120
Ιστορία των αρχαϊκών χρόνων (700-480 π.Χ.) Πολιτισμός

Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ιστορία των αρχαϊκών χρόνων

(700-480 π.Χ.)Πολιτισμός

Page 2: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Εισαγωγή

Στη διάρκεια της Aρχαϊκής περιόδου έλαβαν χώρα οι θεμελιώδεις αλλαγές που προσδιόρισαν την όψη του ελληνικού πολιτισμού. H επανάκτηση της γραφής σε συνδυασμό με τις κοινωνικές

εξελίξεις έδωσαν νέα ώθηση στα γράμματα. Tο έπος γνώρισε μια δεύτερη άνθιση, ενώ παράλληλα η συστηματοποίηση των ιδεών για τον κόσμο και τον άνθρωπο γέννησε την ιωνική φιλοσοφία.

Όμως η πρόσληψη του κόσμου μπορούσε πια να έχει και υποκειμενικό ή βιωματικό χαρακτήρα, γεγονός που αποτυπώθηκε στα ποικίλα και ολοζώντανα -ακόμα και για το σύγχρονο αναγνώστη-

έργα της λυρικής ποίησης.

Ο θρίαμβος του Αχιλλέα. Κλασικιστική τοιχογραφία από το Αχίλλειον της Κέρκυρας.

Page 3: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Οι επαφές με την Ανατολή εμπλούτισαν τη μορφοπλασία της ελληνικής τέχνης,

ενέπνευσαν πρωτότυπες συνθέσεις και απελευθέρωσαν τη φαντασία των ελλήνων καλλιτεχνών και τεχνιτών. Η κεραμική και

η μεταλλοτεχνία, ως χρηστικές κυρίως τέχνες, ήταν οι πρώτες που επωφελήθηκαν

από τη γόνιμη ζύμωση με τα ανατολικά στοιχεία και γρήγορα ανέπτυξαν ένα πρωτοφανές σε έκταση και ποικιλία

εικονογραφικό ρεπερτόριο. H γλυπτική επικεντρώθηκε στη μελέτη της ανθρώπινης

μορφής, αντανακλώντας την τόσο καθοριστικής σημασίας μετατόπιση της

ελληνικής σκέψης από τη θεοκεντρική στην ανθρωποκεντρική θέαση του κόσμου.

Κούρος που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας (περ.530 π.Χ.).

Page 4: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Πολλές τελετουργίες και λατρείες γεννήθηκαν ή αποκρυσταλλώθηκαν στη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου. Οι θρησκευτικές πρακτικές συνδέονταν στενά με τις κοινωνικές εξελίξεις και ανάγκες, τις οποίες συχνά κωδικοποιούσαν ή ερμήνευαν. Mέσα από τις θυσίες, τους καθαρμούς, τα αφιερώματα, τις μυήσεις και τις γιορτές οι Έλληνες επιχείρησαν να εναρμονίσουν τον πρωτόγονο φόβο για το θείο

με την ορθολογική προσέγγιση και εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη εμπειρία. Η θέση αυτή, που δε μεταβλήθηκε ουσιαστικά μέχρι την επικράτηση του χριστιανισμού, είναι ίσως το σημαντικότερο

επίτευγμα του αρχαϊκού ελληνισμού και συνεχίζει μέχρι σήμερα να αποτελεί έναν από τους πόλους της εσωτερικής αντίφασης του δυτικού πολιτισμού.

Πίνακας του Ζωγράφου της Γέλας με θέμα την πρόθεση νεκρού (περ.550).

Page 5: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Γράμματα – Εισαγωγή

Κατά την αρχαϊκή περίοδο, παρατηρείται μεγάλη άνθηση της ποίησης και της φιλοσοφίας που

μορφολογικά, μόλις άρχισε να αποσπάται από το ποιητικό πρότυπο εκφοράς του λόγου. Οι

μεγάλες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτειακές μεταβολές σε συνδυασμό με την ευρεία διάδοση της γραφής, την ποικιλία των ερεθισμάτων και την πειραματική διάθεση που διέπει ολόκληρο

τον αρχαϊκό κόσμο, αποτέλεσαν τους σπουδαιότερους παράγοντες που οδήγησαν σε

αυτή την άνθηση. Το έπος, αν και δεν μπορεί πια να δημιουργήσει έργα εφάμιλλα των

επιτευγμάτων του Ομήρου, εκπροσωπήθηκε επάξια από τον Ησίοδο. Ωστόσο, το είδος που

αναπτύχθηκε γοργά και με μεγάλη ποικιλομορφία ήταν η λυρική ποίηση, η οποία ανταποκρινόταν καλύτερα στα νέα δεδομένα.

Προς το τέλος της περιόδου διαμορφώθηκε ένα ακόμη καινούργιο είδος, η δραματική ποίηση, η οποία έφτασε στο απόγειό της τους κλασικούς

χρόνους.

Η πρώτη σελίδα από το « Έργα και Ημέραι» του Ησιόδου σε ελβετική έκδοση του 1539.

Page 6: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Επική ποίηση

Τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου είναι βέβαια τα μόνα που διασώθηκαν από τα

πρώιμα χρόνια της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά όλα δείχνουν πως δεν ήταν τα μόνα

που υπήρχαν. Η σύνθεσή τους βασίζεται σε λογότυπους που ακολουθούν τη ραψωδική παράδοση. Στοιχεία γι' αυτή την παράδοση μας δίνουν τα ίδια τα έργα: στην Οδύσσεια αναφέρονται οι απαγγελίες του Φήμιου και

του Δημόδοκου, ενώ η συμμετοχή του Ησιόδου σε ποιητικό διαγωνισμό

προϋποθέτει μία σημαντική ποιητική δραστηριότητα.

Προτομή του Ομήρου από τη ρωμαϊκή εποχή. Μια ταινία,

χαρακτηριστικό γνώρισμα των ποιητών, στολίζει την κόμη. Ο

ποιητής παρουσιάζεται σε προχωρημένη ηλικία, και όντας τυφλός. Πιστεύεται ότι δεν είναι πιστό πορτραίτο, αλλά πρόκειται για ιδεώδες που αντιπροσωπεύει

κατάλληλα την ευφυή καλλιτεχνική έμπνευση.

Page 7: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Προφανώς πολλές από τις μυθολογικές παραδόσεις είχαν μορφοποιηθεί στις αρχές της αρχαϊκής περιόδου σε έναν

κύκλο, ο οποίος ξεκινούσε με τη δημιουργία του κόσμου, συνέχιζε με τη μάχη των Τιτάνων και κατέληγε στους

θηβαϊκούς μύθους και στα γεγονότα του Τρωικού πολέμου. Τα έπη αυτά

ονομάζονταν Κύκλια και πιθανόν στην αρχή στον όρο αυτό να

συμπεριλαμβάνονταν και τα ομηρικά. Μετά τον Αριστοτέλη πάντως η

διάκριση ήταν σαφής, και μάλιστα κατά την ύστερη αρχαιότητα τα Κύκλια έπη θεωρούνταν υποδεέστερα, συμβατικά

και χωρίς ενδιαφέρον. Πληροφορίες για τον αριθμό και το περιεχόμενό τους

αντλούμε κυρίως από τον Πρόκλο, ένα συγγραφέα του 5ου αιώνα μ.Χ.

Το βρέφος Αχιλλέας βαπτίζεται στη φωτιά από τη μητέρα του Θέτιδα σε μπαρόκ πίνακα του Peter Paul Rubens (1625). Πολλές πληροφορίες για τους ήρωες και

τους θεούς αντλήθηκαν από τα Κύκλια Έπη.

Page 8: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Σύμφωνα με αυτόν ο Τρωικός κύκλος περιελάμβανε τα ακόλουθα έπη: τα Kύπρια

που εξιστορούσαν τα γεγονότα από την κρίση του Πάρη ως την άφιξη των Αχαιών στην Τροία, την Ιλιάδα, την Αιθιοπίδα που

παρουσίαζε τα κατορθώματα του Αίαντα, τη Μικρή Ιλιάδα, την Ιλίου πέρσιν που

αφηγούνταν την καταστροφή της Τροίας ως τη θυσία της Πολυξένης, τους Νόστους που

είχαν για θέμα τους τις περιπέτειες των διάφορων αρχηγών στο ταξίδι της

επιστροφής από την Τροία, την Οδύσσεια και την Τηλεγόνεια που έκλεινε τον κύκλο

με τους απροσδόκητους γάμους του Τηλέγονου -γιου του Οδυσσέα- με την

Πηνελόπη και του Τηλέμαχου με την Κίρκη. Τα έπη αυτά βασίζονταν σε παλιούς μύθους, αλλά είναι βέβαιο ότι συντέθηκαν μετά την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, στη διάρκεια του 7ου ή του 6ου αιώνα π.Χ. Η σημασία τους για τη μεταγενέστερη ελληνική λογοτεχνία

υπήρξε τεράστια, αφού από αυτά εμπνεύστηκαν πολλές τραγωδίες. Ανάλογη υποθέτουμε ότι ήταν και η επίδρασή τους στη λυρική ποίηση και στις άλλες τέχνες.

Ο Πρίαμος χάνει τη ζωή του από τον Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα που ήρθε

από την Ελλάδα για να βοηθήσει τους Αχαιούς να καταλάβουν την Τροία μετά το

θάνατο του πατέρα του. Παράσταση σε αττικό μελανόμορφο αμφορέα (περ.500).

Page 9: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Μεταξύ των επών που ανήκαν σε άλλους κύκλους αναφέρονται η Οιδιπόδεια, η Θηβαΐδα και οι Επίγονοι από το θηβαϊκό κύκλο, ενώ μία

Τιτανομαχία και μία συρραφή ιστοριών με τίτλο Κορινθιακά αποδίδονται στον Εύμηλο τον

Κορίνθιο, ο οποίος υπολογίζεται πως έζησε προς το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. Ένας

διαφορετικός κύκλος ήταν αφιερωμένος στα κατορθώματα του Ηρακλή. Το παλιότερο έπος

αυτού του κύκλου θεωρείται η Άλωση της Οιχαλίας, που κατά καιρούς αποδόθηκε στον Όμηρο ή τον Κρεώφυλο. Έπη για τον Ηρακλή συνέθεσαν επίσης ο Πείσανδρος ο Ρόδιος και ο

Πανύασσης ο Αλικαρνασσέας (αρχές 5ου αιώνα π.Χ.). Τέλος στον Όμηρο αποδιδόταν

κατά την αρχαιότητα και ένα έπος-παρωδία, ο Μαργίτης, το οποίο συντάχθηκε προφανώς τον 7ο ή τον 6ο αιώνα π.Χ. Όσο για τη δημοφιλή -

κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση- παρωδία της Ιλιάδας με τίτλο

Βατραχομυομαχία, το πιθανότερο είναι πως ανήκει στην ελληνιστική εποχή.

Πρώιμη ερυθρόμορφη Λήκυθος του Ευχαρίδη στην οποία απεικονίζεται

ραψωδός (περ.480).

Page 10: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ησίοδος

Η χρονολόγηση του ποιητικού έργου του Ησιόδου δεν είναι σαφής, αλλά συνδέεται πάντοτε με ένα ιστορικό γεγονός. Γνωρίζουμε ότι ο ποιητής νίκησε στους επιτάφιους αγώνες του ήρωα Αμφιδάμαντα,

ο οποίος σκοτώθηκε σε ναυμαχία κατά τη διάρκεια του Ληλάντιου πολέμου. Ο πόλεμος μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας πρέπει να διεξάχθηκε στο τέλος του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ.

Γνωρίζουμε επίσης ότι ο πατέρας του Ησιόδου εγκατέλειψε την Κύμη της Αιολίας και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας, στις υπώρειες του Ελικώνα. Το γεγονός αυτό συνέβη μάλλον γύρω στα

μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. και από όσα γράφει ο Ησίοδος συμπεραίνουμε ότι η οικογένειά του μάλλον δεν ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη. Είναι βέβαιο ότι συνέταξε τα έργα του επηρεασμένος από την ιωνική προφορική παράδοση των εξαμέτρων, μέσα στην οποία γεννήθηκαν και τα ομηρικά έπη. Επίσης, είναι

σίγουρο ότι η χρήση της γραφής στη διατήρηση του έργου του έπαιξε σημαντικότερο ρόλο από ότι στην περίπτωση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.

Οι Μούσες χορεύουν στον Ελικώνα και ο Ησίοδος εμπνέεται την ποίησή του. Ανάγλυφο του Thorvaldsen

(1807).

Page 11: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Από τα έργα του Ησιόδου σώζονται τρία ακέραια και αρκετά αποσπάσματα άλλων, έτσι

όπως τα αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Είναι όλα γραμμένα σε δακτυλικούς

εξάμετρους και χαρακτηρίζονται από τις συμβατικότητες της γλώσσας και της τεχνικής

της επικής ποίησης. Το παλαιότερο είναι προφανώς η Θεογονία, στην οποία ο ποιητής

αφηγείται τη δημιουργία του κόσμου, τη διαδοχή των θεοτήτων και τις μεταξύ τους

συγγενικές σχέσεις. Περιλαμβάνονται γύρω στις τριακόσιες θεότητες με το γενεαλογικό

τους δέντρο. Όλες αυτές προέρχονται από τις αρχικές οντότητες: τη Νύχτα, τη Θάλασσα και

την ένωση της Γης με τον Ουρανό. Δεν αναφέρεται, ωστόσο, καμιά αιτιοκρατική εκδοχή για τη δημιουργία του κόσμου. Η

σημαντικότερη γενιά ήταν εκείνη της Γης και του Ουρανού, η οποία μέσω των Τιτάνων και

του Κρόνου κατέληξε στο Δία. Σε ολόκληρο το ποίημα είναι εμφανής η πρόθεση να εξηγηθεί ο κόσμος και τα φυσικά φαινόμενα. Οι Ολύμπιοι θεοί εμφανίζονται πάντα με ανθρωπομορφικά

χαρακτηριστικά, τα οποία -σύμφωνα με πολλές αναφορές- αποδίδονταν σε παλαιότερες

θεότητες.

Κύλικα του Όλτου με θέμα την Αθηνά και τον Εγκέλαδο σε μονομαχία

(περ.525-520). Το περιστατικό αυτό περιγράφεται στην Τιτανομαχία που

κατέληξε με νίκη των Ολύμπιων θεών.

Page 12: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Οι θρησκευτικές αντιλήψεις του Ησιόδου περικλείουν μιαν ασάφεια σχετικά με τις δυνάμεις που εξουσιάζουν τον κόσμο, η οποία θα συνεχιστεί και μέχρι τα κλασικά χρόνια. Έτσι στους

Ολύμπιους καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν η Μητέρα γη, οι ποτάμιοι θεοί και οι νύμφες των πηγών και των δασών. Ο

Ησίοδος και ο Όμηρος θεωρούνταν από τον Ηρόδοτο οι ιδρυτές της ελληνικής θεολογικής σκέψης. Αν και δεν υπάρχει απόλυτη συνέπεια μεταξύ των μύθων που παραδίδει ο καθένας από τους δύο αυτούς ποιητές, εύκολα διακρίνουμε ότι πραγματεύονται το ίδιο πρωτογενές υλικό. Εξάλλου σημαντικές συγγένειες έχουν διαπιστωθεί ανάμεσα στη Θεογονία και σε ορισμένα χεττιτικά,

βαβυλωνιακά και ινδικά μυθολογικά κείμενα, ιδιαίτερα στο μύθο της διαδοχής Ουρανού-Κρόνου-Δία, στο μύθο του αγώνα

του Δία με τον Τυφωέα και σε εκείνον του Φαέθοντα.Το δεύτερο έργο του Ησιόδου, Έργα και Ημέραι, είναι ένας ύμνος στην εξουσία και τη δικαιοσύνη του Δία. Με αφορμή

κάποιους μύθους ο ποιητής παρεμβάλλει συχνά συμβουλές και παραινέσεις ηθικού χαρακτήρα προς τον αδερφό του Πέρση.

Πρόκειται για το πρώτο κείμενο της ελληνικής γραμματείας με σαφείς αναφορές σε μία ηθική τάξη. Οι έννοιες που

απασχολούν τον ποιητή είναι η Ελπίδα, η Δικαιοσύνη και η αντίθετή της, η Ύβρις. Μέσα από τις περιγραφές της

καθημερινής ζωής σε ένα μικρό χωριό της Βοιωτίας, ο Ησίοδος μάς παρέχει ανεκτίμητες πληροφορίες για τη γεωργία και τη

ζωή των αγροτών της εποχής του. Ο Ησίοδος και η Μούσα.

Έργο του γάλλου ζωγράφου Γκουστάβ Μωρώ (1891).

Page 13: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μύθος για τις "μεταλλικές εποχές" του ανθρώπινου γένους, ο οποίος δε φαίνεται να έχει ανατολικά παράλληλα, εκτός ίσως από κάποια μακρινή συγγένεια με

την αιγυπτιακή θεολογία. Στα Έργα και Ημέραι διαφαίνονται τέλος η πλούσια φαντασία και η αναπτυγμένη ατομική συνείδηση του ποιητή μέσα από την ενέργεια και τη ζωντάνια των στίχων

του, από το σοβαρό ή ειρωνικό -πάντα όμως αυθεντικό του τόνο- καθώς και από την απουσία συναισθηματικότητας που διαχωρίζει το ύφος του από εκείνο του Ομήρου.

Υδρία με θέμα την παράδοση των νέων όπλων που κατασκεύασε ο Ήφαιστος από τη Θέτιδα στον Αχιλλέα (περ.550). Στο γένος των

ηρώων ο Αχιλλεύς κατείχε πρωταγωνιστική θέση.

Page 14: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Το τρίτο έργο που κατά καιρούς έχει αποδοθεί στον Ησίοδο είναι η Ασπίδα του Ηρακλή. Πρόκειται όμως για έργο νόθο, που δημιουργήθηκε κατά πάσα πιθανότητα τον 6ο αιώνα π.Χ. σε μία ανεπιτυχή προσπάθεια μίμησης του ύφους του. Είναι μία άτονη και περίπλοκη αφήγηση της

μάχης του Ηρακλή με τον Κύκνο, στην οποία περιγράφεται η ασπίδα του θηβαίου ήρωα, με πρότυπό της την ομηρική περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα.

Ο Ηρακλής πιάνει το ελάφι της Κερύνειας. Αττικός μελανόμορφος αμφορέας περ. 530 π.Χ.

Page 15: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Λυρική ποίηση

Η λυρική ποίηση είναι μία από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες του αρχαίου ελληνικού

ποιητικού λόγου, ενώ τις άλλες δύο αποτελούν το έπος και το δράμα. Ως είδος

φαίνεται ότι προϋπήρξε του έπους, αλλά, όταν μιλάμε για λυρική ποίηση στην αρχαία

ελληνική γραμματεία, εννοούμε συνήθως το μελοποιημένο ποιητικό λόγο που

αναπτύχθηκε μεταξύ του 7ου και του 5ου αιώνα π.Χ. Η ποίηση αυτή προέκυψε από τις

βαθιές κοινωνικές μεταβολές και, σε αντίθεση με το έπος που εξέφραζε την πολεμική

αριστοκρατία της εποχής των ανακτόρων και των βασιλέων, συνδέθηκε με την ανάπτυξη

της τυραννίδας, την ανακατανομή του πλούτου, τη συμμετοχή μεγαλύτερων μερίδων

του πληθυσμού στην άσκηση της εξουσίας και την ανάπτυξη νέων ισχυρών ομάδων: των

γαιοκτημόνων, των εμπόρων και των τεχνιτών.

Κόρη από την Ακρόπολη των Αθηνών (τέλη 6ου αι.).

Page 16: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Οι αλλαγές αυτές αντανακλώνται στην ποίηση της εποχής. Η υμνολογία των βασιλιάδων περνάει σταδιακά στην περιοχή του μύθου και με την εμφάνιση νέων κέντρων εξουσίας

πλάθονται καινούργιες παραδόσεις. Προβάλλεται η ιδιαιτερότητα του ατόμου και γεγονότα καθημερινά όπως οι χαρές, οι λύπες και οι έγνοιες των κοινών ανθρώπων, μετατρέπονται σε αξιοπαρατήρητα φαινόμενα. Οι ηθικές αξίες όπως η δικαιοσύνη, η ισονομία και η σύνεση

γίνονται αντικείμενο ποιητικής διαπραγμάτευσης και χρησιμοποιούνται ως επιχειρηματολογία πολιτικής προπαγάνδας. Μελωδίες και ρυθμοί περισσότερο σύνθετοι επενδύουν την ποίηση,

και παράλληλα πληθαίνουν οι επώνυμοι δημιουργοί της.

Κύλικα του Βρύγου με θέμα έναν προπονητή παλαίστρας (490-480). Η λυρική ποίηση

προβάλλει το άτομο μέσα στην κοινωνία της πόλης-κράτους και μάλιστα δεν αφορά μόνο

τους αριστοκράτες όπως γινόταν με το έπος.

Page 17: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Οι προσπάθειες για την ταξινόμηση της λυρικής ποίησης ξεκινούν από την εποχή του Πλάτωνα και τα συνηθέστερα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν είναι ο αριθμός των εκτελεστών, το είδος

της μουσικής συνοδείας, το ποιητικό μέτρο και η θεματολογία. Η ελεγεία, ο ίαμβος και το μέλος διακρίνονται μεταξύ τους ως προς το μέτρο, αλλά και ως προς το περιεχόμενο και το ύφος. Τέλος, με κριτήριο τον αριθμό των εκτελεστών έχουμε τη διάκριση της λυρικής ποίησης σε μονωδία και

σε χορικό άσμα.

Ο Έκτωρ (όρθιος) καλεί τον αδερφό του Πάρη να

εγκαταλείψει τις απολαύσεις και να τον ακολουθήσει στα τείχη

της Τροίας εναντίον των Αχαιών. Πίνακας του Tischbein. Τα ηρωικά

θέματα εγκαταλείπονται από τους λυρικούς

ποιητές.

Page 18: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ελεγεία και ίαμβος

Η διάκριση ανάμεσα στα διάφορα ποιητικά είδη είναι πολλές φορές πιο ξεκάθαρη μουσικά παρά μετρικά. Η ελεγεία

συνοδευόταν συνήθως από τον αυλό και ήταν το μόνο είδος που απαιτούσε δύο εκτελεστές. Αντίθετα, επειδή το έπος ψαλλόταν με

τη συνοδεία βαθύφωνης κιθάρας και η μονωδία με τη συνοδεία λύρας ή βαρβίτου, μπορούσαν να παρουσιαστούν από ένα μόνο εκτελεστή. Αν και η λέξη ελεγεία προέρχεται από το έλεγος, ένα θρηνητικό άσμα, το ελεγειακό μέτρο χρησιμοποιήθηκε και για

ποίηση εντελώς διαφορετικού περιεχομένου.Ο ίαμβος ήταν αρχικά ποίηση συνδεδεμένη με το Διόνυσο, και ως

λέξη έχει ίσως "προελληνική" προέλευση. Το μέτρο που χρησιμοποιείται είναι συνήθως ιαμβικό τρίμετρο ή τροαϊκό τετράμετρο και αυτό είναι αρκετό, για να χαρακτηριστεί ένα

ποίημα ίαμβος. Το περιεχόμενό του όμως είναι ποικίλο και στην ιωνική εκδοχή του είναι συχνά μία αναφορά σε πρώτο πρόσωπο.

Απόσπασμα από το έργο του λυρικού ποιητή Αρχίλοχου που βρίσκεται σήμερα

στην συλλογή παπύρων στην Κολωνία της Γερμανίας. (P. Köln II 58)

Page 19: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο Αρχίλοχος από την Πάρο ήταν αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος από τους λυρικούς ποιητές και η

υστεροφημία του ήταν μεγάλη. Κατείχε ξεχωριστή θέση στην παιδεία των κλασικών χρόνων, πλάι στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Έζησε μία πολυτάραχη και κακόφημη ζωή, υπήρξε πιθανόν μισθοφόρος και σκοτώθηκε σε μάχη από κάποιο Νάξιο, τον Καλώνδα. Η ζωή του

συνδέθηκε με χρονολογημένα ιστορικά γεγονότα, τη βασιλεία του Γύγη (687-52 π.Χ.), την καταστροφή της

Μαγνησίας από τους Κιμμέριους (652 π.Χ.) και την ολική έκλειψη ηλίου του 648 π.Χ., και έτσι είμαστε σε θέση να χρονολογήσουμε με σχετική ακρίβεια το έργο

του. Μολονότι βασίστηκε πολύ στο έπος, εισήγαγε κάποιους λεκτικούς νεοτερισμούς και χρησιμοποίησε διάφορα μέτρα, γεγονός που μαρτυρά την ύπαρξη πριν από αυτόν μίας αναπτυσσόμενης ποιητικής παράδοσης. Ο Αρχίλοχος χρησιμοποίησε συχνά το πρώτο πρόσωπο και αυτό οδήγησε ορισμένους μελετητές να θεωρήσουν

την ποίησή του αυτοβιογραφική. Προφανώς όμως ο Αρχίλοχος υποδυόταν ρόλους, μεταξύ των οποίων

εκείνον του επαγγελματία στρατιώτη και του εραστή, φαινόμενο που θεωρείται σύνηθες στο λαϊκό πολιτισμό

και την προφορική παράδοση.

Προτομή των ρωμαϊκών χρόνων που αποδίδει τον Αρχίλοχο.

Page 20: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Σύγχρονος του Αρχίλοχου ήταν ο Καλλίνος από την Έφεσο. Σώζονται μόνο μικρά αποσπάσματα από το έργο του και τα πιο ενδιαφέροντα είναι στρατιωτικά

άσματα. Το υλικό της παράδοσης, όπως οι παρομοιώσεις δανεισμένες από το έργο του Ομήρου,

αποκτούν στην ποίηση του Καλλίνου μία πρωτόγνωρη ζωντάνια και μία συναισθηματική

αμεσότητα.Την ίδια εποχή έζησε και ο Τυρταίος στη Λακωνία.

Τα σωζόμενα έργα του είναι όλα σε ελεγειακή μορφή και εμπνέονται από τα γεγονότα του Μεσσηνιακού

πολέμου, τα οποία σημάδεψαν τη γενιά του. Εξυμνεί σε αυτά τη στρατιωτική αρετή και τις αξίες που

χαρακτηρίζουν τη σπαρτιατική κοινωνία όπως την ευθύνη, την πειθαρχία και την αφοσίωση.

Μία γενιά νεότερος ήταν ο Μίμνερμος από την Κολοφώνα (τέλη 7ου αιώνα π.Χ.). Αναφέρεται

κυρίως ως ερωτικός ποιητής, αλλά στα αποσπάσματα που διασώθηκαν από το έργο του συναντάμε, επίσης,

μία ενδιαφέρουσα εκδοχή της Αργοναυτικής εκστρατείας, καθώς και την παλαιότερη μαρτυρία για

την ιωνική μετανάστευση και τον αποικισμό της Κολοφώνας από την Πύλο.

Η Έφεσος διέθετε μεγάλη καλλιτεχνική και εν γένει πνευματική παράδοσή καθ’ όλη την αρχαιότητα. Στην εικόνα το άγαλμα της θεοποιημένης σοφίας στη

Βιβλιοθήκη του Κέλσου, κτίριο της ρωμαιοκρατίας.

Page 21: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. ξεχώρισε ο Θέογνης, για τον οποίο ο Πλάτωνας παραδίδει πως

ήταν πολίτης των Μεγάρων της Σικελίας. Το εξαιρετικό με το έργο του Θέογνη είναι ότι σώθηκε διαμέσου των αιώνων όχι ως αποσπάσματα αλλά ως

ένα ενιαίο σώμα, στο οποίο έχουν παρεισφρήσει αρκετά ξένα στοιχεία. Η γλώσσα του Θέογνη

φανερώνει την προσαρμογή της σε ένα νέο κόσμο, όπου τα ομηρικά πρότυπα της φθίνουσας

αριστοκρατίας δεν είναι πια αναγνωρίσιμα. Οι χαρές της ζωής έχουν στο έργο του ιδιαίτερο βάρος και οι

αξίες που εξυμνεί είναι η ομορφιά, η νεότητα, η ανδρική συντροφικότητα, η φήμη και οι απολαύσεις

των συμποσίων.Μεταξύ εκείνων που συνέθεσαν ελεγείες και ιάμβους στην αρχαϊκή περίοδο, ξεχωρίζουν ακόμα ο Σόλων ο Αθηναίος, ο Σιμωνίδης ο Αμοργίνος και ο Ιππώναξ από την Έφεσο. Ο Σιμωνίδης ήταν γνωστός στην αρχαιότητα για τα σκωπτικά ποιήματά του, αλλά

αρκετά συχνά συγχεόταν με τον ομώνυμο, νεότερό του όμως, Σιμωνίδη τον Κείο.

Φύλλο από την editio princeps του Θέογνι από τον Άλδο Μανούτιο, 1495. Σειρά 7η: Θεόγνιδος μεγαρέως σικελιώτου γνῶμαι ἐλεγιακαί

Page 22: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Χορική ποίηση

Από τον 7ο αιώνα και μέχρι το τέλος της κλασικής περιόδου, το χορικό λυρικό άσμα ήταν ένα σημαντικό λογοτεχνικό είδος, συνδεδεμένο με θρησκευτικές γιορτές, δημόσιες τελετές και

σπουδαία γεγονότα από τη ζωή των ανθρώπων. Εξέφραζε τις ηθικές και πολιτισμικές αξίες της κοινότητας, και γι' αυτό είχε χαρακτήρα περισσότερο δημόσιο παρά ατομικό. Οι πρώτες μορφές

του παρουσιάζονται ήδη στον Όμηρο, ο οποίος αναφέρει τραγούδια γάμου (υμέναιοι), χορευτικά, θρηνητικά και τιμητικά για τους θεούς (παιάνες). Άλλες μορφές της χορικής λυρικής ποίησης

ήταν ο ύμνος και ο διθύραμβος (τιμητικός γενικά για τους άλλους θεούς ο πρώτος, και ειδικά για το Διόνυσο ο δεύτερος), το παρθένειο, το προσώδειο, το εγκώμιο (τιμητικό για ανθρώπους) και το

σκόλιο (τραγούδι συμποσίου).

Το ζευγάρι του Διονύσου και της Αριάδνης (με λευκό χρώμα) αναπαύεται υπό τις κληματαριές. Αττικήόςμελανόμορφος αμφορέας.

Page 23: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Χορικά άσματα εκτελούνταν με την ευκαιρία τοπικών θρησκευτικών

εορτών, όπως τα Κάρνεια, τα Υακίνθια, τα Αδράστεια, τα Ιολάια και τα Αδώνια.

Επίσης, ιδιαίτερη θέση είχαν στα Oλύμπια και τα Πύθια, γιορτές με

πανελλήνιο χαρακτήρα, που επέδρασαν και στη διαμόρφωση της γλώσσας που

χρησιμοποιούνταν (λογοτεχνική δωρική με δάνεια από την επική ιωνική και με λίγα αιολικά στοιχεία). Ο χορός που ερμήνευε, και συχνά χόρευε, αυτά τα τραγούδια μπορούσε να έχει από επτά

ως πενήντα μέλη. Ο ποιητής, που εκτός από τους στίχους συνέθετε και τη

μουσική, διηύθηνε και το χορό. Για τους πρώτους λυρικούς ποιητές, Τέρπανδρο

και Αρίωνα από τη Λέσβο, λίγα πράγματα είναι γνωστά και τα

σωζόμενα αποσπάσματα που τους αποδίδονται είναι αμφισβητούμενης

γνησιότητας.

Λουτροφόρος του Ζωγράφου του Αναλάτου με θέμα αρματηλάτες

(περ.700). Την εοχή της ακμής της λυρικης ποίησης το άτομο ξεχωρίζει από

το ανώνυμο πλήθος της αριστοκρατικής ή ολιγαρχικής κοινωνίας μέσω της δράσης

του στην ειρήνη ή τον πόλεμο.

Page 24: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Περισσότερα γνωρίζουμε για τον Αλκμάνα από τη Λακωνία, που έζησε μάλλον προς το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. Ήταν φημισμένος για την ερωτική του ποίηση, συχνά διανθισμένη με παιγνιώδη χάρη και τολμηρές, πρωτότυπες εκφράσεις. Φημισμένο είναι ένα παρθένειό του, το ονομαζόμενο

"του Λούβρου", από τον τόπο όπου φυλάσσεται ο πάπυρος, στο οποίο εναλλάσσει εικόνες του φυσικού κόσμου με περιγραφές κοριτσιών. Φαίνεται, επίσης, πως επεξεργάστηκε γνωστούς

κοσμογονικούς και ομηρικούς μύθους. Διαθέτει τέλος μία οξεία αίσθηση των λεπτομερειών, τις οποίες χρησιμοποιεί, και όταν ακόμα αποδίδει πεζά θέματα, όπως η τροφή.

Αμφορέας με σκηνή κωμαστών (συμποσιαστές και εταίρες σε ακατάλληλες σκηνές). Περίπου 540-510 π.Χ. Στα συμπόσια

συνηθιζόταν να απαγγέλλονται λυρικά ποιήματα ανάλογα με την περίσταση.

Page 25: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ένας άλλος σημαντικός χορικός ποιητής ήταν ο Στησίχορος από την Ιμέρα της

Σικελίας. Έζησε στα τέλη του 7ου και στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. και το έργο

του θαυμαζόταν σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Σώζονται αρκετά

αποσπάσματα από τους Νόστους, την Παλινωδία για την Ελένη, την Ορέστεια, τους Συοθήρες, τη Γηρυονηίδα, την Ιλίου

πέρσιν και την Εριφύλη. Η Παλινωδία είναι ίσως το πιο φημισμένο έργο του, αφού

σύμφωνα με το θρύλο, ο κακός χαρακτήρας που απέδωσε στην Ελένη στην Ιλίου πέρσιν εξόργισε την Αφροδίτη, που τον τιμώρησε

τυφλώνοντάς τον. Με την Παλινωδία υποτίθεται πως ο ποιητής αναίρεσε όσα είχε πει και διηγήθηκε την ιστορία του ειδώλου που πήγε στην Τροία, ενώ η πραγματική

Ελένη βρισκόταν στην Αίγυπτο. Οι σύγχρονες μελέτες τείνουν να ερμηνεύσουν τις δύο αυτές εκδοχές, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η αρνητική άποψη για την Ελένη ήταν διαδεδομένη στους Αιολείς,

στους Δωριείς όμως η Ελένη ήταν πρόσωπο στο οποίο απέδιδαν τιμές και λατρεία.

Η απαγωγή της Ελένης από τους Τρώες. Πίνακας του αναγεννησιακού ζωγράφου

Primaticcio (1539).

Page 26: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Μονωδία

Η μονωδία είναι ένα είδος λυρικής ποίησης που αναπτύχθηκε στα νησιά του Αιγαίου, κατά τον 6ο

αιώνα π.Χ. Διαφέρει από τα άλλα είδη στα ανάμικτα μέτρα που χρησιμοποιεί, στη χρήση τοπικών διαλέκτων, στη θεματολογία και στον

τρόπο εκτέλεσης. Οι ποιητές συνέθεταν στίχους και μουσική, που την ερμήνευαν οι ίδιοι

παίζοντας λύρα. Απευθύνονταν μάλλον σε κλειστούς κύκλους φίλων και θαυμαστών και σε

ορισμένες περιπτώσεις μόνο στην αυλή του προστάτη τους. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι του

είδους αυτού ήταν η Σαπφώ και ο Αλκαίος από τη Λέσβο, ο Ίβυκος από το Ρήγιο και ο Ανακρέων

από την Τέω της Ιωνίας. Οι δύο τελευταίοι έζησαν για αρκετό καιρό στην αυλή του

Πολυκράτη της Σάμου. Η Σαπφώ και ο Αλκαίος έγραφαν σε αιολική διάλεκτο, ενώ ο Ανακρέων

και ο Ίβυκος σε ιωνική.

Ο Ανακρέων ο Τήιος (περίπου 572 π.Χ. – περίπου 485 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής, θεωρούμενος ένας από τους εννέα λυρικούς ποιητές

της αρχαιότητας.

Page 27: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Η Σαπφώ έζησε στα τέλη του 7ου και το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. μία

πολυκύμαντη ζωή, που την έφερε εξόριστη για κάποιο διάστημα στη

Σικελία μαζί με την οικογένειά της, η οποία προφανώς μετείχε, επίσης,

ενεργά στην πολιτική ζωή του νησιού. Η ίδια δίδασκε μουσική στα νεαρά

κορίτσια των καλών οικογενειών της Λέσβου και της Ιωνίας. Το κύριο θέμα των ποιημάτων της ήταν ο έρωτας. Με

μοναδική λεπτότητα και ευγένεια απέδωσε έντονα ομοφυλοφιλικά αλλά

και ετεροφυλικά συναισθήματα. Δημιούργησε συχνά εικόνες ονειρικής ομορφιάς, που αποπνέουν ερωτισμό και καλούν σε συμμετοχή όλες τις

αισθήσεις. Τα Επιθαλάμιά της ήταν έργα που προορίζονταν για το

ευρύτερο κοινό. Μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια θεωρούνταν πολύ επιτυχημένη

δημιουργός ερωτικών ποιημάτων.

Κύλικα του Ζωγράφου του Κλεοφράδη με συμποσιαστή να παίζει κότταβο (περ.500-480). Στα συμπόσια συνηθιζόταν να απαγγέλει κάποιος στίχους από

μονωδίες.

Page 28: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Για το ύφος του Αλκαίου οι αρχαίοι έλεγαν ότι έμοιαζε με πολιτική ρητορεία.

Αναμφισβήτητα, εμπνεόταν από την ταραγμένη κοινωνική και πολιτική σκηνή

της Λέσβου. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και εξορίστηκε τρεις φορές,

ώσπου τον συγχώρεσε ο Πιττακός, παρ' όλο που στα ποιήματά του καταφερόταν

εναντίον και εκείνου. Εκτός από τα πολιτικά ασχολείται και με ερωτικά, συμποτικά και θρησκευτικά θέματα. Ο Ίβυκος έγραφε σε

ένα πλούσιο κι αισθαντικό ύφος και εξυμνούσε τη νεανική ανδρική ομορφιά.

Όπως η Σαπφώ για τα κορίτσια που αγάπησε, έτσι κι ο Ίβυκος εξέφρασε τον έρωτά του με στίχους υμνητικούς για τον

Ευρύαλο.

Κάλαθος του Βρύγου με θέμα τον Αλκαίο και τη Σαπφώ (περ.470).

Page 29: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Τέλος ο Ανακρέων, αφού συμμετείχε στον αποικισμό των Αβδήρων, έζησε στην αυλή του Πολυκράτη στη Σάμο, υπό την προστασία του Ιππάρχου στην Αθήνα και πιθανόν στην αυλή του Εχεκρατίδα στη Θεσσαλία. Τα περισσότερα από τα ποιήματά του αναφέρονται στον έρωτα και το

κρασί. Χωρίς να συναγωνίζονται σε χάρη εκείνα του Ιβύκου, έχουν μία αμεσότητα και μία παιγνιώδη διάθεση, που τα έκαναν δημοφιλή για αρκετούς αιώνες μετά το θάνατό του.

Ο Ανακρέων ο Τήιος και οι Μούσες. Ελαιογραφία του Norbert Schrödl (1842-1912).

Page 30: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Γένεση του Δράματος

Η αρχή του δράματος συνδέθηκε από τους υποστηρικτές μίας εθνολογικής θεώρησης με τελετές βλάστησης και γονιμότητας, από τις οποίες φαίνεται να προήλθαν κάποια μεμονωμένα στοιχεία όπως η χρήση των μασκών. Το στοιχείο της θεοληψίας όμως, κατά την οποία ο μιμούμενος τις

θεϊκές οντότητες αισθάνεται να καταλαμβάνεται από αυτές, προϋπήρχε σε πολλούς πολιτισμούς και δεν αποτελεί τεκμήριο για την προέλευση της τραγωδίας από κάποιου είδους θρησκευτικό

δράμα. Ωστόσο, είναι ευκολότερο να εντοπίσουμε ορισμένες εκλεκτές συγγένειες της τραγωδίας με άλλα προϋπάρχοντα λογοτεχνικά είδη.

Αμφορέας με θέμα την Κρίση Πάριδος

(περ.550). Ο τρωικός κύκλος προσδέφερε στο Αρχαίο Δράμα

μεγάλο μέρος των μύθων που

μετετράπησαν σε αριστουργήματα τραγικής ποίησης κατά τον 5ο αι..

Page 31: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Οι υποθέσεις των τραγωδιών είναι κυρίως μυθολογικές, πρόκειται δηλαδή για τα θέματα που έχει

πραγματευτεί η επική ποίηση και που από το Στησίχορο και μετά αποτελούσαν τον πυρήνα της

αφηγηματικής χορικής λυρικής ποίησης. Τα χορικά των τραγωδιών φέρουν εμφανή τα ίχνη της ποίησης

αυτής τόσο στη διάλεκτο που χρησιμοποιούν, και η οποία

περιέχει πολλά δωρικά στοιχεία, όσο και στο μέτρο. Προφανώς η

επιρροή της Πελοποννήσου, όπου επιβίωνε μία ισχυρή χορική λυρική παράδοση, ήταν καθοριστική. Τα

διαλογικά μέρη που εκφέρονταν σε ιαμβικούς τρίμετρους συγγενεύουν

με την ιωνική παράδοση και τον Αρχίλοχο, αλλά μάλλον οφείλουν

περισσότερα στο Σόλωνα. Ο τελευταίος καλλιέργησε τους

ιαμβικούς τρίμετρους ως φορείς μίας πολιτικής ρητορικής.

Κύλικα του Βρύγου με παράσταση αυλητή (περ.480). Στα χορικά μέρη των τραγωδιών ένας

αυλητής στην ορχήστρα έπαιζε τη μουσική.

Page 32: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο Αριστοτέλης, χωρίς να αναφέρει τις πηγές που χρησιμοποίησε, πίστευε ότι η τραγωδία γεννήθηκε από το διονυσιακό διθύραμβο. Αν και δεν ξέρουμε πολλά για το διθύραμβο, φαίνεται ότι υπήρχε ένας κορυφαίος, που τραγουδούσε τα κυρίως μέρη και ο χορός, που επαναλάμβανε τις επωδούς. Σύμφωνα

μάλιστα με μία παράδοση, που επιβίωσε ως τα ρωμαϊκά χρόνια, η μετάβαση από το διθύραμβο στο

δράμα ήταν επίτευγμα του Θέσπη από το δήμο Ικαρίας της Αττικής. Μολονότι έχουν προταθεί

πολλές εκδοχές, φαίνεται αρκετά πιθανόν να ήταν αυτός ο πρώτος που υποδύθηκε ένα ρόλο και

απευθύνθηκε στο χορό. Δηλαδή δεν τραγουδούσε πια αλλά παρίστανε την αφήγηση. Οι συμβατικές

χρονολογίες που παραδίδονται για αυτή την καινοτομία του Θέσπη είναι τα Μεγάλα Διονύσια ανάμεσα στο 536/5-533/2 π.Χ. Σύντομα την απλή παρουσίαση των τραγωδιών διαδέχτηκαν αγώνες δραματικοί με την υποστήριξη του Πεισιστράτου.

Η στάση αυτή του τυράννου έχει ερμηνευθεί ως μία προσπάθειά του να ενισχυθεί η διονυσιακή λατρεία

και να αποδυναμωθούν άλλες παλαιότερες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των αριστοκρατών.

Αμφορέας του Ζωγράφου του Λυσιππίδη με θέμα διονυσιακό (περ.530).

Page 33: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Υπήρχαν όμως και άλλες περιοχές που διεκδικούσαν τη γέννηση της τραγωδίας, κυρίως από τη δωρική βόρεια Πελοπόννησο. Στην Κόρινθο, την εποχή του Περίανδρου, ο Αρίωνας συνέβαλε

αποφασιστικά στην εξέλιξη του διθύραμβου από ποιητικό αυτοσχέδιο σε ένα εξεζητημένο λογοτεχνικό άσμα. Στη Σικυώνα ο τύραννος Κλεισθένης, προκειμένου να εξαλείψει τη λατρεία του αργείου ήρωα Αδράστου, τον οποίο τιμούσαν με τραγικούς χορούς, συνέδεσε τους χορούς

αυτούς με το Διόνυσο. Τέλος, λέγεται ότι σατυρικά δράματα παραστάθηκαν για πρώτη φορά στο Φλειούντα από τον Πρατίνα, ο οποίος εγκαταστάθηκε αργότερα στην Αθήνα, και μάλιστα

συμμετείχε σε δραματικό αγώνα με τον Αισχύλο ανάμεσα στο 499-496 π.Χ.

Αμφορέας του Μάστου με παράσταση Διονύσου και Αριάδνης (περ.520).

Page 34: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Πρώιμη τραγωδία

Στους δραματικούς αγώνες του 499/96 π.Χ. εκτός από τον Πρατίνα και τον Αισχύλο συμμετείχε και ένας άλλος

αθηναίος δραματικός ποιητής, ο Χοιρίλος. Σύμφωνα με τους αρχαίους λεξικογράφους ο Χοιρίλος

πρωτοεμφανίστηκε στα Μεγάλα Διονύσια των ετών 523/20 π.Χ. και απέσπασε

συνολικά δεκατρείς νίκες. Ο αριθμός των τραγωδιών που του αποδίδονται είναι

εξαιρετικά μεγάλος (160), αλλά το μόνο που έχε διασωθεί από αυτές είναι ένας τίτλος. Πρόκειται για την Αλόπη, που

διαπραγματευόταν έναν αττικό μύθο για τη μητέρα του Ιπποθόωντα, επώνυμου

ήρωα μίας από τις αττικές φυλές.

Σύγχρονη ανακατασκευή αρχαίας θεατρικής πήλινης

μάσκας.

Page 35: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Λίγα περισσότερα στοιχεία γνωρίζουμε για το Φρύνιχο, γιο του Πολυφράσμονα. Η πρώτη δραματική του νίκη τοποθετείται στα Μεγάλα Διονύσια των ετών 511/508 π.Χ. και έχει σωθεί τμηματικά ένας αλφαβητικός κατάλογος των έργων του. Φαίνεται πως είχε συνθέσει τραγωδίες

μεταξύ των οποίων τους Αιγύπτιους και τις Δαναΐδες με θέματα από τον ίδιο μύθο με τις Ικέτιδες του Αισχύλου. Συνέθεσε ακόμα τραγωδίες πάνω στα γνωστά μυθολογικά θέματα του Ακταίωνα,

του Μελέαγρου και της Άλκηστης. Η πιο γνωστή όμως αναφορά στο Φρύνιχο οφείλεται στον Ηρόδοτο, σύμφωνα με τον οποίο οι Αθηναίοι επέβαλαν πρόστιμο 1000 δραχμών στον ποιητή και

του απαγόρευσαν την επανάληψη της παράστασης του έργου του Μιλήτου άλωσις, γιατί τους θύμιζε την ταπείνωση από την υποδούλωση της συγγενικής τους πόλης. Η απαγόρευση αυτή

πρέπει να συνέβη το 493/2 π.Χ., επί άρχοντος Θεμιστοκλή. Ο ίδιος ο Θεμιστοκλής αργότερα ήταν ο χορηγός σε μία άλλη τραγωδία του Φρύνιχου, πιθανόν τις Φοίνισσες, που αναφέρονταν στη

μεγάλη νίκη της Σαλαμίνας. Ο Πρατίνας ο Φλειάσιος συνέβαλε αποφασιστικά στην αναμόρφωση του σατυρικού δράματος και ορισμένοι μελετητές τοποθετούν την εγκατάστασή του στην Αθήνα γύρω στο 515 π.Χ.. Το 467 π.Χ. ο γιος του Πρατίνα, ο Αριστίας, κατέλαβε τη δεύτερη θέση στο δραματικό αγώνα που συμμετείχε με τις τραγωδίες του πατέρα του Περσεύς, Τάνταλος και με το

σατυρικό δράμα Παλαισταί.

Οι Μούσες. Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Orazio Genticleschi.

Page 36: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Στη μεγαλοφυία του Αισχύλου οφείλουμε την προσθήκη του δεύτερου υποκριτή, η οποία συντέλεσε στην ανάπτυξη της πλοκής των τραγωδιών και στην κορύφωση της δραματικής

έντασης. Οι Πέρσες του Αισχύλου με χορηγό τον Περικλή ανέβηκαν το 472 π.Χ. Η τραγωδία αυτή μαζί με τα δύο έργα του Φρύνιχου φανερώνουν ένα πρώιμο ενδιαφέρον για σύγχρονα

πολιτικά και ιστορικά θέματα και προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικοί πολιτικοί άνδρες συνδέονται με τις επιλογές αυτές.

Αμφορέας ψευδοπαναθηναϊκός. Περίπου 480 -470 π.Χ.

Page 37: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Πρώιμη φιλοσοφία

Στην Ιωνία του 6ου αιώνα π.Χ. συνδυάστηκαν για πρώτη φορά οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εκείνες συνθήκες που επέτρεψαν τη γέννηση της φιλοσοφίας. Μητρόπολη πολυάριθμων

αποικιών η Μίλητος, δέχτηκε ποικίλα και πρωτοφανή ερεθίσματα, που οδήγησαν σε μία νέα θεώρηση του κόσμου και των προβλημάτων που σχετίζονται με αυτόν. Πολίτες της Μιλήτου ήταν

και οι τρεις πρώτοι φιλόσοφοι, οι επονομαζόμενοι φυσικοί, ακριβώς γιατί το αντικείμενο της φιλοσοφίας τους ήταν ο φυσικός κόσμος.

Το θέατρο της αρχαίας Μιλήτου, όπως σώζεται σήμερα.

Page 38: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο Θαλής (624-547 π.Χ.), ο Αναξίμανδρος (610-546 π.Χ.) και ο Αναξιμένης (585-525

π.Χ.) αρνήθηκαν κατηγορηματικά τη μυθολογική και θρησκευτική ερμηνεία του κόσμου και επιχείρησαν να εξηγήσουν την προέλευσή του με υλιστικό τρόπο, με βάση

δηλαδή μία πρωταρχική ουσία, η κίνηση και οι μεταβολές της οποίας δημιουργούν όλα τα αντικείμενα και τα φαινόμενα. Αν και στο

οντολογικό ερώτημα της φιλοσοφίας οι τρεις αυτοί στοχαστές απαντούν με υλιστικά

κριτήρια, δεν έθεσαν καθόλου το γνωσιολογικό ερώτημα, εφόσον θεωρούσαν αυτονόητη και αναμφισβήτητη τη δυνατότητα γνώσης του

κόσμου. Όλοι τους ασχολήθηκαν συστηματικά με επί μέρους επιστήμες, όπως τα μαθηματικά και την αστρονομία, και έθεσαν τις βάσεις των

ελληνικών θετικών επιστημών. Δε σώζεται τίποτα από το φιλοσοφικό τους έργο και ό,τι

γνωρίζουμε γι' αυτό προέρχεται μόνο από αναφορές και κριτικές μεταγενέστερων

φιλοσόφων.

Οινοχόη κορινθιακή (περ.625-600).

Page 39: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο Θαλής φαίνεται πως είχε εξοικειωθεί με τα επιτεύγματα των Αιγυπτίων και των Χαλδαίων, αλλά η φιλοσοφία του δεν αποσπάστηκε ποτέ εντελώς από τα πρακτικά προβλήματα της εποχής του.

Θεωρούσε ως πρωταρχικό στοιχείο το νερό, στο οποίο επιπλέει ο κόσμος. Ως προς αυτό ακολουθεί μία παράδοση διατυπωμένη ήδη με μυθολογικό κέλυφος στον Όμηρο. Αν πιστέψουμε τις πληροφορίες που μας δίνει για το Θαλή ένας ποιητής του 5ου αιώνα π.Χ., ίσως ήταν ο πρώτος που υποστήριξε την αθανασία της ψυχής, γεγονός που πρέπει να σχετίζεται με την παραμονή του

στην Αίγυπτο. Αν και ελάχιστα πράγματα είναι δυνατόν να θεωρηθούν αληθινά από όσα αναφέρονται στο Θαλή, του αποδίδονται πολλές ειδικές ανακαλύψεις, όπως τα ηλιοστάσια και οι

κύκλοι τους, οι πέντε ουράνιες ζώνες, η προέλευση του φωτός της σελήνης, ο κύκλος των πλημμυρών του Νείλου και άλλες.

Μελανόμορφος αμφορέας του αθηναίου αγγειογράφου Άμασι με θέμα τον Ηρακλή που

μονομαχεί με τον γίγαντα Κύκνο υπό το βλέμμα της Αθηνάς

(540-520 π.Χ.).

Page 40: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο Αναξίμανδρος θεωρήθηκε μαθητής του Θαλή και φαίνεται πως ταξίδεψε πολύ στη διάρκεια της

ζωής του, καθώς και ότι πρωτοστάτησε στην ίδρυση της μηλισιακής αποικίας της Απολλωνίας

στον Εύξεινο Πόντο. Ως αρχή των πάντων θεώρησε το άπειρον που συνήθως ερμηνεύεται όχι ως υλικό μίγμα των πάντων αλλά ως ανεξάντλητη αρχική αιτία. Λέγεται ότι στα επιστημονικά του

επιτεύγματα συμπεριλαμβανόταν ο πρώτος χάρτης και η σύλληψη του σφαιρικού μοντέλου για τους ουρανούς, στο οποίο η γη με τη μορφή κυλίνδρου

κατείχε την κεντρική θέση. Καλλιέργησε την ορθολογική παρατηρητική σκέψη και, ανεξάρτητα

από τα πραγματολογικά λάθη, βοήθησε στην ανάπτυξη των μαθηματικών και της αστρονομίας.

Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο Πυθαγόρας. Από την άλλη οι δοξασίες του για την πύρινη φύση των άστρων και την επαλληλότητα των

κόσμων προανήγγειλαν την κοσμική θεότητα του Ξενοφάνη.

Πρωτοαττικός αμφορέας του 625-600 από το Ζωγράφο του Πειραιώς με θέμα άρματα.

Page 41: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο Αναξιμένης, μαθητής του Αναξίμανδρου, θεωρούσε ως αρχή του κόσμου τον αέρα. Η εναλλαγή των φυσικών μορφών και καταστάσεων οφειλόταν, σύμφωνα με τη θεωρία του, στη θέρμανση ή ψύξη και στη συμπύκνωση ή αραίωση του αέρα. Στο κοσμολογικό του σχήμα η γη ήταν επίπεδη

και ρηχή, ενώ το στερέωμα ήταν ένα είδος διάφανης μεμβράνης, στο οποίο βρίσκονταν καρφωμένα τα άστρα.Τις υλιστικές αρχές αυτής της φυσικής φιλοσοφίας υπερασπίστηκε,

ανάπτυξε και εμπλούτισε με στοιχεία διαλεκτικής ένας άλλος ίωνας φιλόσοφος, ο Hράκλειτος.

Κεφαλή γίγαντα που ψυχορραγεί από μετώπου του ναού F στο Σελινούντα (500).

Page 42: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ηράκλειτος

Από τους λεγόμενους προσωκρατικούς φιλοσόφους ο Ηράκλειτος ξεχωρίζει για

την πρωτοτυπία αλλά και για την εμβέλεια της σκέψης του μέσα στους αιώνες. Γεννήθηκε γύρω στο 540 π.Χ.

στην Έφεσο και ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των

Ανδροκλειδών. Συμμετείχε στις πολιτικές διαμάχες της πόλης του και εξέφρασε την περιφρόνησή του για το

πλήθος, τόσο σε θέματα πολιτικής εξουσίας, όσο και σε θρησκευτικά ζητήματα. Σύμφωνα με το Διογένη

Λαέρτιο ο Ηράκλειτος κατέθεσε ένα αντίτυπο του βιβλίου του "Περί φύσεως" στο ναό της Εφεσίας

Αρτέμιδος. Από εκεί προφανώς αντιγράφτηκε και διαδόθηκε νωρίς και

φαίνεται πως ήταν ήδη γνωστό στον Παρμενίδη και το Δημόκριτο.

Ο κένταυρος Χείρων διαπαιδαγωγεί το νεαρό Αχιλλέα. Πίνακας του James Burry

(1772).

Page 43: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ήταν γραμμένο σε ιωνική διάλεκτο και σε ποιητική μορφή. Δυστυχώς, γνωρίζουμε μόνο αποσπάσματά του, και για κανένα από αυτά

δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είναι κατά λέξη παράθεση, εφόσον η έννοια αυτή

ήταν άγνωστη στους αρχαίους συγγραφείς. Για την ηρακλείτεια σκέψη η αλήθεια -ή μάλλον οι αλήθειες- αποκαλύπτονται στο φιλόσοφο μόνο ύστερα από βασανιστική αναζήτηση και όλες τους δομούνται γύρω από την κεντρική ιδέα της ενότητας του κόσμου. Ο κόσμος για τον Ηράκλειτο είναι μοναδικός, αγέννητος και

αιώνιος. Τα δύο στοιχεία που καθορίζουν την ύπαρξή του είναι η αέναη μεταβολή και η

διαρκής διαμάχη και ενότητα των αντιθέτων. Το φαινόμενο αυτό αποκαλεί εναντιοδρομία ή εναντιοτροπία. Η αρχή που διέπει ολόκληρο το σύμπαν είναι το αείζωον πυρ, δηλαδή η φωτιά που ρυθμίζει τα πάντα. Στο ζήτημα αυτό είναι

προφανής η επιρροή των ιώνων φυσικών φιλοσόφων, αλλά σε αντίθεση με αυτούς ο

Ηράκλειτος αντιλαμβάνεται το πυρ περισσότερο ως μία λογική αρχή, παρά ως

γενεσιουργό αιτία του κόσμου. Μελανόμορφη υδρία από τη Λακωνία (μέσα 6ου

αι.).

Page 44: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο κόσμος υφίσταται μέσα στη συνεχή μεταλλαγή του πυρός σε αέρα, υγρό, γη και αντίστροφα. Η πρώτη διαδικασία καλείται κάτω οδός και η

δεύτερη άνω οδός. Ο Ηράκλειτος φαίνεται πως απέρριπτε και κάθε αντίληψη περί αθανασίας της ψυχής, κι αυτό γιατί θεωρούσε ότι η ψυχή ήταν αναθυμιάσεις του υγρού και του θερμού στοιχείου και ότι μετά το

θάνατο του σώματος εκείνη γινόταν νερό και γη. Ολόκληρη η κοσμοαντίληψή του βασιζόταν στη θεώρηση ισόρροπων και αντίθετων

ζευγών, η αντιθετική σύνδεση των οποίων γεννά την αρμονία. Κατά συνέπεια, ακόμα και η ύπαρξη των θεών και η αθανασία τους δε νοείται

χωρίς ανθρώπους και θνητότητα. Το έργο του Ηράκλειτου ήδη στην κλασική περίοδο αποτελούσε μέρος της αγωγής των νέων μαζί με τα

ομηρικά έπη. Το εύρος και η δυναμική του στοχασμού του καθώς και η πρωτοφανής εσωτερική συνοχή της θεωρίας του άγγιξε μεγάλους

στοχαστές από διαφορετικούς χώρους. Για όλους τους υλιστές φιλοσόφους οι απόψεις του για την αιωνιότητα και το αδημιούργητο του κόσμου στάθηκαν καθοριστικές. Aπό την άλλη η αναγόρευση του πυρός σε οργανωτική αρχή προήγγειλε τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα. Τέλος, η

αρχή της ενότητας και πάλης των αντιθέτων, αποτέλεσε θεμελιώδη παραδοχή των περισσότερων διαλεκτικών. Από τον Πλούταρχο ως το Σπινόζα και από τον Kλήμη τον Aλεξανδρινό ως το X.Λ. Μπόρχες, ο

Ηράκλειτος είναι ο στοχαστής που άσκησε μοναδική γοητεία, καθώς η σκέψη του -ακριβώς όπως το ηρακλείτειο ποτάμι- δεν είναι ποτέ η ίδια.

Άγαλμα του Ηρακλείτου από τους ρωμαϊκούς χρόνους.

Page 45: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Τέχνες

Oι αλλαγές και οι καινοτομίες στο χώρο των τεχνών κατά την Αρχαϊκή περίοδο ήταν πολλές και συγκλονιστικές. Στα τέλη του 8ου αιώνα π.X. συνέβη μία σχεδόν ξαφνική μετάβαση από την αυστηρή σχηματικότητα της Γεωμετρικής περιόδου προς ένα περισσότερο φυσιοκρατικό και

ανθρωποκεντρικό μοντέλο. Oι νέες τεχνοτροπίες εμπνεύστηκαν από ανατολικά πρότυπα, πράγμα που έδωσε στην τέχνη του 7ου αιώνα π.X. το όνομα "ανατολίζουσα". H πρόσληψη όμως των

ανατολικών στοιχείων έγινε με επιλεκτικότητα και δημιουργική φαντασία, γεγονός που επέτρεψε την ανάπτυξη του καθαρού ελληνικού αρχαϊκού ιδιώματος τον ακόλουθο αιώνα.

Κρατήρας από τη Λακωνία (μέσα του 6ου αι.). Η Λακωνία φημιζόταν για τα

καλλιτεχνικά εργαστήριά της ως

το τέλος της αρχαϊκής εποχής.

Page 46: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Στην αρχιτεκτονική, εξαπλώθηκε η χρήση της λιθοδομίας -φαινόμενο στο οποίο συντέλεσε και η επικράτηση νέων τεχνικών- και διαμορφώθηκαν οι δύο ρυθμοί που χαρακτηρίζουν ολόκληρη την ελληνική αρχαιότητα, ο δωρικός και ο ιωνικός. H γλυπτική αναπτύχθηκε από νωρίς στην Kρήτη

μέσω του λεγόμενου "δαιδαλικού ρυθμού", για να οδηγηθεί κατόπιν στα αριστουργήματα του 6ου αιώνα π.X., που ήταν τα αναθηματικά και ταφικά αγάλματα των κούρων και κορών. Από τις

χρηστικές τέχνες καλύτερα γνωρίζουμε την εξέλιξη της κεραμικής.

Μελανόμορφος Αμφορέας στο μουσείο του Μονάχου με θέμα αγώνα πυγμαχίας (Α’

όψη) και αγώνα πάλης μεταξύ

Πηλέα και Αταλάντης (Β' όψη ). Περ.490 στην Αττική.

Page 47: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ξεχωριστές τεχνοτροπίες αναπτύχθηκαν στην Iωνία, την Kόρινθο και τη Σπάρτη, αλλά η

πλουσιότερη και πιο ενδιαφέρουσα παραγωγή ήταν τα αττικά αγγεία

του μελανόμορφου και ερυθρόμορφου ρυθμού. H

μεταλλοτεχνία, επίσης, ακολούθησε διάφορες τοπικές

παραδόσεις επιτρέποντάς μας να διακρίνουμε πολλά εργαστήρια στη

διάρκεια του 6ου αιώνα. Tα σημαντικότερα έργα τους ήταν ειδώλια για τα ιερά, αγγεία και

σκεύη συμποσίου, όπλα, κοσμήματα και εξαρτήματα

καλλωπισμού.

Πιάτο σε ερυθρόμορφη τεχνική του ζωγράφου Πασέα με θέμα το Θησέα με το Μινώταυρο (περ.500). Η αυγή της ερυθρόμορφης τεχνικής βρίσκεται στους

χρόνους του Ηρακλείτου.

Page 48: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Κίονες από το ναός της Ήρας στη Σάμο που κτίστηκε επί τυράννου Πολυκράτη.

Αρχιτεκτονική – εισαγωγή

Η Αρχαϊκή περίοδος είναι εποχή μεγάλων καινοτομιών στην αρχιτεκτονική. Το σχέδιο των σημαντικότερων κτηρίων της, των ναϊκών οικοδομημάτων, γίνεται πιο περίπλοκο και υπόκειται σε

αυστηρή συμμετρία. Στην ανωδομή τα ξύλινα μέλη αντικαθίστανται σταδιακά από λίθινα και η τοιχοδομία αναπτύσσει καινούργιες

τεχνικές. Παράλληλα διαμορφώνονται οι δύο αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, ο ιωνικός και ο δωρικός. Οι ιωνικοί ναοί κυριαρχούν στην ανατολική Ελλάδα, ενώ οι δωρικοί στην κυρίως Ελλάδα και στις αποικίες της

Δύσης. Ναόσχημους τύπους ακολουθούν και οι θησαυροί των πανελλήνιων ιερών, ενώ είναι λιγοστοί οι άλλοι τύποι κτηρίων που σώζονται από την Αρχαϊκή περίοδο και ανάμεσά τους διακρίνονται

κρήνες, στοές, ταφικά μνημεία και οχυρωματικά έργα. Τα σπουδαιότερα σωζόμενα οικοδομήματα της Αρχαϊκής περιόδου είναι οι ναοί, των οποίων ο σχεδιασμός άλλαξε ριζικά μετά την επικράτηση της λίθινης τοιχοδομίας. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο τους είναι οι

κίονες που χρησιμοποιήθηκαν είτε μπροστά από το κυρίως κτίσμα (πρόσταση), είτε ολόγυρα (περίσταση ή περιστύλιο). Eίναι βέβαιο ότι

ξύλινη περίσταση διέθεταν ήδη αρκετοί ναοί της Γεωμετρικής περιόδου, αλλά μόνο στους αρχαϊκούς ναούς η χρήση του κίονα πήρε

τέτοια έκταση και σημασία, ώστε να θεωρείται ως τις μέρες μας αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής αρχιτεκτονικής.

Page 49: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Σχεδιασμός των ναών

Στους παλιότερους ναούς ο σχεδιασμός τους εμφάνιζε υπερβολικά τονισμένο τον κατά μήκος άξονα, επιχειρώντας να εντυπωσιάσει τους

πιστούς με τον επιβλητικά μακρόστενο εσωτερικό τους χώρο. Το μήκος και το πλάτος ορισμένων ναών υπολογίζονταν ως πολλαπλάσια διαφόρων ειδών του ελληνικού ποδός (δωρικού, ιωνικού, σαμιακού).

Αρκετοί ναοί έχουν μήκος που αντιστοιχεί σε εκατό πόδες, και ονομάζονται εκατόμπεδοι. Από τις αρχές όμως του 7ου αιώνα π.Χ.

προτιμήθηκε το ορθογώνιο πλάνο με αρμονικότερη την αναλογία του μήκους ως προς το πλάτος. Στην απλούστερη μορφή του αρχαϊκού

ναού οι πλαϊνοί τοίχοι προχωρούν λίγο πιο μπροστά από τον τοίχο της πρόσοψης δημιουργώντας έναν ανοιχτό αλλά στεγασμένο χώρο

μπροστά στην είσοδο. Tα τμήματα αυτά των πλαϊνών τοίχων ονομάζονται παραστάδες, και όταν μεταξύ τους τοποθετούνται κίονες (συνήθως 2), ο τύπος του ναού ονομάζεται πρόστυλος εν παραστάσι.

Αργότερα ο αριθμός των κιόνων της πρόσοψης αυξήθηκε δημιουργώντας μία κιονοστοιχία, η οποία τοποθετούνταν μπροστά από

τις παραστάδες, ενώ μερικές φορές μία ανάλογη κιονοστοιχία τοποθετούνταν στο πίσω μέρος του ναού. Πρόκειται για τον πρόστυλο

και τον αμφιπρόστυλο τύπο ναού, αντίστοιχα.

Κάτοψη του δωρικού ναού του Απόλλωνα στον Θέρμο της Αιτωλίας, 630-610 π.Χ . Ο ναός, από τους

πρωιμότερους περίπτερους ναούς της Ελλάδος, ήταν επιμήκης.

Page 50: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Όταν ολόκληρο το οικοδόμημα περιβάλλεται από κιονοστοιχία, αναφερόμαστε στον τύπο του περίπτερου ναού. Mερικές φορές, μάλιστα, η κιονοστοιχία είναι διπλή και ο ναός χαρακτηρίζεται

δίπτερος. Όταν πάλι η διπλή σειρά κιόνων εμφανίζεται μόνο στις στενές πλευρές του, ο ναός ανήκει στον τύπο του ψευδοδίπτερου. Το αρχικά ενιαίο κτίσμα χωρίστηκε σταδιακά σε περισσότερα μέρη: τον πρόναο, τον κυρίως ναό ή σηκό και τον οπισθόδομο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μεταξύ του σηκού και του οπισθόδομου υπάρχει ένας ακόμα χώρος, το άδυτο. O στεγασμένος χώρος μεταξύ του περιστυλίου και των τοίχων του ναού ονομάζεται πτέρωμα. Στα πρωιμότερα δείγματα ο ναός έχει κατασκευαστεί απευθείας πάνω στο φυσικό έδαφος. Σύντομα όμως προτιμήθηκε η θεμελίωση του ναού με κάθετους

ογκόλιθους, που καλούνταν στερεοβάτης, και η ισοπέδωση του χώρου με μία οριζόντια στρώση λίθων, την ευθυντηρία. Πάνω στην ευθυντηρία χτιζόταν το κρηπίδωμα, αποτελούμενο συνήθως από τρεις

βαθμίδες. Στην επάνω βαθμίδα, που ονομάζεται στυλοβάτης, όπου εδράζονταν οι κίονες.

Ο ναός C στο Σελινούντα της Σικελίας.

Page 51: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ανωδομή

Στην τελευταία βαθμίδα του κρηπιδώματος, το στυλοβάτη, χτίζονταν οι τοίχοι του σηκού και η

περίσταση. Κάποτε τοποθετούνταν και εσωτερικές κιονοστοιχίες για τη στήριξη της

οροφής. Οι κίονες αποτελούνταν από σπονδύλους, που συνέκλιναν προς τα πάνω

δημιουργώντας μία αμυδρά έως έντονα κυρτή καμπύλη, τη λεγόμενη ένταση. Έφεραν καθ' ύψος ραβδώσεις λαξευμένες βαθύτερες χαμηλά και πιο ρηχές στην κορυφή. Οι παραστάδες επιστέφονταν με ειδικά "κιονόκρανα", τα καλούμενα επίκρανα.

Το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από τους τοίχους και τους κίονες, ο θριγκός, περιελάμβανε το επιστύλιο, το διάζωμα και το γείσο. Αρχικά, ο θριγκός είτε ήταν εξ' ολοκλήρου από ξύλο, είτε

ξύλινος με πήλινη επένδυση. Αργότερα ένα μέρος του κατασκευαζόταν από λίθο ή μάρμαρο, αλλά η

κεράμωση του παρέμεινε πήλινη εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στον Παρθενώνα όπου ακόμα και αυτή ήταν μαρμάρινη. Η οροφή,

ξύλινη ή λιθόγλυπτη, είχε συνήθως τη μορφή διακοσμημένων επάλληλων τετράγωνων εσοχών,

που ονομάζονταν φατνώματα

Σχεδιαστική αναπαράσταση του θριγκού του ναού του Απόλλωνα στον Θέρμο της

Αιτωλίας.

Page 52: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Οι δύο επικλινείς πλευρές της στέγης δημιουργούσαν στις στενές πλευρές της έναν τριγωνικό χώρο, το αέτωμα, η πίσω πλευρά του οποίου κλεινόταν από κάθετο τοίχο, το τύμπανο. Στα

πρώιμα χρόνια το αέτωμα διακοσμούσαν ανάγλυφες παραστάσεις και αργότερα κυρίως ολόγλυφες αγαλματικές συνθέσεις. Φυτικά μοτίβα ή αγάλματα, τα λεγόμενα ακρωτήρια, τοποθετούνταν επίσης στις έξι γωνίες της δίριχτης στεγης. Δύο κυρίως τύποι κεράμωσης

χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες. Η λακωνική, στην οποία οι στρωτήρες και οι καλυπτήρες είναι κυρτοί, και η κορινθιακή, στην οποία και τα δύο αυτά στοιχεία είναι επίπεδα. Μία τρίτη

κατηγορία, λιγότερο διαδεδομένη, συνδυάζει επίπεδους στρωτήρες με κυρτούς καλυπτήρες και ονομάζεται σικελική. Oι στρωτήρες των άκρων της στέγης κατέληγαν σε ένα κάθετο τμήμα, τη

σίμη, προορισμένο για τη συγκράτηση των υδάτων της βροχής.

Ψηφιακή αναπαράσταση της σκεπής του

αρχαϊκού δωρικού ναού της Άρτεμης

στην Κέρκυρα, σύμφωνα με τις

μελέτες των ερευνητών του Πανεπιστημίου

της Πεννσυλβάνια.

Page 53: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Η σίμη έφερε ανοίγματα για την εκροή των υδάτων, συχνά διακοσμημένα με κεφαλές λεόντων. Αντίστοιχα, οι καλυπτήρες των άκρων της στέγης, οι οποίοι ονομάζονταν

ηγεμόνες, κατέληγαν σε κεφαλές ανθρώπων ή μυθικών όντων και αργότερα σε ανθέμια. Με

ανθέμια επίσης ήταν διακοσμημένοι και οι κεντρικοί καλυπτήρες στη ράχη της στέγης. Ο

διάκοσμος, είτε γλυπτός είτε ζωγραφικός, εναλλασσόταν με τις ακόσμητες επιφάνειες.

Πάνω στη λιτή υποδομή υψώνονταν οι κίονες με ραβδώσεις που επιστέφονταν από το

διακοσμημένο κιονόκρανο. Στη συνέχεια, ακολουθούσαν το ακόσμητο επιστύλιο και το κοσμημένο διάζωμα. Τέλος, στους απλούς και απέριττους τοίχους αντιπαραβαλλόταν η στέγη

με έναν πλούσιο διάκοσμο από εναέτιες μορφές, ακρωτήρια και υδρορρόες.

Ιερό Λαφρίας Αρτέμιδος στην Καλυδωνία. Σφίγγα ακρωτηρίου

στο ναό Α (αρχές 6ου αι.).

Page 54: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Άλλα κτήρια

Συγγενικά προς τους ναούς κτίσματα ήταν οι θησαυροί, οι οποίοι αναγείρονταν κοντά στα ιερά και συνήθως στέγαζαν δημόσια (και σπανιότερα ιδιωτικά) αναθήματα. Από σχεδιαστικής άποψης είναι συχνά

μικρού μεγέθους πρόστυλα εν παραστάσι κτήρια. Οι περισσότεροι και

σημαντικότεροι θησαυροί αποκαλύφτηκαν στα πανελλήνια ιερά της Ολυμπίας και των Δελφών. Εμφανίζονται είτε σε δωρικό είτε

σε ιωνικό ρυθμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ιωνικοί κίονες

αντικαθίσταντο με καρυάτιδες, όπως στους θησαυρούς των Κνιδίων και των Σιφνίων

στους Δελφούς. Ο τελευταίος χρονολογείται γύρω στο 525 π.Χ. και ήταν διακοσμημένος με ανάγλυφη ζωφόρο και με γλυπτές μορφές στο αέτωμα. Όλα τα γλυπτά μέλη του ήταν επιζωγραφισμένα και η πολλαπλή διακόσμηση έδινε την

εντύπωση ενός μάλλον παραφορτωμένου -σε σχέση με το μέγεθός του- κτίσματος.

Ο θησαυρός των Σιφνίων στους Δελφούς, 530-525 π.Χ. (σχεδιαστική αναπαράσταση).

Page 55: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο θησαυρός των Μασσαλιωτών συνδύαζε στοιχεία ιωνικά και δωρικά με κιονόκρανα σαφώς αιγυπτιακής έμπνευσης. Στο ίδιο ιερό, το τελειότερο δείγμα δωρικού θησαυρού αφιερώθηκε από

τους Αθηναίους γύρω στο 500 π.Χ. Στην Ολυμπία ο θησαυρός των Γελώων ήταν ασυνήθιστα μεγάλος και έφερε πήλινο περικάλυμμα του γείσου με περίτεχνα γραπτά κοσμήματα.

Ο θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς, 500-490 π.Χ.

Page 56: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Η χρήση του λίθου στην κατασκευή των κιόνων επέτρεψε το σχεδιασμό μεγάλων στοών, οι οποίες είχαν ανοιχτή τη μία

πλευρά τους, ενώ παράλληλα πρόσφεραν και προστασία από τα καιρικά φαινόμενα. Ήταν, λοιπόν, κτίσματα κατάλληλα για χώρους που συναθροίζονταν πλήθη ανθρώπων όπως οι αγορές, τα ιερά, τα γυμνάσια και τα θέατρα. Αρχαϊκές στοές ήρθαν στο

φως σε διάφορα μέρη, αλλά τα μεγαλοπρεπέστερα δείγματά τους βρέθηκαν στη Σάμο. Οι στοές της αγοράς και του

γυμνασίου στην κάθε πόλη ήταν ο χώρος για την εμπορική και πολιτική δραστηριότητα των ανδρών. Αντίστοιχα, τόπο

συνάντησης των γυναικών αποτελούσαν οι κρήνες, οι οποίες συχνά βρίσκονταν μέσα σε μικρές στοές. Δύο από τις

πρωιμότερες και πιο φημισμένες κρήνες ήταν της Πειρήνης στην Κόρινθο και η Εννεάκρουνος -που το νερό της έτρεχε

από εννέα λεοντοκεφαλές- στην Αθήνα. Από τα ταφικά μνημεία της Αρχαϊκής περιόδου το μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνα της Μικράς Ασίας, όπως οι

τάφοι του Λέοντος και των Αρπυιών στη Λυκία. Αποτελούνταν από υψηλό τετραγωνικό βάθρο, πάνω στο οποίο

τοποθετήθηκε ο νεκρικός θάλαμος σε μορφή λάρνακας με ανάγλυφες παραστάσεις στις πλευρές της. Τα απλούστερα μνημεία βέβαια ήταν οι επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφη,

εγχάρακτη ή γραπτή διακόσμηση. Με αυτές μοιάζουν και αρκετά αναθηματικά μνημεία της εποχής, ενώ κάποια άλλα

αποτελούνταν από έναν υψηλό κίονα με αγαλματική επίστεψη, όπως η σφίγγα των Ναξίων στους Δελφούς.

Η Σφίγγα των Ναξίων στους Δελφούς, 560 π.Χ.

Page 57: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Τοιχοδομία

Πριν από τον 7ο αιώνα π.Χ. τα περισσότερα οικοδομήματα κατασκευάζονταν από άψητες πλίνθους και ξύλο και για τη στέγασή τους χρησιμοποιούνταν ξύλα και καλάμια. Η εισαγωγή

όμως στις αρχές του 7ου αιώνα της πήλινης κεράμωσης, η οποία είχε σημαντικό βάρος, επέβαλε τη χρήση ανθεκτικότερων -και άρα βαρύτερων- δοκαριών στην ξυλοδομή της στέγης. Κατά

συνέπεια, και τα ανέχοντα στοιχεία έπρεπε να κατασκευάζονται πιο στέρεα και ανθεκτικά. Οι άψητες πλίνθοι αντικαταστάθηκαν από λίθινους δόμους και οι ξύλινοι κίονες από λίθινους ή

μαρμάρινους. Παλαιότερα μεταξύ των ειδικών επικρατούσε η άποψη ότι οι Έλληνες εμπνεύστηκαν τα λίθινα οικοδομήματά τους από τους Αιγύπτιους. Δεν υπάρχει όμως τίποτα κοινό

μεταξύ της ελληνικής και της αιγυπτιακής αρχιτεκτονικής ούτε στις τεχνικές χρήσης του λίθου, ούτε στην εφαρμογή της κεράμωσης, ούτε στις λεπτομέρειες των κιόνων, ούτε τελικά και στους

αρχιτεκτονικούς ρυθμούς που αναπτύχθηκαν στους δύο πολιτισμούς.

Ζωφόρος επιστυλίου στο ναό της Αθηνάς στην Άσσο με θέμα τον Ηρακλή που μάχεται εναντίον του Τρίτωνα υπό την παρουσία των Νηριήδων (540-

525).

Page 58: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Γι' αυτό σήμερα θεωρείται περισσότερο πιθανόν ότι στον ελληνικό κόσμο η μετάβαση από τα πλινθόκτιστα στα λίθινα κτήρια προέκυψε από το συνδυασμό νέων δομικών και αισθητικών

αναγκαιοτήτων. Εξάλλου αρκετά από τα επιτεύγματα των Μυκηναίων στον τομέα της λιθοδομίας ήταν ακόμα ορατά κατά την πρώιμη Αρχαϊκή περίοδο, και είναι γενικά αποδεκτό ότι η ελληνική

αρχιτεκτονική οφείλει περισσότερα σε αυτά παρά σε κάποιες απροσδιόριστες αιγυπτιακές επιρροές. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην τοιχοδομία, σε αντικατάσταση των πλίνθων, ήταν κυρίως ντόπιος ασβεστόλιθος ή πόρος και αργότερα διάφορες ποικιλίες μαρμάρου. Τα καλύτερα δείγματά της προέρχονται από τα κοσμικά κτίσματα -συχνά τα οχυρωματικά- καθώς στους ναούς ο γλυπτός διάκοσμος και ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός τους είχαν μεγαλύτερη σπουδαιότητα από

την ίδια την τοιχοδομία. Οι λίθινοι δόμοι συγκρατούνταν μεταξύ τους μόνο με το βάρος τους, χωρίς τη χρήση δηλαδή συνδετικού υλικού. Οι λιθοξόοι, ωστόσο, πετύχαιναν τέλεια εφαρμογή

των ακμών των δόμων. Το συνδετικό κονίαμα άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως μόλις στα ελληνιστικά χρόνια.

Ποσειδωνία, κάτοψη του ναού της Ήρας, της

επονομαζόμενη ς «βασιλικής» (περίπου 500

π.Χ.).

Page 59: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Για να μειωθεί η απαιτούμενη εργασία, και συνάμα βέβαια ο χρόνος και το κόστος κατασκευής, στο στάδιο της επεξεργασίας των λίθινων δόμων οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την τεχνική της

αναθύρωσης. Η τεχνική αυτή ήταν ήδη γνωστή στους Μυκηναίους, που με τη σειρά τους ίσως να την είχαν δανειστεί από τους Αιγύπτιους. Κατά την αναθύρωση λειαίνονταν μόνο τα τμήματα της

επιφάνειας κοντά στις ακμές, ώστε να εφάπτονται, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια υφίστατο μία ελαφρά μόνο κοίλανση και χοντρική επεξεργασία.Ωστόσο, για να αποφευχθούν οι οριζόντιες

μετακινήσεις των δόμων, καθώς η σεισμική δραστηριότητα ήταν πάντοτε έντονη στον ελληνικό χώρο, χρησιμοποιούνταν μεταλλικοί σύνδεσμοι διαφόρων σχημάτων. Ήταν φτιαγμένοι συνήθως

από σίδηρο και σπανιότερα από ορείχαλκο, τοποθετούνταν σε ειδικές εγκοπές στο λίθο, στερεώνονταν με μόλυβδο και εξασφάλιζαν έτσι τη συνοχή των δόμων. Το γεγονός αυτό

συνέβαλε στην καταστροφή πολλών αρχαίων κτηρίων κατά τους μέσους χρόνους, με σκοπό την απόσπαση των μεταλλικών αυτών στοιχείων.

Ποσειδωνία, ναός της Ήρας (περίπου 500 π.Χ.).

Page 60: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν και χρησιμοποίησαν ποικίλα συστήματα τοιχοδομίας και ανά εποχή ή τύπο κτίσματος έδειξαν την ιδιαίτερη προτίμησή τους σε κάποιο από αυτά. Στα αρχαϊκά χρόνια ήταν εξαιρετικά διαδεδομένο το πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας και περισσότερο μία

συγκεκριμένη εκδοχή του, που ονομάστηκε λεσβιακή, εξαιτίας των καλύτερα σωζόμενων δειγμάτων της από την ακρόπολη της Λέσβου. Στην πραγματικότητα η λεσβιακή τοιχοδομία ήταν σε χρήση στα μικρασιατικά παράλια και σε μέρος της νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας, καθ'

όλον τον 7ο και για μεγάλο μέρος του 6ου αιώνα π.Χ. Και σε αυτήν οι δόμοι είναι πολύγωνοι, αλλά μερικές από τις ακμές τους είναι καμπυλόγραμμες. Στην Αττική η πολυγωνική τοιχοδομία έφτασε στο απόγειό της στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και οδήγησε στην επινόηση ενός άλλου συστήματος, του ισοδομικού, το οποίο άρχισε να επικρατεί στο τέλος της Αρχαϊκής εποχής και

εξελίχτηκε σε ποικίλες μορφές.

Αξονομετρική παράσταση του δωρικού ναού της Αφαίας Αθηνάς στην

Αίγινα (περ. 500 π.Χ.).

Page 61: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Δωρικός ρυθμός

Οι διαφορές μεταξύ των δύο ρυθμών, δωρικού και ιωνικού, εντοπίζονται

κυρίως στους κίονες και στο διάζωμα. Ο δωρικός κίονας εδράζεται απευθείας

στο στυλοβάτη και οι καθ' ύψος ραβδώσεις του χωρίζονται μεταξύ τους

με οξεία γωνία. Οι ραβδώσεις, όπως και ολόκληρος ο κίονας, στενεύουν

βαθμηδόν προς την κορυφή. Το κιονόκρανο είναι συνήθως λαξευμένο σε ενιαίο λίθο μαζί με το άνω μέρος

του κίονα.

Η ανωδομή του δωρικού ναού.

Page 62: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Αποτελείται από ένα καμπύλο μέλος -τον εχίνο- ο οποίος εφάπτεται σε μία τετράγωνη πλίνθο, τον άβακα. Στην αρχή μία και αργότερα περισσότερες κοίλες γλυφές αποτελούν τη σύνδεση του

εχίνου με τον κορυφαίο σπόνδυλο. Το επιστύλιο αφήνεται κατά κανόνα ακόσμητο, εκτός από μία ταινία στην κορυφή του διακοσμημένη κατά σταθερά διαστήματα με κανόνα, από τον οποίο

εκφύονται έξι μικρές αποφύσεις, οι σταγόνες. Στους κίονες των πρώιμων δωρικών ναών η διάμετρος της κορυφής είναι σχεδόν η μισή από τη διάμετρο της βάσης του και ο εχίνος των κιονοκράνων παρουσιάζει έντονη καμπυλότητα. Τα

στοιχεία αυτά μαζί με τα τρίγλυφα φανερώνουν την απομίμηση πρακτικών που εφαρμόζονταν ήδη στη δόμηση με ξύλο.

Άλογα άρματος από τη νότια ζωφόρο του Θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς (525).

Page 63: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Το δωρικό διάζωμα αποτελείται από στενά μέλη με κάθετες αυλακώσεις -τα τρίγλυφα- και από πλατύτερες επιφάνειες που φέρουν συχνά γλυπτές ή γραπτές παραστάσεις, τις μετόπες. Τρίγλυφα

και μετόπες εναλλάσσονται κανονικά και υπάρχουν τρίγλυφα πάνω από τον κάθε κίονα, πάνω από το μέσο κάθε μετακιόνιου διαστήματος και στις γωνίες. Η τοποθέτησή τους αυτή σχετίζεται με το

λεγόμενο πρόβλημα της γωνιακής μετόπης (η οποία εμφανιζόταν μεγαλύτερη) και οδήγησε σε ποικίλες λύσεις, όπως στη βαθμιαία αλλαγή του πλάτους των μετακιονίων. Πάνω από το διάζωμα

υπάρχει ένα γείσο, με μία ελαφρά κλίση προς τα έξω για προστασία από τα όμβρια ύδατα, το οποίο αποτελείται από απλό κυμάτιο και στεφάνη. Στο κάτω μέρος του γείσου και ακριβώς πάνω από κάθε τρίγλυφο και κάθε μετόπη υπάρχει μία ορθογώνια πλάκα, ο πρόμοχθος, διακοσμημένη

με σειρές σταγόνων. Επιπλέον, ο χώρος του αετώματος προστατεύεται από το λοξό γείσο, το καλούμενο καταιέτιο.

Σελινούντας. Κάτοψη του ναού G, του τέλους του 6ου αι.

Page 64: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Όσον αφορά το σχεδιασμό των δωρικών ναών, η σημαντικότερη εξέλιξή τους σχετίζεται με την αναλογία του μήκους ως προς το πλάτος. Οι πρώιμοι δωρικοί ναοί έχουν συχνά μήκος που ξεπερνάει τα 30 μέτρα (εκατόμπεδοι), ενώ το πλάτος τους είναι μικρότερο από 10 μέτρα.

Σταδιακά η αναλογία αυτή γίνεται μικρότερη και τον 5ο αιώνα π.Χ. πλησιάζει το 2:1. Παρ' όλα αυτά το συνολικό μέγεθος αυξάνει, και οι μεγαλύτεροι δωρικοί ναοί της Αρχαϊκής περιόδου

ξεπερνούν σε μήκος τα 50 μέτρα

Ισομετρική παράσταση δωρικού

ναού.

Page 65: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο αριθμός των κιόνων ποικίλλει από 5 έως 9 στις στενές, και από 11 μέχρι 18 στις μακριές πλευρές του. Το συνηθέστερο όμως πλάνο αρχαϊκού δωρικού ναού είναι 6Χ13 ή 6X15 κίονες. Με

την πάροδο του χρόνου μεγαλώνει επίσης το μετακιόνιο διάστημα, καθώς και το μέγεθος των κιόνων. Τέλος το προφίλ του εχίνου του κιονοκράνου, που αρχικά ήταν έντονα καμπυλόγραμμο,

καταλήγει σταδιακά σε κωνικό.

Ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία (αναπαράσταση)

Page 66: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ναοί δωρικού ρυθμού

Ο δωρικός ρυθμός αναπτύχθηκε στην Πελοπόννησο και την ηπειρωτική Ελλάδα κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. και εξαπλώθηκε σε ένα μέρος των νησιών, στη Σικελία και στη Mεγάλη Eλλάδα. Μερικοί από

τους παλαιότερους δωρικούς ναούς βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής της Κορίνθου και ανάγονται στο α' μισό του 7ου αιώνα. Πρόκειται για το ναό του Απόλλωνα στην ίδια την Κόρινθο, το ναό του

Ποσειδώνα στην Ισθμία, το πρώτο Ηραίο της Περαχώρας και το ναό του Απόλλωνα στο Θέρμο. Ο τελευταίος χρονολογείται γύρω στο 630 π.Χ. και είχε πήλινες ζωγραφιστές μετόπες, σίμη και

υδρορρόες. Οι αρχικά ξύλινοι κίονες αντικαταστάθηκαν σταδιακά από λίθινους. Ξύλινοι ήταν επίσης και οι κίονες του ναού του Ποσειδώνα στον Ισθμό. Η στέγη και των δύο αυτών ναών δεν κατέληγε

στο χαρακτηριστικό τριγωνικό αέτωμα, αλλά ήταν μάλλον καμπυλωτή.

Ο ναός του Ποσειδώνα και ο περιβάλλον χώρος στα Ίσθμια κατά τον 6ο

αι., σύμφωνα με ψηφιακή αποκατάσταση των

ανασκαφέων του Πανεπιστημίου του

Σικάγο που διενεργεί εδώ και χρόνια τις

ανασκαφές στο ιερό.

Page 67: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Παρόμοια στέγαση πρέπει να είχαν και οι ναοί της Ήρας στο Άργος και στη Foce del Sele της Iταλίας, καθώς και του Απόλλωνα στους Δελφούς. Όλοι οι ναοί αυτής της περιόδου

αντικαταστάθηκαν αργότερα από άλλους πιο εξελιγμένους αρχιτεκτονικά, γεγονός που περιορίζει τις γνώσεις μας για τα επιτεύγματα της συγκεκριμένης εποχής.

Ο ναός της Άρτεμης στην Κέρκυρα , 590-580 π.Χ. (κάτοψη)

Page 68: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Από τις αρχές του 6ου αιώνα π.X. γνωρίζουμε ναούς κατασκευασμένους εξ ολοκλήρου από λίθο, εκτός από τη στέγη που παρέμεινε ξύλινη. Στο α' τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. ανήκουν οι ναοί της

Άρτεμης στην Κέρκυρα και της Ήρας (50X19 μέτρα) στην Ολυμπία με 8 και 6 κίονες στην πρόσοψη, αντίστοιχα. Ιδιαίτερα σημαντικός για την παρακολούθηση της εξέλιξης του δωρικού ρυθμού είναι ο ναός του Απόλλωνα Οπλίτη που ανασκάφτηκε πρόσφατα στη Μητρόπολη της Θεσσαλίας και χρονολογείται στο β' τέταρτο του 6ου αιώνα. Πρόκειται για εκατόμπεδο, του

οποίου ο θριγκός είναι φτιαγμένος ακόμα από ξύλο και πηλό. Η ιδιαιτερότητά του όμως έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι ολόκληρη η ορατή επιφάνεια του εχίνου των κιονοκράνων του

διακοσμείται με ανάγλυφα φυτικά μοτίβα.

Ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία (κάτοψη), γύρω στο 600 π.Χ.

Page 69: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Το μοναδικό ως τώρα γνωστό παράλληλό του χρονολογείται στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και προέρχεται από τη "Bασιλική" της Ποσειδωνίας στην Ιταλία, όπου όμως τα φυτικά μοτίβα καλύπτουν ένα μόνο μέρος του εχίνου. Ο καλύτερα διατηρημένος αρχαϊκός ναός στην κυρίως Ελλάδα είναι του Απόλλωνα στην Κόρινθο. Οι επτά μονολιθικοί του κίονες, που έχουν σωθεί στη θέση τους, ανήκουν

στην οικοδομική φάση γύρω στα 540 π.Χ. και αποτελούν μέρος του πτερού, το οποίο αρχικά είχε 6Χ15 κίονες. Κατά 20 χρόνια νεότερός του είναι ο αρχαϊκός ναός τη Αθηνάς στην Ακρόπολη, που τον

κατέστρεψαν όμως οι Πέρσες. Την ίδια εποχή στην Αθήνα ξεκίνησε να οικοδομείται από τον Πεισίστρατο ο γιγαντιαίος ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος και ολοκληρώθηκε μόλις στα ρωμαϊκά

χρόνια. Λίγο αργότερα ( 513 π.Χ.) μία εξόριστη αθηναϊκή οικογένεια, οι Αλκμαιωνίδες, ανέλαβαν την κατασκευή του νέου ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Παρόλο που η συμφωνία προέβλεπε τη χρήση

τοπικού ασβεστόλιθου, εκείνοι κατασκεύασαν την πρόσοψή του από πάριο μάρμαρο με δικά τους έξοδα. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. ανήκουν και οι περισσότεροι ναόσχημοι θησαυροί των

πανελλήνιων ιερών στους Δελφούς, την Ολυμπία και τη Δήλο.

Κάτοψη του ναού του Απόλλωνα στην Κόρινθο.

Page 70: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Περισσότεροι και καλύτερα σωζόμενοι είναι οι αρχαϊκοί δωρικοί ναοί στη Σικελία και τη

Μεγάλη Ελλάδα. Ο παλαιότερος διατηρημένος περίπτερος είναι ο ναός του Απόλλωνα στις

Συρακούσες με 6Χ17 μονολιθικούς κίονες και αρκετές λεπτομέρειες που θυμίζουν ιωνικά

στοιχεία. Στο Σελινούντα βρέθηκαν τα ερείπια τεσσάρων ναών, από τους οποίους ο λεγόμενος

"C" είναι μάλλον ο αρχαιότερος, αφού ολοκληρώθηκε πριν τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.

Το πτερό στα πλάγια είναι βαθύτερο από το μετακιόνιο διάστημα της πρόσοψης, πράγμα που σημαίνει ότι είχε βρεθεί ικανοποιητική λύση για τη στέγαση μεγάλων αποστάσεων. Το επιστήλιο και το διάζωμα ήταν υπερβολικά ψηλά, ίσα με το

μισό ύψος των κιόνων. Ο ναός "F", στην ίδια πόλη, είναι ψευδοπερίπτερος. Ένας τοίχος που

έφτανε μέχρι τη μέση των κιόνων έκλεινε ολόκληρο το πτερό. Τέλος ο ναός "G", που είναι

ένας από τους μεγαλύτερους της αρχαιότητας (50Χ110 μέτρα, 8Χ17 κίονες), άρχισε να

κατασκευάζεται στα τέλη του 6ου αιώνα και δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί το 409 π.Χ., όταν οι Καρχηδόνιοι κατέστρεψαν το Σελινούντα. Στο εσωτερικό του σηκού του υπάρχει ένα μικρό αυτόνομο άδυτο, που πιθανώς να προστέθηκε

τον 5ο αιώνα. Κίονες του ναού C στο Σελινούντα.

Page 71: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Δεν είναι εύκολο να περιγραφεί με ενιαία χαρακτηριστικά ο δωρικός ρυθμός της Κάτω Ιταλίας. Οι χρονολογήσεις είναι μόνο συγκριτικές και τα δωρικού ρυθμού κτίσματα της μίας πόλης διαφέρουν έντονα από εκείνα κάποιας άλλης. Υπάρχουν πολλές καινοτομίες και δάνεια από τον ιωνικό ρυθμό, αλλά και από την αρχιτεκτονική άλλων λαών. Ένας από τους πιο αξιοπρόσεκτους ναούς είναι του

Απόλλωνα Αλαίου στην Κρίμισα με κεντρική κιονοστοιχία κατά μήκος του σηκού, διπλό καταιέτιο γείσο και ακροκέραμα σε όλη την περιφέρεια της στέγης. Από τα ελάχιστα στοιχεία που σώθηκαν,

χρονολογείται στις αρχές του 6ου αιώνα. Στο Μεταπόντιο σώθηκαν οι δύο μακριές πλευρές του πτερού μέχρι το επιστύλιο από ένα ναό αφιερωμένο πιθανόν στον Ηρακλή.

Ερείπια του ναού G στο Σελινούντα.

Page 72: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Πολύ καλύτερα γνωρίζουμε τους δύο αρχαϊκούς ναούς της Ποσειδωνίας.

Παλαιότερος είναι ο επονομαζόμενος "Βασιλική", ο οποίος αποδείχτηκε ότι ήταν αφιερωμένος στην Ήρα. Ο δεύτερος, αν και

αρχικά αποδόθηκε στη ρωμαϊκή θεότητα Ceres, στην πραγματικότητα ανήκε στην

Αθηνά. Ο ναός της Ήρας έχει ασυνήθιστο σχέδιο με 9Χ18 κίονες και βάθος πτερού ίσο με δύο μετακιόνια διαστήματα. Η εσωτερική του διαρρύθμιση δεν είναι εντελώς ξεκάθαρη,

αλλά φαίνεται πως είχε κεντρική κιονοστοιχία και άδυτο. Ο πρόναός του

ορίζεται από τρεις κίονες εν παραστάσι. Η κάτω πλευρά του εχίνου σε ορισμένα

κιονοκράνα φέρει ανάγλυφη διακόσμηση, ένα στοιχείο που το συναντάμε και στο ναό

της Αθηνάς. Ο τελευταίος είναι κατά μία γενιά νεότερος και έχει την τυπική κάτοψη

των 6Χ13 κιόνων. Ασυνήθιστο είναι όμως το χτίσιμο των τριγλύφων του μέσα στον τοίχο και το φαρδύ καταέτιο γείσο, η κάτω πλευρά

του οποίου διακοσμείται με φατνώματα.

Page 73: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ιωνικός ρυθμός

Ο ιωνικός ρυθμός διαμορφώθηκε και αυτός στη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου και η χρήση του εξαπλώθηκε από την Ιωνία -όπου πρωτοεμφανίστηκε- στις Κυκλάδες, την Αττική και σε ένα μέρος της Μακεδονίας, ενώ κατ' εξαίρεση χρησιμοποιείται στην

ελληνική δύση. Η διαφορά του από το δωρικό ρυθμό έγκειται κυρίως στη μορφή του κίονα και στη διάταξη του θριγκού.

Υπάρχει και σε αυτόν ένα κρηπίδωμα τριών συνήθως βαθμίδων, οι οποίες φέρουν μία ελαφρά εσοχή στο κατώτερο τμήμα τους. O κίονας όμως δεν εδράζεται απ' ευθείας στο στυλοβάτη, αλλά σε

μία κυκλική βάση που ονομάζεται σπείρα. Η βάση αυτή διακρίνεται σε δύο μέρη, το κοίλο, που λέγεται τροχίλος ή

σκοτία, και το κυρτό, που λέγεται τόρος ή κυμάτιο. Μερικές φορές (κυρίως στη Μικρά Aσία) η βάση αυτή τοποθετείται πάνω

σε μία τετράγωνη πλάκα, την πλίνθο.

Διάφορες βάσεις ιωνικών κιόνων του 6ου και 5ου αι.

Page 74: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο ιωνικός κίονας είναι λεπτότερος από το δωρικό, αλλά έχει περισσότερες αριθμητικά

(20 με 24) και βαθύτερες αύλακες, των οποίων μάλιστα οι ακμές δεν είναι οξείες αλλά επίπεδες. Σε ορισμένους ναούς της

Ιωνίας (Έφεσος, Δίδυμα) ανάγλυφες παραστάσεις κοσμούν τον κατώτερο σπόνδυλο του κάθε κίονα. Ο κίονας

επιστέφεται από ένα κιονόκρανο αποτελούμενο από ένα κυρτό τμήμα -τον

εχίνο- δύο έλικες και μία τετραγωνική πλάκα, που ονομάζεται άβαξ. Οι έλικες

στην Αρχαϊκή περίοδο είναι ισοπαχείς σε όλο τους το μήκος, ενώ αργότερα

στενεύουν στο μέσον της εξωτερικής πλευράς τους. Οι σπείρες των ελίκων

κάποτε αντικαθίστανται από ρόδακες και ο εχίνος διακοσμείται με ιωνικό ή λέσβιο

κύμα.

Η ανωδομή του ιωνικού ναού.

Page 75: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ενώ το δωρικό κιονόκρανο είναι καθαρά ελληνικό δημιούργημα, το ιωνικό

φαίνεται πως προσέλαβε στοιχεία ξενικά και τα μετέπλασε. Στο συμπέρασμα αυτό

οδηγούν και τα παλαιότερα από τα ιωνικά κιονόκρανα, που έχουν βρεθεί

στη Λέσβο και την Τρωάδα, και γι' αυτό αποκαλούνται αιολικά. Τα αιολικά

κιονόκρανα φέρουν δύο έλικες, μεταξύ των οποίων αναπτύσσεται ένα ανθέμιο,

και στη βάση τους υπάρχει συνήθως φυλλωτό κόσμημα. Οι διαφορές μεταξύ

ιωνικού και δωρικού ρυθμού είναι φανερές και στο επιστύλιο, το οποίο δεν

είναι ενιαίο, αλλά χωρίζεται σε τρεις επάλληλες και προεξέχουσες ταινίες. Στην Ιωνία, πάνω από το επιστύλιο

συναντάμε μία διακοσμητική ζώνη με λέσβιο κύμα και στηρίγματα του γείσου, που καλούνται οδόντες ή γεισίποδες. Στα

νησιά και στην Αττική επικράτησε η χρήση ζωφόρου με ανάγλυφες και

κάποτε με ζωγραφιστές παραστάσεις.

Ο ιωνικός κίονας σε μουσείο.

Page 76: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των ιωνικών ναών δε διαφέρει σημαντικά από εκείνο των δωρικών. Οι ιωνικοί ναοί όμως είναι κατά κανόνα πολύ μεγαλύτεροι σε μέγεθος. Η πρόσοψή τους έχει συνήθως 8 κίονες, το ύψος των οποίων μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 19 μέτρα (Hραίο της

Σάμου). Στην Ιωνία προκρίνεται ο τύπος του μεγαλοπρεπούς δίπτερου, ενώ στα νησιά, την Αττική και τους Δελφούς του δίστυλου εν παραστάσει και του τετράστυλου, που είναι καταλληλότεροι

για μικρότερους ναούς και για θησαυρούς.

Ένας αποκατεστημένος κίονας είναι το εντυπωσιακότερο απομεινάρι από τον περίλαμπρο δεύτερο ναό της Ήρας στη Σάμο που χρονολογείται στα τέλη

του 6ου αι.

Page 77: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ναοί ιωνικού ρυθμού

Δύο από τους σημαντικότερους και μεγαλύτερους αρχαϊκούς ναούς ήταν ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο και

ο ναός της Ήρας στη Σάμο. Ο ναός της Eφέσου, που αναφερόταν και ως ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου

κόσμου, χτίστηκε γύρω στο 560 π.Χ., κάηκε από τον Ηρόστρατο το 356 π.Χ. και ανοικοδομήθηκε την εποχή του

Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον αρχιτέκτονα Δεινοκράτη. Στην ανέγερση του αρχαϊκού ναού συνέβαλε αποφασιστικά ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας, ο οποίος χρηματοδότησε την κατασκευή των περισσοτέρων κιόνων του. Τόσο το Αρτεμίσιο όσο και το Ηραίο ήταν οι πρώτοι πραγματικά μεγάλοι ναοί με διπλό πτερό. Λέγεται ότι και στους δύο

δούλεψε ο σάμιος αρχιτέκτων Θεόδωρος. Στο μεν Ηραίο σε συνεργασία με τον επίσης σάμιο Ροίκο, στο δε Αρτεμίσιο με

τον κρητικό Χερσίφρωνα. Πυρκαγιά κατέστρεψε και το Ηραίο, περίπου 30 χρόνια μετά την οικοδόμησή του.

Ο παλαιότερος δίπτερος ναός της Ήρας στη Σάμο, 575-550 π.Χ.

(κάτοψη).

Page 78: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Μεγάλο μέρος από το οικοδομικό υλικό και των δύο κτισμάτων χρησιμοποιήθηκε στην ανέγερση κατοπινών ναών στην ίδια θέση, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για το σχεδιασμό

και τα διακοσμητικά στοιχεία των αρχικών ναών. Φαίνεται όμως ότι και οι

δύο είχαν 8 ή 9 κίονες στις στενές πλευρές τους και 21 στις μακριές. Το

συνολικό μήκος του Aρτεμισίου πρέπει να ξεπερνούσε τα 100 μέτρα. Το

μετακιόνιο διάστημα των κεντρικών κιόνων της πρόσοψης έφτανε και στους

δύο ναούς τα 8 περίπου μέτρα, αλλά μειωνόταν σταδιακά ανάμεσα στους

κίονες των άκρων.

Ο αρχαϊκός ναός της Άρτεμης στην Έφεσο (σχεδιαστική αναπαράσταση).

Page 79: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Το νεότερο Ηραίο, που χτίστηκε στη θέση του παλιού μετά το 530 π.Χ., ήταν ο μεγαλύτερος ναός

του αρχαίου ελληνικού κόσμου με περίπου 110 μέτρα μήκος και 50 μέτρα πλάτος. Ο πρόναος και ο

σηκός χωρίζονταν με δύο κιονοστοιχίες σε τρία κλίτη. Το αρχιτεκτονικό του σχέδιο, που έμοιαζε

σε εκείνο του παλαιότερου ναού, είχε διπλό πτερό και 24 κίονες στις μακριές πλευρές, 8 στην πρόσοψη και 9 στην πίσω πλευρά. Ο τρίτος

μεγάλος ναός της αρχαϊκής Iωνίας, ο ναός του Απόλλωνα στα Δίδυμα, κατασκευάστηκε μεταξύ του 540 και 520 π.Χ. και καταστράφηκε από τους

Πέρσες το 494 π.Χ. Σύμφωνα με το αποκατεστημένο πλάνο του ήταν δίπτερος με 21Χ8

κίονες. Είχε ανάγλυφες μορφές στη βάση των κιόνων και ολόγλυφες σφίγγες στις τέσσερις γωνίες του επιστυλίου. Το εσωτερικό του ήταν αστέγαστο και περιέκλειε ένα δεύτερο ιερό που είχε τη μορφή μικρού πρόστυλου εν παραστάσι ναού. Το σύνολο

ανακατασκευάστηκε με πολλές προσθήκες στα ελληνιστικά χρόνια.

Κάτοψη του κολοσσιαίου ναού της Ήρας στη Σάμο που

χρονολογείται στα τέλη τα ου 6ου αι. επί εποχής Πολυκράτη.

Page 80: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ένα από τα παλαιότερα δείγματα του ιωνικού ρυθμού στις Kυκλάδες αποτελεί ο εκατόμπεδος στα Ύρια της Νάξου, που κατασκευάστηκε γύρω στα 580 με 570 π.Χ., ήταν πρόστυλος τετράστυλος και είχε ένα άδυτο για την τέλεση της μυστηριακής λατρείας. Από κάποιους άλλους ναούς της

Νάξου και της Πάρου σώζονται τα μαρμάρινα περίθυρα με ύψος έως και 6 μέτρα.

Το θύρωμα του αρχαϊκού ναού του Απόλλωνα στη Νάξο, 538-524 π.Χ.

Page 81: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Γλυπτική

Όλα σχεδόν τα μεγάλα έργα της αρχαϊκής γλυπτικής εξυπηρετούσαν

λατρευτικές ή γενικότερα πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων. Ωστόσο,

συχνά παρείσδυαν στοιχεία κοσμικού χαρακτήρα, όπως οι υπογραφές των γλυπτών, τα ταφικά επιγράμματα και το όνομα του αναθέτη. Η ανάπτυξη στην αρχαϊκή περίοδο της μεγάλης

γλυπτικής και πλαστικής οφείλεται εν μέρει στη εξέλιξη των τεχνικών

επεξεργασίας του μετάλλου, όπως είναι για παράδειγμα η σφυρηλάτηση και η χύτευση. Η τελευταία αποδόθηκε, ήδη

από την αρχαιότητα, στους σάμιους καλλιτέχνες Ροίκο και Θεόδωρο, αλλά

το μόνο για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε με σχετική βεβαιότητα είναι για το σημαντικό ρόλο του σαμιακού

εργαστηρίου στις αρχές της χαλκοπλαστικής. Μετώπη από το ναό C στο Σελινούντα με θέμα

τον Περσέα που αποκεφαλίζει τη Μέδουσα με τη βοήθεια της Αθηνάς (540).

Page 82: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Αντίθετα, η γλυπτική σε πέτρα ή μάρμαρο αναπτύχθηκε αρχικά στην Κρήτη,

προσλαμβάνοντας ένα ξεχωριστό μορφικό ιδίωμα, γνωστό ως δαιδαλικό ρυθμό. Έπειτα, αναπτύχθηκαν δύο βασικοί

γλυπτικοί τύποι: ο κούρος και η κόρη. Οι τύποι αυτοί εμφανίζονται σχεδόν ως

συνέχεια των δαιδαλικών μορφών και η εξέλιξή τους οδηγεί στην αυστηρορυθμική

γλυπτική. Υπήρξαν πολλά τοπικά εργαστήρια από την Iωνία ως τη δυτική

Eλλάδα. Σημαντική ανάπτυξη γνώρισε και η αρχιτεκτονική γλυπτική, εφόσον η

κατασκευή μεγάλων πέτρινων ναών επέτρεπε τη διακόσμησή τους με

αντίστοιχου μεγέθους γλυπτά. Τέλος, η επιτύμβια γλυπτική εμπνεύστηκε συχνά από

τις μορφές ζώων και τεράτων.

Οι δυο κούροι της Τενέας, έργα της αρχαϊκής περιόδου από την Κορινθία.

Page 83: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Δαιδαλικός ρυθμός

Οι αρχές της ελληνικής γλυπτικής χάνονται μέσα στο μύθο, καθώς η παράδοση αναφέρει ότι οι πρώτοι γλύπτες ήταν δαίμονες (οι Τελχίνες) και τα πρώτα γλυπτά είχαν μαγικές ιδιότητες ή ζωντάνευαν. Στο

μυθικό τεχνίτη Δαίδαλο αποδίδονται πολλοί νεοτερισμοί, μεταξύ των οποίων και η κατασκευή των

πρώτων γλυπτών μνημειακού χαρακτήρα. Τα επιτεύγματά του συνδέθηκαν με τη μαθητεία του στην Αίγυπτο και οι αρχαίες πηγές απέδωσαν την καταγωγή του, άλλοτε στην Αθήνα και άλλοτε στην Κρήτη. Με το

επίθετο "δαίδαλα", ωστόσο, αποκαλούσαν στην αρχαιότητα τα ξύλινα ξόανα. Τελικά ο όρος

"δαιδαλικός" χρησιμοποιήθηκε από τη σύγχρονη αρχαιολογία, για να δηλωθεί μία συγκεκριμένη

τεχνοτροπία, η οποία αναπτύχθηκε κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. και εφαρμόστηκε τόσο στη μεγάλη γλυπτική όσο

και στη μικροτεχνία. Η τεχνοτροπία αυτή, αν και βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στη δωρική Ελλάδα (Kρήτη,

Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Ρόδος), εντοπίζεται και σε άλλες περιοχές, όπως στη Θήβα, τα Μέγαρα, την

Αθήνα και τους Δελφούς.

Καθήμενη γυναικεία μορφή σε δαιδαλική τεχνοτροπία. Χρονολογείται στο 630 π.Χ. και βρέθηκε στην Τρίπολη.

Page 84: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο δαιδαλικός ρυθμός είναι κατ' εξοχήν διακοσμητικός. Οι μορφές δηλαδή

ακολουθούν τα γεωμετρικά πρότυπα, αν και τα γωνιώδη στοιχεία στρογγυλεύουν ελαφρά, οι όγκοι αποδίδονται ορθότερα και εγκαταλείπονται οι υπερβολές στο

μέγεθος των χαρακτηριστικών του προσώπου. Παρ' όλα αυτά δεν υπάρχει

ακόμη πραγματικά ρεαλιστική απόδοση, ούτε βελτίωση της ανατομικής ακρίβειας. Η δαιδαλική τεχνοτροπία διακρίνεται για τη συντηρητική αντίληψη της μορφής και τον εξαιρετικά αργό ρυθμό εξέλιξής της.

Ανάγλυφη πλάκα από την ακρόπολη των Μυκηνών, μέσα του 7ου αι. π.Χ.

Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Page 85: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Η Κρήτη ήταν προφανώς το σημαντικότερο κέντρο και από εκεί προέρχονται τα περισσότερα λίθινα γλυπτά δαιδαλικής

τεxνοτροπίας. Σε αντίθεση με τα έργα που επηρεάστηκαν άμεσα από ανατολικά πρότυπα, τα δαιδαλικά γλυπτά απεικονίζουν κυρίως ντυμένες γυναικείες μορφές. Χαρακτηρίζονται από

απόλυτη μετωπικότητα, παριστάνονται με τα χέρια κολλημένα στους μηρούς, με τα μαλλιά χτενισμένα σε οριζόντιες ζώνες που θεωρήθηκαν περούκες -οι λεγόμενες οροφωτές φαινάκες- με το κεφάλι τους συνήθως αρκετά πεπλατυσμένο και με ενδύματα

χωρίς πτυχώσεις. Τα στοιχεία αυτά διακρίνονται στη λεγόμενη "Κυρία της Auxerre", η οποία φοράει τη χαρακτηριστική φαρδιά

ζώνη και τα ρούχα της κοσμούνται με εγχάρακτα και ζωγραφισμένα γεωμετρικά μοτίβα. Ανάλογα χαρακτηριστικά εμφανίζονται και στις καθιστές "θεές" από τη Γόρτυνα, τον

Πρινιά, το Αστρίτσι και την Ελεύθερνα.

Άγαλμα όρθιας γυναίκας από την Κρήτη (“κυρία της Auxerre”), τρίτο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ.

Παρίσι, Λούβρο.

Page 86: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Εκτός Κρήτης, τα χαρακτηριστικά του δαιδαλικού ρυθμού συνδυάζονται με άλλα

τοπικά ή ανατολικά στοιχεία και εφαρμόζονται τόσο στις δημιουργίες της

πρωτοκορινθιακής κεραμικής, όσο και στα διάφορα εργαστήρια μικροπλαστικής σε

χαλκό. Παράλληλα, ενσωματώνονται στο ρεπερτόριο της χρυσοχοΐας και της

γλυπτικής σε ελεφαντοστό και ξύλο. Τα σημαντικότερα λίθινα δαιδαλικά γλυπτά -εκτός Κρήτης- προέρχονται από τη Δήλο, τις Μυκήνες και τη Βοιωτία. Ο δαιδαλικός

ρυθμός, του οποίου η ακμή τοποθετείται στο β' μισό του 7ου αιώνα π.X., σβήνει

σταδιακά στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. με την εμφάνιση των τοπικών σχολών της

αρχαϊκής γλυπτικής.

Καθιστό γυναικείο άγαλμα από τη Γόρτυνα της Κρήτης. Ηράκλειο, Αρχαιολογικό Μουσείο.

Page 87: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Κούροι και Κόρες – γενικά χαρακτηριστικά

Τα αγάλματα με τη μορφή νεαρών ανδρών και κοριτσιών, που ονομάζονται κούροι και κόρες,

ήταν επιτύμβια μνημεία ή αναθήματα σε ιερά. Oι κούροι εμφανίζονται σε "ηρωική γυμνότητα" και

συνδέονται συχνά με τον Απόλλωνα, από ιερά του οποίου προέρχονται ολόκληρες σειρές

(Δίδυμα, Δήλος, Πτώον). Ωστόσο, δε λείπουν και οι εξαιρέσεις, όπως στην περίπτωση των κούρων

του Σουνίου, οι οποίοι συνδέονται με τον Ποσειδώνα ή της Τενέας.

Κούρος από την Τενέα Κορινθίας, γύρω στο 550 π.Χ. Μόναχο, Staatliche.

Page 88: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Οι κόρες εμφανίζονται πάντοτε ντυμένες, κυρίως στα ιερά γυναικείων θεοτήτων, όπως στο Ηραίο της Σάμου και στην

αθηναϊκή Ακρόπολη. Και οι δύο τύποι φέρουν αφιερωματικές επιγραφές και πολλές φορές την υπογραφή του δημιουργού τους. Αντίστοιχα, όταν έχουν χρησιμοποιηθεί ως επιτύμβια

μνημεία φέρουν επιγράμματα σχετικά με το νεκρό ή τη νεκρή, που απεικονίζονται πάντα σε νεανική ηλικία.

Μολονότι αντρικοί και γυναικείοι τύποι ήταν ήδη γνωστοί από το δαιδαλικό ρυθμό και από τα άλλα πρώιμα αγάλματα με τις

ανατολικές επιδράσεις, οι τύποι του κούρου και της κόρης -που διαμορφώθηκαν στις αρχές του 6ου αιώνα π.X.- ξεχωρίζουν

από πολλές απόψεις. Η στροφή προς τη ρεαλιστική απεικόνιση έγινε σαφής. Τα μέλη του σώματος αποδίδονταν με πιο σωστές

αναλογίες και με περισσότερη ακρίβεια. Οι μύες απέκτησαν όγκο, πλαστικότητα και φυσικότητα. Ένα μειδίαμα, που

προσέδιδε ζωντάνια και παράλληλα εξυπηρετούσε τεχνικούς σκοπούς, επιλέχτηκε ως η στερεότυπη έκφραση του προσώπου.

Πρωιμότατο μαρμάρινο άγαλμα όρθιας γυναίκας, πιθανόν της Άρτεμης, από τη Δήλο, μέσα του 7ου

αι. π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Αφιερώθηκε από τη ναξιώτισσα Νικάνδρα και έχει ύψος 2 μέτρα. Τα λατομεία μαρμάρου της Νάξου

πρέπει να ήταν τα πρώτα που αξιοποιήθηκαν εκτενώς. Οι Κόρες θα αντικαταστήσουν τέτοιου

είδους αγάλματα τον 6ο αι..

Page 89: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ενώ είναι βέβαιο ότι για ορισμένους από τους πρώιμους κούρους -όπως στον κούρο της Νέας Υόρκης-

χρησιμοποιήθηκε ο λεγόμενος "αιγυπτιακός κανόνας" με τα 21 τετράγωνα που ορίζουν τις καθ' ύψος διαστάσεις της

μορφής, στους περισσότερους ακολουθήθηκε ένα διαφορετικό μετρικό σύστημα. Αυτό βασιζόταν στις

πραγματικές διαστάσεις του ανθρώπινου σώματος και χρησιμοποιούσε ως μέτρο το μήκος από το πέλμα του

ποδιού. Πολλοί από τους κούρους υπερφυσικού μεγέθους δεν είχαν τις σωστές αναλογίες. Τελικά, η φυσική αναλογία 7 προς 1 επικράτησε στη σχέση του συνολικού ύψους προς

το ύψος του κεφαλιού. Άλλες βελτιώσεις συμβατικών στοιχείων περιελάμβαναν την απόδοση του στομαχιού με δύο σειρές μυών (αντί για 3 ή 4 παλιότερα), καθώς και τη φυσική δυσαναλογία των μυών πάνω από το γόνατο, το

σωστό μοίρασμα του βάρους στα δύο πόδια και τη στροφή των πήχεων -που παλαιότερα παριστάνονταν μετωπικές-

προς τους μηρούς .

Ο λεγόμενος Κούρος της Νέας Υόρκης είναι προϊόν αττικού εργαστηρίου περί το 600 π.Χ.

Page 90: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Τόσο οι κούροι όσο και οι κόρες σκαλίζονταν μαζί με την πλίνθο, με τη βάση δηλαδή που ήταν συμφυής με το άγαλμα και ακολουθούσε το περίγραμμα των ποδιών του. Η πλίνθος με τη

σειρά της στερεωνόταν μέσα σε μια μεγαλύτερη τετράγωνη βάση.

Αν για τους κούρους τα ανατομικά χαρακτηριστικά είναι ο κυριότερος μίτος της εξέλιξής τους, τη θέση αυτή επέχει στις κόρες η πτυχολογία των ενδυμάτων. Όλα τα ενδύματα ήταν

ορθογώνια κομμάτια υφάσματος που στερεώνονταν με κουμπιά, πόρπες και περόνες. Τα συνηθέστερα ήταν ο ιωνικός χιτώνας

που συνδυαζόταν συχνά με το λοξό ιμάτιο, το επίβλημα (πανωφόρι) και ο πέπλος.

Κούρος του Ισχή, γύρω στο 570 π.Χ. Βαθύ Σάμου, Αρχαιολογικό Μουσείο. Το άγαλμα τούτο , ύψους σχεδόν 5μ., ανακαλύφθηκε το 1980 και στο βάθρο

φέρει επιγραφή με το όνομα Ισχής, υιός του Ρήσιου . Πρόκειται για έναν από τους δύο υπερμεγέθεις

κούρους που είχαν ανατεθεί στο Ηραίο.

Page 91: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ο τελευταίος εμφανίστηκε ήδη από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., αλλά αντικατέστησε το χιτώνα μόλις στη διάρκεια του

5ου αιώνα π.Χ. Τα ενδύματα κίνησαν το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών και έπαψαν να παριστάνονται σαν μια επίπεδη

επιφάνεια, απέκτησαν βάθος και πλαστικότητα, επηρεάζοντας έτσι το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς.

Oι εξελίξεις αυτές συνέβησαν πιθανόν σε διάφορα εργαστήρια, αλλά η κινητικότητα των καλλιτεχνών, η

δημόσια έκθεση των έργων τους σε ιερά και σε νεκροταφεία, η διάδοση νέων εργαλείων και η ανταλλαγή εμπειρίας

μεταξύ των γλυπτών που συγκεντρώνονταν στις πηγές του μαρμάρου συνέβαλαν στο συγχρονισμό της εξέλιξης στα

διάφορα τοπικά κέντρα.

Κόρη από την Κερατέα Αττικής, η λεγόμενη “θεά του Βερολίνου”, γύρω στο 570 π.Χ. Βερολίνο, Staatliche

Museen Preussischer Kulturbesitz, Antikensammlung.

Page 92: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Εργαστήρια και τύποι

Γνωρίζουμε ένα πολύ μικρό αριθμό κούρων από την ανατολική Ελλάδα, με μόνη εξαίρεση τη Σάμο, όπου βρέθηκαν μερικές ικανοποιητικές σειρές. Οι γλύπτες της ιωνικής καλλιτεχνικής σφαίρας δημιουργούν μορφές με ρέοντα περιγράμματα και με

σχηματική ως διακοσμητική την απόδοση της ανατομίας τους. Τα κεφάλια είναι έντονα σφαιρικά, οι κομμώσεις στερεότυπες προς τα

πίσω και τα μάτια σχιστά. Τα στοιχεία αυτά είχαν μάλλον ανατολική προέλευση και μεταλαμπαδεύτηκαν στο εικαστικό ιδίωμα της Δύσης (Eτρουρία, Μεγάλη Ελλάδα) μέσα από τις

αποικίες της Φώκαιας.

Άγαλμα του Διονύσερμου (με εγχάρακτη επιγραφή το όνομα) με πτυχωτό ένδυμα.

ιωνικό έργο του 530.

Page 93: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Οι ανδρικές μορφές στην Ιωνία συναντώνται συχνά ντυμένες,

ενώ μεγάλη διάδοση γνωρίζει ο καθήμενος τύπος (ανδρών και

γυναικών), γνωστός ήδη από τη δαιδαλική τεχνοτροπία. Το χαλαρό ενδιαφέρον για την

ανατομία, αντισταθμίστηκε με την ιδιαίτερη ευαισθησία στην απόδοση των ενδυμάτων των κορών. Τα πιο ενδιαφέροντα

παραδείγματα προέρχονται από τη Χίο, τη Σάμο και τη Μίλητο.

Το περίφημο σύνταγμα του Γενέλεω από τη Σάμο

περιλαμβάνει μία καθιστή και μία ξαπλωμένη μορφή δίπλα σε

μερικές τυπικές κόρες με κυλινδρικό σώμα, το οποίο

αποτελεί φανερή επιρροή της παλιάς ανατολίτικης τεχνικής του σκαλίσματος σε κορμό δέντρου.

Σύνταγμα του γλύπτη Γενέλεω από το Ηραίο της Σάμου, 560-550 π.Χ. Βαθύ Σάμου, Αρχαιολογικό Μουσείο.

Page 94: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Στις Κυκλάδες οι γνωστοί κούροι προέρχονται από τη Θήρα, τη Μήλο, τη Δήλο, την Πάρο και τη

Νάξο. Μόνο για τα δύο τελευταία νησιά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είχαν τα δικά τους

εργαστήρια. Οι κυκλαδικοί κούροι διαφέρουν από εκείνους της Iωνίας, τόσο στο κεφάλι, όσο και στα

ραδινά περιγράμματα και τις χαρίεσσες μορφές. Επίσης ορισμένες από τις κόρες της Ακρόπολης

συνδέονται πιθανότατα με το ναξιακό εργαστήριο, ενώ μία συγγενική παράδοση διαφαίνεται στις κόρες-καρυάτιδες του θησαυρού των Σιφνίων

στους Δελφούς.

Κούρος από τη Μήλο, 560-550 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Page 95: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άγαλμα φτερωτής Νίκης σε στάση "εν γούνασι δρόμου".

Bρέθηκε στη Δήλο και αποδίδεται στο Χίο γλύπτη Άρχερμο, ο οποίος εργάστηκε και στην Αθήνα. Το ενδιαφέρον είναι ότι το άγαλμα της Δήλου μάς δείχνει μια καινούργια θεότητα, που

δεν υπάρχει στη μυθολογία, αλλά είναι μια προσωποποιημένη έννοια: τη Νίκη. Η μορφή

αυτή, που παριστάνεται πάντα φτερωτή, είναι μια από τις σπουδαιότερες δημιουργίες της αρχαίας

ελληνικής τέχνης, που συνεχίζει να εικονίζεται ως τις μέρες μας. Ακόμη και οι φτερωτοί άγγελοι της

χριστιανικής τέχνης κατάγονται από την Νίκη.Άγαλμα Νίκης από τη Δήλο, γύρω στο 550 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο .

Από έναν σχολιαστή του Αριστοφάνη μαθαίνουμε ακόμη ότι ο Άρχερμος ήταν ο

πρώτος που απεικόνισε τη Νίκη με φτερά. Δεν αποκλείεται λοιπόν το άγαλμα από τη Δήλο

(σήμερα στην Αθήνα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) να είναι η πρώτη

φτερωτή Νίκη της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Το άγαλμα είναι από παριανό μάρμαρο και η

επιγραφή είναι γραμμένη στο τοπικό αλφάβητο της Πάρου, το νησί με το καλύτερο

μάρμαρο.

Page 96: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Στην Αττική οι κούροι ήταν πολύ διαδεδομένοι ως ταφικά σήματα. Οι

παλαιότεροι από αυτούς, όπως η κεφαλή του Διπύλου και ο κούρος του Σουνίου, ανήκουν ακόμα στο

τέλος του 7ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Ακολουθούν τύποι με τα κεφάλια κάπως πεπλατυσμένα και

τα μαλλιά χτενισμένα σε φλογωτούς βοστρύχους πάνω από

το μέτωπο (κούρος της Βολομάνδρας). Ο κούρος της

Μερέντας -που βρέθηκε μαζί με την κόρη Φρασίκλεια- έχει χυτό

εφηβικό σώμα και βρίσκεται πιο κοντά στα πρότυπα των

κυκλαδικών εργαστηρίων. Δεν αποκλείεται να είναι έργο του ίδιου πάριου γλύπτη που λάξευσε και τη Φρασίκλεια. Αντίθετα, ο Κροίσος που βρέθηκε στην Ανάβυσσο έχει

ρωμαλέο και μυώδες κορμί, χαρακτηριστικό της αττικής

γλυπτικής στο β' μισό του 6ου αιώνα π.Χ.

Αριστερά: Ο κούρος του Σουνίου (600 π.Χ.). Δεξιά: Ο κούρος της Αναβύσσου (530 π.Χ.).

Page 97: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Εκτός από τη Φρασίκλεια ως επιτύμβια αναγνωρίζεται επίσης και η

λεγόμενη κόρη (άλλοτε "θεά") του Βερολίνου με τα αδρά, σχεδόν

διακοσμητικά χαρακτηριστικά της. Οι αναθηματικές κόρες της Ακρόπολης φορούν συχνά χιτώνα και ιμάτιο. Τα

ενδύματα αυτά σχηματίζουν πλούσιες πτυχώσεις στην μπροστινή πλευρά του κορμού, εφαρμόζουν όμως στην πίσω

πλευρά του. Καθώς πολλοί ξένοι γλύπτες εργάστηκαν στα αφιερώματα

της Ακρόπολης, δεν είναι πάντα εύκολο να διακριθούν τα αττικά

χαρακτηριστικά, τα οποία συγκροτούν ένα σαφές ιδίωμα κατά το τελευταίο

τρίτο του 6ου αιώνα π.X.

Η θαυμάσια κόρη της Μερέντας , η επονομαζόμενη

Φρασίκλεια (550-540 π.Χ.) βρέθηκε μαζί με τον αντίστοιχο

κούρο.

Page 98: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα αυτής

της περιόδου είναι η "Πεπλοφόρος", η "κόρη του Αντήνορα" και η λεγόμενη

"κόρη Botticelli".Πολύ λιγότερα γνωρίζουμε για τα άλλα τοπικά

εργαστήρια, όπως της Kορίνθου, όπου ανήκει ο λεπτοκαμωμένος κούρος της Τενέας, του Άργους

με τις στιβαρές μορφές των Κλέοβη και Βίτωνα και του

Πτώου, που παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με την αττική

παράδοση.

Τα «μυώδη» αγάλματα του Κλέοβι δος και του

Βίτωνος, δυο σπουδαίων νέων από το Άργος οι

οποίοι θεωρήθηκαν πρότυπα αρετής από τους

συγχρόνους τους.

Page 99: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Αρχιτεκτονική γλυπτική

Στους αρχαϊκούς χρόνους η σημαντικότερη αρχιτεκτονική ήταν

θρησκευτική. Έτσι η γλυπτή διακόσμηση κτηρίων συναντάται κυρίως σε ναούς, θησαυρούς και βωμούς. Μόνο προς το τέλος της

περιόδου, τα κοσμικά κτήρια άρχισαν ν' ανταγωνίζονται τα

θρησκευτικά. Η ανάπτυξη των δύο αρχιτεκτονικών ρυθμών, του

δωρικού και του ιωνικού, στο β' μισό του 7ου αιώνα π.Χ. συνέδεσε τη

χρήση της γλυπτής διακόσμησης με συγκεκριμένα μέρη του ναού.

Ανάγλυφο με σκηνή θρησκευτικού χορού από το ιερό της Δημητρας Μαλοφόρου στο Σελινούντα (510).

Page 100: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Υπάρχουν βέβαια κάποια δείγματα και από πρώιμα κτήρια στην Κρήτη, αλλά εκεί ο γλυπτός διάκοσμος δεν ακολουθεί τους

κανόνες των παραπάνω ρυθμών. Στο ναό του Πρινιά, για παράδειγμα, δύο καθιστές μορφές -σχεδόν ολόγλυφες- βρίσκονται

πάνω από μια ζωφόρο με επαναλαμβανόμενο θέμα. Στο δωρικό ρυθμό οι μετόπες -που παλιότερα ήταν

ζωγραφιστές- φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις, ενώ το τριγωνικό αέτωμα είναι κοσμημένο αρχικά με ανάγλυφες

μορφές και αργότερα με ολόγλυφες αφηγηματικές συνθέσεις. Στον ιωνικό

ρυθμό, αντίθετα, επικρατεί η ζωφόρος με διακοσμητικό και κατόπιν με αφηγηματικό

περιεχόμενο. Επίσης, οι κίονες πολλές φορές φέρουν ανάγλυφες μορφές και τα

κιονόκρανα προτομές ζώων ή μυθολογικών όντων.

Σχεδιαστική αναπαράσταση της πρόσοψης του ναού Α του Πρινιά της Κρήτης. Διακρίνονται

πρώιμα αρχιτεκτονικά γλυπτά.

Page 101: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Γενικά, η χρήση των γλυπτών στον ιωνικό ρυθμό είναι λιγότερο

προκαθορισμένη απ' ότι στο δωρικό. Οι κίονες της πρόστασης κάποια

στιγμή αντικαθίστανται από γυναικείες μορφές (καρυάτιδες), μια

καινοτομία σαφώς ανατολικής προέλευσης. Και στους δύο αρχιτεκτονικούς ρυθμούς

διακοσμούνται με ολόγλυφες μορφές οι γωνίες του αετώματος

(ακρωτήρια), ενώ κεφαλές ανθρώπων ή ζώων καλύπτουν τους κρουνούς

απορροής των υδάτων γύρω από τη στέγη (ακροκέραμοι και υδρορρόες). Tα μέλη αυτά στους παλαιότερους ναούς ήταν φτιαγμένα από πηλό.

Ακροκέραμο σε μορφή κεφαλής σφίγγας από το ναό του Ισμηνίου Απόλλωνα στη Θήβα

(540-530).

Page 102: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Αθήνα: Στην Ακρόπολη βρέθηκαν αρκετά αρχαϊκά αρχιτεκτονικά γλυπτά από πώρο, τα οποία συνήθως φέρουν γύψινο ζωγραφισμένο επίχρισμα. Αν και η χρονολογία καταστροφής τους δεν

είναι επιβεβαιωμένη, θεωρείται πιθανό να μη συμπίπτει με την περσική λεηλασία του Ιερού βράχου, αλλά με την απομάκρυνση -μετά την πτώση της τυραννίδας (510 π.Χ.)- των γλυπτών που

φτιάχτηκαν την εποχή του Πεισίστρατου. Από τα τμήματα των αετωμάτων που σώθηκαν διακρίνουμε το κεφάλι της Γοργούς, δύο λιοντάρια που κατασπαράζουν ταύρο, έναν τρισώματο

δαίμονα, τη γέννηση της Αθηνάς και την υποδοχή του Ηρακλή στον Όλυμπο. Τα αετώματα αυτά -που χρονολογούνται στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.- πιθανότατα να προέρχονται από τον

εκατόμπεδο ναό, του οποίου οι βάσεις σώζονται ανάμεσα στον Παρθενώνα και στο Ερέχθειο.

Τρισώματος δαίμονας από τον πρώτο αρχαϊκό ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας, 575-550 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

Page 103: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Γύρω στο 520 π.Χ. αντικαταστάθηκαν από μαρμάρινα γλυπτά, από τα οποία σώζονται μία Αθηνά και δύο γίγαντες σε παράσταση γιγαντομαχίας. Πρόκειται οπωσδήποτε για έργα μεγάλου γλύπτη, ο οποίος επιχείρησε να λύσει κάποια από τα προβλήματα που θέτουν οι μορφές, όταν αποδίδονται

σε ζωηρή κίνηση.

Αθηνά και Γίγαντας από το δυτικό αέτωμα του αρχαϊκού ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας, 520-510 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

Page 104: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Δελφοί: Στους Δελφούς ο ναός του Απόλλωνα χτίστηκε με εργολαβία, που είχε πάρει από το ιερό η αθηναϊκή οικογένεια των Αλκμαιονιδών. Σώζονται ελάχιστα τμήματα, μεταξύ των οποίων και

μία Νίκη σε "εν γούνασι δρόμο", η οποία αποτελούσε το κεντρικό ακρωτήριο του ανατολικού αετώματος. Στο αέτωμα αυτό οι μορφές βρίσκονταν σε ασύνδετη παρατακτική διάταξη και ήταν

μαρμάρινες. Στο δυτικό αέτωμα, που ήταν πώρινο, εικονιζόταν παράσταση γιγαντομαχίας με κεντρικό θέμα το τέθριππο άρμα του Δία. Η χρήση παριανού μαρμάρου για την πρόσοψη του

ναού ήταν μια προσφορά των Αλκμαιονιδών στον Απόλλωνα, η οποία δε συμπεριλαμβανόταν στη συμφωνία που είχε προηγηθεί.

Page 105: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα γλυπτά από τους θησαυρούς του ιερού. Από το θησαυρό των Σιφνίων σώζεται ένα μέρος του ανατολικού αετώματος, σχεδόν ολόκληρη η ζωφόρος και

τμήματα από τις δύο καρυάτιδες της πρόστασης. Οι Σίφνιοι είχαν πλουτίσει χάρις στα ορυχεία του νησιού και ο θησαυρός ήταν δεκάτη από τον πλούτο τους. Τα γλυπτά αυτού του θησαυρού -που

χρονολογείται γύρω στο 525 π.Χ.- αποτελούν την κορύφωση της αρχαϊκής αρχιτεκτονικής γλυπτικής και δίνουν λύση στο πρόβλημα της απεικόνισης σε χαμηλό ανάγλυφο περίπλοκων

σκηνών δράσης με πολλά επίπεδα.

Βόρεια ζωφόρος του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς: Γιγαντομαχία, 530-525 π.Χ. Δελφοί, Αρχαιολογικό Μουσείο.

Page 106: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Θα πρέπει να ήταν εντυπωσιακά, καθώς ήταν

επιζωγραφισμένα και έφεραν μετάλλινες προσθήκες, κυρίως κοσμήματα και όπλα. Αρκετά

νεότερες, αλλά και πιο προχωρημένες στην τεχνική

είναι οι μετόπες του θησαυρού των Aθηναίων, στις οποίες απεικονίζονται άθλοι του Ηρακλή και του Θησέα.

Μετόπη από τον θησαυρό των Αθηναίων στους

Δελφούς: Ο Ηρακλής και η Κερυνῖτις ἔλαφος, 500-490

π.Χ.

Page 107: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Αίγινα: Ο μεγάλος ναός της Αφαίας στην Αίγινα χτίστηκε γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Τα δύο αετώματά του απέχουν χρονολογικά μία περίπου δεκαετία. Οι διαφορές ωστόσο είναι αρκετά

έντονες, γιατί την περίοδο αυτή η γλυπτική εξελισσόταν με γοργούς ρυθμούς. Kαι στα δύο βλέπουμε σκηνές μυθολογικής μάχης (πιθανόν τους Έλληνες στην Τροία) με δεσπόζουσα τη μορφή της Aθηνάς. Tο ένα από τα δύο έχει αποδοθεί από ορισμένους ερευνητές στο ντόπιο

γλύπτη Ονάτα. Διακρίνονται σημαντικές πρόοδοι στην απόδοση των πεσμένων και συστρεφόμενων μορφών, αλλά παράλληλα και αρκετές επιρροές από τη χαλκοπλαστική, όπως

είναι οι καθαρές γραμμές, οι οξείες γωνίες, η σαφήνεια των λεπτομερειών και τα μετάλλινα εξαρτήματα. Τα γλυπτά αυτά αγοράστηκαν το 1811 από το Λουδοβίκο της Βαυαρίας και σήμερα

φυλάσσονται στο Μόναχο.

Ο ναός της Αθηνάς Αφαίας σήμερα.

Page 108: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Κέρκυρα. Στη ζώνη επιρροής της κορινθιακής τέχνης εμφανίζονται συχνά τα πήλινα ακροκέραμα, η εφεύρεση των οποίων αποδίδεται στο σικυώνιο γλύπτη Βουτάδη. O δωρικός ναός της Άρτεμης στην

Κέρκυρα αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Στο ναό αυτό το τύμπανο του αετώματος είναι διακοσμημένο με πώρινο ανάγλυφο. Στο κέντρο του απεικονίζεται η Γοργόνα Μέδουσα πλαισιωμένη

από τον Πήγασο, το Χρυσάωρα, καθώς και από δύο λεοπαρδάλεις. Παρ' ότι οι μορφές είναι ακόμα χοντροκομμένες, ήδη στο έργο αυτό -που χρονολογείται γύρω στο 580 π.Χ.- ο γλύπτης έχει αρχίσει να

λαμβάνει υπόψη του τη γωνία υπό την οποία το βλέπουν οι προσερχόμενοι στο ναό.

Ο ναός της Άρτεμης στην Κέρκυρα (σχεδιαστική αναπαράσταση της πρόσοψης).

Page 109: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ανατολική Ελλάδα: Ο ναός της Αθηνάς στην αιολική Άσσο είναι ένα σπάνιο παράδειγμα δωρικού κτίσματος από τη Μικρά Ασία. Έφερε μετόπες και ζωφόρο αλλά όχι γλυπτά στο αέτωμα. Από τη

ζωφόρο σώζονται μία σκηνή συμποσίου και μερικοί άθλοι του Ηρακλή. Tα ανάγλυφα αυτά χρονολογούνται ανάμεσα στο 540 και 520 π.Χ., και είναι ακόμη προσκολλημένα στα ανατολικά πρότυπα. Ανάγλυφες μορφές από κίονες προέρχονται από το ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, του

Απόλλωνα στα Δίδυμα, καθώς και από την Κύζικο. Στη Θάσο, τέλος, συναντάμε ανάγλυφη διακόσμηση με μορφή σατύρου σε μία από τις πύλες της πόλης -συνήθεια γνωστή από τη χεττιτική

παράδοση- καθώς και κιονόκρανα με μορφή πήγασου, αχαιμενιδικής ίσως έμπνευσης.

Ο ναός της Αθηνάς στην Άσσο της Ιωνίας.

Page 110: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Άλλα αρχαϊκά γλυπτά

Ένα ιδιαίτερο στυλ γλυπτικής είχε ήδη αναπτυχθεί στην Κρήτη στα τέλη του 8ου

αιώνα π.Χ., το οποίο όφειλε αρκετά στοιχεία του σε ανατολικές επιρροές. Ταυτόχρονα

όμως η δόμηση των όγκων του ανθρώπινου σώματος απλευθερωνόταν σιγά σιγά από τη

σχηματικότητα και προσέγγιζε μία πιο φυσιοκρατική αντίληψη. Η τάση αυτή

εκφράστηκε μέσα από μία νέα τεχνική, τη σφυρηλάτηση. Χαρακτηριστικά δείγματα του

τέλους αυτής της περιόδου είναι τρία αγάλματα από το Δρηρό, ένα αντρικό και

δύο γυναικεία, που ταυτίζονται συνήθως με την απολλώνια τριάδα. Φτιάχτηκαν από σφυρηλατημένα φύλλα ορείχαλκου, που

είχαν στερεωθεί με καρφιά πάνω σε ξύλινο σκελετό, και αποτελούσαν προφανώς τα

λατρευτικά αγάλματα του ναού του Δρηρού.

Μετώπη με τέθριππο άρμα στο ναό C στο Σελινούντα (550-540).

Page 111: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Την ίδια εποχή, μία ανάλογη τεχνοτροπία εντοπίζεται σε ανθρωπόμορφα αγγεία από το Ιδαίο άντρο και σε χυτά

αγαλματίδια από την Κνωσό, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι η εξέλιξη αυτή ήταν γηγενής. Με μικτή τεχνική (χύτευση και σφυρηλάτηση) κατασκευάστηκε προφανώς ένα άλλο

λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα Οπλίτη, το οποίο βρέθηκε πρόσφατα σε ναό της αρχαίας Μητρόπολης, στη δυτική Θεσσαλία. Αν και αρκετά νεότερο -χρονολογείται

στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.- φαίνεται ωστόσο πως συνδέεται με την ίδια παράδοση, από την οποία προήλθε και η προτομή μιας Νίκης από την Ολυμπία. Ορισμένα κεφάλια γρυπών και λεόντων, επίσης από την Ολυμπία,

φέρουν εντονότερες τις ιωνικές επιδράσεις.

Από αρχιτεκτονικό γλυπτό προέρχεται πιθανότατα ένα μεγάλο κεφάλι από ασβεστόλιθο

που βρέθηκε στο Ηραίο της Ολυμπίας . Το μέγεθος του κεφαλιού, που είναι σχεδόν διπλάσιο από το φυσικό (0,52 m),το μικρό του βάθος και η

αφύσικη θέση του αριστερού αφτιού, που προεξέχει έντονα, δείχνουν ότι προέρχεται πιθανότατα από ανάγλυφο. Το κυλινδρικό

κάλυμμα του κεφαλιού (ο πόλος) δηλώνει ότι η μορφή ήταν θεϊκή ή δαιμονική. Δεν αποκλείεται λοιπόν το κεφάλι της «Ήρας» να ανήκε σε μιαν

ανάγλυφη μορφή που διακοσμούσε το αέτωμα του ναού. Το κεφάλι μπορεί να χρονολογηθεί στις

αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., είναι δηλαδή σύγχρονο με την κατασκευή του ναού.

Page 112: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Η χαλκοπλαστική μεγάλων αγαλμάτων έδωσε εξαίρετα έργα, κυρίως στην ύστερη αρχαϊκή

περίοδο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Απόλλωνας του Πειραιά (530-520 π.Χ.), που κατά καιρούς

θεωρήθηκε λανθασμένα ρωμαϊκό αντίγραφο, και ο Ποσειδώνας από την Κρεύση της Βοιωτίας.

Το ύψους 1,92 μ. και εξαιρετικής σπανιότητας χάλκινο άγαλμα του

Απόλλωνα στο μουσείο του Πειραιώς. Ο θεός θα κρατούσε το τόξο στο χέρι

του.

Page 113: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ένας άλλος τύπος αγάλματος, διαδεδομένος κατά την αρχαϊκή

περίοδο, ήταν η μορφή του έφιππου άνδρα. Τα καλύτερα δείγματα

προέρχονται από την Ακρόπολη των Αθηνών. Ο λεγόμενος "ιππέας

Rampin" χρονολογείται στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και ο γλύπτης του είχε κατασκευάσει και άλλα

αναθήματα στον αθηναϊκό βράχο. Το εμπρόσθιο τμήμα ενός αλόγου με τον αναβάτη του μας φανερώνει τις προόδους που πραγματοποιήθηκαν

στη μελέτη της ανατομίας των ζώων. Ωστόσο, οι γλύπτες της αρχαϊκής περιόδου έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στην

απεικόνιση του λιονταριού.

Άγαλμα ιππέα από την Ακρόπολη της Αθήνας, γύρω στο 560 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως (σώμα). Παρίσι,

Λούβρο (κεφάλι).

Page 114: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Ένα από τα πρωιμότερα προέρχεται από την Ολυμπία, ενώ κάποια άλλα κορινθιανίζουσας τεχνοτροπίας έχουν ως τόπο προέλευσής τους την Κέρκυρα, την Περαχώρα και το Λουτράκι. Μία σειρά λιονταριών παραταγμένων κατά τον αιγυπτιακό τρόπο είχε αφιερωθεί από τους Ναξίους στη Δήλο. Σήμερα είναι όλα πολύ κατεστραμμένα, για να διακρίνει κανείς το στυλ τους. Ένα μάλιστα

από αυτά, αφού στόλισε για κάμποσα χρόνια το λιμάνι του Πειραιά -απ' όπου προήλθε και το όνομα Πόρτο Λεόνε- μεταφέρθηκε στο Αρσενάλι της Βενετίας.

Η οδός των Λεόντων στη Δήλο σήμερα.

Στη θέση των πρωτότυπων

λιονταριών έχουν τοποθετηθεί αντίγραφα.

Page 115: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Τέλος, οι σφίγγες αποτελούσαν το αγαπημένο θέμα των γλυπτών στα

επιτύμβια μνημεία, από το β' τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. και ύστερα. Συναντώνται προπάντων στην Αττική, αλλά και στην

Κόρινθο και σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου και βρίσκονται κατά

κανόνα τοποθετημένες στην κορυφή στηλών με φυτική επίστεψη. Τα

αναθηματικά ανάγλυφα του 6ου αιώνα π.Χ. απεικονίζουν συχνότερα ήρωες και

αφηρωισμένους νεκρούς, παρά θεούς. Στα ανάγλυφα αυτά είναι συχνή η απεικόνιση και του αναθέτη, του οποίου η φιγούρα

είναι σε μέγεθος μικρότερη συνήθως από εκείνη των ηρώων.

Σφίγγα των Ναξίων, 580-570 π.Χ. Δελφοί, Αρχαιολογικό Μουσείο.

Page 116: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Τα κείμενα της παρουσίασης βασίζονται κατεξοχήν:

Α) Στο συλλογικό έργο: Ελληνική Ιστορία (επιμ. Μ. Σακελλαρίου, Χρ. Μαλτέζου, Αλ. Δεσποτόπουλος), τ.1 (Προϊστορία και Αρχαϊκοί Χρόνοι), εκδ. Εκδοτική Αθηνών και «Η

Καθημερινή», Αθήνα 2010, σ.σ. 74-106

Β) Στα άρθρα της ιστοσελίδας του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού www.ime.gr/chronos/04 (Αρχαϊκή Περίοδος)

Γ) Στα άρθρα της ιστοσελίδας http://www.greek-language.gr/Resources/ancient_greek/history/art/

(Ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης)

Page 117: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ (ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ Ή ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΗ)

Andrewes A, Η Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Ανδρέας Παναγόπουλος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1983

Bengtson Henry, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, μτφρ. Ανδρέας Γαβρίλης, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1970

Boardman John, Οι αρχαίοι Έλληνες στην υπερπόντια εξάπλωσή τους, μτφρ. Ηλίας Ανδρεάδης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996

Boardman John, Αθηναϊκά μελανόμορφα αγγεία, μτφρ. Όλγα Χατζηαναστασίου, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1980

Boardman John, Αθηναϊκά ερυθρόμορφα αγγεία – αρχαϊκή περίοδος, μτφρ. Ελευθερία Παπουτσάκη-Σερμπέτη, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1985

Boardman John, Ελληνική πλαστική – αρχαϊκή περίοδος, μτφρ. Εύα Σημαντώνη-Μπουρνιά, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1982

Botsford G.W και Robinson C.A., Αρχαία Ελληνική Ιστορία, τ.1-2, μτφρ. Σωτήρης Τσιτσώνης, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1977-79

Ελλάς (συλλογικό έργο), Ιστορία και Πολιτισμός του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1998

Flaceliere Robert, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων, μτφρ. Γεράσιμος Βανδώρος, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1995

Page 118: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Glotz Gustave, Η Ελληνική Πόλις, μτφρ. Αγνή Σακελλαρίου, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1989

Gruben Godfried, Ιερά και Ναοί της Αρχαίας Ελλάδας, μτφρ. Δήμητρα Ακτσέλη, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (συλλογικό έργο), τ. Β’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1970

Κοκκορού-Αλευρά Γεωργία, Η Τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας. Σύντομη Ιστορία (1050-50 π.Χ.), εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991

Λάζος Χρήστος, Ναυτική Τεχνολογία στην Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Αίολος, Αθήνα 1996

Manfredi Valerio Massimo, Οι Έλληνες της Δύσης, μτφρ. Βανέσα Λάππα, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1997

Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1985

Page 119: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Μπαμπινιώτης Γεώργιος (επιμ.), Η Γλώσσα της Μακεδονίας – η αρχαία Μακεδονική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1992

Parke H.W, Οι Εορτές στην Αρχαία Αθήνα, μτφρ. Χαράλαμπος Ορφανός, εκδ. Δαίδαλος-Ιωαν. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2000

Παπαχατζής Νικόλαος, Η θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987

Παπαχατζής Νικόλαος, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης: Κορινθιακά-Λακωνικά, Μεσσηνιακά-Ηλιακά, Αχαϊκά-Αρκαδικά, Βοιωτικά-Φωκικά, Αττικά, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2002 (επανέκδοση)

Προμπονάς Ιωάννης, Ελληνική Επική Ποίηση, από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα, Αθήνα 1990

Ραμού-Χαψιαδή Άννα, Από τη φυλετική στην πολιτική κοινωνία. Πολιτειακή εξέλιξη της Αθήνας, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1982

Σημαντώνη-Μπουρνιά Εύα, Αρχαιολογικός Άτλας του Αιγαίου από την προϊστορία ως την ύστερη αρχαιότητα, Αθήνα 1998

Τραυλός Ιωάννης, Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, εκδ. Καπόν, Αθήναι 1993( Β’ έκδοση)

Page 120: Aρχαϊκή εποχή (δ1.πολιτισμός)

Περιοδικά

Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, εκδόσεις Περισκόπιο/ Γνώμων: Επιλεγμένα άρθρα

Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, εκδόσεις Περισκόπιο/ Γνώμων: Επιλεγμένα άρθρα

Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, σειρά Μεγάλες Μάχες, εκδόσεις Περισκόπιο/ Γνώμων: Επιλεγμένα άρθρα

Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, σειρά Παγκόσμια Ιστορία/ Γνώμων: Επιλεγμένα άρθρα

Περιοδικό Corpus, εκδόσεις Περισκόπιο: Επιλεγμένα άρθρα

Περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες: Επιλεγμένα άρθρα

Ιστοσελίδες

www.ime.gr/chronos (Ελληνική Ιστορία)

http://www.greek-language.gr/Resources/ancient_greek/history/art (Ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης)

http://www.ehw.gr/ehw/forms( Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού)

www.wikipedia.org (Λήμματα για την αρχαία Ελλάδα)

http://www2.egeonet.gr (Πολιτιστική πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου)