2
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ Μαθητική περιπέτεια Κατά τον 19ο αιώνα, στην εκπαίδευση της Ευρώπης είχαν σημαντική θέση τα κλασικά μαθήματα, όπως τα Λατινικά και τα Αρχαία Ελληνικά. Στο διήγημα του Ρώσου διηγηματογράφου και θεατρικού συγγραφέα Α. Τσέχοφ, ο οποίος στα παιδικά του χρόνια είχε φοιτήσει σε ελληνικό σχολείο, παρακολουθούμε το σκηνικό στο σπίτι ενός μαθητή τού Γυμνασίου μετά την εξέτασή του στα Αρχαία Ελληνικά. Προτού ξεκινήσει για τις εξετάσεις στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών ο Βάνιας Οττεπιέλιωφ ασπάστηκε όλα τα εικονίσματα. Ένιωθε κάτι παγερό πίσω από το στήθος του, η καρδιά του χτυπούσε, σταματούσε ώρες-ώρες από την αγωνία του άγνωστου. Τι βαθμό θά ’παιρνε σήμερα; Τρία ή δύο; Έξι φορές ζήτησε από τη μητέρα του να του δώσει την ευχή της και φεύγοντας παρακάλεσε τη θεία του να προσευχηθεί για να τον φωτίσει η Παναγιά. Στο δρόμο έδωσε δυο καπίκια 1 σε ένα ζητιάνο ελπίζοντας πως μ’ αυτά τα δυο καπίκια θα μπορούσε να εξαγοράσει την αμάθειά του και ο θεός θα βοηθούσε να πει απ’ έξω τα αριθμητικά μ’ εκείνα τα φοβερά «τεσσαράκοντα» και «οκτωκαίδεκα». Γυρίζοντας ο Βάνιας από το Λύκειο, περασμένες τέσσερες, γλίστρησε σαν κλέφτης στην κάμαρά του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Το αδύνατο προσωπάκι του ήταν κατάχλωμο. Στα κατακόκκινα μάτια του έβλεπες σκοτεινόχρωμους κύκλους. Λοιπόν; ρώτησε η μητέρα του πλησιάζοντας στο κρεβάτι. Πώς πήγε σήμερα; Τι βαθμό πήρες; Ο Βάνιας ανοιγόκλεισε τα μάτια, στράβωσε το στόμα και έμπηξε τα κλάματα. Η μητέρα του χλόμιασε, άνοιξε το στόμα αποσβολωμένη και χτύπησε τα χέρια της με απελπισία. Το ρούχο που έραβε της έπεσε από τα χέρια. Γιατί κλαις; Δεν έγραψες καλά; Απορρίφθηκα… Δυάρι μου έβαλαν… Το περίμενα! Με ζώναν τα φίδια εμένα! Ω! Θεέ μου! Μα πώς τό ’κανες αυτό; Δεν είπες τίποτα; Σε ποιο μάθημα; Στα Αρχαία Ελληνικά… Μαμακούλα μου, εγώ… Με ρώτησε πώς είναι ο μέλλων του φέρομαι κι εγώ αντί να του πω οίσομαι, του είπα όψομαι. Ύστερα… ύστερα… δε βάζουμε περισπωμένη στην προπαραλήγουσα κι εγώ τα είχα χάσει… και έβαλα ψιλή-περισπωμένη στο γιώτα… Έπειτα ο Αρταξέρσωφ 2 με ρώτησε να του πω τα εγκλιτικά… του τα είπα, αλλά μπέρδεψα μια αντωνυμία… Έκανα λάθος. Και μού ’βαλε δυάρι. Είμαι… είμαι άτυχος! Όλη τη νύχτα διάβαζα!... Μια βδομάδα τώρα σηκώνομαι από τις τέσσερες το πρωί… Δεν είσαι συ άτυχος, μα εγώ η δυστυχισμένη, εγώ… Μ’ έφαγες κακούργε! Έγινα πετσί και κόκαλο από σένα, Ηρώδη! Εσύ είσαι η κακή μου μοίρα, η δυστυχία μου! Εγώ τα πληρώνω όλα, βρωμόπαιδο!... Κόπηκε η μέση μου, έλιωσα στα πόδια, υποφέρω και ορίστε το ευχαριστώ. Γιατί δε διαβάζεις; Μα εγώ… διαβάζω… Δε διαβάζω; Όλη τη νύχτα… Το βλέπεις και μόνη σου… Αχ! Θεέ μου δε με παίρνεις να γλιτώσω από τα βάσανα;… Εσύ είσαι η καταστροφή μου! Όλες έχουν παιδιά σαν όλα τα παιδιά. Εγώ έχω ένα κι αυτό ανεπρόκοφτο! Τι να σου κάνω; Να σε τσακίσω στο ξύλο; Δε βαστάνε τα χέρια μου. Δεν αντέχω πια, Παναγιά μου!... Σκέπασε το πρόσωπο με την άκρη του φουστανιού της και άρχισε τους λυγμούς. Ο Βάνιας στενοχωρημένος, στριφογύριζε στο κρεβάτι. Εκείνη τη στιγμή μπήκε η θεία στην κάμαρα. 1 καπίκια: υποδιαίρεση του ρουβλίου, του ρωσικού νομίσματος 2 Αρταξέρσωφ: ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών

Α. Τσέχοφ, Μαθητική περιπέτεια

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Α. Τσέχοφ, Μαθητική περιπέτεια

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ

Μαθητική περιπέτεια

Κατά τον 19ο αιώνα, στην εκπαίδευση της Ευρώπης είχαν σημαντική θέση τα κλασικά μαθήματα, όπως τα

Λατινικά και τα Αρχαία Ελληνικά. Στο διήγημα του Ρώσου διηγηματογράφου και θεατρικού συγγραφέα Α.

Τσέχοφ, ο οποίος στα παιδικά του χρόνια είχε φοιτήσει σε ελληνικό σχολείο, παρακολουθούμε το σκηνικό στο

σπίτι ενός μαθητή τού Γυμνασίου μετά την εξέτασή του στα Αρχαία Ελληνικά.

Προτού ξεκινήσει για τις εξετάσεις στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών ο Βάνιας Οττεπιέλιωφ ασπάστηκε όλα τα εικονίσματα. Ένιωθε κάτι παγερό πίσω από το στήθος του, η καρδιά του χτυπούσε, σταματούσε ώρες-ώρες από την αγωνία του άγνωστου. Τι βαθμό θά ’παιρνε σήμερα; Τρία ή δύο;

Έξι φορές ζήτησε από τη μητέρα του να του δώσει την ευχή της και φεύγοντας παρακάλεσε τη θεία του να προσευχηθεί για να τον φωτίσει η Παναγιά. Στο δρόμο έδωσε δυο καπίκια1 σε ένα ζητιάνο ελπίζοντας πως μ’ αυτά τα δυο καπίκια θα μπορούσε να εξαγοράσει την αμάθειά του και ο θεός θα βοηθούσε να πει απ’ έξω τα αριθμητικά μ’ εκείνα τα φοβερά «τεσσαράκοντα» και «οκτωκαίδεκα».

Γυρίζοντας ο Βάνιας από το Λύκειο, περασμένες τέσσερες, γλίστρησε σαν κλέφτης στην κάμαρά του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Το αδύνατο προσωπάκι του ήταν κατάχλωμο. Στα κατακόκκινα μάτια του έβλεπες σκοτεινόχρωμους κύκλους.

– Λοιπόν; ρώτησε η μητέρα του πλησιάζοντας στο κρεβάτι. Πώς πήγε σήμερα; Τι βαθμό πήρες;

Ο Βάνιας ανοιγόκλεισε τα μάτια, στράβωσε το στόμα και έμπηξε τα κλάματα. Η μητέρα του χλόμιασε, άνοιξε το στόμα αποσβολωμένη και χτύπησε τα χέρια της με απελπισία. Το ρούχο που έραβε της έπεσε από τα χέρια.

– Γιατί κλαις; Δεν έγραψες καλά;

– Απορρίφθηκα… Δυάρι μου έβαλαν…

– Το περίμενα! Με ζώναν τα φίδια εμένα! Ω! Θεέ μου! Μα πώς τό ’κανες αυτό; Δεν είπες

τίποτα; Σε ποιο μάθημα;

– Στα Αρχαία Ελληνικά… Μαμακούλα μου, εγώ… Με ρώτησε πώς είναι ο μέλλων του φέρομαι κι εγώ αντί να του πω οίσομαι, του είπα όψομαι. Ύστερα… ύστερα… δε βάζουμε περισπωμένη στην προπαραλήγουσα κι εγώ τα είχα χάσει… και έβαλα ψιλή-περισπωμένη στο γιώτα… Έπειτα ο Αρταξέρσωφ2 με ρώτησε να του πω τα εγκλιτικά… του τα είπα, αλλά μπέρδεψα μια αντωνυμία… Έκανα λάθος. Και μού ’βαλε δυάρι. Είμαι… είμαι άτυχος! Όλη τη νύχτα διάβαζα!... Μια βδομάδα τώρα σηκώνομαι από τις τέσσερες το πρωί…

– Δεν είσαι συ άτυχος, μα εγώ η δυστυχισμένη, εγώ… Μ’ έφαγες κακούργε! Έγινα πετσί και κόκαλο από σένα, Ηρώδη! Εσύ είσαι η κακή μου μοίρα, η δυστυχία μου! Εγώ τα πληρώνω όλα, βρωμόπαιδο!... Κόπηκε η μέση μου, έλιωσα στα πόδια, υποφέρω και ορίστε το ευχαριστώ. Γιατί δε διαβάζεις;

– Μα εγώ… διαβάζω… Δε διαβάζω; Όλη τη νύχτα… Το βλέπεις και μόνη σου…

– Αχ! Θεέ μου δε με παίρνεις να γλιτώσω από τα βάσανα;… Εσύ είσαι η καταστροφή μου! Όλες έχουν παιδιά σαν όλα τα παιδιά. Εγώ έχω ένα κι αυτό ανεπρόκοφτο! Τι να σου κάνω; Να σε τσακίσω στο ξύλο; Δε βαστάνε τα χέρια μου. Δεν αντέχω πια, Παναγιά μου!...

Σκέπασε το πρόσωπο με την άκρη του φουστανιού της και άρχισε τους λυγμούς. Ο Βάνιας στενοχωρημένος, στριφογύριζε στο κρεβάτι. Εκείνη τη στιγμή μπήκε η θεία στην κάμαρα.

1 καπίκια: υποδιαίρεση του ρουβλίου, του ρωσικού νομίσματος

2 Αρταξέρσωφ: ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών

Page 2: Α. Τσέχοφ, Μαθητική περιπέτεια

– Ορίστε!… είπε μαντεύοντας αμέσως τι είχε γίνει. Χλόμιασε και χτύπησε με απελπισία τα χέρια της. Το περίμενα!... Όλο το πρωί ήμουν στενοχωρημένη… Κάτι κακό θα με βρει έλεγα μέσα μου… Και νάτο που ήρθε…

– Κακούργε, δήμιε! ξεφώνιζε η μητέρα του Βάνια.

– Τι τον γκρινιάζεις; φώναξε η θεία τραβώντας με μια νευρική κίνηση το σκουρόχρωμο σάλι από το κεφάλι της. Δε φταίει αυτός. Εσύ φταις! Τι διάολο τον έστελνες στο Λύκειο; Τι είσαι συ, καμιά κοντέσα; Την αριστοκράτισσα θέλεις να μας παραστήσεις; Έπρεπε να τον βάλεις σε ένα εμπορικό, σε ένα γραφείο, όπως ο δικός μου ο Κούζια… Ο Κούζια μου βγάζει πεντακόσια ρούβλια το χρόνο. Δεν είναι παίξε-γέλασε πεντακόσια ρούβλια. Και συ βασανίζεσαι και το παιδί βασανίζεις με τα γράμματα. Άστα να πάνε στην οργή! Δε βλέπεις πως έχει γίνει πετσί και κόκαλο κι όλο βήχει… Είναι δεκατριών χρονών και δε φαίνεται ούτε δέκα…

– Όχι, Νάστενκά μου, όχι, δεν είναι αυτό. Τον παραχάιδεψα τον κακούργο! Έπρεπε να του τις βρέχω κάθε μέρα, αυτό έπρεπε! Αχ! Ιησουίτη! Μωχαμέτη! Δήμιε! Βούρδουλας σου χρειάζεται εσένα. Μα δεν μπορώ, βλέπεις, δε βαστάνε τα χέρια μου. Όταν ήταν μικρός, μού ’λεγε όλος ο κόσμος: «Τι τον φυλάς; Γιατί δεν τον κοπανάς;» Κι εγώ δεν τους άκουγα η δύστυχη και τώρα τα πληρώνω μαζεμένα! Αμ, δε θα το γλιτώσεις το ξύλο. Περίμενε και θα σε συγυρίσω εγώ για καλά. Περίμενε…

Και φοβερίζοντας τον Βάνια με το χέρι της που είχε μουσκέψει από τα δάκρια τράβηξε κλαίγοντας για την κάμαρα του νοικάρη της.

…Ο Ευτύχι Κουζμίτς Κουπορόσοφ κάθεται στο τραπέζι του και γράφει. Είναι ένας άνθρωπος μορφωμένος και έξυπνος. Μιλάει με τη μύτη και πλένεται μ’ ένα σαπούνι που από τη μυρουδιά του φταρνίζονται όλοι στο σπίτι. Νηστεύει τις σαρακοστιανές μέρες και ψάχνει για μια μορφωμένη αρραβωνιαστικιά. Με όλα αυτά πολύ δίκαια τον θεωρούν έξυπνο, διανοούμενο. Τραγουδάει κιόλας με μια φωνή τενόρου.

– Πατερούλη, λέει η μητέρα του Βάνια και από τα μάτια της τρέχουν τα δάκρυα βρύση, κάνε μου τη χάρη να τις βρέξεις στον γιο μου! Κάνε μου τη χάρη. Απορρίφθηκε, κακό που έπαθα! Δεν το πιστεύεις; Απορρίφθηκε σου λέω! Δεν μπορώ να τον δείρω, είμαι άρρωστη, δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου… Έλα να τον αρχίσεις με τη λουρίδα, Ευτύχι Κουζμίτς! Κάνε μου τη χάρη! Βοήθησε μια άρρωστη γυναίκα!

Ο Κουπορόσοφ κατσούφιασε και αναστέναξε από τα ρουθούνια του. Σκέφτηκε λίγο, χτύπησε τα δάχτυλά του στο τραπέζι, αναστέναξε άλλη μια φορά και σηκώθηκε να περιποιηθεί τον Βάνια.

– Σε μαθαίνουν γράμματα! άρχισε ο νοικάρης. Σε μεγαλώνουν, φροντίζουν για το μέλλον σου, παλιόπαιδο! Γιατί δε διαβάζεις;

Είπε, είπε με την ψυχή του. Για την επιστήμη, για το φως, για τα σκοτάδια.

– Κατάλαβες μικρέ;

Τέλειωσε το λόγο του, έβγαλε τη λουρίδα. Και άρπαξε τον Βάνια από το χέρι.

– Εσύ δεν παίρνεις χαμπάρι με τα λόγια!

Ο Βάνιας έσκυψε υποταχτικά και έκρυψε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του. Τα κατακόκκινα αφτιά του πρόβαλαν πάνω στο καινούργιο του παντελόνι με τις καστανές ρίγες… Δεν έβγαλε άχνα.

Εκείνο το βράδυ, στο οικογενειακό συμβούλιο αποφάσισαν να τον στείλουν σε εμπορικό.

Άντον Τσέχοφ, Διηγήματα, μτφρ. Κ. Σιμόπουλος, Βιβλιοθήκη για όλους, Αθήνα 1968

Α.Π. Τσέχοφ (1860-1904)