40
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ :« ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ» ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ: ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΤΑΡΙ ΣΤΟ ΨΩΜΙ» ΤΜΗΜΑ :Α1 Στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος: «Από το σιτάρι στο ψωμί», μέσα από βιντεάκια, επισκεφτήκαμε το Ζυγό Καβάλας, το Μελιδόνι Κοζάνης, το Δημοτικό Σχολείο Βίβλου-Φιλωτίου, το Μουσείο Λούλη, το Μουσείο Ιτέας και μάθαμε για τη σπορά, το θέρισμα, το αλώνισμα παλιά και σήμερα. Γνωρίσαμε τα εργαλεία και σκεύη που χρησιμοποιούσαν παλιά. Είδαμε πώς γίνεται το παραδοσιακό ψωμί , τον παραδοσιακό φούρνο, το μύλο, αλλά και πώς φτιάχνεται το ψωμί σήμερα. Είδαμε ένα εργοστάσιο παρασκευής ψωμιού, ένα σύγχρονο μύλο, τον άρτο στην εκκλησία. Διαβάσαμε το λαϊκό παραμύθι: «Το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου», παιξαμε το παιχνίδι :«πινακωτή», είδαμε θέατρο σκιών με τον Καραγκιόζη Φούρναρη. Στο τέλος φτιάξαμε το δικό μας ψωμί , που ήταν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου.

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα-Από το στάρι στο ψωμί-Α τάξη

Embed Size (px)

Citation preview

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ :« ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ»ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ: ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΤΑΡΙ ΣΤΟ ΨΩΜΙ»ΤΜΗΜΑ :Α1

Στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος: «Από το σιτάρι στο ψωμί», μέσα από βιντεάκια, επισκεφτήκαμε το Ζυγό Καβάλας, το Μελιδόνι Κοζάνης,

το Δημοτικό Σχολείο Βίβλου-Φιλωτίου, το Μουσείο Λούλη, το Μουσείο Ιτέας και μάθαμε για τη σπορά, το θέρισμα, το αλώνισμα παλιά και σήμερα. Γνωρίσαμε τα εργαλεία και σκεύη που χρησιμοποιούσαν παλιά. Είδαμε πώς γίνεται το παραδοσιακό ψωμί , τον παραδοσιακό φούρνο, το μύλο, αλλά και πώς φτιάχνεται το ψωμί σήμερα. Είδαμε ένα εργοστάσιο παρασκευής ψωμιού, ένα σύγχρονο μύλο, τον άρτο στην εκκλησία.

Διαβάσαμε το λαϊκό παραμύθι: «Το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου», παιξαμε το παιχνίδι :«πινακωτή», είδαμε θέατρο σκιών με τον Καραγκιόζη Φούρναρη.

Στο τέλος φτιάξαμε το δικό μας ψωμί , που ήταν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου.

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΛΕΕΙ:

ΠΑΛΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

Ήταν φθινόπωρο. Τα πρωτοβρόχια μαλάκωσαν τη γη. Ο κυρ Στάθης, ο γεωργός, ετοίμασε το άροτρό του, έζεψε μπροστά τα δυο του βόδια(σήμερα τρακτέρ) και άρχισε να οργώνει βαθιά το χωράφι του. Το σιδερένιο του υνί χωνόταν στο χώμα και άνοιγε ίσια αυλάκια.

Μετά από λίγες ημέρες, αφού το χώμα αερίστηκε και ηλιάστηκε, ήρθε πάλι ο κυρ Στάθης στο χωράφι του. Επάνω στο ζώο του(σήμερα τρακτέρ) είχε φορτωμένα δυο σακιά σιτάρι. Τα είχε φυλάξει προσεχτικά όλο το καλοκαίρι και να που ήρθε η ώρα να τα σπείρει.

ΠΑΛΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

Όταν τελείωσε τη σπορά, άρχισε να σκεπάζει τα αυλάκια, που είχε ανοίξει με το όργωμα.

-Για τώρα η δουλειά στο χωράφι τελείωσε, είπε με κουρασμένη αλλά χαρούμενη φωνή. «Καλή σοδειά» είπε πάλι. Κοίταξε το χωράφι του άλλη μια φορά και κίνησε για το σπίτι του.

συνέχεια

Ήρθε ο χειμώνας με τις βροχές και τα χιόνια του. -Τώρα τι θα γίνει, μπαμπά; Ρώτησε τον καλό γεωργό

ο μικρός Πετράκης. Δεν θα παγώσουν τα σποράκια μας;

-Μη φοβάσαι, Πετρή. Το χιόνι θα σκεπάσει το χωράφι μας σαν ένα μαλακό πάπλωμα.

Σκεπασμένα τα σποράκια μέσα στη γη θα φουσκώσουν και θ’ αρχίσουν σιγά σιγά να βγάζουν ριζούλες και φυλλαράκια.

συνέχεια

Ήρθε η άνοιξη. Το χωράφι σκεπάστηκε με ένα μικρό καταπράσινο

χορταράκι. Όσο περνούσε ο καιρός το χορταράκι μεγάλωνε.

-Σαν μια καταπράσινη θάλασσα μοιάζει, είπε ο Πετράκης στον πατέρα του, όταν το είδε.

-Την άλλη φορά που θα έρθεις, θα είναι χρυσή η θάλασσα αυτή, του είπε γελώντας ο πατέρας του.

Ο Πετράκης τον κοίταξε με έκπληξη. -Πώς θα γίνει χρυσό όλο αυτό το χωράφι; Ρώτησε. -Αυτή τη δουλειά θα την κάνει ο ήλιος.

συνέχεια

Πέρασε η άνοιξη. Ήρθε ο πρώτος μήνας του καλοκαιριού, ο Ιούνιος. Ο

Πετράκης ήρθε ξανά μαζί με τον πατέρα του στο χωράφι. Τα στάχυα ήταν τώρα κατακίτρινα.

-Αλήθεια, σαν χρυσή θάλασσα μοιάζει το χωράφι, πατέρα. Αλλά γιατί τώρα γέρνουν τα κεφαλάκια τους προς τα κάτω; Πρώτα ήταν ολόισια κι έβλεπαν ψηλά τον ουρανό. -Γέρνουν, Πετρή μου, από το βάρος. Έχουν ωριμάσει πια και

είναι γεμάτα καρπό. Σε λίγο θα τα θερίσουμε.

συνέχειαΈφθασε ο καιρός του θερισμού.Ο κυρ Στάθης πήρε κι άλλους εργάτες και πρωί- πρωί ήρθαν στο χωράφι και

άρχισαν με τα κοφτερά τους δρεπάνια(σήμερα αλωνιστική μηχανή) να θερίζουν τα στάχυα.

ΠΑΛΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

Μέχρι το βράδυ τα στάχυα κόπηκαν και γέμισε το χωράφι καλοδεμένες θημωνιές(δεμένα θερισμένα σπαρτά).

Φόρτωσαν τις θημωνιές στο κάρο(σήμερα καρότσα τρακτέρ) και τις πήγαν στο αλώνι.Ίδρωσαν τα βόδια καθώς γύριζαν στο αλώνι, για να βοηθήσουν το γεωργό να βγάλει

από τα στάχυα το σιτάρι.(σήμερα αυτό γίνεται στο χωράφι από τη μηχανή)

ΠΑΛΙΑ ΣΗΜΕΡΑΜετά λίγες μέρες φύσηξε απαλό αεράκι.

Πινακωτή - πινακωτή

Τα παιδιά μαζεύονται σε μια μεριά και σχηματίζουν μια ομάδα: τη «μάνα» και «τ' αρνάκια» της. Απέναντί τους, σε κάποια απόσταση, στέκεται ο «απεσταλμένος» του βασιλιά.Η μάνα κάθεται σ' ένα σκαλοπάτι ή σκαμνί, και πάνω της κάθεται το «χαϊδεμένο» αρνάκι της. Δίπλα του κάθονται τα υπόλοιπα παιδιά, το ένα πλάι στο άλλο. Τα παιδιά βάζουν το χέρι στο αυτί τους, για ν' ακούνε, τάχα, καλά.Έρχεται από απέναντι ο απεσταλμένος του βασιλιά και με δυνατή φωνή κάνει τον παρακάτω διάλογο με καθένα από τα παιδιά της σειράς, διαδοχικά, ώσπου να φτάσει στη μάνα:

Απεσταλμένος: Πινακωτή πινακωτή!Παιδί: Από τ' άλλο μου τ' αυτί, γιατί είν' η μάνα μου κουφή!Απεσταλμένος: Πινακωτή πινακωτή!Παιδί: Από τ' άλλο μου τ' αυτί, γιατί είν' η μάνα μου κουφή!Απεσταλμένος: Πινακωτή πινακωτή!Μάνα: Ορίστε!Απεσταλμένος: Είπε ο βασιλιάς να μου δώσεις ένα αρνί.

Μάνα: Διάλεξε και πάρε!Ο απεσταλμένος του βασιλιά απλώνει το χέρι του κι ακουμπώντας ένα ένα τα κεφάλια των

παιδιών τα αξιολογεί λέγοντας: «Αυτό βρομάει κοτίλα, κοπριά κ.τ.λ... Α, αυτό μυρίζει κανέλα ! Το παίρνω!»

συνέχεια

Ο απεσταλμένος παίρνει αυτό το παιδί και φεύγει. Το αφήνει, ξανάρχεται και επαναλαμβάνεται ο ίδιος διάλογος μέχρι ο απεσταλμένος να πάρει όλα τ' αρνιά της μάνας. Της μένει τελικά μόνο το μανάρι της. Ο απεσταλμένος το ζητά κι ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:

Μάνα: Δεν έχω άλλο.Απεσταλμένος: Έχεις.Μάνα: Ένα το 'χω, δεν το δίνω, μα τον Άγιο Κωνσταντίνο!Απεσταλμένος: Θα μου το δώσεις!Μάνα: Αυτό το θέλω για να με πλένει, να με χτενίζει, να με ψειρίζει.Απεσταλμένος: Θα το πάρω!Μάνα: Έλα να το βρεις!

Στα λόγια αυτά, όλα τα παιδιά έρχονται και τριγυρίζουν τη μάνα με το μανάρι της και προσπαθούν να το κρύψουν από τα μάτια του απεσταλμένου.

Απεσταλμένος: Θα το βρω. Για δείξτε μου όλοι το δαχτυλάκι σας!Τα παιδιά τού προτείνουν το μικρό δαχτυλάκι τους. Μαζί τους βέβαια απλώνει το δαχτυλάκι του

και το μανάρι. Ο απεσταλμένος αγγίζει ένα ένα τα δάχτυλα των παιδιών και λέει:Απεσταλμένος: Αυτό δεν είναι... Αυτό δεν είναι... Αν ο απεσταλμένος αναγνωρίσει το δαχτυλάκι του μαναριού, λέει:Απεσταλμένος: Αυτό είναι, και το παίρνω! Το παίρνει και φεύγει, και το παιχνίδι τελειώνει. Αν όχι, ξεκινάει απ' την αρχή το παιχνίδι.

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ:«ΠΙΝΑΚΩΤΗ,ΠΙΝΑΚΩΤΗ…»

ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ: « ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»

Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος αδυνάτιζε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε λαχταρούσε να φάει· ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.

Όπου κάποια μέρα έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει.

– Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου; τον ρώτησε.– Τι λες, γιατρέ μου, του λέει ο βασιλιάς· όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ.– Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;– Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος και καρφάκι δε μου καίγεται για κανέναν!– Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;– Ούτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι κι ό,τι γυρέψω το βλέπω μπροστά μου!...

συνέχειαΣκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και λέει του βασιλιά: «Άκουσε, βασιλιά μου. Καθώς

βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!»

Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!» Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Ούτε κι ήθελε να τα φάει. Το ’να του μύριζε, τ’ άλλο του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.

– Θα σε κρεμάσω που με ξεγέλασες! του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.– Γιατί, βασιλιά μου; τον ρώτησε ο γέροντας.– Γιατί το ψωμί που είπες να μου φτιάξουνε να φάω δε μου έκανε τίποτα!

– Μπα; έκαμε ο γέροντας, φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε! Ο βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.

– Άκουσε, βασιλιά μου, του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!

Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα.

συνέχειαΦόρεσε ο βασιλιάς φτωχικά ρούχα και παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε

κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.

Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιoπύρι oλάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε. Ούτε φαΐ όλη μέρα ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει: «Σήκω τώρα να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περισσότερ’ από τα μισά, κι ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι, νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.

Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα» του λέει «τώρα, να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος». Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συμφωνία, φορτώνεται το σακί στην πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορυφή. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.

Αλέσανε το στάρι τους και, για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να ζυμώσουμε» του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ριξε στη σκάφη κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε τρία τέσσερα καρβέλια. Ο βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά για να φάει! Μα πιο πολύ τα λιμπιζόταν όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω πολύ» λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!» του απάντησε εκείνος.

συνέχειαΣε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος

λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει.

Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ίδρωτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει».

Ο βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνια του γέροντα. Όταν γύρισε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του. Εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά κι έτρωε καλά. Μακάρι να τρώγαμε κι εμείς έτσι!

ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

ΨΩΜΙ ΑΠO ΤΑ ΧΕΡΑΚΙΑ ΜΑΣ

Στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος: «Από το σιτάρι στο ψωμί», τα παιδιά του Α1 μαζί με κάποιες μητέρες, έφτιαξαν με τα χεράκια τους το δικό τους ψωμί. Μας βοήθησαν και τις ευχαριστούμε πολύ οι μητέρες: κα Γεωργία Αφεντούλη, κα Αγγελική Γιαμουρίδου και κα Αλεξία Παπαδοπούλου.

Μέσα σε μια λεκάνη έλιωσαν τη μαγιά σε χλιαρό νερό. Έριξαν λίγο αλάτι και λίγο αλεύρι. Αφού τα ανακάτεψαν καλά, έριξαν και το υπόλοιπο αλεύρι σιγά σιγά και ζύμωσαν τη ζύμη μέχρι να γίνει ελαστική. Πρόσθεσαν και λίγο λαδάκι. Σκέπασαν τη ζύμη με μια πετσέτα και την άφησαν να ξεκουραστεί σε ζεστό μέρος. Μετά από μια ώρα η ζύμη φούσκωσε. Τη χώρισαν σε δύο μέρη. Το ένα το έπλασαν σε φρατζόλα και το έβαλαν σε μια λαδωμένη, μακρόστενη φόρμα . Το άλλο το έπλασαν σε μικρά καρβελάκια που τα έβαλαν σε μικρές λαδωμένες φόρμες.Τα άφησαν και πάλι σε ζεστό μέρος να φουσκώσουν. Όταν διπλασιάστηκαν, ήταν έτοιμα για το φούρνο. Οι κυρίες τα πήγαν στο φούρνο με ξύλα που είναι στη γειτονιά μας κι εμείς πήγαμε και τα πήραμε. Στο φούρνο μας περίμενε ο κύριος Γαβριήλ (ιδιοκτήτης του φούρνου) ο οποίος μας μίλησε για την εργασία του. Μας είπε πώς κάνει τη ζύμη, το ψήσιμο, τη λειτουργία του φούρνου ,τα εργαλεία που χρησιμοποιεί. Είδαμε τα διάφορα ψωμιά, τσουρέκια, κουλούρια και όλα τα αρτοσκευάσματα που γέμιζαν τα καλάθια. Πήραμε τα ταψάκια με τα ψωμάκια μας που μύριζαν υπέροχα και φύγαμε για το σχολείο. Επιτέλους φτάσαμε στην τάξη μας όπου γευτήκαμε το πιο νόστιμο ψωμί του κόσμου!

Ευχαριστούμε τις μητέρες των παιδιών που μας βοήθησαν και πρόσφεραν όλα τα υλικά που χρειαστήκαμε. Ευχαριστούμε και τον κύριο Γαβριήλ-το φούρναρη της γειτονιάς- που με υπομονή και αγάπη μας μίλησε για τη δουλειά του και μας έψησε τα ψωμάκια μας δωρεάν!

ΝΕΡΟ,ΜΑΓΙΑ ΑΛΕΥΡΙ,ΛΑΔΙ,ΑΓΑΠΗ,ΥΠΟΜΟΝΗ…

…ΕΤΟΙΜΗ Η ΖΥΜΗ

Η ΖΥΜΗ ΜΠΗΚΕ ΣΤΙΣ ΦΟΡΜΕΣ

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ ΜΕ ΤΑ ΞΥΛΑ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΕΞΗΓΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

ΕΤΟΙΜΟ ΤΟ ΠΙΟ ΝΟΣΤΙΜΟ ΨΩΜΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ