10
[1] Η Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922) Για την Ελλάδα ο Α παγκόσμιος πόλεμος έληξε το φθινόπωρο του 1918, με τη συνθηκολόγηση των Βουλγάρων (Σεπτέμβριος του 1918) και, έναν μήνα αργότερα, των Τούρκων (ανακωχή του Μούδρου, Οκτώβριος 1918). Ως σύμμαχος της νικήτριας Αντάντ, η Ελλάδα βγήκε ιδιαίτερα κερδισμένη από την πολεμική της περιπέτεια. Όχι μόνο αποκατέστησε την κυριαρχία της στην Μακεδονία (η οποία είχε απειληθεί από τους Βούλγαρους τη διετία 1915-1917, κατά τη διάρκεια δηλαδή του Εθνικού Διχασμού), αλλά αύξησε σημαντικά και τα εδάφη της . Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφηκε στην ομώνυμη γαλλική πόλη στις 10 Αυγούστου του 1920 1 , η Ελλάδα: έπαιρνε τη δυτική 2 και ανατολική Θράκη, ως την γραμμή της Τσατάλτζας (65 χλμ. δυτικά της Κωνσταντινούπολης) αναλάμβανε να διοικήσει επί πέντε χρόνια την περιοχή της Σμύρνης, στην οποία λίγο αργότερα προστέθηκε και εκείνη του Αϊβαλιού. Μετά την παρέλευση των πέντε αυτών ετών θα γινόταν τοπικό δημοψήφισμα για να αποφασίσουν οι κάτοικοι αν θα εντάσσονταν στο ελληνικό κράτος ή θα παρέμεναν στο τουρκικό. Ο ενθουσιασμός στην Ελλάδα και τη Μικρασία ήταν μεγάλος. Επιτέλους, ύστερα από 80 χρόνια πολεμικών επιχειρήσεων και θυσιών, το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, η απελευθέρωση δηλαδή των υπόδουλων Ελλήνων και η επανένωσή τους στα πλαίσια του ελληνικού κράτους, έδειχνε να γίνεται πραγματικότητα. Μπορεί να μην είχαμε πάρει την «Αγιά Σοφιά», όπως ήθελαν οι διάφορες «προφητείες» και οι υπερβάλλοντες εθνικιστές, όμως το Αιγαίο είχε ξαναγίνει «ελληνική θάλασσα». «Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», όπως την οραματιζόταν ο Βενιζέλος, φαινόταν πλέον να είναι απτή πραγματικότητα. Ήταν όμως έτσι τα πράγματα; Στην πραγματικότητα η Συνθήκη των Σεβρών δεν ίσχυσε ποτέ , αφού κανένα κοινοβούλιο των συμβαλλομένων χωρών που την είχαν υπογράψει δεν την επικύρωσε. Οι πολεμικές και πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν μετέβαλαν τη γνώμη των ευρωπαϊκών χωρών, που έσπευσαν πλέον μία-μία να προσεταιριστούν τον Κεμάλ . Στην Ελλάδα ο Βενιζέλος έπεσε πριν προλάβει να την περάσει από τη Βουλή. Έτσι ο «θρίαμβος» αυτός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και των ελληνικών όπλων παρέμεινε ένα «σχέδιο επί χάρτου», μία ανεκπλήρωτη υπόσχεση, που γρήγορα μετατράπηκε σε εθνική καταστροφή… Η προϊστορία Κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου τέθηκε σε εφαρμογή, μεταξύ άλλων, και το σχέδιο οριστικού διαμελισμού του «μεγάλου ασθενούς», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θα επρόκειτο, αν πετύχαινε, για την οριστική επίλυση του «ανατολικού ζητήματος», για το οποίο επί έναν και πλέον αιώνα (ήδη πριν την ελληνική επανάσταση) έριζαν οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία. 1 Είχε προηγηθεί η Συνθήκη των Βερσαλλιών, το καλοκαίρι του 1919, με την οποία είχε κλείσει το βασικό μέτωπο του πολέμου, εκείνο δηλαδή της Δυτικής Ευρώπης. Για τα υπόλοιπα, «περιφερειακά» μέτωπα υπογράφτηκαν στη συνέχεια άλλες, επί μέρους συνθήκες, μία εκ των οποίων ήταν και η συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920), η οποία ρύθμιζε συνολικά τα ζητήματα του βαλκανικού και μεσανατολικού μετώπου (βλ. παρακάτω). 2 Για τη δυτική Θράκη προηγήθηκε η Συνθήκη του Νεϊγύ, στις 14 Νοεμβρίου 1919, με την οποία οι έως τότε (από τον Β Βαλκανικό) κάτοχοί της Βούλγαροι παραιτούνταν των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.

Η μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)

  • Upload
    dromeas

  • View
    132

  • Download
    32

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Η πορεία από την Μεγάλη Ιδέα στην εθνική καταστροφή.

Citation preview

Page 1: Η μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)

[1]

Η Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922)

Για την Ελλάδα ο Α παγκόσμιος πόλεμος έληξε το φθινόπωρο του 1918, με τη συνθηκολόγηση

των Βουλγάρων (Σεπτέμβριος του 1918) και, έναν μήνα αργότερα, των Τούρκων (ανακωχή του

Μούδρου, Οκτώβριος 1918). Ως σύμμαχος της νικήτριας Αντάντ, η Ελλάδα βγήκε ιδιαίτερα

κερδισμένη από την πολεμική της περιπέτεια. Όχι μόνο αποκατέστησε την κυριαρχία της στην

Μακεδονία (η οποία είχε απειληθεί από τους Βούλγαρους τη διετία 1915-1917, κατά τη διάρκεια δηλαδή

του Εθνικού Διχασμού), αλλά αύξησε σημαντικά και τα εδάφη της.

Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφηκε στην ομώνυμη γαλλική πόλη στις 10

Αυγούστου του 19201, η Ελλάδα:

έπαιρνε τη δυτική2 και ανατολική Θράκη, ως την γραμμή της Τσατάλτζας (65 χλμ. δυτικά της

Κωνσταντινούπολης)

αναλάμβανε να διοικήσει επί πέντε χρόνια την περιοχή της Σμύρνης, στην οποία λίγο

αργότερα προστέθηκε και εκείνη του Αϊβαλιού. Μετά την παρέλευση των πέντε αυτών ετών

θα γινόταν τοπικό δημοψήφισμα για να αποφασίσουν οι κάτοικοι αν θα εντάσσονταν στο

ελληνικό κράτος ή θα παρέμεναν στο τουρκικό.

Ο ενθουσιασμός στην Ελλάδα και τη Μικρασία ήταν μεγάλος. Επιτέλους, ύστερα από 80 χρόνια

πολεμικών επιχειρήσεων και θυσιών, το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, η απελευθέρωση δηλαδή των

υπόδουλων Ελλήνων και η επανένωσή τους στα πλαίσια του ελληνικού κράτους, έδειχνε να γίνεται

πραγματικότητα. Μπορεί να μην είχαμε πάρει την «Αγιά Σοφιά», όπως ήθελαν οι διάφορες

«προφητείες» και οι υπερβάλλοντες εθνικιστές, όμως το Αιγαίο είχε ξαναγίνει «ελληνική θάλασσα».

«Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», όπως την οραματιζόταν ο Βενιζέλος,

φαινόταν πλέον να είναι απτή πραγματικότητα.

Ήταν όμως έτσι τα πράγματα; Στην πραγματικότητα η Συνθήκη των Σεβρών δεν ίσχυσε ποτέ,

αφού κανένα κοινοβούλιο των συμβαλλομένων χωρών που την είχαν υπογράψει δεν την επικύρωσε.

Οι πολεμικές και πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν μετέβαλαν τη γνώμη των ευρωπαϊκών χωρών,

που έσπευσαν πλέον μία-μία να προσεταιριστούν τον Κεμάλ. Στην Ελλάδα ο Βενιζέλος έπεσε πριν

προλάβει να την περάσει από τη Βουλή. Έτσι ο «θρίαμβος» αυτός της ελληνικής εξωτερικής

πολιτικής και των ελληνικών όπλων παρέμεινε ένα «σχέδιο επί χάρτου», μία ανεκπλήρωτη υπόσχεση,

που γρήγορα μετατράπηκε σε εθνική καταστροφή…

Η προϊστορία

Κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου τέθηκε σε εφαρμογή, μεταξύ άλλων, και το σχέδιο

οριστικού διαμελισμού του «μεγάλου ασθενούς», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θα επρόκειτο, αν

πετύχαινε, για την οριστική επίλυση του «ανατολικού ζητήματος», για το οποίο επί έναν και πλέον

αιώνα (ήδη πριν την ελληνική επανάσταση) έριζαν οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, η Αγγλία, η

Γαλλία και η Ρωσία.

1 Είχε προηγηθεί η Συνθήκη των Βερσαλλιών, το καλοκαίρι του 1919, με την οποία είχε κλείσει το βασικό μέτωπο του πολέμου, εκείνο δηλαδή της Δυτικής Ευρώπης. Για τα υπόλοιπα, «περιφερειακά» μέτωπα υπογράφτηκαν στη συνέχεια άλλες, επί μέρους συνθήκες, μία εκ των οποίων ήταν και η συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920), η οποία ρύθμιζε συνολικά τα ζητήματα του βαλκανικού και μεσανατολικού μετώπου (βλ. παρακάτω).

2 Για τη δυτική Θράκη προηγήθηκε η Συνθήκη του Νεϊγύ, στις 14 Νοεμβρίου 1919, με την οποία οι έως τότε (από τον Β Βαλκανικό) κάτοχοί της Βούλγαροι παραιτούνταν των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.

Page 2: Η μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)

[2]

Η Αγγλία ενδιαφερόταν για τα εδάφη της Μέσης Ανατολής (δηλ. την περιοχή της Παλαιστίνης),

πρωτίστως όμως για τον έλεγχο των στενών του Ελλησπόντου, που αποτελούσαν τη μοναδική δίοδο

για την κάθοδο του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας στη Μεσόγειο. Η Ρωσία, για τους

ακριβώς αντίθετους λόγους, επειδή δηλαδή ήθελε να αμφισβητήσει την βρετανική ναυτική

μονοκρατορία στη Μεσόγειο, είχε προφανώς την ίδια προτεραιότητα. Η Γαλλία, εξορισμένη από

καιρό από το συγκεκριμένο πεδίο αγγλο-ρωσικού ανταγωνισμού, προσέβλεπε μόνο σε εδάφη.

Κοντά στους τρεις αυτούς παλιούς «παίκτες» ερχόταν τώρα να προστεθεί και ένας νέος: η Ιταλία.

Όπως είχαμε πει όταν εξετάζαμε τον Α παγκόσμιο πόλεμο, η Ιταλία είχε αρχικά συμμαχήσει με τις

Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία και Αυστρο-ουγγαρία), τις οποίες στη συνέχεια (1915) εγκατέλειψε για

να προσχωρήσει στο στρατόπεδο της Αντάντ. Για τη μεταβολή αυτή της στάσης της, πέραν από άλλα

γεγονότα, σημαντικό ρόλο είχαν παίξει και οι εδαφικές υποσχέσεις που είχε αποσπάσει από την

Αγγλία3, η οποία δεσμευόταν να της παραχωρήσει ολόκληρη την μικρασιατική ακτή από τη Σμύρνη

ως τα σύνορα σχεδόν της γαλλικής ζώνης, στην Κιλικία (βλ. χάρτη 2). Η Ιταλία, που κατείχε ήδη από

το 1911 τα Δωδεκάνησα, είχε βρει αυτήν την παραχώρηση ιδιαίτερα εξυπηρετική.

Απέναντι σε όλους αυτούς τους «μνηστήρες» στεκόταν σύμμαχος της Οθωμανικής

Αυτοκρατορίας και εγγυητής της ασφάλειάς της η Γερμανία, που από καιρό διεισδύσει οικονομικά

στο έδαφος της μέσω στρατηγικών επενδύσεων (π.χ. στο σιδηροδρομικό δίκτυο) και είχε άρα κάθε

συμφέρον να την κρατήσει στη ζωή. Όμως στο τέλος, όπως ξέρουμε, έχασε και έτσι ήρθε και για την

ανατολίτισσα «προστατευόμενή» της η ώρα του διαμελισμού της: με την ανακωχή του Μούδρου στα

1918 και τη Συνθήκη των Σεβρών στα 1920, η ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκαζόταν να

παραχωρήσει τη μεν Παλαιστίνη, την Ιορδανία και το Ιράκ στην Αγγλία, τη δε Συρία με τον Λίβανο

στη Γαλλία4 (βλ. χάρτη 1). Στο ίδιο το έδαφος της Μικράς Ασίας καθορίστηκαν σφαίρες στρατιωτικής

κατοχής και οικονομικής εκμετάλλευσης: των μεν Άγγλων στα στενά, των δε Γάλλων στην Κιλικία

(ΝΑ, πάνω από την Κύπρο).

Όμως τα σχέδια των Ιταλών δεν βγήκαν έτσι ακριβώς όπως τα περίμεναν (και όπως είχαν

συμφωνηθεί). Με αιφνιδιαστική απόφασή τους της τελευταίας στιγμής και ενώ ακόμα συνεδρίαζε το

διαρκές Συμβούλιο Ειρήνης στο Παρίσι (το ίδιο που λίγο αργότερα συνέταξε και τη συνθήκη των

Βερσαλλιών), οι σύμμαχοι (δηλαδή οι Άγγλοι) αποφάσισαν να παραχωρήσουν το βορειοδυτικό άκρο

της προβλεπόμενης ιταλικής ζώνης, την περιοχή δηλαδή της Σμύρνης και του Αϊβαλιού στους

Έλληνες. Ήταν η δική μας «ανταμοιβή» για τη συμμετοχή μας στον πόλεμο, καθώς και στην

(αποτυχημένη) αντισοβιετική εκστρατεία του 1919. Η Ιταλία αντέδρασε, όμως δεν κατάφερε να

αποτρέψει την αρνητική γι’ αυτήν εξέλιξη. Έτσι, το Μάιο του 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβαζόταν

θριαμβευτής στη Σμύρνη, τυπικά ως τοποτηρητής της Αντάντ, στην πράξη όμως ως δύναμη

απελευθέρωσης (ή κατοχής, αν το δει κανείς από την τουρκική σκοπιά).

Ασταθής ισορροπία

Επειδή η ελληνική ηγεσία ήξερε πως η θέση μας στη Μικρά Ασία ήταν εξαρχής επισφαλής,

φρόντισε ώστε η στρατιωτική παρουσία μας εκεί να είναι κατά το δυνατόν διακριτική και

αψεγάδιαστη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε από την πρώτη στιγμή απευθύνει αυστηρή σύσταση προς

τον ελληνικό πληθυσμό, τον στρατό και τη Διοίκηση της Σμύρνης να αποφύγουν κάθε πράξη

φανατισμού και υπεροψίας έναντι των Τούρκων σεβόμενοι απόλυτα τον πολιτισμό και την θρησκεία

τους και διασφαλίζοντας τα δικαιώματά τους. Και είναι γεγονός πως εν πολλοίς οι ελληνικές Αρχές το

3 Διατυπωμένες «επίσημα» στη μυστική συμφωνία της Μωριέννης (1917).

4 Η Σαουδική Αραβία θα γινόταν ανεξάρτητο κράτος, στη σφαίρα επιρροής όμως των Άγγλων.

Page 3: Η μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)

[3]

πέτυχαν, τουλάχιστον στις πόλεις, όπου τα προφυλακτικά μέτρα κατά των Ελλήνων έφταναν κάποτε

τα όρια της υπερβολής5. Ωστόσο στην ενδοχώρα υπήρξαν και περιπτώσεις αβλεψιών ή και ωμοτήτων

κατά των Τούρκων, διενηργημένων από τους Έλληνες κατοίκους ή/και τον στρατό6, οι οποίες

μάλιστα κόστισαν στην Ελλάδα και μία καταδίκη στο – καθ’ όλα μεροληπτικό – συμμαχικό

δικαστήριο που στήθηκε επί τούτου.

Η προσεκτική όμως (έστω και στις περισσότερες περιπτώσεις) στάση των ελληνικών αρχών δεν

στάθηκε ικανή να διασφαλίσει τη θέση τους. Για τους πληγωμένους εθνικά Τούρκους, που έβλεπαν το

κράτος τους, την αλλοτινή αυτοκρατορία τους, να διαμελίζεται από τους εχθρούς της, ο ελληνικός

στρατός ήταν κι αυτός μια δύναμη κατοχής, «μακρύ χέρι» μίας εύρωστης (πληθυσμιακά και

οικονομικά) ελληνικής μειονότητας, που απειλούσε να υφαρπάξει το πιο ανεπτυγμένο κομμάτι της

Μικράς Ασίας. Οι Ιταλοί από την πλευρά τους, εξορισμένοι πλέον κάτω από στα νότια σύνορα της

περιφέρειας Σμύρνης, στις περιοχές της Αττάλειας και της Αλικαρνασσού, μνησικακούσαν για τη

διπλωματική ήττα του 1919 και απεργάζονταν την ανατροπή της.

Έτσι οι ελληνικές δυνάμεις βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή της εγκατάστασής τους στη Μικρά

Ασία εκτεθειμένες σε έναν διμέτωπο αγώνα: αφενός έναντι των άτακτων Τούρκων ανταρτών, των

επονομαζόμενων «τσετών», που επιδίδονταν σε έναν διαρκή πόλεμο φθοράς κατά μήκος των

συνόρων, αφετέρου κατά των Ιταλών, που, προσβλέποντας σε μία επέκταση της δικής του περιοχής

ευθύνης έναντι της ελληνικής, τους διευκόλυναν με κάθε τρόπο, ενισχύοντάς τους μάλιστα κάποτε

και με όπλα.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πολλές φορές διαμαρτυρηθεί στους συμμάχους για τη στάση των

Ιταλών, όμως δεν είχε βρει ανταπόκριση. Πολλές φορές επίσης είχε αιτηθεί άδεια εξόδου του

ελληνικού στρατού από την περίμετρό του, προκειμένου να εκκαθαρίσει την περιοχή από τους τσέτες,

όμως και πάλι συναντούσε παντού άρνηση ή αδιαφορία. Οι δυτικοί σύμμαχοι, έχοντας μόλις βγει από

έναν φονικό παγκόσμιο πόλεμο, δεν είχαν τη διάθεση (ή και την αντικειμενική δυνατότητα) να

αναλάβουν έναν ένοπλο αγώνα κατά του αναδυόμενου Κεμάλ. Τυχόν στήριξη της Ελλάδας στη

σύγκρουσή της με τους τσέτες (πίσω από τους οποίους, τουλάχιστον από ένα σημείο και έπειτα,

κρυβόταν εκείνος) θα τους έφερνε σε αντιπαράθεση μαζί του, η οποία θα έθετε σε κίνδυνο τα δικά

τους οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Επίσης, τυχόν εμπλοκή τους στην ελληνοϊταλική

διένεξη θα διαρρήγνυε το συμμαχικό μπλοκ, κάτι που δεν το θέλανε με τίποτα.

Έτσι η Ελλάδα βάδιζε εξαρχής μόνη στρατιωτικά. Κι θα έμενε ακόμα πιο μόνη ήδη από την

άνοιξη του 1920, πέντε μήνες πριν την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, όταν ξεκίνησαν και οι

πρώτες, άτυπες συνεννοήσεις των Γάλλων και των Ιταλών με τον αρχηγό της τουρκικής αντίστασης…

Η πρώτη διεύρυνση του μετώπου

Το καλοκαίρι του 1920, δύο μήνες πριν τη συνθήκη των Σεβρών, οι δυνάμεις των Τούρκων

άρχισαν να παρενοχλούν τους Άγγλους στα στενά του Ελλησπόντου και έξω από την

Κωνσταντινούπολη. Εκείνοι τότε, καθώς δεν μπορούσαν να στείλουν στρατό, ζήτησαν από τον

Βενιζέλο να αναλάβει το έργο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων προωθούμενος ως την Προύσα7. Ο

5 Βλ. σχετικά το λήμμα της Wikipedia για τον Ύπατο Αρμοστή Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη.

6 Επρόκειτο κυρίως για μαζικά, εκδικητικά αντίποινα των Ελλήνων για τις σφαγές που είχαν υποστεί από το 1914 (εποχή του πρώτου μεγάλου διωγμού τους από τα παράλια της Μικράς Ασίας) ως και την περίοδο που εξετάζουμε τώρα - οπότε χιλιάδες είχαν σφαγιαστεί ή σταλεί όμηροι στο εσωτερικό της Μ. Ασίας επειδή είχαν υποστηρίξει, λόγω ή έργω, τον ελληνικό στρατό κατοχής.

7 Για την ακρίβεια ο Βενιζέλος αποδέχτηκε την προώθηση ως τα Μουδανιά, καθώς έθετε σε πρώτη προτεραιότητα τη διασφάλιση της ανατολικής Θράκης. Η προέλαση ως την Προύσα, όπως ζήταγαν οι Άγγλοι, εκτελέστηκε με αυτενέργεια του στρατηγείου.

Page 4: Η μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)

[4]

Βενιζέλος, καθώς έβλεπε πως έτσι εξυπηρετούνταν και τα ελληνικά συμφέροντα, δέχτηκε αμέσως,

υπό τον όρο όμως πως θα του προσφέρανε οικονομική βοήθεια και οπλισμό.

Ήταν η πρώτη, άκρως επιτυχημένη προέλαση του ελληνικού στρατού στο εσωτερικό της Μικράς

Ασίας8, κατά την οποία μάλιστα αναδείχτηκε για άλλη μια φορά και ο στρατηγός Πλαστήρας, ο

περιβόητος «μαύρος καβαλάρης». Ο αντάρτικος τουρκικός στρατός είχε δεχτεί καίριο πλήγμα, όμως

η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπά στα βάθη της Ανατολής, στην Άγκυρα, εκεί που ο Μουσταφά

Κεμάλ είχε στήσει το στρατηγείο του. Ήταν γι’ αυτό το λόγο που οι στρατιωτικοί επιτελείς

προτείνανε για πρώτη φορά την προέλαση ως το Εσκί Σεχίρ, σκέψη όμως που ο Βενιζέλος

απέρριψε αμέσως.

Η Συνθήκη των Σεβρών

Τον επόμενο μήνα (Αύγουστο 1920) υπογράφτηκε, όπως είπαμε, η Συνθήκη των Σεβρών με τους

προαναφερθέντες όρους. Η Ελλάδα κέρδιζε πολλά εδάφη, όμως σε κάθε περίπτωση λιγότερα από

όσα είχε κατακτήσει. Οι σύμμαχοι ήταν και πάλι σαφείς: δεν θα διαθέτανε στρατό για να εγγυηθούν

την τήρηση των συμφωνηθέντων. Η Ελλάδα όφειλε να αντιμετωπίσει την ενδεχόμενη αντίδραση των

Τούρκων μόνη της.

Η αντίδραση αυτή βέβαια δεν θα ερχόταν από την πλευρά του - παντελώς ανίσχυρου πλέον και

ανυπόληπτου - σουλτάνου, ο οποίος είχε βάλει την υπογραφή του στη συνθήκη. Θα ερχόταν από την

πλευρά του Μουσταφά Κεμάλ, ενός νέου αξιωματικού, παιδιού του νεοτουρκικού κινήματος, ο οποίος

είχε φτιάξει στην Άγκυρα ένα παράλληλο κέντρο εξουσίας συσπειρώνοντας γύρω του όλες τις

ζωντανές δυνάμεις του τουρκικού έθνους. Ο Κεμάλ, αμέσως μόλις ανακοινώθηκε η συνθήκη,

αρνήθηκε να την αναγνωρίσει και με κεντρικό του σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους» απαίτησε

την αποχώρηση όλων των ξένων δυνάμεων και την επιστροφή όλων των κατειλημμένων περιοχών -

μεταξύ αυτών, φυσικά, και της Ανατολικής Θράκης με τη Σμύρνη - στους νόμιμους κατόχους τους

(δηλ. στους Τούρκους). Ήταν η απαρχή μίας πορείας που θα κατέληγε στον οριστικό ξεριζωμό του

μικρασιατικού ελληνισμού και την εθνογένεση της σημερινής Τουρκίας…

Βεβαίως το παιχνίδι δεν είχε ακόμη κριθεί. Έτσι ο Βενιζέλος είχε κάθε δικαίωμα να πιστεύει – και

να κάνει και τους άλλους να πιστεύουν – πως γύριζε στην Αθήνα θριαμβευτής. Θέλοντας να

εξαργυρώσει την ευνοϊκή, όπως πίστευε, γι’ αυτόν συγκυρία και καθώς είχαν να γίνουν εκλογές από το

1915, προκήρυξε νέες εκλογές για τον Νοέμβριο. Το αποτέλεσμα όμως τον αιφνιδίασε: αντί για

«εκλογικό περίπατο», όπως αναμενόταν, γνώρισε δεινή ήττα. Πρώτο κόμμα αναδείχτηκε, έστω

οριακά, η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» του Δημητρίου Γούναρη9, ενώ ο ίδιος δεν κατάφερε να βγει ούτε

καν βουλευτής! Ο επί μία δεκαετία οιστρηλάτης (της πλειοψηφίας) του ελληνικού έθνους και

ενσαρκωτής των αλυτρωτικών του πόθων κατέρρεε τη στιγμή του μεγαλύτερου θριάμβου του!10

Προσβεβλημένος έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, από το οποίο θα επέστρεφε,

8 Για την ακρίβεια η δεύτερη, μιας και είχε προηγηθεί μία πρώτη, μικρή προέλαση προς την περιοχή του Αϊδινίου, το οποίο οι ελληνικές δυνάμεις το είχαν καταλάβει ήδη από τον Ιούνιο του 1919, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των τσετών ή των Ιταλών.

9 Επρόκειτο για ένα συνονθύλευμα κομμάτων και ανεξάρτητων πολιτικών, συνεκτικός ιστός των οποίων ήταν,

μεταξύ άλλων, η πίστη στον εκθρονισμένο βασιλιά Κωνσταντίνο, που συμβόλιζε την ειρήνη και την χειραφέτηση της Ελλάδας από τις δυνάμεις της Αντάντ.

10 Για την ακρίβεια δεν κατέρρευσε (το κόμμα του τουλάχιστον) ακριβώς. Οι ψήφοι του, σύμφωνα με την

καταμέτρηση που έκανε αργότερα ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ήταν - οριακά έστω – περισσότεροι από εκείνους του Γούναρη (+ 7.000). Εκεί που συνετρίβη ήταν στις έδρες, οι οποίες, λόγω του εκλογικού συστήματος, πέρασαν σχεδόν όλες στα χέρια της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως».

Page 5: Η μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)

[5]

όπως θα δούμε, στα 1923, έπειτα από πρόσκληση της «Επαναστατικής Κυβέρνησης» των Πλαστήρα-

Γονατά, για να διαπραγματευτεί τη μοίρα της ηττημένης πλέον Ελλάδας στη Λωζάννη.

Η αρχή του τέλους

Αν κάθε πόλεμος έχει τη δόξα του, έχει όμως και το κόστος του. Και ο Βενιζέλος πλήρωνε τώρα

το κόστος των χιλιάδων ζωών που είχαν στερήσει οι σχεδόν δεκαετείς (μετρώντας από τους

Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13) πολεμικές εκστρατείες του, μαζί όμως και το γεγονός της

ταύτισής του με τις δυνάμεις της Αντάντ, που τόσο βάναυσα είχαν προσβάλει το εθνικό φιλότιμο των

Ελλήνων (της παλαιάς Ελλάδας) την περίοδο του Εθνικού Διχασμού11.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις μετά την πολιτική ανατροπή έσπευσαν να αποσύρουν την οικονομική και

πολιτική υποστήριξή τους στην Ελλάδα επικαλούμενες την επάνοδο (στις 5 Δεκεμβρίου 1920) του

γερμανόφιλου βασιλιά Κωνσταντίνου Α. Στο βάθος όμως έκρυβαν άλλα κίνητρα. Ο πόλεμος στη

Μικρά Ασία χρόνιζε και η δύναμη του Κεμάλ φαινόταν να αυξάνεται διαρκώς. Προκειμένου λοιπόν να

διασώσουν τα οικονομικά συμφέροντά τους και να απαλλαγούν από ένα δυσβάσταχτο στρατιωτικό

κόστος (σε ανθρώπους και σε χρήμα), αποφάσισαν να απεμπλακούν.

Πρώτες η Ιταλία και η Γαλλία έκλεισαν ξεχωριστές συνθήκες με τον Κεμάλ, με τις οποίες

δέχονταν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από τη Μικρά Ασία, διατηρώντας όμως τις οικονομικές

εκμεταλλεύσεις τους, με αντάλλαγμα παροχή όπλων και εκπαιδευτών για τον στρατό του. Η Αγγλία

φαινομενικά παρέμενε στο πλευρό της Ελλάδας, όμως δεν έκανε απολύτως τίποτα για να την

βοηθήσει. Τελευταία ήρθε προς ενίσχυση του Κεμάλ η νεοσύστατη ΕΣΣΔ, που, θέλοντας να

απαλλαγεί από ένα ανοιχτό πολεμικό μέτωπο τη στιγμή που μόλις είχε βγει από έναν καταστρεπτικό

εμφύλιο (1918-1921), έκλεισε μαζί του συνθήκη ειρήνης τον Μάρτιο του 1921.

Έτσι ο Κεμάλ, απαλλαγμένος από οποιαδήποτε άλλη απειλή και ενισχυμένος πανταχόθεν

μπορούσε πλέον να στραφεί αποκλειστικά κατά των - πλήρως απομονωμένων - Ελλήνων, εναντίον

των οποίων κήρυξε «ιερό πόλεμο». Η κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη, ενώ έβλεπε τα

προμηνύματα της σταδιακής ανατροπής του σκηνικού, ενώ έβλεπε σταδιακά να χάνει κάθε

διπλωματικό έρεισμα και οικονομική στήριξη από το εξωτερικό, αντί να αναδιπλώσει τον στρατό

γύρω από την αρχική περιοχή της Σμύρνης, όπως πρότεινε από το Παρίσι ο Βενιζέλος, προκειμένου

να εξοικονομήσει στρατιώτες και χρήμα και να διασώσει ό,τι μπορούσε (αν μπορούσε) να διασωθεί,

αντιθέτως συνέχισε τον πόλεμο προωθώντας τον στρατό ολοένα και πιο βαθιά μέσα στην Τουρκία12.

Τα κίνητρά της ήταν ένα κράμα εθνικιστικού παροξυσμού, υπερηφάνειας, αντιζηλίας με τον

Βενιζέλο (στον οποίο προφανώς δεν ήθελε να αφήσει όλη τη δόξα της προέλασης, χρεωνόμενη η ίδια

την υποχώρηση), σίγουρα όμως και (μιας μορφής) στρατιωτικού πραγματισμού. Γιατί αν είχε από τη

μια δίκιο ο Βενιζέλος με την πρόταση της αναδίπλωσης στη Σμύρνη, είχαν και οι στρατιωτικοί, που

ήδη από το καλοκαίρι του 1920, όπως είδαμε, προτείνανε ριζική εξάλειψη της τουρκικής αντίστασης

από τη ρίζα της, δηλαδή την Άγκυρα. Και οι δύο τακτικές είχαν τα αδιέξοδά τους. Η Ελλάδα είχε

εμπλακεί σε μία πολεμική διελκυστίνδα13, η οποία σε κάθε κίνηση απειλούσε να την ρίξει κάτω.

Ο Γούναρης και η κυβέρνησή του πάντως προέκριναν την επιθετική λύση, με το σκεπτικό ίσως

πως θα προλάβαιναν να τσακίσουν τον Κεμάλ πριν δυναμώσει υπέρμετρα. Ήταν μία μάχη με το

11

Οι μεν Άγγλοι με το τελεσίγραφό τους του 1915 και την συνακόλουθη αποβίβαση στρατευμάτων τους στην Θεσσαλονίκη την επόμενη χρονιά, οι δε Γάλλοι με την απόβασή τους στην Αθήνα τον Νοέμβρη του 1917.

12 Απόφαση που, συν τοις άλλοις, ερχόταν σε ρήξη με τις προσδοκίες ειρήνευσης και αποστράτευσης, τις οποίες

προεκλογικά είχαν καλλιεργήσει (χωρίς ποτέ να διαψευστούν από την ηγεσία) οι τοπικοί κομματάρχες της. 13

Αγώνισμα στο οποίο συμμετέχουν δύο ομάδες, καθεμιά από τις οποίες, τραβώντας την άκρη ενός τεντωμένου σκοινιού, προσπαθεί να παρασύρει την άλλη προς το μέρος της.

Page 6: Η μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)

[6]

χρόνο, την οποία δυστυχώς έχασαν - και μαζί τους όλοι σχεδόν οι Έλληνες. Ο καταπονημένος και

κακοδιοίκητος (ύστερα από τις εκκαθαρίσεις των εμπειροπόλεμων βενιζελικών επιτελών, οι οποίοι

αντικαταστάθηκαν με - συχνά άκαπνους και ατάλαντους – βασιλόφρονες) στρατός, με την ολοένα και

πιο ανεπαρκή (ελλείψει χρημάτων και μέσων) τροφοδοσία, έφτασε μετά από αλλεπάλληλες μάχες το

καλοκαίρι του 1921 στο Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ, όπου και σταμάτησε (βλ. χάρτη). Ο

Κεμάλ όμως είχε σχεδόν ακέραιες τις δυνάμεις του, που ανανεώνονταν διαρκώς. Έτσι, τον Αύγουστο

του 1921 δόθηκε η εντολή για διάβαση του ποταμού Σαγγάριου και προώθηση ως την Άγκυρα! Οι

μάχες στις όχθες του ήταν λυσσώδεις και κράτησαν περίπου δέκα μέρες, κατά τη διάρκεια των

οποίων χάθηκαν ή τραυματίστηκαν 25.000 άντρες! Ήταν προφανές πως οι δυνατότητες του στρατού

είχαν φτάσει (και ξεπεράσει) το όριο τους.

Στο τέλος των μαχών οι διασωθείσες ελληνικές δυνάμεις υποχώρησαν στην γραμμή Εσκί Σεχίρ –

Αφιόν Καραχισάρ, όπου και παρέμειναν αποτελματωνόμενες για έναν ακόμη χρόνο, ως την τελευταία

(και μοιραία) αντεπίθεση του Κεμάλ τον Αύγουστο του 1922.

Η κατάρρευση

Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου (Αύγουστος 1921 – Αύγουστος 1922) η κυβέρνηση Γούναρη

βρέθηκε καθηλωμένη όπως κι ο στρατός. Αν και στο διπλωματικό πεδίο αναζήτησε επίμονα

δυνατότητες ενός «έντιμου συμβιβασμού» (sic) με τον Κεμάλ, ωστόσο όλες πέσανε στο κενό. Ο

Κεμάλ, μιλώντας πια από θέση ισχύος, ήταν ανένδοτος και ζητούσε αποχώρηση των Ελλήνων άνευ

όρων. Η Γαλλία και η Ιταλία, έχοντας πλέον συμμαχήσει, όπως είδαμε, μαζί του, μένανε αδιάφορες.

Το ίδιο και οι ΗΠΑ (ο νέος «παίκτης» στην περιοχή), οι οποίες εξαρχής δηλώνανε αντίθετες σε κάθε

ξένη επέμβαση στη Μικρά Ασία. Μόνο η Αγγλία, και πάλι, δήλωνε κάπως ευμενής απέναντί στην

Ελλάδα, όμως και πάλι αυτό δεν ήταν αρκετό.

Έτσι, μπροστά σε αυτό το διπλωματικό αδιέξοδο, η μόνο λύση που είχε απομείνει στην ελληνική

κυβέρνηση ήταν η οργανωμένη υποχώρηση. Όμως δεν το έπραξε. Ο εγωισμός της δεν την άφησε.

Βαλτωμένη και αναποφάσιστη περίμενε μια κάποια ευκαιρία ανατροπής του σκηνικού, η οποία όμως

δεν ήρθε. Στις 13/26 Αυγούστου 1922 ο Κεμάλ κήρυξε την τελική έφοδο στις ελληνικές δυνάμεις, οι

οποίες, εξουθενωμένες πια και χωρίς συντεταγμένο σχέδιο αναδίπλωσης, υποχωρήσανε άναρχα και με

μεγάλες απώλειες, συμπαρασύροντας άμαχους Έλληνες που φεύγανε πανικόβλητοι για ν’ αποφύγουν

τις αναμενόμενες σφαγές. Στις 27 Αυγούστου / 9 Σεπτεμβρίου 1922 ο κεμαλικός στρατός έμπαινε στη

Σμύρνη, η οποία την επομένη παραδόθηκε στις φλόγες.

Ο τραγικός επίλογος

Πολλές είναι οι μαρτυρίες που έχουμε για το τι επακολούθησε. Ο ελληνικός πληθυσμός της

πόλης, μαζί του κι ο αρμένικος, πέρασαν διά στόματος μάχαιρας. Φρικτοί βιασμοί, βασανισμοί,

εκτελέσεις. Τα σπίτια και οι εκκλησίες τους λεηλατήθηκαν. Ανάμεσά στα θύματα κι ο ηρωικός

μητροπολίτης της Σμύρνης, Χρυσόστομος, ο οποίος, αν και είχε προτάσεις από τους Γάλλους να τον

φυγαδεύσουν μαζί με άλλους επισήμους, προτίμησε να μείνει και να μαρτυρήσει με το ποίμνιό του14.

Όσοι πρόλαβαν να ξεφύγουν από τα μανιασμένα στίφη του κεμαλικού στρατού κατευθύνθηκαν

στην προκυμαία της Σμύρνης, προκειμένου να επιβιβαστούν σε κάποιο καράβι και να δραπετεύσουν.

Όμως καράβια δεν υπήρχαν. Η ελληνική κυβέρνηση είχε επιτάξει 50 εμπορικά και επιβατικά

14

Αντίστοιχη μοίρα περίμενε και (αρχ)ιερείς άλλων περιοχών, που επίσης δεν εγκατέλειψαν τους πιστούς τους.

Page 7: Η μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)

[7]

ατμόπλοια, τα οποία όμως ακόμη περίμεναν αδρανή στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Ήταν κι αυτό μία

ένδειξη της παντελούς ανικανότητάς της να προβλέψει ή έστω να διαχειριστεί την προοιωνιζόμενη

καταστροφή15.

Μόνο κάποιες λίγες βάρκες βρίσκονταν στο λιμάνι, που, πνιγμένες από τον κόσμο,

αναποδογύριζαν ή βούλιαζαν συμπαρασύροντας τους επιβάτες τους στο βυθό. Οι Άγγλοι και οι

Γάλλοι κράταγαν τα πολεμικά τους πλοία αρόδο (στα ανοιχτά), διώχνοντας με τη βία όσους

κατάφερναν να τα προσεγγίσουν. Οι Αμερικανοί ήταν οι μόνοι που έδειξαν ανθρωπιά, καθώς δεν είχαν

τις ίδιες δεσμεύσεις απέναντι στον Κεμάλ. Μαρτυρίες μιλάνε ακόμα και για ένα ιταλικό εμπορικό, που

πρόλαβε να σώσει την πρώτη μέρα πολλούς, πριν έρθει από την Ιταλία το σήμα για «τήρηση

αυστηρής ουδετερότητας».

Έτσι, εγκαταλελειμμένοι16 και πανικόβλητοι, οι κάτοικοι της Σμύρνης και των άλλων παραλιακών

πόλεων, μαζί τους και πρόσφυγες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, έμειναν επί μέρες

παγιδευμένοι στις προβλήτες των λιμανιών, έρμαια στα χέρια των Τούρκων που τους

κατακρεουργούσαν. Οι κοπέλες απάγονταν και βιάζονταν πριν θανατωθούν, οι δε άντρες 18-45

χρόνων (όσοι γλύτωσαν από τη σφαγή) συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν για άλλη μια φορά μετά το

1914-15 (οπότε είχαν πρωτοεισαχθεί ως μέσο εξόντωσης του άρρενος ελληνικού πληθυσμού) στα

τάγματα εργασίας, τα επονομαζόμενα «αμελέ ταμπουρού», στα οποία οι περισσότεροι πέθαναν από

τις κακουχίες, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις. Οι αιχμάλωτοι στρατιώτες του διαλυμένου πλέον

ελληνικού στρατού, καθώς και όλοι οι ντόπιοι συνεργάτες του, εκτελούνταν αμέσως.

Η προσφυγιά και η επόμενη μέρα

Τελικά, έπειτα από συνεννόηση με το τουρκικό κράτος και με καθυστέρηση δέκα κρίσιμων

ημερών, τα επιταγμένα ελληνικά πλοία απέπλευσαν για τα μικρασιατικά λιμάνια, από όπου

παρέλαβαν περίπου 250.000 πρόσφυγες. Άλλοι τόσοι ή και περισσότεροι έφυγαν με τα πόδια μέσω

στης Ανατολικής Θράκης, τους οποίους αργότερα ακολούθησαν και άλλοι. Συνολικά τους πρώτους

δύο μήνες απομακρύνθηκαν περίπου 900.000 πρόσφυγες, οι οποίοι στα 1924, με την ανταλλαγή

πληθυσμών (βλ. παρακάτω), έφτασαν περίπου τους 1.200.000-1.500.000. Αν και δεν υπάρχουν ακριβή

στοιχεία για τους νεκρούς, υπολογίζοντας από τον διωγμό του 1914 και έπειτα θα πρέπει να έφτασαν

τις 500-600.000. Πραγματική γενοκτονία.

Οι διασωθέντες διεκπεραιώθηκαν αρχικά στη Μυτιλήνη και τη Χίο και από κει στην ηπειρωτική

Ελλάδα. Οι μισοί περίπου εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, οι άλλοι μισοί στη βόρειο Ελλάδα, όπου

αναπλήρωσαν το κενό που είχαν αφήσει οι εκδιωχθέντες - βάσει των συνθηκών του Νεϊγύ (1919)17 και

της Λωζάννης (1923) - Βούλγαροι και Τούρκοι κάτοικοί της.

Οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν στην αρχή άθλιες. Μην έχοντας φέρει μαζί τους στην

κυριολεξία ούτε δεύτερη αλλαξιά, κατέλυσαν σε παλιές αποθήκες, εκκλησίες, θέατρα, ξενοδοχεία,

πλατείες, άδεια οικόπεδα, ακόμα και σε επιταγμένα σπίτια ιδιωτών, λεροί και πειναλέοι, επιβιώνοντας

15

Ήταν τέτοιο το σημείο της ανοργανωσιάς, ώστε κανείς δεν είχε φροντίσει να ειδοποιήσει τους Σμυρνιούς για την επέλαση του τουρκικού στρατού. Οι κάτοικοι πιάστηκαν στην κυριολεξία εξ απήνης (αιφνιδιάστηκαν) ξυπνώντας το πρωί της 27

ης Αυγούστου με τους τσέτες έξω από τα σπίτια τους!

16 (ο στρατός είχε διαλυθεί ή διεκπεραιωθεί στην Ελλάδα)

17 Συνθήκη που υπεγράφη στο ομώνυμο προάστιο του Παρισιού, με την οποία η ηττημένη στον Α Π.Π. Βουλγαρία

εγκατέλειπε τη δυτική Θράκη. Η κατακύρωση της τελευταίας στην Ελλάδα ήρθε, όπως είδαμε εισαγωγικά, τον επόμενο χρόνο, με τη συνθήκη των Σεβρών.

Page 8: Η μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)

[8]

χάρη στη φιλανθρωπία ξένων οργανισμών και την αρωγή (βοήθεια) του κράτους. Οι ντόπιοι τους

έβλεπαν ως απειλή (τους αποκαλούσαν «τουρκόσπορους»), οι ίδιοι νοιώθαν’ ψυχικά ράκη. Αργότερα

φτιάχτηκαν προσφυγικοί συνοικισμοί18, οι περισσότεροι φτωχικοί, που επεξέτειναν κατά πολύ τα έως

τότε όρια των πόλεων που τους φιλοξενούσαν, αλλάζοντας ενίοτε ριζικά και τον εθνολογικό και

πολιτισμικό τους χάρτη19.

Στο πολιτικό επίπεδο ο ηττημένος και εξαγριωμένος στρατός δρομολόγησε - για δεύτερη φορά

μετά το Κίνημα του Γουδή, στα 1909 - πολιτικές ανατροπές. Ήδη από τη Χίο και τη Μυτιλήνη, όπου

αρχικά βρίσκονταν, ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο Στυλιανός Γονατάς, ο Γεώργιος Κονδύλης και άλλοι

αξιωματικοί, στην πλειοψηφία τους βενιζελικοί, συνέπηξαν μυστική οργάνωση, που είχε ως στόχο την

αντικατάσταση της κυβέρνησης με άλλη, αποδεκτή από την Αντάντ, την οριστική εκθρόνιση του

Κωνσταντίνου και την τιμωρία των ενόχων της μικρασιατικής καταστροφής. Μαζί τους στην Αθήνα

είχε συνταχθεί και ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος (παππούς του σημερινού πολιτικού).

Με την επάνοδό τους στην πρωτεύουσα, στα τέλη του Σεπτέμβρη, οι κινηματίες στρατιωτικοί

έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Η κυβέρνηση παραιτήθηκε, για να αντικατασταθεί από μία άλλη,

συντεθειμένη κυρίως από παλιούς βενιζελικούς. Ο βασιλιάς παραιτήθηκε κι αυτός τον Οκτώβριο και

έφυγε για την Ιταλία, όπου και πέθανε στα τέλη Δεκεμβρίου. Οι έξι στρατιωτικοί και πολιτικοί που

θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την εθνική τραγωδία20 οδηγήθηκαν σε έκτακτο στρατοδικείο, το οποίο,

χάριν κατευνασμού του στρατεύματος, όπως παραδέχτηκε αργότερα ο στρατηγός Πάγκαλος, τους

καταδίκασε σε θάνατο (εκτελέστηκαν στις 15 Νοεμβρίου στου Γουδή).

Η συνθήκη της Λωζάννης

Έμεναν μόνο οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για τον καθορισμό των όρων της συνθήκης

ειρήνης21. Ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας κλήθηκε από το Παρίσι, όπως προείπαμε, ο Ελευθέριος

Βενιζέλος, ο οποίος όμως δεν είχε και πολλά περιθώρια ελιγμών. «Η εξουσία», έλεγε κάποτε ο ηγέτης

της Κίνας, Μάο Τσε Τουνγκ, «κρέμεται από την άκρη μιας καραμπίνας». Και τώρα πια την καραμπίνα

την κρατούσε ο Κεμάλ. Η Ελλάδα, συντετριμμένη στρατιωτικά και εξοντωμένη οικονομικά, χωρίς

διεθνή ερείσματα ή άλλο τρόπο να ασκήσει πίεση στην αναγεννημένη Τουρκία, αναγκάστηκε να

αποδεχτεί τους επαχθείς όρους, οι οποίοι, ακυρώνοντας πλήρως σχεδόν τις κατακτήσεις των Σεβρών,

προέβλεπαν:

- επιστροφή της Σμύρνης, της ανατολικής Θράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου στην Τουρκία

- συνοριογραμμή στον Έβρο

- υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, από την οποία θα εξαιρούνταν οι Έλληνες της

Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι «μουσουλμάνοι» (όπως ορίζονται

στην ίδια τη συνθήκη) της δυτικής Θράκης

Επρόκειτο αναμφίβολα για μία ήττα, που με την πάροδο του χρόνου έγινε χειρότερη, καθώς η

Τουρκία, κατά παράβαση των όρων της συνθήκης και στα πλαίσια της συνολικότερης και

18

Π.χ. ο Βύρωνας, η Καισαριανή, η Νέα Ιωνία, η Νέα Φιλαδέλφεια, η Νέα Σμύρνη, η Δραπετσώνα, η Κοκκινιά, η Τούμπα στη Θεσσαλονίκη κ.ά.

19 Ιδιαίτερα σε χωριά και μικρότερες πόλεις της Μακεδονίας (όπως οι Σέρρες, η Δράμα και το Κιλκίς), όπου τα

ποσοστά των προσφύγων έφτασαν ακόμα και το 60% του συνολικού τους πληθυσμού. 20

Οι πολιτικοί Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής και ο στρατηγός Γεώργιος Χατζηανέστης.

21 Είχε προηγηθεί η Ανακωχή των Μουδανιών, τον Οκτώβριο του 1922, με την οποία είχαν σταματήσει οι

εχθροπραξίες.

Page 9: Η μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)

[9]

συστηματικής πολιτικής εκτουρκισμού των μειονοτικών πληθυσμών της, «στραγγάλισε» και εν τέλει

εξεδίωξε και τα τελευταία υπολείμματα Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη22 και τα δύο νησιά που

αναφέραμε (Ίμβρο – Τένεδο). Όμως δεν μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό. Ο πόλεμος είναι ένα

στοίχημα που άλλοτε το κερδίζεις και άλλοτε το χάνεις. Κι εμείς το ‘χαμε χάσει. Οριστικά.

ΧΑΡΤΕΣ

Χάρτης 1

Οι προσαρτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας – Γαλλίας) μετά τη Συνθήκη των Σεβρών.

Χάρτης 2

Οι ζώνες κατοχής της Μικράς Ασίας, όπως διαμορφώθηκαν στη Συνθήκη των Σεβρών.

22

Βλ. το λήμμα της Wikipedia ή της Εγκυκλοπαίδειας Μείζονος Ελληνισμού ή του sansimera για τα “Σεπτεμβριανά”.

Page 10: Η μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)

[10]

Χάρτης 3

Οι σταδιακές προελάσεις του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία