138
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Πανεπιστημιακές Σημειώσεις για το μάθημα της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας Διδάσκων Αντώνης Κλάψης

Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

για το μάθημα της

Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας

Διδάσκων

Αντώνης Κλάψης

Κόρινθος, Μάιος 2008

Page 2: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Περιεχόμενα

Κεφάλαιο Α΄ – Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους1. Οι προεπαναστατικές διεργασίες: οι καταβολές και η

προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα 32. Η έκρηξη και η εδραίωση της Επανάστασης 53. Στο χείλος του γκρεμού: οι εμφύλιοι πόλεμοι και η εκστρατεία

του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο 104. Οι διπλωματικές διεργασίες για την επίλυση του Ελληνικού

Ζητήματος 125. Η έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα: το ανορθωτικό

έργο του Κυβερνήτη και η ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας 16

Κεφάλαιο Β΄– Η οθωνική περίοδος (1833–1862)1. Η εκλογή του Όθωνα στον ελληνικό θρόνο 232. Η περίοδος της αντιβασιλείας (1833–1835) 253. Από την απόλυτη στη συνταγματική μοναρχία: η επανάσταση της

3ης Σεπτεμβρίου 1843 και το Σύνταγμα του 1844 284. Η Μεγάλη Ιδέα 305. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και η Ελλάδα 326. Η εκθρόνιση του Όθωνα 34

Κεφάλαιο Γ΄ – Η νέα δυναστεία: τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεώργιου Α΄

1. Η εκλογή του Γεώργιου στον ελληνικό θρόνο 372. Η ενσωμάτωση των Επτανήσων 383. Το Σύνταγμα του 1864: η εγκαθίδρυση της βασιλευόμενης

δημοκρατίας 404. Η κρητική επανάσταση και η ελληνική εξωτερική πολιτική

(1866–1869) 415. Η διαμόρφωση νέων ισορροπιών: κοινωνικές, οικονομικές και

πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας 45

Κεφάλαιο Δ΄– Η απόπειρα εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους1. Η αναπροσαρμογή του ελληνικού πολιτικού συστήματος 492. Η βαλκανική κρίση (1875–1878) και η ενσωμάτωση της

Θεσσαλίας και της Άρτας (1881) 513. Ο Χαρίλαος Τρικούπης και το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα 554. Η διάψευση των προσδοκιών: ο «ατυχής» ελληνοτουρκικός

πόλεμος του 1897 58

1

Page 3: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Κεφάλαιο Ε΄– Σε αναζήτηση νέων προσανατολισμών: η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων

1. Αντιμετωπίζοντας την ήττα του 1897: η προσπάθεια για την εσωτερική ανασυγκρότηση και την αναζήτηση διεθνών ερεισμάτων 63

2. Το Μακεδονικό Ζήτημα και η ελληνική εξωτερική πολιτική 653. Η επαναστατική αναταραχή στην Κρήτη 684. Το κίνημα στο Γουδή 705. Το μεταρρυθμιστικό έργο του Ελευθέριου Βενιζέλου 72

Κεφάλαιο ΣΤ΄– Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η Ελλάδα1. Η διπλωματική προετοιμασία: η συμμετοχή της Ελλάδας στη

βαλκανική συμμαχία 772. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος και η Συνθήκη του Λονδίνου 793. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος και η Συνθήκη του Βουκουρεστίου 82

Βιβλιογραφία 87

2

Page 4: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Κεφάλαιο Α΄

Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους

1. Οι προεπαναστατικές διεργασίες: οι καταβολές και η προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα.

Στα τέλη του 18ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να δεσπόζει στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της ανατολικής Μεσογείου, διατηρώντας εκτεταμένες κτήσεις στα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, τη Μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική. Κάτω, ωστόσο, από την επιφάνεια της εδαφικής ισχύος, το πολυεθνικό κράτος του σουλτάνου εμφάνιζε πλέον ορατά τα σημάδια της παρακμής. Η μακρά περίοδος των οθωμανικών κατακτήσεων είχε ουσιαστικά διακοπεί τελεσίδικα το 1698 μετά την ήττα από τις αυστριακές δυνάμεις και την υπογραφή τον αμέσως επόμενο χρόνο της Συνθήκης του Κάρλοβιτς. Έκτοτε, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα εισερχόταν σε μία μακρά περίοδο εσωστρέφειας, η οποία θα έφερνε δυναμικά στην επιφάνεια όλα τα οικονομικά και διοικητικά προβλήματα που μάστιζαν το αναχρονιστικό κράτος του σουλτάνου. Οι νέες ήττες, εξάλλου, στους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 1768–1774 και 1787–1792, οι οποίες οδήγησαν στη συνομολόγηση των Συνθηκών του Κιουτσούκ–Καϊναρτζή (1774) και του Ιασίου (1792) αντίστοιχα, αποδείκνυαν με τον πλέον περίτρανο τρόπο όχι μόνο την ανικανότητα της Υψηλής Πύλης να αντιπαρατεθεί σε στρατιωτικό επίπεδο με τους τοπικούς ανταγωνιστές της, αλλά επιπλέον την αδυναμία της να προσαρμοστεί στις διεθνείς εξελίξεις σε όλους τους τομείς. Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμα και η απόπειρα του σουλτάνου Σελίμ Γ΄ να εκσυγχρονίσει την παρακμάζουσα αυτοκρατορία του, θα παρέμενε χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, καθώς τα ακραία φαινόμενα σήψης του κρατικού μηχανισμού δεν στάθηκε δυνατόν να αντιμετωπιστούν.

Παρά τις εγγενείς αδυναμίες της, ωστόσο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να αποτελεί υπολογίσιμη συνιστώσα στη διαμόρφωση των γεωπολιτικών ισορροπιών, κυρίως λόγω του εξακολουθητικού ελέγχου που ασκούσε στις χερσαίες και θαλάσσιες συγκοινωνίες αφενός από την Ευρώπη προς την Ασία και αφετέρου από τη Ρωσία προς τα θερμά ύδατα της Μεσογείου. Ο γεωγραφικός παράγοντας, άλλωστε, ήταν εκείνος που επέτρεπε τη διατήρηση της ενότητας της αυτοκρατορίας, η οποία απέφευγε το διαμελισμό από τις Μεγάλες Δυνάμεις ακριβώς επειδή μία τέτοια εξέλιξη απειλούσε να διαταράξει την ισορροπία ισχύος στην ευρύτερη περιοχή. Το ενδεχόμενο, με άλλα λόγια, της απορρόφησης μεγάλων τμημάτων της οθωμανικής επικράτειας από την Αυστρία και τη Ρωσία, ωθούσε τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία να αναλάβουν το ρόλο του άτυπου προστάτη της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα του γνωστού Ανατολικού Ζητήματος: η αυτοκρατορία του σουλτάνου παρέμενε αρραγής όχι χάρη στις δικές της ικανότητες, αλλά εξαιτίας της αδυναμίας των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων να συμφωνήσουν –λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων τους– σε μία κοινά αποδεκτή λύση σχετικά με τη διανομή της λείας.

Ανεξάρτητα από τις διεθνείς επιπτώσεις, η προϊούσα αποσάθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιουργούσε για τους υπόδουλους Έλληνες τις προϋποθέσεις αμφισβήτησης της εξουσίας του σουλτάνου. Διαθέτοντας σημαντική διοικητική πείρα χάρη στη λειτουργία του κοινοτικού θεσμού, αλλά και εξοικείωση με τη χρήση των όπλων –και ειδικότερα με την τακτική του ανταρτοπόλεμου– ως αποτέλεσμα της δράσης των Αρματολών και των Κλεφτών, οι Έλληνες συγκέντρωναν τα

3

Page 5: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

βασικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να επιτρέψουν την οργάνωση και τελικά την επικράτηση ενός επαναστατικού κινήματος. Την ίδια περίοδο, εξάλλου, οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, οι οποίες εισάγονταν αρχικά δειλά και αργότερα με μεγαλύτερη ορμή στα τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς, διευκόλυναν τη διαμόρφωση μίας εθνικής ιδεολογίας προσαρμοσμένης στις τοπικές ιδιαιτερότητες και προσανατολισμένης προς την κατεύθυνση της χειραφέτησης από την οθωμανική κυριαρχία. Η εκδήλωση της Γαλλικής Επανάστασης (1789) έμελλε να δώσει ακόμη πρακτικότερο περιεχόμενο σε αυτές τις διεργασίες, καθώς η διασύνδεση της ιδέας της εθνικής ανεξαρτησίας με το αίτημα για κοινωνική και πολιτική δικαιοσύνη ήταν φυσικό να ενισχύσει περαιτέρω τα εθνικιστικά κινήματα στο χώρο των Βαλκανίων. Η κατάληψη, άλλωστε, των Ιόνιων νησιών από τις δυνάμεις του Ναπολέοντα –ανεξάρτητα από τον προσωρινό της χαρακτήρα– έδωσε τη δυνατότητα σε μεγάλο τμήμα του υπόδουλου ελληνισμού όχι μόνο να έρθει σε άμεση επαφή με την επαναστατική ιδεολογία, αλλά επιπλέον επέτρεψε την εθελοντική συμμετοχή αρκετών Ελλήνων στο πλευρό των γαλλικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα την απόκτηση πολύτιμης πολεμικής εμπειρίας.

Επηρεασμένοι από αυτές τις διεργασίες, πολλοί σημαντικοί Έλληνες λόγιοι, όπως για παράδειγμα ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Δημήτριος Καταρτζής, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Άνθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Βάμβας και ο Κωνσταντίνος Κούμας, εργάστηκαν συστηματικά για την διάδοση των αρχών του Διαφωτισμού στις υπόδουλες ελληνικές περιοχές. Συνδυάζοντας τις θεωρητικές αναζητήσεις με την πολιτική πράξη, ο Ρήγας Βελεστινλής (ή Φεραίος) θεωρούσε πως οι συνθήκες είχαν πλέον ωριμάσει ώστε όλοι οι βαλκανικοί λαοί να αγωνίζονταν για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και να συνεργάζονταν για τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κρατικού μορφώματος, δημοκρατικά οργανωμένου, όπου το ελληνικό στοιχείο θα κατείχε δεσπόζουσα θέση. Η σύλληψη του Ρήγα από την αυστριακή αστυνομία, η παράδοσή του στις οθωμανικές Αρχές και η συνακόλουθη δολοφονία του στο Βελιγράδι στις 13/24 Ιουνίου 1798, δεν επέτρεψε στον ίδιο να θέσει σε εφαρμογή τους τολμηρούς οραματισμούς του, οι οποίοι, ωστόσο, δεν έπαψαν να αποτελούν πηγή έμπνευσης για τους επιγόνους του: μόλις οκτώ χρόνια αργότερα, η κυκλοφορία του κειμένου της «Ελληνικής Νομαρχίας», μέσω της οποίας ο ανώνυμος συντάκτης της καλούσε τους Έλληνες να διεκδικήσουν την ελευθερία τους βασιζόμενοι αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις, αποτελούσε σαφή ένδειξη ότι το επαναστατικό κήρυγμα αποκτούσε σταδιακά ολοένα ισχυρότερα ερείσματα.

Η στερέωση των καινοτόμων ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης δεν ήταν ασφαλώς άσχετη με την ίδρυση σημαντικού αριθμού νέων σχολείων σε διάφορες περιοχές του ευρύτερου ελληνικού χώρου που παρατηρήθηκε ιδίως στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Ο εκσυγχρονισμός των σχολικών προγραμμάτων και η εισαγωγή της μελέτης των φυσικών επιστημών έδινε το στίγμα του νέου ιδεολογικού ανέμου, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την προσήλωση των ηγετικών τουλάχιστον κοινωνικών τάξεων στο ανανεωτικό ευρωπαϊκό πνεύμα και στις αρχές του ορθολογισμού. Την ίδια περίοδο, εξάλλου, η εντυπωσιακή αύξηση στον αριθμό των εκδόσεων συμπλήρωνε την εικόνα της πνευματικής αναγέννησης των υπόδουλων Ελλήνων, γεγονός που παρείχε πρόσφορο έδαφος για την περαιτέρω ανάπτυξη του επαναστατικού πνεύματος.

Η ίδρυση νέων σχολείων σχετιζόταν άμεσα με τις κοινωνικές ανακατατάξεις που παρατηρούνταν στην νεοελληνική κοινωνία σε ολόκληρο τον 18ο αιώνα. Η οικονομική άνθηση λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου και της ναυτιλίας έδινε τη δυνατότητα χρηματοδότησης των φιλόδοξων εκπαιδευτικών εγχειρημάτων, τα οποία μοιραία συγκεντρώνονταν κατά συντριπτικό ποσοστό στα μεγάλα εμπορικά και βιοτεχνικά

4

Page 6: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

κέντρα, συχνά ακόμα και εκτός των ορίων του κυρίως ελλαδικού χώρου, όπως για παράδειγμα στο Βουκουρέστι και το Ιάσιο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο παροικιακός ελληνισμός θα αναδεικνυόταν σταδιακά σε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης του υπόδουλου γένους, ασκώντας αποφασιστική επιρροή προς αυτήν την κατεύθυνση. Η σταδιακή, εξάλλου, άνοδος της νέας αστικής τάξης, με κύριους εκφραστές τους εμπόρους και τους εφοπλιστές, σύντομα θα οδηγούσε στη σύγκρουση με τις παραδοσιακά άρχουσες έως τότε ομάδες των προεστών και των κοτζαμπάσηδων, δίνοντας έτσι στις προεπαναστατικές διεργασίες έναν επιπρόσθετο χαρακτήρα υφέρπουσας κοινωνικής διαπάλης.

Ο καταλυτικός ρόλος των αστών, και ειδικότερα εκείνων της διασποράς, θα αποδεικνυόταν στην πράξη από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό της Ρωσίας το 1814 με πρωτοβουλία του Εμμανουήλ Ξάνθου, του Νικόλαου Σκουφά και του Αθανάσιου Τσακάλωφ. Επηρεασμένοι από το κήρυγμα του Ρήγα, οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας προσανατολίζονταν προς την ιδέα της συσπείρωσης όλων των βαλκανικών λαών με σκοπό την αποτίναξη της οθωμανικής τυραννίας. Διαβλέποντας την καθοριστική σημασία που θα είχε για την επίτευξη των φιλόδοξων σχεδίων τους το ζήτημα της ηγεσίας, οι Φιλικοί επιχείρησαν να μυήσουν τον Ιωάννη Καποδίστρια, στον οποίο προσέφεραν την αρχηγία της οργάνωσης. Η επιλογή του Καποδίστρια δεν ήταν τυχαία, καθώς όχι μόνο διέθετε αναμφισβήτητο κύρος, αλλά επιπλέον η ιδιότητά του ως συνυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας θα υπέθαλπε περαιτέρω το μύθο της ρωσικής υποστήριξης της σχεδιαζόμενης εξέγερσης. Παρά, ωστόσο, την απροθυμία του Καποδίστρια να αποδεχθεί τις προτάσεις των Φιλικών, οι τελευταίοι όχι μόνο δεν πτοήθηκαν, αλλά αντίθετα συνέχισαν τις προσπάθειες διεύρυνσης του κύκλου των μελών της Εταιρείας με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Έως τις αρχές του 1820 εκατοντάδες ηγετικοί παράγοντες των υπόδουλων Ελλήνων –έμποροι, εφοπλιστές, ιερείς, δάσκαλοι, οπλαρχηγοί, τοπικοί πρόκριτοι και Φαναριώτες– είχαν ενταχθεί στους κόλπους της Εταιρείας, προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για την εκδήλωση της επαναστατικής κίνησης. Την ίδια περίοδο, η νέα άρνηση του Καποδίστρια να τεθεί επικεφαλής της μυστικής οργάνωσης έστρεψε τους Φιλικούς προς την κατεύθυνση του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο οποίος ως στρατηγός του ρωσικού στρατού και υπασπιστής του τσάρου Αλέξανδρου Α΄ συγκέντρωνε πολλά από τα χαρακτηριστικά που είχαν νωρίτερα αναζητηθεί στο πρόσωπο του Καποδίστρια.

2. Η έκρηξη και η εδραίωση της Επανάστασης.

Ο Υψηλάντης θα αποδεικνυόταν λιγότερο επιφυλακτικός από τον Καποδίστρια και θα αναλάμβανε τελικά την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας, θέτοντας ταυτόχρονα την προετοιμασία της Επανάστασης στην τελική της ευθεία. Η ευνοϊκή συγκυρία που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1820 με την αποστασία του Αλή πασά των Ιωαννίνων, εξέλιξη που αναπόφευκτα έστρεφε το ενδιαφέρον της Υψηλής Πύλης και συνακόλουθα σημαντικών τμημάτων του οθωμανικού στρατού στην καταστολή της ανταρσίας, έπειθε τον Υψηλάντη ότι η ώρα της δράσης είχε πλέον φθάσει. Το γενικό σχέδιο της Επανάστασης προέβλεπε την έναρξη των εχθροπραξιών υπό την αρχηγία του ίδιου του Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, στις οποίες η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μολονότι εξακολουθούσε να διατηρεί την ονομαστική κυριαρχία, δεν μπορούσε να επέμβει στρατιωτικά χωρίς την προηγούμενη ρητή άδεια της Ρωσίας. Στη συνέχεια, ο Υψηλάντης θα επιχειρούσε να διασπείρει την επαναστατική φλόγα στα υπόλοιπα Βαλκάνια, ενώ τέλος θα κατευθυνόταν προς την Πελοπόννησο, η

5

Page 7: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

οποία ουσιαστικά θα αποτελούσε το επίκεντρο του αγώνα. Με αυτόν τον τρόπο, οι επαναστάτες έλπιζαν ότι θα αιφνιδίαζαν τους Οθωμανούς, οι οποίοι επιπλέον θα εξαναγκάζονταν εκ των πραγμάτων να διασκορπίσουν τις δυνάμεις τους σε πολλά διαφορετικά σημεία. Απτόητος από τις επιφυλάξεις που διατυπώνονταν από την πλευρά ορισμένων Φιλικών, ο Υψηλάντης διάβηκε στις 22 Φεβρουαρίου / 6 Μαρτίου 1821 τον ποταμό Προύθο και εισήλθε στη Μολδαβία, κηρύττοντας ταυτόχρονα την έναρξη της Επανάστασης. Γρήγορα, ωστόσο, θα αποδεικνυόταν ότι το εγχείρημα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία. Οι επαναστατικές προκηρύξεις του Υψηλάντη δεν είχαν την προσδοκώμενη από τον ίδιο απήχηση στον ντόπιο πληθυσμό, στερώντας έτσι τη δυνατότητα πύκνωσης των τάξεων των ολιγάριθμων επαναστατικών δυνάμεων, οι οποίες μοιραία περιόρισαν τη στρατολογία τους μεταξύ κυρίως των Ελλήνων σπουδαστών που φοιτούσαν στις περίφημες ακαδημίες των δύο ηγεμονιών. Την ίδια στιγμή, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι φάνηκαν διστακτικοί να συμμετάσχουν στην Επανάσταση, ενώ και ο ηγέτης των Βλάχων, Τούντορ Βλαντιμηρέσκου, ο οποίος είχε συνεννοηθεί με τους Φιλικούς για τη δημιουργία ενός δεύτερου μετώπου στη Βλαχία, τελικά υπαναχώρησε από τις αρχικές υποσχέσεις του. Ακόμα χειρότερα, η Ρωσία όχι μόνο αρνήθηκε να συνδράμει τους επαναστάτες, αλλά αντίθετα επέτρεψε την είσοδο του οθωμανικού στρατού στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με σκοπό την καταστολή της εξέγερσης, διαψεύδοντας έτσι με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τις ενδόμυχες προσδοκίες του Υψηλάντη ότι η Επανάσταση στη Μολδαβία και τη Βλαχία θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε ένα νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο προς όφελος των σχεδίων του ίδιου και της Φιλικής Εταιρείας.

Πλήρως απομονωμένες, οι δυνάμεις του Υψηλάντη εκμηδενίστηκαν με ευκολία από τους Οθωμανούς στη μάχη του Δραγατσανίου τον Ιούνιο του 1821, ενώ ο ίδιος κατέφυγε κυνηγημένος στην Αυστρία. Παρά την αποτυχία της, ωστόσο, η εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες πρόσφερε τελικά σημαντική υπηρεσία στον απελευθερωτικό αγώνα. Στα τέλη Μαρτίου / αρχές Απριλίου του 1821 η από καιρό σχεδιαζόμενη Επανάσταση ξέσπασε τελικά στην Πελοπόννησο και γρήγορα διαδόθηκε στις περισσότερες περιοχές του οθωμανοκρατούμενου κυρίως ελλαδικού χώρου, όπως στη Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια, στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, στο Πήλιο και τη Χαλκιδική. Η βίαιη, εξάλλου, αντίδραση του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού της Αυτοκρατορίας, με συμβολικό αποκορύφωμα τον απαγχονισμό του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄ παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος είχε καταδικάσει τις ενέργειες του Υψηλάντη και είχε αφορίσει τους επαναστάτες, έπεισε πολλούς από τους σημαίνοντες Έλληνες που έως τότε δίσταζαν να υποστηρίξουν έμπρακτα τα ριψοκίνδυνα σχέδια των Φιλικών, να συμμετάσχουν ενεργά στον αγώνα, ενώ ταυτόχρονα προκάλεσε τη συμπάθεια σημαντικής μερίδας της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης υπέρ των επαναστατών.

Από τα πρώτα κιόλας βήματά της, η Επανάσταση, εκμεταλλευόμενη και τον αντιπερισπασμό που δημιουργούσε η συνεχιζόμενη ανταρσία του Αλή πασά στην Ήπειρο και η οποία δεν στάθηκε δυνατόν να κατασταλεί από τον οθωμανικό στρατό παρά μόνο στις αρχές του 1822, κατόρθωσε να σημειώσει αξιόλογες επιτυχίες στο στρατιωτικό τομέα, τονώνοντας έτσι το ηθικό των εξεγερμένων Ελλήνων. Οι τελευταίοι μπόρεσαν μέσα σε λίγους μήνες να εδραιώσουν τη θέση τους σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, όπου μόνο μερικά φρούρια παρέμενα στα χέρια των Τούρκων. Η άλωση της Τριπολιτσάς το Σεπτέμβριο του 1821 σηματοδότησε την εξάλειψη της βασικότερης εστίας τουρκικής αντίστασης στην Πελοπόννησο, παρά το γεγονός ότι οι βιαιότητες σε βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού που ακολούθησαν την κατάληψη της πόλης αμαύρωσαν την εξιδανικευμένη εικόνα του απελευθερωτικού αγώνα. Στο ίδιο χρονικό

6

Page 8: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

διάστημα, οι επαναστάτες κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν στο μεγαλύτερο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας και στην Εύβοια, ενώ το καλοκαίρι του 1822 η ολοκληρωτική καταστροφή του εκστρατευτικού σώματος του Δράμαλη στα Δερβενάκια από τις ελληνικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη απέδειξε ότι η απόπειρα καταστολής της Επανάστασης κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση ήταν.

Οι επιτυχίες στο χερσαίο πόλεμο συνδυάζονταν με ανάλογες στη θάλασσα. Αξιοποιώντας την πολύχρονη πείρα τους, οι Έλληνες ναυτικοί πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην Επανάσταση, συμμετέχοντας στην πολιορκία των παραλιακών φρουρίων, ανεφοδιάζοντας τις ελληνικές χερσαίες δυνάμεις, εμποδίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία των τουρκικών πολεμικών πλοίων και τη συνακόλουθη απρόσκοπτη μεταφορά στρατευμάτων με σκοπό την ενίσχυση των οθωμανικών δυνάμεων στις επαναστατημένες περιοχές. Η επιτυχημένη απόπειρα παρεμπόδισης της τουρκικής απόβασης στα παράλια της Σάμου το καλοκαίρι του 1821 αποτελούσε σαφή ένδειξη ότι ο ελληνικός στόλος ήταν σε θέση να αντιπαρατεθεί με τον αντίστοιχο οθωμανικό. Ένα χρόνο αργότερα, μάλιστα, η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στο λιμάνι της Χίου από τον Κωνσταντίνο Κανάρη εξανάγκασε τον τουρκικό στόλο να αποσυρθεί από το Αιγαίο και να αναζητήσεις καταφύγιο στην ασφάλεια των Στενών των Δαρδανελίων, όπου και παρέμεινε κλεισμένος για περίπου δύο χρόνια.

Ανεξάρτητα, πάντως, από τις επιτυχίες στο στρατιωτικό τομέα, η εξέλιξη του αγώνα οριοθετούσε στην πράξη τις επιδιώξεις των επαναστατών, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις σημαντικές δυσχέρειες που όφειλαν να αντιμετωπίσουν. Τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας για μία παμβαλκανική εξέγερση γρήγορα εγκαταλείφθηκαν και η Επανάσταση παρέμεινε ουσιαστικά περιορισμένη στη νότια Ελλάδα και ορισμένα από τα νησιά του Αιγαίου, καθώς ανυπέρβλητες αντικειμενικές δυσκολίες –όπως για παράδειγμα η δυσμενής σε βάρος των επαναστατών αναλογία των δυνάμεων– καθιστούσαν αδύνατη την επικράτηση της βορειότερα. Την ίδια στιγμή, η έλλειψη επαρκούς οργάνωσης, πόρων και συντονισμού, ακόμα και σε περιοχές που στην ουσία αποτελούσαν τον πυρήνα της Επανάστασης, γινόταν ολοένα και πιο φανερή. Η κατάσταση, εξάλλου, επιδεινωνόταν λόγω των κρουσμάτων απειθαρχίας που συχνά οδηγούσαν στην επικράτηση συνθηκών αναρχίας στις τάξεις των επαναστατών. Την εικόνα των προβλημάτων συμπλήρωνε η λανθάνουσα διαμάχη μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων που είχαν συστρατευθεί στον κοινό αγώνα για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, με αποτέλεσμα η φαινομενική αρχική σύμπνοια να δίνει σταδιακά τη θέση της στις έριδες εξαιτίας των αντικρουόμενων συμφερόντων: οι ανώτερες τάξεις έμοιαζαν να επιδιώκουν απλώς τη διατήρηση της οθωμανικής κοινωνικής δομής –όπου τα προεπαναστατικά χρόνια διατηρούσαν σημαντικότατα προνόμια– χωρίς τους Τούρκους, τη θέση των οποίων προσδοκούσαν να κληρονομήσουν, ενώ αντίθετα οι κατώτερες ήταν σαφώς προσανατολισμένες σε μία ριζικότερη ανατροπή του κοινωνικού σκηνικού.

Η περίπτωση της διαχείρισης της έγγειας ιδιοκτησίας που είχε εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους στις περιοχές όπου η επανάσταση είχε επικρατήσει, αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα της εν λόγω διένεξης: οι ακτήμονες αγρότες και οι μικροϊδιοκτήτες έλπιζαν ότι η Επανάσταση θα οδηγούσε στη διανομή των «εθνικών γαιών» –όπως έμειναν έκτοτε ευρύτερα γνωστές– στα φτωχότερα στρώματα του χριστιανικού πληθυσμού, ενώ αντίθετα οι πλούσιοι γαιοκτήμονες φιλοδοξούσαν να εξαγοράσουν –και μάλιστα σε όσο το δυνατόν χαμηλότερη τιμή– τα εγκαταλελειμμένα μουσουλμανικά κτήματα. Η εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα αποκάλυπτε εναργέστερα ίσως από κάθε άλλη το χάσμα που χώριζε τις δύο πλευρές, καθώς οι προεκτάσεις της ξεπερνούσαν τα στενά οικονομικά πλαίσια: η παραχώρηση των «εθνικών γαιών» στους προεπαναστατικούς «παρίες» δεν θα

7

Page 9: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

λειτουργούσε απλώς ως το αναγκαίο όχημα για μία γενναία ανακατανομή του εισοδήματος, αλλά μακροπρόθεσμα θα επηρέαζε πιθανότατα τις ισορροπίες στο πολιτικό επίπεδο, στερώντας από τους προεστούς και τους κοτζαμπάσηδες σημαντικό μέρος της επιρροής που έως τότε διέθεταν.

Η αντιπαλότητα αυτή θα γινόταν αισθητή από τους πρώτους κιόλας μήνες της Επανάστασης. Η ίδια, εξάλλου, η εξέλιξη του αγώνα είχε εκ των πραγμάτων συντελέσει στην ανάδυση νέων μνηστήρων της εξουσίας. Οι επιτυχίες στα πεδία των μαχών είχαν προσδώσει τέτοια αίγλη στους οπλαρχηγούς, ώστε ήταν λογικό να αξιώνουν τη μετάφρασή της σε πολιτική επιρροή, γεγονός που αναπότρεπτα δημιουργούσε ένταση στις σχέσεις τους με τους προκρίτους. Η άφιξη το καλοκαίρι του 1821 των πρώτων επιφανών Ελλήνων του εξωτερικού στις επαναστατημένες περιοχές, όπως για παράδειγμα ο αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Δημήτριος, ή ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους καταλληλότερους για τη διοίκηση του μελλοντικού ελληνικού κράτους, προσέθετε μία επιπλέον παράμετρο στην περίπλοκη εξίσωση των ενδοεπαναστατικών ισορροπιών. Έτσι, το πολιτικό παιχνίδι θα αρθρωνόταν έκτοτε γύρω από τρεις κύριους άξονες, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να αναδειχθούν στους βασικούς πόλους εξουσίας: την προεπαναστατική άρχουσα τάξη (δηλαδή τους προεστούς και τους κοτζαμπάσηδες), τους στρατιωτικούς ηγέτες και του νεοφερμένους Έλληνες του εξωτερικού (πρωτίστως τους Φαναριώτες). Ο διαχωρισμός, βέβαια, μεταξύ των επιμέρους ομάδων δεν ήταν πάντοτε σαφής και οπωσδήποτε όχι απόλυτος, καθώς πολύ συχνά τις συγκρούσεις διαδέχονταν συμμαχίες, αμβλύνοντας έτσι την εικόνα της μεταξύ τους διάκρισης.

Οι αποκλίνουσες επιδιώξεις θα αποτυπώνονταν ανάγλυφα στις απόπειρες των επαναστατών για τη συγκρότηση οργανωμένων μορφών πολιτικής αντιπροσώπευσης, ζήτημα εξαιρετικά κρίσιμο, καθώς η δημιουργία ενός υποτυπώδους έστω κρατικού μορφώματος προϋπέθετε την ύπαρξη κάποιας στοιχειώδους μορφής κεντρικής εξουσίας, η οποία θα ασκούσε αποτελεσματικό έλεγχο στις επαναστατημένες περιοχές. Η εμπειρία, εξάλλου, από την παράλληλη λειτουργία περιφερειακών διοικητικών κέντρων στα πρώτα βήματα της Επανάστασης1 είχε αποδείξει στην πράξη τις δυσχέρειες που προέκυπταν από την απουσία ενιαίας διοικητικής δομής, η οποία θα αναλάμβανε το έργο του συντονισμού του αγώνα. Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση για τη σύγκληση της Α΄ Εθνοσυνέλευσης στα τέλη του 1821 αρχικά στο Άργος και αργότερα στο χωριό Πιάδα κοντά στην αρχαία Επίδαυρο, υπογράμμιζε μεν την πεποίθηση των επαναστατών για την ανάγκη αποτελεσματικότερης οργάνωσης και ρητής αποτύπωσης των κατευθυντήριων γραμμών που ενέπνεαν την εξέγερσή τους, έφερε όμως ταυτόχρονα ευδιάκριτο το στίγμα των αντιθέσεων μεταξύ των επιμέρους ηγετικών ομάδων.

Η Εθνοσυνέλευση κατέληξε τελικά τον Ιανουάριο του 1822 στην ψήφιση του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος», του πρώτου δηλαδή συνταγματικού κειμένου που επιχειρούσε να δώσει σάρκα και οστά –όχι μόνο από νομική, αλλά και από ουσιαστική άποψη– στο όνειρο για τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Εμπνεόμενο από τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, το Σύνταγμα της Επιδαύρου, όπως έμεινε ευρύτερα γνωστό, φαινομενικά προωθούσε την εμπέδωση των αρχών δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού στο νεοσύστατο κράτος, αναγνωρίζοντας παράλληλα μία πλειάδα βασικών δικαιωμάτων (π.χ. ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον

1 Σχεδόν αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης, οι εξεγερμένοι προχώρησαν στην ίδρυση τοπικών συμβουλίων, τα οποία σύντομα μετεξελίχθηκαν σε ευρύτερα σχήματα. Έτσι, έως το τέλος του 1821 τρεις περιφερειακές συνελεύσεις λειτουργούσαν σε διαφορετικές περιοχές της νότιας Ελλάδας: η Πελοποννησιακή Γερουσία, η οποία έλεγχε ολόκληρη την Πελοπόννησο, η Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, με περιοχή ευθύνης τη δυτική Στερεά Ελλάδα, και ο Άρειος Πάγος, η εξουσία του οποίου εκτεινόταν στην ανατολική Στερεά Ελλάδα.

8

Page 10: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

του νόμου, προστασία της περιουσία, της τιμής και της ασφάλειας, δικαίωμα αναφοράς στις Αρχές, κατάργηση των βασανιστηρίων και της δουλείας κ.ο.κ.), γεγονός που αναμφίβολα το κατέτασσε στα πλέον προοδευτικά της εποχής του. Κάτω από την επιφάνεια, ωστόσο, το Σύνταγμα επιβεβαίωνε στην πράξη την πρωτοκαθεδρία των προεστών, καθώς σύμφωνα με ρητή διάταξή του τα μέλη του Βουλευτικού σώματος δεν θα εκλέγονταν με καθολική ψηφοφορία, αλλά ουσιαστικά θα επιλέγονταν από τους προύχοντες κάθε περιοχής. Από αυτήν την άποψη, εξάλλου, ακόμα και η επιλογή του Μαυροκορδάτου για την προεδρία του πενταμελούς Εκτελεστικού σώματος, μολονότι αναμφίβολα ενίσχυσε την προσωπική του επιρροή, σε μεγάλο βαθμό αμβλυνόταν από την πρόβλεψη ότι οι αποφάσεις του Εκτελεστικού θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν από το Βουλευτικό. Το «Προσωρινό Πολίτευμα», βέβαια, θεωρητικά προνοούσε για την εξισορρόπηση των αρμοδιοτήτων των δύο σωμάτων, καθώς αναγνώριζε εξίσου και στο Εκτελεστικό τη δυνατότητα αναθεώρησης των νομοθετικών πράξεων του Βουλευτικού, δημιουργώντας έτσι μία ιδιότυπη μορφή συνδυασμού της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Στην πραγματικότητα, όμως, με δεδομένο το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων δεν άφηνε πολλά περιθώρια για την αμφισβήτηση του αποφασιστικού ρόλου της προεπαναστατικής άρχουσας τάξης.

Ανεξάρτητα, πάντως, από τις περιορισμένες αλλαγές που επέφερε στο επίπεδο της κατανομής της εξουσίας μεταξύ των αντιμαχόμενων ομάδων, το Σύνταγμα προκάλεσε θετικό αντίκτυπο στο εξωτερικό, εκλαμβανόμενο κατά κάποιο τρόπο ως η γενέθλια πράξη του υπό σύσταση ελληνικού κράτους, γεγονός που ρητά υπογραμμιζόταν σε ειδική διακοίνωση της Α΄ Εθνοσυνέλευσης προς τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Αντίθετα, στο εσωτερικό επίπεδο το Σύνταγμα παρέμεινε στην ουσία γράμμα κενό περιεχομένου, καθώς αδυνατούσε να επιβάλει τις αρχές που ευαγγελιζόταν. Η απροθυμία, εξάλλου, των συντακτών του να θίξουν την εξουσία των περιφερειακών διοικήσεων, στις οποίες αντίθετα παρείχαν μία επίφαση νομιμότητας, ακύρωνε ακόμα και το αίτημα για τη συγκρότηση ισχυρής κεντρικής εξουσίας. Έτσι, η λήξη της θητείας του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού, η οποία με βάση το Σύνταγμα της Επιδαύρου προβλεπόταν να είναι μονοετής, έδινε τη δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης ορισμένων τουλάχιστον από τις διατάξεις του «Προσωρινού Πολιτεύματος».

Πράγματι, η σύγκληση της Β΄ Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος της Κυνουρίας τον Μάρτιο του 1823 παρείχε το κατάλληλο πλαίσιο για μία τέτοια απόπειρα, από τη στιγμή μάλιστα που η αναθεώρηση του Συντάγματος της Επιδαύρου είχε τεθεί ρητά ως ο βασικότερος στόχος της εθνικής αντιπροσωπείας. Οι αλλαγές, ωστόσο, που επέφερε η αναθεώρηση, όπως αυτές ενσωματώθηκαν στο «Νόμο της Επιδαύρου», δεν έθιξαν την ουσία των προβλημάτων που είχαν δημιουργηθεί από την εφαρμογή του ομώνυμου Συντάγματος, καθώς περιορίστηκαν στην περαιτέρω ενίσχυση του Βουλευτικού, κυρίως μέσω της μετατροπής του δικαιώματος αρνησικυρίας του Εκτελεστικού από απόλυτο σε αναβλητικό. Αντίθετα, σε μία προσπάθεια ενδυνάμωσης του ρόλου της κεντρικής εξουσίας, το αναθεωρημένο Σύνταγμα προχώρησε στην κατάργηση των περιφερειακών διοικήσεων, εξέλιξη, πάντως, που δεν αρκούσε για να αναστρέψει την εκτίμηση ότι η κατάσταση παρέμενε μάλλον αμετάβλητη. Η επιλογή, εξάλλου, του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη για τη θέση του προέδρου του Εκτελεστικού επιβεβαίωνε με τον πλέον εμφατικό τρόπο την πολιτική κυριαρχία των προεστών, διαπίστωση που δεν μπορούσε να αμβλυνθεί από την εκλογή του Κολοκοτρώνη ως αντιπροέδρου του ίδιου σώματος. Μέσα σε αυτές τις εκρηκτικές συνθήκες, η ολοένα διογκούμενη διαμάχη μεταξύ των αντίπαλων ομάδων στο εσωτερικό της Επανάστασης δεν θα αργούσε να πάρει ακόμα οξύτερη μορφή, καταλήγοντας στην ανοιχτή σύγκρουση των αντιμαχόμενων παρατάξεων.

9

Page 11: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

3. Στο χείλος του γκρεμού: οι εμφύλιοι πόλεμοι και η εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.

Η αποτυχία της Β΄ Εθνοσυνέλευσης να οδηγήσει σε έναν έντιμο συμβιβασμό προδιέγραφε την ολισθηρή πορεία που έμελλε να ακολουθηθεί στο άμεσο μέλλον, αφήνοντας ευδιάκριτα πίσω της τα σπέρματα του εμφυλίου πολέμου. Μολονότι ο «Νόμος της Επιδαύρου» είχε επιβεβαιώσει την πολιτική κυριαρχία των προεστών, οι τελευταίοι αδυνατούσαν να ελέγξουν στην πράξη τους οπλαρχηγούς, οι οποίοι, απογοητευμένοι από το διακανονισμό, εμφάνιζαν ολοένα διογκούμενες τάσεις αυτονόμησης από την κεντρική εξουσία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ρήξη ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν θα αργήσει να έρθει. Η αφορμή για την εκδήλωση της σύγκρουσης θα δοθεί το φθινόπωρο του 1823, όταν ο Πάνος Κολοκοτρώνης –γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη– θα επιχειρήσει να εξαναγκάσει το Βουλευτικό να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του. Αντιδρώντας σε αυτήν την ωμή παρέμβαση, πολλά από τα μέλη του σώματος εγκατέλειψαν το Άργος και κατέφυγαν στο Κρανίδι, όπου κήρυξαν παράνομο το υπάρχον Εκτελεστικό και προχώρησαν στην ίδρυση νέου υπό την προεδρεία του Υδραίου καραβοκύρη Γεώργιου Κουντουριώτη.

Όπως ήταν φυσικό, οι δύο αντιμαχόμενες κυβερνήσεις αναλώθηκαν σε αλληλοκατηγορίες, επιχειρώντας ταυτόχρονα να εδραιώσουν τη θέση τους. Έτσι, μολονότι η αντιπαλότητα δεν θα διολίσθαινε τελικά προς την ανοιχτή ένοπλη αντιπαράθεση, ήταν φανερό ότι κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν απέκλειε αυτό το ενδεχόμενο. Η κατάσταση θα βελτιωθεί προσωρινά στα τέλη της άνοιξης και τις αρχές του καλοκαιριού του 1824, όταν σε αντιστάθμισμα της αναγνώρισης εκ μέρους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη της κυβέρνησης Κουντουριώτη, η τελευταία έδωσε αμνηστία, αποφορτίζοντας –τουλάχιστον φαινομενικά– την ένταση. Πολύ γρήγορα, ωστόσο, οι ραγδαίες εξελίξεις θα αποδείκνυαν ότι επρόκειτο για μία απλή ανακωχή. Το νέο σημείο τριβής που παρουσιάστηκε ήταν εκείνο της διαχείρισης των χρημάτων του δανείου που είχε εξασφαλισθεί στις αρχές του 1824 από βρετανικές τράπεζες. Η ίδια η σύναψη του δανείου είχε αποτελέσει αντικείμενο διαμάχης, καθώς όχι μόνο επέβαλε εξαιρετικά επαχθείς όρους στην ελληνική πλευρά (από το ονομαστικό κεφάλαιο των 800.000 λιρών Αγγλίας, μόνο ένα τμήμα περιερχόταν στην ελληνική κυβέρνηση, ενώ τα υπόλοιπα παρακρατούνταν προκαταβολικά από τους δανειστές για τόκους, προμήθειες και άλλες δαπάνες), αλλά επιπλέον εξαιτίας του γεγονότος ότι προκειμένου να διευκολυνθεί η συνομολόγησή του είχε κριθεί απαραίτητη η υποθήκευση των «εθνικών γαιών». Όταν πλέον τα χρήματα έφθασαν στις επαναστατημένες περιοχές, οι εντάσεις κορυφώθηκαν, καθώς στάθηκε αδύνατον να εξευρεθεί μία κοινά αποδεκτή λύση για τον τρόπο διάθεσής τους.

Αποτέλεσμα αυτών των προστριβών υπήρξε η διάσπαση της –ούτως ή άλλως εύθραυστης– κυβερνητικής συμμαχίας των προεστών, οι οποίοι προτίμησαν πλέον την πρόταξη των τοπικιστικών σε βάρος των ταξικών τους συμφερόντων. Έτσι, πολύ γρήγορα τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα αναπροσαρμόστηκαν, καθώς στη μία πλευρά βρέθηκαν σύμμαχοι οι προύχοντες και οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, ενώ από την άλλη οι νησιώτες και οι περισσότεροι Στερεοελλαδίτες. Μέσα σε ένα γενικευμένο παροξυσμό των παθών, οι Πελοποννήσιοι αποχώρησαν από την κυβέρνηση επιβεβαιώνοντας την οριστική ρήξη που θα οδηγούσε στην έναρξη του δεύτερου εμφυλίου πολέμου. Η αφορμή θα δοθεί έπειτα από την άρνηση των κατοίκων της Τριφυλίας να καταβάλλουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη, η οποία αντιδρώντας, αποφάσισε την αποστολή στρατευμάτων στην Πελοπόννησο υπό την ηγεσία του Ιωάννη Κωλέττη. Μέσα σε αυτό το νοσηρό κλίμα, ο Κωλέττης θα κατορθώσει τελικά να υπερισχύσει ολοκληρωτικά στη σύγκρουση με τους

10

Page 12: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Πελοποννήσιους, επιτυγχάνοντας στις αρχές του 1825 τη σύλληψη του ίδιου του Κολοκοτρώνη.

Ανεξάρτητα, πάντως, από την επίδρασή του στη διαμόρφωση των ενδοελληνικών πολιτικών συσχετισμών, ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος εξάντλησε υλικά και ηθικά την Επανάσταση. Την ώρα που οι προσπάθειες των επαναστατών όφειλαν να επικεντρωθούν στην ολοκληρωτική επικράτησή τους, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία της Υψηλής Πύλης να προβάλλει ισχυρή αντίσταση, όλο το βάρος δόθηκε στο εσωτερικό μέτωπο. Στο βωμό της επικράτησης σε βάρος των αντιπάλων τους, οι κυβερνητικοί δεν δίστασαν να κατασπαταλήσουν ακόμα και τους πόρους του δανείου, σημαντικό τμήμα του οποίου χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση της εκστρατείας στην Πελοπόννησο. Την ίδια στιγμή, η πρωτοφανής αγριότητα των συγκρούσεων, οι οποίες συμπληρώνονταν από συστηματικές λεηλασίες των κυβερνητικών στρατευμάτων σε βάρος των περιουσιών των κατοίκων ολόκληρης σχεδόν της Πελοποννήσου, έδινε ανάγλυφα το στίγμα της καταβαράθρωσης των ιδανικών που είχαν εμπνεύσει την Επανάσταση. Στην πραγματικότητα, νικητές και ηττημένοι του εμφυλίου πολέμου εξέρχονταν από αυτόν εξίσου πληγωμένοι, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ίδια την Επανάσταση.

Η εξέλιξη του δεύτερου εμφύλιο πολέμου συνέπιπτε χρονικά με την πρώτη πραγματικά οργανωμένη απόπειρα της Υψηλής Πύλης να καταστείλει την Επανάσταση. Πράγματι, ο σουλτάνος, διαπιστώνοντας ότι με τις δικές του δυνάμεις δεν μπορούσε να επιτύχει αυτό το σκοπό, στράφηκε προς τον χεδίβη της Αιγύπτου Μοχάμεντ Άλη, ζητώντας τη σύμπραξή του εναντίον των Ελλήνων με αντάλλαγμα την Κρήτη και τη διοίκηση της Πελοποννήσου. Δελεασμένος από τις τουρκικές προτάσεις, ο Μοχάμεντ Άλη συμφώνησε να συγκροτήσει ισχυρό εκστρατευτικό σώμα υπό την ηγεσία του θετού του γιου, Ιμπραήμ πασά, το οποίο αφού προηγουμένως κατέπνιξε την εξέγερση στην Κρήτη και κατέστρεψε την Κάσο και τα Ψαρά, αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο στις αρχές του 1825 με ένα και μόνο στόχο: την ολοκληρωτική συντριβή της Επανάστασης.

Όπως πολύ γρήγορα αποδείχτηκε, οι δυνάμεις του Ιμπραήμ διέφεραν πολύ από τις τουρκικές που έως τότε είχαν αντιμετωπίσει με επιτυχία οι επαναστάτες. Εκπαιδευμένος από Γάλλους αξιωματικούς που είχαν συμμετάσχει στους ναπολεόντειους πολέμους, ο αιγυπτιακός στρατός χρησιμοποιούσε σύγχρονες ευρωπαϊκές μεθόδους και τακτικές, ενώ ταυτόχρονα διέθετε ικανή ηγεσία, γεγονός που του προσέδιδε ένα πρόσθετο ποιοτικό πλεονέκτημα. Έτσι, ο Ιμπραήμ, εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές έριδες των Ελλήνων, θα κατόρθωνε να καταλάβει σταδιακά ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο, ενώ ταυτόχρονα τουρκικές δυνάμεις υπό τον Κιουταχή πασά εξαπέλυαν οργανωμένη αντεπίθεση στη Στερεά Ελλάδα. Οι συνδυασμένες τουρκοαιγυπτιακές προσπάθειες θα κορυφώνονταν με την πολιορκία του Μεσολογγίου, το οποίο ύστερα από πολύμηνη αντίσταση θα έπεφτε τελικά τον Απρίλιο του 1826 στα χέρια των πολιορκητών του, σηματοδοτώντας έτσι την κρισιμότερη ίσως περίοδο της Επανάστασης, η οποία βρισκόταν κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού. Έχοντας θέσει υπό έλεγχο όλες τις βασικές επαναστατικές εστίες στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο Ιμπραήμ εμφανιζόταν πλέον ως ο απόλυτος κυρίαρχος της κατάστασης. Την ίδια στιγμή, οι επαναστάτες, αδυνατώντας να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά στο πεδίο της μάχης με τις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις, έστρεφαν πλέον τα βλέμματά τους στις Μεγάλες Δυνάμεις, ελπίζοντας ότι η αποφασιστική παρέμβασή τους θα μπορούσε να αναστρέψει την πορεία προς την καταστολή της Επανάστασης.

11

Page 13: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

4. Οι διπλωματικές διεργασίες για την επίλυση του Ελληνικού Ζητήματος (1821–1827).

Η διπλωματική ανάμιξη των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης ήταν μία διαδικασία που είχε ξεκινήσει την επαύριο κιόλας της εκδήλωσης του κινήματος του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία τον Φεβρουάριο / Μάρτιο του 1821. Λειτουργώντας μέσα στο πλαίσιο της Ιερής Συμμαχίας, η οποία –προσκολλημένη στην «αρχή της νομιμότητας»– εμφανιζόταν αντίθετη σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία απειλούσε να ανατρέψει το εδαφικό status quo στη γηραιά ήπειρο, η ευρωπαϊκή διπλωματία αντιμετώπισε κατ’ αρχήν με καχυποψία την εξέγερση εναντίον του σουλτάνου. Έτσι, κάτω από την αποφασιστική επιρροή του Αυστριακό καγκελάριου Κλέμενς φον Μέττερνιχ, το Συνέδριο του Λάυμπαχ καταδίκασε την Επανάσταση. Αυτή όμως ήταν η μία όψη του νομίσματος, καθώς έπειτα από τις συντονισμένες ενέργειες του Καποδίστρια, ο οποίος μετείχε στις εργασίες του Συνεδρίου ως συνυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν ταυτόχρονα να μην επέμβουν στρατιωτικά με σκοπό την καταστολή της εξέγερσης, τηρώντας στάσης αυστηρής πολιτικής ουδετερότητας.

Η απροθυμία των Δυνάμεων να εμπλακούν ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση, σε αντίθεση με ότι είχε συμβεί στη χρονικά παράλληλη περίπτωση των εξεγέρσεων στην Ιταλική χερσόνησο, έδινε πολύτιμο χρόνο στους επαναστάτες να εδραιώσουν τη θέση τους. Την ίδια στιγμή, η είδηση των σφαγών εναντίον χριστιανών αμάχων και του απαγχονισμού του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη σε αντίποινα για την εκδήλωση της Επανάστασης, προκάλεσε την πρώτη ουσιαστική διπλωματική παρέμβαση της Ρωσίας, η οποία αξίωσε τη συμμόρφωση της Υψηλής Πύλης προς τις υποδείξεις της. Η άρνηση του σουλτάνου να απαντήσει στο ρωσικό τελεσίγραφο επιδείνωσε δραματικά τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, καθώς ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ διέταξε την ανάκληση του Ρώσου πρεσβευτή από την Κωνσταντινούπολη, γεγονός που μολονότι δεν είχε ως αποτέλεσμα την έκρηξη ενός νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, υποχρέωσε την Πύλη να διατηρεί ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα με τη Ρωσία, μέρος των οποίων θα μπορούσε σε διαφορετική περίπτωση να χρησιμοποιηθεί για την καταστολή της Επανάστασης. Και σε αυτήν την περίπτωση, η συμβολή του Καποδίστρια στη διαμόρφωση της ρωσικής στάσης υπήρξε καθοριστική. Ο ίδιος, ωστόσο, αδυνατώντας να πείσει τον τσάρο Αλέξανδρο να υιοθετήσει μία ακόμα αποφασιστικότερη πολιτική έναντι της αυτοκρατορίας του σουλτάνου, σύντομα θα επέλεγε το δρόμο της αποχώρησης από τη θέση του συνυπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, εκτιμώντας αφενός ότι η περαιτέρω παραμονή του δεν θα είχε να προσφέρει τίποτα περισσότερο στην υποστήριξη των επαναστατημένων Ελλήνων και αφετέρου ότι η παρασκηνιακή του δράση θα μπορούσε να αποβεί περισσότερο χρήσιμη προς αυτήν την κατεύθυνση.

Η παραίτηση του Καποδίστρια συνέπιπτε περίπου χρονικά με τη σύγκληση του Συνεδρίου της Βερόνας, το οποίο θα εξέταζε και πάλι το Ελληνικό Ζήτημα κάτω από το φως των περιπλοκών που είχε προκαλέσει στις ρωσοτουρκικές σχέσεις2. Η άρνηση της Πύλης να συμμετάσχει στις εργασίες του Συνεδρίου, υποστηρίζοντας ότι η Επανάσταση αποτελούσε εσωτερικό της ζήτημα και επομένως δεν ενέπιπτε στη δικαιοδοσία των Μεγάλων Δυνάμεων, ελαχιστοποιούσε στην πράξη τις πιθανότητες εξεύρεσης οποιασδήποτε λύσης. Την ίδια στιγμή, ούτε και η φωνή των Ελλήνων στάθηκε δυνατό να ακουστεί στο Συνέδριο, καθώς η ελληνική αντιπροσωπεία –έπειτα από την άρνηση των παπικών Αρχών να της επιτρέψουν τη συνέχιση του ταξιδιού της από την Αγκόνα– δεν

2 Η ημερήσια διάταξη του Συνεδρίου δεν έκανε ρητή μνεία του ελληνικού ζητήματος, το οποίο, ωστόσο, σε μία προφανή προσπάθεια μείωσης της σημασίας του, είχε στην πραγματικότητα συμπεριληφθεί στα υπό συζήτηση θέματα υπό τον τίτλο «ρωσοτουρκική διαφορά».

12

Page 14: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

κατόρθωσε να φθάσει στη Βερόνα3. Η απόρριψη του αιτήματος των επαναστατών να εκθέσουν αυτοπροσώπως τις απόψεις τους, προδιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη του Συνεδρίου σκόπευαν να τοποθετηθούν απέναντι στην ίδια την Επανάσταση. Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του Μέττερνιχ –έπειτα από την αποχώρηση από τη διπλωματική κονίστρα του Καποδίστρια, η παρουσία του οποίου θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει ως αποτελεσματικό αντίβαρο στην πολιτική του Αυστριακού καγκελάριου– δεν άφηνε πολλά περιθώρια αμφιβολιών για το τελικό αποτέλεσμα: το Συνέδριο κατέληξε στην απόφαση της καταδίκης της Ελληνικής Επανάστασης –όπως συλλήβδην και όλων των υπολοίπων επαναστατικών κινημάτων στην Ιβηρική και την Ιταλική χερσόνησο–, θέτοντας ταυτόχρονα τους προκαταρκτικούς όρους για την επανάληψη των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στην Αγία Πετρούπολη και την Κωνσταντινούπολη.

Οι αποφάσεις του Συνεδρίου της Βερόνας έμοιαζαν να αποτελούν έναν πραγματικό θρίαμβο των αρχών που είχαν εμπνεύσει τους πρωτεργάτες της Ιερής Συμμαχίας. Στις αρχές του 1823 η ελληνική υπόθεση φαινόταν να βυθίζεται στη δίνη των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων, κατάσταση που επιδεινωνόταν περαιτέρω από την απροθυμία της Ρωσίας να διαδραματίσει ενεργότερο ρόλο στην επίλυση του Ελληνικού Ζητήματος. Μοναδικό ενθαρρυντικό σημάδι απέμενε η συμπάθεια που είχε δημιουργήσει η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης σε μεγάλα τμήματα της διεθνούς κοινής γνώμης και η οποία εκφραζόταν έμπρακτα μέσω του ολοένα διογκούμενου φιλελληνικού κινήματος. Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, ωστόσο, μία απροσδόκητη εξέλιξη έμελλε να αλλάξει προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων τους διπλωματικούς συσχετισμούς στη γηραιά ήπειρο: η μεταστροφή της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στο Ελληνικό Ζήτημα.

Τα πρώτα σημάδια της αλλαγής της πορείας πλεύσης του Λονδίνου έγιναν φανερά το φθινόπωρο του 1822, όταν τη διεύθυνση του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών ανέλαβε ο Τζωρτζ Κάννινγκ, έπειτα από τον αιφνίδιο θάνατο του προκατόχου του, Ρόμπερτ Κάσλρη, για να γίνουν ακόμα σαφέστερα τους πρώτους μήνες του 1823. Σε αντίθεση με τον Κάσλρη, ο οποίος ενδιαφερόταν για τη διατήρηση του status quo στην Εγγύς Ανατολή και κατά συνέπεια αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα την προοπτική δημιουργίας ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ο Κάννινγκ διέβλεψε ότι η Ελληνική Επανάσταση, σε συνδυασμό με την άτολμη και αντιφατική πολιτική της Ρωσίας, δημιουργούσε μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη Μεγάλη Βρετανία να διευρύνει την επιρροή της στη Μεσόγειο και να διαδραματίσει έτσι πρωτεύοντα ρόλο σε οποιαδήποτε μελλοντική διευθέτηση του Ανατολικού Ζητήματος. Σε μία έμπρακτη εκδήλωση του νέου ανέμου που έπνεε στο Λονδίνο, οι Βρετανοί αναγνώρισαν τον Μάρτιο του 1823 τον αποκλεισμό των οθωμανικών ακτών του Ιονίου, τον οποίο είχε κηρύξει ένα χρόνο νωρίτερα η επαναστατική ελληνική κυβέρνηση, κίνηση που συνεπαγόταν την αναγνώριση των επαναστατών ως εμπολέμων. Η συνομολόγηση, εξάλλου, τον Φεβρουάριο του 1824 του πρώτου δανείου της ανεξαρτησίας ονομαστικού κεφαλαίου 800.000 λιρών Αγγλίας μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και βρετανικών τραπεζών, το οποίο θα ακολουθούνταν ένα χρόνο αργότερα από δεύτερο ύψους 2.000.000 λιρών, επιβεβαίωνε τη μεταβολή των διαθέσεων ολοένα και μεγαλύτερης μερίδας των ιθυνόντων στη Μεγάλη Βρετανία: ανεξάρτητα από τους επαχθείς για την ελληνική πλευρά όρους τους, τα δάνεια συνιστούσαν επιτυχία σε

3 Το μόνο που κατόρθωσε η ελληνική αντιπροσωπεία ήταν να αποστείλει στα μέλη του Συνεδρίου ένα μνημόνιο, όπου οι επαναστάτες διαδήλωναν μεταξύ άλλων την σταθερή απόφασή τους να μην αναγνωρίσουν καμία απόφαση για την τύχη τους χωρίς την ρητή σύμπραξη των ίδιων. Η ενέργεια αυτή, ωστόσο, είχε τελικά ως αποτέλεσμα να εξοργίσει πολλούς από τους συνέδρους, οι οποίοι ασφαλώς δεν ενέκριναν την προοπτική της πλήρους πολιτικής χειραφέτησης των επαναστατημένων Ελλήνων.

13

Page 15: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

πολιτικό επίπεδο, καθώς αποτελούσαν στην ουσία έμμεση αναγνώριση της ύπαρξης ενός προπλάσματος ελληνικού κράτους, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούσαν ισχυρό ενδιαφέρον στους δανειστές του Λονδίνου για την επιτυχία της Επανάστασης, αφού μόνο έτσι θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την είσπραξη των κεφαλαίων και των τόκων.

Ο νέος προσανατολισμός της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής προκάλεσε όπως ήταν φυσικό τον έντονο προβληματισμό της Ρωσίας, η οποία ανησυχούσε για την πιθανότητα υπονόμευσης της δικής της επιρροής στον ευαίσθητο γεωπολιτικά χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Έτσι, κάτω από την πίεση των γεγονότων, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ θα αναλάμβανε την πρωτοβουλία των διπλωματικών κινήσεων, υποβάλλοντας στις 28 Δεκεμβρίου 1823 / 9 Ιανουαρίου 1824 το πρώτο ολοκληρωμένο σχέδιο επίλυσης του Ελληνικού Ζητήματος. Το «Σχέδιο των Τριών Τμημάτων», όπως έμεινε έκτοτε γνωστό, ακολουθώντας στην ουσία το διοικητικό πρότυπο που ίσχυε στη Μολδαβία και τη Βλαχία, προέβλεπε την ίδρυση τριών αυτόνομων ηγεμονιών στον ελλαδικό χώρο, από τις οποίες η πρώτη (Ανατολικής Ελλάδας) θα περιλάμβανε τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και την Αττική, η δεύτερη (Δυτικής Ελλάδας) την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, και η τρίτη (Νότιας Ελλάδας) την Πελοπόννησο και την Κρήτη, ενώ ταυτόχρονα ειδικό καθεστώς διοικητικής αυτονομίας θα αναγνωριζόταν στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Βάσει του Σχεδίου, ο σουλτάνος θα διατηρούσε την επικυριαρχία του στις τρεις ηγεμονίες, την οποία θα διασφάλιζε η παρουσία κατά τόπους τουρκικών φρουρών, και θα εισέπραττε έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας˙ οι Έλληνες, ωστόσο, θα είχαν το αποκλειστικό προνόμιο της διοίκησης των ηγεμονιών, οι οποίες –σε μία προφανή προσπάθεια περαιτέρω υπογράμμισης του αυτόνομου χαρακτήρα τους– θα είχαν δική του σημαία και θα αντιπροσωπεύονταν στην Πύλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Όσο κι αν η πρόταση Αλέξανδρου αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των ρωσικών συμφερόντων, αποτελούσε από μόνη της σημαντική εξέλιξη στη διαδικασία επίλυσης του Ελληνικού Ζητήματος, καθώς όχι μόνο το επανέφερε στο προσκήνιο του πολιτικού και διπλωματικού ενδιαφέροντος, αλλά επιπλέον αποτελούσε την πρώτη επίσημη πρόταση για την ίδρυση ενός –υποτυπώδους έστω– ελληνικού κρατικού μορφώματος. Το ίδιο το Σχέδιο, ωστόσο, γρήγορα θα αποδεικνυόταν θνησιγενές, αφού η αναμενόμενη άρνηση της Υψηλής Πύλης να το αποδεχθεί, συνοδευόταν από την έκδηλη επιφυλακτικότητα με την οποία το αντιμετώπισαν οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Την ίδια στιγμή, εξάλλου, η απροθυμία των επαναστατημένων Ελλήνων να συγκατανεύσουν στο Σχέδιο, αρνούμενοι να συμβιβαστούν με οτιδήποτε λιγότερο από την πλήρη ανεξαρτησία, στερούσε από την Πετρούπολη και το τελευταίο πιθανό έρεισμα για την ευόδωση της ρωσικής πρωτοβουλίας.

Η απόρριψη από την ελληνική πλευρά του «Σχεδίου των Τριών Τμημάτων» αποτελούσε σαφή ένδειξη για την απογοήτευση των επαναστατών από τη στάση της Ρωσίας. Οι προεπαναστατικές ελπίδες για την αποφασιστική παρέμβαση της Πετρούπολης προς όφελος των Ελλήνων είχαν πλέον οριστικά διαλυθεί, καθώς οι τελευταίοι αντιλαμβάνονταν πλέον ότι είχαν πέσει θύματα μίας πολιτικής αυταπάτης. Η υποβολή του Σχεδίου, επομένως, συνέβαλε αποφασιστικά στον αναπροσανατολισμό των προσδοκιών των Ελλήνων, οι οποίοι μέσα στις νέες συνθήκες που είχαν στο μεταξύ δημιουργηθεί θα έστρεφαν το ενδιαφέρον τους προς τη πλευρά της Μεγάλης Βρετανίας. Η υποβολή της «Πράξης Υποταγής» το καλοκαίρι του 1825 από τους επαναστάτες προς τη βρετανική κυβέρνηση, με την οποία οι πρώτοι καλούσαν το Λονδίνο να αναλάβει την προστασία του ελληνικού έθνους, αποτελούσε απτή απόδειξη της υπερίσχυσης της φιλοβρετανικής μερίδας στους κόλπους της ελληνικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, όμως, αναδείκνυε την σχεδόν πλήρη εσωτερική χρεοκοπία της Επανάστασης, η οποία βρισκόμενη στο χείλος της αβύσσου ως αποτέλεσμα των εμφυλίων πολέμων και της

14

Page 16: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

εκστρατείας του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, ζητούσε απελπισμένα χέρι βοήθειας από το εξωτερικό.

Οι Βρετανοί, ωστόσο, δεν ήταν διατεθειμένοι να δεσμευτούν και απέρριψαν το ελληνικό αίτημα, εξηγώντας ότι η επίσημη «υιοθεσία» των επαναστατών από το Λονδίνο θα οδηγούσε τη Μεγάλη Βρετανία σε πόλεμο με την Πύλη. Η άρνηση, πάντως, του Λονδίνου να αναλάβει την προστασία των Ελλήνων δεν σήμαινε ότι η βρετανική κυβέρνηση είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για το Ελληνικό Ζήτημα. Αντίθετα, η βρετανική διπλωματία, κάτω από την καθοδήγηση του Κάννινγκ, θα αποδυόταν σε μία συστηματική προσπάθεια εξεύρεσης μίας λύσης, με κύριο άξονα την απόπειρα προσεταιρισμού της Ρωσίας, την ίδια στιγμή που η σκλήρυνση της στάσης της Πύλης, η οποία είχε ενθαρρυνθεί από τις επιτυχίες του Ιμπραήμ, έθετε και πάλι δυναμικά επί τάπητος το ενδεχόμενο έκρηξης ρωσοτουρκικού πολέμου με απρόβλεπτες συνέπειες για τις ευαίσθητες ισορροπίες στην Εγγύς Ανατολή. Το έδαφος είχε πλέον προλειανθεί για τη δυναμική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, γεγονός που θα γινόταν ακόμα περισσότερο ευδιάκριτο μετά τον αιφνίδιο θάνατο στις 19 Νοεμβρίου / 1 Δεκεμβρίου 1825 του τσάρου Αλέξανδρου Α΄, τον οποίο διαδέχθηκε στο θρόνο ο πολύ πιο δραστήριος αδελφός του Νικόλαος Α΄.

Η αλλαγή που σηματοδότησε η ανάρρηση του Νικόλαου Α΄ στο ρωσικό θρόνο θα γινόταν άμεσα αισθητή, καθώς ο νέος τσάρος θα εμφανιζόταν αποφασισμένος να προχωρήσει πέρα από το στάδιο των απειλών, αναζητώντας μία δυναμική λύση στις διαφορές που χώριζαν τη Ρωσία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αποστολή στις 5/17 Μαρτίου 1826 τελεσιγράφου στην Πύλη, με το οποίο η Πετρούπολη ζητούσε τη συμμόρφωση του σουλτάνου σε μία σειρά από απαιτήσεις της, στις οποίες πάντως δεν συμπεριλαμβανόταν το Ελληνικό Ζήτημα, αποκάλυπτε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο τις προθέσεις του Νικόλαου Α΄. Θορυβημένη από τις εξελίξεις, οι οποίες απειλούσαν να θέσουν σε εφαρμογή τα ρωσικά σχέδια για διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η βρετανική κυβέρνηση θα αναζητούσε τρόπους χαλιναγώγησης των επιδιώξεων της Ρωσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι βρετανορωσικές διαβουλεύσεις πολύ σύντομα θα κατέληγαν σε μία κοινή συμφωνία για τον τρόπο με τον οποίο οι δύο χώρες θα αντιμετώπιζαν στο εξής την Ελληνική Επανάσταση.

Η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης στις 23 Μαρτίου / 4 Απριλίου 1826 αποτελούσε το συμβατικό επιστέγασμα αυτής της διαδικασίας, ορίζοντας ρητά πλέον τους όρους υπό τους οποίους η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία θα επιδίωκαν το διακανονισμό του Ελληνικού Ζητήματος. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου, οι δύο Δυνάμεις θα μεσολαβούσαν για τον τερματισμό των συγκρούσεων, προτείνοντας την ίδρυση αυτόνομης ελληνικής επικράτειας, η οποία θα παρέμενε φόρου υποτελής στο σουλτάνο. Επιχειρώντας, εξάλλου, να δώσουν ευρύτερο χαρακτήρα στη μεταξύ τους προκαταρκτική συνεννόηση, Λονδίνο και Πετρούπολη άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο σύμπραξης και των υπόλοιπων Δυνάμεων, έτσι ώστε η τελική λύση να συγκέντρωνε τη γενική συναίνεση.

Η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης αποτέλεσε εξέλιξη αποφασιστικής σημασίας για την επίλυση του Ελληνικού Ζητήματος, καθώς συνιστούσε την πρώτη διεθνή πράξη που προέβλεπε ρητά την ίδρυση ελληνικού κράτους –έστω κι αν αυτό δεν θα απολάμβανε πλήρους ανεξαρτησίας–, χρησιμοποιώντας μάλιστα επίσης για πρώτη φορά τον όρο «Ελλάς» ως όνομα της ιδρυόμενης επικράτειας, σε μία χρονική συγκυρία μάλιστα που η Επανάσταση έμοιαζε να πνέει τα λοίσθια. Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμα και η άρνηση της Αυστρίας και της Πρωσίας να προσχωρήσουν στο Πρωτόκολλο δεν αρκούσε για να αναιρέσει τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του, από τη στιγμή μάλιστα που η Γαλλία φάνηκε εξαρχής πρόθυμη να συνεργαστεί με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία. Πράγματι, η τριμερής συνεννόηση δεν θα αργούσε να λάβει πρακτικότερη

15

Page 17: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

μορφή μέσω της συνομολόγησης στις 24 Ιουνίου / 6 Ιουλίου 1827 της Συνθήκης του Λονδίνου, η οποία επαναλάμβανε τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, περιλαμβάνοντας επιπλέον ρητή πρόβλεψη για τη λήψη εξαναγκαστικών μέτρων σε περίπτωση άρνησης των εμπολέμων Ελλήνων και Τούρκων να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις των τριών Δυνάμεων.

Η πρόνοια για την επιβολή ακόμα και διά της βίας των διατάξεων της Συνθήκης του Λονδίνου πολύ σύντομα θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά σημαντική εξαιτίας της συνεχιζόμενης αδιαλλαξίας του σουλτάνου να συγκατανεύσει στην ειρηνευτική διαδικασία που είχαν υποδείξει οι τρεις Δυνάμεις. Η απόφαση της Πύλης να αποστείλει ενισχύσεις στον Ιμπραήμ, παρά τη σαφή σχετική απαγόρευση της Συνθήκης του Λονδίνου, θα αποδεικνυόταν ολέθρια για την ίδια, αφού θα άναβε τη σπίθα που θα κατέληγε τελικά στην ολοκληρωτική καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στον κόλπο του Ναβαρίνου (8/20 Οκτωβρίου 1827) από τις ναυτικές μοίρες της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας που είχαν στο μεταξύ καταπλεύσει στην περιοχή. Μολονότι η ναυμαχία του Ναβαρίνου υπήρξε περισσότερο το αποτέλεσμα μίας σειράς συμπτώσεων και όχι της βούλησης των τριών Δυνάμεων να αντιπαρατεθούν δυναμικά με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το αποτέλεσμα παρέμεινε το ίδιο, καθώς αποτέλεσε την απαραίτητη σανίδα σωτηρίας της Επανάστασης, η οποία είχε ουσιαστικά κατασταλεί από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ. Την ίδια στιγμή, η επιμονή της Πύλης να αποκλείσει κάθε ξένη ανάμιξη στο Ελληνικό Ζήτημα επιδείνωνε ακόμα περισσότερο τη θέση της, γεγονός που θα επιβεβαιωνόταν περίτρανα από τη συνδυασμένη αναχώρηση των πρεσβευτών των τριών Δυνάμεων από την Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 1827. Η έκδηλη αμηχανία του σουλτάνου, ακραία έκφανση της οποίας αποτέλεσε η κήρυξη Ιερού Πολέμου (Τζιχάντ) εναντίον όλων των χριστιανών, θα προσδιόριζε έκτοτε τις σπασμωδικές αντιδράσεις της οθωμανικής κυβέρνησης, επιταχύνοντας έτσι τις διπλωματικές διεργασίες για την επίλυση του Ελληνικού Ζητήματος.

5. Η έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα: το ανορθωτικό έργο του κυβερνήτη και η ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Η είδηση της ναυμαχίας του Ναβαρίνου έγινε, όπως ήταν φυσικό, δεκτή με ενθουσιασμό από τους επαναστάτες. Το χαρμόσυνο μήνυμα, ωστόσο, δεν αρκούσε για να ανασκευάσει πλήρως την εικόνα της εσωτερικής αποδιοργάνωσης της Επανάστασης. Εξαντλημένοι από τις εσωτερικές τους αντιπαλότητες, τους εμφύλιους πολέμους και την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, η οποία λίγο είχε λείψει να οδηγήσει στην πλήρη καταστολή του απελευθερωτικού αγώνα τους, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να βρίσκονται διχασμένοι. Η ίδια, εξάλλου, η προσδοκώμενη παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων είχε συντελέσει αποφασιστικά στην προσθήκη ενός επιπλέον στοιχείου πολιτικής αντιπαράθεσης, δηλωτικού της κατάστασης που επικρατούσε στις επαναστατημένες περιοχές: την ίδρυση των πρώτων ελληνικών πολιτικών κομμάτων (Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό), η διαφοροποίηση των οποίων επικεντρωνόταν σχεδόν αποκλειστικά και μόνο στις ελπίδες των οπαδών τους για το ποια από τις τρεις Δυνάμεις θα υποστήριζε αποτελεσματικότερα την επικράτηση του σκοπού της Επανάστασης.

Η σύγκρουση των οπαδών των κομμάτων θα γινόταν αισθητή κατά τη διάρκεια των εργασιών της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, η οποία συνήλθε την άνοιξη του 1927 στην Τροιζήνα. Κάτω από την πίεση, ωστόσο, των επιτυχιών του Ιμπραήμ, τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης γρήγορα θα άφηναν –προσωρινά έστω– κατά μέρους τις μεταξύ τους διαφορές. Η ψήφιση στις 1/13 Μαΐου 1827 του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος»

16

Page 18: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

(Σύνταγμα της Τροιζήνας), ενός συνταγματικού κειμένου σαφώς δημοκρατικότερου τόσο από το «Προσωρινό Πολίτευμα» όσο και από το «Νόμο της Επιδαύρου», αποτελούσε σαφή ένδειξη ότι παρά τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει, οι επαναστάτες κάθε άλλο παρά διατεθειμένοι ήταν να απομακρυνθούν από τις βασικές αρχές που είχαν εμπνεύσει τον αγώνα τους. Οι ίδιες, εξάλλου, οι δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η Επανάσταση, είχε ήδη ένα μήνα νωρίτερα αναγκάσει τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης να αναζητήσουν μία δραστική λύση στο πρόβλημα της ηγεσίας του αγώνα, αναθέτοντας τη θέση του κυβερνήτη του υπό ίδρυση κράτους στον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος προβλεπόταν ότι θα ασκούσε τα καθήκοντά του για μία περίοδο επτά ετών.

Η επιλογή του Καποδίστρια για αυτήν την εξαιρετικά δύσκολη αποστολή κάθε άλλο παρά τυχαία υπήρξε. Το διεθνές κύρος που συνόδευε τον πρώην υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, σε συνδυασμό με τις αναμφισβήτητες ικανότητες και την πολύτιμη πείρα του, στοιχεία που δύσκολα μπορούσαν να αναζητηθούν σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, αποτελούσαν εγγύηση ότι ο νέος κυβερνήτης θα μπορούσε να φέρει εις πέρας το κολοσσιαίο έργο της οικοδόμησης του υπό ίδρυση κράτους, το οποίο πριν ακόμα επισημοποιήσει την ύπαρξή του, αντιμετώπιζε τον κίνδυνο του αφανισμού. Έτσι, όταν τον Ιανουάριο του 1828 ο Καποδίστριας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, αφού προηγουμένως είχε ολοκληρώσει μία περιοδεία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με σκοπό την εξασφάλιση της διπλωματικής και οικονομικής υποστήριξης των Δυνάμεων, η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε από τον ελληνικό λαό, ο οποίος είχε εναποθέσει στο πρόσωπό του όλες τις ελπίδες του, υπήρξε πραγματικά αποθεωτική. Η ίδια, εξάλλου, η είσοδος στο λιμάνι του Ναυπλίου τη νύχτα της 6ης/18ης Ιανουαρίου του πλοίου στο οποίο επέβαινε ο νέος κυβερνήτης, είχε συνδυαστεί με ένα γεγονός μεγάλης συμβολικής σημασίας: τα παραπλέοντα πολεμικά σκάφη των τριών Δυνάμεων χαιρέτισαν με κανονιοβολισμούς την ελληνική σημαία, αποδίδοντας έτσι για πρώτη φορά επίσημες τιμές στον επικεφαλής του υπό ίδρυση κράτους.

Το πανηγυρικό κλίμα που χαρακτήριζε την άφιξη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο δεν αρκούσε για να αντιστρέψει τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, κάτω από τις οποίες ο ίδιος όφειλε να εργαστεί. Έπειτα από τις εμφύλιες συγκρούσεις και την τουρκοαιγυπτιακή αντεπίθεση, οι περισσότερες περιοχές που είχαν αποτελέσει τα προπύργια της Επανάστασης –και που κατ’ επέκταση θα συναπάρτιζαν το νέο κράτος– ήταν σχεδόν πλήρως ερειπωμένες και οι κάτοικοί τους καθημαγμένοι από κάθε άποψη. Η οικονομική δυσπραγία, η απουσία στοιχειωδών έστω κρατικών θεσμών, η αναποτελεσματική διοίκηση και η ουσιαστική ανυπαρξία οργανωμένου στρατού, αποτελούσαν τα κορυφαία μόνα συμπτώματα της κρίσης. Την ίδια στιγμή, την εικόνα της αποσύνθεσης συμπλήρωνε η εξακολουθητική άρνηση αρκετών τοπικών παραγόντων να αποδεχθούν την αφαίρεση των προεπαναστατικών προνομίων τους προς όφελος της κεντρικής εξουσίας. Η ίδια η ύπαρξη, τέλος, του ελληνικού κράτους, όσο κι αν είχε προδιαγραφεί με σαφήνεια από τις διπλωματικές διεργασίες των προηγούμενων ετών, δεν είχε ακόμα οριστικά αποσαφηνιστεί, καθώς όχι μόνο παρέμεναν αδιευκρίνιστα τα σύνορά του, αλλά επιπλέον έμενε ακόμα ανοιχτό το ζήτημα του κατά πόσο το νέο κράτος θα ήταν πλήρως ανεξάρτητο ή θα αποκτούσε απλώς καθεστώς αυτονομίας όπως προβλεπόταν από το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και τη Συνθήκη του Λονδίνου

Η αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις προτεραιότητες που έθεσε ο Καποδίστριας. Καχύποπτος απέναντι στους έως τότε διαχειριστές της εξουσίας στις επαναστατημένες περιοχές και εμπνεόμενος από συντηρητικές πολιτικές αντιλήψεις, ο κυβερνήτης φρόντισε πρώτα απ’ όλα να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες αρμοδιότητες στο πρόσωπό του. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Καποδίστριας έπεισε τη Βουλή να αυτοδιαλυθεί, αφού προηγουμένως είχε

17

Page 19: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των μελών της για την αναστολή της εφαρμογής του Συντάγματος και την παραχώρηση της νομοθετικής εξουσίας στον ίδιον, ο οποίος θα την ασκούσε με τη βοήθεια ενός 27μελούς γνωμοδοτικού οργάνου, του Πανελληνίου. Ταυτόχρονα, ο κυβερνήτης αφιέρωσε μεγάλο μέρος των προσπαθειών του στην αναδιοργάνωση των διοικητικών μηχανισμών, με αφετηρία την Πελοπόννησο και τα κοντινά νησιά. Σε μία προσπάθεια, εξάλλου, απαλλαγής από τα νοσηρά συμπτώματα του πρόσφατου παρελθόντος, φρόντισε για το διορισμό στις θέσεις των τοπικών διοικητών προσώπων που δεν κατάγονταν από τις περιοχές που θα διοικούσαν, ενώ για τον ίδιο λόγο –αλλά και για τον πρόσθετο της εμπέδωσης της δικής του επιρροής– σε πολλά κυβερνητικά αξιώματα τοποθέτησε Έλληνες από τα Ιόνια νησιά.

Το ανορθωτικό έργο του Καποδίστρια σύντομα επεκτάθηκε στο χώρο της εκπαίδευσης, κυρίως μέσω της θεμελίωσης του συστήματος των αλληλοδιδακτικών σχολείων, καθώς και σε εκείνον της δικαιοσύνης, όπου τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία του δικαιϊκού συστήματος του υπό ίδρυση κράτους. Εξίσου σημαντικές υπήρξαν οι πρωτοβουλίες του κυβερνήτη για την ανόρθωση της οικονομίας4. Αδυνατώντας να εξασφαλίσει κάποιο δάνειο από το εξωτερικό, ο Καποδίστριας έστρεψε το ενδιαφέρον του στον όσο το δυνατόν δραστικότερο περιορισμό των εξόδων, ενώ παράλληλα – επιδιώκοντας την αξιοποίηση των εγχώριων κεφαλαίων– προχώρησε στην ίδρυση του πρώτου πιστωτικού ιδρύματος της χώρας, της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας, καθώς και στην κοπή και τη θέση σε κυκλοφορία του πρώτου επίσημου νομίσματος του νεοσύστατου κράτους, του φοίνικα. Αντιλαμβανόμενος, τέλος, την απόλυτη ανάγκη συγκρότησης τακτικού στρατού, ο κυβερνήτης αναδιοργάνωσε ριζικά τις έως τότε υπάρχουσες δυνάμεις και μερίμνησε για τη δημιουργία υποδομών για τη μελλοντική στελέχωση του στρατεύματος, εγκαινιάζοντας για αυτό το σκοπό τη λειτουργία του Λόχου των Ευελπίδων, ενώ την ίδια στιγμή φρόντισε για την εκκαθάριση των υπολείμματα των τουρκικών φρουρών που απέμεναν σε διάφορες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας.

Η εσωτερική ανασυγκρότηση αποτελούσε τη μία πτυχή των συντονισμένων ενεργειών του Καποδίστρια για τη θεμελίωση του ελληνικού κράτους. Η δεύτερη –και πιθανότατα σημαντικότερη– σχετιζόταν με τις διπλωματικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε με σκοπό την εξασφάλιση όχι μόνο της ίδιας της ανεξαρτησίας, αλλά και της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης διεύρυνσης των συνόρων της ελληνικής επικράτειας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ευνοϊκή συγκυρία που παρείχε η έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου τον Απρίλιο του 1828 διευκόλυνε τους ελιγμούς του κυβερνήτη. Η εξασφάλιση της αποστολής συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος, με τη συμμετοχή βρετανικών, γαλλικών και ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων, στην Πελοπόννησο με σκοπό την εκδίωξη των υπολειμμάτων του αιγυπτιακού στρατού, αποτελούσε την πρώτη διπλωματική του επιτυχία, καθώς υπογράμμιζε με τον πλέον εμφατικό τρόπο το έμπρακτο ενδιαφέρον των τριών Δυνάμεων για την οριστική διευθέτηση του Ελληνικού Ζητήματος στη βάση των διατάξεων της Συνθήκης του Λονδίνου, έστω κι αν η συμμαχική εκστρατεία θα λάμβανε τελικά μάλλον συμβολικό χαρακτήρα. Η μετακίνηση, εξάλλου, το Σεπτέμβριο του 1828 της έδρας της Διάσκεψης των πρεσβευτών των τριών Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη –την οποία είχαν εγκαταλείψει λίγους μήνες νωρίτερα– από την Κέρκυρα στον Πόρο, έδινε στον Καποδίστρια τη δυνατότητα της

4 Χαρακτηριστικό της άθλιας οικονομικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η χώρα εξαιτίας του μακρόχρονου επαναστατικού αγώνα και των εμφυλίων συγκρούσεων, αλλά και δηλωτικό του διοικητικού χάους που επικρατούσε στους κόλπους της επαναστατικής, είναι το ακόλουθο περιστατικό: λέγεται ότι όταν ο Καποδίστριας ρώτησε τον υπουργό Οικονομικών, Παναγιώτη Λιδωρίκη, πόσα χρήματα υπήρχαν στο δημόσιο ταμείο, ο δεύτερος απάντησε ότι όχι μόνο δεν υπήρχαν χρήματα, αλλά ούτε καν ταμείο.

18

Page 20: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

άμεσης παρέμβασης στις διπλωματικές διεργασίες, διευρύνοντας έτσι στην πράξη τα περιθώρια άσκησης της επιρροής του στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος.

Πράγματι, στις 11/23 Σεπτεμβρίου 1828 ο Καποδίστριας υπέβαλε στην πρεσβευτική Διάσκεψη εμπιστευτικό υπόμνημα, με το οποίο ζητούσε να χαραχθεί η προς βορρά οροθετική γραμμή του ελληνικού κράτους από τον Όλυμπο έως τις ακτές της Ηπείρου βόρεια της Κέρκυρας, καθώς και τη συμπερίληψη στην ελληνική επικράτεια της Εύβοιας, της Κρήτης, της Σάμου και των νησιών του Αιγαίου. Αντιλαμβανόμενος, εξάλλου, ότι στη δεδομένη συγκυρία η ταυτόχρονη διεκδίκηση της πλήρους ανεξαρτησίας του υπό ίδρυση κράτους κινδύνευε να περιορίσει δραστικά τα γεωγραφικά του όρια, ο κυβερνήτης απέφυγε να αναφερθεί σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα, εκτιμώντας ότι το ελληνικό συμφέρον επέβαλε την προηγούμενη διευκρίνιση του εδαφικού καθεστώτος. Οι επιδέξιοι διαπραγματευτικοί ελιγμοί του Καποδίστρια δεν θα αργήσουν να αποφέρουν καρπούς, καθώς στις 30 Νοεμβρίου / 12 Δεκεμβρίου η Διάσκεψη του Πόρου θα αποφαινόταν τελικά υπέρ της οροθετικής γραμμής Αμβρακικού – Παγασητικού, προτείνοντας παράλληλα την παραχώρηση στο ελληνικό κράτος της Εύβοιας και των Κυκλάδων και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της ενσωμάτωσης της Σάμου και της Κρήτης. Σύμφωνα, τέλος, με τη γνωμοδότηση των τριών πρεσβευτών, το νέο κράτος θα παρέμενε φόρου υποτελές στο σουλτάνο, ενώ την ανώτατη εκτελεστική εξουσία θα ασκούσε κληρονομικός ηγεμόνας.

Οι όροι της πρεσβευτικής γνωμοδότησης ικανοποιούσαν σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες του Καποδίστρια. Η ικανοποίηση, ωστόσο, μετριαζόταν από το γεγονός ότι έναν περίπου μήνα πριν από την δημοσιοποίηση των πορισμάτων της Διάσκεψης του Πόρου, οι τρεις Δυνάμεις, κυρίως λόγω της επιμονής της Βρετανίας, είχαν προχωρήσει στη συνομολόγηση ειδικού Πρωτοκόλλου στο Λονδίνο (4/16 Νοεμβρίου 1828), βάσει του οποίου το υπό ίδρυση κράτος θα περιλάμβανε τελικά μόνο την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Πολύ σύντομα όμως, οι Βρετανοί θα μετέβαλαν –κάτω από την πίεση των ραγδαίων εξελίξεων στο ρωσοτουρκικό πόλεμο– τη στάση τους, επιτρέποντας έτσι την υπογραφή στις 10/22 Μαρτίου 1829 του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, με το οποίο οι τρεις Δυνάμεις ουσιαστικά αποδέχονταν τις προτάσεις της πρεσβευτικής Διάσκεψης του Πόρου: το ελληνικό κράτος, το οποίο θα ήταν υποχρεωμένο να καταβάλει ετήσιο φόρο υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη ύψους 1.500.000 τουρκικών γροσιών, θα περιλάμβανε την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα έως τη γραμμή που ένωνε τους κόλπους της Άρτας και του Βόλου, την Εύβοια και τις Κυκλάδες, ενώ το πολίτευμα της νέας επικράτειας θα ήταν μοναρχικό, με χριστιανό κληρονομικό ηγεμόνα μη προερχόμενο από τις Δυναστείες των τριών Δυνάμεων, ο οποίος θα εκλεγόταν με τη συναίνεση των τελευταίων και της Πύλης.

Στην πραγματικότητα, το Πρωτόκολλο του Λονδίνου δεν αποσκοπούσε στην επιβολή των τελικών όρων διευθέτησης του Ελληνικού Ζητήματος, αλλά αποτελούσε απλώς βάση διαπραγμάτευσης μεταξύ των τριών Δυνάμεων και της Πύλης. Ο σουλτάνος, ωστόσο, αρνούμενος να δεχθεί οποιαδήποτε εδαφική παραχώρηση, έσπευσε να απορρίψει ασυζητητί το Πρωτόκολλο. Η κάμψη, πάντως, της τουρκικής αδιαλλαξίας δεν θα αργήσει να έρθει και πάλι ως αποτέλεσμα των δυσμενών για την Πύλη εξελίξεων του εν εξελίξει από την άνοιξη του 1828 ρωσοτουρκικού πολέμου. Η ταχεία προέλαση του ρωσικού στρατού προς την Κωνσταντινούπολη εξανάγκασε τελικά τον σουλτάνο να συμμορφωθεί προς τις προτάσεις των τριών Δυνάμεων και να υπογράψει στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1829 τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, βάσει της οποίας η Πύλη δήλωνε ρητά ότι αποδεχόταν τόσο τη Συνθήκη του Λονδίνου της 24ης Ιουνίου / 6ης Ιουλίου 1827 όσο και το ομώνυμο Πρωτόκολλο της 10ης/22ας Μαρτίου 1829. Έτσι, για πρώτη φορά η οθωμανική κυβέρνηση αναγνώριζε επίσημα την αυτονομία του ελληνικού κράτους και μάλιστα με τα διευρυμένα προς βορρά σύνορα της γραμμής Αμβρακικού – Παγασητικού.

19

Page 21: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Η υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανούπολης έθετε πλέον τη διαδικασία επίλυσης του Ελληνικού Ζητήματος στην τελική του ευθεία, δίνοντας παράλληλα την κατάλληλη ώθηση για την αναγνώριση της πλήρους ανεξαρτησίας του υπό ίδρυση ελληνικού κράτους, η οποία θα έπαιρνε τη μορφή της βρετανικής παρέμβασης προς αυτήν την κατεύθυνση. Πράγματι, η Μεγάλη Βρετανία, ανησυχώντας για το ενδεχόμενο αύξησης της ρωσικής επιρροής στην ανατολική Μεσόγειο, γρήγορα προσανατολίστηκε προς την ιδέα της ίδρυσης ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, τα σύνορα του οποίου, ωστόσο, θα όφειλαν να είναι περιορισμένα σε σχέση με τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου. Κινούμενες πάνω σε αυτή τη βάση, οι τρεις Δυνάμεις θα κατέληγαν τελικά στις 22 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου 1830 στην υπογραφή νέου Πρωτοκόλλου και πάλι στο Λονδίνο, το οποίο ανακήρυσσε επίσημα πλέον την Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος με μοναρχικό πολίτευμα και σύνορα που συμπεριλάμβαναν την Πελοπόννησο, τμήμα της Στερεάς Ελλάδας νότια και ανατολικά της γραμμής Σπερχειού – Αχελώου, την Εύβοια, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες και τις Βόρειες Σποράδες, αφήνοντας έτσι έξω από την ελληνική επικράτεια τις ακτές της Ακαρνανίας και σημαντικό κομμάτι της υπόλοιπης Στερεάς Ελλάδας. Ταυτόχρονα, με άλλο Πρωτόκολλο που υπογράφηκε την ίδια ημέρα, ο πρίγκιπας Λεοπόλδος του Σαξονικού Κομβούργου οριζόταν ως ηγεμόνας του νεοσύστατου βασιλείου. Το συμβατικό πλέγμα των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου συμπληρωνόταν, τέλος, από ένα τρίτο Πρωτόκολλο, το οποίο –κατόπιν σχετικής γαλλικής απαίτησης– υπογράφηκε ταυτόχρονα με τα δύο προηγούμενα και αφορούσε στην προστασία και τα προνόμια της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα.

Ο συμβατικός διακανονισμός του Λονδίνου, μολονότι παρείχε στους Έλληνες την πολυπόθητη ανεξαρτησία, προκάλεσε τις εύλογες αντιδράσεις τους εξαιτίας του εδαφικού ακρωτηριασμού του νεοσύστατου κράτους που με σαφήνεια προέβλεπε. Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, δεν μπορούσε παρά να αποδεχθεί το Πρωτόκολλο, από τη στιγμή μάλιστα που η Πύλη το είχε ήδη πράξει. Την ίδια στιγμή όμως, ο Καποδίστριας ήταν αποφασισμένος να αποδυθεί σε ένα συστηματικό διπλωματικό αγώνα προκειμένου να εξασφαλίσει τη διεύρυνση των χερσαίων συνόρων. Έτσι, σε μία προσπάθεια να κερδίσει πολύτιμο χρόνο, ο κυβερνήτης δήλωσε αρχικά στις τρεις Δυνάμεις ότι η τελική αποδοχή των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου δεν αποτελούσε ευθύνη του ίδιου αλλά της Εθνοσυνέλευσης, η οποία ήταν το μοναδικό νομικά αρμόδιο όργανο για την τελική επικύρωσή τους. Παράλληλα, γνωρίζοντας τη μεγάλη διαπραγματευτική αξία των εδαφικών τετελεσμένων, ο Καποδίστριας αρνήθηκε να συνηγορήσει στην αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από τις διαφιλονικούμενες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, επικαλούμενος το γεγονός ότι ούτε οι Τούρκοι είχαν εκκενώσει πλήρως την Αττική και την Εύβοια. Τέλος, επιχειρώντας να αξιοποιήσει όλα τα μέσα που διέθετε, παρακίνησε και τελικά έπεισε τον Λεοπόλδο να θέσει την επέκταση των συνόρων ως όρο για την εκ μέρους του οριστική αποδοχή του ελληνικού στέμματος.

Πράγματι, ο Λεοπόλδος, ενστερνιζόμενος τις απόψεις του Καποδίστρια για το ζήτημα των συνόρων, θα εργαζόταν με ζήλο προς αυτήν την κατεύθυνση, επιχειρώντας κάμψει τις αντιρρήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Η αδιάλλακτη, ωστόσο, βρετανική στάση θα οδηγήσει τελικά τον Λεοπόλδο στις 9/21 Μαΐου 1830 στην παραίτηση από τον ελληνικό θρόνο. Η εξέλιξη αυτή αρκούσε για να θέσει ξανά το θέμα των ορίων της ελληνικής επικράτειας δυναμικά επί τάπητος. Η χρονική σύμπτωση, εξάλλου, της παραίτησης του Λεοπόλδου με την εκδήλωση της Ιουλιανής επανάστασης στη Γαλλία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο στο γαλλικό θρόνο του Λουδοβίκου–Φιλίππου, αλλά και η αλλαγή κυβερνητικής φρουράς λίγους μήνες αργότερα στη Μεγάλη Βρετανία, όπου τον Νοέμβριο του 1830 την κυβέρνηση Ουέλλινγκτον διαδέχθηκε η κυβέρνηση Γκρέυ με υπουργό Εξωτερικών τον λόρδο Πάλμερστον, συνέβαλλε αποφασιστικά στην άρδην αλλαγή του κλίματος. Έτσι, έπειτα από ένα και πλέον χρόνο

20

Page 22: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

διπλωματικής απραξίας γύρω από το Ελληνικό Ζήτημα, την οποία είχε επιβάλλει η μετάθεση του κέντρου βάρους του ενδιαφέροντος των Μεγάλων Δυνάμεων από την Ελλάδα προς τις διαδοχικές εξεγέρσεις των Ιταλών, των Πολωνών και των Βέλγων, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία προχώρησαν στις 14/26 Σεπτεμβρίου 1831 στη συνομολόγηση νέου Πρωτοκόλλου και πάλι στο Λονδίνο, βάσει του οποίου, αφού προηγουμένως αναγνωριζόταν ότι η συνοριακή γραμμή Σπερχειού – Αχελώου δεν παρείχε τις απαιτούμενες εγγυήσεις ασφάλειας, γινόταν δεκτή η προς βορρά μετακίνηση των ακρότατων ορίων της ελληνικής επικράτειας στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού.

Η συνομολόγηση του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου δικαίωνε στην πράξη τόσο τις προσδοκίες, όσο και τους διαπραγματευτικούς ελιγμούς του Καποδίστρια, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος με επιδεξιότητα κάθε φορά τις συγκυρίες, είχε κατορθώσει να συνδυάσει τη λύση της πλήρους ανεξαρτησίας της Ελλάδας με την ταυτόχρονη διεύρυνση των συνόρων της. Η αναμφισβήτητη, ωστόσο, επιτυχία του κυβερνήτη στη διπλωματική κονίστρα δεν αρκούσε για να εξαλείψει τις αντιπολιτευτικές απέναντι στο πρόσωπό του αντιδράσεις στο εσωτερικό του νεοσύστατου κράτους. Μολονότι έχαιρε της εκτίμησης και της εμπιστοσύνης της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, ο Καποδίστριας είχε έρθει σε σύγκρουση με τις παραδοσιακές τοπικές ελίτ –κυρίως τους προεστούς και τους κοτζαμπάσηδες– και τα κατεστημένα συμφέροντα που εκπροσωπούσαν, καθώς η προσπάθεια οικοδόμησης ισχυρής κεντρικής διοίκησης που ο ίδιος επαγγελόταν απειλούσε τους περιφερειακούς μνηστήρες της εξουσίας. Αφορμή για την εναντίον του εκστρατεία αποτελούσαν οι κατηγορίες –συχνά όχι εντελώς αστήρικτες5– που εκτοξεύονταν από την πλευρά των πολιτικών του αντιπάλων για τον αυταρχικό τρόπο με τον οποίο ο κυβερνήτης ασκούσε τα καθήκοντά του, καθώς ήταν φανερό ότι ο Καποδίστριας δεν ήταν διατεθειμένος να συμβιβαστεί, αποστασιοποιούμενος από τις βασικές αρχές που προσδιόριζαν την πολιτική του. Σε αυτό το πλαίσιο, η δολοφονία του στις 27 Σεπτεμβρίου / 9 Οκτωβρίου 1831 –μόλις δύο εβδομάδες δηλαδή μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου– από τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, έγραψε με τραγικό τρόπο τον επίλογο όχι μόνο της ζωής του ίδιου του κυβερνήτη, αλλά ταυτόχρονα της πρώτης οργανωμένης απόπειρας θεμελίωσης αποτελεσματικών κρατικών δομών, καταδεικνύοντας στην πράξη τις κολοσσιαίες δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε κάθε ανάλογο εγχείρημα.

5 Η απόφαση, για παράδειγμα, του Καποδίστρια να εισηγηθεί και να εξασφαλίσει σχεδόν αμέσως μετά την αποβίβασή του στο Ναύπλιο την αναστολή της ισχύος του Συντάγματος και την αυτοδιάλυση της Βουλής, όσο κι αν αυτές οι επιλογές μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογηθούν από την κρισιμότητα των περιστάσεων, αποτελούσαν σαφείς ενδείξεις των συντηρητικών πολιτικών του πεποιθήσεων. Η εν γένει, εξάλλου, συμπεριφορά του κυβερνήτη, καθώς και η εμφανής αντιπάθειά του απέναντι σε κάθε είδος αντιπολίτευσης, καταδείκνυε τον πατερναλιστικό τρόπο με τον οποίο επιδίωκε να ασκεί τα διευρυμένα καθήκοντά του.

21

Page 23: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Κεφάλαιο Β΄

22

Page 24: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Η οθωνική περίοδος (1832–1863)

1. Η εκλογή του Όθωνα στον ελληνικό θρόνο και ο τελικός διακανονισμός του Ελληνικού Ζητήματος.

Η δολοφονία του Καποδίστρια βύθισε την Ελλάδα στο χάος. Η απόφαση για το διορισμό τριμελούς κυβερνητικής επιτροπής, την οποία αποτελούσαν ο αδελφός του δολοφονημένου κυβερνήτη, Αυγουστίνος Καποδίστριας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Ιωάννης Κωλέττης, γρήγορα αποδείχθηκε ότι δεν αρκούσε για να αντιμετωπίσει την κρισιμότητα της κατάστασης. Η εμφάνιση των φυγόκεντρων τάσεων δεν άργησε να εκδηλωθεί όταν τον Μάρτιο του 1832, απαντώντας στην εκλογή του Αυγουστίνου Καποδίστρια στη θέση του προσωρινού κυβερνήτη, οι αντικαποδιστριακοί εξέλεξαν νέα κυβερνητική επιτροπή, αποτελούμενη από τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Ιωάννη Κωλέττη και Ανδρέα Ζαΐμη, με έδρα την Περαχώρα. Η ρήξη θα εκδηλωθεί ανοιχτά, παίρνοντας τη μορφή ένοπλης αναμέτρησης, ένα μήνα αργότερα, όταν ο Κωλέττης διέταξε την εισβολή στρατευμάτων από τη Στερεά Ελλάδα στην Πελοπόννησο, επιτυγχάνοντας της κατάληψη του Ναυπλίου και οδηγώντας των Αυγουστίνο στην παραίτηση και την οριστική αποδημία στο εξωτερικό. Κάτω από αυτές τις ανώμαλες συνθήκες, η όξυνση των πολιτικών παθών απειλούσε για ακόμη μία φορά να οδηγήσει τη χώρα στο βάραθρο του εμφυλίου πολέμου, με έπαθλο την πολυπόθητη νομή της εξουσίας.

Στο μεταξύ, το κενό που δημιούργησε η δολοφονία του Καποδίστρια, ωθούσε τις τρεις Δυνάμεις να ασχοληθούν άμεσα με το ζήτημα της εκλογής του ηγεμόνα της Ελλάδας, θέση που είχε χηρεύσει μετά την παραίτηση του Λεοπόλδου τον Μάιο του 1830. Κάτω από την πίεση των περιστάσεων που δημιουργούσε η αναρχία στην Ελλάδα, οι Δυνάμεις κατέληξαν τελικά τον Φεβρουάριο του 1832 στην επιλογή του δεκαεπτάχρονου πρίγκιπα Όθωνα της δυναστείας των Βίττελσμπαχ, δευτερότοκου γιου του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της Ρωσίας, η οποία δεν επιθυμούσε την άνοδο στον ελληνικό θρόνο μη ορθόδοξου ηγεμόνα, αλλά και τις επιφυλάξεις της Βρετανίας και της Γαλλίας που σχετίζονταν με την ανηλικιότητα του νεαρού πρίγκιπα. Η εκλογή του Όθωνα θα επισημοποιηθεί στις 25 Απριλίου / 7 Μαΐου 1832 με την υπογραφή στο Λονδίνο ειδικής Συνθήκης ανάμεσα στις τρεις Δυνάμεις και τη Βαυαρία, βάσει της οποίας προβλεπόταν ότι το νεαρό βασίλειο θα αποτελούσε κράτος μοναρχικό και θα τελούσε υπό την εγγύηση της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Η Συνθήκη προέβλεπε επίσης τη διαδικασία και του όρους διαδοχής του Όθωνα, απέκλειε στο διηνεκές την ένωση του ελληνικού και του βαυαρικού στέμματος, και έθιγε το κρίσιμο ζήτημα της ενηλικίωσης του νεαρού βασιλιά, διευκρινίζοντας ότι αυτή θα πραγματοποιούνταν όταν ο Όθωνας θα συμπλήρωνε το εικοστό έτος της ηλικίας του, ενώ έως τότε τη βασιλική εξουσία θα ασκούσε εξ ονόματός του τριμελής αντιβασιλεία. Από την πλευρά της, η Βαυαρία δεσμευόταν να αποστείλει στην Ελλάδα στρατιωτική δύναμη 3.500 ανδρών, ενώ οι τρεις Δυνάμεις αναλάμβαναν την υποχρέωση να εγγυηθούν ένα δάνειο ύψους εξήντα εκατομμυρίων φράγκων, το οποίο θα μπορούσε να συνάψει ο Όθωνας ως βασιλιάς της Ελλάδας.

Η διευθέτηση του δυναστικού προβλήματος έθετε τη διαδικασία επίλυσης του Ελληνικού Ζητήματος στην τελική του ευθεία. Η διπλωματική δραστηριότητα των τριών Δυνάμεων επικεντρωνόταν πλέον στην προσπάθεια να αναγνωρίσει ο σουλτάνος την οροθετική γραμμή που οι ίδιες είχαν προκρίνει στις 14/26 Σεπτεμβρίου 1831 μέσω της

23

Page 25: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

συνομολόγησης του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου. Πράγματι, μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις, οι Δυνάμεις και η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέληξαν στις 9/21 Ιουλίου 1832 στην υπογραφή της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης (ή του Καλεντέρ Κιόσκ), βάσει της οποίας η Υψηλή Πύλη αποδεχόταν τη συνοριακή γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού, έναντι μίας αποζημίωσης ύψους 40.000.000 τουρκικών γροσιών που όφειλε να καταβάλει στο σουλτάνο η Ελλάδα ως αντιστάθμισμα για της εδαφικές απώλειες που είχε υποστεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ένα μήνα αργότερα, στις 18/30 Αυγούστου 1832, η Διάσκεψη του Λονδίνου επικύρωσε το διακανονισμό της Κωνσταντινούπολης, απορρίπτοντας παράλληλα τα τουρκικά αιτήματα περί επιστροφής στην Πύλη των Βόρειων Σποράδων. Αντίθετα, η Διάσκεψη εισηγήθηκε την παροχή αυτονομίας στη Σάμο, η οποία παρά την εντυπωσιακή της συμμετοχή στην Επανάσταση έμεινε εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας, πρόταση που έγινε αποδεκτή από τουρκικής πλευράς. Σε εφαρμογή αυτών των αποφάσεων, μία πενταμελής επιτροπή, αποτελούμενη από αντιπροσώπους της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ελλάδας, ανέλαβε το έργο της επιτόπιας χάραξης της ελληνοτουρκικής μεθορίου, διαδικασία που δεν θα ολοκληρωνόταν παρά μόνο στα τέλη του 1835, δίνοντας έτσι οριστική μορφή στο νεοσύστατο βασίλειο.

Η γέννηση του ελληνικού κράτους, το οποίο συμπεριλάμβανε στην επικράτειά του την Πελοπόννησο, ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια, τις Βόρειες Σποράδες, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και τις Κυκλάδες, ήταν πλέον γεγονός. Το μικροσκοπικό βασίλειο, ωστόσο, με έκταση μόλις 47.516 τετραγωνικών χιλιομέτρων και πληθυσμό που δεν ξεπερνούσε τις 750.000, απείχε πολύ από το να ικανοποιεί τα όνειρα των πρωτεργατών της Επανάστασης. Συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί –αριθμητικά πολλαπλάσιοι εκείνων που είχαν τελικά απελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό– δεν είχε σταθεί δυνατόν να ενσωματωθούν στον εθνικό κορμό, στερώντας έτσι από το νεοσύστατο κράτος όχι μόνο έμψυχο δυναμικό, αλλά και πολύτιμους πόρους για την οικονομική του ανάπτυξη. Η διαδικασία, εξάλλου, που είχε ακολουθηθεί για την ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, προδιέγραφε με σαφήνεια την εξάρτηση του νεοσύστατου βασιλείου από τις Μεγάλες Δυνάμεις: η ελληνική πλευρά δεν είχε λάβει επίσημα μέρος σε καμία από τις διεθνείς πράξεις που προσδιόριζαν τη φυσιογνωμία του νέου κράτους, το οποίο επιπλέον τελούσε επίσημα υπό την κηδεμονία της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ακόμα και αυτή η επιλογή του ηγεμόνα του νεαρού βασιλείου είχε στην πραγματικότητα συντελεστεί ερήμην των Ελλήνων, οι οποίοι περιορίστηκαν απλώς στην εκ των υστέρων επικύρωση των επιλογών των τριών Δυνάμεων.

Έστω και κάτω από αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, πάντως, η ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους συνιστούσε μία σημαντική επιτυχία. Από αυτήν την άποψη, η έλευση του Όθωνα στην Ελλάδα δεν μπορούσε παρά να χαιρετιστεί από τον ελληνικό λαό ως η έμπρακτη απόδειξη της οριστικής αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού. Η ενθουσιώδης υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον ανήλικο βασιλιά όταν στις 25 Ιανουαρίου / 6 Φεβρουαρίου 1833 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, αποτελούσε σαφή ένδειξη ότι οι Έλληνες, απογοητευμένοι από τη χαοτική κατάσταση που είχε επικρατήσει στη χώρα μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, εναπέθεταν στον Όθωνα σχεδόν όλες τις ελπίδες τους για την ανασυγκρότηση της καθημαγμένης από την Επανάσταση και τις εμφύλιες συγκρούσεις πατρίδα τους. Ο ίδιος ο Όθωνας, εξάλλου, στο διάγγελμα που απηύθυνε προς τον ελληνικό λαό, φρόντισε να τονίσει την προσήλωσή του στην προσπάθεια για την κατασίγαση των παθών, τη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων παρατάξεων, την εγκαθίδρυση κράτους δικαίου και την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου, ενισχύοντας έτσι την πεποίθηση ότι η βασιλεία του νέου μονάρχη –ο οποίος λόγω της ξένης καταγωγής του εικαζόταν ότι θα ήταν απαλλαγμένος από προκαταλήψεις και θα

24

Page 26: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

ενεργούσε με μόνο γνώμονα το εθνικό συμφέρον–, θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την έναρξη μίας ριζικά διαφορετικής περιόδου σε σχέση με το πρόσφατο οδυνηρό παρελθόν.

2. Η περίοδος της αντιβασιλείας (1833–1835).

Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, ο ίδιος ο Όθωνας θα έπρεπε να περιμένει περίπου δύο ακόμη χρόνια μέχρι να συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας του, το οποίο σύμφωνα με ρητή διάταξη της Συνθήκης του Λονδίνου θα συνεπαγόταν την ενηλικίωσή του και κατά συνέπεια θα του επέτρεπε να ασκήσει πλήρως τα βασιλικά του καθήκοντα. Σε εφαρμογή, εξάλλου, της ίδιας Συνθήκης, ο πατέρας του ανήλικου βασιλιά, Λουδοβίκος Α΄, είχε ήδη επιλέξει τα τρία πρόσωπα που θα συναπάρτιζαν την επιτροπή της αντιβασιλείας: χρέη προέδρου θα εκτελούσε ο κόμης Γιόζεφ Λούντβιχ φον Άρμανσπεργκ, ενώ τακτικά μέλη διορίστηκαν ο καθηγητής Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ και ο υποστράτηγος Καρλ Βιλχελμ φον Χάιντεκ˙ τη σύνθεση της επιτροπής συμπλήρωναν δύο αναπληρωματικά μέλη, ο Κάρλ Άμπελ και ο Καρλ Γκράινερ. Η εξουσία των αντιβασιλέων ήταν σχεδόν απόλυτη, καθώς δεν ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτούν σε κανένα εκλεγμένο σώμα και ασκούσαν τα καθήκοντά τους στο όνομα του Όθωνα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, άλλωστε, διαφάνηκε ξεκάθαρα ότι η αντιβασιλική επιτροπή δεν ήταν διατεθειμένη να προβεί σε οποιαδήποτε συνταγματική παραχώρηση στον ελληνικό λαό, επιλέγοντας αντίθετα τη λύση της δεσποτικής μοναρχίας, παρά το γεγονός ότι η βαυαρική κυβέρνηση είχε δεσμευτεί τον Ιούλιο του 1832 να προωθήσει τις διαδικασίες για την κατάρτιση του ελληνικού Συντάγματος.

Αφήνοντας κατά μέρους –έπειτα και από σχετική υπόδειξη του Λουδοβίκου Α΄– τα συνταγματικά ζητήματα, η αντιβασιλεία ασχολήθηκε πρωτίστως με την αναδιοργάνωση της διοίκησης, εκτιμώντας ότι αυτό θα ήταν το πρώτο αποφασιστικό βήμα για τη θεμελίωση ενός ισχυρού και αποτελεσματικού κρατικού μηχανισμού. Έτσι, ακολουθώντας στην ουσία το πρότυπο της καποδιστριακής περιόδου, με διάταγμα της 3ης/15ης Απριλίου 1833 αποφασίστηκε η διοικητική διαίρεση του κράτους σε δέκα νομούς, οι οποίοι με τη σειρά τους υποδιαιρούνταν σε 42 επαρχίες, ενώ στη βάση της διοικητικής πυραμίδας τοποθετούνταν οι πολυάριθμοι δήμοι. Ο τρόπος, εξάλλου, επιλογής των προσώπων που θα αναλάμβαναν τη διεύθυνση των τριών βαθμών αυτοδιοίκησης, μαρτυρούσε αφενός την προσήλωση των Βαυαρών αντιβασιλέων στο στόχο της εμπέδωσης ενός συγκεντρωτικού συστήματος άσκησης εξουσίας και αφετέρου την αποστροφή τους προς τις δημοκρατικές μεθόδους: οι νομάρχες και οι έπαρχοι διορίζονταν απευθείας από το στέμμα, ενώ ακόμα και στην περίπτωση των δημάρχων, για τους οποίους προβλεπόταν μία διαδικασία εκλογής από το λαό, ο τελευταίος και αποφασιστικότερος λόγος επιφυλασσόταν στην κεντρική εξουσία. Επιστέγασμα, της διοικητικής μεταρρύθμισης αποτέλεσε η μεταφορά το Δεκέμβριο του 1834 της πρωτεύουσας του βασιλείου από το Ναύπλιο στην Αθήνα, η ακτινοβολία της οποίας ασκούσε ακαταμάχητη γοητεία στους αρχαιολάτρες Βαυαρούς, παρά το γεγονός ότι την εποχή της επιλογής της δεν αποτελούσε παρά σκιά του μακρινού κλασικού παρελθόντος της.

Το έργο της διοικητικής αναδιοργάνωσης συμπληρωνόταν από εκείνο της θεμελίωσης κράτους δικαίου, με κύριο άξονα τους θεσμούς απονομής της δικαιοσύνης. Το δύσκολο έργο ανατέθηκε στον Μάουρερ, ο οποίος εργάστηκε με μεθοδικότητα για την εκπλήρωση της αποστολής του. Έχοντας κατά νου τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ο Μάουρερ προχώρησε στην ίδρυση δέκα πρωτοδικείων (ένα στην πρωτεύουσα κάθε νομού), δύο εφετείων και ενός ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, του Άρειου Πάγου.

25

Page 27: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Σημαντικές, εξάλλου, υπήρξαν και οι τομές στον τομέα της νομοθεσίας, όπου η αντιβασιλεία, μέσω της θέσης σε ισχύ του ποινικού κώδικα και των κωδίκων της ποινικής και της πολιτικής δικονομίας, έβαλε τις βάσεις για την άρτια νομική συγκρότηση του νεαρού βασιλείου. Αντίθετα, πολύ πιο σύνθετη υπόθεση έμελλε να αποδειχθεί η απόπειρα κωδικοποίησης του αστικού δικαίου, με αποτέλεσμα η αντιβασιλική επιτροπή να υιοθετήσει τη λύση της εφαρμογής του βυζαντινού δικαίου, όπως αυτό είχε ενσωματωθεί στην περίφημη «εξάβιβλο του Αρμενοπούλου», αναγνωρίζοντας παράλληλα και την αυξημένη τυπική ισχύ του εθιμικού δικαίου.

Ο Μάουρερ καταπιάστηκε επίσης ενεργά με τη διευθέτηση των εκκλησιαστικών ζητημάτων. Έχοντας ως βασικό του συνεργάτη τον αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη, ο Μάουρερ προώθησε την ιδέα της διοικητικής αυτονόμησης της ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς θεωρούσε ότι η συνεχιζόμενη εξάρτηση της πρώτης από το δεύτερο θα έβλαπτε τα ελληνικά συμφέροντα από τη στιγμή που το Φανάρι βρισκόταν εκτεθειμένο στις άμεσες πιέσεις του σουλτάνου. Σε εφαρμογή αυτών των σχεδίων, με ειδικό βασιλικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 23 Ιουλίου / 4 Αυγούστου 1833, η Εκκλησία της Ελλάδας ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη, γεγονός που επισημοποιούσε την απόσπασή της από την κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και εκ μέρους του Οικουμενικού θρόνου, με αποτέλεσμα τη διακοπή των εκκλησιαστικών σχέσεων μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης έως το 1850, οπότε το Φανάρι αναγνώρισε τα τετελεσμένα. Η ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της ελλαδικής Εκκλησίας, ωστόσο, δεν ήταν παρά μόνο μία πτυχή της πολιτικής της αντιβασιλείας σε σχέση με τα εκκλησιαστικά ζητήματα, καθώς μόλις λίγους μήνες αργότερα η κυβέρνηση επέβαλε το κλείσιμο της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκατοντάδων μοναστηριών που έως τότε λειτουργούσαν μέσα στα όρια της ελληνικής επικράτειας και δήμευσε τις περιουσίες τους.

Ο τρίτος άξονας των παρεμβάσεων του Μάουρερ αφορούσε στην οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος του νεαρού βασιλείου. Ο σχετικός νόμος που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 1834 προέβλεπε την ίδρυση και λειτουργία δημοτικών σχολείων στοιχειώδους εκπαίδευσης στην έδρα κάθε δήμου, ενώ στην πρωτεύουσα κάθε επαρχίας ιδρυόταν ένα «Ελληνικό σχολείο» τριετούς φοίτησης, στο οποίο μπορούσαν να εγγραφούν οι απόφοιτοι της τέταρτης τάξης του δημοτικού σχολείου. Ταυτόχρονα, στις πρωτεύουσες των νομών θα λειτουργούσαν τα Γυμνάσια τεταρτοετούς φοίτησης, στα οποία δικαίωμα εισαγωγής κατόπιν εξετάσεων είχαν οι απόφοιτοι των «Ελληνικών σχολείων». Σε σχέση, εξάλλου, με το πρόγραμμα σπουδών, ο Μάουρερ, επηρεασμένος προφανώς από την αρχαιολατρία που διέκρινε τους περισσότερους Βαυαρούς αλλά και από το γενικότερο πνεύμα του ρομαντισμού που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στη δυτική Ευρώπη, έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στη διδασκαλία θεωρητικών μαθημάτων με ανθρωπιστικό προσανατολισμό, θέτοντας ουσιαστικά στο περιθώριο την πρακτική εκπαίδευση. Ο ίδιος, άλλωστε, έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του πρώτου ελληνικού πανεπιστημίου στην Αθήνα, το οποίο θα εγκαινίαζε τελικά τη λειτουργία του το 1837.

Την ίδια χρονική περίοδο, η αντιβασιλεία ασχολήθηκε και με το επίσης κρίσιμο ζήτημα της συγκρότησης τακτικού στρατού, καθώς οι φιλότιμες προσπάθειες που είχε καταβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση ο Καποδίστριας είχαν διακοπεί βίαια αμέσως μετά τη δολοφονία του. Στην πραγματικότητα, όταν οι αντιβασιλείς ανέλαβαν τα καθήκοντά τους, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα συνονθύλευμα ημιάτακτων ομάδων, οι οποίες συνήθως ενδιαφέρονταν περισσότερο για την εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων και αδιαφορούσαν για τις εντολές που λάμβαναν από την κυβέρνηση της χώρας. Έτσι, η λύση που προκρίθηκε από την αντιβασιλική επιτροπή ήταν η κατάργηση όλων των υφιστάμενων στρατιωτικών

26

Page 28: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

τμημάτων και η δημιουργία νέων με πυρήνα Βαυαρούς μισθοφόρους, την αποστολή των οποίων στην Ελλάδα προέβλεπε η Συνθήκη του Λονδίνου. Σε μία προσπάθεια, εξάλλου, άμβλυνσης του οξύτατου προβλήματος της επαγγελματικής αποκατάστασης και κοινωνικής αφομοίωσης σημαντικού αριθμού αγωνιστών της επαναστατικής περιόδου, αποφασίστηκε η συγκρότηση ειδικών ταγμάτων, τα οποία θα απορροφούσαν περίπου 2.000 ατάκτους, αν και τελικά η επιτυχία του μέτρου υπονομεύτηκε στην πράξη από την απροθυμία της συντριπτικής πλειοψηφίας των τελευταίων να ενταχθούν στις τάξεις του τακτικού στρατού, καθώς αρκετοί ήταν εκείνοι που προτιμούσαν τον οικονομικά αποδοτικότερο δρόμο της ληστείας. Αντίθετα, πιο αποτελεσματική από την άποψη της προσέλκυσης υποψηφίων υπήρξε η ίδρυση του σώματος της Χωροφυλακής με κύρια αποστολή την αστυνόμευση της υπαίθρου, μολονότι και σε αυτήν την περίπτωση από τις 1.200 θέσεις που αρχικά προβλέφθηκαν δεν στάθηκε δυνατόν να πληρωθούν με πρώην αγωνιστές παρά μόνο περίπου 800.

Ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα που απασχόλησε τα μέλη της αντιβασιλικής επιτροπής υπήρξε εκείνο της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών. Σε αυτό το πλαίσιο, σε βασική προτεραιότητα αναδείχθηκε η απόπειρα αύξησης των κρατικών εσόδων με σκοπό την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, την εξυπηρέτηση των τόκων των κρατικών δανείων και την αποπληρωμή της αποζημίωσης προς την Υψηλή Πύλη που προέβλεπε η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης. Στην πράξη, ωστόσο, τα μέτρα που υιοθετήθηκαν όχι μόνο δεν αρκούσαν για την επίτευξη των φιλόδοξων σχεδίων της αντιβασιλείας, αλλά αντίθετα συνέβαλαν στη δημιουργία κλίματος γενικευμένης δυσαρέσκειας. Οι αντιβασιλείς διατήρησαν ουσιαστικά αμετάβλητο το φορολογικό σύστημα που ίσχυε την προεπαναστατική περίοδο. Έτσι, οι βασικοί άμεσοι φόροι, οι οποίοι αποτελούσαν και τη σημαντικότερη πηγή εσόδων για το δημόσιο ταμείο, εξακολουθούσαν να είναι εκείνος της δεκάτης στην αγροτική παραγωγή –βάσει του οποίου οι γεωργοί όφειλαν να καταβάλουν το 10% της συνολικής αξίας των προϊόντων τους–, καθώς και ο φόρος επικαρπίας που πλήρωναν οι καλλιεργητές των εθνικών γαιών, ο οποίος ανερχόταν στο 25% της ετήσιας παραγωγής των μισθωτών των κρατικών κτημάτων, πλήττοντας με αυτόν τον τρόπο καίρια το πενιχρό εισόδημα της μεγάλης μάζας του πληθυσμού της υπαίθρου. Την ίδια στιγμή, η αδυναμία ισοσκελισμού του ολοένα διογκούμενο δημοσιονομικού ελλείμματος στερούσε από την κυβέρνηση τη δυνατότητα εφαρμογής αποφασιστικότερων μεταρρυθμίσεων, βυθίζοντας τη χώρα στα χρέη και αποκαλύπτοντας την ουσιαστική χρεοκοπία της οικονομικής πολιτικής της αντιβασιλείας.

Η συνολική αποτίμηση του έργου της αντιβασιλείας δύσκολα θα μπορούσε να καταλήξει σε θετικό πρόσημο. Στα δύο περίπου χρόνια της θητείας της αντιβασιλικής επιτροπής, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν τα μέλη της, δεν κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία πολλά από τα βασικά προβλήματα που ταλάνιζαν το νεαρό ελληνικό κράτος. Η συχνά άκριτη μεταφύτευση θεσμών από το εξωτερικό δεν μπορούσε να αποδώσει καρπούς από τη στιγμή που οι κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα ήταν ριζικά διαφορετικές από εκείνες που ίσχυαν στη δυτική Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, ο σχεδόν ολοκληρωτικός παραγκωνισμός των Ελλήνων από την άσκηση της εξουσίας, οι οποίοι περιορίστηκαν τις περισσότερες φορές σε ρόλο απλώς παθητικών θεατών των εξελίξεων, περιόριζε ακόμα περισσότερο τις πιθανότητες ευόδωσης του πράγματι τιτάνιου έργου της συγκρότησης ενός κράτους ουσιαστικά από το σημείο μηδέν. Η αυταρχικότητα, εξάλλου, του τρόπου διακυβέρνησης από την πλευρά των αντιβασιλέων είχε ως αποτέλεσμα να καταστούν αντιπαθείς στην κοινή γνώμη της χώρας, διευρύνοντας έτσι το ψυχολογικό χάσμα που χώριζε τους Βαυαρούς από σημαντική μερίδα του ελληνικού λαού, με κορυφαίο παράδειγμα τη δίκη και καταδίκη σε θάνατο των αγωνιστών της Επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημήτριου Πλαπούτα –

27

Page 29: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

έστω κι αν η απόφαση τελικά δεν εκτελέστηκε– με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.

3. Από την απόλυτη στη συνταγματική μοναρχία: η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και το Σύνταγμα του 1844.

Τον Μάιο του 1835 ο Όθωνας ενηλικιώθηκε και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση του βασιλείου του, θέτοντας έτσι τέλος στην περίοδο της αντιβασιλείας. Η απονομή χάριτος στους Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, οι οποίοι αποφυλακίστηκαν άμεσα, έμοιαζε να σηματοδοτεί την αλλαγή γραμμής πλεύσης του νεαρού βασιλιά σε σχέση με την τακτική που είχε υιοθετηθεί την εποχή της αντιβασιλείας. Στην πράξη, ωστόσο, πολύ σύντομα έγινε αντιληπτό ότι η κατάσταση θα παρέμενε ουσιαστικά αμετάβλητη, καθώς ο Όθωνας διόρισε τον ισχυρό άνδρα της αντιβασιλικής επιτροπής κόμη Άρμανσπεργκ –ο οποίος, έχοντας πετύχει το καλοκαίρι του 1834 την ανάκληση των Μάουρερ και Άμπελ, είχε στο μεταξύ ενισχύσει περαιτέρω την σχεδόν ηγεμονική επιρροή του στα ελληνικά πολιτικά πράγματα– στη θέση του «αρχιγραμματέα της επικρατείας», επιτρέποντας έτσι στον τελευταίο να συνεχίσει το έργο που είχε εγκαινιάσει δύο χρόνια νωρίτερα. Πράγματι, ο Άρμανσπεργκ, πιστός στις γενικές αρχές που είχαν προσδιορίσει την πολιτική της αντιβασιλείας, έδωσε έμφαση στο θεσμικό εξοπλισμό του κράτους μέσω της ίδρυσης του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οργάνων απαραίτητων για την άρτια λειτουργία της διοικητικής μηχανής. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν κατόρθωσε να μην παρασυρθεί από το παιχνίδι της ευνοιοκρατίας, το οποίο διόγκωνε την αγανάκτηση που προκαλούσαν οι απολυταρχικές του τάσεις και η εμμονή του στον παραμερισμό των Ελλήνων.

Όπως ήταν φυσικό, η ολοένα διογκούμενη αντιδημοτικότητα του Άρμανσπεργκ δεν άφηνε ανεπηρέαστη τη δημόσια εικόνα του ίδιου του Όθωνα, η οποία επιδεινωνόταν ακόμα περισσότερο από την άρνηση του νεαρού βασιλιά να ασπαστεί το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Τον Νοέμβριο του 1836, η απόφαση του Όθωνα να παντρευτεί την πριγκίπισσα Αμαλία του Όλντεμπουργκ χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση, κατάφερε νέο πλήγμα στη δημοφιλία του θρόνου, καθώς εκτός των άλλων διέψευδε τις φήμες περί επικείμενου γάμου του βασιλιά της Ελλάδας με κάποια από τις κόρες του τσάρου, οι οποίες λόγω της ορθόδοξης πίστης τους εξασφάλιζαν προκαταβολικά τη συμπάθεια της ελληνικής κοινής γνώμης. Έτσι, σε μία προφανή προσπάθεια μεταστροφής του δυσμενούς σε βάρος του κλίματος, ο Όθωνας επιστρέφοντας το 1837 από το Μόναχο αποφάσισε την αντικατάσταση του Άρμανσπεργκ από τον Ίγκναζ φον Ρούντχαρτ. Η αποπομπή του Άρμπανσπεργκ από τη θέση του αρχιγραμματέα της επικρατείας δεν αρκούσε για να αλλάξει ριζικά τα δεδομένα, από τη στιγμή μάλιστα που ο αντικαταστάτης του ήταν επίσης Βαυαρός και όχι Έλληνας. Έτσι, μπροστά στην αγανάκτηση του λαού για τη συνέχιση της βαυαροκρατίας, ο Ρούντχαρτ θα εξαναγκαζόταν σε παραίτηση και την άσκηση των καθηκόντων του αρχιγραμματέα θα αναλάμβανε τον Δεκέμβριου του 1837 ο ίδιος Όθωνας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η περίοδος της προσωπικής διακυβέρνησης από τον Όθωνα δεν θα σηματοδοτούσε εντυπωσιακές αλλαγές στον τρόπο άσκησης της εξουσίας, καθώς ο νεαρός βασιλιάς δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί τις περιστάσεις προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη του συνόλου των υπηκόων του. Αντίθετα, η πεισματική άρνησή του να συναινέσει στην παραχώρηση Συντάγματος, συνέτεινε αποφασιστικά στην ενίσχυση της αντιπολίτευσης. Στο ίδιο διάστημα, η νέα όξυνση του Ανατολικού Ζητήματος λόγω της

28

Page 30: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

τουρκοαιγυπτιακής κρίσης, αποδείκνυε στην πράξη τη διπλωματική αδυναμία της Αθήνας, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο τη θέση του Όθωνα στο εσωτερικό της χώρας. Σε μία ύστατη προσπάθεια κατευνασμού της εναντίον του δυσαρέσκειας, ο Όθωνας αποφάσισε τον Ιούλιο του 1841 την ανάθεση της αρχιγραμματείας στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πείραμα, ωστόσο, που πολύ σύντομα θα αποδεικνυόταν θνησιγενές, καθώς η σύγκρουση των δύο ανδρών θα εξωθούσε μόλις έξι εβδομάδες αργότερα τον Μαυροκορδάτο να υποβάλει την παραίτησή του.

Η παραίτηση του Μαυροκορδάτου ενίσχυσε τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης εναντίον του θρόνου, στερώντας σταδιακά από τον Όθωνα –ο οποίος είχε έκτοτε διατηρήσει τη θέση του αρχιγραμματέα– τη δυνατότητα καταστολής των αντιδράσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρονική σύμπτωση στις αρχές του 1843 της επίτασης της χρόνιας οικονομικής δυσπραγίας που χαρακτήριζε το ελληνικό κράτος από την ημέρα της ίδρυσής του, πρόσφερε την ιδανική συγκυρία για την έμπρακτη εκδήλωση της ολοένα διογκούμενης αγανάκτησης, την οποία επιπλέον υπέθαλπαν συστηματικά μέσω της δράσης τους οι πρεσβείες των τριών εγγυητριών Δυνάμεων στην Αθήνα, προσδοκώντας η καθεμία για λογαριασμό της την ενίσχυση της επιρροής της στην Ελλάδα. Το από καιρό ετοιμαζόμενο συνωμοτικό κίνημα θα εκδηλωθεί τελικά τη νύχτα της 2ας/14ης προς την 3η/15η Σεπτεμβρίου 1843, όταν στρατιωτικές δυνάμεις της φρουράς της πρωτεύουσας με επικεφαλής το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη, συνοδευόμενες και από πλήθος λαού, περικύκλωσαν τα ανάκτορα ζητώντας από το βασιλιά την παραχώρηση Συντάγματος. Αδυνατώντας να ελέγξει την κατάσταση και κάτω από την πίεση των τετελεσμένων, αλλά και την αποφασιστική παρέμβαση της Αμαλίας, ο Όθωνας αποδέχτηκε τελικά τα αιτήματα των επαναστατών, διορίζοντας πρωθυπουργό τον Ανδρέα Μεταξά και προκηρύσσοντας εκλογές με σκοπό τη συγκρότηση Εθνοσυνέλευσης, η οποία θα επεξεργαζόταν και θα ψήφιζε το Σύνταγμα.

Σε εφαρμογή αυτών των αποφάσεων, η συντακτική συνέλευση άρχισε τις εργασίες της το Νοέμβριο του 1843 και μέσα σε τέσσερις μήνες κατέληξε στην υιοθέτηση του τελικού κειμένου του Συντάγματος, το οποίο ψηφίστηκε το Μάρτιο του 1844. Συντηρητικότερο σε σχέση με τα συνταγματικά κείμενα της περιόδου της Επανάστασης, το Σύνταγμα του 1844 αναγνώριζε την πρωτοκαθεδρία του βασιλιά, ο οποίος μεταξύ άλλων διατηρούσε το δικαίωμα διορισμού και απόλυσης των υπουργών και των δημοσίων υπαλλήλων, τη διοίκηση του στρατού, την αποκλειστική αρμοδιότητα συνομολόγησης διεθνών συνθηκών και το προνόμιο του διορισμού των μελών της νεοσυσταθείσας Γερουσίας η θητεία των οποίων προβλεπόταν να είναι ισόβια. Ταυτόχρονα, ωστόσο, το Σύνταγμα κατοχύρωνε το σύνολο σχεδόν των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως εκείνα της ατομικής ελευθερίας, της ισότητας απέναντι στο νόμο, του απαραβίαστου της κατοικίας, του απορρήτου της αλληλογραφίας, της απαγόρευσης της δουλείας και των βασανιστηρίων, της ελευθερίας της γνώμης και του Τύπου, ενώ αναγνώριζε στην πράξη το δικαίωμα ψήφου σε όλους τους ενήλικους άνδρες. Το Σύνταγμα επιβεβαίωνε επίσης τον αυτοκέφαλο χαρακτήρα της Εκκλησίας της Ελλάδας, ενώ ξεκαθάριζε το κρίσιμο ζήτημα της ελληνικής ιθαγένειας, διευκρινίζοντας τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία απόκτησής της. Με βάση ρητή διάταξη, τέλος, προσδιοριζόταν ότι ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου όφειλε να ανήκει στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, υποχρέωση που επεκτεινόταν και στο πρόσωπο του αντιβασιλιά σε περίπτωση που ο νέος μονάρχης ήταν ανήλικος6.

4. Η Μεγάλη Ιδέα.

6 Εξαίρεση από τον κανόνα προβλεπόταν μόνο στην περίπτωση που χρέη αντιβασίλισσας εκτελούσε η μητέρα του διαδόχου, το θρησκευτικό δόγμα της οποίας ήταν αδιάφορο.

29

Page 31: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Η ψήφιση του Συντάγματος εγκαινίασε την περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας, η οποία, ωστόσο, στα πρώτα βήματά της μόνο κατ’ όνομα παρέμεινε τέτοια. Τον Αύγουστο του 1844 την πρωθυπουργία ανέλαβε ο ηγέτης του Γαλλικού Κόμματος, Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος δεν δίστασε να παραβιάσει επανειλημμένα αν όχι το γράμμα, οπωσδήποτε όμως το πνεύμα του Συντάγματος. Στα τρία χρόνια της πρωθυπουργίας του, ο Κωλέττης εγκαθίδρυσε μία ιδιότυπη κοινοβουλευτική δικτατορία. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιώντας ως μέσα την ευνοιοκρατία και τη διαφθορά και παρεμβαίνοντας ανοιχτά στις νόμιμες διαδικασίες, πέτυχε να θέσει υπό τον έλεγχό του ουσιαστικά ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία προς κάθε έννοια νομιμότητας, ο Κωλέττης έφθασε ως το σημείο να επιδιώξει –και συχνά να εξασφαλίσει– τη συνδρομή τοπικών ληστών με σκοπό την εμπέδωση της προσωπικής του επιρροής και τη στερέωση του καθεστώτος του στην ύπαιθρο.

Ανεξάρτητα, πάντως, από τις αμφιλεγόμενες μεθόδους που χρησιμοποίησε για τη διατήρησή του στην εξουσία έως το θάνατό του το Σεπτέμβριο του 1847, η συμμετοχή του Κωλέττη στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του ελληνικού κράτους υπήρξε πράγματι καθοριστική, καθώς ήταν εκείνος που για πρώτη φορά κωδικοποίησε την ιδεολογία που έμελλε έκτοτε και για σχεδόν ογδόντα χρόνια να προσδιορίσει τους προσανατολισμούς του μικροσκοπικού βασιλείου: το τελευταίο, υποστήριξε ο Κωλέττης κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Βουλή, δεν ήταν παρά ελάχιστο μόνο –και μάλιστα το φτωχότερο– τμήμα της Ελλάδας, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν είχε κατορθώσει να συμπεριλάβει στα όρια του το σύνολο του ελληνικού έθνους και τη φυσική του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη˙ κατά συνέπεια, το ελεύθερο ελληνικό κράτος όφειλε να αγωνιστεί για την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων που κατοικούσαν σε μεγάλο τμήμα της νότιας Βαλκανικής χερσονήσου, στη Μικρά Ασία και στα νησιά του Αιγαίου, διευρύνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τα σύνορά του. Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, μεσσιανικό στη σύλληψή του και επηρεασμένο βαθύτατα από τις ιδέες του εθνικισμού και του ρομαντισμού που επικρατούσαν σε ολόκληρη την Ευρώπη, είχε πλέον αποκρυσταλλωθεί, αναδεικνυόμενο στο εξής στον κινητήριο άξονα όλων των στρατηγικών επιλογών των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.

Στην πραγματικότητα, η αποφθεγματική διατύπωση του Κωλέττη σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο της Μεγάλης Ιδέας δεν αποτελούσε μία ριζικά νέα πρόταση. Το όνειρο της ανασύστασης –με τον ένα ή τον άλλο τρόπο– της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κυριαρχούσε από καιρό στη σκέψη πολλών Ελλήνων. Σπέρματα, εξάλλου, αυτών των αναζητήσεων μπορούσαν να εντοπιστούν στο κήρυγμα του Ρήγα, ο οποίος στο παμβαλκανικό ομοσπονδιακό κράτος που οραματιζόταν, επεφύλασσε δεσπόζουσα θέση στον ελληνισμό. Κινούμενοι προς την ίδια περίπου κατεύθυνση, αρκετοί από τους πρωτεργάτες της Ελληνικής Επανάστασης εμφορούνταν από ανάλογες αντιλήψεις, η έμμεση αλλά σαφής έκφραση των οποίων μπορούσε να αναζητηθεί στην αόριστη διατύπωση του Συντάγματος της Τροιζήνας σχετικά με τα όρια του μελλοντικού ελληνικού κράτους: το τελευταίο προβλεπόταν να περιλάβει στους κόλπους του τις περιοχές εκείνες που είτε είχαν λάβει είτε επρόκειτο να λάβουν τα όπλα εναντίον των Οθωμανών. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας έτεινε να λάβει στη σκέψη σημαντικής μερίδας των πολιτικών ελίτ αλλά και της ευρύτερης κοινής γνώμης του νεαρού βασιλείου τη μορφή «αρραβώνα» που απλώς προανήγγειλε το μελλοντικό «γάμο» του ελληνικού έθνους, ο οποίος αναπόφευκτα θα λάμβανε τη μορφή της ενσωμάτωσης όλων υπόδουλων Ελλήνων στην ελεύθερη εθνική εστία.

Η ιδιαιτερότητα της Μεγάλης Ιδέας, πάντως, δεν σχετιζόταν τόσο με αυτό καθ’ αυτό το περιεχόμενό της, το οποίο –ενσαρκώνοντας τον ελληνικό εθνικισμό– συμβάδιζε

30

Page 32: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

σε μεγάλο βαθμό με τη γενικότερη τάση της εποχής, αλλά αφορούσε πρωτίστως στην εντυπωσιακή δυναμική που ανέπτυξε. Αναγόμενη σε κυρίαρχη –σχεδόν μονοπωλιακή– ιδεολογία του ελληνικού κράτους, η Μεγάλη Ιδέα διαπερνούσε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αποτελώντας ταυτόχρονα σημείο προσέγγισης των πλέον αντιφατικών πολιτικών αντιλήψεων. Έτσι, ανεξάρτητα από την ταξική τους προέλευση, την οικονομική τους επιφάνεια ή την κομματική τους τοποθέτηση, πρακτικά όλοι οι κάτοικοι του ελληνικού βασιλείου –αλλά και οι Έλληνες που κατοικούσαν εκτός αυτού– κατέληξαν να ενστερνίζονται το μεγαλοϊδεατισμό, επιδιώκοντας σταθερά –αν και όχι πάντα με τρόπο ρεαλιστικό– τη μετουσίωσή του σε πράξη. Αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την ενσάρκωση αυτών των διεργασιών, ο Όθωνας θα αναδεικνυόταν σε έναν από τους βασικότερους υποστηρικτές της Μεγάλης Ιδέας, καθώς –αδυνατώντας να ξεπεράσει την πολιτική αφέλεια που τον χαρακτήριζε– ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι την παρακμασμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διαδεχόταν νομοτελειακά μία αντίστοιχη ελληνική και ο ίδιος θα κληρονομούσε το σουλτανικό θρόνο. Σε μία πρώιμη –όσο και έμπρακτη– εκδήλωση του ελληνικού αλυτρωτισμού, εξάλλου, ο Όθωνας είχε σπεύσει το 1834, ένα χρόνο δηλαδή μετά την έλευσή του στην Ελλάδα και έναν πριν από την ενηλικίωσή του, να επισκεφθεί τη Σμύρνη, υπενθυμίζοντας με αυτόν τον τρόπο την προσήλωση του ελληνικού κράτους στο όραμα της ενσωμάτωσης όλων των Ελλήνων στον ελεύθερο εθνικό κορμό.

Ανεξάρτητα, πάντως, από τα επιμέρους χαρακτηριστικά και την ακτινοβολία της, ήταν φανερό ότι η Μεγάλη Ιδέα έφερνε μοιραία την Ελλάδα σε τροχιά αντιπαράθεσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1830, στο εσωτερικό της χώρας διάφορες ομάδες, με κορυφαίο παράδειγμα τη Φιλορθόδοξο Εταιρεία, εργάζονταν παρασκηνιακά με σκοπό την δημιουργία των συνθηκών που κατά τη γνώμη τους θα διευκόλυναν την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων. Η χρονική σύμπτωση της εκδήλωσης αυτών των –κατά βάση συνωμοτικών– πρωτοβουλιών με την Ανατολική Κρίση των ετών 1839–1841, ενθάρρυνε την περαιτέρω ανάπτυξή τους, η οποία σύντομα θα λάμβανε τη μορφή της οργάνωσης ελληνικών αντάρτικων ομάδων στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και την Κρήτη, συχνά με τη συμμετοχή Ελλήνων αξιωματικών. Παρά την περιορισμένη επιτυχία τους, οι ενέργειες αυτές αφενός υπογράμμιζαν με τον πλέον εμφατικό τρόπο την επικράτηση του εθνικισμού στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, και αφετέρου καταδίκαζαν σε αποτυχία τις προσπάθειες εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων που είχαν αναληφθεί την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, με κύριο άξονα την υπογραφή στις 3/15 Μαρτίου 1840 διμερούς εμπορικής συνθήκης: η τελευταία ουδέποτε θα εφαρμοζόταν, καθώς κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης ο Όθωνας θα αναγκαζόταν να αποσύρει την υπογραφή της ελληνικής κυβέρνησης, οδηγώντας σε παραίτηση τον υπουργό Εξωτερικών Κωνσταντίνο Ζωγράφο, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στη συνομολόγηση της συμφωνίας.

Η απώλεια μίας σημαντικής ευκαιρίας για την αποκατάσταση σχέσεων καλής γειτονίας ανάμεσα στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη θα ωθούσε τις δύο πλευρές σε ένα νέο κύκλο αντιπαράθεσης, η οποία θα κορυφωνόταν τον Ιανουάριο του 1847, όταν η Υψηλή Πύλη αρνήθηκε να επιτρέψει στον υπασπιστή του Όθωνα, Τσάμη Καρατάσο, έναν από τους πρωταγωνιστές του αντάρτικου στη Θεσσαλία στις αρχές της δεκαετίας του 1840, να επισκεφθεί την οθωμανική πρωτεύουσα: αντιδρώντας μάλλον αδέξια, ο Όθωνας προχώρησε στη διατύπωση προσβλητικών σχολίων σε βάρος του πρεσβευτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα, Κωνσταντίνου Μουσούρου, κατά τη διάρκεια επίσημης δεξίωσης στα ανάκτορα, με αποτέλεσμα την ανάκληση του Μουσούρου και τη συνακόλουθη διακοπή των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων. Όπως ήταν φυσικό, το επεισόδιο επιδείνωσε περαιτέρω τις σχέσεις των δύο γειτονικών κρατών, καταφέρνοντας έτσι σοβαρό πλήγμα στο ελληνικό εξαγωγικό

31

Page 33: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

εμπόριο, το οποίο διεξαγόταν κατά κύριο λόγο μέσω των Στενών του Ελλησπόντου και των οθωμανικών λιμανιών του Αιγαίου Πελάγους. Σε αυτό το πλαίσιο, και κάτω από το βάρος των δυσμενών επιπτώσεων της κρίσης στην ελληνική οικονομία, η Αθήνα πολύ γρήγορα θα αναγκαζόταν σε πλήρη αναδίπλωση, καθώς –έπειτα και από τη διαμεσολαβητική παρέμβαση του τσάρου Νικόλαου Β΄– ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Γλαράκης, θα εξέφραζε εγγράφως τη λύπη της ελληνικής κυβέρνησης για την παρεξήγηση που είχε δημιουργηθεί, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων, η οποία θα λάμβανε επίσημο χαρακτήρα με την επιστροφή του Μουσούρου στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1848.

Ανεξάρτητα από τις επιμέρους πτυχές του, το ελληνοτουρκικό διπλωματικό επεισόδιο αποκάλυπτε με τρόπο αδιαμφισβήτητο το βασικότερο πρόβλημα, το οποίο έτεινε να υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα της Μεγάλης Ιδέας ως κεντρικού άξονα άσκησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: την ανισορροπία ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα διαθέσιμα μέσα, καθώς τα τελευταία προφανώς δεν επαρκούσαν για να εξυπηρετήσουν τον εξαιρετικά φιλόδοξο πρώτο. Η κρίση στις σχέσεις Αθήνας και Κωνσταντινούπολης, εξάλλου, συνέπιπτε με την εκδήλωση των αυξανόμενων βρετανικών πιέσεων σε βάρος της Ελλάδας, επιβεβαιώνοντας περαιτέρω την αδυναμία της Αθήνας, με κύριο σημείο τριβής τις εδαφικές διεκδικήσεις του Λονδίνου πάνω στα νησιά Ελαφόνησος και Σαπιέντζα, τα οποία σύμφωνα με τη βρετανική άποψη ανήκαν στο σύμπλεγμα των Ιονίων νήσων και κατά συνέπεια κακώς είχαν ενσωματωθεί στο ελληνικό βασίλειο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, με αφορμή αφενός τις κτηματικές διαφορές του φιλέλληνα και γνωστού ιστορικού Τζωρτζ Φίνλευ με το ελληνικό δημόσιο και αφετέρου τα επεισόδια σε βάρος του εβραϊκής καταγωγής Βρετανού υπηκόου Δαβίδ Πατσίφικο, η οικία του οποίου στην Αθήνα είχε λεηλατηθεί από τον μαινόμενο όχλο το Πάσχα του 1849, ο βρετανικός στόλος προχώρησε στις αρχές του 1850 στον αποκλεισμό των ελληνικών λιμανιών, αξιώνοντας την πλήρη ικανοποίηση όλων των αιτημάτων του Λονδίνου.

Διαθέτοντας εξαιρετικά περιορισμένα περιθώρια αντίδρασης απέναντι στη βρετανική επίδειξη ισχύος, η ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε την τακτική της αξιοπρεπούς αδιαλλαξίας, αρνούμενη να συμμορφωθεί προς τις υπερβολικές αξιώσεις του Λονδίνου, οι οποίες απειλούσαν να πλήξουν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, συνιστώντας ταυτόχρονα απροκάλυπτη ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις ενός ανεξάρτητου κράτους. Η συνετή στάση της Αθήνας, η οποία παρά τις οικονομικές επιπτώσεις του ναυτικού αποκλεισμού δεν υπέκυψε στον εκβιασμό των Βρετανών, έδωσε τη δυνατότητα της συντονισμένης γαλλορωσικής παρέμβασης, με σκοπό τη διευθέτηση της κρίσης. Πράγματι, κάτω από τη συνδυασμένη πίεση του Παρισιού και της Πετρούπολης, η Βρετανία θα αναγκαζόταν να αναθεωρήσει τη στάση της και να άρει τον αποκλεισμό των ελληνικών ακτών. Οι βρετανικές απειλές είχαν πέσει στο κενό, συμβάλλοντας στην κατακόρυφη μείωση της επιρροής του Λονδίνου στα ελληνικά πολιτικά πράγματα και στην αντίστοιχα εντυπωσιακή ενίσχυση της φιλορωσικής –αλλά δευτερευόντως και της φιλογαλλικής– μερίδας της ελληνικής κοινής γνώμης. Την ίδια στιγμή, ωφελημένος έβγαινε και ο Όθωνας, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση της ελληνικής στάσης κατά τη διάρκεια της κρίσης, γεγονός που σε συνδυασμό με τις γενικότερες εξελίξεις που είχε σηματοδοτήσει η τελευταία στο εσωτερικό πολιτικό της χώρας, έδινε το έναυσμα για την αναζωπύρωση των μεγαλοϊδεατικών οραματισμών.

5. Η Ελλάδα και ο Κριμαϊκός Πόλεμος.

32

Page 34: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Η ζωηρή επαναδραστηριοποίηση των οπαδών του ελληνικού αλυτρωτισμού θα συνδυαζόταν και πάλι με την εκδήλωση μίας ακόμα κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος το 1853, με αφορμή τη διαμάχη μεταξύ των ορθόδοξων και των καθολικών μοναχών για τον έλεγχο των ιερών προσκυνημάτων στους Αγίους Τόπους. Η άρνηση της Υψηλής Πύλης να ικανοποιήσει τις αξιώσεις της Ρωσίας σχετικά με το επίμαχο θέμα, έδωσε την αφορμή στον τσάρο να διατάξει το καλοκαίρι του ίδιου έτους την εισβολή ρωσικών στρατευμάτων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, με αποτέλεσμα την έκρηξη ενός νέου ρωσοτουρκικού πολέμου. Ανήσυχες από το ενδεχόμενο της ήττας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία μοιραία θα είχε συνέπεια την εξασφάλιση εδαφικών κερδών για τη Ρωσία, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία αποφάσισαν να παρέμβουν δυναμικά με σκοπό τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της παραπαίουσας αυτοκρατορίας του σουλτάνου, αποστέλλοντας ισχυρές ναυτικές μοίρες στην περιοχή των Στενών. Η παρέμβαση του Λονδίνου και του Παρισιού υπέρ της Πύλης θα εκδηλωθεί ανοιχτά στα τέλη του 1853, όταν απαντώντας στην καταναυμάχηση του οθωμανικού στόλου από τον αντίστοιχο ρωσικό στη Σινώπη (18/30 Νοεμβρίου 1853), οι γαλλοβρετανικές ναυτικές δυνάμεις θα εισέλθουν στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ η ένταση θα κορυφωθεί τον Μάρτιο του 1854, οπότε η Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν και επίσημα τον πόλεμο στη Ρωσία.

Η έκρηξη του Κριμαϊκού Πολέμου έμοιαζε να παρέχει στην Ελλάδα την ευκαιρία ανάληψης δράσης σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση όσο το δυνατόν περισσότερων αλύτρωτων Ελλήνων. Η έξαψη της κοινής γνώμης από την αρθρογραφία του ελληνικού Τύπου, η επικράτηση των φιλορωσικών τάσεων μέσα στους κόλπους της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και η απόλυτη προσήλωση του Όθωνα στη Μεγάλη Ιδέα, προδιέγραφαν με σαφήνεια τη στάση που θα τηρούσε η Αθήνα. Η χρονική, εξάλλου, σύμπτωση της εκδήλωσης της κρίσης με την επέτειο της συμπλήρωσης 400 ετών από την άλωση της Κωνσταντινούπολης αρκούσε για να πείσει πολλούς από τους ρομαντικούς οπαδούς της Μεγάλης Ιδέας ότι το πλήρωμα του χρόνου για την επίτευξη των φιλόδοξων σχεδίων τους είχε πλέον οριστικά φτάσει.

Ήδη από τον Οκτώβριο του 1853 ελληνικές αντάρτικες ομάδες, οι οποίες είχαν την ανεπίσημη συμπαράσταση της ελληνική κυβέρνησης, πέρασαν τα σύνορα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με σκοπό την οργάνωση τοπικών εξεγέρσεων στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Πολύ σύντομα, ωστόσο, έγινε φανερό ότι το εγχείρημα κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν να τελεσφορήσει. Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό, οι επαναστατικές κινήσεις θα καταπνίγονταν τελικά από τις δυνάμεις του σουλτάνου, αποκαλύπτοντας την έλλειψη προετοιμασίας και συντονισμού από την πλευρά της Αθήνας για την αποτελεσματική υποστήριξη ενός μακρόχρονου ανταρτοπόλεμου, ο οποίος θα συγκέντρωνε πιθανότητες επιτυχίας. Η ίδια, εξάλλου, η εξέλιξη του Κριμαϊκού Πολέμου έμελλε να διαψεύσει όλες τις προσδοκίες σχετικά με την εικαζόμενη άνετη επικράτηση της Ρωσίας σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συντελώντας έτσι στην αποδυνάμωση της τελευταίας προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων.

Σε αυτό το πλαίσιο, η έμπρακτη εκδήλωση της γαλλοβρετανικής υποστήριξης προς την Υψηλή Πύλη, στερούσε από την Ελλάδα ακόμα και τις περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας των αλυτρωτικών της επιδιώξεων. Η οριστική διάλυση των ψευδαισθήσεων σχετικά με τη δυνατότητα της Αθήνας να επιβάλει μονομερώς τη θέλησή της θα συντελούνταν στις 29 Απριλίου / 11 Μαΐου 1854, όταν η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία αξίωσαν από κοινού από την ελληνική κυβέρνηση αφενός να αποκηρύξει δημόσια τα επαναστατικά κινήματα και αφετέρου να διατάξει την άμεση ανάκληση όλων των Ελλήνων αξιωματικών που εξακολουθούσαν να δραστηριοποιούνται εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σχεδόν ταυτόχρονα, και παρά την πλήρη συμμόρφωση της ελληνικής κυβέρνησης προς τις τελεσιγραφικές υποδείξεις, ναυτικές μοίρες των δύο Δυνάμεων αναπτύχθηκαν στα

33

Page 35: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

ανοιχτά του Πειραιά, τον οποίο και κατέλαβαν στις 13/25 Μαΐου 1854, επιδιώκοντας να εξασφαλίσουν με αυτόν τον τρόπο τη νομιμοφροσύνη της Αθήνας. Η διατήρηση, εξάλλου, του καθεστώτος της κατοχής του Πειραιά ακόμα και μετά τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου, υπογράμμιζε τη σταθερή απόφαση του Λονδίνου και του Παρισιού να μην ανεχθούν οποιαδήποτε τάση αυτονόμησης της Ελλάδας από τις κατευθυντήριες γραμμές που είχαν με σαφήνεια καθορίσει.

Η έμμεση εμπλοκή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο έφερνε και πάλι στην επιφάνεια τις εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα, η Αθήνα, παρασυρόμενη από το κλίμα ευφορίας που είχε προκαλέσει στους Έλληνες η είδηση της έκρηξης του ρωσοτουρκικού πολέμου, δεν είχε σταθεί ικανή να σταθμίσει με ψυχραιμία τη διεθνή κατάσταση, αδυνατώντας έτσι να εξασφαλίσει τα απαραίτητα διπλωματικά ερείσματα για την ευόδωση των στόχων της. Μην διαθέτοντας αξιόμαχο στρατό, ικανό να αντιπαρατεθεί με επιτυχία απέναντι στις οθωμανικές δυνάμεις, η ελληνική κυβέρνηση είχε επιλέξει την τακτική της έμμεσης υποκίνησης εξεγέρσεων σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου κατοικούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, χωρίς ωστόσο να διαθέτει ούτε την υποδομή, αλλά ούτε και τα απαραίτητα μέσα για να τις υποστηρίξει σε βάθος χρόνου. Έτσι, η Αθήνα βρέθηκε πολύ γρήγορα απομονωμένη, διεξάγοντας έναν αγώνα ο οποίος ήταν περίπου εκ των προτέρων καταδικασμένος σε αποτυχία, με αποτέλεσμα να εξαναγκαστεί τελικά –κάτω από τη συνδυασμένη γαλλοβρετανική πίεση– να μεταβάλει πλήρως τη στάση της. Σε ότι αφορούσε, εξάλλου, στον ίδιο τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η συστράτευση αρχικά της Βρετανίας και της Γαλλίας, και αργότερα και του Πεδεμοντίου και της Αυστρίας στο πλευρό της Υψηλής Πύλης, είχε ως αποτέλεσμα την ήττα της Ρωσίας, η οποία επισφραγίστηκε με την υπογραφή της Συνθήκης του Παρισιού στις 18/30 Μαρτίου 1856, γεγονός που συνέβαλε στην ενίσχυση –αντί της προσδοκώμενης από ελληνικής πλευράς αποδυνάμωσης– της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: η τελευταία, όχι μόνο εξήλθε αλώβητη από τον πόλεμο, αλλά επιπλέον, σε αντάλλαγμα υποσχέσεων για την εφαρμογή προγράμματος διοικητικών μεταρρυθμίσεων και τη διασφάλιση της πλήρους ισονομίας των υπηκόων του σουλτάνου ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, λάμβανε ως αντίδωρο αφενός το προνόμιο της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Συναυλία (Concert Européen) και αφετέρου την εγγύηση εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων του σεβασμού της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητάς της.

6. Η εκθρόνιση του Όθωνα.

Η ατυχής για τα ελληνικά συμφέροντα εξέλιξη του Κριμαϊκού Πολέμου υπέσκαψε τη θέση του Όθωνα στο εσωτερικό της Ελλάδας, ενισχύοντας παράλληλα τους υποστηρικτές της ανατροπής του από το θρόνο, πολλοί από τους οποίους ανήκαν στη νέα γενιά πολιτικών που είχε έρθει δυναμικά στο προσκήνιο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1850. Οι επιπόλαιοι και αδέξιοι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, οι οποίοι δεν είχαν σταθεί ικανοί να επιφέρουν την πολυπόθητη εδαφική επέκταση σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν αναπόφευκτα πλήξει ανεπανόρθωτα το γόητρο του βασιλιά. Η κατάσταση σε βάρος του Όθωνα θα επιδεινωνόταν ακόμα περισσότερο εξαιτίας των εξελίξεων στην ιταλική χερσόνησο τη διετία 1859–1861, οι οποίες οδήγησαν στη συνένωση των επιμέρους ιταλικών κρατιδίων και τη δημιουργία του ενιαίου βασιλείου της Ιταλίας κάτω από το σκήπτρο του βασιλιά του Πεδεμοντίου Βίκτωρα Εμμανουήλ Β΄. Η διαδικασία της ιταλικής ενοποίησης έδωσε νέα ώθηση στη Μεγάλη Ιδέα, καθώς αρκετοί Έλληνες

34

Page 36: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

υπογράμμιζαν την ύπαρξη σημαντικών αναλογιών ανάμεσα στις δύο κινήσεις: το ιταλικό κράτος είχε δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα της αποφασιστικής δράσης του μικρού βασιλείου του Πεδεμοντίου, το οποίο εκμεταλλευόμενο τη διπλωματική παρέμβαση της Βρετανίας και της Γαλλίας, είχε κατορθώσει να επιβάλει τη θέλησή του στην απολυταρχική και αντιδραστική Αυστρία. Ο συνειρμός, επομένως, ήταν προφανής: στη θέση του Πεδεμοντίου θα μπορούσε κάλλιστα να βρεθεί η Ελλάδα, ενώ σε εκείνην της Αυστρίας η παρακμασμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, δικαιώνοντας έτσι τους αλυτρωτικούς πόθους των Ελλήνων. Σύμφωνα, εξάλλου, με αυτόν τον απλοϊκό όσο και αφελή συλλογισμό, το γεγονός ότι οι Έλληνες –σε αντίθεση με τους Ιταλούς– δεν είχαν κατορθώσει να εξασφαλίσουν τη συμπάθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην ανικανότητα της δικής τους δυναστείας. Το αντιδυναστικό ρεύμα, άλλωστε, διογκωνόταν ακόμα περισσότερο από την τάση σημαντικής μερίδας της αντιπολίτευσης να ταυτίζει –εν πολλοίς άδικα– τον Όθωνα με τους Αυστριακούς.

Η δημιουργία συμπαγούς αντιδυναστικής ομάδας έφερνα δυναμικά στο προσκήνιο το ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα της διαδοχής του Όθωνα, καθώς ο τελευταίος παρέμενε άτεκνος, με αποτέλεσμα την παράταση της εκκρεμότητας. Αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα του ζητήματος, οι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις είχαν προχωρήσει τον Νοέμβριο του 1852 στη σύναψη ειδικής Συνθήκης με την Ελλάδα και τη Βαυαρία, η οποία προέβλεπε ότι ο διάδοχος του Όθωνα όφειλε να ασπαστεί το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, όρος που ήταν απόλυτα σύμφωνος και με τις διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος του 1844. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το πρόβλημα παρέμεινε ανεπίλυτο, καθώς κατά η διάρκεια της υπογραφής του κειμένου της Συνθήκης ο εκπρόσωπος της Βαυαρίας είχε δηλώσει ότι ο διάδοχος –ο οποίος βάσει της Συνθήκης του Λονδίνου της 25ης Απριλίου / 7 Μαΐου 1832 θα έπρεπε στην περίπτωση που ο Όθωνας παρέμενε άτεκνος να επιλεγεί ανάμεσα στους νεότερους αδελφούς του– δεν ήταν απαραίτητο να αλλάξει θρήσκευμα μέχρι τη στιγμή που θα ανερχόταν πράγματι στο θρόνο, άποψη που δεν έβρισκε σύμφωνη την ελληνική πλευρά, η οποία διακήρυξε ρητά ότι δεν θα αναγνώριζε κανένα διακανονισμό που δεν θα συμβάδιζε με το ελληνικό Σύνταγμα. Έτσι, από τη στιγμή που κανένας Βαυαρός πρίγκιπας δεν είχε μεταστραφεί προς την ορθοδοξία, δεν υπήρχε στην ουσία διάδοχος. Λύση στο γόρδιο δεσμό θα μπορούσε να δώσει ο ίδιος ο Όθωνας, δεδομένου ότι το Σύνταγμα του 1844 προέβλεπε ότι σε μία τέτοια περίπτωση ο βασιλιάς μπορούσε να ορίσει το διάδοχό του με τη σύμφωνη γνώμη των 2/3 της Βουλής και της Γερουσίας. Ο Όθωνας, ωστόσο, απέφευγε να προχωρήσει αποφασιστικά προς αυτήν την κατεύθυνση, φοβούμενος ότι ένας ορθόδοξος διάδοχος που θα ζούσε στην Αθήνα πολύ γρήγορα θα συσπείρωνε γύρω του τους ηγέτες της ολοένα διογκούμενης αντιπολίτευσης.

Σε μία ύστατη προσπάθεια ενίσχυσης του γοήτρου του, ο Όθωνας έφερε στο προσκήνιο νέα σχέδια για τη συνδυασμένη δράση της Ελλάδας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και των ενοποιημένων πλέον παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός είδους συνομοσπονδίας, όπου οι Έλληνες –ακολουθώντας το πρότυπο του κηρύγματος του Ρήγα– θα αναλάμβαναν ηγετικό ρόλο. Οι τολμηροί οραματισμοί, ωστόσο, οι οποίοι υποδαυλίζονταν ως ένα βαθμό και από την Ιταλία, πολύ σύντομα θα αποδεικνύοντας απόλυτα ανεδαφικοί, καθώς αδυνατούσαν να συγκεντρώσουν τη συναίνεση των υπόλοιπων βαλκανικών λαών. Η νέα αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής διόγκωσε περαιτέρω το κύμα δυσαρέσκειας απέναντι στο θρόνο, η οποία συνδυαζόταν με την ανάδυση μίας νέας γενιάς μαχητικών πολιτικών. Αντιδρώντας σπασμωδικά, ο Όθωνας διολίσθησε για ακόμη μία φορά προς την τακτική της υιοθέτησης αυταρχικών μέτρων, τα οποία στην ουσία παραβίαζαν το Σύνταγμα.

35

Page 37: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Ο χρόνος κυλούσε πλέον σε βάρος του Όθωνα. Η αποκάλυψη μίας αντιβασιλικής συνωμοσίας τον Μάρτιο του 1861 και η απόπειρα δολοφονίας εναντίον της Αμαλίας τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, αποτελούσαν σαφείς ενδείξεις του αναβρασμού που επικρατούσε στους κόλπους της ελληνικής κοινής γνώμης, η οποία θα λάμβανε τη μορφή ανοιχτής εξέγερσης τον Φεβρουάριο του 1862, όταν στασίασε η φρουρά του Ναυπλίου αξιώνοντας το σεβασμό του Συντάγματος. Έτσι, ακόμα και η καταστολή της εξέγερσης από τις κυβερνητικές δυνάμεις δεν αρκούσε για να αντιστρέψει το δυσμενέστατο σε βάρος του Όθωνα κλίμα. Εκτιμώντας ότι μόνο η προσωπική του επαφή με τους υπηκόους θα μπορούσε να αποκαταστήσει το κύρος του, ο Όθωνας ξεκίνησε στις 2/14 Οκτωβρίου 1862 μία περιοδεία στην Πελοπόννησο, συνοδευόμενος από την Αμαλία. Η πρωτοβουλία αυτή, ωστόσο, έμελλε να έχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: δύο ημέρες αργότερα ξέσπασε επαναστατικό κίνημα στην Ακαρνανία, το οποίο πολύ γρήγορα διαδόθηκε σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας. Η εσπευσμένη επιστροφή του βασιλικού ζεύγους στον Πειραιά δεν άλλαξε σε τίποτα την κατάσταση, καθώς οι επαναστάτες είχαν ήδη κηρύξει έκπτωτο τον Όθωνα. Ο τελευταίος, ανίκανος να αντιδράσει, αποφάσισε να υποταχθεί στα τετελεσμένα γεγονότα, εγκαταλείποντας οριστικά την Ελλάδα προκειμένου –όπως διευκρίνιζε σε διάγγελμα που απηύθυνε προς τον ελληνικό λαό– να αποτρέψει την εκδήλωση ενός εμφυλίου πολέμου.

Η έξωση του Όθωνα έθετε οριστικά τέλος στην πρώτη περίοδο της ιστορίας του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Στα τριάντα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από τη συμβατική διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος και την εκλογή του Βαυαρού πρίγκιπα στο θρόνο του νεοσύστατου κράτους, το τελευταίο δεν είχε σταθεί δυνατό να ξεπεράσει τα δομικά προβλήματα που λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στη διαδικασία του επιζητούμενου εκσυγχρονισμού του. Ο ίδιος ο Όθωνας, εξάλλου, επωμιζόμενος συχνά ευθύνες που δεν του αναλογούσαν, δεν είχε κατορθώσει –παρά τη γνήσια αγάπη του για τη νέα του πατρίδα– να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις των Ελλήνων, οι οποίοι συχνά αναζητούσαν σχεδόν υπερφυσικές ικανότητες στο πρόσωπο του βασιλιά τους. Άβουλος, εσωστρεφής –εν μέρει εξαιτίας και της ολοένα επιδεινούμενης βαρηκοΐας του– και εγκλωβισμένος στη σχεδόν μονομανή προσήλωση του στη Μεγάλη Ιδέα, ο Όθωνας αδυνατούσε συνήθως να σταθμίσει με ψυχραιμία τα δεδομένα, με αποτέλεσμα να εξωθείται σε παρορμητικές ενέργειες που στις περισσότερες περιπτώσεις λειτουργούσαν σε βάρος τόσο του ίδιου, όσο και του συμφέροντος της χώρας, ιδίως σε ότι αφορούσε στον ευαίσθητο τομέα της άσκησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο παράγοντας, εξάλλου, της συναισθηματικής φόρτισης, καθοριστικός στη διαμόρφωση των επιλογών του Όθωνα, θα επιβεβαιωνόταν ακόμα και την ύστατη στιγμή της ζωής του: διατηρώντας ζωηρή την ανάμνηση της Ελλάδας, την ημέρα του θανάτου του (14/26 Ιουλίου 1867) επέμεινε να του διαβάσουν την Αγία Γραφή στα ελληνικά, ενώ κατόπιν ρητής σχετικής του επιθυμίας τάφηκε στο Μόναχο φορώντας την ελληνική φουστανέλα.

Κεφάλαιο Γ΄

36

Page 38: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Η νέα δυναστεία: τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεώργιου Α΄

1. Η εκλογή του Γεώργιου στον ελληνικό θρόνο.

Η εκθρόνιση του Όθωνα δημιουργούσε αναπόφευκτα δυναστικό ζήτημα δεδομένης της απουσίας διαδόχου. Η ίδια, εξάλλου, η εξέγερση εναντίον του Όθωνα δεν αποσκοπούσε στην εγκαθίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας, αλλά απλώς στην αντικατάσταση του προσώπου του βασιλιά, όπως ρητά είχε διακηρυχθεί τόσο στην ανακοίνωση της ανατροπής στις 11/23 Οκτωβρίου 1862 όσο και στις προγραμματικές δηλώσεις της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης την ίδια ημέρα. Σε μία προφανή προσπάθεια, άλλωστε, να υπογραμμιστεί περαιτέρω αυτή η επιλογή, όλες οι πράξεις της προσωρινής κυβέρνησης έφεραν τον τίτλο «Βασίλειον της Ελλάδος», ενώ η προσήλωση στο θεσμό της βασιλείας επαναλαμβανόταν και στο διάταγμα της 10ης/22ας Νοεμβρίου 1862 σχετικά με την προκήρυξη εκλογών για τη συγκρότηση συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Έτσι, το ζήτημα περιοριζόταν αποκλειστικά στην αναζήτηση του καινούργιου μονάρχη, εξέλιξη για την οποία πέραν των ίδιων των Ελλήνων, ενδιαφέρονταν άμεσα και οι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις.

Η δυνατότητα της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας να παρέμβουν στη διαδικασία της εκλογής προέκυπτε από την ίδια την ιδρυτική Συνθήκη του ελληνικού κράτους, βάσει της οποίας είχαν αναλάβει επίσημα την προστασία του. Θεωρητικά το εύρος των επιλογών περιοριζόταν από τη ρητή διάταξη του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 22ας Ιανουαρίου / 3ης Φεβρουαρίου 1830, σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς της Ελλάδας δεν θα μπορούσε να προέρχεται από τις δυναστείες των τριών Δυνάμεων. Στην πράξη, ωστόσο, τόσο οι Βρετανοί όσο και οι Ρώσοι επιδίωκαν να προωθήσουν υποψηφιότητες που συνδέονταν με τους βασιλικούς οίκους των κρατών τους. Η παρασκηνιακή, εξάλλου, υποστήριξη του Λονδίνου στο πρόσωπο του Βρετανού πρίγκιπα Αλφρέδου, δευτερότοκου γιου της βασίλισσας Βικτωρίας, ενισχυόταν από τις διαθέσεις της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινής γνώμης, η οποία έβλεπε με συμπάθεια τον Αλφρέδο. Το αποτέλεσμα, άλλωστε, του δημοψηφίσματος που διενεργήθηκε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1862 δεν άφηνε πολλά περιθώρια αμφισβήτησης των προτιμήσεων των Ελλήνων, καθώς περισσότερο από το 94% του εκλογικού σώματος ψήφισε υπέρ του Αλφρέδου, ο οποίος εκλέχτηκε συνακόλουθα βασιλιάς από την Εθνοσυνέλευση.

Οι εξελίξεις αυτές, ωστόσο, δεν αρκούσαν για να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία των προστάτιδων Δυνάμεων στο ζήτημα της επιλογής του νέου βασιλιά. Τις παραμονές, εξάλλου, της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος οι αντιπρόσωποι της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας είχαν συμφωνήσει ότι κανείς γόνος των βασιλικών τους οίκων δεν θα ανερχόταν στον ελληνικό θρόνο, υποχρεώνοντας έτσι τον Αλφρέδο να υποβάλει προκαταβολικά την παραίτησή του και την ελληνική Εθνοσυνέλευση να δηλώσει ότι θα άφηνε την τελική εκλογή στις τρεις Δυνάμεις. Οι τελευταίες, έπειτα από μακρές διαπραγματεύσεις, κατέληξαν τελικά στην επιλογή του πρίγκιπα Χριστιανού Γουλιέλμου Φερδινάνδου Αδόλφου Γεώργιου του οίκου Σλέσβιγκ–Χόλσταϊν–Σόντερμπουργκ–Γκλύκσμπουργκ, δευτερότοκου γιου του διάδοχου του θρόνου της Δανίας πρίγκιπα Χριστιανού, ο οποίος στις 18/30 Μαρτίου 1863 ανακηρύχτηκε επίσημα βασιλιάς από την ελληνική Εθνοσυνέλευση με το όνομα Γεώργιος Α΄. Η υπογραφή την 1η/13η Ιουλίου 1863 ειδικής Συνθήκης στο Λονδίνο μεταξύ των τριών προστάτιδων Δυνάμεων και του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου Ζ΄, επιβεβαίωσε οριστικά την εκλογή του Γεώργιου, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα μία σειρά

37

Page 39: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

από άλλα ζητήματα: ο νέος μονάρχης θα έφερε τον τίτλο «βασιλεύς των Γραικών» (Roi des Grecs)˙ η Ελλάδα θα αποτελούσε κράτος μοναρχικό και συνταγματικό˙ τα στέμματα της Ελλάδας και της Δανίας δεν θα ενώνονταν ποτέ στο ίδιο πρόσωπο˙ ο Γεώργιος θα ενηλικιωνόταν –με τη σύμφωνη γνώμη της Εθνοσυνέλευσης– πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του˙ τα νησιά του Ιονίου, τέλος, θα ενώνονταν με το ελληνικό βασίλειο, αφού προηγουμένως εξασφαλιζόταν η σύμφωνη γνώμη αφενός της Ιόνιας Βουλής και αφετέρου της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας.

Όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση της εκλογής του Όθωνα, έτσι και σε εκείνη του Γεώργιου η Ελλάδα δεν είχε συμμετάσχει επίσημα στο συμβατικό διακανονισμό για την επιλογή του προσώπου που θα ανερχόταν στον ελληνικό θρόνο, προνόμιο που οι προστάτιδες Δυνάμεις επεφύλασσαν αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Σε μία προφανή, εξάλλου, προσπάθεια να δηλώσει τη νομιμοφροσύνη του προς τις τρεις Δυνάμεις, ο νέος βασιλιάς επέλεξε να επισκεφθεί τις αντίστοιχες πρωτεύουσες πριν μεταβεί στη νέα του πατρίδα. Στο μεταξύ, έπειτα από την αντίδραση της Υψηλής Πύλης, οι Δυνάμεις είχαν συμφωνήσει στην αλλαγή του τίτλου που θα συνόδευε στο εξής τον Γεώργιο: έτσι, αντί της προσωνυμίας «βασιλεύς των Γραικών» όπως προβλεπόταν από τη Συνθήκη του Λονδίνου, ο νέος ηγεμόνας θα λάμβανε εκείνη του «βασιλέα των Ελλήνων» (Roi des Hellènes), προκειμένου να θεωρείται ηγεμόνας μόνο των Ελλήνων του ελεύθερου ελληνικού κράτους και όχι όσων διαβιούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Γεώργιος έφθασε τελικά στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1863, όπου έδωσε όρκο ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης, υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο το συνταγματικό χαρακτήρα της βασιλείας τους. Στο διάγγελμα, εξάλλου, που απηύθυνε προς τον ελληνικό λαό, ο νέος βασιλιάς τόνιζε ότι η εκλογή του είχε πραγματοποιηθεί με τη σύμφωνη γνώμη των Ελλήνων και δεσμευόταν ότι θα τηρούσε πιστά το Σύνταγμα και τους νόμους. Ταυτόχρονα, δεν παρέλειψε να ζητήσει τη συστράτευση όλων των πολιτικών γύρω από το πρόσωπό του, αφήνοντας κατά μέρους τις διαφορές του παρελθόντος, με σκοπό την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων και την ανάδειξη της Ελλάδας σε «πρότυπο βασίλειο» στον ευρύτερο χώρο της Ανατολής.

2. Η ενσωμάτωση των Επτανήσων.

Η εκλογή του Γεώργιου στον ελληνικό θρόνο είχε συνδυαστεί με τη ρητή υπόσχεση της Μεγάλης Βρετανίας να παραχωρήσει τα Ιόνια νησιά στην Ελλάδα, εφόσον προηγουμένως εξασφαλιζόταν η συναίνεση τόσο των ίδιων των κατοίκων τους, όσο και των υπόλοιπων Μεγάλων Δυνάμεων, δηλαδή της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας. Η σκέψη για την παραχώρηση των Επτανήσων στο ελληνικό βασίλειο δεν ήταν καινούργια, καθώς το Λονδίνο, σε μία προσπάθεια να χαλιναγωγήσει τους αλυτρωτικούς οραματισμούς του Όθωνα, είχε και στο παρελθόν προσφέρει τα νησιά στην Ελλάδα ζητώντας ως αντάλλαγμα από την Αθήνα την υιοθέτηση ηπιότερης στάσης έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να συγκατανεύσει σε αυτήν τη λύση δεν είχε επιτρέψει την ολοκλήρωση της προσφοράς, η οποία θα επανερχόταν δυναμικά στο διπλωματικό προσκήνιο αμέσως μετά την εκθρόνιση του Όθωνα.

Για τους Βρετανούς, η «δωρεά» των Επτανήσων στην Ελλάδα συνιστούσε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία ενίσχυσης τόσο των ερεισμάτων τους στην ελληνική κοινή γνώμη, όσο και της δημοτικότητας του Γεώργιου, καθώς θα αποτελούσαν την «προίκα» που θα συνόδευε το νέο βασιλιά. Η προσφορά, εξάλλου, ήταν σχετικά ανέξοδη από τη

38

Page 40: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

στιγμή που τα νησιά όχι μόνο δεν προσέφεραν κάποιο ιδιαίτερο στρατηγικό πλεονέκτημα στο Λονδίνο, αλλά αντίθετα είχαν καταλήξει να αποτελούν πολιτικό και οικονομικό βάρος για τη Βρετανική Αυτοκρατορία και εστία μόνιμης αναταραχής. Σε αυτό το πλαίσιο, η εξακολουθητική κατοχή των Επτανήσων υπαγορευόταν κυρίως από την επιθυμία του Λονδίνου να μην περιέλθουν τα νησιά στην κυριότητα κάποιας άλλης Μεγάλης Δύναμης, η οποία θα επιχειρούσε να θέσει προσκόμματα στη βρετανική ναυτική κυριαρχία στη Μεσόγειο. Έτσι, η Βρετανία εμφανιζόταν πρόθυμη να συναινέσει στην παραχώρησή τους στην Ελλάδα, επιδιώκοντας απλώς να εξασφαλίσει σε αντιστάθμισμα την καθιέρωση ενός καθεστώτος διηνεκούς ουδετερότητας στα Ιόνια νησιά.

Η πρόθεση του Λονδίνου να εκχωρήσει τα Επτάνησα στην Ελλάδα συμβάδιζε απόλυτα με τις επιθυμίες των κατοίκων τους, οι οποίοι στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την εκδήλωση της Ελληνικής Επανάστασης και την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου είχαν επανειλημμένα εκφράσει –συχνά μάλιστα με τρόπο δυναμικό– την προσήλωσή τους στην ιδέα της ένωσης με τη μητέρα πατρίδα. Επιβεβαιώνοντας έμπρακτα τους ενωτικούς πόθους της συντριπτικής πλειοψηφίας των Επτανήσιων, η Ιόνιος Βουλή σε πανηγυρική συνεδρίασή της στις 23 Σεπτεμβρίου / 5 Οκτωβρίου 1863 –πριν ακόμα δηλαδή ο Γεώργιος φθάσει στην Ελλάδα– διακήρυξε τη σταθερή απόφασή της να συναινέσει στην ενσωμάτωση των νησιών στο ελληνικό βασίλειο.

Η ρητή συγκατάθεση της Ιόνιας Βουλής άνοιγε το δρόμο για την οριστική διευθέτηση του ζητήματος της παραχώρησης των Επτανήσων από τη Βρετανία στην Ελλάδα, καθώς αποτελούσε τον πρώτο από τους δύο όρους που είχαν τεθεί από τη Συνθήκη του Λονδίνου της 1ης/13ης Ιουλίου 1863 προκειμένου να ολοκληρωνόταν η σχετική διαδικασία. Η ικανοποίηση, εξάλλου, και της δεύτερης προϋπόθεσης, της εξασφάλισης δηλαδή της σύμφωνης γνώμης της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας, δεν θα συναντούσε ιδιαίτερες δυσκολίες, καθώς καμία από τις τέσσερις Δυνάμεις δεν ήταν αντίθετη στην προοπτική της ένωσης των νησιών του Ιονίου Πελάγους με την Ελλάδα. Πράγματι, στις 2/14 Νοεμβρίου 1863 οι αντιπρόσωποι των πέντε Μεγάλων Δυνάμεων συνυπέγραψαν στο Λονδίνο την ομώνυμη Συνθήκη, αναγνωρίζοντας την προσάρτηση των Επτανήσων στο ελληνικό βασίλειο, την οποία είχε προκαταβολικά αποφασίσει η Ιόνιος Βουλή. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η Συνθήκη επέβαλλε σε όλα τα νησιά καθεστώς διηνεκούς ουδετερότητας, διάταξη που κάθε άλλο παρά ικανοποιούσε την ελληνική πλευρά, η οποία επιθυμούσε να απαλλαγεί από ανάλογες διεθνείς δεσμεύσεις. Έτσι, ως αποτέλεσμα των συντονισμένων διπλωματικών προσπαθειών του Έλληνα αντιπροσώπου στη βρετανική πρωτεύουσα, Χαρίλαου Τρικούπη, οι τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις θα υπαναχωρούσαν από την αρχική τους θέση, αποδεχόμενες τον περιορισμό της ουδετερότητας μόνο στην Κέρκυρα και τους Παξούς, πρόβλεψη που ενσωματώθηκε στην οριστική Συνθήκη Ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα, η οποία υπογράφηκε στις 17/29 Μαρτίου 1864. Δύο περίπου μήνες αργότερα ο τελευταίος Βρετανός ύπατος αρμοστής σερ Χένρυ Νάιτ Στοκς παρέδωσε επίσημα τα Επτάνησα στον έκτακτο απεσταλμένο της ελληνικής κυβέρνησης Θρασύβουλο Ζαΐμη, θέτοντας οριστικά τέλος στην περίοδο της βρετανικής κατοχής, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου έτους 66 πληρεξούσιοι από τα νησιά του Ιονίου εισήλθαν στην ελληνική Βουλή, επισφραγίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ένωση με την Ελλάδα.

3. Το Σύνταγμα του 1864: η εγκαθίδρυση της βασιλευόμενης δημοκρατίας.

39

Page 41: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Η είσοδος των Επτανήσιων βουλευτών στο ελληνικό Κοινοβούλιο, πέραν της συμβολικής επιβεβαίωσης της ενσωμάτωσης των νησιών στο ελληνικό βασίλειο, έθεσε στην τελική ευθεία και τις διαδικασίες για την ψήφιση του νέου Συντάγματος, το οποίο θα αντικαθιστούσε εκείνο του 1844, καθώς η εξασφάλιση της συγκατάθεσης των πληρεξούσιων από τα Ιόνια νησιά είχε τεθεί από τη Βουλή ως προϋπόθεση για την κατάρτιση και τη δημοσίευση του οριστικού κειμένου του νέου καταστατικού χάρτη της χώρας. Οι διεργασίες για τη σύνταξη του Συντάγματος είχαν βέβαια αρχίσει σχεδόν από την επαύριο της επανάστασης του Οκτωβρίου του 1862 που είχε οδηγήσει στην εκθρόνιση του Όθωνα, το ζήτημα όμως ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να διευθετηθεί πριν από την επιλογή του νέου βασιλιά. Η εκλογή του Γεώργιου στον ελληνικό θρόνο έδωσε νέα ώθηση στις –συχνά ατέρμονες– συζητήσεις εντός του Κοινοβουλίου, οι οποίες ωστόσο δεν στάθηκε δυνατό να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα πριν από την άφιξη του νέου βασιλιά στην Ελλάδα. Έτσι, ο Γεώργιος βρέθηκε στην ιδιόμορφη θέση να ασκεί τα καθήκοντα του συνταγματικού μονάρχη πριν τεθεί σε ισχύ το ίδιο το Σύνταγμα.

Η διαπίστωση αυτής της δυσαρμονίας, σε συνδυασμό με τους εξαιρετικά αργούς ρυθμούς με τους οποίους προχωρούσαν οι συζητήσεις για το Σύνταγμα, ώθησε τον Γεώργιο στη λήψη δραστικών μέτρων: στις αρχές Οκτωβρίου του 1864 ο βασιλιάς προειδοποίησε τους βουλευτές ότι εάν μέσα σε διάστημα δέκα ημερών δεν κατέληγαν στην ψήφιση του νέου Συντάγματος, ο ίδιος θα αναλάμβανε πλήρη ελευθερία δράσης, καθιστώντας παράλληλα την Εθνοσυνέλευση υπεύθυνη για τις περαιτέρω συνέπειες. Ο πολιτικός εκβιασμός του Γεώργιου απέφερε άμεσα καρπούς, καθώς στις 17/29 Οκτωβρίου 1864 το Σύνταγμα υπερψηφίστηκε, δίνοντας έτσι τέλος στην εκκρεμότητα.

Το νέο Σύνταγμα, ασφαλώς δημοκρατικότερο από εκείνο του 1844, καθιέρωνε ως μορφή του πολιτεύματος τη βασιλευόμενη δημοκρατία, περιορίζοντας τις εξουσίες του βασιλιά μόνο σε εκείνες που του απονέμονταν ρητά από το ίδιο το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Ο βασιλιάς, εξάλλου, στερούνταν της δυνατότητας να παρεμβαίνει στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, δικαίωμα το οποίο περιερχόταν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Εθνοσυνέλευσης που κατά περίπτωση θα εκλεγόταν ακριβώς για αυτόν το λόγο. Επιβεβαιώνοντας ότι ο νέος καταστατικός χάρτης βασιζόταν στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, ειδικό άρθρο του Συντάγματος διευκρίνιζε ότι όλες οι εξουσίες πήγαζαν από το έθνος. Κατ’ επέκταση, ο βασιλιάς αποκλειόταν ουσιαστικά από το νομοθετικό έργο, καθώς οι αρμοδιότητές του δεν ξεπερνούσαν την τυπική κύρωση και τη συνακόλουθη δημοσίευση των νόμων, αφού προηγουμένως οι τελευταίοι είχαν υπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό. Αντίθετα, στο βασιλιά επιφυλάχθηκε το προνόμιο του διορισμού και της απόλυσης των υπουργών, αλλά μόνο εν μέρει εκείνο της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και της προκήρυξης εκλογών, δεδομένου ότι το σχετικό διάταγμα έπρεπε να φέρει τις υπογραφές όλων των υπουργών.

Το Σύνταγμα έφερε ευδιάκριτο στις διατάξεις του το στίγμα των αντιθέσεων που είχαν οδηγήσει στη γέννησή του. Έχοντας ως αφετηρία τη δυναστική ανατροπή του 1862, οι πολιτικές ζυμώσεις που κατέληξαν στην ψήφιση του νέου καταστατικού χάρτη δύο χρόνια αργότερα είχαν αποκαλύψει περίτρανα τη διάσταση απόψεων μεταξύ των κυριότερων ομάδων μέσα στην Εθνοσυνέλευση. Το πολιτικό εκκρεμές, αφού προηγουμένως ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην απλή αναθεώρηση του Συντάγματος του 1844 και στην ψήφιση ενός εντελώς καινούργιου, κατέληξε τελικά στη δεύτερη λύση, η οποία έμοιαζε να είναι περισσότερο συμβατή με τους λόγους που είχαν επιβάλει την αντιοθωνική εξέγερση. Η όξυνση, ωστόσο, των παθών, η οποία στους πρώτους μήνες του 1863 έφερε τη χώρα στο χείλος του εμφυλίου πολέμου, αποδείκνυε ότι η αρχική συναίνεση δεν ήταν παρά επιφανειακή και οπωσδήποτε πρόσκαιρη. Από αυτήν την άποψη, η ψήφιση του Συντάγματος του 1864 συνιστούσε ένα συμβιβασμό των αντιμαχόμενων πολιτικών δυνάμεων, ο οποίος κατά παράδοξο –εκ πρώτης τουλάχιστον

40

Page 42: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

όψεως– τρόπο δεν στάθηκε ικανός να πραγματοποιηθεί παρά μόνο έπειτα από την αποφασιστική παρέμβαση του Γεώργιου. Έτσι, το νέο Σύνταγμα, περιορίζοντας σημαντικά τις εξουσίες και τα προνόμια του βασιλιά, συνιστούσε ευδιάκριτο σημείο αναφοράς στη διαδικασία της ομαλής εξέλιξης της ελληνικής πολιτικής ζωής, αποκαθιστώντας τις ισορροπίες ανάμεσα στο στέμμα και την υπεύθυνη πολιτική ηγεσία της χώρας.

4. Η κρητική επανάσταση και η ελληνική εξωτερική πολιτική (1866–1869).

Η ολοκλήρωση της διαδικασίας της ψήφισης και της θέσης σε ισχύ του νέου Συντάγματος συνέπιπτε σχεδόν χρονικά με την όξυνση της επαναστατικής αναταραχής στην Κρήτη, η οποία πολύ σύντομα έμελλε να εξελιχθεί σε μείζονα κρίση για τις παραδοσιακά ευαίσθητες ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Κρήτη αποτελούσε ειδικό κεφάλαιο στο ελληνικό αλυτρωτικό πρόγραμμα, δεδομένου ότι μολονότι οι κάτοικοί της είχαν λάβει ενεργά μέρος στην Επανάσταση του 1821, το νησί είχε μείνει έξω από τα σύνορα του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου. Το 1830, μάλιστα, ο σουλτάνος –εκπληρώνοντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον Μοχάμεντ Άλη προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνδρομή του στην προσπάθεια καταστολής της Ελληνικής Επανάστασης– παραχώρησε την Κρήτη στους Αιγύπτιους. Δέκα χρόνια αργότερα, η μεγαλόνησος θα περνούσε και πάλι στα χέρια των Τούρκων, απογοητεύοντας τους Έλληνες, οι οποίοι επιδίωκαν σταθερά την ένωση με την Ελλάδα. Έτσι, το 1841 οι Κρητικοί επαναστάτησαν εναντίον της Πύλης, η οποία ωστόσο κατόρθωσε με σχετική ευκολία να καταπνίξει την εξέγερση. Η δημοσίευση του Χάτι Χουμαγιούν το 1856, ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος που υποσχόταν ισονομία και ισοπολιτεία για όλους τους υπηκόους του σουλτάνου ανεξαρτήτως θρησκεύματος, δημιούργησε αρχικά την ελπίδα ότι οι συνθήκες διαβίωσης των χριστιανών θα μπορούσαν άμεσα να βελτιωθούν˙ η απροθυμία όμως του Οθωμανού διοικητή του νησιού να εφαρμόσει στην πράξη τις μεταρρυθμίσεις, έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: το 1858 οι Κρητικοί εξεγέρθηκαν για ακόμη μία φορά, ζητώντας να απολαύσουν και οι ίδιοι τα προνόμια που ίσχυαν για τους υπόλοιπους ραγιάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε μία προσπάθεια κατευνασμού των αντιδράσεων, η Υψηλή Πύλη υποσχέθηκε την ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων, δέσμευση που τελικά παρέμεινε ουσιαστικά ανεφάρμοστη.

Η διάψευση των προσδοκιών για την εφαρμογή διοικητικών μεταρρυθμίσεων όξυνε ακόμα περισσότερο το επαναστατικό πνεύμα των Κρητικών, το οποίο ενισχυόταν περαιτέρω από την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι Κρητικοί ηγέτες συνέταξαν τον Μάιο του 1866 ένα υπόμνημα απευθυνόμενο προς το σουλτάνο, με το οποίο ζητούσαν βελτιώσεις στο σύστημα διοίκησης, φορολογίας και δικαιοσύνης πάνω στη βάση των υποσχέσεων του 1858. Ταυτόχρονα, κοινοποίησαν τα αιτήματά τους και προς τους εκπροσώπους της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, αξιώνοντας την ένωση με την Ελλάδα ή έστω την εξασφάλιση αυτόνομου καθεστώτος ανάλογου με εκείνο που ίσχυε στη Σάμο. Η αναμενόμενη άρνηση της Πύλης να ικανοποιήσει τα αιτήματα των επαναστατών εγκαινίασε τον κύκλο των συγκρούσεων, ενώ σε απάντηση οι Κρητικοί κήρυξαν την ένωση της μεγαλονήσου με τη μητέρα πατρίδα.

Παρά τις προσδοκίες των Κρητικών, οι Μεγάλες Δυνάμεις απέφυγαν να εμπλακούν στην κρίση, καθώς το ενδιαφέρον τους αποσπούσε η εξέλιξη του αυστροπρωσικού πολέμου. Την ίδια στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν μπροστά

41

Page 43: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

σε δίλημμα σχετικά με τη στάση που θα τηρούσε απέναντι στην κρητική επανάσταση. Πολεμικά απαράσκευη, αντιμετωπίζοντας οξύτατα δημοσιονομικά προβλήματα και χωρίς να έχει εξασφαλίσει τη διπλωματική υποστήριξη των Δυνάμεων, η Αθήνα δικαιολογημένα δίσταζε να σταθεί δυναμικά στο πλευρό των επαναστατών, επιλογή που ήταν βέβαιο ότι θα την έφερνε σε τροχιά ένοπλης αντιπαράθεσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η δεδομένη συμπάθεια της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στον αγώνα των Κρητικών, η οποία εκφραζόταν έμπρακτα μέσω της ίδρυσης εξαιρετικά δραστήριων επιτροπών συμπαράστασης των επαναστατών, αύξανε δραματικά το πολιτικό κόστος που όφειλε να καταβάλει η κυβέρνηση σε περίπτωση που υιοθετούσε την οδό του ρεαλισμού όπως υπαγόρευε η αδήριτη πραγματικότητα. Η στενή επαφή, εξάλλου, που διατηρούσαν τόσο ο –κρητικός στην καταγωγή– υπουργός Στρατιωτικών Χαράλαμπος Ζυμβρακάκης, όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Επαμεινώνδας Δεληγιώργης με τις εν λόγω επιτροπές, δυσχέραινε ακόμα περισσότερο το έργο του πρωθυπουργού Δημήτριου Βούλγαρη, ο οποίος τελικά προτίμησε τη μέση λύση που είχε υιοθετηθεί –με περιορισμένη επιτυχία– σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν: η Αθήνα δεν θα ενίσχυε επίσημα τους επαναστάτες αλλά ούτε και θα προχωρούσε στην αποκήρυξή τους.

Κινούμενη σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση, αδυνατώντας να παρέμβει στρατιωτικά στην κρίση, περιορίστηκε απλώς σε παραστάσεις διαμαρτυρίας προς την Πύλη προκειμένου να υπερασπίσει τα συμφέροντα των Κρητικών. Ταυτόχρονα όμως επέτρεψε την αποστολή εθελοντών από την Ελλάδα στην Κρήτη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού7, ενώ φρόντισε να ενισχύσει τους επαναστάτες με όπλα και πολεμοφόδια. Αυτή η αμφίθυμη πολιτική, ωστόσο, ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να αποδώσει καρπούς, καθώς οι Κρητικοί παρά τη γενναιότητα και την αυτοθυσία τους –αποκορύφωμα της οποίας αποτελούσε η ανατίναξη των υπερασπιστών της μονής Αρκαδίου– αδυνατούσαν στην πράξη να αντιπαρατεθούν με τις αριθμητικά υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις, οι οποίες κατάφεραν σημαντικά πλήγματα στους επαναστάτες. Η αποστολή, εξάλλου, στις αρχές του 1867 σημαντικών ενισχύσεων στο νησί υπό την ηγεσία του Ομέρ πασά, επιδείνωσε ακόμα περισσότερο το συσχετισμό των δυνάμεων σε βάρος των Κρητικών, χωρίς πάντως να οδηγήσει στην πλήρη καταστολή της εξέγερσης.

Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου και οι αγριότητες των Τούρκων που το διαδέχτηκαν συγκλόνισαν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, κινητοποιώντας συνακόλουθα το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι τελευταίες, ωστόσο, με εξαίρεση τη Ρωσία –οι δεσμοί της οποίας με την Ελλάδα ενισχύθηκαν περαιτέρω το φθινόπωρο του 1867 μετά το γάμο του βασιλιά Γεώργιου με τη μεγάλη δούκισσα της Ρωσίας Όλγα8, ανιψιά του τσάρου Αλέξανδρου Β΄–, δεν αντιμετώπιζαν θετικά το ενδεχόμενο της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, εμμένοντας στο δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, η περιοδεία του Γεώργιου στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες το καλοκαίρι του 1867 παρέμεινε χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, καθώς η μοναδική υπόσχεση που μπόρεσε να εξασφαλίσει ήταν μία γενικόλογη δέσμευση για το διορισμό χριστιανού ηγεμόνα στο νησί μετά την εκτόνωση της κρίσης.

Το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει η ελληνική εξωτερική πολιτική επέβαλε την αναζήτηση άλλων εναλλακτικών λύσεων. Η κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1867, όταν την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και το Υπουργείο Εξωτερικών ο Χαρίλαος Τρικούπης, επιτάχυνε τις εξελίξεις, στρέφοντας αυτή τη φορά το ενδιαφέρον της Αθήνας προς την κατεύθυνση της Σερβίας.

7 Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ένας από τους εθελοντές που έφθασαν στην Κρήτη ήταν και ο αδελφός του υπουργού Στρατιωτικών, Ιωάννης Ζυμβρακάκης. 8 Είχε προηγηθεί τον Μάιο του ίδιου έτους ο μεταξύ τους αρραβώνας.

42

Page 44: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Πράγματι, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι διμερείς συζητήσεις κατέληξαν στις 14/26 Αυγούστου 1867 στην υπογραφή Συνθήκης Συμμαχίας στο Φεσλάου. Βάσει της τελευταίας, οι δύο χώρες συμφωνούσαν να αναλάβουν από κοινού στρατιωτική δράση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προσδιορίζοντας ως χρόνο της έναρξης των εχθροπραξιών τον Μάρτιο του 1868. Για το σκοπό αυτό η Σερβία θα διέθετε 60.000 άνδρες και η Ελλάδα 30.000 καθώς και το σύνολο του στόλου της. Εάν στο μεταξύ η Πύλη κήρυσσε τον πόλεμο σε έναν από τους δύο συμμάχους, τότε ο άλλος όφειλε να σπεύσει σε βοήθεια με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του. Το φιλόδοξο σχέδιο προέβλεπε την απελευθέρωση όλων των υπόδουλων χριστιανών των Βαλκανίων και των νησιών του Αιγαίου˙ σε περίπτωση όμως που διαπιστωνόταν ότι αυτό το εκτεταμένο πρόγραμμα δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί στην πράξη, η Αθήνα και το Βελιγράδι δεσμεύονταν να μην καταθέσουν τα όπλα έως ότου αφενός η Ελλάδα πετύχαινε την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου και αφετέρου η Σερβία εξασφάλιζε τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη.

Στην πραγματικότητα η ελληνοσερβική Συνθήκη υπερέβαινε τις δυνατότητες των δύο συμβαλλόμενων μερών, γεγονός που καθιστούσε εκ των πραγμάτων προβληματική την απόπειρα εφαρμογής της. Αντιλαμβανόμενος τις πιθανές περιπλοκές που μπορούσε να συνεπάγεται για την Ελλάδα η ανάληψη τόσο εκτεταμένων υποχρεώσεων, ο Γεώργιος, ο οποίος από την πρώτη στιγμή της εκδήλωσης της κρητικής επανάστασης εμφανιζόταν επιφυλακτικός απέναντι στην ενεργή εμπλοκή της Ελλάδας προτιμώντας την υιοθέτηση μίας ηπιότερης –και οπωσδήποτε ρεαλιστικότερης– τακτικής, αρνήθηκε αρχικά να επικυρώσει τη Συνθήκη. Κάτω από την πίεση, ωστόσο, του Κουμουνδούρου, ο οποίος προειδοποίησε το βασιλιά ότι σε περίπτωση που επέμενε στην άρνησή του διακινδύνευε το θρόνο του, ο Γεώργιος αναγκάστηκε τελικά να υπαναχωρήσει, προσθέτοντας όμως δύο σημαντικές επιφυλάξεις: πρώτον, η εφαρμογή του σχεδίου όφειλε να αναβληθεί μέχρις ότου και τα δύο κράτη ολοκλήρωναν την πολεμική τους προπαρασκευή˙ και δεύτερον, τα δύο μέρη δεσμεύονταν να αποφύγουν κάθε πρόκληση σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έτσι ώστε να απομακρυνόταν το ενδεχόμενο της έκρηξης ενός πρόωρου πολέμου.

Οι επιφυλάξεις του Γεώργιου μείωναν τη σημασία της Συνθήκης, ήταν όμως απαραίτητες ως μέσο προστασίας της Ελλάδας από επικίνδυνες περιπέτειες. Η ρήξη του βασιλιά με τον Κουμουνδούρο εξαιτίας της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής που ευαγγελιζόταν ο τελευταίος θα επιβεβαιωθεί τον Δεκέμβριο του 1867, οδηγώντας τον πρωθυπουργό σε παραίτηση. Η απόσυρση του Κουμουνδούρου –και συνακόλουθα του Τρικούπη– από το κυβερνητικό προσκήνιο, σε συνδυασμό με τη σχεδόν ταυτόχρονη παραίτηση του Σέρβου πρωθυπουργού και βασικού αρχιτέκτονα της Συνθήκης του Φεσλάου, Ηλία Γαράσανιν, προδιέγραφαν την περαιτέρω υποβάθμιση της πρακτικής σημασίας των φιλόδοξων σχεδίων στενότερης ελληνοσερβικής συνεργασίας. Η δολοφονία, εξάλλου, του ηγεμόνα της Σερβίας πρίγκιπα Μιχαήλ στις 29 Μαΐου / 10 Ιουνίου 1868 επιβεβαίωσε το οριστικό ναυάγιο, καθώς η αντιβασιλεία που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Σερβίας στο όνομα του ανήλικου πρίγκιπα Μίλαν ξεκαθάρισε ότι δεν δεσμευόταν από το περιεχόμενο της Συνθήκης Συμμαχίας, υποστηρίζοντας ότι αυτή είχε συναφθεί προσωπικά από τον εκλιπόντα ηγεμόνα.

Η εγκατάλειψη της πολιτικής προσέγγισης με τη Σερβία συνδυαζόταν με την απόπειρα της νέας ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη να υιοθετήσει μετριοπαθέστερη πολιτική στο Κρητικό Ζήτημα και να χαμηλώσει τους τόνους της αντιπαράθεσης με την Υψηλή Πύλη. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η κυβέρνηση Βούλγαρη στάθηκε ανίκανη να αποτρέψει τη συνεχιζόμενη αποστολή εθελοντών και εφοδίων από την Ελλάδα στην Κρήτη, με αποτέλεσμα να υποσκάπτει στην πράξη την αξιοπιστία της. Αντιδρώντας έντονα, η Πύλη απαίτησε τον Δεκέμβριο του 1868 από την Αθήνα τη

43

Page 45: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

διάλυση όλων των οργανωμένων εθελοντικών ομάδων, την παρεμπόδιση σχηματισμού νέων και τη διακοπή αποστολής ενισχύσεων προς τους επαναστατημένους Κρητικούς. Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να αποδεχθεί το τελεσίγραφο οδήγησε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο γειτονικών κρατών, καθώς ο Οθωμανός πρεσβευτής εγκατέλειψε την Αθήνα.

Η επιδείνωση της ελληνοτουρκικής κρίσης, η οποία κινδύνευε να καταλήξει σε ένοπλη σύγκρουση, προκάλεσε την άμεση παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες αποφάσισαν τη σύγκληση ειδικής Διάσκεψης στο Παρίσι. Η συγκυρία ήταν προφανώς δυσμενής για την Αθήνα, η οποία με την αμφίθυμη πολιτική της καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της κρητικής επανάστασης δεν είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει τα απαραίτητα διπλωματικά ερείσματα που θα επέτρεπαν την επίτευξη έστω και μέρους των στόχων της. Αντίθετα, η Πύλη, έχοντας στο μεταξύ καταστείλει πλήρως την εξέγερση, βρισκόταν σε ασφαλώς πλεονεκτικότερη θέση, καθώς εκτός των άλλων μπορούσε να επικαλεστεί την καλή θέληση που είχε επιδείξει με την παραχώρηση ειδικών προνομίων στους κατοίκους της Κρήτης, τα οποία είχαν συμπεριληφθεί τον Ιανουάριο του 1868 στον Οργανικό Νόμο για τη διοίκηση της μεγαλονήσου (π.χ. αναλογική χρησιμοποίηση χριστιανών υπαλλήλων στην κεντρική και περιφερειακή διοίκηση, συμμετοχή αιρετών αντιπροσώπων της χριστιανικής κοινότητας στο συμβούλιο της γενικής διοίκησης των νομών και των επαρχιών, δημιουργία μικτών δικαστηρίων, ίδρυση γενικής συνέλευσης με αιρετά μέλη αλλά περιορισμένες αρμοδιότητες). Το γεγονός, εξάλλου, ότι η συμμετοχή στη Διάσκεψη περιοριζόταν στις χώρες εκείνες που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του Παρισιού του 1856, η οποία είχε θέσει τέρμα στον Κριμαϊκό Πόλεμο, επιδείνωνε ακόμα περισσότερο τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας, καθώς η τελευταία –σε αντίθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία– δεν κλήθηκε να συμμετάσχει στη Διάσκεψη9.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Διάσκεψη κατέληξε στις 4/16 Ιανουαρίου 1869 στην υιοθέτηση δήλωσης, βάσει της οποίας η Αθήνα αναλάμβανε την υποχρέωση να παρεμποδίσει στο εξής τη συγκρότηση εθελοντικών σωμάτων που είχαν ως σκοπό την υποκίνηση επαναστατικών κινημάτων στο οθωμανικό έδαφος, ενώ η Πύλη δεσμευόταν να εφαρμόσει τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις που προβλέπονταν από τον Οργανικό Νόμο του 1868. Φοβούμενη τη λαϊκή κατακραυγή που θα συνεπαγόταν η αποδοχή των αποφάσεων της Διάσκεψης, η κυβέρνηση Βούλγαρη έσπευσε να παραιτηθεί, γεγονός πάντως που δεν μπορούσε παρά μόνο να αναβάλει την προδιαγεγραμμένη πορεία, καθώς η Αθήνα δεν διέθετε πολλά περιθώρια μη συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις των Δυνάμεων. Μετά από αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες ανεύρεσης νέου πρωθυπουργού, ο Γεώργιος έπεισε τελικά τον Θρασύβουλο Ζαΐμη να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία στις 25 Ιανουαρίου / 6 Φεβρουαρίου 1869 δήλωσε ότι αποδεχόταν τους όρους της Διάσκεψης του Παρισιού, θέτοντας έτσι τέλος στην κρίση που είχε προκαλέσει η κρητική επανάσταση, γεγονός που επιβεβαιώθηκε λίγες ημέρες αργότερα (6/18 Φεβρουαρίου) με την αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων.

Η πλήρης αναδίπλωση της Ελλάδας υπογράμμιζε με τον πλέον εμφατικό τρόπο την αδιέξοδη πορεία που είχε ακολουθήσει η εξωτερική πολιτική της χώρας κατά τη διάρκεια της κρητικής επανάστασης. Όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση του Κριμαϊκού Πολέμου, η Αθήνα είχε υιοθετήσει μία αμφίθυμη στάση, αποφεύγοντας την πλήρη εμπλοκή, αλλά ταυτόχρονα ενισχύοντας –συχνά όχι και τόσο διακριτικά όσο θα έπρεπε– τις επαναστατικές εστίες. Παρασυρόμενες από τη δογματική προσήλωση στη

9 Η Ελλάδα περιορίστηκε απλώς στην υποβολή υπομνήματος, όπου εξέθετε τις απόψεις της σχετικά με το κρητικό ζήτημα. Πέραν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο κύκλος των συμμετεχόντων στη Διάσκεψη του Παρισιού συμπεριλάμβανε τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία, την Αυστρία, την Πρωσία και την Ιταλία.

44

Page 46: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Μεγάλη Ιδέα και την έξαψη της –έτσι κι αλλιώς ευερέθιστης– κοινής γνώμης, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν σταθεί ικανές να σταθμίσουν με ψυχραιμία τα δεδομένα και κατ’ επέκταση να υιοθετήσουν μία ρεαλιστική πολιτική, ικανή να αποφέρει απτά αποτελέσματα10. Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμα και η προσπάθεια κοινής δράσης με τη Σερβία ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία, καθώς από τη στιγμή που δεν ήταν ενταγμένη σε έναν ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό, στερούνταν μοιραία του απαραίτητου διπλωματικού έρματος. Η ψύχραιμη αποτίμηση της κρίσης όφειλε να οδηγήσει την υπεύθυνη πολιτική ηγεσία της χώρας στο συμπέρασμα ότι θεμελιώδης προϋπόθεση για την επιτυχία των ελληνικών επιδιώξεων δεν ήταν άλλη από την προσαρμογή των τελευταίων στα διαθέσιμα μέσα, ή εναλλακτικά τη διεύρυνση των μέσων έτσι ώστε να καλύπτουν τα εξαιρετικά φιλόδοξα σχέδια της Μεγάλης Ιδέας. Όπως, ωστόσο, θα αποδεικνυόταν περίπου τριάντα χρόνια αργότερα με αφορμή και πάλι την όξυνση του Κρητικού Ζητήματος, ο δρόμος που έμενε να διανυθεί για την ορθολογικοποίηση της άσκησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν όχι μόνο μακρύς, αλλά και συχνά εξαιρετικά δύσβατος.

5. Η διαμόρφωση νέων ισορροπιών: κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας.

Την ώρα που η ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν απασχολημένη με την κρητική επανάσταση, μία σειρά σημαντικών εξελίξεων στο εσωτερικό της Ελλάδας συνέτειναν στην αναδιάταξη των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών ισορροπιών της χώρας. Πράγματι, την εποχή που ο Γεώργιος εκλέχτηκε στον ελληνικό θρόνο και έφθασε στη νέα του πατρίδα, η Ελλάδα βρισκόταν ήδη σε μεταβατικό στάδιο, γεγονός που είχε υπογραμμισθεί μεταξύ άλλων και από τη δυναστική ανατροπή του 1862. Έχοντας συμπληρώσει περισσότερα από τριάντα χρόνια ελεύθερου βίου, το ελληνικό κράτος εισερχόταν πλέον σε μία ωριμότερη φάση του ιστορικού του βίου, η οποία έμελλε να αποδειχθεί καθοριστική για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.

Η πρώτη προφανής εξέλιξη που αναπόφευκτα επηρέαζε όλες τις υπόλοιπες πτυχές της ζωής στην Ελλάδα σχετιζόταν με την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού της χώρας που παρατηρήθηκε τις δεκαετίες του 1850 και του 1860: από το 1853 έως το 1870 ο συνολικός αριθμός των κατοίκων του ελληνικού βασιλείου αυξήθηκε κατά 21,6%, χωρίς να συνυπολογίζεται η προσθήκη των περίπου 236.000 Επτανησίων μετά το 1864. Έτσι, το 1870 ο πληθυσμός της Ελλάδας προσέγγιζε το 1.500.000, όταν περίπου τριάντα χρόνια νωρίτερα μετά βίας ξεπερνούσε τις 750.000. Η αύξηση, εξάλλου, του συνολικού πληθυσμού συνοδευόταν από μία ταυτόχρονη μετακίνησή του προς τα αστικά κέντρα, τα οποία προσήλκυαν σταθερά ολοένα και περισσότερους κατοίκους της ελληνικής υπαίθρου. Οι δημογραφικές ανακατατάξεις συνδυάζονταν μοιραία με αντίστοιχες στο οικονομικό πεδίο. Μολονότι η βιομηχανία παρέμενε ακόμα αναιμική, στις μεγαλύτερες πόλεις άρχισε αργά αλλά σταθερά να αναπτύσσεται ικανός αριθμός μεταποιητικών επιχειρήσεων, οι οποίες εισέρχονταν στην εποχή της ατμοκίνησης, εγκαταλείποντας τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής. Η χρησιμοποίηση ατμομηχανών επεκτεινόταν σταδιακά –αν και μάλλον δειλά– και στη ναυτιλία, η οποία γνώριζε μία παρατεταμένη

10 Εξαίρεση έμοιαζε να αποτελεί ο βασιλιάς Γεώργιος, ο οποίος είχε έγκαιρα επισημάνει την αδιέξοδη πορεία της ελληνικής διπλωματικής πολιτικής, γεγονός που συνιστούσε καθοριστική διαφορά σε σχέση με τη στάση που είχε υιοθετήσει ο προκάτοχός του Όθωνας κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου.

45

Page 47: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

περίοδο ακμής όπως αποδεικνυόταν από την εντυπωσιακή αύξηση της χωρητικότητας των ελληνόκτητων πλοίων, αλλά και από την κίνηση στα μεγαλύτερα λιμάνια της χώρας. Ταυτόχρονα, σημαντική άνθηση γνώριζε και ο τριτογενής τομέας της παραγωγής, με το εμπόριο και τις υπηρεσίες να διεκδικούν ολοένα μεγαλύτερο μερίδιο στη διαμόρφωση του συνολικού εθνικού προϊόντος.

Οι εξελίξεις αυτές, ωστόσο, δεν αρκούσαν για να αμφισβητήσουν την παραδοσιακά δεσπόζουσα θέση που κατείχε η γεωργία στην ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα παρέμενε μία κατά βάση αγροτική χώρα, όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζούσε στην ύπαιθρο και ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία. Η σταφίδα, τα καπνά και το βαμβάκι –το οποίο είχε πρόσφατα προστεθεί στα ευρέως καλλιεργήσιμα είδη– εξακολουθούσαν να αποτελούν τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας. Η απόφαση, εξάλλου, της κυβέρνησης Κουμουνδούρου το 1871 να εκχωρήσει μεγάλα τμήματα «εθνικών γαιών» – αλλά και δημευμένων μοναστηριακών κτημάτων– σε μικροκαλλιεργητές με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, έδωσε νέα ώθηση στη γεωργική παραγωγή, συντελώντας ταυτόχρονα στην –έστω και μερική– επίλυση ενός προβλήματος που χρόνιζε από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το εμπορικό ισοζύγιο παρέμενε σταθερά ελλειμματικό, καθώς οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων δεν αρκούσαν για να αντισταθμίσουν τις εισαγωγές κάθε είδους. Η αδυναμία της εγχώριας παραγωγής να ικανοποιήσει την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση, μοιραία διόγκωνε το ύψος των εισαγωγών, εξαντλώντας τα έτσι κι αλλιώς περιορισμένα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας. Η εξάρτηση, εξάλλου, των ελληνικών εξαγωγών από συγκεκριμένα προϊόντα, όπως κατά κύριο λόγο η σταφίδα11, σήμαινε ότι η ελληνική οικονομία παρέμενε εκτεθειμένη στις πιέσεις που μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να ασκήσουν οι διεθνείς αγορές, αλλά και αστάθμητοι παράγοντες όπως η μείωση της ζήτησης ή η συγκυριακή ελάττωση της παραγωγής.

Οι κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις, πάντως, δεν επηρέαζαν τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του ελληνικού κράτους, αφού η Μεγάλη Ιδέα εξακολουθούσε να ασκεί ακαταμάχητη επιρροή τόσο στους ελεύθερους όσο και στους αλύτρωτους Έλληνες. Η εκθρόνιση βέβαια του Όθωνα είχε στερήσει από τον μεγαλοϊδεατισμό έναν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές του, καθώς ο Γεώργιος, αντιλαμβανόμενος τους εγγενείς περιορισμούς που επιδρούσαν ανασταλτικά στην εφαρμογή του αλυτρωτικού προγράμματος, εμφανιζόταν μάλλον πιο επιφυλακτικός από τον προκάτοχό του. Η ελληνική κοινή γνώμη, ωστόσο, όπως με σαφήνεια είχαν αποδείξει οι αντιδράσεις της κατά τη διάρκεια της κρητικής επανάστασης, παρέμενε σχεδόν απαρέγκλιτα προσηλωμένη στον αλυτρωτισμό, ο οποίος μοιραία επηρέαζε την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ακόμα και ο Γεώργιος δύσκολα μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία που ασκούσε το όραμα της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως θα αποκάλυπτε η επιλογή του ονόματος του νεογέννητου διαδόχου: ο τελευταίος θεωρήθηκε διάδοχος των Παλαιολόγων και επομένως ονομάστηκε Κωνσταντίνος, ενώ σε μία προφανή προσπάθεια να υπογραμμισθεί περαιτέρω η σχέση του με την τελευταία βυζαντινή δυναστεία, του απονεμήθηκε επιπλέον ο τίτλος του δούκα της Σπάρτης12.

11 Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1860 η εξαγωγή σταφίδας υπερέβαινε το 40% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών.12 Η απονομή, πάντως, στο διάδοχο του τίτλου του δούκα της Σπάρτης αποτέλεσε αντικείμενο διαμάχης, καθώς το άρθρο 3 του Συντάγματος του 1864 απαγόρευε ρητά την απονομή τίτλων ευγενείας. Το πρόβλημα λύθηκε από τη Βουλή, η οποία υιοθέτησε την αμφιλεγόμενη ερμηνεία της κυβέρνησης ότι η απαγόρευση απονομής τίτλων ευγενείας περιοριζόταν στους Έλληνες πολίτες και όχι στα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Το γεγονός, πάντως, ότι το πρώτο ζήτημα που δημιουργήθηκε σε σχέση με το διάδοχο αφορούσε στην ερμηνεία του Συντάγματος αποτελούσε πρόγευση όσων θα επακολουθούσαν

46

Page 48: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Ο μεταβατικός χαρακτήρας της δεκαετίας του 1860 επιβεβαιωνόταν, τέλος, και από τις εξελίξεις στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Τα ξενικά κόμματα (Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό), τα οποία είχαν επικρατήσει στην ελληνική πολιτική σκηνή κατά τη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και στα πρώτα βήματα του ελεύθερου ελληνικού κράτους, είχαν εξαντλήσει πλέον τη δυναμική τους. Η δυναστική ανατροπή του 1862 έφερε στο προσκήνιο πολλά από τα πλέον εξέχοντα μέλη της νέας γενιάς πολιτικών, η οποία δεν είχε ζήσει την περίοδο της οθωμανικής κατοχής, αλλά είχε ανδρωθεί μέσα στο πλαίσιο του ελεύθερου ελληνικού κράτους και είχε κάνει δυναμικά την εμφάνισή της ήδη από τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Όθωνα. Οι αλλαγές, ωστόσο, περιορίζονταν περισσότερο στο επίπεδο των προσώπων και λιγότερο σε εκείνο των θεσμών: τα πολιτικά κόμματα δεν συγκροτούνταν πάνω στη βάση αρχών, αλλά αντίθετα παρέμεναν χαλαρές ενώσεις, συσπειρωμένες γύρω από το πρόσωπο του αρχηγού, ενώ οι πελατειακές σχέσεις με τους ψηφοφόρους αποτελούσαν δομικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας τους.

Ο ατελής χαρακτήρας των ελληνικών πολιτικών κομμάτων αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για τη διατήρηση της κυβερνητικής σταθερότητας. Έτσι, στο διάστημα που μεσολάβησε από την ψήφιση του Συντάγματος του 1864 και μέχρι το τέλος της ίδιας δεκαετίας διεξήχθησαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις (1865, 1868 και 1869), ενώ σχηματίστηκαν συνολικά περισσότερες από δέκα κυβερνήσεις. Η εναλλαγή, εξάλλου, των τελευταίων ήταν συχνά αποτέλεσμα των προσωπικών επιλογών του βασιλιά, ο οποίος διατηρούσε το αποκλειστικό δικαίωμα διορισμού του πρωθυπουργού και των υπουργών ανεξάρτητα από το συσχετισμό των δυνάμεων μέσα στη Βουλή. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η αναπροσαρμογή του πολιτικού συστήματος της χώρας θα αναβαλλόταν έως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, όποτε οι συνθήκες είχαν πλέον ωριμάσει και ευνοούσαν τη συνολικότερη προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους.

αρκετά χρόνια αργότερα, όταν πλέον ο Κωνσταντίνος θα είχε διαδεχθεί τον πατέρα του στον ελληνικό θρόνο.

47

Page 49: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Κεφάλαιο Δ΄

Η απόπειρα εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους

48

Page 50: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

1. Η αναπροσαρμογή του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 η ελληνική πολιτική σκηνή εξακολουθούσε να κυριαρχείται από την παρουσία τεσσάρων προσωποπαγών κομμάτων, τα οποία συσπειρώνονταν γύρω από αντίστοιχους ηγέτες: τον Δημήτριο Βούλγαρη, τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη και τον Θρασύβουλο Ζαΐμη. Τα κόμματα αυτά είχαν σταθεροποιήσει την παρουσία τους στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεώργιου, ενώ οι επικεφαλής τους διαγκωνίζονταν για την κατάληψη της πρωθυπουργίας: είναι χαρακτηριστικό ότι στην πενταετία που ακολούθησε την ψήφιση του Συντάγματος του 1864 και οι τέσσερις ανέλαβαν έστω για μία φορά το αξίωμα του πρωθυπουργού. Ταυτόχρονα, ωστόσο, δεν έλειπαν και οι μεταξύ τους συμπράξεις, συνήθως μετεκλογικές, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις λάμβαναν ακόμα και τη μορφή συγκυβέρνησης (όπως για παράδειγμα τον Ιούνιο του 1866 μεταξύ των Βούλγαρη και Δεληγιώργη).

Η πολιτική ηγεμονία των τεσσάρων κομμάτων, η οποία είχε με σαφήνεια αποδειχθεί από τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου του 1869, δεν έμελλε να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ανέπαφη. Σημείο καμπής στη διαδικασία ανανέωσης της ελληνικής πολιτικής ζωής αποτέλεσε αναμφισβήτητα η δημιουργία στις αρχές του 1871 του λεγόμενου Πέμπτου Κόμματος, την ηγεσία του οποίου πολύ γρήγορα ανέλαβε ο Χαρίλαος Τρικούπης. Τα στελέχη του Πέμπτου Κόμματος, το οποίο συμμετείχε αυτόνομα στις εκλογές του 1872, τα ένωνε η τοποθέτησή τους υπέρ του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης, καθώς υποστήριζαν ότι η εκάστοτε κυβέρνηση όφειλε να μην είναι δέσμια των επιλογών του στέμματος, αλλά αντίθετα να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μίας Βουλής που θα είχε προέλθει από ελεύθερες εκλογές. Φέροντας ευδιάκριτο το στίγμα της επιρροής του Τρικούπη, το Πέμπτο Κόμμα ευαγγελιζόταν επίσης την οικοδόμηση μίας συνταγματικής τάξης, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει θεμέλιο για τον συνολικό εκσυγχρονισμό της χώρας με βάση τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Σε αυτό το πλαίσιο, το αναπτυξιακό σχέδιο, το οποίο ήταν άμεσα συνυφασμένο με την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας και την υλική πρόοδο, εικαζόταν ότι θα ενίσχυε αποφασιστικά τη διεθνή θέση της Ελλάδας, συμβάλλοντας έτσι στην πραγμάτωση των ευρύτερων στρατηγικών της επιδιώξεων.

Η εμφάνιση του Πέμπτου Κόμματος όχι μόνο συνέπιπτε με την όξυνση της κρίσης που μάστιζε το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αλλά σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτήθηκε από αυτήν. Ο σχηματισμός αλλεπάλληλων κυβερνήσεων μειοψηφίας με την ανοχή ή και την παρότρυνση του Γεώργιου, καθώς και η αμετροεπής χρήση του δικαιώματος αναστολής της λειτουργίας της Βουλής που παρείχε στο βασιλιά το Σύνταγμα, ενίσχυαν τις φωνές που εναντιώνονταν σθεναρά στην απαξίωση του θεσμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αντιδρώντας στην κατάφορη παραβίαση του πνεύματος του Συντάγματος, η οποία είχε επιβεβαιωθεί από την εξόφθαλμη απόπειρα της κυβέρνησης Βούλγαρη να χειραγωγήσει το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου του 187413, ο Τρικούπης δημοσίευσε στα τέλη του ίδιου μήνα στην εφημερίδα Οι Καιροί το μνημειώδες άρθρο του «Τις πταίει;», όπου αναζητούσε τις αιτίες για τη θλιβερή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί14. Χωρίς περιστροφές, ο Τρικούπης υποδείκνυε ως 13 Σε μία προσπάθεια να «διαφωτίσουν» τους εκλογείς, οι βουλγαρικοί δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν ακόμα και ροπαλοφόρους.14 Λίγες ημέρες αργότερα, ο Τρικούπης προχώρησε στη δημοσίευση και δεύτερου άρθρου με τίτλο «Παρελθόν και ενεστώς», στο οποίο σκιαγραφούσε την προσωπικότητα του Γεώργιου και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι παρά τις αξιοσημείωτες αρετές του, η περίοδος της βασιλείας του σκιαζόταν από τη σήψη των πολιτικών ηθών και τη γενικότερη οπισθοδρόμηση της χώρας.

49

Page 51: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

αποκλειστικό υπεύθυνο τον Γεώργιο, ο οποίος –αδιαφορώντας στην πράξη για τη λαϊκή βούληση– είχε διορίσει μετά το 1868 κυβερνήσεις που ουσιαστικά δεν απολάμβαναν της εμπιστοσύνης της Βουλής: έτσι, όπως είχε συμβεί και το 1862, ο ελληνικός λαός βρισκόταν μπροστά στο δίλημμα της υποταγής στην αυθαιρεσία ή της επανάστασης. Ο Τρικούπης βέβαια δεν τασσόταν υπέρ της δεύτερης λύσης, αλλά αντίθετα υποστήριζε ότι η μόνη εφικτή θεραπεία των νοσηρών φαινομένων δεν ήταν άλλη από το σχηματισμό κυβερνήσεων πλειοψηφίας και τη διαμόρφωση δικομματικού συστήματος, δεδομένου ότι ύπαρξη πλειάδας μικρών κομμάτων ήταν ακριβώς αποτέλεσμα της τακτικής του βασιλιά να προτιμά κυβερνήσεις μειοψηφίας.

Ο Γεώργιος βρισκόταν πλέον σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, η οποία επιδεινωνόταν περαιτέρω από τις αντιδημοκρατικές μεθόδους που μετερχόταν η κυβέρνηση Βούλγαρη προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία. Έτσι, πιεζόμενος από τη γενική κατακραυγή που προκαλούσαν οι συνταγματικές ακροβασίες των βουλγαρικών, ο βασιλιάς υποχρέωσε στις 24 Απριλίου / 6 Μαΐου 1875 τον Βούλγαρη σε παραίτηση και την αμέσως επόμενη ημέρα ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Τρικούπη, ο οποίος δέχθηκε την πρόταση υπό τον όρο της άμεσης διεξαγωγής ελεύθερων εκλογών. Παρά, ωστόσο, την αποφασιστική συμβολή του στην αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης, ο Τρικούπης δεν εισέπραξε τα προσδοκώμενα κέρδη από τις εκλογές, αφού το κόμμα του περιορίστηκε στην εκλογή μόλις 17 βουλευτών, ενώ νικητής αναδείχθηκε ο Κουμουνδούρος, το κόμμα του οποίου απέσπασε 80 από τις συνολικά 190 έδρες του Κοινοβουλίου. Οι αρχές όμως που είχαν εμπνεύσει τον αγώνα του Τρικούπη και των οπαδών του θριάμβευσαν, γεγονός που επιβεβαίωσε με τον πλέον εμφατικό τρόπο ο ίδιος ο Γεώργιος, ο οποίος στις 11/23 Αυγούστου 1875 κατά την τελετή έναρξης των εργασιών της Βουλής δεσμεύτηκε δημόσια ενώπιον του σώματος ότι στο εξής θα ανέθετε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό εκείνου του κόμματος που θα εξασφάλιζε την υποστήριξη της πλειοψηφίας των μελών της εθνικής αντιπροσωπείας.

Η επιγραμματική διατύπωση της «αρχής της δεδηλωμένης» από τον Γεώργιο έθετε οριστικά τέρμα στη θλιβερή περίοδο των ανακτορικών κυβερνήσεων μειοψηφίας. Έτσι, μολονότι το Πέμπτο Κόμμα παρέμεινε στην αντιπολίτευση, αφού την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Κουμουνδούρος, η επικράτηση των απόψεών του το καθιστούσε εκ των πραγμάτων ανερχόμενη δύναμη στην ελληνική πολιτική σκηνή. Πράγματι, στις εκλογές του 1879 οι τρικουπικοί αύξησαν εντυπωσιακά την κοινοβουλευτική τους δύναμη, εξασφαλίζοντας 60 από τις συνολικά 207 έδρες και προδιαγράφοντας με αυτόν τον τρόπο την επερχόμενη άνοδό τους στην εξουσία. Το πολιτικό άστρο του Τρικούπη είχε ανατείλει για τα καλά, έστω κι αν ο ίδιος θα έπρεπε να περιμένει έως τις αρχές της δεκαετίας του 1880 προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή το ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που είχε κατά νου.

2. Η βαλκανική κρίση (1875–1878) και η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της Άρτας (1881).

Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας συνέπιπταν χρονικά με την εκδήλωση της βαλκανικής κρίσης, η οποία έμελλε τελικά να αναμορφώσει τον χάρτη της χερσονήσου του Αίμου. Αφορμή για τη νέα υποτροπή του Ανατολικού Ζητήματος αποτέλεσε η εξέγερση στην Ερζεγοβίνη το καλοκαίρι του 1875, η οποία πολύ γρήγορα

50

Page 52: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

επεκτάθηκε και στη γειτονική Βοσνία. Τον Μάιο του επόμενου έτους η επαναστατική σπίθα μεταδόθηκε και στη Βουλγαρία, επιδεινώνοντας έτσι την ήδη δυσχερή θέση της Υψηλής Πύλης, καθώς η εξαιρετικά βίαιη καταστολή της βουλγαρικής εξέγερσης από τις αριθμητικά υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις είχε ως αποτέλεσμα την ευαισθητοποίηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, η οποία ταυτιζόταν συναισθηματικά με τους καταπιεζόμενους χριστιανούς υπηκόους του σουλτάνου. Εκτιμώντας ότι η συγκυρία ευνοούσε την προσπάθεια εκπλήρωσης των εδαφικών της αξιώσεων σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Σερβία κήρυξε στις 18/30 Ιουνίου 1876 τον πόλεμο εναντίον της Πύλης, ενώ λίγες ημέρες αργότερα τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και το Μαυροβούνιο.

Η πρόθεση των Σέρβων να επιλέξουν την τακτική της μετωπικής σύγκρουσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν από καιρό γνωστή στην ελληνική κυβέρνηση, καθώς ήδη από την εποχή της εκδήλωσης των εξεγέρσεων στην Ερζεγοβίνη και τη Βοσνία το Βελιγράδι είχε επιδιώξει να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Αθήνας. Η τελευταία, ωστόσο, έχοντας επίγνωση της στρατιωτικής αδυναμίας της χώρας και παρά την έξαψη των πνευμάτων της ελληνικής κοινής γνώμης, εμφανιζόταν εξαιρετικά επιφυλακτική απέναντι στο ενδεχόμενο συμμετοχής σε μία ριψοκίνδυνη περιπέτεια με αβέβαιο τελικό αποτέλεσμα. Οι ελληνικοί δισταγμοί, εξάλλου, ενισχύονταν από την σαφώς αρνητική τοποθέτηση της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία σύστηνε στην Αθήνα να αποτρέψει την εξέγερση ελληνικών πληθυσμών στα οθωμανικά εδάφη. Αδυνατώντας να εξασφαλίσουν οποιαδήποτε ουσιαστική εξωτερική βοήθεια, οι συνασπισμένες σερβομαυροβουνιακές δυνάμεις γνώρισαν την ήττα από τους Οθωμανούς, η οποία μετριάστηκε μόνο από την εσπευσμένη διπλωματική παρέμβαση της Ρωσίας που είχε ως αποτέλεσμα τη σύναψη ανακωχής μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών στις 20 Οκτωβρίου / 1 Νοεμβρίου 1876. Το ενδιαφέρον, εξάλλου, της Πετρούπολης δεν ήταν καινοφανές, καθώς τον Ιούλιο του ίδιου έτους είχε υπογράψει με την Αυστρο–Ουγγαρία15 τη μυστική Σύμβαση του Ράιχσταντ, η οποία αντιμετώπιζε εναλλακτικά το ενδεχόμενο τουρκικής και σερβικής νίκης: στην πρώτη περίπτωση η Πύλη θα υποχρεωνόταν στην επαναφορά του προπολεμικού status quo, ενώ στη δεύτερη η Σερβία και το Μαυροβούνιο θα διαιρούσαν και θα προσαρτούσαν το σαντζάκι του Νόβι–Μπαζάρ, η Αυστρο–Ουγγαρία θα αποκτούσε το μεγαλύτερο τμήμα της Βοσνίας–Ερζεγοβίνης και η Ρωσία θα ανακτούσε τη Βεσσαραβία, την οποία είχε απολέσει ως αποτέλεσμα του Κριμαϊκού Πολέμου. Η ίδια Σύμβαση προέβλεπε επίσης την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας, της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Αλβανίας, την εκχώρηση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης στην Ελλάδα, αλλά και τη μεταβολή της Κωνσταντινούπολης σε ελεύθερη πόλη σε περίπτωση που η εικαζόμενη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λάμβανε ευρύτερες διαστάσεις.

Όταν το περιεχόμενο της μυστικής Σύμβασης άρχισε να διαρρέει, η ελληνική κοινή γνώμη ενθουσιάστηκε. Πολύ σύντομα, ωστόσο, την αισιοδοξία διαδέχθηκε η διάψευση των αρχικών προσδοκιών κυρίως ως αποτέλεσμα των αποφάσεων της Συνδιάσκεψης της Κωνσταντινούπολης, η οποία συγκλήθηκε τον Δεκέμβριο του 1876 με σκοπό τη διευθέτηση της βαλκανικής κρίσης: η τελική συμφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων περιορίστηκε στην επιβολή των τελικών όρων ειρήνευσης ανάμεσα αφενός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αφετέρου στη Σερβία και το Μαυροβούνιο, καθώς και στην εκπόνηση προγράμματος μεταρρυθμίσεων που προέβλεπε την εγκαθίδρυση καθεστώτος αυτονομίας στη Βοσνία–Ερζεγοβίνη και τη Βουλγαρία˙ την ίδια στιγμή,

15 Το 1867 η Αυστριακή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε δύο επιμέρους τμήματα, την Αυστρία και την Ουγγαρία, τα οποία συναποτέλεσαν ένα ενιαίο κρατικό μόρφωμα υπό το σκήπτρο των Αψβούργων μοναρχών. Ο ιδιότυπος χαρακτήρας που επέβαλε η νέα διοικητική δομή και ο οποίος διατηρήθηκε για περίπου πενήντα χρόνια, προσέδωσε στην Αυστρο–Ουγγαρία το προσωνύμιο της Δυαδικής Μοναρχίας.

51

Page 53: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

καμία αναφορά δεν γινόταν στο ενδεχόμενο επέκτασης των ελληνικών συνόρων είτε προς βορρά είτε μέσω της προσάρτησης της Κρήτης. Η ελληνική απογοήτευση, εξάλλου, ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από τη φιλοβουλγαρική στάση που τήρησε η Ρωσία –η οποία κατέτεινε ουσιαστικά στη δημιουργία ενός προπλάσματος της Μεγάλης Βουλγαρίας που θα εκτεινόταν στο μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας και της Θράκης– μετά την άρνηση της Πύλης να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις των Δυνάμεων.

Η αδιάλλακτη στάση του σουλτάνου επιτάχυνε τις εξελίξεις, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο έκρηξης ενός νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, ο οποίος κατέστη ακόμα πιθανότερος τον Μάρτιο του 1877, όταν η Πύλη απέρριψε τις νέες προτάσεις των Δυνάμεων. Πράγματι, στις 24 Απριλίου / 6 Μαΐου 1877 η Ρωσία κήρυξε των πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επιβεβαιώνοντας τις σχετικές προβλέψεις. Στην Ελλάδα η είδηση του πολέμου είχε ως αποτέλεσμα τη νέα έξαψη της κοινής γνώμης, η οποία υποδαυλιζόταν από τη δράση των πολυποίκιλων «εθνικών οργανώσεων» που έκαναν και πάλι δυναμικά την εμφάνισή τους στο πολιτικό προσκήνιο. Αντιλαμβανόμενος τους κινδύνους που συνεπαγόταν η περαιτέρω εκτράχυνση της κατάστασης στο εσωτερικό της χώρας, όπου η προπαγάνδα υπέρ της ανάληψης επιθετικών πρωτοβουλιών κέρδιζε διαρκώς έδαφος, ο Γεώργιος εισηγήθηκε το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών ηγετών υπό την ηγεσία του γηραιού ναύαρχου Κωνσταντίνου Κανάρη (26 Μαΐου / 7 Ιουνίου 1877).

Επιχειρώντας να ισορροπήσει σε τεντωμένο σχοινί και κάτω από την πίεση της Βρετανίας, η οποία επιδίωκε να κρατήσει την Ελλάδα μακριά από τον πόλεμο, η νέα κυβέρνηση αποφάσισε μεν να αρχίσει τις στρατιωτικές προετοιμασίες, αλλά να μην επιτεθεί μέχρι τη στιγμή που θα ήταν απόλυτα έτοιμη. Ταυτόχρονα, ο Τρικούπης, ο οποίος είχε αναλάβει το κρίσιμο Υπουργείο Εξωτερικών, διαβεβαίωσε το Λονδίνο ότι η Αθήνα δεν είχε σκοπό να κηρύξει άμεσα τον πόλεμο στην Πύλη, ούτε θα ενθάρρυνε τοπικές εξεγέρσεις στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Κρήτη. Την υιοθέτηση, εξάλλου, μετριοπαθούς στάσης επέβαλε η ίδια η εξέλιξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, καθώς μετά τις πρώτες επιτυχίες ο τσαρικός στρατός καθηλώθηκε στο φρούριο της Πλέβνας νότια του Δούναβη. Η τουρκική αντίσταση, ωστόσο, δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει για πάντα, κι έτσι τον Δεκέμβριο του 1877 κατέλαβαν την Πλέβνα και προέλασαν ταχύτατα νοτιοανατολικά, κατευθυνόμενοι ακάθεκτοι προς την Αδριανούπολη. Όπως ήταν φυσικό, η διαγραφόμενη σαρωτική νίκη της Ρωσίας συμπαρέσυρε και τα τελευταία αναχώματα σύνεσης στην Ελλάδα, όπου εκτός από την κατακραυγή της έξαλλης από ενθουσιασμό κοινής γνώμης, η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει την κρίση στο εσωτερικό της που είχε προκαλέσει ο θάνατος του Κανάρη τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.

Η όξυνση του φιλοπόλεμου κλίματος ανάγκασε τον Γεώργιο να διαλύσει την οικουμενική κυβέρνηση και να αναθέσει την πρωθυπουργία στον Κουμουνδούρο, δεδομένου ότι ο τελευταίος ήταν ο επικεφαλής του μεγαλύτερου κοινοβουλευτικού κόμματος. Αδυνατώντας να ελέγξει την κατάσταση, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου αποφάσισε στις 21 Ιανουαρίου / 2 Φεβρουαρίου 1878 να διατάξει την εισβολή του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία, υπό το πρόσχημα της προστασίας των Ελλήνων της περιοχής, χωρίς προηγουμένως να κηρύξει επίσημα τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η χρονική συγκυρία, ωστόσο, κάθε άλλο παρά ευνοϊκή ήταν, καθώς μόλις δύο ημέρες νωρίτερα οι Ρώσοι και οι Τούρκοι είχαν υπογράψει συμφωνία ανακωχής, θέτοντας έτσι τέρμα στη μεταξύ τους σύγκρουση. Η καθυστερημένη ενημέρωση της Αθήνας για τις εξελίξεις επέβαλε την άμεση αλλαγή πορείας πλεύσης, η οποία επιβεβαιώθηκε από την απόφαση για την άμεση ανάκληση των ελληνικών στρατευμάτων από τα οθωμανικά εδάφη. Ταυτόχρονα όμως, σε μία προφανή προσπάθεια διατήρησης ορισμένων διαπραγματευτικών πλεονεκτημάτων, η ελληνική κυβέρνηση φρόντισε να ενισχύσει τις εξεγέρσεις στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την

52

Page 54: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Κρήτη, υπολογίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε ενδεχομένως να εξασφαλίσει κάποια εδαφικά ανταλλάγματα.

Στην πραγματικότητα, η άκαιρη εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα τη δυσαρέσκεια τόσο της Μεγάλης Βρετανίας όσο και της Ρωσίας: της πρώτης γιατί ευθύς εξαρχής είχε εναντιωθεί στην ελληνική συμμετοχή σε αυτόν και της δεύτερης γιατί η κινητοποίηση της Αθήνας είχε έρθει καθυστερημένα. Αντίθετα, εξάλλου, από τις προσδοκίες, η ίδια η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επεφύλασσε μία εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη για την ελληνική πλευρά: στις 19 Φεβρουαρίου / 3 Μαρτίου 1878 Ρώσοι και Τούρκοι συνυπέγραψαν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία άλλαζε άρδην τις γεωπολιτικές ισορροπίες στα Βαλκάνια με τρόπο κάθε άλλο παρά ευνοϊκό για τα ελληνικά συμφέροντα. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης, η Πύλη αποδεχόταν την παραχώρηση στην αυτόνομη ηγεμονία της Βουλγαρίας της Ανατολικής Ρωμυλίας, τμήματος της Θράκης και του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας εκτός από τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία κέρδιζαν την πλήρη ανεξαρτησία τους, η οποία στην περίπτωση των δύο πρώτων συνοδευόταν και από πρόσθετα εδαφικά οφέλη, ενώ για τη Βοσνία–Ερζεγοβίνη προβλεπόταν η καθιέρωση ειδικού καθεστώτος αυτονομίας υπό κοινή ρωσοαυστριακή εποπτεία. Η Ρωσία, τέλος, προσαρτούσε την περιοχή της Δοβρουτσάς, καθώς και τις πόλεις Καρς, Μπαγιαζίντ και Βατούμ στον Καύκασο.

Στην πραγματικότητα, η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου όχι μόνο επιχειρούσε να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδια για τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, αλλά πολύ περισσότερο ενίσχυε εντυπωσιακά την επιρροή της Πετρούπολης στη χερσόνησο του Αίμου. Η λεόντειος συμφωνία, ωστόσο, δεν έμελλε να εφαρμοσθεί στην πράξη, καθώς προσέκρουσε άμεσα στην αντίδραση των υπολοίπων Μεγάλων Δυνάμεων, ιδίως της Μεγάλης Βρετανίας και της Αυστρο–Ουγγαρίας, οι οποίες ανησυχούσαν από την προοπτική εγκαθίδρυσης μίας ιδιότυπης ρωσικής ηγεμονίας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Έτσι, ως αποτέλεσμα της συνδυασμένης πίεσης του Λονδίνου και της Βιέννης, η Πετρούπολη θα εξαναγκαζόταν σε αναδίπλωση, αποδεχόμενη το αίτημα για τη σύγκληση διεθνούς Συνεδρίου, το οποίο θα προχωρούσε στην αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου.

Πράγματι, το Συνέδριο που θα επισφράγιζε οριστικά το τέλος της βαλκανικής κρίσης συνήλθε τελικά στο Βερολίνο την 1η / 13η Ιουνίου 1878. Για την Αθήνα, η σύγκληση του Συνεδρίου αποτελούσε αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη, καθώς απομάκρυνε την προοπτική δημιουργίας της Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία μοιραία θα καταλάμβανε εδάφη κατοικούμενα και από ελληνικούς πληθυσμούς. Παρά τις προσπάθειες, ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την επίσημη συμμετοχή της χώρας στις εργασίες του Συνεδρίου, γεγονός που ασφαλώς μείωνε τα περιθώρια διπλωματικών ελιγμών. Έτσι, η ελληνική αντιπροσωπεία στο Βερολίνο περιορίστηκε απλώς στην υποβολή υπομνήματος, στο οποίο αναπτύσσονταν οι εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Κρήτη16.

Επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις, το Συνέδριο του Βερολίνου προχώρησε στη ριζική αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η Συνθήκη του Βερολίνου (1/13 Ιουλίου 1878) περιόρισε δραστικά την έκταση της βουλγαρικής ηγεμονίας, αφαιρώντας από την τελευταία όλα τα εδάφη νότια του Αίμου, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ρωμυλίας, η οποία ανακηρύχθηκε αυτόνομη επαρχία με χριστιανό διοικητή και νότιο σύνορο την οροσειρά της Ροδόπης. Έτσι, η Πύλη διατήρησε τον πλήρη έλεγχο

16 Χαρακτηριστικό της δυσμενούς διαπραγματευτικής θέσης της Αθήνας είναι το γεγονός ότι ο Έλληνας αντιπρόσωπος στο Συνέδριο του Βερολίνου, Θεόδωρος Δηλιγιάννης, απέφυγε σκόπιμα να αναφερθεί με ακρίβεια στα επιθυμητά για την Ελλάδα βόρεια σύνορα προκειμένου να μην περιορίσει ακούσια την έκταση των πιθανών ελληνικών κερδών.

53

Page 55: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

της Μακεδονίας και της Θράκης, εκχωρώντας σε αντιστάθμισμα τη διοίκηση της Βοσνίας–Ερζεγοβίνης στην Αυστρο–Ουγγαρία, η οποία επιπλέον εξασφάλισε το δικαίωμα να διατηρεί φρουρά στο Σαντζάκι του Νόβι Μπαζάρ. Παράλληλα, η νέα Συνθήκη επιβεβαίωσε την ανεξαρτησία της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας, στέρησε όμως από τις δύο πρώτες χώρες περίπου τα μισά εδαφικά οφέλη που τους προσπόριζε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Από την πλευρά της, η Ρωσία προσαρτούσε οριστικά το Καρς και το Αρδαχάν στην περιοχή του Καυκάσου, ενώ έναντι της εκχώρησης της Δοβρουτσάς στη Ρουμανία λάμβανε τη Βεσσαραβία. Βάσει, τέλος, ειδικής βρετανοτουρκικής Συνθήκης, η οποία είχε συναφθεί πριν την έναρξη του Συνεδρίου του Βερολίνου και κρατήθηκε μυστική έως τότε, η Μεγάλη Βρετανία αποκτούσε το δικαίωμα «προσωρινής» κατάληψης της Κύπρου, μολονότι η τελευταία παρέμενε τυπικά υπό την κυριαρχία του σουλτάνου17: ήταν το τίμημα που κατέβαλε η Πύλη για τη διπλωματική υποστήριξη που της είχε παράσχει το Λονδίνο έναντι των επεκτατικών διαθέσεων της Πετρούπολης.

Η Συνθήκη του Βερολίνου δεν αναφερόταν ρητά στις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας, περιλαμβάνοντας απλώς μία γενικόλογη αναφορά στην υποχρέωση του σουλτάνου να εφαρμόσει πιστά τον Οργανικό Νόμο του 1868 στην Κρήτη. Λίγες ημέρες, ωστόσο, πριν από τη λήξη των εργασιών του Συνεδρίου, τα συμμετέχοντα κράτη είχαν προκρίνει την ευνοϊκή διαρρύθμιση των ελληνοτουρκικών συνόρων στη Θεσσαλία και την Ήπειρο προς όφελος της Αθήνας, προτρέποντας τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις με σκοπό την οριστική ρύθμιση της σχετικής εκκρεμότητας. Το άρθρο 24, εξάλλου, της Συνθήκης του Βερολίνου, προέβλεπε τη μεσολάβηση των Δυνάμεων σε περίπτωση που η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία αδυνατούσαν να καταλήξουν σε μία αμοιβαία αποδεκτή λύση.

Πράγματι, σε εφαρμογή αυτών των αποφάσεων, οι δύο χώρες εγκαινίασαν τον Φεβρουάριο του 1879 διαπραγματεύσεις, οι οποίες ωστόσο πολύ γρήγορα προσέκρουσαν στην αδιαλλαξία της Πύλης. Η εξαιρετικά ασαφής, εξάλλου, διατύπωση του Συνεδρίου του Βερολίνου σχετικά με την έκταση των εδαφών που επρόκειτο να παραχωρηθούν στην Ελλάδα επιβράδυνε ακόμα περισσότερο τη διαδικασία, καθώς οι δύο πλευρές αδυνατούσαν να καταλήξουν σε μία συμβιβαστική λύση. Το ζήτημα θα παρέμενε εκκρεμές για περισσότερο από δύο χρόνια ακόμα και θα διευθετούνταν μόλις στις 20 Ιουνίου / 2 Ιουλίου 1881 με την υπογραφή –έπειτα και από την αποφασιστική παρέμβαση των Δυνάμεων– ειδικής ελληνοτουρκικής Συνθήκης στην Κωνσταντινούπολη, βάσει της οποίας η Ελλάδα εξασφάλιζε ολόκληρη σχεδόν τη Θεσσαλία –με μοναδική εξαίρεση την περιοχή της Ελασσόνας– αλλά μικρό μόνο τμήμα της Ηπείρου γύρω από την πόλη της Άρτας. Σε αντιστάθμισμα, η Αθήνα αναλάμβανε την υποχρέωση σεβαστεί τη θρησκευτική ελευθερία όσων μουσουλμάνων επέλεγαν να παραμείνουν στα παραχωρούμενα εδάφη.

Ο διακανονισμός της Κωνσταντινούπολης δεν ικανοποιούσε πλήρως τις ελληνικές απαιτήσεις, ειδικότερα σε σχέση με την Ήπειρο. Στην Αθήνα, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου, η οποία είχε διαπραγματευθεί τη συμφωνία, κατηγορήθηκε από την κοινή γνώμη αλλά και από την τρικουπική αντιπολίτευση για επίδειξη ενδοτικού πνεύματος. Το γεγονός, ωστόσο, παρέμενε ότι η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας αποτέλεσαν τις πρώτες οθωμανικές επαρχίες που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του περίπου μισό αιώνα νωρίτερα, προσθέτοντας έτσι συνολικά 13.385 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους και περίπου 300.000 νέους κατοίκους στην ελληνική επικράτεια. Ειδικά, εξάλλου, σε ότι αφορούσε στην προσάρτηση της εύφορης θεσσαλικής πεδιάδας, τα οφέλη επεκτείνονταν άμεσα και στο

17 Η κατάληψη της Κύπρου από τους Βρετανούς, πάντως, κάθε άλλο παρά προσωρινή έμελλε να αποδειχθεί, καθώς τελικά διήρκεσε για περισσότερα από 80 χρόνια.

54

Page 56: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

οικονομικό επίπεδο, καθώς ήταν προφανές ότι θα ενίσχυαν άμεσα τη γεωργική παραγωγή της χώρας.

Όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση των Επτανήσων, έτσι και η δεύτερη επέκταση των ελληνικών συνόρων δεν είχε πραγματοποιηθεί χάρη στη δύναμη των όπλων, αλλά ως αποτέλεσμα διπλωματικών διεργασιών, οι οποίες έφεραν ευδιάκριτη τη σφραγίδα της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων. Η διαπίστωση αυτή υπογράμμιζε την αδυναμία της Αθήνας να εφαρμόσει –παρά τις συχνά μεγαλόστομες διακηρύξεις– μία πολιτική ευθείας αντιπαράθεσης με την Υψηλή Πύλη, καθώς ήταν σαφές ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων λειτουργούσε προς όφελος της δεύτερης. Ανεξάρτητα, πάντως, από τις αιτίες που οδήγησαν τελικά στη διεύρυνση των ορίων του μικροσκοπικού ελληνικού βασιλείου, αυτή καθ’ αυτή η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας έμελλε μεσοπρόθεσμα να τροφοδοτήσει περαιτέρω τους μεγαλοϊδεατικούς οραματισμούς, δεδομένου ότι έφερνε την Ελλάδα στα γεωγραφικά πρόθυρα δύο ακόμη στόχων του ελληνικού αλυτρωτισμού, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, σε μία εποχή μάλιστα που τα σημάδια της όξυνσης του ανταγωνισμού των βαλκανικών κρατών στις εν λόγω περιοχές γίνονταν ολοένα και πιο ορατά.

3. Ο Χαρίλαος Τρικούπης και το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα.

Η ολοκλήρωση της διαδικασίας προσάρτησης της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας στο ελληνικό βασίλειο έμελλε να συνδυαστεί με την εφαρμογή του ευρύτατου μεταρρυθμιστικού προγράμματος του Χαρίλαου Τρικούπη. Φορέας του ευρωπαϊκού πνεύματος της εποχής και θαυμαστής του βρετανικού προτύπου διακυβέρνησης, ο Τρικούπης, ο οποίος είχε εμφανιστεί δυναμικά στο προσκήνιο ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1870, σφράγισε με την παρουσία του την ελληνική πολιτική σκηνή κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Από το 1880 έως το 1895, διάστημα κατά το οποίο διετέλεσε συνολικά πέντε φορές πρωθυπουργός (Μάρτιος – Οκτώβριος 1880, Μάρτιος 1882 – Απρίλιος/Μάιος 1885, Μάιος 1886 – Οκτώβριος/Νοέμβριος 1890, Ιούνιος 1892 – Μάιος 1893 και Οκτώβριος/Νοέμβριος 1893 – Ιανουάριος 1895), επιχείρησε να θέσει τα θεμέλια εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους, αναδεικνυόμενος σε εμβληματική μορφή αυτής της μακρόχρονης, κοπιώδους και συχνά ατελέσφορης διαδικασίας.

Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο Τρικούπης έδωσε προτεραιότητα στην εσωτερική ανασυγκρότηση της χώρας, κυρίως μέσω της δημιουργίας των απαραίτητων υποδομών, οι οποίες θα επέτρεπαν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Με αυτόν τον τρόπο, εξάλλου, δεν επεδίωκε να ικανοποιήσει μία βραχυπρόθεσμη ανάγκη, αλλά αντίθετα φιλοδοξούσε να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις, οι οποίες θα απέδιδαν σε βάθος χρόνου τα ποθούμενα αποτελέσματα. Ο μακρόπνοος στρατηγικός σχεδιασμός που εισηγούνταν ο Τρικούπης αποτελούσε τομή σε σχέση με το παρελθόν. Η στενή, άλλωστε, διασύνδεση των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων με την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, προσέδιδε έναν ακόμη δυναμικότερο χαρακτήρα στο ανανεωτικό εγχείρημα: ένα άριστα διοικούμενο κράτος δικαίου, με αποδοτική οικονομία και σύγχρονες ένοπλες δυνάμεις, υποστήριζε ο Τρικούπης, θα μπορούσε να εξυπηρετήσει αποτελεσματικότερα τα ελληνικά συμφέροντα σε διεθνές επίπεδο. Η έμφαση στον τομέα της ανάπτυξης των υποδομών γινόταν φανερή από την εκπόνηση και την εφαρμογή ενός εντυπωσιακού προγράμματος δημόσιων έργων που αποσκοπούσαν στη θεαματική βελτίωση των –αναχρονιστικών και οπωσδήποτε ανεπαρκών– χερσαίων επικοινωνιών του ελληνικού κράτους. Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας τοποθετήθηκε ευθύς εξαρχής η επέκτασή του σιδηροδρομικού δικτύου στη

55

Page 57: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Θεσσαλία, την Πελοπόννησο και την Αττική: έτσι μόνο την πενταετία 1882–1887 περισσότερα από 500 χιλιόμετρα νέων γραμμών προστέθηκαν στο ήδη υπάρχον δίκτυο, ενώ σχεδόν άλλα τόσα βρίσκονταν υπό κατασκευή και ολοκληρώθηκαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Την εικόνα συμπλήρωναν τα επίσης εκτεταμένα έργα οδοποιίας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον τριπλασιασμό των τροχήλατων δρόμων, καθώς και πλήθος άλλων έργων, με κορυφαίο αναμφίβολα τη διάνοιξη της διώρυγας του Ισθμού της Κορίνθου.

Η εντυπωσιακή επέκταση των χερσαίων συγκοινωνιακών δικτύων εξυπηρετούσε άμεσα το στόχο της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, καθώς διευκόλυνε την απρόσκοπτη και έγκαιρη μεταφορά των εμπορευμάτων και πρωτίστως των ευπαθών γεωργικών προϊόντων από τον τόπο παραγωγής τους στις εγχώριες αλλά και στις διεθνείς αγορές, προνόμιο που έως τότε διέθεταν ουσιαστικά μόνο οι παράκτιες περιοχές. Η βελτίωση των υποδομών είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της γεωργικής παραγωγής (η οποία εξακολουθούσε να αποτελεί τη βάση της ελληνικής οικονομίας αποκτώντας ολοένα σαφέστερο εξαγωγικό προσανατολισμό με όχημα κυρίως την πελοποννησιακή σταφίδα), αλλά και των βιομηχανικών μονάδων που είχαν κάνει δειλά την εμφάνισή τους τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Στο ίδιο διάστημα, εξάλλου, η ελληνική εμπορική ναυτιλία ολοκλήρωνε τη σταδιακή μεταπήδησή της από την ιστιοπλοΐα στην ατμοπλοΐα, αναγόμενη σε έναν από τους βασικότερους στυλοβάτες της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας: η καθαρή χωρητικότητα των πλοίων υπό ελληνική σημαία ήταν το 1873 μόλις 3.000 τόνοι, δέκα χρόνια αργότερα είχε σχεδόν εννιαπλασιαστεί φθάνοντας τους 26.000 τόνους, ενώ το 1898 άγγιζε τους 87.000 τόνους.

Ο τρίτος άξονας των μεταρρυθμίσεων του Τρικούπη αφορούσε στην απόπειρα εκσυγχρονισμού των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Έχοντας ως βασική προτεραιότητα τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας, οι τρικουπικές κυβερνήσεις αποφάσισαν τη μείωση της στρατιωτικής θητείας από δύο σε ένα χρόνο προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα που θα εξοικονομούνταν για τη βελτίωση της εκπαίδευσης των στελεχών του στρατεύματος και την αγορά πρόσθετου εξοπλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, αναδιοργανώθηκε η λειτουργία των παραγωγικών σχολών των ενόπλων δυνάμεων, ενώ κλήθηκαν στην Ελλάδα Γάλλοι στρατιωτικοί σύμβουλοι για το στρατό ξηράς και το ναυτικό. Στο ίδιο διάστημα, εξάλλου, καταστρώθηκε ένα ευρείας κλίμακας εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο εκτός των άλλων προνοούσε για την αγορά πολεμικών πλοίων με σκοπό την ενίσχυση του ασθενούς έως τότε ελληνικού στόλου.

Οι παρεμβάσεις του Τρικούπη επεκτείνονταν και στον τομέα της δημόσιας διοίκησης, καθώς η αναδιοργάνωσή της είχε ευθύς εξαρχής τεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Σε μία προσπάθεια πάταξης των ευρύτατα διαδεδομένων φαινομένων της ευνοιοκρατίας και της διαφθοράς των κρατικών λειτουργών, ο Τρικούπης επέβαλε –με την υποστήριξη και των υπόλοιπων κομμάτων– την απαγόρευση διορισμού δημοσίων υπαλλήλων στον τόπο καταγωγής τους. Η απόπειρα, άλλωστε, εξορθολογισμού της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού επεκτάθηκε και στον τρόπο πρόσληψης και προαγωγής των δημοσίων υπαλλήλων μέσω της θέσπισης αυστηρότερων κριτηρίων επιλογής και της διαφάνειας των σχετικών διαδικασιών. Το μεταρρυθμιστικό έργο συμπληρωνόταν από τις αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία, με κύριο άξονα τη διεύρυνση των εκλογικών περιφερειών –οι οποίες ταυτίζονταν πλέον με τους νομούς– με στόχο την καταπολέμηση των πελατειακών σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ των βουλευτών και των κατά τόπους ψηφοφόρων τους και εν τέλει την παγίωση του δικομματικού συστήματος, το οποίο είχε αρχίσει να εδραιώνεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1880.

Ο Τρικούπης, τέλος, επιχείρησε να αναπροσανατολίσει την ελληνική εξωτερική πολιτική προς την κατεύθυνση του ρεαλισμού. Έχοντας πλήρη επίγνωση των ελληνικών

56

Page 58: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

αδυναμιών, ήταν πεπεισμένος ότι η πολιτική και οικονομική ανόρθωση του ελληνικού κράτους όφειλε να προηγηθεί της απόπειρας δυναμικής διεκδίκησης των αλυτρωτικών επιδιώξεων της Ελλάδας18. Διαβλέποντας ότι στο άμεσο μέλλον ο κίνδυνος για τα ελληνικά συμφέροντα θα προέκυπτε από την αντιπαράθεση της Αθήνας με τα σλαβικά κράτη των Βαλκανίων, ο Τρικούπης υποστήριζε ότι ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν εξυπηρετούσε στη δεδομένη ιστορική συγκυρία την Ελλάδα, καθώς θα απέβαινε πιθανότατα προς όφελος των Βουλγάρων και των Σέρβων ιδίως σε ότι αφορούσε στη διανομή της Μακεδονίας. Έτσι, απέφυγε να συγκατανεύσει στις προτάσεις του Μαυροβουνίου και της Σερβίας για τη δημιουργία μίας βαλκανικής συμμαχίας με αντιτουρκικό χαρακτήρα, επιλέγοντας αντίθετα την τακτική της βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Σε μία προσπάθεια, εξάλλου, να εξασφαλίσει πρόσθετα διπλωματικά ερείσματα που θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύτιμα στην αναχαίτιση του σλαβικού κινδύνου, ο Τρικούπης εξέτασε σοβαρά το ενδεχόμενο συνεννόησης με την Αυστρο–Ουγγαρία, αν και τελικά τα σχέδια για τη σύναψη διμερούς συνθήκης συμμαχίας παρέμειναν ανολοκλήρωτα.

Εξεταζόμενο από κάθε άποψη, το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του Τρικούπη αποτελούσε αναμφισβήτητα σημείο καμπής στην ιστορική πορεία του νεότερου ελληνισμού, αλλά και σταθερή παρακαταθήκη για το μέλλον. Παρά, ωστόσο, τις αρχικές μεγάλες προσδοκίες, αλλά και την αναμφίβολη αποτελεσματικότητα αρκετών από τις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν από τις διαδοχικές τρικουπικές κυβερνήσεις έως τα μέσα της δεκαετίας του 1890, το όλο εγχείρημα παρέμεινε τελικά μετέωρο, καθώς δεν είχε σταθεί δυνατόν –παρά τις φιλότιμες προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση– να θεραπεύσει πολλές από τις δομικές αδυναμίες του ελληνικού κράτους. Το υψηλός κόστος των μεταρρυθμίσεων καθιστούσε προβληματική τη χρηματοδότησή τους, αυξάνοντας τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και συνακόλουθα την ανάγκη εξωτερικού δανεισμού. Η διάθεση, εξάλλου, ενός δυσανάλογα υψηλού ποσοστού των δημοσίων δαπανών αλλά και των διεθνών δανείων για την υποστήριξη του φιλόδοξου εξοπλιστικού προγράμματος των ενόπλων δυνάμεων υπέσκαπτε στην πράξη την προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης της χώρας που ευαγγελιζόταν ο Τρικούπης, συνιστώντας ταυτόχρονα προφανή αντίφαση σε σχέση με όσα ο ίδιος υποστήριζε για την ανάγκη πρόταξης της εσωτερικής ανασυγκρότησης προκειμένου να καθίστατο αποδοτικότερη η άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η ουσιαστική αποτυχία της διαχείρισης των δημοσιονομικών προβλημάτων, ακραίο σύμπτωμα της οποίας αποτελούσε η εκρηκτική αύξηση του ελληνικού δημόσιου χρέους19, συμπληρωνόταν από την επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος της χώρας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η κρίση δεν θα αργούσε να εκδηλωθεί, εξαναγκάζοντας τον Δεκέμβριο του 1893 τον Τρικούπη να κηρύξει την πτώχευση του ελληνικού κράτους, αναγνωρίζοντας έτσι την αδυναμία του τελευταίου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των δανειστών του. Η συντριπτική ήττα του Πέμπτου Κόμματος στις εκλογές της 16ης/28ης Απριλίου 1895 –κατά τις οποίες ο ίδιος δεν κατόρθωσε να εκλεγεί καν βουλευτής– σηματοδότησε το τέλος της πολιτικής σταδιοδρομίας του Τρικούπη, χωρίς ωστόσο να αμβλύνει την αποφασιστική συνεισφορά του στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της νεότερης Ελλάδας.

18 Σε αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, ο Τρικούπης δεν δίστασε να προχωρήσει στη διάλυση των διάφορων «πατριωτικών οργανώσεων» που στο παρελθόν είχαν διεκδικήσει ρόλο στη χάραξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς και να έρθει σε σύγκρουση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ με αφορμή τον έλεγχο των ελληνικών σχολείων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο οποίος σύμφωνα με τον Έλληνα πρωθυπουργό έπρεπε να περιέλθει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Αθήνας. 19 Το 1893, για παράδειγμα, τα ονομαστικά τοκοχρεολύσια των δανείων απορροφούσαν το 1/3 των τακτικών εσόδων του ελληνικού δημοσίου. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη, καθώς εάν συνυπολογιζόταν η αύξηση της διεθνούς τιμής του χρυσού, τα τοκοχρεολύσια απαιτούσαν σχεδόν το 50% των εσόδων.

57

Page 59: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

4. Η διάψευση των προσδοκιών: ο «ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897.

Οι εκλογές του 1895 ανέδειξαν νικητή τον Θόδωρο Δηλιγιάννη –αντίπαλο

πολιτικό δέος του Τρικούπη κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα–, ο οποίος τον Ιούνιο του ίδιου έτους ανέλαβε την πρωθυπουργία. Το βασικότερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ο νέος πρωθυπουργός ήταν εκείνο της αποζημίωσης των ξένων ομολογιούχων, το οποίο είχε προκύψει ως αποτέλεσμα της πτώχευσης του 1893 και εξακολουθούσε να δηλητηριάζει τις σχέσεις της Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σε μία προσπάθεια κατευνασμού των διεθνών πιέσεων, ο Δηλιγιάννης προχώρησε στην ίδρυση ειδικής υπηρεσίας διαχείρισης του δημόσιου χρέους, η οποία όμως, αποτελούμενη αποκλειστικά από Έλληνες υπηκόους, δεν πληρούσε τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις αμεροληψίας και κατά συνέπεια δεν παρείχε τα απαραίτητα εχέγγυα ότι θα ήταν σε θέση να φέρει σε πέρας την εξαιρετικά δύσκολη αποστολή που της είχε ανατεθεί. Το ζήτημα της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους πιθανότατα δεν θα είχε δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στην ελληνική κυβέρνηση εάν δεν συνέπιπτε με το νέο κύκλο όξυνσης της επαναστατικής αναταραχής στην Κρήτη, η οποία απειλούσε για ακόμη μία φορά να προκαλέσει κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτή τη φορά τον αναβρασμό στη μεγαλόνησο ενίσχυσε στις αρχές του 1895 η είδηση των σφαγών των Αρμενίων από τους Οθωμανούς, οι οποίες είχαν προκαλέσει την έντονη αντίδραση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και την πιθανολογούμενη επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Εκτιμώντας ότι η συγκυρία ήταν ευνοϊκή για την επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα ή εναλλακτικά της εξασφάλισης έστω καθεστώτος ευρείας τοπικής αυτονομίας, οι Κρητικοί άρχισαν να προετοιμάζουν την εξέγερσή τους εναντίον της Πύλης, η οποία εκδηλώθηκε ανοιχτά ένα χρόνο αργότερα. Αντιδρώντας με τη συνήθη βιαιότητα, οι οθωμανικές δυνάμεις επανέλαβαν τις ωμότητες του 1866–1867. Πολύ σύντομα, ωστόσο, ο σουλτάνος –έπειτα από την αποφασιστική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων– θα υποχρεωνόταν σε πλήρη αναδίπλωση, υποσχόμενος την εφαρμογή εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων στον τρόπο διοίκησης του νησιού προς όφελος των χριστιανών κατοίκων του.

Η νέα κρητική επανάσταση προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, την έξαψη των παθών στην Ελλάδα, όπου η κοινή γνώμη αντιμετώπισε με συμπάθεια τον αγώνα των Κρητικών, πιέζοντας την κυβέρνηση να ταχθεί δυναμικά στο πλευρό τους. Γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι η χώρα δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη για μία ένοπλη αντιπαράθεση με την κατά πολύ ισχυρότερη στρατιωτικά Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Δηλιγιάννης δίσταζε να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση, επιχειρώντας αντίθετα να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα. Το έργο του Έλληνα πρωθυπουργού δυσχέραινε η δράση της Εθνικής Εταιρείας, μίας μυστικής οργάνωσης που είχε ιδρυθεί το 1894 από μία μικρή ομάδα αξιωματικών για να διευρύνει εντυπωσιακά μέσα στα επόμενα τρία χρόνια τόσο τον αριθμό, όσο και την κοινωνική προέλευση των μελών της. Όπως είχε συμβεί και σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν, η Εθνική Εταιρεία κατηγορούσε την κυβέρνηση Δηλιγιάννη για ενδοτισμό και διατηρούσε στενές επαφές με τους επαναστάτες, τους οποίους ενίσχυε μέσω της συγκέντρωσης και της αποστολής χρημάτων, όπλων, πολεμοφοδίων αλλά και ομάδων εθελοντών.

Κάτω από την πίεση που ασκούσε η δράση της Εθνικής Εταιρείας –η οποία από τα τέλη του 1896 είχε εγκαταλείψει την αυστηρά συνωμοτική της δράση και είχε διακηρύξει επίσημα την ύπαρξή της, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα την ανωνυμία των

58

Page 60: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

μελών της–, η ελληνική κυβέρνηση εξωθήθηκε στην ανάληψη αμιγώς στρατιωτικών πρωτοβουλιών. Τον Φεβρουάριο του 1897 ο Δηλιγιάννης διέταξε την αποστολή ναυτικών και χερσαίων δυνάμεων στην Κρήτη, οι οποίες αποβιβάστηκαν στο νησί με σκοπό να το καταλάβουν στο όνομα του βασιλιά Γεώργιου. Στην πραγματικότητα, η όλη επιχείρηση δεν ήταν τίποτα άλλο από μία κακά σχεδιασμένη απόπειρα εντυπωσιασμού της ελληνικής κοινής γνώμης. Ο Έλληνας πρωθυπουργός γνώριζε ότι χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση καμίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, η προσπάθεια επιβολής τετελεσμένων γεγονότων ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία, δεδομένου άλλωστε ότι το εκστρατευτικό σώμα που είχε αποσταλεί στην Κρήτη στερούνταν της δυνατότητας ανάληψης αποτελεσματικών επιθετικών πρωτοβουλιών σε βάρος των αριθμητικά υπέρτερων οθωμανικών δυνάμεων. Ο Δηλιγιάννης, ωστόσο, έλπιζε ότι το απονενοημένο διάβημά του δεν θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για την Ελλάδα, καθώς εκτιμούσε ότι απλώς θα επαναλαμβάνονταν τα γεγονότα του «ειρηνοπολέμου» του 1885–1886: τότε, και πάλι από τη θέση του πρωθυπουργού, ο Δηλιγιάννης, αντιδρώντας στην πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία, είχε κηρύξει επιστράτευση, απειλώντας να εισβάλει στην Ήπειρο˙ η έγκαιρη διπλωματική παρέμβαση των Δυνάμεων όμως, σε συνδυασμό με το ναυτικό αποκλεισμό που επέβαλαν στις ελληνικές ακτές, είχε αποτρέψει τη διολίσθηση σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, με άλλα λόγια, προσδοκούσε ότι ένας νέος ναυτικός αποκλεισμός θα διέσωζε το γόητρο του ίδιου και της κυβέρνησής του, απομακρύνοντας ταυτόχρονα το ενδεχόμενο ενός ολέθριου για τα συμφέροντα της Αθήνας πολέμου με την Υψηλή Πύλη.

Ο υπολογισμός του Δηλιγιάννη πολύ γρήγορα αποδείχθηκε εσφαλμένος. Αντιδρώντας άμεσα στην προκλητική ελληνική ενέργεια, οι Δυνάμεις αποφάσισαν να αποβιβάσουν αγήματα από τα παραπλέοντα πολεμικά τους πλοία στην Κρήτη και κάλεσαν την Αθήνα να αποσύρει τα στρατεύματά της, χωρίς ωστόσο να προχωρήσουν στον αποκλεισμό των ελληνικών ακτών. Λίγες ημέρες αργότερα, μάλιστα, υπέβαλαν υπόμνημα προς την Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με το οποίο ζητούσαν από τις δύο πλευρές να αποσύρουν τις στρατιωτικές και ναυτικές τους δυνάμεις από την Κρήτη και να αποδεχθούν τη λύση της αυτονόμησης της μεγαλονήσου, υπό τον όρο ότι ο σουλτάνος θα διατηρούσε τα κυριαρχικά του δικαιώματα πάνω σε αυτήν. Η Πύλη έσπευσε να αποδεχθεί τις προτάσεις, ενώ αντίθετα η Αθήνα υιοθέτησε μία αμφίβουλη στάση, δηλωτική της σύγχυσης στην οποία βρισκόταν η ελληνική εξωτερική πολιτική: χωρίς να απορρίψει τις εισηγήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, δέχθηκε να αποσύρει μόνο το στόλο και όχι το στρατό από την Κρήτη, αφήνοντας ταυτόχρονα να εννοηθεί ότι προτιμούσε τη λύση της ένωσης αντί της προτεινόμενης αυτονομίας.

Επρόκειτο για μία καταστροφική επιλογή, η οποία σε τελική ανάλυση επιτάχυνε την απευκταία από τον ίδιο τον Δηλιγιάννη ένοπλη αντιπαράθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πλήρης, εξάλλου, επικράτηση του υπερεθνικιστικού παροξυσμού της Εθνικής Εταιρείας, η οποία τον Ιανουάριο του 1897 απειλούσε ανοιχτά να ανατρέψει όχι μόνο την κυβέρνηση αλλά και αυτήν ακόμα τη βασιλική δυναστεία σε περίπτωση που αρνούνταν να αναλάβουν άμεσα δράση με σκοπό την προάσπιση των «εθνικών συμφερόντων», δεν άφηνε πολλά περιθώρια αμφιβολιών για την εξέλιξη των γεγονότων, παρασύροντας ακόμα και τον σε γενικές γραμμές μετριοπαθή βασιλιά Γεώργιο. Ενδίδοντας στις πιέσεις της εξαγριωμένης από την προπαγάνδα της Εθνικής Εταιρείας κοινής γνώμης, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε τελικά την αποστολή αντάρτικων ομάδων στο οθωμανικό έδαφος, δίνοντας έτσι στην Πύλη την αφορμή που υπομονετικά περίμενε.

Στις 5/17 Απριλίου 1897 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα και μέσα σε ελάχιστες ημέρες κατόρθωσε να συντρίψει τον ελληνικό στρατό, ο

59

Page 61: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

οποίος φάνηκε ανίκανος να προβάλει οποιαδήποτε αντίσταση: οι οθωμανικές δυνάμεις κατέλαβαν ολόκληρη τη Θεσσαλία, προωθήθηκαν έως τα πρόθυρα της Λαμίας και σταμάτησαν την προέλασή τους νοτιότερα μόνο χάρη στην παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και ειδικότερα της Ρωσίας. Η πλήρης ανυποληψία της Αθήνας αποτυπωνόταν στην απόφαση των Δυνάμεων να την αποκλείσουν από τις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγαν με την Πύλη με σκοπό τη σύναψη Συνθήκης Ειρήνης, η οποία θα αποτελούσε το συμβατικό επιστέγασμα του ελληνοτουρκικού πόλεμου. Η τελική Συνθήκη υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Νοεμβρίου / 4 Δεκεμβρίου 1897 και βασιζόταν στους προκαταρκτικούς όρους που είχαν συμφωνηθεί ανάμεσα στους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και τη σουλτανική κυβέρνηση δυόμιση μήνες νωρίτερα (6/18 Σεπτεμβρίου 1897): η Ελλάδα υποχρεωνόταν σε μικρής έκτασης συνοριακές διαρρυθμίσεις προς όφελος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Θεσσαλία, ενώ επιπλέον θα κατέβαλε στην Πύλη ως πολεμική αποζημίωση το ποσό των 4 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών, το οποίο θα εξασφάλιζε μέσω της σύναψης διεθνούς δανείου˙ για τη διασφάλιση, τέλος, της συμμόρφωσης της Αθήνας προς τις οικονομικές της υποχρεώσεις, η Συνθήκη προέβλεπε τη σύσταση διεθνούς επιτροπής, η οποία θα επιφορτιζόταν με τον έλεγχο της δημοσιοοικονομικής κατάστασης της Ελλάδας, με σκοπό την εξυπηρέτηση του νέου δανείου αλλά και των παλαιότερων χρεών της χώρας.

Η συμβατική διευθέτηση του ελληνοτουρκικού πολέμου, ωστόσο, έκρυβε και μία ευνοϊκή πτυχή για την ελληνική πλευρά. Έναν περίπου χρόνο μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, οι Μεγάλες Δυνάμεις –σε εφαρμογή των αποφάσεων που είχαν λάβει στις αρχές του 1897– εξανάγκασαν την Πύλη να αποσύρει όλα τα στρατεύματά της από την Κρήτη, η οποία αποκτούσε πλέον καθεστώς αυτονομίας, παραμένοντας απλώς φόρου υποτελής στο σουλτάνο. Στις 18/30 Νοεμβρίου 1898 οι Δυνάμεις ανακοίνωσαν την απόφασή τους να επιλέξουν για το αξίωμα του ύπατου αρμοστή του νησιού τον δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Ελλάδας, πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος αποβιβάστηκε τον επόμενο μήνα στην Κρήτη, όπου έγινε δεκτός με φρενήρη ενθουσιασμό, καθώς η παρουσία του εκεί ερμηνεύτηκε από το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων ως προάγγελος της ένωσης με τη μητέρα πατρίδα.

Η θετική για την Ελλάδα διευθέτηση του κρητικού ζητήματος δεν αρκούσε για να αμβλύνει τις εντυπώσεις που είχε προκαλέσει η ταπεινωτική εξέλιξη του –«άτυχου» όπως πεισματικά επέμενε να τον χαρακτηρίζει η κοινή γνώμη της χώρας προκειμένου να αποσιωπήσει με έμμεσο τρόπο τις τραγικές ελλείψεις που είχε αποκαλύψει– ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Στην πραγματικότητα, εξάλλου, ακόμα και αυτές οι ευνοϊκές αποφάσεις των Δυνάμεων δεν αποτελούσαν τίποτα περισσότερο από επανάληψη των εισηγήσεων που είχαν προηγηθεί του πολέμου και οι οποίες είχαν απορριφθεί από την Αθήνα κάτω από την πίεση που ασκούσε η δράση της Εθνικής Εταιρείας. Εκείνο που εναργέστερα από κάθε τι άλλο είχε αποδείξει η διαχείριση της ελληνοτουρκικής κρίσης ήταν ότι η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφήνεται έρμαιο στις διαθέσεις δημαγωγικών κύκλων. Στρατιωτικά απαράσκευη και διπλωματικά απομονωμένη, η Ελλάδα είχε ηττηθεί όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά πολύ περισσότερο σε εκείνο των εντυπώσεων, εμφανίζοντας την εικόνα κράτους υπό διάλυση, χωρίς υπεύθυνη ηγεσία και με εξαρθρωμένους θεσμούς. Η ίδια, άλλωστε, η ελληνική εδαφική ακεραιότητα είχε διατηρηθεί μόνο χάρη στη σωτήρια παρέμβαση των Δυνάμεων. Στο μεταίχμιο από τον 19ο στον 20ο αιώνα, η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να αναζητήσει τις αιτίες της ήττας, να αναθεωρήσει τις προτεραιότητές της και να σε τελική ανάλυση να επιχειρήσει τη ρεαλιστική διασύνδεση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος με τα κατά περίπτωση διαθέσιμα μέσα.

60

Page 62: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

61

Page 63: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Κεφάλαιο Ε΄

Σε αναζήτηση νέων προσανατολισμών: η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων

1. Αντιμετωπίζοντας την ήττα του 1897: η προσπάθεια για την εσωτερική ανασυγκρότηση και την αναζήτηση διεθνών ερεισμάτων.

62

Page 64: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Ο ισχυρός κλυδωνισμός του 1897 έθεσε δυναμικά επί τάπητος το ζήτημα της αναπροσαρμογής της τακτικής που είχε ακολουθηθεί και η οποία είχε οδηγήσει στην ταπεινωτική ήττα. Παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, η Ελλάδα είχε γνωρίσει τη συντριβή στην πρώτη απόπειρα δυναμικής αντιπαράθεσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την Επανάσταση του 1821 και τη συνακόλουθη ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, γεγονός που αναδείκνυε τις ελληνικές αδυναμίες τόσο στο στρατιωτικό, όσο και στο διπλωματικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, μετά τις δύο διαδοχικές εδαφικές επεκτάσεις μέσω της ενσωμάτωσης αφενός των Επτανήσων το 1864 και αφετέρου της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας το 1881, το ελληνικό κράτος είχε υποστεί την πρώτη –έστω και οριακή– συρρίκνωση των συνόρων του από την εποχή της σύστασής του. Η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων είχε βέβαια αποσοβήσει τα χειρότερα˙ την ίδια στιγμή, ωστόσο, μέσω της επιβολής του καθεστώτος διεθνούς οικονομικού ελέγχου είχε συμβάλει αποφασιστικά στην άμβλυνση της εθνικής κυριαρχίας και στη νομιμοποίηση της παρεμβολής του ξένου παράγοντα στο εσωτερικό της χώρας.

Η επούλωση των πληγών που άφησε πίσω της η ήττα του 1897 συνεχόταν κατ’ αρχήν με την αντιμετώπιση του οξύτατου δημοσιονομικού προβλήματος που ταλαιπωρούσε την Ελλάδα και το οποίο είχε επιδεινωθεί περαιτέρω ως αποτέλεσμα του «ατυχούς» ελληνοτουρκικού πολέμου. Ο τελευταίος, ωστόσο, μολονότι είχε επιβαρύνει σημαντικά το δημόσιο ταμείο, δεν είχε επιφέρει ανεπανόρθωτα πλήγματα στην ελληνική οικονομία: οι μάχες είχαν περιοριστεί ουσιαστικά μόνο στη Θεσσαλία, αφήνοντας έτσι ανέπαφη την υπόλοιπη χώρα, ενώ ακόμα και στα σημεία του θεσσαλικού κάμπου όπου είχαν διεξαχθεί εκτεταμένες πολεμικές επιχειρήσεις οι ζημιές στην παραγωγή και την υποδομή ήταν περιορισμένες. Επιπλέον, το αυστηρό διαχειριστικό πλαίσιο που έθετε η λειτουργία της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής διευκόλυνε την προσπάθεια ανόρθωσης της οικονομίας της χώρας, μέσω κυρίως της αναγκαίας περιστολή των δημοσίων δαπανών που εκ των πραγμάτων επέβαλε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, στο διάστημα 1898–1907 τα δημοσιονομικά του ελληνικού κράτους εμφάνισαν αξιοσημείωτη βελτίωση, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην ταυτόχρονη μείωση των ελληνικών χρεών.

Τα σημάδια οικονομικής ανάκαμψης, τα οποία έγιναν περισσότερο ευδιάκριτα μετά τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, έδιναν τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών για την ενίσχυση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Εκμεταλλευόμενος την ευνοϊκή συγκυρία, ο Γεώργιος Θεοτόκης, ο οποίος είχε αναλάβει την πρωθυπουργία τον Δεκέμβριο του 190520, προχώρησε στη ριζική αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Βασιζόμενος ουσιαστικά στις παρακαταθήκες του Τρικούπη, ο Θεοτόκης περιόρισε τον αριθμό των στρατευμένων με σκοπό να χρησιμοποιήσει τους πόρους που θα εξοικονομούνταν για την προμήθεια σύγχρονου οπλισμού, ενώ ταυτόχρονα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη βελτίωση της εκπαίδευσης των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Αντιλαμβανόμενος, εξάλλου, την καθοριστική σημασία της διατήρησης ναυτικής υπεροπλίας έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός προχώρησε στην παραγγελία σημαντικού αριθμού νεότευκτων αντιτορπιλικών και καταδρομικών (μεταξύ αυτών και του περίφημου θωρηκτού «Αβέρωφ»), τα οποία ενίσχυσαν αποφασιστικά τον ελληνικό πολεμικό στόλο που δεν είχε ανανεωθεί από τη εποχή του Τρικούπη.

Ο τρίτος άξονας των πρωτοβουλιών που κατέτειναν στην αντιμετώπιση της ήττας του 1897 αφορούσε στον εξορθολογισμό της χάραξης και της άσκησης της ελληνικής

20 Επρόκειτο για την τέταρτη –τελευταία και μακροβιότερη– πρωθυπουργία του Κερκυραίου πολιτικού, η οποία διήρκεσε έως τον Ιούλιο του 1909.

63

Page 65: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

εξωτερικής πολιτικής. Οι προσπάθειες της Αθήνας στράφηκαν αρχικά προς την κατεύθυνση όχι απλώς της πλήρους εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά ακόμα και της στενής διμερούς συνεργασίας, χωρίς όμως να στεφθούν τελικά από επιτυχία. Εξίσου ατελέσφορη έμελλε να αποδειχθεί και η απόπειρα συνεννόησης αφενός με τη Σερβία και τη Βουλγαρία, πρωτίστως εξαιτίας της απόκλισης των συμφερόντων σε σχέση με τη μελλοντική διευθέτηση του Μακεδονικού Ζητήματος, και αφετέρου με τη Ρουμανία, καθώς –παρά τις ενθαρρυντικές προοπτικές που είχαν διαφανεί στις αρχές του 20ου αιώνα– το Βουκουρέστι επέμενε στην τακτική της άσκησης προπαγάνδας στους βλάχικους πληθυσμούς της Πίνδου. Η άνοδος του Θεοτόκη στην εξουσία τον Δεκέμβριο του 1905 θα συνέβαλε στην ενεργότερη δραστηριοποίηση της ελληνικής διπλωματίας, το ενδιαφέρον της οποίας θα επικεντρωνόταν πλέον στην απόπειρα σύναψης συμμαχικών δεσμών με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Η άρνηση των δύο δυτικών Δυνάμεων να συγκατανεύσουν στις ελληνικές προτάσεις είχε ως αποτέλεσμα τον αναπροσανατολισμό του Θεοτόκη, ο οποίος επιδίωξε ως εναλλακτική λύση τη σύμπλευση με τη Γερμανία. Τα αποτελέσματα, ωστόσο, και αυτής της απόπειρας θα αποδεικνύονταν πενιχρά, δεδομένου ότι η προοπτική της ευρύτερης ελληνογερμανικής σύμπραξης προσέκρουσε στη σταθερή απόφαση του Βερολίνου να προτάσσει τη στρατηγική σημασία της Υψηλής Πύλης έναντι εκείνης της Αθήνας.

Στα πρώτα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν από τον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο, η Ελλάδα είχε κατορθώσει να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις περισσότερες από τις αρνητικές συνέπειες που είχε η κληροδοτήσει στη χώρα η ταπεινωτική ήττα του 1897. Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και η ανασυγκρότηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων αποτελούσαν τα απτά οφέλη που είχε προσπορίσει η συνετή διαχείριση των πρώτων ετών του 20ου αιώνα. Την ίδια στιγμή, η επικράτηση ρεαλιστικού πνεύματος στη χάραξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής –έστω κι αν δεν συνοδεύτηκε από την εξασφάλιση συγκεκριμένων αποτελεσμάτων– έθετε τις βάσεις για τη δυναμικότερη επανεμφάνιση της Αθήνας στη διπλωματική κονίστρα. Η απόπειρα, εξάλλου, αναζήτησης ερεισμάτων τόσο σε περιφερειακή όσο και σε ευρύτερη διεθνή κλίμακα αποτελούσε σαφή ένδειξη ότι οι πολιτικοί ιθύνοντες στην Ελλάδα αντιλαμβάνονταν πως οποιασδήποτε στρατηγική ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση επαρκούς εξωτερικής βοήθειας. Σε αυτό το πλαίσιο, η προτεραιότητα της Αθήνας δεν δινόταν πλέον στη διεκδίκηση άμεσων εδαφικών κερδών, αλλά περισσότερο στη μεσοπρόθεσμη προάσπιση των εθνικών συμφερόντων σε περιοχές όπου η εμφάνιση τοπικών ανταγωνιστών δημιουργούσε την πιθανότητα επικίνδυνων περιπλοκών, όπως ήδη συνέβαινε στην περίπτωση της Μακεδονίας.

2. Το Μακεδονικό Ζήτημα και η ελληνική εξωτερική πολιτική.

Η διαμάχη για τη διανομή των μακεδονικών εδαφών –απότοκη της προϊούσας αποσάθρωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας– είχε οξυνθεί ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, για να λάβει διαστάσεις σχεδόν εκρηκτικές στα πρώτα χρόνια του 20ου. Το πολύπλοκο πληθυσμιακό αμάλγαμα που συνέθετε η συνύπαρξη ποικίλων θρησκειών και γλωσσών, σε συνδυασμό με τη ρευστότητα της εθνικής συνείδησης σημαντικής μερίδας των κατοίκων της περιοχής, αποτελούσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο έμελλε να αναπτυχθεί ο αγώνας των βαλκανικών κρατών με σκοπό την εξασφάλιση

64

Page 66: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

ερεισμάτων που θα επέτρεπαν τη μελλοντική –όταν η συγκυρία θα ήταν ευνοϊκότερη– μετουσίωσή τους σε εδαφικά οφέλη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα αντικρουόμενα συμφέροντα των ενδιαφερόμενων πλευρών θα υπέθαλπαν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, ο οποίος σταδιακά θα εξελισσόταν σε ανοιχτή σύγκρουση με έπαθλο –διόλου ευκαταφρόνητο από κάθε άποψη– την εμπέδωση της επιρροής τους στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας από τον Όλυμπο και το Αιγαίο Πέλαγος στο νότο έως τα βουνά του Σαρ, της Ρίλας και της Ροδόπης στο βορρά, και από τις λίμνες των Πρεσπών και της Οχρίδας στα δυτικά έως τις εκβολές του ποταμού Νέστου στα ανατολικά.

Σημείο καμπής σε αυτή τη διελκυστίνδα αποτέλεσε η ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας στις αρχές του 1870, γεγονός που αφενός επισημοποίησε την απόσχιση ενός τμήματος του ορθοδόξου ποιμνίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την πνευματική και διοικητική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και αφετέρου σηματοδότησε τη συστηματοποίηση της βουλγαρικής προσπάθειας για τον προσεταιρισμό όσο το δυνατόν σημαντικότερου τμήματος των –κατά βάση αγροτικών– σλαβόφωνων πληθυσμών. Η διεύρυνση της επιρροής της βουλγαρικής προπαγάνδας, η οποία μεταξύ άλλων στηριζόταν στη λειτουργία σημαντικού αριθμού σχολείων που ελέγχονταν από την Εξαρχία, δεν μπορούσε να αντισταθμιστεί από τις λιγότερο φιλόδοξες πρωτοβουλίες της Σερβίας. Η εμφάνιση, εξάλλου, των τάσεων αυτονόμησης της Μακεδονίας, οι οποίες θα λάμβαναν πρακτικότερο περιεχόμενο το 1893 με την ίδρυση της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (Ε.Μ.Ε.Ο.), θα προσέθετε έναν ακόμη παράγοντα στην περίπλοκη εξίσωση των ενδοβαλκανικών –ή ακριβέστερα των «ενδομακεδονικών»– ισορροπιών, η τελική διαμόρφωση των οποίων επηρεαζόταν επίσης από τη στάση της Υψηλής Πύλης, αλλά και από τις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων και ειδικότερα –για λόγους εγγύτητας και όχι μόνο– της Ρωσίας και της Αυστρο–Ουγγαρίας.

Η σταδιακή ισχυροποίηση των βουλγαρικών θέσεων μέσω της δράσης της Εξαρχίας αλλά και αυτής της Ε.Μ.Ε.Ο., καθώς η τελευταία ουσιαστικά συνέπλεε με τις επιδιώξεις της Σόφιας, δημιουργούσε έντονο προβληματισμό στην Αθήνα. Διαθέτοντας ως πλεονεκτήματα την ακτινοβολία της ελληνικής παιδείας, τον ηγεμονικό ρόλο της ελληνικής γλώσσας στην ορθόδοξη χριστιανική λατρεία, την οικονομική ακμή του ελληνικού στοιχείου καθώς και την πληθυσμιακή υπεροχή του στο νότιο τουλάχιστον κομμάτι της διαφιλονικούμενης περιοχής, η Ελλάδα εκκινούσε στον αγώνα για τη διεκδίκηση της Μακεδονίας αν όχι από θέση ισχύος, οπωσδήποτε όμως όχι από μειονεκτική θέση σε σχέση με τους τοπικούς ανταγωνιστές της. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η προτεραιότητα που λάμβανε στην ιεράρχηση της ελληνικής κοινής γνώμης και συνακόλουθα της πολιτικής ηγεσίας της χώρας η επίλυση του Κρητικού Ζητήματος, είχε ως αποτέλεσμα τη μοιραία υποχώρηση –τουλάχιστον σε πρώτη φάση– του ενδιαφέροντος της Αθήνας για το αντίστοιχο Μακεδονικό. Έτσι, η ελληνική αντίδραση στη διευρυνόμενη εξαρχική προπαγάνδα περιοριζόταν στην ενίσχυση των πολυάριθμων ελληνικών σχολείων που λειτουργούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, τακτική, ωστόσο, που δεν αρκούσε προκειμένου να αναχαιτίσει την ορμητικότητα των βουλγαρικών πρωτοβουλιών.

Η διαπίστωση της πρακτικής αδυναμίας άμεσης αντιμετώπισης του κινδύνου που συνιστούσε η προσηλυτιστική εκστρατεία πρωτίστως της Σόφιας και δευτερευόντως του Βελιγραδίου, ωθούσε την Αθήνα –ήδη από την εποχή του Τρικούπη– στην απόφαση της επιδίωξης της συνεργασίας με την Πύλη, υπολογίζοντας ότι αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει –προσωρινά έστω– αντίβαρο στις βουλγαρικές και σερβικές πιέσεις. Παρά τα ενθαρρυντικά πρώτα σημάδια, ωστόσο, η όξυνση της επαναστατικής αναταραχής στην Κρήτη και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 που την ακολούθησε, υπέσκαψε τα

65

Page 67: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

θεμέλια της διμερούς συνεννόησης, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο στη δράση της σλαβικής προπαγάνδας. Η αναδίπλωση, εξάλλου, που επέβαλε στην Αθήνα η οδυνηρή ήττα του 1897, διευκόλυνε ακόμα περισσότερο τη Σόφια στην προσπάθεια εξασφάλισης πρόσθετων πλεονεκτημάτων, κυρίως μέσω της απόπειρας επιβολής τετελεσμένων γεγονότων, με αποκορύφωμα την –υποκινούμενη από το βουλγαρομακεδονικό κομιτάτο– αποτυχημένη εξέγερση του Ίλιντεν το καλοκαίρι του 1903.

Η ολοένα δυναμικότερη δραστηριοποίηση των οπαδών της Εξαρχίας και της Ε.Μ.Ε.Ο. επέβαλε την ενεργότερη κινητοποίηση της Ελλάδας, η οποία κινδύνευε να βρεθεί στη θέση του θεατή των ραγδαίων εξελίξεων. Η ελληνική αντίδραση είχε εκδηλωθεί σε τοπικό επίπεδο ήδη πριν από την εξέγερση του Ίλιντεν μέσω της συγκρότησης –συχνά κατόπιν πρωτοβουλίας των εκκλησιαστικών ηγετών, όπως για παράδειγμα ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης– αντάρτικων ομάδων, με σκοπό τη δημιουργία αναχωμάτων απέναντι στις διευρυνόμενες βουλγαρικές πιέσεις. Τον Νοέμβριο του 1902 η τοποθέτηση του Ίωνα Δραγούμη στη θέση του υποπρόξενου της Ελλάδας στο Μοναστήρι συνέβαλε περαιτέρω στην αποφασιστική ενίσχυση των ελληνικών πρωτοβουλιών, επιτρέποντας μεταξύ άλλων και το συντονισμό των έως τότε αποσπασματικών ενεργειών. Τον αμέσως επόμενο χρόνο, εξάλλου, η ίδρυση –με την ανοχή της ελληνικής κυβέρνησης– του Μακεδονικού Κομιτάτου στην Αθήνα, οι δραστηριότητες του οποίου δεν περιορίζονταν στη συγκέντρωση χρημάτων για την ενίσχυση των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων στην Μακεδονία, αλλά επεκτείνονταν και στην απόπειρα στρατολόγησης εθελοντών που θα αποστέλλονταν επί τόπου, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις ουσιαστικότερης παρέμβασης της Ελλάδας στα μακεδονικά δρώμενα, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινής γνώμης παρέμενε αμείωτο.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η εξέγερση του Ίλιντεν θα αποτελούσε τον καταλύτη στη διαδικασία της διαμόρφωσης της στάσης της Αθήνας. Την άνοιξη του 1904 η κυβέρνηση Θεοτόκη αποφάσισε την αποστολή ομάδας τεσσάρων Ελλήνων αξιωματικών –μεταξύ των οποίων και ο Παύλος Μελάς– στη δυτική Μακεδονία με σκοπό να διερευνήσουν το ενδεχόμενο ενίσχυσης των τοπικών ένοπλων ομάδων. Ο ηρωικός θάνατος του Μελά τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και η πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε θα έδιναν το τελικό έναυσμα για την αποφασιστική ενεργοποίηση της Αθήνας. Έτσι, με κύριο άξονα τις δραστηριότητες των Ελλήνων διπλωματικών υπαλλήλων στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, προεξάρχοντος του γενικού πρόξενου στη Θεσσαλονίκη Λάμπρου Κορομηλά, οργανώθηκε μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ένα εντυπωσιακό δίκτυο χρηματοδοτών, συνεργατών και πληροφοριοδοτών, ικανό να υποστηρίξει αποτελεσματικά τη δράση των αντάρτικων ομάδων, οι οποίες στελεχώνονταν πλέον από πολυάριθμους αξιωματικούς από την Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ένοπλος αγώνας πολύ σύντομα θα απέδιδε καρπούς, συντελώντας καθοριστικά στον περιορισμό της επιρροής της Ε.Μ.Ε.Ο. και των Εξαρχικών και στη σχεδόν πλήρη ανατροπή των τετελεσμένων που είχαν επιχειρήσει να επιβάλλουν.

Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να αναλάβει την ενίσχυση του αντάρτικου στη Μακεδονία δεν οδηγούσε κατ’ αρχήν σε σύγκρουση με την Πύλη, από τη στιγμή που η τελευταία εκτιμούσε ότι η δράση των ένοπλων ελληνικών σωμάτων μπορούσε να λειτουργήσει ως αποτελεσματικό αντίβαρο στις βουλγαρικές πρωτοβουλίες. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η σουλτανική κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να επιτρέψει την υπέρμετρη ενίσχυση των ελληνικών θέσεων, εξέλιξη που κινδύνευε να υποσκάψει μακροπρόθεσμα την οθωμανική κυριαρχία, καταλήγοντας έτσι στην υιοθέτηση μίας διττής αντιμετώπισης του όλου ζητήματος: η Πύλη έτεινε να εμφανίζεται ελαστική στο βαθμό που οι ελληνικές αντάρτικες ομάδες στρέφονταν εναντίον των αντίστοιχων βουλγαρικών, ενώ αντιδρούσε

66

Page 68: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

έντονα όταν οι επιχειρήσεις οδηγούσαν σε συγκρούσεις με τους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους ή κατέτειναν στην εξασφάλιση του αποκλειστικού ελέγχου οποιασδήποτε περιοχής.

Αντίθετα, η ένταση του Μακεδονικού Αγώνα στο στρατιωτικό πεδίο έφερνε μοιραία αντιμέτωπη την Αθήνα με τη Σόφια, δεδομένων των αντικρουόμενων συμφερόντων των δύο πλευρών, αλλά και με το Βουκουρέστι, το οποίο διεκδικούσε ρόλο προστάτη των Κουτσόβλαχων της Πίνδου. Η ένταση των ελληνορουμανικών σχέσεων θα κορυφωνόταν τον Ιούνιο του 1906, όταν αντιδρώντας στα αλλεπάλληλα επεισόδια σε βάρος της ελληνικής κοινότητας της Ρουμανίας, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να διακόψει τις διμερείς διπλωματικές σχέσεις. Εκμεταλλευόμενες τη συγκυρία, οι βουλγαρικές Αρχές θα ενέτειναν στο ίδιο διάστημα τα καταπιεστικά μέτρα απέναντι στους ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολικής Ρωμυλίας, εξωθώντας σημαντικό τμήμα τους στην αναγκαστική μετοικεσία με προορισμό την Ελλάδα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Αθήνα αντιμετώπιζε το φάσμα της ενδοβαλκανικής απομόνωσης, από τη στιγμή μάλιστα που η κοινή αντίληψη της ελληνικής και της σερβικής κυβέρνησης σχετικά με τον κίνδυνο που συνιστούσαν οι εκβιαστικές βουλγαρικές ενέργειες δεν αρκούσε για να οδηγήσει στη σύμπηξη κοινού διπλωματικού μετώπου.

Την εικόνα των πιέσεων που δεχόταν η ελληνική εξωτερική πολιτική ως αποτέλεσμα της εξέλιξης του Μακεδονικού Αγώνα συμπλήρωναν οι αντιδράσεις αρκετών από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σαφή –αν και μάλλον χλιαρή– εκδήλωση των τελευταίων αποτελούσαν τα διαβήματα διαμαρτυρίας που απέστειλαν τον Νοέμβριο του 1905 η Αυστρο–Ουγγαρία και η Ρωσία στην Αθήνα, το Βελιγράδι και τη Σόφια, εκφράζοντας την αντίθεσή τους στη συνεχιζόμενη δράση των ένοπλων ομάδων στη Μακεδονία. Την ίδια στιγμή, αρνητικά απέναντι στις ελληνικές πρωτοβουλίες έτεινε να τοποθετείται και η ιταλική διπλωματία, καθώς η Ρώμη αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό την προοπτική δικαίωσης των ελληνικών διεκδικήσεων στο γεωπολιτικά ευαίσθητο χώρο της Μακεδονίας. Η εμπλοκή, τέλος, της Ελλάδας στον Μακεδονικό Αγώνα στερούσε από την Αθήνα τη δυνατότητα ενίσχυσης της συνεργασίας με το Λονδίνο, το οποίο έθετε ως προϋπόθεση για τη σύναψη στενότερων διμερών σχέσεων την προηγούμενη διάλυση των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων.

Παρά τις εντεινόμενες πιέσεις, ωστόσο, η ελληνική πλευρά παρέμενε άκαμπτη στην απόφασή της να ενισχύσει ηθικά και υλικά την ένοπλη αντίσταση των Ελλήνων της Μακεδονίας απέναντι πρωτίστως στις βουλγαρικές πιέσεις. Χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα, η ελληνική διπλωματία κατόρθωνε σε γενικές γραμμές να αποφεύγει επικίνδυνους σκοπέλους, έστω κι αν κάτι τέτοιο απαιτούσε τη θυσία ορισμένων από τους πρωταγωνιστές της όλης προσπάθειας21. Σε αυτό το πλαίσιο, αντιπαρερχόμενη τις αρχικές δυσκολίες, η τακτική της Αθήνας είχε σταθεί ικανή να προσπορίσει απτά οφέλη, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην εξυπηρέτηση των ελληνικών συμφερόντων, από τη στιγμή μάλιστα που η ανάσχεση της βουλγαρικής –αλλά δευτερευόντως και της ρουμανικής– προπαγάνδας συνδυαζόταν με την ενίσχυση των ελληνικών θέσεων στις επίμαχες περιοχές. Έτσι, όταν το καλοκαίρι του 1908 η επικράτηση της Επανάστασης των Νεότουρκων σηματοδότησε τη διάλυση των αντάρτικων ομάδων και το τέλος της ένοπλης μεταξύ τους αντιπαράθεσης, η Ελλάδα συγκαταλεγόταν αναμφισβήτητα στους νικητές του Μακεδονικού Αγώνα, έχοντας κατορθώσει να εξουδετερώσει τα περισσότερα από τα πλεονεκτήματα που είχαν εξασφαλίσει προηγουμένως οι τοπικοί ανταγωνιστές της.

21 Η ανάκληση για παράδειγμα του Κορομηλά από τη θέση του γενικού προξένου στη Θεσσαλονίκη έπειτα από τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες της Πύλης, εντασσόταν προφανώς στην προσπάθεια διασκέδασης των εντυπώσεων που διαρκώς επιχειρούσε η Αθήνα.

67

Page 69: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

3. Η επαναστατική αναταραχή στην Κρήτη.

Την ώρα που ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, οι εξελίξεις στην Κρήτη προλείαιναν το έδαφος για την οριστική ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Η απόφαση, άλλωστε, των Μεγάλων Δυνάμεων για την εφαρμογή καθεστώτος τοπικής αυτονομίας στην Κρήτη και ο συνακόλουθος διορισμός του πρίγκιπα Γεώργιου στη θέση του ύπατου αρμοστή όχι μόνο δεν είχαν κλονίσει την προσήλωση των Κρητικών στην ενωτική ιδέα, αλλά αντίθετα την είχαν ενισχύσει περαιτέρω, καθώς στα μάτια των περισσότερων η αυτονομία δεν αποτελούσε παρά μόνο προσωρινή λύση, η οποία θα λειτουργούσε ως το απαραίτητο ενδιάμεσο στάδιο για την εκπλήρωση των εθνικών τους προσδοκιών. Η ίδια, εξάλλου, η λειτουργία της «ημιανεξάρτητης» Κρητικής Πολιτείας πολύ σύντομα έμελλε να αναδείξει τις εγγενείς αδυναμίες του νεοσύστατου όσο και ιδιόρρυθμου νομικού μορφώματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες θεμελίωσης ενός αυτοτελούς κρατικού μηχανισμού.

Τα λειτουργικά προβλήματα συνδέονταν κατ’ αρχήν με τον χαρακτήρα του κρητικού Συντάγματος του 1899, το οποίο ενίσχυε υπερβολικά το ρόλο του ύπατου αρμοστή. Ταυτόχρονα, η διπλή ιδιότητα του πρίγκιπα Γεώργιου ως εκπρόσωπος του κρητικού λαού αλλά και ως εντολοδόχος των Μεγάλων Δυνάμεων στη μεγαλόνησο περιέπλεκε ακόμα περισσότερο την κατάσταση, καθώς η υποστήριξη των ενωτικών πόθων των Ελλήνων κατοίκων της μεγαλονήσου ερχόταν αναπόφευκτα σε ευθεία αντίθεση με την εκπεφρασμένη βούληση της ευρωπαϊκής διπλωματίας υπέρ της διατήρησης του αυτόνομου καθεστώτος. Επιχειρώντας να κάμψει τις αντιρρήσεις των Δυνάμεων, ο πρίγκιπας Γεώργιος πραγματοποίησε το φθινόπωρο του 1900 και του 1904 μακρές περιοδείες στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, χωρίς ωστόσο οι πρωτοβουλίες του να αποφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αντίστοιχα αρνητική, εξάλλου, υπήρξε η τοποθέτηση του συνόλου των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι τόσο στα αλλεπάλληλα ενωτικά ψηφίσματα της κρητικής Βουλής, τα οποία συνέβαλαν απλώς στην απόσπαση υποσχέσεων σχετικά με τη διαρρύθμιση ειδικότερων ζητημάτων, όσο και στην πρόταση του ύπατου αρμοστή για την προσομοίωση του καθεστώτος της Κρήτης με εκείνο που ήδη είχε εφαρμοσθεί στην περίπτωση της Βοσνίας–Ερζεγοβίνης.

Η αδυναμία του πρίγκιπα Γεώργιου να επιτύχει την οριστική διευθέτηση του Κρητικού Ζητήματος, απότοκη του δυσμενούς για την ελληνική πλευρά συσχετισμού των δυνάμεων, συνυφαινόταν μοιραία με την εκδήλωση σοβαρών αντιδράσεων στο εσωτερικό της μεγαλονήσου, οι οποίες στρέφονταν ολοένα και σαφέστερα εναντίον του προσώπου του ύπατου αρμοστή. Η κρίση δεν θα αργήσει να εκδηλωθεί στις αρχές του 1901 ως αποτέλεσμα της διαφωνίας του πρίγκιπα Γεώργιου με την πολιτική που εισηγούνταν ο σύμβουλος επί της Δικαιοσύνης, Ελευθέριος Βενιζέλος. Εκτιμώντας ότι η παράταση του καθεστώτος της αρμοστείας δεν προωθούσε αποτελεσματικά το στόχο της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, ο Βενιζέλος υποστήριζε ότι τα ελληνικά συμφέροντα θα εξυπηρετούνταν καλύτερα μέσω της ολοκλήρωσης της αυτονομίας, η οποία –από τη στιγμή μάλιστα που θα συνδυαζόταν με την εκκένωση της Κρήτης από τα ξένα στρατιωτικά αγήματα– θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις προσομοίωσης του καθεστώτος της μεγαλονήσου προς εκείνο της Ανατολικής Ρωμυλίας, κατατείνοντας έτσι αναπόδραστα προς τη de facto εφαρμογή της πολυπόθητης ενωτικής λύσης. Ο πρίγκιπας Γεώργιος, αντίθετα, παρέμενε προσηλωμένος στη μονοδιάστατη –αλλά τελικά ατελέσφορη– διπλωματική τακτική που ο ίδιος είχε εγκαινιάσει, γεγονός που προδιέγραφε τη ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών, η οποία θα λάμβανε οριστικό χαρακτήρα

68

Page 70: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

όταν ο ύπατος αρμοστής θα προχωρούσε την άνοιξη του 1901 στην απόλυση του Βενιζέλου από τη θέση του συμβούλου επί της Δικαιοσύνης.

Ο παραγκωνισμός του Βενιζέλου από το κυβερνητικό σχήμα δεν αρκούσε για να στερήσει από τον Κρητικό πολιτικό όλα τα ερείσματα που διατηρούσε στη μεγαλόνησο. Ο αυταρχικός, εξάλλου, τρόπος διακυβέρνησης του πρίγκιπα Γεώργιου, σε συνδυασμό με τις προφανείς αδυναμίες της αρμοστείας στο πεδίο της εσωτερικής διακυβέρνησης και την παράλληλη στασιμότητα στον τομέα των διπλωματικών εξελίξεων, συνέτειναν στην εντυπωσιακή διεύρυνση του αντιπολιτευτικού ρεύματος, το οποίο συσπειρωνόταν σταδιακά γύρω από τον Βενιζέλο. Αποκορύφωμα της ολοένα σαφέστερα εκδηλωνόμενης δυσαρέσκειας απέναντι στο πρόσωπο του ύπατου αρμοστή θα αποτελούσε η εξέγερση του Θέρισου στις 10/23 Μαρτίου 1905 υπό την ηγεσία του Βενιζέλου, με κύρια αιτήματα αφενός την αντικατάσταση του πρίγκιπα Γεώργιου και αφετέρου την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Αντιλαμβανόμενος, ωστόσο, έγκαιρα ότι η ικανοποίηση των αιτημάτων των επαναστατών θα προσέκρουε στην άρνηση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Βενιζέλος φρόντισε να εισηγηθεί εναλλακτικά την αποστολή στην Κρήτη διεθνούς εξεταστικής επιτροπής, η οποία αφού μελετούσε επιτόπια την κατάσταση, θα κατάρτιζε σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα τελούσε υπό την έγκριση των κατοίκων της μεγαλονήσου.

Ο διαπραγματευτικός ελιγμός του Βενιζέλου πολύ γρήγορα θα αποδεικνυόταν επιτυχημένος, καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις –οι οποίες εμφανίζονταν ευνοϊκά διακείμενες απέναντι σε οποιαδήποτε λύση κατέτεινε στη συντήρηση του αρμοστειακού καθεστώτος με το μικρότερο δυνατό κόστος για τις ίδιες– έσπευσαν στα τέλη του φθινοπώρου του 1905 να αποδεχθούν τις εισηγήσεις του Κρητικού πολιτικού σχετικά με το διορισμό εξεταστικής επιτροπής. Τα πορίσματα, άλλωστε, της τελευταίας έμελλε να δικαιώσουν πέρα από κάθε αμφισβήτηση την τακτική του Βενιζέλου: η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραμονή του πρίγκιπα Γεώργιου στη θέση του ύπατου αρμοστή θα δυσχέραινε την ομαλή εξέλιξη της πολιτικής ζωής της Κρήτης, προκρίνοντας ως προσφορότερη λύση την άμεση ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Κάτω από την επίδραση των διαπιστώσεων της εξεταστικής επιτροπής, αλλά και επιθυμώντας να δώσουν τέλος στην πολύμηνη επαναστατική αναταραχή, οι Δυνάμεις κατέληξαν τον Ιούλιο του 1906 στην υιοθέτηση ενός συνολικότερου σχεδίου για τη διευθέτηση του Κρητικού Ζητήματος: αναθεώρηση του κρητικού Συντάγματος˙ αναδιάρθρωση της χωροφυλακής με παράλληλη δημιουργία πολιτοφυλακής κάτω από την εποπτεία απόστρατων Ελλήνων αξιωματικών˙ χορήγηση δανείου στην Κρητική Πολιτεία ύψους 9.300.000 γαλλικών φράγκων˙ απόσυρση, τέλος, όλων των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων από την Κρήτη. Δύο μήνες αργότερα, εξάλλου, οι Δυνάμεις κοινοποίησαν επίσημα στην Αθήνα την απόφασή τους να αναθέσουν στο εξής στον Έλληνα βασιλιά το δικαίωμα επιλογής του ύπατου αρμοστή του νησιού, υπό τον –περίπου αυτονόητο– όρο ότι η τελική απόφαση θα τελούσε υπό την αίρεση των ίδιων: ανταποκρινόμενος άμεσα, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ διόρισε αντικαταστάτη του απερχόμενου γιου του το μετριοπαθή πρώην πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη.

Η εφαρμογή του σχεδίου των Μεγάλων Δυνάμεων αποτελούσε αναμφισβήτητα ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, βγάζοντας ταυτόχρονα τη μεγαλόνησο από το εσωτερικό πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει κατά την περίοδο της αρμοστείας του πρίγκιπα Γεώργιου. Η ψήφιση του καινούργιου Συντάγματος το 1907 έθετε τα θεμέλια ενός φιλελεύθερου συστήματος διακυβέρνησης, αποκαθιστώντας έτσι τις διαταραγμένες ισορροπίες στη θεσμική διάρθρωση της Κρητικής Πολιτείας. Σε διπλωματικό επίπεδο, η ενίσχυση των δεσμών της τελευταίας με το ελεύθερο ελληνικό κράτος προδιέγραφε με σαφήνεια την τελική ικανοποίηση των εθνικών πόθων των Κρητικών, εξέλιξη που διευκολυνόταν περαιτέρω από την απόφαση των Δυνάμεων να προχωρήσουν στη σταδιακή απόσυρση του συνόλου

69

Page 71: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

των στρατευμάτων τους από το νησί, η οποία άρχισε πράγματι τον Ιούλιο του 1908 και ολοκληρώθηκε έναν χρόνο αργότερα22. Έχοντας δικαιωθεί πλήρως για τις επιλογές του, ο Βενιζέλος αναδεικνυόταν πλέον στον αδιαμφισβήτητο ηγέτη του κρητικού λαού˙ η πολιτική του σταδιοδρομία στη μεγαλόνησο, ωστόσο, έμελλε πολύ σύντομα να διακοπεί, καθώς οι ραγδαίες εξελίξεις στην Αθήνα θα επέβαλαν την εκεί μετακίνησή του προκειμένου να αναλάβει τα ηνία της ελληνικής κυβέρνησης.

4. Το κίνημα στο Γουδή.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, παρά τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της βαριάς κληρονομιάς της ήττας, δεν φάνηκαν ικανές να ανταποκριθούν στις προσδοκίες της ελληνικής κοινής γνώμης. Παραμένοντας κατά κανόνα προσωποπαγή, τα πολιτικά κόμματα δεν συγκροτούνταν πάνω στη βάση της σύμπλευσης των ιδεολογικών αντιλήψεων των μελών τους, αλλά αντίθετα αποτελούσαν χαλαρούς σχηματισμούς, συσπειρωμένους γύρω από το πρόσωπο του εκάστοτε αρχηγού, ο οποίος με τη σειρά του επιχειρούσε να εξυπηρετήσει τα –προσωπικά ή στενά τοπικά– συμφέροντα της εκλογικής του πελατείας. Έτσι, ακόμα και οι απόπειρες για την αναδιάταξη του ελληνικού πολιτικού σκηνικού μέσω της δημιουργίας ενός ριζοσπαστικού σχηματισμού, με άξονα κατά κύριο λόγο τη δράση της κοινοβουλευτικής «Ομάδας των Ιαπώνων»23, θα παρέμεναν τελικά ημιτελείς, υπογραμμίζοντας περαιτέρω τον αποσπασματικό χαρακτήρα των εν λόγω πρωτοβουλιών. Σε αυτό το πλαίσιο, η αδυναμία των κομμάτων να δώσουν ικανοποιητικές απαντήσεις στα προβλήματα που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία προκαλούσε όπως ήταν φυσικό ένα γενικευμένο κλίμα δυσαρέσκειας, το οποίο μοιραία στρεφόταν εναντίον εν γένει του πολιτικού συστήματος. Η σύμπτωση, εξάλλου, της οικονομικής κρίσης στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, η οποία έπληξε την Ελλάδα πρωτίστως εξαιτίας της πτώσης της διεθνούς τιμής της σταφίδας, του βασικότερου δηλαδή εξαγώγιμου προϊόντος της χώρας, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για τη δυναμικότερη εκδήλωση του ολοένα διευρυνόμενου κύματος αμφισβήτησης.

Η αναταραχή δεν άφηνε ανεπηρέαστους τους αξιωματικούς του στρατού, πολλοί από τους οποίους φιλοδοξούσαν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Η ίδρυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1908 από κατώτερα στελέχη των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων επιβεβαίωνε την τάση ενεργότερης ανάμιξης των στρατιωτικών στη διαμόρφωση των πολιτικών ισορροπιών, η οποία κατέτεινε επιπλέον στην υποστήριξη των συντεχνιακών τους συμφερόντων, καθώς τα τελευταία θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν αποτελεσματικότερα μέσω της εφαρμογής ενός ταχύρυθμου εξοπλιστικού προγράμματος. Η εντυπωσιακή πύκνωση των μελών του 22 Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι Κρητικοί, απαλλαγμένοι από τις σημαντικότερες διεθνείς δουλείες του πρόσφατου παρελθόντος, έσπευσαν να διακηρύξουν τον Οκτώβριο του 1908 και αργότερα τον Μάιο του 1910 την ένωση με την Ελλάδα, χωρίς, ωστόσο, να εξασφαλίσουν την απαραίτητη συγκατάθεση των Δυνάμεων, με αποτέλεσμα οι πρωτοβουλίες τους να παραμείνουν εκκρεμείς. 23 Η «Ομάδα των Ιαπώνων» έλαβε το όνομά της εξαιτίας της δυναμικής παρουσίας των μελών της εντός του ελληνικού κοινοβουλίου, η οποία προσομοίαζε με την παράτολμη δράση των Ιαπώνων κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον της Ρωσίας. Στον αρχικό πυρήνα των μελών της ομάδας, η οποία πρωτοεμφανίστηκε το 1906, συμπεριλαμβάνονταν οι βουλευτές Δημήτριος Γούναρης, Στέφανος Δραγούμης και Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης. Σε αυτούς προστέθηκαν αργότερα οι Χαράλαμπος Βοζίκης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, Απόστολος Αλεξανδρής και Εμμανουήλ Ρέπουλης. Η ομάδα διαλύθηκε τελικά τον Ιούνιο του 1908, όταν ο Γούναρης, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναδειχθεί σε ηγετική φυσιογνωμία της, δέχθηκε να γίνει υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη με σκοπό να εφαρμόσει τα φιλόδοξα μεταρρυθμιστικά του σχέδια.

70

Page 72: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Συνδέσμου, σε συνδυασμό με τη σταδιακή προσέλκυση στις τάξεις του ικανού αριθμού ανώτερων αξιωματικών, διεύρυνε αποφασιστικά την εμβέλεια του εγχειρήματος, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην άμβλυνση των περισσότερων από τις ακραίες θέσεις που ευαγγελίζονταν οι ιδρυτές του24. Από αυτήν την άποψη, εξάλλου, η ανάληψη της ηγεσίας του Στρατιωτικού Συνδέσμου από τον συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά υπογράμμιζε την τάση επικράτησης των μετριοπαθέστερων στοιχείων σε βάρος των αδιάλλακτων.

Η συνεχιζόμενη κοινωνική αναταραχή, η οποία επιβεβαιωνόταν από τις επαναλαμβανόμενες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που συγκλόνιζαν την Αθήνα την άνοιξη του 1909, ευνοούσε την εφαρμογή των συνωμοτικών σχεδίων του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Το κίνημα θα εκδηλωνόταν τελικά τα ξημερώματα της 14ης/27ης προς τη 15η/28η Αυγούστου, όταν η φρουρά της πρωτεύουσας στασίασε και κινήθηκε προς το Γουδή, όπου ενώθηκε με ένα σύνταγμα πεζικού, το οποίο είχε έρθει από την Κηφισιά. Έχοντας εξασφαλίσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, οι ενωμένες δυνάμεις των επαναστατών υπό την ηγεσία του Ζορμπά απείλησαν ότι θα βάδιζαν εναντίον της Αθήνας σε περίπτωση που τα –γενικόλογα και μάλλον ασαφώς διατυπωμένα– αιτήματά τους (μεταρρυθμίσεις στους τομείς της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης και της εκπαίδευσης, ανόρθωση των δημόσιων οικονομικών μέσω της χρηστής και διαφανούς διαχείρισης των κρατικών εσόδων και εξόδων, μείωση των φόρων, αύξηση των δαπανών για τους εξοπλισμούς και αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας) δεν γίνονταν άμεσα αποδεκτά από την κυβέρνηση του Δημήτριου Ράλλη, ο οποίος είχε αναλάβει την πρωθυπουργία μόλις έναν μήνα νωρίτερα. Αρνούμενος να υποκύψει στον ωμό εκβιασμό, ο Ράλλης υπέβαλε την παραίτησή του και αντικαταστάθηκε από τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο οποίος έσπευσε να ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις των κινηματιών.

Μολονότι οι κινηματίες προέρχονταν αποκλειστικά από τις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων, δεν φιλοδοξούσαν να επιβάλουν μία στρατιωτική δικτατορία, αλλά αντίθετα προτιμούσαν το σχηματισμό μίας κυβέρνησης από πολιτικά πρόσωπα, η οποία θα αναλάμβανε –κάτω από την εποπτεία του Στρατιωτικού Συνδέσμου– την ευθύνη να εφαρμόσει στην πράξη το εξαιρετικά μετριοπαθές και συντηρητικό πρόγραμμα που εισηγούνταν. Επιβεβαιώνοντας αυτές τους τις διαθέσεις, οι ηγέτες του κινήματος έσπευσαν να διακηρύξουν τη νομιμοφροσύνη τους προς τη δυναστεία, ενώ ο Ζορμπάς αρνήθηκε την πρόταση του Μαυρομιχάλη να αναλάβει το υπουργείο Στρατιωτικών. Εκτιμώντας, εξάλλου, ότι η συμπαράταξη της κοινής γνώμης θα διευκόλυνε αποφασιστικά την επιτυχία των σχεδίων τους, οι κινηματίες ενθάρρυναν στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1909 τη διεξαγωγή συλλαλητηρίου στην Αθήνα με σκοπό την υποστήριξη των πρωτοβουλιών του Στρατιωτικού Συνδέσμου.

Η τακτική που υιοθέτησαν οι πρωταγωνιστές του κινήματος στο Γουδή πολύ σύντομα θα αποδεικνυόταν αρκετά αποτελεσματική. Μένοντας πιστός στις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει την επαύριο της εκδήλωσης του κινήματος, ο Μαυρομιχάλης προχώρησε στην ψήφιση σειράς νόμων που ικανοποιούσαν πολλές από τις αξιώσεις του Συνδέσμου, εξέλιξη, ωστόσο, που δεν στάθηκε ικανή προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις των κατώτερων αξιωματικών, οι οποίοι αφενός θεωρούσαν ότι οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες ήταν εξαιρετικά χρονοβόρες και αφετέρου εμφανίζονταν δυσαρεστημένοι από το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν είχε ενδώσει στις απαιτήσεις τους για άμεσες προαγωγές. Η διάσταση απόψεων που διαπιστωνόταν μέσα στους κόλπους του Στρατιωτικού Συνδέσμου θα εκδηλωνόταν ανοιχτά όταν τον Οκτώβριο του 1909

24 Στα πρώτα στάδια της λειτουργίας του, για παράδειγμα, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος φλέρταρε με την ιδέα της επιβολής –προσωρινής έστω– δικτατορίας, ενώ η πλειοψηφία των αρχικών μελών του αντιμετώπιζε με εχθρότητα και τη δυναστεία.

71

Page 73: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

ξέσπασε ανταρσία στο πολεμικό ναυτικό. Ο Σύνδεσμος κατόρθωσε να καταστείλει με αρκετή ευκολία –αν και όχι αναίμακτα– την εξέγερση, ήταν όμως σαφές ότι το διχαστικό κλίμα λειτουργούσε ως τροχοπέδη στην προσπάθεια εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που ευαγγελίζονταν οι πρωτεργάτες του κινήματος στο Γουδή.

Επιχειρώντας να βρει διέξοδο από την κρίση, η ηγεσία του Συνδέσμου αποτάθηκε στον Βενιζέλο, από τον οποίο ζήτησε να αναλάβει την πρωθυπουργία. Ο Κρητικός πολιτικός, ωστόσο, αρνήθηκε την πρόταση, επιλέγοντας τον ιδιότυπο το ρόλο του διαμεσολαβητή στις συζητήσεις που στο μεταξύ διεξάγονταν ανάμεσα στο Σύνδεσμο, τα κόμματα και το παλάτι. Εκτιμώντας ότι η κατάσταση επέβαλε τη σύμπλευση όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ο Βενιζέλος εισηγήθηκε τον άμεσο σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης: η τελευταία, σε συμφωνία με τον βασιλιά, θα διεξήγαγε το συντομότερο δυνατόν εκλογές για την ανάδειξη αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης, αμέσως μετά τη σύγκληση της οποίας ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεσμευόταν να αυτοδιαλυθεί. Παρά, εξάλλου, τους αρχικούς δισταγμούς, οι οποίοι αποτελούσαν κατά κύριο λόγο απόρροια του γεγονότος ότι η προτεινόμενη διαδικασία συνιστούσε στην ουσία νομική ακροβασία που παραβίαζε κατάφωρα το Σύνταγμα, οι αρχηγοί των κομμάτων και ο βασιλιάς αποδέχτηκαν το συμβιβασμό. Πράγματι, ο Γεώργιος ανέθεσε τον Ιανουάριο του 1910 την πρωθυπουργία στο ηγετικό στέλεχος της «Ομάδας των Ιαπώνων», Στέφανο Δραγούμη, ανοίγοντας έτσι οριστικά το δρόμο για την ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής της χώρας25 και τη διεξαγωγή των εκλογών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν τελικά τον Αύγουστο του ίδιου έτους.

5. Το μεταρρυθμιστικό έργο του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 8ης/21ης Αυγούστου 1910 αποτελούσε σαφή ένδειξη για τις ανακατατάξεις που είχαν συντελεστεί στην ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι, μολονότι ο συνασπισμός των «παλαιών» κομμάτων κατόρθωσε να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών (211 επί συνόλου 362), οι ανεξάρτητοι «ανανεωτές» κέρδισαν 122 έδρες, ενώ εξελέγησαν και 29 ανεξάρτητοι «παλαιοκομματικοί». Ο ίδιος, εξάλλου, ο Βενιζέλος, ο οποίος έχοντας επιστρέψει από την άνοιξη του 1910 στην Κρήτη προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία της αυτόνομης πολιτείας δεν είχε συμμετάσχει στον προεκλογικό αγώνα, εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής Αττικοβοιωτίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Κρητικός πολιτικός, ανταποκρινόμενος στην απαίτηση της κοινής γνώμης, εγκατέλειψε την ιδιαίτερη πατρίδα του και έφθασε στα τέλη Αυγούστου / αρχές Σεπτεμβρίου στην Αθήνα, όπου δημοσιοποίησε τις βάσεις του πολιτικού του προγράμματος: εφαρμογή ενός ευρύτατου σχεδίου μεταρρυθμίσεων, με παράλληλη αναθεώρηση του Συντάγματος, χωρίς ωστόσο να θίγεται η μορφή του πολιτεύματος της βασιλευόμενης δημοκρατίας.

Η χειρονομία καλής θέλησης του Βενιζέλου απέναντι στο θρόνο απέρρεε σε μεγάλο βαθμό από την εκτίμηση ότι η εξασφάλιση της υποστήριξης του Γεώργιου αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του ανανεωτικού εγχειρήματος που ευαγγελιζόταν ο Κρητικός πολιτικός. Διακρίνοντας τη δυνατότητα τερματισμού της πολιτικής κρίσης που ταλάνιζε την Ελλάδα για περισσότερο από ένα χρόνο, ο βασιλιάς αποφάσισε να ανταποκριθεί στα ανοίγματα του Βενιζέλου, στον οποίο ανέθεσε τον Οκτώβριο του 1910 το σχηματισμό κυβέρνησης μολονότι ήταν αμφίβολο εάν η τελευταία διέθετε την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο Κρητικός πολιτικός,

25 Τον Μάρτιο του 1910 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ανακοίνωσε την αυτοδιάλυσή του, εκπληρώνοντας έτσι προκαταβολικά τη δέσμευση που είχε αναλάβει.

72

Page 74: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

ωστόσο, δεν ήταν διατεθειμένος να ασκήσει τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα υπό καθεστώς ομηρίας κι έτσι –παρά το γεγονός ότι εξασφάλισε ψήφο εμπιστοσύνης– έπεισε τον Γεώργιο να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές.

Η νέα εκλογική αναμέτρηση διεξάχθηκε τον Νοέμβριο του 1910 χωρίς τη συμμετοχή του συνόλου σχεδόν των «παλαιών» κομμάτων, τα οποία διαμαρτύρονταν για τη μεθόδευση που είχε οδηγήσει στη διάλυση της Βουλής. Έτσι, οι εκλογές εξελίχθηκαν σε θρίαμβο για τον Βενιζέλο, καθώς το νεοϊδρυθέν Κόμμα των Φιλελευθέρων του οποίου ηγούνταν κέρδισε 307 από τις συνολικά 362 έδρες. Διαθέτοντας πλέον συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο Βενιζέλος προχώρησε στην άμεση εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού του προγράμματος, με πρώτο άξονα την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864. Ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνιο του 1911, προέβλεπε τη σημαντική διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων, βελτιώνοντας ταυτόχρονα το πλαίσιο προστασίας του πολίτη απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Την ίδια στιγμή, προνοούσε για την αποτελεσματικότερη διάκριση των εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του βασιλιά και την αύξηση της αποτελεσματικότητας των εργασιών του Κοινοβουλίου, ενώ επιπλέον καθιέρωνε και την δωρεάν υποχρεωτική στοιχειώδη εκπαίδευση. Παρά, εξάλλου, τις αντιδράσεις, το νέο Σύνταγμα παρείχε στο κράτος τη δυνατότητα να προβαίνει στην απαλλοτρίωση ιδιωτικών περιουσιών, εφόσον κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε το «δημόσιο όφελος». Σε μία προσπάθεια, τέλος, καταπολέμησης του φαινομένου της ευνοιοκρατίας, το Σύνταγμα του 1911 θέσπιζε για πρώτη φορά τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.

Η συνταγματική αναθεώρηση συμπληρωνόταν από ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό νομοθετικό έργο, το οποίο επιχειρούσε να δώσει ουσιαστικότερο περιεχόμενο στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που φιλοδοξούσε να εφαρμόσει ο Βενιζέλος. Το βάρος ρίχτηκε κατ’ αρχήν στον τομέα της βελτίωσης της ποιότητας και τον εξορθολογισμό της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, και ειδικότερα, των οικονομικών υπηρεσιών, της δικαιοσύνης και της χωροφυλακής, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στην ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Συνεχίζοντας, εξάλλου, τον αγώνα για την καταπολέμηση της ρουσφετολογίας, η οποία μοιραία διεξαγόταν σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος μέσω των αθρόων διορισμών προσώπων –που όχι σπάνια στερούνταν ακόμα και των στοιχειωδών τυπικών προσόντων και ικανοτήτων– για τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, η κυβέρνηση Βενιζέλου επέβαλε τη διεξαγωγή εξετάσεων ως κριτήριο για την πρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων. Αποσκοπώντας, τέλος, στον προσεταιρισμό όσο το δυνατόν ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων αλλά και στην άμβλυνση των ταξικών συγκρούσεων, ο Βενιζέλος εφάρμοσε μία σειρά μετριοπαθών μέτρων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων –με σημαντικότερες τη θέσπιση κανονισμών για τις συνθήκες εργασίας στις βιομηχανίες, την αναγνώριση των εργατικών σωματείων, τον ορισμό της Κυριακής ως ημέρα αργίας και την καθιέρωση κατώτατων ορίων μισθών για τις εργαζόμενες γυναίκες και τα παιδιά–, ενώ παράλληλα εγκαινίασε την προοδευτική φορολογία του εισοδήματος με σκοπό τη μείωση της εξάρτησης των κρατικών εσόδων από τους έμμεσους φόρους και τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών στους πολίτες ανάλογα με τις πραγματικές οικονομικές τους δυνατότητες.

Ο τρίτος άξονας του ενδιαφέροντος του Βενιζέλου σχετιζόταν με την αναδιοργάνωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Επιβεβαιώνοντας στην πράξη την εξαιρετική σημασία που απέδιδε στη βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της χώρας, ο Κρητικός πολιτικός ανέλαβε αυτοπροσώπως τα Υπουργεία Στρατιωτικών και Ναυτικών, συνεχίζοντας και επεκτείνοντας το έργο που είχε ξεκινήσει λίγα χρόνια νωρίτερα η κυβέρνηση Θεοτόκη. Εκμεταλλευόμενη την ευνοϊκή οικονομική συγκυρία, η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων προχώρησε στην αποφασιστική ενίσχυση των ελληνικών

73

Page 75: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

ενόπλων δυνάμεων, χρησιμοποιώντας σημαντικό μερίδιο των πλεονασμάτων του προϋπολογισμού στο διάστημα 1910–1911 προκειμένου να αγοραστεί σύγχρονος οπλισμός και πολεμοφόδια. Έχοντας, εξάλλου, επίγνωση της εξαιρετικής σημασίας της ποιοτικής αναβάθμισης του στρατεύματος, ο Βενιζέλος αποφάσισε τη μετάκληση Γάλλων και Βρετανών αξιωματικών, στους οποίους ανέθεσε την εκπαίδευση του στρατού ξηράς και του πολεμικού ναυτικού αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, αναδιάταξε εκ βάθρων τη δομή των ενόπλων δυνάμεων με απώτερο σκοπό εξορθολογισμό της λειτουργίας και τη βελτίωση της μαχητικής ικανότητας τους, ενώ κατέβαλε συστηματική προσπάθεια προκειμένου να καταπολεμήσει τα –ιδιαίτερα διαδεδομένα– φαινόμενα ευνοιοκρατίας στις προαγωγές και τις μεταθέσεις των μόνιμων στελεχών τους. Παρά τις ισχυρές αντιδράσεις, τέλος, ο Κρητικός πολιτικός αποφάσισε την επαναφορά των πριγκίπων στο στράτευμα και το διορισμό του διαδόχου Κωνσταντίνου στη θέση του γενικού επιθεωρητή του στρατού, συνεχίζοντας έτσι την πολιτική διατήρησης αγαθών σχέσεων με το παλάτι, την οποία είχε εγκαινιάσει σχεδόν αμέσως μετά την έλευσή του στην Ελλάδα.

Σε γενικές γραμμές, το μεταρρυθμιστικό έργο του Βενιζέλου τη διετία 1910–1912 ακολουθούσε τις παρακαταθήκες του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος του Χαρίλαου Τρικούπη. Έχοντας ως κύριο μέλημα την εσωτερική ανασυγκρότηση, ο Κρητικός πολιτικός, ένθερμος οπαδός και ο ίδιος της Μεγάλης Ιδέας, πίστευε ότι μόνον έτσι θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή –όταν οι περιστάσεις το επέτρεπαν– του εξαιρετικά φιλόδοξου αλυτρωτικού προγράμματος που είχε κατά νου. Διαπνεόμενος από πρακτικό πνεύμα και σταθερά προσηλωμένος στις αρχές του πολιτικού ρεαλισμού, ο Βενιζέλος γνώριζε καλά ότι μόνο μέσω της εντατικής όσο και κοπιώδους προετοιμασίας θα μπορούσε η Αθήνα να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των περιφερειακών ισορροπιών, ενώ σε διαφορετική περίπτωση θα κινδύνευε να βρεθεί στη θέση του θεατή των εξελίξεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η έμφαση στην όσο το δυνατόν αρτιότερη πολεμική προπαρασκευή της χώρας την ώρα που οι πολιτικές και διπλωματικές ζυμώσεις έμοιαζαν να προδιαγράφουν την ανάφλεξη στον γεωπολιτικά ευαίσθητο χώρο της χερσονήσου του Αίμου αλλά και ευρύτερα της ανατολικής Μεσογείου, έδινε ανάγλυφα το στίγμα των προτεραιοτήτων του Έλληνα πρωθυπουργού, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τον πραγματιστικό τους χαρακτήρα.

Εξαργυρώνοντας στην κάλπη την ικανοποίηση της ελληνικής κοινής γνώμης από την ανανεωτική προσπάθεια που είχε εγκαινιαστεί τον Νοέμβριο του 1910, το Κόμμα των Φιλελευθέρων θριάμβευσε εκ νέου στις εκλογές της 11ης/24ης Μαρτίου 1912, στις οποίες συμμετείχαν και οι εκπρόσωποι των «παλαιών» κομμάτων, εξασφαλίζοντας 146 από τις συνολικά 181 της Βουλής. Η ανανέωση της λαϊκής εντολής έδινε στον Βενιζέλο τη δυνατότητα να συνεχίσει απερίσπαστος το μεταρρυθμιστικό του έργο, ενώ την ίδια στιγμή επιβεβαίωνε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την πολιτική του ηγεμονία στο εσωτερικό της χώρας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Βενιζέλος έμελλε λίγους μήνες αργότερα να ηγηθεί της εντυπωσιακότερης εθνικής εξόρμησης από καταβολής του ελληνικού κράτους, η οποία θα μετουσίωνε σε πράξη σημαντικό τμήμα του ονείρου της εδαφικής επέκτασης που ευαγγελιζόταν η Μεγάλη Ιδέα, δικαιώνοντας ταυτόχρονα σχεδόν απόλυτα τις επιλογές του Κρητικού πολιτικού.

74

Page 76: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

75

Page 77: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Κεφάλαιο ΣΤ΄

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η Ελλάδα

1. Η διπλωματική προετοιμασία: η συμμετοχή της Ελλάδας στη βαλκανική συμμαχία.

Το ανανεωτικό πρόγραμμα του Βενιζέλου εφαρμοζόταν σε μία περίοδο ρευστότητας και ανακατατάξεων στη νοτιοανανατολική Ευρώπη, οι οποίες συνδυάζονταν με τη γενικότερη εξέλιξη του Ανατολικού Ζητήματος. Η πλήρης επικράτηση του εθνικισμού όχι πια μόνο στο πεδίο των ιδεολογικών ζυμώσεων, αλλά πολύ περισσότερο σε εκείνο της πρακτικής πολιτικής, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις

76

Page 78: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

δυναμικότερης διεκδίκησης από την πλευρά των βαλκανικών κρατών –μεταξύ αυτών και της Ελλάδας– μεριδίου στη διανομή της εδαφικής λείας σε βάρος της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όπως βέβαια είχε αποδείξει ο Μακεδονικός Αγώνας, η διαβαλκανική συνεννόηση κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση ήταν, καθώς οι χριστιανικοί λαοί της χερσονήσου του Αίμου, μολονότι αντιμετώπιζαν εξίσου εχθρικά την Υψηλή Πύλη, αδυνατούσαν να συμπράξουν σε ένα κοινό μέτωπο εναντίον της εξαιτίας των αντικρουόμενων εθνικών τους συμφερόντων κυρίως στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της –οθωμανοκρατούμενης ακόμα– Μακεδονίας.

Σημείο καμπής στην κοπιώδη και έως τότε ατελέσφορη πορεία της –προσωρινής έστω– υπέρβασης των αντιθέσεων που χώριζαν τα βαλκανικά κράτη, έμελλε να αποτελέσει η εκδήλωση και τελικά η επικράτηση της επανάστασης των Νεότουρκων στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το καλοκαίρι του 1908. Οργανωμένο κατά βάση από αξιωματικούς του σουλτανικού στρατού, το νεοτουρκικό κίνημα φιλοδοξούσε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα ταχύρυθμου εκσυγχρονισμού της παρακμασμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με απώτερο σκοπό την παρεμπόδιση των ποικιλόμορφων όσο και συχνών παρεμβάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων στο εσωτερικό της. Κινούμενοι σε αυτή τη βάση, οι Νεότουρκοι υπογράμμιζαν την ανάγκη για τον απόλυτο σεβασμό της ισότητας όλων των επιμέρους εθνοτήτων –χωρίς διάκριση εθνικής καταγωγής ή θρησκεύματος– που διαβιούσαν στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Πολύ σύντομα, ωστόσο, οι ελπίδες των υπόδουλων λαών ότι η νεοτουρκική επανάσταση θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους θα αποδεικνύονταν φρούδες, καθώς οι αρχικές φιλελεύθερες διακηρύξεις έδωσαν τη θέση στην εφαρμογή του σχέδιο της «οθωμανοποίησης» όλων των υπηκόων του σουλτάνου, το οποίο στην πραγματικότητα συνεπαγόταν τον αφανισμό όσων αρνούνταν να συμμορφωθούν.

Η ένταση των πιέσεων σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών έθετε δυναμικά επί τάπητος το ζήτημα της προστασίας τους, ωθώντας τα γειτονικά βαλκανικά κράτη στη σύμπηξη μεταξύ τους συμμαχίας με σκοπό το διαμοιρασμό των ευρωπαϊκών εδαφών που βρίσκονταν υπό την κατοχή των Οθωμανών. Η ευνοϊκή, εξάλλου, διεθνής συγκυρία που προέκυπτε από την έκρηξη του ιταλοτουρκικού πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1911 ως αποτέλεσμα της απόπειρας της Ρώμης να καταλάβει στρατιωτικά τις οθωμανικές επαρχίες της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής στη βόρειο Αφρική, επιτάχυνε ακόμα περισσότερο τις εξελίξεις, διευκολύνοντας σε πρώτη φάση τη σερβοβουλγαρική προσέγγιση, η οποία έλαβε σάρκα και οστά με την υπογραφή διμερούς Συνθήκης Συμμαχίας στις 29 Φεβρουαρίου / 13 Μαρτίου 1912. Εσωτερικά αποδιοργανωμένη, διπλωματικά απομονωμένη, στρατιωτικά απαράσκευη και με ανοιχτό το μέτωπο του πολέμου με την Ιταλία, ο οποίος την άνοιξη του 1912 θα μεταφερόταν και στο Αιγαίο καθώς οι Ιταλοί σε μία κίνηση αντιπερισπασμού κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα, η Υψηλή Πύλη βρισκόταν σε ολοένα δεινότερη θέση, δίνοντας έτσι το έναυσμα για την αποφασιστικότερη εκδήλωση περαιτέρω πρωτοβουλιών που κατέτειναν στην ενίσχυση του υπό διαμόρφωση αντιοθωμανικού άξονα στα Βαλκάνια.

Παρά το γεγονός ότι οι εθνικιστικές εξάρσεις των Νεότουρκων έπλητταν –είτε άμεσα είτε έμμεσα– τα συμφέροντα των πολυάριθμων Ελλήνων υπηκόων του σουλτάνου, η Αθήνα δεν επέλεξε από την πρώτη στιγμή την οδό της αντιπαράθεσης με την Πύλη. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά επιχείρησε σε αρχικά να αναζητήσει το έδαφος για μία συνεννόηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκτιμώντας ότι με αυτόν τον τρόπο αφενός θα προστατεύονταν αποτελεσματικότερα οι αλύτρωτοι ελληνικοί πληθυσμοί, και αφετέρου θα μειωνόταν ο κίνδυνος της υπερβολικής ενδυνάμωσης του διαφαινόμενου σλαβικού συνασπισμού που εικαζόταν ότι θα συναπάρτιζαν η Σερβία και η Βουλγαρία. Ακραία έκφανση της πολιτικής της αγαστής ελληνοτουρκικής συνεργασίας

77

Page 79: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

αποτελούσαν τα σχέδια των Ίωνα Δραγούμη και Αθανάσιου Σουλιώτη–Νικολαΐδη για την ίδρυση ενιαίου «Ανατολικού κράτους», όπου χριστιανοί και μουσουλμάνοι θα συμβίωναν αρμόνικα, με αναπόφευκτη συνέπεια –σύμφωνα με τους εμπνευστές του τολμηρού εγχειρήματος– την τελική επικράτηση του δυναμικότερου από κάθε άποψη ελληνικού στοιχείου και με παράπλευρο όφελος την οριστική εξουδετέρωση της σλαβικής απειλής.

Οι συμβιβαστικές διαθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, ωστόσο, πολύ γρήγορα θα αποδεικνυόταν ότι δεν αρκούσαν για να φέρουν το ποθούμενο αποτέλεσμα. Αντίθετα, η συνεχιζόμενη αδιαλλαξία που επιδείκνυε η Πύλη σε σχέση με τον οριστικό διακανονισμό του Κρητικού Ζητήματος, καθώς και η ταυτόχρονη ένταση των πιέσεων σε βάρος του ελληνικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες από τις αρχές του 1910 άρχισαν να λαμβάνουν τη μορφή βίαιης εκστρατείας με κύριο στόχο την περιστολή των πολυποίκιλων ελληνικών εμπορικών δραστηριοτήτων στη σουλτανική επικράτεια, καθιστούσαν επιτακτικό τον αναπροσανατολισμό της στρατηγικής της Αθήνας. Αντιλαμβανόμενος ότι η ώρα της δράσης πλησίαζε και επιχειρώντας να εκμεταλλευθεί την ευνοϊκή συγκυρία που παρείχε η συνέχιση του ιταλοτουρκικού πολέμου, ο Βενιζέλος εξέταζε το ενδεχόμενο σύμπραξης με την Ιταλία και συγκρότησης κοινού στρατιωτικού μετώπου στη Μακεδονία. Η αρνητική στάση της Ρώμης απέναντι στις προτάσεις του Έλληνα πρωθυπουργού καταδίκασε σε αποτυχία τα ελληνικά ανοίγματα˙ το γεγονός, ωστόσο, παρέμενε ότι η Ελλάδα, κάτω από την καθοδήγηση του Κρητικού πολιτικού, εμφανιζόταν αποφασισμένη να επανακάμψει δυναμικά στο διπλωματικό προσκήνιο, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις ενεργότερης ανάμιξης στις ραγδαίες εξελίξεις στον ευαίσθητο γεωπολιτικά χώρο των Βαλκανίων.

Η ιταλική απροθυμία έστρεψε το ελληνικό ενδιαφέρον προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των δεσμών της Ελλάδας με τα υπόλοιπα χριστιανικά κράτη της χερσονήσου του Αίμου. Έχοντας ενημερωθεί για την εξέλιξη των σερβοβουλγαρικών συνομιλιών, οι οποίες κατέληξαν τελικά στη συνομολόγηση διμερούς Συνθήκης Συμμαχίας, ο Βενιζέλος φιλοδοξούσε να καταστήσει την Ελλάδα τον τρίτο πόλο του υπό διαμόρφωση βαλκανικού συνασπισμού. Η αποκατάσταση, εξάλλου, ήδη από τους πρώτους μήνες του 1911, διαύλου άμεσης επικοινωνίας τόσο με το βασιλιά της Βουλγαρία Φερδινάνδο, όσο και με το Βούλγαρο πρωθυπουργό Ιβάν Γκέσωφ, διευκόλυνε περαιτέρω το έργο του Κρητικού πολιτικού. Έτσι, η εντατικοποίηση των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σόφια στις αρχές της άνοιξης του 1912 δεν θα αργούσε να καταλήξει σε απτά αποτελέσματα, καθώς στις 16/29 Μαΐου του ίδιου έτους τα δύο μέρη κατέληξαν στην υπογραφή Συνθήκης Συμμαχίας αμυντικής φύσεως, βάσει της οποίας η Ελλάδα και η Βουλγαρία αναλάμβαναν –μεταξύ άλλων– την υποχρέωση όχι μόνο να συνεργάζονται με σκοπό τη βελτίωση της θέσης των ομοεθνών τους που κατοικούσαν σε οθωμανικά εδάφη, αλλά επιπλέον να συνδράμουν στρατιωτικά η μία την άλλη σε περίπτωση που δέχονταν επίθεση εκ μέρους της Πύλης.

Η συνομολόγηση της ελληνοβουλγαρικής Συνθήκης Συμμαχίας, ακολουθώντας χρονικά την αντίστοιχη σερβοβουλγαρική, έδινε σαφέστερο σχήμα στον υπό διαμόρφωση ακόμη βαλκανικό συνασπισμό. Η σύνθεση, εξάλλου, του τελευταίου έμελλε να ολοκληρωθεί στις αρχές του καλοκαιριού του 1912 με την προσχώρηση του Μαυροβουνίου ως αποτέλεσμα προφορικής βουλγαρομαυροβουνιακής Συμφωνίας. Συμβατικά ατελής και χωρίς την απαραίτητη πολιτική συνοχή, ο διπλωματικός σύνδεσμος των τεσσάρων βαλκανικών κρατών δεν είχε θεμελιωθεί σε ένα πολυμερές Σύμφωνο, αλλά αντίθετα είχε αρμολογηθεί γύρω από διμερείς Συνθήκες με άξονα τη Σόφια, δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Σερβία αφενός και την Ελλάδα και το Μαυροβούνιο αφετέρου δεν στάθηκε δυνατόν να καταλήξουν σε απτά αποτελέσματα. Επιπλέον, η ίδια η μεσοπρόθεσμη στατικότητα του διπλωματικού

78

Page 80: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

οικοδομήματος υπονομευόταν στην πράξη από την προφανή ασάφεια γύρω από τη διανομή των διεκδικούμενων οθωμανικών εδαφών ιδίως στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας: η σκόπιμη, άλλωστε, παράλειψη της διασάφησης ενός τόσο σημαντικού ζητήματος αποκάλυπτε τις αλληλοσυγκρουόμενες επιδιώξεις των μελών του Βαλκανικού Συνδέσμου, οι οποίες αρκούσαν για να προκαλέσουν ατέρμονες αντεγκλήσεις και διαμάχες μεταξύ τους. Η μη συμμετοχή, τέλος, της Ρουμανίας, του πέμπτου δηλαδή ανεξάρτητου χριστιανικού κράτους της χερσονήσου του Αίμου, αφαιρούσε από τις διεργασίες το χαρακτήρα μίας παμβαλκανικής συνεννόησης.

Παρά τις εγγενείς αδυναμίες, ωστόσο, η σύμπηξη του βαλκανικού συμμαχικού δικτύου αποτελούσε αναμφισβήτητα εξέλιξη αποφασιστικής σημασίας για τη διαμόρφωση των πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών ισορροπιών στο νοτιοανατολικό άκρο της γηραιάς ηπείρου. Έχοντας ως βασική προτεραιότητα την ανάληψη κοινής πολεμικής δράσης με σκοπό την απελευθέρωση των υπόδουλων στο σουλτάνο χριστιανικών πληθυσμών της χερσονήσου του Αίμου αλλά και των νησιών του Αιγαίου Πελάγους, ο Βαλκανικός Σύνδεσμός θα αναδεικνυόταν πολύ σύντομα σε πρωταγωνιστή των διεργασιών που κατέτειναν στην εδαφική συρρίκνωση της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ικανού να αντιπαρέλθει όχι μόνο την αντίσταση της Πύλης, αλλά πολύ περισσότερο ακόμα και την αρχικά αρνητική τοποθέτηση των περισσότερων Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.

2. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος και η Συνθήκη του Λονδίνου.

Οι διπλωματικές διεργασίες μεταξύ των τεσσάρων συμμαχικών βαλκανικών κρατών προλείαιναν το έδαφος για την ανάληψη αμιγώς στρατιωτικών πρωτοβουλιών εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός που θα επιβεβαιωνόταν έμπρακτα τον Σεπτέμβριο του 1912 από την απόφασή τους να προχωρήσουν στην κήρυξη επιστράτευσης. Στο ίδιο διάστημα, εξάλλου, η λήξη του ιταλοτουρκικού πολέμου –συμβατικό επιστέγασμα του οποίου έμελλε να αποτελέσει η υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Ουσσύ στις 2/15 Οκτωβρίου 191226– προσδιόριζε το χρονικό πλαίσιο εκδήλωσης της πολεμικής αναμέτρησης, καθώς ήταν φανερό ότι ο αντιπερισπασμός που είχε δημιουργήσει για την Πύλη η δυναμική παρέμβαση της Ρώμης στη βόρειο Αφρική και λίγο αργότερα στο νοτιοανατολικό Αιγαίο είχε πλέον φθάσει στο τέλος του. Μην αφήνοντας την ευκαιρία να πάει χαμένη και παρά τις προειδοποιήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες με ταυτόχρονα διαβήματα αφενός προς την Κωνσταντινούπολη και αφετέρου προς τις βαλκανικές πρωτεύουσες επιχείρησαν να αποσοβήσουν την ένοπλη σύρραξη, το Μαυροβούνιο κήρυξε στις 25 Σεπτεμβρίου / 8 Οκτωβρίου 1912 τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δρόμο που εννέα ημέρες αργότερα ακολούθησαν η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις εξελίχθηκαν με εντυπωσιακή ταχύτητα σε θρίαμβο των βαλκανικών κρατών. Υπερβάλλοντας ακόμα και τις πλέον αισιόδοξες προβλέψεις, ο ελληνικός στρατός με επικεφαλής το διάδοχο Κωνσταντίνο προέλασε νικηφόρα προς βορρά, επιτυγχάνοντας στις 26 Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου την κατάληψη της Θεσσαλονίκης λίγες μόλις ώρες πριν οι εμπροσθοφυλακές του βουλγαρικού στρατού 26 Με βάση την εν λόγω Συνθήκη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρούσε την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή στην Ιταλία. Προκειμένου, εξάλλου, να διασφαλιστεί η τήρηση των συμφωνημένων από την πλευρά της Πύλης, η Συνθήκη του Ουσσύ έδινε στους Ιταλούς τη δυνατότητα να διατηρήσουν προσωρινά υπό την κατοχή τους τα Δωδεκάνησα, τα οποία είχαν καταλάβει την άνοιξη του 1912, μέχρι τη στιγμή που η Τριπολίτιδα και η Κυρηναϊκή θα εκκενώνονταν πλήρως από τις στρατιωτικές και πολιτικές οθωμανικές Αρχές.

79

Page 81: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

εισέλθουν στην πόλη. Εξίσου σημαντικές επιτυχίες σημειώθηκαν και στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου οι Έλληνες συνέτριψαν τις οθωμανικές δυνάμεις και πολιόρκησαν τα Ιωάννινα, ενώ απόλυτη υπήρξε η επικράτηση του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο, με αποτέλεσμα όχι μόνο τη σταδιακή απελευθέρωση όλων των οθωμανοκρατούμενων νησιών του Αρχιπελάγους –με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα που βρίσκονταν υπό ιταλικό έλεγχο–, αλλά επιπλέον την παρεμπόδιση της απρόσκοπτης διά θαλάσσης μετακίνησης οθωμανικών ενισχύσεων από τη Μικρά Ασία προς τα πολεμικά μέτωπα των Βαλκανίων. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, εξάλλου, οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι σύμμαχοι εξουδετέρωσαν σχεδόν κάθε εστία οθωμανικής αντίστασης στην Ευρώπη, αναγκάζοντας έτσι τις σουλτανικές δυνάμεις να υποχωρήσουν ανατολικά πίσω από την οχυρή γραμμή της Τσαλτάτζας μόλις 25 μίλια από την Κωνσταντινούπολη.

Η σαρωτική νίκη των μελών του Βαλκανικού Συνδέσμου έθετε δυναμικά επί τάπητος το ζήτημα της διανομής των οθωμανικών επαρχιών στη Χερσόνησο του Αίμου, καταδεικνύοντας την ίδια στιγμή την πλήρη χρεοκοπία της παραπαίουσας αυτοκρατορίας του σουλτάνου. Ανήμπορη να αντιδράσει απέναντι στη συντονισμένη δράση των συμμαχικών βαλκανικών κρατών, η Πύλη έσπευδε να αναζητήσει το έδαφος ενός συμβιβασμού με τους νικητές. Έτσι, στις 20 Νοεμβρίου / 3 Δεκεμβρίου 1912 αντιπρόσωποι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας, η οποία λειτουργούσε ταυτόχρονα ως εντολοδόχος της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, συνυπέγραψαν Συμφωνία ανακωχής δίμηνης διάρκειας. Αντίθετα, η Αθήνα αρνήθηκε να προσχωρήσει στην ανακωχή από τη στιγμή που συνεχιζόταν η πολιορκία των Ιωαννίνων, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι ο ελληνικός στόλος θα εξακολουθούσε το ναυτικό αποκλεισμό των παραλίων της Ηπείρου και τη διενέργεια νηοψιών στο Αιγαίο προκειμένου να αποκλειόταν η πιθανότητα διά θαλάσσης μεταφοράς οθωμανικών στρατευμάτων προς τα μέτωπα των μαχών.

Η απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να αποδεχθεί την –έστω προσωρινή– κατάπαυση του πυρός συνεχόταν με την εκτίμηση ότι στο τραπέζι των επικείμενων διπλωματικών διαπραγματεύσεων τα εδαφικά τετελεσμένα θα βάραιναν πιθανότατα περισσότερο από κάθε άλλο επιχείρημα. Η ίδια η έκβαση, εξάλλου, του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου αποτελούσε αναμφισβήτητα θρίαμβο των ελληνικών όπλων στο πεδίο των μαχών. Η Ελλάδα είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει τον έλεγχο ολόκληρης της Ηπείρου (με εξαίρεση την πόλη των Ιωαννίνων), της δυτικής και κεντρικής Μακεδονίας συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης, καθώς και των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, διαθέτοντας έτσι σημαντικά διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα εν όψει της επικείμενης ειρηνευτικής Συνδιάσκεψης, η οποία θα καθόριζε το διακανονισμό των εδαφικών ζητημάτων που είχαν προκύψει ως αποτέλεσμα των πολεμικών επιχειρήσεων.

Η ορθότητα της ελληνικής τακτικής, η οποία έφερε ευδιάκριτη τη σφραγίδα της διπλωματικής οξυδέρκειας του Βενιζέλου, έμελλε να αποδειχθεί στην πράξη κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου, η οποία εγκαινίασε τον Δεκέμβριο του 1912 τις εργασίες της στη βρετανική πρωτεύουσα με σκοπό την αναδιάταξη του χάρτη των Βαλκανίων. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ευόδωση των διαπραγματεύσεων προσέκρουσε αρχικά στην αδιαλλαξία της Πύλης, η οποία απέρριψε τις αξιώσεις των τεσσάρων συμμαχικών βαλκανικών κρατών για τον περιορισμό της εδαφικής επικράτειας του σουλτάνου ανατολικά της γραμμής Ραιδεστού – Μηδείας και την ταυτόχρονη εκχώρηση των νησιών του Αιγαίου Πελάγους, πρόταση που ισοδυναμούσε στην πράξη με απώλεια του συνόλου σχεδόν των ευρωπαϊκών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η διακοπή των συνομιλιών συνοδεύτηκε από νέες ήττες των οθωμανικών δυνάμεων, οι οποίες αναγκάστηκαν να παραδώσουν στους πολιορκητές τους τα Ιωάννινα, το Αργυρόκαστρο, το Τεπελένι, τη Σκόδρα και την Αδριανούπολη, στερώντας έτσι από την Πύλη και τα τελευταία ισχνά εδαφικά της ερείσματα στις διαφιλονικούμενες περιοχές. Σε

80

Page 82: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

αυτό το πλαίσιο, κάτω από την πίεση των τετελεσμένων γεγονότων, αλλά και κατόπιν της αποφασιστικής παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων, η σουλτανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, οι οποίες ήταν πλέον φανερό ότι θα κατέτειναν στη σχεδόν πλήρη απομάκρυνση των Οθωμανών από την Ευρώπη.

Πράγματι, η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου δεν άργησε να καταλήξει στις 17/30 Μαΐου 1913 στην υπογραφή της ομώνυμης Συνθήκης, η οποία επιβεβαίωνε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την κατάλυση της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συνθήκης, η Πύλη αποδεχόταν την εκχώρηση στους νικητές του πολέμου όλων των ευρωπαϊκών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας, με εξαίρεση την Αλβανία, τα ακριβή σύνορα της οποίας θα διευκρινίζονταν αργότερα από τις Μεγάλες Δυνάμεις (άρθρο 3). Επιπλέον, ο σουλτάνος δήλωνε ότι παραιτούνταν από τα δικαιώματά του επί της Κρήτης (άρθρο 4), ενώ το άρθρο 5 ανέθετε στις Μεγάλες Δυνάμεις την ευθύνη για τον καθορισμό της τύχης των νησιών του Αιγαίου και της χερσονήσου του Άθω. Τέλος, μία διεθνής επιτροπή με έδρα το Παρίσι θα προέβαινε στο διακανονισμό των οικονομικών εκκρεμοτήτων, ενώ τα ζητήματα που σχετίζονταν με τους αιχμαλώτους πολέμου (άρθρο 6), τη δικαστική εξουσία, την εθνικότητα και το εμπόριο θα ρυθμίζονταν από ειδικές συμβάσεις που θα συνάπτονταν ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη (άρθρο 7).

Στην πραγματικότητα, η Συνθήκη του Λονδίνου δεν αποτελούσε τίποτα περισσότερο από μία προκαταρκτική συμφωνία, η οποία άφηνε ανοιχτά μία σειρά από εξαιρετικά κρίσιμα ζητήματα. Έτσι, μολονότι επικύρωνε το τετελεσμένο γεγονός του δραστικού περιορισμού των σουλτανικών κτήσεων στην Ευρώπη, η Συνθήκη σιωπούσε ως προς το θέμα της χάραξης των μεταπολεμικών ενδοβαλκανικών συνόρων ειδικά στην περιοχή της Μακεδονίας, εκκρεμότητα που μοιραία θα αποτελούσε πεδίο αντιπαραθέσεων, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της –ούτως ή άλλως εύθραυστης– βαλκανικής συμμαχίας. Η ένταξη, εξάλλου, του υπό σύσταση αλβανικού κράτους στον ανασχεδιαζόμενο χάρτη της χερσονήσου του Αίμου, προσέθετε έναν επιπλέον παράγοντα στην πολύπλοκη εξίσωση των βαλκανικών ισορροπιών, με άμεσο αντίκτυπο και στην Ελλάδα. Η αβεβαιότητα, τέλος, ως προς την τύχη των νησιών του Αρχιπελάγους –όπου η συνεχιζόμενη κατοχή των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς περιέπλεκε ακόμα περισσότερο την κατάσταση– ενίσχυε περαιτέρω τους κινδύνους διεθνών περιπλοκών, οι οποίες απειλούσαν να πλήξουν τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

3. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος και η Συνθήκη του Βουκουρεστίου.

Η ασάφεια των διατάξεων της Συνθήκης του Λονδίνου έφερε το σπέρμα της διάσπασης της συνεργασίας των βαλκανικών κρατών. Αφορμή για την οριστική διάρρηξη των μεταξύ τους δεσμών έμελλε να αποτελέσει η ασυμφωνία σχετικά με τη διανομή των πρώην οθωμανικών επαρχιών οι οποίες είχαν περιέλθει στην κατοχή τους κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, ζήτημα που λάμβανε εκρηκτικές διαστάσεις ειδικά στην περίπτωση της Μακεδονίας. Αντίστοιχα, ρόλο καταλύτη στη διαδικασία ανάπτυξης των φυγόκεντρων τάσεων θα διαδραμάτιζε η Βουλγαρία, η οποία εμφανιζόταν αμετακίνητη στο ζήτημα της διεκδίκησης του μεγαλύτερου τμήματος της Μακεδονίας και της Θράκης. Υπερτονίζοντας τη συμβολή του βουλγαρικού στρατού στη συμμαχική νίκη επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Σόφια θεωρούσε ότι η ίδια δικαιούνταν να λάβει το συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιο από την εδαφική λεία, ζητώντας αφενός από την Ελλάδα να αρκεστεί στην απόκτηση της Κρήτης και των

81

Page 83: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

νησιών του ανατολικού Αιγαίου και αφετέρου από τη Σερβία να τηρήσει κατά γράμμα τις προπολεμικές δεσμεύσεις της σε σχέση με τη διανομή των μακεδονικών εδαφών. Σε αυτό το πλαίσιο, με δεδομένη την απόκλιση ανάμεσα στις στρατιωτικές κατακτήσεις και τις εδαφικές διεκδικήσεις τους, οι Βούλγαροι απέρριπταν οποιοδήποτε ενδεχόμενο συμβατικής επικύρωσης του status quo που είχε προκύψει ως αποτέλεσμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, επικεντρώνοντας αντίθετα όλες τις προσπάθειές τους στη βίαιη ανατροπή του.

Η συνειδητοποίηση του κινδύνου που συνιστούσε η παράταση της εκκρεμότητας σε σχέση με τον οριστικό καθορισμό των ενδοβαλκανικών συνόρων, σε συνδυασμό με τη συνακόλουθη όξυνση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων, ωθούσαν την Αθήνα στην αναζήτηση πρόσθετων εγγυήσεων ασφάλειας. Αντιλαμβανόμενος έγκαιρα την απειλή, ο Βενιζέλος είχε ήδη από την επαύριο της υπογραφής της Συνθήκης του Λονδίνου στραφεί προς την κατεύθυνση του Βελιγραδίου, με σκοπό τη σύμπηξη ενός αρραγούς διμερούς μετώπου, ικανού να αναχαιτίσει με επιτυχία τη βουλγαρική επιθετικότητα. Πράγματι, η θετική ανταπόκριση της σερβικής κυβέρνησης διευκόλυνε τη θετική εξέλιξη των διαπραγματεύσεων, οι οποίες κατέληξαν στις 19 Μαΐου / 1 Ιουνίου 1913 στην υπογραφή της ελληνοσερβικής Συνθήκης Αμυντικής Συμμαχίας: βάσει της τελευταίας, τα δύο συμβαλλόμενα μέρη εγγυούνταν αμοιβαία τις ήδη υφιστάμενες εδαφικές τους κτήσεις, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα το ακανθώδες ζήτημα του ακριβούς προσδιορισμού των μεταξύ τους συνόρων, ενώ επιπλέον δεσμεύονταν να συνδράμουν στρατιωτικά το ένα το άλλο σε περίπτωση που δέχονταν απρόκλητη επίθεση από οποιαδήποτε τρίτη δύναμη. Η αποφασιστικότητα, εξάλλου, της Αθήνας και του Βελιγραδίου να μην υποκύψουν στις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις της Σόφιας υπογραμμιζόταν περαιτέρω από την –ανεπιτυχή τελικά– απόπειρα ένταξης και της Ρουμανίας στο κοινό ελληνοσερβικό μέτωπο εναντίον της Βουλγαρίας.

Η σημασία της συνεννόησης ανάμεσα στην Αθήνα και το Βελιγράδι δεν θα αργούσε να αποδειχθεί στην πράξη, καθώς τα ξημερώματα της 16ης/29ης προς την 17η/30η

Ιουνίου 1913 οι βουλγαρικές δυνάμεις προσέβαλαν χωρίς καμία προηγούμενη προειδοποίηση τις ελληνικές και τις σερβικές προφυλακές στη Νιγρίτα και τη Γευγελή, αντίστοιχα. Εκμεταλλευόμενοι το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, οι Βούλγαροι κατόρθωσαν να σημειώσουν αρχικά ορισμένες επιτυχίες. Πολύ γρήγορα, ωστόσο, η συνδυασμένη ελληνοσερβική αντεπίθεση, στην οποία συμμετείχε επικουρικά και το Μαυροβούνιο, θα κατέληγε στην πλήρη συντριβή του βουλγαρικού στρατού. Την ίδια στιγμή, εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία, η Ρουμανία κήρυττε επίσης τον πόλεμο στη Βουλγαρία, επιτυγχάνοντας την αμαχητί κατάληψη της Δοβρουτσάς, ενώ και η Οθωμανική Αυτοκρατορία απώθησε τις βουλγαρικές δυνάμεις από την Ανατολική Θράκη, ανακαταλαμβάνοντας την Αδριανούπολη.

Η ολοκληρωτική ήττα της Βουλγαρίας σε όλα τα πολεμικά μέτωπα ανάγκασε τη Σόφια να ζητήσει την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων –και ειδικότερα της Ρωσίας– προκειμένου να καθίστατο δυνατή η υπογραφή Συμφωνίας ανακωχής των εχθροπραξιών. Πράγματι, παρά την αρχικά κατηγορηματική άρνηση της Αθήνας να δεχθεί την ανακωχή χωρίς την ταυτόχρονη συνομολόγηση των προκαταρκτικών όρων ειρήνευσης μεταξύ των εμπολέμων, η εν λόγω Συμφωνία θα συνομολογηθεί τελικά –κατόπιν της αποφασιστικής μεσολάβησης του βασιλιά της Ρουμανίας Κάρολου Α΄– στις 17/30 Ιουλίου 1913, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την άμεση έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης Ειρήνης του Βουκουρεστίου, η οποία επιφορτιζόταν με το εξαιρετικά δύσκολο έργο του οριστικού καθορισμού των συνόρων της ηττημένης Βουλγαρίας.

Η Ελλάδα προσερχόταν στη ρουμανική πρωτεύουσα από σαφώς ενισχυμένη διαπραγματευτική θέση χάρη στις εντυπωσιακές επιτυχίες του ελληνικού στρατού, ο οποίος, παρά τις βαριές απώλειες που είχε υποστεί στις μάχες με τους Βούλγαρους, είχε

82

Page 84: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

κατορθώσει να προελάσει ανατολικά ως την Ξάνθη, ενώ στο ίδιο διάστημα η αποφασιστική συνδρομή του ελληνικού στόλου είχε επιτρέψει και την κατάληψη της Αλεξανδρούπολης. Με δεδομένο, ωστόσο, το αυξημένο ενδιαφέρον της Σόφιας για τη διασφάλιση εδαφικής διεξόδου προς το Αιγαίο, η ελληνική αντιπροσωπεία στο Βουκουρέστι, επικεφαλής της οποίας είχε τεθεί ο ίδιος ο Βενιζέλος, αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες στον αγώνα για την εξασφάλιση των μεγαλύτερων δυνατών εδαφικών κερδών. Έτσι, ενώ η διαρρύθμιση των συνόρων της Βουλγαρίας με τη Σερβία και η Ρουμανία ολοκληρώθηκε χωρίς ιδιαίτερες δυσχέρειες, οι διαπραγματεύσεις ως προς τον καθορισμό των αντίστοιχων ελληνοβουλγαρικών προσέκρουσαν ευθύς εξαρχής στις εκ διαμέτρου αντίθετες επιδιώξεις των δύο άμεσα ενδιαφερόμενων πλευρών. Η διαμάχη επικεντρώθηκε κυρίως γύρω από το ζήτημα της τύχης της Καβάλας, η οποία –έπειτα και από την αποφασιστική υπέρ της Αθήνας παρέμβαση του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄– θα κατακυρωνόταν τελικά στην Ελλάδα, σφραγίζοντας έτσι με τον πλέον ευνοϊκό τρόπο για τα ελληνικά συμφέροντα τις εργασίες της ειρηνευτικής Συνδιάσκεψης του Βουκουρεστίου.

Η επίλυση του ακανθώδους ζητήματος της Καβάλας επέτρεψε την άμεση υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1913), η οποία αποτελούσε το συμβατικό επιστέγασμα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης, τα ελληνικά σύνορα επεκτείνονταν ανατολικά έως τις εκβολές του ποταμού Νέστου, η Ρουμανία λάμβανε την περιοχή της Σιλιστρίας, η Σερβία διατηρούσε τα εδαφικά οφέλη που είχε εξασφαλίσει στο κεντρικό τμήμα της κοιλάδας του Αξιού, η Βουλγαρία προσαρτούσε τη Δυτική Θράκη, ενώ –τέλος– η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανακτούσε την Ανατολική Θράκη, συμπεριλαμβανομένου του Διδυμότειχου δυτικά του ποταμού Έβρου. Αντίθετα, η Συνθήκη του Βουκουρεστίου σιωπούσε ως προς τις εκκρεμότητες που είχαν αναφυεί από τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και ειδικότερα σε σχέση με την τύχη των νησιών του Αιγαίου και την οριστική χάραξη των ορίων του υπό σύσταση αλβανικού κράτους.

Η παράταση της ασάφειας αναφορικά με τα δύο ζητήματα που άπτονταν άμεσα των ελληνικών ενδιαφερόντων συνεχόταν ευθέως με την εμπλοκή του διεθνούς παράγοντα στη διαδικασία επίλυσής τους. Όπως με σαφήνεια προέβλεπε η Συνθήκη του Λονδίνου, τόσο το καθεστώς των νησιών του Αρχιπελάγους, όσο και ο προσδιορισμός των συνόρων της Αλβανίας είχαν αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των Μεγάλων Δυνάμεων. Ειδικότερα ως προς το θέμα των νησιών, η συνεχιζόμενη κατοχή των Δωδεκανήσων –με την εξαίρεση του Καστελόριζου– από την Ιταλία περιέπλεκε ακόμα περισσότερο την κατάσταση, προσθέτοντας έναν επιπλέον ανασταλτικό παράγοντα στο δρόμο για την ευόδωση των ελληνικών επιδιώξεων. Η δυσμενής, άλλωστε, για τα ελληνικά συμφέροντα παρεμβολή της ιταλικής διπλωματίας στον ευρύτερο χώρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης είχε ήδη γίνει αισθητή στην Αθήνα, δεδομένου ότι η Ρώμη είχε πρωτοστατήσει –σε αγαστή σύμπλευση με τη Βιέννη– στην ιδέα της ίδρυσης ανεξάρτητου αλβανικού κράτους, εξέλιξη που κινδύνευε να ματαιώσει την ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα: επιβεβαιώνοντας τις πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις, το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (4/17 Δεκεμβρίου 1913), το οποίο επικύρωνε συμβατικά τις αποφάσεις της πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου, κατακύρωσε ολόκληρη την επίμαχη περιοχή στην Αλβανία. Σε μία ύστατη, εξάλλου, προσπάθεια άσκησης πιέσεων στην Αθήνα προκειμένου να αποδεχθεί τον επαχθή για την ίδια συμβιβασμό, οι Δυνάμεις αποφάσισαν στις 31 Ιανουαρίου / 13 Φεβρουαρίου 1914 την από κοινού αποστολή διακοίνωσης προς την ελληνική κυβέρνηση, βάσει της οποίας διευκρινιζόταν ότι η αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας στα απελευθερωμένα νησιά του Αιγαίου –πλην της Ίμβρου, της Τενέδου και του Καστελόριζου που σε κάθε περίπτωση όφειλαν να επιστραφούν στο σουλτάνο– εξαρτιόταν άμεσα από τη

83

Page 85: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

συμμόρφωση της Ελλάδας προς τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας και τη συνακόλουθη άμεση απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από τα βορειοηπειρωτικά εδάφη.

Ανεξάρτητα, πάντως, από τη μη απόλυτη δικαίωση των ελληνικών προσδοκιών και τις εκκρεμότητες που είχε αφήσει πίσω της η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, η τελευταία επιβεβαίωνε με τον πλέον αδιάψευστο τρόπο την εντυπωσιακή διεύρυνση της ελληνικής επικράτειας, η οποία σχεδόν είχε διπλασιαστεί ως αποτέλεσμα των δύο Βαλκανικών Πολέμων, με άμεση παρεπόμενη συνέπεια την εξασφάλιση σημαντικών στρατηγικών πλεονεκτημάτων για την Αθήνα σε σχέση με τους τοπικούς ανταγωνιστές της. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσκτηση της Μακεδονίας και της Ηπείρου, η ενσωμάτωση της Κρήτης στον εθνικό κορμό (η οποία έλαβε επίσημο όσο και τελεσίδικο χαρακτήρα το φθινόπωρο του 1913), αλλά και η de facto συνέχιση της ελληνικής κατοχής των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, ενίσχυαν αποφασιστικά τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας, η οποία αναδεικνυόταν πλέον σε σημαντική συνιστώσα της διαμόρφωσης των ισορροπιών ισχύος όχι μόνο στη χερσόνησο του Αίμου, αλλά και στον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Την ίδια στιγμή, η εδαφική επέκταση συνδυαζόταν με την αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμιακού δυναμικού της χώρας, γεγονός με ευεργετικές συνέπειες σχεδόν σε κάθε τομέα της οικονομικής δραστηριότητας, θέτοντας, ωστόσο, παράλληλα δυναμικά επί τάπητος το ζήτημα της αφομοίωσης των νέων εδαφών, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις κατοικούνταν από συμπαγείς μειονοτικές ομάδες.

Μέσα σε ένα διάστημα λίγων μόνο μηνών, η Ελλάδα είχε κατορθώσει να πραγματοποιήσει σημαντικό μέρος του αλυτρωτικού προγράμματος που ευαγγελίζονταν οι οπαδοί της Μεγάλης Ιδέας, εξασφαλίζοντας τα εδαφικά εφαλτήρια για την πραγματοποίηση του ακόμα περισσότερο φιλόδοξου –αλλά τελικά μοιραίου– άλματος προς τα δυτικά παράλια της Ιωνίας. Δεκαπέντε μόλις χρόνια μετά την ταπείνωση του 1897, η ελληνική πλευρά όχι μόνο είχε κατορθώσει να ξεπεράσει τις βλαβερές συνέπειες της ήττας, αλλά πολύ περισσότερο είχε κατορθώσει να βρεθεί στη θέση του θριαμβευτή. Τα αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων αποδείκνυαν περίτρανα ότι η προσεκτική προετοιμασία, η συνετή διαχείριση, η εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης στο εσωτερικό ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο, καθώς η προσεκτική στάθμιση των στρατηγικών δεδομένων από την υπεύθυνη πολιτική ηγεσία της χώρας αποτελούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίτευξη οποιουδήποτε μακρόπνοου σχεδίου, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι μόνο μέσα από την οργανική ένταξη των ελληνικών συμφερόντων σε ευρύτερους συνασπισμούς δυνάμεων ήταν δυνατή η ευόδωση των επιδιώξεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα, ωστόσο, δεν θα προλάβαινε να απολαύσει απερίσπαστη τους καρπούς των επιτυχιών της, καθώς πριν ακόμα κοπάσουν οι πανηγυρισμοί, η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα βύθιζε τη χώρα στη δίνη μίας πρωτοφανούς εσωτερικής κρίσης, η οποία έμελλε να κορυφωθεί –κατά τραγική ειρωνεία– λόγω της σύγκρουσης των δύο βασικότερων πρωταγωνιστών της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων: του Ελευθέριου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε ανέλθει στο θρόνο τον Μάρτιο του 1913, αμέσως μετά τη δολοφονία του πατέρα του, Γεώργιου Α΄, στη Θεσσαλονίκη.

84

Page 86: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

85

Page 87: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Βιβλιογραφία

Αγγελομάτης, Χρήστος. Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας. Το Έπος της Μικράς Ασίας (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της ‘‘Εστίας’’, 2005, ΣΤ΄ Έκδοση).

Αγριαντώνη, Χριστίνα. Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα (Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1986) Αρώνη–Τσίχλη, Καίτη – Τρίχα, Λύντια (επιμ.). Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η εποχή

του: πολιτικές επιδιώξεις και κοινωνικές συνθήκες (Αθήνα: Παπαζήσης, 2000).

Αρώνη–Τσίχλη, Καίτη. Αγροτικό ζήτημα και αγροτικό κίνημα : Θεσσαλία 1881–1923 (Αθήνα: Παπαζήσης, 2005).

Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε. Νέα ελληνική ιστορία (1204–1985) (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 1988, Γ΄ Έκδοση).

86

Page 88: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Βεντήρης, Γεώργιος. Η Ελλάς του 1910–1920, τόμοι Α΄–Β΄ (Αθήνα: Ίκαρος, 1970, Β΄ Έκδοση).

Βερέμης, Θάνος. Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική (1916–1936) (Αθήνα: Οδυσσέας, 1983).

Βερέμης, Θάνος (επιμ.). Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2003).

Βερέμης, Θάνος – Κολιόπουλος, Γιάννης. Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα (Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006).

Βουρνάς, Τάσος. Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τόμοι Α΄–Β΄ (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 1998).

Brewer, David. Η φλόγα της ελευθερίας: ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία, 1821–1833 (Αθήνα: Ενάλιος, 2004).

Γαρδίκα, Κατερίνα. Προστασία και εγγυήσεις: στάδια και μύθοι της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης (1821–1920) (Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1999).

Γεωργής, Γιώργος. Στις απαρχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (Αθήνα: Καστανιώτης, 1995).

Γεωργής, Γιώργος. Η πρώτη μακροχρόνια ελληνοτουρκική διένεξη: το ζήτημα της εθνικότητας, 1830–1869 (Αθήνα: Καστανιώτης, 1996).

Γιανουλόπουλος, Γιάννης Ν. ‘‘Η ευγενής μας τύφλωσις…’’. Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2001, Γ΄ Έκδοση).

Clogg, Richard. Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας, 1770–2000 (Αθήνα: Κάτοπτρο, 2003, Β΄ Έκδοση)

Dakin, Douglas. Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία (1821–1833) (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1983).

Dakin, Douglas. Η ενοποίηση της Ελλάδας (1770–1923) (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1984).

Δαφνής, Γρηγόριος. Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα (1821–1961) (Αθήναι: Γαλαξίας, 1961).

Δερτιλής, Γ. Β. Ιστορία του Ελληνικού Κράτους (1830–1920), τόμοι Α΄–Β΄ (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της ‘‘Εστίας’’, 2005, Γ΄ Έκδοση).

Διβάνη, Λένα. Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830–1947) (Αθήνα: Καστανιώτης, 1999, Γ΄ Έκδοση).

Η Δίκη των Εξ. Τα Εστενογραφημένα Πρακτικά, 31 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου 1922 (Αθήνα: Δημιουργία, 1996).

Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1990).

Hering, Gunnar. Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821–1936, τόμοι Α΄–Β΄ (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2004).

Hirschon, Renée (ed.). Crossing the Aegean: An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange between Greece and Turkey (New York / Oxford: Berghahn Books, 2003).

Koufa, Kalliopi K. – Svolopoulos, Constantinos. «The Compulsory Exchange of Populations between Greece and Turkey: the Settlement of Minority Questions at the Conference of Lausanne, 1923, and its Impact on Greek–Turkish Relations», P. Smith – K. Koufa – A. Seppan (eds.), Ethnic Groups in International Relations (European Science Foundation – New York University Press, 1991), σσ. 275–308.

87

Page 89: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Κωφός, Ευάγγελος. Η Ελλάδα και το ανατολικό ζήτημα, 1875-1881: από τις επαναστάσεις Βοσνίας– Ερζεγοβίνης στην ενσωμάτωση της Θεσσαλίας (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 2001).

Ladas, Stephen P. The Exchange of Minorities. Bulgaria, Greece and Turkey (New York: Macmillan, 1932).

Leon, George B. Greece and the Great Powers (1914–1917) (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1974).

Λεονταρίτης, Γεώργιος Β. Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1917–1918) (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000).

Λιάκος, Αντώνης. Η ιταλική ενοποίηση και η Μεγάλη Ιδέα (Αθήνα: Θεμέλιο, 1985). Μαρκεζίνης, Σπ. Β. Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τόμος Β΄ (Αθήναι:

Πάπυρος, 1973).Μεταξάς, Ιωάννης. Το προσωπικό μου ημερολόγιο, τόμοι Α΄–Β΄ (Αθήναι: Γκοβόστης,

χ.χ.έ.).Παξιμαδοπούλου–Σταυρινού, Μιράντα. Η αγγλική πολιτική και το Κρητικό Ζήτημα

1831–1841 (Αθήνα: Δόμος, 1986). Παξιμαδοπούλου–Σταυρινού, Μιράντα. Η Δυτική Θράκη στην εξωτερική πολιτική της

Βουλγαρίας. Το ζήτημα της βουλγαρικής οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο (1919–1923) (Αθήνα: Gutenberg, 1997).

Pentzopoulos, Dimitri. The Balkan Exchange of Minorities and its Impact on Greece (London: Hurst, 2002).

Πετρίδης, Παύλος Β. Πολιτικοί και συνταγματικοί θεσμοί στη νεότερη Ελλάδα 1821–1843: η πολιτική οργάνωση του αγώνα, η Καποδιστριακή πολιτεία, η Βαυαροκρατία (Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1990).

Πετρίδης, Παύλος Β. Πολιτικές δυνάμεις και συνταγματικοί θεσμοί στη νεώτερη Ελλάδα 1844–1936 (Θεσσαλονίκη: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1992).

Πετρίδης, Παύλος Β. Σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, τόμοι Α΄–Β΄ (Αθήνα: Γκοβόστης 1994).

Πετρόπουλος, Ι. Α. – Κουμαριανού, Αικ. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους: η οθωνική περίοδος 1833–1843 (Αθήνα: Παπαζήσης, 1982).

Petropoulos, John A. Πολιτική και συγκρότηση του κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο 1833–1843, τόμοι Α΄–Β΄ (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985– 1986).

Petsalis–Diomidis, N. Greece at the Paris Peace Conference (1919) (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1978).

Πετσάλης–Διομήδης, Νικόλαος. Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων 1916–17: καθεστωτικά, διπλωματικά και οικονομικά προβλήματα του εθνικού διχασμού (Αθήνα: Φιλιππότης, 1988).

Smith, Michael Llewellyn. Το όραμα της Ιωνίας: η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919–1922 (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2004).

Smith, Michael Llewellyn. «Venizelos’ Diplomacy, 1910–23: From Balkan Alliance to Greek–Turkish Settlement», Paschalis M. Kitromilides (ed.), Eleftherios Venizelos: The trials of Statesmanship (Edinburgh: Edinburgh University Press, 2006), σσ. 134–192.

Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική κρίσις εις την αυτόνομον Κρήτην (Αθήναι: Ίκαρος, 1974)

Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος. Η απόφαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1981).

88

Page 90: Νεότερη Ελληνική Ιστορία - Πανεπιστημιακές Σημειώσεις

Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος. Ελευθέριος Βενιζέλος: 12 μελετήματα (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999).

Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος. Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900–1945) (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της ‘‘Εστίας’’, 2002, Θ΄ Έκδοση).

Stavrianos, L. S. The Balkans since 1453 (London: Hurst & Co., 2000). Στεφάνου, Στέφανος Ι. (επιμ.). Ελευθερίου Βενιζέλου: Τα Κείμενα, τόμοι Α΄–Δ΄

(Αθήναι: Λέσχη Φιλελευθέρων, 1981).Ψωμιάδης, Χαράλαμπος Ι. Η τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος. Συμβολή

στη μελέτη των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων (Αθήνα: Εκδόσεις Έφεσος, 2004).

89