10

Click here to load reader

"Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι - Κεφάλαιο τρίτο

  • Upload
    desorf

  • View
    118

  • Download
    1

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι - Κεφάλαιο τρίτο

‘Ηταν σχεδόν χαράματα όταν ξύπνησα.Τράβηξα την κουρτίνα και έριξα μία ματιά. Πρέπει μόλις να σταμάτησε η βροχή, αφού όλα ήταν ακόμη υγρά. Σχεδόν έσταζαν. Τα σύννεφα στην ανατολή εκτείνονταν στον ουρανό σαν να χαράζονταν πάνω του με φως. Ο ουρανός έμοιαζε δυσοίωνος το ένα λεπτό, και σαν να σε καλοσόριζε το επόμενο. Όλα εξαρτώνται απ’την οπτική γωνία.

Το λεωφορείο οργώνει τη λεωφόρο με σταθερή ταχύτητα, τα λάστιχα μουρμουρίζουν, ούτε πολύ δυνατά, ούτε πολύ σιγά. Τα ίδια με τη μηχανή. Ο μονότονος ήχος της ακούγεται σαν όλμος που αλέθει το χρόνο και τη συνείδηση των επιβατών. Οι άλλοι επιβάτες έχουν βυθιστεί όλοι στις καρέκλες τους και κοιμούνται με τις κουρτίνες κατεβασμένες. Ο οδηγός και εγώ είμαστε οι μόνοι ξύπνιοι. Μεταφερόμαστε, αποτελεσματικά και μουδιασμένα, προς τον προορισμό μας.

Αισθανόμενος δίψα, παίρνω ένα μπουκάλι με νερό απ’τη θήκη του σακιδίου μου και πίνω το περισσότερο χλιαρό νερό. Απ’την ίδια θήκη βγάζω ένα κουτί με κρακεράκια και μασουλάω μερικά, απολαμβάνοντας την γνωστή ξηρή γεύση. Σύμφωνα με το ρολόι μου είναι 4.32. Κοιτάω την ημερομηνία και την ημέρα της βδομάδας, για να είμαι σίγουρος. Είναι 13 ώρες από τότε που έφυγα απ’το σπίτι. Ο χρόνος δεν φεύγει ούτε γρηγορότερα απ’ό,τι θα έπρεπε, ούτε κολλάει απροσδόκητα. Είναι ακόμη τα γενέθλιά μου, και η πρώτη μέρα της ολοκαίνουριας ζωής μου. Κλείνω τα μάτια, τα ξανανοίγω, ξαναελέγχω την ημερομηνία και την ημέρα στο ρολόι μου. Μετά ανοίγω το λαμπάκι για το διάβασμα πάνω απ’το κάθισμά μου, βγάζω έξω ένα βιβλίο με μαλακό εξώφυλλο, και αρχίζω το διάβασμα.

Ακριβώς λίγο μετά τις πέντε, χωρίς καμία άλλη ένδειξη, το λεωφορείο βγαίνει απ’τη λεωφόρο και σταματά στο χώρο στάθμευσης και ανάπαυσης ενός παρόδρομου. Ο οδηγός κάνει μία σύντομη ανακοίνωση. «Καλημέρα σ’όλους. Ελπίζω να ξεκουραστήκατε καλά. Πάμε σύμφωνα με το πρόγραμμα και θα φθάσουμε στον τελευταίο μας σταθμό στο Τακαμάτσου σε περίπου μία ώρα. Σταματάμε όμως εδώ για 15 λεπτά διάλλειμα. Θα αναχωρήσουμε στις πέντε και τριάντα, επομένως σας παρακαλώ να έχετε επιστρέψει όλοι μέχρι τότε στα καθίσματά σας».

Η ανακοίνωση ξυπνά τους περισσότερους απ’τους επιβάτες, και όλοι παλεύουν σιωπηλά να σταθούν στα πόδια τους, και βγαίνουν απ’το λεωφορείο με χασμουρητά. Εδώ φρέσκαρονται για λίγο οι άνθρωποι φρεσκάρονται πριν φθάσουν στο Τακεμάτσου. Βγαίνω και εγώ, παίρνω μια-δυο βαθιές αναπνοές και κάνω μερικές απλές ασκήσεις διατάσεων στο φρέσκο πρωινό αέρα. Πηγαίνω μέχρι τις ανδρικές τουαλέτες και ρίχνω άφθονο νερό στο πρόσωπό μου. Αναρρωτιέμαι που στην ευχή

Page 2: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι - Κεφάλαιο τρίτο

βρισκόμαστε. Βγαίνω έξω και κοιτάω τριγύρω. Τίποτε ιδιαίτερο, μόνον το τοπικό σκηνικό ενός δρόμου κοντά σε μία λεωφόρο. Ίσως να φαντάζομαι διάφορα, αλλά το σχήμα των λόφων και το χρώμα των δέντρων φαίνεται διαφορετικό απ’εκείνο στο Τόκιο.

Βρίσκομαι σε μία καφετέρια πίνοντας ζεστό τσάι όταν μπαίνει μέσα ένα νεαρό κορίτσι και κάθεται στο διπλανό μου πλαστικό κάθισμα. Στο δεξί της χέρι έχει ένα χάρτινο ποτήρι ζεστό αχνιστό καφέ που αγόρασε από αυτόματο μηχάνημα ενώ με το αριστερό χέρι κρατά ένα μικρό πακέτο με σάντουιτς__απ’ότι φαίνεται πρόκειται μάλλον για ένα ακόμη προϊόν γαστρονομίας απ’ το αυτόματο μηχάνημα.

Κατά κάποιο τρόπο δείχνει αστεία. Το πρόσωπό της είναι δυσανάλογο__πλατύ μέτωπο, πλακουτσωτή μύτη, φακίδες στα μάγουλα και μυτερά αυτιά. Ένα έντονο, συνολικά, είδος προσώπου που δεν μπορείς να αγνοήσεις. Παρόλα αυτά, το όλο σύνολο δεν είναι και τόσο κακό. Απ’ό,τι ξέρω, ίσως δεν είναι τόσο άγρια όσο δείχνει, αλλά δείχνει άνετη με αυτό που είναι, και αυτό είναι το σημαντικό. Υπάρχει κάτι παιδιάστικο πάνω της που καθυσηχάζει τουλάχιστον εμένα. Δεν είναι πολύ ψηλή, αλλά εχει όμορφα πόδια και ωραίο στήθος αναλογικά με το τόσο λεπτό κορμί.

Τα λεπτά μεταλλικά σκουλαρίκια της αστράφτουν σαν αλουμίνιο. Έχει κάνει κόκκινες ανταύγες στα σκούρα καστανά μαλλιά της που φθάνουν μέχρι τους ώμους και φορά ένα μακρυμάνικο πουκάμισο με φαρδιές ρίγες. Ένα μικρό δερμάτινο σακίδιο κρέμεται απ’τον ένα ώμο και ένα ελαφρύ πουλόβερ είναι γύρω στο λαιμό της. Μϊα μίνι κρεμ φούστα ολοκληρώνει το ντύσιμό της. Δε φορά κάλτσες. Είναι φανερό πως έπλυνε το πρόσωπό της, καθώς λίγες βρεμμένες τούφες μαλλιών,που ξεπροβάλλουν σαν τις λεπτές ρίζες ενός φυτού, καλύπτουν ομοιόμορφα το πλατύ της μέτωπο. Περιέργως, αυτές οι αδέσποτες τούφες πάνω της με έλκουν.«Ήσουν και εσύ στο λεωφορείο, σωστά;» με ρωτάει με λίγο τραχιά φωνή.«Ναι, σωστά».Συνοφρυώνεται καθώς πίνει την πρώτη γουλιά καφέ. «Πόσο χρονών είσαι;»«Δεκαεπτά» αποκρίνομαι.«Επομένως πας γυμνάσιο».Γνέφω καταφατικά.«Πού πας;»«Στο Τακεμάτσου».«Και γω το ίδιο. ΄Εχω έναν φίλο εκεί. Μία φιλενάδα. Εσύ;»«Συγγενείς».Κατάλαβα, μου γνέφει. Δεν κάνει άλλες ερωτήσεις. «Έχω έναν μικρότερο αδελφό συνομίληκό σου» μου λέει ξαφνικά, σαν μόλις να το

Page 3: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι - Κεφάλαιο τρίτο

θυμήθηκε. «Συμβαίνουν διάφορα και έχουμε να βρεθούμε καιρό...Ξέρεις κάτι; Μοιάζεις πολύ μ’αυτόν τον τύπο. Σου το έχει ξαναπεί ποτέ αυτό κανείς;»«Με ποιον τύπο;»«Ξέρεις, αυτόν που τραγουδά σε εκείνο το συγκρότημα! Μόλις σε είδα στο λεωφορείο σκέφτηκα ότι του μοιάζεις, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του. ‘Εψαξα, κυριολεκτικά τρύπησα τον εγκέφαλό μου, προσπαθώντας να το θυμηθώ. ‘Ομως, συμβαίνει κι αυτό μερικές φορές, σωστά; Εδώ το έχεις αλλά δεν μπορείς να το πεις. Δεν στο έχει πει ποτέ κανείς αυτό---ότι τους θυμίζεις κάποιον;»Κουνώ το κεφάλι. Κανείς δεν μου το έχει πει ποτέ αυτό.Εξακολουθεί να με κοιτάει έντονα. «Τι είδους πρόσωπο εννοείς;» ρωτάω.«’Εναν τύπο της ΤV”.«’Εναν τύπο που είναι στην TV;»«Σωστά» λέει δαγκώνοντας ανόρεχτα το σάντουιτς πίνοντας μετά μία γουλιά καφέ. «’Ενας τ΄πυπος που τραγουδάει σε κάποιο συγκρότημα. Κατάρα—Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε το όνομα του συγκροτήματος. Αυτός ο ψηλός τύπος με προφορά απ’το Κανσάι. Δεν έχεις ιδέα ποιον λέω;»«Λυπάμαι, δε βλέπω τηλεόραση.»

Το κορίτσι συνοφρυώνεται και μου ρίχνει μία άγρια ματιά. «Δε βλέπεις καθόλου;»

Κουνώ το κεφάλι σιωπηλά. Για περίμενε ένα λεπτό—Γνέφω ή κουνάω το κεφάλι μου εδώ; Τελικά γνέφω καταφατικά.

«Δεν είσαι και πολύ ομιλητικός, ε; Το στυλ σου φαίνεται πως είναι μία πρόταση τη φορά. Είσαι πάντα τόσο ήσυχος;»

Κοκκινίζω. Είμαι γενικά ήσυχος τύπος, αλλά εν μέρει ένας απ’τους λόγους που δεν θέλω να λέω πολλά είναι γιατί η φωνή μου δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τις αλλαγές της εφηβείας. Την περισσότερη ώρα έχω μία κάπως χαμηλή φωνή, αλλά ξαφνικά αλλάζει και γίνεται τσιριχτή. Έτσι, προσπαθώ να λέω ότι έχω σύντομα και γλυκά. «Τέλος πάντων» συνεχίζει, «αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι φαίνεσαι πολύ σαν εκείνον τον τραγουδιστή με την προφορά απ’το Κανσάι. ‘Οχι ότι έχεις και εσύ προφορά απ’το Κανσάι ή κάτι τέτοιο. Να---υπάρχει κάτι σε εσένα που θυμίζει πολύ εκείνον. Φαίνεται πραγματικά ωραίος τύπος, αυτό είναι όλο». Χαμογελά στα κρυφά για μία στιγμή, το ξανακάνει, ενώ εγώ προσπαθώ να τα βγάλω πέρα με το κόκκινο πρόσωπό μου. «Θα του έμοιαζες ακόμη και εάν άλλαζες τα μαλλιά σου.» λέει. «Μάκρυνέ τα λίγο, και βάλλε λίγο τζελ για να τα κάνεις να πετιώνται λίγο προς τα πάνω. Εγώ θα το δοκίμαζα. Σίγουρα θα φαινόσουν καλά κάπως έτσι. Βλέπεις, είμαι κομμώτρια».

Page 4: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι - Κεφάλαιο τρίτο

Γνέφω καταφατικά και πίνω μία γουλιά τσάι. Η καφετέρεια έχει μία νεκρική σιγή. Ούτε καν η συνήθης μουσική δεν ακούγεται στο βάθος, ούτε κανένας άλλος μιλά πλην απ’τους δυο μας. «Ισως δεν σου αρέσει να μιλάς;» λέει, λυγίζοντας το λαιμό της προς τη μία μεριά ρίχνοντας μου μία σοβαρή ματιά. Κουνώ το κεφάλι. «’Οχι, δεν είναι αυτό.» Ξανακουνάω το κεφάλι. Παίρνει τώρα το άλλο σάντουϊτς, εκείνο με τη μαρμελάδα, και παραμερίζει το άλλο με το ζαμπόν, μετά συνοφρυώνεται και με κοιτά με δυσπιστία. «Θα το έτρωγες αυτό για μένα; Μισώ τα σάντουιτς με φράουλα και ζαμπόν όσο τίποτε άλλο. Από τότε που ήμουν παιδί.» Το παίρνω απ’τα χέρια της. Τα σάντουιτς με ζαμπόν και μαρμελάδα φράουλα δεν είναι ακριβώς απ’τα αγαπημένα μου, αλλά δε λέω λέξη και αρχίζω να το τρώω.Απ’την άλλη μεριά του τραπεζιού εκείνη παρακολουθεί μέχρις ότου φάω και το τελευταίο ψίχουλο. «Θα μπορούσες να μου κάνεις μία χάρη;» λέει. «Μία χάρη;» «Μπορώ να καθίσω δίπλα σου μέχρι να φθάσουμε στο Τακεμάτσου; Δεν μπορώ να χαλαρώσω όταν κάθομαι μόνη μου. Νιώθω πάντα ότι κάποιος περίεργος θα έρθει να καθίσει δίπλα μου και τότε δεν μπορώ να κοιμηθώ. ‘Οταν αγόρασα το εισιτήριό μου μου είπαν πως όλες οι θέσεις είναι μονές, αλλά όταν μπήκα μέσα είδα πως όλες οι θέσεις είναι ανά δύο. Θέλω μόνον να κλείσω για λίγο τα μάτια μου ώσπου να φθάσουμε, και εσύ φαίνεσαι καλός τύπος. Σε πειράζει;» «Κανένα πρόβλημα.» «Σε ευχαριστώ». Λέει. «Στα ταξίδια πάντα με παρέα, όπως λέει το ρητό». Γνέφω καταφατικά. Γνέφω, γνέφω, γνέφω---Μάλλον αυτό είναι το μόνον που μπορώ να κάνω. Αλλά τι να πω; «Πώς τελειώνει αυτό;» λέει. «Πώς τελειώνει τι;» «Μετά την παρέα, πώς συνεχίζεται; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Ποτέ δεν ήμουν καλή στη γλώσσα.«Και στη ζωή συμπόνια» λέω.«Παρέα στα ταξίδια παρέα, και στη ζωή συμπόνια» επαναλαμβάνει για να σιγουρευτεί. Δεν θα εκπλαγόμουν εάν το σημείωνε αν είχε μολύβι και χαρτί. «Και λοιπόν τι σημαίνει αυτό; Με απλά λόγια;» Το ξανασκέφτομαι. Μου παίρνει λίγη ώρα να κάνω το συλλογισμό, αλλά αυτή περιμένει υπομονετικά. «Νομίζω ότι εννοεί», λέω, «πως οι τυχαίες συναντήσεις είναι που μας κάνουν να συνεχίζουμε. Με απλά λόγια».

Page 5: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι - Κεφάλαιο τρίτο

Το σκέφτεται για λίγο και μετά φέρνει τα χέρια της πάνω στο τραπέζι και τα αφήνει εκεί χαλαρά. «Νομίζω πως μιλάς σωστά γι’αυτό—ότι οι τυχαίες συναντήσεις μας κάνουν να συνεχίζουμε».

Κοίταξα το ρολόι μου. Είναι ήδη 5.30. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να επιστρέψουμε». «Ναι, το ίδιο νομίζω και εγώ. Ας πάμε» λέει και δεν κάνει καμία κίνηση για να σηκωθεί. «Μια που το έφερε η κουβέντα, πού είμαστε;» ρωτάω. «Δεν έχω ιδέα» λέει. Γυρνάει γύρω-γύρω το σβέρκο της και σαρώνει το χώρο με τα μάτια της. Τα σκουλαρίκια της ακούγονται καθώς πηγαίνουν μπροστά-πίσω σαν δύο ετοιμόρροπα ώριμα φρούτα. «Απ’την ώρα, υποθέτω πως είμαστε κοντά στο Κουρασίκι, αλλά δεν πειράζει. Μία στάση ανάπαυσης στην εθνική είναι απλώς ένα απ’τα μέρη που περνάς. Για να πας από εδώ, εκεί.» Κρατάει το δεξί δείχτη του χεριού της και κουνάει τον αριστερό δείχτη, σε απόσταση έξι εκατοστών σαν για να υπογραμμίσει την απόσταση.

«Και τι πειράζει πώς λέγεται;» συνεχίζει. «Πήγες τουαλέτα και πήρες κάτι να φας. Είδες τα φώτα νέον και τις πλαστικές καρέκλες. Τον απαίσιο καφέ. Τα σάντουιτς με ζαμπόν και μαρμελάδα φράουλα. Είναι άσκοπο---να προσπαθείς να βρεις που βρισκόμαστε. Ερχόμαστε από κάπου, και πάμε κάπου αλλού. Αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις, σωστά;». Γνέφω. Και γνέφω. Και γνέφω καταφατικά.

Όταν επιστρέφουμε στο λεωφορείο οι άλλο επιβάτες είναι ήδη μέσα, μόνον εμείς καθυστερήσαμε. Ο οδηγός είναι ένας νεαρός με έντονο βλέμμα που μου θυμίζει ορισμένους αυστηρούς φρουρούς. Μας ρίχνει μία επικριτική ματιά αλλά δε λέει τίποτε. Το κορίτσι του ρίχνει ένα αθώο χαμόγελο τύπου «συγγνώμη που αργήσαμε». Τραβάει έναν μοχλό και η πόρτα πίσω μας κλείνει σφυρίζοντας. Το κορίτσι τραβάει με δύναμη την μικρή της βαλίτσα πάνω απ΄ το πίσω κάθισμα και κάθεται δίπλα μου—μία τιποτένια βαλίτσα που πρέπει να την πήρε από κάποιο μαγαζί με εκπτώσεις---και εγώ την παίρνω και τη βάζω στο μέρος πάνω απ’το νέο της κάθισμα. Αρκετά βαριά για το μέγεθός της. Με ευχαριστεί και έπειτα βάζει προς τα πίσω το κάθισμά της και βυθίζεται στον ύπνο. Σαν να ανυπομονούσε για να ξεκινήσει, το πούλμαν αρχίζει να τρέχει με το που καθόμαστε. Βγάζω το βιβλίο μου και συνεχίζω από κει που σταμάτησα. Το κορίτσι κοιμάται γρήγορα, και ενώ το λεωφορείο στις στροφές πηγαίνει απ’τη μια και απ’την άλλη, το κεφάλι της κάθε φορά ακουμπά στον ώμο μου, ώσπου τελικά στερεώνεται σε ένα σημείο. Το στόμα κλειστό, αναπνέει ήσυχα απ’τη μύτη, αισθάνομαι την αναπνοή της στον

Page 6: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι - Κεφάλαιο τρίτο

ώμο μου κάθε τόσο. Χαμηλώνω το βλέμμα και ρίχνω μία ματιά στην τιράντα του σουτιέν της μέσα απ’τη λαιμόκοψη του πουκαμίσου, μία λεπτή κρεμ τιράντα.. Κοιτάω το ντελικάτο ύφασμα στο τέλος της τιράντας. Φαντάζομαι τα μαλακά στήθη από κάτω. Τις ροζ ρόγες ορθές κάτω απ’ τα δάκτυλά μου. ‘Οχι ότι κοπιάζω να τα φανταστώ όλα αυτά, αλλά δεν μπορώ και να σταματήσω. Και---ουδεμία έκπληξη---μου σηκώνεται στο λεπτό. Η στύση είναι τόσο σκληρή που με κάνει να αναρρωτιέμαι εάν υπάρχει κανένα άλλο τόσο σκληρό μέρος στο σώμα μου. Ξαφνικά μου έρχεται μία σκέψη. ‘Ισως---λέω ίσως—αυτό το κορίτσι να είναι η αδελφή μου. Είναι περίπου στην κατάλληλη ηλικία. Το παράξενο ύφος της δεν μοιάζει καθόλου με εκείνο της φωτογραφίας, αλλά δεν μπορείς πάντα να υπολογίζεις σ’αυτό. Το πώς φαίνονται οι άνθρωποι εξαρτάται ορισμένες φορές από το πώς τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες. Είπε πως έχει αδελφό στην ηλικία μου που δεν τον έχει δει για χρόνια. Δεν θα μπορούσα εγώ να είμαι—θεωρητικά--- αυτός ο αδελφός; Χαζεύω το στήθος της. Καθώς ανασαίνει, οι στρογγυλεμένες θηλές ανεβοκατεβαίνουν σαν τα κύματα, θυμίζοντάς μου κατά κάποιο τρόπο τη βροχή που πέφτει μαλακά σε μία μεγάλη λωρίδα θάλασσας. Είμαι ο μοναχικός ταξιδιώτης που στέκεται στο κατάστρωμα και αυτή είναι η θάλασσα. Ο ουρανός είναι μία γκρίζα κουβέρτα, που μπερδεύεται με το γκρίζο της θάλασσας στον ορίζοντα.Είναι δύσκολο να πεις τη διαφορά ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό. Ανάμεσα σε ταξιδιώτη και θάλασσα. Ανάμεσα σε πραγματικότητα και στα κατορθώματα της καρδιάς. Το κορίτσι φορά δύο δακτυλίδια στα δάκτυλά της, κανένα όμως απ’αυτά δεν είναι βέρα ή δακτυλίδι αρραβώνα, μόνον φθηνά πράγματα που τα βρίσκεις στις μπουτίκ όπου ψωνίζουν κορίτσια. Τα δάκτυλά της είναι μακριά και λεπτά αλλά δείχνουν δυνατά, τα νύχια της κοντά και καλώς περιποιημένα, χρωματισμένα με ανοιχτό ροζ μανό. Τα χέρια της κάθονται ελαφρά στα γόνατά της που προβάλλουν απ’τη μίνι φούστα.Θέλω να αγγίξω αυτά τα χέρια, αλλά βεβαίως δεν το κάνω. Κοιμάται και μοιάζει με μικρό παιδί. ‘Ενα μυτερό αυτί πετάγεται μέσα από τούφες μαλλιών σαν μικρό μανιτάρι, δείχνοντας περιέργως εύθραστο.

Κλείνω το βιβλίο μου και κοιτάω για λίγο το σκηνικό έξω απ’το παράθυρο. Αλλά πολύ σύντομα, πριν καν το καταλάβω, κοιμάμαι και εγώ.