Upload
innerch
View
68
Download
1
Embed Size (px)
DESCRIPTION
«Πώς μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία ή ελευθερία όταν από την αρχή της ζωής προετοιμάζουμε το παιδί να υποταχθεί στην τυραννία, να υπακούει σ ’ ένα δικτάτορα; Πώς μπορούμε να περιμένουμε δημοκρατία όταν έχουμε αναθρέψει σκλάβους; Η πραγματική ελευθερία αρχίζει στα πρώτα βήματά της ζωής και όχι στα χρόνια των ενηλίκων. Από τους ανθρώπους αυτούς, που τους έχουμεμειώσει τις δυνάμεις τους, που έχουν γίνει κοντόφθαλμοι και απονευρωμένοι από τη νοητική κόπωση, που τασώματά τους παραμορφώθηκαν, που τη θέλησή τους την τσάκισαν οι μεγαλύτεροι τους λέγοντας: "Η θέλησή σου πρέπει να εξαφανιστεί και να επικρατήσει η δική μου", πώς μπορούμε να περιμένουμε, όταν τελειώνει η σχολική ζωή, να δεχτούν και να χρησιμοποιήσουν τα δικαιώματατης ελευθερίας;»
Citation preview
ΜΑΡΙΑ ΜΟΝΤΕΣΣΟΡΙ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑΝ
ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΚΟΣΜΟ
I Εκδόσεις Γλάρος
Εκδόσεις Γλάρος/60 ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
Επιστήμες της αγωγής/16 MARIA MONTESSORI
Educazione per un mondo nuovo Copyright © I960, Association Montessori
Intemationalle Copyright © 1981, Εκδόσεις Γλάρος
για την ελληνική γλώσσα
ISBN: 960-275-060-Χ
Επιμέλεια δοκιμίων:Σωτηρία Κωνσταντίνου - Κώστας Παπανδρέου
Φωτοστοιχειοθεσία - Φιλμογραφήσεις: Γιάννης Γάγγος
Εκτύπωση: Παναγ. Κόκκαλης & Σία O.E. Βιβλιοδεσία: Γιώργος Μπετσώρης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΛΑΡΟΣΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 31 · 106 77 ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ.: 3618 457 · FAX: 3619 167
Όταν η Μαρία Μοντεσσόρι άνοιγε το πρώτο Σπίτι των παιδιών, στις φτωχογειτονιές της Ρώμης του 1907, η παιδαγωγική επιστήμη άφηνε πίσω της όλες τις κατεστημένες ιδέες και ριχνόταν στην πιο τολμηρή και ταυτόχρονα στην πιο όμορφη πε- ριπέτειά της. Μια περιπέτεια που στόχος της ήταν να πλησιάσει και να γνωρίσει αυτό το άγνωστο πλάσμα: το παιδί. Λίγα χρόνια αργότερα, η φτωχογειτονιά του Σαν Λορέντζο, με το πρώτο Σπίτι των παιδιών, έγινε κάτι που έμοιαζε με τόπο προσκυνήματος· η λέξη Μοντεσσόρι ηλέκτριζε κιόλας την ανθρωπότητα και το θαύμα των μικρών καθυστερημένων παιδιών που είχαν μεταβληθεί σε ομαλά, γνωστικά και πανέξυπνα παιδιά γέμιζε με θαυμασμό και απορία κάθε παιδαγωγό, από τη μια άκρη του κόσμου ως την άλλη. Η Μοντεσσόρι, πρώτη γυναίκα παιδαγωγός στον κόσμο, τάζει τώρα ολόψυχα τον εαυτό της και τη ζωή της στην ανακάλυψη του παιδιού και από το 1915 ταξιδεύει αδιάκοπα από χώρα σε χώρα, ως προσκεκλημένη μεγάλων παιδαγωγικών ιδρυμάτων, για να διδάξει και να εξηγήσει το σύστημά της. Το 1935, η μοντεσσοριανή μέθοδος απαγορεύτηκε στη Γερμανία από τη ναζιστική αστυνομία και το 1936 ο Μουσολίνι στην Ιταλία έκλεισε όλα τα μον- τεσσοριανά σχολειά. Το ίδιο έγινε και στη Βιέννη, όταν εισέβαλαν τα χιτλερικά στρατεύματα. Το 1939, σε ηλικία εξήντα εννιά χρόνων, η Μοντεσσόρι βρέθηκε στην Ινδία όπου ίδρυσε τα πρώτα μοντεσσοριανά σχολεία στη χώρα αυτή. Στη διάρκεια του πολέμου αποδύθηκε σε μια ακαταπόνητη προσπάθεια για διαρκή παγκόσμια ειρήνη μέσα από την εκπαίδευση. Μόνο μια νέα εκπαιδευτική αγωγή μπορούσε να φέρει τον νέο άνθρωπο, ελεύθερο, ειρηνόφιλο και δυνατό μέσα από τον ίδιο τον εαυτό του. Το 1947 ξαναγύρισε στην Ιταλία, όπου αναζωογόνησε το μοντεσσοριανά κίνημα και πήρε μέρος στα μεγάλα μοντεσσοριανά συνέδρια που έγιναν στη συνέχεια. Πέθανε στις 6 Μαίου 1952 στο Άμστερνταμ, όπου αναγέρθηκε και μνημείο στο όνομά της. Στο Άμστερνταμ εδρεύει τώρα η Διεθνής Μοντεσσοριανή Εταιρία, που για πολλά χρόνια διηύθυνε ο γιος της, Μάριο Μοντεσσόρι.
Μαρία ΜοντεσσόριΆ πα ντα1. Να χτίσουμε τον κόσμο που ταιριάζει στο παιδί
2. Το μυστικό της παιδικής ηλικίας3. Η ανακάλυψη του παιδιού
4. Ο δεκτικός νους5. Να εκπαιδεύσουμε το ανθρώπινο δυναμικό6. Πρακτικός οδηγός στη μέθοδό μου7. Εκπαίδευση για έναν καινούριο κόσμο8. Τι πρέπει να ξέρετε για το παιδί σας9. Η διαμόρφωση του ανθρώπου
10. Από την παιδική ηλικία στην εφηβεία
11. Παιδαγωγικό μανιφέστο
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΛΑΡΟΣ
Μαρία Μοντεσσόρι
Εκπαίδευση για έναν καινούριο κόσμο
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Μαρίνα Λώμη
Εκδόσεις Γλάρος
Αφιερώνεται στη μνήμη του George Sidney Arundale που με προσκάλεσε στην Ινδία και μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω τη θαυμάσια αυτή χώρα και τη δική του . αξιοθαύμαστη προσωπικότητα
Μ. Μ.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή .............. 13Κεφάλαιο 2 Η ανακάλυψη και η διαμόρφωση
του μοντεσσοριανού συστήματος ...... 17Κεφάλαιο 3 Περίοδοι και φύση του δεκτικού νου . 28Κεφάλαιο 4 Εμβρυολογία ...................................... 34Κεφάλαιο 5 Ψυχολογία της συμπεριφοράς
(Μπιχαβιορισμός) ......................... 41Κεφάλαιο 6 Η αγωγή ξεκινάει απ’ τη γέννηση .... 49Κεφάλαιο 7 Το μυστήριο της ομιλίας ........... 61Κεφάλαιο 8 Η κίνηση και ο ρόλοςτης στην αγωγή'. 72Κεφάλαιο 9 Μιμητικές κινήσεις και
κύκλοι δραστηριότητας ....... 82Κεφάλαιο 10 Το τρίχρονο παιδί .............................. 90Κεφάλαιο 11 Μέθοδοι γεννημένες
από την παρατήρηση .............. 100Κεφάλαιο 12 Ο εφιάλτης της πειθαρχίας ............ 110Κεφάλαιο 13 Πώς πρέπει να είναι
μια μοντεσσοριανή δασκάλα ........... 120
Π ώ ς μ π ο ρο ύμ ε ν α π ερ ιμ ένο υ μ ε δη μ ο κ ρ α τία ό τα ν έχουμ ε α ν α θ ρ έ ψ ε ι σκλάβους;
«Πώς μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία ή ελευθερία όταν από την αρχή της ζωής προετοιμάζουμε το πα ιδί να υποταχθεί στην τυραννία, να υπακούει σ ’ ένα δικτάτορα; Πώς μπορούμε να περιμένουμε δημοκρατία όταν έχουμε αναθρέψει σκλάβους; Η πραγματική ελευθερία αρχίζει στα πρώτα βήματά της ζωής και όχι στα χρόνια των ενηλίκων. Α πό τους ανθρώπους αυτούς, που τους έχουμε μειώσει τις δυνάμεις τους, που έχουν γίνει κοντόφθαλμοι και απονευρωμένοι από την πνευματική κόπωση, που τα σώματά τους παραμορφώθηκαν, που τη θέλησή τους την τσάκισαν οι μεγαλύτεροι τους λέγοντας: ‘Ή θέλησή σου πρέπει να εξαφανιστεί και να επικρατήσει η δική μουί”, πώς μπορούμε να περιμένουμε, όταν τελειώνει η σχολική ζωή, να δεχτούν και να χρησιμοποιήσουν τα δικαιώματα της ελευθερίας;»
ΜΑΡΙΑ ΜΟΝΤΕΣΣΟΡΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Εισαγωγή
Η δημιουργική, ζωντανή και δυναμική ενέργεια του παιδιού έχει μείνει άγνωστη για χιλιάδες χρόνια - ένα κρυμμένο ορυχείο πνευματικών θησαυρών. Ο άνθρωπος απέτυχε τόσο πολύ να αναγνωρίσει τα πλούτη που βρίσκονται θαμμένα στον ψυχικό κόσμο του παιδιού, που από την αρχή και μέχρι τώρα συνεχίζει να καταστέλλει τις ενέργειες αυτές και να τις εκμηδενίζει.
Σ κοπός του βιβλίου αυτού είναι να αναπτύξει και να προστατέψει τις μεγάλες δυνάμεις του παιδιού και
να ανοίξει στους δασκάλους νέες προοπτικές, που θα μεταβάλουν το έργο τους από αγγαρεία σε ευχαρίστηση και από καταπίεση σε συνεργασία με τη φύση. Ο κόσμος μας έχει γίνει κομμάτια και χρειάζεται ανοικοδόμηση- ένας από τους βασικούς παράγοντες αυτής της ανοικοδόμησης είναι η αγωγή, την ενίσχυση της οποίας συστήνουν όλοι οι συνετοί και φρόνιμοι άνθρωποι εξίσου με μια επι
στροφή στη θρησκεία. Η ανθρωπότητα δεν είναι όμως ακόμα έτοιμη για την εξέλιξη που τόσο φλογερά επιθυμεί, το κτίσιμο μιας ειρηνικής και αρμονικής κοινωνίας που θα καταργήσει τους πολέμους. Οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει ακόμα να κατευθύνουν αυτοί τα γεγονότα, κι έτσι γίνονται θύματά τους. Οι υψηλές ιδέες, τα ευγενικά συναισθήματα πάντα έβρισκαν τρόπο να εκφράζονται, οι πόλεμοι όμως δεν σταμάτησαν! Αν η αγωγή συνεχίσει ν’ ακολουθεί τη γνωστή γραμμή μετάδοσης της γνώσης, τότε το πρόβλημα θα μείνει άλυτο και δεν θα υπάρξει καμιά ελπίδα για τον κόσμο. Μόνο μια επιστημονική έρευνα της ανθρώπινης προσωπικότητας μπορεί να μας οδηγήσει στη σωτηρία και σ’ αυτό το πλαίσιο το παιδί αποτελεί μια ψυχική οντότητα, μια κοινωνική .ομάδα τεράστιου μεγέθους και μια πραγματικά παγκόσμια δύναμη αν χρησιμοποιηθεί σωστά. Η βοήθεια και η σωτηρία, αν έρθουν, θα έρθουν από το παιδί, γιατί το παιδί είναι ο δημιουργός του ανθρώπου και της κοινωνίας. Το παιδί είναι προικισμένο με μια εσωτερική δύναμη που μπορεί να μας οδηγήσει σ’ ένα πιο φωτεινό:μέλλον. Η μόρφωση δεν θα πρέπει να είναι πια μια αποκλειστική μετάδοση γνώσης, πρέπει ν’ ακολουθήσει ένα νέο μονοπάτι, αναζητώντας την αποδέσμευση των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Πότε θα πρέπει ν ’ αρχίζει μια τέτοια αγωγή; Η απάντησή μας είναι πως το μεγαλείο της ανθρώπινης προσωπικότητας αρχίζει στη γέννηση, και είναι μια άποψη γεμάτη πρακτική αλήθεια, όσο κι αν μοιάζει έντονα μυστικιστική.
Η ψυχική ζωή του νεογέννητου έχει ήδη προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον και πολλοί επιστήμονες και ψυχολό- γοι έχουν κάνει παρατηρήσεις βρεφών από τις τρεις ώρες ως πέντε μέρες μετά τη γέννηση. Το συμπέρασμα αυτών των παρατηρήσεων είναι πως τα δυο πρώτα χρόνια της ζωής είναι τα πιο σημαντικά. Η παρατήρηση αποδει
κνύει πως τα μικρά παιδιά είναι προικισμένα με ειδικές ψυχικές δυνάμεις και μας δείχνει νέους τρόπους να τις φέρουμε στην επιφάνεια -στην κυριολεξία να τις εκπαιδεύσουμε- στη συνεργασία μας με τη φύση. Η δημιουργική , ζωντανή και δυναμική ενέργεια του παιδιού έχει μείνει άγνωστη για χιλιάδες χρόνια - ένα κρυμμένο ορυχείο πνευματικών θησαυρών, όπως ακριβώς οι τεράστιοι θησαυροί που ήταν κρυμμένοι στα έγκατατηςγηςήταν παντελώς άγνωστοι στους ανθρώπους που περπάτησαν για πρώτη φορά στην επιφάνειά της. 0 άνθρωπος απέτυχε τόσο πολύ να αναγνωρίσει τα πλούτη που βρίσκονται θαμμένα στον ψυχικό κόσμο του παιδιού, που από την αρχή και μέχρι τώρα συνεχίζει να καταστέλλει την ενέργεια αυτή και να την εκμηδενίζει. Τώρα, για πρώτη φορά, έχουν αρχίσει μερικοί να υποψιάζονται την ύπαρξή τους, την ύπαρξη ενός θησαυρού που ποτέ δεν τον εκμεταλλεύτηκε κανείς, πιο πολύτιμου κι απ’ το χρυσάφι, της πραγματικής ψυχής του ανθρώπου.
Η παρατήρηση των δύο πρώτων χρόνων της ζωής έχει ρίξει νέο φως στους νόμους της ψυχικής δόμησης, δείχνοντας πως στην παιδική ηλικία διαφέρουν απόλυτα από αυτούς που διέπουν την ψυχολογία του ενηλίκου. Έ τσι, ανοίγεται εδώ ένα νέο μονοπάτι, όπου δεν είναι ο δάσκαλος που διδάσκει το παιδί, αλλά το παιδί που διδάσκει το δάσκαλο.
Αυτό μπορεί να φαίνεται παράλογο, γίνεται όμως κατανοητό καθώς συνειδητοποιεί κανείς πως το παιδί έχει ένα μυαλό που απορροφά τη γνώση κι έτσι διδάσκει τον εαυτό του. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται εύκολα με τη μάθηση της ομιλίας απ’ το παιδί, ένα σπουδαίο πνευματικό κατόρθωμα. Έ να παιδί δυο χρόνων μιλάει τη γλώσσα των γονιών του, αν και κανένας δεν το έχει διδάξει. Ό λοι όσοι έχουν μελετήσει το φαινόμενο αυτό συμφωνούν πως σε κάποια περίοδο της ζωής του το παιδί αρ
χίζει να χρησιμοποιεί ονόματα και λέξεις που σχετίζονται με τον περίγυρό του και σύντομα είναι σε θέση να χειρίζεται, με ευκολία, όλες τις ιδιαιτερότητες και τις συντακτικές κατασκευές, που φαίνονται αργότερα τόσο μεγάλα εμπόδια στους ενήλικους σπουδαστές μιας ξένης γλώσσας. Βλέπουμε, έτσι, πως μέσα στο παιδί υπάρχει ένας πολύ σχολαστικός κι ευσυνείδητος δάσκαλος που, πιστός στις προγραμματισμένες ημερομηνίες, εφοδιάζει μέσα σε τρία χρόνια ένα πλάσμα με γνώσεις που -όπως μας βεβαιώνουν οι φυχολόγοι- ένας ενήλικος θα χρειαζόταν εξήντα χρόνια για να τις αποκτήσει.
Η επιστημονική παρατήρηση έχει αποδείξει, επομένως, πως η μόρφωση δεν είναι κάτι που δίνει ο δάσκαλος. Η μόρφωση είναι μια φυσική διαδικασία που πραγματώνεται αυθόρμητα μέσα στο ανθρώπινο πλάσμα και αποκτάται όχι με το να ακούει λόγια, αλλά με τις εμπειρίες που έχει από το περιβάλλον του. Το καθήκον του δασκάλου είναι να ετοιμάσει μια σειρά από κίνητρα μορφωτικής δραστηριότητας, απλωμένα σ’ ένα ειδικά προετοιμασμένο περιβάλλον, και μετά να αποφεύγει τις ενοχλητικές παρεμβάσεις. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο δάσκαλος είναι να βοηθήσει τη δουλειά που γίνεται, όπως οι υπηρέτες βοηθάνε τον αφέντη. Κάνοντάς το αυτό, θα δει να ξεδιπλώνεται μπροστά του η ανθρώπινη ψυχή σ’ όλο της το μεγαλείο και να προβάλλει στον ορίζοντα ένας Νέος Ά νθρω πος που δεν θα γίνεται π ια θύμα των γεγονότων, αλλά θα μπορεί με καθαρή ματιά να κατευθύνει και να διαμορφώνει το μέλλον της ανθρώπινης κοινωνίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η ανακάλυψη και η διαμόρφωση του μοντεσσοριανού συστήματος
Όταν βρισκόμαστε μπροστά στη μεγάλη δύναμη τον παιδιού και τη σπουδαιότητά τον για την ανθρωπότητα, οφείλονμε να παρατηρήσονμε προσεκτικά αντή τη δύναμη και να δούμε με ποιο τρόπο μπορούμε να τη βοηθήσονμε. Αντί να έχονμε μια μνστικιστική πίστη στο παιχνίδι τον παιδιού, πρέπει να πιστέψουμε στο ίδιο το παιδί και στις απεριόριστες δννατότητές τον για μάθηση και πρακτική εφαρμογή.
Α ν πρόκειται να γίνει μια μεταρρύθμιση στην αγωγή, η μεταρρύθμιση αυτή πρέπει να βασιστεί πάνω στα
παιδιά. Δεν φτάνει πια να μελετάμε τους μεγάλους πα ιδαγωγούς του παρελθόντος, τον Ρουσό, τον Πεσταλοτσι, τον Φρέμπελ. Έ χει περάσει πια αυτός ο καιρός. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν δέχομαι να με χαρακτηρίζουν κι εμένα
ως τη μεγαλύτερη παιδαγωγό αυτού του αιώνα, γιατί το μόνο που έχω κάνει είναι να μελετήσω το παιδί, να πάρω και να εκφράσω αυτά που μου έδωσε: αυτή είναι η μον- τεσσοριανή μέθοδος. Στην καλύτερη περίπτωση, στάθηκα ο διερμηνέας του παιδιού. Η εμπειρία μου απλώνεται πάνω σε σαράντα χρόνια και άρχισε με την ιατρική και ψυχολογική μελέτη των προβληματικών παιδιών που προσπάθησα να βοηθήσω. Τα παιδιά αυτά αποδείχτηκαν ικανά για τόσο πολλά πράγματα, όταν τα πλησιάζει κανείς από τη νέα σκοπιά συνεργασίας με τον υποσυνείδητο νου τους, που αποφασίστηκε να επεκταθεί το πείραμα στα φυσιολογικά παιδιά· έτσι, δημιουργήθηκαν Σπίτια των Παιδιών σε μερικές από τις πιο φτωχές γειτονιές της Ρώμης, για νήπια από τριών χρόνων. Οι επισκέπτες που έρχονταν σ’ αυτά τα σπίτια ξαφνιάζονταν όταν έβλεπαν παιδιά τεσσάρων χρόνων να γράφουν και να διαβάζουν. Έπιαναν ένα παιδί και το ρωτούσαν «ποιος σ’ έμαθε να γράφεις;». Το μικρό σήκωνε το κεφάλι του και απαντούσε ξαφνιασμένο απ’ την ερώτηση: «Ποιος μ’ έμαθε; κανείς. Μόνος μου έμαθα». Ο τύπος άρχισε να γεμίζει μ’ αυτή την «αυθόρμητη απάντηση μόρφωσης» και οι ψυχο- λόγοι πίστευαν πως τα παιδιά αυτά ήταν ιδιαίτερα προικισμένα. Για ένα διάστημα συμμεριζόμουν κι εγώ αυτή την άποψη, αλλά πιο εκτεταμένα πειράματα απέδειξαν σύντομα πως όλα τα παιδιά είχαν αυτές τις δυνατότητες, πως τα πολυτιμότερα χρόνια πήγαιναν χαμένα και πως η εξέλιξη του παιδιού εμποδιζόταν πολύ από τη λανθασμένη ιδέα ότι η μόρφωση δεν ήταν δυνατή παρά μετά τα έξι. Το διάβασμα και το γράψιμο είναι τα δύο βασικά στοιχεία της μόρφωσης και χωρίς αυτά είναι αδύνατο ν' αποκτήσεις άλλα στοιχεία- επίσης, κανένα από τα δύο δεν είναι φυσικό στον άνθρωπο, όπως η προφορική ομιλία. Το γράψιμο, ιδιαίτερα, το θεωρούσαν τόσο δύσκολο πράγμα, που το κρατούσαν για τα μεγαλύτερα παιδιά.
Εγώ, όμως, έδωσα τα γράμματα του αλφάβητου σε παιδιά τεσσάρων χρόνων, επαναλαμβάνοντας με φυσιολογικά άτομα τα πειράματα που είχα αρχικά δοκιμάσει με τα προβληματικά παιδιά. Είχα διαπιστώσει ότι, όταν παρουσίαζα απλώς κάθε μέρα μεμονωμένα γράμματα, δεν έκαναν μεγάλη εντύπωση. Ό ταν όμως ζήτησα να μου χαράξουν τα γράμματα στο ξύλο κι έβαλα τα παιδιά να περάσουν το χέρι τους στα αυλάκια που σχημάτιζαν τα γράμματα, τα παιδιά τα αναγνώριζαν αμέσως. Ακόμα και τα ελαττωματικά παιδιά με τον τρόπο αυτό κατάφερ- ναν, ύστερα από κάποιο διάστημα, να γράφουν λίγο. Κατάλαβα έτσι πως η αίσθηση της αφής πρέπει να βοηθάει πολύ τα παιδιά που δεν έχουν ακόμα ολοκληρώσει την ανάπτυξή της κι έφτιαξα απλά γράμματα που μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν το περίγραμμά τους με την άκρη των δακτύλων τους. Εντελώς απρόσμενα φαινόμενα παρουσιάστηκαν όταν δώσαμε τα βοηθήματα αυτά σε φυσιολογικά παιδιά. Δώσαμε στα παιδιά τα γράμματα αυτά στο δεύτερο μισό του Σεπτέμβρη και τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς τά παιδιά έγραφαν γράμματα! Μια τέτοια ταχύτητα ούτε στο όνειρό μας δεν την είχαμε φανταστεί. Πέρα απ’ αυτό, όμως, τα παιδιά άρχιζαν να κάνουν ερωτήσεις για τα γράμματα και να συνδυάζουν το καθένα με κάποιον ήχο. Έ μοιαζαν με μικρές απορροφητικές μηχανές που ζητούσαν ολόκληρο το αλφάβητο, λες και υπήρχε στο μυαλό τους ένα κενό που ήθελε να γεμίσει. Το γεγονός αυτό ήταν εκπληκτικό, ωστόσο η εξήγησή του είναι εύκολη. Τα γράμματα αποτελούσαν ερεθίσματα, παρί- σταναν εικονικά την ομιλία που ήδη προϋπήρχε στο μυαλό του παιδιού και το βοηθούσαν να αναλύσει τα λόγια του. Ό ταν το παιδί ήξερε μόνο μερικά γράμματα, αν σκεφτόταν ένα όνομα που περιείχε ήχους διαφορετικούς από εκείνους που μπορούσε ν’ αναπαραστήσει, ήταν φυσικό να τους ζητάει. Υπήρχε μια εσωτερική παρόρμηση
για ν’ αποκτήσει όλο και περισσότερες γνώσεις και σιγή- σιγά το παιδί άρχιζε να συλλαβίζει μέσα του λέξεις που ήξερε να χρησιμοποιεί στην προφορική ομιλία. Ό σο μακριά και δύσκολη κι αν ήταν η λέξη, το παιδί μπορούσε να την αναπαραστήσει ύστερα από μια υπαγόρευση του δασκάλου, διαλέγοντας από τα έτοιμα διαμερίσματα ενός κουτιού τα απαραίτητα γράμματα. Μια φορά η δασκάλα είπε μια λέξη πολύ γρήγορα καθώς περνούσε και στο γυρισμό είδε πως το παιδί την είχε γράφει κιόλας με τα κινητά γράμματα. Γι’ αυτά τα τετράχρονα πιτσιρίκια, η μια φορά ήταν αρκετή, ενώ το παιδί των επτά ή και περισσότερων χρόνων απαιτεί συχνή επανάληψη πριν μπορέσει να συλλάβει σωστά τη λέξη. Η ταχύτητα αυτή οφειλόταν σίγουρα στην ειδική περίοδο ευαισθησίας· το μυαλό ήταν μαλακό σαν το κερί, ευαίσθητο, στην ηλικία αυτή, σε εντυπώσεις που δεν θα μπορούσαν να καταγραφούν σε κατοπινά στάδια, όταν αυτή η ειδική ευπλαστό- τητα θα είχε εξαφανιστεί.
Το φαινόμενο της γραφής ήταν αποτέλεσμα της εσωτερικής διεργασίας που γίνεται μέσα στο παιδί. Συνειδητοποιώντας το σχηματισμό της λέξης από τους ήχους της, το παιδί την είχε αναλύσει και την είχε αναπαραγάγει με το κινητό αλφάβητο. Ήξερε τη μορφή του γράμματος, επειδή το είχε αγγίξει πολλές φορές. Έτσι, το γράψιμο ερχόταν ξαφνικά, σαν μια έκρηξη παρόμοια μ’ αυτή της ομιλίας. Ό ταν ο μηχανισμός έχει διαμορφωθεί και ωριμάσει, ολόκληρη η γλώσσα προβάλλει ξαφνικά, όχι όπως συμβαίνει στα συνηθισμένα σχολεία, πρώτα το ένα γράμμα και μετά ένας συνδυασμός δύο γραμμάτων. Αν μπορεί να έρθει στο μυαλό του ένα γράμμα ή δυο, τότε μπορούν να έρθουν και τα υπόλοιπα. Το παιδί ξέρει πώς να γράψει και μπορεί, επομένως, να γράψει ολόκληρη τη γλώσσα. Τώρα γράφει συνέχεια, όχι από ψυχρή υπακοή σ’ ένα καθήκον, αλλά με ενθουσιώδη υπακοή σε μια πα-
ρόρμηση. Τα παιδιά αυτά χρησιμοποιούσαν οτιδήποτε τους έπεφτε στο χέρι για να γράψουν, όπως π.χ. κιμωλία, πάνω στο δρόμο ή στον τοίχο. Ό ταν έβρισκαν ελεύθερο χώρο, κατάλληλο ή όχι, τα ’βρισκες να γράφουν, ακόμα και πάνω σε μια φραντζόλα ψωμί! Οι καημένες οι μανάδες τους, που ήταν αγράμματες και δεν είχαν μολύβι και χαρτί, ήρθαν να ζητήσουν βοήθεια για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των παιδιών. Τους δώσαμε, και τα παιδιά κοιμόντουσαν πολλές φορές με το μολύβι στο χέρι, γράφοντας ως την τελευταία στιγμή της μέρας τους.
Στην αρχή σκεφτήκαμε να τα βοηθήσουμε δίνοντάς τους χαρτί ειδικά χαρακωμένο, με διπλά διαστήματα που βαθμιαία μειώνονται σε μέγεθος. Σύντομα διαπιστώσαμε, όμως, πως τα παιδιά αυτά μπορούσαν να γράψουν εξίσου εύκολα με οποιοδήποτε χαράκωμα κι ότι σε μερικά άρεσε να .κάνουν το γράψιμό τους τόσο μικροσκο- πικό που μόλις διαβαζόταν. Το πιο περίεργο απ’ όλα είναι πως όλα τα παιδιά έκαναν πολύ ωραία γράμματα, καλύτερα από τους μαθητές της τρίτης στα άλλα σχολεία. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν ίδιος σε όλα, γιατί είχαν όλα αγγίξει τα ίδια γράμματα και η μυϊκή τους μνήμη είχε αποτυπώσει την ίδια μορφή.
Τα παιδιά αυτά ήξεραν τώρα να γράφουν, αλλά δεν ήξεραν να διαβάζουν. Αυτό φαίνεται, στην πρώτη ματιά, απίθανο και παράλογο, δεν ήταν όμως πραγματικά απρόσμενο. Συνήθως τα παιδιά μαθαίνουν πρώτα να διαβάζουν και μετά να γράφουν. Τα δικά μας παιδιά, όμως, είχαν πρώτα αναλύσει τις λέξεις στο μυαλό τους και μετά τις αναπαράστησαν με γράμματα του αλφάβητου τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, όπου το κάθε γράμμα συνδυαζόταν μ’ έναν ήχο της γλώσσας που υπήρχε ήδη στο μυαλό τους. Η σύνδεση αυτή ανάμεσα στο γράμμα και την ομιλία είχε γίνει στην ευαίσθητη περίοδο του παιδιού- έτσι η γλώσσα είχε πολλαπλασιαστεί
και εκφραζόταν τώρα με το χέρι σε γράψιμο, αντί με τα χείλια σε προφορική ομιλία. Το παιδί, όμως, δεν μπορούσε ακόμα να διαβάζει, και σκεφτήκαμε πως ένα εμπόδιο μπορεί να ήταν η διαφορά ανάμεσα στα γράμματα του τύπου και στη μορφή που παίρνουν στο γράψιμο με το χέρι. Σκεφτόμασταν να εισαγάγουμε διαφορετικούς τύπους γραμμάτων για να ξεπεράσουμε τη δυσκολία αυτή, όταν ξαφνικά τα παιδιά άρχισαν να διαβάζουν από μόνα τους. Και να διαβάζουν κάθε είδους γραφή, ακόμα και τη γοτθική, που την έβρισκαν σε ημερολόγια. Αυτό έγινε πέντε μήνες μετά την πρώτη απόπειρα να συνδυάσουν τα κινητά γράμματα, αλλά κι αυτή τη φορά η εσωτερική παρόρμηση είχε δράσει μέσα στο παιδί, κεντρίζον- τάς το να προσπαθήσει να καταλάβει το νόημα αυτών των άγνωστων γραμμάτων. Έκανε μια δουλειά ανάλογη μ’ αυτή του επιστήμονα που μελετά προϊστορικές επιγραφές σε μια άγνωστη γλώσσα και χάρη στην παρατήρηση και τη σύγκριση βγάζει νόημα από άγνωστα σημεία. Μια νέα φλόγα είχε ανάψει στις καρδιές των παιδιών. Οι γονείς παραπονιόντουσαν ότι δεν μπορούσαν να πάρουν τα παιδιά τους βόλτα χωρίς να σταματάνε σε κάθε μαγαζάκι να διαβάζουν τις ταμπέλες. Στο τέλος του πέμπτου χρόνου της ζωής τους, τα παιδιά αυτά μπορούσαν να διαβάζουν οποιοδήποτε βιβλίο.
Υπάρχει κι ένας άλλος τρμέας της μόρφωσης που δεν μπορεί να εξηγηθεί τόσο εύκολα όσο της γραφής, και αυτά είναι τα μαθηματικά. Τα μαθηματικά τα κατατάσσουμε σε τρεις κατηγορίες:1. Αριθμητική - η επιστήμη του αριθμού.2. Άλγεβρα - το αφηρημένο του αριθμού.3. Γεωμετρία-το αφηρημένο του αφηρημένου.
Κάτω από την καθοδήγηση της εμπειρίας μας με τα παιδιά, δώσαμε και τα τρία αυτά μαζί σε μια ηλικία σχεδόν απίστευτα πρώιμη. Ο συνδυασμός τους αποδείχτηκε
πολύ βοηθητικός και αποτελεσματικός. Ή ταν σαν, αντί να συνδέουμε το θέμα μ’ έναν ασταθή πόλο, να το στερεώνουμε πάνω σε τρία γερά πόδια, που ενώνονται για μεγαλύτερη σταθερότητα. Έτσι, όταν δίνουμε αριθμούς, τους συγκεντρώνουμε σε γεωμετρικά σχήματα και το μαθηματικό υλικό είναι φτιαγμένο έτσι που να δίνει και τα τρία θέματα σχεδόν ταυτόχρονα. Τα μικρά παιδιά έδειξαν ιδιαίτερη αδυναμία, πάθος σχεδόν, για τις μελέτες των αριθμών και τη γεωμετρική τους διάταξη. Λίγο αργότερα μπορέσαμε να δείξουμε την αφηρημένη διάσταση αυτών των ποσοτήτων και τις σχέσεις τους μέσα από την άλγεβρα. Η μάθηση αυτή στάθηκε αιτία για μεγάλη έκπληξη, γιατί στην αρχή τα παιδιά δεν έδειξαν το ενδιαφέρον που είχαν δείξει για το γράψιμο. Έτσι, βγάλαμε αρχικά το εύκολο συμπέρασμα πως το παιδί ενδιαφέρε- ται για τη γλώσσα, αλλά όχι για τα μαθηματικά, που είναι γ ι’ αυτό πολύ στεγνά, πολύ αφηρημένα! Το γεγονός ήταν πως είχαμε κι εμείς προκαταλήψεις κι είχαμε περιορίσει τα μαθηματικά στους τέσσερις βασικούς κανόνες και μέσα στα πλαίσια των δέκα πρώτων αριθμών. Τα ίδια τα. παιδιά μάς αποκάλυψαν την αλήθεια, γιατί, όταν παρουσιάσαμε το δεκαδικό σύστημα στα μεγαλύτερα παιδιά, τα παιδιά των πέντε και έξι χρόνων ήταν αυτά που το κατάλαβαν και το έμαθαν με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, έναν ενθουσιασμό που δεν είχαν δείξει για αριθμούς ως το δέκα. Προς μεγάλη μας έκπληξη, ακόμα και τα τετράχρονα παιδιά ενδιαφέρθηκαν να το μάθουν με κέφι και ζήλο. Μέχρι και τα παιδιά τριών χρόνων έμαθαν να κάνουν πράξεις που περιλαμβάνουν εκατομμύρια, και χρειάστηκε να εισαγάγουμε την άλγεβρα και τη γεωμετρία. Αν τα δύο αυτά εισάγονται σαν υλικό για χειρισμό και παίξιμο, τα παιδιά δείχνουν μεγάλο ενθουσιασμό, και η πιο πρόσφατη έκπληξη ήταν ένα παιδί που ήταν αφοσιωμένο στην προσπάθειά του να βρει τον κύβο του τριώνυμου
(α+ β+ γ)3. Είχε σκεφτεί πως, αν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν το α και το β ί γιατί όχι και τα άλλα γράμματα του αλφάβητου, γιατί τα παιδιά δεν ανέχονται τους περιορισμούς.
Αυτή η γρήγορη κι εντυπωσιακή ανάπτυξη δεν έχει μια προϊστορία όπως η γλώσσα. Δεν μπορούμε να ανι- χνεύσουμε την αρχή και την εξέλιξή της στο νου, πριν από την έκφρασή της, κι έτσι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συμπεράνουμε πως υπάρχει σ’ αυτή τη μικρή ηλικία μια ειδική προδιάθεση στα μαθηματικά. Π αρατηρούμε πως οι πράξεις που ξυπνάνε στο παιδί όχι απλώς το ενδιαφέρον αλλά και τον ενθουσιασμό είναι εκείνες που απαιτούν μεγάλη ακρίβεια, κι όσο πιο πολύπλοκο είναι το κίνητρο, τόσο μεγαλύτερος είναι ο ενθουσιασμός του παιδιού. Την ακρίβεια αυτή τη βλέπουμε όχι μόνο στην κίνηση, στον ακριβή χειρισμό που απαιτεί κάποια άσκηση, αλλά και στη μελέτη ενός λουλουδιού ή ενός εντόμου. Υπάρχει μια προδιάθεση για την ακρίβεια και τη λεπτομέρεια και μπορεί να καθοδηγηθεί προς τη λεπτομέρεια της ποσότητας. Η αριθμητική είναι ένα είδος αφαίρεσης και κατά συνέπεια φέρνει την ακρίβεια στο αφηρημένο επίπεδο. Το παιδί αρχίζει από το υλικό, περνάει στον αφηρημένο αριθμό κι από κει στο πιο αφηρημένο επίπεδο της άλγεβρας και δουλεύει με ακρίβεια και στους τρεις τομείς, υλικό, αφηρημένο και αλγεβρικό, ενθουσιασμένο που μπορεί να παίξει το παιχνίδι των μονάδων. Στο συμπέρασμα αυτό μας βοηθάει και ο μεγάλος φιλόσοφος και φυσιολόγος Πασκάλ, που είχε ασχοληθεί πολύ με τους αριθμούς και τις ποσότητες και υποστήριξε πως ο ανθρώπινος νους έχει τα χαρακτηριστικά του μαθηματικού νου και ότι το μονοπάτι της προόδου περνάει απ’ αυτή την πνευματική ιδιότητα. Ο ισχυρισμός αυτός συνήθως προκαλεί γέλιο, γιατί η πρακτική εμπειρία του συνηθισμένου δασκάλου δείχνει πως απ’ όλα τα μαθή
ματα τα μαθηματικά είναι τα πιο αντιπαθητικά για τον ανθρώπινο νου. Τώρα τα μικρά παιδιά αποδεικνύουν πως ο Πασκάλ είχε δίκιο. Διεισδύοντας βαθύτερα στα συμπεράσματά του, ο Πασκάλ είπε πως ολόκληρη η δράση της ανθρωπότητας αναπτύχθηκε γύρω από το περιβάλλον και πως η δραστηριότητα αυτή βρισκόταν πάντοτε μέσα σε όρια αυξανόμενης ακρίβειας. Την ακρίβεια αυτή μόνο ο νους μπορούσε να την προσεγγίσει, πράγμα που αποδεικνύει πως ο νους έχει αυτή τη μαθηματική ιδιότητα. Ο νους του ανθρώπου, όπως εμφανίζεται στην ιστορία, είναι αφιερωμένος στη μεταβολή του περιβάλλοντος, στην ερμηνεία των πραγμάτων γύρω του και των φαινομένων που προκύπτουν απ’ αυτά. Για να το καταφέρει κανείς αυτό, πρέπει να έχει ακριβή συνείδηση αυτών των πραγμάτων και να βρίσκεται στο κέντρο του πεδίου της ακρίβειας. Πριν από διακόσια χρόνια, ο Πασκάλ βρήκε πως αυτή η ιδιότητα της ακρίβειας είναι το θεμελιακό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου νου.
Πάνω στο σημαντικό θέμα της κούρασης, το παιδί κάτω από τα έξι αποκάλυψε εντυπωσιακές ιδιότητες. Στα συνηθισμένα σχολεία το παιδί γρήγορα κουράζεται και η διδασκαλία γίνεται δύσκολη. Έτσι, φάνηκε σκληρό να διδάσκεται το παιδί σε μικρή ηλικία- και οι στοργικοί γονείς προτιμούν τα μικρά τους να μην κάνουν τίποτα άλλο από το να παίζουν και να κοιμούνται. Αυτό που αποδεικνύεται, όμως, είναι ότι τα παιδιά βαριούνται πολύ με το πρόγραμμα του σχολείου και αντιδρούν έντονα με κάθε είδους σκανταλιά. Οι εμπειρίες με τα δικά μας παιδιά από ηλικίες τριών χρόνων ως έξι, κι ακόμα μικρότερα, έδειξαν πως το παιδί όχι μόνο δεν κουράζεται να μελετά σ’ αυτή την ηλικία, αλλά γίνεται πραγματικά δυνατότερο. Δεν φέρνουν όλες οι δουλειές κούραση - για παράδειγμα, κάνουμε πολλή δουλειά με τα σαγόνια, τα δόντια και τη γλώσσα μας όταν τρώμε και η δουλειά αυτή
καταλήγει σε μια ανανέωση της ενέργειας. Επίσης, νιώθουμε φυσιολογικά την ανάγκη να ασκήσουμε τους μυς μας για να τους κάνουμε δυνατούς. Το ίδιο συμβαίνει και με τη διανοητική ανάπτυξη των παιδιών. Ό χ ι μόνο μοιάζουν να μην κουράζονται ποτέ, αλλά με το να είναι ενεργά πνευματικά γίνονται δυνατά και γερά. Μια φυσική προδιάθεση προετοιμάζει το μικρό παιδί για την αφομοίωση της κουλτούρας, η κοινωνία όμως το εγκαταλείπει πνευματικά σ’ αυτή την ευαίσθητη εποχή, περιο- ρίζοντάς το στο παιχνίδι και τον ύπνο. Το παιδί δεν μπορεί να σταματήσει ν’ αφομοιώνει και να είναι ενεργό, αλλά, αν δεν υπάρχει τίποτα ν ’ αφομοιώσει, είναι αναγκασμένο να αρκεστεί στα παιχνίδια. Οι ψυχολόγοι λένε πως το παιδί πρέπει να παίζει, γιατί μέσα απ’ το παιχνίδι τελειοποιείται. Παραδέχονται, επίσης, ότι το παιδί αφομοιώνει ένα δεδομένο περιβάλλον και ότι διαμορφώνει τον ιστορικό δεσμό ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον. Συμπεραίνουν, έτσι, πως πρέπει να παρατηρούμε, χωρίς να ενοχλούμε, το παιδί καθώς αφομοιώνει το παρόν πα ίζοντας και ζώντας και να μην το βοηθάμε, αλλά να το εγκαταλείπουμε στη δική του δημιουργικότητα. Πώς μπορεί, όμως, ένα παιδί μέσα σ’·έναν τόσο περίπλοκο κόσμο ν’ αφομοιώσει την κουλτούρα, αν το αφήσουμε μόνο του να παίζει με παιχνίδια και να κτίζει κάστρα στην αμμουδιά; Υπάρχει λοιπόν μια αντίφαση στις ιδέες των ψυχο- λόγων αυτών που αφενός λένε ότι είναι σημαντικό να επικοινωνούμε με το παιδί σ’ αυτό το δεκτικό στάδιο κι αφετέρου ότι πρέπει να το αφήνουμε μόνο του να παίζει συνέχεια, γιατί έτσι διαμορφώνει και αναπτύσσει τις δυνάμεις του. Μιλούν για το παιχνίδι με θαυμασμό, σαν να ήταν κάτι μυστικιστικό, και πολλοί σοβαροί και αξιοπρεπείς άνθρωποι στέκονται με σεβασμό μπροστά σ’ ένα παιδί που φτιάχνει έναν πύργο. Είναι, όμως, λογικό να σκεφτούμε πως, αν σ’ αυτή την περίοδο, από τα τρία ως
τα έξι, υπάρχουν φυσικές ικανότητες που διευκολύνουν την αφομοίωση της κουλτούρας, θα πρέπει να τις εκμεταλλευτούμε και να περιβάλουμε το παιδί με αντικείμενα που διευκολύνουν αυτή την πρόοδο.
Ό ταν βάζουμε στο περιβάλλον του ορισμένα αντικείμενα που του επιτρέπουν να μιμείται τις ανθρώπινες ενέργειες γύρω του και τα μέσα να τελειοποιήσει τα αποκυήματα της πρώτης περιόδου, το βοηθάμε να αφομοιώσει την πολύπλοκη σημερινή κουλτούρα. Τα πράγματα που του δίνουμε δεν είναι απλά παιχνίδια που πουλιούνται μαζί με τις κούκλες, τα στρατιωτάκια και τα αυτοκινητάκια. Τι προτιμούν τα παιδιά; Ό ταν τους δίνεται το μοντεσσοριανό υλικό, τα παιδιά το δέχονται μ’ έναν ενθουσιασμό που μέχρι τώρα τον θεωρούσαν φανταστικό. Αυτά τα διφασμένα πνεύματα βρίσκονται τριγυρισμένα από έναν κόσμο που μόνα τους δεν μπορούν να τον καταλάβουν και να τον εξηγήσουν έτσι, όταν τους δίνονται τα μέσα να τον γνωρίσουν, ρίχνονται πάνω του σαν πεινα- σμένα λιοντάρια και καταβροχθίζουν ό,τι μπορεί να τα βοηθήσει να επιζήσουν και να προσαρμοστούν στον πολιτισμό όπως έχει εξελιχθεί σήμερα.
Ό ταν βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτή τη μεγάλη δύναμη του παιδιού και τη σπουδαιότητά του για την ανθρωπότητα, οφείλουμε να παρατηρήσουμε προσεκτικά αυτή τη δύναμη και να δούμε με ποιο τρόπο μπορούμε να την ενισχύσουμε. Αντί να στηρίζουμε μια μυστικιστική πίστη στο παιχνίδι του παιδιού, πρέπει να πιστέψουμε στο ίδιο το παιδί και να φροντίσουμε να δημιουργήσουμε μια πρακτική επιστήμη για να χρησιμοιήσουμε αυτές τις δυνάμεις που η διαίσθησή μας έφτασε σήμερα να αναγνωρίζει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Περίοδοι και φύση του δεκτικού νου
Το παιδί φτιάχνει μόνο τον τη «νοητική τον σάρκα», χρησιμοποιώντας τα πράγματα που βρίσκει στο περιβάλλον τον. Αντό τον τύπο του νου τον ονομάσαμε «δεκτικό νου» και είναι δύσκολο για μας να σνλλά- βουμε το μέγεθος των δννάμεών τον. Αν μπορούσε τονλάχιστον να σννεχίσει να νπάρχει!
Η νέα αντίληψη παίρνει ζωή στο κέντρο της ίδιας της λειτουργίας της και ανατρέπει όλες τις προηγούμε
νες ιδέες για την παιδεία. Υποστηρίζει ότι το σχολείο δεν πρέπει πια να είναι ένας ξεχωριστός κόσμος και ούτε να προστατεύεται προσεκτικά το παιδί από τις κοινωνικές επαφές. Για να δοθεί στη ζωή η σωστή προστασία πρέπει να μελετηθούν με συμπάθεια οι νόμοι της, και οι ψυχο- λόγοι που έχουν μελετήσει μικρά παιδιά από τα πρώτα
τους πέντε χρόνια ανακάλυψαν ότι σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο γίνεται το κτίσιμο, η δόμηση του ανθρώπου. Από ψυχολογική άποψη, τη στιγμή της γέννησης δεν υπάρχει τίποτε - ένα μηδέν! Και όχι μόνο από ψυχολογική, γιατί στη γέννησή του το παιδί είναι σχεδόν παράλυτο, ανίκανο να κάνει οτιδήποτε. Και να, που μετά από λίγο αρχίζει να μιλάει, να περπατάει και να προχωρεί από τη μια κατάκτηση στην άλλη μέχρι να χτίσει τον Ά ν θρωπο σ’ όλη τη μεγαλοσύνη του, σ’ όλη τη διάνοιά του! Αυτές οι μεγάλες δυνάμεις του παιδιού, που επιτέλους τράβηξαν την προσοχή και άλλων επιστημόνων πέρα από μένα, ήταν μέχρι τώρα κρυμμένες κάτω από το μανδύα της μητρότητας, με την έννοια πως ο κόσμος πίστευε ότι η μητέρα μάθαινε στο παιδί να μιλάει και να περπατάει. Δεν είναι όμως η μητέρα, μα το ίδιο το παιδί που κάνει αυτά τα πράγματα αυθόρμητα. Αυτό που παράγει η μητέρα είναι ένα νεογέννητο βρέφος. Αλλά το βρέφος αυτό παράγει τον άνθρωπο και το κάνει αυτό ακόμα κι αν η ■μητέρα πεθάνει ή δεν μπορέσει να του δώσει το γάλα που χρειάζεται για την ανάπτυξή του. Ακόμα κι αυτό που ονομάζουμε μητρική γλώσσα του παιδιού δεν είναι κάτι που προέρχεται πραγματικά από τη μητέρα, γιατί ένα παιδί που συμβαίνει να έχει γεννηθεί σε μια ξένη προς τους γονείς χώρα μαθαίνει με ευκολία τη γλώσσα του πε- ρίγυρού του, ακόμα κι αν οι γονείς του δεν καταφέρουν ποτέ να τη μάθουν καλά. Η ευκολία επομένως δεν είναι κληρονομική· δεν οφείλεται ούτε στον πατέρα ούτε στη μητέρα, αλλά στο παιδί, που, χρησιμοποιώντας ό,τι βρίσκει γύρω του, διαμορφώνει τον εαυτό του για το μέλλον.
Σύμφωνα με τους σύγχρονους ψυχολόγους, που έχουν παρακολουθήσει πολλά παιδιά από τη γέννησή τους ως το πανεπιστήμιο, υπάρχουν στη διάρκεια της ανάπτυξής τους διάφορες και ξεχωριστές περίοδοι, που κατά περίεργο τρόπο αντιστοιχούν στις διάφορες φάσεις της σω
ματικής ανάπτυξης. Οι αλλαγές είναι τόσο μεγάλες, που ορισμένοι ψυχολόγοι, υπερβάλλοντας στην προσπάθειά τους να τις κάνουν σαφείς, έχουν εκφραστεί ως εξής: «Η ανάπτυξη είναι μια διαδοχική σειρά γεννήσεων». Φαίνεται πως σε κάποια περίοδο της ζωής ένα ψυχικό άτομο σταματάει να υπάρχει και γεννιέται ένα άλλο. Η πρώτη απ’ αυτές τις περιόδους εκτείνεται από τη γέννηση ως τα έξι χρόνια και, παρά τις σημαντικές διακυμάνσεις που παρουσιάζει σ’ όλη τη διάρκειά της, όσον αφορά το είδος της νόησης μένει το ίδιο. Στην περίοδο αυτή παρατηρούνται δύο υποδιαιρέσεις, από τη γέννηση ως τα τρία κι από τα τρία ως τα έξι, από τις οποίες η πρώτη χαρακτηρίζεται από μια νοοτροπία απρόσιτη στον ενήλικο, που δεν μπορεί να ασκήσει καμιά επιρροή πάνω της. Μετά έρχεται η περίοδος από τα τρία ως τα έξι, στην οποία η ψυχική οντότητα αρχίζει να γίνεται προσιτή, αλλά με ειδικό μόνο τρόπο. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μεγάλες μεταβολές που συμβαίνουν στο άτομο, έτσι που στα έξι του χρόνια γίνεται γενικά παραδεκτό ότι το παιδί είναι αρκετά έξυπνο για να μπει στο σχολείο. Μπορεί, βέβαια, από πολύ πιο νωρίς να παρακολουθήσει, με μεγάλο κέρδος, ένα από τα σχολεία που ακολουθούν τις νέες γραμμές που υποστηρίζουμε εδώ, αλλά στα έξι του χρόνια το παιδί ολοκληρώνει ένα στάδιο· κι αυτό αντιστοιχεί με αλλαγές σωματικές, όπως είναι η αλλαγή των πρώτων δοντιών. Το διάστημα από τα έξι ως τα δώδεκα είναι μια περίοδος ανάπτυξης, αλλά όχι μεταβολών. Συνήθως χαρακτηρίζεται από ηρεμία και υπακοή. Μια τρίτη περίοδος που ακολουθεί, από τα δώδεκα στα δεκαοχτώ, είναι και πάλι περίοδος μεταβολών, ψυχικών και σωματικών. Η επίσημη παιδεία όλων των χωρών αναγνωρίζει ασυνείδητα την πραγματικότητα αυτών των περιόδων, δεδομένου ότι τα παιδιά μπαίνουν στο δημοτικό στα έξι τους χρόνια και περνάνε σ’ ένα ανώτερο σχολείο στα δώδεκα,
όταν αρχίζει μια νέα νοητική φάση. Στη διάρκεια της τρίτης αυτής περιόδου ο χαρακτήρας δεν είναι σταθερός. Συχνά παρουσιάζει απειθαρχία και ένα είδος ανταρσίας, αλλά το συνηθισμένο σχολείο συνεχίζει απτόητο το δρόμο του, αδιάφορο στις αντιδράσεις αυτές, ακολουθώντας το πρόγραμμά του και τιμωρώντας τους αντάρτες. Στα δεκαοχτώ ακολουθεί συχνά το πανεπιστήμιο με σπουδές πολύ πιο εντατικές, αλλά χωρίς ουσιαστικές διαφορές στη μέθοδο, γιατί ο φοιτητής πρέπει κι εδώ να κάθεται και ν ’ ακούει για ν ’ αποκτήσει ένα δίπλωμα που συχνά η χρήση του αποδεικνύεται πολύ αμφίβολη. Η σωματική ωριμότητα έχει ολοκληρωθεί, αλλά όλα αυτά τα χρόνια της μελέτης, τα χρόνια της παθητικής ακρόασης δεν έχουν φτιάξει έναν άνθρωπο με θέληση και κρίση. Χρειάζεται πρακτική εξάσκηση και πείρα για να γίνει .αυτό, αν μπορεί ακόμα να γίνει. Έτσι, ακόμα και στη Νέα Υόρκη, βλέπει κανείς σειρές από νεαρούς επιστήμονες να κουβαλάνε πανό με τις λέξεις: «Είμαστε χωρίς •δουλειά!!! Πεινάμε!». Μια ενδεικτική καταγγελία ενάντια σε μια κοινωνίά που έχει ξοδέψει τόσο πολλά για την παιδεία!
Πολλοί είναι οι στοχαστές που, απέναντι στην ανίσχυρη και ανυπεράσπιστη θέση του νεογέννητου πα ιδιού , αναρωτήθηκαν γιατί ο άνθρωπος, το πλάσμα με την υψηλότερη νοημοσύνη, είναι υποχρεωμένο να έχει την πιο μακριά και οδυνηρή παιδική ηλικία απ’ όλα τα ζώα. Πολλοί αναρωτήθηκαν τι είναι αυτό που συμβαίνει στην περίοδο της παιδικής ηλικίας. Είναι σίγουρα μια δημιουργία, γιατί το άτομο φαίνεται να αρχίζει απ’ το μηδέν. Δεν υπήρχε στο μωρό μια ψιλή φωνή που αργότερα δυναμώνει, όπως το γατάκι τελειοποιεί το νιαούρισμά του ή όπως το μοσχαράκι και το μικρό πουλί δυναμώνουν απλώς τα εκφραστικά τους μέσα. Στην περίπτωση του ανθρώπου, και μόνο σ’ αυτή, δεν πρόκειται για ανάπτυ
ξη, αλλά για δημιουργία εκ του μηδενός. Είναι, ένα τρομερό βήμα αυτό που κάνει το παιδί, ένα βήμα που ο ενήλικος δεν είναι ικανός να κάνει. Για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί το κατόρθωμα αυτό, χρειάζεται ένας νους διαφορετικός απ’ αυτόν του ενηλίκου, προικισμένος με διαφορετικές δυνάμεις. Γιατί αυτή η δημιουργία που κάνει το παιδί δεν είναι μικρό κατόρθωμα! Δημιουργεί όχι μόνο τη γλώσσα, αλλά και τα όργανα που του επιτρέπουν να τη μιλήσει. Δημιουργεί κάθε σωματική κίνηση, κάθε μέσο νοητικής έκφρασης.
Ό λα αυτά γίνονται όχι συνειδητά, με τη βοήθεια της θέλησης, αλλά μ’ αυτό που ονομάζεται υποσυνείδητος νους, γεμάτος από τη νόηση, που συναντά κανείς σ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα, ακόμα και στα έντομα, που μοιάζουν μερικές φορές να είναι προικισμένα μέ λογική. Μ’ αυτό τον υποσυνείδητο νου κατορθώνει το παιδί αυτό#το θαυμάσιο δημιουργικό έργο, με μια δύναμη τόσο υψηλής ευαισθησίας, που θυμίζει κάπως τη φωτογραφική πλάκα στην ικανότητά τη ς να καταγράφει εντυπώσεις με την παραμικρή λεπτομέρεια. Τα πράγματα που βλέπει το παιδί στον περίγυρό του ξυπνάνε μέσα του ένα έντονο ενδιαφέρον, έναν ενθουσιασμό που διεισδύει στον πυρήνα της ζωής του. Αυτή η υποσυνείδητη δύναμη μπορεί να κάνει διαχωρισμούς. Παραδεχόμαστε πως το παιδί γεννιέται με την αίσθηση της ακοής, ώστε μπορεί ν ’ ακούσει την ανθρώπινη φωνή, γιατί όμως ανάμεσα στα εκατομμύρια ήχους που το περιβάλλουν διαλέγει να μιμηθεί μόνο αυτήν; Γιατί η ανθρώπινη ομιλία έχει κάνει μια ειδική εντύπωση στον υποσυνείδητο νου, επειδή συνδέεται με ένα έντονο συναίσθημα, έναν ενθουσιασμό ικανό να δονήσει αόρατους ιστούς για την αναπαραγωγή αυτών των ήχων, ενώ άλλοι δεν προκαλούν αυτή την έντονη έξαρση. Η αφομοίωση αυτής της γλώσσας από το παιδί είναι τόσο ακριβής, που αποτελεί μέρος της ψυχικής του προσωπι
κότητας, το μέρος που θα ονομαστεί μητρική γλώσσα για να διαχωριστεί καθαρά από κάθε άλλη γλώσσα που θα μάθει πιθανόν αργότερα, ύστερα από μεγάλη προσπάθεια. Αυτό που συμβαίνει μέσα στο παιδί είναι μια νοη- τική χημική αντίδραση, που παράγει μια χημική μεταλλαγή . Οι εντυπώσεις αυτές δεν διεισδύουν απλώς στο νου του παιδιού, αλλά τον διαμορφώνουν ενσαρκώνονται, γιατί το παιδί φτιάχνει μόνο του τη «νοητική του σάρκα», χρησιμοποιώντας τα πράγματα που βρίσκει στο περιβάλλον του. Αυτό τον τύπο του νου τον ονομάσαμε «δεκτικό νου» και είναι δύσκολο για μας να συλλάβουμε το μέγεθος των δυνάμεών του. Αν μπορούσε τουλάχιστον να συνεχίσει να υπάρχει! Το χάσιμό του είναι η τιμή που πληρώνουμε για την απόκτηση της πλήρους ανθρώπινης συ- νειδητότητας· είναι όμως πολύ βαρύ αντίτιμο να γίνεσαι, από θεός, άνθρωπος!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Εμβρυολογία
Οι μητέρες, σήμερα, έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό τη φυσικότητα του μητρικού ενστίκτου. Είναι ανάγκη, όμως, να επιστρέφουν σε μια συνεργασία με τη φύση και η επιστήμη να τις βοηθήσει να κατανοήσουν τους τρόπους με τους οποίους θα προστατεύσουν την φυ- χική ανάπτυξη του παιδιού.
Η προσπάθεια μας να εισχωρήσουμε βαθύτερα στα μυστήρια του δεκτικού νου μάς οδηγεί στην έρευνα
της προγεννητικής ζωής και της σύλληψης, προς τις οποίες υπάρχει στις μέρες μας ένας νέος προσανατολισμός όλων των βιολογικών μελετών. Προηγουμένως το αντικείμενο της μελέτης ήταν πάντα το ενήλικο είδος της ζωικής ή φυτικής ζωής, όπως και για την κοινωνιολογία ο ενήλικος άνθρωπος. Οι επιστήμονες τώρα φαίνεται να έχουν πάρει την αντίθετη κατεύθυνση και στη μελέτη -τόσο του ανθρώπου όσο και των άλλων μορφών ζωής-
εξετάζουν τα πολύ νεαρά άτομα καί την προέλευσή τους. Έτσι, το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στην εμβρυολογία, τη ζωή του γεννητικού κυττάρου, του κυττάρου που προήλθε από τα δύο κύτταρα των ενηλίκων. Η ζωή του παιδιού, αυτό που γεννιέται και γεννάει, ξεκινάει από τον ενήλικο και τελειώνει με τον ενήλικο* αυτός είναι ο τρόπος, το μονοπάτι της ζωής.
Η φύση προσφέρει ειδική προστασία στα μικρά ζώα. Για παράδειγμα, το παιδί γεννιέται μέσα στην αγάπη. Η ίδια η γέννησή του οφείλεται στην αγάπη, και μόλις γεννηθεί περιβάλλεται από την αγάπη του πατέρα και της μητέρας, μια αγάπη που δεν είναι προσποιητή ούτε επιβάλλεται από τη λογική, όπως το συναίσθημα της αδελφότητας, που προσπαθούν να ξυπνήσουν μέσα μας όλοι οι φρόνιμοι άνθρωποι. Μόνο στον τομέα της ζωής του παιδιού μπορούμε να βρούμε το είδος της αγάπης που αποτελεί το ιδανικό της ανθρώπινης ηθικής, την αγάπη που εμπνέει την αυτοθυσία και την αφιέρωσή μας στην υπηρεσία του άλλου. Η θυσία αυτή, που κάνουν οι.γονείς, είναι κάτι φυσικό, τους δίνει χαρά και δεν τη νιώθουν καθόλου σαν θυσία* είναι η ίδια η ζωή. Είναι, όμως, μια υψηλότερη μορφή ζωής απ’ αυτήν που βρίσκει την έκφρασή της ως κοινωνικός ανταγωνισμός και ως «επιβίωση του πιο ικανού». Ό σο και αν φαίνεται περίεργο, αυτούς τους δύο τρόπους μπορεί να τους παρατηρήσει κανείς και στα ζώα, όπου ακόμα και τα άγρια θηρία φαίνονται να αλλάζουν φυσικά ένστικτα όταν αποκτούν οικογένεια. Είναι ένα είδος επικράτησης κάποιων ειδικών ενστίκτων πάνω στα συνηθισμένα, που κάνει τα φοβι- τσιάρικα ζώα, εκείνα δηλαδή που έχουν ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης πιο έντονο από το δικό μας, ν’ αλλάξουν εντελώς το ένστικτο αυτό σε προστασία των μικρών τους και σε αψηφισιά και αδιαφορία για τη δική τους ασφάλεια. Έτσι, ο μεγάλος Γάλλος βιολόγος Φαμπρ συμπε
ραίνει πως το κάθε είδος επέζησε χάρη σ’ αυτό το σπουδαίο μητρικό ένστικτο και όχι μόνο χάρη στα όπλα με τα οποία το προίκισε η φύση για ν ’ αντεπεξέλθει στον αγώνα για την επιβίωση. Μήπως τα μικρά τιγράκια δεν είναι χωρίς δόντια και τα πουλάκια χωρίς φτερά; Αλλά και πέρα απ’ αυτό είναι συναρπαστικό να βλέπεις την αποκάλυψη της νοημοσύνης ακόμη και στις χαμηλότερες μορφές ζωής, όταν αυτή χρειάζεται για την προστασία των μικρών κι όχι για απλή αυτοάμυνα.
Οι επιστήμονες του περασμένου αιώνα πίστευαν πως μέσα στο γεννητικό κύτταρο θα πρέπει να υπήρχε ένας μι- κροσκοπικός, ήδη σχηματισμένος άνθρωπος, που μετά δεν είχε παρά να μεγαλώσει, όπως συμβαίνει στην περίπτωση άλλων θηλαστικών, και διαφωνούσαν πάνω στο αν αυτό το μικροσκοπικό ανθρώπινο πλάσμα προερχόταν από τον ανδρικό ή τον γυναικείο σπόρο. Η ανακάλυψη του μικροσκοπίου επέτρεψε να μελετήσουν τα πράγματα από πιο κοντά και αναγκάστηκαν, απρόθυμα, να παραδεχτούν το συμπέρασμα ότι δεν προϋπάρχει τ ίποτε στο γεννητικό κύτταρό. Το κύτταρο διαιρείται μόνο του στα δύο, τα δύο στα τέσσερα και μ’ αυτό τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων δημιουργείται το ανθρώπινο πλάσμα. Η εμβρυολογία έχει προχωρήσει στο σημείο να ανακαλύψει ότι υπάρχει μόνο ένα προδιαγραμμένο σχέδιο κατασκευής, που φέρνει όλα τα σημάδια της νοημοσύνης και της λογικής. Ό πω ς ο άνθρωπος που χτίζει ένα σπίτι αρχίζει να μαζεύει τούβλα, έτσι και το κύτταρο αυτό με τις διχοτομήσεις του συσσωρεύει έναν ορισμένο αριθμό κυττάρων και κτίζει μ’ αυτά τρεις τοίχους μέσα στους οποίους θα κατασκευαστούν αργότερα τα όργανα. Ο τρόπος κατασκευής είναι ασύλληπτος. Αρχίζει σ’ ένα κύτταρο, σ’ ένα σημείο, γύρω από το οποίο ο ρυθμός πολλαπλασιασμού των κυττάρων γίνεται πυρετώδης, ενώ αλλού συνεχίζει όπως πριν. Ό τα ν η έντονη αυτή δράστη-
ριότητα σταματήσει, έχει ήδη δημιουργηθεί ένα όργανο. Ο επιστήμονας που το ανακάλυψε αυτό το ερμήνευσε ως εξής: υπάρχουν σημεία ευαισθησίας γύρω από τα οποία γίνεται η κατασκευή. Τα όργανα αυτά αναπτύσσονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο σαν ο σκοπός του καθε- νός να ήταν να κτίσει μόνο για τον εαυτό του' στην έντονη αυτή δραστηριότητά τους τα κύτταρα γύρω από το κάθε κέντρο βρίσκονται τόσο πολύ ενωμένα, τόσο πολύ διαπο- τισμένα μ’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε το ιδανικό τους, που αυτομεταμορφώνονται και γίνονται διαφορετικά από τα άλλα κύτταρα, παίρνοντας μια ειδική μορφή ανάλογα με το όργανο που σχηματίζουν. Ό ταν τα διάφορα όργανα έχουν έτσι ολοκληρώσει τη διαμόρφωσή τους ανεξάρτητα, κάτι άλλο έρχεται να τα συνδέσει το ένα με το άλλο, και όταν πια είναι τόσο ενωμένα μεταξύ τους που δεν μπορούν να ζήσουν χωριστά, το παιδί γεννιέται. Το κυκλοφοριακό σύστημα είναι αυτό που τα συνδέει αρχικά και, μετά, την ένωση αυτή την ενισχύει το νευρικό σύστημα. Το σχέδιο της κατασκευής αποδει- κνύεται ότι βασίζεται σ’ ένα σημείο ενθουσιασμού από το οποίο ξεκινάει και πραγματοποιείται μια δημιουργία' και, μόλις η δημιουργία των οργάνων ολοκληρωθεί, είναι προορισμένα να συνδεθούν, να ενωθούν για να γεννηθεί ένα ανεξάρτητο ζωντανό πλάσμα. Ό λα τα ανώτερα ζώα ακολουθούν αυτό το σχέδιο. Στη φύση υπάρχει μόνο ένα σχέδιο κατασκευής.
Φαίνεται πως κι η ανθρώπινη ψυχή κατασκευάζεται με τον ίδιο τρόπο· κι αυτή αρχίζει από το τίποτε, γιατί στο νεογέννητο παιδί φαίνεται πως, από ψυχική άποψη, δεν υπάρχει τίποτε το ήδη κατασκευασμένο και τα όργανα σχηματίζονται γύρω από ένα σημείο ευαισθησίας. Κι εδώ υπάρχει μια συσσώρευση υλικού που γίνεται από τον δεκτικό νου. Μετά απ’ αυτό έρχονται σημεία ευαισθησίας, τόσο έντονης, που το μυαλό του ενηλίκου δεν
μπορεί καν να τη φανταστεί, όπως συμβαίνει με τη μάθηση της ομιλίας. Απ’ αυτά τα σημεία ευαισθησίας δεν αναπτύσσεται η ίδια η ψυχή, αλλά τα όργανα που θα χρειαστεί η ψυχή. Κι εδώ το κάθε όργανο αναπτύσσεται ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα, όπως π.χ. η ομιλία, η ικανότητα να υπολογίζουμε τις αποστάσεις ή να προσανατολιζόμαστε σ’ ένα περιβάλλον, η ικανότητα να στεκόμαστε στα δυο πόδια κι άλλες ικανότητες συντονισμού. Το καθένα αναπτύσσεται γύρω από ένα ενδιαφέρον τόσο έντονο, που τραβάει το παιδί και το σπρώχνει να κάνει μια σειρά από πράξεις. Στην κάθε περίπτωση, όταν το όργανο έχει πια διαμορφωθεί, η ευαισθησία εξαφανίζεται από τη στιγμή που όλα τα όργανα είναι έτοιμα και ενώνονται για να σχηματίσουν μια ψυχική οντότητα.
Είναι φανερό πως δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει την κατασκευή της ψυχής του παιδιού χωρίς να γνωρίζει αυτές τις ευαίσθητες περιόδους και τη σειρά της εμφάνισής τους. Πολλές φορές μας απαντούν ότι οι προηγούμενες γενιές δεν είχαν καμιά τέτοια γνώση κι ωστόσο έφτιαξαν γερά και δυνατά παιδιά·;'πρέπει όμως να μην ξεχνάμε πως ζούμε σ’ έναν ιδιαίτερα τεχνητό πολιτισμό, στον οποίο τα φυσικά ένστικτα με τα οποία η φύση προίκισε τη μητέρα είναι σε μεγάλο βαθμό καταπιεσμένα ή εκμηδενισμένα. Μια μητέρα που ζεί απλά εξακολουθεί και σήμερα, οδηγημένη από το ένστικτό της, να βοηθάει το παιδί στην ευαίσθητη περίοδο, προσφέροντάς του το περιβάλλον που χρειάζεται, παίρνοντας το παιδί μαζί της παντού και προστατεύοντάς το με τη μητρική της αγάπη. Οι μητέρες σήμερα όμως έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό το ένστικτο αυτό και η ανθρωπότητα βαδίζει προς τον εκφυλισμό. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να μελετήσουμε τις φάσεις του μητρικού ενστίκτου, καθώς και τις φάσεις της φυσικής ανάπτυξης του παιδιού, γιατί είναι συμπληρωματικές. Οι μητέρες θα πρέπει να επιστρέφουν σε μια συ
νεργασία με τη φύση ή η επιστήμη πρέπει να βρει κάποιο τρόπο να βοηθάει και να προστατεύει την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού, όπως βρήκε τρόπους να βοηθάει και να προστατεύει τη σωματική ανάπτυξη. Η μητρική αγάπη είναι μια δύναμη, μια από τις δυνάμεις της φύσης, και οι επιστήμονες πρέπει να την προσέξουν ιδιαίτερα, έτσι που στο εξής οι μητέρες να μπορέσουν να βοηθήσουν συνειδητά, αφού δεν μπορούν πια να το κάνουν ενστι- κτωδώς. Η εκπαίδευση πρέπει να προσφέρει στις μητέρες τη γνώση πως από τη γέννηση των παιδιών τους μπορούν να προστατέψουν συνειδητά τις ψυχικές ανάγκες τους, αντί να τα κλείνουν μέσα σε πεντακάθαρα και άψογα παιδικά δωμάτια, για να τα περιποιηθεί κάποια καλά εκπαιδευμένη παραμάνα που ικανοποιεί αδιάφορα και συνοπτικά τις σωματικές τους ανάγκες. Είναι γεγονός ότι τα παιδιά που αντιμετωπίζουν τέτοια μεταχείριση μπορούν να πεθάνουν κυριολεκτικά από πνευματική στέρηση ή από πλήξη. Αυτό αποδείχτηκε εντυπωσιακά σε μια πόλη της Ολλανδίας, όπου δημιουργήθηκε ένα ίδρυμα που δίδασκε στους φτωχούς γονείς πώς να ανατρέφουν τα παιδιά τους υγιεινά. Στο ίδιο ίδρυμα, φτωχά παιδιά που είχαν χάσει τους γονείς τους ανατρέφονταν κάτω από επιστημονικά άμεμπτες συνθήκες από έμπειρες παραμάνες που τα τάιζαν και τα φρόντιζαν σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες απόψεις της υγιεινής. Μια ασθένεια ξέσπασε στο ίδρυμα και πολλά από τα παιδιά αυτά πέθα- ναν, ενώ τα φτωχά παιδιά που τα ’φεραν εκεί οι γονείς τους'δεν κόλλησαν την αρρώστια αυτή και ήταν ολοφάνερα πολύ πιο γερά από τα παιδιά του ιδρύματος, που είχαν ανατραφεί με τις τελευταίες ιδέες περί υγιεινής! Οι γιατροί κατάλαβαν έτσι πως κάτι ζωτικό έλειπε απ’ το ίδρυμά τους κι έκαναν μερικές αλλαγές. Οι νοσοκόμες άρχισαν να μιμούνται τη συμπεριφορά της μητέρας, να παίρνουν τα παιδιά στην αγκαλιά τους και να τα πα ί
ζουν. Έκαναν ό,τι έκαναν και οι μητέρες που δεν είχαν ιδέα από την επιστημονική φροντίδα, αλλά που κατευ- θύνονταν από τη φυσική τους στοργή και δεν δημιουργούσαν ένα τείχος υπερπροστασίας από τις κοινωνικές επαφές. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα παιδιά άρχισαν να γίνονται πιο γερά και να χαμογελάνε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Ψυχολογία της συμπεριφοράς (Μπιχαβιορισμός)
Υπάρχει ένα προκαθορισμένο σχέδιο, για την εκπλήρωση τον οποίον σχηματίζονται τα όργανα, και ο σκοπός της ζωής είναι η νπακοή στην απόκρνφη προσταγή πον εναρμονίζει τα πάντα και δημιονργεί έναν καλύτερο κόσμο. Ο κόσμος δεν φτιάχτηκε για να τον απολαμδάνονμε εμείς, αλλά εμείς φτιαχτήκαμε για να πάμε πιο μακριά το σνμπαν.
Κ αμιά από τις πρόσφατες ανακαλύψεις ή θεωρίες που προκύπτουν απ’ αυτές δεν μπορεί να εξηγήσει
απόλυτα το μυστήριο της ζωής και της ανάπτυξής της, χρησιμεύουν όμως για να δείξουν και να εικονογραφήσουν τα γεγονότα και να μας παρουσιάσουν το πώς γίνεται η ανάπτυξη. Έ να από τα πράγματα που έχουν αποδειχτεί είναι πως το σχέδιο κατασκευής είναι ένα και πως
όλοι οι τύποι των ζώων το ακολουθούν. Το σχέδιο αυτό μπορεί να το εντοπίσει κανείς πρακτικά στο έμβρυο, να το παρακολουθήσει στη μελέτη της παιδικής ψυχολογίας και να το αναγνωρίσει στην κοινωνία. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στα πρώτα τους στάδια όλα τα ζωικά έμβρυα είναι ίδια, είτε πρόκειται για άνθρωπο είτε για κουνέλι είτε για σαύρα. Για να ολοκληρώσουν τη διαμόρφωσή τους, τα σπονδυλωτά πρέπει να περάσουν από τις ίδιες φάσεις. Ό ταν όμως ολοκληρωθεί η εμβρυακή ανάπτυξη, η διαφορά είναι τεράστια. Μπορούμε να υποστηρίξουμε, με την ίδια βεβαιότητα, ότι το νεογέννητο βρέφος είναι ένα ψυχικό έμβρυο, έτσι ώστε στη γέννηση όλα τα παιδιά είναι ίδια και χρειάζονται την ίδια μεταχείριση ή αγωγή στη διάρκεια του σταδίου της εμβρυακής ανάπτυξης, της πνευματικής ενσάρκωσης. Ό ποιος και να είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα προέλθει από το έργο του παιδιού, παγκόσμια μεγαλοφυΐα ή γεωργός, άγιος ή εγκληματίας, ο καθένας πρέπει να περάσει από αυτές τις φάσεις της ενσάρκωσης. Και η αναλογία και η αγωγή στα πρώτα χρόνια της ζωής πρέπει να είναι ίδια για όλους και να υπαγορεύεται από την ίδια τη φύση που έχει φροντίσει να δημιουργήσει ορισμένες ανάγκες στο αναπτυσσόμενο πλάσμα. Είναι αλήθεια πως αργότερα παρουσιάζονται διαφορές ανάμεσα στα άτομα, αλλά τις διαφορές αυτές ούτε τις δημιουργούμε ούτε μπορούμε να τις προκαλέ- σουμε. Υπάρχει μια εσώτερη ατομικότητα, ένα εγώ, που αναπτύσσεται αυθόρμητα, ανεξάρτητα από μας, και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε εκείνον που δυνητικά είναι μια μεγαλοφυΐα, ένας στρατηγός ή ένας καλλιτέχνης να πραγματώσει τον εαυτό του και να βγάλουμε τα εμπόδια από το δρόμο της ανάπτυξης προς την πραγμάτωση αυτή! Έχουμε βεβαιωθεί για την ύπαρξη σημείων ευαισθησίας γύρω από τα οποία σχηματίζονται τα όργανα και για τη δημιουργία κατόπιν των
δύο συστημάτων, του κυκλοφοριακού και του νευρικού, που θα τα συνδέσουν και θα τα ενώσουν. Η επιστήμη δεν μπορεί, όμως, να εξηγήσει το γεγονός ότι μέσα απ’ όλες αυτές τις διαδικασίες γεννιέται στο φως ένα ζωντανό ον, ελεύθερο και ανεξάρτητο, διαφορετικό από όλα τα άλλα, με τον δικό του χαρακτήρα.
Στα 1930 έγινε στη Φιλαδέλφεια μια επιστημονική ανακάλυψη που ανέτρεψε εντελώς τις τρέχουσες θεωρίες. Βρέθηκε πως το οπτικό νευρικό κέντρο στον εγκέφαλο σχηματίζεται πριν από το οπτικό νεύρο και πολύ πριν από το μάτι. Το συμπέρασμα ήταν πως στα ζώα η ψυχική μορφή προηγείται της σωματικής και ότι, επομένως, τα ένστικτα του κάθε ζώου και οι φυσικές του συνήθειες έχουν καθοριστεί πριν ακόμα σχηματιστεί το όργανο που θα τα εκφράσει. Αν το ψυχικό μέρος προϋπάρχει, αυτό σημαίνει πως το σωματικό μέρος ολοκληρώνει την κατασκευή του υπακούοντας στις απαιτήσεις της ψυχής, των ενστίκτων τα όργανα και τα μέλη του κάθε ζώου, σ’ όποιο είδος και να ανήκει, είναι αυτά που απαι- τόύνται:για να εκφραστούν αυτά τα ένστικτα. Η νέα θεωρία είναι γνωστή σαν Μπιχαβιορισμός (Ψυχολογία της συμπεριφοράς) και είναι αντίθετη προς την παλιά άποψη ότι τα ζώα αποκτούσαν τις συνήθειές τους με σκοπό να προσαρμοστούν στο περιβάλλον. Παλιότερα πίστευαν πως η θέληση του ενηλίκου προκαλούσε τις απαραίτητες μεταβολές της σωματικής δομής στον αγώνα για την επιβίωση και ότι βαθμιαία, μέσα από διαδοχικές γενιές, ολοκληρωνόταν η προσαρμογή αυτή. Η νέα θεωρία δεν το αντικρούει αυτό, αλλά τοποθετεί ως κέντρο των πάντων τις ενστικτώδεις συνήθειες ή τη συμπεριφορά του ζώου. Οι προσπάθειες του ζώου να προσαρμοστεί μπορούν να πετύχουν εφόσον ασκούνται μέσα στα όρια της δικής του συμπεριφοράς. Έ να τέτοιο παράδειγμα είναι η αγελάδα, ένα δυνατό ζώο, γερό και καλοφτιαγμένο.
Μπορούμε να ακολουθήσουμε την εξέλιξή του στη γεωλογική ιστορία του κόσμου. Κάνει την εμφάνισή της όταν η γη έχει ήδη βλάστηση, και μπορεί κανείς ν ’ αναρωτηθεί γιατί το ζώο αυτό διάλεξε να τρέφεται μόνο με χορτάρι, την πιο δύσπεπτη τροφή, απαιτώντας έτσι τη δημιουργία τεσσάρων στομαχιών. Αν το πρόβλημά της ήταν μόνο η επιβίωση, θα ήταν πιο εύκολο να φάει κάποιο άλλο πράγμα που υπήρχε σε αφθονία. Εκατομμύρια χρόνια έχουν περάσει από τότε, αλλά ακόμα βλέπουμε τις αγελάδες, κάτω από φυσικές συνθήκες, να τρώνε μόνο χορτάρι. Ό τα ν τις παρατηρήσει κανείς από κοντά τις βλέπει να κόβουν με τα δόντια τους το χορτάρι χαμηλά κοντά στη ρίζα, αλλά να μην ξεριζώνουν ποτέ το φυτό- είναι σαν να ξέρουν πως το χορτάρι πρέπει να κόβεται κοντά στις ρίζες για να αναπτύξει υπόγεια βλαστάρια,, αλλιώς σύντομα μαραίνεται και πεθαίνει. Αλλά το χορτάρι έχει τρομερή σημασία για τη διατήρηση άλλων φυτικών μορφών ζωής, γιατί συνδέει τους χαλαρούς κόκκους της άμμου και του χώματος, που αλλιώς θα τους παρέσυρε ο άνεμος. Ό χ ι μόνο σταθεροποιεί το έδαφος, αλλά και το λιπαίνει, προετοιμάζοντάς το για άλλες φυτικές μορφές. Τόσο μεγάλη είναι η σημασία του χορταριού στην οικονομία της φύσης. Αλλά, για τη συντήρησή του, είναι απαραίτητα δύο πράγματα πέρα από το κόψιμο: το ένα είναι η κοπριά και το άλλο είναι η πίεση κάτω από ένα μεγάλο βάρος. Ποια γεωργική μηχανή μπορεί να κάνει αυτά τα τρία πράγματα καλύτερα από μια αγελάδα; Κι επιπλέον η θαυμαστή αυτή μηχανή δίνει και γάλα εκτός από τη βοήθειά της στην ανάπτυξη του χορταριού και στη διατήρηση του χώματος. Έτσι, η συμπεριφορά της αγελάδας φαίνεται ειδικά σχεδιασμένη για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της φύσης, ακριβώς όπως η συμπεριφορά του κόρακα και του γύπα έχει στόχο την αποτελεσματική εξυπηρέτηση σ’ έναν άλλο τομέα, το καθάρισμα των ψοφιμιών.
Τα παραδείγματα αυτά αφορούν την εκλογή της τροφής από το ζώο και το συμπέρασμα, που στηρίζεται σε εκατοντάδες τέτοιες περιπτώσεις, είναι πως τα ζώα δεν τρώνε μόνο για να ικανοποιήσουν τον εαυτό τους, αλλά για να εκπληρώσουν μια αποστολή που τους έχει αναθέσει η συμπεριφορά τους, με ανώτερο σκοπό την αρμονία του σύμπαντος, που επιτυγχάνεται με τη συνεργασία όλων των πλασμάτων, έμψυχων και άψυχων. Υπάρχουν άλλα πλάσματα που τρώνε μ’ έναν τόσο ακανόνιστο ρυθμό, που δεν μπορεί να το κάνουν για να διατηρηθούν απλώς στη ζωή. Δεν τρώνε για να ζήσουν, αλλά ζούνε για να τρώνε! Έ να τέτοιο παράδειγμα είναι το κοινό σκουλήκι, που τρώει κάθε μέρα μια ποσότητα χώματος διακόσιες φορές όσο είναι το σώμα του. Ο Δαρβίνος ήταν εκείνος που πρώτος είπε ότι χωρίς σκουλήκια η γη θα ήταν λιγότερο παραγωγική.
Η συμβολή της μέλισσας στη γονιμοποίηση των λου- λουδιών είναι ένα άλλο γνωστό παράδειγμα. Μ’ αυτή την παρατήρηση διάφορων συμπεριφορών αρχίζουμε, να βλέπουμε ότι πολλά ζώα θυσιάζονται προς όφελος άλλων μορφών ζωής, αντί να τρώνε απλώς για να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της δικής τους ύπαρξης. Έτσι, στον ωκεανό βρίσκονται διάφοροι μονοκύτταροι οργανισμοί που ενεργούν σαν φίλτρα, απαλλάσσοντας το νερό από ορισμένα δηλητηριώδη άλατα, και στην άσκηση αυτής της λειτουργίας πίνουν τόσο τρομερές ποσότητες νερού, που στον άνθρωπο θα αναλογούσαν με ένα γαλόνι ανά δευτερόλεπτο σε όλη του τη ζωή! Ο σκοπός που κάνει τα διάφορα ζώα να συμπεριφέρονται με τρόπους που ευνοούν τη διατήρηση της ζωής γενικότερα μπορεί να μη φτάνει ποτέ στη συνείδησή τους, ωστόσο από τη δική τους δουλειά εξαρτάται η διατήρηση των ανώτερων μορφών ζωής, της ίδιας της επιφάνειας της γης, η καθαρότητα του αέρα και του νερού.
Ό λα αυτά μας αποδεικνύουν πως υπάρχει ένα προκαθορισμένο σχέδιο, για την εκπλήρωση του οποίου σχηματίζονται τα όργανα, και ο σκοπός της ζωής είναι η υπακοή στην απόκρυφη προσταγή που εναρμονίζει τα πάντα και δημιουργεί έναν καλύτερο κόσμο. Ο κόσμος δεν φτιάχτηκε για να τον απολαμβάνουμε εμείς, αλλά εμείς φτιαχτήκαμε για να πάμε πιο μακριά το σύμπαν.
Ό ταν μελετάμε το ανθρώπινο είδος και το συγκρίνουμε με άλλους τύπους ζώων, βρίσκουμε ορισμένες διαφορές και η κυριότερη απ’ αυτές είναι ότι η ανθρωπότητα δεν έχει προικιστεί μ’ ένα ορισμένο είδος κίνησης ή μ’ ένα ορισμένο είδος κατοικίας. Α π’ όλα τα ζώα ο άνθρωπος είναι ο πιο ικανός να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε κλίμα, τροπικό ή αρκτικό, στην έρημο ή στη ζούγκλα. Μόνο ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πάει όπου θέλει. Είναι επίσης ικανός για τις πιο ποικίλες κινήσεις και μπορεί να κάνει με τα χέρια του πράγματα που κανένα άλλο ζώο δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει. Η συμπεριφορά του ανθρώπου φαίνεται να μην έχει όρια· είναι ελεύθερη. Το ανθρώπινο, είδος έχει τους πιο πολλαπλούς τρόπους έκφρασης· στον τομέα των κινήσεων μπορεί να περπατήσει, να τρέξει, να πηδήσει, να συρθεί- μπορεί να κάνει τεχνητές κινήσεις στο χορό και κολυμπάει σαν ψάρι. Στο παιδί, ωστόσο, καμιά απ’ αυτές τις δυνατότητες δεν υπάρχει στη γέννηση· ο άνθρωπος πρέπει να τις κατακτήσει μια-μια, στα πρώτα παιδικά χρόνια. Το ον αυτό, που γεννήθηκε χωρίς δύναμη να κινηθεί, σχεδόν παράλυτο, μπορεί με την άσκηση να μάθει να περπατάει, να τρέχει και να σκαρφαλώνει όπως τα άλλα ζώα, αλλά με δική του προσπάθεια. Το παιδί όχι μόνο αποκτά όλες τις ανθρώπινες ικανότητες, που είναι περισσότερες και πιο ποικίλες από των άλλων ζώων, αλλά πρέπει και να προσαρμόσει την ύπαρξη που διαμορφώνει στις κλιματικές και άλλες συνθήκες, μέσα στις οποίες θα ζήσει, και στις απαιτήσεις ενός πολι
τισμού που κάθε μέρα γίνεται πιο πολύπλοκος. Αν οι άνθρωποι ήταν τόσο καθορισμένοι στη συμπεριφορά τους όσο και τα ζώα, δεν θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, που αλλάζουν σε κάθε γενιά. Η ικανότητα και η ανάγκη της προσαρμογής φαίνεται να τοποθετείται από τη φύση μόνο σ’ ό',τι αφορά την παιδική διαμόρφωση· ο ενήλικος παύει να είναι προσαρμοστικός. Ο ενήλικος θεωρεί τον δικό του χώρο το πιο επιθυμητό σημείο της ζωής, όποια κι αν είναι τα μειονεκτήματά του, και ποτέ δεν καταφέρνει να μάθει στην εντέλεια τους ήχους μιας ξένης γλώσσας, ακόμα κι αν είναι απλούστερη από τη δική του, την οποία όμως έμαθε με ευκολία στα παιδικά του χρόνια. Οι ενήλικοι μπορεί να θαυμάσουν ένα περιβάλλον και να το θυμούνται, το παιδί όμως τό αφομοιώνει ασυνείδητα και σχηματίζει μ’ αυτό ένα μέρος της ψυχής του- έτσι, ενσαρκώνει μέσα του τα πράγματα που βλέπει και που ακούει σαν γλώσσα, σαν πραγματικές εσωτερικές μεταβολές. Αυτό το είδος της μνήμης ονομάζεται από τους ψυχολόγους Μνήμη (Μηβηιβ) και ο στόχος της είναι να κατασκευάσει μια συμπεριφορά ταιριαστή όχι μόνο με το χρόνο και τον τόπο της ζωής του ατόμου αλλά και τη νοοτροπία της κοινωνίας του. Οι ενήλικοι συμβαίνει να έχουν συναισθήματα και προκαταλήψεις, θρησκευτικές κυρίως, που η λογική τους μπορεί να τις απορρίπτει- ποτέ όμως δεν τα καταφέρνουν ν’ απαλλαγούν εντελώς απ’ αυτές, γιατί αποτελούν μέρος του είναι τους, βρίσκονται πραγματικά «στο αίμα» τους.
Το αποτέλεσμα είναι πως, αν θέλουμε ν’ αλλάξουμε τις συνήθειες και τα ήθη μιας χώρας, αν θέλουμε να τονίσουμε πιο έντονα τα χαρακτηριστικά ενός λαού, πρέπει να συγκεντρώσουμετις προσπάθειές μας πάνω στο παιδί, γιατί πολύ λίγα μπορούν να γίνουν, προς την κατεύθυνση αυτή, με την επίδραση πάνω στον ενήλικο. Για να αλλάξει κανείς μια γενιά ή ένα έθνος, για να το επηρεάσει προς
το καλό ή το κακό, για να αναζωπυρώσει το θρησκευτικό αίσθημα ή να προωθήσει την καλλιέργεια, πρέπει να στραφεί προς το παιδί, που είναι παντοδύναμο. Την αλήθεια αυτού του πράγματος την απέδειξαν πρόσφατα οι ναζιστές και οι φασίστες, που άλλαξαν το χαρακτήρα ενός ολόκληρου λαού ασκώντας την επίδρασή τους πάνω στα παιδιά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Η αγωγή ξεκινάει απ’ τη γέννηση
Παλιότερα πίστευαν πως το μικρό παιδί δεν είχε καθόλου ψυχική ζωή, ενώ τώρα έχουμε συνειδητοποιήσει πως το μόνο μέρος του που είναι ενεργό τον πρώτο χρόνο είναι ο εγκέφαλος. Το κύριο χαρακτηριστικό του ανθρώπινον βρέφους είναι η νοημοσύνη, σε αντίθεση με τα άλλα ζώα που χρειάζονται, απλώς, να ξυπνήσουν τα ένστικτά τους για να οδηγηθούν σε μια συμπεριφορά.
Τ ο νεογέννητο βρέφος απέχει πολύ από την πλήρη ανάπτυξη. Και σωματικά επίσης δεν είναι ακόμα
ολοκληρωμένο. Τα πόδια του, που προορίζονται να περ- • πατήσουν πάνω στη γη και ίσως να εισβάλουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο, είναι ακόμα χωρίς κόκαλα, μαλακά. Το κρανίο του, που περικλείει τον εγκέφαλο και θα ’πρεπε γ ι’ αυτό να είναι ισχυρό για να τον προστατεύει, δεν έχει ακόμα σχηματίσει όλα τα κόκαλά του. Επιπλέον, το πιο
σημαντικό, το νευρικό σύστημα δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, κι έτσι υπάρχει έλλειψη κεντρικής κατεύθυνσης και σύνδεσης μεταξύ των οργάνων αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί να υπάρξει κίνηση, παρότι τα νεογέννητα των άλλων ζώων μπορούν να κινηθούν και να περπατήσουν σχεδόν αμέσως. Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να θεωρήσουμε πως η εμβρυακή ζωή του παιδιού εκτείνεται και πέρα από τη γέννησή του. Η ζωή αυτή διακόπτεται από ένα σημαντικό γεγονός, την περιπέτεια της γέννησης, χάρη στην οποία το παιδί βρίσκεται ξαφνικά σ’ ένα νέο περιβάλλον. Η αλλαγή αυτή είναι τρομερή, σαν να πήγαινε κανείς από τη Γη στη Σελήνη. Δεν είναι όμως μόνο αυτό- για να κάνει το μεγάλο αυτό βήμα, το παιδί πρέπει να καταβάλει μια φοβερή σωματική προσπάθεια. Ό ταν ένα παιδί γεννιέται, ο κόσμος συνήθως σκέφτεται μόνο τη μητέρα και τις δικές της δυσκολίες, το παιδί όμως περνάει μια πολύ πιο μεγάλη δοκιμασία, κυρίως αν λάβουμε υπόψη μας πως η ανάπτυξή του δεν έχει καν ολοκληρωθεί, ακόμα κι αν είναι προι'κισμένο με ψυχική ζωή. Δεν έχει καν τα ψυχικά χαρακτηριστικά, γιατί πρέπει πρώτα να τα δημιουργήσει· έτσι, το ψυχικό αυτό έμβρυο, που δεν είναι καν σωματικά ολοκληρωμένο, πρέπει να δημιουργήσει μόνο του τις ικανότητές του.
Το πλάσμα αυτό, που γεννιέται ανίσχυρο, ακίνητο, πρέπει να είναι προικισμένο με μια συμπεριφορά που το οδηγεί προς την κίνηση. Τα ένστικτα αυτά, που στα άλλα ζώα φαίνονται να ξυπνούν στη γέννηση, μόλις το νεογέννητο έρθει σ’ επαφή με το περιβάλλον του, στον άνθρωπο πρέπει το ψυχικό έμβρυο να τα αναπτύξει, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει τις ιδιότητες στις οποίες αντιστοιχούν οι κινήσεις. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, το σωματικό μέρος του εμβρύου ολοκληρώνει την ανάπτυξή του, τα νεύρα ενώνονται και το κρανίο οστεοποιείται.
Τα κλωσόπουλα, μόλις βγαίνουν από τ’ αυγό, περι
μένουν απλώς να τους δείξει η κλώσα πώς να πιάνουν την τροφή τους κι αρχίζουν αμέσως να φέρονται σαν τα άλλα κοτόπουλα. Η συνήθειά τους αυτή ήταν ίδια στις προηγούμενες γενιές και έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως θα είναι πάντα έτσι. Ο άνθρωπος όμως πρέπει πρώτα να διαμορφώσει την ψυχή του- κι αυτό θα πρέπει να συμφωνεί με το περιβάλλον και τις μεταβαλλόμενες συνθήκες μιας εξελισσόμενης ανθρώπινης κοινωνίας. Έτσι, η φύση έχει φροντίσει να κρατάει το σώμα ακίνητο, ενόσω ο σκελετός και το νευρικό σύστημα δίνουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη της νοημοσύνης. Για να μπορέσει η ψυχική ζωή να ενσαρκώσει το περιβάλλον, η νοημοσύνη θα πρέπει πρώτα να το παρατηρήσει και να το μελετήσει, θα πρέπει να μαζέψει έναν μεγάλο αριθμό εντυπώσεων απ’ αυτό, ακριβώς όπως το σωματικό έμβρυο αρχίζει να συσσωρεύει κύτταρα πριν αρχίσει να φτιάχνει μ’ αυτά τα ειδικευμένα του όργανα.
Έτσι, η πρώτη περίοδος της ζωής έχει προοριστεί για τη συλλογή και αποθήκευση εντυπώσεων από το περιβάλλον και είναι, επομένως, η περίοδος της μεγαλύτερης ψυχικής δραστηριότητας· είναι η περίοδος της αφομοίωσης οποιουδήποτε στοιχείου βρίσκεται στο περιβάλλον. Στον δεύτερο χρόνο το σωματικό ον πλησιάζει την ολοκλήρωσή του και η κίνηση αρχίζει να γίνεται καθορισμένη. Παλιότερα πίστευαν πως το μικρό παιδί δεν είχε καθόλου ψυχική ζωή, ενώ τώρα έχουμε συνειδητοποιήσει πως το μόνο μέρος του που είναι ενεργό τον πρώτο χρόνο είναι ο εγκέφαλος. Το κύριο χαρακτηριστικό του ανθρώπινου βρέφους είναι η νοημοσύνη, σε αντίθεση με τα άλλα ζώα που χρειάζονται, απλώς, να ξυπνήσουν τα ένστικτά τους για να οδηγηθούν σε μια συμπεριφορά. Η νοημοσύνη του παιδιού πρέπει να συλλάβει και ν’ αφομοιώσει το παρόν, μια εξελισσόμενη ζωή που υπάρχει με διάφορες μορφές πολιτισμού εδ,ώ και εκατοντάδες χιλιάδες
χρόνια και εκτείνεται μπροστά του σ’ ένα μέλλον εκατοντάδων χιλιάδων εκατομμυρίων χρόνων- ένα παρόν που δεν έχει κανέναν περιορισμό στο παρελθόν ή στο μέλλον και δεν είναι ποτέ το ίδιο, ούτε για μια στιγμή. Οι όψεις του είναι άπειρες, ενώ για τα άλλα ζώα δεν υπάρχει παρά μια όψη, πάντα ορισμένη. Βέβαια, αυτή η ψυχή του ανθρώπου πρέπει ν’ αρχίζει με κάποιο μυστηριακό τρόπο κι αποδεικνύεται πως έχει αρχίσει πριν από τη γέννηση, γιατί στο μυαλό των νεογέννητων βρίσκουμε δυνάμεις τόσο ισχυρές, που έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν οποιαδήποτε ικανότητα και να προσαρμόσουν τον άνθρωπο σε οποιαδήποτε περίσταση.
Οι ψυχολόγοι σήμερα δίνουν μεγάλη βαρύτητα σ’ αυτό που αποκαλούν «δύσκολη περιπέτεια της γέννησης» και συμπεραίνουν πως το παιδί πρέπει να περνάει ένα πολύ μεγάλο σοκ φόβου. Έ νας από τους επιστημονικούς όρους που χρησιμοποιεί γ ι’ αυτό η ψυχολογία είναι ο «τρόμος της γέννησης». Δεν πρόκειται για συνειδητό τρόμο- το νεογέννητο όμως μπορεί σίγουρα να αισθανθεί φόβο, όπως όταν το βάζουμε απότομα στο μπάνιο ή όταν εκτίθεται σ’ ένα δυνατό φως ή στη μεταχείριση ενός ξένου. Η φύση δίνει στην απλή μητέρα την ενστικτώδη τάση να κρατάει το παιδί της κοντά στο σώμα της- μετά τον τοκετό δεν της έχει απομείνει και πολλή ενεργητικότητα, κι έτσι, μένοντας σιωπηλή και ήρεμη για δικό της λογαριασμό, προσφέρει την απαιτούμενη ηρεμία στο παιδί, ζε- σταίνοντάς το με τη δική της ζεστασιά και προστατεύον- τάς το από τις πολλές εντυπώσεις. Οι γάτες κρύβουν τα μικρά τους σε κάποια σκοτεινή γωνιά και τα φυλάνε ζηλόφθονα από το πλησίασμα των ξένων, αλλά οι περισσότερες μητέρες έχουν χάσει το φυσικό τους ένστικτο. Μόλις το παιδί γεννηθεί, κάποιος έρχεται να το πλύνει και να το ντύσει, το πηγαίνει κάτω από το φως για να δει το χρώμα των ματιών του και από άγνοια το υποβάλλει σε
παραπανίσιους φόβους και σοκ. Τις συνέπειες ενός τέτοιου «τρόμου της γέννησης» τις αναγνωρίζουμε σήμερα σε σφάλματα του χαρακτήρα που αποκτά το παιδί στην κατοπινή του ανάπτυξη. Γίνεται μέσα του μια ψυχική μεταβολή και, αντί να εξελιχθεί φυσιολογικά, το παιδί ακολουθεί ένα λανθασμένο μονοπάτι. Τα ελαττώματα που έχουν προκληθεί έτσι περιγράφονται με τον όρο «ψυχικές οπισθοδρομήσεις» και χαρακτηρίζονται από μια μειωμένη μορφή ζωής, σαν τα πλάσματα αυτά να έμειναν προσηλωμένα σε κάτι που υπήρχε πριν από τη γέννηση, νιώθοντας αποστροφή για τον κόσμο. Είναι φυσικό το νεογέννητο να κοιμάται πολλές ώρες αλλά, όταν ξεπερνά κάποια όρια, δείχνει πως υπάρχει οπισθοδρόμηση. 'Ενα άλλο σημάδι είναι όταν το παιδί ξυπνάει κλαίγοντας και βλέπει συχνούς εφιάλτες· ένα άλλο είναι η υπερβολική προσκόλληση σε κάποιον, στη μητέρα συνήθως, από φόβο μήπως μείνει μόνο του. Το παιδί αυτού του τύπου κλαίει, με το παραμικρό, ζητάει πάντα από κάποιον να το βοηθήσει και μένει πάντα οκνηρό, θλιμμένο, ντροπαλό. Ε ίναι φανερό πως τα πλάσματα αυτά είναι κατώτερα από τα άλλα στον αγώνα για την επιβίωση· δεν πρόκειται να νιώσουν χαρά, θάρρος και τη φυσιολογική ευτυχία. Αυτή είναι η τρομερή απάντηση της υποσυνείδητης ψυχής. Η συνειδητή μας μνήμη τα ξεχνάει όλα αυτά, αλλά οι εντυπώσεις που έχουν χαραχτεί στη Μνήμη παραμένουν ως χαρακτηριστικά του ατόμου. Εδώ βρίσκεται και ο μεγάλος κίνδυνος της ανθρωπότητας. Το παιδί που δεν λαβαίνει τη σωστή φροντίδα εκδικείται την κοινωνία διαμορφώνοντας ένα αδύναμο άτομο, ένα εμπόδιο στη γενική πρόοδο.
Σε αντίθεση προς τις οπισθοδρομήσεις αυτές, το κανονικό παιδί δείχνει τάσεις που το ωθούν έντονα προς την ανεξαρτησία. Η ανάπτυξη επιτελείται με την κατά- κτηση όλο και μεγαλύτερης ανεξαρτησίας και με το ξεπέ
ρασμα κάθε εμποδίου. Η ζωική δύναμη που δημιουργεί αυτή την τάση ονομάζεται Ορμή και είναι ανάλογη με τη δύναμη της θέλησης στον ενήλικο, μόνο που η τελευταία αυτή είναι πολύ μικρότερη και περιορίζεται στο άτομο, ενώ η ορμή ανήκει στη ζωή γενικότερα- είναι μια θεϊκή δύναμη που εργάζεται για την εξέλιξη. Στο φυσιολογικά αναπτυσσόμενο παιδί εκδηλώνεται σαν ενθουσιασμός, ευτυχία, σαν «χαρά της ζωής». Στη γέννησή του το παιδί δραπετεύει από μια φυλακή, το σώμα της μητέρας, και ανεξαρτητοποιείται από τις λειτουργίες της· είναι προικισμένο με την ορμή ν ’ αντιμετωπίσει και να κατακτήσει το περιβάλλον του αλλά, για να γίνει αυτό, το περιβάλλον πρέπει να του είναι ελκυστικό. Αυτό που νιώθει θα μπορούσαμε, ίσως, να το ονομάσουμε αγάπη για το περιβάλλον. Τα πρώτα όργανα που αρχίζουν να λειτουργούν είναι τα αισθητήρια- και το φυσιολογικό παιδί συλλαμβάνει τα πάντα χωρίς να ξεχωρίζει τον ένα ήχο από τον άλλο, το ένα αντικείμενο από το άλλο. Πρώτα δέχεται τον κόσμο και μετά τον αναλύει.
Γύρω στους έξι μήνες παρουσιάζονται ορισμένα φαινόμενα που είναι οι προάγγελοι της φυσικής ανάπτυξης. Υπάρχουν ορισμένες σωματικές αλλαγές, το στομάχι αρχίζει να εκκρίνει τα απαραίτητα για την πέψη οξέα και εμφανίζεται το πρώτο δόντι. Είναι ένα μεγάλο βήμα προς την ανεξαρτησία. Στην ίδια περίπου ηλικία το βρέφος αρχίζει να αρθρώνει την πρώτη συλλαβή, να βάζει την πρώτη πέτρα στο μεγάλο οικοδόμημα που θα εξελιχθεί σε ομιλία και γλώσσα. Σε λίγο μπορεί να εκφράζεται και δεν έχει ανάγκη να εξαρτάται από τους άλλους για να μαντέψουν τις ανάγκες του. Κι αυτή είναι μια αληθινά μεγάλη κατάκτηση προς την ανεξαρτησία. Λίγο μετά απ’ το κατόρθωμα αυτό, στην ηλικία του ενός χρόνου, το παιδί αρχίζει να περπατάει, ελευθερώνοντας έτσι τον εαυτό του κι από μια δεύτερη φυλακή. Χάρη σ’ αυτά τα διαδοχικά
βήματα, ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερος, αλλά δεν πρόκειται ακόμα για μια άσκηση της θέλησης του- η ανεξαρτησία είναι ένα δώρο της φύσης που το οδηγεί στην ελευθερία.
Η κατάκτηση του βαδίσματος είναι πολύ σπουδαία και περίπλοκη κι ωστόσο γίνεται στον πρώτο χρόνο της ζωής, μαζί με την κατάκτηση της ομιλίας και του προσανατολισμού. Τα κατώτερα ζώα περπατούν αμέσως μόλις γεννηθούν, αλλά η κατασκευή του ανθρώπου είναι πιο τελειοποιημένη και χρειάζεται περισσότερο χρόνο. *Η ικανότητα να στεκόμαστε στα δύο πόδια και να περπατάμε όρθιοι εξαρτάται από την ανάπτυξη του μέρους του εγκεφάλου που ονομάζεται παρεγκεφαλίδα, η οποία αρχίζει μια έντονη ανάπτυξη στους έξι μήνες και συνεχίζει να αναπτύσσεται με γρήγορο ρυθμό, ώσπου το παιδί να γίνει δεκατεσσάρων με δεκαπέντε μηνών. Σε απόλυτη αντιστοιχία μ’ αυτή την ανάπτυξη, το παιδί μπορεί να στέκεται καθιστό στους έξι μήνες, να μπουσουλάει στους εννέα, να στέκεται όρθιο στους δέκα και να περπατάει ανάμεσα στους δώδεκα και τους δεκατρείς, ενώ στους δεκαπέντε μήνες περπατάει πια με σιγουριά. Έ νας δεύτερος παράγοντας στην κατάκτηση του βαδίσματος είναι η συμπλήρωση ορισμένων νωτιαίων νεύρων, μέσω των οποίων τα μηνύματα από την παρεγκεφαλίδα πηγαίνουν στους μυς. Κι ένας κρίκος είναι η ανάπτυξη των ποδιών και των οστών του κρανίου, έτσι ώστε ο εγκέφαλος να είναι προστατευμένος αν το παιδί πέσει.
Καμία αγωγή δεν μπορεί να μάθει το παιδί να βαδίζει πριν την ώρα του· εδώ διατάζει η ίδια η φύση και πρέπει να την υπακούσουμε. Αντίστοιχα, είναι περιττό να προσπαθήσουμε να ακινητοποιήσουμε ένα παιδί που έχει αρχίσει να περπατάει και να τρέχει, γιατί η φύση μάς λέει ότι κάθε αναπτυγμένο όργανο πρέπει να χρησιμοποιείται. Έτσι, μόλις εμφανίζεται η ομιλία, το παιδί αρχίζει
να φλυαρεί κι είναι πολύ δύσκολο να το εμποδίσεις να μιλάει. Αν το παιδί εμποδιστεί να μιλήσει και να περπατήσει, θα υπάρξει στασιμότητα στην ανάπτυξή του, γ ι’ αυτό πρέπει να αφεθεί ελεύθερο να λειτουργήσει και να χρησιμοποιήσει την ανεξαρτησία του. Οι φυχολόγοι λένε πως μια συμπεριφορά παγιώνεται σ’ ένα άτομο μέσα από πειράματα που κάνει πάνω στο περιβάλλον του, γ ι’ αυτό και η πρώτη φροντίδα της αγωγής είναι να προσφέρει ένα περιβάλλον που θα βοηθάει το παιδί και θα του επιτρέπει να αναπτύξει τις λειτουργίες που του έδωσε η φύση. Δεν είναι, απλώς, θέμα να ευχαριστήσουμε το παιδί, αλλά να συνεργαστούμε με μια εντολή της φύσης.
Οι παρατηρήσεις πάνω στο παιδί δείχνουν πως εκδηλώνει φυσιολογικά την επιθυμία να δράσει ανεξάρτητα· προθυμοποιείται να μεταφέρει πράγματα, να ντυθεί και να ξεντυθεί μόνο του, να φάει μόνο του, και όλα αυτά τα πράγματα δεν τα υποβάλλει ο ενήλικος. Αντίθετα, η επ ι-. θυ μία του παιδιού είναι τόσο μεγάλη, που συνήθως καταβάλλουμε μεγάλες προσπάθειες να το συγκρατήσουμε. Ό ταν όμως το κάνουμε αυτό, αντιμαχόμαστε τη φύση κι όχι τη θέληση του παιδιού. Στη συνέχεια το παιδί θα δείξει μια τάση ν’ αναπτύξει τη σκέψη του μέσα από τις ίδιες του τις εμπειρίες και θ’ αρχίσει να ψάχνει για τις αιτίες των πραγμάτων. Δεν πρόκειται εδώ για θεωρίες αλλά για πραγματικά και ξεκάθαρα γεγονότα, που τα αποκαλύπτει και τα επιβεβαιώνει η παρατήρηση. Υποστηρίζουμε πως η κοινωνία πρέπει να εξασφαλίσει στο παιδί μια απόλυτη ελευθερία και ανεξαρτησία, αλλά αυτό το ιδανικό της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας δεν πρέπει να συγχέεται με την μπερδεμένη ιδέα των ενηλίκων όταν χρησιμοποιούν αυτές τις λέξεις. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πολύ κακή ιδέα για το τι σημαίνει ελευθερία. Η φύση δίνει ζωή προσφέροντας ελευθερία και ανεξαρτησία, παράλληλα όμως επιβάλλει
νόμους που καθορίζονται σύμφωνα με το χρόνο και τις ειδικές ανάγκες. Η φύση ανάγει την ελευθερία σε νόμο της ζωής και δεν μας μένει παρά να είμαστε ελεύθεροι ή να πεθάνουμε. Η φύση μάς βοηθάέι να ερμηνεύσουμε την κοινωνική μας ζωή μέσα από την παρατήρηση του πα ιδιού, γιατί μας δείχνει την πραγματικότητα. Έτσι απο- δεικνύεται πως η ανεξαρτησία δεν είναι κάτι στατικό, αλλά μια συνεχής κατάκτηση, η ενεργητική κατάκτηση όχι μόνο της ελευθερίας, αλλά της δύναμης και της αυτοτελείωσης. Δίνοντας στο παιδί ελευθερία και ανεξαρτησία, ελευθερώνουμε έναν εργάτη που νιώθει αναγκασμένος να ενεργήσει και δεν μπορεί να ζήσει παρά μέσα απ’ τη δραστηριότητά του, γιατί αυτή είναι η μορφή ύπαρξης όλων των ζωντανών όντων. Η ζωή είναι δραστηριότητα και μόνο μέσα από τη δραστηριότητα μπορεί κανείς να βρει την τελειότητα της ζωής. Ορισμένες κοινωνικές επιδιώξεις, που έχουν φτάσει σε μας μέσα από τις εμπειρίες των περασμένων γενεών και που παρουσιάζουν σαν ιδα- . νικό τις λιγότερες ώρες εργασίας ή την περίπτωση να. δουλεύουν άλλοι για μας, έχουν τα χαρακτηριστικά του ■ εκφυλισμένου παιδιού που φοβάται τη ζωή.
Έ να ειδικό παιδαγωγικό πρόβλημα είναι πώς να βοηθήσουμε αυτά τα εκφυλισμένα παιδιά, πώς να γιατρέψουμε τις οπισθοδρομήσεις, που καθυστερούν τη φυσιολογική ανάπτυξη ή δημιουργούν παρεκκλίσεις. Δεδομένου ότι ένα τέτοιο παιδί δεν νιώθει αγάπη για το περιβάλλον του και πιστεύει ότι τα εμπόδια στην κατάκτησή του είναι ανυπέρβλητα, η πρώτη κίνησή μας θα είναι να μειώσουμε τα εμπόδια και να κάνουμε το περιβάλλον ελκυστικό. Μετά θα πρέπει ν ’ αναθέσουμε στο παιδί κάποια ευχάριστη δραστηριότητα, κάτι που το ενδιαφέρει, προκαλώντας το να κάνει κι άλλα πειράματα μ’ αυτό. Βαθμιαία μπορούμε να οδηγήσουμε το παιδί από την οκνηρία στο ενδιαφέρον για κάτι που θα ξυπνήσει μέσα
του την επιθυμία για εργασία. Κι έτσι, από την απάθεια θα περάσει στη δραστηριότητα, από την κατάσταση φόβου, που συχνά εκδηλώνεται σαν μια προσκόλληση στο γονιό τόσο έντονη που αρνείται κάθε είδους χωρισμό, στην ελευθερία της χαράς και την κατάκτηση της ζωής.
Μπορούμε τώρα να διατυπώσουμε ορισμένες αρχές για την αγωγή· στα πρώτα χρόνια της ζωής το παιδί θα πρέπει να μένει όσο γίνεται περισσότερο με τη μητέρα του και το περιβάλλον δεν πρέπει να φέρνει εμπόδια στην προσαρμογή του. Τέτοια εμπόδια είναι η πολύ διαφορετική θερμοκρασία απ’ αυτήν που έχει συνηθίσει πριν από τη γέννησή του, το υπερβολικό φως και ο θόρυβος, γιατί το βρέφος έρχεται από έναν τόπο απόλυτης σιωπής και σκοταδιού. Πρέπει να το πιάνουμε και να το μετακινούμε μαλακά, να μην το κατεβάζουμε απότομα για να το βάλουμε στο μπάνιο, να μην το ντύνουμε βιαστικά και άγρια- ας μην ξεχνάμε ότι οποιαδήποτε μεταχείριση του νεογέννητου βρέφους κινδυνεύει να είναι άγρια, γιατί είναι τόσο ευαίσθητο σωματικά και •ψυχικά. Το καλύτερο είναι να μην το ντύνουμε καθόλου, αλλά να το κρατάμε σ’ ένα δωμάτιο αρκετά ζεστό χωρίς ρεύματα και να το μεταφέρουμε σ’ ένα μαλακό στρώμα, ώστε να μένει σε μια θέση ανάλογη μ’ αυτήν που είχε πριν γεννηθεί. Η σημερινή τάση είναι να προσφέρουμε στο παιδί τη φροντίδα και την προσοχή που δίνουμε στους βαριά τραυματισμένους - μόνο που είναι πιο εκλεπτυσμένη και τελειοποιημένη. Πέρα, όμως, από τις φροντίδες της υγιεινής και την προστασία, πρέπει να βλέπουμε τη μητέρα και το παιδί σαν δύο όργανα του ίδιου σώματος που συνδέονται ακόμα μεταξύ τους με τον ζωικό μαγνητισμό. Χρειάζονται απομόνωση για κάποιο διάστημα και πολλή προσοχή από κάθε άποψη. Οι συγγενείς και φίλοι δεν πρέπει να φιλάνε και να πιάνουν το παιδί κι οι νοσοκόμες δεν πρέπει να το χωρίζουν από τη μητέρα του.
Ό ταν περάσει αυτό το πρώτο στάδιο, το παιδί εύκολα προσαρμόζεται στον καινούριο κόσμο κι αρχίζει το ταξίδι του στο μονοπάτι της ανεξαρτησίας. Η πρώτη του κατάκτηση είναι η χρήση των αισθήσεών του, μια καθαρά ψυχική δραστηριότητα, γιατί το σώμα του είναι ακόμα ακίνητο. Τα μάτια του παιδιού είναι πολύ ενεργά- δεν δέχεται μόνο εντυπώσεις μέσα απ’ αυτά, αλλά τις αναζητάει και σε αντίθεση με τα κατώτερα ζώα -που είναι περιορισμένα στην παρατήρησή τους και ελκύονται από ορισμένα πράγματα μόνο κάτω από την καθοδήγηση της συμπεριφοράς τους- το παιδί δεν έχει όρια, αλλά απορροφά όλο το περιβάλλον και το ενσωματώνει στην ψυχή του. Χρειάζεται τον κόσμο -όσο μέρος του βρίσκεται γύρω του- για να κτίσει την προσαρμογή του σ’ αυτόν. Είναι λάθος ν ’ απομονώνουμε ένα μωρό στο παιδικό δωμάτιο, σε ένα είδος φυλακής, με μια νοσοκόμα για μοναδικό σύντροφο, και να το βάζουμε να κοιμάται όσο γίνεται περισσότερο, σαν να ήταν ανάπηρο. Η νοσοκόμα, δεν του μιλάει πολύ, γιατί έχει το στόμα σκεπασμένο για λόγους υγιεινής, κι έτσι πώς θα μάθει το παιδί να μιλάει; Πέρα απ’ αυτό, η νοσοκόμα ανήκει σε διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον κι έτσι δεν μπορεί το παιδί να πάρει τη γλώσσα που θα του χρειαστεί. Α π’ αυτή την άποψη, τα πλούσια παιδιά στις χώρες με τον υψηλότερο πολιτισμό είναι τα πιο άτυχα, γιατί βλέπουν ελάχιστα τη μητέρα τους και τις φίλες της, ζουν παρατημένα σε χέρια απάνθρωπα ικανών νοσοκόμων, βγαίνουν περίπατο χωμένα μέσα σε καροτσάκια με κουκούλες, που τα προστατεύουν από τον ήλιο ή το κρύο, κι έτσι τα μάτια τους δεν μπορούν ν ’ απολαύσουν τίποτε πιο ενδιαφέρον από το πρόσωπο της παραμάνας τους. Έτσι, γίνονται αδιάφορα και άκεφα ή αντιδρούν με ξεσπάσματα δακρύων και θυμού, γιατί υποφέρουν από πνευματική πείνα, αφού ψυχικά τουλάχιστον υποσιτίζονται. Πολύ πιο ευτυχισμένο είναι
το παιδί που πηγαίνει παντού με τη μητέρα του, στους δρόμους και στην αγορά, στα τραμ και στα λεωφορεία, ακούγοντας και κοιτάζοντας, αποθηκεύοντας εντυπώσεις με τρομερό ενδιαφέρον και ζώντας κάτω από την προστασία και τις φροντίδες του φυσικού του προστάτη!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Το μυστήριο της ομιλίας
Πολλοί παράλογοι φόβοι και νευρικές μανίεςπον συναντάμε στους ενηλίκους έχουν τη ρίζα τους σε κάποια παράβαση της ευαισθησίας του παιδιού. Είναι επομένως σημαντικό για την ανθρωπότητα να μελετηθεί λεπτομερώς η εποχή αυτή της παιδικής ζωής. Ο δάσκαλος θα πρέπει ν’ ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι της ανακάλυψης, προσπαθώντας να διεισδύσει μέσα στη σκέψη του παιδιού, όπως ο ψυχαναλυτής μπαίνει μέσα στο ασυνείδητο του ενηλίκου.
Μ ια γλώσσα είναι η έκφραση μιας συμφωνίας ανάμεσα στα μέλη μιας ανθρώπινης ομάδας και μπορεί
να γίνει κατανοητή μόνο από αυτούς που έχουν συμφωνήσει ότι κάποιοι ειδικοί ήχοι αντιπροσωπεύουν κάποιες ειδικές έννοιες. Άλλες ομάδες έχουν άλλους ήχους που αντιπροσωπεύουν τις ίδιρς έννοιες και τα ίδια πράγματα. Έτσι, η γλώσσα γίνεται ένας τοίχος που χωρίζει τη μια
ομάδα απόχην άλλη, ενώ ταυτόχρονα συνδέει τα μέλη της ίδιας ομάδας. Είναι το όργανο της κοινής σκέψης και, καθώς η σκέψη του ανθρώπου έχει γίνει πιο πολύπλοκη, έχει αυξηθεί και η πολυπλοκότητα της γλώσσας. Οι ήχοι που χρησιμοποιούνται για να συνθέσουν τις λέξεις είναι λίγοι, αλλά μπορούν να συνδυαστούν πάλι για να σχηματίσουν λέξεις, και οι λέξεις αυτές μπορούν να συνδυαστούν με πολλούς τρόπους για να σχηματίσουν προτάσεις που θα εκφράσουν τελικά μια ιδέα. Τίποτε δεν είναι πιο μυστηριακό από το γεγονός ότι για να φτιάξουν οποιο- δήποτε σημαντικό πράγμα οι άνθρωποι πρέπει να συγκεντρωθούν μαζί και να συμφωνήσουν και ότι για τη συμφωνία αυτή πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα, το πιο αφηρημένο πράγμα, ένα είδος υπερ-νοημοσύνης.
Έχουν υπάρξει γλώσσες που έγιναν τόσο πολύπλοκες, άκαμπτες και τυπικές, που πέθαναν, ενώ άλλα ιδιώματα γεννημένα απ’ αυτές πήραν τη θέση τους στην κοινή χρήση. Αλλά όσο δύσκολο και να το βρίσκουμε σήμερα να μάθουμε καλά και σωστά τα κλασικά λατινικά, οι σκλάβοι της αυτοκρατορικής Ρώμης ¡πρέπει να τα μιλούσαν απταίστως, όπως κι οι γεωργοί καθώς έσκαβαν τα χωράφια τους, χωρίς κανένας να τους τα έχει μάθει. Ακόμα και τα παιδιά των τριών χρόνων δεν δυσκολεύονταν καθόλου να τα μιλήσουν και να τα καταλάβουν. Το μυστήριο αυτό έχει κεντρίσει σήμερα τη γενική περιέργεια και οι ψυχολόγοι, όταν εξετάζουν την ανάπτυξη της ομιλίας στα παιδιά, υπογραμμίζουν πως είναι κάτι που αναπτύσσεται και δεν μαθαίνεται! Η γλώσσα έρχεται στο παιδί αυθόρμητα, σαν μια αυθόρμητη δημιουργία, και η εξέλιξή της ακολουθεί με εντυπωσιακή ακρίβεια ορισμένους νόμους, φτάνοντας σε ορισμένα ύψη, ορισμένες εποχές. Επιπλέον, αυτό ισχύει για όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από το αν η γλώσσα της φυλής τους είναι απλή ή περίπλοκη. Υπάρχει για όλα τα παιδιά μια περίοδος
κατά την οποία μιλάνε μόνο με συλλαβές. Μετά έρχεται μια άλλη περίοδος όπου οι λέξεις έχουν περισσότερες από μια συλλαβές. Τελικά, μοιάζουν να συλλαμβάνουν ολόκληρη τη γραμματική και το συντακτικό, τα γένη και τους αριθμούς, τις πτώσεις, τους χρόνους και τις εγκλίσεις. Το παιδί που ζει σ’ ένα καλλιεργημένο περιβάλλον έχει μάθει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα σωστά, ταυτόχρονα με τον μικρό Αφρικανό που έχει μάθει τις λιγοστές λέξεις του. Οι ήχοι που σχηματίζουν τις λέξεις φτιάχνονται με τη χρήση ορισμένων σημαντικών μηχανισμών, όπως είναι η γλώσσα, ο λαιμός και η μύτη και ορισμένοι μύες στα μάγουλα. Φαίνεται πως η δομή αυτού του μηχανισμού είναι τέλεια μόνο στην ομιλία της μητρικής γλώσσας. Από την ξένη γλώσσα, οι μεγάλοι δεν μπορούν ν’ ακούν όλους τους ήχους κι ακόμα λιγότερο να τους αναπαράγουν στην εντέλεια. Μόνο ένα παιδί κάτω από τα τρία μπορεί να κατασκευάσει το μηχανισμό της γλώσσας και να μιλήσει οσεσδήποτε γλώσσες υπάρχουν στο περιβάλλον κατά τη γέννησή του. Τη δουλειά αυτή την αρχίζει μέσα στα σκοτάδια του υποσυνείδητου, όπου αναπτύσσεται και οριστικοποιείται η γλώσσα. Οι αλλαγές γίνονται μέσα σε βάθη που δεν προσφέρονται στην άμεση παρατήρηση του ενηλίκου- αλλά μερικές εξωτερικές εκδηλώσεις μπορούν να γίνουν φανερές και να ελεγχθούν · κι οι εκδηλώσεις αυτές είναι σημαντικές, ξεκάθαρες και κοινές σε όλους τους ανθρώπους. Έ να συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι οι ήχοι κάθε γλώσσας κρατάνε την κα- θαρότητά τους από εποχή σε εποχή κι ένα άλλο ότι ο υποσυνείδητος νους του παιδιού αφομοιώνει τα πολύπλοκα το ίδιο εύκολα όσο και τα απλά πράγματα. Κανένα παιδί δεν κουράζεται να μαθαίνει να μιλάει. Ο μηχανισμός του έχει προμηθεύσει τη γλώσσα στην ολότητά της, όπως περίπου ο μηχανισμός της φωτογραφικής μηχανής λειτουργεί με την ίδια ευκολία όταν φωτογραφίζει δέκα ή περισ
σότερους ανθρώπους, όπως και όταν αναπαράγει την εικόνα του ενός. Το φιλμ αποτυπώνει μια εικόνα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, αλλά για να ζωγραφίσει κανείς έναν άνθρωπο χρειάζεται χρόνο και προσπάθεια και για να ζωγραφίσει δέκα ανθρώπους χρειάζεται δέκα φορές περισσότερο χρόνο.
Μια πιο ενδιαφέρουσα ακόμα αναλογία είναι ότι τη φωτογραφία την παίρνουμε και την εμφανίζουμε στα σκοτεινά. Μόνο όταν έχει στερεωθεί μπορούμε να τη φέρουμε στο φως, γιατί τότε δεν κινδυνεύει ν’ αλλοιωθεί. Το ίδιο γίνεται και για τον ανθρώπινο μηχανισμό της ομιλίας μέσα στο παιδί: αρχίζει βαθιά μέσα στα σκοτάδια του υποσυνείδητου, εμφανίζεται και στερεώνεται εκεί και μόνο μετά απ’ αυτό βγαίνει στο φως.. Παρατηρήσεις που έγιναν με μεγάλη υπομονή πάνω
στο νεογέννητο παιδί, και που καταγράφτηκαν με ακρίβεια μέρα με τη μέρα, απέδειξαν ορισμένα γεγονότα που αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους της ανάπτυξης. Υπάρχει μια μυστηριώδης εσωτερική ανάπτυξη πολύ έντονη, ενώ τα αντίστοιχα εξωτερικά σημάδια είναι πολύ μικρά, δείχνοντας μεγάλη δυσαναλογία ανάμεσα στην εσωτερική δραστηριότητα και τις εξωτερικές εκδηλώσεις της. Αποδεικνύεται ότι η πρόοδος είναι όχι ομάδα ανοδική και γραφικά γραμμική, αλλά με τινάγματα, έτσι που ανάμεσα στην κατάκτηση των συλλαβών και τη μάθηση των λέξεων περνάνε μήνες στους οποίους φαίνεται να μη γίνεται καμιά πρόοδος. Και στο σημείο αυτό υπάρχει πάλι ένα φαινομενικό σταμάτημα· το παιδί μένει με λίγες λέξεις στη διάθεσή του, ενώ στην εσωτερική του ζωή υπάρχει μια συνεχής και έντονη πρόοδος, που καταλήγει ξαφνικά σ’ αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν φαινόμενα έκρηξης. Στην ίδια περίοδο της ζωής του κάθε παιδιού εμφανίζεται ξαφνικά ένας καταρράκτης λέξεων που προ- φέρονται όλες τέλεια. Μέσα σε τρεις μήνες τα παιδιά χρη
σιμοποιούν με ευκολία ιδιωματισμούς και γλωσσικές ιδιαιτερότητες, κι όλα αυτά συμβαίνουν στο τέλος του δεύτερου χρόνου για το φυσιολογικό παιδί οποιοσδήποτε φυλής. Τα φαινόμενα αυτά συνεχίζουν μετά από δύο χρόνια και η σωστή χρήση των σύνθετων προτάσεων, των ρηματικών χρόνων και φωνών και των συντακτικών δυσκολιών εμφανίζονται στη σειρά με τον ίδιο εκρηκτικό τρόπο, μέχρι να ολοκληρωθεί η έκφραση της γλώσσας. Μόνο τότε ο θησαυρός αυτός, που έχει προετοιμαστεί από το ασυνείδητο, παραδίνεται στο συνειδητό και το παιδί μπορεί να κάνει πλήρη χρήση αυτής της νέας δύναμης, φλυαρώντας ασταμάτητα και ακατάσχετα.
Στα δυόμισι χρόνια φαίνεται να τοποθετείται η οριακή γραμμή της νοημοσύνης στη διαμόρφωση του ανθρώπου. Μετά απ’ αυτή την ηλικία η ανάπτυξη δεν είναι πια εκρηκτική, αλλά το παιδί πλουτίζει το λεξιλόγιό του σ’ ένα καλλιεργημένο περιβάλλον. Ακόμα και κάτω από λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες, βρίσκει τρόπο να το διευρύνει. Επιστημονικοί παρατηρητές στο Βέλγιο παρατήρησαν άτι, ενώ τα παιδιά των δυόμισι χρόνων ήξεραν μόνο διακόσιες λέξεις, στα πέντε ήξεραν και χρησιμοποιούσαν χιλιάδες λέξεις, κι όλα αυτά χωρίς δάσκαλο. Και να σκεφτεί κανείς ότι, αφού το παιδί τα ’χει μάθει όλα αυτά από μόνο του, το βάζουμε στο σχολείο και του μαθαίνουμε το αλφάβητο!
Υπάρχουν και άλλα δεδομένα που αφορούν το μηχανισμό της γλώσσας και που χρειάζονται εξέταση και σκέψη. Στο φλοιό του εγκεφάλου υπάρχουν δύο κέντρα, από τα οποία το ένα είναι ακουστικό, για το άκουσμα της ομιλίας, και το άλλο κινητικό, για την αναπαραγωγή της γλώσσας. Το δεκτικό ή ακουστικό κέντρο βρίσκεται σε σχέση μ’ αυτό το μυστηριώδες μέρος της ψυχής στο οποίο αναπτύσσεται υποσυνείδητα η γλώσσα και με το αυτί. Αυτό το όργανο της ακοής έχει ολοκληρωθεί πριν από τη
γέννηση και είναι ένα είδος άρπας με εξήντα τέσσερις χορδές, τοποθετημένες με διαβαθμίσεις μήκους στη μορφή του κοχυλιού για οικονομία χώρου. Το αυτί δεν μπορεί να συλλάβει όλους τους ήχους του σύμπαντος, αφού έχει μόνο εξήντα τέσσερις χορδές, αλλά πάνω σ’ αυτές μπορεί να παιχτεί μια μουσική αρκετά σύνθετη. Μέσα από το αυτί μπορεί να μεταδοθεί μια γλώσσα με όλες τις λεπτές διαβαθμίσεις του τόνου και του χρώματος. Το περίεργο είναι πως, σύμφωνα με τους ψυχολόγους, η ακοή είναι η αίσθηση που αναπτύσσεται με τη μεγαλύτερη βραδύτητα- μπορούμε να κάνουμε γύρω απ’ το παιδί ένα σωρό θορύβους χωρίς ν’ αντιδράσει. Αυτό όμώς γίνεται γιατί τα κέντρα αυτά του εγκεφάλου είναι προσχέδια- σμένα για την ομιλία κι ολόκληρος αυτός ο μηχανισμός ανταποκρίνεται μόνο στη λέξη, ώστε να παραχθεί την κατάλληλη στιγμή ο μηχανισμός της κίνησης που θα αναπαράγει τον ήχο που δέχτηκε. Αν δεν μεσολαβούσε αυτή η ειδική απομόνωση των κέντρων αυτών και αν ήταν ελεύθερα να δεχτούν οποιοδήποτε ήχο, το παιδί που γεννιέται σε μια φάρμα θα επηρεαζόταν από τους πιο έντονους και χαρακτηριστικούς ήχους της αγροτικής ζωής και θα βέλαζε, θα γρύλιζε και θα κακάριζε, όπως το παιδί που θα γεννιόταν κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό θα μιμούνταν το σφύριγμα και το φύσημα των τρένων. Αν ο άνθρωπος μπορεί να μιλήσει, αυτό το οφείλει στη φύση, που έχει κατασκευάσει και προετοιμάσει τα κέντρα αυτά ειδικά για την ανθρώπινη ομιλία. Έχουν υπάρξει αυθεντικές περιπτώσεις από λυκόπαιδα, από ανθρώπινα βρέφη που εγκαταλείφθηκαν για τον έναν ή τον άλλο λόγο στη ζούγκλα και που κατάφεραν τελικά να επιζή- σουν. Τα παιδιά αυτά, παρότι είχαν γύρω τους ένα σωρό ήχους από ζώα και πουλιά, έμειναν εντελώς κουφά στους ήχους αυτούς- δεν είχαν ακούσει καθόλου ανθρώπινη ομιλία, που μόνη αυτή θα μπορούσε να κινητοποιήσει το
μηχανισμό της ομιλίας. Η ανθρωπότητα διακρίνεται γ ι’ αυτή την ιδιότητά της, δηλαδή την κατοχή όχι της γλώσσας αλλά του μηχανισμού δημιουργίας της γλώσσας. Σ ’ αυτές τις μυστηριώδεις περιοχές του εγκεφάλου υπάρχει ένας θεός, ένας κοιμισμένος εαυτός, που φαίνεται να ξυπνάει από τη μουσική της ανθρώπινης φωνής, ένα θεϊκό κάλεσμα που κάνει τις χορδές να πάλλονται. Ό λες οι ανθρώπινες ομάδες αγαπάνε τη μουσική, η καθεμιά φτιάχνει τη δική της μουσική και τη δική της γλώσσα και αν- ταποκρίνεται στη δική της μουσική με κινήσεις του σώματος. Η μουσική αυτή έρχεται να προσκολληθεί στις λέξεις, αλλά οι λέξεις δεν έχουν από μόνες τους κανένα νόημα μέχρι να τους δώσει νόημα η ανθρώπινη συμφωνία.
Στους τέσσερις μήνες -μερικοί λένε νωρίτερα- το παιδί αντιλαμβάνεται πως αυτή η μυστηριακή μουσική, που το περιβάλλει και το επηρεάζει τόσο βαθιά, έρχεται από ένα ανθρώπινο στόμα· τα χείλια κινούνται για να την προφέρουν. Δείτε με πόση προσήλωσή παρακολουθεί το μικρό παιδί τα χείλια. Η συνειδητότητα λαβαίνει ήδη μέρος στο έργο αυτό, παρόλο που η κίνηση έχει προετοιμαστεί ασυνείδητα- τώρα έρχεται και το συνειδητό ενδιαφέρον να ζωντανέψει την προσοχή και να προκαλέσει μια σειρά από εύστοχες και έντονες έρευνες. Αφού έχει παρατηρήσει έτσι τα πράγματα για δύο μήνες, το μωρό αρχίζει να βγάζει τους δικούς του ήχους- ξαφνικά είναι σε θέση να πει «μπα-μπα-μπα» ή «μα-μα-μα» σε ξεκάθαρες, ξεχωριστές συλλαβές. Στο τέλος των δέκα μηνών έχει ανακαλύψει πως η ομιλία δεν είναι απλώς μια μουσική που πρέπει να τη μιμηθεί κανείς όσο πιο πιστά μπορεί, αλλά ότι κάποιος σκοπός περικλείεται μέσα στους ήχους που του απευθύνονται. Έ τσι, ως το τέλος του πρώτου χρόνου δυο πράγματα έχουν συμβεί: το παιδί έχει καταλάβει την ομιλία μέσα στα βάθη του ασυνείδητου και την
αναδημιουργεί στην επιφάνεια της συνείδησης, παρότι βέβαια δεν είναι ακόμη παρά ψελλίσματα, επανάληψη ήχων και των συνδυασμών τους. Μετά προφέρει τις πρώτες σκόπιμες λέξεις του, ψελλίζοντας ακόμα, αλλά με συνειδητό τώρα νόημα. Εδώ δημιουργείται μια έντονη πάλη μέσα στο παιδί, πάλη της συνειδητότητας ενάντια στο μηχανισμό της. Είναι η εποχή που η νοημοσύνη διαθέτει πολλές ιδέες και το παιδί ξέρει πως οι άλλοι θα το καταλάβαιναν αν είχε μόνο τη γλώσσα να τις εκφράσει· είναι η πρώτη απογοήτευση της ζωής και οδηγεί, υποσυνείδητα, το παιδί στο σχολείο, κεντρίζοντάς το να μάθει. Αυτή τη βιαστική απόκτηση της γλώσσας την κάνει η συνειδητή παρόρμηση, και ο εσωτερικός δάσκαλος του πα ιδιού το κάνει να προτιμάει τους μεγάλους που μιλούν μεταξύ τους. Η παρόρμηση αυτή το σπρώχνει να μαθαίνει τη γλώσσα στη σωστή της μορφή ενώ πολλοί μεγάλοι, αγνοώντας τις πραγματικές του ανάγκες, μιλάνε στο παιδί μόνο «μωρουδίστικα», χωρίς να του δίνουν καμιά βοήθεια. Πρέπει να καταλάβουμε πως το παιδί έχει πολλές γνώσεις και πως μπορούμε να του μιλήσουμε με σωστή γραμματική και να το βοηθήσουμε ν’ αναλύσει τις προτάσεις. Το μικρό παιδί του ενός ή των δυο χρόνων μπορεί να θέλει να πει κάτι πολύ σημαντικό και, μη βρίσκοντας τα λόγια που χρειάζεται, μπορεί να ταράζεται και να αναστατώνεται· εμείς, βλέποντας την ταραχή του αυτή, συχνά την αποδίδουμε στο «προπατορικό αμάρτημα». Το καημένο μικρό ανθρωπάκι που προσπαθεί να κατακτήσει την ανεξαρτησία του! Πόσο το παρεξηγούμε! Ο θυμός είναι ο μόνος τρόπος έκφρασης που του μένει όταν λείπουν τα κατάλληλα μέσα.
Γύρω στον ενάμιση χρόνο, το παιδί έχει καταλάβει πως κάθε αντικείμενο έχει ένα νόημα- έτσι, ανάμεσα στις λέξεις που έχει μάθει μπορεί τώρα να διαλέξει αρκετά ονόματα, ιδιαίτερα συγκεκριμένων εννοιών. Αυτό είναι
πολύ σημαντικό για το παιδί, γιατί τώρα μπορεί να ζητήσει αυτό που θέλει και μέσα στη μια λέξη στριμώχνει μια ολόκληρη φράση' γ ι’ αυτό η μητέρα ή ο δάσκαλος θα πρέπει να προσπαθούν με συμπάθεια να ερμηνεύσουν τα λόγια του και να χαρίσουν έτσι την ηρεμία στη βασανισμένη ψυχή του. Θα σας δώσουμε ένα παράδειγμα: μια Ισπανίδα μητέρα κρατούσε αγκαλιά το παιδί της σ’ ένα πικνίκ, όταν η καλοκαιρινή ζέστη την έκανε να βγάλει το παλτό της και να το κρατήσει στο χέρι. Το παιδί άρχισε αμέσως να δείχνει ταραγμένο και, καθώς κανείς δεν καταλάβαινε τις λέξεις «το πάλντα» που ψέλλιζε, άρχισε να ουρλιάζει δυνατά. Ακούγοντας τη συμβουλή μου, η μητέρα φόρεσε το παλτό της και το παιδί ηρέμησε στη στιγμή κι άρχισε να φλυαρεί ευτυχισμένο. Τα ακατανόητα λόγια του ήταν σύντμηση των ισπανικών λέξεων «παλτό» και «εσπάλντα», που σημαίνουν «ώμοι». Φαίνεται πως η αίσθηση της σωστής τάξης μέσα στο παιδί είχε διαταραχτεί με τη λανθασμένη θέση του παλτού στο χέρι της μητέρας. Η αταξία αυτή ήταν κάτι που δεν μπορούσε να υποφέρει.
Έ να άλλο παράδειγμα αποκαλύπτει το πώς ένα παιδί ενάμιση χρόνου μπορεί να καταλάβει μια ολόκληρη συζήτηση. Πέντε άτομα συζητούσαν για την αξία μιας πα ιδικής ιστορίας και τέλειωσαν τη κουβέντα τους με την παρατήρηση ότι στην ιστορία «όλα τελειώνουν καλά». Το μωρό, όμως, διαφωνούσε απόλυτα με το συμπέρασμα αυτό και άρχισε να φωνάζει: «Λόλα, Λόλα!» Σκεφτήκαμε αρχικά πως ήθελε την παραμάνα του και πως τη φώναζε, αλλά δεν ήταν αυτό' το μωρό φαινόταν ακόμα πιο απελπισμένο και θυμωμένο, μέχρι που τελικά κατάφερε να πιάσει το βιβλίο και να μας δείξει στο οπισθόφυλλο την εικόνα ενός παιδιού που έκλαιγε. Πώς μπορούσε η ιστορία να τελειώνει καλά, αφού άφηνε πίσω της ένα κλαμένο παιδί; Η λέξη «Λόλα» ήταν μια προσπάθεια να προφέρει
την ισπανική λέξη «Λόρα» κι έγινε έτσι φανερό πως το παιδί είχε παρακολουθήσει όλη τη συζήτηση.
Οι παρανοήσεις των μεγάλων κάνουν τα παιδιά να βρίσκονται συχνά σε καταστάσεις ταραχής και απόγνωσης. Είναι γεγονός πως υπάρχει ένας εσωτερικός πλούτος που προσπαθεί να εκφραστεί μέσα από πολύ μεγάλες δυσκολίες, που οφείλονται στο περιβάλλον αλλά και στα ίδια τα όρια του παιδιού. Μερικά παιδιά είναι πιο δυνατά από άλλα και μερικά έχουν πιο ευνοϊκό περιβάλλον. Τα παιδιά αυτά σαλπάρουν κατευθείαν για την ανεξαρτησία -το δρόμο της φυσιολογικής ανάπτυξης- χωρίς οπισθοδρομήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με την κατά- κτηση της γλώσσας-μια ακόμα πιο μεγάλη ανεξαρτησία- που οδηγεί στην ελευθερία της έκφρασης, μα αντιμετωπίζει κι αυτή ανάλογους κινδύνους οπισθοδρόμησης. Οι συνέπειες των εμποδίων σ’ αυτή την περίοδο δεν θα εξα- λειφθούν ποτέ, δεδομένου ότι όλες οι εντυπώσεις αυτής της εποχής καταγράφονται για πάντα. Οι μεγάλοι υποφέρουν συχνά από δυσκολίες στην ομιλία, που εκτείνονται από το δισταγμό και την έλλειψη θάρρους ως το τραύλισμα, και τα ελαττώματα αυτά γεννήθηκαν την εποχή που διαμορφώνονταν οι μηχανισμοί της ομιλίας. Οι οπισθοδρομήσεις αυτές οφείλονται στην ευαισθησία του παιδιού· όπως ακριβώς είναι ευαίσθητο σ’ ό,τι το βοηθάει να δημιουργήσει, έτσι είναι ευαίσθητο στα εμπόδια που το σταματάνε, και η ευαισθησία αυτή θα το συνοδεύει σ’ όλη του τη ζωή σαν ελάττωμα. Ό λες οι μορφές της βίας, λεκτικές ή πρακτικές, κάνουν αδιόρθωτη ζημιά στο π α ιδ ί- κακό όμως κάνει και η ήρεμη αλλά αποφασιστική προσπάθεια του μεγάλου να εμποδίσει τις εξωτερικές εκδηλώσεις του παιδιού. Οι μητέρες που είναι σε θέση να πληρώνουν μια «καλά εκπαιδευμένη» -όπως ονομάζεται- παραμάνα για το παιδί τους θα πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα την τάση της να λέει «Μην κάνεις
αυτό!» «Μην κάνεις εκείνο!». Το αποτέλεσμα είναι ότι οι αριστοκράτες παρουσιάζουν συχνά κάποια δυσκολία στη γλώσσα και, χωρίς να τους λείπει το σωματικό θάρρος, διστάζουν ή τραυλίζουν οδυνηρά όταν μιλάνε.
Πολλοί παράλογοι φόβοι και νευρικές μανίες που συναντάμε στους ενηλίκους έχουν τη ρίζα τους σε κάποια παραβίαση της ευαισθησίας του παιδιού. Είναι επομένως σημαντικό για την ανθρωπότητα να μελετηθεί λεπτομερώς η εποχή αυτή της παιδικής ζωής. Ο δάσκαλος θα πρέπει ν ’ ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι της ανακάλυψης, προσπαθώντας να διεισδύσει μέσα στη σκέψη του παιδιού, όπως ο ψυχαναλυτής μπαίνει μέσα στο ασυνείδητο του ενηλίκου. Χρειάζεται ένας διερμηνέας για το παιδί και τη γλώσσα του, και η δική μου πείρα στην άσκηση αυτής της ιδιότητας είναι πως τα παιδιά τρέχουν πρόθυμα κοντά στο διερμηνέα τους, καταλαβαίνοντας πως κοντά του μπορούν να βρουν βοήθεια. Η προθυμία αυτή είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τη συνηθισμένη τρυφερότητα που ανταποδίδει το παιδί όταν το αγκαλιάζουμε και το χαϊδεύουμε. Ο διερμηνέας είναι για το παιδί μια μεγάλη ελπίδα· του ανοίγει μια πόρτα που έχει κλείσει ο κόσμος. Η βοήθεια αυτή δημιουργεί την πιο στενή σχέση, πιο πολύ κι από την τρυφερότητα, γιατί δ ίνει στο παιδί υποστήριξη κι όχι απλή παρηγοριά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Η κίνηση και ο ρόλος της στην αγωγή
Δεν είναι τυχαίο που η αρχαία τέχνη τηςχειρομαντίας βασίζεται πάνω στην αναγνώριση ότι το χέρι είναι ένα ψυχικό όργανο ■ οι οπαδοί της ισχυρίζονται πως ολόκληρη η ιστορία του ανθρώπου είναι γραμμένη στην παλάμη τον χεριού τον, Γι ’ αυτό και η μελέτη της ψυχικής ανάπτυξης του παιδιού θα πρέπει να συνδέεται στενά με τη μελέτη της ανάπτυξης τον χεριού του. Το παιδί που θα διδαχτεί να χρησιμοποιεί σωστά τα χέρια του θα φτάσει σε υψηλότερο επίπεδο νοημοσύνης και θ’ αποκτήσει ισχυρότερο χαρακτήρα.
Η κίνηση είναι η κατάληξη και ο σκοπός του νευρικού συστήματος· χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει το
άτομο. Το νευρικό σύστημα, μέσα από τον εγκέφαλο, τα νεύρα και τους μυς, φέρνει τον άνθρωπο σε επαφή με τον
έξω κόσμο, αντίθετα με τα άλλα οργανωμένα συστήματα του σώματος, που είναι αποκλειστικά στην υπηρεσία του σωματικού ατόμου και ονομάζονται, γ ι’ αυτό, όργανα της υπό ανάπτυξη ζωής. Τα υπό ανάπτυξη συστήματα βοηθούν τον άνθρωπο να απολαμβάνει τη σωματική υγεία και ευεξία, αλλά το νευρικό σύστημα έχει ένα σκοπό πιο σημαντικό από την εξασφάλιση της υγείας και την εξύψωση του νου. Η συμπεριφορά των ζώων δεν κα- τευθύνεται απλώς προς την ομορφιά και τη χάρη των κ ινήσεων αλλά έχει έναν βαθύτερο σκοπό, να βοηθήσει τη συμβατική οικονομία της φύσης· το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο· ο σκοπός του δεν είναι να είναι πιο σωστός και πιο γερός από τους άλλους, αλλά να χρησιμοποιήσει τα πνευματικά του πλούτη και την αισθητική μεγαλοσύνη του στην υπηρεσία των άλλων. Οι δυνάμεις πρέπει να εκφράζονται και να ολοκληρώνουν έτσι τον κύκλο της σχέσης. Την άποψη αυτή πρέπει να τη λαβαίνουμε υπόψη μας όχι μόνο στην πρακτική της καθημερινής ζωής, αλλά και στην αγωγή των παιδιών. Από τη στιγμή που διαθέτουμε έναν εγκέφαλο, αισθήσεις και· όργανα κινήσεως, όλα αυτά πρέπει να λειτουργούν και, αν το κάθε μέρος δεν ασκείται, δεν μπορούμε καν να είμαστε σίγουροι πως καταλαβαίνουμε το σύνολο.
Η κίνηση είναι το τελευταίο στάδιο που ολοκληρώνει τον κύκλο της σκέψης και η πνευματική ανύψωση επιτυγχάνεται μέσα από τη δράση ή την εργασία. Ο κόσμος π ιστεύει συνήθως ότι οι μύες πρέπει να χρησιμοποιούνται για να κρατιούνται σε καλή κατάσταση· έτσι, για να τους κινήσουν παίζουν τένις ή πηγαίνουν περίπατο για να χωνέψουν καλύτερα και να κοιμηθούν πιο ωραία! Το λάθος αυτό έχει εισχωρήσει και στην αγωγή και είναι τόσο παράλογο όσο το να κάνουμε έναν μεγάλο πρίγκιπα υπηρέτη ενός βοηθού. Το πριγκιπικό μυϊκό σύστημα έγινε ένας μοχλός που τον γυρίζουμε για να λειτουργήσει κα-
λΰτερα το φυτικό σύστημα. Αυτό είναι πολύ μεγάλο λάθος. Η σωματική ζωή έχει ξεχωριστεί εντελώς από την πνευματική και γ ι’ αυτό πρέπει στο σχολικό πρόγραμμα να εισαχθούν παιχνίδια, για να μπορεί το παιδί ν’ αναπτυχθεί τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Είναι αλήθεια πως η πνευματική ζωή δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτά τα σωματικά παιχνίδια, αλλά δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε δυο πράγματα που έχει βάλει μαζί η φύση. Τοποθετώντας από τη μια μεριά τη σωματική ζωή και από την άλλη την πνευματική, σπάμε τον κύκλο της συσχέτισης και η δραστηριότητα του ανθρώπου μένει χωριστή από τον εγκέφαλο. Οι κινήσεις του ανθρώπου καταλήγουν να έχουν μοναδικό στόχο να τον βοηθήσουν στο φαγητό και στην αναπνοή, ενώ η κίνηση θα έπρεπε να είναι ο υπηρέτης ολόκληρης της ζωής και της πνευματικής οικονομίας του κόσμου.
Είναι απαραίτητο οι πράξεις του ανθρώπου να συνδεθούν στο κέντρο-τον εγκέφαλο-και να μπουν στη θέση τους. Το πνεύμα και η κίνηση είναι μέρη του ίδιου κύκλου και η κίνηση είναι η ανώτερη έκφρασηύΆλλιώς ο άνθρωπος αναπτύσσεται σαν ένας όγκος μυών δίχως εγκέφαλο. Τα πράγματα δεν είναι στη θέση τους όπως το κόκαλο, που σπάζοντας θέτει σε ακινησία το μέλος. Είναι ουσιαστικό για τη νέα αγωγή μας να συνδεθεί η πνευματική ανάπτυξη με την κίνηση και να εξαρτηθεί απ’ αυτήν. Χωρίς την κίνηση δεν υπάρχει πρόοδος ούτε πνευματική υγεία. Η αλήθεια αυτή δεν χρειάζεται ούτε εξηγήσεις ούτε τυπικές αποδείξεις. Πείθεται κανείς γ ι’ αυτήν παρατηρώντας τη φύση και τις αλήθειες της και ιδιαίτερα παρακολουθώντας την ανάπτυξη του παιδιού. Η επιστημονική παρατήρηση δείχνει πως η νοημοσύνη αναπτύσσεται μέσα από την κίνηση· πειράματα σ’ όλα τα μέρη του κόσμου έχουν αποδείξει πως η κίνηση βοηθάει την ψυχική ανάπτυξη και ότι η ανάπτυξη με τη σειρά της εκ
φράζεται με περαιτέρω κίνηση· δημιουργείται έτσι ένας κύκλος, που πρέπει να ολοκληρώνεται γιατί ο νους και η κίνηση ανήκουν στην ίδια ενότητα και οι αισθήσεις βέβαια βοηθάνε· οποιαδήποτε ελαττωματικότητά τους κάνει το παιδί λιγότερο έξυπνο.
Είναι λογικό να είναι η κίνηση μια υψηλότερη έκφραση της ψυχής, γιατί οι μΰες που εξαρτώνται από τον εγκέφαλο ονομάζονται θεληματικοί επειδή ακριβώς κινητοποιούνται από τη θέληση του ανθρώπου· και η θέληση είναι αυτή η πρωταρχική ενέργεια χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ψυχική ζωή. Οι μύες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του σώματος και του δίνουν τη μορφή του. Υπάρχουν πάρα πολλοί, λεπτοί και χοντροί, μεγάλοι και μικροί κι έχουν διάφορες λειτουργίες. Έ να περίεργο χαρακτηριστικό τους είναι πως όταν ένας μυς λειτουργεί προς μια ορισμένη κατεύθυνση ένας άλλος λειτουργεί πάντα προς την αντίθετη κατεύθυνση και η τελειότητα της κίνησης οφείλεται σ’ αυτή την αντίθεση. Το άτομο δεν έχει συνείδηση της αντίθεσης αυτής, κι όμως έτσι γίνεται η κίνηση. Στα ζώα η τελειότητα της κίνησης δίνεται από τη φύση και η χάρη της τίγρης ή του σκίουρου οφείλεται στον πλούτο των αντιθέσεων που ενεργοποιούνται για να επιτευχθεί η αρμονία αυτή. Στον άνθρωπο ο μηχανισμός αυτός δεν είναι έτοιμος απ’ τη γέννησή του, πρέπει λοιπόν να δημιουργηθεί, κι αυτό γίνεται με πρακτικές εμπειρίες στο περιβάλλον. Δεν πρόκειται τόσο για ασκήσεις κίνησης όσο συντονισμού. Ο συντονισμός αυτός δεν προϋπάρχει στο παιδί, αλλά πρέπει να δημιουρ- γηθεί και να τελειοποιηθεί με τη βοήθεια της ψυχής.
Έ να χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι πως μπορεί να κάνει όλες τις κινήσεις και να τις προεκτείνει πιο μακριά από οποιοδήποτε ζώο, υιοθετώντας, άλλωστε, μερικές από τις κινήσεις των ζώων. Έ χει απεριόριστη επιδε- ξιότητα στην πράξη, κάτω όμως από έναν όρο, ότι πρέπει
πρώτα να φτιάξει τον εαυτό του, δημιουργώντας αρχικά υποσυνείδητα τις προϋποθέσεις με τη θέλησή του και κατόπιν συνειδητά επαναλαμβάνοντας τις ασκήσεις του συντονισμού. Ό ταν είναι πλούσιος σε δυνατότητες, διαλέγει ο ίδιος ποιο μέρος του πλούτου θα χρησιμοποιήσει. Ο γυμναστής δεν είναι προικισμένος με ειδικούς μυς, ούτε ο χορευτής έχει γεννηθεί με τους μυς εκείνους που είναι απαραίτητοι για την τέχνη του· και οι δύο τούς αναπτύσσουν θεληματικά. Έτσι, τίποτε δεν είναι προκαθορισμένο, αλλά όλα είναι δυνατά κάτω από την καθοδήγηση της θέλησης. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι δεν κάνουν όλοι τα ίδια πράγματα, όπως συμβαίνει με τα ζώα του ίδιου είδους. Ο καθένας έχει τον δικό του δρόμο και η εργασία είναι η κύρια έκφραση της φυχικής του ζωής. Αυτοί που δεν δουλεύουν διατρέχουν πραγματικά τον μεγάλο κίνδυνο της ψυχικής ατροφίας. Παρά το γεγονός ότι οι μύες είναι τόσο πολλοί, που δεν μπορούν να ασκηθούν όλοι, υπάρχει ένας ορισμένος αριθμός κάτω από τον οποίο είναι επικίνδυνο για την ψυχική ζωή να κατεβού- με. Η συνείδητοποίηση του πράγματος αυτού προκάλεσε την εισαγωγή της γυμναστικής στην παιδεία, γιατί πολλοί μύες έμεναν αχρησιμοποίητοι.
Η ψυχική ζωή πρέπει να χρησιμοποιεί περισσότερους μυς, αλλά η χρήση τους αυτή δεν πρέπει μόνο να ’ναι χρη- σιμοθηρική, όπως συμβαίνει σε ορισμένες μορφές της σύγχρονης εκπαίδευσης που ονομάζονται τεχνικές. Ο πραγματικός στόχος τους είναι να μπορέσει ο άνθρωπος να αναπτύξει το συντονισμό των κινήσεων που χρειάζεται για να πλουτίσει την πρακτική πλευρά της ψυχικής του ζωής. Αλλιώς ο εγκέφαλος θα αναπτύξει μια σειρά από κινήσεις άσχετες προς την κεντρική ψυχική κατεύθυνση κι αυτό φέρνει αναστάτωση και καταστροφή στον κόσμο. Στην τέχνη της ζωής την πρώτη θέση δεν την κατέχει η εργασία, αλλά η αυτοτελείωση και η αυτοπραγ
μάτωση μέσα από την εργασία. Αυτή η αυτοσυγκέντρωση που επιτυγχάνεται με την κίνηση είναι απαραίτητο να επεκταθεί και δεν υπάρχουν όρια στην επέκτασή της.
Ενώ σ’ όλα τα άλλα ζώα τα τέσσερα μέλη τους αναπτύσσονται μαζί, στον άνθρωπο, και μόνο, η λειτουργία των ποδιών διαφέρει εντελώς από εκείνη των χεριών και αναπτύσσονται διαφορετικά. Μπορούμε να σημειώσουμε πως η ανάπτυξη του βαδίσματος και η απόκτηση της ισορροπίας είναι προκαθορισμένα για κάθε άνθρωπο κι έτσι μπορούν να ονομαστούν βιολογικά γεγονότα. Ό λοι οι άνθρωποι κάνουν τα ίδια πράγματα με τα πόδια τους, αλλά όχι με τα χέρια τους, η δραστηριότητα των οποίων δεν γνωρίζει όρια. Η λειτουργία των ποδιών είναι βέβαια βιολογική, συνοδεύεται όμως από μια εσωτερική ανάπτυξη του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα μόνο ο άνθρωπος να περπατάει στα δύο ενώ τα άλλα θηλαστικά περπατούν στα τέσσερα. Ό ταν ο άνθρωπος έχει μάθει πια την τέχνη να περπατά στα δυο πόδια, συνεχίζει να διατηρεί τη στάση της όρθιας ισορροπίας- το κατόρθωμα όμως αυτό στάθηκε δύσκολο για τον άνθρωπο - μια πραγματική κατάκτηση που τον ανάγκασε να ακουμπή- σει ολόκληρη την πατούσα του στο έδαφος κι όχι μόνο τα δάχτυλα, όπως συμβαίνει με τα ζώα. Το χέρι φυσικά δεν έχει καμιά τέτοια βιολογική καθοδήγηση, δεδομένου ότι οι πράξεις του δεν είναι καθορισμένες, έχει όμως μια ψυχολογική σύνδεση που η ανάπτυξή της εξαρτάται όχι μόνο από την ψυχή του ατόμου, αλλά και από την ψυχολογική ζωή διάφορων εποχών και φυλετικών ομάδων. Είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου να σκέφτεται και να δρα με τα χέρια του, και από τους πρώτους καιρούς της ύπαρξής του έχει αφήσει ίχνη της εργασίας του, χοντροκομμένα ή λεπτοδουλεμένα, ανάλογα με τον τύπο πολιτισμού. Εξετάζοντας το μακρινό παρελθόν, από το οποίο δεν έχουν μείνει ούτε τα κόκαλα των ανθρώπων,
αποκτάμε κάποια ιδέα γ ι’ αυτούς που έζησαν τότε και για την εποχή τους από τα έργα τέχνης τους· έτσι, ένας πολιτισμός που βασιζόταν στη δύναμη άφησε πίσω του κολοσσιαίους όγκους πέτρας που προκαλούν το θαυμασμό μας, ενώ ένας άλλος πολιτισμός δείχνει από τα ευρήματα που έμειναν ότι ήταν πιο εκλεπτυσμένος. Το χέρι ακολούθησε το νου, το πνεύμα και τις συγκινήσεις κι άφησε τα ίχνη ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης στις περιπλανήσεις της. Από πρακτική άποψη όλες οι αλλαγές στο περιβάλλον του ανθρώπου έχουν γίνει από το χέρι του. Επειδή ακριβώς το χέρι συνοδεύει το νου, γ ι’ αυτό μπόρεσε να κτιστεί ο πολιτισμός· μπορούμε λοιπόν να πούμε πως το χέρι είναι το όργανο του μεγάλου αυτού θησαυρού που δόθηκε στον άνθρωπο.
Δεν είναι τυχαίο που η αρχαία τέχνη της χειρομαντίας βασίζεται πάνω στην αναγνώριση ότι το χέρι είναι ένα ψυχικό όργανο· οι οπαδοί της ισχυρίζονται πως ολόκληρη η ιστορία του ανθρώπου είναι γραμμένη στην παλάμη του χεριού του. Γι’ αυτό και η μελέτη της ψυχικής ανάπτυξης του παιδιού θα πρέπει να συνδέεται στενά με τη μελέτη της ανάπτυξης του χεριού του. Βέβαια η νοημοσύνη του παιδιού θα φτάσει οπωσδήποτε σε κάποια επίπεδα, χωρίς τη χρήση του χεριού, αν συνοδεύεται όμως από την τελευταία αυτή, θα φτάσει σε υψηλότερα επίπεδα, και το παιδί που χρησιμοποιεί ελεύθερα τα χέρια του θ’ αποκτήσει ισχυρότερο χαρακτήρα. Αν οι περιστάσεις το εμποδίσουν να χρησιμοποιεί τα χέρια του, το παιδί μένει σε μια χαμηλή κατάσταση, είναι ανίκανο για υπα- κοή ή για πρωτοβουλία, είναι οκνηρό και θλιμμένο, ενώ το παιδί που μπορεί να δουλεύει με τα χέρια του δείχνει σταθερό χαρακτήρα. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια σχετικά με τον αιγυπτιακό πολιτισμό, την εποχή εκείνη που η χειροτεχνική εργασία είχε σπουδαία θέση τους τομείς της τέχνης, της δύναμης και της θρησκείας, είναι πως
ο υψηλότερος έπαινος που μπορούσαν να δώσουν σ’ έναν άνθρωπο στις επιτάφιες επιγραφές είναι ότι ήταν άνθρωπος με χαρακτήρα.
Η μελέτη της γλώσσας έχει αποδείξει πως η ομιλία συνδέεται ιδιαίτερα με την ακοή- μια παρόμοια σχέση υπάρχει και ανάμεσα στην όραση και στην κίνηση. Το πρώτο βήμα στην κίνηση είναι να αδράξει- μόλις το χέρι αδράξει κάτι, συνειδητοποιείται η θέση του χεριού και αναπτύσσεται αυτή η κίνηση, καθώς και ό,τι ήταν πριν ενστικτώδες γίνεται τώρα μια συνειδητή κίνηση. Στους έξι μήνες η κίνηση είναι απόλυτα σκόπιμη. Στους δέκα μήνες η παρατήρηση του γύρω κόσμου έχει ξυπνήσει το ενδιαφέρον του παιδιού και θέλει να πιάσει τα πάντα- έτσι το άδραγμα συνοδεύεται τώρα από την.επιθυμία. Το παιδί αρχίζει να ασκεί το χέρι του μετακινώντας τη θέση των αντικειμένων γύρω του, ανοίγοντας και κλείνοντας πόρτες, τραβώντας συρτάρια, βάζοντας βουλώματα στα μπουκάλια και ούτω καθεξής. Μέσα απ’ αυτές τις ασκήσεις αποκτά μεγαλύτερη επιδεξιότητα. Στην περίοδο αυτή τα άλλα μέλη δεν έχουν επωφεληθεί απ’ αυτή τη συμμετοχή της νοημοσύνης και της συνειδητότητας, πα- ρότι υπάρχει μια γρήγορη ανάπτυξή της παρεγκεφαλίδας, του κέντρου της ισορροπίας. Το περιβάλλον δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό- η παρεγκεφαλίδα διατάζει και το παιδί, με προσπάθεια και υποστήριξη αρχικά, κάθεται και μετά σηκώνεται μόνο του. Στην αρχή το παιδί γυρίζει μπρούμυτα και περπατάει στα τέσσερα και, αν σ’ αυτή την περίοδο του μπουσουλήματος ένας μεγάλος τού προσφέρει τα δύο του δάχτυλα να τα κρατήσει για βοήθεια, θα κουνήσει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο μα θα στέκεται μόνο στα ακροδάχτυλα. Ό ταν τελικά θα σταθεί μόνο του όρθιο, το παιδί θα πατάει ολόκληρη την πατούσα του στο έδαφος και θα μπορεί να περπατάει πιασμένο απ’ το φουστάνι της μητέρας του. Σύντομα θα μπο
ρεί να περπατάει εντελώς μόνο του, χαρούμενο γ ι’ αυτή τη νέα του ανεξαρτησία. Τώρα, αν ο ενήλικος συνεχίζει να το βοηθάει, θα γίνει εμπόδιο στο δρόμο της ανάπτυξής του. Δεν πρέπει να βοηθάμε το παιδί να περπατάει και, αν το χέρι του θέλει να δουλέψει, πρέπει να του δώσουμε κίνητρα δραστηριότητας και να το αφήσου με μόνο του να προβεί σε όλο και μεγαλύτερες κατακτήσεις του περιβάλλοντος του.
Έ να σημαντικό και φανερό χαρακτηριστικό της ηλικίας του ενάμιση χρόνου είναι η μεγάλη δύναμη των χεριών και των ποδιών και, κατά συνέπεια, η τάση του πα ιδιού, όταν κάνει κάτι, είναι να καταβάλλει τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια. Μέχρις εδώ η ισορροπία και η χρήση των χεριών έχουν ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους ανάπτυξης, τώρα όμως συναντώνται και βλέπουμε το παιδί να περπατάει κουβαλώντας ένα φορτίο που συχνά είναι πολύ δυσανάλογο με το μέγεθος του. Το χέρι που έχει μάθει να πιάνει πρέπει να ασκηθεί κουβαλώντας βάρη. Έτσι, μπορούμε να δούμε το παιδί αυτής της ηλικίας να κουβαλάει ένα μεγάλο δοχείο με νερό, να διορθώνει την ισορροπία του και να περπατάει αργά. Υπάρχει επίσης και μια τάση ν’ αψηφήσει το νόμο της βαρύτητας· δεν του φτάνει το περπάτημα, θέλει και να σκαρφαλώσει, αρπάζοντας κάτι και σπρώχνοντας το σώμα του προς τα πάνω. Ύστερα ακολουθεί η περίοδος της μίμησης· τώρα το παιδί που είναι ελεύθερο να ενεργήσει ευχαριστιέται να μιμείται τα πράγματα που κάνουν γύρω του οι ενήλικοι. Βλέπουμε έτσι τη λογική της φυσικής ανάπτυξης: το παιδί πρώτα ετοιμάζει τα όργανά του, τα χέρια και τα πόδια του, μετά δυναμώνει με την άσκηση και τελικά αρχίζει να κοιτάζει τι κάνουν οι άλλοι και προσπαθεί να τους μιμηθεί, ετοιμάζοντας τον εαυτό του για τη ζωή και την ελευθερία.
Σ ’ αυτή την περίοδο της δραστηριότητάς του, το παιδί
θέλει να περπατάει πολύ, χρειάζεται να κάνει μεγάλους περιπάτους, ενώ οι άλλοι επιμένουν να το κρατάνε αγκαλιά ή να το τσουλάνε στο καροτσάκι, έτσι, που τελικά το καημένο το παιδί μόνο με τη φαντασία του περπατάει. Δεν μπορεί να περπατήσει καλά; Το παίρνουν αγκαλιά! Δεν μπορεί να κάνει μια δουλειά; Την κάνουν εκείνοι στη θέση του! Στο κατώφλι της ζωής του οι μεγάλοι τού δημιουργούν αίσθημα κατωτερότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Μιμητικές κινήσεις και κύκλοι δραστηριότητας
Στην ηλικία των δύο χρόνων το παιδί έχει ανάγκη να περπατάει, πράγμα που οι περισσότεροι ψυχολόγοι δεν το λαβαίνουν υπόψη τους. Μπορεί να περπατήσει ως ένα μίλι, ακόμα και δύο, κι αν ένα μέρος είναι ανη- φοριά τόσο το καλύτερο, γιατί του αρέσει ν’ ανεβαίνει. Τα δύσκολα σημεία του περιπάτου είναι τα πιο ενδιαφέροντα. Οι μεγάλοι, όμως, πρέπει να καταλάβουν τι σημαίνει το περπάτημα για το παιδί.
Η ηλικία του ενάμιση χρόνου έχει συγκεντρώσει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των ψυχολόγων χάρη στη με
γάλη της σημασία για την αγωγή. Από την άποψη της φυσιολογίας είναι το χρονικό σημείο του συντονισμού στην προετοιμασία των ανώτερων και των κατώτερων άκρων. Από την ψυχολογική άποψη το παιδί βρίσκεται στις παραμονές της ολοκλήρωσης της ανθρώπινης υπόστασής
του, αφού οχα δύο του χρόνια θα συμπληρώσει την ανάπτυξή του με την έκρηξη της ομιλίας και έχει ήδη αρχίσει τις προσπάθειές του να εκφράσει αυτά που έχει μέσα του.
Ό λοι συμφωνούν ότι πρόκειται για μια ηλικία μέγι- στης προσπάθειας, που χρειάζεται υποστήριξη, και ότι τα παιδιά δείχνουν ένα ένστικτο μιμητισμού. Πολλοί έχουν πει συχνά πως τα παιδιά είναι μιμητικά πλάσματα, πρόκειται όμως για μια επιπόλαιη άποψη, που έχει σκοπό να παρακινήσει τους γονείς και τους δασκάλους να δίνουν το καλό παράδειγμα στο παιδί. Το αποτέλεσμα αυτής της προτροπής δεν ήταν πάντα ευνοϊκό γιατί, όσο κι αν οι γονείς ήξεραν πως όφειλαν να είναι πρότυπα τελειότητας, ήξεραν ακόμα πως απέχουν πολύ απ’ αυτό. Θέλαμε όλοι μια τέλεια ανθρωπότητα- σκεφτήκαμε πως η ανθρωπότητα έπρεπε να γίνει τέλεια με τη μίμηση- αλλά εμείς δεν είμαστε τέλειοι κι έτσι το αδιέξοδο ήταν χωρίς λύση. Η φύση όμως δεν έχει ακολουθήσει το συλλογισμό αυτό. Το σημαντικό είναι πως το παιδί πρέπει να προετοιμαστεί για τη μίμηση και η προετοιμασία αυτή έχει σημασία και εξαρτάται από την προσπάθεια του παιδιού. Η προσπάθεια δεν βρίσκεται στη μίμηση, αλλά στη δημιουργία, μέσα στην ψυχή, στη δυνατότητα για μίμηση, για μεταμόρφωση του εαυτού μας σ’ αυτό που επιθυμούμε. Κανένα παιδί δεν μπορεί να γίνει πιανίστας με τη μίμηση, μπορεί όμως να προετοιμάσει τα χέρια του ν’ αποκτήσουν την απαραίτητη δεξιότητα- και σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο με το να διηγούμαστε ιστορίες ηρώων και αγίων δεν σημαίνει πως θα γίνει το παιδί ήρωας ή άγιος, παρά όταν έχει προετοιμαστεί το πνεύμα του. Η μίμηση μπορεί να προσφέρει έμπνευση και ενδιαφέρον, πρέπει όμως να υπάρχει μια προετοιμασία που θα τα στηρίξει όλα αυτά. Η φύση δεν μας χαρίζει μόνο το ένστικτο της μίμησης, αλλά την προσπάθεια μέσα μας να μεταμορφωθούμε σ’ αυτό που μας δείχνει το πρόβλημα- γ ι’ αυτό οι
παιδαγωγοί που θέλουν να βοηθήσουν τη ζωή πρέπει να δουν πώς μπορούν να βοηθήσουν αυτές τις προσπάθειες.
Το παιδί στην ηλικία αυτή ξεκινάει συχνά να κάνει ένα πράγμα που φαίνεται παράλογο για το μυαλό του μεγάλου- αυτό όμως δεν έχει καμιά σημασία- πρέπει το παιδί να ολοκληρώσει τη δραστηριότητά του. Υπάρχει μέσα του μια ξωτική ανάγκη να ολοκληρώσει την πράξη κι αν ο κύκλος αυτής της ανάγκης σπάσει παρουσιάζονται αποκλίσεις από το κανονικό και διατάραξη της σκοπιμότητας μιας πράξης. Αυτός ο κύκλος της δραστηριότητας είναι τώρα πολύ σημαντικός, γιατί είναι μια έμμεση προετοιμασία για τη μελλοντική ζωή. Σ ’ όλη του τη ζωή ο άνθρωπος προετοιμάζεται έμμεσα για το μέλλον και πολλοί από τους ανθρώπους που έχουν κάμει σπουδαία πράγματα στη ζωή τους παρατήρησαν ότι μεσολάβησε μια ενδιάμεση περίοδος που δεν βρισκόταν απαραίτητα στην ίδια γραμμή με την τελική δουλειά τους, αλλά που περιείχε κάποια έντονη προσπάθεια που πρόσφερε την απαραίτητη προετοιμασία στο πνεύμα τους- και η προσπάθεια αυτή έπρεπε να επεκταθεί σ’ όλα της τα όρια - έπρεπε να ολοκληρωθεί ο κύκλος. Για τα λόγο αυτό οι μεγάλοι δεν πρέπει να επεμβαίνουν και νά σταματάνε μια δραστηριότητα του παιδιού, όσο παράλογη και να είναι αυτή, φτάνει βέβαια να μην είναι επικίνδυνη για τη ζωή και την ακεραιότητά του! Το παιδί πρέπει να ολοκληρώνει τον κύκλο της δραστηριότητας του.
Η δραστηριότητα αυτή παίρνει πολλές, ενδιαφέρουσες μορφές- μια απ’ αυτές είναι να κουβαλάει βάρη πέρα από τις δυνάμεις του και χωρίς κανέναν φανερό λόγο. Στο σπίτι ενός φίλου είδα μια φορά ένα μωρό να πασχίζει να κουβαλήσει κάτι βαριά σκαμνιά, ένα-ένα, από τη μια άκρη του δωματίου ως την άλλη. Τα παιδιά της ηλικίας αυτής μπορούν να συνεχίσουν να μεταφέρουν πράγματα από τη μια άκρη στην άλλη μέχρι να κουραστούν. Η συνη
θισμένη αντίδραση του μεγάλου είναι να λυπάται το μικρό παιδί για την αδυναμία του, να πηγαίνει να το βοηθήσει και να του παίρνει το φορτίο από τα χέρια. Οι ψυ- χολόγοι όμως έχουν διαπιστώσει πως η διακοπή ενός κύκλου δραστηριότητας που έχει διαλέξει το παιδί είναι μια από τις μεγαλύτερες καταπιέσεις αυτής της ηλικίας, που οδηγεί σε δυσκολίες αργότερα. Μια άλλη αγαπημένη του προσπάθεια είναι να ανεβαίνει σκάλες όχι για να φτάσει στο παραπάνω πάτωμα, γιατί, μόλις φτάσει στην κορυφή, πρέπει να ξανακατέβει στο πρώτο σκαλί για να ολοκληρώσει τον κύκλο του. Είδα μια φορά ένα παιδί που ανέβαινε μια πολύ απότομη σκάλα· το κάθε σκαλί τού έφτανε στη μέση και έπρεπε να χρησιμοποιήσει και τα δύο του χέρια για να σηκώσει το σώμα του και μετά να τοποθετήσει τα πόδια του σε μια φοβερά δύσκολη στάση- είχε όμως το κουράγιο να φτάσει στην κορυφή - σαράντα πέντε σκαλιά. Ό ταν έφτασε εκεί κοίταξε πίσω του να δει τι κατάφερε, έχασε την ισορροπία του και κατρακύλησε κάτω. Τα σκαλιά ήταν σκεπασμένα με παχύ χαλί και δεν έπαθε τίποτε, κι όταν έκανε και την τελευταία τούμπα κι έφτασε στο πρώτο πια σκαλί βρέθηκε καθιστό απέναντι μας. Νομίζαμε πως θα ’κλαιγε- εκείνο όμως γέλασε ευχαριστημένο σαν να έλεγε: «Πόσο δύσκολο είναι ν’ ανεβείς και πόσο εύκολο να κατεβείς!».
Μερικές φορές οι προσπάθειες αυτές είναι ενδεικτικές της προσοχής και του λεπτού συντονισμού της κίνησης, μάλλον, παρά της δύναμης. Έ να παιδί ενάμιση χρόνου που ήταν ελεύθερο να γυρίζει σ’ όλο το σπίτι έφτασε στο δωμάτιο των ασπρορούχων, όπου μια δωδεκάδα μεγάλες πετσέτες περίμεναν, σιδερωμένες, να φυλαχτούν. Το μωρό έπιασε την πάνω πάνω και με τα δυό του χέρια, ευχαριστημένο που την είδε να χωρίζεται από το σωρό, πέρασε το διάδρομο και την τοποθέτησε προσεκτικά στο πάτωμα στην πιο μακρινή γωνία. Αφού το
έκαμε αυτό ξανάρθε να πάρει κι άλλη πετσέτα και επανέλαβε την ίδια κίνηση για τις δώδεκα πετσέτες λέγοντας δυνατά «Ένα!» κάθε φορά που την έπαιρνε. Ό ταν τις έβαλε όλες στη θέση που είχε διαλέξει, σκεφτήκαμε πως η δράση του είχε τελειώσει. Κι όμως, όχι! Μόλις τοποθέτησε και την τελευταία πετσέτα στη γωνία, άρχισε να τις φέρνει πάλι στην αρχική τους θέση κουβαλώντας τες πάλι μία-μία και λέγοντας «Ένα!» την κάθε φορά. Η προσοχή του παιδιού ήταν καταπληκτική και το πρόσωπό του έλαμπε χαρούμενο όταν απομακρύνθηκε πηγαίνοντας να κάνει κάποια άλλη δουλειά του.
Στην ηλικία των δύο χρόνων το παιδί έχει ανάγκη να περπατάει, πράγμα που οι περισσότεροι ψυχολόγοι δεν το λαβαίνουν υπόψη τους. Μπορεί να περπατήσει ως ένα μίλι, ακόμα και δύο, κι αν ένα μέρος είναι ανηφοριά τόσό το καλύτερο, γιατί του αρέσει ν’ ανεβαίνει. Τα δύσκολα σημεία του περιπάτου είναι τα πιο ενδιαφέροντα. Οι μεγάλοι, όμως, πρέπει να καταλάβουν τι σημαίνει το περπάτημα για το παιδί. Η ιδέα τους πως το παιδί δεν μπορεί να περπατήσει είναι γιατί περιμένουν ναιβαδίζει με το δικό τους ρυθμό κι όταν δεν καταφέρνει, επειδή τα πόδια του είναι μικρά, να τους φτάσει, το παίρνουν αγκαλιά και το κουβαλάνε οι ίδιοι για να φτάσουν πιο γρήγορα στο σκοπό τους. Το παιδί, όμως, δεν θέλει να πάει πουθενά - θέλει απλώς να περπατήσει και, αν θέλει να το βοηθήσει πραγματικά ο μεγάλος, πρέπει να το ακολουθεί κι όχι να περιμένει απ’ το παιδί να τον φτάσει. Η ανάγκη να ακολουθούμε το παιδί φαίνεται καθαρά στην περίπτωση αυτή, αλλά αποτελεί τον γενικότερο κανόνα για όλες τις πλευρές της αγωγής και όλους τους τομείς. Το παιδί έχει τους δικούς του νόμους ανάπτυξης κι αν θέλουμε να το βοηθήσουμε να μεγαλώσει πρέπει να το ακολουθούμε κι όχι να του επιβάλλουμε τους δικούς μας ρυθμούς. Το παιδί περπατάει με τα μάτια όσο και με τα πόδια του και
τα ενδιαφέροντα πράγματα που βλέπει είναι αυτά που το σπρώχνουν να πάει παρακάτω. Περπατάει μέχρι να δει ένα αρνάκι να βυζαίνει· τότε στέκεται και κάθεται πλάι του να το δει. Ικανοποιημένο μ’ αυτή την εμπειρία πάει παρακάτω και βλέπει ένα λουλούδι που πρέπει να σκύψει και να το μυρίσει. Λίγο πιο κάτω του κάνει εντύπωση ένα δέντρο και γυρίζει δυο τρεις φορές γύρω-γύρω πριν να συνεχίσει τον περίπατό του. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να καλύψει μίλια ολόκληρα. Ο περίπατός του είναι γεμάτος από αναπαυτικές παύσεις και ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις, κι αν στο δρόμο του βρει και κάποια δυσκολία, ένα βράχο που πρέπει να σκαρφαλώσει ή μια λακκούβα που πρέπει να πηδήξει, η χαρά του δεν λέγεται. Το νερό είναι ένας- σπουδαίος πόλος έλξης και πολλές φορές θα το δείτε να στέκεται πλάι και να λέει «Νερό» ενθουσιασμένο, ενώ ο μεγάλος ίσως να μην έχει δει καν αυτό το μικρό ρυάκι που τρέχει στάλα-στάλα. Το παιδί έχει λοιπόν μια διαφορετική ιδέα για τον περίπατο από την παραμάνα του, που θέλει να φτάσει σ’ ένα σημείο όσο πιο γρήγορα γίνεται. Γι’ αυτό το παίρνει μαζί της στο πάρκο ή το βγάζει να πάρει αέρα στο καροτσάκι με κλεισμένη την κουκούλα έτσι που δεν μπορεί να δει τίποτε.
Για να δώσουμε σωστή αγωγή, πρέπει να λάβουμε υπόψη τον τρόπο που περπατάει ο εξερευνητής: Ό λα τα παιδιά θα ’πρεπε να μπορούν να περπατάνε έτσι, οδηγημένα από το ενδιαφέρον τους, και εδώ η αγωγή μπορεί να βοηθήσει το παιδί μαθαίνοντάς του τα χρώματα και τα σχήματα των φύλλων, τις συνήθειες των εντόμων, τών ζώων και των πουλιών. Ό λα αυτά τονίζουν το ενδιαφέρον του όταν βγαίνει έξω, και όσο περισσότερα μαθαίνει τόσο περισσότερο περπατάει. Το ίδιο το περπάτημα είναι μια πλήρης άσκηση. Δεν χρειάζονται άλλες γυμναστικές ασκήσεις, γιατί αυτή και μόνη κάνει το παιδί να αναπνέει και να χωνεύει καλύτερα απ’ όσο τα σπορ. Η ομορφιά του
σώματος κερδίζεται με το περπάτημα και, αν το παιδί βρει να μαζέψει κάτι ενδιαφέρον και να το ταξινομήσει ή να σκάψει κάποιο λάκκο ή να φέρει ξύλα για τη φωτιά, τότε οι πράξεις αυτές συνοδεύουν τον περίπατο και κάνουν την άσκηση πλήρη.
Είναι απαραίτητο να γίνει η δραστηριότητα αυτή μέρος της αγωγής, κυρίως σήμερα, που οι άνθρωποι σπάνια περπατάνε αλλά πηγαίνουν οπουδήποτε με αυτοκίνητα ή άλλα οχήματα, κι έτσι υπάρχει μια γενική τάση για χαλάρωση των μυών και παράλυση. Η ζωή δεν πρέπει να κόβεται στα δύο, να κουνάμε τα μέλη μας για τα σπορ και μετά να ενεργοποιούμε το μυαλό μας για το διάβασμα. Η ζωή πρέπει να είναι ένα σύνολο, κυρίως σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια του παιδιού, όταν κτίζει τον εαυτό του.
Είναι πολύ δύσκολο να συναντήσει κανείς ανθρώπους που ξέρουν να μη διακόπτουν αλλά να καταλαβαίνουν και να σέβονται την ανεξαρτησία του παιδιού όταν ακολουθεί τους φυσικούς δρόμους της εξέλιξής του- γ ι’ αυτό οι ψυχολόγοι ζητούν ειδικά μέρη που να μπορούν τα μικρά παιδιά να δουλέψουν. Έτσι, δημιουργούνται σχολεία για τα πολύ μικρά παιδιά, ακόμα και από ενά- μιση χρόνου. Σ ’ αυτά τα σχολεία προμηθεύουν στα πα ιδιά κάθε είδους πράγματα, μέχρι και σπίτια πάνω σε δέντρα με σκάλες για ν ’ ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν. Το μικρό αυτό σπιτάκι δεν είναι για να ζήσουν μέσα τα πα ιδιά αλλά προσφέρει ένα κέντρο ενδιαφέροντος για τη δραστηριότητα του σκαρφαλώματος. Είναι μια αναγνώριση πως ποτέ δεν είναι πολύ νωρίς για ν’ αρχίσει η αγωγή, αν θέλουμε να γίνει ο άνθρωπος ένας άξιος πολίτης μιας ελεύθερης δημοκρατίας. Πώς μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία ή ελευθερία όταν από την αρχή της ζωής προετοιμάζουμε το παιδί να υποταχθεί σε μια τυραννία, να υπακούσει σ’ ένα δικτάτορα; Πώς μπορούμε να περιμένουμε δημοκρατία όταν έχουμε αναθρέψει σκλάβους;
Η πραγματική ελευθερία αρχίζει στα πρώτα βήματα της ζωής και όχι στα χρόνια του ενηλίκου. Από τους ανθρώπους αυτούς που τους έχουμε μειώσει τις δυνάμεις τους, που έχουν γίνει κοντόφθαλμοι και απονευρωμένοι από την πνευματική κόπωση, που τα σώματά τους παραμορφώθηκαν, που τη θέλησή τους την τσάκισαν οι μεγαλύτεροι τους λέγοντας: «Η θέλησή σου πρέπει να εξαφανιστεί και να επικρατήσει η δική μου!», πώς μπορούμε να περιμένουμε, όταν τελειώσει η σχολική ζωή, να δεχτούν και να χρησιμοποιήσουν τα δικαιώματα της ελευθερίας;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Το τρίχρονο παιδί
Όταν ο δάσκαλος αφήσει ελεύθερο το παιδί και δεν το διακόπτει, το παιδί συγκεντρώνει όλη την προσοχή τον στη δουλειά. Είναι πάρα πολλοί όμως οι δάσκαλοι που έχουν την τάση να διακόπτουν συνεχώς το παιδί για να το διδάξουν γι’ αυτό και το παιδί που αναπτύσσεται αυθόρμητα κάτω από την καθοδήγηση της φύσης δεν μπορεί να τα πάει καλά με ένα δάσκαλο που διδάσκει.
Φ αίνεται πως η φΰση τοποθέτησε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο υποπεριόδους, πριν και
μετά τα τρία χρόνια. Η πρώτη περίοδος, παρότι είναι δημιουργική και γεμάτη σημαντικά γεγονότα, γίνεται μια περίοδος ξεχασμένη, ίδια σ’ αυτό με την εμβρυακή ζωή πριν από τη γέννηση, γιατί μόνο στα τρία αρχίζει η πλήρης συνειδητότητα και η ανάμνηση. Στην ψυχο-εμ- βρυακή περίοδο μεσολάβησαν πρόοδοι που ήρθαν χωρι
στά και ανεξάρτητα, όπως είναι η ομιλία, οι κινήσεις των μελών και ο συντονισμός τους και ορισμένες αισθητηριακές αναπτύξεις, όπως ακριβώς και στο σωματικό έμβρυο πριν από τη γέννηση τα όργανα διαμορφώνονταν ένα- ένα. Ο άνθρωπος όμως δεν θυμάται ούτε τη μια διαδικασία ούτε την άλλη. Αυτό γίνεται γιατί δεν υπάρχει ακόμα ενότητα της προσωπικότητας· η ενότητα αυτή έρχεται μόνο όταν τα μέρη συμπληρώνονται. Αυτή η υποσυνείδητη και ασυνείδητη δημιουργία, αυτό το ξεχασμένο πα ιδί, φαίνεται να έχει σβηστεί από τον άνθρωπο, και το παιδί που έρχεται σε μας στα τρία του χρόνια μάς φαίνεται ένα ον ακατανόητο. Η γέφυρα της επικοινωνίας ανάμεσα σε μας και σ’ αυτό έχει αφαιρεθεί από τη φύση κι έτσι ή πρέπει να ξέρουμε όλα όσα συνέβησαν στην προηγούμενη περίοδο ή να ξέρουμε την ίδια τη φύση, αλλιώς κινδυνεύουμε, να καταστρέφουμε ανόητα ό,τι προσπαθεί να κτίσει. Ο άνθρωπος έχει εγκαταλείψει τον φυσικό δρόμο της ζωής ακολουθώντας το μοιραίο μονοπάτι του πολιτισμού και, δεδομένου ότι ο πολιτισμός έχει προστατέψει μόνο το σωματικό και όχι το ψυχικό μέρος του ανθρώπου, το αποτέλεσμα για το παιδί είναι μια φυλακή - ένας περίγυρος εμποδίων.
Το παιδί βρίσκεται στην απόλυτη φροντίδα των μεγάλων, κι αυτοί, εκτός αν φωτιστούν από τη σοφία της φύσης ή της επιστήμης, θα παρουσιάσουν τα μεγαλύτερα εμπόδια στη ζωή του παιδιού. Το τρίχρονο παιδί πρέπει να αναπτύξει τις δυνάμεις του ασκώντας τες πάνω στο περιβάλλον του, χρησιμοποιώντας αυτά που δημιούργησε στα προηγούμενα χρόνια του. Τα γεγονότα αυτών των χρόνων τα έχει ξεχάσει, αλλά οι ικανότητες που ανέπτυξε ανεβαίνουν τώρα στην επιφάνεια της συνειδητότη- τας, μέσα από πειράματα που γίνονται πια συνειδητά. Το χέρι, οδηγημένο από τη νοημοσύνη, εκτελεί μια εργασία υλοποιώντας την ψυχική θέληση. Είναι σαν το παιδί που
πρώτα συλλάμβανε τον κόσμο μέσα απ’ τη νοημοσύνη του ενώ τώρα τον συλλαμβάνει με τα χέρια του. Θέλει να τελειοποιήσει τα προηγούμενα αποχτήματα του, τη γλώσσα, για παράδειγμα- έχει ήδη ολοκληρώσει την ανάπτυξή της, αλλά την πλουτίζει ως τα τεσσεράμισι χρόνια. Ο νους διατηρεί ακόμα τη δύναμη του εμβρύου να αφομοιώνει χωρίς κόπο, τώρα όμως το χέρι γίνεται το άμεσο όργανο της νοητικής σύλληψης και το παιδί αναπτύσσεται εργαζόμενο με τα χέρια του κι όχι περπατώντας γύρω-γύρω. Το παιδί της ηλικίας αυτής δουλεύει συνεχώς- χαρούμενο και κεφάτο, όλο και κάτι φτιάχνει με τα χέρια του. Οι μεγάλοι ονομάζουν την περίοδο αυτή ευλογημένη εποχή του παιχνιδιού και η κοινωνία έχει φτιάξει παιχνίδια που αντιστοιχούν στη δραστηριότητά του. Έτσι, αντί να δίνει στο παιδί τα μέσα να αναπτύξει τη νοημοσύνη του, το γεμίζει με άχρηστα αντικείμενα.
Το παιδί θέλει τώρα ν’ αγγίζει τα πάντα και το αφήνουν ν’ αγγίζει ορισμένα πράγματα ενώ του απαγορεύουν άλλα. Το μόνο φυσικό πράγμα που το αφήνουν να αγγίξει είναι η άμμος και, όπου δεν υπάρχει άμμος, ο συμπονετικός μεγάλος τη φέρνει για τα πλούσια παιδιά. Και το νερό μπορεί να επιτρέπεται, όχι όμως πολύ, γιατί το παιδί βρέχεται- άλλωστε, το νερό μαζί με την άμμο φτιάχνουν λάσπη, κι οι μεγάλοι πρέπει να την πλύνουν μετά! Ό ταν το παιδί κουράζεται με την άμμο, του δίνουν μικρά αντίγραφα των πραγμάτων που χρησιμοποιούν οι ενήλικοι, κουζίνα και σπιτάκια, πιάνα, που δεν μπορούν όμως να χρησιμοποιηθούν πραγματικά. Αναγνωρίζουν πως το παιδί θέλει να αντιγράψει τη δική τους απασχόληση, κι όμως ανταποκρίνονται σ’ αυτό δίνοντάς του πράγματα που δεν λειτουργούν. Είναι πραγματική κοροϊδία. Στο μοναχικό παιδί δίνουν μια παρωδία της ανθρώπινης φιγούρας, μια κούκλα- και η κούκλα αυτή μπορεί να γίνει για το παιδί πιο πραγματική κι από τον πατέρα ή τη μη
τέρα του. Η κούκλα όμως δεν μπορεί να του απαντήσει ούτε ν’ ανταποκριθεί στην αγάπη του, κι έτσι είναι ακατάλληλο υποκατάστατο της ανθρώπινης συντροφιάς.
Το παιχνίδι έχει γίνει τόσο σημαντικό πράγμα, που πολλοί το νομίζουν βοήθημα της νοημοσύνης. Σίγουρα είναι προτιμότερο από το τίποτε, είναι όμως ενδεικτικό το γεγονός ότι το παιδί γρήγορα βαριέται τα παιχνίδια του και θέλει καινούρια. Τα σπάει αδιάφορα και οι μεγάλοι συμπεραίνουν πως του αρέσει να τα κομματιάζει και να τα καταστρέφει. Αυτό όμως είναι ένα τεχνητά αναπτυγμένο χαρακτηριστικό και οφείλεται στο γεγονός ότι δεν διαθέτει τα σωστά αντικείμενα. Τα παιδιά ενδια- φέρονται πολύ λίγο για τα πράγματα που τους δίνουν, γιατί δεν υπάρχει πραγματικότητα σ’ αυτά. Έτσι γίνονται ανήσυχα, ανίκανα για προσοχή και δεν μπορούν ν’ αναπτυχθούν κανονικά, μέχρι που η προσωπικότητα παραμορφώνεται εντελώς. Το παιδί στην ηλικία αυτή προσπαθεί σοβαρά και συνειδητά να τελειοποιήσει τον εαυτό του αντιγράφοντας τους μεγαλύτερους σ’ όλες τις εμπειρίες της ζωής. Ό ταν δεν του δίνεται η ευκαιρία να το κάνει αυτό, ο χαρακτήρας του διαστρεβλώνεται.
Αυτή είναι η τραγωδία του παιδιού που μεγαλώνει μέσα σε πολύ αναπτυγμένους πολιτισμούς. Σε απλούστερες κοινωνικές ομάδες, το παιδί είναι συνήθως πιο ήρεμο και πιο ευτυχισμένο, γιατί χρησιμοποιεί ελεύθερα τα γύρω του αντικείμενα, που δεν είναι τόσο πολύτιμα ώστε να του τα κρύβουν μην τα σπάσει. Ό ταν η μητέρα του πλένει ρούχα ή ζυμώνει το ψωμί, μπορεί και το παιδί να τα κάνει αυτά, αν βρει τα κατάλληλα υλικά, και να προετοιμαστεί έτσι για τη ζωή.
Το γεγονός αυτό δεν χωράει πια καμιά αμφισβήτηση: το τρίχρονο παιδί πρέπει να χειρίζεται τα πράγματα για δικούς του στόχους. Ό ταν ορισμένα πράγματα φτιάχτηκαν γ ι’ αυτό σε αναλογία προς το μέγεθος του και μπορεί
να τα χρησιμοποιήσει όπως ακριβώς τα χρησιμοποιούν και οι μεγάλοι, ο χαρακτήρας του φαίνεται να αλλάζει, γίνεται ήρεμο και ικανοποιημένο. Δεν ενδιαφέρεται για πράγματα που δεν ανήκουν στο συνηθισμένο του περιβάλλον, γιατί η δουλειά του είναι να προσαρμοστεί στον δικό του ενήλικο κόσμο και ο σκοπός της φύσης είναι να δώσει χαρά με την εκτέλεση ορισμένων κινήσεων. Έτσι, ο νέος τρόπος συνίσταται στο να δημιουργήσουμε κίνητρα δραστηριότητας, δίνοντας στο παιδί αντικείμενα φτιαγμένα ανάλογα με το μπόι και τις δυνάμεις του. Ό πως οι μεγάλοι δουλεύουν μέσα στο σπίτι τους και στην ύπαιθρο, έτσι και τα παιδιά πρέπει να έχουν το σπίτι τους και τον υπαίθριο χώρο τους. Ό χ ι παιχνίδια για τα πα ιδιά, αλλά σπίτια. Ό χ ι παιχνίδια, αλλά χώμα που να μπορούν να το δουλέψουν με μικρά εργαλεία. Ό χ ι κούκλες, αλλά πραγματικά άλλα παιδιά και μια κοινωνική ζωή όπου να μπορούν να ενεργήσουν αυτόνομα. Τα πράγματα αυτά είναι τα σημερινά μας υποκατάστατα για τα παλιά παιχνίδια.
Ό ταν σπάσαμε αυτό το φράγμα, όταν καταργήσαμε αυτή τη βλαβερή απομάκρυνση από την πραγματικότητα και δώσαμε στο παιδί πραγματικά αντικείμενα, η πρώτη αντίδρασή του ήταν αρκετά διαφορετική απ’ αυτήν που περιμέναμε. Το παιδί παρουσίασε μια διαφορετική προσωπικότητα, έδειξε την ανεξαρτησία του και αρνήθηκε τη βοήθεια. Ξάφνιασε τις μαμάδες, τις παραμάνες και τους δασκάλους, δείχνοντας καθαρά πως ήθελε να το αφήσουν μόνο του και να μείνουν απλοί παρατηρητές ενός περίγυρου που πάνω του κυριαρχούσε αυτό.
Τώρα, σ’ ό,τι αφορά τα πρώτα δικά μου πειράματα, τα φαινόμενα που είχαμε την τύχη να παρατηρήσουμε στη Ρώμη εδώ και πολλά χρόνια δεν θα συνέβαιναν αν δεν υπήρχαν κάποτε ειδικές περιστάσεις. Αυτό που μετράει, αρνητικά για το παιδί δεν είναι μόνο η έλλειψη πραγματι
κών αντικειμένων αλλά κι άλλοι παράγοντες, που δημιουργούν συνθήκες σκοταδισμού. Οι περιστάσεις που ευνόησαν αυτό το πρώτο πείραμα ήταν βασικά τρεις:
1. Μια πολύ μεγάλη φτώχεια και μια κοινωνική κατάσταση πολύ δύσκολη. Το παιδί που είναι πολύ φτωχό μπορεί να υποφέρει από την έλλειψη τροφής, ζει όμως μέσα σε φυσικές συνθήκες κι έτσι έχει εσωτερικό πλούτο.
2. Οι γονείς αυτών των παιδιών ήταν αγράμματοι, κι έτσι δεν μπορούσαν να τους προσφέρουν μια άστοχη και λαθεμένη βοήθεια.
3. Οι δάσκαλοι δεν ήταν επαγγελματίες, κι έτσι ήταν απαλλαγμένοι από τις παιδαγωγικές προκαταλήψεις που δημιουργεί η συνηθισμένη εκπαίδευση. Στην Αμερική τα πειράματα δεν πέτυχαν ποτέ, γιατί εκεί χρησιμοποίησαν τους καλύτερους δασκάλους, και καλός δάσκαλος ήταν αυτός που είχε μελετήσει ένα σωρό πράγματα που δεν βοηθάνε το παιδί και ήταν φορτωμένος με ιδέες ασυμβίβαστες προς την ελευθερία του. Δεν βοηθάμε, αλλά εμποδίζουμε το παιδί, επιβάλλοντάς του ένα δάσκαλο. Πρέπει να παίρνουμε απλούς ανθρώπους και να τους χρησιμοποιούμε. Ό σ ο για τη φτώχεια, δεν χρειάζεται να την επιβάλλουμε αλλά δεν πρέπει και να μας φοβίζει, γιατί είναι μια προϋπόθεση πνευματικής ανάπτυξης. Αν θέλουμε ένα εύκολο πείραμα με σίγουρη επιτυχία, πρέπει να πάμε να δουλέψουμε ανάμεσα στα φτωχά παιδιά, προσφέροντάς τους ένα περιβάλλον που δεν διαθέτουν. Τα παιδιά που δεν έχουν άλλα πράγματα θα δείξουν παθιασμένο ενδιαφέρον για το επιστημονικά κατασκευασμένο αντικείμενο, κι αυτό θα ξυπνήσει μέσα τους την πνευματική προσοχή. Πριν από σαράντα χρόνια, το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη έκπληξη, γιατί πρώτη φορά το έβλεπε κανείς σε παιδιά τριών χρόνων. Κι όμως, η συγκέντρωση της προσοχής είναι μια βασική πράξη, που παίρνει ένα-ένα τα στοιχεία του περιβάλλοντος, τα
εξερευνά και τα παρατηρεί. Κάτω από τις συνηθισμένες αρνητικές συνθήκες, η προσοχή του παιδιού πετάει από το ένα πράγμα στο άλλο και δεν συγκεντρώνεται σε τίποτε· έχουμε όμως αποδείξει πως η αστάθεια αυτή δεν είναι ο πραγματικός του χαρακτήρας.
Πρέπει να θυμόμαστε πως μέσα στο μικρό παιδί των τριών χρόνων λειτουργεί πάντα ο μικρός δάσκαλος και το οδηγεί αλάνθαστα· έτσι, όταν μιλάμε για ένα ελεύθερο παιδί, εννοούμε το παιδί που ακολουθεί την καθοδήγηση της φύσης, που είναι τόσο ισχυρή μέσα του. Το παιδί, οδηγημένο από τη φύση, προχωράει σ’ όλες τις λεπτομέρειες του έργου που έχει αναλάβει και, για παράδειγμα, ξεσκονίζει όλα τα μέρη ενός τραπεζιού, τα πόδια του, το κάτω μέρος, ακόμα και τις χαραμάδες, ενώ του είχαμε πει να το καθαρίσει απλώς από πάνω. Ό ταν ο δάσκαλος το αφήσει ελεύθερο και δεν το διακόπτει, το παιδί συγκεντρώνει όλη την προσοχή του στη δουλειά. Είναι πάρα πολλοί όμως οι δάσκαλοι που έχουν την τάση να διακόπτουν συνεχώς το παιδί για να το διδάξουν γι’ αυτό και το παιδί που αναπτύσσεται αυθόρμητα κάτω από την καθοδήγηση της φύσης δεν μπορεί να τά πάει καλά με ένα δάσκαλο που διδάσκει. Ο δάσκαλος πιστεύει πως πρέπει να το οδηγήσει από το εύκολο στο δύσκολο, από το απλό στο σύνθετο με προοδευτικά βήματα, ενώ το παιδί μπορεί να πηγαίνει από το δύσκολο στο εύκολο και να κάνει μεγάλα πηδήματα. Μια άλλη χαρακτηριστική προκατάληψη αυτών των δασκάλων είναι η κούραση. Το παιδί που ενδιαφέρεται γ ι’ αυτό που κάνει μπορεί να συνεχίσει για ώρες ολόκληρες χωρίς να κουραστεί, όταν όμως ο δάσκαλος το βάζει ν’ αλλάζει απασχόληση κάθε λίγα λεπτά και να αναπαύεται, το παιδί χάνει το ενδιαφέρον του και κουράζεται. Οι προκαταλήψεις αυτές όμως είναι τόσο βαθιά ριζωμένες μέσα στους δασκάλους εκείνους που βγαίνουν από τις συνηθισμένες παιδαγωγι
κές ακαδημίες. Πολλές μοντέρνες παιδαγωγικές ακαδη- μίες υποστηρίζουν τόσο σοβαρά την ανάγκη του παιδιού για ανάπαυση, που επιβάλλουν διακοπές της δραστηριότητας κάθε τρία τέταρτα της ώρας, με μοιραίες συνέπειες. Ο παιδαγωγικός κόσμος κατευθύνεται από την ανθρώπινη λογική, αλλά η φύση έχει άλλους νόμους. Η λογική διακρίνει ανάμεσα στις νοητικές και τις σωματικές δραστηριότητες, λέγοντας πως για τις νοητικές δραστηριότητες πρέπει να καθόμαστε ακίνητοι στην τάξη και για τις σωματικές δραστηριότητες το νοητικό μας μέρος είναι περιττό: έτσι κόβουν το παιδί στα δυο. Ό ταν σκέφτεται, δεν του επιτρέπουν να χρησιμοποιεί τα χέρια του. Η φύση όμως δείχνει πως το παιδί δεν μπορεί να σκεφτεί δίχως τα χέρια του και πως έχει ανάγκη συνεχώς να κινείται και να περπατά, σαν τους περιπατητικούς φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας. Η κίνηση κι ο νους πηγαίνουν μαζί, κι ωστόσο πολλοί το θεωρούν αδύνατο να γ ίνουν σχολεία όπου τα παιδιά θα μελετάνε αλλά θα περπατάνε κιόλας συνέχεια όπου θέλουν.
Η μεγαλύτερη προσπάθεια της μεθόδου μας πρέπει να στραφεί προς την απελευθέρωση του δασκάλου απ’ όλες αυτές τις προκαταλήψεις, και ο πιο επιτυχημένος δάσκαλος είναι αυτός που καταφέρνει ν’ απαλλαγεί από τις περισσότερες προκαταλήψεις. Έτσι, απέναντι στο πρόβλημα της έλλειψης ειδικευμένων δασκάλων σ’ ένα πρόγραμμα γενικευμένης εκπαίδευσης, το μόνο που έχουμε να πούμε είναι «Δόξα τω Θεώ! Ε ίναι μεγάλο ευτύχημα!».
Οι νέοι δάσκαλοι πρέπει, ωστόσο, να καταλάβουν ορισμένα βασικά πράγματα, που δεν είναι καθόλου δύσκολα. Για παράδειγμα, στο πρώτο μου πείραμα συμβούλεψα τη βοηθό μου, που ήταν η κόρη του θυρωρού του κτιρίου, να παρουσιάζει ορισμένα αντικείμενα στα παιδιά μ’ έναν ορισμένο τρόπο και μια ειδική σειρά και μετά να τ’ αφήνει μόνα τους. Αμόρφωτη καθώς ήταν,
έκανε ακριβώς ό,τι της είπα και, προς μεγάλη της έκπληξη, τα παιδιά δούλεψαν πολύ ωραία με τα πράγματα αυτά κι είχαν σπουδαία αποτελέσματα. Φαντάστηκε λοιπόν πως κάποιοι άγγελοι ή πνεύματα μεσολαβούσαν, κι ερχόταν να μου αναφέρει μισοφοβισμένη: «Κυρία, στις δύο χτες το μεσημέρι το τάδε παιδί άρχισε να γράφει!» Φαινόταν πράγματι να κρύβεται κάτι υπερφυσικό στό γεγονός ότι το παιδί αυτό έγραφε καλοσχηματισμένες προτάσεις, όταν ποτέ στη ζωή του δεν είχε γράψει και δεν μπορούσε καν να διαβάσει.
Η πείρα έχει δείξει πως ο δάσκαλος πρέπει να αποσύ- ρεται όλο και περισσότερο, προετοιμάζοντας απλώς το έδαφος και τα πράγματα για να δουλέψουν μόνα τους τα παιδιά. Η δική μας δουλειά είναι να πείσουμε το δάσκαλο πως η επέμβαση είναι περιττή και βλαβερή, και το αποκαλούμε αυτό «Μέθοδο της Μη Επέμβασης». Ο δάσκαλος πρέπει να μετράει το τι χρειάζεται, σαν τον υπηρέτη που ετοιμάζει με προσοχή το ποτό για τον αφέντη του και τον αφήνει μετά να το πιει όπως θέλει. 'Οι δάσκαλοι πρέπει να μάθουν να είναι ταπεινοί, να μην επιβάλλουν την παρουσία τους και τις γνώσεις τους στα παιδιά που έχουν αναλάβει, αλλά να παρακολουθούν άγρυπνα την πρόοδό τους και να προετοιμάζουν όλα τα απαραίτητα για την περαιτέρω δραστηριότητα.
Από τους γονείς, εκείνοι που συνεργάζονται πιο πρόθυμα με τις παιδαγωγικές μας μεθόδους είναι οι γονείς που ανήκουν στην κατώτερη τάξη. Ό ταν το παιδί γράφει την πρώτη του λέξη -ενώ ο πατέρας και η μητέρα δεν ξέρουν να γράφουν- ο θαυμασμός τους για χο κατόρθωμά του εμψυχώνει το παιδί, ενώ οι πλούσιοι γονείς δεν δείχνουν ενδιαφέρον και συχνά ρωτάνε το παιδί αν δεν του μαθαίνουν ζωγραφική στο σχολείο, πράγμα που κάνει το κατόρθωμά του να φαίνεται λιγότερο σημαντικό. Το παιδί που θέλει να ξεσκονίσει ακούει να του λένε πως
αυτή είναι δουλειά του υπηρέτη και πως δεν το στέλνουν στο σχολείο για να μαθαίνει τέτοιες χειρωνακτικές δραστηριότητες! Αλλά και η μητέρα που ανακαλύπτει πως το παιδί της μαθαίνει μαθηματικά σε μια ηλικία που τη θεωρεί πολύ τρυφερή φοβάται πως θα πάθει εγκεφαλικό πυρετό και θέλει να το σταματήσει. Έ τσι, το παιδί παθαίνει ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας ή ανωτερότητας και γίνεται ένας πνευματικά ανάπηρος.
Βλέπουμε έτσι πως οι συνθήκες ακριβώς που θεωρούνται κακές για τους εκπαιδευτικούς πειραματισμούς είναι στην πραγματικότητα καλές και η επιτυχία δεν περιορίζεται στα παιδιά, αλλά επηρεάζει και τους γονείς. Στο πρώτο μου πειραματικό σπίτι τα παιδιά που είχαν αρχίσει πρακτικές ασκήσεις στο νοικοκυριό έλεγαν στις μανάδες τους πως δεν έπρεπε να έχουν λεκέδες στα ρούχα τους και να χύνουν το νερό, και σύντομα οι μανάδες άρχισαν κι αυτές να ενδιαφέρονται για την καθαριότητα και την τάξη. Πολλοί γονείς ήθελαν να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν επειδή μάθαιναν τα παιδιά τους, κι ολόκληρο το περιβάλλον άρχιζε να αλλάζει μέσα από τα πα ιδιά. Ή ταν σαν να κρατούσαμε στα χέρια μας ένα μαγικό ραβδί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Μέθοδοι γεννημένες από την παρατήρηση
Το μυαλό τον παιδιού δεν περιορίζεται στα πράγματα που μπορεί να δει και τις ιδιότητες τους, αλλά προχω- ράει και πέρα απ’, αυτά, δείχνοντας πολλή φαντασία. Τα παιδιά που στο παιχνίδι τους μετατρέπουν το τραπέζι σε σπίτι, την καρέκλα σε άλογο, που μπορούν να φανταστούν μια νεράιδα κι ένα παραμυθένιο βασίλειο δεν δυσκολεύονται καθόλου να φανταστούν την Αμερική, ιδίως όταν διαθέτουν για βοήθεια μια υδρόγειο σφαίρα.
υτό που τράβηξε την προσοχή του κοινού σταπρώτα μου πειράματα ήταν η έκρηξη της γραφής.
Δεν ήταν απλώς μια έκρηξη της γραφής, αλλά της ανθρώπινης υπόστασης μέσα στο παιδί. Έ να βουνό μπορεί να φαίνεται στερεό κι αιώνια αναλλοίωτο, συχνά όμως
περιέχει μέσα του μια εσωτερική φωτιά, που μια μέρα ξε- πηδάει έξω από τον εξωτερικό φλοιό. Τότε γίνεται μια έκρηξη φωτιάς, καπνού και άγνωστων ουσιών που αποκαλύπτουν σε όσους τις εξετάζουν πώς είναι το εσωτερικό της γης. Έτσι είναι και η δική μας έκρηξη και προ- κλήθηκε από περιστάσεις που φαίνονταν τότε οι λιγότερο ευνοϊκές για μια τέτοια αποκάλυψη. Η φτώχεια και η άγνοια, η έλλειψη δασκάλων, αλφαβηταρίων και κανόνων μάς προμήθευσαν τη βάση, κι επειδή ακριβώς δεν υπήρχε τίποτε, η ψυχή μπόρεσε να αναπτυχθεί. Τα εμπόδια είχαν απομακρυνθεί ασυναίσθητα, τότε όμως κανείς δεν ήξερε ποια ήταν τα εμπόδια. Ή ταν οπωσδήποτε ξεκάθαρο πως τις εκρήξεις αυτές δεν τις είχε προκαλέσει καμιά παιδαγωγική μέθοδος, γιατί η μέθοδος δεν υπήρχε τότε. Η ψυχολογία τις ακολούθησε και η μέθοδος διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα της ηφαιστειακής έκρηξης μέσα στο παιδί. Ο τύπος την περιέγραψε σαν «Ανακάλυψη της Ανθρώπινης Ψυχής».
Η νέα επιστήμη που ακολούθησε βασίστηκε όχι στη διαίσθηση, αλλά στην. άμεση παρατήρηση· και τα γεγονότα που παρατηρήθηκαν βρέθηκαν ν ’ ανήκουν σε δυο ομάδες. Η μία έδειξε τον παιδικό νου ικανό ν ’ αφομοιώνει τα στοιχεία της κουλτούρας σε μια απίστευτα μικρή ηλικία, μόνο όμως μέσα από τη δική του ανεξάρτητη δραστηριότητα. Η άλλη σχετίζεται με την ανάπτυξη του χαρακτήρα, σε μια ηλικία που οι παιδαγωγοί την είχαν κρίνει πολύ νεαρή για οποιαδήποτε επίδραση πάνω στο χαρακτήρα. Είχαν άδικο, γιατί είχαν στο μυαλό τους την επίδραση ενός μεγάλου πάνω στο χαρακτήρα του παιδιού· και το πώς να μετατρέπεις το κακό σε καλό είναι ένα αιώνιο πρόβλημα. Αλλά η περίοδος από τα τρία ως τα έ.ξι είναι μια εποχή ανάπτυξης του χαρακτήρα, με την έννοια πως το κάθε παιδί αναπτύσσεται σύμφωνα με τους δικούς του νόμους, εκτός αν παρεμποδιστεί.
Το παιδί συγκεντρώνει την προσοχή του στα πράγματα που έχει ήδη στο μυαλό του ή έχει αφομοιώσει στην προηγούμενη περίοδο, γιατί ό,τι έχει κατακτηθεί έχει την τάση να παραμένει στο μυαλό, να κρυσταλλώνεται. Έ τσι, η έκρηξη της.γραφής οφειλόταν στην προηγούμενη κατάκτηση της ομιλίας και σε μια γλωσσική ευαισθησία που σταματάει στα πεντέμισι με έξι χρόνια. Έ τσι, μόνο πριν απ’ αυτή την ηλικία μπορούν τα παιδιά να μάθουν να γράφουν με τόση χαρά και ενθουσιασμό, ενώ στα οχτώ και τα εννέα δεν έχουν πια τέτοια έμπνευση. Παρατηρήσαμε πως τα παιδιά είχαν έμμεσα προετοιμάσει τα όργανα για το γράψιμο, κι έτσι η έμμεση προετοιμασία υιοθετήθηκε ως ουσιαστικό μέρος της μοντεσσοριανής μεθόδου. Έχουμε δει πως η φύση προετοιμάζεται έμμεσα μέσα στο έμβρυο- δεν δίνει διαταγές πριν να δημιουργη- θούν τα όργανα που θα τις εκτελέσουν. Το ίδιο συμβαίνει και με το χαρακτήρα: μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να διαμορφωθεί. Τίποτε δεν κερδίζεται με την απλή μίμηση ή την καταναγκαστική υποταγή. Πρέπει να προϋπάρχει η εσωτερική προετοιμασία χάρη στην οποία γίνεται δυνατή η υπακοή, κι η προετοιμασία αυτή είναι έμμεση. Ξεπροβάλλει έτσι καθαρά η αναγκαιότητα ενός προετοιμασμένου περιβάλλοντος για τα παιδιά, και τότε η ελευθερία της ψυχής θα αναπτύξει τις δυνάμεις της.
Σ’ ό,τι αφορά την ανάπτυξη της γλώσσας, το παιδί στην προηγούμενη περίοδο ακολούθησε ένα είδος γραμματικής σειράς στην ομιλία, προχωρώντας από τους ήχους και τις συλλαβές στα ονόματα, τα επίθετα, τα επιρρήματα, τους συνδέσμους, τα ρήματα και τις προθέσεις. Σκεφτήκαμε κατ’ αναλογία πως θα το βοηθούσε να έχει μια γραμματική μέθοδο στη δεύτερη περίοδο, και η πρώτη μας γλωσσική διδασκαλία ήταν η γραμματική. Φαίνεται παράλογο για τον παραδοσιακό τρόπο της σκέψης μας να διδάσκεται η γραμματική στην ηλικία των
τριών χρόνων, πριν από το διάβασμα ή το γράψιμο, τα παιδιά έδειξαν όμως ένα πολύ έντονο ενδιαφέρον, που δεν έδειχναν τα μεγαλύτερα παιδιά. Η γραμματική είναι στο κάτω-κατω ο σκελετός της γλώσσας, και το παιδί τη χρειάζεται για να κτίσει τη γλώσσα.
Οι ανεκπαίδευτοι δάσκαλοι που είχαμε στα σχολεία μας παρατήρησαν την πείνα των παιδιών για τις λέξεις και τους έγραφαν όσο περισσότερες μπορούσαν, κι όταν εξαντλούσαν το απλό τους λεξιλόγιο, έρχονταν σε μένα για περισσότερες. Σκεφτήκαμε να δοκιμάσουμε να τους δώσουμε τις λέξεις που χρειάζονται για μια πιο προχωρημένη μόρφωση, όπως είναι τα ονόματα των γεωμετρικών σχημάτων, πολύγωνα, τραπέζια κι άλλες λέξεις ανάλογης δυσκολίας. Τα παιδιά τις έμαθαν με μεγάλη ευκολία μέσα σε μια μέρα. Μετά προχωρήσαμε στα επιστημονικά όργανα, όπως είναι τα θερμόμετρα και τα βαρόμετρα, και τους βοτανικούς όρους, όπως είναι τα πέταλα, τα σέπαλα, οι στήμονες, ο ύπερος. Τα παιδιά τα αφομοίωσαν μ’ ενθουσιασμό και ζητούσαν κι άλλα, γιατί η ηλικία αυτή, από τα τρία ως τα έξι, χαρακτηρίζεται από μια τρομερή δίψα για λέξεις, που ποτέ δεν είναι υπερβολικά μεγάλες ή δύσκολες για το παιδί. Τους δώσαμε λέξεις που χρησιμοποιούνται στις διάφορες ταξινομήσεις όλων των θεμάτων -της ζωολογίας, της γεωγραφίας και άλλων-και η μόνη δυσκολία που συναντούσαμε ήταν των δασκάλων, που δεν γνώριζαν τις λέξεις αυτές και δυσκολεύονταν να συγκρατήσουν το νόημά τους.
Το μυαλό του παιδιού δεν περιορίζεται στα πράγματα που μπορεί να δει και τις ιδιότητές τους, αλλά προχωράει και πέρα απ’ αυτά, δείχνοντας πολλή φαντασία. Τα πα ιδιά που στο παιχνίδι τους μετατρέπουν το τραπέζι σε σπίτι, την καρέκλα σε άλογο, που μπορούν να φανταστούν μια νεράιδα κι ένα παραμυθένιο βασίλειο δεν δυσκολεύονται καθόλου να φανταστούν την Αμερική, ιδίως
όταν διαθέτουν για βοήθεια μια υδρόγειο σφαίρα. Μια φορά τα παιδιά μας των έξι χρόνων είχαν μια υδρόγειο σφαίρα μπροστά τους και μιλούσαν γ ι’ αυτήν, όταν ήρθε τρεχάτο ένα μικρό τεσσάρων χρόνων. «Για να δω! Αυτός είναι ο κόσμος; Τώρα καταλαβαίνω πώς έκανε ο θείος μου τρεις φορές το γύρο του κόσμου». Και ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε πως η σφαίρα δεν ήταν παρά ένα ομοίωμα, γιατί ήξερε πως ο κόσμος είναι τεράστιος.
Μια άλλη φορά ένα παιδί, κάτω από τα πέντε, ζήτησε να δει μια από τις υδρογείους σφαίρες που είχαμε για τα μεγαλύτερα παιδιά. Αυτά μιλούσαν για την Αμερική και δεν του δίνανε σημασία, μέχρι που τα διέκοψε. «Πού είναι η Νέα Υόρκη;» ρώτησε. Του έδειξαν, και το επόμενο ερώτημά του ήταν: «Πού. είναι η Ολλανδία;» - γιατί σ’ αυτή τη χώρα δουλεύαμε τότε. Μόλις του έδειξαν τη χώρα του, το μικρό άγγιξε το μπλε μέρος της σφαίρας και είπε: «Τότε αυτή είναι η θάλασσα! Ο πατέρας μου πηγαίνει δυο φορές το χρόνο στην Αμερική και μένει στη Νέα Υόρκη. Ό ταν ξεκινάει το ταξίδι του, η μητέρα μάς λέει: “Ο μπαμπάς είναι στη θάλασσα!” Μετά μας λέει πως είναι στη Νέα Υόρκη, τώρα είναι πάλι στη θάλασσα και σε λίγο θα πάμε να τον συναντήσουμε στο Ρότερνταμ». Είχε ακούσει τόσο πολλά για την Αμερική, που ένιωθε τώρα πολλή χαρά ανακαλύπτοντάς την κι έβρισκε έναν προσανατολισμό στο νοητικό του περιβάλλον, όπως είχε κάνει προηγουμένως με το υλικό περιβάλλον. Γ ια να αφομοιώσει τον νοητικό κόσμο της εποχής του, χρειάστηκε να πάρει λέξεις από τους μεγαλύτερους στην οικογένειά του και να τις συνδέσει με τις δικές του εικόνες. Αυτή η δύναμη της φαντασίας σ’ ένα παιδί κάτω από τα έξι χρόνια σπαταλιέται συνήθως σε παιχνίδια και παραμύθια, ενώ μπορούμε σίγουρα να του δώσουμε πραγματικά αντικείμενα να ασκήσει τη φαντασία του, βάζοντάς το έτσι σε μια πιο σωστή σχέση με το περιβάλλον του.
Έ να άλλο πολύ γνωστό χαρακτηριστικό των παιδιών στην ηλικία αυτή είναι πως βάζουν συνεχώς ερωτήματα, αναζητώντας την αλήθεια των πραγμάτων. Οι ερωτήσεις αυτές θα πρέπει να είναι ενδιαφέρουσες για τον ενήλικο, που δεν πρέπει να τις θεωρεί ενόχληση αλλά έκφραση ενός πνεύματος που αναζητάει πληροφορίες. Τα παιδιά δεν είναι όμως σε θέση να παρακολουθήσουν εκτενείς εξηγήσεις και θέλουν απλές απαντήσεις που να συνοδεύονται, όταν είναι δυνατόν, από κάποιο διαφωτιστικό αντικείμενο, όπως είναι η υδρόγειος σφαίρα για τις ερωτήσεις του παιδιού πάνω στη γεωγραφία.
Ο δάσκαλος χρειάζεται μια ειδική προετοιμασία, γιατί δεν φτάνει η λογική για να λύσει τα προβλήματα του παιδιού. Πρέπει να ξέρουμε την προηγούμενη ανάπτυξη του παιδιού και ν’ απαλλαγούμε, μάλλον, από τις ήδη σχηματισμένες ιδέες μας. Χρειάζεται πολύ τακτ και λεπτότητα για τη φροντίδα του παιδικού νου ανάμεσα στα τρία και στα έξι. Ευτυχώς, το παιδί παίρνει κυρίως από το περιβάλλον και όχι από το δάσκαλο, που χρειάζεται μόνο να παραστέκεται για να βοηθήσει όταν του το ζητήσουν.
Για να έρθουμε τώρα στο σημαντικό θέμα του χαρακτήρα και της ηθικής διαπαιδαγώγησης, διαπιστώσαμε και στον τομέα αυτό πως πρέπει να δούμε τα πράγματα από μια διαφορετική άποψη και να βοηθήσουμε στη δόμηση του χαρακτήρα μάλλον παρά να το διδάξουμε. Γιατί αυτή πάλι η περίοδος που λήγει στα έξι χρόνια είναι η πιο σημαντική, δεδομένου ότι τότε διαμορφώνεται ο χαρακτήρας, όχι από εξωτερική πίεση, αλλά από την ίδια τη φύση. Μετά τη γέννηση ακολούθησαν αυτά τα τρία σημαντικά χρόνια που εξετάσαμε προηγουμένως και στη διάρκεια των οποίων ασκούνται επιδράσεις που μπορούν ν ’ αλλάξουν το χαρακτήρα ενός παιδιού για όλη του τη ζωή. Ακόμα και σ’ αυτή την εποχή, δημιουργείται ο
χαρακτήρας από τα εμπόδια ή την απαλλαγή απ’ αυτά. Αν στη διάρκεια της σύλληψης, της κύησης, της γέννησης και της κατοπινής περιόδου το παιδί είχε επιστημονική φροντίδα, θα γινόταν ένα τέλειο άτομο· το πράγμα αυτό όμως σπάνια συμβαίνει, γιατί μέχρι τότε το παιδί έχει συναντήσει πολλές ειδικές περιστάσεις και ατυχήματα.
Αν τα ελαττώματα του χαρακτήρα οφείλονται σε δυσκολίες που παρουσιάστηκαν μετά τη γέννηση, είναι λιγότερο σοβαρά απ’ αυτά που προκλήθηκαν στην εποχή της κύησης, κι αυτά με τη σειρά τους είναι λιγότερο σοβαρά από όσα δημιουργήθηκαν κατά τη σύλληψη. Αν τα ελαττώματα οφείλονται στη μεταγεννητική περίοδο, μπορούν να θεραπευτούν ανάμεσα στα τρία και στα έξι, γιατί αυτή είναι η εποχή που το παιδί προσαρμόζεται και τελειοποιείται. Αλλά τα ψυχικά και σωματικά ελαττώματα που οφείλονται στο σοκ της γέννησης ή σε κάποιο παλιότερο αίτιο δύσκολα διορθώνονται. Η πνευματική καθυστέρηση, η επιληψία και η παράλυση είναι οργανικά φαινόμενα και δεν μπορούν να θεραπευτούν, όση βοήθεια κι αν προσφέρουμε. Οι δυσκολίες όμως που δεν είναι οργανικές μπορούν να θεραπευτούν αν τις φροντίσουμε πριν από τα έξι, αλλιώς, όχι μόνο θα παραμείνουν, αλλά θα αυξηθούν και θα δυναμώσουν. Το παιδί των έξι χρόνων είναι συνήθως ένα σύνολο χαρακτηριστικών που δεν είναι πραγματικά δικά του, μα τα έχει αποκτήσει μέσα από τις εμπειρίες του. Το παιδί που έχει παραμεληθεί από τα τρία ως τα έξι δεν είναι πολύ πιθανό να διαμορφώσει την ηθική συνείδηση που σχηματίζεται από τα επτά ως τα δώδεκα, ή μπορεί να παρουσιάζει μια σχετική καθυστέρηση στη νοημοσύνη. Μη έχοντας ηθικό χαρακτήρα και ικανότητα για μάθηση, γίνεται ένας άνθρωπος σημαδεμένος με ουλές που δείχνουν τις παλιές περιπέτειες της ψυχής.
Στα σχολεία μας, όπως και σε πολλά άλλα σύγχρονα
σχολεία, κρατάμε ένα φάκελο με βιολογικές λεπτομέρειες πάνω στο κάθε παιδί, έτσι που μπορούμε να ξέρουμε τις διαταραχές της κάθε περιόδου και να αποφασίσουμε την αντιμετώπισή του ανάλογα. Ρωτάμε αν υπάρχει κάποια κληρονομική ασθένεια στην οικογένεια, ποια ήταν η ηλικία των γονιών όταν γεννήθηκε το παιδί, αν η μητέρα είχε κανένα ατύχημα ή νευρικό σοκ στην περίοδο της κύησης, αν ο τοκετός ήταν κανονικός κι αν το μωρό υπέφερε ή όχι από ασφυξία. Μετά ακολουθούν ερωτήσεις πάνω στην οικογενειακή ζωή, αν οι γονείς ή η παραμάνα ήταν αυστηροί ή αν το παιδί πέρασε κάποιο σοκ. Το ερωτηματολόγιο αυτό είναι απαραίτητο, γιατί πολλά παιδιά έρχονται σε μας με περίεργα χαρακτηριστικά και ελαττώματα, που για να τα θεραπεύσουμε θα πρέπει να βρούμε τη ρίζα τους και να τα καταλάβουμε.
Ό λες αυτές οι παρεκκλίσεις από το φυσιολογικό κατατάσσονται αυτόματα σχεδόν στον τομέα που ο περισσότερος κόσμος ονομάζει κάπως συγκεχυμένα χαρακτήρα και διαιρούνται σε δυο ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει τα δυνατά παιδιά που ξεπερνούν τα εμπόδια και η δεύτερη τα αδύναμα παιδιά που υποκύπτουν σ’ αυτά. Τα δυνατά παιδιά είναι συχνά οξύθυμα, ανυπότακτα και χαρακτηρίζονται από τη μανία της καταστροφής, την απληστία και τον εγωισμό, την έλλειψη προσοχής και τάξης στη σκέψη και τη φαντασία. Τα παιδιά αυτά συχνά φωνάζουν και κάνουν θόρυβο, τους αρέσει να πειράζουν τους άλλους και φέρονται σκληρά στα ζώα. Συχνά, επίσης, είναι αρπακτικά. Τα αδύναμα παιδιά είναι παθητικά και έχουν ελαττώματα όπως η οκνηρία και η απάθεια, κλαίνε για να τους δώσουν πράγματα και ζητούν να τους τα κάνουν όλα οι άλλοι. Φοβούνται κάθε τι το άγνωστο και προσκολλιούνται στον μεγάλο. Θέλουν πάντα να τα διασκεδάζουν ς ι άλλοι και σύντομα βαριούνται και κουράζονται. Λένε ψέματα και κλέβουν, πράξεις που εί
ναι βασικές μορφές αυτοάμυνας.Τα προβλήματα αυτά συνοδεύονται από ορισμένες
σωματικές διαταραχές, που δείχνουν έτσι πως έχουν ψυχική προέλευση, και δεν πρέπει να συγχέονται με τις καθαρά οργανικές αρρώστιες. Τέτοιες διαταραχές είναι η ανορεξία ή το αντίθετό της, η λαιμαργία-και η δυσπεψία που την ακολουθεί. Μια τάση για εφιάλτες και όι φόβοι για το σκοτάδι επηρεάζουν τη σωματική υγεία και προ- καλούν αναιμία. Κανένα φάρμακο δεν μπορεί να γιατρέψει τις διαταραχές αυτές, γιατί η προέλευσή τους είναι ψυχική.
Τα παιδιά που παρουσιάζουν τέτοια προβλήματα, ιδιαίτερα του πρώτου τύπου, δεν θεωρούνται ευλογία Θεού από την οικογένειά τους, που συχνά τα ξαποστέλνει στο δωμάτιό τους ή στο σχολείο, κι έτσι είναι ορφανά, παρόλο που ζούνε οι γονείς τους.
Μερικοί γονείς υιοθετούν τη μέθοδο της αυστηρότητας και καταλήγουν να τα μαλώνουν, να τα χτυπάνε και να τα στέλνουν στο κρεβάτι χωρίς φαγητό, μα .τότε τα παιδιά ή γίνονται χειρότερα ή αναπτύσσουν το παθητικό αντίστοιχο της διαταραχής· τότε οι γονείς δοκιμάζουν την πειθώ και προσπαθούν να τα συνεφέρουν με τη λογική εκμεταλλευόμενοι τα συναισθήματά τους: «Γιατί στεναχωρείς τη μαμά;». Αυτό όμως δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. Οι γονείς των παιδιών που έχουν οπισθοδρομήσει με τον παθητικό τρόπο τ’ αφήνουν συνήθως να μην κάνουν τίποτε. Η μητέρα νομίζει πως το αγοράκι της είναι απλώς καλό και υπάκουο και, όταν κολλάει πάνω της και δεν μπορεί ν’ αποκοιμηθεί αν δεν κάθεται πλάι του, πιστεύει πως είναι ένα σημάδι της μεγάλης του αγάπης για εκείνη. Σύντομα όμως διαπιστώνει πως το παιδί της είναι πολύ αργό και έχει καθυστερήσει στην ομιλία και στο βάδισμα. Ενώ είναι γερό, φοβάται τα πάντα και δεν θέλει να φάει, αλλά χρειάζεται να του λέει ιστορίες για να
το καλοπιάσει. Προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της πως είναι ένα ευαίσθητο συναισθηματικό παιδί, που προορίζεται ίσως να γίνει άγιος ή ποιητής· γρήγορα όμως παρουσιάζεται η ανάγκη να καλέσει το γιατρό για να του δώσει φάρμακα. Αυτές οι ψυχικές αρρώστιες πλουτίζουν τους οικογενειακούς γιατρούς.
Έ να από τα πράγματα που έκαναν τα πρώτα μας σχολεία να ξεχωρίζουν ήταν η εξαφάνιση τέτοιων ελαττωμάτων, κι αυτό οφειλόταν σε ένα πράγμα. Τα παιδιά μπορούσαν να πειραματίζονται ελεύθερα μέσα στο περιβάλλον τους και οι εμπειρίες τους αυτές ήταν σπουδαία τροφή για τον πεινασμένο νου τους. Ό ταν ξυπνούσε μέσα τους κάποιο ενδιαφέρον, επαναλάμβαναν τις δραστηριότητες τους γύρω από το ενδιαφέρον αυτό και περνούσαν από τη μια κατάσταση προσοχής και συγκέντρωσης στην άλλη. Ό τα ν το παιδί φτάνει στο στάδιο να μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του και να εργαστεί με ενδιαφέρον, τα ελαττώματα εξαφανίζονται· ο άτακτος γίνεται τακτικός, ο παθητικός ενεργητικός και ο ενοχλητικός γίνεται πρόθυμος να βοηθήσει. Έτσι, αποδεικνύε- ται πως τα ελαττώματα δεν είναι έμφυτα, αλλά αποκτημένα χαρακτηριστικά. Η συμβουλή μας λοιπόν στις μητέρες είναι να προσφέρουν στα παιδιά τους μια ενδιαφέρουσα απασχόληση και ποτέ να μη διακόπτουν μια πράξη που έχει αρχίσει. Τα καλοπιάσματα, η αυστηρότητα, τα γιατρικά δεν ωφελούν. Δεν έχει κανένα νόημα να λυπόμαστε ένα διαταραγμένο παιδί, ούτε να του λέμε πως είναι βλάκας· αυτό που χρειάζεται είναι πνευματική τροφή. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του διανοητικό ζώο και χρειάζεται πνευματική τροφή ακόμη πιο πολύ κι από την υλική. Αντίθετα με τα ζώα, πρέπει να κτίσει τη συμπεριφορά του από τη ζωή και τις εμπειρίες του, κι αν ξεκινήσει σ’ αυτό το δρόμο, όλα θα πάνε καλά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Ο εφιάλτης της πειθαρχίας
Μόνο μετά από τα έξι χρόνια μπορεί το παιδί να επωφεληθεί από την ηθική διδασκαλία, γιατί ανάμεσα στα έξι και στα δώδεκα ξυπνάει η συνείδηση και το παιδί αρχίζει να ενδιαφέρεται για το δίκιο και το άδικο. Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία μπορεί να έχει κανείς ανάμεσα στα δώδεκα και τα δεκαοχτώ, όταν το παιδί μπορεί να νιώσει τα ιδανικά της θρησκείας και του πατριωτισμού.
Ε χει αποδειχτεί πως η ηθική αγωγή συνίσταται στην ανάπτυξη του χαρακτήρα και πως τα ελαττώματα
μπορούν να εξαλειφθούν χωρίς κηρύγματα, τιμωρίες ή ακόμα και το καλό παράδειγμα του ενηλίκου. Δεν χρειάζονται ούτε απειλές ούτε υποσχέσεις αλλά σωστές συνθήκες ζωής.
Πέρα από τον υποτιθέμενο καλό (παθητικό) τύπο του παιδιού και τον κακό που εξετάσαμε ήδη, ο κόσμος ανα
γνωρίζει συνήθως κι έναν τρίτο τύπο παιδιού που έχει πολύ καλή υγεία, ζωηρή φαντασία, που δεν συγκεντρώνεται ποτέ σ’ ένα πράγμα και θεωρείται, από τους γονείς του, ιδιαίτερα έξυπνο και, μ’ άλλα λόγια, ανώτερο.
Αυτό που είδα στα σχολεία μου είναι πως τα χαρακτηριστικά αυτά εξαφανίζονται μόλις το παιδί ενδιαφερθεί για μια δουλειά που έχει τραβήξει την προσοχή του. Ο υποτιθέμενος καλός και κακός τύπος μαζί με τον ανώτερο συμπυκνώνονται όλοι στον τύπο ενός παιδιού που δεν έχει κανένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά. Αυτό δείχνει πως ο κόσμος δεν έχει μπορέσει, μέχρι τώρα, να μετρήσει το καλό και το κακό και πως έχει κάνει λάθος στις κρίσεις του. Φάνηκε πως ο πραγματικός στόχος όλων των παιδιών είναι σταθερότητα στην εργασία και αυθορμητισμός στην εκλογή της εργασίας, χωρίς-την καθοδήγηση των δασκάλων. Ακολουθώντας κάποιον εσωτερικό καθοδηγητή, τα παιδιά απασχολούνται το καθένα με μια διαφορετική δουλειά που τους δίνει χαρά και ηρεμία- όταν γίνεται αυτό, εμφανίζεται και κάτι άλλο που δεν είχε ξαναπαρουσιαστεί στα παιδιά, η αυθόρμητη πειθαρχία. Το γεγονός αυτό εντυπώσιασε τους επισκέπτες των σχολείων μας περισσότερο από την έκρηξη της γραφής- τα παιδιά περπατούσαν πάνω-κάτω, ψάχνοντας ελεύθερα για δουλειά, κι ενώ το καθένα συγκεντρωνόταν στο δικό του έργο, ολόκληρη η ομάδα παρουσίαζε ένα θέαμα τέλειας πειθαρχίας. Έτσι, βρέθηκε και η λύση του προβλήματος: για να έχετε πειθαρχία, δώστε ελευθερία. Δεν χρειάζεται να παίξει ο μεγάλος τον καθοδηγητή ή τον μέντορα, αλλά απλώς να δώσει στο παιδί τις ευκαιρίες για δουλειά που του αρνιόντουσαν ως τώρα.
Στην αρχή φαινόταν αδύνατον ότι μπορούσαν να σταθούν σαράντα παιδιά μαζί σ’ ένα δωμάτιο και να δουλεύουν ήσυχα χωρίς την καθοδήγηση ενός δασκάλου, κυρίως από τη στιγμή που βρίσκονταν σε διάφορες ηλικίες
από τα τρία ως τα πέντε. Οι εφημερίδες δήλωσαν πως, αν το γεγονός αυτό ήταν αλήθεια, ήταν θαυμάσιο, μα απίστευτο! Οι επισκέπτες προσπαθούσαν να βρουν τι κόλπο χρησιμοποιούσα, γιατί ήταν σίγουροι πως υπήρχε κάποιο μυστικό. Μερικοί είπαν πως το αποτέλεσμα αυτό το προκαλούσε ο προσωπικός μου μαγνητισμός ή υπνωτισμός, αλλά ήμουνα σε θέση να τους απαντήσω: «Αυτό έγινε στη Νέα Υόρκη, ενώ εγώ βρισκόμουν στη Ρώμη», γιατί δεν ήταν ένα φαινόμενο σποραδικό, μα κάτι που συνέβαινε σε όλα τα σχολεία μας στην Αμερική, τη Νέα Ζηλανδία, τη Γαλλία και την Αγγλία. 'Αλλοι σκεπτικιστές συμπέραναν πως τα παιδιά είχαν προετοιμαστεί από το δάσκαλο για την επίσκεψη ή πως η δασκάλα χρησιμοποιούσε, με κάποιο τρόπο, τα μάτια της για να δείξει επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία. Οι αποδείξεις, όμως, άρχισαν να μαζεύονται από όλες τις χώρες· ένας κοινός παρονομαστής ήταν η απίστευτη πειθαρχία του «αναμορφωμένου» παιδιού, όπως ονομάζαμε τον τύπο που διαμορφωνόταν στο σχολείο μας, σε σύγκριση προς το «παραμορφωμένο παιδί».
Στο πρώτο μου Σπίτι των Παιδιών όλα τα παιδιά προέρχονταν από το ίδιο κτίριο. Ανάμεσα στους άλλους δύσπιστους βρισκόταν και ο πρεσβευτής της Αργεντινής, που έτυχε να είναι στη Ρώμη. Θέλησε να δει το σχολείο μόνος του και να πάει μια μέρα απροειδοποίητα, ώστε να μην έχει γίνει καμιά προετοιμασία για την επίσκεψή του. Μίλησε για την πρόθεσή του αυτή στην κόρη του πρωθυπουργού της Ιταλίας, που του υποσχέθηκε να τον συνοδέψει χωρίς να προειδοποιήσει το σχολείο. Είχαν ξεχά- σει όμως πως ήταν Πέμπτη, μέρα δηλαδή που τα δημοτικά σχολεία δεν κάνουν μάθημα, κι έτσι το σχολείο ήταν κλειστό. Έ να μικρό παιδί τούς πλησίασε όμως και τους ρώτησε αν θέλουν τίποτε. Ή ταν μόνο τεσσάρων χρόνων και τα φτωχόπαιδα της ηλικίας αυτής συνήθως δεν μι
λάνε ελεύθερα με πλούσιους ξένους. Το παιδί, όμως, ήταν εντελώς φυσικό στον τρόπο του και, όταν του είπαν πως ήθελαν να δουν το σχολείο και πως λυπήθηκαν που ήταν. κλειστό, τους είπε: «Α! δεν πειράζει! Ο θυρωρός έχει το κλειδί κι όλα τα παιδιά ζούνε εδώ, μπορώ να τα φωνάξω». Προς μεγάλη κατάπληξη του επισκέπτη τα παιδιά μαζεύτηκαν όλα πρόθυμα και δούλεψαν με κέφι και απόλυτη τάξη, παρόλο που κανένας δάσκαλος δεν ήταν μπροστά. Ο πρεσβευτής δήλωσε πως μεγαλύτερη απόδειξη απ’ αυτήν ποτέ δεν θα μπορούσε να δει και έγινε ένας ένθερμος υποστηρικτής της μεθόδου.
Έ να άλλο παρόμοιο γεγονός έγινε στην Παγκόσμια Έκθεση του Σαν Φραντσίσκο, την εποχή που άνοιξε η διώρυγα του Παναμά. Ανάμεσα στα παιδαγωγικά εκθέματα βρισκόταν και μια μικρή μοντεσσοριανή σχολική τάξη με γυάλινους τοίχους, έτσι που οι επισκέπτες να μπορούν να βλέπουν απ’ έξω χωρίς να ενοχλούν τα παιδιά με το πηγαινέλα τους. Η Έλεν Πάριχερτ ήταν η δασκάλα και το δωμάτιο το κλείδωνε το βράδυ ένας θυρωρός που έπαιρνε κόα το κλειδί. Μια μέρα ο θυρωρός αυτός δεν ήρθε γιατί του συνέβη κάποιο ατύχημα. Έ ξω από την αίθουσα μαζεύτηκε λίγος κόσμος καθώς και τα παιδιά μαζί με τη δασκάλα τους. Αφού περίμεναν κάμποσο, η δεσποινίς Πάριχερτ είπε τελικά: «Δεν μπορούμε να μπούμε μέσα να δουλέψουμε σήμερα». Έ να από τα πα ιδιά, όμως, είδε ένα ανοιχτό παράθυρο και είπε: «Σηκώστε μας και περάστε μας από το παράθυρο να μπούμε μέσα». Το παράθυρο ήταν αρκετά μεγάλο μόνο για τα πα ιδιά και η δεσποινίς Πάριχερτ τους είπε: «Εσείς μπορείτε να μπείτε, μα εγώ δεν χωράω να περάσω απ’ το παράθυρο!». «Δεν έχει σημασία», απάντησε το παιδί. «Έτσι κι αλλιώς εσείς δεν δουλεύετε. Μπορείτε να καθήσετε απ’ έξω και να κοιτάζετε σαν τους άλλους». Έ τσιη δυσκολία ξεπεράστηκε και η μέθοδος κέρδισε μια απρόσμενη νίκη.
Μόνο μετά από τα έξι χρόνια μπορεί το παιδί να επωφεληθεί από την ηθική διδασκαλία, γιατί ανάμεσα στα έξι και στα δώδεκα ξυπνάει η συνείδηση και το παιδί αρχίζει να ενδιαφέρεται για το δίκιο και το άδικο. Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία μπορεί να έχει κανείς ανάμεσα στα δώδεκα και τα δεκαοχτώ, όταν το παιδί μπορεί να νιώσει τα ιδανικά της θρησκείας και του πατριωτισμού.
Οι δύο βασικές εστίες ενδιαφέροντος, σ’ ό,τι αφορά τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, είναι η θέληση και η υπα- κοή και ο συνηθισμένος στόχος του παιδαγωγού είναι να κάμψει τη θέληση του παιδιού, αντικαθιστώντας τη με τη θέληση του δασκάλου και απαιτώντας απ’ αυτό υπακοή. Επικρατεί μεγάλη σύγχυση πάνω στα θέματα αυτά και χρειάζεται να ξεκαθαριστούν. Οι βιολογικές μελέτες μάς λένε πως η θέληση του ανθρώπου αποτελεί μέρος της οικουμενικής δύναμης που λέγεται Ορμή και που δεν είναι μια υλική δύναμη μα μια συμπαντική ενέργεια ζωής στο μονοπάτι της εξέλιξης. Η εξέλιξη διέπεται από νόμους και δεν είναι ούτε τυχαία ούτε ακαταλόγιστη. Ως έκφραση της δύναμης αυτής, η θέληση του ανθρώπου πρέπει να διαμορφώσει τη συμπεριφορά του και συνειδητοποιείται κάπως απ’ το παιδί όταν έχει κάποια πράξη να κάνει, δηλαδή μόνο μέσα από την εμπειρία. Έ τσι, το παιδί όταν φέρεται φυσιολογικά υπακούει σε νόμους.
Είναι λάθος να πιστεύουμε πως οι θεληματικές πράξεις των παιδιών είναι ανυπότακτες ή και βίαιες· τέτοιες πράξεις δεν αποτελούν έκφραση της θέλησης του παιδιού γιατί βρίσκονται έξω από το πεδίο της ορμής. Είναι σαν να θεωρούσαμε τους σπασμούς που μπορεί να πάθει ένας άνθρωπος πράξεις υπαγορευμένες από τη θέλησή του. Ό ταν πιστεύουμε πως όλες οι άτακτες κινήσεις του πα ιδιού ή του ενηλίκου κατευθύνονται από τη θέλησή του, είναι φυσικό να νομίζουμε πως μια τέτοια θέληση πρέπει να καμφθεί ή και να σπάσει και να μάθει το παιδί να υπα
κούει. Έ νας μεγάλος παιδαγωγός έχει πει: «Η ουσία της αγωγής μπορεί να χωρέσει μέσα σε μία και μόνο λέξη: υπακοή». Η ανθρώπινη λογική προσπαθεί να μας πείσει όχμ κάνοντας ένα παιδί υπάκουο, του μαθαίνουμε όλες τις αρετές κι έτσι το κάνουμε αναγκαστικά ενάρετο! Έτσι όμως μοιάζει σαν το βασικό ελάττωμα του παιδιού να είναι η «ανυποταξία» και το θέμα δεν λύνεται.
Ευτυχώς, το πρόβλημα δεν είναι άλυτο! Η θέληση του ανθρώπου δεν εκφράζεται με την αταξία και τη βία - αυτές είναι σημάδια καταπίεσης και παραβίασης της θέλησης! Αλλά, ενώ μια στιγμή φτάνει για να κάμψει κανείς τη θέληση του ανθρώπου, η διαμόρφωσή της είναι μιαχρο- νοβόρα διαδικασία γιατί είναι μια ανάπτυξη και χρειάζεται την υποστήριξη του περιβάλλοντος.
Αυτή η διαδικασία ανάπτυξης της θέλησης μπορεί να συγκριθεί με το γνέσιμο του νήματος. Αναπτυσσόμενο χάρη στη δραστηριότητα μέσα σ’ ένα διευρυνόμενο πεδίο δράσης, το νήμα της.θέλησης γίνεται όλο και ισχυρότερο. Συνδέοντας τις δραστηριότητες αυτές μ’ έναν κεντρικό σκοπό, όπως είναι το στρώσιμο του τραπεζιού ή το σερβίρισμα του φαγητού, οι ελεύθερες θελήσεις των παιδιών μπορούν να κατευθύνονται συνεχώς προς τον ίδιο σκοπό και η συνοχή μέσω της θέλησης μας δίνει μια κοινωνία πιο ομαλή απ’ ό,τι η συνοχή μέσω της συμπάθειας. Εδώ η συγκίνηση δεν παίζει βασικό ρόλο, η θέληση όμως είναι μια συνεκτική δύναμη και, καθώς όλοι θέλουν το ίδιο πράγμα, δημιουργείται μια θαυμάσια συνεργασία ήρεμης συμπεριφοράς. Πρέπει, όμως, η θέληση ν’ αναπτυχθεί πρώτα μέσα σε κάθε παιδί.
Έ να εντυπωσιακό γεγονός που συνέβη στο πρώτο μου σχολείο αποτέλεσε μια νέα πρακτική συμβολή στην παιδαγωγική μέθοδο με τη μορφή του Μαθήματος Σιωπής. Μια μέρα μπήκα σε μια τάξη που εργαζόταν με σοβαρότητα· εδώ όλα τα παιδιά είχαν αναπτύξει τη θέλησή
τους. Μπήκα σ’ αυτή την τάξη των σαράντα πέντε πα ιδιών κρατώντας ένα μωρό τεσσάρων μηνών στην αγκαλιά. Ή ταν παλιό ιταλικό έθιμο να φασκιώνουν σφιχτά τα πόδια του μωρού, έτσι, που δεν μπορούσε να τα κουνήσει και, δείχνοντας το φορτίο μου στα παιδιά, είπα: « Έ χουμε έναν επισκέπτη. Για δέστε πόσο ήσυχος κάθεται, είμαι σίγουρη πως δεν μπορείτε να καθήσετε τόσο ήσυχοι!» Νόμιζα πως θα γελούσαν με το αστείο μου- τα πα ιδιά όμως σοβάρεψαν αμέσως, κόλλησαν τα πόδια τους και σταμάτησαν κάθε κίνηση. Νομίζοντας πως δεν είχαν καταλάβει τι έλεγα, συνέχισα: «Αν μπορούσατε να νιώ- σετε πόσο απαλά ανασαίνει! Εσείς δεν θα μπορούσατε ν’ ανασάνετε τόσο απαλά γιατί το στήθος σας είναι μεγαλύτερο». Σκέφτηκα πως τώρα πια θα γελούσαν, αλλά, αντίθετα, συνέχισαν να μένουν με τα πόδια ακίνητα και κρατούσαν μάλιστα την αναπνοή τους για να την κάνουν αθόρυβη κοιτάζοντάς με σοβαρά. Τότε τους είπα: «Θα βγω έξω πολύ ήσυχα κι όμως το μωρό θα είναι πιο ήσυχο από μένα' δεν θα κινηθεί ούτε θα κάνει θόρυβο». Ξανα- πήγα το μικρό στη μητέρα του και γύρισα στα παιδιά για να τα βρω πάντα ακίνητα και με μια έκφραση στο πρόσωπο που έλεγε: «Βλέπετε, εσείς κάνατε λίγο θόρυβο, αλλά εμείς μπορού με να καθήσου με ήσυχα σαν το μωρό». Να, λοιπόν, που όλα τα παιδιά είχαν την ίδια θέληση· όλα ένιωσαν την επιθυμία να κάνουν το ίδιο πράγμα και το αποτέλεσμα ήταν μια τάξη με σαράντα πέντε ακίνητα και σιωπηλά παιδιά! Αν τα ’βλεπε κανείς, θ’ αναρωτιόταν πώς έγινε αυτό το θαύμα της πειθαρχίας, ενώ ο αρχικός μου στόχος ήταν να κάνω τα παιδιά να γελάσουν. Η σιωπή ήταν τόσο απόλυτη που είπα: «Τι σιωπή!» και τα παιδιά φάνηκαν να νιώθουν την ποιότητά της και συνέχισαν να κάθονται ήσυχα, ελέγχοντας την αναπνοή τους, μέχρι που άρχισα να ακούω ήχους που δεν τους είχα ξα- ναπροσέξει, το τικ-τακ του ρολογιού, το νερό που έσταζε
σε μια εξωτερική βρύση και τις μύγες να βουίζουν. Η σιωπή αυτή έδινε πολλή χαρά στα παιδιά και από κει ξεκίνησε μια χαρακτηριστική δραστηριότητα στα σχολεία μας. Μ’ αυτήν μπορούσε κανείς να μετρήσει τη δύναμη της θέλησης των παιδιών και με την άσκησή της η θέληση γινόταν πιο δυνατή και η περίοδος της σιωπής μάκραινε. Σύντομα αρχίσαμε να φωνάζουμε ψιθυριστά το όνομα κάθε παιδιού και, όταν το καθένα άκουγε το όνομά του, ερχόταν αθόρυβα, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά κάθονταν ήσυχα και, δεδομένου ότι το καθένα ερχόταν ήσυχα και αργά στην προσπάθειά του να μην κάνει θόρυβο, το τελευταίο παιδί είχε πολλή ώρα να περιμένει. Τα παιδιά αυτά έδειξαν πως μπορούσαν να ασκήσουν πολύ πιο ισχυρό έλεγχο από τους περισσότερους μεγάλους και αυτή ακριβώς η αυτοσυγκράτηση και η θέληση είναι που δίνουν την υπακοή.
Αυτή την πρώτη σιωπή την είχα προκαλέσει χωρίς πρόθεση, φέρνοντας το μωρό· δεν μπορούσα, όμως, να υπολογίζω πάντα σ’ έναν τέτοιο επισκέπτη και ήθελα να επαναλάβω το πείραμα. Ανακάλυψα πως ο καλύτερος τρόπος ήταν να ρωτάω: «Θα θέλατε να κάνουμε σιωπή;». Τα παιδιά έδειξαν αμέσως μεγάλο ενθουσιασμό κι εγώ διαπίστωσα πως μπορούσα να ζητήσω τη σιωπή και να με υπακούσουν. Πάνω σ’ αυτό είναι πολύ ενδιαφέρουσα η εμπειρία μιας δασκάλας, που είχε ήδη πίσω της γύρω στα δέκα χρόνια διδασκαλίας. Ανακάλυψε πως έπρεπε ν’ αποφεύγει να δίνει εντολές από πριν όπως: «Φυλάξτε τα πράγματά σας πριν να φύγετε για το σπίτι απόψε», γιατί τα παιδιά είχαν αρχίσει ήδη να εφαρμόζουν την εντολή της πριν να ολοκληρώσει την πρόταση και καταλάβουν όλο το νόημά της. Παρόμοια πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν με κάθε εντολή και η δασκάλα ένιωθε υπεύθυνη όταν μιλούσε, εξαιτίας αυτής της άμεσης ανταπόκρισης. Η πραγματική υπακοή είναι η τελευταία φάση της ανα
πτυγμένης θέλησης· γ ι’ αυτό μόνο η ανάπτυξη της θέλησης κάνει δυνατή την υπακοή και ο καλός δάσκαλος μαθαίνει να αποφεύγει να εκμεταλλεύεται την υπακοή των παιδιών. Νιώθει την υπευθυνότητα που πρέπει να αισθάνεται πάντα ως αρχηγός, αντί ν ’ απολαμβάνει την εξουσία της θέσης του. Μετά από τα επτά χρόνια τα παιδιά αναζητούν έναν τέτοιο αρχηγό' πριν από την ηλικία αυτή έχουν κοινωνική συνοχή.
Η ανάπτυξη της υπακοής μπορεί να διαιρεθεί σε τρία στάδια, που είναι:
1. Η φυσιολογική ικανότητα πραγματοποίησης μιας εργασίας. Μέχρι να αναπτυχθεί αυτή η ικανότητα, το παιδί μπορεί να υπακούσει σήμερα και να αρνηθεί αύριο, όχι από κακή θέληση, αλλά επειδή δεν έχει ολοκληρώσει την ανάπτυξη στο στάδιο αυτό.
2. Η ικανότητα να υπακούει πάντα, αυτοματικά.3. Η υψηλότερη μορφή υπακοής, πολύ σπάνια στους
ενηλίκους, που εκδηλώνεται με την προθυμία, την επιθυμία και την ευχαρίστηση να υπακούσουν.
Ό ταν ένα παιδί εκτελεί την εντολή του δασκάλου επειδή φοβάται ή επειδή ο δάσκαλος εκμεταλλεύεται την αγάπη του, τότε το παιδί αυτό δεν έχει θέληση και η υπακοή που εξασφαλίζεται με την κατάργηση της θέλησης είναι πραγματική καταπίεση. Τέτοιας μορφής είναι συχνά η υπακοή που επιτυγχάνεται στα σχολεία, αλλά η σωστή πειθαρχία βρίσκεται στην υπακοή μιας αναπτυγμένης θέλησης κι αυτό δημιουργεί μια κοινωνία βασισμένη στη συνοχή, το πρώτο βήμα προς την οργανωμένη κοινωνία.
Η κοινωνική συνοχή μπορεί να συγκριθεί με το στημόνι ενός υφάσματος, όπου τα νήματα της προσωπικότητας τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο και στερεώνονται σε κάτι που θα τα κρατήσει να μην μπερδευτούν.
Στην περίπτωσή μας το περιβάλλον είναι αυτό που
κρατάει τα νήματα των παιδιών και μετά από τα έξι χρόνια ένα άλλο νήμα αρχίζει να δένει αυτά τα ξεχωριστά νήματα, να τα υφαίνει για να τα οργανώσει. Ό ταν έχουν πια υφανθεί μαζί, δεν χρειάζονται άλλο στήριγμα. Μ πορούμε έτσι να ρίξουμε μια ματιά στη φυσική πορεία της κοινωνικής εμβρυολογίας. Είναι φυσικό να θεωρεί κανείς την κοινωνία κάτι βασιζόμενο στη διακυβέρνηση και τους νόμους. Τα παιδιά αποκαλύπτουν πως πρώτα πρέπει να δημιουργηθούν άτομα με αναπτυγμένες θελήσεις και μετά χρειάζεται ένα κάλεσμα που θα τα φέρει μαζί πριν από την οργάνωση. Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται δύναμη της θέλησης, μετά συναισθηματική συνοχή και τελικά συνοχή μέσω της θέλησης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Πώς πρέπει να είναι μια μοντεσσοριανή δασκάλα
Οι μοντεσσοριανές δασκάλες δεν είναι υπηρέτριες τον παιδιού, ώστε να το πλένουν, να το ντύνουν και να 'το ταΐζουν - ξέρουν πως έχει ανάγκη να κάνει τα πράγματα αυτά μόνο τον, αναπτύσσοντας την ανεξαρτησία τον. Πρέπει να βοηθάμε το παιδί να ενεργεί μόνο τόν, να θέλει μόνο του, να σκέφτεται μόνο τον αυτή είναι η τέχνη όσων θέλουν να υπηρετήσουν το πνεύμα. Είναι μεγάλη χαρά για τη δασκάλα να βλέπει τις εκδηλώσεις τον πνεύματος σαν απάντηση στην εμπιστοσύνη της.
Μ ια επιπόλαιη κρίση πάνω στη μοντεσσοριανή μέθοδο υποστηρίζει πολύ συχνά πως ζητάει πολύ
λίγα από τη δασκάλα, που δεν χρειάζεται παρά να αποφεύγει τις επεμβάσεις και να αφήνει τα παιδιά στις δικές
τους δραστηριότητες. Σ ’ ό,τι αφορά, όμως, το διδακτικό υλικό, η ποσότητά του καθώς και η σειρά και οι λεπτομέρειες της παρουσίασής του δείχνουν πως το έργο της δασκάλας είναι και σύνθετο και ενεργητικό. Δεν είναι αλήθεια πως η μοντεσσοριανή δασκάλα είναι παθητική εκεί που η συνηθισμένη δασκάλα είναι ενεργητική. Ό λες οι δραστηριότητες που περιγράψαμε οφείλονται στην ενεργητική προετοιμασία και καθοδήγησή της δασκάλας και η κατοπινή «απραξία» της είναι σημάδι της επιτυχίας της, γιατί δείχνει πως το έργο της έγινε σωστά. Ευτυχισμένη είναι η δασκάλα που έχει φτάσει την τάξη της σ’ ένα τέτοιο στάδιο, που να μπορεί να πει «Ανεξάρτητα από το αν είμαι εδώ ή όχι, η τάξη αυτή θα συνεχίσει. Η ομάδα έχει κατακτήσει την ανεξαρτησία της». Για να φτάσει η δασκάλα σ’ αυτή την απόδειξη της επιτυχίας, η εξέλιξή της πρέπει να ακολουθήσει κάποιον ειδικό δρόμο.
Η συνηθισμένη δασκάλα δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε μοντεσσοριανή. Πρέπει να ξαναδημιουργηθεί από την αρχή, αφού απαλλαγεί από τις παιδαγωγικές της προκαταλήψεις. Το πρώτο βήμα είναι η προπαρασκευή της φαντασίας, γιατί η μοντεσσοριανή δασκάλα πρέπει να οραματιστεί ένα παιδί που από υλική άποψη δεν υπάρχει ακόμα, πρέπει να έχει πίστη σ’ ένα παιδί που θ’ αποκαλυφθεί μέσα απ’ τη δουλειά. Οι διάφοροι τύποι παραμορφωμένων παιδιών δεν κλονίζουν την πίστη αυτής της δασκάλας, που στο πνευματικό πεδίο βλέπει ένα διαφορετικό παιδί και περιμένει μ’ εμπιστοσύνη πως θα φανεί στην επιφάνεια όταν θα το προσελκύσει μια δουλειά με ενδιαφέρον. Περιμένει να δείξει το παιδί σημάδια αυτοσυγκέντρωσης.
Στη δουλειά αυτή υπάρχουν τρία στάδια ανάπτυξης:1. Σαν φρουρός και φύλακας του περιβάλλοντος η δα
σκάλα συγκεντρώνει την προσοχή του πάνω σ’ αυτό, αντί
να απασχολείται με το πρόβλημα του προβληματικού παιδιού, ξέροντας πως η γιατρειά του θα έρθει από το περιβάλλον. Εδώ βρίσκεται η έλξη που θα πολώσει τη θέληση του παιδιού. Το διδακτικό υλικό πρέπει να είναι πάντα όμορφο, λαμπερό και σε καλή κατάσταση· δεν πρέπει να του λείπει τίποτε, πρέπει να φαίνεται καινούργιο στο παιδί και να είναι έτοιμο για χρήση. Και η ίδια η δασκάλα, σαν μέρος του περίγυρου, πρέπει να είναι ελκυστική, νέα κατά προτίμηση και όμορφη, ωραία ντυμένη, καθαρή, χαρούμενη και με χαριτωμένη σοβαρότητα. Αυτό βέβαια είναι το ιδανικό και δεν μπορούμε να το φτάνουμε πάντα, αλλά η δασκάλα που παρουσιάζεται στους μαθητές της θα πρέπει να θυμάται πως βρίσκεται με μεγάλους ανθρώπους, στους οποίους οφείλει κατανόηση και σεβασμό. Θα πρέπει να μελετήσει τις κινήσεις της, κάνοντάς τες όσο το δυνατό πιο απαλές και γοητευτικές, έτσι, που το παιδί να της κάνει υποσυνείδητα το κομπλιμέντο, να τις θεωρήσει όμορφες σαν της μητέρας του, που αποτελεί, φυσικά, γ ι’ αυτό το ιδανικό της ομορφιάς.
2. Στο δεύτερο στάδιο η δασκάλα πρέπει να αντιμετωπίσει τα παιδιά που είναι ακόμα άτακτα, αυτά που το πνεύμα τους περιπλανιέται συνεχώς και που πρέπει να βρεθεί τρόπος να συγκεντρωθούν σε κάποια δουλειά. Η δασκάλα πρέπει να είναι γοητευτική και να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο -εκτός φυσικά από το χάρακα- για να κερδίσει την προσοχή αυτών των παιδιών. Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, γιατί είναι ακόμα νωρίς και η επέμβασή της δεν χαλάει τίποτε το σοβαρό. Επομένως, η βασική αναγκαιότητα είναι να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος να υποβάλει στο παιδί διάφορες δραστηριότητες. Τα παιδιά που επιμένουν να κακομεταχειρίζονται άλλα παιδιά πρέπει να εμποδίζονται, μια και η δραστηριότητά τους αυτή δεν είναι από εκείνες που αξίζουν να συμπληρωθεί
ο κύκλος τους.3. Ό ταν το ενδιαφέρον του παιδιού έχει κεντριστεί,
συνήθως από κάποια άσκηση της πρακτικής ζωής, γιατί το υλικό δεν έχει ακόμα τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την παρουσίασή του, η δασκάλα αποσύρεται στο βάθος και προσέχει να μην επεμβαίνει με κανέναν απολύτως τρόπο. Στο σημείο αυτό γίνονται συχνά λάθη, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με την τάση να ενθαρρύνουμε με τη λέξη «μπράβο» ένα μέχρι τώρα άτακτο παιδί που συγκεντρώνει, επιτέλους, την προσοχή του σε κάποια δουλειά. Ακόμα κι ένας τέτοιος καλοπροαίρετος έπαινος φτάνει για να κάνει ζημιά. Το παιδί δεν θα ξανασχοληθεί με τη δουλειά για εβδομάδες. Ή , όταν ένα παιδί έχει κάποια δυσκολία, η δασκάλα δεν πρέπει να του δείξει πώς να την ξεπεράσει, αλλιώς θα χάσει κάθε ενδιαφέρον, γιατί το σημαντικό γ ι’ αυτό είναι το ξεπέρασμα της δυσκολίας και όχι το ίδιο το έργο. Το παιδί που σηκώνει κάτι πολύ βαρύ για το μπόι του δεν χρειάζεται βοήθεια' ακόμα και η συνειδητοποίηση πως το κοιτάζει η δασκάλα φτάνει για να το σταματήσει. Μόλις εμφανιστεί η συγκέντρωση της προσοχής, η δασκάλα δεν πρέπει πια να δίνει σημασία, σαν να μην υπήρχε καθόλου το παιδί' τουλάχιστον το παιδί δεν πρέπει να παίρνει είδηση την προσοχή της δασκάλας. Ακόμα και αν δύο παιδιά θέλουν το ίδιο υλικό, θα πρέπει να αφήσουμε να λύσουν το πρόβλημα μόνα τους, εκτός αν ζητήσουν τη βοήθεια της δασκάλας. Το καθήκον της είναι απλώς να παρουσιάζει νέο υλικό βαθμιαία, καθώς το παιδί εξαντλεί τις δυνατότητες του παλιού. Το παιδί που έχει κάνει κάποια εργασία μπορεί να θέλει να τη δείξει στη δασκάλα για να κερδίσει την επιδοκιμασία της· σ’ αυτή την περίπτωση, θα πρέπει η δασκάλα να του την παραχωρεί πρόθυμα και ειλικρινά λέγοντας: «Τι όμορφο!» Η δασκάλα χαίρεται μαζί με το παιδί βλέποντας το κατόρθωμά του.
Οι μοντεσσοριανές δασκάλες δεν είναι υπηρέτριες του παιδιού, ώστε να το πλένουν, να το ντύνουν και να το ταΐζουν - ξέρουν πως έχει ανάγκη να κάνει τα πράγματα αυτά μόνο του, αναπτύσσοντας την ανεξαρτησία του. Πρέπει να βοηθάμε το παιδί να ενεργεί μόνο του, να θέλει μόνο του, να σκέφτεται μόνο του - αυτή είναι η τέχνη όσων θέλουν να υπηρετήσουν το πνεύμα. Είναι μεγάλη χαρά για τη δασκάλα να βλέπει τις εκδηλώσεις του πνεύματος σαν απάντηση στην εμπιστοσύνη της. Έ χει μπροστά της το παιδί όπως θα ’πρεπε να είναι: ο εργαζόμενος που δεν κουράζεται ποτέ, το ήρεμο παιδί που επιδιώκει τη μεγαλύτερη προσπάθεια, που προσπαθεί να βοηθήσει τον αδύνατο, σεβόμενο ταυτόχρονα την ανεξαρτησία των άλλων, με άλλα λόγια το αληθινό παιδί.
Οι δασκάλες μας διεισδύουν έτσι μέσα στα μυστικά της παιδικής ηλικίας και αποκτούν μια γνώση πολύ ανώτερη απ’ αυτήν του συνηθισμένου δασκάλου, που γνωρίζει μόνο τα επιπόλαια δεδομένα της ζωής των παιδιών. Γνωρίζοντας το μυστικό του παιδιού, νιώθει γ ι’ αυτό βαθιά αγάπη, καταλαβαίνοντας ίσως για πρώτη φορά τι σημαίνει, πραγματικά, αγάπη. Βρίσκεται σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο από την προσωπική αγάπη, που δείχνεται με χάδια, και τη διαφορά αυτή την απέδειξαν τα ίδια τα παιδιά, που με την αποκάλυψη του πνεύματός τους συγκίνησαν βαθιά τη δασκάλα τους και την έφεραν σ’ ένα επίπεδο που την ύπαρξή του δεν τη γνώριζε προηγουμένως- τώρα βρίσκεται εκεί και είναι ευτυχισμένη. Προηγουμένως η ευτυχία της ήταν ίσως να πάρει όσο γίνεται μεγαλύτερο μισθό και να κάνει όσο γίνεται λιγότερα πράγματα. Η άσκηση της εξουσίας και του κύρους τής έδινε κάποια ικανοποίηση, καθώς και η ελπίδα να γίνει διευθύντρια ή επιθεωρήτρια. Δεν υπάρχει όμως πραγματική ευτυχία σ’ αυτά τα πράγματα και θα ’πρεπε κανείς πρόθυμα να τα εγκαταλείπει για να νιώσει την πολύ με-
γαλύτερη πνευματική ευτυχία, που μπορούν να χαρίσουν τα παιδιά, γιατί «Σ’ αυτά ανήκει το Βασίλειο των Ουρανών».
Μ Α Ρ Ι Α Μ Ο Ν Τ Ε Σ Σ Ο Ρ Ι
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΚΟΣΜΟ
Για να εκπαιδεύσεις, πρέπει πρώτα απ' όλα να ξέρεις αυτούς που πρόκειται να εκπαιδευτούν»
Το έργο τη ς Μαρίας Μοντεσσόρι πήρε προοδευτικά τις διαστάσεις ενός κοινωνικού κινήματος, βασισμένο στην ιδέα ότι το παιδί είναι μια προσωπικότητα απροσμέτρητης αξίας για την ανθρώπινη πρόοδο. Καμιά προσπάθεια προς την κατεύθυνση της επίλυσης κοινωνικών και ηθικών προβλημάτων δεν θα πε- τύχει όσο θα επικεντρώ νεται στον άνθρωπο-ενήλικο. και τις δραστηριότητές του και όχι σ ' ολόκληρο τον άνθρωπο που είναι το παιδί. Το παιδί είναι αυτό που προσδιορίζει το μέλλον του ανθρώπου σαν ενήλικο μέλος της κοινωνίας. Τα θεμέλια ενός καινούργιου ειρηνικού και ανώτερου κόσμου τα βάζει το ίδιο το παιδί. Ας το βοηθήσουμε στο έργο του. Η Μαρία Μοντεσσόρι μας έδειξε τον τρόπο.
Μοντεσσόρι
Μακέτα εξωφύλλου: Βάλια Μπάστη
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 16
IS B N 960-275-060-Χ