24

Παραμύθι: >

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Παραμύθι:   >
Page 2: Παραμύθι:   >
Page 3: Παραμύθι:   >

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα τόπο λαμπερό

μες απ’ το θαλασσινό νερό, με τον ήλιο τον καυτό, ξεπετάχτηκε όλο τρέλα μια πεντάμορφη κοπέλα.

Έμοιαζε με ζαχαρένια, μα τη λέγαν Αλατένια!

Page 4: Παραμύθι:   >

Κάτοικοι, άγρια πουλιά στην απέραντη αλυκιά κι ο μεγάλος βασιλιάς με το κάστρο στην πλαγιά

όλοι γνώριζαν καλά δυο μεγάλα μυστικά: πως ο ήλιος τηνε τρέφει κι η βροχή την καταστρέφει

Page 5: Παραμύθι:   >

Ο έξυπνος ο βασιλιάς την προστάτευε καλά απ’ τα νέφη τα υγρά κι από την κακοκαιριά

για να μην την ακουμπήσουν κι έτσι την εξαφανίσουν.

Page 6: Παραμύθι:   >

Πέρασαν χρόνια πολλά κι όλα κύλαγαν στρωτά όλοι εθελοντικά πρόσφεραν με την καρδιά ζούσαν αειφορικά δίχως πλούτη περιττά ζώα, άνθρωποι, πουλιά, και μαζί κι ο βασιλιάς

Page 7: Παραμύθι:   >

δούλευαν αρμονικά, πέρναγαν πολύ καλά κι άφηναν κληρονομιά στην επόμενη γενιά

ψάρια, πουλιά, ζώα, φυτά, Πλούτη, αγάπη, σιγουριά και τη φυσική ομορφιά.

Page 8: Παραμύθι:   >

Ξάφνου λάσκαρε μια βίδα στου μεγάλου την κασίδα έγινε άπληστος πολύ, λεηλάτησε τη γη

τα ποτάμια, τον αέρα, γλύτωσαν μόνο τ’ αστέρια και φυλάκισε τον ήλιο να τον έχει μόνο ο ίδιος

Page 9: Παραμύθι:   >

τρύπησε τη γη βαθιά και την πλήγωσε βαριά βρήκε πλούτη μυθικά, μάζεψε πολλά λεφτά νόμιζε πως τα φλουριά θα του έδιναν χαρά… μα αλλοίμονο όλα αυτά αποδείχθηκαν λειψά

Page 10: Παραμύθι:   >

Κάποια αφέγγαρη νυχτιά φύσηξε άγριος βοριάς πλάκωσε βαριά σκιά, μαύρα σύννεφα, υγρά απ’ την τρύπα τη βαθιά φύγαν τα αλμυρά νερά και στην πρώτη τη βροχή ήρθε η καταστροφή

Page 11: Παραμύθι:   >

οι εργάτες λυπηθήκαν κουραστήκαν αρρωστήσαν αν και φρόντισαν πολύ τίποτα να μη χαθεί

όσο και να προσπαθήσαν όλα μάταια γυρίσαν έλιωσε η Αλατένια κι όλα μοιάζαν ρημαγμένα.

Page 12: Παραμύθι:   >

Χάθηκε η Αλατένια… χάθηκαν ζώα , πουλιά, φυτά και έμεινε ο βασιλιάς μόνος του με τα φλουριά κι ένα πανέρι λαχανικά γιατί τέλειωσαν κι αυτά.

Page 13: Παραμύθι:   >

Μάταια προστάζει… ποιος να πιστέψει κανείς δεν θέλει πια να δουλέψει,

μες τα αλοπήγια της αλυκής κανείς δεν θέλει πλέον να μπει.

Μάταια διατάζει, μάταια προστάζει

Page 14: Παραμύθι:   >

η μεγάλη αλυκιά ρήμαξε για τα καλά φτυάρια καρότσια κουβάδες σακιά σκούριασαν κανονικά κι άδειασαν οριστικά

Page 15: Παραμύθι:   >

Μόνο αράχνες ποντίκια και φίδια κυκλοφοράνε στα κεραμίδια όλα ερημώσαν στην αλυκιά χωρίς του ήλιου τη ζεστασιά.

Page 16: Παραμύθι:   >

Μόνος κι ανήμπορος ο βασιλιάς μ’ ένα φλαμίνγκο για συντροφιά

την αλατένια του αναζητά τ’ άλλα είναι μάταια και περιττά

Απελπισμένος θλιμμένος πολύ, τον ήλιο βγάνει απ’ τη φυλακή για να ζεστάνει την αλυκή και να σκορπίσει χαρά και ζωή.

Page 17: Παραμύθι:   >

μήνυμα στέλνει μ’ ένα πουλί να μάθει ο κόσμος την αλλαγή:

χωρίς σπατάλες, χωρίς χλιδή ό, τι χρειάζεται κανείς να ζει

θα το μοιράζεται μ’ όλους μαζί κι όλα θα φτιάξουνε απ’ την αρχή

Page 18: Παραμύθι:   >

Όλοι υπάκουσαν στην εντολή και ξαναγύρισαν στην αλυκή

Ο ήλιος πλούτια ξανά προσφέρει χωρίς ποτέ του κάτι να θέλει

μόνο οι αράχνες και τα ποντίκια ελυπηθήκαν και πικραθήκαν

Page 19: Παραμύθι:   >

μπορεί να ζούνε μες το σκοτάδι αλλά κι η μέρα κακό δεν κάνει.

απορημένα τάχουν χαμένα, όμως τους λείπει κι η Αλατένια

είχανε μάθει να τρων κλεμμένα, από τα έτοιμα, τα μαζεμένα

Page 20: Παραμύθι:   >

Άνοιξε ο βασιλιάς την κλειστή του την καρδιά

πόρτες μάνταλα βαριά, τα ξεκλείδωσε κι αυτά

μοίρασε όλα τα φλουριά, και δεν μάζεψε ξανά

άλλα πλούτη περιττά.

κ΄ ύστερα απ’ όλ’ αυτά…

Page 21: Παραμύθι:   >

Και στην πόρτα κάποια μέρα

φάνηκε κι η Αλατένια να θυμίζει στον καθένα

πως η γη δεν είν’ για έναν

Σαν τρελός κι ο βασιλιάς την αγκάλιασε σφιχτά αφού το έμαθε καλά πως η αγάπη είναι το παν.

Page 22: Παραμύθι:   >

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ Σε ξένο φαί αλάτι μη ρίχνεις

Δεν φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι

Αλάτι πάει στην αλυκή και ξύλα πάει στο λόγγο Όποιος κατουράει στη θάλασσα το βρίσκει στο αλάτι Η μοίρα μου με μοίρανε μ’ ένα σπυρί αλάτι Ο ανάλατος αλατίζεται μα κι ο αλμυρός ζαλίζεται Τ’ αβγά δεν τ’ αλατίζουνε αλλά τα τηγανίζουνε Του πεινασμένου δίνανε να φάει και το κοίταζε στ’ αλάτι Ο νοικοκύρης είναι το αλάτι του

σπιτιού

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ Τον έκαναν τ' αλατιού

Νερό κι αλάτι

Φάγαμε ψωμί κι αλάτι.

Ούτε κλωνί αλάτι δεν δίνει

Έμεινε στήλη άλατος

έβαψα τα νύχια μου στην άρμη

Αλμυρές τιμές

Βρέχει αλάτι ΚΑΤΑΡΕΣ

Eκεί που ψένει ο ήλιος το ψωμί κ’ η αλυκή τ’ αλάτι. Αλάτι να ‘ναι πάνω σου οι χάρες που σου ΄χω καμωμένες.

Page 23: Παραμύθι:   >

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ Σε κήπο δε φυτεύεται σε περιβόλι

όχι ο βασιλιάς το γεύεται κι όλος ο κόσμος το ‘χει (το αλάτι). Νερό με γεννά, ήλιος με θρέφει, βασιλιάδες, άρχοντες με τιμούν, αλλά σαν δω τη μάνα μου, πέφτω και πεθαίνω (αλάτι) Σ έναν τέντζερη είναι δύο αδέλφια Το ΄να το τρέφει η μάνα του το άλλο το σκοτώνει (αλμυροσαρδέλες) Πάντα αλατισμένο μα είναι ανάλατο (το ρεβίθι).

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ Αλάτι χοντρό, αλάτι ψιλό έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω! Παπούτσια δε μου πήρε να πάω στο χορό, και αν δεν μου τα πάρει, ο κούκος να την πάρει! Στ’ αλάτι, στ’ αλατόνερο ραΐζει το λιθάρι κ’ η κόρη με το μάτι της σφάζει το παλικάρι. Αν σε φάω εγώ η οχιά, ξύδι κι αλάτι για παρηγοριά αν σε φάει ο γιος μου ο αστρίτας τσαπί και φτυάρι πάρε ρίτα.

Page 24: Παραμύθι:   >