22

Ritsos

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Ritsos
Page 2: Ritsos

αρχική

Page 3: Ritsos

Το φως είναι η πατρίδα μας. Δεν είσαι συ και γω.Είμαστε μεις.Εμείς κ` η πολιτεία μας.Εμείς κι ο κόσμος.

(Ανυπόταχτη πολιτεία)

Την άχνα απ` την ανάσα σου νιώθω στο μάγουλό μου,

αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.

(Επιτάφιος)

[…] Κι άκουσα πάλι

εκείνη τη φωνή: «φως», «φως», […]

Δεν την ακούς κι εσύ πότε πότε καλέ μου; Μην πεις όχι.

[…] Κοίτα, ξημερώνει.

Αυτό δεν είναι φως; (κι ας μην ακούγεται). Κοίτα πως φέγγει

γαλήνιο το νερό μες στο ποτήρι. Φέγγει το ίδιο

στο πρόσωπό σου μια γλυκιά συγκατάνευση – τι όμορφο φέγγος.

(Η επιστροφή της Ιφιγένειας)

Όταν σκάβεις βαθιά θα βγεις στο φως. Να το θυμάσαι.

(Λαϊκό καφενείο. Το ραδιόφωνο, 1951)

Page 4: Ritsos

Ένα ψηλό παράθυρο είναι το τραγούδι. Βλέπει στο δρόμο,

βλέπει και στον ουρανό.

Απ` αυτό το παράθυρο κοιτάμε τον κόσμο.

(Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού)

αρχική

αρχική

Το Ευχαριστώ

Εσύ δε θα μου πεις ευχαριστώ,

όπως δε λες ευχαριστώ στους χτύπους της καρδιάς σου

που σμιλεύουν το πρόσωπο της ζωής σου.

Όμως εγώ θα σου λέω ευχαριστώ

γιατί γνωρίζω τι σου οφείλω.

Αυτό το ευχαριστώ είναι το τραγούδι μου.

(Παρενθέσεις)

Page 5: Ritsos

[…] «Από δω προς τον ήλιο». Μεθαύριο

που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κι εργαλεία

μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει:

«Ποιος νά `γραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα;

και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει:

«Ο Γιάννης Ρίτσος – ποιητής της τελευταίας προ ανθρώπου εκατονταετίας».

(Η τελευταία π.Α εκατονταετία)

Page 6: Ritsos

Η ποίηση δεν θέτει όρους αποδοχής της αλλά τους δημιουργεί αυτούς τους όρους.

(Μελετήματα)

Το ποίημα είναιτ’ αρνητικό της σιωπής.  

(Χάρτινα, ΙΙΙ.)

αρχική

Τί ήσυχα που γκρεμίζεται μέσα στην ποίηση ο χρόνος.  

(Μονόχορδα)

Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη

την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.

Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση. 

Είναι ορισμένοι στίχοι – κάποτε ολόκληρα ποιήματα –

που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω

ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.

Δεν ξέρω σου λέω.Ήλιε Ήλιε

που βάφεις μ` αίμα τη θάλασσα

γυμνός προσφέρομαι στη φλόγα σου

να φωτίσω τα μάτια των ανθρώπων

(Το εμβατήριο του ωκεανού)

Page 7: Ritsos

αρχική

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμοόταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ’ απ’ τ’ άγρια γένια τουςόταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τουςόταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

― Κυκλάμινο, κυκλάμινο, στου βράχου τη σκισμάδα,πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσκο και σαλεύεις; ― Μέσα στο βράχο σύναζα το γαίμα στάλα-στάλα,μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα.

(«Κουβέντα μ’ ένα λουλούδι». Δεκαοχτώ

Κάθε λουλούδι έχει τη θέση του στον ήλιο,κάθε άνθρωπος έχει ένα όνειρο. Κάθε άνθρωποςέχει έναν ουρανό πάνου από την πληγή του,κι ένα μικρό παράνομο σημείωμα της άνοιξης μέσα στην τσέπη του.

(Δοκιμασία, VII)

Page 8: Ritsos

Μετά

Mάρτυρες για τα λάθη σου δεν είχες. Mόνος μάρτυραςο ίδιος εσύ. Tα τακτοποίησες, τα μονόγραψες, τα σφράγισεςσε λευκούς πάντοτε φακέλους σα να ετοίμαζεςτη δίκαιη διαθήκη σου. Ύστερατα τοποθέτησες προσεχτικά στα ράφια. Tώρα, γαλήνιος,(ίσως και κάπως φοβισμένος) ούτε βιάζεσαιούτε καθυστερείς, γνωρίζοντας ότι, μετά το θάνατό σου,θ' ανακαλύψουμε πόσον ωραίος ήσουν,πόσο πολύ πιο ωραίος πέρα απ' τις αρετές σου.

(Aργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα)

αρχική

Page 9: Ritsos

αρχική

Να με θυμόσαστε - είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια, για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.

Την ομορφιάΠοτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιός μου το μοίρασα δίκαια.Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Με ένα κρινάκι του αγρούτις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.

Και συγχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη:

Θάθελα ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού να θερίσω ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω, και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι με τα μπροστινά μου δόντια

θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που αφήνω, θαυμάζοντας κι εκείνον που ανεβαίνει το λόφο στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε: Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό δεν διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.

Κι ίσως γι` αυτό προπάντων θ` άξιζε να με θυμάστε.

(Επιλογικό)

Page 10: Ritsos

αρχική

Νάτη η νύχτα που σιμώνει

Nάτη η νύχτα που σιμώνειχρυσοπράσινο παγώνιγαλανόχρυσο παγώνι,σέρνει τη μεγάλη ουρά τηςπάνου στα καμπαναριά,τα πουλιά και τα παιδιάτα σταυρώνει, τα χρυσώνει. Nάνι-νάνι, κοριτσάκι,νάνι, κι ο πατέρας σου,κράχτης του καλού καιρούσμαραγδένιο βατραχάκιστη δεξιά γωνιά του φεγγαριού,στη φωνή του τ’ άστρα βάνει ― νάνι, νάνι.

(Πρωϊνό άστρο)

Page 11: Ritsos

αρχική

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο

κι αυτόν τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν.

(Καπνισμένο τσουκάλι)

Page 12: Ritsos

Τα ποιήματα είναι μεγάλα ποτάμια -

δε σταματούν ποτέ πριν απ` τη θάλασσα.

Οι ποιητές ετοιμάζουν μια χώρα για όλα τα μάτια.

(«Αναπνοές», Τα Επικαιρικά)

αρχική

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας

μη και μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα,

- ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

(«Το χρέος των ποιητών», Τα Επικαιρικά)

Page 13: Ritsos

αρχική

Όλα δικά μας, πιο δικά μας με τη μνήμη μας, […]

τα μελωμένα μαύρα σύκα, παγωμένα απ` την αυγή, όταν αφήναμε τα σαντάλια μας

μπροστά στη ρίζα της συκιάς και σκαρφαλώναμε στον ουρανό, […]

Όλα δικά μας, - είπε ο Ξένος. – Όλα του κόσμου τούτου.

(Όταν έρχεται ο ξένος)

Page 14: Ritsos

αρχική

Έχω κι εγώ μια δική μου ζωή και πρέπει να τη ζήσω. Όχι εκδίκηση. –

τί θα μπορούσε ν` αφαιρέσει απ` το θάνατο, ένας θάνατος ακόμη και μάλιστα βίαιος; - στη ζωή τί να προσθέσει; Πέρασαν τα χρόνια.

Δε νιώθω μίσος πια. – ξέχασα μήπως; κουράστηκα; Δεν ξέρω.

[…] Πάμε τώρα – […] όχι

για την εκδίκηση, όχι για το μίσος – διόλου μίσος –

μήτε για την τιμωρία (ποιός και ποιόν να τιμωρήσει;)

[…] ίσως για κάποιο «ναι», που φέγγει αόριστο κι αδιάβλητο πέρα από σένα κι από μένα,

για ν` ανασάνει (αν γίνεται τούτος ο τόπος. Κοίτα τι όμορφα που ξημερώνει.

(Ορέστης)

Page 15: Ritsos

αρχική

Αν γδυνόσουν μπροστά στο φεγγάρι,

το χέρι της ιστορίας θα γινόταν χρυσό.

(Νύξεις)

Άφησέ με να `ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!

Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται

που ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι

θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.

Άφησέ με να `ρθω μαζί σου. (Η σονάτα του σεληνόφωτος)

Page 16: Ritsos

αρχική

[…]

γέρασα από μια νιότη απέραντη που δεν εννοεί να γεράσει

[…]

αυτός ο άνθρωπος είπαν είναι ένα τέρας αντοχής εργατικότητας πειθαρχίας

έχει μια τεράστια υγεία φιλτραρισμένη μεσ` απ` όλες τις αρρώστιες

έχει μια τεράστια ζωή φιλτραρισμένη μεσ` απ` όλους τους θανάτους

ένα μακρύ σιδεροπρίονο στο ανεξάντλητο δάσος (Το τερατώδες αριστούργημα)

Page 17: Ritsos

αρχική

Θα `θελα – λέει- ν` αφήσω στον καθένα σας αυτό το βλέμμα

του ήρεμου θαυμασμού μπροστά στο λιόγερμα. (Το γυμνό δέντρο)

Κι όμως το λιόγερμα

σου `βαψε πάλι τη σελίδα ρόδινη

κι ολόχρυσα τα δάχτυλά σου. (Δευτερόλεπτα)

Page 18: Ritsos

αρχική

ΥΠΟΘΗΚΗ

Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,

γι` αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. Γράφω ένα στίχο,

γράφω τον κόσμο. υπάρχω. υπάρχει ο κόσμος.

Από την άκρη του μικρού δαχτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.

Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα

είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.

Page 19: Ritsos

αρχική

Είναι ορισμένοι στίχοι – κάποτε ολόκληρα ποιήματα –

που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω

ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.

Δεν ξέρω σου λέω.

Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες –

πόρτες κλειστές σ` ερημωμένα σπίτια

και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.

(‘Ανθρωποι και τοπία )

Στάμου Ευαγγελία, Φιλόλογος