3
Όλα, εδώ και τώρα Προφανώς, η καταναλωτική λογική είναι επίσης – και κατ’ αρχάς – μια παιδική λογική που, πέρα από το βιταλισμό 1 που αποδίδει στα αντικείμενα, εκδηλώνεται κάτω από τέσσερις μορφές: με το επείγον της ευχαρίστησης, τον εθισμό στα δώρα, το όνειρο της παντοδυναμίας και τη δίψα για διασκέδαση. Η πρώτη κορυφώνεται στην εφεύρεση της πίστωσης που, καθώς ξέρουμε, διατάραξε τη σχέση μας με το χρόνο και βραχυκύκλωσε την αίσθησή μας για τη διάρκεια. Με την πίστωση δανειζόμαστε από το μέλλον που γίνεται ο καινούριος συμπαίκτης μας, απολαμβάνουμε προκαταβολικά το ποθητό αντικείμενο. Η αποταμίευση, μας διδάσκει ο Ντάνιελ Μπελ 2 , αποτελούσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του πρωτογενούς καπιταλισμού: με την πίστωση, η πουριτανική ηθική των απαρχών αντιστράφηκε σε στρατευμένο ηδονισμό, όπου η ώθηση για συνεχή και απρόσκοπτη απόκτηση έχει γίνει νόμιμη και μάλιστα αξιοσύστατη. Όπως και στο πασίγνωστο παραμύθι, πρόκειται για την κατάργηση κάθε χρονικής απόστασης ανάμεσα στη διατύπωση μιας επιθυμίας και στην πραγμάτωσή της: αυτό που έχει σημασία δεν είναι το τι μπορώ αλλά το τι θέλω. «Όπου θέλετε, όποτε θέλετε», διακηρύσσουν τα αυτόματα ταμειακά μηχανήματα μιας γαλλικής τράπεζας. Καταλύοντας οτιδήποτε το σχετικό με την αναμονή, την ωρίμανση, τη συγκράτηση, η πίστωση έκανε τις γενιές του δεύτερου μισού του 20 ου αιώνα τρομακτικά ανυπόμονες. Το ασυνήθιστο αίσθημα της αμεριμνησίας που μας έρχεται από τη δεκαετία του ΄60 οφείλεται στο γεγονός πως εκείνα τα χρόνια συγκέρασαν το φιλελεύθερο με το διαφημιστικό όνειρο: την απελευθέρωση όλων των παρορμήσεων με την αφθονία των εμπορευμάτων. Μια ολόκληρη γενιά συνήθισε στην άμεση ικανοποίηση κάθε ιδιοτροπίας της, η αρχή της ηδονής θριάμβευσε σε έναν κόσμο που όχι μόνο υποτάσσεται στις επιθυμίες μας, αλλά προσπαθεί να τις πολλαπλασιάσει με κάθε τρόπο. Δεν έχουμε ντρεσαριστεί 3 να αποταμιεύουμε, να υπολογίζουμε, να απαρνιόμαστε, όπως είχαν μάθει οι πατέρες μας, αλλά να παίρνουμε και να απαιτούμε. Τι είναι ένας πελάτης; Το ανάλογο του χαϊδεμένου παιδιού της οικογένειας, ένας μικρός βασιλιάς που διακηρύσσει: επιθυμώ και απαιτώ. Τα πάντα πρέπει να αποκτηθούν αμέσως, όπως σε εκείνο το αφήγημα του Λιούις Κάρολ 4 όπου κάποιος κραυγάζει προτού να τρυπηθεί με τη βελόνα και που η πληγή του επουλώνεται πριν καν αιμορραγήσει θερίζουμε προτού σπείρουμε το παραμικρό. Η πίστωση μάς απαλλάσσει από την ανάγκη να έχουμε χρήματα για να αγοράσουμε . και η πιστωτική κάρτα, καταργώντας την υλικότητα του χρήματος, δίνει την ψευδαίσθηση τού δωρεάν. Τέρμα η οδυνηρή λογιστική. Η απληστία μας δεν αναχαιτίζεται από καμιά άκαιρη χρηματική καταβολή. Η υποθήκη του μέλλοντος δεν είναι τίποτα μπροστά στη μεθυστική ευτυχία της άμεσης απόκτησης αυτού που λαχταρούμε. Η ώρα της αληθινής πληρωμής - που κάποτε φθάνει, και μάλιστα πολύ άγρια, με τη μορφή εξωδίκων, κυρώσεων, δικαστικών κλητήρων, κατασχέσεων – ξαποστέλλεται σε εκείνο το μακρινό, δίχως μορφή και πρόσωπο μέλλον που αποκαλείται αύριο και που δεν μετράει καθόλου μες το πάθος της στιγμής. Οι τράπεζες μάς δεσμεύουν με φαουστικά 5 μίνι-συμβόλαια, παροτρύνοντάς μας σαν τον Μεφιστοφελή 6 : υπόγραψε και τα πάντα είναι δικά σου! Πασκάλ Μπρυκνέρ, Ο πειρασμός της αθωότητας, σσ. 67-69, εκδ. Αστάρτη, Αθήνα 1996 1 βιταλισμός: ή Ζωτικοκρατία (Vitalism) είναι μια φιλοσοφική θεωρία της Φυσιολογία ς, η οποία υποστηρίζει την ύπαρξη μιας ζωτικής αρχής ή ζωτικής δύναμης, της vis vitalis, η οποία δημιουργεί όλες τις ζωτικές λειτουργίες των έμβιων οργανισμών. Ο Βιταλισμός είναι το μεταφυσικό δόγμα που πρεσβεύει ότι οι ζωντανοί οργανισμοί κατέχουν μια μη-φυσική εσωτερική δύναμη ή ενέργεια, που τους χαρίζει την ιδιότητα της ζωής. Στη Χημεία , η vis vitalis θεωρείτο απαραίτητη για τη σύνθεση οργανικών ενώσεων . Ο Βιταλισμός απορρίφθηκε μόλις το 1828 , όταν ο F.Wöhler παρασκεύασε οργανικές ενώσεις από ανόργανα άλατα , χωρίς δηλαδή να χρησιμοποιήσει κάποια vis vitalis

Καταναλωτική πίστη [Κριτήριο αξιολόγησης]

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Καταναλωτική πίστη [Κριτήριο αξιολόγησης]

Όλα, εδώ και τώραΠροφανώς, η καταναλωτική λογική είναι επίσης – και κατ’ αρχάς – μια παιδική λογική

που, πέρα από το βιταλισμό1 που αποδίδει στα αντικείμενα, εκδηλώνεται κάτω από τέσσερις μορφές: με το επείγον της ευχαρίστησης, τον εθισμό στα δώρα, το όνειρο της παντοδυναμίας και τη δίψα για διασκέδαση.

Η πρώτη κορυφώνεται στην εφεύρεση της πίστωσης που, καθώς ξέρουμε, διατάραξε τη σχέση μας με το χρόνο και βραχυκύκλωσε την αίσθησή μας για τη διάρκεια. Με την πίστωση δανειζόμαστε από το μέλλον που γίνεται ο καινούριος συμπαίκτης μας, απολαμβάνουμε προκαταβολικά το ποθητό αντικείμενο. Η αποταμίευση, μας διδάσκει ο Ντάνιελ Μπελ2, αποτελούσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του πρωτογενούς καπιταλισμού: με την πίστωση, η πουριτανική ηθική των απαρχών αντιστράφηκε σε στρατευμένο ηδονισμό, όπου η ώθηση για συνεχή και απρόσκοπτη απόκτηση έχει γίνει νόμιμη και μάλιστα αξιοσύστατη. Όπως και στο πασίγνωστο παραμύθι, πρόκειται για την κατάργηση κάθε χρονικής απόστασης ανάμεσα στη διατύπωση μιας επιθυμίας και στην πραγμάτωσή της: αυτό που έχει σημασία δεν είναι το τι μπορώ αλλά το τι θέλω. «Όπου θέλετε, όποτε θέλετε», διακηρύσσουν τα αυτόματα ταμειακά μηχανήματα μιας γαλλικής τράπεζας.

Καταλύοντας οτιδήποτε το σχετικό με την αναμονή, την ωρίμανση, τη συγκράτηση, η πίστωση έκανε τις γενιές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα τρομακτικά ανυπόμονες. Το ασυνήθιστο αίσθημα της αμεριμνησίας που μας έρχεται από τη δεκαετία του ΄60 οφείλεται στο γεγονός πως εκείνα τα χρόνια συγκέρασαν το φιλελεύθερο με το διαφημιστικό όνειρο: την απελευθέρωση όλων των παρορμήσεων με την αφθονία των εμπορευμάτων. Μια ολόκληρη γενιά συνήθισε στην άμεση ικανοποίηση κάθε ιδιοτροπίας της, η αρχή της ηδονής θριάμβευσε σε έναν κόσμο που όχι μόνο υποτάσσεται στις επιθυμίες μας, αλλά προσπαθεί να τις πολλαπλασιάσει με κάθε τρόπο. Δεν έχουμε ντρεσαριστεί3 να αποταμιεύουμε, να υπολογίζουμε, να απαρνιόμαστε, όπως είχαν μάθει οι πατέρες μας, αλλά να παίρνουμε και να απαιτούμε.

Τι είναι ένας πελάτης; Το ανάλογο του χαϊδεμένου παιδιού της οικογένειας, ένας μικρός βασιλιάς που διακηρύσσει: επιθυμώ και απαιτώ. Τα πάντα πρέπει να αποκτηθούν αμέσως, όπως σε εκείνο το αφήγημα του Λιούις Κάρολ4 όπου κάποιος κραυγάζει προτού να τρυπηθεί με τη βελόνα και που η πληγή του επουλώνεται πριν καν αιμορραγήσει θερίζουμε προτού σπείρουμε το παραμικρό. Η πίστωση μάς απαλλάσσει από την ανάγκη να έχουμε χρήματα για να αγοράσουμε. και η πιστωτική κάρτα, καταργώντας την υλικότητα του χρήματος, δίνει την ψευδαίσθηση τού δωρεάν. Τέρμα η οδυνηρή λογιστική. Η απληστία μας δεν αναχαιτίζεται από καμιά άκαιρη χρηματική καταβολή.

Η υποθήκη του μέλλοντος δεν είναι τίποτα μπροστά στη μεθυστική ευτυχία της άμεσης απόκτησης αυτού που λαχταρούμε. Η ώρα της αληθινής πληρωμής - που κάποτε φθάνει, και μάλιστα πολύ άγρια, με τη μορφή εξωδίκων, κυρώσεων, δικαστικών κλητήρων, κατασχέσεων – ξαποστέλλεται σε εκείνο το μακρινό, δίχως μορφή και πρόσωπο μέλλον που αποκαλείται αύριο και που δεν μετράει καθόλου μες το πάθος της στιγμής. Οι τράπεζες μάς δεσμεύουν με φαουστικά5 μίνι-συμβόλαια, παροτρύνοντάς μας σαν τον Μεφιστοφελή6: υπόγραψε και τα πάντα είναι δικά σου!

Πασκάλ Μπρυκνέρ, Ο πειρασμός της αθωότητας, σσ. 67-69, εκδ. Αστάρτη, Αθήνα 1996

1 βιταλισμός: ή Ζωτικοκρατία (Vitalism) είναι μια φιλοσοφική θεωρία της Φυσιολογίας, η οποία υποστηρίζει την ύπαρξη μιας ζωτικής αρχής ή ζωτικής δύναμης, της vis vitalis, η οποία δημιουργεί όλες τις ζωτικές λειτουργίες των έμβιων οργανισμών. Ο Βιταλισμός είναι το μεταφυσικό δόγμα που πρεσβεύει ότι οι ζωντανοί οργανισμοί κατέχουν μια μη-φυσική εσωτερική δύναμη ή ενέργεια, που τους χαρίζει την ιδιότητα της ζωής. Στη Χημεία, η vis vitalis θεωρείτο απαραίτητη για τη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Ο Βιταλισμός απορρίφθηκε μόλις το 1828, όταν ο F.Wöhler παρασκεύασε οργανικές ενώσεις από ανόργανα άλατα, χωρίς δηλαδή να χρησιμοποιήσει κάποια vis vitalis2 Ντάνιελ Μπελ: Αμερικανός κοινωνιολόγος που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη του 1919. 3 ντρεσάρω [γαλλ. dress(er)]: α. γυμνάζω ένα ζώο έτσι ώστε να μπορεί να εκτελεί ορισμένες εντολές που του δίνω. β. Εξασκώ κάποιον σε μια δουλειά ή σε μια συμπεριφορά με έναν τρόπο συστηματικό, επίμονο και αυστηρό.4 Λιούις Κάρολ (27 Ιανουαρίου 1832 - 14 Ιανουαρίου 1898): Άγγλος συγγραφέας, μαθηματικός, φωτογράφος και κληρικός. Ανάμεσα στα πιο δημοφιλή λογοτεχνικά έργα του, ανήκουν Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και τα ποιήματα Το Κυνήγι του Φιρχαρία.5 φαουστικά: διαβολικά // φαουστικός άνθρωπος: Ο φαουστικός άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που επιθυμεί να επιβάλει πάση θυσία τη βούλησή του. Αυτή είναι η ηθική της φαουστικής ψυχής, της ψυχής ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού. Ο φαουστικός άνθρωπος δεν θέλει απλώς να υπάρχει, δεν επιθυμεί απλώς να ζει, αλλά επιδιώκει να νικήσει. Φαουστική ήταν η ψυχή των Βίκινγκς. Ατρόμητοι και ανηλεείς, σκάρωναν πλοία, ανοίγονταν στο άγνωστο, δίχως να γνωρίζουν το εάν θα βρουν ακτές, δίχως να αμφιβάλουν για το αν θα βρουν λεία για να λεηλατήσουν. Ο φαουστικός άνθρωπος ανοίγεται προς το άγνωστο, δίχως μέτρο, ανοίγεται προς το άπειρο και επιθυμεί να το κατακτήσει. Για τον ευκλείδειο άνθρωπο της αρχαιότητας, εν αντιθέσει, υπάρχουν μόνο μετρήσιμα σώματα. Για τον φαουστικό το άπειρο, θα το κυνηγήσει από τα ταξίδια στους αντίποδες της Γης και στις άγνωστες χώρες, έως τα

Page 2: Καταναλωτική πίστη [Κριτήριο αξιολόγησης]

μαθηματικά και την αστρονομία. Ο Δυτικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται το χώρο ως μια απειρία, δεν βρίσκει ούτε δέχεται την ύπαρξη ορίων εξουσίας. Αλίμονο σε όποιον του σταθεί εμπόδιο.6 Μεφιστοφελής: στην τραγωδία "Φάουστ" του Γκαίτε ο διάβολος στον οποίο ο Δόκτωρ Ιωάννης Φάουστ παραχωρεί τη ψυχή του σε αντάλλαγμα της βοήθειας του προκειμένου να ξαναβρεί τη νεότητά του. Η καταγωγή του ονόματος αυτού παραμένει αμφίβολη. Ο Μεφιστοφελής του Γκαίτε παριστάνεται όχι βεβαίως με τις γνώριμες κλασικές ειδεχθείς και αποκρουστικές μορφές του δαίμονα. Διατηρεί όμως κάποιες από τις παραδοσιακές του ιδιότητες. Κατά την παλαιά γερμανική παράδοση φέρεται ενδεδυμένος ως ευπατρίδης, με κόκκινη ενδυμασία, με φτερό πετεινού στο καπέλο του και με μικρό αιχμηρό ξίφος. Επίσης παριστάνεται ως χωλός ως ένδειξη της εξ ουρανού πτώσης του.

Θέματα: Α. Να συντάξετε την περίληψη του κειμένου (80-90 λέξεις.).Β1. «Δεν έχουμε ντρεσαριστεί να αποταμιεύουμε, να υπολογίζουμε, να

απαρνιόμαστε, όπως είχαν μάθει οι πατέρες μας, αλλά να παίρνουμε και να απαιτούμε»: να αναπτύξετε το περιεχόμενο του χωρίου σε μία παράγραφο 100 λέξεων.

Β2. Να αντιστοιχίσετε τα δεδομένα των δύο στηλών: ΣΤΗΛΗ Α’ ΣΤΗΛΗ Β’

1. Τι είναι ένας πελάτης; Το ανάλογο του χαϊδεμένου παιδιού της οικογένειας, ένας μικρός βασιλιάς που διακηρύσσει: επιθυμώ και απαιτώ.

α. επίκληση το συναίσθημα

2. «Όπου θέλετε, όποτε θέλετε», διακηρύσσουν τα αυτόματα ταμειακά μηχανήματα μιας γαλλικής τράπεζας.

β. επίκληση την αυθεντία

3. Οι τράπεζες μας μας δεσμεύουν με φαουστικά μίνι-συμβόλαια, παροτρύνοντάς μας σαν τον Μεφιστοφελή: υπόγραψε και τα πάντα είναι δικά σου!

γ. μεταφορική αναλογία

4. Η αποταμίευση, μας διδάσκει ο Ντάνιελ Μπελ2, αποτελούσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του πρωτογενούς καπιταλισμού: με την πίστωση, η πουριτανική ηθική των απαρχών αντιστράφηκε σε στρατευμένο ηδονισμό…

δ. επίκληση στη λογική/ επιχείρημα

5. Το ασυνήθιστο αίσθημα της αμεριμνησίας που μας έρχεται από τη δεκαετία του ΄60 οφείλεται στο γεγονός πως εκείνα τα χρόνια συγκέρασαν το φιλελεύθερο με το διαφημιστικό όνειρο: την απελευθέρωση όλων των παρορμήσεων με την αφθονία των εμπορευμάτων.

ε. παράδειγμα

Β3. αμεριμνησίας, ηδονής, πίστωση, απληστία, καταλύοντας: να γράψετε από ένα αντώνυμο για τις παραπάνω λέξεις.

Β4. συγκέρασαν, ιδιοτροπίας, απρόσκοπτη, αναχαιτίζεται, οδυνηρή: να γράψετε από ένα συνώνυμο των παραπάνω λέξεων.

Γ. Το απόσπασμα αναφέρεται στην παντοδυναμία της καταναλωτικής πίστης. Με αφορμή τις σκέψεις του Γάλλου συγγραφέα, συντάξτε το δικό σας άρθρο για την εφημερίδα του σχολείου σας, στο οποίο να προσδιορίσετε τις αιτίες αλλά και τις συνέπειες της διογκούμενης πίστωσης για την πλήρωση καταναλωτικών αναγκών που χαρακτηρίζει στην εποχή μας τον άνθρωπο της Δύσης.