24
Philip K. Dick Second Variety (1953) Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη Ο Ρώσος στρατιώτης ανηφόριζε νευρικά την ανώμαλη πλαγιά του λόφου κρατώντας το όπλο του έτοιμο. Κοίταξε γύρω γλείφοντας τα ξεραμένα χείλια του, το πρόσωπό του σφιγμένο. Κανά δύο φορές σήκώσε το γαντοφορεμένο χέρι του και σκούπισε τον ίδρώτα απ' το λαιμό του κατεβάζοντας το γιακά του επενδύτη του. Ο 'Ερικ γύρισε στο δεκανέα Λεόνε. «Τον θες ή να τον αναλάβω;» και ρύθμισε τον εικονοδέκτη, όσο που τα χαρακτηριστικά του Ρώσου διαγράφτηκαν ξεκάθαρα στη γυάλινη οθόνη, σκληρά, λυπημένα κι αυλακωμένα από βαθιές χαρακιές. Ο Λεόνε έμεινε σκεφτικός. Ο Ρώσος πλησίαζε περπατώντας γρήγορα, σχεδόν τρέχοντας. «Μην πυροβολήσεις. Στάσου», o Λεόνε ήταν νευρικός. «Νομίζω πώς δε θα χρειαστεί». Ο Ρώσος άνοιξε βήμα κλωτσώντας τις στάχτες και τους σωρούς τα σκουπίδια που του έκλειναν το δρόμο. Έφτασε στην κορφή του λόφου και σταμάτησε λαχανιασμένος, κοιτάζοντας γύρω του. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, όλο σύννεφα από γκρίζα μόρια που αναδεύονταν. Γυμνοί κορμοί δέντρων ξεπρόβαλλαν τόπους τόπους' το έδαφος επίπεδο και γυμνό, σπαρμένο χαλάσματα, εδώ και κει απομεινάρια από πελώρια κτίρια σαν κρανία κιτρινισμένα. Ο Ρώσος ήταν ανήσυχος. Ήξερε πώq κάτι δεν πήγαινε καλά. Αρχισε να κατηφορίζει το λόφο. Τώρα βρισκόταν λίγα βήματα μακριά απ' το καταφύγιο. Ο 'Ερικ άρχισε να χάνει την υπομονή του. Έπαιζε με το όπλο του ρίχνοντας ματιές στον Λεόνε. «Μην ανησυχείς», έκανε ο Λεόνε. «Δε θα προφτάσει να πλησιάσει. Θα τον αναλάβουν». «Είσαι σίγουρος; Προχώρησε πολύ, που να τον πάρει». «Όλος ο τόπος γύρω απ' το καταφύγιο είναι γεμάτος, όλο εδώ τριγυρίζουν. Τώρα μπαίνει σε επικίνδυνο έδαφος. 'Ετοιμάσου». Ο Ρώσος φαινόταν να βιάζεται, κατέβαινε σχεδόν γλιστρώντας την πλαγιά, oi μπότες του βούλιαζαν στους σωρούς της γκρίζας στάχτης καθώς προσπαθούσε να κρατάει το όπλο του ψηλά. Στάθηκε για μια στιγμή και σήκωσε τα κιάλια του να κοιτάξει. «Κοιτάζει κατευθείαν εδώ»; είπε ο 'Ερικ. Ο Ρώσος προχώρησε. Μπορούσαν τώρα να δούνε τα μάτιά του, δυο γαλάζιες πέτρες. Το στόμα του μισάνοιχτο. Ήταν αξύριστος' το σαγόνι του αγκαθωτό. Στο κοκαλιάρικο μάγουλο κολλημένη μια τετράγωνη ταινία, γαλαζωπή στις άκρες. Μόλυνση από μύκητες. Ο επενδύτης του γεμάτος λάσπες, κουρελιασμένος. Του 'λείπε το 'να γάντι. Έτσι όπως έτρεχε, ο μετρητής που κρεμόταν στη ζώνη του χοροπήδαγε πάνω κάτω. Ο Λεόνε άγγιξε το μπράτσο του 'Ερικ. «Να ένα». Από την άλλη άκρη του χωραφιού ήρθε κάτι μικρό και μεταλλικό, αστράφτοντας στο μουντό μεσημεριάτικο φως. Μια μεταλλική σφαίρα. Ανηφόρισε το λόφο ακολουθώντας το Ρώσο, τα πόδια της πετούσαν. Ήταν μικρή, απ' τα μωρά. Οι δαγκάνες της ήταν πεταγμένες έξω, δυο προβολές από ξυράφι που στριφογύριζαν φτιάχνοντας μία κηλίδα από άσπρο ατσάλι. Ο Ρώσος την άκουσε. Γύρισε απότομα πυροβολώντας. Η σφαίρα διαλύθηκε. Όμως μία δεύτερη είχε φανεί κι ακολουθούσε την πρώτη. Ο Ρώσος ξαναπυροβόλησε. Μια τρίτη σφαίρα σκαρφάλωσε στο πόδι του Ρώσου πλαταγίζοντας και βουίζοντας. Πήδηξε στον ώμο του. Οι λεπίδες που στριφογύριζαν χάθηκαν μέσα στο λαιμό του Ρώσου. Ο 'Ερικ χαλάρωσε. «Αυτό ήτανε. Θε μου, ετούτα τα διαολοπράματα με κάνουνε ν' ανατριχιάζω. Κάποιες φορές σκέφτομαι πώς πριν ήμαστε καλύτερα». «Αν δεν τις φτιάχναμε εμείς θα τις έφτιαχναν εκείνοι». Ο Λεόνε άναψε τσιγάρο τρέμοντας. «Ήθελα να ξέρω τι γύρευε ο Ρώσος μονάχος του εδώ κάτω. Δεν είδα να τον καλύπτει κανένας». Ο λοχαγός Σκότ κατέβηκε γλιστρώντας τη σήραγγα και μπήκε στο καταφύγιο. «Tι έγινε; Κάτι πέρασε απ' την οθόνη». «Ένας Ιβάν». «Μόνο ένας;» Ο 'Ερικ γύρισε παντού τον εικονοδέκτη. Ο Σκότ κοίταξε καλά. Τώρα είχαν έρθει αμέτρητες μεταλλικές σφαίρες και σέρνονταν πάνω στο ξαπλωμένο σώμα, θαμπές μετάλλινες σφαίρες που πλατάγιζαν και βούιζαν, πριονίζοντας το Ρώσο σε μικρά κομματάκια για να τα πάρουν μαζί τους.

Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Philip K. Dick

Second Variety (1953)

Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη

Ο Ρώσος στρατιώτης ανηφόριζε νευρικά την ανώμαλη πλαγιά του λόφου κρατώντας το όπλο του έτοιμο.

Κοίταξε γύρω γλείφοντας τα ξεραμένα χείλια του, το πρόσωπό του σφιγμένο. Κανά δύο φορές σήκώσε το

γαντοφορεμένο χέρι του και σκούπισε τον ίδρώτα απ' το λαιμό του κατεβάζοντας το γιακά του επενδύτη του.

Ο 'Ερικ γύρισε στο δεκανέα Λεόνε. «Τον θες ή να τον αναλάβω;» και ρύθμισε τον εικονοδέκτη, όσο που τα

χαρακτηριστικά του Ρώσου διαγράφτηκαν ξεκάθαρα στη γυάλινη οθόνη, σκληρά, λυπημένα κι αυλακωμένα από

βαθιές χαρακιές.

Ο Λεόνε έμεινε σκεφτικός. Ο Ρώσος πλησίαζε περπατώντας γρήγορα, σχεδόν τρέχοντας.

«Μην πυροβολήσεις. Στάσου», o Λεόνε ήταν νευρικός. «Νομίζω πώς δε θα χρειαστεί».

Ο Ρώσος άνοιξε βήμα κλωτσώντας τις στάχτες και τους σωρούς τα σκουπίδια που του έκλειναν το δρόμο.

Έφτασε στην κορφή του λόφου και σταμάτησε λαχανιασμένος, κοιτάζοντας γύρω του. Ο ουρανός ήταν

σκοτεινός, όλο σύννεφα από γκρίζα μόρια που αναδεύονταν. Γυμνοί κορμοί δέντρων ξεπρόβαλλαν τόπους

τόπους' το έδαφος επίπεδο και γυμνό, σπαρμένο χαλάσματα, εδώ και κει απομεινάρια από πελώρια κτίρια σαν

κρανία κιτρινισμένα.

Ο Ρώσος ήταν ανήσυχος. Ήξερε πώq κάτι δεν πήγαινε καλά. Αρχισε να κατηφορίζει το λόφο. Τώρα

βρισκόταν λίγα βήματα μακριά απ' το καταφύγιο. Ο 'Ερικ άρχισε να χάνει την υπομονή του. Έπαιζε με το όπλο

του ρίχνοντας ματιές στον Λεόνε.

«Μην ανησυχείς», έκανε ο Λεόνε. «Δε θα προφτάσει να πλησιάσει. Θα τον αναλάβουν».

«Είσαι σίγουρος; Προχώρησε πολύ, που να τον πάρει».

«Όλος ο τόπος γύρω απ' το καταφύγιο είναι γεμάτος, όλο εδώ τριγυρίζουν. Τώρα μπαίνει σε επικίνδυνο

έδαφος. 'Ετοιμάσου». Ο Ρώσος φαινόταν να βιάζεται, κατέβαινε σχεδόν γλιστρώντας την πλαγιά, oi μπότες του

βούλιαζαν στους σωρούς της γκρίζας στάχτης καθώς προσπαθούσε να κρατάει το όπλο του ψηλά. Στάθηκε για

μια στιγμή και σήκωσε τα κιάλια του να κοιτάξει.

«Κοιτάζει κατευθείαν εδώ»; είπε ο 'Ερικ.

Ο Ρώσος προχώρησε. Μπορούσαν τώρα να δούνε τα μάτιά του, δυο γαλάζιες πέτρες. Το στόμα του

μισάνοιχτο. Ήταν αξύριστος' το σαγόνι του αγκαθωτό. Στο κοκαλιάρικο μάγουλο κολλημένη μια τετράγωνη

ταινία, γαλαζωπή στις άκρες. Μόλυνση από μύκητες. Ο επενδύτης του γεμάτος λάσπες, κουρελιασμένος. Του

'λείπε το 'να γάντι. Έτσι όπως έτρεχε, ο μετρητής που κρεμόταν στη ζώνη του χοροπήδαγε πάνω κάτω.

Ο Λεόνε άγγιξε το μπράτσο του 'Ερικ. «Να ένα».

Από την άλλη άκρη του χωραφιού ήρθε κάτι μικρό και μεταλλικό, αστράφτοντας στο μουντό μεσημεριάτικο φως.

Μια μεταλλική σφαίρα. Ανηφόρισε το λόφο ακολουθώντας το Ρώσο, τα πόδια της πετούσαν. Ήταν μικρή, απ' τα

μωρά. Οι δαγκάνες της ήταν πεταγμένες έξω, δυο προβολές από ξυράφι που στριφογύριζαν φτιάχνοντας μία

κηλίδα από άσπρο ατσάλι. Ο Ρώσος την άκουσε. Γύρισε απότομα πυροβολώντας. Η σφαίρα διαλύθηκε. Όμως

μία δεύτερη είχε φανεί κι ακολουθούσε την πρώτη. Ο Ρώσος ξαναπυροβόλησε.

Μια τρίτη σφαίρα σκαρφάλωσε στο πόδι του Ρώσου πλαταγίζοντας και βουίζοντας. Πήδηξε στον ώμο του. Οι

λεπίδες που στριφογύριζαν χάθηκαν μέσα στο λαιμό του Ρώσου.

Ο 'Ερικ χαλάρωσε. «Αυτό ήτανε. Θε μου, ετούτα τα διαολοπράματα με κάνουνε ν' ανατριχιάζω. Κάποιες

φορές σκέφτομαι πώς πριν ήμαστε καλύτερα».

«Αν δεν τις φτιάχναμε εμείς θα τις έφτιαχναν εκείνοι». Ο Λεόνε άναψε τσιγάρο τρέμοντας. «Ήθελα να ξέρω τι

γύρευε ο Ρώσος μονάχος του εδώ κάτω. Δεν είδα να τον καλύπτει κανένας».

Ο λοχαγός Σκότ κατέβηκε γλιστρώντας τη σήραγγα και μπήκε στο καταφύγιο. «Tι έγινε; Κάτι πέρασε απ' την

οθόνη».

«Ένας Ιβάν».

«Μόνο ένας;»

Ο 'Ερικ γύρισε παντού τον εικονοδέκτη. Ο Σκότ κοίταξε καλά. Τώρα είχαν έρθει αμέτρητες μεταλλικές σφαίρες

και σέρνονταν πάνω στο ξαπλωμένο σώμα, θαμπές μετάλλινες σφαίρες που πλατάγιζαν και βούιζαν,

πριονίζοντας το Ρώσο σε μικρά κομματάκια για να τα πάρουν μαζί τους.

Page 2: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

«Πόσες δαγκάνες», ψιθύρισε ο Σκότ.

«Μαζεύονται σαν τις μύγες. Τώρα πια δεν έχουν πολύ θήραμα».

Ο Σκότ παραμέρισε το σκόπευτρο αηδιασμένος. «Σαν τις μύγες. Δεν καταλαβαίνω τι γύρευε μόνος του εκεί

πέρα. Αφού ξέρουν πώς oi δαγκάνες βρίσκονται παντού».

Τώρα ένα μεγαλύτερο ρομπότ είχε προστεθεί στις μικρότερες σφαίρες. Έδινε οδηγίες, ένας μακρύς και

φαρδύς σωλήνας με γουρλωτά μάτια που έβγαιναν από παντού. Δεν είχε απομείνει σχεδόν τίποτα απ' το

στρατιώτη. Τα τελευταία του απομεινάρια κατηφόριζαν το λόφο κρατημένα σ' ένα πλήθος δαγκάνες.

«Λοχαγέ», είπε ο Λεόνε. «Αν δεν έχετε αντίρρηση, θα 'θελα να βγω και να ρίξω μία ματιά».

«Γιατί;»

«Ίσως είχε κάτι μαζί του».

Ο Σκότ σκέφτηκε λίγο. Σήκωσε τους ώμους. «Καλά. Αλλά πρόσεχε».

«Φοράω το λουράκι μου». Ο Λεόνε έδειξε τη μεταλλική ταινία που είχε γύρω στον καρπό του. «Θα μπω στην

απαγορευμένη περιοχή».

Πήρε το όπλο του κι ανέβηκε προσεχτικά ως το στόμιο του καταφύγιου, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα σε

κομμάτια τσιμέντο και στραβωμένα σίδερα. Ο αέρας απάνω ήταν κρύος. Διέσχισε όλο το χωράφι πλησιάζοντας

τ' απομεινάρια του στρατιώτη, πάνω στη λεπτή στάχτη. Γύρω του σηκώθηκε ανεμοστρόβιλος, γκρίζα μόρια

ανέβηκαν στριφογυρίζοντας ως το πρόσωπό του. Σήκωσε το χέρι στα μάτια και συνέχισε να προχωράει.

Oi δαγκάνες πισωπάτησαν καθώς πλησίαζε, μερικές πάγωσαν ακίνητες. Αγγιξε το λουράκι του. Και τι δε θα

'δίνε ο Ιβάν για να το έχει! Η ραδιενέργεια που έβγαινε από το λουράκι εξουδετέρωνε τις δαγκάνες, σταματούσε

τη λειτουργία τους. Ακόμα και το μεγάλο ρομπότ με τα κοτσάνια των ματιών του που σάλευαν πέρα δώθε

υποχώρησε με σεβασμό καθώς πλησίαζε.

Έσκυψε να κοιτάξει τ' απομεινάρια του στρατιώτη. Το γαντοφορεμένο χέρι του ήταν κλεισμένο σφιχτά. Κάτι

είχε μέσα. Ο Λεόνε του άνοιξε με δυσκολία τα δάχτυλα. Ένα σφραγισμένο κουτάκι από αλουμίνιο. Γυαλιστερό

ακόμα. Το 'βαλε στην τσέπη του και τράβηξε για το καταφύγιο. Πίσω του oi δαγκάνες ξαναζωντάνεψαν

μπαίνοντας πάλι σε λειτουργία. Ξανάρχισε η ίδια δουλειά, οι μεταλλικές σφαίρες κατέβαιναν φορτωμένες πάνω

στις στάχτες. Ακουγε τα πόδια τους που έγδερναν το έδαφος. Ανατρίχιασε.

Ο Σκότ τον κοίταζε μ' ενδιαφέρον καθώς έβγαζε το γυαλιστερό κύλινδρο απ' την τσέπη του. «Αυτό είχε;»

«Στο χέρι του». Ο Λεόνε ξεβίδωσε το καπάκι. «Θέλετε να του ρίξετε μια ματιά;»

Ο Σκότ το πήρε. Αδειασε το περιεχόμενα στην παλάμη του. Ένα μικρό κομμάτι μεταξωτό χαρτί, διπλωμένο

προσεχτικά. Κάθισε κοντά στο φως και το ξεδίπλωσε.

«Tι λεει, λοχαγέ;» είπε ο 'Ερικ. Απ' τη σήραγγα μπήκαν κι άλλοι αξιωματικοί. Ανάμεσά τους κι ο ταγματάρχης

Χέντρικς. «Ταγματάρχα», είπε ο Σκότ. «Για ρίξτε μια ματιά εδώ».

Ο Χέντρικς διάβασε το χαρτί. «Τώρα ήρθε;»

«Με αγγελιαφόρο. Τώρα δα».

«Που βρίσκεται;» ρώτησε κοφτά ο Χέντρικς.

«Τον άρπαξαν oi δαγκάνες».

Ο ταγματάρχης Χέντρικς μούγκρισε δυσαρεστημένα. «Για δέστε». Έδωσε το χαρτί στους άλλους. «Νομίζω πώς

αυτό περιμέναμε. 'Οπωσδήποτε δε βιάστηκαν διόλου να τ' αποφασίσουν»

«Λοιπόν θέλουν συνδιαλλαγή», είπε ο Σκότ. «Θα τα συμφωνήσουμε;»

«Αυτό δε θα τ' αποφασίσουμε εμείς», ο Χέντρικς κάθισε. «Που είναι ο αξιωματικός επικοινωνιών; Θέλω να

μιλήσω με Βάση Σελήνης».

Ο Λεόνε καθόταν σκεφτικός, όσο ο άξιωματrκος επικοινωνιών σήκωνε προσεχτικά την εξωτερική κεραία

ανιχνεύοντας τον ουρανό πάνω απ' το καταφύγιο μήπως παραφυλάει κανένα ρώσικο διαστημόπλοιο.

«Λοχαγέ», έκανε. ο Σκότ στον Χέντρικς. «Μου φαίνεται περίεργο που ήρθαν έτσι ξαφνικά. Είναι τώρα ένας

χρόνος που χρησιμοποιούμε τις δαγκάνες. Και τώρα στα καλά καθούμενα αναδιπλώνονται».

«Ίσως άρχισαν να μπαίνουν και στα καταφύγιά τους».

«Μια απ' τις μεγάλες, αυτή με τις εκβλαστήσεις, μπήκε σ' ένα καταφύγιο των Ιβάνηδων την περασμένη

βδομάδα», είπε o 'Ερικ. «Ξέκανε μια ολόκληρη διμοιρία πριν προφτάσουν να κλείσουν την καταπακτή».

«Που το ξέρεις;»

«Μου το 'πε κάποιος. Το πράγμα γύρισε πίσω κουβαλώντας απομεινάρια».

«Βάση Σελήνης, λοχαγέ» είπε ο αξιωματικός επικοινωνιών. Στην οθόνη φάνηκε το πρόσωπο του σεληνιακού

τηλεφωνητή. Η ατσαλάκωτη φορεσιά του ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με τις στολές των άλλων στο

καταφύγιο. Κι ήταν φρεσκοξυρισμένος. «Βάση Σελήνης».

«'Εδώ εμπροσθοφυλακή Στόμιο-Λ. Στη Γη. Δώστε μου το στρατηγό Τόμσον».

Page 3: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Το πρόσωπο του τηλεφωνητή έσβησε. Αμέσως φάνηκαν στην οθόνη τα βαριά χαρακτηριστικά του στρατηγού

Τόμσον. «Τι τρέχει, Ταγματάρχα;»

«Οι δαγκάνες μας άρπαξαν ένα ρώσο αγγελιαφόρο που 'φέρνε μήνυμα. Δεν ξέρουμε αν πρέπει ν'

αντιδράσουμε- μάς έκαναν κι άλλοτε τέτοια κόλπα».

«Τι λεει το μήνυμα;»

«Οι Ρώσοι θέλουν να τους στείλουμε έναν αξιωματικό με πολιτικές αρμοδιότητες στις γραμμές τους. Θέλουν

συνομιλίες. Δε λένε όμως τι συνομιλίες. Λένε πώς πολύ -» συμβουλεύτηκε το χαρτί - «πολύ επείγοντα ζητήματα

απαιτούν ν' αρχίσει συζήτηση ανάμεσα σ' έναν εκπρόσωπο των ΗΕ και τους ίδιους».

Σήκωσε το μήνυμα στην οθόνη για να το διαβάσει και o στρατηγός. Τα μάτια του Τόμσον κινήθηκαν.

«Τι πρέπει να κάνουμε;» ρώτησε ο Χέντρικς.

«Στείλε έξω κάποιον».

«Πιστεύετε πώς δεν είναι παγίδα;»

«Μπορεί και να 'ναι. Αλλά η τοποθεσία που ορίζουν για την εμπροσθοφυλακή τους είναι σωστή. Αξίζει μια

προσπάθεια, όπως και να 'ναι».

«Θα στείλω έναν αξιωματικό και θα σας κάνω αναφορά μόλις γυρίσει».

«Εντάξει, ταγματάρχα». Ο Τόμσον διέκοψε τη γραμμή. H οθόνη έσβησε. Από ψηλά η κεραία άρχισε να

κατεβαίνει αργά. Ο Χέντρικς τύλιξε το χαρτί συλλογισμένος βαθιά.

«Θα πάω εγώ», είπε ο Λεόνε.

«Θέλουν κάποιον με πολιτικές αρμοδιότητες». Ο Χέντρικς έτριψε το σαγόνι του. «Πολιτικές αρμοδιότητες. Έχω

να βγω μήνες. Δε θα μου 'κανε κακό λίγος αέρας».

«Δε νομίζετε πώς είναι επικίνδυνο;»

Ο Χέντρικς σήκωσε το σκόπευτρο και κοίταξε μέσα. Τ' απομεινάρια του Ρώσου είχαν εξαφανιστεί. Μονάχα μια

δαγκάνα φαινόταν εκεί κοντά. Δίπλωνε τα ξυράφια της και χωνότανε στη στάχτη σαν καβούρι. Σαν ένα απαίσιο

μετάλλινο καβούρι.

«Αυτό είναι το μόνο που μ' απασχολεί». Ο Χέντρικς έτριψε τον καρπό του. «Ξέρω πώς είμαι ασφαλής όσο το

'χω μαζί μου. Αλλά κάτι συμβαίνει μ' αυτά τα πράματα. Τα μισώ τα καταραμένα. Μακάρι να μην τα 'χαμε φτιάξει

ποτέ. Κάτι δεν πάει καλά μ' αυτά. Αδίσταχτα μικρά-»

«Αν δεν τα φτιάχναμε εμείς θα τα φτιάχνανε oι Ιβάνηδες». Ο Χέντρικς παραμέρισε το σκόπευτρο. «Τέλος

πάντων, Μου φαίνεται πώς μάλλον κερδίζουμε τον πόλεμο. Κι αυτό είναι κάπως καλό».

«Φαίνεται πως τρέμεις σαν τους Ιβάνηδες».

Ο Χέντρικς κοίταξε το ρολόι του. «Καλύτερα να ξεκινάω για να 'μαι εκεί πριν σκοτεινιάσει».

Πήρε βαθιά ανάσα και βγήκε πάνω, στο γκρίζο στεγνωμένο χώμα. Στάθηκε λίγο, άναψε τσιγάρο και κοίταξε

γύρω του. Το τοπίο ήταν νεκρό. Τίποτα δε σάλευε. Μπορούσε να δει μίλια μακριά, απέραντη στάχτη και λάβα,

ερείπια κτιρίων. Λίγα δέντρα δίχως κλαδιά και φυλλώματα, μόνο κορμοί. Πάνω του κυλούσαν αδιάκοπα γκρίζα

σύννεφα, ανάμεσα στη Γη και τον ήλιο.

Ο ταγματάρχης Χέντρικς προχώρησε. Κάτι πέρασε δεξιά του τρέχοντας, κάτι στρογγυλό και μεταλλικό. Μια

δαγκάνα που κυνηγούσε κάτι κροταλίζοντας. Ίσως κάποιο μικρό ζώο, ένα ποντίκι. Έπιαναν τώρα και ποντίκια.

Κάτι σαν πάρεργο. Έφτασε στην κορφή του λοφίσκου και σήκωσε τα κιάλια. Οι γραμμές των Ρώσων

βρίσκονταν λίγα μίλια πιο πέρα. Εκεί είχαν την εμπροσθοφυλακή τους. Από κει είχε έρθει ο αγγελιαφόρος. Ένα

κοντόφαρδο ρομπότ τον προσπέρασε σαλεύοντας κυματιστά τα χέρια του σα να γύρευε κάτι. Το ρομπότ

τράβηξε το δρόμο του και χάθηκε σε κάτι χαλάσματα. Ο Χέντρικς το παρακολούθησε με τα μάτια. Δεν είχε

ξαναδεί άλλη φορά τέτοιο καλούπι. Έβγαιναν κάθε τόσο νέοι τύποι, αλλιώτικοι, καινούργιες ποικιλίες και μεγέθη

που φτιάχνονταν στα υπόγεια εργοστάσια.

Ο Χέντρικς έσβησε το τσιγάρο του κι άνοιξε βήμα. Πάντως είχε το ενδιαφέρον της αυτή η χρήση τεχνητών

μορφών στον πόλεμο. Πώς είχαν αρχίσει τότε; Ανάγκη. Στην αρχή η Σοβιετική Ένωση είχε μεγάλες επιτυχίες.

Μια έκρηξη είχε σβήσει από το χάρτη το μεγαλύτερο κομμάτι της Βόρειας Αμερικής. Βέβαια τ' αντίποινα δεν

είχαν καθυστερήσει ούτε λεπτό. Πολύ πριν αρχίσει ο πόλεμος, ο ουρανός ήταν κιόλας γεμάτος με μικρούς

βομβαρδιστικούς δίσκους. Μέσα σε λίγες ώρες απ' τη στιγμή που καταστράφηκε η Ουάσιγκτον, οι δίσκοι

άρχισαν να κατεβαίνουν πάνω απ' τη Ρωσία.

Βέβαια αυτό δεν άλλαξε τίποτα στην Ουάσιγκτον.

Οι κυβερνήσεις του αμερικανικού συνασπισμού μεταφέρθηκαν τον πρώτο χρόνο στη Βάση Σελήνης. Δεν

είχαν κι άλλο τίποτα να κάνουν. Η Ευρώπη αφανισμένη, ένας σωρός από λάβα και μαύρα αγριόχορτα που

βλάστησαν απ' τις στάχτες και τα κόκαλα. Το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Αμερικής άχρηστο. Δε φύτρωνε

τίποτα, κανείς δεν μπορούσε να ζήσει. Έμεναν ακόμα λίγα εκατομμύρια στον Καναδά, και κάτω, στη Νότια

Page 4: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Αμερική. Όμως τη δεύτερη χρονιά άρχισαν να πέφτουν ρώσοι αλεξιπτωτιστές, στην αρχή λίγοι, έπειτα όλο και

περισσότεροι. Είχαν μαζί τους τις πρώτες πραγματικά αποτελεσματικές αντί-ραδιενεργές συσκευές' ο,τι

απόμεινε από την αμερικανική παραγωγή μεταφέρθηκε στο φεγγάρι μαζί με τις κυβερνήσεις.

'Εκτός από τα στρατεύματα. Τ' απομεινάρια του στρατού έμειναν στη Γη βαστώντας όσο μπορούσαν, μερικές

χιλιάδες εδώ, μια διμοιρία εκεί. Κανείς δεν ήξερε με ακρίβεια που βρίσκονταν έμεναν όπου να 'ναι, τριγυρνώντας

τη νύχτα, κρυμμένοι στα χαλάσματα, στους υπόνομους, στα κελάρια, μαζί με τα ποντίκια και τα φίδια. Φαινόταν

πώς η Σοβιετική Ένωση είχε σχεδόν κερδισμένο τον πόλεμο. 'Εκτός από μια χούφτα βλήματα που εκτόξευαν

κάθε μέρα από τη σελήνη, σχεδόν κανένα άλλο όπλο δε χρησιμοποιούνταν εναντίον τους. Μετακινούνταν όπου

τους άρεσε. Ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει. Δεν υπήρχε τίποτα δραστικό για να τους ανακόψει.

Kαι τότε εμφανίστηκαν οι πρώτες δαγκάνες. Και μέσα σε μια νύχτα η σύνθεση του πολέμου άλλαξε.

Στην αρχή oί δαγκάνες ήταν αδέξιες. Οι Ιβάνηδες τις ξέκαναν σχεδόν αμέσως μόλις ξεμύτιζαν απ' τις

υπόγειες σήραγγες. Έπειτα άρχισαν να γίνονται καλύτερες, ταχύτερες και πιο πονηρές. Τις γεννούσαν

εργοστάσια σ' ολόκληρη τη Γη. 'Εργοστάσια θαμμένα βαθιά κάτω απ' το χώμα, πίσω απ' τις σοβιετικές

γραμμές, εργοστάσια που κάποτε έφτιαχναν ατομικά βλήματα, τώρα σχεδόν ξεχασμένα.

Οι δαγκάνες άρχισαν να γίνονται πιο γρήγορες, μεγάλωναν. 'Εμφανίστηκαν νέοι τύποι, άλλες είχαν κεραίες,

άλλες πετούσαν. Ήταν και λίγες που πηδούσαν σαν ακρίδες. Οι καλύτεροι τεχνικοί στη σελήνη κατάστρωναν

συνέχεια σχέδια, κάνοντάς τες όλο και πιο πολύπλοκες, όλο και πιο ευέλικτες. Έγιναν αλλόκοτες oι Ιβάνηδες

μπήκαν σε μεγάλους μπελάδες. Μερικές απ' τις μικρές δαγκάνες μάθαιναν να κρύβονται, θάβονταν στην άμμο

κι έμεναν εκεί παραμονεύοντας.

Κι έπειτα άρχισαν να μπαίνουν στα καταφύγια των Ρώσων, γλιστρώντας απ' την καταπακτή όταν την άνοιγαν

για λίγο αέρα η για να ρίξουν μία ματιά έξω. Μια δαγκάνα μέσα στο καταφύγιο, μία σφαίρα που στριφογύριζε

όλο λεπίδες και μέταλλο αυτό έφτανε. Κι όταν έμπαινε μία ακολουθούσαν κι άλλες. Μ' ένα τέτοιο όπλο ο

πόλεμος δε θα μπορούσε να συνεχίσει για πολύ ακόμα.

Ίσως είχε κιόλας τελειώσει.

Ίσως θα του ανακοίνωναν την είδηση - Ίσως το Πολιτικό Γραφείο είχε αποφασίσει να υποχωρήσει. Κρίμα

που χρειάστηκε τόσος καιρός. Έξι χρόνια. Πάρα πολύς χρόνος για ένα τέτοιο πόλεμο, όπως τον είχαν

ξεκινήσει:. Oί αυτόματοι βομβαρδιστικοί δίσκοι σβούριζαν κατεβαίνοντας πάνω από τη Ρωσία, εκατοντάδες

χιλιάδες. Κρύσταλλοι βακτηριδίων. Τα σοβιετικά τηλεκατευθυνόμενα βλήματα σφύριζαν στον αέρα. Oί

αλυσιδωτές βόμβες. Και τώρα Αυτό, τα ρομπότ, oι δαγκάνες'

Oι δαγκάνες δεν έμοιαζαν με τ' άλλα όπλα. Ήταν ζωντανές από κάθε άποψη, είτε ήθελαν να το παραδεχτούν

οι κυβερνήσεις είτε όχι. Δεν ήταν μηχανές. Ήτανε πράγματα ζωντανά που στριφογύριζαν, σέρνονταν,

τινάζονταν άξαφνα απ' τη στάχτη κι ορμούσαν στον άνθρωπο, σκαρφάλωναν πάνω του γυρεύοντας το λαιμό

του. Kαί γι' αυτό ακριβώς ήταν φτιαγμένες. Αυτή ήταν η δουλειά τους.

Kαι την έκαναν καλά. Ειδικά αργότερα, όταν παρουσιάστηκαν και νέα σχέδια. Τώρα επιδιόρθωναν μόνες

τους τις βλάβες τους. Έκαναν ο,τι ήθελαν. Μικροσκοπικά λουράκια, πομποί ραδιενέργειας, προστάτευαν τα

στρατεύματα των ΗΕ. Όμως αν κανείς τύχαινε να χάσει το δικό του γινόταν βορά στις δαγκάνες, ο,τι στολή κι αν

φόραγε. Βαθιά, κάτω απ' την επιφάνεια, τις γεννούσαν αυτόματες μηχανές. Oί άνθρωποι προτιμούσαν να

βρίσκονται όσο πιο μακριά γινόταν. Ήταν πολύ επικίνδυνο. Κανείς δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί κοντά. Τις

άφησαν μόνες τους. Kαί φαίνεται πως τα κατάφερναν μία χαρά. Τα νέα καλούπια ήταν ταχύτερα, πιο

πολύπλοκα. Τα κατάφερναν καλύτερα.

Φαίνεται πως είχαν κερδίσει τον πόλεμο.

Ο ταγματάρχης Χέντρικς άναψε και δεύτερο τσιγάρο. Το τοπίο τον πλάκωνε. Μόνο στάχτη κι ερείπια. Του

φαινόταν πώς ήταν ολομόναχος, το μοναδικό ζωντανό πλάσμα σ' ολόκληρο τον κόσμο. Δεξιά του ορθώθηκαν

τα ερείπια μιας πόλης, κανά δυο τοίχοι και σωροί από χαλάσματα. Πέταξε το σβησμένο σπίρτο κι άνοιξε βήμα.

Ξαφνικά σταμάτησε σηκώνοντας απότομα το όπλο του, το κορμί του τεντωμένο. Για μια στιγμή του φάνηκε σαν-

Πίσω απ' το κέλυφος ενός χαλασμένου σπιτιού φάνηκε μία σιλουέτα που τον πλησίασε, περπατώντας αργά,

δισταχτικά. Ο Χέντρικς ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Αλτ!»

Το αγόρι σταματήσε. Ο Χέντρικς χαμήλωσε το όπλο του. Το αγόρι στεκόταν σιωπηλό και τον κοίταζε. Ήταν

μικροκαμωμένο, όχι πολύ μεγάλο. Ίσως στα οχτώ. Μα δεν μπορούσες να πεις σίγουρα. Τα πιο πολλά απ' τα

παιδιά που απόμειναν ήταν καχεκτικά. Φόραγε ένα ξεθωριασμένο μπλε πουλόβερ μες στη βρώμα και κοντό

παντελονάκι. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και μπερδεμένα. Καστανά μαλλιά. Κρέμονταν πάνω στο πρόσωπό του

και γύρω απ' τ' αφτιά. Κάτι κράταγε στην αγκαλιά του.

«Τι έχεις εκεί;» έκανε ο Χέντρικς κοφτά.

Το αγόρι τέντωσε τα χέρια να του δείξει. Ένα παιχνίδι, ένα αρκουδάκι. Τα μάτια του παιδιού ήταν μεγάλα, δίχως

Page 5: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

έκφραση. Ο Χέντρικς χαλάρωσε. «Δεν το θέλω. Κράτα το».

Το αγόρι αγκάλιασε ξανά το αρκουδάκι.

«Που μένεις;» είπε ο Χέντρικς.

«Εκεί - μέσα».

«Στα ερείπια;»

«Ναι».

«Στο υπόγειο;»

«Ναι».

«Πόσοι είσαστε εκεί;»

«Τι - τι πόσοι;»

«Πόσοι από σας. Πόσους έχει ο καταυλισμός σας;»

Το παιδί δεν απάντησε.

Ο Χέντρικς σκοτείνιασε. «Μη μου πεις πώς είσαι ολομόναχος;»

Το αγόρι έγνεψε ναι. «Και πώς ζεις;»

«Έχει φαί».

«Τι φαί;»

«Αλλιώτικο».

Ο Χέντρικς τον περιεργάστηκε. «Πόσο χρονών είσαι;»

«δεκατριών».

Δεν ήταν δυνατό. Η μήπως ήταν; Το αγόρι ήταν λιγνό, καχεκτικό. Και μάλλον στείρο. Έκθεση σε

ραδιενέργεια, τόσα χρόνια. Γι' αυτό ήταν έτσι μικροκαμωμένο. Τα πόδια και τα χέρια του ήτανε λιγνά σαν

καλαμάκια. Ο Χέντρικς άγγιξε το μπράτσο του παιδιού. Το δέρμα του ήταν στεγνό και τραχύ δέρμα της

ραδιενέργειας. Έσκυψε και κοίταξε το πρόσωπο του παιδιού. Ήταν ανέκφραστο. Μάτια μεγάλα, μεγάλα και

σκοτεινά.

«Είσαι τυφλός;» είπε ο Χέντρικς.

«Όχι, βλέπω λίγο».

«Και πώς γλίτωσες απ' τις δαγκάνες;»

«Ποιές δαγκάνες;»

«Εκείνα τα στρογγυλά πράματα, που τρέχουν και βουίζουν»

«Δεν καταλαβαίνω».

Μπορεί να μην υπήρχαν δαγκάνες εκεί γύρω. Πολλές περιοχές ήταν ελεύθερες. Μαζεύονταν συνήθως γύρω

από τα καταφύγια, όπου βρίσκονταν άνθρωποι. Οι δαγκάνες ήταν μελετημένες να νιώθουν τη ζεστασιά, τη

ζεστασιά των ζωντανών πραγμάτων.

«Είσαι τυχερός», έκανε ο Χέντρικς και σηκώθηκε. «Λοιπόν; Προς τα που πας; Εκεί πίσω; Πάλι εκεί;»

«Να 'ρθω μαζί σου;»

«Μαζί μου;» ο Χέντρικς σταύρωσε τα χέρια του. «Εγώ πάω πολύ μακριά. Μίλια. Πρέπει να τρέξω». Κοίταξε το

ρολόι του, «Πρέπει να φτάσω πριν νυχτώσει».

«Θέλω να 'ρθω».

Ο Χέντρικς πασπάτεψε το γυλιό του. «Δεν αξίζει τον κόπο. Να». Πέταξε κάτω όλες τις κονσέρβες που είχε μαζί

του. «Πάρε αυτά εδώ και γύρνα πίσω. Εντάξει;»

Το αγόρι δεν είπε τίποτα.

«Θα ξαναγυρίσω από δω. Σε καμιά μέρα. Αν είσαι εδώ γύρω όταν περνάω, μπορώ να σε πάρω μαζί μου.

'Εντάξει;»

«Θέλω να 'ρθω μαζί σου τώρα».

«Είναι μακριά».

«Μπορώ να περπατήσω».

Ο Χέντρικς στριφογύρισε αμήχανα. Θα γίνονταν πολύ ωραίος στόχος, δυο άνθρωποι που περπατάνε μαζί.

Και το αγόρι θα τον καθυστερούσε. Αλλά μπορεί και να μην ξαναγύριζε απ' αυτό το δρόμο. Κι αν το αγόρι ήταν

πραγματικά ολομόναχο

«Καλά. Αντε πάμε».

Το αγόρι τον πήρε το κατόπι. Ο Χέντρικς περπάταγε με μεγάλα βήματα. Το παιδί περπάταγε σιωπηλά,

κρατώντας σφιχτά το αρκουδάκι του.

«Πώς σε λένε;» έκανε ο Χέντρικς έπειτα από λίγο.

«Ντέηβιντ 'Εντουαρντ Ντέρινγκ».

Page 6: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

«Ντέηβιντ; Και - τι έγινε ο πατέρας σου και η μητέρα σου;»

«Πεθάνανε» .

«Πώς;»

«Στην έκρηξη».

«Πότε;»

«Πριν έξι χρόνια».

Ο Χέντρικς σιγάνεψε το βήμα του. «Κι είσαι μόνος σου έξι χρόνια;»

«Όχι. Λίγο καιρό ήτανε κι άλλοι άνθρωποι. Έπειτα φύγανε».

«Κι από τότε είσαι μόνος σου;»

«Ναι».

Ο Χέντρικς τον κοίταξε. Το αγόρι ήταν παράξενο, έλεγε λίγα. Κλεισμένο στον εαυτό του. Μα έτσι ήταν όλα,

όλα τα παιδιά που είχαν επιζήσει. Ήσυχα. Στωικά. Τυλιγμένα σ' ένα περίεργο φαταλισμό. Τίποτα δεν τους

φαινόταν παράξενο. Δεχόντουσαν ο,τι συνέβαινε. Δεν μπορούσαν πια να περιμένουν καμιά φυσιολογική, καμιά

κανονική πορεία των πραγμάτων, ηθικών και φυσικών. Η συνήθεια κι όλες οι καθοριστικές δυνάμεις της

μάθησης είχαν χαθεί' έμενε μόνο η σκληρή εμπειρία.

«Μήπως περπατάω πολύ γρήγορα;» είπε ο Χέντρικς.

«Όχι».

«Και πώς με είδες;»

«Περίμενα».

«Περίμενες;» ο Χέντρικς απόρησε.

«Τι περίμενες;»

«Να πιάσω πράγματα».

«Τι πράγματα;»

«Πράγματα που τρώγονται».

«Α». Ο Χέντρικς έσφιξε τα χείλια του. Ένα αγόρι δεκατριών χρονών, που ζούσε τρώγοντας ποντίκια και

αρουραίους και μισοσαπισμένες κονσέρβες. Βαθιά σε μια τρύπα, κάτω απ' τα χαλάσματα της πόλης. Με λίμνες

ραδιενέργειας και δαγκάνες κι από πάνω τα ρώσικα βομβαρδιστικά που περιπολούσαν τον ουρανό.

«Που πάμε;» ρώτησε ο Ντέηβιντ.

«Στις γραμμές των Ρώσων».

«Των Ρώσων;»

«Των εχθρών. Αυτών που ξεκίνησαν τον πόλεμο. Αυτοί έριξαν τις πρώτες ατομικές βόμβες. Αυτοί έκαναν την

αρχή».

Το αγόρι έγνεψε καταφατικά. Το πρόσωπό του έμεινε ανέκφραστο.

«Εγώ είμαι Αμερικάνος», είπε ο Χέντρικς.

Κανένα σχόλιο. Και συνέχισαν να προχωράνε οι δυο τους, o Χέντρικς λίγο πιο μπροστά, ο Ντέηβιντ το κατόπι

του, σφίγγοντας το βρώμικο αρκουδάκι στο στήθος του.

Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα σταμάτησαν για φαί. Ο Χέντρικς άναψε φωτιά σ' ένα κούφωμα ανάμεσα σε

κομμάτια από τσιμέντο. Καθάρισε τον τόπο απ' τ' αγριόχορτα και μάζεψε ξυλαράκια. Οι ρώσικες γραμμές δεν

ήταν πια μακριά. Γύρω του ήταν κάτι που άλλοτε ήταν κοιλάδα, στρέμματα ολόκληρα με οπωροφόρα και

αμπέλια. Τώρα δεν έμενε τίποτα εξόν από λίγα γυμνά κούτσουρα και τα βουνά που ξαπλώνονταν στον ορίζοντα

στην άλλη άκρη. Και τα σύννεφα της στάχτης που κύλαγε και φούσκωνε και σκόρπιζε με τον άνεμο, και

κατακαθόταν στα χόρτα και τ' απομεινάρια σπιτιών, τοίχοι εδώ και κει, κάτι που ένα καιρό ήτανε δρόμος.

Ο Χέντρικς έκανε καφέ και ζέστανε λίγο βραστό κρέας και ψωμί. «Πάρε». Του άπλωσε ψωμί και κρέας. Ο

Ντέηβιντ καθόταν ανακούρκουδα πλάι στη φωτιά, τα γόνατά του άσπρα και κοκαλιάρικα. Κοίταξε καλά καλά το

φαί κι έπειτα του το ξαναγύρισε κουνώντας το κεφάλι του.

«Όχι».

«Όχι; Τι, δε θες;»

«Όχι».

Ο Χέντρικς σήκωσε τους ώμους του. Ίσως το αγόρι να 'ταν μεταλλαγμένο, συνηθισμένο σε ειδική τροφή. Δεν

πείραζε. Όταν θα πείναγε θα 'βρισκε κάτι να φάει. Ήτανε πάντως περίεργο. Όμως υπήρχαν τόσα πολλά

περίεργα πράγματα που παρουσιάζονταν στον κόσμο. Η ζωή δεν ήταν πια ίδια. Ούτε θα μπορούσε να

ξαναγίνει. Η ανθρώπινη φυλή θα 'πρεπε να το βάλει βαθιά στο νου της.

«Όπως θες», έκανε ο Χέντρικς. Έφαγε μόνος του ψωμί και κρέας, σπρώχνοντάς το να κατέβει με καφέ.

Έτρωγε αργά, το φαγητό του 'πεφτε δυσκολοχώνευτο. Όταν τέλειωσε σηκώθηκε και πάτησε τη φωτιά να

Page 7: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

σβήσει. Ο Ντέιβιντ σηκώθηκε αργά, παρατηρώντας τον με τα μάτια του μικρομέγαλου.

«Φεύγουμε», είπε ο Χέντρικς.

«Καλά» .

Ο Χέντρικς περπάταγε με το όπλο στα χέρια. Ήταν κοντά ένιωθε τεντωμένος, έτοιμος για όλα. Οι Ρώσοι θα

'πρεπε να περιμένουν αγγελιαφόρο, μία απάντηση στο δικό τους, άλλά ήταν πονηροί. Υπήρχε πάντα η

πιθανότητα μίας παγίδας. Χτένισε με τα μάτια το τοπίο γύρω του. Τίποτ' άλλο από λάβα και στάχτη, λίγοι λόφοι,

κουτσουρεμένα δέντρα. Τσιμεντένιοι τοίχοι. Όμως κάπου εκεί μπροστά βρισκόταν το πρώτο καταφύγιο των

ρώσικων γραμμών, η εμπροσθοφυλακή. Υπόγεια, θαμμένό βαθιά, φαινόταν μόνο ένα περισκόπιο και οι

μουσούδες μερικών όπλων. Ίσως μία κεραία.

«Θα φτάσουμε γρήγορα;» ρώτησε ο Ντέηβιντ.

«Ναι. Κουράστηκες;»

«Όχι».

«Τότε τι ρωτάς;»

Ο Ντέηβιντ δεν απάντησε. Τον ακολουθούσε περπατώντας προσεχτικά, χαράζοντας τις πατημασιές του

πάνω στη στάχτη. Τα πόδια και τα παπούτσια του ήταν σταχτιά απ' τη σκόνη. Το σκελετωμένο πρόσωπό του

αυλακωμένο, γραμμές από στάχτη χάραζαν τη χλωμή του ασπράδα. Δε είχε χρώμα το πρόσωπό του. Κάτι

συνηθισμένο έξάλλου με τα καινούργια παιδιά, που μεγάλωναν σε κελάρια και οχετούς και σ' υπόγεια

καταφύγια.

Ο Χέντρικς σιγάνεψέ το βήμα του. Σήκωσε τα κιάλια και κοίταξε καλά όλη την περιοχή που απλωνόταν

μπροστά του. Ήταν άραγε εκεί, κάπου, και τον περίμεναν; Τον παρακολουθούσαν, όπως οι άντρες του είχαν

παρακολουθήσει το ρώσο αγγελιαφόρο; Μια ανατριχίλα πέρασε απ' τη ράχη του. Ίσως ετοίμαζαν τα όπλα τους,

σε λίγο θα πυροβολούσαν, όπως κι οι άντρες του είχαν ετοιμαστεί κι είχαν σταθεί περιμένοντας να σκοτώσουν.

Ο Χέντρικς σταμάτησε σφουγγίζοντας τον ίδρώτα απ' το πρόσωπό του. «Διάολε». Είχε αρχίσει να χάνει την

ψυχραιμία του. Αλλά έπρεπε να τον περιμένουν. Η κατάσταση ήταν διαφορετική.

Περπάταγε πάνω στη στάχτη κρατώντας σφιχτά το όπλο και με τα δυό του χέρια. Πίσω του ερχόταν ο

Ντέηβιντ. Ο Χέντρικς κοίταξε γύρω του με σφιγμένα χείλια. Μπορούσε να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Μια

έκρηξη γεμάτη άσπρο φως, ριγμένη προσεχτικά στο στόχο της από ένα βαθύ τσιμεντένιο καταφύγιο.

Σήκωσε το όπλο του και το γύρισε ένα γύρο.

Τίποτα δεν κουνήθηκε. Στα δεξιά του περνούσε μία μακριά κορυφογραμμή, που πάνω της ξεπρόβαλλαν

νεκροί κορμοί δέντρων. Κάτι άγριες' κληματσίδες ξεφύτρωναν γύρω απ' τα δέντρα, απομεινάρια των αμπελιών

που ήταν άλλοτε, Και κείνα τα αιώνια μαύρα αγριόχορτα. Ο Χέντρικς κοίταξε προσεχτικά την κορυφογραμμή.

Μήπως βρίσκονταν εκεί πάνω; Τέλειος τόπος για σκοπιά. Πλησίασε ανήσυχος, με το Ντέηβιντ σιωπηλό

καταπόδι. Αν ήτανε δική του περιοχή θα 'χε ριγμένες παντού περιπόλους να προσέχουν μήπως περάσει

κανένας. Βέβαια αν ήταν δική του περιοχή θα είχε βάλει γύρω γύρω δαγκάνες για απόλυτη ασφάλεια.

Σταμάτησε, τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια στη μέση. «Φτάσαμε;» είπε ο Ντέηβιντ.

«Κοντεύουμε.»

«Γιατί σταματήσαμε;»

«Δε θέλω να το ρισκάρω». Ο Χέντρικς προχώρησε αργά. Τώρα η κορυφογραμμή βρισκόταν πλάι του, στα δεξιά

του. Τον κοίταζε από ψηλά. Η ανησυχία του μεγάλωσε. Αν ήταν κανένας Ιβάν εκεί πάνω δε θα του 'δίνε

ευκαιρία. Κούνησε πάλι το χέρι του. Θα 'πρεπε να περιμένουν κάποιον με τη στολή των ΗΕ, σαν απάντηση σε

κείνη την κάψουλα με το σημείωμα. Εκτός κι αν ήταν παγίδα.

«Μείνε κοντά μου». Γύρισε στον Ντέηβιντ. «Μη μένεις τόσο πίσω».

«Κοντά σου;»

«Εδώ, δίπλα μου! Να 'μαστε κοντά. Δεν μπορούμε να το ρισκάρουμε. Έλα».

«Δεν παθαίνω τίποτα». Ο Ντέηβιντ έμεινε πίσω του, στ' ανοιχτά, λίγα βήματα μακρύτερα, σφίγγοντας πάντα το

αρκουδάκι του.

«Κάνε ο,τι θες». Ο Χέντρικς σήκωσε τα κιάλια, τα νεύρα του ξαφνικά τεντωμένα. Για μία στιγμή - κάτι είχε

κουνηθεί; Χτένισε την κορυφογραμμή με μεγάλη προσοχή. Όλα ήτανε βουβά. Πεθαμένα. Τίποτα ζωντανό εκεί

πάνω, μόνο κούτσουρα και στάχτη. Ίσως και κανένα ποντίκι. Τα μεγάλα μαύρα ποντίκια είχαν γλιτώσει απ' τις

δαγκάνες. Μεταλλαγμένα - έφτιαχναν τις φωλιές τους από σάλιο και στάχτη. Κάτι σα γύψος. Προσαρμογή.

Ξεκίνησε πάλι.

Μια ψηλή σιλουέτα ξεπρόβαλε απ' την κορυφή, ακριβώς από πάνω του, με μανδύα που ανέμιζε.

Γκριζοπράσινος. Ένας Ρώσος. Πίσω του φάνηκε ένας δεύτερος στρατιώτης, Ρώσος. Σήκωσαν κι οι δυό τα

όπλα τους σημαδεύοντας.

Page 8: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Ο Χέντρικς πάγωσε. Ανοιξε το στόμα του. Οι στρατιώτες γονάτιζαν, κοιτώντας ίσια κάτω στην πλαγιά. Μια

τρίτη σιλουέτα τους είχε πλησιάσει πάνω στην κορφή, πιο μικροκαμωμένη, στα γκριζοπράσινα. Μια γυναίκα.

Στάθηκε πίσω απ' τους άλλους δύο.

Ο Χέντρικς ξαναβρήκε τη φωνή του. «Σταθείτε!» τους ανέμισε το χέρι του σαν τρελός. «Είμαι-»

Οι δύο Ρώσοι πυροβόλησαν. Πίσω απ' τον Χέντρικς ακούστηκε ένα σιγανό πόπ. Κύματα ζέστης τον

έγλειψαν, ρίχνοντάς τον κατάχαμα. Στάχτη χτύπησε το πρόσωπό του, τρυπώνοντας στα μάτια και τη μύτη του.

Μισοπνιγμένος σηκώθηκε στα γόνατα. Ήταν παγίδα. Είχε φτάσει το τέλος του. Είχε έρθει για να τον σκοτώσουν

σαν αρνί. Οι στρατιώτες κι η γυναίκα κατέβαιναν την πλαγιά και τον ζύγωναν, γλιστρώντας πάνω στη μαλακιά

στάχτη. Ο Χέντρικς είχε παραλύσει. Το κεφάλι του χτυπούσε. Σήκωσε αδέξια το όπλο του και σημάδεψε. Ζύγιζε

χίλιους τόνους, μόλις που το κράταγε. Η μύτη και τα μάγουλά του έτσουζαν. Ο αέρας ήταν γεμάτος απ' τη

μυρωδιά της έκρηξης, μυρωδιά από οξύ.

«Μην πυροβολείς», είπε ο πρώτος Ρώσος αγγλικά, με βαριά προφορά.

Κατέβηκαν κι οι τρεις και τον κύκλωσαν. «Κατέβασε το όπλο σου, Γιάνκη», είπε ο άλλος.

Ο Χέντρικς τα 'χε χαμένα. 'Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα. Τον είχαν πιάσει. Κι είχαν ανατινάξει το παιδί.

Γύρισε το κεφάλι του. Ο Ντέηβιντ είχε εξαφανιστεί. Ο,τι απόμεινε απ' αυτόν ήταν χυμένο κατάχαμα.

Οι τρεις Ρώσοι τον κοίταζαν περίεργα. Ο Χέντρικς κάθισε σκουπίζοντας το αίμα απ' τη μύτη του, φτύνοντας

κομμάτια στάχτη. Κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να ξεζαλιστεί. «Γιατί το κάνατε;» ψιθύρισε βραχνά.

«Το παιδί».

«Ρομπότ», είπε ο στρατιώτης που τον κρατούσε απ' τον ώμο. «Το είδαμε που σου είχε κολλήσει».

«Μου είχε κολλήσει;»

«Έτσι κάνουν τώρα. Κολλάνε δίπλα σου όταν περπατάς. Κι έπειτα μέσα στο καταφύγιο. Έτσι καταφέρνουν και

μπαίνουν».

Ο Χέντρικς ανοιγόκλεισε τα μάτια του έκπληκτος. «Μα-»

«Αντε». Τον τράβηξαν Προς το βουναλάκι, γλιστρώντας και βουλιάζοντας μέσα στη στάχτη. Η γυναίκα έφτασε

στην κορφή κι έμεινε να τους περιμένει.

«Η εμπροσθοφυλακή», ψέλλισε ο Χέντρικς. «Ήρθα για συνομιλίες με τους Σοβιετικούς-»

«Δεν υπάρχει πια εμπροσθοφυλακή. αυτά κατάφεραν και μπήκαν. Θα σου εξηγήσουμε». Έφτασαν στην κορφή.

«Εμείς είμαστε ο,τι έχει απομείνει. Οι τρεις μας. Οι άλλοι ήτανε κάτω στο καταφύγιο».

«Από δω. Κατέβα». Η γυναίκα ξεβίδωσε ένα καπάκι, από κάτω ένα φρεάτιο μέσα στη Γη. «Μπες».

Ο Χέντρικς έσκυψε. Πίσω του κατέβηκαν οι δυο στρατιώτες κι η γυναίκα, ακολουθώντας τον στη σκάλα. Η

γυναίκα έκλεισε πίσω τους το καπάκι, το σιγούρεψε γερά με την αμπάρα.

«Είσαι τυχερός που σε είδαμε», γρύλισε ο ένας, «σου είχε κολλήσει όσο ακριβώς χρειαζότανε».

«Δόσμου τσιγάρο», είπε η γυναίκα. «Έχω βδομάδες να καπνίσω αμερικανικό».

Ο Χέντρικς της άπλωσε το πακέτο. Πήρε τσιγάρο και πέρασε το πακέτο στους δυό στρατιώτες. Στη γωνιά της

μικρής κάμαρας η λάμπα αναβόσβηνε ακανόνιστα. Το δωμάτιο ήταν χαμηλοτάβανο, στενάχωρο. Οι τέσσερίς

τους κάθισαν γύρω από 'να μικρό ξύλινο τραπέζι. Κάμποσα βρώμικα πιάτα ήταν στοιβαγμένα στη μια γωνιά.

Πίσω από μια κουρελιασμένη κουρτίνα μισοφαινόταν άλλο ένα δωμάτιο. Ο Χέντρικς είδε τη γωνιά ενός

ντιβανιού, δυό κουβέρτες, ρούχα κρεμασμένα σ' ένα καρφί.

«Εμείς ήμαστε εδώ», είπε ο διπλανός του. Έβγαλε το κράνος του τινάζοντας τα ξανθά μαλλιά του. «Είμαι ο

λοχίας Ρούντι Μάξερ. Πολωνός. Μπήκα στο ρώσικο στρατό πριν δυό χρόνια». Απλωσε το χέρι του. Ο Χέντρικς

δίστασε, έπειτα το 'σφίξε. «Ταγματάρχης Τζόζεφ Χέντρικς».

«Κλάους Επστάιν». Ο άλλος στρατιώτης του 'δωσε το χέρι, ένας μικρόσωμος μελαχρινός άντρας με αραιά

μαλλιά. Ο Επστάιν έξυσε νευρικά το αφτί του. «Αυστριακός. Μπήκα στο στρατό, ένας Θεός ξέρει πότε. Δε

θυμάμαι. Ήμαστε εδώ οι τρεις μας, ο Ρούντι κι εγώ, με την Τασσώ». Έδειξε τη γυναίκα. «Έτσι γλιτώσαμε. Όλοι

οι άλλοι ήτανε στο καταφύγιο».

«Και - και εκείνα μπήκαν μέσα;»

Ο Επσταιν άναψε τσιγάρο. «Πρώτα μόνο ένα. Αυτό το είδος που σου είχε κολλήσει. Αυτό άνοιξε και στα

υπόλοιπα».

Ο Χέντρικς τεντώθηκε. «Το είδος; Δεν είναι μόνο ένα είδος;»

«Υπάρχει το αγοράκι. Ο Ντέηβιντ. Ο Ντέηβιντ με το αρκουδάκι του. Αυτό είναι η τρίτη Ποικιλία. Η πιο

αποτελεσματική».

«Και τ' άλλα τι είναι;»

Ο Έπστάιν έβαλε το χέρι στην τσέπη. «Να». Πέταξε ένα πάκο φωτογραφίες στο τραπέζι, δεμένες μ' ένα

Page 9: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

σπάγκο. «Δες μόνος σου».

Ο Χέντρικς έλυσε το σπάγκο.

«Βλέπεις», είπε ο-Ρούντι Μάξερ, «γι' αυτό θέλαμε να κάνουμε συμφωνία μαζί σας. Εμείς οι Ρώσοι, θέλω να

πω. Το ανακαλύψαμε πριν μια βδομάδα. Ανακαλύψαμε πώς οι δαγκάνες σας άρχισαν να φτιάχνουν μόνες τους

νέα μοντέλα. Νέους τύπους. Καλύτερους. Κάτω στα υπόγεια εργοστάσια σας, πίσω απ' τις γραμμές μας. Τις

αφήσατε να φτιάχνονται μόνες τους, να κάνουν μόνες τους τις επισκευές τους. Εσείς φταίτε για ο,τι έγινε».

Ο Χέντρικς περιεργάστηκε τις φωτογραφίες. Ήταν τραβηγμένες βιαστικά, θαμπές και κάπως κουνημένες. Οι

πρώτες έδειχναν - τον Ντέηβιντ. Τον Ντέηβιντ που περπατούσε μόνος του σ' ένα δρόμο. Τον Ντέηβιντ κι άλλον

ένα Ντέηβιντ, τρεις Ντέηβιντ. 'Ολους απόλυτα όμοιους. Καθένας τους μ' ένα κουρελιασμένο αρκουδάκι. Γεμάτοι

απάθεια.

«Κοίτα και τις άλλες», είπε η Τασσώ.

Οι επόμενες φωτογραφίες, παρμένες σε μεγάλη απόσταση, έδειχναν έναν πελώριο πληγωμένο στρατιώτη

πλαγιασμένο στο μονοπάτι, το χέρι του σε νάρθηκα, το κούτσουρο του ενός ποδιού τεντωμένο, ένα

χοντροκομμένο δεκανίκι στα γόνατά του. Έπειτα δυό πληγωμένους στρατιώτες, απόλυτα ίδιους, να στέκονται

πλάι πλάι.

«Αυτή είναι η Πρώτη Ποικιλία».

«Ο Πληγωμένος Στρατιώτης». Ο Κλάους άπλωσε και του πήρε τις φωτογραφίες. «Βλέπεις, οι δαγκάνες

σχεδιάστηκαν για να πιάνουν ανθρώπους. Να τους βρίσκουν. Κάθε είδος ήταν καλύτερο απ' τα προηγούμενα.

Πήγαιναν όλο και πιο μακριά, πέρασαν τα περισσότερα οχυρά μας, μέσα στις γραμμές μας. Αλλά δεν ήταν

παρά μηχανές, μετάλλινες σφαίρες με δαγκάνες και κέρατά και κεραίες. Μπορούσαμε να τις μαζεύουμε σαν

οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο. Τις ανιχνεύαμε σαν ρομπότ. Μόλις τις βλέπαμε -»

«Η Πρώτη Ποικιλία μας ξέκανε όλη τη βόρεια πτέρυγα», είπε o Ρούντι «Πέρασε καιρός πριν πιαστεί κανένα.

Έπειτα ήταν πολύ αργά. Φτάνανε συνέχεια πληγωμένοι στρατιώτες, χτυπούσαν και παρακαλούσαν να τους

ανοίξουμε. Και τους ανοίξαμε. Και μόλις μπήκαν μέσα μας ξεκληρίσανε: Εμείς βλέπεις είχαμε το νου μας για

μηχανές...»

«Τότε πιστεύαμε πώς υπήρχε μόνο ένας τύπος», είπε ο Κλάους Επστάιν. «Κανείς δεν υποπτευόταν πώς ήταν

κι άλλοι. Μας μοίρασαν τις φωτογραφίες. Όταν σας στείλαμε τον αγγελιαφόρο ξέραμε μόνο τον ένα τύπο. Την

Πρώτη Ποικιλία. Το μεγαλόσωμο Πληγωμένο Στρατιώτη. Πιστεύαμε πως αυτό ήταν μόνο».

«Η γραμμή σας έπεσε από-»

«Από την Τρίτη Ποικιλία. Τον Ντέηβιντ και το αρκουδάκι του. Αυτή έπιασε ακόμα καλύτερα». Ο Κλάους

χαμογέλασε πικρά. «Οι στρατιώτες χαζεύουνε με τα παιδιά. Τα φέραμε μέσα και προσπαθήσαμε να τα

ταίσουμε. Το τι γυρεύανε, το δοκιμάσαμε με το χειρότερο τρόπο. Τουλάχιστο εκείνοι που ήτανε στο καταφύγιο».

«Εμείς οι τρεις ήμαστε τυχεροί», είπε ο Ρούτι. «Ο Κλάους και γώ ήμαστε - είχαμε κάνει επίσκεψη στην Τασσώ

όταν έγινε το κακό. Εδώ μένει η Τασσώ». Ανέμισε το φαρδύ χέρι του ένα γύρο. «Σ' αυτό το κελάρι. Όταν

τελειώσαμε σκαρφαλώσαμε απ' τη σκάλα να βγούμε. Απ' τη βουνοκορφή τα είδαμε όλα. Βρισκόντουσαν εκεί,

γύρω απ' το καταφύγιο. Η μάχη συνεχιζόταν ακόμα. Ο Ντέηβιντ και τ' αρκουδάκι του. Ο Κλάους τράβηξε τις

φωτογραφίες».

Ο Κλάους ξανάδεσε το πάκο με τις φωτογραφίες.

«Και συνεχίζεται σ' όλες τις γραμμές σας;» είπε ο Χέντρικς.

«Ναι».

«Και οι δικές μας γραμμές;» Δίχως να σκέφτεται άγγιξε το λουράκι στο χέρι του. «Μπορούν να-»

«Τα λουράκια σας δεν τους κάνουν τίποτα. Και δεν ξεχωρίζουν Αμερικάνο, Ρώσο, Πολωνό ή Γερμανό. Γι' αυτά

όλοι είναι ίδιοι. Κάνουν αυτό που προορίζονται να κάνουν. Ανιχνεύουν ζωές όπου μπορούν να τις βρουν».

«Τα τραβάει η ζεστασιά», είπε ο Κλάους. «Έτσι τα φτιάξατε απαρχής. Βέβαια αυτά που σχεδιάσατε εσείς

απομακρύνονταν από τα ραδιενεργά λουράκια που φοράτε. Τώρα όμως το ξεπέρασαν κι αυτό. Αυτές οι νέες

ποικιλίες είναι μολυβδωμένες».

«Και η άλλη ποικιλία ποια είναι;» ρώτησε ο Χέντρικς. «Έχουμε τον Ντέηβιντ και τον Πληγωμένο Στρατιώτη -

ποια είναι η άλλη;»

«Δεν ξέρουμε». Ο Κλάους έδειξε τον τοίχο. Πάνω του ήταν καρφωμένες δυό μεταλλικές πινακίδες,

στραβωμένες στις άκρες. Ο Χέντρικς σηκώθηκε και τις περιεργάστηκε. Ήταν λυγισμένες και βαθουλωμένες.

«Η αριστερή βγήκε από τον Πληγωμένο Στρατιώτη», είπε o Ρούντι. «Πετύχαμε έναν. Πήγαινε Προς το παλιό

μας καταφύγιο. Τον χτυπήσαμε από τη βουνοκορφή, όπως και τον Ντέηβιντ που σ' ακολουθούσε».

Η πινακίδα ήταν χαραγμένη: Π. Ι. Ο Χέντρικς άγγιξε την άλλη πινακίδα. «Κι αυτή είναι απ' τον Ντέηβιντ;»

«Ναι». Η πινακίδα ήταν χαραγμένη: Π. ΙΙΙ.

Page 10: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Ο Κλάους τις κοίταξε σκύβοντας πάνω απ' το φαρδύ ώμο του Χέντρικς. «Βλέπεις τώρα με τι έχουμε να

κάνουμε. Υπάρχει κι άλλος ένας τύπος. Ίσως τον έχουν καταργήσει. Μπορεί να μην πήγε καλά. Πρέπει όμως να

υπάρχει και μια δεύτερη ποικιλία. Υπάρχει η Πρώτη και η Τρίτη».

«Φτηνά τη γλίτωσες», είπε ο Ρούντι. «Ο Ντέηβιντ σου είχε κολλήσει τόση ώρα κι ούτε που σε άγγιξε. Ίσως να

νόμιζε πώς θα έμπαινες σε κανένα καταφύγιο, κάπου».

«Ένα απ' αυτά να μπει, φτάνει», είπε ο Κλάους. «Κινούνται γρήγορα. Το ένα μπάζει και τ' άλλα μέσα. Είναι

αδίσταχτα. Μηχανές μ' ένα μόνο σκοπό. Φτιάχτηκαν μόνο για ένα πράγμα». Σκούπισε τον ιδρώτα απ' τα χείλια

του. «Είδαμε».

Έμειναν σιωπηλοί.

«Δόσμου κι άλλο τσιγάρο Γιάνκη», είπε η Τασσώ. «Καλά είναι. Κόντευα να ξεχάσω πόσο μ' αρέσουν».

Ήτανε νύχτα. Ο ουρανός μαύρος. Ούτ' ένα αστέρι δε φαινόταν μέσα απ' τα σύννεφα της στάχτης που

κυλούσαν ψηλά. Ο Κλάους σήκωσε την καταπακτή προσεχτικά, τόσο, ίσα για να κοιτάξει ο Χέντρικς.

Ο Ρούντι έδειξε στο σκοτάδι. «Προς τα δω είναι τα καταφύγια. Εκεί μέναμε άλλοτε. Δεν είναι ούτε μισό μίλι

δρόμος από δω. Ήτανε εντελώς τυχαίο που δεν ήμαστε και μείς εκεί όταν έγινε. Αδυναμίες. Σωθήκαμε απ' το

πάθος μας».

«Όλοι οι άλλοι πρέπει να' ναι νεκροί», είπε ο Κλάους χαμηλόφωνα. «Ήρθε γρήγορα. Εκείνο το πρωί το

Πολιτικό Γραφείο πήρε την απόφαση. Μας ειδοποίησαν - την εμπροσθοφυλακή. Στείλαμε αμέσως αγγελιαφόρο.

Τον είδαμε όταν ξεκινούσε για τις γραμμές σας. Τον καλύπταμε ώσπου χάθηκε απ' τα μάτια μας».

«Ο Αλεξ Ραντρίβσκι. Κι οι δυό τον ξέραμε. Πάψαμε να τον βλέπουμε γύρω στις έξι. Ο,τι είχε ανατείλει ο ήλιος.

Κοντά στο μεσημέρι είχαμε με τον Κλάους μια ώρα ανάπαυση. Συρθήκαμε έξω, μακριά απ' τα καταφύγια.

Κανείς δεν έβλεπε. Ήρθαμε εδώ. Αλλοτε είχε μια πόλη εδώ πέρα. Λίγα σπίτια, ένα δρόμο. Αυτό το κελάρι άνήκε

σε μια μεγάλη φάρμα. Ξέραμε πώς θα βρίσκαμε εδώ την Τασσώ, κρυμμένη στη γωνιά της. Είχαμε έρθει κι

άλλοτε. Ερχόντουσαν κι άλλοι, από άλλα καταφύγια. Σήμερα ήτανε η σειρά μας».

«Κι έτσι σωθήκαμε», είπε ο Κλάους. «Τύχη. Μπορεί να' ταν άλλοι στη θέση μας. Τελειώσαμε, κι όταν

ανεβήκαμε στην επιφάνεια πήραμε το δρόμο για το καταφύγιο, πάνω απ' την κορφή. Τότε τα είδαμε, τα

Ντέηβιντ. Το καταλάβαμε αμέσως. Είχαμε δει φωτογραφίες της Πρώτης Ποικιλίας, του Πληγωμένου Στρατιώτη.

Μας τις είχε μοιράσει ο κομισάριός μας εξηγώντας μας σχετικά. Αν είχαμε κάνει ένα ακόμα βήμα θα μας

έβλεπαν. Αλλά κι έτσι ακόμα αναγκαστήκαμε να ανατινάξουμε δύο Ντέηβιντ πριν γυρίσουμε πίσω. Ήταν

εκατοντάδες απ' αυτά εδώ γύρω. Τα φωτογραφήσαμε και ξαναγυρίσαμε εδώ, κλειδώνοντας γερά το καπάκι».

«Δεν κάνουν και πολλά πράγματα αν τα πετύχεις μόνα τους. Έπειτα εμείς κινούμαστε πιο γρήγορα. Είναι όμως

αμείλικτα. Δε μοιάζουν με ζωντανά πράγματα. Ήρθανε ίσια καταπάνω μας. Και τ' ανατινάξαμε».

Ο ταγματάρχης Χέντρικς ακούμπησε στην καταπακrή, τα μάτια του άρχισαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι. «Δεν

υπάρχει φόβος που ανοίγουμε την καταπακτή;»

«Όχι, αν προσέχουμε. Αλλιώτικα δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με τον πομπό σου».

Ο Χέντρικς έπιασε αργά το μικροπομπό της ζώνης του. Τον ακούμπησε στ' αφτί του. Το μέταλλο ήταν κρύο και

νοτισμένο. Φύσηξε το μικρόφωνο σηκώνοντας τη μικρή κεραία. Ένα αχνό βουητό ακούστηκε. «Μάλλον δίκιο

έχεις».

Ακόμα δίσταζε.

«Θα σε τραβήξουμε κάτω αν συμβεί τίποτα», είπε ο Κλάους.

«Ευχαριστώ». Ο Χέντρικς σηκώθηκε μια στιγμή, ακουμπώντας τον πομπό στον ώμο του. «Είναι ενδιαφέρον

πάντως».

«Τι;»

«Αυτό με τους νέους τύπους. Τις νέες ποικιλίες που φτιάχνουν οι δαγκάνες. Βρισκόμαστε απόλυτα στο έλεός

τους, έτσι; Ίσως όμως μέχρι τώρα να' χουν περάσει και τις γραμμές των ΗΕ. Αναρωτιέμαι αν αυτό που

βλέπουμε είναι το ξεκίνημα ενός νέου είδους. Το νέο είδος. Εξέλιξη. Η φυλή που θ' ακολουθήσει τον άνθρωπο».

Ο Ρούντι μούγκρισε. «Δεν υπάρχει άλλη φυλή μετά τον άνθρωπο».

«Γιατί όχι; Μπορεί να τη βλέπουμε τώρα, το τέλος των ανθρώπων, η αρχή της νέας κοινωνίας».

«Μα αυτά δεν είναι φυλή. Είναι μηχανικοί φονιάδες. Τα φτιάχνατε για να καταστρέφουν. Μόνο αυτό ξέρουν να

κάνουν. Είναι μηχανές».

«Έτσι φαίνονται τώρα. Αργότερα όμως; Όταν τελειώσει o πόλεμος; Ίσως όταν δεν υπάρχουν πια άλλοι

άνθρωποι για να καταστρέψουν θ' αρχίσουν να δείχνουν τις πραγματικές τους δυνατότητες».

«Μιλάς λες κι είναι ζωντανά.»

«Μήπως δεν είναι;»

Page 11: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Έπεσε σιωπή. «Είναι μηχανές», είπε ο Ρούντι. «Μοιάζουν με ανθρώπους αλλά είναι μηχανές».

«Γιατί δε χρησιμοποιείς τον πομπό σου, ταγματάρχα;» είπε o Κλάους. «Δεν μπορούμε να ξημερώσουμε εδώ

πάνω».

Κρατώντας σφιχτά τον πομπό του ο Χέντρικς κάλεσε με τον κώδικα το διοικητικό καταφύγιο. Περίμενε με

στημένο αφτί. Καμιά απάντηση. Μόνο σιωπή. Τσεκάρισε όλα τα κουμπιά προσεχτικά. Όλα ήταν εντάξει.«Σκότ»

φώναξε στο μικρόφωνο. «Μ' ακούς;»

Σιωπή. Σήκωσε ολόκληρη την κεραία και ξαναπροσπάθησε. Μόνο παράσιτα.

«Δεν πιάνω τίποτα. Μπορεί να μ' ακούνε και να μη θέλουν ν' απαντήσουν».

«Πέστους πώς είναι ανάγκη».

«Θα νομίσουν πώς μ' αναγκάζουν άλλοι να τους το πω. Πώς με πιέζετε». Ξαναπροσπάθησε, φέρνοντας στο

νου όλα όσα είχε μάθει. Όμως και πάλι ο πομπός έμεινε βουβός, εκτός από τ' άχνά παράσιτα. «Οι λίμνες της

ραδιενέργειας σκοτώνουν κάθε αναμετάδοση», είπε ο Κλάους ύστερ' από λίγο. «Ίσως αυτό φταιει».

Ο Χέντρικς έκλεισε τον πομπό. «Δεν γίνεται τίποτα. Καμιά απάντηση. Λίμνες ραδιενέργειας; Μπορεί. Ίσως να

μ' ακούνε άλλά δεν απαντάνε. Ειλικρινά, Αυτό θα' κανα και γώ αν ένας αγγελιαφόρος προσπαθούσε να με

καλέσει από τις σοβιετικές γραμμές. Δεν έχουνε και λόγο να πιστέψουνε τέτοια ιστορία. Μπορεί ν' ακούνε όλα

όσα λεω -»

«Η ίσως είναι πολύ αργά». Ο Χέντρικς έγνεψε.

«Καλύτερα να κλείσουμε την καταπακτή», έκαμε νευρικά o Ρούντι. «Ας μην το ρισκάρουμε χωρίς λόγο».

Κατέβηκαν πάλι αργά τη σήραγγα. Ο Κλάους αμπάρωσε προσεχτικά την καταπακτή. Μπήκαν στην κουζίνα.

Ο αέρας ήτανε βαρύς και κλειστός γύρω τους.

«Λες να τα' χουν καταφέρει τόσο γρήγορα;» είπε ο Χέντρικς. Έφυγα σήμερα το μεσημέρι από το καταφύγιο,

πριν δέκα ώρες. Πώς μπορούν να κινούνται με τόση ταχύτητα;»

«Δε θέλουν και πολύ. Αρκεί να μπει μέσα το πρώτο. Είναι άγριο πράμα. Ξέρεις τι μπορούν να κάνουν οι μικρές

δαγκάνες. Και μόνο το ένα τους είναι απίστευτο. Ξυράφια, σε κάθε δάχτυλο. Μανιακά».

«Καλά». Ο Χέντρικς απομακρύνθηκε νευρικά. Τους γύρισε τις πλάτες.

«Τι τρέχει;» είπε ο Ρούντι.

«Η Βάση Σελήνης. Θέ μου, αν έχουν φτάσει κι εκεί -»

«Η Βάση Σελήνης;»

Ο Χέντρικς γύρισε. «Δεν είναι δυνατό να φτάσαν ως τη Βάση Σελήνης. Δεν έχουν τρόπο. Είναι αδύνατο. Δεν

μπορώ να το πιστέψω».

«Τι είναι αυτή η Βάση Σελήνης; Έχουμε ακούσει διαδόσεις άλλά τίποτα βέβαιο. Ποια είναι η πραγματική

κατάσταση; Γιατί ανησυχείς;»

«Ανεφοδιαζόμαστε από τη σελήνη. Εκεί βρίσκονται οι κυβερνήσεις, κάτω απ' την επιφάνεια. Όλος ο λαός μας κι

οι βιομηχανίες μας. Έτσι μπορούμε και συνεχίζουμε. Αν βρουν τρόπο να φύγουν από τη Γη, να πάνε στη

σελήνη -»

«Χρειάζεται μόνο ένα τους. Αν φτάσει εκεί το πρώτο θα πάρει και τ' άλλα. εκατοντάδες απ' αυτά, όλα ίδια.

Έπρεπε να τα βλεπες. Πανομοιότυπα. Όπως τα μυρμήγκια»

«Ο τέλειος σοσιαλισμός», είπε η Τασσώ. «Το ιδανικό του κομμουνιστικού κράτους. Όλοι οι πολίτες

απαράλλαχτοι».

Ο Κλάους μούγκρισε θυμωμένα. «Φτάνει. Λοιπόν; Τι άλλο κάνουμε τώρα;»

Ο Χέντρικς περπάταγε πάνω κάτω γύρω γύρω στο μικρό δωμάτιο. Ο αέρας ήτανε γεμάτος μυρωδιές, φαί και

ιδρώτας. Οι άλλοι τον κοιτάζανε. Τέλος η Τασσώ τράβηξε την κουρτίνα και μπήκε στο διπλανό δωμάτιο. «Πάω

να πάρω ένα υπνάκο».

Η κουρτίνα έκλεισε πίσω της. Ο Ρούντι κι ο Κλάους κάθισαν στο τραπέζι, κοιτάζοντας πάντα τον Χέντρικς.

«Εσύ ξέρεις», είπε ο Κλάους. «Εμείς δεν ξέρουμε σε τι κατάσταση είσαστε».

Ο Χέντρικς έγνεψε καταφατικά.

«Είναι πρόβλημα», ο Ρούντι ήπιε λίγο καφέ, γεμίζοντας το φλυντζάνι του από μια σκουριασμένη τσαγιέρα.

«Εδώ είμαστε ασφαλείς για λίγο, αλλά δεν μπορούμε βέβαια να μείνουμε για πάντα. Δεν έχουμε αρκετή τροφή

ούτε προμήθειες».

«Ναι, αλλά αν βγούμε-»

«Αν βγούμε θα μας επιτεθούν. Η τουλάχιστο υπάρχει τέτοια πιθανότητα. Δεν θα μπορέσουμε να πάμε μακριά.

Πόσο απέχει το διοικητήριο σας;»

«Κι αν έχουν φτάσει εκεί;» είπε ο Κλάους.

Ο Ρούντι σήκωσε τους ώμους του. «Ε, τότε θα ξαναγυρίσουμε εδώ».

Page 12: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Ο Χέντρικς σταμάτησε. «Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να έχουν φτάσει στις αμερικανικές γραμμές;»

«Δεν είν' εύκολο να πούμε. Πάντως πολλές. Είναι οργανωμένα. Ξέρουν ακριβώς τι κάνουν. Μιας και

ξεκινήσουν, ορμάνε σαν ορδή από ακρίδες. Πρέπει να κινούνται πάντα, και γρήγορα. Βασίζονται στη

μυστικότητα και την ταχύτητα. Τον αιφνιδιασμό. Τρυπώνουν μέσα προτού να το καταλάβεις».

«Κατάχαμα», μουρμούρισε ο Χέντρικς.

Στο άλλο δωμάτιο η Τασσώ στριφογύρισε. «Ταγματάρχα...»

Ο Χέντρικς τράβηξε την κουρτίνα «Τι τρέχει;»

Η Τασσώ τον κοίταξε τεμπέλικα απ' το ντιβάνι. «..σου 'μειναν καθόλου αμερικανικά τσιγάρα;»

Ο Χέντρικς μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε απέναντι της σ' ένα ξύλινο σκαμνί. Έψαξε τις τσέπες του. «Όχι.

Τελειώσανε».

«Πολύ κακό αυτό».

«Από που είσαι;» ρώτησε έπειτ' από λίγο ο Χέντρικς.

«Ρωσίδα».

«Και πώς βρέθηκες εδώ;»

«Εδώ;»

«Ναι εδώ. Αλλοτε εδώ βρισκόταν η Γαλλία. Αυτό το κομμάτι ανήκε στη Νορμανδία. Ήρθες μαζί με το στρατό;»

«Γιατί ρωτάς;»

«Έτσι, από περιέργεια». Την κοίταξε προσεχτικά. Είχε βγάλει το χοντρό επενδύτη της, τον είχε ρίξει στην άκρη

του ντιβανιού. Ηταν νέα, γύρω στα είκοσι. Λιγνή. Τα μακριά μαλλιά της απλωμένα στο μαξιλάρι. Τον κοίταζε

σιωπηλά και επίμονα, τα μάτια της σκοτεινά και μεγάλα.

«Τι σκέφτεσαι;» είπε η Τασσώ.

«Τίποτα. Πόσο χρονώ είσαι;»

«Δεκαοχτώ». Συνέχισε να τον κοιτάζει, δίχως να παίζει μάτι, τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι της. Φόραγε παντελόνι

στρατιωτικό, ρώσικο, κι ίδιο πουκάμισο. Γκριζοπράσινα. Χοντρή πέτσινη ζώνη με μετρητή και φυσίγγια. Μικρό

φαρμακείο.

«Είσαι στο ρώσικο στρατό;»

«Όχι».

«Που βρήκες τη στολή;»

Ανασήκωσε τους ώμους της. «Μου τη δώσανε», είπε.

«Πόσο - πόσο χρονώ ήσουνα όταν ήρθες εδώ;»

«Δεκάξι».

«Τόσο νέα;»

Τα μάτια της στένεψαν. «Τι θες να πεις;»

Ο Χέντρικς έτριψε το σαγόνι του. «Η ζωή σου θα 'ταν τόσο διαφορετική αν δεν ήταν ο πόλεμος. Δεκάξι. Ήρθες

εδώ δεκάξι χρονών. Για να ζεις έτσι»..

«Κάπως έπρεπε να ζήσω».

«Δε σου κάνω μάθημα ηθικής».

«Κι η δικιά σου ζωή θα' ταν αλλιώτικη». είπε η Τασσώ. Έσκυψε και έλυσε τη μία μπότα της. Την πέταξε με μία

κλωτσιά στο πάτωμα. «Ταγματάρχα, Μου κάνεις τη χάρη να πας δίπλα; Νυστάζω».

«Θα 'ναι πρόβλημα, οι τέσσερίς μας εδώ μέσα. Θα 'ναι δύσκολο να μείνουμε εδώ. Μόνο δυό δωμάτια είναι;»

«Ναι».

«Πόσο μεγάλο ήταν πριν το κελάρι; Ήταν μεγαλύτερο από τόσο; Μήπως υπάρχουν κι άλλα δωμάτια γεμάτα

χαλάσματα; Ίσως καταφέρουμε ν' ανοίξουμε κανένα».

«Μπορεί. Δεν έχω ιδέα». Η Τασσώ έλυσε τη ζώνη της: Βολεύτηκε αναπαυτικά πάνω στο ντιβάνι,

ξεκουμπώνοντας το πουκάμισό της. «Είσαι σίγουρος πώς δεν έχεις τσιγάρα;»

«Είχα μόνο ένα πακέτο».

«Πολύ κακό αυτό. Ίσως να βρούμε αν γυρίσουμε στο δικό σας καταφύγιο».

Έπεσε κι η άλλη μπότα. Η Τασσώ άπλωσε το χέρι στο διακόπτη. «Καληνύχτα».

«Θα κοιμηθείς;»

«Ακριβώς».

Το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο Χέντρικς σηκώθηκε και πέρασε από την κουρτίνα, μέσα στην κουζίνα.

Και σταμάτησε, παγώνοντας.

Page 13: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Ο Ρούντι βρισκόταν στον τοίχο, το πρόσωπό του κάτασπρο, γυαλίζοντας. Το στόμα του ανοιγόκλεινε άλλά

δεν έβγαινε κανένας ήχος. Ο Κλάους στεκόταν μπροστά του, η μουσούδα του όπλου του, τα χαρακτηριστικά

του προσώπου του σκληρά. Ο Ρούντι, χλωμός και σιωπηλός, στριμωγμένος στον τοίχο.

«Τι -» ψιθύρισε ο Χέντρικς, άλλά ο Κλάους τον αντίκοψε. «Ήσυχα, ταγματάρχα. Έλα δω. Το όπλο σου. Πάρε

το όπλο σου».

Ο Χέντρικς τράβηξε το όπλο του. «Τι τρέχει;»

«Να τον καλύπτεις». Ο Κλάους του έκανε νόημα να προχωρήσει. «Δίπλα μου! Γρήγορα!»

Ο Ρούντι σάλεψε λίγο, κατεβάζοντας τα χέρια. Γύρισε στον Χέντρικς γλείφοντας τα χείλια του. Τ' ασπράδια

των ματιών του φέγγιζαν άγρια. Ίδρώτας έσταζε απ' το μέτωπό του, στα μάγουλά του. Κάρφωσε το βλέμμα του

στον Χέντρικς. «Ταγματάρχα, τρελάθηκε. Σταμάτησέ τον». Η φωνή του Ρούντι ήταν αδύνατη και βραχνή, μόλις

που ακουγόταν.

«Τι γίνεται εδώ;» απαίτησε ο Χέντρικς.

Δίχως να χαμηλώσει το όπλο του ο Κλάους απάντησε. «Ταγματάρχα, θυμάσαι τι λέγαμε; Τις τρεις Ποικιλίες;

Ξέραμε την Ένα και την Τρία. Όχι όμως τη Δύο. Τουλάχιστο δεν την ξέραμε πριν. Τα δάχτυλα του Κλάους

σφίχτηκαν γύρω απ' τη σκανδάλη. «Δεν ξέραμε πριν. Τώρα όμως ξέρουμε».

Πάτησε τη σκανδάλη. Μια λάμψη όλο άσπρη ζέστα χύθηκε απ' το όπλο του, γλείφοντας τον Ρούντι.

«Ταγματάρχα, αυτός είναι η Δεύτερη Ποικιλία».

Η Τασσώ παραμέρισε την κουρτίνα. «Κλάους! Τι έκανες!» Ο Κλάους γύρισε να μη βλέπει άλλο, τα γόνατά

του λύγισαν και σωριάστηκε στο πάτωμα. «Η Δεύτερη Ποικιλία, Τασσώ. Τώρα ξέρουμε. Έχουμε βρει και τους

τρεις τύπους. Ο κίνδυνος είναι μικρότερος....εγώ-»

Η Τασσώ κοίταξε τ' απομεινάρια του Ρούντι, τα μαυρισμένα και λιωμένα κουρέλια απ' τα ρούχα του. «Τον

σκότωσες!»

«Τον σκότωσα; Το σκότωσα, θέλεις να πεις. Είχα μια προαίσθηση αλλά δεν ήμουν βέβαιος. Τουλάχιστο δεν

ήμουνα βέβαιος πιο πριν. Όμως απόψε σιγουρεύτηκα». Ο Κλάους έτριψε νευρικά το κοντάκι του όπλου του.

«Είμαστε τυχεροί. Καταλαβαίνεις; Μια ώρα ακόμα και θα -»

«Ήσουνα βέβαιος;» Η Τασσώ τον έσπρωξε' πέρασε κι έσκυψε πάνω απ' τα απομεινάρια που κάπνιζαν στο

πάτωμα. Το πρόσωπό της σκλήρυνε. «Ταγματάρχα, Δες και μόνος σου. Κόκαλα. Σάρκες».

Ο Χέντρικς έσκυψε δίπλα της. Τ' απομεινάρια ήταν ανθρώπινα. Κομματιασμένες σάρκες, τσακισμένα

κομματάκια κόκαλο, μισό κρανίο. Χόνδροι, εντόσθια, αίμα. Αίμα που λίμναζε κοντά στον τοίχο.

«Δεν έχει γρανάζια», είπε ήρεμα η Τασσώ. Σηκώθηκε. «Ούτε γρανάζια, ούτε ρελαί, ούτε εξαρτήματα. Ούτε

δαγκάνες. Δεν είναι η Δεύτερη Ποικιλία». Σταύρωσε τα χέρια. «Θα πρέπει να δώσεις εξηγήσεις».

Ο Κλάους έκατσε στο τραπέζι, όλο το χρώμα στραγγισμένο άξαφνα απ' το πρόσωπό του. Έβαλε το κεφάλι στα

χέρια κι άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω.

«Κόφτο». Τα δάχτυλα της κοπέλας του άρπαξαν τον ώμο. «Γιατί το 'κανες; Γιατί τον σκότωσες;»

«Φοβήθηκε», είπε ο Χέντρικς. «Όλα αυτά τα περίεργα πράγματα που μας κυκλώνουν».

«Μπορεί».

«Και λοιπόν; Τι πιστεύεις;»

«Πιστεύω πώς ίσως είχε κάποιο λόγο να σκοτώσει τον Ρούντι. Ένα πολύ σοβαρό λόγο».

«Τι λόγο;»

«Ίσως ο Ρούντι κάτι είχε μάθει».

Ο Χέντρικς κοίταξε το ανέκφραστο πρόσωπό της. «Σχετικά με τι;»

«Μ' αυτόν. Κάτι για τον Κλάους».

Ο Κλάους σήκωσε γρήγορα το κεφάλι του. «Κατάλαβες τι προσπαθεί να πει. Νομίζει πώς είμαι η Δεύτερη

Ποικιλία. Δε βλέπεις; Τώρα θέλει να σε κάνει να πιστέψεις πώς τον σκότωσα επίτηδες. Πώς είμαι -»

«Γιατί τον σκότωσες λοιπόν;» είπε η Τασσώ.

«Σου είπα». Ο Κλάους κούνησε το κεφάλι του εξαντλημένος. «Νόμιζα πώς ήταν δαγκάνα. Νόμιζα πώς

σιγουρεύτηκα».

«Γιατί;»

«Τον παρακολουθούσα. Τον είχα υποψιαστεί».

«Γιατί;»

«Νόμιζα πώς κάτι είχα δει. Πώς κάτι είχα ακούσει. Νόμιζα πώς τον είχα ακούσει να - βουίζει».

Έγινε σιωπή.

«Τον πιστεύεις;» ρώτησε η Τασσώ τον Χέντρικς.

«Ναι, τον πιστεύω».

Page 14: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

«Εγώ όχι. Νομίζω πώς είχε σοβαρό λόγο να σκοτώσει τον Ρούντι». Η Τασσώ άπλωσε να πάρει το όπλο που

βρισκόταν σε μια γωνιά. «Ταγματάρχα -»

«Όχι». Ο Χέντρικς τίναξε το κεφάλι του. «Φτάνει ως εδώ. Φτάνει ένας. Φοβόμαστε όπως φοβήθηκε κι αυτός. Αν

τον σκοτώσουμε, θα κάνουμε ο,τι έκανε στον Ρούντι».

Ο Κλάους τον κοίταξε μ' ευγνωμοσύνη. «Ευχαριστώ. Είχα φοβηθεί. Καταλαβαίνεις; Τώρα κι αυτή φοβάται όπως

εγώ. Θέλει να με σκοτώσει».

«Φτάνουν οι φόνοι». Ο Χέντρικς πλησίασε τη σκάλα. «Θ' ανέβω και θα ξαναπροσπαθήσω να έπικοινωνήσω.

Αν δεν τους πιάσω, θα γυρίσουμε στις δικές μας γραμμές αύριο το πρωί».

Ο Κλάους σηκώθηκε γρήγορα. «Θ' ανέβω μαζί σου να σε βοηθήσω».

Ο αέρας απάνω ήταν κρύος. Η Γη κρύωνε. Ο Κλάους πήρε βαθιά ανάσα γεμίζοντας τα πνευμόνια του. Μαζί

με τον Χέντρικς βγήκαν από τη σήραγγα πάτησαν στο έδαφος. Ο Κλάους άνοιξε τα πόδια του, το όπλο

σηκωμένο, φύλαγε κι αφουγκραζόταν. Ο Χέντρικς σκαρφάλωσε στο στόμιο της σήραγγας ρυθμίζοντας το μικρό

πομπό».

«Γίνεται τίποτα;» ρώτησε έπειτ' από λίγο ο Κλάους.

«Ακόμα».

«Προσπάθησε πάλι. Πες τους όσα έγιναν».

Ο Χέντρικς έκανε κι άλλες προσπάθειες. Τίποτα. Τέλος χαμήλωσε την κεραία. «Δε γίνεται τίποτα. Δε μ' ακούνε.

Η μ' ακούνε και δεν απαντάνε. Η -»

«Η δεν υπάρχουν πια».

«Θα κάνω μια τελευταία προσπάθεια». Ο Χέντρικς ανέβασε την κεραία. «Σκότ, μ' ακούς; Εμπρός!»

Αφουγκράστηκε. Μόνο παράσιτα. Κι έπειτα πολύ άχνά «Εδώ Σκότ».

Τα δάχτυλά σου σφίχτηκαν. «Σκότ! Εσύ είσαι;»

«Εδώ Σκότ».

Ο Κλάους έσκυψε. «Το διοικητήριό σου;»

«Σκότ, ακου. Καταλαβαίνεις; Είναι για τις δαγκάνες. Πήρατε το μήνυμά μου; Μ' ακούς;»

«Ναι». Πολύ αχνά. Μόλις ακουγόταν. Σχεδόν μάντεψε τη λέξη.

«Πήρατε το μήνυμά μου; Όλα εντάξει στο καταφύγιο; Δε μπήκε κανένας μέσα;»

«Όλα εντάξει».

«Προσπάθησαν να μπουν;»

Η φωνή έσβηνε. «Όχι».

Ο Χέντρικς γύρισε στον Κλάους. «Είναι καλά».

«Τους επιτέθηκαν;»

«Όχι». Ο Χέντρικς πίεσε πιο σφιχτά τον πομπό στο αφτί του. «Σκότ. Δε σ' ακούω καλά. Ειδοποιήσατε τη Βάση

Σελήνης; Το ξέρουν; Ειδοποιήθηκαν;»

Καμιά απάντηση. «Σκότ! Μ' ακούς;» Σιωπή.

Ο Χέντρικς χαλάρωσε. «Έσβησε. Πρέπει να 'ναι απ' τη ραδιενέργεια».

Κοιτάχτηκαν. Κανείς δε μίλησε. Ύστερ' από λίγο ο Κλάους είπε. «Η φωνή που άκουσες ήταν γνώριμη; Απ'

τους άντρες σου;»

«Ήταν πολύ σβησμένη».

«Μπορείς να 'σαι σίγουρος;»

«Όχι»

«Τότε μπορεί και να 'ταν -»

«Δεν ξέρω. Δεν είμαι και τόσο σίγουρος τώρα που το ξανασκέφτομαι. Έλα να κατέβουμε και να κλείσουμε».

Κατέβηκαν αργά τη σκάλα, μέσα στο ζεστό κελάρι. Ο Κλάους αμπάρωσε την καταπακτή πίσω τους. Η

Τασσώ τους περίμενε, το πρόσωπό της ανέκφραστο.«Έγινε τίποτα;»

Δεν της απάντησαν. «Λοιπόν;» είπε μετά ο Κλάους. «Τι λες; Ήταν δικός σου αξιωματικός ή ένα από αυτά;»

«Δεν ξέρω».

«Τότε βρισκόμαστε πάλι εκεί που ξεκινήσαμε».

Ο Χέντρικς κοίταζε το πάτωμα, το σαγόνι του σφιγμένο. «Πρέπει να πάμε. Να βεβαιωθούμε».

«Έτσι κι αλλιώς εδώ έχουμε τροφή μόνο για λίγες βδομάδες. Θα πρέπει μετά να πάμε οπωσδήποτε».

«Σίγουρα».

«Τι τρέχει;» απαίτησε η Τασσώ. «Έπιασες το καταφύγιό σας; Τι συμβαίνει;»

«Μπορεί να 'ταν κάποιος απ' τους άντρες μου», είπε αργά o Χέντρικς. «'Η ίσως ένα απ' αυτά. Μα δε θα το

μάθουμε ποτέ αν μείνουμε εδώ». Κοίταξε το ρολόι του. «Ας κοιμηθούμε λίγο τώρα. Θα σηκωθούμε πολύ νωρίς

Page 15: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

αύριο».

«Νωρίς;»

«Η μόνη πιθανότητα να ξεφύγουμε απ' τις δαγκάνες είναι νωρίς το πρωί», είπε ο Χέντρικς.

Το πρωινό ήταν κρύο και καθαρό. Ο ταγματάρχης Χέντρικς ερεύνησε το πεδίο με τα κιάλια του.

«Βλέπεις τίποτα;» είπε ο Κλάους.

«Όχι».

«Είδες τα καταφύγιά μας;»

«Προς τα που;»

«Στάσου». Ο Κλάους πήρε τα κιάλια και τα ρύθμισε. «Εγώ ξέρω που να κοιτάξω». Κοίταξε πολλή ώρα,

σιωπηλός.

Η Τασσώ ανέβηκε απ' τη σήραγγα και βγήκε. «Τίποτα;»

«Όχι». Ο Κλάους έδωσε τα κιάλια στον Χέντρικς. «Δε φαίνονται πουθενά. Έλα. Μη μένουμε εδώ».

Αρχισαν να κατηφορίζουν τη βουνοπλαγιά, γλιστρώντας στη μαλακιά στάχτη. Μια σαύρα σύρθηκε πάνω σ'

έναν επίπεδο βράχο. Σταμάτησαν αμέσως, παγωμένοι.

«Τι ήταν;» τραύλισε ο Κλάους.

«Μια σαύρα».

Η σαύρα έφυγε τρέχοντας μέσα στη στάχτη. Είχε ακριβώς το ίδιο χρώμα.

«Τέλεια προσαρμογή», είπε ο Κλάους. «Αυτό αποδείχνει πώς είχαμε δίκιο. Θέλω να πω, ο Λυσένκο».

Έφτασαν στις ρίζες του βουνού και στάθηκαν, ο ένας κοντά στον άλλο, κοιτάζοντας γύρω τους.

«Πάμε». Ο Χέντρικς ξεκίνησε. «Έχουμε πολύ δρόμο να περπατήσουμε».

Ο Κλάους περπατούσε πλάι του. Η Τασσώ έμεινε πίσω, κρατώντας το όπλο της έτοιμο. «Ταγματάρχα, ήθελα

να σε ρωτήσω κάτι», είπε ο Κλάους. «Που βρήκες το Ντέηβιντ; Εκείνο που σου είχε κολλήσει στο δρόμο;»

«Το συνάντησα εκεί που πήγαινα. Σε κάτι ερείπια».

«Τι σου είπε;»

«Όχι πολλά πράγματα. Πώς ήταν μόνο του. Ολομόναχο».

«Δεν κατάλαβες πώς ήταν μηχανή; Μίλαγε σαν πραγματικός άνθρωπος; Δεν υποψιάστηκε τίποτα;»

«Δεν είπε και πολλά. Δεν πρόσεξε τίποτα ασυνήθιστο».

«Είναι παράξενο, μηχανές που μοιάζουν τόσο με ανθρώπους, που μπορούν να σε ξεγελάσουν. Σχεδόν

ζωντανές. Αναρωτιέμαι που θα καταλήξουν».

«Κάνουν αυτό που τις φτιάξατε να κάνουν, εσείς οι Γιάνκηδες» είπε η Τασσώ. «Τα φτιάξατε να κυνηγάνε τη ζωή

και να την αφανίζουν. Την ανθρώπινη ζωή. Όπου τη βρίσκουν».

Ο Χέντρικς κοίταζε τον Κλάους επίμονα. «Γιατί ρωτάς εμένα; Τι τρέχει;»

«Τίποτα», απάντησε ο Κλάους.

«Ο Κλάους νομίζει πώς είσαι η Δεύτερη Ποικιλία», είπε ήρεμα η Τασσώ πίσω τους. «Τώρα σε παρακολουθεί».

Ο Κλάους άναψε. «Γιατί όχι; Στείλαμε αγγελιαφόρο στις γραμμές των Γιάνκηδων, κι έρχεται πίσω τούτος δω.

Ίσως πίστευε πώς θα' βρισκε μπόλικη λεία».

Ο Χέντρικς γέλασε πνιγμένα. «Ήρθα απ' τα καταφύγια των ΗΕ. Παντού γύρω μου βρίσκονταν άνθρωποι».

«Ίσως σου δόθηκε ευκαιρία να μπεις στις σοβιετικές γραμμές. Ίσως -»

«Οι σοβιετικές γραμμές ήταν ήδη πατημένες. Οι γραμμές σας είχαν πέσει πολύ πριν φύγω απ' το καταφύγιό

μου. Μην το ξεχνάς».

Η Τασσώ άνοιξε βήμα κι ήρθε πλάι του. «Αυτό δεν αποδείχνει τίποτα».

«Γιατί;»

«Οι διάφορες ποικιλίες δε φαίνεται να επικοινωνούν. Καθεμιά τους φτιάχνεται και σε διαφορετικό εργοστάσιο. Δε

φαίνεται να συνεργάζονται. Μπορεί να ξεκίνησες για τις σοβιετικές γραμμές χωρίς να ξέρεις πώς δούλευαν οι

άλλες ποικιλίες. Ή ούτε καν πώς ήταν οι άλλες ποικιλίες».

«Πώς ξέρεις τόσα για τις δαγκάνες;» είπε ο Χέντρικς.

«Τις έχω δει. Τις έχω παρατηρήσει. Τις έβλεπα όταν έπαιρναν ένα ένα τα καταφύγιά μας».

«Ξέρεις πολλά», είπε ο Κλάους. «Στην πραγματικότητα είδες ελάχιστα. Δεν ήξερα πώς είσαι τόσο καλός

παρατηρητής».

Η Τασσώ γέλασε. «Τώρα άρχισες να υποψιάζεσαι εμένα;»

«Κόφτο», είπε ο Χέντρικς.

Βάδισαν σιωπηλοί.

«Όλο το δρόμο θα πάμε;» είπε η Τασσώ σε λίγο. «εγώ δεν είμαι μαθημένη να περπατάω». Κοίταξε γύρω της

τη σταχτιά πεδιάδα που τους έζωνε ως εκεί που έφτανε το μάτι. «Είναι απαίσια».

Page 16: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

«Έτσι είναι παντού», είπε ο Κλάους.

«Θα 'θελα να 'σουνα και συ στο καταφύγιο όταν έγινε η επίθεση».

«Αν δεν ήμουνα εγώ μαζί σου θα ήταν κάποιος άλλος», μουρμούρισε ο Κλάους.

Η Τασσώ γέλασε βάζοντας τα χέρια στις τσέπες. «Αυτό λεω και γώ».

Συνέχισαν να περπατάνε, προσέχοντας την απέραντη πεδιάδα με τη σιωπηλή στάχτη που τους τριγύριζε.

Ο ήλιος έδυε. Ο Χέντρικς προχώρησε σιωπηλά, κάνοντας νόημα στον Κλάους και την Τασσώ να μείνουν

πίσω. Ο Κλάους έκατσε κατάχαμα, ακουμπώντας το κοντάκι του όπλου του στη Γη.

Η Τασσώ βρήκε ένα κομμάτι μπετόν και κάθισε αναστενάζοντας. «Ωραία είναι η ξεκούραση».

«Ήσυχα», έκανε κοφτά ο Κλάους.

Ο Χέντρικς έφτασε στην κορφή του υψώματος που βρισκόταν μπροστά τους. Ήταν ο ίδιος λόφος απ' όπου

είχε κατέβει ο ρώσος αγγελιαφόρος την προηγούμενη μέρα. Ο Χέντρικς έπεσε κάτω, τεντώθηκε και κοίταξε

πέρα με τα κιάλια.

Δε φαινόταν τίποτα. Μόνο στάχτη. Κάπου κάπου ένα δέντρο καμένο. Όμως εκεί, κάπου πενήντα γιάρδες πιο

πέρα, ήταν η είσοδος του καταφύγιού τους. Από κει είχε ξεκινήσει. Ο Χέντρικς κοίταζε σιωπηλός. Καμιά κίνηση.

Κανένα σημάδι ζωής. Τίποτα δε σάλευε.

Ο Κλάους σύρθηκε δίπλα του. «Που είναι;»

«Εκεί κάτω». Ο Χέντρικς του έδωσε τα κιάλια. Σύννεφα στάχτη κατρακυλούσαν στο νυχτωμένο ουρανό. Ο

κόσμος σκοτείνιαζε. Τους έμεναν ακόμα δυό ώρες με φως, το πολύ πολύ. Ίσως και λιγότερο.

«Δε βλέπω τίποτα», είπε ο Κλάους.

«Εκείνο το δέντρο. Το κούτσουρο. Εκεί στο σωρό με τα τούβλα. Η είσοδος είναι δεξιά απ' τα τούβλα».

«Τι να κάνω, σε πιστεύω».

«Εσύ κι η Τασσώ να με καλύπτετε από δω. Μπορείτε να βλέπετε όλη την περιοχή ως την είσοδο του

καταφύγιου».

«Θα πάς μόνος σου;»

«Με το λουράκι μου δεν έχω φόβο. Όλη η περιοχή γύρω απ' το καταφύγιο βράζει από δαγκάνες. Μαζεύονται

κάτω απ' τη στάχτη. Σαν καβούρια. Χωρίς λουράκι δε θα τα καταφέρετε».

«Μπορεί να 'χεις δίκιο».

«Θα περπατάω σιγά. Μόλις βεβαιωθώ -»

«Αν έχουν μπει στο καταφύγιο δε θα καταφέρεις να ξαναγυρίσεις εδώ. Τρέχουν γρήγορα. Πρέπει να το

καταλάβεις».

«Τι προτείνεις;»

Ο Κλάους σκέφτηκε. «Δεν ξέρω. Κάνε τα να βγουν στην επιφάνεια. Έτσι θα δεις».

Ο Χέντρικς έβγαλε τον πομπό απ' τη ζώνη του, ανέβασε την κεραία. «Ξεκινάμε».

Ο Κλάους έκανε νόημα στην Τασσώ. Εκείνη σύρθηκε σβέλτα στην πλαγιά του λόφου και τους πλησίασε.

«Θα κατέβει μόνος του», είπε ο Κλάους. «Θα τον καλύπτουμε από δω. Μόλις τον δεις να 'ρχεται προς τα μας,

πυροβόλησε αμέσως πλάι του. Τρέχουν πολύ γρήγορα».

«Δεν είσαι και πολύ αισιόδοξος», είπε η Τασσώ.

«Όχι, καθόλου».

Ο Χέντρικς άνοιξε το όπλο του και το εξέτασε προσεχτικά. «Μπορεί να μη συμβαίνει τίποτα».

«Δεν τα 'χεις δει ποτέ. Είναι εκατοντάδες. Όλα ίδια. Ξεχύνονται σαν τα μυρμήγκια».

«Ίσως μπορέσω να μάθω χωρίς να πλησιάσω πολύ». Ο Χέντρικς έκλεισε το όπλο του, το πήρε στο 'να χέρι,

στο άλλο τον πομπό. «Λοιπόν, πέστε μου καλή τύχη».

Ο Κλάους του άπλωσε το χέρι. «Μην κατέβεις αν δε σιγουρευτείς πρώτα. Να τους μιλήσεις από πάνω. Να τα

κάνεις να βγουν».

Ο Χέντρικς σηκώθηκε. Αρχισε να κατεβαίνει το ύψωμα.

Λίγο αργότερα πλησίαζε αργά αργά το σωρό τα τούβλα και τα χαλάσματα που βρίσκονταν δίπλα στο

πεθαμένο δέντρο. Κοντά στην είσοδο του καταφύγιου της εμπροσθοφυλακής.

Δε σάλευε τίποτα. Σήκωσε τον πομπό του, πατώντας το κουμπί. «Σκότ; Μ' ακούς;»

Σιωπή. «Σκότ! Εδώ Χέντρικς. Μ' ακούς; Είμαι έξω απ' το καταφύγιο. Μπορείς να με δεις απ' τον εικονοδέκτη»

Αφουγκράστηκε κρατώντας σφιχτά τον πομπό. Κανένας ήχος. Μόνο παράσιτα. Προχώρησε. Μια δαγκάνα

ξεπρόβαλε απ' τη στάχτη κι έτρεξε προς το μέρος του, τον κοίταξε προσεχτικά κι έπειτα στάθηκε πίσω του,

σεβαστικά, σα σκυλάκι, λίγα βήματα απόσταση. Την επόμενη στιγμή ξεπρόβαλε μια δεύτερη δαγκάνα,

μεγαλύτερη. Τον ακολούθησαν σιωπηλά καθώς πλησίαζε αργά το καταφύγιο.

Page 17: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Ο Χέντρικς στάθηκε. Πίσω του σταμάτησαν κι οι δαγκάνες. Τώρα βρισκόταν κοντά. Σχεδόν στις σκάλες του

καταφύγιου. «Σκότ! Μ' ακούς; Στέκομαι ακριβώς από πάνω σου. Απέξω. Στην επιφάνεια. Με βλέπεις;»

Περίμενε κρατώντας το όπλο στο πλευρό του, με τον πομπό σφιγμένο στ' αφτί του. Πέρασε λίγη ώρα.

Τεντωνόταν ν' ακούσει, μα εκτός από λίγα αχνά παράσιτα επικρατούσε σιωπή.

Κι έπειτα ξέμακρα, μεταλλικά «Εδώ Σκότ».

Η φωνή ήταν ουδέτερη. Κρύα. Δεν την ήξερε. Αλλά το ακουστικό ήταν μικροσκοπικό.

«Σκότ, άκου με. Βρίσκομαι ακριβώς από πάνω σου. Είμαι στην επιφάνεια, απέναντι στην είσοδο».

«Ναι».

«Με βλέπεις;»

«Ναι».

«Από τον εικονοδέκτη; Τον έχεις γυρίσει πάνω μου;»

«Ναι».

Ο Χέντρικς συλλογίστηκε. Ένας κύκλος από δαγκάνες περίμενε υπομονετικά γύρω του. «Όλα εντάξει στο

καταφύγιο; δεν έγινε τίποτα ασυνήθιστο;»

«Όλα εντάξει».

«Δεν ανεβαίνεις απάνω; Θέλω να σε δω μια στιγμή». Ο Χέντρικς πήρε βαθιά ανάσα. «Έλα πάνω. Θέλω να σου

μιλήσω».

«Κατέβα εσύ».

«Σε διατάζω».

Σιωπή.

«Έρχεσαι;» ο Χέντρικς αφουγκράστηκε. Καμιά απάντηση.

«Σε διατάζω να 'ρθεις απάνω».

«Κατέβα εσύ».

Ο Χέντρικς έσφιξε τα δόντια. «Δόσμου τον Λεόνε».

Έγινε μια παύση. Ακουγε μόνο παράσιτα.

Έπειτα μια φωνή, λεπτή, μεταλλική. Ίδια με την άλλη. «Εδώ Λεόνε».

«Είμαι ο Χέντρικς. Βρίσκομαι στην επιφάνεια. Στην είσοδο. Θέλω ν' ανέβει απάνω ένας από σας».

«Έλα κάτω».

«Γιατί να 'ρθω; Σε διατάζω!»

Σιωπή. Ο Χέντρικς χαμήλωσε τον πομπό. Κοίταξε προσεχτικά γύρω του. Η είσοδος ήταν ακριβώς μπροστά

του. Σχεδόν στα πόδια του. Κατέβασε την κεραία και στερέωσε τον πομπό στη ζώνη του. Πήρε προσεχτικά το

όπλο και με τα δύο χέρια. Προχώρησε αργά, ένα ένα βήμα. Αν τον έβλεπαν, θα ήξεραν πώς πλησιάζει την

είσοδο. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια.

Έπειτα έβαλε το πόδι του στο πρώτο σκαλοπάτι που οδηγούσε κάτω.

Δυο Ντέηβιντ όρμηξαν απάνω του, τα πρόσωπά τους πανομοιότυπα, ανέκφραστα. Τα ανατίναξε. Ήρθαν κι

άλλα, περισσότερα, ανέβηκαν τρέχοντας σιωπηλά. Όλα απόλυτα όμοια.

Ο Χέντρικς γύρισε κι άρχισε να τρέχει, πίσω Προς το ύψωμά. Στην κορφή του υψώματος η Τασσώ κι ο

Κλάους άρχισαν να πυροβολούν. Ήδη ένα ρεύμα από μικρές δαγκάνες έτρεχε προς το μέρος τους, γυαλιστερές

μετάλλινες σφαίρες που έτρεχαν γρήγορα, μανιασμένα μέσα στη στάχτη. Μα δεν είχε καιρό να τις σκεφτεί.

Γονάτισε σημαδεύοντας την είσοδο του καταφυγίου, το όπλο ακουμπισμένο στο μάγουλό του. Τα Ντέηβιντ

έβγαιναν μπουλούκια, κρατώντας σφιχτά τα αρκουδάκια τους, τα κοκαλιάρικα πόδια τους ανεβοκατέβαιναν

καθώς σκαρφάλωναν τα σκαλιά για να βγουν στην επιφάνεια. Ο Χέντρικς πυροβόλησε καταπάνω τους.

Τινάχτηκαν στον αέρα, γρανάζια και ελατήρια πετάχτηκαν σ' όλες τις μεριές. Ξαναπυροβόλησε μέσα στη σκόνη

που είχε σηκωθεί.

Μια γιγάντια σιλουέτα ορθώθηκε στην είσοδο, πελώρια, κουτσαίνοντας. Ο Χέντρικς στάθηκε έκπληκτος.

Ένας άντρας, ένας στρατιώτης. Μ' ένα πόδι, στηριγμένος στο δεκανίκι.

«Χέντρικς!» ακούστηκε η φωνή της κοπέλας πίσω του. Κι άλλοι πυροβολισμοί. Η πελώρια σιλουέτα

προχώρησε, γύρω του μελίσσι τα Ντέηβιντ. Ο Χέντρικς αναπήδησε ξαφνιασμένος. Η Πρώτη Ποικιλία. Ο

Πληγωμένος Στρατιώτης. Σημάδεψε και πυροβόλησε. Ο στρατιώτης έγινε κομμάτια, εξαρτήματα και ρόδες

πετάχτηκαν πέρα. Τώρα ένα σωρό Ντέηβιντ είχαν φτάσει στο πλάτωμα πέρα απ' το καταφύγιο. Πυροβόλησε

ξανά και ξανά, οπισθοχωρώντας αργά, σκύβοντας και σημαδεύοντας.

Απ' το ύψωμα ο Κλάους πυροβόλησε. Όλη η πλαγιά είχε ζωντανέψει, γεμάτη δαγκάνες που ανηφόριζαν

σέρνοντας. Ο Χέντρικς υποχωρούσε προς το ύψωμα, τρέχοντας και πέφτοντας. Η Τασσώ είχε αφήσει τον

Κλάους κι έφευγε προς τα δεξιά, μακριά απ' το ύψωμα.

Page 18: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Ένα Ντέηβιντ σύρθηκε ορός το μέρος του, το μικρό άσπρο πρόσωπό του ανέκφραστο, και τα μαλλιά

πεσμένα στα μάτια του. Ξαφνικά έσκυψε μπροστά, ανοίγοντας τα χέρια του. Το αρκουδάκι του κατρακύλησε κι

έπεσε στο έδαφος κι έπειτα όρμησε προς το μέρος του. Ο Χέντρικς πυροβόλησε. Το αρκουδάκι κι το Ντέηβιντ

διαλύθηκαν. Χαμογέλασε τρίβοντας τα μάτια του. Ήταν σαν όνειρο.

«Έλα πάνω.» Η φωνή της κοπέλας. Ο Χέντρικς την πλησίασε. Βρισκόταν κοντά σε κάτι τσιμεντένιες κολόνες,

τοίχοι ενός ερειπωμένου σπιτιού. Πυροβολούσε τώρα με το μικρό όπλο που της είχε δώσει ο Κλάους.

«Ευχαριστώ». Την έφτασε λαχανιασμένος. Την έσπρωξε πίσω απ' το τσιμέντο, ψαχουλεύοντας τη ζώνη της.

«Κλείσε τα μάτια σου.» Έλυσε κάτι σφαιρικό απ' τη μέση της. Ξεβίδωσε γρήγορα το καπάκι, κάτι ρύθμισε.

«Κλείσε τα μάτια σου και πέσε κάτω».

Έριξε τη βόμβα. Έγραψε ένα τόξο, επιδέξια ριγμένη, κι έσκασε στην είσοδο του καταφυγίου. Δυο Πληγωμένοι

Στρατιώτες στέκονταν δισταχτικοί κοντά στα τούβλα. Πίσω τους ξεχύνονταν όλο περισσότερα Ντέηβιντ,

γεμίζοντας την πεδιάδα. Ένας απ' τους Πληγωμένους Στρατιώτες πλησίασε τη βόμβα, σκύβοντας άγαρμπα να

την πιάσει.

Η βόμβα έσκασε. Η έκρηξη τίναξε τον Χέντρικς, ρίχνοντάς τον με το πρόσωπο καταγής. Ένας ζεστός άνεμος

στριφογύρισε.

Μόλις που μπορούσε να διακρίνει. Όλα γύρω του στριφογύριζαν πάνω του. Είδε αχνά την Τασσώ να

στέκεται πίσω απ τις κολόνες, να πυροβολεί αργά και μεθοδικά τα Ντέηβιντ που έβγαιναν απ' τα θολά σύννεφα

της άσπρης φωτιάς.

Πίσω στο ύψωμα ο Κλάους πάλευε μ' ένα δαχτυλίδι από δαγκάνες που τον έζωνε σφιχτά. Υποχώρησε

ανατινάζοντας τες, πισωπατώντας, προσπαθώντας να σπάσει τον κλοιό.

Ο Χέντρικς σηκώθηκε με προσπάθεια. Το κεφάλι του πόναγε. Το δεξί του χέρι δεν μπορούσε να σαλέψει.

Η Τασσώ γύρισε προς το μέρος του. «Έλα. Πάμε».

«Ο Κλάους. Είναι ακόμα κει πάνω».

«Πάμε!» Η Τασσώ τράβηξε τον Χέντρικς μακριά απ' τις κολόνες. Ο Χέντρικς κούνησε τι κεφάλι του,

προσπαθώντας να ξεζαλιστεί. Η Τασσώ τον απομάκρυνε γρήγορα, τα μάτια της ξαναμμένα και λαμπερά,

προσέχοντας για δαγκάνες που είχαν γλιτώσει απ' την έκρηξη.

Ένα Ντέηβιντ βγήκε απ' τα σύννεφα της φωτιάς. Η Τασσώ το ανατίναξε. Δε φάνηκε άλλο.

«Μα ο Κλάους. Τι θα γίνει;» Ο Χέντρικς σταμάτησε, δίχως να μπορεί να σταθεί ίσια. «Θα -»

«Πάμε!»

Υποχώρησαν, φεύγοντας όλο και πιο μακριά απ' το καταφύγιο. Λίγες μικρές δαγκάνες τους ακολούθησαν για

λίγο κι έπειτα τους άφησαν, έκαναν μεταβολή και χάθηκαν.

Τέλος η Τασσώ στάθηκε.» Εδώ μπορούμε να σταματήσουμε να πάρουμε ανάσα».

Ο Χέντρικς κάθισε σ' ένα σωρό συντρίμμια. Σκούπισε το λαιμό του λαχανιάζοντας. «Αφήσαμε εκεί πέρα τον

Κλάους».

Η Τασσώ δε μίλησε. Ανοιξε το όπλο της και το γέμισε με νέα εκρηκτικά καψούλια.

Ο Χέντρικς την κοίταζε έκπληκτος. «Τον άφησες επίτηδες εκεί κάτω».

Η Τασσώ έκλεισε απότομα το όπλο. Κοίταξε τους σωρούς τα χαλάσματα γύρω τους, το πρόσωπό της

ανέκφραστο. σα να περίμενε κάτι.

«Τι τρέχει;» έκανε επίμονα ο Χέντρικς. «Τι ψάχνεις; Περιμένεις τίποτα;» Τίναξε το κεφάλι του, προσπαθώντας

να καταλάβει. Τι έκανε; Τι περίμενε; αυτός δεν έβλεπε τίποτα. Γύρω τους βρισκόταν μόνο στάχτη, στάχτη και

ερείπια. Εδώ και κει γυμνοί κορμοί δέντρων, χωρίς κλαδιά και φύλλα. «Τι -»

Η Τασσώ τον έκοψε. «Ακίνητος». Τα μάτια της στένεψαν. Ξαφνικά σήκωσε το όπλο της. Ο Χέντρικς γύρισε

ακολουθώντας το βλέμμα της.

Πίσω, από κει που 'χαν έρθει, ξεπρόβαλε μια σιλουέτα. Πλησίαζε προς το μέρος τους με κλονισμένα βήματα.

Τα ρούχα σκισμένα. Περπατούσε κουτσαίνοντας, πολύ αργά και προσεχτικά. Κάποτε σταματούσε να

ξεκουραστεί, να ξαναβρεί δύναμη. Για μία στιγμή έκανε να πέσει. Στάθηκε προσπαθώντας να ισορροπήσει.

Έπειτα συνέχισε.

Ο Κλάους.

Ο Χέντρικς σηκώθηκε. «Κλάους!» Έκανε να τον πλησιάσει. «Πώς διάολο τα-»

Η Τασσώ πυροβόλησε. Ο Χέντρικς έπεσε πίσω. Ξαναπυροβόλησε. Η έκρηξη πέρασε δίπλα του χαράζοντας μία

γραμμή από ζέστη. Η ακτίνα βρήκε τον Κλάους στο στήθος. Τινάχτηκε στον αέρα, γρανάζια και τροχοί

πετάχτηκαν. Για μία στιγμή συνέχισε να περπατάει. Έπειτα ταλαντεύτηκε. Τσακίστηκε πάνω στο χώμα, τα χέρια

του ξεκόλλησαν... ελατήρια πετάχτηκαν από παντού.

Μετά ησυχία.

Page 19: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Η Τασσώ γύρισε στον Χέντρικς. «Τώρα καταλαβαίνεις γιατί σκότωσε τον Ρούντι».

Ο Χέντρικς ανακάθισε αργά. Κούνησε το κεφάλι του. Είχε παραλύσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί.

«Βλέπεις;» έκανε η Τασσώ, «Καταλαβαίνεις;»

Ο Χέντρικς δε μίλησε. Ήταν σα να του ξεγλιστρούσαν ξαφνικά όλα, γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα. Σκοτάδι

κυλούσε και τον τύλιγε.

Έκλεισε τα μάτια του.

Ο Χέντρικς άνοιξε τα μάτια του αργά. Το κορμί του πονούσε παντού. Προσπάθησέ ν' ανακαθίσει άλλά ο

πόνος τον σούβλισε στο χέρι και τον ώμο. Του 'κοψε την ανάσα.

«Mην προσπαθήσεις να σηκωθείς», είπε η Τασσώ. Έσκυψε κι έβαλε το κρύο χέρι της στο μέτωπό του.

Ήτανε νύχτα. Λίγα αστέρια γυάλιζαν ψηλά, μέσα απ' τα δόντια σφιγμένα. Η Τασσώ τον κοίταζε μ' απάθεια.

Είχε ανάψει φωτιά με ξύλα κι αγριόχορτα. Οι φλόγες τσιτσιρίζοντας έγλειφαν αδύνατα ένα μετάλλινο κύπελλο

που κρεμόταν πάνω τους. 'Όλα ήταν ήσυχα. Πέρα απ' τη φωτιά το ακίνητο σκοτάδι.

Αυτή λοιπόν ήταν η Δεύτερη Ποικιλία», ψιθύρισε ο Χέντρικς. «Πάντα έτσι πίστευα».

«Γιατί δεν τον κατάστρεφες νωρίτερα;» ρώτησε.

«Εσύ με σταμάτησες». Η Τασσώ έσκυψε πάνω απ' τη φωτιά να κοιτάξει το μετάλλινο κύπελλο. «Καφές. Μισό

λεφτό ακόμα και θα μπορούμε να πιούμε».

Γύρισε και κάθισε δίπλα του. Έπειτα άνοιξε το όπλο της κι άρχισε να λύνει το μηχανισμό πυροδότησης,

μελετώντας τον προσεχτικά.

«Ωραίο όπλο», είπε η Τασσώ. «Η κατασκευή του είναι καταπληκτική»

«Και τα άλλα; Οι δαγκάνες;»

«Η έκρηξη της βόμβας πρέπει να βραχυκύκλωσε τις περισσότερες. Είναι ευαίσθητες. Πολύ οργανωμένες

υποθέτω»..

«Και τα Ντέηβιντ;»

«Ναι».

Η Τασσώ ανασήκωσε τους ώμους. «Εμείς τη σχεδιάσαμε. Δεν θα 'πρεπε να υποτιμάς την τεχνολογία μας,

ταγματάρχα. Δίχως μια τέτοια βόμβα εμείς οι δυό δε θα μπορούσαμε να ζούμε αυτή τη στιγμή».

«Πολύ χρήσιμη».

Η Τασσώ άπλωσε τα πόδια της να τα ζεστάνει στη φωτιά. «Παραξενεύομαι που δεν το κατάλαβες απ' τη

στιγμή που σκότωσε τον Ρούντι. Γιατί δε σκέφτηκες πώς αυτός μπορεί να' ναι-»

«Στο είπα. Νόμιζα πώς φοβόταν».

«Αλήθεια; Ξέρεις, ταγματάρχα, για ένα διάστημα σε υποψιαζόμουνα. Επειδή δε μ' άφησες να τον σκοτώσω.

Σκέφτηκα τrώς ίσως τον προστάτευες». Γέλασε.

«Είμαστε ασφαλισμένοι εδώ;» ρώτησε ο Χέντρικς.

«Για λίγο. 'Ώσπου να πάρουν ενισχύσεις από κάποια άλλη περιοχή». Η Τασσώ άρχισε να καθαρίζει το

εσωτερικό του όπλου της μ' ένα κουρέλι. Τέλειωσε κι έβαλε το μηχανισμό στη θέση του. Έκλεισε το όπλο,

γλιστρώντας τα δάχτυλά της πάνω απ' το γεμισrήρα.

«Είμαστε τυχεροί», μουρμούρισε ο Χέντρικς. «Ναι. Πολύ τυχεροί».

«Σ' ευχαριστώ που με τράβηξες από κει πέρα».

Η Τασσώ δεν απάντησε. Τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν στο φως της φωτιάς. Ο Χέντρικς έψαξε το χέρι

του. Δεν μπορούσε να κουνήσει τα δάχτυλά του. Όλο του το πλευρό ήταν μουδιασμένο. Κάπου βαθιά μέσα του

είχε ένα μουντό σταθερό πόνο.

«Πώς είσαι;» ρώτησε η Τασσώ.

«Το χέρι μου αχρηστεύτηκε».

«Τίποτ' άλλο;»

«Κάτι γίνεται μέσα μου».

«Δεν έπεσες κάτω όταν έσκασε η βόμβα».

Ο Χέντρικς δε μίλησε. Κοίταζε την Τασσώ που έχυνε τον καφέ απ' το κύπελλο σ' ένα ρηχό μετάλλινο

κατσαρολάκι. Του το 'φερε. «Ευχαριστώ». Προσπάθησε ν' ανασηκωθεί για να πιει. Δεν μπορούσε να καταπιεί.

Τα σωθικά του γύρισαν κι έσπρωξε το κατσαρολάκι. «Δεν μπορώ να πιω άλλο».

Η Τασσώ ήπιε το υπόλοιπο. Η ώρα περνούσε. Τα σύννεφα της στάχτης μετακινούνταν σrό σκοτεινό ουρανό

από πάνω τους. Ο Χέντρικς ξεκουραζόταν, το μυαλό του αδειανό. Έπειτα από λίγο κατάλαβε πώς η Τασσώ

στεκόταν από πάνω του και τον κοιτούσε διαπεραστικά.

«Τι τρέχει;» ψιθύρισε.

«Δε νιώθεις καθόλου καλύτερα;»

Page 20: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

«Λιγάκι».

«Ξέρεις ταγματάρχα, αν δε σε τραβούσα ως εδώ θα σε είχαν περιλάβει. Τώρα θα 'σουν νεκρός. Σαν τον

Ρούντι».

«Το ξέρω».

«Θες να μάθεις γιατί σε γλίτωσα; Θα μπορούσα να σε είχα αφήσει. Θα μπορούσα να σε άφηνα εκεί».

«Γιατί με τράβηξες;»

«Γιατί πρέπει να φύγουμε από δω». Η Τασσώ σκάλισε τη φωτιά μ' ένα ξύλο, κοιτάζοντας ήρεμα μέσα στις

φλόγες. «Εδώ δεν μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Όταν έρθουν οι ενισχύσεις τους δε θα 'χουμε πια καιρό. Το

υπολόγισα όσο ήσουνα αναίσθητος. Μας μένουν κάπου τρεις ώρες προτού φτάσουν».

«Και λες πώς θα τα καταφέρω να φύγουμε;»

«Ακριβώς. Περιμένω να μας βγάλεις από δω».

«Γιατί εγώ;»

«Γιατί εγώ τουλάχιστο δεν ξέρω πώς». Τα μάτια της έλαμπαν γυρισμένα προς το μέρος του μέσα στο

μισόφωτο, λαμπερά και σταθερά. «Αν δε βρεις τρόπο να φύγουμε από δω θα μας σκοτώσουν σε τρεις ώρες. Δε

βλέπω άλλη λύση. Λοιπόν ταγματάρχα; Τι θα κάνουμε; Περίμενα όλη νύχτα. Όσο ήσουνα αναίσθητος καθόμουν

εδώ, περίμενα κι αφουγκραζόμουν. Κοντεύει να ξημερώσει. Η νύχτα τελειώνει».

Ο Χέντρικς σκέφτηκε. «Είναι περίεργο», είπε μετά.

«Περίεργο;»

«Που νομίζεις πώς εγώ μπορώ να μας βγάλω από δω πέρα. Αναρωτιέμαι τι πιστεύεις πώς μπορώ να κάνω».

«Μπορούμε να πάμε στη Βάση Σελήνης;»

«Στη Βάση Σελήνης; Πώς;»

«Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος».

Ο Χέντρικς κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, δεν ξέρω κανένα τρόπο».

Η Τασσώ δε μίλησε. Για μια στιγμή τα μάτια της τρεμόπαιξαν. Έσκυψε το κεφάλι και γύρισε απότομα άλλού.

Ανακάθισε στα πόδια της. «Θες άλλο καφέ;»

«Όχι».

«Όπως θες». Η Τασσώ ήπιε σιωπηλά. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της. Ήταν ξαπλωμένος καταγής,

βυθισμένος σε σκέψεις, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Το κεφάλι του πόναγε

ακόμα. Και κείνη η ζάλη κρεμόταν ακόμα γύρω του.

«Μπορεί να υπάρχει κάποιος τρόπος», έκανε ξαφνικά.

«Μπα».

«Πότε ξημερώνει;»

«Σε δυό ώρες. Ο ήλιος θ' ανέβει αμέσως».

«Πρέπει να υπάρχει ένα διαστημόπλοιο εδώ κοντά. Δεν το 'χω δει ποτέ. Αλλά ξέρω πώς υπάρχει».

«Τι διαστημόπλοιο;» Η φωνή της ήταν κοφτή.

«Ένα πυραυλοκίνητο καταδρομικό».

«Και θα μας πάρει; Στη Βάση Σελήνης;»

«Γι' αυτή τη δουλειά είναι. Σε περίπτωση ανάγκης». Έτριψε το μέτωπό του.

«Τι τρέχει;»

«Το κεφάλι μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Μόλις που μπορώ να συγκεντρωθώ. Η βόμβα».

«Το διαστημόπλοιο είναι εδώ κοντά;». Η Τασσώ έσκυψε πλάι του, καθισμένη στα πόδια της. «Πόσο απέχει;

Που είναι;»

«Προσπαθώ να σκεφτώ».

Τα δάχτυλά της βυθίστηκαν στο μπράτσο του. «Εδώ κοντά;» Η φωνή της ήταν σαν ατσάλι. «Που μπορεί να

είναι; Μήπως το έκρυψαν κάτω απ' τη Γη; Υπόγεια;»

«Ναι. Σε μια αποθήκη εφοδίων».

«Πώς θα τη βρούμε; Υπάρχει σημάδι; Υπάρχει κανένα μυστικό σημάδι για να την καταλάβουμε;»

Ο Χέντρικς συγκεντρώθηκε. Όχι. Κανένα σημάδι. Κανένα σύμβολο».

«Τότε τι;»

«Κάτι χαρακτηριστικό».

«Τί;»

Ο Χέντρικς δεν απάντησε. Μέσα στο φως που τρεμόσβηνε τα μάτια του ήταν παγωμένα, δυό σφαίρες

τυφλές. Τα δάχτυλα της Τασσώς χώθηκαν βαθύτερα στο μπράτσο του.

«Τι χαρακτηριστικό; Τι είναι;»

Page 21: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

«Δε - δεν μπορώ να σκεφτώ. Ασε με να ξεκουραστώ».

«Καλά». Τον άφησε και σηκώθηκε. Ο Χέντρικς ξάπλωσε στη Γη, τα μάτια κλειστά. Η Τασσώ απομακρύνθηκε,

τα χέρια στις τσέπες. Κλώτσησε μια πέτρα και στάθηκε κοιτάζοντας ψηλά τον ουρανό. Η μαυρίλα της νύχτας

είχε κιόλας αρχίσει να ξεφτίζει σ' ένα μουντό γκρι. Ξημέρωνε.

Η Τασσώ κρατούσε το όπλο της κι έκανε κύκλους γύρω απ' τη φωτιά, μπρος πίσω. Ο ταγματάρχης Χέντρικς

ξαπλωμένος στο χώμα, τα μάτια κλειστά, ακίνητος. Το γκρίζο άρχισε ν' απλώνεται στον ουρανό, όλο και πιο

ψηλά. Αρχισε να φαίνεται το τοπίο, λιβάδια στάχτης που απλώνονταν σ' όλες τις μεριές. Στάχτη και ερείπια

κτιρίων, ένας τοίχος εδώ, ένας τοίχος εκεί, σωροί τσιμέντο, ο γυμνός κορμός ενός δέντρου.

Ο αέρας ήταν κρύος και τσουχτερός. Κάπου μακριά ένα πουλί άφηνε κάτι αραιούς τσιριχτούς ήχους.

Ο Χέντρικς σάλεψε. Ανοιξε τα μάτια. «Ξημέρωσε; Κιόλας;»

«Ναι».

Ο Χέντρικς ανακάθισε λίγο. «Ήθελες να σου πω κάτι. Με ρώταγες».

«Θυμάσαι τώρα;»

«Ναι».

«Τι είναι;» Τεντώθηκε. «Τι;» ξαναείπε τραχιά.

«Ένα πηγάδι. Ένα ερειπωμένο πηγάδι. Είναι σε μια αποθήκη εφοδίων κάτω από ένα πηγάδι».

«Ένα πηγάδι». Η Τασσώ χαλάρωσε. «Τότε θα βρούμε το πηγάδι». Κοίταξε το ρολόι της. «Έχουμε μια ώρα

περίπου. Πιστεύεις πώς θα το βρούμε σε μια ώρα;»

«Βοήθα με να σηκωθώ», είπε ο Χέντρικς

Η Τασσώ έβαλε το όπλο στη θήκη του και τον βοήθησε να σηκωθεί. «Θα 'ναι δύσκολα».

«Ναι, είναι». Ο Χέντρικς έσφιξε τα χείλια του. «Δε νομίζω πώς θα πάμε και πολύ μακριά».

Αρχισαν να περπατάνε. Ο πρωινός ήλιος τους ζέστανε λιγάκι. Η Γη ήταν επίπεδη και στείρα, ξαπλωνόταν

γκρίζα κι άψυχη ως εκεί που έφτανε το μάτι τους. Λίγα πουλιά πετούσαν σιωπηλά, ψηλά πάνω τους,

κυκλογυρίζοντας αργά.

«Βλέπεις τίποτα;» είπε ο Χέντρικς. «Καμιά δαγκάνα;»

«Όχι. Όχι ακόμα».

Πέρασαν από κάτι ερείπια, όρθιες τσιμεντοκολόνες και τούβλα. Θεμέλια από τσιμέντο. Ποντίκια πέρασαν

τρέχοντας. Η Τασσώ πήδηξε πίσω τρομαγμένη.

«Εδώ ήταν άλλοτε μια πόλη», είπε ο Χέντρικς. «Ένα χωριό. Όλη η Γη ήταν γεμάτη σταφύλια άλλοτε. Εδώ

που βρισκόμαστε».

Έφτασαν σ' ένα χαλασμένο δρόμο, γεμάτο ραγισματιές και αγριόχορτα. Στα δεξιά ξεπεταγόταν μια πέτρινη

καμινάδα. «Πρόσεχε», την προειδοποίησε. Ένας λάκκος έχασκε, ένα υπόγειο ανοιχτό. Κομματιασμένοι

σωλήνες ξεπετάγονταν, στριμμένοι και λυγισμένοι. Προσπέρασαν ένα κομμάτι σπιτιού, μια μπανιέρα

πλαγιασμένη στο πλευρό. Μια σπασμένη καρέκλα. Κουτάλια και κομμάτια από πορσελάνινα πιάτα. Στη μέση

του δρόμου το έδαφος είχε υποχωρήσει. Το κοίλωμα ήταν γεμάτο χόρτα και χαλάσματα και κόκαλα.

«Εκεί πέρα», ψιθύρισε ο Χέντρικς.

«Από δω;»

«Δεξιά». Πέρασαν τ' απομεινάρια ενός τανκ, ο μετρητής στη ζώνη του Χέντρικς άρχισε να κροταλίζει

δαιμονισμένα. Το τανκ είχε ανατιναχτεί με ραδιενέργεια. Λίγα βήματα πέρα απ' το τανκ ένα μουμιοποιημένο

σώμα κειτόταν διπλωμένο κατάχαμα, το στόμα ανοιχτό. Πέρα απ' το δρόμο ήταν ένα ίσιο χωράφι. Πέτρες κι

αγριόχορτα και κομμάτια σπασμένο γυαλί.

«Εκεί», είπε ο Χέντρικς.

Ένα πέτρινο πηγάδι ξεπρόβαλε, βουλιαγμένο και τσακισμένο. Πάνω του μερικά σανίδια. Το μεγαλύτερο

μέρος του πηγαδιού είχε ρημάξει. Ο Χέντρικς το πλησίασε πατώντας αβέβαια, η Τασσώ δίπλα του.

«Είσαι σίγουρος γι' αυτό;» είπε η Τασσώ. «Αυτό εδώ δε μοιάζει με τίποτα».

«Είμαι σίγουρος». Ο Χέντρικς κάθισε στο περβάζι του πηγαδιού, τα δόντια του κλειδωμένα. Η ανάσα του

έβγαινε γρήγορα. Σκούπισε τον ίδρώτα απ' το πρόσωπό του: «Αυτό ήταν προορισμένο για να μπορέσει να

φύγει ο ανώτατος διοικητής. Αν γινόταν τίποτα. Αν έπεφτε το καταφύγιο».

«Εσύ ήσουνα αυτός;»

«Ναι».

«Που βρίσκεται το διαστημόπλοιο; Εδώ;»

«Στεκόμαστε από πάνω του». Ο Χέντρικς πέρασε το χέρι του στην επιφάνεια του πέτρινου πηγαδιού. «Το

φωτοκύτταρο της κλειδαριάς ανοίγει μόνο για μένα, για κανέναν άλλο. Είναι το διαστημόπλοιό μου. Η

τουλάχιστο υποτίθεται πώς ήταν».

Page 22: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Ακούστηκε ένα κοφτό κλικ. Ταυτόχρονα ένα βαθύ μούγκρισμα αντήχησε κάτω απ' τα πόδια τους.

«Κάνε πίσω», είπε ο Χέντρικς. Τράβηξε την Τασσώ μακριά απ' το πηγάδι.

Ένα κομμάτι του εδάφους υποχώρησε. Ένα μετάλλινο πλαίσιο ανέβηκε αργά μέσα απ' τη στάχτη,

παραμερίζοντας τα τούβλα και τα χορτάρια. Η κίνηση σταμάτησε καθώς ξεπρόβαλε η μύτη του διαστημόπλοιου.

«Νάτο», είπε ο Χέντρικς.

Το διαστημόπλοιο ήταν μικρό. Στεκόταν ήσυχο, κρεμασμένο στη θηλιά του πλαισίου του, σα βελόνα χωρίς

μύτη. Μια βροχή στάχτης στριφογύρισε στη σκοτεινή κοιλότητα απ' όπου είχε ανέβει το διαστημόπλοιο. Ο

Χέντρικς το πλησίασε. Ανέβηκε στο πλαίσιο και ξεβίδωσε την καταπακτή, τραβώντας την. Μέσα στο

διαστημόπλοιο μπορούσαν τώρα να φανούν οι πίνακες ελέγχου και το κάθισμα πίεσης.

Η Τασσώ ήρθε και στάθηκε δίπλα του, κοιτάζοντας το πλοίο. «Δεν έχω μάθει να οδηγώ πυραυλοκίνητα»,

είπε σε λίγο.

Ο Χέντρικς την κοίταξε. «Εγώ θα οδηγήσω».

«Εσύ; Υπάρχει μόνο μια θέση. Βλέπω πώς η ζώνη είναι προορισμένη μόνο για ένα άτομο».

Η αναπνοή του Χέντρικς άλλαξε. Κοίταξε προσεχτικά το εσωτερικό του σκάφους. Η Τασσώ είχε δίκιο. Είχε

μονάχα μια θέση. Το σκάφος προοριζόταν να μεταφέρει μόνο ένα άτομο. «Κατάλαβα», είπε αργά. «Και το ένα

άτομο είσαι εσύ».

Έγνεψε καταφατικά. «Φυσικά».

«Γιατί;»

«Εσύ δεν μπορείς να πάς. Μπορεί να μη ζήσεις ώσπου να φτάσεις. Είσαι πληγωμένος. Το πιθανότερο είναι

πώς δε θα τα καταφέρεις να φτάσεις».

«Ενδιαφέρον επιχείρημα. Αλλά βλέπεις, μόνο εγώ ξέρω που είναι η Βάση Σελήνης. Εσύ δεν ξέρεις. Μπορεί να

πετάς γύρω της μήνες ολόκληρους και να μην τη βρίσκεις. Είναι κρυμμένη καλά. Αν δεν ξέρεις για τι να ψάξεις

«Θα το ρισκάρω. Μπορεί να μην τη βρω. Ίσως όχι μόνη μου. Αλλά νομίζω πώς θα μου δώσεις όλες τις

πληροφορίες που χρειάζονται. Η ζωή σου εξαρτάται απ' αυτό».

«Πώς;»

«Αν βρω έγκαιρα τη Βάση Σελήνης ίσως σου στείλουν ένα σκάφος για να σε πάρει. Αν βρω έγκαιρα τη Βάση

Σελήνης. Αν όχι, δε γλιτώνεις. Φαντάζομαι πώς υπάρχουν εφόδια στο σκάφος. Θα μου κρατήσουν αρκετά - »

Ο Χέντρικς κινήθηκε γρήγορα άλλά το πληγωμένο χέρι του δεν τον υπάκουσε. Η Τασσώ έσκυψε,

γλιστρώντας σβέλτα στο πλάι. Το χέρι της υψώθηκε γρήγορα αστράφτοντας. Ο Χέντρικς είδε το κοντάκι του

όπλου να κατεβαίνει. Προσπάθησε ν' αποφύγει το χτύπημα αλλά εκείνη ήταν πιο γρήγορη. Το μετάλλινο

κοντάκι χτύπησε στο πλάι του κεφαλιού του, ακριβώς πάνω απ' τ' αφτί. Ο πόνος τον μούδιασε ολόκληρο.

Πόνος και σύννεφα σκοτεινιάς που κατρακυλούσαν. Βυθίστηκε γλιστρώντας στο έδαφος.

Πολύ αχνά κατάλαβε πώς η Τασσώ στεκόταν από πάνω του κλωτσώντας τον με τη μύτη της μπότας της.

«Ταγματάρχα! Ξύπνα».

Ανοιξε τα μάτια του μουγκρίζοντας.

«Ακου δω». Έσκυψε, ro όπλο της γυρισμένο στο πρόσωπό του. «Πρέπει να κάνω γρήγορα. Δεν έμεινε πολύς

χρόνος. Το σκάφος είναι έτοιμο, αλλά πρέπει να μου δώσεις τις πληροφορίες που χρειάζομαι πριν φύγω».

Ο Χέντρικς κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να ξεζαλιστεί.

«Γρήγορα! Που είναι η Βάση Σελήνης; Πώς θα τη βρω; Tί πρέπει να γυρέψω;»

Ο Χέντρικς δε μίλησε.

«Πες μου!»

«Λυπάμαι».

«Ταγματάρχα, το σκάφος είναι γεμάτο προμήθειες. Μπορώ να τριγυρίζω βδομάδες. Κάποτε θα βρω τη Βάση

Σελήνης. Και σε μισή ώρα θα 'σαι νεκρός. Η μόνη ελπίδα να γλιτώσεις -» Σταμάτησε.

Πέρα στην πλαγιά, μέσα από κάτι ερείπια κάτι σάλεψε. Κάτι στη στάχτη. Η Τασσώ γύρισε γρήγορα,

σημαδεύοντας. Πυροβόλησε. Μια γλώσσα φωτιάς σύρθηκε. Κάτι το 'βαλε στα πόδια, κατρακυλώντας στη

στάχτη. -ξαναπυροβόλησε. Η δαγκάνα τινάχτηκε στον αέρα, τροχοί κατρακύλησαν.

«Βλέπεις;» έκανε η Τασσώ. «Η εμπροσθοφυλακή. Δε θ' αργήσουν».

«Θα τους φέρεις εδώ να με πάρουνε;»

«Ναι. Μόλις μπορέσω».

Ο Χέντρικς σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε. Την κοίταξε έντονα. «Λες αλήθεια;» Μια παράξενη έκφραση

είχε απλωθεί στο πρόσωπό του, μια άγρια πείνα. «Θα γυρίσεις για μένα; Θα με πάρεις στη Βάση Σελήνης;»

Page 23: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

«Θα σε πάρω. Μα πες μου που είναι! Έμεινε ελάχιστος χρόνος».

«Εντάξει». Ο Χέντρικς πήρε μια πέτρα και σύρθηκε να καθίσει. «Κοίτα».

Αρχισε να κάνει σχήματα στην άμμο. Η Τασσώ κάθισε πλάι του, κοιτάζοντας τις κινήσεις της πέτρας. Ο

Χέντρικς σχεδίαζε ένα χοντροκομμένο χάρτη της σελήνης.

«Εδώ είναι τα Απέννινα. Κι εδώ ο Κρατήρας του Αρχιμήδη. H Βάση Σελήνης είναι κάτω απ' την άκρη των

Απεννίνων, κάπου διακόσια μίλια. Δεν ξέρω ακριβώς που. Κανείς στη Γη δεν ξέρει. Όταν όμως πετάς πάνω απ'

τα Απέννινα, άφησε μια κόκκινη φωτοβολίδα και μετά μια πράσινη και μετά άλλες δύο κόκκινες πολύ γρήγορα.

Το μόνιτορ της Βάσης θα καταγράψει το σινιάλο σου. Η Βάση βρίσκεται βέβαια κάτω απ' την επιφάνεια. Θα σε

κατεβάσουν με μαγνητικές αρπάγες».

«Και ο χειρισμός του σκάφους; Θα τα καταφέρω;»

«Ο έλεγχος είναι αυτόματος. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να δώσεις το σωστό σήμα όταν πρέπει».

«Εντάξει».

«Το κάθισμα απορροφά το τράνταγμα της απογείωσης. Ο αέρας και η θερμοκρασία ελέγχονται αυτόματα. Το

σκάφος θ' αφήσει τη Γη και θα μπει στο ελεύθερο διάστημα. Θα ευθυγραμμιστεί με το φεγγάρι, θα μπει σε

τροχιά γύρω του, κάπου εκατό μίλια πάνω απ' την επιφάνεια. Η τροχιά θα σε φέρει στη Βάση. Όταν φτάσεrς

στα Απέννινα άφησε τα σινιάλα".

Η Τασσώ γλίστρησε μέσα στο σκάφος και χώθηκε στο κάθισμα. Οι ασφάλειες στα χέρια της πολυθρόνας

έκλεισαν γύρω της αυτόματα. Ψαχούλεψε τα κουμπιά. «Τι κρίμα που δεν έρχεσαι και συ, ταγματάρχα. Όλα αυτά

προορίζονται για σένα, και συ δεν μπορείς να ταξιδέψεις».

«Ασε μου το όπλο».

Η Τασσώ τράβηξε το όπλο απ' τη ζώνη της. Το κράτησε στο χέρι της, ζυγίζοντάς το σκεφτικά. «Μην

απομακρυνθείς πολύ από δω. Θα 'ναι δύσκολο να σε βρούμε».

«Όχι. Θα μείνω εδώ, στο πηγάδι».

Η Τασσώ άγγιξε το διακόπτη της απογείωσης, γλιστρώντας τα δάχτυλά της πάνω στο λείο μέταλλο. «Ωραίο

σκαρί, ταγματάρχα. Καλοφτιαγμένο. Θαυμάζω τους τεχνίτες σας. Όλοι εσείς κάνατε πάντα ωραίες δουλειές.

Φτιάχνατε όμορφα πράγματα. Τα έργα σας, τα δημιουργήματά σας, είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά σας».

«Δόσμου το όπλο», έκανε ανυπόμονα ο Χέντρικς απλώνοντας το χέρι του. Πάλευε να σηκωθεί όρθιος.

«Αντίο ταγματάρχα». Η Τασσώ πέταξε το όπλο πέρα απ' τον Χέντρικς. Το όπλο κροτάλισε και κατρακύλησε. Ο

Χέντρικς το κυνήγησε. Έπεσε κάτω πιάνοντάς το.

Η πόρτα του πλοίου έκλεισε μ' ένα μεταλλικό κρότο. Οι αμπάρες έπεσαν στη θέση τους. Ο Χέντρικς γύρισε

πίσω. Η εσωτερική πόρτα ήταν σφαλισμένη. Σήκωσε το πιστόλι τρέμοντας.

Ακούστηκε ένα εκκωφαντικό μούγκρισμα. Το σκάφος τινάχτηκε από το μετάλλινο κλουβί του, αφήνοντας

πίσω του τη θηλιά που το κρατούσε κρεμασμένο. Ο Χέντρικς ζάρωσε και πισωπάτησε. Το σκάφος τινάχτηκε

μέσα στα σύννεφα της στάχτης, χάθηκε στον ουρανό.

Ο Χέντρικς έμεινε να το κοιτάζει κάμποση ώρα, όσο που o καπνός διαλύθηκε. Τίποτα δεν κουνιόταν. Ο

πρωινός αέρας ήταν κρύος και βουβός. Αρχισε να περπατάει άσκοπα προς τα κει απ' όπου είχε έρθει.

Καλύτερα να κινείται. Θα περνούσε πολύς χρόνος ώσπου να 'ρθει βοήθεια - αν ερχόταν.

Έψαξε τις τσέπες του και βρήκε ένα πακέτο τσιγάρα. Αναψε ένα σκυθρωπός. Όλοι του ζήταγαν τσιγάρα.

Αλλά τα τσιγάρα ήταν λιγοστά. Μια σαύρα γλίστρησε πλάι του μέσα στη στάχτη. Σταμάτησε τρέμοντας. Η

σαύρα εξαφανίστηκε. Πάνω, ο ήλιος ανέβηκε ψηλότερα. Μερικές μύγες κάθισαν σ' έναν επίπεδο βράχο δίπλα

εκεί. Ο Χέντρικς τις κλώτσησε.

Έπιανε να ζεσταίνει. Ο ιδρώτας κατρακυλούσε απ' το πρόσωπό του, μέσα στο γιακά του. Το στόμα του είχε

στεγνώσει. Στάθηκε κι έκατσε σε κάτι χαλάσματα. Έλυσε το κουτί του φαρμακείου και κατάπιε μερικές κάψουλες

ναρκωτικό. Κοίταξε γύρω του. Που βρισκόταν;

Κάτι ήταν εκεί μπροστά απλωμένο κατάχαμα. Σιωπηλό κι ακίνητο.

Ο Χέντρικς τράβηξε γρήγορα το όπλο του. Έμοιαζε με άνθρωπο. Έπειτα θυμήθηκε. Τ' απομεινάρια του Κλάους.

Η Δεύτερη Ποικιλία. Εκεί τον ανατίναξε η Τασσώ. Έβλεπε τροχούς και ρελαί και μετάλλινα εξαρτήματα χυμένα

πάνω στη στάχτη, γυαλιστερά κι αστραφτερά στο φως του ήλιου.

Ο Χέντρικς σηκώθηκε και πλησίασε. Κλώτσησε το πεσμένο καλούπι, αναποδογυρίζοντας το λίγο. Φαινόταν

το μετάλλινο κέλυφος, τα αλουμινένια πλευρά και τα στηρίγματα. Ξεχύθηκαν ελατήρια. Σαν σπλάχνα. Σωροί

σύρματα, διακόπτες και ρελαί. Μοτέρ και γρανάζια.

Έσκυψε. Η θήκη του εγκέφαλου είχε κομματιαστεί από την πτώση. Φαινόταν το τεχνητό μυαλό. Το κοίταξε.

Μια μάζα από κυκλώματα. Μικροσκοπικοί σωλήνες. Σύρματα ψιλά σαν τρίχες. Αγγιξε το περίβλημα.

Παραμέρισε. Η πινακίδα με το χαρακτηρισμό του τύπου φαινόταν καθαρά.. Ο Χέντρικς την κοίταξε. Και πάνιασε.

Page 24: Δεύτερη Ποικιλία-Φίλιπ Ντικ

Π. IV

Έμεινε ώρα να κοιτάζει την πλάκα. Τέταρτη Ποικιλία! Όχι Δεύτερη. Είχαν πέσει έξω. Υπήρχαν κι άλλοι τύποι.

Όχι μόνο τρεις. Ίσως πολύ περισσότεροι. Τουλάχιστο τέσσερις. Κι ο Κλάους δεν ήταν η Δεύτερη Ποικιλία.

Αν όμως δεν ήταν ο Κλάους ...

Ξαφνικά τα νεύρα του τεντώθηκαν. Κάτι πλησίαζε, περπατώντας στη στάχτη πίσω απ' το λόφο. Τι ήταν;

Τεντώθηκε να δει. Σιλουέτες. Σιλουέτες. Σιλουέτες που πλησίαζαν αργά, προχωρώντας πάνω στη στάχτη.

Τον πλησίαζαν.

Ο Χέντρικς έσκυψε γρήγορα σηκώνοντας το όπλο του. Ο ίδρώτας έσταζε στα μάτια του. Προσπάθησε να

πνίξει τον πανικό του που φούντωνε καθώς οι σιλουέτες πλησίαζαν.

Η πρώτη ήταν ένα Ντέηβιντ. Το Ντέηβιντ τον είδε κι άνοιξε βήμα. Τα άλλα ακολούθησαν βιαστικά. Ένα

δεύτερο Ντέηβιντ. Ένα τρίτο. Τρία Ντέηβιντ, όλα ίδια, που τον πλησίαζαν σιωπηλά, ανέκφραστα, τα λιγνά τους

πόδια ανεβοκατέβαιναν. Κρατούσαν σφιχτά τ' αρκουδάκια τους.

Σημάδεψε και πυροβόλησε. Τα δύο πρώτα Ντέηβιντ διαλύθηκαν. Το τρίτο προχώρησε. Κι η σιλουέτα πίσω

του. Σκαρφαλώνοντας σιωπηλά στη γκρίζα στάχτη. Ένας Πληγωμένος Στρατιώτης που πυργωνόταν πάνω απ'

το Ντέηβιντ. Και ...

Και πίσω απ' τον πληγωμένο στρατιώτη ερχόντουσαν δύο Τασσώ, πλάι πλάι. Βαριά ζώνη, ρώσικο

στρατιωτικό παντελόνι, πουκάμισο, μακρύ μαλλί. Η γνώριμη σιλουέτα, όπως την έβλεπε μόλις λίγο πριν. Να

κάθεται στο κάθισμα του διαστημόπλοιου. Δυό λιγνές, βουβές σιλουέτες, πανομοιότυπες.

Τώρα ήταν πολύ κοντά. Ο Ντέηβιντ έσκυψε ξαφνικά, ρίχνοντας το αρκουδάκι του. Το αρκουδάκι άρχισε να

τρέχει. αυτόματα τα δάχτυλα του Χέντρικς σφίχτηκαν στη σκανδάλη. Το αρκουδάκι χάθηκε, διαλυμένο σε σκόνη.

Οι δύο Τασσώ προχώρησαν ανέκφραστες, πλάι πλάι, πάνω στη στάχτη.

Όταν κόντευαν πια να τον φτάσουν, ο Χέντρικς σήκωσε το όπλο του ως τη μέση και πυροβόλησε.

Διαλύθηκαν. Όμως μια άλλη ομάδα είχε ξεκινήσει πάνω στο ύψωμα, πέντε η έξι Τασσώ, όλες ίδιες, μια

γραμμή που ερχόταν γρήγορα καταπάνω του.

Και της είχε δώσει το σκάφος και της είπε τα σινιάλα. Εξαιτίας του πλησίαζε τώρα το φεγγάρι, τη Βάση

Σελήνης. Αυτός την είχε διευκολύνει.

Είχε δίκιο για τη βόμβα. Ήταν σχεδιασμένη ειδικά για τους άλλους τύπους, το Ντέηβιντ και τον Πληγωμένο

Στρατιώτη. Και τον Κλάους. Δεν ήταν φτιαγμένη από ανθρώπους. Κατασκευάστηκε σ' ένα από τα υπόγεια

εργοστάσια, δίχως ν' αγγίξει ανθρώπινο χέρι.

Η γραμμή πλησίαζε. Ο Χέντρικς σταύρωσε τα χέρια του, κοιτάζοντας τις Τασσώ ήρεμα. Το γνώριμο

πρόσωπο, η ζώνη, το χοντρό πουκάμισο, η βόμβα τοποθετημένη προσεχτικά στη θέση της.

Η βόμβα ...

Την ώρα που οι Τασσώ τον ζύγωναν, μια τελευταία ήρεμη σκέψη πέρασε απ' το νου του Χέντρικς. Ένιωσε

τότε λίγο καλύτερα. Η βόμβα. Φτιαγμένη από τη Δεύτερη Ποικιλία για να καταστρέψει τις άλλες. Μόνο γι' αυτό το

σκοπό.

Είχαν αρχίσει κιόλας να φτιάχνουν όπλα για να αλληλοεξοντωθούν.