86
1

ΕΝΑΣ ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Μια σουρεαλιστική αναφορά για έναν σύγχρονο άνθρωπο με παραλληλισμούς και συμβολισμούς κεντρικών στιγμών της ιστορίας και κεντρικών μορφών αυτής. Μια σουρεαλιστική αποτύπωση βασισμένη στην απαρχή της σουρεαλιστικής γραφής τότε που ερευνούσε και αναθεωρούσε ακόμη τη μορφή και τη φυσιολογία του αυτό το λογοτεχνικό και λοιπών τεχνών κίνημα. Από τότε που ο Φιλίπ Σουπώ αναρωτιώταν αν ο Νέγρος είναι συμβολισμός ή ξεπερνά τα όρια του φτάνοντας στον σουρεαλισμό έως το σημείο όπου ο Αλμπερ Καμύ κατάφερε να διαστρέψει την κατάρα του Σίσυφου σε ευλογία με μια έλλογη παραλογικότητα που μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα πως αυτό είναι ο σουρεαλισμός.... ίσως

Citation preview

1

Επιμέλεια κειμένου: Μιχάλης ΠαπαδόπουλοςΕπιμέλεια εξώφυλου:ΤάσοςΠαπαδόπουλοςΣτο εξώφυλο «το Πορτρέτο του Απολλιναίρ» του Giorgio de Chirico nmnmnmnmnmnmnmn

2

3

Το καταπληκτικό με τον ήλιο είναι ότι μπορεί να σε κάνει να βλέπεις τα χρώματα. Όλα τα χρώματα είναι όμορφα κάτω από το φως του ήλιου.

Το καταπληκτικό με το σκοτάδι είναι ότι μπορεί να σε κάνει να βλέπεις τους ανθρώπους…

Η όποια ομοιότητα όφειλε να κοπεί στη λέξη ‘ανθρώπους’. Τα αποσιωπητικά ‘εν ήδει’ διακόσμου του λόγου και τίποα παραπάνω.

Ο Άνθρωπος-Ψάρι, χαμογέλασε μόλις άκουσε την ασύντακτη λογικά φράση: ‘ ένας τυφλός που βλέπει τη νύχτα’ από το συν-άνθρωπό του στο τραπέζι. Έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό ορθογώνιο χαρτάκι και έγραψε την πρόταση.

Πνιγμένος στο αλκοόλ άρχισε να παρατηρεί το βλέμμα του συν-ανθρώπου, προσπαθώντας να καταλάβει τα συναισθήματά του. Μάταια! Το

4

τεχνητό φως, υποκατάστατο του ήλιου, στο μόνο που τον βοήθησε ήταν να δει το χρώμα

των ματιών του και μια ασυνήθιστη γυαλάδα στο βλέμμα. Ήταν βέβαιος ότι και το δικό του βλέμμα γυάλιζε, όμως εκεί ευθύνη είχε το αλκοόλ. Προσπέρασε τη σκέψη του, πίνοντας με τον ίδιο ρυθμό, όπως είχε ξεκινήσει. Άλλωστε δεν του έμενε πολύς χρόνος ελεύθερος , πριν γυρίσει στο ενυδρείο , όπου ήταν αναγκασμένος να ζει.

Ο Άνθρωπος-Ψάρι είχε ξεπεράσει κατά πολύ τους νόμους της φυσικής επιλογής. Μάλιστα ενώ ο ίδιος ανέπνεε έξω από το ενυδρείο, μια μαγική δύναμη τον ανάγκαζε να ζει πνιγμένος σε αυτό. Οι υπόλοιποι Άνθρωποι-Πολίτες και κυρίως οι Άνθρωποι-Εξουσία, τη δύναμη αυτή την ονόμαζαν χρήμα, και εκεί ακριβώς άρχιζε η πορεία προς την παράνοια…

Σηκώθηκε από το τραπέζι βαρύς, τρεκλίζοντας και προσπαθώντας να μη δείξει την αρρώστια που συνήθιζε να αποκτά κάθε βράδυ, περπατούσε βιαστικός…

ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Το ρέμα ήταν μεγάλο και βαθύ. Τα ορμητικά νερά που άλλοτε κατέκλυζαν στο διάβα τους σπίτια, δέντρα και ανθρώπους, που παρέσερναν μέσα τους απορρίμματα , λάστιχα, προφυλαχτικά και ό,τι βγάζει το ανθρώπινο σώμα, σήμερα βρήκαν κι αυτά το δρόμο τους, μέσα από τους σωλήνες. Έκρυψε ο άνθρωπος την ντροπή του, κατέστρεψε για μια ακόμα φορά την αλήθεια του. Δεν αντέχει να τη βλέπει έτσι

5

και τα νερά κυλούν ήρεμα στον προκαθορισμένο δρόμο τους, μέσα στην αφάνεια.

Ο Άνθρωπος-Ψάρι ξάπλωσε στο πλακόστρωτο ν’ ακούσει τα νερά, να θυμηθεί το κελάρυσμα, που παρ’ όλη τη βρωμιά και την σαπίλα που κουβαλούσε το ποτάμι, οι ήχοι που μετέφερε από το παρελθόν, ήταν τόσο καθαροί και αγνοί που έδιναν την καθαρότητα των νερών.

‘ Τίποτα δεν ηρεμεί στην αφάνεια, να φοβάσαι Άνθρωπε-Ψάρι, να φοβάσαι το τραγούδι της σιωπής, να φοβάσαι την πηγή της μοναξιάς. Πρόσεξε Άνθρωπε-Ψάρι, όταν σκίσει ο θώρακας σου, και όλα αυτά που καταδίκασες στην αφάνεια, βγουν έξω σα φλόγες και σε κάψουν, τότε και `γω θα πιω τη γη που με σκεπάσατε και θα βγάλω τη βρωμιά σας ξανά, να δείτε το θέαμα που θα πνίξει τις φωτιές σας. Τότε Άνθρωπε Ψάρι και μόνο τότε θα μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος. Σήκω από τη γη και πήγαινε στο ενυδρείο σου, γιατί ακόμα δεν είσαι ικανός, παρά μόνο να αποκτήσεις τη μαγική σας δύναμη, αυτή τη σάπια δύναμη, όπως την ξέρει η Μητέρα.

Στο καλό… στο καλό και μη ξεχάσεις αυτά που άκουσες εδώ.’

Βαρύς σαν από λήθαργο σηκώθηκε αργά, προσπαθώντας να στηρίξει το βάρος του στα δυο του πόδια. Ένας σκύλος πιο `κει του `δειχνε τα δόντια του γρυλίζοντας.

‘ Είσαι εχθρός, Άνθρωπε-Ψάρι. Φύγε πριν σε σκοτώσω. Είσαι εχθρός…είσαι εχθρός! Πώς μπόρεσες να σκεπάσεις τα νερά της αλήθειας, τα νερά της ζωής. Φύγε, Άνθρωπε-Ψάρι, είσαι εχθρός!’

‘ Που να πάω; Που να πάω πίσω στο ενυδρείο; Δε φταίω εγώ κι εγώ λυπάμαι. Δέξου με, καλέ μου σκύλε.’

‘ Γύρνα στο ενυδρείο σου, Άνθρωπε-Ψάρι, και μη λυπάσαι για ό,τι φταις. Δε μας φτάνει η λύπη σου. Δεν τη θέλουμε τη λύπη σου. Δε σε λυπόμαστε, Άνθρωπε-Ψάρι, και μη τελειώνεις μ` αυτόν τον τρόπο τις ενοχές σου. Άκουσες τα νερά…τα άκουσες! Φύγε!’

Γύρισε και έφυγε. Μόνος του πια, περιπλανήθηκε στο δρόμο για την παράνοια. Ήξερε πως αυτόν το δρόμο έπρεπε να τον συνεχίσει, και ίσως στο διάβα του να συναντήσει κι άλλον Άνθρωπο-Πολίτη, να του μιλήσει για αυτό που του είπαν τα νερά, και για το Σκύλο που σιχάθηκε τον εγωισμό και θέλει να τον σκοτώσει.

Ο δρόμος προς την παράνοια,Ο δρόμος προς το μαρτύριο,Έι άνθρωποι, μόνο με τα φτυάριαΈι άνθρωποι, έτσι χτίζονται ντουβάρια.Και τους τοίχους της σιωπής, και την πηγή της μοναξιάς.Φωτιά και σίδερο, πάρτε στα χέριαΚαι στην πηγή της μοναξιάς Καρφώστε καλά, τσεκούρια και μαχαίρια.

6

Μη τύχει θύμησες και βγουν ψηλά,Μη τύχει φεγγάρια σε θάλασσες χαθούν ξανά.

Τρεκλίζοντας μες στο σκοτάδι, φώναξε το ποίημα της ζωής, γυρεύοντας να μοιραστεί το φόβο.

‘Η Μητέρα το ξέρει, σάπια δύναμη! Η Μητέρα το ξέρει σάπια δύναμη…’

Ολοένα έβγαζε χαρτονομίσματα, τα αντάλλασσε με αλκοόλ. Το σκοτάδι είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Γιατί εκεί μόνο ο άνθρωπος κρύβεται καλά. Από ποιον όμως; Από τα χρώματα, από τη ζωή, απ` το καθρέφτισμά του. Ντρέπεται ο Άνθρωπος-Ψάρι και ντρέπεται, γιατί δε του έμεινε τίποτα.

‘ Έι άνθρωποι… έι χα, χα, χα… Άνθρωποι, πόσο μακρινή γλώσσα, πόσο ξένη λέξη! Ακόμα κι εγώ κοιτάζω στο δρόμο, μήπως παραπατήσω και πέσω. Έι Άνθρωποι…γαμώ τη σιωπή σας…’

Η ΕΚΘΕΣΗ (ΠΑΘΑΙΝΩ ΚΑΙ ΜΑΘΑΙΝΩ)

7

Οι προβολείς τον κυνηγούσαν με μανία. Όλα τα φώτα στον μεγάλο πρωταγωνιστή.

Η αυλαία τώρα ανοίγει, μα το κοινό δεν υπάρχει. Το κοινό αδιαφορεί. Αρνείται ν` ακούσει το ποίημα του νερού.

‘ Η οργή του Σκύλου θα σας καταπιεί, αφού σκοτώσει τον εγωισμό σας. Η οργή του Σκύλου δεν είναι τσεκούρι, είναι φωτιά! Γιατί η φωτιά προσφέρεται απλόχερα μέσα από τη Μητέρα.’

Η έκθεση ενός ηθοποιού στο κέντρο της σκηνής δεν είναι η αναζήτηση του ματαίου, είναι η προσφορά στον άγνωστο θεό. Κατάθεση ψυχής!

Όλοι οι προβολείς πέφτουν επάνω του. Όλα τα βλέμματα –αδηφάγα όρνια της ψυχής- καρφώνονται στο σώμα του, προσπαθώντας να πιουν ό,τι απόμεινε από τον Άνθρωπο-Ηθοποιό.

Όμως ο ηθοποιός δεν είναι ο εαυτός του, είναι ο ρόλος του και εκεί ακριβώς μπορεί να βγαίνει ζωντανός, την ώρα που κλείνει η αυλαία. Εκεί τελειώνουν κι εκεί αρχίζουν όλα. Γεννιούνται ένα ένα τα συναισθήματα του ανθρώπου. Εκεί πεθαίνει ο ηθοποιός!

Ο Άνθρωπος-Ψάρι κάνει ένα μεγάλο βήμα στο κέντρο της σκηνής. Ένας προβολέας τον καταδιώκει με μανία, θέλει να τον σκοτώσει, να εξαφανίσει την εικόνα του στο απόλυτο φως, καταργώντας κάθε χρώμα, την οποιαδήποτε σκίαση που μπορεί να κατέχει μια οντότητα. Ο άνθρωπος όμως αρνείται να υποκύψει, δε δέχεται τον εκβιασμό. Τίποτα δε μπορεί να

σταματήσει την οργή, τίποτα δε μπορεί να αποστομώσει την αλήθεια.

Όλες οι δυνάμεις του κόσμου πέφτουν πάνω στον Άνθρωπο-Ψάρι, γιατί τόλμησε να βγει στο κέντρο της σκηνής, γιατί τόλμησε να πει την αλήθεια, να σταματήσει τη ροή!

‘ Είναι ζήτημα χρόνου, Άνθρωπε Ψάρι. Η ζωή σου είναι ζήτημα χρόνου.’

‘ Έναν πνιγμένο πως μπορείς να τον πνίξεις;’ Από έναν καταδικασμένο φτωχό τι μπορείς να αφαιρέσεις; Το θάνατο ποιος Χάρος μπορεί να τον φοβίσει; Η ζωή με τη ζωή είναι τριβή, η ζωή με το θάνατο είναι αρμονία. Στις σκέψεις σας δε χωράνε συνειδήσεις, παρά μόνο νεκροί άνθρωποι.

‘ Έι άνθρωποι, πάψτε να κρύβεστε από τους εαυτούς σας. Τι κυνηγάτε μέσα στο σκοτάδι;’

Ένας προβολέας κατευθυνόταν με ορμή κατά πάνω του. Ο Άνθρωπος-Ψάρι χλόμιασε.

‘Άνθρωπε-Πολίτη, τι έχω να χάσω εκτός απ` τη σκλαβιά μου; Έλα, λυτρωτή μου…έλα, μια ζωή σε περίμενα, και τώρα ήρθες. Συνέχισε, λυτρωτή μου, συνέχισε. Μη φοβάσαι το φόβο. Κάνε κάτι επιτέλους στη ζωή σου χωρίς να φοβάσαι. Κάν` το…CANTO.’

Ο προβολέας σταμάτησε ξαφνικά μπροστά του. Δύο Άνθρωποι-Στολές κατευθύνονταν προς το μέρος του.

‘Άνθρωπε-Ψάρι,, δεν κάνει να ζεις μακριά από το ενυδρείο. Πρέπει να πας πίσω. Δεν κάνει να ζεις έτσι. Κάνεις κακό.’

8

‘Δε γίνεται να ζήσω εκεί. Θέλω αέρα. Ακόμη κι ο αγγελιοφόρος, που θα πληρωθεί, αρνείται να μου φέρει αέρα.’

‘ Άκου, Άνθρωπε-Ψάρι. Όλα τα πράγματα έχουν αξίες. Οι αξίες έχουν νόμους. Οι νόμοι πρέπει να τηρούνται. Εσύ ζητάς αέρα. Πες μας λοιπόν τι δίνεις;’

‘Εάν λοιπόν είναι θέμα ανταλλακτικής αξίας, εγώ διαθέτω το πολυτιμότερο αγαθό της ύπαρξης. Μπορείτε να μου πείτε τι παίρνω; θέλω να ξέρω τι αξίζει η ζωή.’

Ο Άνθρωπος Ψάρι είχε πλέον βρεθεί σε κατάσταση παράκρουσης. Άρχισε να αντιλαμβάνεται σιγά σιγά, την κατάσταση στην οποία βρέθηκε αμυνόμενος. Ήξερε πολύ καλά πως και οι υπόλοιποι Άνθρωποι-Ψάρια θα τον καταδίκαζαν. Η φαυλότητα της συμπεριφοράς του ήταν δεδομένη. Δε θα μπορούσε τίποτα να καταφέρει με μια τόσο προωθημένη στάση, απέναντι στους υπόλοιπους ανθρώπους. Δεν υπολόγισε τη δεδομένη μιζέρια που διακατείχε και τον ίδιο, ακούγοντας το Σκύλο. Αν το είδος ‘Άνθρωποι’ δεν είχε τέτοια προσαρμοστικότητα στη μιζέρια, θα είχε αυτοκαταστροφή.

ΤΟ ΑΡΠΑΚΤΙΚΟ

Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

9

Από την πηγή της μοναξιάς ρέει ακατάπαυστα το νερό της Σιωπής. ‘Όλοι είναι εχθροί. Όλοι είναι εχθροί. Όλοι είναι εχθροί…’. Εκεί δεν υπάρχει κανένα ζωντανό να πιει το νερό της. Μόνο άνθρωποι το πίνουν. Το παράξενο σ` αυτό είναι ότι, όταν πιεις μία φορά, θέλεις να πίνεις συνέχεια.

Κάποιος άνθρωπος πέφτει με μανία μέσα στα νερά της. Διψάει! Πόσο διψάει!… Εκείνη την ώρα, το μόνο που ακούει, είναι η αίσθησή του. Τι φοβερές που είναι οι αισθήσεις! Τόσο απόλυτες είναι, που καταργούν τη σκέψη, ισοπεδώνουν τη λογική. Η ανάδειξή τους στο ‘Εγώ’ ως κίνητρο επιλογής καταργεί τα πάντα.

ΤΑΙΝΙΑ. Ένα καταπράσινο λιβάδι. Άγρια άλογα.

Πολλά άγρια άλογα. Τρώνε, τρέχουν, ερωτεύονται, παίζουν. Πόσο όμορφα είναι τα άγρια άλογα! Μικρά παιδάκια! Δεν υπάρχει μέσα τους μίσος, φθόνος, απληστία, ανταγωνισμός.

Είναι τραγικό, γιατί ξαφνικά στο καρέ, μπαίνουν τέσσερα Άγρια-Έλλογα. Ετοιμάζονται σχοινιά-θηλιές. Τα τέσσερα Έλλογα καβάλα σε τέσσερα άλογα…ήμερα. Τρέχουν φωνάζοντας και βρίζοντας, κυνηγώντας με μανία τα άγρια άλογα.

‘Πιάστε τα, πιάστε τα. Προσοχή μόνο μη τα σκοτώσετε! Πέντε δολάρια το κεφάλι!’

Ακούγονται πυροβολισμοί. Έφτασε η πραγματικότητα για τα άγρια άλογα.

Τα νερά της Σιωπής ρέουν. Τώρα θα έφτασαν και στο καταπράσινο λιβάδι. Μόνο που τα άγρια άλογα αρνιούνται να πιουν από τα νερά. Τρέχουν διψασμένα, χτυπημένα, πονούν και ματώνουν. Όποιος αρνείται τα νερά της Σιωπής, τον περιμένει ο θάνατος. Αυτό το ξέρουν καλά και επιλέγουν το θάνατο.

‘Δώστε τα να πιουν νερό. Γρήγορα τα θέλουμε ζωντανά. Πέντε δολάρια το κεφάλι! Πρόσεχε, πρόσεχε αυτό το Μαύρο, το Άσπρο κι` αυτό το Κόκκινο, είναι ό,τι πρέπει για κούρσες.’

Το Έλλογο πνιγμένο στα Νερά της Σιωπής. Η αίσθηση του απόλυτου…Πέντε δολάρια!

Μόλις φάνηκε το κεφάλι του Ανθρώπου μας πάνω από την επιφάνεια των Νερών της Σιωπής. Είναι ένα θέαμα αποκρουστικό. Τα μάτια του δύο πύρινες φλόγες. Το βλέμμα του οξύ που λιώνει τα πάντα. Τα θέλει όλα…

Δεν αρκείται στο τυχαίο πέρασμα. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τα ‘θέλω’ του.

Ένα Αρπακτικό-Όρνιο, που πετάγεται με την ψυχή κρεμασμένη στο ράμφος του, δε χορταίνει. Το βλέμμα του πέφτει αστραπιαία στον Άνθρωπο- Ψάρι…

‘Στο κέντρο της αυλαίας ε,…χα! Άνθρωπε- Ψάρι, για να μπορείς να βρίσκεσαι στο κέντρο

10

της αυλαίας, πρέπει να έχεις να μας δείξεις κάτι. Εσύ δεν έχεις τίποτα…’

Η ευθεία επίθεση σε μια προσωπικότητα προκαλεί τον αιφνιδιασμό της. Οι κανόνες της κοινωνικής ευπρέπειας δεν επιτρέπουν μια τέτοια επιθετική στάση απέναντι στον συνδιαλεγόμενο (είτε συνομιλητή πιο απλά).

Σαστισμένος, προσπαθούσε να αντιληφθεί το λόγο. Δε θέλει να εκθέσει τις αδυναμίες του μπροστά σε ένα τόσο επιθετικό πλάσμα, που μοναδικό σκοπό έχει την κυριαρχία. Γνωρίζει πολύ καλά πως η όποια υποχώρηση, ή έστω η παραμικρή ένδειξη αδυναμίας, θα είναι η αρχή της υποταγής.

‘Ποιο ζωντανό θα έδειχνε την ψυχή του σ` ένα Αρπακτικό-Όρνιο. Ποια λογική θα παραδινόταν στην τρέλα; Μου ζητάς, λοιπόν, να παραδώσω την ψυχή μου σε σένα! Εθελοντικά. Εθελοντικά!

Όταν αποφασίσω αυτό που ζητάς, θα έχω επιλέξει την επιστροφή στη Σιωπή.’

Ο Άνθρωπος-Ψάρι αποτράβηξε το βλέμμα του από τα μάτια του Αρπακτικού. Η αλήθειά του τον φόβισε. Γνώριζε τη δύναμή του, καταλάβαινε ότι και αυτό αντιλήφθηκε τις ασάφειες που τον διακατείχαν. Έπρεπε να κάνει ένα βήμα εμπρός. Να προσπεράσει.

Μύρισε καλά τον Αέρα. Μια απαράδεκτα άσχημη μυρωδιά σαπίλας και γδαρμένων ζωντανών τον έπνιξε. Σιχάθηκε. Κι ο φόβος, αυτό το συναίσθημα που δίνει ζωή,

μετατράπηκε τώρα σε φρίκη. Έγινε μίσος. Η ολιγοψυχία του έγινε θράσος. Αυτές οι γρήγορες ψυχικές εναλλαγές πολέμησαν κάθε σκέψη, κάθε δίλημμα πράξης και απραξίας.

Ήξερε πως πίσω του ακριβώς υπήρξε γκρεμός, σα μια πελώρια δύναμη να του `φραζε το δρόμο. ‘Δεν υπάρχει γυρισμός. Μόνο με άλλο μονοπάτι μπορώ να βρω την καρδιά μου. Εδώ όμως αρχίζουν όλα!’ Αυτή του η σκέψη τον οδήγησε σ` ένα βήμα εμπρός.

‘Ώστε τόλμησες! Τόλμησες να αμφισβητήσεις την ύπαρξη μου! Χυδαίο ανθρωπάκι, κανείς δεν τόλμησε μέχρι σήμερα να με αμφισβητήσει. Τίποτα δε σταμάτησε την πορεία μου.’

‘Μου επιτρέπετε;’‘Τι πράγμα;’‘Θα ήθελα να βηματίσω μέχρι την ευθεία

του δρόμου. Εκεί ακριβώς θα κάνω ένα διάλειμμα, έτσι για να ξεκουραστώ… Ξέρετε…, έχω χάσει το δρόμο για το σπίτι μου και ψάχνω να τον βρω! Μόνο …να… μπορώ να πω…η όψη σας με τρομάζει… Φοβήθηκα ξέρετε... Σας φοβήθηκα και σκέφτηκα ότι δεν κάνει να μιλάς σε ξένους το βράδυ. Όμορφη νύχτα, ε;’

Η περιέργεια του Αρπακτικού στάθηκε αδύνατο να ξεκαθαρίσει τι ζητούσε ο Άνθρωπος-Ψάρι.

‘Βεβαίως, μπορείς να περάσεις. Μόνο πες μου, μήπως μπορώ να σε πετάξω μέχρι εκεί.’

11

‘Α, ξέρετε, δε σας είπα, είμαι καινούργιος σ` αυτήν την πόλη. Μάταια. Ξέρετε, δε γνωρίζω ούτε καν το όνομα της οδού. Το ένστικτο μου πιστεύω να με οδηγήσει. Αλήθεια, έχετε εμπιστευτεί ποτέ το ένστικτό σας;’

‘Μα έτσι ζω.’‘ Τρώγοντας ψυχές;’ Το χτύπημα του

μποξέρ κάτω από τη ζώνη είναι μια πράξη που τιμωρείται από το διαιτητή. Γι` αυτό, λοιπόν, ο μποξέρ πρέπει να εξουδετερώσει πρώτα τον διαιτητή και μετά να ανατρέψει τους κανόνες.

Το Αρπαχτικό-Όρνιο χτύπησε με δύναμη τα φτερά του. Ο Άνθρωπος-Ψάρι τινάχτηκε με βία από τον αέρα προς τα πίσω. Παραλίγο να πέσει στον γκρεμό. ‘Πρέπει να φύγω, όμως όχι έτσι’, σκέφτηκε, για το βίαιο χτύπημα που κατάφερε. Πρέπει να κρατηθεί όρθιος κι αυτό το γνωρίζει πολύ καλά. Δεν πέφτει, όχι. Είναι εδώ. Τίποτα δε μπορεί να τον ρίξει στον γκρεμό. Όλα βρίσκονται σε μία ατέρμονη σχέση πάθους και λογικής. Πώς μπορείς να ρίξεις το τείχος του πάθους; Πριν πολλά χρόνια Άνθρωποι-Πολίτες έριξαν το τείχος της λογικής. Το τείχος του πάθους όμως, κανείς.

‘Αιώνες τώρα υπάρχω μ` αυτήν τη μορφή. Κανείς δε με είδε, όμως όλοι μ` αγάπησαν. Υποσχέθηκα, Άνθρωπε-Ψάρι, πως όποιος με δει, δε θα του μείνει τίποτα. Έτσι και σένα, δε σου έχει μείνει τίποτα πια. Δε θα έχεις τίποτα να

πεις και σε κανέναν να το δείξεις. Εσύ είσαι ο τυχερός!’

‘Λοιπόν, αφού μου κάνετε την τιμή, μου επιτρέπετε τώρα;’

‘Αποθρασύνεσαι, Άνθρωπε Ψάρι. Θαρρώ πως δεν κατάλαβες τίποτα από όλη την πορεία σου. Ένα πράγμα, Άνθρωπε-Ψάρι. Νομίζεις πως υπάρχω μόνος μου; Κανείς δεν είναι αυθύπαρκτος. Πρόσεξε, γιατί μπορεί να μπεις στο Στρατό Των Πιστών οικειοθελώς. Και τότε δε θα έχεις τόπο να σταθείς. Κοίταξε γύρω σου πριν φύγεις.’

Ο Άνθρωπος-Ψάρι γύρισε το κεφάλι του και είδε…

Είδε Ανθρώπους-Πολίτες, Ανθρώπους-Στολές, μικρούς Ανθρώπους να τον κοιτούν περιφρονητικά, όπως ακριβώς κοιτούν τους τρελούς! Γύρισε προς το Αρπακτικό, όμως δεν ήταν εκεί. Είχε εξαφανιστεί. Πέταξε αφήνοντας πίσω του τη βεβαιότητα της συνέχειας, μια συνέχεια που μόνο ένας ηλίθιος ή άπειρος μπορεί να αγνοήσει, μα που η ίδια θα του επιβάλλεται και στις πιο κρυφές, ατομικές του στιγμές. Κατάλαβε πολύ καλά πως το Αρπακτικό-Όρνιο είχε αφήσει παρακαταθήκη, βαθιά ριζωμένη στη Μητέρα. Αφουγκράστηκε τη Σιωπή, ένοιωσε το βάσανο της εξέδρας, όλα τα μάτια, στοιχειά που μπαίνουν στην ψυχή του. Αισθάνεται τη ματαιότητα της αντίδρασης. Όχι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

12

Είναι μόνος απέναντι σ` όλο τον κόσμο. Είναι πλέον μάταιο…

‘Κανείς δεν είναι αυθύπαρκτος, Άνθρωπε- Ψάρι. Πρόσεξε, γιατί μπορεί να μπεις στο Στρατό Των Πιστών οικειοθελώς!’

Τα λόγια του Αρπακτικού επιστρέφουν στο μυαλό του. Καρφιά που καίνε την ψυχή και ισοπεδώνουν το συναίσθημα.

‘Και τότε δε θα έχεις τόπο να σταθείς.’ Μένει ακίνητος. Δεν μπορεί να περπατήσει. Κάτι τον κρατάει στη θέση του ανήμπορο. Ο Φόβος! Φοβάται να κάνει το πρώτο βήμα, η δύναμη της παρακαταθήκης, τον έχει κυκλώσει. Τίποτα δεν τελειώνει και δε σταματά εδώ. Κάθε πράγμα έχει τη δική του πορεία στο χώρο και στο χρόνο. Θα προτιμούσε βέβαια να μη συνέβαινε τίποτα απ` όλα αυτά. Θα ήταν το καλύτερο για τον ίδιο, να ήταν ικανοποιημένος.

Μακριά από τους ανθρώπους αυτές οι σκέψεις φέρνουν την ευτυχία. Το ξέρει καλά πως η έλλειψη αντίληψης είναι ευτυχία.

ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣΕΙΤΕ ΤΑΣΗ ΓΙΑ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ

‘Τι χρειάζεται ο άνθρωπος ε; Τίποτα απολύτως! Τη δουλίτσα του, τα λεφτουδάκια του, το σπιτάκι του, το αμαξάκι του, το βίντεο του, την τηλεόρασή του, το ντι-βι-ντι του, το κινητό του, το στερεοφωνικό του…Τίποτα απολύτως.’

Τα θέλεις όλα άνθρωπε! Μα ποιος θα σ` τα χαρίσει; Είσαι ζητιάνος, άνθρωπε, Συνέχεια κυνηγάς μία… Κτητική αντωνυμία!Μόνο λίβελος βγαίνει από το μυαλό

του, απέναντι σε ό,τι βαφτίζεται κοινωνία, σε ό,τι βαφτίζεται άνθρωπος. Οι προβολείς σιγά σιγά αρχίζουν και σβήνουν. Απομακρύνονται , ψάχνουν για άλλη παράσταση. Το πέπλο της ζωής, που

13

χηρεύει, σκέπασε την αυλαία. Το μαύρο σκοτάδι.

Με κρυστάλλινη διαύγεια, που φέρνει το ξέσπασμα και η ηρεμία, αγκαλιάζει το μυαλό, ο Άνθρωπος-Ψάρι αποφάσισε να συνεχίσει το δρόμο του. Έκανε το επόμενο βήμα.

‘Πρέπει να φτάσω στο τέλος του δρόμου, και από `κει βλέπω ποια κατεύθυνση θα πάρω. Πρέπει να περπατήσω, αν και είμαι τόσο κουρασμένος. Το αλκοόλ θα φταίει.’

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ

‘Τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που προκρίνει τη ζωή σου;’

‘Η δουλειά μου.’‘Η δουλειά σου;’‘Ξέρεις, εγώ είμαι από τη φύση μου

τεμπέλης. Μ` αρέσει να σκέφτομαι και να παρατηρώ. Όμως είμαι αναγκασμένος να εργάζομαι όλη μέρα, κάθε μέρα στο ενυδρείο. Από πάντα ήθελα να ταξιδεύω, να γνωρίσω τη Μητέρα. Όμως δεν είχα τη μαγική δύναμη, αυτή τη δύναμη που σου δίνει κουράγιο και που όλα σου επιτρέπονται. Έτσι χωρίς αυτήν, μου το απαγόρεψαν.’

14

‘Και το συναίσθημα;’‘ Και το συναίσθημα; Χα! Ο ρομαντισμός

του σκλάβου! Το απόγειο της φτώχειας σε συνδυασμό με την φθήνια. Η νέου τύπου πασαρέλα της σκέψης και της αντίληψης. Δηλαδή, είσαι από τους διαδότες της ενδότερης αλήθειας κι εσύ; Η μήπως εσύ νομίζεις ότι διαφέρεις από τους υπόλοιπους; Λοιπόν… Το απόλυτο ΑΠΟΛΥΤΟ’

‘Μα τι είναι αυτά που λες, τι γλώσσα είναι αυτή;’

‘Το συναίσθημα, καλή μου…,είναι συναίσθημα. Θέλω να πω πως όλο αυτό που, εσύ θέτεις ως βάση, -και είναι-, υπάρχει μέσα στο φαγητό που πολλοί μέθυσοι τρώνε νωρίς το πρωί για να στρώσει το στομάχι τους. Είναι μέσα στα μυαλά μας. Αυθύπαρκτο.’

‘Πώς μπορείς να είσαι τόσο ωμός; Όλα αυτά, που μου λες, δε δείχνουν τόση δα ζεστασιά για τη ζωή, λίγο ανθρώπινο χρώμα. Άχρωμα, άγευστα. Μόνο στυγνούς υπολογισμούς άκουσα.’

‘Οι στεγνοί υπολογισμοί ξεκινούν από το γεγονός. Τα δεδομένα που ισχύουν από αυτούς που τα δημιουργούν. Ε, λοιπόν, αγάπη μου, αυτοί που τα δημιουργούν από ποιον λες να ευαρεστούνται; Από εμάς τους δύο;’

‘Παρ` όλα αυτά, εάν είναι να σκέφτομαι με το δικό σου τρόπο, προτιμώ να ζω με το συναίσθημα. Χίλιες φορές! Κι ας είμαι αυτό που λες.’

‘Όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια συναισθήματα. Αυτό που εσύ δε μπόρεσες μέχρι τώρα να δεις, είναι ότι οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές αντιδράσεις. Εκεί ακριβώς είναι το δικό μου πρόβλημα. Η αντίδραση! Η συμπεριφορά μας έχει καταργήσει τις εντολές της Μητέρας. Μία από τις δέκα εντολές της είναι: όπου υπάρχει δράση, υπάρχει αντίδραση. Καλή νύχτα ομορφιά μου.’

15

ΤΟ ΜΟΝΩΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Ο στόχος μπήκε σε κίνηση. Ο Άνθρωπος -Ψάρι πρέπει να συνεχίσει την αναζήτηση. Αυτή η νύχτα δεν τελειώνει τόσο εύκολα. Είναι μεγάλη και φεγγάρι δεν έχει απόψε. Πώς να ερωτευτεί χωρίς φεγγάρι; Μόνο αρρώστια του βγαίνει κι ο δρόμος δυσδιάκριτος. Προσπαθεί ψηλαφώντας σιγά σιγά με τα χέρια του τον δρόμο, μη τυχόν και πέσει σε κάποια λακκούβα. ‘Όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί’, σκέφτηκε και άρχισε να γελάει.

Είναι επικίνδυνο σ` αυτή την πόλη να γελάς τη νύχτα μόνος. Όσοι γελούν τη νύχτα

μόνοι τους, τους λένε τρελούς. Και οι υπόλοιποι άνθρωποι έχουν μάθει να τους αποφεύγουν τους τρελούς. Σ` αυτή την πόλη θεώρησαν ότι είναι επικίνδυνο ν` αφήσουν ελεύθερους τους τρελούς. Κάνουν οτιδήποτε περνά από το χέρι τους για να τους φυλακίσουν, να τους απομονώσουν.

Η μόνωση είναι ίσως η πιο σπουδαία ανακάλυψη. Απαγορεύει τη διαπερατότητα. Το μονωτικό υλικό σου επιτρέπει ν` αγγίξεις και το πιο καυτό αντικείμενο χωρίς να προσβληθείς. Το μονωτικό υλικό σου επιτρέπει να κόψεις το ρεύμα προς μια κατεύθυνση και να το μεταφέρεις σε μία άλλη, συνήθως αυτή που σε βολεύει.

Από τότε που ανακαλύφτηκε η μόνωση, ήρθε ο θάνατος! Κι ο θάνατος δεν έχει καμιά επιδίωξη, καμιά φιλοδοξία.

Θα μπορούσε κανείς, πυροβολώντας έναν άνθρωπο, να σκοτώσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Όμως είναι μάταιο, δεν ωφελεί. Το νερό της ζωής θα εξακολουθήσει να κυλά μέσα στους σωλήνες. Ποτέ δε θα μπορέσει να πιει τη γη που το σκεπάσαμε. Θα κυλά για πάντα μέσα στην αφάνεια.

Ο Άνθρωπος-Ψάρι δεν μπορεί, δε θέλει να αποδεχθεί την πραγματικότητα. Κοιτάζει μόνο μπροστά! Στο όραμα! Βαριανασαίνει τώρα. Δεν μπορεί να αναπνεύσει, ούτε έξω από το ενυδρείο. Δεν υπάρχει αέρας. Μόνο αυτή η δυσωδία από σκατά και γδαρμένα ζωντανά!

16

Η κούραση βαραίνει τους μυς. Σφίγγονται, και το αίμα δεν κυλά εύκολα μέσα στις φλέβες. Φορτίο του έγινε βαρύ. Τόσο βαρύ που θέλει να τα εγκαταλείψει. Νοιώθει ότι θα `πρεπε να κοιμηθεί, όμως ξέρει καλά πως πρέπει να προχωρήσει.

Ο δρόμος είναι μακρύς, κι ώσπου να φτάσει στο σταυροδρόμι θέλει μια ζωή! Όχι δε φτάνει μια ζωή. Θέλει δύο και τρεις , θέλει πολλές ζωές ακόμα. Θέλει ιδρώτα και αίμα…

Εικόνες παράλογες περιτριγυρίζουν την πορεία του. Το κάθε βήμα γίνεται πιο αργό. Δύστροπο το κορμί αρνείται να συνεχίσει. Οι ίδιες οι αντιφάσεις χτυπούν πρώτα τον ίδιο, τηρώντας κατά γράμμα τις εντολές της Μητέρας. Είναι καθηλωμένος…

ΕΙΚΟΝΑΈνας ζητιάνος στην άκρη του δρόμου

ρακένδυτος. Κουρέλια κρέμονται από το σώμα του. Πόσο άσχημα είναι τα κουρέλια που κρέμονται από τη ζωή ενός ανθρώπου!

Μοναξιά, απελπισία, απόγνωση. Τι σάπισε και βγήκαν αυτά τα κουρέλια; Η έλλειψη. Ναι η έλλειψη. Κι ο ίδιος το γνωρίζει. Πόσοι άνθρωποι πρόδωσαν αυτόν το ζητιάνο;

Δεν έχει πρόσωπο, κι αυτό είναι που τρομάζει τον Άνθρωπο-Ψάρι. Μπορεί να είναι κι ο ίδιος ο εαυτός του. Πόσο πιο τραγικός είναι ένας ζητιάνος χωρίς πρόσωπο!

‘Δεν έχει όριο ο ζητιάνος’, σκέφτηκε, ‘πέφτει, πέφτει, πέφτει, ώσπου να βγει στην άκρη του δρόμου…’

ΕΙΚΟΝΑΈνας σκύλος που κλαίει πάνω από το χώμα

που σκεπάσαμε το νερό της ζωής. Είναι ο ίδιος σκύλος μ` αυτόν που έδιωξε, γρυλίζοντας και γαβγίζοντας: φυγή. Μα γιατί να κλαίει ο σκύλος πάνω από το νερό της ζωής!

Τον πλησιάζει αργά, γιατί τον φοβάται. Μάλλον όχι. Τον ντρέπεται. Πέρασε τόσος καιρός από τότε, κι ακόμα δεν κατάφερε τίποτα.

‘ Χάθηκαν οι άνθρωποι. Έι, νερό της ζωής, τώρα τι νόημα έχει! Γιατί να πιεις τη γη; Ποια ζωή να βγάλεις έξω; Κι` ο ουρανός σκοτείνιασε και το φεγγάρι βούλιαξε στη θάλασσα. Ποιος θεός μπορεί να υπάρξει χωρίς τη ζωή; Κυλάτε ήρεμα στην αφάνεια.’

‘Κοίταξε, καλέ μου Σκύλε, ένας άνθρωπος. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι. Μη βιάζεσαι, Σκύλε, κι εγώ τη γη που με σκεπάσανε θα την πιω. Και το φεγγάρι θα πνίξει τον Ποσειδώνα στα ίδια του τα νερά…

Κοίταξε τον, Σκύλε, έρχεται κοντά σου. Είναι κουρασμένος, μη τον αποπάρεις. Δεν έχει μέσα του κακία. Μόνο θυμό.’

Ο Σκύλος γνώρισε τον Άνθρωπο-Ψάρι. Έτρεξε κοντά του με τη γλώσσα να κρέμεται έξω απ` το στόμα του, διψασμένος για ζωή.

17

Ο Άνθρωπος-Ψάρι κοντοστάθηκε. Είδε ότι ο Σκύλος έρχεται κοντά του, γιατί τον έχει ανάγκη. Όπως κι αυτός έχει ανάγκη τον Σκύλο.

‘Μη σταματάς, Άνθρωπε-Ψάρι, προχώρα. Πρέπει και το ξέρεις. Μη σταματάς, προχώρα και θα `ρθω κι εγώ μαζί σου. Τώρα έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Τόσων χιλιάδων χρόνων φιλία δεν πρέπει να καταρρεύσει. Μαζί για την αναζήτηση, Άνθρωπε-Ψάρι.’

Ο Άνθρωπος-Ψάρι κάθισε στη γη και αφουγκράστηκε το κελάρυσμα των νερών της ζωής. Το κελάρυσμα ακούγεται πιο έντονα από ποτέ. Τα νερά έτρεχαν ορμητικά μέσα στους σωλήνες. Ο ήχος τους ανέβαινε, ανέβαινε συνεχώς. Η γη άρχισε να τρέμει. Τώρα το κελάρυσμα μπορεί να το ακούσει εύκολα ένας περαστικός.

Ο Σκύλος του έγλειφε ολόκληρο το κορμί. Έπρεπε ο Άνθρωπος-Ψάρι να μείνει καθαρός, μακριά από τις πληγές του παρελθόντος.

Πέρασαν ώρες αρκετές. Ο Άνθρωπος-Ψάρι καθόταν στο δρόμο. Η ξεκούραση είναι ο καλύτερος γιατρός του οδοιπόρου. Κατάλαβε κι ο ίδιος πως κάθε τι, κάθε βήμα, που πρέπει να κάνει, οφείλει να το αφιερώνει στον εαυτό του πρώτα. Να εκτιμήσει την πορεία του ο ίδιος, για να μπορέσει να την αφιερώσει με βεβαιότητα και να επιστρέψει στο νερό της ζωής κερδισμένος.

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ

Ένα από τα αλλόκοτα της ύπαρξης είναι ο χρόνος. Κι ενώ κανείς θα περίμενε πολύ εύκολα η μέρα να διαδέχεται τη νύχτα, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα, πολλές φορές τίποτα απ` όλα αυτά δε συμβαίνει. Δεν έχει να κάνει με το παράλογο. Κύρια έχει να κάνει με το τέλος.

18

Όταν ο άνθρωπος ανακαλύψει το τέλος, τότε δε χάνει ούτε στιγμή. Στιγμή! Πόσες στιγμές σπαταλάμε καθημερινά. Πόσο εύκολα διασκεδάζουμε τις στιγμές. Όλα σε μια αιώνια φαυλότητα, και το ‘γαμώτο’ είναι πόσο δύσκολα βρίσκουμε τη διασκέδαση των στιγμών μας!

Πόσες ώρες, ατελείωτες ώρες, δαπανούμε καθημερινά για την απόκτηση της Μαγικής Δύναμης. Να βρούμε τόπο και χρόνο, μικρές στιγμές για σκότωμα!

Ο Άνθρωπος-Ψάρι μπόρεσε να διακρίνει το στόχο, άρχισε να βρίσκει το τέλος. Ο χρόνος πλέον κυλά στιγμή στιγμή. Φιλτράρεται, αντιγράφεται, φωτογραφίζεται και καταγράφεται.

Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει το νερό της ζωής. ‘ Στην πηγή της μοναξιάς καρφώστε καλά τσεκούρια και μαχαίρια…’

Σηκώνει το κεφάλι του ανάμεσα από τα γόνατα. Θέλει να δει την άκρη του δρόμου, εκεί όπου θα πρέπει να διαλέξει το μονοπάτι. Το Μεγάλο Σταυροδρόμι.

Δε φαίνεται τίποτα. Σκοτεινός και ασαφής ο ορίζοντας. Σηκώνεται, μήπως και μπορέσει να διακρίνει καλύτερα από ψηλά. Μάταιο. Δεν μπορεί να δει τίποτα…

Κι όμως, πριν από λίγο έβλεπε το σταυροδρόμι. Τώρα τίποτα. Τι μπορεί να φταίει; Τι μπορεί να έκανε τόσο στραβό που να τον τάισε η ζωή με οφθαλμαπάτες;

‘Δεν μπορεί. Δεν άλλαξα πορεία. Αυτό το δρόμο ακολουθώ τόσο καιρό’, σκέφτηκε τρομαγμένος. ‘Δεν ξέρω ποιο πρέπει να είναι το επόμενο βήμα. Δεν πρέπει να χάσω το δρόμο μου. Τι διάολο, πριν από λίγο ήταν μπροστά μου. Τώρα τι συνέβη;’

Ο ορίζοντας, τα τείχη της σιωπής, πώς μπερδεύονται καμιά φορά και γίνεται ο άνθρωπος τυφλός; Ένας τυφλός που δε βλέπει, είτε μέρα είναι, είτε νύχτα.

Ο χρόνος σταμάτησε. Τελείωσαν οι μπαταρίες. Πολλοί το λένε εφησυχασμό, άλλοι πάλι κάπως διαφορετικά. Στρεβλή αντίληψη. Ο χρόνος σταμάτησε!

Ο Άνθρωπος-Ψάρι σηκώνει το κεφάλι του ψηλά. Τεντώνει το κορμί του, γίνεται λάστιχο, καταργεί τους νόμους της βαρύτητας και της συνοχής, γίνεται πολύ ψηλός και καθαρίζει το βλέμμα του να δει μακριά.

Η ορατότητα είναι πάλι στο μηδέν. Το αγνοεί, δεν υπάρχει ιδιαίτερα πολύς χρόνος. Δεν μπορεί να περιμένει άλλο.

Στο επόμενο βήμα, μια λακκούβα μπροστά του, λερή, γεμάτη λασπόνερα και απορρίμματα ανθρώπων της πόλης. Δεν τη βλέπει -τα τείχη της σιωπής-, σκοντάφτει και πέφτει. Τώρα είναι ματωμένος στα γόνατα, το κεντρικό σημείο. Μέσα από τη λακκούβα βγαίνει μία μυρωδιά σαπίλας.

19

‘ Τι έγινε, φίλε;’ Ένα Σκουλήκι ξεπροβάλλει χαμογελώντας, δείχνοντας τα κιτρινισμένα δόντια του.

‘Με συγχωρείτε, αλλά είναι νύχτα και δεν έχω καλή ορατότητα.’

‘ Τι νύχτα ρε; Έξω φέγγει! Θέλεις να μας τρελάνεις; Εκτός αν είσαι τυφλός και δε βλέπεις μπροστά σου’, αποκρίθηκε με περίσσιο θάρρος, το Σκουλήκι.

‘ Τι τόλμησε να μου πει το βρωμερό Σκουλήκι’, σκέφτηκε ο Άνθρωπος Ψάρι και χαμογέλασε με την ανικανότητά του, που πλέον ήταν ορατή στον καθένα.

Σηκώθηκε, στάθηκε καλά στα πόδια του, έσκυψε και σκούπισε τις λάσπες και τα αίματα, από τα γόνατα του. ‘Δεν πρέπει να μολυνθούν οι πληγές, δεν είναι καιρός γι` αρρώστιες’, είπε στον εαυτό του.

Ξανασηκώθηκε και κοίταξε όρθιος πια το Σκουλήκι. Αυτό μιλούσε συνέχεια, κάτι έλεγε, μα ο Άνθρωπος-Ψάρι δεν έδινε σημασία, απλώς το περιεργαζόταν. Παρακολουθούσε κυρίως τις κινήσεις του, τους μορφασμούς του, είχε μια άνεση στην επικοινωνία που τον άφησε έκπληκτο. Το κυρίαρχο πάνω του ήταν η πλήρης αδιαφορία για την εικόνα που έδινε στο συνομιλητή του και ίσως αυτό να του έδινε την άνεση στην επικοινωνία. Ήταν τελείως διαφορετικό απ` όλα τα άλλα πλάσματα και κυρίως από τους Ανθρώπους- Στολές και τους

Ανθρώπους-Πολίτες που είχε συναντήσει στο διάβα του.

Άρχισε να παρακολουθεί το λόγο του. Συνεχώς του έκανε διάφορες προτάσεις, κατέθετε απόψεις εκ διαμέτρου αντίθετες από τους Ανθρώπους-Πολίτες. Φαινόταν κύρια να λειτουργεί αυτόνομα, έδειχνε πολύ περισσότερο ανεξάρτητο από τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Από τα συμφραζόμενά του κατάλαβε ότι δεν έδινε μεγάλη σημασία στη Μαγική Δύναμη και είδε ότι υπάρχει κοινό σημείο αναφοράς ανάμεσα τους.

‘Λοιπόν, εμείς οι δύο έχουμε κάτι κοινό. Δε δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στη Μαγική Δύναμη. Μάλλον την αποφεύγουμε. Αποφεύγουμε την κυριαρχία της’, είπε ο Άνθρωπος-Ψάρι.

‘Η Μαγική Δύναμη! Η Μαγική Δύναμη είναι η αποθέωση της ανθρώπινης βλακείας. Το θέμα είναι να την χρησιμοποιείς όπως σου γουστάρει, όχι να την κυνηγάς σα βλάκας’, απάντησε το Σκουλήκι μ` ένα ταμπεραμέντο αυτοκυριαρχίας.

Συμφώνησε μαζί του ο Άνθρωπος-Ψάρι. Ήταν βέβαιος πως τα λόγια του Σκουληκιού ήταν τα λόγια που έψαχνε να βρει στους υπόλοιπους Ανθρώπους-Πολίτες!

‘Άλλωστε τίποτα δε θα σου μείνει από ένα κυνήγι, μόνο ο κόπος. Και η απόλαυση θα μείνει ένα ατελείωτο απωθημένο’, συμπλήρωσε το Σκουλήκι. ‘Αυτό και μόνο αυτό φτάνει, για να

20

σε καταδικάσει στην αιώνια μελαγχολία. Έλα μαζί μου, Άνθρωπε-Ψάρι, έλα να δεις όλες τις πτυχές. Οι εμπειρίες είναι αυτές που θα σε βοηθήσουν να καταλάβεις τι είναι η ζωή.’

Δεν του φαίνονταν ξένα όλα αυτά. Και ο καταιγισμός των θέσεων από το λόγο, που έβγαλε το Σκουλήκι, τον είχε αγγίξει. Ίσως επιδερμικά, ίσως επειδή νοστάλγησε κάποιες κουβέντες μακριά από τους κανόνες της Μαγικής Δύναμης.

Η κούραση δεν επιτρέπει την ανάλυση, κι εκεί ακριβώς είναι που χρειάζεται η απόλυτη ψυχραιμία. Το τέλος έγινε ρεαλιστικό, ήταν κοινό ή τουλάχιστον έτσι πλαισιώθηκε από το λόγο που πολλές φορές τα όριά του είναι δυσδιάκριτα από την ουσία. Επιτέλους όμως, μπορεί κάτι να σημαίνει αυτή η γνωριμία!

Ο Άνθρωπος-Ψάρι παρακολουθούσε το Σκουλήκι, που άρχισε να κινείται προς μία κατεύθυνση, που ποτέ δεν είχε σκεφτεί ο ίδιος να ακολουθήσει!

Κινούνταν με μία αυτοπεποίθηση που ποτέ δε συνάντησε στο διάβα του. Κάθε κίνηση του, κάθε πράξη του, τον γοήτευε. ‘Μπορεί και χαράζει πορεία με τέτοια ευκολία, λες και έχει μέσα του όλη τη γνώση’, σκέφτηκε.

Το παρακολουθούσε συνεχώς και πρόσεξε ότι όλο αυτό το διάστημα δεν γύρισε ούτε μία φορά να κοιτάξει πίσω του, να δει αν ο ίδιος συμβαδίζει μαζί του. Ήταν σίγουρο ή μήπως η αργή του κίνηση του άφηνε τα χρονικά

περιθώρια του ελέγχου; Είναι άραγε ανεξαρτησία ή μήπως είναι αναισθησία όλη αυτή η συμπεριφορά;

Το φαινόμενο καθορίζει ή καθορίζεται; Είναι η αφετηρία ή είναι το τέλος μιας πράξης; Κι αν είναι όλα αυτά μαζί, που ακριβώς είναι η αλήθεια;

Άρχισε ν` απομακρύνεται σιγά σιγά, τα περιθώρια στένεψαν κι έτσι αποφάσισε να το ακολουθήσει. Με γρήγορες δρασκελιές έφτασε δίπλα του, στο επόμενο του βήμα το είχε κιόλας προσπεράσει. Από `κει και ύστερα άρχισε να κοιτάζει συνεχώς πίσω του, για να βεβαιωθεί αν συνεχίζει σωστά το δρόμο του.

Προπορευόταν συνεχώς απ` το Σκουλήκι σ` όλη αυτή την πορεία. Ήταν ανυπόμονος να φτάσει στο τέλος της διαδρομής, ήθελε να βρει το τέλος του.

‘Αν έχεις τόπο διάβαινε και ριζικό περπάτει…,αλλιώς κάτσε στ` αυγά σου Άνθρωπε- Ψάρι’ , του φώναξε το Σκουλήκι που ήταν αρκετά πίσω του.

Ο Άνθρωπος-Ψάρι σταμάτησε απότομα. Τι ήθελε να του πει; Δεν ήταν βέβαιος γι` αυτό που άκουσε, δεν μπορούσε να το αναλύσει, του ήταν ακατανόητο. Πού κολλούσαν αυτές οι φράσεις απέναντι του; Μπορεί να ήταν σ` ένα πειραματισμό, αλλά ήξερε καλά τι ήθελε. Δεν μπορούσε να αναλύσει τα λόγια του, του ήταν ακατανόητα. Κοντοστάθηκε στην άκρη του δρόμου σαν ικέτης που περιμένει υπομονετικά

21

τον οδηγό του. Ένας περαστικός του άφησε μέρος της Μαγικής του Δύναμης. Τον λυπήθηκε!

‘ Ένας ζητιάνος πέφτει, πέφτει, πέφτει… Πέφτει ώσπου να βγει στην άκρη του δρόμου.’

Την πήρε στα χέρια του ανίκανος να κάνει το παραμικρό. Ανίκανος να αντιδράσει. Πόσο ήθελε να επιστρέψει τη Μαγική Δύναμη στον περαστικό, μα όμως τώρα την είχε ανάγκη. Και δεν είναι τόσο ο αρνητισμός που του προξένησε η κίνηση, όσο η αποδοχή, η αίσθηση της ανάγκης που ποτέ του δεν είχε ή έστω δεν είχε αναγνωρίσει τόσο έντονα και με οποιοδήποτε τρόπο στον εαυτό του, όσον αφορά την κατοχή της Μαγικής Δύναμης.

Οι στιγμές διαδέχονται η μία την άλλη. Μέσα στο σκοτάδι η λεπτομέρεια αφήνεται να αιωρείται μακριά από το σώμα, πέρα από το μυαλό.

Πληγώθηκε ο Άνθρωπος-Ψάρι, όμως στη θέα της νύχτας πολύ γρήγορα ξεπέρασε το συναίσθημα και η ανυπομονησία, εχθρός της συνείδησης, ξεπρόβαλε πιο δυνατή βλέποντας να πλησιάζει ολοένα το σερνόμενο Σκουλήκι.

Υπάρχει άραγε πιο όμορφο πράγμα στη ζωή από την αναζήτηση ή μήπως και η ζωή η ίδια δεν είναι αναζήτηση; Κι όμως, πόσο εύκολα αυτή η αναζήτηση γίνεται απληστία και τα Νερά της Σιωπής, σαν από πλημμύρα σκεπάζουν οτιδήποτε όμορφο χτίστηκε σα αυτή τη γη!

Πόσες Πηγές Ζωής δε σφραγίστηκαν κάτω από το μπετόν! Στην πηγή της Μοναξιάς όμως εκεί, ρέει ακατάπαυστα το Νερό της Σιωπής. Σαν από θαύμα του παραλόγου, κάθε φορά που σφραγίζαμε τις Πηγές της Ζωής, τόσο περισσότερο νερό έρεε από την Πηγή της Μοναξιάς!

Το Σκουλήκι πλησίαζε όλο και πιο κοντά, όμως η ανυπομονησία έκανε τον Άνθρωπο-Ψάρι να ανησυχεί ακόμα περισσότερο για το τέλος.

‘ Έι, Άνθρωπε-Ψάρι, με δρασκελιές δε ζεις. Απλώς προσπερνάς. Μη χάνεις τις εμπειρίες που σου δίνονται. Μην ανησυχείς, ο χρόνος σου είναι αρκετός.’

Το Σκουλήκι προσπάθησε να καλύψει την αδυναμία του στην κίνηση. Είναι φορές που κάνουμε την ανικανότητα φιλοσοφία κι εκεί ακριβώς ξεκινά η καταστροφή του πνεύματος, στηριγμένη πάνω στο Α-νοητό. Εμφανίζονται λέξεις απ` το πουθενά, μα τα πράγματα εξακολουθούν την ατέρμονη πορεία προς το χρόνο. Τίποτα δεν αγγίζεται από ένα ψευδές δημιούργημα. Όλα παραμένουν ως έχουν. Όλα περιμένουν το χέρι.

Έφτασε επιτέλους πολύ κοντά του, δίνοντας τέλος στην ανυπομονησία, δυνατότητα κίνησης, κάτι…

Πλησίασε το Σκουλήκι για να συνεχίσουν μαζί αυτή την πορεία. Κατάλαβε πολύ καλά στην ανικανότητα, που διέκρινε τον τρόπο κίνησης του Σκουληκιού, μια λεπτομέρεια

22

αρκετά σημαντική που πέρασε όμως απαρατήρητη. Πάνω σ` αυτή την αδυναμία έμελλε να υποταχτεί, προκειμένου να γνωρίσει το Τέλος του.

Οι όποιες αμφιβολίες είχε στην αρχή της γνωριμίας του με το Σκουλήκι, τώρα αρχίζουν να ξεπερνιούνται και τη θέση τους παίρνει η σιγουριά. Το πάθος του για το τέλος, τον ωθούσε συνεχώς στη βία της σκέψης. Ήξερε πως η εμπιστοσύνη χτίζεται, μα μόνο πάνω στα γερά θεμέλια στεριώνει.

‘ Άκου, Άνθρωπε Ψάρι, είναι ανόητο εσύ να βαδίζεις ενώ εγώ σέρνομαι. Συνέχεια θα έχουμε τα ίδια, εσύ θα προσπερνάς και θα με περιμένεις κι εγώ με τη σειρά μου θα κουράζομαι και δε θα σε φτάνω. Μια κι εγώ δεν μπορώ να βαδίζω, δε νομίζεις ότι θα ήταν καλύτερο να σέρνεσαι κι εσύ στο πλάι μου;’

‘Μα πού ακούστηκε Άνθρωπος να σέρνεται, αγαπητέ μου φίλε;’

‘Ε, είναι καιρός ν` ακουστεί! Δεν καταλαβαίνω πού είναι το πρόβλημα, φίλε. Μήπως σε απασχολεί το τι θα σκέφτονται οι υπόλοιποι Άνθρωποι, όταν σε βλέπουν;’

‘Εσύ τι λες;’‘Θαρρώ πως, όταν σε γνώρισα, μου είχες

πει ότι θέλεις να τραβήξεις το δικό σου δρόμο. Έτσι δεν είναι; Τώρα τι φοβάσαι; Ούτως ή άλλως, πάντοτε θα υπάρχουν Άνθρωποι, που θα έχουν κάτι να πουν. Ο σκοπός δεν είναι ν`

ακούς τι λένε οι άλλοι, αλλά τι θέλεις εσύ να κάνεις πραγματικά στη ζωή σου.

Αν νομίζεις ότι δεν μπορείς, καλύτερα να χωρίσουμε εδώ, γιατί δε θα μπορέσουμε ποτέ να συμβαδίσουμε μαζί.’

Ο εκβιασμός! Η τροχοπέδη της ιστορίας. Το μόνο σίγουρο μέσο διασφάλισης. Το πιο αρχαίο μέσο μόνωσης. Μόνο που ποτέ δεν κατάφερε να πάρει συγκεκριμένη μορφή ή μορφές. Μπαίνει την κατάλληλη στιγμή, την ώρα που ξεκινά η διαδικασία της σκέψης, τη διαχωρίζει, καταργεί το δίλημμα της επόμενης πράξης, το κερδίζει.

Δεν είχε περιθώρια. Αντιλήφθηκε πως το μόνο, που του έμεινε, ήταν να ακολουθήσει το Σκουλήκι. Ήταν πλέον αργά για οποιαδήποτε κίνηση.

Έριξε μια ματιά στο δρόμο που επρόκειτο να ακολουθήσει. Ήταν αρκετά σκοτεινά και η αβεβαιότητα, που προς στιγμή ένοιωσε, δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσει οποιαδήποτε αρνητική στάση. Η αντίδρασή του καταλύθηκε από την αποδοχή του εκβιασμού.

Η συντροφιά του , ο λόγος, ήταν πολύ πιο κοντά του από ποτέ. Η ‘κερδισμένη’ εμπιστοσύνη του τον οδήγησε ενστικτωδώς στην πορεία.

Όμως να συρθεί; Για πόσο ν` αντέξει μια τόσο επίπονη και προσβλητική για τον ίδιο του διαδρομή; Τι μονοπάτι ήταν ετούτο;

23

Γονάτισε προσπαθώντας να κρύψει το βλέμμα του από τον χώρο. Ο Φόβος! Αυτό το δύστροπο συναίσθημα της προσαρμογής, που για να ξεπεραστεί χρειάζεται οι πόθοι όλου του κόσμου να συμπυκνωθούν σ` ένα μυαλό, σε μία οντότητα, να γίνουν λόγος, πράξη και τα ορμητικά ποτάμια της ζωής να κατακλύσουν κάθε τοίχο, να γκρεμίσουν κάθε τι που βαφτίστηκε ‘απαγόρευση’.

Γονάτισε, λοιπόν, ακούμπησε το στήθος του κι άρχισε με τα χέρια του να προσπαθεί να σύρει το κορμί του.

Πέρασε πάνω από τις λάσπες, δίπλα από τις λακκούβες. Μύρισε και μύρισε καθαρά, προσπαθώντας συνέχεια να ρουφήξει όλα τα` αρώματα της ζωής, να μην ξεχάσει τίποτα. Όμως απ` όλα αυτά κανένα δεν του προκάλεσε δέος. Μόνο ξεκούραση αισθανόταν τώρα. Ήξερε καλά πως δεν ήταν ο χρόνος της ξεκούρασης. Ένοιωθε την ανάγκη να συνεχίσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να δει…

Κι ο Ήλιος δεν ανατέλλει, είναι πολύ νωρίς ακόμα. Αφού ο Άνθρωπος δεν μπόρεσε να δει το τέλος του, ο Ήλιος δεν έχει νόημα να τον οδηγεί καθημερινά.

Βρέθηκαν στο τούνελ με το απόλυτο σκοτάδι. Ο Άνθρωπος-Ψάρι σταμάτησε. Δεν έβλεπε τίποτα γύρω του κι άρχισε να φοβάται.

‘Αααα!!!’ Κραύγασε, όσο πιο δυνατά μπορούσε, προκειμένου να εντοπίσει τα όρια.

Ο ήχος της φωνής του ταξίδεψε στο χώρο χωρίς επιστροφή. Μια μηδαμινότητα στην απεραντοσύνη του σκότους. Ποιον δρόμο να διαλέξεις στο σκοτάδι; Σε ποια κρυφά μονοπάτια της ζωής θα βρεις τον εαυτό σου, εκεί που δεν υπάρχεις κι εσύ;

‘ Έι Άνθρωπε-Ψάρι, στη ζωή όσο και να περπατάς, πάντα θα σέρνεσαι μέσα στα σκοτάδια, όπου ποτέ δεν τόλμησες ν` ανάψεις ένα φως.’

Γύρισε απότομα πίσω του. Με την κίνηση του κεφαλιού του περιεργάστηκε το χώρο. Δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα. Ξαναγύρισε μπροστά του και κοίταξε το Σκουλήκι. Εκείνο σερνόταν αμέριμνο μες στο σκοτάδι, χωρίς να ενδιαφέρεται για τίποτα.

‘ Μήπως είπες τίποτα;’ Τον ρώτησε με κάποια ένταση.

‘ Όχι, τι έγινε; Ακούμε φωνές τώρα;’ Η ειρωνεία του του φαινόταν τραγική. Μετά από τόση ώρα συνοδοιπόροι και κάθε φορά που προσπαθούσε να του μιλήσει, απαντούσε με ειρωνείες και αδιαφορία, που μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να καλύψει την ανοησία του.

‘ Έι, Άνθρωπε-Ψάρι, στη ζωή κάθε τι έχει τον ρόλο του. Πάντα θα σέρνεσαι; Εσύ δε θα βρεις τον δικό σου ρόλο;’

Όλα τ` αρώματα με μιας γαργάλησαν τα ρουθούνια του. Αηδίασε, όμως ήξερε καλά ότι πρέπει να τα γευτεί. Πρέπει να γεμίσουν τα

24

πνευμόνια του με όλη αυτή την αηδία, να μην αφήσει τίποτα έξω από τον εαυτό του, που θα τον αφήσει μισό.

‘ Κάθε ταξίδι έχει το δικό του τέλος. Το τέλος δεν ξεκινά από την αρχή όπως νομίζουν όλοι. Το τέλος είναι η αρχή του επόμενου…’

‘ Μόνο που σε αυτό το ταξίδι δε θα είμαι εγώ ο επόμενος’, φώναξε, για να σκεπάσει τη διαολεμένη φωνή που μόνο αυτός άκουγε.

Σηκώθηκε στα δυο του πόδια ξανά. Κοίταξε γύρω του, δεν είδε τίποτα, όμως άρχισε να περπατά στην ίδια κατεύθυνση που κινούνταν.

Η ποιοτική διαφορά ήταν τεράστια. Μπορεί η πορεία να έμοιαζε ίδια, όμως ο Άνθρωπος Ψάρι είχε πάρει τη δική του διάσταση. Ήταν μια ξεχωριστή οντότητα.

‘ Έι Άνθρωπε Ψάρι, σαν πολύ δε βιάζεσαι; Τι έπαθες;’ Το Σκουλήκι διατηρούσε την ηρεμία του. Ο χρόνος γι αυτόν δεν είχε κανένα νόημα.

‘ Με συγχωρείς, αγαπητέ μου φίλε. Ευχαριστώ για την παρέα σου. Ήταν πραγματικά εποικοδομητική η σχέση μας, αλλά έχω αργήσει πολύ ξέρεις και βιάζομαι.’

Απάντησε, προσπαθώντας με τη μεγαλύτερη δυνατή ευγένεια να αποφύγει τις εξηγήσεις, που άλλωστε ήταν τόσο ανώφελες.

‘ Για ποιο πράγμα;’ ρώτησε το σκουλήκι.‘ Πρέπει να προλάβω…Τυχαία βρέθηκες

στο δρόμο μου. Σέβομαι το Τυχαίο, μα δεν μπορώ να το ακολουθήσω άλλο.’

Καληνύχτα είπε κι έδωσε τέλος, όσο πιο αδιάφορα μπορούσε σ` αυτή τη σχέση.

25

ΤΟ ΓΝΩΡΙΜΟ Ή ΤΟ ΑΝΩΡΙΜΟ

Το Απόλυτο Σκοτάδι, δεν άφηνε περιθώρια αντίληψης. Όμως παρ` όλη αυτή τη δεδομένη, φρικτή από πλευράς αντίληψης, κατάσταση κι ακριβώς γιατί ποτέ δεν είχε τη ματαιότητα σαν προσωπικότητα, περπατούσε σταθερά στην ευθεία του τούνελ.

Το πισωγύρισμα, η επαναφορά στο προηγούμενο στάδιο, ήταν γι` αυτόν καθαρή αυτοκτονία. Η επανάληψη, μια λίμνη από νερά της βροχής, όπου κανένα υπόγειο ρεύμα δεν την ποτίζει, δεν την ανανεώνει. Ένα τοπίο από καλαμιές και βούρλα, γεμάτο από ήχους φωνών βατράχων και συριγμούς ιπτάμενων εντόμων, μια ζωή φτιαγμένη από πλούσια στοιχεία τροφής και μόνο.

Η δυσωδία της σαπίλας και της μούχλας κι αυτή η καταραμένη λάσπη που κάνει την κίνηση να φαντάζει κατόρθωμα, καθώς κολλάει με απίστευτη μανία στα πέλματα του περιηγητή, και στις κοιλιές των βατράχων που βγαίνουν στην όχθη να ξαποστάσουν, αδιάφοροι τελείως για το περιβάλλον που ζουν, γι` αυτήν την βρωμιά που ιδιοποιούνται κοάζοντας θριαμβευτικά, υποδηλώνοντας την κυριαρχία τους στο χώρο.

Μόνο κατά την ανατολή ή τη δύση του ηλίου το βασίλειο αυτό των βατράχων παίρνει χρώμα από τις ανακλάσεις των χρωμάτων, που προσδίδει το κόκκινο του ηλίου πάνω στα νερά αυτού του βρωμότοπου. Και είναι αυτή ακριβώς η στιγμή, που μαζεύονται όλοι οι φωτογράφοι της ιστορίας με μανταλάκια στη μύτη, ν` απαθανατίσουν την ομορφιά της ζωής μας, προκαλώντας μ` αυτόν τον τρόπο τον καθένα από εμάς να ονειρεύεται την υπέροχη ζωή σ` έναν τέτοιο τόπο, καταδικάζοντας τα ‘θέλω’ στην αιώνια επανάληψη.

Για τον Άνθρωπο Ψάρι το ζητούμενο δεν ήταν να δει φως. Το ζητούμενο ήταν να βρει την αλήθεια, όσο σκοτεινή κι αν ήταν.

Η πορεία, αυτό το στοιχείο στη ζωή του, δε θα μπορούσε παρά να συνεχιστεί ως το τέλος της. Πολλές φορές επαναλήφθηκαν τα ίδια λόγια, οι ίδιες εικόνες. Παρ` όλα αυτά, μόνο μια φορά βρέθηκε η αντίληψη. Την

26

προηγούμενη ή την επόμενη, ήταν μόνο κρίση. Μόνο μια φορά στήθηκε η απόφαση.

Η σπουδαία κυρία της ζωής και του έρωτα, της πράξης και της σκέψης. Μ` ένα υπέροχο φουστάνι νεοκλασικής περιόδου και ένα βέλος στο πρόσωπο, προδικάζει τη γοητεία μέσα από τη χάρη με την οποία κινείται ανάμεσα στο πλήθος. Χωρίς κανείς να μπορεί να τη γνωρίσει, καθισμένη δίπλα στο πιάνο, σε μια δεξίωση, είτε χορεύοντας σ` ένα υπόγειο καπηλειό, αγκαλιά με μέθυσους εργάτες τη μέρα της αργίας τους, απρόσωπη, με μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα, έγινε ο πόθος όλων των ανθρώπων της γης.

Αυτόνομη έτσι, που τη δεδομένη στιγμή χάραζε πορεία χωρίς διλημματικές συγκρούσεις του ‘Εγώ’ της, κάτι που ο Άνθρωπος Ψάρι ποτέ δεν κατάφερε να κάνει από μόνος του. Δε θα μπορούσε. Ήταν σίγουρος.

Βήμα το βήμα στο Απόλυτο Σκοτάδι, με την πιο παράξενη βεβαιότητα στη ζωή του. Ναι, προχωρούσε στο σωστό δρόμο.

Η πορεία είναι το βασικό, το κυρίαρχο στοιχείο της ορθότητας.

Δεν υπάρχει στασιμότητα που να μη βρώμισε. Δεν υπάρχει ζωή που να μη νεκρώθηκε στην ακινησία και την αδιαφορία.

‘ Ε!!! Είστε αισχροί! Άνθρωποι αρουραίοι του οίκτου.’

Παρ` όλες τις φωνές του… το τούνελ! Ποιον βρίζει; Που μπορεί ν` απευθυνθεί; Μόνο ο δρόμος! Μόνο αυτός μπορεί.

Βαδίζει ασταμάτητα. Άλλοτε πιο γρήγορα, άλλοτε, στιγμές στιγμές όταν κουράζεται, παίρνει μια ανάσα και συνεχίζει.

‘ Να μην αργήσω. Δε θα προφτάσω την ανατολή. Κι όμως πρέπει. Αυτό το τούνελ, αυτό το σκότος ως πότε, πότε θα φτάσει το τέλος του; Χρειάζομαι αέρα.’

Σκέψεις, σκέψεις που θα παρέμεναν στο χώρο του μυαλού. Δε θα γινόταν ποτέ πράξη η δειλία, ειδάλλως δε θα είχε νόημα η αναζήτηση.

Πώς μπορεί να καταδικάσει, χωρίς το αποτέλεσμα μιας πράξης, την πράξη αυτή καθ` εαυτή;

Ακόμα και ο στυγνός δικαστής, το Αρπακτικό- Όρνιο, δεν τόλμησε να τον αγγίξει. Δεν μπόρεσε να πτοήσει την πίστη, το ζητούμενο νόημα, το τέλος.

Όμως το σκοτάδι! Ελλοχεύει την πραγματικότητα της μέρας, μόνο που η δεισιδαιμονία των αιώνων δίδαξε στον Άνθρωπο να φοβάται το σκοτάδι. Κυριαρχούν τα πνεύματα του κακού.

‘Ν` αποφεύγεις το σκοτάδι, Άνθρωπε-Ψάρι. Εκεί βρίσκεται ο τρόμος, το άγνωστο…Πρόσεξε πίσω σου, Άνθρωπε-Ψάρι.’

Τινάχτηκε γυρίζοντας απότομα προς τα πίσω. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Δεν

27

μπορούσε να διακρίνει το παραμικρό. Άπλωσε τα χέρια του, όπως ένας τυφλός που μέσα στο Σκοτάδι του προσπαθεί να οριοθετήσει το χώρο.

Αισθάνεται απόλυτα περιορισμένος κι όμως τα χέρια του δεν αγγίζουν τίποτα. Κάνει μικρά βηματάκια δεξιά κι αριστερά. Ο χώρος χάνεται στην απεραντοσύνη.

Δεν πρόκειται να πέσει, αν δε λιποθυμήσει. Όμως δεν λιποθυμά, γιατί γνωρίζει, έχει εφόδια μαζί του.

‘ Τι γίνεται; Μα ποιος διάολος με φώναξε; Δεν υπάρχει όριο.’ Σκέψεις στιγμιαίες, καθοριστικές μα στιγμιαίες.

‘Πού πας μέσα στο χάος, Άνθρωπε-Ψάρι; Ποιον θέλεις να συναντήσεις, το θεό ή το διάολο;’

‘Στη χώρα του ήλιου! Εκεί που το φως δίνει χρώματα και οι ανταύγες των ακτίνων του ηλίου ζεσταίνουν τα πρόσωπα των κουρασμένων ανθρώπων.

Εκεί που οι θάλασσες είναι ζεστές και οι γυναίκες όμορφες, λουόμενες κάτω από τον ήλιο. Εκεί που τα κορμιά δε ζητούν να φάνε, εκεί που τραγουδάνε και χορεύουν.

Εκεί που το μαύρο και το άσπρο συνυπάρχουν, εκεί που το θετικό και το αρνητικό γίνονται ένα, το νέο, το όμορφο, η δημιουργία.

Εκεί που ο έρωτας εν πάση περιπτώσει δεν είναι μια ταμειακή μηχανή.

Δεισιδαιμονίες, ω Δεισιδαιμονίες, γυρίστε στους θεούς του Ολύμπου.’

Άκουσε τη φωνή του να επαναλαμβάνεται σαν αντίλαλος μέσα στο Σκοτάδι, όπου μόλις πριν από λίγο κάθε απέλπιδα προσπάθεια χανόταν μέσα στο κενό.

Είναι λεωφόρος ή είναι μονοπάτι; Στρίβει άραγε πουθενά αυτός ο δρόμος; Διχάζεται; Μήπως είναι ευθεία η πορεία προς την ανατολή, μα ο ίδιος δεν κατάφερε ποτέ του να το δει;

28

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

ΟΝΕΙΡΟ ΠΡΩΤΟ. Είναι νύχτα. Η πόλη συνήθως ερημώνει, λίγο πριν νυχτώσει. Το σκοτάδι κρύβει καλά τα πρόσωπα και με τα τόσα όπλα που υπάρχουν στην πόλη καλό είναι να κάθεται σπίτι του κανείς. Ακούγονται βήματα στο δρόμο. Πρέπει να περνούν αρκετοί άνθρωποι και να είναι βιαστικοί, γιατί ο ήχος των βημάτων θυμίζει κροτάλισμα πολυβόλου.

Η ημισέληνος διαγράφει στο σκοτάδι είκοσι σκιές. Δυο τρεις προχωρούν μπροστά σαν παρέα, όλοι οι άλλοι πιο πίσω σκόρπιοι, προχωρούν ακανόνιστα στα πεζοδρόμια.

Ξαφνικά ο προβολέας ανάβει, κάνει τη νύχτα μέρα στο σημείο που προβάλλει το κατάλευκο φως.

Η παρέα μπροστά συνεχίζει να περπατά, αδιαφορώντας για το φως που πέφτει επάνω τους.

Οι υπόλοιποι πιο πίσω, κρύβονται τρομαγμένοι πίσω από τους σκουπιδοτενεκέδες. Ορισμένοι απ` αυτούς, που δεν προλαβαίνουν να πάρουν θέση, κολλάνε πάνω στις πόρτες των ερμητικά κλειστών σπιτιών, χτυπώντας ρυθμικά το δάχτυλο πάνω σ` αυτές, μήπως και βρεθεί κανείς να τους ανοίξει και τους σώσει, προσπαθώντας παράλληλα να κρύψουν το κορμί τους πίσω από τις κολώνες.

Ο προβολέας γυρίζει βιαστικά πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά.

Η παρέα πιο μπροστά αδιαφορεί, συνεχίζοντας να βαδίζει το δρόμο της, θαρρείς και είναι άυλη, λες και τίποτα δεν την αγγίζει στο ιστορικό εκείνο σημείο.

Στο χώρο, που καλύπτει η δέσμη φωτός του προβολέα, όλα είναι ξεκάθαρα. Ο άνθρωπος που χειρίζεται τον προβολέα, ντυμένος με μια στολή άγνωστη, ξένη στους

29

ανθρώπους της πόλης, μπορεί και βλέπει τα πάντα σ` αυτόν το χώρο.

Κάπου προς το τέρμα της ορατότητας του αχνοφέγγει το κτίριο του Παρθενώνα της Ακρόπολης.

Δίπλα του άλλος ένας ένστολος, μ` ένα τηλεβόα στο στόμα φωνάζει:

‘ Μην κρύβεστε, σας βλέπουμε, η διαταγή είναι να περπατάτε με τα χέρια ψηλά. Γιατί δεν υπακούτε; Όποιος δεν περπατάει με τα χέρια πίσω από το κεφάλι θεωρείται ύποπτος τρομοκρατίας. Την ποινή τη γνωρίζετε. Γιατί δεν υπακούτε στη διαταγή;’

Οι τρεις άνθρωποι συνεχίζουν να περπατούν στο δρόμο τους αμίλητοι, ώσπου χάνονται στο σκοτάδι, πίσω από τον προβολέα.

Οι υπόλοιποι βγαίνουν ένας ένας στο οδόστρωμα. Ο πρώτος σηκώνει τα χέρια του και τα βάζει πίσω από το κεφάλι του.

Ακολουθούν οι υπόλοιποι στη σειρά. Τώρα πλέον οι άνθρωποι περπατούν όλοι μαζί με τα χέρια πίσω από το κεφάλι.

Ο προβολέας σβήνει. Το σκοτάδι απλώνει τη σιωπή του. Μέσα στη νύχτα οι σκιές των ανθρώπων διαγράφονται σαν εικόνα από φαντάσματα. Το βήμα τους είναι αργό και βαρύ, μετατοπίζοντας τον όγκο τους, πότε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά, κάνοντας τους να μοιάζουν με εκκρεμές του χρόνου.

Από το μεταλλικό κυλινδρικό στόμιο αρχίζουν να βγαίνουν φωτιές. Μια αδιάκοπη

ροή κρότων καλύπτει τη σιωπή. Οι σκιές πέφτουν η μία μετά την άλλη στο οδόστρωμα. Λεπτά απόλυτου σκότους και σιγής τρομοκρατούν την πόλη και από τα σπίτια που έμειναν, τραγικό ντεκόρ, ανασαίνει ο θάνατος.

Ο προβολέας ανάβει.Μόνο που οι άνθρωποι ή μάλλον οι σωροί

τους εξαφανίστηκαν. Τώρα το οδόστρωμα είναι κόκκινο. Ένα έντονο πικρό κόκκινο, που αντανακλά στην ημισέληνο.

Ο προβολέας σβήνει.Το φεγγάρι εξακολουθεί να φαίνεται

κατακόκκινο από το δρόμο. Ο υγρός καιρός εικάζει ακόμα μια σατανική νύχτα.

ΟΝΕΙΡΟ ΔΕΥΤΕΡΟ. Ο προβολέας ανάβει. Κατά έναν περίεργο τρόπο δεν είναι νύχτα, είναι μέρα. Κι όμως, πριν ο προβολέας φωτίσει με το κατάλευκο διάχυτο φως του, δεν υπήρχε τίποτα. Τα πάντα ήταν βυθισμένα στο Απόλυτο Σκοτάδι.

Το παράξενο αυτής της μέρας είναι ότι, ενώ δεν έχει σύννεφα, είναι ομιχλώδης. Μεγάλος δρόμος, ψηλά κτίρια, πολλά καταστήματα κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, γνώριμη εικόνα για ένα σύγχρονο άνθρωπο.

Οι δρόμοι είναι μποτιλιαρισμένοι. Πάρα πολλά αυτοκίνητα. Μέσα σε κάθε αυτοκίνητο Άνθρωποι-Οδηγοί έχουν τα χέρια τους στο

30

τιμόνι. Κανείς δεν κοιτάει δεξιά ή αριστερά. Όλοι κοιτούν ευθεία.

Στα πεζοδρόμια κινείται πλήθος πεζών. Ένα πολύχρωμο μωσαϊκό καθαρά εξωτερικής εμφάνισης. Άλλοι δυο δυο, μερικές παρέες σκόρπιες μέσα στο πλήθος, μα η απόλυτη πλειοψηφία μόνοι τους. Δε λένε κουβέντα. Δεν υπάρχει διπλανός, μόνο απέναντι.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο απέναντι πεζοδρόμιο. Απόλυτη ομοιομορφία, ακόμα και στο μωσαϊκό.

Στο σημείο, όπου ενώνονται οι δρόμοι, στέκεται ένας Άνθρωπος-Ένστολος με λευκά γάντια, προφανώς για να είναι διακριτά και με μια σφυρίχτρα στο στόμα, που τη φυσάει κάθε τόσο. Τα αυτοκίνητα κινούνται συνεχώς, με τον ίδιο ρυθμό, προς την κατεύθυνση που τους δείχνει το λευκό γάντι, στο οποίο εξ ορισμού ανήκει ο δρόμος.

Ένα ποτάμι, πακτωλός. Αργό, βαθύ, με μια συγκεκριμένη ροή.

Ο προβολέας σβήνει.Ένας μόνιμος μπάσος θόρυβος. Μια βοή

από το ποτάμι που δε σταματά η ροή του, είτε μέρα, είτε νύχτα.

Στοιχειωμένο είναι αυτό το σκοτάδι. Ούτε φεγγάρι έχει στον ουρανό, ούτε σκιές στο δρόμο φαίνονται. Θαρρείς κι εξαφανίστηκαν οι άνθρωποι με το σβήσιμο του προβολέα. Το μωσαϊκό ισοπεδώθηκε στο απόλυτο μαύρο. Πήρε την κανονική του διάσταση στο χώρο.

Άλλωστε απ` όσο έδειχνε, δεν είχε κανένα σκοπό.

Αυτός ο θόρυβος! Πώς τον αντέχουν; Οι άνθρωποι, που ζουν εδώ, δεν τον ακούν, είναι μέρος του εγώ τους. Ζουν, υπάρχουν μέσα του, είναι δημιουργοί του.

Θα τους φόβιζε περισσότερο η ησυχία του δάσους, το κελάρυσμα των νερών μιας πηγής, είτε πάλι η φωτεινή νύχτα της πανσέληνου σε μια ερημική τοποθεσία. Αυτό που φαίνεται να τους φοβίζει περισσότερο είναι η γυμνή μοναξιά τους, που μέσα στην απόλυτη σιγή, δεν έχει να τους προσδώσει τίποτα, παρεκτός το κορμί τους. Τίποτα παραπάνω απ` αυτό που έτσι ή αλλιώς το έχουν. Η ευθεία αντιπαράθεση με τον εαυτό τους είναι μάταιη, το αποτέλεσμα είναι χαμένο γι` αυτούς. Αυτός ο θόρυβος καλύπτει τη μοναξιά, την ντύνει. Έτσι δε φοβούνται, υπάρχουν κι άλλοι κοντά τους, κι άλλοι σαν αυτούς.

Ο προβολέας ανάβει.Τώρα ο Άνθρωπος-Στολή, με τα λευκά

γάντια, σηκώνει το χέρι του ψηλά προς την κατεύθυνση του δρόμου. Όλα τα αυτοκίνητα σταματούν ακαριαία μπροστά στη δύναμη του λευκού γαντιού. Οι Άνθρωποι-Οδηγοί με καρφωμένο το βλέμμα στον Άνθρωπο-Στολή, περιμένουν υπομονετικά. Σα να ξεκουρντίστηκε η μηχανή του χρόνου και πάγωσαν τα πάντα γι` αυτούς.

31

Στα πεζοδρόμια, το μωσαϊκό μετακινείται αργά, παράλληλα με την ευθεία του δρόμου. Πότε μπλοκάρεται, πότε ξεκινά ανάλογα με τα περίεργα βλέμματα ορισμένων ανθρώπων, που σταματούν απότομα μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων, για να χαζέψουν τα ‘πολύτιμα’ προϊόντα προς πώληση, τοποθετημένα έτσι, ώστε να έλκουν τα βλέμματα.

Άλλα από αυτά άχρηστα, άλλα χρήσιμα, τα περισσότερα άχρηστα. Αυτό που έλκει το βλέμμα όμως είναι πάνω απ` όλα η τιμή, αυτό το απόλυτο μέγεθος που μετρά μόνο το χρόνο της ζωής τους.

Ο προβολέας στρίβει προς τα` αριστερά, φωτίζοντας μια πλατεία μ` ένα κτίριο νεοκλασικό του προηγούμενου αιώνα. Το παράξενο είναι ότι και πάλι έχει ήλιο. Όσο όμως δεν έπεφτε ο προβολέας πάνω στο χώρο, ήταν σα να μην υπήρχε όλη αυτή η πραγματικότητα. Δεν υπήρχε!

Το σιντριβάνι της πλατείας πετά με δύναμη πολύ ψηλά τα νερά του, δηλώνοντας την επιβλητικότητα του χώρου. Δεν υπάρχουν άνθρωποι που κάθονται στην πλατεία, παρά μόνο άδεια παγκάκια και παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια.

Το μωσαϊκό των ανθρώπων περνά τον απέναντι κάθετο δρόμο και κατευθύνεται στο νεοκλασικό κτίριο, που με τον όγκο και την

επιβλητικότητά του στέκεται στην κορυφή της πλατείας.

Στριμώχνεται βίαια στην είσοδο του κτιρίου. Μεγαλόπρεπη είσοδος, απόλυτη, δεν επιτρέπει την παραμικρή αμφισβήτηση. Το κυρίαρχο στοιχείο είναι το δέος. Φορμαλιστικά ένας πιο σύγχρονος Παρθενώνας, όχι στην Ακρόπολη, αλλά στο κέντρο της Μητρόπολης.

Το μωσαϊκό ανθρώπων καταφέρνει και χώνεται μέσα στο κτίριο. Ο Άνθρωπος Στολή εξακολουθεί να έχει σταματημένα τα αυτοκίνητα. Τώρα τα πεζοδρόμια άδειασαν.

Ο προβολέας σβήνει.Ο ίδιος βασανιστικός βόμβος εξακολουθεί

να συντονίζει το μυαλό, προκαλώντας κατάθλιψη και υπερδιέγερση του νευρικού συστήματος. Η νύχτα το ίδιο πηχτή, χωρίς σκιές, χωρίς φεγγάρι. Μόνο το Απόλυτο Σκότος.

Το αργόσυρτο ποτάμι ακούγεται να ξαναρχίζει την κίνηση. Δίνει την εντύπωση ότι επιτέλους η μηχανή συγχρονίστηκε, ξανακουρντίστηκε και η βοή πήρε πάλι το γνώριμο σκοπό της.

Ο προβολέας ανάβει.Τώρα ο Άνθρωπος-Στολή έχει

κατεβασμένο το χέρι του κοιτώντας με απάθεια το μεγάλο ποτάμι.

Μέσα από το νεοκλασικό κτίριο, τον Παρθενώνα της Μητρόπολης, μετά από αρκετή ώρα βγαίνει ένας άνδρας ντυμένος με μαύρο

32

κοστούμι ‘νέας γραμμής’. Φορά γυαλιά ηλίου, προκειμένου να προστατέψει τα μάτια του από τον ήλιο. Στα χέρια του κρατά έναν χαρτοφύλακα. Περπατά βιαστικός και κατευθύνεται προς το άλλο άκρο της πλατείας. Καθώς περπατάει, δεν κοιτάζει δεξιά ή αριστερά, είναι ένας άνθρωπος στέρεος, γεμάτος αυτοπεποίθηση. Φτάνει στην κορυφή της πλατείας, ακριβώς πίσω από το κτίριο. Σε λίγο βγαίνουν κι άλλοι άνδρες, μαυροντυμένοι, με κοστούμια και γυαλιά ηλίου, κρατώντας χαρτοφύλακες.

Σιγά σιγά, μέσα από την κεντρική είσοδο του κτιρίου, αρχίζουν να βγαίνουν κι άλλοι άνθρωποι, πολύχρωμοι, φορώντας διαφορετικά ρούχα. Είναι το μωσαϊκό που, λίγο πριν σβήσει ο προβολέας, μπήκε στο κτίριο. Μόνο που αυτοί είναι πάρα πολλοί, κατά πολύ περισσότεροι από τους κυρίους με τα μαύρα ρούχα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν κρατούν χαρτοφύλακες, απλώς ακολουθούν τους κυρίους με τα μαύρα κοστούμια.

Οι μαυροντυμένοι κύριοι στήθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο, περιστοιχίζοντας τον πρώτο στην κορυφή της πλατείας. Το πλήθος συνέχιζε να βγαίνει από την είσοδο και να κατευθύνεται μπροστά τους. Μόλις βγήκε και το τελευταίο κομμάτι του μωσαϊκού, ακολούθησαν αρκετοί κύριοι, μαυροντυμένοι επίσης, κρατώντας κι αυτοί από έναν χαρτοφύλακα στα χέρια τους.

Αυτοί οι τελευταίοι στήθηκαν ακριβώς στο πίσω μέρος του πλήθους.

Ο προβολέας γυρίζει αναγκαστικά τώρα προς τα πίσω, προκειμένου να καλύψει την πλατεία με το τεράστιο πλήθος. Τα αυτοκίνητα έπαψαν να φαίνονται και η βοή αυτού του παράξενου ποταμιού δεν ακούγεται πια.

Κάπου στο βάθος, σ` ένα στενό με ψηλά κτίρια, ανηφορικό, στην ευθεία του αχνοφαίνεται ο Παρθενώνας της Ακρόπολης.

Ο πρώτος κύριος με τον χαρτοφύλακα κάνει κάτι παράξενες σπασμωδικές κινήσεις, προκειμένου να σταματήσει η βοή του πλήθους από τους ψιθύρους, που συναλλάσσουν οι τρομαγμένοι άνθρωποι.

Κραυγάζει, ωρύεται, μα το πλήθος είναι ισχυρότερο από τον ίδιο και ο συριγμός που παράγεται από τους ψιθύρους, σκεπάζει τα πάντα. Ακολουθούν κι οι υπόλοιποι κύριοι, κραυγάζοντας και κουνώντας τα χέρια τους προς το πλήθος, μήπως και το καταφέρουν να ησυχάσει. Όμοια και στο πίσω μέρος, οι μαυροντυμένοι κύριοι χτυπούν το πλήθος στην πλάτη, δείχνοντας του με νόημα να σταματήσει.

Η σιγή αργεί να επιβληθεί, όμως από τις αντιδράσεις φαίνεται να δρομολογείται. Μετά από αρκετή ώρα ένας μεταδιδόμενος συριγμός σσς…σσς…σσς…,που τρυπάει τα αυτιά, επιβάλλει τη σιωπή.

33

Ο μαυροντυμένος κύριος σηκώνει το χέρι του λίγο πριν μιλήσει, υποδεικνύοντας στο πλήθος ότι αυτός είναι ο ομιλητής και πως αυτόν θα πρέπει να προσέξουν.

‘Κύριοι! Η κατάσταση μάς είναι απόλυτα γνώριμη. Την ευκαιρία που μας εδόθη, την αδράξαμε, υλοποιώντας σχεδόν τους στόχους μας. Όπως καταλαβαίνετε, η ζωή ομορφαίνει με την υπακοή. Θα ήταν παραλογισμός από μέρους όλων μας, να αφήναμε την εξέλιξη στη στενοκεφαλιά του καθενός. Θα γινόμασταν όχλος. Τίποτα πια δεν θα μας επέτρεπε την εξέλιξη. Η πειθαρχία σας στις εντολές ήταν καταπληκτική. Σκεφτείτε ότι ούτε εμείς οι ίδιοι δεν περιμέναμε τέτοια προσήλωση.

Η ιστορική πορεία του τόπου είναι πλέον μονόδρομος. Αποφασισμένοι πια, μακριά από τις μικρότητες του παρελθόντος, με τη δύναμη του παρόντος, θα βαδίσουμε με σιγουριά προς το μέλλον. Όλοι μαζί θα πορευθούμε στο μεγαλείο που χάραξε ο λαός μας, με γνώμονα το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα. Στον δρόμο της δημιουργίας αναβιώνοντας και πάλι τα θαυμαστά μας έργα…

Δυστυχώς…μακάρι…καταλαβαίνουμε ότι ίσως φανεί παράξενο, μα… θα πρέπει βάσει κανονισμού να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά, πίσω στο σβέρκο. Δυστυχώς, όσοι κρατούν χαρτοφύλακα δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, για ευνόητους λόγους, όλοι οι υπόλοιποι οφείλουν να κινούνται με τα χέρια ψηλά.

Ακολουθήστε μας στην πορεία για την μεγάλη ανάδειξη!’

Ο μαυροντυμένος κύριος έκανε μεταβολή αμέσως μετά το λόγο του και με τη στερεή βεβαιότητα, που τον διέκρινε, κατευθύνθηκε προς το ανηφορικό στενό. Τον ακολούθησαν οι υπόλοιποι μαυροντυμένοι κύριοι, με τους χαρτοφύλακες στα χέρια, σιγά σιγά , πιο πίσω περπατούσε στα χνάρια τους το μωσαϊκό των ανθρώπων. Οι πρώτοι άρχισαν ένας ένας να σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Σαν από μαγνητισμό ακολούθησε όλο το πλήθος, μέχρι και τον τελευταίο άνθρωπο του μωσαϊκού. Στην ουρά ακολουθούσαν οι υπόλοιποι μαυροντυμένοι κύριοι, με τους χαρτοφύλακες.

Η πομπή κατευθυνόταν προς τον Παρθενώνα… της Ακρόπολης.

Ο προβολέας έσβησε.

34

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Ανασηκώθηκε από το λήθαργο κι άρχισε να βηματίζει γρήγορα. Η πορεία του έκανε εμφανή τα σημάδια της κούρασης. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς έμπλεξε μέσα σ` αυτό το τούνελ, όμως παρ` όλα αυτά δεν ήταν διατεθειμένος να επιστρέψει, όσα κι αν γνώριζε κι όσο μπορεί το γνώριμο να εξασφαλίσει την ύπαρξη, αρνούνταν την όποια βεβαιότητα.

Μετά από ώρες σταμάτησε πάλι.‘Μπροστά πάει ο δρόμος. Άλλωστε εάν

δεν υπήρχε προορισμός εμπρός, γιατί να γίνει ο δρόμος;’ σκέφτηκε κι απόκτησε το πρόσωπό του το χαμόγελο της αυτοπεποίθησης.

Οσμίστηκε την ατμόσφαιρα ξανά και ξανά, ώσπου να καταλάβει πού βρίσκεται. Είχε την ανάγκη όλων των αισθήσεων, προκειμένου να δικαιώσει την ύπαρξη. Εδώ και πολύ καιρό,

μέσα σ` αυτό το μονότονο, άχρωμο κενό τούνελ, είχε χάσει την αίσθηση της οσμής.

Δεν κατάφερε τίποτα, δεν οσμίστηκε το γνώριμο άρωμα της σαπίλας και των γδαρμένων ζωντανών, όμως ήξερε ότι δεν ήταν μακριά. Τούτος ο προορισμός δεν χρειάζεται πυξίδα, χρειάζεται ψυχή. Ναι, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, είχε τόσα μονοπάτια, όσους και ανθρώπους.

Το σκοτάδι είναι μέρος της διαδρομής. Κάθε μονοπάτι, λένε, έχει και τη δική του σκοτεινή μεριά. Εκεί είναι που οι περισσότεροι άνθρωποι τα χάνουν και πολλοί από αυτούς ακολουθούν το δρόμο του γυρισμού στα γνώριμα μέρη, χρονικά, λίγο πριν ξεκινήσουν το ταξίδι.

Άλλοι ξορκίζουν τους ταξιδιώτες να μην ξεκινήσουν καν αυτό το ταξίδι, ανακοινώνοντας την προσωπική τους εμπειρία, επικαλούμενοι συνήθως τη ματαιότητα, την πικρία, την κούραση και το χάσιμο χρόνου, τις Μούσες δηλαδή της Υποχώρησης. Αυτοί, φυσικά, δεν καταφέρνουν να πείσουν κανέναν από τους ταξιδιώτες, μια και είθισται η προσωπική επιλογή να είναι ισχυρότερη από τον οποιονδήποτε αρνητισμό.

Άλλοι πάλι, μετά τον γυρισμό τους, παύουν να μιλούν για το ταξίδι τους. Σιωπούν, γιατί διατηρούν την αξιοπρέπεια του εαυτού τους, αρνούμενοι να υπερασπιστούν την ήττα τους. Ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να τους

35

ψυχολογήσει, ούτε να τους πάρει μια λέξη για το ταξίδι τους, γιατί δεν έδωσαν αυτό το δικαίωμα. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν επιλέξει να ζουν στην αφάνεια.

Υπάρχουν, τέλος, κι αυτοί που έχουν φτάσει στον προορισμό τους. Αυτοί οι άνθρωποι ζουν ανάμεσα στους υπόλοιπους, με μια τρομερή ιδιορρυθμία. Είναι οι μόνοι νηφάλιοι, δε λένε πολλά και όταν περπατούν, είναι τόσο στέρεοι, που κανένας προβολέας δεν μπορεί να τους πιάσει, λες και έχουν κάνει συμβόλαιο με τη ζωή και με το θάνατο μαζί.

Οι υπόλοιποι λένε πως αυτοί έχουν περάσει τη σκοτεινή μεριά και πως εκεί συνάντησαν το θάνατο. Στάθηκαν, κουβέντιασαν μαζί του, τους μίλησε, του μίλησαν, αισθάνθηκαν το χνώτο του. Στο τέλος τον κορόιδεψαν και έφυγαν.

Οι αναμνήσεις πηγαινοέρχονταν στο μυαλό του διαρκώς, κάνοντας πιο ξεκούραστη την πορεία.

Όλα αυτά προκαθόρισαν το βήμα του, τον έκαναν κάπως πιο σίγουρο. Δεν είχε ανάγκη βέβαια από επιδοκιμασίες, αφού άλλωστε ήταν επιλογή του. Μια φυσική επιλογή, που όριζε τις ανάγκες του. Αυτός εξάλλου είχε ένα προτέρημα: το πείσμα! Όχι, δεν είναι ανόητος, γνωρίζει πολύ καλά πως αυτό μπορεί να τον οδηγήσει στο θάνατο, τον είδε το θάνατο! Τον είδε να τραβά ‘ντουγρού’ στον Παρθενώνα, που κι αυτός με το θάνατο χτίστηκε.

Το μονοπάτι αυτό, στη σκοτεινή μεριά του, κρατάει χρόνο πολύ, όμως, όπως έμαθε ο ίδιός του, μέσα σ` αυτό το αέναο ταξίδι του χρόνου, στον χορό των κύκλων, όλα εξαρτώνται από τον ταξιδιώτη. Όσο πιο νηφάλιος διαβαίνει τη σκοτεινή μεριά, τόσο πιο σύντομη γίνεται η διαδρομή αυτή. Όσα παράξενα παιχνίδια κι αν παίζει ο χρόνος, όσο φοβερή κι αν είναι η πραγματικότητα για τον ταξιδιώτη κι άλλο τόσο ξένη κι απόμακρη για τον παρατηρητή, στο τέλος αυτό που μένει δεν είναι ο ρεαλισμός, το καθ` αυτό στοιχείο της πορείας, αλλά κάτι πιο βαθύ, πολύ πίσω και πέρα από αυτόν.

Τον ξεπερνάει, τον απορρίπτει, τον αναιρεί και σαν βέλος σκίζοντας τον χρόνο, τρυπάει τα Τείχη της Σιωπής, φονεύοντας με απόλυτη ευστοχία το άβουλο και το βουλημιακό.

Στο ταξίδι αυτό, που ο πόνος και η κούραση είναι τα δομικά του στοιχεία, το συναίσθημα δε χωρά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο αφηγηματικά, ειδάλλως δεν έχει καμία απολύτως σχέση.

Ο Άνθρωπος Ψάρι έμαθε να μη μπλέκει το συναίσθημα, γιατί μπορεί να του γίνει μπούμερανγκ. Ο φόβος, αν μη τι άλλο. Τι είναι; Η κυριαρχία του αφαιρεί κάθε ίχνος λογικής, ισοπεδώνει την αξιοπρέπεια, καταργεί την πορεία.

36

Η μόνη του επιλογή, ο γυρισμός. Αυτό το ξέρει, κι αυτό φοβάται. Αυτός είναι ο φόβος του! Η επιστροφή. Η δικαίωση της ματαιότητας και μετά… η επουράνια προσδοκία!

Άντε, κι ακόμη ένας σκύλος για το κουδουνάκι του Παβλώφ.

Ανατρίχιασε. Ίσιωσε το κορμί του. Από το ρίγος, που τον διαπέρασε, αισθάνθηκε μέχρι και την τελευταία νευρική απόληξη να δονείται. Κοίταξε ψηλά με απόλυτη νηφαλιότητα, πήρε μια βαθιά ανάσα. Οι μνήμες και η λογική, βούρδουλας που μαστίγωσε το μυαλό και την καρδιά του.

Ντράπηκε για το φόβο που αισθάνθηκε, ακόμη κι αν δεν ήταν κανείς, ντράπηκε για τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή η ντροπή, λοιπόν, είναι ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας. Κάπου στο βάθος το τούνελ άρχισε να τελειώνει, μπορούσε να διακρίνει το τέλος του.

Μια παράξενη ομίχλη κι ένα θαμπό φως από προβολέα-θαμπό λόγω της ομίχλης-έδινε την αίσθηση χιονιά καιρού. Ενός καιρού κατάλληλου για αναστολές και για σκέψεις, όμως δεν υπάρχει χρόνος, μόνο η πορεία.

Περπατούσε με επιμονή, κόντρα στις απαιτήσεις του καιρού, με βήμα αργό. Πότε πότε παράπεφτε το βάρος του στο ένα πόδι ή στο άλλο, μοιάζοντας με βήμα μεθυσμένου.

Αφουγκραζόταν τον περιβάλλοντα χώρο, προσπαθώντας τη σύλληψη κάποιου ήχου.

Μέσα στη σκοτεινή μεριά του μονοπατιού χάνονταν μία μία οι αισθήσεις και τώρα, λίγο πριν την έξοδο, η αναζήτησή τους ήταν αναγκαία όσο ποτέ στο να κατανοήσει τη γνωριμία του σ` αυτή τη νέα φάση που εισερχόταν. Το τύμπανο σε όλη αυτή τη διαδρομή στο τούνελ έχασε την ευλυγισία του, δεν υπήρξε ούτε μία δόνηση από τότε που παράτησε το Σκουλήκι. Φοβήθηκε μήπως έμεινε κουφός από την πλήρη ακινησία.

Κάποιες στιγμές τού δινόταν η εντύπωση ότι γύρω του συνέβαιναν απροσδόκητα πράγματα και οι καταστάσεις, που τυχόν δημιουργούσαν, θα του ήταν ωφέλιμες. Καθάριζε, λοιπόν, κάθε τόσο τα αυτιά του, δοκίμαζε την ακοή του φωνάζοντας δυνατά. Όμως κι αυτό δεν τον έπειθε, ήξερε πως αυτή η φωνή βγαίνει από μέσα του. Του ήταν γνώριμη, ήταν δική του, ήξερε ακόμα και τι θ` ακούσει, γι` αυτό δεν πειθόταν από το πείραμα. Αυτόν τον ενδιέφερε ν` ακούσει κάτι διαφορετικό, ν` ακούσει έστω κάτι… Τίποτα.

Δε φοβόταν τη μοναξιά, όσο περισσότερο τη σιωπή των ανθρώπων. Έκλεισε τα μάτια του και περπατούσε το ίδιο αργά. Ένοιωθε δυνατός και μέσα από τη μελαγχολία του, για όσα συνέβηκαν και γι` αυτά που πρόκειται να συμβούν στο διάβα του, προσπάθησε να φέρει εικόνες στο μυαλό του…

37

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ

Αυτό που τον χάραξε περισσότερο, μέσα σ` αυτό το τούνελ, ήταν ότι είχε χάσει κάθε επαφή με τα ερεθίσματα. Έβλεπε ότι ήταν ανίκανος να αντιδράσει, να οραματιστεί. Αυτό

ήταν. Είχε χάσει ίσως το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής, το κομμάτι των ειδώλων!

Συνέχισε περπατώντας με κλειστά μάτια, προσπαθώντας να δει, να θυμηθεί τις εικόνες, μα δεν μπορούσε να βρει τους σχηματισμούς. Το μόνο, που κατάφερε, ήταν κάτι ακανόνιστα πράγματα, κυρίως καμπύλα, τα οποία πότε πότε κατέληγαν σε μία οξεία γωνία, ισοπεδωμένα από κάθε ίχνος αισθητικής.

Ένας κύκλος χωρίς όρια, ένα τετράγωνο χωρίς γωνίες, ένα τρίγωνο με τέσσερις πλευρές κι όλα αυτά μέσα σ` ένα περιβόλι, που η βλάστησή του ήταν διάδρομοι ατελείωτοι, ο ένας δίπλα στον άλλο, από οξείες γωνίες.

Την πόρτα του περιβολιού δεν χρειάστηκε να την ανοίξει, μπορούσε να περάσει από μέσα της. Αισθανόταν τα κυλινδρικά κιγκλιδώματα μέσα στα μάγουλα του. Στα μάτια του κυριαρχούσε ο τρελός χορός των ηλεκτρονίων. Το μυαλό του συντονίστηκε μ` αυτό το χορό, αισθανόταν την παράξενη έλξη αυτού του χώρου, μα συνάμα φοβόταν ότι δε θα έβγαινε ποτέ.

Περπατούσε το ίδιο αργά μέσα στο περιβόλι. Σε κάθε βήμα του και μια πληγή από τις τσακισμένες οξείες γωνίες, που άφηνε στο διάβα του. Όμως δεν πονούσαν…, οι πληγές δεν πονούσαν. Το αίμα έτρεχε ασταμάτητα κι ο ίδιος συνέχισε να βηματίζει, μα δεν τον ένοιαζε, είχε τόσο πολύ αίμα, που η ζημιά του ήταν ανεπαίσθητη.

38

Κοιτούσε τα πόδια του κάθε τόσο και τις τσακισμένες, κατακόκκινες από το αίμα, οξείες γωνίες. Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε πίσω του. Ένας κόκκινος διάδρομος, το στίγμα της πορείας του μέσα στο χρόνο. Ο Άνθρωπος Ψάρι χάραζε πορεία.

Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε ψηλά. Είδε έναν τετράγωνο, καταπράσινο σα λιβάδι, ήλιο. Είχε αντιληφθεί την ψυχρή ατμόσφαιρα, μα δεν τον επηρέασε αρνητικά. Μια κακοσχηματισμένη ατμόσφαιρα, χρωματισμένη από την πιο τρελή φαντασία ενός παιδιού, που δεν κάνει ‘ ούτε κρύο, ούτε ζέστη’ στο βλέμμα του παρατηρητή. Δεν έχει συναίσθημα, είναι όλη μια εικόνα των ενστίκτων. Όπως ένα παιδί δεν έχει λογική και δεν μπορεί να αποδώσει το συναίσθημα, έτσι και η εικόνα κρύβει μόνο το απλό γεγονός.

‘Μπορώ να σχεδιάσω, μπορώ να φαντάζομαι, είμαι ζωντανός.’

Κι αυτό είναι άλλωστε η ζωή. Δεν έχει την ανάγκη να σε κάνει Πικάσο ή Ρέμπραντ, αλλά αυτή την ανάγκη την έχει η κοινωνική κριτική, όταν δεν προσβάλλεται ή … στα μεθ` εόρτια!

Θα μπορούσε με τις ώρες να κάνει κύκλους μέσα σ` αυτό το περιβόλι, με τις ίδιες ακριβώς εικόνες, στο ίδιο ντεκόρ. Βέβαια μπορούν ν` αλλάζουν τα χρώματα, η οπτική γωνία, όμως δεν είναι αυτός ο σκηνογράφος, πολύ περισσότερο όταν κυριαρχεί η απώλεια

της φαντασίας μέσα από το καθημερινό διάβα του.

Μα πάλι, γιατί να μην μπορεί να κάνει κι αυτός την προσωπική του παρέμβαση, αφού είναι ο μόνος επισκέπτης. Άλλωστε δική του είναι η φαντασία, δικός του και χώρος.

‘Θέλω οι οξείες γωνίες, που δεν ξέρω τι διάολο παριστάνουν, να πάψουν να είναι πατημένες και ματωμένες. Επίσης θέλω να γίνουν τετράγωνα, να μπορώ να πατήσω άφοβα, χωρίς να πληγώνομαι.’

‘Είσαι βέβαιος, Άνθρωπε Ψάρι; Μη ξεχνάς πως είσαι σε ένα παιχνίδι φαντασίας…Κάτι που από σένα λείπει.’

‘ Τολμώ να πω ναι! Μ` αφήνει αδιάφορο η άποψη σου. Άλλωστε αυτό το ταξίδι, είναι δικό μου. Σ` αυτό το ταξίδι τους κανόνες τους βάζω εγώ. Όχι εσύ.’

Αυταρχικός, με τη βεβαιότητα του ταξιδιώτη, που έχει πείσμα και γνωρίζει τι θέλει, έδωσε την εντολή. Πήρε θέση. Για ακόμα μία φορά μπόρεσε να επιβληθεί σ` οτιδήποτε ξένο, σ` αυτό που τολμά να στέκεται απέναντι του.

Στο περιβόλι η διαταγή του εκτελέστηκε. Οι οξείες γωνίες μετατράπηκαν σε τετράγωνα. Τετράγωνα σφουγγάρια όμως, τόσο μαλακά και με τέτοιο βάθος, που κάθε βήμα του γινότανε αργό, γιατί βούλιαζε το πόδι του τόσο βαθιά, σχεδόν όλο, κάνοντας αδύνατο το επόμενο βήμα. Η κάθε του απόπειρα γινόταν

39

όλο και πιο νευρική, έπεφτε και βούλιαζε ολόκληρος. Απλώνοντας τα χέρια του, μόλις και με τα βίας κατάφερνε να βγάζει το κεφάλι του, για να αναπνεύσει, να μην τον πνίξουν τα τετράγωνα…,οι επιλογές του.

‘Άνθρωπε-Ψάρι, τι συμβαίνει; Πνίγεσαι; Η διαταγή σου εκτελέστηκε. Τώρα μένει σε σένα να αλλάξεις την υφή, να την χτίσεις. Να φτάσεις στο τέρμα του περιβολιού σου να τα καταφέρεις.’

Πάλευε, πάλευε, ώσπου βρήκε ένα δέντρο. Όλο κύλινδροι. Ακόμη και τα κλαδιά του κύλινδροι ήταν, με λείες γυαλιστερές επιφάνειες. Κάθε τόσο πιανόταν, μα από τον ιδρώτα τα χέρια του γλιστρούσαν. Έφτασε σε σημείο να κρατιέται μόλις από τα δυο του δάχτυλα.

Σηκώθηκε, στάθηκε στα πόδια του και κοίταξε γύρω του. Όλο το έδαφος, τετράγωνα, μεγάλα σφουγγάρια. Αυτά, ούτε τον πληγώνουν, ούτε τσακίζονται, ούτε τον ματώνουν. Όμως είναι τόσο επικίνδυνα, που, ενώ δεν τον πληγώνουν, μπορούν να τον καταπιούν.

‘ Όσο και να θέλεις να παίζεις μαζί μου, σου είπα από την αρχή. Εγώ είμαι ο Ταξιδιώτης, εγώ είμαι αυτός που ξέρει τον προορισμό του και θα φτάσω στο τέρμα.’

Ανέβηκε στο δέντρο. Στο πιο ψηλό σημείο του. Κοίταξε το φράχτη του περιβολιού. Μέτρησε την απόσταση με τα μάτια του. Μ`

ένα καλό πήδημα, θα κάλυπτε τη μισή διαδρομή, από κει και πέρα το πάλευε. Τα κιγκλιδώματα ήταν αρκετά κοντά. Έκανε ένα τεράστιο σάλτο. Το στόχο του τον έπιασε, κάλυψε περισσότερο από τη μισή απόσταση. Άρχισε να βουλιάζει μέσα στα σφουγγάρια. Με τη φόρα, που έπεσε, βούλιαξε τόσο βαθιά, που πνιγόταν. Με τα χέρια του προσπαθούσε να πιαστεί, μα ήταν χαμηλά και τα σφουγγάρια πολύ μαλακά.

‘ Ό,τι πετάει πολύ ψηλά, πέφτει και πολύ χαμηλά.’

Άκουσε τη φωνή, μα ήταν αδύνατο να απαντήσει. Τι να έλεγε άλλωστε; Τι μπορούσε να πει; Είχε τον πιο παράξενο θάνατο, τον πιο όμορφο πνιγμό. Τα σφουγγάρια κάλυπταν το πρόσωπο του, οι αναπνοές γίνονταν όλο και πιο δύσκολες.

Κρύος ιδρώτας άρχιζε να λούζει το πρόσωπο του. Η καρδιά ανέβασε τους σφυγμούς στους εκατόν είκοσι το λεπτό. Πανικός.

Προσπάθησε να ηρεμήσει. Όσο πιο ήρεμος και πιο χαλαρός, τόσο πιο δύσκολα βουλιάζεις. Η έλλειψη οξυγόνου όμως δημιουργεί, από την άλλη, σύσφιγξη μυών, αύξηση των παλμών της καρδιάς. Οι μύες παράγουν γαλακτικό οξύ, γιατί δεν έχουν οξυγόνο. Το κορμί γίνεται ξύλο και πονάει. Πώς να χαλαρώσει ένα ξύλο…

Η μνήμη φωτογραφίζει το παρελθόν. Με τέτοια ταχύτητα, που όμοιά της δεν έχει ο πιο

40

τέλειος φωτογράφος, ούτε η πιο τέλεια φωτογραφική μηχανή. Ο εγκέφαλος! Μηχανή προβολής αρνητικών, που δεν έχει όρια, δεν έχει χειριστή, μόνο η σχιζοφρένεια στην ταχύτητα και στην τελειότητα τον διακρίνουν και δεν υπόκειται στην επεξεργασία κανενός χεριού. Η πλήρης ανωτερότητα. Προβάλλει συνεχώς τις ίδιες εικόνες, εναλλάσσοντας τες με νέες.

Μωρός, παιδί, σ` ένα καφενείο, γυμνός, μπροστά στον καθρέφτη, καλλωπισμένος αυνανίζεται. Τηλεόραση, γυναίκα, μωρός, παιδί, έρωτας, αλκοόλ, στον καθρέφτη καλλωπισμένος, ναρκωτικά, πεσμένος στο δρόμο, ματωμένος. Το Αρπαχτικό-Όρνιο -έρωτας, το Αρπαχτικό-Όρνιο- φόβος, το Αρπαχτικό-Όρνιο…

Πόσο σύντομη είναι η ζωή! Όσο ακριβώς διαρκεί ένας θάνατος. Το νεκρό της ύπαρξης αρχίζει από τα άκρα…

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΠΡΟ

41

Λιπόθυμος στην άκρη του τούνελ. Οι αισθήσεις του στο μηδέν. Είναι νεκρός, είναι ζωντανός; Δεν υπάρχει αντίληψη. Η ομίχλη με το δυνατό αέρα ανακατεύονταν στην είσοδο του τούνελ, δίνοντας την αίσθηση των λουτρών, μόνο που ο καιρός είναι κρύος και η ομίχλη δεν είναι υδρατμοί.

Χαμηλοτάβανος ο ουρανός. Πνίγει κάθε ζωντανή αίσθηση και δεν αφήνει ούτε ένα πόντο ανάσας.

Οι άνθρωποι με ρόμπες του μπάνιου, κυκλοφορούσαν πάνω κάτω στους διαδρόμους. Ο Άνθρωπος-Ψάρι μόλις και με τα βίας καταφέρνει να ανοίξει τα μάτια του, βυθισμένος όπως είναι στο καυτό νερό.

Οι τοίχοι είναι πέτρινοι, στιβαροί σε βαθμό αφόρητο, τεράστιοι τετραγωνισμένοι βράχοι, ο ένας πάνω στον άλλο, που κρατούν την υγρασία στο χώρο. Οι καυτοί υδρατμοί κάνουν την αναπνοή δύσκολη. Είναι τα λουτρά! Μια νέα κοπέλα, ψηλή με μαύρα μακριά μαλλιά, πανέμορφες θάλασσες τα μάτια της. Σιωπηλή και κατάλευκη, σαν την πιο μελαγχολική μέρα του χειμώνα, μα συνάμα ‘καυτή’, όσο και το νερό των λουτρών που χαλαρώνει τις αισθήσεις, την ηθική κάθε κοινωνικού ‘πρέποντος’ ενάντια στην ανελευθερία των αισθήσεων.

Μπαίνει αργά αργά στο νερό, για να συνηθίσει οργανικά τη θερμοκρασία. Ο Άνθρωπος- Ψάρι, με μισάνοιχτα μάτια, γυρίζει το κεφάλι του, όταν η κοπέλα ήταν ήδη μισή μέσα στο νερό. Πρόσεξε τα στήθη της, υπέροχα βουνά αναζήτησης ηδονής. Το ζεστό νερό ‘άνοιξε’ τις φλέβες του οργανισμού του, δίνοντας την ευχέρεια της ροής του αίματος. Τα αγγεία του πέους έγιναν αυλοί πλημμυρισμένοι με αίμα, το αναπόφευκτο της στύσης γεγονός.

Η ηδονή γέμισε τα μάτια του με εικόνες, όπου το κυρίαρχο πρόσωπο ήταν αυτή η γυναίκα, με συμπρωταγωνιστή τον ίδιο και, πιο συγκεκριμένα, το γεννητικό του όργανο. Έκλεισε πάλι τα μάτια του βυθισμένος στην ηδονή. Η γυναίκα είχε φτάσει δίπλα του σχεδόν, στην ίδια κατάσταση και έσκυψε στο πρόσωπο του.

Η θηλή της τον ακουμπούσε στο πρόσωπο, δίπλα στο στόμα του. Αυτός, χαμογέλασε με τέτοιο τρόπο, ώστε τα χείλη του ν` ακουμπήσουν τη θηλή του στήθους της. Ήθελε να την αγγίξει, να την πιάσει με τα χέρια του από τη μέση, να την φέρει κοντά του, επάνω του, να ερωτευτούν μέσα στο καυτό νερό, να πνιγούν στην ίδια τους την ηδονή. Η γλώσσα του κορμιού του πήγε να μιλήσει, όμως η κοινωνική επίδραση απαγορεύει τέτοιες ρητορείες.

42

Άνοιξε τα μάτια του καλά και είδε την ομορφιά, τον Άγγελο, που όμοια της μόνο στο θάνατο του είχε δει.

Η γυναίκα πέρασε τα δάχτυλα της στα μαλλιά του, σφίγγοντάς τα ελαφρά. Τον κυρίευσε το πάθος για την ηδονή, μα συνάμα αιφνιδιάστηκε από το γεγονός της πράξης. Έγειρε το κεφάλι του στο χέρι της και της χαμογέλασε τρυφερά κοιτάζοντας ίσια μέσα στα μάτια της. Αναγνώρισε στο πρόσωπο της τη Γυναίκα, τη χαμένη ύπαρξη, το κόστος της πορείας του.

‘Δεν κάνει να κοιμάσαι σε τόσο ζεστό νερό’, του είπε γεμάτη τρυφερότητα.

‘Γιατί;’ απάντησε, ρωτώντας αιφνιδιασμένος, που κόπηκε η αισθησιακή του κατάσταση από το λόγο.

‘Μπορεί να πέσεις σε κώμα και να πνιγείς.’ Ο τόνος της Γυναίκας έγινε προστατευτικός.

Ο Άνθρωπος-Ψάρι την κοίταζε αποσβολωμένος, από την οργανική και ηθική χαλάρωση που είχε υποστεί.

‘Θα πεθάνεις’, είπε, και η φωνή της έγινε ακόμα πιο απαιτητική.

‘Μα είμαι ήδη νεκρός’, απάντησε αδιάφορα, συνεχίζοντας να απολαμβάνει το χρόνο μαζί της.

‘Νεκρός; Μα τότε, πως βρίσκεσαι εδώ και μου μιλάς;’ Η γυναίκα είχε καταλάβει ότι ο Άνθρωπος-Ψάρι βρισκόταν ένα βήμα πριν το

λήθαργο. Δε γνώριζε βέβαια όλη την ιστορική διαδρομή, που χάραξε μέχρι τότε.

‘Δεν είμαι στην κόλαση;’ τη ρώτησε με απορία.

Ήταν σίγουρη, τώρα πια, ότι γλίτωσε το μοναδικό άνδρα που βρέθηκε στο χώρο της. Αισθανόταν τυχερή, που επιτέλους, μετά από τόσο καιρό αναμονής του έρωτα, τον έβρισκε, σώζοντας του τη ζωή.

‘Μα ποια κόλαση; Θαρρώ πως έπεσες σε λήθαργο από την χαλάρωση κι ακόμα δε συνήλθες συνειδησιακά. Το παθαίνει πολύς κόσμος αυτό. Δεν είναι τίποτα. Με ένα καλό μπάνιο, δροσερό, θα συνέλθεις.’ Ο τόνος της φωνής της μαλάκωσε, έγινε πιο ερωτικός και τα χείλη της, που ακουμπούσαν στα πτερύγια του αυτιού του, έκαναν την προσμονή εφιαλτική.

‘ Εγώ έμαθα ότι, όταν πεθάνει κάποιος, αμαρτωλός ή άπιστος, πηγαίνει στην κόλαση κι εκεί τον έχουν μέσα σε καζάνια με καυτό νερό και έχει όμορφες γυναίκες, που κι αυτές αμάρτησαν κι απολαμβάνουν…μέσα απ` τον πόνο της…ξέρεις τώρα…πέθανα από ασφυξία στο περιβόλι με τα τετράγωνα σφουγγάρια…’, η φωνή του έβγαινε πολύ δύσκολα, καθώς δεν είχε θέση ο λόγος, όσο η πράξη.

‘Σσς…, μιλάς πολύ! Καλύτερα είναι να μη μιλάς’, τον διέκοψε, φέρνοντας το πρόσωπο του κοντά στο στήθος της, χαϊδεύοντάς τον

43

στην κοιλιά και κατεβάζοντας το χέρι της στο γεννητικό του όργανο.

Βρέθηκε πάνω του. Το φιλί της, η ζέση του κορμιού της έκαναν την αναζήτηση της ηδονής στους ενδότερους χώρους του κορμιού της…

Ορισμένα πράγματα, όσο καλά κι αν περιγραφούν, αυτή καθ` εαυτή η πράξη τα διαψεύδει. Κάνει τόσο φθηνή και πεζή την περιγραφή, τόσο βατή την πράξη, που χάνει την ποίηση της, αφήνοντας μόνο πίσω της την εξαθλίωση και την ισοπέδωση του ερωτισμού. Δεν είναι αυτή η πρόθεση του βιβλίου.

Το ιδρωμένο πρόσωπο, η βαριά ανάσα της ηδονής, η αίσθηση της κούρασης, η φωτισμένη ομίχλη από το φως του προβολέα υποδήλωναν την παρουσία της ύπαρξης.

Ένοιωσε να παγώνει, σήκωσε τα βλέφαρα του μ` όλη τη δύναμη του κόσμου, με όλες τις αντοχές που χρειάζεται η ανθρωπότητα να σηκώσει το ζυγό, που λέγεται ζωή. Εκεί ακριβώς ήταν το τέλος ενός ονείρου. Αμέσως μετά το θάνατο!

Έμεινε πάνω στη γη ξαπλωμένος να τον τυλίγει ο παγωμένος βοριάς και το πέπλο της ομίχλης να τυλίγει το κορμί του, σα χιτώνας αρχαίων καιρών, κουβαλώντας το βάρος της γνώσης και της αναζήτησης χιλιάδων χρόνων τώρα.

‘ Όχι, είναι αδύνατο να πεθάνεις έτσι. Ο θάνατος έρχεται στο πλήρωμα του χρόνου, στο πλήρωμα της δημιουργίας. Είναι χαραγμένος ο τόπος και ο χρόνος. Από εμάς εξαρτάται το πού, το πώς, το πότε. Ο άνθρωπος που γεννιέται έξω από τα όρια της μετριότητας, έξω από τα όρια της κοινωνικής ευπρέπειας, υπάρχει έξω από τα όρια του χρόνου’, σκέφτηκε χαμογελώντας, ρουφώντας αχόρταγα το άρωμα της γης.

‘ Όχι. Είναι νωρίς για να σε συνηθίσω’, είπε και σηκώθηκε.

Τα ρούχα του μούσκεμα από την υγρασία, το σώμα του διακατεχόταν από ρίγος, τα κόκαλα του πονούσαν, όμως ο ίδιος, ξεκούραστος όσο ποτέ άλλοτε, ξεκίνησε για το επόμενό του βήμα, λίγο πριν την πομπώδη έξοδο του απ` το τούνελ.

44

ΟΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΕΙΤΕ ΕΥ ΟΔΟΣ

Το κυρίαρχο από τον προβολέα φως, μαζί με την ομίχλη να κυριεύει την ατμόσφαιρα, φώτιζε το τοπίο. Μια λεωφόρος μεγάλη ανοιγόταν μπροστά του. Ασφαλτοστρωμένη, με τις διαχωριστικές της γραμμές ολόλευκες. Άπλα και απόλυτη ησυχία, σα δρόμος καινούργιος, που δε δόθηκε ακόμη σε κυκλοφορία. Αν και το τοπίο θύμιζε ταινία τρόμου, ο ίδιος ένοιωθε ευτυχής που είχε δρόμο να βαδίσει.

Περπατούσε αργά, βήμα το βήμα, ολοένα σκεφτόταν την παιδική ζωγραφιά, σαν τη ζωή χωρίς όρια. Φοβόταν πολύ την όποια βιαστική

κίνηση, διδάχτηκε από τον εφιάλτη του να μη βιάζεται.

‘ Όποιος πετάει πολύ ψηλά, πέφτει πολύ χαμηλά’.

Μετρούσε το βήμα του με τις διαχωριστικές γραμμές των διαδρόμων του ρεύματος. Τρία βήματα η γραμμή, άλλα τρία κενό, άλλα τρία η επόμενη… Στις άκρες της λεωφόρου και πέρα είχε χωράφια, πολλά από αυτά καλλιεργήσιμα. Κόντευε η εποχή του θέρους των καρπών, που θα έδινε η γη. Αν δε θερίσουν τους καρπούς, αυτοί θα πέσουν στη γη και θα δώσουν κι άλλα φυτά κι άλλοι καρποί θα πέσουν κι άλλα φυτά θα βγουν, ώσπου στο τέλος δε θα `χει χώρο να καρπίσει η γη…,και θα σαπίσει.

Έσκυψε παράμερα και πήρε ένα κλαδί σπασμένο, κάτω από ένα δέντρο, το στήριξε στη γη και συνέχισε να περπατάει, κρατώντας το και στηρίζοντας το κορμί του πάνω του, για να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τους πόνους από το βάδισμα, να τον βοηθήσει να κατακτήσει την υπομονή, που θα τον οδηγήσει ίσια στην Ανατολή, στο ξεκίνημα της μέρας.

Λαμπρή γιορτή γι` αυτόν να ξανανιώσει, που στο διάβα της πορείας του, πέρασε κι ο χρόνος. Και η σοφία, αυτό το κακοτράχαλο μονοπάτι, αυτός ο χείμαρρος που συγκεντρώνει τα νερά της βροχής σταγόνα σταγόνα και κάνει τις σταγόνες λίμνη, μικρή στην αρχή, πιο μεγάλη αργότερα. Και τα νερά

45

της λίμνης παίρνουν τον κατήφορο και παρασέρνουν κι άλλες λίμνες, και αυτός ο χορός χειμαρρώδης, ποτάμι ορμητικό, που δε γνωρίζει στο διάβα του εμπόδια, παρασέρνοντας δέντρα, ανθρώπους, σπίτια και ό,τι άλλο βρεθεί ή τολμήσει να σταθεί απέναντι του, κυλάει εμπρός στο στόχο του.

Ακόμα και αυτό, το ορμητικό ποτάμι, περιμένει το χρόνο του. Έτσι μόνο, όταν θα μάθει τη στιγμή της ορμής, όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου για τη μεγάλη πορεία, τότε θα μπορέσει με σιγουριά να πει στον εαυτό του ότι κατέκτησε τη σοφία.

Το βήμα αργόσυρτο από την κούραση, μηχανική κίνηση κάποιων εμβόλων, που συντονίζονται και συνδυάζονται απόλυτα αρμονικά, απλά, χωρίς σκέψη, καθώς μόνο με την παίδευση μπορούν, όπως ο τελειότερος γερανός, να κρατούν το βάρος προς τα πάνω, αναταράσσοντας μ` αυτόν τον τρόπο την καθ` εικόνα και ομοίωση.

Οι ώρες κυλούν για τον Άνθρωπο-Ψάρι. Βέβαια η διάσταση του χρόνου είναι τελείως διαφορετική, καθώς ο ίδιος ζει και μετρά το χρόνο, στιγμή τη στιγμή. Έτσι η πολύτιμη μέτρηση του εξασφαλίζει τις δύο, ίσως και τις περισσότερες ζωές που του χρειάζονται, προκειμένου να φτάσει στην Ανατολή.

Η ολοκλήρωση του, σαν ύπαρξη, δεν πρόκειται να είναι μοναδική. Γνωρίζει άλλωστε πολύ καλά πως το τέλος του θα είναι η

κληρονομιά για τον επόμενο ταξιδιώτη, όπως και ο ίδιος ήταν η αρχή μιας άλλης παρακαταθήκης, που έμελλε να τη συνεχίσει..

Ήδη από την αρχή της πορείας του έχει κατακτήσει πράγματα και γνώσεις τέτοιες, που μόνο σπάνιοι άνθρωποι μπόρεσαν ν` ανακαλύψουν, ως το κατώφλι της μόνιμης πατρίδας τους, τον προδιαγεγραμμένο τόπο, τη Μητέρα Γη. Όχι πως αυτό τον διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους, αντιθέτως τον συνδέει με τους προηγούμενους και τους επόμενους.

Η εναλλαγή των ειδώλων, η αντίληψη των πραγμάτων, που στο διάβα του έτυχε εκατοντάδες φορές να ξεπεράσει την αρχή του.

Τα ατελείωτα ζικ-ζακ και ο χαμένος χρόνος του. Αυτή η αβάσταχτη συμπόρευση με το Σκουλήκι, που η τόση γοητεία του τον μάγεψε. Τον μάγεψε τόσο, ώστε να φτάσει στα όρια του εξευτελισμού, καταναλώνοντας τον χρόνο του όμοια με όλους αυτούς με τα ‘θέλω’, να προβάλλουν σαν φωτεινή επιγραφή στο Café Bar ‘ο Εγκέφαλος’. Με τη σερβιτόρα να κινείται σε κάθε τραπέζι, σε όλες τις γωνίες του καταστήματος, για να εξυπηρετήσει οτιδήποτε θέλουν οι πελάτες. Και οι αισθήσεις πάνω στα τραπέζια, μεθυσμένες από την ποικιλία που διαθέτει το κατάστημα, θέλουν συνεχώς, δε σταματούν να παραγγέλλουν, κι όπως ο μπεκρής δε δίνει δεκάρα για την τσέπη του, όλα είναι ‘τεμπεσίρι.’

46

Δέσμιος του χρήματος, της Μαγικής Δύναμης, χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας, δε δίστασε να ζητιανέψει.. Ναι, γιατί αν δεν ήταν ζητιανιά, το τυχαίο θα έπρεπε να επιστρέψει τα χρήματα, θα έπρεπε να φύγει τρέχοντας από εκείνο το σατανικό μονοπάτι, που, αν και του δίδαξε τόσα πολλά, κατέστρεψε το χρόνο του, διέβρωσε μάταια την εκκίνηση, κι όσο για την κατάληξη του, αυτή δεν ήταν τυχαία. Θα έφτανε ακόμα πιο γρήγορα, αρκεί να ήταν καθάριος, γνωστικός από την αφετηρία. Δεν ήταν απαραίτητο να σέρνεται στη γη, ώστε να αντιληφθεί το εγκληματικό του λάθος.

Πόσο δίκαιο είχαν τα Νερά της Ζωής, τα σοφά λόγια που αρνήθηκε να ακούσει πραγματικά. Κι ο επιθετικός Σκύλος, που καθοδηγούμενος από την ανάγκη του, την πραγματική του ανάγκη, κι όχι από τις απαιτήσεις της ανόητης καθημερινότητας, του επιτέθηκε γιατί τον κατάλαβε, γνώριζε, γιατί έβλεπε με τα μάτια της ψυχής.

Μακριά από κάθε στυγνή λογική, που θέλει ρομπότ χωρίς στομάχια, περιτριγυρισμένα από την αθλιότητα της τεχνικής υποστήριξης. Νεκροζώντανοι στις μονάδες εντατικής θεραπείας, που ονομάστηκαν ‘κοινωνία’.

Η προϊσταμένη, αυτή η σκύλα με τα άσπρα τσόκαρα που χτυπούν κάθε τόσο στους διαδρόμους, προκαλώντας έναν ανυπόφορο θόρυβο, που μέσα στο κώμα του αντιλαμβάνεται ο καθένας την εξάρτηση του,

ασυνείδητα ίσως από το πώς και το πότε θα εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του.

Πότε θα πάρει τις δόσεις του, τι είδος θα προτιμήσει το κουφάρι του αυτή τη φορά, προκειμένου να γειάνει το στερητικό του σύνδρομο, κι όλα αυτά χωρίς καν ν` ανοίξει το στόμα του. Οι σκέψεις διαβάζονται σε μικρές οθόνες έλλογων μηνυμάτων, με το σφύριγμα του μηχανήματος της ζωής, χωρίς πολλά πάρε- δώσε. Δε χρειάζεται να είναι έξυπνος, γιατί πολύ απλά δεν είναι αυτόβουλος. Για όλα έχει φροντίσει η προϊσταμένη.

Το φαγητό σερβιρισμένο κατά τα πρότυπα, το ποτό διαλεχτό, όχι από τον ίδιο, αλλά… Και το αντίτιμο; Επί πιστώσει…

Ο ασθενής δεν έχει επιλογές, γι` αυτό βρίσκεται στη μονάδα εντατικής θεραπείας, όπου για όλα έχουν φροντίσει η επιστήμη και προϊσταμένη. Θα ευχόταν βέβαια να είχε φύγει από κει μέσα, αλλά δεν ήρθε ακόμη η ώρα του.

Είναι νωρίς για να πεθάνει και πάρα πολύ νωρίς για να βγει στο προαύλιο, να τον δει ο ήλιος, να πάρει χρώμα κι αυτός και η ζωή του. Οφείλει να είναι υπάκουος, αφού ο ίδιος δεν αισθανόταν καλά από την αρχή και παρέδωσε με μεγάλη ευκολία σώμα και πνεύμα στους ειδικούς.

Η λεωφόρος άνετη για τον Άνθρωπο-Ψάρι, ευδιάκριτη ως εκεί που φτάνει η όραση, έτσι που βαδίζει αμέριμνος από τις φοβίες του βήματος. Τώρα πια του έγινε πιο οικεία. Όσο

47

καλύπτει τις αποστάσεις, η ομίχλη διαλύεται κι ο αέρας ευεργετικός για την πορεία. Φυσάει τόσο, ώστε να μην ιδρώνει, να παίρνει τις σκέψεις του και να τις ταξιδεύει πέρα μακριά στον ορίζοντα, να τις κάνει εικόνες για όσους σκέφτονται, λόγο για όσους τολμούν.

Ιδέες και σκέψεις γυμνές, χωρίς μανδύα, γιατί δεν ντρέπονται για το σώμα τους, καμαρώνουν τα γεννητικά τους όργανα, έτοιμες να πραγματώσουν τον έρωτά τους, με μια άλλη ιδέα, όσο όμοια είτε ανόμοια κι αν είναι. Δεν έχουν ενδοιασμούς στον έρωτα, που αυτές τον ονομάζουν ‘διαλεκτική’.

Δε φοβούνται τα περιβόλια με τα τετράγωνα σφουγγάρια, γιατί μπαίνουν, ενυπάρχουν σε αυτά και αυτές ξέρουν πότε τα σφουγγάρια θα γίνουν δρόμοι, για να περπατήσουν όλοι αυτοί οι τραγικά ελεύθεροι.

Η πορεία συνεχίζεται. Η μοναξιά πιο απόλυτη από ποτέ, όμως και πιο δημιουργική, προβάλλει ως απαραίτητο δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς του. Μέσα σ` αυτήν τη μοναξιά του έχει το χρόνο να επεξεργάζεται διαρκώς ό,τι έζησε και είδε στο διάβα του. Κάθε φορά που βρίσκει το χρόνο να ανακεφαλαιώσει την πορεία του, να θυμηθεί τις παροτρύνσεις και τις ανατροπές, να ζυγίσει τις θυσίες και τις απολαβές, πάντα δικαιώνει το επόμενο βήμα του. Και μήπως η δικαίωση είναι γιατί δεν του έχει απομείνει τίποτα, όπως του είπε και το Αρπακτικό-Όρνιο;

Ίσως τελικά η δικαίωση να είναι η αυτοάμυνα του για όλη αυτή τη θυσία της δικής του επιλογής.

Οι εικόνες εναλλάσσονται η μία μετά την άλλη, ο ζητιάνος χωρίς πρόσωπο, τα άγρια άλογα, η σιωπή, η πρώτη και η δεύτερη στον τραγικό τόπο της αιχμαλωσίας.

Περπατά στη λεωφόρο και στο διπλανό χωράφι, σκάβουν ασταμάτητα να βρουν τα πτώματα που χάθηκαν σ` εκείνη την τραγική νύχτα. Είναι οι τρεις άνθρωποι, που με τους κασμάδες και τα φτυάρια στα χέρια σφυρίζουν ένα σκοπό που έρχεται από το παρελθόν και κρύβει μέσα του χιλιάδες πτώματα, που η Ιστορία ποτέ της δεν μπόρεσε να τα αντέξει μέσα της και πάντα έβγαζε ανθρώπους να την ξεθεμελιώσουν, να βγάλουν τους νεκρούς από μέσα της, να μπορέσει κι αυτή με τη σειρά της να βρει μια στιγμή ξεκούρασης, λίγη γαλήνη να υπάρξει χωρίς τύψεις. Να δει όλα αυτά τα πτώματα από ψηλά, στημένα στις πλατείες, στους δρόμους, ζωντανοί ξανά, να θυμίζουν όλα όσα οι υπόλοιποι έχουν ξεχάσει.

Ο Άνθρωπος-Ψάρι δεν τρομάζει πια. Χαμογελά με τη βεβαιότητα και την αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου, που ξέρει το πεπρωμένο του, γιατί αυτός το ορίζει.. Τα πόδια του μούδιασαν, οι πληγές στις πατούσες δεν επιτρέπουν το επόμενο βήμα, αλλά η ψυχή θέλει, η ζωή δεν μπορεί να περιμένει, η Ιστορία

48

δεν αντέχει άλλο και οι νεκροί ματώνουν τα σωθικά τους καταδικασμένοι στην αφάνεια.

Προσπέρασε το χωράφι και ο απόηχος του σφυρίγματος των τριών ανθρώπων, έδινε ρυθμό στην πορεία του, τον βοηθούσε να ξεπεράσει το επίπονο μαρτύριο της πορείας. Τώρα πια έπιασε κι αυτός το σκοπό, σφυρίζοντας. Με μεγαλύτερη μαεστρία χειριζόταν το μπαστούνι, συνεχίζοντας το βήμα του στον ίδιο ρυθμό.

Η λεωφόρος είχε πολλές στροφές, ανηφοριές, κατηφοριές, περνά από δάση και βουνά, ξεχύνεται απόλυτα ευθεία στον κάμπο και τώρα να που περνά δίπλα από τη θάλασσα.

Και σα να τον θυμήθηκαν οι νεκροί, σαν η Ιστορία να βρήκε στο πρόσωπο του ένα χαμένο σύντροφο της από το παρελθόν. Κι ο χρόνος! Αυτό το άτιμο εκκρεμές, που γυρίζει όπως αυτό θέλει, χωρίς να το ορίζουμε, πήρε ανάποδες στροφές και τον συνάντησε.

Πέρα στον ορίζοντα της θάλασσας αχνοφέγγει ένας σχηματισμός γης, τόσο μικρός κι ασήμαντος, που μόνο αφορμή για ξεκούραση μπορεί να δώσει, κι αυτή την αφορμή ο Άνθρωπος-Ψάρι την είχε ανάγκη.

Βγήκε από τη λεωφόρο, ανέβηκε πάνω στο λόφο ν` αγναντέψει, να τον δροσίσει η θαλασσινή αύρα. Στην κορυφή του λόφου άρχισε να ξεχωρίζει καλύτερα η απέναντι γη. Ξερή, κατάξερη, μια γκρίζα σκιά, βαριά σα σύννεφο που προμηνάει χαλασμό.

Κατέβηκε το λόφο προς τη θάλασσα, μαγνητισμένος από αυτή τη γη, που κάπου μέσα του ένοιωθε πως την έχει ζήσει, πως τη γνωρίζει καλά. Έφτασε δίπλα στην άκρη της θάλασσας, έβγαλε τα παπούτσια του και βούτηξε τα πόδια του στα νερά να ξεκουραστούν. Η ηδονή της ξεκούρασης που την αισθανόταν να φεύγει από τα πόδια του και μια δύναμη παράξενη για `κείνον τον διαολεμένο τόπο, τον ώθησαν να ξεγυμνωθεί και να μπει στο νερό, να εξοικειωθεί με το υγρό στοιχείο, να αφουγκραστεί μέσα στο νερό, μήπως και βρει τους ήχους από το παρελθόν.

ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ

Μέσα στο νερό ο Άνθρωπος-Ψάρι ένοιωθε τις δονήσεις του πόνου σα μαστίγιο στο κορμί

49

του, που η αλμύρα της θάλασσας το έκαναν βασανιστήριο. Αφουγκραζόταν τις φωνές και η θάλασσα έπαιρνε τη μορφή πληγωμένων προσώπων.

Έβγαλε το κεφάλι του έξω από το νερό, δεν άντεξε άλλο το σακίδιο της Ιστορίας, τρόμαξε, τον φόβισε αυτή η τραγική πραγματικότητα, που απάντησε ως τιμωρία για το επιπόλαιο της αυτοπεποίθησης.

Δεν μπορούσε παρά να κολυμπήσει όσο το δυνατόν πιο κοντά σ` αυτό το νησί, να δει, να αισθανθεί όλα αυτά που ξέχασε. Να θυμηθεί ξανά τα πρόσωπα και τις κουβέντες που αντάλλαξε τις κρύες νύχτες, μαζί με άλλους ανθρώπους. Πολλές κουβέντες. Μετρημένες, αλλά πολλές. Κι όλες έκρυβαν ιστορία ή την έχτιζαν.

Έκλεισε τα μάτια του και με όλη τη δύναμη της ψυχής του κολυμπούσε, γνωρίζοντας πολύ καλά πως ένα δρομολόγιο υπάρχει σ` αυτή τη θάλασσα και αυτό καταλήγει στην γκρίζα σκιά…

Το καΐκι, ένα μαύρο χιλιοχτυπημένο από την αρμύρα της θάλασσας και τα κύματα που σαν παγκόσμια καταγγελία έσκαζαν στους βράχους, ένα μίασμα που όποιος το έβλεπε, είχε την εντύπωση πως στο επόμενο δρομολόγιο θα βουλιάξει. Κι ευχόταν ο παρατηρητής να βουλιάξει, κι ας πνίξει τους ανθρώπους που είναι επάνω του, μόνο να μην ξαναταξιδέψει.

Αυτός ο φόβος της θάλασσας, που σαν τη βάρκα του Χάρου, μετέφερε τις ψυχές από τη ζωή στον Άδη, στην κόλαση. Ματωμένος τόπος, που όλοι οι άνθρωποι, από την αντίπερα όχθη, ξορκίζουν και μιλώντας γι` αυτόν σταυροκοπιούνται, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά.

Στα βλέμματα τους διακρίνεις πως το Αρπακτικό-Όρνιο δεν άφησε πολλά περιθώρια επιλογών. Έστρωσε καλά το δρόμο για την πορεία του.

Στην προβλήτα σκιές μαύρες και σκυφτές περιμένουν υπομονετικά τα μηνύματα που φέρνει ο φόβος της θάλασσας. Η σιωπή κυριαρχεί από την προβλήτα μέχρι μέσα στη θάλασσα. Μόνο ο ήχος της μηχανής ακούγεται από το καΐκι που χαροπαλεύει στα κύματα. Η σιγή, έκδηλο σημάδι προσμονής κάποιου ήχου, σημείο αναφοράς για τη ζωή. Και το καΐκι μετρώντας την απόσταση, κύμα το κύμα, πότε χαμηλά, πότε ψηλά στον ορίζοντα, μαγνήτιζε τις σκιές, που σαν τελετουργικός χορός τεντώνονταν να το δουν και, μόλις ανέβαινε στο κύμα, χαλάρωναν στην αρχική τους θέση. Γέλια ακούγονταν από το καΐκι, γέλια και κλάματα μαζί, δύο συναισθήματα αντικρουόμενα, της νίκης και της ήττας. Μόλις έδεσε στον κάβο, πολλές από τις σκιές έπεσαν επάνω του, ενώ άλλες, οι περισσότερες, αποτραβήχτηκαν σκυφτές και χάθηκαν στο σκοτάδι…

50

Ο Άνθρωπος-Ψάρι κολύμπησε πολύ, έφτασε σχεδόν στη μέση της διαδρομής, κουράστηκε. Η θάλασσα, όσο αγαπημένη κι αν είναι, είναι σκληρή, δεν επιτρέπει να τη δαμάσει εύκολα κανείς.

Γύρισε ανάσκελα, χαλάρωσε, επιπλέοντας απλώς στην επιφάνειά της για να ξεκουραστεί. Άρχισε να σφυρίζει το σκοπό που είχε ακούσει στο χωράφι από τους τρεις άνδρες. Του άρεσε, χωρίς να γνωρίζει τίποτα γι` αυτό το σκοπό, έτσι ασυνείδητα όπως και πριν στη λεωφόρο, ένοιωθε τη βαρύτητα που είχε τόσο γι` αυτόν, αλλά πολύ περισσότερο για το κοινωνικώς γενόμενο. Ο χρόνος στο νερό της θάλασσας είναι απολαυστικός, μα ακόμα περισσότερο, είναι ένας συνδυασμός με σκοπό την ηρεμία και την καλλιέργεια. Τον βοηθούσε να παίρνει κουράγιο για να συνεχίσει, ενώ, μέσα στη θάλασσα, απέβαλλε με μεγαλύτερη ευκολία τους φόβους και τις ανασφάλειες που είχε. Ήδη είχε ξεμακρύνει αρκετά από τη στεριά.

Οι σκιές κουνούσαν τα χέρια τους φωνάζοντας μήπως και τους ακούσει. Όμως αυτός αμέριμνος και η απόσταση μεγάλη. Ήθελε η θάλασσα να μεταφέρει τους ήχους, αλλά δεν ήθελαν οι άνεμοι. Βοριάδες φυσούσαν και δεν επέτρεπαν τη μεταφορά μηνυμάτων.

Το καΐκι ξεκίνησε από την προβλήτα για την επιστροφή. Μέσα στο νερό ακουγόταν ο ήχος της μηχανής του, ένα κροτάλισμα αχνό, που δεν πτοούσε τον Άνθρωπο Ψάρι,

σφυρίζοντας και πλέοντας αρμονικά στην επιφάνεια, στο δρόμο για την Ιστορία. Οι φωνές δυνάμωναν από το νησί, μα παράλληλα άρχισαν να ακούγονται μεταλλικοί κρότοι. Τους άκουσε, γύρισε, αλλά είδε ότι ήταν πολύ μακριά για να τον αγγίξουν κι έτσι αρμένιζε σφυρίζοντας τον ίδιο σκοπό. Το καΐκι κινούνταν κι αυτό στον ίδιο ρυθμό με εκείνον, μια πάνω, μια κάτω, μόνο που κινούνταν πιο γρήγορα, γιατί η διαολεμένη μηχανή του είναι πιο δυνατή και δεν κουράζεται εύκολα.

Τώρα ο μεταλλικός ήχος της τοπ…τοπ…τοπ… ακούγονταν πιο καθαρά στ` αυτιά του. Ήταν αρκετά κοντά κι ολοένα πλησίαζε.

Σα μωρό στην αγκαλιά της μάνας η θάλασσα τον νανούριζε. Σταμάτησε να σφυρίζει, απόκαμε. Έπεσε σε λήθαργο χάνοντας κάθε επαφή με το περιβάλλον.

Έφτασαν σχεδόν δίπλα του. Ένα κύμα τον σκέπασε, ένοιωθε να πνίγεται, σήκωσε τα χέρια ψηλά να βγάλει το κεφάλι του από το νερό. Ο Άνθρωπος-Στολή, που τον είδε, άπλωσε το χέρι του και τον ανέβασε στο καΐκι. Τον έβαλε εξαντλημένο δίπλα σε άλλους ανθρώπους, με αλυσίδες στα χέρια.

Έριξε το κεφάλι του πίσω στο παραπέτο και κοιμήθηκε. Κάθε λίγο ο Άνθρωπος-Στολή τον κλωτσούσε στα πλευρά.

‘ Έι, ξύπνα, Άνθρωπε-Ψάρι!’

51

Άνοιγε τα μάτια του, τον έβλεπε σαν σε όνειρο και ξανακοιμόταν. Σε λίγο πάλι ο Άνθρωπος-Στολή τον κλωτσούσε στα πλευρά.

‘ Τι ζητούσες στη θάλασσα, Άνθρωπε-Ψάρι’, του έλεγε, φωνάζοντας και σκούζοντας για την αδιάφορη συμπεριφορά του. Μα ο Άνθρωπος- Ψάρι άκουγε τη φωνή να έρχεται από πολύ μακριά, σαν μέσα από το πέρασμα του χρόνου, και, χωρίς να δίνει σημασία, συνέχισε να κοιμάται.

Μετά από αρκετή ώρα αισθάνθηκε ένα μέταλλο παγωμένο να σέρνεται πάνω κάτω στο πρόσωπο του και δυο χέρια να του ρίχνουν απαλά νερό στα μάτια του και να του χαϊδεύουν το μέτωπο. Άνοιξε τα μάτια του και είδε έναν άνδρα με αλυσίδες στα χέρια να του χαμογελά.

‘Ξύπνα, αρκετά κοιμήθηκες, σε λίγο φθάνουμε’, είπε με φωνή σιγανή, βελούδινη, αγίασμα για τα` αυτιά του.

‘Πού είμαι; Πού πάμε;’ ρώτησε τρομαγμένος ο Άνθρωπος-Ψάρι.

‘ Είναι μέρος του δρόμου, που διαλέξαμε όλοι μας. Μην ανησυχείς. Να είσαι υπάκουος μόνο και να σέβεσαι πάνω απ` όλα ένα πράγμα: την επιλογή της εκκίνησης. Τίποτα άλλο…’

‘Εσύ σκάσε, αλήτη!’ έκοψε το λόγο του άνδρα, ο Άνθρωπος-Στολή.

Στον Άνθρωπο-Ψάρι όλα αυτά φαίνονταν σαν θέατρο του παραλόγου και ήταν μέρος του θεατρικού κι ο ίδιος. Κοίταξε γύρω να δει το

χώρο, ώσπου το βλέμμα του έπεσε πάνω στο πρόσωπο του Ανθρώπου-Στολή. Τον κοίταζε με δαγκωμένα χείλη.

‘Λοιπόν, εσύ, Άνθρωπε-Ψάρι, λέγε πώς βρέθηκες στη θάλασσα.’

‘Περπατούσα στο δρόμο. Είδα τη θάλασσα στην άκρη του. Είπα να σταθώ λίγο, να κολυμπήσω, να δροσιστώ μέσα στα νερά. Είδα τη γη που πλησιάζαμε κι αισθάνθηκα σα να είδα κάτι, κάποιους να με χαιρετούν. Κολύμπησα από περιέργεια και φαιν…’

Μια κλωτσιά στο στομάχι απαγόρευσε τη συνέχεια του λόγου. Ο Άνθρωπος-Ψάρι νευρίασε, τον κοίταξε στα μάτια, βλαστήμησε μέσα στα δόντια του, μα η δεύτερη κλωτσιά που ακολούθησε ήταν απόλυτα κατευναστική για την επόμενη αντίδραση. Σιώπησε.

‘Κόψε τις μαλακίες και λέγε.’ Πιο αποφασιστική η φωνή αυτή τη φορά, ήθελε να πάρει με τη συγκατάβαση του αυτό που ήθελε αυτή και όχι πραγματικά αυτό που της έλεγε ο Άνθρωπος-Ψάρι. Σηκώθηκε όρθιος πάνω στο καΐκι και κοίταξε τον Άνθρωπο-Στολή στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν διαπεραστικό, όπως η ίδια η αλήθεια, που όσα τείχη κι αν χτιστούν, δεν μπορούν να την καταδικάσουν στη σιωπή.

‘Αυτό που σου είπα’, απάντησε στέρεα. Η θάλασσα φούσκωσε, σήκωσε κύμα, ο Άνθρωπος- Ψάρι στεκόταν ολόρθος, κάτι που

52

φόβισε ιδιαίτερα τον Άνθρωπο-Στολή, που με μια κλωτσιά τον πέταξε στη θάλασσα.

Βυθίστηκε αρκετά βαθιά και από τον πόνο ήπιε πολύ νερό. Τον έπιασε πανικός. Πάλευε μέσα στο βυθό να βγει στην επιφάνεια, να αναπνεύσει.

‘ Μη φοβάσαι, Άνθρωπε-Ψάρι. Μη με φοβάσαι. Κρύψου καλά μέσα μου κι εγώ θα σε προστατέψω.’

Αφέθηκε στην αγκαλιά της θάλασσας να αιωρείται. Αισθανόταν τη ζέστη της, ήταν ευγνώμων γι` αυτή την αγάπη, αν και δεν ήξερε πότε θα ξεπλήρωνε την αγαπημένη του θάλασσα!…

Περίμεναν ώρα πολλή από το καΐκι μήπως και βγει στην επιφάνεια. Ο Άνθρωπος-Στολή, με προτεταμένο το όπλο, περίμενε μήπως και φανεί το κεφάλι του για να τον σκοτώσει, να μη δουν οι υπόλοιποι την ευκολία στην απόδραση. Μάταια όμως. Μόνο η ταραγμένη επιφάνεια της θάλασσας υπήρχε και τίποτα άλλο.

‘Πάμε να φύγουμε. Βάλε μπροστά τη μηχανή. Αυτός μάλλον πνίγηκε’, είπε με αηδία και γύρισε στη θέση που ήταν πιο πριν. Ο άντρας, με τις αλυσίδες στα χέρια, έσκυψε να κρύψει το πρόσωπό του μέσα στις χούφτες των χεριών του, να καλύψει την οργή και τη στενοχώρια, να μη δείξει δειλία σε κανένα. Μετά από λίγο σήκωσε το κεφάλι του ψηλά στον ουρανό, έβγαλε τη γλώσσα του έξω

επιδεικτικά προς τα` αστέρια, χαμογέλασε γεμάτος αυτοπεποίθηση, κοιτάζοντας τους παρευρισκομένους συνταξιδιώτες του.

Ο ήχος της μηχανής μεταδιδόταν στο βυθό, σημάδι ότι το καΐκι έφευγε κι ότι τον είχαν ξεγραμμένο. Η θάλασσα πήρε λιπόθυμο τον Άνθρωπο-Ψάρι και τον ανέβασε στην επιφάνεια. Ο αέρας τον τροφοδότησε με οξυγόνο, ώσπου τελικά βρήκε τις αισθήσεις του. Έπλεε για ώρα στην επιφάνεια, κουνώντας κάθε τόσο τα χέρια του, μόνο που τώρα έβαλε ρότα για τη στεριά, για το δρόμο.

Γύρισε το κορμί του προς την επιφάνεια της θάλασσας κι άρχισε να κολυμπά κανονικά. Ξεκούραστος σχετικά, πιο υγιής και σίγουρος, μιας και γλίτωσε το σατανικό αυτό ταξίδι, κολύμπησε για πολλή ώρα, ώσπου απομακρύνθηκε αρκετά. Ύστερα γύρισε πάλι πλέοντας ήσυχα στην επιφάνειά της κι άρχισε να σφυρίζει το γνώριμο σκοπό του.

53

Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Το καΐκι είχε δέσει στο λιμανάκι του νησιού. Ο κρότος της μηχανής που δεν ακουγόταν και η βαθιά νύχτα καθησύχασαν τον Άνθρωπο-Ψάρι, που αν και δεν κατάλαβε πως βρέθηκε σ` αυτό το παράξενο ταξίδι του πόνου μέσα στο χρόνο, ένοιωσε την ανασφάλεια των καιρών.

Τώρα πια άρχισε να βλέπει πιο καθαρά τη στεριά και το σημείο που είχε αφήσει τα ρούχα του. Κολύμπησε αρκετά γρήγορα, με όλες του τις δυνάμεις, να τελειώνει, να φτάσει πάλι στο σημείο που άφησε, να συνεχίσει το δρόμο του.

Δεν είχε ιδέα πόσο μεγάλο ήταν το ταξίδι του και πόσο περίεργο θα μπορούσε να γίνει, μετά από αυτό το τρελό παιχνίδι που του επιφύλαξε το εκκρεμές του χρόνου.

Οι αμφιβολίες άρχισαν να τον ζώνουν, μιας και πέρασε κατά πολύ περισσότερο τα όρια που θα του επέτρεπαν τον γυρισμό. Έγινε μονόδρομος για τη ζωή του, χωρίς επιστροφή.

Εκτέθηκε σαν τον μεγάλο πρωταγωνιστή στα πρώτα βήματα της επιπολαιότητας, αφήνοντας παντού το σημάδι του, σημείο αναφοράς της αναζήτησης, της αντιπαλότητας, έμβρυο της αντίληψης. Κι όμως, παρ` όλα αυτά, δεν τον κυρίευσε ίχνος δειλίας είτε ματαιότητας, ως μορφή αυτοάμυνας για το ταξίδι του αυτό, για την ύπαρξη του!

Στο μυαλό του ήρθαν τα λόγια του άνδρα με τις αλυσίδες. Τον γοήτευσε αυτός ο άνδρας. Πρέπει να ήταν από αυτούς που πέρασαν αλώβητοι το μονοπάτι και κυκλοφορούν νηφάλιοι, γνώστες, βέβαιοι για την επιλογή τους. Μα πάλι υπήρχαν αμφιβολίες στο μυαλό του. Δεν πίστευε ότι όλα γίνονται πιο εύκολα και ότι μπορείς να θεοποιηθείς μέσα από το διάβα σου.

Σκέφτηκε την απόδραση του. Δεν αισθανόταν άσχημα που την κοπάνησε από το καΐκι με αυτό τον τρόπο. Του άρεσε που ξεγέλασε το φόβο της θάλασσας. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται μεγάλη μαεστρία για να μπορέσεις να σταθείς όρθιος στη φουσκονεριά. Κι αυτός ο ηλίθιος που τον φοβήθηκε, αν δεν τον κλωτσούσε έγκαιρα, θα έχανε την ισορροπία του και θα έπεφτε στο κατάστρωμα. Άντε μετά να βρει δικαιολογία, για να σαλτάρει.

Είχε ακούσει γι` αυτό το διαολεμένο τόπο παλαιότερα. Και πώς τα `φέρε το σύμπτωμα

54

του χρόνου και ήρθαν οι πράξεις να επιβεβαιώσουν το ιστορικό! Η εμπειρία, αυτό το βύθισμα μέσα στην πράξη και στην πραγματικότητα, είναι που εν τέλει δικαιώνει την ιστορία και καθιστά άχρηστους, ανίκανους, τους ρήτορές της, με όλες τις παρακαταθήκες και τις περγαμηνές που αφήνουν στο τραπέζι της πραγματικότητας, ενέχυρο δόξας και τιμής.

Αυτόν τον άνδρα με τις αλυσίδες στα χέρια, που ούτε βασιλείς και αυτοκράτορες δεν τον έμοιασαν σε μία τρίχα του, τον γνώρισε μέσα από την εμπειρία του. Δεν τον είδε να δεσπόζει σε φωτογραφίες ούτε αφιέρωμα του μέσα σε ρητορείες, είδε.

Κι ο Άνθρωπος-Στολή ήταν πάντα το παλικάρι που προστάτευε όλους τους καλούς από εκείνους τους κακούς, και οι κακοί ένας ένας γίνονταν όλο και πιο πολλοί, τόσο πολλοί, που γέμισαν μια χώρα, αλλά μόνο ένας ένας! Το γεγονός της σύνταξης και μόνο, άφηνε πάντα αμφιβολίες και μιας κι οι ρητορείες δε λένε ποτέ ψέματα, έτσι χτιζόταν το παρόν, ως παρακαταθήκη του μέλλοντος. Ο πύργος της Βαβέλ!

Άρχισε να πατά στο βυθό της θάλασσας. Πρόσεχε τη στεριά, για να δει το σημείο που ξεκίνησε, να βρει τα ρούχα του, να ντυθεί, να προστατέψει την εικόνα του, να επαναφέρει το εκκρεμές στην κανονική του λειτουργία. Να

προστατευτεί λοιπόν κι αυτός μέσα στο γνώριμο παρόν.

Η απόκλισή του από το σημείο που άφησε τα ρούχα του, ήταν μεγάλη. Βγήκε στην ακτή κι άρχισε να περπατά πάνω στις πέτρες και στα πτώματα των οστρακοειδών, που ξέβραζε η θάλασσα. Τον πλήγωναν κι έτσι περπατούσε σα σχοινοβάτης, προσπαθώντας να κάνει το βήμα του πιο ανώδυνο, κάτι που του κόστιζε χρόνο, για να την κάλυψη μιας τέτοιας απόστασης.

Όσο περπατούσε ημίγυμνος, αισθανόταν εκτεθειμένος στην πραγματικότητα της εποχής. Γρήγορα άρχισαν να τον κυριεύουν ο φόβος και ανασφάλεια. Στον παραμικρό θόρυβο, γυρνούσε απότομα πίσω του για να δει μήπως τον ακολουθεί κάποιος ή κάτι, εντελώς απροσδιόριστα στο μυαλό του, όσο και η ίδια η κατάσταση που βίωνε…

Και μήπως δεν ήταν παιχνίδι του χρόνου;Και γιατί η επαναφορά του να ήταν μερική

και όχι ολική; Τι θα ήταν αυτό που θα κρατούσε δηλαδή τα ηνία της ιστορίας, όταν ο Ηνίοχος ο ίδιος ήταν ένας τυφλός από το πάθος της απληστίας;

Η ιστορία πνιγμένη από τα πτώματα που άφηνε στο διάβα του ο Ηνίοχος, σε μια τρελή γιορτή στο Κολοσσαίο, κι όλος ο κόσμος θεατής να βλέπει τα λιοντάρια στη μέση της αρένας, να περιμένουν, αδημονώντας τη σάρκα! Κι ο κλήρος σα λοταρία κέρδους, ο από

55

μηχανής θεός για την αρένα, να εξαφανίζει Ανθρώπους-Παρατηρητές, γιατί τελείωσαν οι μετέχοντες, προς τιμήν του θεάματος!

Μα και πάλι δε φαινόταν η ζημιά, γιατί κανείς δεν περίμενε ότι θα είναι ο επόμενος. Ακολουθώντας πάντα το μέτρο, ένας ένας δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της αθωότητας. Αποενοχοποιούσε τα πλήθη, χαρίζοντάς τους το θέαμα ενός ατυχούς θανάτου.

Τα αναγνώσματα ήταν ρητά και κατηγορηματικά. Ο παραβάτης τιμωρείται αυστηρώς. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει επόμενος, προκειμένου τη φύλαξη της ηρεμίας. Όσο παράξενο κι αν του φαινόταν, το βίωσε, έστω και σε αυτό το ελάχιστο κλικ, στα μερικά ημικύκλια του χρόνου, που επέστρεψε, για να τον διδάξει, αξιώνοντας ακόμα μια πτυχή της πορείας του.

Τραγικές στιγμές των εποχών. Διδάγματα για την επαναφορά, μια μορφή μέτρησης των επιλογών, χωρίς ίχνος ανθρωπιάς είτε αισθητικής προσέγγισης. Αποστασιοποιημένη στέκεται τώρα η πραγματικότητα, όπως και τότε, όπως και πάντα. Οι επιλογές της Ιστορίας δεν ήταν, παρά μόνο να γεννά ανθρώπους που αφουγκράζονται τον πόνο της μέσα στις σπηλιές της ζωής, στα καταφύγια των μετόχων της, που άλλο δρόμο δεν είχαν, παρά να διαλέξουν τους τάφους, νεκροί ή ζωντανοί.

Φόρεσε τα ρούχα του κι ανέβηκε στο λόφο, στο ψηλότερο σημείο του, ν` αγναντέψει αυτές τις στιγμές της Ιστορίας. Άναψε ένα τσιγάρο και κάπνισε. Είχε ανάγκη να χαλαρώσει, ν` αφήσει να φύγουν όλες οι σκέψεις και να χαθεί μέσα στην ηρεμία της εικόνας, μακριά από Ανθρώπους- Στολές, μακριά από της αλυσίδες του παρόντος.

Οι εικόνες έρεαν μπροστά στα μάτια του. Έφευγαν από πάνω του, μ` ένα χορό του Ζαλόγγου, που μόνο θύματα άφηνε, θύματα και ενοχές για τον Άνθρωπο-Ψάρι, γιατί ήταν λίγος, πολύ λίγος. Ήθελε αφιέρωση η Ιστορία, την απαιτούσε!

Ο αέρας, η κάθαρση του μυαλού, η ανάλυση και η κριτική τον βοήθησαν. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του, τόνωσε την αυτοπεποίθηση, που σα γυναίκα ξεχασμένη από το βάρος της ζωής είχε ανάγκη από κολακείες. Να θυμηθεί τη θηλυκή της ύπαρξη, να αποκτήσει την αναγνωρισιμότητα μέσα στο σπίτι της ή έξω στο δρόμο καθώς περπατά, να γυρίσουν δύο πρόσωπα να προσέξουν, να δουν το όμορφο κορμί της, να γεμίσει τις ορέξεις του ‘απαγορευμένου’, να γκρεμίσει κάθε τείχος της σιωπής, που θέλει όρια στις αντιδράσεις, να κάνει ένα βήμα ακόμα για τον εαυτό της!

Τα πρώτα ρήγματα στο μέτωπο του έκαναν την εμφάνισή τους. Σημάδι του βάρους, της αντίληψης που μέρα τη μέρα ωρίμαζε από

56

την εμπειρία και τις γνώσεις που συσσωρεύονταν μέσα του, καθώς διάβαινε το δρόμο για την Ανατολή…

Σηκώθηκε, μάζεψε τα κομμάτια του και κίνησε για την πορεία. Περπατώντας στο δρόμο, λίγο πριν φτάσει στο λιμανάκι, είδε τις τρεις σκιές, αυτούς τους Ανθρώπους που περιδιαβαίνουν την Ιστορία, να περιμένουν στην προβλήτα, πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Ακούγοντας τα γέλια τους, αν και ήταν αρκετά μακριά , ένοιωθε σιγουριά γι` αυτούς που ακολουθούσαν την πορεία στους πιο τραγικούς τόπους.

Άρχισε να σφυρίζει το γνώριμο σκοπό, που άκουσε πρώτη φορά από τα δικά τους στόματα, στο χωράφι εκείνο, όταν προσπαθούσαν να ξεθάψουν τους νεκρούς.

Περπατούσε πιο αργά, επιδιώκοντας μ` αυτό τον τρόπο την προσέγγιση με τους τρεις. Ήθελε την γνωριμία τους, την εμπειρία των εποχών. Μα εκείνοι, χωρίς να δώσουν καμία σημασία στο σκοπό, συνέχιζαν να πειράζουν ο ένας τον άλλο και να γελούν. Σφύριζε πιο δυνατά, στάθηκε απέναντι τους, μα οι αντιδράσεις εξακολουθούσαν να παραμένουν ίδιες!

Η αλήθεια είναι ότι πειράχτηκε. Δεν περίμενε τέτοια συμπεριφορά από αυτούς τους Ανθρώπους. Τους ήθελε μαζί του, τους είχε ανάγκη. Δεν μπόρεσε ν` ανεχθεί ένα τέτοιο

φέρσιμο απέναντι του κι έφυγε συνεχίζοντας την πορεία του…

Βάδιζε σκεφτικός. Αυτές οι αντιδράσεις του ήταν ακατανόητες. Αυτή η πορεία θα έπρεπε να παρασύρει κι άλλους, όχι σα μονάδες αλλά πολύ περισσότερο σαν πλήθος. Αυτή άλλωστε είναι και η γοητεία της. Το μεγαλείο της κίνησης μιας τεράστιας μάζας ανθρώπων!

‘ Μάζα; Όχι, όχι, δεν είναι δυνατόν, απλά και μόνο μια μάζα. Η περιήγηση χρειάζεται τους ξεναγούς, που θα εμπνεύσουν μέσα από τα τοπία το μυστήριο στους ανθρώπους, και όχι το φόβο. Δεν είναι καιρός για επαναφορές και επαναλήψεις. Η Ιστορία με όλα αυτά έχει παραχοντρύνει, σα μπεκρής κοιλαράς που δε χωρά τίποτα πάνω του κι όλη την ώρα καταβροχθίζει με μανία αλκοόλ μαζί με τα μπουκάλια. Έτσι την κάναμε την Ιστορία από τις μάζες που έφαγε. Δυσκίνητη, κι ενώ περνούν οι αιώνες, αυτή κάθεται σε μία πολυθρόνα-εποχής Λουδοβίκου-άνετη, παρφουμαρισμένη για να καλύψει τη βρώμα της ακινησίας, και σιχαίνεται τον εαυτό της! Ίσως δεν πρέπει ακόμα να βρεθούμε πολλοί, γιατί μπορεί να είναι λίγοι οι ξεναγοί και η περιήγηση να γίνει ακόμα μια τουριστική φιέστα σε αδαείς τουρίστες.’ Η σκέψη του ήρθε ως απάντηση στην εριστική συμπεριφορά των τριών. Παρ` όλα αυτά, τον κάλμαρε. Βρήκε ίσως την απάντηση, που ήθελαν να

57

του δώσουν, μέσα από την αδιαφορία. Αξίωσαν πραγματικά την αντίληψη της ελευθερίας σε κάθε ένα που επιλέγει την πορεία…

Συνέχισε το δρόμο του, περνώντας πάνω από το λόφο, έχοντας αφήσει το λιμανάκι πίσω του, μαζί μ` αυτό και την πίκρα που άφησε η Ιστορία και οι συμπεριφορές, που έγιναν μαθήματα. Ο δρόμος τώρα ξεχύνεται προς τον κάμπο, σαν ένα ποτάμι, πλέκοντας το τοπίο, με τις παράξενες στροφές του να σχηματίζουν υπέροχα πορτραίτα φαντασίας.

Από μακριά αχνοφέγγουν χιλιάδες φώτα. Θυμίζουν Μητρόπολη, μία Μητρόπολη-τέρας, που δεν έχει αρχή και τέλος. Ένα χωνευτήρι ανθρώπων και αξιών. Ένα τίποτα είναι ο άνθρωπος μπροστά σ` αυτό το τέρας και σαν ένα τίποτα κινείται!

Στον ταξιδιώτη, στον παρατηρητή που κοντοστέκεται να πάρει μια ανάσα, αυτό το τέρας αξιώνει μια και μόνο ανάγκη: την αυτογνωσία. Δεν είναι έτοιμος να μπει και δεν μπαίνει αν είναι δειλός ή απροετοίμαστος με τον εαυτό του, και γι` αυτό δεν εκτίθεται. Μόνο έναν δεν πείθει το τέρας. Αυτόν που αφήνει στίγματα στο διάβα του, και οι ανάγκες του δεν ξεκινούν από την αντιπαράθεση τόσο, όσο από την καταστροφή. Δεν θα πολεμήσει μαζί του. Αντίθετα, θα μπει μέσα του, θα ζήσει με αυτό, αφήνοντας τα στίγματα, σημάδι πορείας σαν καλός ξεναγός, και θα κουβαλά

πάντα μαζί του ένα σάκο ταξιδίου φορτωμένο με δυναμίτη. Δε θα επιτρέψει ο θάνατος του να γίνει απλώς ένα μνήμα. Δεν είναι αυτός ο στόχος του. Ίσα ίσα, στόχος είναι να χτυπήσει την καρδιά του τέρατος.

Ο δρόμος τώρα κατηφορίζει, μαζί μ` αυτόν κι ο Άνθρωπος-Ψάρι, που περνά μέσα απ` τον κάμπο. Σπαρμένα τα χωράφια, δίνουν καρπούς, δέντρα με ελιές που πέφτουν στο έδαφος, πυκνά τα στάρια που αγρίεψαν στην εγκατάλειψη και έγειραν από τους δυνατούς ανέμους. Νεκρά σώματα, σταυρωμένα σ` ένα ξύλο μπηγμένο στη γη, στέκονται μετέωρα. Οι σκιές τους μέσα στον κάμπο θυμίζουν πεδίο μάχης. Ένας τόπος εγρήγορσης, βάρβαρης εκτέλεσης αιχμαλώτων, να τρομοκρατούν την επιβίωση, θυμίζοντας το τέλος της επόμενης κίνησης. Ανάμεσα σ` αυτά περιδιαβαίνει ο Άνθρωπος Ψάρι, αναγνωρίζοντας το αναγκαίο της ύπαρξης για το συμφέρον του νικητή, που πάντα αφήνει τα τρόπαια της νίκης ,όσο φριχτά κι αν είναι, να φαίνονται, από μακριά, σημάδια επιβεβαίωσης και επιβολής.

Έτσι ήταν κι έτσι θα είναι η είσοδος στις Μητροπόλεις. Να θυμίζει σε όλους αυτούς, που ζουν είτε πρόκειται να ζήσουν, την εικόνα της νίκης και της υποταγής. Δεν παίζει ο Ηνίοχος με την απληστία του. Την επιβεβαιώνει σε κάθε βήμα του μπροστά στην ολοκλήρωση της απόχτησης, στη δικαίωση του πάθους του, γεμίζοντας φθηνά, παλιά, ξύλινα σεντούκια με

58

χρυσάφι, αντίκρισμα της σιωπής, γέννημα των αναστολών για την επόμενη κίνηση!

Μα η λεωφόρος περνά παράπλευρα απ` όλα αυτά κι ο Άνθρωπος Ψάρι τα προσπερνά με μεγάλη ευκολία, μιας κι ο δρόμος είναι καινούργιος, φρέσκος, στρωμένος πάνω απ` όλα τούτα, για να είναι πιο εύκολα προσπελάσιμες αυτές οι περιοχές.

Περνούν ώρες πολλές και βάρυνε ακόμη μια φορά το κορμί από την πορεία. Το βήμα πάλι ματώνει την ψυχή, που θέλει να τα προφτάσει όλα. Κι ο φόβος, για την δημιουργία σύγχυσης, καταπέλτης για τον Άνθρωπο-Ψάρι, του θυμίζει τις λάθος επιλογές και τον χαμένο χρόνο, που αρχίζει να γίνεται πολύτιμος όσο ποτέ άλλοτε, μιας κι η κάθε μέρα του είναι πιο κοντά στο Τέλος…

Το ξημέρωμα πρέπει να το ζήσει κάποιος στην Ανατολή του. Να γνωρίσει τα χρώματα, την ηρεμία που καλύπτει τη γη, την τόνωση του κορμιού και της σκέψης. Το απότομο της έκθεσης στον ήλιο μπορεί να τον τυφλώσει. Έτσι χάνει την αξία της η μέρα και τα σκοτάδια παίρνουν τη θέση της αναζήτησης.

59

Η ΕΙΣΟΔΟΣ

Από το βάθος, εκεί που τα φώτα πήραν να πλησιάζουν τον Άνθρωπο-Ψάρι και οι σκιές των κτιρίων σκοτεινές και ψηλές να καλύπτουν τον ουρανό, παίζοντας με την πιο τρελή φαντασία, ένας βόμβος, ένας μπάσος θόρυβος έφευγε και ταξίδευε στα χωράφια, μέσα στον κάμπο.

Ζωντανεύουν τα όνειρα ένα ένα, παίρνουν τη θέση τους μέσα στη ζωή, κι αν για μερικούς είναι εφιάλτης, για άλλους είναι όραμα ζωής. Τον γνωρίζει αυτό το θόρυβο και ξέρει πολύ καλά πως του είναι πολύ δύσκολο να τον αντιμετωπίσει. Καταλαβαίνει με τη μεγαλύτερη δυνατότητα, που έχει, αυτήν της αντίληψης, πως κάθε τι μπορεί να γίνει θεμέλιο. Δεν τον φοβίζει, αντιθέτως, μπαίνει θριαμβευτικά, γιατί αισθάνεται πως έχει πολλά να πει και περιμένει πολλά ν` ακούσει. Έρχεται φορτωμένος από λόγο και μ` αυτόν είναι γεμάτο το σακίδιο του. Μπορεί να μην είναι μεγάλο, πάντως τη δουλειά του την κάνει μια χαρά, καθώς χώρεσε μέσα του το βάρος όλης της πορείας.

Η λεωφόρος τώρα φτάνει στην είσοδο των μεγάλων κτιρίων. Οι προβολείς τον κυνηγούν ξανά, μόνο που τώρα δεν πρόκειται να εκτεθεί στο κέντρο της αυλαίας, δεν ήρθε η ώρα ακόμα και οι όποιες προωθημένες αντιδράσεις

είναι αδικαιολόγητες σ` αυτό το σημείο της πορείας. Το ταξίδι οριοθετείται από τις δομές, που ήδη υπάρχουν μέσα στη Μητρόπολη. Οι δρόμοι είναι χαραγμένοι κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μοιάζει με λαβύρινθο και η υποταγή γίνεται μονόδρομος μέσα σ` αυτόν το συρφετό.

Περπατά πάνω στο πλακόστρωτο, στην άκρη του δρόμου, αδιαφορώντας για την επιβολή της δομής. Δεν τον συγκινούν τα εκθέματα, ούτε ο όγκος. Κινείται σχεδόν σαν σκιά, που αντί να περάσει, αυτός συγκεντρώνει όλα τα βλέμματα. Είναι βέβαιο πως δεν μπορούν να δεχθούν μια τέτοια συμπεριφορά ανωτερότητας απέναντι στις όποιες επιδιώξεις έσπειρε το Αρπακτικό-Όρνιο αιώνες τώρα.

Κινούνταν συνεχώς στην ευθεία του δρόμου, επάνω στα πλακόστρωτα, γνωρίζοντας πως αυτός ο δρόμος θα τον οδηγήσει στο κέντρο της Μητρόπολης, σ` εκείνον τον τραγικό τόπο της αιχμαλωσίας, όπου θα μπορέσει να καθίσει στο παγκάκι, πίσω από το μεγαλεπήβολο νεοκλασικό κτίριο, που η είσοδος του θύμιζε ένα σύγχρονο Παρθενώνα. Θα διαβεί όλο εκείνο το μωσαϊκό, ευελπιστώντας να μη καταλήξει πάλι μέτοχος της αιχμαλωσίας ο κάθε άνθρωπος που το απαρτίζει.

‘Συγγνώμη, κύριε! Σταθείτε, παρακαλώ.’ Γύρισε πίσω του για να δει εάν η φωνή που

60

άκουσε απευθυνόταν σ` αυτόν. Είδε έναν Άνθρωπο-Στολή να κατευθύνεται προς το μέρος του, με γρήγορο βήμα και βλοσυρό ύφος, προκειμένου να δημιουργεί την αίσθηση του πανικού σ` αυτούς που ελέγχει.

Νηφάλιος και με απόλυτη ψυχραιμία περίμενε τον Άνθρωπο-Στολή, μ` ένα χαμόγελο ευγένειας στο πρόσωπο του. Δεν του προξένησε καμία εντύπωση, κι έτσι με άδειο μυαλό στάθηκε εκεί να τον περιμένει.

‘Τα χαρτιά σας! Είστε κάτοικος αυτού του τμήματος της Μητρόπολης;’ συνέχισε με αυστηρό ύφος ο Άνθρωπος Στολή, μόλις έφτασε κοντά του.

‘ Όχι.’ Μια μονολεκτική απάντηση είναι πολύ κακή για τη δικαίωση της ελευθερίας.

‘Δείξτε μου τα χαρτιά σας!’Τον Άνθρωπο-Ψάρι τον γνώριζαν όλοι,

ακόμα, από την ιδιότητά του. Ποτέ δεν χρειάστηκε να πιστοποιήσει την παρουσία του. Ήταν άλλωστε εμφανής και οι περισσότεροι Άνθρωποι-Στολές, που συνάντησε, ποτέ δεν του το ζήτησαν. Τώρα του αποδείχνονταν κατάματα πια πως τα χαρτιά ήταν δείγμα ανελευθερίας είτε πως η ελευθερία βρισκόταν μόνο στα χαρτιά, χωρίς αυτά δεν μπορούσε κανείς να περπατά…

‘Ξέρετε, από το ταξίδι που έκανα και συνεχίζω ποτέ μου δε χρειάστηκε να δείξω ποιος είμαι, στους Ανθρώπους-Στολές. Έτσι ποτέ δεν είχα την ανάγκη να κουβαλάω

χαρτιά. Δυστυχώς, κύριε, δεν έχω.’ Προσπάθησε να καλύψει την απουσία με τη μεγαλύτερη δυνατή ευγένεια.

‘Ελάτε μαζί μου, παρακαλώ!’ Τον πήρε από το χέρι και τον μετέφερε σ` ένα αυτοκίνητο. Μπήκαν μέσα και με μεγάλη ταχύτητα άρχισαν να διασχίζουν το δρόμο. Έτρεχαν τόσο, που η σκέψη καταργούνταν καθώς προσπαθούσε να καλύψει τις εικόνες, που εναλλάσσονταν με ξέφρενο ρυθμό. Ο Άνθρωπος-Ψάρι παρατήρησε πως η κίνηση του αυτοκινήτου, ήταν μια κίνηση στο χρόνο, μόνο που αυτή η ευκολία είχε πολλά αρνητικά επακόλουθα.

‘Είναι τρομερό, με πόση ευκολία κινείστε, με αυτό το μέσο, στο χρόνο!’ είπε στον Άνθρωπο Στολή εντυπωσιασμένος.

‘Χα, χα…Πάει πιο γρήγορα;’ ρώτησε, σα μικρό παιδί, που βρέθηκε σε λούνα παρκ. Ο Άνθρωπος-Στολή γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτος. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που άκουγε. Δεν μπορούσε να δεχθεί την άρνηση. Τη θεωρούσε πρωτογονισμό.

‘Με συγχωρείτε, κύριε, από πού έρχεστε;’ ρώτησε με μεγάλη περιέργεια.

‘Τι σημασία έχει; Σας πληροφορώ ότι κι εγώ κάνω την ίδια ζωή μ` εσάς. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά στολίδια της ύπαρξης. Κι εγώ αναπνέω, τρώω, κοιμάμαι, όπως ακριβώς κι εσείς. Τι σημασία έχει λοιπόν;’ απάντησε αδιάφορα και συνέχισε εντυπωσιασμένος να κοιτά την εναλλαγή των τοπίων.

61

Το αυτοκίνητο σε κάποιο σημείο του δρόμου έστριψε πολύ γρήγορα, κάτι που αιφνιδίασε τον Άνθρωπο-Ψάρι, γιατί τον έβγαζε από την πορεία του. Τρομαγμένος, κοιτούσε γύρω γύρω, προσπαθώντας να απομνημονεύσει τα σημεία, για να μη χαθεί από την πορεία του.

‘Συγνώμη, δεν μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στο μεγάλο δρόμο;’ ρώτησε ανυπόμονα, βλέποντας τι βίαιη ανατροπή των δικών του δεδομένων.

‘Ποιον μεγάλο δρόμο ; Τι όνομα έχει;’‘Δε γνωρίζω, γιατί δε βαφτίζω εγώ τα

πράγματα. Μόνα τους κερδίζουν το όνομα τους. Για να μάθεις πρέπει να ζήσεις, αλλιώς τι να το κάνεις το όνομα!’

‘Νομίζω πως ξέρω πού πρέπει να σας πάω’, απάντησε με σιγουριά ο Άνθρωπος-Στολή κι έστριψε απότομα το αυτοκίνητο.

Η απάντηση του καθησύχασε τον Άνθρωπο-Ψάρι, που πίστεψε προς στιγμή ότι θα τον οδηγούσε στο δρόμο του και μάλιστα σε πολύ προχωρημένο σημείο, όπου ο ίδιος θα χρειαζόταν ώρες ολόκληρες για να καλύψει μια τέτοια απόσταση. Το αυτοκίνητο συνέχισε με μεγάλη ταχύτητα στην ευθεία του δρόμου. Ο Άνθρωπος- Ψάρι ήσυχος παρακολουθούσε τα τοπία πίσω από το παράθυρο. Έχασε τον προσανατολισμό του, μα του ήταν αδιάφορο, γιατί ήταν ευτυχής που τον κατάλαβε ο

Άνθρωπος- Στολή και προσφέρθηκε να τον μεταφέρει γρήγορα.

‘Πού βρισκόμαστε; Είμαστε αρκετά κοντά;’ ρώτησε με ενδιαφέρον για τη διαδρομή.

‘Μην ανησυχείτε, σε λίγο φθάνουμε.’‘Μα έχουμε κάνει τόση ώρα από τότε που

με πήρατε’, συνέχισε ευγενικά, προκειμένου να πείσει τον Άνθρωπο-Στολή σε μια κατεύθυνση κατανόησης και αντίληψης.

‘Από εδώ, που σας πάω, να δείτε ότι θα φτάσουμε πιο γρήγορα. Κόβουμε δρόμο, μην ανησυχείτε!’ Γι` αυτόν δεν έμπαιναν ζητήματα κατανόησης, μιας και κάτι τέτοιο δεν ήταν γραμμένο στα τετράδια του παρόντος. Μόνο όταν πληγωνόταν η αξιοπρέπεια των τετραδίων, ο ιστορικός του μέλλοντος έθετε το ζήτημα της κατανόησης, μ` έναν εντελώς δικό του τρόπο έτσι, ώστε να καταλύεται άπαξ δια παντός ,η όποια αισθητική τυχόν υπήρξε και δημιούργησε τέτοια σοβαρά προβλήματα. Έτσι με τα χρόνια, όλοι οι ιστορικοί του μέλλοντος δημιούργησαν Ανθρώπους-Στολές, άχρωμους, άοσμους, άγευστους, να μην προκαλούν και να μην προκαλούνται, παρά μόνο κατόπιν εντολής. Κάποιο είδος μόνωσης για τους Ανθρώπους- Εξουσία.

Πολύ γρήγορα το αυτοκίνητο μπήκε στο μεγάλο δρόμο, που θύμιζε στον Άνθρωπο-Ψάρι τη λεωφόρο που βάδιζε. Ήταν ικανοποιημένος, γιατί έβλεπε ότι επανερχόταν στη διαδρομή

62

του. Σε λίγο το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά σε μία καγκελόφραχτη αυλή, με δέντρα να γεμίζουν το χώρο της και ένα μεγάλο κτίριο να δεσπόζει στο βάθος. Μετά το νόημα, που έκανε ο Άνθρωπος-Στολή στην πύλη, πέρασαν στην αυλή και κατευθύνθηκαν στο μεγάλο κτίριο. Σε λίγο δύο Άνθρωποι-Λευκοί βγήκαν, άνοιξαν την πόρτα και πήραν τον Άνθρωπο-Ψάρι αγκαζέ.

‘Συγγνώμη, μπορείτε να μου εξηγήσετε τι συμβαίνει;’ Ρώτησε, δυσανασχετώντας με το φέρσιμο τους απέναντι του και ιδιαίτερα με το βλοσυρό ύφος που είχαν κατά την αναίτια σύλληψη του. Δεν του απάντησαν, κάτι που του προκάλεσε έντονα συναισθήματα αντίδρασης και φόβου. Δεν άργησε να φωνάζει και να διαμαρτύρεται για την συμπεριφορά τους. Άρχισε να αποτραβιέται από το κράτημα που του είχαν υποβάλει, μα πάλι τίποτα. Τέλος, τους τράνταζε, κοντράροντας κάθε απόπειρα μεταφοράς. Μέσα στις φωνές και τον πανικό ένας Άνθρωπος-Μάσκα, με μία σύριγγα στο χέρι, πλησίασε κατά πάνω του.

‘Γιατί φωνάζετε, αγαπητέ μου; Ηρεμήστε! Θα σας κάνω μία ένεση να ηρεμήσετε και αύριο το πρωί, με μεγαλύτερη νηφαλιότητα, θα συζητήσουμε. Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, θα είστε ελεύθερος. Προς το παρόν όμως είναι υποχρέωση μας… Ο Άνθρωπος-Στολή…καταλαβαίνετε.’

Του έκανε την ένεση και μπήκε πάλι στο γραφείο του. Συνέχισαν να περπατούν στο μεγάλο λευκό διάδρομο. Το κορμί του άρχισε σιγά σιγά να μουδιάζει. Τα μάτια του έκλειναν από την κούραση κι ο λευκός διάδρομος άρχισε να του προκαλεί ασάφειες στην όραση.

‘Σ` αυτή την πόλη δεν κάνει να γελάς τη νύχτα μόνος σου. Όποιος γελά τη νύχτα μόνος του, τον λένε τρελό. Οι άνθρωποι φοβούνται τους τρελούς…’

Άνοιξαν την πόρτα ενός δωματίου και σέρνοντας τον Άνθρωπο-Ψάρι ημιλιπόθυμο τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Το μόνο που άκουσε ήταν το ηχηρό χτύπημα της πόρτας.

Ο άνδρας με τις αλυσίδες καθόταν στο πλάι του. Σε λίγο ένοιωσε ένα μέταλλο παγωμένο να σέρνεται πάνω κάτω στο πρόσωπο του και δυο χέρια να του ρίχνουν απαλά νερό στα μάτια και να χαϊδεύουν το μέτωπο του.

‘Ξύπνα, αρκετά κοιμήθηκες! Σε λίγο φθάνουμε’, του είπε μια φωνή σιγανή, βελούδινη.

‘Πού είμαι; Πού πάμε;’ Τον ρώτησε τρομαγμένος.

‘Είναι μέρος του δρόμου που διαλέξαμε όλοι μας. Μην ανησυχείς. Να είσαι υπάκουος μόνο και να σέβεσαι πάνω απ` όλα ένα πράγμα: την επιλογή της εκκίνησης. Τίποτα άλλο…’

‘Εσύ σκάσε, αλήτη! Εσύ, σκάσε αλήτη! Εσύ, σκάσε αλήτη!’

63

‘Και τους τείχους της σιωπής! Και την πηγή της μοναξιάς! Φωτιά και σίδερο πάρτε στα χέρια! Και στην πηγή της μοναξιάς! Καρφώστε καλά τσεκούρια και μαχαίρια! Μην τύχει θύμησες να βγουν ψηλά! Μην τύχει φεγγάρια σε θάλασσες χαθούν ξανά!’

Και η Ιστορία, σαν από ειρωνεία, θυμήθηκε τον Άνθρωπο-Ψάρι και πονούσε, γιατί δεν άντεχε άλλο πτώμα μέσα της. Μα να που ο τρελός χορός του Ηνιόχου δε χώρεσε σ` ένα μόνο Κολοσσαίο, να που το Αρπακτικό-Όρνιο δικαιώθηκε στη μεγάλη είσοδο!

Οι ώρες περνούν κι αυτός κοιμάται αγκαλιά με τους εφιάλτες μιας πραγματικότητας, που δεν τον αφήνουν να ξυπνήσει.

Στο διπλανό θάλαμο, στη μονάδα εντατικής θεραπείας, μόλις άδειασε ένα κρεβάτι και τα τσόκαρα της προϊσταμένης ακούγονται βιαστικά στο λευκό διάδρομο, καθώς πηγαινοέρχεται για να ελέγχει τις νοσοκόμες. Κι αυτός εκεί, ξαπλωμένος να κοιμάται χωρίς να μπορεί να ξυπνήσει, χτυπώντας ρυθμικά μες στο μυαλό του τα τσόκαρα. Οι παλμοί ανεβαίνουν στους εκατόν είκοσι, η αντίληψη ζωηρεύει τη συνείδηση που μετατρέπεται σε άγχος-συναίσθημα φρίκης, κι από κει η φυλακισμένη εγρήγορση ζητά την

αντίδραση και η καρδιά, που πονά κάτω απ` αυτή την πίεση, δίνει το ρυθμό της αφύπνισης.

Τα τσόκαρα ακούγονται να φθάνουν στην πόρτα. Ανοίγει η πόρτα. Τα τσόκαρα πλησιάζουν το κρεβάτι. Η καρδιά, το τύμπανο της ζωής, ανεβάζει τους σφυγμούς…130…140…150. Η συνείδηση σοκάρεται, ο εγκέφαλος εκκρίνει ορμόνες, που μάχονται το δηλητήριο. Η συνείδηση αποκτά τις πραγματικές της διαστάσεις. Τα μάτια ανοίγουν αργά, το πρόσωπο της προϊσταμένης κακοσχηματισμένο στην όραση, άδειο, χωρίς χαρακτήρα, διακρίνεται περιγραμματικά. Ο Άνθρωπος-Ψάρι αστραπιαία απλώνει τα χέρια του και την πιάνει από το λαιμό, την βουτάει στο κρεβάτι και με το άλλο χέρι της κλείνει το στόμα. Της τραντάζει το κεφάλι μέχρι που λιποθυμά.

Σιγά σιγά πηγαίνει προς την πόρτα και βγάζει το κεφάλι του ελέγχοντας τον διάδρομο. Αφού βλέπει ότι δεν υπάρχει κανείς προς τις σκάλες που οδηγούν στην πίσω μεριά του κτιρίου, με γρήγορες κινήσεις κατεβαίνει τα σκαλοπάτια. Φθάνει στην αυλή και, κρυμμένος πίσω από τα δέντρα, περιμένει πότε θα αδειάσουν τα πεζοδρόμια από την κίνηση, για να πηδήξει τα κάγκελα.

Δεν του έμενε πολύς χρόνος μέχρι να συνέλθει η προϊσταμένη, γι` αυτό κάποια πράγματα έπρεπε να τ` αψηφήσει, αρκεί να μην υπάρχουν Άνθρωποι-Στολές τριγύρω.

64

Μόλις έκοψε λίγο η κίνηση, έκανε ένα γρήγορο σάλτο κι έπεσε με τα δυο του πόδια στο πεζοδρόμιο, όπου κι άρχισε να περπατά σα να μη συμβαίνει τίποτα. Αν και δεν εντυπωσίασε την εικόνα των ανθρώπων στο πεζοδρόμια, γιατί ξεφύτρωσε ομαλά στο βλέμμα τους, περπατώντας, συνήλθε η προϊσταμένη από το χτύπημα και τώρα οι σφυρίχτρες ακούγονταν από την είσοδο. Συνέχισε να περπατά επιταχύνοντας αργά το βήμα του, ώσπου, χωρίς να το καταλάβει, μετά από ώρα άρχισε να τρέχει στην ευθεία του δρόμου…

Έτρεχε και θυμόταν την είσοδο της Μητρόπολης, που του προξένησε εντύπωση όλο εκείνο το κάδρο, που θύμιζε υποταγή, μα ποτέ του δεν μπορούσε να φανταστεί τη δύναμη αυτού του τέρατος. Προσπερνούσε πολύ γρήγορα τα πεζοδρόμια, πέφτοντας πάνω σε περαστικούς, μα ο χρόνος του ήταν πολύτιμος, για να τον ξοδέψει σε ευγένειες. Δεν τολμούσε να κοιτάξει πίσω του, ούτε τριγύρω, να καταλάβει έστω κάποιο σημείο, να προσανατολιστεί.

Πώς τα φέρνει ο καιρός μερικές φορές και οι αντοχές του ανθρώπου είναι τρομερές, πάνω από κάθε όριο λογικής. Η αλήθεια είναι ότι ήταν ξεκούραστος, μα η επιβίωση δίνει δυνάμεις ακατάληπτες.

Σε κάποιο σημείο του δρόμου έστριψε λόγω αδιεξόδου που συνάντησε. Πήρε να

απομακρύνεται όλο και πιο πολύ, κι ο δρόμος ήταν δύσκολος, ανηφορικός, μα η ζωή δεν παραδίνεται αμαχητί στο θάνατο κι ο Άνθρωπος-Ψάρι τρέχει, τρέχει ασταμάτητα, καθώς η ανηφόρα μεγαλώνει.

Ο δρόμος αρχίζει να στενεύει και τα ψηλά κτίρια ορθώνονται σαν τέρατα, που θέλουν να τον καταπιούν. Δεν βλέπει ούτε μπροστά του. Η κούραση τον έχει καταβάλει, οι αισθήσεις χάνονται μία μία…

Πίσω στο βάθος από το στενό δρόμο φαίνεται μια πλατεία, μ` ένα μεγάλο σιντριβάνι, που τίναζε τα νερά του ψηλά, και άδεια παγκάκια πλάι σε παρτέρια, με πολύχρωμα λουλούδια. Στην κορυφή της πλατείας ένα μεγάλο νεοκλασικό κτίριο, επιβλητικό στο γύρω χώρο.

65

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Η ανάβαση του Γολγοθά, με την ταχύτητα που απαιτεί η επιβίωση, ήταν το κλείσιμο της προηγούμενης νύχτας. Ο Άνθρωπος-Ψάρι λιπόθυμος, με ακουμπισμένο το κεφάλι του σε

μια μαρμάρινη πέτρα, ανάγλυφη και λεία, μετρούσε ‘τόνο τον τόνο’ την κούραση, καθώς άφηνε το κορμί του μέσα από τον ιδρώτα και τα δάκρυα της επιλογής.

Το υλικό άρχισε να μαλακώνει κι ένα παράξενο άρωμα αναδυόταν, προκαλώντας την αντίδραση του. Μια ζέση παράξενη κυριαρχούσε στο πρόσωπο του από το μάρμαρο. Σηκώθηκε αργά, ήταν ένα βασανιστήριο γι` αυτόν, και κοντοστάθηκε απέναντι στο υλικό. Ήταν το μαρμάρινο σώμα μιας γυναίκας, της Καρυάτιδας! Κοίταξε ψηλά και με τρόμο αναγνώρισε τον Παρθενώνα της Ακρόπολης. Τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή. Ένα τοπίο πνιγμένο στη σιωπή χιλιάδων χρόνων, που μόνο πόνο απέπνεε η μεγαλοπρέπεια του.

Στο πόδι της Καρυάτιδας, τα δάκρυα και ο ιδρώτας διέβρωσαν το μάρμαρο που άρχισε να διαλύεται. Ο ήχος της καταστροφής πήρε τη θέση του στο χώρο, καταργώντας τη σιωπή, αφήνοντας τις μάσκες για τους καρνάβαλους, απελευθερώνοντας την ειλικρίνεια κι αφήνοντάς την να προβάλλει ολοκάθαρα το πρόσωπο της μέσα στην Ιστορία. Ορίστε, λοιπόν, που ο επιτελικότερος ρόλος ήταν η γέννηση των ανθρώπων που δεν ανέχονται τη σιωπή.

Το μάρμαρο είχε ραγίσει μέχρι το πρόσωπο της Καρυάτιδας κι οι φλούδες του έπεφταν στη γη, μ΄ ένα θόρυβο μοναδικό, λες και κομμάτι κομμάτι ξεφλουδιζόταν η ιστορία.

66

Κραυγές, θύελλες, άλογα που μούγκριζαν σφαγμένα, πρόσωπα αλλοτινών καιρών, άγνωστα σαν φαντάσματα, κυρίευσαν την ατμόσφαιρα, σπάζοντας επιτέλους τα τείχη της Σιωπής, καταργώντας κάθε ψευδαίσθηση του ωραίου, του θριαμβευτικού. Τώρα ο Παρθενώνας έγινε το λίκνο!

Με μιας το μάρμαρο έγινε θρύψαλα και σκόνη κι αποτινάχτηκε μετά από χιλιάδες χρόνια πάνω από το σώμα της Καρυάτιδας. Τι ολόλευκο σώμα! Ένα θείο κορμί, καταδικασμένο στην αφάνεια, να που βγήκε πάλι στο κέντρο της σκηνής, χαμογελώντας τον.

‘Σε περίμενα, Άνθρωπε-Ψάρι, αιώνες τώρα μες στη σιωπή. Σε περίμενα’, του είπε κι άπλωσε το χέρι της.

Ο Άνθρωπος-Ψάρι, σαστισμένος, την κοιτούσε στα μάτια. Τα πιο όμορφα μάτια, που είχε δει στην πορεία του.

‘Λοιπόν, τι θα κάνεις τώρα;’ τον ρώτησε χαμογελώντας.

Συνήλθε από την αμηχανία του και με μια ιπποτική κίνηση πρότεινε το χέρι του για να το πιάσει και να κατέβει από το βάθρο της τιμωρίας της.

‘Ώστε εσύ είσαι η Γυναίκα!’‘Με θυμήθηκες; Είμαι η Καρυάτιδα-

Αντιγόνη.’‘Μέσα…μέσα στα λουτρά εσύ ήσουν!’

πρόφερε τα λόγια κι ένα ρίγος τον κυρίευσε

για όλα όσα πέρασε, για την επιβεβαίωση των ονείρων.

‘Ναι, Άνθρωπε-Ψάρι, μην τρομάζεις από τον χρόνο. Εγώ ήμουν!’

‘Πάμε, λοιπόν, γλυκιά μου, μακριά από δω, στο δρόμο για την Ανατολή, εκεί όπου χαράζει νέα μέρα, μακριά από τα σκοτάδια του παρελθόντος που ζήσαμε.’

‘Βιάζεσαι, Άνθρωπε-Ψάρι. Πολύ βιάζεσαι.’Του χαμογέλασε. Τον αγκάλιασε και τον

φίλησε. Αγκαλιασμένοι πήραν τον κατήφορο προς το κέντρο της Μητρόπολης. Ο Παρθενώνας άρχισε να καταρρέει, ώσπου στο τέλος έγινε μια άμορφη μάζα από πέτρες.

Οι δυο τους, σα σκιές, περνούσαν τους δρόμους της Μητρόπολης, απαρατήρητοι από τα βλέμματα, λες και πέρασαν σε μία άλλη διάσταση. Βγήκαν από τη Μητρόπολη πέρα στον κάμπο, στα χωράφια με τους σταυρωμένους. Η Καρυάτιδα-Αντιγόνη χάιδευε τον Άνθρωπο-Ψάρι και τον φιλούσε τρυφερά. Ο ουρανός , κάπου στο βάθος, πήρε να ροδίζει προς τη μεριά της Ανατολής. Έτσι αγκαλιασμένοι έφτασαν στη λεωφόρο, κοντά στο λιμανάκι.

Κατέβηκαν την πίσω μεριά του λόφου και βρέθηκαν δίπλα στη θάλασσα. Του έσφιξε το χέρι δυνατά. Πήρε το τιμόνι της πορείας στα χέρια της και τον οδήγησε μπροστά στην προβλήτα. Η Καρυάτιδα-Αντιγόνη, πιασμένη χέρι χέρι με τον Άνθρωπο-Ψάρι, στεκόταν

67

μπροστά στη θάλασσα, περιμένοντας υπομονετικά.

‘Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ;’ ρώτησε αγχωμένα ο Άνθρωπος-Ψάρι.

‘Να περιμένουμε, αγάπη μου’, του είπε χαμογελώντας.

‘Το καΐκι, το δρομολόγιο μας!’Ακούμπησε το κεφάλι της πλάι στο δικό

του, αγναντεύοντας πέρα στον ορίζοντα. Η Ανατολή κέρδιζε έδαφος.

‘Δυστυχώς, ο δρόμος προς την Ανατολή από εδώ περνάει. Χιλιάδες χρόνια τώρα από δω περνούσε,’ του είπε, κοιτάζοντας το βάθος του ορίζοντα. Δεν ήθελε να τον κοιτάξει, δεν μπορούσε να δει κατάματα την απώλεια.

Από μακριά άρχισε να φαίνεται μια μαύρη σκιά πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, να επιπλέει τη μία ψηλά, την άλλη χαμηλά, ανάλογα με τον κυματισμό των νερών.

Ο Άνθρωπος-Ψάρι, με δάκρυα που πνίγουν τη φωνή που θέλει να βγει, να διαμαρτυρηθεί, να ουρλιάξει την αλήθειά της, άρπαξε την Καρυάτιδα-Αντιγόνη από το πρόσωπο, για να τη βλέπει και να τον βλέπει.

‘Δεν βαρέθηκες τόσους αιώνες να κουβαλάς το βάρος όλης αυτής της βάρβαρης πραγματικότητας; Τώρα γιατί…’ πνίγηκε.

‘ Όχι, Άνθρωπε-Ψάρι. Όχι.’

ΤΕΛΟΣ

68

69

70