Upload
taber-craxous
View
535
Download
5
Embed Size (px)
DESCRIPTION
Μάρτιν Χάιντεγκερ-Η τέχνη και ο χώρος
Citation preview
Martin Heidegger
H ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Ο ΧΩΡΟΣΕι σάγω ψ ρ α σ η - Σ χ ό λ ι α :
Α Β Α Ρ Α Σ♦
ΙΝΔΙΚΤΟΣ
"Εδικτα τής Ίνδίκτου
Υ πάρχει ενας τρόπος νά βλέπουμε τον πολιτισμό καί τα
προϊόντα του που καταφέρνει δ,τι λιγότερο αναγνωρίζουμε
σέ δσους άσχολουνται μαζί τους: έξηγεΓ συστηματικά τις
κακοδαιμονίες της καθημερινης βαρβαρότητας καί βρί
σκει πάντοτε δρόμο νά είσηγεΐται πρακτικές λύσεις. Αυτός
ο τρόπος είναι αυτόχρημα πολιτικός, καί δεν χρειάζεται
τίποτε το αγοραίο για νά το αποδείξει. Μερικών τέτοιων
κειμένων την ανάγνωση είναι καλό νά την άρχίζουμε ετσι.
’Άλλων, είναι απλώς άναπόφευκτο.
III! / -1206/1009 30 ( 6 , 0 0 )
ΤΙΜΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ: 4,20
” ΙΊργο έξωφύλλου: KAZIMIR MALEVICH
Έδικτα τής Ιυδίκτου - 11
Ή Τέχνη και ό Χώρος
Έ δικτα τής Ινδίκτου Ευθύνη Σειράς: Δημήτρης Άρμάος
Ή σειρά άκολοι/Θεΐ ίδιο ένιαΐο όρθογραφικό σύστημα
ISBN: 960-518-260-2
Copyright © γιά τήν ελληνική γλώσσα, 2006, Γιάννης Τζαβάρας Copyright © γιά τήν ελληνική γλώσσα, 2006, «Ίνδικτος» Α.Ε.
« Ι Ν Δ Ι Κ Τ Ο Σ » Α Ν ω Ν Υ Μ Ο Σ Ε Κ Δ Ο Τ Ι Κ Η ΕΤΑΙ ΡΕΙ Α
Καλλιδρομίου 64,114 73 'Αθήνα· τηλ. 210.88.38.007- e-mail: [email protected]
M ar t in H e i d e g g e r
H ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Ο ΧωΡΟΣΕισαγωγή, Μετάφραση και Σχόλια
Γιάννης Τζαβάρας
ΙΝ Δ ΙΚ Τ Ο Σ
Εισαγωγή τοΰ Μεταφραστή
Οτ α ν έκδίδεται τό βιβλίο Ή Τέχνη καί ό Χώρος (D ie Kunst und
der Raum; L ’A r t et l'espace, St. Gallen: Erker-Verlag, 1969 — 21983), ö Martin Heidegger (1889-1976) είναι σέ άρκετά προχωρημένη ήλικία. ΑΟτό τό βιβλίο μπορεί νά θεωρηθεί ώς κύκνειο άσμα του , άφου λ ίγ α χρόνια μετά ό Γερμανός σ τοχασ τής έμελλε νά άποβιώσει. ’Εντούτοις, δύσκολα μπορεΐ κάνεις νά ϊσχυρισθεΐ δτι διαφαίνεται σ’ α ύ τό τό μικρό κείμενο ή γεροντική κούραση. ’Αντίθετα, καταφαίνεται μιά σττιρτάδα πνεύματος π ο ύ συνεχίζει νά ανο ίγει π ρ ω τό γ ν ω ρ α στοχαστικά μονοπάτια . Ό σ υ γγρ α φ έα ς προβάλλει κι έδώ τήν άξίωση νά ικανοποιήσει σέ ύψ η λό βαθμό άκόμα και τόν π ιό άπαιτητικό αναγνώ στη .
Τόσο ό χ ώ ρ ο ς όσο καί ή τ έ χ ν η έχουν άπασχολήσει τόν Heidegger επανειλημμένα σέ προηγούμενα βιβλία του. Τό άντικεί- μενο το υ στοχασμού το υ δέν είναι λο ιπόν έδώ κάτι καινούριο. Α ύτό θά μπορούσε νά έκληφθεΐ ώς διευκόλυνση το ύ έργου του, άφοΰ έχει διανοίξει αύτές τ'ις περιοχές μέ παλαιότερη διερεύνη- ση. Α πό τήν άλλη όμως πλευρά, τό έργο του γίνεται δυσκολότερο, διότι αναρωτιέται κανείς : Τί καινούριο έχει νά προσφέρει ό 80χρονος συγγραφέας πάνω σέ ένα άντικείμενο π ο ύ τόν έχει α π α σχολήσει κατά κόρον στα νιάτα το υ ;
α'. Ό Χώρος κατά τόν Πρώιμο Heidegger
Π ρά γμ α τι, δέν ήταν δυνατό νά μήν άσχοληθεΐ μέ τό χ ώ ρ ο , όταν συνέγραφε τό μ εγά λο το υ βιβλίο π ο ύ κορυφώνεται στήν έννοια του χρόνου. Τό χαϊντεγγεριανό σ ύγγραμμ α Είνα ι κα ι Χ ρ ό
νος (1927)1 έχει κάνει βαθιές τομές στήν έννοια το ΰ χώρου, χω-
1 Συντομογραφικά: ΕκΧ. Παραπέμπω εφεξής στις σελίδες τής γερμανι-
ρ'ις όμως νά υψώνει αϋτή την έννοια σε εξίσου ψ ηλό βάθρο μέ τό χρόνο. Τουλάχιστο άπό τήν έποχή τοΰ Immanuel Kant και έξης οι δύο έννοιες τοποθετούνται; στήν ίδια περιοχή και μέ σ υ γ γενικό περιεχόμενο. Υ πενθυμίζω μόνο ότι κατά τόν Kant « ό χώ ρος κα'ι ό χρόνος» είναι οί δύο a priori μορφές τής έπ οπ τεία ς π ο ύ συνανήκουν στήν περιοχή τής άνθρώπινης αισθητηριακής ικανότητας. "Ισως μπορεΐ κανείς (κα'ι όχι άδικα) νά εικάσει ότι ό γέρος Heidegger έρχεται τώ ρα νά α ν α ι ρ έ σ ε ι τή νεανική του εκτίμηση π ο ύ έθετε τό χώρο ώς ύποδεέστερο έναντι του χρόνου.
Σ’ έκεΐνο τό νεανικό βιβλίο ό Heidegger χρειάστηκε νά άντι- μετω πίσει και νά άντικρούσει τόσο την καντιανή κληρονομιά, π ο ύ θεωρούσε ότι ό χώρος είναι κάτι « υ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ό » (αφού άνήκει στό άνθρώπινο ύποκείμενο ώς ικανότητά του νά αισθάνεται τά υλ ικά όντα ένταγμένα σέ χώ ρο), δσο κα'ι τήν π ε ποίθηση τής νεότερης Φυσικής ότι ό χώρος είναι μιά ά ν τ ι κ ε ι- μ ε ν ι κ ά υπαρκτή έκταση, μέ τρεις ομοιόμορφες και ισοδύναμες διαστάσεις (μ ή κος-π λά τος-ύψ ος), μέσα στήν όπο ία περιέχεται τό εξίσου αντικειμενικά ύπ α ρ κ τό κοσμικό (= αστρονομικό) σύ- μπαν. Ή πολεμική τού νεαρού Heidegger συνοψίζεται στήν το λ μηρή άφοριστική πρόταση: « Ο ύ τ ε ό χ ώ ρ ο ς ε ί ν α ι μέ ς σ τ ό ύ π ο κ ε ί μ ε ν ο ο ύ τ ε ό κ ό σ μ ο ς ε ί ν α ι μ έ ς σ τ ό χ ώ ρ ο » (ΕκΧ , σ. 111). Σ’ αύτό τό ξεκαθάρισμα τώ ν σχέσεών του τόσο μέ τή φιλοσοφική δσο καί μέ τή φυσικο-επιστημονική παράδοση ό Heidegger παραμένει π ιστός έως τά βαθιά το υ γεράματα.
’Α λλά έάν ό χώρος δέν ύπάρχει ούτε ύποκειμενικά ούτε άυτι- κειμενικά— π ώ ς μπορεΐ νά υπάρχει; Έάν ό χώρος δέν βρίσκεται ούτε μέσα στό άνθρώ πινο ύποκείμενο ούτε έκτείνεται τρισδιάστατα έξω α π ό α ύτό — π ο ύ βρίσκεται; Α ύτά τά ερωτήματα τ ίθενται, δσο παραμένουμε προσκολλημένοι στις παραδοσιακές διακρίσεις ύποκείμενο/άντικείμενο καί «σκεπτόμενο π ρ ά γ μ α » (res
κής έκδοσης, οί όποιες παρουσιάζονται καί στό αριστερό περιθώριο τής ελληνικής μετάφρασης (βλ. έδώ ψ. Επιλογή Βιβλιογραφίας).
cog itan s)/« εκτεινόμενο π ρ ά γμ α » (res extensa). Ό Heidegger π α ραμερίζει αύτές τις διακρίσεις, y ià và πετύχει τα θ ε μ έ λ ι α , π ά νω στά όποια αύτές έχουν οίκοδομηθεΐ. "Ετσι α να καλύπτει α υ τό π ο ύ ονομάζει D a s e i n (μεταφράζω : εδωνά - Είναι)· μέ α ϋτό τον όρο χαρακτηρίζει τό άνθρώ πινο Είναι ιδωμένο «πρ'ιν» άπό κάθε υποκειμενική-αντικειμενική διάκριση, ιδωμένο πέρα ά π ό κάθε έγκεφαλική σχέση μέ τό ο λ ό γυ ρ α έκτεινόμενο περιβάλλον. Ό προβληματισμός παίρνει τώ ρα τή μορφή : σε π ο ιά σ χ έ σ η βρίσκεται τό ανθρώπινο Είναι πρός τό χώρο; Ή έπίμοχθα κατακτη- μένη α πάντηση έχει ώς έξης: τό άνθρώ πινο Είναι συγκροτείτα ι κ a ί ά π ό χώρο, είναι δηλαδή «χωρικό». Α ύτή ή «χω ρικότητα» (Räumlichkeit) δέν είναι ούτε μιά υποκειμενική ιδιότητα ούτε μιά άντικειμενική υπόστασ η ο λ ό γυ ρ ά μας, ά λλ ά ένα υπαρκτικό χα ρακτηριστικό του Είναι μας.
Πώς κατοχυρώ νετα ι α ύτή ή ά πάντη σ η ; Ό Heidegger κάνει μιά εκτεταμένη άνάλυση του τρόπου, κατά τον όποιο συναντούμε τά π ρ ά γ μ α τα π ο ύ μάς περιβάλλουν. Α ύτή ή συνάντηση είναι τόσο άξεδιάλυτα συνδεμένη μέ τό Είναι μας, ώστε κατά τό πλεΐστο δέν έξαντικειμενικεύουμε τά π ράγμ α τα , ά λλ ά τά χρησιμοποιούμε μέσα σέ άφανή οικειότητα. Α ύτός π.χ. π ο ύ φορά γ υ α λιά, μολονότι βρίσκεται σέ άμεση έπαφή μαζί τους, δέν τά άντι- μετωπίζει σάν άντικείμενα, ά λλά τά χρησιμοποιεί άπαρατήρητα- σπάνια συναισθάνεται τή μηδαμινή το υ άπόστα ση ά π ό α ΰτά , γ ια τ ί όσα βλέπει μέσα ά πό τά γ υ α λ ιά είναι γ ι ’ αϋτόν ε γ γ ύ τ ε ρα (ΕκΧ, σ. 107). Χάρη στήν έξοικείωσή μας μέ τά π ρ ά γ μ α τα έχουμε καθημερινά μιά οικειότητα καί μέ τό π ο υ α ΰ τά βρίσκοντα ι: είναι διευθετημένα « κ ά π ο υ έδώ γ ύ ρ ω » · βρίσκονται στή θέση του ς ή έκεΐ όπ ου άνήκουν. "Οταν λο ιπόν συναντούμε α υ τά τά χρησιμοποιούμενα όντα, μαζί του ς έχουμε κάθε φορά συναντήσει και τό π ο ύ (τή θέση τους, τήν περιοχή τους, τόν τό π ο τους). Ό Heidegger τό λέει ώς έξης: «Ή συνάντηση χώ ρου (ή περιοχής) προηγείτα ι κατά τήν έκάστοτε περιβαλλοντική συ
νάντηση τω ν πρόχειρων όντω ν» (Ε κ Χ , σ. 111). Ή καθημερινή μας συμπεριφορά έχει λο ιπόν την ικανότητα να «διανοίγει»2 τό χώ ρο όπ ου ανήκουν τά π ρ ά γμ α τα . Ό χώρος υπάρχει — κα'ι κατά συνέπεια μπορεΐ νά καταμετρηθεί, να περιχαρακωθεί, να γ ί νει αντικείμενο ά γορα πω λη σ ία ς κλπ.— μόνο έπειδή έμεΐς τόν έχουμε π ρ ω τύ τερ α «διανοίξει». Είναι λ ο ιπόν άμεσα συνδεμένος με τό Είναι μας.
Ό Heidegger εξετάζει τόσο κατά τήν πρώιμη όσο και κατά την ύστερη περίοδο τό χώ ρο σέ συνδυασμό μέ τήν έννοια του κ ό σ μ ο υ . Ά λ λ α α υτή ή χα ϊντεγγερ ια νή έννοια δεν συμ π ίπτει μέ τόν άστρονομικά νοούμενο κόσμο, ό όποιος υπάρχει άντικει- μενικά και περιλαμβάνει τό σύνολο τώ ν ένδόκοσμων όντων. Μήπ ω ς τότε ό κόσμος υπάρχει υποκειμενικά ; Οϋτε έτσι ! Ε π ιχειρώ ντας νά συλλάβει τόν κόσμο ώς όντολογικ ό όρο ό Heidegger όδηγεΐτα ι στήν πεποίθηση ότι πρόκειται έπίσης γ ια ένα χαρακτηριστικό το υ άνθρώ πινου Είναι: είμαστε κατ’ ουσίαν «κοσμικοί» (weltlich). Σαφέστερα ειπωμένο: είμαστε τόσο άλληλένδετοι όντολογικά μέ τόν κόσμο, ώστε βασικός χαρακτηρισμός το υ Είναι μας είναι τό μές-στόν-κόσμο-Εΐναι. Α ΰτό δέν σημαίνει ότι πα- ρευρισκόμαστε μέσα σέ ένα κοινό κόσμο δ π ω ς παρευρίσκονται τά υ π ό λ ο ιπ α ϋλικά όντα, ά λ λ ά δτι διάγουμε μέσα σέ μια ιδιότυ π η σχέση μαζί του , έχοντας έ ξ ο ι κ ε ι ω θ ε ΐ μέ αϋτόν κατα- νοητικά κι έχοντας κατά συνέπεια συγκροτήσει ένα ευρύχω ρο « σ ύ ν ο λ ο σ η μ α σ ι ώ ν » — αύτό είναι ό κόσμος μας3.
2 erschließen, ό'.ττ. Άλλοΰ ό Heidegger λέει: κάνουμε χώρο (räumen), δίνουμε χώρο (Raum-geben), παραχωρούμε (einräumen), απελευθερώνουμε τό χώρο (Raum freigeben). Μέ όλες αυτές τις εκφράσεις περιγράφει τό γεγονός ότι ό χώρος έξαρτάται άπό τήν αποκαλυπτική μας ικανότητα.
3 Δές ΕκΧ, 87: «Τό σύνολο τών σχέσεων τού σημαίνειν θά τό ονομάσουμε σ η μ α ν τ ι κ ό τ η τ α [γερμανικά: Bedeutsamkeit]. Αύτή είναι πού απαρτίζει τή δομή τού κόσμου — τή δομή εκείνου, μές στό όποιο τό εδωνά-Είναι σαν τέτοιο είναι έκάστοτε ήδη.»
Ε πειδή είμαστε κ ατ’ ούσίαν μέσα-σ το ν -κόσμο έχοντας κατανοήσει τήν ευρυχωρία του, έχουμε επίσης μια κατανοητική σχέση πρός τό χώρο. Έ τσ ι όμως νοούμενος ό κόσμος δέν είναι μέσα στό χώρο (όπω ς τόν εκλαμβάνει ή νεότερη Φυσική), ά λλ α αντίστροφα ό χ ώ ρ ο ς ε ί ν α ι μ έ σ α σ τ ο ν κ ό σ μ ο . Α ύτό δέν σημαίνει ά λλ ο ά π ό τό ότι, διαθέτοντας μιά κατανοητική εξοικείωση μέ την κοσμική ευρυχωρία, έχουμε «διανοίξει» α priori μέσα της κ α ί τό χώρο. Κατά τό μέτρο π ο ύ παραμένουμε μέσα στήν κατάσταση α υτή ς τής θεμελιώδους έξοικείωσης, δέν συλλαμβάνουμε Θεματικά οϋτε τόν κόσμο οϋτε τό χώρο. Διατηρούμε όμως π ά ν τα τή δ υ να τό τη τα νά ά π οσ τα σ ιοπο ιη θοΰμε ά π ό α ϋ τό τό δ ιττό περιέχον, νά τό θεματοποιήσουμε και νά τό έξαντικειμενι- κεύσουμε, άρα νά συλλάβουμε τό χώ ρο σαν μιά άντικειμενικά υπαρκτή, ομογενή έκταση (extensio). Αυτό συνεπάγετα ι τότε καί μιά ά πογύμνω σ ή μας ά π ό τήν άρχέγονη έξοικείωση μέ τόν κόσμο- αυτή τήν άπογύμνω σή ονομάζει ό Heidegger ά π ο κ ο σ μ ι - κ ο π ο ί η σ η (Entweltlichung- δές Ε κ Χ , σ. 112).
Σέ μιά διάλεξη, π ο ύ έδωσε ό Heidegger τό 1951 μέ τ ίτλ ο «’Ανοικοδόμηση Διαμονή Στοχασμός» („Bauen Wohnen Denken“), ά- νέλαβε νά προσδιορίσει γ ιά μιάν άκόμα φορά την ουσία του χώ ρου. Συνειδητοποίησε τότε ότι ό τόπ ος είναι όντολογικά σημαντικότερος ά πό τό χώρο. Τί θά πει α ύτό ; Σ ίγουρα ό Heidegger ίχει λάβει ϋπόψ η τήν άρχαιοελληνική διερεύνηση και σύλληψ η του τό π ο υ . Ό Π λάτω ν έκανε μιά σημαντική δ ιαπίστω ση, όταν είπε ότι κάθε ύλικό ον βρίσκεται κατ' άνάγκη σέ κάποιο τό π ο καί καταλαμβάνει κάποια « χ ώ ρ α ».4 Προσδιορίζοντας ακριβέστερα αυτή τήν έννοια ό ’Αριστοτέλης διαπίστω σε ότι ένας τό πος δέν είναι κάτι διαφορετικό άπό ένα ύλικό πράγμα , καί κανένα τέτοιο π ρ ά γ μ α δέν βρίσκεται «μέσα» σέ τό π ο , διότι τό π ο ς Kai πρ ά γμ α σ υ μ π ί π τ ο υ ν τόσο χρονικά (δηλ. υπάρχουν ταυ-
4 Πλάτωνος Τίμαιος 52 b: « φαμεν άναγκαίον είναι που τό ον άτταν εν Τ ί ΐ Ί τόττφ και κατέχον χώραν τινά.»
τόχρονα) όσο και κατά τά όριά τους.5 Οι αρχαίοι στοχαστές κα- τέληξαν λοιπόν στο συμπέρασμα ότι οί τόπο ι συμ πίπτουν μέ τα π ρ ά γ μ α τα κα'ι δτ ι δέν υπάρχει ένας χώρος «καθ’ εαυτόν». Α νάλ ο γ α άποφαίνεται κα'ι ό Heidegger δ τ ι ό χώρος ά ντλεΐ την ουσία το υ ά π ό τόν τό π ο και όχι άντίστροφα:
Ό χώρος είναι κατ’ ουσίαν τό διευθετημένο [das Eingeräumte], αύτό πού έχει άφεθεΐ μέσα στα όριά του. Τό διευθετημένο είναι κάτι έκάστοτε έπιτετραμμένο κι έτσι συγκροτημένο, δηλαδή συναθροισμένο μέσω ένός τόπου, δηλαδή μέσω ένός πράγματος (όπως είναι μια γέφυρα). Σ υ ν ε π ώ ς οί χ ώ ρ ο ι δ έ χ ο ν τ α ι τ ή ν ο ϋ σ ί α τ ο υ ς ά π ό τ ο ύ ς τ ό π ο υ ς κ α ι ό χ ι ά π ό « τ ό ν » χ ώ ρ ο .
β'. Ή Τέχνη κατά τόν "Υστερο Heidegger
Ά π ό τό 1935 καί έξης ö Heidegger στρέφει τό ενδιαφέρον του πρός τό φαινόμενο τής τέχνης. Μέ μια σειρά διαλέξεων καί δημοσιευμάτων αντιμετωπίζει μια π λη θώ ρα σχετικών έρωτημάτων. Πρέπει όμως να ληφθεΐ ΰπ όψ η δτι α ύτή ή δραστηριοποίηση στέκετα ι κάτω ά π ό τήν επίδραση τής «στροφής» (Kehre) π ο ύ πραγ- ματοποιήθηκε μέσα στη σκέψη α ΰτο ΰ τοΰ στοχαστή.
Σέ τ ί σ υν ίστα τα ι α υ τή ή στροφή; Τό όντολογικ ό π ρ ό β λ η μα, δηλαδή τό έρώτημα π ο ύ άφορα τό Είναι τώ ν δντω ν, άπα- σχολεΐ τόν Heidegger άπό τήν άρχή έως τό τέλος τής στοχαστικής το υ πορείας. Όύστόσο ό νεανικός το υ στοχασμός έπιχειρεΐ νά βασίσει τήν άπάντηση στό όντολογικά έρωτώμενο και άπα- ντών υποκείμενο, π ο ύ είναι τό έδωνά-Εΐναι (Dasein). Πρόκειται γ ιά ένα έγχείρημα π ο ύ διαβλέπει ώς κύριο όντολογικό έδαφος τόν καθημερινό τρ ό π ο άνθρώ πινης ύπα ρξη ς και κορυφώνεται στήν ένδεχόμενη αυθεντικότητα τοΰ άνθρώ πινου ϋπάρχειν. Αυτή ή προοπτική έπιφέρει στόν στοχασμό ένα στοιχείο ύποκειμε-
5 Άριστοτέλους Φυσικά 212 α6 και α29 («άμα τφ πράγματι ό τοπος»).
νικότητας και υπαρξιακής (existenziell), αν όχι υπαρξιστικής (e- xistenzialistisch) δέσμευσης. 'Αντίθετα, ό μετά τό Ε κ Χ Heidegger ξανο ίγετα ι σέ μιά νέα π ρ οοπτική : Σ τοχά ζετα ι μέ βάση τό ίδιο τό Είναι. Ένδιαφέρεται γ ια τά π ο ικ ίλα στάδια , ά π ό τα όπο ια περνά ή έρμηνεία το υ Είναι ά π ό τήν άρχαιοελληνική σκέψη έως σήμερα, και γ ιά τά στάδια π ο ύ διανύει τό ίδιο τό Είναι καθ’ όλους α ύτοΰς τούς αιώνες. Πρόκειται λοιπόν γ ιά μιά έμβάθυνση στήν ι σ τ ο ρ ί α το ΰ όντολογικου στοχασμού και στήν ιστορική πορεία το ΰ Είναι.
Ό Heidegger άσχολεΐτα ι μέ τήν τέχνη σέ μιά σειρά ά π ό διαλέξεις και δοκίμια. Τά κύρια συμπεράσματά το υ συνοψ ίζοντα ι στό έκτεταμένο δοκίμιο «Ή Προέλευση τοΰ "Εργου Τέχνης»,6 καθώς καί στή διάλεξη «Ό Hölderlin καί ή Οϋσία τής Ποίησης».7 Ποιά είδη τέχνης έχει ό Heidegger κατά νοΰ, όταν άναζητά τήν ούσία της ; Τά παραδείγματα π ο ύ χρησιμοποιεί είναι ίσως π α ρα πλανητικά . Σ το δοκίμιο γ ιά τήν προέλευση το υ έρ γου τέχνης χρησιμοποιεί ώς βασικό παράδειγμα τή ζω γραφιά του van Gogh π ο ύ έχει τ ίτλ ο 7α Παπούτσια. "Αλλα παραδείγματα π ο ύ άναφέ- ρονται στό ίδιο δοκίμιο άντλοϋντα ι τόσο ά π ό τήν άρχιτεκτονι- κή, όπ ω ς είναι «ένας άρχαιοελληνικός ναός»,8 όσο καί ά π ό τή γ λ υ π τ ικ ή , ό π ω ς είναι οι « Α ίγ ιν ή τες» π ο ύ βρέθηκαν τό 1811 στόν ναό τής 'Αφαίας (στήν Α ίγινα) κι εκτίθενται στή γ λ υ π τ ο θήκη το ΰ Μονάχου.9 Μέσα ά π ό τή στοχαστική το υ άναζήτηση ό Heidegger κ ατα λή γει όμως στό συμπέρασμα ότι μιά έντελώς ά λλη περιοχή τέχνης κατέχει τήν πρωτοκαθεδρία: είναι ή ποίη-
Πρωτοεκδόθηκε στόν τόμο Holzwege (ΐ95θ) κα'ι μεταφράστηκε άπό τόν Γιάννη Τζαβάρα μαζί μέ εκτενή σχολιασμό τό 1986.
7 Πρωτοεκδόθηκε στόν τόμο Erläuterungen zu Hölderlins Dichtung (1951) καί μεταφράστηκε άπό τόν Μ. Μαρκάκη στή Νέα Εστία, τ. 87 (1970), σσ. 718-725.
" Ηειοεαοεκ 1986, σσ. 30-32 τής γερμανικής σελιδαρίθμησης.9 "0. tr., σ. 29.
ση. Μέ αφοριστικό τρόπο ισχυρίζεται: « Κ ά θ ε τ έ χ ν η [...] ε ί ν α ι κ α τ ’ ο υ σ ί α ν π ο ίη σ η » .10 Α ύτό δέν σημαίνει ότι π ρ οσ π α θεί νά υ π α γ ά γ ε ι όλα τ ά είδη τέχνης (τή ζω γραφ ική , τή γ λ υ πτική , τή μουσική κλπ.) στήν πο ιητική τέχνη, ά λ λ ά ότι τό λεκτικό-άποκαλυπτικό στοιχείο, π ο ύ υπάρχει στήν ποίηση, ανάγ ετα ι σέ ουσιώδες χαρακτηριστικό ολόκληρης τής καλλ ιτεχν ικής δημιουργίας.
Μ ελετώντας τήν τέχνη ό Heidegger θέτει κυρίως τό ό ν τ ο - λ ο γ ι κ ό ερώτημα, αν κα'ι μέ π ο ιους τρ ό π ο υς τό Είναι άποκα- λ ύ π τετα ι μέσα στά καλλιτεχνήματα. Ή έρευνα δέν είναι λο ιπόν οϋτε μιά άναδίφηση τής ι σ τ ο ρ ί α ς τή ς τέχνης οϋτε μιά π ε ριγραφική τ α ξ ι ν ό μ η σ η τω ν καλλιτεχνικών ειδών, κ α τη γο ριών, δημιουργώ ν, δημ ιουργημάτω ν κλπ. "Ενα ά π ό τά βασικά συμπεράσματα συνοψίζεται ώς έξης:
Τό έργο τέχνης μέ τον τρόπο του ξανοίγει τό Είναι των όντων. Αυτό τό ξάνοιγμα, δηλαδή ή αποκάλυψη, δηλαδή ή αλήθεια των όντων, συμβαίνει μέσα στό έργο τέχνης. Μέσα σ’ αύτό τό έργο έχει τεθεί έν έργω [= έχει ένεργοποιη- θεϊ και σταθεροποιηθεί] ή αλήθεια των όντων.11
θέλει νά πει ότι ή τέχνη στέκεται κατ’ ουσίαν π έ ρ α ά π ό μιά έμπειρική ά να πα ρά σ τα σ η π ρ α γ μ ά τω ν ή γ εγ ο νό τω ν . Ή τέχνη μόνο επιφανειακά ιδωμένη άνα πα ριστά φυσικά, ψ υχικά ή π νευ ματικά δντα . Ή ουσιώδης ΰφή τη ς έγκειτα ι στο ότι άποκαλύ- π τε ι α ϋ τό π ο ύ συνήθω ς κρύβεται π ί σ ω ά π ό τά όντα και όμως άπαρτίζει τήν άναγκαία συνθήκη γ ιά τή δυνατότητά τους. Ή τέχνη είναι ικανή νά μάς άνά γει π ίσ ω ά π ό τά φαινόμενα και τά νοούμενα, α ύ τά π ο ύ κατά τό π λε ΐσ το βομβαρδίζουν τ ις α ισθήσεις και τήν ψ υχή μας.
Πρόκειται άραγε γ ια μιά στατική-ούσιολογική ή γ ιά μιά δυναμική-ιστοριογραφική θεώρηση τής τέχνης; Ό Heidegger ίσχυ-
ρίζεται ότι τό συμπέρασμά το υ δέν είναι στατικό, διότι δ ια π ιστώνει ένα ι σ τ ο ρ ι κ ό σ υ μ β ά ν : Ή αλήθεια « συμβαίνει » (δές τό π α ρα π ά νω παράθεμα), τίθετα ι έν έρ /ω , ποιείται κάθε φορά έξαρχής μέσα σέ ένα καλλιτέχνημα- δέν είναι λοιπόν κάτι τελεσίδικο κι αιώνιο, ά λλ α εισχωρεί συνεχώς στό γ ίγνεσθα ι κα'ι ξανά άποχωρεΐ άπό αυτό. Τό καλλιτεχνικό παιχνίδι συνίσταται σέ μιά νομοτελειακή, παλινδρομική άποκάλυψ η κι έπικάλυψη τής άλή- θειας. Δέν έγκ αθ ίσ τατα ι μια γ ιά π ά ν τα ή άλήθεια μέσα σέ ένα καλλιτέχνημα, ά λλ ά έξαρτάται εξακολουθητικά ά π ό τού ς άπο- δέκτες, π ο ύ ορίζονται ώς υπεύθυνοι φύλακες, π ο ύ άναλαμβάνουν τό μέλημα νά τή διατηρήσουν « ά λη θεύοντά ς» την (γερμανικά: Bewahrende).12 Κάθε ιστοριογραφική γνώ σ η τής τέχνης πρέπει νά ιδωθεί ώς ένα τέτοιο, έξαιρετικά άπαιτητικό μέλημα.13
Μέ ποιόν τρόπο άποκα λύπτετα ι ή άλήθεια τώ ν όντων μέσα στό καλλιτέχνημα; Ό Heidegger ά π α ν τά κάπω ς σ ιβυλλικά ότι τό καλλιτέχνημα άνορθώνει κάθε φορά ένα ιστορικό κόσμο καί τόν άποθέτει π ά νω στή γ ή . Α ϋτή ή δ ια τύπ ω σ η γ ίνετα ι κατανοητή, έάν είναι σαφές τό ό ν τ ο λ ο γ ι κ ό νόημα π ο ύ προσδίδεται στους όρους «κόσμος» κα'ι « γή » . Συνοπτικά ειπωμένο: Ό κόσμος δέν είναι ούτε ένα έγκόσμιο άντικείμενο ούτε ένα ύπο- κι ιμενικό πλαίσιο τώ ν πραγμ άτω ν, ά λλ ά είναι ή άνοιχτότητα κα'ι ή ευρυχω ρία τώ ν όντω ν, χάρη στήν ό π ο ία τά όντα ά ποκτοΰν τό χρόνο τους, τό χώρο τους, τ'ις διαστάσεις κα'ι τό νόημά τους. Αφετέρου ή γ ή δέν έχει γεω γραφ ικό ή γεω λ ο γικ ό νόημα· ή γ ή rivai τό φυσικό περιβάλλον, π ού , ώς φόντο ένός γ λ υ π τ ο ύ ή άρ- χιτεκτονικού έργου, τό ύποβαστάζει άκα ταπόνητα κα'ι τό διασώζει περικλείοντάς το μέσα στούς μητρικούς της κόλπους. Ή γή περικλείει τά όντα μόνο κατά τό μέτρο π ο ύ ή ίδια παραμένει
12 Ό. 77\, σσ. 54-56.13 ~0.π„ σ. 55: «Ή άλήθευση του καλλιτεχνήματος ώς γνώση είναι
ιό νηφάλιο έμμένειν μέσα στον ανησυχαστικό χαρακτήρα τής μέσα στό Ηίλλιτεχνημα συμβαίνουσας αλήθειας.»
«άδιάνοικτη» και άντιστεκόμενη σέ κάθε προσπάθεια γεω μετρικής ή γεω λογική ς καταμέτρησης.14 Τό καλλιτέχνημα α π οκα λύπτει τήν άλήθεια τώ ν όντων κατά τόν έξης τρ όπ ο : ξανοίγοντας τόν κόσμο κα'ι άναδείχνοντας τή γ ή ώ ς όντολογικές συνθήκες γ ιά τή δυνα τότη τα άνάδυσης και διάσωσης τώ ν όντων.
Χάρη στην τέχνη « π ρ ο ά γ ετα ι» (= γεννιέτα ι) κάθε φορά ή άλήθεια. Γιά νά έπικυρώσει α υτό τό εϋρημα, ό Heidegger δέν χά νει τήν ευκαιρία νά συμβουλευθεΐ τήν άρχαιοελληνική γλώ σσα . Δ ιαπιστώ νει ότι ή έλληνική λέξη τέχνη προέρχεται α π ό τή ρίζα τέκ-, ά π ό όπ ου κ α τά γετα ι καί τό ρήμα τίκτω , π ο ύ σημαίνει: γεννώ , π α ρ ά γω , π ρ ο ά γω . Μέσα στήν άρχέγονη κ α τα γ ω γ ή της ή άρχαιοελληνική τέχνη δέν άναφέρεται λο ιπόν — συμπεραίνει ό Heidegger— στήν περιοχή τής καλλιτεχνίας ή τώ ν τεχνιτώ ν, ά λ λ ά στήν περιοχή τής γέννας καί τή ς π ρ ο ά γο υ σ α ς π α ρ α γ ω γής. Τί κα'ι π ώ ς προάγει αύτός ό τοκετός π ο ύ άποτελεΐ τήν ουσία τής τέχνης; Μέ μιά βαρβάτη έκφραση ό Heidegger λέει: «έπι- τρέπει σέ κάτι νά φανερωθεί ώ ς α υτό ή έκεΐνο κατά τόν τάδε ή τόν δείνα τρόπο μέσα στό παρόν».15 Κα'ι προσθέτει ότι μόνο μέσα ά π ό έναν τέτοιο ουσιώδη τ ο κ ε τ ό μπορούμε νά άντιλη- φθοΰμε τό τ ε κ τ ο ν ι κ ό στοιχείο π ο ύ χαρακτηρίζει τό άρχηγι- κό έκεΐνο είδος τέχνης π ο ύ ονομάστηκε ά π ό τού ς άρχαίους “Ελληνες: ά ρ χ ι τ ε κ τ ο ν ι κ ή . 16
14 Ό.ττ., σ. 36: «Ή γή φανερώνεται ανοιχτή και φωτισμένη ώς αυτή τούτη , μόνο έκεΐ όπου σώζεται και διαφυλάσσεται ώς ουσιαστικά άδιάνοικτη κα'ι ανεξήγητη, έκεϊ π ο ύ οπισθοχωρεί μπροστά ά πό κάθε προσπάθεια διάνοιξης κα'ι άρα διατηρείται άδιάκοπα έγκλεισμένη.»
Β Heidegger 1954, σ. 34: «etwas als dieses oder jenes so oder anders in das Anwesende erscheinen lassen.»
16 "0.7Γ.: « im Tektonischen der Architektur».
y'. Ή Γλυπτική και ό Χώρος
Γιατί ή άρχιτεκτονική ϊσχυσε αϊτό τήν π α λ ιά εποχή ώς άρχηγι- κή τέχνη ; Για ν’ α π α ντη θε ί ένα τέτο ιο ερώτημα, είναι και π ά λ ι αναγκαία μιά αναδρομή στην ’Ο ντολογία. Επιχειρώ ντας νά διασαφηνίσει τόν τρ ό π ο κατά τόν όποιο ε ί ν α ι ό άνθρω πος, δηλαδή ζεΐ και δ ιάγει καθημερινά, ό Heidegger μελετά τήν άνθρώ- πινη «διαμονή». Τό ότι κατοικούμε σ’ αυτήν εδώ τή γ ή δεν π ρ ο κύπτει ά π ό τό γ εγ ο ν ό ς δτι χτίζουμε άρχιτεκτονικά άρτιες κατοικίες, ά λ λ α άντίστροφα χτίζουμε τ ις κατοικίες μας επειδή ή ουσιώδης ύφή του άνθρώ που έγκειται στό οίκεΤν, στο διαμένειν (γερμανικά: wohnen). Π ολύ π ιό σημαντικό ά π ό τό χτίσιμο τώ ν κατοικιών ό Heidegger Θεωρεί τό γεγονός δτι ό άνθρωπος «δέχεται» τόν ουρανό ώ ς ουρανό, «επ ιτρέπει» στόν ήλιο και στή σελήνη νά συνεχίζουν τήν πορεία τους, «άφήνει» τις εποχές τοΰ ίτο υ ς νά χορ η γοΰν τήν ευκαιρία καί τήν κακοκαιρία τους.17 Ή άνθρώ πινη διαμονή δέν περιλαμβάνει μόνο το ύ ς το ίχο υ ς ενός σπ ιτιού , ά λ λ α εκτείνεται σέ έναν ευρ ύτα το χ ώ ρ ο , μέσα στόν όποϊο χωρούν ό ουρανός καί ή γή , κι έπιπλέον οΐ θνητοί άνθρωποι καί οί αθάνατοι Θεοί. Οι θνητοί διαμένουν πά νω στή γ ή και κάτω ά π ό τόν ουρανό, κατά τό μέτρο π ο ύ προσδοκούν τού ς άΟάνατους σάν τέτοιους.
Μετά τόν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν οΐ βομβαρδισμοί Ηχαν δημιουργήσει στή Γερμανία ό ξύ τα τη έλλειψη κατοικιών καί είχε προκύψει ένας ξέφρενος πυρετός ταχείας άνοικοδόμησης, ό Heidegger είχε τήν τόλμη νά πει δτι τό άληθινό «στεγαστικό ιιρόβλημα» (Wohnungsnot) είναι π ο λ ύ π ιό π α λ ιό ά π ό τούς π α γκόσμιους πολέμους και τούς βομβαρδισμούς, διότι συνίστα- ιαι στό δτι «οί θνητοί οφείλουν νά ξαναζητήσουν κι επανειλημμένα νά ζητούν εξαρχής τήν ουσία τής διαμονής· οφείλουν πρώ- ιισ τα νά μάθουν τό διαμένειν».18 Ή τέχνη π ο ύ θεωρήθηκε τότε
εντελώς απαρα ίτητη γ ιά τήν επιβίωση ένός ήττημένου λαού, ή αρχιτεκτονική, δέν ήταν κατά τόν Heidegger απαρα ίτητη επειδή μπορούσε να στεγάσει όσους έμειναν άστεγοι, α λ λ ά επειδή μπορούσε νά δ ι δ ά ξ ε ι τό ϋψ ισ το μάθημα: τ ί θά π ε ι «διαμένω» στόν τό π ο μου, π ά νω σ' α υ τή τή γ η και κάτω ά π ό α ϋ τό τόν ουρανό, ώ ς θνητός π ο ύ στερείται τού ς άθανάτους, τού ς οπ ο ίους άνέκαθεν λάτρευε. Δ ιότι χάρη στήν αρχιτεκτονική πρω τοα- νεγείρονται έκεΐνοι οί «τόπ ο ι» , π ο ύ έχουν ώς Θεμέλιο τή γ ή καί ώ ς βάθος (= «φόντο») τόν ουρανό, π ο ύ προορίζονται γ ιά καθημερινή διαμονή το υ άνθρώ που κα'ι γ ιά ένδεχόμενη διαμονή το υ έλλείποντος θεού.
Μέσα ά π ό τό ϊδιο πρίσμα άντιμετωπίζει ό Heidegger τή σχέση γ λ υ π τ ικ ή ς και χώ ρου στό έδώ παρουσιαζόμενο κείμενο του 1969. Α ϋτά τά παράδοξα άντικείμενα, π ο ύ είναι τά γ λ υ π τ ά έργ α , άνάμεσα στά όποια περιφερόμαστε σάν νά μήν άφορώμαστε ά π ό αύτά , είναι κατά τόν Heidegger θεμελιώδεις παράγοντες τής έπ ίγειας διαμονής μας. Α ντίθετα πρός τήν κοινή πεποίθηση, ότι τά γ λ υ π τ ά έπ ιτυγχά νουν μια « άναμέτρηση » μέ τό χώρο και κατορθώνουν νά τόν «καταλαμβάνουν», ό Heidegger θεωρεί ότι τ ά γ λ υ π τ ά ξ α ν ο ί γ ο υ ν τ ο υ ς τ ό π ο υ ς τής άνθρώ πινης διαμονής. Αύτο'ι οί τό π ο ι δέν βρίσκονται «μέσα» στό χώρο, όπ ω ς τού ς έκλαμβάνει ή σύγχρονη Φυσική. Τό άντίθετο συμβαίνει: Οί τό π ο ι π ο ύ ξανοίγοντα ι ενέχουν τόση ζω τικότητα , ώστε μεταξύ ά λλ ω ν π ρ ο ά γ ο υ ν και τόν φυσικοεπιστημονικά κατανο- ούμενο χώρο. Α λλ ά πριν κα'ι π ά νω ά π ό αύτόν οί τόπ ο ι άναδεί- χνουν τά π ρ ά γμ α τα , έτσι ό π ω ς α υ τά παραμένουν άνάμεσά μας έξυπηρετώ ντας μας κι έξοικειώνοντάς μας μέ τό περιβάλλον. Οί τόπ ο ι δέν περιβάλλουν άσφυκτικά τά π ρ ά γμ α τα , έτσι ώστε νά τά κ αταπνίξουν μέσα σέ ά π οπν ικτ ικό άγκάλ ιασ μα . Α ντίθετα , διαφυλάσσουν μιά ελευθερία και μιά ευρυχωρία, ώστε τά π ρ ά γ μ ατα νά έχουν τή θέση τους ώ ς χρήσιμα και οικεία.
Πάνω ά π ’ όλα ή γ λ υ π τ ικ ή τέχνη ξανοίγει έκείνους τού ς τό
π ους, π ο ύ καθιστούν δυνατή τή διαμονή το υ ανθρώ που. Σ ’ α υ τή τή δ ια τύπ ω σ η δέν υπάρχει μιά υπερβολή ή μιά σκοπιμότητα , ό π ω ς ότα ν εκθειάζουμε ένα καλλιτέχνημα λ έγο ν τα ς ό τ ι είναι «π ολύτιμ ο» γ ιά τούς όποιουσδήποτε πολιτιστικούς, π α τρ ιωτικούς ή χρηματοοικονομικούς μας στόχους. ’Ακόμα καί άνεξάρ- τη τα ά π ό τήν ύποδοχή π ο ύ επιφυλάσσουν οι τεχνοκρίτες σέ ένα γ λ υ π τ ό έργο, α ύ τό κατορθώνει νά ξανοίγει έκείνη τήν ε ύ ρ υ- χ ω ρ ί α (ό Heidegger λέει έπ ίσης: «έλεύθερη εύ ρ ύ τη τα » ) π ο ύ είναι ό ανθρώπινος κόσμος. Πολύ π ιό απαρα ίτητη ά πό τήν άτο- μική ή οικογενειακή « σ τέγη » π ο ύ θά στεγάσει τήν ύλική μας υπόσταση, τΐς έπαγγελματικές ή κοινωνικές μας φιλοδοξίες κλπ., είναι ή κοσμική εύρυχω ρία ώς συνθήκη γ ιά τή δυ να τό τη τα ανθρώ πινης διαμονής. Α ύτή ή εύρυχω ρία ώστόσο δέν είναι μετέωρη. Δ ιότι τό γ λ υ π τ ό έργο ξανοίγει έπίσης τή γή ινη σ ι γ ο υ - ρ ί ά (γερμανικά: Geborgenheit), μέσα στήν οποία έναποτίθενται τά ύλικά όντα καί οϊ αυλές φιλοδοξίες. Πώς κατορθώνει ένα γλυ - IIτό έργο νά επιφέρει τή σ ιγουριά ; Τό κατορθώνει μέ τό δτι «κατα τίθ ετα ι μέσα στό ογκώ δες καί στό βάρος τή ς πέτρα ς, μέσα στή στερεότητα και εύλυγισ ία το υ ξύλου, μέσα στή σκληρότητα καί λαμπρότητα τού χαλκού».19 Τό γ λ υ π τ ό έργο δέν καταναλώνει τήν ύλη, διότι άκριβώς στά π ιό ζω τικά συστατικά της στηρίζει τή δύναμή το υ — άναδείχνοντάς τα και διαφυλάσσο- ντάς τα σάν τέτοια. Τό γ λ υ π τ ό άνάγει τά χρησιμοποιούμενα ύλικά σέ μιά σταθερότητα κα'ι ήρεμία π ο ύ στέκεται ύπεράνω τής χρονικής φθοράς καί τής άνθρώπινης παραμέλησης.
8'. Πρώιμα και "Υστερα Ε πιτεύγματα
Π όσο π ρ ω τό τυ π ο είναι τό έδώ παρουσιαζόμενο πόνημα το ύ Hei- ■ logger έναντι τώ ν νεανικών άνακαλύψ εω ν; Α ύτό τό ερώτημα 8èv μπορεΐ εύκολα νά άπαντηθεΐ, γ ια τ ί τά συγκρινόμενα μεγέθη
είναι ασύμβατα: Ενώ 6 πρώ ιμος Heidegger εντάσσει το ύ ς στοχασμούς περί χώ ρου στ'ις ευρύτερες έρευνες περ'ι το ύ Είναι, ό ύ στερος Heidegger στηρίζεται στ'ις πρώιμες διαπιστώσεις y ià và θεμελιώσει μιά νέα οπτική το ύ χώρου. Έάν τό ύστερο έπ ίτευγ- μα έρμηνευθεΐ ώς έξαρτημένο ά π ό τις πρώιμες άνακαλύψεις, έμ- φανίζεται ώς ένας άδύναμος σχολιασμός τους. Έάν όμως ή νέα στοχοθεσία συλληφθεΐ μέσα στήν αύθυπαρξία της, τότε γίνεται φανερή μιά αξιόλογη διεύρυνση του δια-στοχαστικού φάσματος.
Έδώ μπορούν νά δοθούν μόνο μερικές νύξεις αύτής τής διαφοράς."Ενα ιδιαίτερα σημαντικό έπίτευγμα τού πρώιμου Heidegger
ήταν ή διαπίστωση δτι ό χώρος δέν πρέπει νά ιδωθεί ώς κάτι στατικό, άλλά μέσα σέ μιά διαδικασία «χωρικοποίησης» (Verräum- lichung — δες ΕκΧ, σ. 108) κα'ι μέσα άπό μιά ιδιόμορφη «χωρικό- τητα» τοΰ άνθρώπινου ΕΤναι. Αύτή ή διαδικασία δέν συμπίπτει μέ τήν έμπειρική διαπίστωση δτι ζοΟμε μέσα σέ ένα τρισδιάστατο χώρο έχοντας ένταχθεϊ σ’ αύτόν, άλλά είναι πρωτύτερη και άνεξάρτητη τούτης: ό Heidegger τήν προσδιορίζει ώς άπριορι- κή ά π ε λ ε υ θ έ ρ ω σ η τών όντων γιά μιά ολότητα άλληλο- παραπομπών πού είναι ό κόσμος μας. Αύτή ή ριζοσπαστική θεώρηση άντικρούει προκλητικά τόσο τήν καθημερινή άντίληψη περί χώρου δσο και τήν παραδοσιακή φιλοσοφική κατανόηση. Ποτέ πριν ό χώρος δέν έγινε άντιληπτός ώς κάτι μεταβλητό, ώς κάτι πού συγκροτείται έξακολουθητικά χάρη σέ άνθρώπινες διαδικασίες. ’Αλλά αύτή ή καινοτόμος πρωτιά ήταν ένα γόνιμο ξεκίνημα γιά νέες άναζητήσεις.
"Οταν στα ύστερα χρόνια ό Heidegger έμβαθύνει σέ ζητήματα τέχνης, είναι άρκετά ώριμο τό έρευνητικό πεδίο γ ιά τήν άνα- κάλυψη δτι ή τέχνη στό σύνολό της (και όχι μόνο ή γλ υ π τ ικ ή ή ή άρχιτεκτονική, ά λ λ ά και ή θεατρική, ή πο ιητική καί ή μουσική) π α ρ ά γ ε ι χ ώ ρ ο . Α ύτό δέν πρέπει νά έννοηθεΐ μεταφορικά, ά λλά μ’ έκεΐνο τό όντολογικό νόημα π ο ύ νοηματοδοτεΐ κάθε όντική διάσταση τής καλλιτεχνικής πρ α γμ α τικ ότη τα ς. Λέει
π .χ . ό H eidegger (1986, σ. 34): «Κ ατά τό μέτρο π ο ύ ένα έργο τέχνης είναι έργο τέχνης, πα ρα χω ρεί α ύ τή τήν εύρυχω ρία . Τό “πα ρα χω ρώ ” [γερμανικά: einräumen] σημαίνει έδώ δύο τινά: π α ρέχω τήν έλευθερία τής άνο ιχτότητας καί έντάσσω α ύ τό τό έ- λεύθερο στοιχείο μέσα στά συσ τα τικά του .» Δ ύσκολα μπορεΐ κανείς νά παραβλέψ ει ότι έδώ ό Γερμανός σ τοχασ τής έχει τόσο π ο λ ύ διευρύνει τό βεληνεκές τής π α ρ α γ ω γ ή ς χ ώ ρ ο υ , ώ στε νά συμπεριλάβει α ύ τά τ ο ύ τα τά θεμέλια το ύ όντολογικ ά νοούμενου κόσμου. Δ ιότι π ρ ά γμ α τι ή «εύρυχω ρία» και ή «άνοι- χτότητα» , γ ιά τις όποιες γίνεται λόγος, δ ιατυπώ νουν τις κατε- ξοχήν ιδιότητες του κόσμου.
"Ας δούμε τώ ρα τ ί π ρ ω τό τυ π ο προσφέρει τό έδώ παρουσια- ζόμενο κείμενο το ϋ 1969 σχετικά μέ τή γ λ υ π τ ικ ή κα'ι εύρύτερα τήν τέχνη.20 Μέ λ ιτό και άποφασιστικό τρ ό π ο συμπεραίνεται ότι ή γ λ υ π τ ικ ή « χο ρ η γε ί σ τά έκάστοτε π ρ ά γ μ α τα μιά π α ρ α μονή κα'ι σ τους ανθρώ πους μιά διαμονή έν μέσω τώ ν π ρ α γ μ ά των». Α λλά α ύτό είναι παρερμηνεύσιμο. Ό Γερμανός στοχαστής φαίνεται νά έχει έπηρεαστεΐ ά π ό τήν έ λ λ ε ι ψ η σ τ α θ ε ρ ή ς δ ι α μ ο ν ή ς π ο ύ χαρακτηρίζει τόν σύγχρ ονο περιπλανώ μενο L ύρωπαΐο, ό όποιος περιφέρεται μέ ποικίλα μεταφορικά μέσα άπό τόν ένα τό π ο στόν ά λ λ ο κα'ι ά π ό τή μιά πνευματική (γ λ ω σ σ ική, ιδεολογική, θρησκευτική) παράδοση σέ μιάν άλλη , χωρ'ις ικανοποίηση κα'ι χωρ'ις κορεσμό. Ό Heidegger φαίνεται νά καταφεύ
20 Τό βλέμμα τοΰ συγγραφέα φαίνεται νά περιορίζεται σέ ένα μόνο καλλιτεχνικό είδος, στή γλυπτική. Αυτό εξυπηρετεί τόν αναγνώστη, ίιιιιδή διευκολύνεται ή κατανόηση τής σχέσης μεταξύ τέχνης κα'ι χώρου. ίύστόσο ό τίτλος αύτού τοΰ κειμένου παραπέμπει στό σύνολοI ής τέχνης κα'ι όχι μόνο στή γλυπτική, ή όποία προφανώς παίζει τό |>όλο ένός παραδείγματος κα'ι όχι μιας προνομιούχου περιοχής. Άλλω-II r* ή συγχώνευση τών εικαστικών τεχνών, πού παρατηρεΐται στήν έ- ιι οχή μας, έχει προετοιμάσει τό έδαφος άκόμα καί γιά μιά α ν α ί ρ ε σ ηI ils γλυπτικής ώς ιδιαίτερου καλλιτεχνικοΰ είδους.
γει στήν τέχνη σαν πανάκεια αυτής τής άνεστιότητας καί νά συνιστά σέ όλους μας την έφησύχαση σέ πολιτιστικές εκδηλώσεις. Είναι όμως έτσι;
Μέ τό φαινόμενο τής άνεστιότητας ό Heidegger έχει άσχολη- θεΐ μέσα στό Είναι κα ι Χρόνος, σέ ενα χωρίο (σσ. 188 κΐ.) π ο ύ π α ίζει ρόλο κλειδιοΰ y ià νά συλληφθεΐ ή μετάβαση ά π ό την έφη- συχασμένη καθημερινότητα στήν άρχέγονη αυθεντικότητα . Ή άνεστιότητα δέν νοείται έκεΐ ώς παροδικό σύνδρομο, π ο ύ καταλαμβάνει ενίοτε έναν παρακμασμένο πολιτισμό , ά λλ ά άντίθετα ώ ς ά ρχέγονη κατάσταση, ά π ό τήν όπ ο ία κατά τό π λ ε ΐσ το ά- ποστρέφουμε τό βλέμμα, y ià νά βολευτούμε μέσα στήν οικειότη τα π ο ύ προσφέρουν οι βιοτικές άνάγκες και απολαύσεις. Ή άνεστιότητα είναι μιά άπειλή τής καθημερινής μας συγχώ νευσης μέ τούς «π ο λλ ο ύς» άνθρώπους, στους όποιους ευχαρίστως συγκα τα λεγόμ α σ τε , και μάς ξανο ίγετα ι μόνο μέσω μιας θεμελιώδους θυμικής διάθεσης, π ο ύ είναι ή άγω νία .
Ό ύστερος Heidegger δέν θά μπορούσε νά μάς συστήσει τή φυγή άπό εκείνη τήν άρχέγονη άνεστιότητα, οϋτε επιχειρεί νά καταστήσει άνετη τή διαμονή μας άνάμεσα στά πράγματα. Τό βλέμμα πού ρίχνει δέν περιορίζεται στά πάθη του σύγχρονου Ευρωπαίου, ούτε όμως άγνοεί τις ιστορικές συγκυρίες, μέσα στις όποιες διαδραματίζεται ή πορεία του. Αϋτό πού τώρα επιχειρεί, είναι μιά προειδοποίηση ένάντια στήν παρακμιακή άντίλη- ψη τού χώρου, πού έγκαθιδρύθηκε χάρη στή νεότερη φυσικομαθηματική επιστήμη καί στις τεχνολογικές της προεκτάσεις. Δηλώνει ότι έχουμε βολευτεί στον ομοιόμορφο τρισδιάστατο χώρο καί δέν βλέπουμε ότι μέσα σ' αυτόν ή ανθρώπινη διαμονή είναι άδύνατη. "Αν ιδωθεί κατά βάθος, ό χώρος είναι όχι ά- πλώς κάτι έντελώς άλλότριο, άλλά και μιά άστείρευτη πηγή άνεστιότητας, όπως διαπιστώνουν σύγχρονοι ψυχαναλυτές και φαινομενολόγοι.21
21 Δές τό αποκαλυπτικό άρθρο τής Busch 2005.
ε'. Ή ’Αφιέρωση στόυ Eduardo Chillida
Ό Heidegger άφιερώνει τό παρόν βιβλίο στόν Eduardo Chillida. Ποιός είναι αύτός και τί σημαίνει ή αφιέρωση;
Ό Eduardo Chillida (1924-2002) ήταν ’Ισπανός γ λ ύ π τ η ς και γραφ ίστας. Γεννήθηκε στό San Sebastian κι έζησε τόσο στή Γαλλ ία δσο καί στήν Ισπανία. Ζεκίνησε σπουδές αρχιτεκτονικής στό Πανεπιστήμιο τής Μαδρίτης, ά λλ ά τις διέκοψε χωρίς νά άποφοι- τήσει, γ ι ’ α υτό Θεωρείται κατά μ εγάλο μέρος αύτοδίδακτος. Τό 1963 έπισκέφτηκε τή ν Ε λ λ ά δ α και σέ τα ξ ίδ ια π ο ύ έκανε στή Ρώμη κα'ι στήν Τοσκάνη τονίστηκε τό ένδιαφέρον το υ γ ιά τό φώς και τήν άρχιτεκτονική.
Έπισκεπτόμενος τό μουσείο τοΰ Λούβρου ό Chillida έπηρε- άστηκε κατά τά έτη 1947-1951 άπό τήν άρχαϊκή έλληνική γ λ υ πτική. Έπέδρασαν έπίσης στήν τέχνη του τά γλυπτά τοΰ Henry Moore κα'ι ή ζωγραφική τοΰ Matisse. Στά έργα του χρησιμοποίησε σίδερο, ξύλο, πέτρα, άτσάλι, άλάβαστρο, γρανίτη, μπετόν, χαρτ'ι κ.ά. Οί παραδοσιακές τεχνικές παραχώρησαν βαθμιαία τή θέση τους σέ σύγχρονες, βιομηχανικές μεθόδους έπεξερ- γασίας τών ύλικών. Αύτές οί τεχνικές τοΰ έπέτρεψαν νά φτιάξει μεγάλα μνημειώδη έργα, πού ζυγίζουν έως καί 81 τόνους. Στό ύφος του έπικρατεΐ ή άπλότητα τής φόρμας. Συνηθίζει νά δημιουργεί διάλογο κα'ι άντίθεση δύο ύλικών, όπως άνάμεσα σέ σίδερο/πέτρα, σίδερο/γρανίτη ή σίδερο/ξύλο. Προβληματίστηκε (μεταξύ άλλων) σχετικά μέ τόν παλμό τής γραμμής μέσα στό χώρο, μέ τήν ένωση φόρμας κα'ι όγκου, μέ τό ταυτόχρονο ξά- νοιγμα καί άγκάλιασμα τοΰ χώρου, μέ τόν άποπεριορισμό του χώρου καί μέ τήν έλλειψη βαρύτητας.
Ό Chillida δέν παρέλειψε νά άσχοληθεΐ μέ πολιτικά ζητήματα, άλλά στα έργα του άναφαίνονται καί τάσεις μυστικισμοΰ μέσα άπό διδάγματα τοΰ Meister Eckhart, τοΰ Φραγκίσκου τής Ασίζης, τοΰ άγίου ’Ιωάννη τοΰ Σταυροΰ, της άγιας Τερέζας κα'ι τοΰ Λάο -Τσέ. Ρομαντικοί συγγραφείς όπως ό Hölderlin, ο Νονα-
lis κα'ι ό Goethe φαίνεται νά έπέδρασαν επίσης στη σκέψη του.Μεταξύ ά λλω ν διακρίσεων το ΰ άπονεμήθηκε τό 1958 τό Με
γ ά λ ο Διεθνές Βραβείο γλυ π τ ικ ή ς στή Μπιενάλε τής Βενετίας, τό 1960 τό βραβείο Καντίνσκι στό Παρίσι, τό 1976 τό π ρ ώ το βραβείο τυπω μένης γραφ ικής τέχνης στή Μπιενάλε το ΰ Τόκιο, τό 1983 τό ευρωπαϊκό βραβείο πλαστικώ ν τεχνών στό Στρασβούργ ο , τό 1987 τό παράσημο γ ια τήν προσφορά το υ στή γερμανική τέχνη στή Βόννη, τό 1996 τό βραβείο jack-Goldhill γ ιά γ λ υ πτική στό Λονδίνο κ.ά.
Ό Chillida γνωρίστηκε μέ τόν Heidegger τό 1968, όταν ό φιλόσοφος ήταν ήδη 79 έτών, ένώ ό γ λ ύ π τ η ς μόλις 46. Ή Τέχνη
κα'ι ό Χώρος πρωτοεμφανίστηκε τό 1969 ώς κείμενο γραμμένο ιδιόγραφ α ά π ό τόν Heidegger π ά νω σέ π έτρ α κα'ι συνοδευόμενο ά π ό 7 λιθοκολάζ του Chillida. Τό κείμενο ήταν μέ κεφαλαία γρ άμ ματα σέ γερμανική και γα λλ ική γλώ σ σ α και συνοδευόταν ά πό ένα ήχητικό δίσκο, όπ ου ό Heidegger ά κουγόταν νά διαβάζει τό κείμενό του . Ή γα λλ ικ ή μετάφραση έκπονήθηκε ά π ό τού ς jean Beaufret και François Fédier.
Επιχειρώντας và άναδείξει τή συγγένεια τοΰ γλυπτικού έργου τοΰ Chillida μέ τους έδώ έναποτεθειμένους στοχασμούς τοΰ Heidegger, ό Dieter (ähnig22 τονίζει τρία στοιχεία: (α') ότι στά γλυπτά του Ίσπανοΰ γλύπτη φανερώνεται ή διάνοιξη τοΰ χώρου και ή συγκρότηση τοΰ χώρου, πού παριστάνεται ώς κ εν ό· (β') ότι ό Chillida άποδέχεται τήν ιδιομορφία τοΰ έκάστοτε υλικού, «τις διαφορές τοΰ χαλκού άπό τήν πέτρα ή άπό τό ξύλο (στή σφυρηλάτηση τοΰ Chillida άναφαίνεται κάτι άπό τήν άρχέγονη θεώρηση τής γλυπτικής, όπως τήν πραγμάτωνε ένας
"Ηφαιστος)»· (y') ότι στόν παλμό (vibration) τής γλυπτικής τοΰ Chillida έκδηλώνεται μια μουσικότητα.
22 Jähnig 1977, σσ. 143-144.
et ’. Ε π ιλο γή Βιβλιογραφίας
1. B u s c h (Kathrin) 2005, „Befremdliche Räume“ : Sic et Non: Z e it
schrift für Philosophie und Kultur. Iw Netz (15 ’Απριλίου), στην -ηλεκτρονική διεύθυνση: h ttp :/ /www.sicetnon.org.
2. H e id e g g e r (Martin) 1950, Holzwege (Frankfurt a.M.: Klostermann).3. ---- 1954a', „Bauen Wohnen Denken“ : I d e m , Vorträge und A uf
sätze. T . 11 (Pfullingen: Neske), σσ. 19-36.4. ----- 1954ß', „...dichterisch wohnet der Mensch...“ : δ.π., σσ. 61-78.5 . 1959, Gelassenheit (Pfullingen: Neske), σσ. 27-71 („Zur Erör
terung der Gelassenheit: Aus einem Feldweggespräch über das Denken“).
6 . 1978-1985, Είναι καί Χρόνος, πρόλογος-μετάφραση-σχόλιαΓιάννης Τζαβάρας, 2 ττ. (Αθήνα/Γιάννινα: «Δωδώνη»). Συντομογραφικά: ΕκΧ. Παραπέμπω πάντα στή γερμανική σελιδαρίθμηση, πού παρουσιάζεται στό αριστερό περιθώριο τής ελληνικής μετάφρασης.
7. — 1986, Ή Προέλευση του ‘Εργου Τέχνης, πρόλογος-μετά-φραση-σχόλια Γιάννης Τζαβάρας (’Αθήνα/Γιάννινα: «Δωδώνη»). Παραπέμπω πάντα στή γερμανική σελιδαρίθμη- ση, πού παρουσιάζεται στό αριστερό περιθώριο τής ελληνικής μετάφρασης.
Η. H e r r m a n n (Friedrich-Wilhelm von) 1980, Heideggers Philosophie
der Kunst: Eine systematische Interpretation der Holzwege-
Abhandlung „D er Ursprung des Kunstwerkes“ (Frankfurt a.M.). | ä h n ig (Dieter) 1977, „Die Kunst und der Raum“ : Günther N e s k e
(έπιμ.), Erinnerungen an Martin Heidegger (Pfullingen: Neske), σσ. 131-148.
■Μ
ΗΜ
···
M art in He idegger
Η ΤΕΧΝΗ KAI Ο ΧΟύΡΟΣ
Για τόν E duardo C h ill id a 1
Ό τ α ν κάποιος σ τοχάζετα ι ό ίδιος π ο λ ύ , βρίσκει δτι έχει εισχωρήσει π ο λ λ ή σοφία μέσα στή γλώ σ σ α . Σίγ ο υ ρ α δέν είναι π ιθανό νά τά έχει ε ισ α γά γει όλα ό ίδιος, ά λ λ ά π ρ ά γ μ α τ ι υ π ά ρ χε ι π ο λ λ ή σοφία μέσα τη ς — δπ ω ς μέσα στις παροιμίες.
G. C h r . L ic h t e n b e r g
Δο/cet δέ μέγα τ ι ε ινα ί κα ι χαλεπόν ληφθήναι ό τόπος.
« Φαίνεται όμως ότι ό τόπος [δηλαδή ό χώρος] είναι κάτι μεγαλειώδες καί δύσκολο νά συλληφθεΤ.»
Α ρ ι ς τ ο τ ε λ ο υ ς Φυσικά, 4 ° β ι β λ ί ο 2
1 Σχετικά μέ τήν αφιέρωση στόν E. Chillida δές τήν Εισαγωγή τού Μεταφραστή, ε'.
2 Ό Heidegger τοποθετεί έδώ ώς μότο δύο ρητά, π ο ύ προοιωνίζονται αύτό π ο ύ πρόκειται νά επακολουθήσει. Τό π ρώ το μότο, ιού Γερμανού συγγραφέα Georg Christoph Lichtenberg (1742-1799), ύ Γτοδηλώνει ότι και στό παρόν δοκίμιο θά γίνει σεβαστή ή σοφίαII ού κρύβεται μέσα στή γλώσσα· π ο λλ ά νοήματα θα αντληθούν "ίτό γλωσσικές «νύξεις», όπως λέει ό Heidegger παρακάτω.
Τό δεύτερο μότο, άπό τά Φυσικά (Δ' 4, 212α 7-8) τού Αριστοτέλη, δηλώνει δτι τό αντικείμενο τής παρούσας μελέτης είναι «δύσκολο νά συλληφθεΤ». ’ίύστόσο υπάρχει έδώ καί μιά π α ρα τυπ ία : Ό Αριστοτέλης μιλά γ ιά τόν «τόπον» καί όχι γ ιά τό χώρο- αύτά τά Νυό δέν ταυτίζονται. Ό τόπος είναι τό όριο π ού περιβάλλει κάθε
ΰλικό öv. Οί αρχαίοι "Ελληνες διείδαν ότι κάθε ύλικό ον διαθέτει "έ
ναν τόπο, είναι « έν τόπορ », άλλά δέν έπέκτειναν αυτή την έννοια έως έκεΐνο τό άφηρημένο, ομογενές δοχείο, πού είναι ό χώρος σύμφωνα μέ τή νεότερη Φυσική. ’Εκτός άπό όσα συνεισέφερε ό ’Αριστοτέλης πάνω στόν τόπο, ό Heidegger έχει κατά νοΰ κυρίως τίς συμβολές του Καρτέσιου κα'ι του Kant, όταν ήδη στό Είναι κα'ι Χρόνος (§§ 12, 22-24) άναμετριέται μέ τήν έννοια του χώρου (Raum) θεμελιώνο- ντάς την πάνω στήν ανθρώπινη « χωρικότητα » (Räumlichkeit).
Αυ τ έ ς οί παρατηρήσεις πάνω στήυ τέχνη, στό χώρο καί στό εντός - άλλήλω ν - παιχυίδισμά τους είναι και παρα
μένουν ερωτήματα, ακόμα και αν εκφράζονται με τή μορφή ισχυρισμών. Περιορίζονται στις πλαστικές τέχνες και ακόμα πιό συγκεκριμένα στη γλυπτική .
Α υτά π ο ύ παράγει ή γλυπ τική είναι σώματα. Ή μάζα τους, π ο ύ συγκροτείται άπό διάφορα ΰλικά, διαμορφώνεται μέ πολλούς τρόπους. Ή διαμόρφωση διεξάγεται μέ όριο- θέτηση ώς ένταξη σέ κάποια όρια ή άποκλεισμός άπό κά- ποια όρια. Μέ τούτο μπαίνει στό παιχνίδι ό χώρος. Αυτός καταλαμβάνεται ά π ό τή γ λ υ π τ ή φόρμα και ά ποκτά τή σφραγίδα του ώς κλειστός, διαπερασμένος ή κενός όγκος. Λύτά είναι γνω στά δεδομένα, κα'ι όμως γεμάτα αινίγματα.3
3 Εδώ ό Heidegger προσδιορίζει τό θέμα τής παρούσας μελέτης, τονίζει τόν έρωτηματικό-άπορητικό χαρακτήρα της καί αναφέρει κάποιες τρέχουσες αντιλήψεις πάνω στό θέμα. Μέσα άπό αυτές τις «οίκεΐες» (bekannt) αντιλήψεις αναδύονται τά α ινίγματα π ού θά Λιτασχολήσουν τή σκέψη του. Με σωκρατική έρωτηματοθεσία ό Heidegger ένδιαφέρεται λοιπόν πρώτιστα νά οδηγήσει τόν αναγνώστη σε α π ο ρ ί α , αποκαλύπτοντας τά αινίγματα που βρίθουν μέσα σέ αύτονόητες πεποιθήσεις.
Ποιες είναι αύτές οί πεποιθήσεις; (A') Τά έργα τής γλυπτικής tlvai σώματα. Α πό έδώ προκύπτει τό αίνιγμα πού θά μάς απασχολήσει αμέσως παρακάτω: "Αν πράγματι τά γ λ υ π τ ά είναι σώματα, il «ένσαρκώνουν»; (Β-) Τά γ λ υ π τ ά έχουν μάζα (γερμανικά: Masse), αποτελούνται άπό ποικίλα ύλικά (Stoffe) καί προσλαμβάνουν π ο λ λές μορφές (Gestalten). Ό Heidegger δέν έξετάζει έδώ τις δύο πρώ-
I ό γ λ υ π τ ό σώμα ενσαρκώνει κάτι. Ενσαρκώνει τό χώρο; Είναι ή γ λ υ π τ ικ ή μιά κατάληψ η τοΰ χώρου, μιά κυριαρχία έπ'ι τοΰ χώ ρου; Α ντιστοιχεί έτσι ή γλ υ π τική στήν τεχνολογική -επιστημονική κατάκτηση τοΰ χώρου;
ω ς τέχνη ή γλ υ π τ ικ ή είναι άσφαλώς μιά άναμέτρηση με τόν καλλιτεχνικό χώρο. Ή τέχνη κα'ι ή επιστημονική τεχνολο γ ία εξετάζουν κι επεξεργάζονται τό χώρο μέ διαφορετικές προθέσεις κα'ι διαφορετικούς τρόπους.
Α λ λ ά ό χώρος — παραμένει ό ίδιος; Δέν είναι εκείνος ό χώρος, π ο ύ έλαβε τόν πρώ το του προσδιορισμό άπό τόν
τες, αρκετά χονδροειδείς έννοιες : τή μάζα καί τήν ϋλη. (Δές π.χ. τήν αφοριστική του πρόταση: «Πουθενά μέσα στό έργο τέχνης δέν υπάρχει ϋλη» — Heidegger 1986, σ. 36 τής γερμανικής έκδοσης.) Προχωρεί κατευθείαν στήν τρίτη έννοια, πού είναι ή μορφή. Σχετικά μέ αυτήν καταγράφει μιά τρίτη πεποίθηση: (Γ’) Ή διαμόρφωση (das Gestalten) του ΰλικοΰ είναι μιά όριοθέτηση, άφοΰ χαράζοντας τά όρια του ύλικοϋ έπιτρέπει νά υπάρξει τό γ λ υ π τό έντός των όρίων του και αφήνει τό χώρο έκτός αΰτών τών όρίων. (Δ') Έτσι νοούμενος ό χώρος περιβάλλει τό γ λ υ π τό . Ά λλά ή σχέση τοΰ γ λ υ π το ύ μέ τό χώρο δέν είναι τόσο λιγοστή, ώστε όπου τελειώνει τό ένα νά αρχίζει τό άλλο. Ό χώρος «μπαίνει στό παιχνίδι» ώς ένεργό συστατικό τοΰ γ λ υ π το ύ : δέν βρίσκεται μόνο έξω άπό τά όρια τούτου άλ- λά κα'ι μέσα στά όριά του. (Ε’) Σέ τί συνίσταται ό χώρος μ έ σ α στό γ λ υ π τό : Συνίσταται στόν ό γ κ ο (γερμανικά Volumen, ά γγλ ικά κα'ι γαλλικά volume). Έτσι νοούμενος ό χώρος είναι ό όγκος, τόν όποιο «καταλαμβάνει» ένα γ λ υ π τ ό . Ή σχέση χώ ρ ο υ -γλ υ π το ΰ έχει ένα σαφές νόημα: πρόκειται γ ιά κατάληψη, γ ιά κατοχή (Besitzen) και κυριαρχία έπ'ι τοΰ χώρου. (Ç’) "Ετσι κατακτημένος ό χώρος « σφραγίζεται» κατά τρεις τρόπους: είναι είτε κλειστός (και άδιαπέραστος) είτε διαπερασμένος είτε κενός. Ό Heidegger άναλαμβάνει νά έγκύψει σέ όλες αύτές τις «αινιγματικές» πεποιθήσεις.
Γαλιλαίο και του Νεύτωνα; Ό χώρος— δέν είναι εκείνη ή ομοιόμορφη έκταση, τής όποίας καμιά ενδεχόμενη τοποθεσία δέν εξαιρείται, πού είναι πρός κάθε κατεύθυνση ισοδύναμη, άλλά δέν είναι άντιληπτή αισθητηριακά;
0 χώρος — δέν είναι εκείνος πού στό μεταξύ προκαλεΤ μέ συνεχώς αύξανόμενο ρυθμό κα'ι ολοένα πιο έντονα τόν σύγχρονο άνθρωπο y ià μιά έσχατη κα'ι απόλυτη κατά- κτησή του;
Ή σύγχρονη γλυπτική δέν υπακούει έπίσης σ’ αύτή τήν πρόκληση, κατανοώντας τόν έαυτό της ώς μιά άναμέ- τρηση μέ τό χώρο; Δέν βρίσκει έτσι τόν έαυτό της νά έπι- βεβαιώνεται μέσα στόν έ π ί κ a ι ρ ο χαρακτήρα της ;4
4 Έδώ τίθεται μιά σειρά άπό άλληλένδετα έρωτήματα. Αύτό πού κυρίως τίθεται ύπό έρώτηση είναι αν ό έπονομαζόμενος «καλλιτεχνικός χώρος» ένός γ λ υ π το ύ έργου ταυτίζεται μέ τόν «τεχνολογικό χώρο», έτσι όπω ς τόν αντιλαμβάνεται ή νεότερη Φυσική άπό τόν καιρό τοΰ Γαλιλαίου καί του Νεύτωνα.
Ή τ ε χ ν ο λ ο γ ί α έχει ώς στόχο τήν κατάληψη (Besitzergrei- lung), τήν κυριαρχία (Beherrschung) κα'ι τήν κατάκτηση (Eroberung) τοΟ χώρου. "Οχι μόνο ή σύγχρονη τεχνολογία, άλλα και κάθε «σ ύ γ χρονος άνθρωπος» έχουν έπιδοθεϊ σε μιά βίαιη και ανελέητη προσπάθεια νά κατακτήσουν τό χώρο. Α ύτό γίνεται φανερό στα συγκοινωνιακά μέσα (άεροπλάνα, τρένα, καράβια κλπ.) καί στα μέσα μαζικής επικοινωνίας (διαδίκτυο, τηλεόραση, ραδιόφωνο κλπ.) πού κατορθώνουν νά ε κ μ η δ ε ν ί ζ ο υ ν τ'ις αποστάσεις, νά δ ι α σ χ ί ζ ο υ ν τό χώρο μέ αστραπιαία τα χύτη τα και νά μεταφέρουν τόν άνθρωπο (σωματικά ή νοερά) στα τέσσερα πέρατα τοΰ πλανήτη. Λλλά κι αύτό π ο ύ παραδοσιακά καλείται «έναέριος χώρος» δέν tlvai π ια κάτι κλειστό κα'ι αεροστεγές· τό έχουν διαπεράσει καί τό Λιασχίζουν συνεχώς τά σύγχρονα τεχνολογικά έργαλεϊα: οί υπέρηχοι, τά έρτζιανά κύματα, τά τηλεοπτικά κύματα, τά δορυφορικά
Κ ι έντούτοις: Μττορεΐ ό φυσικοεττιστημουικά-τεχνολογικά σχεδιασμένος χώρος (όπως και αν -προσδιορίζεται περαιτέρω) νά ισχύει ώς ό μόνος άληθινός χώρος ; Συγκρινόμενοι με αϋτόν όλοι οί άλλιώ ς συγκροτημένοι χώροι — ό καλλιτεχνικός χώρος, ό χώρος τής καθημερινής πράξης και συναναστροφής— είναι ά π λ ώ ς υποκειμενικά καλούπ ια και μεταμορφώσεις τοΰ ενός αντικειμενικού κοσμικού χώρου;
Τ ί θά λέγατε, άν ή (αντικειμενικότητα του άντικειμενικά υ παρκτού κοσμικού χώ ρου παραμένει άμετακίνητα τό συ- σχετικό τής υ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ό τ η τ α ς μιας συνείδησης, ή όποία ήταν άγνω σ τη κατά τούς αιώνες π ο ύ προηγήθη- καν τής νεότερης ευρωπαϊκής εποχής;
μηνύματα κλπ. Ό χώρος είναι πολύπλευρα διαπερασμένος και κα- τακτημένος, ένα ύπάκουο öpyavo στά χέρια τής τεχνολογίας.
Ή γ λ υ π τ ι κ ή τ έ χ ν η έχει ασφαλώς σχέση μέ τό χώρο. Ό Heidegger ξεκινά άπό τή σχεδόν αύτονόητη πεποίθηση ότι τό γ λ υ π τό έργο είναι ένα υλικό σώμα. Σύμφωνα μέ παμπάλαιες πεποιθήσεις τό ύλικό σώμα είναι ένα « σήμα » αυλών οντοτήτων : ή χειροπιαστή εμφάνιση μή αισθητών άλλα άναμφισβήτητα υπαρκτών οντων. Τό ζωντανό σώμα ενσαρκώνει τήν ψυχή, τό άβιο σώμα (π.χ. τό βουνό, τό κρεβάτι, τό ποτήρι) ένσαρκώνει τις ιδεατές αιτίες πού τό πα- ρήγαγαν. Ό Heidegger θέτει τό έρώτημα: Ά ραγε έτσι όπως νοείται σ ή μ ε ρ α τό γ λ υ π τό έργο, «ενσαρκώνει τό χώρο»; Δηλαδή συμμετέχει ή γλυπτική τέχνη στή γενική προσπάθεια νά κατακτηθεί και νά εξουθενωθεί ό χώρος; Ό Heidegger αναφέρει μιά γενικά άποδεκτή πεποίθηση; ή γλυπτική τέχνη είναι μιά «αναμέτρηση» (Auseinandersetzung- αύτή ή λέξη, αν νοηθεί ετυμολογικά, σημαίνει : θέτειν έ κ τ ο ς - ά λ λ ή λ ω ν ) μέτό χώρο. Α λλά έτσι φαίνεται νά συντάσσεται μέ τήν τεχνολογική-φυσικοεπιστημονική άντίληψη του χώρου ώς μιας ομοιόμορφης έ κ τ α σ η ς (Auseinander = τό έ κ τ ό ς - ά λ λ ή λ ω ν ) . Παρακάτω αύτή ή γενικά άποδεκτή πεποίθηση θά κριθεΤ ώς απαράδεκτη.
Ακόμα κα'ι αν αναγνωρίζουμε τή διαφορετικότητα τών εμπειριών χώρου κατά τούς παρελθόντες αιώνες, κερδίζουμε ετσι κιόλας μιά επίγνωση της ιδιαιτερότητας τοΰ χώρου; Τό ερώτημα, τί είναι ό χώρος ώς χώρος, δέν εχει ετσι ακόμα τεθεί, κα'ι ακόμα λιγότερο εχει απαντηθεί.5 Παρα-
5 Σ’ αυτές τις παραγράφους διατυπώνονται δυό ριζοσπαστικές ένστάσεις ένάντια στην απόλυτη ισχύ τοΰ τεχνολογικού χώρου:
(ά ) ’Οφείλουμε νά παραδεχτούμε ότι πέρα άπό αύτό τό χώρο υπάρχουν και άλλοι, δομημένοι έντελώς διαφορετικά: είναι ό κ α λ λ ι τ ε χ ν ι κ ό ς χώρος καί ό χώρος τής καθημερινής μας σ υ ν α ν α σ τ ρ ο φ ή ς κ α ί δ ρ ά σ η ς . Σέ τ ί συνίστανται αυτοί οι διαφορετικοί χώροι; Για νά τούς προσεγγίσει, ό Heidegger προσφεύγει σέ μιά καθιερωμένη διάκριση: Πρόκειται γ ια δυό «υποκειμενικά καλούπια», προσδιορισμένα μέσα στό περιορισμένο καί αυθαίρετο βεληνεκές τών καλλιτεχνικών υποκειμένων καί τοΰ καθημερινού πάρε-δώσε, πού Ισχύουν μόνον ώς παραλλαγές καί υποπεριπτώσεις το ΰ ά ν τ ι κ ε ι- μ ε ν ι κ ά υπαρκτού κοσμικού (εννοεί : άστρονομικοΰ) χώρου. Αύτά τά δυό καλούπια ΐσχυσαν κατά τήν άρχαιότητα ώς άρχέγονες μήτρες (ό Heidegger λέει υπαινικτικά: Vorformen = πρωτύτερες φόρμες), έπειδή δέν είχε άκόμα άνακαλυφθεϊ σέ όλη του τήν έκταση ό κοσμικός χώρος. Άφότου αύτός ανακαλύφθηκε, έκεΐνες δέν μπόρεσαν πια νά ϊσχύσουν παρά μόνο ώς μεθύστερες και μερικότερες π α ραλλαγές του.
"Εχουμε δίκιο νά βλέπουμε τό υποκειμενικό σάν υποδεέστερο κα'ι μειονεκτικό έναντι του αντικειμενικού; Ό Heidegger δέν παραλείπει νά έπισημάυει ότι αύτά τά δύο είναι άλληλένδετα σ υ σ χ ε τ ι κ ά (γερμανικά: Korrelate- ά γγλ ικ ά : correlatives- γαλλ ικά : correlates), κανένα άπό τά όποια δέν μπορεΐ νά υπάρξει ή νά ϊσχύσει χωρ'ις τό ιΐιλλο καί τις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι λοιπόν άπαραίτητος ένας διαρκής συσχετισμός τους καί μιά ίση ιεράρχησή τους — έστω καί άν φαίνεται νά έχασε τήν ισχύ του ό άρχικά θεμελιωτικός χαρακτήρας τοΰ ϋ π ο - κ ε ι μ έ ν ο υ . Υπενθυμίζεται έπίσης ότι ή έννοια τής υποκειμενικής «συνείδησης» (γερμανικά: Bewußtsein- ά γγλ ικ ά καί
μένει αναποφάσιστο, κατά ποιόν τρόπο ε Τ υ α ι ό χώρος κα'ι αν διόλου μπορεΐ νά του αποδοθεί ένα Είναι.
0 χώρος — ανήκει άραγε στά άρχέγονα φαινόμενα, με τήν άυτίληψη τών όποιων (σύμφωνα με μιά διατύπωση του Goethe) καταλαμβάνει τόν άνθρωπο ενα δέος πού μπορεΐ νά όδηγηθεΐ έως τήν αγωνία; Διότι πίσω άπό τό χώρο, τουλάχιστον έτσι φαίνεται, δεν ύπάρχει τίποτα στό όποιο θά μπορούσε κάνεις νά άναχθεϊ. Ενώπιον αύτού δεν ύπάρ- χει καμιά διαφυγή πρός κάτι άλλο. "Ο,τι ιδιάζει στό χώρο πρέπει νά δειχθεΐ άφ' εαυτού του. Επιτρέπει διόλου ό χώρος νά δειχθεΐ ή ιδιαιτερότητα του;6
γαλλ ικά : conscience) είναι μια σχετικά πρόσφατη επινόηση, πού δέν ύπήρχε στούς αρχαίους καί μεσαιωνικούς χρόνους.
(β ') 'Οφείλουμε επίσης νά παραδεχτούμε ότι ό τεχνολογικός χώρος δέν μπορεΐ νά διεκδικεΐ μιά α π ό λ υ τ η ισχύ, διότι ή πρ ω τοκαθεδρία του είναι σχετικά πρόσφατη. Ή αρχαϊκή, ή κλασική αρχαιοελληνική, ή ρωμαϊκή καί ή μεσαιωνική εποχή διέθεταν διαφορετικές έμπειρίες χώρου καί δέν υποτιμούσαν τις υποκειμενικές έμπει- ρίες. Έάν Θέλουμε νά στοχαστούμε μέ σοβαρότητα τό έρώτημα «τί είναι ό χώρος ώς χώρος ; », δέν έπιτρέπεται νά τό περιορίζουμε στήν τεχνολογική έποχή· οφείλουμε νά ανοίξουμε τό βλέμμα μας άκόμα καί πρός τό απώτερο παρελθόν — χωρίς αϋτό νά σημαίνει ότι έτσι κατορθώνουμε κιόλας νά θέσουμε τό έρώτημα έπαρκώς.
6 Έδώ διατυπώνεται τό πιό άποφασιστικό έρώτημα τής παρούσας μελέτης. Ό Heidegger κρίνει καλό νά τό έκφράσει μέ μιά π λ η θώρα διατυπώσεων, γ ια νά τό κάνει σαφέστερο. Ά ς δούμε αϋτή τήν πληθώρα: (α ') «Τί είναι ό χώρος ώς χώρος;» (β ) «Κατά ποιόν τρόπο ε Τ ν α ι ό χώρος ; » ( γ ) « Μπορεΐ διόλου νά τοΰ αποδοθεί ενα Είναι;» (δ ') «Πίσω άπό τό χώρο υπάρχει κάτι, στό όποιο θά μπορούσε κανείς νά άναχθεϊ;» (ε-) «’Επιτρέπει ό χώρος νά δειχθεΐ ή ιδιαιτερότητα του;»
υ δ η /η μ έν ο ι σέ κατάσταση άνάγκης έξαιτίας αυτώ ν τω ν ερωτημάτων, οφείλουμε νά παραδεχτούμε:
"Οσο δέν βιώνουμε τήν ιδιαιτερότητα τοΰ χώρου, παραμένει σκοτεινό και τό νά μιλάμε γ ιά εναν καλλιτεχνικό χώ ρο. Ό τρόπος, μέ τόν όποιο ό χώρος διευθύνει κα'ι διαπερνά τό καλλιτέχνημα, παραμένει κατ’ άρχήν άκαθόριστος.7
"Ολες αϋτές οί διατυπώσεις δηλώνουν ότι ό χώρος πρόκειται νά μελετηθεί όντολογικά, δηλαδή μέσα στό πλαίσιο έκείνης τής επιστήμης, π ού μελετά τά όντα ώς δντα (δές Άριστοτέλους Τώι> Μ ετά τά Φυσικά Γ' 1, 1003α 21 : «Έστιν έπιστήμη τις η θεωρεί τό ον ή ον »). Έτσι φαίνεται νά αποστασιοποιούμαστε —τουλάχιστον προσωρινά— άπό τό θεματικό αντικείμενο τής μελέτης, πού είναι ή σχέση τής γ λ υ πτικής μέ τό χώρο. Χωρίς νά τό λέει ξεκάθαρα, ό Heidegger υποδείχνει ότι δέν είναι δυνατό νά διαλευκανθεΐ ή σχέση αύτώ ν τών δύο, αν δέν διευκρινιστεί πρωτύτερα ό ίδιος ό χώρος. Πρέπει μάλιστα νά ειπωθεί δτι ή παρούσα μελέτη δίνει έμφαση στό όντολογικό ερώτημα περί χώρου κα'ι θέτει σέ δευτερεύουσα μοίρα τά υπόλοιπα ερωτήματα. Αύτό δικαιολογείται ένμέρει άπό τό γεγονός δτι ό Heidegger έχει άσχοληθεΐ κατά τό παρελθόν εκτεταμένα μέ τό όντολογικό έρώτημα περι του καλλιτεχνήματος (δές Heidegger 1986, δπου ό σ υ γ γραφέας παραπέμπει ρητά στό τέλος τής παρούσας μελέτης, δείχνοντας έτσι δτι τό Θεωρεί άναγκαϊο συμπλήρωμα όσων λέγονται έδώ).
Ή όντολογική μελέτη τοΰ χώρου δέν είναι ένας περιορισμός τοΰ βλέμματος στήν έννοια του χώρου και σέ τίποτε άλλο. ’Αντίθετα μάλιστα, είναι ή προσπάθεια νά άναχθεΐ αύτό τό «όν» σέ κάτι ουσιαστικά πρωτύτερο, πού είναι ή άρχέγονη π η γ ή (= « ή προέλευση») τοΰ χώρου. Τό δ' έρώτημα διασαφηνίζει λοιπόν μέ άκρίβεια τήν πορεία π ού θά κάνει ό H eidegger άπό τό χώρο σέ κάτι όντολογικά πρω τύτερο: στόν τ ό π ο . Καί χωρίς νά λέγεται πουθενά παρακάτω, οφείλουμε νά προαναγγείλουμε δτι ό χώρος ώς χώρος, τό Είναι τοΰ χώρου και ή ιδιαιτερότητα τοΰ χώρου άπαντώ νται στήν έννοια τοΰ τ ό π ο υ .
7 Ή άπορία πού προκύπτει άπό τήν πολλαπλή διατύπωση τοΰ
Ό χώρος, έντός τοΰ οποίου τό γ λ υ π τ ό μπορεΐ υά συνα- παυτηθει ώς ευα παρευρισκόμενο αντικείμενο, ô χώρος τόν όποιο περικλείουν οϊ όγκοι τής φιγούρας, ό χώρος πού ύ- φ ίσταται άνάμεσα στους όγκους — αυτο ί οί τρεις χώροι μέσα στήν ενότητα τής άλληλεπίδρασής τους δέν είναι π ά ντα ά π λώ ς και μόνο παραφυάδες του ένός καί μόνου φυ- σικοεπιστημονικοΰ- τεχνολογικού χώρου, έστω καί αν καμιά άριθμητική καταμέτρηση δέν μπορεΐ νά έπέμβει στό γ ε γονός τής καλλιτεχνικής διαμόρφωσης;
Έάν γίνει παραδεκτό ότι ή τέχνη είναι τό έν-έργω-φέ- ρειν τήν άλήθεια καί ότι άλήθεια σημαίνει τή μή-κρυπτό- τη τα το υ Είναι, δέν πρέπει τότε μέσα στό καλλιτέχνημα τής γλ υ π τ ικ ή ς τέχνης νά άποκα λύ πτετα ι άποφασιστικά ό άληθινός χώρος, αύτός πού άποκαλύπτει ο,τι π ιό ίδιά- ζον του άνήκει;8
όντολογικοΰ ερωτήματος ττερι χώρου φαίνεται νά όδηγεΐ τόν στοχαστή σέ άμηχανία κα'ι σέ «κατάσταση ανάγκης». ΌΟστόσο παραδέχεται τήν προτεραιότητα αϋτοΟ τοΰ έρωτήματος σέ σχέση μέ τό κεντρικό έρώτημα τής μελέτης, πού θά μπορούσε νά διατυπωθεί ώς έξής: Σέ τί συνίσταται ό καλλιτεχνικός χώρος καί ειδικότερα ό χώ ρος τής γλυπτικής;
Αξίζει νά προσεχθεί έδώ ό έξής υπαινιγμός τοΰ Heidegger: Είναι π ολύ πιθανό νά φανερωθεί ότι ό καλλιτεχνικός χώρος δέν είναι σέ τόσο άθλια κατάσταση όσο ό τεχνολογικός. Ό καλλιτεχνικός χώ ρος ϊσως δέν κατέχεται καί δέν κατακτάται, δέν έξουθενώνεται καί δέν διαπερνιέται άπό τό καλλιτέχνημα, άντίθετα μάλιστα τό δ ι α κ α τ έ χ ε ι (ό Heidegger λέει: durchw altef μεταφράζω: «διευθύνει καί διαπερνά»· δές καί τή γαλλική μετάφραση: «porte et traverse»).
8 Ό Heidegger άντλεΐ συμπεράσματα παλαιότερων μελετών του, γ ιά νά υποβάλει μιά άκόμα υποψία. Ποιά είναι εκείνα τά συμπεράσματα; (α') «Ή τέχνη είναι τό έν-εργω-φέρειν τήν άλήθεια.» (β') «'Αλήθεια σημαίνει τή μή-κρυπτότητα τοΰ Είναι.»
Πώς μπορούμε όμως νά βροΰμε αΰτό πού ιδιάζει στό χώρο; 'Υπάρχει μιά διέξοδος, ενα μονοπάτι στενό και ταλαντευόμενο. θά επιχειρήσουμε νά άκούσουμε τή γλώσσα.
Περί τίνος γίνεται λόγος μέσα στή λέξη «χώρος» |Raum]; Μέσα σ’ αυτή τή λέξη μιλά τό ρήμα: κάνω-χώροI Räumen]. Αυτό σημαίνει : ξεβοτανίζω, βγάζω τά άγριόχορ- τα κι έτσι άνοίγω χώρο. Κάνοντας χώρο έπιφέρω κάτι ελεύθερο, κάτι άνοιχτό γιά μιά εγκατάσταση και διαμονή του άνθρώπου.9
(ύς σχετικό μέ αυτά τά συμπεράσματα παραθέτω τό έξης χω ρίο (H eidegger 1986, σ. 28 τού γερμανικού κειμένου): «Τό έργο τέχνης μέ τόν τρόπο του ξανοίγει τό Είναι των όντων. Αΰτό τό ξά- νοιγμα, δηλαδή ή άποκάλυψη, δηλαδή ή άλήθεια των όντων, συμβαίνει μέσα στό έργο τέχνης. Μέσα σ’ αύτό τό έργο έχει τεθεί έν έργω [= έχει ένεργοποιηθεΐ καί σταθεροποιηθεί] ή άλήθεια τω ν όντων. Ή τέχνη είναι τό έν έργω τίθεσθαι [= ή ένεργοποίηση κα'ι σταθεροποίηση] τής άλήθειας.» Δές έπίσης τή σημ. 69 τού μεταφραστή έκείνου του βιβλίου.
Α ύτά τά συμπεράσματα οδηγούν σέ μιά ύποψ ία: ’Εάν γενικά ή τέχνη άποκαλύπτει τήν άλήθεια τού Είναι, μήπως τό γ λ υ π τό έργο άποκαλύπτει τόν άληθινό χώρο, δηλαδή τό χώρο ώς χώρο; Μήπω ς λοιπόν δέν πρέπει νά ζητούμε άπό τήν τεχνολογία μιά άπά- ντηση γ ιά τό τ ί είναι άληθινά ό χώρος, ά λλά μάλλον πρέπει νά στραφούμε στά καλλιτεχνήματα ώς άποκαλυπτικά τής άλήθειας, και ειδικά στά έργα τής γλυπτικής ώς άποκαλυπτικά τοΰ άληθι- νοΰ χώρου; Έ τσι ϋποδείχνεται μιά μέθοδος έρευνας, τήν όποία ό Heidegger δ έ ν θά άκολουθήσει στήν παρούσα μελέτη. "Οχι μέσω τών γλ υ π τώ ν έργων, άλλά μέσω τής γλώ σσας θά άναζητηθεΐ ά- μέσως παρακάτω ό άληθινός χώρος.
9 Επιλέγοντας τή λεκτική σημασία ώς μέθοδο προσέγγισης στό χώρο ώς χώρο, ό Heidegger ακολουθεί μιά μακραίωνη όντολο- ■γική παράδοση πού ξεκινά άπό τόν Πλάτωνα καί τόν Αριστοτέλη.
Τό « κάνω-χώρο», αν νοηθεί μέσα στήν ιδιαιτερότητα του , εΐναι μιά απελευθέρωση τόπω ν, στους οποίους ένα- ττοτίθενται τά πεπρωμένα τοΰ διαμένοντος ανθρώπου, βυθιζόμενα στήν ευδαιμονία μιας πατρίδας ή στή συμφορά τής έλλειψης πατρίδας ή ακόμα και στήν αδιαφορία άπέ- ναντι σ' αυτές τΐς δυό.
«Κάνω-χώρο» σημαίνει άπελευθέρωση εκείνων τών τό πω ν, στους όποιους έμφανίζεται ένας θεός· έκείνων τώ ν τόπω ν, άπό τούς οποίους έχουν δραπετεύσει οι Θεοί· έκείνων τώ ν τόπων, στους οποίους ή έμφάνιση τοΰ θεϊκοΰ έπΐ καιρό καθυστερεί.
Κάνοντας χώρο έπιφέρω έκεΐνο τόν έντοπισμό, ό όποιος προετοιμάζει μιά διαμονή. Οί μή Ιεροί χώροι εΐναι πάντα ή στέρηση ίερών χώρων, πού άπομένουν συχνά πολύ πίσω.
«Κάνω-χώρο» θά πει: άπελευθέρωση τόπων.10
Αϋτή ή μέθοδος επιχειρεί νά ανακαλύψει τό ούσιώδες μιας λέξης μέσα άπό τά νοήματα πού περιέχει. Προϋποθέτει ότι αύτά πού έχουν έναποτεθεΐ στή γλώ σσα είναι γενικεύσιμα, έστω κι αν υπάρχουν μόνο σέ μ ι à γλώσσα.
Ή γερμανική λέξη Raum (= χώρος) προέρχεται άπό τό ρήμα räumen. ‘ίύσ τόσο αύτό τό ρήμα έχει πολλές σημασίες καί όχι μόνο αύ- τή πού άντλεΐται άπό τόν Heidegger. Ό φιλόσοφος θεωρεί προφανώς ότι αϋτή είναι πιό αποκαλυπτική άπό τίς άλλες. Παραδέχεται, άλλωστε, ότι ή έδώ άκολουθούμενη μέθοδος είναι «ταλαντευόμενη», άρα μπορεΐ νά παραπλανήσει και νά οδηγήσει crrà πιό ποικίλα συμπεράσματα.
10 Έδώ ό Heidegger κάνει διαλογισμό (άγγλικά, γερμανικά καί γαλλικά: meditation). Μέσα άπό τό επιφανειακά άπλό ρήμα räumen βγάζει νοήματα, πού δείχνουν τή βαθιά διασύνδεση αυτής τής λέξης μέ τίς πιό άποφασιστικές στιγμές τοΰ άνθρώπινου γένους.
Ή σημασία πού συνοψίζει τά νοήματα εΐναι : « ά π ε λ ε υ θ έ ρ ω σ η τ ό π ω ν » . Αύτό δηλώνει ότι «π ίσ ω ά πό τό χώρο» (όπως
Μέσα στό «κάνω-χώρο» μιλά κάι συνάμα κρύβεται ενα συμβάν. Αύτό τό χαρακτηριστικό τοΰ κάνω-χώρο παρα- βλέπεται πολύ εύκολα. Κα'ι όταν βλέπεται, εξακολουθεί νά παραμένει δύσκολο στό νά προσδιοριστεί, προπάντων όσο ό φυσικοεπιστημονικός- τεχνολογικός χώρος ισχύει ώς εκείνος ό χώρος, άπό τόν όποιο οφείλει έκ τών προτέρων νά έξαρτηθεϊ κάθε επισήμανση τού χωρικού στοιχείου.
Ποιό είναι τό συμβάν τοΰ κάνω-χώρο; Δέν είναι τό ότι παραχωρώ [einräumen] κα'ι μάλιστα μέ ένα διττό τρόπο: άφε- νός έ π 1 τ ρ έ π ω και άφετέρου δ ι ε υ θ ε τ ώ ;
"Οταν παραχωρούμε, άφενός άποδεχόμαστε κάτι. ’Αφήνουμε νά έπικρατήσει ή άνοιχτότητα, ή όποία μεταξύ άλλων έπιτρέπει τήν εμφάνιση παρόντων πραγμάτων, στά όποια ή άνθρώπινη διαμονή βλέπει τόν έαυτό της νά πα- ραπέμπεται.
Άφετέρου ή παραχώρηση εξασφαλίζει στά πράγματα τή δυνατότητα νά άνήκουν κάθε φορά σέ μιά θέση κα'ι βά- σει τούτης νά άνήκουν τό ένα στό άλλο.
λέγεται παραπάνω ) κρύβεται ή έννοια τοΰ τ ό π ο υ · και δέν εισδύουμε στό χώρο ώς χώρο, άν δέν άναχθοΰμε στον τόπο. Αύτό θά μπορούσε επίσης νά ειπωθεί ώς έξης: Ή έννοια «τόπος» είναι πιό άρχέγονη, π ιό αποκαλυπτική και πιό ουσιώδης άπό τήν έννοια «χώρος».
Ποιοι είναι οι «τόποι» στούς όποιους άναγόμαστε; Άναφέρο- νται τρία είδη: (Α ) Έντοπισμός τοΰ ανθρώπου σέ μιά πατρίδα ή μετεωρισμός έξαιτίας τής έλλειψης πατρίδας και τής αδιαφορίας γ ια μιά πατρίδα. (Β') Έντοπισμός του ανθρώπου χάρη σέ έναν άποκα- λυμμένο Θεό ή μετεωρισμός έξαιτίας τής δραπέτευσης καί τής μή έμφάνισης Θεών. (Γ') Έντοπισμός τοΰ άνθρώπου χάρη στούς ιερούς χώρους π ού θεμελιώνουν τήν άνθρώπινη διαμονή ή μετεωρισμός έξαιτίας τής στέρησης ιερών χώρων.
Μ έσα σ’ αύτή τή διττή παραχώρηση λαμβάνει χώρα ή χορήγηση τόπω ν. Ό χαρακτήρας αύτοΟ τοΰ συμβάντος είναι μιά τέτοια χορήγηση.11 Ά λλα τί είναι ό τόπος, έάν ή
11 Μέ τά νοήματα πού ανακαλύφθηκαν μέσα στό ρήμα räumen
διαπιστώθηκε ή απελευθέρωση τόπων και ό έντοπισμός τοΰ ανθρώπινου γένους. Ό Heidegger διαπιστώνει τώρα και ένα «συμβάν» π ού οδηγεί τό άνθρώπινο γένος άναπόδραστα π ρ ό ς έναν τέτοιο έντοπισμό. Γιά νά όδηγηθεΐ πρός αϋτό, αναλαμβάνει νά έξετάσει τά νοήματα πού κρύβονται στό συγγενικό ρήμα einräumen.
Πρέπει νά ειπωθεί ότι δέν είναι ή πρώτη φορά πού ό Heidegger έμβαθύνει σ’ αύτό τό ρήμα. Ήδη στό Είναι καί Χρόνος (ΕκΧ, σ. Ill), έπεξηγεΐ τό einräumen ώς άρχέγονη «παραχώρηση» μέ τό ειδικό νόημα ότι ό άνθρωπος παραχωρεί στά πρόχειρα όντα τή δυνατότητα νά γίνουν αύτό π ού είναι: άποκαλύπτει καί παρέχει μιά «συμπλεκτικά καθορισμένη ολότητα θέσεων», βάσει τής όποίας καί ό ίδιος κατορθώνει έκάστοτε νά προσανατολίζεται μέσα στό χώρο. Τό γεγονός ότι ό άνθρωπος έχει τή δυνατότητα νά μετατοπίζει, νά π α ραμερίζει και νά διευθετεί όντα («um-, weg- und einräumen»), όφεί- λεται στό ότι ή « παραχώρηση » είναι άρχέγονο χαρακτηριστικό τής άνθρώπινης ύπαρξης. Στό δοκίμιο τοΰ Heidegger 1986, σ. 34, ή π α ραχώρηση νοείται ώς επίτευγμα τοΰ καλλιτεχνήματος: τούτο π α ραχωρεί έκείνη τήν εύρυχωρία, «βάσει τής όποίας δωρίζεται ή άπο- χωρεΐ ή διατηρούσα εύνοια τών θεών». Οί σημασίες τοΰ ρήματος einräumen αναλύονται έκεΐ κατά διττό τρόπο: « π α ρ έ χ ω τήν έ- λευθερία τής άνοιχτότητας, και δ ι ε υ θ ε τ ώ αύτό τό έλεύθερο στοιχείο μέσα στά συστατικά του». Αύτό σημαίνει συγκεκριμένα ότι τό έργο τέχνης παρέχει τήν εύρυχωρία τοΰ κόσμου, έτσι ώστε νά διευθετηθούν μέσα του τά ένδόκοσμα όντα σάν τέτοια.
Τί λέει τώ ρα ό Heidegger στήν παρούσα συνάφεια; Έπεξηγεΐ τόν κινησιακό χαρακτήρα τοΰ ρήματος einräumen έπίσης κατά διττό τρόπο: (α') επιτρέπω, (β ') διευθετώ.
"Οσον άφορά τό α': Πρόκειται γ ιά έκείνη τήν άρχέγονη παραχώρηση, ή όποία όχι μόνο άποδέχεται άλλά κα'ι άποδίδει· τό έδώ χρη-
ιδιαιτερότητα του μέλλει νά προσδιοριστεί μέ οδηγητικό νήμα τήυ άπελευθερωτική παραχώρηση;
σιμοποιούμενο ρήμα zugeben σημαίνει όχι μόνο μιά αποδοχή, όπως μεταφράζω, άλλα κι ενα δόσιμο: geben. Τί δεχόμαστε καί τί δίνουμε; Δεχόμαστε τήν επικράτηση τής άνοιχτότητας, ή όποία δέν είναι άλλη άπό εκείνη πού είδαμε παραπάνω ώς ευρυχωρία του κόσμου. Αυτή ή άποδοχή δεν είναι όμως μιά τυφλή υποδούλωση, άλλα είναι μιά χορηγούμενη άφεση, πού δίνει-τήν-άδεια (zulassen, δπω ς όταν ένας κρατικός θεσμός δίνει μιά έπαγγελματική άδεια). Μέ τή σειρά της ή άνοιχτότητα (τοϋ κόσμου) δέν επικρατεί βίαια, άλλα κι αύτή δίνει-τήν-άδεια νά έμφανιστουν τά πράγμ ατα ώς παρόντα. Ποιά πράγματα ; Ό χ ι συλλήβδην οσα παρευρίσκονται (Vorhandenes), άλλά όσα χρησιμοποιούμε καθημερινά μέ τέτοιο τρόπο, ώστε νά συγκροτείται μιά άλληλοσυμπλεκόμενη ολότητα παραπομπών, τελική κατάληξη τής όποίας είναι ή άνθρώπινη διαμονή. (Γιά τ'ις έννοιες τής «παραπομπής» και τής «σύμπλεξης» δές ΕκΧ, §§ 17-18.)
"Οσον άφορά τό β': Ή άρχέγονη παραχώρηση ώς δ ι ε υ θ έ τ η - σ η τών πραγμάτων δέν είναι μιά έμπειρική πράξη μετατόπισης, π α ραμερισμού ή ταξινόμησης, άλλά είναι ή συνθήκη γ ιά τή δυνατότητα νά άνήκουν τά χρησιμοποιούμενα όντα σέ μιά θ έ σ η καί βάσει τούτης νά παραπέμπουν τό ένα στό άλλο (όπως π.χ. τό σφυρί π α ραπέμπει στή σφυρηλάτηση). Πρέπει νά προσεχθεί ότι αύτή ή θέση δέν είναι κάποια τοποθεσία (Stelle), όπου παρευρίσκονται τυχαία και άδιάφορα κάποια πράγματα. «Ή έκάστοτε θέση καθορίζεται ώς θέση του τάδε οργάνου γ ιά ... βάσει ένός συνόλου κατευθυντικά προσανατολισμένων θέσεων ένός συμπλέγματος περιβαλλοντικά πρόχειρων οργάνων» {ΕκΧ , σ. 102). "Ενα έξοχο παράδειγμα Θέσης είναι «ό ήλιος, του όποιου τό φώς καί ή ζέστη χρησιμοποιούνται καθημερινά»: μέ βάση τις διαφορετικές χρησιμότητες του καθορίζονται καί οί έξαιρετικές θέσεις του, δηλαδή ή άνατολή, τό μεσημέρι, ή δύση και τά μεσάνυχτα. Ό Heidegger έπιμένει στόν κινησιακό χαρακτήρα τής θέσης, γΓ αύτό τήν καταγράφει ώς das Wohin (= τό πρός-κάπου) καί όχι das Wo (= τό κάπου). Στό έπιμέρους πρός-κά-
Ό τόπος ξανοίγει κάθε φορά μιά περιοχή, μέ τό ότι συναθροίζει τά πρά γμα τα ώς πρός τό ότι συνανήκουν (= συ- νυφαίνονται) μέσα της.
Μ έσα στόν τόπο διαδραματίζεται ή συνάθροιση μέ τό νόημα τής άπελευθερωτικής προφύλαξης τώ ν πρ α γμ ά τω ν μέσα στήν περιοχή τους.12
που, πού είναι ή θέση στήν όποία « πρέπει-ι>ά- βρίσκεται» ή ανήκει ( Hi n - gehören) ένα έπιμέρους όργανο, αντιστοιχεί μια γενική κατεύθυνση, στήν όποία « πρέπει-νά-βρίσκονται» τα όργανα, τήν όποία ό Heidegger ονομάζει π ε ρ ι ο χ ή (Gegend) καί τής άποδίδει επίσης κινησιακό χαρακτήρα. Μέ τούς όρους «θέση» καί «περιοχή» ό Heidegger ορίζει τή χωρικότητα τώ ν πρόχειρων ένδόκοσμων όντων(ΕκΧ . § 22).
12 Μέ βάση όσα ειπώθηκαν παραπάνω ό Heidegger άναλαμβά- νει τώρα νά προσδιορίσει τόν τ ό π ο (Ort). Ά λλά θά ήταν μάταιο, αν περιμέναμε νά μάς δοθεί ένας στατικός ορισμός. Ό τόπος προσδιορίζεται όπως καί τά παραπάνω άναλυόμενα ρήματα (räumen, einräumen) μέσω ένός συμβάντος: «ό τόπος ξανοίγει μιά περιοχή». Αυτό πρέπει νά κατανοηθεΐ μέσα άπό όσα ήδη άναφέρθηκαν: στους τόπους « έναποτίθενται τά πεπρωμένα του διαμένοντος ανθρώπου », στους τόπους «έμφανίζεται ένας θεός», κλπ. Ή περιοχή πού ξανοίγετα ι είναι λοιπόν ανθρωποκεντρική ή θεοκεντρική, άλλά κατά κανένα τρόπο γεωγραφική. Ή περιοχή άφορά τή διαμονή τοΰ άνθρώ- που θεμελιώνοντας καί προετοιμάζοντάς τη ν δέν έχει όμως κανένα οίκοπεδικό ή χωροταξικό νόημα.
Πώς κατορθώνει ό τόπος νά ξανοίγει μιά περιοχή ; Τό κατορθώνει συναθροίζοντας τά πράγμ ατα ώς πρός τό γεγονός τής συνύφανσής τους. "Ας προσεχτεί ή διαφορά μεταξύ θέσης καί περιοχής: τά πράγματα άνήκουν σέ μιά θέση, άλλά συνανήκουν (μεταφράζω κάπως έλεύθερα: συνυφαίνονται) σέ μιά περιοχή. Ή περιοχή είναι πιό άρχέγονο φαινόμενο άπό τή θέση, διότι ποτέ δέν ύφίσταται απομονωμένο έ ν α πράγμα (π.χ. ένα σφυρί), άλλα κάθε πράγμα εΐ-
Και ή περιοχή [Gegend]; Ή παλαιότερη μορφή αυτής τής λέξης είναι « Gegnet ». Αϋτή κατονομάζει τήν ελεύθερη εύρύτητα. Μέσω αύτής ή άνοιχτότητα επιφυλάσσεται νά άφήνει κάθε πράγμα νά άναδύεται μέσα στήν ενδόμυχη ήρε- μία του. Α ύτό θά πει συνάμα: διαφυλάσσει τή συνάθροιση τώ ν πραγμάτω ν μέσα στήν άλληλοσυνύφανσή τους.13
ναι ένταγμένο σέ μιά ολότητα παραπομπώ ν (π.χ. τό σφυρί μέ τή σφυρηλάτηση, αϋτή μέ μιά ανοικοδόμηση, αΰτή μέ τή διαμονή τοΰ τά δε ανθρώπου). Ό τόπος όχι απλώ ς συναθροίζει, άλλα προπάντων π ρ ο φ υ λ ά σ σ ε ι τά πράγματα: τά εντάσσει στήν περιοχή όπου άνήκουν κι έτσι τά διαφυλάσσει άπό τοΰ νά έκτεθοΰν άνυπεράσπιστα σέ μιά σκέτη παρεύρεση. Προφυλάσσοντας έτσι τά πράγματα ό τόπος τά άπελευθερώνει γ ια τή δυνατότητα νά είναι αυτά πού είναι.
13 Έδώ προσδιορίζεται ή π ε ρ ι ο χ ή (Gegend). Ό Heidegger ά- νατρέχει σέ μιά παλαιότερη μορφή τής λέξης, όπου είναι σαφέστερο τό νόημα πού τόν ενδιαφέρει: πρόκειται γ ια μιά «έλεύθερη ευρύτητα ». Σ’ αύτές τις δυό λέξεις κρύβονται όμως πολλά και βαρυσήμαντα. Ή ευρύτητα είναι μιά άνοιχτότητα (κάτι σαν ένα ξέφωτο μέσα σέ άγριο δάσος) πού διακανονίζει τή συμπεριφορά τών π ρ α γ μάτων. Ή άνοιχτότητα είναι ό μικρός ή μεγάλος κ ό σ μ ο ς , πού έχει διανοιχτεΐ στον καθένα μας μαζι μέ όλα τά δντα πού τόν συνα- ποτελοΰν. Αύτή ή άνοιχτότητα δέν είναι παθητική καί άνενεργή άπέναντι στά όντα, ούτε όμως εξουσιαστική. "Ας δοΰμε πώ ς τά διοικεί: «επιφυλάσσεται νά τά άφήνει...» Αυτός είναι ένας άκόμα εύσχημος τρόπος, μέ τόν όποιο ό Heidegger διατυπώνει τό νόημα τοΰ ύπερβασιακοΰ (κατ’ άλλους : ύπερβατολογικοΰ) διακανονισμού : Ή άνοιχτότητα κόσμου είναι ή συνθήκη γ ια τή δυνατότητα τώ ν έν- δόκοσμων όντων νά είναι αύτά πού είναι. Πώς λοιπόν «είναι» αύ- τά τά όντα; Ό Heidegger άπαντά μέ μιά βαρβάτη έκφραση: «άνα- δυόμενα μέσα στήν ένδόμυχη ήρεμία τους».
"Ενα παράλληλο χωρίο έχει κατατεθεί σέ ένα « Διάλογο στό Χωματόδρομο σχετικά μέ τόν Στοχασμό», ό όποιος πραγματοποιήθη-
Εγείρεται τό έρώτημα : Είναι οι τόποι πρωταρχικά καί μόνο τό αποτέλεσμα και τό επακόλουθο τής παραχώρησης;
"Η μήπως ή παραχώ ρηση ά ποκτά τήν ιδιαιτερότητα της άπό τήν κυριαρχία τών συναθροιζόντων τόπ ω ν; "Αν αλήθευε τούτο, τότε θά επρεπε νά αναζητήσουμε τήν ιδιαιτερότητα του κάνω-χώρο μέσα στή θεμελίωση του έντοπι- σμοΰ κα'ι νά συλλογιστούμε τόν έντοπισμό ώς ενα συλλογικό παιχνίδισμα τών τόπων.
θ ά επρεπε νά προσέξουμε τό ότι κα'ι τό πώ ς αυτό τό παιχνίδισμα άποδέχεται άπό τήν ελεύθερη ευρύτητα τής περιοχής μιά παραπομπή στή συνύφανση τών πραγμάτων.
κε ανάμεσα σέ εναν Λόγιο, σέ έναν Δάσκαλο (= Μ. Heidegger) και σέ έναν ’Ερευνητή τό 1944-1945 και δημοσιεύτηκε ώς συνοδευτικό σχόλιο στό βιβλίο του Heidegger Gelassenheit τό 1959, σ. 40:
Λ ο γ ι ο ς : Συνεπώς ή περιοχή είναι ταυτόχρονα ή ευρύτητα [Weite] κα'ι ή διάρκεια [Weile]. Ή περιοχή διάγει μέσα στήν ευρύτητα τής ηρεμίας. Απλώνεται μέσα στή διάρκεια του ελεύθερα εντός -εαυτού- στραμμένου. Προσβλέποντας στήν τονισμένη χρήση αυτής τής λέξης μπορούμε λοιπόν άντ'ι γ ια τήν καθιερωμένη λέξη «Gegend» νά λέμε έπίσης «Gegnet».
Δ α ς κ α λ ο ς : Gegnet είναι ή διάγουσα ευρύτητα, ή όποια συλλέγοντας τά πάντα άνοίγεται μέ τέτοιο τρόπο, ώστε μέσα της ή άνοιχτότητα διατηρείται κι έπιφυλάσσεται νά επιτρέπει σέ καθετί νά αναδύεται μέσα στήν ηρεμία του.
Και κάτι άκόμα: Ή περιοχή παίζει ενα ρόλο αντίστοιχο μέ τό ρόλο του τόπου. "Οπως ό τόπος συναθροίζει μέ τό νόημα ότι άπε- λευθερώνει κα'ι συνάμα προφυλάσσει τά πράγματα, παρόμοια ή περιοχή επιφυλάσσεται νά διαφυλάσσει τή συνοχή τους μέσα στήν άλληλοσυνύφανσή τους. "Ισως ό Heidegger δέν θά είχε αντίρρηση νά χαρακτηρίσει αύτά τά δύο (τήν περιοχή κα'ι τόν τόπο) ώς εξίσου άρχέγονα, δηλαδή ώς εξίσου θεμελιώδη γ ιά τήν ύφή κα'ι τή συνύφανση τών πραγμάτων.
Θά επρεπε νά μάθουμε νά άναγνωρίζουμε ότι τά ίδια τά π ρ ά γμ α τα είναι οί τόττοι — και ότι α ύτά δέν ανήκουν άπλώ ς σε εναν τόπο.
Σ’ αυτή τήν περίπτωση θά ήμασταν άπό π ο λ ύ παλ ιά εξαναγκασμένοι νά παραδεχτούμε κάτι εκπληκτικό:
Ό τό π ο ς δέν βρίσκεται μέσα στόν ήδη δεδομένο χώρο κατά τόν τρόπο του φυσικοεπιστημονικοϋ- τεχνολογικού χώρου. ’Αντίθετα, αυτός ό χώρος άναπτύσσεται βάσει τής κυριαρχίας τών τόπω ν μιας περιοχής.14
14 Έδώ ό Heidegger τραβάει σέ βάθος. ΆφοΟ χρησιμοποίησε τά ρήματα räumen καί einräumen, γ ια νά είσδύσει στό φαινόμενο τής «απελευθέρωσης τόπων» κι έτσι νά προσεγγίσει τις έννοιες του τόπου και τής περιοχής, τώρα άναλαμβάνει νά παραμερίσει αυτή τή βοηθητική σκαλωσιά, γ ια νά ϊδεϊ τα πράγματα όπως είναι κατά βάθος. Τά ρητορικά έρωτήματα πού συσσωρεύει θέλουν νά ποΰν ότι οί τόποι δέν έχουν ανάγκη άπό «άπελευθέρωση» γ ια νά υπάρξουν. Οί τόποι κ υ ρ ι α ρ χ ο ύ ν (walten) και συναθροίζουν τά όντα σέ περιοχές- καί μόνο μεθύστερα μπορούμε έμεΐς νά τείνουμε πρός αυτούς άπελευθερώνοντάς τους. Έχουμε τή δυνατότητα νά άπελευ- θερώνουμε τόπους, μόνο έπειδή ύφίσταται ένας θεμελιώδης έντοπι- σμός καί μάλιστα μέ τό νόημα έκείνου τοΰ «συλλογικού παιχνιδί- σματος» (Zusammenspiel) πού εΐναι ή συνύφανση (Zusammengehören) τών πραγμάτων μέσα στις περιοχές.
Αύτή ή έμβάθυνση οδηγεί τόν Heidegger σέ δυό πράγματι έκ- πληκτικά συμπεράσματα: (α ') Τά πράγμ α τα δέν άνήκουν άπλώ ς σέ έναν τόπο, άλλά ε ΐ ν α ι τ ό π ο ι . Αύτό προκύπτει άπό τή σκέψη δτι τά πράγμ α τα μάς παραπέμπουν στή συνάφειά τους (π.χ. τό σφυρί μάς παραπέμπει στή σφυρηλάτηση) μόνο έπειδή αύτό τό «παιχνίδι» συνύφανσης τούς άνήκει έξίσου άρχέγονα όσο καί σέ ένα ξανοίγοντα καί συναθροίζοντα τόπο. (β ’) Οί τόποι δέν βρίσκονται «μέσα» στόν τεχνολογικά νοούμενο χώρο, άλλά άντίθετα οί τόποι μιας περιοχής εΐναι οί κυρίαρχοι καί πρωταίτιοι του παιχνι-
Τ ό έντός-άλλήλων-παιχνίδισμα μεταξύ τέχνης και χώρου θά επρεπε νά νοηθεί μέ βάση τήν έμπειρία τού τόπου καί τής περιοχής.
Τότε ή τέχνη ώς γλυπτική δεν είναι κατάληψη τού χώρου.
Τότε ή γλυπτική δέν είναι μιά άναμέτρηση μέ τό χώρο.
Τότε ή γλυπτική είναι ή ενσάρκωση τόπων, οϊ όποιοι ξα- νοίγοντας μιά περιοχή και διαφυλάσσοντάς την, συγκροτούν συναθροισμένη γύρω τους μιά ελευθερία, ή όποία χορηγεί στά έκάστοτε πράγματα μιά παραμονή και ατούς άνθρώπους μιά διαμονή έν μέσω τών πραγμάτων.15
διοΰ : ξανοίγουν περιοχές και συναθροίζουν τά πράγματα- μόνο με- θύστερα προκύπτει ό ομοιόμορφος κα'ι απέραντος χώρος, και μάλιστα τόσο ισοπεδωμένος, ώστε καμιά τοποθεσία του δέν έξαιρεΐται (καθώς λέγεται παραπάνω).
15 Έδώ ξεκινά ό διαλογισμός πά νω στή σχέση μεταξύ τέχνης κα'ι χώρου. ’Αλλά δσα ειπώθηκαν σχετικά μέ τόν τόπο καί τήν περιοχή δέν έπιτρέπουν νά είδωθεΐ ή γλυ π τ ικ ή τέχνη ώς κατάληψη του χώρου ή ώς άναμέτρηση μέ τό χώρο. Ή γλυπτική δέν άναμε- τριέται μέ τό χώρο άνάγοντάς τον σέ ένα έκτεινόμενο έκτός-άλλή- λων (Auseinander setzung), διότι πρόκειται άντίθετα γ ιά ένα έντός- άλλήλων-παιχνίδισμα (Ineinander-spiel).
Τί είναι λοιπόν ή γλυ πτική , άν ληφθοΰν ϋπόψ η οϊ άνωτέρω έννοιες τοΰ τόπ ου και τής περιοχής; «Ή γ λ υ π τ ικ ή είναι ή ένσάρ- κωση τόπων.» Αύτή ή ένσάρκωση δέν είναι ούτε κατάκτηση ούτε εξουθένωση, άλλα είναι ή σωματική έμφάνιση έκείνων τώ ν άσώμα- τω ν αιτίων π ού προκαλουν τόπους. Ή γλυ π τ ικ ή έγκειται σέ ένα «κάνω-χώρο» (räumen), δηλαδή σέ μιά άπελευθέρωση τόπων, και σέ μιά «παραχώρηση» (einräumen), δηλαδή σέ μιάν άποδοχή της ά- νοιχτότητας και σέ μιά διευθέτηση τών πραγμάτων, ώστε αύτά νά άνήκουν σέ μιά θέση κα'ι νά συνυφαίνονται. Τί κάνουν οϊ τόποι της
Έ ά ν εΐυαι έτσι, τ ί προκύπτει σχετικά μέ τόν όγκο τω ν γ λ υ πτώ ν έργων π ο ύ κάθε φορά ενσαρκώνουν εναν τόπο ; Προφανώς αύτός ό όγκος δέν διαχωρίζει π ιά χώρους τόν ένα ά πό τόν άλλο, μέσα στους όποιους οϊ έπιφάνειες περικαλ ύ π το υ ν κάτι ένδόμυχο σέ άντίθεση πρός κάτι έξώτερο. Αϋτό πού κατονομάζεται μέ τή λέξη «όγκος» θά έπρεπε νά χάσει τό όνομά του — ή σημασία τοΰ οποίου δέν είναι π ιό π α λ ιά άπό τήν τεχνολογική φυσική έπιστήμη τής νεότερης εποχής.
Τ ά χαρακτηριστικά τής γ λ υ π τ ικ ή ς ένσάρκωσης, π ο ύ άναζητοΰν τό π ο υ ς κα'ι π λά θ ουν τό π ο υς, θά έμεναν έτσι προσωρινά χωρίς όνομα.16
γλυ π τ ικ ή ς; Τ ίποτα λιγότερο άπό έκείνη τήν ούσιώδη διεργασία κάθε τόπ ου : ξανοίγουν μιά (άνθρωποκεντρική ή θεοκεντρική) περιοχή και τή διαφυλάσσουν, δηλαδή συναθροίζουν και διατηρούν γύρ ω τους μιά «ελεύθερη εύρύτητα», π ού είναι ή εύρυχωρία τοΰ κόσμου. Αύτή ή εύρυχωρία είναι ή όντολογική συνθήκη πού καθιστά μπορετό νά π α ρ α μ έ ν ο υ ν (verweilen) τά πράγματα κα'ι άνά- μεσα σ’ αύτά νά δ ι α μ έ ν ο υ ν (wohnen) οί άνθρωποι.
"Ετσι ιδωμένη ή γλυπτική κάνει κάτι παραπλήσιο μέ αύτό πού διαπίστωσε ό Heidegger γ ιά κάθε είδος τέχνης : άνορθώνει έναν κόσμο καί προάγει τή γη (δές Ηειοεααει? 1986, σσ. 32-37 της γερμανικής έκδοσης), ύύς παράδειγμα άναφέρεται ένα άρχιτεκτονικό έργο: ένας άρχαιοελληνικός ναός, ό όποιος « ίστάμενος ξανοίγει έναν κόσμο και συνάμα τόν έπαναθέτει πίσω στή γ η .. . Ό ναός ίστάμενος πρωτοπαρέχει στα πράγματα τήν όψη τους καί στους άνθρώπους τή θέαση τοΰ εαυτού τους» (δ . π σ. 32).
16 Ό Heidegger προσφέρει τώρα ένα σύντομο σχόλιο σχετικά μέ τόν ό γ κ ο (Volumen). Ή καθιερωμένη άντίληψη λέει: ό όγκος ένός γ λ υ π το ύ είναι ό χώρος, τόν όποιο αύτό καταλαμβάνει. Ό Heidegger άρνεΐται αύτή τήν άντίληψη γ ιά δύο λόγους: (α-) Ή σχέση μεταξύ γλυ πτική ς καί χώρου δέν είναι σχέση κατοχής ή κυριαρχίας.
Και τί θά προέκυπτε σχετικά μέ τό κενό τοΟ χώρου; Πολύ συχνά τό κενό εμφανίζεται μόνο σάν ενα ελάττωμα. Τότε τό κενό ισχύει ώς έλλειψη μιας πλήρωσης κούφιων κι ενδιάμεσων χώρων.
Ισως όμως τό κενό συγγενεύει μέ τήν ιδιαιτερότητα τοΰ τόπου και γ ι ’ αυτό δέν είναι ελάττωμα, άλλά είναι μιά προαγωγή.
Σανά έδώ ή γλώσσα μπορεΐ νά μάς προσφέρει μιά νύξη. Μέσα στό ρήμα «leeren» [= κενώνω] μιλά τό «lesen» μέ τό άρχέγονο νόημα τού συναθροίζειν, τό όποιο κυριαρχεί μέσα στόν τόπο.
Μιά τέτοια πεποίθηση υποβάλλεται μόνο άπό τό τεχνολογικό πνεύμα τής έποχής μας. (β ') Ό όγκος δέν πρέπει νά διαχωρίζει τό χώ
ρο του γ λ υ π τ ο ΰ άπό τόν περιβάλλοντα χώρο, διότι ένας τέτοιος διαχωρισμός είναι άπαράδεκτος. Πώς όδηγηθήκαμε σ' αύτή τήν πεποίθηση; 'Υποθέσαμε ότι υπάρχουν στά γ λ υ π τ ά (άλλά και σέ όλα τά Ολικά σώματα) κάποιες « έπιφάνειες », π ού περιβάλλουν κάτι εσωτερικό σέ άντίθεση πρός κάτι έξωτερικό. Έτσι, διχάσαμε τό χώρο κι έπιδιώξαμε τήν καταπολέμηση κι έξολόθρευση τοΰ ένός έκμέρους του άλλου.
Ό Heidegger προτείνει νά έξαλειφθεϊ ή σημασία πού Οφίσταται στή λέξη «όγκος». Αϋτό δέν θά ήταν μεγάλη άπώλεια, διότι ή συγκεκριμένη σημασία είναι σχετικά πρόσφατη, άλληλένδετη μέ τήν τεχνολογική-φυσική έπιστήμη τών νεότερων χρόνων. Τί εΐναι όμως αυτό πού Θά έ π ρ ε π ε νά σηματοδοτήσουμε και πού προσωρινά άναγκάζεται νά μείνει χωρίς μιά ταιριαστή λέξη; Εΐναι τό γ εγ ο νός ότι τό γ λ υ π τ ό καλλιτέχνημα ενσαρκώνει έναν τόπο (καί όχι ένα χώρο), άναζητά και πλάθει τόπους (κα'ι όχι άντιμαχόμενους χώ ρους). Μέ τά ρήματα «ένσαρκώνει», «άναζητά» καί «πλάθει» ό Heidegger διατυπώνει ά πλά αΰτό πού παραπάνω ονόμασε «άπελευ- θέρωση τόπων».
Κενώνω τό ποτήρι, θά πει : τό συναθροίζω ώς κάτι πε- ριέχον μέσα στό άπελευθερωμένο-Είναι του.
Κενώνω τά συγκομισμένα φρούτα μέσα σέ ένα καλάθι, θά πει: εξασφαλίζω στά φροΰτα αύτό τόν τόπο.
Τό κενό δέν είναι κάτι μηδαμινό. Ούτε είναι ενα ελά ττωμα. Μέσα στή γ λ υ π τ ικ ή ενσάρκωση τό κενό παίζει κατά τόν τρόπο τής άναζητητικής-προτάσσουσας εγκαθίδρυσης τόπω ν.17
17 Έδώ ό Heidegger διαλογίζεται σχετικά μέ το κ ε ν ό [die Leere]. Τί είναι τό κενό σύμφωνα μέ τήν καθιερωμένη αντίληψη; Είναι συνήθως ένα έλάττωμα, διότι ορίζεται ώς έλλειψη πληρότητας- χαρακτηρίζει τούς κούφιους καί τούς ενδιάμεσους χώρους. Ό Heidegger άντικρούει αύτή τήν ύποτιμητική άντίληψη καί άντιπροτείνει ένα θετικό νόημα: Τό κενό συγγενεύει μέ τόν τόπο και συνίσταται σέ μιά π ρ ο α γ ω γ ή (Hervorbringen). Πώς όδηγεϊται ό Heidegger σ' αύτή τήν άντιπρόταση;
Ή μέθοδός του είναι και πά λ ι μιά ϋπακοή στις νύξεις τής γερμανικής γλώσσας. Τό ρήμα leeren (= κενώνω) συσχετίζεται μέ τό ρήμα lesen, πού είχε παλιότερα τή σημασία : συναθροίζω, συλλέγω. Έ τσι διαπιστώνεται ότι ή κένωση είναι συγγενική μέ τή συνάθροιση, ή όποία διεξάγεται μέσα στόν τόπο. Σύμφωνα μέ όσα ειπώθηκαν παραπάνω, ό τόπος συναθροίζει μέ τό νόημα ότι άπελευθερώ- νει και συνάμα προφυλάσσει τά πράγματα. ’Αντίστοιχα, όταν « κενώνω» ένα ποτήρι, τό άναδείχνω ώς περιέχον (= πέρα άπό κάθε περιεχόμενο) μέσα στό άπελευθερωμένο-Είναι του άπό τό περιεχόμενο — κι έτσι τό προάγω. "Οταν « κενώνω » κάποια φροΰτα μέσα σέ ένα καλάθι, παρέχω στά φροΰτα αύτό τόν τόπο προφυλάσσοντάς τα άπό μιά γυμνή ή μετέωρη παρεύρεση (Vorhandenheit) — κι έτσι τά προάγω .
Τί σχέση έχει ή γλυπτική μέ τό έτσι έρμηνευμένο κενό; Ή γ λ υ πτική ένσαρκώνει ανθρωποκεντρικούς ή θεοκεντρικούς τόπους. Αύτό θά πει: έγκαθιδρύει τόπους άναζητώντας καί προτάσσοντάς
Ο ί παραπάνω παρατηρήσεις δέν φθάνουν, άσφαλώς, τόσο μακριά, ώστε νά δείξουν μέ αρκετή σαφήνεια τήν ιδιαιτερότητα τής γλυπ τική ς ώς ένός είδους τώ ν πλαστικών τεχνών. Ή γ λ υ π τ ικ ή : ένα ένσαρκώνον έν-έργω -φέρειν τό πους, και μαζί μέ αυτούς ένα ξάνοιγμα περιοχών ένδεχό- μενης διαμονής τών ανθρώπων κα'ι ενδεχόμενης παραμονής τώ ν πρα γμ ά τω ν π ο ύ περιβάλλουν τους άνθρώ πους και τούς άφοροϋν.
Η γ λ υ π τ ικ ή : ενσάρκωση τής αλήθειας του Είναι έν-τώ- έργω -της ώς έγκαθιδρύον τόπους.
’Ή δ η ρίχνοντας μιά προσεκτική ματιά στήν ιδιαιτερότητα αυτής τής τέχνης, μπορούμε νά εικάσουμε ότι ή άλήθεια ώς μή - κρυπτότητα τοΰ Είναι δέν έξαρτάται κατ’ άνάγκην άπό τήν ένσάρκωση.18
τους. (’Εδώ ό Heidegger χρησιμοποιεί τή μετοχή entwerfend, μεταφράζω: π ρ ο τ ά σ σ ο ν τ α ς , πού μάς παραπέμπει στήν ούσιώδη ανθρώπινη λειτουργία τής «προβολής» — δές ΕκΧ, σσ. 145-148.) Ά λλά αύτή ή λειτουργία είναι μιά κ έ ν ω σ η πού άπελευθερώνει καί συνάμα προφυλάσσει τά πράγματα, δηλαδή τά προάγει. Αύτή τή λειτουργία έκλαμβάνει ό Heidegger ώς παιχνίδι, όταν λέει ότι «τό κενό παίζει», μέ τό νόημα ότι είναι ένα έντός-άλλήλων-παιχνί- δισμα τής γλυπτικής καί τοΰ χώρου.
18 Μέ αύτά τά λόγια προσφέρεται ένας τελικός προσδιορισμός τής γλυπτικής. Ό Heidegger δείχνει νά ένδιαφέρεται προπάντων γ ιά τήν ένδόμυχη σχέση τής γλυπτικής πρός τήν άλήθεια ώς μή-κρυπτότητα (Unverborgenheit) τοΰ Είναι. Τίθεται μάλιστα τό έρώτημα : Είναι ίκανή ή γλυπτική νά άναδείξει έν σ ώ μ α τ ι τήν αλήθεια;
Πράγματι, ή γλυπτική είναι μιά «ένσάρκωση τής άλήθειας». Πώς όδηγεΐται ό Heidegger σ’ αύτή τήν πεποίθηση; Ζεκινά άπό τό π α ραπάνω διατυπωμένο συμπέρασμα ότι ή γλυπτική ένσαρκώνει τό-
Λέει ό Goethe: «Δεν είναι πάντοτε αναγκαίο νά ένσαρκώ- νεται τό άληθινό' είναι ήδη άρκετό, όταν αύτό περιφέρεται πνευματικά κα'ι προκαλεΐ άρμονία· όταν α ύτό κυματίζει στους αιθέρες όπω ς ό ήχος τής καμπάνας: με σοβαρότητα και φιλικότητα.»19
ιτους. Αυτό τό συμπέρασμα συνδυάζεται μέ τήν παλαιότερη πεποίθηση (δές παραπάνω, σημ. 6) ότι γενικά ή τέχνη είναι τό έν-έργω- φέρειν τήν άλήθεια. Ή ιδιαιτερότητα τής γλυπτική ς τέχνης συνί- σταται στό ότι όχι απλώ ς έν-έργω-ποιεΐ τήν αλήθεια άλλα καί τήν ε ν σ α ρ κ ώ ν ε ι . Δηλαδή; Ή γλυπτική ξανοίγει εκείνες τις περιοχές, π ο ύ καθιστούν δυνατή τή διαμονή τώ ν άνθρώπων και τήν παραμονή τών πραγμάτων. Οι περιοχές δέν είναι οϋτε πνευματικές οϋτε γεωγραφικές. Εϊναι ενσαρκωμένες έμφανίσεις έκείνης τής ευρυχωρίας (παραπάνω ειπώθηκε : τής « έλεύθερης ευρύτητας ») πού είναι ή εύρυχωρία του κόσμου ώς άπαραίτητη συνθήκη γ ιά τή δυνατότητα διαμονής κα'ι παραμονής. Ό Heidegger συμπεραίνει ότι πράγμ ατι στή γλυπτική λαμβάνει χώρα μιά ένσάρκωση τής άλήθειας κ α τ ά τ ό ν τ ρ ό π ο τής έγκαθίδρυσης τόπω ν (θά μπορούσε έπίσης νά ειπωθεί: κατά τόν τρόπο τής άπελευθέρωσης τόπων). Χάρη στή γλυπτική ή ίδια ή άλήθεια συλλαμβάνεται «έν-τώ -έργω -τη ς» (in ihrem Werk), τό όποιο συνίσταται στό ότι έγκαθιδρύει τόπους.
19 "Ενα τελευταίο έρώτημα φαίνεται νά άπασχολεΐ τόν Heidegger στήν κατακλείδα: Είναι άναγκαΐο νά ένσαρκώνεται ή άλήθεια; Ή άπάντηση είναι άρνητική. Αύτό σημαίνει : Ή άλήθεια διαθέτει κ α i ά λ λ ο υ ς τ ρ ό π ο υ ς έμφάνισης πέρα άπό αϋτή τή σωματική κατάδειξή της. Ό Goethe έμφανίζεται, μάλιστα, νά παραδέχεται ότι ή άλήθεια ώς άρμονία (γερμανικά: Übereinstimmung) μεταξύ πνεύματος και πραγμάτω ν είναι μιά δευτερότερη άλήθεια, στήν όποία ωστόσο μπορούμε νά άρκούμαστε.
[Επιλογή Βιβλιογραφίας] 20
Σ χ ε τ ι κ ά μέ τ ή ν Τ έ χ ν η :
H o lzw ege 1950, D e r U rsprung des Kunstwerkes [= Ή Προέ
λευση το υ Έ ργου Τέχνης} σέ διευρυμένη μορφή στή Reclams Universalbibliothek, άρ. 8446/47, 1960.
Vorträge und A u fsä tze 1954: „Dichterisch wohnet der Mensch“ [= «Ποιητικά διαμένει ό "Ανθρωπος»].
Σ χ ε τ ι κ ά μέ τ ό Χ ώ ρ ο :
Sein und Z e it 1927, §§ 22-24, „Die Räumlichkeit des Daseins“ [= «Ή Χωρικότητα τοΰ ’Ανθρώπινου Εΐναι»].
Vorträge und Aufsä tze 1954, „Bauen-Wohnen-Denken“ [= «’Ανοικοδόμηση -Διαμονή - Στοχασμός»].
Gelassenheit 1959, „Aus dem Feldweggespräch über das Denken“ [= «’Από τό Δ ιάλογο στό Χωματόδρομο σχετικά μέ τόν Στοχασμό» ].
20 Αϋτή ή Ε πιλογή Βιβλιογραφίας προέρχεται άπό τόν ίδιο τόν Heidegger καί δέν θέλει τόσο νά μάς πει σέ ποιά κείμενα βασίστηκε ό συγγραφέας γ ια νά γράψει τό παρόν δοκίμιο, δσο σέ ποιά κείμενα πρέπει έμεΐς νά βασιστούμε γ ια νά τό κατανοήσουμε έπαρκέστερα.
:ς Ελληνικών-Γερμανικώ ν Ό ρω ν
αναμέτρηση : Auseinandersetzung άνοιχτότητα: Offenes απελευθέρωση: Freigabe άρμονία: Übereinstimmung άρχέγονο φαινόμενο: Urphänomen
γλυπτική: Plastik
διαλογισμός: Meditation διαμονή: Wohnen διαμόρφωση : das Gestalten διευθετώ: einrichten
έκτος-άλλήλων: Auseinander εν-εργω-φέρειν: Ins-Werk-Bringen ενσάρκωση: Verkörperung έντοπισμός: Ortschaft εντός-άλλήλων-παιχνίδισμα: In
einanderspiel ευρύτητα: Weite
ιδιαιτερότητα: das Eigentümliche
κάνω-χώρο: räumen κατάκτηση: Eroberung κατάληψη : Besitzergreifung κατοχή: Besitzen κενό: Leere κενώνω: leeren κοσμικός χώρος: Weltraum
κυριαρχία: Beherrschung
μάζα: Masseμη - κρυπτότητα : Unverborgenheit
όγκος: Volumen όριοθέτηση: Abgrenzen
παραμονή: Verweilen παραφυάδα: Abkömmling παραχώρηση: Einräumen παρεύρεση: Vorhandenheit περιέχον: das Fassende περιοχή: Gegend προτάσσω: entwerfen προφύλαξη: Bergen
σιγουριά: Geborgenheit συνείδηση: Bewußtsein συνύφανση : Zusammengehören συσχετικό: Korrelat
τόπος: Ort
ύλη, υλικό: Stoff
φυσικοεπιστημονικός - τεχνολογικός: physikalisch-technisch
χορήγηση: Gewährnis χωρικότητα: Räumlichkeit χώρος: Raum
Π ερ ι εχ ό μ ε ν α
Εισαγωγή τοΰ Μεταφραστή 7
α' Ό Χώρος κατά το υ Πρώιμο H eidegger 7
β' Ή Τέχνη κατά τόν "Υστερο H eidegger 12
γ ' Ή Γ λυπτική και ό Χώρος 17
δ' Πρώιμα καί "Υστερα Ε π ιτεύ γ μ α τα 19
ε' Ή Αφιέρωση στόν Eduardo Chillida 23
<τ' Ε π ιλ ο γ ή Β ιβλιογραφίας 25
Martin H eidegger: Ή Τ έχνη και ό Χ ώ ρ ο ς 27['Επιλογή Βιβλιογραφίας ] 54
Πίνακας Ελληνικών ■ Γερμανικών Ό ρ ω ν 55
Τ Ο Β ΙΒ Λ ΙΟ
Η Τ Ε Χ Ν Η Κ Α Ι 0 Χ Ο Ρ Ο Σ
T O Y M A R T I N H E ID E G G E R
ΣΕ Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Η , ΜΕ ΕΙΣΑΓΟύΓΗ Κ Α Ι Σ Χ Ο Λ ΙΑ
Γ Ι Α Ν Ν Η Τ Ζ Α Β Α Ρ Α
Σ Τ Ο ΙΧ Ε ΙΟ Θ Ε Τ Η Θ Η Κ Ε ΜΕ Τ Υ Π Ο Γ Ρ Α Φ ΙΚ Α Σ Τ Ο Ι
Χ Ε ΙΑ Φ ΙΛ Ο Τ Ε Χ Ν Η Μ Ε Ν Α Σ Τ Ο Β Ο Λ Ο Α Π Ο Τ Ο Ν
Λ .Κ. Χ Ρ ΙΣ Τ Ο Δ Ο Υ Λ Ο Υ , Σ Ε Λ ΙΔ Ώ Θ Η Κ Ε ΜΕ Β Α Σ Η
Σ Χ Ε Δ ΙΑ Σ Μ Ο Τ Ο Υ Γ ΙΏ Ρ Γ Ο Υ Κ Ο Ρ Ο Π Ο Υ ΛΗ ΑΠΟ
ΤΟ Ν ΔΗΜ Η ΤΡΗ Α ΡΜ ΑΟ , Δ ΙΟΡΘΏΘΗΚΕ Α ΠΟ ΤΟ Ν
Π Ε ΤΡ Ο Γ ΙΑ Ρ Μ Ε Ν ΙΤ Η , Τ Υ Π Ώ Θ Η Κ Ε Σ Τ Ο Π ΙΕ Σ ΤΗ
Ρ ΙΟ « Λ Υ Χ Ν ΙΑ » θ . Β Γ Ο Ν Τ Ζ Α o .e. Κ Α Ι Β ΙΒ Λ ΙΟ
Δ Ε Τ Η Θ Η Κ Ε Α Π Ο Τ Ο Ν Α Χ ΙΛ Λ Ε Α Π Ε Λ Ε Κ ΙΔ Η
Τ Ο Ν Α Π Ρ ΙΛ Η Τ Ο Υ 2 0 0 6 Γ Ι Α Τ Η Σ Ε ΙΡ Α
« Ε Δ Ι Κ Τ Α Τ Η Σ Ι Ν Δ Ι Κ Τ Ο Υ »
’Αριθμός Έκδόσεως: 222 ’Αντίτυπα Α' Έκδόσεως: 1.000
Α 'α να τύπ ω σ η : Δεκέμβριος 2006
Α ντίτυ π α Α' άνατύπω σης: 1.000