120
1 Εκλο-αλογία 14 Νοεμβρίου, Φιλίππου του Aποστόλου. Την αυτή ημέρα οι πα- λιές κυρίες της πόλεως και της υπαίθρου έβαζαν την αρμιά, το ξινό λάχανο για τους πολιτισμένους της Ε.Ε., η οποία ήταν εν ζωή ένα φυ- σιολογικό λάχανο, το οποίο αφού του βγάλουν («γραβαλίσουν» στα βόρεια ιδιώματα) την καρδιά («γκούσια» στα ίδια ιδιώματα) τ’ ανοί- γουν τρύπα και ρίχνουν εκεί αλάτι. Τοποθετούν στο σκεύος υποδοχής (κάδη ξύλινη άλλοτε, πλαστική λεκάνη πια) στη σειρά τα λάχανα και εκ νέου τα ρίχνουν αλάτι. Σε λίγες μέρες προσθέτουν νερό, γλυκά υ- φάλμυρο και παρακολουθούν την πορεία ξινότητας. Τις χειμωνιά- τικες γιορτές μ’ αυτήν κάνουν σαρμάδια (γιαπράκια, στα βόρεια συνε- χώς ιδιώματα). Η μέρα το λοιπόν μύριζε ωραίες γιορτές που έρχονται αφού την επαύριο άρχιζε η χαλαρή νηστεία των Χριστουγέννων. Αυτή τη μέρα φέτος σε εορταστική κατάσταση άλλοι το ψήφιζαν, άλλοι α- πείχαν, άλλοι αναστέναζαν ψηφοαλγούντες κι άλλοι το διασκεδάζαν ρίχνοντας χαρτιά στις δύο κάλπες με το σύνθημα: «Ψηφίστε Αλή Μπαμπά, ότι αυτός είχε μόνο 40 κλέφτες». Υπερβολές; Καθόλου. Α- ργά το βράδυ η Αθήνα του κυρίου Πριόνι και η Θεσσαλονίκη του κ.κ. Παναγριοτάτου έδωσαν ξεχωριστή χαρά σε πολλούς με τη σπουδαία ήττα τους. Ιδού που φορές κάποια πρόσωπα σέρνουν πίσω τους, τους (θ)εσμούς της εξουσίας, τα κόμματα θέλω να πω, και δημιουργούν εκ του αυθορμήτου ένα ανώνυμο κι ασύντακτο κίνημα πολιτών, οι οποίοι τελικά δεν αντέχουν το αφόρητο γκρίζο της πόλης τους κι ορ- μούν στα τυφλά για την απαλλαγή τους από τις πέτσες της αλ- λοτρίωσης επί του προσωπικού αλλά όχι και της απαλλοτρίωσης του περιουσιακού τους, που υφίστανται κάθε μέρα κι αυτό το δέχονται (το δεχόμαστε) εκθύμως και με υποταγή οσιομάρτυρος. Ιδωμεν και την συναρπαστική συνέχεια αυτών. Διότι δεν συνεμορφώθην... Δεν άκουσα τον κ. Πρωθυπουργό κι ας με απειλούσε προσωπικά, πως αν δεν ψηφίσω τον εκλεκτό του στη Δυτική Μακεδονία θα υποστώ εκλογές ή άλλα τινά πολιτικά κι οικονομικά κλύσματα. Ετσι μια ημέρα μετά που ταξίδευα για Θεσ/νίκη στα διόδια του ποταμού Αξιού (τον γλυκή και μολυσμένο έως κορεσμού από τα φυτο- φάρμακα, Λουδία τον περνάς αδίοδον) πλήρωσα συν 80 ευρωλεπτά στα μέχρι τώρα 2 ευρώ. Αμεσα μου ανταπέδωσε το χτύπημα. Αλλά το χάρηκα. Δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις, ως εκ τούτου χρό- νος μπαίνει χρόνος βγαίνει μεσ’ στο Μνημόνιο περπατώ/ θα περά- σουν μαύρες μέρες μέχρι να σε ξαναδώ. Ενα ταξίδι στην πόλη αυτή πλέον στοιχίζει 2,80Χ4 =11,20 ευρώ αν δε το πούμε σε δραχμές 3.816,4 (μήπως μας ξανάρχονται εκείνες οι ωραίες δραχμικές μας μέρες;) Διαδηλώνω μέλος της μεγάλης, άμποτε να γίνει πλειοψηφικό ενδόδημα και αποικιακά

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

1

Εκλο-αλογία

14 Νοεµβρίου, Φιλίππου του Aποστόλου. Την αυτή ηµέρα οι πα-λιές κυρίες της πόλεως και της υπαίθρου έβαζαν την αρµιά, το ξινόλάχανο για τους πολιτισµένους της Ε.Ε., η οποία ήταν εν ζωή ένα φυ-σιολογικό λάχανο, το οποίο αφού του βγάλουν («γραβαλίσουν» σταβόρεια ιδιώµατα) την καρδιά («γκούσια» στα ίδια ιδιώµατα) τ’ ανοί-γουν τρύπα και ρίχνουν εκεί αλάτι. Τοποθετούν στο σκεύος υποδοχής(κάδη ξύλινη άλλοτε, πλαστική λεκάνη πια) στη σειρά τα λάχανα καιεκ νέου τα ρίχνουν αλάτι. Σε λίγες µέρες προσθέτουν νερό, γλυκά υ-φάλµυρο και παρακολουθούν την πορεία ξινότητας. Τις χειµωνιά-τικες γιορτές µ’ αυτήν κάνουν σαρµάδια (γιαπράκια, στα βόρεια συνε-χώς ιδιώµατα). Η µέρα το λοιπόν µύριζε ωραίες γιορτές που έρχονταιαφού την επαύριο άρχιζε η χαλαρή νηστεία των Χριστουγέννων. Αυτήτη µέρα φέτος σε εορταστική κατάσταση άλλοι το ψήφιζαν, άλλοι α-πείχαν, άλλοι αναστέναζαν ψηφοαλγούντες κι άλλοι το διασκεδάζανρίχνοντας χαρτιά στις δύο κάλπες µε το σύνθηµα: «Ψηφίστε ΑλήΜπαµπά, ότι αυτός είχε µόνο 40 κλέφτες». Υπερβολές; Καθόλου. Α-ργά το βράδυ η Αθήνα του κυρίου Πριόνι και η Θεσσαλονίκη του κ.κ.Παναγριοτάτου έδωσαν ξεχωριστή χαρά σε πολλούς µε τη σπουδαίαήττα τους. Ιδού που φορές κάποια πρόσωπα σέρνουν πίσω τους, τους(θ)εσµούς της εξουσίας, τα κόµµατα θέλω να πω, και δηµιουργούν εκτου αυθορµήτου ένα ανώνυµο κι ασύντακτο κίνηµα πολιτών, οιοποίοι τελικά δεν αντέχουν το αφόρητο γκρίζο της πόλης τους κι ορ-µούν στα τυφλά για την απαλλαγή τους από τις πέτσες της αλ-λοτρίωσης επί του προσωπικού αλλά όχι και της απαλλοτρίωσης τουπεριουσιακού τους, που υφίστανται κάθε µέρα κι αυτό το δέχονται(το δεχόµαστε) εκθύµως και µε υποταγή οσιοµάρτυρος. Ιδωµεν καιτην συναρπαστική συνέχεια αυτών.

∆ιότι δεν συνεµορφώθην...

∆εν άκουσα τον κ. Πρωθυπουργό κι ας µε απειλούσε προσωπικά,πως αν δεν ψηφίσω τον εκλεκτό του στη ∆υτική Μακεδονία θαυποστώ εκλογές ή άλλα τινά πολιτικά κι οικονοµικά κλύσµατα. Ετσιµια ηµέρα µετά που ταξίδευα για Θεσ/νίκη στα διόδια του ποταµούΑξιού (τον γλυκή και µολυσµένο έως κορεσµού από τα φυτο-φάρµακα, Λουδία τον περνάς αδίοδον) πλήρωσα συν 80 ευρωλεπτάστα µέχρι τώρα 2 ευρώ. Αµεσα µου ανταπέδωσε το χτύπηµα. Αλλά τοχάρηκα. ∆εν συνεµορφώθην προς τας υποδείξεις, ως εκ τούτου χρό-νος µπαίνει χρόνος βγαίνει µεσ’ στο Μνηµόνιο περπατώ/ θα περά-σουν µαύρες µέρες µέχρι να σε ξαναδώ. Ενα ταξίδι στην πόλη αυτήπλέον στοιχίζει 2,80Χ4 =11,20 ευρώ αν δε το πούµε σε δραχµές3.816,4 (µήπως µας ξανάρχονται εκείνες οι ωραίες δραχµικές µαςµέρες;) ∆ιαδηλώνω µέλος της µεγάλης, άµποτε να γίνει πλειοψηφικό

ενδόδηµακαι αποικιακά

Page 2: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

2

ρεύµα αυτοκινήτων, σέχτας εκείνων που αρνούνται έµπρακτα ναπληρώνουν αυτό το οδικό χαράτσι των εταιρειών (του διαλυµένουµας κράτους να συµφωνεί εννοείται) εφ’ όσον δεν εξορθολογίζεται κιεξευρωπαΐζεται η υπόθεση (χα χα χα δηλαδή).

Ενα ταξίδι στην ποίηση του Χριστόφορου Λιοντάκη και «Στο τέρ-µα της πλάνης του» (εκδ. Καστανιώτη), κοστίζει µόνον 10.55 ευρώ µετην έκπτωση δε που σου παραχωρεί το «Κεντρί» αυτή η ...σφηκοφω-λιά βιβλίων επί της ∆. Γούναρη, 9 ευρώ.

«Μόνο γιατί δε σε περίµενα/Μόνο για την πρόθυµη φωνή σου.-/Μόνο γιατί δε θα σε ξαναδώ./Θα ‘σαι το παρόν του µέλλοντός µου».

Σ’ αυτήν την οιονεί Εξάρχεια περιοχή της Θεσσαλονικουπόλεως οελλογιµότατος (γενιοφόρος) κ. Κ. ∆εσποινιάδης µε το ρηξικέλευθονκι αντιεξουσιαστικόν περιοδικό «Πανοπτικόν» και τις εκδόσεις του,να µου θυµίζει (αν και µικρότερος) τα λάθη στα βιβλία µου. Το ξα-νάπα, περισσότερο µε πληγώνουν τα τυπογραφικά και λοιπά λάθηστα βιβλία, από τα λάθη µου στη ζωή µου.

Εν κατακλείδι, κρέατα είµαστε απλωµένα πάνω στο κρεατοσά-νιδο και στη δικαιοδοσία των χασάπηδων κάθε εξουσίας. Μ’ ακο-νισµένα µαχαίρια µας κόβουν συνεχώς φέτες και χωρίς αναισθητικόή έστω αναλγητικό παραισθησιογόνο! Ο,τι ζητήσουν οι προστάτεςµας («παρά προστάτας να ‘χωµεν») αµέσως περιχαρείς µας το κόβουνχωρίς κανένα ενδοιασµό. Ετσι θα σωθείς σου λεν. Ετσι ακριβώς θατελειώνουµε ως υπάρξεις και θα µείνουµε µόνον ασώµατες ιδέες καιδιαλυµένα στο φως της µέρας, όνειρα -δοχεία πια- νυκτός. «Σου είπανψέµατα πολλά,/ ψέµατα σήµερα σου λένε ξανά, / αύριο ψέµατα ξανάθα σου πουν,/ ψέµατα σου λένε οι εχθροί σου/ µα κι οι φίλοι σου σούκρύβουν την αλήθεια». (Α.Π. και Μ.Θ.)

ΥΓ. Στην πόλη µας καλά αντέχουµε επί τα αυτά εδώ και 20 τόσαχρόνια! Μεξικό και Κεντρική Αµερική γίναµε εκεί που οι πολιτικέςαλλαγές γίνονται κάθε µισό αιώνα. «Είµαστε από καλή γενιά», είπε οεκ νέου πράσινος δήµαρχος, ως εκ τούτου πρέπει να συµπληρωθεί µίαγενεολογική γενιά για να δείτε κάτι άλλο. Ενώ ο νέος, πρώτος αι-ρετός Περιφερειάρχης έλκει την καταγωγή του από τη γαλάζια γενιά.Γυρισµός, κατευθείαν, στην γκρίζα Ελλάδα.

Αλλά που πας ξυπόλυτος στις µνήµες;

17 Νοεµβρίου φέτος, όπως κάθε χρόνο δηλαδή.«Παιδιά σηκωθείτε να ΠΑΜΕ στους δρόµουςµε πλαστικές σηµαίες καδρόνια στους ώµουςστο κόκκινο λάβαρο όπως πάντα πιστοίερυθρές ψυχές κουραµπιέδες ζεµατιστοί...»

Εβρεχε του καλού, φθινοπωρινού καιρού, την ώρα που κάτιγελοίες ιστορίες διαδραµατίζονταν στο κέντρο της πόλεως κι ευτέ-λιζαν ακόµα πιο πολύ της µέρας τα σηµαίνοντα. Οπως κάθε φορά.Πόσο µε θλίβει αυτή µέρα πια! Θέλω να την πηδήξει ο χρόνος και ναπηγαίνουµε κατευθείαν στην αυριανή.

Χτες, χώθηκα και χάθηκα στο χθες της τότε εποχής και του τόπου.

Page 3: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

3

Σκηνές από µια πόλη του άλλοτε, που ανάσανε µόλις προχτές,µετά από 25 χρόνια δεξιά /φτάνει πια! Η Θεσσαλονίκη το γύρισε στοξινόµαυρο Μπουτάρη.

Στην Καµάρα (στο βάθος η Ροτόντα) κάτι µεγαφωνικές εγκα-ταστάσεις αγριορο(ε)κιάζουν. Μάλλον για τις «Τρύπες» θα πρόκειται,δεν τους ακούω, αλλά τους έχω ακουστά. ∆ιάβαση πεζών.

Παραπέρα. Τότε ήταν µόνον ΝΟΕ. Πότε πρόσθεσαν και «Πολιτι-κών επιστηµών»; Τη συλλογίζοµαι ακόµα µετά από τόσα (πόσα)χρόνια;

Ο πάνω δρόµος προς τη φοιτητική Λέσχη. Εκείνη την Παρασκευήπηγαίνοντας ακούσαµε το τάλαντον. Είχε όσπρια. Γυρίσαµε και ήδηχτυπούσαν οι καµπάνες. («Σώπα όπου νάναι θα χτυπήσουν...»). Αρχι-ζε ο πανηγυρικός εσπερινός της µεγάλης Ολονυκτίας.

Γλιστρούσαµε να κλειστούµε στην Πολυτεχνική. Κατηφόρα,λάσπες· ψιχάλα. «Στενή Πύλη» κι ένας ένας δυο δυο και κάτι το αδι-ευκρίνιστο να µας συνέχει. ∆εν είχαµε και που αλλού να πάµε άλ-λωστε εκείνο ειδικά το νοεµβριανό βράδυ.

Μπήκα (ή βγήκα) δι’ άλλης οδού από την τότε. (Προς το Συντρι-βάνι χτυπούν, προς αγία Φωτεινή ελυτρώθηµεν). Εντειχισµένη πλά-κα. Στις 12 το µεσηµέρι µαζεύονται (εδώ και χρόνια) οι εναποµεί-νασες µνήµες και τα ψέλνουν στο Θωµά Βασιλειάδη που έφυγε τόσονωρίς.

Απόγευµα. Εχει καταληφθεί εκ νέου η Πολυτεχνική από τους σύ-νηθες καταληψίες. Κατάθλιψη!

Ετέρα κατά(θ)λη(ι)ψη στο Χηµείο περί την του ηλίου δύση, έναντιτου τότε Κεντρικού νοσοκοµείου, νυν «Γεννηµατά».

Στην επιστροφή δεν πέρασα από την οδό Αιγύπτου. Το «Νεγκρε-πόντε» κλειστό.

«Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο ΗλίαςΗ Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός ΑιγύπτουΗ 3η Μαΐου, το τραµ 8, η «Αλκινόη»Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.Θα σου µιλήσω πάλι ακόµα µε σηµάδιαΜε σκοτεινές παραβολές µε παραµύθιαΓιατί τα σύµβολα είναι πιο πολλά απ' τις λέξειςΞεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικέςΤο άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνειΑρχίζει µια καινούρια µέρα που κανείς δεν τη βλέπειΚαι δεν την υποψιάζεται ακόµαΌµως έχει τρυπώσει µες στις ραφές της καρδιάς» (Μ.Α.)Από την παραλιακή· στο βάθος οι γερανοί του λιµανιού κι ο

επιβατηγός σταθµός. Στις αφίσες ο Θ. Μκρτσκς «Στην ίδια πόλη υπόβροχήν”.

“Ο Τοτ, τού λείπει το ένα χέρι µα όλο γνέθει,τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.Εσθήρ, ποιά βιβλική σκορπάς περνώντας µέθη;Ρούθ, δε µιλάς; Γιατί τρεκλίζουµε οι διακόσιοι;” (Ν.Κ.)

(“Εφτά σε παίρνει αριστερά µην το ζορίζεις...”)

Page 4: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

4

Αυτή «Η πόλη θα σε ακολουθεί» ενώ η δική σου εξακολουθεί να σεσυµµαζεύει καθώς συνεχίζεται το ίδιο χρώµα της τέφρας να επικά-θεται στα µπαλκόνια κι από κει να εισχωρεί στα σαλόνια της ψυχής.

Που πήγαν όλοι, που χάθηκανΑυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσµο,το παιδί που µικρό ήσυχο δεν καθόταν,ο άλλος µετά, του έρωτα ο έφηβος ο παγωµένος,ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόµητος,των δρόµων ο φλογερός οδοιπόρος ακόµη,που πήγαν, που χάθηκαν;

Ενας άνεµος τους φύσηξε, τους τύλιξε.(Γ. Μαρκόπουλος «Κρυφός κυνηγός» εκδ. Κέδρος)

Ο Εκτωρ επί των τειχών της προσωπικής του αλώσεως

...Eκείνες τις µέρες (∆εκέµβρης 1998) στη Bιβλιοθήκη φιλοξε-νήσαµε τον ποιητή Eκτορα Kακναβάτο· περασµένης ηλικίας αλλάσταθερός στο περπάτηµά του επί γης αλλά και στον ασύδοτο λυρικόυπερρεαλισµό του· τον συνόδευε ο συγγραφέας Σάββας Μιχαήλ. Πα-ρουσίασε την ποιητική συλλογή που θα κυκλοφορούσε σε λίγο “Xαο-τικά I” εκδ. Aγρα. Λόγω πρόωρης χιονόπτωσης στα τέλη του Oκτω-βρίου αναβλήθηκε η τότε προγραµµατισµένη παρουσίαση και ήρθε τιςµέρες που η περιοχή ασφυκτιούσε µέσα σε µια χλαίνη αγωνίας, λύπηςκαι φόβου. O κόσµος που µαζεύτηκε σύννους. Mια ποιητική συλλογήπου χωνόταν στις διαθέσεις των ακροατών σαν σπαθιές από ξίφοςδιαπεραστικό. Tο χάος µε τη µορφή του απέραντου, του άγνωστου,του µηδέν και του άπειρου της ζωής και του θανάτου, περιφερότανεσαν ποιητικές νυχτερίδες στην αίθουσα του Mητροπολίτη ∆ιονυσίου.O ποιητής ήταν σκληρός κι α-διανόητος σαν σύνολο γραφής αλλά καιτρυφερός στα επιµέρους της. Ο εξ Αθηνών εισηγητής ήταν ο ΣάββαςΜιχαήλ, διακριτός διανοούµενος, και από µέρος της Kοζάνης και της“Π” εισηγήθηκε ο Mάκης Kαραγιάννης, λίαν καλώς. (Από το «Τα-ξιδιωτικό στα βιβλία µαθητεία στο ταξίδι» εκδ. Παρέµβαση, 2010)

TO ΠΛAΣMA TOY XPONOY

ΣE ΛIΓO τέλειωνε το καύσιµο Nυν(που παραµένει εισέτι άκλιτο αδίκως).Θα ‘µενες µεσοστρατίς µε σιγαλέα

τα ελεατικά σου κρόταλααν αίφνης δεν ελόγου του

δεν ήταν, κλείδωση του αέναουδεν φύτρωνε στις πλαγιές του Xάουςδηλαδή αν αίφνης δεν

από την αστρικήν ηχώδεν ήταν να φτιαχτεί ξανά

ένα φωνηέν

Page 5: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

5

ένα λαγήνιµια αγρύπνια

+ Eκτ. Kακναβάτος (1892- Νοέµβριος του 2010)

Μετεκλογικό προλύδριον περί λογοτεχνίας και ιστορίας

Ολβιος όστις της ιστορίης έσχεν µάθησινΟµως όλβιος κι όστις της λογοτεχνίας έσχε πάθησιν;Είναι λοιπόν κατ’ επέκτασιν επαχθές το επάγγελµα του λογοτέχνη;

Θεέ µου, Αφροδίτη, Ερµή, πάτρωνα του κλέφτη∆ανείστε µου ένα µικρό καπνοπουλειό

ή στρώστε µε σ’ όποιο επάγγελµαΕχτός από το κερατένιο το επάγγελµα του λογοτέχνηπου όλη την ώρα σου ζητά να ‘χεις µυαλό. (Εζ.Π.) µτφ Γ.Σ.

Ζήτηµα πρώτον προς όλους κι ειδικά τους φιλοξενούµενους εργά-τες του πνεύµατος και του χεριού, όταν δε ταξιδεύουν προς διάδοσιντων γραµµάτων τους δώθε κείθε, και του ποδαριού.

Το λοιπόν µετά τις εκλογικές ιστορίες σε δύο Κυριακές και µιαµετεκλογική ∆ευτέρα, αµήχανοι εν πολλοίς, από τις διαθέσεις του α-πέχοντος ελληνικού ψηφοανθρώπου, όσοι εκφράστηκαν ποικιλο-τρόπως δεν µας απασχολούν, τη βδοµάδα της ανάλυσης των απο-τελεσµάτων και της κατάλυσης κάθε θεωρίας µε το κοντό ή το µακρύτων ατιµωρητί αναλυτών, αποφασίσαµε να δείξουµε κάτι τοδιαφορετικό στον κόσµο της παρουσίασης βιβλίων. Οχι το συνηθι-σµένο από καθέδρας και µικροφώνων αλλά οµού 2-3 λογοτεχνικάβιβλία, στα οποία διακρίνεις µια ενότητα κι έχουν κάποιο κοινόπαρονοµαστή. Πάγια συνθήκη η λογοτεχνία η οποία περιδιαπλέκειάλλες επιστήµες και θεωρίες, κι εδώ έχουµε την ιστορία, όπου τηνβρίσκει κι όπως την αντιλαµβάνεται ο συγγραφέας και την εντάσσειστις προ-δια-περιγραφές του. Με την ιστορία σε κατάσταση δια-πλοκής εκλύεται πάντα ένα ενδιαφέρον συγγραφικό µείγµα καιταυτόχρονα µία λίαν ελκτική αναγνωστική ύλη.

Επ’ αυτού τούτου εκ της µοναχικής µου πείρας σηµειώνω πως τοπρώτον της ζωής µου ολοκληρωµένο ανάγνωσµα άρα κι επαφή µε τουπό συζήτηση δίπολο, ήταν το βιβλίο «Θανάσης ∆ιάκος ο ήρωας τηςΑλαµάνας» του Τάκη Λάπα. Ενα βιβλίο το οποίο µου προκαλούσεάµετρη (άµετρες οι φορές που το διάβασα ώσπου το έλεγα από στή-θους) συγκίνηση η ιστορία του ήρωα, ο παρεισφρέων µύθος και ηγλαφυρή γραφή του.

Τι είναι ιστορία και τι λογοτεχνία η κάθε µία χωριστά, είναι ερω-τήµατα απαντηµένα στον κόσµο των ιδεών. Οµως όταν το ένα εισχω-ρεί στο άλλο και καταλαµβάνει εδάφη, το πόσο η εγκεφαλική µούσαδιαρρέει προς την λογοτεχνική αφήγηση αύτανδρη ή κρατά στοιχείατης µόνον, αυτό είναι υπό διαρκή συζήτηση. Οχι για το πώς γίνεταιαλλά τι αποτελέσµατα παράγει στον κόσµο και τον τρόπο της λο-γοτεχνίας πρωτίστως, που µας ενδιαφέρει.

Ερώτηµα δεύτερον διαρκείας αλλά και των ηµερών µας. Πρόκειταιγια τα µηνύµατα των επωνύµων πολιτικών και λοιπών επιφανών

Page 6: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

6

συνανθρώπων µας κατά τις εθνικές επετείους του Πολυτεχνείου, της28ης Οκτωβρίου, 25ης Μαρτίου, των τοπικών εορτών και κατά τονεορτασµό των αγίων πολιούχων. Στο σηµείο αυτό µπαίνει το λίανενδιαφέρον ιστορικό ερώτηµα κατά πόσον οι κ.κ. πολιούχοι πόλεων,προστατεύουν ή έχουν προστατεύσει αυτήν, από εχθρούς της ή αυτόείναι δηµιούργηµα συλλογικής φαντασίας, άρα άπτεται της λογο-τεχνίας. Παράδειγµα. Στην Κατοχή και στο χωριό µου οι Γερµανοίέστησαν του άρρενες από τα 10 και άνω στον τοίχο της εκκλησίας τουΤιµίου Προδρόµου (πολιούχου και προστάτου) και ετοιµάζονταν διατα περαιτέρω. Ποιος τους έσωσε; Η λογοτεχνία λέει πως άγγελοςΚυρίου εξ ουρανού εστάλη εκτάκτως από τον µέγα άγιο και τράβηξεπάνω στο άυλόν του είναι, τις ριπές που ρίχτηκαν προς εκφοβισµόκαι για την τιµή της συγκέντρωσης των αόπλων και τις οδήγησε στοπουθενά κι όχι στα χωρικά σώµατα. Η ιστορία σε προσγειώνει· απλάη χειροβοµβίδα που βρέθηκε ανήκε στην κατά τόπο αρµοδιότητα τηςδιπλανής κοινότητας της Αγίας Παρασκευής και της οµωνύµουπολιούχου, µεγάλη η χάρη της. Ηταν συν τοις άλλοις γερµανική καιόχι ανταρτών.

Επανέρχοµαι στις δηλώσεις. Τα εξαίσια αυτά δηµόσια, δηλωσιακάδιαµάντια προφορικού και γραπτού λόγου που ανήκουν άραγε; Απο-τελούν µήπως µικρά θραύσµατα λογοτεχνικού λόγου µεθ’ ιστορίας,στα οποία θαυµάζουµε την δεινότητα, ιδίως την προφορική περί τουλέγειν, ταυτόχρονα µε την ιστορική διεισδυτική τους ικανότητα ήείναι απλές αηδίες; Μένω κάθε φόρα έκπληκτος (αλλά και µε ερώτηµαανά άνω και κάτω χείλας) µπροστά σε παρόµοιες δηλώσεις!

Το συγγραφικό κουαρτέτο αποτελούν έγκριτοι των σύγχρονωνελληνικών γραµµάτων: ο κυρ’ Αντώνης Κάλφας εκ Πιερίας ερχόµενοςκαι εκ του επιχωρίου Πλατανορεύµατος προερχόµενος στον κεντρι-κό διευθυντικό ρόλο· ο κ. ∆ηµοσθένης Κούρτοβικ ο πολυγραφότατοςτης υποθέσεως, ο Κώστας Ακρίβος από το Βόλο, ο οποίος στην ανα-ζήτηση του Αλφόνς του στο Πήλιον όρος συνάντησε και τον ‘Ιβαρ τονταξιδευτή από τη Νορβηγία, γαµβρό κοζανίτη, τον οποίο είχαµε κιεµείς εδώ τις προηγούµενες εκλογές και µας εξιστορούσε λογοτεχνικάτους πεζοποριακούς άθλους και τα ναυτικά του κατορθώµατα· και ηωραία στην παρέα κ. Σοφία Νικολαϊδου από Θεσσαλονίκη της οποίαςµια προηγούµενη συγγραφική βόλτα ήταν στη γείτονα λίµνη τωντριών εθνών και των άνευ εθνικότητας γριβαδιών, Πρέσπα.

Και µια υστερόλογος δήλωση (εκπρόθεσµη ήδη στον αναγνώστητου παρόντος).

Να µη λησµονήσουµε όσοι είµαστε κάτοχοι κινητού ότι µας δίνεταιη δυνατότητα να ψηφίσουµε, µια ακόµα φορά. Αυτοί που απείχαν τιςπροηγούµενες Κυριακές µπορούν να αναπληρώσουν την εκλογικήτους στέρηση, ψηφίζοντας ένα από τα δυο µυθιστορήµατα που συζη-τούµε, του κ. Ακρίβου και της κυρίας Νικολαΐδου, τα όποια υπάρ-χουν στην τελική λίστα του διαγωνισµού των αναγνωστών του αξι-οµνηµόνευτου ΕΚΕΒΙ Αθηνών και πάσης Ελλάδος.

Ακούω να το διαφηµίζει το Τρίτο Πρόγραµµα αυτό το πράγµα κιαρκούντως µε συγκινεί. Είναι µια άµεση εκλογή του αναγνωστικού

Page 7: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

7

λαού µε την οποία θα εκλεγεί ο ενιαύσιος εθνικός περιφερειάρχης τουµυθιστορήµατος. Εδώ δεν χωρούν νοθείες, εκβιασµοί, συγγενικές καιφιλικές υποχρεώσεις που αλλοιώνουν το περί εκλογής συναίσθηµα,συνήθως αυτό της εκδίκησης, το οποίο διακατέχει κάθε νεοέλληναενώπιον µονής ή διπλής κάλπης.

(19 Νοεµβρίου εγένετο η εκδήλωση στο Λαογραφικό ΜουσείοΚοζάνης µε διοργανωτές την «Π» και τη ∆ΕΠΑΚ Κοζάνης).

Παπαδιαµαντικά πολιτικά - εκλογικά

Ο Θεός µάς ελυπήθη και δεν παρεχώρησε να γεννηθεί επιφανής τιςεδώ, εσκλήρυνε δε την καρδίαν µας και δεν εδέχθηµεν εισβολήν ξένουυποψηφίου. Ιλιγγιώ να φαντασθώ τι θα εγίνετο. Όλοι οι πορθµείς θαεγκατέλειπον τας λέµβους των, οι κυβερνήται θα έρρπτον έξω ταπλοία των, οι ναυπηγοί θα επετούσαν τα εργαλεία των και θα εζήτουνδηµοσίας θέσεις. ∆ιότι µη νοµίσεις ότι η θεσιθηρία γεννάται µόνη της.Τα δύο κακά αλληλεπιδρώσιν. Η ακαθαρσία παράγει φθείρα και οφθειρ παράγει την ακαθαρσίαν. Το τέρας το καλούµενον επιφανήςτρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραµπουκισµόν, τονκουτσαβακισµόν, την εις τους νόµους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξαχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περι-στοιχίζουσι, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόµεναεπιβλαβώς, σηπόµενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιµνάζοντα, παρά-γοντα αναθυµιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν. Ευτυχώςδεν υπήρξεν ενταύθα έδαφος κατάλληλον, διά να γεννηθεί το θρέµµατο καλούµενον επιφανής και ούτως απηλλάγηµεν της τοιαύτης αθλιό-τητος µέχρι της ώρας. Η δωροδοκία δε την οποίαν βλέπεις τόσονγενικευµένην ως εκλογικόν όπλον, είναι κατ’ εµέ το µικρότερον κα-κόν. Όστις όµως δυσφορεί επί ταύτη ας µη µετέχει του εκλογικούαγώνος, µήτε ως εκλογεύς µήτε ως εκλέξιµος. «Κυάµων απέχεσθε…»

-Η αποχή έφτασε το µισό του ενεργού εκλογικού πληθυσµού...(Από τους «Χαλασοχώρηδες» του Αλεξ. Ππδ. στους Χαλασοχώ-

ριατους του Καποδίστρια και τους Χαλασοπόλιδες του Καλλικρά-τη).

Οι αργυρές πέτρες του Μανώλη ∆ραγώγια

«Οι πέτρες όπως αναλύονται έξοχα στους πίνακες του Μα-νώλη ∆ραγώγια µόνες τους ή µέσα σε τοπία καλλιτεχνηµένες, έχουνµια σταθερότητα ριζωµένες καθώς είναι στο χώµα. Θαρρείς πως είναιµιας άλλης εποχής και πως έρχονται απ’ αλλού καθώς τις ξέβρασαντα ηφαίστεια. Φυτεµένες εκεί και παντού από τον καιρό της γιγα-ντοµαχίας των θεών, τις συµπαντικές δηλαδή διεργασίες τις οποίες οιαρχαίοι µυθολόγησαν και έδωσαν ανθρωπόµορφες διαστάσεις.Ανάγλυφες µε έντονα σχήµατα αφού υπόκεινται στις επιδράσεις τουκαιρού και των υπερχθόνιων σηµείων(ήλιος χιόνι, βροχές, αέρηδες)αλλά και του υποχθόνιου κόσµου των σεισµών άρα σε διαστολές,θραύσεις και διαλύσεις. Τότε είναι που σχηµατίζονται πάνω τους

Page 8: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

8

εκείνες οι µικρές στέρνες, ανοιχτές παλάµες, χούφτες, να µαζεύεταιεκεί το νερό για να ξεδιψούν τα αγριοπερίστερα, οι κοκκινολαίµηδες,τα φίδια που ψήνονται στο καλοκαίρι. Είναι ένα µικρό γεωλογικό κιεικαστικό συνάµα, ριζωµένο δηµιούργηµα το οποίο δε συναντάς σεπέτρες πεδινές, παραθαλάσσιες, παραποτάµιες που καθώς κυλούν δενχορταριάζουν αλλά υπάρχουν αέναα στο ρυθµό του...(11 Σεπτεµβρίου2010 ο ∆ήµος Κοζάνης επέδωσε στον Μ.∆ το αργυρό µετάλλιο τηςπόλεως σε δηµόσια εκδήλωση στη γενέτειρά του Λευκοπηγή)

Πως ακούµε (και πως γράφουν) τη µουσική;

Φορές µε τη σιωπή καθώς σκέφτεσαι τον συνθέτη ή παρατηρείς τηνκυρία συνθέτρια έναντί σου. Ναι, µε τη σιωπή όσο παράλογο κι ανακούγεται. Και τη φαντασία. Ετσι έχοντας µπροστά σου ένα ερασι-τεχνικό στην κατασκευή του, σιντί, αλλά µε τον υποβλητικό τίτλο«Suite for Otono» (1. Nοvember, 2 Ocktober, 3. September) δηλαδή µια«Σουίτα για το Φθινόπωρο» µουσική για άρπα, βιολοντσέλο και φλά-ουτο, σύνθεση της κ. Αγνής ∆αδαµόγια, (ada) που γράφτηκε µε αφορ-µή, αλλά κι ανεξάρτητα απ’ αυτήν -και πως αλλιώς θα γινόταν;- τηνποιητική συλλογή της Μαρίας ∆αλαµήτρου “Προτελευταία εποχή”εκδ. Α-Ω, νιώθεις πως γύρω σου αρχίζει ένα ήσυχο φθινόπωρο τοοποίο σε τυλίγει µαλακά όπως οι κουβέρτες της εποχής. Αναρωτιέσαιτι προηγείται η ποίηση που διάβασες ή η µουσική που δεν άκουσεςγιατί το µαγνητόφωνο δεν λειτουργούσε. Οµως ο τίτλος της σουίταςαπό µόνος του ήταν µουσική.

Το πως ακούµε τη µουσική πάει µε το πως µπορούµε να ζούµε τοναπόηχό της. Η ποίηση είναι µια στιγµή κορύφωσης στην οποία θαεπανέλθεις. Η µουσική σε δένει στο συνεχές. Σε ακολουθεί άλλοτε δε

σε προσπερνάει και περιµένει. Κι έτσι συµβαίνει νατην νιώθεις χωρίς να την ακούς και τότε είναι πουτην έχεις µέσα σου κι υπάρχεις µ’ αυτήν παντού:σπίτι, γραφείο, αυτοκίνητο, στο δρόµο και στα µάτιαπου προσπερνάς και σε προσπερνούν ή καθώςβλέπεις τα σύννεφα που φεύγουν προς το πουθενά τ’ουρανού.

Και µετά...Πρωινό φθινοπωρινό κι ακούς το σιντί της ada.

Βρέχει· οι άνθρωποι της καθηµερινότητας στον πε-ζόδροµο µε οµπρέλες. Εχασες και τη δική σου κιαγόρασες µια καρό ...σκωτσέζικη µε 3 ευρώ «Πρώτηκατάθεση δραχµαί τριάντα» εν τω µεταξύ στην«Πρέβεζα» του Καρυωτάκη και στην κάθε Πρέβεζατης επαρχίας. Πέρασες µια δύο φορές από τη µου-σική της κι ύστερα όλη τη µέρα έφερες µαζί σουθραύσµατά της, σαν µια ευεργετική θλίψη εποχής

που κόλλησε στις δίπλες του είναι σου. ‘Η µήπως σαν µια µικρή τύψηγια ό,τι αφήνεις (αφήνεις; ποιός σε ρωτά δηλαδή) και φεύγει; Τι ναπρολάβεις όµως να εξαντλήσεις από το ωραίο εν γένει και εν είδει στο

Page 9: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

9

πέρασµα του καιρού. Εξαντλείσαι µε τη σκέψη αυτή καθώς σε γονα-τίζει ορισµένως· ανοίγεις κι αφήνεσαι στη «Σιγανή Βροχή» του ΝαγάιΚαφού (εκδ. Αλεξάνδρεια).

Γι’ ασηµαντότητες πως έκλαψα παλιά!Κι είναι τώρα οι θλίψεις µου τόσο µακριά...Με λέξεις µυστηριακές όσο κι αν µου µιλάνεΑνάλαφρα όσο κι αν µε καλούνε στη σκιάΓι’ αυτές τα δάκρυά µου πια δεν κυλάνε.

Οι θλίψεις µου τώρα σαν άγνωστες µου ‘ναι:Περαστικές ίσως του τότε αγαπηµένεςΜα που δεν περιµέναµε να ξαναρθούνεαΚαι πέρα εκεί σαν άγνωστες περνούνεΓιατί τώρα είναι αργά, οι ψυχές είναι κλεισµένεςΑργοτερότερα. Ενα άλλο σιντί µε 39 -παρά µία τεσσαράκοντα-

µικρές συνθέσεις (πρελούδια,σουίτες, άτοναλ, κουαρτέτακ.α.) του 1 λεπτού και λίγο µετίτλο ada2010-ada τ’ ακούςσαν θρόισµα εσθήτας γεµάτηµου-σική.

Ανεπίδοτα αισθήµατα...

Ο ποιητής ∆ηµήτρηςΛιοσάτος (1952-2010) µαςθύµισε στη µεταθανάτια ποιητική συλλογή του, την οποία φρόντισε ηκυρία Φρόσω του (εκδ. Κάκτος) «Ανεπίδοτα Μορς», τον Καµίλο Τό-ρες. τον µέγα ανθρωπιστή στις χώρες της Κεντρικής και παρακάτωΑµερικής, όπου εξήνθησαν επαναστάσεις, «επαναστάσεις», δικτατο-ρίες και Νόµπελ λογοτεχνίας (Μάριο Βάργκας Λιόσα 2010) αλλά καιτα εξ αυτών παγκόσµια µπλουζάκια στις διαδηλώσεις, τις γειτονιέςκαι τις λαϊκές του κόσµου.

“Καµίλο Τόρες, το λυκόφως/το λυκόφως σ’ έχει βρει/ και σύντοµαθα πέσει η νύχτα//Καµίλο Τόρες/ο πόνος του κενού/είναι ασήκωτος”.

«...Σε κάθε περίπτωση όµως, πρέπει να προσεχτεί ο µείζων προ-βληµατισµός που έθεσε ο Καµίλο Τόρες, καθώς και οι άλλοι εκπρό-σωποι της θεολογίας της απελευθέρωσης: Ο κόσµος της αδικίας καιτης εξαθλίωσης του ανθρώπου δεν µπορεί να είναι θέληµα Θεού. Ηίδια η χριστιανική ιδιότητα αξιώνει όχι αποδοχή κάποιων θεωρη-τικών αξιωµάτων, αλλά έµπρακτη αλληλεγγύη στους αδυνάτους. Καιη σύγκρουση δεν γίνεται χάριν της ισχύος και της επιβολής της Εκ-κλησίας επί των αντιπάλων της (δεν έχει, δηλαδή, χαρακτηριστικάσταυροφορίας), αλλά χάριν των οδυνωµένων συνανθρώπων. Κα-λείται, δηλαδή, να είναι µια πράξη θυσιαστική κι όχι κατακτητική.

Ο Καµίλο Τόρες ευτύχησε να µη γίνει µπλουζάκι. Και είχε την τύχηακραίων ασκητών. Ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ».

Page 10: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

10

(Θανάσης Ν. Παπαθανασίου δρ. Θεολογίας, αρχισυντάκτης τουπεριοδικού Σύναξη).

Λήξη Φθινοπώρου

Τέλος εποχής. Εκπτώσεις, εκποιήσεις, αναχωρήσεις. Κλείνουν εµ-πορικά καταστήµατα, γραφεία, εταιρείες. Μια πένθιµη ακολουθία ά-δειων χώρων, λεηλατηµένων από την κρίση χάσκουν σαν ρηµαγµέναανθρώπινα τοπία. Εκεί που πρώτα η ζωή κι η ποικιλία της, τώρα ενοι-κιαστήρια και πωλητήρια θύουν στα ατελέσφορο.

«Αυτός ο άνθρωπος δεν αντέχει το φθινόπωρο·τον φθίνει, ανεπανόρθωτα τον φθίνει, κι ας µηνείναι οπώρα. Είναι, ως εκ τούτου, φυσικό πουτου αντιστέκεται, που σαν τρελός µαζεύει ταπεσµένα φύλλα και τα ξανακολλάει στα κλα-διά των δέντρων

Θα καταφέρει άραγε να ακυρώσει έτσι του κα-λοκαιριού την αναχώρηση, την έλευση να µα-ταιώσει του χειµώνα.»(Αργύρη Χιόνη «Ο,τι περιγράφω µε περιγράφει» ποίηση δωµατίου

εκδ. Γαβριηλίδης· τη διαβάζεις και την ακούς κιόλας µε το συνο-δευτικό σιντί, (µε απαγγελίες αλλά και συνθέσεις του Ν. Ζουδιάρη «ΟΤζουτζές» ερµηνεία Χρ. Θηβαίος και «Ο Στρατηλάτης» σύνθεση καιερµηνεία Φοίβος Βλάχος) όπως τη χαµηλότονη µουσική αυτού τουτρόπου.

Β. Π. Κ.

Page 11: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

11

Page 12: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

12

Μαρία Αρχιµανδρίτου

Αιφνίδιο “εύ”

Είδε όνειρο κακό: Εκείνος να τραβάει το κουπίΚαι ο χρόνος πείσµων να µη φεύγει.

*Η οργή του νέφους Από µια βροχή συντρίβεταιΚαι η φλυαρία του νερούΤην περιέργεια της γης ποτίζει.

*Τα πράγµατα µαθαίνει απ’ το βυθό τουςΌπως παλιό σκαρί µαθαίνει το κουράγιο τουΑπό την τρικυµία.

*Μ’ όλο το είναι του έσπρωχνε το µέλλονΧώρο να κάνει στο παρόν Με τον καιρό να δέσει.

*Χρόνο από το µέλλον του δανείζοντανΏσπου αδήριτο σαν τοίχοςΜπροστά του ήρθε απώλειαΤο παρόν.

*Και ύστερα αυτή η σκάλαΝα κατεβάζει από το νου καλά µαντάταΚαι να χτυπούν φτερούγες Μες το στήθος, ονόµατα νιογέννητα, χαρές.

*Αίφνης οι θηλυκές, εύσχηµες νότεςΆρχισαν να χορεύουν µελωδία.

Κύµατα ανήριθµα

Ιώ, ιώ….πως σε δακρύσω;

Το ‘αποκτείνω’ είναι ρήµα σκοτεινό.

Αντί µεν εχθράς γλώσσης εχθρά

Page 13: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

13

Γλώσσα τελείσθω...

Λόγια µαχαίρια που ξιφοµαχούν την έριδα.

Αντί δε πληγής φονίας φονίανΠληγήν τινέτω...

Ο δράστης απ’ το φόνο του σκοτώνεται.

Σκοτώι φάος αντίµοιρον…

Ηµέρα, µοίρα δίβουλη στο φως και στο σκοτάδι.

Αιµατόεσσα πληγή και άλγος δυσκατάπαυτον της µνήµης.

Φιλόξενη εξορία και…ποδαπός ο ξένος, πόθεν;

Ιώ, ιώ, πατρίδα των ιχθύων και πατρίδα µουκύµατα ανήριθµα και µανταρίνια έφηβα,ελαίας κλάδε υψιγέννητε,λέξεις δεινές και ηµέρες όλβιες,πατρίδα των ανέµων και πατρίδα µου

πως σε δακρύσω;

Page 14: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

14

Ηλίας Κεφάλας

Στο φτερό (γ)

(Στιγµές γεµάτες φως από τη ζωή της λογοτεχνικής κοινότητας)

1 ∆ιηγείται ο Παναγιώτης Χατζηγάκης: «Τα χρόνια πριν από τονπόλεµο, όταν ο πατέρας µου ήταν ∆ήµαρχος στον ορεινό ∆ήµο Πύρ-ρας, τα καλοκαίρια ανέβαινε στο σπίτι µας στο Περτούλι και παραθέ-ριζε ο τότε Μητροπολίτης (Πολύκαρπος) µε τη συνοδεία κάποιωνπαπάδων για παντός είδους βοήθειες. Έφερνε µαζί του βέβαια καιαρκετά φαγώσιµα για να µην επιβαρύνεται εξ ολοκλήρου το σπίτιπου τον φιλοξενούσε. Όταν κατέβαζαν από τα µουλάρια τα τρόφιµαο ∆εσπότης τα έδειχνε στην οικονόµο του σπιτιού, λέγοντάς της πωςνα τα τακτοποιήσει και δίνοντάς της διάφορες οδηγίες, όπως: άκουκυρά-∆ήµητρα, αυτό εδώ το πράµα το λένε χαβιάρι. Από αυτό θα σερ-βίρεις µονάχα εµένα και τον ∆ήµαρχο. Ποτέ από αυτό στους παπάδες.Αυτοί είναι αγράµµατοι και δεν ξέρουν να το φάνε».

2 ∆ιηγείται πάλι ο Παναγιώτης Χατζηγάκης µία από τις ατελείω-τες ιστορίες για τον Νίκο Παππά: Επειδή ο ποιητής είχε περάσει πολ-λές και σοβαρές ασθένειες και συνεχώς είχε κλονισµένη υγεία, του εί-χε µείνει ένα πολύ άσχηµο «τικ». Σχεδόν όλες του τις φράσεις στη συ-ζήτηση τις τελείωνε µε δυό-τρία απανωτά µικρά φτυσίµατα, λες καιείχε κάποιο ενοχλητικό σάλιο και έπρεπε απ’ αυτό να απαλλαγεί. Καιο Νίκος Μπούρας, συνεργάτης του στην έκδοση του περιοδικού«Επαρχία», επιτιµητικά και σαρκαστικά του έλεγε: «Βλέπω πως συνε-χώς αποτάσσεσαι τον Σατανά»!

3 Όταν εξέδωσα την ποιητική µου συλλογή µε τα χαϊκού «Έρηµολυκόφως» (1992) µου τηλεφώνησε έξαλλη η ποιήτρια Νανά Ησαΐα γιανα µε επιπλήξει: «τι πράγµατα είναι αυτά, τη στιγµή που υπάρχουν οιγιαπωνέζοι ποιητές των χαϊκού, εσύ τι θέλεις και µπαίνεις ανάµεσα»;Κι εγώ, αµέσως: «Μα, καλά γλυκιά µου, τη στιγµή που υπάρχει ο Ντο-στογιέβσκι και ο Μαρκές, εσύ γιατί άρχισες να γράφεις τώρα τελευ-ταία και µυθιστορήµατα»; Κι εκείνη: «Είναι απλούστατο, επειδή αυ-τοί είναι κακοί συγγραφείς και δεν τους παραδέχθηκα ποτέ!».

4 Ο κατά κόσµον ναύαρχος ∆ηµήτρης Γιακουµάκης (στον πνευ-µατικό στίβο ποιητής, λογοτεχνικός και εικαστικός κριτικός, εκδότηςβιβλίων και περιοδικών, καλοφαγάς και πότης) είχε στο γραφείο τουστην Πλατεία Κλαυθµώνος αποσπασµένον για καθηµερινή υπηρεσίατον Αντώνη Φωστιέρη, ποιητή και εκδότη του περιοδικού «Η λέξη»,

Page 15: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

15

που τότε υπηρετούσε στο ναυτικό την στρατιωτική του θητεία. Βέβαιαστο γραφείο αυτό µόνο στρατιωτικές δουλειές δεν γίνονταν. Όσοιµπαίναν εκεί µέσα βοηθούσαν στα λογοτεχνικά και εικαστικά µεράκιατου ναυάρχου και κυρίως σε όσες δουλειές ήταν απαραίτητες για τηνέκδοση του περιοδικού «Νέες Τοµές», στο οποίο ο υποφαινόµενος, οΒαγγέλης Κάσσος και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (άπαντες διακο-νητές του περιοδικού στη µετα-∆ουκαρική εποχή) του είχαµε παρα-χωρήσει τη διεύθυνση. Οπότε µια µέρα, ψάχνοντας για βινιέτες καιάλλα στολίδια σε διάφορα έντυπα, ο Φωστιέρης έπεσε πάνω σε µιαφωτογραφία 4 κουκουλοφόρων της ρατσιστικής οργάνωσης Κου-Κλουξ-Κλαν. Αµάν, αναφώνησε έκπληκτος. Ιδού η συντακτική οµάδατου περιοδικού «Νέες Τοµές». Και είχε δίκιο, αφού στο εσώφυλλο τουπεριοδικού αναφερόταν ότι διευθύνεται από (µια αόρατη και ανώ-νυµη) συντακτική επιτροπή, χωρίς να υπάρχει διάθεση αποκάλυψηςτων µελών της.

5 Έλεγε ο ο εκ ∆εσκάτης ποιητής Χρίστος Μπράβος: «Περνούσαµια µέρα από τη γειτονιά του Μίλτου Σαχτούρη και σκέφτηκα να τονεπισκεφτώ. Φτάνω στην πόρτα του, χτυπώ το κουδούνι και ο Σαχτού-ρης, που εκείνη την ώρα προσπαθούσε να γράψει ένα ποίηµα, φώναξεστο θυροτηλέφωνο (λες και ήξερε ποιός ήµουν) µε αποτρεπτική φωνή:Φύγε τώρα, έχω τον δαίµονα µέσα»!

6 Ποιός ειρωνεύεται, ποιόν; Ποιός µελαγχολεί, ποιός τρέµει απόανεξιχνίαστη φρικίαση; Ποιός είναι σε θέση να γελάσει, αντί να παρα-µείνει άναυδος µέχρι τα βάθη του, εκεί που σώµα και ψυχή συγκ-ρούονται στα πέρατα του ανερµήνευτου; Σας παραπέµπω στη φράσητου Μαλάνου (Τ. Μαλάνου: Ο Καβάφης, ∆ίφρος, χ.χ., σελ. 54): «ΟΚαβάφης συχνά λέει: ∆εν είµαι Χριστιανός, µα λυπούµαι που δενείµαι».

7 Επέστρεφε ο Ανδρέας Λασκαράτος σπίτι του αργά τη νύχτα καικάποιος γνωστός Κεφαλλονίτης για να τον...τσιγκλήσει, του πέταξεµπροστά στα πόδια του µερικά ...κέρατα. Ο Λασκαράτος που τον είχεαντιληφθεί, σταµάτησε, περιεργάστηκε τα κέρατα και φώναξε αθώα:«Ασηµάκη, ψυχούλα µου, χτενίζεσαι;»

8 Ο Κώστας Μαυρουδής, ποιητής και εκδότης του περιοδικού«Το ∆έντρο», φτάνει σε µια παρέα λογοτεχνών και αµέσως παρα-πονείται ότι είναι κρυωµένος και υποφέρει από πόνους στο κορµίτου. Ο ποιητής Στέλιος Καραγιάννης πετάγεται αµέσως µε την ατάκατου: «Αυτό ήταν αναπόφευκτο να συµβεί. Σ’ έφαγαν τα «Ρεύµατα».

9 Ύστερα από µια λογοτεχνική εκδήλωση κατά το 1985 η ’86

Page 16: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

16

συγκεντρωθήκαµε µια παρέα από ποιητές σε ταβερνάκι του Νέου Κόσ-µου της Αθήνας. Μας το είχε υποδείξει η Ρούλα Κακλαµανάκη, ενθου-σιασµένη από την ορχήστρα της ταβέρνας που την αποτελούσαν κά-ποιοι Ούγγροι βιολιστές. Όταν ήλθε η ώρα για να παραγγείλουµε φα-γητό, το γκαρσόνι σταµάτησε για αρκετό χρόνο πάνω από τον ΘανάσηΝιάρχο, επειδή εκείνος δεν µπορούσε να αποφασίσει εύκολα τι φαγη-τό τελικά θα έτρωγε. Και τότε ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης βάζει µιαφωνή: «Έλα, καηµένε, πες ένα «∆έντρο»-πανέ, να τελειώνουµε!»

10 ∆ιηγείται ο Παναγιώτης Χατζηγάκης: Ο αυστηρός φιλόλογοςΓ. Παπαγεωργίου-Εράλδυ έβαλε κάποτε στα Τρίκαλα-στα χρόνια πριντον πόλεµο- το εξής θέµα εκθέσεως στις εξετάσεις του Ιουνίου: «Τι θακάνω το καλοκαίρι-σκέψεις για το µέλλον». Ένας ατίθασος µαθητής,που του είχε µεγάλο άχτι, έγραψε επιγραµµατικά: Το καλοκαίρι πουθα έρθει θα σε σκοτώσω και το µέλλον µου θα το περάσω στη φυλακή!Απεβλήθη από όλα τα σχολεία των Τρικάλων.

11 ∆ιηγείται ο καθηγητής και συγγραφέας Θανάσης Νάκας:-Χρειάστηκε να εγχειριστεί κάποτε ο πατέρας µου στον Ευαγγελισµόκαι θεώρησα πρέπον, µε την προσδοκία να δοθεί στον ασθενή η µεγα-λύτερη προσοχή, να εγχειρίσω στον γιατρό και το απαραίτητο φακε-λάκι. Το έδωσα βέβαια µε τον πιο εύσχηµο τρόπο. Αγόρασα τον τόµοµε τα ποιήµατα του Σεφέρη, έβαλα µέσα τον φάκελο µε τη µία γωνί-τσα του να εξέχει φανερά και είπα µε υπονοούµενα στον γιατρό: «Ε-δώ µέσα γιατρέ βρίσκονται µερικά από τα καλύτερα δείγµατα τηςελληνικής ποίησης. Σας τα χαρίζω µε την ελπίδα να σας χαλαρώσουνκαι να σας ξεκουράσουν». ∆εν πέρασαν 5 λεπτά (όσο που να βγάλειτο φακελάκι από µέσα) και ο γιατρός ήρθε περιχαρής και µε βρήκε,επιστρέφοντας το βιβλίο και λέγοντας: «Σας ευχαριστώ, σας ευχαρι-στώ, αυτός ο Σέφερης (τονίζοντας δυνατά την προπαραλήγουσα) ήτ-αν καταπληκτικός, πάρτε τον!»

12 Όταν θυµάµαι το παραπάνω περιστατικό, θυµάµαι ταυτό-χρονα και µια διήγηση του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Συζητούσε µετη Λιάνα Κανέλλη στην τηλεόραση και αναφέρθηκε σ’ ένα ευτράπελογεγονός. Μια δηµοσιογράφος τον ρωτούσε κάποτε µε αγωνία, κατά τηδιάρκεια µιας εκδήλωσης: «Συγγνώµη, µήπως είδατε που είναι ο κ.Κακρίδης; Με στείλανε για να του πάρω µια συνέντευξη». Την κοίτα-ξα µε απελπισία, έλεγε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος και, στο τέλος,δεν άντεξα, της είπα: «Βρε κορίτσι µου, δεν φρόντισε να σε κατατο-πίσει αυτός ο αθεόφοβος που σε έστειλε να τον βρεις, για το ποιός εί-ναι ο Φάνης Κακριδής;»

13 Επισκέπτεται κάποτε τον ποιητή ∆ηµήτρη ∆ούκαρη ο επίσης

Page 17: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

17

ποιητής Τάκης Γιαννόπουλος, ο οποίος, έχοντας εγκαταλείψει τηνποίηση για αρκετά χρόνια λόγω επαγγελµατικών ασχολιών (όπωςέλεγε), επανέκαµψε δριµύς και διψασµένος για προβολή και αναψη-λάφηση σχέσεων. «Έχω έτοιµη µια καινούρια συλλογή ∆ηµήτρη, τουέλεγε, αλλά διστάζω στον τίτλο. ∆εν µπορώ να επιλέξω πως τελικά θατην ονοµάσω: “Επιστροφή” ή “Επάνοδος”; Τι λες κι εσύ;» Ο ετοιµό-λογος και πάντα δεξιοτέχνης στην ειρωνεία ∆ούκαρης δεν άργησε νατου δώσει τη λύση: «Μα, αγαπητέ µου, το “Επάνοδος” θα επιλέξεις,που έχει µέσα και το άνοδος! Και έτσι έγινε.

14 ∆ιηγείται ο πολυµνήµων συγγραφέας Κώστας Τσιρόπουλος:-Ένα βράδυ, ο συνεσταλµένος και ολιγόλογος Ι. Μ. Παναγιωτό-

πουλος, βλέποντας την άθλια µεταχείριση της δηµοτικής από άσχε-τους συγγραφείς και δηµοσιογράφους, µας έλεγε: «Μα τώρα εγώ πρέ-πει να γίνω καθαρευουσιάνος, για να µη µπορούν να µιαίνουν τηγλώσσα µου οι ατάλαντοι και οι αµαρτωλοί».

15 ∆ιηγείται ο ποιητής Αντώνης Κάλφας: Ήµασταν τρεις-τέσσερις λογοτέχνες και κάναµε βόλτα στην παραλία της Θεσσα-λονίκης. Ένας ξαφνικός αέρας φυσάει µανιασµένα και η παρέα κοιτά-ει πως να προφυλαχτεί. Οπότε, ο Γιώργος Σκαµπαρδώνης, βγάζονταςεπιδεικτικά το σακάκι του, φωνάζει µε απορία:«καλά, το σεσουάρ τουΘεού φοβόσαστε;»

16 Γράφει ο καθηγητής ∆. Λιαντίνης στο βιβλίο του «Γκέµµα»,σχολιάζοντας τις άχαρες εκπλήξεις που µπορεί να κρύβει η γνωριµίαµιας όµορφης γυναίκας: «Κοιτάς µια γυναίκα στο δρόµο, και γίνεσαιχάνος.

- Τι κινούµενο όραµα είναι ετούτο! φωνάζεις, και πέφτεις µε τοαµάξι στην κολόνα. Σταµατάς, την κουβεντιάζεις λίγο, κι όπου φύγει-φύγει. Πέντε λεφτά σου άρκεσαν, για να βγάλεις από µέσα της το µοσ-χάρι και την όρνιθα.»

17 Και για να µην αφήσει τις γυναίκες σε παράπονο µε την υπό-νοια ότι µεροληπτεί σε βάρος τους, ο Λιαντίνης συνεχίζει, σχολιά-ζοντας και την ανάλογη περίπτωση της ανδρικής αποκάλυψης:

«Το ίδιο συµβαίνει και µε έναν άντρα που έχει επιφάνεια, αλλάαπό µέσα του είναι στεκάµενο έλος.

– Τι Πατούχας µου βγήκε, µωρέ, ετούτος ο ολυµπιονίκης!»

(Σηµ. Ο τίτλος «Στο φτερό» χαρίστηκε από την Παυλίνα Παµπούδη)

Page 18: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

18

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

Το διφορούµενο λευκό

Κι αν τώρα συγυρίζω και τακτοποιώαλλόκοτα φερσίµαταφλούδες δύσπιστων λέξεων και µπουκαλάκια αιθέρακαι να φανερωθεί ζητώκείνο που δεν ορίζεται

είναι γιατί το τρίξιµο κάθε µισάνοιχτουµε έχει αποτελειώσειγιατί οι γνώµες - ακόµη και των ειδικών -διχάζονταιαν, λόγου χάρη, στρώνουµε λευκό σεντόνι νυφικόή νεκρικό του τάφου.

Μα πιο πολύγιατί, όπως ψιθυρίζεται τα ξύλα ήδη κόπηκαν και συναχτήκαν στη γωνιάκι έξω από εµάς µια δίχως έλεος πυρά κλαδί, κλαδί ετοιµάζεται.

Θα αποδοθούν ευθύνες

Ήτανε να µας έβρει το κακό. Άµαθοι κι απροσάρµοστοιγεµάτοι γρατσουνιέςσυνωστιζόµασταν στην έξοδο κινδύνου.Άλλοι τη νόµιζαν σταθµόγια άλλους ήταν τέρµαόµως όπως και να τον πεις τον παιδεµόαλλού είναι η παγίδα.

Να έρχεσαι

Page 19: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

19

να υπάρχειςνα περνάςκαι να µην είσαι.

Ωστόσοδε θα αδικηθεί κανείς στη µοιρασιά.

Κι η οµορφιά θα πληρωθείκι η µεταµέλεια θα ελεγχθεί για τις προθέσεις τηςκαι ύποπτος δακρύωνο Σεπτέµβρης θα θεωρηθεί.

Και ούτε να φαντάζεσαιπως η αγάπη θα γλιτώσει έτσι που φεύγει και ξανάρχεται σαν εκκρεµές αθώα σαν αµαρτωλήκαι αείποτε εκπίπτει.

Το φταίξιµο που µας αναλογείθα αποδοθεί µέχρι δεκάρας.

Page 20: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

20

∆ηµήτρης Τσινικόπουλος

Ο Μαϊτρέγια...

ΤΗΝ ΨΥΧΡΗ ΕΚΕΙΝΗ ΝΥΧΤΑ του Οκτώβρη που ο Κρις Κρίστε-ρσον κάθισε στον υπολογιστή του και έλαβε το πρώτο παράξενο µή-νυµα, ήταν η νύχτα που θ’άλλαζε τον τρόπο της ζωής του. Ο ίδιοςούτε που να το διανοηθεί δε θα µπορούσε και κανείς άλλος να το φα-νταστεί, ότι θα γινότανε ο νέος Μαϊτρέγια, σε βαθµό που λίγο κόντε-ψε να το πιστέψει κι ο ίδιος αντί να τρελαθεί.

Εκείνη τη ψυχρή νύχτα του Οκτώβρη, αφού είχε τελειώσει µια ευ-χάριστη παρουσίαση του νέου βιβλίου του στο µεγάλης ακροαµα-τικότητας κανάλι Grant Channel, αφού η παρουσιάστρια τού έκανε εύ-στοχες προδιαγεγραµµένες ερωτήσεις, µια και υπήρξε πρώην ερωµένητου, και ο φακός ζουµάρισε στο εξώφυλλο του βιβλίου «Το όλον καιτο τίποτα - Τα κρυµµένα µυστικά από καταβολής κόσµου «αποκαλύ-πτονται», έφθασε πεζός στο δυάρι του του 6ου ορόφου, έβαλε λίγοChivas στο ποτήρι του, χωρίς πάγο, και κάθισε στον υπολογιστή τουγια να δει τα e-mail και ν’απαντήσει στους απανταχού θαυµαστές του.

Τα περισσότερα µηνύµατα ήταν του ίδιου τύπου: φιλοφρονήσεις,εγκωµιαστικά σχόλια αλλά και λίγες, ελάχιστες υποδείξεις έως καυ-στικές επικρίσεις. «Πώς τα ξέρεις εσύ όλα αυτά, ένας πρώην Ηλεκτρο-λόγος και ένας πρώην προπονητής πολεµικών τεχνών, ένας που δενέκανε ειδικές σπουδές στα θέµατα που θίγεις;» Ο Κρις δεν πτοούντανκαθόλου από τέτοιου είδους επικρίσεις. Άλλες τις απαντούσε µε τονδέοντα καυστικό τρόπο και άλλες τις αγνοούσε επιδεικτικά. Εκείνοςενδιαφερότανε για τους θαυµαστές του, που µέρα µε τη µέρα ο αριθ-µός τους µεγάλωνε, και για τις πωλήσεις των βιβλίων του και ιδιαί-τερα του τελευταίου. Όλα έδειχναν ότι θα γινόταν µπεστ σέλερ σανκαι το προηγούµενο.

Οι κριτικές ήταν ανάµικτες, µια και έγραφε για συνωµοσιολογίες,απευθυνόµενες στις πλατιές µάζες, στους νέους, που τους άναβε τηφαντασία και τους έβαζε «αναµµένα µαγκάλια στο κεφάλι» κατά τηνέκφραση ενός λογοτεχνικού κριτικού, αφού βέβαια, οι περισσότεροιισχυρισµοί του ήταν φανταστικοί, ανέλεγκτοι και αυθαίρετοι. Ένααµάγαλµα πραγµατικότητας, φαντασίας και ουτοπίας. Ωστόσο, ακό-µα και οι επικριτές του αναγνώριζαν το άφθαστο λογοτεχνικό του τα-λέντο. Είχε έναν τρόπο γραφής δικό του, ήταν ένας δαίµονας πουέγραφε σαν άγγελος, όπως έγραψε µια εφηµερίδα. Ένας που µπο-ρούσε µε τη µαγεία της γλώσσας του, να σε πείσει, ότι η γη µας κυβερ-νιέται από εξωγήινα ερπετά προερχόµενα από τον πλανήτη Κρόνοµεταµφιεσµένα σε ανθρώπους, ένας που σου έφερνε την παγκόσµια

Page 21: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

21

οικονοµική κρίση ανάγλυφα µπρος στα µάτια σου, µαζί µε τους σεισ-µούς, τους λιµούς και τους καταποντισµούς! Ένας, που αν τον διά-βαζες, θα σου αφαιρούσε µια για πάντα τον γλυκό ύπνο από το µα-λακό µαξιλάρι σου και θα βλέπεις συνεχώς εφιάλτες...ξυπνώνταςκάθιδρος.

Το εξασκηµένο µάτι του Κρίστερσον, διέτρεξε στα γρήγορα τηνοθόνη του υπολογιστή, απόρριψε σύντοµα τα ανάξια λόγου µηνύµα-τα, τσέκαρε τα θετικά, και σταµάτησε αµήχανα σ’ ένα σιβυλλικό, αι-νιγµατικό µήνυµα.

«Είσαι ο νέος παγκόσµιος γκουρού, ο νέος Μαϊτρέγια...Σίγουραθα ξέρεις για τον Σιµόν Τζόουνς...Είσαι ο νέος µας προφήτης».

Αυτό το µήνυµα δεν του άρεσε καθόλου του Κρις. Ακούς, εκεί, εί-ναι ο νέος Μαϊτρέγια...Μα ποιος κρυβότανε πίσω απ’ αυτό τοπαράξενο µήνυµα και σε τι απόβλεπε; Κοίταξε σκεπτικός για λίγο τοµήνυµα. Το ξαναδιάβασε προσεχτικά. Έκανε διάφορες υποχθόνιεςσκέψεις και υποθέσεις. Το µυαλό του έτρεξε γρήγορα σε αντιπάλουςτου και σε µερικούς ορκισµένους επαγγελµατικούς εχθρούς του.Αφού έπαιζε µε διάφορες υποθέσεις, κούνησε για λίγο το κεφάλι τουαµήχανα, κοπάνησε το λιγοστό ουϊσκυ του και έπεσε για ύπνο. Τα ό-νειρά του ήταν ταραχώδη και ξύπνησε µια φορά ενδιάµεσα λαχα-νιασµένος και ιδρωµένος.

Την άλλη µέρα το πρωί γύρω στις 9, καθώς έπινε τον καφέ του πουέφτιαξε βαριεστηµένος και σκεπτικός, ξανακάθισε στην οθόνη τουυπολογιστή και άνοιξε και πάλι το ηλεκτρονικό του ταχυδροµείο. Αυ-τή τη φορά τα πράγµατα φαίνονταν πιο σοβαρά. Βρήκε ίσαµε 10 µη-νύµατα, σαν το χθεσινό, που λέγαν πάνω-κάτω τα ίδια. «Είσαι ο παγ-κόσµιος δάσκαλός µας, η ενσάρκωση του Χριστού, ο αναµενόµενοςΜαϊτρέγια, ο προφήτης που περιµένουµε...πρέπει να σε γνωρίσουµεαπό κοντά για να σε λατρέψουµε, γιατί αξίζεις την αφοσίωση και τηνλατρεία µας Μίστερ Κρίστερσον, εσύ που ξέρεις και κρύβεσαι τόσοκαλά πίσω από το ψευδώνυµό σου...».

Ο Κρίστερσον, άρχισε να µην αισθάνεται καλά. Τι σήµαιναν όλααυτά; Κάποιοι σκοτεινοί κύκλοι θέλουν να τον εµπλέξουν. Κάποιοικάνουν φάρσα σε βάρος του για να τον αποπροσανατολίσουν. ∆εν τουάρεζε καθόλου να τον δουλεύουν... Άρχισε να σκέφτεται διάφορεςεκδοχές και να τις απορρίπτει. Στο τέλος, πήγε το µυαλό του σε µιαπολύ ορθολογική εξήγηση: Μήπως είµαι θύµα παρεξήγησης, κάποιωνονειροπαρµένων, αφελών; Ένας συνωµοσιολόγος -συγγραφέας,τίποτα δεν µπορεί να αποκλείει, σκέφτηκε, ούτε και την πιο φυσική,απλή εξήγηση... Τελευταία βέβαια, αυτή. Αλλά πρωτίστως, το µυαλότου θα πρέπει να δουλεύει πυρετωδώς, να κάνει συσχετισµούς απί-θανους, να καταλαβαίνει τι κρύβεται πίσω από κάθε µήνυµα, κάθενεύµα, κάθε κίνηση, κάθε αριθµό και συνδυασµό αριθµών, κάθεκρυπτογραφηµένη λέξη, όσο απλή και αθώα κι αν φαίνεται ...

Page 22: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

22

Κάποιοι, ήθελαν ντε και καλά, να τον κάνουν να πιστέψει ότι είναιο νέος παγκόσµιος γκουρού. Ποιοι όµως και γιατί; Αυτό το ερώτηµαάρχισε να τον βασανίζει και να τον φοβίζει ταυτόχρονα...Μήπως έγινεστόχος σκοτεινών πολιτικών κύκλων αυτών που ο ίδιος τους θεω-ρούσε ερπετά µε διχαλωτές γλώσσες απ’ άλλον πλανήτη

Πήρε το λυκόσκυλό του το Μαξ, το έσυρε από το λουρί, και αφούέκλεισε µε µια κλωτσιά την εξώπορτα του διαµερίσµατός του, κατρα-κύλισε από τις σκάλες µαζί µε τον Μαξ, κρατώντας το χοντρό µπου-φάν στα χέρια του µια και η µέρα ήταν ηλιόλουστη. Στις σκάλες, δια-σταυρώθηκε µε τη γεροντοκόρη του απέναντι διαµερίσµατος που τουχαµογέλασε και ήθελε να τον πιάσει στην κουβέντα, αλλ’ αυτός δεν εί-χε καιρό για χάσιµο. Τη χαιρέτισε µ’ ένα ακαθόριστο νεύµα και συνέ-χισε...

Έξω, στο δρόµο, όλα ήταν ήσυχα και φυσιολογικά. Έτσι του-λάχιστον φαινότανε. Ήσυχα. Αλλά το εξασκηµένο µάτι του Κρις Κρί-στερσον προσπαθούσε πίσω απ’ τα τάχα αδιάφορα πρόσωπα καιβλέµµατα των διαβατών ν’ανακαλύψει καχύποπτες φιγούρες που είτεκρυφά τον παρακολουθούσαν, είτε ήθελαν να τον αναγνωρίσουν, είτενα τον περιπαίξουν. Για να τον εγκλωβίσουν, τελικά, να του κλέψουντα µυστικά του, τις ιδέες του, να τον εξουθενώσουν...και να τουκλέψουν τη δόξα

Το πρόβληµα αυτό το είχε εδώ και µήνες, από τότε που σε µιαεκποµπή του στην τηλεόραση, είχε ισχυριστεί -πως τούρθε στ’ αλήθειαη ιδέα - ότι είχε θείες εµπνεύσεις και ήταν το "κανάλι του Θεού". Μέ-σω αυτού, ο θεός, προειδοποιούσε τους ανθρώπους...για τα επερ-χόµενα. Το είχε παρατραβήξει το σχοινί, αλλά...το είπε.

Την άλλη µέρα, παντού έβλεπε ανθρώπους να τον δείχνουν µε τοδάχτυλο. Άλλοι να κρυφογελούν ειρωνικά από πίσω του και άλλοι -γνωστοί του-, να τον αποφεύγουν να του µιλήσουν. Το είχε παρα-ξηλώσει µε τους ισχυρισµούς του, το ήξερε, αλλά και πάλι, τι τουςπείραζε αυτούς όλους, αφού αυτός έγραφε για τους πολυπληθείςνεαρούς οπαδούς του, που πολλές φορές τον καλούσαν σε ανοιχτέςσυζητήσεις µαζί τους, και αυτός τους µιλούσε ως άλλος Νοστράδαµοςγια τροµοκράτες και επερχόµενους σεισµούς, λιµούς και καταπο-ντισµούς. Έτσι κι αλλιώς, κάπου στον κόσµο κάτι θα συνέβαινε απ’όλα αυτά... και δεν κινδύνευε να βγει ψευδοπροφήτης, ποτέ!

Γύρισε κατά το µεσηµέρι σπίτι του κουρασµένος από το δίωροπερπάτηµα µε τον Μαξ, ο ποίος γαύγιζε αδιάκοπα όταν έβλεπε κά-ποιον να τους κοιτάει παράξενα και δεν του γέµιζε το µάτι.

Την ώρα που µπήκε, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Κρις κοίταξε τηνοθόνη για αναγνώριση της κλήσης, αλλ’ αυτή έδειχνε απόρρητη...Έµεινε για λίγο αναποφάσιστος και µετά το 8ο κουδούνισµα το σή-κωσε «Ποιος είναι» ρώτησε επιφυλακτικά

Μια υπόκωφη φωνή ακούστηκε σαν να ’ρχότανε από το υπερ-

Page 23: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

23

πέραν: «Χαιρετούµε τον νέο Μαϊτρέγια!». Ο Κρίστερσον έκλεισε τοτηλέφωνο αµέσως χωρίς να πει κουβέντα...

Άρχισε να βηµατίζει στο καθιστικό αµήχανος. Μετά από λίγο κά-θισε στο κοµπιούτερ. Το άνοιξε. Και πάλι αντίκρυσε τα ίδια µηνύ-µατα. Πέντε νέα µηνύµατα του ’λέγαν τα ίδια πράγµατα...«Είσαι οΝέος Μαϊτρέγια...». Μια πονηρή λάµψη άστραψε στο µυαλό του. ∆ενήξερε ποιοι ήταν αυτοί που τά ’γραφαν αυτά. Ίσως να πρόκειται γιαφάρσα, σκέφτηκε. Ίσως, όµως, και να το πίστευαν πραγµατικά αυτοίοι παλαβοί. Τι έχανε να πήγαινε να τους βρει και να µιλήσει µαζί τους,να τους ψαρέψει, να τους ξεζουµίσει; Πριν όµως απ’ αυτό, σκέφτηκενα τους απαντήσει διαψεύδοντας την ιδέα τους, για να δει την αντί-δρασή τους. Κάθισε βιαστικά και έγραψε ένα µήνυµα:

«Όχι! δεν είµαι ο νέος Μαϊτρέγια! Είµαι ο Κρις Κρίστερσον συγ-γραφέας λογοτεχνικών βιβλίων επιστηµονικής φαντασίας...Τι θέλετεαπό µένα. Αφήστε µε ήσυχο...».

Σε λίγο έφτασε σχεδόν η ίδια απάντηση από πέντε αποστολείς.«∆εν µας ξεγελάς εµάς! Είσαι ο νέος παγκόσµιος δάσκαλος...ο νέοςπροφήτης. Και η άρνησή σου να αποδεχτείς την ιδιότητά σου, έχειπροβλεφτεί κι αυτή από τον Σιµόν Τζόουνς».

Ο Κρίστερσον, κόντευε αυτή τη φορά πραγµατικά να τρελαθεί...ΟΣιµόν Τζόουνς, άρχισε να ψιθυρίζει...Ο Σιµόν Τζόουνς. Κάτι του έλε-γε αυτό το όνοµα, αλλά δεν θυµόταν καλά, µε τόσα ονόµατα τόσωνανθρώπων πραγµατικών ή φανταστικών που κυκλοφορούσαν στοκεφάλι του, µέρα νύχτα...

Κάθισε στο πληκτρολόγιο του Lap-top και πληκτρολόγησε το περί-εργο αυτό όνοµα. Σιµόν Τζόουνς. Αυτό που στη συνέχεια διάβασε, τονέκανε να ανατριχιάσει ολόκληρος. Ο Σιµόν Τζόουνς είχε καταπλη-κτική οµοιότητα µε τη ζωή του. Είχε κι αυτός σωθεί σαν από θαύµααπό ένα πέσιµο από τον τρίτο όροφο ενός ξενοδοχείου στην παιδικήτου ηλικία· είχε µια ουλή στο δεξί του µάγουλο, τσίβδιζε ελαφρά ότανµιλούσε -όπως κι αυτός- και µιλούσε πάντα για την επερχόµενη κα-ταστροφή µαζί µε τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, τη σύναξη τωντελευταίων εκλεκτών από τα τέσσερα άκρα της γης, και την προ-ετοιµασία των πιστών για να υποδεχτούν τον Χριστό.

Το πιο καταπληκτικό όµως, που ανακάλυψε, ήταν αυτό: Ο ΣιµόνΤζόουνς, ήταν ο ιδρυτής µιας µικρής αίρεσης, ένας γκουρού, γι’αυτήν, που είχε πεθάνει πριν από µερικά χρόνια... Σύµφωνα µε τιςυποσχέσεις του θα επανεµφανιζότανε ενσαρκωµένος ως νέος γκου-ρού, ως Μαίτρέγια, για να συνεχίσει το σωτήριο έργο του... Στηνεξωτερική εµφάνιση ο γκουρού αυτός έµοιαζε κάπως µε τον ίδιο, µιακαι η ανηρτηµένη φωτογραφία του ήτανε φωτογραφία ενός ηλικιω-µένου ανθρώπου κι αυτός ήταν σαραντάρης...Αλλά αυτό που µε-τρούσε ήταν η εσωτερική ζωή, η προφητεία και το µήνυµα... Αυτά,ήταν σχεδόν πανοµοιότυπα. Ή µήπως δεν ήταν; Ξαφνικά το µυαλό

Page 24: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

24

του έτρεξε πιο γρήγορα κι από την ταχύτητα του φωτός. Θυµήθηκεκάτι το ενοχλητικό...Αυτός, ο Σιµόν Τζόουνς, πρέπει να ’τανε ίσωςκαι παιδεραστής. Που µέσα στο κοινόβιο της αίρεσής του κυκλο-φορούσαν και τ’ αναρίθµητα παιδιά του και τα εγγόνια του απ’ ταίδια του τα παιδιά...Ητανε έκφραση αγάπης το σεξ µεταξύ παιδιώνκαι συγγενών, τους δίδασκε. Αυτός ήτανε; Ο Κρίστερσον δεν ήτανσίγουρος. Αλλά, ναι, ναι,...αυτός πρέπει να ήταν, αυτός που κήρυττετις εντολές που του αποκάλυπτε στον ύπνο του, ο θεος. Να µην πί-νουν αλκοόλ, να µην καπνίζουν και να είναι χορτοφάγοι. Αυτός πρέ-πει να ήταν, αυτός που τους δίδασκε: Να ζείτε απλά σαν τα µικράπαιδιά, ν’ ακούτε τη φωνή της καρδιάς σας· γιατί µακάριοι οι καθα-ροί στην καρδιά...∆εν υπάρχουν αµαρτωλές πράξεις παρά µόνο αµαρ-τωλοί άνθρωποι και δίκαιοι άνθρωποι. Ό,τι και να κάνει κάποιος, ανείναι αµαρτωλός είναι αµαρτία, κι αν είναι δίκαιος, και αµαρτία ναφαίνεται ότι είναι, είναι ελεηµοσύνη ...

Ο Κρίστερσον χαµογέλασε αυτή τη φορά πονηρά. Καθησυχα-σµένος. Αυτοί οι µισότρελοι ήταν ό,τι έπρεπε για τα µελλοντικά σχέ-διά του. Θα κουβαλούσαν νερό στο νερόµυλό του. Να τι θα ’κανε: Θααποδεχότανε το ρόλο του νέου Μαϊτρέγια. Θα αποκόµιζε την ενθου-σιώδη υποδοχή και τα µηνύµατα λατρείας των οπαδών του, κι ας µηνήταν αυτός που αυτοί νόµιζαν... Θα προσποιούνταν τον Μαϊτρέγια.Θα ντυνότανε µε ιδιόρρυθµη λευκή στολή, θα τους κήρυττε µε ακατα-λαβίστικα συνωµοσιολογικά µηνύµατα, και θα τους έβαζε να πουλούντα βιβλία του ως άµισθοι πλασιέ, µια κι αυτός ήτανε το "κανάλι τουθεού". Μέσω αυτού, ο θεός θ’ ανήγγειλε τη σύναξη των εκλεκτών απότα τέσσερα άκρα της γης και την επερχόµενη οξεία και δίστοµη ροµ-φαία της κρίσης και της οργής του και του καθηµένου στο θρόνο -αρνίου, µαζί µε τους σεισµούς, τους λιµούς και τους καταποντισµούς...που γι’ αυτούς στα βιβλία του εδώ και καιρό έγραφε...

∆ε µπορεί, όλο και κάτι απ’ αυτά θα συνέβαινε, κι αυτός δεν θα’βγαινε ψευδοπροφήτης...Θα’ταν, στα µάτια τους, ο νέος Μαϊτρέγια.

Εξόριστες και παρεξηγηµένεςεπωµισµένες µ’ ένα χρέος ολέθριο- τόσους πολέµους και νεκρούς -βουβά υποµένουνετη µόνιµη κατάρα τουςτην οµορφιά....

Αγγελική Σιδηρά Αµφίδροµη έλξηεκδ. Καστανιώτη &∆ιάττων

Page 25: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

25

Γιάννης Μότσιος

Νικολάι Ρέριχ : Σηµεία γραφής

Η ΠΟΙΗΤΙΚH ΣΥΛΛΟΓH του Ν. Ρέριχ (ονοµαζόταν και Ριόριχ) µετον τίτλο Σηµεία γραφής κυκλοφόρησε στη Μόσχα το 1974 σε 25.000αντίτυπα. Την ίδια περίοδο το µουσείο Λ. Τολστόι είχε οργανώσει τηµεγαλύτερη ως τότε έκθεση έργων ζωγραφικής του Ρ. η οποία είχετεράστια επιτυχία. Με παγωνιά των µείον 27 βαθµούς οι λάτρες τηςτέχνης του περίµεναν ουρά 4 µε 5 ώρες για ν’ αποχτήσουν ένα εισι-τήριο και να µπουν έτσι στις αίθουσες των δύο ορόφων και ν’απολαύσουν µια τέχνη ασυνήθιστη, πρωτότυπη, εξωτική και άκρωςεντυπωσιακή. Αυτού του είδους οι ουρές θα µείνουν στην ιστορία ωςένδειξη του ζωηρού ενδιαφέροντος των σοβιετικών πολιτών προς τηνυψηλή τέχνη. Υπήρξαν, βέβαια, και πιο µεγάλες ουρές: για να δω µόνοέναν πίνακα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, την περίφηµη Μόνα Λίζα –Τζιοκόντα, χρειάστηκε να περιµένω στην ουρά (εκ περιτροπής µε δύοφίλους µου Ρώσους ζωγράφους) τρία εικοσιτετράωρα. Κι όταν µπή-καµε στην αίθουσα, η σειρά να προχωρεί συνεχώς, µε βήµα αργό, ό-πως σε µαυσωλείο

Το 1921 η πρώτη ποιητική συλλογή του Ρ. κυκλοφόρησε µε τοναρχαιότροπο τίτλο Άνθη Μορίας που προκάλεσε πολλά και ποικίλασχόλια. Ο Γκόρκι ανήκε στους θαυµαστές αυτών των στίχων που ταονόµασε µε την επίσης αρχαΐζουσα λέξη ‘πισµενά’ που σηµαίνει γρα-πτά κείµενα. Μ’ αυτήν τη λέξη οι Ρώσοι προσδιορίζουν κείµενα αρ-χαίων πολιτισµών, π.χ. της Αιγύπτου.

Η συλλογή Σηµεία γραφής, 1974, αποτελείται από τέσσερα µέρη:τρεις ‘σουίτες’ και ‘ένα συνθετικό ποίηµα’. Ο ειδολογικός προσδιο-ρισµός τους ανήκει στον ποιητή. Οι τέσσερις ποιητικές ενότητες έχουντους τίτλους: «Σηµεία» (18 ποιήµατα), «Αγγελιοφόρος» (20), «Στο α-γόρι» (22) και το ποίηµα των 8 σελίδων «Συµβουλή σε θηρευτή πουµπαίνει σε δάσος». Να σηµειώσουµε ότι όλα τα ποιήµατα της συλ-λογής έχουν γραφεί πριν εγκατασταθεί µόνιµα και οριστικά ο Ρ. στηνΙνδία, όπου και έζησε από το 1922 ώς το θάνατό του, το 1947. Λίγοπιο πριν και για µικρό χρονικό διάστηµα είχε µεταναστεύσει στιςΗΠΑ όπου ήταν γνωστός ως ζωγράφος, σκηνογράφος, οραµατιστήςκαι γκουρού ανάµεσα στους πλούσιους που τον ενίσχυσαν οικο-νοµικά και έχτισαν µουσεία, ένα από τα οποία φέρει το όνοµά του ώςσήµερα στη Νέα Υόρκη.

∆εσµοί φιλίας και στενής συνεργασίας συνέδεαν τον ποιητή καιεπιστήµονα µε τις µεγαλύτερες προσωπικότητες της Ινδίας στον κόσ-µο της πολιτικής Μαχάτµα Γκάντι και Τζαβαχαρλάλ (Παντίτ) Νεχ-

Page 26: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

26

ρού, µε τον νοµπελίστα συγγραφέα Ραµπιντρανάθ Ταγκόρ κ.ά.Το 1926, προσκεκληµένος της σοβιετικής κυβέρνησης, επισκέπτε-

ται τη Μόσχα, όπου είχε συναντήσεις µε τους υπουργούς Λουνα-τσάρσκι και Τσετσέριν -Παιδείας και Εξωτερικών αντίστοιχα. Το1947 ο Ρ. αποφάσισε να επιστρέψει στην πρώτη πατρίδα του (τη ρωσι-κή υπηκοότητα και ιθαγένεια διατήρησε ώς το τέλος της ζωής του),απέστειλε χιλιάδες πίνακες ζωγραφικής, µε διαβατήριο και βίζα περί-µενε τη µέρα της αναχώρησης που ποτέ δε πραγµατοποίησε. Ο θάνα-τος είχε προαποφασίσει διαφορετικά. Στην κοιλάδα Κουλού, στουςπρόποδες των Ιµαλάϊων, σε µια τεράστια όρθια πέτρα είναι σκαλι-σµένες οι φράσεις: «Εδώ, το ∆εκέµβρη του 1947, έλαβε χώρα η καύσητης σωρού του Νικολάι Ρέριχ, του µεγάλου Ρώσου φίλου της Ινδίας.Ας βασιλεύει ειρήνη.»

«Όταν σκέπτοµαι τον Ρέριχ, είπε ο Νεχρού, µε εκπλήσσει το εύρος,η δύναµη και ο πλούτος της δραστηριότητας και της δηµιουργικήςιδιοφυίας του. Μεγάλος ζωγράφος, µεγάλος επιστήµονας και συγ-γραφέας, αρχαιολόγος και ερευνητής, άγγιζε και φώτισε πολλές πτυ-χές υψηλών ανθρώπινων στόχων». Ως προς το εύρος των λογοτε-χνικών ενδιαφερόντων και ασχολιών του: διέπρεψε στα είδη τουσύντοµου διηγήµατος και του πολυσέλιδου αφηγήµατος, του παρα-µυθιού και της λυρικής ποίησης, του λογοτεχνικού άρθρου και τουδοκιµίου. Αν θα θέλαµε να προσδιορίσουµε το κύριο χαρακτηριστικότης ιδιοσυγκρασίας του, θα τον ονοµάζαµε οδοιπόρο, στρατοκόποκαι ταξιδευτή. Όχι µόνο στο γεωγραφικό χώρο, αλλά στον ίδιο βαθµό(κι ίσως µε περισσότερα δικαιώµατα) στο χωροχρόνο της ιστορίαςκαι των πολιτισµών. Συµµετείχε σε αρχαιολογικές αποστολές στηΡωσία, στη Μέση Ασία και στη Μογγολία, και τελικά ίδρυσε το Ινστι-τούτο Επιστηµονικών Ερευνών των Ιµαλάϊων. Το Σύµφωνο για τηνυπεράσπιση των πολιτιστικών αξιών που υπέγραψαν και επικύρωσανπολλές χώρες, συµπεριλαµβανοµένης και της ΕΣΣ∆, έµεινε στην ιστο-ρία ως Σύµφωνο Νικολάι Ρέριχ. Με µάτια στραµµένα προς τη Ρωσία,ο Ρέριχ έγραψε τα λόγια: «Μεγάλη Πατρίδα, όλοι οι πνευµατικοί θη-σαυροί είναι δικοί σου, όλες οι ανείπωτες οµορφιές είναι δικές σου,όλο το ανεξάντλητο στις αχανές εκτάσεις και τις βουνοκορφές σου θατις αµυνθούµε. ∆ε θα βρεθεί σκληρή καρδιά να πει: µη σκέπτεσαι τηνΠατρίδα. Κι όχι µόνο στις γιορτές και τις σκόλες, αλλά και στην κα-θηµερινή εργασία µας θα εµφυσούµε τη σκέψη σε ότι δηµιουργούµεγια τη Πατρίδα, για την ευτυχία της και για την κοινή προκοπή».

Τα ποιήµατα του Ν.Ρ. είναι µοναδικά όχι µόνο για τη ρωσική, µακαι για την παγκόσµια ποίηση. Σ’ αυτά, καθώς και στους πίνακες ζω-γραφικής του, βρήκαν έκφραση οι ασχολίες και οι µεγάλες επιδόσειςτου: του ανήσυχου οδοιπόρου, του ακούραστου αρχαιολόγου, τουγνώστη της ιστορίας, σε πρώτη σειρά της αρχαίας, των πολιτισµώνκαι της καθηµερινής ζωής χωρών και λαών της Ευρώπης και της

Page 27: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

27

Ασίας µε επίκεντρο τη Ρωσία και την Ινδία (το Θιβέτ και τα Ιµαλάϊα),του στοχαστή και του καλλιτέχνη που σε ίση βάση συνδιαλέγονταν µετο παρόν, µε το παρελθόν και µε κάποια ανοίγµατα προς το µέλλον,του ανθρώπου - κοσµοπολίτη και ένθερµο πατριώτη της χώρας του -που σε κάθε στίχο ‘συνοµιλεί’, ‘κουβεντιάζει’ µε τους συνανθρώπουςτου. Κι ακριβώς αυτή η λέξη: ‘κουβεντιάζει’ οριοθετεί το ποιητικόπλαίσιο, µέσα στο οποίο κινήθηκαν όλοι οι στίχοι του. Κι ίσως ανά-µεσα στους πρώτους -πρώτους (στη ρωσική ποίηση οπωσδήποτε) ναεπέλεξε την κουβεντιαστή φωνή στη λυρική του ποίηση και µάλισταµεσουρανούντος του συµβολισµού και του ακµεϊσµού στη χώρα τουκαι στις ξένες λογοτεχνίες, µε τη σχολιαστική φροντίδα των ρευ-µάτων αυτών για απόλυτη µετρική και ηχητική ευρυθµία στους στί-χους. Αυτός και ο φουτουριστής Βελιµίρ Χλέµπνικοφ στη ρωσικήποίηση. Περισσότερο ή λιγότερο κατανοητός ο πρώτος παρ’ όλουςτους συµβολισµούς και τις αλληγορίες, δύσκολος (σε µερικά κι ακα-τανόητος), ιδιότροπος και ιδιόρρυθµος (στη ζωή και στην καλλι-τεχνική του δηµιουργία) ο δεύτερος. Και οι δύο µοναδικοί, ανεπα-νάληπτοι και µοναχικοί στον κόσµο των ιδεών και τους εκφρα-στικούς τους τρόπους: στη µοναδικότητα του ύφους ξεχωριστή γιατον καθένα.

Άδικα, κατά την άποψή µου, δεν προσέχτηκαν, ίσως και ηθεληµένανα µειώθηκε η σηµασία τους, µερικά από τα κύρια χαρακτηριστικάτης ποιητικής τέχνης του. Αίφνης, κάνοντας λόγο για τους πρόδρο-µους του Ρ. στο είδος της στοχαστικής, φιλοσοφικής ποίησης, ανα-φέρονται από σοβιετικούς φιλόλογους τα ονόµατα των ποιητώνΜπαρατίνσκι και Τιούττσεφ. Μολονότι είναι τόσο ανόµοιοι ως δια-µετρικά αντίθετοι µεταξύ τους. Στα κάτω -κάτω η ποίηση φιλο-σοφικού χαρακτήρα είναι γνωστή από την ηµέρα της γέννησής της, κιόχι από τον 19ο αι. και µετά. Το ίδιο λαθεµένη (τουλάχιστο ελλιπής)πρέπει να θεωρηθεί και η άποψη για τους άµεσους προπάτορες του Ρ.ως προς τη χρήση του ελεύθερου στίχου, ξεχνώντας ότι στην περί-πτωση αυτού του στοχαστή πρόκειται για τη δηµιουργία ενός ξεχω-ριστού είδους ελεύθερου στίχου, ο οποίος όντως βασίζεται στο κου-βεντιαστό ύφος του προφορικού λόγου, του λόγου ενός σοφούγέροντα-Γκουρού.

Τα πρώτα ποιήµατα που έχουµε στη διάθεσή µας, χρονολογούνταιαπό το 1907 και µετά, ενώ ο κύριος όγκος τους έχει γραφεί κατά το1915-21. Το 1908-12 ο ποιητής Χλέµπνικοφ µαζί µε τους υπόλοιπουςΡώσους φουτουριστές αναπτύσσει τις αισθητικές αντιλήψεις πουπροσπαθούν να τις εφαρµόσουν στα ποιήµατά τους. Στο Θηριο-τροφείο Κριτών ΙΙ, ένα από τα µανιφέστα των Ρώσων φουτουριστών,συµπεριλαµβάνεται και η δήλωση -απαίτηση από την τέχνη τηςποίησης:

«8. Ρηµάξαµε τους ρυθµούς. Ο Χλέµπνικοφ προώθησε το ποιητικό

Page 28: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

28

µέτρο του ζωντανού καθοµιλούµενου λόγου /.../ Ο κάθε παλµός γεν-νάει νέο ελεύθερο ρυθµό για τον ποιητή». Στο µέγεθος τωνεπιδιώξεων και µε πιο ριζοσπαστικά µέσα ο Ρ. έφτιαξε παρόµοιουςστίχους από το 1907 ακόµα. Αίφνης: µαζί µε την άρνηση να χρησιµο-ποιήσει παραδοσιακούς ρυθµούς, αρνείται και την ηχητική οργάνωσητων στίχων, συµπεριλαµβανοµένης και της οµοιοκαταληξίας. Πράγµαπου ούτε ο Χλέµπνικοφ τόλµησε ή θεώρηση χρήσιµο να κάνει. Ούτε κιο Μαγιακόφσκι, αφού κι οι δυο τους συνέχισαν να καλλιεργούν τηρίµα και να την αναπτύσσουν προς την κατεύθυνση της µεγαλύτερηςδυνατής έκπληξης µε την απρόσµενη, πλούσια εµφάνιση και τοννεωτερισµό της.

Κι εδώ ακριβώς θα ήθελα να υπογραµµίσω µε έµφαση µερικέςοµοιότητες στην ποίηση του Ρέριχ και του Καβάφη µε κύρια τη συνει-δητή προσπάθεια για µεταρρύθµιση των στίχων όχι µόνο (ή όχι τόσο)στην τεχνική τους παράµετρο, αλλά πιο πολύ προς µια ειδική στάσηαπέναντι στα ποιητικά δρώµενα, προς µια µορφή σύγχρονης στωικήςθεώρησης και αντιµετώπισης της ανθρώπινης µοίρας. Η καταγραφήτων σκέψεων, των αισθηµάτων, των συµπεριφορών αφηγητών και λο-γοτεχνικών προσώπων στα ποιήµατά τους έχει ως προϋπόθεση και ωςφόντο την από πριν γνώση αυτών που θα διαδραµατιστούν. Κι επο-µένως η φιλοσοφική θεώρηση πραγµάτων και καταστάσεων είναι δε-δοµένη. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις και οι δύο προωθούν στους στίχουςτους την ιδέα της ήρεµης, καρτερικής ενατένισης δραµατικών, ακόµακαι τραγικών, καταστάσεων από τη µεριά των λυρικών προσώπων. Σεπαρόµοιους στίχους δεν θα συναντήσουµε στοιχεία νουθεσίας, παρό-τρυνσης ή κατήχησης. Τουλάχιστο ανοιχτά και στην επιφάνεια. Σταποιήµατά τους µοιάζει συχνά να µονολογεί η εµπειρία της ζωής και ησοφία του πνεύµατος: της προβληµατιζόµενης στην ιστορία και τηνκαθηµερινή ζωή συνείδησης και αυτογνωσίας. Αυτοί οι στίχοι δενµπορούσαν παρά να δανείζονται και να υιοθετούν στοιχεία από τονήρεµο λόγο της στοχαστικής συζήτησης και του διαλόγου ή και µόνοτου εσωτερικού µονολόγου. Το ύφος του προφορικού τόνου µε τηναποφυγή της όποιας ρητορείας, όσο τίποτε άλλο ταίριαζε στη φωνήτους. Κι αυτό όχι µόνο δεν απέκλειε, αλλά και προϋπόθετε τη χρήσησυµβόλων κι αλληγοριών µε προεκτάσεις στην αποφθεγµατική έκφρα-ση και τη διαχρονικότητα της αλήθειας.

Η ποιητική συγγένεια (µικρότερη ή µεγαλύτερη, άσχετα) ανάµεσαστον Ρ. και στον Καβάφη δεν προέρχεται από άµεσο ‘διάλογο’ τωνστίχων τους, αφού σχεδόν αποκλείεται η επίδραση του ενός στο έργοτου άλλου. Πρέπει να έχουµε να κάνουµε µε µια µορφή τυπολογικήςσυγγένειας, όταν παρόµοιες καταστάσεις -εξωτερικές και ιδιαίτεραεσωτερικές- διαπραγµατεύονται κι αντιµετωπίζονται από αφηγητέςκαι λογοτεχνικά πρόσωπα κατά συγγενικό τρόπο. Συγγενικές ήτανκαι οι µορφές έκφρασης αυτών των καταστάσεων. Να τονίσω ότι και

Page 29: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

29

οι δύο συγγραφείς και στοχαστές χρησιµοποίησαν το µακρινό πα-ρελθόν από την ιστορία της φυλής τους και της ανθρωπότητας για τηνκαλύτερη κατανόηση του παρόντος. Καταστάσεις και µορφές δια-χρονικής ισχύος απασχολούσαν στα σοβαρά το ανήσυχο πνεύµα τους.Τη ‘συνάντηση’ των δύο στοχαστών και ποιητών µιας τέχνης υψηλώνπροδιαγραφών εντοπίζω περισσότερο στα µετακινούµενα µεταίχµιατων δύο µεγάλων πολιτισµών: της Ευρώπης και της Ασίας.

Ο ποιητικός συµβολισµός και η ποιητική αλληγορία στο έργο τουΝ.Ρ. καταλήγει σε µια συµπαντική συνάντηση του ανθρώπου µε το θεί-ο, της φύσης µε τον πολιτισµό, της ανθρώπινης µοίρας µε το δράµακαι την υπέρβασή του στον εσωτερικό κόσµο των λογοτεχνικών, συ-χνά µυθολογικής υφής, προσώπων του, τη διάψευση της ελπίδας µε τηεπίτευξη της ψυχικής ηρεµίας και της καρτερικότητας, της αποτυχίαςµε την πίστη στην αναγκαιότητα συνέχισης του σωστού δρόµου πουβασίζεται στον ακατάπαυτο αγώνα µε θεµέλιο την ηθική και το δίκαιοστην ανθρώπινη ζωή και την κοινωνία. Συχνά είναι δύσκολο ναξεχωρίσει κανείς στους συµβολισµούς του την συµπαντική δύναµηαπό την εσωτερική φωνή του αφηγητή. Κι επειδή τον κατηγόρησαν γιαµυστικισµό, θα αναφερθώ σε µια δική του ρήση: «∆εν αγαπώ τις λέ-ξεις ‘µυστικισµός’ ή ‘πνευµατολατρεία’, επειδή και η µια και η άλληείναι συνώνυµα της αµάθειας».

Ο Ρ. συγκαταλέγεται στη µικρή οµάδα των ποιητών που σχεδόνδεν τραγούδησαν τον έρωτα, τις σαρκικές απολαύσεις του σώµατος.Η αγάπη βρήκε έκφραση στην καθολική και φιλοσοφική εκδοχή της.Τέλος, το έργο του Νικολάι Ρέριχ είναι αναπόσπαστα συνδεµένο όχιτόσο µε την Ινδία, όσο µε το Θιβέτ και σε πρώτη σειρά µε τα Ιµαλάια(‘hima alaya’, σανσκριτικές λέξεις που σηµαίνουν ‘κατοικία των χιο-νιών’). Λανθάνουσα αυτή η σχέση στους στίχους, τουλάχιστο λιγό-τερο ορατή για το αγύµναστο µάτι, ευδιάκριτη, κατάφωρα ολοφάνερηκαι κραυγάζουσα στους πίνακες µιας ζωγραφικής που εκπέµπει πολύφως, αγάπη στη ζωή και τη φύση, µεγαλοπρέπεια και ψυχική ανάταση-προς τις Ιµαλάιες κορφές του κάθε ξεχωριστά ανθρώπου.

Τελευταία και ουσιαστική, κατά την άποψή µου, επισήµανση: είναιαπό τις σπάνιες περιπτώσεις, όταν κάτοικος ορθόδοξης χριστιανικήςχώρας, και προπαντός της Ρωσίας των αρχών του 20ου αιώνα, ενσ-τερνίζεται το βουδισµό, ο οποίος στη συνέχεια µετατρέπεται γι’ αυτόνστην πιο γνήσια και πιο γόνιµη πηγή ποιητικής έµπνευσης που απο-τυπώνεται τόσο εµφανώς στην εικονοποιΐα και προπαντός στο ύφος(δηλαδή, στο πιο εσώτερο και ουσιαστικότερο στοιχείο) του ποιη-τικού λόγου. Η σχεδόν αποκλειστικότητα των Ιµαλάιων στην τέχνητου των πολλών χιλιάδων πίνακων ζωγραφικής δένει στο ίδιο πρό-σωπο την ποίηση µε τη ζωγραφική, και κάνει έτσι τον Ρέριχ, ίσως, τονµοναδικό άνθρωπο, του φιλοσοφικού στοχασµού, του τρόπου ζωήςκαι του πολιτισµού που πρωτοτύπησε επιτυχώς στα δυο είδη τηςτέχνης. (13.12.1999 – 25.06.2010)

Page 30: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

30

Μικρό ανθολόγιο του Νικολάι Ρέριχ Σηµεία γραφής

ΣΗΜΕΙΑ

Καιρός

Μέσα στον όχλο να βαδίζουµε είναι βαρύ.Πολλές δυνάµεις και ορέξεις εχθρικές.Υπάρξεις σκοτεινές ανέβηκανστους ώµους των περαστικών.Στην άκρη πάµε, και πέρα εκεί,στο γήλοφο, όπου στέκει αρχαίος στύλος, να καθίσουµε.Από κοντά µας θα διαβούν.Όλα τα κατακάθια θα πέσουνεστον πάτο κι εµείς θα περιµένουµε.Κι αν µήνυµα για τα σηµείατα ιερά θα φτάσει,εκεί θα πάµε κι εµείς.Αν θα τα µεταφέρουν,θα σηκωθούµε, τιµές θα τ’ αποδώσουµε.Μ’ άγρυπνο µάτι θα κοιτάζουµε.Μ’ αφτί γερό θ’ ακούµε.Θα θέλουµε και θα µπορούµε.Και µόνο τότε θα βγούµε έξω –Όταν θα ’ναι πια

καιρός.

Στο πλήθος

Τα ρούχα µου είν’ έτοιµα. Τώρατη µάσκα θα φορέσω. Και µη ξαφνιάζεσαι,φίλε µου, αν η µάσκα µου θα ’ναι φρικτή. Αφού µόνο ένα προσωπείοείναι. Πρέπει να βγούµεαπό δω µέσα. Στο δρόµο ποιονθα συναντήσουµε; Είν’ άγνωστο.Προς τί τους εαυτούς µας να κάνουµε ορατούς; Ενάντια στους αµείλικτουςµε την ασπίδα αντιστάσου.∆υσάρεστη σου είναι η µάσκα µου;Καθόλου δε µου µοιάζει;Κάτω απ’ τα φρύδια µου δε φαίνονταιτα µάτια; Αυλακωµένο µε ρυτίδες

Page 31: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

31

βρίσκεις το πρόσωπό µου;Μα γρήγορα τα προσωπεία θα βγάλουµε.Κι ο ένας στον άλλο θα χαµογελάσει.Αλλά τώρα ας µπούµε

στο πλήθος.

Του κάκου

∆εν φαίνονται τα ιερά σηµεία.Τα µάτια σου άφησε ν’ αναπαυτούν.Ξέρω πως κουράστηκαν. Κλείσ’ τα.Για σένα θα κοιτάζω εγώ. Θα σου λέω αυτά που θα βλέπω. Άκουσε, λοιπόν.Γύρω µας είναι η ίδια πεδιάδα.Οι ψαροί θάµνοι θροΐζουν.Οι λίµνες αστράφτουν στο χρώµα τ’ ατσαλιού. Σώπασαν αναπάντηταοι πέτρες. Λάµπουν στα λιβάδια µε κρύαγυαλάδα. Τα σύννεφα κρύα κι αυτά.Συµπτύχθηκαν σε ρυτίδα. Έφυγαν ατέλειωτα. Ξέρουν, σωπαίνουνκαι φυλάσσουν. ∆ε βλέπω πουλί.Αγρίµι στους αγρούς κανένα δεν τρέχει. Σαν πριν δεν υπάρχεικανείς. ∆ε βαδίζει κανείς. Ούτε µίατελεία δεν ξεχωρίζω. Κι οδοιπόροςκανείς. ∆ε βλέπω. ∆εν ξέρω. ∆ενκαταλαβαίνω. Το βλέµµα σουθα ζόριζες

του κάκου.1918

Στο χορό

Φοβηθείτεόταν το ήσυχο σε κίνηση θα µπει.Όταν σπαρµένοι άνεµοι σε θύελλαµεταβληθούν. Όταν ο λόγος των ανθρώπωνµ’ ακατανόητες θα γεµίσει λέξεις.Τροµάξτε, όταν στη γηοι άνθρωποι θα θάβουντους θησαυρούς τους.Φοβηθείτε, όταν θα κρίνουν πως πρέπεινα φυλαχτούν µονάχα οι θησαυροί

Page 32: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

32

που είναι πάνω στο κορµί τους. Φοβηθείτε,όταν κοντά σας συγκεντρωθούν πλήθη.Όταν δε θα νοιάζονται πια για τη γνώση.Όταν θα καταστρέψουν µε χαρά αυτό,που ήξεραν νωρίτερα. Κι εύκολα εκτελέσουν τις απειλές τους. Όταν δεν θα υπάρχει τίποτενα καταγράψετε τις γνώσεις σας. Όταντα φύλλα των γραφών θα είναι ετοιµόρ-ροπα, και τα λόγια κακά.΄Οχ, γείτονές µου!Άσχηµα βολευτήκατε. Τα πάντα καταργήσατε. Κανένα µυστικό δεν κρατήσατε πέρ’ απ’ τοπαρόν! Και µε της δυστυχίας τον τορβάβαλθήκατε τον κόσµο να γυρίσετεκαι να τον κατακτήσετε. Η απερισκεψία σαςτην πιο απαίσια γυναίκα ονόµασε : Ποθητή!Μπρος, πανούργοι, που χορεύετε!Είσαστε έτοιµοι να πνίξετετους εαυτούς σας

στο χορό.1916

Ν’ ανέβω.

Ακόµα µια φορά φωνή θα βάλω.Πού φύγατε από µένα;Ξανά δε σας ακούω .Μέσα στα βράχια έσβησανοι φωνές σας. ∆ε µπορώ πια να ξεχωρίσωτη φωνή σας απ΄ το κλωνάρι που έπεσε κατά την πτήση ενόςτυχαίου πτηνού. Οι επικλήσεις µουχαθήκαν µέσα σας κι αυτές.∆εν ξέρω, θα πάτε, βέβαια, κι εσείς,Αλλά θα ήθελα ακόµα µια φοράστην κορυφή ν’ ανέβω. Οι πέτρες πιαείναι γυµνές. Μούσκλα θα βρίσκεις µόνοπου και που. Κι ο κέδρος ξερός,κρατιέται µε το ζόρι.Τα βράχια σας χρήσιµα θα µου ήταν,αλλά θα ’θελα µόνος µου εκεί ψηλά

ν ’ ανέβω.Θα τα δεις

Τί να ’ν’ αυτό που το πρόσωπό µου

Page 33: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

33

ζεσταίνει; Ο ήλιος φωτίζει και µε ζέστητον κήπο µας γεµίζει.Τί να ’ν’ αυτό που βουίζει εκεί πέρα;Η θάλασσα στενάζει. Αν και πίσω απότα πέτρινα βουνά δε φαίνεται.Το άπλωµα της µυγδαλιάς από πού είναι; Οι αγριοκερασιές ανθίσαν όλες.Μ’ άσπρους ανθούς τα δέντραγέµισαν. Πολύχρωµα τα πάνταλάµπουν. Τί είναι µπροστά µας; Σε γήλοφο στέκεις ορθός.Μπροστά µας ξανοίγεται κήπος.Πέρ’ απ’ το λιβάδι φαίνεται γαλανόςο κόλπος. Στην απέναντι µεριά δάσηκαι γήλοφοι. Μαυρίζουν τα πευκόφυταβουνά. Το περίγραµµα υποχωρείστα γαλάζια µάκρη. Πότε θα δωτα που ξανοίγονται µπροστά µου; Αύριο

θα τα δεις.1917

Ο θυρωρός

«Θυρωρέ, πες µου, γιατίτην πόρτα τούτη κλείνεις; Τί

φυλάγεις µε τόση επιµονή;» « -Φυλάγωτα µυστικά της ησυχίας».-«Η ησυχία όµωςείναι αδειανή. Άνθρωποι αξιόπιστοι είπαν, ότι εκεί δεν υπάρχει τίποτε.».-«Τα µυστικά της ησυχίας εγώ τα κατέχω.Τη φύλαξή του εναπόθεσαν σε µένα».-«Μα η ησυχία σου είναι κενή».-«Για σένα είναι κενή», -απάντησε

ο θυρωρός.

Κλειδιά από την πύλη

Μάγος θα γίνω σήµερα, θα µετα-πλάσσω σε τύχη την αποτυχία.Και µίλησαν µετά οι σιωπούντες.Τα µάτια τους αυτοί που φεύγουντά ’χουν στραµµένα προς τα πίσω.

Συναίνεσαν οι τροµεροί.

Page 34: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

34

Κεφάλι έσκυψαν αυτοί που απειλούν.Σκέψεις που ήρθαν ωσάν περιστέρια,τον κόσµο βάλθηκαν να κυβερνήσουν.Οι πιο ήσυχες λέξεις έφεραν θύελλα.Και συ βάδιζες όπως ο ίσκιος εκείνου που έπρεπε να επέλθει.Και θα γίνεις µωρό, για να µη σ’ εµποδίζει η ντροπή.Καθόσουν στην πύλη της εισόδουπου είναι προσιτή για κάθε κατεργάρη.Ρωτούσες, ποιος ήθελε να σε ξεγελάσει; Τί το καταπληκτικό;Ο τυχερός κυνηγός θα βρειεπάξιο κυνήγι. Και θα το βρει χωρίςφόβο και τρόµο. Αλλά την τύχηαφού απόκτησα, όταν έφευγα, το ξέρω,δεν σας είδα όλους. Οι καλύτερεςσυναντήσεις απόµειναν χωρίςολοκλήρωση. Και πολλοί αγαθοίπαρήλθαν από δίπλα µου ή ακόµαδεν έφτασαν. Κι εγώ δεν τούς ήξερα.Και µ’ αλλαγµένα ρούχα καθόµουνανάµεσά σας. Κι εσείς κουκουλωθήκατεµε στόφες και διάφορα πανιά. Σιωπηλοίφυλάγατε τα σκουριασµένα

κλειδιά από την πύλη.

Σε Κείνον

Βρήκα επιτέλους τον ερηµίτη.Ξέρετε πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς ερηµίτη σε τούτη εδώ τη γη.Τον ικέτευα: να µου δείξει το δρόµο µου. Αλλά θα δεχτεί,άραγε, την ενασχόλισή µου ευµενώς;΄Ωρα πολλή κοιτούσε και ρώτησε ξαφνικά,ποια είναι η µεγάλη µου αγάπη.Το πιο ακριβό πράγµα για µένα. Κι απάντησα: «Η οµορφιά».«Το πιο αγαπηµένο σουθα πρέπει να τ’ απαρνηθείς». «Ποιος κήρυξε το λόγο αυτό;» - ρώτησα εγώ.«Ο θεός», απάντησε ο ερηµίτης.«Ας µε τιµωρήσει ο θεός» είπα. «Όχι,το πιο θαυµάσιο δεν θ’ απαρνηθώ,

Page 35: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

35

αυτό που µας οδηγείσε Κείνον.

1920

Στο δρόµο το δικό µας

Στρατοκόποι, τώρα περνούµετων αγρών τους δρόµους. Τα κτήµατα µε τα σπίτια στη µέση εναλλάσσονταιµε κάµπους και µε δάση. Τα παιδιάφροντίζουν τα κοπάδια. Μας πλησιάζουντα παιδιά. Το αγόρι µάς προσέφερεαγριοφράουλες σε καλαθάκι από φλοιόσηµύδας καµωµένο. Σε µας άπλωσε χέρι: µπουκέτο µε χόρτα µυριστικά το κορίτσι.Κι έν’ αγοράκι για λόγου µας αποχωρίστηκεµια βέργα µε λουρίδες σκαλισµένη.Σκεφτόταν πως µ’ αυτή θα ’τανπιο εύκολος ο δρόµος ο δικός µας.Τους προσπεράσαµε και φύγαµε.Και δεν θα συναντήσουµε ποτέετούτα τα παιδιά. Αδέρφια µου,από τ’ αγρόκτηµα δε φύγαµε και τόσοµακριά, και να που σάς έγιναν περιττάτα δώρα τα δικά τους. Σκορπίσατετα χόρτα τα µυριστικά. Εσύ έσπασεςτο καλάθι από φλούδα σηµύδας φτιαγµένο.Κι εσύ πέταξες στο αυλάκι τη βέργαπου σου ’δωσε τ’ αγόρι. Τί µας χρειάζονται στο δρόµο µας το µακρινό;είπατε. Μα τα παιδιά δεν είχαν τίποτε άλλο; Μας έδωσαν ό,τι καλύτεροείχαν, για να δώσουν χρώµα

στο δρόµο το δικό µας. 1917

∆ε θα την ανοίξω

Παράτα το µειδίαµα, φίλε µου,µια και δεν ξέρεις τί έχω σε τούτο το κουτί. Χωρίς εσένα το ’χω γεµίσει.Χωρίς εσένα µε ύφασµα το σκέπασα. Κι έστριψα το κλειδί στην κλειδαριά.Κάποιον παράµερα να ρωτήσεις

Page 36: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

36

για να µάθεις, δεν θα το δυνηθείς.Κι αν θα θελήσεις κουβέντες περίσσιες να πεις, ψέµατα πρέπει να τους πεις.Σκαρφίσου κάτι και ψέµατα πες,αλλά την κασετίνα µου τώρα

δε θα την ανοίξω.1917

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ

Καιρός να ξεκινήσουµε

Σήκω, φίλε. Μας ήρθε µήνυµα.Πάει το χουζούρι σου, τέλειωσε.Τώρα το ξέρω σε ποιο µέροςφυλάγουν τα ιερά σηµεία.Σκέψου την ευτυχία µας, ακόµα κι αν ένα µόνο σηµείο θα βρούµε.Πρέπει να φύγουµε πριν την ανατολή.Νύχτα να ετοιµάσουµε τα πάντα.Της νύχτας ο ουρανός, για κοίταξε,πρωτοφανής σήµερα σε µαγεία.Παρόµοιο δε µπορώ να θυµηθώ.Η Κασσιόπη χτες ακόµακαι λυπηµένη ήταν κι οµιχλώδης.Ο Αλτεµπαράν τρεµόφεγγε φοβισµένος.Η Αφροδίτη δε φάνηκε να βγει. Αλλά τώρα τα πάντα ξύπνησαν.Ο Ωρίων κι ο Βοώτης ακτινοβόλησαν.Πίσω απ’ τον Αετό, µακριά,καινούρια αστρικά σηµεία λάµπουνκι η οµίχλη των αστερισµών είναικαθαρή και διαφανής. ∆ε βλέπεις,άραγε, το δρόµο προς αυτόπού αύριο θα βρούµε; Τααστρικά ερείπια ξύπνησαν.Πάρε το έχει σου. Όπλο δε θα σου χρειαστεί. Παπούτσιαγερά να φορέσεις. Τη ζώνη σουδέσε σφιχτά. Ο δρόµος θα είναισκληρός πάνω σε πέτρες. Αρχίζει να φέγγει κι η ανατολή.

Καιρός να ξεκινήσουµε.1916

Page 37: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

37

Σταγόνες

Η ευδαιµονία σου γεµίζει τα χέρια µου. Ποτάµι χύνεταιανάµεσα στα δάχτυλά µου.Πού να κρατήσεις όλα τούτα. ∆ενπρολαβαίνω να ξεχωρίσω τα ρείθρα των θησαυρών που αστράφτουν.Το αγαθό κύµα µέσ’ απ’ τα χέρια σουκυλάει στη γη. ∆εν βλέπω: ποιος θα µαζέψει τα πολύτιµα νερά; Τα σταγονίδιασε ποιον θα πέσουν; ∆εν προλαβαίνωνα πάω σπίτι µου. Απ’ όλη τούτητην ευδαιµονία που στα χέρια µου βαστώσφιχτοδεµένα, στο σπίτι µου θα µεταφέρω µόνο

σταγόνες.1920

Κι ο απερχόµενος

Στη σιγαλιά της νύχτας Ερχόµενε,λένε, ότι Εσύ είσαι αόρατος,αλλ’ αυτό δεν είναι αλήθεια.Εκατοντάδες ανθρώπους γνωρίζω,κι ο καθένας απ’ αυτούς Σε είδε,έστω και µια φορά. Μερικοί φτωχοί,κι άλλοι τω πνεύµατι φτωχοί,δεν πρόλαβαν τη µορφή σουνα ξεχωρίσουν την πολύτροπαµεταβλητή. ∆ε θες να εµποδίζειςτη ζωή µας. ∆ε θες να µας φοβίζεις και προσπερνάς ήσυχα και σιωπηλά.Τα µάτια Σου µπορούν ν’ αστράφτουν,η φωνή Σου µπορεί να βροντά.Και το χέρι Σου µπορεί νά ’ναι βαρύακόµα και για τη µαύρη πέτρα.Αλλά Εσύ δεν αστράφτεις, Εσύδεν βροντάς, και συντριβή Εσύδεν θα δώσεις. Ξέρεις ότιη καταστροφή είναι τιποτένια µπροστάστην αταραξία. Ξέρεις ότι η ησυχίαείναι πιο ηχηρή απ’ τη βροντή. Ξέρειςότι στην άκρα ησυχία περνά ο Ερχόµενος

κι ο Απερχόµενος. 1916

Page 38: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

38

Το πρωί

∆εν ξέρω και δε µπορώ.Όταν θέλω, σκέφτοµαι, µήπως κάποιοςµπορεί και θέλει πιο πολύ; Κι ότανγνωρίζω, µήπως κάποιος γνωρίζειµε πιότερη σιγουριά; Κι ότανµπορώ, µήπως κάποιος µπορείπιο καλά από µένα και πιο βαθιά;Και να που δεν ξέρω κι ούτε µπορώ.Εσύ, ο Ερχόµενος µέσα στη σιωπή,πες µου χωρίς φωνή, σε τούτη τη ζωήτί ήθελα και τί κατόρθωσα εγώ;Βάλε το χέρι σου πάνω µου, κι εγώθα µπορώ και θα θέλω πάλι,κι αυτό που τη νύχτα θα ποθώ,θα µού ’ρχεται στο µυαλό

το πρωί.1916

Αγαλλίαση

Το δώρο µου δέξου, φίλε ακριβέ!Με γνώση και µε κάµατο απόκτησατο δώρο τούτο. Για να το δώσω,το ετοίµασα. Ήξερα ότι θα σουτο δώσω. Στο δώρο µου θα επιστρώσειςτου πνεύµατος χαρές. Ησυχία κι αταραξία. Στου πνεύµατος την εξέγερση, ρίξετο βλέµµα σου στο δώρο το δικό µου.Κι αν θέλεις να σου φέρει το δώροο δούλος, θα τ’ ονοµάσεις

αγαλλίαση.1918

Ν’ ανοίξεις

Στα ράφια των τοίχων σουπολλά φιαλίδια ήταν βαλµένα.Ποικιλόχρωµα, κι είναι όλα τουςσφραγισµένα µε µέριµνα. Άλλαείναι τυλιγµένα καλά για να µην µπαίνειτο φως. Τί έχουν µέσα, δεν ξέρω.Αλλά εσύ τα βαστάς µ’ αυστηρότητα.

Page 39: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

39

Όταν µόνος σου µένεις, ανάβειςτις νύχτες φωτιές και αµαλγάµατασκαρφίζεσαι καινούρια. Ξέρειςεσύ σε τί τα µείγµατα ωφελούν. Η δική σου µου χρειάζεται βοήθεια.Πιστεύω στις συνθέσεις τις δικές σου.Όποια θα µου είναι χρήσιµη,εκείνη τώρα

και θ’ ανοίξεις.1917

Παράτησα

Είµ’ έτοιµος να βγω στο δρόµο.Ό,τι ήταν δικά µου, τα παράτησα.Σας τα χαρίζω όλα, φίλοι µου.Για τελευταία φορά ας ρίξω µια µατιά στο σπίτι µου. Ακόµα µια φοράτα πράγµατά µου να κοιτάξω. Των φίλων τις προσωπογραφίες να δω για άλλη µιαφορά. Στερνή φορά. Το ξέρω κιόλας,ότι εδώ δεν έµεινε πια τίποτε δικό µου.Τα πράγµατα κι ότι µε περιόριζε,αυτόβουλα τα δίνω. Χωρίς αυτάπιο λεύτερος θα είµαι. Σε κείνονπου µε προσκαλεί, απαλλαγµένος πιαθ’ αποταθώ. Και τώρα για άλλη µια φοράτο σπίτι µου ας περάσω. Να δω για άλλη µια φορά, απ’ ό,τι τώρα είµαι λεύτερος.Αδέσµευτος και λεύτερος, στη σκέψησταθερός. Των φίλων µου τα πορτρέτακι η έποψη των πραγµάτων που κάποτεήταν δικά µου, δεν µε συγχύζουν πια. Πάω.Βιάζοµαι. Αλλά µια φορά, ακόµα µιαστερνή φορά, ας ρίξω µια µατιά,

ό,τιπαράτησα.

1918

Φως

Πώς να δούµε τη µορφή Σου;Τη µορφή που διαπερνά τα πάντα,πιο βαθιά απ’ το αίσθηµα και το στοχασµό,

Page 40: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

40

που δεν τα πιάνει το αφτί, το µάτι κι η αφή.Επικαλούµαι την καρδιά, τη σοφία, το µόχθο.Ποιος γνώρισε αυτό που δεν έχειούτε µορφή, ούτε ήχο, ούτε γεύση,που δε γνωρίζει τέλος και µήτ’ αρχή;Εκεί, στο σκότος όταν τα πάντα σταµα-τήσουν, η δίψα της ερήµου. κι η άρµητου ωκεανού! Θα περιµένω τη δική Σου λάµψη. Μπρος στη δική Σου τη µορφήο ήλιος πια δε λάµπει. ∆ε φέγγει το φεγγάρι.Ούτε τ’ αστέρια, ούτε η φλόγα, ούτεκι η αστραπή. ∆ε φέγγει το ουράνιο τόξο, δε φωτίζει το βόρειο σέλας. Εκεί φωτίζει µόνο η µορφή Σου.Τα πάντα φωτίζει το δικό Σου φως.Στο σκότος λάµπουν µόνοοι κόποι της δικής Σου λάµψης,στα µάτια µου τα σφαλισµένατρεµοφέγγει το δικό Σου εξαίσιο

φως.και τα µάτια σου χαµηλώνεις, σα να διαλέγεις τις πιο απλές λέξεις.Πόσο δύσκολο είναι ν’ απεικάσει κανείςτις προθέσεις σου όλες. Πόσο δύσκολονα πάει κανείς το κατόπι σου. Να, έτσι και χτες, όταν µιλούσες µε τις αρκούδες,µου φάνηκε ότι έφυγαν

και δίχως να σε καταλάβουν.

1920

Θα τη φυλάξω

Έλα, έλα σε µένα, ξανθέ,µε τίποτα δε θα σε φοβίσω.Χτες ήθελες να µε πλησιάσεις,αλλά οι σκέψεις µου περιπλανιούντανκι η µατιά µου γλιστρούσε. Να σε κοι-τάξω δε µπορούσα. Όταν έφυγες, ένιωσα την πνοή σου, αλλά ήταναργά. Σήµερα όµως θα παρατήσωκάθε τι που µ’ εµπόδιζε. Τις σκέψεις µου θα τις βολέψω στην ησυχία.Στου πνεύµατος τη χαρά θα συγχωρέσω

Page 41: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

41

τους πάντες που σήµερα µε κακοκάρδισαν.Ήρεµος είµαι. Κανείς δε µ’ εµποδίζει.Της τυχαίας ζωής ο αχός εµένα δεν µε συγκινεί. Περιµένω. Ξέρω πως δεν θα µε παρατήσεις. Σε µένα θα ρθεις.Τη µορφή σου στη σιωπή

θα τη φυλάξω.1917

Και η αγάπη

Τί απόµεινε από τη φιλία!Όταν µ’ επέτρεψαν να µπωστο µοναστήρι το εκατόπυλο!Αν ο φίλος σου που κάποτε είχες στην καρδιά σου, σ’ εξόργισε,µην τον τιµωρείς, Ισχυρέ, καταπώςτου ταιριάζει. Όλοι λεν ότι τον απο-στρέφεσαι; Πότε µε θάλπος στην καρδιάσυµφιλιωµένο θα σε δω; Να σε δω!Του λόγου µας την πηγή την ξέρεις.Να οι αµαρτίες κι η καλοσύνηµου! Σε σένα τα προσφέρω όλα.Πάρε και το ’να, πάρε και τ’ άλλο.Να η γνώση και η αµάθειά µου!Πάρε και το ’να, πάρε και τ’ άλλο.Την αφοσίωση σε σένα να µ’ αφήσεις!Να η αγνότητα και ο ρύπος!∆εν θέλω ούτε τό ’να ούτε τ’ άλλο!Να οι καλοί και οι κακοί µου στοχασµοί!Και το ’να σου προσφέρω και τ’ άλλο.Τα όνειρα που µ’ οδηγούν στην αµαρτίακαι τα ονειροπολήµατα της αλήθειαςσου τα δίνω. Κάµε, ώστε να µείνει σε µένα για σένα η αφοσίωση

και η αγάπη.1917

Απύθµενη

Εσύ, παντού και στο κάθε τι, Ισχυρέ, µας αφυπνίζεις προς το φως.Στο σκότος µας κοιµίζεις. Εσύµας οδηγείς στη περιπλάνηση. Προς

Page 42: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

42

τ’ άγνωστο να βαδίζουµε µας άρεσε.Τρεις µέρες περιπλανιόµασταν,µαζί µας είχαµε φωτιά, όπλα και ρουχισµό.Γύρω µας άπειρα τα πουλιά και τ’ αγρίµια.Τί άλλο; Πάνω µας ηλιοβασιλέµατα,ανατολές κι αψύ το µυρωµένο αγέρι.Στην αρχή βαδίζαµε µέσα σε πλατιάκοιλάδα. Πράσινοι ήταν οι κάµποι. Κι οιµακρινοί ορίζοντες τόσο γαλάζιοι. Μετάβαδίζαµε σε δάση και σε βαλτοτόπια.Τα ρείκια άνθιζαν. Τα σκουριασµένα µούσκλα, τ’ αποφεύγαµε. Με ρότα τον ήλιο.Συννέφιασε. Ακούγαµε τον αέρα. Στο νο-τισµένο χέρι παγιδεύαµε τα κύµατά του. Ησύ-χασε ο άνεµος. Τα δάση αραίωσαν. Βαδίζαµεσε λόφους βραχώδεις. Λευκό κόκαλοξεµύτιζε παντού ο κέδρος, φωτεινές φλέβεςσυνωστίζονταν οι πέτρινοι σωροί στον πανάρχαιοµόχθο της δηµιουργίας. Σερνόµασταν στων εξοχών τα αντερείσµατα. Πίσω απ’ τις σειρές των βράχων δεν βλέπαµε τίποτε. Νύχτωνε, τα σκαλοπάτια προς το ναό του γίγαντα χαµηλάθα µας κατεβάσουν. Σύννεφα. Νύχτωσε.Κάτω απ’ τα πόδια µας στρωνόταν η οµίχλη.Τα σκαλιά όλο και πιο απόκρηµνα. Με δυ-σκολία σερνόµασταν στα βρύα. Το πέλµατου ποδιού δεν µπορεί να ψηλαφίσει τίποτε. Εδώ θα κοιµηθούµ’ απόψε. Στων µούσκλων την προεξοχή θα λαγοκοιµηθούµ’ ώς το πρωί.Νύχτα του µάκρους ήρεµη. Όταν ξυπνούµε,ακούµε µόνο σφυρίγµατα ασαφών πτήσεων. Μακρινό ουρλιαχτό τρέµει ισόµετρα.Χάραξε η ανατολή. Η οµίχλη σκέπασε τον κάµπο.Αιχµηροί, σαν πάγοι, οι γαλάζιοι όγκοι στοιβάχτηκανσυµπαγείς. Ώρα πολλή βρισκόµασταν εκτός κόσµου. Ώσπου η οµίχλη διαλύθηκε.Πάνω µας υψωνόταν τείχος.Χαµηλά γαλάζιωνε η άβυσσος

απύθµενη.

1918

Page 43: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

43

Αγάπη;

Μέρα και σήµερα! Τόσοι άνθρωποιµας ήρθαν µαζεµένοι. Έφερανµαζί τους και κάποιους άλλουςεντελώς άγνωστους. Πριν δεν µπορούσα τίποτε να ρωτήσω γι’ αυτούς.Το χειρότερο είναι ότι µιλούσανσε γλώσσες ακατανόητες ολοσχερώς.Κι εγώ χαµογελούσα, ακούγονταςτα λόγια τους τα παράξενα.Τα λόγια ετούτα έµοιαζανµε τούς κρωγµούς των αετών.Άλλα σουρίζαν σαν τα φίδια.Ούρλιασµα λύκου ξεχώριζαπου και που. Ο λόγος άστραφτεσαν µέταλλο. Οι λέξεις ενείχαν απειλές:Βροντούσαν µέσα τους οι πέτρες του βουνού. Έπεφτε µέσα τους χαλάζι και η βοή του καταρράχτη.Κι εγώ χαµογελούσα. Πότε το νόηµατου λόγου τους να µάθω; Μήπως στη γλώσσα τους επαναλάµβαναντη λέξη µας την τρυφερή

αγάπη;

1920

Page 44: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

44

Νίκος Αργυρόπουλος

τους ποιητές που ήταν ν’ αγαπήσω τους µνηµόνευσα σαν τις αυγές που γίνονται ηµέρες λαµπερές τώρα όµως που πόναγε η δική µου µέρα και το σύνορο µε την πραγµατικότητα το σώµα µου υποφέρει ανώριµος κι απροετοίµαστος ανέτοιµος σε ξένη γλώσσα είπα να µην προδοθώ που γέµισα το χρόνο µου µε απροσεξία.Ερχότανε κι αυτός µετά ο χρόνος και µε το χέρι µου ‘κλεινε το στόµα σώριαζε µέσα µου το σκοτάδι θηµωνιές στη µοναξιά µου που ήτανε κάποτε εκρηκτική µα τώρα µύριζε θειάφι και αποµόνωση

κι αν έχω ήθος όπως νόµιζα αρχαϊκό θα αποφύγω τον µεγάλο ζόφο σε λίγο θα δείξει θα φανεί προς το παρόν θα ξεφορτώνοµαι τα πράγµατα τα αντικείµενα θ’ ακολουθήσει και η έµµεση της γνώσης η εξάλειψη του πάθους των εικόνων

κάποτε λαχταρούσα κάτι να γίνει η έκβαση όµως άφιλη σαν τον σεφέρηδεν ήταν µε το µέρος µου ποτέ ότανµε πήγαινε από το χέρι στην αβεβαιότητα.κάθε αρχή που αφέθηκε στην τύχη της στο τέλος έτσι καταλήγει να δέχεται ξαφνικά τους ανέµους της όλους µαζί.

Page 45: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

45

∆ηµήτρης Χρ. Μποσινάκης

Η κατάρα των Λαβδακιδών

ΣΤΟΝ ΕΛΛΑ∆ΙΚO ΜΑΣ ΧΩΡΟ τα όρια ανάµεσα στην Ιστορία καιτην Μυθολογία συµπλέκονται, έτσι που η Ιστορία να προεκτείνειχρόνο µε το χρόνο τα όρια της προς την Μυθολογία.

Η µελέτη του Μύθου και αυτοτελώς και σε σχέση µε την µελέτη τηςΙστορίας, έχει ιδιαίτερη σηµασία. Και τούτο διότι, σύµφωνα µε τονορισµό του Ησύχιου (που αποτελεί προέκταση σκέψης του Πλάτωνος,“Πολιτεία” 330δ και 337α), “Μύθος εστί λόγος κενός, ψευδώς εικονί-ζων την αλήθειαν”. Τελικά, περί αληθείας ο λόγος. Ιδιαίτερη εντύπω-ση κάνει στο προσεκτικό και απαιτητικό µελετητή των κλασσικών ελ-ληνικών τραγωδιών, κυρίως λεγόµενου Θηβαϊκού Κύκλου, το ότι οιερµηνευτές τους, εισαγωγικά, να µην κάνουν καθόλου λόγο για τονκύριο πυρήνα του “τραγικού” ή αν αναφέρονται, να οµιλούν γενικάκαι αόριστα για την “αράν” την θείαν αράν, χωρίς να προσπαθούν ναεντοπίσουν, να αιτιολογήσουν την προέλευσή της. Και τούτο, παρά τογεγονός ότι η Ελληνική Μυθολογία µε τον ∆ελφικό Χρησµό, ο οποίοςαποσιωπάται τόσο από τις “Εισαγωγές στην τραγωδία” όσο και απότα σχολικά εγχειρίδια του Λυκείου. Ισως να πρόκειται εδώ για µιασκόπιµη αποσιώπηση. Αλλά, κι εδώ είναι το περίεργο, ο Sign Freud,ξεκινάει την έρευνά του από την περιπέτειά του Οιδίποδα και αδια-φορεί για το Ιστορικό” του, αυτός που και ερευνητικά και ψυχο-θεραπευτικά δίνει πρωταρχική σηµασία στο “Ιστορικό” του ατόµου.Ισως εδώ πρέπει να θυµηθούµε τα λόγια του οσον αφορά στον Γιοχ.Βολφ. Γκαίτε, που στην πραγµατικότητα επιστρέφουν σε αυτόν. Μα-θαίνουµε πως στην οµιλία του στο σπίτι του Γκαίτε, στην Φρανκ-φούρτη είπε “ο Γκαίτε δεν ήταν µόνο ως ποιητής ένας µεγάλοςοµολογητής, αλλά ότι, παρά το πλήθος των αυτοβιογραφικών τουσηµειώσεων, ήταν και ένας προσωπικός αποσιωπητής”. Ας αφήσουµετον Γκαίτε και ας µείνουµε στον Φρόυντ και όχι µόνο, αλλά στουςσύγχρονους µελετητές και στους δασκάλους της τραγωδίας στα Σχο-λεία. Το ερώτηµα είναι υπάρχει ένα είδος απόκρυψης, αποσιώπησηςκαι αν ναι, σε τι αποσκοπεί; Ο Ηλ. Σπυρόπουλος στο βιβλίο του“Ερµηνεία του Οιδίποδα Τυράννου” του Σοφοκλή”, ως δάσκαλος στοΛύκειο, σηµειώνει “Αν θελήσουµε να καθορίσουµε το βαθύτερο νόηµατου Οιδίποδα Τυράννου, µπορούµε να πούµε ότι το κεντρικό πρόβ-ληµα είναι η ανθρώπινη πρόκληση...Ο άνθρωπος εν αγνοία του είναιπαιχνίδι στα χέρια των θεών. Μπορούµε να πούµε ότι προσπαθεί νααποδείξει ότι ορίζει τη µοίρα του, ότι έχει το αυτεξούσιο”. Γεννιέταιόµως το ερώτηµα, ποια είναι η ανθρώπινη πρόκληση ως ποιο σηµείοεν αγνοία του πέφτει στα χέρια των θεών και που βρίσκεται το

Page 46: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

46

“τραγικό”, η πάλη του ανθρώπου µε τη µοίρα του, την Ειµαρµένη;Αλλ’ αυτή η αποσιώπηση έχει περάσει προηγουµένως σε Λεξικά, σεΕγκυκλοπαίδειες. Στην Εγκυκλοπαίδεια του “Ηλίου” διαβάζουµε“Λαβδακίδαι. Γένος των Θηβών, του οποίου γενάρχης ήτο ο Λάβ-δακος. Κυρίως Λαβδακίδαι θεωρούνται ο Λάιος πρώτος σύζυγος τηςΙοκάστης, ο υιος των Οιδίπoυς και τα εκ τούτου τέκνα της Ιοκάστης:Eτεοκλής, Πολυνείκης, Αντιγονη και Ισµήνη, επί των οποίων αλλε-πάλληλοι επίπτουν αι συµφοραί, χωρίς εν τούτοις να αναφέρεταιπράξις µικρά ή λατρευτική παράλειψις του Λαβδάκου, αιτιολογούσαθείαν αράν. Ούτω το όνοµα των Λαβδακιδών εχρησιµοποιείτο καιχρησιµοποιείται µεταφορικώς επί οικογενειών, αι οποίαι υφίστανταιµεγάλας, απροσδοκήτους και ανεξηγήτους συµφοράς, επι σειράν γε-νεών όπως π.χ. κατά τους νεοτέρους χρόνους συµβαίνει µε τον οίκοντων Αψβούργων”. Εδώ, θα µπορούσαµε να προσθέσουµε και µερικούςεπιφανείς Οίκους της σύγχρονης Ελλάδος.

Κι όµως θα µπορούσαµε να σηµειώσουµε µερικές µιαρές πράξεις,παρά το αντίθετο του Λεξικού, τις οποίες αποσιώπησε, εν γνώσει του,νοµίζω, ο Sig. Freud, αλλά δεν γνωρίζω επακριβως τον σκοπό.

Η επέλαση της “Τραγικότητας” των Λαβδακικών δεν υπήρξεν αµα-ρτυρος και για τούτο έχοµεν εδώ την Υβριν, την οποία δεν δέχονταιοι Θεοί, την προσβολή στο πρόσωπό τους, την ανυπακοή. “Υβριν ουστέργουσιν ουδέ δαίµονες”. Και ποια είναι αυτή η Υβρις, η ανυπακοή;Ο Λαίος νυµφεύθηκε την Ιοκάστη κι έµενε άτεκνος. Συµβουλεύθηκε τοΜαντείον των ∆ελφών κι η Πυθία, ο Απόλλωνας έδωσε χρησµό ότιδεν πρέπει να κάνουν παιδί, διότι αυτό θα σκοτώσει τον πατέρα του,θα παντρευτεί τη µητέρα του και γι’ αυτό αφού γεννήθηκε οΟιδίποδας τον εξέθεσαν στον Κιθαιρώνα για να αποφύγουν τα δυσά-ρεστα και η λοιπή ιστορία που είναι δευτερεύουσα για τούτες τις ση-µειώσεις συνεχίζεται.

Αλλά γιατί ο Απόλλωνας έδωσε τέτοιον χρησµό στον Λάιο; Απότην Μυθολογία µαθαίνουµε (Σύγχρονη Ζαν Ρισπέν, αρχαία Απολ-λόδωρος ο Αθηναίος): Ο υιός του Λαβδακου Λάιος ηναγκάσθη ναεκπατρισθεί εις την Πελοπόννησον. Κατά την διαµονήν του εις τηναυλήν του Πέλοπος, ο Λάιος κατελήφθη από ένοχον πάθος δια τουΧρύσιππου, υιόν του φιλοξενουντος αυτον. Τον ερωτεύθη, όπως λέ-γει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος, “ενώ τον εδίδασκε να οδηγεί άρµα.Το δυστυχισµένον θύµα ηυτοκτόνησεν. Ο Πέλοψ κατηράσθη τονΛάιον, η δε κατάρα αυτή, µαζί µε την οργήν της Ηρας, προκληθείσαναπό το έγκληµα του υιού του Λαβδάκου, έµελλον να έχουν τας φοβε-ρωτέρας των συνεπειών δια την οικογένειαν των Λαβδακιδών”. Ηπαρά φύσιν ασέλγεια, η προσβολή της αρρενοπότητας του Χρυσίπ-που, η κατάρα του Πέλοπος αποτελούν την πρώτην Υβριν, µε δεύτερητην παρακοήν του Χρησµού του Απόλλωνα. Συνέπεια, τα δύο φοβεράεγκλήµατα: η πατροκτονία και η αιµοµιξία. Και πάλιν, το Μαντείο

Page 47: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

47

των ∆ελφών, στη συνέχεια, συνεβούλευσε τον Οιδίποδα να µην επι-στρέψει στη Θήβα. Αυτός, εν αγνοία του βέβαια, προκαλώντας τηΜοίρα του, επέστρεψε µε τα γνωστά γεγονότα.

Αλλά γιατί αυτή η αποσιώπηση; Νοµίζω, ότι και να πεί κανείς σχε-τικά αποτελεί υπόθεση κι όχι γνώση. Όµως από τις υποθέσεις ξεκι-νούν οι γνώσεις. Ετσι, µπορεί να υποθέσει κανείς πως ο Frend, αφούκατασκεύασε το θεωρητικό του σχήµα της “ανάπτυξης του σεξου-αλικού ενστίκτου” του πήγαινε “γάντι” η περιπέτεια του Οιδίποδα.Όµως άσχετα αν συµφωνεί κανείς ή όχι µε τα κατά Freud, στάδιαανάπτυξης του σεξουαλικού ενστίκτου, δεν µπορεί κανείς να αµφι-σβητήσει την µεγάλη συµβολή του στην έρευνα και γνώση του Ψυ-χικού βίου του ανθρώπου. Βέβαια, έχει ασχοληθεί αναπτυξιακά µε τηναποκλίνουσα σεξουαλική συµπεριφορά, άσχετα µε την περιπέτειαΛάιον-Οιδίποδα. Μη ξεχνάµε όµως πως ο Freud ως µέγας αποσι-ωπητής επηρεαζόταν από το Κοινωνικό περιβάλλον και από τους ασ-θενείς του, πάνω στους οποίους κυρίως στηρίχτηκε για την οικο-δόµηση του Ψυχολογικού του σχήµατος.

Ο Sig. Freud ήταν βαθιά απαισιόδοξος για το “ανθρωπινο όν” κιισως να προβληµατιζόταν πολύ πάνω σε αυτό. Είχε εξοµολογηθείστον Stefan Zweig “Πάντα µε χαρακτήριζαν απαισιόδοξο, γιατί αρνή-θηκα την κυριαρχία του πολιτισµού επάνω στα ένστικτα”. Αυτόφαίνεται και στο βιβλίο της ωριµότητάς του που γράφηκε το 1930 µετίτλο Das Unbehagen in der Kultuz (ο πολιτισµός πηγή δυστυχίας). Κιεµείς εδώ απλώς προβληµατιζόµεθα για την αποσιώπηση µιας αλή-θειας. Αναρωτιόµαστε. Και λέγεται, πως όταν θέτουµε σωστά µιανερώτηση, έχοµε το ήµισυ της απαντήσεως.

Απόστολος Κυριακούλης

Φτωχή µόρφωση

Οι φλόγες ζωντανές στον κόσµο του αποχωρισµούΕκεί που συναντά ο δρόµος την εκλεκτή νοηµοσύνη

Με το βήµα µας βαρύ να αφοσιωνόµαστε στην πίστη µαςΜε ένα θεραπευτικό λόγο στην ψυχή µας

Το µεγαλείο των µατιών χρωµατίζει την αντίληψηΣ’ ένα ιδεολογικό παιχνίδι της πηγής

Και µε την υποχώρηση του τοίχου των φτωχών αναµετρήσεωνΜετράει η ζωή το θύµα του ανίκητου

Καθώς ζητά τον επίγειο αποχωρισµό της από την έννοια τουανύπαρκτου

Τα στόµατα θα ζητήσουν αφοσίωση από το πάθοςΓια να µιλήσουν ζωντανά και ασηµένια

Μ’ ένα γλυκό αιθέριο αρωµατισµό.

Page 48: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

48

Kώστας Ριζάκης

Toυ έρωτα το ποίηµα

µόνησε µία διάβαση πεζώνµεσηµεράκι

µα εγώ σε σκέφτηκα ξανά ιδανικήιδανική για µένανε κι αγαπηµένηκι έγινε άξαφνα η λεωφόρος δρόµοςσ' αλσύλιο βουβό µε αιωνόβιαπελώρια πεύκα σε σειρές εσύστη µέση αριστερά σου και δεξιάπαρτέρια ρίζες πράσινες

ενώ

ψηλά πολύ στα στόρι’ απ’ τα φυλλώµαταπου σφαλιστά σε σκίαζαν µε χάρηκοντύλια ένα προς ένα ψευδογράφονταςχάνονταν εµφανίζονταν σα χθόνιο φωςισχνές του ήλιου αχτίνες

προσθέτοντας µια φευγαλέα φίνα πινελιάστ’ ότι η φαντασία η ζωηρή ζωγράφου

µετάφρασε την σιωπή σε πάλλουσα εικόνα

µε λέξεις κέντησε και του έρωτα το ποίηµα!

Πλάνταγµαστην Ναταλία ∆. Βλάχου

πατρίδα µε τις λεύκες σου τις φεγγαροϊτιές σουπατρίδα µε τις λεϊµονιές τις κόκκινες µηλιές σουµε την ξανθή κοπέλα σου σαν ώριµον αστάχυπ’ ούτε στο χώµα ρίζωνε µη σε νερό κανέναµόν' σκάλωνε στου ουρανού το διαµαντένιο τ’ άστριπανέµορφη και λυγερή κι ερωτοχτυπηµένη-σπίθες πετά το βλέµµα της φεγγοβολούν τα όρηµάδησε τα µατόκλαδα κι ανοίξαν τα λουλούδιαστα µαύρα σύννεφα κεντά κεχριµπαρένιο δάκρυτον πόνο της πώς να τον πει κι ότι τον αγαπάει

Page 49: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

49

Λένα Παππά

Στον φωτογράφο

Ένα , δύο, τρία:Χαµογελάστε, παρακαλώ.

Ο φωτογράφος σας εξηµερώνειµε υποβλητική φωνήΒέβαια, το κατά παραγγελίαν χαµόγελοάψυχο, πέτρινο, δενσας λυτρώνει.

Όµως, αν αφεθείτε, σκεφθείτεαν αφεθείτε στο καθηµερινόστο ολοένα βαρύτερο πικρό σας ύφοςτι µάσκα απελπισίας, κατάλληληγια τραγωδίες και όχι για επικοινωνίαµε τον Πλησίον.

Πηγαίνω συχνά στον φωτογράφοΤουλάχιστον έτσι, χαµογελώσυχνότερα.

Εξοµολογητικό

Θυµάµαι σ’ αγάπησα·ίσως ναι ίσως όχιµέχρι θανάτουδεν θα ‘ξερα να πω και σε ποιόνάλλωστε τι σηµασία έχει πιαένα Ναι, ένα Όχι θαµµένα και τα δύο στο Κάποτετι είδους νέο ρίγος να κοµίσουν.

Ποιός ξέρει αν εξακολουθείςνα υπάρχεις µέσα µουίσως ναι, ίσως όχιόπως σε θέλησα δικό µουκι άλλου κανενόςίσως να είναι κατόρθωµα της φαντασίας και µόνοπου κατορθώνει τ’ ακατόρθωτα καθώς απ’ τον καιρό µου κατασπαραγµένηέµεινα µόνο µνήµη

Page 50: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

50

-θλιµένο φλάουτο µνήµηςπου µελωδεί στις ερηµιέςανασταίνοντας όνειρααπό καιρό πεθαµέναχαµένα στης άρνησης τα τρίστρατα

Κι όλο το ελπιδοφόρο µέλλονίσως ναι, ίσως όχιµάλλον όχι, όχι, όχι τόσο ελπιδοφόροµα άδειο και στέφρο και νεκρόνα στροβιλίζεται τριγύρω µουάσκοπαόµως η «ζωή», όπως λένε «συνεχίζεταιµε νέο κουράγιο κι ενθουσιασµό»ίσως ναι, ίσως όχι -η Άρνηση σου αν δεν την θανατώσει.

Θέατρο

Και ξαφνικά ενώ ήταν µία συνηθισµένησκηνή δολοφονίαςτο θύµα άρχισε µε κατάρες και ουρλιαχτάνα κυνηγάει το δολοφόνοπου φώναζε «Βοήθεια» σπαρακτικάκι όλα ήταν αναποδογυρισµένακι όχι όπως τελοσπάντων έπρεπε να είναιµε µία σχέση λογικήκαι φυσικά κανείς από τους θεατές δεν έµεινε ευχαριστηµένος από τη ροή των γεγονότωνπαρόλο που εν τέλει ανακοινώθηκε πως ήταν ένα τρυκ επικοινωνιακό, ένα δοκιµαστικότης αντοχής και της συµµετοχής στην αγωνίακάτι οµολογουµένως πρωτοποριακόένα εφεύρηµα φανταστικό(η φαντασία είναι το πιο ανατρεπτικόπου ο άνθρωπος διαθέτει)ίσως και λίγο παρανοϊκό(συγγενική ή παράνοια τόσο µε τη φαντασία)

Όµως οι θεατές έφυγαν όλοι αγανακτισµένοιµε το θύµα, που δεν τους επέτρεψεµε την ησύχια τους ν’ απολαύσουνένα ακόµη έγκληµα.

Page 51: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

51

Μαρία Ψωµά - Πετρίδου

"∆εύτερο Ζευγάρι Φτερά"

Ξαφνικά δε φωνάζουµεδε συνωστιζόµαστε,συρρικνωνόµαστε εντός.Απογυµνωµένοι απ' τα λάβαρακυρτοί, από φορτίο βαρύυποδυόµαστε αδιαφορία,βουβά ελπίζονταςσ' ένα δεύτερο ζευγάρι φτερά.Αναµένουµε,πυκνώνοντας αθόρυβα το κενό.Ποτέ η σιωπήδε φ'ωναζε τόση απελπισία.

"Ζην"

Καταβάλλω, σε τακτά χρονικά διαστήµατατο αντίτιµο της παρουσίας µου.Αν περιπέσω για λίγοστο αµάρτηµα της αδιαφορίαςκαι ξεχαστώ,σπεύδει πάραυτα το ανάγκασοννα µου χτυπήσει τον ώµονα κουνήσει το δάχτυλο,απαιτώνταςτόσο το ευ, όσο και το κακώςνα εξοφληθούν

"Αλλού"

Το αν σε ναστα χέρια µου ζύµωσα,σταδιακά το µετέτρεψασε προστακτική

για εµένα την ίδια,αδιαφόρησα για

την ευκτική ή τον µέλλοντα,το παρόν - "πράξε !",όχι για το πρώτο ενικόµα για το πρώτο πληθυντικό,απορρόφησε την πλήρη

απασχόλησή µου.Στο πάθος παράβλεψαπως η γραµµατική δεν

καταστρατηγείται.

"Απώλεια"

∆εν είναι που έφυγεςείναι που σ' ακολούθησανόλα τα άλφααπό το "σ' αγαπάω"και το ωµέγααπό την αθωότηταµέχρι το ωραίο.Απόµειναν στεγνάτο γάµα µε το πιµ' ένα µετέωρο σίγµανα ζητιανεύουν έκφρασησ' αφιλόξενες λέξεις.Στην Παγωνιά.

Page 52: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

52

Γιάννης Βούρος

«Το τέλειο ερωτικό έγκληµα»

Τελευταία έγινα αποδέκτης ενός ωραιότατου βάζου.Από την στιγµή που το πήρα, καλλιεργήθηκε µέσα µου ένα αλ-

λόκοτο και παράλογο συναίσθηµα, αλλά και ταυτόχρονα κάτιανάµικτο µεταξύ θαυµασµού και δέους.

Έπιασα πολλές φορές τον εαυτό µου να χαϊδεύει (µε το βλέµµαπάντα) τον ψηλό αλαβάστρινο λαιµό του, τα λεπτεπίλεπτα µικράτου µπράτσα, τις θελκτικές του καµπύλες, τα ραδινά του πόδια (έχεικι από αυτά) και πάνω απ’ όλα το αστραφτερό του χρώµα και τηνκαταπληκτικά λεία του επιφάνεια.

Κοντολογίς έπεσα θύµα ενός παράφορου ερωτικού πάθους γιατο πλάσµα (ας µου επιτραπεί η λέξη) αυτό.

Περιττό να πω, ότι ουδέποτε τόλµησα να εξωτερικέψω αλλά ούτεκαι σκέφτοµαι να εµπιστευτώ σε τρίτους τα τρυφερά µου αισθήµαταπρος Αυτό.

Αντίθετα για να θολώσω τα νερά, παρουσία άλλων, όχι µόνο δενγυρίζω να το δω, αλλά όταν, και µόνον όταν, η κουβέντα το φέρει,κιτς το ανεβάζω, αποθέωση της κακογουστιάς το κατεβάζω.

Αυτά και άλλα τέτοια µε έχουνε φέρει σε απόγνωση και µουδηµιουργούν οικτρά ψυχολογικά προβλήµατα.

Έχω φτάσει σοβαρά πια να σκέφτοµαι να λύσω µε τρόπο βίαιοτον γόρδιο και παράνοµο αυτόν δεσµό.

Κάποια µέρα που όλοι θα λείπουν απ’ το σπίτι, θα το σηκώσωστα χέρια και θα το βροντήξω (µε σπαραγµό ψυχής) στο µαρµάρινοδάπεδο του χωλλ.

Μετά θα απολογηθώ λέγοντας ότι έγινε ρεύµα (τώρα τοκαλοκαίρι µ’ ανοιχτές πόρτες γίνεται συχνά) και το παρέσυρε οαέρας. Το τέλειο ερωτικό έγκληµα.

Το µόνο που κατά βάθος µε ενοχλεί και µου τη δίνει είναι ότιλίγοι θα βρεθούν να πουν “κρίµα και ήταν ωραίο βάζο” κι ακόµαπιο λίγοι (ίσως κανένας) δεν θα διανοηθεί να πει κρίµα για το άδοξοτέλος µιας τόσο όµορφης και “εύθραυστης” σχέσης.

«Λεπτές ισορροπίες»

Αναρωτιέµαι,τι θα γινόµουν χωρίς τον αγαπηµένο µου,µικρό, κίτρινο, µαρκαδόρο.Και όχι πως τον έχω για να γράφω.Μου αρκεί να ακουµπώ καµιά φορά

Page 53: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

53

την µπροστινή άκρη τουστον δείκτη του δεξιού µου χεριού,κάνοντας το ίδιοµε τον δείκτη του αριστερού µου χεριού,στην πίσω του άκρη,προσπαθώντας να τον κρατήσω σε θέσηαπολύτως κατακόρυφη.

Εκτιµώ πως είναι µια πολύ βολικήκαι χαλαρωτική στάση,όχι τόσο για το µαρκαδόρο,όσο για µένα τον ίδιο.

Άλλοτε πάλι,τον αναγκάζω να ισορροπήσειπάνω στην λεπτή του µύτη,χωρίς να τον κρατώ.Θεωρώ όµως,αυτή µου την πράξηπέρα για πέρα µαταιόδοξηκαιαποδίδωτην τελική του πτώσητην δική µουανισορροπίαµάλλονπαρά σ’ αυτήν του µαρκαδόρου µου.

Ελιζάνα Πολλάτου

Λέξεις…

κάποιες είναι από µόνες τους δύναµη µοναδική...κάποιες πάλι, παίρνουν τη δύναµη αυτού που τις εκφράζει...κάποιες ζωντανεύουν µνήµες από µια ζωή αλλοτινή...κάποιες χτυπούν σε beat που στην ψυχή ταιριάζει...µα µένει πάντα µία, πιο γλυκιά, πιο τρυφερή...που κάνει τη ζωή ν' αλλάζει...

Page 54: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

54

Νίκη Μαραγκού

Ταξίδι στην Τυνησία

EΛΑΒΑ ΜΙΑ ΠΡOΣΚΛΗΣΗ να συµµετάσχω σε ένα φεστιβάλ τέχνηςστο Μοναστήρ της Τυνησίας. Και είπα ας πάω να δω αυτή τη χώραγια την οποία δεν ήξερα απολύτως τίποτα. ∆ε µπορούσα να φαντα-στώ ότι κάποιες εικόνες που είχα στο µυαλό µου, λευκά, λιτά δωµάτιαµε τουρκουάζ και όλα τα χρώµατα του µπλε θα ήταν κάτι που θα συ-ναντούσα εκεί. Και δεν ήταν µόνο αυτό. Ατέλειωτα ρωµαικά ψηφι-δωτά, ένας κόσµος µε γαλλική φινέτσα και αραβικά µάτια, πόλεις πουβρίσκονται ακόµα στο µεσαίωνα, γυναίκες που φορούν ρούχα πουδεν είναι ραµµένα αλλά κρατιούνται µε χρυσές πόρπες όπως τα αρ-χαία ελληνικά ενδύµατα, µατσάκια από γιασεµί που όλοι τα µυρί-ζονται το απόγευµα, θάλασσες γαλάζιες και τρούλοι λευκοί, χρυσοί,πράσινοι.

Το ξενοδοχείο ήταν απλό, όπως τα ξενοδοχεία του ΕΟΤ στην Ελ-λάδα, βαµµένο λευκό και τουρκουάζ, το δωµάτιο µου ήταν πάνω στηνάµµο και το µπαλκόνι είχε κολωνάκια, έτσι που έβλεπα µέσα απόαυτά έναν άντρα που µε λευκό παντελόνι και φέσι σκούπιζε κάθεπρωί την παραλία.

Είχαµε υποχρέωση να ζωγραφίσουµε και να αφήσουµε στον όµιλοπου µας φιλοξενούσε δυο µεγάλα έργα, έτσι γυρίζοντας στο ξενοδο-χείο έβλεπες παντού τελάρα, 80 περίπου ζωγράφοι απ’ όλο τον κόσµοζωγράφιζαν.

Σε µια διήµερη εκδροµή είδαµε το τεράστιο κολοσσαίο στο ΕλΤζεµ και υπέροχα µωσαικά. Ατέλειωτες Αφροδίτες, έρωτες, τέσσερειςεποχές. Πήγαµε σε περιοχές που ζουν άνθρωποι µέσα σε λαξεµένασπίτια στους βράχους. Στους τοίχους ζωγραφιές, ψάρια και το χέριτης Φατµά, που φέρνουν τύχη. Τα δέντρα αραίωναν καθώς πλασιά-ζαµε τις αλυκές και την έρηµο. Αυτό που κράτησα από την έρηµο ήτανοι οάσεις, ατέλειωτες εκτάσεις µε φοίνικες, άλλα και µε τριανταφυ-λιές, γιασεµιά, κάθε είδος δέντρου, θυµήθηκα τον στίχο του Βύρωνα«a part of paradice is still on earth». Στην έρηµο παρακολούθησα πωςψήνεται το ψωµί µέσα στη στάχτη, ήταν νόστιµο.

Το αποκορύφωµα του ταξιδιού ήταν το Καιρουάν, ή πόλη για τηνοποία είχα διαβάσει στα ταξιδιωτικά του Μάκε και Κλέε, που είχανπάει στην Τυνησία το 1914. ∆εν περίµενα να δω τις εικόνες που είχεδει ο Κλεε έναν αιώνα πριν. Στο Καιρουάν πήρα µια γεύση για το πώςήταν οι πόλεις τον µεσαίωνα. Ο ασταµάτητος ήχος του αργαλειού µουθύµησε τις περιγραφές περιηγητών για την Αµµόχωστο της ενετο-κρατίας. Η Μεδίνα, έτσι λέγονται όλες οι παλιές πόλεις στα αραβικά,

Page 55: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

55

είναι γεµάτη µικρά εργαστήρια, που µόλις χωρούν έναν αργαλειό,όπου υφαίνουν τα µεταξωτά, τα µάλλινα, τα βαµβακερά. Ένα µεγάλουφαντό στοιχίζει γύρω στα δέκα Ευρώ. Το παζάρι είναι ένα στενόκτίσµα µε αψίδες, όπου δεξιά και αριστερά δουλεύουν οι µαστόροι, οιπαπουτσήδες, οι ράφτες.

Την πόλη που είναι η τέταρτη ιερή πόλη των µουσουλµάνων µετάτη Μέκκα, Μεδίνα και Ιερουσαλήµ έκτισε το 670 µ.Χ ο στρατηγός Οκ-µπα αλ Φίχρι όταν το άλογο του σκόνταψε σε ένα χρυσό κύπελο χω-µένο στην άµµο. Στο σηµείο που ήταν το κύπελο ανάβλυσε µια πηγήπου οι µωαµεθανοί πιστεύουν πως είναι υπόγεια συνδεδεµένη µε τοιερό πηγάδι Ζεµ Ζεµ στη Μέκκα. Η πηγή βρίσκεται στο µέσον του πα-ζαριού και µια καµήλα γυρίζει το αλακάτι και βγάζει νερό για τουςπιστούς. Πάνω στην καµήλα δένουν οι µωαµεθανές σαν ευχή τις µαν-τήλες τους. Ξεκουράστηκα πάνω στα παχιά χαλιά του τζαµιού τουµπαρµπέρη που ήταν σύντροφος του προφήτη και είχε τρεις τρίχεςαπό τα γένεια του. Εξαίρετα κεραµεικά στολίζουν το τζαµί σε όλουςτους τόνους του τουρκουάζ, του πράσινου, της όχρας. Ο Αµορ Αµπά-ντα ήταν ένας σιδεράς που κατασκεύαζε τεράστια πράγµατα. Το µαυ-σωλείο του έχει πέντε λευκούς τρούλους. Κατασκεύαζε τεράστιεςπόρτες, µαχαίρια, τραπέζια, όλα µε χαραγµένους στίχους από το κο-ράνι. Κατασκεύασε και δυο τεράστιες άγκυρες για να κρατούν τηνπόλη αγκυροβοληµένη πάνω στη γη. Το σηµαντικό όµως κτίσµα τηςπόλης είναι το µεγάλο τζαµί, ένα ιερό προσκύνηµα για τους µου-σουλµάνους και το σπουδαιότερο κτίσµα του δυτικού ισλαµικούκόσµου. Για να κτιστεί χρησιµοποιήθηκαν εκατοντάδες αρχαίες κο-

Page 56: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

56

λώνες και κιονόκρανα από τις ρωµαικές πόλεις της Τυνησίας. Από τοπρώτο κτίσµα του Οκµπα όλοι όσοι ακολούθησαν πρόσθεταν κτίσ-µατα στο υπέροχο αυτό κτήριο. Στη µέση της αυλής ένα ρηχό συντρ-ιβάνι µαζεύει το νερό για την υπόγεια στέρνα. ∆ίπλα ένα ηλιακό ρο-λόγι δείχνει τις ώρες της προσευχής.

Βγαίνοντας από την µεδίνα συναντά κανείς τις τεράστιες µαρ-µάρινες δεξαµενές που κτίστηκαν για την υδροδότηση της πόλης.

Τα απογεύµατα περπατούσα στο Μοναστήρ ανάµεσα στο φρούριοτο Ριµπάτ και το µαυσωλείο του Μπουργκίµπα που είναι θαµµένοςστην γενέθλια του πόλη. Ανάµεσα στα δυο είναι το νεκροταφείο τηςπόλης. Οι απλοί τετράγωνοι τάφοι έχουν πάνω ένα κεραµεικό πιάτοή ένα κογχύλι ένθετο. Είχε βρέξει το βράδυ και τα πιάτα ήταν γεµάτανερό για τα πουλιά. Με συγκινεί αυτή η απλή έγνοια του µου-σουλµανικού κόσµου.

Τέλειωναν οι µέρες και είχα ζωγραφίσει τους δυο πίνακες, ρώτησαέναν ζωγράφο από την Τυνησία να µου συστήσει κάποιο ξενοδοχείοστην Τύνιδα όπου θα περνούσα τρεις µέρες. «Μα θα έρθετε στο σπίτιµου», είπε και κάλεσε άλλους τρεις ζωγράφους που ήταν στο τραπέζι.Επέµενε ο Αλι Ζενάιντι και ο Οµάρ Τρίκι να µας φιλοξενήσουν.Βρεθήκαµε λοιπόν ένας ζωγράφος από τη Μαλαισία, ένας από τοΚάιρο και δυο Κύπριοι στα δυο σπίτια του Αλι και του Οµάρ. Μαςπήραν παντού, στο µουσείο Μπαρντό µε µια από τις µεγαλύτερεςσυλλογές µωσαϊκών στον κόσµο, µας µαγείρευαν, µας έδειξαν τηνατέλειωτη Καρχηδόνα, οι αρχαίες κολώνες ανάµεσα στις ωραίεςγαλλικές βίλες, πήγαµε στο προσκύνηµα όλων των ζωγράφων, στοκαφενείο στο Σίντι Μπου Σάιντ που αποθανάτησε ο Μάκκε το 1914.Χρώµατα λευκά, τουρκουάζ και µπλέ καφασωτά, περσίδες που α-νοίγουν προς τα πάνω. Παντού πουλούσαν µασµούµ, γιασεµιά πε-ρασµένα σε φοινικοβελόνες, δεµένα µε χρωµατιστές κλωστές, πίναµετσαί δυόσµο µε πινόλια, λεµονάδα µε καβουρδισµένα αµύγδαλα, καιπαντού η µυρωδιά του γιασεµιού. Θα ξαναγυρίσω οπωσδήποτε στηνΤυνησία.

Νίκης Μαραγκού Γιεζούλµυθιστόρηµα εκδ. Εστία

Γιεζούλ = όλα χάνονται

Page 57: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

57

Dominique Fernandez

Λαθραίως ανατρεπτικός

Ο συγγραφέας είναι πολύ πιο οξύς όταν δεν υψώνει τη φωνή:προτιµά από τις ποµπώδεις φράσεις, την τέχνη της ψυχρής και συ-νεσταλµένης περιγραφής, περιφρονώντας τις συµβολικές ευπρέπειες

O ΤΟΛΣΤΟΙ, ΣΟΦΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ πατριάρχης, βολεµένος στηνκαλή του συνείδηση; Τίποτα δεν έβλαψε περισσότερο την εικόνα τουαπό τα πορτραίτα της γεροντικής του ηλικίας όπου παριστάνεται µετη µακριά γενειάδα ιεράρχη.

Ο «κόµης» Τολστόι, ιδιοκτήτης της τεράστιας κατοικίας IasnaiaPolana, δεν έζησε µέσα στη φρίκη, σαν τον σύγχρονό του τον Ντο-στογιέφσκι, είναι αλήθεια. ∆εν κίνησε γη και ουρανό για να ακου-στούν οι φωνές διαµαρτυρίας του, επίσης είναι αλήθεια. ∆εν αψήφησετον Θεό µε τρόπο δραµατικά άµεσο, είναι πάντα αλήθεια. Κι όµως, θαδιαπράτταµε λάθος αν υποθέταµε ότι ήταν σύµφωνος µε την τάξη τουκόσµου. Είναι ο άνθρωπος της αµφισβήτησης και της ανατροπής, καιµάλιστα πολύ περισσότερο από τον Ντοστογιέφσκι. Μόνον που ταόπλα του δεν ήταν τα ίδια. Αρκέστηκε, για να εκφράσει το αίσθηµατης επανάστασης, στο να περιγράψει ό,τι έβλεπε µε λέξεις σωστές, καιµε την ήρεµη χρήση των σωστών λέξεων υπέσκαψε τις καλά στηρι-γµένες βεβαιότητες.

Χρησιµοποιώ τη λέξη σωστός και ταπεινός αντί για τη λέξη«σπουδαίος», λέξη σπινθηροβόλα: όλο το µυστικό της τέχνης του καιτης ηθικής του βρίσκεται σε αυτή τη διαφορά. Προώθησε πολύ περισ-σότερο από τον Σταντάλ, που ήταν ένας από τους δασκάλους του, τηθρησκεία της σωστής λέξης. Για παράδειγµα, περιφρονούσε την όπε-ρα, είδος που του φαινόταν αντιφατικό, µε την καλή έννοια, και κυ-ρίως πολύ ακριβό, για την χρήση µόνον των σνοµπ και των πλουσίων.Να γράψει έναν λίβελο κατά της όπερας; Χρησιµοποιεί ένα µέσο πολύπιο ικανό: να διηγηθεί µια όπερα παραµένοντας σε µια κατά λέξη πε-ριγραφή. Να θυµηθούµε το απόσπασµα από το Πόλεµος και Ειρήνη.

« Στη µέση της σκηνής, υπήρχαν πλανισµένα σανίδια. Στα πλαϊνά, χρωµατισµένα χαρτόνια που παράσταιναν δέντρα, πίσω και πάνωστα σανίδια, ήταν τεντωµένο ένα πανί. Στη µέση της σκηνής, καθό-ντουσαν κορίτσια µε κόκκινες µπλούζες και λευκές φούστες. Ένα κο-ρίτσι, πολύ παχύ, µε µεταξωτή λευκή τουαλέτα καθόταν µόνο σ’ έναχαµηλό σκαµνάκι και πίσω ήταν κολληµένο ένα πράσινο χαρτόνι.Όλα τα κορίτσια λέγαν ένα τραγούδι. Τελειώνοντας το τραγούδι τουςτο κορίτσι µε τα άσπρα ζύγωσε στο υποβολείο. Κοντά στο κορίτσιπήγε και στάθηκε ένας άντρας µε χοντρά πόδια µε µεταξωτό κολλητό

Page 58: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

58

παντελόνι, µ’ ένα φτερό στο καπέλο κι ένα στιλέτο στη ζώνη κι άρχισενα τραγουδάει µε χειρονοµίες.»

Χρησιµοποιώντας τις λέξεις µε την πρώτη σηµασία τους, ο Τολ-στόι καταδεικνύει τον παράλογο µηχανισµό της όπερας. Αν έλεγε«παλκοσένικο» θα ήταν σαν να προσέφευγε στην νοερή γνώση τουθεάτρου, όχι στην µαρτυρία των µατιών. Μιλάει λοιπόν για «σανί-δες». Επίσης µιλάει για «χρωµατισµένα χαρτόνια», για «πανί», για«χαρτόνι πράσινο», όχι για ντεκόρ. Μιλάει για «κόκκινες µπλούζες»,για «παντελόνι εφαρµοστό», όχι για κοστούµια. Μιλάει για «κορί-τσια», για «έναν άντρα», όχι για ηθοποιούς. ∆εν λέει: «αποτελούσαντην χορωδία», αλλά «τραγουδούσαν ένα τραγούδι». Ο ηθοποιός δεν«παίζει», αλλά «χειρονοµεί». Ο Τολστόι παριστάνει τον άσχετο, εκεί-νον που ποτέ δεν είχε πάει στην όπερα, και που αγνοούσε τις συµ-βατικότητες του θεάτρου και περιοριζόταν στην περιγραφή αυτούπου έβλεπε, µε λέξεις καθηµερινές.

Ο Θεός σε µικρές δόσεις.Και ο Φλωµπέρ απεχθανόταν την όπερα. Θυµόµαστε το περίφηµο

απόσπασµα από την Μαντάµ Μποβαρύ, και την έκπληξη της Έµµα,στην όπερα της Ρουέν, µπροστά στον τενόρο: «είχε ωραία φωνή, αδια-τάραχτη ψυχραιµία, περισσότερο ταλέντο παρά ευφυΐα και περισσό-τερο στόµφο παρά λυρισµό, πράγµατα που κατάφερναν να αναδει-κνύουν τα θαυµάσια φυσικά χαρίσµατα αυτού του τσαρλατάνου, πουήταν κάτι ανάµεσα σε µπαρµπέρη και ταυροµάχο». Εδώ όµως δενείναι η ’Εµµα που µιλάει, αλλά ο Φλωµπέρ. Αισθάνεται κανείς τη θέ-ληση για χλευασµό. Ενώ ο Τολστόι χρησιµοποιώντας τη σωστή λέξη,την απρόσωπη, «σανίδια», «χοντρά πόδια», εµφανίζει στα µάτια τουαναγνώστη κάτι το γελοίο, για το οποίο δεν µπορεί να αµφισβητήσειτην αλήθεια. Η σάτιρα είναι πιο πειστική.

Το να ζωγραφίσεις τον Ναπολέοντα κάτω από το ντους, µε το νερόνα κυλάει στην «λιπαρή πλάτη» του, είναι πολύ πιο αποτελεσµατικόαπό το να δηµοσιεύσεις διατριβές εναντίον του δικτάτορα. Αλλά εί-ναι κυρίως για την κριτική της θρησκείας και της υποκρισίας τωνιερέων που το όπλο της «σωστής λέξης» αποκαλύπτεται ως το πιοφοβερό. Ο πιο καυστικός, ο πιο επαναστατικός Τολστόι, εκδηλώνεταισ’ αυτό το απόσπασµα από την Ανάσταση φαινοµενικά ανώδυνο,όπου ο συγγραφέας µιλάει µε τον πιο ήρεµο τρόπο για τη λειτουργίατων φυλακισµένων: «Ο παπάς που φορούσε κάτι περίεργα και καθό-λου άνετα άµφια από δαµασκηνό, έκοβε µικρά κοµµάτια ψωµί σ’ έναδισκάκι και µετά τα έριχνε σ’ ένα ποτήρι µε κρασί, ψάλλοντας ταυ-τόχρονα προσευχές, προφέροντας µαζί διάφορα ονόµατα. «Το βαθύ-τερο νόηµα της λειτουργίας ήταν πως ο παπάς είχε, υποτίθεται, τηδύναµη να µετατρέπει τα κοµµατάκια του ψωµιού που βουτούσε στοκρασί, µε διάφορες κινήσεις των χεριών του και προσευχές, σε σώµακαι αίµα του Θεού. Οι κινήσεις του αυτές ήταν αρµονικές ανατάσεις

Page 59: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

59

των χεριών του, παρά τον άβολο σάκο από δαµασκηνό που φορούσε,γονυκλισίες και ασπασµοί της τράπεζας κι όλων των σκευών που βρι-σκόταν πάνω της. Το κυριότερο σηµείο της τελετουργίας αυτής ήτανόταν ο παπάς έπαιρνε µε τα δυο του χέρια µια µικρή πετσέτα και τηντίναζε συµµετρικά και ρυθµικά πάνω από το δισκάκι µε το χρυσό πο-τήρι». “Ύστερα ο ιερέας τράβηξε το παραπέτασµα κι άνοιξε την Ωραί-α Πύλη, πήρε στα χέρια του το χρυσό δισκοπότηρο και κάλεσε όσουςαπό το εκκλησίασµα ήθελαν να µεταλάβουν το σώµα και το αίµα τουΘεού που βρισκόταν κιόλας µέσα στο δισκοπότηρο». Τέλος, «µετέ-φερε το δισκοπότηρο µέσα στο ιερό και αφού ήπιε εκεί το αίµα καιέφαγε το σώµα του Θεού που είχαν αποµείνει, έγλειψε προσεκτικά ταµουστάκια του και σκούπισε το στόµα του και το δισκοπότηρο, βγήκεαπό το ιερό γεµάτος αγαλλίαση».

∆ύο επίπεδα µέσα στο σαρκασµό. Η φαιδρή φιγούρα του ιερέα θααρκούσε για να υποτιµήσει το «µυστήριο» της λειτουργίας, αλλά ηαληθινή κριτική βρίσκεται στη χρήση των λέξεων, «σάκος από δα-µασκηνό» αντί για «άµφια», «την τράπεζα και όλων των σκευών πουβρισκόταν πάνω της» αντί για «βωµός», «µικρά κοµµάτια ψωµιού»αντί για «όστια», «κινήσεις των χεριών» αντί «µετουσίωση», « κόβωτο ψωµί» αντί «σπάζω», «τρώω το ψωµί» αντί «κοινωνώ».

Συµπέρασµα: «Έτσι τέλειωσε η χριστιανική λειτουργία πουγίνεται για την παρηγοριά και τη διδασκαλία των απολωλότωναδελφών», αυτοί οι απολωλότες αδελφοί ήταν οι κατάδικοι πουστάλθηκαν στη Σιβηρία αφού καταδικάστηκαν µάλλον άδικα. Ηεκκλησία δεν έσφαλ-λε καθόλου σ’ αυτό: αυτή η βεβήλωση της ιερήςγλώσσας συνετέλεσε στο να αφοριστεί ο Τολστόι. Αντί να τα βάλειαπευθείας µε την εκ-κλησιαστική ιεραρχία και τη συµπαιγνία της µετην πολιτική και αστυνοµική εξουσία, σηµείωσε ήρεµα, µόνο µε τηδύναµη της σωστής λέξης, την απάτη του συστήµατος.

Σε ένα άλλο απόσπασµα από την Ανάσταση (τεράστιο µυθιστό-ρηµα παραγνωρισµένο), ο Τολστόι δείχνει έναν στρατηγό περήφανο«που κατάφερε κάτω από τις διαταγές του, ρώσοι χωρικοί, µε ταµαλλιά κοµµένα, ντυµένοι µε στολές και οπλισµένοι µε τουφέκια µεξιφολόγχη, να σκοτώσουν πάνω από χίλιους άντρες που υπεράσπιζαντην ελευθερία τους, τα σπίτια τους, τις οικογένειές τους». Και εδώ, ηανατροπή ασκείται σε δυο επίπεδα, µε την άµεση κριτική, αλλά καιακόµη περισσότερο µε τις λέξεις: λέγοντας «χωρικοί» αντί «στρατιώ-τες», ήθελε να δηλώσει ότι κάτω από τη στολή που τους υποβάθµιζεως ανθρώπους, υπήρχε η ζωντανή πραγµατικότητα των ανθρώπινωνόντων. Οι µπολσεβίκοι του 1917 θα θυµηθούν αυτό το µάθηµα, απευ-θύνοντας τις διακηρύξεις τους, όχι στους «στρατιώτες» που αποτε-λούσαν το στρατό, αλλά στους «χωρικούς» και στους «εργάτες» πουπραγµατικά τον απάρτιζαν.

Να παρωδείς την λειτουργία χωρίς επιδεικτική ειρωνεία, να

Page 60: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

60

βλασφηµείς χωρίς βλαστήµιες, και, για να πούµε για το κράτος, τοστρατό, να είσαι επαναστάτης χωρίς να κηρύττεις την επανάσταση.Να σπέρνεις την αµφιβολία και την ανησυχία µε την προκλητική χρή-ση («προκλητική»: που δεν σέβεται τη συνήθεια) του λεξιλογίου. Ναµένεις ήρεµος απέναντι σε ό,τι προδίδεται, χωρίς να υψώνεις τη φω-νή, να µην παραφέρεσαι, να αποφεύγεις οτιδήποτε ποµπώδες, αυτόείναι που προσδιορίζει τη σκέψη και το ύφος του Τολστόι. Γι’ αυτόµου µοιάζει πιο αληθινός, πιο βαθύς από έναν Ντοστογιέφσκι ή ένανΣολζενίτσιν, προφήτες που η θεµατική αναλαµπή τους δεν έχει τηνήρεµη δύναµη της κατάλληλης λέξης ελεύθερης από κάθε µεσσιανικόσύννεφο.

Μτφρ. Αναστασία Βατάλη

Le Magazine Litteraire τχ. 502

Page 61: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

61

Σωτηρία Σταυρακοπούλου

Παναγιώτης Γούτας Αποκούµπι στην κουβέντα µε τον Περικλή Σφυρίδη,

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΥΤΟΥ του Παναγιώτη Γούτα φανερώνειαµέσως όχι µόνο το περιεχόµενο του βιβλίου, που είναι µια «κου-βέντα», δηλαδή συνέντευξη, αλλά και το βάρος που δίνει ο συγγρα-φέας στη κουβέντα αυτή, που τη θεωρεί «αποκούµπι». Γιατί άραγε; ΟΣφυρίδης είναι γνωστός και καθιερωµένος συγγραφέας και έχει δώσειαρκετές συνεντεύξεις, αλλά κανείς από όσους του ζήτησαν συνέ-ντευξη (λίγο πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου του Γούτα, ηΧλόη Κουτσουµπέλη δηµοσίευσε τη δική τους «κουβέντα» στο πε-ριοδικό Ένεκεν και ο Ηλίας Γκρης µια άλλη, το 2004, σε ξεχωριστόβιβλίο, στις εκδόσεις “Μικρός Ιανός» της Θεσσαλονίκης, µε εισαγω-γικό µάλιστα λόγο και τίτλο Ο Περικλής Σφυρίδης χωρίς περιστρο-φές) δεν χαρακτήρισε τα λόγια του «αποκούµπι». Ο Γούτας, σε µικρόπρόλογο, πριν αρχίσουν τη συζήτηση, οµολογεί τις πνευµατικές ο-φειλές του στον Σφυρίδη. Η πρώτη σκέψη, εποµένως, είναι ότι πρό-κειται για µια τιµή ενός µαθητή προς τον δάσκαλο. Κι εδώ χρειάζεταινα διευκρινίσουµε κάτι. Μαθητής δεν σηµαίνει µιµητής. Το τόνισε καιο Π. Μουλλάς στο συνέδριο Παραµυθία Θεσσαλονίκης, θεωρώνταςτον Ιωάννου µαθητή του Πεντζίκη3. Ο Γούτας, όµως, αφού πρώτα µαςενηµερώνει ότι γνώριζε τον Σφυρίδη ως οικογενειακό τους γιατρόαπό παιδί, εξειδικεύει: «Στα µέσα της δεκαετίας του ογδόντα, τονπλησίασα να του δείξω πρωτόλεια ποιήµατα και πεζά µου. Ο ίδιοςήταν αρκετά γνωστός συγγραφέας και η γνώµη του µετρούσε. Μουέκανε αυστηρές συστάσεις και υποδείξεις, ντόµπρες όµως και στα-ράτες. Με αντιµετώπιζε όχι µε υπεροψία, αλλά ως ίσος προς ίσο.Έπεσα µε τα µούτρα στη δουλειά, διορθώνοντας τα χειρόγραφα, γιανα του παρουσιάσω κάτι της προκοπής. Όταν πέτυχα την πρώτη µουδηµοσίευση στην Παραφυάδα και στο Τραµ, που προσωπικά τότεεπιµελούνταν, ένιωσα ότι είχα κατακτήσει τον κόσµο. Από τότε µαςσυνδέει θερµή φιλία και αλληλοεκτίµηση. Συχνά τον συµβουλεύοµαιγια δουλειές και επικείµενες εκδόσεις και η γνώµη του είναι πάνταπολύτιµη για µένα» (7). Ο Γ. Αράγης, από την άλλη, µιλώντας για τοέργο του Σφυρίδη, αναφέρεται σ’ αυτή τη διαδικασία λογοτεχνικής«µαθητείας» και σηµειώνει: «Ένα άλλο βασικό γνώρισµα του συγκε-κριµένου πεζογραφικού έργου (της Ψυχής µπλε και κόκκινης τουΣφυρίδη) είναι ο εµπειρισµός του. Όχι ακριβώς ότι εκφράζει προσω-πικές εµπειρίες του συγγραφέα, αν και αυτό φαίνεται πως συµβαίνειαρκετά. Με τη λέξη “εµπειρισµός” εννοώ κάτι διαφορετικό. Όλα τακείµενα, από το πρώτο ως το τελευταίο, έχουν υφή εµπειροτεχνικήςσύνθεσης. Λες και ο άνθρωπος που τα φιλοτέχνησε έµαθε τη µαστο-

Το βιβλίοκυκλοοφορείστις εκδόσειςΠαιανία,«Μπιλιέτο»,2010, σελ. 64.

Page 62: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

62

ρική από την πρακτική µαθητεία σε κάποιον άλλο εµπειρικό της ίδιαςτέχνης, ερήµην των θεωρητικών αρχών της».4 Σε ποιους µάστορες µα-θήτευσε ο Σφυρίδης µάς το λέει ο ίδιος αναλυτικά στη συνέντευξήτου. Είναι, επίσης, γεγονός ότι αυτή η «παράδοση µαθητείας», πουυπήρχε παλαιότερα στα γράµµατά µας, δίνοντας από αξιοπρόσεκταέως σπουδαία κείµενα, τείνει να γίνει σπάνια, αν όχι δυσεύρετη, πρα-κτική, από τα µέσα της δεκαετίας του 1990 και µετά, αφού πολλοί νέοιλογοτέχνες µε ποικίλους τρόπους προσπαθούν να κατακτήσουν τηδηµοσιότητα, και, κατ’ επέκταση, ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό πουστερείται λογοτεχνικής παιδείας, χωρίς προηγούµενη µαθητεία καιτριβή, η οποία παλαιότερα γινόταν συνήθως µέσα από τα σοβαρά λο-γοτεχνικά περιοδικά και τους υπεύθυνους συντάκτες τους. Σκέφτο-µαι, λοιπόν, µήπως στις προθέσεις του Γούτα υπήρχε και η χρησιµό-τητα να καταγραφεί η γνώµη ενός συγγραφέα, που πρώτα υπήρξε µα-θητής και ύστερα µάστορας. Κι αυτό φαίνεται καθαρά στον επίλογοµε τον οποίο κλείνει την «κουβέντα» τους.

Ας έρθουµε τώρα στη συνέντευξη. Ο Γούτας έθεσε στον Σφυρίδηδεκαέξι ερωτήσεις, για να πάρει ισάριθµες απαντήσεις, άλλοτε κάπωςεκτεταµένες κι άλλοτε πιο σύντοµες. Μπορούµε χοντρικά να χωρί-σουµε τις ερωτήσεις αυτές σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτές που αφορούντην προσωπική ζωή και λογοτεχνική πορεία του Σφυρίδη και σ’ εκεί-νες που ο Γούτας ζητάει τη γνώµη του -ή, ορθότερα, του ζητάει νακρίνει- διάφορα πράγµατα της λογοτεχνικής κίνησης και ζωής του τό-που µας και ειδικότερα της Θεσσαλονίκης. Υπάρχει ασφαλώς κάποιαώσµωση ανάµεσα στις δύο αυτές κατηγορίες των ερωτήσεων και τωναπαντήσεων. Τρία, πάντως, είναι τα χαρακτηριστικά σ’ αυτές τις απα-ντήσεις: Ο Σφυρίδης δεν περιττολογεί, δεν περιαυτολογεί, δεν κρύ-βεται. Στην πρώτη, π.χ., ερώτηση του Γούτα, που του ζητάει να µιλή-σει για τη συγγραφική του πορεία στον χρόνο, απαντά ότι τα περισ-σότερα τα έχει εξιστορήσει στο βιβλίο του Σε πρώτο πρόσωπο5 καιδεν πρόκειται να τα επαναλάβει. Αφού κάνει, πάντως, µια µικρή,αλλά ουσιαστική, αναδροµή στις συνθήκες µέσα στις οποίεςµεγάλωσε, όπως, άλλωστε, και όλοι οι συγγραφείς της γενιάς του, µετην γερµανική Κατοχή, τον Εµφύλιο και ό,τι ακολούθησε µετά,στρέφει την κουβέντα στους λόγους για τους οποίους εµφανίστηκεστα γράµµατα στην όψιµη ηλικία των σαράντα ενός χρόνων µε τηνποιητική συλλογή Περιστάσεις6 το 1974, ενώ η γνωριµία του µε τονχώρο της λογο-τεχνίας χρονολογείται από το 1946, όταν «διορίστηκε»βοηθός βιβλιοθηκάριου στο Κολέγιο Ανατόλια ως αντιστάθµισµα γιαµια υποτροφία που του είχαν χορηγήσει. Αµέσως µετά ο Γούτας τούθέτει ευθέως το ερώτηµα τι ήταν αυτό που τον ώθησε να γράψειποιήµατα, και µάλιστα ερωτικά. Και ο Σφυρίδης δεν κρύβεται,απαντώντας πως αιτία υπήρξε µια ερωτική ιστορία. ∆ηλώνει: «Αν τονεφηβικό έρωτα τον χαρακτηρίζουν ο ενθουσιασµός και η αισιοδοξία,

Page 63: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

63

στον έρωτα της µέσης ηλικίας κυριαρχούν η τραυµατική εµπειρία καιη διάψευση της προσδοκίας. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι το µοτίβο τωνερωτικών µου ποιηµάτων και διηγηµάτων;» (16). Η αµέσως επόµενηερώτηση είναι πιο «τσουχτερή». Τον ρώτησε αν αυτά τα ερωτικάποιήµατα και οι ιστορίες που δηµοσίευσε χωρίς «µισόλογα» και«υπαινιγµούς» είχαν επακόλουθα στο οικογενειακό, φιλικό καιεπαγγελµατικό του περιβάλλον. Ο Σφυρίδης δεν δίστασε να πει πωςκαθετί στη ζωή έχει και το τίµηµά του και ότι αυτό το τίµηµα το έχειπληρώσει, γιατί υιοθέτησε χωρίς δισταγµό στα κείµενά του τονρεαλιστικό, εξοµολογητικό, χαµηλόφωνο λόγο, που ήταν και µία απότις αισθητικές κατευθύνσεις της ∆ιαγωνίου και το κήρυγµα τουΧριστιανόπουλου «η λογοτεχνία µάς θέλει γυµνούς». «∆εν µπορεί»,απαντά, «από τη µια να θέλεις να είσαι εξοµολογητικός και από τηνάλλη, η εξοµολόγηση να γίνεται υπαινικτικά και µε µαγειρέµατα.Εξάλλου, το παράδειγµα το είχαν δώσει πριν από µένα ο ίδιος οΧριστιανόπουλος και ο Γιώργος Ιωάννου και ακολούθησαν αρκετοίάλλοι µετά, ποιητές και πεζογράφοι. Εγώ ίσως ήµουν πιο τολµηρός σεό,τι αφορά τα πρόσωπα και τα περιστατικά. Κατανοώ τουςενδοιασµούς των άλλων πεζογράφων που συνειδητά θολώνουν ταόσα θέλουν να αφηγηθούν. Ζούµε σε µια αστική κοινωνία,συντηρητική και υποκριτική -που θέλει να δείχνει πως ερωτευθήκαµεµόνο τη γυναίκα που παντρευτήκαµε. Όλοι γνωρίζουµε τι γίνεται στηζωή µας, αλλά βάζουµε έναν φερετζέ σεµνοτυφίας για να κρύψουµε τοπρόσωπό µας [...]. Προσωπικά δεν µετάνιωσα γι’ αυτή µου τηνεπιλογή. Είµαι ξεκάθαρος όχι µόνο στην πεζογραφία µου, αλλά καιστη ίδια µου τη ζωή. Κι αυτό που πριν από καναδυό δεκαετίας τοπεριβάλλον µου το θεωρούσε καταστροφικό, σήµερα, µου τοαναγνωρίζουν ως εύσηµο· όχι µόνο όσοι διαβάζουν ή γράφουν για ταβιβλία µου, αλλά και δικοί µου άνθρωποι. Η οικογένειά µου. ∆ιατηρώεπίσης άριστες φιλικές σχέσεις µε κάποιες ηρωίδες των διηγηµάτωνµου» (17-18). Μιλώντας για τον ρόλο του βιώµατος στη λογοτεχνικήδηµιουργία, πιστεύει πως δεν µπορεί να υπάρξει αξιόλογολογοτεχνικό έργο χωρίς ένα µίνιµουµ προσωπικής εµπειρίας και πωςθεωρεί τις απόψεις όσων ισχυρίζονται ότι τους αρκεί η φαντασία γιανα επινοούν ιστορίες ως φληναφήµατα, διότι όλα τα κλασικά έργα,ακόµα και αυτά που ακολουθούν τη γραφή συνειδησιακής ροής, πάνωσε βιώµατα στηρίχτηκαν.

Η κουβέντα τους γυρίζει στη σχέση του Σφυρίδη µε τον Χριστια-νόπουλο. Ο Σφυρίδης αναγνωρίζει όχι µόνο τις πνευµατικές οφειλέςτου στον Χριστιανόπουλο, αλλά και τον καταλυτικό ρόλο που είχε ηγνωριµία τους στην απόφασή του να εγκαταλείψει τον συνδικαλισµόκαι την πολιτική (την οποία είχε µεν σιχαθεί από τις ίντριγκες και τιςσυναλλαγές που γνώρισε, αλλά και για την οποία είχε γραφτεί στασαράντα και κάτι χρόνια του στη νοµική του πανεπιστηµίου µας, και

Page 64: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

64

είχε µάλιστα φτάσει στο πτυχίο). Και αυτή η τοποθέτηση ενός κα-θιερωµένου πλέον συγγραφέα που αναγνωρίζει οφειλές σε δάσκαλο,ο οποίος µάλιστα είναι σχεδόν συνοµήλικος του, δεν είναι κάτι πουσυναντάµε συχνά στα γράµµατά µας. Βέβαια, τονίζει πως, όταν γνώ-ρισε τον Χριστιανόπουλο, είχε κατασταλαγµένες απόψεις για τη ζωήκαι τη στάση που ήθελε -ή έπρεπε - να κρατήσει στην κοινωνία. «Στηνηλικία των τριάντα πέντε χρόνων», µας λέει, «ο χαρακτήρας του κάθεανθρώπου έχει -προ πολλού µάλιστα - διαµορφωθεί. ∆εν είχα, όµως,κατασταλάξει στην κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσω ως συγ-γραφέας [...]. Με είχε εντυπωσιάσει η ηθική στάση που κρατούσε τότεο Χριστιανόπουλος απέναντι στα “λογοτεχνικά παζαρέµατα” και τιςδιάφορες συναλλαγές». Στη συνέχεια εξοµολογείται πως οι ηθικές καιοι αισθητικές «προδιαγραφές», που απαιτούσε και επέβαλε την εποχήεκείνη ο Χριστιανόπουλος στους συνεργάτες του περιοδικού του καιτις οποίες, µάλιστα, ονόµαζε «αρχές της ∆ιαγωνίου», υπήρξαν ταυτό-σηµες µε τις προσωπικές απόψεις του για τη στάση ζωής, «απόψειςπου, κατά κάποιον τρόπο», συµπληρώνει, «είχα εφαρµόσει κι εγώστον συνδικαλισµό» (25). Τα δύο αυτά στοιχεία, δηλαδή το γεγονόςότι ο Σφυρίδης εισέρχεται στον «κύκλο της ∆ιαγωνίου» µε κατα-σταλαγµένες ιδέες και ότι στη ∆ιαγώνιο επικρατούσε ένα λογοτεχνικόκλίµα µοραλισµού αισθητικής φύσεως τα επισηµαίνει και ο Αλ. Ζή-ρας στην µελέτη του Η πεζογραφία του Περικλή Σφυρίδη. Αυτο-βιογραφικός λόγος και µυθοπλασία.7 Όταν ο Γούτας του ζήτησε ναµιλήσει γι’ αυτή την πνευµατική του σχέση µε τον Χριστιανόπουλο,δεν δίστασε να πει πως σε γενικές γραµµές οι αισθητικές τουαντιλήψεις για την «καλή» ή «σοβαρή» λογοτεχνία συµπίπτουν µεαυτές του Ντίνου, γι’ αυτό ανταλλάσσουν συχνά γνώµες γιασυγκεκριµένους συγγραφείς και βιβλία, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότισυµφωνούν σε όλα. «Γιατί», συνεχίζει, «ο Χριστιανόπουλος είναιπερισσότερο απόλυτος και κρίνει την αξία των λογοτεχνικώνκειµένων ως αυθεντία, µε γνώµονα τα δικά του αισθητικά κριτήρια.Εγώ», συνεχίζει, «είµαι πιο διαλλακτικός και θέλω οι επισηµάνσειςκαι οι παρατηρήσεις µου στα κείµενα να έχουν αποδεικτικόχαρακτήρα, µε συγκεκριµένα αποσπάσµατα (ορισµένες φορές, πολλά)από τα ίδια τα κείµενα. Γι’ αυτό έχω γράψει κριτικές για βιβλία πουακολουθούν τελείως διαφορετικό προσανατολισµό απ’ ό,τι εγώ σταδικά µου βιβλία. Ο Ντίνος είναι πιο “επιθετικός” και ενίοτε“προκλητικός”. Γι’ αυτό, άλλωστε, έχει µαλώσει µε πολύ κόσµο, ενώταυτόχρονα έχει και φανατικούς φίλους. Επίσης, στην εκτίµηση ενόςλογοτεχνικού, ή γενικότερα, καλλιτεχνικού έργου, παίρνει σοβαράυπόψη του τον χαρακτήρα και την ηθική υπόσταση του δηµιουργού.Το “δεν µ’ αρέσει το βιβλίο αυτό γιατί ο ...(συγγραφέας) είναισκατόµουτρο” το έχω ακούσει πολλές φορές. Εµένα δεν µου πάνε τα“µαλώµατα” και προσπαθώ να ξεχωρίσω το έργο από τον χαρακτήρα

Page 65: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

65

και τα καµώµατα του συγγραφέα [...]. Με τον Ντίνο ταιριάξαµε και σεκάτι άλλο. ∆εν περιοριστήκαµε στο προσωπικό µας έργο και τηνπροβολή του, όπως κάνουν οι περισσότεροι συγγραφείς, αλλάξοδέψαµε χρόνο και χρήµα -ναι, χρήµα! Ο κόπος δεν λογαριάζεται-για την προβολή του έργου πνευµατικών δηµιουργών (λογοτεχνώνκαι καλλιτεχνών) της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της λογοτεχνίαςκαι εικαστικής ζωής της γενέθλιας πόλης µας, την οποία, παρά τηνόποια µιζέρια της, δεν διανοηθήκαµε ποτέ να εγκαταλείψουµε» (27-28).

∆εν προτίθεµαι -και ούτε πρέπει- να σας παρουσιάσω αναλυτικάόλες τις πτυχές αυτής της συνέντευξης. Θα προβώ, όµως, σε κάποιεςεπισηµάνσεις. Μιλώντας για τον ρόλο της ιατρικής στη λογοτεχνία,στέκοµαι στο γεγονός ότι η ιατρική έκλεβε πολύ χρόνο από τη λογο-τεχνία, γιατί, εκτός από τις ώρες άσκησης του επαγγέλµατος, απαι-τούσε και πολύ χρόνο για διάβασµα, ώστε να είναι ως γιατρός ενη-µερωµένος στις εξελίξεις της επιστήµης του. «Οι άρρωστοι», µας λέει,«µου εµπιστεύονταν τη ζωή τους. Μπροστά σ’ αυτή την ευθύνη καµιάλογοτεχνία δεν µπορεί να εγείρει αξιώσεις» (20). Της οφείλει, όµως,και χάριτας διότι η ιατρική τον έφερε κοντά στον ανθρώπινο πόνο καισ’ ένα «κύκλωµα» που έχει στηθεί για την οικονοµική του εκµε-τάλλευση. Και αυτή τη συγκλονιστική του εµπειρία την πέρασε σταδιηγήµατά του. Και κάτι ακόµα: «Η ιατρική», τονίζει, «µου έδωσε τηνδυνατότητα να ενταχθώ στη λογοτεχνία χωρίς οικονοµικές ή άλλεςεξαρτήσεις που θα τη νόθευαν, ενδεχοµένως, µε σκοπιµότητες και θαείχαν επίπτωση στην ποιότητα του έργου µου» (19). Σε ερώτηση τουΓούτα πώς κρίνει τις διάφορες κοινωνικές οµάδες που τις γνώρισε α-πό «πρώτο χέρι» (αθλητές και παράγοντες του ποδοσφαίρου, ιατρούςκαι συνδικαλιστές και, στο τέλος, λογοτέχνες) δηλώνει πως τα πιοάγρια «µαχαιρώµατα» τα γνώρισε στη λογοτεχνία, παρόλο που σ’ αυ-τήν ο παράγοντας οικονοµικό όφελος, νόµιµο ή, συνήθως, κάτω απότο τραπέζι, είναι ανύπαρκτος. Και επεξηγεί: «Άργησα να συνειδητο-ποιήσω τον λόγο και οµολογώ ότι πικράθηκα πολλές φορές και άλλο-τε αγανάκτησα. Τώρα, όµως, ξέρω: οι περισσότεροι λογοτέχνες είναιµεν αισθαντικές, αλλά ταυτόχρονα πολύ εγωκεντρικές προσωπικό-τητες [...]. Είµαστε µια πολύ µικρή οµάδα, µια “σέχτα”, που δεν ενδια-φέρει τα πλατιά κοινωνικά στρώµατα, τα οποία µπορούν να ζήσουνµια χαρά χωρίς να έχουν διαβάσει στη ζωή τους ένα λογοτεχνικό βι-βλίο. Κι όµως πιστεύουµε -ή θέλουµε να πιστεύουµε- ότι όλος οκόσµος κινείται γύρω από τα πρόσωπά µας και το έργο µας» (24). Γιατο πνευµατικό κλίµα της Θεσσαλονίκης λέει πως το χαρακτηρίζει µιααντίφαση. «Από τη µια µεριά», επισηµαίνει, «είναι πόλη εσωστρεφήςκαι συντηρητική και από την άλλη, ανοιχτή προς κάθε νέα ιδέα πουέρχεται από την Ευρώπη ή από αλλού (εννοώ και τη δική µας πρόσ-φατη παράδοση, π.χ., τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη). Τα έχω πει αυτά,

Page 66: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

66

δεν θα τα επαναλάβω. Το επισηµαίνω, όµως, γιατί δεν συµφωνώ µετην διαπίστωσή σας», απαντά στον Γούτα, «πως “η Θεσσαλονίκησκοτώνει κάθε τι το πρωτοποριακό, το φρέσκο και το διαφορετικό εντη γενέσει του”. Ο µοντερνισµός ξεκίνησε προπολεµικά στα γράµµατάµας από τους συγγραφείς της Θεσσαλονίκης. Μεταπολεµικά το ρεύµατης εξοµολογητικής βιωµατικής λογοτεχνίας, µε γραφή σαφή και κατάτο δυνατόν λιτή, τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία (τοοποίο ανέκοψε την κυριαρχία του υπερρεαλισµού), πάλι από τη Θεσ-σαλονίκη ξεκίνησε. Τα περιοδικά Μακεδονικές Ηµέρες (1932-1939),Κοχλίας (1945-1948), ∆ιαγώνιος (1958-1983) και Κριτική (1959-1961)υπήρξαν πρωτοποριακά περιοδικά στην εποχή τους. Από την άλλη,συµφωνώ ότι “η Θεσσαλονίκη συµπεριφέρεται συχνά σαν κουτοπό-νηρη, ξενοφοβική επαρχιούπολη” (49-50). Aκολούθως αναφέρει αρ-κετά παραδείγµατα επαρχιακής µιζέριας τα οποία χαρακτηρίζουν τηνπόλη και υπογραµµίζει το γεγονός πως, ενώ όλοι οι πνευµατικοίάνθρωποι της Θεσσαλονίκης καταλογίζουν στην αθηνοκεντρική δοµήτου ελληνικού κράτους την πνευµατική µιζέρια της πόλης, όπως πολύχαρακτηριστικά παροµοίασε ο Πεντζίκης την Ελλάδα µε αγελάδα πουβόσκει στη Μακεδονία, αλλά την αρµέγουν στην Αθήνα, εν τούτοις,επισηµαίνει, η αναγνώριση του έργου των λογοτεχνών της Θεσσα-λονίκης δεν έγινε ή γίνεται από οµοτέχνους της πόλης, αλλά από αθη-ναίους κριτικούς, ακόµα και του Πεντζίκη (εννοεί από τον Σεφέρη),γι’ αυτό, όταν έρθει κάποιος καθιερωµένος αθηναίος κριτικός, τρέ-χουν όλοι οι θεσσαλονικείς λογοτέχνες για να του υποβάλουν τα σέβητους. Τέλος, συµπληρώνει πως όποιος λογοτέχνης ενδιαφέρεται γιαευρύτερη προβολή και δηµοσιότητα του έργου του ή όποιος καλλι-τέχνης επιθυµεί µια επιτυχηµένη σταδιοδροµία, η κάθοδος στην Αθή-να είναι µονόδροµος. Για τους εκδότες, µε τους οποίους συνερ-γάστηκε, λέει πως µ’ αυτούς η σχέση του ήταν περισσότερο φιλικήπαρά επαγγελµατική, ότι οι εκδόσεις «∆ιαγώνιος» υπήρξαν ένας ιερα-ποστολικός της λογοτεχνίας εκδοτικός οίκος, όπου την ποιότητα τωνκειµένων την έκρινε ο Χριστιανόπουλος (που παρείχε στον συγ-γραφέα και δωρεάν τις διορθώσεις των τυπογραφικών δοκιµίων), τηνευθύνη της καλλιτεχνικής επιµέλειας είχε εν λευκώ ο Κάρολος Τσίζεκκαι το τύπωµα ο καλλιτέχνης τυπογράφος της µονοτυπίας Νίκος Νι-κολαΐδης. Θεωρεί τις εκδόσεις «Μπιλιέτο» του Βασίλη ∆ηµητράκου«παραφυάδα» της ∆ιαγωνίου στην Παιανία, γι’ αυτό κι έδωσε στονΒασίλη κάποια από τα βιβλία και διηγήµατά του που αγαπάει πολύ.Το ίδιο φιλική υπήρξε και η συνεργασία του µε τον Νίκο Καρατζά του«Ιανού», απ’ όπου κυκλοφόρησε δύο βιβλία τα οποία αφορούν απο-κλειστικά τη Θεσσαλονίκη.8 Τέλος, µιλώντας για την τριαντάχρονησυνεργασία του µε τον Καστανιώτη, εξοµολογείται πως, όταν µετά τη«∆ιαγώνιο», απ’ όπου είχε αποκτήσει κάποιο όνοµα και διάφοροιαθηναίοι εκδότες φλέρταραν µαζί του, για να τον εντάξουν στη δύνα-

Page 67: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

67

µη του οίκου τους, αυτός προτίµησε τον Καστανιώτη που δεν συµµε-τείχε στο φλερτ, γιατί του είχε φερθεί ανθρώπινα όταν κυκλοφόρησετην πρώτη συλλογή διηγηµάτων του, την Αφίσα, το 1977, τότε που οΚαστανιώτης δεν ήταν ακόµα µεγαλοεκδότης, αλλά βιβλιοπώλης. Σεερώτηση του Γούτα γιατί τόσα χρόνια δεν άλλαξε εκδότη για µιακαλύτερη προβολή και κυκλοφορία του έργου του, λέει πως θεωρείτον εαυτό του λογοτέχνη και όχι επαγγελµατία ποδοσφαιριστή και,παρόλο που είχε δελεαστικές προτάσεις από άλλους εκδότες, δενδιανοήθηκε ποτέ να εγκαταλείψει τον Καστανιώτη. «Αν ήταν να γίνωπλούσιος, θα γινόµουν από την ιατρική», δηλώνει, «κι όχι από τηλογοτεχνία, όπως πιστεύουν µερικοί που βγάζουν τα καινούρια βιβ-λία τους σε δηµοπρασία» (34). Μόνο πρόσφατα, το 2010, όταν ο Κα-στανιώτης δήλωσε αδυναµία να του εκδώσει τη νέα συλλογή διη-γηµάτων, που του είχε εµπιστευθεί από το 2008, λόγω της οικονοµικήςκρίσης που ταλανίζει εκδότες και βιβλιοπώλες, και του συνέστησε νακάνει υποµονή, ο Σφυρίδης απάντησε πως τον καταλαβαίνει, αλλάαπό την άλλη, πάλι, δεν θα ήθελε το βιβλίο του αυτό να κυκλοφορήσειως µεταθανάτια έκδοση, και του ζήτησε την άδεια να πάει σε άλλοεκδότη. Έτσι η νέα συλλογή διηγηµάτων του θα κυκλοφορήσει απότην «Εστία» µε το περιοδικό της οποίας, τη Νέα Εστία, τα τελευταίαχρόνια έχει δεσµούς συνεργασίας. «Το διαζύγιό µου µε τον Καστα-νιώτη, ύστερα από τριάντα χρόνια αρµονικής “συµβίωσης”, ήτανφιλικό και συναινετικό» (35), µας λέει.

Η κουβέντα τους περνάει στην τελευταία περίοδο της πορείας του,όπου από το 1994 ο Σφυρίδης έχει εγκατασταθεί (για µισό και πλέονχρόνο κάθε έτους) στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του -και, κατάκάποιο τρόπο, και δική του- τη Σκύρο, απ’ όπου αντλεί βιώµατα απότη ζωή στο νησί και τους ανθρώπους του και τα περνάει στα διη-γήµατά του. «Με κουράζει», δηλώνει, «η ζωή στη µεγάλη πόλη. Τα τε-λευταία χρόνια οι άνθρωποι έχουν γίνει νευρικοί. Μια χωρίς λόγοεπιθετικότητα κυριαρχεί στη συµπεριφορά τους» (45). Αναφέρει επί-σης ότι κουράζεται από τις πολλές λογοτεχνικές και καλλιτεχνικέςεκδηλώσεις στις οποίες είτε παίρνει µέρος είτε από υποχρέωσηπαρευρίσκεται. ∆εν του περισσεύει χρόνος για γράψιµο και διάβασµα.Τη λύση τού την προσφέρει η Σκύρος, όπου εκεί, µετά τη συνταξιο-δότησή του, το καλοκαίρι του 1994, έγραψε ολόκληρο το µυθιστόρηµάτου Ψυχή µπλε και κόκκινη.9 Ο Ζήρας πιστεύει πως η εγκατάστασηστη Σκύρο, «η επιστροφή στον πατρογονικό τόπο», όπως αποκαλεί τονησί, οφείλεται, πέρα των άλλων, στην «απολύτως προσωπική καιµάλλον οντολογική αναζήτηση ένος βαθύτερου δεσµού µε κοινωνίεςανθρώπων και µε περιβάλλοντα, όπου δεν έχει ακόµα εξαπλωθεί σεµεγάλο βαθµό η σήψη της “πολιτισµένης” ζωής”10. Κολακεύτηκε ότανο Γούτας τον συγκρίνει µε τον Παπαδιαµάντη, τόσο ως προς το έργο(αναφέρεται στα σκυριανά διηγήµατά του) όσο και ως προς τη στάση

Page 68: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

68

που κρατάει απέναντι στα λογοτεχνικά πράγµατα του καιρού µας, καιλέει ότι η αγάπη του για τον Παπαδιαµάντη και η επιρροή που άσκησεο Σκιαθίτης µε τα διηγήµατά του στο δικό του έργο οφείλεται στονφιλόλογο καθηγητή που είχε στο Ανατόλια, o οποίος επηρέασε βαθιάτην προσωπικότητά του, τον Νίκο Παπαχατζή, που ήταν φανατικόςλάτρης του Παπαδιαµάντη.

Σε ερώτηση για τον ρόλο του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης στηπνευµατική ζωή της πόλης, λέει ότι η ίδρυσή του το 1926, µε πρώτη τηΦιλοσοφική Σχολή, έδωσε έναν πνευµατικό «αέρα» στην πόλη και ότιγια δεκαετίες ήταν πιο προοδευτικό από το αντίστοιχο της Αθήνας,επισηµαίνοντας, ταυτόχρονα, ότι «κουµάντο» έκαναν πάντα οι εξΑθηνών καθηγητές, µέχρι να αναδειχτούν σιγά σιγά και κάποιοικαθηγητές από τη Βόρεια Ελλάδα. Λυπάται όµως που η ΦιλοσοφικήΣχολή και ιδιαίτερα το τµήµα της Νεοελληνικής Φιλολογίας δενενδιαφέρθηκε όσο θα έπρεπε - ή και θα άξιζε- για τη λογοτεχνία καιτους συγγραφείς της Θεσσαλονίκης. Τέλος, επισηµαίνει, ως σύµπτω-µα του καιρού µας, το γεγονός πως πολλοί καθηγητές έχουν αποκ-τήσει µια καθαρή νεοελληνίστικη νοοτροπία δηµοσίου υπαλλήλου,χωρισµένοι σε αντιµαχόµενες οµάδες, κάτι που είχε ως συνέπεια ναχάσει τον προοδευτικό χαρακτήρα και την αίγλη του.

Για το υπερβατικό στοιχείο που εµφανίζεται στις τελευταίες συλ-λογές διηγηµάτων του, το «ρίγος του υπερβατικού» όπως το χαρα-κτήρισε η Μ. Θεοδοσοπούλου,11 λέει πως «όταν είναι κανείς νέος,υπάρχει µόνο ένας θάνατος: ο θάνατος των άλλων. Στα πρόθυρα, ήµέσα στην τρίτη ηλικία, ο θάνατος, ο δικός µας θάνατος, παύει να εί-ναι µια νεφελώδης προοπτική και γίνεται χειροπιαστή προσδοκία.Αυτό φέρνει στη µνήµη µας τους προσφιλείς νεκρούς µας, οι οποίοι,µέσα από τη µνήµη και τα όνειρά µας επανέρχονται στη ζωή [...]. Μετο που κόντευα τα εβδοµήντα µου χρόνια, άρχισα να κάνω και κά-ποιον απολογισµό της ζωής µου. Αυτό, σκέψη µε τη σκέψη, µε έφερεκοντά στη ζωή των γονιών µου και των άλλων συγγενών και φίλωνπου είχαν αποδηµήσει και τους “αναβίωσα” µέσα στα γραπτά µου ναµιλήσουν για τη δική τους ζωή και τα βάσανα» (39).

Η κουβέντα τους κλείνει µε την εκτίµηση του Σφυρίδη ότι, παρόλοπου ζούµε σε µια πρωτόγνωρα ρευστή κατάσταση, στην οποία η«σοβαρή» λογοτεχνία έρχεται αντιµέτωπη µε την «αγορά», η οποίαπροσπαθεί να µετατοπίσει την αξία ενός λογοτεχνικού βιβλίου απότην «αισθητική» στην «κατανάλωση», µε προαγωγούς τη διαφήµισηκαι την τηλεόραση που διαµορφώνουν µια µαζική νερόβραστηκουλτούρα life style σε παγκόσµιο επίπεδο, η καλή λογοτεχνία και τοτυπωµένο βιβλίο θα κερδίσουν το στοίχηµα της αντοχής, γιατί απόαυτήν καθορίζεται η λογοτεχνία ενός έθνους κι όχι από τα ευπώλητα.

Τελειώνω µε το ερώτηµα: Ποια η σηµασία των λόγων του Σφυρίδη-και γενικότερα ο λόγος σηµαντικών πνευµατικών ανθρώπων του

Page 69: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

69

τόπου µας- για το ευρύ κοινό; Πιστεύω, αµελητέα, γιατί ο λόγος τωνσηµαντικών αυτών ανθρώπων και το έργο τους είναι άγνωστα στοευρύ κοινό που γνωρίζει µόνο τους αστέρες των τηλεοράσεων, τουελαφρού συνήθως θεάτρου και κινηµατογράφου, του ελαφρολαϊκούτραγουδιού και κάποιους συγγραφείς παραλογοτεχνίας, που επι-δίωξαν -και κατόρθωσαν- να γίνουν τακτικοί επισκέπτες των τηλε-οπτικών παραθύρων. Για µας, όµως, τους «θεριακλήδες» της λογο-τεχνίας -χρησιµοποιώ τη λέξη αυτή που παραπέµπει ευθέως στο άλλοβιβλίο του Γούτα, Ενός καφέ µύριοι έπονται12 - και ιδίως σ’ όσους,εκτός από αναγνώστες, είναι και νέοι δηµιουργοί, ο λόγος ενός συγ-γραφέα, που από την πρώτη εµφάνισή του στα γράµµατα είχε στα-θερές αρχές και αγωνίστηκε για τις αξίες που πιστεύει, είναι όχι µόνο«αποκούµπι» αλλά και οδηγός.

11.΄Ενεκεν 15 (Ιαν.-Μάρτ. 2010) 176-188. 2. Βλ. σ. 115.3. Π. Σφυρίδης (επιµ.), Παραµυθία Θεσσαλονίκης. Η πεζογραφία στη

Θεσσαλονίκη από το 1912 έως το 1995 (Πρακτικά συνεδρίου, ΒαφοπούλειοΠνευµατικό Κέντρο, 23-25 Οκτωβρίου 1996), Θεσσαλονίκη 1997, σ. 426: «ΟΙωάννου είναι µαθητής του Πεντζίκη. Ο µαθητής δεν σηµαίνει ότι είναι πα-παγάλος, αλλά η παρουσία του δασκάλου υπάρχει».

4. Γ. Αράγης, «Αναφορά στην πεζογραφία του Περικλή Σφυρίδη» (κείµενοπου διαβάστηκε στο τιµητικό αφιέρωµα το οποίο διοργάνωσε η ΙατρικήΕταιρεία Θεσσαλονίκης, στις 9 Απριλίου 1997, στην παλαιά Αίθουσα Τε-λετών της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., για τους γιατρούς: Μανόλη Ανα-γνωστάκη, ποιητή, µε οµιλητή τον Παν. Μουλλά· Περικλή Σφυρίδη, πεζο-γράφο, µε οµιλητή τον Γιώργο Αράγη· και Πάνο Παπανάκο, ζωγράφο, µε οµι-λητή τον Περικλή Σφυρίδη).

5. Παιανία, «Μπιλιέτο», 1999.6. Θεσσαλονίκη 1974 (ιδιωτική έκδοση).7. Αλ. Ζήρας. Η πεζογραφία του Περικλή Σφυρίδη. Αυτοβιογραφικός

λόγος και µυθοπλασία, Παιανία, «Μπιλιέτο», 2000, σσ.8 και 13-18.8. Εν Θεσσαλονίκη: 13 σύγχρονοι πεζογράφοι, Θεσσαλονίκη, «Ιανός»

2001. Εν Θεσσαλονίκη: Καλλιτέχνες και Εκθέσεις. Τεχνοκριτικά κείµενα1980-2000, Θεσσαλονίκη, «Ιανός», 2002.

9. Αθήνα, Καστανιώτης, 199610. Βλ. ό.π. (σηµ. 7), σ. 13.11. Μ. Θεοδοσοπούλου, «Το ρίγος του υπερβατικού», εφ. Το Βήµα της

Κυριακής, 13.4. 2003.12. Π. Γούτας., Ενός καφέ µύριοι έπονται, Θεσσαλονίκη, «Νησίδες», 2010.

Page 70: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

70

Οµάρ Καγιάµ

∆έκα Ρουµπάι - Ρουµπαγιάτ

1Από πού ήρθαµε; Για ποια τραβούµε µέρη;Το νόηµα τής ζωής ποιο; Κανείς δεν το ξέρει.Πόσες ψυχές δε χάθηκαν, δε γίνανε στάχτη,Πείτε µου πού ’ν’ ο καπνός και πού τ’ αγέρι;

2Γνωστοί του ποτού οι κανόνες, κι ορίζουν: Ποιος πίνει;Πότε και πόσο πίνει; Κι ακόµα: µε ποιον το κρασί του πίνει;Αν τηρηθούν τα πιο πάνω, δίχως άλλο φέρνουνε γούρι,Ότι σηµάδι σωφροσύνης το ποτό· και στου ποτέ το ποτέ οδύνη.

3Το νά ’χεις πάρε δώσε µε κουτό, δεν είναι και ντροπή.Μα βάλε στο νου σου για καλά του Οµάρ µια συµβουλή:Όχι µην πεις, αν σου προτείνει ο σοφός µαχαίρι.Μην πάρεις ούτε βάλσαµο απ’ του κουτού το χέρι.

4Γι’ αυτόν που πλάθει τον πηλό ο λόγος, τον τσουκαλά.Την πάσα τέχνη του έβαλε µε γνώση, και µε πολύ σεβντά.Στου είναι το στρωσίδι έχυσε την κούπα του γιοµάτηΚι άναψε µέσα του των πόθων όλων πυρκαγιά.

5Κι αν µόνο µ’ ένα τούβλο µετριόταν όλο µου το βιο,Θα τό ’δινα ποτήρι να γιοµίσω µες σε κρασοπωλειό. Κι αύριο πού θα βρω ψωµί; Σκούφια και ρούχο θα σκοτώσω.∆εν τα ύφανε δα µε τα χέρια της καµιά θεά στον αργαλειό!

6∆ίχως µέθης τσαµπί, παρά τσακιστό δεν αξίζ’ η ζωή.∆ίχως λύρας σκοπούς, τσακιστό δεν αξίζει παρά η ζωή.Κι όσο πιο µακριά σε τούτο τον κόσµο βρεθώ,∆ίχως κρασί κι ηδονή, τσακιστό δεν αξίζει παρά η ζωή.

7∆εν πίνω το κρασί γιατί λατρεύω το κρασί.∆εν πίνω για να µπω στης έκλυτης ζωής το βούρκο.Πίνω για ν’ αναπνεύσω έξ’ από µένα µια στιγµή.Εξ’ από µένα να βρεθώ· για τούτο πίνω το κρασί.

8Ο φόβος του θανάτου -πίστεψέ µε!- δε µ’ αγγίζει.Πιο τροµερή είν’ η ζωή. Τί µου ‘τοιµάζει η µοίρα;∆ανεικιά την ψυχή µου από κάπου την πήρα:Θα τη γυρίσω πίσω, σαν πίσω µου κλείσει κι η θύρα.

Page 71: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

71

9Τινάζω της ελπίδας το κλωνί· καρπέ του πόθου, πότε θα φανείς;Σε τόσο σκότος τροµερό, της τύχης το νήµα πώς να το βρει κανείς;Στενό κι άφωτο παντελώς, κι υγρό το µπουντρούµι της ζωής:Προς την αιωνιότητα τη φωτεινή τη θύρα πώς να βρεις;

10 Στους τάφους οι κεκοιµηµένοι, επέστρεψαν στη Γη· οι τιποτένιοι γιοιΣε µοίρα υπόκεινται οικτρή· η τέφρα τους εν τόπω σκορπίστηκε παντί.Ποια µέθη θολώνει το µυαλό και τους βαστάει στου παντός την αγωνία;Η φρόνηση σε ζόφο θά ’ναι βουτηγµένη, έως της Κρίσεως τη στιγµή.

Μτφρ. Γιάννης Μότσιος

Βάσω Μπρατάκη

Άσπρο και µαύρο

Άσπρο και µαύροτόσο όµοια µεταξύ τους,και ας µην την βλέπειςτην αχνή γραµµή ανάµεσά τουςµε τα µάτια της λογικήςπαρά µονάχα µε το τρίτο σου µάτιπου σαν ρόδο ανοίγει στους κήπους της καρδιάς.Εσύ ο άγγελος και εγώ ο δαίµονας σουτόσο όµοιοι κατά βάθος,και ας µην το έµαθες ποτέ σου.∆εν φταις εσύ µα ούτε και εγώπου σου κράτησαν εφτασφράγιστο µυστικόπως ο πρώτος των αγγέλωνπάντα χάνει τα φτερά του,γιατί σαν άβγαλτο παιδίβιάζεται να ενδώσει στα πάθητων κολασµένων αυτής της γης...

Ακόµα και αν η νύχτα ανάβειτον έρωτα µικρής άγιας πόρνης,και σταλάζουν µοναξιάοι νότες του τραγουδιού µουφύγε µακριά µου και ας κρατώκλειδιά στα χέρια τα µυστικάπου µας κάνουν τόσο όµοιους...

Page 72: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

72

Γιάννης Πανούσης

Αν-αιρετικά

Tων εχόντων Η ιστορία γράφεται χωρίς επιµύθιο

Χρ. Βαρβέρη – Βάρρα, Χωρίς επίλογοΕίµαστε σίγουροι ότι την οικονοµική κρίση τη βιώνουν όλοι οι

έλληνες κατά τον ίδιο τρόπο; Και δεν αναφέροµαι στα ποσοτικά στοι-χεία των περικοπών αλλά στα ποιοτικά της κουλτούρας της διαχεί-ρισης µιας αιφνίδιας αλλαγής status. Οι πλούσιοι θα γίνουν πιο συντ-ηρητικοί, οι φτωχοί πιο ριζοσπαστικοί ή όλοι θα µισήσουν την Ελλάδα;

Tων µη-όντωνΚαι της αχαριστίας η αγνωµοσύνηό,τι φοβάται ο κοινωνικός ιστός πρωτοπρεσβ. Γ. ∆ιαµαντόπουλος, Το ιδίωµα της ευγνωµοσύνης...Και βέβαια υπήρχαν λεφτά. Τα είχαν κρύψει οι εργαζόµενοι µέσα

στους παχυλούς µισθούς τους και οι απόµαχοι µέσα στις εξαψήφιεςσυντάξεις τους. Τώρα όλοι νοιώθουν καλύτερα που απηλλάγησαν α-πό τα περιττά αυτά βάρη.

Tων υπερβαινόντωνΚι όταν το Κράτος πτωχεύειδέρνει ο ένας τον άλλον ως υπεύθυνον του κακού

Π. Κατράκης, Εθνικός κατήφορος Αντί για νικητές-θύτες και νικηµένους-θύµατα µήπως θάπρεπε να

δηµιουργήσουµε συνειδήσεις και πρακτικές κοινής ευθύνης; Το λεγό-µενο ανταγωνιστικό περιβάλλον µόνο µε αλληλεγγύη (στην πράξη όχιστα λόγια) και συνευθύνη (στις δύσκολες και όχι στις εύκολες ώρες)αντιµετωπίζεται.

Tων µη-ανηκόντων Ταξίδεψα καβάλα στο όνειροκόντρα στον άνεµο

Π. Κρητικός, Που τελειώνει το ταξίδι σου; Όταν αυτοί που διαφωνούν είναι περισσότεροι από αυτούς που

συµφωνούν κι όταν αυτοί που ζητούν είναι λιγότεροι από αυτούς που«δίνουν» τότε όχι µόνον έχουµε ξεφύγει από τα πελατειακά δίχτυατων Κοµµάτων αλλά συνάµα έχουµε αποδείξει ότι υπάρχει κι άλλοςδρόµος.

Tων κατεχόντων∆ιασχίζω το ανώνυµο πλήθοςπροσπαθώντας να φτάσω στον ποιητή

Κ. Χελµού, ∆ιασχίζω

Page 73: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

73

Αναρωτιέµαι αυτοί οι διάφοροι συνταγολόγοι ή συνταγογράφοιτης ευτυχίας σε ποιον κόσµο ζουν. Στον υπόκοσµο του περιθωρίουαποκλείεται. Στον κόσµο της ανασφάλειας δεν νοµίζω. Άρα µένει ουπέρκοσµος των πετυχηµένων και προβεβληµένων που «αισθάνονταιτην ανάγκη» να µοιρασθούν µαζί µας τις συνταγές της ευτυχίας(τους).

Tων απόντωνΠοτέ µην κάνεις παρέα µε ανθρώπους που δεν σου ανοίγουντα χαρτιά τους

Κ. Μουρσελάς, Κλειστόν λόγω µελαγχολίαςΓιατί πιστεύουµε ότι όλοι οι νεοέλληνες (αλλά κυρίως οι νεοκυ-

βερνώντες) έχουν ιστορική µνήµη; Ποιος µας διαβεβαιώνει ότι σταΠανεπιστήµια της (µε ανταµοιβή) παραγωγής ηγετικών στελεχών τουςδιδάξανε Μακρυγιάννη, Γλέζο, Λαµπράκη;

Αυτή τη διάσταση της νεο-πολιτικής να τη φοβόµαστε περισσότεροαπό την ενδηµική διαφθορά της εξουσίας.

Tων βοώντωνΟ Σολωµός σαν έµαθε πως ο Τερτσέτηςδεν υπόγραψε την καταδίκη του Κολοκοτρώνηίσως και να στοχάστηκε έξω απ’ την έπαρσή τουπως ένα ποίηµα καλό γράφεται και µε πράξεις

Θ. Παπαθανασόπουλος, Κέρκυρα 1834Στο ελληνικό πολιτικό σύστηµα δεκάδες (µέχρι εκατοντάδες)

κόµµατα διεκδικούν την ψήφο του λαού. Το ερώτηµα είναι αν ανα-φέρονται στον «όλο λαό» ή «στο δικό τους λαό» (δηλαδή στους ψη-φοφόρους τους). Εντέλει πόσους λαούς έχουµε σ’ αυτή τη χώρα;

Tων αγιαζόντωνΓουστόζικοι θεατρίνοι που ολοζωήςπαίζετε λοφυρόµενοι µε µόνο θεατή τον εαυτό σας

Γ. Μανουσάκης, ∆εινοί ποιητέςΤελικά έχει ηθική η (όποια) εξέγερση; Αναλαµβάνει την ηθική

(προς τα θύµατά της) ευθύνη για τις (όποιες) παράπλευρες απώλειες;Αν όχι, πώς οραµατίζονται µερικοί τον «ηθικό καινούργιο κόσµο»;Ακόµα κι αν ο σκοπός αγιάζει τα µέσα, ποιος αγιάζει το σκοπό; Αυτο-αγιάζεται;

Tων καταγγελόντωνΑναζητώ την ψυχή µουχαµένη στις πολλές διαβάσεις την υψώνω

Page 74: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

74

σαν κουρέλι σηµαίαςΕυαγγ. Παπαχρήστου-Πάνου, Σύναξη

Ως έλληνες πολλές φορές κυνηγάµε την ουρά µας (για να τηδαγκώσουµε ενώ γνωρίζουµε ότι είναι δηλητηριασµένη;) Κυνηγάµε τησκιά µας (έναν από καιρό «αποθανόντα» ηρωικό αντάρτη ή λαϊκόΖορµπά). Τελικά µήπως εµείς κυνηγάµε τον εαυτό µας κι όχι οι κατα-γγελόµενοι ξένοι;

Tων συµπραττόντωνΜην κυνηγάς την τύχηγιατί φεύγει προκάλεσέ τηννα σε κυνηγήσει αυτή

Ρ. Οικονοµίδου-Κόγια, ΆτιτλοΌλα τάχαµε δει αλλά υποψήφιους Πρυτάνεις να κινητοποιούν

«µπράβους της µέρας και της νύχτας» για να κερδίσουν τις εκλογέςδεν το πιστεύαµε. Τώρα αν µας ρωτήσετε γιατί το Υπουργείο Παιδείαςσιωπά και τα ∆ικαστήρια «ευαισθητοποιούνται» τόσο γρήγορα για νατους βοηθήσουν δεν έχουµε άλλη απάντηση από την ελληνικήςαποκλειστικότητας λέξη «διαπλοκή».

Μαρία Χατζηστεφάνου

Ο κλειδούχος

Σαν κλειδούχος της καρδιάς µου πορεύτηκεςµονογράφοντας πάνω σε αγάλµατα έναν ήχοπου χρόνια τώρα σιγοψιθυρίζεις στα αυτιά µου.Σαν ραψωδός αρχαίος µε συνεπήρεςπορευόµενη σε παρελθόντιες υποσχέσεις.Σαν κέρµα ένιωθα που πέφτει σε πηγάδιθυσιαζόµενη για µια σου ευχή.Σιωπηλά µου µιλούσεςµες την βοή του πλήθους πώς να σε ακούσω;Σε περίµενα καθισµένη πάνω σε βράχο βυζαντινόκαι δίπλα µου να περνά η πόλη.Άνοιγα τότε τα µάτια να αντικρίσω θάλασσα και ουρανό µαζί.Και εσύ ακουµπούσες στα χέρια µου αστέρια και κοχύλια.«Πρόσεχε µην τρυπηθείς» µου είπες.

Page 75: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

75

ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ

Π.Β.Πάσχος

Αργύρης Μεν. Κούντουρας( 1929 – 23.2. 2010 )

ΜΕ ΕΙΧΕ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙ ΒΑΘΥΤΑΤΑ η πρόωρη φυγή του για τονάλλο κόσµο, ύστρ’ από επώδυνη και µακρά ασθέ-νεια, και ήθελα να γράψω κάτι στα « Ελιµειακά».Όµως, ο φίλος κ. Ηλιαδέλης, ετοίµασε γρήγορα τοαφιέρωµα, χωρίς να το πάρω είδηση, κ’ έτσι γρά-φω σήµερα λίγες γραµµές, για να τιµήσω τη µνήµηενός πολύτιµου και εγκάρδιου φίλου: του αλη-σµόνητου Αργύρη Κούντουρα.

Ο Αργύρης γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1929,αλλά καταγόταν από µεγάλη και αρχοντική ο-ικογένεια της Βλάστης ( Βλάτσι- Μπλάτσι ).

Ο Αργύρης ήταν µεγαλύτερός µου και τον θυµούµαι πάντα κοντάστον δάσκαλο όλων µας, τον Νικολάκη Π. ∆ελιαλή, έφορο τηςιστορικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης. Εκεί, όταν ήµουν µαθητής στοΒαλταδώρειο, έβλεπα να βοηθούνε στην σύνταξη άρθρων και µελετών,τον ολιγογράµµατο Νικολάκη, αλλά φοβερό ερευνητή και ιστοριοδίφη(έφτασε να τον ζητήσουν συνεργάτη και στην «Μεγάλη ΕλληνικήΕγκυκλοπαιδεία» του Πυρσού, την καλύτερη της Ελλάδος για τον ει-κοστόν αιώνα!), παλαιότεροί µου -κυρηναίοι όπως έλεγε,- όπως οΒ.Φόρης, Θ. Καρακούλας, Αργύρης Κούντουρας, στους οποίους προ-σετέθη αργότερα, ως φοιτητής στην Αθήνα, και ο υπογραφόµενος. ΟΑργύρης, και όταν εργαζόταν µακρυά από την Κοζάνη, συχνά- πυκνάβρισκόταν εκεί, κοντά στις αγάπες του, πού ήταν τά βιβλία, τά χειρό-γραφα και τά ευρήµατα του Νικολάκη. Είχε ταυτίσει την ύπαρξή τουκαι τη ζωή του µε την Κοζάνη και τη Βιβλιοθήκη της. Ηταν ο επιµελη-τής και σχεδιαστής όλων των έργων πού δούλευε ο κύρ- Νικολάκης.Από εκεί άνοιξαν τά φτερά του και -όταν τον ανακάλυψαν- τον πήρανστις εργασίες των διαφόρων υπηρεσιών της Αρχαιολογίας (Βέροιας,µετά στην 12η Εφορεία Κλασικών Αρχαιοτήτων, στην Εφορεία Βυζα-ντινών Αρχαιοτήτων της Θεσσαλονίκης). Με την πρόταση του αρχαι-ολόγου Φ. Πέτσα πήρε ένα χαρτί από τον «Ευκλείδη», για να έχει πρό-σβαση στις κρατικές υπηρεσίες, όπου κατά καιρούς συνεργάστηκε, ωςσχεδιαστής στις ανασκαφές και αποκαταστάσεις µνηµείων, µε τουςΚαθηγητές Πελεκανίδη, Μπακαλάκη, Ανδρόνικο, Πέτσα κ.ά. Την πεί-ρα και τη γνώση των µνηµείων, πού είχε αποκτήσει ο Αργύρης µε τηνανύστακτη εργασία του, την εκτίµησαν όλοι οι ειδικοί. Μεταφέρω εδώαυτό πού σηµειώνει ο Ηλιαδέλης στα τελευταία « Ελιµειακά»: «Ζητή-σαµε κάποτε από αρχαιολόγο καθηγητή του Πανεπιστηµίου, να µας

Page 76: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

76

δώσει µια ερµηνεία σε θέµα της ειδικότητάς του, πού αφορούσε τηνΚοζάνη. Η απάντησή του ήταν: «Εσείς έχετε τον Κούντουρα, γιατίρωτάτε εµένα.».

Πράγµατι, ο Αργύρης -λόγω των δυσχερειών και των συνθηκώντης ζωής- δεν µπόρεσε ν’ αποχτήσει χαρτιά, πτυχία και περγαµηνές,οι γνώσεις όµως πού είχε «Υποκαθιστούσαν όλα αυτά και αυτό του τοαναγνώριζαν όλοι», συµπληρώνει ο Ηλιαδέλης.

Η προσωπική µου εµπειρία από τις γνώσεις και τις καλλιτεχνικέςικανότητες και αρετές του Αργύρη, έγινε πιο θετική και µ’ ενθουσίασεο τρόπος που πρόσφερε ό,τι του ζητούσες, τα χρόνια πού τον γνώρισαπερισσότερο στην Αθήνα. Ηξερα τη φήµη του, το όνοµά του, αλλά δενφανταζόµουνα ποτέ την αγάπη και τη διάθεση προσφοράς πού είχε,για ό,τι τον ρωτούσες από το χώρο του και το έργο του. Αρχές τηςδεκαετίας του εβδοµήντα δούλευα τη δεύτερη διατριβή µου (Ματθαί-ος Βλάσταρης, ιδ΄αιώνας-Θεσσαλονίκη). Σκοτώθηκε να µου κάνεισχέδια και χάρτες της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης, µε το Μοναστήριτης Περιβλέπτου -σήµερα Ι.Ν.Αγίου Παντελεήµονος. Όταν µε κάλε-σαν- τη προτάσει του- να κάµω διάλεξη στη Θεσσαλονίκη για τοναλησµόνητο Φώτη Κόντογλου, οργάνωσε την οµιλία στο Σύλλογο τωνΚοζανιτών και δείπνο το βράδυ µε φίλους συµπατριώτες. Τότε µιλή-σαµε και για την έκδοση ενός περιοδικού των εν Θεσσαλονίκη Κοζα-νιτών, που (µαζί µε τον Ηλιαδέλη, τον Καρακούλα και άλλους συµπο-λίτες) εξεδόθη αργότερα µε όνοµα, σχέδιο και οργάνωση του µα-καρίτη του Αργύρη. Σ’ αυτό το περιοδικό «Ελιµειακά» δηµοσίευ -σεπολλές ιστορικές και γλωσσικές µελέτες του για τις οποίες γίνεταιλόγος και στο τεύχος 64, που του αφιέρωσαν οι συνάδελφοί του (Ελιµειακά, Ιούνιος 2010, σελ.22-54). Σ’ αυτές τις µελέτες του περιέ-χονται «σπάνιες και πολύτιµες µαρτυρίες του για κτίσµατα, τοπω-νύµια και παλιές ονοµασίες, µνηµεία, αρχαιολογικά ευρήµατα καιιστορικά στοιχεία, µε πολλά σχέδια και αναπαραστάσεις, όλα καµω-µένα µε την επιµέλεια, την ευθυκρισία και την υπευθυνότητα πού τονδιέκρινε», όπως τονίζει ο Στρατής Ηλιαδέλης.

Οι αναγνώστες των “Ελιµειακών” βρίσκουν συχνά µελέτες τουΑργύρη, που είναι καρποί της πολύχρονης ενασχόλησής του µε τησχεδίαση, φωτογράφηση, αποκατάσταση και συντήρηση µνηµείων,όπου βοηθούσε τά έργα πού εκτελούσαν οι Εφορείες Κλασικών καιΒυζαντινών Αρχαιοτήτων στην Κοζάνη, στη Βέροια, στη Θεσσα-λονίκη. Σηµαντικώτατο έργο αυτών των εµπειριών του είναι το βι-βλίο του -µοναδικό, πράγµατι- “Τά αρχαία µέτρα” (Θεσσαλονίκη1996). Ελπίζω πώς κάποτε θα εκδοθούν οι ανακοινώσεις και οι συµ-βολές του στα ειδικά Συνέδρια πού είναι σκόρπιες εδώ κ’ εκεί.

Ένα βιβλίο πού εκδόθηκε ξεχωριστά και έκαµε πολλή εντύπωσηγια την καλλιτεχνική του γραφή και εµφάνιση την τόσο καλαίσθητη,είναι «Η περιγραφή της Ιεράς Μονής του αγίου Αντωνίου Σιάπκας»,

Page 77: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

77

πού είναι αφιερωµένο στην αγαπηµένη Ευθυµούλα του (1973). Τηνκαλλιτεχνική γραφή του αξιοποίησε και ο πρίγκηπας των νεοελλήνωνποιητών µας ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, για την παρουσίαση του ποι-ητικού έργου του για την Υπεραγία Θεοτόκο. Η καλαίσθητη γραφήτου Αργύρη κοσµεί και όλες τις εκδόσεις εφηµερίδων και περιοδικώντου Συλλόγου Κοζανιτών Θεσσαλονίκης, όπως ο « Φανός» και « Ενη-µέρωση των Κοζανιτων της Θεσσαλονίκης».

Ωσπου να εκδοθεί ένας πλήρης κατάλογος των έργων και µελετώντου Αργύρη, θεωρούµε σκόπιµο να δώσουµε ένα πρόχειρο βιβλιο-γραφικό σχεδίασµα, όπου µπορούν ν’ αναφερθούν, εκτός από τά πιοπάνω βιβλία, και τα’ ακόλουθα µελετήµατα και άρθρα:

1) Βιβλιοκρισία για το βιβλίο του Λάζ. Παπαϊωάννου, ΤοΜοναστήρι της Αγ. Τριάδος στο Βυθό Κοζάνης (Ελιµειακά, 3, 1982,263).

2) Η συµβολή της Κοζάνης στον Ελληνικό ∆ιαφωτισµό (Ελι-µειακά, 4, 1983, 23-34).

3) Βιβλιοκρισία για το βιβλίο του Α. ∆άρδα «Ο Ναός των Ταξιαρ-χών και Τριών Ιεραρχών Σιάτιστας και ο κτίτορας αυτού Ιωνάς,(Ελιµ. 4,1982,σ.71).

4) Tίτλοι της Επισκοπής Σερβίων και Κοζάνη κατά την Τουρ-κοκρατία, ( Ελιµ. 5 σελ.74-87).

5) Ο εµπλουτισµός της Βιβλιοθήκης Κοζάνης (ή Περί ευσχήµουεπαιτείας), ( Ελιµ, 6-7,1983,σελ.185-88).

6) Το « Σιουµάθκου» Κοζάνης (Ελιµ. 33,1994,σελ.112-22).7) Το Επισκοπείο της Κοζάνης(Ελιµ 35 ,1995,σελ.99-130).8) Ο Χαµηλός Αι-Λιάς της Κοζάνης (Ελιµ.38-39,1997σελ55-70).9) Ηρώων µνήµη (Ελιµ. 38-39, 1997,σελ.78-82).10) Ονοµασίες των χωριών και πόλεων του Νοµού Κοζάνης (Ελιµ

4, 2001, σ .3-26).11) Τά τοπωνύµια της Κοζάνης (Ελιµ.47,2001,σελ.160-180).12.) Παλιές και νέες ονοµασίες πόλεων και χωριών Νοµού Γρεβε-

νών (Ελιµ.48, 2002 66-76).13) Αφανείς ήρωες στην Κοζάνη της Κατοχής (Ελιµ .49, 2002,

σελ.190-96).Είµαι βέβαιος, ότι υπάρχουν πολλά κείµενα του Αργύρη “αθη-

σαύριστα” και ανέκδοτα, πού µε τον καιρό οι ειδικοί θα τ’ ανακα-λύψουν και θα τ’ ανακοινώσουν για νά είναι χρήσιµα σ’ όσους ασχο-λούνται µε τις έρευνες πού άγγιξε µε το άξιο χέρι του ο αλησµόνητοςφίλος.

Οποιος επιθυµεί να γνωρίσει περισσότερα για τον φιλόπατριΑργύρη πού πρόωρα µας έφυγε, µπορεί να ιδεί στα «Ελιµειακά» τάάρθρα πού του αφιέρωσαν οι φίλοι και συνάδελφοί του Χαραλ. Μπα-κιρτζής, Ευτέρπη Μαρκή, Χρήστος Ζαφείρης και Στράτος Ηλιαδέλης,πού αναφέραµε πιο πάνω.

Page 78: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

78

Αν εξαιρέσει κανείς τά τελευταία χρόνια πού υπέφερε από σω-µατικούς πόνους ο Αργύρης, όλη τη ζωή του, ως γνήσιος ορεσίβιος,ήταν ένας ζωντανός και πάντοτε χαρούµενος Μακεδόνας καιχαριτωµένος Κοζανίτης. Με το γέλιο του και το χιούµορ του κου-βαλούσε όλη την ιστορία και την παράδοση του τόπου µας, όπου κι ανβρισκόταν. Βοηθούσε και προσφερόταν σε όλους όσοι του ζητούσανκάτι από το αρχείο του,ή από το τεράστιο απόθεµα των γνώσεών του∆εν έθιγε και δεν στενοχωρούσε κανέναν, ακόµη και αν του φερνότανάσκηµα.

Ηταν ευτυχισµένος µε την αγαπηµένη του Ευθυµούλα και µε τουςδυό γιούς του, στους οποίους κληροδότησε κάτι από τα χαρίσµατάτου: στο Χρήστο την κλίση στο σχέδιο και τη ζωγραφική, και στο ∆η-µήτρη την κλίση προς την κλασική µουσική, την οποία ο Αργύρης λά-τρευε και είχε απέραντη δισκοθήκη. Θυµούµαι, όταν µου περιέγραφετην επιτυχία του Χρήστου στη ζωγραφική, µου είπε σε µια στιγµή:“του είπα να µου κρατήσει έναν πίνακα για µένα, αλλά όταν έκλεισεη έκθεση δεν ειχε µείνειούτε ένας πίνακας απούλητος!” Για τον ∆ηµή-τρη, επίσης, γελούσαν και τ’αυτιά του όταν µου µιλούσε για τις επι-τυχίες του στη Βιέννη, όπου είχε πάει να σπουδάσει το φλάουτο µεράµφος, “και τον κράτησαν εκεί, για να διδάξει!”.

Ο Αργύρης θυσιαζότανε για τους άλλους, αλλά και για την υπη-ρεσία όπου δούλευε.

Πολλές φορές, αντί να πάει διακοπές, συνόδευε το συνεργείο τωνπανεπιστηµιακών ανασκαφών, χωρίς να του το ζητήσουν. Ηταν έτοι-µος να πει τον καλό του λόγο για να συστήσει ή να βοηθήσει κάποιοναδύναµο φοιτητή ή συνεργάτη του. Αυτό το πολύπλευρο δόσιµό τουθα µείνει αλησµόνητο σε όλους τους φίλους του! Οι συνάδελφοί τουυπογράµµιζαν την αυτενέργεια, την ευρηµατικότητα και την ακα-τάβλητη ικανότητά του στην αποτύπωση των µνηµείων (βλ. Ελιµει-ακά, τ. 64, 2010 σελ. 22-54).

Αν ήθελε κανείς να κάµει ένα σκίτσο του Αργύρη Κούντουρα, θαέπρεπε να σηµειώσει, µεταξύ άλλων: υπήρξε ένας άνθρωπος ξεχωρι-στός, χαρισµατικός, ένας ευφυέστατος Μπλατσιώτης-Κοζανίτης,φιλοµαθής εις το έπακρον, ερευνητής ακάµατος, αφοσιωµένος καιαναντικατάστατος στη δουλειά του και στην τέχνη του, εξαιρετικάευγενής, αφιλοκερδής, γενναιόδωρος, πού µε το ιδιότυπο και αστεί-ρευτο χιούµορ του, σηµάδεψε βαθιά και πλούτισε πνευµατικά καιψυχικά όσους τον γνώρισαν και είχαν την ευτυχία να ζήσουν κοντάτου.

20.10.2010

Page 79: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

79

Περικλής Τσελίκης

Γιώργης Παυλόπουλος, Να µη τους ξεχάσω

Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛOΠΟΥΛΟΣ, ο σεµνός αυτός άνθρωπος καιεξαίρετος ποιητής, γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας στις 22 Ιουνίου1924, όπου πέρασε όλη του τη ζωή και από όπου έφυγε στις 26 Νοεµ-βρίου 2008 από τον εφήµερο και µάταιο τούτο κόσµο περνώντας επά-ξια στο πάνθεον των Ελλήνων ποιητών.

Το 1943, σε ηλικία 19 ετών, πρωτοδηµοσίευσε ποιήµατά του στοπεριοδικό «Οδυσσέας» που εξέδιδε µε φίλους του στον Πύργο.

Την ίδια χρονιά 1943, µέσα στην Κατοχή, πρωτοεµφανίστηκαν καιοι περίπου συνοµήλικοί του ποιητές ∆. Παπαδίτσας (γεν. 1922) και Ε.Κακναβάτος (γεν. 1920), ο πρώτος µε την ποιητική συλλογή «Το φρέ-αρ µε τις φόρµιγγες» και ο δεύτερος µε τη συλλογή «Fuga», οι οποίοιόµως ακολούθησαν το δρόµο του υπερρεαλισµού που πρώτος άνοιξεο Α. Εµπειρίκος και ακολούθησαν ο Ν. Εγγονόπουλος και ο Ο. Ελύ-της, ενώ ο Γ. Παυλόπουλος ακολούθησε τον άλλο δρόµο, του µοντερ-νισµού που εγκαινίασε ο Γ. Σεφέρης.

Συνολικά από το 1971 έως το 2008 ο Γ. Παυλόπουλος έχει δηµο-σιεύσει οκτώ ποιητικές συλλογές ενώ το 2001 εξέδωσε από τις εκδ.Νεφέλη τον συγκεντρωτικό τόµο «Ποιήµατα 1943-1997».

Την ανά χείρας τελευταία ποιητική του συλλογή δεν πρόλαβε ναπάρει στα χέρια του γιατί την ίδια µέρα που κυκλοφόρησε, λίγες µόνοώρες πριν, τον πρόλαβε ο θάνατος. Και αυτή την ίδια µέρα (26 Νοεµ-βρίου) θα γιόρταζε και την επέτειο του γάµου του. Η Μοίρα λοιπόνπαίζει και τέτοια παιχνίδια.

Ο Γ. Παυλόπουλος, επιδιώκοντας την ποιότητα στη γραφή, έκανετις επιλογές του µε αυστηρότητα και γι’ αυτό έµεινε ολιγογράφοςαόλο το έργο του δεν ξεπερνά τις 250 σελίδες.

Πολλά ποιήµατά του µεταφράστηκαν εκτός από τις κύριες και σεδιάφορες άλλες γλώσσες, πράγµα που αποδεικνύει την υψηλή ποιό-τητά τους.

Είναι γνωστό, και όπως σηµειώνεται στο αφτί του βιβλίου πουεξετάζουµε, συνεργάστηκε µε τον φίλο του ποιητή Τάκη Σινόπουλο σεµια πειραµατική γραφή κοινών ποιηµάτων, τα οποία συµπεριέλαβε οΣινόπουλος στο έργο του. ∆ηλαδή οι δυο τους έκαναν κάτι ανάλογοµε το «Μυθιστόρηµα των τεσσάρων» Βενέζη, Μυριβήλη, Τερζάκη καιΚαραγάτση.

Πρέπει ακόµη να αναφέρουµε πως ποιήµατά του περιέχονται σταδιδακτικά βιβλία για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία της Γ’ Ενιαίου Λυ-κείου και σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες.

Σηµειώνουµε ακόµη πως ασχολήθηκε, παράλληλα µε την ποίηση,

Το βιβλίοκυκλοφορείστις εκδόσειςΚέδρος, 2008

Page 80: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

80

και µε τη ζωγραφική και µετείχε στη ΙΘ’ Πανελλήνια Έκθεση Ζωγρα-φικής.

Έχει ειπωθεί ότι ο Γ. Παυλόπουλος, όπως και ο συντοπίτης καιφίλος του Τ. Σινόπουλος, έχει επηρεαστεί από τον Γ. Σεφέρη. Καιστην ποίηση φυσικά, όπως και στην Τέχνη γενικά, δεν υπάρχει παρθε-νογένεση. Όµως αυτό ισχύει για τα πρώτα του ποιήµατα ενώ γι’ αυτή,την τελευταία, συλλογή του δεν επιβεβαιώνεται. Ο Γ. Παυλόπουλοςείναι χειραφετηµένος και η ποιητική του φωνή είναι εντελώς αυτό-νοµη. Αυτό βέβαια δεν µπορεί κανείς να το ισχυριστεί κατ’ απόλυτοτρόπο, γιατί δεν πρέπει να ξεχνούµε ότι ο κάθε αληθινός ποιητής,άσχετα µε το πού και πότε έζησε, έχει κάποια σχέση µε άλλους ποι-ητές, γιατί η ποίηση σ’ όλες τις διαστάσεις του τόπου και του χρόνουείναι µία και η αυτή, ενιαία και παντοτεινή. Αυτή πάλι η γενική δια-πίστωση, ορθή βέβαια, δεν αναιρεί το γεγονός πως ο κάθε ποιητής, µι-λούµε φυσικά πάντοτε για τον αληθινό ποιητή, έχει το προσωπικό τουύφος, το δικό του στίγµα που τον ξεχωρίζει από τους οµοτέχνους του.Γι’ αυτόν τον λόγο και για άλλες αρετές του ο Γ. Παυλόπουλος θα ξε-περάσει το χρόνο και θα επιζήσει.

Η συλλογή αυτή περιέχει 19 ποιήµατα, συγκεκριµένα 18 ποιήµαταµε ασταθή µορφή και 22 χάικου, ποιήµατα µε σταθερή µορφή, τα ο-ποία όµως λογίζονται ως ένα ποίηµα.

Υπάρχει µια σιγουριά στην όλη σύνθεση των ποιηµάτων. Η δοµήτους είναι στέρεα αρχιτεκτονηµένη. Λίγα ποιήµατα είναι µονοκόµ-µατα. Τα περισσότερα διαρθρώνονται σε στροφές που κι όταν δενακολουθούν πιστά τους κανόνες του στροφικού συστήµατος η αρχι-τεκτονική τους είναι προσεγµένη. Π.χ. το ποίηµα «Η γυναίκα του Σέ-χα» (σ. 8) αποτελείται από τέσσερις στροφές, των οποίων ο αριθµόςτων στίχων και των συλλαβών τους, που δεν διαφέρουν πολύ µεταξύτους, προδίδει ένα σχέδιο του ποιητή για τη διάταξη του περιεχο-µένου στις συγκεκριµένες στροφές. Η πρώτη στροφή είναι 6/στιχη,όπως και η τέταρτη, η τελευταία, ενώ οι ενδιάµεσες, δεύτερη και τρίτη,στροφές είναι 5/στιχες. Σε άλλα ποιήµατα πάλι οι άνισες στροφέςυπαγορεύονται από το νόηµα, είναι ποιητικές (νοηµατικές) στροφές,όπως π.χ. του ποιήµατος «Η µικρή πριγκίπισσα» (σ. 10) ή του ποιή-µατος «Ωραία νύχτα» (σ. 15).

∆ηλαδή µ’ αυτά θέλω να πω ότι ο Γ. Παυλόπουλος ελέγχει από-λυτα τη µορφή αλλά και το περιεχόµενο των ποιηµάτων, όπως καιόλα τα εκφραστικά του µέσα. ∆ουλεύει επί τη βάσει σχεδίου και απο-φεύγει τους αυτοµατισµούς. Κι αυτός «Την εργασία του την προσέχεικαι την αγαπά/.../Και µες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζεται απ’ τηνδούλεψή της». Φαντάζοµαι πως ύστερα από την πυροδότηση τηςέµπνευσής του από κάποιο ερέθισµα εξωτερικό ή εσωτερικό δουλεύειβασανιστικά το θέµα κάθε ποιήµατος µέσα του και, αφού το διαµορ-φώσει σ’ όλες τις λεπτοµέρειές του, τότε το καταγράφει στο χαρτί,

Page 81: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

81

ώστε τίποτα το περιττό και τίποτα το ελλείπον να µη βρίσκει ο αναγ-νώστης. Το θέµα, ο µύθος του κάθε ποιήµατος ξεδιπλώνεται απρό-σκοπτα, χωρίς χάσµατα ή ακροβασίες ή εντυπωσιασµούς ανούσιους.Οι αλληγορίες τους δεν δηµιουργούν δυσκολίες στον αναγνώστη πουεύκολα τις αποκωδικοποιεί στις νοητικές του υποδοχές, ανοίγονταςτο δρόµο για δικές του προεκτάσεις του νοήµατος. Το κάθε ποίηµααπό στίχο σε στίχο, από στροφή σε άλλη στροφή ανελίσσεται εντε-λεχειακά, θα έλεγα, σύµφωνα µε το σχέδιο του ποιητή και όλα λει-τουργούν για τον σκοπό του αρµονικά µε ευρυθµία και ευαρµοστία.

Οι κύριες γραµµές της ποιητικής του Γ. Παυλόπουλου, που ανι-χνεύσαµε από τα ποιήµατα της συλλογής και όσες θα αναφέρουµε πιοκάτω, διαγράφουν µια δική του ars poetica, που µάλλον τίθεται εκτων προτέρων ως οδηγός πλεύσεως για να εφαρµοστεί στην ποιητικήπράξη. Σαν ν’ ακολουθεί στη γραφή της ποίησης τον στοχασµό, πουθα δούµε πιο κάτω, του Σολωµού.

Η συλλογή ξεκινά µ’ ένα ποίηµα νεανικό, που έγραψε το 1946 στηνΑθήνα, το «Νέοι Ποιητές εις το Ρωσικόν 1946». Η φόρµα του είναιπαραδοσιακή µε συµµετρία στίχων και στροφών. Αποτελείται απότέσσερις τετράστιχες στροφές σύµφωνα µε τους κανόνες του στρο-φικού συστήµατος, µε στίχους ιαµβικούς 11/σύλλαβους (τρεις µόνοστίχοι είναι 9/σύλλαβοι) παροξύτονους καταληκτικούς και µε οµοι-οκαταληξία του τύπου αββα, δηλαδή σταυρωτή. Η πρώτη στροφή εί-ναι νοηµατικά απηρτισµένη ενώ οι τρεις άλλες προχωρούν µε δια-σκελισµούς, η δεύτερη στην τρίτη και αυτή στην τέταρτη. Το ποίηµαείναι, όπως λέµε, «ατµοσφαιρικό». Μια οµάδα νέων, «παιδιών φανα-τικών για γράµµατα» συγκεντρώνεται τα βράδια στο καφενείο «τοΡωσικόν» και συζητά για ποίηση. Το ποίηµα αυτό, όπως δείχνει και οτίτλος του, παραπέµπει στο ποίηµα του Κ. Καβάφη «Νέοι της Σιδώ-νος 400 µ.Χ.», στο οποίο υπάρχει και το λεγόµενο «βαθύ» νόηµά του.

Σε παραδοσιακή φόρµα είναι γραµµένο και το ποίηµα «Ο λύκοςκαι ο έρωτας» (σ. 27). Αναφέρεται στο αιώνιο και µεγάλο θέµα, τονέρωτα, δοσµένο µε παιγνιώδες ύφος που ενισχύεται µε την οµοιο-καταληξία των ζυγών στίχων. Η συνοµιλία του ανθρώπου µε ζώα εί-ναι παµπάλαιο µοτίβο που η ρίζα του βρίσκεται στον ανιµισµό, παµ-ψυχισµό. Μια παραλλαγή του µοτίβου αυτού συναντούµε και στο ποί-ηµα «Ο γάτος µου» (σ. 18-19), όπου τα ελαττώµατα, οι συνήθειες καιγενικά ο χαρακτήρας του ανθρώπου (του ποιητή) αποδίδονται µε σα-τιρική διάθεση σε ζώο, στο γάτο. Ας θυµηθούµε γι’ αυτό το µοτίβο τοποίηµα «Χαρακτήρες γυναικών» του ιαµβογράφου ποιητή Σηµωνίδητου Αµοργίνου που η ακµή του τοποθετείται στα µέσα του 7ου π.Χ.αιώνα.

Τα ποιήµατα «Ο κάβουρας και η ωραία» (σ. 12) και «Η όµορφη καιτο κτήνος» (σ. 14) συνδέονται µεταξύ τους καθώς το θέµα τους είναιτο γνωστό από τη λογοτεχνία και τον κινηµατογράφο µοτίβο της

Page 82: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

82

ωραίας και του τέρατος. Το πρώτο µε την απλότητά του και το παιγ-νιώδες ύφος του ιδίως στους δύο τελευταίους στίχους: «Ο κάβουραςο σιδεράς / ο αλλήθωρος ο µασκαράς» τέρπει τον αναγνώστη. Το δεύ-τερο προχωρεί νοηµατικά σε βάθος διατυπώνοντας την άποψη πως ηοµορφιά µπορεί να οµορφύνει ακόµα και την ασχήµια, όχι µόνο εξω-τερικά αλλά και εσωτερικά, ηθικά, µπορεί να την µεταµορφώσει ολο-κληρωτικά. Σαν να υπόκειται στο βάθος του ποιήµατος η ρήση τουΝτοστογιέφσκι: «Η οµορφιά θα σώσει τον κόσµο».

Μια άλλη οµάδα από τα ακόλουθα πέντε ποιήµατα: «Η γυναίκατου Σέχα» (σ. 8), «Η µικρή πριγκίπισσα» (σ. 10), «Ωραία νύχτα» (σ.15), «Το φοβερό βλέµµα» (σ. 17) και «Να µη τους ξεχάσω» (σ. 28) έ-χουν χαρακτήρα κοινωνικό ή πολιτικό χωρίς αυτό να ζηµιώνει καθό-λου αισθητικά την ποιότητά τους.

Στο πρώτο το νεαρό ποιητικό υποκείµενο συγκρούεται µε τον γέροπάµπλουτο θείο του, έναν έµπορο άκρως συντηρητικό, άνθρωπο ανα-χρονιστικής νοοτροπίας, ζηλιάρη που κρατά την πεντάµορφη γυναί-κα του «κλεισµένη µέρα νύχτα» µέσα στο σπίτι. Η σύγκρουση ξεκινάγια τη διαδοχή από τον ανιψιό στη θέση του θείου, του οποίου τηνπρόταση δεν αποδέχεται ο ανιψιός και φθάνει ως τον εγκλεισµό τηςγυναίκας του Σέχα. Συγκρούονται δηλαδή δύο γενιές και ό,τι αυτέςσυµβολίζουν µε νίκη του νεαρού ανιψιού.

Στο δεύτερο ποίηµα έχουµε δύο νεαρά πρόσωπα, ένα αγόρι πουσυµβολίζει τον κοινωνικό µετασχηµατισµό, την Επανάσταση και ένακορίτσι σύµβολο της καθεστηκυίας τάξεως, του βασιλείου, της συντή-ρησης. Στο ποίηµα, βοηθούντος και του κρυφού έρωτα µεταξύ τωννεαρών, υπονοείται η νίκη του νέου πνεύµατος, της Επανάστασης.

Οι συµβολισµοί αυτών των δύο ποιηµάτων, όπως και του επο-µένου, τοποθετούν ανάλογα και τον ποιητή στους κοινωνικούς καιπολιτικούς αγώνες.

Στο τρίτο ποίηµα «Ωραία νύχτα» το ποιητικό υποκείµενο αφηγεί-ται ένα περιστατικό ενός αγοριού και ενός κοριτσιού που αγκαλια-σµένοι «πηγαίνανε µέσα στη νύχτα (που) πέφτανε ντουφεκιές», όπωςσυνήθως γινόταν την Κατοχή και τον Εµφύλιο και που δεν ξέρανε«πού πάνε» και, όπως τελειώνει το ποίηµα, «ακόµη πηγαίνουµε αγκα-λιασµένοι/µέσα στο σκοτάδι». Σ’ αυτό το ποίηµα υπόκειται το νόηµαότι η Επανάσταση είναι διαρκής και ότι «Οι ήρωες προχωρούν στασκοτεινά» όπως λέει και ο Γ. Σεφέρης στο ποίηµά του «Τελευταίοςσταθµός».

Στο ποίηµα «Το φοβερό βλέµµα» ο αφηγητής απευθύνεται σε δεύ-τερο γραµµατικό πρόσωπο σε κάποιον άλλον. Όµως ο λόγος είναιπάλι εις εαυτόν και το περί ου ο λόγος πρόσωπο ταυτίζεται µε τοποιητικό υποκείµενο (τον ποιητή). Σ’ αυτό λοιπόν το ποίηµα ένα τυ-χαίο, συµπτωµατικό γεγονός, η διασταύρωση του βλέµµατος του ποι-ητικού υποκειµένου µε το φοβερό βλέµµα κάποιου άγνωστου

Page 83: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

83

ανακαλεί συνειρµικά µια ολόκληρη φοβερή εποχή (ενδεχοµένως τηνΚατοχή ή τον Εµφύλιο) µε τα µυστικά, τις πλάνες και τα δηλητήριατου βίου του «…κι έµειναν για πάντα/µέσα σε κείνα τα µάτια». Η ανά-κληση αυτή ήταν µια εντελώς δική του εσωτερική διεργασία. Ενώ οιγύρω του, οι δικοί του άνθρωποι τίποτα ποτέ δεν υποπτεύθηκαν, δεν«…µπόρεσαν/να ιδούν τίποτε από σένα»/…/σα να µην ήσουν». Ο κα-θένας δηλαδή ζούσε µε τον δικό του κόσµο, τον περιχαρακωµένο µετα ατοµικά του όρια. Το υπαρξιακό πρόβληµα της µοναξιάς του αν-θρώπου, αυτό είναι το θέµα του ποιήµατος.

Κοινωνικό χαρακτήρα έχει και το πέµπτο, οµότιτλο µε τη συλλογή,ποίηµα «Να µη τους ξεχάσω». Κι αυτό αναφέρεται στο υπαρξιακόπρόβληµα της µοναξιάς και µάλιστα σε προχωρηµένο στάδιό της, τηναποµόνωση του ανθρώπου από τους άλλους ανθρώπους. Στις ανύ-παρκτες διανθρώπινες σχέσεις ο καθένας αµφιβάλλει αν οι άλλοι τονπρόσεξαν ποτέ κι αν ο ίδιος τους κοίταξε ποτέ. Αφήνει όµως να εν-νοηθεί πως ύστερα από κάποιο συγκλονιστικό γεγονός, ύστερα απόκάποια φοβερή κρίση ή και µετά από το θάνατο (;) του ενός αλλάζειστάση ο άλλος συναισθανόµενος το εσωτερικό του κενό και την ανά-γκη του για κοινωνία µε τον συνάνθρωπό του. Παραθέτω ολόκληροαυτό το έξοχο ποίηµα.

ΝΑ ΜΗ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ

Τους είδα./Ήµουν εκεί ανάµεσά τους/και τους κοίταζα και εί-πα:/Ίσως κανείς τους δεν ξέρει/πως είµαι ανάµεσά τους/και τουςβλέπω./Ίσως κι εγώ δεν ξέρω κάποτε/ αν είµαι πράγµατι ανάµεσάτους./Όµως ας µείνω έτσι/να τους κοιτάζω κι ας αµφιβάλλω.-//Πέρναγαν τα χρόνια/κι όλο αναρωτιόµουν:/Άραγε τους είδα/άραγεµε είδαν που τους κοίταζα/και πόναγα γι’ αυτούς;//Και ξαφνικά βρέ-θηκα πάλι εκεί/σα να µην έφυγα ποτέ από κοντά τους/σα να µηνπέρασαν τα χρόνια./Άπλωναν τώρα σε µένα τα χέρια τους/κι έκλαιγανγυρεύοντας απελπισµένα/να µη τους ξεχάσω/να µη τους ξεχάσω.

Γιώργη Παυλόπουλε, κι εµείς δεν θα σε ξεχάσουµε. Σωµατικά «∆ενθα είσαι πια µαζί µας/.../αλλά το ποίηµα δεν χάνεται» (σ. 30-31), όπωςδεν θα χαθεί κι όλο το θαυµάσιο έργο σου. «Ο Γέρων φθονερός,/καιτων έργων εχθρός,/και πάσης µνήµης,...» θα σεβαστεί και το έργο καιτη µνήµη σου.

Και στα δύο αυτά ποιήµατα «Το φοβερό βλέµµα» (σ. 17) και «Ναµη τους ξεχάσω» (σ. 28), στα οποία ο ποιητής πραγµατεύεται το θέµατων διανθρώπινων σχέσεων, στο πρώτο το τυχαίο, το συµπτωµατικόπεριστατικό και στο δεύτερο το υπαρξιακό πρόβληµα της µοναξιάςκαι της αποµόνωσης, τα διογκώνει τόσο ώστε διευρυνόµενα ναπεράσουν από τον ατοµικό τους χώρο στον ευρύτερο κοινωνικό καινα πάρουν κοινωνικό χαρακτήρα και σηµασία κοινωνική. Μ’ αυτόν

Page 84: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

84

τον τρόπο ο ποιητής µας παρουσιάζει υποβλητικά το πρισµατικό νοη-µατικό βάθος της ποίησής του.

Με την περιδιάβαση αυτή φάνηκε πως υπάρχει στην ολιγοσέλιδηαυτή συλλογή ένα πλήθος σηµαντικών θεµάτων που ο ποιητής αντλείαπό τον έσω κόσµο του, από βιώµατα και εµπειρίες του. Και δεν είναιφυσικά µόνο τέτοια τα θέµατά του, υπάρχουν και άλλα επίσης σηµα-ντικά θέµατα. Ακόµη εκµεταλλεύεται και πλαστό υλικό που µε τηνµυθοπλαστική του ικανότητα δηµιουργεί ένα φανταστικό κόσµο πουµας µαγεύει µε τη γνησιότητά του και µας συγκινεί καθώς η παρουσίατης ψυχής του είναι διάχυτη παντού, σε όλα. Για παράδειγµα ανα-φέρω το ποίηµα «Ένα κρίνο στην Κόλαση» (σ. 16) που είναι µια αλ-ληγορία και το θέµα του είναι αυτής της κατηγορίας. Το παραθέτωολόκληρο κι αυτό.

ΕΝΑ ΚΡΙΝΟ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗστον Σταύρο Ζουµπουλάκη

Όταν ήµουν στην Κόλαση/είδα µέσα στη φωτιά/ν’ ανθίζει ένακρίνο.//Παρακάλεσα το ∆ιάβολο που µ’ έπαιρνε/να µε αφήσει να τοαγγίξω.//Στην κόλαση µου είπε/δεν ανθίζουν κρίνα./Η τιµωρία σουείναι/να νοµίζεις πως βλέπεις κρίνα/µέσα στην αιώνια φωτιά/που σεαφανίζει.

Ο αναγνώστης που θα διαβάσει βασανιστικά το ποίηµα θα µπο-ρέσει κι εδώ να ανιχνεύσει µια πλευρά της ποιητικής του Γ. Παυλό-πουλου.

Ας αναφέρουµε τριών µεγάλων, δύο ποιητών και ενός φιλοσόφου,τους στοχασµούς τους για τη γραφή της ποίησης. Αν και είναι γνωστάπράγµατα αλλά καλό είναι να τα θυµόµαστε. Ο Πλάτων λοιπόν υπο-στηρίζει πως η ποίηση γράφεται µόνο µε τη θεία έµπνευση. Ο ποιητής,λέει, δεν µπορεί να ποιήσει «πριν αν ένθεός τε γένηται και έκφρων».Ο Βαλερύ απεναντίας λέει ότι η ποίηση είναι «βουλητική δραστη-ριότητα». Ενώ ο Σολωµός συγκεράζοντας τρόπον τινά τις δύο προ-ηγούµενες αισθητικές απόψεις πιστεύει πως «Πρέπει πρώτα µε δύ-ναµη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά θερµά να αισθανθεί ό,τιο νους εσυνέλαβε».

Ο Γ. Παυλόπουλος ακολουθώντας τον στοχασµό του Σολωµού,ύστερα από µια κοινωνιολογικού χαρακτήρα παρατήρηση της ζωήςτων ανθρώπων, κατέληξε (µε το νου) στο συµπέρασµα ότι και στηνεπίγεια ζωή ο άνθρωπος ψευτοπαρηγοριέται. Όλο και µέσα στη δυσ-τυχία (Κόλαση) βλέπει και κάποιο φως, µια ελπίδα (κρίνο) για κάτικαλύτερο. Όµως πάντα καιροφυλακτεί ο δυνατός, η εξουσία, ο δυνά-στης (ο ∆ιάβολος). Αυτή η άποψη, αυτό το συµπέρασµα πυροδότησετην έµπνευσή του και στη συνέχεια (µε την καρδιά), την ευαισθησία

Page 85: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

85

µετουσίωσε την άποψη, το συµπέρασµα που συνέλαβε (µε το νου) σεποίηση δηµιουργώντας αυτό το εξαίρετο αλληγορικό ποίηµα, σύµ-φωνα µε τον στοχασµό του Σολωµού.

Τα ποιήµατα του Γ. Παυλόπουλου είναι αφηγηµατικά και έχουνπεζολογικά στοιχεία (νόµιµα βέβαια µετά από τον Καβάφη) αλλά,καθώς αναπτύσσουν τα θέµατά τους µε αλληγορικό τρόπο και µ’ ένατόνο κουβεντιαστό, αργό σαν ένας πολύπειρος γέρος να αφηγείταιπαραµύθια σε παιδιά και µεγάλους, δηµιουργούν µια υποβλητικήατµόσφαιρα που κρατά δέσµιο τον αναγνώστη και του εξάπτει τηφαντασία.

Κατά τον Αριστοτέλη ποίηση είναι τέχνη, δηλαδή κατασκευή. Ο Γ.Παυλόπουλος είναι τεχνίτης της νεότερης ποίησης, επιδέξιος τεχνίτηςτου απελευθερωµένου στίχου, όχι βέβαια του κοινού ελεύθερου στί-χου που δεν υπακούει σε καµιά ποιητική δέσµευση.

Εξίσου άριστος τεχνίτης είναι και στην αυστηρή στιχουργικήµορφή του χάικου, της ποιητικής µινιατούρας της γιαπωνέζικης µετ-ρικής. Το ποιηµάτιο αυτό σταθερής µορφής αποτελείται από 17 συλ-λαβές που κατανέµονται σε τρεις στίχους ως εξής: 5-7-5. Στην Ελλάδαλίγοι ποιητές χρησιµοποίησαν σωστά τη µορφή του χάικου. Εκτόςαπό τον Γ. Παυλόπουλο, χάικου, σύµφωνα µε τις απαιτήσεις του ό-ρου, έγραψε ο Ζ. Λορεντζάτος, ο ∆. Αντωνίου και ο Γ. Σεφέρης. Αυτοίοι δύο τελευταίοι τα ονοµάζουν Χάι-καϊ.

Ο Γ. Παυλόπουλος ακολουθεί πιστά τις δεσµεύσεις αυτής της εξω-τικής και ιδιότροπης µορφής ποίησης. Πετυχαίνει µε άνεση, χωρίς ναφαίνεται κανένας βιασµός της έκφρασης, το τρίστιχο σχήµα 5-7-5 καιτο σπουδαιότερο και ίσως δυσκολότερο, πετυχαίνει ώστε ο κάθε στί-χος να έχει αυτοτέλεια και ταυτόχρονα να συνδέεται µε τον επόµενο,κι ακόµα εν πολλοίς πετυχαίνει την αµεσότητα, τη λιτότητα και τηµουσικότητα. Όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά είναι απαιτήσεις τουκλασικού χάικου. Τα χαρακτηριστικά αυτά εύκολα τα διαπιστώνει οαναγνώστης σε οποιοδήποτε από τα 22 χάικου της συλλογής. Γιαδείγµα παραθέτω τρία χάικου, τα υπ’ αριθµ. 7, 12 και 13.

Πάντα θα βλέπειςτο κλουβί που σ’ έκλεισανόµορφο πουλί

Φίδι πονηρό ο µόνος Παράδεισοςήταν εκείνη.

Ο πολύς καιρόςδεν είναι της αγάπηςείναι του πόνου.Το χάικου στην ολότητά του προκύπτει από µια στιγµιαία σύλλη-

Page 86: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

86

ψη, από µια έκλαµψη του νου. Γι’ αυτό ο Γ. Σεφέρης ως µότο στα δικάτου χάικου (χάι-καϊ) βάζει τη φράση του Μάρκου Αυρηλίου: Τούτο τοακαριαίον...

Σηµείωση: Γι’ αυτές τις στιχουργικές ιαπωνικές µορφές: τάνκα, ρένγκα,χάι-καϊ, χόκκου, χάικου, µπορεί ο αναγνώστης να βρει κατατοπιστικά στοι-χεία στο άρθρο του Γ.Π. Σαββίδη, Τάνκα και χάικου ή τα Νυχτογιασεµιά, εφ.«Το Βήµα» 2 Σεπτεµβρίου 1972.

Ελένη Χαρµάνα

Χρόνια

Χρόνια της βροχής και των θλιµµένων δρόµωντου µοναχικού πρωινούτης νύχτας, που κάποτε άργησε να ‘ρθεικαι άλλοτε πάλι να φύγειπερπάτησαν,έτρεξαν, χόρεψαν, έκλαψαν γύρω µου.∆εν ρώτησαν αν υπήρξααν θέλησα.

Tόσα χρόνια φοβόµουν τα χρόνιαπερασµένα κι άγνωστα µεγάλωναν, θέριευαν στο µυαλό µου,κρύφτηκα σαν τον ήρωα του Πόε στο τελευταίο δωµάτιο•σταµάτησαν έξω απ’ την πόρτααφήσαν µόνο τη στιγµή, εκείνη που ποτέ δε λογάριασα,εκείνη που µικρή, ασήµαντη φάνηκε µέσα στις µέρες, στους µήνες, στα χρόνια να διασχίσει µια χαραµάδα,να φέρει µαζί της όσα εκείνα αρνήθηκανπόθησαν να µου δώσουν.

Page 87: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

87

Παναγιώτης Μουλλάς (1935-2010)

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΤΟ 1935 ΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ, όπου και τελείωσε τιςεγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπι-στηµίου Θεσσαλονίκης και αποφοίτησε το 1958. Αποφασιστική επί-δραση για τη στροφή του στη µελέτη των νεοελληνικών γραµµάτωνάσκησε η µαθητεία του κοντά στον καθηγητή Λίνο Πολίτη, ο οποίοςτον εξοικείωσε µε την παλαιογραφική έρευνα και µε ζητήµατα εκδοτ-ικής τεχνικής.

Από το 1961 ως το 1966 υπήρξε επιστηµονικός συνεργάτης τουΚέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνώνστην Αθήνα, όπου εργάστηκε κοντά στον Κ. Θ. ∆ηµαρά. Στο πλαίσιοτων εκεί δραστηριοτήτων του συνέβαλε στην έκδοση Νεοελλήνωνσυγγραφέων, έλαβε ενεργό µέρος στα συλλογικά ερευνητικά προ-γράµµατα του Κέντρου και αρχειακού υλικού (Λ. Βροκίνη, Ε. Λε-γκράν, Α. Περνό) που είναι κατατεθειµένο στο Νεοελληνικό Ινστιτού-το. Το 1976 αναγορεύθηκε αριστούχος διδάκτορας, υποβάλλονταςδιατριβή µε θέµα τους αθηναϊκούς ποιητικούς διαγωνισµούς του 19ουαιώνα (1976). Τον επόµενο χρόνο εκλέχθηκε έκτακτος και το 1980τακτικός καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Α.Π.Θ., στηνέδρα που τίµησαν ο Γιάννης Αποστολάκης και ο Λίνος Πολίτης.

∆ηµοσίευσε γύρω στα 20 βιβλία. Το επιστηµονικό και κριτικό έργοτου περιλαµβάνει φιλολογικές εκδόσεις κειµένων, γραµµατολογικέςµελέτες, βιβλιοκρισίες, δοκίµια, βιβλιογραφίες, ανθολογίες, µετα-φράσεις. Το 1993 τιµήθηκε µε το κρατικό βραβείο δοκιµίου και κρι-τικής για το βιβλίο του Ο λόγος της απουσίας. Ενδιαφέρεται ιδιαι-τέρως για τον 19ο και για τον 20ό αιώνα. Η ερευνητική και συγγρα-φική του προσπάθεια τείνει σε µια τριπλή σύνθεση: ιστορία, θεωρίακαι κρπική λογοτεχνίας.

Eνδεικτικοί τίτλοι: Λουκιανού Εταιρικοί και νεκρικοί διάλογοι(προλεγόµενα, µετάφραση, σηµειώσεις), 1967, Γκυστάβ Φλωµπέρ. ΗΑισθηµατική Αγωγή (χρονολόγιο, προλεγόµενα, βιβλιογραφία,µετάφραση, σηµειώσεις), 1971, Α. Παπαδιαµάντης Αυτοβιογραφού-µενος (εισαγωγή, κείµενα, κρίσεις), 1974, Γ.Μ. Βιζυηνός. Νεοελλη-νικά ∆ιηγήµατα (εισαγωγή, κείµενα, κρίσεις), 1980, Για τη µεταπολε-µική πεζογραφία-Κριτικές καταθέσεις, 1989, Παλίµψηστα και µη.Κριτικά δοκίµια, 1992, Ο λόγος της απουσίας. ∆οκίµιο για την επι-στολογραφία, 1992 (Κρατικό Βραβείο δοκιµίου), Εισαγωγή στη µετα-πολεµική πεζογραφία, 1993, Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον19ο αιώνα, 1994, Εισαγωγή στην παλαιότερη πεζογραφία µας, 1998,Τρία κείµενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, 1998, Η ∆έκατη Μούσα.Μελέτες για την κριτική, 2001, Ο χώρος του εφήµερου. Στοιχεία γιατην παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, 2007.

(Θ. Μ.)

Page 88: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

88

Κούλα Αδαλόγλου

Στη σφενδόνη της ανάγνωσης, διαρκώς.Τάσος Χατζητάτσης, δύο χρόνια απουσίας

Ο ΤΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΤΑΤΣΗΣ ΕΙΝΑΙ µια σηµαντική και ιδιαίτερη φωνήστη σύγχρονη πεζογραφία -είναι έστω παρήγορο ότι µπορώ καιχρησιµοποιώ ενεστώτα για τα κείµενά του, παρ’ όλο το συντελεσµένοτης βιολογικής ζωής του. Στη γραµµή της αριστεράς, των ανησυχιώνκαι των διαψεύσεων. µε το απόσταγµα ωστόσο από χυµούς πικρούςαλλά και γλυκείς. Κι ένα σώµα γυναίκας πάντοτε παρόν. Για τον έρω-τα, για τον πόνο, για το όνειρο.

Πιστεύω ότι στον Χατζητάτση πάνω απ’ όλα είναι το ίδιο το κείµε-νο. Η γραφή του. Η αφήγηση αλλά και το πώς της αφήγησης. Από τααπνευστί αφηγήµατα των Έντεκα Σικελικών Εσπερινών και τηςΣφενδόνης στα µυθιστορήµατά του Σα σπασµένα φτερά και Μονό-ξυλο στο ποτάµι και στα αφηγήµατα πάλι των Ακροτελεύτιων εσπε-ρινών .

Στα αφηγήµατά του σπαράγµατα τα γεγονότα, µε κόµµατα πα-ρατακτική σύνδεση, πολλές φορές η τελεία στο τέλος του κειµένου, µετις αφηγηµατικές φωνές να µπερδεύονται. Μετεµφυλιακός κόσµος,δικτατορία, µεταπολίτευση και αργότερα ως πρόσφατα, αλλά και α-κτινωτά πίσω, κατοχή και πιο παλιά, στις αρχές του 20ου αιώνα. Οαναγνώστης πρέπει να συνθέσει τα κοµµάτια, να τα βάλει στη σειράσυχνά -ή και να τα αφήσει ανάκατα- να βάλει τη δική του οπτική κον-τά στου αφηγητή, να ξεχωρίσει τις φωνές, γενικά να συµµετάσχει στηνανάγνωση µε µια σχέση «διαδραστική». ∆εν θα του δοθεί η αφήγηση,αν µείνει επαναπαυµένος. Και τα κενά και οι σιωπές θα παραµείνουν,για τη δική του, του αναγνώστη, συνεισφορά. Το κείµενο θα τονοδηγήσει, αλλά θα πρέπει να οδηγήσει και αυτός το κείµενο.

Στα µυθιστορήµατα οι ψηφίδες γίνονται κεφάλαια. Μέσα από δια-φορετικά είδη κειµένων διαφορετικές οπτικές δίνονται τµηµατικάπληροφορίες, φανερώνονται οι χαρακτήρες και οι σχέσεις, φωτίζο-νται ή και σκιάζονται οι τόποι και οι πράξεις. Έτσι, κατά έναν τρόπογίνονται πιο ευδιάκριτες οι φωνές της αφήγησης. Κατά έναν τρόπο.Γιατί ταυτόχρονα το ευδιάκριτο υπονοµεύεται από το παιχνίδι τηςγραφής. Και στα δυο µυθιστορήµατα υπάρχει η τεχνική της γραφήςµέσα στη γραφή. Ένας δεύτερος κοινός αφηγητής που κατασκευάζει,υποψιαζόµαστε, τις επιµέρους αφηγήσεις, επεµβαίνοντας στη ζωή τωνάλλων προσώπων, µπερδεύοντας τη φωνή τους µε τη δική του καιεπιβάλλοντας την οπτική του στη δική τους οπτική. Επειδή ο εσω-

Page 89: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

89

τερικός αυτός αφηγητής µπορεί και κοιτάζει απ’ έξω τις ζωές των άλ-λων προσώπων και δίνει τις δικές τους εκδοχές για την εξέλιξη τηςπλοκής (βλ.και Πόρφυρας 117, Οκτ.-∆εκ.2005, Ακτή 69, Χειµώνας2006). Στα µυθιστορήµατα, αλλά και στα διηγήµατα κάποιες φορές,παρατίθενται «ντοκουµέντα» που «κατασκευάζονται» από το συγ-γραφέα. Το σηµαντικό είναι ότι στα διάφορα κείµενα-κειµενικά είδηπου προκύπτουν δε φαίνονται τα ίχνη της κατασκευής, ενώ τα κεί-µενα στηρίζουν την αφήγηση και συντελούν στη λεπτοµερέστερηαπεικόνιση µιας εποχής.

Τόποι και εποχές τέµνονται και στους Ακροτελεύτιους εσπε-ρινούς, όπως και στα προηγούµενα έργα του. Κέντρο, σταθερά, η Θεσ-σαλονίκη, µε το µοναδικό τρόπο που την παρουσίασε ο Χατζητάτσης,µε τους δρόµους και τις περιοχές της δεµένα µε ιστορικά-πολιτικά γε-γονότα και µε το φωτισµό του ιδιαίτερου ερωτισµού που αποπνέει ηγραφή του. Οπωσδήποτε κι εδώ υπάρχουν οι αρµοί µε κοντινότερεςκαι µακρινότερες περιοχές της Ελλάδας, του βορειοελλαδικού χώρουκυρίως, αλλά και οι απαραίτητες προεκτάσεις σε δυτικοευρωπαϊκέςχώρες. Τα γεγονότα διαδραµατίζονται, µε κέντρο την τρέχουσα δεκα-ετία, κατά τη διάρκεια της µεταπολίτευσης ή της δικτατορίας, εκτεί-νονται πίσω στην κατοχή και στον εµφύλιο, µε αναφορές και στη µικ-ρασιατική καταστροφή ή στο 1924, οπότε τα πρόσωπα είναι πρόσ-φυγες από την Πόλη και τη Σµύρνη, πολιτικοί εξόριστοι στη Γιου-γκοσλαβία, εβραίοι που χάνονται ή που επιβιώνουν και ακολουθούνπορείες διάφορες στη ζωή τους, και οι απόγονοι όλων αυτών.

Η γυναίκα, ραχοκοκαλιά της αφήγησης στα περισσότερα κείµενα.∆οτική αλλά και αρπαχτική. Καταλυτική αλλά και αυτοκαταστροφι-κή, µια γυναίκα, ένα γυναικείο σώµα.

Αλλά πάντα στο κέντρο το ίδιο το κείµενο. Κάνω την υπόθεση ότιτα κείµενα των Ακροτελεύτιων Εσπερινών αποτελούν σπερµατικάµεγαλύτερα αφηγήµατα. Ή και µυθιστορήµατα -αυτά τα ιδιότυπαµυθιστορήµατα του Χατζητάτση - που δεν πρόλαβε να τα αναπτύξει.Και δε µιλώ για την Απολυµένη πέτρα, που αποτελεί ένα άρτιο αφή-γηµα, από τα πολύ δυνατά µάλιστα του Χατζητάτση, ούτε για το Έναςκαταδικασµένος σε θάνατο δραπέτευσε ή Ο άνεµος πνέει όπου θέλει,αλλά για το Πριν ανάψει το πράσινο. Ή για το Κατίνα ή Κάθριν, αςπούµε, που, εµπλουτισµένο µε κείµενα «ντοκουµέντα» από αυτά πουήξερε πολύ καλά να δηµιουργεί ο Χατζητάτσης, θα µπορούσε να απο-τελέσει ένα οπωσδήποτε ευρύτερο κείµενο.

Τα σπαράγµατα, από µόνα τους έχουν πολύ ενδιαφέρον. Συµ-πύκνωση, πορτρέτα, στιγµιότυπα, που αποκτούν µια δύναµη στηνελλειπτικότητα, µια αφαιρετικότητα που επιτρέπει τη σύνθεση. Σανκοµµάτια ενός παζλ, σαν αντιστικτικές φωνές που δίνουν διαφορε-τικές οπτικές. Άλλωστε, στη λογοτεχνία της εποχής µας η διάκρισητων κειµένων δεν είναι απόλυτη, δεν υπάρχουν στεγανά, το ένα είδος

Page 90: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

90

διεισδύει στο άλλο, άρα και η κατάταξη σε είδος δεν είναι εύκολη,ίσως µπορεί να γίνει πιο περιγραφική. Έτσι, και η λέξη σπαράγµατααπό µόνη της µπορεί να παραπλανήσει. Ο συγγραφέας πιθανόν ναήθελε αυτή την αποσπασµατική πολυφωνία. Για µονολόγους πουαναδεικνύουν χαρακτήρες και συναισθήµατα. Σε κάθε περίπτωση, γιακείµενα που δίνουν στον αναγνώστη τη δυνατότητα να γεµίσει τακενά, αν θέλει, µε τη δική του αναγνωστική συνεισφορά.

Στα κείµενα του Χατζητάτση τα ιστορικά γεγονότα δένονται µε ταγεγονότα της καθηµερινότητας. Το ιστορικό πλαίσιο συνοδεύει τιςπροσωπικές ιστορίες των ηρώων. Με τον τρόπο αυτό, χωρίς σε πρώτηανάγνωση να υπάρχει η ιστορική οπτική, ο αναγνώστης έχει την ιστο-ρικοπολιτική εικόνα της εποχής/των εποχών στους οποίους δια-δραµατίζεται η δράση ή γίνονται αναφορές. Κάτι ανάλογο µε το Τρίτοστεφάνι του Κ. Ταχτσή, όπου ο αναγνώστης παρακολουθώντας τηνεξέλιξη της πλοκής ακουµπά σε µια λεπτοµερή τοιχογραφία της επο-χής.

Φιλίες, σπουδές, ένταξη σε πολιτικές οµάδες, σχέσεις, διαψεύσεις,έρωτες, οικογένειες, επιτυχίες, αποτυχίες, όλα µέσα από την αφήγησηενός ανθρώπου µε διευρυµένη οπτική και στοχαστική µατιά. Και οιπιο ερωτικές περιγραφές δε θα είναι απλώς ερωτικές, θα είναι τοπο-θετηµένες µε ακρίβεια σε µια πολιτική διάσταση της εποχής που συµ-βαίνουν. Τίποτε για το Χατζητάτση δεν είναι ξεκοµµένο από τη µήτρατης ιστορίας. Όλα από εκεί κατάγονται και δίνουν µε τον τρόπο τουςτο στίγµα τους, αφήνοντας το χνάρι τους µέσα στο χρόνο.

Η πραγµατικότητα των λέξεων, µια άλλη πραγµατικότητα που τέ-µνεται µε την αληθινή, αλλά δηµιουργεί και τις δικές της προεκτάσεις,τη δική της αλήθεια που επιµερίζεται σε πολλές αλήθειες. Κι αυτέςφωτίζονται ανάλογα µε την εποχή και µε τον αναγνώστη, φορτίζονταιµε φορτίο πολιτικό και ιστορικό, τώρα και στο µέλλον. Γιατί η γραφήέχει τη δύναµη, όταν αντέχει, να πορεύεται µέσα στο χρόνο ανεξάρ-τητη από το συγγραφέα και να επαναφορτίζεται µέσα από επάλ-ληλους κύκλους ζωής. Στη σφενδόνη της ανάγνωσης, διαρκώς.

Τζόναθαν Κόου Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιµµυθιστόρηµα εκδ. πόλις

Page 91: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

91

Γιάννης Κωβαίος

Απαξιώ

Την έγδυνε ο καθρέφτηςµε τα µάτια του!Στο τέλος, πρέπει να του δόθηκε…Τυχαία έριξα δυο µατιές κι εγώ.Τι είµαι, ειδωλολάτρης;

Κάθαρσις

Έκλεισε µόνος του πληγές.Χρηµάτισε τον ταχυδρόµο να µην έρθει.Μέχρι και µια ελαφρά µού χάρισε

διάσειση(ίσα που να µπερδεύω ονόµατα,

µη φανταστείς…).Πιο συνεργάσιµο Σεπτέµβρη δε θυµάµαι!

Ανάγκη

Το ’χα ανάγκη.Να σου το γράψω αυτό τοποίηµα το ’χα ανάγκη!«Υπέρ υγείας» µου πρωτίστως.«Υπέρ ευκρασίας» των

ονείρων µου,«ευφορίας των καρπών» του

νου.«Υπέρ αναρρύσεως», αν

προτιµάς,των αιχµάλωτων στιγµών µαςπου δε ζήσαµε!

Ματαιότης

Από µακριά ήσουν απάντηση.Ούτε που τόλµησα να σε ρωτήσω...

Page 92: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

92

Ουρανία Μπάγγου

Αλάσκα

Μυριάδες υπογάλαζα, κοµµάτια πάγουεπέπλεαν στα φιόρδ της Αλάσκας.Μικρές λευκές ψυχούλες στα πένθιµα ντυµένεςΘέλουν την ατοµικότητά τους να σεργιανήσουνΚι άλλες να λιώσουν µεσ’ το ρευστό στοιχείογια να γενούν το µέγα κύµα. Μοίρασα τις σκέψεις µου σ’ αυτές, να πλεύσουν στην αρχή και στο τέλος.Εκεί που όλα ενώνονται και όλα ξεχωρίζουνΚι όλα γίνονται ένα και το ένα γεννάει πολλά.

Για σένα λιώνω, είπε ο παγετώνας στα νεράΚι ύστερα πέθανε.Άλλοι είπαν ότι ανελήφθη στους ουρανούς.

Χρήστος Παπαδόπουλος

Λείπω από χτες

Στον τηλεφωνητή µου αξεδιάλυτα µισόλογατης µοίρας είναι αυτή η βραχνή φωνή;Ποτέ δεν µίλησε καθαρά.Κάτι ωφειλόµενες χαρές σκάσανε στα γέλια.Ακολούθησαν δύο ανάσες βαθειές σαν ένα δάσος να άφησεόλο του το οξυγόνο σ’ ένα πνευµόνιΈτσι λέγεται το σ’ αγαπώ σε άπταιστη ντροπή;Ήρθαν κι άλλα µηνύµατα, από το παρελθόνώσπου να τα συλλέξω,στο τζάµι χνώτισε το µέλλον.Πέρασαν πολλές αναλώσιµες κουβέντες καθηµερινές.Είναι καιρός να δώσεις αριθµό πρωτοκόλλουΜέχρι και ο παληός ο χρόνος πέρασε από την αυλήκαι άφησε, άνοστα ειρωνικά χαµόγελα πριντον αποπέµψουν κάτι συγγένισες λεπτοµέρειες.Ωτακουστές ηλιοτρόπια σηµείωσαν πως ο ήλιοςΧτύπησε δύο-τρείς φορές τη πόρταΚρυφοκοίταξε στα µπροστινά παράθυρα

Page 93: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

93

Και καληνύχτισε τινάζοντας τις λεύκες στο βάθος.Το δέµα µε τα καθαριστικά τα άφησεΜια αισιοδοξία όλη ένα χαµόγελο.∆εν ανέχεται είπε, να µην ατενίζει ορίζοντα το µέλλον.Στο γραµµατοκιβώτιο στριµώχτηκαν πολλά αστέρια.Έχω να ξεφυλλίζω γαλαξίες επί έτη φωτός.Λείπω από χθές.

Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου

Αποχαιρετισµός

Το ζήτηµα είναι αυτό Να αγαπώ αθάνατα και θαµµένη στο χιόνι της ερήµουνα µπορώ ν’ αγαπώ κι εµένα κι εσένα χαρούµεναΤο τι εσύ θα κάνεις και για ποιους είναι η δική σου νύχταΜην την φοβάσαι∆εν µπορεί Κάτι θα έχει να σε ντύσειΓυµνός δεν έµεινε ποτέ κανείςΟύτε κι ο θάνατος ούτε και η αλήθεια

Κλειστά γράµµαταΓυναίκες και άντρες διπλωµένοι σαν κλειστό γράµµασκυφτοί πάνω από δισκοπότηρα προδοσίας,φόνου, θανάτου, αρρώστιας, αγάπης ληστρικής, εγωισµού, απάτης, µίσους.Κλειστό γράµµα διπλωµένοιστοργικά σαν µαγνήτες να µαζεύουν τα καρφιά απ’ τους

δρόµους εκεί που θα έλθουν τα παιδιά τους να κυλήσουν χαρούµενες

µπάλεςτη ζωή και τον αδιάψευστο έρωταΜα κι έτσι προστατεύουν πρώτα τα δικά τους πόδια ποιητές µε φτερωµένα λόγια άνθρωποι που αρνούνται το πένθος.

Page 94: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

94

Σάκης Παπαδηµητρίου

Ο άνθρωπος µε το χρυσό χέρι

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ Μια σπάνιατριπλέτα η οποία κατοχυρώνεται στο έργο «Ο άνθρωπος µε το χρυσόχέρι». Σ’ αυτή την περίπτωση συνυπάρχουν:

Το µυθιστόρηµα του Nelson Algren “The Man With the Golden A-rm”, πρώτη έκδοση 1949. Στην Ελλάδα, «Ο άνθρωπος µε το χρυσό χέ-ρι», µετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εισαγωγή της Σώτης Τρια-νταφύλλου και του Τζέιµς Ρ. Γκιλ, εκδόσεις Πατάκη 2000.

Η κινηµατογραφική ταινία µε τον ίδιο τίτλο, διαρκείας 118 λεπ-τών, σκηνοθεσία του Otto Preminger, το 1955, µε τον Frank Sinatra,την Eleanor Parker, Kim Novak. ∆ιατίθεται και στη µορφή του DVD.

Η µουσική της κινηµατογραφικής ταινίας γραµµένη από τον ElmerBernstein, µε ενορχήστρωση των Fred Steiner και Shorty Rogers καισυµµετοχή µουσικών τζαζ της «δυτικής ακτής». Παλαιότερα LP καιτώρα CD.

Πρώτα ο Nelson Algren και το βιβλίο. Τα στοιχεία από την ελλη-νική έκδοση. Ο Algren γεννήθηκε το 1909 στο Ντιτρόιτ και πέθανε το1981. Το µεγαλύτερο µέρος της ζωής του το πέρασε στο Σικάγο ή σταπερίχωρα και εκεί τοποθετεί τις περισσότερες ιστορίες του. Το 1935έγραψε το πρώτο του µυθιστόρηµα, Somebody in Boots, που τονκαθιέρωσε ως νατουραλιστή στην παράδοση του Θίοντορ Ντράιζερ.Το 1942 εκδίδεται το δεύτερο µυθιστόρηµα, Never Comes Morning, τοοποίο είχε µεγάλη εµπορική επιτυχία και µεταφράστηκε γαλλικά απότον Ζαν-Πολ Σαρτρ. Ακολουθεί το 1947 µια συλλογή διηγηµάτων καιτο 1949 το µυθιστόρηµα «Ο άνθρωπος µε το χρυσό χέρι», το οποίοκέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου. Τον Μάρτιο του 1950 ο Algrenπηγαίνει στη Νέα Υόρκη και παραλαµβάνει το βραβείο από τα χέριατης Έλινορ Ρούσβελτ. Η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει στην εισαγωγήότι «αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία λαµπρή τελετή της ζωής του.Όχι µόνον επειδή απέφευγε τις λαµπρές τελετές, αλλά και επειδή ηεποχή ήταν δύσκολη για κάποιον που είχε τη φήµη του «αριστερού».(Από τις αρχές του 1950 είχαν αρχίσει πολιτικές διώξεις στο χώρο τηςλογοτεχνίας και του κινηµατογράφου.) Τον Ιανουάριο του 1951, οAlgren µαζί µε τον Άρθουρ Μίλλερ και δεκαπέντε άλλους, υπέγραφεµια επιστολή µε τίτλο «Σηκωθείτε και µιλήστε για την ελευθερία!» πουδηµοσιεύτηκε στους New York Times... Μοιραία το FBI τον έγραψεστην µαύρη λίστα των ύποπτων κοµουνιστών».

Το µυθιστόρηµά του «Ο άνθρωπος µε το χρυσό χέρι» θεωρείταιένα από τα σηµαντικά βιβλία της δεκαετίας του ’50 και αυτή τη φορά

Page 95: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

95

τη γαλλική µετάφραση ανέλαβε ο Boris Vian. Το 1956 γίνεται η προ-βολή της κινηµατογραφικής ταινίας. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί τονέο του µυθιστόρηµα A Walk on the Wild Side, που κι αυτό µετα-φέρεται στον κινηµατογράφο το 1962.

Ο Φράνκι Μασίν είναι ο άνθρωπος µε το χρυσό χέρι. Βετεράνοςτου δευτέρου παγκοσµίου πολέµου τρυπιέται µε ηρωίνη για να ξε-χάσει τους πόνους ενός παλιού τραύµατος και τις ενοχές για την ανά-πηρη γυναίκα του. Το χρυσό χέρι του Φράνκι εκδηλώνεται όταν µοι-ράζει χαρτιά στο πόκερ έχοντας πάρει τη δόση του. Η εξάρτηση τονοδηγεί στην εξαθλίωση και βρίσκεται δέσµιος της γειτονιάς τωνΠολωνο-αµερικανών στο Σικάγο και της παρανοµίας. Τελικά, ούτε ητζαζ τον σώζει (παίζει ντραµς) ούτε η σχέση του µε µιαν άλλη γυ-ναίκα. Όλα πάνε στραβά και ο Φράνκι καταλήγει στην αυτοκτονία. Σ’αυτό το σηµείο εντοπίζεται από τους κριτικούς η µεγαλύτερη δια-φορά της κινηµατογραφικής ταινίας, στην οποία διαφαίνεται µίαπαραλλαγή του κλασικού happy end.

Λίγα ακόµη από τον πρόλογο της Σώτης Τριανταφύλλου, η οποία,ως συνήθως, θίγει ουσιαστικά θέµατα και αποφεύγει τα φιλολογικάσχόλια και τα λογοτεχνικά παρατράγουδα. Παραθέτει ένα απόσπα-σµα από κείµενο του Nelson Algren στο οποίο ο συγγραφέας λέει ότιπροσπαθεί να γράψει για τον Αµερικανό απόβλητο. Και συνεχίζει ηΤριανταφύλλου, όπως έγραψε, αργότερα, ο James Baldwin για τονΜαύρο Αµερικανό: «οι επικεφαλής των τραπεζών, των εκκλησιών καιτων εφηµερίδων δε νιώθουν καµιά συγγένεια µε τους απόβλητους».Επίσης ξεκαθαρίζει ότι στο µυθιστόρηµα «Ο άνθρωπος µε το χρυσόχέρι» τα ηθικά διδάγµατα απουσιάζουν, ότι η underclass δεν εξυµνεί-ται (όπως συµβαίνει συχνά στα χριστιανικά κείµενα), αλλά περιγρά-φεται µε την απόσταση και το σεβασµό που της αντιστοιχεί.

Στην εισαγωγή, ο Τζέιµς Ρ. Γκιλ µιλάει για την «σκληρή συµπόνοιατου Nelson Algren». Λέει λοιπόν ότι ο συγγραφέας «είχε αφιερωθείστο να καταγράφει τις ζωές των χαρακτήρων του και να µιλά εξ ονό-µατός τους. ∆εν προσέδιδε ούτε καµιά λάµψη ούτε κανένα ροµα-ντι-σµό σ’ αυτές τις ζωές χωρίς φως και αγάπη, τις βασανισµένες καιάχρηστες». Ο Algren τους περιγράφει, όπως και τον Φράνκι Μασίν,ως σακατεµένους από τη µεγάλη, κρυφή και εντελώς αµερικάνικηενοχή του να µην κατέχεις τίποτε, τίποτε απολύτως, σε µια χώρα όπουη ιδιοκτησία και η αρετή είναι το ένα και το αυτό».

Ο Τζέιµς Ρ. Γκιλ υποστηρίζει ότι «‘Ο άνθρωπος µε το χρυσό χέριαποτελεί το πιο πλήρες έργο του Algren, ακριβώς επειδή σ’ αυτό ηαφηγηµατική του στρατηγική της ταύτισης µε τους χαρακτήρες – δη-λαδή η συµπόνια του – φτάνει στο πλουσιότερο και πιο περίπλοκοστάδιο της εξέλιξής του. Αποτελεί το έργο ενός συγγραφέα που πα-ντρεύει την ευρωπαϊκή λογοτεχνική ευαισθησία µε την αµερικανικήπαράδοση της νατουραλιστικής κοινωνικής διαµαρτυρίας».

Page 96: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

96

Η κινηµατογραφική ταινία «Ο άνθρωπος µε το χρυσό χέρι» έγινεγνωστή, έστω και ως τίτλος σε όσους δεν την έχουν δει, γιατί ο FrankSinatra απέδειξε περίτρανα ότι εκτός από τραγουδιστής είναι καιδραµατικός ηθοποιός. Επίσης, η ταινία παίρνει τη θέση της τόσο στηνιστορία του κινηµατογράφου όσο και της κινηµατογραφικής µου-σικής. Στην ιστορία του κινηµατογράφου γιατί είναι από τις πρώτεςταινίες που θίγει το πρόβληµα της εξάρτησης από τα ναρκωτικά καιστην ιστορία της κινηµατογραφικής µουσικής γιατί δηµιούργησε έναπρότυπο µε τη χρήση της τζαζ.

Σήµερα, σε υπερβολικά πολλές ταινίες υπάρχει κάποιος ναρ-κοµανής, είτε είναι το κεντρικό πρόσωπο είτε δεύτερος ρόλος. Άπειραέργα µε αστυνοµικές υποθέσεις δίωξης ναρκωτικών (ακόµη καικωµωδίες) και διαφθοράς. Ψυχολογικά δράµατα µε άξονα την εξά-ρτηση από το αλκοόλ ή την ηρωίνη. Μαύροι, λευκοί, κίτρινοι, όλες οιφυλές του κόσµου. Πλούσιοι και φτωχοί. Στα υψηλά αξιώµατα, τακοσµικά κοκτέιλ και στο µπαρ της γειτονιάς. Πολιτικοί, καλλιτέχνες,δηµοσιογράφοι και πάει λέγοντας. Καπνίζουν και τρυπιούνται ελεύ-θερα πλέον, όχι µόνο στην οθόνη αλλά στο άπλετο φως της ηµέρας,στους δρόµους και στις πλατείες. ∆εν ήταν όµως έτσι τα πράγµαταστη δεκαετία του ’50. Στον τόµο Cinema-Year by Year, Amber BooksLimited του 2004, από οµάδα συγγραφέων, διαβάζουµε ότι το∆εκέµβριο του 1955 στη Νέα Υόρκη, η MPAA (Motion Picture Asso-ciation of America) αρνήθηκε την έγκριση παραγωγής της ταινίας τουOtto Preminger «Ο άνθρωπος µε το χρυσό χέρι». Και τι έγινε; ΗUnited Artists παραιτήθηκε από µέλος της MPAA υπέβαλε την ταινίαπρος έγκριση των τοπικών αρχών του Χόλιγουντ που προ-υµο-ποιήθηκαν να την υπογράψουν.

Από την αρχή της ταινίας κάτι συµβαίνει. Πέφτουν οι τίτλοι, ταγράµµατα και η αισθητική του Saul Bass ξεχωρίζει αµέσως: διάρρηξητου τετράγωνου ή ορθογώνιου χώρου, σκληρές γωνίες, δύναµη καιλιτότητα. Ξεχωρίζει και το µουσικό θέµα. Τόσο χαρακτηριστικό ώστενα θεωρηθεί ως ιδανικό πρότυπο για µια σειρά ταινιών κοινωνικούπεριεχοµένου και τολµηρών παρεµβάσεων. Η τζαζ ως µουσική τηςσύγχρονης πόλης ή µεγαλούπολης. Κάτι ανάλογο έγινε και µε το ροκεντ ρολ µετά την επιτυχία του Rock Around the Clock στην ταινία «Ηζούγκλα του µαυροπίνακα» του Richard Brooks το 1955.

∆υο λόγια και για τον συνθέτη Elmer Bernstein, ο οποίος γεννή-θηκε στη Νέα Υόρκη το 1922 και πέθανε τον Αύγουστο του 2004.Σπούδασε µουσική από µικρός και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στησχολή Juilliard. Στο Χόλιγουντ από το 1950. Έχει συνθέσει µουσικήγια πάνω από 200 ταινίες και έχει συνεργαστεί µε σκηνοθέτες, όπως οCecil B. DeMille, o Francis Ford Coppola, o Martin Scorsese. Αξιό-λογες µουσικές στον κινηµατογράφο: «Οι δέκα εντολές» (1956), «Καιοι επτά ήταν υπέροχοι» (1961), «Η µεγάλη απόδραση» (1963), «Το

Page 97: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

97

αριστερό µου πόδι» (1989) και πολλές άλλες. Υποψήφιος επτά φορέςγια το Όσκαρ το οποίο απέκτησε το 1967 για την ταινία «Γλυκιά µουΜίλι». Ο Elmer Bernstein ήταν εφοδιασµένος µε τις γνώσεις πουπροσφέρει η κλασική παιδεία αλλά ο ίδιος δεν ήταν µουσικός τηςτζαζ. Στη συνέντευξή του που περιλαµβάνεται στο βιβλίο CompleteGuide to Film Scoring του Richard Davis, o Elmer Bernstein λέει ότι οπατέρας του ήταν ενθουσιώδης φίλος της τζαζ και έτσι µεγάλωσεακούγοντας ντίξιλαντ, King Oliver, Bix Beiderbecke και Louis Arm-strong. Όταν του ανέθεσαν τη µουσική της ταινίας «Ο άνθρωπος µε τοχρυσό χέρι», ο συνθέτης είχε µόνο είκοσι µέρες στη διάθεσή του για ναγράψει όλα τα µουσικά θέµατα. Βεβαίως είχαν συζητήσει µε τον OttoPreminger το ύφος της µουσικής και είχαν καταλήξει στην τζαζ. Μιακαι δεν ήταν ακόµη έµπειρος ο Elmer Bernstein, ζήτησε τη συνδροµήτου ενορχηστρωτή Fred Steiner και του τροµπετίστα, ενορχηστρωτήκαι διευθυντή της µπάντας Shorty Rogers καθώς και του ντράµερShelly Manne. Ο τελευταίος έδειξε στον Frank Sinatra πώς να παίξειντραµς σε µια σκηνή της ταινίας και υπήρξε προσωπικός βοηθός τουσκηνοθέτη. Αξίζει να αναφερθούν και ορισµένοι µουσικοί που έλαβανµέρος, από την αφρόκρεµα της «δυτικής ακτής» και της τότε coolτζαζ: Conte Candoli τροµπέτα, Frank Rosolino τροµπόνι, JimmyGiuffre, Bud Shank, Bob Cooper σαξόφωνα, Lou Levy πιάνο, RalphPena κοντραµπάσο κ.α.

Το κύριο θέµα της ταινίας (και των τίτλων) αρχίζει µε τους µε-ταλλικούς ήχους του hi-hat που παίζει µε πολλή άνεση ο Shelly Manne.Στη συνέχεια τα στοιχεία της τζαζ συνδέονται µε αιχµηρές συγχορδίεςκαι πλούσια ηχοχρώµατα µπάντας και ορχήστρας. Σε κάποιο σηµείοπερνούν και τα απλά ρυθµικά χαρακτηριστικά του ροκ εντ ρολ πουθα αποτελέσει την ίδια εποχή την έκφραση της ανήσυχης νεολαίας. Ηβασική µελωδική γραµµή, µε ενορχηστρώσεις µπάντας ή µικρότερουσχήµατος, έχει σαφώς τζαζ χαρακτήρα αλλά διακόπτεται από τιςεξάρσεις της µεγάλης ορχήστρας στις οποίες υπερισχύουν οι κραυγέςτων πνευστών και οι τολµηροί χρωµατισµοί σύγχρονης µουσικής.Άλλοτε κάπως ροµαντικά και πιο αισιόδοξα µοτίβα που θυµίζουνDebussy, όπως σηµειώνει ο Selwyn Harris στο περιοδικό Jazzwise,Φεβρουάριος 2003, και πιο συχνά εξπρεσιονιστικές πινελιές καισκοτεινές αρµονίες ή µε κοφτερές άκρες. Σηµεία µε σόλο ντραµς ανά-µεσα σε συµφωνικά µέρη – πρωτότυπη σύγκρουση την εποχή εκείνη.Στο δίσκο ή το CD διαβάζουµε τους τίτλους των κοµµατιών καιορισµένοι ταυτίζονται µε τα ονόµατα των τριών πρωταγωνιστών,δηλαδή του Φράνκι Μασίν, της Ζος και της Μόλλυ. Αλλά ο Roy M.Prendergast στο βιβλίο του Film Music-A Neglected Art, γράφει ότι οίδιος ο Elmer Bernstein ξεκαθαρίζει ορισµένα σηµεία του ύφους. Οσυνθέτης λοιπόν λέει ότι δεν πρόκειται για κινηµατογραφική µουσικήη οποία προτείνει για κάθε πρόσωπο ένα συγκεκριµένο θέµα. ∆εν

Page 98: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

98

αποτελεί µουσικό καθρέπτη των διαλόγων, ούτε ψυχολογική ανάλυσηχαρακτήρων. Αναφέρεται κυρίως στον Φράνκι Μασίν και το περι-βάλλον του. Και συνεχίζει ότι διακρίνονται τρεις περιπτώσεις.

α. Η σχέση του Φράνκι µε το γενικό περιβάλλον, τη δουλειά τουστα παιχνίδια του πόκερ, τον αγώνα του να αποκτήσει τη δόση του.

β. Η σχέση του µε την υστερική γυναίκα του, η οποία τον κρατάδέσµιο ενώ ο ίδιος αισθάνεται ένοχος και δεν την αγαπά.

γ. Η σχέση του µε την άλλη γυναίκα που γίνεται το σύµβολο τηςαγάπης και της ελπίδας για µια καλύτερη ζωή.

Ο Roy M. Prendergast ασχολείται σε δέκα σελίδες του βιβλίου τουµε τη µουσική της ταινίας και παρουσιάζει αποσπάσµατα σεπαρτιτούρες δίνοντας πάντοτε βαρύτητα στη σχέση κινηµατογράφουκαι µουσικής.

Ξανθίππη Καραβίδα

Οριακό

Εκκίνηση εκσφενδόνισης σε θάλασσα εωθινή.Βουτάς. Ανοίγµατα αναγνωριστικάΤρικυµισµένες απλωσιές κυνήγι του ορίζοντα ξεθαρρεµένο.Θα φτάσω εκεί που βλέπω και µετά.Αναδίπλωση. Κόρος δυνάµεων. Ξαπλώνεις στο υδάτινο

κρεβάτι ανάσκελοςΓια θεραπεία θωπεία κυµατόεσσα.Γνέφουν προπορευόµενοι µε µπράτσα, σε εξωλέµβιες, οι θησαυροί θρυλούνται Μα δεν έχεις µήτε ιππόκαµπο

µήτε αµφίβιο αµφίβολο.Προχωράς εκ νέου. Χαράζουν σγουρά κύµατα ηλιοστερήΠετούν κλαδιά θεόρατα κι ευλύγισταΒυθίζεται η επιχείρησηΠαραµιλητή µέθη της απόστασης- βοήθεια.Έρως λυσίπονος οιακοστρόφοςΖυγώνει πειστικά ηδύπνοοςΓια να σε σύρει στο αναγκαίο ύψος.Μη προχώρει πλέον. Όχι ευφυές.Στα µέτρα σου καλύτερα.Αγάπα τα ελέγξιµα ρηχά συντροφευµένα:Περήφανη συναρµογή µε το εφικτό.Φλύαρη η θάλασσα µε όψεις διαστροφείςΓι’ αρχάριους µόνους ή εύθραυστουςΚαι η έρηµη ψυχή στεγνοφυής.

Page 99: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

99

µένουν. Τι είναι ο Φλωµπέρ; Ρεαλι-στής, ροµαντικός, µοντέρνος, µετα-µοντέρνος; Ο αυτοβιογραφικός λυ-ρισµός των πρώτων έργων δείχνειότι µέσα του υπήρχε µια ροµαντικήτάση. Παρά το γεγονός ότι η «Μα-ντάµ Μποβαρύ» θεωρήθηκε ορόσηµοτου ρεαλισµού, ο ίδιος τον απεχθα-νόταν. Έλεγε ότι είναι ένας τροβα-δούρος. Ένας άνθρωπος ροµαντι-κός, της παλιάς εποχής. Όταν τοναποστήθισε ο Τζόυς, έγινε µοντερνι-στής, γράφει ο Φρέντρικ Τζέιµσον, κιόταν τον παρέλαβε η Ναταλί Σαρότµετατράπηκε σε µεταµοντέρνο. Σί-γουρα πρόκειται για ένα γόνιµο έργοτο οποίο θα προκαλεί αντιφατικέςκρίσεις, όπως και η φύση του συγ-γραφέα. Ένα έργο που γοήτευσε τονΜαρσέλ Προυστ, τον Φραντς Κά-φκα, τον Χένρυ Τζέιµς, τον ΌσκαρΟυάιλντ και εµπνέει ακόµη και σή-µερα συγγραφείς σαν τον ΜάριοΒάργκας Λιόσα -«Είµαι ένας πυγµα-ίος δίπλα σ' αυτό το γίγαντα»- ή τονΤζούλιαν Μπαρνς.

Πού οφείλεται, άραγε, η γοητείατου εκατόν πενήντα χρόνια µετά;Ίσως για πρώτη φορά µε τον Φλω-µπέρ η γραφή γίνεται πρόβληµα.Αναρωτιέται για τον εαυτό της.Συνειδητοποιεί τα όριά της και θέλεινα τα ξεπεράσει. Όµως, ο συγγρα-φέας, όπως και η ηρωίδα του ηΈµµα, νιώθει εγκλωβισµένος ανάµε-σα στην απογοητευτική πραγµατι-κότητα και στην απελπισµένη αναζή-τηση του ιδανικού της γραφής. Θέλεινα ξεπεράσει τις συµβάσεις της µυ-θιστορηµατικής µορφής που λογοδο-τεί στον αντικειµενικό κόσµο. Ναφθάσει σε µια λογοτεχνία-αυτοσκο-πό, που στέκεται όµορφη και όρθια

Μάκης Καραγιάννης

Γκυστάβ Φλωµπέρ: Οιπολλαπλές όψεις µιας ιδιοφυίας

ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΜΠΡΑΟΥΝ,-"Φλωµπέρ, Ένα πνεύµα αντιλο-γίας" µτφρ. Τζένη Κωνσταντί-νoυ, εκδόσεις Μεταίχµιο, σελ.737

«Τι µπορούµε να ξέρουµε απόέναν άνθρωπο σήµερα;». Αυτό είναιτο ερώτηµα που έθετε στον πρόλογότου ο Ζαν Πωλ Σαρτρ το 1971, στηνπεντάτοµη βιογραφία του Φλωµπέρ,µε τίτλο «Ο ηλίθιος της οικογένει-ας». Φαίνεται ότι οι χιλιάδες σελίδεςτου δεν ήταν αρκετές, γιατί έκτοτεεξακολουθούν να προστίθενται νεό-τερες, όπως του Geoffrey Wall το2001 ή η ανά χείρας του ΦρέντερικΜπράουν.

Αν όµως η προσέγγιση του Σαρτρήταν αιρετική, δεν συµβαίνει το ίδιοµε τους µεταγενέστερους. Ο µεγάλοςφιλόσοφος αφιέρωσε δέκα χρόνιαµελέτης, χρησιµοποίησε υπαρξιστι-κές και ψυχαναλυτικές µεθόδους,προσπαθώντας να εξηγήσει τη σχέσητου ανθρώπου µε το έργο, αλλά δενµπόρεσε να κρύψει την αντιπάθειάτου για τον γάλλο κλασικό του 19ουαιώνα.

Η βιογραφία του ΦρέντερικΜπράουν ακολουθεί µια διαφορε-τική προσέγγιση. Κρατά µια ουδέτε-ρη στάση απέναντι στο αντικείµενότης και συγκεντρώνει ένα τεράστιουλικό.

Οι σελίδες συνεχίζουν να σωρεύ-ονται, ωστόσο τα ερωτήµατα παρα-

ÎÚ›ÛÂȘ,ð·Ú·ÙËÚ‹ÛÂȘ, ‰È·ÎÚ›ÛÂȘ, ÂðÈÎÚ›ÛÂȘ ‚È‚Ï›ˆÓ

Page 100: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

100

του, επίσης, παρά την αποµόνωσήτου, είχε συνδεθεί ερωτικά µε διά-σηµες γυναίκες, συνήθως µεγαλύ-τερές του, όπως η Λουίζ Κολέ, η Γε-ωργία Σάνδη και η Ελίζα Σλέσιν-γκερ, η οποία έγινε το πρότυπο τηςΜαρίας Αρνού στην «ΑισθηµατικήΑγωγή». Επιπλέον, διατηρούσε ένανσηµαντικό κύκλο φίλων και θαυ-µαστών, όπως ο Τουργκιένεφ, ο Ζο-λά, οι αδελφοί Γκονκούρ και ο Γκυντε Μωπασσάν.

Ο Φρένετερικ Μπράουν, ο οποί-ος έχει ήδη γράψει δύο πετυχηµένεςβιογραφίες, για τον Εµίλ Ζολά καιτον Ζαν Κοκτώ, φωτίζει επαρκώςτην περιρρέουσα ατµόσφαιρα της ε-ποχής. Σκιαγραφεί τη σχέση τουΦλωµπέρ µε τα κοινωνικά και ιστο-ρικά γεγονότα της εποχής του. Τονπαρακολουθούµε να περιφέρεταιστο Παρίσι, ανάµεσα στο πλήθος καιτις οδοµαχίες κατά τη διάρκεια τηςεπανάστασης του 1848 ή της παρι-σινής κοµούνας. Τεκµηριώνει στιςεφτακόσιες σελίδες το αντικείµενότου, φιλοτεχνώντας ένα αντιπροσω-πευτικό πορτρέτο. Κάνοντας χρήσητης εκτεταµένης αλληλογραφίας, πα-ρακολουθούµε όχι µόνον τις ερω-τικές του σχέσεις, αλλά κυρίως τησχέση του µε ένα έργο εν εξελίξει καιτις ωδίνες της δηµιουργίας. Ηαγωνία της γραφής διακρίνεται στονδύσκολο τοκετό στην έκδοση τωνµυθιστορηµάτων του. Η πρώτη γρα-φή της «Αισθηµατικής αγωγής» έµει-νε πολλά χρόνια στο συρτάρι. Τοίδιο και ο «Πειρασµός του ΑγίουΑντωνίου», αν και η συµβουλή τωνφίλων του ήταν να καεί. «Αυτή είναιη τρίτη µου προσπάθεια», γράφειτον Ιανουάριο του 1852 στη ΛουίζΚολέ, µόλις ξεκίνησε την «ΜαντάµΜποβαρύ», «είναι πια καιρός να τακαταφέρω ή να πηδήξω από το πα-ράθυρο». Και τα κατάφερε εξαι-ρετικά. Το έργο του έµεινε στην ισ-τορία της λογοτεχνίας και η δίκηπου ακολούθησε το 1857 τον έκανεδιάσηµο. Κατηγορήθηκε για «προ-σβολή της δηµόσιας και θρησκευ-τικής ηθικής και των χρηστών η-

στο χρόνο σαν την Ακρόπολη. «Αυτόπου θα 'θελα να δηµιουργήσω, είναιένα βιβλίο για το τίποτα, είναι έναβιβλίο χωρίς εξωτερικά στηρίγµατα,που θα µπορούσε να σταθεί απόµόνο του χάρη στην εσωτερική δύ-ναµη του ύφους του, όπως η γηστέκεται στον αέρα...».

Η αναζήτηση της ακρίβειας, τηςµοναδικής σωστής λέξης -le motjuste- η οποία είναι ταυτόχρονα καιαρµονική, άγγιζε τα όρια του µυστι-κισµού. Γιατί «το ύφος είναι απόµόνο του ένας απόλυτος τρόπος γιανα βλέπουµε τα πράγµατα». Για τηδύσκολη αυτή τέχνη ο συγγραφέαςέπρεπε να αρνηθεί τον συµβατικόκόσµο. Να αφοσιωθεί ολόψυχα στοέργο του. Ο Φλωµπέρ, έγραψε οΜπόρχες, είναι «ο πρώτος Αδάµενός νέου είδους: ο άνθρωπος τωνγραµµάτων σαν ιερέας, σαν ασκητήςκαι σαν µάρτυρας».

Το 1844, σε ηλικία 23 χρονών,έπαθε την πρώτη κρίση επιληψίας. Ηβαλεριάνα και τα κινίνα του πατέρατου, ο οποίος ήταν διάσηµος χει-ρουργός στη Ρουέν, δεν έφεραν απο-τέλεσµα. Η αρρώστια του, όµως, είχεένα ανεκτίµητο πλεονέκτηµα. Εγκα-τέλειψε τις σπουδές στη Νοµική καιαποσύρθηκε στο σπίτι του στις όχθεςτου Σηκουάνα. ∆εν παντρεύτηκε πο-τέ. Έζησε µε τη µητέρα του και αφιε-ρώθηκε δια βίου στην τέχνη του. Έγι-νε ο ερηµίτης του Κρουασσέ.

Είναι όµως έτσι τα πράγµατα;Μήπως η αλήθεια ενός ανθρώπου εί-ναι πολλαπλή; Γιατί ο Φλωµπέρ ή-ταν ο ασκητής της γραφής, αλλά καιο άνθρωπος ο βυθισµένος στη λαγνε-ία. Ως δεινός περιηγητής αφιέρωσεδεκαπέντε µήνες για το ταξίδι τουστην Αίγυπτο, τη Συρία, την Τουρκίακαι την Ελλάδα και πραγµατοποίησεόλες τις φαντασιώσεις του. «Μετα-µορφώνοµαι σε γουρούνι», έγραφεστον φίλο του τον Μπουιλέ, από τη∆αµασκό, και τον πληροφορούσε ότιπήγε µε τρεις γυναίκες σε ένα πρω-ινό. «Τρεις φορές πριν από το µεση-µεριανό γεύµα και µία µετά το επι-δόρπιο». Κατά τη διάρκεια τη ζωής

Page 101: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

101

Παναγιώτης Γούτας

Η γοητεία των τρένων και τη αφήγησης

∆ώρα Κασκάλη, Στο τρένο, ∆ιη-γήµατα, Γαβριηλίδης, 2010, σελ.168

Ένα ταξίδι µε τρένο συνήθως εί-ναι µια συναρπαστική, γοητευτικήεµπειρία. Κάποιες φορές, βέβαια,µπορεί να φανεί µονότονο ή πληκτι-κό. Το ίδιο συµβαίνει και µε την τέχ-νη, όταν πραγµατεύεται τρένα ή δια-δροµές ανθρώπων µέσα σ’ αυτά.Τρένα, αποβάθρες, ράγες, κουπέ καισταθµοί αξιοποιήθηκαν έως τώρααπό τους κινηµατογραφιστές, τουςζωγράφους ή τους λογοτέχνες κατάκόρον, άλλοτε µε επιτυχία, άλλοτεόχι. Η ∆ώρα Κασκάλη, στην πρώτητης λογοτεχνική απόπειρα, πουτιτλοφορείται «Στο τρένο», κατα-πιάνεται µε ιστορίες ανθρώπων πουταξιδεύουν µε τρένα, σκάβονταςβαθιά µε την πένα της στους χαρα-κτήρες και στην ψυχοσύνθεσή τους.

Οι ήρωες της συγγραφέως είναικαθηµερινοί, γήινοι και κουβαλούνµέσα τους τα µικρά ή τα µεγάλα τους

θών», αλλά αθωώθηκε.«Ο συγγραφέας πρέπει να αφήνει

πίσω µονάχα τα έργα του. Η ζωή τουδεν ενδιαφέρει», έγραφε ο ίδιος.Παρ' όλα αυτά, οι νεώτεροι θα συ-νεχίζουν να αποκρυπτογραφούν τοαίνιγµα Φλωµπέρ. Ο άνθρωπος πουδεν ήθελε να βγάλει ούτε µια φωτο-γραφία, που αρνούνταν στους ζωγ-ράφους να του κάνουν το πορτρέτο,θα συνεχίσει να εµπνέει τους βιογ-ράφους. Εις πείσµα της θέλησής τουθα γράφονται χιλιάδες σελίδες καιθα αποτελεί προσφιλές αντικείµενοέρευνας για τους µελετητές.

προβλήµατα. Ένα υψηλόµισθο στέ-λεχος επιχείρησης, παντρεµένος,που αναπολεί µια παράνοµη σχέσητου µε µια υπάλληλο της επιχείρη-σης, την εποχή που ήθελε να γλιτώσειαπό τα «χλιαρά σεντόνια της γυναί-κας του». Μια φοιτήτρια που το παί-ζει, ερωτικά, σε πολλά ταµπλό. Έχειδεσµό µε κάποιον πλούσιο πενηντά-ρη, κτητικό απέναντί της, αλλά φλε-ρτάρει και τον φοιτητή µε τον ο-ποίον συνταξιδεύει, αφήνοντάς τουπεριθώρια ερωτικού σµιξίµατος, σεµια µελλοντική συνάντησή τους στοΛονδίνο, όπου εκείνος θα σπουδά-σει. Ένας χήρος ηλικιωµένος (πρώηναγρότης, σιδεράς και µπετατζής, καιτώρα απόµαχος χωριάτης), µε κόρηπου πάσχει από σκλήρυνση κατάπλάκας, που επισκέπτεται τον πα-ντρεµένο γιο του, για να καλυτερέψειτις σχέσεις του µαζί του. Μια πρώηνιερόδουλος που επισκέπτεται απότην Λάρισα στην Αθήνα την κουµπά-ρα της, και που σε όλη την διαδροµήαναπολεί τα νιάτα της και τις παλιέςτης αµαρτίες -εκπορνευόταν κάποτεσε τρένα, την ώρα της διαδροµής.Ένας ευαίσθητος φαντάρος, πτυχι-ούχος φιλοσοφικής, που ταξιδεύειαπό τον Έβρο στην Αθήνα, και γιατον οποίον, προς το τέλος της ιστο-ρίας, πληροφορούµαστε για κάποιααποκλίνουσα ερωτική συµπεριφοράτου, που όµως δεν επιθυµεί να επα-ναλάβει στο µέλλον. Ένα ζευγάριηλικιωµένων µε την διαζευγµένη κό-ρη τους, τον εγγονό και τον γιο τουςπου ταξιδεύουν στην Κατερίνη, γιανα συναντήσει ο χωρισµένος πατέ-ρας του παιδιού τον γιο του. Η συ-νάντηση ενός άνεργου, σπουδαγµέ-νου, λιγοµίλητου νέου µε έναν πρόσ-χαρο και οµιλητικό επαρχιώτη, από-µαχο της ζωής, που οπλίζει τον πρώ-το µε δύναµη και υποµονή για νααντεπεξέλθει τις δυσκολίες της ζωήςτου. Και -εν είδει επιµυθίου- ο µονό-λογος ενός παλιού, πολυχρησιµο-ποιηµένου, παροπλισµένου συρµού,τη στιγµή που οδηγείται στο νεκρο-ταφείο των τρένων.

Οι ιστορίες, στη συντριπτική

Page 102: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

102

ΓιάννηςΠαπαναστασόπουλος

Το τρίπτυχο Αντιγόνη Ι, ΙΙ, ΙΙΙκαι «ο φόβος να σ’ αγαπώ» στηνποιητική συλλογή «Η αλεπού καιο κόκκινος χορός» της ΧλόηςΚουτσουµπέλη

H πέµπτη ποιητική συλλογή τηςΧλόης Κουτσουµπέλη έχει τον τίτλο«η αλεπού και ο κόκκινος χορός»,εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2009. Αποτελείτριλογία µαζί µε τις δύο προηγού-µενες συλλογές: «η Αποχώρηση τηςΛαίδης Κάπα», εκδόσεις Νέα Πορεία2004 και «η Λίµνη, ο κήπος και ηαπώλεια» εκδόσεις Νέα Πορεία 2006.

Με το κείµενο αυτό επιθυµώ ναδιατυπώσω κάποιες σκέψεις-παρα-τηρήσεις: α) σε συγκεκριµένους στί-χους του τρίπτυχου Αντιγόνη Ι, ΙΙκαι ΙΙΙ β) πάνω στο ποίηµα «ο φόβοςνα σ’ αγαπώ» και γ) γενικότερα στονφόβο ως σηµαντικό στοιχείο αυτήςτης συλλογής.

Το τρίπτυχο Αντιγόνη Ι, ΙΙ και ΙΙΙπαρουσιάζει την εξής ιδιοµορφία:

Το ποίηµα «Αντιγόνη Ι» είναιγραµµένο στο πρώτο πρόσωπο Ενι-κού, το «Αντιγόνη ΙΙ» στο δεύτεροπρόσωπο Ενικού και το «ΑντιγόνηΙΙΙ» στο τρίτο πρόσωπο Ενικού.

Στο «Αντιγόνη Ι» παρατηρούµεότι ο έβδοµος και δωδέκατος στίχοςείναι ίδιοι ή ότι ο έβδοµος στίχος ε-παναλαµβάνεται ως δωδέκατος: «Εί-ναι η Αντιγόνη που ξεχνά», ενώ ο δέ-κατος πέµπτος στίχος είναι κατά ταδύο τρίτα του πρώτου επανάληψηκαι δηµιουργεί έναν δέκατο έκτοεντυπωσιακό στίχο-λογοπαίγνιο- µ ετο υπόλοιπο, το ένα τρίτο δηλαδήτου πρώτου στίχου, εµπλουτισµένουγλωσσικά, ως απάντηση στον δέκατοπέµπτο στίχο. Παρατίθενται οι στί-χοι: «Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντι-γόνη» (15ος στίχος) «Γι αυτό καιπάντα φεύγει» (16ος στίχος). Και οιδύο αυτοί στίχοι είναι συµπληρω-µατικοί-επεξηγηµατικοί του πρώτου

τους πλειοψηφία, είναι καλογραµ-µένες, ισορροπηµένες, άµεσες καιπειστικές. Μέσα από αυτές, φαίνεταιπως η συγγραφέας γνωρίζει καλά τοερωτικό παιχνίδι, µε τις απιστίες,τις ζηλοτυπίες, τη θεατρικότητα, ταόρια του πάθους και τις αλλοπρό-σαλλες αντιδράσεις των πρωταγωνι-στών της. Τα διηγήµατα θυµίζουνµικρού µήκους ταινίες του ασπρό-µαυρου γαλλικού σινεµά, όπου σεένα αµετάβλητο, βουβό σκηνικό, ό-πως το βαγόνι ενός τρένου, λίγα λέ-γονται, πολλά υπονοούνται και υπο-δηλώνονται, ενώ οργιάζει η φα-ντασία, η νοσταλγία, το πάθος και ηαναπόληση. Στο τέλος των ιστοριώνδίνεται πάντα µια µικρή, ορατήδιέξοδος στο πρόβληµα των ηρώων,και πάντα ο αναγνώστης διακρίνεικάτι το ενθαρρυντικό και αναστρέ-ψιµο. Ωστόσο, αυτή η διέξοδος φα-ντάζει προσωρινή και παροδική, σεσηµείο που να µην µπορούµε να µι-λάµε για αίσια έκβαση κάθε µεµο-νωµένης ιστορίας.

Στα αρνητικά του βιβλίου, κά-ποιες υπερβολικά διατυπωµένεςφράσεις (όλη η περιγραφή της λεπτό-τητας της µορφής του φαντάρου,σελ. 86 και σελ. 89), κάποιες στοµ-φώδεις και υπερβολικές αναφορές ενγένει, και µια µικρή προτίµηση στηνιδιότροπη λέξη, που δεν λειτουργείπάντα πετυχηµένα. ∆εν είναι τυχαίοπου σχεδόν όλα τα αδύνατα σηµείατης Κασκάλη είναι συγκεντρωµέναστην ιστορία της µε τον φαντάρο,που ταξιδεύει από τον Έβρο στηνΑθήνα. Παρότι το διήγηµα έχει α-ρετές, εν τούτοις αποτυπώνει τηγυναικεία µατιά για τον στρατό(διανθισµένη µε άφθονες κοινοτυ-πίες), που φαντάζει στα µάτια τηςσυγγραφέως άκρως απωθητικός, δί-χως όµως να τεκµηριώνεται επαρ-κώς αυτή της η άποψη.

Νοµίζω πως αν η Κασκάλη δια-κρίνει τις µικρές της αδυναµίες καιτις διορθώσει, στο µέλλον θα εξελι-χθεί σηµαντικά, αφού η πρώτη λογο-τεχνική της κατάθεση είναι κάτι πε-ρισσότερο από ενθαρρυντική.

Page 103: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

103

στίχου: «Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντι-γόνη όταν φεύγει». Η σηµαντικό-τητα του κάτι ξεχνάει διαφαίνεταιστον δέκατο έβδοµο στίχο, ως «κάτινα θυµάται» και λόγω της θύµησηςπροβαίνει σε κάποιες συγκεκρι-µένες ενέργειες: «φοράει την νεκρι-κή της µάσκα/ρίχνει στάχτη στα µαλ-λιά της» και ακολουθεί -µετά απόαυτές τις δραστηριότη-τες,- ο θρήνοςγια «τους άταφους νεκρούς της».

Στο δεύτερο µέρος «Αντιγόνη ΙΙ»έχει τελεστεί η ταφή των νεκρών τηςκαι η Αντιγόνη ψάχνει να βρει τονΚρέοντα στους άντρες που αγαπά,ενώ τον κουβαλά µαζί της.

Έχει σηµασία ο δέκατος και οενδέκατος στίχος στο δεύτερο µέ-ρος, όπως είναι διατυπωµένοι: «κιεσύ κάτι πρέπει να θυµηθείς/ πουόµως συνέχεια διαφεύγει». Το κάτιπου διαφεύγει, µπορεί να είναι καιµια συνειδητή υπεκφυγή-διαφυγή,λέγοντας στον εαυτό της: άφησέ τονα διαφεύγει, να ρέει, να κυλάει. Καιέτσι ολότελα γλιστράει και «τοαλλού γίνεται άλλοθι/και όλα ταποιήµατα νερό».

Παρατηρούµε ότι µε το ρήµα«γίνοµαι», το «αλλού» λαβαίνει και-νούργια υπόσταση, ζωή, ύπαρξη,γιατί γίνεται «άλλοθι». Η εννοιολο-γική σηµασία των επιρρηµάτων αλ-λού και άλλοθι είναι: άλλος, άλλοςτόπος. Έχουµε µία «µεταφορά» τουάλλου στο άλλοθι, του άλλου στονάλλον, του άλλου τόπου σε άλλοντόπο. Επίσης έχουµε την εµφάνισητου υγρού στοιχείου µε την «υγρο-ποίηση-νεροποίηση-ρευστοποίηση»όλων των ποιηµάτων σε νερό.

Στο ποίηµα «ο φόβος να σ’αγαπώ», η ποιήτρια αναλύει ταγραµµατολογικά στοιχεία της λέξης«φόβος» τα οποία συνθέτουν τηνλέξη µεµονωµένα. Το ποίηµα υποδι-αιρείται σε τρία ερωτήµατα, το δεκάθε ερώτηµα σε µικρότερα ή επί µέ-ρους ερωτήµατα και κάθε ερώτηµαείναι εµπλουτισµένο µε πολλές ει-κόνες που δίνουν την εντύπωση ότιείναι ζωντανές. Όλο δε το ποίηµα εί-ναι µια ζωντανή ύπαρξη. Ο πρώτος

στίχος κάθε ερωτήµατος ξεκινάει µετην αντωνυµία «ποιος».

1ο ερώτηµα: «Ποιος είναι αυτός ο Φόβος

που ουρλιάζει µε τα δυο του ό-µικρον

να χάσκουν στο σκοτάδι;»Ο Φόβος θεωρείται κύριο όνοµα

και γράφεται µε κεφαλαίο. Αφενόςλοιπόν ουρλιάζει ο Φόβος αφετέρουτα δύο όµικρον ως φωνήεντα έχουντην ιδιότητα να φωνάζουν περισ-σότερο, να ακούγονται πιο δυνατά,όταν προφέρονται σε σύγκριση µε τασύµφωνα, µοιάζουν από την ίδιατους τη µορφή, ως στρογγυλά µεανοιχτά στόµατα, χάσµατα, ανοί-γµατα του φόβου.

2ο ερώτηµα: «Ποιο είναι το βουβό βήτα

που βηµατίζει βαρύγδουπασέρνοντας το παραµορφωµένο

του ποδάρι;»Το γράµµα β λοιπόν χαρακτη-

ρίζεται βουβό, αλλά ζωντανό, υπαρ-ξιακό, µε σώµα, αφού βαρύγδουπαβηµατίζει. Οι επιθετικοί προσδιο-ρισµοί καθώς και το ρήµα εµπεριέ-χουν το γράµµα β και στο επίθετοβουβός συναντάται δύο φορές.

3ο ερώτηµα: «Ποια φυγή ονει-ρεύεται το φι

και γιατί το σίγµασπαράζει σιωπηλά στο τέλοςαλλά και µπροστάαπό το άλλο ρήµαπου τόσο πολύ φοβάµαι να προ-

φέρω;»Το πρώτο γράµµα λοιπόν ονει-

ρεύεται µια φυγή χωρίς όµως ναπροσδιορίζεται το είδος της. Επι-πλέον ο ίδιος ο φόβος καλλιεργεί τοαίσθηµα της φυγής. Το δε σίγµα στοτέλος της λέξης µήπως διαβλέπει τοτέλος της ζωής; Συγχρόνως σπα-ράζει σιωπηλά µπροστά «από τοάλλο ρήµα» το οποίο η ποιήτριαΧλόη Κουτσουµπέλη πολύ φοβάταινα προφέρει και ίσως είναι «ο φόβοςνα πεθάνω» ή «ο φόβος να µην πε-θάνω», τίτλοι και οι δύο που θα µπο-ρούσε να έχει το ποίηµα αντί για τονδικό του. Οι εικόνες συνεχίζουν να

Page 104: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

104

υφίστανται µε το φ ως φυγή και τοσίγµα ως πρόσωπο να σπαράζει.

Εκτός από το ποίηµα «ο φόβοςνα σ’ αγαπώ» όπου λαµβάνει χώραένα ξεκοκκάλιασµα γραµµατολογικότης λέξης φόβος, υπάρχουν στα ποι-ήµατα αυτής της συλλογής λέξειςπου δηλώνουν φόβο µέσα από τηνσκοτεινότητά τους. Εκπέµπουν µεάλλα λόγια φόβο. Επίσης υπάρχουνστίχοι που εµπεριέχουν τη λέξη φό-βος ή τα ρήµατα φοβίζω και φοβάµαικαθώς και στίχοι που εκφράζουνφόβο χωρίς να έχουν τη λέξη φόβοςή τα ρήµατα φοβίζω, φοβάµαι καιτέλος ποιήµατα που εµπεριέχουν τονφόβο. Όλες αυτές οι περιπτώσεις δι-ευρύνουν το φάσµα του φόβου πε-ρισσότερο. Θα παραθέσω ενδεικτι-κά ορισµένα παραδείγµατα.

Λέξεις που δηλώνουν φόβο: βρά-δυ, βράδια, νύχτα, νύχτες, σκοτεινόταξίδι, µαύρο σκοτάδι, µαύρες κάλτ-σες, µαύρα µαλλιά, σκιάχτρο, κορά-κι, σούρουπο, µαύρο στόµα, σκοτει-νή σπηλιά.

Στίχοι µε τη λέξη φόβος ή τα ρή-µατα φοβίζω, φοβάµαι:

«Τώρα χαράζεις στις σπηλιές τονφόβο σου» (σελ. 10)

«Φεύγουν στο τέλος κάθιδροι από φόβο» (σελ. 11)

«Είµαι ένα σκιάχτρο που φοβά-ται» (σελ. 26)

«Είµαι ένα σκιάχτρο που φοβί-ζει» (σελ. 26)

Στίχοι χωρίς την λέξη φόβος ή ταρήµατα φοβίζω, φοβάµαι αλλά υπο-νοούν φόβο.

«Ένα ρολόι ρυθµικά θάβει τον χρόνο» (σελ.12)

« Ξάφνου ακούγεται ουρλιαχτό/και έξω από το τζάµι/βλέπω να χάσ-κει/το στόµα ενός λύκου/ σάλια καιαίµα» (σελ.12)

«τα ποντίκια µεταδίδουν την πα-νούκλα»(σελ.13)

«Όταν ο άντρας φεύγει/τα σκυ-λιά ουρλιάζουν στο δωµάτιο/η ντου-λάπα ανοίγει να µε φάει/και η τσα-γιέρα µου δαγκώνει αρπακτικά ταχέρια»(σελ.37)

Ποιήµατα που εκφράζουν φόβο

µέσα από το περιεχόµενό τους εί-ναι:

Χωρίς σελ.44, Έρωτας σελ.18,Παλιές συµµαθήτριες σελ.23, Ταβαµµένα νύχια σελ.29, το µικρό ζώοτέλος σελ.32, ο φόβος να σ’ αγαπώσελ.11, it takes two to tango σελ.19

Τελειώνω µε ένα µικρό απόσπα-σµα γεύση για τον αναγνώστη:

Τα βαµµένα νύχια ∆έκα στόµατα ουρλιάζουναδηφάγα κόκκινα καγχάζουνπάνω στα ανέκφραστα

πρόσωπατων δύο µου χεριών.

Page 105: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

105

κατάληξη µίας ερωτικής σχέσης δη-µιουργεί µία θαυµάσια µεταφορά:από τη φύση στη ζωή. Η εξιστόρηση-ας µη λησµονούµε ότι η ποιήτριαέχει διακριθεί ως διηγηµατογράφος-η εξιστόρηση, λοιπόν, απ’ την προ-σωπική εµπειρία των ανθρώπινωνσυνεχίζεται µε τον στίχο-διαπίστω-ση: «Επιστρέφουµε πάντα στονεπόµενο έρωτα». Στον κάθε νέο έρω-τα δεν ενυπάρχει ο τρόπος και ο νό-στος του προηγηθέντος, δεν αγγί-ζουµε µε τον τρόπο που αγγίζαµε;

Προκύπτει ο προβληµατισµόςγια την ανθρώπινη συµπεριφοράανάλογα µε τον χρόνο. Ο «ενεστώ-τας», ο χρόνος του παρόντος, κα-ταλήγει να είναι «διεκδικητικός,σταθερά βουλητικός». Είναι η libidoεν δράσει. Η µετα-τροπή της libidoσε ανάµνηση ορίζει τον «αόριστο»,το χρόνο του παρελθόντος: «Κάποτεήταν η καρέκλα σου στην ακρογια-λιά. / Τώρα ούτε η ακρογιαλιά». Τιµένει λοιπόν; «Ό,τι έµεινε νεκρό τοκαλοκαίρι / αν είναι δυνατόν τώρανα ολοκληρωθεί. / Όχι. / Τώρα µόνοοι εναποµείναντες καρποί». Καιποιοι είναι οι καρποί της ερωτικήςσχέσης; «Όλες µας οι στιγµές µαζί /είναι ένα µικρό κοχύλι». Αντιθέτως,«Όλη η θάλασσα / είναι η στιγµή πουέφυγες». Αλήθεια δεν είναι ότι η ζωήµας είναι γεµάτη απ’ τις ατέλειωτεςδιάρκειες µιας φυγής, µιας απου-σίας, ενώ, αντιθέτως, το ελάχιστοδεν συνιστά τη διάρκεια της αληθι-νής ευτυχίας; «Κι όσο το λίγο νοσ-ταλγώ / τίποτα δεν κατέχω» οµο-λογεί η ποιήτρια, αφού το ελάχιστο,οι στιγµές του έρωτα αφήνουν τηνανοιχτή πληγή της νοσταλγίας. Μέχ-ρι να κλείσει, πληγώνει, αφαιρεί τηδυνατότητα µιας καινούριας ζωής.Η εµπειρία αυτής της πληγής προ-καλεί µία βαθύτερη ποιητική σύλλη-ψη: «Ο έρωτας / αρχίζει µε κάτι / καιτελειώνει µε µία / αορίστως επανα-λαµβανόµενη άρνηση». Όσο αόρι-στο κι αν ακούγεται αυτό το απόφ-θεγµα-απόσταγµα της ερωτικής εµ-πειρίας, άλλο τόσο αληθινό, βιωµα-τικό είναι.

Σέργιος Μαυροκέφαλος

“Η γραφή,όπως και το φθινόπωρο,αρχίζει µε µία βέβαιη απουσία…”

Μαρία ∆αλαµήτρου Προτελευταίαεποχή εκδ. Α-Ω σελ. 43.

Μ’ αυτούς τους τρεις στίχους ξε-κινά η ποιητική αφήγηση της Μαρίας∆αλαµήτρου. ∆εν είναι ασυνήθιστο οποιητής, ο συγγραφέας γενικότερα,να φανερώνει τις προθέσεις του, τοτι και το πώς του κειµένου του, απ’την πρώτη φράση. Εδώ, λοιπόν, έ-χουµε µία πρώτη παροµοίωση τηςπροτελευταίας εποχής, δηλαδή τουφθινοπώρου, µε τη γραφή. Εκείνοπου συνέχει την ποιητική πράξη µετη συγκεκριµένη εποχή δεν είναι τό-σο η πρόσληψη της µελαγχολίας τουφθινοπώρου, όσο η βίωση της βέβαι-ης απουσίας. Τίνος;

Εδώ, ας σηµειωθεί ότι η αφήγησητης ∆αλαµήτρου ξεκινά από τοντελευταίο φθινοπωρινό µήνα και στησυνέχεια ο ποιητικός χρόνος κινεί-ται αντίστροφα, προς τα πίσω. ΤοΝοέµβριο, λοιπόν, τα φύλλα τωνδέντρων έχουν πέσει και ο καυτός ή-λιος του καλοκαιριού απουσιάζει.Ταυτόχρονα, στη ζωή της αφηγήτρι-ας, ο ήλιος-έρωτας είναι µακριά, οΆλλος είναι µακριά. Στο τέλος τουφθινοπώρου όλο το καλoκαίρι τουέρωτα είναι πια µακρινό παρελθόν.Όµως, «όταν φύγεις θα πεις τα πιοόµορφα λόγια», ενώ «άµα µείνεις θ’ακούµε δυνατή τη βροχή».

«Θα σε χάσω, µα ξέρω πως µονά-χα αν φύγεις / θα µπορέσεις και σεάλλους για τους δυο µας να πεις». Η∆αλαµήτρου είναι σαφής. Η νοστα-λγία της και η απουσία του Άλλου,του αγαπηµένου που ήταν παρώνκαι δεν είναι πια, δηµιουργεί τηνποιητική της σύνθεση, η οποία φθά-νει σε µία πρώτη κορύφωση µε τουςστίχους «φθινόπωρο είναι / η α-δυναµία του φύλλου να σταθεί». Ηπροφανής αντιστοιχία µε τη συνήθη

Page 106: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

106

«Ό,τι έµεινε νεκρό το καλοκαίρι / ανείναι δυνατόν τώρα να ολοκληρωθεί./ Όχι. / Τώρα µόνο οι εναποµείνα-ντες καρποί». Καθώς, όµως, τώρα ηθύµηση προσεγγίζει περισσότερο τονέρωτα του καλοκαιριού, γεννιούνταιανεπεξέργαστα συναισθήµατα απ’την πρόσφατη απώλεια: «Βράδιασε. /Κι η καρδιά βαραίνει απ’ τον όγκοτων αστεριών / τη µνησικακία όσωνήθε-λε και δεν απόχτησε, η άτυχη».Η πρόσφατη απώλεια δίνει ένα καιµόνο νόηµα στη γραφή: «θα έγραφαώσπου η ζωή να βρει στίχο να ξανα-ζήσει».

Καθώς κλείνει η ποιητική αφή-γηση της Μαρίας ∆αλαµήτρου έχου-µε το ζωηρό αίσθηµα του Άλλου πουπέρασε. Το πέρασµά του έγινε ποίη-ση µε λιτά µέσα, χωρίς λυρικές εξάρ-σεις. Η δηλούµενη απόλυτη αφο-σίωση στον έρωτα συνυπάρχει µε τηβίωση του τέλους του, ενώ η ελευ-θερία του συνειρµού περιπλέκεταιγύρω από έναν αφηγηµατικό άξονα.Ο άξονας αυτός έχει ως αφετηρία τοτέλος της ερωτικής σχέσης, ως συνέ-χεια τη µετατροπή της σε µνήµη, ωςτέρµα την τελείωσή της, την πεισµα-τική αφοσίωση στη µνήµη της. ΣτηνΠροτελευταία Εποχή κυριαρχεί ηυποκειµενική, µοντερνιστική θεώ-ρηση του χρόνου και του κόσµου.∆ιαβάζοντας το κείµενο ως ποιητικόηµερολόγιο-µηνολόγιο ο αναγνώ-στης προσλαµβάνει τη σκέψη και τοσυναίσθηµα της αφηγήτριας καθώςσυναντώνται,µετεωρίζονται, χρω-µατίζονται και πέφτουν σα φθινο-πωρινή βροχή µέσα στο ευρύ φάσµαπου δηµιουργούν ο διαφυγών έρω-τας και οι µνήµες του.

Παρ’ όλ’ αυτά η νοσταλγία ο-δηγεί και πάλι σε µία απόλυτη κα-ταφαση-αποδοχή του Άλλου. Ηανάµνησή του φθάνει να αποτελείτο µόνο σίγουρο µέλλον της αφη-γήτριας: «Αν δε γυρίσεις / η ανά-µνησή σου είναι / το µόνο µου σί-γουρο µέλλον».

Ο Νοέµβριος τελειώνει µε ένατε-τράστιχο ποίηµα, όπου ο ελε-γειακός τόνος συνυπάρχει αρµο-νικά µε την έµµονη βίωση της ο-µορφιάς του Άλλου. Η ποιήτριααποδέχεται ταυτόχρονα τον έρωτακαι το τέλος του: «Επειδή µέσα σταµάτια σου βλέπω / το τέλος ωρα-ιότερο από ποτέ / θα σε κοιτάζω /όπου κι αν νυχτώνεις...»

Μ’ ένα δριµύ κατηγορώ στηµνήµη εκκινεί του Οκτωβρίου ηαφήγηση: «[η µνήµη] είναι µιαθάλασσα / που πνίγει πάντα / τουςταξιδιώτες της». Πάντως, µέχρι νατο πράξει αυτό, συνδηµιουργεί µετο χρόνο τ’ αντθετα βιώµατα πα-ρελθόντος-παρόντος: «Η αγάπηχτες / ξεπέρασε το χώρο / τον χρό-νο / και τη χαρά. / Απόψε όµως /ξανάρθε ο δρόµος, / η νύχτα / και ηµοναξιά». Η ζωή εγκλωβίζεταιστον έρωτα και στις αντιφάσειςτου: «∆εν έχω ζωή έξω από αυτήν /την ανάγκη να µη σε έχω και να σεθέλω». Ώσπου ολόκληρη η ποίησήτης, δηλαδή η εκφρασµένη µελέξεις ευαισθησία της ∆αλαµή-τρου, µοιάζει να περιστρέφεται -σεµια µεγάλη διάρκεια ζωής- γύρωαπ’ τον Άλλο, γύρω απ’ το σώµατου έρωτα-νόστου: «Κάθε µέρα /κάνω το γύρο του εαυτού σου. /Κάθε χρόνο / θα µεγαλώνει το κε-νό. / Και πριν γεράσεις/ θα µε ξa-ναδείς / θα µε ξαναβρώ / κάθεφθινόπωρο πάλι γύρω από σένα ναµιλάω, να γερνάω, να γυρνώ».

Ο ποιητικός χρόνος, πάντα σεµια αντίστροφη πορεία, φθάνειστο Σεπτέµβριο, τον πρώτο µήναµετά τον έρωτα-χρόνο του κα-λοκαιριού. ∆ιαβάζουµε πάλι τουςέµµονους στίχους που συνέχουνόλη την Προτελευταία Εποχή:

Β.Π.Καραγιάννη Ταξιδιωτικό στα βιβλίαµαθητεία στο ταξίδιεκδ.Παρέµβαση 2010

Page 107: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

107

Με την είσοδο του 25ου έτους απότην έκδοση της «Π» (µια γενιά) καιτην αναγραφή στο εξώφυλλο του α-ριθ. 154, έδοξε ηµίν προς δόξαν τωνόντως αιωνίων αλλά και την επ’ εµοίλόξαν επί των εφήµερων, να θυµί-σουµε πως ο αριθµός αυτός κατέχειστην παγκόσµια λογοτεχνία θέση ι-σοδύναµη, ας πούµε του 1455 (εφεύ-ρεση της τυπογραφίας) και το 1605(έκδοση του α’ τόµου του ∆ον Κι-χότη). Τόσα είναι το λοιπόν τα σο-νέτα του Σαίξπηρ και τα ποιήµαταπου αποτελούν τον κανόνα του Κ. Π.Καβάφη.

Ως εκ τούτου σκεφτήκαµε έναµικρό, φίλιον ανθολόγιο µε ποιήµα-τα στον τρόπο των δύο δηµιουργών.

Προς τι αυτό;- ‘Ετσι!‘Η µάλλον γιατί εκτός της οδικής

βοήθειας των αυτοκινήτων από τηνεξπρές σέρβις που ακούει τηλεφωνι-κά σ’ αυτό το τριψήφιο υπάρχει και ηκαθηµερινότητα των ανθρώπων τηςρωµιοσύνης η “οποία µονάχη κι αβο-ήθητη πάνω στην πέτρα της σιωπήςτα νύχια της ακονίζει”.

Για ποιόν άραγε; Μπορεί και για τον εαυτό της.

κλήση στοκλήση στο154...154...

Page 108: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

108

Αντώνης Ν. Παπαβασιλείου

154 ή περί του Βάρδου άδολος αδολεσχία

α. Τυπογραφοεκδοτικά20 Μαΐου του 1609.

«Ένα βιβλίο που ονοµάζεται τα σονέτα του Σαίξπηρ», εγγράφεταιστο Stationer’s Register, τον κατάλογο του σιναφιού των χαρτοπωλών- βιβλιοπωλών του Λονδίνου, «πρωτόγονη» µορφή κοπυράιτ.

Οι Ελισαβετιανοί είχαν γι’ αυτές τις στιγµές την εξαίσια πολυ-σήµαντη έκφραση “escaped into print” -«διέφυγε στο τυπογραφείο»,ήγουν τυπώθηκε. (Πόσο µε ξύνει το πληκτρολόγιο να αφιερώσω άλλες200 λέξεις για τούτο).

Τα σονέτα φαίνεται πως κυκλοφορούσαν ευρύτατα σε µορφή χει-ρογράφου (ήταν και η κατάλληλη υλικοπνευµατική τροφή για την πε-ρίοδο κατά την οποία τα θέατρα ήταν κλειστά λόγω πανώλης).

Ο δαιµόνιος εκδότης Thomas Thorpe, µάλλον χωρίς την συναίνεσητου 45χρονου συγγραφέα, κατορθώνει να τυπώσει, σε µορφή Κουάρ-το, τα Shake-speares sonnets, υπογράφοντας µε τα αρχικά του την πε-ριβόητη αφιέρωση, την τόσο ταλαιπωρηµένη από τους αναλυτές.

Σήµερα µόνο 13 αντίτυπα του έργου αυτού επιβιώνουν, αλλά οιστιχοπλοκές του µας βασανίζουν εσαεί.

Ο Thorp -ο οποίος δεν πρέπει να είχε ούτε δικό του τυπογραφείοή βιβλιοπωλείο- σίγουρα ήταν ένας περιπετειώδης εκδότης που πολύδυσφηµίσθηκε από τους κάθε λογής λογίους.

Ο τυπογράφος των Σονέτων George Eld για δύο τουλάχιστον δε-καετίες τύπωσε σηµαντικά έργα στο εργαστήρι του στην Fleet Lane,όπου είχε 3-4 πιεστήρια και τέσσερις συνθέτες. Μια γερή επιχείρησηδηλαδή.

Ζουµερές υποσηµειώσεις: γιος µαραγκού από το Derbyshire, δυοφορές παντρεµένος µε χήρες τυπογράφων, πέθανε το 1624 από τηντροµερή πανούκλα.

Το βιβλίο ήταν προς πώληση στους εκδότες-βιβλιοπώλες WilliamAspley και John Wright.

Ο William Aspley είχε τα καταστήµατά του στην Αυλή του ΑγίουΠαύλου, κέντρο των βιβλιοθαυµάτων της εποχής. ∆ραστηριοποιήθηκεγια την εντυπωσιακή- εις µέγεθος- χρονική περίοδο των 40 ετών

Ο John Wright µε το βιβλιοπωλείο του κοντά στο Old Bailey, ήτανκαι επίσηµος τυπογράφος του Κοινοβουλίου. Τύπωσε δε και εφηµε-ρίδες (πρώιµου τύπου) και άφθονες µπαλάντες.

Page 109: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

109

β. Κολυµπώντας µε τα Σονέτα

Αναπαύεται σε σωρεία χαρτιών και σηµειώσεων (µάλιστα από κά-τω βλέπω πως είναι ο κατάλογος των «Φιλογενών Συνδροµητών» τηςπρώτης έκδοσης του Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήµου του Αγιο-ρείτη) µια όµορφη πορτοκαλένια εκδοσούλα του 1933 (εκδ. Doubleday& Doran) µε τίτλο «Σαίξπηρ και Χαβάη» του Χριστόφορου Μόρλεη(Christopher Morley).

Ο Χριστόφορος ήταν παθιασµένος µε τον Σαίξπηρ.Ο ήρωας του µυθιστορήµατος του THE MAN WHO MADE FRI-

ENDS WITH HIMSELF (1947), στο χρηµατοκιβώτιο του (ταµείον α-ξιών) φυλάει το δίτοµο λεξικό της Οξφόρδης, τον επίτοµο Σαίξπηρ κιένα µπουκάλι τζιν.

Το βιβλίο περιέχει τρεις διαλέξεις στο Πανεπιστήµιο της Χαβάηςτον Μάρτιο του 1933: πάνε κατευθείαν στο ψητό της ζωντανής λογο-τεχνίας ανθρώπων που έζησαν και δηµιούργησαν και δεν ήταν απλώςαγάλµατα και ιερές αγελάδες.

(Μα και πόσο ξεγελιόµαστε όταν νοµίζουµε πως µόνο εµείς καιµόνο τώρα ζούµε και γράφουµε...).

Στο εξώφυλλο του διαβάζω και µετεγγράφω:«∆εν πρέπει να κολυµπήσεις στον Σαίξπηρ χωρίς το επίσηµο µα-

γιό, αυτή ήταν πάντα η άποψη των φρουρών του.Αλλά ενίοτε, κάποιος κολυµβητής, αθώα τολµηρός, το κάνει.Αξίζει τον κόπο, να νιώσεις το τσίµπηµα της αλµύρας του ωκεα-

νού του, στο γυµνό κορµί του νου».Στο δεύτερο κεφάλαιο πληροφορούµαστε και τα κάτωθι:Με γνήσιο σαιξπηρικό πνεύµα ο Μόρλεη, στέλνει ένα γράµµα στις

19 Ιουνίου του 1922 στον εκδοτικό οίκο Doubleday Page & Company.Σε φίλους και ήδη συνεργάτες του.

Υπογράφει όµως µε το ψευδώνυµο Adam Kinsley Tutler και στογράµµα επισυνάπτει, εµφανιζόµενος ως ελπιδοφόρος συγγραφεύς,προσεκτικά επιλεγµένα σονέτα του Σαίξπηρ, δακτυλογραφώντας ταγια τρεις νύχτες σε εµπορικό χαρτί, κάνοντας τα κατάλληλα λάθη καιτις ανάλογες διορθώσεις.

Στην καλοστηµένη επιστολή ζητά συµβουλές, αναφέρεται στηνποίηση, κουβεντιάζει τις αµοιβές ή το κόστος, δίνει οδηγίες για τα τυ-πογραφικά.

Ο καιρός περνά και δεν υπάρχει καµιά απάντηση. Σκέφτεται πωςτον κατάλαβαν.

Να όµως που το γραµµατοκιβώτιο απαντά.Το αρµόδιο τµήµα τού γράφει πως τα σονέτα του...δεν είναι αντά-

ξια της λογοτεχνικής ποιότητας του εκδοτικού οίκου! Τσεκ µατ!Πως θα το έλεγε ο W.S.;Alack! what poverty my Muse brings forth...

Page 110: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

110

Νάσα Παταπίου

∆εισδαιµόνα

Ένα περήφανο άτι εµφανίστηκε µέσα στη νύχταΚι αφού ίππευσα διέσχισα την εύφορη πεδιάδαΧωρίς να φοβηθώ γιατί είχα συντροφιά Το ολόγιοµο φεγγάρι Κι έφθασα τέλος σώα Κι από την Πύλη της ξηράς εισήλθαΣε δαιδαλώδη µεσαιωνικά δροµάκια Ιδού ο καθεδρικός ναός της πόληςΚαι της θεάς του έρωτα η σαρκοφάγοςΠροχώρησα προς το λιµάνιΜονές Ελλήνων ορθοδόξων, µονές ΚοπτώνΚαρµελητών, Φραγκισκανών, Λατίνων Είχα λοιπόν µε τ’ άλογό µου∆ιασχίσει µες τη νύχτα τους αιώνεςΌχι µονάχα την εύφορη πεδιάδα Αλήθεια τι ζητούσα νύχτα Και προπαντός αιώνες πριν Ν’ ανακαλύψω;Και όµως πρόλαβα να δω επίσηµα ντυµένοΝα κατεβαίνει απ’ τη γαλέρα το έτος 1505Τον νέο τοποτηρητή του βασιλείουΤον Βενετό γιο του Lorenzo Χριστόφορο Moro µε µαύρο δέρµαΠου ίσως να πρόδιδε κι αυτό το επίθετο του MoroΑκολουθούσε πίσω η σύζυγός τουΆγνωστο τ’ όνοµά της Εύθραυστη, λεπτή, µε σπάνια οµορφιά Και θλίψη µες τα µάτιαΓιατί σ’ αυτά καθρεφτιζόταν το σκοτεινό της µέλλονΠλησίασα και της ψιθύρισα στ’ αυτίΝα µην ακούσουν οι άλλοι Βρες τρόπο, φύγε τώρα, δραπέτευσε Τόσο ο Giraldo (Γεράλδος) όσο και ο William (Γουλιέλµος) Επιθυµούν να σε βαπτίσουν ∆εισδαιµόνα.

Page 111: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

111

Αφροδίτη Κοΐδου

Σαιξπήρια Επήρεια

Τώρα, που ο χρόνος µας αντίστροφα µετράεικέρδη, ζηµίες κι όλα παίρνουν να τελειώνουν,στις νύχτες τις παλιές ο νους µου ξεγλιστράεικι όσα ονειρεύτηκα για σένα µε στοιχειώνουν.Ήταν η σκέψη σου, σαν έρχονταν, µοιραίαξάπλωνε δίπλα µου τον ύπνο να χαλάσει.Τα βλέφαρα άνοιγαν, ολόφωτη αυλαία,ο πρωταγωνιστής εσύ, ζωή και δράση.Κι ως ζούσα µέσα στη δική σου απουσία,οι ώρες γέµιζαν ολόκληρες µε σένακαι µιαν οµίχλη, να µουσκεύουν υγρασίαξερές εικόνες σε τοπία σκονισµένα.Κι αναρωτιέµαι αν ήταν κέρδη ή ζηµίεςτα ωραία δάκρυα σ’ αυτές τις αγρυπνίες.

Φοίβος Σταυρίδης

Τα παράθυρα

Κι αν ακόµα σου πω απλά «δεν υπάρχουν παράθυρα»πώς να σου δώσω να καταλάβεις πικρή την πτώση

της φωνής µου;

Αφήσαµε την πόλη και την προσδοκία αφοµοιώσεωςαφήσαµε το φως των νυκτερινών δρόµων πού µάς έδενεµ’ ένα κύκλο αλλοιωµένων εντυπώσεων.Τώρα πού φεύγεις νοιώθεις το κενό µιας απιστίας προς τη

συνήθεια.αν µείνεις, πάλι, θα νοιώθεις µετανοιωµένη που δεν έφυγεςέστω µε το τελευταίο, αµετάκλητο τραίνο

∆ροσιά που δεν ήταν χαµόγελο, που δεν ήταν χαρά¹\µονάχαένας µικρός διάττοντας πληγωµένος. Ίσως απόψεναρθείς. “Ίσως απόψε να φύγεις. ‘Η έλλειψη παραθύρωνδε θα εµποδίσει τη µετατόπισή σου.

Ποιήµατα Λάρνακα 1972

Page 112: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

112

Αντώνης Κάλφας

Ανήκει πλήρως στα βιβλία

ή ένας διάλογος [σε πλατεία µακεδονικής πόλεως] του Κ.Π. Καβάφη µε τον Νικόλαο Εγγονόπουλο

[Ένας άνθρωπος κάθεται στη µέση µιας πλατείας, είναι απόγευµαπροχωρηµένο, τα φώτα και οι σκιές των πραγµάτων διακρίνονταικαθαρά. Κάθεται και κυτάζει έτσι πολλή ώρα. Ίσως έχει προηγηθείσύντοµη βροχή, στα τραπεζοκαθίσµατα αραιός κόσµος. Ησυχία.Γαλήνη. Σκόρπια κορναρίσµατα και µακρινές φωνές παιδιών. Οήρωάς µας είναι ήρεµος, δεν φοράει γυαλιά, στο τραπέζι τουφαίνονται κάτι σαν βιβλία ή σηµειώσεις από κάποιο έργο. ∆εν µοιάζειγια συγγραφέας, ν’ ανήκει µοιάζει εντούτοις πλήρως στα βιβλία. Τοδεµένο σώµα του υπονοεί πωςκάποτε υπήρξε αθλητής ή αγρότης,αδιάφορο. Μιλάει µε σιγουριά].

Πώς µπορείς να ξεχωρίσεις τον κόσµο από τον τόπο που τονστεγάζει; Πώς µπορείς να χαίρεσαι και να ’σαι βουβός; Ο βαρύς απότον καϋµό άνθρωπος δεν λευτερώνεται παρά µονάχα µέσα από τιςεπανάληψη των καθηµερινών συνηθειών, όπως ακριβώς οι πατεράδεςµας στις εθιµοτυπικές επισκέψεις, στις επαναλαµβανόµενες εορτέςεύρισκαν την παρηγορία, οµόρφαιναν µε τα καθαρά τους ρούχα τηνκαθηµερινή βιοπάλη. Καθόµαστε όλοι µαζί στη βεράντα του κόσµουµας κι αναπολούµε τις παλιές χαρές, την ιστορία µε τις σιωπές και ταλόγια της. Μια τέτοια βεράντα βρίσκω να είναι και η πλατεία. Έναςχώρος ευρύς, γεµάτος αγάπη αγκαλιάζει τα σώµατα και µας οδηγείστη φιλία, στον γάµο µε τον ευτυχή γαµπρό, στο δυνατό κορνάρισµαπου έστω για λίγα δευτερόλεπτα, επιµένει να µας δηλώνει το ισχυρόπρόσωπο της αγάπης. Πρέπει να φύγουµε από το εγώ µας αν θέλουµενα ζήσουµε. Πρέπει να διώξουµε τα σώµατά µας από το εγώ και τιςαναρίθµητες φιλοδοξίες του. Για να µπορέσω να συναντήσω τηναγάπη απαρνήθηκα τη φτωχή µου ταυτότητα, ντύθηκα τα λόγια τωνάλλων, δεν ζητώ πλέον παρά µόνο τα ίχνη, τις φωνές και τα γράµµατατης αλφαβήτου για να περισυλλέξω το νόηµα του εαυτού µου. Σταανθρώπινα αισθήµατα η γεωµετρία καταργείται. Κι αυτό το βρίσκωσωστό για τα µέτρα µας. ∆εν υπάρχει λόγος να ανησυχούµε, ηκατάρριψη του δόγµατος της γεωµετρίας ότι εξ ενός σηµείου εκτόςευθείας κειµένου, διέρχεται µία και µόνη παράλληλος προς τηνδοθείσα ευθεία δεν πρόκειται να µας απασχολήσει για τοναπλούστατο λόγο πως η δική µας παράλληλος είναι γεµάτη σιωπές,γεµάτη αθώους λόφους, αινίγµατα και χαρές που ποτέ µας δενκοινολογήσαµε. Ο παράδεισός µας είναι αιώνιος, δεν ταυτίζεται µε

Page 113: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

113

τις τυπικές µετρήσεις του χρόνου. Είναι κλειστός και απέραντος.Γνωρίζει τις ασυνέπειες των ατοµικών βίων αλλά κατανοεί τηνάπειρη µάζα των γλυκών συνειρµών. Ας πάρουµε ένα απλόπαράδειγµα. Στην πλατεία αυτή πριν από πολλά χρόνια υπήρχε ηστάση ενός υπεραστικού λεωφορείου που έκαµε τη διαδροµή για τηΘεσσαλονίκη. Την ηµέρα του Πάσχα (διόλου τυχαίο ότικατευθυνόµουν στον µικρό αδελφό του πατέρα µου Θωµά όπουσυνήθως καταλύω) ερχόµουν από την Αθήνα όπου ζούσαµε µε τηνεργατική µας οικογένεια από ετών. Μια ωραιότατη κοπέλα µεαπασχολούσε για ώρες στην διαδροµή, καθόταν µπροστά, δεν µίλαγε,είχε µια δερµάτινη τσάντα στα γόνατά της, µακριά µαύρα µαλλιά καιχάζευε µελαγχολικά αλλά κάπως και σα να σκεφτόταν, τα δέντρα κιίσως τα σκιάχτρα στα χωράφια που πέρναγαν µπροστά µαςασταµάτητα. Το µελαχρινό πρόσωπο πρόδιδε µακεδονίτικη αρχοντιά,ο αλαβάστρινος λαιµός δέκατο ένατο αιώνα, τα λευκά λεπτά δάχτυλααστική καταγωγή και το άρωµά της αττικό κατάστηµα. Πάντα µουάρεζε να κοιτάζω τις ωραίες µορφές των γυναικών, µε έκαναν ναξεχνιέµαι και να χαίροµαι ταυτοχρόνως, ήταν ας πούµε ένα εντατικόµάθηµα αρχαιολογίας, απαιτούσε τέχνη στο να ξεχωρίζεις τόποκαταγωγής, εργαστήρια, πρότυπα, ή αναλογίες και άλλες εικονιστικέςεπιδράσεις από το δικό µας αιώνα. Η κοπέλα είχε βεβαίως όνοµα,ντρεπόµουνα ωστόσο να ρωτήσω κι έµεινα χωµένος στο βιβλίο µου.Για µια στιγµή ο αγκώνας τού διπλανού µου µ’ έσπρωξε, σταµάτησασ’ αυτό που διάβαζα, έναν καλοδεµένο τόµο των ποιηµάτων τουΈλληνα ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου και βρέθηκα στη σελίδα πουάνοιξε αναπάντεχα η τυχαία σπρωξιά. Το ποίηµα λεγόταν«Πολυξένη» και εις το µέσον του κειµένου έστεκαν τα εξής: «H µόνηµου χαρά ήτανε οι πλόκαµοι των µαλλιών της. Έσκυβα ευλαβικά καιφιλούσα την άκρια των δακτύλων της. Παιδί ακόµα, στην δύσιν τουηλίου, έτρεχα ωσάν τρελός να προφτάσω να κλέψω, πριν νυχτώση, ταλησµονηµένα σκιάχτρα µέσ' απ' τα χωράφια». ∆εν µπορεί παρά ναλέγεται Πολυξένη, ξέσπασα µέσα µου σ’ ένα πανηγύρι µαταιοδοξίαςποιητικής, το δίχως άλλο έτσι πρέπει να λέγεται. ∆εν είναι τυχαία όλααυτά?οι πλόκαµοι των µαλλιών, οι άκρες των δαχτύλων, τα σκιάχτραστα χωράφια?φώναξα πάλι εντός µου για να ενισχύσω τηνεντυπωσιακή συνύπαρξη τόσων ασύµβατων πραγµάτων. Στοφρεσκοπλυµένο πεζοδρόµιο, καθώς ο οδηγός παρέδιδε τα υπάρχοντάµας ανακουφισµένος για το τέλος του πολύωρου ταξιδιού, πήρα τοθάρρος και της φώναξα: -∆εσποινίς Πολυξένη! –Προτιµώ το Τζένη,µου απαντάει αφοπλιστικά και χάνεται στις αγκαλιές των οικείωντης. Βλέπετε πως τα σώµατα έχουν κι αυτά τη δική τους ακτινοβολία,λάµπουν και οµιλούν όπως οι θαυµατουργές εικόνες που αγγίζουµε,όπως τα παιδικά πρόσωπα τα οποία µουσκεµένα από τον πυρετό πουτα βασανίζει προσβλέπουν στη µητέρα και αντέχουν κάθε θλίψη και

Page 114: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

114

πόνο. Έτσι νιώθω κι εγώ την ώρα που περπατάω µέσα στην πόλη,νοµίζω πως καµία γεωµετρία δεν µπορεί να αναιρέσει τους πολλούςβίους των ανθρώπων, την οµορφιά των ξεχωριστών στιγµών, τηναυθαίρετη συµπαρουσία παράλληλων υπάρξεων, της χαράς και τηςλύπης, της βρισιάς και της κατάνυξης, της λάσπης και τουανεγειρόµενου κτίσµατος, γινόµαστε τότε όλοι ένα πρόσωποκοιταγµένο µε αγάπη και δεν υπάρχει τίποτε άσχηµο σε αυτό, όπωςδεν υπάρχει τίποτε άσχηµο στην κορυφή ενός λόφου από όπουκοιτάς?όπως και από µια πλατεία?χωριά και βουνά, ποτάµια, φωλιέςτων ανθρώπων, λουλούδια και φυτά, ιστορίες γεµάτες βάσανα καισπαρακτικούς διωγµούς, ζωές µικρές και σπίτια προσφύγων,συµβάντα άπειρα σαν τροχιές αστεριών, ασταµάτητα σκορπίζονταςµέσα στο χρόνο την αγάπη και τη σιωπή. Κι ας έγιναν όλα?όπως αυτότο σπίτι?γραφεία µεσιτών, κ’ εµπόρων, κ’ Εταιρείες.

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

Η σύγκριση

∆εν σου ταιριάζουν µελαγχολίες,δεν σου ταιριάζουν θλίψεις,κουραστικά συµπεράσµατα.Συγκριτικά τον κέρδισες τον έρωτα,έδρεψες κι έδρεψες απ’ τη λατρείαπου αποπνέουν τα µάτια τουςόταν σε κοιτάζουν.∆εν σε αφάνισε ο έρωτας,όταν για το κορµί βαθιά εντός µαςκαταιγισµοί λυσσοµαχούν.

Ανοικτή Γραµµή , ∆ιαγώνιος 1984

Page 115: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

115

Χλόη Κουτσουµπέλη

Η ασπίδα

Ξένε ποιος είσαι και τι θέλεις από µέναστο χέρι σου κρατάς ασπίδα και σπαθίστην πανοπλία σου µια σκόνη αιώνωνκαι στο χλωµό σου πρόσωπο η χαραυγή

Λες πως µε γνωρίζεις από πάνταστα όνειρά σου κάθε βράδυ κατοικώπως είµαι για σένα ταξίδι νόστος και λαχτάρακαι από τα αστέρια το πιο νοσταλγικό.

∆εν ξέρω αν µπορώ να σε πιστέψωτα λόγια σκορπίζουν σαν το στάρι µακριάσε κάθε κόκκινο µήλο που θαυµάζειςµπορεί να υπάρχει ένα σκουλήκι στην καρδιά.

Αλλοίµονο είναι ο έρωτας παγίδααιχµαλωτίζει τις πιο ατίθασες καρδιέςκι ύστερα έρµαιο γίνεται κανείς και θύµακαι η λογική σαν αγρίµι χάνεται µακριά.

Γι αυτό και εγώ σαν φρόνιµη γυναίκαµακριά σου θε να κρατηθώδεν φτάνει να µου πετάς στα πόδια την ασπίδαχρειάζοµαι αποδείξεις για να σου δοθώ.

Φύγε λοιπόν όπως το φεγγάριπου ενώ γεµίζει ψηλά στον ουρανόξέρει να αδειάζει και να χάνεικαι παρόλα αυτά να αντέχει στον καιρό.

Page 116: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

116

Ειρήνη Λαρδούτσου

Prespa my Prespa

Ένα περβόλι νούφαρα στην άκρη των µατιών σουαρχόντισσα νεράιδα ασηµοκεντηµένη Ορίζοντες αλλόθρησκοι κυκλώνουν το βυθό σουκαι σιγοβράζουν πεθυµιές µε σένα ερωµένη

Μα εσύ στο χρόνο στέκεσαι αφέντρα τ' ουρανούνα τον χωράς ολόκληρη µες το καθρέφτισµά σου,κι αυτός πνοές µηνύµατα να στέλνει από παντού µε τα πουλιά που σεργιανούν στ' ασηµοφόρεµά σου

Να σε χορτάσει προσπαθεί, κι εσύ να τον ρουφήξειςµα οι τρεις σκληροί ορίζοντες αλλόφωνοι σας τέµνουν τη σµίξη σας χωρίζουνε στο ξέσπασµα της δύσης

και συ µαγιόφιλτρα ζητάς στις καλαµιές που γέρνουννα στάξουν άρωµα βαθύ, πάλι να τον µεθύσεις τον ουρανό που όρισε να 'σαι αρχή του κόσµου

Γιώργος Χ. Θεοχάρης

Σονέτο της θερινής απελπισίας

Τι γυρεύεις, τι θέλεις µη κι εσύ το γνωρίζειςΚωνσταντίνος Χατζόπουλος

Το καλοκαίρι επιµένειγεµίζοντας τις νύχτες πάθος,µα το µυαλό του µαύρο δάσοςπου τρέχουν µέσα απελπισµένοι

∆εν ξέρει τι να περιµένει,βέβαιος όντας κατά βάθοςπως ήταν το χαρτί του άσσοςµα σε παρτίδα ξοφληµένη.

Μοιραίος της ακινησίας,µέσα στ’ αλάθητο καρτέρι,

Page 117: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

117

κουνάει το θάµνο της δειλίας

όπως λαγός τη µαύρη φτέρηΑς φύγει πια το καλοκαίρινα βρει ισορροπία µελαγχολίας

Έλενα Μίαρη

Ύστατη απολογία

Την ώρα της ύστατης κρίσηςΘα µας ζητηθεί ν’ απολογηθούµεΣτους ποιητέςΓια όλους τους δισταγµούςΠου γίναν κουρέλια, πέτρες και κούτσουραΣτο δρόµο της ΙθάκηςΠου δεν εγκαταλείψαµε ποτέ.

Στο δρόµο 1/6/2010

Ουίλλιαµ Σαίξπηρ

Το 154 σονέτο

Αποκοιµήθη ο Ερως κι είχε τον πυρσότον καρδιοκαύτη πλάι του. Να σου µια παρέανύφες σε αγνή ζωή ταµένες. Τον δαυλόπου ‘χε κάψει καρδιές λεγεώνες ή πιο ωραία

τον παίρνει κι έτσι ένα αβρό παρθένας χέριτον στρατηγό του ερωτικού καηµού αφοπλίζει.Τρέχει η νύφη σε µια πηγή µε κρυονέριτον φλογερό πυρσό στο κρύο νερό βυθίζει.

Μα θερµάθη για πάντα από τη θεία φωτιάκι έγινε γι’ άρρωστους ιαµατικό λουτρό.Πήγα κι εγώ εκειπέρα για να βρω γιατρειάκι απ’ της κυράς µου τη σκλαβιά να λυτρωθώ.

Κι ήβρα πως του έρωτα η φωτιά νερό τό αχνίζειµα ερωτικόν καηµό νερό δεν τον δροσίζει.

Μτφρ. Β. Ρώτας

Page 118: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

118

Πότε καβαφικός και πότε σαιξπηρίζων

Είπα· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, αυτή εδώ δεν έχει θάλασσα».Μια πόλις άλλη θα βρεθεί προφανώς καλλίτερη από αυτή.Κάθε προσπάθεια αλλαγής µε αόρατο µελάνι είναι γραφτή.Ως εκ τούτου η καρδιά µου, κι όχι µόνον, είναι θλιµµένη.

Ο νους µου ως ποτέ µες στης ανίας τα τοπία θα ξεχνιέται Όπου το µάτι µου γυρίζω, (περισκόπιο) όπου κι αν µένειµε χαλάσµατα κι ερείπια πολιτικά θέλει συναπαντιέται. Πως τόσα χρόνια πέρασα σ’ αυτά και ρήµαξα και χάλασα»

Είπες· στες γειτονιές, στους δρόµους τους ίδιους θα γυρνάςΣτα ίδια σπίτια, γραφεία, βιβλιοπωλεία, ναΰδρια θ’ ασπρίζεις.Πάντα στην πόλη σου θα φθάνεις. Για τα αλλού -µη ελπίζεις-

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις ούτε και άλλες θάλασσεςαφού αναίτια ή ευλόγως µε όλους σχεδόν τα χάλασεςγια σένα δεν έχει λεωφορείο, και τραίνο πια δε φτάνει.

Είπαν· άρα η πόλις θα σε ακολουθεί. - Καλά ας µε κάνει...

B. Π.Κ.

Page 119: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

119

Ο∆ΟΣ ΒΒΙΙΒΒΛΛΙΙΩΩΝΝ

Βιαστικές µατιές στα βιβλία και τα περιοδικά που µας

έρχονται δια της ταχυδροµικής οδού και όχι στα εξ ιδίων αγορασθέντα.

Γιώργος Θεοχάρης Από µνήµης ποίηση εκδ. Μελάνι * Πέτρος ΜπέσπαρηςΣτις καλαµιές του Βάλτου, µυθιστόρηµα Μπίµπης * Νικόλας Σεβαστάκης Οιχειµώνες της µνήµης ποίηση, Πανοπτικόν * Μαρία Ψωµά Ισόβια θητείαποίηση, ερωδιός * Κατερίνα Μ.Μάτσου Στην πόλη χωρίς ιστορία µυθι-

στόρηµα, Σφακιανάκη * Αντ. Γκατζής Το σπίτι της Σοφίας αφηγήµατα και

Ωδή στο νέο Μεσολόγγι, πεζά, εκδ. Αρ-µός * Λευτέρης Φύτρας Ο συγγραφέαςδοκίµιο, εκδ. Α-Ω, * Γιάννης Κατσίκης Εν Ταπροβάνη οδοιπορικό στη Σρι

Λάνκα και Η µαύρη σκιά της Εδέσσης και άλλες ιστορίες, εκδ. Α-Ω., * Γιώρ-γος Ρούσκας Αχψύς 2, ποίηση, εκδ. Α-Ω * Αντώνης Γιανακός Η µνήµη τουσώµατος, ποίηση, Πανοπτικόν, * Λένας Παππά Τα ερωτικά ποίηση, εκδόσεις

των φίλων * Γεώργιος ∆. Πολυκράτης ∆ίφρος Πυρφόρος Τραγωδία εκδ.

Ζαχα-ρόπουλος * Θεοδόσης Πυλαρινός Ελάσσονες τόνοι σε µείζονεςκλίµακες στην ποίηση της Βικτωρίας Θεοδώρου εκδ. Κεδρισός, * Βίκυ∆ερµάνη Πάνε χρόνια που σαν αγρίµι εκδ. Α-Ω * Κώστας ΑσηµακόπουλοςΜια ζωή να ζεις µυθιστόρηµα εκδ. Αγκυρα * ∆ηµήτρης Μποσινάκης ∆ωµάτιοχωρίς θέα διηγήµατα, Αθήνα * Ρούλας Κακλαµανάκη Το ευάλωτο σώµα της∆ικαιοσύνης εικόνα και λόγος, εκδ. Αγκυρα * Ιουλία Τόλια Κάτοπτρα χρόνουποίηση, στοχαστής * Νίκος Πλωµαρίτης Η ανάµνηση µιας νότας ποίηση εκδ.

στο-χαστής, * Αρης Μικρασιάτης Ιεράς Ελυτρα ποίηση, στοχαστής * ΣέργιοςΜαυροκέφαλος Ναυαγοί στην οθόνη του χρόνου δοκίµια και ποιήµατα εκδ.

Α-Ω * VLADY STEVANOVITCH Ο εξερευνητής του εσωτερικού κόσµου δο-

κίµια εκδ. Α-Ω. * Μάκης Αποστολάτος ∆ιαστολή και συστολη των σωµάτωνποίηση στοχαστής * Ειρήνη Μποµπόλη Το τρίτο ηµισφαίριο ποίηση, εκδ.

Πέτρα Ηπειρωτικές εκδόσεις * Γ. Καλουπτσίδη Τέµπλο ποίηση ερωδιός και

MELUSSINA ποίηση εκδ./Αµφικτυονία Ελληνισµού * Κώστας ΠάτσηςΜαύρο, τέσσερις συνθέσεις και Ο σωσίας µου ποίηση ταξιδευτής * Νίκου ∆.Βαρµάζη Φιλολογικά και εκπαιδευτικά µελετήµατα &∆άσκαλοι και µαθητέςαφηγήµατα σχολικής εµπειρίας και εκπαιδευτικής ιστορίας εκδ. µάτι *

Γιώργος Ιωαννίδης Σιγά την κρίση τους διηγήµατα, εκδ. Κυριακίδη *Αγ-γελου Παρθένη Θητεία ξενιτείας, ποιήµατα Ιωλκός* Γεώργιος ΚούτσιανοςΣχολείο ∆έλινου-Τριγωνικού 104 χρόνια λειτουργίας (1989-1995) εκδ. Πο-

λιτισµικού και Πνευµατικού οµίλου ‘Το ∆έλινο” * Ευαγγελίας-ΑγγελικήςΠεχλιβανίδου ∆άσκαλε εσύ, σοφέ λαέ µου, µε ρητά και παροιµίες δίδαξέ µου.“Ποιητικά βήµατα” στις παροιµίες του λαού µας, (2010) και Ο θάνατος ενόςθεού, ποιητικοί µονόλογοι, Θεσσαλονίκη 2009.

ΠΑΡΟ∆ΟΣ ΠΠΕΕΡΡΙΙΟΟ∆∆ΙΙΚΚΩΩΝΝ

Nέα Eστία τχ. 1836 µε αφιέρωµα στην Βιοηθική και κείµενα: Ευαγ.

Page 120: ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ

120

Γκανά, Μιχ. Πάγκαλου, Στ. Ζουµπουλάκη, Ελ. Ανευλαβή, Βαγ. Μάλλιου,

∆ηµ.Τσαραπατσάνη, Ηλ. Κούβελα, Μαρ. Μαροπούλου, Γ. Τσιάντη. Στα Θη-

σαυρίσµατα: Ζαχ. Παπαντωνίου, Ν.Ε. τχ. 1837 κείµενα των: Γ. Βαρβέρη,

Λεανδ. Βρανούση, Ευρ. Γραντούδη, Ν. Βαγενά, Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου,

Μαρ. Κουγιουµτζή, Φοίβου Ι. Πιοµπίνου, Θάνου Λίποβατς. Στα Θησαυρί-

σµατα: Ιωάννης Κακριδής Εντευκτήριο τχ. 90 µε συνεργασίεςς µεταξύ

άλλων: Κ. ∆ηµούλα, Γ. Βέλτσου, Χρήστου Τσιόλκα, Κ. Λογαρά, Κοσµά Χαρ-

παντίδη, Γ. Τζανετάκη, Μάριο Βάργκα Λιόσα, Τζίνας Πολίτη, Τιτίκας ∆ηµη-

ρούλια, Γ.Μπλάνα, Θ. Παπαγγελή, Θ. Μαρκόπουλου, Βάνας Χαραλαµπίδου,

Ορχάν Παµούκ, Μαρίας Στασινοπούλου και µε σελίδες αφιερωµένες στον

Πάνο Θασίτη (Στ. Ζαφειρίου, Αλέξη Ζήρα, Β. Χατζηβασιλείου, Θ. Λιβεριάδη),

Πλανόδιον τχ. 49 µε αφιέρωµα στον Αντουάν Αρ-τώ: Εξέγερση και ουτοπία.

Ποίηση, δοκίµια, επιστολές, ∆ιαβάζω τχ. 510 Ο Κ. Κυριαζής και το ιστορικό

µυθιστόρηµα, ∆βζ τχ. 511, αφιέρωµα στον Νάνο Βαλαωρίτη, ∆βζ τχ 512

αφιέρωµα στονΊαν ΜακΓιούαν, Το δέντρο τχ. 177-178 αφιέρωµα στον ποιητή

Ν. Καρούζο, Οδός Πανός τχ.150 αφιέρωµα στη Ζυράννα Ζατέλη, νέα ευθύνητχ.1,2 νέο ξεκίνηµα του περιοδικού ελευθερίας και γλώσσας µε νέο ιδιοκτήτη-

εκδότη και συντακτική επιτροπή, συνεργάτες και µε νέα αναγνωστικά

ερεθίσµατα, Μανδραγόρας τχ. 42 µε αφιερώµατα στον Χριστόφορο Μηλιώνη

(“Σε λίγο είτε µέσα είτε εξω δεν θα διαφέρει και πολύ. Εδώ το λένε Κατάρα”)

και στα εικαστικά στον Χρόνη Μποτσογλου (“Ζωγραφίζω για να γνωρίσωτον κόσµο που µε περιβάλλει”), Σύγχρονα Θέµατα τχ. 109, 110,µικροφιλολογικά τχ.28 το έξοχον αισθητικά και φιλολογικά περιοδικό µε συµ-

πλήρωµα τα µικροφιλολογικά τετράδια τχ. 9 αφιέρωµα στο περιοδικό Μαρ-τυρίες (1962-1966), προλεγόµενα Αλέξη Ζήρα και αποδελτίωση κι επιλε-

γόµενα της Χρυσούλας Σπυρέλη), Πόρφυρας τχ. 137 Κέρκυρα, Ανευ τχ. 37

Λευκωσία Κύπρος, Ακτή τχ. 84 στο Ελληνοµουσείον ανθολογείται η Ευτυχία-

Αλεξάνδρα Λουκίδου, Νέα Εποχή τχ.305 µε αφιέρωµα στον Γιάννη Ρίτσο

Λευκωσία, Ενεκεν τχ.18, Η γενοκτονία στο νόµο και τη µνήµη, ΠΑΡΟ∆ΟΣτχ.38 Λαµία αφιέρωµα στη Λένα Παππά, Πρωτάτον τχ. 119 Αγιον Ορος,

κουκούτσι περιοδικό ποίησης τχ. 2 Αθήνα, Φιλόλογος τχ. 141 Θεατρική

παιδεία και σχολείο, Σύναξη τχ. 115 Ποικίλα & συζήτηση για το βιβλίο του

Παναγιώτη Κονδύλη, Το πολιτικό και ο Ανθρωπος, Πανοπτικόν τχ.14,

περιωδικό της πόλης τχ. 144 Καβάλα, Νέα του µουσείου της συλλογής Nobelτχ.32, σύναψις τχ.18/-2010, Σύγχρονη Εκπαίδευση τχ. 162, Πνευµατική ζωήτχ. 194, 195 Πορτογάλλοι συγγραφείς, Νουµάς τχ.127, Χρονικά τχ. 228, 229

Νέα Αριάδνη τχ. 66, Καληµέρα κυρά-Γη τχ.142-143, 144,145 ∆ράµα, Flashτης Μεσσηνίας τχ. 253, 254 εν αιθρία τχ. 208, 209 Πάτρα, ∆ρυάς τχ. 100,101

Λαµία, Αρναία τχ.87 Εύξεινος Πόντος τχ. 163,164,165,166, Κοζανίτικοιαντίλαλοι τχ.105, ∆υτικοµακεδονικόν ηµερολόγιον έτος Στ’ τόµος 6ος 2011

Κοζάνη, εκδότης, διευθυντής Ζήσης Αν. Μπέλλος, Η Ρωµιοσύνη τχ. 3 Χρώµιο

Κοζάνης