54
ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ. ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΠΗΓΗ: http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/lexicon/ index.html α ἀγαθός ΕΠΙΘΕΤΟ Α. για πρόσωπα 1. ικανός, δυνατός, γενναίος| με αιτ. της αναφοράς 2. ευμενής, ευεργετικός, καλός, πιστός| φρ. ἀγαθὸς δαίμων| φρ. ἀγαθὴ τύχη 3. ευγενικής, αριστοκρατικής καταγωγής| ως ουσ. οἱ ἀγαθοί=οι αριστοκράτες 4. ορθός, σωστός, δίκαιος 5. καλός, ικανός πνευματικά ή διανοητικά| με αιτ. της αναφοράς| καλός με ηθική σημασία| φρ. καλὸς κἀγαθὸς Β. για πράγματα και αφηρημένες έννοιες 1. καλής ποιότητας, εξαιρετικός| εύφορος, πλούσιος| ευεργετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, κατάλληλος 2. αγαθός, καλός με ηθική σημασία| ως ουσ. τὸ ἀγαθὸν=αγαθό, ευεργεσία| στον πληθ. τὰ ἀγαθὰ| φρ. δρᾶν, ποιεῖν, πάσχειν ἀγαθὸν=ευεργετώ, ωφελώ, ωφελούμαι| φρ. καλὸς κἀγαθός| η ιδέα, η έννοια του αγαθού 3. ο σκοπός, το επιθυμητό τέλος κάθε ενέργειας και επιστήμης| ΕΠΙΡΡΗΜΑ καλά, αγαθά ἀγγέλλω Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. φέρνω μήνυμα, αναγγέλλω, παραγγέλλω με αιτ.| με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση| με απρφ.| με δοτ. προσ. και μτχ. 2. φέρνω ειδήσεις περί τινος| απόλ. Β.ΜΕΣΟ αναγγέλλω τον εαυτό μου μόνο ενεστ. Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ αναγγέλλομαι με απρφ.| με ειδική πρόταση| με μτχ.| απόλ. ἄγγελος Α.αγγελιαφόρος, αυτός που φέρνει είδηση, αναγγελία, διαταγή | επικ. προσδιορισμός της Ίριδας| για πτηνά όταν προοιωνίζουν ή αναγγέλλουν κτ.| με γεν.| φρ. δι' ἀγγέλων=μέσω απεσταλμένων Β.ημιθεϊκή ύπαρξη φιλοσοφία ἀγείρω Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω κάπου για έμψυχα| στρατιωτικός όρος| για άψυχα| φρ. θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη ή ἐς φρένας θυμὸς ἀγέρθη=η ψυχή αναλαμβάνει τις δυνάμεις της, συνέρχεται| φρ. ἐπεὶ οὖν ἤγερθεν ὁμηγερέες τε γένοντο=αφού μαζεύτηκαν και βρέθηκαν όλοι μαζί 2. συγκεντρώνω χρήματα ή αγαθά με επαιτεία| κάνω έρανο υπέρ ναού ή θεότητας Β.ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ συναθροίζομαι, συνέρχομαι, συγκαλούμαι σε συνέλευση ἀγορὰ www . philomusos . blogspot . com www . spoudasterion . pblogs . gr

ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtml

αἀγαθός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ικανός δυνατός γενναίος| με αιτ της αναφοράς 2 ευμενής ευεργετικός καλός πιστός| φρ ἀγαθὸς δαίμων| φρ ἀγαθὴ τύχη 3 ευγενικής αριστοκρατικής καταγωγής| ως ουσ οἱ ἀγαθοί=οι αριστοκράτες 4 ορθός σωστός δίκαιος 5 καλός ικανός πνευματικά ή διανοητικά| με αιτ της αναφοράς| καλός με ηθική σημασία| φρ καλὸς κἀγαθὸς Β για πράγματα και αφηρημένες έννοιες 1 καλής ποιότητας εξαιρετικός| εύφορος πλούσιος| ευεργετικός χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος 2 αγαθός καλός με ηθική σημασία| ως ουσ τὸ ἀγαθὸν=αγαθό ευεργεσία| στον πληθ τὰ ἀγαθὰ| φρ δρᾶν ποιεῖν πάσχειν ἀγαθὸν=ευεργετώ ωφελώ ωφελούμαι| φρ καλὸς κἀγαθός| η ιδέα η έννοια του αγαθού 3 ο σκοπός το επιθυμητό τέλος κάθε ενέργειας και επιστήμης| ΕΠΙΡΡΗΜΑ καλά αγαθά

ἀγγέλλω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 φέρνω μήνυμα αναγγέλλω παραγγέλλω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση| με απρφ| με δοτ προσ και μτχ 2 φέρνω ειδήσεις περί τινος| απόλ ΒΜΕΣΟ αναγγέλλω τον εαυτό μου μόνο ενεστ ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ αναγγέλλομαι με απρφ| με ειδική πρόταση| με μτχ| απόλ

ἄγγελος Ααγγελιαφόρος αυτός που φέρνει είδηση αναγγελία διαταγή | επικ προσδιορισμός της Ίριδας| για πτηνά όταν προοιωνίζουν ή αναγγέλλουν κτ| με γεν| φρ δι ἀγγέλων=μέσω απεσταλμένων Βημιθεϊκή ύπαρξη φιλοσοφία

ἀγείρω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συναθροίζω συγκεντρώνω κάπου για έμψυχα| στρατιωτικός όρος| για άψυχα| φρ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη ή ἐς φρένας θυμὸς ἀγέρθη=η ψυχή αναλαμβάνει τις δυνάμεις της συνέρχεται| φρ ἐπεὶ οὖν ἤγερθεν ὁμηγερέες τε γένοντο=αφού μαζεύτηκαν και βρέθηκαν όλοι μαζί 2 συγκεντρώνω χρήματα ή αγαθά με επαιτεία| κάνω έρανο υπέρ ναού ή θεότητας ΒΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ συναθροίζομαι συνέρχομαι συγκαλούμαι σε συνέλευση

ἀγορὰ Α 1 συγκέντρωση του λαού ή του στρατού (σε αντίθεση με τη λβουλή=συνέλευση των αρχόντων)| συγκέντρωση των θεών 2 η αγόρευση οι λόγοι που εκφωνούνται στη συνέλευση| φρ ἀγορὰν ποιεῖσθαι ήτίθεσθαι ἀγορήνδε καλέειν ή κηρύσσειν ἀγορὰν συνάγειν συλλέγειν ποιεῖν=συγκαλώ συνέλευση καλώ σε συνέλευση| φρ καθίζειν ἀγοράν (αντ λύειν ἀγοράν)=κηρύσσω την έναρξη (αντ τη λήξη) της συνέλευσης| φρ εἰς τὴν ἀγορὰν εἰσιέναι=συμμετέχω στη συνέλευση του λαού Β 1 τόπος συγκέντρωσης του λαού στο κέντρο ή κοντά στους κεντρικούς δρόμους της αρχαίας ελληνικής πόληςmiddot η περιοχή ήταν ιερή και

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροοριζόταν για πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες| τόπος συνέλευσης των πολιτών| τόπος εμπορικών συναλλαγών αγορά| τόπος αμφίβολων συναλλαγών άρα τόπος από όπου προέρχονται ή όπου συχνάζουν οι πονηροί οι χυδαίοι 2 οργάνωση αγοραπωλησίας διακίνηση εμπορευμάτων| εμπορεύματα| φρ ἀγορὰ ἐλευθέρα=αγορά χωρίς εμπορεύματα (αντ ἀγορὰ ἀναγκαῖα=αγορά γεμάτη εμπορεύματα)| φρ περὶ ή ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν ἀγορῆς πληθώρῃ πρὶν ἀγορὰν πεπληθέναι (αντ ἀγορῆς διάλυσις)

ἄγω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 οδηγώ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἄγω εἰς δίκην ή δικαστήριον ἐπὶ τοὺς δικαστὰς=οδηγώ κπ σε δίκη ενώπιον των δικαστών ή του δικαστηρίου 2 φέρνω μεταφέρω| παίρνω κτ ή κπ μαζί μου μεταφέρω (γυναίκα αιχμάλωτο εταίρους δούλο)| φρ ἄγω καὶ φέρω=λεηλατώ διαρπάζω 3 κυβερνώ διευθύνω καθοδηγώ| απόλ| μτφ 4 βαδίζω προχωρώ| επιρρηματική χρήση της προστακτικής ἄγε ἄγετε=έλα ελάτε εμπρός 5 γιορτάζω 6 τηρώ φυλάγω διατηρώ έχω υπολογίζω| περνώ τον χρόνο μου τη ζωή μου για χρόνο| περίφραση με αιτ ή εμπρόθετο αντί ρ (νεῖκος ἄγειν=νείκειν ἡσυχίαν ἄγειν=ἡσυχάζειν σχολήν ἄγειν=σχολάζειν κά) 7 νομίζω θεωρώ (συνώνυμο του ἡγεόμαι) εκτιμώ| με απρφ ΒΜΕΣΟ 1 αποκτώ και μεταφέρω για πρόσωπα και πράγματα| παντρεύομαι 2 έχω σε υπόληψη φέρνω κρατώ έχω ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 οδηγούμαι φέρομαι 2 μεταφέρομαι παρασύρομαι σέρνομαι στη σκλαβιά| φρ ἄγομαι καὶ φέρομαι 3 ανατρέφομαι εκπαιδεύομαι 4 προχωρώ εισχωρώ 5 θεωρούμαι

ἀγών Ασυγκέντρωση συνάθροιση | τόπος συνάθροισης Βδιαγωνισμός αγώνισμα (ἀγὼν ἱππικός γυμνικός μουσικός κά) | φρ ἀγὼν στεφανηφόρος ήστεφανίτης ἀγὼν χάλκεος=αγώνας με έπαθλο στεφάνι ή χάλκινη ασπίδα| μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες| τόπος διεξαγωγής αγώνων στίβος| συναγωνισμός άμιλλα| φρ (εἰς) ἀγῶνα καθιστάναι τιθέναι προτιθέναι ποιεῖν ποιεῖσθαι=τελώ ή προτείνω αγώνα Γ 1 επίπονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού| ως σύστ Α 2 δοκιμασία ή κίνδυνος| μάχη πολεμική σύρραξη 3 αντιπαράθεση συζήτηση μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πλευρών| θεατρικός όρος 4 δικαστικός αγώνας 5 κρίσιμη περίσταση μτφ

ἀδικέω ΑΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 παραβιάζω θείο νόμο 2 είμαι άδικος παραβαίνω το δίκαιο τους νόμους απόλ| με μτχ| με σύστ Α ή με επίθ που προσδιορίζει το σύστΑ| η μτχ ως ουσ ὁ ἀδικῶν=ο κατηγορούμενος ο ένοχος| φρ εἰ μὴ ἀδικῶ=αν δεν κάνω λάθος ΒΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ διαπράττω αδικία βλάπτω κπ με αιτ| με διπλή αιτ 2 ΠΑΘΗΤΙΚΟ αδικούμαι| η μτχ ως ουσ ὁ ἀδικούμενος=ο κατήγορος ο βλαπτόμενος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἄδικος

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που ενεργεί εναντίον του δικαίου άδικος| με εμπρόθετο προσδιορισμό| ασεβής αυτός που παραβιάζει το θεϊκό δίκαιο αντ του εὐσεβής| στρεβλός κακός βλαβερός για πράγματα| ως ουσ τὸ ἄδικον τὰ ἄδικα| φρ τὰ ἄδικα=τα κακά οι συμφορές 2 άδικος επιθετικός| φρ ἄρχω χειρῶν ἀδίκων=αρχίζω επίθεση επιτίθεμαι πρώτος 3 ατίθασος αχαλιναγώγητος για ζώα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα παράλογα

αἰδέομαι 1 σέβομαι ευλαβούμαι δείχνω θρησκευτικό σεβασμό για θεούς τάφους όρκους νεκρούς| σέβομαι για ασθενείς ομάδες ατόμων νεαρές παρθένες γέροντες ικέτες 2 ντρέπομαι| με απρφ| με αιτ και κτγ μτχ 3 συμπονώ δείχνω επιείκεια προς υπόλογους στη δικαιοσύνη συγχωρώ

αἵρεσις Α κατάκτηση άλωση με γεν αντικ| με γεν υποκ Β 1 εκλογή μετά από διαδικασία ψηφοφορίας (πρεσβείας βουλής αρχόντων)| ως επίρρημα αἱρέσει αντ του κλήρῳ 2 επιλογή διαδικασία επιλογής δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο ή περισσότερων προσφερόμενων αντιλήψεων θέσεων καταστάσεων κά 3 κλίση προτίμηση| φρ αἵρεσιν δίδωμι=δίνω τη δυνατότητα επιλογής

αἱρέω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 παίρνω με τα χέρια μου παίρνω για τον εαυτό μου| παίρνω από κπ αφαιρώ| φρ ἑλών=δια της βίας 2 συλλαμβάνω πιάνω αιχμάλωτο για ανθρώπους και ζώα| σκοτώνω| νικώ 3 πιάνω συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ με κτγ μτχ 4 αποδεικνύω κπ ένοχο για κτ δικανικός όρος με κτγ μτχ ή κτγ| με αιτ και γεν| φρ ἑλεῖν δίκην ή γραφήν=παίρνω ψήφο για καταδίκη του αντιπάλου| φρ (δίκην) ἑλεῖν με αιτ=καταδικάζω κπ με δίκη| φρ οἱ ἑλόντες (αντ οἱ ἑαλωκότες)=οι καταδικασμένοι (αντ αυτοί που κερδίζουν τη δίκη) 5 κυριεύω κατακτώ| καταλαμβάνω κυριεύω μτφ| αποκτώ εξασφαλίζω 6 συλλαμβάνω με το μυαλό κατανοώ ΒΜΕΣΟ 1 εκλέγω| εκλέγω με την ψήφο μου 2 προτιμώ| με απρφ ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κυριεύομαι 2 κερδίζομαι 3 εκλέγομαι

αἰσθάνομαι 1 αντιλαμβάνομαι κατανοώ με τις αισθήσεις μου απόλ| με αιτ| με γεν| με δοτ οργ| ακούω με αιτ| με γεν| βλέπω με αιτ 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω γνωρίζω ως αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας με αιτ| με κτγ μτχ που αναφέρεται στο Υ| με κτγ μτχ που αναφέρεται στο Α| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 καταλαβαίνω γνωρίζω πληροφορούμαι απόλ| με γεν| μτχ αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες αυτός που έχει σώας τας φρένας

αἰσχρός ΕΠΙΘΕΤΟ Αδύσμορφος άσχημος για την εξωτερική εμφάνιση Β ως κοινωνικός και ηθικός χαρακτηρισμός 1 επονείδιστος άτιμος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανάρμοστος| αντ του καλός με ηθική σημασία 2 υβριστικός 3 ακατάλληλος Γ ως ουσ τὸ αἰσχρὸν=ατίμωση ανυποληψία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αισχρά άτιμα άπρεπα

αἰτία Αο λόγος για τον οποίο συμβαίνει κτ φαινόμενο ή ενέργεια που οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα αιτία (λατ causa) | επιστημ πρωταρχική αιτία Β αρνητικά 1 ευθύνη κατηγορία 2 μομφή ψόγος| επίκριση κατάκριση 3 καταγγελία κατηγορία (λατ crimen) δικανικός όρος| με γεν της αιτίας| φρ αἰτίαι κοιναί=κατηγορίες για δημόσια αδικήματααντ αἰτίαι ἴδιαι (για ιδιωτικές υποθέσεις)| φρ αἰτίας ἀπολύειν=απαλλάσσω από την κατηγορία αθωώνω| φρ αἰτίαν ἔχειν φέρεσθαι =κατηγορούμαι| φρ εἰς αἰτίας ἐμπίπτειν περιπίπτειν καθιστάναι=κατηγορούμαι| φρ αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος=κατηγορούμαι από κπ| φρ αἰτίαν ὑπέχειν =είμαι υπό κατηγορία| φρ ἐν αἰτίᾳ βαλεῖν ἔχειν =θεωρώ κπ ένοχο| φρ αἰτίαν ἔχειν τινός=θεωρώ κπ υπεύθυνο για τη διάπραξη αδικήματος| φρ τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί=αποδίδω ενοχή σε κπ Γ θετικά 1 φήμη 2 αγαθή ενέργεια το αποτέλεσμα αγαθής ενέργειας

αἰτιάομαι ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ αποδίδω σε κπ ή κτ την αιτία| διατείνομαι ισχυρίζομαι με απρφ 2 κατηγορώ κατακρίνω ψέγω με αιτ| με αιτ και γεν| με διπλή αιτ| με αιτ και περί| με ὡς ή ὅτι 3 θεωρώ κπ ως αιτία αγαθού ΒΠΑΘΗΤΙΚΟ κατηγορούμαι από κπ

ἀκίνητος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν κινείται αμετακίνητος σταθερός| φυσική 2 νωθρός αργός Β μτφ 1 σταθερός αμετάβλητος αναλλοίωτος για θεσμούς και νόμους 2 απαραβίαστος ιερός άρρητος θρησκεία 3 αμετάπειστος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακίνητα αδιάλειπτα αμετάβλητα

ἄκρος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για τόπο 1 ο εξώτατος o ακρινός| στα άκρα (χεριών και ποδιών) στο δέρμα στην άκρη του για μέλη του σώματος| στην επιφάνεια της θάλασσας ή νερού στην κορυφή του κύματος για θάλασσα κύμα ή νερό 2 ο πιο ψηλός ο ψηλότερος 3 ενδότατος μύχιος Β για χρόνο 1 το πλήρες του χρόνου 2 χρόνος που μόλις αρχίζει Γ εξέχων στο είδος του εξαιρετικός υπέροχος μτφ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 στην κορυφή στην επιφάνεια στην άκρη 2 εντελώς υπερβολικά

ἄκων ΕΠΙΘΕΤΟ 1 όποιος κάνει κτ χωρίς τη θέλησή του ακούσιος 2 όποιος κάνει κτ χωρίς τη θέλησή του επειδή του έχει ασκηθεί ψυχική ή σωματική βία εξαναγκασμένος βεβιασμένος| σε γεν απόλ| φρ ἄκων-ἑκών| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακούσια απρόθυμα

ἄλγος 1 σωματικός πόνος οδύνη 2 μεγάλος ψυχικός πόνος θλίψη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστενοχώρια βάσανα συμφορές

ἀλήθεια 1 αλήθεια αντ του ψεύδους της υποκειμενικής γνώμης| φρ οἷνος καὶ ἀλήθεια (=in vino veritas) 2 πραγματικότητα| αδιαμφισβήτητη αρχή επιστημ| επαλήθευση ονείρου χρησμού 3 φιλαλήθεια ειλικρίνεια 4 αριστοτελικός ορισμός η αλήθεια ως μεσότης της αλαζονείας και της ειρωνείας φιλοσοφία| ως επίρρημα (τῇ) ἀληθείᾳ ἐπὶ (τῆς) ἀληθείας κατὰ (τὴν) ἀλήθειαν εἰς ἀλήθειαν ἐν τῇ ἀληθείᾳ μετ ἀληθείας=αληθινά στην πραγματικότητα| φρ χρῶμαι τῇ ἀληθείᾳ=λέω την αλήθεια

ἀληθής ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ειλικρινής φιλαλήθης για πρόσωπα 2 πραγματικός αληθινός βέβαιος για αφηρημένες έννοιες| με τις λ λόγος μῦθος αληθινός πραγματικός| ἀληθὴς συλλογισμός πρότασις συμπέρασμα (αντψευδής) λογική Β το ουδ ως ουσ τὰ ἀληθῆ τὸ ἀληθές 1 η αλήθεια| με λεκτικά ρήματα 2 η πραγματικότητα η αλήθεια φιλοσοφία| φρ ὡς ἀληθῶς=στην πραγματικότητα στ αλήθεια| φρ τἀληθὲς ή ἀληθὲς εἰπεῖν| ειρων φρ ἄληθες=τι λες αλήθεια | ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά πράγματι

ἀλλότριος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που ανήκει σε άλλον| διαφορετικός ανεξάρτητος 2 ξένος| με δοτ| με γεν| εχθρικός| το θηλ ως ουσ ἡ ἀλλοτρία=ξένη χώρα χώρα του εχθρού 3παράξενος ακατάλληλος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά περίεργο ή διαφορετικό τρόπο 2 δυσμενώς εχθρικά

ἁμαρτάνω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ Α 1 αστοχώ αποτυγχάνω σφάλλω με γεν 2 στερούμαι χάνω με γεν 3 υποπίπτω σε παράπτωμα διαπράττω ασέβεια απόλ| με σύστ Α| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διαπράττεται ένα σφάλμα αποτυχαίνει κτ | φρ η έναρθρη παθ μτχ τὰ ἡμαρτημένα τὰ ἁμαρτηθέντα=σφάλματα αστοχίες

ἁμάρτημα λάθος σφάλμα παράπτωμα| ελάττωμα μειονέκτημα| παράπτωμα ηθικού τύπου παράβαση ανθρώπινου ή θεϊκού νόμου| εκούσιο σφάλμα που διαπράχθηκε χωρίς δόλο βρίσκεται νοηματικά ανάμεσα στις λ ἀδίκημα και ἀτύχημα

ἅμιλλα 1 αγώνας για υπεροχή συναγωνισμός δοκιμασία 2 μάχη συμπλοκή| με γεν| με επίθ ΕΥΡ| φρ ἅμιλλαν ποιεῖσθαι=αγωνίζομαι να ξεπεράσω κπ αμιλλώμαι| φρ εἰς ἅμιλλαν ἔρχεσθαι ἐξελθεῖν=εμπλέκομαι σε αγώνα συναγωνίζομαι| φρ ἅμιλλαν τιθέναι προτιθέναι=προτείνω αγώνα αρχίζω αγώνα

ἀναγκαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ ΑΜε ενεργητική σημασία αυτός που εξαναγκάζει υποχρεώνει επιβάλλει | με απρφ Β Με παθητική σημασία 1

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαπαραίτητος αναγκαίος| (συχνά σε υπερθ)ελάχιστος αναγκαίος| φρ ἀναγκαῖόν ἐστι=είναι αναγκαίο είναι επιβεβλημένο 2 στενοί αγαπητοί για συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς Γ το ουδ ως ουσ 1 τὰ ἀναγκαῖα=τα απαραίτητα τα χρήσιμα 2 τὸ ἀναγκαῖον τὰ ἀναγκαῖα=λογική αναγκαιότητα αναγκαία συνθήκη λογικής επαγωγής φιλοσοφία 3 οἱ ἀναγκαῖοι=συγγενείς εξ αίματος γονείς για οικογένεια ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατ ανάγκη αναγκαστικά 2 ελλιπώς| φρ ἀναγκαίως ἔχειν=πρέπει οφείλει να| φρ ἀναγκαιότατα λέγεις (για έντονη κατάφαση ή συμφωνία)

ἀνάγκη Α 1 εξαναγκασμός| φρ ἐξ ἀνάγκης ὑπ ἀνάγκης δι ἀνάγκης κατ ἀνάγκην 2 θεϊκή βούληση νόμοι μοίρα| προσωποποίηση Ἀνάγκη=θεότητα που δηλώνει τη δύναμη του εξαναγκασμού τη Μοίρα 3 φυσική αναγκαιότητα φιλοσοφία| φυσική ανάγκη επιθυμία όρεξη| στον πληθ οι φυσικοί νόμοι 4 λογική αναγκαιότητα φιλοσοφία Βκρίσιμη περίσταση δυσμενής θέση Γάσκηση ή χρήση βίας | σωματικό μαρτύριο| φρ ἀνάγκη ἐστί=είναι απαραίτητο να αναγκαίο να| φρ πᾶσα ἀνάγκη ἐστί=είναι απόλυτη ανάγκη να| φρ πολλὴ ἀνάγκη πᾶσα ἀνάγκη=βεβαίως ακριβώς έτσι| η δοτ ως επίρρημα 1 διά της βίας με το ζόρι 2 αναγκαστικά

ἀναίτιος αυτός που δεν είναι η αιτία μιας πράξης δεν είναι υπαίτιος αθώος| αθώος από τη διάπραξη κπ αδικήματος με γεν πράγμ| με δοτ προσ| ως ουσ τὸ ἀναίτιον=αυτό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ενός γεγονότος ή μιας πράξης

ἀνάξιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που δεν είναι ίσης αξίας με κπ κατώτερος 2 αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δίκαιο να υποστεί κακό αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει| με απρφ| με γεν 3 ανάρμοστος ανάξιος άχρηστος άξιος καταφρόνησης τιποτένιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα χωρίς να το αξίζει κπ

ἀνία 1 θλίψη πόνος στεναχώρια ΦΙΛΟΣ 2 συχνά στον πληθ συμφορές βάσανα δυστυχίες| βάρος ενόχληση| συμφορά επιφωνημ

ἀνιαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ενοχλητικός δυσάρεστος οχληρός| βλαβερός 2 λυπηρός θλιβερός| δυσάρεστος αντ του ἡδύς 3 με παθητική σημασία θλιμμένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 ενοχλητικά δυσάρεστα 2 άθλια οικτρά

ἀντίος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που τοποθετείται απέναντι μπροστά σε κπ ή κτ για τόπο| με γεν| με δοτ 2 ενάντιος αντίπαλος αντίθετος ανάποδος μτφ| αυτός που έρχεται απέναντι βαδίζει σε αντίθετη κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| με δοτ| αυτός που βαδίζει εναντίον κπ ο επιτιθέμενος| με γεν| με δοτ Β ἀντίον ἀντία ως πρόθεση με γεν=κατενώπιον απέναντι| σε αντίθεση με με λεκτικό ρήμα|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlμπροστά από προς την κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| εναντίον| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απέναντι μπροστά αντίθετα| φρ ἀντίον ηὔδα=απάντησε αποκρίθηκε

ἀντιποιέω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ανταποδίδω μια ενέργεια ή πράξη ΒΜΕΣΟ 1 επιζητώ επιδιώκω κτ με γεν| εγείρω αξιώσεις προβάλλω απαιτήσεις διεκδικώ 2 αμφισβητώ την κυριότητα| προβάλλω δικαιώματα οικειοποιούμαι σφετερίζομαι 3 καυχιέμαι με απρφ

ἀξία 1 η τιμή η αξία ενός πράγματος το αντίτιμο της αξίας ενός προϊόντος| το μέγεθος της αξίας αποτίμηση χρέους 2 αυτό που αξίζει κπ ανάλογα με τις πράξεις του ανταμοιβή ή ποινή 3 αξιοπρέπεια υπόληψη φήμη αξίωμα για πρόσωπα| φρ κατἀξίαν=όπως αξίζει όπως αρμόζει| φρ ὑπὲρ τὴν ἀξίαν=περισσότερο απ όσο αξίζει κπ| φρ παρὰ τὴν ἀξίαν=χωρίς να το αξίζει κπ

ἁπαλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 απαλός στην αφή τρυφερός για μέρη του σώματος| για ανθρώπους και ζώα 2 τρυφερός μαλακός για πράγματα Β μτφ ήσυχος γλυκός απαλός| εκθηλυμένος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ γλυκά τρυφερά

ἀπάτη Α 1 εξαπάτηση απάτη| τέχνασμα στρατήγημα στον πόλεμο για την εξαπάτηση του εχθρού 2 δόλος δολοπλοκία 3 ψευδαίσθηση λανθασμένη εντύπωση Β η Απάτη προσωποποίηση

ἀποδιδράσκω 1 δραπετεύω (ιδίως για φυλακισμένους ή δούλους) απόλ| με γεν (σπάνια) ή εμπρόθετο προσδιορισμό| λιποτακτώ στρατιωτικός όρος 2 διαφεύγω ξεφεύγω αποφεύγω με αιτ| μτφ

ἀποκτείνω 1 σκοτώνω| θυσιάζω για ζώα 2 καταδικάζω σε θάνατο σκοτώνω μετά από δικαστική απόφαση 3 στεναχωρώ προξενώ λύπη μτφ

ἀπόλλυμι ή ἀπολλύω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξολοθρεύω σκοτώνω σφάζω για πρόσωπα| καταστρέφω αφανίζω ρίχνω κπ σε συμφορές μτφ| καταστρέφω κτ για χάρη κπ με αιτ και γεν| διαφθείρω για γυναίκα| φρ λόγοις ή λέγων ἀπόλλυμι τινά=ενοχλώ έως θανάτου κπ με τα λόγια μου σκοτώνω με τα λόγια μου 2 καταστρέφω αφανίζω ερημώνω συντρίβω για πράγματα 3 χάνω ΒΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πεθαίνω χάνομαι εξολοθρεύομαι| με σύστ Α| με δοτ του τρόπου 2 καταστρέφομαι αφανίζομαι| είμαι χαμένος κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ ἀπόλωλα)| χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο σε κατάρα| να σε βρει κακό να χαθείς άθλια ανάθεμά σε (στη μτχ μέλλ) 3 εξαφανίζομαι γίνομαι αφανής εκλείπω

ἀρετή Α 1 ανδρεία γενναιότητα| το αποτέλεσμα της ανδρείας συχνά σε πληθ αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις| δόξα φήμη 2 ηθική ιδιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlηθικό χαρακτηριστικό αρετή ιδίως στον πληθ αἱ ἀρεταί| καθήκον 3 τέλεια σωματική διάπλαση ομορφιά για άνθρωπο| ομορφιά ικανότητα εξέχουσα ιδιότητα για πράγματα ή ζώα 4 ηθικοπνευματική ικανότητα| πολιτική ικανότητα Βπροκοπή ευδοκίμηση | ευφορία γονιμότητα

ἀρχή Α 1 έναρξη αρχή αφετηρία προέλευση τοπικά και χρονικά| συχνά στον πληθ 2 πρώτη αιτία πρωταρχικό στοιχείο απαρχή θεμελιώδης αρχή επιστήμη και φιλοσοφία| θεμελιώδης κανόνας της επιστήμης επιστήμη Β διοίκηση κυβέρνηση αξίωμα εξουσία κυριαρχία | ως σύστΑ| διάρκεια μιας αρχής ενός αξιώματος| στον πληθ οι αρχές η εξουσία οι άρχοντες| φρ ἅμα ἀρχῇ=στην αρχή αρχικά| φρ ἐξ ἀρχῆς=από την αρχή από παλιά| φρ ὁ ἐξ ἀρχῆς=αρχικός| φρ κάτ ἀρχάς τὸ κάτ ἀρχάς=στην αρχή| φρ (τήν) ἀρχήν τάς ἀρχάς=πρώτα απόλα| φρ ἀρχήν με άρνηση=καθόλου σε καμιά περίπτωση

ἄρχω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πρώτος πηγαίνω πρώτος προηγούμαι| οδηγώ κπ με αιτ πράγμ και δοτ προσ 2 κυβερνώ διοικώ είμαι αρχηγός συνήθως με γεν σπανιότερα με δοτ προσ| απόλ| με σύστ Α 3 αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με γεν πράγμ και δοτ προσ| με δοτ ή αιτ| είμαι η αιτία δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης ΒΜΕΣΟ αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ (δηλώνεται η έναρξη της ενέργειας)| με μτχ (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας)| φρ ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο πρόσωπο ή πράγμα ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι εξουσιάζομαι είμαι υπήκοος | οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι

ἀχρεῖος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 άχρηστος ανώφελος 2 ανίκανος ακατάλληλος συχνά με απρφ 3 άχρηστος ανίκανος μη μάχιμος (στον πόλεμο)| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ανόητα άκαιρα

ββαρύς

ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει βάρος ασήκωτος δυσβάσταχτος για πράγματα| βαριά οπλισμένος για στρατό Β 1 ενοχλητικός φορτικός δυσάρεστος δυσβάσταχτος καταθλιπτικός βλαβερός για πρόσωπα και καταστάσεις| αυστηρός άγριος εχθρικός| σοβαρός σημαντικός ισχυρός 2 αργός δυσκίνητος για σωματική κατάσταση Γδυνατός οξύς βαθύς βαρύς για ήχους φυσικούς μουσικών οργάνων και για την προσωδία| έντονος βαρύς δυσάρεστος για οσμές| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά πιεστικά φορτικά βαριά με τα ρ φέρω και ἔχω

βία Ασωματική δύναμη ισχύς σθένος αλκή | με κύρόν ή επίθ σε γεν=ο γενναίος ο ανδρείος| πνευματική ικανότητα Β

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατάχρηση δύναμης άσκηση βίας εξαναγκασμός βαρβαρότητα | ανάγκη ώθηση πίεση| εξωτερική δύναμη όχι φυσική (αντ φύσις) επιστημ| οργή| προσωποποίηση| ως επίρρημα βίᾳ πρός βίαν μετά βίας ὑπό βίας ἐκ βίας=δια της βίας χωρίς τη θέληση κπ| βίᾳ με γεν| φρ βίᾳ (αντ ἑκών)

βουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σκέφτομαι| σχεδιάζω μηχανεύομαι με αιτ πράγμ 2 αποφασίζω να κάνω κτ 3 δίνω γνώμη συμβουλεύω 4 είμαι μέλος βουλής είμαι βουλευτής ΒΜΕΣΟ 1σκέφτομαι μελετώ για να αποφασίσω απόλ 2 συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3 αποφασίζω να κάνω κτ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη | φρ τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις

βουλή Α 1 συμβουλή νουθεσία| βούληση θέλημα των θεών 2 σκέψη γνώμη| στον πληθ σχέδια γνώμες 3 πρόταση απόφαση μετά από σύσκεψη ψήφισμα Β 1 κάθε συμβούλιο συνέδριο γερόντων 2 (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων οι βουλευτές| φρ τα ψηφίσματα της εκκλησίας του δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν φρ συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή| φρ βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι| φρ βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής

βούλομαι Α 1 θέλω επιθυμώ έχω τη βούληση με απρφ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και απρφ| απόλ| έχω την τάση συνήθ σε 3 προσ με απρφ επιστήμη και φιλοσοφία 2 προτιμώ προκρίνω θέλω περισσότερο με το μᾶλλον ή το ἤ 3 εννοώ θέλω να πω ισχυρίζομαι Β φρ βούλει ή βούλεσθε με υποτ ενισχυτικό της προτρ υποτ| φρ εἰ βούλει ευγενικά| φρ τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό| φρ βουλομένῳ τινί έστι με απρφ=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ| η μτχ ως ουσ ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει ο καθένας

γγιγνώσκω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 γνωρίζω μαθαίνω αντιλαμβάνομαι κατανοώ γνωρίζω καλά με αιτ| με απρφ| με γεν| με κτγμτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| η μτχ ως ουσ ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται| φρ ἔγνων=κατάλαβα| φρ ἔγνως=έχεις δίκιο 2 αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση διακρίνω ξεχωρίζω 3 πιστεύω σχηματίζω γνώμη για κπ ή για κτ κρίνω αποφασίζω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός αναγνωρίζομαι | ανακοινώνεται δημοσιοποιείται δικανικός όρος| κρίνεται ένοχος καταδικάζεται για άνθρωπο| μτχπρκ ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος

γλυκύς Α γλυκός αντ του πικρός ὀξύς ἀλμυρός για γεύση| ως ουσ ὁ γλυκύς (εννὁ οἶνος) Β μτφ 1 ευχάριστος ήπιος ηδονικός για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι)

γραφή 1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος

δδεῖ

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση

δείκνυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4 φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο| επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι

δέχομαι Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι

δῆλος Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

δηλόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2 αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ

δῆμος Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

δημόσιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά 2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου

δίαιτα Α 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος

διαιτάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 2: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροοριζόταν για πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες| τόπος συνέλευσης των πολιτών| τόπος εμπορικών συναλλαγών αγορά| τόπος αμφίβολων συναλλαγών άρα τόπος από όπου προέρχονται ή όπου συχνάζουν οι πονηροί οι χυδαίοι 2 οργάνωση αγοραπωλησίας διακίνηση εμπορευμάτων| εμπορεύματα| φρ ἀγορὰ ἐλευθέρα=αγορά χωρίς εμπορεύματα (αντ ἀγορὰ ἀναγκαῖα=αγορά γεμάτη εμπορεύματα)| φρ περὶ ή ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν ἀγορῆς πληθώρῃ πρὶν ἀγορὰν πεπληθέναι (αντ ἀγορῆς διάλυσις)

ἄγω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 οδηγώ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἄγω εἰς δίκην ή δικαστήριον ἐπὶ τοὺς δικαστὰς=οδηγώ κπ σε δίκη ενώπιον των δικαστών ή του δικαστηρίου 2 φέρνω μεταφέρω| παίρνω κτ ή κπ μαζί μου μεταφέρω (γυναίκα αιχμάλωτο εταίρους δούλο)| φρ ἄγω καὶ φέρω=λεηλατώ διαρπάζω 3 κυβερνώ διευθύνω καθοδηγώ| απόλ| μτφ 4 βαδίζω προχωρώ| επιρρηματική χρήση της προστακτικής ἄγε ἄγετε=έλα ελάτε εμπρός 5 γιορτάζω 6 τηρώ φυλάγω διατηρώ έχω υπολογίζω| περνώ τον χρόνο μου τη ζωή μου για χρόνο| περίφραση με αιτ ή εμπρόθετο αντί ρ (νεῖκος ἄγειν=νείκειν ἡσυχίαν ἄγειν=ἡσυχάζειν σχολήν ἄγειν=σχολάζειν κά) 7 νομίζω θεωρώ (συνώνυμο του ἡγεόμαι) εκτιμώ| με απρφ ΒΜΕΣΟ 1 αποκτώ και μεταφέρω για πρόσωπα και πράγματα| παντρεύομαι 2 έχω σε υπόληψη φέρνω κρατώ έχω ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 οδηγούμαι φέρομαι 2 μεταφέρομαι παρασύρομαι σέρνομαι στη σκλαβιά| φρ ἄγομαι καὶ φέρομαι 3 ανατρέφομαι εκπαιδεύομαι 4 προχωρώ εισχωρώ 5 θεωρούμαι

ἀγών Ασυγκέντρωση συνάθροιση | τόπος συνάθροισης Βδιαγωνισμός αγώνισμα (ἀγὼν ἱππικός γυμνικός μουσικός κά) | φρ ἀγὼν στεφανηφόρος ήστεφανίτης ἀγὼν χάλκεος=αγώνας με έπαθλο στεφάνι ή χάλκινη ασπίδα| μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες| τόπος διεξαγωγής αγώνων στίβος| συναγωνισμός άμιλλα| φρ (εἰς) ἀγῶνα καθιστάναι τιθέναι προτιθέναι ποιεῖν ποιεῖσθαι=τελώ ή προτείνω αγώνα Γ 1 επίπονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού| ως σύστ Α 2 δοκιμασία ή κίνδυνος| μάχη πολεμική σύρραξη 3 αντιπαράθεση συζήτηση μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πλευρών| θεατρικός όρος 4 δικαστικός αγώνας 5 κρίσιμη περίσταση μτφ

ἀδικέω ΑΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 παραβιάζω θείο νόμο 2 είμαι άδικος παραβαίνω το δίκαιο τους νόμους απόλ| με μτχ| με σύστ Α ή με επίθ που προσδιορίζει το σύστΑ| η μτχ ως ουσ ὁ ἀδικῶν=ο κατηγορούμενος ο ένοχος| φρ εἰ μὴ ἀδικῶ=αν δεν κάνω λάθος ΒΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ διαπράττω αδικία βλάπτω κπ με αιτ| με διπλή αιτ 2 ΠΑΘΗΤΙΚΟ αδικούμαι| η μτχ ως ουσ ὁ ἀδικούμενος=ο κατήγορος ο βλαπτόμενος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἄδικος

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που ενεργεί εναντίον του δικαίου άδικος| με εμπρόθετο προσδιορισμό| ασεβής αυτός που παραβιάζει το θεϊκό δίκαιο αντ του εὐσεβής| στρεβλός κακός βλαβερός για πράγματα| ως ουσ τὸ ἄδικον τὰ ἄδικα| φρ τὰ ἄδικα=τα κακά οι συμφορές 2 άδικος επιθετικός| φρ ἄρχω χειρῶν ἀδίκων=αρχίζω επίθεση επιτίθεμαι πρώτος 3 ατίθασος αχαλιναγώγητος για ζώα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα παράλογα

αἰδέομαι 1 σέβομαι ευλαβούμαι δείχνω θρησκευτικό σεβασμό για θεούς τάφους όρκους νεκρούς| σέβομαι για ασθενείς ομάδες ατόμων νεαρές παρθένες γέροντες ικέτες 2 ντρέπομαι| με απρφ| με αιτ και κτγ μτχ 3 συμπονώ δείχνω επιείκεια προς υπόλογους στη δικαιοσύνη συγχωρώ

αἵρεσις Α κατάκτηση άλωση με γεν αντικ| με γεν υποκ Β 1 εκλογή μετά από διαδικασία ψηφοφορίας (πρεσβείας βουλής αρχόντων)| ως επίρρημα αἱρέσει αντ του κλήρῳ 2 επιλογή διαδικασία επιλογής δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο ή περισσότερων προσφερόμενων αντιλήψεων θέσεων καταστάσεων κά 3 κλίση προτίμηση| φρ αἵρεσιν δίδωμι=δίνω τη δυνατότητα επιλογής

αἱρέω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 παίρνω με τα χέρια μου παίρνω για τον εαυτό μου| παίρνω από κπ αφαιρώ| φρ ἑλών=δια της βίας 2 συλλαμβάνω πιάνω αιχμάλωτο για ανθρώπους και ζώα| σκοτώνω| νικώ 3 πιάνω συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ με κτγ μτχ 4 αποδεικνύω κπ ένοχο για κτ δικανικός όρος με κτγ μτχ ή κτγ| με αιτ και γεν| φρ ἑλεῖν δίκην ή γραφήν=παίρνω ψήφο για καταδίκη του αντιπάλου| φρ (δίκην) ἑλεῖν με αιτ=καταδικάζω κπ με δίκη| φρ οἱ ἑλόντες (αντ οἱ ἑαλωκότες)=οι καταδικασμένοι (αντ αυτοί που κερδίζουν τη δίκη) 5 κυριεύω κατακτώ| καταλαμβάνω κυριεύω μτφ| αποκτώ εξασφαλίζω 6 συλλαμβάνω με το μυαλό κατανοώ ΒΜΕΣΟ 1 εκλέγω| εκλέγω με την ψήφο μου 2 προτιμώ| με απρφ ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κυριεύομαι 2 κερδίζομαι 3 εκλέγομαι

αἰσθάνομαι 1 αντιλαμβάνομαι κατανοώ με τις αισθήσεις μου απόλ| με αιτ| με γεν| με δοτ οργ| ακούω με αιτ| με γεν| βλέπω με αιτ 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω γνωρίζω ως αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας με αιτ| με κτγ μτχ που αναφέρεται στο Υ| με κτγ μτχ που αναφέρεται στο Α| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 καταλαβαίνω γνωρίζω πληροφορούμαι απόλ| με γεν| μτχ αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες αυτός που έχει σώας τας φρένας

αἰσχρός ΕΠΙΘΕΤΟ Αδύσμορφος άσχημος για την εξωτερική εμφάνιση Β ως κοινωνικός και ηθικός χαρακτηρισμός 1 επονείδιστος άτιμος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανάρμοστος| αντ του καλός με ηθική σημασία 2 υβριστικός 3 ακατάλληλος Γ ως ουσ τὸ αἰσχρὸν=ατίμωση ανυποληψία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αισχρά άτιμα άπρεπα

αἰτία Αο λόγος για τον οποίο συμβαίνει κτ φαινόμενο ή ενέργεια που οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα αιτία (λατ causa) | επιστημ πρωταρχική αιτία Β αρνητικά 1 ευθύνη κατηγορία 2 μομφή ψόγος| επίκριση κατάκριση 3 καταγγελία κατηγορία (λατ crimen) δικανικός όρος| με γεν της αιτίας| φρ αἰτίαι κοιναί=κατηγορίες για δημόσια αδικήματααντ αἰτίαι ἴδιαι (για ιδιωτικές υποθέσεις)| φρ αἰτίας ἀπολύειν=απαλλάσσω από την κατηγορία αθωώνω| φρ αἰτίαν ἔχειν φέρεσθαι =κατηγορούμαι| φρ εἰς αἰτίας ἐμπίπτειν περιπίπτειν καθιστάναι=κατηγορούμαι| φρ αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος=κατηγορούμαι από κπ| φρ αἰτίαν ὑπέχειν =είμαι υπό κατηγορία| φρ ἐν αἰτίᾳ βαλεῖν ἔχειν =θεωρώ κπ ένοχο| φρ αἰτίαν ἔχειν τινός=θεωρώ κπ υπεύθυνο για τη διάπραξη αδικήματος| φρ τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί=αποδίδω ενοχή σε κπ Γ θετικά 1 φήμη 2 αγαθή ενέργεια το αποτέλεσμα αγαθής ενέργειας

αἰτιάομαι ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ αποδίδω σε κπ ή κτ την αιτία| διατείνομαι ισχυρίζομαι με απρφ 2 κατηγορώ κατακρίνω ψέγω με αιτ| με αιτ και γεν| με διπλή αιτ| με αιτ και περί| με ὡς ή ὅτι 3 θεωρώ κπ ως αιτία αγαθού ΒΠΑΘΗΤΙΚΟ κατηγορούμαι από κπ

ἀκίνητος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν κινείται αμετακίνητος σταθερός| φυσική 2 νωθρός αργός Β μτφ 1 σταθερός αμετάβλητος αναλλοίωτος για θεσμούς και νόμους 2 απαραβίαστος ιερός άρρητος θρησκεία 3 αμετάπειστος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακίνητα αδιάλειπτα αμετάβλητα

ἄκρος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για τόπο 1 ο εξώτατος o ακρινός| στα άκρα (χεριών και ποδιών) στο δέρμα στην άκρη του για μέλη του σώματος| στην επιφάνεια της θάλασσας ή νερού στην κορυφή του κύματος για θάλασσα κύμα ή νερό 2 ο πιο ψηλός ο ψηλότερος 3 ενδότατος μύχιος Β για χρόνο 1 το πλήρες του χρόνου 2 χρόνος που μόλις αρχίζει Γ εξέχων στο είδος του εξαιρετικός υπέροχος μτφ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 στην κορυφή στην επιφάνεια στην άκρη 2 εντελώς υπερβολικά

ἄκων ΕΠΙΘΕΤΟ 1 όποιος κάνει κτ χωρίς τη θέλησή του ακούσιος 2 όποιος κάνει κτ χωρίς τη θέλησή του επειδή του έχει ασκηθεί ψυχική ή σωματική βία εξαναγκασμένος βεβιασμένος| σε γεν απόλ| φρ ἄκων-ἑκών| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακούσια απρόθυμα

ἄλγος 1 σωματικός πόνος οδύνη 2 μεγάλος ψυχικός πόνος θλίψη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστενοχώρια βάσανα συμφορές

ἀλήθεια 1 αλήθεια αντ του ψεύδους της υποκειμενικής γνώμης| φρ οἷνος καὶ ἀλήθεια (=in vino veritas) 2 πραγματικότητα| αδιαμφισβήτητη αρχή επιστημ| επαλήθευση ονείρου χρησμού 3 φιλαλήθεια ειλικρίνεια 4 αριστοτελικός ορισμός η αλήθεια ως μεσότης της αλαζονείας και της ειρωνείας φιλοσοφία| ως επίρρημα (τῇ) ἀληθείᾳ ἐπὶ (τῆς) ἀληθείας κατὰ (τὴν) ἀλήθειαν εἰς ἀλήθειαν ἐν τῇ ἀληθείᾳ μετ ἀληθείας=αληθινά στην πραγματικότητα| φρ χρῶμαι τῇ ἀληθείᾳ=λέω την αλήθεια

ἀληθής ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ειλικρινής φιλαλήθης για πρόσωπα 2 πραγματικός αληθινός βέβαιος για αφηρημένες έννοιες| με τις λ λόγος μῦθος αληθινός πραγματικός| ἀληθὴς συλλογισμός πρότασις συμπέρασμα (αντψευδής) λογική Β το ουδ ως ουσ τὰ ἀληθῆ τὸ ἀληθές 1 η αλήθεια| με λεκτικά ρήματα 2 η πραγματικότητα η αλήθεια φιλοσοφία| φρ ὡς ἀληθῶς=στην πραγματικότητα στ αλήθεια| φρ τἀληθὲς ή ἀληθὲς εἰπεῖν| ειρων φρ ἄληθες=τι λες αλήθεια | ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά πράγματι

ἀλλότριος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που ανήκει σε άλλον| διαφορετικός ανεξάρτητος 2 ξένος| με δοτ| με γεν| εχθρικός| το θηλ ως ουσ ἡ ἀλλοτρία=ξένη χώρα χώρα του εχθρού 3παράξενος ακατάλληλος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά περίεργο ή διαφορετικό τρόπο 2 δυσμενώς εχθρικά

ἁμαρτάνω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ Α 1 αστοχώ αποτυγχάνω σφάλλω με γεν 2 στερούμαι χάνω με γεν 3 υποπίπτω σε παράπτωμα διαπράττω ασέβεια απόλ| με σύστ Α| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διαπράττεται ένα σφάλμα αποτυχαίνει κτ | φρ η έναρθρη παθ μτχ τὰ ἡμαρτημένα τὰ ἁμαρτηθέντα=σφάλματα αστοχίες

ἁμάρτημα λάθος σφάλμα παράπτωμα| ελάττωμα μειονέκτημα| παράπτωμα ηθικού τύπου παράβαση ανθρώπινου ή θεϊκού νόμου| εκούσιο σφάλμα που διαπράχθηκε χωρίς δόλο βρίσκεται νοηματικά ανάμεσα στις λ ἀδίκημα και ἀτύχημα

ἅμιλλα 1 αγώνας για υπεροχή συναγωνισμός δοκιμασία 2 μάχη συμπλοκή| με γεν| με επίθ ΕΥΡ| φρ ἅμιλλαν ποιεῖσθαι=αγωνίζομαι να ξεπεράσω κπ αμιλλώμαι| φρ εἰς ἅμιλλαν ἔρχεσθαι ἐξελθεῖν=εμπλέκομαι σε αγώνα συναγωνίζομαι| φρ ἅμιλλαν τιθέναι προτιθέναι=προτείνω αγώνα αρχίζω αγώνα

ἀναγκαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ ΑΜε ενεργητική σημασία αυτός που εξαναγκάζει υποχρεώνει επιβάλλει | με απρφ Β Με παθητική σημασία 1

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαπαραίτητος αναγκαίος| (συχνά σε υπερθ)ελάχιστος αναγκαίος| φρ ἀναγκαῖόν ἐστι=είναι αναγκαίο είναι επιβεβλημένο 2 στενοί αγαπητοί για συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς Γ το ουδ ως ουσ 1 τὰ ἀναγκαῖα=τα απαραίτητα τα χρήσιμα 2 τὸ ἀναγκαῖον τὰ ἀναγκαῖα=λογική αναγκαιότητα αναγκαία συνθήκη λογικής επαγωγής φιλοσοφία 3 οἱ ἀναγκαῖοι=συγγενείς εξ αίματος γονείς για οικογένεια ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατ ανάγκη αναγκαστικά 2 ελλιπώς| φρ ἀναγκαίως ἔχειν=πρέπει οφείλει να| φρ ἀναγκαιότατα λέγεις (για έντονη κατάφαση ή συμφωνία)

ἀνάγκη Α 1 εξαναγκασμός| φρ ἐξ ἀνάγκης ὑπ ἀνάγκης δι ἀνάγκης κατ ἀνάγκην 2 θεϊκή βούληση νόμοι μοίρα| προσωποποίηση Ἀνάγκη=θεότητα που δηλώνει τη δύναμη του εξαναγκασμού τη Μοίρα 3 φυσική αναγκαιότητα φιλοσοφία| φυσική ανάγκη επιθυμία όρεξη| στον πληθ οι φυσικοί νόμοι 4 λογική αναγκαιότητα φιλοσοφία Βκρίσιμη περίσταση δυσμενής θέση Γάσκηση ή χρήση βίας | σωματικό μαρτύριο| φρ ἀνάγκη ἐστί=είναι απαραίτητο να αναγκαίο να| φρ πᾶσα ἀνάγκη ἐστί=είναι απόλυτη ανάγκη να| φρ πολλὴ ἀνάγκη πᾶσα ἀνάγκη=βεβαίως ακριβώς έτσι| η δοτ ως επίρρημα 1 διά της βίας με το ζόρι 2 αναγκαστικά

ἀναίτιος αυτός που δεν είναι η αιτία μιας πράξης δεν είναι υπαίτιος αθώος| αθώος από τη διάπραξη κπ αδικήματος με γεν πράγμ| με δοτ προσ| ως ουσ τὸ ἀναίτιον=αυτό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ενός γεγονότος ή μιας πράξης

ἀνάξιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που δεν είναι ίσης αξίας με κπ κατώτερος 2 αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δίκαιο να υποστεί κακό αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει| με απρφ| με γεν 3 ανάρμοστος ανάξιος άχρηστος άξιος καταφρόνησης τιποτένιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα χωρίς να το αξίζει κπ

ἀνία 1 θλίψη πόνος στεναχώρια ΦΙΛΟΣ 2 συχνά στον πληθ συμφορές βάσανα δυστυχίες| βάρος ενόχληση| συμφορά επιφωνημ

ἀνιαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ενοχλητικός δυσάρεστος οχληρός| βλαβερός 2 λυπηρός θλιβερός| δυσάρεστος αντ του ἡδύς 3 με παθητική σημασία θλιμμένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 ενοχλητικά δυσάρεστα 2 άθλια οικτρά

ἀντίος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που τοποθετείται απέναντι μπροστά σε κπ ή κτ για τόπο| με γεν| με δοτ 2 ενάντιος αντίπαλος αντίθετος ανάποδος μτφ| αυτός που έρχεται απέναντι βαδίζει σε αντίθετη κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| με δοτ| αυτός που βαδίζει εναντίον κπ ο επιτιθέμενος| με γεν| με δοτ Β ἀντίον ἀντία ως πρόθεση με γεν=κατενώπιον απέναντι| σε αντίθεση με με λεκτικό ρήμα|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlμπροστά από προς την κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| εναντίον| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απέναντι μπροστά αντίθετα| φρ ἀντίον ηὔδα=απάντησε αποκρίθηκε

ἀντιποιέω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ανταποδίδω μια ενέργεια ή πράξη ΒΜΕΣΟ 1 επιζητώ επιδιώκω κτ με γεν| εγείρω αξιώσεις προβάλλω απαιτήσεις διεκδικώ 2 αμφισβητώ την κυριότητα| προβάλλω δικαιώματα οικειοποιούμαι σφετερίζομαι 3 καυχιέμαι με απρφ

ἀξία 1 η τιμή η αξία ενός πράγματος το αντίτιμο της αξίας ενός προϊόντος| το μέγεθος της αξίας αποτίμηση χρέους 2 αυτό που αξίζει κπ ανάλογα με τις πράξεις του ανταμοιβή ή ποινή 3 αξιοπρέπεια υπόληψη φήμη αξίωμα για πρόσωπα| φρ κατἀξίαν=όπως αξίζει όπως αρμόζει| φρ ὑπὲρ τὴν ἀξίαν=περισσότερο απ όσο αξίζει κπ| φρ παρὰ τὴν ἀξίαν=χωρίς να το αξίζει κπ

ἁπαλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 απαλός στην αφή τρυφερός για μέρη του σώματος| για ανθρώπους και ζώα 2 τρυφερός μαλακός για πράγματα Β μτφ ήσυχος γλυκός απαλός| εκθηλυμένος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ γλυκά τρυφερά

ἀπάτη Α 1 εξαπάτηση απάτη| τέχνασμα στρατήγημα στον πόλεμο για την εξαπάτηση του εχθρού 2 δόλος δολοπλοκία 3 ψευδαίσθηση λανθασμένη εντύπωση Β η Απάτη προσωποποίηση

ἀποδιδράσκω 1 δραπετεύω (ιδίως για φυλακισμένους ή δούλους) απόλ| με γεν (σπάνια) ή εμπρόθετο προσδιορισμό| λιποτακτώ στρατιωτικός όρος 2 διαφεύγω ξεφεύγω αποφεύγω με αιτ| μτφ

ἀποκτείνω 1 σκοτώνω| θυσιάζω για ζώα 2 καταδικάζω σε θάνατο σκοτώνω μετά από δικαστική απόφαση 3 στεναχωρώ προξενώ λύπη μτφ

ἀπόλλυμι ή ἀπολλύω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξολοθρεύω σκοτώνω σφάζω για πρόσωπα| καταστρέφω αφανίζω ρίχνω κπ σε συμφορές μτφ| καταστρέφω κτ για χάρη κπ με αιτ και γεν| διαφθείρω για γυναίκα| φρ λόγοις ή λέγων ἀπόλλυμι τινά=ενοχλώ έως θανάτου κπ με τα λόγια μου σκοτώνω με τα λόγια μου 2 καταστρέφω αφανίζω ερημώνω συντρίβω για πράγματα 3 χάνω ΒΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πεθαίνω χάνομαι εξολοθρεύομαι| με σύστ Α| με δοτ του τρόπου 2 καταστρέφομαι αφανίζομαι| είμαι χαμένος κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ ἀπόλωλα)| χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο σε κατάρα| να σε βρει κακό να χαθείς άθλια ανάθεμά σε (στη μτχ μέλλ) 3 εξαφανίζομαι γίνομαι αφανής εκλείπω

ἀρετή Α 1 ανδρεία γενναιότητα| το αποτέλεσμα της ανδρείας συχνά σε πληθ αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις| δόξα φήμη 2 ηθική ιδιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlηθικό χαρακτηριστικό αρετή ιδίως στον πληθ αἱ ἀρεταί| καθήκον 3 τέλεια σωματική διάπλαση ομορφιά για άνθρωπο| ομορφιά ικανότητα εξέχουσα ιδιότητα για πράγματα ή ζώα 4 ηθικοπνευματική ικανότητα| πολιτική ικανότητα Βπροκοπή ευδοκίμηση | ευφορία γονιμότητα

ἀρχή Α 1 έναρξη αρχή αφετηρία προέλευση τοπικά και χρονικά| συχνά στον πληθ 2 πρώτη αιτία πρωταρχικό στοιχείο απαρχή θεμελιώδης αρχή επιστήμη και φιλοσοφία| θεμελιώδης κανόνας της επιστήμης επιστήμη Β διοίκηση κυβέρνηση αξίωμα εξουσία κυριαρχία | ως σύστΑ| διάρκεια μιας αρχής ενός αξιώματος| στον πληθ οι αρχές η εξουσία οι άρχοντες| φρ ἅμα ἀρχῇ=στην αρχή αρχικά| φρ ἐξ ἀρχῆς=από την αρχή από παλιά| φρ ὁ ἐξ ἀρχῆς=αρχικός| φρ κάτ ἀρχάς τὸ κάτ ἀρχάς=στην αρχή| φρ (τήν) ἀρχήν τάς ἀρχάς=πρώτα απόλα| φρ ἀρχήν με άρνηση=καθόλου σε καμιά περίπτωση

ἄρχω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πρώτος πηγαίνω πρώτος προηγούμαι| οδηγώ κπ με αιτ πράγμ και δοτ προσ 2 κυβερνώ διοικώ είμαι αρχηγός συνήθως με γεν σπανιότερα με δοτ προσ| απόλ| με σύστ Α 3 αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με γεν πράγμ και δοτ προσ| με δοτ ή αιτ| είμαι η αιτία δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης ΒΜΕΣΟ αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ (δηλώνεται η έναρξη της ενέργειας)| με μτχ (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας)| φρ ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο πρόσωπο ή πράγμα ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι εξουσιάζομαι είμαι υπήκοος | οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι

ἀχρεῖος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 άχρηστος ανώφελος 2 ανίκανος ακατάλληλος συχνά με απρφ 3 άχρηστος ανίκανος μη μάχιμος (στον πόλεμο)| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ανόητα άκαιρα

ββαρύς

ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει βάρος ασήκωτος δυσβάσταχτος για πράγματα| βαριά οπλισμένος για στρατό Β 1 ενοχλητικός φορτικός δυσάρεστος δυσβάσταχτος καταθλιπτικός βλαβερός για πρόσωπα και καταστάσεις| αυστηρός άγριος εχθρικός| σοβαρός σημαντικός ισχυρός 2 αργός δυσκίνητος για σωματική κατάσταση Γδυνατός οξύς βαθύς βαρύς για ήχους φυσικούς μουσικών οργάνων και για την προσωδία| έντονος βαρύς δυσάρεστος για οσμές| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά πιεστικά φορτικά βαριά με τα ρ φέρω και ἔχω

βία Ασωματική δύναμη ισχύς σθένος αλκή | με κύρόν ή επίθ σε γεν=ο γενναίος ο ανδρείος| πνευματική ικανότητα Β

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατάχρηση δύναμης άσκηση βίας εξαναγκασμός βαρβαρότητα | ανάγκη ώθηση πίεση| εξωτερική δύναμη όχι φυσική (αντ φύσις) επιστημ| οργή| προσωποποίηση| ως επίρρημα βίᾳ πρός βίαν μετά βίας ὑπό βίας ἐκ βίας=δια της βίας χωρίς τη θέληση κπ| βίᾳ με γεν| φρ βίᾳ (αντ ἑκών)

βουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σκέφτομαι| σχεδιάζω μηχανεύομαι με αιτ πράγμ 2 αποφασίζω να κάνω κτ 3 δίνω γνώμη συμβουλεύω 4 είμαι μέλος βουλής είμαι βουλευτής ΒΜΕΣΟ 1σκέφτομαι μελετώ για να αποφασίσω απόλ 2 συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3 αποφασίζω να κάνω κτ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη | φρ τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις

βουλή Α 1 συμβουλή νουθεσία| βούληση θέλημα των θεών 2 σκέψη γνώμη| στον πληθ σχέδια γνώμες 3 πρόταση απόφαση μετά από σύσκεψη ψήφισμα Β 1 κάθε συμβούλιο συνέδριο γερόντων 2 (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων οι βουλευτές| φρ τα ψηφίσματα της εκκλησίας του δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν φρ συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή| φρ βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι| φρ βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής

βούλομαι Α 1 θέλω επιθυμώ έχω τη βούληση με απρφ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και απρφ| απόλ| έχω την τάση συνήθ σε 3 προσ με απρφ επιστήμη και φιλοσοφία 2 προτιμώ προκρίνω θέλω περισσότερο με το μᾶλλον ή το ἤ 3 εννοώ θέλω να πω ισχυρίζομαι Β φρ βούλει ή βούλεσθε με υποτ ενισχυτικό της προτρ υποτ| φρ εἰ βούλει ευγενικά| φρ τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό| φρ βουλομένῳ τινί έστι με απρφ=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ| η μτχ ως ουσ ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει ο καθένας

γγιγνώσκω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 γνωρίζω μαθαίνω αντιλαμβάνομαι κατανοώ γνωρίζω καλά με αιτ| με απρφ| με γεν| με κτγμτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| η μτχ ως ουσ ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται| φρ ἔγνων=κατάλαβα| φρ ἔγνως=έχεις δίκιο 2 αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση διακρίνω ξεχωρίζω 3 πιστεύω σχηματίζω γνώμη για κπ ή για κτ κρίνω αποφασίζω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός αναγνωρίζομαι | ανακοινώνεται δημοσιοποιείται δικανικός όρος| κρίνεται ένοχος καταδικάζεται για άνθρωπο| μτχπρκ ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος

γλυκύς Α γλυκός αντ του πικρός ὀξύς ἀλμυρός για γεύση| ως ουσ ὁ γλυκύς (εννὁ οἶνος) Β μτφ 1 ευχάριστος ήπιος ηδονικός για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι)

γραφή 1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος

δδεῖ

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση

δείκνυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4 φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο| επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι

δέχομαι Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι

δῆλος Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

δηλόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2 αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ

δῆμος Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

δημόσιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά 2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου

δίαιτα Α 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος

διαιτάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 3: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἄδικος

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που ενεργεί εναντίον του δικαίου άδικος| με εμπρόθετο προσδιορισμό| ασεβής αυτός που παραβιάζει το θεϊκό δίκαιο αντ του εὐσεβής| στρεβλός κακός βλαβερός για πράγματα| ως ουσ τὸ ἄδικον τὰ ἄδικα| φρ τὰ ἄδικα=τα κακά οι συμφορές 2 άδικος επιθετικός| φρ ἄρχω χειρῶν ἀδίκων=αρχίζω επίθεση επιτίθεμαι πρώτος 3 ατίθασος αχαλιναγώγητος για ζώα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα παράλογα

αἰδέομαι 1 σέβομαι ευλαβούμαι δείχνω θρησκευτικό σεβασμό για θεούς τάφους όρκους νεκρούς| σέβομαι για ασθενείς ομάδες ατόμων νεαρές παρθένες γέροντες ικέτες 2 ντρέπομαι| με απρφ| με αιτ και κτγ μτχ 3 συμπονώ δείχνω επιείκεια προς υπόλογους στη δικαιοσύνη συγχωρώ

αἵρεσις Α κατάκτηση άλωση με γεν αντικ| με γεν υποκ Β 1 εκλογή μετά από διαδικασία ψηφοφορίας (πρεσβείας βουλής αρχόντων)| ως επίρρημα αἱρέσει αντ του κλήρῳ 2 επιλογή διαδικασία επιλογής δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο ή περισσότερων προσφερόμενων αντιλήψεων θέσεων καταστάσεων κά 3 κλίση προτίμηση| φρ αἵρεσιν δίδωμι=δίνω τη δυνατότητα επιλογής

αἱρέω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 παίρνω με τα χέρια μου παίρνω για τον εαυτό μου| παίρνω από κπ αφαιρώ| φρ ἑλών=δια της βίας 2 συλλαμβάνω πιάνω αιχμάλωτο για ανθρώπους και ζώα| σκοτώνω| νικώ 3 πιάνω συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ με κτγ μτχ 4 αποδεικνύω κπ ένοχο για κτ δικανικός όρος με κτγ μτχ ή κτγ| με αιτ και γεν| φρ ἑλεῖν δίκην ή γραφήν=παίρνω ψήφο για καταδίκη του αντιπάλου| φρ (δίκην) ἑλεῖν με αιτ=καταδικάζω κπ με δίκη| φρ οἱ ἑλόντες (αντ οἱ ἑαλωκότες)=οι καταδικασμένοι (αντ αυτοί που κερδίζουν τη δίκη) 5 κυριεύω κατακτώ| καταλαμβάνω κυριεύω μτφ| αποκτώ εξασφαλίζω 6 συλλαμβάνω με το μυαλό κατανοώ ΒΜΕΣΟ 1 εκλέγω| εκλέγω με την ψήφο μου 2 προτιμώ| με απρφ ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κυριεύομαι 2 κερδίζομαι 3 εκλέγομαι

αἰσθάνομαι 1 αντιλαμβάνομαι κατανοώ με τις αισθήσεις μου απόλ| με αιτ| με γεν| με δοτ οργ| ακούω με αιτ| με γεν| βλέπω με αιτ 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω γνωρίζω ως αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας με αιτ| με κτγ μτχ που αναφέρεται στο Υ| με κτγ μτχ που αναφέρεται στο Α| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 καταλαβαίνω γνωρίζω πληροφορούμαι απόλ| με γεν| μτχ αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες αυτός που έχει σώας τας φρένας

αἰσχρός ΕΠΙΘΕΤΟ Αδύσμορφος άσχημος για την εξωτερική εμφάνιση Β ως κοινωνικός και ηθικός χαρακτηρισμός 1 επονείδιστος άτιμος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανάρμοστος| αντ του καλός με ηθική σημασία 2 υβριστικός 3 ακατάλληλος Γ ως ουσ τὸ αἰσχρὸν=ατίμωση ανυποληψία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αισχρά άτιμα άπρεπα

αἰτία Αο λόγος για τον οποίο συμβαίνει κτ φαινόμενο ή ενέργεια που οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα αιτία (λατ causa) | επιστημ πρωταρχική αιτία Β αρνητικά 1 ευθύνη κατηγορία 2 μομφή ψόγος| επίκριση κατάκριση 3 καταγγελία κατηγορία (λατ crimen) δικανικός όρος| με γεν της αιτίας| φρ αἰτίαι κοιναί=κατηγορίες για δημόσια αδικήματααντ αἰτίαι ἴδιαι (για ιδιωτικές υποθέσεις)| φρ αἰτίας ἀπολύειν=απαλλάσσω από την κατηγορία αθωώνω| φρ αἰτίαν ἔχειν φέρεσθαι =κατηγορούμαι| φρ εἰς αἰτίας ἐμπίπτειν περιπίπτειν καθιστάναι=κατηγορούμαι| φρ αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος=κατηγορούμαι από κπ| φρ αἰτίαν ὑπέχειν =είμαι υπό κατηγορία| φρ ἐν αἰτίᾳ βαλεῖν ἔχειν =θεωρώ κπ ένοχο| φρ αἰτίαν ἔχειν τινός=θεωρώ κπ υπεύθυνο για τη διάπραξη αδικήματος| φρ τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί=αποδίδω ενοχή σε κπ Γ θετικά 1 φήμη 2 αγαθή ενέργεια το αποτέλεσμα αγαθής ενέργειας

αἰτιάομαι ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ αποδίδω σε κπ ή κτ την αιτία| διατείνομαι ισχυρίζομαι με απρφ 2 κατηγορώ κατακρίνω ψέγω με αιτ| με αιτ και γεν| με διπλή αιτ| με αιτ και περί| με ὡς ή ὅτι 3 θεωρώ κπ ως αιτία αγαθού ΒΠΑΘΗΤΙΚΟ κατηγορούμαι από κπ

ἀκίνητος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν κινείται αμετακίνητος σταθερός| φυσική 2 νωθρός αργός Β μτφ 1 σταθερός αμετάβλητος αναλλοίωτος για θεσμούς και νόμους 2 απαραβίαστος ιερός άρρητος θρησκεία 3 αμετάπειστος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακίνητα αδιάλειπτα αμετάβλητα

ἄκρος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για τόπο 1 ο εξώτατος o ακρινός| στα άκρα (χεριών και ποδιών) στο δέρμα στην άκρη του για μέλη του σώματος| στην επιφάνεια της θάλασσας ή νερού στην κορυφή του κύματος για θάλασσα κύμα ή νερό 2 ο πιο ψηλός ο ψηλότερος 3 ενδότατος μύχιος Β για χρόνο 1 το πλήρες του χρόνου 2 χρόνος που μόλις αρχίζει Γ εξέχων στο είδος του εξαιρετικός υπέροχος μτφ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 στην κορυφή στην επιφάνεια στην άκρη 2 εντελώς υπερβολικά

ἄκων ΕΠΙΘΕΤΟ 1 όποιος κάνει κτ χωρίς τη θέλησή του ακούσιος 2 όποιος κάνει κτ χωρίς τη θέλησή του επειδή του έχει ασκηθεί ψυχική ή σωματική βία εξαναγκασμένος βεβιασμένος| σε γεν απόλ| φρ ἄκων-ἑκών| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακούσια απρόθυμα

ἄλγος 1 σωματικός πόνος οδύνη 2 μεγάλος ψυχικός πόνος θλίψη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστενοχώρια βάσανα συμφορές

ἀλήθεια 1 αλήθεια αντ του ψεύδους της υποκειμενικής γνώμης| φρ οἷνος καὶ ἀλήθεια (=in vino veritas) 2 πραγματικότητα| αδιαμφισβήτητη αρχή επιστημ| επαλήθευση ονείρου χρησμού 3 φιλαλήθεια ειλικρίνεια 4 αριστοτελικός ορισμός η αλήθεια ως μεσότης της αλαζονείας και της ειρωνείας φιλοσοφία| ως επίρρημα (τῇ) ἀληθείᾳ ἐπὶ (τῆς) ἀληθείας κατὰ (τὴν) ἀλήθειαν εἰς ἀλήθειαν ἐν τῇ ἀληθείᾳ μετ ἀληθείας=αληθινά στην πραγματικότητα| φρ χρῶμαι τῇ ἀληθείᾳ=λέω την αλήθεια

ἀληθής ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ειλικρινής φιλαλήθης για πρόσωπα 2 πραγματικός αληθινός βέβαιος για αφηρημένες έννοιες| με τις λ λόγος μῦθος αληθινός πραγματικός| ἀληθὴς συλλογισμός πρότασις συμπέρασμα (αντψευδής) λογική Β το ουδ ως ουσ τὰ ἀληθῆ τὸ ἀληθές 1 η αλήθεια| με λεκτικά ρήματα 2 η πραγματικότητα η αλήθεια φιλοσοφία| φρ ὡς ἀληθῶς=στην πραγματικότητα στ αλήθεια| φρ τἀληθὲς ή ἀληθὲς εἰπεῖν| ειρων φρ ἄληθες=τι λες αλήθεια | ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά πράγματι

ἀλλότριος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που ανήκει σε άλλον| διαφορετικός ανεξάρτητος 2 ξένος| με δοτ| με γεν| εχθρικός| το θηλ ως ουσ ἡ ἀλλοτρία=ξένη χώρα χώρα του εχθρού 3παράξενος ακατάλληλος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά περίεργο ή διαφορετικό τρόπο 2 δυσμενώς εχθρικά

ἁμαρτάνω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ Α 1 αστοχώ αποτυγχάνω σφάλλω με γεν 2 στερούμαι χάνω με γεν 3 υποπίπτω σε παράπτωμα διαπράττω ασέβεια απόλ| με σύστ Α| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διαπράττεται ένα σφάλμα αποτυχαίνει κτ | φρ η έναρθρη παθ μτχ τὰ ἡμαρτημένα τὰ ἁμαρτηθέντα=σφάλματα αστοχίες

ἁμάρτημα λάθος σφάλμα παράπτωμα| ελάττωμα μειονέκτημα| παράπτωμα ηθικού τύπου παράβαση ανθρώπινου ή θεϊκού νόμου| εκούσιο σφάλμα που διαπράχθηκε χωρίς δόλο βρίσκεται νοηματικά ανάμεσα στις λ ἀδίκημα και ἀτύχημα

ἅμιλλα 1 αγώνας για υπεροχή συναγωνισμός δοκιμασία 2 μάχη συμπλοκή| με γεν| με επίθ ΕΥΡ| φρ ἅμιλλαν ποιεῖσθαι=αγωνίζομαι να ξεπεράσω κπ αμιλλώμαι| φρ εἰς ἅμιλλαν ἔρχεσθαι ἐξελθεῖν=εμπλέκομαι σε αγώνα συναγωνίζομαι| φρ ἅμιλλαν τιθέναι προτιθέναι=προτείνω αγώνα αρχίζω αγώνα

ἀναγκαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ ΑΜε ενεργητική σημασία αυτός που εξαναγκάζει υποχρεώνει επιβάλλει | με απρφ Β Με παθητική σημασία 1

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαπαραίτητος αναγκαίος| (συχνά σε υπερθ)ελάχιστος αναγκαίος| φρ ἀναγκαῖόν ἐστι=είναι αναγκαίο είναι επιβεβλημένο 2 στενοί αγαπητοί για συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς Γ το ουδ ως ουσ 1 τὰ ἀναγκαῖα=τα απαραίτητα τα χρήσιμα 2 τὸ ἀναγκαῖον τὰ ἀναγκαῖα=λογική αναγκαιότητα αναγκαία συνθήκη λογικής επαγωγής φιλοσοφία 3 οἱ ἀναγκαῖοι=συγγενείς εξ αίματος γονείς για οικογένεια ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατ ανάγκη αναγκαστικά 2 ελλιπώς| φρ ἀναγκαίως ἔχειν=πρέπει οφείλει να| φρ ἀναγκαιότατα λέγεις (για έντονη κατάφαση ή συμφωνία)

ἀνάγκη Α 1 εξαναγκασμός| φρ ἐξ ἀνάγκης ὑπ ἀνάγκης δι ἀνάγκης κατ ἀνάγκην 2 θεϊκή βούληση νόμοι μοίρα| προσωποποίηση Ἀνάγκη=θεότητα που δηλώνει τη δύναμη του εξαναγκασμού τη Μοίρα 3 φυσική αναγκαιότητα φιλοσοφία| φυσική ανάγκη επιθυμία όρεξη| στον πληθ οι φυσικοί νόμοι 4 λογική αναγκαιότητα φιλοσοφία Βκρίσιμη περίσταση δυσμενής θέση Γάσκηση ή χρήση βίας | σωματικό μαρτύριο| φρ ἀνάγκη ἐστί=είναι απαραίτητο να αναγκαίο να| φρ πᾶσα ἀνάγκη ἐστί=είναι απόλυτη ανάγκη να| φρ πολλὴ ἀνάγκη πᾶσα ἀνάγκη=βεβαίως ακριβώς έτσι| η δοτ ως επίρρημα 1 διά της βίας με το ζόρι 2 αναγκαστικά

ἀναίτιος αυτός που δεν είναι η αιτία μιας πράξης δεν είναι υπαίτιος αθώος| αθώος από τη διάπραξη κπ αδικήματος με γεν πράγμ| με δοτ προσ| ως ουσ τὸ ἀναίτιον=αυτό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ενός γεγονότος ή μιας πράξης

ἀνάξιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που δεν είναι ίσης αξίας με κπ κατώτερος 2 αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δίκαιο να υποστεί κακό αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει| με απρφ| με γεν 3 ανάρμοστος ανάξιος άχρηστος άξιος καταφρόνησης τιποτένιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα χωρίς να το αξίζει κπ

ἀνία 1 θλίψη πόνος στεναχώρια ΦΙΛΟΣ 2 συχνά στον πληθ συμφορές βάσανα δυστυχίες| βάρος ενόχληση| συμφορά επιφωνημ

ἀνιαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ενοχλητικός δυσάρεστος οχληρός| βλαβερός 2 λυπηρός θλιβερός| δυσάρεστος αντ του ἡδύς 3 με παθητική σημασία θλιμμένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 ενοχλητικά δυσάρεστα 2 άθλια οικτρά

ἀντίος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που τοποθετείται απέναντι μπροστά σε κπ ή κτ για τόπο| με γεν| με δοτ 2 ενάντιος αντίπαλος αντίθετος ανάποδος μτφ| αυτός που έρχεται απέναντι βαδίζει σε αντίθετη κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| με δοτ| αυτός που βαδίζει εναντίον κπ ο επιτιθέμενος| με γεν| με δοτ Β ἀντίον ἀντία ως πρόθεση με γεν=κατενώπιον απέναντι| σε αντίθεση με με λεκτικό ρήμα|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlμπροστά από προς την κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| εναντίον| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απέναντι μπροστά αντίθετα| φρ ἀντίον ηὔδα=απάντησε αποκρίθηκε

ἀντιποιέω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ανταποδίδω μια ενέργεια ή πράξη ΒΜΕΣΟ 1 επιζητώ επιδιώκω κτ με γεν| εγείρω αξιώσεις προβάλλω απαιτήσεις διεκδικώ 2 αμφισβητώ την κυριότητα| προβάλλω δικαιώματα οικειοποιούμαι σφετερίζομαι 3 καυχιέμαι με απρφ

ἀξία 1 η τιμή η αξία ενός πράγματος το αντίτιμο της αξίας ενός προϊόντος| το μέγεθος της αξίας αποτίμηση χρέους 2 αυτό που αξίζει κπ ανάλογα με τις πράξεις του ανταμοιβή ή ποινή 3 αξιοπρέπεια υπόληψη φήμη αξίωμα για πρόσωπα| φρ κατἀξίαν=όπως αξίζει όπως αρμόζει| φρ ὑπὲρ τὴν ἀξίαν=περισσότερο απ όσο αξίζει κπ| φρ παρὰ τὴν ἀξίαν=χωρίς να το αξίζει κπ

ἁπαλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 απαλός στην αφή τρυφερός για μέρη του σώματος| για ανθρώπους και ζώα 2 τρυφερός μαλακός για πράγματα Β μτφ ήσυχος γλυκός απαλός| εκθηλυμένος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ γλυκά τρυφερά

ἀπάτη Α 1 εξαπάτηση απάτη| τέχνασμα στρατήγημα στον πόλεμο για την εξαπάτηση του εχθρού 2 δόλος δολοπλοκία 3 ψευδαίσθηση λανθασμένη εντύπωση Β η Απάτη προσωποποίηση

ἀποδιδράσκω 1 δραπετεύω (ιδίως για φυλακισμένους ή δούλους) απόλ| με γεν (σπάνια) ή εμπρόθετο προσδιορισμό| λιποτακτώ στρατιωτικός όρος 2 διαφεύγω ξεφεύγω αποφεύγω με αιτ| μτφ

ἀποκτείνω 1 σκοτώνω| θυσιάζω για ζώα 2 καταδικάζω σε θάνατο σκοτώνω μετά από δικαστική απόφαση 3 στεναχωρώ προξενώ λύπη μτφ

ἀπόλλυμι ή ἀπολλύω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξολοθρεύω σκοτώνω σφάζω για πρόσωπα| καταστρέφω αφανίζω ρίχνω κπ σε συμφορές μτφ| καταστρέφω κτ για χάρη κπ με αιτ και γεν| διαφθείρω για γυναίκα| φρ λόγοις ή λέγων ἀπόλλυμι τινά=ενοχλώ έως θανάτου κπ με τα λόγια μου σκοτώνω με τα λόγια μου 2 καταστρέφω αφανίζω ερημώνω συντρίβω για πράγματα 3 χάνω ΒΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πεθαίνω χάνομαι εξολοθρεύομαι| με σύστ Α| με δοτ του τρόπου 2 καταστρέφομαι αφανίζομαι| είμαι χαμένος κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ ἀπόλωλα)| χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο σε κατάρα| να σε βρει κακό να χαθείς άθλια ανάθεμά σε (στη μτχ μέλλ) 3 εξαφανίζομαι γίνομαι αφανής εκλείπω

ἀρετή Α 1 ανδρεία γενναιότητα| το αποτέλεσμα της ανδρείας συχνά σε πληθ αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις| δόξα φήμη 2 ηθική ιδιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlηθικό χαρακτηριστικό αρετή ιδίως στον πληθ αἱ ἀρεταί| καθήκον 3 τέλεια σωματική διάπλαση ομορφιά για άνθρωπο| ομορφιά ικανότητα εξέχουσα ιδιότητα για πράγματα ή ζώα 4 ηθικοπνευματική ικανότητα| πολιτική ικανότητα Βπροκοπή ευδοκίμηση | ευφορία γονιμότητα

ἀρχή Α 1 έναρξη αρχή αφετηρία προέλευση τοπικά και χρονικά| συχνά στον πληθ 2 πρώτη αιτία πρωταρχικό στοιχείο απαρχή θεμελιώδης αρχή επιστήμη και φιλοσοφία| θεμελιώδης κανόνας της επιστήμης επιστήμη Β διοίκηση κυβέρνηση αξίωμα εξουσία κυριαρχία | ως σύστΑ| διάρκεια μιας αρχής ενός αξιώματος| στον πληθ οι αρχές η εξουσία οι άρχοντες| φρ ἅμα ἀρχῇ=στην αρχή αρχικά| φρ ἐξ ἀρχῆς=από την αρχή από παλιά| φρ ὁ ἐξ ἀρχῆς=αρχικός| φρ κάτ ἀρχάς τὸ κάτ ἀρχάς=στην αρχή| φρ (τήν) ἀρχήν τάς ἀρχάς=πρώτα απόλα| φρ ἀρχήν με άρνηση=καθόλου σε καμιά περίπτωση

ἄρχω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πρώτος πηγαίνω πρώτος προηγούμαι| οδηγώ κπ με αιτ πράγμ και δοτ προσ 2 κυβερνώ διοικώ είμαι αρχηγός συνήθως με γεν σπανιότερα με δοτ προσ| απόλ| με σύστ Α 3 αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με γεν πράγμ και δοτ προσ| με δοτ ή αιτ| είμαι η αιτία δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης ΒΜΕΣΟ αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ (δηλώνεται η έναρξη της ενέργειας)| με μτχ (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας)| φρ ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο πρόσωπο ή πράγμα ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι εξουσιάζομαι είμαι υπήκοος | οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι

ἀχρεῖος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 άχρηστος ανώφελος 2 ανίκανος ακατάλληλος συχνά με απρφ 3 άχρηστος ανίκανος μη μάχιμος (στον πόλεμο)| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ανόητα άκαιρα

ββαρύς

ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει βάρος ασήκωτος δυσβάσταχτος για πράγματα| βαριά οπλισμένος για στρατό Β 1 ενοχλητικός φορτικός δυσάρεστος δυσβάσταχτος καταθλιπτικός βλαβερός για πρόσωπα και καταστάσεις| αυστηρός άγριος εχθρικός| σοβαρός σημαντικός ισχυρός 2 αργός δυσκίνητος για σωματική κατάσταση Γδυνατός οξύς βαθύς βαρύς για ήχους φυσικούς μουσικών οργάνων και για την προσωδία| έντονος βαρύς δυσάρεστος για οσμές| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά πιεστικά φορτικά βαριά με τα ρ φέρω και ἔχω

βία Ασωματική δύναμη ισχύς σθένος αλκή | με κύρόν ή επίθ σε γεν=ο γενναίος ο ανδρείος| πνευματική ικανότητα Β

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατάχρηση δύναμης άσκηση βίας εξαναγκασμός βαρβαρότητα | ανάγκη ώθηση πίεση| εξωτερική δύναμη όχι φυσική (αντ φύσις) επιστημ| οργή| προσωποποίηση| ως επίρρημα βίᾳ πρός βίαν μετά βίας ὑπό βίας ἐκ βίας=δια της βίας χωρίς τη θέληση κπ| βίᾳ με γεν| φρ βίᾳ (αντ ἑκών)

βουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σκέφτομαι| σχεδιάζω μηχανεύομαι με αιτ πράγμ 2 αποφασίζω να κάνω κτ 3 δίνω γνώμη συμβουλεύω 4 είμαι μέλος βουλής είμαι βουλευτής ΒΜΕΣΟ 1σκέφτομαι μελετώ για να αποφασίσω απόλ 2 συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3 αποφασίζω να κάνω κτ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη | φρ τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις

βουλή Α 1 συμβουλή νουθεσία| βούληση θέλημα των θεών 2 σκέψη γνώμη| στον πληθ σχέδια γνώμες 3 πρόταση απόφαση μετά από σύσκεψη ψήφισμα Β 1 κάθε συμβούλιο συνέδριο γερόντων 2 (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων οι βουλευτές| φρ τα ψηφίσματα της εκκλησίας του δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν φρ συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή| φρ βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι| φρ βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής

βούλομαι Α 1 θέλω επιθυμώ έχω τη βούληση με απρφ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και απρφ| απόλ| έχω την τάση συνήθ σε 3 προσ με απρφ επιστήμη και φιλοσοφία 2 προτιμώ προκρίνω θέλω περισσότερο με το μᾶλλον ή το ἤ 3 εννοώ θέλω να πω ισχυρίζομαι Β φρ βούλει ή βούλεσθε με υποτ ενισχυτικό της προτρ υποτ| φρ εἰ βούλει ευγενικά| φρ τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό| φρ βουλομένῳ τινί έστι με απρφ=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ| η μτχ ως ουσ ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει ο καθένας

γγιγνώσκω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 γνωρίζω μαθαίνω αντιλαμβάνομαι κατανοώ γνωρίζω καλά με αιτ| με απρφ| με γεν| με κτγμτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| η μτχ ως ουσ ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται| φρ ἔγνων=κατάλαβα| φρ ἔγνως=έχεις δίκιο 2 αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση διακρίνω ξεχωρίζω 3 πιστεύω σχηματίζω γνώμη για κπ ή για κτ κρίνω αποφασίζω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός αναγνωρίζομαι | ανακοινώνεται δημοσιοποιείται δικανικός όρος| κρίνεται ένοχος καταδικάζεται για άνθρωπο| μτχπρκ ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος

γλυκύς Α γλυκός αντ του πικρός ὀξύς ἀλμυρός για γεύση| ως ουσ ὁ γλυκύς (εννὁ οἶνος) Β μτφ 1 ευχάριστος ήπιος ηδονικός για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι)

γραφή 1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος

δδεῖ

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση

δείκνυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4 φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο| επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι

δέχομαι Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι

δῆλος Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

δηλόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2 αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ

δῆμος Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

δημόσιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά 2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου

δίαιτα Α 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος

διαιτάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 4: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανάρμοστος| αντ του καλός με ηθική σημασία 2 υβριστικός 3 ακατάλληλος Γ ως ουσ τὸ αἰσχρὸν=ατίμωση ανυποληψία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αισχρά άτιμα άπρεπα

αἰτία Αο λόγος για τον οποίο συμβαίνει κτ φαινόμενο ή ενέργεια που οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα αιτία (λατ causa) | επιστημ πρωταρχική αιτία Β αρνητικά 1 ευθύνη κατηγορία 2 μομφή ψόγος| επίκριση κατάκριση 3 καταγγελία κατηγορία (λατ crimen) δικανικός όρος| με γεν της αιτίας| φρ αἰτίαι κοιναί=κατηγορίες για δημόσια αδικήματααντ αἰτίαι ἴδιαι (για ιδιωτικές υποθέσεις)| φρ αἰτίας ἀπολύειν=απαλλάσσω από την κατηγορία αθωώνω| φρ αἰτίαν ἔχειν φέρεσθαι =κατηγορούμαι| φρ εἰς αἰτίας ἐμπίπτειν περιπίπτειν καθιστάναι=κατηγορούμαι| φρ αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος=κατηγορούμαι από κπ| φρ αἰτίαν ὑπέχειν =είμαι υπό κατηγορία| φρ ἐν αἰτίᾳ βαλεῖν ἔχειν =θεωρώ κπ ένοχο| φρ αἰτίαν ἔχειν τινός=θεωρώ κπ υπεύθυνο για τη διάπραξη αδικήματος| φρ τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί=αποδίδω ενοχή σε κπ Γ θετικά 1 φήμη 2 αγαθή ενέργεια το αποτέλεσμα αγαθής ενέργειας

αἰτιάομαι ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ αποδίδω σε κπ ή κτ την αιτία| διατείνομαι ισχυρίζομαι με απρφ 2 κατηγορώ κατακρίνω ψέγω με αιτ| με αιτ και γεν| με διπλή αιτ| με αιτ και περί| με ὡς ή ὅτι 3 θεωρώ κπ ως αιτία αγαθού ΒΠΑΘΗΤΙΚΟ κατηγορούμαι από κπ

ἀκίνητος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν κινείται αμετακίνητος σταθερός| φυσική 2 νωθρός αργός Β μτφ 1 σταθερός αμετάβλητος αναλλοίωτος για θεσμούς και νόμους 2 απαραβίαστος ιερός άρρητος θρησκεία 3 αμετάπειστος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακίνητα αδιάλειπτα αμετάβλητα

ἄκρος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για τόπο 1 ο εξώτατος o ακρινός| στα άκρα (χεριών και ποδιών) στο δέρμα στην άκρη του για μέλη του σώματος| στην επιφάνεια της θάλασσας ή νερού στην κορυφή του κύματος για θάλασσα κύμα ή νερό 2 ο πιο ψηλός ο ψηλότερος 3 ενδότατος μύχιος Β για χρόνο 1 το πλήρες του χρόνου 2 χρόνος που μόλις αρχίζει Γ εξέχων στο είδος του εξαιρετικός υπέροχος μτφ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 στην κορυφή στην επιφάνεια στην άκρη 2 εντελώς υπερβολικά

ἄκων ΕΠΙΘΕΤΟ 1 όποιος κάνει κτ χωρίς τη θέλησή του ακούσιος 2 όποιος κάνει κτ χωρίς τη θέλησή του επειδή του έχει ασκηθεί ψυχική ή σωματική βία εξαναγκασμένος βεβιασμένος| σε γεν απόλ| φρ ἄκων-ἑκών| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακούσια απρόθυμα

ἄλγος 1 σωματικός πόνος οδύνη 2 μεγάλος ψυχικός πόνος θλίψη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστενοχώρια βάσανα συμφορές

ἀλήθεια 1 αλήθεια αντ του ψεύδους της υποκειμενικής γνώμης| φρ οἷνος καὶ ἀλήθεια (=in vino veritas) 2 πραγματικότητα| αδιαμφισβήτητη αρχή επιστημ| επαλήθευση ονείρου χρησμού 3 φιλαλήθεια ειλικρίνεια 4 αριστοτελικός ορισμός η αλήθεια ως μεσότης της αλαζονείας και της ειρωνείας φιλοσοφία| ως επίρρημα (τῇ) ἀληθείᾳ ἐπὶ (τῆς) ἀληθείας κατὰ (τὴν) ἀλήθειαν εἰς ἀλήθειαν ἐν τῇ ἀληθείᾳ μετ ἀληθείας=αληθινά στην πραγματικότητα| φρ χρῶμαι τῇ ἀληθείᾳ=λέω την αλήθεια

ἀληθής ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ειλικρινής φιλαλήθης για πρόσωπα 2 πραγματικός αληθινός βέβαιος για αφηρημένες έννοιες| με τις λ λόγος μῦθος αληθινός πραγματικός| ἀληθὴς συλλογισμός πρότασις συμπέρασμα (αντψευδής) λογική Β το ουδ ως ουσ τὰ ἀληθῆ τὸ ἀληθές 1 η αλήθεια| με λεκτικά ρήματα 2 η πραγματικότητα η αλήθεια φιλοσοφία| φρ ὡς ἀληθῶς=στην πραγματικότητα στ αλήθεια| φρ τἀληθὲς ή ἀληθὲς εἰπεῖν| ειρων φρ ἄληθες=τι λες αλήθεια | ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά πράγματι

ἀλλότριος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που ανήκει σε άλλον| διαφορετικός ανεξάρτητος 2 ξένος| με δοτ| με γεν| εχθρικός| το θηλ ως ουσ ἡ ἀλλοτρία=ξένη χώρα χώρα του εχθρού 3παράξενος ακατάλληλος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά περίεργο ή διαφορετικό τρόπο 2 δυσμενώς εχθρικά

ἁμαρτάνω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ Α 1 αστοχώ αποτυγχάνω σφάλλω με γεν 2 στερούμαι χάνω με γεν 3 υποπίπτω σε παράπτωμα διαπράττω ασέβεια απόλ| με σύστ Α| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διαπράττεται ένα σφάλμα αποτυχαίνει κτ | φρ η έναρθρη παθ μτχ τὰ ἡμαρτημένα τὰ ἁμαρτηθέντα=σφάλματα αστοχίες

ἁμάρτημα λάθος σφάλμα παράπτωμα| ελάττωμα μειονέκτημα| παράπτωμα ηθικού τύπου παράβαση ανθρώπινου ή θεϊκού νόμου| εκούσιο σφάλμα που διαπράχθηκε χωρίς δόλο βρίσκεται νοηματικά ανάμεσα στις λ ἀδίκημα και ἀτύχημα

ἅμιλλα 1 αγώνας για υπεροχή συναγωνισμός δοκιμασία 2 μάχη συμπλοκή| με γεν| με επίθ ΕΥΡ| φρ ἅμιλλαν ποιεῖσθαι=αγωνίζομαι να ξεπεράσω κπ αμιλλώμαι| φρ εἰς ἅμιλλαν ἔρχεσθαι ἐξελθεῖν=εμπλέκομαι σε αγώνα συναγωνίζομαι| φρ ἅμιλλαν τιθέναι προτιθέναι=προτείνω αγώνα αρχίζω αγώνα

ἀναγκαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ ΑΜε ενεργητική σημασία αυτός που εξαναγκάζει υποχρεώνει επιβάλλει | με απρφ Β Με παθητική σημασία 1

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαπαραίτητος αναγκαίος| (συχνά σε υπερθ)ελάχιστος αναγκαίος| φρ ἀναγκαῖόν ἐστι=είναι αναγκαίο είναι επιβεβλημένο 2 στενοί αγαπητοί για συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς Γ το ουδ ως ουσ 1 τὰ ἀναγκαῖα=τα απαραίτητα τα χρήσιμα 2 τὸ ἀναγκαῖον τὰ ἀναγκαῖα=λογική αναγκαιότητα αναγκαία συνθήκη λογικής επαγωγής φιλοσοφία 3 οἱ ἀναγκαῖοι=συγγενείς εξ αίματος γονείς για οικογένεια ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατ ανάγκη αναγκαστικά 2 ελλιπώς| φρ ἀναγκαίως ἔχειν=πρέπει οφείλει να| φρ ἀναγκαιότατα λέγεις (για έντονη κατάφαση ή συμφωνία)

ἀνάγκη Α 1 εξαναγκασμός| φρ ἐξ ἀνάγκης ὑπ ἀνάγκης δι ἀνάγκης κατ ἀνάγκην 2 θεϊκή βούληση νόμοι μοίρα| προσωποποίηση Ἀνάγκη=θεότητα που δηλώνει τη δύναμη του εξαναγκασμού τη Μοίρα 3 φυσική αναγκαιότητα φιλοσοφία| φυσική ανάγκη επιθυμία όρεξη| στον πληθ οι φυσικοί νόμοι 4 λογική αναγκαιότητα φιλοσοφία Βκρίσιμη περίσταση δυσμενής θέση Γάσκηση ή χρήση βίας | σωματικό μαρτύριο| φρ ἀνάγκη ἐστί=είναι απαραίτητο να αναγκαίο να| φρ πᾶσα ἀνάγκη ἐστί=είναι απόλυτη ανάγκη να| φρ πολλὴ ἀνάγκη πᾶσα ἀνάγκη=βεβαίως ακριβώς έτσι| η δοτ ως επίρρημα 1 διά της βίας με το ζόρι 2 αναγκαστικά

ἀναίτιος αυτός που δεν είναι η αιτία μιας πράξης δεν είναι υπαίτιος αθώος| αθώος από τη διάπραξη κπ αδικήματος με γεν πράγμ| με δοτ προσ| ως ουσ τὸ ἀναίτιον=αυτό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ενός γεγονότος ή μιας πράξης

ἀνάξιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που δεν είναι ίσης αξίας με κπ κατώτερος 2 αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δίκαιο να υποστεί κακό αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει| με απρφ| με γεν 3 ανάρμοστος ανάξιος άχρηστος άξιος καταφρόνησης τιποτένιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα χωρίς να το αξίζει κπ

ἀνία 1 θλίψη πόνος στεναχώρια ΦΙΛΟΣ 2 συχνά στον πληθ συμφορές βάσανα δυστυχίες| βάρος ενόχληση| συμφορά επιφωνημ

ἀνιαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ενοχλητικός δυσάρεστος οχληρός| βλαβερός 2 λυπηρός θλιβερός| δυσάρεστος αντ του ἡδύς 3 με παθητική σημασία θλιμμένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 ενοχλητικά δυσάρεστα 2 άθλια οικτρά

ἀντίος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που τοποθετείται απέναντι μπροστά σε κπ ή κτ για τόπο| με γεν| με δοτ 2 ενάντιος αντίπαλος αντίθετος ανάποδος μτφ| αυτός που έρχεται απέναντι βαδίζει σε αντίθετη κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| με δοτ| αυτός που βαδίζει εναντίον κπ ο επιτιθέμενος| με γεν| με δοτ Β ἀντίον ἀντία ως πρόθεση με γεν=κατενώπιον απέναντι| σε αντίθεση με με λεκτικό ρήμα|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlμπροστά από προς την κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| εναντίον| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απέναντι μπροστά αντίθετα| φρ ἀντίον ηὔδα=απάντησε αποκρίθηκε

ἀντιποιέω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ανταποδίδω μια ενέργεια ή πράξη ΒΜΕΣΟ 1 επιζητώ επιδιώκω κτ με γεν| εγείρω αξιώσεις προβάλλω απαιτήσεις διεκδικώ 2 αμφισβητώ την κυριότητα| προβάλλω δικαιώματα οικειοποιούμαι σφετερίζομαι 3 καυχιέμαι με απρφ

ἀξία 1 η τιμή η αξία ενός πράγματος το αντίτιμο της αξίας ενός προϊόντος| το μέγεθος της αξίας αποτίμηση χρέους 2 αυτό που αξίζει κπ ανάλογα με τις πράξεις του ανταμοιβή ή ποινή 3 αξιοπρέπεια υπόληψη φήμη αξίωμα για πρόσωπα| φρ κατἀξίαν=όπως αξίζει όπως αρμόζει| φρ ὑπὲρ τὴν ἀξίαν=περισσότερο απ όσο αξίζει κπ| φρ παρὰ τὴν ἀξίαν=χωρίς να το αξίζει κπ

ἁπαλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 απαλός στην αφή τρυφερός για μέρη του σώματος| για ανθρώπους και ζώα 2 τρυφερός μαλακός για πράγματα Β μτφ ήσυχος γλυκός απαλός| εκθηλυμένος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ γλυκά τρυφερά

ἀπάτη Α 1 εξαπάτηση απάτη| τέχνασμα στρατήγημα στον πόλεμο για την εξαπάτηση του εχθρού 2 δόλος δολοπλοκία 3 ψευδαίσθηση λανθασμένη εντύπωση Β η Απάτη προσωποποίηση

ἀποδιδράσκω 1 δραπετεύω (ιδίως για φυλακισμένους ή δούλους) απόλ| με γεν (σπάνια) ή εμπρόθετο προσδιορισμό| λιποτακτώ στρατιωτικός όρος 2 διαφεύγω ξεφεύγω αποφεύγω με αιτ| μτφ

ἀποκτείνω 1 σκοτώνω| θυσιάζω για ζώα 2 καταδικάζω σε θάνατο σκοτώνω μετά από δικαστική απόφαση 3 στεναχωρώ προξενώ λύπη μτφ

ἀπόλλυμι ή ἀπολλύω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξολοθρεύω σκοτώνω σφάζω για πρόσωπα| καταστρέφω αφανίζω ρίχνω κπ σε συμφορές μτφ| καταστρέφω κτ για χάρη κπ με αιτ και γεν| διαφθείρω για γυναίκα| φρ λόγοις ή λέγων ἀπόλλυμι τινά=ενοχλώ έως θανάτου κπ με τα λόγια μου σκοτώνω με τα λόγια μου 2 καταστρέφω αφανίζω ερημώνω συντρίβω για πράγματα 3 χάνω ΒΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πεθαίνω χάνομαι εξολοθρεύομαι| με σύστ Α| με δοτ του τρόπου 2 καταστρέφομαι αφανίζομαι| είμαι χαμένος κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ ἀπόλωλα)| χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο σε κατάρα| να σε βρει κακό να χαθείς άθλια ανάθεμά σε (στη μτχ μέλλ) 3 εξαφανίζομαι γίνομαι αφανής εκλείπω

ἀρετή Α 1 ανδρεία γενναιότητα| το αποτέλεσμα της ανδρείας συχνά σε πληθ αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις| δόξα φήμη 2 ηθική ιδιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlηθικό χαρακτηριστικό αρετή ιδίως στον πληθ αἱ ἀρεταί| καθήκον 3 τέλεια σωματική διάπλαση ομορφιά για άνθρωπο| ομορφιά ικανότητα εξέχουσα ιδιότητα για πράγματα ή ζώα 4 ηθικοπνευματική ικανότητα| πολιτική ικανότητα Βπροκοπή ευδοκίμηση | ευφορία γονιμότητα

ἀρχή Α 1 έναρξη αρχή αφετηρία προέλευση τοπικά και χρονικά| συχνά στον πληθ 2 πρώτη αιτία πρωταρχικό στοιχείο απαρχή θεμελιώδης αρχή επιστήμη και φιλοσοφία| θεμελιώδης κανόνας της επιστήμης επιστήμη Β διοίκηση κυβέρνηση αξίωμα εξουσία κυριαρχία | ως σύστΑ| διάρκεια μιας αρχής ενός αξιώματος| στον πληθ οι αρχές η εξουσία οι άρχοντες| φρ ἅμα ἀρχῇ=στην αρχή αρχικά| φρ ἐξ ἀρχῆς=από την αρχή από παλιά| φρ ὁ ἐξ ἀρχῆς=αρχικός| φρ κάτ ἀρχάς τὸ κάτ ἀρχάς=στην αρχή| φρ (τήν) ἀρχήν τάς ἀρχάς=πρώτα απόλα| φρ ἀρχήν με άρνηση=καθόλου σε καμιά περίπτωση

ἄρχω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πρώτος πηγαίνω πρώτος προηγούμαι| οδηγώ κπ με αιτ πράγμ και δοτ προσ 2 κυβερνώ διοικώ είμαι αρχηγός συνήθως με γεν σπανιότερα με δοτ προσ| απόλ| με σύστ Α 3 αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με γεν πράγμ και δοτ προσ| με δοτ ή αιτ| είμαι η αιτία δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης ΒΜΕΣΟ αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ (δηλώνεται η έναρξη της ενέργειας)| με μτχ (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας)| φρ ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο πρόσωπο ή πράγμα ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι εξουσιάζομαι είμαι υπήκοος | οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι

ἀχρεῖος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 άχρηστος ανώφελος 2 ανίκανος ακατάλληλος συχνά με απρφ 3 άχρηστος ανίκανος μη μάχιμος (στον πόλεμο)| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ανόητα άκαιρα

ββαρύς

ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει βάρος ασήκωτος δυσβάσταχτος για πράγματα| βαριά οπλισμένος για στρατό Β 1 ενοχλητικός φορτικός δυσάρεστος δυσβάσταχτος καταθλιπτικός βλαβερός για πρόσωπα και καταστάσεις| αυστηρός άγριος εχθρικός| σοβαρός σημαντικός ισχυρός 2 αργός δυσκίνητος για σωματική κατάσταση Γδυνατός οξύς βαθύς βαρύς για ήχους φυσικούς μουσικών οργάνων και για την προσωδία| έντονος βαρύς δυσάρεστος για οσμές| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά πιεστικά φορτικά βαριά με τα ρ φέρω και ἔχω

βία Ασωματική δύναμη ισχύς σθένος αλκή | με κύρόν ή επίθ σε γεν=ο γενναίος ο ανδρείος| πνευματική ικανότητα Β

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατάχρηση δύναμης άσκηση βίας εξαναγκασμός βαρβαρότητα | ανάγκη ώθηση πίεση| εξωτερική δύναμη όχι φυσική (αντ φύσις) επιστημ| οργή| προσωποποίηση| ως επίρρημα βίᾳ πρός βίαν μετά βίας ὑπό βίας ἐκ βίας=δια της βίας χωρίς τη θέληση κπ| βίᾳ με γεν| φρ βίᾳ (αντ ἑκών)

βουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σκέφτομαι| σχεδιάζω μηχανεύομαι με αιτ πράγμ 2 αποφασίζω να κάνω κτ 3 δίνω γνώμη συμβουλεύω 4 είμαι μέλος βουλής είμαι βουλευτής ΒΜΕΣΟ 1σκέφτομαι μελετώ για να αποφασίσω απόλ 2 συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3 αποφασίζω να κάνω κτ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη | φρ τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις

βουλή Α 1 συμβουλή νουθεσία| βούληση θέλημα των θεών 2 σκέψη γνώμη| στον πληθ σχέδια γνώμες 3 πρόταση απόφαση μετά από σύσκεψη ψήφισμα Β 1 κάθε συμβούλιο συνέδριο γερόντων 2 (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων οι βουλευτές| φρ τα ψηφίσματα της εκκλησίας του δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν φρ συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή| φρ βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι| φρ βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής

βούλομαι Α 1 θέλω επιθυμώ έχω τη βούληση με απρφ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και απρφ| απόλ| έχω την τάση συνήθ σε 3 προσ με απρφ επιστήμη και φιλοσοφία 2 προτιμώ προκρίνω θέλω περισσότερο με το μᾶλλον ή το ἤ 3 εννοώ θέλω να πω ισχυρίζομαι Β φρ βούλει ή βούλεσθε με υποτ ενισχυτικό της προτρ υποτ| φρ εἰ βούλει ευγενικά| φρ τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό| φρ βουλομένῳ τινί έστι με απρφ=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ| η μτχ ως ουσ ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει ο καθένας

γγιγνώσκω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 γνωρίζω μαθαίνω αντιλαμβάνομαι κατανοώ γνωρίζω καλά με αιτ| με απρφ| με γεν| με κτγμτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| η μτχ ως ουσ ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται| φρ ἔγνων=κατάλαβα| φρ ἔγνως=έχεις δίκιο 2 αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση διακρίνω ξεχωρίζω 3 πιστεύω σχηματίζω γνώμη για κπ ή για κτ κρίνω αποφασίζω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός αναγνωρίζομαι | ανακοινώνεται δημοσιοποιείται δικανικός όρος| κρίνεται ένοχος καταδικάζεται για άνθρωπο| μτχπρκ ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος

γλυκύς Α γλυκός αντ του πικρός ὀξύς ἀλμυρός για γεύση| ως ουσ ὁ γλυκύς (εννὁ οἶνος) Β μτφ 1 ευχάριστος ήπιος ηδονικός για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι)

γραφή 1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος

δδεῖ

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση

δείκνυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4 φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο| επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι

δέχομαι Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι

δῆλος Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

δηλόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2 αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ

δῆμος Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

δημόσιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά 2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου

δίαιτα Α 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος

διαιτάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 5: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστενοχώρια βάσανα συμφορές

ἀλήθεια 1 αλήθεια αντ του ψεύδους της υποκειμενικής γνώμης| φρ οἷνος καὶ ἀλήθεια (=in vino veritas) 2 πραγματικότητα| αδιαμφισβήτητη αρχή επιστημ| επαλήθευση ονείρου χρησμού 3 φιλαλήθεια ειλικρίνεια 4 αριστοτελικός ορισμός η αλήθεια ως μεσότης της αλαζονείας και της ειρωνείας φιλοσοφία| ως επίρρημα (τῇ) ἀληθείᾳ ἐπὶ (τῆς) ἀληθείας κατὰ (τὴν) ἀλήθειαν εἰς ἀλήθειαν ἐν τῇ ἀληθείᾳ μετ ἀληθείας=αληθινά στην πραγματικότητα| φρ χρῶμαι τῇ ἀληθείᾳ=λέω την αλήθεια

ἀληθής ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ειλικρινής φιλαλήθης για πρόσωπα 2 πραγματικός αληθινός βέβαιος για αφηρημένες έννοιες| με τις λ λόγος μῦθος αληθινός πραγματικός| ἀληθὴς συλλογισμός πρότασις συμπέρασμα (αντψευδής) λογική Β το ουδ ως ουσ τὰ ἀληθῆ τὸ ἀληθές 1 η αλήθεια| με λεκτικά ρήματα 2 η πραγματικότητα η αλήθεια φιλοσοφία| φρ ὡς ἀληθῶς=στην πραγματικότητα στ αλήθεια| φρ τἀληθὲς ή ἀληθὲς εἰπεῖν| ειρων φρ ἄληθες=τι λες αλήθεια | ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά πράγματι

ἀλλότριος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που ανήκει σε άλλον| διαφορετικός ανεξάρτητος 2 ξένος| με δοτ| με γεν| εχθρικός| το θηλ ως ουσ ἡ ἀλλοτρία=ξένη χώρα χώρα του εχθρού 3παράξενος ακατάλληλος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά περίεργο ή διαφορετικό τρόπο 2 δυσμενώς εχθρικά

ἁμαρτάνω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ Α 1 αστοχώ αποτυγχάνω σφάλλω με γεν 2 στερούμαι χάνω με γεν 3 υποπίπτω σε παράπτωμα διαπράττω ασέβεια απόλ| με σύστ Α| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διαπράττεται ένα σφάλμα αποτυχαίνει κτ | φρ η έναρθρη παθ μτχ τὰ ἡμαρτημένα τὰ ἁμαρτηθέντα=σφάλματα αστοχίες

ἁμάρτημα λάθος σφάλμα παράπτωμα| ελάττωμα μειονέκτημα| παράπτωμα ηθικού τύπου παράβαση ανθρώπινου ή θεϊκού νόμου| εκούσιο σφάλμα που διαπράχθηκε χωρίς δόλο βρίσκεται νοηματικά ανάμεσα στις λ ἀδίκημα και ἀτύχημα

ἅμιλλα 1 αγώνας για υπεροχή συναγωνισμός δοκιμασία 2 μάχη συμπλοκή| με γεν| με επίθ ΕΥΡ| φρ ἅμιλλαν ποιεῖσθαι=αγωνίζομαι να ξεπεράσω κπ αμιλλώμαι| φρ εἰς ἅμιλλαν ἔρχεσθαι ἐξελθεῖν=εμπλέκομαι σε αγώνα συναγωνίζομαι| φρ ἅμιλλαν τιθέναι προτιθέναι=προτείνω αγώνα αρχίζω αγώνα

ἀναγκαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ ΑΜε ενεργητική σημασία αυτός που εξαναγκάζει υποχρεώνει επιβάλλει | με απρφ Β Με παθητική σημασία 1

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαπαραίτητος αναγκαίος| (συχνά σε υπερθ)ελάχιστος αναγκαίος| φρ ἀναγκαῖόν ἐστι=είναι αναγκαίο είναι επιβεβλημένο 2 στενοί αγαπητοί για συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς Γ το ουδ ως ουσ 1 τὰ ἀναγκαῖα=τα απαραίτητα τα χρήσιμα 2 τὸ ἀναγκαῖον τὰ ἀναγκαῖα=λογική αναγκαιότητα αναγκαία συνθήκη λογικής επαγωγής φιλοσοφία 3 οἱ ἀναγκαῖοι=συγγενείς εξ αίματος γονείς για οικογένεια ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατ ανάγκη αναγκαστικά 2 ελλιπώς| φρ ἀναγκαίως ἔχειν=πρέπει οφείλει να| φρ ἀναγκαιότατα λέγεις (για έντονη κατάφαση ή συμφωνία)

ἀνάγκη Α 1 εξαναγκασμός| φρ ἐξ ἀνάγκης ὑπ ἀνάγκης δι ἀνάγκης κατ ἀνάγκην 2 θεϊκή βούληση νόμοι μοίρα| προσωποποίηση Ἀνάγκη=θεότητα που δηλώνει τη δύναμη του εξαναγκασμού τη Μοίρα 3 φυσική αναγκαιότητα φιλοσοφία| φυσική ανάγκη επιθυμία όρεξη| στον πληθ οι φυσικοί νόμοι 4 λογική αναγκαιότητα φιλοσοφία Βκρίσιμη περίσταση δυσμενής θέση Γάσκηση ή χρήση βίας | σωματικό μαρτύριο| φρ ἀνάγκη ἐστί=είναι απαραίτητο να αναγκαίο να| φρ πᾶσα ἀνάγκη ἐστί=είναι απόλυτη ανάγκη να| φρ πολλὴ ἀνάγκη πᾶσα ἀνάγκη=βεβαίως ακριβώς έτσι| η δοτ ως επίρρημα 1 διά της βίας με το ζόρι 2 αναγκαστικά

ἀναίτιος αυτός που δεν είναι η αιτία μιας πράξης δεν είναι υπαίτιος αθώος| αθώος από τη διάπραξη κπ αδικήματος με γεν πράγμ| με δοτ προσ| ως ουσ τὸ ἀναίτιον=αυτό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ενός γεγονότος ή μιας πράξης

ἀνάξιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που δεν είναι ίσης αξίας με κπ κατώτερος 2 αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δίκαιο να υποστεί κακό αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει| με απρφ| με γεν 3 ανάρμοστος ανάξιος άχρηστος άξιος καταφρόνησης τιποτένιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα χωρίς να το αξίζει κπ

ἀνία 1 θλίψη πόνος στεναχώρια ΦΙΛΟΣ 2 συχνά στον πληθ συμφορές βάσανα δυστυχίες| βάρος ενόχληση| συμφορά επιφωνημ

ἀνιαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ενοχλητικός δυσάρεστος οχληρός| βλαβερός 2 λυπηρός θλιβερός| δυσάρεστος αντ του ἡδύς 3 με παθητική σημασία θλιμμένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 ενοχλητικά δυσάρεστα 2 άθλια οικτρά

ἀντίος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που τοποθετείται απέναντι μπροστά σε κπ ή κτ για τόπο| με γεν| με δοτ 2 ενάντιος αντίπαλος αντίθετος ανάποδος μτφ| αυτός που έρχεται απέναντι βαδίζει σε αντίθετη κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| με δοτ| αυτός που βαδίζει εναντίον κπ ο επιτιθέμενος| με γεν| με δοτ Β ἀντίον ἀντία ως πρόθεση με γεν=κατενώπιον απέναντι| σε αντίθεση με με λεκτικό ρήμα|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlμπροστά από προς την κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| εναντίον| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απέναντι μπροστά αντίθετα| φρ ἀντίον ηὔδα=απάντησε αποκρίθηκε

ἀντιποιέω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ανταποδίδω μια ενέργεια ή πράξη ΒΜΕΣΟ 1 επιζητώ επιδιώκω κτ με γεν| εγείρω αξιώσεις προβάλλω απαιτήσεις διεκδικώ 2 αμφισβητώ την κυριότητα| προβάλλω δικαιώματα οικειοποιούμαι σφετερίζομαι 3 καυχιέμαι με απρφ

ἀξία 1 η τιμή η αξία ενός πράγματος το αντίτιμο της αξίας ενός προϊόντος| το μέγεθος της αξίας αποτίμηση χρέους 2 αυτό που αξίζει κπ ανάλογα με τις πράξεις του ανταμοιβή ή ποινή 3 αξιοπρέπεια υπόληψη φήμη αξίωμα για πρόσωπα| φρ κατἀξίαν=όπως αξίζει όπως αρμόζει| φρ ὑπὲρ τὴν ἀξίαν=περισσότερο απ όσο αξίζει κπ| φρ παρὰ τὴν ἀξίαν=χωρίς να το αξίζει κπ

ἁπαλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 απαλός στην αφή τρυφερός για μέρη του σώματος| για ανθρώπους και ζώα 2 τρυφερός μαλακός για πράγματα Β μτφ ήσυχος γλυκός απαλός| εκθηλυμένος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ γλυκά τρυφερά

ἀπάτη Α 1 εξαπάτηση απάτη| τέχνασμα στρατήγημα στον πόλεμο για την εξαπάτηση του εχθρού 2 δόλος δολοπλοκία 3 ψευδαίσθηση λανθασμένη εντύπωση Β η Απάτη προσωποποίηση

ἀποδιδράσκω 1 δραπετεύω (ιδίως για φυλακισμένους ή δούλους) απόλ| με γεν (σπάνια) ή εμπρόθετο προσδιορισμό| λιποτακτώ στρατιωτικός όρος 2 διαφεύγω ξεφεύγω αποφεύγω με αιτ| μτφ

ἀποκτείνω 1 σκοτώνω| θυσιάζω για ζώα 2 καταδικάζω σε θάνατο σκοτώνω μετά από δικαστική απόφαση 3 στεναχωρώ προξενώ λύπη μτφ

ἀπόλλυμι ή ἀπολλύω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξολοθρεύω σκοτώνω σφάζω για πρόσωπα| καταστρέφω αφανίζω ρίχνω κπ σε συμφορές μτφ| καταστρέφω κτ για χάρη κπ με αιτ και γεν| διαφθείρω για γυναίκα| φρ λόγοις ή λέγων ἀπόλλυμι τινά=ενοχλώ έως θανάτου κπ με τα λόγια μου σκοτώνω με τα λόγια μου 2 καταστρέφω αφανίζω ερημώνω συντρίβω για πράγματα 3 χάνω ΒΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πεθαίνω χάνομαι εξολοθρεύομαι| με σύστ Α| με δοτ του τρόπου 2 καταστρέφομαι αφανίζομαι| είμαι χαμένος κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ ἀπόλωλα)| χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο σε κατάρα| να σε βρει κακό να χαθείς άθλια ανάθεμά σε (στη μτχ μέλλ) 3 εξαφανίζομαι γίνομαι αφανής εκλείπω

ἀρετή Α 1 ανδρεία γενναιότητα| το αποτέλεσμα της ανδρείας συχνά σε πληθ αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις| δόξα φήμη 2 ηθική ιδιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlηθικό χαρακτηριστικό αρετή ιδίως στον πληθ αἱ ἀρεταί| καθήκον 3 τέλεια σωματική διάπλαση ομορφιά για άνθρωπο| ομορφιά ικανότητα εξέχουσα ιδιότητα για πράγματα ή ζώα 4 ηθικοπνευματική ικανότητα| πολιτική ικανότητα Βπροκοπή ευδοκίμηση | ευφορία γονιμότητα

ἀρχή Α 1 έναρξη αρχή αφετηρία προέλευση τοπικά και χρονικά| συχνά στον πληθ 2 πρώτη αιτία πρωταρχικό στοιχείο απαρχή θεμελιώδης αρχή επιστήμη και φιλοσοφία| θεμελιώδης κανόνας της επιστήμης επιστήμη Β διοίκηση κυβέρνηση αξίωμα εξουσία κυριαρχία | ως σύστΑ| διάρκεια μιας αρχής ενός αξιώματος| στον πληθ οι αρχές η εξουσία οι άρχοντες| φρ ἅμα ἀρχῇ=στην αρχή αρχικά| φρ ἐξ ἀρχῆς=από την αρχή από παλιά| φρ ὁ ἐξ ἀρχῆς=αρχικός| φρ κάτ ἀρχάς τὸ κάτ ἀρχάς=στην αρχή| φρ (τήν) ἀρχήν τάς ἀρχάς=πρώτα απόλα| φρ ἀρχήν με άρνηση=καθόλου σε καμιά περίπτωση

ἄρχω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πρώτος πηγαίνω πρώτος προηγούμαι| οδηγώ κπ με αιτ πράγμ και δοτ προσ 2 κυβερνώ διοικώ είμαι αρχηγός συνήθως με γεν σπανιότερα με δοτ προσ| απόλ| με σύστ Α 3 αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με γεν πράγμ και δοτ προσ| με δοτ ή αιτ| είμαι η αιτία δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης ΒΜΕΣΟ αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ (δηλώνεται η έναρξη της ενέργειας)| με μτχ (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας)| φρ ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο πρόσωπο ή πράγμα ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι εξουσιάζομαι είμαι υπήκοος | οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι

ἀχρεῖος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 άχρηστος ανώφελος 2 ανίκανος ακατάλληλος συχνά με απρφ 3 άχρηστος ανίκανος μη μάχιμος (στον πόλεμο)| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ανόητα άκαιρα

ββαρύς

ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει βάρος ασήκωτος δυσβάσταχτος για πράγματα| βαριά οπλισμένος για στρατό Β 1 ενοχλητικός φορτικός δυσάρεστος δυσβάσταχτος καταθλιπτικός βλαβερός για πρόσωπα και καταστάσεις| αυστηρός άγριος εχθρικός| σοβαρός σημαντικός ισχυρός 2 αργός δυσκίνητος για σωματική κατάσταση Γδυνατός οξύς βαθύς βαρύς για ήχους φυσικούς μουσικών οργάνων και για την προσωδία| έντονος βαρύς δυσάρεστος για οσμές| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά πιεστικά φορτικά βαριά με τα ρ φέρω και ἔχω

βία Ασωματική δύναμη ισχύς σθένος αλκή | με κύρόν ή επίθ σε γεν=ο γενναίος ο ανδρείος| πνευματική ικανότητα Β

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατάχρηση δύναμης άσκηση βίας εξαναγκασμός βαρβαρότητα | ανάγκη ώθηση πίεση| εξωτερική δύναμη όχι φυσική (αντ φύσις) επιστημ| οργή| προσωποποίηση| ως επίρρημα βίᾳ πρός βίαν μετά βίας ὑπό βίας ἐκ βίας=δια της βίας χωρίς τη θέληση κπ| βίᾳ με γεν| φρ βίᾳ (αντ ἑκών)

βουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σκέφτομαι| σχεδιάζω μηχανεύομαι με αιτ πράγμ 2 αποφασίζω να κάνω κτ 3 δίνω γνώμη συμβουλεύω 4 είμαι μέλος βουλής είμαι βουλευτής ΒΜΕΣΟ 1σκέφτομαι μελετώ για να αποφασίσω απόλ 2 συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3 αποφασίζω να κάνω κτ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη | φρ τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις

βουλή Α 1 συμβουλή νουθεσία| βούληση θέλημα των θεών 2 σκέψη γνώμη| στον πληθ σχέδια γνώμες 3 πρόταση απόφαση μετά από σύσκεψη ψήφισμα Β 1 κάθε συμβούλιο συνέδριο γερόντων 2 (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων οι βουλευτές| φρ τα ψηφίσματα της εκκλησίας του δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν φρ συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή| φρ βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι| φρ βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής

βούλομαι Α 1 θέλω επιθυμώ έχω τη βούληση με απρφ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και απρφ| απόλ| έχω την τάση συνήθ σε 3 προσ με απρφ επιστήμη και φιλοσοφία 2 προτιμώ προκρίνω θέλω περισσότερο με το μᾶλλον ή το ἤ 3 εννοώ θέλω να πω ισχυρίζομαι Β φρ βούλει ή βούλεσθε με υποτ ενισχυτικό της προτρ υποτ| φρ εἰ βούλει ευγενικά| φρ τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό| φρ βουλομένῳ τινί έστι με απρφ=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ| η μτχ ως ουσ ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει ο καθένας

γγιγνώσκω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 γνωρίζω μαθαίνω αντιλαμβάνομαι κατανοώ γνωρίζω καλά με αιτ| με απρφ| με γεν| με κτγμτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| η μτχ ως ουσ ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται| φρ ἔγνων=κατάλαβα| φρ ἔγνως=έχεις δίκιο 2 αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση διακρίνω ξεχωρίζω 3 πιστεύω σχηματίζω γνώμη για κπ ή για κτ κρίνω αποφασίζω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός αναγνωρίζομαι | ανακοινώνεται δημοσιοποιείται δικανικός όρος| κρίνεται ένοχος καταδικάζεται για άνθρωπο| μτχπρκ ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος

γλυκύς Α γλυκός αντ του πικρός ὀξύς ἀλμυρός για γεύση| ως ουσ ὁ γλυκύς (εννὁ οἶνος) Β μτφ 1 ευχάριστος ήπιος ηδονικός για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι)

γραφή 1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος

δδεῖ

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση

δείκνυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4 φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο| επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι

δέχομαι Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι

δῆλος Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

δηλόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2 αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ

δῆμος Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

δημόσιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά 2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου

δίαιτα Α 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος

διαιτάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 6: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαπαραίτητος αναγκαίος| (συχνά σε υπερθ)ελάχιστος αναγκαίος| φρ ἀναγκαῖόν ἐστι=είναι αναγκαίο είναι επιβεβλημένο 2 στενοί αγαπητοί για συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς Γ το ουδ ως ουσ 1 τὰ ἀναγκαῖα=τα απαραίτητα τα χρήσιμα 2 τὸ ἀναγκαῖον τὰ ἀναγκαῖα=λογική αναγκαιότητα αναγκαία συνθήκη λογικής επαγωγής φιλοσοφία 3 οἱ ἀναγκαῖοι=συγγενείς εξ αίματος γονείς για οικογένεια ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατ ανάγκη αναγκαστικά 2 ελλιπώς| φρ ἀναγκαίως ἔχειν=πρέπει οφείλει να| φρ ἀναγκαιότατα λέγεις (για έντονη κατάφαση ή συμφωνία)

ἀνάγκη Α 1 εξαναγκασμός| φρ ἐξ ἀνάγκης ὑπ ἀνάγκης δι ἀνάγκης κατ ἀνάγκην 2 θεϊκή βούληση νόμοι μοίρα| προσωποποίηση Ἀνάγκη=θεότητα που δηλώνει τη δύναμη του εξαναγκασμού τη Μοίρα 3 φυσική αναγκαιότητα φιλοσοφία| φυσική ανάγκη επιθυμία όρεξη| στον πληθ οι φυσικοί νόμοι 4 λογική αναγκαιότητα φιλοσοφία Βκρίσιμη περίσταση δυσμενής θέση Γάσκηση ή χρήση βίας | σωματικό μαρτύριο| φρ ἀνάγκη ἐστί=είναι απαραίτητο να αναγκαίο να| φρ πᾶσα ἀνάγκη ἐστί=είναι απόλυτη ανάγκη να| φρ πολλὴ ἀνάγκη πᾶσα ἀνάγκη=βεβαίως ακριβώς έτσι| η δοτ ως επίρρημα 1 διά της βίας με το ζόρι 2 αναγκαστικά

ἀναίτιος αυτός που δεν είναι η αιτία μιας πράξης δεν είναι υπαίτιος αθώος| αθώος από τη διάπραξη κπ αδικήματος με γεν πράγμ| με δοτ προσ| ως ουσ τὸ ἀναίτιον=αυτό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ενός γεγονότος ή μιας πράξης

ἀνάξιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που δεν είναι ίσης αξίας με κπ κατώτερος 2 αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δίκαιο να υποστεί κακό αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει| με απρφ| με γεν 3 ανάρμοστος ανάξιος άχρηστος άξιος καταφρόνησης τιποτένιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα χωρίς να το αξίζει κπ

ἀνία 1 θλίψη πόνος στεναχώρια ΦΙΛΟΣ 2 συχνά στον πληθ συμφορές βάσανα δυστυχίες| βάρος ενόχληση| συμφορά επιφωνημ

ἀνιαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ενοχλητικός δυσάρεστος οχληρός| βλαβερός 2 λυπηρός θλιβερός| δυσάρεστος αντ του ἡδύς 3 με παθητική σημασία θλιμμένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 ενοχλητικά δυσάρεστα 2 άθλια οικτρά

ἀντίος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που τοποθετείται απέναντι μπροστά σε κπ ή κτ για τόπο| με γεν| με δοτ 2 ενάντιος αντίπαλος αντίθετος ανάποδος μτφ| αυτός που έρχεται απέναντι βαδίζει σε αντίθετη κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| με δοτ| αυτός που βαδίζει εναντίον κπ ο επιτιθέμενος| με γεν| με δοτ Β ἀντίον ἀντία ως πρόθεση με γεν=κατενώπιον απέναντι| σε αντίθεση με με λεκτικό ρήμα|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlμπροστά από προς την κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| εναντίον| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απέναντι μπροστά αντίθετα| φρ ἀντίον ηὔδα=απάντησε αποκρίθηκε

ἀντιποιέω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ανταποδίδω μια ενέργεια ή πράξη ΒΜΕΣΟ 1 επιζητώ επιδιώκω κτ με γεν| εγείρω αξιώσεις προβάλλω απαιτήσεις διεκδικώ 2 αμφισβητώ την κυριότητα| προβάλλω δικαιώματα οικειοποιούμαι σφετερίζομαι 3 καυχιέμαι με απρφ

ἀξία 1 η τιμή η αξία ενός πράγματος το αντίτιμο της αξίας ενός προϊόντος| το μέγεθος της αξίας αποτίμηση χρέους 2 αυτό που αξίζει κπ ανάλογα με τις πράξεις του ανταμοιβή ή ποινή 3 αξιοπρέπεια υπόληψη φήμη αξίωμα για πρόσωπα| φρ κατἀξίαν=όπως αξίζει όπως αρμόζει| φρ ὑπὲρ τὴν ἀξίαν=περισσότερο απ όσο αξίζει κπ| φρ παρὰ τὴν ἀξίαν=χωρίς να το αξίζει κπ

ἁπαλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 απαλός στην αφή τρυφερός για μέρη του σώματος| για ανθρώπους και ζώα 2 τρυφερός μαλακός για πράγματα Β μτφ ήσυχος γλυκός απαλός| εκθηλυμένος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ γλυκά τρυφερά

ἀπάτη Α 1 εξαπάτηση απάτη| τέχνασμα στρατήγημα στον πόλεμο για την εξαπάτηση του εχθρού 2 δόλος δολοπλοκία 3 ψευδαίσθηση λανθασμένη εντύπωση Β η Απάτη προσωποποίηση

ἀποδιδράσκω 1 δραπετεύω (ιδίως για φυλακισμένους ή δούλους) απόλ| με γεν (σπάνια) ή εμπρόθετο προσδιορισμό| λιποτακτώ στρατιωτικός όρος 2 διαφεύγω ξεφεύγω αποφεύγω με αιτ| μτφ

ἀποκτείνω 1 σκοτώνω| θυσιάζω για ζώα 2 καταδικάζω σε θάνατο σκοτώνω μετά από δικαστική απόφαση 3 στεναχωρώ προξενώ λύπη μτφ

ἀπόλλυμι ή ἀπολλύω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξολοθρεύω σκοτώνω σφάζω για πρόσωπα| καταστρέφω αφανίζω ρίχνω κπ σε συμφορές μτφ| καταστρέφω κτ για χάρη κπ με αιτ και γεν| διαφθείρω για γυναίκα| φρ λόγοις ή λέγων ἀπόλλυμι τινά=ενοχλώ έως θανάτου κπ με τα λόγια μου σκοτώνω με τα λόγια μου 2 καταστρέφω αφανίζω ερημώνω συντρίβω για πράγματα 3 χάνω ΒΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πεθαίνω χάνομαι εξολοθρεύομαι| με σύστ Α| με δοτ του τρόπου 2 καταστρέφομαι αφανίζομαι| είμαι χαμένος κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ ἀπόλωλα)| χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο σε κατάρα| να σε βρει κακό να χαθείς άθλια ανάθεμά σε (στη μτχ μέλλ) 3 εξαφανίζομαι γίνομαι αφανής εκλείπω

ἀρετή Α 1 ανδρεία γενναιότητα| το αποτέλεσμα της ανδρείας συχνά σε πληθ αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις| δόξα φήμη 2 ηθική ιδιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlηθικό χαρακτηριστικό αρετή ιδίως στον πληθ αἱ ἀρεταί| καθήκον 3 τέλεια σωματική διάπλαση ομορφιά για άνθρωπο| ομορφιά ικανότητα εξέχουσα ιδιότητα για πράγματα ή ζώα 4 ηθικοπνευματική ικανότητα| πολιτική ικανότητα Βπροκοπή ευδοκίμηση | ευφορία γονιμότητα

ἀρχή Α 1 έναρξη αρχή αφετηρία προέλευση τοπικά και χρονικά| συχνά στον πληθ 2 πρώτη αιτία πρωταρχικό στοιχείο απαρχή θεμελιώδης αρχή επιστήμη και φιλοσοφία| θεμελιώδης κανόνας της επιστήμης επιστήμη Β διοίκηση κυβέρνηση αξίωμα εξουσία κυριαρχία | ως σύστΑ| διάρκεια μιας αρχής ενός αξιώματος| στον πληθ οι αρχές η εξουσία οι άρχοντες| φρ ἅμα ἀρχῇ=στην αρχή αρχικά| φρ ἐξ ἀρχῆς=από την αρχή από παλιά| φρ ὁ ἐξ ἀρχῆς=αρχικός| φρ κάτ ἀρχάς τὸ κάτ ἀρχάς=στην αρχή| φρ (τήν) ἀρχήν τάς ἀρχάς=πρώτα απόλα| φρ ἀρχήν με άρνηση=καθόλου σε καμιά περίπτωση

ἄρχω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πρώτος πηγαίνω πρώτος προηγούμαι| οδηγώ κπ με αιτ πράγμ και δοτ προσ 2 κυβερνώ διοικώ είμαι αρχηγός συνήθως με γεν σπανιότερα με δοτ προσ| απόλ| με σύστ Α 3 αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με γεν πράγμ και δοτ προσ| με δοτ ή αιτ| είμαι η αιτία δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης ΒΜΕΣΟ αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ (δηλώνεται η έναρξη της ενέργειας)| με μτχ (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας)| φρ ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο πρόσωπο ή πράγμα ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι εξουσιάζομαι είμαι υπήκοος | οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι

ἀχρεῖος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 άχρηστος ανώφελος 2 ανίκανος ακατάλληλος συχνά με απρφ 3 άχρηστος ανίκανος μη μάχιμος (στον πόλεμο)| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ανόητα άκαιρα

ββαρύς

ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει βάρος ασήκωτος δυσβάσταχτος για πράγματα| βαριά οπλισμένος για στρατό Β 1 ενοχλητικός φορτικός δυσάρεστος δυσβάσταχτος καταθλιπτικός βλαβερός για πρόσωπα και καταστάσεις| αυστηρός άγριος εχθρικός| σοβαρός σημαντικός ισχυρός 2 αργός δυσκίνητος για σωματική κατάσταση Γδυνατός οξύς βαθύς βαρύς για ήχους φυσικούς μουσικών οργάνων και για την προσωδία| έντονος βαρύς δυσάρεστος για οσμές| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά πιεστικά φορτικά βαριά με τα ρ φέρω και ἔχω

βία Ασωματική δύναμη ισχύς σθένος αλκή | με κύρόν ή επίθ σε γεν=ο γενναίος ο ανδρείος| πνευματική ικανότητα Β

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατάχρηση δύναμης άσκηση βίας εξαναγκασμός βαρβαρότητα | ανάγκη ώθηση πίεση| εξωτερική δύναμη όχι φυσική (αντ φύσις) επιστημ| οργή| προσωποποίηση| ως επίρρημα βίᾳ πρός βίαν μετά βίας ὑπό βίας ἐκ βίας=δια της βίας χωρίς τη θέληση κπ| βίᾳ με γεν| φρ βίᾳ (αντ ἑκών)

βουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σκέφτομαι| σχεδιάζω μηχανεύομαι με αιτ πράγμ 2 αποφασίζω να κάνω κτ 3 δίνω γνώμη συμβουλεύω 4 είμαι μέλος βουλής είμαι βουλευτής ΒΜΕΣΟ 1σκέφτομαι μελετώ για να αποφασίσω απόλ 2 συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3 αποφασίζω να κάνω κτ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη | φρ τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις

βουλή Α 1 συμβουλή νουθεσία| βούληση θέλημα των θεών 2 σκέψη γνώμη| στον πληθ σχέδια γνώμες 3 πρόταση απόφαση μετά από σύσκεψη ψήφισμα Β 1 κάθε συμβούλιο συνέδριο γερόντων 2 (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων οι βουλευτές| φρ τα ψηφίσματα της εκκλησίας του δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν φρ συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή| φρ βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι| φρ βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής

βούλομαι Α 1 θέλω επιθυμώ έχω τη βούληση με απρφ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και απρφ| απόλ| έχω την τάση συνήθ σε 3 προσ με απρφ επιστήμη και φιλοσοφία 2 προτιμώ προκρίνω θέλω περισσότερο με το μᾶλλον ή το ἤ 3 εννοώ θέλω να πω ισχυρίζομαι Β φρ βούλει ή βούλεσθε με υποτ ενισχυτικό της προτρ υποτ| φρ εἰ βούλει ευγενικά| φρ τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό| φρ βουλομένῳ τινί έστι με απρφ=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ| η μτχ ως ουσ ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει ο καθένας

γγιγνώσκω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 γνωρίζω μαθαίνω αντιλαμβάνομαι κατανοώ γνωρίζω καλά με αιτ| με απρφ| με γεν| με κτγμτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| η μτχ ως ουσ ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται| φρ ἔγνων=κατάλαβα| φρ ἔγνως=έχεις δίκιο 2 αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση διακρίνω ξεχωρίζω 3 πιστεύω σχηματίζω γνώμη για κπ ή για κτ κρίνω αποφασίζω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός αναγνωρίζομαι | ανακοινώνεται δημοσιοποιείται δικανικός όρος| κρίνεται ένοχος καταδικάζεται για άνθρωπο| μτχπρκ ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος

γλυκύς Α γλυκός αντ του πικρός ὀξύς ἀλμυρός για γεύση| ως ουσ ὁ γλυκύς (εννὁ οἶνος) Β μτφ 1 ευχάριστος ήπιος ηδονικός για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι)

γραφή 1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος

δδεῖ

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση

δείκνυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4 φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο| επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι

δέχομαι Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι

δῆλος Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

δηλόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2 αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ

δῆμος Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

δημόσιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά 2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου

δίαιτα Α 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος

διαιτάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 7: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlμπροστά από προς την κατεύθυνση με ρήμα κίνησης| εναντίον| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απέναντι μπροστά αντίθετα| φρ ἀντίον ηὔδα=απάντησε αποκρίθηκε

ἀντιποιέω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ανταποδίδω μια ενέργεια ή πράξη ΒΜΕΣΟ 1 επιζητώ επιδιώκω κτ με γεν| εγείρω αξιώσεις προβάλλω απαιτήσεις διεκδικώ 2 αμφισβητώ την κυριότητα| προβάλλω δικαιώματα οικειοποιούμαι σφετερίζομαι 3 καυχιέμαι με απρφ

ἀξία 1 η τιμή η αξία ενός πράγματος το αντίτιμο της αξίας ενός προϊόντος| το μέγεθος της αξίας αποτίμηση χρέους 2 αυτό που αξίζει κπ ανάλογα με τις πράξεις του ανταμοιβή ή ποινή 3 αξιοπρέπεια υπόληψη φήμη αξίωμα για πρόσωπα| φρ κατἀξίαν=όπως αξίζει όπως αρμόζει| φρ ὑπὲρ τὴν ἀξίαν=περισσότερο απ όσο αξίζει κπ| φρ παρὰ τὴν ἀξίαν=χωρίς να το αξίζει κπ

ἁπαλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 απαλός στην αφή τρυφερός για μέρη του σώματος| για ανθρώπους και ζώα 2 τρυφερός μαλακός για πράγματα Β μτφ ήσυχος γλυκός απαλός| εκθηλυμένος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ γλυκά τρυφερά

ἀπάτη Α 1 εξαπάτηση απάτη| τέχνασμα στρατήγημα στον πόλεμο για την εξαπάτηση του εχθρού 2 δόλος δολοπλοκία 3 ψευδαίσθηση λανθασμένη εντύπωση Β η Απάτη προσωποποίηση

ἀποδιδράσκω 1 δραπετεύω (ιδίως για φυλακισμένους ή δούλους) απόλ| με γεν (σπάνια) ή εμπρόθετο προσδιορισμό| λιποτακτώ στρατιωτικός όρος 2 διαφεύγω ξεφεύγω αποφεύγω με αιτ| μτφ

ἀποκτείνω 1 σκοτώνω| θυσιάζω για ζώα 2 καταδικάζω σε θάνατο σκοτώνω μετά από δικαστική απόφαση 3 στεναχωρώ προξενώ λύπη μτφ

ἀπόλλυμι ή ἀπολλύω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξολοθρεύω σκοτώνω σφάζω για πρόσωπα| καταστρέφω αφανίζω ρίχνω κπ σε συμφορές μτφ| καταστρέφω κτ για χάρη κπ με αιτ και γεν| διαφθείρω για γυναίκα| φρ λόγοις ή λέγων ἀπόλλυμι τινά=ενοχλώ έως θανάτου κπ με τα λόγια μου σκοτώνω με τα λόγια μου 2 καταστρέφω αφανίζω ερημώνω συντρίβω για πράγματα 3 χάνω ΒΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πεθαίνω χάνομαι εξολοθρεύομαι| με σύστ Α| με δοτ του τρόπου 2 καταστρέφομαι αφανίζομαι| είμαι χαμένος κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ ἀπόλωλα)| χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο σε κατάρα| να σε βρει κακό να χαθείς άθλια ανάθεμά σε (στη μτχ μέλλ) 3 εξαφανίζομαι γίνομαι αφανής εκλείπω

ἀρετή Α 1 ανδρεία γενναιότητα| το αποτέλεσμα της ανδρείας συχνά σε πληθ αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις| δόξα φήμη 2 ηθική ιδιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlηθικό χαρακτηριστικό αρετή ιδίως στον πληθ αἱ ἀρεταί| καθήκον 3 τέλεια σωματική διάπλαση ομορφιά για άνθρωπο| ομορφιά ικανότητα εξέχουσα ιδιότητα για πράγματα ή ζώα 4 ηθικοπνευματική ικανότητα| πολιτική ικανότητα Βπροκοπή ευδοκίμηση | ευφορία γονιμότητα

ἀρχή Α 1 έναρξη αρχή αφετηρία προέλευση τοπικά και χρονικά| συχνά στον πληθ 2 πρώτη αιτία πρωταρχικό στοιχείο απαρχή θεμελιώδης αρχή επιστήμη και φιλοσοφία| θεμελιώδης κανόνας της επιστήμης επιστήμη Β διοίκηση κυβέρνηση αξίωμα εξουσία κυριαρχία | ως σύστΑ| διάρκεια μιας αρχής ενός αξιώματος| στον πληθ οι αρχές η εξουσία οι άρχοντες| φρ ἅμα ἀρχῇ=στην αρχή αρχικά| φρ ἐξ ἀρχῆς=από την αρχή από παλιά| φρ ὁ ἐξ ἀρχῆς=αρχικός| φρ κάτ ἀρχάς τὸ κάτ ἀρχάς=στην αρχή| φρ (τήν) ἀρχήν τάς ἀρχάς=πρώτα απόλα| φρ ἀρχήν με άρνηση=καθόλου σε καμιά περίπτωση

ἄρχω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πρώτος πηγαίνω πρώτος προηγούμαι| οδηγώ κπ με αιτ πράγμ και δοτ προσ 2 κυβερνώ διοικώ είμαι αρχηγός συνήθως με γεν σπανιότερα με δοτ προσ| απόλ| με σύστ Α 3 αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με γεν πράγμ και δοτ προσ| με δοτ ή αιτ| είμαι η αιτία δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης ΒΜΕΣΟ αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ (δηλώνεται η έναρξη της ενέργειας)| με μτχ (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας)| φρ ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο πρόσωπο ή πράγμα ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι εξουσιάζομαι είμαι υπήκοος | οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι

ἀχρεῖος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 άχρηστος ανώφελος 2 ανίκανος ακατάλληλος συχνά με απρφ 3 άχρηστος ανίκανος μη μάχιμος (στον πόλεμο)| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ανόητα άκαιρα

ββαρύς

ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει βάρος ασήκωτος δυσβάσταχτος για πράγματα| βαριά οπλισμένος για στρατό Β 1 ενοχλητικός φορτικός δυσάρεστος δυσβάσταχτος καταθλιπτικός βλαβερός για πρόσωπα και καταστάσεις| αυστηρός άγριος εχθρικός| σοβαρός σημαντικός ισχυρός 2 αργός δυσκίνητος για σωματική κατάσταση Γδυνατός οξύς βαθύς βαρύς για ήχους φυσικούς μουσικών οργάνων και για την προσωδία| έντονος βαρύς δυσάρεστος για οσμές| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά πιεστικά φορτικά βαριά με τα ρ φέρω και ἔχω

βία Ασωματική δύναμη ισχύς σθένος αλκή | με κύρόν ή επίθ σε γεν=ο γενναίος ο ανδρείος| πνευματική ικανότητα Β

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατάχρηση δύναμης άσκηση βίας εξαναγκασμός βαρβαρότητα | ανάγκη ώθηση πίεση| εξωτερική δύναμη όχι φυσική (αντ φύσις) επιστημ| οργή| προσωποποίηση| ως επίρρημα βίᾳ πρός βίαν μετά βίας ὑπό βίας ἐκ βίας=δια της βίας χωρίς τη θέληση κπ| βίᾳ με γεν| φρ βίᾳ (αντ ἑκών)

βουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σκέφτομαι| σχεδιάζω μηχανεύομαι με αιτ πράγμ 2 αποφασίζω να κάνω κτ 3 δίνω γνώμη συμβουλεύω 4 είμαι μέλος βουλής είμαι βουλευτής ΒΜΕΣΟ 1σκέφτομαι μελετώ για να αποφασίσω απόλ 2 συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3 αποφασίζω να κάνω κτ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη | φρ τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις

βουλή Α 1 συμβουλή νουθεσία| βούληση θέλημα των θεών 2 σκέψη γνώμη| στον πληθ σχέδια γνώμες 3 πρόταση απόφαση μετά από σύσκεψη ψήφισμα Β 1 κάθε συμβούλιο συνέδριο γερόντων 2 (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων οι βουλευτές| φρ τα ψηφίσματα της εκκλησίας του δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν φρ συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή| φρ βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι| φρ βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής

βούλομαι Α 1 θέλω επιθυμώ έχω τη βούληση με απρφ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και απρφ| απόλ| έχω την τάση συνήθ σε 3 προσ με απρφ επιστήμη και φιλοσοφία 2 προτιμώ προκρίνω θέλω περισσότερο με το μᾶλλον ή το ἤ 3 εννοώ θέλω να πω ισχυρίζομαι Β φρ βούλει ή βούλεσθε με υποτ ενισχυτικό της προτρ υποτ| φρ εἰ βούλει ευγενικά| φρ τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό| φρ βουλομένῳ τινί έστι με απρφ=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ| η μτχ ως ουσ ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει ο καθένας

γγιγνώσκω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 γνωρίζω μαθαίνω αντιλαμβάνομαι κατανοώ γνωρίζω καλά με αιτ| με απρφ| με γεν| με κτγμτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| η μτχ ως ουσ ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται| φρ ἔγνων=κατάλαβα| φρ ἔγνως=έχεις δίκιο 2 αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση διακρίνω ξεχωρίζω 3 πιστεύω σχηματίζω γνώμη για κπ ή για κτ κρίνω αποφασίζω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός αναγνωρίζομαι | ανακοινώνεται δημοσιοποιείται δικανικός όρος| κρίνεται ένοχος καταδικάζεται για άνθρωπο| μτχπρκ ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος

γλυκύς Α γλυκός αντ του πικρός ὀξύς ἀλμυρός για γεύση| ως ουσ ὁ γλυκύς (εννὁ οἶνος) Β μτφ 1 ευχάριστος ήπιος ηδονικός για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι)

γραφή 1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος

δδεῖ

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση

δείκνυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4 φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο| επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι

δέχομαι Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι

δῆλος Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

δηλόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2 αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ

δῆμος Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

δημόσιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά 2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου

δίαιτα Α 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος

διαιτάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 8: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlηθικό χαρακτηριστικό αρετή ιδίως στον πληθ αἱ ἀρεταί| καθήκον 3 τέλεια σωματική διάπλαση ομορφιά για άνθρωπο| ομορφιά ικανότητα εξέχουσα ιδιότητα για πράγματα ή ζώα 4 ηθικοπνευματική ικανότητα| πολιτική ικανότητα Βπροκοπή ευδοκίμηση | ευφορία γονιμότητα

ἀρχή Α 1 έναρξη αρχή αφετηρία προέλευση τοπικά και χρονικά| συχνά στον πληθ 2 πρώτη αιτία πρωταρχικό στοιχείο απαρχή θεμελιώδης αρχή επιστήμη και φιλοσοφία| θεμελιώδης κανόνας της επιστήμης επιστήμη Β διοίκηση κυβέρνηση αξίωμα εξουσία κυριαρχία | ως σύστΑ| διάρκεια μιας αρχής ενός αξιώματος| στον πληθ οι αρχές η εξουσία οι άρχοντες| φρ ἅμα ἀρχῇ=στην αρχή αρχικά| φρ ἐξ ἀρχῆς=από την αρχή από παλιά| φρ ὁ ἐξ ἀρχῆς=αρχικός| φρ κάτ ἀρχάς τὸ κάτ ἀρχάς=στην αρχή| φρ (τήν) ἀρχήν τάς ἀρχάς=πρώτα απόλα| φρ ἀρχήν με άρνηση=καθόλου σε καμιά περίπτωση

ἄρχω ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πρώτος πηγαίνω πρώτος προηγούμαι| οδηγώ κπ με αιτ πράγμ και δοτ προσ 2 κυβερνώ διοικώ είμαι αρχηγός συνήθως με γεν σπανιότερα με δοτ προσ| απόλ| με σύστ Α 3 αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με γεν πράγμ και δοτ προσ| με δοτ ή αιτ| είμαι η αιτία δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης ΒΜΕΣΟ αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ (δηλώνεται η έναρξη της ενέργειας)| με μτχ (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας)| φρ ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο πρόσωπο ή πράγμα ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι εξουσιάζομαι είμαι υπήκοος | οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι

ἀχρεῖος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 άχρηστος ανώφελος 2 ανίκανος ακατάλληλος συχνά με απρφ 3 άχρηστος ανίκανος μη μάχιμος (στον πόλεμο)| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ανόητα άκαιρα

ββαρύς

ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει βάρος ασήκωτος δυσβάσταχτος για πράγματα| βαριά οπλισμένος για στρατό Β 1 ενοχλητικός φορτικός δυσάρεστος δυσβάσταχτος καταθλιπτικός βλαβερός για πρόσωπα και καταστάσεις| αυστηρός άγριος εχθρικός| σοβαρός σημαντικός ισχυρός 2 αργός δυσκίνητος για σωματική κατάσταση Γδυνατός οξύς βαθύς βαρύς για ήχους φυσικούς μουσικών οργάνων και για την προσωδία| έντονος βαρύς δυσάρεστος για οσμές| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά πιεστικά φορτικά βαριά με τα ρ φέρω και ἔχω

βία Ασωματική δύναμη ισχύς σθένος αλκή | με κύρόν ή επίθ σε γεν=ο γενναίος ο ανδρείος| πνευματική ικανότητα Β

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατάχρηση δύναμης άσκηση βίας εξαναγκασμός βαρβαρότητα | ανάγκη ώθηση πίεση| εξωτερική δύναμη όχι φυσική (αντ φύσις) επιστημ| οργή| προσωποποίηση| ως επίρρημα βίᾳ πρός βίαν μετά βίας ὑπό βίας ἐκ βίας=δια της βίας χωρίς τη θέληση κπ| βίᾳ με γεν| φρ βίᾳ (αντ ἑκών)

βουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σκέφτομαι| σχεδιάζω μηχανεύομαι με αιτ πράγμ 2 αποφασίζω να κάνω κτ 3 δίνω γνώμη συμβουλεύω 4 είμαι μέλος βουλής είμαι βουλευτής ΒΜΕΣΟ 1σκέφτομαι μελετώ για να αποφασίσω απόλ 2 συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3 αποφασίζω να κάνω κτ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη | φρ τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις

βουλή Α 1 συμβουλή νουθεσία| βούληση θέλημα των θεών 2 σκέψη γνώμη| στον πληθ σχέδια γνώμες 3 πρόταση απόφαση μετά από σύσκεψη ψήφισμα Β 1 κάθε συμβούλιο συνέδριο γερόντων 2 (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων οι βουλευτές| φρ τα ψηφίσματα της εκκλησίας του δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν φρ συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή| φρ βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι| φρ βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής

βούλομαι Α 1 θέλω επιθυμώ έχω τη βούληση με απρφ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και απρφ| απόλ| έχω την τάση συνήθ σε 3 προσ με απρφ επιστήμη και φιλοσοφία 2 προτιμώ προκρίνω θέλω περισσότερο με το μᾶλλον ή το ἤ 3 εννοώ θέλω να πω ισχυρίζομαι Β φρ βούλει ή βούλεσθε με υποτ ενισχυτικό της προτρ υποτ| φρ εἰ βούλει ευγενικά| φρ τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό| φρ βουλομένῳ τινί έστι με απρφ=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ| η μτχ ως ουσ ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει ο καθένας

γγιγνώσκω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 γνωρίζω μαθαίνω αντιλαμβάνομαι κατανοώ γνωρίζω καλά με αιτ| με απρφ| με γεν| με κτγμτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| η μτχ ως ουσ ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται| φρ ἔγνων=κατάλαβα| φρ ἔγνως=έχεις δίκιο 2 αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση διακρίνω ξεχωρίζω 3 πιστεύω σχηματίζω γνώμη για κπ ή για κτ κρίνω αποφασίζω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός αναγνωρίζομαι | ανακοινώνεται δημοσιοποιείται δικανικός όρος| κρίνεται ένοχος καταδικάζεται για άνθρωπο| μτχπρκ ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος

γλυκύς Α γλυκός αντ του πικρός ὀξύς ἀλμυρός για γεύση| ως ουσ ὁ γλυκύς (εννὁ οἶνος) Β μτφ 1 ευχάριστος ήπιος ηδονικός για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι)

γραφή 1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος

δδεῖ

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση

δείκνυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4 φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο| επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι

δέχομαι Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι

δῆλος Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

δηλόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2 αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ

δῆμος Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

δημόσιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά 2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου

δίαιτα Α 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος

διαιτάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 9: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατάχρηση δύναμης άσκηση βίας εξαναγκασμός βαρβαρότητα | ανάγκη ώθηση πίεση| εξωτερική δύναμη όχι φυσική (αντ φύσις) επιστημ| οργή| προσωποποίηση| ως επίρρημα βίᾳ πρός βίαν μετά βίας ὑπό βίας ἐκ βίας=δια της βίας χωρίς τη θέληση κπ| βίᾳ με γεν| φρ βίᾳ (αντ ἑκών)

βουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σκέφτομαι| σχεδιάζω μηχανεύομαι με αιτ πράγμ 2 αποφασίζω να κάνω κτ 3 δίνω γνώμη συμβουλεύω 4 είμαι μέλος βουλής είμαι βουλευτής ΒΜΕΣΟ 1σκέφτομαι μελετώ για να αποφασίσω απόλ 2 συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3 αποφασίζω να κάνω κτ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη | φρ τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις

βουλή Α 1 συμβουλή νουθεσία| βούληση θέλημα των θεών 2 σκέψη γνώμη| στον πληθ σχέδια γνώμες 3 πρόταση απόφαση μετά από σύσκεψη ψήφισμα Β 1 κάθε συμβούλιο συνέδριο γερόντων 2 (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων οι βουλευτές| φρ τα ψηφίσματα της εκκλησίας του δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν φρ συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή| φρ βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι| φρ βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής

βούλομαι Α 1 θέλω επιθυμώ έχω τη βούληση με απρφ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και απρφ| απόλ| έχω την τάση συνήθ σε 3 προσ με απρφ επιστήμη και φιλοσοφία 2 προτιμώ προκρίνω θέλω περισσότερο με το μᾶλλον ή το ἤ 3 εννοώ θέλω να πω ισχυρίζομαι Β φρ βούλει ή βούλεσθε με υποτ ενισχυτικό της προτρ υποτ| φρ εἰ βούλει ευγενικά| φρ τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό| φρ βουλομένῳ τινί έστι με απρφ=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ| η μτχ ως ουσ ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει ο καθένας

γγιγνώσκω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 γνωρίζω μαθαίνω αντιλαμβάνομαι κατανοώ γνωρίζω καλά με αιτ| με απρφ| με γεν| με κτγμτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| η μτχ ως ουσ ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται| φρ ἔγνων=κατάλαβα| φρ ἔγνως=έχεις δίκιο 2 αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση διακρίνω ξεχωρίζω 3 πιστεύω σχηματίζω γνώμη για κπ ή για κτ κρίνω αποφασίζω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός αναγνωρίζομαι | ανακοινώνεται δημοσιοποιείται δικανικός όρος| κρίνεται ένοχος καταδικάζεται για άνθρωπο| μτχπρκ ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος

γλυκύς Α γλυκός αντ του πικρός ὀξύς ἀλμυρός για γεύση| ως ουσ ὁ γλυκύς (εννὁ οἶνος) Β μτφ 1 ευχάριστος ήπιος ηδονικός για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι)

γραφή 1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος

δδεῖ

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση

δείκνυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4 φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο| επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι

δέχομαι Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι

δῆλος Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

δηλόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2 αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ

δῆμος Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

δημόσιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά 2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου

δίαιτα Α 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος

διαιτάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 10: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι)

γραφή 1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος

δδεῖ

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση

δείκνυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4 φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο| επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι

δέχομαι Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι

δῆλος Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

δηλόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2 αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ

δῆμος Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

δημόσιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά 2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου

δίαιτα Α 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος

διαιτάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 11: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

δηλόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2 αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ

δῆμος Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

δημόσιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά 2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου

δίαιτα Α 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος

διαιτάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 12: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω

διάκειμαι Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ| με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1 ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

διάνοια Α 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή φράσης ερμηνεία νόημα κρίση

διαφέρω Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3 υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία

διαφθείρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία

διάφορος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3 αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία διένεξη 4 δαπάνη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 13: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

διδάσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε

δίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ| ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι παρέχομαι δωρίζομαι

δίκαιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο πραγματικά αληθινά με ακρίβεια

δίκη Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 14: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlγια δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας

διώκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει| σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

δοκέω Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ

δοκιμάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 15: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlυπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ

δοκιμασία 1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση

δόκιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά ειλικρινά

δόξα 1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2 προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή

δουλεύω 1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ

δύναμις Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1 ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ

δυνατός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ| ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά

δυστυχέω ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 16: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlκακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες

δυσχερής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις| δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά

εδῶρον

1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

ἔγκλημα 1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο

εἶδος 1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική

εἰσβολή 1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή πρόλογος μτφ

έκκλησία 1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου| φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 17: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἑκών

αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία

ἔλεγχος εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

ἐλέγχω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ| επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ| αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι

ἐλεύθερος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται| με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση

ἐμφανής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 18: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἐναργής

ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια

ἐνεργός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2 κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια αποτελεσματικά ενεργά

ἐξετάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι

ἐπαινέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι

ἐπιβουλεύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι συνωμοσίες

ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι

ἐπιδίδωμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 19: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι

ἐπιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ)

ἐπιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι

ἔπος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία

ἐσθλός Α 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά

ἔσχατος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ

ἑτοῖμος και ἕτοιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 20: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlεύκολα

εὐγενής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος

εὐδαίμων ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας

εὐλάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως

εὐλαβέομαι Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ

εὐλαβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό

εὔνοος και συνηρημένο εὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια

εὐπραγία Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο καλή υπηρεσία

εὑρίσκω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4 βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία

εὐσέβεια 1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 21: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlχαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

εὐσεβής ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία

ηζημία

Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ

ζημιόω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ

ἡγεμών Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους| μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που ηγείται ο πρώτος

ἡγέομαι Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ με δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 22: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlάρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι

ἦθος Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη| διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο

ἡσυχία Α 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ

θθαυμάζω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι

θαυμάσιος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του απροσδόκητου του μη αναμενόμενου

θαυμαστός ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 23: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlθαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα

ιἴδιος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2 παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά

ἱερός Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα

κκακός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς πάσχειν κακῶς

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 24: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο

καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός

καταλείπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2 αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ

κίνδυνος Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή επιχείρηση περιπέτεια

κόσμος Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 25: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον πληθ οι αστέρες

κρείσσων ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

κρίνω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ| κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος

κρίσις Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2 δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 26: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική

λλανθάνω και λήθω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι

λέγω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ| με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι

λιπαρός ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο

λόγος Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 27: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπούμε| φρ λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολή προτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)| φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση| σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία

μμανθάνω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης

μέμφομαι 1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ

μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2 μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 28: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlστίχοι στον πληθ

μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

νξ

ξένος ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος| αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

οόλίγος

ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο-λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως επίρρημα ὀλίγῳ

ὀλιγωρέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 29: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπροσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι

ὄλλυμι και ὀλλύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς

ὁμιλία Α εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ μάθημα διδασκαλία

ὄμνυμι και ὀμνύω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται κπ σε όρκο

ὀξύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες| δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή| υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως

ὁράω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 30: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ

ππαραγίγνομαι

Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3 προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2 ωριμάζω αναπτύσσομαι

παράδοξος ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα

παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

παρρησία Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 31: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπαρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης

πέμπω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή

πίπτω Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου

πλάσσω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι επινοημένος είμαι πλαστός

πλεονεκτέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι

πολίτης Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 32: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlανήκει στην πόλη

πολιτικός ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα

πόνος Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία 3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους

πόρος Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3 πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα

πρᾶγμα Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 33: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlαναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση| με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο

προθυμέομαι 1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό| απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων)

πρόθυμος ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία με ζήλο με όρεξη

προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων

πυνθάνομαι 1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ| με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί και γεν| με αιτ προσ| με

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 34: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπλάγια ερώτηση

ρσ

σεμνός ΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα

σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι

σκοπέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ

σοφία Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία

σοφιστής Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία

σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία| σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση

σπουδάζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 35: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσοβαρά με κτ φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

σπουδαῖος ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2 καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα

σπουδή Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά

στέλλω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι

στρέφω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 36: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlτην περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω| μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι

σχέτλιος ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο

τάξις Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)

τταπεινός

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση 2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας

τεκμαίρω

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 37: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση

τέλος 1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9 διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος

τιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος

τιμή Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο και κατανομή φόρου)

τυγχάνω 1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 38: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlπρόσωπα με αιτ| με γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4 τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν

υὑπακούω

Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)

φφάσκω

Α λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω

φέρω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος|

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 39: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlσυχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

φήμη Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος

φύσις Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2 ορισμός της φύσεως

χχαρίεις

ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα

χρῆμα Α 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός ποσότητα σωρός| πλεονασμός

ψψευδής

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 40: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες| φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά

ψηφίζω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία

ψῆφος Α λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ) λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος| φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

ψιλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο

ωὠφέλεια και ὠφελία

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr

Page 41: ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΩΔΩΝΑΚΗΣ Γ ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΗΓΗ httpwwwgreek-languagegrgreekLangancient_greektoolslexicon

indexhtmlΑ βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1 χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα

ὠφελέω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων

ὠφέλιμος ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

www philomusos blogspot com www spoudasterion pblogs gr