23
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΡΑΝΤΑΝΠΛΑΝ Θεσσαλονίκη 2014

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΡΑΝΤΑΝΠΛΑΝ

  • Upload
    -

  • View
    72

  • Download
    0

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Φτασμένος καρπός λες κι έφτασε ο τρύγος.Να κόψεις κομμάτι και να ευφρανθείς.Να πάρεις ανάσα σαν ήρθε Σεπτέμβρης. Μα κάτι πικραίνει τα χείλη απ’ το χθες.

Citation preview

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΡΑΝΤΑΝΠΛΑΝ

Θεσσαλονίκη 2014

Μα κοίτα τριγύρω ποτέ δεν αλλάζει.

Ο κόσμος σα δέντρο σα δυο κυδωνιές.

Φτασμένος καρπός λες κι έφτασε ο τρύγος.

Να κόψεις κομμάτι και να ευφρανθείς.

Να πάρεις ανάσα σαν ήρθε Σεπτέμβρης.

Μα κάτι πικραίνει τα χείλη απ’ το χθες.

Τσακίζουν ξεχνώντας τρελοί ποιητές.

Στη πιο φοβισμένη γωνιά της ψυχής τους.

Με άγριο βλέμμα τυφλού μαχητή.

Κατάματα τρέμουν σοφοί βασιλιάδες.

Αυτόχειρες γίνονται, τραυλοί γελωτοποιοί.

Ο έρωτας ψέμα κι αυτός κι η σοδειά του.

Να κείτονται αγρίμια στη λάσπη λερά.

ΚΑΘΕΞΗΣ

Λίγο μυστήριος.

Λίγο κρυψίνους.

Ανάθεμα αν μπορούσε.

Να εξηγήσει.

Ανθρώπινα όπως όλοι.

Κι αυτά ζωή που τάζεις.

Ένα ζεστό κρεβάτι.

Λίγο ψωμί στην πείνα.

Δροσιά νερού στον διψασμένο.

Πως τα απαρνιέται.

Ο καθείς μας.

Το ίδιο κι αντιστρόφως.

Κι αυτά που πρέπει να απαντήσω

Είναι περσότερα απ’ εκείνα που διαβαίνω.

Δρόμοι αδειανοί.

Γεμάτοι προσμονή.

Περαστικών δεόμενων- και προδομένων άγιων στη Βαρδαρίου- .

Κι αυτό όμως πάντοτε ως τη σήψη.

Τώρα ας φυλάξουμε τα σπιτικά μας.

Από τις πονηρίες των περαστικών.

Απ’ τις δικές μας ασυνάρτητες διενέξεις.

Κι ενώ κι ο κόσμος πια σκοτείνιασε.

Τι ταπεινού είδους ποσό να καταβάλλουμε;

Ποιο λάθος ν’ απαλλάξουμε;

Ποιον όρκο να αρνηθούμε;

(Και καθεξής. Θα είναι πια πολύ αργά.)

ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ…

Τις νύχτες που αρνούμαι.

Αυτά να σου γράψω.

Εκείνα μονάχα αξίζει να πω.

Ποιήματα στίχοι μια σιωπηρή μάζα.

Μια νύχτα που αργεί το ασάλευτο φως.

Μα κοίτα τριγύρω φτασμένα τα λόγια.

Τα έχουνε κρύψει τρελοί ποιητές.

Σε μία πλευρά που κατάματα τρέμουν.

Σοφοί βασιλιάδες κι αρλεκίνοι τραυλοί.

Κι ο κόσμος της τρέλας εκείνο που θα έρθει.

Κι εκείνο που ήρθε μονάχα γροικά.

Η λήθη περίσσια και σάμπως μας φτάνει.

Δυο λέξεις γελοίες χωρίς σημασία.

Μονάχα να λέμε:

Περάστε!.. Ποιητές!

ΣΕ ΚΑΘΕ ΚΑΓΚΕΛΟ

Πίσω από τις λέξεις και τις οθόνες του πολιτισμού.

Πίσω από την κοινωνία, την επιστήμη, τη θρησκεία. Το χρήμα.

Πίσω από τα συγκαταβατικά χαμόγελα.

Τα ανομολόγητα δάκρυα. Το σύστημα.

Τις εφαρμόσιμες θεωρίες. Και τέλος πάντων πίσω από όλα αυτά λόγια.

Βρίσκομαι κι εγώ κάπου κρυμμένος. Ανόητος εξεγερμένος.

Μα σώσε με.

Με τη θρησκεία, την επιστήμη και ό, τι άλλο έχεις.

Ακόμη αν θες δέσε ή κάψε με ή κρύψε με ή ό, τι μπορείς.

Αν έτσι θα με λύτρωνες.

Άλλωστε μια ιδέα, κρατά μονάχα ως μια στιγμή.

Πόσο μάλλον η ζωή μας.

Μα αλήθεια, άνθρωπε, αν θέλεις να με σώσεις, άσε με.

Μες στη ζωή, στις σκέψεις και την άγνοιά μου.

ΑΜΑΝ

Πόσο θέλω απόψε. Να σε είχα δίπλα μου. Φοβάμαι να βγω. Από το σπίτι, απ’ το δωμάτιο αυτό.

Αν ήσουν εδώ δε θα με είχανε σκοτώσει. Ούτε εσύ θα είχες σκοτωθεί. Για κανένα λόγο.

Κι έχω ο βλάξ ένα παράθυρο. Εμπρός. Που ο ουρανός του λείπει τόσο.

Χωρίς αυτό τον ουρανό άραγε, τι θα ξέραμε;

Κι έχω και κάτω από τα πόδια μου. Μια ποντικοπαγίδα. Βήμα να κάνω να σταθώ δε καταφέρνω.

Κι είναι κι ο άλλος ουρανός απόψε, ο εδικός μου, βρώμικος. Συννεφιάζει.

Και να μου μάθει θέλει, αυτά τα μάτια σου, τι κρύβουνε στις σκέψεις.

Κι αυτό το καρδιοχτύπι πάλι απόψε δε με αφήνει να ησυχάσω.

Και την παγίδα, πάντοτε κείθε την αισθάνομαι. Εκεί που πάω να πλαγιάσω.

Κι ακόμα να ‘έρθεις, μα η κακιά στιγμή, ποτέ της δε θα αργούσε.

Πως πέρασε πάλι αυτή η νύχτα, γεμάτη χρόνια, αιώνες, μια σταλιά.

Η ΗΔΟΝΗ

Οριστικά, γνωματεύσαμε.

Ψευδευλαβής, θεομπαίχτης.

Αμερόληπτοι. Ασαφείς. Αόριστοι.

Από σοφία; Από ανάγκη; Από αγάπη;

Πρόσεξε. Η άμμος απύθμενη.

Και να βουλιάζεις.

Από της επιφάνειας το σινάφι.

Ανθρώπινο. Ανεκτικό.

Και η ενοχή ποιόν θα σκλαβώσει;

Ανασταίνεται κι έπειτα αυτοκτονεί.

Ποιες οι ανοχές σας, ποια η ενοχή σας;

Το μισάνοικτο κουτάκι.

Εμμηνόπαυση, εφηβεία, γήρας, παιδικότητα.

Όλα χαμένα.

Κι εγώ κι εσύ, πάντοτε θύτες. Πάντοτε θύματα.

Το τελευταίο μάθημα: Ηλεκτρισμός, (η Ελλάς των καιρών μας).

Αλλού ο Σωκράτης, αλλού ο Χριστός.

Μα εμείς, πάντοτε αμερόληπτοι, θα ταξιδεύουμε.

Ως Καββαδίας. Και ψέλνουμε ως ανυπόκριτοι.

Βαγγέλια άγραφα. Χρησμούς μαντικούς ακόλαστοι.

Για μιας ζωής την ηδονή απόκρυφοι.

Απερίφραστα εσφαλμένοι.

Εγώ κι εσύ κι αυτός.

Για της μιας μέρας το απαράγραπτο αστείο.

Μέχρι, ενός αχρήστου θανάτου την επαγγελία.

Την ηδονή των φόβων μας.

ΤΟ ΘΥΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Στο χάος όταν επιστρέφεις.

Αγκαλιάζεις μια ψιχάλα.

Ατσάλινο σκούρο και καφέ.

Να σου τρυπά το πακέτο τα τσιγάρα.

Θα ξαναρθεί μια μπόρα.

Μη μου λες όχι.

Λιώνεις σε κάθε ρουφηξιά.

Τσιγάρο τελευταίο στο κρατητήριο.

Χωρίς να είσαι -κι ούτε που νοιάζεσαι τελικά- αν είσαι λεύτερος.

Ή αν ποτέ θα ήσουνα.

Άνθρωπος της φωτιάς.

Ανάμεσα σε δυο λουριά να φλέγεσαι.

Χωρίς την ελάχιστη πολυτέλεια ηδονής.

Μάχεσαι μόνο για το πετσί σου.

Και ο λύκος μέσα σου.

Από τα έξωθεν να ουρλιάζει.

Γιατί να έχω ένα κορμί;

Αν δε μπορώ να το τελειώσω;

Μα η χαριστική βολή, πάντοτε.

Στο χάος επισκέπτης μανιακός.

Υπολογίζει το κάθε ακραίο νόημα.

Αντιμέτωπος με τη φωτιά της αγάπης.

Αυθυποβάλλεται και ρευστός.

Περνά στο τέλειο άκρο.

Στο ατελεύτητο σκότος της ανεπάρκειας.

Για να απομείνει άχρηστος.

Πέρα απ’ της ανυπόκριτης αγάπης, το έπακρον.

Κι ακόμα στο χάος να επιτρέψεις.

Να είσαι θύμα και θύτης.

Του δικού σου απυρόβλητου.

Και με μια γεύση αναισθησίας.

Παντοτινά να επιστρέφεις.

Στο Τίποτα.

ΠΕΣΙΜΟ ΣΤΑ ΛΥΟΜΕΝΑ

Αν σε σημάδευε εκείνη τη νύχτα αντί, για έμενα;

Εγώ ξάπλωσα στη λάσπη, βυθίστηκα παθιασμένος, στο κορμί του πόθου μου, πίσω από τα

κάγκελα, μα πες.

Τι θα σε είχε σκιάξει πια περισσότερο από μια κάνη έτοιμη να δικαιώσει ένα φονιά;

Δικαίως ασχολείσαι, ως κοινωνικός φορέας, προς απάντηση, δικαιώνεις το σύστημα. Θα πίστευες

εμέ, ή έναν άλλον;

Και τελικά πες μου απόψε-να. Ποιον έρημο δρόμο θα είχα πάρει.

Ποια ηδονή, πες, δικαιολογείς στο πρόσωπό μας; Ποια ηδονή που ξημερώνει, και τα κόκαλα όπως

σάπια, τρίζουνε. Στον ίσκιο της δικαιοσύνης.

Ποια απάντηση προσμένεις; Τι απόκριση καρτερώ… «φίλε», μαζί σου και στον παράδεισο,

επίπληξη ή αναπροσαρμογή; Δεν έχουμε καμιά επιλογή.

Όποιον δρόμο και αν πάρουμε -ακούς;- η τελεσίδικη απόφαση, η χροιά στη φωνή μας, θα

μαρτυράει, πως το τέλος το είχαμε επιλέξει πολύ πριν, το πέσιμο.

Ξέρουμε και οι δύο πως «ο φονιάς» δε θα σε ψάξει, μα εμάς ως και στην κόλαση. Σε περιμένω

λοιπόν στην κόλαση.

Χωρίς λόγο σε είδα να πλανιέσαι. Και είναι κι αυτό μια φυλακή, περάστε.

ΦΛΟΓΙΣΤΡΟ

Τα σίδερα, τα σίδερα -τα σίδερα.

κάποτε όταν θα λυγίσεις.

κι εσύ με τη σειρά σου.

να θυμηθείς: μια καρδιά ατσάλινη.

δυο μάτια φλόγιστρα στη -νύχτα- .

όπως μονάχος περπατάς θυμήσου.

υπάρχουν δρόμοι και δρόμοι.

σαχλά οικόσημα.

αφώτιστα υπόγεια.

άγνωστοι ουρανοί.

να θυμηθείς.

ένα είναι το βιος και τα υπάρχοντά σου.

με μια ψυχή κουκούτσι ελιάς.

να τραγουδάς.

τα μάγια της σποράς.

τον θείο έρωτα.

ΑΔΕΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

Αυτά τα συναισθήματα.

Κλεμμένα από την ψυχή μου.

Τρύπα τσιγάρου σε πολύχρωμη ομπρέλα.

Γυμνά πόδια που σέρνονται στους δρόμους.

Κατά μήκους της τυράννιας της ψυχρότερης βροχής.

Στη μέση κάποιας θυελλώδους νύχτας.

Οι θρυμματισμένες κουρτίνες του Χάους.

Όπως ο σκληρότερος πάγος που ποτέ.

Δεν θα μπορούσε να είναι η κόλαση.

Ή η τελευταία -τελικά- υπόσταση, της ύπαρξης.

(Πρέπει να πω,

ότι χωρίς μ ί α από όλες τις ουσίες

που κατακλύζουν το άπειρο,

κι αυτό θα κατέρρεε

σαν χάρτινος πύργος

στον άδειο άνεμο του τίποτα).

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Να ζήσουμε. Να πεθάνουμε.

Όχι κάτι ενδιάμεσο ή παραδεκτό.

Στρατιώτης.

Που τίθενται εκ παραδρομής.

Προς διαπόμπευση ηδονών και άλλων σαχλών. Παράμετρος.

Έκδηλα τότε. Τάσσομαι.

Μέσα σε ένα κελί. Γνωρίζω…

Μα ακόμα περιμένω.

Κάτι που δεν κατέκτησα ποτέ. Και τότε φίλε.

Αδειάζοντας το τελευταίο μου πακέτο.

Ώρα την ώρα.

Θα περιμένω ως κι εσύ. Ελευθερία.

Με ένα στυλό. Ένα ποτήρι.

Χωρίς κορμί.

Θα προσμένω, μια στιγμή. Μία μονάχα αόριστη στροφή.

Προς την πιο επικίνδυνη, του θανάτου, χλαλοή.

Για ένα λόγο και μοναχά δικό μου.

(Όπου κι αν περιμένεις, να σταθείς, την ώρα ετούτη. Ως περιμένω.

Του καρναβαλιού το τελευταίο σάλπισμα.

Να πέσω χάμω. Στο χώμα.

Κι έτσι ως προσβάλλω τις κοινωνικές δομές του ελ-σι-ντι.

Να σε προσλάβω στην κούρνια μου.

Ως ένα σημάδι πατρίδας, ως ένα κερί φώτισης κρυφό κι απόμακρο.

Ως τελική του κόσμου αγωνία.

Αν και δεν αποκτιέσαι, ως όλα τούτα που έθιξα.)

Η ΜΕΡΟΠΗ

Ήλιε ιλαρέ.

Σήμερα μην βγεις.

Πριν το ηλιοβασίλεμα.

Μη με φωνάξεις.

Βρεθήκαμε κι ας μην είχαμε πολλά.

Να πούμε.

Πως μπήκαμε,

Στο βάθος αυτής.

Της συχνότητας.

Αυτής της σύναξης.

πάνχρωμης πεταλούδας.

Πώς ξεχάσαμε.

Εκείνες τις μέρες.

Έγινε η αποσύνθεση.

Μιας ξεχασμένης (μέχρι και σήμερα) ιδέας.

Στο 'χω ξαναπεί.

Εκείνο το ξυράφι.

Τρυπάει γκρίζες καρδιές.

Μην παρεξηγείς την πλάση αυτή.

Έχει έναν γκρίζο ουρανό μα.

Εκεινής της θυμίζει τη θάλασσα.

Στο βάθος μη την ψάξεις.

Θα βρεις.

Πορφυρογάλαζα.

Συντρίμμια κωφά.

Μα και αστεία.

Σαλτιμπάγκους.

Γυρολόγους-άστεγους.

Ημίγυμνες χορεύτριες.

Στο χέρι κρατούνε μαχαίρι

Δουλεύοντας το χρόνια και χρόνια.

Λίγη λάμψη.

Να χορτάσει νερό, ύστερα.

Ύστερα λίγο αίμα. Να τελειώσει.

Κι ύστερα αν γίνει πληγή.

Πληγή ανθρώπου.

Θα είναι πληγή ανίατη.

Ανθρώπου γυμνού.

Ερωτευμένου.

(Σ' έναν έρωτα της φύσης αγνό).

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Θυμάμαι πως κάποτε σου έκανα ένα δώρο.

Μου είπες ότι είσαι ένα τριαντάφυλλο.

Ξέρεις τριαντάφυλλο;

-Τι έχεις;

-Έχω μια φυσαρμόνικα, για εσένα είναι κράτησε την.

Ξέρεις τριαντάφυλλο, με αυτήν την πυξίδα έβρισκα τους δρόμους.

Τότε σε βρήκα.

Ξέρεις τριαντάφυλλο;

Σε αυτά τα χαρτιά σημάδεψα τις πορείες.

Έτσι έμαθα που πάνε οι δρόμοι.

Ξέρω που πάνε όλοι οι δρόμοι.

Σου εύχομαι να μη μάθεις ποτέ.

Εκείνο το Μάρτη ταξίδεψα τη ζωή μου μαζί σου.

Εσύ θυμάμαι μάτια μου, τα μάτια σου…

Είναι ταξίδια. Είναι ταξίδι το βλέμμα σου.

Τα μάτια σου, όταν θα κλαίνε οι ουρανοί, να γελούν.

Να πας κάποια μέρα στο νησί που το λεν χι-τζαζ.

Οι πειρατές βρήκαν εκεί το θησαυρό.

Όλοι οι θησαυροί του κόσμου.

Γι’ αυτόν που τους ψάχνει, βρίσκονται εκεί.

Έψαχνα χρόνια σε χάρτες και βιβλία.

Με πυξίδες και τηλεσκόπια σφυρίζοντας θλιμμένος.

Δεν ξέρω που είναι όλα αυτά.

Δεν είχα ποτέ χάρτες ούτε βιβλία

Κι ούτε πυξίδα ούτε σημάδι του άστρου να βρω τον ήλιο.

Τις νύχτες βρήκα όλα τ' αστέρια να καρδιοχτυπούν και να λένε:

«Κοίταξε μας».

Και να αντηχούν περίεργα στην πλάση.

Ήταν η μέρα των τρελών.

Τα βράδια κρυβόμασταν στα πιο ψηλά βουνά.

Απ’ εκεί φτιάξαμε όλους τους χάρτες που θα γινόταν δικοί μας.

Έμοιαζε τόσο η πολιτεία μακρινή όσο στ’ αλήθεια είναι.

Κάποια στιγμή μας είδαν οι αστοί.

Ήρθαν πατώντας στις μύτες των δακτύλων τους.

Μας κυνηγήσανε και μας πήραν όλα μας τα υπάρχοντα, μας πήραν το βιος μας.

Εκείνες οι νύχτες στην Ορεστιάδα δεν έμοιαζαν καθόλου νεκρές.

Ο μικρός Ινδός εκείνες τις μέρες το ‘χε ρίξει στο πιοτό.

Αστέρια μετρήσαμε πολλά.

Δεν ήθελε να βλέπει φως.

Σκότος και χάσμα αγεφύρωτο.

Κι αυτός μονάχα γεύτηκε την αιώνια πικρά.

(Οι άνδρες στις Ινδίες σκέπτονται πολύ λανθασμένα.

Κρεμούν τα δένδρα ανάποδα και ψιθυρίζουν μαγικά ξόρκια.

Εκείνα ακούν τα θλιμμένα τραγούδια και κλαίνε.

Τα δάκρυα τους πότιζαν το δέρμα του ζωντανού.

Μια πέτσα μένει μονάχα απ’ όλο τον πόνο.

Δεν ήθελε κανένας τους να πιει, ούτε σταγόνα.)

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΡΑΝΝΤΑΝΠΛΑΝ

Ένα ουσιαστικό θεμελιώδες ερώτημα, που αφορά το κοινωνικό συμπαγές είναι, αν η κοινωνία

του ανθρώπου έχει σχέση με τις κοινωνικές συμπεριφορές των άλλων όντων. Θα παραδοθεί ένα

υποτυπώδες σύστημα-ζητούμενο. Αν λοιπόν ο άνθρωπος διαφέρει από τα άλλα ζώα, σίγουρα θα

έπρεπε να θεωρούμε πως είναι αυτό το όν που θα είχε την περισσότερο ζωώδη, ή μη ζωώδη

συμπεριφορά.

Ακολουθώντας λοιπόν έναν άνθρωπο στο σπίτι του το μεσημέρι ύστερα από την εργασία στο γραφείο

του, θα δούμε πως θα περάσει από το πεζοδρόμιο και τακτικός, θα πάρει το δρόμο προς το κατάλυμά

του. Θα δούμε πως στη διαδρομή, θα χαζέψει τις βιτρίνες, θα χαιρετίσει κάποιον γνωστό, θα πιάσει ή

όχι την κουβέντα με κάποιον άγνωστο στο μετρό και φτάνοντας τελικά στην οικεία του θα κάτσει να

ξεκουραστεί ίσως πάρει ένα γεύμα, ή ακόμα, μπορεί να τηλεφωνήσει στη μητέρα του, κάποιο φίλο, ή

θα ακολουθήσει οποιαδήποτε εφήμερη συνήθεια. Ουσιαστικά τίποτε δεν έχει να παρατηρηθεί παρά η

ανθρώπινη συμπεριφορά, η καθημερινή ανθρώπινη ενασχόληση με τα κοινά, μα και τα ευκόλως

εννοούμενα προσωπικά του συστήματα.

Βλέπουμε πως δεν έχει να κάνει μεγάλη εντύπωση το γεγονός πως όλα τα παραπάνω έχουνε να

κάνουνε με εγκεφαλικές, ψυχολογικές, και άλλες με σωματικές, και βιολογικές λειτουργίες της

ανθρώπινης φύσης.

Γυρνώντας στο αρχικό ζητούμενο, για το πόσο η ανθρώπινη συμπεριφορά, είναι ξεχωριστή από τα

άλλα ζώα, το πόσο μπορούμε να διακρίνουμε την πνευματική διάσταση της ανθρώπινης μάζας, αν η

φυλή του ανθρώπου είναι ως ον ιδιαίτερη ή όχι, μπορούμε φαινομενικά και αν διατρέξουμε στις

στοιχειώδεις γνώσεις της «ανθρωπογραφίας», να απαντήσουμε πως ο άνθρωπος είναι ένα εξαίρετο

πλάσμα με πολλές αρετές και γνώσεις με παρρησία πνευματικών ιδιοτήτων και χαρακτηρισμών, για το

πώς το ανθρώπινο είδος εξελίσσεται, με το πέρας των χρόνων και της ιστορικής συνέχειας, ή

ασυνέχειας.

Ανταπαντώντας λοιπόν σε κάποια σχετική ερώτηση είναι άποψή μου, πως, εάν οι ανθρώπινες

συμπεριφορές και μετεξελίξεις τους, (π.χ. συσχετισμός φωτιάς-ηλεκτρισμού, νερού-κρασιού κτλ.), θα

μπορούσανε να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα, μία λογική, μέσα από την οποία θα μπορούσε να

εξηγήσει, τον πνευματικό και υλικό κόσμο, δια μέσω μίας κοινώς αποδεκτής αληθείας, ή καλύτερα

γνώσης που θα μπορέσει να ολοκληρώσει και να μεταθέσει, την συμπεριφορά αυτή, σε μία αντίστοιχη

–μη λανθάνουσα- της κοινώς επικρατούσας, δη ανωτερότητας της καθ’ εκάστης μονάδας-οργανισμού,

από τα άλλα πλάσματα ή όντα. Βλέπουμε πως εδώ συγχέεται η διαφορετικότητα με τη μοναδικότητα,

και η ανισότητα με την υπεροχή.

Αν λοιπόν ο θάνατος θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως σημείο αναφοράς και αντιθέσεως προς τη

γέννηση, τι πρέπει να εξιχνιάσει ο άνθρωπος για το διάστημα πριν και μετά αυτής της λειτουργίας;

Πόσο θα έπρεπε να θεωρηθεί σημαντικό το παράδειγμα της κοινωνικής υπεροχής από τα άλλα όντα;

Βλέποντας την κοινωνία των μελισσών και το παράδειγμα του μοναχού (άπολις) στον Αριστοτέλη,

μπορούμε να συμπεράνουμε ότι εδώ εναρμονίζεται μία συγκεκριμένη συμπεριφορά, μία παρθένα

λογική για το τι, άνδρας και τι θεός, τι ζώο και τι άνθρωπος.

Παρακείμενα όμως ενυπάρχει και ακόμα μία κρυφή πτυχή, που και στον Πλάτωνα όπως και στον

Αριστοτέλη, που δεν είναι παρά μόνο παρμένα από τη διδασκαλία κάποιου Σωκράτη, του πλατωνικού

«φύλακα» ή «δεσμώτη».

Εδώ ο φύλακας της ανθρωπότητας δεν έχει παρά να σπάσει τα δεσμά του, να προσπεράσει την

κοινωνία των μελισσών, να απομονωθεί και να λάβει υπεράνθρωπη ανάσταση ωσότου να βρεθεί,

τελικά κάποιος να τον αμφισβητήσει, ένας Αθηναίος δικαστής δίνοντας του το κόνιο και την

επανασύσταση της ανθρώπινης φύσης. Τελικά, ποιος από τους Ντάλτον είναι πιο κοντά στον

Ραντανπλάν; Γνωρίζει κανείς τόσο σίγουρα ώστε να μας βεβαιώσει; Ο Άβερελ είναι πιο δυνατός, πιο

τίμιος και πιο άκακος, όσο και ψηλός. Ίσως τελικά να είναι πιο δυνατός από τον Τζο. Όλοι οι άλλοι

είναι μέτριοι. Μα ο Ραντανπλάν έχει το τέλειο ένστικτο. Όσο και το χαμόγελό σου. Ειρωνικό.