51
Λ Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα τπς αφεντιάς σας. Das Märchen beginnt. Guten Abend, Euer Gnaden! Ελληνικά λαϊκά παραμύθια Griechische Volksmärchen dtv zweisprachig K ~A

Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Citation preview

Page 1: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Λ

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα τπς αφεντιάς σας.

Das Märchen beginnt.Guten Abend, Euer Gnaden!

Ελληνικάλαϊκά

παραμύθιαGriechische

Volksmärchen

dtv zweisprachigK ~ A

Page 2: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Ο Κοντορεβιθούλης ι6 Kicher erbsling 17

Η μηλιά του βασιλιά 24 Der Apfelbaum des Königs 25

Οι δώδεκα μήνες 4°Die zwölf Monate 41

Η γλάστρα με το βασιλικό 48 Der Basilikumstock 49

Η Πούλια και ο Αυγερινός $6 Siebengestirn und Morgenstern 57

Η χηναρού 66 Die Gänsemagd 67

Η Μαριωρίτσα 72 Marioritsa 73

Ο Φιορεντίνος γ8 Fiorentinos 79

Τα στοιχήματα του φλαουτατζή Die Wetten des Flötenspielers 87

Τα λυωμένα παπούτσια 92 Die zerschlissenen Schuhe 93

Οι καλικάντζαροι 98 Die Poltergeister 99

Η νεράιδα 6Die Nereide 7

Page 3: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Η νεράιδα

Die Nereide

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας.

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας νεαρός βοσκός. Όταν έφτασε η ηλικία να παντρευτεί, η μάνα του όλο και του έλεγε να διαλέξει μια από τις κοπέλες του χω­ριού. Αλλά εκείνου καμία δεν του άρεζε.

- Εγώ, μάνα μου, νεράιδα θα πάρω.Μια φορά, καθώς πήγαινε τα πρόβατα στη βοσκή,

συνάντησε δυο αδέλφια που τσακώνονταν. Τους ρώτησε το λόγο και εκείνα του εξήγησαν ότι είχαν κληρονομήσει δυο πράγματα από τον πατέρα τους και δεν ξέρανε πώς να τα μοιράσουν. Το ένα ήταν μια σκούφια μαγική, που μόλις την φορούσες γινόσουν αόρατος και το δεύτερο ήτανε ένα ζευγάρι τσαρούχια, που σ’ έκαναν με μια πατημασιά να πηδάς βουνά ολόκληρα* αλλά ο καθένας τους ήθελε το σκουφί. Τότε τους είπε το παλικάρι να λύσουν αλλιώς το πρόβλημα:

- Θα τρέξετε και οι δυό σας ως εκείνο το πηγάδι και όποιος έλθει πρώτος αυτός θα κερδίσει τη σκούφια, ο άλλος θα πάρει τα τσαρούχια. Τα δυο αδέλφια συμφώ­νησαν και με το σύνθημα του βοσκού άρχισαν να τρέ­χουν, όσο μπορούσαν γρηγορότερα. Ο βοσκός έβαλε τα τσαρούχια, φόρεσε και το σκουφάκι, έγινε άφαντος και τα δυο αδέλφια, που καταλάβανε τη χαζομάρα τους μονοιάσανε και σταματήσανε το καβγά τους.

6-7

Page 4: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Πέρασε από τότε αρκετός καιρός. Κόντευε πανσέληνος και το παλικάρι πήρε την απόφαση να πάει να βοσκή­σει τα πρόβατά του κοντά στη νεραϊδόβρυση. Λες να βγαίνανε νεράιδες, σκέφτηκε. Άφησε τα πρόβατά του, έβαλε τη σκούφια του, κάθισε εκεί κοντά κάτω από ένα δέντρο και περίμενε.

Πραγματικά τα μεσάνυχτα κατέφτασαν δέκα νεράι­δες πανέμορφες, κρέμασαν τις μανδήλες τους σε ένα δέντρο, άρχισαν να χορεύουν, να παίζουν και να λού­ζονται. Όλες ήταν πολύ όμορφες, αλλά στο παλικάρι άρεσε η μιά απ’ όλες καλύτερα.

- Σαν να μυρίζει ανθρώπινο κρέας, είπε ξαφνικά μιά από τις νεράιδες.

Αμέσως σταμάτησε ο χορός, κοιτάξανε όλες, δεν είδαν κανένα και η μεγαλύτερη τις καθησύχασε:

- Μπα, ο αέρας θα φέρνει τη μυρωδιά από κάπου μακριά.

Ξαναχύθηκαν στο χορό. Τότε το παλικάρι σηκώθηκε προσεκτικά, πήγε στο δέντρο που ήτανε οι μανδήλες, πήρε τη μανδήλα της όμορφης και την έχωσε στον κόρ­φο του.

Αφού πέρασε η ώρα, σταμάτησε η μεγαλύτερη το χο­ρό, γιατί κόντευε να ξημερώσει και έπρεπε να φύγουν. Πήραν λοιπόν όλες τις μανδήλες τους, μα η όμορφη έψαχνε έψαχνε και δεν την έβρισκε. Έβαλε τις φωνές, την βοήθησαν και οι άλλες, αλλά δεν την βρήκανε.

- Εμείς πρέπει να φύγουμε, της είπαν, βάλανε τις μανδήλες τους και εξαφανίστηκαν. Η όμορφη έμεινε μόνη της.

Ο βοσκός περίμενε ακόμα, ώσπου να πέσουν οι πρώ­τες ακτίνες του ήλιου απάνω της, γιατί ήξερε ότι έτσι θα γινόταν κανονική γυναίκα. Και τότε μόνο έβγαλε το σκουφί του και φανερώθηκε μπροστά της.

- Να, η μανδήλα σου, της είπε, εγώ την έχω και θα γίνεις γυναίκα μου.

8 - 9

Page 5: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Έ τσι και κείνη μόλις την είδε αναγκαστικά τον ακο­λούθησε.

Όταν φτάσανε στο σπιτάκι φώναξε αυτός την μητέ­ρα του και της έδειξε τη νύφη της. Εκείνη την αγκάλιασε και είπε:

- Δίκιο είχες, γιέ μου. Η γυναίκα που παίρνεις είναι πανέμορφη σαν νεράιδα.

Παντρεύτηκαν οι δυο αλλά μόνο ο βοσκός ήταν ευ­τυχισμένος, ενώ η γυναίκα του έδειχνε όλο λυπημένη.

Καθώς γινόταν πανηγύρι μετά από μερικές ημέρες, είπε ο βοσκός στη γυναίκα του να ντυθεί να πάνε στο πανηγύρι να χορέψουνε ως νεόνυφοι, να την δει ο κό­σμος, και να σταματήσει νάχει αυτά τα μούτρα. Τότε η γυναίκα του είπε:

- Αν είναι έτσι, δώσε μου να βάλω και τη μανδήλα μου να γίνω ακόμα πιο όμορφη να σε ζηλεύει ο κό­σμος.

Πες, πες, τον έπεισε, του υποσχέθηκε ότι δεν επρό- κειτο να φύγει και αυτός έβγαλε τη μανδήλα και της την έδωσε. Την φόρεσε τότε εκείνη, άστραψε ολόκληρη, γελούσε και τραγουδούσε στο πανηγύρι και την θαύ­μαζε ο κόσμος.

Μετά τα μεσάνυχτα, πάνω στο χορό, αρχίζει να στριφογυρίζει και ξαφνικά πήρε και σηκώνεται προς τα ψηλά. Κατάλαβε ο άντρας της το λάθος του, έβαλε τις φωνές:

- Γιατί μ’ αφήνεις, αφού μου έδωσες το λόγο σου;- Α ς μη με πίστευες. Μα αν θέλεις να με βρεις, εγώ

μένω στο γυάλινο πύργο και για να τον φτάσεις σαράν­τα ζευγάρια σιδερένια παπούτσια θα χρειαστείς, του απάντησε αυτή και εξαφανίστηκε.

Ο άντρας γύρισε στο σπίτι απελπισμένος. Ούτε να φάει, ούτε να πιεί, τίποτα δεν ήθελε. Πήγε στο τσαγκά­ρη και παρήγγειλε σαράντα ζευγάρια σιδερένια παπού­τσια. Μόλις έγιναν τα πήρε και έφυγε.

ίο · 11

Page 6: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Στο δρόμο βρήκε μια γριούλα, την ρώτησε αν ήξερε πού ήταν ο γυάλινος πύργος και κείνη του έδειξε ένα χωματόδρομο που περνούσε από λαγκάδια ξερά και, κοντά από επικίνδυνους γκρεμούς. Έ τσι άρχισε το δύσ­κολο περιπλάνημά του, ώσπου κόντευαν να λιώσουν και τα τελευταία τα παπούτσια, όταν αντίκρυσε από μακριά κάτι που γυάλιζε. Τότε ο άντρας κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο πύργος που ζητούσε. Έβαλε το σκουφί του να μη φαίνεται και συνέχισε το δρόμο του.

Στην αυλή του πύργου καθότανε λιοντάρια, αρκούδες και άλλα ζώα όλα όμως ήμερα και ευχαριστημένα χωρίς να πειράζουνε κανένα. Πέρασε τότε ο άντρας προσε­κτικά και μπήκε μέσα στον πύργο, που άστραφτε από ομορφιά. Μέσα ήτανε τεράστιες κάμαρες και στη μία ήταν στρωμένο ένα μεγάλο τραπέζι με τα ωραιότερα φαγητά. Κρύφτηκε τότε αυτός και περίμενε.

Πραγματικά μετά από ώρα, όταν βασίλεψε ο ήλιος, ερχόταν μιά μιά νεράιδες, βγάζανε τις μανδήλες τους και καθότανε η καθεμιά στη θέση της. Ξαφνικά είδε και τη γυναίκα του, που έκανε και αυτή το ίδιο. >\υτός λοιπόν στα γρήγορα πήρε τη μανδήλα της και έφυγε, αφήνοντας τις νεράιδες να τρώνε και να χαίρονται.

- Σαν ανθρώπινο κρέας να μυρίζει, είπε η μία.Κοίταξαν όλες γύρω γύρω.- Μπα, σου φαίνεται μόνο, απάντησε η μεγαλύτερη

και συνέχισαν όλες ανέμελες το φαγητό.Όταν τελειώσανε όλες και σηκωθήκανε να ξανα­

βάλουν τις μανδήλες τους, η γυναίκα του βοσκού δεν έβρισκε τη δική της και αμέσως κατάλαβε τι έγινε. Πήρε μαζί της ένα σκυλί για να μυρίζεται το δρόμο.

Όταν την είδε από μακριά ο άντρας της να έρχε­ται, έβαλε τα μαγικά τσαρούχια και με λίγες πηδησιές έφτασε στο σπιτικό του. Η καημένη η νεράιδα όλο έτρεχε, αλλά που να τον προφτάσει. Και μόνο κατά το πρωί αφού την χτύπησαν οι ακτίνες του ήλιου, έφτασε

12 · 13

Page 7: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

εκεί. Τότε ο άντρας άναψε το φούρνο και πέταξε μέσα τη μανδήλα της νεράιδας.

Από τότε αυτή έμεινε μαζί του και ζήσανε και αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

14 * 15

Page 8: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Ο Κοντορεβιθούλης

Kichererbsling

Κόκκινη κλωστή κλωσμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δωσ’ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει.

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας χωρικός και η γυναίκα του, που είχαν ένα γιο τόσο μικρό σαν ρεβίθι και γιαυτό οι γονείς του τον φώναζαν Κοντορεβιθούλη. Μια μέρα κατά το μεσημέρι λέει η μάνα στον Κοντορε­βιθούλη:

- Πάε έξω στο χωράφι και φέρε στον πατέρα σου φαγητό. Ξέχασα να του το δώσω μαζί του το πρωί.

Έ τσι τούδωσε σε ένα σακκί φαΐ και ένα μπουκάλι κρασί και το παιδί τα πήρε και ξεκίνησε. Σέρνοντας το σακκί πήρε το δρόμο για το χωράφι. Έφτασε κατά το μεσημέρι, και καθώς ήταν τόσο μικροσκοπικός και τα στάχυα τόσο ψηλά, δεν μπορούσε να δει τον πατέρα. Έβαλε μια φωνή:

- Πατέρα, πατέρα από πού ναρθώ;Τον άκουσε εκείνος και απάντησε:- Από την άκρη.Παίρνει ο Κοντορεβιθούλης την πίτα και αρχίζει να

την τρώει από την άκρη. Σε λίγο ξαναφωνάζει:- Από πού είπες;- Από την πηγή, παιδί μου, απάντησε ο πατέρας.Ανοίγει λοιπόν και το μπουκάλι ο καλός μας ο

ι6 · 17

Page 9: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Κοντορεβιθούλης, πίνει όλο το κρασί και ξαναφωνά- ζει:

- Πατέρα, πατέρα, εδώ είμαι, σούφερα να φας.Εκείνος τότε, ακολουθώντας τη φωνή, ανακάλυψε τον

Κοντορεβιθούλη μέσα στα στάχυα, καθισμένο δίπλα στο άδειο σακκί και μπουκάλι. Μόλις τον είδε ο πατέρας έτσι, έβαλε κάτι γέλια και σηκώθηκε να πάει στο σπίτι να φάει εκεί.

- Πρόσεξε όμως την αγελάδα μας μην φύγει.Ο Κοντορεβιθούλης χώθηκε κάτω από κάτι χόρτα

κοντά στην αγελάδα για να την προσέχει. Αλλά καθώς ήταν κουρασμένος από το κρασί, αποκοιμήθηκε. Η αγε­λάδα βόσκοντας έφτασε και εκεί που ήταν ο Κοντο­ρεβιθούλης και καθώς κατάπιε το χορτάρι, κατάπιε και τον Κοντορεβιθούλη μαζί.

Όταν γύρισε ο πατέρας στο χωράφι, άρχισε να φωνάζει:

- Κοντορεβιθούλη, Κοντορεβιθούλη, πού είσαι;- Εδώ είμαι, πατέρα, στην κοιλιά της αγελάδας,

απάντησε αυτός, που είχε τώρα ξυπνήσει.Πήρε ο πατέρας την αγελάδα και πήγε στο σπίτι.

Αμέσως την έσφαξε για να σώσει το παιδί.Εκεί όμως που την άνοιγε, πλησίασαν ληστές από

τα βουνά στο σπίτι για να κλέψουνε κάτι για φαί, δέ­νουν τον άντρα και τη γυναίκα και τους βάζουνε σε μια γωνιά. Αρχίζουνε να κόβουνε μεγάλα κομμάτια από την αγελάδα, τα ψήνουν και τα τρώνε. Μετά από λίγο πέ­ρασε μια γριούλα πεινασμένη και οι ληστές, που είχαν χορτάσει, της πέταξαν τα έντερα της αγελάδας να φάει και αυτή. Πήγε τότε η γριούλα στη βρύση να τα πλύ­νει, παίρνει ενα μαχαίρι να τα κόψει, μα αμέσως φω­νάζει ο Κοντορεβιθούλης:

- Μη γιαγιά, θα μου βγάλεις τα μάτια.Η γριά φοβήθηκε, άφησε τα έντερα και έφυγε τρέχον-

τας.

ι8 · 19

Page 10: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Σε λίγο περνάει από τη βρύση ένας λύκος, βλέπει τα έντερα και με μιά μπουκιά τα καταπίνει. Καθώς ήταν ακόμη πεινασμένος πήγε στο βουνό, όρμησε σε ένα κοπάδι από πρόβατα για να αρπάξει κανένα. Αλλά ο Κοντορεβιθούλης μέσα στην κοιλιά φωνάζει:

- Τσοπάνε, τσοπάνε, λύκος στα πρόβατα.Ορμάει ο τσοπάνος με τα σκυλιά και ο λύκος παίρνει

δρόμο. Το ίδιο έγινε πολλές φορές. Απαντά την αλεπού, που είναι γνωστή για την εξυπνάδα της, της διηγείται τι του συμβαίνει κάθε φορά που πάει να αρπάξει κανένα πρόβατο και ρωτάει τι πρέπει να κάνει.

Η αλεπού τότε του λέει:- Αυτό είναι πολύ εύκολο, θα ανέβεις πάνω σε εκεί­

νο το βράχο και θα πηδήσεις κάτω. Με το πέσιμο που θα κάνεις, θα βγει αυτό πούχεις μέσα στην κοιλιά σου και έτσι θα ησυχάσεις.

Ο λύκος αμέσως ανεβαίνει ψηλά, δίνει μιά, πέφτει κάτω και μένει ξερός. Με το πέσιμο όμως ξεπετιέται η κοιλιά με το Κοντορεβιθούλη από το στόμα του λύκου έξω. Τινάζεται, παίρνει την κοιλιά της αγελάδας μαζί του και ξεκινάει για το σπίτι των γονιών του.

Κόντευε να βραδιάσει και ο Κοντορεβιθούλης, καθώς ήτανε κουρασμένος, έσυρε την κοιλιά κάτω από ένα θάμνο και πλάγιασε δίπλα της να κοιμηθεί. Σε λίγο όμως ακούει εκεί κοντά κουβέντες. Ήταν οι ληστές που είχαν φάει την αγελάδα και καθόταν πίσω από τους θάμνους και μετρούσαν φλουριά.

Περίμενε ο Κοντορεβιθούλης να νυχτώσει, σύρθηκε σιγά σιγά και πήρε το πουγγί με τα φλουριά.

Αμέσωςξέχασε την κούρασή του και συνέχισε το δρόμο ως το πατρικό του. Έμεινε μια στιγμή έξω και άκουσε τη μη­τέρα του που έλεγε:

- Αχ, νάταν και ο Κοντορεβιθούλης εδώ να φάει από τη φασολάδα αυτή.

20 * 21

Page 11: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

- Και γιατί όχι, απάντησε τότε εκείνος ζωηρά, αφού πεινώ, μα σας έφερα και την κοιλιά της αγελάδας.

Το τι έγινε δεν λέγεται. Χαρές, γέλια και αγκαλιές. Μετά τους έδωσε και το πουγγί και έτσι οι ληστές πλήρωσαν εκ των υστέρων την αγελάδα που έκλεψαν.

Page 12: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Η μηλιά του βασιλιά

Der Apfelbaum des Königs

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς, που είχε τρεις γιους. Γύρω από το παλάτι του υπήρχε ένας μεγάλος κήπος και μέσα σ’ αυτόν στεκόταν μια μηλιά, που κάθε χρόνο έκανε τρία χρυσά μήλα. Αλλά αυτά τα μήλα, μόλις ωρίμαζαν, εξαφανιζότανε.

Όταν μεγάλωσαν οι τρεις πρίγκιπες και τα μήλα κόντευαν να ωριμάσουν, πρότεινε ο μεγάλος στον πα­τέρα του να παραφυλάξει τη μηλιά για να μπορέσουν επιτέλους να πιάσουν τον κλέφτη. Όταν νύχτωσε, πήρε τα όπλα του και περίμενε. Ξαφνικά η γη σείστηκε. Κεραυνοί και βροντές παντού! Ένας δράκος βγήκε από τα άδυτα του κόσμου και έκοψε τα τρία μήλα. Ο μεγά­λος γιος φοβήθηκε και έφυγε τρέχοντας. Εξιστόρησε στους άλλους τι συνέβει.

Ο βασιλιάς αγανάκτησε που ο δράκος μπαίνει έτσι ατιμώρητα στον κήπο και κλέβει τα χρυσά μήλα. Γιαυτό αποφάσισε να στείλει τον δεύτερό του γιο την άλλη χρονιά. Έτσι έγινε. Αλλά και ο δεύτερος φοβήθηκε και τόβαλε στα πόδια.

Μια χρονιά αργότερα, ήρθε και η σειρά του τρίτου, του μικρότερου, να φυλάξει τη μηλιά. Ανέβηκε τότε αυτός στο μαύρο του το άλογο, πήρε ένα ακόντιο και περίμενε κρυμμένος εκεί κοντά. Ξαφνικά άκουσε το τρο­μερό σφύριγμα και ο δράκος βγήκε πάλι να αρπάξει τα μήλα. Αλλά το παλικάρι δεν έχασε το θάρρος του, πέταξε το ακόντιό του με όλη του τη δύναμη και πλή­

24 · 25

Page 13: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

γωσε το δράκο, που έφυγε τρέχοντας χωρίς να πάρει τα τρία μήλα.

Το άλλο πρωί παρουσιάστηκε ο γιος στον πατέρα του και του είπε για το πλήγωμα του δράκου και ότι ήθελε να τον ακολουθήσει για να τον σκοτώσει. Ο βασιλιάς του έδωσε την ευχή του και μαζί του πήγανε και τα δυο του αδέλφια να τον βοηθήσουνε.

Έ τσι ακολουθώντας τις σταγόνες από το αίμα, φτά­σανε σε ένα βαθύ πηγάδι. Από μέσα ακουγόταν ο δρά­κος να μουγκρίζει. Ο μικρότερος ζήτησε από τα αδέλφια του να τον δέσουνε με ένα σκοινί και να τον κατεβά­σουνε κάτω.

Όταν έφτασε στον πάτο του πηγαδιού, είδε ένα μεγάλο κτίριο και μπαίνοντας μέσα είδε ένα μακρύ διάδρομο με πολλές πόρτες και πίσω από τη μια ακουγότανε κοριτσίστικες φωνές. Την άνοιξε και μπή­κε μέσα. Τρεις πριγκιποπούλες πεντάμορφες καθότανε εκεί και έπαιζαν με ένα χρυσό μήλο. Μόλις τον είδαν, τρόμαξαν, αλλά αυτός τις καθησύχασε και είπε ότι ήρθε για να σκοτώσει το δράκο. Τότε εκείνες του διηγήθηκαν ότι αυτός ο δράκος τις είχε κλέψει και τις κρατούσε φυλακισμένες.

Η μικρότερη τότε τον οδήγησε στην κάμαρα του δράκου και του είπε ότι, όταν κοιμάται ο δράκος, έχει τα μάτια ανοιχτά και όταν είναι ξυπνητός, τα έχει κλειστά.

Το παλικάρι μπήκε κρυφά στην κάμαρα και καθώς ο δράκος είχε ανοιχτά τα μάτια, τράβηξε το σπαθί του και τον σκότωσε. Έ τσι απελευθέρωσε τις τρεις πριγκι- ποπούλες.

Μαζί πήγανε προς το πηγάδι για να τους τραβήξουνε έξω τα αδέλφια του. Η μικρότερη τον συμβούλεψε:

- Όσο είσαι εδώ κάτω, πρόσεχε. Αν δεις δυο τρά­γους, προσπάθησε να καβαλικέψεις τον άσπρο. Θα σε πάει στον πάνω κόσμο. Αν πιάσεις τον μαύρο, χάθη-

26 · 27

Page 14: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

κες. Αυτός θα σε πάει στον κάτω κόσμο. Και πάρε και αυτό το καρύδι, γιατί θα το χρειαστείς.

Ο νέος έδεσε με τη σειρά κάθε πριγκιποπούλα στο σκοινί και τα αδέλφια του τις τραβήξανε πάνω. Όταν όμως είδαν τις πανέμορφες κοπέλες και ακούσανε πως ο αδελφός τους σκότωσε το δράκο, ζηλέψανε και συμ­φώνησαν να τον αφήσουν μέσα στο πηγάδι.

Γύρισανστο βασίλειο του πατέρα τους, που τους περίμενε με αγωνία και του είπανε ότι αυτοί σκότωσαν το δράκο και ελευθερώσανε τις τρεις πριγκιποπούλες, αλλά δυσ­τυχώς ο μικρός τους αδελφός σκοτώθηκε.

Ο βασιλιάς στενοχωρέθηκε. Οι γιοι του του είπανε να μην είναι έτσι πικραμένος και να σκέφτεται τον άθλο τον δικό τους και την απελευθέρωση των κοριτσιών.

Ο βασιλιάς, όταν είδε πως η μικρότερη ήταν η πιό όμορφη, αποφάσισε να την κάνει γυναίκα του και στους δυο γιους του έδωσε τις άλλες.

Τα δυο αδέλφια παντρευτήκανε αμέσως. Η μικρότερη ί όμως έπεισε το βασιλιά ότι θα έπρεπε πρώτα να περά­σει ο καιρός του πένθους για το μικρό του το γιο, δη­λαδή ένας χρόνος, τρεις μέρες και τρεις ώρες* μετά να ί

γίνει ο γάμος τους.Α ς ξαναγυρίσουμε τώρα στον πρίγκιπα. Αυτός, όταν

είδε ότι πέρασε η ώρα και κανείς δεν ξανάριξε το σκοι­νί να τον βγάλει έξω, κατάλαβε ότι τον γέλασαν οι αδελφοί του. Ξαφνικά είδε δυο κριάρια, ένα άσπρο και ένα μαύρο. Θυμήκε τα λόγια της πριγκίπισσας και κοίταξε να πιάσει το άσπρο. Αυτό όμως του ξέφυγε και ο πρίγκιπας έπεσε πάνω στο μαύρο που αμέσως χάθηκε μαζί του, βαθιά σε ένα άλλο πηγάδι, βουτηγμένο μέσα στο σκοτάδι.

Κάποτε σταμάτησε το πέσιμο, ένιωσε κάτω από τα πόδια του γη. Σιγά σιγά συνήθισαν τα μάτια του στο μισοσκόταδο, που ήταν εκεί κάτω. Είδε λοιπόν ένα

28 · 29

Page 15: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

δρόμο και τον πήρε να δει που βγαίνει. Μετά από λίγο συνάντησε μια καλύβα και καθώς ήταν πεινασμένος και διψασμένος χτύπησε την πόρτα. Μια γριά του άνοι­ξε και τούβαλε μπόλικο φαγητό να φάει, αλλά μόνο λίγες γουλιές νερό σ’ένα τασάκι.

Το παλικάρι την παρακάλεσε να του δώσει και άλλο νερό, αλλά η γριά του απάντησε ότι δεν έχει άλλο, γιατί τη μόνη πηγή, που υπήρχε εδώ στον κάτω κόσμο την έκλεινε ένας δράκος που καθόταν μπροστά. Για να αφήσει το νερό να τρέξει θέλει να φάει ένα κορίτσι. Αύριο ήταν η σειρά της κόρης του βασιλιά του κάτω κόσμου, γιατί αυτή τη φορά ο κλήρος έπεσε πάνω της. Ο βασιλιάς έβαλε κήρυκες να πουν ότι σ’όποιον σκο­τώσει το δράκο, θα του δώσει το μισό βασίλειό του και την κόρη του για γυναίκα.

Ο νέος τότε ρώτησε τη γριά πού ήτανε αυτή η πηγή, πήρε και μια στάμνα μαζί του και έφυγε. Όταν έφτασε εκεί κοντά, κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο και είδε το δράκο, που ήτανε ξαπλωμένος. Ήταν ένα θηρίο πραγ­ματικά φοβερό με εφτά κεφάλια. Το τολμηρό παλικάρι τράβηξε το σπαθί του και έκοψε ένα από τα κεφάλια του δράκου. Εκείνος πετάχτηκε, άρχισε να βγάζει φω­τιές από τα κεφάλια που τούμειναν. Η μάχη ήταν τρο­μερή. Κράτησε ως το πρωί, αλλά το βασιλόπουλο έκοψε ένα ένα τα κεφάλια και βγήκε νικητής.

Τότε έκοψε τις εφτά γλώσσες του δράκου, τις έβαλε σε ένα σακκί, γέμισε τη στάμνα νερό, γύρισε στη γριά και την παρακάλεσε να μη μαρτυρήσει τίποτα.

Ο κόσμος στη χώρα, βλέποντας το νερό να τρέχει πάλι, παραξενεύτηκε και ο βασιλιάς του κάτω κόσμου έστειλε αμέσως άνδρες να δουν τι κάνει ο δράκος. Η χαρά βέ­βαια σε όλο το βασίλειο ήταν μεγάλη, όταν βρήκαν το δράκο σκοτωμένο και ο βασιλιάς έβαλε πάλι κήρυκες να ρωτήσουν ποιος ήταν αυτός ο άξιος, που κατάφερε να τους λυτρώσει.

3° * 31

Page 16: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε στο παλάτι ένας τσο­πάνος και είπε ότι αυτός είχε σκοτώσει το δράκο και περίμενε τώρα την αμοιβή του. Ο βασιλιάς και οι σύμ­βουλοί του τον ρώτησαν τι αποδείξεις είχε και τότε αυτός άνοιξε ένα σακκί και έβγαλε τα εφτά κεφάλια του δράκου.

Έ τσι ο βασιλιάς, σύμφωνα με το λόγο του, όρισε το γάμο της κόρης του με τον τσοπάνο και κάλεσε στη γιορτή όλον τον κόσμο και είπε ότι θα το θεωρούσε προσβολή, αν κάποιος αρνιότανε την πρόσκλησή του.

Τάμαθε η γριά τα μαντάτα και είπε στο νέο ότι ήταν να πάει και αυτή στη γιορτή και ότι έπρεπε να ρθεί και αυτός μαζί της. Εκείνος όμως αρνήθηκε και της παρ- ήγγειλε να του φέρει λίγο φαγητό από τη γιορτή.

Η γριά, τί να κάνει; Πήγε και αυτή στο παλάτι, κάθι­σε σε μια γωνιά και διασκέδαζε απολαμβάνοντας τις χαρές και το καλό φαγητό. Θυμήθηκε τότε το μουσα­φίρη της, έκοψε ένα ωραίο κομμάτι κρέας και τόβαλε στο σακκούλι της.

Ένας όμως από τους φρουρούς την είδε. Πήγε κοντά της και την ρώτησε για ποιόν έπαιρνε φαγητό μαζί της. Την έφεραν μπροστά στο βασιλιά και η γριά είπε ότι ήταν για το φιλοξενούμενο της, που είχε μείνει στο σπίτι.

Τότε ο βασιλιάς θύμωσε και έστειλε ανθρώπους να τον φέρουν αμέσως. Ο βασιλιάς τον ρώτησε πως τόλμη­σε και δεν υπάκουσε στην πρόσκλησή του. Ο νέος απάν­τησε ότι δεν είχε έρθει σε αυτή τη γιορτή, γιατί δεν κάθεται ευχαρίστως στο ίδιο τραπέζι με ένα ψεύτη.

- Τί εννοείς; ρώτησε ο βασιλιάς. Ποιός είναι ο ψεύτης εδώ μέσα;

- Ο τσοπάνης, που θέλει να γίνει γαμπρός σου, απάν­τησε ο νέος.

Ο βασιλιάς τότε εξαγριώθηκε και του είπε να προσ­έχει τι λέει και μόνο με αποδείξεις πρόκειται να τον πιστέψει.

32 · 33

Page 17: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

- Βλέπεις, ο τσοπάνης μας έφερε τα κεφάλια του δράκου που σκότωσε.

- Τότε, πολυχρονεμένε μου βασιλιά, σε παρακαλώ να ανοίξετε τα στόματα από τα κεφάλια και να δείτε αν υπάρχουν μέσα και οι γλώσσες.

Τρέξανε, φέρανε τα κεφάλια και τα άνοιξαν. Πραγ­ματικά, γλώσσες δεν υπήρχανε! Το παλικάρι τότε άνοι­ξε το δικό του το σακκί, έβγαλε από μέσα τις γλώσσες και είπε:

- Τ α κεφάλια δεν μπορούσαν να έχουν τις γλώσσες τους, γιατί εγώ είμαι αυτός που σκότωσε το δράκο και πήρα τις γλώσσες μαζί μου.

Ο βασιλιάς έστειλε τον τσοπάνο στη φυλακή και έβα­λε τον πρίγκιπα δίπλα του στο τραπέζι. Αλλά όταν τον ρώτησε αν ήθελε την κόρη του για γυναίκα, εκείνος του είπε ότι αγαπούσε μια άλλη, που τον περίμενε να γυρίσει. Το μόνο που θάθελε ως ανταμοιβή, ήταν να τον βοηθήσει να γυρίσει στον απάνω κόσμο.

Ο βασιλιάς του απάντησε ότι μόνο οι αετοί, που ζούσαν έξω από την πόλη κοντά στο βουνό, ήταν ικα­νοί να τον φέρουν στον απάνω κόσμο. Αλλά για να τους βρει έπρεπε να σκοτώσει ένα τεράστιο φίδι, που έκλει­νε το δρόμο.

Τότε ο νέος μετά τη γιορτή ξεκίνησε. Πέρασε λαγκά­δια, ανέβηκε σε λόφους και στο τέλος έφτασε στο μέρος αυτό κοντά στο βουνό. Εκεί παραμόνεψε και όταν βγήκε το τεράστιο φίδι, ρίχτηκε πάνω του και με το σπαθί του το πλήγωσε και έκοψε το κεφάλι του. Μετά από τη μά­χη ξάπλωσε κάτω από έναν πλάτανο και αποκοιμήθηκε.

Όταν ύστερα από ώρα γύρισαν οι αετοί και είδαν το νέο εκεί κάτω από το δέντρο, παραξενεύτηκαν ποιος νάταν αυτός και φοβήθηκαν μην θέλει να κάνει κακό στα μικρά τους. Αλλά εκείνα τους εξήγησαν ότι ο νέος αυτός σκότωσε το φίδι, που όλο και έτρωγε τα αυγά των αετών. Η χαρά των γονιών ήταν απέραντη.

34 * 35

Page 18: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Έ τσι μόλις το πριγκιπόπουλο ξύπνησε, ήρθαν οι αε­τοί κοντά του και τον ρώτησαν πως θα μπορούσαν να του το ανταποδώσουν. Ο νέος τους παρακάλεσε τότε να τον πάνε στον απάνω κόσμο. Τον πήραν αυτοί πάνω στα φτερά τους και επιτέλους έφτασε το πριγκιπόπουλο στην πατρίδα του. Ευχαρίστησε τους αετούς και εκεί­νοι γυρίσανε στο βασίλειό τους.

Το πριγκιπόπουλο όμως, καθώς τώρα είχε γίνει προ­σεκτικό, δεν επέστρεψε αμέσως στο παλάτι του πατέρα του, αλλά πήγε στο σπίτι του ράφτη και ζήτησε εκεί δουλειά. Ο ράφτης, που είχε καλή καρδιά, τον λυπή­θηκε και τον πήρε βοηθό του. Το πριγκιπόπουλο έκανε όλες τις δουλειές που του έλεγαν και ο ράφτης έμεινε ευχαριστημένος.

Εντωμεταξύ, καθώς κόντευε να περάσει η προθεσμία του πένθους για τον μικρό γιο, πρόσταξε ο βασιλιάς τη μικρότερη από τις πριγκίπισσες να ετοιμάζεται για το γάμο. Τότε αυτή του ζήτησε να της φέρει ένα φόρεμα χρυσοκέντητο με τον ουρανό και τ’άστρα επάνω του, καμωμένο μόνο σε μια μέρα για να το βάλει νύφη.

Ο βασιλιάς φώναξε το ράφτη στο παλάτι και τούδωσε αυτή την εντολή. Ο καημένος δεν ήξερε τι να κάνει, αλ­λά ο βασιλιάς τον φοβέρισε ότι αν δεν τα κατάφερνε, θα τούπαιρνε το κεφάλι.

Γύρισε λοιπόν στο σπίτι του καταστενοχωρεμένος και εξήγησε στο βοηθό του τι ζητούσε ο βασιλιάς. Ο νέος έβγαλε από την τσέπη του το καρύδι, που τούχε δώσει τότε η κοπέλα και του είπε:

- Αυτό εδώ μου τόδωσε η κοπέλα που αγαπώ και μούπε να το σπάσω, όταν βρεθώ σε δυσκολία.

Τόσπασε και έβγαλε από μέσα ένα χρυσοκέντητο φόρεμα με τον ουρανό και τ’άστρα, και όλη η κάμαρα άστραψε.

Ο ράφτης κατενθουσιασμένος το πήγε στον βασιλιά και η κοπέλα μόλις το είδε, είπε στο ράφτη:

36 · 37

Page 19: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

- Αυτό το φόρεμα δεν τόκανες εσύ.- Ό χι, πριγκίπισσά μου, έργο του βοηθού μου είναι.- Πήγαινε να μου τον φέρεις εδώ!Μόλις είδε η κοπέλα το βοηθό έτρεξε στην αγκαλιά

του, τον έφερε μπροστά στο βασιλιά και του είπε:- Να, ο άνδρας που εγώ αγαπώ, βασιλιά. Αυτός που

έσωσε τις αδελφές μου και μένα από το δράκο.Ο βασιλιάς αναγνώρισε το γιο του και τον αγκάλιασε.

Τότε ο νέος του διηγήθηκε τα κατορθώματα και τις περιπέτειές του και ο βασιλιάς τον πάντρεψε με την πριγκιποπούλα και τον έκανε βασιλιά της χώρας του. Ο πρίγκιπας συγχώρεσε τους δυο αδελφούς του και ζήσανε όλοι καλά και εμείς καλύτερα.

38 · 39

Page 20: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Οι δώδεκα μήνες

Die zwölf Monate

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε μια φτώχιά χήρα με πέντε παιδιά. Για να ζήσει και αυτή και τα παιδιά της, πήγαινε σε μια πλούσια γειτόνισσα και της ζύμωνε το ψωμί. Για πληρωμή έπαιρνε την αποζύμη και όταν γύριζε στο σπίτι της, έκανε μ’ αυτή ένα χυλό και έτσι χόρταιναν τα παιδιά της. Μεγάλωναν αυτά και ήταν όλα αφράτα. Τα παιδιά της πλούσιας γυναίκας όμως, παραμένανε χλωμά και αδύνατα. Σάστισε και η πλούσια και μια μέρα, που το συζητούσε με τη φιλενάδα της, εκείνη της είπε ότι η φτώχιά, παίρνοντας την αποζύμη, της παίρνει και την τύχη των παιδιών της. Αυτή το πίστεψε και δεν άφησε την επόμενη φορά τη φτώχιά να πάρει τίποτε μαζί της. Η χήρα γύρισε στα παιδιά της κλαίγοντας, αλλά μετά τους είπε να μην στενοχωριούνται, γιατί αυτή θα πάει στο δάσος να βρει μερικά χόρτα να τους μαγειρέψει.

Έφυγε μέσα στη νύχτα και εκεί που περπατούσε, συνάντησε ένα μεγάλο σπίτι φωταγωγημένο και μέσα ήταν δώδεκα παλικάρια και συζητούσανε. Μόλις αντι- κρύσανε τη χήρα, την ρωτήσανε γιατί γύριζε έξω τέτοια ώρα σ’ αυτά τα μέρη. Εκείνη τους διηγήθηκε τα δεινά της. Τα παλικάρια της φέρανε φαγητό να φάει, γιατί καταλάβανε ότι πεινούσε.

Μετά το φαγητό, καθώς καθότανε, της είπε ένα παλικάρι:

- Με τον Μάρτη, Απρίλη και τον Μάη πώς περνάτε;- Καλά περνάμε με αυτούς τους μήνες. Πρασινίζουν

4 0 · 4 ΐ

Page 21: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

τα σπαρτά, μοσχοβολάει ο κάμπος από λουλούδια. Ο άνθρωπος ανασταίνεται.

- Ε, τότε είναι αυτοί καλύτεροι από τον Ιούνιο, Ιούλιο και τον Αύγουστο, πετάχτηκε και είπε κάποιος άλλος.

Και η φτώχιά αποκρίθηκε:- Μα αυτοί, γιε μου, με τη ζέστη που κάνουν, ωριμά­

ζουν τα σπαρτά και τα φρούτα. Οι χωρικοί θερίζουν τα χωράφια και έτσι έχουν σοδιά για όλο το χρόνο. Οι φτωχοί χαίρονται, γιατί δεν χρειάζονται ζεστά ρούχα.

- Ε, τότε θα τους προτιμούν και από τον Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη είπε ένα άλλο παλικάρι.

- Α , όχι, απάντησε η χήρα. Και αυτοί έχουν τη χάρη τους. Τότε μαζεύουν τα σταφύλια και κάνουν κρασί. Αρχίζουν τα πρωτοβρόχια που ανακουφίζουν τη γη από τη ζέστα του καλοκαιριού και μας ειδοποιούν ότι σύν­τομα θα έρθει ο χειμώνας και έτσι προετοιμαζόμαστε και φροντίζουμε για ξύλα και κάρβουνα.

- Τότε ο Δεκέμβρης, ο Γενάρης και ο Φλεβάρης είναι οι μήνες που οι άνθρωποι σίγουρα αντιπαθούν, πρόσθε- σε ένας άλλος.

- Μά όχι, απάντησε εκείνη. Και ξέρετε γιατί; Γιατί οι άνθρωποι είναι αχόρταγοι και θέλουν να δουλεύουν συνεχώς για να κερδίζουν περισσότερα. Αλλά έτσι αναγκάζονται να περιμαζευτούν όλοι μέσα στα σπίτια τους και ξεκουράζονται από τις δουλειές του καλοκαι­ριού. Έχουν οι μήνες αυτοί και τις ομορφιές τους: το χιόνι, τις γιορτές των Χριστουγέννων, που όλοι δια­σκεδάζουν και χαίρονται, τις βροχές, που μεγαλώνουν τα σπαρτά. Ό λα είναι σοφά καμωμένα, όλοι έχουν την αξία τους.

Τότε το ένα από τα παλικάρια σηκώθηκε και έφερε της γυναίκας μιά λαγήνα ταπωμένη και της είπε:

- Ά ιντε τώρα θείτσα, πάε στο σπίτι σου, πάρε και αυτή τη λαγήνα'για να ζήσεις τα παιδιά σου.

Εκείνη τους ευχαρίστησε και γύρισε σπίτι της.

42 · 43 )

Page 22: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Κόντευε να χαράξει, όταν έφτασε. Τα παιδιά της κοιμότανε ακόμα. Η γυναίκα άπλωσε ένα σεντόνι και άνοιξε τη λαγήνα, που ήταν γεμάτη φλουριά. Έ τσι μόλις έφεξε πήγε στο φούρνο και αγόρασε ψωμί.

Στο γυρισμό την είδε η πλούσια γειτόνισσα, που κατά­λαβε ότι κάτι συνέβηκε για νάχει η φτώχιά τώρα λεφτά. Την πλησίασε και την ρώτησε και η χήρα της διηγήθη- κε όλη την ιστορία. Την ζήλεψε τότε η πλούσια και αποφάσισε να πάει και αυτή σε εκείνα τα παλικάρια.

Τη νύχτα μετά ένα καλό βραδυνό, βγήκε στο δάσος και βρήκε και αυτή το ξέφωτο με το σπίτι. Τα παλικάρια, που ήταν μέσα την χαιρετίσανε και της είπαν:

- Καλώς την κυρά. Πώς έτσι και από δώ;- Είμαι φτώχιά, απάντησε αυτή, και ήρθα να με βο­

ηθήσετε.- Καλά πώς; πεινάς; θες να φας;- Ό χι, είμαι χορτάτη.- Τότε καλά. Κάθισε, πρώτα να μας πεις πως περνάτε

στο χωριό.Άρχισε τότε εκείνη να μιλάει για τη ζωή των χωρικών

και για τον πολύ κόπο όλο το χρόνο. Το Μάρτη, τον Απρίλη και το Μάη με την πολλή δουλειά στο σπίτι, καθώς και στά χωράφια. Ύστερα ο Ιούνιος, ο Ιούλιος και ο Αύγουστος με τη ζέστη. Τι ταλαιπωρία για τους καημένους τους γεωργούς, που πρέπει να θερίζουν όλη την ημέρα τα στάχυα τους! Και το Σεπτέμβρη τα σχο­λεία ανοίγουν. Ο Οκτώβρης μας πειράζει μιά με το κρύο μιά με τη ζέστα και το Νοέμβρη κουραζόμαστε από το μάζεμα της ελιάς. Μετά ο Δεκέμβρης: δουλειές σπιτικές για τις γιορτές. Ο δε Γενάρης και Φλεβάρης με τα χιόνια τους μας πεθαίνουν. Και τους δώδεκα μήνες η ζωή συνέχεια γεμάτη αναποδιές.

Τα παλικάρια σηκωθήκανε να την αποχαιρετήσουν, της δώσανε και εκείνης ένα λαγήνι ταπωμένο και της είπαν:

44 * 45

Page 23: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

- Να το ανοίξεις, όταν είσαι μόνη στη κάμαρη σου.Έφυγε τότε η πλούσια μέσα στη χαρά της, σφαλίστηκε

στο δωμάτιό της, άπλωσε ένα σεντόνι, ξετάπωσε το λαγήνι και το άδειασε. Μέσα από αυτό βγήκανε φίδια αμέτρητα, ριχτήκανε πάνω της και την φάγανε ολοζών­τανη.

Έ τσι έμειναν τα παιδιά της πλούσιας ορφανά, η φτώχιά όμως με την αγαθή καρδιά αρχόντεψε και πρό­κοψε και αυτή και τα παιδιά της.

Φ * 47

Page 24: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Η γλάστρα με το βασιλικό

Der Basilikumstock

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια γυναίκα, που είχε στο παράθυρό της μια γλάστρα με βασιλικό, που όμοιος του δεν υπήρχε στον κόσμο. Όλο το σπίτι μοσχο- μύριζε. Τόσο μεγάλος ήτανε και τα φύλλα του τόσο πράσινα και γυαλιστερά, ώστε ο καθένας που περνού­σε, σταματούσε και τον θαύμαζε.

Μια μέρα, που πέρασε το βασιλόπουλο κάτω από το παράθυρο της γυναίκας, είδε το βασιλικό και του άρεσε τόσο, που αμέσως χτύπησε την πόρτα και της ζήτησε να του δώσει αυτή τη γλάστρα με το βασιλικό.

- Ό σα φλουριά θέλεις, σου τα δίνω.Το σκέφτηκε η γυναίκα, το ξανασκέφτηκε. Συλλο­

γίστηκε όμως και τα φλουριά και καθώς ήταν φτώχιά δέχτηκε. Του γύρεψε λοιπόν χίλια φλουριά και το βα­σιλόπουλο έστειλε και της έφεραν τα χρήματα και έτσι πήρε το βασιλικό μαζί του. Τον έβαλε στο παράθυρό του και τον πότιζε πρωί και βράδυ.

Το βασιλόπουλο συνήθιζε κάθε βράδυ να τρώει μέσα στο δωμάτιό του και μετά ξάπλωνε και κοιμότανε. Πάνω στο κεφάλι του έκαιγε μια λαμπάδα και στα πόδια του μια κανδήλα.

Την ώρα που αποκοιμήθηκε βγαίνει από το βασιλικό μια πανέμορφη κοπέλα, που δεύτερη στον κόσμο δεν βρισκόταν. Έφαγε καλά από το φαγητό του βασιλό­πουλου, πήρε τη λαμπάδα, την έβαλε στα πόδια του και την κανδήλα στο κεφάλι του. Το πρωί, όταν ξύπ-

48 · 49

Page 25: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

νησε το βασιλόπουλο, βρήκε το φαγητό φαγωμένο και την λαμπάδα και την κανδήλα αλλαγμένα. Ρώτησε τους φρουρούς. Αλλά αυτοί δεν είδαν κανέναν να μπαίνει μέσα στο δωμάτιό του. Την άλλη νύχτα πάλι τά ίδια.

Το βασιλόπουλο τότε παραφύλαξε και έκανε τον κοιμισμένο, ώσπου να φάει η κοπέλα. Τη στιγμή που πήγε να πάρει τη λαμπάδα, την έπιασε από το χέρι και της λέει:

- Γιατί δεν φανερώνεσαι, μόνο μένεις πάντα κρυμ­μένη;

- Τώρα μ’ έπιασες, λέει εκείνη. Σε παρακαλώ, μη με φανερώσεις σε κανέναν.

- Καλά, αφού έτσι το θέλεις, η θα σεβαστώ τη θέλη­σή σου.

Έ τσι κάθε βράδυ έβγαινε η κοπέλα από το βασιλικό, τρώγανε μαζί, συζητούσανε και το βασιλόπουλο χαιρό­τανε τη συντροφιά της.

Πέρασαν έτσι μερικοί μήνες και μια μέρα έγινε πόλε­μος. Αναγκάστηκε να φύγει το βασιλόπουλο, να πάει και αυτός να πολεμήσει. Παρήγγειλε τότε στη μητέρα του, τη βασίλισσα, νά ποτίζει πρωί και βράδυ το βασιλικό και να συνεχίζουν οι δούλες να φέρνουν το βράδυ φαγητό στο δωμάτιό του. Της είπε πως κανένας ξέ­νος δεν έπρεπε να μπει μέσα και ότι εμπιστεύεται μόνο σ’ εκείνη το κλειδί του. Μετά αποχαιρέτησε και την κοπέλα και της είπε να μη στενοχωριέται, γιατί θά λείψει μόνο για λίγο.

Το βασιλόπουλο όμως αυτό ήταν από καιρό αρρα- βωνιασμένο με την κόρη του βεζύρη. Αλλά από τότε που αγόρασε τη γλάστρα με το βασιλικό, έχασε κάθε ενδιαφέρον για την αρραβωνιαστικιά του και όλο αν­έβαλε το γάμο του μαζί της. Έ τσι τώρα που έφυγε για τον πόλεμο, πήρε η βεζύραινα την κόρη της και πήγε στο παλάτι να κάνει συντροφιά στη συμπεθέρα της.

Η κόρη του βεζύρη τότε παρακάλεσε την βασίλισσα

50 · 5ι

Page 26: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

να της δείξει το δωμάτιο του αρραβωνιαστικού της. Η βασίλισσα όμως της αποκρίθηκε ότι ο γιος της της έδω­σε την παραγγελία να μη βάλει άνθρωπο μέσα. Αλλά η βεζυροπούλα επέμενε και για να μην της χαλάσει το χατίρι η βασίλισσα υποχώρησε.

Έ τσι μπήκε εκείνη μέσα και τότε αντίκρυσε την κόρη από το βασιλικό που καθόταν στο παραθύρι, κοίταζε έξω και χτένιζε τα μαλλιά της.

- Μπα, σκέφτηκε η βεζυροπούλα, το βασιλόπουλο έχει κοπέλα εδώ μέσα και γιαυτό εμένα δεν με θέλει.

Και δίνει μιά στην κοπέλα να πέσει να σκοτωθεί. Αλλά ο ήλιος που βασίλευε εκείνη την ώρα, την άρπαξε με τις ακτίνες του και την πήρε μαζί του.

Η βασίλισσα όταν ξαναπήγε στο δωμάτιο του γιου της, βρήκε μαραμένο το βασιλικό. Την άλλη μέρα τα φαγητά ήταν και αυτά απείραχτα. Το θεώρησε κακό οιωνό γιά το γιο της, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει.

Μετά από δυο μήνες, όταν τελείωσε ο πόλεμος, γύρι­σε το βασιλόπουλο, μπήκε στο δωμάτιό του και μόλις είδε το βασιλικό μαραμένο, έβαλε τις φωνές στη μάνα του, γιατί ξέχασε να ποτίσει τη γλάστρα.

- Την πότισα, παιδί μου, απάντησε εκείνη, και δεν ξέρω γιατί μαράθηκε.

- Μήπως κανένας ξένος μπήκε μέσα;- Να, μια μέρα ήρθε η αρραβωνιαστικιά σου, που με

παρακάλεσε να την αφήσω να μπει μέσα και εγώ της έκανα το χατίρι.

Τότε το βασιλόπουλο από τον καημό του αρρώστησε βαριά και δεν δεχόταν άνθρωπο κοντά του.

Η κοπέλα του βασιλικού, πάνω στο παλάτι του ήλιου, τον ρωτούσε κάθε βράδυ αν επέστρεψε το βασιλόπουλο από τον πόλεμο. Και τότε μια μέρα ο ήλιος της απο- κρίθηκε ότι είχε γυρίσει, μα τώρα ήταν βαριά άρρω­στο. Οι καλύτεροι γιατροί δεν μπορούσαν να τον βοη­θήσουν. Η κοπέλα .παρακάλεσε τον ήλιο θερμά να την

52-53

Page 27: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

πάρει στις ακτίνες του και να την ξαναβάλει μέσα στο βασιλικό. Έ τσι και έγινε και πρασίνισε ο βασιλικός.

Μόλις το είδε αυτό το βασιλόπουλο, έδιωξε τους γιατρούς του, είπε να του φέρουν το βράδυ φαγητά και κλείστηκε με ανυπομονησία στο δωμάτιό του. Η κο­πέλα βγήκε από το βασιλικό και το βασιλόπουλο την έκλεισε στην αγκαλιά του και την ρώτησε τι συνέβηκε και μαράθηκε ο βασιλικός. Αυτή του τα διηγήθηκε όλα.

Εκείνος λοιπόν την άλλη μέρα είπε στη μητέρα του να ετοιμάσουν το γάμο του. Έ τσι έφτασε και η βεζυ- ροπούλα στο παλάτι. Αυτός την περίμενε στο δωμάτιό του και όταν εκείνη πλησίασε κοντά στο παράθυρο, της έδωσε μια σπρωξιά και κείνη έπεσε κάτω και σκο­τώθηκε.

Την άλλη μέρα παντρεύτηκε το βασιλόπουλο την κο­πέλα από το βασιλικό και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

54 * 55

Page 28: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Siebengestirn und Morgenstern

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας κυνηγός με τη γυναίκα του και είχανε μια μοναχοκόρη, που την λέγανε Πούλια. Η γυναίκα όμως πέθανε και ο κυνηγός ξανα­παντρεύτηκε. Η δεύτερη γυναίκα έκανε ένα αγοράκι, που το βγάλανε Αυγερινό.

Η μητριά όσο μεγάλωνε η Πούλια τόσο την ζήλευε. Όλο την κακολογούσε στον πατέρα της και ήθελε να την πουλήσει σκλάβα.

Αυτό όμως το άκουσε ο Αυγερινός και πήγε και το μαρτύρησε στην αδελφή του. Τα δυο παιδιά δεν ήξεραν τι να κάνουν.

Εκεί που έπαιζαν, έξω από τον κήπο παρουσιάστηκε μπροστά τους μια νέα γυναίκα - η ψυχή της μάνας της Πούλιας - και συμβούλεψε το κορίτσι να φύγει από το πατρικό της. Της έδωσε μαζί της ένα μαχαίρι, μια χτένα και ένα σακκουλάκι αλάτι για να την βοηθήσουν στο φευγιό της.

Τα παιδιά γύρισαν στον κήπο. Η μητριά φώναξε την Πούλια για να χτενίσει τα μαλλιά της. Τότε άρπαξε ο Αυγερινός την κορδέλα για την πλεξούδα και έφυγε τρέχοντας. Πίσω του η Πούλια, δήθεν να του την πάρει, και βγήκαν έξω. Η μητριά καθόταν ακόμα και περί­μενε πότε θα γυρίσουν. Όταν κατάλαβε το σκοπό τους βγήκε και αυτή να τους κυνηγήσει.

Η Πούλια που την είδε να έρχεται, έριξε πίσω της το μαχαίρι, που έγινε ένας κάμπος. Αλλά η μητριά

56 · 57

Page 29: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

πάλι τρέχοντας σχεδόν τους έφτασε. Τότε η Πούλια έριξε τη χτένα της, και γίνηκε ένας πυκνός λόγγος από αγκάθια.

Η μητριά προσπέρασε και το λόγγο και τότε η Πούλια έριξε το αλάτι, που έγινε μια θεόρατη λίμνη. Η μητριά δεν μπόρεσε να την περάσει και τότε κατα- ράστηκε τον Αυγερινό, που ήταν παιδί της και πήγε με την προγονή:

- Εκεί που πας να διψάς και να πιείς νερό, και απ’ όποιου ζώου την πατημασιά πιείς τέτοιο ζώο να γίνεις.

Τα δυο αδέλφια περπάτησαν αρκετά και ο Αυγερινός άρχισε να διψάει.

- Περπάτα, του είπε η Πούλια, πίσω από αυτό το βουνό είναι η βρύση του βασιλιά.

Μετά από ώρα πάλι είπε το παιδί:- Διψάω, δεν αντέχω. Θέλω να πιώ νερό.Και καθώς είδε την πατημασιά από ένα ζώο και στην

πατημασιά ήταν καθαρό νερό, ήθελε να πιει.- Μην πίνεις, Αυγερινέ, φώναξε η Πούλια, είναι πα­

τημασιά από λύκο. Αν πιείς από αυτή θα γίνεις λύκος και θα με φας.

- Αν είναι έτσι, είπε, δεν πίνω.Περπατούν, περπατούν. Νύχτωσε και τα δυο αδέλφια

ξαπλώσανε* η Πούλια αποκοιμήθηκε αμέσως, ο Αυγε­ρινός όμως σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει για νερό εκει κοντά. Βρήκε μια πατημασιά από αρνί με νερό, το ήπιε και έγινε και αυτός αρνί και βέλαζε. Πήγε κατόπιν κοντά στην Πούλια και αποκοιμήθηκε.

Το πρωί όταν ξύπνησαν, η Πούλια είδε τον Αυγερινό να λείπει και το αρνί κοντά της. Κατάλαβε τι έγινε.

Συνέχισαν λοιπόν το δρόμο τους, μπρος η Πούλια, πίσω το αρνί.

58 · 59

Page 30: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Μετά από ώρα έφτασαν και στο πηγάδι του βασιλιά. Εκεί έβγαλε νερό η Πούλια, έδωσε πρώτα στο αρνί, με­τά ήπιε και αυτή.

Δίπλα στο πηγάδι ήταν ένα κυπαρίσσι ψηλό και η Πούλια ανέβηκε στην κορυφή του δέντρου. Όταν έφτασε εκεί τα πάνω κλαδιά έγιναν ένας χρυσός θρό­νος. Το αρνί έκατσε κάτω από το δέντρο και έβοσκε.

Σε λίγη ώρα ήρθαν οι κυνηγοί του βασιλιά με τα άλο­γα για να τα ποτίσουν. Εκείνα όμως θαμπώθηκαν από τις ακτίνες του χρυσού θρόνου* τινάχτηκαν και έφυγαν χωρίς να πιούν νερό.

- Κατέβα κάτω, της είπαν οι κυνηγοί, γιατί τα άλογα φοβούνται.

- Δεν κατεβαίνω, τους είπε η Πούλια.Πήγαν τότε αυτοί στο βασιλόπουλο και του μίλη­

σαν για τη λαμπερή κοπέλα στο κυπαρίσσι. Πήγε τότε αυτό και την παρακάλεσε να κατέβει, αλλά αυτή δεν θέλησε.

- Θα κόψουμε το κυπαρίσσι, αν δεν κατεβείς.- Κόψτε το, είπε εκείνη, εγώ δεν κατεβαίνω.Και έτσι άρχισαν να κόβουν το δέντρο. Αλλά εκεί που

τόκοβαν, το έγλειφε το αρνί και το κυπαρίσσι δεν έπεφτε μα γινόταν ακόμη ψηλότερο.

Το βασιλόπουλο πήγε σε μια γριά, που ήταν γνωστή για την εξυπνάδα της, και της είπε:

- Μπορείς να κατεβάσεις εκείνη την κοπέλα από το κυπαρίσσι;

Γέλασε η γριά:- Μα βέβαια, άρχοντά μου. Με το σκαφίδι μου θα την

κατεβάσω.Είπε το βασιλόπουλο:- Αν το κατορθώσεις, θα σου γεμίσω το σκαφίδι

φλουριά.Πήγε λοιπόν η γριά κοντά στο πηγάδι, έβαλε ανάποδα

ένα σκαφίδι, ένα κόσκινο και προσπαθούσε να κοσκι­

6ο · 6ι

Page 31: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

νίσει αλεύρι. Η κοπέλα είδε από πάνω τις άκαρπες προσπάθειες της γριάς και της φώναξε:

- Αλλιώς κυρά το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι.

Εκείνη έκανε πως δεν ακούει και κλαιγότανε:- Δεν σε καταλαβαίνω, κόρη μου. Κατέβα να με βο­

ηθήσεις.Έτσι η Πούλια κατέβηκε. Το βασιλόπουλο, που ήταν

κρυμμένο εκεί κοντά, την άρπαξε και την έβαλε στο άλογό του.

Εκείνη έβαλε αμέσως τις φωνές:- Το αρνάκι μου, το αρνάκι μου.Τότε το βασιλόπουλο της είπε:- Μη στενοχωριέσαι και σου δίνω όσα αρνιά θέλεις.- Εγώ δεν το αλλάξω με τίποτα στον κόσμο. Αυτό το

αρνί θέλω.Οπότε το βασιλόπουλο τί να κάνει; Διάταξε να φέ­

ρουν το αρνί στο παλάτι και μετά παντρεύτηκε την Πούλια. Βάλανε το αρνί σε μια κάμαρα στο παλάτι.

Η γριά βασίλισσα όμως φθόνησε την Πούλια και θέλησε να την ξεφορτωθεί. Μια μέρα λοιπόν, που ο γιος της έλειπε για κυνήγι, οι δυο γυναίκες έκαναν βόλτα στον κήπο και φτάσανε σ’ ένα ξεροπήγαδο. Τότε η πεθερά της έδωσε μια σπρωξιά και την έριξε μέσα στο πηγάδι. Το αρνί αμέσως άρχισε να βελάζει. Οπότε η βασίλισσα για να μην την προδώσει, είπε να σφάξουν το αρνί.

Όταν γύρισε το βασιλόπουλο και δεν βρήκε την Πού­λια, ρώτησε τη μάνα του πού να είναι η νύφη.

- Πήγε έξω να σεργιανίσει, του απάντησε αυτή.Το βασιλόπούλο βγήκε για να βρει την γυναίκα του.

Η βασίλισσα σκέφτηκε πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να σφάξει το αρνί που την έχει τόσο εκ­νευρίσει. Έδωσε την εντολή στους δούλους της.

Άκουσε το αρνί αυτό, έτρεξε στο πηγάδι και το είπε

6ζ · 63

Page 32: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

της Πούλιας. Οι δούλοι το έπιασαν. Τότε η Πούλια δεν ήξερε τι να κάνει και δεν είχε πιά μαγικές δυνάμεις. Ήταν στο πηγάδι αβοήθητη και παρακάλεσε το Θεό:

- Βοήθησέ μας, Θεέ μου, τον αδελφό μου από το μαχαίρι και μένα από το πηγάδι και πάρε μας μακριά από αυτή τη γη. Την κακία αυτού του κόσμου δεν την αντέχουμε.

Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή της και τα δυο αδέλφια γίνανε δυο λαμπρά αστέρια στον ουρανό, ο Αυγερινός και η Πούλια.

Page 33: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Η χηναρού

Die Gänsemagd

I

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας πλούσιος άρχον­τας, που είχε μια θυγατέρα. Αυτή κεντούσε τα προικιά της. Μια μέρα κάθησε στο παράθυρό της ένα πουλί και της είπε:

- Τι κεντάς τα προικιά σου;Άνδρα πεθαμένο θα πάρεις.

Αυτό γινόταν αρκετές φορές και η κοπέλα είπε στον πατέρα της, τι κελαηδούσε το πουλί. Δεν ήθελε πιά να μένει στο σπίτι της. Έφυγε να βρει την τύχη της.

Αφού περπάτησε μέρες και νύχτες, έφτασε σε ένα κτίριο σκοτεινό και μπήκε μέσα. Διέσχισε πολλές κά­μαρες αλλά σε καμιά δεν βρήκε κανέναν. Στην τε­λευταία όμως είδε ένα ωραίο παλικάρι πεθαμένο. Στο κιτρινωπό του χέρι κρατούσε ένα χαρτί που έγραφε:

- Όποιος έρθει εδώ και καθήσει δίπλα μου τρεις εβδομάδες, τρεις μέρες και τρεις ώρες χωρίς να κοιμη­θεί, εγώ θα σηκωθώ και αν είναι άνδρας θα τον κάνω βεζύρη μου και αν είναι κοπέλα θα την πάρω γυναίκα μου.

Η αρχοντοπούλα, που αμέσως αγάπησε το ωραίο βασιλόπουλο, κάθησε δίπλα του και περίμενε συνέχεια ξυπνητή. Αλλά μετά από τρεις βδομάδες και τρεις μέ­ρες δεν άντεξε άλλο. Ήθελε να κοιμηθεί λιγάκι, μόνο μια ή δυο ώρες και να ξαναξυπνήσει την τρίτη ώρα. Καθώς είδε μιά γύφτισσα να περνάει απ’ έξω, την πα­ρακάλεσε να καθήσει εκείνη για δυο ώρες δίπλα στο

66 · 67

Page 34: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

βασιλόπουλο και μετά να την ξυπνήσει. Η γύφτισσα όμως την άφησε να κοιμάται και.

Έ τσι όταν ξύπνησε το βασιλόπουλο μετά τις τρεις ώρες, είπε της γύφτισσας:

- Εσύ με απελευθέρωσες από το ριζικό μου και σένα θα πάρω γυναίκα μου.

Η γύφτισσα δέχτηκε και για χάρη του ζήτησε να βά­λει αυτή που κοιμότανε να βόσκει τις χήνες. Το βασι­λόπουλο της έκανε το χατίρι. Ενθουσιασμένος βέβαια δεν ήταν με τη μέλλουσα γυναίκα του και κρυφοκοίτα­ζε τη χηναρού, αλλά λόγος βασιλικός δεν αλλάζει.

Μετά από καιρό έπρεπε να φύγει το βασιλόπουλο στον πόλεμο και ρώτησε τη γυναίκα του, τι θάθελε να της φέρει. Αυτή του παρήγγειλε μια χρυσή φορεσιά να λάμψει η ομορφιά της.

Μετά ρώτησε το βασιλόπουλο και τη χηναρού και εκείνη του είπε:

- Θέλω να μου φέρεις το μαχαίρι της σφαγής, τ’ ακόνι της υπομονής και το κερί τ’ αμάλαχτο και αν το ξεχά- σεις, να μην κινήσει τ’ άλογό σου.

Έ τσι έφυγε το βασιλόπουλο για τον πόλεμο, νίκησε τους εχθρούς και προτού γυρίσει, πήρε για την γυναί­κα του τη χρυσή φορεσιά. Τα πράγματα όμως για τη χηναρού τα ξέχασε και το άλογό του δεν έλεγε να ξεκινήσει. Τότε θυμήθηκε τα λόγια της, πήγε στο πα­ζάρι, τα αγόρασε και έτσι μπόρεσε να γυρίσει στην πα­τρίδα.

Στην αίθουσα του θρόνου έδωσε στη γυναίκα του την πανέμορφη φορεσιά. Χάρηκε πολύ η γύφτισσα. Μετά το βασιλόπουλο πήγε στο καλύβι της χηναρούς και της έδωσε τα δώρα της. Η περιέργεια όμως δεν τον άφησε να φύγει, αλλά κρύφτηκε έξω για να δει, τι τα θέλει.

Αυτή έβαλε το ακόνι της υπομονής καταγής και πάνω σ’ αυτό το μαχαίρι της σφαγής, άναψε και το κερί το αμάλαχτο κοντά στο μαχαίρι. Μετά άρχισε να λέει:

68 · 69

Page 35: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

- Τί κάθεσαι, μαχαίρι της σφαγής; Σήκω να κόψεις το λαιμό μου.

Τότε σηκώθηκε το μαχαίρι της σφαγής να της κόψει το λαιμό, μα τρεμόφεγγε το κερί το αμάλαχτο και το ακόνι της υπομονής τράβηξε πίσω το μαχαίρι.

- Εγώ ήμουνα αρχοντοπούλα και καθώς κεντούσα, ερχόταν ένα πουλί και μούλεγε: - Τί κεντάς τα προικιά σου; Άνδρα πεθαμένο θα πάρεις. Και δεν το πίστευα. Τί κάθεσαι, μαχαίρι και δεν κόβεις το λαιμό; Και βρήκα το βασιλόπουλο το πεθαμένο με το χαρτί στο κιτρινω­πό του χέρι και κάθισα δίπλα του τρεις βδομάδες και τρεις μέρες χωρίς να κοιμηθώ, και η γύφτισσα κάθισε δίπλα του τρεις ώρες μόνο και δεν με ξύπνησε και πή­ρε αυτή γυναίκα και μένα μ’ έκανε χηναρού. Ακόμα στέκεσαι, μαχαίρι;

Τότε σηκώθηκε το μαχαίρι της σφαγής ακόμα πιο ψηλά, το κερί έσβησε και το ακόνι της υπομονής δεν μπόρεσε πιά να φτάσει το μαχαίρι.

Την ίδια όμως στιγμή το βασιλόπουλο όρμησε μέσα, άρπαξε το μαχαίρι της σφαγής και το τσάκισε. Πήρε τη χηναρού, από το χέρι, την πήγε στο παλάτι και την έκανε γυναίκα του. Την γύφτισσα την έκανε χηναρού.

70 · 7 τ

Page 36: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Η Μαριωρίτσα

Marioritsa

Μια φορά και έναν καιρό ήτανε ένα ανδρόγυνο πολύ αγαπημένο με όλα τα καλά, αλλά είχε ένα μεγάλο καημό. Δεν είχανε παιδιά.

Κάποια μέρα η γυναίκα, καθώς την πήρε το παράπο­νο, σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και παρακάλεσε το Θεό:

- Θεέ μου, σε παρακαλώ δώσε μου ένα παιδί και να’ναι δικό σου, όποτε το θέλεις.

Η θερμή αυτή ευχή εισακούστηκε και η γυναίκα με­τά από εννιά μήνες απέκτησε ένα κοριτσάκι. Έτσι η χαρά πλημμύριζε το σπίτι και οι γονείς ήταν τρισευ­τυχισμένοι και βγάλανε το κορίτσι Μαριωρίτσα.

Με τον καιρό η μάνα είχε ξεχάσει την υπόσχεση, που είχε δώσει, και χαιρότανε το μεγάλωμα του κορι­τσιού της.

Τα χρόνια περνούσανε και η Μαριωρίτσα έγινε δώ­δεκα χρονών. Μια μέρα, όταν γύρισε από το σχολείο, διηγήθηκε στη μητέρα της ότι στο δρόμο την συνάντη­σε ένας γέρος και της είπε:

- Να πεις, παιδί μου, στη μητέρα σου, αυτό που μούταξε να μου το δώσει.

Η μητέρα μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, χλώμιασε και είπε στην κόρη της:

- Αν τον ξαναδείς, να κάνεις ότι το έχεις ξεχάσει.Την άλλη μέρα όμως ο γέρος πάλι καρτερούσε στο

ίδιο μέρος τη Μαριωρίτσα:

72 * 73

Page 37: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

- Μαριωρίτσα, είπες στη μητέρα σου αυτό που σου παρήγγειλα;

Αυτή έκανε ότι το είχε ξεχάσει. Όταν γύρισε στο σπίτι, ανέφερε πάλι στη μητέρα της, τι έγινε.

- Αν τον απαντήσεις, παρακάλεσέ τον να αλλάξει γνώμη, είπε η μάνα.

Μα τίποτα. Εκείνος επέμενε. Έ τσι η άτυχη μάνα ήταν αναγκασμένη να υποχωρήσει. Είπε στη Μαριωρίτσα:

- Πες του να πάρει το τάξιμο όπου το βρει.Την επόμενη περίμενε στο ίδιο μέρος ο γέροντας και

το κορίτσι ανύποπτο του είπετα λόγια της μάνας του.

Τότε ο γέρος πήρε τη Μαριωρίτσα από το χέρι και ανέβηκε στον ουρανό.

Αφού της έδειξε όλα τα θαυμαστά, που υπήρχαν εκεί πάνω, την πήγε στο δωμάτιό της και της διηγήθηκε πως από τώρα αυτό ήταν το καινούργιο της το σπίτι.

Την άλλη μέρα η Μαριωρίτσα, καθώς βρισκότανε στην κουζίνα του Θεού έκοβε λάχανα για το βραδυνό* τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και μιά που δεν είχε καμιά παρέα σιγοτραγουδούσε από το καημό της:

- Όπως τρίζει αυτή η μαπίτσα, τρίζει της μάνας μου η καρδίτσα για τα μένα τη Μαριωρίτσα.

Το βράδυ όταν γύρισε ο Θεός και καθίσανε να φάνε, παραξενεύτηκε για τη γεύση από το λάχανο, που ήταν πολύ αλμυρό, αλλά νόμισε ότι της παράπεσε το αλάτι, καθώς μαγείρευε. Και καθώς δεν ήθελε να την στενοχω- ρέσει, δεν είπε τίποτα.

Τα ίδια όμως και τις άλλες μέρες. Έ τσι πήρε την από­φαση να παραμείνει και να παρακολουθήσει στα κρυφά τι γινότανε. Έκανε ότι έφυγε το πρωί και κρύφτηκε έξω από την κουζίνα. Όταν έφτασε η ώρα, πάγει η Μαριωρίτσα να κόψει το λάχανο και ξανάρχισε κλαί- γοντας το τραγούδι της:

74 * 75

Page 38: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

- Όπως τρίζει αυτή η μαπίτσα, τρίζει της μάνας μου η καρδίτσα για τα μένα τη Μαριωρίτσα.

Κατάλαβε ο Θεός πως ήταν τα δάκρυα της Μαριω- ρίτσας που έκαναν αλμυρά τα λάχανα. Συγκινήθηκε από το πόνο του κοριτσιού. Φώναξε ένα ελάφι και του παρήγγειλε να πάει τη Μαριωρίτσα πίσω στο σπίτι της. Αποχαιρέτισε την άλλη μέρα την Μαριωρίτσα, της έδωσε κρέας, για να έχει τροφή το ελάφι στο δρόμο του και να αντέξει στην απόσταση.

Η Μαριωρίτσα ανέβηκε στη ράχη του ζώου και το ταξίδι άρχισε. Το ελάφι πετούσε ώρες από τον ουρανό στη γη και η Μαριωρίτσα όλο και το τάιζε, όταν πει­νούσε και αυτό ξανάπαιρνε δύναμη. Ενώ όμως είχαν πια διασχίσει τη μεγαλύτερη απόσπαση και κόντευαν να φτάσουν σπίτι της, τέλειωσε το κρέας και το ελάφι δεν μπορούσε να συνεχίσει από αδυναμία.

Η Μαριωρίτσα τί να κάνει; Απελπίστηκε. Δίνει μιά και κόβει από το πίσω μέρος του ζώου ένα μικρό κομ­μάτι κρέας και του το δίνει. Έ τσι συνέχισαν το λίγο δρόμο, που τους απόμεινε, φτάσανε σπίτι και η Μα- ριωρίτσα έπεσε στην αγκαλιά της μάνας της. Η χαρά και των δυο ήταν απερίγραπτη. Η μάνα όμως, μόλις είδε τα αίματα που έτρεχαν από το ελάφι, πήγε στην κουζίνα, πήρε ένα κομμάτι βαμβάκι και του τόβαλε. Από τότε έχουν τα ελάφια άσπρο πισινό.

76 · 77

Page 39: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Ο Φιορεντίνος

Fiorentinos

Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα σε ένα βασίλειο της δύσης μαζί με το μονα- χογιό τους Φιορεντίνο.

Το αγόρι με τα χρόνια έγινε ένα ωραίο και γενναίο παλικάρι. Όταν έκλεισε τα είκοσι του χρόνια, είπε στους γονείς του ότι πήρε την απόφαση να πάει ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη να δει τον σουλτάνο. Τούδωσαν ένα πλοίο με μεταξωτά πανιά, γεμάτο με διαμάντια και άλλες πολύτιμες πέτρες. Έ τσι ένα πρωί έφυγε ο Φιορεντίνος και έπλεε μέρες και νύχτες ώσπου έφτασε στην Κωνσταντινούπολη.

Εκείνο το πρωί μερικοί ψαράδες είδαν το ωραίο πλοίο και αμέσως πήγαν στο σουλτάνο και του είπαν τα μαντάτα. Αυτός βγήκε τότε στο μπαλκόνι του* θαύμασε το ωραίο καράβι, έστειλε ανθρώπους του να καλωσο­ρίσουν τον πρίγκιπα και τον κάλεσε να τον επισκεφτεί στο παλάτι του.

Όταν δε έμαθε ότι ήταν βασιλόπουλο, του έκανε μεγάλες τιμές, αλλά στο μυαλό του είχε κάτι άλλο. Ο σουλτάνος υπέφερε από κασίδα στο κεφάλι και ο για­τρός του είχε πει ότι για να γιατρευτεί έπρεπε να πιεί το αίμα από ένα βασιλόπουλο, που ήταν μοναχοπαίδι και ηλικίας είκοσι χρονών αφού το ταίσει επί σαράντα ολό­κληρες μέρες με κουκουνάρι και ξύδι. Και μετά να τον σκοτώσουν.

Έ τσι ο σουλτάνος έβαλε και έκλεισαν το Φιορεντίνο

78 * 79

Page 40: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

σε μια κάμαρα και έστελνε την μοναχοκόρη του να του δίνει το κουκουνάρι και το ξύδι. Εκείνος παραξενεμέ- νος την ρώτησε γιατί τον είχαν κλειδωμένο. Η σουλτανο- πούλα του είπε την αλήθεια.

- Να τρως το κουκουνάρι, τον συμβούλεψε, αλλά το ξύδι να το χύνεις στον τοίχο σε εκείνη τη γωνιά για να μαλακώσει.

Ο Φιορεντίνος έκανε ό,τι του είπε η σουλτανοπούλα. Σιγά σιγά μαλάκωσε ο τοίχος και ο Φιορεντίνος μπό­ρεσε να σκάψει μια τρύπα.

Την τελευταία από τις σαράντα μέρες ήλθε η κόρη του σουλτάνου και του έφερε και μια σκαλωσιά. Ο Φιο­ρεντίνος όμως που είχε αγαπήσει το όμορφο κορίτσι ήθελε ναρθεί και εκείνη μαζί του. Πήρε λοιπόν το κορί­τσι από το χέρι, μπήκαν γρήγορα στο καράβι που ήταν αραγμένο στο λιμάνι και φύγανε για την πατρίδα του Φιορεντίνου.

Την άλλη μέρα, που πήγε ο σουλτάνος να πάρει τον Φιορεντίνο για να τον σφάξει, βρήκε την κάμαρα άδεια και είδε την τρύπα στον τοίχο. Όταν έμαθε πως έλειπε και η κόρη του, την καταράστηκε:

- Πήγαινε, κόρη μου, αλλά όταν φτάσετε και τον φιλήσει η μάνα του, να σε ξεχάσει.

Η γυναίκα του, που στεκόταν δίπλα του και τον άκουσε, του λέει:

- Δεν λυπάσαι το ίδιο σου το παιδί. Μίκραινε την κατάρα σου.

Τότε αυτός την άλλαξε και είπε.- Πήγαινε, κόρη μου; και όταν φτάσετε και τον φι­

λήσει η μάνα του, να σε ξεχάσει. Αλλά αν τον ξανα­φιλήσει τότε να σε ξαναθυμηθεί.

Η κόρη του σουλτάνου, που είχε και αυτή μαγικές δυνάμεις, άκουσε την κατάρα του πατέρα της και την είπε στο Φιορεντίνο. Αυτός όμως γέλασε και της υπο- σχέθηκε ότι θα πρόσεχε να μην τον φιλήοει η μητέρα του.

8ο * 8ι

Page 41: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

I

Έ τσι όταν φτάσανε στο λιμάνι του δυτικού βασιλείου άφησε ο Φιορεντίνος την αρραβωνιαστικιά του στο πλοίο και εκείνος πήγε στο παλάτι των γονιών του, ώστε μετά ναρθεί να πάρει την πριγκιποπούλα με μεγάλη ακολουθία όπως αρμόζει.

Όταν έφτασε εκεί, έπεσε στην αγκαλιά των γονιών του που τον είχαν για χαμένο και η μάνα του τούδωσε ένα φιλί.

Η κόρη του σουλτάνου, αφού περίμενε όλη την νύχ­τα, κατάλαβε ότι φίλησε τον Φιορεντίνο η μητέρα του και αυτός την ξέχασε.

Κατέβηκε από το καράβι και έπιασε ένα σπίτι στο λιμάνι.

Στο δρόμο που πάει στο παλάτι έκτισε ένα πανέμορ­φο λουτρό από μάρμαρο και αλάβαστρο, που ήτανε μεγαλοπρεπέστατο. Από περιέργεια το αρχοντολόι του τόπου ήθελε να δει τις θαυμάσιες αίθουσες και δροσερές βρύσες και άρχισε να συχνάζει στο λουτρό. Η σουλτα- νοπούλα διηγόταν στους πρώτες πελάτες της τις ωραι­ότερες ιστορίες της ανατολής.

Αυτό μαθεύτηκε γρήγορα στην πόλη και ο κόσμος μα- γιεύτηκε από την ομορφιά και τα παραμύθια της κόρης.

Έ τσι μια μέρα πήρε και η βασίλισσα την απόφαση να πάει και αυτή στο λουτρό για το οποίο μιλούσε όλος ο κόσμος. Η κοπέλα την περιποιήθηκε πολύ και της διηγήθηκε την ιστορία μιας άτυχης σουλτανοπούλας, που αφού έσωσε ένα βασιλόπουλο, αυτός την έφερε στην μακρινή πατρίδα του και την παράτησε στην έρημή της μοίρα. Η βασίλισσα συγκινήθηκε και φεύγοντας πήγε να της δώσει ένα πουγγί γεμάτο φλουριά, αλλά η κοπέ­λα της απάντησε:

- Από σένα, κυρά μου, δεν μπορώ να δεχτώ χρήμα για πληρωμή. Σε παρακαλώ, και μην το ξεχάσεις, μόλις γυρίσει η αρχοντιά σου στο παλάτι να πεις την ιστορία αυτή στο γιο σου και μετά να του δώσεις ένα φιλί.

82 · 83

Page 42: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Απόρησε η βασίλισσα, αλλά τη χάρη της κοπέλας την έκανε. Αμέσως ο Φιορεντίνος λύθηκε από την κατάρα, έτρεξε στο λουτρό και έφερε την αρραβωνιαστικιά του στο παλάτι να την κάνει γυναίκα του.

Page 43: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Τα στοιχήματα του φλαουτατζή

Die Wetten des Flötenspielers

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στη Σαντορίνη ένας φτωχός χωρικός. Όλη μέρα δούλευε ̂ αλλά κάθε Κυρια­κή καθότανε και έπαιζε το φλάουτό του.

Μια Κυριακή, ακούγοντας το παίξιμό του, φανερώ­θηκε ένα φίδι και άρχισε να χορεύει με τη μουσική. Στην αρχή ο άνθρωπός μας φοβήθηκε αλλά μετά άρχι­σε να χαίρεται και αυτός, όλο και έπαιζε και το φίδι όλο και χόρευε. Όταν κουράστηκε να χορεύει, το φίδι έφυγε αφήνοντας πίσω ένα σακκουλάκι γεμάτο χρήμα­τα. Αυτός τα πήγε στη γυναίκα του, της διηγήθηκε όλη την ιστορία και της είπε να μη βγάλει λέξη, γιατί αυτό ήταν το καλό του σπιτιού και σίγουρα θα χανότανε αν το μάθαινε ο κόσμος.

Την επόμενη Κυριακή καρτερούσανε να δούνε τι θα γίνει. Και πάλι τα ίδια όπως μια εβδομάδα πριν. Έ να χρόνο κράτησε αυτό, μαζέψανε χρήματα αρκετά και περνούσανε μια άνετη ζωή.

Αλλά μετά, στη χρονιά το φίδι δεν ξανάρθε. Έτσι αποφάσισε ο φλαουτατζής να σκάψει στην τρύπα απ’ όπου ερχόταν το φίδι και το βρήκε εκεί μέσα κουλουρια- σμένο μα ψόφιο. Τότε στενοχωρέθηκε πολύ για την απώλεια αυτού του ευεργέτη. Πήρε το νεκρό φίδι μαζί του και το έθαψε στον κήπο του.

Μετά από λίγο φύτρωσε εκεί που είχε θάψει το φίδι ένα περίεργο δεντράκι, που παρόμοιο δεν υπήρχε σ’ όλο τον κόσμο. Και τότε ο φλαουτατζής έσκαψε και είδε

86 · 87

Page 44: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

I

ότι οι ρίζες του έβγαιναν από το σώμα του φιδιού. Έ τ ­σι το ονόμασε φιδόδεντρο. Ο κόσμος που περνούσε όλο και στεκόταν για να δει το παράξενο αυτό δέντρο. Κάθε φορά που κάποιος ρωτούσε τι δέντρο ήτανε, αυ­τός έλεγε:

- Βάλε στοίχημα. Αν βρεις το όνομα κερδίζεις αν όχι κερδίζω εγώ.

Έτσι κάθε Κυριακή μαζευότανε πολλοί χωριανοί και βάζανε στοιχήματα. Και πάντα χάνανε γιατί κανείς δεν έβρισκε ότι το λέγανε φιδόδεντρο. Ρωτούσανε:

- Είναι μηλιά; Αχλαδιά; Ροδακινιά; Ροδιά;Και όλοι χάνανε. Ο φλαουτατζής όλο και κέρδιζε

χρήματα με τα στοιχήματα.Έ νας έξυπνος όμως πραματευτής πήγε με την πρα­

μάτειά του στη γυναίκα του φλαουτατζή και κείνη, αφού διάλεξε ό,τι ήθελε δεν την άφησε να πληρώσει για να πιάσει φιλία μαζί της. Με το καιρό όλο και συν­έχιζε να της φέρνει ωραία πράματα και μια μέρα ζήτη­σε να μάθει το μυστικό του δέντρου. Αυτή ρώτησε τότε τον άνδρα της κάι του είπε ότι δεν την αγαπά, γιαυτό και δεν της λέει το όνομα του δέντρου. Τότε αυτός της έκανε το χατίρι και της είπε ότι το έβγαλε φιδόδεντρο, γιατί οι ρίζες του πετάχτηκαν από το ψόφιο φίδι. Αυτή το είπε στον πραματευτή.

Την Κυριακή αρχίσανε πάλι τα στοιχήματα. Ήρθε και ο πραματευτής και είπε:

- Βάζω όλο μου το βιος για στοίχημα. Βάζεις και συ ό,τι έχεις;

Ο φλαουτατζής σάστισε. Σκέφτηκε όμως πως κανείς δεν ήξερε για το δέντρο του και δέχτηκε.

- Το λένε φραγκομηλιά;- Ό χι, έχασες το πρώτο.- Το λένε νεραντζιά;- Ό χι, έχασες και το δεύτερο.- Το λένε. . . , το λένε. . . , μπας και το λένε φιδόδεντρο;

88 · 89

Page 45: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Ο καημένος ο φλαουτατζής άρχισε να τρέμει. Έχανε τα πάντα, μα ήτανε αναγκασμένος να πει την αλήθεια. Έ τσι έγινε πιο φτωχός από πρώτα. Έδιωξε την αχάρι- στή του γυναίκα και απελπισμένος πήρε το δρόμο.

Εκεί που περπατούσε, συνάντησε μια γριά που τον ρώτησε πού πηγαίνει και εκείνος απάντησε ότι ήταν ένας φτωχός χωρίς μοίρα. Αυτή τότε τον έστειλε στον ήλιο να βρει την τύχη του.

Ο φλαουτατζής, αφού περιπλανήθηκε μέρες πολλές, έφτασε επιτέλους στο σπίτι του ήλιου. Το βράδυ, όταν εκείνος γύρισε για να κοιμηθεί, τον ρώτησε ο φλαου­τατζής τι έπρεπε να κάνει. Και εκείνος του είπε:

- Άιντε, γύρισε πίσω στο χωριό σου και βάλε στοίχημα με τον πραματευτή όλο σου το βιός ότι ο ήλιος αύριο το πρωί θα βγει στη δύση, δηλαδή στο Ακροτήρι και όχι ως συνήθως στην ανατολή, δηλαδή στο Ανάφι.

- Ναι, αλλά δεν έχω παράδες να βάλω στοίχημα με τον πραματευτή.

- Αυτό μη σε μέλει. Σκάψε στις ρίζες του φιδόδεντρου* εκεί θα βρεις μια σακκούλα τάλαρα.

Ευχαρίστησε αυτός τον ήλιο, γύρισε στο χωριό, έσκα­ψε στις ρίζες του φιδόδεντρου και βρήκε ένα πουγγί γεμάτο τάλαρα. Μετά πήγε να δει τον πραματευτή. Αυτός μόλις άκουσε το στοίχημα, σκέφτηκε ότι τρελά­θηκε ο φλαουτατζής από το καημό του. Το δέχτηκε και φώναξε και μερικούς γνωστούς για μάρτυρες.

Έ τσι το άλλο πρωινό περίμεναν όλοι την ανατολή του ήλιου. Ξαφνικά άστραψε ο ουρανός και ο ήλιος ξεπρόβαλλε με όλη του τη μεγαλοπρέπεια από το Ακροτήρι.

Page 46: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Τα λυωμένα παπούτσια

Die zerschlissenen Schuhe

Ήταν μια φορά ένας βασιλιάς, που είχε μια πολύ όμορφη θυγατέρα. Αυτή τη βασιλοπούλα γυρεύανε πολ­λά βασιλόπουλα, αλλά αυτή δεν ήθελε κανένα. Ο πα­τέρας της κάθε βράδυ έλεγε να της βάζουνε ένα ζευγάρι μεταξωτά παπούτσια κάτω από το μαξιλάρι της και κάθε πρωί τα βρίσκανε λυωμένα. Έ τσι όσους την γυρεύανε, τους έβαζε το αίνιγμα των λυωμένων παπουτσιών.

Πολλά βασιλόπουλα από τα πέρατα του κόσμου ερ­χότανε να λύσουν το αίνιγμα, αλλά του κάκου. Και όλοι πλήρωναν την αποτυχία τους με τη ζωή.

Έ να βασιλόπουλο πήρε τότε την απόφαση να λύσει αυτό το μυστήριο. Οι γονείς του στενοχωρέθηκαν πολύ, αλλά εκείνος έμεινε ανένδοτος.

Στο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε μια γριά, που τον ρώτησε για που τραβούσε. Τότε της διηγήθηκε την ιστο­ρία της βασιλοπούλας και ότι αυτός πήγαινε εκεί για να λύσει το αίνιγμα. Η γριά του είπε:

- Εγώ λυπάμαι τα νιάτα σου, γιε μου, και γιαυτό θα σου δώσω ένα πράμα να σε βοηθήσει. Να, πάρε αυτό το σκουφάκι και άμα το βάζεις στο κεφάλι σου γίνεσαι άφαντος. Πρόσεξε όμως, την πρώτη βραδιά στο παλάτι να μην πιεις από το κρασί, που θα σου δώσει η βασιλο­πούλα, αλλά να κάνεις ότι τάχα το πίνεις για να σεπά- ρει η κοπέλα για μεθυσμένο. Και τότε μόλις εκείνη φύγει να βάλεις αυτό το σκουφάκι και να την ακολουθήσεις.

Το βασιλόπουλο χάρηκε πολύ και για το δώρο και

9* * 93

Page 47: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

για τη συμβουλή, που του έδωσε η γριά και την ρώτησε πως θα μπορούσε να της ανταποδώσει το καλό που του έκανε.

- Δεν θέλω τίποτα, παιδί μου, απάντησε αυτή, γιατί εγώ είμαι η μοίρα σου.

Έτσι το βασιλόπουλο συνέχισε το δρόμο του και έφτα­σε στο παλάτι του πατέρα της βασιλοπούλας. Παρου­σιάστηκε μπροστά του και του είπε ότι ήρθε για να πάρει τη βασιλοπούλα γυναίκα του. Ο βασιλιάς, που ήταν καλόκαρδος άνθρωπος, λυπήθηκε το παλικάρι και του είπε ότι εδώ και τρία χρόνια πολλά βασιλόπουλα ήρθαν για να λύσουν το αίνιγμα, αλλά δεν το κατόρθω­σαν και έτσι χάσανε τη ζωή τους. Αυτός όμως επέμενε να δοκιμάσει την τύχη του.

Έτσι το βράδυ τον δέχτηκε η βασιλοπούλα, του έστη­σε ένα μεγαλοπρεπέστατο τραπέζι, τον περιποιήθηκε η ίδια και τον κέρασε από ένα ξεχωριστό κανάτι κρασί. Εκείνος τότε έκανε πως πίνει και μετά έκανε τον με­θυσμένο. Έ τσι τον βάλανε στο κρεβάτι στην κάμαρα της πριγκιποπούλας και μετά έφυγαν και οι υπηρέτες.

Καθώς νύχτωσε, σηκώθηκε η βασιλοπούλα, στολίστη­κε με διαμαντικά, έβαλε και τα μεταξωτά της τα παπούτ­σια και έφυγε. Τότε το βασιλόπουλο έβαλε το μαγικό σκουφάκι και έτρεξε από πίσω της.

Εκείνη περπατούσε μέσα από ερημιές και αγκάθια, όλο και άκουγε κάποια βήματα πίσω της, γύριζε αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Έ τσι συνέχισε το δρόμο της και στο τέλος μπήκε σε ένα παλάτι, όπου ζούσε ένας μάγος. Αυτός την ρώτησε γιατί άργησε σήμερα και αυτή του απάντησε ότι ήρθε πάλι ένα παλικάρι για να την πά­ρει γυναίκα του και έπρεπε πρώτα να τον αποκοιμήσει.

Ο μάγος την πήρε τότε από το χέρι και την οδήγησε σε μια μεγάλη αίθουσα όπου ήταν στρωμένο ένα τρα­πέζι. Το πιάτο της βασιλοπούλας, το πηρούνι, το κου­τάλι της ήταν στολισμένα με διαμάντια.

9 4 / 95

Page 48: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Έφαγαν οι δυο τα νόστιμα φαγητά που βρισκόταν στο τραπέζι. Μόλις τελειώσανε, μπήκανε μέσα σαράντα μαύρες γάτες. Η καθεμιά κρατούσε ένα όργανο. Ά ρ ­χισαν να παίζουν. Η μουσική που έκαναν έσεισε τον πύργο ως τα θεμέλια του. Ο μάγος και η πριγκιποπού- λα ρίχτηκαν στο χορό. Τότε το άφαντο βασιλόπουλο πλησίασε το τραπέζι, πήρε το πιάτο, το πηρούνι και το κουτάλι της πριγκίπισσας και τα έβαλε στον κόρφο του.

Όταν τα παπούτσια της πριγκίπισσας ήταν εντελώς λυωμένα, ο μάγος σταμάτησε το χορό και συνόδεψε την πριγκιποπούλα ως την πόρτα Ο πρίγκιπας τους ακο­λούθησε και βγαίνοντας έκοψε ένα κλαδί από μια γλάστρα που είχε κάτι λουλούδια εξωτικά απάνω της.

Προσπέρασε την πριγκίπισσα, έφτασε πρώτος στην κάμαρα στο παλάτι, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και έκανε τον κοιμισμένο. Όταν αργότερα γύρισε η πριγκίπισσα, πήγε και κοίταξε να δει αν κοιμάται και ήσυχη έβγαλε τα παπούτσια, τάβαλε κάτω από το κρεβάτι της και αποκοιμήθηκε.

Το άλλο πρωί έστειλε ο βασιλιάς δυο ανθρώπους του να φέρουν το παλικάρι μπροστά του. Τον ρώτησαν αν μπορούσε τώρα να τους εξηγήσει πως κουρελιάστηκαν τα παπούτσια της βασιλοπούλας. Τότε εκείνος ζήτησε να έρθει και η βασιλοπούλα για να τον ακούσει και αυτή.

Τους διηγήθηκε από την αρχή για το κρασί με το φάρμακο και μετά για τη νυχτερινή περιπέτεια της βα­σιλοπούλας. Αλλά αυτή αρνήθηκε τα πάντα. Τότε το βασιλόπουλο έβγαλε από τον κόρφο του το πιάτο, το κουτάλι και το πηρούνι καθώς και το κλαδί από τη γλά­στρα. Η πριγκιποπούλα έπρεπε να τα παραδεχτεί όλα.

Έ τσι λύθηκαν τα μάγια που της είχε κάνει ο μάγος, που την ήθελε αυτός δική του για την ομορφιά της. Το βασιλόπουλο πήρε τη βασιλοπούλα γυναίκα του και τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησαν οι χαρές και τα τραπέζια και με κάλεσαν και μένα.

96 · 97

Page 49: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

Οι καλικάντζαροι

Die Poltergeister

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια γυναίκα με δυο κόρες, την Μαλάμω και την Λενιώ. Η Λενιώ ήταν τεμ­πέλα και κάθε φορά που η μάνα της την παρακαλούσε να κάνει μια δουλειά, όλο και μια δικαιολογία καινούρ­για έβρισκε. Η Μαλάμω όμως ποτέ δεν χαλούσε χατίρι της μάνας της. Έ τσι τα τρεξίματα τα έκανε πάντα αυτή.

Μια μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, την έστειλε η μητέρα της στο μύλο να αλέσει αλεύρι. Φόρτωσε η Μαλάμω το γαϊδουράκι της με δυο σακκιά σιτάρι και ξεκίνησε. Πολύς κόσμος περίμενε εκεί και όταν ήλθε η σειρά της κοπέλας, που ήταν τελευταία, ήταν ήδη με­σάνυχτα και είχε αρχίσει το δωδεκαήμερο. Η Μαλάμω, καθώς περίμενε στο μύλο να τριφτεί το σιτάρι, κάθισε πάνω σε ένα σακκί με μόνη συντροφιά ένα λαδοφάνερο.

Ξαφνικά ακούστηκαν πατημασιές. Η πόρτα άνοιξε και καμιά δεκαριά καλικάντζαροι μπήκαν μέσα. Μόλις αντίκρυσαν τη Μαλάμω, πήγαν κοντά της και απλώνανε τα χέρια τους να την αρπάξουνε.

- Τι γιορτινός μεζές, λέγανε αναμεταξύ τους.Η Μαλάμω φοβήθηκε, αλλά για να κερδίσει λίγο

χρόνο τους είπε:- Αυτό δεν το καταλαβαίνω, εσείς οι καλικάντζαροι

τέτοια μέρα θα θέλετε κάτι το ξεχωριστό* με αυτό το χάλια φουστάνι που φορώ, δεν έχω μεγάλη αξία. Φέρτε μου ένα ωραίο και θα δείτε τη διαφορά.

Τότε μερικοί από τους καλικάντζαρους τρέξανε αμέ­

98 · 99

Page 50: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

σως και της φέρανε ένα ολόχρυσο φουστάνι και έλαμψε η ομορφιά της. Η Μαλάμω έκανε πως δεν ήτανε ευχα­ριστημένη, γιατί λείπανε τα ανάλογα παπούτσια και τα δικά της τσόκαρα ήταν γελοία με αυτό το φόρεμα. Της έφεραν και τα παπούτσια, μα εκείνη ζητούσε τώρα μια ωραία τσάντα, μετά ένα παλτό και ό,τι άλλο της ήλθε στο νου της, ώσπου ξαφνικά άρχισε να χαράζει. Το φως του ήλιου μπήκε μέσα από το παράθυρο του μύλου και μονομιάς οι καλικάντζαροι έφυγαν.

Η Μαλάμω γύρισε με το αλεύρι στο σπίτι της, φορ­τωμένη όμως με αυτά τα ωραιότατα πράματα. Διηγήθη- κε στη μάνα και στην αδελφή της την περιπέτειά της. Τότε η Λενιώ σκέφτηκε να πάει και αυτή στο μύλο πριν τα Φώτα, ώστε να μπορέσουν οι καλικάντζαροι να της χαρίσουν και αυτής τέτοια ωραία δώρα.

Έβαλε λοιπόν ένα σακκί σιτάρι στο γαϊδουράκι τους και πήγε αργά στο μύλο να μείνει η τελευταία όπως η αδελφή της την παραμονή των Χριστουγέννων. Μόλις βγήκανε οι καλικάντζαροι και χυμήξανε πάνω της, η Λενιώ είδε ότι δεν είχανε δώρα μαζί τους, φοβήθηκε και έβαλε τις φωνές. Ο μυλωνάς που την άκουσε, έτρεξε και άρχισε να ψάλλει το Τρισάγιον. Αλλά προτού προ- φτάσει να το τελειώσει, οι καλικάντζαροι της γέμισαν το πρόσωπο με βαθιές γρατσουνιές και η καημέη η Λε­νιώ γύρισε με άδεια τα χέρια στο σπίτι της.

ίσο · ιο ί

Page 51: Ελληνικά λαϊκά παραμύθια

StadtbibliothekM11 <00284440702 s.-

S t e g l i t z

Η νεράιδα Ο Κοντορεβιθούλης Η μηλιά του βασιλιά Οι δώδεκα μήνες Η γλάστρα με το βασιλικό Η Πούλια και ο Αυγερινός Η χηναρού Η Μαριωρίτσα Ο Φιορεντίνος Τα στοιχήματα του φλαουτατζή Τα λυωμένα παπούτσια Οι καλικάντζαροι

Die Nereide Kichererbsling Der Apfelbaum des Königs Die zwölf Monate Der Basilikumstock Siebengestirn und Morgenstern Die Gänsemagd Marioritsa Fiorentinos Die Wetten des Flöten­spielers Die zerschlissenen Schuhe Die Poltergeister

Originaltexte, die schon Anfängern zugänglich sind

DeutscherTaschenbuchVerlag 9

978342309286901180