78
1

α΄τόμος οικοιστοριες

Embed Size (px)

Citation preview

1

ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΣΤΟΡΙΩΝ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ

ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ “ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΛΥΒΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ” TΟΜΟΣ 1ος

ΔΙΟΡΓΑΝΩΤΕΣ: Δ/ΝΣΗ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

2

3

ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΣΤΟΡΙΩΝΙΟΥΝΙΟΣ 2016ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: OI ΜΑΘΗΤΕΣ & OI ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ

ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΣΤΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ “ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΛΥΒΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ”

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ: ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΙΠΠΕΚΗhttp://perdipethess.blogspot.gr/ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΛΕΥΚΩΜΑΤΟΣ:

ΜΠΑΣΜΑΤΖΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣΕΚΔΟΣΕΙΣ: Δ/ΝΣΗ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣE-mail: [email protected]

ISBN: 978-618-81659-3-9

4

Το δεντροχρονομεταφοροδιαστημόπλοιο ΣΤ1

Δημιουργοί: Οι μαθητές και οι μαθήτριες της ΣΤ’ τάξης Υπεύθυνη εκπ/κός:Παμπουκίδου Αθηνά

5

Το δεντροχρονομεταφοροδιαστημόπλοιο ΣΤ1

6

Μια φορά και έναν καιρό σ’ ένα μικρό χωριό που βρισκόταν δίπλα σε ένα ποτάμι ζούσε ένα παιδί με την οικογένειά του, ο Σκουπ-οίκος.

Όμως ο Σκουπ-οίκος ήταν ένα παιδί λίγο διαφορετικό απ’ τα άλλα παιδιά του χωριού.

Πάντα έβρισκε τρόπο να δημιουργεί παράξενες καταστάσεις!!!7

Πετούσε μπανανόφλουδες στους δρόμους για να γλιστρήσουν οι παππούδες την ώρα γύριζαν από το καφενείο,

έβγαζε τα σκουπίδια έξω απ’ τους κάδους και έκανε άλλες τόσες ζαβολιές… Όλοι στο χωριό τον ξέρανε, αλλά κανένας δεν τον μάλωνε

γιατί φοβόταν μη βρει τον μπελά του. 8

Μια μέρα λοιπόν, ο μικρός Σκουπ-οίκος έκανε τη βόλτα του στο διπλανό δάσος, προσπαθώντας να βρει μια καινούρια αταξία να κάνει.

Την ώρα που περπατούσε αμέριμνος, προσπαθώντας να σκαρφιστεί την καινούρια του ζαβολιά, άκουσε μια βροντερή φωνή να του λέει:

•Γεια σου! Εκείνη την ώρα ο Σκουπ-οίκος τρόμαξε. Αναρωτήθηκε από που ακούστηκε εκείνη

η φωνή. 9

- Εδώ, εδώ, εγώ είμαι…το δεντροχρονομεταφοροδιαστημόπλοιο! Μήπως θέλεις να γνωριστούμε; - Πως γίνεται να μιλάει ένα δέντρο;

- Είμαι το μαγικό δέντρο που ταξιδεύει στο μέλλον. - Και πως γίνεται αυτό;

- Είμαι ένα δέντρο που ζω στο μέλλον και έχω αποστολή να επιβλέπω την πορεία της Γης. - Και πως γίνεται αυτό το ταξίδι; Μέσα σ’ αυτή την κουφάλα υπάρχει μια παράξενη μηχανή η

οποία σε ταξιδεύει από το σήμερα στο αύριο. Ξαφνικά η κουφάλα ανοίγει, βλέπει μια καρέκλα.

Κάθεται και δένει τη ζώνη του.

10

Τότε ένοιωσε έναν δυνατό αέρα και ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ένιωσε, πως προσγειώθηκε κάπου, και ένα δυνατό φως

τρύπωσε μέσα στην κουφάλα του δέντρου.Βγαίνοντας από την κουφάλα, βλέπει ένα φωτεινό δρομάκι που οδηγεί στο χωριό του.11

Με αγωνία έτρεξε προς τα εκεί. Ήταν όμως όλα διαφορετικά. Τα σπίτια, οι αυλές και τα ποτάμια δεν είχαν άλλο ζωή.

Με αγωνία έτρεξε να βρει το σπίτι του. Όμως δυσκολεύτηκε να το βρει, γιατί τα πάντα είχαν αλλάξει. Η μυρωδιά των λουλουδιών δεν υπήρχε άλλο και ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω από τα λιγοστά δέντρα.

Με δυσκολία μπορούσε να διακρίνει που πήγαινε. Τότε άκουσε τη φωνή του….. δεντροχρονομεταφοροδιαστημόπλοιου.

-Μήπως θέλεις να γυρίσουμε;- Όχι, θέλω να πάω να βρω το σπίτι μου, τον κήπο της γιαγιάς μου που τον αγαπούσα τόσο πολύ.Τότε το δέντρο τον έπιασε από το χέρι και περνώντας δίπλα από το ποτάμι, που τώρα πλέον ήταν

βάλτος, έφτασαν στο σπίτι του. -Ορίστε, του λέει το δέντρο.

-Όχι, όχι δεν μπορεί, δεν είναι αυτό το σπίτι μου, δεν είναι δυνατόν. Θέλω να… Θέλω να φύγουμε τώρα!

…και έτρεξε να κρυφτεί στην κουφάλα του δέντρου. 12

- Όχι, δεν τα έχεις δει όλα ακόμη, πάμε να δεις και το σχολείο σου. Όταν αντίκρισε το σχολείο του, έβαλε τα κλάματα, γιατί είδε όλα τα παιδιά θλιμμένα και βρώμικα!

•.

13

Τότε ο Σκουπ-οίκος χιλιοπαρακάλεσε το δέντρο να φύγουνε, λέγοντάς του πως πρέπει να γυρίσει στο σπίτι, γιατί για πρώτη φορά ένιωσε πως οι

γονείς του μπορεί να ανησυχήσουν. Το δεντροχρονομεταφοροδιαστημόπλοιο αγκάλιασε τον Σκουπ-οίκο με τα κλαδιά του, τον έβαλε στην καρέκλα, του φόρεσε τη ζώνη και πήραν το δρόμο της

επιστροφής. Σε όλη τη διαδρομή μια θλίψη στην ψυχή του Σκουπ-οίκου τον κατέβαλλε. 14

Ξαφνικά, ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε. Τρόμαξε, άνοιξε τα μάτια του, μα δε μπορούσε να δει τίποτα

και από το φόβο του άρχισε να φωνάζει τους γονείς του.Τότε ένα φως φάνηκε από το βάθος. Ήταν η πόρτα του δωματίου του. Ναι, ήταν ένα όνειρο, ένα όνειρο που δε θα ήθελε να το ξαναζήσει!

Ένα όνειρο που του έμαθε να εκτιμά ό,τι αναπνέει γύρω του!

15

…και ο Σκουπ-οίκος κατάφερε, όχι μόνο να αλλάξει τον εαυτό του μετά απόόλα αυτά που έζησε, αν και συνέβησαν στο όνειρό του,

αλλά έκανε το παν να δείξει στους ανθρώπους πως η ζωή πάνω στη Γη θα ήταν πιο ζωντανή,μόνο αν όλοι μαζί

τής προσφέρουμε ΣΕΒΑΣΜΟ!!!

Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!16

Συγγραφείς: Οι μαθητές και μαθήτριες της Ε1΄τάξηςΥπεύθυνη εκπαιδευτικός: Βασιλειάδου Βασιλική

12ο Δημοτικό Σχολέιο Νεάπολης

17

Ήταν μια φορά μια μικρή πολιτεία, η Πρασινούπολη, χτισμένη στην πλαγιά ενός βουνού.

Από τη μια πλευρά της περνούσε ένα ποτάμι με πεντακάθαρα νερά και λίγο πιο πέρα την προστάτευε ένα πυκνό δάσος στο οποίο είχαν τις φωλιές τους πλήθος ζωάκια.

Οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Τα έβγαζαν δύσκολα πέρα, αλλά δεν παραπονιόντουσαν. Ήταν ήρεμοι, υγιείς κι ευτυχισμένοι.

Όλοι αγαπούσαν τόσο πολύ τη φύση που μέχρι και τα νυχτερινά όνειρά τους ήταν καταπράσινα…

18

19

Ένα πρωινό έφτασαν στο γραφείο του Δημάρχου κάποιοι παράξενοι κύριοι. Φορούσανε γκρίζα κοστούμια και μαύρα γυαλιά. Καθίσανε πολλές ώρες.

Όταν σουρούπωσε φύγανε και ο Δήμαρχος, πολύ προβληματισμένος έδωσε εντολή να χτυπήσουνε οι καμπάνες της πόλης για να ειδοποιήσει έτσι όλους τους κατοίκους σε έκτακτη γενική συνέλευση.

Όταν μαζεύτηκαν στη μεγάλη αίθουσα του Δημαρχείου, τους είπε προβληματισμένος πως μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία ήθελε να χτίσει κοντά στο δασάκι τους, ένα μεγάλο εργοστάσιο.

Η πόλη θα γνώριζε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, θα γίνονταν ακόμα μεγαλύτερη αλλά… θα έπρεπε να κοπεί το μισό σχεδόν δάσος.

20

Η απόφαση για το μέλλον της περιοχής τους ήταν πολύ δύσκολη και έπρεπε να την πάρουν όλοι μαζί.

Επέστρεψαν στα σπίτια τους, σκεπτικοί και αμίλητοι. Θα συναντιόντουσαν πάλι μετά από δύο μέρες. Εκείνο το βράδυ, κανένας δε χαμογέλασε. Έπεσαν να κοιμηθούν και άλλοι έβλεπαν γκρίζα όνειρα και άλλοι πράσινα.

Είχαν χωριστεί αυτοί που τόσα και τόσα χρόνια ήταν ενωμένοι!

Ο διχασμός όμως δεν έμεινε στα όνειρα. Έγινε και πραγματικότητα.

21

22

Όταν ξανασυναντήθηκαν κάτι περίεργο συνέβαινε. Οι μισοί κάτοικοι είχαν πάρει ένα πρασινωπό χρώμα και οι

υπόλοιποι ένα γκριζωπό. Ο δήμαρχος δε, είχε γίνει γκριζοπράσινος!Κάθισαν απέναντι οι πράσινοι με τους γκρίζους και στη μέση ο

δήμαρχος για να συντονίζει τη συζήτηση.Η φύση προσφέρει πολλά, αλλά σκεφτείτε πόσα πράγματα θα

μπορούσαμε να κάνουμε με τα χρήματα που θα μας δώσουν.Έτσι αρχίζουν όλα τα κακά. Και τι θα τα κάνω τα ζωντανά μου;-Κι εγώ τα χωράφια μου; πετάχτηκαν δυο πρασινωποί κύριοι.-Να τα πουλήσετε, απάντησαν οι γκριζωποί. Άλλωστε τα

χωράφια θα αποκτήσουν μεγάλη αξία γιατί με την ανάπτυξη της πόλης μας θα χρειαστεί γη για να χτιστούν οικοδομές μεγάλες.

23

-Και το νερό του ποταμού μας που θα μολύνεται από τα απόβλητα του εργοστασίου;

-Αποκλείεται, πετάχτηκε ο Δήμαρχος. Μου υποσχέθηκαν πως τα νερά θα παραμείνουν καθαρά.

-Και ο αέρας; Τι να τα κάνω τα λεφτά αν δεν μπορώ να αναπνεύσω καθαρό φρέσκο αεράκι; Να τα δίνω σε φάρμακα;

-Ο αέρας δε βρομίζει έτσι εύκολα.

-Η γη όμως δεν είναι δική μας. Τη δανειστήκαμε από τα παιδιά μας. Δεν μπορούμε να την καταστρέψουμε!

24

25

-Γι’ αυτό και πρέπει να τη χρησιμοποιήσουμε κατάλληλα. Τα παιδιά μας σκεφτόμαστε κι εμείς.

-Και πώς δηλαδή; Δίνοντας τη γη, το δάσος και το ποτάμι που μας χαρίζουν τόσα πολλά και καλά;

-Δίνουν πολλά καλά όπως λες, αλλά σκέψου πόσο πολύ κουραζόμαστε. Με τα χρήματα των αποζημιώσεων που θα μας δώσουν μπορούμε να τα στείλουμε να σπουδάσουν, να ασχοληθούν με επαγγέλματα πιο κερδοφόρα από τη γη. Σκέψου πως με το άνοιγμα του εργοστασίου θα έχουν όλοι δουλειά, βρέξει χιονίσει…

26

-Μα πώς κάνετε έτσι πια; Ένα εργοστάσιο είναι μόνο. Εργοστάσια υπάρχουν παντού στον κόσμο. Πόσους είδατε να διαμαρτύρονται; Έχουμε τόσο πολύ πράσινο που η φύση δε θα πάθει τίποτε.

-Καλά, ονειρέψου, απάντησε ένας πράσινος.-Στα όνειρα φανερώνονται οι αλήθειες, συμπλήρωσε

ένας άλλος. -Η αντιπαράθεση συνεχίστηκε. Οι γκρίζοι έπεισαν τους

πράσινους.-Οι αλήθειες όμως φανερώνονται όχι μόνο στα όνειρα

αλλά και στην πραγματικότητα.

27

Το εργοστάσιο έγινε πολύ γρήγορα, ενώ μεγάλο μέρος του δάσους καταστράφηκε εξίσου γρήγορα.

Το ποτάμι μετέφερε θολά νερά από τα απόβλητα και στον ουρανό είχαν κολλήσει γκριζόμαυρα σύννεφα, που είτε έκρυβαν τον ήλιο είτε γινόντουσαν απαίσια βροχή που μάραινε ακόμα περισσότερο τα καχεκτικά πλέον λαχανικά των ελάχιστων περιβολιών. Τα παιδιά δεν είχαν χώρο να παίξουν.

Η απληστία δεν προνόησε ούτε για ένα πάρκο ανάμεσα στις τσιμεντένιες απαίσιες οικοδομές. Μέχρι που κάποια μέρα ξαναχτύπησαν οι καμπάνες.

28

Αγέλαστοι και σκεφτικοί οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στο Δημαρχείο.

Ξαφνιασμένοι είδαν πως όλοι είχαν γίνει πρασινωποί!!!- Σας κάλεσα γιατί ακούω από όλους παράπονα για το

εργοστάσιο, είπε ο πρασινωπός πια. Ξέρω ότι όλοι μετανιώσαμε για την απόφαση που πήραμε

τότε. Όλοι θέλουμε την πόλη μας πίσω. Καταπράσινη. Μας έδωσαν τα χρήματα και τις δουλειές που μας υποσχέθηκαν, αλλά βρόμισαν την πόλη μας. Μας ξεγέλασαν. Την έκαναν Γκριζούπολη.

-Τώρα λοιπόν τι κάνουμε;Όλο το βράδυ πρότειναν λύσεις.

29

Τελικά μια αντιπροσωπεία βρήκε τους υπεύθυνους της καταστροφής τους. Δεν έγινε τίποτε. Κάνανε απεργία. Τους υποσχέθηκαν διάφορα… Περίμεναν μήνες και τίποτε δεν άλλαζε.

Άρχισαν να απελπίζονται …μέχρι που μια μέρα λένε πως έγινε το εξής παράξενο.

Το εργοστάσιο πήρε φωτιά. Υπάλληλοι και εργάτες βγήκανε γρήγορα έξω και σώθηκαν. Τα αφεντικά όμως είχαν εγκλωβιστεί μέσα στο γραφείο όπου συνεδρίαζαν. Θα καιγόντουσαν ζωντανοί …Ένα γέρικο δέντρο όμως, από την παλιά καλή εποχή, ύψωσε ξαφνικά τα κλαδιά του, έσπασε τα τζάμια και ίσα που πρόλαβε, τους άρπαξε, τους κατέβασε προσεκτικά κι ύστερα τυλίχτηκε στις φλόγες…

30

Το εργοστάσιο ξαναχτίστηκε. Αυτή τη φορά όμως με φίλτρα στις καμινάδες και βιολογικό καθαρισμό των λυμάτων του.

Τοποθετήθηκαν φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες για ηλεκτρική ενέργεια για το εργοστάσιο και όλη την πολιτεία.

Φυτεύτηκαν δέντρα, έγιναν πάρκα , το δάσος άρχισε να ξαναζωντανεύει.

Τα σύννεφα άσπρισαν, οι ταράτσες πρασίνισαν από φυτά, τα ποδήλατα πλημμύρισαν τους δρόμους της πόλης.

Το κυριότερο όμως ήταν πως τα χαμόγελα ξαναγύρισαν.

Και μαζί μ’ αυτά και τα πράσινα όνειρα των κατοίκων…

31

32

33

34

35

36

37

38

39

40

41

42

43

Oι μαθητές και μαθήτριες της Β’ τάξης

Υπεύθυνη εκπαιδευτικός: Μελισσαργά Βάγια 44

45

46

47

48

49

50

Ιδιωτικό Κολέγιο ΔΕΛΑΣΑΛ

Συγγραφείς: Οι μαθητές/μαθήτριες της Α΄τάξης Υπεύθυνες εκπ/κοί: Μελισσαρίδου Σ.,

Παπαδοπούλου Ι. 51

Σε ένα δάσος μια φορά,

σε μια χώρα στον βορρά,Φινλανδία το όνομά της, τα πολλά φιόρδ παιδιά

της.

52

53

Η καλή μας κουκουβάγια,

σύμβολο σοφίας και γνώσης,

της δικής μας Αθηνάς,ζούσε και

καλοπερνούσε,το σπιτάκι της κοιτούσε.

54

Με την αλεπού παρέα,στο δεντράκι τους,

παιδιά,πάνω αυτή, κάτω

εκείνη,τις φωλίτσες τους

φροντίζαν,κάθε μέρα συγυρίζαν.

«Καλημέρα, κυρά- Μάρω, τι χαμπάρια και τι νέα;Τι καλό θα μαγειρέψεις,είναι η σούπα σου

ωραία;» «Λίγο αλάτι και πιπέριθα μου δώσεις χέρι χέρι;Νοστιμότερη να γίνει,θα βοηθήσει και η

σελήνη».

55

Οι καλές οι φιλενάδεςτα περνούσανε καλά,μια βολτίτσες, μια σεργιάνι,η ζωή τους μια χαρά. Το καλοκαιράκι βγαίνανκαι δροσίζονταν στη λίμνη,συζητούσαν με τις ώρες,δεν τους ένοιαζαν οι

μπόρες.

56

Τους χειμώνες πάλι, μέσα,στις φωλίτσες τις ζεστές, το τσαγάκι τους το πίναν, και χουζούρευαν κι οι δυοκι όταν έπρεπε να φάνε,κυνηγούσαν στο λεπτό.

57

Η σοφή μας κουκουβάγια,με τα γκρι της τα φτερά,δε φαινόταν μες στο χιόνι,φυλασσόταν για καλά. Τ’ άλλα ζώα δεν τη βλέπανκαι μπορούσε να κρυφτεί, γιατί είχε χρώμα σαν το

χιόνι,προστασία μοναδική.

58

Ξαφνικά, κάπου εκεί στη δύση,νέα άσχημα ακουστήκαν,πως η γη μας ζεσταινότανκαι τα χιόνια θα μειωνόταν.Τα κακά μαντάτα φτάσανστο δασάκι τους, παιδιά,αλεπού και κουκουβάγιατρόμαξαν για τα καλά.

59

Τι να κάνουν, τι να πουν,

άνθρωποι πώς να γεννούν,

τη σοφία τους να δώσουν,

μήπως και μαζί γλιτώσουν,

απ’ τη ζέστη την πολλή,που σιγά σιγά θα φέρειμόνο την καταστροφή;

60

Δυστυχώς οι μέρες ήρθανκι ήταν όντως πιο ζεστές,πάγοι και χιονάκια λιώσαν,ήρθανε καταστροφές. Η αλεπού στενοχωριόταν,θλίβονταν κι αναρωτιόταντι θα γίνει, πώς θα ζήσουνσε έναν τόπο διαφορετικό,χωρίς κρύο, χωρίς χιόνιακαι χωρίς πολύ νερό;

61

Και δεν έφτανε αυτό,ήρθε κι άλλο πιο σοβαρό.Ένα πρωινό του Μάρτη,καλή ώρα σαν και τώρα,η καλή μας κουκουβάγιαδεν φορούσε πια τη γκρι,τη στολή της τη ζεστή. Πούπουλα, φτερά φανήκανσ’ άλλο χρώμα, όχι γκρι,καφετιά ήτανε τώρα,έπρεπε να προσαρμοστεί. «Α!!!» φώναξαν τότε οι φίλοι,«Πώς θα ζήσεις με αυτά;Προστασία πως θα έχεις,τους εχθρούς σου θα προσέχεις;»

62

Έκλαψε τότε η κουκουβάγια,

δάκρυα πικρά της φύγαν,της ζωής της η αλλαγή δεν της άρεσε πολύ. Ποιοι, λοιπόν, αποφασίζουντις ζωές μας να αλλάξουν,δίχως να υπολογίσουνζώα και πουλιά, αν θέλουν, αν μπορούν να ζήσουν έτσι,μες στη ζέστη του πλανήτη,μόνο με μεγάλη λύπη;

63

64

Κάλεσαν λοιπόν τους φίλους,Σε συμβούλιο σοβαρό,μια απόφαση να πάρουν,για το μέλλον τους αυτό.

Γνώμες ακούστηκαν πολλές,μα η πρόταση ήταν μία,τον πλανήτη μας να σώσουν, τις ζωές τους να γλιτώσουν.

Ταξιδέψανε, λοιπόν, χίλια μίλια περπατήσανκαι στη Σιβηρία φτάσαν,με το όνειρο ζωντανό,πώς να σπρώξουν προς τα κάτωπάγους, χιόνια στο λεπτό.

Τις δυνάμεις τους ενώσαν,τα παγόβουνα κυκλώσαν κι άρχισαν να τα κυλάνε,

προς τα κάτω για να πάνε

Κουραστήκανε πολύ,μα φάνηκε η ανταμοιβή,στο δασάκι τους ξανάρθε

ο χειμώνας, ο καλός,πάγοι και νερά κυλούσαν

και όλοι μόνο τραγουδούσαν.

65

ΟΧΙ στην υπερθέρμανση του πλανήτη

ΟΧΙ στο φαινόμενο του θερμοκηπίου

ΝΑΙ στην προστασία της φύσης

ΝΑΙ σε έναν καλύτερο κόσμο, τον δικό μας!

66

Συγγραφείς: Οι μαθητές και μαθήτριες του Β2 Υπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Καραλάζου Αθηνά

67

Με λένε Ρόκυ και είμαι ένα λυκόσκυλο. Όταν ήμουν μικρό κουταβάκι, με πήγε το αφεντικό μου για

πρώτη φορά σ’ ένα καταπράσινο δάσος, όπου υπήρχε ένα μικρό ποταμάκι.

Όπως καθόμουν λοιπόν και ξάπλωνα κοντά στο νερό και άκουγα το γάργαρο ήχο του, τα πουλιά να κελαηδούν κι ένα βάτραχο να κοάζει, άκουσα μια φωνή.

Πώς σε λένε; Θέλεις να γίνουμε φίλοι; Νιώθω μοναξιά σήμερα και θα’ θελα να έχω κάποιον συντροφιά.

Εγώ παραξενεύτηκα, γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος μιλούσε.

Εεεε… εγώ είμαι, το ποταμάκι.

68

Μετά το πρώτο ξάφνιασμα του απάντησα πως με λένε Ρόκυ και από τότε επισκεπτόμουνα συχνά εκείνο το μέρος μιας και γίναμε αχώριστοι φίλοι.

Εκτός από μένα για παρέα του είχε ψάρια, πουλιά, ελάφια, χελώνες, βατράχους, ενώ παράλληλα πολλοί άνθρωποι ξεκουράζονταν και διασκέδαζαν μαζί του. Κι αυτός ήταν ευτυχισμένος, χαρούμενος.

Ώσπου μια μέρα τον είδα πολύ θυμωμένο. Ήταν φουσκωμένος, αν και ήταν καλοκαίρι, και στιγμές-στιγμές γινόταν σαν υδροστρόβιλος έτοιμος να «εκραγεί». Τρόμαξα! Τον ρώτησα τι συνέβη.

69

Δεν είμαι κάδος σκουπιδιών(!), μου απάντησε.

Δηλαδή; τον ξαναρώτησα. Έρχονται μικροί και μεγάλοι

και πετάνε πλαστικά μπουκάλια, σακούλες, σκουπίδια, ρόδες, φυτοφάρμακα, χημικά, ό, τι να’ ναι … Κι εγώ αρρωσταίνω!! Το χρώμα μου έχει αρχίσει ν’ αλλάζει. Άσε που πεθαίνουν και τα πλάσματα που ζουν μέσα μου.

70

Μετά απ’ τα λόγια αυτά αποφάσισα να προστατέψω τον φίλο μου. Τι σόι φύλακας ήμουνα!

Όταν εμφανίστηκαν κάποιοι να πετάξουν σκουπίδια, εγώ άρχισα να γαβγίζω άγρια και να ουρλιάζω. Μες στο σκοτάδι, μισοφέγγαρο είχε, έμοιαζα με δρακόσκυλο.

Πόσο γέλασα, όταν τους είδα να φεύγουν όπου φύγει - φύγει!

Έπρεπε όμως να γίνει καλά και το ποταμάκι. Ειδοποίησα τους φίλους μας, τα άλλα ζώα και μαζέψαμε όλα τα σκουπίδια. Όσο για τα βρόμικα υγρά, φέραμε ελεφαντορουφήχτρες.

Σ’ αυτό μας βοήθησε η Νεράιδα των ποταμών, την οποία καλέσαμε με τις μαγικές λέξεις που μας είχε μάθει ένας γέρος σοφός.

71

Αδϊάρεν, αλέ ες ώλακαραπ, φωνάξαμε όλοι, δηλαδή :« Νεράιδα, έλα σε παρακαλώ». Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Όμως οι στενοχώριες του

φίλου μου δεν είχαν τελειωμό. Κάποτε κινδύνεψε και πάλι η ζωή του και μάλιστα από… ξηρασία. Ούτε εγώ ήξερα τι σήμαινε αυτή η λέξη, μα τώρα τη γνωρίζω.

Πριν τέσσερα χρόνια, ένα καλοκαίρι, ο ήλιος ήταν πολύ ζεστός, σαν καυτό καζάνι. Σταγόνα δεν έπεφτε απ’ τον ουρανό. Κάποια ζώα δεν άντεξαν, κάποια άλλα ήταν εξαντλημένα. Πολλά φυτά ξεράθηκαν κι οι άνθρωποι ένιωθαν αποπνικτικά. Ο φίλος μου, το ποταμάκι, άρχισε να αδυνατίζει, να χάνει βάρος, νερό. Τα ψάρια έμοιαζαν μουδιασμένα μ’ όλη αυτήν την κατάσταση. Φοβήθηκαν πως θα πέθαιναν μαζί του.

72

Ένας παππούς είπε πως ο βασιλιάς Ήλιος θύμωσε κι αποφάσισε με τις ζεστές του ακτίνες να κάψει τα πάντα. Άλλος είπε πως ο Καιρός τρελάθηκε. Κάποιοι είπαν πως φταίγανε οι άνθρωποι που πετούσαν και έκαιγαν συνέχεια σκουπίδια, έκοβαν δέντρα, ενώ τα εργοστάσια και τα αυτοκίνητά τους μας έπνιγαν κάθε μέρα με τα βρομερά καυσαέρια.

Τελικά, ο Ήλιος ηρέμησε. Οι άνθρωποι κατάλαβαν τα λάθη τους , όχι όλοι βέβαια, και του υποσχέθηκαν πως θα προσέχουν περισσότερο τη φύση και τη ζωή τους.

Ποιος ξέρει όμως εάν θα κρατήσουν αυτήν την υπόσχεση; Σύννεφα μαζεύτηκαν ξανά κι άρχισαν δυνατές βροχές. Το

ποτάμι ένιωσε πως τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα. Θα κατάφερνε να παραμείνει ζωντανός!

73

Όλοι εμείς οι φίλοι του, ζώα και κάποιοι άνθρωποι, μαζευτήκαμε και αποφασίσαμε να κάνουμε μια διεθνή συνθήκη, συμφωνία θα το έλεγε κανείς, η οποία θα προστάτευε τα ποτάμια, τις λίμνες και τα πλάσματα που ζουν μέσα ή κοντά σε αυτά. Η συμφωνία ονομάστηκε Ραμσάρ, από την πόλη στην οποία υπογράφηκε, κάπου στα βάθη της Ανατολής.

Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα από τα πουλιά ντελάληδες και αγριόπαπιες, πρασινοκέφαλοι, βουτόπαπιες, αφρόπαπιες, νανόπαπιες, βίδρες, ενυδρίδες και ένα σωρό άλλα ζώα, ετοιμάσαμε μια γιορτή δίπλα στο ποταμάκι.

74

75

Βάλαμε μπαλόνια και κορδέλες, γράψαμε σε αυτά «Το ποταμάκι δε θα πεθάνει ποτέ» και το πάρτι ξεκίνησε. Τι τσαλαβουτήματα, τι γέλια και χαρές! Χορέψαμε και το χορό της βροχής για να είμαστε σίγουροι πως δε θα ξαναγίνει τέτοιο κακό.

Στο τέλος θυμηθήκαμε τα λόγια ενός ινδιάνου: «Όταν το τελευταίο δέντρο καεί, ο τελευταίος ποταμός ρυπανθεί και πεθάνει το τελευταίο ψάρι, τότε ο άνθρωπος θα διαπιστώσει πως δεν μπορεί να τραφεί με χρήματα».

76

Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία της φιλίας μου με το ποταμάκι.

Ο φίλος μου, το ποταμάκι, κι εγώ περνάμε καταπληκτικά.

Η αγάπη μας ήταν, είναι και θα είναι σα φλόγα που δε σβήνει ποτέ.

Εγώ τώρα πια έχω μεγαλώσει αρκετά και μαζί με το αφεντικό μου φροντίζουμε να’ ναι πάντα καθαρός ο φίλος μας.

Τον θεωρώ έναν από τους πιο πολύτιμους συντρόφους μου και πάντα θα τον αγαπώ, ως το τέλος της ζωής μου.

77

78