον διέκοψε ο Αριστόδημος.
Ο Αιγύπτιος κράτησε την ανώτερη και φιλική του στά-
• 344 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ση. «Τόσο εγώ όσο και η Μεγαλειότητά Του σας δίνουμε το λόγο μας πως, αν οι Σπαρτιάτες υποταχθούν και παραδώσουν τα όπλα τους, κανείς δε θα τιμάται περισσότερο κάτω από τη σημαία του βασιλιά. Κανένας Πέρσης δε θα πατήσει το πόδι του στη Λακεδαίμονα τώρα ή ποτέ, αυτό το ορκίζεται η Μεγαλειότητά Του. Η χώρα σας θα κυριαρχεί σε όλη την Ελλάδα. Τα στρατεύματά σας θα πάρουν τη θέση της εμπροσθοφυλακής στο στρατό της Μεγαλειότητας Του, με όλη την περιουσία και τη δόξα που επιτάσσει μια τέτοια διάκριση. Το έθνος σας απλώς θα διατυπώσει τις επιθυμίες του. Η Μεγαλειότητά Του θα τις ικανοποιήσει όλες και, αν μπορώ να ισχυριστώ ότι γνωρίζω την καρδιά του, θα κάνει κι άλλα δώρα στους νέους του φίλους, τόσο πολλά και τόσο ακριβά, πέρα από κάθε φαντασία».
Ακούγοντας τούτα, η ανάσα κάθε συμμάχου σταμάτησε στο λαιμό του. Τα μάτια καρφώθηκαν έντρομα πάνω στους Σπαρτιάτες. Αν η προσφορά του Αιγυπτίου ήταν καλής πίστης, και δεν υπήρχε λόγος να μην είναι, αυτό σήμαινε σω-τηρία για τη Λακεδαίμονα. Έπρεπε απλώς να εγκαταλείψει την υπόθεση της Ελλάδας. Ποια θα ήταν τώρα η απάντηση των αξιωματικών; Θα πήγαιναν αμέσως τον πρέσβη στο βα-σιλιά τους; Ο λόγος του Λεωνίδα ήταν νόμος, τόσο ξεχωριστή ήταν η θέση του ανάμεσα στους ομοίους και στους εφόρους.
Εκεί που δεν το περίμενε κανείς, η τύχη της Ελλάδας βρέθηκε να παραπαίει πάνω από τον γκρεμό. Οι σύμμαχοι είχαν καρφωθεί στις θέσεις τους, περιμένοντας με κομμένη την ανάσα την απάντηση των τεσσάρων πολεμιστών της Λακε-δαίμονας.
«Νομίζω» είπε ο Ολύμπιος απευθυνόμενος στον Αιγύ-πτιο μετά από ένα στιγμιαίο δισταγμό «ότι, αν η Μεγαλειότητά Του επιθυμούσε πραγματικά να κάνει φίλους τους Σπαρτιάτες, θα καταλάβαινε ότι θα του ήταν πιότερο χρή-σιμοι με τα όπλα τους παρά χωρίς αυτά».
• 345 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Εξάλλου, η πείρα μάς έχει διδάξει» πρόσθεσε ο Αριστόδημος «ότι η τιμή και η δόξα δε σου χαρίζονται με τη γραφίδα, αλλά κερδίζονται με το κοντάρι».
Το βλέμμα του στράφηκε εκείνη τη στιγμή στα πρόσωπα των συμμάχων. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν δακρύσει. Άλλοι, πάλι, φαίνονταν τόσο εξουθενωμένοι από την ανακούφιση, που μετά βίας τους κρατούσαν τα γόνατά τους. Ο Αιγύπτιος το είδε αυτό. Χαμογέλασε συγκαταβατικά. Δε φάνηκε να ξαφνιάζεται.
«Φίλοι μου, σας κουράζω με θέματα που κανονικά θα έπρεπε και πρέπει να συζητηθούν όχι εδώ μέσα, σε τόσο κόσμο, αλλά ιδιαιτέρως, ενώπιον του βασιλιά σας. Παρακαλώ, οδηγήστε με κοντά του, αν θέλετε».
«Τα ίδια θα σου πει, αδελφέ» δήλωσε ο Διηνέκης. «Και μάλιστα σε πολύ πιο ωμή γλώσσα» πετάχτηκε ένας
Σπαρτιάτης από το πλήθος. Ο Τόμμι περίμενε να κοπάσουν τα γέλια. «Μπορώ ν' ακούσω τότε αυτή την απάντηση από τα χεί
λη του βασιλιά;» «Θα μας μαστίγωνε, Τόμμι» είπε ο Διηνέκης με ένα χα
μόγελο . «Θα μας έγδερνε ζωντανούς» είπε ο ίδιος άντρας που εί
χε μπει στη μέση προηγουμένως «με το να του προτείνουμε ακόμη μια τέτοια ατιμωτική συνομιλία».
Τα μάτια του Αιγυπτίου στράφηκαν στον ομιλητή. Είδε ότι ήταν ένας ηλικιωμένος Σπαρτιάτης, ντυμένος με χιτώνα και υφαντό μανδύα, ο οποίος προχώρησε στη δεύτερη σειρά, δίπλα στον Αριστόδημο. Για μια στιγμή ο ναυτικός ξαφνιάστηκε βλέποντας το γέροντα με την γκρίζα γενειάδα, που σίγουρα κουβαλούσε στους ώμους το βάρος εξήντα τουλάχιστον καλοκαιριών, κι όμως στεκόταν με τα ρούχα του οπλίτη ανάμεσα στους άλλους πολύ νεότερους πολεμιστές.
«Παρακαλώ, φίλοι μου» συνέχισε ο Αιγύπτιος «μην απα-
• 346 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντάτε από περηφάνια ή επηρεασμένοι από το πάθος της στιγμής, αλλά επιτρέψτε μου να θέσω ενώπιον του βασιλιά σας τις μεγάλες συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης. Επιτρέψτε μου να παρουσιάσω τις φιλοδοξίες της Μεγαλειότητάς Του μακροπρόθεσμα.
»Η Ελλάδα είναι απλώς ένα σημείο εξόρμησης. Ο μεγάλος βασιλιάς κυβερνά ήδη όλη την Ασία. Στόχος του τώρα είναι η Ευρώπη. Από την Ελλάδα ο στρατός της Μεγαλειότητάς Του θα ξεκινήσει να κατακτήσει τη Σικελία και την Ιταλία και από κει τις υπόλοιπες δυτικές χώρες. Με σας στο πλευρό μας ποια δύναμη θα μπορέσει να μας αντισταθεί; Θα προχωρήσουμε θριαμβευτές μέχρι τις Ηράκλειες Στήλες κι ακόμα πιο πέρα, στα τείχη του Ωκεανού!
»Παρακαλώ, αδέλφια, αναλογιστείτε τις εναλλακτικές λύσεις που έχετε. Να παραμείνετε για την τιμή των όπλων και να συντριφτείτε, η χώρα σας να δεχτεί επιδρομή, οι γυναίκες και τα παιδιά σας να σκλαβωθούν, η δόξα της Λακεδαίμονας, για να μην πω η ίδια η υπόστασή της, να σβηστεί από προσώπου γης ή να διαλέξετε, όπως σας προτείνω, το δρόμο της σύνεσης. Να πάρετε με τιμή τη θέση που σας αρμόζει στην πρώτη γραμμή της ανίκητης πλημμυρίδας της ιστορίας. Η γη που κυβερνάτε δε θα είναι τίποτα μπροστά σ' αυτή που θα σας παραχωρήσει ο μεγάλος βασιλιάς. Ελά-τε μαζί μας, αδέλφια. Κατακτήστε μαζί μας όλο τον κόσμο! Ο Ξέρξης, ο γιος του Δαρείου, ορκίζεται ότι κανένα έθνος ή στρατός δε θα τιμηθεί περισσότερο από σας μεταξύ των στρατευμάτων της Μεγαλειότητάς Του! Κι αν, φίλοι μου Σπαρτιάτες, η εγκατάλειψη των Ελλήνων αδελφών σας σας
φαίνεται πράξη ατιμωτική, ο βασιλιάς Ξέρξης επεκτείνει την προσφορά του σε όλους τους Έλληνες. Όλοι οι Έλληνες σύμμαχοι, όποια κι αν είναι η χώρα τους, θα είναι λεύτεροι πλάι σας και θα έρχονται δεύτεροι σε τιμή μόνο από σας ανάμεσα στους κατωτέρους τους!».
• 347 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ούτε ο Ολύμπιος ούτε ο Αριστόδημος ούτε ο Πολύνεικος ούτε ο Διηνεκής ύψωσαν τη φωνή για ν' απαντήσουν. Αντί γι' αυτό, ο Αιγύπτιος τους είδε να στρέφονται με σεβασμό στο γέροντα με τον υφαντό μανδύα.
«Οποιοσδήποτε από τους Σπαρτιάτες μπορεί να μιλήσει, όχι μόνο οι πρέσβεις, αφού όλοι θεωρούμαστε όμοιοι και ίσοι απέναντι στο νόμο». Ο ηλικιωμένος προχώρησε μπροστά. «Έχω το ελεύθερο να προτείνω μια άλλη εναλλακτική λύση, η οποία είμαι σίγουρος ότι θα αντιμετωπιστεί ευνοϊκά όχι μόνο από τους Λακεδαιμονίους αλλά και από όλους τους Έλληνες συμμάχους;»
«Παρακαλώ» αποκρίθηκε ο Αιγύπτιος. «Ας παραδοθεί ο Ξέρξης σε μας» πρότεινε. «Δε θα πα
ραλείψουμε να ανταμείψουμε τη γενναιοδωρία του και θα βάλουμε αυτόν και το στρατό του μπροστάρηδες ανάμεσα στους συμμάχους μας και θα του δώσουμε όλες τις τιμές που ο ίδιος με τόση απλοχεριά προσφέρει σε όλους εμάς».
Ο Αιγύπτιος γέλασε. «Παρακαλώ, φίλοι μου, χάνουμε πολύτιμο χρόνο». Παρά
τησε το γέροντα, όχι χωρίς κάποια ανυπομονησία, και επανέλαβε το αίτημά του στον Ολύμπιο. «Οδηγήστε με αμέσως στο βασιλιά σας».
«Αποκλείεται, φίλε» απάντησε ο Πολύνεικος. «Ο βασιλιάς είναι ένας χοντρόπετσος γερο-μασκαράς»
πρόσθεσε ο Διηνέκης. «Πράγματι» μπήκε στη μέση ο ηλικιωμένος άντρας. «Εί
ναι οξύθυμος και ευέξαπτος άνθρωπος, αστοιχείωτος σχεδόν, που, όπως λένε, τις περισσότερες μέρες είναι στουπί πριν ακόμα μεσημεριάσει».
Ένα χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο του Αιγυπτίου. Έριξε μια ματιά στον αφέντη μου και στον Ολύμπιο.
«Κατάλαβα» είπε ο Τόμμι.
• 348 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Το βλέμμα του τώρα στράφηκε στον ηλικιωμένο άντρα. Ο Αιγύπτιος είχε πλέον αντιληφθεί ότι δεν ήταν άλλος από τον ίδιο το Λεωνίδα.
«Τότε, λοιπόν, σεβάσμιε φίλε» είπε ο Τόμμι στο Σπαρτιάτη βασιλιά, χαμηλώνοντας το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού, «αφού, απ' ό,τι φαίνεται, η επιθυμία μου να μιλήσω προσωπικά στο Λεωνίδα δε θα ικανοποιηθεί, από σεβασμό στο γκρίζο που βλέπω στη γενειάδα σου και στις πολλές πληγές που τα μάτια μου διακρίνουν στο σώμα σου, εσύ, φίλε μου, θα δεχτείς τούτο το δώρο από τον Ξέρξη, το γιο του Δαρείου, αντί για το βασιλιά σου».
Ο Αιγύπτιος έβγαλε από ένα πουγκί ένα ολόχρυσο κύπελλο με δύο χερούλια, ασύγκριτο σε μαστοριά και στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Είπε ότι τα σκαλίσματα πάνω του αναπαριστούσαν τον ήρωα Αμφικτύονα, στον οποίο ήταν αφιερωμένη η περιοχή των Θερμοπυλών, μαζί με τον Ηρακλή και τον Ύλα, το γιο του Ηρακλή, από όπου κατάγονταν οι Σπαρτιάτες και ο ίδιος ο Λεωνίδας. Το κύπελλο ήταν τόσο βαρύ, που ο Αιγύπτιος έπρεπε να το κρατά και με τα δυο του χέρια.
«Αν δεχτώ το γενναιόδωρο τούτο δώρο» του είπε ο Λεωνίδας «θα πρέπει να πάει στο πολεμικό θησαυροφυλάκιο των συμμάχων».
«Όπως επιθυμείς». Ο Αιγύπτιος υποκλίθηκε. «Τότε διαβίβασε την ευγνωμοσύνη των Ελλήνων στο βα
σιλιά σου. Και πες του ότι η προσφορά μου ισχύει αν οι θεοί τού χαρίσουν τη σοφία να την αποδεχτεί».
Ο Τόμμι έδωσε το κύπελλο στον Αριστόδημο, που το δέχτηκε για το βασιλιά του. Πέρασε λίγη ώρα, κατόπιν τα μάτια του Αιγυπτίου συνάντησαν τα μάτια του Ολύμπιου και μετά στράφηκαν γεμάτα σοβαρότητα στου αφέντη μου. Το βλέμμα του ναυτικού πήρε μια επίσημη έκφραση στα όρια της θλίψης. Προφανώς, αντιλήφθηκε ότι αυτό που με τόση
• 349 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
συμπόνια και ενδιαφέρον είχε αναλάβει να τους προειδοποιήσει ήταν αναπόφευκτο.
«Αν αιχμαλωτιστείτε» είπε στους Σπαρτιάτες «καλέστε με. Θα εξαντλήσω κάθε επιρροή που διαθέτω για να σας ελευθερώσω».
«Κι εσύ το ίδιο, αδελφέ» αποκρίθηκε ο Πολύνεικος, σκληρά σαν ατσάλι.
Ο Αιγύπτιος αναπήδησε ξαφνιασμένος. Ο Διηνέκης πήγε γρήγορα κοντά του και άρπαξε με θέρμη το χέρι του ναυτικού.
«Εις το επανιδείν» είπε ο Διηνέκης. «Εις το επανιδείν» αποκρίθηκε ο Τόμμι.
• 350 •
Βιβλίο έκτο
ΔΙΗΝΕΚΗΣ
24
ΦΟΡΟΥΣΑΝ ΑΝΑΞΥΡΙΔΕΣ. Περισκελίδες σε χρώμα πορφυρό, που φάρδαιναν κάτω από το γόνατο και κάλυπταν τις μπότες, που έφταναν μέχρι την κνήμη τους και ήταν από ελα-φίσιο δέρμα ή κάποιο άλλο πολύτιμο προϊόν του βυρσοδεψείου. Φορούσαν κεντημένους χιτώνες με μακριά μανίκια και από κάτω πανοπλία που θύμιζε λέπια ψαριού. Οι ανοιχτές στο πρόσωπο περικεφαλαίες τους ήταν εντυπωσιακές, από σφυρήλατο σίδερο σε σχήμα θόλου. Είχαν βάψει τα μάγουλά τους με κοκκινάδι ενώ στ' αυτιά και στο λαιμό φορούσαν κοσμήματα. Έμοιαζαν με γυναίκες, όμως η επίδραση της ενδυμασίας τους, εξωπραγματική για τους Έλληνες, δεν ήταν η περιφρόνηση αλλά ο τρόμος. Λες και αντίκριζε κανείς πρόσωπα από τον Κάτω Κόσμο, από κάποια μυθική χώρα πέρα από τον Ωκεανό, όπου το πάνω ήταν κάτω και η νύχτα μέρα. Μήπως γνώριζαν κάτι που οι Έλληνες δε γνώριζαν; Μήπως οι ελαφριές ασπίδες τους, γελοία λεπτές σε σύγκριση με τις ογκώδεις ασπίδες των Ελλήνων, εννέα κιλά βαλανιδιά και ορείχαλκος, που άρχιζαν από τους ώμους και έφταναν μέχρι το γόνατο, ήταν για κάποιο ανεξήγητο λόγο ανώτερες; Τα ακόντιά τους δεν έμοιαζαν με τα δωδε-κάμετρα των Ελλήνων, που ήταν από χοντρό ξύλο μελιάς και κρανιάς, αλλά ήταν ελαφρύτερα, λεπτότερα κι έμοιαζαν πιό-τερο με δόρατα. Πώς χτυπούσαν μ' αυτά; Μήπως τα εξακό-ντιζαν ή τα έσπρωχναν με το χέρι χαμηλά; Μήπως αυτό το
• 353 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χτύπημα ήταν πιο θανατηφόρο από εκείνο των Ελλήνων, που χτυπούσαν με το χέρι ψηλά;
Ήταν οι Μήδοι, η εμπροσθοφυλακή που θα επιτίθετο πρώτη στους συμμάχους, αν και κανείς από τους υπερασπιστές δεν το γνώριζε σίγουρα τότε. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιοι ήταν οι Πέρσες, οι Μήδοι, οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Άραβες, oι Κάρες, οι Αρμένιοι, οι Κίσσιοι, οι Καππαδόκες, oι Παφλαγόνες, οι Βάκτριοι, ούτε κανένα από τα άλλα πέντε ασιατικά έθνη, εκτός από τους Έλληνες της Ιωνίας και τους Λυδούς, τους Ινδούς, τους Αιθίοπες και τους Αιγυπτίους, που ξεχώριζαν από τα ευδιάκριτα όπλα και την πανοπλία τους. Η κοινή λογική και η συνήθης στρατηγική έλεγαν ότι οι διοικητές της αυτοκρατορίας έπρεπε να προσφέρουν σε ένα έθνος από τα στρατεύματά τους την τιμή να χύσει το πρώτο αίμα. Το σωστό ήταν επίσης, έτσι τουλάχιστον πίστευαν οι Έλληνες, ότι ένας συνετός στρατηγός που αντιμετωπίζει τον εχθρό για πρώτη φορά αυτό το καθήκον δεν το αναθέτει στο άνθος του στρατού του —στην περίπτωση της Μεγαλειότητάς Του στους Δέκα Χιλιάδες, στην περσική βασιλική φρουρά που είναι γνωστή ως Αθάνατοι—,αλλά κρατά τους επίλεκτους αυτούς στρατιώτες σε επιφυλακή για την περίπτωση που θα συμβεί κάτι απρόσμενο.
Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η στρατηγική που είχαν υιοθετήσει ο Λεωνίδας και οι σύμμαχοι διοικητές. Κράτησαν τους Σπαρτιάτες πίσω και μετά από πολλές συζητήσεις αποφάσισαν να τιμήσουν τους θεσπιείς. Αυτοί θα τοποθετούνταν πρώτοι. Και τώρα, το πρωινό της πέμπτης μέρας, ήταν παραταγμένοι στους στοίχους τους, εξήντα τέσσερις ασπίδες πλάτος, στην «ορχήστρα» που σχημάτιζαν τα Στενά στην κορφή του τριγώνου, με το τείχος του βουνού από τη μια, τα απόκρημνα βράχια που έφταναν στη θάλασσα από την άλλη και το νεοανεγερθέν τείχος των Φωκέων
• 354 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πίσω. Το πεδίο της μάχης βρισκόταν σε ένα αμβλυγώνιο που το μεγαλύτερο βάθος του βρισκόταν κατά μήκος της νότιας πλευράς, αυτής που ακουμπούσε στο βουνό. Σ' αυτό το σημείο είχαν τραβηχτεί οι Θεσπιείς σε βάθος δεκαοχτώ ασπίδων. Στην άλλη άκρη, κατά μήκος του γκρεμού που έβλεπε στη θάλασσα, οι ασπίδες τους είχαν τοποθετηθεί αραιά σε βάθος δέκα. Η δύναμη των Θεσπιέων αριθμούσε συνολικά γύρω στους επτακόσιους άντρες.
Πίσω τους ακριβώς, πάνω στο τείχος, ήταν παραταγμένοι οι Σπαρτιάτες, οι Φλιάσιοι και οι Μυκηναίοι, σε σύνολο εξακοσίων αντρών. Πίσω τους στέκονταν τα υπόλοιπα συντάγματα των συμμάχων, ομοίως παραταγμένα με πλήρη πανοπλία.
Δυο ώρες είχαν περάσει από τη στιγμή που φάνηκε ο εχθρός, τέσσερα στάδια περίπου από το δρόμο της Τραχί-νας, κι ακόμα δεν είχε κάνει καμιά κίνηση. Εκείνο το πρωινό ήταν πολύ ζεστό. Ο δρόμος χαμηλά φάρδαινε και σε ένα σημείο έφτανε το πλάτος της αγοράς μιας μικρής πόλης. Εκεί, ακριβώς μετά την αυγή, οι σκοποί είχαν δει τους Μή-δους να συγκεντρώνονται. Ήταν περίπου τέσσερις χιλιάδες. Όμως αυτοί ήταν απλώς ο αντίπαλος που μπορούσαν να δουν. Η πλαγιά του βουνού έκρυβε την οπισθοφυλακή και τα παραταγμένα στρατεύματα πιο πέρα. Στ' αυτιά τους έφταναν οι ήχοι από τις σάλπιγγες του εχθρού και οι διαταγές των αξιωματικών του, που τοποθετούσαν στις θέσεις τους όλο και περισσότερους άντρες πέρα από την πλαγιά. Πόσες χιλιάδες ήταν άραγε αυτοί που δε φαίνονταν;
Ο χρόνος κυλούσε. Οι Μήδοι συνέχισαν να παρατάσσονται, αλλά δεν προχωρούσαν. Οι Έλληνες σκοποί άρχισαν να τους βρίζουν. Πίσω στα Στενά η ζέστη και άλλες σωματικές ανάγκες άρχιζαν να εκνευρίζουν τους Έλληνες, που είχαν χάσει την υπομονή τους. Δεν είχε νόημα να ιδροκοπάνε κάτω από το βάρος της αρματωσιάς τους. «Βγάλτε τες, αλ-
• 355 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λά να είστε έτοιμοι να τις ξαναβάλετε!» Ο Διθύραμβος, ο αρχηγός των Θεσπιέων, επανέλαβε τη διαταγή στους συμπατριώτες του στην τραχιά γλώσσα της πόλης του. Βοηθητικοί και υπηρέτες έτρεξαν ανάμεσα στους στοίχους για να βοηθήσει ο καθένας τον αφέντη του να ξεφορτωθεί το θώρακα και την περικεφαλαία. Οι σπολάδες χαλάρωσαν λιγάκι. Οι ασπίδες αναπαύονταν ήδη στα γόνατα. Οι άντρες έβγαλαν τους μάλλινους πίλους που φορούσαν κάτω από την περικεφαλαία και τους έστυψαν σαν πανιά του μπάνιου, γιατί ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Τα ακόντια τοποθετήθηκαν στη θέση της ανάπαυσης, με τη μύτη στο χώμα, κι έτσι όπως ήταν μαζεμένα έμοιαζαν με σιδερένιο αναποδογυρισμένο δάσος. Οι διοικητές επέτρεψαν στους άντρες να γονατίσουν. Βοηθητικοί με ασκιά νερού τριγύριζαν, ανακουφίζοντας τους τσουρουφλισμένους άντρες. Στοίχημα πως πολλά ασκιά περιείχαν πολύ πιο δυνατό δροσιστικό από αυτό που μαζεύει κανείς από μια πηγή.
Καθώς η καθυστέρηση τραβούσε, η αίσθηση του εξωπραγματικού μεγάλωσε. Μήπως ήταν άλλος ένας ψεύτικος συναγερμός, όπως τις προηγούμενες τέσσερις μέρες; Μήπως οι Πέρσες δεν επιτίθεντο καθόλου τελικά;
«Μην έχετε τέτοιες ψευδαισθήσεις!» γάβγισε ένας αξιωματικός .
Οι άντρες, με τα μάτια θολά και τσουρουφλισμένοι από τον ήλιο, συνέχισαν να κοιτάζουν το Λεωνίδα και τους άλλους διοικητές πάνω στο τείχος. Τι να έλεγαν άραγε; Μήπως τους διέταζαν να αποσυρθούν;
Ακόμα και ο Διηνέκης δεν έκρυβε την ανυπομονησία του. «Γιατί στον πόλεμο δεν μπορείς να κοιμηθείς όταν το θέλεις και δεν μπορείς να μείνεις ξυπνητός όταν πρέπει;» Ξεκίνησε με σκοπό να πει μερικά ενθαρρυντικά λόγια στην ενωμοτία του, όταν από τις μπροστινές σειρές υψώθηκε μια φωνή τόσο δυνατή, που έκοψε την κουβέντα του στη μέση.
• 356 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Τα μάτια όλων στράφηκαν προς τον ουρανό. Οι Έλληνες κατάλαβαν τώρα τι είχε προκαλέσει την καθυστέρηση.
Εκεί, αρκετές εκατοντάδες πόδια ψηλά και μια κορυφογραμμή πιο πέρα, μια ομάδα Περσών υπηρετών, συνοδευόμενη από μερικούς Αθανάτους, έφτιαχνε μια εξέδρα και ένα θρόνο. «Ανάθεμά τον!» είπε μορφάζοντας ο Διηνέκης. «Είναι ο νεαρός με τα πορφυρά παπάρια αυτοπροσώπως».
Ψηλά, πάνω από τα στρατεύματα, ένας άντρας μεταξύ τριάντα και σαράντα ετών φαινόταν καθαρά. Φορούσε πορφυρό χιτώνα με χρυσά κρόσσια και ανέβαινε την εξέδρα για να πάρει τη θέση του πάνω στο θρόνο. Η απόσταση θα ήταν οχτακόσια πόδια, προς τα πάνω και πίσω, αλλά ακόμα κι από τόσο μακριά ήταν αδύνατο να μην καταλάβει κανείς την εκπληκτική ομορφιά και το αρχοντικό παράστημα του Πέρ-ση μονάρχη. Ούτε μπορούσε να παρερμηνεύσει τη μεγάλη σιγουριά στις κινήσεις του έστω κι από τόση απόσταση. Έμοιαζε με κάποιον που είχε έρθει να παρακολουθήσει ένα θέαμα. Ένα ευχάριστο ψυχαγωγικό πρόγραμμα, που το τέλος του ήταν ήδη γνωστό και υποσχόταν αρκετή διασκέδαση. Κάθισε στη θέση του. Οι υπηρέτες του κρατούσαν ένα αλεξήλιο. Διακρίναμε καθαρά ένα τραπέζι με δροσιστικά που βρισκόταν δίπλα του και στα αριστερά του μερικά γραφεία, πίσω από τα οποία στέκονταν ισάριθμοι γραφείς.
Αισχρές χειρονομίες και δυνατές βρισιές ακούστηκαν από τέσσερις χιλιάδες ελληνικά λαρύγγια.
Η Μεγαλειότητά Του σηκώθηκε με ψυχραιμία σε απάντηση των αποδοκιμασιών. Κούνησε το χέρι με χάρη και με αστείο τρόπο, έτσι μου φάνηκε, λες και αναγνώριζε την κολακεία των υπηκόων του. Υποκλίθηκε επιδεικτικά. Αν και η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη, φάνηκε να χαμογελά. Χαιρέ-τησε τους αρχηγούς του στρατού του και κάθισε βασιλικά πάνω στο θρόνο του.
Η θέση μου ήταν πάνω στο τείχος, τριάντα θέσεις από την
• 357 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αριστερή πτέρυγα που εφαπτόταν στο βουνό. Μπορούσα να δω, όπως όλοι οι Θεσπιείς που ήταν μπροστά στο τείχος και κάθε Λακεδαιμόνιος, Μυκηναίος και Φλιάσιος που ήταν πάνω του, τους αρχηγούς του εχθρού, που προχωρούσαν τώρα κάτω από τον ήχο των σαλπίγγων τους να πάρουν τη θέση τους μπροστά από τους παραταγμένους άντρες του πεζικού. Θεέ μου, τι όμορφοι που ήταν. Ήταν οι διοικητές έξι μεραρχιών και μου φάνηκαν ο ένας ψηλότερος και αρχοντικότερος από τον άλλον. Αργότερα μάθαμε ότι δεν ήταν το άνθος της μηδικής αριστοκρατίας, αλλά ότι οι στοίχοι τους είχαν ενισχυθεί από τους γιους και τους αδελφούς εκείνων που είχαν σφαχτεί πριν δέκα χρόνια από τους Έλληνες στο Μαραθώνα. Ωστόσο αυτό που πάγωνε το αίμα ήταν η συμπεριφορά τους. Τίποτα δε φαινόταν να τους κρατάει πια, η τόλμη τους έφτανε στα όρια της περιφρόνησης. Με μια τους έφοδο θα καθάριζαν τους αμυνόμενους, έτσι τουλάχιστον νόμιζαν. Το κρέας του γεύματός τους ψηνόταν ήδη στο στρατόπεδο. Θα μας διέλυαν χωρίς να χύσουν σταγόνα ιδρώτα και μετά θα γύριζαν να φάνε με την άνεσή τους.
Κοίταξα τον Αλέξανδρο. Το μέτωπό του γυάλιζε, ήταν κά-τωχρος και ανάσαινε με δυσκολία. Τον έπιασε κρίση άσθματος. Η ανάσα του έβγαινε με θόρυβο, υπέφερε πολύ. Ο αφέντης μου στεκόταν πλάι του, ένα βήμα μπροστά. Η προσοχή του Διηνέκη ήταν στραμμένη στους Μήδους, που οι πυκνές γραμμές τους γέμιζαν τώρα τα Στενά και φαίνονταν να εκτείνονται προς τα πίσω, πέρα από το δρόμο, από όπου δε φαίνονταν πια. Δεν έδειξε ωστόσο να συγκινείται. Τους παρατηρούσε από απόψεως στρατηγικής, υπολόγιζε ψυχρά τον εξοπλισμό τους και τη συμπεριφορά των αξιωματικών τους, το στήσιμο και την απόσταση των στοίχων τους. Ήταν θνητοί σαν κι εμάς. Κοιτούσαν άραγε με δέος, όπως εμείς, το στρατό που στεκόταν απέναντι τους; Ο Λεωνίδας έλεγε και ξανάλεγε στους αξιωματικούς των Θεσπιέων ότι οι ασπίδες,
• 358 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
οι κνημίδες και οι περικεφαλαίες των αντρών τους έπρεπε ν' αστράφτουν όσο γινόταν πιο πολύ. Και τώρα γυάλιζαν πραγματικά σαν καθρέφτες. Πάνω από τη στεφάνη της χαλ-κοπρόσωπης ασπίδας τους η περικεφαλαία έλαμπε με μεγαλοπρέπεια, ενώ το ψηλό λοφίο στην κορφή της, έτσι καθώς έτρεμε και σειόταν από την αύρα, δε δημιουργούσε μόνο την εντύπωση ενός επίφοβου ύψους και παραστήματος αλλά τους πρόσδιδε και μια όψη φοβερή, που δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Έπρεπε να το δει κανείς για να το καταλάβει.
Αυτό που συνέβαλλε περισσότερο στο θέατρο του τρόμου που παρουσίαζε η ελληνική φάλαγγα ήταν οι κενές, ανέκφραστες προσωπίδες των ελληνικών περικεφαλαίων, με τις ορειχάλκινες μύτες τους χοντρές όσο το μεγάλο δάχτυλο ενός χεριού, τα αστραφτερά σημεία όπου υποτίθεται ότι ήταν τα μάγουλά τους και τις ζοφερές τρύπες των ματιών τους. Κάλυπταν όλο το πρόσωπο και έδιναν στον εχθρό την αίσθηση ότι δεν αντιμετώπιζε πλάσματα με σάρκα και οστά όπως αυτός, αλλά κάποια στοιχειωμένη, άτρωτη μηχανή, άσπλαχνη και ακατανίκητη. Δεν είχαν περάσει δυο ώρες που γελούσα με τον Αλέξανδρο καθώς έβαζε την περικεφαλαία του πάνω από το μάλλινο κάλυμμα. Πόσο γλυκός και μικρός μου φάνηκε για μια στιγμή, με την περικεφαλαία πάνω στο κεφάλι του, που τόνιζε ακόμα πιο πολύ τα νεανικά, σχεδόν γυναικεία χαρακτηριστικά του προσώπου του. Μετά με μια σταθερή κίνηση του δεξιού του χεριού κατέβασε την προσωπίδα, πάραυτα ό,τι ανθρώπινο υπήρχε στο πρόσωπό του εξαφανίστηκε, τα όμορφα εκφραστικά του μάτια έγιναν δυο αόρατες σκοτεινές λίμνες χωμένες μέσα στις τρομακτικές ορειχάλκινες κόγχες. Κάθε συμπόνια πέταξε ευθύς από την όψη του και αντικαταστάθηκε από την άδεια προσωπίδα του φόνου. «Βγάλ' την» φώναξα «με τρομάζεις». Δεν ήταν αστείο.
359
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Αυτό λογάριαζε τώρα ο Διηνέκης, την επίδραση της ελληνικής πανοπλίας πάνω στον εχθρό. Τα μάτια του αφέντη μου εξερεύνησαν τις σειρές του αντιπάλου. Έβλεπες λεκέδες από ούρα να μαυρίζουν το μπροστινό μέρος των περι-σκελίδων πολλών αντρών. Οι κορυφές από τα δόρατα έτρεμαν εδώ κι εκεί. Τώρα οι Μήδοι ήταν σε πλήρη σχηματισμό. Κάθε στοίχος είχε βρει το σημάδι του, κάθε διοικητής τη θέση του.
Πέρασαν κι άλλες ατέλειωτες στιγμές. Όλοι είχαν πετρώσει από τον τρόμο. Τώρα άρχισαν να σπάνε τα νεύρα· το αίμα είχε φτάσει στο κεφάλι. Τα χέρια ήταν υγρά, δεν ένιωθαν τα μέλη τους. Ένας φαινόταν να μην μπορεί να βαστάξει το βάρος του σώματός του. Άλλος άκουγε την ίδια του τη φωνή να επικαλείται τους θεούς και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ο ήχος ήταν στο κεφάλι του ή φώναζε ξεδιάντροπα δυνατά.
Η θέση από όπου παρακολουθούσε η Μεγαλειότητά Του ήταν ίσως πολύ ψηλά στο βουνό, για να δει τι έγινε στη συνέχεια, ποια θεϊκή δύναμη επέσπευσε τη σύγκρουση. Συνέβη το εξής: Εντελώς ξαφνικά ένας λαγός πετάχτηκε από τα βράχια και έτρεξε κατευθείαν ανάμεσα στους δύο στρατούς, τριάντα πόδια περίπου από το διοικητή των Θεσπιέων, τον Ξενοκρατίδη, που στεκόταν μπροστά από τους άντρες του, ανάμεσα στους αξιωματικούς του, το Διθύραμβο και τον Πρωτοκρέοντα. Φορούσαν όλοι τις περικεφαλαίες τους. Στη θέα του θηράματος που έτρεχε σαν τρελό, η Στύγα, το κυνηγόσκυλο, που γάβγιζε ήδη μανιασμένα καθώς πηγαινοερχόταν στη δεξιά πτέρυγα του ελληνικού σχηματισμού, όρμησε τώρα σαν βέλος στη μέση. Το αποτέλεσμα θα ήταν κωμικό αν οι Έλληνες δε θεωρούσαν αυτό το γεγονός σημάδι θεϊκό και δεν περίμεναν με κομμένη την ανάσα την εξέλιξή του.
Ο ύμνος στην Άρτεμη που τραγουδούσαν τα στρατεύματα έμεινε στη μέση. Ο λαγός άρχισε να τρέχει προς την πρώ-
• 360 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τη γραμμή των Μήδων, με τη Στύγα να τον κυνηγά σαν Λυσσασμένη. Τα δυο ζώα έμοιαζαν με δυο μουντζούρες που ούρλιαζαν. Τα σύννεφα της σκόνης που σηκώνονταν από τα πόδια τους κρέμονταν στον αέρα ακίνητα, ενώ τα σώματά τους, τεντωμένα καθώς έτρεχαν, έφευγαν σαν αστραπή μπροστά από αυτά. Ο λαγός έτρεχε κατευθείαν προς τους παραταγμένους Μήδους, οι οποίοι μόλις τον είδαν να πλησιάζει πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να πέφτουν από το ένα άκρο ίσαμε το άλλο, καθώς ο λαγός έκανε επιτόπια στροφή με όλη του την ταχύτητα. Η Στύγα έπεσε σαν αστραπή πάνω του. Τα σαγόνια του κυνηγόσκυλου φάνηκαν να κόβουν τη λεία τους στα δύο, αλλά, προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο λαγός κατάφερε να ελευθερωθεί σώος και αβλαβής και ώσπου να ανοιγοκλείσεις τα μάτια είχε αναπτύξει όλη του την ταχύτητα.
Άρχισε τότε ένα κυνηγητό όλο ζιγκ ζαγκ, που κράτησε Λιγότερο από δώδεκα καρδιοχτύπια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο λαγός και το κυνηγόσκυλο διέσχισαν τρεις φορές το ουδενός χωρίον* ανάμεσα στους δυο στρατούς. Ο λαγός μπορούσε να ξεφύγει ανεβαίνοντας στο βουνό, τα μπροστινά του πόδια είναι πιο κοντά από τα πίσω. Το κυνηγημένο ζωάκι προσπάθησε να ανέβει το τείχος του βουνού, αλλά η πλαγιά ήταν πολύ απότομη. Τα ποδαράκια του γλι-στρούσαν, κατρακύλησε και έπεσε κάτω. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο το σώμα του κρεμόταν άψυχο ανάμεσα στα σαγόνια της Στύγας.
Μια χαρούμενη κραυγή ξέφυγε από το λαιμό των τεσσάρων χιλιάδων Ελλήνων, σίγουροι ότι αυτό ήταν οιωνός νίκης, η απάντηση στον ύμνο που είχε τόσο απότομα διακοπεί. Όμως τώρα από τις σειρές των Μήδων προχώρησαν δυο τοξότες. Καθώς η Στύγα επέστρεφε, αναζητώντας το αφε-
* Ο ουδέτερος χώρος ανάμεσα στα εχθρικά στρατεύματα. Σ.τ.Μ.
• 361 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ντικό της για να του δείξει το έπαθλο, δυο βέλη από καλάμι, που ρίχτηκαν δεκαοχτώ μέτρα περίπου και που τραβήχτηκαν ταυτόχρονα, καρφώθηκαν στο πλευρό και στο λαιμό του ζώου. Το κυνηγόσκυλο έπεσε με τα πόδια ψηλά μέσα στο χώμα.
Μια κραυγή αγωνίας και πόνου βγήκε από το Σκιρίτη που όλοι είχαν καταλήξει να φωνάζουν Κυνηγόσκυλο. Για μερικές αγωνιώδεις στιγμές ο σκύλος του σφάδαζε, χτυπημένος θανάσιμα από τα βέλη του εχθρού. Ακούσαμε το διοικητή του εχθρού να φωνάζει μια διαταγή στη γλώσσα του. Αμέσως χίλιοι Μήδοι σήκωσαν τα τόξα τους. «Έρχονται!» φώναξε κάποιος από το τείχος. Κάθε ελληνική ασπίδα σηκώθηκε αμέσως ψηλά. Αυτός ο ήχος, που δεν είναι ήχος αλλά σιωπή, σαν να σκίζεται ύφασμα στον αέρα, διακόπηκε τώρα από το θόρυβο που έκαναν τα χέρια των τοξοτών του εχθρού, καθώς άρπαζαν τα όπλα τους, τα τέντωναν και ελευθέρωναν τα βέλη με τις τρεις ορειχάλκινες μύτες στον αέρα, τραγουδιστές σαΐτες που πετούσαν κατευθείαν μπροστά.
Ενώ το σαγιτοβόλι διέγραφε την τροχιά του στον αέρα, ο διοικητής των Θεσπιέων Ξενοκρατίδης άδραξε την ευκαιρία. «Για το Δία τον Κεραυνόχαρο και τη Νίκη!» φώναξε βγάζοντας το στεφάνι από το μέτωπό του και τραβώντας απότομα την περικεφαλαία του σε θέση μάχης, καλύπτοντας, εκτός από τις σχισμές των ματιών, ολόκληρο το πρόσωπο. Μέσα σε μια στιγμή κάθε Έλληνας έκανε το ίδιο. Χίλια βέλη έπεσαν βροχή πάνω τους σαν ένας φονικός κατακλυσμός. Η σάλπιγγα μούγκρισε. «Θεσπιές!»
Από την κορυφή του τείχους όπου στεκόμουν φαινόταν ότι οι Θεσπιείς απείχαν απ' τον εχθρό όσο δυο καρδιοχτύπια. Οι μπροστινές σειρές τους έπληξαν τους Μήδους όχι με τον ήχο του κεραυνού, ορείχαλκος πάνω σε ορείχαλκο, που ήξεραν οι Έλληνες από τις μεταξύ τους συγκρούσεις, αλλά με ένα λιγότερο δραματικό, σχεδόν αρρωστημένο κρότο, λες
• 362 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
και δέκα χιλιάδες ώριμα τσαμπιά έσπαζαν στις χούφτες του αμπελουργού, καθώς οι μεταλλικές επιφάνειες των ελληνικών ασπίδων συγκρούστηκαν με το τείχος από λυγαριά* που υψώθηκε από τους Μήδους. Ο εχθρός κλονίστηκε και παραπάτησε. Τα ακόντια των Θεσπιέων σηκώθηκαν και χτύπησαν. Μέσα σε μια στιγμή η ζώνη του θανάτου σκοτείνιασε από τον ανεμοστρόβιλο της σκόνης που είχε σηκωθεί.
Οι Σπαρτιάτες στην κορφή του τείχους στέκονταν ακίνητοι καθώς αυτή η ιδιόρρυθμη πίεση των στοίχων, κοιλιά με κοιλιά, ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια τους. Οι τρεις πρώτες σειρές των Θεσπιέων είχαν πέσει πάνω στον εχθρό και τον έσπρωχναν σαν κινούμενο τείχος. Οι επόμενες σειρές, η τέταρτη, η πέμπτη, η έκτη, η έβδομη, η όγδοη και οι άλλες, που ανάμεσα τους είχε δημιουργηθεί κενό, συμπυκνώθηκαν, πέφτοντας κατά κύματα και πιέζοντας η μία την άλλη, καθώς κάθε άντρας σήκωνε την ασπίδα του ψηλά και την τοποθετούσε όσο πιο καλά τού επέτρεπαν τα τρεμάμενα πόδια του στην πλάτη του συντρόφου που ήταν μπροστά του. Με τον αριστερό του ώμο καλυμμένο από την ασπίδα του, στηρίζοντας τις σόλες και τα δάχτυλα των ποδιών του στη γη για να ανασηκωθεί, έσπρωχνε με όλη του τη δύναμη μέσα σε κείνο το πανδαιμόνιο. Η καρδιά σταματούσε από δέος, καθώς κάθε πολεμιστής των Θεσπιέων επικαλούνταν τους θεούς του, τις ψυχές των παιδιών του, τη μητέρα του, κάθε οντότητα, ευγενική ή παράξενη, που φανταζόταν ότι μπορούσε να τον βοηθήσει και, ξεχνώντας τη δική του ζωή, βάδιζε με απίστευτο κουράγιο μέσα στο φονικό όχλο.
Κι εκεί που πριν λίγο έβλεπε κανείς παραταγμένους στρα-τούς, στοίχους και γραμμές και άτομα ακόμα, μέσα σε ένα καρδιοχτύπι έγιναν όλα κουβάρι και άρχισε η ανθρωποσφα-
* Η περσική ασπίδα, που ονομαζόταν γέρρον, ήταν μακρόστενη, κατασκευασμένη από πλεγμένα κλαδιά λυγαριάς και σκεπασμένη με δέρμα βοδιού. Σ.τ.Μ.
• 363 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γή. Οι εφεδρείες των Θεσπιέων δεν κρατήθηκαν άλλο. Όρμησαν κι αυτές και άρχισαν να προσθέτουν το βάρος των στοίχων τους στις πλάτες των αδελφών τους, σπρώχνοντας με όλη τους τη δύναμη τη συμπαγή μάζα του εχθρού.
Από πίσω οι βοηθοί των Θεσπιέων χόρευαν σαν μυρμήγκια στην κατσαρόλα, χωρίς καμία τάξη και εντελώς άοπλοι. Μερικοί οπισθοχωρούσαν τρομοκρατημένοι, άλλοι ορμούσαν προς τα μπρος, φωνάζοντας ο ένας στον άλλο να κάνουν κουράγιο και να μην παρατήσουν τους άντρες που υπηρετούσαν. Εναντίον αυτών των υπηρετών ταξίδευαν τώρα μια δεύτερη και μια τρίτη βροχή από βέλη, που πετούσαν οι συγκεντρωμένοι τοξότες του εχθρού που βρίσκονταν πίσω από τους ακοντιστές τους, εκτοξεύοντας τις σαίτες τους πάνω από τα πλουμιστά κεφάλια των συντρόφων τους. Τα χαλκο-μύτικα μπήγονταν στο χώμα και δημιουργούσαν ένα ακανόνιστο αλλά ευδιάκριτο μέτωπο σαν μια απαγορευτική γραμμή στη θάλασσα. Σε μια στιγμή το παραπέτασμα του θανάτου υποχώρησε, καθώς οι Μήδοι τοξότες μετακινήθηκαν στα μετόπισθεν των ακοντιστών τους, διατηρώντας ένα κενό για να μπορούν να επικεντρώνουν τις βολές τους στη μάζα των επιτιθέμενων Ελλήνων και να μην τις σπαταλούν εκτοξεύοντας βέλη πάνω από τα κεφάλια τους. Ένας βοηθός των Θεσπιέων έπεσε χωρίς να το θέλει στην απαγορευμένη γραμμή. Ένα χαλκομύτικο καρφώθηκε στο πόδι του. Άρχισε να χοροπηδά, ουρλιάζοντας από τον πόνο και βρίζοντας τον εαυτό του ηλίθιο.
«Εμπρός στο Βράχο του Λέοντος!» Με μια κραυγή, ο Λεωνίδας εγκατέλειψε τη θέση του πά
νω στο τείχος και κατέβηκε την πέτρινη πλαγιά, την οποία είχε χτίσει επίτηδες με κατηφορική κλίση. Μετά από λίγο βρέθηκε μπροστά στους Σπαρτιάτες, στους Μυκηναίους και στους Φλιάσιους. Ήταν η σειρά τους τώρα, καθώς η «ζώνη βολής» των χαλκοκέφαλων του εχθρού υποχωρούσε κάτω
• 364 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
από το έξαλλο σπρώξιμο των Θεσπιέων, διατηρώντας τις γραμμές τους που είχαν σχηματίσει πενήντα φορές τις τέσσερις προηγούμενες μέρες. Παρατάχθηκαν έτοιμοι για δράση μπροστά στο τείχος.
Κατά μήκος της πρόσοψης του βουνού αριστερά, τρεις βράχοι, δυο φορές το ύψος ενός ανθρώπου ο καθένας, ώστε να διακρίνονται καθαρά στη σκόνη της μάχης, είχαν επιλεγεί ως σημεία αναφοράς.
Ο Βράχος της Σαύρας, που είχε ονομαστεί έτσι από μια ατρόμητη αντιπρόσωπο του είδους, η οποία λιαζόταν πάνω του, ήταν ο πιο μακρινός από το τείχος των Φωκέων και ο πλησιέστερος στα Στενά, γύρω στα εκατόν πενήντα πόδια από το στόμιο του περάσματος. Εκεί οριζόταν η γραμμή πέρα από την οποία δεν επιτρεπόταν να προχωρήσει ο εχθρός. Μετά από δοκιμές με δικούς μας άντρες γνωρίζαμε ότι ανάμεσα σ' αυτό το σύνορο και στα Στενά χωρούσαν χίλιοι στρατιώτες του εχθρού πυκνοπαραταγμένοι. Χίλιοι, όπως πρόσταξε ο Λεωνίδας, θα ήταν καλεσμένοι στο χορό. Εκεί, στο Βράχο της Σαύρας, θα τους επιτίθεντο και θα ανέκοπταν την προέλαση τους.
Ο Βράχος του Στέμματος, ο δεύτερος από τους τρεις, που βρισκόταν εκατό πόδια πίσω από της Σαύρας, καθόριζε τη γραμμή όπου θα παρατασσόταν κάθε εφεδρικό απόσπασμα λίγο πριν ορμήσει στη μάχη.
Ο Βράχος του Λέοντος ήταν ο τελευταίος και βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το τείχος. Σημάδευε τη γραμμή αναμονής — το κεκλιμένο επίπεδο των δρομέων, όπου παρατασσόταν κάθε εφεδρική μονάδα, αφήνοντας αρκετό χώρο ανάμεσα σ' αυτή και εκείνους που πολεμούσαν στις πίσω σειρές των μαχητών, ώστε να μπορούν να κινηθούν, να υποχωρήσουν αν ήταν απαραίτητο, να συγκεντρωθούν, να υποστηρίξει η μία πτέρυγα την άλλη και για να μεταφέρονται εκεί οι τραυματίες.
• 365 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Κατά μήκος αυτού του συνόρου, λοιπόν, πήραν θέση οι Σπαρτιάτες, οι Μυκηναίοι και οι Φλιάσιοι. «Διορθώστε τη γραμμή!» φώναξε ο πολέμαρχος Ολύμπιος. «Κλείστε τα κενά σας!» Περιφερόταν μπροστά στη γραμμή, περιφρονώντας τη βροχή από τα βέλη, φωνάζοντας στους διοικητές της μόρας του, οι οποίοι μετέφεραν τις διαταγές στους άντρες τους.
Ο Λεωνίδας, πιο μπροστά ακόμα κι απ' τον Ολύμπιο, προσπαθούσε μέσα από τη σκόνη να παρακολουθήσει την εξέλιξη της φοβερής μάχης που δινόταν μπροστά στα Στενά. Ο θόρυβος, αν μη τι άλλο, είχε μεγαλώσει. Η κλαγγή του σπαθιού και του ακοντίου πάνω στην ασπίδα, ο ήχος του ορειχάλκινου ομφαλού της, που έμοιαζε με πένθιμο κουδούνισμα, οι κραυγές των αντρών, οι δυνατοί κρότοι καθώς τα δόρατα τσακίζονταν από την πρόσκρουση και έσπαζαν στα δυο. Όλοι αυτοί οι θόρυβοι ηχούσαν και αντηχούσαν ανάμεσα στο πρόσωπο του βουνού και στα Στενά, κάτι σαν θέατρο θανάτου που περιτειχιζόταν από τα αμφιθεατρικά του βράχια. Ο Λεωνίδας, ακόμα στεφανωμένος, με την περικεφαλαία του ψηλά, γύρισε και έκανε νόημα στον πολέμαρχο.
«Ασπίδες αποθέσατε!» αντήχησε δυνατή η φωνή του Ολύμπιου. Σε όλη τη σπαρτιατική γραμμή οι ασπίδες χαμήλωσαν και στήθηκαν όρθιες στη γη, με την πάνω στεφάνη να ταλαντεύεται ανάμεσα στο μηρό κάθε άντρα και στις λαβές, έτοιμες προς χρήση. Όλες οι περικεφαλαίες ήταν πάνω, τα πρόσωπα των αντρών εκτεθειμένα. Δίπλα στο Διηνέκη, ο Βίαντας, που διοικούσε οχτώ άντρες, χοροπηδούσε σαν ψύλλος. «Αυτό είναι, αυτό είναι, αυτό είναι».
«Αντρες, προσοχή!» Ο Διηνέκης έκανε μερικά βήματα μπροστά για να τον δουν οι πολεμιστές του. «Αφήστε κάτω αυτές τις πιατέλες». Στην τρίτη σειρά ο Αρίστωνας ήταν εκτός εαυτού και κρατούσε ακόμα την ασπίδα του ψηλά. Ο Διηνέκης πήγε κοντά του και τον χτύπησε με την επίπεδη επιφάνεια του ραβδιού του. «Επίδειξη κάνεις;» Ο νέος τα έχα-
• 366 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σε, σκαρδάμυσε σαν παιδί που ξυπνά μετά από έναν εφιάλτη. Για όσο διάστημα κρατάει ένα καρδιοχτύπι ήταν φανερό ότι δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Διηνέκης ή τι ήθελε. Έπειτα, με ένα αναπήδημα και ενώ το πρόσωπό του έπαιρνε μια σαστισμένη έκφραση, ξαναβρήκε τον εαυτό του και κατέβασε την ασπίδα του σε θέση ανάπαυσης πάνω στο γόνατό του.
Ο Διηνέκης προχώρησε μπροστά στους άντρες. «Όλα τα μάτια πάνω μου! Εδώ, αδέλφια!» ακούστηκε η φωνή του, τραχιά και βραχνή. Όλοι οι πολεμιστές γνώριζαν ότι αυτό το πάθαιναν όταν η γλώσσα τους γινόταν πετσί. «Εμένα κοιτάξτε, μην κοιτάτε τη μάχη».
Οι άντρες απόστρεψαν το βλέμμα τους από το αίμα και τη σφαγή που γινόταν ένα βράχο μπροστά τους. Ο Διηνέκης στάθηκε ενώπιόν τους, με την πλάτη στον εχθρό. «Αυτό που συμβαίνει κι ένας τυφλός θα το καταλάβαινε από τον ήχο». Η φωνή του Διηνέκη ακουγόταν παρά το θόρυβο από τα Στενά. «Οι ασπίδες του εχθρού είναι πολύ μικρές και πολύ ελαφριές. Δεν μπορούν μ' αυτές να προστατέψουν τον εαυτό πους. Οι Θεσπιείς τους κομματιάζουν». Οι άντρες συνέχισαν να ρίχνουν κλεφτές ματιές προς τη μάχη. «Εμένα να κοιτάτε! Εδώ τα φανάρια σας, ανάθεμά σας! Ο εχθρός δεν έσπασε ακόμα. Νιώθουν τα μάτια του βασιλιά τους πάνω τους. θερίζονται σαν τα στάχυα, αλλά δεν έχουν χάσει ακόμα το θάρρος τους. Εμένα να κοιτάτε, είπα! Στη ζώνη της σφαγής βλέπετε τώρα τις περικεφαλαίες των συμμάχων μας να ορθώνονται από το πεδίο της μάχης, θαρρείς και ανεβαίνουν ένα τείχος. Αυτό κάνουν. Ένα τείχος από περσικά κουφάρια».
Ήταν αλήθεια. Οι άντρες ανασηκώνονταν σαν κύμα μέσα σε κείνο το πανδαιμόνιο. «Οι Θεσπιείς δε θα κρατήσουν ακόμα πολύ. Είναι εξουθενωμένοι από τη σφαγή. Είναι πανεύκολο, ο εχθρός είναι σαν το ψάρι στο δίχτυ. Ακούστε με! Όταν έρθει η σειρά μας, ο αντίπαλος θα είναι έτοιμος να υπο-
• 367 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
κύψει. Τον ακούω ήδη να σπάει. Να θυμάστε: Θα μπούμε για ένα γύρο μόνο. Μια κι έξω. Κανείς δε θα πεθάνει. Δε θέλω ηρωισμούς. Μπείτε, σκοτώστε όσους μπορείτε και μόλις η σάλπιγγα ηχήσει βγείτε».
Πίσω από τους Σπαρτιάτες, πάνω στο τείχος, που είχε γεμίσει από το τρίτο κύμα των Τεγεατών και των Οπουντίων Λοκρών, χίλιοι διακόσιοι άντρες, ο ήχος της σάλπιγγας σταμάτησε το θόρυβο. Ο Λεωνίδας, μπροστά, σήκωσε το ακόντιο του και κατέβασε την περικεφαλαία του. Ο Πολύνει-κος και οι ιππείς προχώρησαν να τον καλύψουν. Ο γύρος των Θεσπιέων είχε τελειώσει. «Πίλοι κάτω!» φώναξε ο Διηνέκης. «Πιατέλες πάνω!»
Οι Σπαρτιάτες μπήκαν στη μάχη κατά μέτωπο, οχτώ ασπίδες βάθος, αφήνοντας δύο διαστήματα, επιτρέποντας έτσι στους πίσω άντρες των Θεσπιέων να υποχωρήσουν ανάμεσα στις γραμμές τους, ο ένας άντρας μετά τον άλλο, η μία σειρά μετά την άλλη. Δεν υπήρχε διαταγή γι' αυτό. Απλώς, οι Θεσπιείς ήταν εξουθενωμένοι. Όταν οι Σπαρτιάτες πρόμαχοι βρέθηκαν τρεις ασπίδες από το μέτωπο, τα ακόντια τους άρχισαν να πλήττουν τον εχθρό πάνω από τους ώμους των συμμάχων τους. Πολλοί Θεσπιείς απλώς έπεσαν κάτω και τους άφησαν να τους πατήσουν. Οι σύντροφοι τους τους σήκωναν πάλι μόλις η γραμμή περνούσε από πάνω τους.
Ό,τι είπε ο Διηνέκης αποδείχτηκε αληθινό. Οι ασπίδες των Μήδων δεν ήταν μόνο πολύ ελαφριές και μικρές αλλά και η έλλειψη της μάζας δεν τους επέτρεπε να κερδίσουν έδαφος απέναντι στις πλατιές, βαριές και κυρτές ασπίδες των Ελλήνων. Τα γέρρα του εχθρού γλιστρούσαν πάνω στον ομφαλό των ελληνικών όπλων, πήγαιναν μια πάνω και μια κάτω, μια αριστερά και μια δεξιά, εκθέτοντας πότε το λαιμό και τους μηρούς και πότε το λαρύγγι και το βουβώνα. Οι Σπαρτιάτες χτυπούσαν με τα ακόντιά τους, με το χέρι ψηλά, ξανά και ξανά στο πρόσωπο και στο λαιμό του εχθρού. Ο οπλισμός
• 368 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
των Μήδων ήταν αυτός που έχουν οι ακροβολιστές, οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες που ο ρόλος τους είναι να χτυπούν γρήγορα, πίσω από τους στοίχους των ακοντίων, σκορπώντας το θάνατο από απόσταση. Τούτη η πυκνοπαραταγ-μένη πολεμική φάλαγγα ήταν θάνατος γι' αυτούς.
Κι όμως άντεχαν. Η ανδρεία τους σου έκοβε την ανάσα. Δεν ήταν τόλμη, ήταν σκέτη παραφροσύνη. Απλώς, θυσιάστηκαν. Οι Μήδοι πρόσφεραν τα κορμιά τους λες και η σάρκα ήταν όπλο. Μέσα σε λίγα λεπτά οι Σπαρτιάτες, και σίγουρα οι Μυκηναίοι και οι Φλιάσιοι, αν και δεν μπορούσα να τους δω, είχαν εξουθενωθεί. Είχαν κουραστεί απλώς να σκοτώνουν, τα χέρια τους δεν άντεχαν άλλο να χτυπούν με το ακόντιο, οι ώμοι τους είχαν λυγίσει από το βάρος της ασπίδας, από το βροντοχτύπημα του αίματος στις φλέβες και το σφυροκόπημα της καρδιάς στο στήθος τους. Το έδαφος δε στρώθηκε απλώς με τα κουφάρια του εχθρού, γέμισε από σωρούς πτωμάτων. Από βουνά πτωμάτων.
Πίσω από τους Σπαρτιάτες, οι βοηθητικοί της μάχης εγκατέλειψαν, αν και τα όπλα βολής που χρησιμοποιούσαν έκαναν αρκετή ζημιά στον εχθρό, και άρχισαν να απομακρύνουν τα ποδοπατημένα κουφάρια του αντιπάλου για να μπορούν να βαδίσουν οι άντρες τους. Είδα το Δημάδη, το βοηθό του Αρίστωνα, να κόβει τα λαρύγγια τριών τραυματισμένων Μήδων στο άψε σβήσε και να εκσφενδονίζει τα κεφάλια τους σε ένα σωρό από άντρες που βογκούσαν.
Η πειθαρχία είχε σπάσει στις μπροστινές σειρές των Μήδων. Αξιωματικοί φώναζαν διαταγές που δεν άκουγε κανείς μέσα σε κείνο τον ορυμαγδό. Αλλά, και να ακούγονταν ακόμη, οι άντρες ήταν τόσο εξουθενωμένοι από τη σύγκρουση, που ήταν αδύνατο να ανταποκριθούν. Ωστόσο ο στοίχος και η γραμμή δεν είχαν πανικοβληθεί. Πάνω στην απελπισία τους πέταξαν τόξα, δόρατα και ασπίδες και πάλευαν με γυμνά χέρια απέναντι στα όπλα των Σπαρτιατών. Άρπαζαν τα δό-
• 369 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ρατα, κρεμιόνταν πάνω τους και με τα δυο τους χέρια και προσπαθούσαν να τα αποσπάσουν από τους αντιπάλους τους. Άλλοι, πάλι, έπεφταν με όλη τους τη δύναμη πάνω στις ασπίδες των Λακεδαιμονίων, τις άρπαζαν ψηλά απ' τη στεφάνη και τις τραβούσαν προς τα κάτω, προσπαθώντας να γρατσουνίσουν και να ξεσκίσουν με τα νύχια τους Σπαρτιάτες .
Τώρα η μάχη στην πρώτη σειρά δινόταν σώμα με σώμα, αν και κάθε άλλο παρά στοίχο και παράταξη μπορούσε να πει κανείς εκείνη την ανθρώπινη μάζα. Οι Σπαρτιάτες πήγαιναν από κοιλιά σε κοιλιά με το δολοφονικό, αποτελεσματικό κοντό ξίφος τους. Το έχωναν και το τραβούσαν αμέσως, για να πάνε στον επόμενο εχθρό. Είδα τον Αλέξανδρο, που η λαβή της ασπίδας του είχε σπάσει, να χώνει το ξίφος του στο πρόσωπο ενός Μήδου που τον είχε αρπάξει από κάτω και προσπαθούσε να τον κομματιάσει.
Οι μεσαίες σειρές των Λακεδαιμονίων εμφανίστηκαν μέσα σ' αυτές τις σκηνές αλλοφροσύνης με τα ακόντια και τις ασπίδες ανέπαφες. Αλλά η ικανότητα των Μήδων να ενισχύουν τις σειρές τους φαινόταν να μην έχει όρια. Πάνω από τη μάχη μπορούσε να δει κανείς τους επόμενους χίλιους άντρες να ορμούν στα Στενά σαν την πλημμυρίδα, με μυριάδες να ακολουθούν ξοπίσω τους κι άλλους τόσους μετά. Αν και οι απώλειές τους ήταν τεράστιες, η πλημμυρίδα άρχισε να κυλάει προς όφελος του εχθρού. Το βάρος και μόνο των μαζών τους άρχισε να λυγίζει τη σπαρτιατική γραμμή. Το μόνο που σταματούσε τον αντίπαλο από το να ξεχυθεί και να πνίξει τους Έλληνες ήταν ότι δεν μπορούσε να βάλει πολλούς άντρες γρήγορα στα Στενά' αυτό, καθώς επίσης και το τείχος από τα πτώματα των Μήδων, που είχαν φράξει τα σύνορα σαν μια βουνοπλαγιά.
Οι Σπαρτιάτες πολεμούσαν πίσω από αυτό το σάρκινο τείχος σαν να ήταν οχυρό από πέτρα. Ο εχθρός σκαρφάλωνε
• 370 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πάνω του. Εμείς στα μετόπισθεν τους βλέπαμε τώρα· έγιναν στόχοι. Δυο φορές ο Αυτόχειρας εκσφενδόνισε κοντάρια πάνω από τον ώμο του Αλέξανδρου στους Μήδους που ορμούσαν στο νέο από το βουνό των πτωμάτων. Παντού υπήρχαν κουφάρια. Όταν ανέβηκα σε κάτι που νόμιζα ότι ήταν βράχος, τον ένιωσα να σφαδάζει και να κουλουριάζεται κάτω από τα πόδια μου. Ήταν ένας Μήδος ζωντανός. Βύθισε την κομμένη άκρη ενός σπασμένου γιαταγανιού στην κνήμη μου. Ούρλιαξα από τρόμο και έπεσα πάνω σε ένα άλλο ματωμένο σώμα. Ο εχθρός όρμησε εναντίον μου. Άρπαξε το χέρι μου σαν να ήθελε να μου το βγάλει. Τον χτύπησα στο πρόσωπο με το τόξο μου, που το κρατούσα ακόμη. Ξάφνου, ένα πόδι με χτύπησε δυνατά στην πλάτη. Ένα τσεκούρι έπεσε με φοβερό βουητό. Το κεφάλι του εχθρού άνοιξε σαν πεπόνι. «Τι δουλειά έχεις εδώ πέρα;» ακούστηκε μια φωνή. Ήταν ο Άκανθος, ο βοηθός του Πολύνεικου, γεμάτος αίματα και χαμογελώντας σαν τρελός.
Ο εχθρός πέρασε το τείχος των πτωμάτων. Όταν σηκώθηκα στα πόδια μου, δεν έβλεπα πια το Διηνέκη. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τη μία ενωμοτία από την άλλη ή πού ήταν η θέση μου. Δεν είχα ιδέα πόση ώρα πολεμούσαμε. Είχαν περάσει δυο λεπτά ή είκοσι; Είχα δυο εφεδρικά ακόντια δεμένα στην πλάτη μου, με τις μύτες τους τυλιγμένες με δέρμα, ώστε, αν έπεφτα κατά λάθος, οι αιχμές τους να μη βλάψουν τους συντρόφους μου. Κάθε βοηθός κουβαλούσε το ίδιο φορτίο. Ήταν όλοι το ίδιο στριμωγμένοι όπως εγώ.
Στο μέτωπο άκουγε κανείς τα δόρατα των Μήδων να σπάζουν καθώς συγκρούονταν και τσακίζονταν πάνω στον ορείχαλκο των Σπαρτιατών. Τα ακόντια των Λακεδαιμονίων έκαναν διαφορετικό θόρυβο από τα κοντύτερα και ελαφρύτερα δόρατα του αντιπάλου. Η πλημμυρίδα του εχθρού δούλευε κατά των Λακεδαιμονίων όχι από έλλειψη ανδρείας αλλά λόγω του όγκου των αντρών που έστελνε ο Πέρσης
• 371 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
στην πρώτη γραμμή. Προσπαθούσα σαν τρελός να εντοπίσω το Διηνέκη και να του παραδώσω τα εφεδρικά ακόντια. Επικρατούσε παντού χάος. Άκουγα άντρες να πέφτουν κάτω δεξιά και αριστερά και είδα τις πίσω σειρές των Σπαρτιατών να παραπαίουν, καθώς οι μπροστινές υποχωρούσαν μπροστά στο βάρος της μηδικής επίθεσης. Έπρεπε να ξεχάσω τον αφέντη μου και να υπηρετήσω όπου μπορούσα.
Έτρεξα σε ένα σημείο όπου η γραμμή ήταν πιο αδύνατη, μόνο τρεις ασπίδες βάθος, και άρχισα να παραδέρνω μέσα στο αντίθετο κύμα που προηγείται μιας ολοκληρωτικής υποχώρησης. Ένας Σπαρτιάτης έπεσε προς τα πίσω μέσα στο στόμα του λύκου. Είδα ένα Μήδο να κόβει πέρα για πέρα το κεφάλι του πολεμιστή με ένα φοβερό χτύπημα του γιαταγα-νιού. Το κεφάλι του έπεσε κάτω, μαζί με την περικεφαλαία και τα λοιπά, αποχωρίστηκε από τον κορμό του και κύλησε στη σκόνη, τα μυαλά τινάχτηκαν έξω και φάνηκε το κόκαλο της σπονδυλικής στήλης γκριζωπό και φρικτό. Περικεφαλαία και κεφάλι εξαφανίστηκαν μέσα στη θύελλα των κνημίδων και των ποδιών που φορούσαν ή δε φορούσαν υποδήματα. Ο δολοφόνος άφησε να του ξεφύγει μια θριαμβευτική κραυγή, σηκώνοντας το μαχαίρι του στον ουρανό. Αμέσως μετά ένας πορφυροντυμένος πολεμιστής φύτεψε ένα ακόντιο τόσο βαθιά στα σπλάχνα του Μήδου, που το φονικό του ατσάλι βγήκε από την άλλη μεριά. Είδα έναν άλλο Μήδο να λιποθυμά τρομοκρατημένος. Ο Σπαρτιάτης δεν μπορούσε να βγάλει το ακόντιο, κι έτσι το έσπασε. Έβαλε το πόδι του στην κοιλιά του ζωντανού ακόμα εχθρού και το έκοψε στα δύο. Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν εκείνος ο ήρωας κι ούτε το έμαθα ποτέ.
«Ακόντιο!» τον άκουσα να φωνάζει. Η τρομακτική κόγχη του ματιού της περικεφαλαίας του στράφηκε προς τα πίσω για βοήθεια, οτιδήποτε μπορούσε να κρατήσει στο χέρι. Τράβηξα και τα δύο κοντάρια από τη ράχη μου και τα πέταξα στα χέρια του άγνωστου πολεμιστή. Από πίσω. Άρπα-
• 372 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ξε ένα και γυρίζοντας το βύθισε με τα δυο του χέρια στο λαιμό ενός άλλου Μήδου με τη μύτη. Η λαβή της ασπίδας του είχε σπάσει από μέσα, με αποτέλεσμα να πέσει μέσα στη σκόνη. Δεν πρόλαβε να την ξαναπάρει. Δυο Μήδοι όρμησαν εναντίον του Σπαρτιάτη με υψωμένα τα δόρατα, για να ανακοπούν από τον ομφαλό της ασπίδας του συντρόφου του που έσπευσε να τον υπερασπιστεί. Και τα δύο εχθρικά δόρατα κομματιάστηκαν καθώς οι μύτες τους χτύπησαν στον ομφαλό της ασπίδας. Με τη φόρα που είχαν οι δύο Μήδοι έπεσαν κάτω και βρέθηκαν μπροστά στον πρώτο Σπαρτιάτη. Εκείνος έχωσε το ξίφος του στην κοιλιά του πρώτου Μήδου, ανασηκώθηκε με μια φονική κραυγή και χτύπησε το δεύτερο πάνω από τα μάτια. Ο εχθρός έπιασε με τα χέρια το πρόσωπό του. Το αίμα κυλούσε ποτάμι ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών του, που είχαν στραβώσει. Ο Σπαρτιάτης άρπαξε μόνος του την πεσμένη του ασπίδα και κατέβασε τη στεφάνη της σαν κόφτη κρεμμυδιών με τόση δύναμη στο λαιμό του εχθρού, που σχεδόν τον αποκεφάλισε.
«Ανασυνταχθείτε! Ανασυνταχθείτε!» άκουσα να φωνάζει ένας αξιωματικός. Κάποιος με παραμέρισε από πίσω. Αμέσως άλλοι Σπαρτιάτες, από άλλη ενωμοτία, έτρεξαν να ενισχύσουν το αδύνατο μέτωπο που παράπαιε, έτοιμο να υποχωρήσει. Ήταν το λεγόμενο «μπέρδεμα» της μάχης. Σταματούσε η καρδιά σου βλέποντας τον ηρωισμό τους. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο μια κατάσταση στα όρια της καταστροφής άλλαζε άρδην χάρη στην πειθαρχία και στην τάξη των εφεδρικών σειρών σε μια εξαιρετικά δυνατή αμυντική θέση, σε μια ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση. Κάθε άντρας που βρισκόταν μπροστά, ανεξάρτητα από τη σειρά που είχε στο σχηματισμό, έπαιζε τώρα το ρόλο του αξιωματικού. Να μην αφήνουν δηλαδή κενά στις σειρές και να κρατούν τις ασπί-δες τη μία δίπλα στην άλλη. Ένα ορειχάλκινο τείχος υψώθηκε μπροστά στη μάζα που παράπαιε, προσφέροντας πολύτι-
• 373 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μο χρόνο σε κείνους που ήταν στις πίσω σειρές και οι οποίοι προσπαθούσαν να ανασυνταχθούν, να παραταχθούν και να πάρουν τις θέσεις τους στη δεύτερη, στην τρίτη, στην τέταρτη σειρά και να αναλάβουν αυτόν το ρόλο με τη σειρά τους.
Τίποτε δεν πυροδοτεί την καρδιά του πολεμιστή με περίσσιο θάρρος από το να βρεθούν ο ίδιος και οι συμπολεμιστές του στο χείλος της καταστροφής, έτοιμοι να ηττηθούν και να τραπούν σε φυγή, κι έπειτα να ενισχυθούν όχι από το θάρρος κάποιου άλλου αλλά από την πειθαρχία του και την εκπαίδευση του νου ώστε να μην πανικοβάλλεται, να μην υποχωρεί μπροστά στην απελπισία, αλλά, αντίθετα, να εκτελεί αυτές τις οικείες πράξεις που έχουν να κάνουν με την τάξη, για την οποία ο Διηνέκης έλεγε πάντα ότι ήταν η πραγματική ολοκλήρωση του πολεμιστή: να κάνει συνηθισμένα πράγματα κάτω από εντελώς ασυνήθιστες συνθήκες. Όχι μόνο για τον εαυτό του, όπως ο Αχιλλέας ή οι πρωταθλητές, αλλά ως μέρος ενός συνόλου· να νιώθει τους άλλους συμπολεμιστές, σε μια στιγμή όπως αυτή, όπου επικρατούν το χάος και η αταξία, συντρόφους του, έστω κι αν δεν τους ξέρει, έστω κι αν δεν έχει εκπαιδευτεί ποτέ μαζί τους· να τους νιώθει να καλύπτουν το κενό δίπλα του, τόσο από πλευράς ακοντίου όσο κι ασπίδας, μπροστά και πίσω, να βλέπει τους συντρόφους του να συγκεντρώνονται όχι κάνοντας σαν τρελοί αλλά με τάξη και ψυχραιμία, κάθε άντρας να παίζει το ρόλο του και να αντλεί δύναμη από αυτόν, όπως κι αυτός από εκείνους. Κάτι τέτοιες στιγμές ο πολεμιστής σηκώνεται ψηλά θαρρείς από κάποιου θεού το χέρι. Δεν ξέρει πού τελειώνει η ύπαρξή του και πού αρχίζει του συντρόφου δίπλα του. Κάτι τέτοιες στιγμές η φάλαγγα σχηματίζει μια ενότητα απόλυτα συμπαγή και αυτό που επιτυγχάνει με τρόπο μαγικό δεν είναι ότι ενεργεί απλώς σαν μια πολεμική μηχανή αλλά σαν ένας οργανισμός, ένα θηρίο με ίδια καρδιά και αίμα.
Τα βέλη του εχθρού έπεφταν βροχή στη γραμμή των
• 374 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Σπαρτιατών. Από εκεί που ήμουν, ακριβώς πίσω από τις τελευταίες σειρές, έβλεπα τα πόδια των πολεμιστών να αγωνίζονται με μανία να σταθούν στη ματωμένη γη και μετά να γίνονται μια σκληρή άκαμπτη αλυσίδα. Ο ήχος των σαλπίγγων διαπέρασε τον εκκωφαντικό θόρυβο του ορείχαλκου και της αγριότητας. Ηχούσε το σκοπό που ήταν μισός μουσική και μισός καρδιοχτύπι. Με μια απότομη κίνηση το πόδι των πολεμιστών που ήταν απ' τη μεριά της ασπίδας πήγε προς τα μπρος, με το ακόντιο προς τον εχθρό' τώρα το πόδι που ήταν απ' τη μεριά του ακοντίου, σχηματίζοντας γωνία ενενήντα μοιρών, χώθηκε στο χώμα· η καμάρα βυθίστηκε καθώς κάθε πυρήνας του βάρους του άντρα στηρίχτηκε πάνω στη σόλα του και με τον αριστερό ώμο χωμένο στον ομφαλό της ασπίδας του, που η φαρδιά εξωτερική της επιφάνεια πίεζε το πίσω μέρος της ράχης του μπροστινού συντρόφου του, συγκέντρωσε όλη τη δύναμη κάθε ίνας του κορμιού του για να ανασηκωθεί και να σπρώξει σύμφωνα με το ρυθμό. Σαν τους κωπηλάτες στη γραμμή που κοπιάζουν πάνω σε ένα μόνο κουπί, η ενιαία προσπάθεια των αντρών έσπρωξε το πλοίο της φάλαγγας μέσα στην πλημμυρίδα του εχθρού.
Οι Σπαρτιάτες όρμησαν στον εχθρό με τα ακόντια που κρατούσαν ψηλά στο χέρι, πάνω από τη στεφάνη της ασπίδας τους, πλήττοντας τον αντίπαλο στο πρόσωπο, στο λαιμό και στους ώμους. Ο ήχος της ασπίδας πάνω σε ασπίδα δεν ήταν πια η κλαγγη μιας απλής πρόσκρουσης, ήταν κάτι βαθύτερο και τρομακτικότερο, ένα κοπάνισμα κάποιου μεταλλικού μηχανισμού σαν τα σαγόνια ενός απαίσιου φονικού μύλου. Ούτε οι φωνές των αντρών, Σπαρτιατών και Μήδων, υψώνονταν πια στον τρελό χορό της λύσσας και του τρόμου. Αντίθετα, τα πνευμόνια κάθε πολεμιστή φούσκωναν μόνο για να ανασάνουν. Τα στήθη ανασηκώνονταν σαν κοιλιές πάνω στη χώνευση, ο ιδρώτας έτρεχε στο έδαφος ποτάμι, ενώ ο ήχος που έβγαινε από τα λαρύγγια των αγωνι-
• 375 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ζόμενων μαζών θαρρείς και προερχόταν από μυριάδες λατόμους, ο καθένας ζευγμένος με το διπλό σχοινί του έλκηθρου, που μούγκριζαν και αγωνίζονταν να σύρουν κάποιον ογκόλιθο πάνω στην ανώμαλη γη .
Ο πόλεμος είναι δουλειά, δίδασκε πάντα ο Διηνέκης, προσπαθώντας να τον απομυθοποιήσει. Οι Μήδοι, παρ' όλη την ανδρεία τους, παρ' όλη την αριθμητική υπεροχή τους και τη δεξιότητα που αναμφίβολα διέθεταν στον πόλεμο σε ανοιχτό έδαφος, με τον οποίο είχαν κατακτήσει όλη την Ασία, δεν ήταν μαθημένοι στον ελληνικό τρόπο πολέμου, αυτόν που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες οπλίτες. Οι γραμμές τους δεν είχαν εκπαιδευτεί να διατηρούν τη γραμμή της ώθησης και να σπρώχνουν όλοι μαζί. Οι στοίχοι τους δεν ασκούνταν ώρες ατέλειωτες, όπως οι Σπαρτιάτες, ώστε να διατηρούν το σχήμα και τα κενά, να καλύπτουν και να προσέχουν το σύντροφό τους. Μέσα σε κείνη την ανθρωποσφαγή οι Μήδοι έγιναν όχλος. Ορμούσαν στους Λακεδαιμονίους σαν πρόβατα που προσπαθούσαν να αποφύγουν μια φωτιά, σαν μαδημένα κοτόπουλα, χωρίς καμία οργάνωση και συνοχή, αντλώντας δύναμη μόνο από το θάρρος τους, που, έστω κι αν ήταν πολύ μεγάλο, δεν μπορούσε να τους σώσει από την πειθαρχημένη και μαζική επίθεση που γινόταν τώρα εναντίον τους.
Οι άτυχοι άντρες του εχθρού που ήταν μπροστά δεν είχαν πού να κρυφτούν. Βρέθηκαν σφηνωμένοι ανάμεσα στον όχλο των δικών τους που τους έσπρωχναν από πίσω και στα σπαρτιατικά ακόντια που τους έπλητταν από μπροστά. Πολλοί άντρες ξεψυχούσαν απλώς επειδή δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν. Οι καρδιές τους δεν άντεχαν άλλο. Το μάτι μου πήρε τον Αλφεό και το Μάρωνα. Σαν ένα ζευγάρι ζευγμέ-να βόδια, τα δυο αδέλφια, πολεμώντας πλάι πλάι, σχημάτισαν τη φοβερή αιχμή μιας σειράς με δώδεκα άντρες βάθος που όρμησε και διέλυσε τις σειρές των Μήδων εκατό πόδια μακριά από το τείχος του βουνού.
• 376 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Οι ιππείς, στα δεξιά των διδύμων, όρμησαν σ' αυτή τη ρωγμή, με το Λεωνίδα μπροστάρη. Πλευροκόπησαν τον εχθρό και άρχισαν να πιέζουν άγρια το ακάλυπτο δεξί των αντιπάλων. Οι θεοί ας βοηθήσουν τους γιους της αυτοκρατορίας που προσπάθησαν να αντισταθούν στον Πολύνεικο και στο Δωριέα, στον Τιρκλέα και στον Πάτροκλο, στο Νικόλαο και στους δυο Άγιδες, όλοι ασυναγώνιστοι αθλητές στην πρώτη τους νεότητα, που πολεμούσαν δίπλα στο βασιλιά τους και έκαναν σαν τρελοί ν' αρπάξουν τη δόξα, που την είχαν πλέον στο χέρι.
Όσο για μένα, ομολογώ ότι ήμουν τρομοκρατημένος. Είχα φορτωθεί δυο φορές με δυο γεμάτες σαϊτοθήκες είκοσι τέσσερα σιδεροκέφαλα, αλλά οι απαιτήσεις της μάχης ήταν τόσο μεγάλες, που δεν έμενε τίποτα ώσπου να φτύσω. Έριχνα ανάμεσα από τις περικεφαλαίες των πολεμιστών κατευθείαν στο πρόσωπο και στο λαιμό του εχθρού. Αυτό δεν ήταν τοξοβολία, ήταν σφαγή. Τραβούσα τα σιδεροκέφαλα από τα σπλάχνα των ζωντανών ακόμα αντρών, για να ξαναφορτώσω και να αναπληρώσω το ξοδεμένο απόθεμά μου. Η μύτη ενός βέλους έπεσε κάτω καθώς πήγα να το τραβήξω. Γλίστρησε από την εγκοπή του, έτσι καθώς ήταν γεμάτο γλίτσα και ιστούς. Οι σαΐτες έσταζαν αίμα πριν ακόμα τις ρίξω. Κυριευμένος από τον τρόμο, τα μάτια μου έκλειναν από μόνα τους. Αναγκαζόμουν να σχίζω το πρόσωπό μου για να τα κρατήσω ανοιχτά. Μήπως είχα τρελαθεί;
Αναζητούσα απελπισμένα το Διηνέκη. Ήθελα να πάω στη θέση μου για να τον καλύψω, αλλά το μέρος του μυαλού μου που ήταν ακόμα στη θέση του με διέταξε να μείνω εδώ και να συνεισφέρω από αυτή τη θέση.
Μέσα στη φάλαγγα κάθε άντρας ένιωθε τη θάλασσα ν' αλλάζει, καθώς η ορμή της ανάγκης περνούσε σαν κύμα, για να δώσει τη θέση της στη σταθερή, μόνιμη αίσθηση του φόβου, που υποχωρούσε με τη σειρά της μπροστά στην ψυ-
• 377 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χραιμία που ξαναγύριζε για να συνεχιστεί η φονική δουλειά του πολέμου. Ποιος ξέρει με ποιο ανείπωτο χρώμα φωνής το παλιρροϊκό κύμα της μάχης μεταδίδεται στις συμπαγείς σειρές; Με κάποιον τρόπο οι πολεμιστές διαισθάνθηκαν ότι το αριστερό των Σπαρτιατών, κατά μήκος του βουνού, είχε διασπάσει τους Μήδους. Μια κραυγή χαράς σάρωσε κυριολεκτικά σαν μέτωπο καταιγίδας τους άντρες, καθώς υψώθηκε και πολλαπλασιάστηκε από τα λαρύγγια των Λακεδαιμονίων. Το γνώριζε κι ο εχθρός. Ένιωθαν τη γραμμή τους να υποχωρεί.
Τελικά, ανακάλυψα τον αφέντη μου. Με μια χαρούμενη κραυγή διέκρινα το λοξό λοφίο της περικεφαλαίας του αξιωματικού που φορούσε. Ήταν μπροστά και έσπρωχνε μανιασμένα μερικούς κονταροφόρους Μήδους, που δεν επιτί-θεντο πλέον, αλλά οπισθοχωρούσαν με τρόμο, πετώντας τις ασπίδες τους καθώς έπεφταν πάνω στους άντρες που τους έσπρωχναν απελπισμένα από πίσω. Έτρεξα προς το μέρος του, διασχίζοντας τον ελεύθερο χώρο ακριβώς στα μετόπισθεν της σπαρτιατικής γραμμής που συνέθλιβε, βόγκαγε και προχωρούσε. Αυτή η μικρή λουρίδα γης ήταν το μόνο αρα-ξοβόλι σε όλο το πεδίο της μάχης, στον ουδέτερο χώρο ανάμεσα στη σώμα με σώμα σφαγή του μετώπου και στη «ζώνη βολής» των Μήδων τοξοτών, που πετούσαν τα βέλη τους από τα μετόπισθεν των γραμμών τους, πάνω από τους συγκρουόμενους στρατούς, προς τους ελληνικούς σχηματισμούς που περίμεναν στην άκρη.
Οι τραυματισμένοι Μήδοι αποτραβιόνταν μόνοι τους σ' αυτόν το μικρό ιερό χώρο, αυτοί και οι τρομοκρατημένοι, όσοι έκαναν τον ψόφιο κοριό και οι εξουθενωμένοι. Τα εχθρικά κορμιά ήταν παντού, οι νεκροί και οι ετοιμοθάνατοι, οι πανικόβλητοι και οι εξουθενωμένοι, οι ακρωτηριασμένοι και οι σφαγμένοι. Είδα ένα Μήδο με μια υπέροχη γενειάδα να κάθεται σαστισμένος κάτω και να κρατάει τα σπλάχνα
378
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
του με τα δυο του χέρια. Καθώς περνούσα από δίπλα του, ένα βέλος των συντρόφων του έπεσε από ψηλά καρφώνοντας το μηρό του στο χώμα. Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου με την πιο ικετευτική έκφραση. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον τράβηξα λίγο πιο κάτω, στο κέντρο εκείνου του χώρου που πρόσφερε την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Κοίταξα πίσω μου. Οι Τεγεάτες και οι Οπούντιοι Λοκροί, οι σύμμαχοι μας που ήταν ακριβώς δίπλα στο σημείο όπου δινόταν η μάχη, γονάτισαν στις σειρές τους, συγκεντρωμένοι κατά μήκος της γραμμής κάτω από το Βράχο του Λέοντος, με τις ασπίδες τους ανασηκωμένες, για να αποκρούσουν τον κατακλυσμό των εχθρικών βελών. Το κομμάτι της γης μπροστά τους θύμιζε το πανί που πάνω του βάζουν τις καρφίτσες. Τα βέλη του εχθρού ήταν τόσο πυκνά όσο και τα αγκάθια στη ράχη του σκαντζόχοιρου. Ο φράχτης του τείχους καιγόταν, αφού τον σημάδευαν εκατοντάδες βέλη του εχθρού με στουπιά.
Τώρα οι κονταροφόροι Μήδοι έσπασαν. Όπως όταν παίζουν με τη σφαίρα τα παιδιά, οι πυκνές τους γραμμές έγειραν προς τα πίσω. Άρχισαν να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, καθώς εκείνοι που ήταν μπροστά προσπαθούσαν να φύγουν κι εκείνοι που ήταν πίσω μπερδεύονταν με τη φυγή τους. Το έδαφος μπροστά στους Σπαρτιάτες έγινε μια θάλασσα από μέλη και στήθη, πόδια με περισκελίδες και κοιλιές. Οι άντρες σέρνονταν σιγά σιγά με την πλάτη πάνω στους πεσμένους συντρόφους τους, ενώ άλλοι, καρφωμένοι ανάσκελα, σφάδαζαν και ούρλιαζαν, με τα χέρια ψηλά, εκλιπαρώντας λίγη ευσπλαχνία.
Τούτη τη σφαγή δεν τη χωρούσε ο νους του ανθρώπου. Είδα τον Ολύμπιο να πηγαίνει προς τα πίσω. Δεν πατούσε πάνω στη γη αλλά στη σάρκα του πεσμένου εχθρού, πάνω σε ένα χαλί από σώματα, σε πληγωμένους αλλά και σε νεκρούς, ενώ ο βοηθός του, ο Άβαττος, τον κάλυπτε, βυθίζοντας τη μύτη του κονταριού του στα σπλάχνα του ζωντανού
• 379 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ακόμα εχθρού καθώς περνούσαν. Έμοιαζε με βαρκάρη που έσπρωχνε τη βάρκα του με το κοντάρι. Ο Ολύμπιος έφτασε σε ένα σημείο από όπου μπορούσαν να τον δουν οι συμμαχικές εφεδρικές δυνάμεις που ήταν κατά μήκος του τείχους. Έβγαλε την περικεφαλαία του για να δουν οι διοικητές το πρόσωπό του, μετά κούνησε τρεις φορές το ακόντιο που κρατούσε σε οριζόντια θέση. «Έφοδος! Έφοδος!»
Με μια κραυγή που σου πάγωνε το αίμα, οι άντρες όρμησαν στη μάχη.
Είδα τον Ολύμπιο να κάθεται με το κεφάλι γυμνό και να κοιτάζει το έδαφος, που ήταν σπαρμένο με τα κουφάρια του εχθρού, αποκαμωμένος κι ο ίδιος από το μακελειό. Μετά ξανάβαλε την περικεφαλαία του. Το πρόσωπό του εξαφανίστηκε και φωνάζοντας το βοηθό του, ξαναρίχτηκε στη μάχη.
Πίσω από τους ακοντιστές που είχαν τραπεί σε φυγή βρίσκονταν τα αδέλφια τους, οι Μήδοι τοξότες. Οι τελευταίοι είχαν αποτραβηχτεί με τάξη, χωρίς να χαλάσουν τις σειρές τους, σε βάθος είκοσι αντρών. Κάθε τοξότης ήταν στη θέση του πίσω από την ολόσωμη ασπίδα από λυγαριά που η βάση της στερεωνόταν στο έδαφος με σιδερένιους πασσάλους. Ένα ουδέτερο έδαφος εκατό ποδιών περίπου χώριζε τους Σπαρτιάτες από το τείχος των σαϊτοβόλων. Ο εχθρός άρχισε τώρα να ρίχνει πάνω στους δικούς του ακοντιστές, τους τελευταίους θύλακες των γενναίων που πάλευαν ακόμα σώμα με σώμα, προσπαθώντας να εμποδίσουν την προέλαση των Λακεδαιμονίων.
Οι Μήδοι σημάδευαν τους άντρες τους στην πλάτη. Δεν τους ένοιαζε αν σκότωναν δέκα αδέλφια τους, αρκεί
έστω κι ένα τυχερό βέλος να έβρισκε ένα Σπαρτιάτη. Από όλες τις σκηνές υπέρτατου θάρρους που εκτυλίχθη
καν αυτή τη φοβερή μέρα, τούτη που έβλεπαν τώρα οι σύμμαχοι πάνω από το τείχος τις ξεπερνούσε όλες. Κανείς από όσους έγιναν μάρτυρες της δεν είχε ματαδεί κάτι παρόμοιο
• 380 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
στη γη . Καθώς το μέτωπο των Σπαρτιατών έτρεπε σε φυγή τους τελευταίους ακοντιστές, οι πρώτες σειρές εμφανίστηκαν ακάλυπτες, θαυμάσιοι στόχοι στα βέλη των τοξοτών. Ο ίδιος ο Λεωνίδας, σ' αυτή την ηλικία, έχοντας επιβιώσει μιας σφαγής που η σωματική της κούραση θα είχε εξουθενώσει και τον πιο ρωμαλέο άντρα στην πρώτη του νεότητα, είχε ακόμα το ψυχικό σθένος να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και να διατάζει το σχηματισμό της φάλαγγας και την προέλαση της. Οι Λακεδαιμόνιοι υπάκουσαν στη διαταγή του, ίσως όχι με την ακρίβεια της παρέλασης, αλλά με μια πειθαρχία και τάξη πέρα από κάθε φαντασία κάτω από αυτές τις συνθήκες. Πριν προλάβουν να εξαπολύσουν οι Μήδοι για δεύτερη φορά τα βέλη τους, βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με ένα μέτωπο εξήντα και πλέον ασπίδων. Το λάμδα των Λακεδαιμονίων διακρινόταν ακόμα κάτω από τα στρώματα της λάσπης, της γλίτσας και του αίματος που έτρεχε ποτάμι από τον ορείχαλκο και έσταζε από τη δερμάτινη ποδιά που κρεμόταν κάτω από τις ασπίδες και που προστάτευε τα πόδια των πολεμιστών από τον καταιγισμό των βελών, όπως συνέβαινε αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Βαριές ορειχάλκινες κνημίδες προφύλασσαν τις κνήμες τους' πάνω από τη στεφάνη της ασπίδας εκτείνονταν μόνο οι περικεφαλαίες, με μόνες εκτεθειμένες τις σχισμές των ματιών, ενώ από πάνω τους κυμάτιζαν οι κάθετες χαίτες των πολεμιστών και τα λοξά λοφία των αξιωματικών.
Το ορειχάλκινο και πορφυρό τείχος προχώρησε μέσα στη φωτιά των Μήδων. Καλαμένια βέλη έπεφταν με φονική ταχύτητα στις σπαρτιατικές γραμμές. Ένας τοξότης που είναι τρομοκρατημένος σημαδεύει πάντα ψηλά, μπορούσε ν' ακούσει κανείς τα βέλη που έπεφταν σαν χαλάζι, καθώς περνούσαν πάνω από τις περικεφαλαίες των αντρών των πρώτων στοίχων, για να τσακιστούν στη συνέχεια πάνω στο δάσος των κάθετων κονταριών έπειτα τα βέλη έπεφταν και
• 381 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σκορπίζονταν πάνω στις πάνοπλες σειρές. Οι χαλκομύτικες σαίτες συγκρούονταν με τις χαλκοπρόσωπες ασπίδες με ένα θόρυβο που θύμιζε σφυρί στ' αμόνι. Ο οργισμένος χτύπος τους τονιζόταν από το τράνταγμα του αδιαπέραστου μετάλλου και της βαλανιδιάς, καθώς η μύτη έπληττε την ασπίδα όπως ένα καρφί μια χοντρή σανίδα.
Εγώ, πάλι, στεκόμουν πλάτη με πλάτη με το Μέδοντα, τον πρεσβύτερο του συσσιτίου του Δευκαλίωνα, που η τιμητική του θέση βρισκόταν ακριβώς πίσω από την πρώτη γραμμή της ενωμοτίας του Διηνέκη. Οι σαλπιγκτές έδωσαν αμέσως το πρόσταγμα να καλυφθεί η παράταξη από άοπλους και ξαρμάτωτους,να συμπτυχθούν ώστε να καλύψουν όσο καλύτερα γινόταν τις πίσω σειρές, χωρίς ωστόσο να τις εμποδίζουν, καλώντας το σύνολο να ανασαίνει ακολουθώντας το ρυθμό του αυλού. Οι πυκνοί στοίχοι προχωρούσαν όχι σαν άτακτος όχλος, φωνάζοντας σαν άγριοι, αλλά εντελώς σιωπηλοί, σοβαροί, επιβλητικοί θα έλεγε κανείς, με φοβερή περίσκεψη, συγχρονισμένοι με το οξύ ουρλιαχτό των σαλπιγκτών. Ανάμεσα στα δύο μέτωπα το κενό, από εκατό πόδια, είχε μειωθεί στα εξήντα. Τώρα οι βολές των Μήδων διπλασιάστηκαν. Οι διαταγές των αξιωματικών του εχθρού ακούγονταν πια καθαρά και ένιωθες τον αέρα να πάλλεται καθώς οι σειρές του εκτόξευαν συνεχώς με λύσσα τις σαΐτες τους.
Κι ένα μόνο βέλος να περνούσε ξυστά από το αυτί κάποιου έκανε τα γόνατα να τρέμουν. Η ακονισμένη αιχμή του φαινόταν να ουρλιάζει με κακία, το καλαμωτό βάρος του βέλους κουβαλούσε ένα φορτίο που σκορπούσε το θάνατο, ακολουθούσαν τα φτερά που διαβίβαζαν με το σιωπηλό ουρλιαχτό τους τη φονική διάθεση του εχθρού. Εκατό βέλη μαζί έκαναν διαφορετικό θόρυβο. Ο αέρας φαινόταν να πυκνώνει, να γίνεται συμπαγής, πυρακτωμένος. Να πάλλεται σαν να είναι στερεός. Ο πολεμιστής θαρρεί πως είναι εγκλω-
• 382 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
βισμένος σε ένα διάδρομο κινούμενου ατσαλιού' ο ουρανός δε φαινόταν, δε θυμόσουν καν ότι υπάρχει.
Τώρα ήρθαν χίλια βέλη. Ο ήχος είναι σαν ένας τοίχος. Δεν υπάρχει χώρος ανάμεσά του, ούτε ένα μικρό αραξοβό-λι. Γερός σαν βουνό, αδιαπέραστος. Τραγουδάει μαζί με το θάνατο. Κι όταν αυτά τα βέλη εκτοξεύονται όχι προς τα πάνω, διαγράφοντας μια μακριά τροχιά για να πλήξουν το στόχο, οδηγούμενα από το βάρος της πτώσης τους, αλλά, αντίθετα, κατευθείαν πάνω στο στόχο, τη στιγμή που ο τοξότης τα αφήνει να πετάξουν, έτσι ώστε η πτήση τους να είναι οριζόντια, ευθεία, εκτοξευμένα με τόση ταχύτητα και από τόσο κοντά, που ο τοξότης δε λαθεύει στο μέτρημα και ξέρει ακριβώς πόσα βρίσκουν το στόχο τους, τότε αυτό είναι που λένε φωτιά από σίδερο ή φωτιά της κόλασης. Μέσα σ' αυτή προχωρούσαν οι Σπαρτιάτες. Αργότερα οι σύμμαχοι που παρακολουθούσαν από το τείχος τους είπαν ότι εκείνη τη στιγμή που τα ακόντια των πρώτων στοίχων χαμήλωσαν όλα μαζί από την κάθετη θέση της προέλασης στην οριζόντια της επίθεσης και η πυκνή φάλαγγα διπλασίασε το βηματισμό για να ορμήσει στον εχθρό, εκείνη τη στιγμή, όταν το είδε αυτό η Μεγαλειότητά Του, πετάχτηκε όρθιος, φοβούμενος για το στρατό του.
Οι Σπαρτιάτες ήξεραν πώς να επιτεθούν στη λυγαριά. Είχαν εξασκηθεί πάνω σ' αυτό κάτω από τις βαλανιδιές στην πεδιάδα της Οτόνας, στις αμέτρητες επαναλήψεις όταν εμείς οι βοηθητικοί του στρατού και οι είλωτες παίρναμε τις θέσεις μας, με τις ασπίδες της άσκησης στερεωμένες μπροστά μας. Τις κρατούσαμε με όλη μας τη δύναμη, περιμένοντας τη μαζική σύγκρουση της επίθεσής τους. Οι Σπαρτιάτες ήξεραν ότι το ακόντιο ήταν άχρηστο μπροστά στα πλεκτά καλάμια, τo κοντάρι διαπερνούσε τη λυγαριά, αλλά ήταν αδύνατο πια να ξαναβγεί. Το ίδιο συνέβαινε και με το κάρφωμα του ξίφους, που αναπηδούσε πάνω της λες και χτυπούσε σίδερο.
• 383 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Η γραμμή του εχθρού πρέπει να χτυπηθεί, όπως γίνεται με το στρατό, να συντριβεί και να υπερφαλαγγιστεί. Έπρεπε να χτυπηθεί τόσο άγρια και με τόση μαζική δύναμη, που οι πρώτες σειρές να καταρρεύσουν και να πέσουν κάτω, η μία μετά την άλλη, σαν τα πιατικά στο ντουλάπι όταν σείεται η γη.
Αυτό και έγινε. Οι Μήδοι τοξότες δεν ήταν παραταγμένοι σε ένα συμπαγές ορθογώνιο από την αρχή μέχρι το τέλος, με κάθε πολεμιστή να ενισχύει το σύντροφό του από τη σύγκρουση της επίθεσης. Οι σειρές τους σχημάτιζαν τρύπες, εναλλασσόμενα μέτωπα, κάθε στοίχος πλάι σε κείνον που ήταν μπροστά του, ώστε οι τοξότες στο δεύτερο να μπορούν να εκτοξεύουν τα βέλη τους ανάμεσα από τα κενά που άφηναν οι πρώτοι, κι αυτό συνεχιζόταν σε όλο το σχηματισμό.
Ακόμη, οι σειρές του εχθρού δεν ήταν συμπαγείς όπως η σπαρτιατική φάλαγγα. Υπήρχε ένα κενό, ένα διάστημα ανάμεσα στις σειρές, γιατί αυτό απαιτούσε η τεχνική του τόξου. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που περίμεναν οι Σπαρτιάτες : Η πρώτη σειρά του εχθρού διαλύθηκε αμέσως μετά τη σύγκρουση. Οι ολόσωμες ασπίδες φάνηκαν να πέφτουν προς τα πίσω, οι πάσσαλοι που τις στερέωναν στη γη πετάχτηκαν σαν τα καρφιά της τέντας στην καταιγίδα. Οι μπροστάρηδες τοξότες ανατράπηκαν και καλύφθηκαν από το τείχος των ασπίδων τους, όπως οι πυργίσκοι του οχυρού μετά την επίθεση του κριού. Η προέλαση των Σπαρτιατών συνεχιζόταν από πάνω τους, το ίδιο έγινε με τη δεύτερη και με την τρίτη σειρά. Οι άντρες του εχθρού που ήταν στις μεσαίες σειρές, μετά από τις προτροπές των αξιωματικών τους, προσπάθησαν απελπισμένα να κρατηθούν και να αντισταθούν. Τα τόξα του εχθρού ήταν άχρηστα από κοντά, όταν έπρεπε να αντιμετωπίσουν το σπαρτιατικό στρατό στήθος με στήθος. Τα πέταξαν, λοιπόν, στην άκρη και πολεμούσαν με
• 384 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τα γιαταγάνια που είχαν στις ζώνες τους. Είδα ένα ολόκληρο μέτωπο από δαύτους, χωρίς ασπίδες, να χτυπούν άγρια με ένα μαχαίρι σε κάθε χέρι. Η ανδρεία των Μήδων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά οι ελαφριές λεπίδες τους ήταν ακίνδυνες σαν παιχνίδια. Για να αντιμετωπίσουν το συμπαγές τείχος του σπαρτιατικού εξοπλισμού θα έπρεπε να προστατεύονται με καλάμια.
Εκείνο το βράδυ μάθαμε από τους Έλληνες λιποτάκτες, που το είχαν σκάσει πάνω στη σύγχυση, ότι οι πίσω σειρές του αντιπάλου, τριάντα ή σαράντα συνολικά, πιέστηκαν προς τα πίσω τόσο δυνατά από τους άντρες που κατέρρευσαν στην πρώτη σειρά, ώστε άρχισαν να κατρακυλούν από το δρόμο της Τραχίνας προς τη θάλασσα. Πραγματικό πανδαιμόνιο βασίλευε σε όλη την περιοχή, που απείχε αρκετές εκατοντάδες πόδια από τα Στενά, όπου η καταδίωξη γινόταν δίπλα στο βουνό, με τον κόλπο να χάσκει ογδόντα πόδια κάτω. Πάνω από το χείλος του γκρεμού, ανέφεραν οι λιποτάκτες, οι άτυχοι κονταροφόροι και οι τοξότες, καθώς έπεφταν, αρπάζονταν από τους άντρες που ήταν μπροστά τους, παρασύροντάς τους κι αυτούς στο θάνατο. Η Μεγαλειότητά Του, όπως μάθαμε, αναγκάστηκε να το δει αυτό, καθώς ο θρόνος του ήταν σχεδόν πάνω από εκείνο το μέρος. Ήταν η δεύτερη φορά, έτσι είπαν οι παρατηρητές, που η Μεγαλειότητά Του πετάχτηκε όρθιος από φόβο για την τύχη των πολεμιστών του.
Το έδαφος πίσω από τους Σπαρτιάτες που προήλαυναν, όπως ήταν αναμενόμενο, στρώθηκε από τα αναποδογυρισμένα κορμιά των νεκρών και των τραυματιών του εχθρού. Τότε όμως τα πράγματα πήραν νέα τροπή. Οι Μήδοι είχαν υπερφαλαγγιστεί με τόση ταχύτητα και ορμή, που πολλοί από αυτούς, ένας αρκετά υπολογίσιμος αριθμός, είχαν παραμείνει άθικτοι. Σηκώθηκαν, λοιπόν, και προσπάθησαν να ανασυνταχθούν, για να δεχτούν όμως πάραυτα την επίθεση
• 385 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
των συμπαγών σειρών των εφεδρικών συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίες προχωρούσαν τώρα σε σχηματισμό για να ενισχύσουν και να ανακουφίσουν τους Σπαρτιάτες. Ακολούθησε δεύτερη σφαγή, καθώς οι Τεγεάτες και οι Οπούντιοι Λοκροί έπεφταν πάνω σ' αυτή την αθέριστη ακόμα συγκομιδή. Η Τεγέα συνορεύει με τη Λακεδαίμονα. Αιώνες ολόκληρους οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες μάχονταν στις πεδιάδες που βρίσκονται στα σύνορά τους, πριν γίνουν σύμμαχοι και σύντροφοι, εδώ και τρεις γενιές τώρα. Από όλους τους Πελοποννήσιους, εκτός βέβαια από τους Σπαρτιάτες, οι πολεμιστές της Τεγέας είναι οι πιο άγριοι και οι πιο εκπαιδευμένοι. Όσο για τους Λοκρούς του Οπούντα, τούτοι πάλι πολεμούσαν για τη χώρα τους· τα σπίτια και οι ναοί τους, τα χωράφια και τα ιερά τους βρίσκονταν μια ώρα δρόμο από τις Θερμοπύλες. Η λέξη «έλεος», το ήξεραν καλά, δεν υπήρχε στο λεξικό του εισβολέα, αλλά δε θα την έβρισκαν ούτε στο δικό τους.
Τραβούσα έναν τραυματισμένο ιππέα, το φίλο του Πο-λύνεικου Δωριέα, στην άκρη του πεδίου της μάχης όπου θα ήταν ασφαλής, όταν το πόδι μου γλίστρησε σε ένα ρυάκι, που μου έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Δυο φορές προσπάθησα να βρω την ισορροπία μου και τις δυο φορές έπεσα. Βλαστήμησα τη γη. Ποια καταραμένη πηγή ξεπήδησε ξαφνικά από τη βουνοπλαγιά, όταν πριν από λίγο δεν υπήρχε τίποτα; Κοίταξα κάτω. Ένα ποτάμι αίματος κάλυπτε και τα δυο μου πόδια. Το τροφοδοτούσε ένα αυλάκι στο χώμα σαν το λούκι ενός σφαγείου.
Οι Μήδοι είχαν λυγίσει. Οι Τεγεάτες και οι Οπούντιοι Λοκροί όρμησαν να ενισχύσουν τις σειρές των εξαντλημένων Σπαρτιατών, πιέζοντας ακόμα πιο πολύ τον παραπαίοντα εχθρό. Τώρα ήταν η σειρά των συμμάχων. «Χώστε τους το ατσάλι, αγόρια!» φώναξε ένας Σπαρτιάτης καθώς το κύμα των συμμαχικών στοίχων προχώρησε σε βάθος δέκα αντρών
• 386 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
από τα μετόπισθεν και από τις δύο πλευρές και σχημάτισε μια συμπαγή φάλαγγα μπροστά από τους πολεμιστές της Σπάρτης, που επιτέλους αποτραβήχτηκαν, με πόδια που έτρεμαν από την κούραση, και σωριάστηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο πάνω στη γη .
Τελικά, βρήκα τον αφέντη μου. Ήταν γονατισμένος στο ένα πόδι, εξουθενωμένος, σφίγγοντας με τα δυο χέρια το σπασμένο ακόντιό του, από όπου έλειπε η λεπίδα. Το είχε καρφώσει στη γη και κρεμόταν πάνω του σαν άθυρμα. Το βάρος της περικεφαλαίας του έκανε το κεφάλι του να γέρνει προς τα κάτω. Δεν είχε το κουράγιο να τη σηκώσει ή να τη βγάλει. Ο Αλέξανδρος σωριάστηκε πλάι του με τα τέσσερα, εξαντλημένος, ενώ το λοφίο της περικεφαλαίας του ακούμπησε στο χώμα. Τα πλευρά του ανεβοκατέβαιναν σαν του κυνηγόσκυλου, ενώ αφρός από σάλιο, φλέγμα και αίμα κυλούσε από τα ορειχάλκινα μάγουλα της προσωπίδας.
Εκείνη τη στιγμή μάς προσπέρασαν οι Τεγεάτες και οι Λοκροί.
Συνέχιζαν να απωθούν τον εχθρό. Στην πρώτη ανάπαυλα αυτής της μάχης, που φαινόταν
ότι κράτησε μια αιωνιότητα, ο φόβος της άμεσης εξόντωσης απομακρύνθηκε. Οι Λακεδαιμόνιοι σωριάζονταν εκεί που ήταν, με τα γόνατα πρώτα, μετά με τα γόνατα και τους αγκώνες, έπειτα απλώς ξάπλωναν στο πλάι ή ανάσκελα, ο ένας πάνω στον άλλο, προσπαθώντας να πάρουν μια ανάσα. Τα μάτια τους φαίνονταν άδεια, λες και ήταν τυφλοί. Κανείς δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει. Όπλα έπεφταν από μόνα τους, γιατί τα χέρια ήταν τόσο πιασμένα, που η θέληση δεν μπορούσε να αναγκάσει τους μυς να χαλαρώσουν τη λαβή τους. Ασπίδες έπεφταν στη γη , με τον ομφαλό προς τα κάτω και ατιμασμένες. Εξουθενωμένοι άντρες σωριάζονταν πάνω τους μπρούμυτα και δεν είχαν τη δύναμη ούτε το πρόσωπό τους να γυρίσουν στο πλάι για να αναπνεύσουν.
• 387 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο Αλέξανδρος έφτυσε μια χούφτα δόντια από το στόμα του. Όταν ξαναβρήκε αρκετή δύναμη να βγάλει την περικεφαλαία του, τα μακριά μαλλιά του ήταν ένα κουβάρι, μια μπερδεμένη μάζα αλμυρού ιδρώτα και αίματος. Τα μάτια του ήταν ανέκφραστα σαν πέτρες. Κατέρρευσε σαν παιδί, χώνοντας το πρόσωπό του στην αγκαλιά του αφέντη μου, κλαίγοντας χωρίς δάκρυα, όπως εκείνοι που η τσακισμένη τους ύπαρξη δεν έχει πια άλλο υγρό να χύσει.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε και ο Αυτόχειρας, τραυματισμένος και στους δύο ώμους, φανερά χαρούμενος. Στάθηκε πάνω από τους εξουθενωμένους άντρες άφοβα, φωνάζοντας ότι οι σύμμαχοι είχαν ξεμπερδέψει και με τους τελευταίους Μήδους και τους έκοβαν κομματάκια με τόση μανία, που φαινόταν ότι η σφαγή γινόταν δέκα βήματα πιο πέρα αντί για εκατό.
Είδα τα μάτια του αφέντη μου, δυο μαύρες λίμνες, πίσω από τις σχισμές της προσωπίδας του. Έδειξε αδύναμα τον άδειο σάκο στην πλάτη μου, όπου φυλούσα τα εφεδρικά ακόντια. «Τι έγιναν τα ακόντιά μου;» είπε με βραχνή φωνή.
«Τα έδωσα». Πήρε μια ανάσα και μετά από λίγο είπε: «Σε δικούς μας
άντρες, ελπίζω». Τον βοήθησα να βγάλει την περικεφαλαία του. Πρέπει
να πήρε τουλάχιστον δέκα λεπτά, τόσο φουσκωμένα ήταν από τον ιδρώτα και το αίμα το μάλλινο κάλυμμα της κεφαλής και η μπερδεμένη μάζα των μαλλιών του. Τότε ήρθαν οι υπηρέτες με το νερό. Κανένας πολεμιστής δεν είχε τη δύναμη να κάνει κούπα τα χέρια του. Έτσι, το υγρό έπεφτε σε κουρέλια και ρούχα, που οι άντρες πίεζαν στα χείλη τους και απομυζούσαν. Ο Διηνέκης έβγαλε τα μπερδεμένα μαλλιά του από το πρόσωπο. Το αριστερό του μάτι έλειπε. Είχε βγει και η κόγχη του τώρα φάνταζε τρομακτική, γεμάτη ιστούς και αίμα.
388
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Ξέρω» ήταν το μόνο που είπε. Ο Αριστομένης και ο Βίαντας και άλλοι από την ενωμο-
τία, ο Μαύρος Λέων και ο Λέων που την είχε... γαϊδουρινή εμφανίστηκαν τώρα βαριανασαίνοντας, με τα χέρια και τα πόδια κομματιασμένα από αναρίθμητα κοψίματα, γεμάτοι λάσπη και αίμα. Οι τελευταίοι, αλλά και πολλοί άντρες από άλλες μονάδες που είχαν μπερδευτεί σωριάστηκαν ο ένας πάνω στον άλλο σαν σε διάζωμα στον τοίχο ενός ναού.
Γονάτισα δίπλα στον αφέντη μου, πιέζοντας το βρεγμένο κουρέλι σαν επίθεμα στην τρύπα που κάποτε ήταν το μάτι του. Το ύφασμα μούλιασε σαν σφουγγάρι.
Στο μέτωπο, όπου ο εχθρός υποχωρούσε άτακτα, οι νικητές της στιγμής είδαν τον Πολύνεικο όρθιο, μόνο, με τα όπλα σηκωμένα προς τον εχθρό, που το είχε βάλει στα πόδια. Έβγαλε την περικεφαλαία του, που έσταζε αίμα και ιδρώτα, και την απόθεσε θριαμβευτικά πάνω στη γη.
«Όχι σήμερα, πουτάνας γιοι!» φώναξε στον εχθρό που έτρεχε. «Όχι σήμερα!»
• 389 •
25
ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ να πω με βεβαιότητα πόσες φορές εκείνη την πρώτη μέρα κάθε συμμαχικό σύνταγμα πήρε θέση στο τρίγωνο που οριζόταν από τα Στενά και το πρόσωπο του βουνού, από τα βράχια της θάλασσας και από το τείχος των Φωκέων. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ο αφέντης μου άλλαξε τέσσερις ασπίδες, στις δυο έσπασε το κάτω μέρος του δρύινου πλαισίου από τα απανωτά χτυπήματα, στην τρίτη βούλιαξε το ορειχάλκινο πλέγμα, ενώ στην τέταρτη έσπασαν oι λαβές. Δεν ήταν δύσκολο να βρει κανείς άλλες, φτάνει να έσκυβε στο πεδίο της μάχης, τόσα πολλά όπλα ήταν πεταμένα κάτω δίπλα στους νεκρούς ή στους ετοιμοθάνατους ιδιοκτήτες τους.
Μεταξύ των δεκάξι αντρών που σκοτώθηκαν από την ενωμοτία του αφέντη μου εκείνη την πρώτη μέρα ήταν και ο Λάμπης, ο Σοοβιάδης, ο Τελαμώνας, ο Σθενέλαος, ο Αρίστω-νας και σοβαρά τραυματισμένοι ο Νίκανδρος, ο Μύρωνας, ο Χαρίλαος και ο Βίαντας.
Ο Αρίστωνας έπεσε στην τέταρτη και τελική επίθεση, πολεμώντας εναντίον των Αθανάτων της Μεγαλειότητάς Του. Ο Αρίστωνας ήταν ένας από τους εικοσάρηδες, μια από τις «σπασμένες μύτες» του Πολύνεικου. Η αδελφή του, η Αγάθη, δόθηκε ως σύζυγος στον Αλέξανδρο. Αυτό τους έκανε αδέλφια εξ αγχιστείας.
Η ομάδα αποκατάστασης βρήκε το σώμα του Αρίστωνα
• 390 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
γύρω στα μεσάνυχτα δίπλα στο τείχος του βουνού. Ο Δημάδης, ο βοηθός του, ήταν ξαπλωμένος πάνω του, με την ασπίδα ακόμα στη θέση της, προσπαθώντας να προστατέψει τον αφέντη του. Και τα δυο του πόδια ήταν κομμένα από ένα σαγκάρι, ένα πολεμικό τσεκούρι. Το κοντάρι ενός εχθρικού δόρατος είχε σπάσει ακριβώς κάτω από την αριστερή ρώγα του στήθους του. Αν και ο Αρίστωνας είχε πάνω από είκοσι τραύματα στο κορμί του, ένα χτύπημα όμως στο κεφάλι, σίγουρα από κάποιου είδους ρόπαλο ή έλκηθρο της μάχης, ήταν αυτό που τον αποτελείωσε, συντρίβοντας κεφάλι και περικεφαλαία μαζί πάνω από τη γραμμή του ματιού.
Τα εισιτήρια των νεκρών κρατήθηκαν, όπως συνηθιζόταν, και μοιράστηκαν από τον ιερέα της μάχης, στην περίπτωση αυτή από τον πατέρα του Αλέξανδρου, τον πολέμαρχο Ολύμπιο. Ο ίδιος ωστόσο σκοτώθηκε από ένα περσικό βέλος μια ώρα πριν πέσει η νύχτα, λίγο πριν την τελική σύγκρουση με τους Πέρσες Αθανάτους. Ο Ολύμπιος είχε καταφύγει με τους άντρες του στις πολεμίστρες του τείχους, στο προκάλυμμα του φράχτη. Ετοίμαζε τα όπλα του για την τελική επίθεση της ημέρας. Παρ' όλα αυτά, έγραφε στο ημερολόγιό του. Τα απείραχτα από τη φωτιά ξύλα τον προστάτευαν, έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Είχε βγάλει την περικεφαλαία και το θώρακα του. Αλλά το βέλος, οδηγημένο από κάποια κακή μοίρα, πέρασε μέσα από το μοναδικό άνοιγμα που υπήρχε, όχι μεγαλύτερο από το χέρι ενός ανθρώπου. Βρήκε τον Ολύμπιο στο σβέρκο και του έσπασε το νωτιαίο μυελό. Πέθανε μετά από λίγο, χωρίς να ξαναβρεί την ομιλία και τις αισθήσεις του, στην αγκαλιά του γιου του.
Έτσι, ο Αλέξανδρος έχασε πατέρα και κουνιάδο μέσα σε ένα απόγευμα.
Από τους Σπαρτιάτες τις πιο σοβαρές απώλειες την πρώτη μέρα τις είχαν οι ιππείς. Από τους τριάντα, οι δεκαεπτά είτε σκοτώθηκαν είτε τραυματίστηκαν τόσο σοβαρά, που δεν
• 391 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ήταν σε θέση πια να πολεμήσουν. Ο Λεωνίδας πληγώθηκε έξι φορές, αλλά βγήκε από το πεδίο της μάχης μόνος του. Ο Πολύνεικος πάλι, προς μεγάλη έκπληξη όλων, αν και πολεμούσε όλη μέρα στην πρώτη γραμμή της πιο πολύνεκρης μάχης, είχε μόνο μερικές εκδορές και κοψίματα, που μερικά από αυτά έγιναν κατά λάθος από το δικό του ατσάλι, έτσι καθώς το κουνούσε πέρα δώθε, και των συντρόφων του. Είχε υποστεί ωστόσο σοβαρό τράβηγμα και στους δυο τένοντες της κνήμης, αλλά και στον αριστερό ώμο, απλώς από τον αγώνα και τις υπερβολικές απαιτήσεις από τη σάρκα σε στιγμές υπέρτατης ανάγκης. Ο βοηθός του, ο Άκανθος, είχε σκοτωθεί στην προσπάθειά του να τον υπερασπιστεί, ατυχώς σαν τον Ολύμπιο, λίγα λεπτά πριν λήξει η μάχη της ημέρας.
Η δεύτερη επίθεση άρχισε το μεσημέρι. Ήταν οι ορεσίβιοι πολεμιστές της Κισσίας. Κανείς από τους συμμάχους δε γνώριζε πού στα κομμάτια ήταν αυτό το μέρος, αλλά, όπου κι αν ήταν, έβγαζε άντρες απίστευτα γενναίους. Η Κισσία, όπως έμαθαν οι σύμμαχοι αργότερα, είναι μια χώρα άγονη και εχθρική, κοντά στη Βαβυλώνα, γεμάτη φαράγγια και δερβένια. Αυτό το σύνταγμα του εχθρού κάθε άλλο παρά φοβήθηκε το πέτρινο τείχος του Καλλίδρομου. Πέρασε αυτό το εμπόδιο με μεγάλες δρασκελιές, σκαρφαλώνοντας πάνω του, με αποτέλεσμα οι πέτρες να κυλούν αδιακρίτως πάνω στα δικά τους στρατεύματα όσο και στα συμμαχικά. Εγώ προσωπικά δεν μπορούσα να δω αυτή τη μάχη απευθείας, γιατί κατά τη διάρκεια αυτής της ανάπαυλας βρισκόμουν πίσω από το τείχος. Φρόντιζα όσο καλύτερα μπορούσα τις πληγές του αφέντη μου και των άλλων αντρών της ενωμο-τίας μας και προσπαθούσα να καλύψω τις ανάγκες τους αλλά και τις δικές μου. Μπορούσα όμως να την ακούσω. Νόμιζες ότι γκρεμιζόταν όλο το βουνό. Από ένα σημείο, από κει που ήταν ο Διηνέκης και ο Αλέξανδρος, στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών, εκατό πόδια πίσω από το τείχος, μπορούσα-
• 392 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
με να δούμε τις έτοιμες μονάδες, αυτή τη φορά τους Μαντι-νείς και τους Αρκάδες, να ξεχύνονται στις επάλξεις του τείχους κι από εκεί να εκτοξεύουν δόρατα, ακόντια, ακόμα και βράχους πάνω στους εισβολείς, οι οποίοι, πάνω στον ενθουσιασμό του θριάμβου που πίστευαν ότι είχαν στο χέρι, έβγαζαν ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό που σου έκοβε το αίμα, κάτι σαν «Ελελελελέ».
Οι Θηβαίοι, όπως μάθαμε αργότερα, ήταν αυτοί που απώθησαν την επίθεση των Κισσίων. Οι πολεμιστές των Θηβών κρατούσαν τη δεξιά πτέρυγα, όπως είδαν οι σύμμαχοι, κατά μήκος της απόκρημνης ακτής. Ο αρχηγός τους, ο Λεοντιάδης, και οι επίλεκτοι μαχητές που πολεμούσαν στο πλευρό του κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ρωγμή στο πλήθος των εχθρών, γύρω στα σαράντα πόδια από τα βράχια. Οι Θηβαίοι όρμησαν ανάμεσά τους και άρχισαν να απωθούν τους αποκομμένους στοίχους του εχθρού, γύρω στις είκοσι σειρές, προς τον γκρεμό. Για άλλη μια φορά το βάρος της πανοπλίας των συμμάχων αποδείχτηκε ακατανίκητο. Το δεξί του εχθρού υποχώρησε κάτω από την πίεση των συντρόφων τους που είχαν εγκαταλείψει. Κατρακύλησαν στη θάλασσα, όπως έγινε κατά την υποχώρηση των Μήδων προσπαθούσαν να κρατηθούν από τις περισκελίδες, τις ζώνες και, τέλος, από τους αστραγάλους των συντρόφων τους, παρασύροντας κι αυτούς μαζί τους. Η συντριβή ήταν μαζική και γρήγορη και επιτεινόταν ακόμα πιο πολύ από το φοβερό τρόπο με τον οποίο χανόταν ο σκοτωμένος, που είτε κατρακυλούσε ογδόντα και εκατό πόδια, με αποτέλεσμα να τσακιστεί πάνω στα βράχια, ή, αν γλίτωνε από αυτό, έπεφτε με την πανοπλία στη θάλασσα. Κι από κει που ήμαστε ακόμα, σε απόσταση πάνω από ένα στάδιο από τη δίνη της μάχης, ακούγαμε καθαρά τις κραυγές των αντρών που γκρεμοτσακίζονταν.
Οι Σάκες ήταν το επόμενο έθνος που επέλεξε ο Ξέρξης
• 393 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
να επιτεθεί στους συμμάχους. Τούτοι, πάλι, συγκεντρώθηκαν κάτω από τα Στενά γύρω στο μεσημέρι. Ήταν καμπί-σιοι και βουνίσιοι, πολεμιστές από τα ανατολικά της αυτοκρατορίας και οι πιο γενναίοι από όσους αντιμετώπισαν οι σύμμαχοι. Πολεμούσαν με τσεκούρια και για ένα διάστημα προκάλεσαν τις πιο βαριές απώλειες στους Έλληνες. Στο τέλος ωστόσο το ίδιο τους το θάρρος ήταν η καταστροφή τους. Δε διαλύθηκαν, ούτε πανικοβλήθηκαν ορμούσαν απλώς κατά κύματα, γαντζώνονταν από τα πεσμένα κορμιά των αδελφών τους για να ριχτούν, θαρρείς κι επιζητούσαν το θάνατό τους, πάνω στις ασπίδες και στις σιδερένιες αιχμές των ελληνικών κονταριών. Απέναντι στους Σάκες παρατάχθηκαν πρώτα οι Μυκηναίοι, οι Κορίνθιοι και οι Φλιάσιοι, με τους Σπαρτιάτες, τους Τεγεάτες και τους Θεσπιείς έτοιμους να επέμβουν. Οι τελευταίοι μπήκαν στη μάχη σχεδόν αμέσως, καθώς οι Μυκηναίοι και οι Κορίνθιοι αναλώθηκαν στο μύλο του θανάτου και απόκαμαν τόσο, που ήταν αδύνατο να συνεχίσουν. Αλλά και οι εφεδρικές δυνάμεις λύγισαν από την κούραση και χρειάστηκε να πάρουν μια ανάσα από την τρίτη εναλλακτική μονάδα των Ορχομενίων και άλλων Αρ-κάδων, οι οποίοι πριν λίγο είχαν βγει από την προηγούμενη μάχη και ίσα που πρόλαβαν να δαγκώσουν ένα ξερό παξιμάδι και να κατεβάσουν μια γουλιά κρασί.
Την ώρα που έσπασαν οι Σάκες ο ήλιος ήταν για τα καλά πάνω από το βουνό. Όλη η «ορχήστρα» ήταν πια στη σκιά, έμοιαζε με χωράφι οργωμένο από τα βόδια του Αδη. Ούτε μια σπιθαμή γης δεν παρέμενε ανέπαφη και δίχως ρωγμή. Η σκληρή σαν πέτρα γη, ποτισμένη από το αίμα, τα ούρα και τα βρόμικα υγρά που είχαν χυθεί από τα εντόσθια των σφαγμένων και κατακρεουργημένων αντρών, ήταν τόσο βαθιά σκαμμένη σε μερικά σημεία, που έφτανε μέχρι την κνήμη ενός ανθρώπου. Υπάρχει μια ιερή πηγή αφιερωμένη στην Περσεφόνη δίπλα στη θύρα εξόδου του στρατοπέδου
• 394 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
των Λακεδαιμονίων, όπου το πρωί, αμέσως μετά την απόκρουση της μηδικής εφόδου, οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς είχαν καταρρεύσει από κούραση και θρίαμβο. Εκείνη την πρώτη στιγμή της σωτηρίας, όσο προσωρινή κι αν ήξεραν ότι ήταν, ένα κύμα υπέρτατης χαράς είχε απλωθεί σε όλο το στρατόπεδο των συμμάχων. Πάνοπλοι άντρες στέκονταν ο ένας αντίκρυ στον άλλο και τσούγκριζαν τις ασπίδες τους, για το κέφι τους και μόνο, σαν παιδιά που χαίρονται να ακούνε το θόρυβο του ορείχαλκου πάνω στον ορείχαλκο. Είδα δυο Φλιάσιους πολεμιστές να στέκονται πρόσωπο με πρόσωπο και να χτυπούν με τις γροθιές ο ένας τον ώμο του άλλου, ενώ δάκρυα χαράς κυλούσαν στα πρόσωπά τους. Άλλοι, πάλι, χοροπηδούσαν και χόρευαν. Ένας Φλιάσιος πολεμιστής αρπάχτηκε από τη γωνιά του πυργίσκου και άρχισε να κοπανάει το κεφάλι του στην πέτρα, μπαμ, μπαμ, μπαμ, σαν τρελός. Άλλοι κυλιόνταν στο έδαφος σαν τα άλογα πάνω στην άμμο. Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά τους, που δεν μπορούσαν να την εκδηλώσουν με άλλο τρόπο.
Ταυτόχρονα, ένα δεύτερο κύμα συγκίνησης διέτρεξε το στρατόπεδο. Αυτό της ευσέβειας. Άντρες αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο, κλαίγοντας με δέος μπροστά στους θεούς. Ευχαριστήριες προσευχές αναπέμπονταν από ευσεβείς καρδιές και κανείς δεν ντρεπόταν γι' αυτό. Σε όλη την έκταση του στρατοπέδου έβλεπες πολεμιστές γονατιστούς να παρακαλούν, άλλους να σχηματίζουν κύκλους με τα χέρια ενωμένα, ομάδες τριών και τεσσάρων ατόμων αγκαλιασμένων από τους ώμους, άντρες γονατιστούς δυο δυο μαζί και παντού μεμονωμένα άτομα πεσμένα στη γη να προσεύχονται.
Τώρα, μετά από επτά ώρες μάχης, τίποτε από όλα αυτά δεν έβλεπε κανείς. Οι άντρες κοίταζαν με ανέκφραστα μάτια την ανασκαμμένη πεδιάδα. Σε τούτο το χωράφι του θανάτου ήταν σπαρμένη ολόκληρη συγκομιδή από κουφάρια και ασπίδες, κομματιασμένες πανοπλίες και σπασμένα όπλα, σε
• 395 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
τόσο μεγάλη ποσότητα, που ο νους δεν μπορεί να χωρέσει το μέγεθός της, ούτε οι αισθήσεις να την αντιληφθούν. Οι αμέτρητοι τραυματίες βογκούσαν και φώναζαν, σφάδαζαν ανάμεσα σε σωρούς από χέρια και πόδια και κομμένα ανθρώπινα κομμάτια, τόσο μπερδεμένα, που ήταν αδύνατο να διακρίνεις έναν ολόκληρο άνθρωπο. Το όλο θέαμα θύμιζε τέρας με χιλιάδες μέλη, κάποιο τρομερό θηρίο ξαπλωμένο στην κομματιασμένη γη, που τώρα στράγγιζε από κάθε υγρό του κορμιού του, ξαναγυρίζοντας στη χθόνια ρωγμή που το είχε γεννήσει. Κατά μήκος του προσώπου του βουνού η πέτρα γυάλιζε κατακόκκινη μέχρι εκεί που έφτανε το γόνατο.
Τα πρόσωπα των συμμάχων πολεμιστών είχαν μεταμορφωθεί σε άμορφες μάσκες θανάτου. Μάτια ανέκφραστα κοιτούσαν μέσα από τις κόγχες, θαρρείς και η θεϊκή δύναμη, ο δαίμονας, τα είχε σβήσει σαν λάμπα και τα είχε αντικαταστήσει με μια απερίγραπτη κούραση, με ένα βλέμμα γυμνό από αισθήματα, το άδειο βλέμμα του Άδη. Στράφηκα στον Αλέξανδρο· φαινόταν τουλάχιστον πενήντα ετών. Στον καθρέφτη των ματιών του είδα το δικό μου πρόσωπο και μου ήταν αδύνατο να το αναγνωρίσω πια.
Ένας θυμός ενάντια στον εχθρό, που δεν υπήρχε πριν, ξεσηκώθηκε τώρα. Δεν ήταν μίσος, μάλλον μια άρνηση για οίκτο. Η βασιλεία της αγριότητας άρχισε. Πράξεις γεμάτες βαρβαρότητα που μέχρι πριν λίγο ήταν αδιανόητες περνούσαν τώρα από το νου των αντρών και τις ασπάζονταν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Το θέατρο του πολέμου, η δυσωδία και το θέαμα ενός τέτοιου μακελειού είχαν τόσο πολύ κατακλύσει τις αισθήσεις με τρόμο, που το μυαλό είχε νεκρώσει και είχε γίνει αναίσθητο. Η διαστροφή ήταν τόση, που λαχταρούσε τώρα τούτες τις πράξεις, και μάλιστα ποθούσε να τις πολλαπλασιάσει.
Όλοι ήξεραν ότι η επόμενη επίθεση θα ήταν η τελευταία της ημέρας. Το παραπέτασμα της νύχτας Θα ανέβαλλε τη
• 396 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σφαγή για την επομένη. Ήταν επίσης ξεκάθαρο ότι όποια δύναμη έριχνε ο εχθρός στη μάχη την επομένη θα ήταν η καλύτερη, η αφρόκρεμα που κρατούσε γι' αυτή την ώρα. Την ώρα που οι Έλληνες θα ήταν εξουθενωμένοι από την κούραση και δε θα είχαν την παραμικρή ελπίδα να αντικατασταθούν από νέα στρατεύματα. Ο Λεωνίδας, που είχε να κοιμηθεί πάνω από σαράντα ώρες, τριγύριζε στις γραμμές των πολεμιστών, μάζευε τους άντρες κάθε συμμαχικής μονάδας και τους μιλούσε προσωπικά. «Να θυμάστε, αδέλφια: Η τελική μάχη είναι το παν. Ό,τι πετύχαμε μέχρι σήμερα θα χαθεί αν δεν το προφυλάξουμε τώρα, στο τέλος. Πολεμήστε όπως δεν έχετε πολεμήσει ξανά».
Στα διαλείμματα ανάμεσα στις τρεις πρώτες επιθέσεις κάθε πολεμιστής που ετοιμαζόταν για την επόμενη σύγκρουση είχε βαλθεί να καθαρίσει το εξωτερικό μέρος της ασπίδας και της περικεφαλαίας, για να ξαναπροβάλει στον εχθρό την αστραφτερή επιφάνεια του ορείχαλκου, που έσπερνε τον τρόμο. Καθώς ο μύλος του θανάτου συνέχιζε το άλεσμα όλη μέρα, αυτή η νοικοκυρίστικη δουλειά αποδείχτηκε τελικά δίχως νόημα, καθώς κάθε ρόζος και επίστρωση της ασπίδας είχαν πάνω τους πάρα πολύ αίμα και χώμα, λάσπη και περιττώματα, ιστούς, σάρκα, μαλλιά και πηγμένο αίμα, ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς. Εξάλλου, οι άντρες ήταν πολύ κουρασμένοι. Δε νοιάζονταν πια. Ο Διθύραμβος, ο Θηβαίος αρχηγός, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, διέταξε τους άντρες του να σταματήσουν το γυάλισμα των ασπίδων τους και, αντίθετα, να τις βάψουν και να τις περάσουν, όπως και τις πανοπλίες τους, με ακόμα περισσότερο αίμα.
Ο Διθύραμβος, αρχιτέκτονας στο επάγγελμα και επ' ου-δενί λόγω επαγγελματίας στρατιώτης, είχε δείξει τόσο εκπληκτικό θάρρος όλη την ημέρα, που το έπαθλο της ανδρείας θα ήταν σίγουρα δικό του διά βοής. Η γενναιότητά του
• 397 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τον κατέτασσε δεύτερο, μόνο μετά το Λεωνίδα, σε κύρος ανάμεσα στους άντρες. Ο Διθύραμβος τώρα στάθηκε στο ξέφωτο για να τον βλέπουν όλοι οι άντρες και άρχισε να αλείφει την ασπίδα του, που ήταν ήδη μαύρη από το ξεραμένο αίμα, με ακόμα πιο πολύ πηγμένο αίμα και έντερα και φρέσκο υγρό. Οι σύμμαχοι με τη σειρά, οι Θεσπιείς, οι Τεγεά-τες και οι Μαντινείς,τον μιμήθηκαν αμέσως. Μόνο οι Σπαρτιάτες απείχαν, όχι από λεπτότητα ή ανθρωπιά, απλώς επειδή υπάκουαν στους δικούς τους νόμους για τον πόλεμο, που τους πρόσταζαν να συνεχίσουν χωρίς διακοπή στις συνηθισμένες τους δουλειές και ασκήσεις.
Ο Διθύραμβος τώρα διέταξε τους βοηθητικούς και τους υπηρέτες να πάνε στις θέσεις τους, να πάψουν να καθαρίζουν το έδαφος από τα πτώματα του εχθρού. Κατόπιν έστειλε τους άντρες του στο στίβο με διαταγές να στοιβάξουν τα πτώματα έτσι ώστε να φαίνονται καθαρά, με όσο πιο τρομακτικό τρόπο γινόταν, για να παρουσιάσουν στο επόμενο κύμα του εχθρού, που οι σάλπιγγες του ακούγονταν ήδη κοντά στα Στενά, το πιο φοβερό, το πιο ανατριχιαστικό θέαμα που γινόταν.
«Αδέλφια και σύμμαχοι, ωραία μου σκυλιά από το φοβερό Άδη!» είπε στους πολεμιστές ενώ πηγαινοερχόταν μπροστά στις γραμμές χωρίς περικεφαλαία. Η δυνατή φωνή του έφτανε ακόμα και σε κείνους που ήταν πάνω στο τείχος και συγκεντρώνονταν ακριβώς από πίσω του. «Το επόμενο κύμα θα είναι το τελευταίο της ημέρας. Ετοιμάστε τα μπαλάκια σας, άντρες, για την τελική μεγάλη προσπάθεια. Ο εχθρός πιστεύει ότι είμαστε εξουθενωμένοι και προσδοκά να μας στείλει στον Κάτω Κόσμο με τη σφοδρή επίθεση των ξεκούραστων στρατευμάτων του. Αυτό που δεν ξέρει είναι ότι είμαστε ήδη εκεί. Περάσαμε τη γραμμή πριν από ώρες». Έδειξε τα Στενά και το χαλί του τρόμου. «Βρισκόμαστε ήδη στον Αδη. Είναι το σπίτι μας!»
• 398 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Μια χαρούμενη κραυγή ξέφυγε από τη γραμμή, που καλύφθηκε από άγριες βλαστήμιες και τρομακτικά γέλια.
«Να θυμάστε, άντρες» συνέχισε ο Διθύραμβος ακόμα πιο δυνατά «ότι αυτό το επόμενο κύμα των γαμιόληδων Ασιατών δε μας έχει δει ακόμα. Για σκεφτείτε τι ξέρουν για μας. Ξέρουν ότι τρία από τα δυνατότερα έθνη τους όρμησαν εναντίον μας με τ' αρχίδια τους και γύρισαν χωρίς αυτά.
»Και σας λέω με σιγουριά: Δεν είναι ξεκούραστοι. Κάθονταν στα καρφιά όλη μέρα, βλέποντας τους συμμάχους τους να γυρίζουν πίσω κομματάκια από μας. Πιστέψτε με, η φαντασία τους δεν παρέμεινε αδρανής. Κάθε άντρας έχει δει ήδη το κεφάλι του κομμένο από το σβέρκο, τ' άντερα του χυμένα στο χώμα και το πουλί του μαζί με τα μπαλάκια του να κουνιούνται μπροστά του στη μύτη ενός ελληνικού κο-νταριού! Δεν είμαστε εμείς οι κουρασμένοι, αυτοί είναι!».
Καινούριες φωνές και φασαρία ακούστηκαν από τους συμμάχους, εκτός από τους Σπαρτιάτες, ενώ οι Θεσπιείς στο πεδίο της μάχης συνέχιζαν να σφάζουν. Κοίταξα το Διηνέκη, που τα έβλεπε όλα αυτά με βλέμμα βλοσυρό.
«Μα τους θεούς» είπε «τα πράγματα όσο πάνε κι αγριεύουν εκεί πέρα».
Είδαμε τους Σπαρτιάτες ιππείς, οδηγούμενοι από τον Πο-λύνεικο και το Δωριέα, να παίρνουν τις θέσεις τους γύρω από το Λεωνίδα στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Τώρα ένας σκοπός ήρθε τρέχοντας από το προωθημένο φυλάκιο. Ήταν το Κυνηγόσκυλο, ο Σπαρτιάτης Σκιρίτης. Έτρεξε κατευθείαν στο Λεωνίδα και του έδωσε την αναφορά του. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα: Το επόμενο κύμα θα ήταν η ίδια η φρουρά του Ξέρξη, οι Αθάνατοι. Οι Έλληνες γνώριζαν ότι περιλάμβανε τους καλύτερους πολεμιστές της Μεγαλειότητάς Του, το άνθος της περσικής αριστοκρατίας, πρίγκιπες που μάθαιναν από γεννησιμιού τους «να τραβούν το τόξο και να λένε την αλήθεια».
399
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν δέκα χιλιάδες, ενώ οι Έλληνες είχαν λιγότερους από τρεις χιλιάδες άντρες ικανούς να πολεμήσουν. Οι Αθάνατοι, το γνώριζαν όλοι, είχαν πάρει το όνομά τους από ένα έθιμο των Περσών να αντικαθιστούν αμέσως κάθε βασιλικό φρουρό που πέθαινε ή αποχωρούσε, έτσι ώστε ο αριθμός των επίλεκτων του Ξέρξη να είναι πάντα δέκα χιλιάδες.
Αυτό το επίλεκτο σώμα φάνηκε τώρα στο λαιμό των Στενών. Δε φορούσαν περικεφαλαίες, αλλά τιάρες, μαλακά καλύμματα της κεφαλής σε σχήμα κωνικό, με ένα μεταλλικό στέμμα στην κορυφή που άστραφτε σαν χρυσάφι. Αυτές οι μισές περικεφαλαίες δε διέθεταν κάλυμμα για τ' αυτιά, το λαιμό ή το σαγόνι και άφηναν το πρόσωπο και το λαιμό εντελώς εκτεθειμένα. Οι πολεμιστές φορούσαν σκουλαρίκια. Μερικοί είχαν βάψει τα πρόσωπα τους, είχαν βάλει κολ στα μάτια και κοκκινάδι στα μάγουλα σαν γυναίκες. Παρ' όλα αυτά, ήταν υπέροχοι, επιλεγμένοι όχι μόνο, όπως ήξεραν οι Έλληνες, για την ανδρεία τους και επειδή ανήκαν στην τάξη των ευγενών αλλά και για το ύψος τους και την αρρενωπό-τητά τους επίσης. Κάθε άντρας φαινόταν πιο εντυπωσιακός από το διπλανό του. Φορούσαν μεταξωτούς χιτώνες με μανίκια, σε πορφυρό χρώμα, μια πανοπλία που θύμιζε λέπια ψαριού και αναξυρίδες και στα πόδια μπότες από δέρμα ελαφιού που έφταναν μέχρι την κνήμη. Τα όπλα τους ήταν το τόξο, ένα γιαταγάνι στη ζώνη, το κοντό περσικό δόρυ, ενώ οι ασπίδες τους, όπως των Μήδων και των Κισσίων, κάλυπταν όλο το σώμα και ήταν φτιαγμένες από λυγαριά. Αλλά το πιο εκπληκτικό απ' όλα ήταν η ποσότητα των χρυσών στολιδιών που κουβαλούσε πάνω του κάθε Αθάνατος με τη μορφή καρφιτσών και βραχιολιών, φυλαχτών και στολιδιών. Ο διοικητής τους, ο Υδάρνης, προχωρούσε μπροστά, ο μόνος έφιππος αντίπαλος που είχαν δει μέχρι τώρα οι σύμμαχοι. Η τιάρα του ήταν μυτερή σαν βασιλικό στέμμα και τα
• 400 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μάτια του άστραφταν κάτω από τα βαμμένα ματόκλαδά του. Το άλογό του είχε τρομάξει και αρνιόταν να προχωρήσει στο σάρκινο χορτάρι των πτωμάτων. Ο εχθρός παρατάχθηκε σε σειρές πιο κάτω από τα Στενά. Η πειθαρχία τους ήταν τέλεια. Ήταν άψογοι.
Ο Λεωνίδας τώρα προχώρησε μπροστά για να μιλήσει στους συμμάχους. Επιβεβαίωσε αυτό που κάθε Έλληνας πολεμιστής συμπέρανε από μακριά, ότι η μεραρχία του εχθρού που προχωρούσε ήδη εναντίον τους ήταν, πράγματι, οι Αθάνατοι του Ξέρξη και ότι ο αριθμός τους, απ' ό,τι μπορούσε να κρίνει με το μάτι, ήταν πράγματι δέκα χιλιάδες.
«Κανονικά, φίλοι μου» είπε ο Λεωνίδας με δυνατή φωνή «η προοπτική να αντιμετωπίσουμε τους καλύτερους άντρες όλης της Ασίας θα έπρεπε να μας τρομάζει. Αλλά σας ορκίζομαι ότι αυτή η μάχη θα σηκώσει τη λιγότερη σκόνη απ' όλες».
Ο βασιλιάς χρησιμοποίησε τη λέξη ακονιτί, η οποία χρησιμοποιείται συνήθως στην πάλη, στην πυγμαχία και στο παγκράτιο. Όταν ένας νικητής ξεφορτώνεται τον αντίπαλό του τόσο γρήγορα, που κατά τη διάρκεια του αγώνα δε σηκώνεται καθόλου σκόνη στο στίβο, λένε ότι θριάμβευσε ακονιτί.
«Ακούστε» συνέχισε ο Λεωνίδας «και θα σας πω το γιατί. Ο στρατός που στέλνει τώρα ο Ξέρξης εναντίον μας είναι για πρώτη φορά περσικό αίμα. Διοικητές τους είναι συγγενείς του ίδιου του βασιλιά. Έχει αδέλφια ανάμεσα τους, ξαδέλφια και θείους και εραστές, αξιωματικούς της γενιάς του, που η ζωή τους είναι πολύτιμη γι' αυτόν και δεν εξαγοράζεται με τίποτα. Τον βλέπετε εκεί πέρα, πάνω στο θρόνο του; Τα έθνη που έστειλε μέχρι τώρα εναντίον μας ήταν χώρες υποτελείς, απλά δόρατα για έναν τέτοιο δεσπότη, που δεν υπολογίζει καθόλου τη ζωή τους. Όμως αυτοί» —ο Λεωνίδας έδειξε πέρα από τα Στενά, εκεί όπου ο Υδάρνης και οι Αθάνατοι παρατάσσονταν τώρα— «αυτοί είναι πολύτιμοι
• 401 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
για κείνον. Αυτούς τους αγαπά. Ο θάνατός τους θα τον κάνει να νιώσει σαν να δέχτηκε ένα κοντάρι στα σπλάχνα.
»Να θυμάστε ότι αυτή η μάχη στις Θερμοπύλες δεν είναι η μόνη που ήρθε να δώσει ο Ξέρξης. Προσδοκά πολλούς ακόμα σπουδαίους αγώνες, στην καρδιά της Ελλάδας, εναντίον κυρίως του στρατού μας, και επιθυμεί γι' αυτές τις συγκρούσεις να έχει στη διάθεση του το άνθος του στρατού του, τους άντρες που βλέπετε τώρα μπροστά σας. Θα είναι φειδωλός σήμερα με τις ζωές τους, σας το υπόσχομαι.
»Όσο για τον αριθμό τους, είναι δέκα χιλιάδες κι εμείς τρεις. Αλλά κάθε άντρα που θα σκοτώνουμε θα είναι σαν ένα σύνταγμα για το βασιλιά τους. Αυτοί οι πολεμιστές είναι χρυσάφι γι' αυτόν, που το μαζεύει και το φυλάει σαν τα μάτια του μέσα στο θησαυροφυλάκιό του.
»Σκοτώστε χίλιους και οι υπόλοιποι θα σπάσουν. Χίλιους και ο αφέντης τους θα αποσύρει τους υπόλοιπους. Θα το κάνετε αυτό για μένα, άντρες; Μπορούν τρεις από σας να σκοτώσουν έναν από δαύτους; Μπορείτε να μου δώσετε χίλιους;».
• 402 •
26
Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ TOΥ μπορεί να κρίνει καλύτερα πόσο ακριβής ήταν η πρόβλεψη του Λεωνίδα. Θέλω να παρατηρήσω απλώς για την καταγραφή και μόνο ότι το σκοτάδι βρήκε τους Αθανάτους σε άτακτη υποχώρηση, μετά από τις διαταγές της Μεγαλειότητάς Του, όπως είχε προβλέψει ο Λεωνίδας, αφήνοντάς τους τσακισμένους και ετοιμοθάνατους πάνω στην «ορχήστρα» των Στενών.
Πίσω από το τείχος των συμμάχων επικρατούσε το ίδιο τρομακτικό σκηνικό. Μια νεροποντή είχε μουσκέψει το στρατόπεδο λίγο μετά αφότου έπεσε η νύχτα, σβήνοντας τις ελάχιστες φωτιές που απέμεναν, αφού κανείς δεν τις πρόσεχε. Όλες οι φροντίδες των βοηθών, των υπηρετών και των συντρόφων είχαν στραφεί στους τραυματισμένους και στους ακρωτηριασμένους. Ποτάμια από πέτρες και λάσπη είχαν πέσει στο πάνω στρατόπεδο από τις κατολισθήσεις του Καλ-λίδρομου. Σ' αυτή τη βρεγμένη έκταση σφαγμένοι και ζωντανοί κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλο, πολλοί με την πανοπλία ακόμα. Ο ύπνος των εξουθενωμένων αντρών ήταν τόσο βαθύς, που δύσκολα ξεχώριζες τους ζωντανούς από τους νεκρούς. Όλα ήταν μούσκεμα και λασπωμένα. Τα αποθέματα για την περιποίηση των τραυματισμένων είχαν εξαντληθεί προ πολλού. Οι σκηνές των λουσμένων που είχε επιτάξει η εμπροσθοφυλακή των Σκιριτών για καταφύγια φάνηκαν χρήσιμες για δεύτερη φορά, αφού το λινό τους χρησι-
• 403 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μοποιήθηκε για επιθέματα. Η δυσωδία του αίματος και των νεκρών ήταν τόσο έντονη και τρομακτική, ώστε τα γαϊδούρια που μετέφεραν τις προμήθειες γκάριζαν όλη νύχτα και δεν μπορούσαν να ησυχάσουν.
Υπήρχε κι ένα τρίτο αστρατολόγητο μέλος στο σύνταγμα των συμμάχων, ένας εθελοντής, εκτός από τον παράνομο Σφαιρέα και τη Στύγα, τη σκύλα. Ήταν ένας έμπορος από τη Μίλητο, Ελεφαντίνος το όνομά του, που το χαλασμένο του κάρο έτυχε να βρεθεί στο δρόμο των συμμάχων καθώς διέσχιζαν τη Δωρίδα, μια μέρα πριν φτάσουν στις Θερμοπύλες. Αυτός ο άνθρωπος, παρά την κακοτυχία του, είχε διατηρήσει το κέφι του και μοιραζόταν το φαγητό του, κάτι πράσινα μήλα, με το κουτσό γάΐδουράκι του. Στο μπροστινό μέρος του κάρου υψωνόταν μια παντιέρα ζωγραφισμένη με το χέρι, που διαφήμιζε την καλή του διάθεση και τις προθέσεις. Η επιγραφή υποτίθεται ότι δήλωνε: «Η καλύτερη υπηρεσία μόνο για σένα, φίλε μου». Ο ακονιστής ωστόσο είχε κάνει λάθος σε αρκετές λέξεις, κυρίως το «φίλος», που το χέρι του είχε γράψει ως φίμος, ο δωρικός όρος για τη στένωση της πέτσας που καλύπτει το αντρικό μέλος. Η παντιέρα του κάρου, λοιπόν, διαλαλούσε χοντρικά το εξής:
Η καλύτερη υπηρεσία μόνο για σένα, ακροποσθία μου.
Το ξεδιάντροπο τούτο ποιηματάκι έκανε τον τύπο προς στιγμή διάσημο. Αρκετοί βοηθητικοί πήγαν να του παρασταθούν κι ο έμπορος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για την ευγένεια τους. «Και για πού το 'βαλε αυτός ο υπέροχος στρατός, αν επιτρέπεται;»
«Να πεθάνει για την Ελλάδα» αποκρίθηκε κάποιος. «Αυτό είναι υπέροχο!» Κατά τα μεσάνυχτα ο ακονιστής
παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο. Είχε ακολουθήσει τη φάλαγγα μέχρι τις Θερμοπύλες. Τον καλωσόρισαν με ενθου-
404
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σιασμό. Η ειδικότητα του ήταν να τροχίζει την κόψη του ατσαλιού, και σ' αυτό, όπως είπε, δεν είχε ταίρι. Ακόνιζε χρό-νια ολόκληρα δρεπάνια για τους αγρότες και τσεκούρια για τις νοικοκυρές. Ήξερε πώς να κάνει ακόμα κι ένα ασήμαντο μυστρί να αποκτήσει κόψη και επιπλέον, ορκίστηκε, θα πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο στρατό για να ανταποδώσει την καλοσύνη που του έδειξαν στη δημοσιά.
Ο άνθρωπος αυτός χρησιμοποιούσε μια έκφραση την οποία πρόσθετε στην κουβέντα του όποτε ήθελε να δώσει έμφαση σε κάτι. «Το πρόσεξες αυτό!» έλεγε, αν και με τη βαριά ιωνική προφορά του ακουγόταν ως «του πρόσεξ' τούτο».
Αυτή η φράση υιοθετήθηκε αμέσως με μεγάλο ενθουσιασμό από ολόκληρο το στρατό.
«Πάλι τυρί και κρεμμύδια, του πρόσεξ' τούτο!» «Διπλά γυμνάσια όλη μέρα, του πρόσεξ' τούτο!» Ένας από τους δύο Λέοντες στην ενωμοτία του Διηνέκη,
αυτός που την είχε... γαϊδουρινή, τάραξε τον έμπορο τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, κουνώντας μπροστά στα νυσταγμένα ακόμα μάτια του μια εντυπωσιακή στύση. «Τούτο το λένε "φίμος", του πρόσεξ' τούτο;»
Ο έμπορος έγινε κάτι σαν γούρι, σαν φυλαχτό για το στρατό. Η παρουσία του ήταν καλοδεχούμενη σε κάθε φωτιά, όλοι επιζητούσαν τη συντροφιά του, νέοι και παλαίμαχοι. Τον θεωρούσαν παραμυθά και καλό σύντροφο, χωρά-τατζή και φίλο.
Την αυγή της πρώτης μέρας της σφαγής ο έμπορος χρίστηκε ανεπίσημος εξομολογητής των νέων πολεμιστών, στους οποίους τις δύο τελευταίες μέρες φερόταν σαν να ήταν γιοι του. Πέρασε όλη τη νύχτα δίπλα στους τραυματίες, προσφέροντας κρασί και νερό και ένα χέρι παρηγορητικό. Διπλασίασε την ασυνήθιστη ευθυμία του. Διασκέδαζε τους ακρωτηριασμένους και τους πληγωμένους με πρόστυχες ιστορίες από τα ταξίδια του, αναποδιές, αποπλανήσεις νοικοκυρών,
• 405 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
κλεψιές και ξυλοδαρμούς που είχε υποστεί στο δρόμο. Είχε οπλιστεί κι αυτός επίσης από τα περισσευούμενα όπλα. Αύριο θα κάλυπτε ένα κενό. Πολλοί βοηθητικοί, ελεύθεροι από τους αφέντες τους, είχαν αναλάβει τον ίδιο ρόλο.
Όλη νύχτα τα καμίνια μούγκριζαν. Τα σφυριά των σιδηρουργών και των μεταλλοτεχνιτών ηχούσαν ακατάπαυστα, επισκευάζοντας ακόντια και λεπίδες σπαθιών. Ακόμη, αφαιρούσαν τον ορείχαλκο για να βάλουν καινούρια εξωτερική επένδυση στις ασπίδες. Ταυτόχρονα, οι επισκευαστές και οι μαραγκοί, με τη βοήθεια των τροχών, έφτιαχναν καινούρια κοντάρια και λαβές ασπίδων για την επομένη. Οι σύμμαχοι μαγείρευαν το φαγητό τους σε φωτιές που άναβαν από τα πεταμένα βέλη και τα σπασμένα δόρατα του εχθρού. Οι κάτοικοι του χωριού Αλπηνοί, που μια μέρα νωρίτερα πουλούσαν τα προϊόντα τους έναντι αμοιβής, τώρα, βλέποντας τη θυσία των υπερασπιστών των Στενών, χάρισαν τα εμπορεύματα και τα τρόφιμά τους και έσπευσαν με κάρα και χειροκίνητα αμαξάκια να φέρουν κι άλλα.
Πού ήταν όμως οι ενισχύσεις; Θα έρχονταν άραγε ποτέ; Ο Λεωνίδας, που κατάλαβε ότι αυτό το θέμα απασχολούσε το στρατό, απέφυγε να συγκαλέσει πολεμικό συμβούλιο και κυκλοφορούσε ανάμεσα στους άντρες, συζητώντας με τους διοικητές τους διάφορα θέματα που τους απασχολούσαν. Είχε στείλει κι άλλους δρομείς στις πόλεις, με περισσότερες εκκλήσεις για βοήθεια. Οι πολεμιστές είχαν προσέξει ότι διάλεγε πάντα τους νεότερους. Το έκανε επειδή ήταν γρηγορότεροι στα πόδια ή μήπως ο βασιλιάς ήθελε να σώσει όσους είχαν πολλά ακόμα χρόνια μπροστά τους;
Οι σκέψεις κάθε στρατιώτη τώρα στρέφονταν προς την οικογένειά του, σε κείνους στην πατρίδα που αγαπούσε η καρδιά του. Άντρες εξουθενωμένοι, τρέμοντας σύγκορμοι, χάραζαν γράμματα σε γυναίκες και παιδιά, μητέρες και πατέρες. Τα περισσότερα μηνύματα ήταν απλώς γρατσουνίσματα πά-
406
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νω σε πανί ή δέρμα, σε κομμάτια από κεραμικό και ξύλο. Τα γράμματα ήταν τελευταίες επιθυμίες και διαθήκες, αποχαιρετιστήρια λόγια. Είδα τη σακούλα με τα γράμματα ενός δρομέα που ετοιμαζόταν να φύγει. Ήταν ένα σύμφυρμα από τυλιγμένα χαρτιά, πινακίδια από κερί, κομμάτια από κεραμίδια, ακόμα και λωρίδες από κετσέ που είχαν σκίσει από τα καλύμματα των περικεφαλαίων. Πολλοί πολεμιστές έστελναν φυλαχτά που θα αναγνώριζαν οι αγαπημένοι τους, ένα γούρι που κρεμόταν από το πλαίσιο της ασπίδας, ένα τυχερό νόμισμα περασμένο μέσα σε μια ταινία για το λαιμό. Μερικά από αυτά περιείχαν χαιρετισμούς — «Στην αγαπημένη μου Άμαρη».... «Στη Δηλιάδα από το Θεαγένη, με αγάπη». Άλλα, πάλι, δεν περιείχαν κανένα όνομα. Ίσως οι δρομείς κάθε πόλης γνώριζαν τους παραλήπτες προσωπικά και θα το πήγαιναν οι ίδιοι για να είναι σίγουροι ότι θα φτάσει στα χέρια τους. Διαφορετικά, το περιεχόμενο του σάκου θα εξετί-θετο στην κεντρική πλατεία, στην αγορά ή ακόμη και μπροστά στο ναό της προστάτιδας της πόλης. Οι οικογένειες, που καρτερούσαν με αγωνία, θα συγκεντρώνονταν εκεί γεμάτες ελπίδα και φόβο συνάμα, περιμένοντας τη σειρά τους να κοιτάξουν το πολύτιμο φορτίο, μήπως βρουν κανένα μήνυμα, άγραφο ή οτιδήποτε άλλο, από αυτούς που αγαπούσαν και που φοβόνταν ότι μόνο νεκρούς θα ξανάβλεπαν.
Ήρθαν δυο αγγελιαφόροι από το συμμαχικό στόλο, από την αθηναϊκή τριήρη, που έκαναν χρέη ταχυδρόμου ανάμεσα στο ναυτικό εκεί κάτω και στο στρατό εδώ πάνω. Οι σύμμαχοι είχαν επιτεθεί στον περσικό στόλο σήμερα περιστασιακά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τα πλοία μας έπρεπε να κρατήσουν τα Στενά, αλλιώς ο Ξέρξης θα αποβίβαζε το στρατό του στα μετόπισθεν των υπερασπιστών και θα τους πετσόκοβε. Τα στρατεύματα, πάλι, έπρεπε να κρατήσουν το πέρασμα, διαφορετικά ο Πέρσης θα προχωρούσε μέσω ξηράς στο στενό του Ευρίπου και θα παγίδευε το στόλο.
407
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Μέχρι τώρα κρατούσαν και ο στόλος και ο στρατός. Ο Πολύνεικος ήρθε και, κάθισε λιγάκι στις φωτιές, γύρω
από τις οποίες είχαν μαζευτεί τα απομεινάρια της ενωμο-τίας μας. Είχε δει ένα φημισμένο γυμναστή, το Μίλωνα, που τον γνώριζε από τους Αγώνες στην Ολυμπία. Ο άνθρωπος αυτός είχε ράψει τους τένοντες του Πολύνεικου και του είχε δώσει ένα φάρμακο για να καταπολεμήσει τον πόνο.
«Χόρτασες δόξα. Κάλλιστε;» ρώτησε ο Διηνέκης τον ιππέα.
Ο Πολύνεικος απάντησε μόνο με ένα μορφασμό. Φαινόταν τσακισμένος, τα είχε χαμένα για πρώτη φορά.
«Κάθισε» είπε ο αφέντης μου δείχνοντας ένα στεγνό μέρος δίπλα του.
Ο Πολύνεικος κάθισε με χαρά. Οι άντρες της ενωμοτίας κοιμόνταν σαν πεθαμένοι γύρω από τη φωτιά, τα κεφάλια τους αναπαύονταν το ένα πάνω στο άλλο, αλλά και στις βρόμικες ασπίδες τους. Ακριβώς απέναντι από τον Πολύ-νεικο, ο Αλέξανδρος κοιτούσε ανέκφραστος τη φωτιά. Το σαγόνι του είχε σπάσει· όλη η δεξιά πλευρά του προσώπου του ήταν μια κόκκινη μάζα και το κόκαλο στερεωμένο με μια δερμάτινη λωρίδα.
«Για να σου ρίξουμε μια ματιά». Ο Πολύνεικος σηκώθηκε με δυσκολία. Στο σάκο με τα απαραίτητα του γυμναστή εντόπισε ένα κομμάτι αλοιφής από ευφόρβια και άμπρα που λέγεται «το γεύμα του πυγμάχου», που χρησιμοποιούν οι πυγμάχοι ανάμεσα στους αγώνες για να ακινητοποιήσουν σπασμένα κόκαλα και δόντια. Ο Πολύνεικος το μάλαξε μέχρι να ζεσταθεί και να γίνει εύκαμπτο. Στράφηκε στο γυ μναστή. «Καλύτερα να το κάνεις εσύ, Μίλωνα». Ο Πολύ-νεικος πήρε το δεξί χέρι του Αλέξανδρου στο δικό του, για τον πόνο. «Κρεμάσου πάνω του. Σφίξ' το μέχρι να σπάσεις τα δάχτυλά μου».
Ο γυμναστής έφτυσε από το στόμα του μέσα στου Αλέ-
408
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ξανδρου μια μπούκα κρασί για να καθαρίσει το πηγμένο αίμα. Μετά έβγαλε με τα δάχτυλά του έναν απαίσιο θρόμβο από σάλιο, βλέννα και φλέγμα. Εγώ κρατούσα το κεφάλι του Αλέξανδρου. Ο νέος έσφιξε δυνατά το χέρι του Πολύ-νεικου. Ο Διηνέκης παρακολουθούσε το γυμναστή να βάζει το μείγμα της άμπρας ανάμεσα στα σαγόνια του Αλέξανδρου και να πιέζει απαλά το σπασμένο κόκαλο ώστε να εφαρμόσει πάνω του. «Μέτρα αργά» είπε στον ασθενή. «Όταν φτάσεις στο πενήντα, δε θα μπορείς να χωρίσεις αυτό το σαγόνι ούτε με το ξεκαρφωτήρι».
Ο Αλέξανδρος άφησε το χέρι του ιππέα. Ο Πολύνεικος τον κοίταξε με θλίψη.
«Συγχώρα με, Αλέξανδρε». «Για ποιο πράγμα;» «Που σου έσπασα τη μύτη». Ο Αλέξανδρος γέλασε, το σπασμένο του σαγόνι τον έκα
νε να μορφάσει. «Είναι το καλύτερο χαρακτηριστικό σου τώρα». Το πρόσωπο του Αλέξανδρου συσπάστηκε πάλι. «Λυπά
μαι για τον πατέρα σου» είπε ο Πολύνεικος. «Και για τον Αρίστωνα».
Σηκώθηκε για να πάει στην επόμενη φωτιά. Κοίταξε μια τον αφέντη μου και μετά το βλέμμα του στράφηκε στον Αλέξανδρο .
«Θέλω να σου πω και κάτι άλλο. Όταν ο Λεωνίδας σε επέλεξε ανάμεσα στους Τριακόσιους, πήγα να τον δω ιδιαιτέρως και προσπάθησα να τον πείσω να σε αποκλείσει. Πίστευα ότι δεν μπορούσες να πολεμήσεις».
«Το ξέρω». Η φωνή του Αλέξανδρου βγήκε με δυσκολία από το σφιγμένο του σαγόνι.
Ο Πολύνεικος τον κοίταξε αρκετή ώρα. «Έκανα λάθος» είπε και προχώρησε. Κι άλλες διαταγές ήρθαν, που ανέθεταν σε διάφορες ομά-
• 409 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
δες να αποσύρουν τα πτώματα από την ουδέτερη ζώνη. Το όνομα του Αυτόχειρα ήταν σε μια από τις ομάδες. Όμως οι πληγωμένοι του ώμοι είχαν πιαστεί. Ο Αλέξανδρος επέμεινε να πάρει τη θέση του.
«Τώρα ο βασιλιάς θα ξέρει για το θάνατο του πατέρα μου και του Αρίστωνα» είπε απευθυνόμενος στο Διηνέκη, ο οποίος ως διοικητής της ενωμοτίας μπορούσε να του απαγορέψει να λάβει μέρος στην επιχείρηση αυτή. «Ο Λεωνίδας θα προσπαθήσει να με γλιτώσει για το χατίρι της οικογένειας μου* θα με στείλει σπίτι με κάποια παραγγελία ή επιστολή. Δε θέλω να φανώ ασεβής απέναντι του, αρνούμενος να τον υπακούσω».
Δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου τόσο τρομακτική έκφραση σαν κι αυτή που έβλεπα στο πρόσωπο του αφέντη μου. Έδειξε ένα σημείο πάνω στη βρεγμένη γη δίπλα του στο φως της φωτιάς.
«Παρακολουθούσα αυτούς τους μικρούς Μυρμιδόνες». Πάνω στο χώμα μαινόταν ο πόλεμος των μυρμηγκιών. «Κοιτάξτε αυτούς τους πρωταθλητές». Ο Διηνέκης έδει
ξε τα συμπαγή τάγματα των εντόμων που σέρνονταν με απίστευτη δύναμη πάνω στο σωρό των πεσμένων κορμιών των δικών τους, παλεύοντας για το ξεραμένο σώμα ενός σκαθαριού.
«Αυτό εδώ πάνω πρέπει να είναι ο Αχιλλέας. Κι αυτό εκεί ο Έκτορας. Η δική μας γενναιότητα δεν είναι τίποτα μπροστά στην ανδρεία τούτων των ηρώων. Βλέπετε; Τραβάνε ακόμα και το σώμα του συντρόφου τους από το πεδίο, όπως κι εμείς».
Η φωνή του ήταν πνιχτή από αηδία και ιδιαίτερα ειρωνική. «Νομίζεις ότι οι θεοί σκύβουν από πάνω μας όπως εμείς πάνω από αυτά τα έντομα; Οι αθάνατοι θρηνούν για το θάνατό μας τόσο έντονα όσο εμείς για το χαμό αυτών των μυρμηγκιών;»
• 410 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο, Διηνέκη» είπε ο Αλέξανδρος απαλά.
«Ναι, αυτό ακριβώς χρειάζομαι. Μια κούρα ομορφιάς». Κοίταξε με το μάτι που του απόμενε τον Αλέξανδρο.
Έξω, πέρα από τους πυργίσκους του τείχους, η δεύτερη σκοπιά λάβαινε οδηγίες, καθώς ετοιμαζόταν να αντικαταστήσει την πρώτη. «Ο πατέρας σου ήταν φίλος και σύμβουλός μου, Αλέξανδρε. Εγώ του έφερα το κύπελλο τη νύχτα που γεννήθηκες. Θυμάμαι τον Ολύμπιο να δείχνει το παιδικό σου κορμάκι στους γέροντες, για τις "δέκα και μία δοκιμασίες". Ήθελαν να δουν αν ήσουν αρκετά γερός για να σου επιτρέψουν να ζήσεις. Ο πρεσβύτερος σε έκανε μπάνιο μέσα σε κρασί κι εσύ τσίριζες με τη δυνατή παιδική σου φωνούλα και κουνούσες και έσφιγγες τις μικρές γροθιές σου. "Δώσε το παιδί στο Διηνέκη" είπε ο πατέρας σου στην Παράλεια. "Ο γιος μου θα είναι ο προστατευόμενός σου" μου είπε ο Ολύμπιος. "Θα τον διδάξεις, όπως δίδαξα εγώ εσένα"».
Το δεξί χέρι του Διηνέκη κάρφωσε τη λεπίδα του ξίφους του στο χώμα, καταστρέφοντας την Ιλιάδα των μυρμηγκιών.
«Τώρα κοιμηθείτε, όλοι σας!» φώναξε στους άντρες της ενωμοτίας του —σε όσους ήταν ζωντανοί ακόμα—, ενώ εκείνος, παρά τις διαμαρτυρίες όλων να τον πάρει λιγάκι, κατευθύνθηκε μόνος του εκεί όπου είχε στήσει το επιτελείο του ο Λεωνίδας. Ο βασιλιάς και άλλοι διοικητές ήταν ακόμα ξυπνητοί και σχεδίαζαν τις κινήσεις της επόμενης ημέρας.
Είδα το πόδι του Διηνέκη να διπλώνει καθώς περπατούσε. 'Οχι το κακό πόδι, αλλά το καλό. Έκρυβε από τους άντρες άλλη μια πληγή, που, απ' ό,τι έδειχνε το βάδισμά του, ήταν βαθιά και τον είχε σακατέψει. Σηκώθηκα αμέσως και έτρεξα να τον βοηθήσω.
411
27
ΕΚΕΙΝΗ Η ΠΗΓΗ που την έλεγαν Σκυλλία και ήταν αφιερωμένη στη Δήμητρα και στην Περσεφόνη πήγαζε από τα ριζά του βουνού Καλλίδρομου. Καθώς πλησίαζε στο θεμέλιο λίθο της, ο αφέντης μου παραπάτησε κι εγώ έτρεξα να τον συντρέξω. Ούτε οι κατάρες ούτε οι προσταγές στάθηκαν ικανές να με σταματήσουν. Πέρασα το χέρι του γύρω στο λαιμό μου και πήρα όλο το βάρος του στον ώμο μου. «Θα φέρω νερό» είπα.
Μια ομάδα ανήσυχων πολεμιστών είχε μαζευτεί στην πηγή. Ο Μεγιστίας, ο μάντης, ήταν εκεί. Κάτι είχε γίνει. Πήγα πιο κοντά. Αυτή η πηγή που φημιζόταν για την εναλλαγή της ροής του νερού της, που άλλοτε ήταν καυτό και άλλοτε κρύο, από τότε που ήρθαν οι σύμμαχοι έτρεχε μόνο γλυκό δροσερό νεράκι, ένα δώρο από τις θεές για τους διψασμένους πολεμιστές. Τώρα ξαφνικά η πηγή είχε γίνει καυτή και βρομούσε. Ένα νερό γεμάτο θειάφι πήγαζε από τον Κάτω Κόσμο σαν ποταμός του Άδη. Οι άντρες τρόμαξαν μ' αυτό τον οιωνό. Άρχισαν να λένε τραγούδια στη Δήμητρα και στην Κόρη. Ζήτησα μισή περικεφαλαία νερό από τον ιππέα Δωριέα και γύρισα στον αφέντη μου, αποφασισμένος να μην πω τίποτα.
«Η πηγή βγάζει θειούχο νερό, έτσι δεν είναι;» «Προαναγγέλλει το θάνατο του εχθρού, αφέντη, όχι το
δικό μας».
• 412 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Λες ψέματα, όπως κι οι ιερείς». Τώρα καταλάβαινα ότι είχε δίκιο. «Την εξαδέλφη σου χρειάζονται οι σύμμαχοι τώρα εδώ»
παρατήρησε, ενώ καθόταν με δυσκολία πάνω στο χώμα, «για να μεσολαβήσει στη θεά για μας».
Εννοούσε τη Διομάχη. «Έλα, κάθισε κοντά μου» είπε. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τον αφέντη μου να
αναφέρει δυνατά τη Διομάχη ή να αναγνωρίζει έστω την ύπαρξή της. Αν και δε σκέφτηκα ποτέ όλα αυτά τα χρόνια να τον ζαλίσω με τις λεπτομέρειες της ιστορίας, πριν ακόμα μπω στην υπηρεσία του, ήξερα ότι τα γνώριζε όλα μέσω του Αλέξανδρου και της δέσποινας Αρέτης.
«Γι' αυτή τη θεά, την Περσεφόνη, ένιωθα πάντα οίκτο» είπε ο αφέντης μου. «Έξι μήνες το χρόνο κυβερνά ως σύζυγος του Άδη, αφέντρα του Κάτω Κόσμου. Όμως η βασιλεία της στερείται τη χαρά. Κάθεται στο θρόνο της σαν αιχμάλωτη, αφού την έκλεψε για την ομορφιά της ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου. Ο Δίας όμως τον υποχρέωσε να την αφήνει ελεύθερη έξι μήνες το χρόνο κι όταν επιστρέφει κοντά μας φέρνει την άνοιξη και την αναγέννηση της γης. Έχεις παρατηρήσει ποτέ τα αγάλματά της, Χίονη; Φαίνεται σοβαρή, ακόμα και μέσα στη χαρά του θερισμού. Μήπως κι αυτή, όπως εμείς, θυμάται τους όρους της ποινής της — ότι θα πάει πάλι κάτω από τη γ η ; Αυτό είναι το δράμα της Περσεφόνης. Η Κόρη είναι η μόνη ανάμεσα στους αθανάτους που είναι αναγκασμένη να πηγαινοέρχεται από το θάνατο στη ζωή, υποδηλώνοντας τις δύο όψεις του νομίσματος. Ας μη μας εκπλήσσει, λοιπόν, που τούτη η πηγή με το ζεστό και το κρύο νερό, ο ουρανός και ο Άδης, είναι αφιερωμένη σ' αυτή».
Ήμουν καθισμένος τώρα δίπλα στον αφέντη μου. Με κοίταξε σοβαρά.
• 413 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Είναι πολύ αργά, τόσο για σένα όσο και για μένα, να έχουμε μυστικά ο ένας απ' τον άλλο, δε νομίζεις;» είπε.
Συμφώνησα ότι η ώρα ήταν προχωρημένη. «Μου κρατάς ωστόσο ένα». Ήθελε να με κάνει να του μιλήσω για την Αθήνα, το κα
ταλάβαινα, και τη βραδιά που πριν ένα μήνα περίπου —με τη δική του μεσολάβηση— συνάντησα επιτέλους την εξαδέλφη μου.
«Γιατί δεν το έσκασες;» με ρώτησε ο Διηνέκης. «Ήθελα να το κάνεις, ξέρεις».
«Προσπάθησα. Εκείνη δε με άφησε». Ήξερα ότι ο αφέντης μου δε θα με ανάγκαζε να μιλήσω.
Δεν ήθελε να φέρνει σε δύσκολη θέση τον άλλο. Το ένστικτό μου ωστόσο μου έλεγε ότι είχε έρθει η ώρα να σπάσω τη σιωπή μου. Στη χειρότερη περίπτωση τα λόγια μου θα τον έκαναν να ξεχάσει λίγο τον τρόμο της ημέρας, ενώ στην καλύτερη θα είχε πιο ευνοϊκές φαντασιώσεις.
«Να σου πω για κείνη τη νύχτα στην Αθήνα, αφέντη;» «Μόνο αν το επιθυμείς». Ήταν τότε που είχε πάει ως πρέσβης, του θύμισα. Εκεί
νος, ο Πολύνεικος και ο Αριστόδημος είχαν ξεκινήσει με τα πόδια από τη Σπάρτη, χωρίς συνοδεία, μόνο με τους βοηθούς τους. Η ομάδα είχε καλύψει τα διακόσια είκοσι πέντε χιλιάδες τετρακόσια μέτρα σε τέσσερις ημέρες και έμεινε στην πόλη της Αθήνας άλλες τόσες, στο σπίτι του πρόξενου Κλεινία, γιου του Αλκιβιάδη. Αποστολή της πρεσβείας ήταν να συζητήσει τις λεπτομέρειες της τελευταίας στιγμής σχετικά με το συντονισμό των χερσαίων και των θαλάσσιων δυνάμεων στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο: τους χρόνους άφιξης, τον τρόπο αλληλογραφίας μεταξύ τους, την κρυπτογράφηση των μηνυμάτων, συνθήματα και διάφορα άλλα. Μπορεί να μην το έλεγαν, αλλά δεν ήταν μικρότερης σημασίας το γεγονός ότι ήθελαν να δουν ο ένας τον άλλο
• 414 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
στα μάτια μια τελευταία φορά, για να σιγουρευτούν ότι οι στρατοί τους θα ήταν εκεί, στις θέσεις τους, την κανονισμένη ώρα.
Το βράδυ της τρίτης μέρας έγινε μια συγκέντρωση προς τιμήν της πρεσβείας στο σπίτι του Ξάνθιππου, ενός εξέχοντος Αθηναίου. Μου άρεσαν κάτι τέτοια, όπου η συζήτηση και ο διάλογος ήταν πάντα εμπνευσμένα και σπινθηροβόλα. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, ο αφέντης μου με πήρε κατά μέρος και μου είπε ότι έπρεπε να κάνω ένα επείγον θέλημα. «Λυπάμαι που θα χάσεις τη γιορτή» είπε. Έβαλε στο χέρι μου ένα σφραγισμένο γράμμα και μου είπε να το παραδώσω προσωπικά σε κάποια κατοικία στην παραθαλάσσια πόλη του Φαλήρου. Ένας νεαρός υπηρέτης του σπιτιού περίμενε έξω για να με οδηγήσει στους νυχτερινούς δρόμους. Δε μου είπε τίποτε άλλο εκτός από τη διεύθυνση. Υπέθεσα ότι ήταν μια επείγουσα επιστολή που είχε σχέση με το στόλο κι έτσι ταξίδεψα αρματωμένος.
Χρειάστηκε ο χρόνος μιας ολόκληρης σκοπιάς για να διασχίσω το λαβύρινθο των συνοικιών και των περιχώρων της πόλης των Αθηναίων. Παντού έβλεπες ενόπλους, ναυτικούς και ναύτες. Άμαξες κυλούσαν με θόρυβο με τη συνοδεία οπλισμένων φρουρών, μεταφέροντας τα σιτηρέσια και τα εφόδια του στόλου. Οι μοίρες του κάτω από την αρχηγία του Θεμιστοκλή ήταν έτοιμες να επιβιβαστούν για τη Σκιάθο και το Αρτεμίσιο. Την ίδια στιγμή εκατοντάδες οικογένειες μάζευαν ό,τι πολύτιμο είχαν και έφευγαν από την πόλη. Παρ' όλο που τα πολεμικά πλοία ήταν πολλά κατά μήκος του λιμανιού, χάνονταν μέσα στον κυκεώνα των εμπορικών, των ψαράδικων, των επιβατικών και των εκδρομικών σκαφών που βοηθούσαν στην εκκένωση της πόλης. Οι κάτοικοι της πήγαιναν στην Τροιζήνα και στη Σαλαμίνα. Μερικές οικογένειες αναχωρούσαν για πιο μακριά, για την Ιταλία. Όσο το αγόρι κι εγώ πλησιάζαμε στο λιμάνι του Φαλήρου τόσο
• 415 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
πιο πολλοί πυρσοί υπήρχαν στους δρόμους, που έκαναν τη νύχτα μέρα.
Καθώς πλησιάζαμε στο λιμάνι, τα δρομάκια γίνονταν όλο και πιο δαιδαλώδη. Η δυσωδία της άμπωτης μας χτύπησε στη μύτη· βρόμικα νερά που άφηνε πίσω της, έντερα ψαριών, κομμάτια πράσα και σκόρδο. Δεν ξανάδα στη ζωή μου τόσο πολλές γάτες. Ποτοπωλεία και κακόφημα σπίτια ήταν παραταγμένα στη σειρά σε δρομάκια τόσο στενά, που οι καθαρτήριες αχτίδες του ήλιου, ήμουν σίγουρος γι' αυτό, δε θα τρύπωναν ποτέ μέσα στα φαράγγια τους για να στεγνώσουν τη γλίνα και τη λάσπη του νυχτερινού εμπορίου της διαφθοράς. Οι πόρνες φώναζαν λόγια τολμηρά καθώς το αγόρι κι εγώ περνούσαμε από μπροστά τους, διαλαλώντας τα εμπορεύματά τους με αισχρή αλλά διασκεδαστική γλώσσα. Ο άντρας στον οποίο έπρεπε να παραδώσω την επιστολή λεγόταν Τερέντιος. Ρώτησα το νεαρό μήπως γνώριζε τι θέση κατείχε. Είπε ότι του έδωσαν μόνο το όνομα του σπιτιού.
Τελικά, το αγόρι κι εγώ το εντοπίσαμε. Ήταν ένα ξεχωριστό κτίριο με τρία πατώματα, που λεγόταν Κόσκινο, από το κατάστημα ρούχων και το πανδοχείο που υπήρχαν στο ισόγειό του. Μπήκαμε μέσα και ρώτησα πού μπορούσα να βρω κάποιον Τερέντιο. Απουσίαζε, μου είπε ο πανδοχέας, με το στόλο. Ρώτησα ποιο ήταν το πλοίο του άντρα. Σε ποιο σκάφος ήταν αξιωματικός; Γέλια υποδέχτηκαν τούτη την ερώτηση. «Είναι αξιωματικός του κώλου» είπε ένας ναυτικός που τα έτσουζε, εννοώντας ότι το μόνο πράγμα που διοικούσε ήταν το κουπί που τραβούσε. Και oι επόμενες ερωτήσεις απέτυχαν να μας φωτίσουν περισσότερο.
«Τότε έχουμε οδηγίες να παραδώσουμε το γράμμα στη γυναίκα του» είπε ο οδηγός μου.
Το απέρριψα ως ανόητο. «Όχι» αποκρίθηκε με σιγουριά ο νεαρός «ο ίδιος ο αφέ-
• 416 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντης σου μου το είπε. Πρέπει να παραδώσουμε το γράμμα στα χέρια της συζύγου του άντρα, που τη λένε Διομάχη».
Δε χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ για να καταλάβω ότι πίσω από αυτή την ιστορία κρυβόταν το χεράκι, ή μάλλον το μακρύ χέρι της δέσποινας Αρέτης. Πώς κατάφερε να ψάξει και να εντοπίσει από τη μακρινή Λακεδαίμονα αυτό το σπίτι κι αυτή τη γυναίκα; Θα πρέπει να υπήρχαν εκατοντάδες Διομάχες σε μια πόλη τόσο μεγάλη όσο η Αθήνα. Σίγουρα η δέσποινα Αρέτη είχε κρατήσει τις προθέσεις της κρυφές, φοβούμενη πως, αν τις μάθαινα εκ των προτέρων, θα έβρισκα ένα σωρό δικαιολογίες για να αποφύγω την υποχρέωση. Σ' αυτό είχε απόλυτο δίκιο.
Πάντως, η εξαδέλφη μου, όπως αποκαλύφθηκε, δεν ήταν στα διαμερίσματά της και οι ναυτικοί δεν ήταν σε θέση να μας πληροφορήσουν πού μπορεί να είχε πάει. Ο οδηγός μου, ένας καπάτσος νεαρός, βγήκε απλώς στο δρόμο και φώναξε το όνομά της. Αμέσως τα ψαρά κεφάλια μισής ντουζίνας γυναικών φάνηκαν ψηλά, ανάμεσα στις κρεμασμένες μπουγάδες των παραθύρων που έβλεπαν στο δρόμο. Μας φώναξαν το όνομα και το μέρος όπου βρισκόταν ο ναός του λιμανιού.
«Εκεί θα είναι, αγόρι. Απλώς ακολουθήστε την ακτή». Ο οδηγός μου μπήκε πάλι μπροστά. Διασχίσαμε κι άλ
λα βρόμικα σοκάκια κι άλλους δρόμους γεμάτους ντόπιους που εγκατέλειπαν την πόλη. Το αγόρι με πληροφόρησε ότι πολλοί από τους ναούς σ' αυτή τη συνοικία δε λειτουργούσαν τόσο ως ιερά των θεών αλλά ως άσυλα για περιφρονημένους και απόρους, ιδίως, είπε, για γυναίκες που τις είχαν χωρίσει οι άντρες τους, επειδή τις θεωρούσαν ακατάλληλες, απρόθυμες, ακόμα και τρελές. Το αγόρι τάχυνε το βήμα χαρωπά. Ήταν μεγάλη περιπέτεια για κείνο.
Τελικά, βρεθήκαμε μπροστά στο ναό. Ήταν ένα απλό σπίτι και τίποτε παραπάνω, που παλιά ίσως να ανήκε σε κάποιον αρκετά εύπορο έμπορο. Βρισκόταν σε μια όμορ-
• 417 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
φη πλαγιά δυο δρόμους πάνω από τη θάλασσα. Ένα αλσύλλιο με ελιές προστάτευε τον τοίχο μιας μάντρας που το εσωτερικό της δε φαινόταν από το δρόμο. Χτύπησα την πύλη. Μετά από λίγο μια ιέρεια, αν ένας τέτοιος υψηλός τίτλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μια γυναίκα γύρω στα πενήντα με φόρεμα και προσωπίδα, ανταποκρίθηκε. Μας πληροφόρησε ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στη Δήμητρα και στην Κόρη, στην Πεπλοφορούσα Περσεφόνη. Μόνο γυναίκες επιτρεπόταν να μπουν. Πίσω από την καλύπτρα της, η ιέρεια φαινόταν πραγματικά τρομοκρατημένη. Σίγουρα δεν μπορούσε να την κατηγορήσει κανείς, αφού οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μαστροπούς και κλέφτες. Δε μας άφηνε να μπούμε μέσα. Ό,τι κι αν της είπα αποδείχτηκε άχρηστο. Η γυναίκα δεν ήταν σε θέση ούτε να με πληροφορήσει αν η εξαδέλφη μου ήταν εκεί ούτε ήθελε να της μεταφέρει κάποιο μήνυμα. Για άλλη μια φορά ο οδηγός μου άρπαξε τον ταύρο από τα κέρατα. Άνοιξε τη στοματάρα του και φώναξε το όνομα της Διομάχης.
Τελικά, μας άφησε να μπούμε στην πίσω αυλή. Το σπίτι, τώρα που το βλέπαμε από κοντά, μας φάνηκε πολύ πιο ευρύχωρο και όμορφο. Η ιέρεια δε μας επέτρεψε να περάσουμε από μέσα, αλλά μας οδήγησε από ένα εξωτερικό μονοπάτι. Η γυναίκα, η συνοδός μας, μας βεβαίωσε ότι μια μα-τρόνα που την έλεγαν Διομάχη ήταν, πράγματι, μεταξύ των δόκιμων ιερειών που ήρθαν να μείνουν πρόσφατα στο ναό. Αυτή τη στιγμή είχε δουλειά στην κουζίνα. Θα μπορούσε ωστόσο να κάνει ένα μικρό διάλειμμα, μετά από έγκριση της μητέρας του ασύλου. Στον οδηγό μου πρόσφεραν δροσιστικά, ενώ η γυναίκα τον πήρε να τον ταΐσει.
Στεκόμουν μόνος στην αυλή όταν μπήκε η εξαδέλφη μου. Τα παιδιά της, και τα δυο κορίτσια, το ένα γύρω στα πέντε και το άλλο ενός ή δύο χρονών, κρέμονταν φοβισμένα από τη φούστα της. Δε με πλησίασαν όταν γονάτισα και άπλωσα
• 418 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
το χέρι μου. «Συγχώρεσε τα» είπε η εξαδέλφη μου. «Ντρέπονται τους άντρες». Η γυναίκα πήρε τα κορίτσια μαζί της, αφήνοντάς με μόνο τελικά με τη Διομάχη.
Πόσες φορές στη φαντασία μου δεν είχα ζήσει αυτή τη στιγμή. Σε όλα τα σενάρια η εξαδέλφη μου ήταν νέα και όμορφη. Έτρεχα στην αγκαλιά της κι εκείνη το ίδιο. Τίποτε από αυτά δεν έγινε όμως. Η Διομάχη στεκόταν στο φως της λάμπας, ντυμένη στα μαύρα, με ολόκληρη την αυλή να μας χωρίζει. Ξαφνιάστηκα έτσι όπως την είδα. Δε φορούσε πέπλο, ούτε καλύπτρα στο κεφάλι. Τα μαλλιά της ήταν κομμένα κοντά. Δεν ήταν πάνω από είκοσι τέσσερα, αλλά έδειχνε για σαραντάρα, και μάλιστα κακοσυντηρημένη.
«Εσύ είσαι πράγματι, ξάδελφε;» ρώτησε με τον ίδιο πειρακτικό τρόπο που χρησιμοποιούσε από τότε που ήμαστε παιδιά. «Είσαι άντρας πια, όπως ήθελες πάντα».
Ο ανάλαφρος τόνος της μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ την απελπισία που γράπωσε την καρδιά μου. Η εικόνα που είχα κρατήσει τόσο καιρό στο μάτι του νου ήταν εκείνη της νιότης της, γεμάτη θηλυκότητα και δύναμη, όπως ακριβώς ήταν όταν χωρίσαμε στο Τρίστρατο. Από ποιες δοκιμασίες πέρασε άραγε τα χρόνια που μεσολάβησαν; Το θέαμα των γεμάτων με πόρνες δρόμων ήταν πολύ πρόσφατο ακόμα στα μάτια μου, όπως και οι άξεστοι ναυτικοί και τα άθλια εκείνα σοκάκια. Σωριάστηκα γεμάτος θλίψη σε ένα παγκάκι κατά μήκος του τοίχου.
«Δεν έπρεπε να σε είχα αφήσει» είπα και το εννοούσα με όλη μου την καρδιά. «Εγώ φταίω για ό,τι έγινε, επειδή δεν ήμουν πλάι σου να σε προστατέψω».
Δε θυμάμαι τίποτα απ' όσα ειπώθηκαν τα επόμενα λεπτά. Θυμάμαι μόνο ότι η εξαδέλφη μου ήρθε και κάθισε δίπλα μου στο παγκάκι. Δε με φίλησε, αλλά με άγγιξε με τρυφερότητα και οίκτο συνάμα στον ώμο.
«Θυμάσαι εκείνο το πρωί, Χίονη, τότε που ξεκινήσαμε με
• 419 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
την Κουτσάβλα και τα αυγά της βουνοχιονόκοτάς σου να πάμε στην αγορά;» Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Οι θεοί κανόνισαν εκείνη τη μέρα τους δρόμους που θα ακολουθούσαμε στη ζωή μας. Δρόμους που ούτε εσύ ούτε εγώ υπήρχε πιθανότητα να αλλάξουμε».
Με ρώτησε αν ήθελα κρασί. Μου έφεραν αμέσως ένα κύπελλο. Θυμήθηκα το γράμμα που μετέφερα και το παρέδωσα στην εξαδέλφη μου. Όταν άνοιξε το φάκελο, είδε ότι απευθυνόταν σε κείνη, όχι στον άντρα της. Το ξεδίπλωσε και το διάβασε. Το περιεχόμενό του ήταν γραμμένο από το χέρι της δέσποινας Αρέτης. Όταν η Διομάχη το τελείωσε, δε μου το έδειξε, αλλά το έκρυψε χωρίς να πει λέξη κάτω από το φόρεμά της.
Τα μάτια μου, που είχαν συνηθίσει τώρα το φως της λάμπας, περιεργάστηκαν το πρόσωπο της εξαδέλφης μου. Η ομορφιά της παρέμενε, αλλά με διαφορετικό τρόπο, σοβαρή και αυστηρή συνάμα. Η ωριμότητα που είδα στο βλέμμα της, που τόσο με ξάφνιασε και με απώθησε στην αρχή, τώρα έβλεπα ότι ήταν συμπάθεια, ακόμα και σοφία. Η σιωπή της ήταν βαθιά, όπως της δέσποινας Αρέτης. Η συμπεριφορά της πέρα για πέρα σπαρτιάτικη. Ένιωσα φόβο, δέος θα έλεγα. Έμοιαζε με τη θεά που υπηρετούσε, μια παρθένα που την τράβηξαν πριν την ώρα της οι σκοτεινές δυνάμεις του Κάτω Κόσμου. Και τώρα, μετά από κάποια συμφωνία με κείνους τους άσπλαχνους θεούς, είχε αποκατασταθεί και κουβαλούσε στα μάτια της εκείνη την αρχέγονη θηλυκή σοφία που είναι ταυτόχρονα ανθρώπινη και απάνθρωπη, προσωπική και διαπροσωπική. Η καρδιά μου πλημμύρισε από αγάπη για κείνη. Όμως, έστω κι αν απείχε ελάχιστα από την αγκαλιά μου, φαινόταν τόσο μεγαλοπρεπής όσο μια αθάνατη και ήταν το ίδιο αδύνατο να την αγκαλιάσεις.
«Νιώθεις τον παλμό της πόλης;» Έξω από τους τοίχους, οι υπόκωφοι θόρυβοι των ανθρώπων που εγκατέλειπαν την
• 420 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πόλη και των αμαξών που κουβαλούσαν τα υπάρχοντα τους ακούγονταν καθαρά. «Είναι όπως εκείνο το πρωί στον Αστακό, σωστά; Ίσως σε λίγες εβδομάδες τούτη η πανίσχυρη πόλη παραδοθεί στη φωτιά και καταστραφεί από τα θεμέλια της, όπως η δική μας εκείνη τη μέρα».
Την παρακάλεσα να μου πει πώς ήταν. Αλήθεια. Εκείνη γέλασε. «Άλλαξα, έτσι δεν είναι; Ούτε κανένας σύζυγος, όπως
στοιχημάτιζα μαζί σου, με πήρε. Ήμουν πολύ ανόητη τότε. Έβαζα το γάμο πάνω από όλα. Όμως δεν είναι για γυναίκες τούτος ο κόσμος, εξάδελφε. Ποτέ δεν ήταν και ποτέ δε θα γίνει».
Άρχισα τότε να λέω ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι. Έπρεπε να έρθει μαζί μου. Τώρα. Στα βουνά, όπου είχαμε καταφύγει κάποτε και ήμαστε τόσο ευτυχισμένοι. Θα ήμουν εγώ ο σύζυγός της. Θα ήταν η γυναίκα μου. Τίποτα και κανείς δε θα την ξαναπλήγωνε.
«Γλυκέ μου εξάδελφε» αποκρίθηκε μοιρολατρικά. «Έχω σύζυγο». Έδειξε το γράμμα. «Όπως έχεις κι εσύ γυναίκα».
Ο τρόπος που αποδεχόταν τόσο παθητικά τη μοίρα της με έκανε έξαλλο. Τι σόι σύζυγος ήταν αυτός που εγκατέλειπε τη γυναίκα του; Πώς την πήρε χωρίς αγάπη; Οι θεοί απαιτούν από μας δράση και τη χρήση της ελεύθερης θέλησής μας! Αυτό θα πει ευσέβεια, όχι να υποκύπτουμε στο ζυγό της ανάγκης σαν ηλίθια ζωντανά!
«Τώρα μιλάει ο θεός Απόλλωνας». Η εξαδέλφη μου χαμογέλασε και με άγγιξε απαλά.
Με ρώτησε αν μπορούσε να μου πει μια ιστορία. Θα την άκουγα; Ήταν μια ιστορία που δεν την είχε πει σε κανέναν, εκτός από τις αδελφές της στο ναό και τον αγαπημένο μας φίλο Βρύαξη. Μόνο μερικά λεπτά μάς απέμεναν. Έπρεπε να κάνω υπομονή και να περιμένω.
«Θυμάσαι εκείνη τη μέρα που με ντρόπιασαν οι Αργείοι
• 421 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
στρατιώτες; Ξέρεις ότι σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια το σπέρμα εκείνου του βιασμού; Απέβαλα μόνη μου. Αλλά αυτό που δεν έμαθες ήταν ότι ένα βράδυ με βρήκε μεγάλη αιμορραγία και παραλίγο να πεθάνω. Ο Βρύαξης με έσωσε ενώ εσύ κοιμόσουν. Τον όρκισα να μη σου πει ποτέ τίποτα».
Με κοίταξε με το ίδιο στοχαστικό βλέμμα που είχα παρατηρήσει στο πρόσωπο της δέσποινας Αρέτης, μια έκφραση που γεννά η γυναικεία σοφία που υποψιάζεται αμέσως την αλήθεια μέσα από το αίμα, που δεν την καλύπτει η ωμή ικανότητα της λογικής.
«Όπως εσύ, εξάδελφε, έκτοτε μίσησα τη ζωή. Ήθελα να πεθάνω και λίγο έλειψε να γίνει. Εκείνη τη νύχτα που ψηνόμουν στον πυρετό, που ένιωθα το αίμα να φεύγει από πάνω μου σαν το λάδι μιας αναποδογυρισμένης λάμπας, είδα ένα όνειρο.
»Μια πεπλοφορούσα θεά στεκόταν από πάνω μου, καλυμμένη ολόκληρη. Το μόνο που έβλεπα ήταν τα μάτια της, τόσο ζωντανά, που ήμουν σίγουρη ότι ήταν αληθινή. Πιο αληθινή κι από αληθινή, λες και η ζωή ήταν το όνειρο κι αυτό, το όνειρο, ζωή με τη βαθύτερη έννοια της. Η θεά δε μου μίλησε, μόνο με κοίταξε με κάτι μάτια γεμάτα σοφία και συμπόνια.
»Η ψυχή μου πόνεσε από την επιθυμία να δω το πρόσωπό της. Ένιωθα έντονη αυτή την ανάγκη και την ικέτευα, με λόγια που δεν ήταν λόγια παρά μόνο η θερμή παράκληση της καρδιάς μου, να βγάλει το πέπλο της και να με αφήσει να τη δω. Ήξερα πέρα από κάθε σκέψη ότι αυτό που θα μου αποκάλυπτε θα είχε και τις συνέπειές του. Ήμουν τρομοκρατημένη, αλλά ταυτόχρονα έτρεμα από την προσδοκία.
»Η θεά ξετύλιξε το πέπλο της και το άφησε να πέσει. Θα καταλάβεις, Χίονη, αν σου πω ότι αυτό που αποκαλύφθηκε.
• 422 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
το πρόσωπο πέρα από το πέπλο, δεν ήταν τίποτε άλλο από την πραγματικότητα που υπάρχει κάτω από τον κόσμο της σάρκας; Αυτό το ανώτερο, ευγενικό δημιούργημα που γνωρίζουν οι θεοί και που εμείς οι θνητοί μόνο ως όραμα και σε έκσταση μας επιτρέπεται να δούμε.
»Το πρόσωπό της ήταν η ομορφιά πέρα από την ομορφιά. Η προσωποποίηση της αλήθειας σε ομορφιά. Και ήταν ανθρώπινη. Τόσο ανθρώπινη, που έκανε την καρδιά να ραγίζει από αγάπη, σεβασμό και δέος. Αντιλήφθηκα χωρίς λόγια ότι μόνο αυτό που έβλεπα τώρα ήταν αληθινό κι όχι ο κόσμος που βλέπουμε κάτω από τον ήλιο. Και κάτι άλλο ακόμα: Ότι αυτή η ομορφιά υπήρχε εδώ δίπλα μας όλη την ώρα. Μόνο που ήμαστε τυφλοί και δεν τη βλέπαμε.
»Κατάλαβα ότι ο ρόλος μας ως ανθρώπων ήταν να της δώσουμε σάρκα πάνω από τη σκιερή και γεμάτη θλίψη πλευρά του πέπλου, αυτές τις αρετές που έρχονται από πέρα και είναι όμοιες και στις δυο πλευρές, παντοτινές, αιώνιες και θεϊκές. Καταλαβαίνεις, Χίονη; Θάρρος, αλτρουισμός, συμπόνια και αγάπη ».
Σηκώθηκε και χαμογέλασε. «Θα με νομίζεις τρελή, έτσι δεν είναι; Ότι μου έγινε έμ
μονη ιδέα η θρησκεία, σαν γυναίκα που είμαι». Όχι, έκανε λάθος. Της μίλησα εν συντομία και για το δι
κό μου όραμα, που δεν είχε καμία σχέση με πέπλα και που είχα δει εκείνη τη νύχτα στο δασάκι με το χιόνι. Η Διομάχη κούνησε σοβαρά το κεφάλι.
«Ξέχασες ποτέ το όραμά σου, Χίονη; Εγώ ξέχασα το δικό μου. Η ζωή μου ήταν κόλαση σ' αυτή την πόλη. Ώσπου μια μέρα το χέρι της θεάς με οδήγησε μέσα σ' αυτούς τους τοίχους».
Έδειξε ένα μικρό σε μέγεθος αλλά υπέροχο άγαλμα σε μια κοιλότητα της αυλής. Κοίταξα. Ήταν μια ορειχάλκινη Πεπλοφορούσα Περσεφόνη.
• 423 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Αυτή είναι η θεά που το μυστήριο της υπηρετώ» είπε η εξαδέλφη μου. «Αυτή που περνά από τη ζωή στο θάνατο και το αντίστροφο. Η Κόρη με προστάτεψε, όπως ο Θεός του Τόξου προστάτεψε εσένα».
Έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου και με ανάγκασε να την κοιτάξω στα μάτια.
«Όπως βλέπεις, Χίονη, τίποτε δεν πήγε στραβά. Νομίζεις ότι δεν μπόρεσες να με υπερασπιστείς. Αλλά ό,τι έκανες με προστάτεψε. Όπως με υπερασπίζεσαι τώρα».
Από τις πτυχές του φορέματός της έβγαλε την επιστολή που ήταν γραμμένη από το χέρι της δέσποινας Αρέτης.
«Ξέρεις τι είναι αυτό; Μια υπόσχεση ότι ο θάνατός σου θα είναι τιμημένος, όπως εσύ κι εγώ τιμήσαμε το Βρύαξη κι οι τρεις μαζί προσπαθήσαμε να τιμήσουμε τους γονείς μας».
Η οικοδέσποινα εμφανίστηκε πάλι από την κουζίνα. Τα παιδιά της Διομάχης περίμεναν μέσα. Ο οδηγός μου είχε τελειώσει το φαγητό του και περίμενε με ανυπομονησία να φύγουμε. Η Διομάχη σηκώθηκε και μου άπλωσε τα δυο της χέρια. Το φως της λάμπας την κολάκευε. Κάτω από το απαλό φως το πρόσωπό της μου φάνηκε πολύ όμορφο, όπως τότε που το έβλεπα με τα μάτια της αγάπης, εκείνα τα λιγοστά χρόνια, μα τόσο μακρινά θαρρώ. Σηκώθηκα με τη σειρά μου και τη φίλησα. Με μια απότομη κίνηση κάλυψε το κεφάλι της και έριξε το πέπλο στο πρόσωπό της.
«Ας μη νιώσουμε οίκτο ο ένας για τον άλλο» είπε η εξαδέλφη μου ενώ έφευγε. «Είμαστε εκεί που πρέπει και θα κάνουμε αυτό που πρέπει».
• 424 •
28
Ο ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ ΜΕ ξύπνησε απότομα δυο ώρες πριν το χάραμα. «Κοίτα ποιος φάνηκε στα λημέρια μας».
Έδειχνε προς το βουναλάκι πίσω από το στρατόπεδο των Αρκάδων, όπου λιποτάκτες από τις περσικές γραμμές ανακρίνονταν δίπλα στις φωτιές της φρουράς. Προσπάθησα, αλλά τα μάτια μου αρνιόνταν να συγκεντρωθούν. «Κοίτα πάλι» είπε. «Είναι εκείνος ο αντάρτης ο φίλος σου, ο Κόκορας. Σε ζητάει».
Πήγαμε μαζί με τον Αλέξανδρο. Ήταν, πράγματι, ο Κόκορας. Το είχε σκάσει από τις περσικές γραμμές μαζί με μερικούς άλλους λιποτάκτες. Οι Σκιρίτες τον είχαν δέσει, γυμνό, σε έναν πάσσαλο. Θα τον εκτελούσαν. Ζήτησε να μείνει για λίγο μόνος μαζί μου πριν του κόψουν το λαρύγγι.
Το στρατόπεδο είχε ξυπνήσει. Ο μισός στρατός ήταν ήδη στις θέσεις του, ο άλλος μισός εξοπλιζόταν. Κάτω στο δρόμο προς την Τραχίνα οι σάλπιγγες του εχθρού ηχούσαν το σχηματισμό της δεύτερης μέρας. Βρήκαμε τον Κόκορα δίπλα σε δυο πληροφοριοδότες Μήδους που εκείνη την ώρα έπαιρναν το πρωινό τους. Όχι όμως και ο Κόκορας. Οι Σκιρίτες τον είχαν χτυπήσει τόσο άσχημα, που αναγκάστηκαν να τον σύρουν και να τον δέσουν πάνω στον πάσσαλο, όπου σε λίγο θα του έκοβαν το λαιμό.
«Εσύ είσαι, Χίονη;» Μισάνοιξε με δυσκολία τα μάτια του, που ήταν μελανά σαν του πυγμάχου.
• 425 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Έφερα τον Αλέξανδρο». Προσπαθήσαμε να τον κάνουμε να πιει λίγο κρασί. «Λυπάμαι για τον πατέρα σου» ήταν τα πρώτα λόγια
του στον Αλέξανδρο. Ο Κόκορας είχε υπηρετήσει έξι χρόνια ως βοηθός του Ολύμπιου και του είχε σώσει τη ζωή στα Οινόφυτα, όταν το ιππικό των Θηβαίων είχε ορμήσει εναντίον του. «Ήταν ο ευγενέστερος άνθρωπος της πόλης, χωρίς να εξαιρώ το Λεωνίδα».
«Πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε;» Ο Κόκορας θέλησε να μάθει πρώτα ποιοι ήταν ακόμα ζω
ντανοί. Του ανέφερα το Διηνέκη, τον Πολύνεικο και μερικούς άλλους και του είπα τα ονόματα των νεκρών που γνώριζε. «Κι εσύ, Χίονη, είσαι ακόμα ζωντανός!» Έκανε ένα μορφασμό που έμοιαζε με γέλιο. «Ο παλιόφιλός σου ο Απόλλωνας πρέπει να σε θεωρεί κάτι εξαιρετικό».
Ο Κόκορας ήθελε να μου ζητήσει κάτι απλό: να κανονίσω να παραδοθεί στη γυναίκα του ένα παλιό νόμισμα της χώρας του, της Μεσσηνίας. Ένας φθαρμένος οβολός που κουβαλούσε κρυφά πάνω του σε όλη τη ζωή του. Τον εμπιστεύτηκε σε μένα. Ορκίστηκα ότι θα τον έστελνα με τον επόμενο ταχυδρόμο. Μου έσφιξε το χέρι με ευγνωμοσύνη, έπειτα, χαμηλώνοντας τη φωνή, τράβηξε εμένα και τον Αλέξανδρο πιο κοντά.
«Ακούστε καλά αυτό που ήρθα να σας πω». Ο Κόκορας δε μάσησε τα λόγια του. Οι Έλληνες που
υπερασπίζονταν το πέρασμα είχαν άλλη μια μέρα το πολύ. Η Μεγαλειότητά Του πρόσφερε τα πλούτη μιας ολόκληρης επαρχίας σε όποιον οδηγό μπορούσε να τον πληροφορήσει για κάποιο ορεινό μονοπάτι μέσω του οποίου θα μπορούσε να περικυκλώσει τις Θερμοπύλες. «Οι θεοί δεν έφτιαξαν κανένα βράχο τόσο απόκρημνο, που να μην μπορεί να πατηθεί από πόδι ανθρώπου, ιδίως όταν παρακινείται από το χρυσό και τη δόξα. Οι Πέρσες θα βρουν ένα δρόμο να σας
• 426 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πλευροκοπήσουν, αλλά, ακόμα κι αν δεν τα καταφέρουν, ο στόλος τους θα σπάσει τη θαλασσινή γραμμή των Αθηναίων μέσα σε δυο μέρες. Ενισχύσεις δεν έρχονται από τη Σπάρτη. Οι έφοροι ξέρουν ότι Θα περικυκλωθούν κι αυτοί. Και ο Λεωνίδας δεν πρόκειται να το κουνήσει από δω, νεκρός ή ζωντανός».
«Έφαγες τόσο ξύλο για να μας πεις αυτά τα νέα;» «Ακούστε με. Όταν προσχώρησα στους Πέρσες, τους εί
πα ότι ήμουν ένας είλωτας που ερχόμουν κατευθείαν από τη Σπάρτη. Οι ίδιοι οι αξιωματικοί του βασιλιά με ανέκριναν. Ήμουν δυο τετράγωνα μόνο μακριά από τη σκηνή του Ξέρξη. Ξέρω πού κοιμάται ο μεγάλος βασιλιάς και πώς να οδηγήσω άντρες κατευθείαν στην πόρτα του».
Ο Αλέξανδρος γέλασε δυνατά. «Εννοείς να του επιτεθούμε στη σκηνή του;»
«Όταν πεθάνει το κεφάλι, πεθαίνει και το φίδι. Δώστε προσοχή. Η σκηνή του βασιλιά βρίσκεται ακριβώς κάτω από τα βράχια στο πάνω μέρος της πεδιάδας, δίπλα ακριβώς από το ποτάμι, έτσι ώστε τα άλογά του να ποτίζονται πριν τα άλλα άλογα του στρατού βρομίσουν το ρυάκι. Στο φαράγγι κυλάει ένας χείμαρρος που κατεβαίνει από τα βουνά. Οι Πέρσες τον θεωρούν αδιάβατο, έχουν ελάχιστους φρουρούς. Μισή ντουζίνα άντρες θα μπορούσε να τρυπώσει εκεί, μέσα στο σκοτάδι, και ίσως να ξαναβγεί».
«Ναι. Θα κουνήσουμε τα φτερά μας και θα πετάξουμε μέχρι εκεί».
Όλο το στρατόπεδο είχε ξυπνήσει πια. Οι Σπαρτιάτες είχαν ήδη παραταχθεί στο τείχος, αν μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς έναν τέτοιο όρο για μια τόσο μικρή δύναμη. Ο Κόκορας μας είπε ότι ήταν πρόθυμος να οδηγήσει μια ομάδα αντρών στο περσικό στρατόπεδο με αντάλλαγμα την ελευθερία της γυναίκας του και των παιδιών του στη Λακεδαίμονα. Γι' αυτό τον είχαν χτυπήσει οι Σκιρίτες. Νόμιζαν ότι
• 427 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ήταν κόλπο για να παραδώσει γενναίους άντρες στα χέρια του εχθρού με σκοπό να τους βασανίσει ή για κάτι χειρότερο. «Δε μετέφεραν τα λόγια μου ούτε στους αξιωματικούς τους. Σας ικετεύω: Πείτε το σε κάποιον υψηλόβαθμο. Ακόμα και χωρίς εμένα μπορεί να πετύχει. Μα τους θεούς, τ' ορκίζομαι!»
Γέλασα με τον αναγεννημένο Κόκορα. «Ώστε, εκτός από ευσεβής, μου έγινες και πατριώτης».
Οι Σκιρίτες μάς φώναξαν να τελειώνουμε. Ήθελαν να ξεμπερδεύουν με τον Κόκορα για να αρματωθούν. Δυο άντρες τον έβαλαν να σταθεί στα δυο του πόδια, για να τον δέσουν πάνω στον πάσσαλο, αλλά ένας αχός που ερχόταν από το πίσω μέρος του στρατοπέδου τους διέκοψε. Γυρίσαμε όλοι και κοιτάξαμε κάτω στην πλαγιά.
Σαράντα Θηβαίοι είχαν λιποτακτήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι φρουροί σκότωσαν πέντε ή έξι, αλλά οι υπόλοιποι κατάφεραν να ξεφύγουν. Όλοι εκτός από τρεις, που είχαν ανακαλυφθεί ενώ προσπαθούσαν να κρυφτούν κάτω από τους σωρούς των νεκρών.
Μια ομάδα Θεσπιέων σκοπών πήγε με σπρωξιές τους τρεις άτυχους άντρες στο πίσω μέρος του τείχους, εκεί που ήταν παραταγμένος ο στρατός. Η ατμόσφαιρα μύριζε αίμα. Ο Διθύραμβος, ο αρχηγός των Θεσπιέων, πήρε την υπόθεση στα χέρια του.
«Ποια τιμωρία πρέπει να υποστούν αυτοί οι τρεις;» φώναξε στο πλήθος των στρατιωτών.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο Διηνέκης, που στάθηκε δίπλα στον Αλέξανδρο, οδηγημένος από τη φασαρία. Άρπαξα την ευκαιρία και τον παρακάλεσα να σώσει τον Κόκορα, αλλά ο αφέντης μου δεν απάντησε. Είχε στραμμένη την προσοχή του στη σκηνή που εξελισσόταν κάτω.
Διάφοροι τρόποι θανάτου ακούστηκαν από τα στόματα των συγκεντρωμένων πολεμιστών. Κάποιοι κατάφεραν με-
• 428 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρικά φονικά χτυπήματα στους συλληφθέντες. Ο Διθύραμβος αναγκάστηκε να μπει στη μέση κραδαίνοντας το σπαθί του για να απωθήσει τους άντρες.
«Οι σύμμαχοι δαιμονίστηκαν» παρατήρησε ο Αλέξανδρος με αποστροφή. «Πάλι».
Ο Διηνέκης κοιτούσε τη σκηνή ψυχρά. «Δε θα γίνω μάρτυρας αυτού του θεάματος για δεύτερη φορά».
Κατέβηκε με μεγάλες δρασκελιές την πλαγιά, παρασύροντας όποιον έβρισκε μπροστά του, και μετά από λίγο στεκόταν δίπλα στο Διθύραμβο.
«Κανένα έλεος γι' αυτά τα σκυλιά!» Ο Διηνέκης στάθηκε πάνω από τους δεμένους αιχμαλώτους. Τα μάτια τους ήταν δεμένα επίσης με ένα πανί. «Πρέπει να υποστούν τη χειρότερη τιμωρία που μπορεί να φανταστεί κανείς, για να μην μπει κανείς άλλος στον πειρασμό να μιμηθεί τη δειλία τους».
Κραυγές συναίνεσης υψώθηκαν από το στρατό. Ο Διηνέκης σήκωσε το χέρι για να καταλαγιάσει το θόρυβο.
«Εσείς, άντρες, με γνωρίζετε. Θα δεχτείτε την τιμωρία που θα προτείνω;»
Χίλιες φωνές φώναξαν ναι. «Χωρίς καμία διαμαρτυρία; Χωρίς υπεκφυγές;» Όλοι ορκίστηκαν ότι θα συμφωνήσουν με την ποινή του
Διηνέκη. Από το γήλοφο πίσω από το τείχος ο Λεωνίδας και οι ιπ
πείς, ανάμεσά τους ο Πολύνεικος, ο Αλφεός και ο Μάρωνας, παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα. Κάθε ήχος σταμάτησε, εκτός από τον άνεμο. Ο Διηνέκης πλησίασε τους γονατισμένους αιχμαλώτους και τους έβγαλε το πανί από τα μάτια.
Η λεπίδα του ξίφους του έκοψε τα δεσμά τους. Μουγκρητά αποδοκιμασίας αντήχησαν από παντού. Η
λιποταξία μπροστά στον εχθρό τιμωρούνταν με θάνατο. Πόσοι θα το έσκαγαν ακόμη αν αυτοί οι προδότες γλίτωναν τη ζωή τους; Όλος ο στρατός θα διαλυόταν!
• 429 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο Διθύραμβος μόνο από όλους τους συμμάχους φαινόταν να μαντεύει την πρόθεση του Διηνέκη. Πήγε δίπλα στο Σπαρτιάτη, σήκωσε το σπαθί του για να σωπάσουν οι άντρες του, ώστε να μπορεί να μιλήσει ο Διηνέκης.
«Περιφρονώ το αίσθημα της αυτοπροστασίας που κατέλαβε αυτούς τους δειλούς χτες βράδυ» ο Διηνέκης απευθύνθηκε στους συγκεντρωμένους συμμάχους «αλλά πιο πολύ μισώ αυτό το πάθος, σύντροφοι, που συγκλονίζει εσάς».
Έδειξε τους αιχμαλώτους, που ήταν γονατισμένοι εμπρός του. «Αυτοί οι άντρες, που τους αποκαλείτε δειλούς σήμερα, πολέμησαν στο πλευρό σας χθες. Ίσως με περισσότερη γενναιότητα από σας».
«Αμφιβάλλω γι' αυτό!» φώναξε κάποιος. Ακολούθησαν περιφρονητικές εκφράσεις και κραυγές που ζητούσαν το θάνατο των φυγάδων.
Ο Διηνέκης περίμενε να κοπάσει η οχλαγωγία. «Στη Λακεδαίμονα έχουμε ένα όνομα γι' αυτή την κατάσταση του νου στην οποία βρίσκεστε τώρα, αδέλφια. Τη λέμε "κατάληψη". Σημαίνει την κατάσταση του φόβου ή του θυμού που αποδιοργανώνει το στρατό και τον μετατρέπει σε όχλο».
Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Το σπαθί του έδειξε τους αιχμαλώτους στο έδαφος.
«Ναι, αυτοί oι άνθρωποι το έσκασαν χθες βράδυ. Εσείς όμως τι κάνατε; Θα σας πω εγώ. Ξαγρυπνήσατε όλοι σας. Και τι παρακαλούσατε κρυφά μέσα σας; Ό,τι κι αυτοί». Η λεπίδα του ξίφους του έδειξε τους αξιολύπητους άντρες στα πόδια του. «Όπως αυτοί, λαχταρούσατε γυναίκες και παιδιά. Όπως αυτοί, σκαρώνατε σχέδια να το σκάσετε και να ζήσετε!»
Οι φωνές διαμαρτυρίας που δοκίμασαν μερικοί να υψώσουν κατέληξαν σε τραύλισμα μπροστά στο άγριο βλέμμα του Διηνέκη και την αλήθεια που ενσάρκωνε.
«Κι εγώ έκανα τις ίδιες σκέψεις. Όλη νύχτα ονειρευόμουν
• 430 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να το σκάσω. Το ίδιο έκανε κάθε αξιωματικός και κάθε Λακεδαιμόνιος εδώ, συμπεριλαμβανομένου και του Λεωνίδα».
Οι άντρες παρέμειναν σιωπηλοί. «Ναι!» φώναξε κάποιος. «Αλλά δεν το κάναμε!» Μουρμουρητά επιδοκιμασίας ακούστηκαν. «Σωστά» είπε σιγανά ο Διηνέκης. Το βλέμμα του δεν κοι
τούσε πια το στρατό, στράφηκε σκληρό σαν πέτρα στους τρεις αιχμαλώτους. «Δεν το κάναμε».
Κοίταξε τους φυγάδες για μια ατέλειωτη στιγμή και μετά έκανε προς τα πίσω, ώστε όλος ο στρατός να βλέπει τους τρεις άντρες κάτω από τη μύτη του σπαθιού, ανάμεσά τους.
«Αφήστε αυτούς τους τρεις ανθρώπους να ζήσουν. Αυτό που έκαναν θα τους κυνηγάει σε όλη τους τη ζωή. Αφήστε τους να ξυπνούν κάθε πρωί κάτω από το βάρος της ατιμίας τους και να κοιμούνται κάθε βράδυ ντροπιασμένοι. Αυτή θα είναι η ποινή του θανάτου τους, ένας ζωντανός θάνατος πολύ πιο πικρός από το ασήμαντο πραγματάκι που θα υποστούμε εμείς πριν δύσει ο ήλιος αύριο».
Απομακρύνθηκε από τους τρεις άντρες και έφτασε στα όρια του συγκεντρωμένου στρατού, από όπου μπορούσε να φύγει κανείς προς τη σωτηρία. «Ανοίξτε δρόμο!»
Τώρα οι φυγάδες άρχισαν να παρακαλούν. Ο πρώτος, ένας αμούστακος νεαρός γύρω στα είκοσι, είπε ότι το φτωχικό του υποστατικό βρισκόταν σε απόσταση λιγότερη από μισή βδομάδα. Φοβήθηκε για τη νεαρή γυναίκα του και το κοριτσάκι του, για τους αδύναμους γονείς του. Το σκοτάδι τον έκανε να χάσει τα λογικά του, ομολόγησε, αλλά τώρα μετανοούσε. Ενώνοντας τα δεμένα του χέρια παρακλητικά, κοίταξε το Διηνέκη και τους Θεσπιείς. «Παρακαλώ, σύντροφοι, το παράπτωμά μου ήταν της στιγμής. Πέρασε. Θα πολεμήσω σήμερα και κανείς δε θα μπορέσει να αμφισβητήσει το θάρρος μου».
Τώρα μπήκαν στη μέση και οι άλλοι δύο, που ήταν πά-
• 431 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
νω από σαράντα, και άρχισαν να κάνουν μεγάλους όρκους ότι κι αυτοί επίσης θα υπηρετούσουν με τιμή.
Ο Διηνέκης στάθηκε από πάνω τους. «Ανοίξτε δρόμο!» Οι άντρες παραμέρισαν και άνοιξαν δρόμο, από όπου οι
τρεις άντρες θα περνούσαν με ασφάλεια έξω από το στρατόπεδο .
«Άλλος κανείς;» ακούστηκε προκλητική η φωνή του Διθύραμβου προς τους πολεμιστές. «Ποιος άλλος θέλει να πάει βολτίτσα; Ας φύγει από την πίσω πόρτα αυτή τη στιγμή, αλλιώς ας το βουλώσει μέχρι να πάει στον Άδη».
Σίγουρα κανένα θέαμα κάτω από τον ουρανό δεν ήταν πιο οικτρό ή πιο ατιμωτικό, καθώς αυτοί οι άθλιοι προχωρούσαν σκυφτοί με βήμα αργό τη λεωφόρο της ντροπής ανάμεσα στις σειρές των σιωπηλών συντρόφων τους.
Κοίταξα τα πρόσωπα των στρατιωτών. Ο κακώς εννοούμενος θυμός που ζητούσε το αίμα των φυγάδων είχε εξαφανιστεί. Τη θέση του είχε πάρει μια εξαγνιστική, χωρίς οίκτο ντροπή. Η φτηνή και υποκριτική οργή που ήθελε να ξεσπάσει πάνω στους φυγάδες είχε στραφεί ενάντια στον εαυτό τους μετά την παρέμβαση του Διηνέκη. Κι αυτή η οργή, που είχε ανάψει πάλι μέσα στο καμίνι της καρδιάς κάθε άντρα, μετατρεπόταν σε τόσο μεγάλη ντροπή, που ο ίδιος ο θάνατος έμοιαζε παιχνιδάκι μπροστά της.
Ο Διηνέκης έκανε στροφή και σκαρφάλωσε πάλι στο ύψωμα. Καθώς μας πλησίαζε εμένα και τον Αλέξανδρο, τον σταμάτησε ένας Σκιρίτης αξιωματικός, που άρπαξε το χέρι του στα δικά του. «Αυτό που έκανες, Διηνέκη, ήταν υπέροχο. Ντρόπιασες όλο το στρατό. Κανείς δε θα τολμήσει να υποχωρήσει από αυτή τη βρομιά τώρα».
Το πρόσωπο του αφέντη μου, που κάθε άλλο παρά ευχαρίστηση έδειχνε, σκοτείνιασε, θαρρείς και φορούσε μια μάσκα λύπης. Κοίταξε πάλι τους τρεις αχρείους που έφευγαν να σώσουν την άθλια ζωή τους. «Αυτοί οι μπάσταρδοι
• 432 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
έκαναν το καθήκον τους χθες όλη μέρα. Τους λυπάμαι με όλη μου την καρδιά».
Οι εγκληματίες είχαν φτάσει πια στην άκρη του δρόμου της ατίμωσης. Εκεί ο δεύτερος άντρας, αυτός που είχε εξευτελιστεί περισσότερο, γύρισε και φώναξε στο στρατό: «Ηλίθιοι! Θα πεθάνετε όλοι! Να πάτε να γαμηθείτε όλοι σας και να είστε καταραμένοι!».
Και, γελώντας με κακία, εξαφανίστηκε πίσω από την πλαγιά, ακολουθούμενος από τους συντρόφους του, που κοίταζαν συνέχεια πίσω τους σαν κοπρόσκυλα.
Ο Λεωνίδας έδωσε αμέσως μια διαταγή στον πολέμαρχο Δερκυλίδα, που τη μεταβίβασε στους αξιωματικούς της σκοπιάς: Δε θα έβαζαν πια φρουρούς στα μετόπισθεν, δε θα έπαιρναν πια καμία μέριμνα για να προλάβουν άλλες λιποταξίες.
Με μια κραυγή οι άντρες διαλύθηκαν και ξαναπήγαν στις θέσεις τους.
Ο Διηνέκης είχε φτάσει τώρα εκεί που ο Αλέξανδρος και εγώ περιμέναμε μαζί με τον Κόκορα. Ο αξιωματικός των Σκιριτών ήταν ένας άντρας που τον έλεγαν Λαχίδη, αδελφός του επονομαζόμενου Κυνηγόσκυλου.
«Θα δώσεις αυτόν τον αχρείο σε μένα, φίλε». Ο Διηνέκης έδειξε τον Κόκορα. «Είναι ο μπάσταρδος ανιψιός μου. Θα του κόψω το λαρύγγι με τα ίδια μου τα χέρια».
• 433 •
29
Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ TOΥ γνωρίζει καλύτερα από μένα τις λεπτομέρειες της συνωμοσίας που είχε ως αποτέλεσμα να προδοθούν οι σύμμαχοι. Ξέρει δηλαδή ποιος από τους κατοίκους της Μηλίδας ήταν ο προδότης που πληροφόρησε τους διοικητές της Μεγαλειότητάς Του για την ύπαρξη του ορεινού μονοπατιού από το οποίο θα μπορούσαν να περικυκλωθούν οι Θερμοπύλες και ποια αμοιβή πήρε αυτός ο εγκληματίας από το θησαυροφυλάκιο της Περσίας.
Οι Έλληνες είχαν τις πρώτες ενδείξεις αυτής της φοβερής πληροφορίας από τους οιωνούς που πήραν το πρωινό της δεύτερης μέρας του πολέμου, που ενισχύθηκαν ακόμα πιο πολύ από τις φήμες και τις αναφορές των λιποτακτών κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τελικά, επιβεβαιώθηκαν από αυτόπτες μάρτυρες το βράδυ της έκτης και τελευταίας ημέρας που κράτησαν οι σύμμαχοι το πέρασμα των Θερμοπυλών.
Ένας ευγενής του εχθρού είχε προσχωρήσει στις ελληνικές γραμμές την ώρα που άλλαζε η πρώτη σκοπιά, δυο ώρες περίπου μετά την παύση των εχθροπραξιών. Συστήθηκε ως Τυρραστιάδης από την Κύμη, μια πόλη της Μικράς Ασίας, που διοικούσε χίλιους άντρες στις στρατολογημένες δυνάμεις αυτής της χώρας. Αυτός ο πρίγκιπας ήταν ο ψηλότερος, ο ωραιότερος και ο πιο υπέροχα ντυμένος από όλους όσοι είχαν αποσκιρτήσει μέχρι τώρα. Μίλησε στους παρευρισκομένους σε άπταιστα ελληνικά. Γυναίκα του ήταν η Ελέ-
• 434 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νη από την Αλικαρνασσό, είπε. Αυτό και η τιμή ήταν που τον ώθησαν να προσχωρήσει στις γραμμές των συμμάχων. Πληροφόρησε το Σπαρτιάτη βασιλιά ότι ήταν παρών στη σκηνή του Ξέρξη εκείνο το βράδυ, όταν ο προδότης, του οποίου το όνομα γνωρίζω, αλλά αρνούμαι να το επαναλάβω, είχε έρθει να ζητήσει την αμοιβή που πρόσφερε η Μεγαλειότητά Του και να θέσει στη διάθεσή του τις υπηρεσίες του οδηγώντας τα περσικά στρατεύματα μέσα από το μυστικό μονοπάτι.
Ο ευγενής Τυρραστιάδης συνέχισε την αναφορά του λέγοντας ότι ήταν παρών την ώρα που η Μεγαλειότητά Του έδινε τις διαταγές της κινητοποίησης και της συγκέντρωσης των περσικών ταγμάτων. Οι Αθάνατοι, που οι απώλειες τους είχαν αναπληρωθεί και αριθμούσαν πάλι δέκα χιλιάδες, όπως πάντα, είχαν ξεκινήσει λίγο πριν την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια, κάτω από τη διοίκηση του στρατηγού τους Υδάρ-νη. Εκείνη τη στιγμή ήταν στο δρόμο, οδηγούμενοι από τον προδότη. Θα βρίσκονταν στα μετόπισθεν των συμμάχων, έτοιμοι να επιτεθούν, την αυγή.
Η Μεγαλειότητά Του, γνωρίζοντας τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε αυτή η προδοσία στους Έλληνες, ίσως ξαφνιαστεί από τη σύσσωμη αντίδραση τους στην έγκαιρη και απροσδόκητη προειδοποίηση του άρχοντα Τυρραστιάδη.
Δεν τον πίστεψαν. Νόμισαν ότι είναι κόλπο. Μια τόσο παράλογη απάντηση, λες και ήθελαν να ξεγε
λάσουν τον εαυτό τους, μπορεί να αποδοθεί όχι μόνο στην κούραση και στην απελπισία που είχε κυριεύσει τις καρδιές των συμμάχων αλλά και στη διέγερση και στην περιφρόνηση του θανάτου, που είναι, σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, η κορόνα και τα γράμματα.
Την πρώτη μέρα του πολέμου είχαν συμβεί πράξεις απίστευτης ανδρείας και ηρωισμού.
• 435 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Η δεύτερη άρχισε να δημιουργεί πράματα και θάματα. Αλλά το εκπληκτικότερο απ' όλα ήταν το ίδιο το γεγονός
της επιβίωσης. Πόσες φορές μέσα στο μακελειό των προηγούμενων σαράντα οχτώ ωρών κάθε πολεμιστής δεν ήρθε αντιμέτωπος με το θάνατο; Κι όμως ακόμα ζούσε. Πόσες φορές οι υπεράριθμες μάζες του εχθρού δεν επιτέθηκαν στους συμμάχους με ασύγκριτη δύναμη και γενναιότητα; Κι όμως το μέτωπο είχε κρατήσει.
Τρεις φορές εκείνη τη δεύτερη μέρα οι γραμμές των υπερασπιστών κόντεψαν να υποχωρήσουν. Η Μεγαλειότητά Του είδε τι έγινε λίγο πριν πέσει η νύχτα, όταν το ίδιο το τείχος γκρεμίστηκε και οι μυριάδες της αυτοκρατορίας σκαρφάλωναν στις πέτρες του, βγάζοντας θριαμβευτικές κραυγές. Κι όμως το τείχος κράτησε· το πέρασμα δεν έπεσε.
Όλη την ημέρα, τη δεύτερη του πολέμου, οι στόλοι είχαν συγκρουστεί στη Σκιάθο, όπως ακριβώς ο στρατοί στις Θερμοπύλες. Κάτω από τους βράχους του Αρτεμισίου τα καράβια σφυροκοπούσαν το ένα το άλλο, οδηγώντας το ορειχάλκινο κουπί ενάντια στο ενισχυμένο ξύλο, όπως τα αδέλφια τους μάχονταν με ατσάλι ενάντια σε ατσάλι στην ξηρά. Οι υπερασπιστές των Στενών έβλεπαν τα πλοία που καίγονταν, πυκνούς καπνούς στον ορίζοντα κι ακόμα πιο κοντά τα επι-πλέοντα κομμάτια από σανίδες και ιστούς, σπασμένα κουπιά και πτώματα ναυτών μπρούμυτα, που ξέβραζε το ρεύμα στην ακτή. Θαρρείς και Έλληνες και Πέρσες δεν αντιμάχονταν πια, αλλά και οι δυο πλευρές είχαν κάνει μια διεστραμμένη συμμαχία, που σκοπός της δεν ήταν ούτε η νίκη ούτε η σωτηρία, αλλά να βάψουν κόκκινα τη γη και τον ωκεανό με το αίμα τους. Οι ίδιοι οι θεοί εκείνη τη μέρα δε φέρθηκαν ως άρμοζε στη θέση τους, προσδίδοντας με τη μαρτυρία τους έννοια στα γεγονότα που διαδραματίζονταν κάτω. Αντίθετα, έδειξαν ένα ανέκφραστο, ανίερο και επικριτικό πρόσωπο, άσπλαχνο και αδιάφορο. Η απόκρημνη πλα-
• 436 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
γιά του Καλλίδρομου, που από κάτω της γινόταν το μακελειό, φαινόταν να ενσαρκώνει πιότερο απ' όλα την έλλειψη οίκτου στο δίχως χαρακτηριστικά πρόσωπο της σιωπηλής του πέτρας. Κάθε πετούμενο είχε εξαφανιστεί. Ούτε ένα πράσινο βλασταράκι δεν υπήρχε στη γη, ούτε στις ρωγμές των βράχων ακόμα.
Μόνο το χώμα έδειχνε μια στάλα συμπόνια. Μόνο το βρόμικο υγρό κάτω από το βήμα των πολεμιστών πρόσφερε ανακούφιση και αρωγή. Τα πόδια των αντρών βυθίζονταν μέσα του μέχρι τον αστράγαλο, τα σερνάμενα πόδια τους το έσκαβαν μέχρι τη μέση της κνήμης, μετά έπεφταν και οι ίδιοι πάνω του και πολεμούσαν από κει. Τα δάχτυλα αρπάζονταν από την κοκκινόμαυρη από το αίμα λάσπη, τα πόδια στηρίζονταν πάνω της για να βοηθηθούν, τα δόντια των ετοιμοθάνατων αντρών τη δάγκωναν λες και ήθελαν να σκάψουν τους τάφους τους με τα ίδια τους τα σαγόνια. Αγρότες, που τα χέρια τους έπιαναν με ευχαρίστηση τους σκούρους σβώλους από χώμα των αγρών τους και έτριβαν ανάμεσα στα δάχτυλά τους την εύφορη γη που κάνει πλούσια τη συγκομιδή, τώρα σέρνονταν με την κοιλιά σ' αυτό το στείρο έδαφος, αρπάζονταν από πάνω του με τ' ακροδάχτυλά τους και σφάδαζαν πάνωθέ του χωρίς ντροπή, αναζητώντας να τυλιχτούν με το μανδύα της γης και να προστατέψουν έτσι τη ράχη τους από το ανελέητο ατσάλι.
Στους Έλληνες αρέσει πολύ να αγωνίζονται στις παλαίστρες της Ελλάδας. Από τη στιγμή που ένα αγόρι στέκει στα πόδια του, έρχεται στα χέρια με τους συντρόφους του, γεμίζει άμμο μέσα στο σκάμμα ή λάσπες από τις λακκούβες. Τώρα οι Έλληνες πάλευαν σε λιγότερο ιερούς χώρους, όπου ο κάδος με τον οποίο έβρεχαν την άμμο δεν περιείχε νερό αλλά αίμα, όπου το έπαθλο ήταν ο θάνατος και η διαιτησία απέρριπτε κάθε αίτημα για ανάπαυλα ή οίκτο. Έβλεπε κανείς ξανά και ξανά στις μάχες της δεύτερης μέρας έναν Έλλη-
• 437 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
να πολεμιστή να μάχεται επί δύο ώρες συνέχεια, να αποσύρεται για δέκα λεπτά όχι για να φάει αλλά για να πιει μόνο μια χούφτα νερό και μετά να επιστρέφει στη μάχη για άλλον ένα γύρο δύο ωρών. Έβλεπε κανείς ξανά και ξανά έναν άντρα να δέχεται ένα χτύπημα που έσπαζε τα δόντια στα σαγόνια του ή έβγαζε το κόκαλο του ώμου του, κι όμως να μην πέφτει.
Τη δεύτερη μέρα είδα τον Αλφεό και το Μάρωνα να εξολοθρεύουν έξι άντρες του εχθρού τόσο γρήγορα, ώστε οι δύο τελευταίοι πέθαναν πριν το πρώτο ζευγάρι πέσει στο χώμα. Πόσους σκότωσαν εκείνη τη μέρα τα δυο αδέλφια; Πενήντα; Εκατό; Ο εχθρός θα χρειαζόταν περισσότερους από έναν Αχιλλέα για να τους νικήσει, όχι μόνο λόγω της δύναμης και της επιδεξιότητάς τους αλλά και επειδή ήταν δύο που πολεμούσαν με μία μόνο καρδιά.
Όλη μέρα οι υπερασπιστές της Μεγαλειότητάς Του ορμούσαν κατά κύματα χωρίς διακοπή, έτσι ώστε ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις το ένα έθνος από το άλλο, τη μία ήπειρο από την άλλη. Η εναλλαγή των δυνάμεων που οι σύμμαχοι χρησιμοποίησαν την πρώτη μέρα δεν ήταν πλέον δυνατή. Οι ομάδες αρνιούνταν από μόνες τους να εγκαταλείψουν τη γραμμή. Βοηθητικοί και υπηρέτες έπαιρναν τα όπλα των σκοτωμένων και έμπαιναν στη θέση τους για να συμπληρώσουν το κενό.
Οι άντρες δεν έχαναν πλέον στιγμή για να αστειευτούν ή να πειράξουν ο ένας τον άλλο για την ανδρεία ή την περηφάνια του. Ούτε άφηναν την καρδιά τους να πλημμυρίσει από τη χαρά του θριάμβου. Τώρα κατά τη διάρκεια της ανάπαυλας έπεφταν απλώς αποκαμωμένοι, δίχως λέξη, στους σωρούς των αχρήστων. Στο προκάλυμμα του τείχους, σε κάθε τρύπα της ανασκαμμένης γης, έβλεπε κανείς ομάδες πολεμιστών τσακισμένων από την κούραση και την απελπισία, οχτώ ή δέκα, δώδεκα ή είκοσι, να μένουν εκεί όπου είχαν
• 438 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πέσει, ακίνητοι από τον τρόμο και τη θλίψη. Ούτε μιλούσαν ούτε κουνιόνταν. Μόνο τα μάτια του καθενός κοίταζαν χωρίς να βλέπουν το βασίλειο του δικού του ανείπωτου τρόμου.
Η ζωή είχε γίνει μια σήραγγα που τα τοιχώματά της ήταν θάνατος και από όπου δεν υπήρχε ελπίδα διαφυγής ή απελευθέρωσης. Ο ουρανός δεν υπήρχε πια, ούτε ο ήλιος και τ' αστέρια. Το μόνο που έμενε ήταν η γη, το ανασκαμμένο χώμα, που θαρρείς και καιροφυλακτούσε στα πόδια κάθε πολεμιστή να δεχτεί τα βγαλμένα του σπλάχνα, τα σπασμένα του κόκαλα, το αίμα του, τη ζωή του. Το χώμα τον σκέπαζε από όλες τις μεριές. Ήταν στ' αυτιά και στα ρουθούνια του, στα μάτια και στο λαιμό του, κάτω από τα νύχια του και στις πτυχές των πλευρών του. Κάλυπτε τον ιδρώτα και το αλάτι των μαλλιών του, το έφτυνε από τα πνευμόνια του και το φυσούσε σαν μύξα από τη μύτη του.
Υπάρχει ένα μυστικό που όλοι οι πολεμιστές το γνωρίζουν, τόσο προσωπικό, που κανείς δεν τολμά να το πει, εκτός ίσως από κάποιους συντρόφους που αγαπιούνται πιο πολύ από αδέλφια, από τις δοκιμασίες που μοιράζονται στον πόλεμο. Είναι η επίγνωση εκατό και πάνω πράξεων που φανερώνουν τη δειλία του. Τα μικρά εκείνα πράγματα που δε βλέπει κανείς. Ο σύντροφος που πέφτει και φωνάζει βοήθεια. Μήπως τον προσπέρασα; Μήπως διάλεξα να σώσω το δικό μου τομάρι από το δικό του; Αυτό ήταν το έγκλημα μου, για το οποίο κατηγορώ τον εαυτό μου στο δικαστήριο της καρδιάς μου και εκεί καταδίκασα τον εαυτό μου ως ένοχο.
Το μόνο που θέλει ο άντρας είναι να ζήσει. Αυτό πάνω απ' όλα: να μη σταματήσει να αναπνέει. Να επιβιώσει.
Ωστόσο ακόμα κι αυτό το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης, ακόμα και η ανάγκη του αίματος που αισθάνονται όλοι και όλα κάτω από τον ουρανό, τόσο τα ζώα όσο και οι άνθρωποι, ακόμα κι αυτό μπορεί να φθαρεί από την κού-
• 439 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ραση και τον υπερβολικό τρόμο. Ένα είδος θάρρους κυριεύει την καρδιά, που δεν είναι θάρρος αλλά απελπισία, και ούτε ακριβώς απελπισία αλλά μια φοβερή διέγερση. Εκείνη τη δεύτερη μέρα οι άντρες ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Θαρραλέα κατορθώματα, που έκαναν την καρδιά να σταματά, έπεφταν σαν βροχή από τον ουρανό κι εκείνοι που τα έπρατταν δεν μπορούσαν καν να τα θυμηθούν, ούτε να πουν με βεβαιότητα ότι οι δράστες ήταν εκείνοι.
Είδα ένα βοηθητικό των Φλιάσιων, παιδί ακόμα, ν' αρπάζει τα όπλα του αφέντη του και να ορμάει στη μάχη. Πριν προλάβει να δώσει έστω και ένα χτύπημα, ένα περσικό δόρυ τού τσάκισε το καλάμι, διαπερνώντας το κόκαλο. Ένας σύντροφός του έτρεξε στο νεαρό να δέσει την αρτηρία του που αιμορραγούσε και να τον σύρει σε ένα ασφαλές μέρος. Ο νεαρός χτύπησε το σωτήρα του με το πλατύ μέρος του σπαθιού του. Κρατώντας το κοντάρι του σαν δεκανίκι, κατάφερε να σηκωθεί στα γόνατα, μέσα στο κέντρο της μάχης, από όπου συνέχισε να πετσοκόβει τον εχθρό, μέχρι που χάθηκε.
Άλλοι βοηθητικοί και υπηρέτες, πάλι, άρπαξαν σιδερένιους πασσάλους και, ανυπόδητοι και άοπλοι, σκαρφάλωσαν στην πλαγιά του βουνού πάνω από τα Στενά, όπου έμπηξαν τις σφήνες μέσα στις ρωγμές των βράχων για να σιγουρέψουν τον εαυτό τους. Από κει, λοιπόν, άρχισαν να εκσφενδονίζουν πέτρες και βράχους πάνω στον εχθρό. Οι Πέρσες τοξότες μετέτρεψαν εκείνα τα αγόρια σε μαξιλαράκια για καρφίτσες· τα κορμιά τους αιωρούνταν κρεμασμένα από τις σφήνες ή τα δάχτυλά τους άνοιγαν, με αποτέλεσμα να πέσουν μέσα στη φωτιά της μάχης.
Ο έμπορος Ελεφαντίνος παράτησε το προκάλυμμά του και έτρεξε να σώσει ένα από αυτά τα παιδιά που ζούσε ακόμη και κρεμόταν από ένα βράχο στα μετόπισθεν της μάχης. Ένα περσικό βέλος διαπέρασε το λαιμό του ηλικιωμέ-
• 440 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νου άντρα. Έπεσε τόσο γρήγορα, που φάνηκε να εξαφανίζεται κατευθείαν μέσα στη γη. Πάνω από το σώμα του δόθηκαν σκληρές μάχες. Γιατί; Δεν ήταν ούτε βασιλιάς ούτε αξιωματικός, μόνο ένας ξένος που φρόντιζε τις πληγές των νέων αντρών και τους έκανε να γελούν με το «του πρόσεξ' τούτο!».
Είχε νυχτώσει σχεδόν. Οι Έλληνες παράπαιαν τόσο από τις απώλειες όσο και από την υπερβολική κούραση, ενώ οι Πέρσες συνέχιζαν να ρίχνουν ξεκούραστους άντρες στη μάχη. Όσοι βρίσκονταν στα μετόπισθεν του εχθρού προχωρούσαν μπροστά κάτω από τα χτυπήματα των αξιωματικών τους· αυτοί, πάλι, έσπρωχναν με ζήλο τους συντρόφους τους, αναγκάζοντάς τους να προχωρούν εναντίον των Ελλήνων .
Θυμάται η Μεγαλειότητά Του; Ένα ξαφνικό μπουρίνι ξέσπασε πάνω από τη θάλασσα. Η βροχή άρχισε να πέφτει σαν καταρράκτης. Εκείνη τη στιγμή τα περισσότερα όπλα των συμμάχων είχαν φθαρεί ή σπάσει. Οι πολεμιστές είχαν χαλάσει πάνω από δέκα ακόντια ο καθένας. Ακόμη, κανείς δε φορούσε τη δική του ασπίδα, που είχε διαλυθεί από ώρα, υπεράσπιζε τον εαυτό του με την όγδοη ή ένατη που είχε μαζέψει από κάτω. Ακόμα και το μικρό ξίφος των Σπαρτιατών είχε σπάσει από τα πολλά χτυπήματα. Οι ατσάλινες λεπίδες κρατούσαν, αλλά τα χερούλια και οι λαβές είχαν καταστραφεί. Έβλεπες άντρες να πολεμούν με κομμάτια από σίδερο, να χτυπούν με σπασμένα μισά κοντάρια, χωρίς αιχμές.
Η στρατιά του εχθρού συνέχιζε να προχωρά μέσα από δεκάδες ανοίγματα του τείχους. Μόνο οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς παρέμεναν ακόμα μπροστά από τις επάλξεις. Όλοι οι άλλοι σύμμαχοι πολεμούσαν πίσω από αυτό ή πάνω σ' αυτό. Οι μυριάδες του εχθρού είχαν καταλάβει όλο το δρόμο από τα Στενά και είχαν πλημμυρίσει το τρίγωνο μπροστά από το τείχος.
• 441 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Οι Σπαρτιάτες υποχώρησαν. Εγώ βρέθηκα δίπλα στον Αλέξανδρο πάνω στο τείχος να τραβώ τον έναν άντρα μετά τον άλλο επάνω, ενώ οι σύμμαχοι έριχναν βροχή τα δόρατα και τα σπασμένα ακόντια, πέτρες και βράχους, ακόμα και περικεφαλαίες και ασπίδες, για να ανακόψουν την προέλαση του εχθρού.
Οι σύμμαχοι έσπασαν και άρχισαν να παραπαίουν. Υποχώρησαν άτακτα πενήντα, εκατό πόδια πέρα από το τείχος. Ακόμα και οι Σπαρτιάτες αποσύρθηκαν δίχως τάξη, ο αφέντης μου, ο Πολύνεικος, ο Αλφεός και ο Μάρωνας, εξουθενωμένοι από τα τραύματα και την εξάντληση.
Ο εχθρός έσκισε κυριολεκτικά τις πέτρες από την πρόσοψη του τείχους. Τώρα η παλίρροια των αναρίθμητων αντρών του ξεχύθηκε πάνω από τα ερείπια, κατέβηκε τα σκαλοπάτια στο πίσω μέρος του τείχους και βρέθηκε μπροστά στα απροστάτευτα στρατόπεδα των συμμάχων. Η εξαφάνιση δεν απείχε πια πολύ, όταν για κάποιον ανεξήγητο λόγο ο εχθρός, ενώ είχε τη νίκη στα χέρια του, σταμάτησε φοβισμένος και δεν μπορούσε να βρει το κουράγιο να συνεχίσει τη σφαγή.
Ο εχθρός υποχώρησε, κυριευμένος από έναν εντελώς αδικαιολόγητο φόβο.
Ποια δύναμη κυριάρχησε στην καρδιά τους και έκλεψε την ανδρεία τους; Κανείς δεν μπορεί να μαντέψει. Ίσως οι πολεμιστές της αυτοκρατορίας δεν μπορούσαν να πιστέψουν τον επικείμενο θρίαμβο τους. Ίσως πολεμούσαν πολλή ώρα μπροστά από το τείχος, που οι αισθήσεις τους δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι τελικά κατάφεραν να το γκρεμίσουν.
Όπως και να 'χε το πράγμα, ο αντίπαλος δίστασε για μια στιγμή. Μια αλλόκοτη ακινησία επικράτησε στο πεδίο της μάχης·
Ξάφνου, απ' τους ουρανούς ένα απόκοσμο, δυνατό μουγκρητό, λες και έβγαινε από τα λαρύγγια πενήντα χιλιάδων ανθρώπων, έσκισε τους αιθέρες. Οι τρίχες του λαιμού μου
• 442 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σηκώθηκαν όρθιες. Γύρισα προς τον Αλέξανδρο. Κι αυτός επίσης είχε πετρώσει, παραλυμένος από τρόμο και δέος, όπως κάθε άντρας στο πεδίο της μάχης.
Ένας κεραυνός υπέρτατου μεγαλείου έπεσε πάνω στο πρόσωπο του Καλλίδρομου. Άστραψε και βρόντησε. Μεγάλοι βράχοι έπεσαν από το βουνό* καπνός και θειάφι γέμισαν τον αέρα. Η απόκοσμη κραυγή συνέχισε να ακούγεται, καρφώνοντας όλους τους άντρες στη θέση τους, εκτός από το Λεωνίδα, που βρέθηκε μπροστά με το ακόντιο ψηλά.
«Δία Σωτήρα!» η φωνή του βασιλιά ακούστηκε σαν κεραυνός. «Ελλάδα και ελευθερία!»
Φώναξε τον παιάνα και όρμησε πάνω στον εχθρό. Οι καρδιές των συμμάχων αναθάρρησαν και άρχισαν την αντεπίθεση. Ο εχθρός κατέβηκε από το τείχος και υποχώρησε πανικόβλητος μπροστά σ' αυτό το θεϊκό σημάδι. Βρέθηκα πάλι πάνω στις λείες βγαλμένες πέτρες του να εκτοξεύω το ένα κοντάρι μετά το άλλο πάνω στους αμέτρητους Πέρσες και Βακτρίους, Μήδους και Ιλλυριούς, Λυδούς και Αιγυπτίους, που έτρεχαν να γλιτώσουν.
Τα μάτια της Μεγαλειότητάς Του μπορούν να πιστοποιήσουν το φοβερό μακελειό που ακολούθησε. Καθώς οι πρώτες σειρές των Περσών έκαναν στροφή πανικόβλητες, οι βουρδουλιές που έτρωγαν οι άντρες της οπισθοφυλακής τους ανάγκαζαν να σπρώχνουν τους συντρόφους τους προς τα μπρος. Όπως δυο κύματα που το ένα πάει να σκάσει στην ακτή μπροστά στην καταιγίδα και το άλλο γυρίζοντας πάλι στο πέλαγο κατεβαίνει από την απότομη παραλία συγκρούονται και σβήνουν το ένα το άλλο μέσα σε ένα σύννεφο αφρών και ψεκάδων, το ίδιο συνέβη και με τους στρατούς της αυτοκρατορίας καθώς η μία δύναμη έπεσε πάνω στην άλλη, με αποτέλεσμα να ποδοπατηθούν χιλιάδες άντρες του εχθρού, που παγιδεύτηκαν μέσα στη δίνη της.
Ο Λεωνίδας είχε πει στους συμμάχους να χτίσουν ένα δεύ-
• 443 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τερο τείχος, ένα τείχος από περσικά κορμιά. Αυτό ακριβώς έγινε τώρα. Ο εχθρός εξολοθρευόταν τόσο μαζικά, που κανένας πολεμιστής των συμμάχων δεν πατούσε στη γη. Περπατούσαν πάνω σε πτώματα. Σε πτώματα επί πτωμάτων.
Οι Έλληνες πρόμαχοι έβλεπαν καθαρά τον εχθρό να το βάζει στα πόδια κάτω από τα χτυπήματα των αντρών της οπισθοφυλακής, που ήθελαν να τους αναγκάσουν να προχωρήσουν, σκοτώνοντας με δόρατα και σπαθιά τους συντρόφους τους που προσπαθούσαν να το σκάσουν σαν τρελοί. Δεκάδες, εκατοντάδες άντρες έπεσαν στη θάλασσα. Είδα τις πρώτες σειρές των Σπαρτιατών να σκαρφαλώνουν στην κυριολεξία στο τείχος των περσικών πτωμάτων με τη βοήθεια των συντρόφων της πίσω σειράς για να περάσουν από πάνω.
Ξάφνου, οι σωροί των νεκρών τελείωσαν. Μια πλημμύρα από κορμιά ξεχύθηκε. Στα Στενά οι σύμμαχοι άρχισαν να υποχωρούν προς τις σορούς των νεκρών, σκαρφαλώνοντας την ολισθηρή πλαγιά που σχημάτιζαν τα πτώματα. Τούτα, πάλι, αυξάνονταν από μόνα τους, καθώς, παρασυρμένα από το ίδιο τους το βάρος, έπεφταν με μεγάλη δύναμη πάνω στους Πέρσες, που αναγκάζονταν να οπισθοχωρήσουν στο δρόμο για την Τραχίνα. Τόσο αλλόκοτο ήταν τούτο το θέαμα, που οι Έλληνες πολεμιστές, που δε διοικούνταν πια από κανέναν παρά μόνο από το ένστικτο τους, σταμάτησαν εκεί που ήταν, διακόπτοντας την προέλαση τους. Κοίταζαν με δέος τον εχθρό να χάνεται σε αμέτρητους αριθμούς. Εκείνη η τρομακτική σάρκινη χιονοστιβάδα τους κατάπινε και τους εξαφάνιζε από προσώπου γης.
Όταν οι σύμμαχοι συγκεντρώθηκαν τη νύχτα, ξαναθυμήθηκαν το σημάδι και είπαν ότι ήταν σίγουρα επέμβαση των θεών. Ο ευγενής Τυρραστιάδης στεκόταν δίπλα στο Λεωνίδα, μπροστά στους συγκεντρωμένους Έλληνες, προσπαθώντας να τους πείσει να κάνουν αυτό που, όπως ήταν φανερό, ποθούσε η καρδιά του, να υποχωρήσουν, να αποσυρ-
• 444 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
θούν, να φύγουν από κει. Ο ευγενής επανέλαβε την αναφορά του, ότι δέκα χιλιάδες Αθάνατοι εκείνη ακριβώς τη στιγμή προχωρούσαν στο μονοπάτι του βουνού για να περικυκλώσουν τους συμμάχους. Λιγότεροι από χίλιοι Έλληνες ήταν ακόμα ικανοί να αντισταθούν. Τι έλπιζαν να κάνουν εναντίον ενός στρατού που ήταν εννιά φορές μεγαλύτερος από το δικό τους, από τη στιγμή που θα τους χτυπούσε από πίσω, ενώ ένας αριθμός αντρών χίλιες φορές μεγαλύτερος θα επιτίθετο από μπροστά;
Όμως ήταν τόση η διέγερση των συμμάχων από το τελευταίο σημάδι, που δεν τον άκουσαν καν, ούτε του έδωσαν καμία σημασία. Στη συγκέντρωση υπήρχαν πολλοί σκεπτικιστές και αγνωστικιστές, οι οποίοι αμφέβαλλαν και περιφρονούσαν ακόμα τους θεούς. Οι ίδιοι αυτοί άντρες τώρα έκαναν μεγάλους όρκους και δήλωναν ότι εκείνος ο κεραυνός από τον ουρανό και η απόκοσμη κραυγή που τον συνόδευε δεν ήταν τίποτε άλλο από την πολεμική κραυγή του ίδιου του Δία.
Κι άλλα ενθαρρυντικά νέα ήρθαν από το στόλο. Μια καταιγίδα που ξέσπασε ξαφνικά την προηγούμενη νύχτα κατέστρεψε διακόσια πολεμικά πλοία του εχθρού στη βόρεια Εύβοια. Το ένα πέμπτο του στόλου της Μεγαλειότητάς Του, ανέφερε ο Αθηναίος καπετάνιος Αβρώνυχος, είχε χαθεί μαζί με όλο το πλήρωμα. Είχε δει τα ναυάγια με τα ίδια του τα μάτια εκείνο το πρωί. Μήπως κι αυτό δεν ήταν δουλειά θεού;
Ο Λεοντιάδης, ο Θηβαίος διοικητής, προχώρησε μπροστά, υποβοηθώντας και υποδαυλίζοντας την αναστάτωση. Ποια ανθρώπινη δύναμη, ρώτησε, μπορούσε να τα βάλει με την οργή του θεού; «Να θυμάστε, αδέλφια και σύμμαχοι, ότι τα εννέα δέκατα του περσικού στρατού έχουν στρατολογηθεί από διάφορα έθνη, παρά τη θέληση τους, με την απειλή του σπαθιού. Πώς θα καταφέρει ο Ξέρξης να τους κρατήσει στη
• 445 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γραμμή; Σαν ζώα, όπως σήμερα, με το μαστίγιο; Πιστέψτε με, άντρες, οι σύμμαχοι των Περσών έχουν σπάσει. Η απογοήτευση και η δυσαρέσκεια απλώνονται σαν πανούκλα στο στρατόπεδό τους. Η λιποταξία και η ανταρσία ευνοούν την ήττα. Αν μπορέσουμε και κρατήσουμε αύριο, αδέλφια, ο Ξέρξης θα βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση, που θα αναγκαστεί να βρει διέξοδο στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας ο Θαλασσοσεί-στης έχει καταρρακώσει την περηφάνια των Περσών. Ίσως ο θεός μειώσει πάλι το μέγεθός του».
Οι Έλληνες, ερεθισμένοι από το πάθος του Θηβαίου αρχηγού, άρχισαν να βρίζουν τον Τυρραστιάδη. Οι σύμμαχοι έπαιρναν όρκο ότι δεν ήταν αυτοί που κινδύνευαν, αλλά ο Ξέρξης και η μεγάλη του περηφάνια, που είχε προκαλέσει την οργή των θεών.
Δε χρειάστηκε να κοιτάξω τον αφέντη μου για να διαβάσω την ψυχή του. Η αναστάτωση αυτή των συμμάχων ήταν κατάληψη. Ήταν τρέλα, όπως το ήξεραν κι αυτοί που τα έλεγαν, ακόμα κι όταν έστρεφαν την οργή τους, που ήταν απόρροια της θλίψης και του τρόμου τους, κατά του ευγενή από την Κύμη. Ο πρίγκιπας δέχτηκε τις προσβολές σιωπηλός, ενώ η θλίψη σκοτείνιασε το ήδη σοβαρό πρόσωπό του.
Ο Λεωνίδας έβαλε τέλος στη συγκέντρωση, αφού έδωσε οδηγίες σε κάθε σύνταγμα να στρέψει την προσοχή του στην επισκευή και στην επιδιόρθωση των όπλων. Έστειλε τον Αθηναίο καπετάνιο Αβρώνυχο πίσω στο στόλο, με διαταγές να μεταφέρει στους διοικητές του στόλου Ευρυβιάδη και Θεμιστοκλή όλα όσα είχε ακούσει και δει απόψε εδώ.
Οι σύμμαχοι διαλύθηκαν, αφήνοντας μόνους τους Σπαρτιάτες και τον ευγενή Τυρραστιάδη δίπλα στη φωτιά των διοικητών.
«Πολύ εντυπωσιακή βεβαίωση πίστης, βασιλιά μου» είπε ο ευγενής μετά από λίγο. «Μια τόσο θερμή αγόρευση σίγουρα θα στηρίξει το θάρρος των αντρών σας. Για μια ώρα.
• 446 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ώσπου το σκοτάδι και η κούραση να σβήσουν το πάθος της στιγμής και ο φόβος για τον εαυτό τους και τις οικογένειες τους να έλθει πάλι στην επιφάνεια, όπως είναι το σωστό, μέσα στις καρδιές τους».
Ο ευγενής επανέλαβε με έμφαση την αναφορά του για το βουνίσιο μονοπάτι και τους Δέκα Χιλιάδες. Είπε πως, αν στα γεγονότα τούτης της ημέρας ήταν παρόν το χέρι των θεών, δεν ήταν από καλοσύνη, επειδή ήθελαν να σώσουν τους Έλληνες υπερασπιστές, αλλά η διεστραμμένη, άγνωστη θέληση τους ήθελε να τους κάνει να χάσουν τη λογική τους. Σίγουρα ένας διοικητής με την εξυπνάδα του Λεωνίδα θα το αντιλαμβανόταν αυτό, το ίδιο καθαρά με εκείνον, αν σήκωνε το βλέμμα του στην απόκρημνη πλαγιά του Καλλίδρομου. Θα έβλεπε, λοιπόν, πάνω στα βράχια τα σημάδια των αμέτρητων κεραυνών που εδώ και δεκάδες, εκατοντάδες χρόνια κατά τη διάρκεια των παραθαλάσσιων καταιγίδων είχαν πλήξει αυτή τη μεγάλη προεξοχή.
Ο Τυρραστιάδης πίεσε πάλι το Λεωνίδα και τους αξιωματικούς να δώσουν πίστη στα λόγια του. Ο δήμος στη συνέλευση μπορεί να διάλεξε να μην τον πιστέψει. Μπορεί να τον κατήγγειλαν και να τον εκτελούσαν ακόμα ως κατάσκοπο. Η λογική τους μπορεί να ξεγελάστηκε και να αγκάλιασε μια πιο ευνοϊκή προοπτική για το αύριο. Ο βασιλιάς και οι αξιωματικοί τους όμως δεν έπρεπε να επιτρέψουν στον εαυτό τους τέτοια πολυτέλεια.
«Πείτε» συνέχισε ο Πέρσης «πως είμαι δολοπλόκος. Πιστέψτε πως με έστειλε ο Ξέρξης. Πείτε πως η πρόθεσή μου εξυπηρετεί το δικό του συμφέρον, να σας επηρεάσω με δόλιο και ύπουλο τρόπο να εγκαταλείψετε το πέρασμα. Ας τα πιστεύετε όλα αυτά. Ωστόσο η αναφορά μου είναι αληθινή.
»Οι Αθάνατοι έρχονται. »Θα φανούν το πρωί, δέκα χιλιάδες δυνατοί άντρες, στα
μετόπισθεν των συμμάχων».
• 447 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο ευγενής πήγε και στάθηκε μπροστά στο Σπαρτιάτη βασιλιά και του μίλησε με πάθος, σαν άντρας προς άντρα.
«Αυτή η μάχη στις Θερμοπύλες δε θα είναι η αποφασιστική, βασιλιά μου. Αυτή η μάχη θα γίνει αργότερα, πιο βαθιά στην Ελλάδα, ίσως μπροστά στα τείχη των Αθηνών, ίσως στον Ισθμό ή στην Πελοπόννησο, κάτω από τις βουνοκορφές της ίδιας της Σπάρτης. Το ξέρεις αυτό. Κάθε διοικητής που ξέρει από εδάφη και τοπογραφία το γνωρίζει αυτό.
»Το έθνος σου σε χρειάζεται, βασιλιά. Είσαι η ψυχή του στρατού του. Ίσως πεις ότι ο βασιλιάς της Λακεδαίμονας δεν αποσύρεται ποτέ. Όμως η ανδρεία πρέπει να συνοδεύεται από σοφία, διαφορετικά είναι άχρηστη.
»Αναλογίσου τι έχετε καταφέρει ήδη εσύ και οι άντρες σου στις Θερμοπύλες. Η φήμη που κερδίσατε τις έξι αυτές μέρες θα ζήσει για πάντα. Μην αναζητάς το θάνατο για το θάνατο, ούτε να εκπληρώσεις μια μάταιη προφητεία. Ζήσε, βασιλιά, και πολέμησε άλλη μέρα. Μια άλλη μέρα με όλο το στρατό στο πλευρό σου. Μια άλλη μέρα που η νίκη, η αποφασιστική νίκη θα είναι δική σου».
Ο Πέρσης έδειξε τους αξιωματικούς που είχαν μαζευτεί στο φως της φωτιάς του συμβουλίου. Ο πολέμαρχος Δερκυ-λίδας, οι ιππείς Πολύνεικος και Δωριέας, οι ενωμοτάρχες και οι πολεμιστές Αλφεός και Μάρωνας και ο αφέντης μου. «Σε ικετεύω, βασιλιά. Προφύλαξε αυτούς τους άντρες, το άνθος της Λακεδαίμονας, για να δώσεις τη ζωή τους μια άλλη μέρα. Σώσε τον εαυτό σου για κείνη την ώρα.
»Απόδειξες την ανδρεία σου, βασιλιά μου. Τώρα, σ' εξορκίζω , δείξε τη σωφροσύνη σου.
»Αποτραβήξου τώρα. »Φύγε εσύ και οι άντρες σου όσο μπορείτε ακόμα».
• 448 •
Βιβλίο έβδομο
ΛΕΩΝΙΔΑΣ
30
Η ΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ξεκίνησε με σκοπό να εισβάλει στη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του αποτελούνταν από έντεκα άτομα.
Ο Λεωνίδας αρνήθηκε να διακινδυνεύσει τη ζωή περισσότερων αντρών. Θεωρούσε μάλιστα ότι ήταν πολλοί σε σχέση με τους εκατόν οχτώ πολεμιστές που απέμεναν ακόμα από τους Τριακόσιους και ήταν σε θέση να πολεμήσουν. Αρκέστηκε να συμπεριλάβει μόνο πέντε ομοίους, κι αυτό για να προσδώσει αξιοπιστία στην ομάδα.
Αρχηγός θα ήταν ο Διηνέκης, ως ο ικανότερος διοικητής μικρής μονάδας. Ο Πολύνεικος και ο Δωριέας συμπεριλήφθηκαν για την ταχύτητα και την παλικαριά τους, όπως και ο Αλέξανδρος, παρά τις αντιρρήσεις του Λεωνίδα, που ήθελε να τον σώσει, για να πολεμήσει μαζί με τον αφέντη μου ως δυάδα. Θα έρχονταν επίσης οι Σκιρίτες Κυνηγόσκυλο και Λαχί-δης. Ήταν βουνίσιοι. Ήξεραν να σκαρφαλώνουν στα απόκρημνα βουνά. Ο Σφαιρέας θα χρησίμευε για οδηγός στην απότομη πλαγιά του Καλλίδρομου,ενώ ο Κόκορας θα έδειχνε το δρόμο για το στρατόπεδο του εχθρού. Ο Αυτόχειρας κι εγώ μπήκαμε στην ομάδα για να συντρέξουμε το Διηνέκη και τον Αλέξανδρο και να αυξήσουμε με το δόρυ και το τόξο την επιθετική της δύναμη. Ο τελευταίος Σπαρτιάτης ήταν ο Τελαμώνας, ένας πυγμάχος του συντάγματος της Αγριελιάς· μετά τον Πολύνεικο και το Δωριέα, ήταν ο ταχύτερος των Τριακοσίων και ο μόνος που δεν είχε σοβαρά τραύματα.
• 451 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο Διθύραμβος κρυβόταν πίσω από αυτό το σχέδιο. Το είχε συλλάβει μόνος του, χωρίς να παρακινηθεί από τον Κόκορα, τον οποίο ο αφέντης μου δεν εκτέλεσε τελικά, αλλά, αντίθετα, τον διέταξε να παραμείνει στο στρατόπεδο όλη τη δεύτερη μέρα για να φροντίζει τους τραυματίες, να επισκευάζει και να αντικαθιστά τα όπλα. Ο Διθύραμβος είχε προσπαθήσει σκληρά να πείσει το Λεωνίδα γι' αυτή την επιχείρηση και τώρα, απογοητευμένος που δε συμμετείχε στην ομάδα, ευχόταν να τα πάει καλά.
Η παγωνιά της νύχτας είχε απλωθεί πάνω από το στρατόπεδο. Όπως είχε προβλέψει ο ευγενής Τυρραστιάδης, ο φόβος είχε κυριέψει τους συμμάχους. Βρίσκονταν στα πρόθυρα του τρόμου και του πανικού. Ο Διθύραμβος κατάλαβε τι συνέβαινε στις καρδιές των αντρών. Χρειάζονταν κάτι να αναπτερώσει τις ελπίδες τους εκείνη τη νύχτα, κάποια προσδοκία που θα τους κρατούσε ακλόνητους μέχρι το πρωί. Δεν είχε σημασία αν η επιχείρηση πετύχαινε ή όχι. Θα έστελνε απλώς μερικούς άντρες έξω. Κι αν, πράγματι, οι θεοί ήταν με το μέρος μας σ' αυτό το θέμα, έχει καλώς... Ο Διθύραμβος χαμογέλασε και άρπαξε το χέρι του αφέντη μου για να τον αποχαιρετήσει.
Ο Διηνέκης χώρισε την ομάδα σε δύο. Η μία περιλάμβανε πέντε άντρες με αρχηγό τον Πολύνεικο, η άλλη έξι κάτω από τη δική του διοίκηση. Κάθε απόσπασμα θα σκαρφάλωνε ανεξάρτητα στην απόκρημνη πλαγιά, θα προχωρούσε στο Καλλίδρομο μόνο του μέχρι το σημείο της συνάντησης κάτω από τα βράχια της Τραχίνας. Αυτό έγινε για να αυξηθούν οι πιθανότητες, σε περίπτωση ενέδρας ή σύλληψης, η μία τουλάχιστον ομάδα να χτυπήσει.
Όταν οι άντρες οπλίστηκαν και ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν, και οι δυο ομάδες παρουσιάστηκαν στο Λεωνίδα για τις τελικές διαταγές. Ο βασιλιάς μίλησε μαζί τους ιδιαιτέρως, χωρίς να είναι παρόντες οι σύμμαχοι, αλλά ούτε και οι
• 452 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Σπαρτιάτες αξιωματικοί. Είχε σηκωθεί ένας παγωμένος αέρας. Ο ουρανός βροντούσε πάνω από την Εύβοια. Το πρόσωπο του βουνού αχνοφαινόταν από πάνω. Το μισοκρυμ-μένο φεγγάρι διακρινόταν πού και πού μέσα απ' την ομίχλη, που έπαιζε κυνηγητό με τον άνεμο.
Ο Λεωνίδας πρόσφερε στις ομάδες κρασί από το προσωπικό του απόθεμα και έκανε σπονδή χύνοντας κρασί από το δικό του κύπελλο. Απευθύνθηκε σε κάθε άντρα, όπως και στους βοηθούς, όχι με το όνομά του αλλά με το παρατσούκλι του, ακόμα και με το χαϊδευτικό του. Αποκάλεσε το Δω-ριέα «Μικρό Λαγό», το όνομα που είχαν οι ιππείς όταν ήταν παιδιά. Το Δέκτωνα δεν τον είπε Κόκορα αλλά «Κοκό» και τον άγγιξε με τρυφερότητα στον ώμο.
«Υπέγραψα τα χαρτιά της χειραφέτησης σας» πληροφόρησε ο βασιλιάς τον είλωτα. «Θα είναι στο σάκο του ταχυδρόμου που φεύγει απόψε για τη Λακεδαίμονα. Ελευθερώνουν εσένα, όπως και την οικογένειά σου, αλλά και το μικρό σου γιο».
Ήταν το μωρό που είχε σώσει η δέσποινα Αρέτη εκείνη τη νύχτα από την κρυπτεία. Το παιδί που η ύπαρξή του έκανε το Διηνέκη, σύμφωνα με τους νόμους της Λακεδαίμονας, πατέρα ζώντος γιου, με αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί ανάμεσα στους Τριακόσιους.
Ήταν το παιδί που η ζωή του θα σήμαινε το θάνατο του Διηνέκη, όπως και του Αλέξανδρου και του Αυτόχειρα λόγω του συνδέσμου που είχαν μαζί του. Και του δικού μου επίσης.
«Αν το επιθυμείς» —τα μάτια του Λεωνίδα αντάμωσαν του Κόκορα στο φως της φωτιάς που κάπνιζε— «μπορείς να αλλάξεις το όνομα Ιδοτυχίδης, με το οποίο ονομάζεται τώρα το μωρό σου. Είναι σπαρτιατικό όνομα και όλοι ξέρουμε ότι δεν τρέφεις και μεγάλη αγάπη για τη φυλή μας».
Ιδοτυχίδης, όπως θυμάστε, λεγόταν ο πατέρας του Κόκο-
• 455 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ρα, ο αδελφός της Αρέτης, που είχε σκοτωθεί στη μάχη πριν χρόνια. Το όνομα που επέμενε να δώσει η κυρά στο μωρό εκείνη τη νύχτα στην πίσω αυλή του συσσιτίου.
«Είσαι ελεύθερος να αποκαλείς το γιο σου με το μεσσηνιακό του όνομα» είπε ο Λεωνίδας στον Κόκορα «αλλά πρέπει να μου το πεις τώρα, πριν σφραγίσω τα χαρτιά και τα στείλω».
Είχα δει τον Κόκορα να μαστιγώνεται και να τρώει ξύλο άπειρες φορές για ασήμαντη αφορμή στη Λακεδαίμονα. Ποτέ όμως μέχρι τώρα δεν είχα δει τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα.
«Ντρέπομαι πολύ» είπε στο Λεωνίδα «που απέσπασα αυτή την καλοσύνη με εκβιασμό». Ο Κόκορας ίσιωσε το κορμί μπροστά στο βασιλιά. Είπε ότι το Ιδοτυχίδης ήταν ένα ευγενικό όνομα, που με περηφάνια θα έφερε ο γιος του.
Ο βασιλιάς κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έβαλε το χέρι του πατρικά στον ώμο του Δέκτωνα. «Γύρισε πίσω ζωντανός απόψε, Κοκό, και αύριο θα σε αφήσω να φύγεις».
Πριν η ομάδα του Διηνέκη προφτάσει να σκαρφαλώσει τέσσερα στάδια πάνω από τους Αλπηνούς, άρχισαν να πέφτουν χοντρές στάλες βροχής. Η ομαλή πλαγιά έγινε δύσβατη. Η σύνθεση του εδάφους της ήταν από θαλασσινό πέτρωμα, ασβεστολιθικό και σαθρό. Όταν άρχισε η νεροποντή, η επιφάνεια έγινε σούπα.
Ο Σφαιρέας μπήκε μπροστά στο μοναδικό ανηφορικό μονοπάτι, γρήγορα όμως έγινε φανερό ότι είχε χάσει το δρόμο του στο σκοτάδι. Είχαμε βγει από το κυρίως μονοπάτι και παραδέρναμε σε ένα λαβύρινθο από κατσικόδρομους που διέσχιζαν την απόκρημνη πλαγιά. Η ομάδα συνέχισε το δρόμο, πηγαίνοντας στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι. Κάθε φορά που αναλάμβανε κάποιος να κάνει τον οδηγό, έδινε τα πράγματά του στους άλλους που ακολουθούσαν φορτωμένοι με ασπίδες και όπλα. Κανείς δε φορούσε περικεφαλαία, μόνο τα
• 454 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μάλλινα καλύμματα της κεφαλής, που έγιναν μούσκεμα από τη βροχή. Επειδή δεν είχαν γείσο μπροστά, όλη η βροχή έπεφτε στα μάτια των αντρών. Η ανάβαση γινόταν όλο και πιο επικίνδυνη. Οι άντρες ανέβαιναν στηριγμένοι στις μύτες των ποδιών και στα χέρια, με το μάγουλο πάνω στη σαθρή επιφάνεια, ενώ παγωμένοι καταρράκτες κυλούσαν πάνω τους. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δέχονταν και μια βροχή από λάσπη, καθώς πέτρες και βράχοι ξεκολλούσαν από την επιφάνεια του βουνού, κι όλα αυτά μέσα στο σκοτάδι.
Όσο για μένα, το χτυπημένο μου πόδι είχε πιαστεί και με έκαιγε λες και μου είχαν χώσει ένα σκαλιστήρι μέσα στη σάρκα. Κάθε φορά που ανασηκωνόμουν έπρεπε να χρησιμοποιήσω αυτόν το μυ. Λίγο έλειψε να λιποθυμήσω από τον πόνο. Αλλά και ο Διηνέκης υπέφερε πολύ. Το παλιό τραύμα από το Αχίλλειο τον εμπόδιζε να σηκώσει το αριστερό του χέρι πάνω από τον ώμο του, ο δεξιός αστράγαλος του δε λύγιζε. Και, το κυριότερο, η κόγχη του βγαλμένου ματιού του άρχισε πάλι να αιμορραγεί. Το νερό της βροχής ανακατεμένο με το μαύρο αίμα κυλούσε σαν ποτάμι πάνω στη γενειάδα του και στη δερμάτινη σπολάδα του. Έριξε μια λοξή ματιά στον Αυτόχειρα, που οι πληγωμένοι του ώμοι τον έκαναν να σέρνεται σαν φίδι, με τα χέρια χαμηλά στα πλευρά του καθώς σκαρφάλωνε στην κονιορτοποιημένη, λασπωμένη, σαθρή πλαγιά.
«Μα τους θεούς, αυτή η φορεσιά έχει τα χάλια της». Η ομάδα έφτασε στην κορφή μετά από μία ώρα. Ήμα
στε πάνω από την ομίχλη τώρα. Η βροχή κόπασε. Ξάφνου, η νύχτα ξαστέρωσε, αλλά φυσούσε αέρας και το κρύο ήταν τσουχτερό. Η θάλασσα μούγκριζε χίλια πόδια πιο κάτω. Αλλά σε βάθος ενός όγδοου του μιλίου σκεπαζόταν από την ομίχλη. Οι παρυφές της, που έμοιαζαν με βαμβάκι, στρα-φτάλιζαν κάτω από ένα φεγγάρι που ήθελε μόνο μια νύχτα ακόμα για να γεμίσει. Ξάφνου, ο Σφαιρέας έκανε νόημα να
• 455 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σωπάσουμε. Η ομάδα έπεσε κάτω για να καλυφθεί. Ο παράνομος έδειξε απέναντι από μια άβυσσο.
Στην απέναντι ράχη, γύρω στα τρία στάδια μακριά, διακρινόταν ο θρόνος της Μεγαλειότητας Του, από όπου είχε παρακολουθήσει τις δύο πρώτες μέρες της μάχης. Υπηρέτες διέλυαν την εξέδρα και τη σκηνή.
«Τα μαζεύουν. Για πού άραγε;» «Ίσως να χόρτασαν πια. Πάνε για το σπίτι». Η ομάδα κατέβηκε πιο κάτω σε ένα σκοτεινό σημείο, από
όπου δεν ήταν ορατή. Ό,τι φορούσαν και κουβαλούσαν οι άντρες ήταν μούσκεμα. Έστυψα ένα επίθεμα και το τύλιξα για το μάτι του αφέντη μου. «Τα μυαλά μου πρέπει να χύνονται μαζί με το αίμα» είπε. «Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς γιατί βρίσκομαι εδώ σ' αυτή τη γαμημένη αποστολή».
Έδωσε στους άντρες κι άλλο κρασί για να ζεσταθούν και να καταλαγιάσει κάπως ο πόνος από τις διάφορες πληγές τους. Ο Αυτόχειρας συνέχισε να ρίχνει λοξές ματιές στην απέναντι ράχη και στους Πέρσες υπηρέτες που χαλούσαν την εξέδρα του αφέντη τους, από όπου παρακολουθούσε άνετα το θέαμα. «Ο Ξέρξης πιστεύει ότι αύριο θα τελειώσουν όλα. Βάζω στοίχημα: Θα τον δούμε καβάλα την αυγή στα Στενά να απολαμβάνει το θρίαμβό του από κοντά».
Η ράχη του βουνού ήταν πλατιά και επίπεδη. Με το Σφαι-ρέα οδηγό, η ομάδα δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερο πρόβλημα την επόμενη μία ώρα, ακολουθώντας μονοπάτια άγριων ζώων που φιδοσέρνονταν ανάμεσα σε θάμνους σουμάκι και αγριόχορτα της φωτιάς. Το μονοπάτι οδηγούσε στην ενδοχώρα. Η θάλασσα δε φαινόταν πια. Διασχίσαμε άλλες δυο ράχες, έπειτα φτάσαμε σε έναν καταρράκτη από τους πολλούς που τροφοδοτούσαν τον Ασωπό. Έτσι τουλάχιστον είπε ο οδηγός μας. Ο Διηνέκης με άγγιξε στον ώμο και μου έδειξε μια βουνοκορφή στο Βορρά.
«Αυτή είναι η Οίτη. Εκεί πάνω πέθανε ο Ηρακλής».
• 456 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Νομίζεις ότι θα μας βοηθήσει απόψε;» Η ομάδα έφτασε σε μια δασώδη πλαγιά, την οποία έπρε
πε να σκαρφαλώσουμε σιγά σιγά. Ξαφνικά, από τη λόχμη πιο πάνω ακούστηκε κάτι να σπάει. Μερικές φιγούρες πετάχτηκαν και χάθηκαν αμέσως από τα μάτια μας. Τα χέρια όλων πήγαν αμέσως στα όπλα τους.
«Άντρες;» Ο θόρυβος από πάνω απομακρύνθηκε γρήγορα. «Ελάφια». Μέσα σε ένα καρδιοχτύπι, τα ζώα είχαν φτάσει εκατό πό
δια μακριά. Σιωπή. Μόνο ο άνεμος τρύπωνε ανάμεσα από τις κορφές των δέντρων από πάνω μας.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το τυχαίο γεγονός έκανε την ομάδα να αναθαρρήσει πολύ. Ο Αλέξανδρος σκαρφάλωσε μέχρι τη λόχμη. Το μέρος όπου είχαν βρει καταφύγιο τα ελάφια ήταν στεγνό, πατημένο και ίσιο εκεί που κάποτε υπήρχε χορτάρι. «Πιάσε το χορτάρι. Είναι ακόμα ζεστό».
Ο Σφαιρέας ετοιμάστηκε να κατουρήσει. «Μη» τον σκούντησε ο Αλέξανδρος. «Αλλιώς τα ελάφια δε θα ξαναχρησιμοποιήσουν αυτή τη φωλιά».
«Κι εσένα τι σε νοιάζει;» «Κατούρα κάτω στην πλαγιά» τον διέταξε ο Διηνέκης. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, εκείνο το όμορφο δασά
κι θύμιζε εστία σπιτιού, καταφύγιο. Διατηρούσε ακόμα και τη μυρωδιά των ελαφιών, την οσμή του κυνηγιού από τα τομάρια τους. Κανείς από την ομάδα δε μίλησε, όμως όλοι στοιχηματίζω ότι έκαναν την ίδια σκέψη: Τι όμορφα που θα 'ταν να ξαπλώσουν αμέσως εκεί σαν τα ελάφια και να κλείσουν τα μάτια. Να διώξουν από τα μέλη τους κάθε φόβο. Να ξεφύγουν, έστω για μια στιγμή, από την αρπάγη του τρόμου.
«Έχει καλό κυνήγι αυτό το μέρος» παρατήρησα. «Εκείνα που πέρασαν από δίπλα μας τώρα ήταν αγριογούρουνα.
• 457 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Στοιχηματίζω ότι υπάρχουν αρκούδες εδώ πάνω, ακόμα και λιοντάρια».
Τα μάτια του Διηνέκη άστραφταν καθώς κοίταζε τον Αλέξανδρο. «Θα έρθουμε κι εμείς για κυνήγι εδώ. Το άλλο φθινόπωρο. Τι λες;»
Το τσακισμένο πρόσωπο του νέου συσπάστηκε στην προσπάθειά του να χαμογελάσει.
«Θα έρθεις κι εσύ μαζί μας. Κόκορα» πρότεινε ο Διηνέκης. «Θα περάσουμε μια αξέχαστη βδομάδα. Χωρίς άλογα ή υπηρέτες. Μόνο δυο σκυλιά για τον καθένα. Θα ζούμε απ' το κυνήγι και θα γυρίσουμε στην πατρίδα ντυμένοι με λεοντές σαν τον Ηρακλή. Θα καλέσουμε επίσης τον αγαπημένο μας φίλο Πολύνεικο».
Ο Κόκορας κοίταξε το Διηνέκη σαν να είχε να κάνει με τρελό. Έπειτα ένα λοξό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.
«Το ζήτημα τακτοποιήθηκε λοιπόν» είπε ο αφέντης μου. «Το άλλο φθινόπωρο».
Στην επόμενη κορφή η ομάδα ακολούθησε τον καταρράκτη. Το νερό έκανε πολύ θόρυβο κι έτσι δεν προσέχαμε πολύ. Ξάφνου, από το πουθενά ακούστηκαν φωνές.
Όλοι πάγωσαν. Ο Κόκορας, που πήγαινε μπροστά, ζάρωσε. Η ομάδα σχη
μάτιζε μια μακριά γραμμή, η χειρότερη παράταξη για να πολεμήσει κανείς. «Περσικά μιλάνε;» ψιθύρισε ο Αλέξανδρος, τεντώνοντας τ' αυτιά προς τα κει που ακούστηκε ο θόρυβος.
Ξαφνικά, οι φωνές σταμάτησαν. Μας είχαν ακούσει. Είδα τον Αυτόχειρα, δυο βήματα από κάτω μου, να γυ
ρίζει σιωπηλός προς τον ώμο του και να βγάζει δυο βελόνες μανταρίσματος από τη φαρέτρα του. Ο Διηνέκης, ο Αλέξανδρος και ο Κόκορας άρπαξαν τα ακόντια τους. Ο Σφαι-ρέας ετοίμασε ένα τσεκούρι.
«Γεια χαρά, γαμιόληδες. Εσείς είστε;»
• 458 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ο Σκιρίτης Κυνηγόσκυλο βγήκε από τα σκοτεινά, με ένα σπαθί στο ένα χέρι και ένα μαχαίρι στο άλλο.
«Μα τους θεούς, μας κοψοχολιάσατε!» Ήταν η ομάδα του Πολύνεικου, που είχε σταματήσει για
να φάει μια μπουκιά ξερό ψωμί. «Τι έχουμε εδώ, γεύμα στην εξοχή;» Ο Διηνέκης πήγε κο
ντά τους. Όλοι χτυπήσαμε φιλικά στον ώμο τους συντρόφους μας, ανακουφισμένοι. Ο Πολύνεικος είπε ότι ο άλλος δρόμος που είχε πάρει η ομάδα, το κάτω μονοπάτι, είχε αποδειχτεί γρήγορο και εύκολο. Βρίσκονταν σε κείνο το ξέφωτο εδώ και ένα τέταρτο.
«Έλα εδώ». Ο ιππέας έκανε νόημα στον αφέντη μου. «Για δες αυτό».
Ολόκληρη η ομάδα ακολούθησε. Στην απέναντι όχθη του καταρράκτη, δέκα πόδια πάνω στην πλαγιά, υπήρχε ένα μονοπάτι αρκετά φαρδύ, από όπου μπορούσαν να περάσουν δυο άντρες μαζί. Ακόμα και μέσα στο βαθύ σκοτάδι της χαράδρας μπορούσες να δεις την ανασκαμμένη γη.
«Είναι το ορεινό μονοπάτι, αυτό που έχουν πάρει οι Αθάνατοι. Τι άλλο μπορεί να είναι;»
Ο Διηνέκης γονάτισε να πιάσει το χώμα. Είχε πρόσφατες πατημασιές. Θα είχαν περάσει πριν δυο ώρες το πολύ. Ψηλά στην πλαγιά μπορούσες να δεις τα σημάδια που είχαν αφήσει οι σόλες των Δέκα Χιλιάδων καθώς σκαρφάλωναν στο λόφο και τις γλιστριές στην κατηφοριά από το βάρος του περάσματός τους.
Ο Διηνέκης πρόσταξε έναν από τους άντρες του Πολύνεικου, τον Τελαμώνα τον πυγμάχο, να ξαναπάρει το μονοπάτι που είχε ακολουθήσει η ομάδα του, για να πάει τα νέα στο Λεωνίδα. Ο άντρας μούγκρισε απογοητευμένος. «Άσ' τα αυτά» είπε απότομα ο Διηνέκης. «Εσύ είσαι ο ταχύτερος που ξέρει το μονοπάτι. Άρα εσύ πρέπει να πας».
Ο πυγμάχος έφυγε σαν αστραπή.
• 459 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Άλλος ένας από την ομάδα του Πολύνεικου απουσίαζε. «Πού είναι ο Δωριέας;»
«Κάτω στο μονοπάτι. Παίρνει έναν υπνάκο». Μετά από λίγο, ο ιππέας που η αδελφή του η Αλθαία ήταν
γυναίκα του Πολύνεικου φάνηκε να έρχεται από κάτω. Ήταν γυμνός.
«Τι έγινε ο σκύλος σου;» τον πείραξε ο Πολύνεικος. «Ο φιλαράκος ζάρωσε κι έγινε σαν βελανίδι».
Ο ιππέας χαμογέλασε και άρπαξε το μανδύα του από το δέντρο όπου κρεμόταν. Ανέφερε ότι το μονοπάτι τελείωνε δυο στάδια παρακάτω. Εκεί είχε κοπεί ολόκληρο δάσος, ίσως εκείνο το απόγευμα, αμέσως μόλις έμαθαν οι Πέρσες για το μονοπάτι. Σίγουρα οι Αθάνατοι είχαν παραταχθεί εκεί, στο πρόσφατα καθαρισμένο έδαφος, πριν ξεκινήσουν.
«Τι υπάρχει εκεί τώρα;» «Το ιππικό. Τρεις, μπορεί και τέσσερις ίλες». Ήταν οι Θεσσαλοί, ανέφερε ο ιππέας. Έλληνες που η χώ
ρα τους είχε προσχωρήσει στον εχθρό. «Ροχαλίζουν σαν χωρικοί. Η ομίχλη είναι πυκνή. Όλες οι
μύτες είναι χωμένες στους μανδύες, και των φρουρών ακόμα».
«Μπορούμε να κάνουμε το γύρο;» Ο Δωριέας κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Είναι όλο
πεύκα. Ένα χαλί από μαλακές πευκοβελόνες. Μπορείς να το περάσεις τρέχοντας του σκοτωμού και να μην κάνεις καθόλου θόρυβο».
Ο Διηνέκης έδειξε το ξέφωτο όπου βρίσκονταν τώρα οι ομάδες. «Αυτό θα είναι το σημείο συνάντησής μας. Εδώ θα συγκεντρωθούμε μετά. Θα μας πας εσύ πίσω, Δωριέα,ή κάποιος από την ομάδα σας από το δρόμο που ήρθατε, το σύντομο δρόμο».
Ο Διηνέκης ανέθεσε στον Κόκορα να ενημερώσει, και τις δυο ομάδες έξω από το στρατόπεδο του εχθρού σε περί-
• 460 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πτωση που του τύχαινε κάτι στο δρόμο. Μοιραστήκαμε το υπόλοιπο κρασί. Το ασκί, έτσι όπως πήγαινε από τον έναν στον άλλο, έτυχε να περάσει από το χέρι του Πολύνεικου στου Κόκορα. Ο είλωτας διάλεξε εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή λίγο πριν τη δράση. «Πες μου την αλήθεια. Θα σκότωνες το γιο μου εκείνη τη νύχτα με την κρυπτεία;»
«Θα τον σκοτώσω σίγουρα αν μας τα σκατώσεις απόψε» του απάντησε ο δρομέας.
«Τότε θα περιμένω με μεγαλύτερη ακόμα ανυπομονησία το θάνατό σου» είπε ο είλωτας.
Είχε έρθει η στιγμή να αποχωριστούν το Σφαιρέα. Είχε συμφωνήσει να οδηγήσει την ομάδα μέχρι εδώ. Προς μεγάλη τους έκπληξη, είδαν ότι ο παράνομος φαινόταν διχασμένος. «Κοιτάξτε» είπε διστακτικά «θέλω να μείνω μαζί σας, είστε καλοί άνθρωποι, σας θαυμάζω. Αλλά δε θα το κάνω με την ψυχή μου αν δε με ανταμείψετε».
Όλη η ομάδα γέλασε. «Μην έχεις τύψεις, παράνομε» παρατήρησε ο Διηνέκης. «Θέλεις ανταμοιβή;» Ο Πολύνεικος άρπαξε τ' απόκρυφά
του. «Θα σου φυλάξω αυτό». Μόνο ο Σφαιρέας δε γέλασε. «Ανάθεμά σε» μουρμούρισε μάλλον στον εαυτό του πα
ρά στους άλλους. Κι ενώ συνέχισε να βρίζει, πήρε τη θέση του στην ολιγοπρόσωπη φάλαγγα. Θα έμενε.
Το απόσπασμα δε θα χωριζόταν από δω και μπρος. Θα προχωρούσαν ανά πέντε, η μία ομάδα πίσω από την άλλη, για να αλληλοβοηθιούνται. Ο Σφαιρέας πήγε με τον Πολύ-νεικο στη θέση του Τελαμώνα.
Οι ομάδες πέρασαν χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τους Θεσσαλούς, που ροχάλιζαν του καλού καιρού. Η παρουσία του ελληνικού ιππικού ήταν μεγάλη τύχη. Η επιστροφή τους, αν γύριζαν ποτέ, θα ήταν σίγουρα άτακτη. Δεν ήταν μικρή υπόθεση να έχουν ένα σημάδι ορατό μέσα στο σκοτάδι,
• 461 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
όπως αυτό το πελεκημένο δάσος. Θα μπορούσαν να ελευθερώσουν τα άλογα των Θεσσαλών για να δημιουργήσουν σύγχυση και, αν η ομάδα αναγκαζόταν να φύγει κυνηγημένη μέσα από το στρατόπεδό τους, τα λόγια που θα αντάλλασσαν μεταξύ τους δε θα τους πρόδιδαν ανάμεσα στους ελληνόφωνους Θεσσαλούς.
Μετά από μισή ώρα δρόμο, οι ομάδες έφτασαν στις παρυφές του δάσους, ακριβώς πάνω από το φρούριο της Τρα-χίνας. Τα νερά του Ασωπού μούγκριζαν κάτω από τα τείχη της πόλης. Το ποτάμι βρυχιόταν σαν καταρράκτης, σε ξε-κούφαινε, ενώ ένας άγριος παγωμένος αέρας κατέβαινε από το φαράγγι.
Τώρα μπορούσαμε να δούμε το στρατόπεδο του εχθρού. Σίγουρα κανένα θέαμα κάτω από τον ουρανό, ούτε η
πολιορκημένη Τροία ούτε ο πόλεμος των θεών και των Τιτάνων, δεν μπορούσε να συγκριθεί μ' αυτό που απλωνόταν μπροστά στα μάτια μας.
Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, στη μεγάλη πεδιάδα που απλωνόταν μέχρι τη θάλασσα —μια απόσταση γύρω στα σαράντα τρία στάδια— και η οποία εκτεινόταν πολύ πιο πέρα, γύρω από τις απόκρημνες ακτές της Τραχινίας, έβλεπε κανείς τις χιλιάδες φωτιές του εχθρού να λάμπουν με-γεθυμένες από την ομίχλη.
«Σίγουρα θα δυσκολευτούν να τα μαζέψουν». Ο Διηνέκης έγνεψε στον Κόκορα να πλησιάσει. Ο είλω
τας άρχισε να καταθέτει ό,τι θυμόταν: Τα άλογα του Ξέρξη έπιναν νερό πρώτα, πριν από το
υπόλοιπο στρατόπεδο. Τα ποτάμια είναι ιερά για τους Πέρσες και πρέπει να διατηρούνται αμόλυντα. Η πάνω κοιλάδα χρησιμοποιείται ως βοσκοτόπι. Η σκηνή του μεγάλου βασιλιά, ο Κόκορας ορκίστηκε γι' αυτό, βρισκόταν στο πάνω μέρος της πεδιάδας, σε απόσταση δύο βολών τόξου από το ποτάμι.
• 462 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Η ομάδα κατηφόρισε και βρέθηκε ακριβώς κάτω από τα τείχη της ακρόπολης. Μπήκαν στο ποτάμι. Ο Ευρώτας στη Λακεδαίμονα τροφοδοτείται από το βουνό, ακόμα και το καλοκαίρι τα ανακατεμένα με χιόνι νερά του σε παγώνουν μέχρι το κόκαλο. Ο Ασωπός ήταν χειρότερος. Τα μέλη σου πάγωναν στη στιγμή. Ήταν τόσο κρύος, που φοβηθήκαμε για την ασφάλεια μας, αν χρειαζόταν να βγούμε έξω και να τρέξουμε, δε θα νιώθαμε τα χέρια και τα πόδια μας.
Ευτυχώς, το ρεύμα μειωνόταν λίγο πιο κάτω. Η ομάδα τύλιξε τους μανδύες της και τους έβαλε στους ομφαλούς των ασπίδων για να κατέβει το ποτάμι. Ο εχθρός είχε φτιάξει φράγματα για να ελαττώσει το ρεύμα και να διευκολύνει το πότισμα των αλόγων και των αντρών. Στην κορυφή τους είχαν τοποθετήσει φρουρές, αλλά η ομίχλη και ο αέρας έκαναν τόσο δύσκολες τις συνθήκες, η ώρα ήταν τόσο περασμένη και οι σκοποί τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους, θεωρώντας αδύνατη κάθε διείσδυση, που η ομάδα κατάφερε να περάσει σερνόμενη από τα αυλάκια του υδατοφράχτη και να κρυφτεί γρήγορα στις σκιές κατά μήκος της όχθης.
Το φεγγάρι είχε δύσει. Ο Κόκορας δεν μπορούσε να βρει τη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του. «Εδώ ήταν, τ' ορκίζομαι!» Έδειξε ένα ύψωμα πάνω στο οποίο υπήρχε μια σειρά από σκηνές για τους ιπποκόμους που δέρνονταν στον αέρα και μια περίφραξη με σχοινί. Τα άλογα που ήταν μέσα υπέφεραν από το δυνατό άνεμο. «Πρέπει να τη μετακίνησαν».
Ο Διηνέκης τράβηξε το ξίφος του, έτοιμος να κόψει πα-ρευθύς το λαρύγγι του Κόκορα, σίγουρος για την προδοσία του. Ο Κόκορας ορκιζόταν σε όποιο θεό τού ερχόταν στο μυαλό, δεν έλεγε ψέματα. «Τα πράγματα φαίνονται διαφορετικά στο σκοτάδι» είπε έτοιμος να κλάψει.
Τον έσωσε ο Πολύνεικος. «Τον πιστεύω, Διηνέκη. Είναι τόσο ηλίθιος, που σίγουρα θα τα έκανε θάλασσα».
Η ομάδα συνέχισε να προχωρά προσεκτικά, με το κεφά-
• 463 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λι χαμηλωμένο σε αργό ρυθμό. Σε μια στιγμή το πόδι του Διηνέκη μπερδεύτηκε σε κάτι καλάμια. Αναγκάστηκε να βγάλει το ξίφος του για να ελευθερωθεί. Σηκώθηκε γελώντας.
Τον ρώτησα γιατί γελούσε. «Αναρωτιόμουν απλώς τι άλλο θα μπορούσε να μου
συμβεί». Γέλασε πικρά. «Μπορεί να σερνόταν κανένα φίδι του ποταμού στον πισινό μου και να με έπαιρναν όλοι στο ψιλό...»
Ξαφνικά, ο Κόκορας σκούντησε τον ώμο του αφέντη μου. Καμιά εκατοστή βήματα μπροστά βρίσκονταν ένα άλλο φράγμα και ένα κανάλι. Τρεις πάνινες σκηνές κατέληγαν σε μια όμορφη όχθη. Ένα φωτισμένο μονοπάτι, που φιδοσερ-νόταν στην πλαγιά, περνούσε μπροστά από μια κρυμμένη μάντρα, όπου ήταν κλεισμένα καμιά δεκαριά πολεμικά άλογα, τυλιγμένα με κουβέρτες, τόσο υπέροχα, που η αξία του καθενός πρέπει να ήταν ίση με την παραγωγή μιας μικρής πόλης.
Ακριβώς από πάνω υπήρχε ένα δασάκι με βαλανιδιές. Φωτιζόταν από σιδερένια φανάρια, που παράδερναν κάτω από το δυνατό άνεμο. Λίγο πιο πέρα, μετά από μια σειρά Αιγυπτίων ναυτικών, μπορούσε να διακρίνει κανείς τους τριγωνικούς κεντρικούς πασσάλους μιας σκηνής τόσο μεγάλης, που μπορούσε να στεγάσει ένα ολόκληρο τάγμα.
«Αυτή είναι» είπε ο Κόκορας δείχνοντάς την. «Αυτή είναι η σκηνή του Ξέρξη».
• 464 •
31
ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ πολεμιστή λίγο πριν αρχίσει η δράση, όπως έλεγε συχνά ο αφέντης μου (μια και δήλωνε μαθητής του φόβου), ακολουθούν πάντα τον ίδιο αναπόφευκτο δρόμο. Εμφανίζονται σε μια ανάπαυλα, που κρατά όσο ένα καρδιοχτύπι, όπου το εσωτερικό μάτι βλέπει τα ακόλουθα τρία οράματα, με την ίδια συνήθως σειρά:
Πρώτα στα κατάβαθα της καρδιάς εμφανίζονται τα πρόσωπα εκείνων που αγαπά, που δεν είναι εκεί να δουν τον επικείμενο χαμό του: η γυναίκα του και η μητέρα του, τα παιδιά του, ιδίως αν είναι θηλυκά, ιδίως αν είναι μικρά. Αυτούς που θα παραμείνουν κάτω από τον ήλιο και θα διατηρήσουν μέσα στις καρδιές τους την ανάμνηση του περάσματος του ο πολεμιστής χαιρετά με αγάπη και συμπόνια. Σ' αυτούς κληροδοτεί την αγάπη του και αυτούς αποχαιρετά.
Κατόπιν μπροστά στο εσωτερικό μάτι υψώνονται οι σκιές εκείνων που έχουν περάσει ήδη το ποτάμι, αυτοί που τον περιμένουν στην απέναντι όχθη του. Ανάμεσα σ' αυτούς που περίμεναν τον αφέντη μου ήταν ο αδελφός του, ο Ια-τροκλής, ο πατέρας του και η μητέρα του και ο αδελφός της Αρέτης, ο Ιδοτυχίδης. Κι αυτούς επίσης χαιρετά η καρδιά του πολεμιστή σιωπηλά, ζητά τη βοήθειά τους και μετά αφήνεται.
Τελευταία έρχονται οι θεοί, αυτοί που τον έχουν ευεργετήσει περισσότερο, αυτοί τους οποίους έχει λατρέψει περισσό-
• 465 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τερο ο ίδιος. Αφήνει το πνεύμα του στη φροντίδα τους, αν μπορεί.
Μόνο όταν έχει εκπληρωθεί η τριπλή αυτή υποχρέωση επανέρχεται ο πολεμιστής στο παρόν και στρέφεται, λες και ξυπνά από όνειρο, σ' αυτούς που είναι πλάι του, σ' αυτούς που σε λίγο θα υποστούν μαζί τη δοκιμασία του θανάτου. Εδώ, έλεγε συχνά ο Διηνέκης, είναι που υπερτερούν οι Σπαρτιάτες απέναντι σε κείνους που στέκουν αντίκρυ τους στη μάχη. Κάτω από ποια ξένη σημαία θα έβρισκε κανείς στο πλευρό του άντρες σαν το Λεωνίδα, τον Αλφεό, το Μάρωνα ή εδώ μέσα σ' αυτή τη βρομιά το Δωριέα, τον Πολύνεικο και τον αφέντη μου, το Διηνέκη; Τους άντρες που θα μοιραστούν μαζί του τη βάρκα η καρδιά του πολεμιστή αγκαλιάζει με μια αγάπη που ξεπερνά όλες τις άλλες που έχουν χαρίσει oι θεοί στους ανθρώπους, εκτός από την αγάπη της μάνας για το παιδί της. Δεσμεύεται για πάντα μαζί τους, όπως κι εκείνοι με αυτόν.
Το βλέμμα μου τώρα πήγε στο Διηνέκη, που ήταν ζαρωμένος πάνω από την όχθη του ποταμού, χωρίς περικεφαλαία, με τον κόκκινο μανδύα του, που φάνταζε κατάμαυρος μέσα στο σκοτάδι. Με το δεξί του χέρι μάλαζε τον αστράγαλό του για να τον κάνει πιο ευέλικτο, ενώ με μεστές φράσεις έδινε οδηγίες στους άντρες του για τον τρόπο δράσης. Ο Αλέξανδρος δίπλα του είχε πιάσει μια χούφτα άμμο από την όχθη και έτριβε μ' αυτή το κοντάρι του για να γδαρθεί και να μη γλιστράει στο πιάσιμο. Ο Πολύνεικος, βλαστημώ-ντας, είχε περάσει το βραχίονά του στη βρεγμένη χειρίδα, που ήταν από ορείχαλκο και δέρμα, της ασπίδας του, προσπαθώντας να βρει το σημείο της ισορροπίας και το πλέον κατάλληλο κράτημα της λαβής. Το Κυνηγόσκυλο και ο Λα-χίδης, ο Σφαιρέας, ο Κόκορας και ο Δωριέας ολοκλήρωναν επίσης την προετοιμασία τους. Κοίταξα τον Αυτόχειρα. Διάλεγε γρήγορα τις βελόνες μανταρίσματος σαν το χειρουργό
• 466 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
που επιλέγει τα εργαλεία του, πιάνοντας τρεις (μία για το χέρι που τις εκσφενδόνιζε, δύο για το ελεύθερο) που το βάρος και η ισορροπία τους υπόσχονταν το καλύτερο πέταγμα. Πλησίασα σκυφτά το Σκύθη, με τον οποίο θα ήμαστε μαζί τη στιγμή της εφόδου. «Θα σε δω στη βάρκα» είπε και με παρέσυρε μαζί του στο μέρος από όπου θα εισβάλλαμε.
Θα ήταν άραγε το τελευταίο πρόσωπο που θα έβλεπα; Αυτός ο Σκύθης ήταν φίλος και σύμβουλός μου από τα δεκατέσσερά μου χρόνια. Με δίδαξε πότε έπρεπε να καλύπτω και πότε να σταματώ, να ντύνω και να παρακολουθώ' πώς να σταματώ το αίμα από μια τρύπα στη σάρκα, να περιποιούμαι ένα σπασμένο κλειδοκόκαλο, πώς να βγάζω ένα άλογο από το πεδίο της μάχης, να αποσύρω έναν τραυματισμένο πολεμιστή από τη μάχη, χρησιμοποιώντας το μανδύα του. Αυτός ο άνθρωπος με την επιδεξιότητα και τον ατρόμητο χαρακτήρα του θα μπορούσε να προσληφθεί ως μισθοφόρος σε οποιοδήποτε στρατό του κόσμου. Ακόμα και στον περσικό, αν το επιθυμούσε. Θα μπορούσε να διοριστεί αρχηγός εκατό αντρών, να αποκτήσει φήμη και δόξα, γυναίκες και πλούτη. Ωστόσο διάλεξε να παραμείνει στη σκληρή ακαδημία της Λακεδαίμονας, να υπηρετεί χωρίς πληρωμή.
Σκέφτηκα τον έμπορο Ελεφαντίνο. Απ' όλους στο στρατόπεδο, ο Αυτόχειρας είχε ασχοληθεί περισσότερο με κείνον το χαρούμενο, εκδηλωτικό άνθρωπο. Γρήγορα έγιναν φίλοι οι δυο τους. Το βραδάκι πριν την πρώτη μάχη, όταν η ενω-μοτία του αφέντη μου είχε στρωθεί για το βραδινό φαγητό, ο Ελεφαντίνος εμφανίστηκε εκεί τριγύρω. Είχε ανταλλάξει όλα τα εμπορεύματά του, είχε πουλήσει το κάρο και το γαϊ-δουράκι του, το μανδύα και τα παπούτσια του ακόμα. Τώρα εκείνη τη νύχτα τριγυρνούσε με ένα καλάθι γεμάτο αχλάδια και λιχουδιές, που μοίραζε στους πολεμιστές που κάθονταν να φάνε. Σταμάτησε δίπλα στη φωτιά μας. Ο αφέντης μου πολλές φορές έκανε θυσία το βράδυ. Τίποτα το σπου-
• 467 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
δαίο, ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί και μια σπονδή. Δεν προσευχόταν δυνατά, πρόφερε μόνο μερικά λόγια σιωπηλά μέσα απ' την καρδιά του στους θεούς. Ποτέ δεν αποκάλυπτε το περιεχόμενο των προσευχών του, αλλά μπορούσα να διαβάσω τα χείλη του και να ακούσω το παράξενο μουρμούρι-σμά του. Προσευχόταν για την Αρέτη και τις θυγατέρες του.
«Τα νεαρά τούτα αγόρια έπρεπε να εκτελούν αυτή την ευσεβή πράξη» παρατήρησε ο έμπορος «όχι εσείς οι γερο-ξούρες!».
Ο Διηνέκης χαιρέτησε τον έμπορο με θέρμη. «Οι γκριζο-μάλληδες θες να πεις, φίλε μου».
«Εννοώ εσάς τους απαίσιους γέρους, του πρόσεξ' τούτο!» Τον κάλεσαν να καθίσει. Ο Βίαντας, που ήταν ακόμα ζω
ντανός, πείραζε τον έμπορο για την έλλειψη προνοητικότητας που τον διέκρινε. Πώς θα έφευγε τώρα από δω χωρίς το γάιδαρο και το κάρο του;
Ο Ελεφαντίνος δεν απάντησε. «Ο φίλος μας δε θα φύγει» είπε απαλά ο Διηνέκης, με το
βλέμμα καρφωμένο στη γη. Ο Αλέξανδρος και ο Αρίστωνας ήρθαν με ένα λαγό. Τον
είχαν αγοράσει από κάτι παιδιά στους Αλπηνούς. Ο γέροντας χαμογέλασε με την καζούρα που τους έκαναν οι σύντροφοι τους για το κελεπούρι που είχαν φέρει. Ήταν ένας «χειμωνιάτικος» λαγός, τόσο αδύνατος και κοκαλιάρικος, που δεν έφτανε ούτε για μυρωδιά για δύο άντρες, πόσο μάλλον για δεκάξι. Ο έμπορος κοίταξε τον αφέντη μου,
«Κανονικά εσείς οι παλαίμαχοι με τις γκρίζες γενειάδες έπρεπε να βρίσκεστε εδώ στις Θερμοπύλες. Όχι αυτά τα παιδιά». Έδειξε με μια κίνηση τον Αλέξανδρο και τον Αρίστω-να, συμπεριλαμβάνοντας και μένα μέσα, όπως και μερικούς άλλους βοηθητικούς λίγο πάνω από τα είκοσι. «Πως είναι δυνατό να φύγω όταν αυτά τα μωρά παραμένουν;»
«Σας ζηλεύω εσάς τους συντρόφους» συνέχισε ο έμπο-
• 468 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρος όταν καθάρισε ο λαιμός του, που είχε φράξει από τη συγκίνηση. «Εγώ σε όλη μου τη ζωή έψαχνα αυτό που εσείς είχατε από γεννησιμιού σας, μια ένδοξη πόλη στην οποία να ανήκω». Το γεμάτο σημάδια χέρι του έδειξε τις φωτιές που άναβαν στο στρατόπεδο και τους πολεμιστές, παλιούς και νέους, που κάθονταν δίπλα τους. «Αυτή θα είναι η πόλη μου. Θα είμαι ο δικαστής και ο γιατρός της, ο πατέρας των ορφανών της και ο τρελός της».
Έδωσε τα αχλάδια του και σηκώθηκε να πάει παρακάτω. Ακούγαμε τα γέλια που έφερε στην επόμενη φωτιά και μετά στην παρακάτω.
Οι σύμμαχοι βρίσκονταν στις Θερμοπύλες επί τέσσερις νύχτες τότε. Είχαν παρατηρήσει το μέγεθος της περσικής στρατιάς σε ξηρά και θάλασσα και ήξεραν καλά τα ανυπέρβλητα εμπόδια που θα αντιμετώπιζαν. Ωστόσο, το ένιωθα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον η ενωμοτία του αφέντη μου, δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο χαμός της Ελλάδας και ο επικείμενος θάνατος των υπερασπιστών θα είχαν αντίκτυπο στην πατρίδα. Μεγάλη σοβαρότητα επικράτησε με την εξαφάνιση του ήλιου.
Για πολλή ώρα δε μίλησε κανείς. Ο Αλέξανδρος έγδερνε το λαγό, εγώ άλεθα κριθάρι με ένα χειροκίνητο μύλο, ο Μέδοντας ετοίμαζε τη φωτιά για το μαγείρεμα, ο Μαύρος Λέων έκοβε κρεμμύδια. Ο Βίαντας ήταν ακουμπισμένος στον κορμό μιας βαλανιδιάς που τον είχαν κόψει για ξύλα, με το Λέοντα που την είχε... γαϊδουρινή στα αριστερά του. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο Αυτόχειρας άρχισε να μιλά.
«Υπάρχει μια θεά στη χώρα μου, η Ναάν» διέκοψε ο Σκύ-θης τη σιωπή. «Η μητέρα μου ήταν ιέρειά της, αν μπορεί να δοθεί ένας τέτοιος τίτλος σε μια αγράμματη χωριάτισσα που πέρασε όλη της τη ζωή στο πίσω μέρος ενός κάρου. Μου τα θύμισαν όλα αυτά ο φίλος μου ο έμπορος και το δίτροχο κάρο του που αποκαλεί σπίτι του».
• 469 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ήταν η πρώτη φορά που εγώ ή κάποιος άλλος ακούγαμε τον Αυτόχειρα να λέει τόσα πολλά. Όλοι περίμεναν να σταματήσει εδώ. Αλλά ο Σκύθης τους ξάφνιασε πάλι, γιατί συνέχισε.
Η ιέρεια μητέρα του τον έμαθε, είπε ο Αυτόχειρας, ότι τίποτε κάτω από τον ήλιο δεν είναι αληθινό. Η γη και ό,τι υπάρχει πάνω της είναι πλασματικά, η υλική ενσάρκωση μιας ωραιότερης και ουσιαστικότερης πραγματικότητας που υπάρχει ακριβώς πίσω από αυτό, αόρατη στις ανθρώπινες αισθήσεις. Καθετί που αποκαλούμε αληθινό στηρίζεται σ' αυτή τη λεπτή βάση που βρίσκεται από κάτω, άφθαρτη, αόρατη κάτω από το παραπέτασμα.
«Η θρησκεία της μητέρας μου διδάσκει πως μόνο τα πράγματα που δεν αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις είναι πραγματικά. Η ψυχή. Η αγάπη της μητέρας. Το θάρρος. Αυτά είναι πιο κοντά στους θεούς, λέει. γιατί μόνο αυτά είναι όμοια και στις δυο πλευρές του θανάτου, μπροστά από το παραπέτασμα και πίσω από αυτό.
»Όταν πρωτοήρθα στη Λακεδαίμονα και είδα τη φάλαγγα» συνέχισε ο Αυτόχειρας «μου φάνηκε η πιο αστεία μορφή πολέμου που είχα δει ποτέ. Στη χώρα μου πολεμάμε καβάλα στ' άλογα. Για μένα αυτός ήταν ο μόνος τρόπος, σπουδαίος και ένδοξος, ένα θέαμα που συγκλονίζει την ψυχή. Η φάλαγγα μου φαινόταν αστεία. Αλλά θαύμασα τους άντρες, την αρετή τους, που ήταν φανερά πολύ πιο ανώτερη από κάθε άλλου έθνους που είχα δει και μελετήσει. Ήταν πραγματική σπαζοκεφαλιά για μένα».
Κοίταξα το Διηνέκη μέσα από τη φωτιά για να δω αν είχε ακούσει αυτές τις σκέψεις από τον Αυτόχειρα και στο παρελθόν, τα χρόνια ίσως πριν μπω στην υπηρεσία του, τότε που ο Σκύθης ήταν ο μοναδικός του βοηθός. Από την έκφραση του προσώπου του κατάλαβα ότι τον παρακολουθούσε με πολύ μεγάλη προσοχή. Προφανώς, τούτα τα γεν-
• 470 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ναιόδωρα λόγια από τα χείλη του Αυτόχειρα ήταν εντελώς καινούρια για τον αφέντη μου όσο και για τους άλλους.
«Θυμάσαι, Διηνέκη, τότε που πολεμήσαμε τους Θηβαίους στις Ερυθρές; Τότε που έσπασαν και το έβαλαν στα πόδια; Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο. Τρόμαξα. Υπάρχει πιο ποταπό, πιο εξευτελιστικό θέαμα κάτω από τον ήλιο από μια φάλαγγα που διαλύεται από φόβο; Σε κάνει να νιώθεις ντροπή που είσαι θνητός, που βλέπεις τόση χυδαιότητα ακόμα και σε έναν εχθρό. Παραβιάζει τους υψηλότερους νόμους των θεών». Το πρόσωπο του Αυτόχειρα, που είχε πάρει μια περιφρονητική έκφραση, τώρα έλαμψε από χαρά.
«Α, το αντίθετο: Μια γραμμή που κρατάει! Τι μπορεί να είναι πιο μεγάλο, πιο ευγενικό;
»Ένα βράδυ ονειρεύτηκα ότι προήλαυνα μέσα στη φάλαγγα. Προχωρούσαμε σε μια πεδιάδα για να συναντήσουμε τον αντίπαλο. Η καρδιά μου είχε παγώσει από τον τρόμο. Οι σύντροφοι μου προχωρούσαν με μεγάλα βήματα γύρω μου, μπροστά μου, πίσω μου, από όλες τις μεριές. Ήταν όλοι εγώ. Εγώ γέρος, εγώ νέος. Τρομοκρατήθηκα ακόμα πιο πολύ, λες και γινόμουν κομματάκια. Τότε άρχισαν όλοι να τραγουδούν. Όλα τα "εγώ", όλοι οι "εαυτοί μου". Καθώς οι φωνές τους υψώνονταν σε μια γλυκιά αρμονία, κάθε φόβος πέταξε από την καρδιά μου. Ξύπνησα με ένα μόνο στήθος και ήξερα ότι αυτό το όνειρο ήταν σταλμένο κατευθείαν από τους θεούς.
»Κατάλαβα τότε ότι η κόλλα έκανε τη φάλαγγα σπουδαία. Η αόρατη κόλλα που την κρατούσε σφιχτοδεμένη. Συνειδητοποίησα ότι όλα τα γυμνάσια και η πειθαρχία, με τα οποία εσείς οι Σπαρτιάτες αρέσκεστε να ζαλίζετε ο ένας το κεφάλι του άλλου, δεν ήταν για να εντυπώσετε τη δεξιοτεχνία ή την τέχνη, αλλά για να δημιουργήσετε αυτή την κόλλα».
• 471 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο Μέδοντας γέλασε. «Δε μου λες, τι είδους κόλλα διέλυσες εσύ, Αυτόχειρα, που επέτρεψε τελικά στα σαγόνια σου να ανοιγοκλείνουν με τόση αντισκυθική υπερβολή;»
Ο Αυτόχειρας χαμογέλασε. Ο Μέδοντας ήταν αυτός, όπως έλεγαν, που έδωσε στο Σκύθη το παρατσούκλι του, όταν, ένοχος για ένα φόνο στη χώρα του, είχε καταφύγει στη Σπάρτη, όπου επιζητούσε συνέχεια το θάνατο.
«Όταν πρωτοήρθα στη Λακεδαίμονα και άρχισαν να με φωνάζουν "Αυτόχειρα", δε μου άρεσε καθόλου. Αλλά με τον καιρό μπόρεσα να δω τη σοφία του, αφού δε μου το είχαν δώσει από κακή πρόθεση. Γιατί τι πιο ευγενικό από το να σκοτώσεις τον εαυτό σου; Όχι στην κυριολεξία. Όχι με μια λεπίδα στα σπλάχνα. Αλλά να εξοντώσεις το εγωιστικό εγώ μέσα σου, εκείνο το μέρος που κοιτάζει μόνο τη δική του επιβίωση, να σώσει το δικό του τομάρι. Αυτή ήταν η νίκη που εσείς οι Σπαρτιάτες είχατε πετύχει πάνω στον εαυτό σας. Αυτό ήταν η κόλλα. Αυτό που είχατε μάθει και με έκανε να μείνω, για να το μάθω κι εγώ.
»Όταν ένας πολεμιστής μάχεται όχι για τον εαυτό του αλλά για τα αδέλφια του, όταν ο μεγαλύτερος πόθος του δεν είναι ούτε η δόξα ούτε η σωτηρία της δικής του ζωής, αλλά να διαθέσει την ύπαρξή του ολόκληρη για κείνους, τους συντρόφους του, κι όχι να τους εγκαταλείψει ή να φανεί ανάξιος τους, τότε η καρδιά του περιφρονεί στ' αλήθεια το θάνατο κι έτσι ξεπερνά τον εαυτό του και οι πράξεις του αγγίζουν το τέλειο. Γι' αυτό ο αληθινός πολεμιστής δεν μπορεί να μιλήσει για μάχες παρά μόνο με τα αδέλφια του που ήταν εκεί μαζί του. Αυτή η αλήθεια είναι τόσο ιερή και απαραβίαστη, που τα λόγια περισσεύουν. Ούτε κι εγώ θα τολμούσα να την πω πέρα από δω παρά μόνο σε σας».
Ο Μαύρος Λέων άκουγε προσεκτικά. «Αυτά που λες είναι αλήθεια, Αυτόχειρα, και συγχώρα με που σε λέω έτσι. Αλλά δεν είναι ευγενές ό,τι δε βλέπεται. Και τα ποταπά συ-
472
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ναισθήματα είναι αόρατα επίσης. Ο φόβος, η απληστία και η λαγνεία. Τι λες γι' αυτά;»
«Ναι» παραδέχτηκε ο Αυτόχειρας «αλλά κι αυτά που αισθάνεται κανείς δεν είναι ποταπά; Η δυσωδία τους φτάνει ίσαμε τον ουρανό. Αρρωσταίνουν την καρδιά του ανθρώπου. Τα ευγενικά αόρατα πράγματα έχουν διαφορετική αίσθηση. Είναι σαν μουσική που οι υψηλότερες νότες της είναι οι ωραιότερες.
»Άλλο ένα πράγμα που με προβλημάτισε όταν ήρθα στη Λακεδαίμονα. Η μουσική σας. Υπήρχε παντού, όχι μόνο στις πολεμικές ωδές ή στα τραγούδια που λέγατε καθώς βαδίζατε εναντίον του αντιπάλου, αλλά επίσης στους χορούς και στις χορωδίες σας, στις εορτές και στις θυσίες σας. Γιατί αυτοί οι τέλειοι πολεμιστές τιμούν τόσο τη μουσική, όταν απαγορεύουν τα θέατρα και την τέχνη; Πιστεύω πως αισθάνονται ότι οι αρετές είναι σαν τη μουσική. Πάλλονται σε έναν υψηλότερο, ευγενέστερο ρυθμό».
Στράφηκε στον Αλέξανδρο. «Γι' αυτό σε επέλεξε ο Λεωνίδας για τους Τριακόσιους, νεαρέ μου αφέντη, αν και ήξερε ότι δεν είχες βρεθεί ποτέ ανάμεσα στις σάλπιγγες. Πιστεύει ότι θα τραγουδήσεις εδώ στις Θερμοπύλες σ' αυτή τη θεία καταγραφή, όχι μ' αυτόν» —έδειξε το λαιμό— «αλλά με τούτη». Και το χέρι του άγγιξε την καρδιά.
Ο Αυτόχειρας σώπασε. Φάνηκε αμήχανος και ντροπαλός. Όλα τα πρόσωπα γύρω από τη φωτιά τον κοίταζαν με σοβαρότητα και σεβασμό. Ο Διηνέκης ράγισε τη σιωπή με ένα γέλιο.
«Είσαι φιλόσοφος, Αυτόχειρα». Ο Σκύθης χαμογέλασε κι αυτός. «Ναι» είπε κουνώντας
το κεφάλι «του πρόσεξ' τούτο!». Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ένας αγγελιαφόρος, που καλού
σε το Διηνέκη στο συμβούλιο του Λεωνίδα. Ο αφέντης μου μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Κάτι είχε αλλάξει μέσα του.
• 473 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Το ένιωσα καθώς περπατούσαμε ανάμεσα στα δρομάκια που διέσχιζαν τα στρατόπεδα των συμμάχων.
«Θυμάσαι εκείνο το βράδυ, Χίονη, τότε που καθόμαστε με τον Αρίστωνα και τον Αλέξανδρο και μιλούσαμε για το φόβο και το αντίθετο του;»
Είπα ότι θυμόμουν. «Έχω την απάντηση στο ερώτημά μου. Μου την έδωσαν
οι φίλοι μας ο έμπορος και ο Σκύθης». Το βλέμμα του στράφηκε στις φωτιές του στρατοπέδου.
στους συμμάχους που ήταν μαζεμένοι στις μονάδες τους και στους αξιωματικούς τους, που βλέπαμε να πλησιάζουν από όλες τις μεριές τη φωτιά του βασιλιά, όπως κι εμείς άλλωστε, έτοιμοι να ανταποκριθούν στις ανάγκες του και να λάβουν τις οδηγίες του.
«Το αντίθετο του φόβου» είπε ο Διηνέκης «είναι η αγάπη».
• 474 •
32
ΔΥΟ ΦΡΟΥΡΕΣ ΚΑΛΥΠΤΑΝ τη δυτική πλευρά πίσω από τη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του. Ο Διηνέκης διάλεξε αυτή τη μεριά να επιτεθεί επειδή ήταν η πιο σκοτεινή και η λιγότερο ορατή, η πλευρά που ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στο δυνατό αέρα. Από όλες τις αποσπασματικές εικόνες που μου μένουν από αυτή τη συμπλοκή που τέλειωσε πριν περάσουν πενήντα καρδιοχτύπια από τη στιγμή που άρχισε, η πιο έντονη είναι του πρώτου φρουρού, ενός Αιγυπτίου ναύτη. Ήταν έξι πόδια ψηλός και φορούσε μια περικεφαλαία σε χρώμα χρυσαφί, στολισμένη με τα χοντρά ασημένια φτερά ενός γρύπα. Οι ναυτικοί αυτοί, όπως η Μεγαλειότητά Του γνωρίζει, φορούν ως σύμβολο περηφάνιας τα ζωηρόχρωμα μάλλινα ζωνάρια του συντάγματός τους. Το έχουν έθιμο όταν είναι στρατοπεδευμένοι να βάζουν αυτές τις λωρίδες σταυρωτά στο στήθος τους και να τις δένουν στη μέση. Εκείνη τη νύχτα ο φρουρός είχε καλύψει με αυτές το στόμα και τη μύτη για να προστατευτεί από το σφοδρό άνεμο και τη σκόνη. Είχε τυλίξει επίσης τα αυτιά και το μέτωπο και είχε αφήσει μόνο μια μικρή χαραμάδα για τα μάτια. Η ολόσωμη ασπίδα από λυγαριά που κρατούσε μπροστά του πάλευε να κρατηθεί για να μην την πάρει ο αέρας. Δε χρειαζόταν μεγάλη φαντασία για να αντιληφθεί κανείς τη μιζέρια του, έτσι όπως στεκόταν ολομόναχος μέσα στο κρύο, με μόνη συντροφιά ένα φανάρι, που ούρλιαζε στο φύσημα του αγέρα.
• 475 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο Αυτόχειρας πλησίασε γύρω στα τριάντα πόδια τον άντρα χωρίς να γίνει αντιληπτός. Πέρασε σερνόμενος με την κοιλιά τις κλειστές μέχρι πάνω τέντες των ιπποκόμων της Μεγαλειότητάς Του και τον πάνινο φράχτη που χτυπιόταν δυνατά στον αέρα και που προφύλασσε τα άλογα. Ήταν σχεδόν πίσω του. Τον είδα να μουρμουρίζει μια σύντομη προσευχή (δυο λέξεις όλες κι όλες, «Ελευθέρωσε τον», εννοώντας τον εχθρό) στους βάρβαρους θεούς του.
Τα θολά μάτια του φρουρού ανοιγόκλεισαν. Μέσα στο σκοτάδι είδε να έρχεται καταπάνω του η φιγούρα του Σκύ-θη, σφίγγοντας στην αριστερή γροθιά του δυο δόρατα σε μέγεθος βέλους, με την ορειχάλκινη φονική μύτη ενός τρίτου σε θέση βολής πίσω από το δεξί αυτί του. Τόσο αλλόκοτο και απρόσμενο πρέπει να ήταν αυτό το θέαμα, που ο ναυτικός δεν έκανε καμία κίνηση να αντιδράσει, ούτε καν να σημάνει συναγερμό. Με το χέρι που κρατούσε το δόρυ έπιασε αδιάφορα το πανί που προφύλαγε τα μάτια του, σαν να έλεγε στον εαυτό του ότι είχε υποχρέωση να ανταποκριθεί σε κείνη την ξαφνική και ασυνήθιστη ενόχληση.
Το πρώτο δόρυ του Αυτόχειρα πέρασε με τόση δύναμη από το μήλο του λαιμού του άντρα, που η μύτη του βγήκε από την άλλη μεριά. Η αιχμή του εκτεινόταν κατακόκκινη όσο ένα χέρι από πίσω. Ο άντρας έπεσε σαν βράχος. Σε μια στιγμή ο Αυτόχειρας βρέθηκε από πάνω του. Τράβηξε τη βελόνα μανταρίσματος με τόσο φοβερή δύναμη, που έβγαλε και την τραχεία του άντρα μαζί.
Ο δεύτερος φρουρός, δέκα πόδια αριστερά του πρώτου, γύρισε απλώς ξαφνιασμένος, μην πιστεύοντας ακόμα τις αισθήσεις του, όταν ο Πολύνεικος βρέθηκε δίπλα του τρέχοντας σαν αστραπή. Κατάφερε στη δεξιά ακάλυπτη πλευρά του άντρα ένα τόσο άγριο χτύπημα με την ασπίδα του, που ο άντρας τινάχτηκε στον αέρα. Ο άντρας έπαψε ν' ανασαίνει και η σπονδυλική του στήλη τσακίστηκε στο έδαφος. Η
• 476 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μύτη του κονταριου του Πολύνεικου χώθηκε στο στήθος του με τόση δύναμη, που μπορούσες ν' ακούσεις το κόκαλο να σπάει και να συντρίβεται, παρά το σφοδρό αέρα.
Οι άντρες έφτασαν έξω από τη σκηνή. Ο Αλέξανδρος έκανε με το μαχαίρι του ένα διαγώνιο άνοιγμα στο πανί. Ο Διηνέκης, ο Δωριέας, ο Πολύνεικος, ο Λαχίδης, μετά ο Αλέξανδρος, το Κυνηγόσκυλο, ο Κόκορας και ο Σφαιρέας τρύπωσαν μέσα. Μας είχαν δει όμως. Οι φρουροί και στις δυο πλευρές σήμαναν συναγερμό. Είχαν γίνει όμως όλα τόσο γρήγορα, που οι σκοποί δεν πίστευαν στα μάτια τους. Προφανώς, είχαν διαταγές να παραμείνουν στις θέσεις τους κι αυτό έκαναν περίπου, τουλάχιστον οι δυο πιο κοντινοί, που προχωρούσαν προς τον Αυτόχειρα και μένα (οι μόνοι που ήμαστε ακόμα έξω από τη σκηνή) φανερά ξαφνιασμένοι και ζαλισμένοι. Είχα βάλει ένα βέλος στο τόξο μου και κρατούσα άλλα τρία στην αριστερή μου χούφτα. Ετοιμάστηκα να το ρίξω. «Στάσου!» φώναξε ο Αυτόχειρας στ' αυτί μου μέσα στον αέρα. «Σπάσ' τους ένα χαμόγελο».
Νόμισα ότι τρελάθηκε. Αλλά χαμογέλασα. Χειρονομώντας σαν μανιακός, μιλώντας στους φρουρούς στη γλώσσα του, ο Σκύθης έδωσε ολόκληρη παράσταση. Έκανε δήθεν ότι ήταν μια άσκηση για την οποία οι σκοποί δεν είχαν ενημερωθεί. Αυτό κράτησε όσο δύο καρδιοχτύπια. Έπειτα καμιά δεκαριά ναυτικοί όρμησαν από το μπροστινό μέρος της σκηνής. Κάναμε στροφή και χωθήκαμε κι εμείς μέσα.
Στο εσωτερικό επικρατούσε σκοτάδι. Γυναικεία ουρλιαχτά ακούγονταν. Οι υπόλοιποι της ομάδας δε φαίνονταν. Είδαμε το φως μιας λάμπας να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο. Ήταν το Κυνηγόσκυλο. Μια γυμνή γυναίκα όρμησε στο πόδι του και βύθισε τα δόντια της στο κρέας της κνήμης του. Το φως της λάμπας από δίπλα φώτισε τη λεπίδα του Σκι-ρίτη, που υψώθηκε σαν τσεκούρι κόβοντας το κεφάλι της από τη ρίζα. Το Κυνηγόσκυλο έγνεψε: «Βάλτε φωτιά!».
• 477 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Βρισκόμαστε σε ένα είδος σεράι για παλλακίδες. Η σκηνή ολόκληρη πρέπει να είχε γύρω στις είκοσι αίθουσες. Πού να ξέρουμε ποια ήταν του βασιλιά; Όρμησα στη μοναδική αναμμένη λάμπα και έχωσα το φιτίλι της σε ένα ντουλάπι με γυναικεία ρούχα, αμέσως ολόκληρο το πορνείο ούρλιαξε.
Ναυτικοί άρχισαν να ξεχύνονται μέσα μετά από μας, ανάμεσα στις γυναίκες, που στρίγγλιζαν. Έτρεξα, κι αυτοί μαζί, πίσω από το Κυνηγόσκυλο, ακολουθώντας το διάδρομο που είχε πάρει. Ήταν φανερό ότι βρισκόμαστε στο πίσω μέρος της σκηνής. Η επόμενη αίθουσα πρέπει να ήταν των ευνούχων. Είδα το Διηνέκη και τον Αλέξανδρο, ασπίδα με ασπίδα, να ορμούν σε δυο τιτάνες με ξυρισμένο κρανίο. Δε σταμάτησαν καν να τους χτυπήσουν, απλώς τους πέταξαν κάτω. Ο Κόκορας ξεκοίλιασε τον ένα στρίβοντας το ξίφος του. Ο Σφαιρέας κομμάτιασε κάποιον άλλο με το τσεκούρι του. Ο Πολύνεικος, ο Δωριέας και ο Λαχίδης βγήκαν από ένα υπνοδωμάτιο με τις άκρες των κονταριών τους να στάζουν αίμα. «Αναθεματισμένοι ιερείς!» φώναξε απογοητευμένος ο Δωριέας. Ένας μάγος βγήκε τρεκλίζοντας με τα έντερα έξω και σωριάστηκε κάτω.
Ο Δωριέας και ο Πολύνεικος ήταν μπροστά όταν η ομάδα όρμησε στο δωμάτιο της Μεγαλειότητάς Του. Η αίθουσα ήταν ευρύχωρη, μεγάλη σαν αποθήκη, και υποστηριζόταν από τόσους εβένινους και κέδρινους πασσάλους, που έμοιαζε με δάσος. Λάμπες και φανάρια φώτιζαν το θόλο σαν να ήταν μέρα μεσημέρι. Οι διοικητές των Περσών ήταν ξυπνητοί και έκαναν συμβούλιο. Ίσως είχαν σηκωθεί νωρίς ή δεν είχαν πέσει καθόλου στο κρεβάτι. Τη στιγμή που έστριβα στη γωνία να μπω στο δωμάτιο, ο Διηνέκης, ο Αλέξανδρος, το Κυνηγόσκυλο και ο Λαχίδης, που πρόλαβαν τον Πολύνεικο και το Δωριέα, σχημάτιζαν γραμμή, ασπίδα με ασπίδα, για να επιτεθούν. Βλέπαμε τους στρατηγούς και τους διοικητές της Μεγαλειότητάς Του τριάντα πόδια μακριά από μας. Το
• 478 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πάτωμα ήταν στρωμένο με ξύλο, χοντρό και επίπεδο σαν σε ναό και καλυμμένο με τόσο παχιά χαλιά, που έπνιγαν κάθε ήχο βήματος.
Ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουμε ποιος από τους Πέρσες ήταν η Μεγαλειότητά Του, έτσι υπέροχα ντυμένοι που ήταν όλοι, πανύψηλοι και καλοκαμωμένοι. Ήταν καμιά δεκαριά, εκτός από τους γραφείς, τους φύλακες και τους υπηρέτες, και όλοι τους αρματωμένοι. Προφανώς, είχαν μάθει για την επίθεση πριν λίγο. Άρπαξαν τα γιαταγάνια, τα τόξα και τα τσεκούρια τους και από την έκφρασή τους φαίνονταν να μην πιστεύουν στα μάτια τους. Χωρίς ούτε μια λέξη, οι Σπαρτιάτες όρμησαν.
Ξάφνου, εμφανίστηκαν τα πουλιά. Αμέτρητα εξωτικά πουλιά, από αυτά που είχαν φέρει από την Περσία, για τη διασκέδαση της Μεγαλειότητάς Του προφανώς, άρχισαν να πετούν με φοβερό θόρυβο πίσω από τους Σπαρτιάτες. Κάποιος είχε σκοντάψει πάνω σε μια σειρά από κλούβες, που άνοιξαν όταν έπεσαν κάτω. Μπορεί κάποιος Σπαρτιάτης πάνω στη σύγχυση ή ένας ξύπνιος υπηρέτης της Μεγαλειότητάς Του. Το γεγονός είναι, πάντως, ότι τη στιγμή της επίθεσης εκατό και πλέον Άρπυιες* εισέβαλαν στριγγλίζοντας μέσα στη βασιλική σκηνή, ιπτάμενα πλάσματα κάθε είδους, που ούρλιαζαν σαν λυσσασμένα, σπέρνοντας τον πανικό με τα φρενιασμένα χτυπήματα των φτερών τους.
Εκείνα τα πουλιά έσωσαν τη Μεγαλειότητά Του. Αυτά και οι πάσσαλοι που στήριζαν το θόλο της σκηνής σαν τις εκατοντάδες κολόνες ενός ναού. Αυτά τα δυο και το ξάφνιασμα συγκράτησαν την ορμή των επιτιθέμενων. Το ελάχιστο όμως αυτό διάστημα ήταν αρκετό για τους ναύτες της Μεγαλειότητάς Του και τους εναπομείναντες Αθανάτους
* Φτερωτές γυναικείες μορφές που υπηρετούσαν τον Άδη και προκαλούσαν το κακό- Σ.τ.Μ,
• 479 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
να ασφαλίσουν με τα κορμιά τους το χώρο μπροστά από το πρόσωπο της Μεγαλειότητάς Του.
Οι Πέρσες μέσα στη σκηνή πολέμησαν όπως οι σύντροφοι τους στο πέρασμα και στα Στενά. Τα όπλα που χρησιμοποιούσαν συνήθως ήταν όπλα βολής, δόρατα, κοντάρια και τόξα, και έτσι είχαν ανάγκη από χώρο, μια ορισμένη απόσταση για να τα εκτοξεύσουν. Οι Σπαρτιάτες, πάλι, ήταν εκπαιδευμένοι να μάχονται στήθος με στήθος με τον αντίπαλο. Ώσπου να πάρουν μια ανάσα, οι ενωμένες ασπίδες των Λακεδαιμονίων γέμισαν βέλη και μύτες από δόρατα. Άλλο ένα καρδιοχτύπι και οι ορειχάλκινες επιφάνειές τους χτύπησαν τα συγκεντρωμένα κορμιά του εχθρού. Για μια στιγμή φάνηκε ότι τελικά θα πετούσαν κάτω τους Πέρσες. Είδα τον Πολύνεικο να φυτεύει το υψωμένο του ακόντιο στο πρόσωπο ενός ευγενή, να ελευθερώνει τη ματωμένη άκρη του και να τη βυθίζει στο στήθος ενός άλλου. Ο Διηνέκης, με τον Αλέξανδρο στα αριστερά του, καθάρισε τρεις τόσο γρήγορα, που ίσα που το πήρε το μάτι μου. Στα δεξιά ο Σφαιρέας όρμησε σαν τρελός με το τσεκούρι σε μια ομάδα ιερέων και γραμματέων που είχαν ζαρώσει στο πάτωμα.
Οι υπηρέτες της Μεγαλειότητάς Του θυσιάζονταν με μια γενναιότητα που σε άφηνε έκπληκτο. Δύο νέοι ακριβώς απέναντι από μένα, αμούστακα παιδιά ακόμα, έσκισαν διαδοχικά ένα χαλί από το πάτωμα, χοντρό όσο η κάπα ενός βοσκού, και χρησιμοποιώντας το σαν ασπίδα έπεσαν πάνω στον Κόκορα και στο Δωριέα. Αν είχε χρόνο να γελάσει κανείς, το θέαμα του εξαγριωμένου Κόκορα καθώς κάρφωνε το ξίφος του απογοητευμένος στο χαλί θα προκαλούσε άφθονο γέλιο. Έσκισε το λαιμό του πρώτου υπηρέτη με τα ίδια του τα χέρια και άνοιξε το κεφάλι του δεύτερου με μια αναμμένη λάμπα.
Όσο για μένα, είχα ρίξει με τόσο μεγάλη ταχύτητα και τα τέσσερα βέλη που κρατούσα στο αριστερό μου χέρι, που
• 480 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ξέμεινα και έψαχνα στα τυφλά για άλλα στη φαρέτρα μου πριν προλάβω να φτύσω. Δεν είχα χρόνο να παρακολουθήσω την πτήση των σαϊτών για να δω αν βρήκαν το στόχο τους. Το δεξί μου χέρι είχε αρπάξει άλλη μια χούφτα βέλη από τη φαρέτρα που είχα στον ώμο μου, όταν σήκωσα τα μάτια και είδα το αστραφτερό ατσάλι ενός τσεκουριού να έρχεται κατευθείαν στο κεφάλι μου. Ενστικτωδώς λύγισα τα πόδια. Μου φάνηκε μια αιωνιότητα μέχρι να πέσω. Το τσεκούρι πέρασε τόσο κοντά μου, που άκουσα το θόρυβο που έκανε στριφογυρίζοντας και είδα το βυσσινί φτερό στρουθοκαμήλου στο πλάι του και το δικέφαλο γρύπα χαραγμένο στο ατσάλι του. Η φονική κόψη του απείχε μόλις μισό βραχίονα από τα μάτια μου, όταν ένας κέδρινος πάσσαλος, που δεν είχα αντιληφθεί μέχρι τότε, έκοψε τη δολοφονική ορμή του. Το κεφάλι του τσεκουριού χώθηκε στο ξύλο βαθιά όσο μια παλάμη. Ίσα που πρόλαβα να δω το πρόσωπο του άντρα που είχε πετάξει εκείνο το όπλο, και ο τοίχος της αίθουσας έγινε κομμάτια.
Αιγύπτιοι ναυτικοί ξεχύθηκαν μέσα, καμιά εικοσαριά στην αρχή και μετά άλλοι τόσοι. Είδα τον καπετάν Τόμμι να παλεύει ασπίδα με ασπίδα με τον Πολύνεικο. Εκείνα τα τρελαμένα πουλιά βρίσκονταν παντού. Το Κυνηγόσκυλο έπεσε κάτω. Ένα μεγάλο τσεκούρι τον ξεκοίλιασε. Ένα βέλος καρφώθηκε στο λαιμό του Δωριέα. Οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας, ενώ από τα δόντια του πετιόταν αίμα. Ο Διηνέκης είχε χτυπηθεί, υποχώρησε με τη βοήθεια του Αυτόχειρα. Μπροστά παρέμεναν μόνο ο Αλέξανδρος, ο Πολύνεικος, ο Λαχί-δης, ο Σφαιρέας και ο Κόκορας. Είδα τον παράνομο να κλονίζεται. Οι ναύτες που είχαν εισβάλει όρμησαν πάνω στον Πολύνεικο και στον Κόκορα.
Ο Αλέξανδρος ήταν μόνος. Είχε επισημάνει το πρόσωπο της Μεγαλειότητάς Του ή κάποιου ευγενή που τον πήρε για κείνον και τώρα, κρατώντας το ακόντιο ψηλά, πάνω από το
• 481 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
δεξί του αυτί, ετοιμάστηκε να το πετάξει μέσα από το τείχος των υπερασπιστών του εχθρού. Είδα το δεξί του πόδι να πατά σταθερά και να συγκεντρώνεται για να το εκτοξεύσει. Τη στιγμή που ο ώμος του άρχισε να κινείται προς τα μπρος, με το χέρι έτοιμο για τη βολή, ένας Πέρσης ευγενής, ο στρατηγός Μαρδόνιος όπως έμαθα αργότερα, έδωσε με το γιαταγάνι του ένα χτύπημα με τέτοια δύναμη και τόση ακρίβεια, που έκοψε το δεξί χέρι του Αλέξανδρου από τον καρπό.
Όπως στις στιγμές ύψιστης ανάγκης ο χρόνος φαίνεται να κυλά αργά, επιτρέποντας στην όραση να αντιληφθεί στιγμή προς στιγμή αυτό που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια, είδα το χέρι του Αλέξανδρου, ενώ τα δάχτυλα του έσφιγγαν ακόμα το ακόντιο, να κρέμεται για μια στιγμή στον αέρα, μετά να πέφτει σαν μολύβι, κρατώντας ακόμα το κοντάρι που ήταν από ξύλο μελιάς. Το δεξί του χέρι και ο ώμος συνέχισαν να κινούνται προς τα μπρος με όλη τους τη δύναμη, ενώ από το ακρωτηριασμένο του μέλος πεταγόταν κατακόκκινο το αίμα. Για μια στιγμή ο Αλέξανδρος δεν κατάλαβε τι συνέβη. Τα μάτια του φανέρωναν την αμηχανία και την απορία του, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί το ακόντιό του δεν πετούσε μπροστά. Ένα χτύπημα τσεκουριού στην ασπίδα του τον έκανε να γονατίσει. Εγώ δεν είχα χώρο για να χρησιμοποιήσω το τόξο μου. Όρμησα στο πεσμένο κοντάρι του, ελπίζοντας να το στείλω στον Πέρση ευγενή πριν το γιαταγάνι βρει το στόχο του και αποκεφαλίσει το φίλο μου.
Πριν προλάβω να κουνηθώ, ο Διηνέκης βρισκόταν δίπλα του. Ο τεράστιος ορειχάλκινος ομφαλός της ασπίδας του κάλυπτε τον Αλέξανδρο. «Βγείτε έξω!» φώναξε σε όλους μέσα στον πανικό της μάχης. Σήκωσε τον Αλέξανδρο από κάτω όπως ο χωρικός τραβάει ένα αρνάκι από το ποτάμι.
Βγήκαμε έξω στο δυνατό αέρα. Είδα το Διηνέκη να φωνάζει μια διαταγή από απόσταση
• 482 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
όχι μεγαλύτερη από δύο βραχίονες και δεν μπόρεσα να ακούσω λέξη. Βοηθούσε τον Αλέξανδρο και έδειχνε την πλαγιά μετά την ακρόπολη. Ήταν αδύνατο να φύγουμε από το ποτάμι, δεν είχαμε χρόνο. «Καλύψτε τους!» φώναξε ο Αυ-τόχειρας στ' αυτί μου. Ένιωσα κόκκινους μανδύες να περνούν από δίπλα μου και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ποιοι ήταν. Δύο πήγαιναν σηκωτοί. Ο Δωριέας βγήκε παραπατώντας από τη σκηνή, θανάσιμα πληγωμένος, μέσα σε ένα σμήνος Αιγυπτίων ναυτών. Ο Αυτόχειρας πέταξε βελόνες μα-νταρίσματος στους τρεις πρώτους τόσο γρήγορα, που νόμιζες ότι φύτρωσαν ως διά μαγείας από την κοιλιά τους. Πέταγα κι εγώ βέλη. Είδα ένα ναύτη να κόβει πέρα για πέρα το κεφάλι του Δωριέα. Πίσω του ο Σφαιρέας, που έβγαινε από τη σκηνή, φύτεψε το τσεκούρι του στο κεφάλι του άντρα. Έπειτα έπεσε κι αυτός μέσα σε μια βροχή από δόρατα και χτυπήματα σπαθιών. Εγώ είχα αδειάσει πια. Το ίδιο και ο Αυτόχειρας. Πήγε να ορμήσει στον εχθρό με γυμνά τα χέρια. Τον άρπαξα από τη ζώνη και τον τράβηξα πίσω ουρλιάζοντας. Ο Δωριέας, το Κυνηγόσκυλο και ο Σφαιρέας ήταν νεκροί, οι ζωντανοί είχαν πιότερο την ανάγκη μας.
• 483 •
33
Ο ΧΩΡΟΣ ΠΡΟΣ τα ανατολικά της βασιλικής σκηνής ήταν αποκλειστικά κατειλημμένος από τα διαλεχτά άλογα που χρησιμοποιούσε η Μεγαλειότητά Του για να ιππεύει και τις σκηνές των ιπποκόμων του. Προς τον ανοιχτό περίβολο με τα περήφανα εκείνα ζώα έτρεχε τώρα η ομάδα. Είχαν φτιάξει φράχτες από ύφασμα που χώριζαν το μέρος σε τετράγωνα. Ήταν σαν να τρέχαμε ανάμεσα στις απλωμένες μπουγάδες μιας ταπεινής φτωχογειτονιάς. Όταν ο Αυτόχειρας κι εγώ διακρίναμε τους συντρόφους μας ανάμεσα στα προφυλαγμένα από τον άνεμο ζώα, μετά από ένα φοβερό τρέξιμο και με το αίμα να χτυπάει στα μηλίγγια μας, πέσαμε πάνω στον Κόκορα, που ήταν στα μετόπισθεν της ομάδας. Μας έγνεφε απεγνωσμένα να πηγαίνουμε πιο σιγά, να σταματήσουμε. Να περπατάμε.
Η ομάδα έφτασε σε ένα ξέφωτο. Είδαμε τότε εκατοντάδες οπλισμένους άντρες να προχωρούν προς το μέρος μας. Όμως, από τύχη ή επειδή έβαλε το χέρι του κάποιος θεός, δεν είχαν πάρει τα όπλα επειδή κλήθηκαν να ανταποκριθούν στην επίθεση που έγινε στο βασιλιά τους, αντίθετα δε γνώριζαν τίποτε γι' αυτό. Απλώς είχαν σηκωθεί επειδή σάλπισε εγερτήριο, μεθυσμένοι ακόμα και γκρινιάζοντας για τον αέρα μέσα στο σκοτάδι. Είχαν ετοιμαστεί για την επόμενη μάχη. Οι φωνές των ναυτικών που σήμαιναν συναγερμό κομματιάζονταν μέσα στα δόντια του δυνατού αγέρα. Οι διώ-
• 484 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κτες μας έχασαν τα ίχνη μας αμέσως ανάμεσα στους μυριάδες μέσα στο σκοτάδι.
Η φυγή από το περσικό στρατόπεδο, όπως τόσες στιγμές στον πόλεμο, δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα, τόσο παράξενα και υπερβατικά ήταν όλα. Η ομάδα δε διέφυγε τρέχοντας ή πετώντας, αλλά κουτσαίνοντας και πηδώντας στο ένα πόδι. Οι άντρες σέρνονταν στο ξέφωτο. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να κρυφτούν από τον εχθρό. Αντίθετα, τον πλησίασαν και έπιασαν κουβέντα μαζί του. Η ειρωνεία είναι ότι η ίδια η ομάδα διέδωσε το συναγερμό της επίθεσης, χωρίς περικεφαλαίες καθώς ήταν και μες στα αίματα, φέροντας ασπίδες από τις οποίες το λάμδα των Λακεδαιμονίων είχε σβηστεί και κουβαλώντας στους ώμους ένα βαριά τραυματισμένο Αλέξανδρο και έναν ήδη νεκρό Λαχί-δη. Για όλο τον κόσμο η ομάδα φαινόταν σαν ένα απόσπασμα εξουθενωμένων σκοπών. Ο Διηνέκης, μιλώντας βοιωτικά ελληνικά, ή τουλάχιστον με όσο καλύτερη προφορά μπορούσε, και ο Αυτόχειρας στη δική του σκυθική διάλεκτο μίλησαν με τους αξιωματικούς των οπλισμένων αντρών, μέσα από τους οποίους περάσαμε. Χρησιμοποιώντας τη λέξη «εξέγερση», έδειχναν προς τα πίσω, όχι άγρια αλλά αδύναμα, προς τη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του.
Κανείς δε φάνηκε να δίνει δεκάρα. Οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν στρατολογηθεί με το ζόρι, τα έθνη τους είχαν κληθεί να συμμετάσχουν παρά τη θέλησή τους. Oι άντρες αυτοί μέσα στην πρωινή υγρασία και κάτω από το δυνατό άνεμο το μόνο που λαχταρούσαν ήταν να ζεστάνουν λίγο την πλάτη τους, να γεμίσουν τις κοιλιές τους και να καταφέρουν να βγουν από τη μάχη της ημέρας με τα κεφάλια τους άθικτα.
Την ομάδα της εφόδου μάλιστα δέχτηκε να βοηθήσει. βλέποντας την κατάσταση του Αλέξανδρου, ένα απόσπασμα Τραχίνιων ιππέων που προσπαθούσαν να ανάψουν φωτιά
• 485 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
για το πρωινό τους. Μας πήραν για Θηβαίους, από τη φατρία εκείνου του έθνους που προσχώρησε στους Πέρσες και που εκείνο το βράδυ ήταν η σειρά της να φυλάει το στρατόπεδο. Οι ιππείς μάς έδωσαν φως, νερό και επιδέσμους, ενώ ο Αυτόχειρας με τα έμπειρα χέρια του, πιο σίγουρα από του καλύτερου χειρουργού, προσπαθούσε να σταματήσει την αιμορραγία της αρτηρίας με ένα χάλκινο «δάγκωμα σκύλου». Ο Αλέξανδρος είχε υποστεί ήδη σοκ.
«Πεθαίνω;» ρώτησε το Διηνέκη με θλιμμένη φωνή, που θύμιζε παιδάκι, τη φωνή κάποιου που πασχίζει να στηριχτεί στον ώμο ενός αγαπημένου ανθρώπου.
«Θα πεθάνεις όταν σου το επιτρέψω εγώ» αποκρίθηκε σιγανά ο Διηνέκης.
Το αίμα έτρεχε ποτάμι από τον κομμένο καρπό του Αλέξανδρου, παρά το δέσιμο της αρτηρίας. Ήταν πολλές, βλέπετε, οι κομμένες φλέβες και εκατοντάδες τα αγγεία και τα τριχοειδή μέσα στους ιστούς. Με το πλατύ μέρος ενός ξίφους καμένου στη φωτιά ο Αυτόχειρας καυτηρίασε και έδεσε το κουτσουρεμένο χέρι σφιχτά με έναν επίδεσμο. Αυτά που δεν είχε πάρει είδηση κανείς μέσα στο σκοτάδι και στη σύγχυση, ούτε κι ο ίδιος ο Αλέξανδρος, ήταν η πληγή από τη μύτη ενός δόρατος κάτω από το δεύτερο παΐδι του και το αίμα που έτρεχε συνεχώς στη βάση των πνευμόνων του.
Ο Διηνέκης είχε τραυματιστεί κι αυτός στο πόδι, στο κακό πόδι, με το σπασμένο αστράγαλο. Είχε χάσει αρκετό αίμα. Δεν είχε πια τη δύναμη να μεταφέρει τον Αλέξανδρο. Τον ανέλαβε, λοιπόν, ο Πολύνεικος. Έριξε τον αναίσθητο ακόμα πολεμιστή στο δεξί του ώμο και κρέμασε την ασπίδα του Αλέξανδρου στην πλάτη για προστασία.
Ο Αυτόχειρας κατέρρευσε στα μισά του δρόμου για την ακρόπολη. Είχε χτυπηθεί στο βουβώνα κάποια στιγμή στη σκηνή και δεν το είχε πάρει είδηση. Τον πήρα εγώ. Ο Κόκορας μετέφερε το πτώμα του Λαχίδη. Ο Διηνέκης δεν μπο-
• 486 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρούσε να κουνήσει το πόδι του, ήθελε κι αυτός βοήθεια. Στο φως των αστεριών είδα την απελπισία στο βλέμμα του.
Όλοι νιώθαμε ντροπή που αφήσαμε το σώμα του Δωριέα και του Κυνηγόσκυλου, ακόμα και του παράνομου, στον εχθρό. Η ντροπή τραβούσε την ομάδα σαν σχοινί, αναγκάζοντας τα εξουθενωμένα και τσακισμένα μέλη να κάνουν άλλο ένα βήμα πάνω στην απότομη, απόκρημνη πλαγιά.
Είχαμε περάσει την ακρόπολη πια και διασχίζαμε το κομμένο δάσος που φρουρούσαν οι Θεσσαλοί ιππείς. Ήταν όλοι ξυπνητοί τώρα, πάνοπλοι και ξεκινούσαν για τη μάχη της ημέρας. Μετά από λίγο φτάσαμε στη λόχμη όπου νωρίτερα είχαμε τρομάξει τα κοιμισμένα ελάφια.
Μια δωρική φωνή μάς χαιρέτησε. Ήταν ο Τελαμώνας,ο πυγμάχος, ο άντρας της ομάδας μας που είχε στείλει ο Διηνέκης στο Λεωνίδα να του πει για το ορεινό μονοπάτι και τους Δέκα Χιλιάδες. Είχε γυρίσει με βοήθεια: τρεις Σπαρτιάτες βοηθητικούς και μισή ντουζίνα Θεσπιείς. Η ομάδα μας σωριάστηκε εξουθενωμένη. «Βάλαμε σχοινιά στο μονοπάτι για να γυρίσουμε» πληροφόρησε ο Τελαμώνας το Διηνέκη. «Το σκαρφάλωμα δεν είναι τόσο δύσκολο».
«Τι γίνεται με τους Πέρσες Αθανάτους; Τους Δέκα Χιλιάδες ;»
«Κανένα σημάδι μέχρι τη στιγμή που έφυγα. Ο Λεωνίδας όμως αποσύρει τους συμμάχους, τους διώχνει όλους, εκτός από τους Σπαρτιάτες».
Ο Πολύνεικος απόθεσε απαλά τον Αλέξανδρο πάνω στο πατημένο χορτάρι της λόχμης. Η μυρωδιά των ελαφιών ήταν διάχυτη παντού. Είδα το Διηνέκη να σκύβει για να δει αν ο Αλέξανδρος ανέπνεε ακόμη, έπειτα ακούμπησε το αυτί του στο στήθος του νέου. «Πάψτε!» φώναξε άγρια στην ομάδα. «Βουλώστε το πια!»
Ο Διηνέκης πίεσε το αυτί του πιο πολύ πάνω στο στέρ-νο του Αλέξανδρου. Μπορούσε να διακρίνει τον ήχο της δι-
• 487 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
κής του καρδιάς, που βροντοχτυπούσε τώρα στο στήθος του, από το χτύπο που τόσο απελπισμένα αναζητούσε στο στήθος του προστατευομένου του; Αφουγκράστηκε αρκετή ώρα. Τελικά, ο Διηνέκης ανασηκώθηκε. Η ράχη του φαινόταν να σηκώνει το βάρος κάθε πληγής και κάθε θανάτου όλων των χρόνων που είχε ζήσει.
Σήκωσε τρυφερά το κεφάλι του νέου, βάζοντας το χέρι του πίσω στο σβέρκο του. Μια κραυγή γεμάτη θλίψη, που δεν είχα ξανακούσει ποτέ, βγήκε από το στήθος του αφέντη μου. Η πλάτη του τραντάχτηκε, οι ώμοι του ρίγησαν. Σήκωσε το άψυχο κορμί του Αλέξανδρου και το κράτησε στην αγκαλιά του. Τα χέρια του νέου άντρα κρέμονταν άτονα σαν της κούκλας. Ο Πολύνεικος γονάτισε δίπλα στον αφέντη μου, έριξε ένα μανδύα στους ώμους του και τον κράτησε όσο εκείνος έκλαιγε με λυγμούς.
Ποτέ στη μάχη ή κάπου αλλού εγώ ή κάποιος από τους άντρες που ήταν παρόντες κάτω από τις βαλανιδιές δεν είχαμε δει το Διηνέκη να χάνει τα ηνία του αυτοελέγχου του, με τα οποία συγκρατούσε με τόση πυγμή τα αισθήματά του. Τον έβλεπες τώρα να συγκεντρώνει όση θέληση του είχε απομείνει για να ξαναβρεί την αυστηρότητα του Σπαρτιάτη και του αξιωματικού. Με μια εκπνοή που δεν ήταν στεναγμός αλλά κάτι βαθύτερο, σαν το σφύριγμα του θανάτου που ο δαίμονας κάνει να ξεφύγει από την οδό του λαιμού, άφησε το άψυχο κορμί του Αλέξανδρου και το ακούμπησε απαλά στον κόκκινο μανδύα που ήταν απλωμένος από κάτω του, πάνω στη γη. Με το δεξί του χέρι έπιασε το χέρι του νέου, του οποίου την ευθύνη και τη φροντίδα είχε από τη στιγμή που γεννήθηκε.
«Λησμόνησες το κυνήγι μας, Αλέξανδρε». Η Ηώς, το πρώτο φως της αυγής, σκόρπιζε τώρα τη λάμ
ψη της στα ουράνια πάνω από τη λόχμη. Μπορούσε να διακρίνει κανείς τα μονοπάτια που είχαν χαράξει τα ζώα και
• 488 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ίχνη από πατημασιές ελαφιών. Το μάτι άρχισε να ξεχωρίζει τις άγριες, σκαμμένες από τους καταρράκτες πλαγιές που έμοιαζαν τόσο με τις Θυρίδες του Ταΰγετου, τα δασάκια με τις βαλανιδιές και τα σκιερά δρομάκια που σίγουρα ήταν γεμάτα ελάφια και αγριογούρουνα, ακόμα και λιοντάρια.
«Θα κάναμε σπουδαίο κυνήγι εδώ το ερχόμενο φθινόπωρο».
• 489 •
34
ΟΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ήταν οι τελευταίες που παραδόθηκαν στη Μεγαλειότητά Του πριν την πυρπόληση της Αθήνας.
Ο στρατός της αυτοκρατορίας εκείνη την ώρα, δυο ώρες πριν τη δύση του ήλιου, έξι εβδομάδες μετά τη νίκη στις Θερμοπύλες, ήταν παραταγμένος εντός των δυτικών τειχών της πόλης της Αθηνάς. Ένα τμήμα του στρατού από εκατόν είκοσι χιλιάδες άντρες ειδικευμένους στις πυρπολήσεις σχηματίστηκε αμέσως και μπήκε στην πρωτεύουσα, παραδίδοντας στη φωτιά ναούς και τάφους, δικαστήρια και δημόσια κτίρια, γυμνάσια, σπίτια, βιοτεχνίες, σχολεία και αποθήκες.
Εκείνη την ώρα ο άντρας Χίονης, που μέχρι τώρα ανάρρωνε σταθερά από τα τραύματα που είχε υποστεί στις Θερμοπύλες, χειροτέρεψε. Ήταν φανερό πως όταν έμαθε για την καταστροφή της Αθήνας στεναχωρέθηκε πολύ. Μέσα στον πυρετό του μας ρωτούσε επανειλημμένως για την τύχη του Φαλήρου, όπου, όπως μας είχε πει, βρισκόταν ο ναός της Περσεφόνης της Πεπλοφορούσας, το ιερό όπου είχε βρει καταφύγιο η εξαδέλφη του Διομάχη. Κανείς δε γνώριζε για την τύχη αυτής της περιοχής. Ο αιχμάλωτος χειροτέρεψε κι άλλο. Κλήθηκε ο βασιλικός χειρουργός. Διαγνώστηκε ότι αρκετά τραύματα των θωρακικών οργάνων είχαν ανοίξει ξανά. Η εσωτερική αιμορραγία ήταν σοβαρή πια.
Σ' αυτό το σημείο η Μεγαλειότητά Του δεν είχε καθόλου
• 490 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
διαθέσιμο χρόνο, επειδή βρισκόταν στο σταθμό του στόλου που ετοιμαζόταν για την επικείμενη σύγκρουση με το ναυτικό των Ελλήνων, που αναμενόταν να αρχίσει την αυγή. Η αυριανή ναυμαχία, που οι ναύαρχοι της Μεγαλειότητάς Του περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία, θα κατέστρεφε κάθε αντίσταση του εχθρού στη θάλασσα και θα άφηνε τις ελεύθερες ακόμα περιοχές της Ελλάδας, τη Σπάρτη και την Πελοπόννησο, αβοήθητες στην τελική επίθεση των θαλάσσιων και χερσαίων δυνάμεων της Μεγαλειότητάς Του.
Εγώ, ο ιστορικός της Μεγαλειότητάς Του, έλαβα τούτη την ώρα διαταγές που με καλούσαν να εγκαταστήσω γραφείς σε μια θέση από όπου θα παρακολουθούσαν τη ναυμαχία, δίπλα στη Μεγαλειότητά Του, για να σημειώνουν όλες τις πράξεις των αξιωματικών της αυτοκρατορίας που άξιζαν έπαινο ανδρείας. Μπορούσα ωστόσο, πριν ετοιμάσω αυτή τη θέση, να παραμείνω στο πλευρό του Έλληνα μέχρι αργά το βράδυ. Η νύχτα γινόταν όλο και πιο αποκαλυπτική κάθε ώρα που περνούσε. Ο καπνός από την πυρπολημένη πόλη υψωνόταν πυκνός και ωχροκίτρινος και κάλυπτε όλη την πεδιάδα. Οι φλόγες από την ακρόπολη, τις εμπορικές και κατοικημένες συνοικίες έκαναν τον ουρανό να λάμπει σαν να ήταν μέρα μεσημέρι. Εκτός αυτού, ένας ισχυρός σεισμός είχε πλήξει την ακτή, γκρεμίζοντας πολλά οικοδομήματα κι ακόμη ορισμένα τμήματα των τειχών της πόλης. Η ατμόσφαιρα θύμιζε αρχέγονες εποχές, θαρρείς και ο ουρανός και η γη, σαν τους ανθρώπους, είχαν δεθεί στο άρμα του πολέμου.
Ο άντρας Χίονης διατηρούσε τη διαύγεια και την ηρεμία του κατά τη διάρκεια αυτής της ανάπαυλας. Οι πληροφορίες που είχε ζητήσει ο αρχηγός Ορόντης έφτασαν στη σκηνή του ιατρείου και ανέφεραν ότι οι ιέρειες της Περσεφόνης, συνεπώς και η εξαδέλφη του αιχμαλώτου, είχαν καταφύγει στην Τροιζήνα. Αυτό φάνηκε να βοηθά πολύ τον
• 491 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
άντρα. Ήταν πεπεισμένος ότι θα πέθαινε τη νύχτα και το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν ότι θα σταματούσε εδώ την ιστορία του. Θα ήθελε, είπε, τις ώρες που του απέμεναν να καταγραφούν όσο περισσότερα μπορούσε να πει για την τελική μάχη. Άρχισε πάραυτα, γυρίζοντας με τη μνήμη στις Θερμοπύλες.
Το πάνω στεφάνι του ήλιου μόλις είχε φανεί στον ορίζοντα όταν η ομάδα άρχισε να κατεβαίνει την τελευταία απόκρημνη πλαγιά πάνω από το στρατόπεδο των Ελλήνων. Τα πτώματα του Αλέξανδρου και του Λαχίδη έφτασαν κάτω με σχοινιά, μαζί με τον Αυτόχειρα, που το τραύμα του στο βουβώ-να είχε αχρηστεύσει τα κάτω άκρα του. Και ο Διηνέκης χρειάστηκε επίσης σχοινί. Κατεβήκαμε με την πλάτη. Πάνω από τον ώμο μου έβλεπα τους άντρες που ετοίμαζαν τα πράγματά τους, τους Αρκάδες, τους Ορχομενίους και τους Μυκηναίους. Για μια στιγμή νόμισα ότι είδα και τους Σπαρτιάτες να ετοιμάζονται για δρόμο. Μήπως ο Λεωνίδας, καταλαβαίνοντας ότι η αντίσταση ήταν μάταιη, είχε διατάξει να υποχωρήσουν όλοι; Κατόπιν, το βλέμμα μου, που στράφηκε ενστικτωδώς στο πρόσωπο του άντρα που ήταν δίπλα μου, συνάντησε τα μάτια του Πολύνεικου. Η επιθυμία για σωτηρία φαινόταν καθαρά στο πρόσωπό μου. Εκείνος χαμογέλασε μόνο.
Στη βάση του τείχους των Φωκέων οι εναπομείναντες Σπαρτιάτες, γύρω στους εκατό ομοίους που ήταν ακόμα σε θέση να πολεμήσουν, είχαν ολοκληρώσει ήδη τα γυμνάσιά τους και εξοπλίζονταν. Περιποιούνταν τα μαλλιά τους. Ετοιμάζονταν να πεθάνουν.
Θάψαμε τον Αλέξανδρο και το Λαχίδη στην περιοχή των Σπαρτιατών δίπλα στη Δυτική Πύλη. Οι θώρακες και οι περικεφαλαίες τους κρατήθηκαν για να χρησιμοποιηθούν. Τις
• 492 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ασπίδες τους ο Κόκορας κι εγώ τις είχαμε βάλει ήδη μαζί με τα άλλα όπλα. Στα πράγματα του Αλέξανδρου δε βρήκαμε κανένα νόμισμα για τη βάρκα που θα τον περνούσε απέναντι· ούτε ο αφέντης μου ούτε εγώ είχαμε έστω κι ένα να του δώσουμε. Δεν ξέρω πώς, αλλά τα είχα χάσει όλα, εκείνο το πουγκί που η δέσποινα Αρέτη είχε βάλει μέσα στο σάκο μου το βράδυ της τελευταίας μέρας στην εξοχή στη Λακεδαίμονα.
«Πάρτε αυτό» προσφέρθηκε ο Πολύνεικος. Κρατούσε στο χέρι, τυλιγμένο ακόμα μέσα σε λαδόπα-
νο, το νόμισμα που είχε γυαλίσει για κείνον η γυναίκα του, ένα ασημένιο τετράδραχμο που είχαν κόψει οι κάτοικοι της Ηλείας προς τιμήν του, σε ανάμνηση της δεύτερης νίκης του στην Ολυμπία. Στη μία όψη ήταν χτυπημένη η μορφή του Νεφεληγερέτη Δία με τη φτερωτή Νίκη πάνω από το δεξί του ώμο. Στην άλλη όψη υπήρχε ολόγυρα ένα κλωνί αγριελιάς και στο κέντρο το ρόπαλο και η λεοντή του Ηρακλή, προς τιμήν της Σπάρτης και της Λακεδαίμονας.
Ο Πολύνεικος έβαλε το νόμισμα στη θέση του μόνος του. Έπρεπε να ανοίξει τα σαγόνια του Αλέξανδρου και να το τοποθετήσει απέναντι από το «γεύμα του πυγμάχου», το μείγμα από ευφόρβια και άμπρα, που κρατούσε ακόμα ακίνητο το σπασμένο κόκαλο. Ο Διηνέκης έψαλε την προσευχή των πεσόντων. Αυτός και ο Πολύνεικος πήραν το λείψανο, το τύλιξαν μέσα στον κόκκινο μανδύα του και το έβαλαν στο ρηχό χαντάκι. Δε χρειάστηκαν πολλή ώρα να το σκεπάσουν με χώμα. Οι δυο Σπαρτιάτες σηκώθηκαν όρθιοι.
«Ήταν ο καλύτερος από όλους μας» είπε ο Πολύνεικος. Από τη δυτική κορφή είδαμε τους σκοπούς να έρχονται
με σπουδή. Οι Δέκα Χιλιάδες είχαν φανεί. Είχαν ολοκληρώσει την ολονύχτια κυκλωτική κίνησή τους και τώρα όλος ο στρατός βρισκόταν πενήντα δύο στάδια από τα μετόπισθεν των Ελλήνων. Είχαν ήδη κατατροπώσει τους Φωκείς υπε-
• 493 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
ρασπιστές στην κορφή. Οι Έλληνες στις Θερμοπύλες είχαν ίσως τρεις ώρες καιρό πριν οι Πέρσες Αθάνατοι ολοκληρώσουν την κατάβαση και είναι σε θέση να επιτεθούν.
Αλλοι αγγελιαφόροι έφταναν από τη μεριά της Τραχί-νας. Ο θρόνος της Μεγαλειότητάς Του, όπως είχε παρατηρήσει η ομάδα εισβολής την προηγούμενη νύχτα, είχε ξηλωθεί. Ο Ξέρξης πάνω στο βασιλικό του άρμα προχωρούσε ο ίδιος, με μυριάδες ξεκούραστους πολεμιστές πίσω του, για να αναλάβει την επίθεση εναντίον των Ελλήνων από μπροστά.
Το νεκροταφείο ήταν αρκετά μακριά, γύρω στα τέσσερα στάδια, από το σημείο συγκέντρωσης των Σπαρτιατών δίπλα στο τείχος. Στο γυρισμό ο αφέντης μου και ο Πολύνεικος αντάμωσαν τα συντάγματα των συμμάχων που έφευγαν. Ο Λεωνίδας είχε κρατήσει το λόγο του και τους είχε αποδεσμεύσει όλους, εκτός από τους Σπαρτιάτες.
Παρακολουθούσαμε τους συμμάχους καθώς έφευγαν. Προπορεύονταν οι Μαντινείς χωρίς καμία τάξη' έμοιαζαν να σέρνονται, λες και κάθε δύναμη είχε εγκαταλείψει τα γόνατα και τα μεριά τους. Κανείς δε μιλούσε. Οι άντρες ήταν τόσο ακάθαρτοι σαν να ήταν φτιαγμένοι από βρομιά. Κάθε πόρος και κοιλότητα του σώματός τους ήταν γεμάτα άμμο, ακόμα και στις ρυτίδες των ματιών τους και στο σάλιο στις γωνιές του στόματός τους. Τα δόντια τους ήταν μαύρα. Έφτυναν, έτσι φαινόταν, κάθε τέσσερα βήματα και τα πτύελα που προσγειώνονταν στη μαύρη γη ήταν κι αυτά μαύρα. Μερικοί είχαν βάλει τις περικεφαλαίες τους στα κεφάλια, σηκωμένες προς τα πίσω, λες και τα κρανία τους ήταν απλώς κατάλληλα για να κρεμούν πάνω τους τα κατσαρολικά. Πολλοί τις είχαν περάσει, με τη μύτη προς τα έξω, στους τυλιγμένους μανδύες τους που κουβαλούσαν σαν δέματα στους ώμους, απέναντι από το λουρί των κρεμασμένων ασπίδων τους. Αν και η πρωινή δροσιά ήταν τσουχτερή, οι άντρες
• 494 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
έσταζαν από τον ιδρώτα. Δεν είχα ξαναδεί τόσο εξουθενωμένους στρατιώτες.
Μετά ακολουθούσαν οι Κορίνθιοι, κατόπιν οι Τεγεάτες και οι Οπούντιοι Λοκροί,οι Φλιάσιοι και οι Ορχομένιοι, ανακατεμένοι με τους άλλους Αρκάδες και ό,τι είχε απομείνει από τους Μυκηναίους. Από τους ογδόντα οπλίτες αυτής της πόλης, μόνο έντεκα ήταν σε θέση να περπατήσουν, ενώ καμιά εικοσαριά μεταφέρονταν πάνω σε φορεία ή ήταν δεμένοι σε πασσάλους που έσερναν τα υποζύγια. Οι άντρες στηρίζονταν ο ένας στον άλλο, το ίδιο και τα ζώα. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αυτούς που είχαν πάθει διάσειση ή είχαν χτυπήσει στο κεφάλι, αυτούς δηλαδή που δεν ήξεραν ποιοι ήταν ή πού βρίσκονταν, από τους συντρόφους τους που είχαν πέσει σε νάρκη από τον τρόμο και την πίεση των τελευταίων έξι ημερών. Σχεδόν όλοι οι άντρες έφεραν πολλαπλά τραύματα, τα περισσότερα στα πόδια και στο κεφάλι. Μερικοί είχαν τυφλωθεί, τούτοι έσερναν τα πόδια τους δίπλα στους αδελφούς τους, κρατώντας από τον ώμο ένα φίλο ή περπατώντας δίπλα στα ζώα που κουβαλούσαν τα πράγματα, κρατημένοι από ένα σχοινί δεμένο σε κάποιο δέμα.
Καθώς περνούσαν από τα μέρη όπου ήταν θαμμένοι οι πεσόντες, οι ζωντανοί βάδιζαν με κόπο, όχι από ντροπή ή ενοχή. Απλώς, με τη γεμάτη δέος σιωπή τους ήθελαν να τους τιμήσουν και να τους ευχαριστήσουν, όπως είχε πει ο Λεωνίδας στη συγκέντρωση μετά τη μάχη του Αντιρρίου. Αν αυτοί οι πολεμιστές ανάσαιναν ακόμη, δεν το χρωστούσαν μόνο στις ικανότητές τους, και το ήξεραν. Δεν ήταν ούτε γενναιότεροι ούτε καλύτεροι από τους νεκρούς συντρόφους τους, απλώς πιο τυχεροί. Αυτή η επίγνωση εκφραζόταν, όπως θα έλεγε κι ο ποιητής, από την ανέκφραστη και ιερή κόπωση που ήταν χαραγμένη στα πρόσωπά τους.
«Ελπίζω να μη φαινόμαστε τόσο χάλια όσο εσείς» είπε ο Διηνέκης στο διοικητή των Φλιάσιων καθώς περνούσε.
• 495 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Φαίνεστε χειρότεροι, αδέλφια». Κάποιος είχε βάλει φωτιά στα οικήματα που στέγαζαν
τα λουτρά και στο απομονωτήριο της λουτρόπολης. Ο αέρας είχε κοπάσει και το υγρό ξύλο καιγόταν βγάζοντας έναν πνιγηρό καπνό, που μαζί με τη μυρωδιά των καμένων πρόσθεταν τώρα τη μελαγχολία τους στο ήδη απαίσιο σκηνικό. Η φάλαγγα των στρατιωτών αναδύθηκε από τον καπνό και μετά χάθηκε πάλι μέσα του. Πολλοί άντρες πετούσαν τα χαλασμένα σακίδιά τους, ματωμένους μανδύες και χιτώνες, άχρηστα δέματα και μπόγους με ρούχα. Ό,τι καιγόταν πετιόταν θέλοντας και μη στις φλόγες. Λες και οι σύμμαχοι που υποχωρούσαν δεν ήθελαν να αφήσουν τίποτα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο εχθρός. Αφού ξαλάφρωσαν από τα βάρη τους, συνέχισαν την πορεία.
Οι άντρες έδιναν τα χέρια στους Σπαρτιάτες καθώς περνούσαν από δίπλα τους, οι παλάμες και τα δάχτυλα αγγίζονταν σε ένα στερνό αποχαιρετισμό. Ένας Κορίνθιος πολεμιστής έδωσε στον Πολύνεικο το κοντάρι του. Ένας άλλος έβαλε στο χέρι του Διηνέκη το σπαθί του. «Στείλτε τους στον άλλο κόσμο, γαμιάδες».
Τη στιγμή που περνούσαμε την πηγή, είδαμε τον Κόκορα. Έφευγε κι αυτός. Ο Διηνέκης σταμάτησε για να τον χαιρετήσει. Ο Κόκορας δε φαινόταν να ντρέπεται. Προφανώς, ένιωθε ότι είχε κάνει το καθήκον του και με το παραπάνω και πως η ελευθερία που του χάρισε ο Λεωνίδας δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα δικαίωμα που είχε από γεννησιμιού του, που αρνιόταν σε όλη του τη ζωή και που τώρα, έστω και καθυστερημένα, κατάφερε να το κερδίσει δίκαια και τιμημένα μόνος του. Έσφιξε το χέρι του Διηνέκη και υποσχέθηκε να μιλήσει με την Αγάθη και την Παρά-λεια όταν θα έφτανε στη Λακεδαίμονα. Θα τις πληροφορούσε για την ανδρεία με την οποία πολέμησαν ο Αλέξανδρος και ο Ολύμπιος και πόσο τιμημένα είχαν πέσει. Ο Κό-
• 496 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κορας θα μιλούσε επίσης στη δέσποινα Αρέτη. «Θα ήθελα να τιμήσω τον Αλέξανδρο πριν φύγω, αν γίνεται» είπε.
Ο Διηνέκης τον ευχαρίστησε και του είπε πού ήταν ο τάφος του. Προς μεγάλη μου έκπληξη, και ο Πολύνεικος χαιρέτησε διά χειραψίας τον Κόκορα. «Οι θεοί αγαπούν τους μπάσταρδους».
Ο Κόκορας μας είπε ότι ο Λεωνίδας είχε ελευθερώσει τιμητικά όλους τους είλωτες της επιμελητείας. Είδαμε μάλιστα καμιά δεκαριά από δαύτους να περνούν ανάμεσα στους πολεμιστές της Τεγέας. «Ο Λεωνίδας ελευθέρωσε επίσης και τους βοηθητικούς της μάχης» είπε ο Κόκορας «και όλους τους ξένους που υπηρετούν στο στρατό». Απευθύνθηκε στον αφέντη μου. «Αυτό σημαίνει ότι ο Αυτόχειρας και ο Χίονης επίσης δεν έχουν πια καμία δέσμευση».
Πίσω από τον Κόκορα τα συντάγματα των συμμάχων συνέχιζαν την πορεία τους.
«Θα τον κρατήσεις τώρα, Διηνέκη;» ρώτησε ο Κόκορας. Εννοούσε εμένα. Ο αφέντης μου δεν κοίταξε προς το μέρος μου, αλλά απο
κρίθηκε απευθείας στον Κόκορα. «Ποτέ δεν υποχρέωσα το Χίονη να με υπηρετήσει. Ούτε τώρα θα το κάνω».
Στράφηκε προς το μέρος μου. Ο ήλιος είχε σηκωθεί πια ψηλά. Στα ανατολικά, δίπλα στο τείχος, οι σάλπιγγες ηχούσαν. «Ένας απ' τους δυο μας» είπε «πρέπει να βγει ζωντανός από αυτή την τρύπα». Με πρόσταξε να φύγω με τον Κόκορα.
Αρνήθηκα. «Έχεις γυναίκα και παιδιά!» Ο Κόκορας με άρπαξε από
τους ώμους, ενώ έδειχνε παθιασμένα το Διηνέκη και τον Πο-λύνεικο. «Η πόλη τους δεν είναι δική σου πόλη. Δεν της οφείλεις τίποτα».
Του μίλησα για την απόφαση που είχα πάρει πριν από πολλά χρόνια.
• 497 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Βλέπεις;» είπε ο Διηνέκης στον Κόκορα δείχνοντας με. «Ποτέ δεν ήταν στα καλά του».
Όταν φτάσαμε στο τείχος, είδαμε το Διθύραμβο. Οι Θε-σπιείς του αρνήθηκαν να υπακούσουν στη διαταγή του Λεωνίδα. Όχι πως το θεωρούσαν υποτιμητικό να υποχωρήσουν, αλλά επέμεναν να παραμείνουν και να πεθάνουν μαζί με τους Σπαρτιάτες. Ούτε κανείς από τους βοηθητικούς τους θα έφευγε. Τουλάχιστον τέσσερις εικοσάδες από τους ελεύθερους πια βοηθητικούς των Σπαρτιατών και τους είλωτες παρέμειναν επίσης. Ο μάντης Μεγιστίας είχε αρνηθεί κι αυτός να αποχωρήσει. Από τους τριακόσιους ομοίους, όλοι ήταν παρόντες ή νεκροί, εκτός από δύο: τον Αριστόδημο, που είχε υπηρετήσει ως απεσταλμένος στην Αθήνα και στη Ρόδο, και τον Εύρυτο, έναν πρωτοπυγμάχο, οι οποίοι έπαθαν μια οξεία φλεγμονή στα μάτια που τους στέρησε την όραση. Ο Λεωνίδας τους διέταξε να πάνε στους Αλπη-νούς πριν τη μάχη να αναρρώσουν. Ο κατάλογος των ζωντανών που ήταν παραταγμένοι στο τείχος αριθμούσε περίπου πεντακόσιους άντρες.
Όσο για τον Αυτόχειρα, ο αφέντης μου πριν πάει να θάψει τον Αλέξανδρο τον πρόσταξε να παραμείνει εκεί στο τείχος πάνω σε ένα φορείο. Ο Διηνέκης, προφανώς, είχε προβλέψει την απελευθέρωση των βοηθητικών είχε αφήσει, λοιπόν, οδηγίες να φύγει και ο Αυτόχειρας με τη φάλαγγα για να γλιτώσει. Ο Σκύθης όμως μας περίμενε όρθιος και χαμογέλασε μακάβρια μόλις είδε τον αφέντη του. Είχε φορέσει μόνος του τη σπολάδα κι από πάνω το θώρακά του, είχε ζώσει με ύφασμα τους λαγόνες του και τους είχε δέσει με δερμάτινες λωρίδες από ένα υποζύγιο. «Δεν μπορώ να χέσω» είπε «αλλά, μα τη φλόγα του Αδη, μπορώ ακόμα να πολεμώ».
Η επόμενη ώρα αναλώθηκε με τους διοικητές να αναδιαμορφώνουν το σύνταγμα σε ένα μέτωπο ικανού βάθους και
• 498 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πλάτους, να ανασυντάσσουν τα ανόμοια στοιχεία σε μονάδες και να δίνουν οδηγίες στους αξιωματικούς. Στους Σπαρτιάτες οι βοηθοί και οι είλωτες που είχαν παραμείνει απορροφήθηκαν απλώς στις ενωμοτίες των ομοίων που υπηρέτησαν. Δε θα πολεμούσαν πια ως βοηθητικοί, αλλά θα έπαιρναν τις θέσεις τους φορώντας πανοπλία μέσα στη φάλαγγα. Δεν υπήρχε έλλειψη από πανοπλίες, μόνο από όπλα, τόσα πολλά είχαν σπάσει ή καταστραφεί τις προηγούμενες σαράντα οχτώ ώρες. Δυο σωροί από εφεδρικά όπλα δημιουργήθηκαν, ο ένας στο τείχος και ο άλλος στα μετόπισθεν, στα μισά του δρόμου προς ένα φυσικό οχυρό, την πλέον κατάλληλη τοποθεσία για έναν πολιορκημένο στρατό όπου θα μπορούσε να αποσυρθεί και να κάνει την τελευταία του αντίσταση. Τούτοι οι σωροί δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλοι — κάτι σπαθιά καρφωμένα στο χώμα και ακόντια στριμωγμένα δίπλα τους, με τις αιχμές προς τα κάτω.
Ο Λεωνίδας κάλεσε τους άντρες να συγκεντρωθούν. Άρκεσε μόνο μια φωνή, τόσο λίγοι είχαν απομείνει πλέον εκεί. Το στρατόπεδο φάνταζε ξαφνικά απέραντο. Όσο για την «ορχήστρα» μπροστά στο τείχος, το ανασκαμμένο της χώμα ήταν ακόμα σπαρμένο με περσικά κουφάρια, αφού ο εχθρός είχε αφήσει τους νεκρούς της δεύτερης μέρας να σαπίσουν στο πεδίο της μάχης. Οι τραυματίες που είχαν επιβιώσει τη νύχτα τώρα βογκούσαν με όσες δυνάμεις τους απόμεναν, ζητούσαν βοήθεια και νερό, ενώ πολλοί εκλιπαρούσαν το λυτρωτικό χτύπημα του θανάτου. Οι σύμμαχοι δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι ήταν δυνατό να πολεμήσουν πάλι σε κείνο το χωράφι της κόλασης.
Αυτή ήταν και η απόφαση του Λεωνίδα. Οι διοικητές ήταν ήδη σύμφωνοι. Ο βασιλιάς πληροφόρησε τους πολεμιστές ότι δε θα ορμούσαν πλέον πίσω από το τείχος, όπως τις δύο προηγούμενες μέρες. Αντί γι' αυτό, οι πέτρες του θα κάλυπταν τα νώτα των αμυνομένων και θα προχωρούσαν όλοι
• 499 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μαζί στο φαρδύτερο σημείο του περάσματος για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό' οι συμμαχικές δυνάμεις εναντίον των μυρίων της αυτοκρατορίας. Πρόθεση του βασιλιά ήταν κάθε πολεμιστής να πουλήσει όσο πιο ακριβά γινόταν το τομάρι του.
Τη στιγμή που δινόταν η διαταγή για τη μάχη η σάλπιγγα ενός κήρυκα του εχθρού ήχησε πέρα από τα Στενά. Κάτω από τη σημαία των διαπραγματεύσεων μια ομάδα τεσσάρων Περσών ιππέων με φανταχτερές πανοπλίες διέσχισε το χαλί του μακελειού και σταμάτησε ακριβώς κάτω από το τείχος. Ο Λεωνίδας είχε τραυματιστεί και στα δυο πόδια και περπατούσε κουτσαίνοντας. Ανέβηκε με δυσκολία στις επάλξεις, ενώ ο στρατός τον ακολούθησε. Όλη η στρατιωτική δύναμη, όσοι ήταν τέλος πάντων, κοίταξε τους καβαλάρηδες ψηλά από το τείχος.
Ο απεσταλμένος ήταν ο Ψαμμίτιχος, ο Αιγύπτιος ναυτικός Τόμμι. Αυτή τη φορά δεν τον συνόδευε ο νεαρός γιος του ως διερμηνέας. Τη δουλειά αυτή την είχε αναλάβει ένας Πέρσης αξιωματικός. Τα άλογά τους, όπως και εκείνα των δυο κηρύκων, αντιδρούσαν βίαια ανάμεσα στα κουφάρια. Πριν ο Τόμμι προλάβει να μιλήσει, ο Λεωνίδας τον έκοψε.
«Η απάντηση είναι όχι» φώναξε από το τείχος. «Δεν άκουσες την προσφορά». «Τη γαμώ την προσφορά σου» φώναξε ο Λεωνίδας με
ένα στραβό χαμόγελο. «Κι εσένα μαζί μ' αυτή!» Ο Αιγύπτιος γέλασε. Το χαμόγελό του ήταν αστραφτερό
όπως πάντα. Κρατήθηκε από τα ηνία του τρομοκρατημένου αλόγου του. «Ο Ξέρξης δε θέλει τη ζωή σας» φώναξε ο Τόμμι. «Μόνο τα όπλα σας».
Ο Λεωνίδας γέλασε. «Πες του να έρθει να τα πάρει». Ο βασιλιάς έκανε στροφή για να δείξει ότι η συνέντευξη
τελείωσε. Παρά τα σακατεμένα του πόδια, δε δέχτηκε καμία βοήθεια για να κατέβει από το τείχος. Σφύριξε στη συ-
• 500 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
γκέντρωση. Πάνω από τις πέτρες οι Σπαρτιάτες και οι Θε-σπιείς παρακολουθούσαν τους Πέρσες να γυρίζουν τα άλογά τους και να φεύγουν.
Πίσω από το τείχος ο Λεωνίδας στάθηκε πάλι μπροστά στους συγκεντρωμένους άντρες. Ο τρικέφαλος μυς του αριστερού χεριού του είχε κοπεί. Σήμερα θα πολεμούσε με την ασπίδα του περασμένη στον ώμο και στερεωμένη με δερμάτινα λουριά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η διάθεση του Σπαρτιάτη βασιλιά ήταν μάλλον χαρούμενη. Τα μάτια του έλαμπαν και η φωνή του ακουγόταν άνετη, δυνατή και επιβλητική.
«Γιατί παραμένουμε σ' αυτό το μέρος; Μόνο ένας σαλεμένος δε θα έκανε αυτή την ερώτηση. Είναι για τη δόξα; Αν ήταν μόνο γι' αυτή, πρώτος εγώ θα γύριζα τον κώλο μου στον εχθρό και θα έτρεχα σαν δαιμονισμένος πάνω από αυτό το βουνό».
Γέλια υποδέχτηκαν τα λόγια του βασιλιά. Άφησε να καταλαγιάσει ο σάλος και μετά σήκωσε το καλό του χέρι για να επιβάλει τη σιωπή.
«Αν αποχωρούσαμε από αυτές τις Πύλες σήμερα, αδέλφια, άσχετα από το πόσα γενναία κατορθώματα κάναμε μέχρι τώρα, αυτή η μάχη θα θεωρούνταν ήττα. Μια ήττα που θα σήμαινε την ήττα όλης της Ελλάδας κι αυτό ακριβώς επιθυμεί ο εχθρός να πιστέψουν οι Έλληνες: Πόσο μάταιο είναι να αντισταθούν στον Πέρση και στα εκατομμύριά του. Αν σώζαμε τα τομάρια μας σήμερα, μια μια οι πόλεις θα έπεφταν πίσω μας, μέχρι να λυγίσει όλη η Ελλάδα».
Οι άντρες άκουγαν σοβαροί, γνωρίζοντας ότι αυτά που έλεγε ο βασιλιάς αντανακλούσαν την πραγματικότητα.
«Με τον τιμημένο θάνατό μας όμως εδώ, αντιμετωπίζοντας όλα αυτά τα ανυπέρβλητα εμπόδια, μετατρέπουμε το χαμό σε νίκη. Με τις ζωές μας σπέρνουμε το θάρρος στις καρδιές των συμμάχων μας και των συμπολεμιστών που
• 501 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αφήσαμε πίσω μας. Αυτοί είναι που θα νικήσουν τελικά, όχι εμείς. Δεν ήταν γραφτό να είμαστε εμείς. Ο ρόλος μας σήμερα είναι αυτός που όλοι γνωρίζαμε όταν αγκαλιάζαμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας και κάναμε στροφή για να ξεκινήσουμε: να αντισταθούμε και να πεθάνουμε. Αυτό που ορκιστήκαμε κι αυτό που θα κάνουμε».
Το στομάχι του βασιλιά γουργούρισε δυνατά από την πείνα. Από τις μπροστινές σειρές ακούστηκαν γέλια, που κατέστρεψαν τη σοβαρότητα της συγκέντρωσης και που σιγά σιγά μεταδόθηκαν στα μετόπισθεν. Ο Λεωνίδας έγνεψε με ένα χαμόγελο στους βοηθούς που ετοίμαζαν ψωμί να βιαστούν και να το μοιράσουν.
«Τα αδέλφια μας οι σύμμαχοι είναι αυτή τη στιγμή στο δρόμο για το σπίτι». Ο βασιλιάς έδειξε προς το μονοπάτι που οδηγούσε στη νότια Ελλάδα και στην ασφάλεια. «Πρέπει να καλύψουμε την αποχώρησή τους, αλλιώς το ιππικό του εχθρού θα διαβεί ανεμπόδιστο αυτές τις Πύλες και θα φτάσει τους συντρόφους μας, πριν προλάβουν να διανύσουν ογδόντα εφτά στάδια. Αν καταφέρουμε να κρατήσουμε λίγες ώρες ακόμα, τα αδέλφια μας θα σωθούν».
Ρώτησε αν κάποιος από τους συγκεντρωμένους επιθυμούσε να μιλήσει.
Ο Αλφεός έκανε ένα βήμα μπροστά. «Πεινώ πολύ κι εγώ, έτσι θα είμαι σύντομος». Στεκόταν ντροπαλός, ασυνήθιστος καθώς ήταν στο ρόλο του ομιλητή. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο αδελφός του, ο Μάρωνας, δε στεκόταν πουθενά ανάμεσα στις σειρές. Ο ήρωας αυτός είχε πεθάνει κατά τη διάρκεια της νύχτας, άκουσα έναν άντρα να ψιθυρίζει, από τα τραύματα που είχε υποστεί την προηγούμενη μέρα.
Ο Αλφεός μίλησε γρήγορα. Δεν είχε ευλογηθεί με το χάρισμα του ρήτορα, αλλά διέθετε την ειλικρίνεια της καρδιάς. «Με έναν τρόπο μόνο επέτρεψαν οι θεοί στους ανθρώπους
502
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να τους ξεπεράσουν. Ο άνθρωπος πρέπει να δίνει αυτό που οι θεοί δεν μπορούν, το μόνο που διαθέτει, τη ζωή του. Τη δική μου τη διαθέτω με χαρά σε σας, φίλοι, που είστε τώρα ο αδελφός που δεν έχω πια».
Γύρισε απότομα και ανακατεύτηκε με τους άλλους άντρες στις σειρές.
Οι άντρες άρχισαν να καλούν το Διθύραμβο. Ο Θεσπιέ-ας προχώρησε μπροστά με τη συνηθισμένη πονηρή λάμψη στο βλέμμα. Έδειξε το πέρασμα πέρα από τα Στενά, όπου βρίσκονταν ήδη οι προωθημένες μονάδες των Περσών. Οι στρατιώτες είχαν αρχίσει ήδη να βάζουν πασσάλους στα σημεία όπου θα παρατασσόταν ο στρατός. «Απλώς πηγαίνετε εκεί και διασκεδάστε το!» είπε.
Άγρια γέλια ακούστηκαν από τους συγκεντρωμένους. Μίλησαν ακόμα αρκετοί Θεσπιείς. Ήταν πιο σύντομοι ακόμα κι απ' τους Σπαρτιάτες. Όταν τελείωσαν, ο Πολύνεικος προχώρησε μπροστά.
«Δεν είναι δύσκολο για έναν άντρα που έχει μεγαλώσει με τους νόμους του Λυκούργου να προσφέρει τη ζωή του για την πατρίδα του. Για μένα και γι' αυτούς τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι έχουν όλοι γιους και γνώριζαν από παιδιά ότι αυτό θα ήταν το τέλος τους, είναι μια πράξη ολοκλήρωσης ενώπιον των θεών».
Στράφηκε προς τους Θεσπιείς και τους ελεύθερους πια βοηθητικούς και είλωτες.
«Αλλά εσείς, αδέλφια και φίλοι... εσείς που τούτη η μέρα θα σας δει να σβήνετε για πάντα...»
Η φωνή του δρομέα ράγισε και έσπασε. Ξερόβηξε και φύσηξε τη μύξα μέσα στο χέρι του αντί για τα δάκρυα του, που η θέλησή του αρνιόταν να τους δώσει διέξοδο. Για αρκετή ώρα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Έκανε νόημα να του δώσουν την ασπίδα του. Τη σήκωσε ψηλά.
«Αυτή η ασπίδα ήταν του πατέρα μου και του πατέρα
• 503 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
του πιο μπροστά. Έχω κάνει όρκο στους θεούς να πεθάνω πριν κάποιος άλλος την πάρει από το χέρι μου».
Διέσχισε τις σειρές των Θεσπιέων ώσπου έφτασε μπροστά σε έναν άντρα, έναν άσημο πολεμιστή. Έβαλε την ασπίδα του στα δυο του χέρια.
Ο άντρας τη δέχτηκε συγκινημένος βαθιά και μετά έδωσε τη δική του στον Πολύνεικο. Ακολούθησε ένας άλλος, μετά κι άλλος, ώσπου είκοσι, τριάντα ασπίδες άλλαξαν χέρια. Άλλοι αντάλλασσαν πανοπλίες και περικεφαλαίες με τους ελεύθερους βοηθητικούς και τους είλωτες. Οι μαύροι μανδύες των Θεσπιέων και οι κόκκινοι των Λακεδαιμονίων ανακατεύτηκαν, ώσπου κάθε διακριτικό μεταξύ των λαών εξαφανίστηκε.
Οι άντρες καλούσαν τώρα το Διηνέκη. Ήθελαν ένα πείραγμα, μια εξυπνάδα, κάτι σύντομο και δυνατό, όπως τους είχε μάθει. Εκείνος αντιστάθηκε. Ήταν φανερό ότι δεν επιθυμούσε να μιλήσει.
«Αδέλφια, δεν είμαι βασιλιάς, ούτε στρατηγός. Ποτέ δεν είχα άλλο βαθμό από αυτόν του ενωμοτάρχη. Θα σας μιλήσω, λοιπόν, όπως θα μιλούσα στους άντρες μου, γνωρίζοντας τον ανομολόγητο φόβο που φωλιάζει στις καρδιές σας — όχι του θανάτου, αλλά, χειρότερα, του φόβου μήπως λυγίσετε ή αποτύχετε, μήπως φανείτε κατά κάποιον τρόπο ανάξιοι αυτή την ύστατη ώρα».
Τα λόγια του είχαν πετύχει το στόχο τους. Το διάβαζε κανείς καθαρά στα πρόσωπα των σιωπηλών αντρών που περίμεναν με λαχτάρα ν' ακούσουν τη συνέχεια.
«Να τι θα κάνετε, φίλοι. Ξεχάστε τη χώρα. Ξεχάστε το βασιλιά. Ξεχάστε γυναίκα και παιδιά και ελευθερία. Ξεχάστε κάθε σκοπό για τον οποίο πολεμάτε σήμερα, όσο ευγενικός κι αν νομίζετε ότι είναι. Αγωνιστείτε μόνο γι' αυτό: για τον άντρα που στέκεται στο πλευρό σας. Είναι τα πάντα και τα πάντα είναι μέσα σ' αυτόν. Αυτό ξέρω μόνο. Αυτό μόνο μπορώ να σας πω».
• 504 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Τελείωσε και πήγε πάλι πίσω. Στα μετόπισθεν δημιουργήθηκε αναταραχή. Οι άντρες στις σειρές άρχισαν να μουρμουρίζουν. Και τότε φάνηκε ο Εύρυτος. Ήταν ο άντρας που είχε χτυπηθεί από την τύφλωση του πεδίου της μάχης και ο οποίος είχε μεταφερθεί στους Αλπηνούς μαζί με τον απεσταλμένο Αριστόδημο, που έπασχε από την ίδια μόλυνση. Τώρα ο Εύρυτος επέστρεφε τυφλός, αρματωμένος ωστόσο και οπλισμένος, οδηγούμενος από το βοηθό του. Χωρίς λέξη, πήρε τη θέση του ανάμεσα στις σειρές.
Το θάρρος των αντρών, που είχε ήδη αναπτερωθεί, τώρα πήρε φωτιά και διπλασιάστηκε.
Ο Λεωνίδας προχώρησε μπροστά και ξαναπήρε το σκήπτρο της διοίκησης. Πρότεινε στους Θεσπιείς αρχηγούς να μείνουν για λίγο μόνοι με τους συμπατριώτες τους, ενώ εκείνος θα μιλούσε στους Σπαρτιάτες.
Οι άντρες των δύο πόλεων χωρίστηκαν, ο καθένας στη δική του. Διακόσιοι όμοιοι και απελεύθεροι είχαν απομείνει μόνο από τη Λακεδαίμονα. Αυτοί, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν, χωρίς να εξετάσουν σειρά ή θέση, γύρω από το βασιλιά τους. Όλοι ήξεραν ότι ο Λεωνίδας δε θα τους έλεγε μεγάλα λόγια, δε θα μιλούσε για ελευθερία, για νόμους ή για την υπεράσπιση της Ελλάδας από το ζυγό του τυράννου.
Αντίθετα, τους μίλησε σύντομα και απλά για την κοιλάδα του Ευρώτα, για τον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο και για τα πέντε ανοχύρωτα χωριά που συμπεριλάμβανε εκείνη η πόλη και το κράτος που ο κόσμος ονόμαζε Σπάρτη. Σε χίλια χρόνια από τώρα, δήλωσε ο Λεωνίδας, δυο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες χρόνια μετά, οι άνθρωποι μετά από εκατό γενιές ίσως ταξίδευαν για τους δικούς τους λόγους στη χώρα μας.
«Θα έρθουν σοφοί ίσως ή ταξιδευτές πέρα από τη θάλασσα παρακινούμενοι από περιέργεια σε ό,τι αφορά το παρελθόν ή από δίψα να μάθουν για τους αρχαίους. Θα ερευνήσουν την πεδιάδα μας και θα περιεργαστούν κάθε πέτρα και
• 505 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χαλίκι της χώρας μας. Τι θα μάθουν για μας; Τα φτυάρια τους δε θα ξεθάψουν ούτε λαμπρά παλάτια ούτε ναούς, η σκαπάνη τους δε θα φέρει στην επιφάνεια αιώνια αρχιτεκτονική ή τέχνη. Τι θα απομείνει από τους Σπαρτιάτες; Σίγουρα όχι μαρμάρινα ή ορειχάλκινα μνημεία, αλλά αυτό, αυτό που κάνουμε εδώ σήμερα».
Πέρα από τα Στενά οι σάλπιγγες του εχθρού ήχησαν. Τώρα φαίνονταν πλέον καθαρά η εμπροσθοφυλακή των Περσών, τα άρματα και οι πάνοπλες φάλαγγες του βασιλιά τους.
«Και τώρα φάτε ένα καλό πρόγευμα, άντρες. Γιατί θα δειπνήσουμε όλοι μαζί στον Άδη».
• 506 •
Βιβλίο όγδοο
ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
35
Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ TOΥ είδε από κοντά με τα ίδια του τα μάτια την εκπληκτική ανδρεία που επέδειξαν οι Σπαρτιάτες, οι Θεσπιείς και oι απελεύθεροι βοηθητικοί και υπηρέτες τους εκείνο το τελευταίο πρωινό που υπερασπίζονταν το πέρασμα. Δε χρειάζεται να επαναλάβω τα γεγονότα της μάχης. Θα αναφέρω μόνο αυτές τις περιπτώσεις και τις στιγμές που ίσως διέφυγαν της προσοχής της Μεγαλειότητάς Του από εκεί που βρισκόταν, απλώς και μόνο, όπως ο ίδιος το ζήτησε, για να ρίξω φως στο χαρακτήρα των Ελλήνων που εκεί αποκαλούσε εχθρό του.
Πρώτος απ' όλους και αναντίρρητα για λόγους υπεροχής, μόνο ένας μπορεί να είναι, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας. Όπως γνωρίζει η Μεγαλειότητά Του, η κύρια δύναμη του περσικού στρατού, που εμφανίστηκε όπως τις δύο προηγούμενες μέρες από το δρόμο της Τραχίνας, άρχισε την επίθεση της όταν ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά. Η ώρα της επίθεσης ήταν μάλλον κοντά στο μεσημέρι παρά στο πρωί και έγινε πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι Δέκα Χιλιάδες στα μετόπισθεν των συμμάχων. Τόση ήταν η περιφρόνηση του Λεωνίδα για το θάνατο, ώστε την περισσότερη ώρα αυτής της ανάπαυλας κοιμόταν. Αν έλεγα λαγοκοιμόταν, θα ήταν πιο ακριβής η περιγραφή, τόσο ξένοιαστος φαινόταν ο βασιλιάς έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος πάνω στη γη . Είχε στρώσει από κάτω το μανδύα του, είχε σταυρώσει τα πόδια στους αστρα-
• 509 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γάλους και τα χέρια πάνω στο στήθος, ενώ τα μάτια του σκίαζε ένα ψάθινο καπέλο. Το κεφάλι του αναπαυόταν ανέμελα στον ομφαλό της ασπίδας του. Θα μπορούσε να ήταν ένα αγόρι που βοσκούσε τα γίδια του και είχε πάρει έναν υπνάκο μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού.
Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει ένα βασιλιά; Ποιες είναι οι αρετές του; Ποιες αρετές εμπνέει σε αυτούς που τον υπηρετούν; Σίγουρα αυτές, αν τολμήσει να μαντέψει κανείς όσα αναλογίζεται η καρδιά της Μεγαλειότητάς Του, είναι οι ερωτήσεις που απασχολούν πιότερο το μυαλό και τη σκέψη του.
Μπορεί η Μεγαλειότητά Του να θυμηθεί τη στιγμή στην πλαγιά πέρα από τα Στενά, τότε που λύγισε πια ο Λεωνίδας, χτυπημένος από μισή δωδεκάδα δόρατα, τυφλωμένος κάτω από την περικεφαλαία του, που είχε κομματιαστεί από το χτύπημα ενός τσεκουριού, με το αριστερό του χέρι άχρηστο και την ασπίδα του να κρέμεται στον ώμο κομματιασμένη, που έπεσε τελικά κάτω από τα χτυπήματα του εχθρού; Μπορεί η Μεγαλειότητά Του να θυμηθεί την αναστάτωση που δημιουργήθηκε μέσα στη σύγχυση της σφαγής όταν μια ομάδα Σπαρτιάτες όρμησε στο στόμα του εχθρού, που κόμπαζε για το κατόρθωμά του, και τον ανάγκασε να υποχωρήσει για να πάρει το σώμα του βασιλιά της; Δε θα αναφερθώ στην πρώτη ούτε στη δεύτερη ή στην τρίτη προσπάθεια, αλλά στην τέταρτη, όταν είχαν απομείνει πια λιγότεροι από εκατό, όμοιοι και ιππείς και απελεύθεροι, να μάχονται με έναν εχθρό που επιτίθετο κατά χιλιάδες.
Θα πω στη Μεγαλειότητά Του τι είναι ένας βασιλιάς. Ένας βασιλιάς δεν κάθεται στη σκηνή του όταν οι άντρες του αιμορραγούν και πεθαίνουν στο πεδίο της μάχης. Ένας βασιλιάς δε γευματίζει όταν οι άντρες του είναι πεινασμένοι, ούτε κοιμάται όταν φυλούν σκοπιά πάνω στο τείχος. Ένας βασιλιάς δεν επιβάλλει υπακοή και αφοσίωση με το
• 510 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
φόβο, ούτε τα εξαγοράζει με χρυσό· κερδίζει την αγάπη τους με τον ιδρώτα του κορμιού του και τους πόνους που υπομένει για χάρη τους. Και το δυσκολότερο απ' όλα. ένας βασιλιάς σηκώνεται πρώτος και πέφτει τελευταίος. Ένας βασιλιάς δε ζητά από αυτούς που διοικεί να τον υπηρετούν, τους υπηρετεί εκείνος.
Λίγο πριν αρχίσει η τελική μάχη, όταν οι γραμμές του εχθρού, που αποτελούνταν από Πέρσες, Μήδους και Σάκες, Βάκτριους και Ιλλυριούς, Αιγυπτίους και Μακεδόνες, ήταν τόσο κοντά ώστε μπορούσαμε να δούμε τα πρόσωπά τους, ο Λεωνίδας πήγε στις σειρές των Σπαρτιατών και των Θε-σπιέων και μίλησε ιδιαιτέρως με κάθε διοικητή. Όταν σταμάτησε δίπλα στο Διηνέκη, ήμουν αρκετά κοντά για να ακούσω τα λόγια του.
«Τους μισείς, Διηνέκη;» ρώτησε ο βασιλιάς με τόνο φιλικό, χωρίς να βιάζεται, σαν να συζητούσε, δείχνοντας τους λοχαγούς και τους αξιωματικούς των Περσών, που διακρίνονταν καθαρά πέρα από το ουδενός χωρίον, το ουδέτερο έδαφος.
Ο Διηνεκής απάντησε αμέσως πως δεν τους μισούσε. «Βλέπω πρόσωπα ευγενικά και αριστοκρατικά. Δεν είναι λίγοι αυτοί, νομίζω, που θα τους καλωσόριζε κανείς με ένα χτύπημα στην πλάτη και ένα γέλιο σε οποιοδήποτε φιλικό τραπέζι».
Ο Λεωνίδας ήταν φανερό ότι επιδοκίμασε την απάντηση του αφέντη μου. Τα μάτια του ωστόσο είχαν σκοτεινιάσει από θλίψη.
«Τους λυπάμαι» παραδέχτηκε, δείχνοντας τους γενναίους άντρες του αντιπάλου, που ήταν παραταγμένοι τόσο κοντά. «Και τι δε θα 'διναν οι ευγενέστεροι από αυτούς να βρίσκονταν εδώ μαζί μας τώρα!»
Αυτό σημαίνει βασιλιάς. Μεγαλειότατε. Ένας βασιλιάς δεν αναλώνει την ύπαρξή του σκλαβώνοντας ανθρώπους,
• 511 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αλλά με τη συμπεριφορά και το παράδειγμα του τους κάνει ελεύθερους. Η Μεγαλειότητά Του ίσως αναρωτηθεί, όπως ο Κόκορας και η δέσποινα Αρέτη, γιατί ένας άνθρωπος όπως εγώ, ο οποίος λόγω της θέσης του θα μπορούσε να θεωρηθεί στην καλύτερη περίπτωση υπηρέτης και στη χειρότερη δούλος, γιατί αυτός ο άντρας να πεθάνει για ανθρώπους που δεν ήταν από την ίδια φυλή και πατρίδα. Ξαναθυμάμαι τη ζωή μου και λέω ότι θα έκανα το ίδιο πράγμα όχι μία αλλά εκατό φορές, για το Λεωνίδα, για το Διηνέκη, τον Αλέξανδρο και τον Πολύνεικο, για τον Κόκορα και τον Αυτόχειρα, για την Αρέτη και τη Διομάχη, το Βρύαξη, για τον πατέρα και τη μητέρα μου, για τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Εγώ και κάθε άνθρωπος δεν υπήρξαμε ποτέ πιο ελεύθεροι απ' όταν δηλώσαμε υποταγή σ' αυτούς τους σκληρούς νόμους που παίρνουν τη ζωή και την ξαναδίνουν πάλι πέσω.
Τα γεγονότα αυτής της μάχης δεν τα θεωρώ σημαντικά, γιατί ο αγώνας με τη βαθύτερη έννοια είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Λεωνίδα, είχα κοιμηθεί κι εγώ ακουμπισμένος πάνω στο τείχος μια, δυο, τρεις ώρες, μέχρι ο στρατός της Μεγαλειότητάς Του να κάνει την κίνησή του.
Στον ύπνο μου βρέθηκα ξανά στα βουνά πάνω από την πόλη όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Δεν ήμουν πια παιδί αλλά μεγάλος. Ήταν εκεί και η εξαδέλφη μου, κορίτσι ακόμη, και οι σκύλοι μας, ο Τυχερός και η Ευτυχία, όπως ήταν τις μέρες που ακολούθησαν τη λεηλασία του Αστακού. Η Διομάχη κυνηγούσε ένα λαγό και σκαρφάλωνε ξυπόλυτη με εκπληκτική ταχύτητα σε μια πλαγιά που φαινόταν να φτάνει στα ουράνια. Στην κορφή περίμενε ο Βρύαξης, το ίδιο κι ο πατέρας μου και η μητέρα μου: Το ήξερα, αν και δεν μπορούσα να τους δω. Άρχισα να τρέχω κι εγώ με όλη μου τη δύναμη να προφτάσω τη Διομάχη. Αλλά δεν μπορούσα. Όσο γρήγορα κι αν σκαρφάλωνα, εκείνη παρέμενε πάντα
• 512 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ασύλληπτη, πάντα πιο μπροστά. Μου φώναζε χαρούμενα, παιχνιδιάρικα, ότι δε θα μπορούσα ποτέ να τρέξω αρκετά γρήγορα για να την πιάσω.
Ξύπνησα απότομα. Είδα τους Πέρσες απέναντι να περιμένουν σε απόσταση μικρότερη από τη βολή ενός βέλους.
Ο Λεωνίδας ήταν όρθιος μπροστά. Ο Διηνέκης, όπως πάντα, δίπλα στην ενωμοτία του, η οποία είχε παραταχθεί σε επτά άντρες πλάτος και τρεις μήκος, περισσότερο απλωμένη και σε μικρότερο βάθος από τις προηγούμενες ημέρες. Η θέση μου ήταν τρίτος στη δεύτερη γραμμή, για πρώτη φορά στη ζωή μου χωρίς το τόξο μου, αλλά κρατώντας το βαρύ ακόντιο που τελευταία ανήκε στο Δωριέα. Γύρω από τον αριστερό μου βραχίονα, στηριγμένη γερά στον αγκώνα μου, ήταν τυλιγμένη η ντυμένη με ύφασμα ορειχάλκινη χει-ρίδα, τοποθετημένη πίσω από τη δρύινη και ορειχάλκινη επιφάνεια της ασπίδας που ανήκε στον Αλέξανδρο. Η περικεφαλαία που φορούσα ανήκε στο Λαχίδη και η κυνή από κάτω ήταν του βοηθού του Αρίστωνα, του Δημάδη.
«Τα μάτια σε μένα!» φώναξε ο Διηνέκης και οι άντρες, όπως πάντα, πήραν το βλέμμα τους από τον εχθρό, που είχε παραταχθεί τόσο κοντά στο ουδέτερο έδαφος, που βλέπαμε τις ίριδες κάτω από τα ματόκλαδά τους και τα κενά ανάμεσα στα δόντια τους. Ήταν αμέτρητοι. Τα πνευμόνια μου αναζητούσαν αέρα, ένιωθα το αίμα να χτυπά στα μη-λίγγια μου και μπορούσα να διαβάσω τους χτύπους του στις κόγχες των ματιών. Τα μέλη μου είχαν πετρώσει. Δεν ένιωθα ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια μου. Προσευχόμουν με κάθε ίνα του κορμιού μου να βρω απλώς το κουράγιο και να μη λιποθυμήσω. Ο Αυτόχειρας στεκόταν στα αριστερά μου. Ο Διηνέκης ήταν μπροστά.
Τελικά, άρχισε η μάχη, που ήταν σαν την παλίρροια, που μέσα της ένιωθε κανείς σαν κύμα κάτω από τις θυελλώδεις παραξενιές των θεών, περιμένοντας πότε θ' αποφασίσουν
• 513 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
να ορίσουν την ώρα του τέλους του. Ο χρόνος εξαφανίστηκε. Τα στοιχεία θάμπωναν και συγχωνεύονταν. Θυμάμαι μια επίθεση που έκαναν οι Σπαρτιάτες, αναγκάζοντας ένα μεγάλο αριθμό του εχθρού να πέσει στη θάλασσα, και μια άλλη που έκανε τη φάλαγγα να οπισθοχωρήσει, μοιάζαμε με πλοία δεμένα το ένα με το άλλο από την κουπαστή παρασυρμένα από την καταιγίδα. Θυμάμαι τα πόδια μου, στερεωμένα με όλη μου τη δύναμη πάνω στην καλυμμένη με αίμα και ούρα γη, καθώς πήγαιναν προς τα πίσω, στη θέση τους πριν το σπρώξιμο του αντιπάλου, σαν τις γούνινες σόλες ενός παιδιού που παίζει στο βουνό με το χιόνι.
Είδα τον Αλφεό να αρπάζει ένα περσικό άρμα με το ένα χέρι και να σκοτώνει το στρατηγό, τον υπασπιστή και τους δυο πλαϊνούς φρουρούς. Όταν έπεσε με τρυπημένο το λαιμό από ένα περσικό βέλος, ο Διηνεκής τον έσυρε έξω. Σηκώθηκε και συνέχισε να μάχεται. Είδα τον Πολύνεικο και το Δερ-κυλίδα να τραβούν το σώμα του Λεωνίδα. Τον έσυραν από τη σκισμένη σπολάδα του με το άοπλο χέρι τους, χτυπώντας τον εχθρό με τις ασπίδες καθώς υποχωρούσαν. Οι Σπαρτιάτες ανασυντάχθηκαν και όρμησαν, υποχώρησαν και έσπασαν, έπειτα ανασυντάχθηκαν ξανά. Σκότωσα έναν Αιγύπτιο με την αιχμή του σπασμένου μου ακοντίου τη στιγμή που έχωνε το δικό του στην κοιλιά μου. Αμέσως μετά. καθώς έπεφτα κάτω από το χτύπημα ενός τσεκουριού, βρέθηκα πάνω στο πτώμα ενός Σπαρτιάτη. Κάτω από την ανοιγμένη περικεφαλαία του αναγνώρισα το πρόσωπο του Αλφεού.
Ο Αυτόχειρας με έβγαλε από τον αγώνα. Τελικά, οι Δέκα Χιλιάδες φάνηκαν. Προχωρούσαν σε παράταξη μάχης για να ολοκληρώσουν την κυκλωτική τους κίνηση. Όσοι Σπαρτιάτες και Θεσπιείς είχαν απομείνει υποχώρησαν από την πεδιάδα, τα Στενά, για να ορμήσουν στις εισόδους του τείχους με κατεύθυνση το γήλοφο.
Οι σύμμαχοι ήταν τόσο λίγοι, τα όπλα τους τόσο λιγοστά
• 514 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
και σπασμένα, που οι Πέρσες τόλμησαν να επιτεθούν με το ιππικό, όπως γένεται σε μια φυγή. Ο Αυτόχειρας έπεσε. Του κόπηκε το ένα πόδι. «Βάλε με στην πλάτη σου!» πρόσταξε. Χωρίς να πει τίποτε άλλο, ήξερα τι εννοούσε. Άκουγα τα βέλη ακόμα και τα δόρατα που καρφώνονταν στη ζωντανή ακόμα σάρκα του, προστατεύοντας με έτσι όπως τον είχα από πάνω μου.
Είδα το Διηνέκη ζωντανό ακόμα να πετά ένα σπασμένο ξίφος και να ορμά στο έδαφος για να βρει άλλο. Ο Πολύνει-κος με προσπέρασε κουβαλώντας τον Τελαμώνα, που κούτσαινε πλάι του. Το μισό πρόσωπο του δρομέα ήταν παραμορφωμένο· το αίμα πεταγόταν σαν βρύση από το σπασμένο του κόκαλο. «Στο σωρό!» φώναξε, εννοώντας τα εφεδρικά όπλα που είχε διατάξει ο Λεωνίδας να τοποθετήσουν πίσω από το τείχος. Ένιωσα το τοίχωμα της κοιλιάς μου να σκίζεται και τα έντερά μου να χύνονται έξω. Ο Αυτόχειρας κρεμόταν άψυχος πάνω στην πλάτη μου. Γύρισα προς τα πίσω, προς τα Στενά. Χιλιάδες Πέρσες και Μήδοι τοξότες εκσφενδόνιζαν βέλη ενάντια στους Σπαρτιάτες και στους Θε-σπιείς, που υποχωρούσαν. Όσοι έφτασαν στο σωρό με τα όπλα κομματιάστηκαν σαν σημαιούλες στο δυνατό αγέρα.
Οι υπερασπιστές έτρεξαν στο γήλοφο που πάνω του βρισκόταν ο τελευταίος σωρός με τα όπλα. Δεν ήταν παραπάνω από εξήντα. Ο Δερκυλίδας, που, πράγμα περίεργο, δεν είχε τραυματιστεί, σχημάτισε με όσους είχαν επιβιώσει ένα κυκλικό μέτωπο. Βρήκα μια λωρίδα και την έδεσα γύρω από την κοιλιά μου για να βάλω τα σπλάχνα μου μέσα. Για μια στιγμή ξαφνιάστηκα από την ομορφιά της ημέρας. Για μια φορά η καταχνιά δε σκοτείνιαζε το πέρασμα. Άνετα μπορούσε να διακρίνει κανείς τους βράχους πάνω στα βουνά, πέρα από τα Στενά, και να εντοπίσει τα ίχνη του κυνηγιού στις πλαγιές, στροφή τη στροφή.
Είδα το Διηνέκη να παραπατά κάτω από το χτύπημα ενός
• 515 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τσεκουριού, αλλά δεν είχα τη δύναμη να τον βοηθήσω. Μή-δοι και Πέρσες, Βάκτριοι και Σάκες δεν είχαν ξεχυθεί πάνω στο τείχος, αλλά το χαλούσαν σαν φρενιασμένοι. Πέρα στο βάθος έβλεπα άλογα. Οι αξιωματικοί του εχθρού δε χρειαζόταν πια να μαστιγώνουν τους άντρες τους για να προχωρήσουν. Πάνω από τις σπασμένες πέτρες του τείχους περνούσαν με θόρυβο οι καβαλάρηδες του ιππικού της Μεγαλειότητας Του, ακολουθούμενοι από τα άρματα των στρατηγών του.
Οι Αθάνατοι παρατάχθηκαν γύρω από το γήλοφο τώρα, εξαπολύοντας πυρωμένα βέλη με μαύρη αιχμή εναντίον των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων, που είχαν ζαρώσει πίσω από το αδύνατο καταφύγιο των σπασμένων και ανοιγμένων ασπίδων τους. Ο Δερκυλίδας οδήγησε την επίθεση εναντίον τους. Τον είδα να πέφτει και το Διηνέκη να πολεμά δίπλα του. Δεν είχαν ούτε ασπίδες ούτε όπλα, απ' ό,τι μπορούσα να δω. Έπεσαν όχι σαν ήρωες του Ομήρου που συντρίφτηκαν με τρόπο εντυπωσιακό μέσα στα καβούκια των πανοπλιών τους αλλά σαν αρχηγοί που ολοκληρώνουν την τελευταία και πιο βρόμικη δουλειά τους.
Ο εχθρός στεκόταν απρόσιτος, προστατευμένος από τα ισχυρά όπλα βολής του, αλλά οι Σπαρτιάτες κατάφεραν κατά κάποιο τρόπο να τον πλησιάσουν. Πολεμούσαν χωρίς ασπίδες, μόνο με σπαθιά, κι έπειτα με νύχια και με δόντια. Ο Πολύνεικος όρμησε σε έναν αξιωματικό. 0 δρομέας είχε ακόμα τα πόδια του. Διέσχισε τόσο γρήγορα την απόσταση από τα ριζά του λοφίσκου, που τα χέρια του βρήκαν το λαιμό του αντιπάλου, έστω κι αν εκείνη τη στιγμή μια καταιγίδα από περσικό ατσάλι κομμάτιαζε την πλάτη του.
Οι τελευταίοι που απόμειναν πάνω στο γήλοφο συγκεντρώθηκαν τώρα κάτω από την αρχηγία του Διθύραμβου. Αν και τα δυο του χέρια είχαν σπάσει από τα πυρά του εχθρού και κρέμονταν άχρηστα στα πλευρά του, αν και ήταν κα-
• 516 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τατρυπημένος από βέλη, ήθελε να σχηματίσει ένα μέτωπο για την τελική επίθεση. Άρματα και Πέρσες ιππείς άρχισαν να τρέχουν φύρδην μίγδην ανάμεσα στους Σπαρτιάτες. Μια στρατιωτική άμαξα που είχε πάρει φωτιά κύλησε πάνω από τα δυο μου πόδια. Μπροστά στους υπερασπιστές οι Αθάνατοι, που είχαν κυκλώσει τώρα το γήλοφο, παρέταξαν μια σειρά τοξότες. Τα βέλη τους βρόντησαν πάνω στους τελευταίους άοπλους και τσακισμένους πολεμιστές. Από πίσω κι άλλοι τοξότες έριχναν τις βολές τους πάνω από τα κεφάλια των συντρόφων τους στους τελευταίους ζωντανούς Έλληνες. Ράχες και κοιλιές ήταν γεμάτες φτερωτά βέλη. Οι κομματιασμένοι άντρες, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένοι, έμοιαζαν με σωρούς από ορειχάλκινα και κόκκινα κουρέλια.
Το αυτί μου μπόρεσε ν' ακούσει τις διαταγές της Μεγαλειότητάς Του, τόσο κοντά πέρασε το άρμα του. Φώναζε μήπως στην άγνωστη γλώσσα του στους άντρες του να σταματήσουν να ρίχνουν, να πιάσουν αιχμαλώτους τους τελευταίους ζωντανούς υπερασπιστές; Μήπως αυτοί στους οποίους φώναζε ήταν οι ναυτικοί της Αιγύπτου, που καπετάνιος τους ήταν ο Ψαμμίτιχος, οι οποίοι διέδωσαν τη διαταγή του μονάρχη τους και όρμησαν να χαρίσουν στους Σπαρτιάτες και στους Θεσπιείς που μπορούσαν να πλησιάσουν το ύστατο δώρο του θανάτου;
Σαν τη χαλαζοθύελλα που άκαιρα από τα όρη κατεβαίνει κι εκσφενδονίζει από τον ουρανό τις παγωμένες σφαίρες της στου γεωργού τα νιόβγαλτα γεννήματα, έτσι ακριβώς τα βέλη μυριάδων Περσών κεραυνοβόλησαν τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς. Τώρα ο γεωργός εκτιμά τη δεινή του θέση απ' το κατώφλι της πόρτας, τη δυνατή βροχή στα κεραμίδια της στέγης, ακούγοντας και παρακολουθώντας τις παγωμένες σφαίρες να πέφτουν με θόρυβο και να αναπηδούν πάνω στις πέτρες του δρόμου. Πώς ν' αντέξουν τα βλαστάρια του κριθαριού; Εδώ κι εκεί επιβιώνει κάποιο σαν από
• 517 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
θαύμα και κρατά ακόμα το κεφαλάκι του ορθό. Αλλά ο καλλιεργητής γνωρίζει ότι αυτή η καλοσύνη δεν μπορεί να βαστάξει. Γυρίζει αλλού το πρόσωπο από υπακοή στους νόμους των θεών, ενώ κάτω από την καταιγίδα το τελευταίο κοτσάνι τσακίζεται και πέφτει, νικημένο από την αξεπέραστη σφοδρή επίθεση του ουρανού.
• 518 •
36
ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ τέλος του Λεωνίδα και των υπερασπιστών του περάσματος των Θερμοπυλών, όπως το αφηγήθηκε ο Έλληνας Χίονης και καταγράφηκε από τον ιστορικό της Μεγαλειότητάς Του Γοβάρτη, γιο του Αρτάβαζου, και ολοκληρώθηκε την τέταρτη μέρα του Αραχσαμνού, το Πέμπτο Έτος από την Ανάρρηση της Μεγαλειότητάς Του.
Τούτη η μέρα, προς μεγάλη και πικρή ειρωνεία του θεού Αχούρα Μάζντα, ήταν η ίδια κατά την οποία οι ναυτικές δυνάμεις της περσικής αυτοκρατορίας υπέστησαν τη φοβερή ήττα από το στόλο των Ελλήνων στα Στενά της Σαλαμίνας, εκτός των Αθηνών, εκείνη την καταστροφή που έστειλε στο θάνατο τόσους γενναίους γιους της Ανατολής και λόγω των συνεπειών της σε ό,τι αφορούσε τον ανεφοδιασμό και τη συντήρηση του στρατού καταδίκασε ολόκληρη την εκστρατεία σε αποτυχία.
Ο χρησμός του Απόλλωνα που είχε δοθεί νωρίτερα στους Αθηναίους, ο οποίος έλεγε:
Το ξύλινο τείχος θα μείνει μόνο απόρθητο,
είχε αποκαλύψει τη μοιραία του αλήθεια. Το απόρθητο ξύλινο φρούριο δεν ήταν η παλιά ξύλινη περίφραξη της ακρόπολης της Αθήνας, που τόσο γρήγορα κατέλαβαν τα στρατεύματα της Μεγαλειότητάς Του, αλλά ένα τείχος από πλοία,
• 519 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
οι ναύτες και οι ναυτικοί που τόσο υπέροχα τα χειρίστηκαν, καταφέροντας το θανάσιμο πλήγμα στις κατακτητικές φιλοδοξίες της Μεγαλειότητάς Του.
Το μέγεθος της καταστροφής έκανε να ξεχαστούν ο αιχμάλωτος Χίονης και η αφήγηση του. Ακόμα και η φροντίδα του άντρα εγκαταλείφθηκε μέσα στο χάος της ήττας, αφού όλο το προσωπικό του βασιλικού χειρουργού έσπευσε στην ακτή απέναντι από τη Σαλαμίνα να φροντίσει τους αμέτρητους τραυματίες της αυτοκρατορικής αρμάδας που ξεβράζονταν ανάμεσα στα αποκαΐδια και στα συντρίμμια των πολεμικών τους σκαφών.
Όταν το σκοτάδι έβαλε τέλος πια στη σφαγή, ένας τρόμος ακόμα μεγαλύτερος κυρίευσε το αυτοκρατορικό στρατόπεδο. Ήταν η οργή της Μεγαλειότητάς Του. Ήταν τόσο πολλοί οι αξιωματικοί της αυλής που κατεσφάγησαν, απ' ό,τι λένε οι σημειώσεις μου, που η ομάδα των ιστορικών παραιτήθηκε, αφού ήταν αδύνατο να καταγράφει τα ονόματά τους.
Ο τρόμος εισέβαλε στις σκηνές της Μεγαλειότητάς Του, που ενισχύθηκε όχι μόνο από το μεγάλο σεισμό που έσεισε την πόλη τη στιγμή ακριβώς που έδυε ο ήλιος αλλά και από το φοβερό θέαμα επίσης του τοπίου γύρω από το στρατιωτικό καταυλισμό, ανάμεσα στα ερείπια και στα αποκαΐδια της πόλης των Αθηναίων. Στο μέσο της δεύτερης σκοπιάς ο στρατηγός Μαρδόνιος έκλεισε το δωμάτιο της Μεγαλειότητάς Του και απαγόρευσε την είσοδο σε άλλους αξιωματικούς. Ο ιστορικός της Μεγαλειότητάς Του μπόρεσε να πάρει μόνο μερικές οδηγίες σχετικά με τη διάθεση των καταγραφών της ημέρας. Όταν ήμουν έτοιμος να φύγω, σκέφτηκα να ζητήσω οδηγίες για τον Έλληνα Χίονη και τα χαρτιά του.
«Σκότωσέ τον» αποκρίθηκε ο στρατηγός Μαρδόνιος χωρίς δισταγμό «και κάψε κάθε σελίδα αυτής της συλλογής από ψευτιές, που η καταγραφή τους ήταν τρέλα από την αρχή και που η ελάχιστη αναφορά τους αυτή την ώρα θα προκαλέσει
- 520 -
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ακόμα μεγαλύτερο παροξυσμό οργής στη Μεγαλειότητά Του».
Άλλα καθήκοντα με κράτησαν μακριά μερικές ώρες. Όταν τελείωσα, πήγα να βρω τον Ορόντη, τον αρχηγό των Αθανάτων, που δική του ευθύνη ήταν να εκτελέσει τις διαταγές του Μαρδόνιου. Εντόπισα τον αξιωματικό στην ακτή. Φαινόταν εξουθενωμένος, τσακισμένος όχι μόνο από τη λύπη του για την ήττα εκείνης της ημέρας αλλά και από την απογοήτευσή του ως στρατιώτη που ήταν ανίσχυρος να βοηθήσει τους γενναίους ναυτικούς του στόλου' το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τους βγάζει από το νερό. Ο Ορόντης ωστόσο βρήκε αμέσως την αυτοκυριαρχία του και έστρεψε την προσοχή του στο προκείμενο.
«Αν θες να έχεις το κεφάλι σου ακόμα πάνω στους ώμους σου αύριο» είπε ο αρχηγός όταν πληροφορήθηκε τη διαταγή του στρατηγού «θα κάνεις πως δεν άκουσες ούτε είδες ποτέ το Μαρδόνιο».
Διαμαρτυρήθηκα λέγοντας πως η διαταγή είχε δοθεί εν ονόματι της Μεγαλειότητάς Του. Δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί.
«Μπορεί, δεν μπορεί; Και τι νομίζεις ότι θα πει ο στρατηγός αύριο ή μετά από ένα μήνα, αφού εκτελεστεί η διαταγή του, όταν η Μεγαλειότητά Του σε γυρέψει και ζητήσει να δει το Χίονη και τις σημειώσεις του;
»Θα σου πω εγώ τι θα γίνει» συνέχισε ο αρχηγός. «Ακόμη κι αυτή τη στιγμή στα δωμάτια της Μεγαλειότητάς Του οι γραμματείς και οι υπουργοί Του Του τονίζουν την αναγκαιότητα να αποχωρήσει το Βασιλικό Πρόσωπο, να πάρει το πλοίο για την Ασία, όπως είχε προτείνει ο Μαρδόνιος. Αυτή τη φορά νομίζω ότι η Μεγαλειότητά Του θα προσέξει τα λόγια τους».
Ο Ορόντης ήταν βέβαιος ότι η Μεγαλειότητά Του θα διέταζε το κυρίως σώμα του στρατού να παραμείνει στην Ελ-
• 521 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λάδα, κάτω από τη διοίκηση του στρατηγού Μαρδόνιου, για να αναλάβει να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Ελλάδας στο όνομά Του. Όταν αυτή η δουλειά ολοκληρωνόταν, η Μεγαλειότητά Του θα είχε τη νίκη Του. Η σημερινή πανωλεθρία θα ξεχνιόταν μέσα στη λάμψη εκείνου του θριάμβου.
«Τότε μέσα στη χαρά της κατάκτησης» συνέχισε ο Ορό-ντης «η Μεγαλειότητά Του θα ζητήσει τις σημειώσεις του Έλληνα Χίονη σαν ένα γλυκό μετά το συμπόσιο της νίκης. Αν εσύ κι εγώ σταθούμε εμπρός Του με άδεια χέρια, ποιος από μας θα σηκώσει το δάχτυλο στο Μαρδόνιο και ποιος θα πιστέψει ότι είμαστε αθώοι;».
Ρώτησα τότε τι έπρεπε να γίνει. Η καρδιά του Ορόντη ήταν φανερά διχασμένη. Θυμήθηκα
ότι αυτός, ως αρχηγός των Αθανάτων στο πεδίο της μάχης κάτω από τις διαταγές του Υδάρνη, του στρατηγού τους, ήταν επικεφαλής των Δέκα Χιλιάδων εκείνη τη νύχτα που περικύκλωσαν τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς στις Θερμοπύλες και είχε συνεισφέρει με εκπληκτική γενναιότητα στην πρωινή έφοδο, αντιμετωπίζοντας τους Σπαρτιάτες σώμα με σώμα και εξασφαλίζοντας στη Μεγαλειότητά Του την κατάκτηση του αντιπάλου. Τα βέλη του Ορόντη ήταν ανάμεσα στα μοιραία εκείνα που ρίχτηκαν από κοντά στους τελευταίους υπερασπιστές, ίσως στη σάρκα των αντρών που οι ιστορίες τους περιλαμβάνονται στην αφήγηση του αιχμαλώτου Χίονη.
Αυτή η γνώση, όπως εύκολα καταλάβαινε κανείς από το ύφος του αρχηγού των Αθανάτων, μεγάλωνε ακόμα πιο πολύ την απροθυμία του να βλάψει τον άντρα, τον οποίο θεωρούσε συνάδελφο στρατιώτη κι ακόμα, πρέπει να το πει κανείς εδώ, φίλο.
Παρ' όλα αυτά, ο Ορόντης συγκεντρώθηκε στα καθήκοντα του. Έστειλε δυο αξιωματικούς των Αθανάτων με διαταγές να πάρουν τον Έλληνα από τη σκηνή του χειρουργού και να τον παραδώσουν στη σκηνή του προσωπικού των
• 522 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Αθανάτων. Μετά από αρκετές ώρες, αφού διεκπεραιώσαμε άλλες πιο επείγουσες δουλειές, εκείνος κι εγώ πήγαμε να τον δούμε. Μπήκαμε μέσα μαζί. Ο άντρας Χίονης καθόταν στο φορείο του, έχοντας πλήρη συνείδηση, αν και φαινόταν ταλαιπωρημένος και πολύ εξασθενημένος.
Προφανώς, μάντεψε το σκοπό μας. Η όψη του ήταν χαρούμενη. «Ελάτε, αφέντες μου» είπε πριν ο Ορόντης κι εγώ του μιλήσουμε για την αποστολή μας. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω στη δουλειά σας;» Για το Θάνατο του δεν ήταν απαραίτητη η λεπίδα, έκρινε. «Το χτύπημα ενός φτερωτού, νομίζω, αρκεί για να τελειώσει τη δουλειά».
Ο Ορόντης ρώτησε τον Έλληνα Χίονη αν αντιλαμβανόταν πλήρως πόσο μεγάλη ήταν η νίκη που είχαν πετύχει οι συμπατριώτες του εκείνη την ημέρα. Ο άντρας το επιβεβαίωσε. Εξέφρασε τη γνώμη του ωστόσο ότι ο πόλεμος θα αργούσε ακόμα να τελειώσει. Το αποτέλεσμα παρέμενε αβέβαιο.
Ο Ορόντης έδειξε τη μεγάλη απροθυμία του να εκτελέσει την ποινή του θανάτου. Μέσα στη σύγχυση που επικρατούσε στο στρατόπεδο της αυτοκρατορίας ήταν πολύ εύκολο να φυγαδευτεί ο άντρας απαρατήρητος. Είχε ο άντρας Χίονης, ρώτησε ο Ορόντης, φίλους ή συμπατριώτες στην Αττική, στους οποίους θα μπορούσαν να τον παραδώσουν; Ο αιχμάλωτος χαμογέλασε. «Ο στρατός σας έκανε θαυμάσια δουλειά, τους έδιωξε όλους» παρατήρησε. «Εκτός αυτού, η Μεγαλειότητά Του θα χρειαστεί όλους τους άντρες του για να κουβαλήσουν πιο σημαντικά φορτία».
Ο Ορόντης ωστόσο συνέχισε να ψάχνει δικαιολογίες για να αναβάλει τη στιγμή της εκτέλεσης. «Εφόσον δε θέλεις χάρες από μας, μπορώ να σου ζητήσω εγώ μία;» είπε ο αρχηγός των Αθανάτων στον αιχμάλωτο.
Ο άντρας απάντησε ότι ευχαρίστως θα έθετε στη διάθεση του όση δύναμη του απόμενε ακόμη.
«Μας γέλασες, φίλε μου» είπε ο Ορόντης με ύφος δήθεν
• 523 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ενοχλημένο. «Μας στέρησες την ιστορία που ο αφέντης σου, ο Σπαρτιάτης Διηνέκης, υποσχέθηκε να σας αφηγηθεί, έτσι μας είπες τουλάχιστον. Όταν καθόσαστε γύρω από τη φωτιά, κατά τη διάρκεια του τελευταίου κυνηγιού, τότε που αυτός, ο Αλέξανδρος και ο Αρίστωνας συζητούσαν το θέμα του φόβου. Θυμάσαι; Ο αφέντης σου διέκοψε την ομιλία των νέων με την υπόσχεση πως, όταν έφταναν στις Θερμοπύλες, θα τους έλεγε μια ιστορία για το Λεωνίδα και τη δέσποινα Παράλεια πάνω στο θέμα του θάρρους και ποια ήταν τα κριτήρια του Σπαρτιάτη βασιλιά για να επιλέξει τους Τριακόσιους. Ή μήπως παρέλειψε ο Διηνέκης να σας μιλήσει γι' αυτό;»
Όχι, τον βεβαίωσε ο αιχμάλωτος Χίονης, ο αφέντης του βρήκε την ευκαιρία και, πράγματι, τους είπε την ιστορία. Αλλά, ρώτησε ο αιχμάλωτος, αφού δεν είχε την έγκριση της Μεγαλειότητάς Του να συνεχιστεί η καταγραφή των γεγονότων αυτής της διήγησης, επιθυμούσε, πράγματι, ο αρχηγός να τη συνεχίσει;
«Εμείς τους οποίους εσείς αποκαλείτε εχθρό είμαστε από σάρκα και οστά» αποκρίθηκε ο Ορόντης «και οι καρδιές μας δεν είναι λιγότερο ικανές να νιώσουν στοργή από τις δικές σας. Σου φαίνεται παράλογο ότι εμείς, ο ιστορικός της Μεγαλειότητάς Του κι εγώ, ήρθαμε σ' αυτή τη σκηνή να σε φροντίσουμε όχι μόνο ως αιχμάλωτο που κάνει μια αναδρομή των γεγονότων της μάχης αλλά ως άνθρωπο, ακόμα και φίλο;».
Ο Ορόντης ζήτησε από τον άντρα να του κάνει το χατίρι, μια και είχε παρακολουθήσει με μεγάλο ενδιαφέρον και συμπάθεια τα προηγούμενα κεφάλαια της ιστορίας του Έλληνα, να αφηγηθεί τώρα, σαν σύντροφος και εφόσον του το επέτρεπαν οι δυνάμεις του, το τελευταίο μέρος της.
«Τι έλεγε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς για το θάρρος των γυναικών και πώς ο αφέντης σου, ο Διηνέκης, το διηγήθηκε στους νέους φίλους του και στον προστατευόμενό του;»
524
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
0 άντρας Χίονης έκανε μια προσπάθεια, με τη βοήθεια τη δική μου και του αξιωματικού, να ανασηκωθεί στο κάθισμά του. Μάζεψε όλη του τη δύναμη, πήρε μια ανάσα και ολοκλήρωσε:
Θα μεταφέρω αυτή την ιστορία σε σας, φίλοι μου, όπως την είπε ο αφέντης μου σε μένα, στον Αλέξανδρο και στον Αρί-στωνα στις Θερμοπύλες — όχι όμως με τη δική του φωνή, αλλά με της δέσποινας Παράλειας,της μητέρας του Αλέξανδρου, η οποία την αφηγήθηκε με δικά της λόγια στο Διηνέκη και στην Αρέτη λίγες ώρες αφότου συνέβη.
Η δέσποινα Παράλεια διηγήθηκε αυτή την ιστορία ένα βράδυ τρεις ή τέσσερις μέρες πριν αναχωρήσουμε από τη Λακεδαίμονα για τις Θερμοπύλες. Η δέσποινα Παράλεια πήγε από μόνη της γι' αυτόν το σκοπό στο σπίτι του Διηνέκη και της Αρέτης, παίρνοντας μαζί της αρκετές γυναίκες, όλες μητέρες και σύζυγοι των πολεμιστών που είχαν επιλεγεί για τους Τριακόσιους. Καμιά από τις γυναίκες δε γνώριζε τι θα έλεγε η δέσποινα. Ο αφέντης μου ζήτησε συγνώμη και είπε ότι οι κυράδες θα ήθελαν να μείνουν μόνες τους. Η Παράλεια ωστόσο του ζήτησε να παραμείνει. Έπρεπε να ακούσει κι αυτός όσα είχε να πει. Οι γυναίκες κάθισαν κοντά στην Παράλεια, που άρχισε:
«Αυτά που θα σου πω τώρα, Διηνέκη, δεν πρέπει να τα επαναλάβεις στο γιο μου. Όχι πριν φτάσετε πρώτα στις Θερμοπύλες, και μάλιστα την κατάλληλη στιγμή. Αυτή η ώρα μπορεί να είναι, αν έτσι προστάζουν οι θεοί, η ώρα του θανάτου σου ή του δικού του. Θα τη γνωρίσεις όταν έρθει. Τώρα άκου προσεκτικά. Διηνέκη, κι εσείς, κυράδες μου.
»Λίγο πριν το μεσημέρι με κάλεσε ο βασιλιάς. Πήγα αμέσως και παρουσιάστηκα στην αυλή του σπιτιού του. Έτυχε να πάω νωρίς. Ο Λεωνίδας δεν είχε επιστρέψει ακόμα από
• 525 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τη δουλειά του: Οργάνωνε την αναχώρηση. Η βασίλισσά του ωστόσο, η Γοργώ, με περίμενε σε ένα παγκάκι στη σκιά ενός πλάτανου, φανερά προβληματισμένη. Με καλωσόρισε και μου είπε να καθίσω. Ήμαστε μόνες, υπηρέτες και ακόλουθοι όλοι απουσίαζαν.
»"Θα αναρωτιέσαι, Παράλεια" άρχισε "γιατί ο άντρας μου έστειλε να σε γυρέψουν. Θα σου πω εγώ. Θέλει να απευθυνθεί στην καρδιά σου και στα αισθήματα της αδικίας που την κατακλύζουν, φαντάζεται, επειδή μόνη εσύ επιλέχθηκες να κουβαλήσεις διπλό καημό. Έχει πλήρη επίγνωση ότι, επιλέγοντας στους Τριακόσιους τον Ολύμπιο και τον Αλέξανδρο, σε λήστεψε δυο φορές, τόσο το γιο όσο και τον άντρα, αφήνοντάς σου μόνο το μικρό Ολύμπιο να συνεχίσει τη γενιά σου. Γι' αυτό θα σου μιλήσει όταν έρθει. Πρώτα όμως θέλω να σου ανοίξω την καρδιά μου, να μιλήσουμε σαν γυναίκα προς γυναίκα".
»Είναι αρκετά νέα η βασίλισσά μας και φαινόταν ψηλή και όμορφη, αν και υπερβολικά σοβαρή κάτω από τη σκιά.
»"Ήμουν κόρη βασιλιά και τώρα σύζυγος ενός άλλου" είπε η Γοργώ. "Οι γυναίκες ζηλεύουν τη θέση μου, αλλά ελάχιστες γνωρίζουν τις δύσκολες και σκληρές υποχρεώσεις της. Μια βασίλισσα δεν είναι μια γυναίκα όπως οι άλλες. Δεν έχει σύζυγο και παιδιά όπως οι άλλες σύζυγοι και μητέρες, γιατί βρίσκεται στην υπηρεσία της πόλης. Υπηρετεί τις εστίες των συμπατριωτών της, όχι τη δική της ή της οικογένειάς της. Τώρα κι εσύ, Παράλεια, καλείσαι σ' αυτή τη σκληρή αδελφότητα. Πρέπει να πάρεις τη θέση σου στη θλίψη πλάι μου. Είναι η δοκιμασία και ο θρίαμβος της γυναίκας που πρόσταξαν οι θεοί: να πονά, να υποφέρει, να βρίσκεται πάντα κάτω από το ζυγό της θλίψης και έτσι να δίνει κουράγιο στους άλλους".
»Καθώς άκουγα τα λόγια της βασίλισσας, το λέω σε σένα, Διηνέκη, και σε σας, κυράδες, τα χέρια μου έτρεμαν τό-
• 526 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σο, που φοβόμουν ότι δεν τα έλεγχα πια — όχι μόνο επειδή γνώριζα εκ των προτέρων τη θλίψη που θα έπαιρνα αλλά κι από θυμό, τυφλή, πικρή οργή για το Λεωνίδα και την άπονη καρδιά του, που έχυσε διπλή ποσότητα πόνου στο κύπελλό μου. Γιατί εμένα; ούρλιαζε η καρδιά μου οργισμένη. Ήμουν έτοιμη να δώσω φωνή σ' αυτή την ύβρη όταν από την εξωτερική αυλή ακούστηκε ο ήχος θύρας που ανοίγει και μετά από λίγο μπήκε ο Λεωνίδας. Ερχόταν από το μέρος όπου γινόταν η συγκρότηση της εκστρατευτικής δύναμης και κρατούσε τις σκονισμένες κνημίδες του στο χέρι. Μόλις είδε την κυρά του κι εμένα να συνομιλούμε ιδιαιτέρως, μάντεψε αμέσως το θέμα της συζήτησής μας.
»Ζήτησε συγνώμη για την αργοπορία του και κάθισε. Με ευχαρίστησε που ήρθα αμέσως και με ρώτησε για τον άρρωστο πατέρα μου και για άλλους της οικογένειάς μου. Αν και ήταν φανερό ότι τον απασχολούσαν ένα σωρό προβλήματα του στρατού και του κράτους, χωρίς να εξαιρέσω το δικό του επικείμενο θάνατο και το πένθος της αγαπημένης του γυναίκας και των παιδιών του, μόλις κάθισε στο παγκάκι τα έβγαλε όλα από το μυαλό του και μου μίλησε στρέφοντας όλη την προσοχή του σε μένα.
»"Με μισείς, κυρά;" Αυτά ήταν τα πρώτα του λόγια. "Αν ήμουν στη θέση σου, θα σε μισούσα. Τα χέρια μου θα έτρεμαν τώρα από ανείπωτη οργή". Έκανε χώρο στον πάγκο. "Έλα, κάθισε εδώ, δίπλα μου".
»Υπάκουσα. Η δέσποινα Γοργώ πλησίασε πιο κοντά. Μπορούσα να μυρίσω τον ιδρώτα του βασιλιά από τα γυμνάσια και να νιώσω τη ζεστασιά της σάρκας του, όπως τότε με τον πατέρα μου, μικρό κοριτσάκι, που με κάλεσε στο συμβούλιό του. Και πάλι η γεμάτη πόνο και θυμό καρδιά λίγο έλειψε να με κάνει να χάσω την ψυχραιμία μου. Προσπάθησα να συγκρατηθώ με όλη μου τη δύναμη.
»"Η πόλη αναρωτιέται και προσπαθεί να μαντέψει" εί-
• 527 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
πε ο Λεωνίδας "γιατί επέλεξα αυτούς ειδικά τους τριακόσιους άντρες. Μήπως για την ανδρεία τους ως στρατιωτών; Πώς είναι δυνατό κάτι τέτοιο, όταν μεταξύ πρωταθλητών όπως ο Πολύνεικος, ο Διηνέκης, ο Αλφεός και ο Μάρωνας στρατολόγησα επίσης νεαρούς όπως ο Αρίστωνας και ο δικός σου ο Αλέξανδρος; Η πόλη υποθέτει ότι ίσως διέκρινα κάποια λεπτή αλχημεία σ' αυτή τη μοναδική ένωση. Ότι πιθανόν να εξαγοράστηκα ή ανταπέδιδα χάρες. Ποτέ δε θα πω στην πόλη γιατί διόρισα αυτούς τους Τριακόσιους. Δε θα το πω ούτε στους Τριακόσιους. Αλλά θα το πω σε σένα.
»"Τους επέλεξα όχι για τη δική τους ανδρεία, κυρά, αλλά για κείνη των γυναικών τους".
»Σε κείνα τα λόγια του βασιλιά μια σπαρακτική κραυγή ξέφυγε από το στήθος μου, λες και κατάλαβα εκ των προτέρων τι θα έλεγε. Ένιωσα το χέρι του στον ώμο μου παρηγορητικό.
»"Τούτη η ώρα είναι η πλέον επικίνδυνη για την Ελλάδα. Αν σωθεί, δε θα είναι στις Θερμοπύλες (μόνο ο θάνατος περιμένει εμάς και τους συμμάχους μας) αλλά αργότερα, σε προσεχείς μάχες, σε στεριά και θάλασσα. Τότε η Ελλάδα, αν το θελήσουν οι θεοί, θα διαφύγει τον κίνδυνο. Το καταλαβαίνεις αυτό, κυρά; Άκου τώρα λοιπόν.
»"Όταν τελειώσει η μάχη, όταν οι Τριακόσιοι πεθάνουν, όλη η Ελλάδα θα στρέψει το βλέμμα στους Σπαρτιάτες για να δει πώς το πήραν.
»"Αλλά και οι Σπαρτιάτες σε ποιους θα στρέψουν το βλέμμα; Σε σένα. Σε σένα και στις άλλες συζύγους και μητέρες, αδελφές και θυγατέρες των πεσόντων.
»"Αν δουν τις καρδιές σας ρημαγμένες και τσακισμένες από τη θλίψη, θα σπάσουν κι αυτοί. Και μαζί μ' αυτούς θα σπάσει κι όλη η Ελλάδα. Μα, αν αντέξετε χωρίς να χύσετε δάκρυ, όχι μόνο το θάνατο υπομένοντας αλλά και αντιμε-
• 528 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τωπίζοντας με περιφρόνηση την αγωνία του και αγκαλιάζοντας την τιμή που περικλείει στην πραγματικότητα, τότε η Σπάρτη θα κρατήσει. Και όλη η Ελλάδα μαζί της.
»"Γιατί διάλεξα εσένα, κυρά, γι' αυτή τη φοβερή δοκιμασία; Εσένα και τις αδελφές σου των Τριακοσίων; Επειδή μπορείτε".
»Από τα χείλη μου ξέφυγαν τούτα τα αποδοκιμαστικά για το βασιλιά λόγια: "Έτσι ανταμείβεται, λοιπόν, η αρετή μιας γυναίκας, Λεωνίδα; Δύο φορές να πικραθεί, πόνο διπλό να υποφέρει;".
»Εκείνη τη στιγμή η βασίλισσα Γοργώ άπλωσε το χέρι να με παρηγορήσει, αλλά ο Λεωνίδας τη συγκράτησε. Κι ενώ συνέχισε να κρατά τον ώμο μου με το ζεστό του χέρι, απάντησε στο ξέσπασμα του σπαραγμού μου.
»"Η γυναίκα μου, Παράλεια, θέλει με το άγγιγμά της να σε πληροφορήσει για το φορτίο που κουβαλούσε αδιαμαρτύρητα όλη της τη ζωή. Αυτό που δεν αρνήθηκε ποτέ, να μην είναι απλώς η γυναίκα του Λεωνίδα αλλά και σύζυγος της Λακεδαίμονας. Αυτός είναι τώρα και ο δικός σου ρόλος, κυρά. Δε θα είσαι πια η γυναίκα του Ολύμπιου ή η μητέρα του Αλέξανδρου, αλλά πρέπει να υπηρετήσεις ως σύζυγος και μητέρα την πόλη μας. Εσύ και οι αδελφές σου των Τριακοσίων είστε τώρα οι μητέρες όλης της Ελλάδας, μα και της ίδιας της λευτεριάς. Είναι σκληρό καθήκον, Παράλεια, αυτό που έχω αναθέσει στην αγαπημένη μου γυναίκα, τη μητέρα των παιδιών μου, και που τώρα το αναθέτω και σε σένα. Πες μου, κυρά. Είχα άδικο;"
»Σ' αυτά τα λόγια του βασιλιά κάθε αυτοσυγκράτηση πέταξε από την καρδιά μου. Έσπασα και άρχισα να κλαίω. Ο Λεωνίδας με τράβηξε κοντά του με καλοσύνη. Έκρυψα το πρόσωπό μου στην αγκαλιά του, όπως κάνει ένα κοριτσάκι με τον πατέρα του, και έκλαψα με λυγμούς, ανίκανη να βαστάξω άλλο. Ο βασιλιάς με κρατούσε σταθερά, το αγκάλια-
• 529 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σμά του δεν ήταν ούτε αυστηρό ούτε δίχως καλοσύνη, αλλά ευγενικό και παρηγορητικό.
»Σαν τη φωτιά που μαίνεται στη βουνοπλαγιά και που στο τέλος φθίνει και δε φωτοβολά, έτσι κι ο πόνος χώνεψε μες στην καρδιά μου. Μια ευεργετική γαλήνη απλώθηκε μέσα μου, που δεν προερχόταν μόνο από το δυνατό εκείνο χέρι που με κρατούσε ακόμα αγκαλιά αλλά και από κάποια εσωτερική πηγή, ανέκφραστη και θεία. Η δύναμη ξαναγύρισε στα γόνατά μου και το κουράγιο στην καρδιά μου. Σηκώθηκα, στάθηκα μπροστά στο βασιλιά και σκούπισα τα μάτια. Και τότε τούτα τα λόγια τού είπα, όχι από δική μου θέληση θαρρώ, αλλά με την παρότρυνση κάποιας αόρατης θεάς που την πηγή και την καταγωγή της δεν μπορούσα να ονομάσω.
»"Αυτά τα δάκρυα ήταν τα στερνά που είδε ο ήλιος από μένα, βασιλιά μου"».
• 530 •
37
ΑΥΤΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ τα στερνά λόγια που πρόφερε ο αιχμάλωτος Χίονης. Η φωνή του άντρα έπαψε να ακούγεται· τα σημάδια ζωής έσβησαν γρήγορα. Μέσα σε λίγες στιγμές έμεινε ακίνητος και παγωμένος. Ο θεός του, αφού τον χρησιμοποίησε, τον ξαναπήγε τελικά σε κείνο τον τόπο που τόσο λαχταρούσε να επιστρέψει. Ξαναβρήκε τους συντρόφους του κάτω από τη γη.
Εκείνη τη στιγμή έξω από τη σκηνή του αρχηγού Ορόντη αρματωμένοι άντρες από τα στρατεύματα της Μεγαλειότητάς Του αποχωρούσαν από την πόλη με θόρυβο μεγάλο. Ο Ορόντης διέταξε να μεταφέρουν τη σορό του άντρα Χίονη χωρίς το φορείο. Έξω βασίλευε το χάος. Ο αρχηγός έπρεπε να πάει στη θέση του. Κάθε στιγμή που περνούσε μεγάλωνε την ανάγκη της αναχώρησής του.
Η Μεγαλειότητά Του θα θυμάται την αναρχία που βασίλευε εκείνο το πρωινό. Αμέτρητοι νεαροί του δρόμου και κακοποιοί, αποβράσματα των Αθηναίων πολιτών, όλοι οι άθλιοι που δεν άξιζαν να μεταφερθούν και είχαν εγκαταλειφθεί στην πόλη από τους ανωτέρους τους, με αποτέλεσμα να περιφέρονται στους δρόμους σαν ληστές, τόλμησαν τώρα να εισέλθουν μέσα στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Του. Τούτοι οι άθλιοι έκλεβαν ό,τι έβρισκαν μπρος τους. Όταν η ομάδα μας εμφανίστηκε στο χαλικόστρωτο δρόμο που οι Αθηναίοι ονομάζουν Ιερά Οδό, μια ομάδα από δαύτους έτυ-
• 531 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χε να περνάει από δίπλα μας. Τους είχαν συλλάβει μερικοί κατώτεροι αξιωματικοί της στρατονομίας της Μεγαλειότητάς Του.
Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο αρχηγός Ορόντης σταμάτησε τους αξιωματικούς. Τους διέταξε να ελευθερώσουν τους αχρείους και μετά να φύγουν. Οι κακοποιοί ήταν τρεις στον αριθμό και σίγουρα είχαν τις χειρότερες διαθέσεις. Στάθηκαν μπροστά στον Ορόντη και στους αξιωματικούς των Αθανάτων, περιμένοντας να τους εκτελέσουν επιτόπου. Ο αρχηγός με πρόσταξε να κάνω το διερμηνέα.
Ο Ορόντης ρώτησε εκείνους τους απατεώνες αν ήταν Αθηναίοι. Όχι πολίτες, απάντησαν, αλλά άνθρωποι της πόλης. Ο Ορόντης έδειξε το χοντροκομμένο ρούχο που τύλιγε το σώμα του άντρα Χίονη.
«Ξέρετε τι ρούχο είναι αυτό;» Ο αρχηγός των κακοποιών, ένας νεαρός όχι πάνω από εί
κοσι, απάντησε ότι ήταν ο κόκκινος μανδύας της Λακεδαίμονας, αυτή την κάπα τη φορούσαν μόνο οι πολεμιστές της Σπάρτης. Ήταν φανερό ότι κανείς από τους εγκληματίες δεν μπορούσε να εξηγήσει την παρουσία του πτώματος αυτού του ανθρώπου, ενός Έλληνα, στα χέρια του Πέρση εχθρού.
Ο Ορόντης έκανε κι άλλες ερωτήσεις στους αλήτες. Ήξεραν το μέρος, την περιοχή του Φαλήρου, όπου βρισκόταν ένα ιερό γνωστό ως της Πεπλοφορούσας Περσεφόνης;
Οι άθλιοι απάντησαν καταφατικά. Προς μεγάλη μου έκπληξη αλλά και όλων των αξιωματι
κών, ο αρχηγός έβγαλε από το πουγκί του τρεις χρυσούς δαρεικούς, ο μισθός ενός μήνα για έναν οπλίτη, και έδωσε αυτό το ποσό στους παλιανθρώπους.
«Πηγαίνετε το σώμα αυτού του άντρα στο ναό και μείνετε μαζί του μέχρι να επιστρέψουν οι ιέρειες. Αυτές ξέρουν τι θα το κάνουν».
Τότε ένας από τους αξιωματικούς των Αθανάτων δια-
• 532 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μαρτυρήθηκε. «Κοίτα αυτούς τους εγκληματίες, αρχηγέ. Είναι χυδαίοι! Μόλις βάλουν στο χέρι το χρυσάφι, θα πετάξουν τον άντρα και το φορείο στο πρώτο χαντάκι που θα βρουν μπροστά τους».
Δεν υπήρχε χρόνος για συζητήσεις. Ο Ορόντης, εγώ και οι αξιωματικοί έπρεπε να πάμε γρήγορα στις θέσεις μας. Ο αρχηγός δίστασε για μια στιγμή και εξέτασε προσεκτικά τα πρόσωπα των τριών κακοποιών που στέκονταν μπροστά του.
«Αγαπάτε την πατρίδα σας;» ρώτησε. Η προκλητική έκφραση των ληστών απάντησε αντί για
κείνους. Ο Ορόντης έδειξε τη φιγούρα πάνω στο φορείο. «Αυτός ο άντρας την υπερασπίστηκε με τη ζωή του. Τι-
μήστε τον». Έτσι, αφήσαμε εκεί τη σορό του Σπαρτιάτη Χίονη και
μετά από λίγο παρασυρθήκαμε κι εμείς από το ασυγκρά-τητο ρεύμα της αποστρατοπέδευσης και της υποχώρησης.
• 533 •
38
ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΝΑ ΕΠΙΣΥΝΑΨΩ δύο υστερόγραφα που αφορούν τον άντρα και το χειρόγραφο, τα οποία θα ολοκληρώσουν την ιστορία.
Όπως είχε προβλέψει ο αρχηγός Ορόντης, η Μεγαλειότητά Toυ πήρε το πλοίο για την Ασία, αφήνοντας στην Ελλάδα υπό την αρχηγία του Μαρδόνιου τις επίλεκτες μονάδες του στρατού, γύρω στους τριακόσιους χιλιάδες άντρες, μαζί με τον Ορόντη και τους Δέκα Χιλιάδες, με διαταγή να ξεχειμωνιάσουν στη Θεσσαλία και να αναλάβουν δράση όταν έρθει η άνοιξη. Μόλις ερχόταν αυτή η εποχή, έτσι ισχυριζόταν ο Μαρδόνιος, η ασυγκράτητη δύναμη του στρατού της Μεγαλειότητάς Του θα υπέτασσε μια για πάντα ολόκληρη την Ελλάδα. Εγώ παρέμεινα στο στράτευμα με την ιδιότητα του ιστορικού.
Τελικά, την άνοιξη οι χερσαίες δυνάμεις της Μεγαλειότητάς Του αντιμετώπισαν τους Έλληνες σε κείνη την πεδιάδα που γειτονεύει με την ελληνική πόλη των Πλαταιών, μια μέρα δρόμο βορειοδυτικά της Αθήνας.
Απέναντι στους τριακόσιους χιλιάδες της Περσίας, της Μηδίας, της Βακτρίας, της Ινδίας, της Σακίας και των Ελλήνων που είχαν επιστρατευτεί κάτω από τη σημαία της Μεγαλειότητάς Του είχαν παραταχθεί εκατό χιλιάδες ελεύθεροι Έλληνες. Η κύρια δύναμη περιλάμβανε όλο το σπαρτιατικό στρατό, πέντε χιλιάδες ομοίους, συν τους Λακεδαι-
• 534 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μόνιους περιοίκους, οπλισμένους βοηθητικούς και είλωτες, σε ένα σύνολο εβδομήντα πέντε χιλιάδων αντρών — έχοντας πλάι τους τους οπλίτες των Πελοποννήσιων συμμάχων τους, τους Τεγεάτες. Τη δύναμη του στρατού συμπλήρωναν πιο ολιγάριθμα συντάγματα, καμιά δεκαριά, άλλων ελληνικών κρατών, μεταξύ των οποίων οι Αθηναίοι, οκτώ χιλιάδες στον αριθμό, στα αριστερά.
Δε χρειάζεται να επαναλάβει κανείς τις λεπτομέρειες αυτής της πανωλεθρίας, που τόσο γνωστές είναι, δυστυχώς, στη Μεγαλειότητά Του, ούτε να αναφερθεί στις τρομακτικές απώλειες από πείνα και αρρώστιες του ανθού της αυτοκρατορίας κατά την επιστροφή στην Ασία. Θα αρκεστώ να σημειώσω, ως αυτόπτης μάρτυρας, πως ό,τι είχε πει ο Χίονης αποδείχτηκε αληθινό. Οι πολεμιστές μας είδαν ξανά εκείνη τη γραμμή από λάμδα πάνω στις ενισχυμένες ασπίδες των Λακεδαιμονίων, αυτή τη φορά όχι σε πλάτος πενήντα ή εξήντα αντρών όπως στις Θερμοπύλες, αλλά δέκα χιλιάδες πλάτος και οχτώ βάθος, όπως τους είχε περιγράψει ο Χίονης, μια ανίκητη παλίρροια από ορείχαλκο και πορφύρα. Το θάρρος των αντρών της Ασίας αποδείχτηκε για άλλη μια φορά λίγο μπροστά στην ανδρεία και στην εκπληκτική πειθαρχία των πολεμιστών της Λακεδαίμονας, που πολεμούσαν για την ελευθερία της πατρίδας τους. Προσωπικά πιστεύω πως καμία δύναμη κάτω από τον ουρανό, όσο μεγάλη σε αριθμό κι αν ήταν, δε θα άντεχε τη σφοδρή τους επίθεση εκείνη τη μέρα.
Μετά τη σφαγή κι ενώ το αίμα έρεε καυτό, η θέση του ιστορικού μέσα στα περσικά χαρακώματα καταλήφθηκε από δυο τάγματα αρματωμένων ειλώτων. Αυτοί, κάτω από τις διαταγές του Σπαρτιάτη διοικητή Παυσανία να μην πάρουν αιχμαλώτους, άρχισαν να σφάζουν δίχως έλεος όποιον άντρα της Ασίας έπιαναν. Μπροστά σ' αυτή την κρίσιμη κατάσταση, όρμησα μπροστά και άρχισα να φωνάζω στους
• 535 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Έλληνες, να ικετεύω τους νικητές να λυπηθούν τους άντρες μας.
Τόσος ήταν όμως ο τρόμος των Ελλήνων από τους χιλιάδες της Ανατολής, έστω κι αν είχαν τραπεί σε φυγή ηττημένοι, που δε με πρόσεξε ούτε σταμάτησε κανείς. Αντίθετα, ένιωσα χέρια να με αρπάζουν και τη λεπίδα να απειλεί το λαιμό μου. Εμπνευσμένος ίσως από το θεό Αχούρα Μάζντα ή απλώς από τον τρόμο, βρήκα τη φωνή μου και άρχισα να φωνάζω τα ονόματα των Σπαρτιατών που είχε αναφέρει ο άντρας Χίονης. Λεωνίδας. Διηνέκης. Αλέξανδρος. Πολύνεικος. Κόκορας. Αμέσως οι είλωτες πολεμιστές απέσυραν τα σπαθιά τους.
Η σφαγή σταμάτησε. Τότε εμφανίστηκαν μερικοί Σπαρτιάτες αξιωματικοί που
επανέφεραν στην τάξη τον όχλο των οπλισμένων δουλοπάροικων. Με έσυραν μπροστά με δεμένα τα χέρια και με πέταξαν κάτω μπροστά σε ένα Σπαρτιάτη, έναν πανέμορφο πολεμιστή, που η σάρκα του άχνιζε ακόμα από το αίμα και τους ιστούς της κατάκτησης. Οι είλωτες του είπαν για τα ονόματα που φώναζα. Ο πολεμιστής στεκόταν πάνω από τη γονατισμένη μου φιγούρα και με κοίταζε σοβαρά.
«Ξέρεις ποιος είμαι;» ρώτησε. Απάντησα πως δεν ήξερα. «Είμαι ο Δέκτωνας, ο γιος του Ιδοτυχίδη. Το όνομά μου
κάλεσες όταν φώναξες "Κόκορα"». Σ' αυτό το σημείο οφείλω να δηλώσω πως όποια περι
γραφή αυτού του άντρα κι αν έκανε ο αιχμάλωτος Χίονης σίγουρα τον αδίκησε. Ο πολεμιστής που στεκόταν από πάνω μου ήταν ένας εκθαμβωτικός ρωμαλέος νέος άντρας, πάνω από έξι πόδια ψηλός. Ήταν τόση η ομορφιά και η ευγένειά του, που ήταν αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι είχε γεννηθεί και μεγαλώσει ως παρακατιανός.
Γονάτισα μπροστά σ' αυτόν το γενναίο άντρα, εκλιπα-
• 536 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρώντας τον οίκτο του. Του είπα ότι ο σύντροφος του Χίονης είχε επιζήσει της μάχης των Θερμοπυλών, του μίλησα για τη νεκρανάσταση του από το προσωπικό του βασιλικού χειρουργού και για την υπαγόρευση των χειρογράφων χάρη στα οποία εγώ, ο γραφέας τους, έμαθα τα ονόματα των Σπαρτιατών που φώναζα ζητώντας οίκτο.
Τώρα γύρω από τη γονατιστή φιγούρα μου είχαν μαζευτεί καμιά δεκαριά Σπαρτιάτες πολεμιστές. Μ' ένα στόμα αμφισβήτησαν τα αόρατα χειρόγραφα και με κατήγγειλαν ως ψεύτη.
«Τι παραμύθι περσικού ηρωισμού είναι αυτό που σκαρφίστηκε η φαντασία σου, γραφέα;» ρώτησε κάποιος. «Μήπως κανένα χαλί από ψέματα που ύφανες για να κολακέψεις το βασιλιά σου;»
Άλλοι είπαν ότι γνώριζαν καλά τον άντρα Χίονη, το βοηθό του Διηνέκη. Πώς τολμούσα να αναφέρω το όνομά του, όπως κι αυτό του ευγενικού του αφέντη, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να σώσω το τομάρι μου;
Στο μεταξύ, ο άντρας Δέκτωνας, ο επονομαζόμενος Κόκορας, παρέμενε σιωπηλός. Όταν η οργή των άλλων καταλάγιασε, μου έκανε μόνο μία σύντομη ερώτηση, χαρακτηριστικό των Λακεδαιμονίων: Πού εθεάθη για τελευταία φορά ο άντρας Χίονης;
«Η σορός του στάλθηκε με τιμή από τον Πέρση αρχηγό Ορόντη σε ένα ναό της Αθήνας που οι Έλληνες αποκαλούν της Πεπλοφορούσας Περσεφόνης».
Σ' αυτό ο Σπαρτιάτης Δέκτωνας σήκωσε το χέρι του σε ένδειξη οίκτου. «Αυτός ο ξένος λέει την αλήθεια». Oι στάχτες του συντρόφου του Χίονη, βεβαίωσε, βρίσκονταν τώρα στη Σπάρτη. Είχαν παραδοθεί πολλούς μήνες πριν τη σημερινή μάχη από μια ιέρεια αυτού ακριβώς του ναού.
Μόλις το άκουσα αυτό, τα γόνατά μου λύγισαν. Σωριάστηκα κάτω, εξουθενωμένος από το φόβο τόσο του δικού
• 537 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μου θανάτου όσο και του στρατού μας, αλλά και από την ειρωνεία της τύχης βλέποντας τον εαυτό μου μπροστά στους Σπαρτιάτες στην ίδια επαίσχυντη θέση στην οποία βρέθηκε ο άντρας Χίονης μπροστά στους πολεμιστές της Ασίας, δηλαδή του ηττημένου και του σκλαβωμένου.
Ο στρατηγός Μαρδόνιος είχε σκοτωθεί στη μάχη των Πλαταιών, το ίδιο και ο αρχηγός των Αθανάτων Ορόντης.
Οι Σπαρτιάτες ωστόσο με πίστεψαν, η ζωή μου σώθηκε. Έμεινα στις Πλαταιές κάτω από την επίβλεψη των Ελλή
νων συμμάχων, όπου μου φέρθηκαν με αβροφροσύνη και ευγένεια, αρκετούς μήνες. Έπειτα με διόρισαν ως αιχμάλωτο διερμηνέα στο προσωπικό του Συμμαχικού Συμβουλίου.
Αυτό το χειρόγραφο τελικά μου έσωσε τη ζωή.
Και τώρα κάτι σχετικά με τη μάχη. Η Μεγαλειότητά Του ίσως θυμάται το όνομα Αριστόδημος, ο Σπαρτιάτης αξιωματικός στον οποίο αναφέρθηκε αρκετές φορές ο άντρας Χίονης ως απεσταλμένος και, αργότερα, ανάμεσα στους Τριακόσιους στις Θερμοπύλες. Μόνο αυτός ο άντρας επέζησε από τους ομοίους, επειδή είχε φύγει λόγω της φλεγμονής στα μάτια λίγο πριν το τελευταίο πρωινό.
Όταν ο Αριστόδημος επέστρεψε στη Σπάρτη, αντιμετωπίστηκε με μεγάλη περιφρόνηση και χλευασμό από τους συμπολίτες του, οι οποίοι τον αποκαλούσαν δειλό ή τρεμουλιά-ρη. Στις Πλαταιές ωστόσο βρήκε την ευκαιρία να αποκαταστήσει την τιμή του. Έδειξε τόσο μεγάλο ηρωισμό, που τους ξεπέρασε όλους στο πεδίο της μάχης, σαν να ήθελε να ξεριζώσει για πάντα την προηγούμενη ντροπή.
Οι Σπαρτιάτες όμως δεν του απένειμαν βραβείο ανδρείας. Το έδωσαν σε τρεις άλλους πολεμιστές, στον Ποσειδώνιο, στο Φιλοκύονα και στον Αμομφάρετο. Οι διοικητές έκριναν τις ηρωικές πράξεις του Αριστόδημου παράτολμες και νο-
538
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σηρές, αφού ορμούσε σαν τρελός στην πρώτη γραμμή, επιζητώντας φανερά το θάνατο μπροστά στα μάτια των συντρόφων του για να ξεπληρώσει την ντροπή της επιβίωσης του από τις Θερμοπύλες. Η ανδρεία του Ποσειδωνίου, του Φιλοχύονα και του Αμομφάρετου κρίθηκε ανώτερη, γιατί προερχόταν από άντρες που ήθελαν να ζήσουν κι όμως πολέμησαν τόσο εκπληκτικά.
Ας γυρίσουμε τώρα σε μένα. Κρατήθηκα στην Αθήνα επί δύο καλοκαίρια, υπηρετώντας ως διερμηνέας και γραφέας σε θέσεις που μου επέτρεψαν να γίνω αυτόπτης μάρτυρας των μοναδικών και άνευ προηγουμένου αλλαγών που έλαβαν χώρα εδώ.
Η καταστραμμένη πόλη οικοδομήθηκε ξανά. Με εκπληκτική ταχύτητα χτίστηκαν τα τείχη και το λιμάνι, τα κτίρια της συνέλευσης και του εμπορίου, τα δικαστήρια, τα σπίτια και τα καταστήματα, οι αγορές και oι βιοτεχνίες. Μια δεύτερη πυρκαγιά κατάκαιγε τώρα όλη την Ελλάδα, ιδίως την πόλη της Αθηνάς: η έκρηξη της τόλμης και της αυτοπεποίθησης. Φαίνεται ότι το χέρι του θεού είχε ακουμπήσει τον ώμο κάθε ανθρώπου, δίνοντάς του την ευλογία του, απαγορεύοντας κάθε δειλία και αναποφασιστικότητα. Εν μιά νυ-κτί οι Έλληνες είχαν πάρει στα χέρια το πεπρωμένο τους. Είχαν νικήσει τον ισχυρότερο στρατό και στόλο στην ιστορία. Τι μπορούσε να τους πτοήσει πια; Ποια επιχείρηση δε θα τολμούσαν να αναλάβουν;
Ο στόλος των Αθηναίων κυνήγησε τα πολεμικά πλοία της Μεγαλειότητάς Του μέχρι την Ασία, καθαρίζοντας το Αιγαίο. Το εμπόριο άνθησε. Τα πλούτη και τα εμπορεύματα όλου του κόσμου έρεαν στην Αθήνα.
Όσο μεγάλη κι αν ήταν όμως η οικονομική ανάπτυξη, ωχριούσε μπροστά στα αποτελέσματα που είχε η νίκη πά-
• 539 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
νω στους ανθρώπους, στον ίδιο το λαό. Η άμετρη αισιοδοξία και το επιχειρηματικό πνεύμα γέμιζαν τον καθένα με εμπιστοσύνη για τον εαυτό του και τους θεούς του. Κάθε πο-λίτης-πολεμιστής που είχε υποστεί τη δοκιμασία των όπλων στη φάλαγγα ή τραβούσε κουπί κάτω από τη φωτιά τώρα θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα σε όλες τις υποθέσεις και τις συζητήσεις της πόλης.
Εκείνη η ξεχωριστή μορφή διακυβέρνησης που λεγόταν δημοκρατία, η κυβέρνηση του λαού, απέκτησε βαθιές ρίζες, ποτισμένη από το αίμα του πολέμου' τώρα με τη νίκη ο βλαστός ξεπετάχτηκε και γέμισε άνθη. Στην Εκκλησία του Δήμου και στα δικαστήρια, στην Αγορά και στο Βουλευτήριο ο λαός έπαιρνε μέρος με θάρρος και εμπιστοσύνη.
Για τους Έλληνες η νίκη ήταν απόδειξη της παντοδυναμίας και της ανωτερότητας των θεών τους. Αυτές οι θεότητες, που σε μας τους περισσότερο πολιτισμένους φαίνονταν γεμάτοι ματαιοδοξία και πάθη, αινιγματικοί και επιρρεπείς στα λάθη και στις αδυναμίες των ανθρώπων, έτσι ώστε να μην αξίζουν να λέγονται θεοί, για τους Έλληνες ενσάρκωναν και προσωποποιούσαν την πίστη τους γι' αυτό που ήταν. Αν και ανώτεροι από τους ανθρώπους, παρέμεναν ανθρώπινοι στο πνεύμα και στην ουσία. Η ελληνική γλυπτική και οι αθλητές δόξαζαν το ανθρώπινο σώμα, η λογοτεχνία και η μουσική τα ανθρώπινα πάθη, οι λόγοι και η φιλοσοφία τους την ανθρώπινη λογική.
Μέσα στην έξαψη της νίκης, οι τέχνες άνθησαν. Κανενός το σπίτι, όσο ταπεινό κι αν ήταν, δε χτίστηκε από τις στάχτες δίχως μια διακόσμηση στον τοίχο, ένα άγαλμα ή ένα μνημείο για να ευχαριστήσουν τους θεούς και την ανδρεία των όπλων τους. Το θέατρο και ο χορός αναπτύχθηκαν πολύ. Oι τραγωδίες του Αισχύλου και του Φρυνίχου προσέλκυαν πλήθος κόσμου στο θέατρο, όπου αριστοκράτες και λαός, πολίτες και ξένοι έπαιρναν τις θέσεις τους, παρακολουθώντας με μεγά-
540
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
λο ενδιαφέρον και συχνά με δέος τα έργα που, όπως δήλωναν οι Έλληνες, θα κρατούσαν για πάντα.
Το φθινόπωρο του δεύτερου έτους της αιχμαλωσίας μου επαναπατρίστηκα, μετά τα λύτρα που πλήρωσε η Μεγαλειότητά Του, μαζί με μερικούς άλλους αξιωματικούς της αυτοκρατορίας και γύρισα στην Ασία.
Ξαναμπήκα στην υπηρεσία της Μεγαλειότητάς Του και ανέλαβα πάλι τις ευθύνες μου που είχαν σχέση με τις υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Η τύχη ή ίσως το χέρι του θεού Αχούρα Μάζντα το επόμενο καλοκαίρι με βρήκε στο λιμάνι της Σιδώνας, για να παρευρεθώ στην ανάκριση ενός καπετάνιου από την Αίγινα, ενός Έλληνα που το πλοίο του παρασύρθηκε από μια καταιγίδα στην Αίγυπτο και εκεί αιχμαλωτίστηκε από φοινικικά πλοία του στόλου της Μεγαλειότητάς Του. Καθώς εξέταζα το ημερολόγιο του πλοίου εκείνου του αξιωματικού, έφτασα σε μια καταγραφή που έδειχνε ένα θαλάσσιο πέρασμα, το περασμένο καλοκαίρι, από την Επίδαυρο Λιμηρά, ένα λιμάνι της Λακεδαίμονας, στις Θερμοπύλες.
Μετά από δική μου παρότρυνση, οι αξιωματικοί επέμειναν στην ανάκριση τους πάνω σ' αυτό το σημείο. Ο Αιγινί-της καπετάνιος είπε ότι το πλοίο του ήταν ανάμεσα σε κείνα που είχαν ναυλωθεί να μεταφέρουν μια ομάδα Σπαρτιατών και απεσταλμένων για να αφιερώσουν ένα μνημείο στη μνήμη των Τριακοσίων.
Στο πλοίο επίσης, δήλωσε ο καπετάνιος, ήταν μερικές Σπαρτιάτισσες, οι σύζυγοι και οι συγγενείς ορισμένων από τους πεσόντες.
Ο καπετάνιος ανέφερε ότι δεν του επέτρεψαν να έχει καμία επαφή με τους αξιωματικούς και τις γυναίκες. Ανέκρι-να τον άντρα επίμονα, αλλά δεν μπόρεσα να διευκρινίσω ού-
• 541 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τε από κάποια μαρτυρία ούτε από κάποια υποψία αν ανάμεσα σ' αυτές ήταν οι δέσποινες Αρέτη και Παράλεια ή οι σύζυγοι κάποιων πολεμιστών που αναφέρονταν στα χαρτιά του άντρα Χίονη.
Το πλοίο του άραξε στην εκβολή του Σπερχειού, είπε ο καπετάνιος, στο ανατολικότερο σημείο της ίδιας εκείνης πεδιάδας όπου είχε στρατοπεδεύσει ο στρατός της Μεγαλειότητάς Του κατά τη διάρκεια της επίθεσης στις Θερμοπύλες. Η ομάδα αποβιβάστηκε εκεί και έκανε τον υπόλοιπο δρόμο με τα πόδια. Τρία πτώματα Ελλήνων πολεμιστών, ανέφερε ο καπετάνιος, είχαν ανακαλυφθεί από τους ντόπιους πριν μερικούς μήνες στα ανώτατα όρια της πεδιάδας της Τραχι-νίας, στο λιβάδι όπου βρισκόταν η σκηνή της Μεγαλειότητάς Του. Τα οστά είχαν φυλαχτεί με θρησκευτική ευλάβεια από τους πολίτες της Τραχίνας, οι οποίοι τα παρέδωσαν με τιμή στους Λακεδαιμονίους.
Αν και κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για τέτοια θέματα, τα λείψανα αυτά, η κοινή λογική λέει, πρέπει να ανήκαν στον ιππέα Δωριέα, στο Σκιρίτη Κυνηγόσκυλο και στον παράνομο Σφαιρέα, οι οποίοι συμμετείχαν στη νυχτερινή έφοδο στη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του.
Οι στάχτες επίσης ενός πολεμιστή της Λακεδαίμονας μεταφέρθηκαν από την Αθήνα με το πλοίο του Αιγινίτη. Ο καπετάνιος δεν μπορούσε να δώσει καμία πληροφορία για την ταυτότητά τους. Η καρδιά μου ωστόσο αναπήδησε στην πιθανότητα να ήταν ο αφηγητής μας. Πίεσα τον καπετάνιο για περισσότερες πληροφορίες.
Στις Θερμοπύλες, είπε αυτός ο αξιωματικός, ό,τι είχε απομείνει από τα πτώματα και η τεφροδόχος με τις στάχτες τάφηκαν τελικά στον τύμβο στην περιοχή των Λακεδαιμονίων, που βρίσκεται σε ένα ύψωμα ακριβώς πάνω από τη θάλασσα. Μετά από προσεκτική ανάκριση του καπετάνιου σχετικά με την τοπογραφία της περιοχής, μπορώ να συμπε-
• 542 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ράνω σχεδόν με βεβαιότητα ότι αυτός ο γήλοφος ήταν ο ίδιος όπου σκοτώθηκαν οι τελευταίοι υπερασπιστές.
Στη μνήμη τους δεν έγιναν αθλητικοί αγώνες, αλλά μόνο μια επίσημη λειτουργία, όπου εψάλησαν ύμνοι στο Σωτήρα Δία, στον Απόλλωνα, στον Έρωτα και στις Μούσες. Όλα τελείωσαν σε λιγότερο από μία ώρα, είπε ο καπετάνιος.
Όπως ήταν φυσικό, αυτό που απασχολούσε τον καπετάνιο σε κείνη την περιοχή είχε σχέση μάλλον με την παλίρροια και την ασφάλεια του σκάφους του παρά με τα επιμνημόσυνα γεγονότα. Σε μια στιγμή ωστόσο κάτι τού τράβηξε την προσοχή, σε σημείο να το θυμάται. Μια γυναίκα ανάμεσα στην ομάδα των Σπαρτιατών στεκόταν παράμερα από τους άλλους και διάλεξε να πάει μόνη της στον τύμβο, όταν οι αδελφές της είχαν επιστρέψει και ετοιμάζονταν για αναχώρηση. Η γυναίκα αυτή καθυστέρησε τόσο πολύ, που ο καπετάνιος αναγκάστηκε να στείλει ένα ναύτη να τη φωνάξει.
Τον ρώτησα επίμονα να μου πει το όνομα αυτής της γυναίκας. Ο καπετάνιος όμως ούτε ρώτησε ούτε έμαθε. Συνέχισα να τον ρωτώ αναζητώντας κάποια ιδιαίτερα στοιχεία του ντυσίματος ή του προσώπου της που θα με έκαναν να υποθέσω την ταυτότητά της. Ο καπετάνιος επέμενε ότι δεν υπήρχε τίποτε.
«Και το πρόσωπό της;» επέμεινα. «Ηταν νέα ή γριά; Τι ηλικία είχε, πώς ήταν το παρουσιαστικό της;»
«Δεν μπορώ να σου πω» αποκρίθηκε ο άντρας. «Γιατί;» «Το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο» είπε ο καπετάνιος.
«Το έκρυβε ολόκληρο, εκτός από τα μάτια, ένα πέπλο».
Τον ρώτησα επίσης για τα μνημεία, για τις στήλες και τις επιτάφιες επιγραφές τους. Ο καπετάνιος είπε ότι θυμόταν τη μικρή. Η στήλη πάνω από τον τάφο των Σπαρτιατών εί-
• 543 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χε στίχους γραμμένους από τον ποιητή Σιμωνίδη, ο οποίος ήταν παρών εκείνη τη μέρα της αφιέρωσης.
«Μπορείς να θυμηθείς την επιτάφια επιγραφή πάνω στη στήλη;» ρώτησα. «Η μήπως οι στίχοι ήταν πολλοί για να τους συγκρατήσει η μνήμη;»
«Καθόλου» αποκρίθηκε ο καπετάνιος. «Η σύνθεση των στίχων είχε γίνει με το σπαρτιατικό τρόπο. Λιτοί. Τίποτε το παραπανίσιο».
Ήταν τόσο λίγοι, είπε, που ακόμα κι ένας με αδύνατη μνήμη όπως εκείνος δε θα δυσκολευόταν να απομνημονεύσει.
Ω ξείν' αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
Τούτους τους στίχους τους μετέφρασα έτσι, όσο καλύτερα μπορούσα:
Ξένε, πήγαινε πες στους Σπαρτιάτες ότι εδώ είμαστε θαμμένοι, υπακούοντας στους νόμους τους.
• 544 •
Επτά ημέρες πολέμου και ζωής... Σε ένα στενό πέρασμα του όρους Καλλιδρόμου με τη θάλασσα, που λέγεται Θερμοπύλες, μακριά από τη γενέτειρά τους, στα 480 π.Χ. τριακόσιοι επίλεκτοι Σπαρτιάτες πολεμιστές απώθησαν τους χιλιάδες πολεμιστές του Πέρση εισβολέα και έδωσαν με γενναιότητα τη ζωή τους, υπηρετώντας με ανιδιοτέλεια τη δημοκρατία και την ελευθερία. Μια απλή επιγραφή σε επιτύμβια στήλη δείχνει το μέρος όπου είναι θαμμένοι. Ο Πρέσσφιλντ, που εμπνεύστηκε από εκείνη την επιτύμβια στήλη, έχει συνδυάσει με υπέροχο τρόπο τη γνώση με τη φα-ντασία. Οι πύλες της φωτιάς, όπου ο αφηγητής είναι ο μόνος επιζών της επικής εκείνης μάχης, ένας βοηθητικός του σπαρτιατικού πεζικού που βρέθηκε ημιθανής κάτω από ένα άρμα και πιάστηκε αιχμάλωτος, είναι μια εξαίσια περιγραφή της μύησης ενός ανθρώπου στο σπαρτιατικό τρόπο ζωής και θανάτου και των μυθικών αντρών και γυναικών που χάρισαν στον πολιτισμό αυτό την αθανασία. Με αποκορύφωμα την επική μάχη, Οι πύλες της φωτιάς υφαίνουν μυστήριο, Ιστορία και τραγικό έρωτα σε ένα λογοτεχνικό έργο, που φέρνει την ομηρική παράδοση στον εικοστό πρώτο αιώνα.
«Σπάνια ένας συγγραφέας καταφέρνει να αναπλάσει μια ιστορική στιγ-μή με τόση μαστοριά, αυθεντικότητα και ψυχολογικό βάθος. Ο Στίβεν Πρέσσφιλντ δεν ήταν στις Θερμοπύλες το 480 π.Χ., αλλά όταν τελειώ-σετε το βιβλίο θα νομίζετε ότι ήταν, κι εσείς μαζί».
Nelson DeMille
«Ο Πρέσσφιλντ ξαναζωντανεύει με εκπληκτικό τρόπο τη μάχη των Θερμοπυλών. Όπως ακριβώς ο Τσαρλς Φρέιζιερ τον Αμερικανικό Εμ-φύλιο στο Παγερό βουνό. Οταν τελειώσετε το βιβλίο, θα έχετε την αί-σθηση ότι πολεμήσατε δίπλα δίπλα με τους Σπαρτιάτες. Είναι ένα ομηρικό μυθιστόρημα».
Pat Conroy
ISBN 978-960-16-0061-1
Βοηθ. κωδ. μηχ/σης 4061 www.patakis.gr