112
http://www.projethomere.com

Κερκυραϊκό Λεξικό-

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Κερκυραϊκό Λεξικό

Citation preview

Page 1: Κερκυραϊκό Λεξικό-

http://www.projethomere.com

Page 2: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κερκυραϊκό Λεξικό

Page 3: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Α-Ι

Α Αβαγγέλιστο (το) Το µωρό που δεν το έχουν «περάσει»από το ευαγγέλιο. Αβάκα (η): Φιλενάδα,αγαπητικιά (Μάλλον προέρχεται από τη ιταλική λέξη Vacca πού σηµαίνει αγγελάδα αλλά και πόρνη . Αβάλη (η): Κόλπος ( Παξοί) Αβανιά (η): ∆υσφήµηση.(Παξοί). Αβαντάρω Υποστηρίζω.(Ital. Avantare). Αβαντζαδούρα (η): Το πλεόνασµα (Ital. Avanzo). Αβάντι : Πάµε (Ιταλ. Avanti). Αβαντιζαίτε (η): Μπροστά.(Παξοί). Αβαντσέρνω : Έχω να λαµβάνω.(Ital. Avanzare). Αβάλη (η): Κατηφοριά προς κολπίσκο της θάλασσας (Ital. Avvallatura). Αβαρία (η): Εξυπηρέτηση – ζηµιά (Παξοί). Αβάσκαµα (το): Μάτιασµα. Αβασταή (η): Αβάσταχτο. Αβεντόρος (ο): Τζαµπατζής (Ital. Avventore =πελάτης). Αβέρτα πάγκα : Συνέχεια. Αβέρτο (το): Ανοικτό (Ital. Aperto) Αβέρτο πετσάλι (το) Ελεύθερο – Ανοικτό.(Παξοί). Αβιζάρω : προειδοποιώ (Ital. Avvisare). Αβλογιά (η): Λευκάκανθος. (Παξοί). Αβογαδόρος (ο): Κατήγορος . (Ιταλ. Avvocato Fiscale ) Αβουκάτος (ο): ∆ικηγόρος (Ιταλ. Αvvocato). Αγαλάρει (δεν ): ∆εν ξεφεύγει. Αγάλια : Σιγά Αγάλικα (τα): Αµύγδαλα µε µαλακό τσόφλι.(Παξοί ). Αγαντζάδο (το) Ύφασµα πολυτελές µε χρυσά κεντήµατα (Ital. Organza). Αγαρλίζω : Ανακατεύω. Αγγανάδος (ο): Απατηµένος . Αγγανάρω : Απατώ. Αγαντζάρω :Γραπώνω, γαντζώνω, αρπάζω (Ital. Agganciare). Αγγελοκρούοµαι : Τροµάζω-Ταράζοµαι Αγγελόνι (το) Φυτό άγριο που φυτρώνει στους λόγγους , έχει κόκκινους µικρούς καρπούς που τρώγονται. Αγγιό (το): ∆οχείο (Αρχ. Αγγείο). Αγγούσα (η): Βαρυστοµαχιά. Αγγουρακιά (η): Φυτό µε ρίζα που µοιάζει µε µικρό αγγούρι.Λέγεται επίσης και Κουλουµπρίδα το φυτό µοίαζει µε το ραδίκι και γινεται σαλατα. Αγγουρέτο (το): Πολυάγγιστρο για το ψάρεµα των αφρόψαρων. ονοµάζεται και ξυλάγγουρο, γίνεται τουρσί. Αγερίνα (η): Πολύ ψιλή άµµος σοβατίσµατος. Αγερµός (ο): Ξεσηκωµός ( Αρχ. Εγείρω;;;;;). Αγιάθονας (ο): Φωτοστέφανο. Αγιασµός (ο): ∆υόσµος. Άγιατρο (το): Ανίατο . (Παξοί). Αγιοκωνσταντινάτο (το): Βυζαντινό νόµισµα µεγάλης αξίας.

Page 4: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Αγιοτικά (τα): Τα ανήκοντα στους ναούς. Αγιούντα (η): Προσθήκη σε κάποια κατασκευή (Ital. Aggiunto). Αγιούταλος (ο): Το πουλί Λούφα. Αγιούτο : Βοήθεια . Βοηθήστε µε (Ιταλ. Aiuto). Αγκινιάζω : Εγκαινιάζω .( Ανοίγω το καινούριο κρασί). Αγκίσερας (ο): Κισσός. Αγκλυστήρι(το): Το εργαλείο του κλύσµατος. Αγκούσα (η): Στεναχώρια .(Λευκίµµη – Παξοί ) Αγκρέµιθας (ο): Αγριοφυστικιά. Αγκωνή (η): Γωνία (Ital. Angolo). Αγκιουστάρω : ∆ικαιώνω – Αποδίδω δικαιοσύνη (Ital. Aggiustare). Αγκονάρι (το): Γωνία και ακρογωνιαίος λίθος. (Αγκών = γωνία και Ital (Angolare) Αγκωνή (η): Η γωνία του ψωµιού.(Παξοί). Αγνίλας (ο): ∆άσος µε λυγαριές (Άγνοι). Άγνος (ο) Λυγαριά. Αγούλιερας (ο): Φυτό – Ζιζάνιο. Αγρέµυθας (ο): Άγριο δένδρο του λόγγου Αγριάδα (η): Αγριολάχανο. Αγρικάω : Επαγρυπνώ. Αγριοκοµιντοριά (η): Το φυτό στρύχνος (βλ. Κοµιντόρο). Αγρίωµα (το): Χέρσο ,ακαλλιέργητο χωράφι. Αγροικά (φέρθηκε): Απρεπώς φέρθηκε (Σαν αγροίκος). Αγυριώτικο (το): Χορός περιοχής Αγύρου . Αγυρεψιά (η): Έµεινε ανύπανδρη από αγυρεψιά , δηλαδή δεν τη ηθελε κανείς. Αδειά (η): Ελεύθερος χρόνος. Αδερφοµοίρι (το): Το µερίδιο του αδερφού από την περιουσία του γονέα. Αδικευτής (o) Ο Άδικος. Αδικιά (η) Αδικία. Αδικογένι (το) Κακοµοίρης. Αδικοφάης (ο): Ο εκµεταλλευτής. Αδούλης (ο): Τεµπέλης. Αδουριά (η): Πρόσκαιρο – Αυτό που δεν αντέχει στο χρόνο (Ital. Duro). Αδραχτηλιόνοι(οι): Οι κολιτσίδες του χωραφιού. Αδράχτι (το): Εργαλείο για την δηµιουργία µάλλινης κλωστής. Αδράχτια Βρισιά. Άεζα : Χωρίς αµοιβή. Αετός (ο): Είδος σαλαχιού. Αετονύχι (το) Είδος άσπρου επιτραπέζιου σταφυλιού µε γαµψή ρόγα. Αζόερας (ο): ∆υόσµος. Άζουλα (η): Κόπιτσα (Παξοί). Αζώερας (ο): Μαργαρίτα Αθήρι (το): Το καλύτερο (αρχ. Αθήρ;;). Αθράκι (το): Το κάρβουνο (Αρχ. Άνθραξ). Ακανίσκευτος (o) Ο αρνούµενος να δωροδοκηθεί(βλ. Κανίσκι). Ακαπέλα Τραγούδι Χωρίς συνοδεία οργάνων. Ακισταδόρος (ο): Κατακτητής –Αυτός που αποκτά κάτι.(Ιταλ. Conguistatore). Ακιστάδος (ο): Αποκτηµένος (Βλ. Ακισταδόρος). Ακιστάρω : Αποκτώ. Ακίστο (το): Απόκτηµα. Άκλαιρος (ο): Πάµφτωχος - χωρίς κλήρο.

Page 5: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ακλεριάζω : Καταστρέφω – Ρηµάζω. Άκολα (τα): Πολύ βαθιά , απάτητα.(Παξοί). Ακόντο (το): Έναντι λογαριασµού (Ιταλ. Acconto). Άκοπα (τα): Συνέχεια , χωρίς διακοπή. Ακορδάρω : Συµφωνώ, Συµµερίζοµαι, παίρνω το µέρος κάποιου. (Ιταλ. AccordareΣυµφωνια, Κουρδίζω µουσικό όργανο. Ακουζάρω : Κατηγορώ.(Ιταλ. Accusante ). Ακουζατόρος (ο): Κατήγορος (Ιταλ.Accusatore). Ακουϊστά : Επιπλέον πράγµατα. Άκουσµα (το): Φήµη – ∆ιαδόσεις. Ακουσµένη (η): Η γυναίκα που έχει εξωσυζυγική σχέση. Ακουστάδα (η): Αποκτηµένη (βλ. Ακισταδόρος κλπ ). Ακριβολιναριά (η): Πρίν από πολύ καιρό . «Τον καιρό τσι ακριβολιναριάς» . (Υποθέτουµε ότι αναφέρεται σε µια εποχη που ήταν ακριβό το λινάρι). Ακροτζερίζωµαι : Προαισθάνοµαι, αντιλαµβάνοµαι (Ital. Accorgersi). Ακρουφαλιά (η): Κουφάλα ή σχισµή δένδρου. Αλαγκρέτζα : Χαρούµενη –Φαιδρή (Ital. Allegrezza). Αλαγραµέντα Καλή ανάρρωση.;;;;;;;;; Αλάδα (η): Τούφα µαλλιών (Παξοί). Αλαλάργα – µακριά (Ital. Alla largare= ξανοίγοµαι στη θάλλασα Αλαλιάζω : Μένω άλαλος. Αλαµαρνέρα (η): Ρόµπα.;;;;;;;; Αλαµπαµπίνα ανδρικό χτένισµα ∆ήγµα Παλληκαρισµού έµοιαζαν µε µωρουδίστικο χτενισµα µε τα µαλλιά να αναδιπλώνουν στα άκρα (Ital. Alla banbina). Αλαµπρατσάντε Αγκαζέ.(Ital. Braccio) Στην γνωστή κερκυραϊκή παροιµία «από το τίποτα καλό και το αλαµπρατσάντε». Αλαπρέστα : Γρήγορα . (Ιταλ Presto ). Αλάρµα : Πένθιµο χτύπηµα καµπάνας. (Ιταλ Alarme=Τρόµος Συναγερµός). Αλαρουµάνα : Μακριά µαλλιά (Παξοί). Αλασκαβέντζα : Με το σακκάκι ριχτό στον ώµο (Ital. Alla scavenzza). Αλασκάγια : Ανάρριχτα.. Αλατρεύω : Καλλιεργώ. Αλαφάτσα Το µαντήλι δεµένο πάνω από το κεφάλι µε τις άκρες σηκωµένες πάνω στο κεφάλι σταυρωτά και γενικά ευπρεπισµος της κεφαλής (Ital. Faccia). Αλαφίλα : Συνεχώς (Ital. Alla Fila = Τακτικά). Αλαφοστιά (η): Η αρρώστια Ερυθρά. Αλεγατσιόνες (οι): Επεξηγήσεις (Ιταλ Allegazione). Αλεγράρω : Χαίροµαι ,Ευθυµώ ,Ξεδίνω. Αλεγρία (η) Χαρά. (Ital. Allegria). Αλέγρος (ο): Ευθυµος –Χαρούµενος.(Ital. Allegro).Επίσης όλα τα συναφή : πχ. Αλεγρέτζα, Αλεγρία,Αλεγρατσιό,Αλεγράρω,Αλεγραµεντε. Allegro). Αλέκιος (ο): Μονοκόµµατος πχ. “θέλω να µου βάλεις σόλες αλέκιες”. Αλέρτα (η): Στη θέση σου, σε επαγρύπνηση .(Ιταλέ. Allerta=Επιφυλακή). Αλεσιά (η): Μια Αλεσιά = Αλεσµα Ελιάς στο Ελαιοτριβείο µια φορά. Οσο χωράει η µηχανή. Αλέστος (ο) Πρόθυµος. (παξοί) ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;; Αλευρίτας (ο): Είδος µανιταριού. Αλιά (κι’ αλίµονο) : Αλίµονο. Αλιάδα (η): Σκορδαλιά.

Page 6: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Αλιµάγκου : Επιτέλους – Εν κατακλείδει. Αλίµεντο (το): ∆ιατροφή (Ιταλ Alimentazione). Αλιµοκουρίζω : Ταρακουνάω. Αλιµπαρτάρω : Αναποδογυρίζω (Ιταλ. Ribaltare). Αλιµπουρδώνω Η Αλιµπουρδίζω η Αλικουρνίζω=Λερώνω – Πασαλείβω. Αλιποπορά (η): Ποικιλία σταφυλιών. Αλιποπορδιές (οι): Ράτσα µανιταριών. Αλιποτσάκαλης (ο): Ράτσα τσακαλιού που έλεγαν ότι είναι διασταυρωση αλεπούς και τσακαλιού. Αλιτζερίνος(ο): Αλγερίνος πειρατής ,συνώνυµο της σκληρότητας. (Ital. Algerino). Αλιτσερίνι (το) Σκούρο-Μαύρο-Σκοτεινό Αλιφιέρης (ο): Σηµαιοφόρος (Ιταλ Alfiere). Αλιφούτσιος (ο): Λούστρος-Στιλβωτής υποδηµάτων. Αλλότριος (ο): Αλλιώτικος. Αλµπακάς (ο): Επίσηµο ροκέτο από φίνο ύφασµα (βλ. Ροκέτο). Άλµπεδο (το): Ασπρόξυλο από τις Αλπεις, µαλακό και ευκολοδούλευτο. Αλντέντο (το): Μισοβρασµένα µακαρόνια (Ital. Al dente = στα δόντια). Αλόη (η): Βότανο (Ital. Aloe). Αλόϊσες(οι): Κακιές γυναίκες (Παξοί). Αλπετραριος (ο): ∆ιαιτητής (Ital. Arbitro). Αλπέτρες (ο): ∆ιαιτητής (Ital. Arbitro). Αλτάνα (η): Ξεχυτή (Ital. Altana =Σκέπαστρο σε ταράτσα σπιτιού). Αλτάρι (το): Αγία τράπεζα (Ital. Altare = Αγία τράπεζα , Βωµός). Αλτεράδος (ο Αδιάθετος .;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;; Άλτο (το): Ψηλό –Ψήλωµα (πιο άλτο=πιο ψηλό).(Ital. On alto). Αλτρα πάντα : Από τη µία µεριά στην άλλη Αλτσάτο (το): «Πανωσήκωµα» σπιτιού (Ital. Alzata). Αλτσετούρα (η): Πιέτα .;;;;;;;;;;;;;;;; Αλτσος (ο): Αλυσίδα (Παξοί ) (Μάλλον βγαίνει από το Άλυσος). Αλυπίτσα (η) Φυτό της ακροθαλασσιάς που το χρησιµοποιούν για να κατασκευάζουν σκούπες. Αλυποτανάω : Τραβάω το σχοινί (Αρχ. Τανύω). Αλυσίβα (η): Ζεστό νερό και στάχτη για το πλύσιµο των ρούχων. (Ιταλ. Lisciva). Αµάν µπάσα : Λεηλασία.;;;;;;;;;;;;; Αµάντζαλος : Κακοντυµένος και ακατάστατος. Αµαρτεµός (ο): Αµαρτία. Αµασκαλίδι (το) : Το βλαστάρι ανάµεσα στο φύλλο. Αµασκαλοβύζα (η): Γυναίκα µε µεγάλους µαστούς. Αµαχεµός (ο): Εχθρότητα. Αµε Πήγαινε Αµε δα - Αµι Βεβαιωτικά µόρια. Αµέντι και Αµέντε (το): Προσοχή – Πρόσεχε (Ital. A mente). Αµηδόνικα : Ναι , κατάφαση . Αµητί : Πώς αλλιώς. Αµινόνκα : Ασε µας ήσυχους – Παράτα µας. Αµίρασος (ο): Το ψάρι Σαλούβαρδος. Αµµούσα (η): Αµµώδες και πορώδες έδαφος. Αµολάδος (ο) Ελεύθερος-Χωρίς περιορισµούς.(Ιταλ. (a m)mollare – Λύνω το σχοινί -Ελευθερώνω). Αµολαρησιά (η): Ασυδοσία (βλ. Αµολάρω).

Page 7: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Αµολάρω : Απελευθερώνω (Ital. Ammolare). Αµολέρνω : Ελευθερώνω. Αµόντε (πάµε) : Χαµένοι πάµε (Ital. A monte ). Αµοράδος (ο): Ερωτευµένος. (Ιταλ. Inamoranto). Αµορόζος (ο): Αγαπητικός-Εραστής. (Ιταλ. Amoroso). Αµούρες (οι): Βατόµουρα. Αµούχτι (το): Πλήθος πραγµάτων. Αµπαντάρω : Εκτιµώ, Λογαριάζω (Ital. Abbacare). Αµπαντονάδος (ο): Αλήτης , Εγκαταλελλειµένο Παιδί , Έκθετο. (Ital. Abbandonato). Αµπάσος (ο): Κατώτερος – χαµηλότερος (Ital. Basso). Αµπατάριστος(ο): Αδιάφορος για ότι συµβαίνει. Αµπάτης (ο): Ταγµένος Κάποιος που ήταν «ταγµένος» σε κάποιον Άγιο και Φορούσε µαύρο φέσι και µπέρτα για 7 χρόνια. (ital. Battessimo=βάπτιση). Αµπελοφάσουλα (τα): Φασολάκια βελόνες. Αµπελοφουρκάτα (η): Ξύλινη διχάλα για το φύτεµα του αµπελιού (Ital. Forca = ∆ιχάλα). Άµπιλος (ο): Ικανός (Ital. Abile). Αµπιτάντες (ο): Σοφίτα (Ital. Abitante =Ακάλυπτος χώρος που κλείστηκε και εγινε κατοικήσιµος). Άµπιτο (το): Ιερατικό ένδυµα (Ital. Abito= Ρούχο η διαµένω). Αµπιτύχη : Αν τυχόν. Αµπλα ουτουριτά Απόλυτη εξουσία.(Ιtal. Ampio Autorita). Αµπόδεµα (το): Μάγια- Μαγικά. Αµπονόρα : Νωρίς – Πολύ πρωί (Ital. A buon ora). Αµπορµπάω: Προφταίνω – Προλαβαίνω. Αµπορπίζω : Ξεπερνώ κάποιον. Αµπούζο (το): Κατάχρηση. (Ital. Ampuso). Άµπουλες (οι): Πολλά νερά (Παξοί). Αµπουρνέλα (η): Κορόµηλο. Αµπώνω Σπρώχνω. Αναγκεµένος (ο): Άρρωστος. Ανάγλυκα (τα): Αραιά . Ανάγλυκο Αραιό Αναγραίνω : Ξαίνω το µαλλί. Ανάγυρος (ο): Τέχνασµα – Επιδεξιότητα. Αναδίνω : Ξανάρχοµαι. Ανάερα (τα): Εναέρια. Ανάερα : Αµυδρά. Αναζωφάω : Ξαναζωντανεύω. Αναθιβάνω: Αµφιβάλλω. Ανάκαρο (το): ∆ιάθεση (Παξοί). Ανακούρκουδα: Βαθύ κάθισµα στα γόνατα (Γύρου). Στους Παξούς το λένε «ανάποδα» Ανακρακάτος (ο): Φωνακλάς. Ανακυκλίδα (η): Ξύλινο εργαλείο για την µεταφορά του νήµατος κατά το γνέσιµο. Ανάνταφλος (ο): Ανοικοκύρευτος. Ανάντελος (ο) ∆ύστροπος. Αναπαψώλια (τα): Μία κατασκευή από σχοινιά που δένονταν πάνω από το κρεβάτι για να κρατούν τα πόδια της γυναίκας ανασηκωµένα ώστε να µην κουράζεται κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.

Page 8: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Αναπιαίνω: Βάζω το ζυµάρι στη σκάφη και το σκεπάζω για να φουσκώσει. Αναράιδα (η): Νεράιδα. Αναριοµάδα (η): Αραιόφυτο µέρος. Αναρίτσια (η): Ανατριχίλα (Ital. Arricciare). Ανατσολόϊση (η): Ακαταστασία . Ανατσούµπαλος (ο): Ακατάστατος. Ανατσουτσουριάζω : Ανατριχιάζω. Ανάφαντος (ο): Απρόσεκτος (Παξοί). Αναφούφου : Στον αέρα , πάνω πάνω.(Παξοί). Αναχαράζει : Μηρυκάζει. Αναχαράζω: Μηρυκάζω. Αναψούρα (η): Έξαψη. Αναψούρες (οι): Ζέστες.- εξάψεις. Ανελέτα (τα): Γάντζοι που περνούν τα κορδόνια των παπουτσιών(Παξοί). Ανέλο (το): Κρίκος , Χαλκάς (Ital. Anello). Ανεµοδούρητος (ο): Μικρής διάρκειας. Ανεµοίραα (τα): Αµοίραστα (πχ. Χωράφια). Ανεµοκάικα Εξαφανίστηκα. Ανεµοπουλίζω : Ανεµίζω. Ανεµοπύρωµα (το) Κρυολόγηµα. Ανεµοστρίφουλας (ο): Τοπικός µικρός τυφώνας. Ανεµούρι (το): Αδράχτι Και µεταφ. (Πάει το στόµα του Ανεµούρι) Κάποιος που µιλάει ασταµάτητα. Ανεµοφόνητο (το): Άστατος-Ασταθής. Ανεσίσταγος (ο): Ανήσυχος-φασαριόζος. Ανεσύσταγος (ο): Ανοικοκύρευτος – Χωρίς σέστο (Ital. Sesto). Ανέσωστος (ο): Ατελείωτος (Παξοί). Άνζο : Συµβολαιογραφική πράξη(Ital. Atto Notarile). Άνθρακας (ο): Αρρώστια -Κακοήθης φλύκταινα – Και ως κατάρα «να σε φάει ο άθρακας» . Ανιφορά (η): Το αντίδωρο της εκκλησίας. Ανστάνζα ή Ινστάνζα (η): ∆ικαστική προσφυγή (Ital. Istantanea = Ενσταση ). Άντα (η): Επιβλητική περπατησιά (Ital. Anda =Θέτω σε κίνηση). Ανταµος (ο): Γίγαντας , µεγαλόσωµος. Αντάτος (ο): Ο έτοιµος να φύγει (Ital. Andare). Αντέντος (ο): Έτοιµος για καυγά. (Ital. A Dente=στο δόντι η Attento = Σε ετοιµότητα). Αντέτο (το): ¨Εθιµα των προγόνων (Ital. Antenato =Πρόγονος). Άντζα (η): Γάµπα (Ital. Anca ). Αντζαρδάρω : Ενθαρρύνω (Ital. Azzardare). Αντζάρδο (το): Τόλµη ,Θάρρος (Ital. Azzardo). Άντζι : Μάλιστα. Άντζι : Όπως και να ναι.(Ital. Anzi);;;;;;; Άντζουλα (η): Είδος µεταλλικού κουµπιού. Αντήρας (ο): Μέρος εκτεθειµένο στον αέρα. Αντιδαύλι (το) Ξύλο από νέο κλαρί για την φωτιά.(Παξοί). Αντίδι (το): Ήµερο λάχανο. Αντικάµαρα (η): Πεισµώνω και αποµακρύνοµαι από εσένα. Αντικάµαρα (η): Χώλ , προθάλαµος (Ital. Anticamera ). Αντικάριος (ο): Αρχαιολόγος (Ital. Anticario)

Page 9: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Αντίκοµµα (το): Ξερό κλωνάρι δένδρου. Αντίκος (ο): Παλαιοµοδίτης.(Ital. Antico). Αντικούλουκο (το): Μικρό βλαστάρι. Αντικούτικας (ο): Μετωπιαίο οστό. Αντιµάµαλο (το): Το κύµα που χτυπάει και ξαναγυρίζει.(Παξοί). Αντιρίδα (η): Λοξό στήριγµα για την αντιστήριξη πασσάλων. Αντιρίδι (το): Μικρός βλαστός που βγαίνει κάτω από το φύλλο. Αντιφώτι (το): Φεγγίτης. Αντος (ο): Σε ετοιµότητα (Ital. Attento= Προσέχω). Αντραίδα (η): Φυτό;;;;;; Αντρέτζο (το): Εργαλείο ,εξάρτηµα. (Ital. Annesso). Αντσιόν (η): Αγωγή εναντίον κάποιου (Ital. Azione). Ανωθιό (το): Άνωθεν (Αρχ. – παλιό κρητικό). Αξετίµωτος (ο): Ωραίος , Λεβέντης (Παξοί). Αουνίστρα (η): Το τζάκι . Η φωτιά του σπιτιού. Στα χωριά τα’Γύρου λέγεται ογνίστρα. Απαδείρω: Πληρώνω για τα σφάλµατά µου. Απαδέχτης (ο): Κεντρικό χαντάκι ποτιστικού χωραφιού. Απαθιά (η): Ησυχία , Απραξία , Απάθεια. Απάλα (η): Το πλατύ µέρος του κουπιού.(Παξοί). Απαλατήδι (το): Το υγρό που περισσεύει από το φτιάξιµο του σαπουνιού.;;;;; Απαλό (το): Το βρεγµατικό οστούν του νεογνού. Απαλοκάβουρας (ο): Είδος κάβουρα µε απαλό κέλυφος που τρώγεται ολόκληρος τηγανιτός. Απαλταρίζω : Παίρνω εργολαβία (Ital. Appaltare). Απανωγόµι (το): Το επιπλέον φορτίο του γαιδάρου (Αρχ. Γόµος). Απανωκόµι (το): Επιπλέον κέρδος. Απαράτης (ο): Η σανίδα που ασφάλιζε τη δίφυλλη πόρτα από µέσα. Απαρέντζα (η): Εικονiκά , φαινοµενικά (Ital. Apparenza). Απαρθενεύω : Ανήκω.(Παξοί). Απαρταµέντο (το): Οροφοδιαµέρισµα (Ital. Appartamento). Απάσβεστα (τα): Ο ασβεστοσοβάς. Απέκια : Ειδάλλως . Απελάντε(ο) Αυτός που κάνει έφεση στο δικαστήριο, ο εφεσιβάλλων (Ital. Appelare = Εφεσιβάλλω). Απελάρω : Κάνω έφεση .(Ital. Appelare). Απελησιά (η): Εκσφενδονίζω (Αρχ. Απελαύνω). Απένα : Μόλις , Μετα βίας (Ital. Appena) Απεράτης (ο): Αµπάρα. Απερίκουος (ο): Αυτός που δεν καταλαβαίνει. Απερτούρα (η): Ευκαιρία (Ital. Apertura=Άνοιγµα). Απετόνι (το): Ποντικός των δένδρων. Απήκουπα Ανάποδα. Απίδι (το): Αχλάδι. Απιδιά (η): Αχλαδιά. Απίθωµα (το): Εναπόθεση ενός φορτίου. Απιθώνω : Ακουµπάω κατι κάπου .(Αρχ. Αποθέτω). Απίθωσα : Ακούµπησα. Απίκου : Στην ώρα µου , Ακριβώς στο σηµείο που πρέπει Οι Ναυτικοί Χρησιµοποιούν τη λέξη όταν η Μπίγα του Γερανού είναι πάνω ακριβώς από το

Page 10: Κερκυραϊκό Λεξικό-

φορτίο. Απίκουπα : Ανάποδα. Απιλατζιόν: Έφεση (Ιtal. Appelazione). Απιόµπο: Έτοιµος.;;;; Απίπιλε : Καθολοκληρίαν.;;;;;;;;;;;;; Απισόντενα Όταν το ζώο ∆εν µπορει να κρατηθεί στα πισινά του πόδια λόγω αρρώστιας η γήρατος. Απιστριά (η): Μέρος του εξοπλισµού του γαιδάρου. Απιταφτιάρικο (το): Πεισµατάρικο. Απλάδενα (η): Πιατέλα. Απλή (η): Παλιός χωριάτικος χορός. Απλιός (ο): Πλατύς (Αρχ. Άπλετος;;). Απλιτά : Ικανότητα , Ευχέρεια (Απλετα;;;;). Απλιχώρια (η): Ευρυχωρία. Απλόχερο (το): Μονάδα όγκου που χωράει σε µια παλάµη. Αποβολάρα (η): Είδος τσαπιού. Απόγραµµα (το): ∆ιεύθυνση σε γράµµα(Παξοί) . Στην υπόλοιπη Κέρκυρα Την έλεγαν Σύσταση. Αποδέλοιπα (τα): Τα υπόλοιπα. Αποδέλοιπο (το): Υπόλοιπο. Απόδιαβα : Μετά τις γιορτές. Αποδοχάρι (το): Μεγάλος κάδος για την πρόχειρη µετάγγιση του µούστου. Απόειδα : Απογοητεύτηκα-Βαρέθηκα να περιµένω. Αποζετάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotecare). Απόθραψε : Τελείωσε η καύση του ξύλου (Αρχ. Αποθράυω). Αποθώσου : Κάθησε να ξεκουραστείς. Αποκαρωµένος (ο): Μισοκοιµισµένος.(Παξοί). Αποκατάρι (το): Το κεραµιδι που πάει από την κάτω µεριά. Αποκαταριά (η): Η κάτω πλευρά. Αποκαταριά (η): Το κατακάθι του ελληνικού καφέ . Αποκαταριά (η): Το κάτω µέρος ενός ανισόπεδου κτήµατος. Αποκατουθειό : Από κάτω. Αποκλείω : Κανω κάποιον ψυχικό ράκος. Αποκοντιασµένος (ο): Υποχόνδριος. Αποκόντο Παραλίγο. Αποκόντο (το): Ευνόητο (Ital. Conto = Λογαριασµός – πρόβλεψη κλπ.). Αποκοντριά (η): Υποχονδρία – Νωθρότητα. Αποκοπή (η): Εργασία µε το κοµµάτι. Απολιώρα : Πριν από λίγη ώρα. Απόντις : Από όταν – Αφού (Αρχ. Όντας ;;;). Αποξυλάνθι (το): Το άνθος της κουφοξυλιάς ( Θάµνος της ακτής-Αφροξυλάνθη). Αποπανάρι (το): Το πάνω τούβλο της σκεπής. Αποπανάρι : Το κεραµιδι που πάει από την πάνω µεριά. Αποπαναριά (η): Το επάνω µέρος. Αποπανουθιό (το): Από πάνω (Αρχ. Άνωθεν). Απόπερα : Απέναντι. Αποπέρνω Αποθαρρύνω. Αποσβολάρα (η) Τσαπί. Αποσεδείριες (οι): Οι ελιές που πέφτουν από την αρχή της σοδειάς.(Παξοί). Αποσίµπελο Πιθανόν-Παρά λίγο-Μπορεί. (Ιταλ. Possibile). «Στην πιάτσα έγινε

Page 11: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Αποσίµπελο Ρεµπόµπο». ∆ηλαδή Παραλίγο να γίνει φασαρία-καυγάς. Απόστα η ξαπόστα : Επίτηδες (Ital. Apposta). Αποστάρικα : Σκόπιµα. (βλ. Απόστο). Αποστήλα (η) Σηµείωση στο περιθώριο της σελίδας (Στήλη ). Απόστο (τον έβαλε): Του έκανε κριτική-τον έβαλε στο στόχαστρο (Ital. A Posto=στη θέση του). Αποτιλιά η Αποτίλας (ο): Λιθιά. Απόχηρος (ο): Χήρος. Απόχτιο (το): Απόκτηµα. Απραός (ο): ∆ιαρκώς σε κίνηση ( Αρχ. ;;; Παραλία Απραού στην Κασσιόπη). Απροβάδο (το): Εγκεκριµένο (Ital. Approvare). Απροµπάρω : Εγκρίνω (βλ. Απροβάδο). Απρόντα (η): Έτοιµη (Ital. Approntare). Απροπόζιτο (το): Έκφραση που προτάσσεται Στην αρχή της συζήτησης . (Ital. Proposito=Το θέµα της συζήτησης). Αραβούντουλα (η): Το τιµόνι της Βάρκας- η Λαγουδέρα.(Κέρκυρα-Πόλη). Αραγκιό η ραγκιό (το): Η τάξη , Το συστηµατικό (Ital. Rango=Τάξη). Αράδα (η): Αµέσως. Αράϊντα-Αράντα (η) Ο Περίβολος του σπιτιού. (Παξοί). Αράτα (η): Ρώγα σταφυλιού-στήθους (Αρχ. Ράξ;;) Αρβάλι (το): Σιδερένια λαβή του ξύλινου κουβά. Αργάζω : Οργώνω,Κατεργάζοµαι ,Επεξεργάζοµαι. Αργαστήρι (το): Καφενείο. Αργάτης ( ο): Ο κοχλίας της αλεστικής µηχανής. Αργατικός (ο): Εργάτης. Αργατινή (η): Εργάσιµη µέρα. Αργούντουλα (η) Η Λαγουδέρα (Το ξύλο που κουνά το τιµόνι της βάρκας.) (Παξοί). Αργυροµαστραπάς (ο): Ασηµένια κανάτα. Αρεβολίζω : Πάω και έρχοµαι γρήγορα. Αρέκια (τα): Τραγούδια προχειροφτιαγµένα-(Iταλ. Οrecchia= Με το αυτί , χωρίς µουσικές γνώσεις). Αρέντα (η) Γρήγορα. (Ital. Ridda=Είδος παλιού κυκλικού χωρού η σπασµωδική κίνηση γύρω από κάτι). Αρέντε Πλησίον – Κοντά.;;;;;;;;;;;;; Αρεσκειά (η): Προικοσύµφωνο. Αρεστάδος (ο): Κρατούµενος (Ιταλ. Arrestato (: Κρατούµενος. Αρέστο (το): Το κρατητήριο Ital. Arresto). Αρθούνι (το): Το ρουθούνι. Αριβάρω Έρχοµαι-καταφθάνω. (Ιταλ. Arrivare). Αρίδα (η): Τρυπάνι. Αρκεβίστας (ο): Αρχειοφύλακας (Ital. Archivista). Αρκίβιο (το): Αρχειοφυλάκειο (Ital. Archivio). Αρκούµπουζο (το): Είδος πυροβόλου όπλου.(Λευκίµµη-Παξοί).;;;;;;;;;;;;;;;;; Αρµακαδίνα (η): Κεντρικό δοκάρι σκεπής.(Ital. Arma Catena). Αρµακόλου : Έβαλε το σακκάκι του αρµακόλου – ∆ηλαδή στην πλάτη (Ital. Armacollo =Τελαµώνα-Χιαστί). Αρµάρι (το): Ντουλάπι (Ital. Armadio). Αρµαρόνι (το): Ντουλάπι (Παξοί). Βλ.Αρµάρι. Αρµενάλια (τα): Σοφίτες . (Παξοί). Αρµίδι(το): Πετονιά για ψάρεµα.

Page 12: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Αρµουριχτό (το): Είδος πετονιάς. Αρόδου : Ανοικτά στη θάλασσα ( Το πλοίο έδεσε αρόδου). Αρόντα (η): Τρεχάλα.(Ital. Ridda =Είδος παλιού κυκλικού χορού) Αρόντεψε : Τρέξε.(βλ. Αρόντα). Άρπαση (η): Αρδευτικό κανάλι. Άρπεζα (τα): Σιδερένια άγκιστρα για µεταλλικές κατασκευές η για την στερέωση τοίχων στις οικοδοµές.(Ital. Arpese). Άρτα πάντα : Η άλλη πλευρά µιας κατασκευής η κάτι διαµπερές. (Ital. Altra – Banda). Αρτερατσιό (το): Ελαφρύς πυρετός – δέκατα (Arteria;;;;;;;). Αρτερία (η): Αρτηρία (Ital. Arteria).-Προφανώς η λέξη έχει αρχαιοελληνική ρίζα. Αρτίζω : Βάζω λάδι στο ψωµί.(Παξοί). Αρτίζω : Ετοιµάζω το φαγητό (Άρτιο η άρτος). Αρτίκολο πρίµο (το): Πρώτη ενέργεια – Πρώτη δουλειά.(Ital. Articolo Primo Άρθρο Πρώτο). Αρτσιπέλαο (το): Πολύ µακριά. (Ital. Arcipelago= Αρχιπέλαγος). Αρτύθηκα: Έφαγα κάτι που δεν έπρεπε την Σαρακοστή). Ασέδιο (το): Πολιορκία (Ital. Asedio). Ασενιάρω : ∆ίνω, µεταβιβάζω. Ασένιο (το): Νόηµα (Ital. Segho). Ασκάρδη): Σκελίδα . Ασκέλα (η): Αγριολάχανο. Ασκέλα (η): Είδος λοστού που η άκρη του υποβοηθούταν από τη µασχάλη (Ital. Ascella=Μασχάλη). Ασκλιδι Σκίλα .;;;;;;;;;;;; Ασκοποθώνο Σηκώνοµαι και κάθοµαι συνέχεια. Ασκός (ο): Αυγό που έγινε χωρίς τσόφλι , µόνο µε την µεµβράνη. (Αρχ. Ασκός = Σάκκος). Ασκρουµένοµαι : Προσέχω να ακούσω(Παξοί). Ασκώνω: Σηκώνω. Ασµίλαγκας (ο): Το φυτό Σµίλαξ. Άσος Άξονας του κάρου. Ασουµέρω : Λαµβάνω , δέχοµαι. Ασούµπρα Αγκαζέ. Ασούσουµος (ο): Αγνώριστος (Παξοί). Άσπαγας (ο): Το φυτό δορύκυνον. Ασπάλαθρας (ο): Κύτισος (Αγκαθωτό φυτό). Ασπετά : Περιµένω (Ital. Aspetti). Ασπουκλο (το): Αγριοκρέµµυδο. Άστα : Σήκω (Αρχ. Ίσταµαι).-(Ital.Astante=Παρών ,Ενιστάµενος). Αστάκι ((το) Ο Καρπός του καλαµποκιού Άστε ντούε (µο): Μου επέβαλε (Μάλλον προήλθε από εκφραση της Αστράκα (η): Θάµνος της ακτής. Αστρακερή (η): Η τοποθεσία που έχει καλυφθεί από αστράκες. Ασύσταγος (ο): Ανοικοκύρευτος (βλ. Σέστο). Ατ ζάρδο (το): Τόλµηµα (Ital. Azzardo). Ατεντέντερε Ακούω , πείθοµαι , συµµορφώνοµαι.(Ital. Attendere= Ατίβα): Έτοιµη , Ικανή για κάθε τι. (Ital. Attivo=Ενεργητικός). Ατόρνο Πέριξ (Ital. Intorno). Ατούρα ( η): Πονοκέφαλος εγγύου.

Page 13: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ατρέτζο Σύνολο πραγµάτων απαραίτητων για ορισµένη χρήση. (Ital. Attrezzo = Σύνολο Εργαλείων). Ατρέχα (η): Τρεχάλα. Ατσαλωσιά (η): Η σκλήρυνση του σιδήρου µε την θέρµανση και το απότοµο κρύωµα στο νερό η στο λάδι. Ατσάρδο (το ): Κίνδυνος (Ital. Azzardo). Ατσαρδόζος (ο): Ριψοκίνδυνος. (Ital. Azzardosso). Ατσήρω : Αποδέχοµαι (Ital. Accetare). Ατσιτέντε ( ο): Το τυχαίο συµβάν.(Ital Accidente). Ατσίτο (το): Οξύ (Ital. Acido). Άτσιτο (το): Οξύ που χρησιµοποιούσαν οι λευκοσιδηρουργοί για το καθάρισµα πριν τη συγκόλληση των µετάλλων (ital. Acito = Οξύ). Άτσου : Ας`τους (Μαντουκιώτικο). Αυγακότης ( ο): Αυγουλάς. Αυγινό (το): Η ακολουθία του όρθρου. Αυγουστέλι ): Ράτσα σύκου. Αυγοχόλι (το): Ψεύτικο αυγό για να γεννούν οι κότες. Αυγώνει : Η κότα ετοιµάζεται να γεννήσει. Αυριοσύνη (η): Η αυριανή ηµέρα , το µέλλον , το αύριο. Αυχαριστία (η): Αχαριστία. Αφαλοκοµός (ο): Η οµφαλοκοπή. Αφάνο (το): ∆ύσπνοια.(Ital. Affano). Αφέντης (ο): ο πατέρας Αφιδεύοµαι: Εµπιστεύοµαι. (Ital. Affidare). Αφισάδος (ο): Προσηλωµένος (βλ. Αφισάρω). Αφισάρω : Είµαι προσηλωµένος (Ital.Affisare). Αφιτιβαµέντε : Πραγµατικά (Ital. Effettivamente). Αφοδιά (η): Αυλή σπιτιού ( Ίσως επειδή αφόδευαν εξω ελλείψει τουαλέτας ). (Παξοί). Αφόρκος (ο): Επίορκος. Αφούντου : Χάθηκε (Ital. A fondo=Στο βάθος). Αφούφου : Ολική καταστροφή – Ανατίναξη – Ολοκαύτωµα. (Πήγε αφούφου – Πήγε ψηλά). Αχαµνός (ο): Χλωµός (Παξοί). Αχαρολόϊστη (η) Άχαρη. Άχλα (η): Καταχνιά. Αψήλου : Τυχερό παιχνίδι του δρόµου (κορώνα –γράµµατα). Αψήλου : Ψηλά. Αψιής Οξύθυµος. Αψώνω Φουντώνω, ζεσταίνοµαι.(Παξοί). Β Βαβιλάτο (το) Το χρώµα της χρυσόµυγας (Μαυροπράσινο). Βαβύλα (η) Χρυσόµυγα (Λέγεται και βάβυλας και µάλλον ονοµάστηκε έτσι aπό το Βαβυλωνία από το βουιτό του). Βαγαπόντες(ο): Απατεώνας (Ital. Vagabondo).

Page 14: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Βαγγελίζω : Περνάω κάτω από το ευαγγέλιο της κυριακάτικης λειτουργίαςγια να αποφύγω κάποιο κακό που φοβάµαι . Βάγια (τα): Τα Θεοφάνεια , Η Κυριακή των Βαίων. Βαγιάνα (η): Το ψάρι Σκαθάρι. Βαγιοφόρα (η): Πλέγµα από φύλλα φοινικιάς για την Κυριακή των Βαίων. Βάζο (το): Ο πήλινος σωλήνας των παλαιών αποχετεύσεων (Ital. Vaso). Βαιλέυω : Κουράρω.- Φροντίζω Βαιλεύω : Νταντεύω, κανακεύω. Βαίσω : Λυγίσω. (Σινιές). Βακέτα (η): Μερικώς κατεργασµένο δέρµα (Ital.Vacchetta=Αγγελαδίτσα- ∆έρµα). Βαλάγγι (το): Βελανίδι (Παξοί). Βαλάνεια (τα): Βελανίδια. Βαλανίδα (η): Αδένας του λαιµού. Βαλάρω Βρίσκοµαι σε αµηχανία. Βάλε αµέντι : Σκέψου.(Ital. Mente=Μυαλό) Βαλερόζος (ο): Άξιος . (Valoroso). Βαλούτο (το) Βαρύ , Άξίζει τα λεφτά του (Ital. Valutare =Εκτιµώ την αξία το βάρος κλπ). Βαµµένος (ο): Ο αποφασισµένος για να κάνει κάποιο κακό. Βαντάγιο (το): Κέρδος (Ital. Vantaggio). Βαντάκα (η): Πάνινο δέµα µε ρούχα , και µεταφ. Η χονδρή γυναίκα. Βαντιέρα (η): ∆ίσκος σερβιρίσµατος Βάραγγας (ο): Λάρυγγας. Βαραµέντε : Επιτέλους – εν΄κατακλείδει (Ital. Veramente) Βαρβαρίτσα (η): ∆ερµατικό εξόγκωµα η κρεατοελιά. Βαρδακούρι (το): Αµάνικο πουλόβερ. Βαρδακούρι (το): Γιλέκο. Βαρδάτσα (η): Ράτσα άσπρου κορόµηλου. Βαρδιόλα (η): Σκοπιά . Βαρζί (το): Κόκκινη βαφή χειλιών από ένα φυτό. Βαρκός (ο): Βάλτος, η µόνιµα υγρή γη . Βάρτου : Βάρα του. Βάσκα (η): Μπανιέρα , λεκάνη .(Ital. Vasca). Βάσκα (η): Στέρνα ,η µεγάλη λεκάνη. (Ital. Vasca). Βατεύω : Κάνω έρωτα – Γονιµοποιώ. Βατσέλα (η): Λεκάνη . Βατσέλι (το): Λεκανάκι. Βατσέλι (το): Νιπτήρας(Ital. Vascello=Πλοιάριο πολεµικό). Βατσίνα (η): Εµβόλιο (Ital. Vacina). Βατσουνιά (η): Βάτος. Βδέλι (το): Μεταλλικό περιστρεφόµενο στερέωµα παραθυρόφυλλου). Βεγγέρα (η): Γλέντι (Ital. Vegliare = Ξενύχτι). Βεδρές : Βελανίδα (η): Το ψάρι Ζαργάνα η βελόνα. Βελέντζες (οι) Υποκλίσεις? Βελέσι (το): Χονδρό ρούχο – Παλτό. Βελιόνι (το): Ξενύχτι (Ital. Veglia). Βέλιουρας (ο): Σκουλήκι που χρησιµεύει για δόλωµα. Βελονάς (ο): Θύκη για βελόνια ραψίµατος. Βελοτσιπέ (το): Το ποδήλατο (Ital. Velocipe).

Page 15: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Βένα (η): Φέτα πετρώµατος. Βένα (η): Φλέβα – κληρονοµικότητα (Ital. Vena). Βενέτικο (το): Ράτσα κόκκινου µήλου. Βενζίνα (η): Καϊκι µηχανοκίνητο. Βένταµα (το): Φτερούγισµα. Βεντάριο (το): Ευρετήριο (Ital. In Ventorio). Βεντέµα (η): Τρύγος (Ital. Vendemmia). Βεντερούγα (η): Αρρώστια που προκαλεί κύρτωση της πλάτης. Βεντερούγα (η): Η πίσω µεριά των πλευρών. Βεντερούγα (η) Καµπούρα- ραχίτιδα. Βέντουλο (το): Βεντάλια η χαρτόνι για το φυσηµα της φωτιάς(Ital. Ventaglio). Βεντρειά (η): Η πλαινή πλευρά των πλευρών. Βεντριά (η): Τα πλευρά του Ανθρώπου . Βεραµέντε : Αλήθεια (Ital. Veramente). Βερβελίδι (το): Αγριολάχανο. Βερβελίδια (τα): Βολβοί. Βερβερίτσα (η): Κρεατοελιά. Βεργέτα (η): Σκουλαρίκι κρίκος. (Μάλλον ονοµάστηκε έτσι επειδή φτιαχνόταν από µία µεταλλική βεργούλα.Βεργέτα φορούσαν οι άνδρες στο αριστερό αυτί σε διάφορα µέρη της Κέρκυρας (Μαντούκι , Βαλανειό κ.α.) Ήταν χρυσή και µάλλον έµεινε από τους πειρατές η τους τσιγγάνους Βερίνες (οι): Οι βόλτες που παίρνει το σχοινί. Βερµαλίζω : Φλυαρώ (Ital. Verbale – Verbalismo = Στα λόγια). Βέρντε (το): Πράσινο χρώµα (Ital. Verde). Βερντούρα (η): Σαλάτα λαχανικών (Ital. Verdura). Βέρσο (το): Συµπεριφορα (Ital. Verso = Κατεύθηνση ). Βερτζότο (το): Πλατύφυλλο Κραµπή (Ital. Verzotto). Βερτσελάδο (το): Χυµένο-∆ιάχυτο(Ital. Versamento). Βεσπασιανή (η) ∆ηµόσιο ουρητήριο (Ital. Vespasiano). Βέστα (η): Γυναικείο φόρεµα.Ital. Vestito). Βεστάγια (η): Γυναικεία ρόµπα (Ital. Vestaglia). Βεστιέρα (η): Ρόµπα . Βέτζες ,Ισβέτζες : Στη θέση του. (Ital. Vece). Βετούλης (ο) Έφηβος. Βήσαλο (το): Σπασµένο και αιχµηρό κοµµάτι. Βιατζάρω : Ταξιδεύω (βλ. Βιάτζο). Βιάτζο (το) : viaggio (Ιταλ. ταξίδι κυρίως για δουλείες «έκανε βιάτζα ολη µέρα » . Βιβάρι (το): Ιχθυοτροφείο (Ital. Vivaio). Βίβες (οι): Προπόσεις (Ital. Viva). Βίγλα (η): Επιµέλεια , φροντίδα , επιτήρηση, Παρατηρητήριο . (Ital. Vigilato). Βιδέλο (το): ∆έρµα για σόλες παπουτσιών (Ital. Vittello=Μοσχαρίσιο δέρµα). Βίδιο (το): Άλλη φορά. Βιζιγάντι (το) Κατάπλασµα. Βίζιτα (η): Επίσκεψη (Ital. Visita). Βίκα (η): Ταµιτζάνα. Βίκος (ο): Ζωοτροφή. Βιλάνος (ο): Άξεστος χωριάτης (Ital. Villano). Βιλάρι (το): Τόπι υφάσµατος. Βινιέτα (η): ∆ιακοσµητικό περίγραµµα – Σχέδιο (Ital. Vigneta).

Page 16: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Βιντινέλα (η): Χονδρό ύφασµα (Ital. Vitina = Κορσές). Βινώ : Συνουσιάζοµαι παράνοµα (Παξοί);;;;;;; Βίρα (η): Βέρα . (Ital. Vera ). Βιρβιρίκι (το): Θυλίτσα από κλωστή. Βιρτσίνος (ο): Χρεωµένος Βίτζο (ο): Αντιπλοίαρχος (Ital. Vice). Βίτος (ο): Αρσενικό περιστέρι . Βίτσα (η): Ξύλινη βέργα . Βιτσιτσιόλι (το): Μικρό πουλάκι. Βλησίδι (το): Κόσµηµα που προσφέρεται στη νύφη – Τάµα σε εικόνα (Παξοί) . Βόγα : Κάνε κουπί-Λάµνε µπροστά. Βογγύλι (το): Χονδρό κοµµάτι , λέγεται και για το νερό που τρέχει.;;;;;;; Βολά (η) : Φορά ( θα έρθουµε µία άλλη φορά ). Βόλε ντα βόλα ∆ιπλοραµµένα παπούτσια;;;; Βολεί (µου): Με βολεύει. Βολήµι (το): Το µέταλλο Μόλυβδος . Βολίµι (το): Μόλυβδος. Βολίµι (το): Το µέταλλο Μόλυβδος. Βόλτα ντί πάλο : Ναυτικός κόµπος. Βολτατέστα (η): Συνένωση κατασκευής γείσου υπό γωνία (Ital. Voltare-Testa). Βολτετσάρω Κάνω άσκοπες περιπλανήσεις (Volteggiare=Στριφογυρίζω). Βόλτο (το): Ο θόλος , οι καµάρες (Ital. Volta). Βόλτο (το): Τοξοειδής κατασκευή στις εισόδους των σπιτιών .(Ital. Volto= Εξωτερική όψη ). Βοντεσπίτσιο (το): Προεξοχή µε παράθυρο από τα κεραµύδια της σοφίτας.(Ital. Βοραντζένα (η): Φυτό – Βούγλωσσο;;;;;;;;;; Βόρδονας (ο) εξώγκοµα , ερεθισµός του δέρµατος. Βόρδονας (ο): Πρήξιµο από τσίµπηµα εντόµου. Βούκιθρο (το): Ηλιάνθεµο. Βούλτα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρου. Βουλτοκάβαλα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρων. Βούλωµα (το): Πώµα Βουντζουριχτός (ο): Τρεχάτος. Βούντουλα (η): Τράτα όπου τα δίχτυα τα µάζευαν µε τα χέρια. Βουρδούλιο (το) : Ρεζίλι.- φασαρία – θεατρινισµοί. Βουρλιάζω : Περνάω την κλωστή στην βελόνα . Βουρλίνια (τα): Νεύρα. Βουρλισιά (η): Τρέλα.(Ital. Burla = Περιπαιγµός). Βουρλισιά (η): Τρέλα (Ital. Burla =Αστειότης). Βουρλισµένος (ο): Τρελός (Ital. Burlare = Περιπαίζω – Αστειεύοµαι). Βουρλιταριό (το): Τρελοκοµείο. Βουτζί (το) Μεγάλο βαρέλι (Παξοί).;;;;;;;;;;; Βουτιτσέλι (το): Πουλί των λιµνών που βουτάει για να βρεί ψάρια. Βούτσι (το): Μικρό βαρέλι κρασιού. . Βραγιά (η): Αυλάκι για φύτεµα. Βραγιά (η): Φυτεµένο αυλάκι χωραφιού. Βρακί (το): Παντελόνι. Βρακοζώνι (το): Ζωστήρας. Βρακολινιά (η): Ζώνη παντελονιού από σχοινί (Βλ. Λινιά-Linea).

Page 17: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Βρακοντιές (οι): Είδος φυτού.(Παξοί).;;;;;;;;;; Βράχλο (το): Η φτέρη. Βρικάζω : Φωνάζω δυνατά.(Παξοί). ;;;;;;;;;;;;;;; Βρυνίλας (ο): Ακροποταµιά µε βρύα. Βρυσίδι (το): Κεφάλαιο. ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;; Βύσαλο (το): Το βότσαλο Γ Γαδίνι (το): Φλυτζάνι του τσαγιού. Γαδίνι (το): Λεκανάκι. Γαδίνι (το): Νιπτήρας (Ital.Catino). Γάζα (η): Είδος σαλαχιού. Γαζέτα (η): Παλιό Ενετικό νόµισµα ίσο µε δύο ενετικά σόλδια. Γαιδουρόσπιγγος (ο): Πουλί λίγο µεγαλύτερο από το σπίγγο και λίγο κόκκινο χρώµα στην κοιλιά. Γαλάρα (η): Καθαρή .;;;;;;;;; Γαλάρι (το): Το γουρούνι. Γαλαρία (η): Ο εξώστης του θεάτρου (Ital. Galleria?????). Γαλατζίτες : Αγριολάχανα. Γαλδίδος (ο) Εφοδιασµένος έτοιµος για χρήση. (Ital. Guarnire);;; Γαλδιµέντο (το): Έτοιµο για χρήση. Γαλεότα (η): Πολεµικό πλοίο. Γαλετίνες (οι) : Μπισκότα (Ιταλ.galleta ). Γάλικο (το): Το πουλερικό Γάλος (Ital. Gallo =Αγριόγαλος). Γαλιόνι (το): Πλοίο εξοπλισµένο για την µεταφορά πολύτιµου φορτίου. Γαλιουρίζω ∆εν βλέπω καθαρά. ( « Παίζει» το µάτι µου ). Γαλιουρίζω : Η αίσθηση του τρεµουλιάσµατος στο µάτι . Γαλιφιά (η): Κολακεία (Ital. Gagliofferia). Γαλόνι (το): Μονάδα µέτρησης βάρους ίση µε 4 κιλά. Γανάσα (η): Σιαγόνα (Ital. Ganascia). Γανιές: Μαύροι λεκέδες , καρβουνιές Γαντζάος (ο): Καίκι µε δύο άλµπουρα. Γαντιέρα (η): ∆ίσκος σερβιρίσµατος (Ital. Guantiera). Γαρδέλι (το) : Ωδικό πουλί (η γνωστή καρδερίνα). Γαρδινιέρα (η): Κρεµαστή σιδερένια βάση για γλάστρες (Ital. Giardiniera). Γάρµπα (η): Ράτσα µουριάς. Γαρµπίνος (ο): Γαρµπής ,Ν-∆ Άνεµος (Ital. Garbino). Γάρµπο (το): Φλέρτ. (Ιταλ. Garbo - Χάρις , ευγένεια ). Γαρµπόζα (η): Η αγαπητικιά.- ερωµένη Γαρµπόζος (ο): Ερωτύλος. (Ital. Garboso). Γαρµπούνι (το): Η ασθένεια Άνθραξ. (Ital. Garbone =Κάρβουνο). Γαρούνας (ο): Φόβητρο για τα µικρά παιδιά. Γαστάλδος (ο): Αυτός που αναλαµβάνει υποθέσεις άλλων.;;;;;;;;;;;; Γαστρί (το): ∆οχείο για να πίνουν οι κότες (Γάστρα). Γάτος (ο): Γατόψαρο στρογγυλό λαίµαργο ψάρι µε µυτερή λόγχη στη ράχη. Γατσίνι (το): Γατάκι (Παξοί). Γατσούλι (το): Γατάκι (Γύρου).

Page 18: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Γδώνω : Τεντώνω – Ξεχειλώνω. Γελές (ο): Γιλέκο (Ital. Gile). Γενατσούρια (τα): Η ηµέρα της γέννησης. Γένηµα (το): Καλαµπόκι. Γεντέκι (το): Σχοινί για ρυµούλκηση πλοίων . Γεραµέντο (το): Επισκευή (Ital. Rammento). Γερανό (το): Σκούρο µπλέ . Γεροκουλουµίζω : Γηροκοµώ (βλ.Κουλουµίζω). Γέτο (το): Η εβραική κοινότητα (Ital. Getto =Πέταγµα –ρίξιµο-απόβλητο). Γιακέτα (η): Σακάκι. (Ital. Giacca). Γιαλοράκι (το): Ρακοπότηρο (Παξοί). Γιάξε : Κοίταξε (Παξοί). Γιαπούντζα (η): Μακρύ και βαρύ , καθηµερινό παλτό των αρχόντων. (πιθανόν να ονοµάστηκε έτσι έπειδή έµοιαζε µε το ανάλογο Γιαπωνέζικο παλτό). Γιαπράκια (τα): Γιουβαρλάκια (Παξοί). Γιάτο : Νάτο (Παξοί). Γιατσάδα (η): Παγωνιά – Κρυάδα (Ital. Ghiaccata = ποτό µε πάγο). Γιάτσο (το): Παγωµένο (Ital. Ghaccio). Γιόµα (το): Μεσηµεριανό φαγητό. Γιοµάρι (το): Φόρτωµα ξύλα. Γιοµίζω : Γεµίζω (Γιοµώζω στους Παξούς). Γιότσα (η): Έπιπλο σαλονιού.;;;;;;; Γίοτσολα (η): Κονσόλα σπιτιού. Γιουδιστόν : Απόφαση (Ital. Giudicato). Γιούλιο (το): Μενεξές .;;;; Γιους Πατρονάτους : ∆ικαίωµα επι εκκλησιαστικού κτήµατος παραχωρηθέντος από το Βενέτ. ∆ηµόσιο. Γιουστάρω : Τακτοποιώ (Ital. Aggiustare). Γιοφυλλί (το): Μώβ έντονο ανοιχτό. Γισταµέντο (το): Συµφωνία για τακτοποίηση λογαριασµού (Ital. Aggiustamento). Γκαιδός (ο): Ο πάσχων από στραβισµό. Γκανιότα (η): ∆οχείο χρηµάτων σε χαρτοπαιχτικές λέσχες. Γκαντζέλος(ο): ο Ερωτοτροπών ,ο αγαπητικός ,ο κορτάκιας. (Ital. Ganzo – Gantzelo-Gantzelino). Γκενεράλ (ο) Επίτροπος – πληρεξούσιος. (βλ. Γκενεράλης). Γκενεράλης (ο): Στρατηγός – αρχηγός (Ital. Generale). Γκέσο (το): Κιµωλία (Ital. Gesso – Ven. Zesso). Γκέσο ντε πρεζα (το): Γύψος (Gesso di presa = Γύψος συγκράτησης). Γκέτο (το): Σιδερένια µισοστρογγυλη πόρτα φούρνου (Ven. Geto). Γκιορνάδα (η) : Το µεροκάµατο (Ιταλ. Giornata : ηµέρα ). Γκίοτσα (η): Ξύλινο έπιπλο σπιτιού ,κονσόλα (Ven. Giozza). Γκίουρµο (το): Ώριµο. Γκιούστος (ο): Ακριβοδίκαιος (Ital. Giusto). Γκιράντολα (η): Περιστρεφόµενο σιδερένιο στήριγµα παραθύρου (Ital. Girante , Ven. Zirandola=Στροφέας). Γκιώνης (ο): Μεγάλο πουλί αρπαχτικό. Γκιώνης (ο): Κουκουβάγια. Γκλάρος (ο): Ο λάρυγγας. Γκλόρια (η): Θρίαµβος –εξαιρετική στιγµή (Ital. Gloria = ∆οξαστικός ύµνος). Γκόγκλα (η): Η Ζώνη που πιάνεται στην κοιλιά του γαιδάρου.

Page 19: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Γκόγκλα (η): Κυµάτισµα . Γκόγκλα (η): Στροφή. Γκόγκλες (οι): Κυµατισµοί. Γκόγκλες (οι): Στιφογυρίσµατα. Γκοζάρω (η): Γριά προβατίνα. Γκόθρικας (ο) : Το πρώτο γάλα. Γκόν : Υπερβολική µέθη (Αγγλ. Gone – Go – «Έφυγε» ). . Γκότζα (η) Γέρικη προβατίνα. Γκουτζερές (ο): Γανωµατής Γκράντε µεστεριόζος (ο) Πολύ µυστηριώδης . (Ital. Grande musterioso). Γκρατσίολα (η): Χαριτωµένη , πνευµατώδης (Ital. Graziosa). Γκρουζιά (η): Άγριος θάµνος µε κίτρινα φύλλα και άσχηµη µυρωδιά. Γκρούζω : Μουγκρίζω. “Γκρούζει σαν το γαλάρι”. Γκώνω – Έγκωσα : Βαρυστοµάχιασα – Φρακάρησα. Γλάρουγκας(ο): Λαρύγγι. Γλέπεις : Βλέπεις. Γλητσίνα (η): Αναρριχητικό φυτό. Γλίµα (το): Κοµµάτι σαπουνιού. Γλίνα (η): Λάσπη.(Παξοί). Γλίτσα (η): Σκουλήκι για ψάρεµα. Γλούπος (ο): Το λαρύγγι- (Μεταφ. Αυτός που τρώει πολύ). Γλυκάδι (το): Ξύδι (Παξοί). Γλυκάδι (το): Οι αδένες του αρνιού στο λαιµό που αγοράζουµαι µαζί µε µε την συκοταριά. (Γύρου- Όρος). Γλυκολάχανο (το): Ήµερο λάχανο. Γοβέρνο (το): Κυβέρνηση .(Ital. Governo). Γογγύλη (το): Κοµµάτι κορµού δένδρου. (Αρχ. Γογγύλην). Γοδέµπελος (ο): Πρόσχαρος (Ital. Godibile). Γοδέρω Ευχαριστιέµαι – απολαµβάνω. (Ιταλ. Godere). Γοδιµέντο (το): Ευχαρίστηση (Ital. Godimento). Γοδιµεντόζος (ο): Γλετζές (Ital. Godimentoso). Γόµπα η Σγούµπα (η): Καµπούρα (Ital. Gobba). Γορδελάρω Ενώνω µε χονδρή κλωστή ή ράβω κορδέλα στην άκρη του υφάσµατος . Γουαντιέρα (η): ∆ίσκος ;; Σερβιρίσµατος;;;;;;;; Γουζιός (ο): Τσαλαπετεινός (Λευκίµµη – Παξοί). Γούζο (το): ∆ικό µου , προσωπικό (Ital. Uso). Γούζο µου : Για τον εαυτό µου. Γούζω (το): Πείσµα. Γουλάδα (η): ∆ρόµος λιθόστρωτος µε στρογγυλές πέτρες (γούλους). Γουλί (το): Μικρή στρογγυλή πέτρα Γουλίζω : Τρίβω το χταπόδι πάνω σε µια πέτρα.. Γουλοζιτά (η): Λαιµαργία (βλ. Γουλόζος). Γουλόζος (ο): Λαίµαργος (Ital. Goloso). Γουλοκόφινο (το): Κοφίνι ενισχυµένο για τη µεταφορά της πέτρας από τους οικοδόµους. Γούλος (ο): Πέτρα στρογγυλή. Γουλοφάης (ο): Ουλίτιδα . Γουργούρι (το): Περισυλλογή. Γουρουνοσακούλα (η) Καπνοσακούλα κατασκευασµένη από την ουροδόχο κύστη

Page 20: Κερκυραϊκό Λεξικό-

του γουρουνιού Γούσα (η): ∆ιατοµή κορνίζας (Ital. Guiscio = Κέλυφος,Σκελετός, Σκαρί). Γουτζί (το): Γουρουνόπουλο. Γράβα (η): Σπηλιά. (Αγγλ. Cave-cavern. Ιταλ. : caverna ). Γραβαλίζω : Στρώνω το χώµα µε τσουγκράνα . Γράβαλος (ο): Τσουγκράνα. Γραέλα (η): Σιδερένια σχάρα (Ven. Graela). Γράζω Φωνάζω. Γραµπαούλι (το): Άγκυρα βάρκας. Γρανίτσα (η): Ψιλό χαλάζι (Ital. Grana Granita = Κόκκος). Γραντζέουλα (η): Καβουροµάνα;; Γραντζέουλα (η): Μουντζουριά. Γρεγολεβάντες (ο): Ανατολικός προς νότιος ανεµος. (Ital. Greco Levante). Προφανώς επειδή ο Ιταλός βλέπει αυτόν τον άνεµο να έρχεται από την Ελλάδα. Γρέµπα (η): Ξερολιθιά.(Ital. Greppo = Γκρεµός ). Γρέντα (η): Το κάτω µέρος της Ζυφταριάς. (Παξοί). Γρέπετο (το): Κατηφορικός λόγγος-αγρίωµα. Γρετζεούλης(ο): Σατανάς.(Βελζεβούλ;;;)(Γύρου). Γρέτζο (το) Άγρια επιφάνεια. (Ital. Greggio=Aκατέργαστο). Γρίλα (η): Το γουργουρητό της κοιλιάς από πείνα (Ital. Grillo=Χωρίς φαγητό). Γριλίτσα (η): Ηλίαση. Γριτσόρα (η): Αγριολάχανο. Γροβολιά (η): Αγριοδαµασκηνιά. Γρόγγος η ∆ρόγγος (ο): Το ψάρι Μουγκρί (Ital. Grongo). Γροπέτο (το): Φιαλίδιο ;;;;;;;;;; Γρόσα (η): Μία γρόσα ισοδυναµούσε µε 145 κοµµάτια όπως η Ντουζίνα ισοδυναµεί µε 12. Γρότα (η): Σπηλιά , τρύπα (Ital. Grotta). Γρουδιένω : Ζαρώνω από την πολύωρη παραµονή στο νερό. Γρούζω : Γουργουρίζω. Γρουµπανιά (η): Πέσιµο (Παξοί). Γρουµπούλι (το): Εξόγκωµα του δέρµατος. Γρουµπούλι (το): ∆ερµατικό εξόγκωµα (Ital. Groppo – Groppone =Κόµπος - καµπούρα). Γρούνι (το): Γουρούνι. Γρουνοτσάρουχο (το): Παπούτσι από ακατέργαστο δέρµα χοίρου και γκέτα από γούνα για τη βαρυχειµωνιά Γρουτζιά (η) Αγριόφυτο µε κίτρινα λουλούδια , θεραπευτικό για την αιµορραγία. Γρούψα (η): ∆ίψα (Λευκίµµη-Παξοί). ∆ ∆άγα-∆άγα : Γρήγορα – Γρήγορα ∆άγο : Αργά, σιγά (Ital. Adagio). ∆αιµοναριά (η): ¨Ένα φυτό ;;;;;;;;;;(Υοσκύαµος). ∆άντσια (η): Φόρος (Ital. Dazio). ∆άρτης (ο): Εργαλείο για το κοπάνισµα του σιταριού. ∆άρτης (ο): Κουρασµένος (Παξοί).

Page 21: Κερκυραϊκό Λεξικό-

∆αρτό νερό (το): Πολύ δυνατή βροχή. ∆αυλί Καιόµενο ξύλο- µεθυσµένος πάρα πολύ. ( «αυτός έγινε δαυλί). ∆αφνίλας (ο) Τόπος µε δάφνες. ∆είλια (η): Τάση για λιποθυµία-αδυναµία. ∆εκαοχτούρα (η): Ένα είδος γκρίζου περιστεριού ∆εκουτζιόν : Αµέσως;;;;;;;;;;;;;; ∆εκρέτο (το): Απόφαση-ψήφισµα (Ital. Decreto). ∆εκρετσιόν (η): ∆ιάκριση (Ital. Discrezione). ∆ελεγάτος (ο): Εντεταλµένος.(Ital. Delegato). ∆ελέγκου : Γρήγορα , αµέσως (Ital. Di luogo). ∆ελίτο (το): Μεγαλόσωµο. ∆εµπιτόρος (ο): Οφειλέτης (Ital. Debitore). ∆ενόντσια (η): Ιατρική έκθεση;; (Ital. Denunzia = Γνωστοποίηση). ∆εντρόβαλος (ο): ∆εντρογαλιά(είδος φιδιού) ∆εποζιτάρω : Παρακαταθέτω (Ital. Depositare). ∆επόζιτο (το): Παρακαταθήκη (Ital. Deposito ). ∆επουτάτος (ο): Εξουσιοδοτηµένος (Ital. Deputato = Βουλευτής). ∆εροτόρος (ο): ∆ιευθυντής (Ital. Direttore). ∆εσγούτο (το): ∆υσαρέσκεια (Ital. Disgrato-Disgusto=δυσαρέσκεια – αηδία ). ∆εσµπόρσο (το): ∆απάνη (Ital.Disborso ). ∆εσπέτο (το): Πείσµα. (Ιταλ. Per Dispeto). ∆εσπουτάτος (ο): Ηγεµόνας (προφανώς προέρχεται από το ∆εσποτικός ∆εσποτάτο της Ηπείρου. ∆εστεµέλι (το): Ζώνη. ∆εστινάρω : Στέλνω , Κατευθύνω (Ital. Destinare). ∆έστρος (ο): Επιδέξιος (Ital. Destro). ∆εστρούτο (το): Λειωµένο χοιρινό λίπος (Ital. Strutto). ∆εσφιλάδο (το): Εξεφτελισµένο (Ital. Vile = ∆ειλός ,άνανδρος, εξεφτελισµένος). ∆ήλησε : Βγήκε αληθινό (Μου δήλησε το όνειρο).(Παξοί). ∆ήλισε : Πραγµατοποιήθηκε (το όνειρο). ∆ιαβατάρης (ο): Περαστικός. ∆ιάγκιλος (ο): ∆ιάολος. ∆ιάκαµπο (το): Στη µέση του κάµπου. ∆ιάκοιλος (ο): Κοιλιακό νόσηµα. ∆ιακόνι (το): Ζητιανιά. . ∆ιακονιάρης (ο): Ζητιάνος. ∆ιαλυµάτο (το): Χύµα (Τσιγάρα διαλυµάτο). ∆ιαµάσχαλα : Κάτω από την µασχάλη. ∆ιάνα (η): Λευκή (Παξοί). ∆ιάργυρος (ο): Ο υδράργυρος. (και ως κατάρα : «Στάχτη και διάργυρος» ∆ηλ. Ας διαλυθούν όλα. ∆ιάσκατζε : ∆εν βαριέσε. ∆ιάσκατζος (ο): ∆ιάβολος. ∆ιάσωνας (ο): Μολυσµένο σπυρί. ∆ιατσέντο (το): Υάκινθος (Ital. Giacinto). ∆ιγόνι (το): Το τελευταίο τέκνο της οικογένειας. ∆ίηµα : Πολύ σηµαντικό – Αφήνει εποχή. ∆ικιαρίζω η ∆εκιαράω : ∆ηλώνω (Ital. Dichiarare ). ∆ίκοπη (η): Γεωργικό εργαλείο που από την µια µεριά ήταν τσαπί και από την άλλη

Page 22: Κερκυραϊκό Λεξικό-

τσεκούρι. ∆ίρετα (τα): ∆ίκαιώµατα (Ital. Diritto ). ∆ίρετος (ο): Κατ’ ευθείαν.(Ital. Diretto – Diritto ). ∆ίριτο (το): ∆ικαίωµα , ορθό ,ισιο (Ital. Diritto). ∆ιστρηγάρω Εξηγώ (Ital. Distrigare). ∆ιτζεδέρω : Αποφασίζω (Ital. Desidere). ∆ίτολο (το): Τίτλος (Ital. Titolo). ∆όγα (η): Βαρελοσανίδα (Ital. Doga). ∆ογάνες (οι): ∆ασµοί (Ital. Dogana). ∆όγες (οι): Κοµµάτια (µάλλον προέρχεται από τα σανίδια του βαρελιού). ∆ονατσιόν (η): ∆ωρεά (Ital. Donazione). ∆όνικα : Λοιπόν. ∆όνκα Ναι - Βεβαιωτικό µόριο. ∆όνκα Σκέψου. ;;;;; ∆οντούρα (η): Το δόντι τραπεζίτης. ∆όπιος (ο): Σταυρωτός, διπλός (Ital. Doppio). ∆οράκινο (το): Ροδάκινο (Ital. Duracino =Με τη σάρκα κολληµένη στο κουκούτσι) ∆οτερία (η): Ρητορεία (Ital. Oratoria). ∆οτόρος (ο): Γιατρός (Ital. Dottore).(βλ. και Τοτόρος). ∆ουκάτο η ∆ουκατόνι (το): Χρυσό νόµισµα υποδιαιρούµενο σε µαρτσέλους και σόλδια. ∆ουρατούρος (ο): Μακρόβιος , διαρκής (Ital. Duraturo). ∆ουράω : Αντέχω στο χρόνο (Ital. Durare). ∆ραγάτης (ο): Αγροφύλακας. ∆ράζει : Στάζει , Έχει διαρροή. ∆ραξιά (η): Σταγόνα (Παξοί;;;).(Ital. Goccia;;;; ∆ρόγκος (ο): Το ψάρι Μουγκρί. ∆ρόπακας (ο): Υδρωπικία. ∆ροτσίλας (ο): Τα σπυθουράκια που προκαλούνται από υπερβολική ζέστη ∆υάργυρος (ο): Υδράργυρος. ∆υναµάρι (το): Στήριγµα Ε Έβγαση Έξοδος. (Αρχ. Εκβαίνω). Εγγιστάρω : βλ. Αγγιστάρω. Έγιανε : Έγινε καλά. Έγκαψη (η): Φλόγωση (Αρχ. Εγκαίω). Εγκώµιο (το): Πείραγµα (Αρχ. Έν Κώµος). Εδαυτού: Ακριβώς Αυτού (Παξοί). Εδεδώ : Ακριβώς εδώ.(Παξοί). Εδεκεί: Ακριβώς Εκεί. (Παξοί) Εδούρησε (δεν) : ∆εν κράτησε πολύ- Εθαραπάικα : Ευχαριστήθηκα. Είδισµα : Τίποτα (Παξοί). Είµητα : Εκτός αν ( Αρχ. Ει µη ). Εκουϊστάδος (ο): Βλ. Ακιστάδος

Page 23: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Εκουτσούριανα : Πάγωσα . Εκτενταρίζοµαι : Καθαρίζοµαι. Ελεγάω : Ελεώ . Ελόου µου : Εγώ προσωπικά( Από: Του Λόγου µου). Ελώου µου, σου , του : Εγώ , η αφεντιά µου. Εµπασοεκβατήριον (το): Είσοδος σπιτιού. Εµπετσάρω : Παρενοχλώ (Ital. Impacciare). Εµπιστιάνα : Επί πιστώσει (Αρχ. Εν Πίστει ) βλ. Μπιστιού. Έµπλασε : Έπιασε. (Παξοί). Έµπο : Καταιγίδα (Ital. Temporale);;; Ενεξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση. (Ital. Esecuzione). Ένιαξε : Μάζεψε , Μίκρυνε. Ενόδος (ο): Ετοιµοθάνατος (Αρχ. Εν Οδώ). Εντεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (βλ. ∆επόζιτο ). Έντεσα : Σκόνταψα –πιάστηκα από κάπου. Εντιµατσιόν (η): ∆ήλωση , Αίτηση, ;;;; (Ital. Entizione = Έκδοση ). Εντράδα (η): Εισόδηµα ( Ital. Entrada). Εξαγλίστρησα : Γλίστρησα. Εξαµιναδόρος (ο): Ελεγκτής (Ital. Esaminare = Ελέγχω ). Εξάτο (το): Έκτο . Εξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση ( Ital. Esecuzione). Εξενού (είναι ) : Είναι στον κόσµο του. Εξεπόχτησα : Ξεθεώθηκα – Κουράστηκα πολύ. Εξεποχτίστηκε : Πέθανε (κυριολεχτικά;;;). Επάθιασα : (Με πάθιασες). Κοντεύω να πάθω ασφυξία από τη βρώµα. Έπλασε Ζούλιξε – Έλιωσε Από την πίεση (Γύρου ,Όρος , Μέση). Εργάνι (το): Ξύλινο εργαλείο του ελαιουργείου (Αρχ. Γέργανον;;;). Ερηµοκουνάρητο (το): Το αλητόπαιδο. Εριάστηκα : Ξεπάγιασα (Παξοί). Εριγγέρω : Παρίσταµαι (Ital. Fingere). Ερούτσωσε Πείσµωσε , θύµωσε , µούτρωσε (Ital. Ruzzo). (Του είπα κάτι και αυτός ερούτσωσε ) Ερσεβέρω : Αποδέχοµαι (Ital. Concedere). Έρτα (η): Τα πλαίσια γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα που εξέχουν (Ven. Erta). Ερωτιζάµενος (ο): Ερωτώµενος (Κρητικό). Εσάκιασε : Νερούλιασε-χωρίς δυνάµεις. Εσινιάρισα : Σηµάδεψα. Εσπανιάρισε Κλώτσησε -(χαλασµένο σπείρωµα Βίδας ). Εσπόρσο (το): Πληρωµή (Ital. Sborso). Έσσωπος (ο): Αρωµατικό φρύγανο (Αρχ. Ύσσωπος). Έστρα : Οίστρος , έµπνευση . Εστρυµποχνιάστηκα : Στεναχωρήθηκα Εσύ ο ίδιος : Εσύ. ( « Τι λες εσύ ο ίδιος;»). Εσφαγιουδιτσάλ : Εξώδικο ( Ital. Estragiudiziale). Έσωσα : Τελείωσα. Ετάρδησα : Με βρήκε η νύχτα στο δρόµο.(Ital. T;ardi). Ετζαµινάρω : Εξετάζω (Ital. Disaminare). Έτι : Μόλις. (Παξοί). Ετο Νάτο. Έτο : Νάτο.

Page 24: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ετσούκλωσε : Γέµισε το στοµάχι (Παξοί). Ετσούλωσε : Πείσµωσε. Εφετιβαµέντε: βλ. Αφιτιβαµέντε. Εφουτιβαµέντε : Πραγµατικά .(Ital. Effittivamente). Έχιµο (το): Ιδιοκτησία . Ζαβό (το): Όχι ίσιο – στραβό. Ζαίδα (η): Παραφυάδα. Ζαίσω : Τσακίσω (Γύρου) Βλ. Βαίσω. Ζάλωµα (το): Φόρτωµα. Ζάµπα (η): Φρύνη- Είδος βάτραχου που ζει στα χωράφια. (Ital. Zamba = Κακοφτιαγµένο – κακογραφία). Ζαµποφάης (ο): Φίδι που τρώει τις ζάµπες (Φρύνους). Ζάντες (οι): Κορδέλες (Παξοί). Ζαρονεύρης (ο): Κράµπα. Ζαχουλιά (η): Αγριολάχανο. Ζβίγγος (ο): Λουκουµάς . Ζγούρος (ο): Ζβούρα. Ζέγκουνας (ο): Αγριολάχανο. Ζεµατούλι (το): Παπάρα από όσπρια και γάλα. Ζεµατούρα (η) Ζεστή φασολάδα. Ζεµατούρα (η): Σούπα , ζουµί µε βουτηγµένο ψωµί. Ζερβελιά (η): Βερυκοκιά (Παξοί). Ζερνίζει : Πάει λοξά. Ζήµα (το) Ο πολτός από την σύνθλιψη της ελιάς η του σταφυλιού. Ζιάζω : Ζυγίζω. Ζιφταριά (η): Ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού. Ζίφω Στίβω. Ζιψιά (η): Πολύ βρεγµένο. (τα ρούχα του ζίφονται). Ζµούσο (το): Φαλτσογωνιά σε ξύλο η τοίχο (Ital. Smusso=άµβλυνση). Ζµπερλάδος (ο): Τρελός , ανισόρροπος (Ital. Sbilanciare). Ζµώνω : Ζηµώνω. Ζοντάδα (η): Έδαφος µε πολλά νερά. Ζορκάδι (το): Το γυµνό . Ζορκόκωλος (ο): µε γυµνά οπίσθια Ζορκολαίµα (η): Κότα µε γυµνό λαιµό. Ζορκολαίµης (ο): Γυµνόλαιµος κόκκορας. Ζόρκος (ο): Γυµνός. Ζουγκλός (ο): Παράλυτος , ηµιπληγικός (Αρχ. Ζάγκλον). Ζούλα (η): Προβατίνα (Παξοί). Ζούλο (το): Ώριµο φρούτο. Ζούπα (η): Πηγµένο γάλα µε ψωµί. Ζυφταριά (η) Πιεστήριο χειροκίνητο για τις ελιές.(Παξοί). Ζύφω : Στίβω – Πιέζω. Ζώση (η): Η πάνινη ζώνη από την παραδοσιακή κερκυραϊκή στολή Των ανδρών. Ζωφό (το): Στιφό (Παξοί). Ζώφους : Φέρνει αέρα κατά διαστήµατα. Ζωχιός (ο): Αγριολάχανο.

Page 25: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Η Ήβρεγµα (το): Θα το έχω έτοιµο (Θα τόχω ήβρεγµα ) (Παξοί). Ήλιακας (ο): Κόκκινο χταπόδι που γίνεται λιαστό. Ηλιοκαµπίδα (η): Φωτεινός χώρος. Ηλιόκριση (η): Πανσέληνος η το γέµισµα του φεγγαριού. Ήµα : Ήµουν. (παξοί). Ηµέρωµα (το): Ξεχερσωµένο χωράφι. Θ Θανασούλη : Παλιός χωριάτικος χορός. Θανατήτας (ο): Πολύ µεγάλη παγωνιά. Θανατίτας (ο): Θανατικό . Θαραπάηκα : Ευχαριστήθηκα. Θεατρίζοµαι : Ρεζιλεύοµαι. Θέατρο (Έγινα): Ρεζιλεύτηκα. Θελέσπια (η): Μεγάλη (Παξοί). Θέληµα (το): Εξυπηρέτηση. Θέρµη (η): Πυρετός. Θερµός (ο): Βραστό νερό. Θερµούτσα (η): Αναµµένα κάρβουνα . Θηκάρι (το): Γιλέκο Ανδρικό της παραδοσιακής κερκυραικής στολής. Θηλίκια (τα): Κορδόνια (Παξοί). Θηλύκι (το): Κουµπότρυπα (Θύλη). Θηλυκώνω : Κουµπώνω. Θίναλο (το): Αµµουδερό παραθαλάσσιο µέρος (Αρχ. Θίς). Θλιβερός (ο): ∆ύστυχος .(Παξοί). Θράσιο (το): Άπαχο ζώο. Θράσιο(το): Ολοκληρωτικό – Τελειωτικό. Θράσιος (ο): Εντελώς χαζός. Θράσιος (ο): Τελείως άχρηστος. Θράσιος (ο): Νηστικός;;;;;;;;;;;;;;;; Θράσιος (ο): Άνοστος , Σαθρός , Σάπιος. Θρονιάζοµαι : Σρογγυλοκάθοµαι .Κάθοµαι αναπαυτικά Θρονιάσου : Κάθισε (Προστ. και µε εκνευρισµό). Ι Ίγγερα : Άκρη – Άκρη (Παξοί). Ιγγλεζίνες (οι): Καµώµατα . (Παξοί).

Page 26: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ίγκια – Ίγκια : Άκρη – Άκρη (Παξοί). Ιµαντινιέρω : ∆ιατηρώ (Ital. Mantenere). Ιµιτάρω : Μιµούµαι (Ital. Imitare). Ιµπάντο (το): Εγκατάλειψη (Ital.Abbandonare). Ιµπάρκο (το): Επιβίβαση (Ital. Inbarco). Ιµπατσάρω : Ρισκάρω (Ital. Impazzare = Τρελαίνοµαι). Ιµπενιάρω : ∆εσµέυοµαι , Εγγυώµαι.(Ital. Impeghare). Ιµπένιο (το): Εγγύηση (Ital. Impegho). Ιµπετσίλες (ο): Ανόητος (βλ. Ιµπετσιλιτά). Ιµπετσιλιτά (η): Τρέλα, Μωρία , Ανοησία. (Ital. Impeccabillita). Ιµπιάντο (το) Εξοπλισµός (Ital. Impianto = Εγκατάσταση πχ. Ηλεκτρική). Ιµπιτζάροµαι : Αναµειγνύοµαι. (Ital. Impiccione). Ιµποστόρος (ο): Απατεώνας.(Ital.Impostore). Ιµποστούρα (η): Κατηγορία – Συκοφαντία. (βλ. Ιµπουτατζιόν). Ιµπουτάρω : Κατηγορώ – Σπιλώνω. (βλ. Ιµπουτατζιόν). Ιµπουτατζιόν (η): Κατηγορία (Ital. Imputazione). Ιµπρέζα (η): ∆ιαφορά ;;;; Ιµπρέζα (το πήρα ): Αναλαµβάνω κάτι (Ital. Ripresa). Ιµφάτο (το): Καµώµατα- Παθήµατα. (Ital. In-fatto). Ιναµοράδος (ο): Ερωτευµένος. (Ital. Innamorato). Ιναπιλάµπελε (ο): Ανέκκλητος.(Inappellabile). Ινβεντάριο (το): Κτηµατολόγιο (Ital. Inventario). Ινβεντάριο (το): Απογραφή (Ital. Inventario). Ινβεστίρω : Επενδύω. (Ιtal. Investire). Ινβόζε : Επικαλούµαι (Ital. Invocare). Ινγραβιάδος (ο): Βεβαρηµένος (Ital. Gravato). Ινκαντάρω : Εκθέτω σε δηµοπρασία (Ital. Incanto). Ινκάντο (το): ∆ηµοπρασία (Ital. Incanto). Ινκασάδο (το): Σκάλισµα κορνίζας ξύλου η τοίχου (Ital. Incassato). Ινκόµοδα (τα): Ενοχλήσεις (Ital. Incomodo). Ινκόντρο (το): Συνάντηση Εµπορική (Ital. Incontro). Ινκουϊζίτος (ο): Κατηγορούµενος (Ital. Accusato). Ινκουµέσιον (η): Πληρεξουσιότητα;;;; Ινµπάντο (το): Εγκαταλελειµµένο (Ital. Inbanto). Ινµπότα Στο λεπτό ;;;; Ινορδίνος (ο): Σε ετοιµότητα (Ital. Ordino-are). Ινπένιο (το): Υποχρέωση.(Ital. Impegno). Ινπούµπλικο(το): Φανερά ,δηµόσια (Ital. Inpubblico). Ινπούντο : Ακριβώς( «ήρθες ινπούντο ).(Ιταλ. In punto ). Ινσεράδα (η): Το αδιάβροχο πανωφόρι του ψαρά. Ινσόµα : Επιτέλους. (Ιταλ: insomma : εν συντοµία). Ινσόµα : Συνολικά (Ital. Insumma). Ιντεµέλα (η): Μαξιλαροθήκη. Ιντερβενιέντε : Ιδιώτης που αναλάµβανε δικαστικές υποθέσεις µε Την επίβλεψη δικηγόρου επι ενετοκρατίας. Ιντερεσάδος (ο): Συµφεροντολόγος (Ital. Interessato). Ιντερέσο (το) : Η νιτερέσο - Μυστικό η ενδιαφέρουσα πληροφορία.(Ιταλ. Interess-amento). Ιντερέσο (το): Ενδιαφέρον . (Ital. Interesse). Ιντζεκουτζιόν : Εκτέλεση (Ital. Esecuzione).

Page 27: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ιντιέρος (ο): Ακέραιος (Ital. Intiero). Ίντιµα (η): Στρωµατοθήκη (Ital. Intima=Εσωτερικό , Εσώρουχο). Ιντιµάδος (ο): Κοινοποιηµένος (Ital. Intimare). Ιντιµάρω : Κοινοποιώ. Ιντιµατζιόν (η): Κοινοποίηση. Ιντονάδος (ο): Τονισµένος µουσικά (Ital. Intonato). Ιντόρνου : Πέριξ – Γύρω γύρω. (Ital. Intorno). Ιντράδα (η): Περιφραγµένη ιδιοκτησία (Ital.Intrada). Ιντρόιτο (το): Είσοδος σκεπαστή σπιτιού.(Ital. Introito). Ιντροµετέρω : Παρεµβάλω (Ital. Intromettere). Ιντσεράδα (η): Αδιάβροχο ρούχο (Ital. In cerata=Κερωµένο). Ιντσίρκα : Περίπου (Ital. Circa). Ινφεριάδα (η): Σιδεριά παραθύρου µπαλκονιού(Ital. Inferriata). Ινφερµάρω : Ακυρώνω ( Ital. Infirmare). Ινφλιντζάρω : Καταχωρίζω (Ital. Inflinzare). Ιποτεκάδο (το): Υποθηκευµένο (Ipotekato). Ιποτεκάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotekare). Ισεστέρω : Επιµένω (Ital. Insistente). Ίσκνα (γίνηκε) : ∆ιαλύθηκε;;;;; Ίσκρα (η): Τσακµάκι µε πέτρα για το άναµµα της φωτιάς (Σλαυικ Iscra=Σπίθα). Ισοστάς : Αν ίσως (Παξοί).;;;;;;; Ισπονέρω : Ενδιαφέροµαι- Εντυπωσιάζοµαι;;;;; Ιστάντζια (η): Προσαγωγή –Αγωγή (Ιtal. Instantanea). Ιστρουµέντο (το): Ακυρώνω (Η προέρχεται από το Ιstrumento = Εργαλείο , πιθανόν από κάποιο εργαλείο γραφείου Ακύρωσης Η από το Ristare = Σταµατώ).Ιτάρω Βοηθώ (Ital. Dare – Gritare). Ίσωµα : Τέλος πάντων.

Κ-Μ

Κ Κoστέκια : Σπευδισµα Αλόγου. Κάβα (η): Αποθήκη κρασιών (Ital. Cava). Κάβα (η): Λατοµείο (Ital. Cava). Καβαλάρης (ο): Το µεσαίο δοκάρι δίχυτης σκεπής. Καβαλιεράτο (το): Σταυρός από φοίνικα για την ηµέρα των βαίων. Καβαλίκεµα (το): Η συνουσία και η επιβολή. Καβαλίνα (η) Κόπρανα αλόγου , Γαιδάρου(Ital. Cavallina=Φοραδίτσα). Καβαλίνες (οι): Κόπρανα Γαιδάρου. Καβαλκίνα(η):Αίθουσα χορού (Ital.Cavalchina=Αποκριάτικος χορός της Βενετίας ). Καβάλος (ο): Τα παιγνιόχαρτα Βαλές και Φάντες (Ital. Cavallo) Άλογο – Μάλλον επειδή οι κάρτες αυτές έχουν καβαλάρηδες. Καβαλουκάτα (η): Μεγαλόσωµη , γεροδεµένη γυναίκα Καβαλούρης (ο): Επιβαλλόµενος. Καβαλούτσι (το): Η µεταφορά ενός άλλου στην πλάτη. Καβαντζάρω : Προσπερνάω. Καβεντζάλε (η):Λωρίδα πανιού που έβαζαν στα µαξιλάρια για να µην λερώνονται. (Ital. Cavezzale=Λωρίδα γης ακαλλιέργητη στην άκρη χωραφιού).

Page 28: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Καβέντζο (το): Καλό ταξίδι ( Καλό Καβέντζο). (Ital. Cavezza = Χαλινάρι ) Προφανώς όταν τα ταξίδια γινόταν µε άλογα , η ευχή ήταν « Καλό Χαλινάρι». Καβέντζο (το): ∆αντελένια λωρίδα (Ital. Cavezza = δερµάτινη λωρίδα χαλινού). Καβίλια (η): Ξυλόκαρφο (Ital. Caviglia).όψιµη και Καβούκα (η): Το φέσι. Καβούκι (το): Καπέλο. Καγιούρι (το): Είδος χτενίσµατος των γυναικών του Όρους. Καγκελαρία (η): Γραφείο ∆ιοίκησης (Ital. Cancelleria ). Καγκελαρία (η): Κυβερνείο , ∆ιοικητήριο (Ital. Cancellaria). Καγκέλο (το): Γραφείο του Καντιτζιλιέρη. Καδίνα (η): Αλυσίδα . (Ιταλ.. (Catena). Καδίνα η Καδένα (η): Αλυσίδα (Ital. Catena ). Καδινάτσο (το): Σιδερένιος σύρτης πόρτας (Ital. Catenaccio , Ven. Caenazzo). Καδινάτσος (ο): Σύρτης πόρτας (Ital. Catenaccio). Καδινέλα (η): Είδος ραψίµατος αλλά και διακοσµητικό πηχάκι αλλυσιδωτό. Καδινέλες (οι): Κορδονάκια. Κάζα (η): Σπίτι (Ital. Casa). Καζάρµα (η): Στρατόπεδο (Ital. Caserma). Κάζεται (µου) Μου φαίνεται (Αρχ. Εικάζεται). Καζίνο (το): Πολιτική λέσχη Λοµβαρδιανών (Ζάκυνθος). Κάζο (το): Συµβάν , περιστατικό (Ital. Caso). Κάζο µπλάνκο (το): Μεγάλο γεγονός. ???/ Ακηδώς η Γκαηδός (ο): Αλλήθωρος ( Με καηδό αν κοιµηθής το πρωϊ θα Γαλιουρίζης .- ∆ηλ. θα « παίζει» το µάτι σου). Κάης (είναι) : Είναι σκοτάδι (Παξοί). Καθρέφτης (ο): Το πίσω κάθετο µέρος της βάρκας. Καιµένη (η): Πικραµένη. Κακακίδα (η) : Το αµύγδαλο που έπεσε πρόωρα και έχει µια ιδιαίτερη και ωραία γεύση. Κακαράντζες (οι): Ξερές ελιές. Κακοέχη (το): ∆ύσκολη κατάσταση. Κακοντραµάδος (ο): Κακοντυµένος (Ital. Tramare =Υφαίνω). Κακοπραγία (η): Κακή πράξη. Κακορίζικος (ο): Άτυχος. Κακοτρύγης (ο) : Ποικιλία άσπρου σταφυλιού που έχει πολύ σκληρό κοτσάνι και βγάζει ένα πολύ καλό κρασί. Κάκοψα (τα): Τα καρύδια που σπάνε δύσκολα. Κάκοψο (το): Σκληρό. Καλαβρέντζος (ο): Πυκνή πάχνη που πέφτει το καλοκαίρι στις µεσοδυτικές παραλίες της Κέρκυρας και κρατάει από µία ώρα εως δύο µέρες . Μάλλον την ονοµασία πήρε από την Καλαβρία από οπου έρχεται αυτός ο καιρός. Καλαθούνια (τα): Καλάθια (Παξοί). Καλαµίθρι (το): Χόρτο για ζωοτροφή. Καλαµίνας (ο): Καλαµιώνας. Καλαµοβράκι (το): Μπατζάκι (Παξοί). Καλάντισµα (το): Το ράντισµα του παπά τα Θεοφάνεια. Καλάρι (το): Λεπτό σχοινί. Καλάρω : Υποβιβάζω , Μειώνω , Ελαττώνω . Κάλε (το): Οδός (Ven. Cale). Καλή (η) : Γιαγιά

Page 29: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Καλιβούτσι : Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη. Καλικούνι (το): Κατσαρόλα µε στενό λαιµό και χονδρό σώµα. Καλικούνι (το): Ξύλινο πώµα βαρελιού. Κάλιο : Καλύτερα. Καλλισκόπειον (το): Βεράντα µε θέα ( σε παλιά συµβόλαια µετά την Ένωση). Καλογρίτσα (η): Μικρό δηλητηριώδες ψάρι της λίµνης. Καλοµέλανο (το): Φάρµακο για φυµατικούς. Καλόµερη (η): Καλοµοίρα. Καλοπέζουλος (ο): Ο ακριβοδίκαιος, ο τίµιος , ο αφελής(Ital. Pesare). Καλοπέσουλο : Και µε το παραπάνω.(κυρίως στη Λευκίµµη). Καλοχαιρέτης (ο): Ευγενικός . Κάλοψα (τα) : Τα καρύδια που σπάνε εύκολα. Κάλτσα Μπράγα (η): Ανδρικό καλσόν αριστοκρατών. Καλυµάρα (η): Μτφ. Νύστα. Καµαλιµάγκου : Επιτέλους.- Εν Κατακλείδι. (βλ. Βαραµέντε και Αλιµάνγκου) Καµάρα (η): Αψίδα (Αρχ. Καµάρα). Κάµαρα (η): ∆ωµάτιο (Ital. Camera ,Ven. Camara). Κάµαρα ντα ριτσέβερε (η): Προθάλαµος , ευρύχωρο χολ (Ital. Camera di ricevere). Κάµαρα ντι τσιβίλ (η): Σαλόνι , αίθουσα υποδοχής (Ven.Camara da civil). Κάµαρα ντι τσίβιλε (η): Σαλόνι αρχοντικού σπιτιού (Ital. Camera di civile). Κάµαρη (η): ∆ηµόσιο. Καµατερό (το): Στρώµα µαρµάρου. Καµιζέτο (το): Πουκάµισο.(Ital. Camicia). Καµιζιόλα (η): Κοντό γυναικείο σακάκι κεντηµένο της παραδοσιακής στολής Καµικόντο : Κάπως έτσι. Καµινέτο (το): Σωληνάκι κάτω από την κάνη του εµπροσθογεµούς όπλου όπου ετοποθετήτο το καψούλι. Καµουλίκα (η): Κουκούλα. Καµούσι (το): Κατακάθι του κρασιού. (Παξοί). Καµούφο (το): Τελείωµα σε δαντελένιο ύφασµα. Καµπανέλα (η): Λουλούδι που µοιάζει µε καµπάνα. Καµπάνια (η): Εκστρατεία (Ital. Campagna ) πχ. Ένας κουρασµένος η γέρος λέει «δεν είµαι για καµπάνια». Καµπάτικο (το): Μεγάλο και ασύµµετρο. Καµπίαλα (η): Συναλλαγµατική (Ital. Cambiale). Καµπίελο (το): Ανοιχτός χώρος ανάµεσα σε σπίτια (Ven.Campielo). Κάµπιο (το): Συναλλαγή (Ital. Cambio). Καµπίονι (το) Πρότυπο ήθους (Ital. Cambione=υπέρµαχος , πρωταθλητής). Κάµπο (το): Πλατεία ανάµεσα σε σπίτια (Ital. Campo). Καµπούλα (η): Καταχνιά - Καπνιά. Καµπούλα (η): Καπνός , οµίχλη . Καµπρί (το): Είδος υφάσµατος ;;;;;;;;; Καναβάτσα (η): Πετσέτα.(Παξοί). Καναβέτα (η): Ξύλινο κιβώτιο-Κασέλα. Καναβέτα (η): Ξύλινο κιβώτιο ??? Καναβετοπούλα (η): Μικρό ξύλινο κιβώτιο. Καναλέτο (το): Οχετός , αυλάκι , υπόνοµος (Ital. Canaletto , Ven. Canaleto). Καναλέτο (το): Αποχετευτικός αγωγός.(Ital. Canale). Κάναλη (η): Υδρορροή σπιτιού.

Page 30: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κάναλος (ο): Χαράδρα , πέρασµα. Κάνεβα (η): Κελάρι κρασιών (Ven. Caneva). Κανενέ : Επιτέλους. Κανιάρω : Σέρνω (µουσικός όρος που σηµαίνει : Σέρνω τη φωνή µου µέχρι την επόµενη νότα (Ital. Caghare = γαυγίζω). Κάνιασα ∆ίψασα. Κανιζέλα (η): Στενός διάδροµος στην πίσω µεριά των σπιτιών (Ven. Canicela). Κανίσκι (το): ∆ώρο (Αρχ. Κάνεον;;). Κανίστρα (η): Καλάθι (βλ. Κανίσκι;;;;;;). Κανκάγια (η): Ρυτιδωµένη γριά. Κανκιόφολα (η): Ηλιανθός;;;;;;;; Κανοκιάλε (το): Τηλεσκόπιο (Ital. Canocchiale). Κανούλι (το): Σωλήνας η µπαντζάκι παντελονιού(Ven. Canale). Κανσονέτα (η): Σύντοµο λαικό τραγούδι (Ital. Canzonetta). Κανταδόρος (ο): Ταµίας (Ital. Cantaro = Ζυγαριά –Ζυγιστής). Κανταδόρος (ο): Τραγουδιστής (Ital. Cantatore). Κανταρέλα η Κανταρέλι(το): ∆οχείο µεταφοράς υλικών χωρητικότητας ενός κανταριού – 1 Καντάρι =150Λίβρες(Ven.Cantaro). Κανταρέλι (το): Μικρό καζάνι. Κανταρέλι (το): Μικρό Καντάρι. Καντάρι (το): Μονάδα µέτρησης όγκου. Καντάρι (το): Είδος ζυγαριάς. Κανταριώλι (το): Μέτρο υπολογισµού των δηµητριακών. Κάνταρος (ο): Πήλινο σκεύος σε σχήµα λεκάνης. Κάνταρος (ο): Πήλινη λεκάνη για ζύµωµα (Ital. Cantaro Παλιό µέτρο βάρους από 50-80 Κιλά και πήλινο δοχείο αντίστοιχης χωρητικότητας). Καντάρω : Μετράω , Υπολογίζω (βλ. Κανταδόρος). Καντάρω : Τραγουδώ (Βλ. Κανταδόρος). Καντάρω : Τραγουδώ (Ιταλ. Cantare). Καντηλέτο (το): Κερί φωτισµού(Ital. Candiletto). Καντί (το): Χορδή µουσικού οργάνου. Καντιλοσβύστης (ο) Είδος πεταλούδας που σβήνει το φως του καντηλιού. Καντινέλα (η): Σανίδα που συγκρατούσε τα παραθυρόφυλλα ανοικτά . (Ven. Cantinela=Σανίδα). Καντινέλα (η): Σιδερόβεργα που κρατούσε ανοικτά τα παραθυρόφυλλα . (Ital. Cantini = Χορδή µουσικού οργάνου). Καντινέτα (η): Μικρή µουσική κοµπανία. Κάντιο (το): Πεντακάθαρο. Καντιτζιλιέρης (ο) Γραµµατέας ∆ιοικητηρίου.(Ital. Cancelliere). Κάντο (το): Τραγούδι . (Ιταλ. Canto). Καντονιέρα (η): Συρταρίερα , Ντουλάπα υπνοδωµατίου(Ital. Cantoniera). Καντουλάπι (το): Ντουλάπι (Παξοί). Καντουνάλι (το): Γωνιακή ντουλάπα σπιτιού (Ven. Cantonal). Καντουναριά (η): Ανήθικη γυναίκα-του πεζοδροµίου-του καντουνιού. Καντούνι (το): Στενό δροµάκι (Ven. Cantone). Καντουνιέρα (η): Πόρνη (Ital. Cantoniera). Καντουνιέρης (ο): Αλήτης. Καντσιλιέρης (ο): Γραµµατέας. Καντσόνα (η): Ενορχηστρωµένο τραγούδι.

Page 31: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Καντσονέτα (η): Τραγούδι. (Ιταλ. Canzonetta). Κάονας (ο): Γλάρος (Παξοί). Κάουζα (η): ∆ίκη (Ital. Causa). Καούρικο (το): Καυτερό Καουτέλα (η): Έγγραφο για εξασφάλιση (Ital. Cautela). Καουτσιόν : Ασφάλεια – Εγγύηση.(Ital. Cauzionale). Καπαντριόλης (ο): Αυθάδης. Καπαράρω : Προκαταβάλω (Ital. Caparra). Καπάσα (η): Μεγάλο πήλινο πιθάρι (Ven. Capazza). Καπάσα (η): Κιούπι (Παξοί). Καπάσα Μεγάλο πήλινο πιθάρι (Ital. Capacita =Χωρητικότης). Καπατσάρω : ∆αµάζω επιβάλω (Ital. Capacitare). Καπατσάρω : Επιβάλλοµαι (Ital. Capicitare=Πείθω). Καπατσετάρω : Συγκρατήσω . (∆εν µπορώ να τον καπατσετάρω). Καπατσιτά (η): Επιτηδειότητα , επιβολή (Ital. Capacita =Πειθώ). Καπατσιτάρω : Επιβάλω την πειθαρχεία σε κάποιον. (Ιταλ. Capacitare Καταπείθω ). Καπατσόνα (η): Καταφερτζού. Καπάτσος (ο): Επιτήδειος (βλ. Καπατσιτά). Καπελάνοι (οι) Ποπ κόρν. Καπέλο (το): 1.Κυονόκρανο 2. Ανω άκρο καπνοδόχου.(Ital. Cappello). Καπελωµένος (ο): Εκνευρισµένος. Καπέτα (η): Χωρίστρα (Ital. Capo=Κεφάλι). Καπίστρι (το): Μέρος του εξοπλισµού του γαιδάρου. Καπιτάλι (το): Κεφάλαιο. Καπιταλιστής (ο): Κεφαλαιούχος (Ital. Capitalista). Καπιτάρισε : Έφτασε (Ital. Capitare). Καπιτάρω : Συµβαίνω , Τυχαίνω(Ital. Capitare). Καπιτέλο (το): Κυονόκρανο (Ital. Capitelo). Καπίτολο (το): Κεφάλαιο (Ital. Capitolo). Καπίτολο Προµπατόρι (τα):Ατράνταχτες αποδείξεις (Ital.CapitoloProvatori) Κάπο (Κρίµας στο Κάπο ) : Ειρωνικά για κάτι που νοµίζαµε σπουδαίο (Ital. Capo = Αρχή , Αρχηγός , Κεφάλι). Καπιτσίνια (τα): Γυναικεία παπούτσια περίτεχνα. Κάπο ντε φιόρι (το): Κουνουπίδι (Cavoifiore). Κάπο ντι όπερα (το): Αριστούργηµα (Ital. Capo di Opera = Κεφαλαιώδες δηµιούργηµα) Καπολαβόρο (το): Κοµψοτέχνηµα (Ital. Capo lavoro). Καπολαβόρο (το): Αριστούργηµα (Ital. Capolavoro). Καπονάρα (η): Κοτέτσι (Ven. Caponera , Ital. Capponaia). Καπορονιόζος (ο): Μικρό και «ευτελές» ψαράκι. Κάπος (ο): Αρχηγός , «κεφάλι».(Ital. Capo). Καποσάντες (ο): Είδος στρειδιού. Καποσίδερο(το): Η άκρη του παλαιού φρουρίου (Ιταλ. Capo di San Isidoro). Καπότο (το): Επανωφόρι , Χλαίνη (Ital. Cappotto). Καπουλοµαξίλαρα (τα): Μαξιλαράκια που έβαζαν οι γυναίκες στους γοφούς για να τονίζουν τις καµπύλες τους. Καπουράλος (ο): Το αφεντικό , Ο αυταρχικός . (Ital. Caporale =∆εκανέας, Προϊστάµενος εργατών , αυταρχικός). Καπουριέλι (το): Παραθυράκι πάνω από την πόρτα η το παράθυρο.

Page 32: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Καπουρουνιόζος (ο): Το ψάρι Καπόνι ( Μία ράτσα). Καπρέλι (το): Ξύλινο δοκάρι σκεπής . Καπρί (το): Τράγος (αρχ. Κάπρος Ital. Capro). Καπροδόντης (ο): Άτοµο µε µεγάλους κυνόδοντες (Κάπρος). Καράβολο (το): Σιδερένια σπείρα (Ven. Caraguol = Κοχύλι). Καράµπακας (ο): Μεγάλο σπίτι (Παξοί). Καραούλι (το): Το κούνηµα της βάρκας (Παξοί). Καρατάρω : Υπολογίζω ,Εξετάζω (Ital. Capatare). Καρατέλο (το): Βαρέλι από δώδεκα Ξέστες (Ital. Caratelo). Καρατέλο (το): Μεγάλο βαρέλι (Ital. Caratello). Καράτερ : Χειρόγραφο (Carattere). Καρατιέρης (ο): Καραγωγέας (Ital. Carettiere). Κάργα (η): Γέµιση εµπροσθογεµούς όπλου (Ital. Carica=Φόρτωση). Καρές (ο): Ανδρικό χτένισµα (Carre Γαλλικό;;;;). Καρέτα (η): Καροτσάκι κήπου η οικοδοµής (Ven.-Ital. Carretta). Καρέτα (η): Καροτσάκι οικοδοµής η κήπου(Ital. Carretta). Καριδώνω : Θηλειάζω. Κάρικα (η): Αξίωµα (Ital. Carica). Καρίκι (το): Χονδρό µπιζέλι µε το φλοιό(Παξοί). Κάρικο (το): Φορτίο πλοίου. (Ital. Carico). Καρίνα (η) Ράχη βουνού. Κάριο (το): Τροχαλία (Αρχ. Κάρυον). Καρκαλάς (ο): Μέρος µε πολύ ήλιο. Καρκαλέντζος (ο): Είδος ακρίδας. Καρκαλέτσι (το): ∆υνατός βήχας. (Παξοί). Καρκάνα (η): Περίβληµα. Καρκάνι (το): Η κόρα του ψωµιού. Καρκατσελάτη (η): Ελαφροντυµένη Καρκούλα (η): Κουκούλα. Καρκουλάρω : Κερνάω. Κάρλακας (ο): Βάτραχος. Καρµπούρο (το): Ανθρακασβέστιο από το οποίο παράγεται η ασετιλίνη Αέριο για φωτισµό και αργότερα για συσκευές οξυγονο- συγκόλλησης. (Ital. Carburo ). Κάρο (το): Αυτοκίνητο. (Ital. Carro=Όχηµα). Καροτσίνο (το): Μικρή κοµψή άµαξα 2 θέσεων (Ital. Carozzino). Καρπάζουσα (η) : Καρκίνος. Καρπέτα (η): Φουντωτό πολύπτυχο φουστάνι (Ital. Carpitta =Φουντωτό). Καρπέτα (τα): Μάλλινα Υφαντά. Καρπετογέλεκο (το): Γιλέκο που συνοδεύει την Καρπέτα . Καρποφόλι (το): Αγιόκληµα (Ital. Carpifoglio). Καρποφόλι (το): Αγιόκληµα .(Παξοί). Κάρτα (η): Πλακέ βαρέλι, πολύ δύσκολο στην κατασκευή του, για να φορτώνουν το γάιδαρο ένα σε κάθε µεριά. Κάρτα (η): Βαρέλι κρασιού (Ital. Guarta). Κάρτα Μονέδα (η): Χαρτονόµισµα (Carta moneta). Κάρτα Μπιάνκα (η): Λευκό ποινικό µητρώο (Ital. Carta Bianca). Καρταριόλι (το): Μέτρο χωρητικότητας (Τέταρτο του Μουτζουριού) (guatro). Κάρτε λακουες(οι) Το κοµµάτι της Ευγενίου Βουλγάρεως πίσω από το ∆ηµαρχείο της Κέρκυρας. Ονοµάστηκε έτσι επειδή εκεί στεγαζόταν η φρουρά του υδραγωγείου. (Ιταλ. Guardia del Acgua). Κατά µια δευτερη εκδοχή ονοµάστηκε έτσι από το

Page 33: Κερκυραϊκό Λεξικό-

δροµάκι του νερού , το κανάλι όπως το έλεγαν οι Ενετοί (Calle del acgua). Καρτεζί (το): Μονάδα ογκοµέτρησης υγρών ίσο µε 1/8 του γαλονιού. Καρτεζί (το): Τέταρτο Καρτούτσου (Ital. Guartezino) Καρτέλο η Καρατέλο (το): Μικρό βαρελάκι (Ital. Guartello). Κάρτες (οι): Ξύλινα δοχεία που τοποθετούσαν στο σαµάρι του γαϊδάρου για τη µεταφορά νερού Κάρτο (το): Υποδιαίρεση της λίτρας( Το ¼ ). Καρτούτσο (το): Μονάδα ογκοµέτρησης υγρών ίσο µε ¼ του γαλονιού. Καρτούτσο (το): Το ίδιο µε το καρτεζί. Κάρυ (το): Ξύλο καρυδιάς (Αρχ.;;; ). Κάσα (η): Ταµείο (Ital. Cassa). Κάσα (η): Φέρετρο (Ital. Cassa). Κασαδούρα (η): Το κάσωµα της πόρτας (Ital. Cassa). Κασάρι (το): Μεγάλο κυρτό µαχαίρι που χρησιµεύει κυρίως ως γεωργικό εργαλείο. Κασαροτρουτσέτα (η): Μεσαίο δρεπάνι µε κοντό χερούλι. Κασαφόρτε (η): Χρηµατοκιβώτιο(Ital. Cassa Forte). Κασαφόρτε (το): Χρηµατοκιβώτιο (Ital. Cassaforte). Κασέλα (η) : Ξύλινο κασόνι για την αποθήκευση των ρούχων του σπιτιού. Κασελέτα (η): Μικρό ξύλινο κιβώτιο . Κασετί (το): Συρταράκι (Ven. Cassetina). Κασετί (το): Συρταράκι (Ital. Casseto). Κασετίνα (η): Μικρό ξύλινο κουτάκι που άνοιγε συρταρωτά και έβαζαν σε αυτό τα µολύβια τους τα παιδιά. Κασιέρης (ο): Ταµίας . Κασούνι (το): Ξύλινο αµάξωµα, Καρότσα (Ital. Cassone). Καστελάδος (ο): Αυτός που περιµένει (µεταφ. Σαν φρουρός ). Καστελάνος (ο): Πυργοδεσπότης (Ital. Castelano). Καστέλο (το): Κάστρο, Πύργος (Ital. Castello). Κάστηκε (µου) : Μου φάνηκε , νόµισα ότι. Καστίγιο (Μου καµε ένα): Τιµωρία – Ταλαιπωρία. (Ital. Castigo). Καταβολάδα (η): Κλαδί για φύτεµα . Καταηλιός : Εκτεθειµένος στον ήλιο. Καταής : Καταγής. Καταλαγιάζω : Ξεκουράζοµαι. Καταράχτης (ο): Καταπακτή . Κατασάρκι (το): Το µέσα µέρος της σαµάρας Κατελώνει : Βρωµάει (Παξοί). Κατζέλο (το): Μία αρρώστια. Κατζέλο (το): Πειθαρχείο. Κατζότο (το): Ξύλινο αγροτικό καλύβι (Ital. Casotto). Κατινοµένος (ο): Βουβός – Αµίλητος(Παξοί). Κατόι (το): Το ισόγειο του σπιτιού που χρησίµευε σαν αποθηκευτικός χώρος. Κατοικιά (η): Πρόχειρη αγροτική κατοικία στο χωράφι- Κατουρίστρες (οι): Τα δηµόσια ουρητήρια Κατρίνι (το): Μικρής αξίας παλαιό νόµισµα (Ital. Guatrini). Κατροπάσι (το): ∆ιάστηµα ίσο µε τέσσερα βήµατα (Ital. Guatro Passi). Κάτσα (η): Καταδίωξη,κυνήγι (Ital. Caccia -Cacciata). Κατσαδόρος (ο): Το ψάρι Άσπρος Κολιός. Κατσαούνης (ο) Αυτός που δεν αποκαλύπτει µυστικά. Κατσαπρόκι (το): Σουβλί των τσαγκάρηδων.

Page 34: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κατσαφαλιές (οι): Πονηριές (Παξοί). Κατσιά (η): Θέση. Κατσιάζω : Μαραίνοµαι. Κατσιβέλα (η): Κασιδιάρα (Αρχ Κάσσις). Κατσίβελο (το): Κατώτερο , υποδεέστερο (Ital. Cattivo). Κατσίδα (η): ∆ερµατική ασθένεια του κεφαλιού. Κατσούλα (η): Κουκούλα ρούχου . Κατσούλα (η): Κουκούλα . Κατσουληνάρης (ο): Τσαλαπετεινός (Εξ’ αιτίας του λοφίου). Κατσούλι (το): Η κορυφή . « πήγε και έκατσε απάνω στο κατσούλι». Κατσούλι (το): Κορφή (Ital. Caciula – Ρουµάνικο;;;;). Κατσούλι η Καβιάδο (το): Τρόπος πλεξίµατος των µαλλιών η Η Κορυφή. Κατσουλοπετείναρος (ο): Τσαλαπετεινός. Κατσούπι (το): Ασκί από δέρµα κατσίκας. Κάτω µπαλί (το): Παιδικό παιχνίδι Του δρόµου που παίζονταν στα καντούνι µε ολοστρόγγυλες πέτρες σαν µπάλες. Κατωθιό (το): Κάτωθεν (αρχ. – παλιό κρητικό). Κατωλάβρι (το): Λίθινη στέρνα που κατάληγε το λάδι στο ελαιοτριβείο (Ven. Lavri=Χείλος). Κατωλαύρι (το) : Το µέρος που πέφτει το λάδι στο ελαιουργείο. Κατωλίθι (το): Η κάτω πέτρα του παλιού ελαιοτριβείου. Κατωµερίτικος (ο): Παραδοσιακός χορός . Κατώστρατα (η): Η κάτω µεριά του δρόµου. Καυκαλίθρα (η): Αγριολάχανο. Καύκαλο (το): Κρανίο. Καψερή (η): Φουκαριάρα , ∆υστυχισµένη. Καψώνω : Ζεσταίνοµαι. Καψώνω : Ζεσταίνοµαι. Κειαοπίσω : Εκεί από πίσω. Κειαπαράνω : Εκεί παρα πάνω . Κειαπαρκάτω : Εκεί παρα κάτω (Παξοί ). Κειαρπάνω : Εκεί πάνω . Κένρωµα (το): Μπόλιασµα ∆ένδρου ή φυτου. Κεντινάρι (το): Πλεξούδα 100 ξερών σκόρδων και µέτρο πλεξίµατος(Ital. Cento=100). Κεντρίνα (η): Άγρια µέλισσα. Κέντρωµα (το): Μπόλιασµα. Κέντρωµα (το): Κεντρισµός δένδρων. Κεντρωµάδα (η): Μικρό κεντρωµένο Ελαιόδενδρο. Κεντρώνι (το): Είδος σκυλόψαρου µε ένα περίεργο πτερύγιο στην πλάτη. Κενώνω : Σερβίρω (Παξοί). Κεραµιδοτρεχάτος (ο): Άστατος Άνθρωπος. Κεραντζάνα (η): Το κρύο του Μαίστρου που ακολουθεί την βροχή του νοτιά. Κεφαλάρια (τα): Πονοκέφαλοι. Κηβούρι (το): Νεκροταφείο. Κι’αντέσο. Και τώρα (Ital. Adesso). Κιαβέτα (η): Σιδερένιο εξάρτηµα του κάρου (Ital. Chiavetta=Κλειδάκι). Κιαλέτα (τα): Ματογυάλια – Μικρά κιάλια θεάτρου (Ital. Occhiali). Κιάµο (το): Παιχνίδι τράπουλας. Κιαπαµά (το): Κουπαστή (Ven Chiapar= πιάνω , Man=Χέρι).

Page 35: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κιάρο (το): Καθαρό (Ital. Chiaro). Κιβούρι (το) Τάφος. Κίκαρα (η): Φλιτζάνι (Ital. Chicchera). Κικαρί (το): Φλιτσανάκι του καφέ. Κιλίµπρια (τα): Βιβλία . (Ital. Libri). Κινέτα (η): Μανταρίνι (Ital.Chinetta). Κιντινάρι (το): Εκατοντάδα (Ital. Centinaio). Κιούγκια (τα): Πήλινοι σωλήνες αποχέτευσης. Κίσιο , Ακίσιο (το): Απόκτηµα (βλ. Ακίστο). Κίτολα (η) : Κατσαρολάκι όπως το ελεγαν στη χώρα . Κιφιλτζάρω: Ταξινοµώ;;;;; Κίχλα (η): Τσίχλα - γκρίζο αποδηµητικό πουλί στο µέγεθος του κοτσυφιού. Κιχλογέρακο (το): Μικρό γερακοειδές που κυνηγάει κίχλες και άλλα πουλιά αυτού του µεγέθους Κλαµπάναρος (ο): Κωδωνοκρούστης (Ital. Campanaro). Κλαµπάνια (τα): Οι όρχεις. Κλαµπάυτης (ο): Αυτός που έχει µεγάλα αυτιά. Κλανιόλα (η): “Εργαλείο” της Κρεβατοκάµαρας αποτελούµενο από ένα χωνί και ένα µακρύ λάστιχο που έφτανε µέχρι το Παράθυρο για τις πορδές της νύχτας. Κλάπανος (ο): Ξύλο µε το οποίο οι ψαράδες χτυπούσαν τη θάλασσα για να διώξουν τα ψάρια που δεν έπρεπε να µπλεχτούν στα δίχτυα . Κλαπάτσα (η): Χάπι για προβατίνες. Κλείσµα (το): Ελαιόδενδρα µαντρωµένα µε ξερολιθιά. Κλειτσινάρι (το): Χειρολαβή πόρτας η κάτι το γυριστό γενικά. Κλείτσος (ο): Μακρύ ξύλινο εργαλείο για να βγάζουν τα κάρβουνα από το φούρνο. Κλερονόµα (η): Κόρη που κληρονόµησε την περιουσία των γονέων της . Κλήµα (το): Αµπέλι. Κλιτσάνες (οι): Ψηλές και άχαρες γυναίκες. Κλιτσί (το): Πόδι ανθρώπου. Κλιτσινάρι (το): Μακρύ κλαδί . Κλίτσιος (ο): Ξύλινο εργαλείο µε το οποίο καθάριζαν το φούρνο από Τις στάχτες. Κλονί (το): Ελάχιστη ποσότητα. Κλουδακάει : Πάλλεται. Κλώδα (η): Η κόρα του ψωµιού. Κλώνα (η): Μονή κλωστή. Κλωνί (το) Μτφ. Καθόλου. Κλωνί (το): Ένα µικρό µέρος από κάτι συνολικό. Κλωνί (το): Κόκκος , Σπυρί πχ. Σιταριού. Κλωστάς (ο): Είδος αδραχτιού. Κοβερναµέντο (το): Κυβέρνηση (Ital. Governamento). Κόβολο (το): Πέτρα. Κογιονάρω : Κοροιδέυω , περιπαίζω (Ital. Coglionare). Κογκολάδο (το): Λιθόστρωτο πέτρας (βλ. κόγκολο). Κόγκολο (το) Βότσαλο η στρογγυλή πέτρα (Ital. Cogolo). Κοιλιές (οι): Το φαγητό πατσάς. Κοίταση , Κοιτασµός (η): Ύπνος. (Παξοί). Κοιτάσου : Κοιµήσου. Κοκαρίγκι (το): Το κουκούτσι της ελιάς. Κοκέτα η κουκέτα (η): Σιδερένιο κρεβάτι. Κοκιναρίδα (η): Μικρό πουλί µε κόκκινη ουρά που την κουνάει συνέχεια.

Page 36: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κοκινογούλι (το): Παντζάρι. Κοκκικίλας (ο): Τόπος µε κοκκικιές. Κοκκινάβαρη (η): Πούδρα. Κοκκινολάχανο (το) Ήµερο χόρτο. Κοκκονέλα (η): Ο κόκκος του καλαµποκιού τηγανισµένος – Πόπ Κόρν . (Ital. Cocco nella ). Κοκολόγια (τα): Οι ξερές ελιές που µένουν µετά τη συλλογή του ελαιοκάρπου. Κοκόνα (η): Όµορφη γυναίκα. Κοκορίνα (η): Πόρνη πολυτελείας. Κοκοτίνες (οι): Τηγανισµένο Καλαµπόκι (Ποπ-Κόρν ). Κολάνα (η): Περιδέραιο , Κολιέ (Ital. Collana). Κολαρίνα (η): Γραβάτα (Ital. Collare = Περιλαίµιο). Κολαρίνα (η): Γραβάτα,παπιγιόν (Ital. Collarina). Κολέας (ο): Συνέταιρος (Παξοί). Κολεµοντάδος (ο): Γραβατωµένος – Στολισµένος Κολετάντες (ο): Γραβατωµένος (βλ. Κολαρίνα). Κολέτο (το) Το κασκόλ. (Ιταλ. Colletto=Κολάρο). Κολέτο (το): Γιακάς (Ital. Colletto). Κολιάντζα η Κολιανίτσα (η): Ευκοιλιότητα (Ital. Colica = Κοιλόπονος). Κολιάστρα (η): Το πρώτο γάλα (Ital. Colastra;;;;;;). Κολιατσίδα (η): Χόρτο του οποίου το άνθος κολλάει στα ρούχα. Κολόβι (το): ∆εµάτι. Κολοέντσες (οι): Φιλίες. Κολόκα (η): ∆οχείο από άδεια κολοκύθα Κολόκα (η) ∆οχείο από ξεραµένη κολοκύθα. Κολόκα (η): Κολοκύθα. Κολοκούρι (το): Κούρεµα προβάτων (Μάλλον Ηπειρώτικο). Κολοκυθόγατος (ο): Αδυνατισµένος Γάτος. Κολοκυθοκούλουκα (τα): Το άνθος των Κολοκυθιών. Κολόµπα (η): Κορµός του ελαιόδενδρου. Κολοµπίµπιρι (η): Μακαρόνια σούπα σκέτα – Μανέστρα κολοµπίµπιρι. Κολοµπίνα (η): Το περιστέρι (Ital. Colomba-Colombina-περιστεράκι). Κολοµπίνα (η): Χριστόψωµο Σε Σχήµα πλεξούδας µε ένα κόκκινο αυγο και ένα Φτερό επάνω. Κολοµπίνι (το): Νεογνό περιστεράκι.(Ital. Colombino). Κολονάτο (το): Παλιό νόµισµα (Ital. Colonnato). Κολονέτα (η): ∆ιακοσµητικό κολονάκι µπαλκονιού (Ital.-Ven. Colonetta). Κολονέτα (η): Μικρό κολονάκι.(Ital. Colonneta). Κολοράδος (ο): Χρωµατιστός (Ital. Colorato). Κολορέντζα (η): Εντερική πάθηση. Κολορίτο (το): Χρωµατιστό (Ital. Colorito). Κολόρο (το): Χρώµα (Ital. Colore). Κολορόϊ (το): Μικρόσωµο, µικροσκοπικό. Κολοσούσα (η): Πουλί που κουνάει την ουρά του και µεταφορικά η γυναίκα που κουνιέται. Κολοφωτιά (η): Πυγολαµπίδα. Κολπίρει (δεν µε ) : ∆εν µε πειράζει. Κολπίρω : Αρρωσταίνω βαριά (βλ. Κόλπος). Κόλπος (ο): Βαριά και ακαθόριστη αδιαθεσία (Ital. Colpo = Χτύπηµα ,πλήγµα). Κολτρίνα (η): Κουρτίνα (Ven. Coltrina).

Page 37: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κοµατσούλι (το): Κοµµατάκι. Κόµε σεβέντε και παρόλε ντιανόρε : Έκφραση που σηµαίνει : Το ίδιο πράγµα. Κοµεσιονάτος (ο): Εντεταλµένος – Επίτροπος (Ital. Commisario). Κοµεσούρα (η): Συναρµολόγηση (Ital Commettitura). Κοµιντόρο (το) : Η Ντοµάτα . (Ιταλ. Pomidoro). Κοµισιόν (η): Επιτροπή (Ital. Commisione). Κοµισούρες (η): Πατούρες σε ξύλινη κατασκευή. Κόµοδο (το): Πήλινο δοχείο νυκτός η καρέκλα αριστοκρατών µε τρύπα και δοχείο από κάτω για αναπαυτική αφόδευση (Ital. Comodo=Άνεση). Κοµός (ο): Συρταριέρα (Ven. Como). Κοµούνα (η): Κοινότητα – Πολιτεία . (Ital. Comune). Κοµπανία (η): Παρέα (Ital. Compagnia = Εταιρία ). Κοµπάνιος (ο): Συνέταιρος και συνοµήλικος.(Ital. Compagno). Κοµπαρίρει : Εµφανίζεται (Ital. Comparire). Κοµπαρίρω : Εµφανίζοµαι (Ital. Comparire). Κοµπάρσα (η): Εµφάνιση (Ital. Comparsa). Κοµπάσο (το): ∆ιαβήτης (Ital. Compasso). Κοµπέβελος (ο): Αντιδραστικός , oπισθοδροµικός (Ital. Coba = Ουρά). Κοµπόλιοι (οι) Είδος θαλασσινής πεταλίδας. Κοµπραβέντης (ο): Έµπορος , µεταπράτης (Ital. Compraventere=Αγοράζω , πουλώ). Κοµπροµέσο (το): Συνυποσχετικό (Ital. Compromesso). Κον κουέστο : Και τι µ’αυτό (Ital. Con guesto). Κονάκι (το): Φίδι που πάει στραβά. Κονβιτσιόν (η): Συµφωνία (Ital. Convenzione). Κονγκολάδα (η): Λιθόστρωτο (Ital. Cogolo). Κονίδες (οι): Αυγά από ψείρες. Κονκρί (το): Είδος παλαιού µπετόν (Ital. Concreto=Συµπαγής). Κόνξες (οι): Καµώµατα ,πείσµατα . Κονσάρω : Πασάρω , εµφανίζω ,παρουσιάζω.(Ital. Concedere). Κονσενιάρω : Παραχωρώ, παραδίδω (Ital. Consegnare). Κονσένιο (το): Ενέχυρο (Ital. Consegnio). Κονσόλα (η): Έπιπλο σπιτιού (Ital. Consolle). Κόνσολος (ο): Πρόξενος (Ital. Console). Κονσούµο (το): Προµήθεια , δαπάνη, κατανάλωση;;(Ital. Consuma). Κονσούρτο (το): Σύσκεψη (Ital. Consulto). Κονστιτούτο (το): Συµβολαιογραφική πράξη. Κοντάδα (η): Μετρητά (Ital. Contante). Κοντάρω : ∆ιηγούµαι , λογαριάζω , µετρώ (Ital. Contare). Κοντέα (η): Μεγάλη ιδιόκτητη περιοχή ( Ital. Contea). Κοντεντατσιόν (η): Ικανοποίηση-Ευχαρίστηση (Ital. Contentezza). Κόντες (ο): Κόµης (Ital. Conte). Κοντέσα (η): Κόµισα (Ital. Contesa). Κοντεσίνα (η): Η κόρη της Κοντέσας. Κόντιτο (το): Ζαχαρωτό (Ital. Contito = Καρύκευµα). Κόντο (το): Λογαριασµός (Ital. Conto). Κοντόρνο (το): Περίβολος ,πέριξ (Ital. Contorno). Κοντοσούβλω (η): Κοντή και άσχηµη γυναίκα. Κοντοσούρι (το): Κοντός άνθρωπος (περιπαιχτικά). Κοντοστάµπελος (ο): Χωροφύλακας. Κόντρα (η): Έκταση γης (Παξοί).

Page 38: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κόντρα (η): Εναντίωση.(Ital. Contro). Κοντρα πέλο (το): Κόντρα ξύρισµα (Ital. Contra pello). Κόντρα πιένζος (ο): Αντεγγυητής (Ital. Contro Piego= Aνταγωνιστικός Φάκελος). Κόντρα φόσα : Η τεχνητή τάφρος που χωρίζει το παλιό φρούριο από το υπόλοιπο νησί (Ital. Contra Fossa= Λάκος ενάντια). Κοντράδα (η): Πλευρά δρόµου πόλης (Ven. Contrata). Κοντράδο (το): Εναντίωση. Κοντράκι (το): Βράχος . Κοντραµπάδο (το): Λαθρεµπόριο.(Ιταλ. Contrabbando). Κοντραµπαντιέρης (ο): Λαθρέµπορος. (Ιταλ. Contrabbandiere). Κοντραπέζα (η): Τραµπάλα (Ital Contra peso ). Κοντραπόστα (η): Αντίθετη θέση. (Ital. Contra posto). Κοντραπόστο (το): Αντίποινα. Κοντραπούντο (το): Αντίστιξη στην µουσική (Ιταλ. Contrapunto). Κοντραρίσµατα (τα): ∆ιηγήµατα (Παξοί). Κοντρασκάρπα (η) Η απέναντι πλευρά µιας οχυρωµατικής τάφρου . (Ven. Contra scarpa). Κοντραστάρω : Αντιπαρατίθεµαι (Ital. Contrastare). Κοντράστο (το): Αντιπαράθεση. Κοντράτο (το): Έγγραφη συµφωνία δύο ατόµων (Ital. Contratto). Κοντρίνα (η): Κουρτίνα. Κοντρόλο (το): Έλεγχος (Ital. Controllo). Κοντσαρισµένα : Τσιγαρισµένα. Κοντσάρω : ∆ιανθίζω (Ital. Conciare). Κονφερµάδος (ο): Εγκεκριµένος ,επικυρωµένος (Ital. Conferma-re). Κονφικάρω : Κατασχέτω (Ital. Conficcare). Κόπανος (ο)Ξύλινο πλακέ εργαλείο µε το οποίο οι γυναίκες χτυπούσαν τα ρούχα στα ποτάµια που τα έπλεναν. Κοπελοπούλα (η): Κοριτσάκι (Παξοί). Κοπελούλα (η): Κυκλάµινο. Κοπέτα (η): Βεντούζα (Ital. Coppetta). Κόπια (η): Αντίγραφο (Ital. Copia). Κοπίδα (η): Κυρτό µεγάλο αγροτικό µαχαίρι. Κοπριλίγκες (οι): Κόπρανα κατσίκας. Κοπρίτες (οι): Ράτσα µανιταριών. Κοπροµπούµπυλας (ο): Ο Σκαραβαίος. Κορακοζώητος (ο): Υπέργηρος. Κόρδα (η): Κεντρικό ξύλινο δοκάρι σκεπής (Ital. Corda =Χορδή). Κόρδα (η): Νήµα κανάβεως (Ital. Corda). Κορδαρω : Βλ. Ακορδαρω. Κορδέλες (οι): Συνεχείς στροφές ορεινού δρόµου (Ital. Cordella =Κορδόνι). Κορδιάλο (ο): Τονωτικό (Ital. Cordiale). Κορέλια (τα) Κολιέ από ψεύτικα µαργαριτάρια. Κορέντο(το): Εγκάρσια τοµή ξύλου ,σόκορο (Ital. Corrente = το ρεύµα , τα «νερά» του ξύλου. Κορίτος (ο): Πέτρινη λεκάνη για να πίνουν τα ζώα (Παξοί);;; Κορνιζόνι (το): Γείσο στέγης , κορνίζα (Ital. Corniccione ,Ven. Cornison). Κορνιόλα (η): ∆ακτυλίδι αντίκα (Ital. Corniola =Πολύτιµος λίθος ). Κόρο (το): Χορωδία ( Αρχ. Χορός ,Lat. Corum, Ital. Coro ). Κορότο (το): Πένθος. (Ital. Corrotto).

Page 39: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κορπίρω : Παθαίνω αποπληξία (Ital. Corpire). Κόρπο (το): Αποπληξία (Ital. Colpo). Κόρσα (η): Τρεχάλα (Ital. Corsa) Κορσοβέλονο (το): Βελόνα πλεξίµατος πουλόβερ. Κορτελάτσα (τα): Λίθινο στηθαίο προκυµαίας (Ven. Cortellazzo = πλατύ µαχαίρι βλ. και κουρτελάτσα = χασαποµάχαιρο. Κορτελίνα (η): Μικροτερο µαχαίρι χασάπη . Κορτέλο (το): Κάθετο, µαχαιρωτό (Ital. Coltelo = Mαχαίρι). Κορτέλο (το): Μαχαίρα χασάπη.(Ital. Coltello). Κορτίνα (η): Τµήµα τοίχους µεταξύ δύο προµαχώνων(Ital.Cortina=Προπέτασµα) Κορτόνε (το): Λίθινο υπερυψωµένο πεζούλι στο άνω µέρος των τειχών του φρουρίου (Ven. Cordon , Ital. Cordone). Κόρτσα (η): Ασθένεια πουλερικών (Αρχ. Κόρυζα). Κορφίγκος (ο): Το πρώτο γάλα µετά τη γέννα των προβάτων , πηγµένο . Τρώγεται µε κανέλα και ζάχαρη. Κορφινός (ο): Αυτός που είναι στην κορυφή. Κόρφος (ο): Ο Κόλπος -γενικά -και το σηµείο ανάµεσα στα στήθη της Γυναίκας (Ital. Golfo). Κοσούλτο (το): Συµβούλιο (Ital. Consulta =Σύσκεψη). Κοστάρεται : ∆εν υποφέρεται η βρωµιά (∆εν ακοστάρεται) (Ital. Riscontrata). Κοστάρω : Αξίζω (Ital. Costare). Κοστοδιτά (η): Κοστολόγηση (Ital.Costodita) Κότζο (το): Μεγάλο. Κοτογέρακο (το): Μεγάλο γεράκι που συχνάζει κοντά σε κοτέτσια και αρπάζει κότες. Κότολο (το): Φουστάνι της παραδοσιακής γυναικείας στολής (Ital. Cotone = Βαµβακερό;;;;;). Κότσα (η): Το ψάρι τσιπούρα. Κοτσανιάζω : Κρυώνω. Κοτσαπιάτης (ο): Επισκευαστής σπασµένων κεραµικών (Ital. Conciare). Κοτσάρω : Φτάχνω δεµάτια (Ital. Cozzare = κυλάω κατι στο έδαφος). Κοτσιλιάρα (η): Αγριολάχανο Κοτσινίδα (η): Κοτσίδα. Κοτσιντούρα (η): Κούρεµα «Γουλί» (Ital. Colza Dura =Σκληρό Γουλί ). Κοτσιφός Κεροµύτης (ο): Μαύρο κοτσύφι µε κίτρινη µύτη. Κουά ντε ροντίνε : Γωνιακές εγκοπές για τη σύνδεση δύο τεµαχίων ξύλου (Ven. Coa =Ουρά , Rondine =Χελιδόνι). Κουάδρο (το): Κάδρο .(Ιταλ. Guadro). Κουαρελάρω : Καρφώνω µε τα µάτια . Κουβάληνε : Κουβαλούν. Κουβεντόρι (το): Συνέντευξη, συζήτηση (Ital. Convegno). Κουβέρνο (το): Κυβέρνηση.(Ιταλ. Governo ). Κουβερνταδόρος (ο): Κυβερνήτης (Ital. Governatore). Κουβερτέλα (η): Πέτρινη η µαρµάρινη επικάλυψη του επάνω µέρους ενός τοιχίου (Ven. Covertela). Κουγιάµπαλο (το): Κουτό – χαµένο. Κουγιάµπαλο (το): Κουτέλικο.-χαζό Κούδα (η): Ουρά (Ital. Coda). Κούδα (η): Η ουρά από το Φελόνι του ∆εσπότη. Κουέτο (το): Υπέργηρος άνθρωπος. Κουετούρος (ο): Αξιωµατικός – πολεµιστής (Ital. Guerriero).

Page 40: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κουζινιέρα (η): Μαγείρισσα (Ital. Cuciniere). Κουϊνι (το): Μικρή αλογοουρά µαλλιών. Κουκάγια (η): Υπέργηρος άνθρωπος. Κουκέτα η κοκέτα (η): Σιδερένιο Κρεβάτι (Fran. Couchette). Κουκλουζιόνες (οι): Προτάσεις σε δικαστήριο (Ital. Conclusione). Κουκοµέλες (οι): Μανιτάρια. Κουκούγερας (ο): Ένα τοπικό φαγητό. Κουκούγεροι (οι) Καρναβαλιστές. Κουκούδι (το): Το ξεραµένο αίµα στην πληγή. Κουκουέρι (το): Πόστο κυνηγού . Κουκουλιάτα (η): Κούκος ( Ital. Cucullo = κούκος). Κουκουλόχορτο (το): Αγριολάχανο. Κούκουµα (η): Μπρίκι (Ital. Cuccuma). Κουκούµι : Μπρίκι Κουκουµίδα (η): Καρούµπαλο (Παξοί). Κουκουνάκι : Βαθύ κάθισµα .(στα γόνατα). Κουκουντιάζω : Βαθύ κάθισµα. Κουκουράντζα (η): Ξεραµένος ελαιόκαρπος. Κουκουρέντζο (το): Στοµάχι. Κούκουρος (ο): Καρούµπαλο.(Αγύρου). Κουκούτσα (η): Αγκινάρα. Κούκουτσα (η): Κολοκύθι (Ital. Cucuzza). Κουλάτα (η): Η πίσω πλευρά (Ital. Culatta = Κινητό ουραίο όπλου). Κουλάτα (η): Σολόδερµα (Colata = Στραγγισµένο – δέρµα). Κουλίνα (η): Λόφος (Ital. Collina). Κούλιουρος (ο): Κούνια παιδική κρεµασµένη από κλωνάρι δένδρου. Κουλκουντζάδος (ο): Μεθυσµένος. Κουλουκάδια (τα): Το φυτό από το οποίο βγαίνει η αγκινάρα. Κουλούκι (το): Σκυλάκι. Κουλουµίζω : Περιποιούµαι – Φροντίζω κάποιον (Ital. Cumulo=Συλλογικότητα). Κούλουµος (ο): Γεµάτος , Πλήρης. Κουλούµπάρι (το): Κουλουριασµένο. Κουλουµπρίδα (η): Αγριολάχανο Κουµανταδόρος (ο): ∆ιοικητής ,επικεφαλής (Ital. Comandatore). Κουµερκί (το): Εµπόριο (Ital. Commerciale). Κουµεσάριος (ο): Εκτελεστής – πληρεξούσιος (Ital. Commissionario). Κουµεσιόν – Κοµεσιόν (η): Εντολή , παραγγελία. (Ital. Commissione). Κουµέσος (ο): Εντολοδόχος (Ital. Con messo). Κουµουδιτά (η): Ευχέρεια (Ital. Comodita = Άνεση Ευκολία). Κουµπάνια (η): Συντροφιά (Ital. Compaghia). Κουµπάρισε : Σκέπασε , κάλυψε , κρύψε (Ital. Comparire). Κούµουδα(τα) Τα γιορτινά ρούχα (Ital. Comodo = άνετο). Κουµπασάρω : Σκέπτοµαι , είµαι αφηρηµένος (Ital. Compassato). Κουµπάσο (το): 1. ∆ιαβήτης 2. Μοχλός που συγκρατούσε παράθυρο του φεγγίτη ανοικτό (Ven.,Ital. Compasso). Κουµπάστακο (το): Ο κορµός του καλαµποκιού. Κουµπατιάρω : Συνδυάζω (Ital. Compadio = Συνοψίζω). Κουµπλίδος (ο): Συµπληρωµένος . (Ital. Completo). Κουµπόστος (ο): Βρασµένο φρέσκο σιτάρι µε ζάχαρη (Ital. Composta). Κουµπούγιο (το): Τσούρµο .

Page 41: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κούµπουλο (το): Κορόµηλο. Κουµπουρέλια (τα): Μικρά καλαµπόκια. Κουναρώ : Αναθρέφω. Κουνσίλιο (το): Συµβούλιο (Ital. Consiglio). Κουντάνα (η): Καταδίκη (Ital. Condana). Κούντος (ο): Λογαριασµός (Ital. Conto). Κουντούτο (το): Υπόνοµος (Ital. Contotto =Αγωγός λυµάτων). Κουντραστάρω : Εναντιώνοµαι (Ital. Contrasto). Κουπάδος (ο): Πλεονέκτης (Ital. Cupido). Κουπάδος (ο): Πολυάσχολος ,ζαλισµένος (Ital. Occupato). Κουπάρω : Απασχολούµαι , αφοσιώνοµαι σε κάτι (βλ.Κουπάδος). Κουπάρω : Λιποθυµάω (Ital. Cupo=Σκοτεινό , βαθύ , βυθίζοµαι στην κόλαση). Κούπωµα (το): Σκέπασµα . Κουπώνω : Σκεπάζω (Cupo=Σκουτέλα,βαθύ πιάτο,γαβάθα). Κούπωσα : Σκέπασα. Κουραµιά (η): Άγριος θάµνος του λόγγου . Οι καρποί του είναι κόκκινοι τρώγονται και λέγονται Κούραµα . Κουραµίλας (ο): Τόπος γεµάτος κουραµιές . Κουραµίτες (οι): Ράτσα µανιταριών. Κουράντες (ο): Θεραπευτής- γιατρός (Ital. Curante). Κουράρω : Φροντίζω (Ital. Curare). Κουρέντε (το): Τρέχον – Εν χρήσει –Σε κυκλοφορία (Ital. Corrente). Κούρκιδο (το): Βαριά µάλλινη κουβέρτα. Κούρκιδο (το): Μάλλινο σεντόνι αργαλειού. Κουρµούτσι (το): Ξερό ψωµί. Κουρµπατσιό (το): Εγκεφαλικό. Κουρνούτης (ο): Κερατάς. (Ιταλ. Cornuto). Κουρνούτο (το): Προβατίνα Κριάρι Κουρούκλα (η): Είδος Κουνουπιδιού. Κουρούπα (η): Σπασµένη στάµνα. Κουρούπι (το): Πήλινο δοχείο. Κουρούπι (το): Τσακισµένο Πήλινο (αρχ. Κορύπι=πήλινη κυψέλη). Κουρτελάτσο(το):Σκεπαστός χώρος υπόνοµος,στοά,σκεπαστό πέρασµα. Κουρτελίνα (η): Μικρό χασαποµάχαιρο (Ital. Cortellina). Κούρτη (η): Εσωτερική αυλή σπιτιού αλλά και αυλή µε την έννοια του στενού περιβάλλοντος(Ven. Corte – Ital.Cortile). Κουσενιάρω η Κονσενιάρω : Μεταβιβάζω – παραδίδω. Κουσέντσια (η): Συνείδηση (Ital. Coscienza). Κουσουλτάρω : Συνεδριάζω (Ital. Consulare). Κουσούλτο (το): Συνέδριο (Ital. Consult-a). Κουσουµάρω : Φέρνω εις πέρας , καταναλώνω ;; (Ital. Consumare). Κούσουµο (το): Βόλεµα. Κουσούµο (το): Μερτικό . Κουσουνέλο (το): Βελονοθήκη. Κουσουρί (το): Ένα είδος κοφινιού. Κουσπί (το): Αιχµηρό εργαλείο (Ital. Cuspide= Αιχµή). Κουστόδιτο (το): Φύλαξη (Ital. Custodire). Κουστοπατσιό (το): Ψύξη (Έπαθα). Κούτελας (ο): Κουτάλα από κολοκύθι για το λάδι. Κουτελίτης (ο): Κρασί κακής ποιότητας που προκαλεί πονοκέφαλο.

Page 42: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κουτέντα (τα) Προτιµήσεις, ιδιοτροπίες, γούστα. Κουτέντα (τα): Χατήρια ;;;εξυπηρετήσεις Κουτιαίνω : Χάνω το µυαλό µου. Κούτικας (ο): Το πίσω µέρος του κεφαλιού. Κουτόλογα (τα): Ασυναρτησίες. Κουτουλάρι (το): Τροχός, κύκλος , κυκλική κατασκευή. Κουτουλάω : Κάνω τούµπες. Κουτουλάω : Κυλάω. Κούτσαυλος (ο): Κουτσός. Κουτσέλι (το): Σκυλάκι. Κουτσόποδας (ο): Κοτσάνι καλαµποκιού. Κουτσόποδας (ο): Ότι αποµένει όταν φάµε ένα τσαµπί σταφύλι. Κουτσουκέλα (η): Μια πράξη που δεν έπρεπε να γίνει. Κούτσουλος (ο): Τα κόπρανα του ανθρώπου. Κούτσουµπα (τα): Χαρούπια. Κουτσούνα (η): Κορµός από καρπό καλαµποκιού, και κούκλα επειδή παλιά έφτιαχναν παιδικές κούκλες µ’αυτό.Και η όµορφη γυναίκα. (βλ. Κουµπάστακο). Κουτσουπιά (η): Χαρουπιά. Κουτσουπιασµένος (ο): ∆υστυχισµένος. Κουτσουπλί (το): Ελλάτωµα. Κούτσουπο (το): Χαρούπι. Κουτσουρεύω : Αφαιρώ ένα κοµµάτι από κάτι. Κουτσούρουγγια (τα): Μικρά µανιτάρια. Κουτσοχερίστηκα : Κουράστηκαν πολύ τα χέρια µου. Κούφαλο (το): Τρύπα στον κορµό ελαιόδενδρου. Κουφάρω : Συµφωνώ (Ital. Conformita).;;;;;;; Κουφέτες (οι) Ποπ κόρν. Κουφέτες (οι): Καλαµπόκι τηγανιτό (ποπ-κόρν). Κουφέτες (οι): Τηγανισµένο Καλαµπόκι (Ποπ – Κόρν ). Κουφόσοδο (το): Κακή σοδειά. Κούχτιο (το): Γεροπαραληµένος. Κούχτιο η χούχτιο (το): Ασθενικός , γέρος , σακάτης. Κόφα (η): Καλάθι. Κοφίνι (το): Μικρότερο καλάθι. Κοψοχρονιάς : Μισοτιµής. Κραµπί (το): Κράµβη (Το λάχανο). Κραµποτσίµουλο (το): Οι κορυφές του κραµπιού. Κραµπουτσάνα (η): Το κοτσάνι του λάχανου που µένει στο χωράφι. Κρανίτες (οι): Ράτσα µανιταριών .(σαν τοπικό φαγητό Οι µυκάνοι ,κρανίτες κοκκινιστοί στο φούρνο µε µακαροντσίνι. Κρατηµάρα (η): Παραλυσία. Κρεβατίνα (η): Κατασκευή ξύλινη η σιδερένια για την αναρρίχηση φυτών. (Αρχ. Κραβάτιον). Κρεβατίνα (η): Σιδερένια η ξύλινη κατασκευή για την κληµαταριά. Κρέδιτο (το): Πίστωση. (Ital. Credito). Κρεδιτόρος (ο): Πιστωτής. (Ital. Creditore). Κρεµάθα (η): Πλέξιµο. Κρεµόρο (το): Τρύγος ;;;; (Ital. Cremore = Όξινο τρυγικό κάλιο). Κρένω : Μιλώ.(Αρχαιοελληνικό);;;;;;;;κραίνω=εκτελώ,εκπληρώνω Κρεπάρω : Σκάω από τη στενοχώρια µου (Ital. Crepare).

Page 43: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Κρεσέρω : Εξέχω (Ital. Eccellere;;;;;;;;;;;;;;;;). Κριάς (το) : Κρέας. Κρικάτα : Πένθιµο χτύπηµα καµπάνας. Κρικώνω : Παγώνω. Κριµινόζιτα (η): Εγκληµατική υπόθεση (Ital. Criminozita). Κρινιόπαδας (ο): Αγριολάχανο. Κριντάλωνο (το): Γύψινη ή πέτρινη βάση µε λούκι για το βαρέλι του Κροβατσούλι (το): Κρεβατάκι . Κροζάτο (το): Μικρό ενετικό νόµισµα.(σταυρωτό η µε σταυρό επάνω Croce= Σταυρός). Κροζέτα (η): Σιδερένια γωνιά για την ενίσχυση της αντοχής του εξωφύλλου παραθύρου (Ven. Croseta=Μικρός σταυρός). Κροκάδι (το): Κρεµµυδάκι για φύτεµα. Κρότσολα (η): Πατερίτσα.(Ital. Gruccia). Κρουβιτσιάνα (η) : Το «κρυφτό» που παίζουν τα παιδιά . Κρουκανάω η Γρουτσανάω : Ροκανίζω µε τα δόντια. Κρούσα (η): Χαµηλό ξύλινο κάθισµα. Κρουσάδο (το): Ασηµένιο νόµισµα. Κρυογάτσουλο (το): Αυτός που κρυώνει. Κυράντζα (η): Κυρά. Κυρούλα (η): Μικρή χωριατοπούλα νοικοκυρά ( Λευκίµµη). Κυσόλδου : Όλοι γενικά.;;;;;; Κωτσέλας (ο): Προάστιο της πόλης (Γκόουτσο : µικρό νησάκι της Μάλτας). Λ Λαβαδούρος (ο): Νεροχύτης (Ital. Lavatoio). Λαβαµαν η Λαβαµας (ο): Νιπτήρας (Ven. Lavaman). Λαβαντίν (το): Νιπτήρας (Ven. Lavandin). Λαβατίβο καρνάλε (το): Παρα φύσιν ερωτική πράξη (Ital. Lavativo Carnale=Κλύσµα - Συνουσία). Λαβένζο (το): ∆οχείο –Κατσαρόλι Καπνισµένο (Ιταλ. Laidezzo). Λαβενζοµούτρα (η): Επιτιµητικά η σκουρόχρωµη Γυναίκα. Λαβεντζί (το): ∆οχείο για άρµεγµα γάλακτος. Λαβέντζο (το): Τσουκάλι . Λαβίδα (η): Το κουταλάκι της θείας Κοινωνίας. Λαβιδιάζοµαι : Μεταλαµβάνω Λαβιδιάζω : ∆οκιµάζω κάτι. Λαβοµάνος (ο): Νιπτήρας (Ital. Lavamano). Λαβόρο (το): Εργασία (Ital. Lavoro). Λάγγερος (ο): Κρασί που βγαίνει πατώντας τα τσίπουρα και προσθέτοντας Νερό. Λαγγεύει : «Πετάει» το µάτι µου. Λάγιο (το): Μαύρο µε άσπρες βούλες. Λάγκερο (το): Κρασί από αποµεινάρια πατηµένων σταφυλιών. Λάγκος η λούγκος (ο): Επιµήκης , Μακρύς (Ital. Lungo). Λαδοφωτιά (η): Λαδοφάναρο. Λαζαρέτο (το): Το γνωστό νησάκι απέναντι από τις αλυκές (Ital. Lazzareto= λοιµοκαθαρτήριο). Λαζούρι (το): Μεταξωτή κλωστή. Λάης (ο): Γραµµή. (Ital. Linea).

Page 44: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Λαθίρω : Βάφω κάτι σε χρώµα κρέµ . Λάι (το) Αρχή ,σηµείο εκκίνησης (Αγγλ. Line ). Λακινιά (η): Κοπάδι γαιδάρων ;;;;;;; Λάκουρας (ο): Κόγχη µατιού. Λάκουρο (το): Σβέρκο . Λαλέτα (η): Φαβορίτα. Λαλούκα (η): Πιπίλα µωρού. Λαµάσα (η): Κατεργάρα , κακιά Λαµάσα (η): Προκλητική γυναίκα. Λαµέντζα (η): Παράπονο (Ital. Lamento ). Λαµεντόζος (ο): Παραπονιάρης-κλαψιάρης (Ital. Lamentoso). Λάµια (η): Ξωτικό. Λάµνω : Τραβάω κουπί . Λαµόρες (ο): Κοµψευόµενος ερωτύλος (Ital. L’amore). Λαµπάντε (ο): Καθαρός (Ital. Lapante ). Λαµπάντες (ο) : Καθαρός αλλά και λαµπρός ,µεταφορικά αυτός που έκανε κάποια παρανοµία και βγήκε καθαρός. (Ιταλ.) lampante . Λαµπάτα (η) : Μεγάλη φωτιά.(βλ. Λαµπατίνα). Λαµπατίνα (η): Φωτιά (Ital. Lampatina). Λαµπατίνα (η): Φωτιά και έθιµο «Τα’Γιανιού του Λαµπατάρη». Λάµπενα (η): Πετρόψαρο. Λαµπικάρω : Ξεχωρίζω το λάδι από το κατακάθι του. Λαµπίκο (το): Καθαρό. Λαµπόρδα (η): Κουνιστή γυναίκα . Λαµπριά (η): Το Πάσχα. Λαµπυρίθρα (η): (βλ. Κωλοφωτιά). Λαµψάνα (η): Αγριολάχανο. Λάνα (η): Μαλλί-Μάλλινο. Λανάκια (τα): Αυγά ψείρας . Λανάτες (οι): Χώµα ψηµένο που δεν τρίβεται εύκολα. Λάνκερο (το): Κρασί. Λάνκουρα (τα): Κόγχες των µατιών. Λάντζα (η): Πλωτή πλατφόρµα για µεταφορά υλικών (Ital. Lancia). Λάντζο (το): Ταλάντωση η δυνατότητα σε κάτι να είναι µεγαλύτερο η µικρότερο (Ital. Lancio =Το υπέρβαρο που απαιτούσε ο αγοραστής έµπορος λαδιού από τον παραγωγό). Λαντουρίδα (η): Σταγόνα. Λαντσέτα (η): Νυστέρι (Ital. Lancetta). Λαντσιέρης (ο): Ψηλός – Ευθυτενής (Ital. Lancia = Λόγχη). Λάντσο (το): Το πάνω – κάτω της λόγχης στην ζυγαριά . Η ταλάντωση. Λάντσος (ο): Λυγερόκορµος (Ital. Lancia =Λόγχη). Λαουδάρω : Επαινώ (Ital. Laude) Λάουδο (το): Έπαινος (βλ. Λαουδάρω). Λαουρέντης (ο): Εργάτης , κάλφας, βοηθός (Ital. Lavorante). Λαουρέντης (ο): Εργάτης οικοδόµος (Ven. Laorante , Ital. Lavorante). Λάπατα (τα): Αγριολάχανα για πίττα. Λάπης (ο): Το µολύβι για γράψιµο (Ιταλ. Lapis) Λαπρέστα : Γρήγορα (Ital. Presta). Λάρισα (η): Ξύλο πεύκου ( Ital. Larice). Λαρνάκι (το): Το αυλάκι που έτρεχε η µούργα στο ελαιοτριβείο. (Αρχ.Λαρναξ).

Page 45: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Λαρνί (το): Πέτρινο µεγάλο δοχείο για το αλεύρι του νερόµυλου. Λαρώνω : Καλµάρω, Ησυχάζω. Λάστρα (η): Τζάµι (Ital. Lastra). Λάστρα (η): 1.Τζάµι παραθύρου (Αρχ. Ηλίαστρον ) 2.Πλάκα δαπέδου (Ven.,Ital. Lastra =Πλάκα) Λάστρα της πλώρης : Μονάδα µήκους επάνω στο πλοίο. Λάτα (η): Ντενεκές (Ital. Latta). Λάτα (η): Τενεκές (Ital. Latta =Λευκοσίδηρος). Λατίνι (το): Πανί βάρκας. Λάτινος (ο): Τενεκεδένιος (βλ. Λάττα). Λατίτσενος (ο): Γαλακτερός (Ital. Latte). Λατόνι (το): Τενεκεδένιο δοχείο λαδιού (Ital. Lattone). Λατονιέρης (ο): Λευκοσιδηρουργός (Ital. Lattoniere). Λαυρί (το): ∆οχείο λαδιού πέτρινο. Λάχανα (τα): Τα φαγώσιµα χόρτα γενικά. Λάχτισα : Πόνεσα . Λάχτιση (η): Ισχυρός και απότοµος πόνος. Λέαντρος (ο): Ροδοδάφνη (Αγγλ. Oleander). Λεβάντες (ο): Ανατολικός άνεµος.(Ital. Levante). Λεβαντίνος (ο): Ανατολίτης. Λεβαρδάρω : Ντρέποµαι;;;; Λέβδα (η): Ευλύγιστο κοντάρι . Λεβδίζω : Λυγίζω. Λεβεράντζα (η) : Εκδήλωση υποταγής-υπόκλιση. Λεβιθόχορτο (το): Ένα Βότανο. Λεγάτο (το): Κληροδότηµα (Ital. Legato). Λεζάµινα (η): Εξέταση (Ital. Esami ). Λειψανεµιά (η): Άπνοια. Λειψηνόχορτο (το): Αγριολάχανο. Λείψιανο (το): Κηδεία. Λεµεντάδος (ο): Παραπονούµενος (Ital. Lamentarsi). Λεµενταρίζω : Παραπονούµαι. Λεντρέ Καµαρωτά.;;;; Λετορίνι (το): Μουσικό αναλόγιο (Ital. Letto-rini =Κρεββατάκι). Λετρίνα (η): Αποχωρητήριο (Ιταλ. Latrina). Λευτερίδα (η): Είδος πεταλούδας της νύχτας που πετάει γύρω από το φως της λάµπας. Λευτερίδα τσι νυκτός (η): Νυχτερίδα. Λευτερίτης (ο): ∆ιφθερίτιδα. Λευτή (η): Ψωµί σε σχήµα καρβελιού. Λέχεται : Μυρίζει η µάνα το παιδί. Λεχοµανιό (το): Λαχάνιασµα. Λεχωνιάτικα (τα): Ασπρόρουχα λεχώνας. Λεχωνούδι (το): Βρέφος. Λητάρι (το): Σχοινί (Αρχ. Ειλητάριο). Λιαναράτικος (ο): Ράτσα σταφυλιού µε µικρές ρόγες (Λιανή αράτα). Λιανές (οι): Ψιλές – Λεπτές. Λιανιτέρια (τα): Λεπτά ξύλα. Λιάπης (ο): Μάγκας. Λιάρδα (η): Γυάρδα.

Page 46: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Λιάστρα (η): Τα τζάµια του παραθύρου.(βλ. Λάστρα). Λιάστρος (ο): Ποικιλία ελιάς. Λίβανο (το): Ράτσα µαυροκόκκινου σύκου. Λιβελάντες (ο): Αγρότης ενοικιαστής αγρού (Ital. Livellante). Λίβελο (το): Αγροτεµάχιο (Ital. Livello = Εµφύτευση). Λιγάθινος (ο): Αδύνατος , αρρωστιάρης. Λιγγιό (το): Λόξυγκας. Λιγκιάζω : Έχω λόξυγκα. Λιγουρίζω : Επιθυµώ . Λικάζω : Μολύνω. Λικάσιονας (ο): Γυµνοσάλιαγκας. Λίκασµα (το): Μόλυνση. Λικουνιά (η): Πλήθος. Λίλια (τα): Κοµµάτια. Λιµάζει : Πεινάει Λιµατίδα (η): Σταλαγµατιά. Λιµόζινο (το): Ελεηµοσύνη (Ital. Limosina). Λιµπά (τα): Όρχεις. Λιµπαδίτσα (η): Μακρινή αστραπή. Λιµπάρω : Ελαφρώνω η αδειάζω το φορτίο του πλοίου (Ital. Libare). Λιµπεράδα (η): Ελευθερωµένη (Ital. Liberada-Lat.libera.)Λίµπερος (ο): Ελεύθερος. (Ιταλ. Libero Lat Liber). Λιµπερτά : ∆ιάπλατα - ορθάνοιχτά (Ital. Liberta=Ελευθερία Lat Libertas.) Λιµπρέτο (το): Μισάνοιχτα παράθυρα σπιτιού (Ital.Libretto=Βιβλιαράκι). Λιµπρέτο (το): Πρόγραµµα θεάτρου – µισάνοιχτα παραθυρόφυλλα. (Ital. Libretto=Βιβλιαράκι). Λίµπρο (το): Βιβλίο (Ital. Libro Lat Liber.) Λίµπροντόρο (το): Η λίστα µε τα ονόµατα και τους τίτλους των αριστοκρατών (Ital. Libro d’oro= Βιβλίο του χρυσού). Λίνια (η): Ευθύς δρόµος (Ital. Linea). Λινιά (η): Λεπτό σχοινί από ίνες λιναριού. Λινιά (η): Σπάγγος (Ital. Lino=Λινάρι ). Λινοκόκκι (το): Λιναρόσπορος . Λίντο (το): Λεπτό , aδύνατο, aραιό. Λίντος (ο): Κοµψός –άψογος –κοκκετικός (Ital. Lindo). Λίντος (ο): Αραιός (Ital. Lindo ). Λιοντερίτσινο (ο): Ρετσινόλαδο. Λιόσµατα η Λιόστα (τα): Τα στερεά απόβλητα του ελαιοτριβείου. Λιόσµο (το): Νερό µε υπολείµµατα από το άλεσµα της ελιάς. Λιόστα (τα): Τα στερεά απόβλητα του ελαιουργείου. Λιπιδόνια (τα): Κλωστές. Λίσα (η): Κάρο µακρύ και κοντό για την µεταφορά µεγάλων φορτίων. (Ital. Lizza = Είδος έλκηθρου για τη µεταφορά µεγάλων κοµµατιών µαρµάρου). Λισάβω (η): Ελισάβετ. Λισεντζάρω : Επιτρέπω. (Ital. Licenza). Λισεντζιάδο (το): Επιτρεπόµενο .(Ital. Licenzato). Λίστα (η): Κατάλογος (Ital. Lista). Λιστόν (το): Πλατύς και ευθύγραµµος δρόµος (Ven. Liston). Λίτρα (η): Μονάδα βάρους ίση µε 17 καρτούτσα. Λίτσινο (το): Ξύλο ελιάς.

Page 47: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Λίτσινο (το): Από ξύλο ελιάς. Λόβα (η): Βρωµιά. Λόγγα (η): Μεγάλη (Ital. Lunga). Λογιάζω : Σκέφτοµαι. Λοιπιδόνια (τα): Κλωστές ξεφτισµένου ρούχου. Λόντζα (η): Υπόστεγο , στοά , εξώστης (Ital. Loggia). Λόντζα (η): Ψαρονέφρι (Ital. Lonza). Λόντζα (η): Λέσχη, στοά (Ven. Loza, Ital. Loggia). Λόρδα (η): Πείνα . Λότα (η): Λάσπη . (Ital. Loto). Λότο (το): Λαχείο (Ital. Lotto). Λούγκα (η): Μόλυνση µασχάλης. Λουγρέτσιο(το): Υπέργηρη (Ital. Long-Vecchia). Λουκάντα (η): Ταβέρνα (Ital. Locanda=Πανδοχείο). Λουµάκα (η): Λεπτό και µακρύ ξύλο και µεταφ. Η ψιλόλιγνη γυναίκα. Λουµάκι (το): Βλαστός δένδρου. Λουµί (το): ∆οχείο λαδοφάναρου για φυτίλι και λάδι. (Lume = Τεχνιτό φώς). Λούµπα (η): Λάκκος µε νερά. Λούνγκο (ο) : Γεµάτο (Ital. Lungo). Λούντσα (η): Μικρός λάκκος µε νερά και λάσπες. Λουριδιά (η): Κουρελού. . Λούρος (ο): Το κεντρικό ξύλο της σκεπής. Λούρος (ο): Κεντρικό δοκάρι σκεπής . Λουρώνει : Σφίγγει . Λουσόζος (ο): Στολισµένος (Ital. Lussuoso). Λούτιµο (το): Πλεόνασµα (Ital. L’utimo). Λούτο (το): Πένθος (Ital. Lutto). Λουτρουβιό (το): Ελαιοτριβείο. Λουτρουγιά (η): Λειτουργία εκκλησίας . Λούφα (η): Βρεγµένο πολύ. Λυγγιό (το): Λόξυγκας. Λυγιά (η): Λυγαριά. Λυκάσιονας (ο): Γυµνοσάλιαγγας. Λύκασµα (το): Ο έρπις της ανεµοβλογιάς. Λύκωσα : Πιάστηκε ο λαιµός µου (σαν το Λύκο που δεν έχει Λυµασµένος : Σιχαµένος , αρρωστιάρης. Λυσιάζω : Λυσσάω- σκάω από το κακό µου. Λωλάδερφα (τα): Ετεροθαλή αδέλφια( Αρχ. ολωλώς , ολλύοµαι ;;;;;). Μ Μoίροµαι : Μοιρολογάω – Κλαίω. Μάα : Μάννα (Παξοί). Μαγάρε : Μακάρι ( Ital. Magari). Μαγγούνο (το): Πικρό πολύ σαν φαρµάκι (αρχ. Μάκων – Κώνειο). Μαγειριά (η): Φαγητό κατσαρόλας. Μάγια (η): Μάλλινη φανέλα (Ital. Maglia).

Page 48: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μαγιστράτος (ο): Άρχοντας. ( Ital. Magistrato). Μαγνάδι (το): Κεφαλοµάντηλο από λεπτό φίνο ύφασµα. Μαγουλίτης (ο): Παρωτίτιδα. Μαζενί (το): Εργαλείο για το τρίψιµο του πιπεριού. Μαζενί (το): Μύλος του καφέ (Ital. Macinino). Μαίζα (η) Θέληµα. Μαιλίζω : Μαραίνοµαι. Μαινάδος (ο): Χαλαρωµένος (Ital. Ammainare= Ναυτικός όρος). Μαινάρω : Κατεβάζω –ησυχάζω –καλµάρω. (Ιταλ. Amainare). Μαιντάνι (το): Ρεύµα αέρα. Μαιντάνι (τοβγαλε) : Το είπε παντού. Μαιντζάρεται : Κουµαντάρεται , Ελέγχεται.(Ital. Maneggiare). Μαιντζάρω : Χειρίζωµαι (Ital. Maneggiare). Μαιντζέβελος (ο): Κάποιος τον οποίο χειρίζοµαι (βλ. Μαιντζάρω). Μάισα (η): Μάγισσα. Μακάντζια (η): Έλλειψη (Ital. Mancanza). Μακαροντσίνι (το): Κοφτό µακαρονάκι (Ital. Maccheroncino). Μακελάρης (ο): Χασάπης. (Ιταλ. Macellaio). Μάκενα (η) : Αλεστική µηχανή .(Ven. Macina :µυλόπετρα) Μακιά (η): Κηλίδα (Ital. Macchia = παρανοµία ). Μακιάρω : Κηλιδώνω (Ital. Macchiare). Μάκινα (η): Η µηχανή γενικώς (Ital. Machina). Μαλαθράκι (το): Μία πάθηση του δέρµατος. Μαλαθράκι (το): Το πρώτο δέρµα του νεογέννητου. Μαλαθρίλας (ο): Τόπος µε µάλαθρα (µάραθρα). Μάλαθρο (το): Μάραθρο. Μαλαπέρδα (η): Το µεγάλο πέος. Μαλαστούπα (η): Ξύλινος πυρσός. Μαλάτος (ο): Άρρωστος (Ital. Malato). Μαλάτσα (η): Αρρωστιάρικος υγρός καιρός (Ital. Malatia). Μαλαχτάρια (τα): Ακαθαρσίες. Μάλε βράσε (το): Ανακατωσούρα , αναµπουµπούλα (Ital. Male =Κακό). Μαλιάστρα (η): Μάννα. Μαλίνια (η): Βαρύ κρύωµα – Πνευµονία (Ital. Maligno=Κακοήθης ασθένεια). Μαλινκονία (η): Κακή διάθεση , κατήφεια (Ital. Malinconia). Μάλτα (η): Λάσπη οικοδοµής (Ital. Malta). Μάµα (η) Χαιδευτικά η µαµά. Μάµα (η): Μάννα ( Ital. Mama). Μάµαλος (ο): Πλαδαρός. Μανάλι (το): Μανουάλι . Μανδραβίδα (η): Κεντρικός ξύλινος κοχλίας πιεστηρίου ελαιοτριβείου (Ital. Madre vite =µητέρα βίδα). Μανέστρα (η): Σούπα ζυµαρικών (Ital. Minestra). Μανέστρα κολοµπίµπιρι (η): Νερόβραστα µακαρόνια σκέτα. Μανέτα (η): Χειροπέδη (Ital. Manetta). Μάνια (η): Φαγητό. Μανιαδούρα (η): Ζωοτροφή (Ital. Menageria). Μανιαδούρος (ο): Παχνί (Ital. Mangiatoia). Μανιέρα (η): Μανία . Μανιπουλάρω : Χειρίζοµαι (Ital. Manipolare).

Page 49: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μανίτσα (η): Χερούλι (Ital. Manicchia). Μανιφατούρα (η): Εργόχειρο (Ital. Manifattura). Μανιωµένος (ο): Θυµωµένος. Μανκάντζα (η): Απουσία (Ital. Mancanza). Μανόπολα (η): Χειρολαβή ,χερούλι πόρτας, πόµολο (Ital. Manopola). Μανουάλος (ο): Βοηθός οικοδόµου (Ital. Manuale=Χειρονάκτης). Μανουάλος (ο): Βοηθός µαστόρου (Ital. Manuale = Xειρονάκτης) Μανουάλος (ο): Εργάτης οικοδοµής. Μανούβρα (τα): Σχοινιά , πρότονοί του πλοίου. Μανουσάκι (το): Το λουλούδι Νάρκισσος (Ζάκυνθος µόνο;;;;;;). Μανταπέρλα (τα): Άσπρα κουπιά. Μαντάτο (το): Είδηση , εντολή (Ital. Mantato). Μαντεκούτο (το): Αποπληξία . Μαντεκούτο (το): Χιονιάς. Μαντενούτα (η): Σπιτωµένη ερωµένη (Ital. Mantenuta). Μαντζάρω : Τρώγω (Ital.Mangiare). Μαντζιπατσιόν (η): Απαλλοτρίωση (Ital. Espropriazione);;;;; Μαντινίδος (ο): Συντηρητής (Ital. Mantinido). Μαντινιέρω : ∆ιατηρώ –Συντηρώ (Ital. Mantenere). Μαντό (το): Σάλι –Πέπλο, νυφικό (Ital. Manto). Μάντολα (η) . Το αµύγδαλο , µαντολάτο –γλυκό που περιέχει αµύγδαλο- καθώς και ότι έχει σχήµα αµυγδαλωτό ή οβάλ (πχ. Έτσι ονόµαζαν οι παλιοί σιδεράδες της Κέρκυρας το σχήµα από τα κάγκελα στα µουράγια ).(Ιταλ. Mandorla). Μαντολάτο (το): Γλύκισµα µε αµύγδαλα (Ιταλ. Mantorlato). Μάντολες (οι): Καβουρδισµένα αµύγδαλα µε ζάχαρη (Ital. Μantola). Μαντολινάτα (η): Ορχήστρα µε µαντολίνα (Ιταλ. Μantolinata). Μαντόνα (η): Πλάκα που τοποθετούσαν εξωτερικά στον τοίχο και όρθια σαν εικόνισµα (Ital. Mantona). Μαντούνι (το): Παλαµίδι ;;; Μαντραβίδα (η): Ξύλινη βίδα του παλιού ελαιοτριβείου. Μάντσάρω : Τρώγω. (Ιταλ. Mangiare). Μαντώ (το): Νυφικό η αραχνοΰφαντο ριχτό (Ital. Manto =Χλαµύδα). Μαός : Πολλά (Παξοί). Μάπα (η): Το πάνω µέρος της γωνιάς του τζακιού. Μαργοµένος (ο): Παγωµένος (Παξοί). Μαρέντα (η) : merenta (Ιταλ.) το κολατσιό . «Επείγε στη δουλειά και πήρε και τη µαρέντα του.» Μαριετίνα (η): Μαριέττα. (ή Μαριοτίνα). Μαρινάτος (Γαυρος) : Φρέσκος γαύρος στο ξύδι για τρείς µέρες µε σκόρδο και µαϊντανό αλάτι και πιπέρι (Ital. Marinato=θαλασσινός). Μαριόλα (η): Γελοία. Μαρίτιµοι (οι): Ναυτικοί (Ital. Marittimo). Μαρκαντικό (το): Μπακάλικο , παντοπωλείο (Ital. Mercato). Μαρκαντικό (το): Μπακάλικο (Ven. Mercante). Μαρκάρω : Σηµαδεύω µε χρώµα.(Ital. Marca ). Μαρκάς (ο): Η κεντρική αγορά της Κέρκυρας στη Σπηλιά που βοµβαρδίστηκε στον πόλεµο (Ven. Marca o Merca). Μαρκάτο (το): Αγορά ,µπακάλικο (Ital. Mercato). Μάρκος (ο): Κινητό αντίβαρο ζυγαριάς . Μαρκουλίνος (ο): Στρατιώτης της βενετσιάνικης φρουράς. (Ital. Marca= Σύνορο .

Page 50: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Περίπου Συνοριακός). Μαρµελίνια (τα): Πολύ µικρά γλυκά βερίκοκα. Μαρµουρί (το): Λευκό Μάρµαρο. Μαρντεκούτο (το): Μαρόκα (η): Μεγάλη πέτρα. Μαρόκα (η): Μεγάλη πέτρα (Ital. Marocca). Μαρόκο (το): Αµµοχάλικο (Ital. Marocca = Θραύσµατα πετρωµάτων οφειλόµενα στο φαινόµενο των παγετόνων ). Μάρσια (η): Εµβατήριο (Ital. Marcia). Μαρσιά (η): Πύον (Itasl. Marcia). Μαρτελίνα (η): Το σφυρί βαριοπούλα (Ital. Martellina). Μαρτζαβί (το): Είδος σταφυλιού (Ital. Marzanimo). Μαρτίγος (ο): Μεγάλο ιστιοφόρο. Μαρτίνα (η): Νεαρή προβατίνα (του Μάρτη;;;;). Μασιά (η): Τσιµπίδα για κάρβουνα. Μασίνα (η): 1.Σίδερο σιδερώµατος 2. Ξυλόσοµπα. (Ital. Macchina =Μηχανή). Μασκα (η): Τα πλάγια της πλώρης της βάρκας. Μασκαράτα (η): Ποµπή µεταµφιεσµένων αποκριάς (Ital. Mascherata). Μασκαρίνα (η): Το δέρµα της εµπρόσθιας µεριάς του παπουτσιού. (Ital. Mascherina). Μασκαρόνια (τα): Αγαλµατίδια σε υπέρθυρα (Ital. Maschera=Προσωπίδα). Μάσκιο η Μάσκουλο (το): Αρσενικό (Ital. Maschio). Μάσκιο Φέµινο (το): Έκφραση που χρησιµοποιούσαν οι τεχνίτες για το αρσενικό και το θηλυκό κοµµάτι . Επίσης την χρησιµοποιούσαν για το ερµαφρόδιτο ( Ital. Maschio – Femino). Μασκιοφαίµενο (το): Κάτι που θηλυκώνει. Μάσκουλο (το): Το σιδερένιο στήριγµα του παραθυρόφυλλου που µπαίνει στη θηλιά του τοίχου (Ital. Maschile=Αρσενικό). Μάσκουλο (το): Μεντεσές πόρτας (Ven . Mascolo). Μάστακας (ο): Ακρίδα (Αρχ. Μάσταξ). Μαστελάδο (το): Βαρελίσιο κρασί βλ. (Ital. Mastello ). Μαστελάκι (το): Μικρός ξύλινος κουβάς. Μαστέλο (το): Ξύλινος κάδος για το πλύσιµο των ρούχων (Ital. Mastelo). Μαστίτσιο (το): Συµπαγές (Ital. Massiccio). Μαστίτσιο (το): Συµπαγές (Ven. Mssizzo,Ital. Massiccio). Μαστραπάς (ο): Πήλινο ανθοδοχείο. Μαστρέτσο (το): Κακοµοίρης – ιδιότροπος – µίζερος Ματαγκολίδα (η): Ευαίσθητο κλαρί που έχει ξαναθρέψει. Ματασέρνω : Επανατοποθετώ σωστά τα κουνηµένα κεραµίδια. Ματέρια : Υλικό κατασκευής (Ital. Materia). Ματίζω : Ενώνω. Ματικάπι (το): Εργαλείο που έβγαζαν καρφιά . Επίσης έτσι έλεγαν και τον χειροκίνητο δράπανο. Ματοφάης (ο): Εκµεταλλευτής (Αιµατοφάης). Μάτσα (η): Το βαρύ σφυρί – Η Βαριά. (Ital. Mazza). Ματσακάνι (το): Κοµµάτι σπασµένης πέτρας.(µάλλον έχει σχέση µε το µατσακόνι –ένα εργαλείο σκαλίσµατος της πέτρας. Ματσάκανος (ο): Σκληρή και αιχµηρή πέτρα (Ital. Mazzetta = Σφυράκι σµιλευτών). Ματσακόνι (το): Θραύσµατα πέτρας πελεκηµένης (Ital. Mazza=ρόπαλο, έτσι έλεγαν επίσης οι µαστόροι το βαρύ σφυρί , τη «βαριά». Ματσέτα (η): Σφυράκι (Ital. Mazzetta).

Page 51: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ματσέτο (το): ∆εσµίδα , µατσάκι λουλουδιών.(Ital. Mazzetto). Μάτσιαλα (τα): Θραύσµατα. Ματσίνι (το): Ματάκι. Ματσόλα (η): Ξύλινο σφυρί (Ital. Mazzola). Ματσούκα (η): Μπαστούνι. Μαυλίζω : Σφυρίζω. Μαυλίστρα (η): Σφυρίχτρα. Μαυροκέφαλος (ο): Μικρό γκρι πουλί µε µαύρο στίγµα στο κεφάλι. Μεβάντα (η): Ποτό που φτιάχνεται από ζουµί βρασµένων χορταρικών και κρασί. Μελαντόνα (η): Μία ράτσα σύκων. Μελάτο (το): Γλυκό (Ital. Melato). Μελιγγίτης (ο): Μηνιγγίτιδα. Μελιγγόνι (το): Ράτσα µυρµηγκιού µε «µελί» χρώµα. Μελιγκόνι (το): Πλήθος .(Ital. Melipona=Είδος αγριοµέλισσας). Μελίζω : Ρίχνω τροφή για να µαζευτούν τα ψάρια (Παξοί). Μελίκουκα (τα): Οι καρποί της µελικουκιάς ;;;;;. Μελίκουκια (η) : Άγριο δένδρο του δάσους µε µικρούς µαύρους καρπούς πολύ γλυκούς. Μελιούνι (το): Πλήθος .(Ital. Millione=Εκατοµύριο). Μελισούδι (το): Τοποθεσία ανάµεσα στο Βαλανειό και τους Χωροπισκόπους. ( µέλι στις σούδες µτφ.το νερό). Μελιχάνα (η): Είδος κοκοβιού. Μελιχάνας (ο): Μεταφορικά ο ευκολόπιστος και ο αφελής που πέφτει στην παγίδα όπως το ψάρι µελιχάνα. Μέµπρο (το): Μέλος συµβουλίου ευγενών. (Ital. Membro). Μενούτο η µινούτο (το): Λεπτό της ώρας (Ital.Minuto). Μεντάγια (η): Κόσµηµα – Μενταγιόν (Ital. Μενούτα (τα) Οι στιγµές του εκνευρισµού (Ital. Minuto). Medaglione). Μεντάρω : Μπαλώνω (Ital. Mendare). Μέντζα (η): Μεσιτεία (Ital. Mezzano=Μεσίτης). Μεντζα λούνα (η): Η µισοστρόγγυλη σιδεριά πάνω από τις πόρτες των παλιών σπιτιών.(Ιταλ. Mezza Luna= Μισοφέγγαρο). Μεντζάνες (οι): Κορδέλες. Μεντζανίνο (το): Ηµιώροφος (Ital. Mezzanino). Μεντζαρδίνι (το): Ισόγειο σπίτι (Ital. Mezzo giardino=Μισό κήπος). Μεντζάστρα (η): Μεσίστια σηµαία (Ital. Mezz’asta ). Μέντζο (το): 1. Μεσολάβηση 2. Μισό 3. Μέσο (Ital. Mezzo). Μεντζοκαπέλο (το): Ηµίψηλο καπέλο εποχής. Μεντζολούτο (το): Τα παραθυρόφυλλα µισόκλειστα λόγω πένθους (Ital. Mezzolutto). Μεντζοπάσο (το): Παλιός παραδοσιακός χορός (Ital. Mezzopasso=µισό βήµα). Μεντίδα (η): Γνώµη (Ital. Mente = Νους – πνεύµα ). Μέριζα (η): Μαντίλι από την παραδοσιακή γυναικεία στολή που έδενε τις πλεξίδες των µαλλιών. Αλλά και ύφασµα . Μεριτάρω : Έχω καταξιωθεί (Ital. Meritare). Μέριτος (το): Χαρισµατικός, αξιέπαινος (Ital. Merito). Μερλάδο (το): Γαρνιρισµένο (Ital. Merlato). Μέρλο (το): Γαρνίρισµα (Ital. Merlo). Μερντιάνα (η): Το ηλιακό ρολόϊ πάνω από τις εξώπορτες των Μεροβίγλι (το): Παρατηρητήριο (βλ. Βίγγλα).

Page 52: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μεσάλα (η) Επίσηµο τραπεζοµάντιλο. Μεσάλι (το): Τραπεζοµάντιλο (Ital. Mensa = Τραπέζι φαγητού). Μεσίσκλια (τα): Κακοτοπιά – γκρεµός. Μεστουράρω : Η επιθυµητή κατάσταση (Ital. Mestrare = ανακατεύω αναµιγνύω). Μεστουράρω : Ανακατεύω υγρά (Ital. Mescolare). Μετζορονιό (το): Μεταίχµιο ( Mezzo=Μισό και Ρονιά η αυλακιά του χωραφιού). Μετζοσόλα (η): Μισή σόλα στα παπούτσια που έβαζαν οι τσαγκάρηδες. (Ιταλ. Mezzo = Μισό ). Μετζοστάτο (το): Μέση κατάσταση (Ital. Mezzo stato). Μετζοφάρα (η): Μέση ηλικία . Μέτορο (το): Πείραγµα. Μέτρα (του Αγιού): Φυλακτό από κοµµάτι της παντόφλας του Αγίου Σπυρίδωνος Μη σιφτάκης : Μην προλάβεις (Ως κατάρα : « Μπα που να µην Σιφτάκης»). Μηγάρις η Τιγάρις : Τι άλλο ; ∆ιότι τι ; (αρχ. Τι γαρ). Μήδα : Μήπως. Μήλιγκας (ο): Μηνίγγι . Μηλιώρα (η): Παρθένα. Μηλοβαγιά (η): Φασκόµηλο. Μηστηρίζω : Σηκώνω στον αέρα. Μήχραµε : Μέχρι.(Λευκίµµη). Μιά : (Έλα Μια) : Έλα λοιπόν. Μιάτζιµιας : Μονοµιάς. Μιζούρα η Μιζούρι (η): Μέτρο γενικά (Ital. Misura). Μιθουκούνι (το): Κοµµατάκι ψωµί. Μίκια (τα): Φυτίλια εκρηκτικών (Ital. Miccia). Μιλιγκόνια (τα): Αµέτρητα (Ital. Millione = εκατοµµύριο). Μιλιόρα (η): Σφαγείο (Ital. Migliaio). Μιλιούνια (τα): Εκατοµµύρια (Ital. Milione). Μιλίτσια (τα): Εκατοµµύρια. Μίνα (η): Στοά (Ital. Mina). Μιναρίτας (ο): Αυνανιζόµενος (Ital. Minorita =Ανηλικιότης). Μινάρω : Αυνανίζοµαι. Μινινέλα (η): Αδύνατη Ντελικάτη (Ital. Minimo = Ελάχιστο). Μινίστρος (ο): Πρεσβευτής (Ital. Ministro). Μινούτο (το): Λεπτό της ώρας (Ital. Minuto). Μιντζιβίρις (ο): Τσιγκούνης και µίζερος. Μιράκολο (το): Θαύµα . (Ital. Miracolo). Μίρµιλο (το): Πλήθος. Μισαλέτρι (το): Ο αστερισµός του Ωρίωνα. Μισέρ (ο): Κύριος (Fr. Monsieur). Μισίαντζα (η): Ανακάτεµα (Ital. Mischiamento). Μισκιάντζα (η): Ανάµεικτο ποτό – Κοκτέιλ (Ital. Miscellanea). Μισοµουσουροκόφινο (το): Το µισό σε όγκο µουσουροκόφινο. Μισοσπορίτισα (η): Τα Εισόδια της Θεοτόκου – στη µέση της σποράς. Μισοφούντι (το): Λωρίδα γης που χώριζε δύο χωράφια (Ital. Fonto =Βυθός). Μισοφυτεψεία (η): Από κοινού γεωργική εκµετάλλευση. Μιστρίζω : Ασπρίζω. Μιτάρω : Μιµούµαι (Ital. Imitare). Μιτζιβίρης (ο): Φιλάργυρος , µίζερος. Μιτζίλι (το): Μικρό.

Page 53: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μιτσίτσια (τα): Φιλίες. Μνέει (δεν ): ∆εν συµπαθεί.(Μεταφ). Μνέει (δεν): ∆εν φυσάει – έχει άπνοια. Μνήστρα (η): Κόφτρια παπουτσιών. Μόγα (η): Χωρίς βιασύνη (Με τη µόγα σου ). Μόγανο (το): Μαόνι (Ital. Mogano). Μόγανο (το): Ξύλο από µαόνι. Μόδι (το): 1. Μονάδα όγκου 2. Έκταση καλλιεργούµενης γης επί Ενετών . Μόδο (το): Μέσον, τρόπος (Ital. Modo). Μοιράδι (το): Μερίδα – Μερτικό. Μόλα (η): Κρίκος ρολογιού τσέπης που το συνέδεε µε την αλυσίδα (Ital. Mola =Κυκλική τοποθέτηση –µυλόπετρα κλπ.). Μολάρισε : Μαλάκωσε – Μούλιασε (Ital. Mollare). Μολάρω : Απελευθερώνω – µαλακώνω (βλ. Μολαρισε). Μολάρω η Αµολάρω : Ελευθερώνω , χαλαρώνω (Ital. Mollare). Μολιφικάντε (το): Μαλακτικό (Ital. Mollificativo). Μολιφικάρω : Ψευτοκολακεύω. (Ital. Moltiplicare). Μόλλα (η): Ελατήριο (Ital. Molla). Μόλος (ο): Το σηµείο που δένουν τα πλοία στο λιµάνι (Ital. Molla = Πάλος δεσίµατος). Μοµέντο (το): Λεπτό της ώρας (Ιταλ. Μomento). Μόµολος : Ο γελοίος , εξευτελισµένος Μοµπαζίνα (η): Βαµβακερό ύφασµα (Ital. Bambagino). Μόµπιλα (τα) Έπιπλα (Ital. Mobile). Μονάτο (το) Σκέτο. Μόνε : Μόνο που. Μονέδα (η): Χρήµα (Ital. Moneta). Μονοκλειδιά (η): ;;;;; Μονολίθι (το): Ελαιουργείο µε ένα µόνο , µεγάλο λιθάρι. Μονοµερίδα (η): ∆ηλητηριώδες φίδι που µπορεί να σκοτώσει σε µία µέρα. Μονοτσίµπερος (ο): Ολοµόναχος. Μοντάρω (δεν ) : ∆εν τολµώ. Μόντε (το): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte –La pieta). Μόντε ντι πιέτα (η): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte di pieta). Μόντες (ο): Μπόγος – δέµα (Ital. Monte = Ποσότητα). Μόντες (ο): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte di Pieta). Μοντούρα (η): Στρατιωτική στολή (Ital. Montura). Μόρα (η): Επιτιµητικά η σκουρόχρωµη και η ηλιοκαµένη γυναίκα (Ital. Mora = Αραπίνα). Μοράδα (στην): Στη σειρά , το ένα µετά το άλλο. (Ital. Murare = Τοίχιση – Το ένα τούβλο µετά το άλλο ). Μόρες και κατσίδες : Κατάρα (Μόρες και κατσίδες να σε φάνε ) ∆ηλ. Μαύροι και Κατσιδοκέφαλοι. Μορέτα (η): Προσωπίδα (Ital. Moretta =Αραπίνα). Μορογάρω : Καθυστερώ .(Ital. Mora gare ). Μορόζος (ο) : Αγαπητικός ,). Μορόπουλα (τα): Κολοκυθάκια (Παξοί). Μόρος (ο): Αράπης (Ital. Moro=Μαυριτανός – σκουρόχρωµος ). Μορούλα (η): Μαυρούλα γάτα (βλ. Μόρος). Μοροφίντο (το): Ψευτότοιχος (Ital. Muro-Findo).

Page 54: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μόρσα (η): Μέγγενη (Ital. Morsa). Μορσέτο (το): Μικρή µέγγενη- σφικτήρας. Μόρσο (το): Χαλινάρι (Ital. Morso =∆άγκωµα ). Μορώνω : Μαραζώνω . Μοσκέρα (η): Είδος φαναριού (Ital. Moscaiuola). Μοσκεύω : Μουλιάζω . Μοσκιά (η): Καθαρτικό από φύλλα τριαντάφυλλου(βλ. Μόσκιο. Μοσκιέρα (η): Κρεµαστό κλουβί κουζίνας για την προστασία των τροφίµων από έντοµα και τρωκτικά (Ital. Mosca = Μύγα). Μόστερας (ο): Πράσινη µεγάλη σαύρα (Ital. Mostro = Τέρας). Μοστερίτσα (η): Σαύρα. (Ital. Mostro = Τέρας – Τερατακι ;;;;;). Μόστρα (η): Βιτρίνα µαγαζιού (Ital. Mostra ). Μόστρα (η): Βιτρίνα (Ital. Mostra). Μοστρίνα (η): Βιτρίνα (Ital. Mostrina). Μόστρο (το): Τέρας (Ital. Mostro). Μότα (τα): Μιµήσεις- Κοροϊδίες (Του κάνει τα µότα) (Ital. Motto= Aστεϊσµοί. Μόττα η µάντσια (τα): Αστεισµοί-πειράγµατα (Ital. Motta – Motteggio). Μου πόνεσε : Λυπήθηκα. Μούδα (η): Πλήρης ενδυµασία (Ital. Muta =Αλλαξιά ρούχων ). Μουδάντες (ο): Σώβρακο (Ital. Mutaude). Μουδουλάρω : ∆ιαµορφώνω (Ital. Modellare). Μουζέτο (το): Μάσκα αποκριάς (Ital. Muso- Museto = Μουτσούνα - Ρύγχος ) Μουζίνα (η): Κουµπαράς (Ital. Muzino = µουτράκι – που είχαν Οι παλιοί κουµπαράδες αντι του γουρουνόπουλου). Μούζο (το): Μουσούδα (Ital. Muso). Μούκιο (το): Μάτσο (Ital. Mucchio = Στοίβα). Μούλα (η): Μουλάρι θηλυκό (Ital. Mula ). Μούλες (οι): Παντόφλες. Μουλί (το): Οισοφάγος . Μουλί (το): Πιτιά. Μουµούρης (ο): Υπηρέτης. Μουνζούρι (το): Μονάδα µέτρησης όγκου. Μουνολάσι (το): Η σύναξη των γυναικών επιτιµητικά. Μουνολάχανο (το): Αγριόχορτο. Μουντζούρι (το): Ενετικό µέτρο χωρητικότητας και έκτασης. Μουντζούρι (το): Μεγάλο καλάθι για ελιές. Μουντρούνα (η): Αγριολάχανο µε αγκάθια. Μουράγια (τα): Τα πέτρινα τοιχία της πόλης απέναντι από το βίδο (Ital. Muraglia). Μουράλο (το): ∆οκάρι (Ital. Murale = Τοίχιση). Μουράλο (το): Ξύλινο δοκάρι πατώµατος η ταβανιού (Ital. Murale). Μούργα (η): Υγρό απόβλητο του ελαιοτριβείου. Μουρδούλης (ο): Ακατάστατος . Μουριόνι (το): Μουράγιο (Παξοί). Μουριόνι (το): Εντοιχισµένη λίθινη κεφαλή για ξορκίσουν κάποια αρρώστια (Ven. Muriòne). Μούρο Ματζόρε (ο) Εξωτερικός πέτρινος τοίχος σπιτιού (Ital. Muro maggiore). Μούρο µαίστρο (το): Εξωτερικός τοίχος σπιτιού (Ven. Muro Maistro=Κύριος τοίχος). Μούρος (ο): Καλορίζικος. Μουρτζουλοφάσουλα (τα) Είδος φασολιών. Μουσαριόλα (η): Φίµωτρο ζώων (Ital. Museruola).

Page 55: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μουσγούδι (Έγινα) : Βράχηκα. Μουσκετάρω : Τουφεκίζω (Ital. Moschettata). Μούσκιο η Μόσκιο (το): Μούλιασµα (Ital. Moscio). Μουσκολάχανο (το): Αγριολάχανο. Μούσκουλο (το): Το πάχος του λαιµού. Μουσούλια (η): Το άνοιγµα του ανδρικού παντελονιού. Μουσουροκόφινο (το): Είδος καλαθιού. Μουστίτσα (η): Το έντοµο που µαζεύεται γύρω από το δοχείο που βράζει το κρασί. (Ital. Mosto = µούστος????). Μουστρούκιο (το): Κακοµούτσουνος. Μούτα (η): Πηγαίνω σε απάνεµο µέρος (Ital. Muta = Aλλάζω). Μουτεύω : Ξεπουπουλιάζω. Μουτρίζω : Γέρνω προς τα µπρος. Μούτρο (το): Παλιάνθρωπος. Μουτρούνα (η): Αγριολάχανο. Μούτωσε : Κούρνιασε. Μπαγάγια (τα): Οι αποσκευές αλλά και µτφ.οί όρχεις (Ital. Bagagli). Μπαγάλιο (το): Μπραγάνια (διάφορα µικρά ψάρια). Μπαγιόκο (το): Τα «ψιλά» νοµίσµατα (Ital. Baiocco = Παλαιό Νόµισµα του Βατικανού). Μπαγιονέτα (η): Ξιφολόγχη (Ital. Baionetta). Μπαγκαλέτο (το): Λευκό δαντελένιο κουβερλί η τραπεζοµάντιλο . Μπαγκατέλα (η): Ευτελές αντικείµενο (Ital. Bagattela). Μπαγκέτα (η): Εργαλείο-βέργα µε το οποίο γέµιζαν τα παλιά τουφέκια που γέµιζαν από µπροστά (Εµπροστογιοµή). Μπαγκέτο (το): Συρτάρι (Ital. Banco=Σύρτις). Μπαγκούλι (το): Σκαµνί. Μπαγολίνα (η): Μπαστουνάκι κυρίου λεπτό (Ital. Bastolina). Μπαγόρδα (η): Κραιπάλη – καλοφαγία –Όργιο (Ital. Bagordo). Μπαγορδάντες (ο): Καλοφαγάς (βλ. Μπαγόρδα). Μπαζίνα (η): Αλεύρι βρασµένο, καλαµποκένιο. Μπαιλίζω : Μαραίνοµαι. Μπάκα (η): Κοιλιά . Μπακαλαρόλαδο (το): Μουρουνέλαιο. Μπακαλιάρος κουκουγέρους (ο): Μπακαλιάρος τηγανιτός µε αλεύρι και αυγό. Μπακατέλα (η): Μικροεργασία (Ital. Ven. Bagatella). Μπακέτα (η): Ραβδί (Ital. Baghetta). Μπακίνι (το): Μηχανισµός της λάµπας του πετρελαίου. Μπακίρι (το): Πεπόνι οβάλ. Μπάκοι (οι): Το ψάρι Παλαµίδα. (Αυτά που έχουν κόκκινο κρέας). Μπακόλας (ο): Φλύαρος (Ital. Bagola). Μπακοτίλιες (οι): Πράγµατα. Μπάλα (η): 1. Χάπι 2. Σφαίρα 3. Σφαιρίδιο ψηφοφορίας (Ital. Palla). Μπάλα (η): Μεθύσι (Ital. Balla). Μπαλαδόρος (ο): Χορευτής (Ital. Ballo =Χορός). Μπαλάδος (ο): Μισότρελος ,περίγελος (Ital. Balata ). Μπαλαντζάρω : Ταλαντεύοµαι (Ital. Bilancia =Ζυγαριά). Μπαλαούστρο (το): Κουπαστή κάγκελου. (Ital. Balaustrata = Kάγκελο). Μπαλάφας (ο): Αγαθιάρης. Μπαλέτες (οι): Καντρίλιες – Χορός (Ital. Balletto).

Page 56: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μπαλί (το): Σφαίρα – µπαλίτσα – εµµονή (Ital. Palla). Μπαλιγάρω : Θέτω κάποιον υπό τον έλεγχό µου. (Ιtal. Balicare). Μπαλκονάδα (η): 1. Υπερώο θεάτρου 2.Σειρά µπαλκονιών3. Βιτρίνα (Ital. Balconata). Μπαλντούµι (το): Λουρί αλόγου η γαιδάρου κάτω από την κοιλιά του ζώου. Μπαλντούµι (το): Λουρί που πάει στην ουρά του γαιδάρου. Μπαλόνι (το): Μπάλα . Μπάλος (ο): Καυγάς µεταφορικά (Ital. Ballo = Xορός ). Μπαλότα (τα): ∆εµάτια σανού. Μπαλοτίνια (τα): Μικρές πατάτες. Μπαλοτίνος (ο): Ψηφοφόρος όταν ψήφιζαν µε σφαιρίδια (Ital. Palla). Μπαλότο (το): ∆εµάτι σανού (Ital. Balla ). Μπαλοτόντο (το): Καυγάς .(βλ. Μπάλος). Μπαλτζαµάδος (ο): Βαλσαµωµένος. Μπαλτούµι : Το πλατύ λουρί που έδενε το σαµάρι του γαιδάρου κάτω από την κοιλιά Μπαλτουνάρω : Εξασθενώ. Μπαλτσαµάρω : Βαλσαµώνω (Ital. Impalsamare). Μπαµπάι (το): Τέρας. Μπαµπάι (το): Έντοµο. Μπαµπακέλα (η): Το µπαµπάκι και το χιόνι. Μπαµπακίτης (ο): Περονόσπορος . Μπαµπαλαδόρος (ο): Σκουπιδιάρης. Μπάµπαλο (το): Σκουπιδάκι . Μπαµπαούνος (ο): Τερατόµορφος. Μπαµπίνο (το): Μωρό (Ital. Bambino). Μπαµπού (η): Τερατόµορφη. Μπανγκαλέτο (το): Φάσα υφάσµατος που κάλυπτε το κάτω µέρος του κρεβατιού. (Ital. Letto = κρεβάτι ). Μπανιάδος (ο): Πλυµένος – Βρεγµένος (Ital. Baghato). Μπανιοµαρία : Τρόπος βρασίµατος αυγών (Ital. Baghnomaria). Μπανιός (ο): Μπούφος ( το πουλί). Μπάνκα (η): Μπάνκος – Τράπεζα (Ital. Banca). Μπανκάδα (η): Μακρόστενο τραπέζι εορτής. (Ital. Banco- Panca). Μπανκιέρης (ο): Τραπεζίτης (βλ. Μπάνκα). Μπανκουµίδι (το): Παντεσπάνι . Μπάντα κι’άλλη : Έκφραση που σηµαίνει : ∆ιαµπερές (Ital. Da banda a banda). Μπαντίδα : Κακιά. (βλ. Μπαντίδος). Μπαντίδος (ο): Ληστής , παράνοµος (Ital. Bandito). Μπαντιέρα (η): Σηµαία (Ital. Bandiera). Μπαντουβάνα (η): Παχιά κότα (Ital. Baduvana???????). Μπάντρα λάντρα ∆ιαµπερές (Ven. Banda = Πλευρά – L’altra =η άλλη). Μπαόρδες (οι): ∆ώρα. Μπαουλίνα (η): Μπαστούνι. Μπαρακοπούλι (το): Καλύβι (Ital. Baracca). Μπαραχούζα (η): Μάλωµα – Άγριος καυγάς. Μπαρκάρω : Φορτώνω σε πλοίο. Μπαρλακιάζω : Τρελαίνοµαι. Μπαρλακίνο (το): Το φορείο που βγάζουν στη λιτανεία το σκήνωµα του Αγίου Σπυρίδωνα (Ital. Baldachino???????). Μπαρµπαράλευρο (το): Καλαµποκάλευρο.

Page 57: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μπαρµπαρέλα (η): Ψωµί από καλαµποκάλευρο (Ital. Barbarella Bararesco – µπαρµπαριά – καλαµπόκι = σιτάρι Μπαρµπαριάς = Αραβό-σιτος). Μπαρµπαρόκιχλα(η): Είδος µεγαλόσωµης κίχλας. Μπαρµπατσιόλα (η): Πετσέτα φαγητού (Ital. Barba = Γενειάδα). Μπαρµπέτα (η): Μουσάκι (Ital. Barbetta). Μπάροι (οι): Βράχια µε φύκια στη Θάλασσα. Μπαρουνιά (η): Μεγάλη ιδιοκτησία γης (Ital. Barrone). Μπαρούνος (ο): Βαρόνος (Ital. Barone). Μπαρουτιασµένος (ο): Έτοιµος να εκραγεί. Μπαρούφα (η): Φασαρία – Καυγάς (Ital. Barrufa). Μπαρουφάντες (ο): Αερολόγος. (Ital. Barrufa). Μπαρτζάνα (η): Βολάν φουστανιού . Μπαρτζαριό (το): Τυροκοµείο. (Ital. Maggaiaio). Μπαρτίδα (η): Μερίδα – Κοµµάτι (Ital. Partito). Μπαρτσελέτα (η): Αστείο (Ital. Barzelletta). Μπαρτσουλάρω : Τρελαίνοµαι (Ital. Impazzare). Μπασιά (η): Είσοδος σε κτήµα. Μπάστα : Φτάνει (Ital. Basta). Μπαστακουνάδος (ο): Όρθιος. Μπαστακούνι (το): Ορθοστασία . Μπαστιµέντο (το): Πλοίο (Ital. Bastimento). Μπαστιόνι (το): Προµαχώνας (Ven. Bastiòn). Μπατάγια (η): Ναυµαχία – Μάχη (Ital. Battaglia). Μπατάρω : Αναποδογυρίζω (βλ. Αλιµπαρτάρω). Μπατάρω : Συνυπολογίζω . Μπατέλο (το): Μικρό πλοιάριο. (Ιταλ. Battelo). Μπάτι του : ∆ως του . Μπατιδούρο (το): Ρόπτρο (Ital. Battitoio). Μπατιδούρος (ο): Ρόπτρο , Μεταλλικό περίτεχνο εξάρτηµα για το χτύπηµα της πόρτας (Ital. Battitore). Μπατικάδο (το): Το ένα πάνω στο άλλο –συνεχόµενα. Μπατικόρε (η): Ανησυχία (Ital. Batticuore=Χτυποκάρδι). Μπατικούνι (το): Στάσιµος - Όρθιος. Μπατίµπαλος (ο): Εργαλείο για µπήξιµο πασσάλων. Μπατίνα (η): Βερνίκι παπουτσιών. Μπατούδα (η): Πατούρα – µουσική φράση (Ital. Battuta). Μπατούδα (η): Εγκοπή στα πλάγια κατασκευής (Ven. Batùa). Μπατουνάδα (η): Μουσικό κοµµάτι για µικρή ορχήστρα. Μπατσάροµαι Παιχνίδι τράπουλας (Ital. Bazzica). Μπατσολάδος (ο): Τρελός (Ital. Impazzire). Μπαφάδα (η): Άσχηµη µυρωδιά. Μπαφούτης (ο): Μουστακαλής (Ital. Baffuto). Μπάχλα (η): ∆ιάλυση (Μπάχαλο;;;;). Μπεβάντα (η): Κρασί ανακατεµένο µε νερό (Ital. Bevanda = Ποτό ). Μπέβος (ο): Πότης (Ital. Bevo). Μπεζαµόντε ;; Φαγώσιµο;;;; Μπεκανότο (το): Είδος µικρόσωµης µπεκάτσας. (Ital. Becco = Ράµφος). Μπελάντζα (η): Μεγάλη ζυγαριά. (Ital. Bilancia). Μπελαντζί (το): Μικρή ζυγαριά (βλ. Μπελάντζα). Μπελάντζο (το): Ταλάντευση (βλ. Μπελάντζα).

Page 58: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μπελβεντέρε (το): ∆ωµάτιο σοφίτας (Ital. Belvedere = ωραία θέα). Μπελβεντέρε (το): ∆ωµάτιο µε θέα (Ital. Belvedere). Μπελένζια (η): Οµορφιά (Ital. Bellezza). Μπελέχα (η): Έντονος βήχας. Μπέλο (το): Κάλο – όµορφο (Ital. Bello). Μπεµπές (ο): Κοκαλάκι για τα µαλλιά. Μπένε : Καλά. (Ιταλ. Bene). Μπενεστάντες (ο): Πλούσιος (Ital. Benestante). Μπενεφίκιο (το): Ευεργέτηµα (Ιtal. Beneficio). Μπεράρια (η): Ισοπεδωµένο µέρος , πατηµένο. Μπερδές (ο): Γλέντι . (Παξοί). Μπερέτα (η): Μπερές . Μπερετόνι (το): Καπέλο (Ital. Berrettone). Μπερκέτι (το): Πολύ. Μπερκετουλής (ο): Κουβαρδάς. Μπέρµπι (το): Γεµάτο . (Παξοί). Μπέρτα (η): Φάρσα (Ital. Berta). Μπερτουέλα (η): Μεντεσές (Ven. Bertoèla). Μπήζα (η): Πνευµονικό - Άσθµα. Μπητάδος (ο): Πυκνός . Μπηχτοκέφαλα : Με σκυφτό κεφάλι. Μπιάνκο . Άσπρο γενικά , αλλά έτσι λέγεται και ένας τρόπος µαγειρέµατος των ψαριών κυρίως, µε άσπρη σάλτσα.(Ιταλ. Bianco). Μπιάτο (το) Πύον. Μπίγα (η): Γάντζος γερανού. Μπιδολότο (το): Ύπνος.(βλ µπιζολότο). Μπίζα (η): Άσµα. Μπιζάρω : Ξεσηκώνω κάποιον. Μπίζης (ο): Μπιζέλι ή Αρακάς. Μπίζι (το): Μπιζέλι –αρακάς (Ital.Pisello). Μπιζιλότο (το): Υπνάκος (Ital. Pisolo-Pisolino). Μπικερίνι (το): Ποτηράκι (Ital. Bicchierino). Μπικικίνι (το): Παλιό ευτελές νόµισµα (δεκάρα). Μπιλιέτο (το): Σηµείωµα (Ital. Biglieto). Μπιµπιλώνω : Μεντάρω . Μπιρµπιτσιόλα (η): Παιδικό παιχνίδι - Τα παιδιά κάθονταν στο πεζούλι και ένα παιδί µετρούσε τα γόνατα στα ιταλικά , σταµάταγε σε κάποιο νούµερο και το πόδι εκείνο έπρεπε να µαζευτεί , όποιος µάζευε και τα δύο του πόδια έβγαινε από το παιχνίδι. Μπίρµπος (ο): Κατεργάρης (Ital. Birba = Κατεργαριά). Μπιρόντολο (το): Γέµισµα πολυθρόνας;;; Μπισκάτσα (η): Λέσχη χαρτοπαιξίας (Ital. Biscazza). Μπισµπίλια (τα): Ιδέες υποψίες (Ital. Bisbiglio=Ψίθυρος). Μπισνόνα : Προγιαγιά . Μπισνόνο - Προπάππους (Ιταλ. Bisnona ). Μπιστικός (ο): Εργάτης βοσκός ή αυτός που είναι γενικά στην υπηρεσία κάποιου Μπιστιού (το): Επί πιστώσει. Μπιτάδα (τα): Πυκνά Μπιτάδος (ο): Γεµάτος , πυκνός. (Ital. Pinato ). Μπιτάδος (ο): Πυκνός – σφιχτό δέσιµο (Ital. Abbitare = Τυλίγω το σχοινί στον κάβο και το δένω). Μπιτσάρος (ο): Ιδιότροπος (Ital. Bizzaro).

Page 59: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μπιτσικλέτα (η): Μοτοσυκλέτα. Μπιφιστίκι (το): ∆ιαλεκτό κοµµάτι µοσχαρίσιου κρέατος (Αγγλ.Beef Steak). Μπλάθρης (ο) Κατάπλασµα. Μπλάθρης (ο): Κατάπλασµα. Μπλακάρω : Μπλοκάρω. Μπλάστρης (ο): Ξύλινο εργαλείο της κουζίνας σαν αυτό που ανοίγουν φύλλο. Μπλαστρώνω : Πλάθω- Ζουλάω . Μπληγούρι (το): ∆ιάφορα όσπρια µαγειρεµένα. Μπλητσούνι (το): Αµπάρα σιδερένια για το κλείδωµα της πόρτας. Μπογιάρω Πειράζω κάποιον (Ital.Bocciatura=Αποδοκιµασία.) Μπόγολο (το): Την έπεισε – την κατάφερε- την «έριξε». Μπόζα (η): Πόζα (Ital. Posa). Μποζολούτο (το): Υπνάκος (Ital. Bossolotto =Κουτί ταχυδακτυλουργού ). Μποζοντούρο (το): Σοβαρότητα-σκληράδα. Μποζοντούρος (ο): Μουτρωµένος (Ital. Musoduro). Μπόζος (ο): Χονδρός. Μπόκα και λίγκουα : Έκφραση που αναφέρεται στον πολυλογά και τον αθυρόστοµο(Ital. Bocca=Στόµα – Lingua=Γλώσσα). Μποκές (ο) : Ανθοδέσµη .(Ιταλ. Boccia ). (Fr. Bouguette). Μποκέτα (η): Στόµιο οχετού (Ven. Bochèta-Ital. Bocchetta). Μποκίνι (το): Επιστόµιο (Ital. Bocchino). Μπόκολα (η): Σκουλαρίκι κρίκος – σγουρά µαλλιά (Ital. Boccola). Μποκολέτα (η): Σκουλαρίκι. (Ιταλ. Buccola). Μπόκολο (το): Γυναικείο χτένισµα µε γυριστά τα µαλλιά στους κροτάφους (Ital. Boccolo). Μπολέτα η Μπουγιάτα (η): Μία τεχνική για παραγωγή ξυλοκάρβουνου . (Ital. Bollita = Βράσιµο). Μπόλια (η): Γυναικείο µαντίλι της παραδοσιακής γυναικείας (Ital. Boglio;). στολής . Επίσης έτσι ονοµάζεται και η πετσέτα προσώπου στους Παξούς. Μπολοκιός (ο) ∆οχείο λαδιού. Μπολσέτα (τα): Μανικέτια (Ital. Polsino). Μπόλτζος (ο): Σφυγµός(ital. Polso). Μποµπάδο (το): Φουσκωµένος τοίχος από υγρασία (Ven. Imbombà). Μποµπαρδάρης (ο): Το κανόνι. Μποµπαρδαριό (το): Επίπεδο µέρος πάνω σε φρούρια η σε υψώµατα που Μπόµπολας (ο): Σαλιγκάρι. Μποµπόλι (το): Ένα µόνο φασόλι , φακή , ρεβίθι κλπ. Μποµπόλια (τα): Μπαλίτσες. Μποµπόλοι (οι): Σφαιρίδια , σαλίγγαροι. Μπόµπος (ο): Κάποιος που µιλάει µόνος του (Ital. Bombo = Βόµβος). Μποναγράτσια (η): Κουρτινόξυλο (Ven. Bonagrazìa). Μπονιφικάρω : Βελτιώνω (Ital. Bonifica). Μπονιφικατσιόνα (η): Βελτίωση (Ital. Bonificazione). Μπονόρα : Νωρίς, “Θα βρεθούµε αµπονόρα µες τσί έξι ώρες”.(Ital. Buon’ora). Μπόντζος (ο): Βεράντα µε εξωτερική σκάλα και αποθήκη από κάτω που έχουν οι µονοκατοικίες µε βενετσιάνικη αρχιτεκτονική .(ven. pozo) Μπονφεστίδος (ο): Γιορτινός , στολισµένος (Ital. Buon –Festino). Μπόργος (ο): Προάστιο (Ital. ,Ven. Borgo). Μπόρδολοι (οι): Βαριά χονδροκοµµένα παπούτσια. Μπορτάδα (η): Αξία. ;;;

Page 60: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μπόρτζα (η) : ∆υνατό κρυολόγηµα. Μπορτζάδα (η): Η κακιά ώρα.;;;;; Μπόρτζο : Αρρώστια. Μπόρτζος (ο): Σφυγµός (Ital. Polso). Μπορτσούνι (το): Μεταλλικό έλασµα κλειδαριάς (Ital. Borchia). Μποσκάτα (η): Ελαφρύ δέσιµο του µαντηλιού στο λαιµό (Μπόσικο) Μποσκέτο (το): Κήπος.(Ιταλ. Boschetto). Μπόσκο (το): Μπόσικο – Χαλαρό. Μπότα (η): Βαθούλωµα πληγής η χτυπήµατος (Ital. Botta). Μποτέγα (η): Κατάστηµα (Ven. Botèga, Ital. Bottega). Μπότζα (η): Μεγάλη µπουκάλα κρασιού (Ital. Boccia). Μπότζος (ο): Εξώστης σπιτιού βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής(Ital. Bozza= πέτρα που εξέχει από τοίχο). Μποτήλια (η): Μπουκάλα. (Botiglia). Μποτηλιάδο Εµφιαλωµένο. Μποτήρι (το): Σταµνί. Μπότης (ο): Πήλινο δοχείο µε χερούλια για την µεταφορά του νερού (Ital. Botte= Βαρέλι – πιθάρι). Μποτιέρος (ο): Κατασκευαστής ντεπόζιτων µεταλλικών . Μποτίλια (η): Μπουκάλα (Ital. Botiglia). Μποτιρόλατα (η): ∆οχείο για την µεταφορά γάλακτος στον ώµο . Μπότο (το): Μεγάλο λαµαρινένιο δοχείο. Μποτσί (το): Το µικρό µπουκαλάκι. Μποτσόνα (η): Μεγάλη µπουκάλα. Μποτσόνι (το): Γυάλινη κανάτα τραπεζιού (Ital. Boccione). Μποτσοπούλι (το): Μικρή µπουκάλα. Μπούας (ο): Μεγαλόσωµο βόδι (Ital. Bue – Bove = Βόδι ) Μπουγάζι (το) : Κουφόβραση. Μπουγαρίνι (το): Αναρριχόµενο φυτό µε λουλουδάκια σαν του γιασεµιού. Μπουγαρίνι (το): Αναρριχόµενο λουλούδι σαν το γιασεµί . Μπουγασί (το): Πορφυρό. Μπούγελος(ο): Κουβάς ( Λευκίµµη-µέση). Μπουγιάδος (ο): Θυµωµένος (Έχει φουσκώσει από το βράσιµο). Μπουγιάρω : Βράζω (ven bogio). Μπουγιάτα (η): Καζάνι που βράζει – Καµίνι για κάρβουνα (ven bogiata) . Μπούγιο (το): Βράσιµο (ven Bògio ). Μπούγιο (το): Σαµατάς. Μπουέλο (το): Κουβάς. Μπουζέτα (τα): Κρίκοι µεταλλικοί στις τρύπες των κορδονιών στα παπούτσια. Μπούζος (ο): Αυλάκι µε βρωµόνερα. Μπούζος (ο): Άνοιγµα υπονόµου-καπάκι. Μπούκα (η): Γενικά το στόµιο (Ital. Bocca=Στόµα). Μπούκα (η): Η πόρτα του φούρνου που ψηνόταν το ψωµί.(Ital. Μπούκα (η): Στόµιο , εκβολή ποταµού (Ital. Bocca , Ven. Boca). Μπουκα φέρµα : Εκφραση πουσηµαίνει : Με κλειστό στόµα . Την χρησιµοποιούσαν οι µαέστροι της χορωδίας όταν έπρεπε οι χορωδοί να τραγουδούν µουρµουρητά. (Ital. Bocca=Στόµα , Fermare= Κλειστό – Σταµατώ). Μπούκα φράνκο : Έκφραση που σηµαίνει αδιέξοδο (Ital. Buca= Τρύπα – Franco=Ατελής , χωρίς έξοδο). Μπουκαλέτο (το): Κανάτα (Boccaletto).

Page 61: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μπουκαλίνα (η): Γυάλινο µπουκάλι τραπεζιού (Ital. Buccalina). Μπουκαρίζω : Κλείνω µε λάσπη τρύπες στον τοίχο. Μπουκαριόλι (το): Μικρή πορτούλα για να αερίζεται ο φούρνος. Μπουκαριώλι (το): Η τρύπα από όπου έµπαινε αέρας στο φούρνο. Μπουκάρω : Γεµίζω µε σοβατολάσπη τις τρύπες ανάµεσα στις πέτρες του τοίχου. (Ital. Sbucare). Μπουκουβάλα (η): Ψωµί βουτηγµένο στο κατωλαύρι. Μπουκούνι (το): Κοµµάτι ψωµί. Μπουκούνια (τα): Κοµµάτια. Μπουκουνιάζω : Κοµµατιάζω. Μπουλάκα (η): Χωρίστρα µαλλιών. Μπουλαντζές (ο): Χτένισµα µαλλιών. Μπουλέτα (η): Πιπίλα. Μπουλετί (το): Γραπτό µήνυµα –Φακελάκι (Ital. Biglietto=Εισιτήριο). Μπουλετί Η µπιλιέτο (το): Το λαχείο και το σηµείωµα και το εισιτήριο (Ital. Biglietto). Μπούλια (η): Αναβλύζοντα νερά (Ital. Bulicare=Αναβλύζω). Μπουλούκι (το): Οµάδα εργατριών γης. Μπούµπουλας (ο): Μεγάλο µαύρο έντοµο του αγρού. Μπουµπούλι (το): Ζωύφιο. Μπουµπούλοι (οι): Το ψάρι Καπόνι (Μία Ράτσα). Μπούνια (η): Φάσα στην άκρη του ρούχου. (Ital. Bugna=Σκαλιστή πέτρινη Μπορντούρα). Μπούνια (η): Λαξευµένη πέτρα πλαισίου (Ven. Bugna). Μπούνια (τα): Οι τρύπες της βάρκας στην κουβέρτα για να φεύγουν τα νερά . Μπουντούνι (το): Είδος αλλαντικού φτιαγµένο από αίµα χοιρινού σε έντερο και µε προσθήκη καρυκευµάτων (Ital. Budellone = Έντερο). Μπουραλίζω : Παιχνιδίζω (Ital. Burla ). Μπουρανέλος (ο): Ο κακός ψαράς (Ital. Buratto = To κοσκίνισµα Η σκαρταδούρα που µένει ). Μπουράσκα (η): Θύελλα (Ital. Burrasca). Μπουράτο (το): Πασπαλισµένο µε ζάχαρη άχνη (Ital. Bura-ttura =Κοσκίνισµα). Μπουρδέτο (το): Τοπικό φαγητό ( Κοκκίνιστα µαγειρευτά ψάρια Με κόκκινο πιπέρι). Μπούρδινη (η): Παρδαλή – πολύχρωµη. Μπούρδινο (το) Είδος φτηνού υφάσµατος. Μπουρδούγιο (το) : Ακαταστασία. Μπουρδουλεύω : Ανακατεύω. (βλ. Μπουρδούλιο). Μπουρδούλιο (το): Γελοιοποίηση. Μπουρδουµπάτσες (οι): Φαγητό σαν το Μπριάµ. Μπουρέλι (το): Μικρό µεταλλικό ντεπόζιτο. Μπουρθήκα (η): Το άνοιγµα του ανδρικού παντελονιού. Μπούρικος (ο): Παχύς άνθρωπος (Ital. Burro=Βούτηρο) Μπουρίνια (τα): Νεύρα . Μεταφ. Μπουρίνι, βροχερός καιρός που προκαλεί κακοκεφιά. Μπουρλίνια (τα): Βλ. Βουρλίνια. Μπούρλος (ο): Η χονδρή κοιλιά. Μπουρµπουλός (ο): Μεσηµεριανός υπνάκος (βλ. και µπιζόλος). Μπουρνέλες (oi) Κορόµηλα. Μπουρντούνι (το) βλ. µπουντουνι) Μπουρούκι (το): Μικρό µπρίκι

Page 62: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μπούρου-µπούρου : Μανέστρα νερόβραστη. Μπούρσα (η): Η τσέπη του παντελονιού-τα λεφτά (Ιταλ. Borsa). Μπουρσί (το): Το µέρος του τζακιού όπου ανάβουµε την φωτιά. Μπουσάκιασε : Φούσκωσε –έβγαλε φουσκάλες. Μπουσαριόλος (ο): Κλέφτης πορτοφολάς (Ital. Borsaiuolo). Μπούσουλα (η): ∆εύτερη εξωτερική πόρτα για το κρύο και τον αέρα σε εκκλησίες και άλλα κτήρια (Ven. Bùssola). Μπούσουλας (ο): Πυξίδα (Ital. Bussola). Μπουσουλέτο (το): Σύντοµος ύπνος Μπουσουλιά (η): Το άνοιγµα του ανδρικού παντελονιού. Μπουστίνα (η): Γυναικείο ρούχο σαν γιλέκο-Στηθόδεσµος. (Ital. Bustina). Μπούστος (ο): Κορσές (Ital. Busto). Μπούστος (ο): Σκελετός γυαλιών. Μπουστρόβλιακος (ο): Απρόσεκτος. Μπουτελάντες (ο): Έµπορος λαδιού – Ιδιοκτήτης µπουτελιού (Ital. Utello =∆οχείο λαδιού ). Μπουτελί (το): Κατάστηµα συγκέντρωσης ελαιολάδου (Ital. Uttelo = ∆οχείο λαδιού;;;;;) Μπουτιέρος (ο): Βαρελοποιός (Ital. Botaio). Μπουτούνι (το): Χάρτινη τάπα εµπροσθογεµούς όπλου (Ital. Bottone=Κουµπί). Μπουτουνιέρα (η): Κούµπωµα ανδρικού παντελονιού.(Ital. Bottoniera). Μπουτσάρα (η): Τιποτένια Μπουτσούνι (το): Κοµµατάκι. Μπουτσούνια (τα): Κοµµατάκια . Μπούφα (η): Φάρσα – κωµικό επεισόδιο (Ital. Buffa). Μπούφος (ο): Μεγάλο αρπακτικό πουλί. Μπουχνί (το): Σακούλα που έβαζαν στο µαστό της κατσίκας για να µην µπορούν τα κατσικάκια να πιούν το γάλα. Μπόχα (η): Απόχη. Μπόχιλας (ο): Αγριολάχανο. Μποχός (ο): Σκόνη. Μποχός η µπουχός (ο): Σκόνη στο αέρα. Μπραγάνια (τα): ∆ιάφορα αφρόψαρα (Ital. Bragozzo =Είδος ψαροκάικου ). Μπραέσα (η) Ανδρικό παντελόνι (Ital. Brachesse=Βράκα ) Μπράνκες (οι): Μικρές πρόκες του τσαγκάρη. (Ital. Branca = Νύχι λεπτό και µυτερό όρνιου η αρπακτικού ζώου). Μάρκα από ιταλικές πρόκες που χρησιµοποιούσαν Μπρατσάνα (η): Μπατζάκι, ρεβέρ (Ital. Bracca). Μπρατσάντε (αλά) : Αγκαζέ (Ιταλ. Bratcceto). Μπρατσέρα (η): Γρήγορο πλοίο µε δυο ιστούς (Ital. Bracchiere= Καταδιωκτικό). Μπρατσέρι (το): Κηλεπίδεσµος (Ital. Brachiere). Μπράτσο (το): Χέρι αλλά και µέτρο µήκους (Ital. Braccio). Μπρατσολές (ο): Βραχιόλι. Μπρατσολέτα (η): Βραχιόλι. (Ιταλ. Braccialetto). Μπρεβάριο (το): ∆ιαθήκη προφορική .(Ital. Breviario= Ευχολόγιο). Μπρετέλες (οι): Τιράντες (Ital. Bretella). Μπρίγκα (η): Βήχας (Ital. Briga =Σκοτούρα, µπελάς). Μπρίλια (η): Χαλινάρι , παρωπίδα (Ital. Sbrigliare =χαλιναγωγώ). Μπρίλιες (οι): Παρωπίδες αλόγου (Ital. Briglia=Χαλινάρι). Μπρίο (το): Ζωντάνια (Ital. Brio). Μπριόζος (ο): Ζωηρός .

Page 63: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Μπρίσκουλα (η): Χαρτοπαίγνιο (Ital. Briscola). Μπριστουλί (το): Εργαλείο για το ψήσιµο των κόκκων του καφέ. Μπριχού : Πρίν . Μπρόγια (η): Κοροιδία (Ital. Rimbrovero). Μπρόγια (τα): Τεχνάσµατα. (Ital. Broglia = Μηχανορραφίες). Μπρόγιο : Εµπαιγµός, ανταγωνισµός «αυτήν την µπρογιάρανε» (Ιταλ. Rimproccio). Μπροίο η Μπρόγιο (το): Συναγωνισµός. Μπρόκα (η): Κανάτα νιπτήρα (Ital. Broca =Στάµνα). Μπροκάδο (το): Ύφασµα πολυτελείας – Μπροκάρ (Ital. Broccato = Στόφα). Μπρόκολο (το): Κωλοµέρι. Μπροστέλα (η) : Η ποδιά που έβαζαν οι νοικοκυρές όταν έπλεναν τα πιάτα αλλά και σε άλλες δουλειές του σπιτιού.(ετσι την έλεγαν στη Λευκίµµη). Στα χωριά του βορρά την έλεγαν µπροστοµούνι). Μπροστουλί (το): Ποδιά κουζίνας. Μπροστοφούρνι (το): Το ψωµί που µπαίνει τελευταίο στο φούρνο. Μπρούµο (το): Μαλάγρα (Φαί για να προσελκύσουν οι ψαράδες Τα ψάρια. Μπρουσκέτα (η): Ψωµί βρεγµένο µε ντοµάτα τυρί και ρίγανη ως πρόχειρο κολατσιό για τα παιδιά. (Ital. Bruschetta). Μπρουστουλί (το): Καβουρδιστήρι. Μπρούτος (ο) : Αντικοινωνικός , δύστροπος,κακός (Ιταλ. Bruto : Κτήνος , θηρίο, θηριώδης). Μπρουτσουλάνα (η): Πορσελάνη (Ven. Pocelàna, Ital. Porcellana). Μυγδάλι (το): Η σινιώτικη πέτρα . Μυζήτας (ο): Αυτός που ρουφάει. Μυζηχτό: Ρουφηχτό. Μυζώ : Ρουφώ. Μύκανας (ο): Μανιτάρι (Μύκητας;;). Μυλάυλακο (το): Το αυλάκι που οδηγούσε το νερό στον νερόµυλο. Μυρτιά (η): Μυρσίνη. Μυρωδίτας (ο): Είδος µεγάλου µανιταριού

Ν-Ρ

Ν Νάγα : Ούτε. Ναντσιόνα (η): Εθνικότητα – φυλή (Ital. Nazione). Νάπα (η): Το πάνω κωνικό µέρος του τζακιού που οδηγεί στην καµινάδα (Ven. Napa). Νάτολα (η): Μικρός ξύλινος κατοικήσιµος χώρος σε ταράτσα (Ven. Nàtole). Νάτολα (η): Προεξοχή µε παράθυρο από τα κεραµίδια της σοφίτας.;;;; Νάτολες (οι): Αποθήκες σε σοφίτα. ;;;; Νεγότσια (η): Νέα επιχείρηση;;;; Νεγοτσιάρω : Εµπορεύοµαι (Ital. Negoziare). Νεγότζιο (το) Συµφωνία, ξεκαθάρισµα (Ital. Negozio=κατάστηµα). Νεγότσιο (το): Εµπορικό κατάστηµα - δοσοληψία(Ital. Negozio). Νεγότσιος (ο): Εµπορικός (Ital. Negozio). Νεκραµάρα (η): Απονέκρωση. Νεκριασµένο (το): Βαριά κατάρα (Νεκρό). Νεκρικάτα (τα): Νεκρώσιµα.

Page 64: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Νεραιδικό (το): Νεράιδα. Νεροκονίδα (η): Χιονίστρα. Νεροκουταλίδες (οι): Γυρίνοι (Τα νεογέννητα βατράχια , σε σχήµα κουταλιού , πριν µεταµορφωθούν σε βάτραχους. Νεροµπλούτσι (το): Φαγητό µε πολύ νερό , περισσότερο από το κανονικό. Νέσπολα (η): Μούσµουλο (Ital. Nespola). Νετέρνω : Τελειώνω (Ital. Netare= Kαθαρίζω). Νέτο (το): Καθαρό (Ital. Netto). Νευρίδα (η): Νευρόπονος. Νιάκαρα (η) Φυσαρµόνικα. Νιάκαρη (η): Υπερηφάνεια. Νιαµάς (ο): Μασκαράς- Μασκοφόρος. Νιάνκα : Ούτε, ούτε καν (Ital. Neanche). Νιατίζω : ∆ίνω. Νιβέλο (το): Το αλφάδι – Η στάθµη (Ιταλ. Livello). Νίβοµαι : Πλένω το πρόσωπό µου. Νιέντε : Τίποτα (Ital. Niente). Νίνια (η): Νάζι , πονηρός µορφασµός (Ital. ghinare = γελώ πονηρά). Νιοκατσέντε : Όλα εν τάξει. Νιόκος (ο): Χαζούλης . Νιοράντες(ο):Ο επιδειξιοµανής .(Ital. Ignorante=Aµαθής). Νιοραντιά (η): Επιδειξιοµανία – Επιδεικτική συµπεριφορά (Ital. Ighoranza= Αµάθεια ,αγραµµατοσύνη , κακή ανατροφή). Νιοραντιές (οι): Οι επιδείξεις ενός δήθεν σπουδαίου. Νόβερος (ο): =Νούµερο;;;;;; Novero Νοβιτά (η): Ο νεωτερισµός , το νέο (Ital. Novita). Νοβιτά (τα): Ειδήσεις (Ital. Novita). Νογάς (δεν): ∆εν καταλαβαίνεις. Νογάω Καταλαβαίνω. Νοδάρος (ο): Συµβολαιογράφος – Γραφέας (Ital. Notaio). Νόθα (η): Μούχλα. Νοθίλιας : Μυρωδιά µούχλας. Νόµι (το): Το µικρό όνοµα . Νοµπιλε (ο): Ανώτερος /η . (Ιταλ. Nobile ). Νοµπιλιτά (η): Η αριστοκρατία (Ital. Nobilita ). Νόµπιλος (ο): Ευγενής (Ital. Nobile). Νόνα (η): Βαθύς ύπνος (Ital. Nona = 1. Η ενάτη ώρα των Ρωµαίων ). Νόνα (η): Γιαγιά (Ital. Nonna). Νόνος (ο): Παππούς (Ital. Nonno). Νόντσολος η όντσολος (ο): Νεωκόρος. Νότα (η): Έγγραφη υπόµνηση (Nota). Νοταριάς (ο): Συµβολαιογράφος. Νότισε : Μούσκεψε – Έβγαλε υγρασία ( Νοτιάς υγρός καιρός). Νότσινος (ο): Καρυδένιος (Ital. Noci = Ξύλο καρυδιάς). Νουµεράρω : Αριθµώ (Ital. Numerare). Νούµπουλες(οι): Κορόµηλα. Νούµπουλο (το): Κερκυραικό αλλαντικό. Νούντσιος (ο): Αντιπρόσωπος – Αγγελιοφόρος . (Ital. Nunzio). Νοφαίτης (ο): Μεσοτοιχία. Νταβάς (ο): Πήλινο τσουκάλι.

Page 65: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Νταβούλι (το): Μικρό πήλινο σκεύος µαγειρικής. Νταϊέλα : Τα ίδια. Ντακάπο : Απ’την αρχή (Ital. Daccapo). Ντάκοι (οι): Μεγάλα κοµµάτια . Ντακόρδου : Σύµφωνοι. Νταλε κουάλε : Παρόµοιο – Ίδιο µε κάποιο άλλο. Νταλίριο (το): Ανατριχίλες (Ital. Delirio= Παραλήρηµα) Νταλπάρου : Πέσαµε πρόσωπο µε πρόσωπο (Πέσαµε Νταλπάρου). Ντάνα και ιντερέσο : Έκφραση που σηµαίνει : Ζηµιές και Κέρδη (Danaro =Χρήµα Interesse = Υπόθεση). Ντανάρι (το): Το καρό της τράπουλας (Ital. Denaro). Νταραβέρι (το): ∆οσοληψία (Ital. Dare avere). Ντάσι (το): Το κριάρι - µτφ. Ο Κερατάς. Ντάσκα (η): ∆ερµάτινη σάκα (Ital. Tasca). Ντασκέτο (το): Μικρό δερµάτινο τσαντάκι (Ital. Tascetto). Ντέησε : Κάνε γρήγορα. Ντεκότο (το): Ρόφηµα (Ital. Decotto ). Ντελέκος (ο): Μεγαλόσωµος. Ντελικάτος (ο): Λεπτός , Ευπαθής. Ντελίνι (το): Ψηλός. Ντεµέλα (η): Μαξιλαροθήκη. Ντέµπλα (η): Ραβδί για το ράβδισµα της ελιάς. Ντέµπολος (ο): Αραιός – Αδύνατος (Ital. Debole). Ντεντελίζω : Τρέµω (Ital. Debilitare). Ντένω : Σκοντάφτω –πιάνοµαι από κάπου. Ντεπίρω : Περιποιούµαι ασθενή (Ital. Deperire=Φθίνω). Ντεπόζιτο (το): Εσοχή σε τοίχο για τοποθέτηση εικόνας (Ital. Deposito). Ντερίνα (η): Σουπιέρα ;;;;; Ντεστέζα : Σε έκταση -σε µάκρος (Ital. Distesa). Ντεστιέρα (η): Κάγκελο κρεβατιού. Ντεφεντάδος (ο): Αρρωστιάρης – Έτοιµος να καταρρεύσει (Ital. Difetto = Ελάττωµα). Ντζάνα (η): Σειρά ;;;; Ντζαντζαµίνια (τα): Ζουµπούλια (Ital. Giacinto). Ντζάξεις (µην) : Μη µιλήσεις (Ital. Chiacchiera = Φλυαρία). Ντζαρεύω : Παίζω (Ital. Chiassato= Θορυβώδης). Ντζάχτι (κάµε ) : Κάνε γρήγορα. Ντζέρα (η): Όψη (Ital. Cera). Ντζία (η): Θεία (Ital. Zia). Ντζιντζιλόµος (ο): Εκλεκτικός και ψηλοµύτης (Ital. Gentilomo). Ντζορνάδα (η): Μεροκάµατο (Ital. Giornata). Ντιέτα (η): ∆ίαιτα (Ital. Dieta). Ντιζόρντινο (το): Ακαταστασία (Ital. Disordine). Ντινέρι (το): Το καρό της βενετσιάνικης τράπουλας. Ντισκάτζια (η): ∆υστύχηµα (Ital. Disgrazia). Ντιφέτο (το): Το ελαττωµατικό. (Ιταλ. Difetto). Ντολτζέτσα (η) Κολακεία (Ital. Dolchezza). Ντόλτσε (το): 1. Γλυκό 2. Ράτσα γλυκών πορτοκαλιών (Ital. Dolce). Ντολτσέτσα (η): Ερωτική συνοµιλία (Ital. Dolcezza =γλυκύτητα). Ντοµενικάλε (το): Αρχοντικό εκτός πόλεως (Ital. Domenicale = Κυριακάτικο).

Page 66: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ντόµερος (ο): Κτηµατίας (Ital. Dominio). Ντόµος (ο): Η καθολική Μητροπολιτική εκκλησία στην πλατεία ∆ηµαρχείου. (Ιταλ. Duomo =Ο Οίκος – του θεού-). Ντόντολος (ο): Όρχις. Ντόπιος (ο): ∆ιπλός (Ital. Doppio). Ντορτσόνι (το): Μεγάλο κερί. Ντουάνα (η): Τελωνείο (Ital. Dogana). Ντούγκουε : Λοιπόν (Ital. Dungue). Ντουκάλι (το): ∆ιάταγµα (Ital. Duca-le). Ντουκάρω : Αποκοιµιέµαι. Ντουράρω : ∆υναµώνω Ντουράρω :Συγκρατώ.(δεν µπορώ να ντουράρω το παιδί ). Ντράβαλα (τα): Επακόλουθα – Μπλεξίµατα. Ντράλος (ο): Το γλωσσίδι της καµπάνας. Ντρέτα : Ευθεία. (Ιταλ. Diretta ). Ντρετζαδούρος (ο): Ξύλινο ταβάνι πάνω από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού. (Ital. Drizza – duro = σκληρή οροφή ;;). Ντρίλινο (το): Είδος υφάσµατος για χονδροκοµµένα ρούχα. Ντριµώνω : Κρύβω . Ντρίτα (Μιλώ): Μιλώ ευθέως - Χωρίς υπεκφυγές.(Ital. Dirito). Ντρίτα λινιά : Ευθεία γραµµή (Dirito linea). Ντροµάω : Τολµώ. Ντρουβάς (ο): Τσάντα για ψώνια . ;;;;;; Ντρουβιό η Λουτρουβιό (το) Ελαιοτριβείο. Ντρουγιά Η Λουτρουγιά (η: Λειτουργία Εκκλησιαστική. Νυχιά (µια): Πολύ λίγο (Όσο ένα νύχι). Ξ Ξάγκλα (η): Ξύλινη τσουγκράνα διχαλωτή. Ξαγλίστρηµα (το): Γλύστρηµα . Ξαγνάντιο (το): Τοποθεσία µε θέα στη γύρω περιοχή. Ξαγορά (η): Εξοµολόγηση. Ξάι (το) Φόρος. Ξακλουθώντας : Ακολουθώντας. Ξαλλάζω : Αλλάζω ρούχα. Ξανεµιά (η): Μέρος εκτεθειµένο στους αέρηδες. Ξανεµίζω : ∆ιώχνω (πχ τον καπνό κουνώντας κάτι στον αέρα). Ξατρεχαρίκια (τα): Τρεχάµατα. Ξατρέχω : Κυνηγάω κάποιον. Ξαφνικό (το): Αναπάντεχο . Ξαφνολόιµα (το): Ξάφνιασµα. Ξάφοδο (το): Ξέφωτο. Ξεβασκαίνω : ∆ιώχνω την βασκανία. Ξεδάβλιστρο (το): Σιδερένιο εργαλείο του τζακιού. Ξεζορκιάζωµαι : Ξεγυµνώνοµαι. Ξεϊνταγάρω : Ξεµπερδεύω.

Page 67: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ξέκαµπο (το): Ανοιχτό µέρος σε λιβάδι. Ξεκέντι (στο): Στο τέλος. Ξεκοπή (η): Εργασία µε το κοµµάτι. Ξεκουπώνω : Ξεσκεπάζω. Ξελέστατη : Ανυπότακτη , απελευθερωµένη γυναίκα. Ξελέστατος (ο): Ανήσυχος. Ξελεχωνιάζω : Βοηθάω την λεχώνα. Ξελιµπάρω : Ελαφρώνω από κάποιο βάρος. Ξελογγιάζω : Καθαρίζω το λόγγο. Ξελώλωσα : Είµαι αφηρηµένος. Ξεµαγναδιασµένα (τα): Καθαρά. Ξεµάτωµα (το): Αιµορραγία. Ξεµεσκλήστικα : ∆ιαµελίστηκα . Ξεµεσκλίζω - Ξεσκλίζω : ∆ιαµελίζω. Ξεµουτρίζω : Σπάω κάποιου τα µούτρα. Ξεµπουρίζω : ∆ιώχνω. Ξενοτάρω : Τελειώνω µία εργασία. Ξενοτικός (ο): Ο ξένος. Ξενοχωρίτης (ο): Κάποιος από άλλο χωριό. Ξέντενα (η): Τσατσάρα. Ξεντένω (η): Η αχτένιστη γυναίκα. Ξεντεριάζω : Βγάζω τα άντερα και ξεκλωνίζω. Ξεντερίζοµαι : Εξαντλούµαι από την ευκοιλιότητα . Ξεντερλικώνοµαι : Γδύνοµαι. Ξεπάγκισµα (το): Καταξοδεύοµαι. Ξεπεταχτή (η): Είδος λαγάνας. Ξεπιτούτου : Επίτηδες. Ξεπύρησε : Ξεχύλισε. Ξεραγκάδα (η): Ξερόκλαδο. Ξεραθύµησα : Απόλαυσα. Ξερίχι (το): Ποικιλία σταφυλιού του όρους. Ξερόλι (το): Ασθενικό ελαιόδενδρο. Ξεροποδιά (η): Ποικιλία σταφυλιού. Ξεσκλίζω : ∆ιαµελίζω , βγάζω τις σκελίδες. Ξεσποντάρω : Ξεµυτίζω , εµφανίζοµαι.(Ital. Spuntare). Ξεσπορίζω : Βγάζω τους σπόρους. Ξεσπούρδισε : Μεγάλωσε γρήγορα (σαν ένα είδος κολοκυθιάς ονοµ. Σπούρδα). Ξέστα (η): Μονάδα ογκοµέτρησης υγρών (ιση µε 16,600 κιλά). Ξεστί (το): Μισή ξέστα (8,300 κιλά). Ξεσυνερίζωµαι : Ανταγωνίζοµαι κάποιον. Ξεσφάλι (το): Κοµµάτι λόγγου που καθαρίστηκε και καλλιεργήθηκε. Ξεσφαλίζω : Καθαρίζω ένα λόγγο και τον µετατρέπω σεκαλλιεργήσιµη έκταση. Ξεταραγγιάζω : Αφαιρώ το κατακάθι (Ital. Tara). Ξετιµώνω : Εκτιµώ. Ξετουρλωµένη (η): Γυναίκα που φέρεται απρεπώς. Ξετσούρδωσε : Ξεπετάχτηκε. Ξεφλίζω : Ξεφλουδίζω. Ξέφλιο (το): Ξεφλούδισµα – Τσόφλι. Ξεχάζω : Συζυγική απάτη . Ξεχάραξε (η κότα): Άρχισε να ξαναγεννάει αυγά η κότα.

Page 68: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ξεχασµένος (ο): Απατηµένος. Ξεχυτή (η): Στέγαστρο ως προέκταση του σπιτιού. Ξέχωρο (το): Μικρός κατοικήσιµος χώρος δίπλα στο σπίτι. Ξήστρωτο (το) : Αγριο, Ανυπάκουο (αυτό το παιδί είναι σαν γαιδούρι ξέστρωτο). Ξιάδετος (ο): Ακάλυπτος – Ξεσκέπαστος. Ξιγιάδετη (η): Ξεδιάντροπη. Ξινίτας (ο): Ξινισµένο κρασί . Ξιπορίζω : Βγάζω τους σπόρους ( πχ. Του καλαµποκιού). Ξίσκεπος (ο): Ξεσκέπαστος. Ξόδι (το): Ξωτικό . Ξοµπλιάζω : Ζαλίζω κάποιον µε την πολυλογία µου. Ξόπλη (το): ∆άκρυ. Ξουβλί (το): Σουβλί. Ξουβλίδα (η) : Μυτερό κοµµάτι ξύλο Ξουβλίθρα (η): Μυτερή άκρη ξύλου . Ξυγκερνός (ο): Αυτός που έχει πολύ λίπος. Ξυλάγγουρο (το): Ένα Χορταρικό. Ξυλάκι (το): Σπιρτόξυλο. Ξυλόγατα (η): Ξύλινη φάκα για ποντίκια. Ξυλοκοπιά η Ξεκοπή (η): Εργολαβία –Εργασία µε το κοµµάτι. Ξυλόκοτα (η): Μπεκάτσα. Ξυλοτόρκι (το): Ξύλινο στεφάνι βαρελιού. Ξυλοφάης (ο): Ροκάνι ξυλουργού. Ξυνάδα (η): Λουλουδάκι σαν την καµπανέλα που τρώγεται. Ξυνίτας (ο): Ξινισµένο κρασί. Ξώπολη (η): Προάστιο. Ο Όβολα (τα): Χρήµατα. Όγιεσκε : Όχι. Ογνίστρα (η): Το τζάκι. Ογρός (ο): Υγρός. Οκιάλια (τα): Ματογυάλια ( Ital. Ochiale). Οκιάτα (η) Ματιά (Ital. Occhiata). Οκουπάδος(ο):Απασχοληµένος , πλήρης (Ital. Occupatto). Οκτωβρίνια (τα): Λουλούδια που ανθίζουν τον Οκτώβριο. Ολεµεµιάς : Ξαφνικά, µονοµιάς . Ολόντρετος (ο ): Γύρω – Γύρω. Ολούθε : Παντού. Όλτρι η Όλτρε : Εκτός. Όµηρο (το): Η πρασινίλα της πέτρας. Όµιρο (το): Πρασινάδα από την υγρασία. Οµπία (η): «Κόλληµα», Έµµονη ιδέα (Ital. Ubbia =∆εισιδαιµονία). Οµπλιγάδο (το): ∆ωµάτιο προσπελάσιµο µέσω άλλου δωµατίου (Ital. Obbligato=υποχρεωµένο).

Page 69: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Οµπλιγάδος (ο): Υποχρεωµένος (Ital. Obbligato). Οµπλιγάρω : Υποχρεώνω. (Ital. Obbligare). Οµπλιγάρωµαι : Υποχρεώνοµαι .(βλ. Οµπλιγάδος). Οµπλιγατσίον :Υποχρέωση – Οφειλή. (Ital. Obbligazione). Όµπλιγο (το): Υποχρέωση . Οµπλιγός (ο): Υποχρεωµένος. Οµπολίνα (η) : Κουτή Γυναίκα. Όµπολο (το) : Κουτός . Όµπρα (η): Απόχρωση του καφέ χρώµατος (Ven. Umbrica=χρώµα του χώµατος). Όνβρια (τα) : Αγριόχορτο θεραπευτικό για την χοληστερίνη. Όνειδο (το): Ντροπή (αρχ. Ονείδος). Ονειροπλάκωµα (το): Εφιάλτης. Ονόρε (το): Τιµή ενός ανθρώπου (Ital. Onore). Όντας : Όταν. Όντο (το): Ζώον. Όντσολος (ο): Καντηλανάφτης. Οξοθιός : Τάχατες.-δήθεν Όξω : φωνή για να διώξουν το σκύλο. Όπερα (η): Έργο, κατασκευή ((Ital. Opera). Όποντας : Όποτε. Οπστάντε : Καλώς ήλθες. Οπωπώ : Επιφώνηµα εκπλήξεως. Ορά (η): Ουρά. Οργιά (η) Μονάδα µήκους ίση µε ένα µέτρο. Ορδινάριος (ο): Τακτοποιηµένος – κανονικός –καθώς πρέπει. (Ital. Ordinare). Ορδίνι (το): Καλλιεργηµένος κήπος (Ital. Ordine=Τάξις). Ορδινιά (η): Τάξη , διαταγή, παραγγελία (Ital. Ordine). Ορδινιάζω : Τακτοποιώ. Ορδίνο (το): ∆ιάταγµα. Ορέγοµαι : Μου αρέσει. Ορίζω : ∆ιατάζω. Ορίτσικας (ο): Η ρίζα της ουράς. Ορµινεύω : Συµβουλεύω. Όρµπου : Χάθηκε. Ορνικιά (η): Ειρηνική, φιλήσυχη , υπάκουη . Ορνικός (ο): Ήσυχος – πράος. Ορντινατσιό (το): Υπηρετικό προσωπικό (Ital. Ordinanza). Όρντινο (το): Τάξη, Τακτοποίηση , διαταγή (Ital. Ordine). Όρσε : Ορίστε . Συνοδεύει όµως και την γνωστή κερκυραική µούντζα Ορτικάρια (η): Ακµή -σπυράκια (Ital. Orticaria = Ερεθισµός του ∆έρµατος ). Ορτικάρια (η): ∆ερµατοπάθεια (Ital. Orticaria). Ορτινάτσα(η):Υπηρέτρια.(Ital. Ordinanza=Στρ.υπηρέτης). Όρτσα λα πάντα : Έκφραση που σηµαίνει « Άνω –Κάτω». Οσοδοµοκεί : Εν τω Μεταξύ. Οσπιτάλι (το): Νοσοκοµείο (Ιtal. Ospedale). Όστρια ή ψαροχέστρα (η): Καιρός µε νότιους ζεστούς ανέµους που δεν ευνοεί το ψάρεµα. Όστρια (η): Νότιος Άνεµος. (Ital. Austro – Ostro). Οστριασµένος (ο): Πειραγµένος από τον καιρό (όστρια = νοτιάς). Οστριογάρµπη (το): Νότιος προς δυτικός άνεµος.

Page 70: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Οστριός (ο): Έντοµο σε µέγεθος µύγας , τσιµπάει και ζει τους θερµούς µήνες του καλοκαιριού στα χωράφια. Ούβια (η): Γυναικείο µαντίλι για το κεφάλι. Ουζάδος (ο): Μεταχειρισµένος (Ital. Usare). Ούζο (το): Συνήθεια (Ital. Uso). Ουζο φρουκτάριος (ο):Επικαρπωτής (Ital. Usufruttuario). Ούθε-Ούθε : Όπου-Όπου. Ούλτιµο (το): Τελευταίο . (Ital. Ultimo). Ουµπία η Οµπία (η): Μία περίεργη ιδέα (Ital. Ubbia=Πρόληψις – δεισηδαιµονία). Ούρα (τον βάλανε στα) : Γιουχάϊσµα (Ital. Urra=Ζητωκραυγή). Ούρλα (η) : Φωνές,ουρλιαχτά (κυρίως στη Λευκίµµη). Ούσι-να : Επιφώνηµα για την αποµάκρυνση του γαιδάρου. Ούσιου : Επιφώνηµα για την αποµάκρυνση ζώων. Οφιτσιάλος (ο): Γραφιάς , υπάλληλος γραφείου (Ital. Ufficiale). Οφίτσιο (το): 1. Γραφείο 2. Αξίωµα (Ital. Ufficio). Οχιά και µονοµερίδα : Απάντηση σε ένα ανεπιθύµητο όχι. Οχτιά (η): Ανάχωµα. Οχτωβρίνια (τα): Χρυσάνθεµα. Οψιµέλι (το): Όψιµα ώριµος καρπός. Π Παβιόνι (το): Κιόσκι – τέντα (Ital. Padiglione Franc. Pavillon). Πάγα (η): Πληρωµή (Ital. Pago). Παγαδώνω : ∆ωροδοκώ (Ital. Paga = πληρωµή). Πάγανα (τα): Καλικάτζαροι ( Παγανισµός;;;;;;;). Παγγαλέτο (το): Παραπέτο που καλύπτει το κάτω µέρος του κρεβατιού. Παγγέτο (το): Συρτάρι τραπεζιού. Παγιαρίτσο (το): Στρώµα από ξεραµένα φύλλα καλαµποκιού (Ital. Paglia riccio= στριφογυριστό άχυρο. Πάγκα (η): Πάγκος πωλητού.(Ital. Panca). Παγκάδα (η): Σειρά πάγκων. Παγκούλι (το): Μικρό σκαµνί ,παγκάκι (Ital. Pancone=Μεγάλος πάγκος). Παγουνάτσο (το): Μπορντό χρώµα (Ital. Paonazzo =Μενεξεδί). Παδήρησε : Τρελάθηκε – Έχασε τα λογικά του. Παερίτσο (το): Μικρό στρώµα από χόρτο. Πάκο (το): ∆έµα (Ital. Pacco). Πάκτος (ο): Αγροτική µίσθωση. Παλάδο (το): Κυµατοθραύστης (Ven. Palada). Παλαιούθε : Στο παρελθόν (παλαιόθεν). Παλακούρι (το): Σβέρκος (βλ.και Λάκουρο). Παλαµίζω : Ορκίζοµαι . Παλέζι (τόβγαλε): Το βγαλε στη δηµοσιότητα. (Ital. Palesse=Φανερός). Παλιοχόρτι (το): Αγριόχορτο του δάσους. Πάλκο (το): Ξύλινη εξέδρα (Ital. Palco). Παλληκαρώνα (η): Μεγαλόσωµη γυναίκα . Πάλµο (το): Βενετσίανικο µέτρο µήκους ίσο µε έναν αντίχειρα =2,9εκ. (Ven. Palmo).

Page 71: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Πάλος (ο): Πάσσαλος (Ital. Palo). Πάνα (η): Πέτσα – Μεµβράνη (Ital. Panna =Κρέµα γάλακτος, ανθόγαλα). Πανγκουί (το): Πληρωµή στο χέρι (Ital. Paga =Πληρωµή). Πανίδα (η): Τραπεζοµάντιλο. Πανιόλο (το): Το πάτωµα του καταστρώµατος του πλοίου. Πανιότα (τα): Μικρά ψωµάκια (Ital. Pane). Παννυχίς (η): Αγρυπνία (Εκκλησιαστική). Πάντζα (η): Κρέας χοιρινού από την κοιλιά (Ital. Pancia). Παντζέλι (το): Κόκκινη σηµαία κινδύνου (σαν κόκκινο κρέας ;;;). Παντιέρα (η): Λάβαρο.(Ιταλ. Bantiera). Παντσέλι (το): Ανεµοδείκτης. Παντσέτα (η): Παστό χοιρινό κρέας από τα πλευρά . Πανωλίθι (το): Η επάνω πέτρα του παλιού ελαιοτριβείου. Παούρι (το): Παγούρι. Παπαδέλα (η): Μικρό πουλάκι . Παπαδόκιχλα (η): Είδος κίχλας Παπαλίνα (η): Πολύ ψιλή σαρδέλα. Παπαρδέλα(η): Μικρούτσικο πουλάκι µε άσπρα και µαύρα στίγµατα-ανοιξιάτικο. Παπιρέλα (η): Βάρκα λίµνης από φύλα πάπυρου. Παπουτσέλια (τα): Παπουτσάκια. Παραβέντο (το): 1.Ανεµοφράκτης 2.Παραβάν (Ital. Paravento). Παραδάγκαλο (το): Κλείδωση ποδιού. Παραδάγκαλος (ο): Καβάλος. Παραδάγκανο (το): Η περιοχή του προσώπου πίσω από το αυτί). Παράκλι (το): Θήκη στο εσωτερικό ξύλινου µπαούλου. Παραµατιού (µεχει) : Με έχει βάλει στο µάτι. Παραµίνα (η): Σιδερένιος λοστός χωραφιού (Ital. Paramine =είδος λοστού που ναυτικοί χρησιµοποιούν για την αντιµετώπιση των ναρκών) Παραµόνας (ο): Σηµείο ενέδρας (παραµονεύω). Παρανόµι (το): Το επίθετο ενός ανθρώπου. Παραπέτο (το): Οχύρωµα , τοιχίο(Ital. Parapetto). Παραστάµατα (στα) : Στη µέση του πουθενά. Παραστιάς : ∆ίπλα στη φωτιά (βλ. Στιά). Παργάρω Φουσκώνω. Παρδάλι (το): Εξάρτηµα του νερόµυλου΄. Παρέ (το): Ξύλινος ψευτότοιχος (Franc. Separe). Παρίλια (η): Συµµορία (Ital. Pariglia=Ζεύγος). Πάρκο (το): Ξύλινη εξέδρα (Ital. Palco). Πάρλα (η): Φλυαρία (Ital. Parlare). Παρλάρω : Μιλώ ασταµάτητα (Ital. Parlare). Παρλάτα (η): Οµιλία (Ital. Parlata). Παρµάρες (οι): Παραλυσία. Παρµένος (ο): Αρραβωνιασµένος. Παρόλα (η): Ανυπόστατη κουβέντα (Ital. Parole = Λέξις – Λόγος). Παρόντζολο (το): Κορόιδο. Παρούµα (η): Το σχοινί που δένουν τη βάρκα έξω. Παρταµέντο (το): ∆ιαµέρισµα ορόφου (Ital. Appartamento). Πάρτη (η): Μερτικό (Ital. Parte=Μερίδα). Παρτσινέβελος(ο):Αφεντικό(Ital.Parzionevole=Μεριδιούχος). Πάσα (τα): Μονάδα µήκους ίση µε ένα βήµα (Ital. Passo).

Page 72: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Πασάγιο (το): ∆ιάδροµος. (Ital. Passagio=Πέρασµα). Πασάκια (κάνει ): Κάνει µικρά βήµατα. Πασαµάς (ο): Χρυσό περιδέραιο (Ital. Passamano = αλυσίδα µεταφοράς η µεταβίβασης). Πασαµέντο (το): Στρίκα. Πασαπρότο (το) Σουρωτήρι µακαρονιών. Πασάρω : Περνάω διαβαίνω (Ital. Passare). Πασεγκιάρω : Περιπατώ (Ital. Passeggiare). Πασέντσιο (το): Περίπατος(Ital. Passeggiero). Πασέτα (η): Μονάδα µήκους ίση µε ένα βήµα (Ital. Passo). Πασέτα (η): Παιχνίδι τράπουλας . Πασέτο (το): Ξύλινο αναδιπλούµενο µέτρο (Ven. Passeto). Πάσο (το): Βήµα (Ital. Passo). Πάσο (το): Παλιός τρόπος µέτρησης αποστάσεων (Ital. Passo = Βήµα ). Πασπάλι (το): Η άχνη του µύλου. Πάστα (η) Μερίδα , γεύµα (Ital. Pasto). Παστανάκα (η): Το σαλάχι (Γίνεται µπουρδέτο) Παστέλες (οι): Ξεραµένες ελιές φαγώσιµες Παστιτσάδα (η): Κερκυραικό φαγητό – κρέας κοκκινιστό ανακατεµένο µε µακαρόνια (Ital. Pasticcione =ανακατωσούρα). Πάστο (το): Γεύµα. Πάστρα (η): Καθαριότητα (Ital. Pastro). Παστρεύω : Καθαρίζω. Πάστρι (το): Καθαρό –Πλυµένο. Παστρόκια (τα): Επιδείξεις. Παστρόκιο (το): Απάτη (Ital. Pastocchia =ψευτιά). Πατάκα (η): Μελάνωµα δέρµατος (Ital. Patacca=ευτελές νόµισµα). Πατάκες (οι): Κοκκινίλες. Παταούδι (το): Κάτι που έχει κρυώσει πολύ. Παταράτσα (τα): Τα συρµατοσχοινα που κρατούν τους σταυρούς στο κατάρτι του ιστιοφόρου (Όταν θέλουν να πουν «Τα πήρε όλα» Λένε : «πήρε και τα παταράτσα». Παταρίφ (το): Μενταγιόν µε θήκη για φωτογραφία στο εσωτερικό. Πατατούκα (η): Χονδρό παλτό. Πατατώνα (η): Γλυκοπατάτα ή γλυκόριζα. Πάτελα (η): Πεταλίδα θαλασσινή (Ital. Patella). Πατέλο (το): Μικρή βάρκα (Ital. Battello). Πάτερο (το): ∆οκάρι πατώµατος. Πάτι (το): Εγγύηση (Ital. Patti=όροι συµβολαίου). Πατίνα (η): Βερνίκι υποδηµάτων (Ven. Patina). Πατίτος (ο): Ταλαιπωρηµένος (Ital. Patito=ασθενικός). Πάτο Εσπρέσο (το): Ειδική συµφωνία (Ital. Patto Espresso= Άµµεση συµφωνία). Πατοσόρι (το): Κατακάθι κρασιού ή λαδιού. Πατουάρω : Συµφωνώ (Ital. Patto = Συµφωνώ). Πατσάδι (το): Λεπτό ξύλο. Πατσάρεται : Ανακατεύεται (Ital. Impiastricciare). Πατσίµιος (ο): Άτακτος (Ital. Pazzia=µανία). Παυλόσυκα (τα): Φραγκόσυκα. Πάχτο (το): Εκµίσθωση χτήµατος. Παχτονάρης (ο): Ενοικιαστής Ελαιοδένδρων. Πεζάρω : Ζυγίζω (Ital. Pesare).

Page 73: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Πέζο (το): Βάρος (Ιταλ. Peso). Πέζο (το): Ζυγαριά (Ital. Peso = Βάρος – ζύγι). Πεζούλα (η): Πέτρινος τοίχος για να κρατάει το χώµα γύρω από τις ελιές. Πεζουλιάστηκε : Παγιδεύτηκε. Πεζούρα (η): Τραµπάλα. Πεζούρο (το): Τραµπάλα (Ιtal. Pezo = Zυγαριά). Πείλιο : Πιο πολύ. (πλείον;;;). Πειλιότερο : Περισσότερο (βλ. Πείλιο). Πέκα (η): Ιδιοτροπία (Ital. Pecca=ελάττωµα). Πεκάδος (ο): Ιδιότροπος . (Ιταλ. Peccato). Πέκνα (η): Μελάνωµα δέρµατος . Πελέκι (το): Μεγαλόσωµο ποντίκι. Πελεκούδα(η): Μικρό κοµµάτι από πελεκηµένο ξύλο. Πέλισα : Πέταξα κάτι άχρηστο. Πέλο (το): Χνούδι προσώπου (Ital. Pelo=Τρίχωµα). Πελώ η απελώ : Εκσφενδονίζω (αρχ. Απέλασις). Πελώ : Εκσφενδονίζω (βλ. Απελησιά). Πενερί (το): Σουγιάς (Ital. Temperino –Penestrare= Σουγιάς-Τρυπώ). Πενσάτος (ο): Σκεπτικός (Ital. Pensare). Πεντάγια (η): Μενταγιόν (Ital. Medaglia). Πεντάλι (το): Ορθάνοιχτο. Πεντανεύρης (ο): Φυτό. Πεντεγούλια (τα): Πεντόβολα. Πεντίνι , Πεντουράλι (το): Το πάνω µέρος της ποδιάς. Πεντονεύρης (ο): Αγριολάχανο.(θεραπευτικό για τα νεφρά). Πέουλο (το): Ειδικό κερί για το δοξάρι του βιολιού. Πέπα (η): Το µακρόστενο πεπόνι . Πεπερόνι (το): Πιπεριά. (Ιταλ. Peperone). Περαθιό (το): Πέρα από εδώ (αρχ.- παλιό κρητικό). Περάρια (η): Καταστροφή (υπερορίως;;). Περγουλιά η Πέργολα (η): Κληµαταριά ίσκιου (Ital. Pergola). Πέργουλο (το): Κληµαταριά. Περδίκι (το): Βότανο που φυτρώνει ακόµα και σε τοίχους . Το κοπανούσαν µέχρι να λιώσει και το έβαζαν στο πονεµένο µέρος του σώµατος. Περδίο (το): Αφ΄υψηλού συγχώρεση (Ital. Perdonare = Συγχωρώ). Περίαυλος (ο): Αυλή σπιτιού. Περιδροµιάζω : Τρώω πολύ Περίερα : Γύρω από το σπίτι. Περικούρα (η): Εξουσιοδότηση (Ital. Per Cura). Περικουρατόρος (ο): Οικονόµος αρχοντικού-διαχειριστής (Ital. Per-Cura). Περκάλι (το): Χασές , λεπτό ύφασµα (Ital. Percali). Περνάρι (το): Πουρνάρι. Περναρίλας (ο): Λόγγος µε πουρνάρια (βλ. περνάρι). Περναρόγιδα (η): Αγριόγιδα. Περνιτσιόζος (ο): Παλιάνθρωπος (Ital. Pernicioso=κακοήθης, καταστρεπτικός). Πέρνο (το): Σιδερένιος πείρος (Ital. Perno). Περό : Ωστόσο , Εντούτοις , παραταύτα(Ital. Pero). Πέροβα δε φουρτούνα (η): επίσηµη απόδειξη ατυχήµατος (Ital. Prova Sfortuna). Πέρονας : Μεγάλο καρφί αλλά και σιδερένιος Πέρονας (ο): Μεγάλη πρόκα η πείρος (Ital. Perone).

Page 74: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Πέρονας (ο): Μεγάλο χειροποίητο καρφί (Ital. Perone). Περουάρω: Αναπαύοµαι;;;; Περούνι (το): Πηρούνι. . Περπελάω : Πασπατεύω. Περσέµολο (το): Μαιντανός (Ital. Prezzemolo). Πέρσουκο (το): Βερύκοκο (Ital. Pesco =Ροδάκινο). Περτσιπιτάδος (ο): Πεισµωµένος. Πεσάτο (το): Προµελετηµένη πράξη. Πεσελί (το): Γυναικείο σακάκι πιο επίσηµο από την Καµιζιόλα της παραδοσιακής στολής. Πεσιµένος (ο): Πεσµένος. Πεσκάδα (η): Ψαριά (Ital. Pescata). Πεσκαντρίτσα (η): Είδος σαλαχιού. Πέσουλα (η): Ξύλινο µέρος της βάρκας. Πεταξιώλι (το): Νεογέννητο πουλάκι που µόλις άρχισε να πετάει. Πετεγολέτσα (τα): Έθιµο της αποκριάς κατά το οποίο γίνεται δηµοσίως Κουτσοµπολιό και αντιπαράθεση µεταξύ των γειτόνων. (Ιταλ. Pettegolezzo=Κουτσοµπολιό). Πετέγολο (το): Κουτσοµπολιό (Ital. Petegolio). Πετέουλο (το): Κουτσοµπολιό (Ital. Petegolo). Πετίνια (τα): Μικρά γυναικεία στήθη (βλ. Πέτo). Πέτο (το): Στήθος (Ital. Petto). Πετόνι (το): Στηθόδεσµος της γυναικείας παραδοσιακής στολής Πετουλίδα (η): Μικροσκοπικό πουλάκι µε γρήγορο φτερούγισµα. Πετροκαλαµίθρα (η): Αλεξικέραυνο (Pietra Calamita =Πέτρα της κολάσεως - Μαγνήτης). Πετροκότσυφας(ο): Γκρίζο κοτσύφι. Πετρόλαδο (το): Πετρέλαιο. Πετρόλατα (η): Ντενεκές. Πετρόλιο (το): Πετρέλαιο (Ital. Petrolio). Πετροσέλινο (το): Μαιντανός. Πέτσα (η): Κοµµάτι υφάσµατος και δέρµα- επιδερµίδα.(Ital. Pezza). Πέτσα (η): Τόπι υφάσµατος (Ital. Pezza). Πέτσα (τα): Μεγάλες ετράγωνες πέτρες για την δηµιουργία λιµανιού. Πέτσα (τα): Ογκόλιθοι κυµατοθραύστη (Ital. Pezzo=κοµµάτι). Πετσαλίνα(η): ∆έρµα ζώου. Πετσαλούδα (η): ∆έρµα ζώου. Πετσάτος (ο): Γυµνός. Πετσέντας (ο): Άφραγκος.(Ital. Pezzente=Άφραγκος , Κουρελής). Πετσέντες (ο): Ζητιάνος (Ital. Pezzente). Πέτσικο (το): Σκεβρωµένο. Πέτσο (το): Επεισοδιακή κατάσταση – καυγάς (Ital. Pezzo =κοµµάτι). Πέτσο (το): Κοµµάτι συµπαγούς µπετού για την δηµιουργία προβλήτας λιµανιού (Ital. Pezzo = κοµµάτι). Πετσούλισε η πριτσίλησε : Με κατάβρεξε µε σταγόνες . Πεύκι (το): Χαλί. Πηλέµι (το): Προγούλι ( υπολαίµιο). Πήστροµα (το): Χοντρό πανί που έβαζαν οι γυναίκες στην πλάτη για να φορτωθούν Πητίκι (το): Πικρό.

Page 75: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Πητσακούρα (η): Μεγάλο νόµισµα. Πητσικόλι (το): Μικρό παιδί. Πιατέλο η πιατελί (το): Πιατάκι. Πιάτσα(η): Πλατεία (Ital. Piazza). Πιατσέβελος (ο): Ευχάριστος , βολικός (Ital. Piacevole). Πιατσέτα (η): Πλατειούλα γειτονιάς (Ital. Piazzetta). Πιατσέτα (η): Πλατειούλα (Ven. Piazzètta). Πιατσορόλος (ο): Ο άνθρωπος της αγοράς – ο έξυπνος. Πιγκουίνια (τα): Τα νοµίσµατα κάποιας εποχής; Πιδόκα (η): Ψείρα (Ital. Pidocchio). Πιέντε (το): Πόδι ως µέτρο µήκους =34,8εκ.-5 πόδια=1 πάσο (Ital. Piede). Πιεντζάροµαι : Εγγυώµαι Πιεντζος (ο): Εγγυητής. (Monte di pieta = Ενεχυροδανειστήριο). Πιετίνα (η): Μικρή σούρα στο ράψιµο του ρούχου (Piettina). Πιζέβελος η πιατσέβολος (ο): Καλόβολος (Ital. Piacevole). Πιθανάτου : Στα πρόθυρα του θανάτου . Πικαπιέρο (το): Εργαλείο πέτρας (Ven. Pico=σφυρί πέτρας +Piera=πέτρα). Πικάρω : «Τονε πικάρισε» = Τον πείσµωσε. (Ιταλ. Picca). Πικέτο (το): 1. Παιχνίδι τράπουλας 2. Στρατιωτικό άγηµα (Ital. Picchetto). Πικινίκια (τα): Μεζεδάκια (Αγγλ. Pick Nick). Πικούλεµα (το): Χαιδολοϊµατα (Ital. Piccolo). Πίλα (η): Μεγάλο βαρέλι λαδιού (Ital. Pila). Πίλα (η): Μεγάλο λίθινο πιθάρι λαδιού (Ven. Pila). Πιλέµι (το): Υπολαίµιο – το διπλοσάγωνο (αρχ.). Πίλιο : Πιο – περισσότερο. Πίλολα (η): Χάπι (Ital. Pillola). Πιλοφότι (το): Πήλινο Λυχνάρι µε µπαµπάκι και λάδι. Πινάκι (το): Φλυτζάνι ή το πιατάκι του. (µάλλον αρχαία ρίζα. Πινάκιον) Πινακωτή (η): Ξύλινο σκεύος για την τοποθέτηση της ζύµης πρίν απο το ψήσιµο του ψωµιού. Πίνια (η): Το κεντρικό σηµείο της πόλης της Κέρκυρας όπου τα παλιά χρόνια υπήρχαν τα µαγαζιά τροφίµων . Πήρε αυτό το όνοµα από την σιδερένια κρεµασµένη κουκουνάρα ,σύµβολο της αφθονίας (Ital. Pigha=Κουκουνάρα). Πινιάτα (η): Χάλκινο καζάνι (Ital. Pignatta=Χύτρα). Πινιατόροι (οι): Άνθρωποι του υποκόσµου (Άνθρωποι της πιάτσας- βλ. Πίνια). Πίνκο (το): Σφυρί µαστόρου πέτρας (Ital. Pico). Πινούλες (οι): Βλεφαρίδες. Πίντα (η): Τενεκεδένιο κύπελο µε χερούλι .(Αγγλ. Pint :Το 1/8 του γαλονιού η 0,57 του λίτρου. Επίσης (Ιταλ. Pinta). Πιντουριέρης (ο): Ζωγράφος (Ital. Pittore). Πιντσιρουρί : Ακριβώς στο στόχο- διάνα.(Αγγλ. Pinch in the ring). Πιόµπος (ο): Μεταλλική µπρούντζινη η µολυβένια µπάλα για κρεβάτι η για εξώπορτα σπιτιού καθώς και το µολυβένιο βαρίδι της στάθµης ( Ital. Piombo = Μόλυβδος). Πιού : Περισσότερο (Ital. Piu). Πίπης (ο): Σπύρος Χαϊδευτικό. Πιπιστρέλι (το): Το κάτω κεραµίδι της σκεπής (Ital. Pipisterello=Νυκτερίδα). Πίρολα (η): Χάπι , δηλητήριο (Ital. Pillola). Πιροστιά (η): Σιδερένιο τρίποδο για να βάζουν την κατσαρόλα στη φωτιά Πισότοµο (το): Σηµάδι στο πίσω µέρος του κεφαλιού. Πιστρόφια (τα) Τυπική επιστροφή της νύφης στο πατρικό της 8 µέρες µετά το γάµο.

Page 76: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Πιστρώνω : Φροντίζω τα σκεπάσµατα κάποιου που κοιµάται. Πιταριόλι (το): Ροκάνι. Πιτέρι (το): Γλάστρα (Ven. Pitèr). Πιτήκι (το): Πικρό (Πίτυς = ένα είδος δένδρου). Πίτικας (ο) Αρρώστια της κότας από έλλειψη νερού. Πιτικέφαλα : Κατακέφαλα. Πιτίκι (το) Πικρό. Πιτιτέλι (το): Μεζεδάκι .(βλ. Πιτίτο). Πιτιτέλια (τα): Μεζεδάκια. Πιτίτο (το): Ορεκτικό (Ital. Appetito). Πιτιτόζος (ο): Καλοφαγάς (Ital. Appetitoso=ορεκτικός). Πιτορένιο (το): Ζωγραφιστό(Ital. Pittore =Ζωγράφος). Πιτόρος (ο): Μπογιατζής (Ital. Pittore ,Ven. Pitòr=Ζωγράφος). Πιτσάκλι (το): Ξερό κλαδί δένδρου. Πιτσικαµόρτης (ο): Νεκροθάφτης (Ital. Beccamorti). Πιτσικάντο (το): Τρόπος παιξίµατος βιολιού – µε την άκρη του δάκτυλου (Ital. Piccicato = τσιµπιτό). Πιτσικάρια (τα): Ακρίδες (Λευκίµµη). Πιτσούνι (το): Περιστεράκι (Ital. Piccione). Πιτσουρί (το): Μικρός πίδακας νερού. Πιχέρια (η): Πληρωµή αµέσως , στο χέρι (επίχειρα). Πλάντρα (η): Ξύλινος µοχλός ελαιοτριβείου. Πλαντρώνα (η): Χειροδύναµη γυναίκα. Πλαστάρι (το): Καλαµπόκι µε σταφίδα. Πλαταριά (η): Τα πλευρά του ανθρώπου. Πλεµόνα (η): Πνευµόνι µοσχαριού. Πλέριο (το): Γεµάτο – Πλήρες. Πλήµα (το): Πλύσιµο. Πλησιαστής (ο): Ο κατέχων όµορη ακίνητη ιδιοκτησία . Πλοχτάω : Πιέζω. Πνικάδο (το) Κόσκινο. Πόβερος (ο): Φτωχός (Ital. Povero). Πογκιάδο(το): Αφηρηµένο;;; Ποδαρίζω : Βηµατίζω. Ποδένοµαι : Φοράω τα παπούτσια µου . Ποδολόγος (ο): Ένα πανί που έβαζαν οι γυναίκες στο κεφάλι για να κουβαλήσουν διάφορα αντικείµενα. Πόζα(κρατάει) : Μου κρατάει µούτρα .(Ital. Posa = Θέσι – Στάση – Τοποθέτηση . Ποθώκω η Πιθώκω (να) : Να ακουµπίσω , να αφήσω τα πράγµατα που κρατάω. Πόλκα (η): Γυναικείο πανωφόρι (Ital. Polca=Είδος χορού;;;). Πόλπα (η): Εκλεκτό µοσχαρίσιο κρέας (Ital. Polpa=Ψαχνό). Πολπέτα (η): Κεφτές (Ital. Polpetta). Πολσέτο (το): Το ρεβέρ των µανικιών του πουκάµισου. Πόλσο η Μπόλσος (το): Ο Σφυγµός της καρδιάς. (Ital. Polso). Πολτραίτο (το): Προσωπογραφία. Ποµιντόρο η Κοµιντόρο(το): Ντοµάτα (Ital. Pomidoro). Ποµόνεψε : Κάνε υποµονή. Πόµπα (η): 1.Επίδειξη 2. Αντλία (Ital. Pompa). Ποµπάρησε : Τροµπάρησε. (µτφ. Εποµπάρησε ο πύργος) Φούσκωσε από την υγρασία ο τοίχος.

Page 77: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ποµπάρω : Τροµπάρω. Ποµπές (οι): Σκάνδαλα. Ποµπές (οι): Σκάνδαλα . Πονήδι (το): Πληγή. Πόντα (η): 1. Αιχµή 2. Κρυολόγηµα 3. Εχθρότητα (στην πόντα του σπαθιού) (Ital. Punta =Αιχµή). Πόντα (η): Αιχµή , µύτη εργαλείου (Ven. Ponta). Πόντα µαλίνια (η): Κακοήθης πνευµονία (Ital. Punta Malignio). Πόντα ντι λέτο : Ερωτική στάση στη γωνία του κρεβατιού. ( Ιταλ. Letto = Κρεβάτι εκστρατείας-πτυσσόµενο). Πόντα ντί πέτο (η): Πνευµονία η πλευρίτιδα (Ital. Punta di petto). Ποντάλι (το): Το κάτω µέρος του καραβιού.(Αρχ. Πόντος). Ποντελάρω : Τοποθετώ υποστήριγµα (Ven. Puntelàr). Ποντέλο (το): Υποστήριγµα (Ven. Pontèlo). Πόντες (ο): Γέφυρα , εξέδρα στη θάλασσα (Ital. Ponte). Ποντεσπίτσιο (το): Αέτωµα (Ital. Frontespizio). Πόντζα (η): Καταφεύγω σε ήσυχο µέρος (Ital. Poggia)- Το αντίθετο του Όρτσα (Orza) , που σηµαίνει ξανοίγοµαι «Πότε Όρτσα πότε Πόντζα» Ναυτική Παροιµία. Ποντίγιο η Ποντήλιο (το): Πείσµα (Ital. Puntiglio). Ποντίδος (ο): Αιχµηρός (βλ. Πόντα). Ποντικοµούρης (ο): Το ψάρι Ούγιενα (Ράτσα Σαργού). Ποντίλιο (το): Ιδιοτροπία. Ποντιλιόζα (η): Πεισµατάρα .(Ιταλ. Puntigliozza). Ποντιλιόζος (ο): Πεισµατάρης (Ital. Puntiglioso). Ποντίνα (η): Καρφί (Ital. Puntina). Ποντούρα (η): Υπαινιγµός (Ital. Puntura =Πείραγµα). Ποντουράρω : Υπαινίσσοµαι (Ital. Punturare = Πειράζω, ενοχλώ). Ποπολάρος (ο): Άνθρωπος του λαού (Ital. Popolare). Πόπολο (το): Λαός (Ital. Popolo Lat.Populus.) Πόρβερι (η): Πούδρα (Ital. Polvere cosmetica). Πορδοχόρτι (το): Είδος χόρτου. Πορεύοµαι : Τα καταφέρνω οικονοµικά. Ποριά (η): Πέρασµα µέσα από λιθιά (Πόρος;;; ) Πόριασε : Ξεπόρτισε . Πορικό (το): Παράλαµα. Ποροπιάνω : Επισκευάζω όπως- όπως. Πόρπα (η): Ψαχνό κρέας. Πορτάδα (η): Μερίδα φαγητού. Πορτάδα (η): Χωρητικότητα πλοίου. Πορταδέλα (η): Πατούρα πόρτας που καλύπτει τον αρµό της κασαδούρας. Πορταδούρα (η): Μεταφορά (Ital. Portatura). Πορταµονέ (το): Πορτοφόλι (Ital. Portamonete). Πορτάρω : Φέρω (Ital. Pottare). Πόρτεγο η Πόρτιγο (το): Κεντρική είσοδος πολυκατοικίας (Ven. Pòrtego , Ital. Portico). Πορτέλο (το): Πόρτα κήπου. Πορτέλο (το): Θυρίδα (Ital. Sportello). Πόρτηγο (το): Στοά. Πόρτιγο (το) Σκεπαστή είσοδος σπιτιού (Ital. Portigo). Πορτιέρα (η): Πόρτα .

Page 78: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Πορτιζιόν (η): Μερίδα φαγητού. (Ital. Porzione). Πόρτο (το): Λιµάνι (Ital. Porto). Πορτολιές (οι): Οι ελιές κοντά στα σπίτια. Πορτολόικος (ο): Ασυµάζευτος άνθρωπος. Πορτόνι (το): Αυλόπορτα (Ital. Portone). Ποσεδέρω : ∆ιακατέχω (Ital. Possedere). Ποσεδόρος (ο): Ο Κάτοχος (Ital. Possessore). Ποσέσιο (το): Κατοχή , περιουσία (Ital. Posseso). Ποσιδέρω : Κατέχω (Ital. Possedere). Πόστα (µε έβαλε ): Με έβρισε – Τοποθετήθηκε απέναντι µου.(Ital. Posto). Ποστάρω : Ταχυδροµώ, αποστέλλω (Ital. Postale). Ποστιάζω : Τοποθετώ. Ποστίτσιο (το): Προσωρινό (Ital. Posticcio=τεχνητό , ψεύτικο). Πόστο (το): Θέση (Ital. Posto). Ποταµοφοριά (η): Μεγάλη κατεβασιά νερού στο ποτάµι. Ποτίλιες (του πάει) : Φοβάται; Ποτισιώνας (ο) : Ποτιστήρι. Πουκαµίσα (η): Το άσπρο πουκάµισο της γυναικείας παραδοσιακής στολής. Πουλάκα (η): Πλοίο Βενέτικης κατασκεύης. Πουλακίδα (η ): Μικρή κότα. Πούλβερη (η): 1. Πούδρα 2. Μπαρούτι (Ital. Polvere). Πουλέντα (η): Πρόχειρο φαγητό από αλεύρι βρασµένο (Ital. Polenta). Πουλίπερι (το): Πυρίτιδα (Ital. Polvere). Πούµπλικο ινκάτο (το): Πλειστηριασµός (Ital. Pubblico incanto). Πούντα (η): Άκρη – Αιχµή .(Ital. Punta). Πούντα Μαλίνια (η): Πνευµονία (Ital. Punta Malignia=Κακοήθης πνευµονία ) Πουντιά (η): Βελονιά , πόντος (Ital. Punto). Πούπετα : Πουθενά. Πουπού (η): Φόρεµα. Πουργάρω : Κένωση µε καθαρτικό (Ital. Purgare). Πουργός (ο): Βοηθός εργάτη (υπόεργος). Πουτσαρόνα (η): Πολλή βρωµιά (Ital. Puzzare = Βρωµάω). Πραµατσούλης (ο): Πραµατευτής πλανόδιος. Πράντο (το): Κρεββάτι (Ital. Branda). Πρασουλίδα (η): Αγριολάχανο. Πράτιγο (το): Ευχή για καλή ανάρρωση «Καλό πράτιγο» (Ital. Pratico= Κάνω υγιεινή ζωή . Πράτιγο (το): Ανάρρωση (Ital. Praticare =Μετέρχοµαι????). Πρατώ : Περπατώ. Πρεβαντόριο(το):Ορφανοτροφείο(Ital.Preveggente=προνοητικός-πρόνοια ). Πρεβεδούρος (ο): Προνοητής – Προβλεπτής. (Ital. Prevendere). Πρεβεράνζο (το) Κέρασµα ???? Πρέβια (η): Προηγούµενη (Ital. Previo). Πρεζεντάρω : Παρουσιάζω (Ital. Presenza). Πρεµέρει : Επείγει (Ital. Premere). Πρεµούρο (το): Ηρεµιστικό (Ital. Premura=Ένταση – Βιασύνη). Πρέντζιπες (ο): Πρίγκιπας (Ital. Principe). Πρέντσα (η): ∆όλωµα για κέφαλους από τυρί φέτα και ψωµί ζυµωµένο. Πρεσαπόκο (το): Περίπου (Ital. Presso=Κοντά). Πρέσιδες (ο): Προιστάµενος (Ital. Presedere).

Page 79: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Πρεστιδόρ (ο): Προιστάµενος. Πρέστο : Γρήγορα (Ital. Presto). Πρετεντέρω : ∆ιεκδικώ (Ital. Pretentere). Πρετέντσιο (το): Αξίωση – ∆ιεκδίκηση (Ital. Pretenzione). Πρετσέσο (το): ∆ίκη (Ital. Processo). Πρέτσιο (το): Τίµηµα (Ital. Prezzo). Πρετσιόζος (ο): Επιθυµητός-Ποθητός - Ακριβός (Ιταλ. Prezioso). Πρετσιόζος(ο):Πολύτιµος(Ital.Prezioso=Ακριβοθώρητος). Πρετσιπιτάδα (η): Τσαχπίνα- πεταχτούλα. Πριβάτος (ο): Ιδιωτικός (Ital. Private Vita). Πριζονιέρος (ο): Αιχµάλωτος – Φυλακισµένος (Ital. Prigioniero). Πρικαλίδα (η): Αγριολάχανο. Πριµαρόλι (το): Το πρωτοεµφανιζόµενο στην αγορά (Primo) Πρινάρι η Περνάρι (το): ∆ρυς ο αειθαλής. Πρινοκόκι (το): Κατακόκκινο . Πρίνος (ο) Βαλανιδιά. Πριντσιβιάς : Πριν από την καθορισµένη ώρα (Πριν την βιασύνη). Πριόβολος (ο): Ένα είδος αναπτήρα µε τσακµακόπετρα και µακρύ κορδόνι για φυτίλι. Πριόλης η Πριόρης (ο): Προϊστάµενος (Ital. Priore = Ηγούµενος , Άρχων , προύχοντας στις ιταλικές πόλεις του Μεσαίωνα. Πρίσκουλα (η): Παιχνίδι τράπουλας. Πριτσιλιά (η): Μικρό κατάβρεγµα . Πριτσινέλα (η): Γελοία (Ital. Piccinela = Ταπεινωµένη ). Πριχού : Πρωτού. Πρόβα (η): Απόδειξη , δοκιµασία , εξέταση. (Ital. Prova). Προβατώ : Περπατώ . (Ίσως Αρχαιοελληνική ρίζα – Βατό ). Προβελεγιάδος (ο): Προνοµιούχος (Ital. Privelegiato). Προβοδάω : Συνοδεύω µέχρι την έξοδο. Προηµέλα : Το παιδί πριν από το γάµο. Προικιά (τα): Τα ρούχα της νύφης. Πρόκα (η): Κανάτα και λεκάνη που χρησιµοποιούνταν ως νιπτήρας. Προκουρατόρος (ο): Επίτροπος , πληρεξούσιος (Ital. Procuratore). Προµέσο (το): Υπόσχεση (Ital. Promesso). Πρόντος (ο): Έτοιµος (Ital. Pronto). Προπονέρω : Υποβάλω – Προτείνω (Ital. Proporre). Προσαπόκου : Περίπου – Πάνω Κάτω. Πρόσκερα : Άκρη- Άκρη (Ίσως από το Κέρας ). Προσποδιού : Γονυπετής. Προστζεδέρω : Κινώ δικαστική διαδικασία (Ital. Procedere). Προστίχι (το): Επιταγή , συµφωνητικό οφειλής. Προστύχια (τα): ∆άνεια µε αντίκρυσµα την παραγωγή. Προσώπατα (τα): Πρόσωπα. Προτεντέρω : Αξιώνω – Προτείνω (Ital. Protendere). Προτέσιο γκενεράλ : Γενική διαµαρτυρία.( Ital. Protesta Generale). Προτεστάρω η Προτετέρω : ∆ιαµαρτύροµαι (Ital. Protestare). Προτέτσιον (η): Προστασία (Ital. Protezione). Προτσιασµένος(ο): Συφυλητικός. Προφεσόρος (ο): Καθηγητής (Ital. Professore). Πρυόβολος (ο): Παλιό είδος αναπτήρα µε φυτίλι και τσακµακόπετρα.

Page 80: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Πρωτολάτης (ο): Βλαστάρι αµπελιού. Πρωτόλειβο (το): Πρωτόγεννο). Πυκνάδα (η): Κόσκινο. Πυλιγάδρα (η): Μεγάλο δοχείο µόνιµα στερεωµένο για την αποθήκευση της ελιάς. Πυλίδα (η): ∆ιάσελο βουνού – πέρασµα ανάµεσα σε βουνά . Πύργος (ο): Τοίχος. Πυρί (το): Η τάπα του βαρελιού. Πύρος. (ο) : Ξύλινη τάπα. Πυροστιά (η): Σιδερένιο τρίποδο κατσαρόλας. Πύρπυρο (το): Γεµάτο ψείρες . Πυρώνοµαι : Ζεσταίνοµαι στη φωτιά. Ρ Ράγγιο (το): Ακτίνα τροχού (Ital. Raggio). Ράζα (η): Είδος σαλαχιού µε στίγµατα στην πλάτη. Ράζο Ράκης (ο): Θεόδωρος Χαϊδευτικό. Ρακιονάρω : Σκέφτοµαι , συλλογίζοµαι (Ital. Ragionare=∆ιαλογίζοµαι). Ρακογιάλι (το): Ποτηράκι για το ρακί. Ράµα (ένα) : Κλωστή το χρησιµοποιούσαν και για να δείξουν την οµοιότητα π.χ “ένα ράµα ο πατέρας του”. Ραµατσούλι (το): Κοµµατάκι κλωστής. Ραµολίδος (ο): Ξεκούτης (Ital. Ramollito). Ραµολιµέντο (το): Μαλάκυνση εγκεφάλου (Ital. Ramolimento). Ραµπαούλι (το): Σχοινί µε άγκιστρο για να βγάζουν αντικείµενα από το πηγάδι. (Ital. Rampa =Ανωφέρεια). Ρανιατέλα (η): Αράχνη (Ital. Raghatela). Ρανίδα (η): Σταγόνα (Αρχ. Ρανίς). Ραντό (το): Αραιό (Ital. Rado). Ραξίνι (το): Σκούφος καλόγερου. Ραπόρτο (το): Αναφορά (Ital. Rapporto). Ράσο (το): Γεµάτο .(Ιταλ. Rasso). Ράτα (η): ∆όση (Ital. Rata). Ρατσόλια (τα): Ακτίνες τροχού (Ital. Raggio). Ρεβερέντζες (οι): Χαιρετούρες (Ital. Riverenza = Υπόκλιση- Σεβασµός). Ρεβερίρω : Χαιρετώ (Ital. Reverire). Ρεβεσάριος (ο): Αναθεωρητής , κριτής (βλ. ρεβίζιον). Ρεβίζιον (η): Αναθεώρηση (Ital. Revisione). Ρεβιζόρος (ο): Αναθεωρητής. Ρέβνος (ο): Θάµνος . Ρεγάλο (το) Φιλοδώρηµα (Ital. Regalo). Ρεγγεµέντο (το): Κυβέρνηση (Ital. Reggimento). Ρεγγιστράδος (ο): Καταχωρηµένος (Ital. Registrado). Ρεγγιστράρω : Καταχωρώ (Ital. Registrare). Ρεγγλιές (οι): Σουρώµατα. Ρεγίστρο (το): Ευρετήριο , Ονοµαστικός κατάλογος (Ital. Registro).

Page 81: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ρεγκιστράρω : Καταχωρώ (Ital. Registrare). Ρειπίζω : Γκρεµίζω (ερειπώνω). Ρεκαµάδα (η): Κέντηµα (Ital. Ricamato). Ρεκαµάδος (ο): Κεντητός (Ital. Ricamato). Ρεκάµο (το): Κέντηµα (Ital. Ricamo). Ρεκούπερα (τα): Βοηθητικοί χώροι σπιτιού. Ρεκουσινιάρω : Συµβιβάζοµαι (Ital.Riconcillare). Ρελαντζιόν (η): Αναφορά , Έκθεση (Ital. Relazione). Ρεµέγκου (του): Έρηµο. Ρεµέγκου : Φτερουγίζοντας (Ital.Remeggio=φτερούγισµα , κωπιλάτισµα). Ρεµενάτο (το): Τόξο ανοίγµατος σε οικοδοµή (Ven.Remenàto). Ρεµεντζάδος (ο): Με κουπιά (βλ. Ρεµέντζο). Ρεµέντζο (το): Κουπιά (Ital. Remeggio). Ρεµεντιάρω : Φροντίζω (Ital. Rimediare=Ασκώ φαρµακοθεραπεία). Ρεµέντιο (το): Θεραπεία, φροντίδα (Ital. Rimedio=φαρµακοθεραπεία). Rimedio). Ρεµεντίω : Τακτοποιώ (Ital. Rimediare). Ρεµεσιέρης (ο): Επιπλοποιός (Ven. Pemessèr). Ρεµέσο (το): Καπλαµάς , λεπτό φύλο για επένδυση ξύλου (Ven. Remeso). Ρεµετέρω : Αποδίδω (Ital. Rimettere). Ρεµοβέροµαι : Παραιτούµαι.(βλ. Ρεµοβερω). Ρεµοβέρω : Μετακινούµαι , αλλάζω θέση, φεύγω (Ital. Rimuovere). Ρεµολιµέντο (το): Υπέργηρος, καταβεβληµένος (Ital. Rammollimento=Γεροντική Ρεµονταδούρα (η): Επιδιόρθωση , Μπάλωµα. Ρεµονταδούρες (οι): ∆ερµάτινη λουρίδα από την µέσα µεριά της σόλας χειροποίητου παπουτσιού. Ρεµόσια (η): Συναλλαγµατική (Ital. Rinunzia). Ρεµοτσιόν (η): Παραιτούµαι των δικαιωµάτων µου . (Ital. Remissione = Συµβιβαστικότητα, Συγχώρεση , απαλλαγή από χρέος ). Ρεµπάλτα (η): Φύλο πόρτας , ράµπα σκηνής , άνοιγµα ανδρικού παντελονιού (Ital. Ribalta). Ρεµπαρτάρω : Αναποδογυρίζω (Ital. Ribaltare). Ρεµπελεύω : Εναντιώνοµαι , εξεγείροµαι (Ital. Ribellare). Ρεµπελιό (το): Εξέγερση (Ital. Ribellione). Ρεµπόµπο (το): Αναστάτωση , Μπουµπουνητό , δυνατός κρότος (Ital. Rimbombio). Ρεµπότο (το): Ενισχυµένη φτέρνα παπουτσιού. Ρεµπουκάρω : Σοβαντίζω (Ital. Bocca = άνοιγµα , στόµα). Ρεµπουκάρω : Σοβατίζω ,επιχρίω (Ven. Rebocàr). Ρενοντζιάρω : Παραιτούµαι , µεταβιβάζω (Ital. Rinnovare). Ρέντε (το): Σακίδιο , σάκα από δίχτυ (Ital. Rete =∆ίχτυ). Ρέντεκλο (το): Ακανόνιστο;;; Ρεντικολέτσα (τα): Ρεζιλίκια (Ital. Ridicolezza). Ρεντίκολο (το): Γελοίος (Ital. Ridicolo). Ρεντικότα (η): Επίσηµο σακάκι των πλουσίων. Ρεοσύρει (να): Νάχει καλό τέλος. Ρέουλα (η): Ρέγουλα - Ρύθµιση (Ital. Regola) Ρεουσίρω : Κατορθώνω (Ital. Riuscire). Ρεπάρο (το): Καταφύγιο (Ital. Riparo). Ρεποµπάρω : Αντλώ (Ital. Pompare). Ρεποσάρω : Ξεκουράζοµαι. (Ιταλ. Riposo ).

Page 82: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ρεπόσο (το): Με χαµηλό ρυθµό (Ital. Riposo = ανάπαυση, συνταξιοδότηση). Ρεσπετάδος (ο): Σεβαστός (Ital. Rispetto = Σεβασµός ). Ρεστάρω : Μένω – εξαντλούνται τα αποθέµατά µου (Ital. Restare). Ρεστελάδος (ο): Ξαπλωµένος – αραχτός – Κορδωµένος; Ρεστέλο (το): Φράχτης , κάγκελο, φραγµένος χώρος. Ρεστεύω : Καθυστερώ . Ρέστιµα – Ρέστιµο (το): Επανεκτίµηση – Επανόρθωση (Ital. Restituzione). Ρεστιµάρω : Επανεκτιµώ – Επανορθώνω ( βλ. Ρέστιµα ). Ρέστο (το): Υπόλοιπο (Ital. Resto). Ρετιφικάρω : Επικυρώνω (Ital. Ratificare). Ρετούρα (η): Μπόρα. Ρετουσάρω : Κάνω τις τελευταίες λεπτοµέρειες σε µια εργασία .(Ital. Ritoccare). Ρετσέτα (η): Σηµείωµα, συνταγή, σκονάκι µαθητή (Ital. Ricetta). Ρεφάρω : Επιστρέφω , αναδίδω . Ρεφουδάρω : Παραιτούµαι , Εγκαταλείπω (Ital. Rifiutare). Ρήγη (η): Κλαδί φυτού για φύτεµα. Ρήτα : Αµέσως (Πιθανόν από το ιταλικό Dretta –Ευθεία – Κατευθείαν . Ριάλι (το): Παλαιό νόµισµα ( Reale = Βασιλικό ). Ρίβα (η): Αυλάκι για φύτεµα. Άκρη – Ακτή – Όχθη (Ital. Riva). Ριγαλίδα (η): Τυφλοπόντικας. Ριγανέλο (το): Τουρνέτο;;;; Ριγάνι (το): Ξαφνικός αέρας – Ανεµοστρόβιλος. Ριγέτα (η): Σιδερένια λάµα.(Ital. Riga = Γραµµή). Ριγίζω : Η τοποθέτηση του κλαδιού ενός δένδρου µέσα στο χώµα , χωρίς να κοπεί από το δένδρο , προκειµένου να βγάλει ρίζα και να γίνει άλλο δένδρο. Ριγουάρδο (το): Συλλογισµός – περίσκεψη (Ital. Rigogitare = ξανασκέπτοµαι) Ριζαµοκόνερα (τα): Ριζοβούνι . Ρικεµέντο (το): Ανάποδα (Ricomento ;;;;). Ρικόρδο (το): Ενθύµιο (Ital. Ricordo). Ρικόρσο (το): Προσφυγή (Ital. Ricorso). Ρίµα (η): Καταρράκτης , ασθένεια µατιών. Ρίµνα (η): Οµοιοκαταληξία (Ital. Rima). Ρίνκα : Ξανά , αλλεπάλληλα (Ital. Rinca). Ριντό (το): Νυχτικό . Ριό (το): Κρύο . Ριουντίρω : Αποκρούω. (Ital. Rifiutare). Ριπίζω : Πετάω κάτι , εκτοξεύω (αρχ. Ελλην.). Ρισερτσιµέντο (το): Επανόρθωση – αποκατάσταση (Ital. Ricarcimento). Ρισκατσόν (η): Εξαγορά (Ital. Riscatto). Ρίσκια (τα): ∆ιακινδυνεύσεις. (Ital. Rischio) Ρίτσικο (το): Το σγουρό.(Ital. Ricciolare). Ρίτσικο (το): σγουρό (βλ. Ρίτσο). Ρίτσο (το): Ο καράβολας. (Ital. Riccio = Ζγουρό ) Ριφερτά (η): Απόδειξη – Λαχνός για κλήρωση µε αντικείµενα (Ital. Riffa). Ροβίνα (η): Ερείπιο (Ital. Rovina). Ροβινάτσα (τα): Μπάζα (Ven. Rovinazzi). Ρογγέλα (η): Κουβαρίστρα (Ital. Roccheta). Ρόγκια (η): Βραχώδης λόφος. Ροδαµός (ο): Βλαστός. Ροζάδο (το): Ροζέ – Κοκκινωπό (Ital. Rossa = Τριανταφυλλί χρώµµα).

Page 83: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ροϊ (το): Επιτραπέζιο δοχείο λαδιού. Ρόκα (η): Εργαλείο για την δηµιουργία µάλλινης κλωστής. Ροκέτο (το): Μακριά φούστα της γυναικείας παραδοσιακής στολής. (Ital. Roccheto : Αναφέρεται ως είδος άµφιου). Ροκέτο (το): Γυναικείο φουστάνι της παραδοσιακής στολής µε πυκνές σούρες (Ital. Roccheto =οδοντωτό). Ρολάδες (οι): Τρεξίµατα. Ρολίνα (η ): Το καζίνο της Κέρκυρας ,εκεί που είναι τώρα το αρχαιολογικό µουσείο (Ital. Rollina=Ρουλέτα). Ρολογιέµαι : Αφουγκράζοµαι .(ακούω το ρολόι). Ροµαντσίνα (η): Κατσάδα ,επίπληξη (Ital. Ramanzina). Ρόµπα : Ανακατεµένα πετρόψαρα. Ρόµπα φατούρα (η): Κόστος υλικών και κατασκευής (Roba-fattura=Αντικείµενο- Κατασκευή). Ροµπαβέκια (τα): Αντίκες (Ital. Roba-Vecchio=Πράγµα-Γέρικο). Ροµπαβίλα (τα): Άχρηστα πράγµατα (Ital. Roba-Vile=Πράγµατα-Μηδαµινά). Ρόνι (το): Τρέξιµο (αγγλ. Runs – κρίκετ). Ρονιά (η): Η απόσταση του κεραµιδιού από τον τοίχο. Ρονιά (η): Η αυλακιά των κεραµιδιών. Ρόντα (η): Γυρίζω παντού (Ital. Ronda =Τριγυρίζω ) Ρόποση (δεν έµεινε) : ∆εν έµεινε τίποτα . Ροτόντα (η): Μικρός στρογγυλός ανοιχτός χώρος η στρογγυλό κτίσµα . (Ital. Rotonta). Ρότσουλα (η): Ροδέλα. (ital. Ryzzola). Ρούβελας (ο): Κοκκινολαίµης (Ital. Rovello =Εξαψη, οργή, παραφορά). Ρούβελας (ο): Μικρό πουλάκι (ο γνωστός κοκκινολαίµης) Εχει ένα κόκκινο σηµάδι στο λαιµό Ρουβελοπαγίδα (η): Μια παγίδα για ρουβέλια αποτελούµενη από µια πέτρινη πλάκα στερεωµένη µε ένα ξυλαράκι δεµένο µε µια κλωστή. Ρουβελόπιτα (η): Πίτα από κοκκινολαίµηδες (βλ. ρούβελας). Ρουβινάτσα (τα): Μπάζα (Ital. Rovinaccio). Ρούγα (η): Γειτονιά. Ρουγκέτα (η): ∆ροµάκι , καντούνι (Ital. Rughetta). Ρούγκλο (το): Γεµάτο ως επάνω. Ρούγλα (η): Μύξα. Ρουκλί (το): Μικρό κεφαλόπουλο (ψάρι). Ρουµανέτες (οι): Πούλιες πανω σε «παγουνάτσα».;; Ρουµπαραρούµ : Κάηκαν όλα , Ανατινάχτηκαν. Ρούµπος (ο): Μεγάλη µπουκιά. Ρούµπωµα (το): Μπούκωµα. Ρούµπωσα η Ερούµπωσα : Γέµισα πολύ το στόµα µου από λαιµαργία. Ρούπο (το): Το νερό που κατακάθεται από τις ελιές. Ρούσα (η): Κόκκινη (Ιταλ. Rossa ). Ρουσάλι (το): Πανηγύρι Ρουσιά (η): Η ερυθρά παιδική ασθένεια (Ital. Rosolia). Ρουσπίγα η Ρουσπίδα (η): Παλιό Χρυσό ∆ουκάτο της φλωρεντίας (Ital. Ruspo). Ρούτα (είναι ) : Νερουλό – Μαλακό (Ital. Ruta). Ρουτί (το): Γυναικείο εσώρουχο. Ρούτσια (κάνει): Πεισµώνει ,κάνει µούτρα (Ital. Ruzzo). Ρούτσο (το): Θύµος , ισχυρογνωµοσύνη (Ital. Ruzzo=Πείσµα, καπρίτσιο).

Page 84: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Ρούτσο (το): Πείσµα , δυστροπία (Ital. Ruzzo). Ρούτσουλα (η): Ροδέλα . Ρουτσώνω : Πεισµώνω (Ital. Ruzzo = Πείσµα ,Καπρίτσιο ,Ιδιοτροπία). Ρούφουλας (ο): Ανεµοστρόβιλος. Ρουχάζω : Ροχαλίζω. Ροφαίτης (ο): Αέτωµα δίκλινης στέγης(Ig. Roof=στέγη). Ρπίζω : Σκορπίζω . (Ριπή;;;)

Σ

Σ Σαβούρο (το): Ένας τρόπος παστώµατος και συντήρησης των ψαριών . Τα παλιά χρόνια το πουλούσαν στα µπακάλικα. Σαγιαδόρος (ο): Σύρτης πόρτας (Ven. Sagiatòr). Σάϊκα : Καλά;;;. Σάισµα (το): Παλτό. Σαϊτιά (η): ∆ηλητηριώδες φίδι που πετάγεται όταν επιτίθεται. Σακάδα (η): Ενόχληση (Ital. Insaccato=στρίµωγµα ,συνωστισµός). Σακάρω : Ενοχλώ (Ital. Insaccare=στριµώχνω). Σάκενα (η) Μεγάλο σακί για ελιές. Σακολεβιάρικο (το): Είδος καϊκιού φορτηγού .(Ital. Sacco Levare= Φορτώνω Σακιά). Σαλάδο (το): Σαλάµι. Σαλαήσω Να φωνάξω. Σαλακιάζω : Σαπίζω . Σαλάκιασµα (το): Εντριβή. Σαλαµιστράδο (το): Παστό. Σαλάτες (οι): Μαρούλια. Σαλβαρόµπα (η): Αποθήκη (Ital. Salvare – Roba ). Σαλιέρα (η): Αλατιέρα (Ital. Saliera). Σαλίτσο (το): Σανίδωµα ανηφορικό δίπλα στη σκάλα (Ital. Salina=ανάβαση). Σαλίτσο (το): Πλατύσκαλο , πεζούλι, δάπεδο (Ven. Salizo). Σαλούµι (το): Αλλαντικό (Ital. Salumi). Σάλπα (η): Ένα ψάρι που αλλού το λένε…. (Ital. Salpa). Σαλταλεόν (το): Σπαστό στήριγµα πατζουριών (Ven. Saltalion ,Ital. Saltaleone= ελατήριο). Σαλταρέλο (το): Μάνταλο , είδος σύρτη πόρτας (Ven. Saltarèlo). Σαλτέρνω : Πηδάω (Ital. Saltare). Σάλτζα (η): Χονδρή µάλλινη φούστα της παραδοσιακής στολής. Σάλτο(το): Πήδηµα (Ital. Salto). Σαλτσάδα (η): Λιθόστρωτο (Ital. Selciato). Σαλτσάδο (το): Λιθόστρωτο (Ven. Salizàda , Ital. Salciato). Σαµαροκάλυβο (το): Καλύβι σε σχήµα πυραµίδας από καλάµια . Σαµαροκάλυβο(το): Καλύβι σε σχέδιο σαµάρας. Σαµπέπερο (το): Γυαλόχαρτο (Ig. Sandpeper). Σαµπιέρος (ο): Το ψάρι χριστόψαρο. Σαµπούκος (ο): Κουφοξυλιά (Ital.Sambuco). Σανπιέρος (ο): Το χριστόψαρο .Ονοµάστηκε έτσι από τον Άγιο Πέτρο που λένε ότι το έδωσε στο Χριστό για να το ευλογήσει και όταν το έπιασε έµειναν τα αποτυπώµατα των δακτύλων του στο κεφάλι του ψαριού.

Page 85: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Σάντα λα µαρία (η): Το παιδικό παιχνίδι «Μακριά γαιδούρα». Σαντέρλω (η): Πεταχτή;;;. Σαουνιά (η): Το σαγόνι. Σαργόντες (ο): Αξιωµατικός πλοίου;;;;. Σαργοπαππάς (ο): Τά ψάρια χαρακίρες Σάρτζα (η): Γυναικείο φόρεµα (Ital. Sargia=Κρετόν είδος υφάσµατος). Σαρτσάδα (η): Αυλή σπιτιού. Σαρτσίτσια (τα): ∆οσοληψίες ,επαφές;;;. Σασίνος (ο): ∆ολοφόνος (Ital. Assassino). Σαύω : ∆έρνω;; Σάψαλο (το): Καταβεβληµένος – Γέρος. Σβίδρα (η): Βίδρα – ενυδρίς. Σβιλάδες (οι): Ραπίσµατα αέρα. Σβίτσερο (το): Ελβετικό τυρί (Ital. Svizzero). Σβουντσουρίζω : Πετάω . Σγαράρω : Κάνω λάθος (Ital. Sgarrare ). Σγόρνα (η): Υδρορροή. Σγούµπος (ο): Καµπούρης (Ital. Gobbo). Σγούρος (ο): Σβούρα. Σγώνω : Κοντεύω να φτάσω. Σεγκέτα (η): Κάθισµα µε τρύπα στη µέση για αφόδευση.(Ital. Seggio= θρόνος). Σεγκούνι (το): Μάλλινο σακάκι γυναικείο µέχρι τη µέση της παραδοσιακής στολής. Σείρες (οι): Το ψάρι Γοφάρι. Σεκάρει (να): Να σπάσει. Σέκο (το): Κτίσιµο χωρίς λάσπη (Ital. Secco=ξηρός). Σέκος (ο): Νεκρός. Σεκρέτα (τα): Τα ντουλάπια της κουζίνας. Σεκρέτο (το): Μυστικό (Ital. Segreto). Σέλα (η): Η Βράκα της παραδοσιακής ανδρικής στολής. Σέµπρα (η): Η εργάτρια γης που συµµετείχε σε οµάδα.(βλ. Σεµπριά). Σεµπριά (η): Οµάδα εργατών γης – Αγροτικός συνεταιρισµός- Αγροτική Συµφωνία (Σέρβικα Sebru). Σενάτο (το): Συµβούλιο – Σύγκλητος (Ital. Senato). Σεντάλι (το): Κάθισµα αποχωρητηρίου (Ital. Sedile=Κάθισµα). Σεντζαφέδες (ο): Αναξιόπιστος , ψεύτης (Ital. Senza-fede=χωρίς πίστη). Σεντζίζιµο (το): Ο Εκατοστός (Ital. Centicimo). Σέντζο (το): Η Εντύπωση (Ital. Senso). Σεράγια (η): Αποθήκη (Ital. Serraglio=φραγµένος χώρος µε ζώα). Σεράγιο (το): 1. Περιφραγµένος χώρος 2. «Κλειδί» Τοξοειδούς κατασκευής. (Ven. Seràgio). Σερατούρα (η): Κλειδαριά (Ven. Seradùra). Σερβάρω : Παρατηρώ (Ital. Osservare). Σερβίρω Προσφέρω (Ital. Servire). Σερβιτσιάλι (το): Το εργαλείο που έκαναν το κλύσµα (Ital. Serviziale). Σερβίτσιο (το): Υπηρεσία (Ital. Servizio). Σερενάδα (η): Βραδινό τραγούδι (Ιταλ. Serenata = Νυκτωδία). Σερέσια (τα): Παντόφλες. Σέριος (ο): Σπουδαίος (Ital. Serio=σοβαρός αυστηρός). Σέσκουλο ή σέσκλο (το) Ήµερο λάχανο. Σεστάδος (ο): Νοικοκυρεµένος (Ital. Assestato).

Page 86: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Σέστο (το): Νοικοκυριό – τάξη. (Ital. Sesto). Σετάρω : Ρίχνω ,εκσφενδονίζω . Σήσες (οι): Σκουληκάκια άσπρα µικρά που βγαίνουν στα τρόφιµα. Σία Βόγα : Η κίνηση των κουπιών έτσι ώστε η βάρκα να κάνει στροφή επι τόπου (το ένα κουπί µπρός και το άλλο πίσω ). (Ital. Voga=Κωπηλασία). Σιάδι (το): Επίπεδο κοµµάτι γης. Σιάνω : ∆ιορθώνω. Σιάρπα (η): Εσάρπα (Ital. Sciarpa). Σιασµένος (ο): Αρραβωνιασµένος. Σιάτικα (τα): Ισχιαλγίες (Ital. Sciatica). Σιγανταβόλτε (η): Ειδικό πριόνι για κυκλικό κόψιµο (Ital. Sega da volte). Σιγοντάρω: Συνοδεύω (Ital. Secondo = ∆εύτερο και σύµφωνα). Σιγουριτά (η): Ασφάλεια (Ital. Sicurita). Σιδερόχορτο (το): Αγριολάχανο. Σιδερόχορτο (το): Το χόρτο σιδερίτης. Σιεµύρε (τοκάνει): Το κάνει ωραία. Σιένα (η): Καφεκίτρινη απόχρωση (Ital. Terra di Siena). Σιέστα (η): Μεσηµεριανός ύπνος (Ital. Siesta). Σικαλίδα (η): Μικρό πουλί µε γκρίζα χρώµατα που τρώει σύκα. Σικιστράρω : ∆ίδω µεσεγγύηση. Σίκλος (ο): Κουβάς µεταλλικός (Ital. Secchio). Σικουρατσιόν (η): Ασφάλεια- σιγουριά (Ital. Sicurezza). Σιλικουτιάζω : Ανακατεύω. Σιλιµούργι (το): Το κατακάθι του λαδιού. Σιµπαγαδώνω : Καλµάρω – Καταπραϊνω. Σιµπάω : Πιέζω-Ζουλάω. Σινιαρισµένος (ο): Τέλεια ετοιµασµένος. Σινιάρω : Σηµαδεύω (Ital. Sighare). Σινιώτικος (ο): Χορός των Σινιών . Σίντα (η): Μαζί. Σιντζίλα (η): Σφραγίδα (Ital. Sigillo). Σιντόρνου : Εκτός και;;; Σιόρ (ο): Κύριος (Ital. Signore). Σιόρα (η): Κυρία (Ital. Signora ). Σιούτικο (το): Κολοβό . Σιροκολέβαντο (το): Άνεµος ανατολικός προς βόρειο. Σίσκλος (ο) : Κουβάς. (Ital. Secchio) Σίτα (η): Κόσκινο . Σιτί (το): Κόσκινο του καφέ. Σίχλωσα : Μισοχόρτασα . Σκαβεντζάρω : Κόβω πατρόν (Ital. Scavezzare). Σκαβέντζο (το): Ρετάλι υφάσµατος (βλ. Σκαβεντζάρω). Σκαβίνα (η): Μάλλινη κουβέρτα (Ital. Schavina ). Σκαδέρει (µη) : Μην τύχει. Σκαδέρω : Αχρηστεύω . Σκαλέτα (η): Ψέµα (Ital. Scaletta=Aφήγηση – επεξεργασία µιας ιστορίας). Σκαλινάδα (η): Πέτρινη σκάλα δρόµου (Ven. Scalinàda, Ital. Scalinata). Σκαλιώνω : Σκαλώνω. Σκαλντίν (το): Μικρή θερµάστρα κάρβουνων γενικής χρήσεως (Ven. Scaldin). Σκαλταλέτο (το): Μπρούτζινο µαγκάλι για την θέρµανση υπνοδωµατίων (Ven.

Page 87: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Scaldàr-lèto). Σκαλταµπάνιο (το): Θερµοσίφωνας ξύλων (Ven.Scaldàr-bagho). Σκαλταπιέντε (η): Μικρό µαγκάλι για τα πόδια (Ven. Scaldàr-piente). Σκάµουνα (τα): Τα Μούρα. Σκάµπα (η): Μαθητική κοπάνα (ven. Scampon: far,dar o ciapar un scampon .Ολιγόλεπτη διαφυγή, ένα µικρό «πέταγµα» προς κάπου µακριά .Ital. Scampagnare=εκδροµή). Σκαµπάζω : Καταλαβαίνω . Σκαµπέλο(το): Κοµοδίνο , σκαµνί (Ital. Sgabello). Σκανιέλο (το): Μικρό πάρκο για παιδιά χωρίς πάτο και µε ρόδες. Σκάνιο (το): Καρέκλα (Ven. Scagno). Σκανταλέτο (το): Χάλκινο σκεύος για αναµµένα κάρβουνα για ζέσταµα σε κάποιο µέρος του σπιτιού (Ital. Scalda-letto). Σκαντερό (τόχει): Τόχει χορτάσει. Σκαπαµέντο (το): Φουγάρο.;;; Σκαραβανόξυλο (το): Ράµνος η αειθαλής. Σκαρβέλι (το): Μέρος από τον εξοπλισµό του γαιδάρου. Σκάρδα η ασκάρδα (η): Σκελίδα. Σκαρίκι(το): Αναγγελία.;; Σκαρλετίνα (η): Ευλογιά (αρρώστια). Σκαρµίδα (η): ∆ιχαλωτό σταντ για τα κουπιά. Σκαρµοί (οι): Ξύλινα στηρίγµατα κουπιών. Σκαρµοί (οι): Τα ψάρια Λούτσοι. Σκαρµούστο (το): Ρολό από κέρµατα. Σκαρµοφωλιές (οι): Οι τρύπες που µπαίνουν οι σκαρµοί. Σκαρντάροµαι: Πειράζοµαι;;; Σκαρπίνι (το): Είδος ανδρικού παπουτσιού (Ital. Scarpa). Σκάρσο (το): Ελλειπές .(Ital. Scarso). Σκαρτζί (το): Το ζηµιάρικο παιδί.. Σκαρτότσα (τα): Καραµέλες. Σκαρτσέλι (το): Κουζινίτσα έξω από το σπίτι. Σκαρτσιγόπιδο (το): Το ψάρι µικρή γόπα. Σκαρτσιµάς (ο): Μικρό καραβιδάκι που το χρησιµοποιούν οι ψαράδες για δόλωµα. Σκαρτσιµούρµουρας (ο): Θαλασσινό ίδιο µε την αληθινή αλλά το σώµα µέσα Σκαρτσότσο (το): Ρολό κερµάτων (Ital. Scartocciare=Ξεφλούδισµα). Σκαρτσούνι (το) : Κάλτσα. Σκαρτσούνια (τα): Κάλτσες (Ital. Calcetto). Σκαρτσουνόροκα (η): Βελόνα για κάλτσες. Σκάρφη (η): Φυτό µε πολλή πικρή γεύση. Σκαρφίζοµαι : Επινοώ . Σκαρφολίθι (το): Ασβεστόλιθος. Σκασιά (η): Πέσιµο ανθρώπου , θορυβώδες και εντυπωσιακό. Σκατζιά (η): Ράφι , Ραφιέρα (Ital. Scancia). Σκάτουλα (τα): Κουτάκια σπίρτων (Ital. Scatola). Σκάτσα (η): Η βάση που στηρίζεται το κατάρτι του πλοίου. Σκαφώνι (το): Ξύλινο δοχείο για το πάτηµα των σταφυλιών Σκένοµαι : Σιχαίνοµαι . Σκεπετιά (η): Πυροβολισµός .(βλ. Σκεπέτο). Σκεπέτο (το): Ντουφέκι.(Ital. Schioppo=Κυνηγετικό όπλο). Σκέρος (ο): Σύκο.

Page 88: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Σκερτσάδος (ο): Τρελιάρης (Ital. Scherzo). Σκέρτσο (το): Νάζια τρελίτσες (Itasl. Scherzo) Σκήπι (το): Μικρός περιφραγµένος κήπος εντός του οικισµού. Σκιάοµαι : Φοβάµαι . Σκίζα (η): Σκισµένο ξύλο για τη φωτιά (Ital. Scheggia). Σκίνα (η): Χοιρινή ωµοπλάτη (Ital. Schiena=η πλάτη γενικά). Σκινάρι (το): Σχοίνος . Σκιόκα (τα): Καψούλια. Σκιόρµος (ο): Άσχηµος. Σκίτζο (το): Σχέδιο (Ital. Schizzo). Σκιτσέτο (το):Σταγονόµετρο (Ital. Schizzetto=κλυστήρας). Σκίτσικο (το): Ανισόπλευρο τετράγωνο. Σκίφος (ο): Πέτρινο δοχείο για τάισµα γουρουνιών (Ital. Schifo=Αηδία). Σκλαπίζω : Σκορπίζω. Σκλείθρα (η): Το σπέρµα. Σκλεµπού (η): Το ψάρι Πεσκαντρίτσα. Σκλέτζα (η) : Ακίδα ξύλου αλλά και µικρό κοµµάτι ξύλου για προσθήκη. Σκλήθρα (η): 1. Ράτσα 2. Μυτερό ξύλο που αποσπάστηκε µε το χέρι από κορµό δένδρου. Σκλίθρα (η): Κλωνάρι σταφυλιού. Σκόλες (οι): Τα λάβαρα ( προφανώς από το σχολικό λάβαρο – Scuola). Σκόλιαµπρα (τα): Μαντάτα. Σκοµπονέρεται : Σηκώνεται (Ital. Comportare). Σκόντο (το): Έκπτωση (Ital. Sconto). Σκόντρα (η): Εναντίωση (Ital. Scontro). Σκοντρέτα (τα): Σανίδες µε φλοιό υπολείµµατα πριονιστηρίου . Σκόντρο αµπάρα : Ο σιδερένιος σύρτης που αµπάρωνε την πόρτα από µέσα (Ital. Scontro = Συµπλοκή – συνάντηση – εναντίωση). Σκορδαλίδα (η): Αγριολάχανο. Σκορδοµπώλης (ο): Βραχύσωµος. Σκορδοστούµπι (το): Ξύλο – Εργαλείο της κουζίνας που έλιωναν το σκόρδο. Σκορπιδέλι (το): Μικρό ψάρι –Σκορπιός. Σκόρσα (η): Ξύλινο δοκάρι ακατέργαστο (Ital. Scorza =φλοιός). Σκορσάρω : Τινάζοµαι (Ital. Scossa ). Σκόρσο (το): Απότοµο σταµάτηµα.;; Σκόρτσα (η): Επένδυση.(Ital. Scorza = Εξωτερική εµφάνιση – ∆έρµα Φιδιού- Επιδερµίδα ). Σκόρτσα (τα) Τα σανίδια πάνω στα οποία πατούν τα κεραµίδια (βλ.άνω). Σκόρτσα (τα): Αποκόµµατα ξύλου (Ital. Scorcio=κοµµάτι). Σκοτίτας (ο): Σκοτοδίνη . Σκοτίτας (ο): Αρρώστια πουλερικών. Σκουάρα (η): Γωνιά, Εργαλείο τεχνιτών (Ital. Sguadra). Σκούβλο (το): Βούρτσα πατώµατος . Σκουγέρι (το): ∆ηλητηριώδες και επιθετικό νερόφιδο Σκουδαρόλια (τα). Χρωστούµενα (βλ. Σκούδο). Σκουδάρω : Εισπράττω χρέος (βλ. Σκούδο). Σκούδο (το): Παλιό βενέτικο νόµισµα (Ital. Scudo). Σκούλλινα µπόλια (η): Λινή Πετσέτα (βλ. Σκούλινο). Σκούλλινο (το): Ύφασµα φτιαγµένο από Σκουλί – Λινάρι (Αρχ. Σκόλλυς). Σκουλουµπουρδιά (η): Τούµπα.

Page 89: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Σκουµπιασµένο (το): Κακόµοιρο . Σκουµποθώνοµαι : Σηκώνοµαι και κάθοµαι. Σκουντράω : συγκρούοµαι µε κάτι (Ital. Scontrare). Σκούρµο (το): Ξερό. Σκουτέλα (η): Λεκάνη κουζίνας , βαθειά πιατέλα (Ital. Scottella). Σκουτελί (το): Λεκανάκι. Σκούτζικας (ο): Μεγαλόσωµη σαύρα. Σκουτζίκι (το): ∆ηλητηριώδες και επιθετικό νερόφιδο ίδιο µε το Σκουγέρι και µάλλον πρόκειται για το ίδιο φίδι µε άλλη ονοµασία. Σκουτί (το): Ρούχο . Σκουτιά (τα): Ρούχα. Σκουφέτο (το) : Σκούφια και µτφ. Το προφυλακτικό. Σκρίνιο (το): Έπιπλο σαλονιού (Ital. Scrigho). Σκρίτο (το): Έγγραφο (Ital. Scrito). Σκριτούρα (η): Εκκλησιαστικό έγγραφο.(βλ. Σκρίτο). Σκροκαρίζω : Πυροδοτώ. Σκρούµπο (το): Καρβουνιασµένο. Σκυλοµπαρούφα (η): Μεγάλη ανοησία που ελέχθη. Σκυλοµπαρούφα (η): Μεγάλος καυγάς – σκυλοκαυγάς (Ital. Baruffa = Καυγάς). Σκύφος (ο): Πέτρινο δοχείο ταίσµατος ζώων. Σλόντζα (η): Κοµµένη γωνία σιδήρου η ξύλου για ορθογώνια κατασκευή (Ven. Sloza). Σµάρι (το): Ζυµάρι . Σµούκιο ή Ζµπούκιο (το): Χτύπηµα -τρακάρισµα –δυνατή σύγκρουση. Σµπάρα (η): Μπάρα πόρτας (Ital. Sbarra). Σµπαράρω : Αµπαρώνω (Ital. Sbarrare). Σµπάρο (το): Πυροβολισµός , δυνατός και οξύς κρότος (Ital. Sparo). Σµπάρο (το): Τουφεκιά – κρότος. Σµπήρος (ο): Προδότης – ρουφιάνος. Σµπιδίρω : ∆ιώχνω. Σµπίρος (ο) Προδότης. Σµπούκιο (το): Σύγκρουση (Ital. Sbattere). Σµπρέγο (το): Σύγκρουση Πολεµική. Σοβελάδο (το): Ανάγλυφο (Ital. Sollevato). Σοβρακάρικος (ο): Υπεύθυνος για την φόρτωση του πλοίου. Σοβραλόγο : Επί τόπου. Σοδισφατσιό (το): Ικανοποίηση (Ital. Sodisfazione). Σολδιάτικο η Σολιάτικο (το): Παροχή κτήµατος που προέρχεται από εδαφονοµή. Σολδιατοποίηση (η): Συµφωνία παροχής κτήµατος προς καλλιέργεια µε σολδιάτικα Σόλδιο (το): Νόµισµα ενετικής περιόδου ίσο µε µισό Μαρτσέλο. (Ital. Soldo). Σολεβάρω : Οδηγώ πλοίο προς τον Ήλιο.(Sole). Σόλεβο (το): Ανακούφιση (Ital. Solievo). Σολέντες (ο): Αυθάδης (Ital. Insolente). Σολέτα (η): Πέλµα κάλτσας (Ital. Soletta). Σολιάρης (ο): Ενοικιαστής χωραφιού. Σολιάτικα (τα): Νοίκια χωραφιού. Σολιάτικο (το): Ενοικιασµένο χωράφι. Σόλικος (ο): Εύκολος (Ital. Solingo = Μοναχικός). Σόλιο (το) : Παιχνίδι τράπουλας. Σοµετέρει : Ενδιαφέρει;;;

Page 90: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Σόµπαχο (το): Τα µέσα κλαριά του δένδρου. Σοµπλιάζει (µε): Με βολεύει – Με εξυπηρετεί. Σοµπρέσο (το): Σίδερο σιδερώµατος (Pressare;;;). Σονάρω : Παίζω µουσική. (Ital. Suonare) Σονέτο (το): Φυσαρµόνικα (Ital. Sonetto). Σόντοβέστα (η): Γυναικείο εσώρουχο-Κοµπινεζόν. Σορατσέλι (το): Ψευδοροφή (Ven.-Ital. Sora-cielo). Σόρδολο Αµπιτάντε : Ερωτική συνεύρεση στην σοφίτα. (Ιταλ. Abitante = Κατοικήσιµος χώρος στην σοφίτα). Sordo l’ Abitante= Αθόρυβα στη σοφίτα). Σοροκάδα (η): Καιρός µε άνεµο Σιρόκο. Σόρτας (τσι): Πρόχειρο (Ital. Sorta = Κάθε λογής). Σόρτε (καλό): Καλή τύχη (Ital. Sorte = Τύχη ). Σορτίτα (η): Έξοδος (Ital.Sortita). Σοσεντσέρω : Υποστηρίζω (Ital. Sostenere= Υποβαστάζω). Σοσπέζος (ο): Εκκρεµής (Ital. Sospeso). Σοσπεσιόν (η): Αναστολή (Ital. Sospesione =Εκεχειρία , ∆ιακοπή ). Σοσπετάρω : Υποψιάζοµαι (Ital. Sospettare). Σοσπέτο (το): Υποψία (Ital. Sospetto). Σόστιµα (η): Αντικατάσταση (Ital. Sostituto). Σοστισφατσιόν (η): Ικανοποίηση (Ital. Sostifazione). Σοστιφάρω : Ικανοποιώ (Ital. Sostifare). Σοτανέλα (η): Μισοφόρι (Ital. Sottana). Σοτοβέστα (η): Κοµπινεζόν (Ital. Sotto Vesta = Κάτω από τη φούστα). Σοτοµπάνκο (το): Κρυφά , κάτω από το τραπέζι (Ital. Sotto banco). Σοτονάτολα (η): Ο χώρος κάτω από τη Νάτολα (βλ. Νάτολα). Σοτοπόρτιγο (το): Στοά κάτω από διαµπερή στοά εισόδου (Ven. Sotopòrtego). Σοτοροκέτο(το): Εσωτερική φούστα (Ital. Roccheto ) βλ. Ροκέτο. Σότος (ο): Υποδεέστερος , κατώτερος (Ital. Sotto = υπό ). Σοτοσκάλα (η): Ο χώρος κάτω από τη σκάλα (Ital. Sottoscala). Σούβελο (το): Χαµένο. Σουβλολιά (η): Ράτσα ελαιοκάρπου µε µακρόστενο σχήµα . Σουγέτο (το): Παλιάνθρωπος – Υποκείµενο (Ital. Soggetto). Σούγο (το): Σάλτσα η ζουµί φαγητού (Ital. Sugo). Σούδα (η): Χαντάκι . Σούδιτος (ο): Υπήκοος (Ital. Suddito). Σούζος (ο): Όρθιος (Ital. Suso?????). Σούκερας(ο): Μεγάλο πρώιµο σύκο. Σούλου µπούρδου (το): Ανακάτεµα. Σούµα (η): Άθροισµα (Ital. Souma). Σούµπιτο (το): Σύντοµα. Σούµπιτος (ο) Βιαστικός (Ital. Subito). Σούρδου . Πήγαινε-Ελα ( ετσι το λένε στη Λευκίµµη). Σουρλάτσο (το): Περίπατος. Σουρµπάω : Ρουφάω. Σουρµπέτι (το): Κρασί µε ζουµί χόρτων . Σουρουκάνι (το): Ακατάσχετη ροή υγρού. Σουρούπι (το): Υπνάκος . Σουρτού (η): Σετ Αλατοπιπεροθήκης και λαδόξυδου. Σούρωµα (το): Μούσκεµα. Σουσούµι (το): Οµοιότητα.

Page 91: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Σουσούµια (τα): Ωραία χαρακτηριστικά Σουσουνίστρα (η): Αργοπορηµένη. Σούσουρο (το): Κρυφόλογα. Σούτα (η): Γίδα χωρίς κέρατα (Αλβ. Sute). Σουφραδέλι (το): Μικρός καναπές. Σούχα (η): Κακή ποιότητα (Αυτό είναι τσι σούχας). Σοφεγγιάζω : ∆οκιµάζω Εγκαινιάζω (Ital. Saggiare). Σοφίτα Αµπιτάντε (η): Κατοικήσιµη υποστεγή (Ven. Sofita abitante). Σοφράς (ο): Καναπές;;;;; Σοφριγάδα : Τηγανιτό (Ital. Soffriggere). Σοφρίτο (το): Τοπικό φαγητό µε τηγανισµένες φέτες κρέατος και σάλτσα µε τσιγαριστό κρεµµύδι (Ital. Soffritto=τηγανιτό). Σπαβεντάρω : Αιφνιδιάζω (Ital. Spaventare). Σπαβέντο (το) : Ξάφνισµα,ταραχή.(Ιταλ. Spaventare). Σπαγαδιέρης (ο): Ριψοκίνδυνος (Ital. Spericolato). Σπαγαδιές (οι): Επικίνδυνα καµώµατα. Σπακάδα (η): Χτυπητή παρουσία;;; Περιπαιχτική διάθεση;; (Ital. Spasso);;; Σπαλαβιέρης (ο): Ειδικό µυστρί σοβατζή (Ital. Spalletta =σενάζι παραθύρου). Σπαλέτα (η): Είδος εσάρπας (Ital. Spalla =ωµοπλάτη ). Σπαλέτο (το): Γείσο ανοίγµατος (Ven. Spalèta). Σπανιάρω : Κλωτσάω. Σπανιολέτα (η): Μεταλλικό περιστρεφόµενο στήριγµα παραθυρόφυλλου στηριγµένο στον τοίχο. (Ital. Spagholetta). Σπάος (ο): Σπάγγος . Σπαραβιέρος (ο): Η ξύλινη επίπεδη πλάκα που χρησιµοποιεί ο σοβατζής για να βάζει τη λάσπη (Ven. Sparavièr η Spalivièr). Σπαρανιάρω : Εξοικονοµώ (Ital. Sparagnare). Σπαράνιο (το): Στέρηση (βλ. Σπαρανιάρω). Σπάρµατσέτο (το): Είδος κεριού. Σπαρτίλας (ο): Τόπος γεµάτος µε σπάρτα. Σπάρτο (το): Είδος χόρτου µε µακριά και µυτερά φύλλα . Σπαρτσίνα (η): Σχοινί. Σπάσο (το): Περίπατος (Ital. Spasso). Σπάτσα(τα): Ξεπούληµα (Ital. Spaccio).(Παίρνω τα σπάτσα µου δηλ. φεύγω) Σπατσακαµίνος (ο): Καπνοδοχοκαθαριστής (Ital. Spazzacamino). Σπατσάρω : Ξεπουλώ και φεύγω. Σπέδισµα (το): Τρίκλισµα η Σκόνταψα η Σχοινί που έδεναν τα δύο πόδια του ζώου για να µην µπορεί να φύγει. Σπέζα (η): Προµήθειες φαγητού , ψώνια (Ital. Spessa). Σπεζάρω : Συντηρώ, ξοδεύω (Ital. Spesare = Συντηρώ). Σπέκιο (το): Ταµπλάς ξύλινης πόρτας (Ital. Specchio=Καθρέπτης ). Σπεντζαριόλα (η): Εργαλείο πλάνης ξυλουργού για την δηµιουργία αυλάκωσης στο ξύλο (Ven. Spontaròla). Σπέουλο (το): Ανάχωµα . (Ital. Spigolo). Σπέουλο (το): Ανάχωµα. Σπερλάδος (ο): Τρελαµένος-πειραγµένος στο µυαλό. Σπερνά (τα): Κόλλυβα του εσπερινού . Σπερνόζουµο (το): Ζουµί από κόλλυβα Σπερτσόζιτο : Βρισιά προς µία γυναίκα (Ital. Sperso = Χώρίς προσωπικότητα , σκόρπιος).

Page 92: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Σπέτζιο (το): Παρουσιαστικό (Ital. Specchio = Καθρέπτης). Σπετσαδούρα (η): «Σπάσιµο» γωνιάς ξύλινης κατασκευής (Ital. Spezzatura). Σπετσιό (το): Κάποιο είδος που το χρησιµοποιούµε για να περάσει η ώρα. Σπετσιέρης (ο): Φαρµακοποιός (Ital. Spezzieria = Φαρµακείο Σπετσερικό (το): Αρωµατικό φυτό για το φαγητό (Ital. Spezzie ). – Βοτανοπωλείο Σπήλιοι(οι): ;;;; Σπιανάδα (η): Το τµήµα της πλατείας µπροστά στο παλάτι (Ital. Spianare= Ισοπεδώνω . Spianata =Ισωπεδωµένη). Σπιάντζα (η): Ακτή , αµµουδιά (Ital. Spianggia). Σπίγγος (ο): Το πουλί σπίνος. Σπίγγος (ο): Ο Σπίνος, πουλί µε χονδρό κεφάλι και µύτη στο µέγεθος του χελιδονιού. Λαλεί τρίτος το πρωί όταν έχουν σηκωθεί όλα τα πουλιά Σπίγολο (το): Η γωνία ενός τοίχου ή ενός αντικειµένου (Ιταλ. Spigolo). Σπίγολο (το): Γωνία αντικειµένου (Ital. Spigolo). Σπιθουρί (το): Σπυράκι. Σπίλα (η): Γυναικεία διακοσµητική καρφίτσα (Ital. Spilla). Σπίν ντε πέσε (το): Τοποθέτηση τούβλου η ξύλινου πατώµατος «ψαροκόκαλο» (Ven. Spin de pesse) . Σπινέτο (το): Το µυτερό µουσάκι. Σπίρτο (το): Οινόπνευµα (Ital. Spirito). Σπιρτόζος (ο): Έξυπνος (Ital. Spiritozo =Πνευµατώδης). Σπιτάλι (το): Νοσοκοµείο (Ital. Ospetale). Σπιτιών (Ital. Meridiano = Μεσηµεριανός ). Σπίτσα (η): Μανία , Βιασύνη (Ital. Spiccio = Γρήγορος , Χωρίς ∆ιατυπώσεις). Σπιτσερικά (τα): Μπαχαρικά (Ital. (Spezie). Σπιτσεριό (το): Φαρµακείο (Ital. Spezieria = Σηµαίνει και βοτανοπωλείο). Σπίτσερος (ο): Μανιακός (βλ. Σπίτσα). Σπιτσίζει : Ταλαντεύεται. Σπιτσιφικάρω : ∆ηλώνω , Καθορίζω (Ital. Significare). Σπλενίζοµαι : Χάνω την ισορροπία µου . Σπλέντητος (ο): Ανοιχτοχέρης (Ital. Spendito). Σπλίθρα (η): Οπτόπλινθος . Σπλονίζω : Παραπατάω (βλ. σπλόνος). Σπλόνος (ο): Φυτό µε ναρκωτικές ιδιότητες. Σπολάτι(το): Συγχώρεση. Σπονδή (η): Ξίνισµα κρασιού. Σποντάδα η Σπονδή (η): Ξίνισε (Ital. Punta = Ξυνάδα , Prendere la punta : Έπιασε ξινάδα πχ. Το κρασί ). Σπόρκες (οι): Επικίνδυνες (Ital. Sporgente = Προεξέχουσες). Σπόρτο (το): Προεξοχή επίπλου (Ital. Sporto). Σπουρτζίνα (η): Μεγάλος θυµός (Ital. Spunzone = Χτυπήµατα µε αγκώνες Και γροθιές). Στάγκα (τα): Τα ξύλα του κάρου που έδεναν το άλογο. Σταγόνια (τα): ;; Στακοφίσι (το): Αποξηραµένος µπακαλιάρος που το είχαν τα καράβια για τα µακρινά ταξίδια . Μαγειρεύεται Μπιάνκο ∆ηλ. Με το ζουµί του και άσπρο πιπέρι ¨ήλθε στην Κέρκυρα επί Αγγλοκρατίας (Αγγλ. Stock Fish). Σταλίκι (το): Κυπαρισσόξυλο για σκεπή . Στάµπελε : Σταθερός , ακίνητος (Ital. Stampela = ∆εκανίκι

Page 93: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Σταµπένε (είναι): Εντάξει , εγκεκριµένο (Bene). Στάµπιλε (το): Η ακίνητη περιουσία (Ital. Stabile). Στάµπιλε (το): Ακίνητη ιδιοκτησία (Ital. Stabile). Σταµπίλια (η): Μακέτα ;;; (Ital. Stampiglia=Σφραγίδα). Σταµπιλίρω : Σφραγίζω , Οριστικοποιώ (Ital. Stambigliare). Στάµπο (το): Πατρόν (Ital. Stampo=φόρµα ). Στάνγκα (τα): Τα ξύλα που αναµεσά τους είναι το ζώο που σέρνει το κάρο. (Ital. Stanga =τιµόνι κάρου ). Στανγκέτα (η): Μικρή µπάρα πόρτας (Ital. Ven. Stangèta). Στανιάρισε : Σταµάτησε η ροή κάποιου υγρού που έτρεχε λιγο λίγο. Στάνκα (τα): Τα µακριά ξύλα του κάρου στα οποία έδεναν το άλογο (Ital. Stanga). Στάντα (η): ∆ιαίτα (Ital. Stento =Στέρηση). Σταντάδα (η): Στολισµένο µαντήλι για το κεφάλι των γυναικών . Στάντε : Επειδή , ένεκα ,λόγω του ότι (Ital. Stante). Στάτα (η): Οικονοµική κατάσταση (Ital. Stato = Κατάσταση πχ il mio stato economico). Στατέρι (το): Είδος ζυγαριάς. Σταφνισµένος (ο): Νοικοκυρεµένος. Σταχτοδευτέρα (η): Καθαρή ∆ευτέρα . Σταχτοπύρι (το): Σακουλάκι που έβαζαν ζεστή στάχτη και το δέναν γύρω από το λαιµό για το κρύωµα. Στέκα : Στάσου – Περίµενε. Στελίτας (ο): Νευρόπονος. Στεντάρω : Στερούµαι (βλ. Σταντα). Στεντάρωµαι : Ταράζοµαι. Στεφανίτες (οι): Ράτσα µανιταριών. Στιά (η): Φωτιά (Αρχ. Εστία). Στίβα (η): Σωρός από ελαιόκαρπο . Στιβαλέτο (το): Μποτίνι (Ital. Stivaletto). Στιβαλέτο (το): Γυναικεία κάλτσα µάλλινη και µακριά ως το γόνατο. Στιβάλι (το): Μπότα (Ital. Stivale). Στιβοδονές (οι): Σωροί από ελιές. Στίµα (η): Υπόληψη (Ital. Stima =εκτίµηση). Στιµαδόρος (ο): Εκτιµητής (Ital. Stimatore). Στιµάρω : Εκτιµώ της αξία πχ. ενός χωραφιού (Ital. Stimare). Στιµάρω : Σέβοµαι (Ital. Stimare ). Στιµόνι (το): Κουβάρι µε ψιλή µάλλινη κλωστή πλεξίµατος. Στοκάδα (η): Ορµή. Στοκάδο (το): Χτυπητό – π.χ. κουβέντες στοκάδες (Ital. Tocco). Στόκωνε : Έκλεινε .;; Στολέτα (η): Περσίδα (Ven. Stolèta). Στονάρω : Φαλτσάρω στο τραγούδι (Ital. Stonare). Στόρια (η): Ιστορία, αφήγηση. Στότιµο (είναι): Ετοιµοθάνατο. Στούα (η): Αποπνικτική ατµόσφαιρα. Στούγα (η): ∆ύσπνοια. Στουδιάρω : Παρουσιάζω τα πράγµατα όπως µε βολεύει (Ital. Studiare= Προσέχω τα λόγια µου). Στουκάρω : Στοκάρω (Ital. Stuccare). Στουκάρω: Στοκάρω (Ven .Stucàr – Ital. Stuccare).

Page 94: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Στούκος (ο): 1. Στόκος 2. Βλάκας (Ital. Stucco). Στούκος (ο): Στόκος (Ven. Stuco). Στουπάτες (οι): Κοµπρέσες (Ital. Stoppa ) Στουπέτσι (το): Βερνίκι για άσπρα παπούτσια.;;;;;; Στουπίρω : Μένω έκπληκτος (Ital. Stupire = Καταπλήσω). Στούφα (η): Άσχηµη µυρωδιά. (Ital. Stufa = Ξέπλυµα βαρελιού µε χόρτα για να φύγει η µυρωδιά.). Στουφάρω : Απεχθάνοµαι. (Ital. Stufare). Στούφος (ο): ∆υσφορία , απέχθεια (Ital. Stufo =Μπούχτισµα ). Στράιστο (το): Είδος ταγαριού – κρεµαστής τσάντας από τον ώµο για µεταφορά φαγητού η διαφόρων πραγµάτων . Στράιστο (το): Ταγάρι . Στρακέρντο (το): Στραβόξυλο- Κακόβουλος. Στράκος (ο): Κατάκοπος – Ράκος (Ital. Straccio). Στρακώνει : Όταν κατακάθεται το χώµα . Στραµπαλάδος (ο): Στραβόξυλο , παράξενος , ιδιότροπος (Ital. Strambo). Στραµπαλάδος (ο): Ιδιότροπος (Ital. Strampalato =Παράξενος). Στράνιος (ο): Παράξενος (Ital. Strano = Αλόκοτος). Στράντζο (το): Χονδροφτιαγµένο χαρτί περιτυλίγµατος (Straccio = Κουρέλι ). Στραπατσάρω : Καταστρέφω κάτι. Στραπάτσο (το): Μεγάλη ζηµιά (Ital. Strapazzo). Στραπουντί (το): Στρώµα (Ital. Strapunto). Στράτα (η): ∆ρόµος (Ital. Strada). Στρατόνα (η): Χωρίστρα µαλλιών. Στρατόνι (το): Μονοπάτι (βλ. στράτα). Στρατσί (το): Τσαλακωµένο ρούχο (Ital. Straziare). Στρατσόχαρτο (το): Μπακαλόχαρτο. Στρατώνια (τα): ∆ροµάκια. Στρεγκλεύω : Στραµπουλίζω (Ital. Stragolare ). Στρέει (µου) : Μου βγαίνει σε καλό . Στρέµπελος (ο): Άνθρωπος ανάποδος (Ital. Strambo= Στρεβλός ). Στρέπετο (το): Θόρυβος (Ital. Strepito). Στρέπιτο (το): Φασαρία (Ital. Strepito = Θόρυβος). Στρέτος (ο): Στενός (Ital. Stretto). Στρήνα (η): 1. Μπουναµάς 2. Είδος σκληρής πέτρας για το άναµµα της φωτιάς Στρίγγα (η): Πηχάκι και γενικά το «κορδόνι» στις κατασκευές (Ital. Stringa). Στριγγοπούλι (το): Ράτσα νυχτόβιου αρπακτικού. Στρίγκα (η): Λεπτή διακοσµητική λωρίδα ξύλου η σιδήρου (Ven. Strica Ital. Stringa=κορδόνι). Στριµανκίδι (το): Είδος σύκου για αποξήρανση. Στρίνα (η): Μποναµάς για τα κάλαντα. Στρίνα (η): Το φιλοδώρηµα στα παιδιά που λένε τα κάλαντα. Στρινάρι (το): Σκληρή πέτρα που όταν την χτυπήσεις µε κάτι σκληρό Στρινάτσα (η): Πετρώδες έδαφος. Στρινές (οι): Η περίοδος της αποκριάς. Στρίνκα (η): Επίµηκες πηχάκι που καλύπτει κενά στην κατασκευή επίπλων η άλλων κατασκευών (Ital. Stringa = Κορδόνι). Στρίνος (ο): Κοφτερή και σκληρή πέτρα που έβγαζε σπίθες όταν την χτυπούσαν. Στριντσέρω : Πιέζω (Ital. Stringere = Σφίγγω). Στριτσέλια (τα): Καβαλέτα µαραγκού.

Page 95: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Στριφίγγουλο (το): Μπερδεµένο – στριφογυριστό. Στριφουλίδα (η): Στροφή- στρίψιµο. Στρόµπος (ο): Σχοινί του κουπιού. Στρονίζω : ∆εν κάθοµαι ήσυχος – κάθοµαι νευρικά στην καρέκλα . Στρόντζος (ο): Ξεραµένο κόπρανο (Ital. Stronzo = Κόπρανο). Στρούδι (το): Στρείδι. Στρούδι (το): Μεταλλικό στήριγµα στροφείου στο κάτω µέρος σιδερένιας εξώπορτας (στρείδι). Στρούνος (ο): Το ψαρόνι αποδηµητικό πουλί (Latin. Strunus). Στρωνίζω : Στριφογυρίζω στο κρεββάτι. Στρωνίζω : Στριφογυρίζω ανήσυχα. Συδάυλιστρο (το): Εργαλείο του τζακιού για το ανακάτεµα του κάρβουνου. Σύθαµπα : Χαράµατα. Συκεριά (η): Συκιά. Συκοµαϊδα (η): Πίτα από σύκα µε αλκοόλ και µπαχαρικά. Συµπράγαλα (τα): ∆ιάφορα εργαλεία η αντικείµενα. Συναγώι (το): Εβραική συναγωγή. Συνάπι (το): Ήµερο λάχανο. Συνασκάλα (η): Συνοµήλικη. Συνδαυλίζω : Σκαλίζω τη φωτιά. Συνεµπήκε : Μπήκε στο µυαλό µου. Συντρέχω : Βάζω υποψηφιότητα . Συρµοί (οι): Επιδηµίες. Σύρτσιτο : Σύρε της το : Πήγαινέ της το. Σύσκαρος (ο): Όλος (Ο φράχτης έφυγε σύσκαρος). Σύσκαρος (ο): Όλος µαζί , µονοκόµµατος. Σύσκοτα (τα): Συσκότιση. Συφοριάζω : Καταστρέφω – προκαλώ συµφορά. Συφτάκω : Προλάβω . Σφαγιό (το): Πόνος -Σφάχτης . Σφαλάγγι (το): Μικρή αράχνη (Αρχ. φάλαγξ ). Σφαλαγγονιά (η): Φωλιά αράχνης (βλ. σφαλάγγι). Σφαλί (το): Αυτοσχέδιο πώµα µπουκαλιού. Σφαλιά (η): ∆ύσβατο µέρος µε πολλή βλάστηση. Σφάλισα : Έκλεισα ερµητικά το σπίτι. Σφατσέλο (το): Καταστροφή (Ital. Sfacelo= ∆ιάλυση, νέκρωση). Σφέζα (η): Ρωγµή (Ital. Spezzare =Σπάζω , θραύω). Σφίγλα (η): ∆ιακοσµητική καρφίτσα που στερέωναν οι γυναίκες την µπόλια.. Σφογγίζω: Καθαρίζω από κάτι υγρό (Σφογγίζω τον ίδρω µου). Σφογγολάµπα (η): Πετσέτα προσώπου. Σφοδόνα (η): Ο γύρος του αλωνιού. Σφοντήλι (το): Εργαλείο για την δηµιουργία µαλλινης κλωστής. Σφοντύλι (το): Εργαλείο για την κατεργασία του µαλλιού. Σφορδίνη (η): Το προφυλακτικό. Βλ. Σκουφέτο. Σφυρίδα (η): Εργαλείο του ελαιοτριβείου στρογγυλό και επίπεδο πλέγµα από χονδρές ίνες διαµέτρου 60 εκατοστών περίπου που λειτουργεί ως φίλτρο. Σχίζες (οι): Σχισµένα ξύλα για τη φωτιά. Σωκάρδι (το): Ρούχο της γυναικείας παραδοσιακής στολής Σαν την καµιζιόλα αλλά ανοιχτό στο πέτο. Σώρουχο (το): Εσώρουχο της παραδοσιακής γυναικείας στολής. Έφτανε µέχρι τα

Page 96: Κερκυραϊκό Λεξικό-

γόνατα και έδενε µε λουρίδες πάνινες. Σώχωρο (το): Ανοιχτός σκεπαστός χώρος στην είσοδο του σπιτιού .

Τ-Υ-Φ-Χ-Ψ-Ω

Τ Τ’αψήλου Κορώνα-Γράµµατα, τυχερό παιχνίδι που παίζουν την Πρωτοχρονιά στον δρόµο. Τα πάντα όλα : Τα πάντα. Τα’αψήλου : Κορώνα γράµµατα. Τα’φόντου : Χαµένο. (Ital. Fondo= βάθος) Ταβέρσα (η): Ποδιά. Ταβλάτσο (το): Εξέδρα ξύλινη (Ven. Tavolazzo). Ταβλί (το): Τραπεζάκι ξύλινο. Ταβλοµαστέλα (η): Η τάβλα που έβαζαν λοξά στο µαστέλο για να πλύνουν τα ρούχα. Ταβουλί (το): Τραπεζάκι (βλ. ταβουλοµέσαλο). Ταβουλί (το): Τραπεζάκι (Ven. Tavolin). Ταβουλοµέσαλο (το): Τραπεζοµάντιλο (Ital. Tavola =Τραπέζι) . Ταγαπιέρος (ο): «Πετράς» Μάστορας πέτρας , Λιθοξόος (Ven. Tagiàrpiero). Τάγγι (το): ∆οχείο για µεταφορά λαδιού (Μετάγγιση;;;;;). Ταγιαδέλα (η): Τα λαζάνια (Ital. Tagliatella). Ταγιαντίζω : Ανέχοµαι µια άσχηµη κατάσταση. Ταγιάρω : Κόβω. Τάγιο (το): Κόψιµο , κοπή (Ven. Tagio). Τάκος (ο): Ξύλινη σφήνα (Ital. Tacco). Τακουί η Τακουίνι (το): Πορτοφόλι . Τάλε Κουάλε : Έκφραση που σηµαίνει «το ίδιο πράγµα (Ital. Tale guale). Ταλιαδούρος (ο): Σύρτης πόρτας που ανεβοκατεβαίνει µαχαιρωτά (Ital. Tagliatore). Ταµπακαρθούνης (ο): αυτός που έχει µεγάλα ρουθούνια. Ταµπάρο (το): Βαρύ παλτό (Ital. Tabarro = Μπέρτα – Χλένη). Ταµπουρλής (ο): Τυµπανιστής (Ital. Tampuro). Ταµπουρλονιάκαρα (τα): Όργανα ορχήστρας (νιάκαρη = αυλός). Τανάγια (η): Τανάλια (Ven. Tanagia). Τανκουί (το): Το πουγγί. Τάντα (η): Αλεξάνδρα Χαϊδευτικό. Ταπέτο (το): Χαλί (Ital. Tapetto). Ταπέτου : Στα πεταχτά (Στοχεύοντας το πούλι στο κυνήγι). Τάρα (η): Απόβαρο , κατακάθι (Ital. Tara). Ταραγιάρω : Αφαιρώ το κατακάθι από το κρασί (βλ. Τάρα). Τάραµα (το): Σύγκρυο. Ταραντέλα Καριέρα (η): Ταχυδροµικό πλοιάριο (Ital. Tarantola Corriere). Ταραντέλα (η): Είδος ψαρόβαρκας που χρησιµοποιεί ένα ειδικό δίχτυ (Ital. Tarantola : Η Αράχνη Ταραντούλα – Προφανώς αναφέρεται στο δίχτυ της αράχνης. Ταρίφα (η): Απόδειξη (Ital. Tariffa). Ταρτσέβερη (η): Σάλα. Τάρδι η Τάρτυ: Αργά (Ital. Piu Tardi ).

Page 97: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Τασέλο (το): Άνοιγµα , θυρίδα (Ital. Tasselo =Κόψιµο καρπουζιού σε ένα σηµείο . Τάσκα (η): Σακίδιο ώµου (Ital. Tasca). Τάταλο (το): Χουρµάς . Τάτας (ο): Χαιδευτικά ο πατέρας (Ital. Tata). Ταυλάτσο (το): Πλατιά σανίδα ή σανίδες ενωµένες. Ταυλάτσο (το): Σανίδωµα. Ταυλοκούνια (πάει): Κουνιέται. Ταυλοµαστέλα (η): Σανίδα για το πλύσιµο των ρούχων. Ταφέτας η Σταφέτας (ο): Ταχυδρόµος. Ταφόντου : Κατά διαόλου , για πνίξιµο (Ital. Fondo =βυθός). Τέγκα (η): Το ψάρι Στείρα. Τελατινα (η) Γυαλιστερό δέρµα (Ital. Tela-tina = µουσαµάς). Τέλεια : Τελείως – εντελώς. Τέλεια : Τελείως. Τέλεια παραχώρηση (είσαι): Ανυπόφορος είσαι. Τελέρι (το): Πλαίσιο για τοποθέτηση τζαµιού (Ven.Telèr,Ital. Telaio=Σκελετός) Τελετάδος (ο): Ετοιµοθάνατος . Τέµπα (η): Κοιλιά . Τεµπίρω : Καταπραϊνω (Ital. Temperare). Τέµπο (το): Ρυθµός( Ital. Tempo). Τέµπολο (το): Λεπτό – Καµωµένο µε λεπτοµέρεια (Ital. Τemplo= Το τέµπλο της Εκκλησίας – και µεταφ. Ο Ναός της τέχνης). Τενέλο (το): Τραπεζαρία . Τενέντες (ο): Υπολοχαγος η Υποπλοίαρχος (Ital. Tenente). Όταν ο άνδρας Ρωτούσε τη γυναίκα του µε ανακριτικό ύφος αυτή έλεγε Ειρωνικά «Ήρθε για λεζάµινα ο τενέντες» ∆ηλαδή ήρθε για Εξέταση ο υπολοχαγός (Εξέταση – Esami – Esaminante= Eξεταστής Τεντάρω : Προσπαθώ πολύ. Τέπει : Σουρώνει. Τερακότα (η): Κεραµιδί χρώµα (Ital. Terracotta). Τερερέ : Κρύο. Τερεφός (ο): Ελαττωµατικός , πληµµελής. Τερίνα (η): Πήλινη πιατέλα (Ital. Terra=Γη). Τερµινάρω : Περατώνω – Φέρω εις πέρας (Ital. Terminare). Τέρµονας (ο): Οριακό σηµείο , τέλος αγρού (αρχ. Τέρµων). Τερτικό (το) : Κοφίνι φτιαγµένο από λυγαριές και Καλάµια , χρησίµευε και ως µονάδα Μέτρησης ( µάζεψε τέσσερα τερτίκα Ελιές ) Τερτσαδούρος (ο): Το σανίδωµα πάνω από εσωτερική σκάλα (Ital. Attrezzatura). Τέρτσο (το): Τρίτο – Και ως µουσικός όρος , η Τρίτη . Τέρτσο τήρο (µε έφερε) : Με στρίµωξε (Ital. Terzo Tiro = Η τρίτη και καθοριστική βολή στους αγώνες σκοποβολής). Τερτσοδούρος (ο): Το ξύλινο ταβάνι στην κορυφή µιας σκάλας. Τέρτσος (ο): Τρίτος (Ital. Terzo). Τέστα (η): Στάση (Ital. Testa = Και η στάση του κεφαλιού – Πόζα). Τεστιέρα (η): Το Κεφαλάρι του κρεββατιού (Ital. Testa). Τετάρτια (τα): Κοµµάτια (Τέταρτα). Τεταρτιάζοµαι : Κοµµατιάζοµαι (γίνοµαι τέταρτα). Τεταρτιάζω : Κοµµατιάζω (Χωρίζω σε τέταρτα). Τετέρισµα (το): Θροή. Τετράδη (η): Τετάρτη.

Page 98: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Τζά : Ήδη, Βέβαια (Ital. Gia). Τζαλέτι (το): Τηγανίτα από καλαµποκάλευρο . Τζαµάρα (η): Φλογέρα. Τζαρδίνι (το): Κηπάριο (Ven. Zardin-giardin,Ital. Giardino). Τζαρντίνος (ο): Κήπος µε λουλούδια (Ital. Gardino). Τζάρτζα η Σάλσα (η): Μάλλινη φούστα της παραδοσιακής γυναικείας στολής. Τζία (η): Θεία (Ital. Zia). Τζίνι (το): παιχνίδι,σκέρτσο,νάζι. Τζίνια (τα): Παιδική φασαρία (Ital. Ghigno=Καγχασµός). Τζίντζαλα (τα) Κοµµάτια. Τζίντζια (τα): Κολιέ για τη βασκανία (Ital. Cinghia=Λουράκι ). Τζιντζίλο (το): Στραµπούληγµα (Ital. Gingillo =Μεταφ. Συστρέφω, περιστρέφω). Τζίντζολα (η): Το ψάρι Γίλος. Τζίντζολα (η): Τζίτζυφο (Ital. Zizzola). Τζιογάτουλο (το): Υποχείριο ,παιχνίδι, ψεύτικο(Ital. Giocattolo). Τζιόγος (ο): Χαρτοπαιξία (Ital. Gioco). Τζίρος (ο): Εµπορική δραστηριότητα (Ital. Girare). Τζίτζιρας (ο): Τζιτζίκι. Τζιτζιφιόνγκος (ο): Φαντασµένος. Τζόβενο (το): Χαµίνι. Τζογάρω : Παίζω τυχερά παιχνίδια. Τζογάτουλο (το): Κάποιος που τον περιπαίζουν (Ιταλ. Giocattolo= Παιδικό παιχνίδι. Τζογιά (η): Παρτίδα. Τζόγια (η): Χαρά (Ital. Gioia). Τζόγος (ο): Τυχερό παιχνίδι. Τζορνάδα (η): Εφηµερίδα – « τόβαλε στη τζορνάδα» (Ital. Giornale). Τζουκαριέρα (η): Ζαχαριέρα (Ital. Zuccheriera). Τζουρνάδα (η): Μεροκάµατο. (Ιταλ. Giornata). Τζουστάρω : Παραβάλλω (Ital. Giustare). Τζούστο (το): Ακριβώς. Τζώρα (έγινε ) : Μέθυσε. Τηγανίτα (η): Λουκουµάς . Τηγανόψωµο (το): Τηγανισµένο ζυµάρι . Τήρο (το): Αλαζονεία (Ital. Tiro : Κατά µία έννοια η Κάκή και ανέντιµη Πράξη. Τιγανίτες (οι): Λουκουµάδες. Τίνα (η): Μεγάλο ξύλινο βαρέλι λαδιού (Ital. Tino =Κάδος για πάτηµα σταφυλιών). Τινέλο (το): Τραπεζαρία (Ital. Tinello). Τιόρι : Ορίστε – Τι ορίζετε. Τίρο (το) : Κόρδωµα,περηφάνεια. Τίρο (το): Ύφος ,φόρα, απόσταση βολής (Ital. Tiro = Ρουφιξιά τσιγάρου, τράβηγµα, βολή). Τισταδόρος (ο): ∆ιαθέτης (Ital. Testatore). Τίτολο (το): Τίτλος, αξίωµα (Ital. Titolo). Τίτολος (ο): Τιτλούχος επίτροπος (Ital. Titolare). Τίτουλο (το): Τίτλος (Ital. Titolo). Τοβάλια (η): Τραπεζοµάντιλο (Ital. Tovaglia). Τοβέρσα (η): Ρόµπα. Τογανιαρέοι (οι): Τελωνειακοί (Ital. Doganiere). Τόκα (η): Νηνεµία . Τοκάδος (ο): Τρελούτσικος «πειραγµένος» (Ital. Toccato).

Page 99: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Τοκάδος (ο): Καταπονηµένος, εξουθενωµένος (Ital. Toccato=Πειραγµένος). Τοκάρω : Χτυπώ, εξουθενώνω (Ital. Toccare). Τόκος (ο): Άγγιγµα (Ital. Tocco=άγγιγµα). Τόµου : Μόλις , Αφού. Τόµπα (η): Μαρµάρινο µνηµείο (Ital. Tomba=Τάφος). Τόµπολα (η): Κλήρωση λαχείων (Ital. Tombola). Τόντο (το): Σφαιρικό (Ital. Tondo). Τορκί η τορκός (το): Σιδερένια στεφάνη για βαρέλια η για τροχούς κάρου(Ital. Torco = στρίβω, συστρέφω). Τόρκολο (το): Ξύλινο στρογγυλό πιεστήριο για σταφύλια (Ital. Torcoliere= χειριστής παλαιού πιεστηρίου ). Τορκός (ο): Το σιδερένιο τσέρκι από τον τροχό του κάρου. Τορκός (ο): Μισοστρόγγυλο µαξιλαράκι για το πλέξιµο των µαλλιών των γυναικών.(βλ. Τορκί). Τορναλέτο (το): ∆ιαφανής κουρτίνα κρεβατιού για τα κουνούπια (Ital. Torno-letto). Τορνέσια (τα): Βενετσιάνικα χάλκινα κέρµατα . Τορνέτο (το): Σιδερένιο εξάρτηµα για το σχοινί των ζώων που µπορούσε να περιστρέφεται για να µην µπερδεύεται το σχοινί (Ital. Tornetto= περιστρεφόµενο). Τόρτσα (η): Μεγάλη λαµπάδα για τις λιτανείες στριφτή (Ital. Torcetto= Βάση λαµπάδας µε στριµµένα κεριά). Τορτσόνια η Τόρτσες (τα): Οι µεγάλες λαµπάδες που συνοδεύουν την εικόνα στην Λιτανεία. Τότενες : Τότε. Τοτόρος (ο): Γιατρός (Ιταλ. Dottore). Τότος (ο): Χαϊδευτικό του Θεόδωρος. Τότσο : Λίγο. (Ital. Tozzo – Per un tozzo di pane ). Του λόγου σου : Εσύ. (Μάλλον απρεπώς). Τουβάγια (η): Τραπεζοµάντιλο (Ital. Tovaglia). Τουβαέλι (το): Το τραπεζοµάντιλο. Τουγάνα (η): Τελωνείο (Ital. Dogane). Τούγιο (Με άλλο): Με άλλη δόση. Τουλουπώσου : τυλίξου. Τούµπα (µούρθε). Τάση για εµετό. Τούµπος (ο): 1.Σωλήνας 2. Το σωληνοειδές γυαλί της λάµπας πετρελαίου (Ital. Tubo). Τούρη (η): Πύργος (Ital. Torre). Τουρκί (το): Εργαλείο για το ψάρεµα της Αληθινής. Τουρκί (το): Σιδερένιο τσέρκι (Ital. Torcere). Τουρλίδα (η): Αρπακτικό πουλί . Τουρνελέτο (το): Παραβάν γύρω από κρεβάτι (Ital. Attorno al letto). Τούτο ούνο (έχουνε το ): Κοινή άποψη (Ital. Tutto uno). Τότσο η Τούτσιο : Πολύ µικρό (Ital. Tozzo). Τούφος (ο): Πορώδης βράχος ,Ψαµµίτης (Ital. Tufo). Τραβαγιέρης (ο): Εργολάβος , προσωπάρχης (Ital. Travaglio = Ταλαιπωρία, κόπος). Τραβάγιο (το): Μεροκάµατο σε κάποιο έργο (Ital. Travaglio =Βάσανο , κόπος ). Τραβάγιο (το): Κόπωση, δοκιµασία (Ital. Travaglio). Τραβενιέρω : Μεσολαβώ;; Τραβεντζάρω : Μεταγγίζω (Ital. Ατravasare). Τραβέντζο (το): Μετάγγιση (Ital. Travaso). Τραβέρσα (η): Εγκάρσιο δοκάρι (Ital. Traversa).

Page 100: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Τράβο (το): ∆οκάρι (Ven. Travo,Ital. Trave). Τράβο (το): Ξύλινο δοκάρι σκεπής (Ital. Trave). Τραγκέτο (το): Θαλάσσιο πέρασµα ανάµεσα σε δυο στεριές (Ital. Traghitto). Τρακαζήκα (η): Σάκα κυνηγού. Τράµιο (το): Ναυλωµένο φορτηγό. Τραµπαλάδος (ο): Ασταθής, ταλαντευόµενος (Ital. Tramballare). Τραµπούκι (το): Καταπακτή στο ταβάνι (Ven. Trabuchèto,Ital. Trabocchetto). Τραµπούκο (το): ∆ωροδοκία (Ital. Traboccare= Ξεχειλίζω ) Τρανσανζιόν(η): Συµβιβασµός (Ital. Transazione). Τράος (ο): Τράγος. Τραπέτσι (το): Πολύ ξινό. Τραπέτσι (το): Πολύ ξινό. Τρατάδα (η): Εν αναµονή (βλ. Τράτο ). Τραταµέντο (το): Κέρασµα (Ital. Trattamento). Τραταντσιόνος (ο): Ανάπτυξη θέµατος (Ital. Trattazzione). Τρατάρω : Κερνάω .(βλ. Τραταµέντο). Τράτο (το): Το διάστηµα , η απόσταση , το περιθώριο (Ital. Tratto). Τράφιγο (το): Εµπόριο (Ital. Traffico). Τράφος (ο): Χαντάκι , ξεροπόταµος (αναγρ. Τάφρος). Τραφούδι (το): Μικρό ποταµάκι. Τράχηλας (ο): Το πέτρινο χείλος του πηγαδιού. Τράχτα (η): Βρώµα. Τρεανκαρέλα (η): Άγκιστρο µε τρία αγκυρίδια για ειδικό ψάρεµα (Ital. Treancorella). Τρέγο (το): Τετράγωνο πανί πλοιαρίου. Τρέκουλα (η) Υπογραφή. Τρέσα (η): Μακρόστενη διακοσµητική κορδέλα για τα φορέµατα. Τρεσάρω : Τροχίζω. Τρεσέτε η τρισέτε (το): Είδος χαρτοπαίγνιου (Ital. Tressette). Τρεχούµενη (η):Τρέλα (µπα που να σε φαει Τρεχούµενη ). Τρήλιο (το): Παιχνίδι τράπουλας. Τριάγκωνο (το): Τριγωνική λίµα (Ital. Triancolare). Τριβέλι (το): Τρυπάνι ,αρίδα (Ital. Trivella). Τριβελίζω : Ζαλίζω κάποιον (Ital. Trivellare=Τρυπανίζω). Τρίβουλα (τα): Ψίχουλα. Τρίβουλο (το): Τρίµµα. Τρικάπνιστος (ο): Τρεχάτος. Τρικό (το): Ζακέτα. Τρικούκουδο (το): Πολύ άσχηµο. Τρίλιο (το) Παλιό παιχνίδι µε χαρτιά . Τριµόχολο(το) Ξαφνικός αέρας – Μικρός ανεµοστρόβιλος. Τριµπόνι (το): Είδος παλιού τουφεκιού µε χονδρή κάννη που έµοιαζε µε τροµπόνι (Ital. Trobbone). Τριοντάω : Μοσχοβολάω. Τριποσάκι (το): Ξεραµένο χόρτο που βγαίνει πολύ δύσκολα από τα ρούχα. Τρισέτε (το): Παιχνίδι τράπουλας.. Τρίτσα (η): Ψάθινο καπέλο (Ital. Trecia = πλεγµένο). Τριτσάνα (η): Ανατριχίλα. (ital. Arricciare) . Βλ. Αναρίτσια. Τριτσάνα (η): Τριήµερος πυρετός (Ital. Terza = Τρίτη). Τριτσέλι (το): Παλιό ξύλινο κρεβάτι µε καβαλέτα και τάβλες. Τριτσέλια (τα): Τρίποδα για πρόχειρο πάγκο µαστόρου και για πρόχειρο και φτηνό

Page 101: Κερκυραϊκό Λεξικό-

κρεββάτι. Τριτσέτο (το): Κοπίδα (Γεωργικό εργαλείο). Τριχιά (η): Σχοινί από σκληρές τρίχες . Τροβαδούρος (ο): Τραγουδιστής (Ital. Trovatore). Τρογύρου : Τριγύρω. Τρόκολο (το): Τµήµα παλαιού ελαιοτριβείου. Τροµπόνι (το) : Χονδρό Τουφέκι Εµπροσθογιοµή Τρόνκο (το): Μεγάλο κοµµάτι κορµού δένδρου (Ital. Tronco=Κορµός). Τρούπα τσίβικα (η): Είδος πολιτοφυλακής επί ενετικής περιόδου που την επάνδρωναν πολίτες (Ital. Truppa Civica = Σώµα Πολιτών). Τρουτσέτα (η): Μικρό κυρτό µαχαίρι για γεωργική χρήση. Τροφαδούρος (ο): Λαίµαργος, φαγάς. Τροχαλιά (η): Πέτρινο τοιχίο. Τρόχαλος (ο): Ξερολιθιά (Αρχ. Τροχαλός). Τροχήλι (το): Κυκλικό στηθαίο πηγαδιού . Τρυποκάρυδος (ο) Πολύ µικρό πουλί γκρίζο ,πετάει από θάµνο σε θάµνο και λαλεί πρώτος το πρωί. ( καµία σχέση µε τον γνωστό τρυποκάρυδο) Τσαβάτα (η): Χοντροπάπουτσο (Ital. Ciabatta). Τσαβάτες (οι): Παντόφλες. Τσαγιέτα (η): Υποδοχή πάνω στην οποία κλείνει η σπανιολέτα του παραθύρου. Τσαγκούλι (το) ∆οχείο νυκτός. Τσαγκούλι (το): Ουροδοχείο. Τσάκνο (το): Ξυραφάκι . Τσακούλι (το): ∆οχείο νυκτός. Τσακουράφα (η): Καρφοβελόνα. Τσαλαπουρδάω : Τσιλιµπουρδίζω. Τσαµπέλα (η): Ξερά σύκα περασµένα σε ένα χορταρένιο σχοινί Τσαντίλα (η): Το πανί που σουρώνανε το τυρί. Τσαντίλι (το): Λεπτό ύφασµα για το σούρωµα του τυριού. Τσάντος (ο): Αλέξανδρος Χαϊδευτικό. Τσαντσαµίνι (το): Γιασεµί (Ital. Gelsomino). Τσαπαδόρος (ο): Εργάτης γής (Ital. Zappatore =Σκαφτιάς). Τσάπια (η): Σχέδια. Τσαπόνι (το): Μεγάλο τσαπί γεωργού (Ital. Zappone). Τσαποστέλιαρο (το): Το στυλιάρι του τσαπιού. Τσαπουρίδια (τα): Μικρά σταφύλια. Τσαρδί (το): Κηπάριο (Ital. Giardino). Τσάρκα παράκα : Περίπου σαν κιαυτό (Ital. Circa Pari = Περίπου όµοιο). Τσαρκαδεύω : Ανασκαλίζω. Τσαρµπέλο (το): ∆ικό σου. Τσαρουχιά (η): Αγριολάχανο. Τσάτσα (η): Θεία . Τσάτσαρο (το): Χτένα. Τσατσίκι (το): Αγριολάχανο. Τσαφαράνα (η): Το φυτό Κρόκος . Τσαφατίνος (ο): Αδέξιος τεχνίτης. Τσάχαλο (το): Σκουπίδι. Τσεδέρω : Παραχωρώ – Εκχωρώ (Ital. Cedere). Τσεδούλα (η): Σηµείωµα.; Τσεκίνι (το): Ενέτικο χρυσό νόµισµα αξίας 22 Ενέτικων Lire κατά τα τελευταία

Page 102: Κερκυραϊκό Λεξικό-

χρόνια την Ενέτικης ∆ηµοκρατίας. Τσεκλιά (η): ∆ρασκελιά. Τσεκλιά (τα): Πόδια. Τσέλεβος (ο): Άσχηµη µυρωδιά. Τσελέστε (το): Γαλάζιο (Ital. Celeste). Τσελουδιά (η): Γυναικωνίτης εκκλησιάς (Ital. Gelosia = Γρίλια- περσίδα). Τσέντο Νιέντο(στο): Στο µεταίχµιο (Ital. Cento Niente = Εκατόν τίποτα). Τσεντούρι (το): Ζώνη . (Ital. Cintura ).Επίσης στα χωριά του Γύρου έτσι έλεγαν και το παλιόρουχο. Τσεντούρι (το): Παλιόρουχο. Τσεντούρια (τα) Κουρέλια. Τσέουλο (το): Βάση επίπλου. Τσεπιόµπο : Ωραίο. Τσεράδα (η): Το αδιάβροχο (Ital. Cera : Μεταφ. Ο λεπτός , ο ντελικάτος). Τσερασπανιά (η): Βουλοκέρι για σφραγίδες (Ital. Cera – Espania =Ισπανικό κερί ). Τσερβέλο (το): Μυαλό (Ital. Cervello). Τσερβέλο (το): Μυαλό (Ital. Cervelo). Τσεργούλι (το): Κουρέλι. Τσεργούλια (τα): Παλιόπανα. Τσερίνι (το): Κεράκι , φυτίλι καντηλιού (Ital. Cerino). Τσέρκι (το): Σιδερένιος κρίκος για στερέωση ( Ital. Cerchio). Τσερµπάλι (το): Μάλλινο σεντόνι. Τσερµπάλι (το): Μεγάλος µπόγος . Τσεροπούλι (το): Ένα µικρό πουλάκι. Τσέρος (ο): Ωχρός (Ital. Cero =Κερί). Τσέρουλα (η): Είδος ψαριού ;;;;. Τσερούνι (το): Το χερούλι του κουπιού. Τσέρτο : Βεβαίως (Ital. Certo). Τσέρτσολο (το): Κατακάθι – Απόβλητο (ως βρισιά ). Τσέτα (η): Συµµορία ( η λέξη µάλλον ήρθε στην Κέρκυρα από τους στρατιώτες που πολέµησαν στην µικρασιατική εκστρατεία η από τους προσφυγες της µικρασιατικής καταστροφής . Τσέτες ονοµάζονταν οι οµάδες των ατάκτων τούρκων και έγιναν γνωστοί για τις αγριότητές τους. Τσετάρω : ∆ωρίζω (Ital. Lecchettare=∆ωροδοκώ). Τσέτο (το): ∆ώρο (Ital. Lecchetto=∆ωροδόκηµα). Τσέτο (το): ∆ώρο, προσφορά (Ital. Getto = αποζηµίωση). Τσέφο (το): Υπεροπτικό ύφος;;;; Τσέφυλια (τα): Φλούδια. Τσίβιλι (το) : Γραφειοκρατία , άνθρωπος της εξουσίας (Ital. Civile=αστός). Τσιγαριόλι (το): Αγριόχορτα τσιγαρισµένα , πικάντικα και βρασµένα µε ντοµάτα. Τσιγκρί (το): Πειραχτήρι. Τσιγκρίζω : Πειράζω, ενοχλώ. Τσίγκρωσα : Πάγωσαν τα δάκτυλά µου από το κρύο. Τσιγλί (το): Το πειραχτήρι Τσικαντάς η Ροϊ (ο): ∆οχείο λαδιού. Τσικαντί (το): Ντυµένος στην εντέλεια ( Chic = Κοµψότης). Τσίκι (στο): Ακριβώς (Chik βλ. τσικαντί). Τσιλιµπούρδισµα (το): Ερωτική αταξία. Τσιλιχούρδι (το): Σούπα µε εντόσθια και ποδαράκια αρνιού . Τσίµα Πίλα . ¨Ακρη-άκρη. (Ιταλ. Cima- Ακρη Και pila δοχείο η στήλη (προφανώς η

Page 103: Κερκυραϊκό Λεξικό-

έκφραση αυτή αφορά το οριακό γέµισµα του δοχείου ). Τσίµα (η): Άκρη, χείλος, κορυφή (Ital. Cima). Τσιµάρω : Κλαδεύω τις κορυφές των δένδρων η τις άκρες των µαλλιών. Τσιµπίµπο (το): Η σταφίδα σουλτανίνα (Ital. Zibibbo). Τσιµπούνι (το): Κοντοµάνικο γιλέκο της παραδοσιακής γυναικείας στολής. Τσιµπράγκαλα (τα): Οικοσκευή ,τα πράγµατα µου. Τσινάει : Κλωτσάει. Τσινάρι (το) Τσούφα από καπνόφυλλα. Τσίνκλα (η): Λουρί γαιδάρου. Τσιντιλόµα (η): Λεπτεπίλεπτη, ψηλοµύτα (Ital.Genti donna). Τσιντίλω (η): Η πολύ λεπτή γυναίκα . Τσιντίµετρο (το): Σταγονόµετρο (Ital. Centimetri). Τσιντό (το) Μικρό η κοντό ??? Τσίντο (το): Ζωνάρι µέσης (Ital. Cinto). Τσίντσαλο η Βίσαλο (το): Κοµµατάκι σπασµενου πιάτου η κεραµικού. Τσιούκουσου : Ενεφανίσθη. Τσιπούνι (το): Γυναικείο ένδυµα γύρω από τη µέση που δένοταν µε κορδόνια. Τσιριτζάντζουλες (οι): Περιπλεγµένα και ανούσια λόγια. Τσίρκα : Περίπου (Ital. Circa). Τσίρκολο (το): Συµµορία , οµάδα, καραβάνι (Ital. Circolo = Κύκλος). Τσιρλιό (το): Ευκοιλιότητα. Τσιστέρνα (η): Στέρνα , δεξαµενή νερού (Ital. Cisterna). Τσίτα : Φουσκωµένος. Τσιταντέλα (η): Ακρόπολη (Ital. Cittadella). Τσίτισα : Τρύπησα κάτι µε αιχµηρό µαχαίρι. Τσιτισιά (η): Τσίµπιµα , καρφωµα , µαχαιριά. Τσίτο : Μάλωµα γάτας (Ital. Zitto = Σιωπή!!). Τσιτσιµπύρα (η): Ένα τοπικό αναψυκτικό που ήλθε στην Κέρκυρα επί Αγγλοκρατίας και έχει ως βάση την ρίζα του φυτού Τζίντζερ. Τσίτσιρας (ο): Το τζιτζίκι. Τσιφίζει : ∆ροσίζει. Τσόγκα (η): Πλοίο µε ψαθωτά πανιά. Τσόκολο (το) Το κοτσάνι του καλαµποκιού. Τσόκολο (το): Τελευταίος , Ουραγός. Τσόκολο (το): Σοβατεπί (Ven. Zòkolo). Τσόκος (ο): Ξύλινη η πήλινη βάση κατασκευής η ξύλινος τάκος (Ven.zòko). Τσόλι (το): Σακί ελαιοτριβείου. Τσολόχι (το) Κουρέλι, παλιόρουχο. Τσόµπρα (η): Σιδερένιος λοστός για το άνοιγµα τρύπας στο χώµα. Τσόντα (η): Προσθήκη (Ven. Zonta). Τσόρτσο µι τσόρτσο : Παιδικό παιχνίδι µε τα παπούτσια (Ital. Zoccoio = Ξυλοπάπουτσο). Τσούκα (η) : Παρατυπία,Ζηµιά,γκάφα. Τσουκαλοµούτρα (η): Πολύ µελαχρινή- υποτιµητικά. Τσουκανάω : Χτυπάω. Τσουκαρίνι (το): Ποικιλία µικρόσωµου πολύ γλυκού και ζουµερού αχλαδιού (Ital. Zucchero = Ζάχαρη). Τσούκαρο (το): Ζάχαρη (Ital. Zucchero). Τσουκνί (το ): Μάλλινο ύφασµα. Τσούκνινο (το): Μάλλινο.

Page 104: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Τσούκος (ο): Βλάκας , ηλίθιος (Ital. Giucco). Τσουλάυτης (ο): Αυτός που έχει πεταχτά αυτιά. Τσουλοκώλι (το): Με προτεταµένα τα οπίσθια. Τσουλοµύτης (ο): Περήφανος µε ανασηκωµένη τη µύτη. Τσουλουκάνια (η): Γερακοειδές που πετάει ψηλά και λένε ότι όταν κράζει έρχεται κακοκαιρία Τσουλωµένος (ο): Έτοιµος για καυγά. Τσουλώνω : Θυµώνω , πεισµατώνω. Τσουµπλέκια (τα): Πράγµατα. Τσουντί (το): Προεξοχή. Τσούπι (το): Οι δύο πλευρές του σπιτιού που σχηµατίζουν το αέτωµα. Τσουράπια (τα): Σχισµένα παλιόρουχα. Τσουράπια (τα): Χονδρές κάλτσες. Τσουράπω (η): Η ανυπόληπτη γυναίκα. Τσουρδί (το): Η προκλητική γυναίκα. Τσούτσα (η): Πιπίλα (Ital. Succhia). Τσουτσούδι (το): Λεπτό κλαρί – ξυλαράκι. Τσουτσούδια (τα): Ξυλαράκια για προσάναµα. Τσουτσουµίδα (η): Μαντήλι κεφαλιού που φορούσαν οι αρραβωνιασµένες στολισµένο µε λουλούδια. Τσουτσούρι (το): Καταµεσήµερο. Τσώπα : Σώπα. Τσωφέλειας : Χρήσιµο , Αξίας. Υ Υπέργα (τα): Σύνορα. Υπούντο : Ακριβώς (Ital. In Punto). Υψώµατα (τα): Μετα από γιορτή στο σπίτι του εορτάζοντα ο παπάς υψώνει το «ύψωµο» (σπερνά ) και κάνει τη σχετική ευχή. Υψώµατα (τα): Επισκέψεις Φ. Φαβορεβόλε : Ευνοϊκό (Ital. Favorevole). Φάλα (η): Σχισµή, πληγή, κόψιµο (Ital. Falla). Φαλάρω : Πλανώµαι (Ital. Fallare). Φαλίδος (ο): Χρεοκοπηµένος (Ital. Fallito). Φαλιµέντο (το): Χρεοκοπία (Ital. Fallimento). Φάλος (περ) : Κατά λάθος (Ital. Per Fallo). Φάλτσα (η): ∆ρεπάνι (Ital. Falce).

Page 105: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Φαλτσαρχόντζα (η) Ψευτοαρχόντισσα. Φάλτσος (ο): Ψεύτικος, πλαστος (Ital. Falso). Φαλτσοτίνη (η): Ψεύτικο στολίδι. Φαλωτό (το): Οτιδήποτε µε χονδρό κοτσάνι (σαν φαλλός) . Φαµόζος (ο): ∆ιάσηµος.(Ital. Famoso). Φάµπρικα (η): Έχω µαστορέµατα στο σπίτι(Ital. Fabbrica=Οικοδοµικές Εργασίες). Φαµπρικάρω : Χτίζω . (Ital. Fabbricare ). Φανέστρα (η): Παράθυρο (Ital. Finestra). Φαντζέτα (η): Ταινία µε περίτεχνα σχέδια. Φάνφα (η): Επίδειξη (Ital. Fanfara = Σάλπισµα). Φαουλάρικα (τα): Φαγώσιµα . Φάουσα (η): Γάγγραινα. Φαραώνα (η): Φραγκόκοτα (Ital. Faraona). Φάρι Τσίβιλι (το): Ο πολιτικός κόσµος και η ανώτερη δηµοσιουπαλληλία. (Ιταλ. Fare Civile).. Φαρµακούλι (το): Ένα βότανο. Φαρµανάω : Παίζω . Φαρµάνια (τα): Παιχνιδίσµατα. Φαροµανάω η Φαρµανάω : Παίζω η µαλακίζοµαι . Φάσα (η): Λωρίδα υφάσµατος (Ital. Fascia). Φάσα (η): ∆ιακοσµητική ταινία κατασκευής (Ital. Fascia). Φασίνες (οι): Προσανάµατα. Φασκιές (η): Λωρίδες υφάσµατος µε τις οποίες τύλιγαν σφιχτά τα νεογέννητα για να ισιώσουν τα κόκαλα τους (βλ. Φάσα ). Φαστίδιο (το): ∆ύσπνοια (Ital. Fastidio =Σκοτούρα, ναυτία, αηδία). Φατέρνα (η): Υπόκοσµος. Φατούρα (η): Εργασία µε πληρωµή στο τέλος του έργου (Ital. Fattura = κατασκευή). Φατσάδα (η): Η πρόσοψη (Ital. Facciata). Φατσάδα (η): Πρόσοψη (Ital. Facciata). Φατσιέτο (το): Μορφασµός , Κάµωµα (Ital. Facceta). Φάωµα : Το σίδερο του χαλιναριού που Έµπαινε στο στόµα του αλόγου Φέδε κοµέσο (το): Απολαβή τόκου από κεφάλαιο (Ital. Fede commesso = Πίστη - υπάλληλος ). Φελάει (δεν): ∆εν είναι αξίας , ∆εν αξίζει σαν Άνθρωπος. Φελάει (δεν): Ωφελεί, αξίζει, δεν είναι ωραίο. Φέλεθρο (το): Έγγραφη πράξη (Παληκαριάτικο). Φελί (το): Κοµµάτι. Φελούκα (η): Τροµερή. Φελούκα (η): Είδος βάρκας (Ital. Feluca). Φελτζάδα (η): Είδος µάλλινης κουβέρτας (Ital. Felzata). Φελτζάρω : Καταχωρώ;;;; Φέµινο (το): Θηλυκό (Ital. Femino). Φέρµα (η): Σύλληψη , Κλείσιµο (Ital. Fermare και Μπούκα φέρµα Τραγουδώντας µε κλειστό στόµα την µελωδία (Bocca Ferma). Φερµάρω : Υπογράφω , Οριστικοποιώ (Ital. Firmare). Φέρµο (το): Σταθερό-Ντούρο-Ακίνητο. (Ιταλ. Fermo ). Φέρσες (οι): Κοµµάτια. Φερτζάδα (η): Χονδρή µαλλινη κουβέρτα (Ital. Felzata). Φεστάρω η Ριφεστάρω : Ασκώ βία , Εκτοξεύω κάτι (Ital. Riffa – Riffestare). Φέστες (οι): Γιορτές (Ital. Festa).

Page 106: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Φεστίνι (το): Γιορτούλα , χοροεσπερίδα (Ital. Festa). Φιάκα (η): Κόπωση (Ital. Fiacca). Φιάκα : Οπίσθια;;;;; Φιάνκο (το): Πλευρό (Ital. Fianco). Φιάο (το): Ανάσα (Ital. Fiato). Φιάσκο;; (το): Πλάι (Ital. Fianco). Φιάω : Φρέσκο αεράκι;;; Φιδόντεµα (το): Το δέρµα του φιδιού όταν το αλλάζει. Φιέρα (η): Εµποροπανήγυρις (Ital. Fiera). Φιέρες (οι): ∆ιακοπές (Ital. Fiera = Πανυγύρι ). Φικαρόνι (το): ∆ακτυλίδι µε πέτρα (Ital. Ficcare = Μπήγω). Φιλάνια (η): Κεντρικό δοκάρι στο οποίο ακουµπούν τα εγκάρσια στη σειρά (Ital. Fila =Σειρά). Φιλέτα (η): Ανδρικό χτένισµα (Ital. Filetto = Ροή ). Φιλιστόκα (η): Έγγραφο µεγάλου µεγέθους – πιθανώς για τοιχοκόλληση. Φιλιτσέτα (η): Ράβω γρήγορα και πρόχειρα (Ital. Filo = Κλωστή). Φίλτρο (το): Συνδεδεµένα στη σειρά;;; Φίλτσιο η Φίλτσα (το): Έγγραφα συναφή για κάποιο θέµα –σαν φάκελος –που φυλάγονταν στα αρχεία της Βενετίας. Φινίδος (ο): Τελειωµένος (Ital. Finito). Φινίρω : Ολοκληρώνω (Ital. Finire). Φινίρω : Τελειώνω (Ital. Finire). Φίνος (ο): Λεπτός Τέλειος (Ital. Fino). Φίντα (η): Ξύλινη κινητή προσθήκη πόρτας η παραθύρου κυρίως σε ισόγεια (Ital. Finta =Ψεύτικη). Φιντζερίνι (το): Πολύ µικρό γκρι πουλάκι Φιντινέλι (το): Λεπτό ύφασµα. Φίντο (το): Κέντηµα (Ital. Finto = ψεύτικο). Φιοράδος (ο): Λουλουδάτος (Ital. Fiore). Φιορεντέινος (ο): Φλωρεντίνος (Ital. Fiorentino). Φιορέντζα (η): Λεπτό µεταξωτό ύφασµα.(Ital. Fiorenza). Φιορεντίνα (η): Λάµπα πετρελαίου – λαδιού (Ital. Fiorentina). Φιόρι (το): Λουλούδι (Ital. Fiore). Φιόρι (το): ∆ιακοσµητικό σκαλιστό σε ξύλινες κατασκευές (Ital. Fiore). Φιόρια (τα ): Λουλούδια. Φιρφιρίκι (το): Λεπτό ύφασµα. Φισούνι (το): ∆υνατός αέρας. Φίτα λαµπάντα : Έκφραση που σηµαίνει : « Τελείωσαν όλα». Μάλλον Προέρχεται από το Finito Lampanta = Τελείωσε το καντήλι. Φίτσιο (το): Θέση στην ιεραρχία (Ital. Ufficio). Φλάµπουρο (το): Μεγάλο λάβαρο της εκκλησίας. Φλάουνα (η): Ζυµωτό πλακέ ψωµί –σαν Λαγάνα- που έφτιαχναν την Καθαρή ∆ευτέρα στην Λευκίµµη. Φλάουνα (η): Αλευρόπιτα (Αγγλ. Flayr). Φλάρης (ο): Καθολικός παπάς;;; Φλάσκα (η): Κολοκύθα άδεια που χρησίµευε για δοχείο. Φλέρονας (ο): Κίτρινο πουλί του καλοκαιριού που τρώει σύκα. Φλεσκούνι (το): Άγριο φυτό-βότανο. Φλεστρί (το): Άχυρο . Φλέστρο (το): Άχυρο κούφιο σαν καλαµάκι-το χρησιµοποιούσαν και σαν τι

Page 107: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Φλέτζα (η): Φλούδα (Ital. Flangia). Ίσως και η φλάντζα της µηχανής;;;; Φλιάσµα (το): Κλωνάρι για µπόλιασµα δένδρου.Κεντρωµάδες (οι): Μπολιασµένες άγριες ελιές. Φλιάσµα (το): Κλαδί για Μπόλιασµα δένδρου. Φλίκουνο η Φλίκουρο (το): Φλούδι από καλαµπόκι . Μεταφ. Κάτι πολύ ελαφρύ. Φλιµένο (το): Το κακόµοιρο. Φλοέτα (η) : Βιολέτα. Φλορέντζα (η): Γρίπη (Ital. Influenza). Φλουσκουνόρακι (η): Το λικέρ Μέντας. Φλούτακας (ο): Φουσκάλα δέρµατος . Φλωρέντζα (η): Γρίπη.(Ιταλ. Influenza). Φογάτσα (η): Είδος τσουρεκιού (Ital. Focaccia =Είδος πίτας – µπουγάτσας). Φογάτσα (η): Είδος τσουρεκιού (Ital. Focaccia = Είδος µπουγάτσας). Φογιέτα (η): Λωρίδες ξύλου γύρω από τους ταµπλάδες της πόρτας (Ven. Fogièta=Μικρό φύλο). Φοδράδο (το): Ξύλο εσωτερικά επενδυµένο µε καπλαµά (Ven. Fodrà). Φόκο (το): Φωτιά (Ital. Fuoco). Φόκο σαν αντώνιο (το): Έρπις ζωστήρας ( Ital. Fuoco di San Antonio = Σαν τη φωτιά που έκαψε τον Άγιο Αντώνιο). Φόλκα (τα): Τα εσωτερικά πλαινά του καικιού. Φονταµέντο (το): Βάση , Θεµέλιο (Ital. Fontamento). Φόντε (το): Το έδαφος ;;; Φόρα Κολόµπα (ταπήρε): Τα πήρε παραµάζωµα. Φορναµέντο (το): Αξεσουάρ (Ital. Fornimento = Εξοπλισµός). Φόρσε : Ίσως (Ital. Forse). Φόρσι : Μήπως ( και γίνει κάτι ). (Ιtal. Forse). Φόρτικας (ο): Γάϊδαρος. Φορτικό (το): Γαιδούρι. Φόρτσα (η): ∆ύναµη .(Ital. Forza). Φόρτσα δυνατούρα : Πάσει ∆υνάµει. Φορτσάτος (ο): Βιαστικός και αποφασισµένος έρχεται. Φορτύκι (το): Γάιδαρος. Φόρτωµα (το): Γαίδαρος. Φόσα (η): Τάφρος (Ital. Fossa). Φουγάρος (ο): Καµινάδα. Φουγιάζω : Φωνάζω. Φούγιες (οι): Εξάψεις . Φουγίνα (η): Γείσο επίπλου. Φούγος (ο): Καπνοδόχος (Ven. Fogo=Φωτιά). Φουλτάγια (η): Οµελέτα Φουλτακίδα η φλουτακίδα (η):Φουσκάλα. Φουµάδα (η): Έξαψη (Ital. Fumata = κάπνισµα). Φουµάδες (οι): Εξάψεις Φουµάρω : Καπνίζω (Ital. Fumare). Φουµέντο (το): Θεραπεία µε εισπνοή ατµών. Φούµο (το): Καπνός (Ital. Fumo). Φούµπια (η): 1. Μεταλλική υποδοχή στήριξης των παντζουριών σαν θηλιά που στερεώνονταν στις λίθινες παραστάδες µε λειωµένο µολύβι πριν βέβαια τοποθετηθούν οι πλαινές πέτρες . 2. Αγκράφα ζώνης παντελονιού.(Ven. Fiuba). Φουνταδόρος (ο): Ξύλινο υποστύλωµα (Ven. Fondaòr).

Page 108: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Φουντάκι (το): Κατακάθι του καφέ (Ital. Fondo = βυθός). Φούντι (το): Πυθµένας ( βλ. άνω ). Φουντροκόντι (το): Μεγάλο ξύλο . Φούντωµα (το): Υπόβαθρο σκεπής (Ital. Fondo =υπόβαθρο). Φουρέντες (ο): Παθιασµένος (Ital. Furente = µαινόµενος). Φούρια (η): Γρήγορα (Ital. Furia = Ορµή ,Οργή , Φρενίτιδα). Φουριόζος (ο): Βιαστικός . Φούρκα (η): Κρεµάλα . Φουρκάτα (η): ∆ιχάλα (Ital. Forca). Φουρκατέλα (η): Φουρκέτα για τα µαλιά.(Ital. Forcattella). Φουρκί (το): ∆ιχάλα. Φουρλαµέντο (το): Εργαλείο σαγµατοποιού . Φουρλοροκετίδι (το): Στριφογύρισµα ροκέτου στο χορό (Ital. Frullio =στριφογύρισµα). Φουρµαλιτά(η): Ύπνος.;; Φούρνελας (ο): Αγριολάχανο. Φουρνέλο (το): Φούρνος Ital. Fornello). Φουρνίδος (ο): Πλήρης (Ital. Fornito =προµηθευτής). Φουρνόκολη (η): Περιπαιχτικά ή χονδρή. Φουρνοκόντη (το): Εργαλείο του φούρνου Φουρνοκόντι (το): Κοντάρι µε πανί στην άκρη για το καθάρισµα του φούρνου. Φουρούσι (το): . Λίθινη η µεταλλική η ξύλινη προεξοχή σε τοίχο που υποστήριζε κάτι άλλο . Φουρτουνάτος (ο): Τυχερός (Ital. Fortuna). Φούρφουρα : Προσανάµατα. Φούρφουρο (το): Ελαφρύ. Φουσάτο (το): Στράτευµα (Latin. Fossatum = Στρατόπεδο). Φούστουλα (η): Φουσκάλα. Φραγκιάτο (το): Πέτρινο Οχύρωµα . Φραζέτες (οι): ∆αντέλες , Κρόσια.(βλ. Φραντζέτα). Φρακατσάνας (ο): Μία ράτσα σύκου. Φρακατσάνος (ο): Ράτσα σύκου. Φρανκάροµαι : Εκπλήσσοµαι (Ital. Francare= απολύωµαι, απαλλάσωµαι). Φραντζέτα (η): Τα µαλλιά που πέφτουν στο µέτωπο (Ital. Frangia). Φρεγκιάτα (η): Σκέπαστρο Φρεγκιάτα (η): Σκέπαστρο. Φρεζάρω : Στρώνω. Φρεζάρω : Κόβω . Φρέζο (το): Ουλή.(Ital. Fresa).;;; Φρεζόνια (τα): Εξαρτήµατα σαµάρας για την µεταφορά χόρτου. Φρεσκαµέντο (το): ∆ροσιστικό , Αναψυκτικό.(Ital. Frescamente). Φρεσκέζα (η): ∆ροσιά (Ital. Frescezza). Φρεσκέρα (η) : Ντουλάπι µε προστατευτικό δίχτυ για να διατηρηθούν δροσερά τα τρόφιµα Φρεσκέρα (η): Μάλλον ο δίσκος σερβιρίσµατος.;; Φρέσκο (το): ∆ροσιά. (Ital. Fresco). Φριγάδα (η): Φρεγάτα. Φρίντζι (το): Κλύσµα ;;;;; Φρόκαλα (τα): Σκουπίδια . Φροκάλι (το): Σκούπα .

Page 109: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Φροκαλίζω , Φροκαλώ : Σκουπίζω . ( Κατά µία εκδοχή προέρχεται από το αρχαιοελληνικό Καλλωπίζω- Φιλοκαλώ). Φρόλο (το): Σαθρό-µπόσικο.∆εν µπορώ : Είµαι άρρωστος. Φρόντε (το): Το κούτελο ( Ιταλ. Fronte). Φροντίνι (το): Ο γείσος του πηλικίου (Ital. Fronte). Φρουµάρει : Ρουθουνίζει . Φρουστάδα (η): Πόρνη (Ital. Frustata = µαστιγωµένη). Φρουταλιό (το) : Το µανάβικο. Φρουταριόλος (ο): Μανάβης (Ital. Fruttaiolo). Φρούτο (το): Εισόδηµα ( Ital. Fruttare = Αποδίδω , Αποφέρω – επι κέρδους , τόκου κλπ.). Φροχείλι (το): Το στηθαίο του πηγαδιού . Φρυάς (το): Το άκρο από όπου βγαίνει µε πίεση το νερό και χτυπάει τη φτερωτή του νερόµυλου (Μάλλον προέρχεται από το Αρχαιοελληνικό Φρέαρ). Φρυγµένο (το): Ξερό . Φταρσιό (το): Φτάρνισµα. Φτενός (ο): Λεπτός σε πάχος. Φτού και να τσου νάειναι : Ευχή για να φύγει το κακό. Φυλλολόη (το): Κίτρινο µικρό πουλί που πηγαίνει στις καρυδιές. Φυλλοφάνεστρο (το): Παντζούρι. Φυτήλι (στο): Ακαριαία. Φυτήλια (τα): Κοµµάτια. Φώλι , Άποφώλι , Αυγοφόλι : Πέτρα σε σχήµα αυγού που έβαζαν στη φωλιά της κότας για να την ξεγελάσουν και να γεννήσει εκεί . Φωτερά (τα): Φώτα. Φωτερό (το): Φανάρι. Φώτουλο (το): Ασφόδελος. Χ Χαβαλές (µούγινε) : Μου έγινε βάρος . Χαβάνι (το): Ψιλοκοµµένος καπνός. Χαβρικό (το): Σιδηρουργείο. Χάβρος (ο): Σιδηρουργός.(Ital. Fabbro);; Χαβώθηκα : Λαγοκοιµήθηκα. Χαζίρι (το): Τα έχεις όλα έτοιµα. Χαιδόκωλος (ο): Είδος σύκου . Χαιδονιά (η): Χαιδεµένη. Χάϊντε : Πήγαινε. Χαλατζής (ο): Γανωµατής (Καλατζής). Χαλεύω : Ψάχνω- ζητάω. Χαλεύω Ψάχνω. Χαλεύω : Ψάχνω. Χαλιβάνι (το): Κόπάδι πουλιών. Χαλικοτσούκι (το): Χάλκινο µικρό καζάνι Χαλικοτσούκια (τα): Τα χάλκινα σκεύη της κουζίνας.

Page 110: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Χαµοκίχλι (το): Ράτσα µικρόσωµης τσίχλας.(βλ. Κίχλα). Χαµόκουτος (ο): Αγαθιάρης – Καλοκάγαθος. Χάµουρας (ο): Τυφλοπόντικας. Χαµπαρίµ τσουνίµ:∆εν καταλαβαίνω –∆εν δίνω σηµασία.; Χαµπλά : Χαµηλά. Χαµπλοφτεριασµένη (η): Καταβεβληµένη. Χαµώι (το): Ισόγειο. Χαντάκοµα (το): Χαλασιά. Χαντακωµός (ο): Κατεστραµµένος . Χαντακώνω : Καταστρέφω . Χαραµαντάνα (η): Μεγαλόσωµη και κακοσουλούπωτη Γυναίκα. Χαραµέρι (το): Χαράµατα. Χαραµήδες (οι): Ληστές. Χαραµός (ο): Βαθειά τρύπα στο βουνό. Χαραµπόρι (το): ∆ιάπλατα ανοιχτό. Χαρές (οι): Οι γάµοι και γενικά τα ευχαριστα γεγονότα µιας οικογένειας. Χάρµουρας (ο): Τυφλοπόντικας. Χαροκόπος (ο): Γλεντζές. Χαρτουλίνα (η): Χαρτοσακούλα. Χαρχαλιάζω : ∆οκιµάζω. Χασκούρα (η): Χασµουρητό. Χαχόλος (ο): Κακοπροαίρετος – Φασαριόζος. Χειλιδρόνα (η): Εξάρτηµα του νερόµυλου-Σανίδα σε ρόλο δονητή. Χειµωνικό (το): Καρπούζι. Χειρόκτια (τα) : Γάντια.. Χελόνια (η): Αρρώστια του λαιµού. Χελώνα (η): ∆ιακοσµητική καρφίτσα Χερικό (το): Σεφτές. Χερκωλιά (η): Χαστούκι στα πισινά. Χεροστόµι (το): Άνοιγµα δεξαµενής η πηγαδιού. Χηρολάµπα (η) : Μεγάλη αράχνη. Χιλινδρονιά (η): Αγράµπελη (άγριο αναριχητικό φυτό). Χιµονικό (το): Καρπούζι. Χίστος (ο): Χλαλοή (η): Θόρυβος από οµιλίες. Χλόµπαρης (ο): Ζαβολιάρης. Χλούµπα : Το λυκόφως η το λυκαυγές. Χοιροσφαές (οι): Η χρονική περίοδος γύρω από τις αποκριές. Χολεύοµαι : Θυµώνω. Χολεύτικα : νευρίασα. Χονδροµούσελο (το): Είδος χονδρού υφάσµατος. Χουγιάζω : Φωνάζω. Χουγιάζω : Φωνάζω. Χουχουλίζοµαι : Προσπαθώ να ζεσταθώ µε το χνώτο µου. Χουχουλιός η χοχλιός (ο): ¨ένα όστρακο (αρχ. Κοχλίας). Χοχλιοί(οι): Σαλιγκάρια. ( χοχλιούς Μπουρµπουριστούς) ¨ένα τρόπος Μαγειρέµατος των σαλιγκαριών στο τηγάνι. Η λέξη πρέπει να προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη Κοχλίας. Χρειά (η): Ανάγκη. Χρυσοκίµερο (το): διακοσµητική γυναικεία ζώνη.

Page 111: Κερκυραϊκό Λεξικό-

Χρωστηµιό (το): Οφειλή. Χτενίτας (ο): Είδος µανιταριού. Χτικιό (το): Φυµατίωση και µτφ. µεγάλη στεναχώρια-ταλαιπωρία. « έβγαλα το χτικιό». Χτικίτας (ο): Φυµατικός. Χτιστοσύνη (η): Το επάγγελµα του χτίστη. Χύλιντρος (ο): Χονδρό φίδι σφικτύρας (∆ενδρογαλιά). Χωλεµένος (ο): Θυµωµένος. Χωριατσέλι (το): Το «χωριατάκι» επιτιµητικά. Χώσα (η): Απάνεµο µέρος. Ψ Ψαρολόγος (ο): Πλανόδιος πωλητής ψαριών. Ψαροχέστρα όστρια (η): Νοτιάς (ονοµάζεται έτσι επειδή δεν τσιµπάνε τότε τα ψάρια). Ψηφί : Τάχει όλα στην εντέλεια. Ψίδια (τα): Τα επάνω δερµάτινα µέρη του παπουτσιού πριν αυτά συναρµολογηθούν Ψιλοτσάπι (το): Ίσια τσάπα πλατιά για το κόψιµο των χόρτων. Ψίλωµα (το): Κλάδεµα των κορφών των δένδρων. Ψίχες (οι): Κοµµάτια. Ψυλήθρα (η): Ερύθρά (Αρρώστια). Ψύχρα (η): Συνάχι-κρύωµα. Ψωµαπάτικο : Ο αγνώµων. Ω Ωγνίστρα (η): Η εστία του τζακιού. Ώδε : Εδώ ( απ’ώδε = από εδώ). Ωρούµασε : Ωρίµασε. Ωστάρκας : Μέχρι τώρα , Ακόµη και ως τώρα.

Page 112: Κερκυραϊκό Λεξικό-