30
ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ EΙΣΑΓΩΓΗ H κλινική συνέντευξη είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο για τη συλλογή πληροφοριών από τον εξεταζόμενο. Στην Κλινική Ψυχολογία και στην Ψυχιατρική, το άτομο με ψυχολογικά προβλήματα συχνά αποκαλείται ‘’ασθενής’’ ή και ‘’πελάτης’’, ανάλογα με την θεωρητική προσέγγιση του επαγγελματία ψυχικής υγείας που διεξάγει την κλινική συνέντευξη. Εμείς προτείνουμε τον όρο ‘’εξεταζόμενος ’’ για κλινικές συνεντεύξεις που έχουν ως στόχο την αξιολόγηση και ‘’θεραπευόμενος ’’ για άτομα που έχουν ήδη αρχίσει θεραπεία. Στην πρώτη κλινική συνέντευξη μας ενδιαφέρει να εξασφαλίσουμε τις ακόλουθες πληροφορίες: α) ποια είναι τα ενοχλήματα του εξεταζόμενου, β) γιατί προσήλθε για εξέταση τη δεδομένη χρονική στιγμή, αντί να έχει έρθει νωρίτερα ή αργότερα, γ) αν ήλθε με δική του πρωτοβουλία ή μετά από παρέμβαση τρίτων, δ) αν υπάρχει κίνδυνος αυτοκτονίας, ανθρωποκτονίας ή οποιασδήποτε άλλης επιζήμιας για τον εξεταζόμενο ή το περιβάλλον του συμπεριφοράς. Η κλινική συνέντευξη γενικά αποτελεί παράλληλα επιστήμη και τέχνη. Επιστήμη γιατί οι ερωτήσεις στοχεύουν να εξερευνήσουν τα ψυχολογικά προβλήματα με βάση τα σύγχρονα δεδομένα μιας μεγάλης σειράς από επιστημονικές μελέτες που συνεισφέρουν στην κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τα ερευνητικά αυτά δεδομένα προέρχονται από πολλά διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα, όπως οι ψυχολογικές θεωρίες για την προσωπικότητα και την ψυχοπαθολογία, οι νευροεπιστήμες, η κοινωνική ψυχολογία, κλ.π. Τέχνη γιατί η αποκαλούμενη ‘’ενσυναισθητική κατανόηση’’ (empathic concern) -δηλαδή το να μπορεί ο εξεταστής να βάζει τον εαυτό του στη θέση του

ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Citation preview

ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

EΙΣΑΓΩΓΗ

H κλινική συνέντευξη είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο για τη συλλογή πληροφοριών

από τον εξεταζόμενο. Στην Κλινική Ψυχολογία και στην Ψυχιατρική, το άτομο με ψυχολογικά

προβλήματα συχνά αποκαλείται ‘’ασθενής’’ ή και ‘’πελάτης’’, ανάλογα με την θεωρητική

προσέγγιση του επαγγελματία ψυχικής υγείας που διεξάγει την κλινική συνέντευξη. Εμείς

προτείνουμε τον όρο ‘’εξεταζόμενος’’ για κλινικές συνεντεύξεις που έχουν ως στόχο την

αξιολόγηση και ‘’θεραπευόμενος’’ για άτομα που έχουν ήδη αρχίσει θεραπεία.

Στην πρώτη κλινική συνέντευξη μας ενδιαφέρει να εξασφαλίσουμε τις ακόλουθες

πληροφορίες: α) ποια είναι τα ενοχλήματα του εξεταζόμενου, β) γιατί προσήλθε για εξέταση τη

δεδομένη χρονική στιγμή, αντί να έχει έρθει νωρίτερα ή αργότερα, γ) αν ήλθε με δική του

πρωτοβουλία ή μετά από παρέμβαση τρίτων, δ) αν υπάρχει κίνδυνος αυτοκτονίας, ανθρωποκτονίας

ή οποιασδήποτε άλλης επιζήμιας για τον εξεταζόμενο ή το περιβάλλον του συμπεριφοράς.

Η κλινική συνέντευξη γενικά αποτελεί παράλληλα επιστήμη και τέχνη. Επιστήμη γιατί οι

ερωτήσεις στοχεύουν να εξερευνήσουν τα ψυχολογικά προβλήματα με βάση τα σύγχρονα δεδομένα

μιας μεγάλης σειράς από επιστημονικές μελέτες που συνεισφέρουν στην κατανόηση της

ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τα ερευνητικά αυτά δεδομένα προέρχονται από πολλά διαφορετικά

γνωστικά αντικείμενα, όπως οι ψυχολογικές θεωρίες για την προσωπικότητα και την

ψυχοπαθολογία, οι νευροεπιστήμες, η κοινωνική ψυχολογία, κλ.π. Τέχνη γιατί η αποκαλούμενη

‘’ενσυναισθητική κατανόηση’’ (empathic concern) -δηλαδή το να μπορεί ο εξεταστής να βάζει τον

εαυτό του στη θέση του εξεταζόμενου- είναι εξίσου μεγάλης σπουδαιότητος. Ακόμη και στην

πρώτη τους επαφή, ο κλινικός και ο εξεταζόμενος δημιουργούν μια ‘’ανθρώπινη σχέση’’ και

χρειάζεται μεγάλη ευαισθησία και ευελιξία εκ μέρους του κλινικού, ώστε να ‘’διαισθάνεται’’ πότε

να ρωτά και πότε να σιωπά, πότε να καθησυχάζει και πότε να εστιάζει σε συναισθηματικά

φορτισμένο υλικό. Τέλος, όπως και στην τέχνη, υπάρχουν άπειροι δρόμοι έκφρασης και,

παράλληλα, είναι δύσκολο να βάλει κανείς σε λόγια την εξήγηση του γιατί κάποια έργα

αναγνωρίζονται από τους περισσότερους ως αριστουργήματα, ενώ κάποια άλλα, που φαίνονται

παρόμοια, θεωρούνται κατώτερα. Μάλιστα, μετά από μια επιτυχή κλινική συνέντευξη και οι δύο

συμμετέχοντες αισθάνονται ικανοποιημένοι από αυτά που έχουν προηγηθεί.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι μια συνέντευξη μπορεί να πραγματοποιηθεί για πολλούς

διαφορετικούς λόγους. Πολλές φορές η κλινική συνέντευξη είναι διαγνωστική και προγνωστική,

γίνεται δηλαδή για την αξιολόγηση ενός ατόμου με στόχο τη διερεύνηση των ικανοτήτων,

δεξιοτήτων και χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του και τη βαθμολόγηση της

ψυχοπαθολογίας του πριν από την ανάληψη μιας επαγγελματικής δραστηριότητας. Προφανώς, ένας

χρόνιος αλκοολικός με προβλήματα προσανατολισμού στον τόπο και χρόνο και διαταραχές της

μνήμης, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως πιλότος αεροπλάνου. Συχνά η κλινική συνέντευξη στοχεύει

να αξιολογήσει το άτομο πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας κάποιας θεραπείας, ωστόσο

πολλές κλινικές συνεντεύξεις γίνονται σε πλαίσια εντελώς ανεξάρτητα από την ψυχοθεραπεία.

Πάντως, ανεξάρτητα από το σκοπό της, σε όλες τις περιπτώσεις η κλινική συνέντευξη

αποτελεί μια ερευνητική διαδικασία. Δηλαδή, ο κλινικός δημιουργεί υποθέσεις –οι οποίες στη

συνέχεια επιβεβαιώνονται ή απορρίπτονται- για την κατάσταση του εξεταζομένου, για τους

πιθανούς αιτιολογικούς παράγοντες που τον οδήγησαν στην παρούσα ψυχική κατάσταση, για τη

διάγνωση και τη διαφορική διάγνωση, για τις επιπλέον απαραίτητες ψυχομετρικές ή εργαστηριακές

εξετάσεις (πχ., αξονική τομογραφία εγκεφάλου, γνωστικά προκλητά δυναμικά, κλ.π.), για την

πρόγνωση της πορείας της διαταραχής στο μέλλον, καθώς και για τη θεραπευτική της αντιμετώπιση

(εάν το άτομο χρήζει θεραπείας -με ατομική, οικογενειακή, ομαδική κ.α. ψυχοθεραπεία ή/και

φαρμακοθεραπεία). Για τους παραπάνω λόγους συχνά δεν αναφερόμαστε σε οριστική διάγνωση

(final diagnosis), αλλά σε ‘’πιθανολογούμενη διάγνωση’’ (provisional diagnosis).

Εξάλλου, σήμερα είναι γνωστό ότι η συμπτωματολογία την οποία παρουσιάζει ο

εξεταζόμενος, επηρεάζεται από πλήθος παραγόντων, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι οι

ακόλουθοι:

1. Σωματική υγεία . Δεδομένου ότι οι περισσότερες –αν όχι όλες- σωματικές ασθένειες

προκαλούν ψυχολογικά συμπτώματα, η απουσία σωματικής νόσου αποτελεί προϋπόθεση

για τη διάγνωση πολλών ψυχικών διαταραχών. Π.χ., είναι τραγικό να θεωρηθεί ως

πάσχων από κρίση πανικού ένα άτομο που έχει στηθάγχη (δηλαδή πόνους στην περιοχή

της καρδιάς, λόγω αρτηριοσκληρυτικής νόσου των στεφανιαίων αγγείων της καρδιάς). Ως

γνωστόν, η στηθάγχη μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα του μυοκαρδίου, το οποίο με τη

σειρά του να επιφέρει το θάνατο, εάν απολεσθεί πολύτιμος χρόνος λόγω λανθασμένης

διάγνωσης.

2. Οικογενειακή κατάσταση . Οι περισσότερες ψυχικές διαταραχές επιβαρύνονται από την

έκφραση έντονων αρνητικών συναισθημάτων εκ μέρους των συγγενών προς το υπό

εξέταση μέλος της οικογένειας, το οποίο υποτίθεται ότι είναι και το άτομο που πάσχει από

την ψυχική διαταραχή (‘’identified patient’’). Επιπλέον, οποιαδήποτε ψυχική διαταραχή

προκαλεί «επιβάρυνση» (burden) στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Τέλος, λόγω των

δυναμικών με τα οποία λειτουργεί η οικογένεια ως σύστημα, είναι δυνατόν να

προσέρχεται προς εξέταση ή να έχει την ετικέτα του ασθενούς κάποιο μέλος, το οποίο

2

είναι πολύ λιγότερο «διαταραγμένο» από κάποια άλλα μέλη που θεωρούνται -από την

οικογένεια πάντοτε- «υγιή».

3. Η βαρύτητα της ψυχικής διαταραχής . Όλες ανεξαιρέτως οι ψυχικές διαταραχές

μπορούν να εκδηλωθούν σε όλες τις πιθανές διαβαθμίσεις, από με ελάχιστα συμπτώματα,

οπόταν και με μεγάλη δυσκολία διαχωρίζεται από το φυσιολογικό, μέχρι την εξαιρετικά

σοβαρή μορφή της ψυχικής διαταραχής. Για τους παραπάνω λόγους, ένα άτομο με ελαφρά

συμπτώματα σχιζοφρένειας παρανοϊκού τύπου μπορεί να είναι περισσότερο λειτουργικό

στην εργασία του και στις διαπροσωπικές σχέσεις, από ένα άτομο με εξαιρετικά έντονα

συμπτώματα ψυχαναγκαστικής-καταναγκαστικής διαταραχής.

4. Η φάση της ψυχικής διαταραχής . Όλες οι ψυχικές διαταραχές παρουσιάζουν οξεία,

χρόνια και υπολειμματική φάση. Επίσης, όλες από αυτές μπορούν να εμφανίζονται σε

έξαρση ή ύφεση των συμπτωμάτων τους.

5. Τα κρινόμενα ως απαραίτητα προς εξέταση θέματα της κλινικής συνέντευξης .

Προφανώς, εάν ο εξεταζόμενος δεν ερωτηθεί για ορισμένα θέματα, τα θέματα αυτά

παραμένουν εκτός αξιολόγησης. Π.χ., εάν δεν ερωτηθεί ο εξεταζόμενος για χρήση και

κατάχρηση αλκοολούχων ποτών, ινδικής κάνναβης, κλ.π., ο ρόλος των ουσιών αυτών

στην παρούσα ψυχοπαθολογία δεν μπορεί να αξιολογηθεί. Έτσι, π.χ., η προκαλούμενη

από κοκαΐνη (ή αμφεταμίνες ή ecstasy) ψυχωσική διαταραχή με παραληρηματικές ιδέες

και ψευδαισθήσεις μπορεί να διαγνωσθεί ως σχιζοφρένεια παρανοειδούς τύπου. Πρέπει να

σημειωθεί ότι ακριβώς η ιδία ψυχωσική διαταραχή με παραληρηματικές ιδέες και

ψευδαισθήσεις μπορεί να προκληθεί (λιγότερο συχνά βέβαια) και από την κάνναβη, παρά

το γεγονός ότι ορισμένοι παρουσιάζουν την κάνναβη ως «μαλακό» ναρκωτικό.

6. Ο τρόπος διεξαγωγής της κλινικής συνέντευξης . Ανάλογα με την ψυχολογική

κατάσταση του εξεταζομένου και με το στόχο της κλινικής συνέντευξης, ο εξεταστής

μπορεί να υιοθετήσει μια «επιθετική» ή υποστηρικτική στάση απέναντι στον εξεταζόμενο.

Οι περισσότεροι εξεταζόμενοι θα παρουσιάσουν περισσότερη ψυχοπαθολογία, όταν

πιεσθούν συναισθηματικά (επίμονο κοίταγμα στα μάτια, αυστηρό ύφος, πίεση να

απαντηθούν λεπτομερώς οι ερωτήσεις, κ.α.).

Είναι σύνηθες τα άτομα που προσέρχονται για κλινική συνέντευξη να βιώνουν

έντονο άγχος, ένταση και αναταραχή, είτε λόγω της ίδιας της ψυχολογικής τους

κατάστασης είτε λόγω της ανησυχίας τους για το τι πρόκειται να συμβεί κατά τη διάρκειά

της είτε για το ποιο αποτέλεσμα θα προκύψει από την αξιολόγηση. Όταν η κλινική εικόνα

και η συμπτωματολογία είναι πολύ φανερή από μόνη της, καθώς και σε άτομα τα οποία

θα μπορέσουν να δώσουν ορισμένες πληροφορίες μόνο όταν βρεθούν σε συνθήκες που

θεωρούν ασφαλείς, τότε υιοθετείται η συναισθηματικά υποστηρικτική προσέγγιση.

3

Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις ατόμων, τα οποία –για διάφορους λόγους-

αντιμετωπίζουν τον κλινικό με ιδιαίτερα χαλαρό και άνετο τρόπο. Στις περιπτώσεις αυτές,

είναι αδύνατο για τον εξεταστή να εκτιμήσει την αντίδραση των ατόμων αυτών σε

ψυχοπιεστικές συνθήκες. Το πώς αντιδρούν τα συγκεκριμένα άτομα υπό συνθήκες στρες

πολλές φορές είναι το ζητούμενο της κλινικής αξιολόγησης. Π.χ., κάποια ιδιωτική

εταιρεία φύλαξης χώρων ζητά την αξιολόγηση ατόμων που αιτούνται την πρόσληψή τους

ως ένοπλοι φρουροί. Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να αξιολογηθεί η αντίδραση των ατόμων

αυτών υπό συνθήκες ψυχοπιεστικές, αφού καλό είναι τα συγκεκριμένα άτομα να μην

χάνουν εύκολα την ψυχραιμία τους και να πιέζουν τη σκανδάλη μόνο όταν αυτό είναι

εντελώς απαραίτητο.

7. Η πιθανή διαταραχή στην προσωπικότητα του ατόμου, η οποία συνοδεύει την

ψυχική διαταραχή και το επίπεδο της νοημοσύνης (τόσο της παραδοσιακής, δηλ. του

IQ , όσο και της συναισθηματικής, δηλ. του EQ ) . Είναι προφανές ότι η δομή της

προσωπικότητας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τόσο την συμπτωματολογία της

οποιασδήποτε ψυχικής διαταραχής όσο και την συνεργασία του εξεταζόμενου με τον

κλινικό. Π.χ., άτομα με ιδεοψυχαναγκαστικά στοιχεία στην προσωπικότητά τους θα

τείνουν να είναι πολύ συνεργάσιμοι με τον εξεταστή και να δίνουν λεπτομερείς και

ακριβείς πληροφορίες, ενώ παράλληλα η αξιολόγησή τους θα χρειάζεται περισσότερο

χρόνο και θα κουράζει τον κλινικό, λόγω των συχνών αμφιβολιών και της υπερβολικής

λεπτολογίας. Τα παραπάνω άτομα συχνά προσέρχονται με οργανωμένες και χρήσιμες

σημειώσεις για το πρόβλημά τους. Όσον αφορά στα άτομα με ιστριονική διαταραχή της

προσωπικότητας, θα υπάρχει τάση υπερβολής, δραματοποίησης και υπερτονισμένης

συναισθηματικής αντίδρασης. Τέλος, άτομα με παρανοειδή διαταραχή της

προσωπικότητας θα είναι υπερβολικά καχύποπτα και θα προσφέρουν κάποιες

πληροφορίες με μεγάλη δυσκολία, κλ.π.

Όσον αφορά στο επίπεδο της νοημοσύνης, τα υψηλότερης νοημοσύνης άτομα

κατανοούν τους στόχους της κλινικής συνέντευξης καλύτερα και, ως εκ τούτου, η

συνεργασία τους με τον κλινικό είναι δεδομένη. Αντίθετα, άτομα χαμηλής νοημοσύνης

έχουν δυσκολίες να κατανοήσουν τους στόχους της κλινικής συνέντευξης, κουράζονται

εύκολα και έχουν φτωχό λεξιλόγιο.

8. Τα υπάρχοντα ψυχοκοινωνικά (π.χ. ανεργία) και περιβαλλοντικά (π.χ. φυσικές

καταστροφές) προβλήματα. Είναι φυσικό, η παρούσα ψυχική κατάσταση κάθε ατόμου

να επηρεάζεται από τυχόν ψυχοκοινωνικά προβλήματα που βιώνει, π.χ., οικονομικές

δυσχέρειες, μετανάστευση, πόλεμος, κ.α., καθώς και από καθαρά φυσικές καταστροφές,

πχ., σεισμοί, πυρκαγιές, καύσωνας, κ.α.

4

9. Η συνολική εκτίμηση της λειτουργικότητας (ψυχολογικής, κοινωνικής και

εργασιακής). Ο παράγων αυτός της συνολικής λειτουργικότητας έχει τοποθετηθεί στο

DSM-IV ως ξεχωριστός άξονας εξαιτίας της συχνής παρατήρησης ότι ορισμένα άτομα τα

οποία πάσχουν από σοβαρές ψυχικές διαταραχές, πχ., σχιζοφρένεια παρανοειδούς τύπου,

πολλές φορές λειτουργούν σε ικανοποιητικό επίπεδο στην εργασία τους, στις

διαπροσωπικές τους σχέσεις και στις σχέσεις τους με τον εαυτό τους, ενώ, άλλα άτομα με

ελαφρύτερες ψυχικές διαταραχές, πχ., γενικευμένη κοινωνική φοβία, λειτουργούν σε πολύ

χαμηλότερα αντίστοιχα επίπεδα.

Γενικά, πρέπει να τονιστεί ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τόσο ο κλινικός όσο και ο

εξεταζόμενος παίρνουν ενεργά μέρος στη διαδικασία της συνέντευξης και ο καθένας από αυτούς

επηρεάζει τις απαντήσεις του άλλου. Η συνέντευξη ως συζήτηση εμπεριέχει λεκτικές ανταλλαγές

και διεξάγεται με σκοπό η αλληλεπίδραση συνεντευκτή και συνεντευξιαζόμενου να οδηγήσει στη

συλλογή στοιχείων, πληροφοριών, ‘’πιστεύω’’, καθώς και στην καταγραφή χαρακτηριστικών

τύπων ή μορφών συμπεριφοράς. Τέλος, είναι σημαντικό να παρατηρούμε τόσο αυτά που μας λέει ο

ασθενής όσο και τον τρόπο με τον οποίον τα λεει, δηλαδή το περιεχόμενο (content) της

συνέντευξης και τη διεργασία (process) της συνέντευξης αντίστοιχα. H εστίαση της προσοχής στη

διεργασία της συνέντευξης είναι δυσκολότερη σε σχέση με το περιεχόμενο της συζήτησης και

αυτό, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι επικεντρώνονται στο περιεχόμενο των όσων λέει ο άλλος. Η

αξιολόγηση της διεργασίας απαιτεί να ακούει κανείς με ένα ‘’τρίτο αυτί’’, δηλαδή να βγαίνει έξω

από τη συζήτηση και να παρατηρεί τι γίνεται, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει σ’ αυτήν.

Ο ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ

Ο χώρος και ο χρόνος διεξαγωγής μιας συνέντευξης συνιστούν ιδιαίτερα σημαντικούς

παράγοντες για την επιτυχία της. Σε ότι αφορά στο χώρο διεξαγωγής της, αυτός θα πρέπει

καταρχήν να διαθέτει καλή ηχομόνωση, ώστε να μην προκύπτουν προβλήματα από ενοχλητικές

διακοπές, όπως για παράδειγμα από τηλεφωνήματα. Επίσης, η διακόσμηση και το όλο περιβάλλον

θα πρέπει να είναι ευχάριστα, στοιχείο που συνήθως επιτυγχάνεται με την ύπαρξη φυτών και

πινάκων ζωγραφικής στους τοίχους. Kαλό είναι ο ασθενής να μην κάθεται ακριβώς απέναντι από

τον συνεντευκτή και το κάθισμα του να μην είναι τόσο χαμηλό που να χρειάζεται να κοιτά προς τα

πάνω. Eίναι καλύτερο τα καθίσματα συνεντευκτή και συνεντευξιαζόμενου να είναι τα ίδια,

ανάμεσα δε στα καθίσματα να υπάρχει μόνο ένα μικρό τραπεζάκι, ώστε να μην αισθάνεται ο

εξεταζόμενος ότι γίνεται κάποια διάκριση. Έτσι, ο συνεντευξιαζόμενος θα νιώθει πιο άνετα στον

χώρο, χωρίς να αισθάνεται ότι αντιμετωπίζει μια εξονυχιστική έρευνα από τον κλινικό που

βρίσκεται απέναντί του.

5

Aπό την έναρξη της συνέντευξης είναι σημαντικό να ενημερώνεται ο εξεταζόμενος για τη

διάρκεια της συνάντησης, ώστε να οργανώσει καλύτερα αυτά που θέλει να πει και, στο τέλος, να

δεχθεί χωρίς απογοήτευση το γεγονός ότι ο χρόνος έχει τελειώσει. H κλινική συνέντευξη μπορεί να

διαρκεί από 20 έως 45 λεπτά περίπου, ενώ η πρώτη διαγνωστική συνέντευξη είναι καλό να

κυμαίνεται από μία έως μιάμιση ώρα, ή και ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα αν ο συνεντευκτής είναι

άπειρος ή εάν ο εξεταζόμενος είναι ιδιαίτερα ‘’δύσκολος’’ (όπως για παράδειγμα εάν είναι

καχύποπτος ή/και αποδιοργανωμένος, κλ.π.). Τέλος, στις καθορισμένες συναντήσεις θα πρέπει να

υπάρχει συνέπεια και από τις δύο πλευρές, ενώ σε περίπτωση καθυστέρησης του συνεντευκτή θα

πρέπει να ενημερώνεται ο ασθενής, ώστε να μην κλονισθεί η εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του

κλινικού και στη διαδικασία.

EΙΔΗ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ

Διακρίνονται τρία (3) είδη κλινικής συνέντευξης: η μη δομημένη, η δομημένη και η

ημιδομημένη. H παραδοσιακή ψυχαναλυτική προσέγγιση προσέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις

έμμεσες τεχνικές της συνέντευξης και στην ελεύθερη ροή της επικοινωνίας και των συναλλαγών

μεταξύ του κλινικού και του ασθενούς. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της

λεγόμενης μη δομημένης συνέντευξης, η οποία συνιστά ένα είδος ‘’αυθόρμητης’’ συζήτησης

μεταξύ κλινικού και εξεταζόμενου και επιτρέπει στον πρώτο να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς

το φυσικό ειρμό της σκέψης του ασθενή.

Αργότερα, οι ειδικοί ανέπτυξαν ένα άλλο είδος συνέντευξης, με πιο αυστηρό χαρακτήρα και

συγκεκριμένη δομή, για χρήση στην έρευνα και στην κλινική πράξη, τη δομημένη συνέντευξη.

Αυτή περιέχει έναν καθιερωμένο τύπο ερωτήσεων και ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τρόπο

ανάπτυξής τους. H χρήση της δομημένης διαγνωστικής συνέντευξης ουσιαστικά εγγυάται ότι σε

όλους τους συνεντευξιαζόμενους τίθενται τα ίδια ερωτήματα, ώστε στην περίπτωση που δυο ή

περισσότεροι κλινικοί αξιολογήσουν τον ίδιο συνεντευξιαζόμενο με τον ίδιο τρόπο συνέντευξης, να

καταλήξουν σε παρόμοια διαγνωστική εντύπωση.

Τέλος, το τρίτο είδος συνέντευξης, η ημιδομημένη, χαρακτηρίζεται από το ότι ο κλινικός,

κατά τη διάρκειά της, επιδιώκει, μέσω συγκεκριμένων ερωτήσεων, να λάβει πληροφορίες για

ορισμένα βασικά θέματα, ώστε να μπορέσει να καταλήξει σε κάποια διαγνωστικά συμπεράσματα.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή, ο κλινικός δίνει τη δυνατότητα στο συνεντευξιαζόμενο να μιλήσει

ελεύθερα για οποιοδήποτε θέμα εκείνος επιθυμεί και με όποιο τρόπο εκείνος επιλέξει.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι σε γενικές γραμμές μια συνέντευξη θα πρέπει να επιτρέπει

στον εξεταζόμενο να μιλήσει για το ιστορικό του και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με τον

τρόπο που εκείνος νομίζει καλύτερο. Όμως, είναι εξίσου σημαντικό να επιτυγχάνεται και η

συλλογή των στοιχείων εκείνων που είναι απαραίτητα για τον κλινικό, ώστε να πραγματοποιηθεί η

6

αξιολόγηση του εξεταζόμενου, να τεθεί η διάγνωση και να καθοριστεί η θεραπευτική αντιμετώπιση

του προβλήματος, όταν η συνέντευξη στοχεύει στον καθορισμό της θεραπείας.

Oι περισσότεροι ειδικοί προτείνουν να ξεκινά η συνέντευξη με ανοιχτές ερωτήσεις (ή

ερωτήσεις ανοιχτού τύπου) και να ολοκληρώνεται με κλειστές ερωτήσεις (ή κλειστού τύπου). Στις

ανοιχτές ερωτήσεις, ο κλινικός επιτρέπει στον εξεταζόμενο να εκφράζεται με δικά του λόγια, ενώ ο

ίδιος ακούει με προσοχή και διατηρεί μία μη παρεμβατική στάση, με στόχο να κατανοήσει πώς ο

εξεταζόμενος αντιλαμβάνεται και βιώνει την κατάστασή του. Oι ανοικτές ερωτήσεις βοηθούν τον

εξεταζόμενο να αποκαλύψει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα συμπτώματα που εμφανίζει και σε

διάφορα γεγονότα της ζωής του και του δίνουν τη δυνατότητα να εκφράσει τα συναισθήματά του,

χωρίς να ‘’επιβάλλεται’’ από τον κλινικό ένας συγκεκριμένος τρόπος έκφρασης. Οι κλειστές

ερωτήσεις χρησιμοποιούνται για να δοθεί περισσότερη έμφαση στο στοιχείο του γεγονότος.

Δηλαδή, ο κλινικός ζητά συγκεκριμένες, ειδικές, περιεκτικές και σύντομες πληροφορίες για να

επιτύχει τη συλλογή των απαραίτητων στοιχείων. Αυτός ο τύπος ερωτήσεων ενέχει βέβαια τον

κίνδυνο για τον κλινικό να είναι συνεχώς συγκεντρωμένος στις ερωτήσεις που πρέπει να κάνει,

χάνοντας τελικά μέρος των όσων αναφέρει ο εξεταζόμενος, ενώ παράλληλα δεν οδηγούν στην

ουσία των προβλημάτων του ατόμου. Αντίθετα, οι κλειστές ερωτήσεις είναι ιδιαίτερα

αποτελεσματικές όταν ο στόχος του κλινικού είναι η εκτίμηση των συμπτωμάτων του

εξεταζόμενου, κυρίως όσον αφορά στη συχνότητα, στην ένταση, στη σοβαρότητα και στην

διάρκεια τους.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ημιδομημένη συνέντευξη αποτελεί ίσως τον πλέον ενδεδειγμένο

τρόπο διεξαγωγής μιας κλινικής συνέντευξης, δεδομένου ότι συνδυάζει τα περισσότερα από τα

πλεονεκτήματα της δομημένης και της μη δομημένης συνέντευξης, αποφεύγοντας παράλληλα τα

βασικότερα από τα μειονεκτήματά τους. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια μιας μη δομημένης

συνέντευξης, ο εξεταζόμενος έχει μεν τη δυνατότητα να εκφράσει ελεύθερα τις σκέψεις και τα

συναισθήματά του, η απουσία όμως συγκεκριμένων ερωτήσεων και, συνεπώς, η έλλειψη συλλογής

σχετικών πληροφοριών, δυσχεραίνουν σημαντικά το διαγνωστικό έργο του κλινικού. Από την άλλη

πλευρά, μέσω μιας δομημένης συνέντευξης, ενώ ο κλινικός έχει τη δυνατότητα να συλλέξει

πληθώρα συγκεκριμένων πληροφοριών, δεν παρέχεται η ευκαιρία στον εξεταζόμενο να εκφραστεί

ελεύθερα, γεγονός που μπορεί να οδηγεί σε απώλεια άλλων, πιο σημαντικών ίσως, πληροφοριών

(όπως για παράδειγμα πληροφορίες που αφορούν στον τρόπο σκέψης του εξεταζόμενου, στον

τρόπο με τον οποίο συνθέτει την πραγματικότητά του και συνδέει γεγονότα, συμπεριφορές και

συναισθήματα, κλ.π.).

Ανεξάρτητα από το είδος της κλινικής συνέντευξης που επιλέγει κανείς να χρησιμοποιήσει

στην κλινική πράξη, υπάρχει μια σειρά συγκεκριμένων θεμάτων ή θεματικών κατηγοριών, τα οποία

αναμένονται να καλυφθούν κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της. O γενικός στόχος του κλινικού είναι

7

να εξετάσει και να αξιολογήσει τις ψυχικές λειτουργίες του εξεταζόμενου και να λάβει ένα

λεπτομερές κλινικό ιστορικό, στοιχεία που θα λειτουργήσουν ως θεμέλιο για την αξιολόγηση, τη

διάγνωση, την πρόγνωση ή/και τη θεραπευτική αντιμετώπιση του ατόμου.

TΕΧΝΙΚΕΣ/ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ, ΑΚΡΟΑΣΗΣ &

ΕΠΙΡΡΟΗΣ

Στη βιβλιογραφία αναφέρονται συνήθως ορισμένες βασικές τεχνικές ή δεξιότητες

προσεκτικής παρακολούθησης, ακρόασης και επιρροής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, οι

οποίες, όταν χρησιμοποιούνται από τον κλινικό φαίνεται να συμβάλλουν σημαντικά στην

αποτελεσματικότητα της συνέντευξης. Οι τεχνικές αυτές είναι α) η στοιχειώδης ενθάρρυνση,

βοηθάει τον ασθενή να συνεχίσει τη συνέντευξη με τη χρήση λεκτικών και εξωλεκτικών

υπαινιγμών, όπως είναι το «χμ...χμμ», τα νεύματα με το κεφάλι, η κλίση του σώματος προς τον

ασθενή κλ.π. β) η παράφραση των λεγομένων του εξεταζόμενου από τον κλινικό, η οποία δίνει τη

δυνατότητα και στους δύο να επικοινωνήσουν ικανοποιητικά και να αντιληφθούν ότι ο πρώτος

γίνεται κατανοητός με ακρίβεια από το δεύτερο, ενώ παράλληλα ο εξεταζόμενος προτρέπεται να

θίξει περισσότερες πτυχές του υπό συζήτηση θέματος, γ) η αντανάκλαση συναισθήματος, η οποία

επιτρέπει στον ασθενή να κατανοήσει καλύτερα τα συναισθήματα που τυχόν εκφράζει κατά τη

διάρκεια της συνέντευξης, δ) η σιωπή, η οποία παρέχει στον εξεταζόμενο τη δυνατότητα να

σκεφτεί, να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που έλαβε από τον κλινικό και να βιώσει καλύτερα την

υποστηρικτική ατμόσφαιρα της συνέντευξης, ε) η αντιμετώπιση κατά πρόσωπο, κατά τη διάρκεια

της οποίας ο κλινικός εστιάζει κυρίως σε σημαντικά στοιχεία που δεν έχουν τύχει της ανάλογης

προσοχής από τον εξεταζόμενο, τα έχει παραλείψει ή αρνείται να τα συζητήσει ή να τα

αντιμετωπίσει, στ) η διασαφήνιση, με την οποία ο κλινικός προσπαθεί να συλλέξει περισσότερες

και συγκεκριμένες πληροφορίες, θέτοντας διευκρινιστικές ερωτήσεις επί των ζητημάτων που έθιξε

ο εξεταζόμενος, ζ) η ερμηνεία της συμπεριφοράς του εξεταζόμενου και των συσχετισμών που

μπορεί να προκύπτουν από τα λεγόμενά του, η οποία βοηθάει να διασαφηνιστούν σχέσεις και

συνδέσεις που ο εξεταζόμενος δεν αντιλαμβάνεται ή δεν μπορεί να αναγνωρίσει, η) η

περίληψη/σύνοψη μιας ενότητας, μέρους ή όλων όσων συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της

συνάντησης, η οποία βοηθάει στην οργάνωση του πλήθους των γεγονότων, συναισθημάτων και

πληροφοριών που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, θ) η θετική ενίσχυση, η οποία

στοχεύει να ενθαρρύνει τον εξεταζόμενο να μιλήσει ελεύθερα για οποιοδήποτε θέμα τον

απασχολεί, χωρίς να αισθάνεται ότι ο κλινικός θα είναι επικριτικός απέναντί του, ι) η παροχή

συμβουλών/πληροφοριών για τα θέματα που θίγονται από τον εξεταζόμενο, κλ.π.

Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι οι προαναφερόμενες τεχνικές/δεξιότητες συνιστούν στοιχεία

που περιγράφουν τα όσα λαμβάνουν χώρα ‘’από τεχνικής απόψεως’’ όταν διεξάγεται μια κλινική

8

συνέντευξη. Βέβαια, τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονται και σε άλλες διαπροσωπικές

αλληλεπιδράσεις και φαίνεται ότι συνιστούν γενικότερα χαρακτηριστικά καλής διαπροσωπικής

επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Προφανώς, ο κλινικός, κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της

συνέντευξης, δεν αναλώνεται στο να σκεφτεί ποια από τις τεχνικές/δεξιότητες θα πρέπει να

χρησιμοποιήσει τη δεδομένη χρονική στιγμή για να επιτύχει το στόχο του, εάν όμως διερευνηθεί

και αναλυθεί από τεχνικής πλευράς μια επιτυχημένη συνέντευξη θα εντοπιστούν πολλές από τις

δεξιότητες αυτές. Για παράδειγμα, όταν ο κλινικός δεν κατανοήσει επακριβώς μια σημαντική

πληροφορία που έλαβε από τον εξεταζόμενο, είναι φυσικό να ζητήσει περισσότερες διευκρινήσεις,

με τον ίδιο τρόπο που ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να ζητήσει περαιτέρω διευκρινήσεις κατά

τη διάρκεια μιας απλής φιλικής συζήτησης.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ Ο ΚΛΙΝΙΚΟΣ

Η λεκτική επικοινωνία (η γλώσσα) συνιστά ένα από τα σημαντικότερα μέσα μετάδοσης των

μηνυμάτων μεταξύ κλινικού και εξεταζόμενου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Γι’αυτό ο

κλινικός θα πρέπει να λαμβάνει πάντα υπόψη του το γλωσσικό και μορφωτικό επίπεδο, το επίπεδο

ευφυΐας, τις εμπειρίες και τις πολιτισμικές καταβολές του εξεταζόμενου, ώστε να γίνεται

κατανοητός και να μεταδίδει με σαφήνεια τα μηνύματά του. Είναι πολύ σημαντικό για την επιτυχή

διεξαγωγή της συνέντευξης να κατανοεί ο εξεταζόμενος πλήρως το περιεχόμενο και το νόημα των

ερωτήσεων, των σχολίων και των παρατηρήσεων του κλινικού, για να δώσει τις δέουσες

απαντήσεις που θα βοηθήσουν τον κλινικό στην αξιολόγησή του. Ταυτόχρονα, θα πρέπει και η

λεκτική επικοινωνία του εξεταζόμενου να μεταδίδεται σωστά, ώστε αυτός να γίνεται κατανοητός

από τον κλινικό. Σε διαφορετική περίπτωση, ο κλινικός θα πρέπει να ζητά τις απαραίτητες

διευκρινήσεις ώστε να διασαφηνίσει επακριβώς τα λεγόμενα του θεραπευόμενου.

Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στη χρήση της επιστημονικής ορολογίας –όροι με τους

οποίους περιγράφονται οι διάφορες μεταβλητές της ψυχικής υγείας, οι ψυχικές διαταραχές και τα

συμπτώματά τους-, η οποία, αν δεν δοθεί με απλή και σαφή γλώσσα πιθανόν να μην γίνει

κατανοητή από τον ασθενή. Πολλές φορές η ίδια λέξη έχει διαφορετικό νόημα για τους ειδικούς

και διαφορετικό για τους απλούς ανθρώπους. Για παράδειγμα, η λέξη ‘’μανία’’ για τους ειδικούς

περιγράφει μια κατάσταση που περιλαμβάνει συγκεκριμένα συμπτώματα και συμπεριφορές ενός

ατόμου που πάσχει. Η ίδια έννοια χρησιμοποιείται πολλές φορές από το ευρύ κοινό για να

περιγράψει μια διαφορετική κατάσταση, όπως π.χ. η συνήθης έκφραση ‘’έχω μανία με την

καθαριότητα του σπιτιού’’. Έτσι, πολλές φορές ελλοχεύει ο κίνδυνος –εάν ο εξεταστής δεν ζητήσει

από τον εξεταζόμενο να περιγράψει αναλυτικά τι ακριβώς εννοεί όταν αναφέρει τη συγκεκριμένη

έννοια- να χρησιμοποιεί ο θεραπευόμενος λανθασμένα επιστημονικούς όρους που δεν

ανταποκρίνονται στην πραγματική κατάσταση. Το γεγονός αυτό μπορεί να προκαλέσει

9

προβλήματα στη διαπροσωπική επικοινωνία μεταξύ του εξεταζόμενου και του κλινικού, αλλά και

να ενισχύσει πιθανούς φόβους και ανησυχίες του εξεταζόμενου –όταν ο ίδιος δεν κατανοεί τι

σημαίνει ο συγκεκριμένος όρος- ότι ίσως πάσχει από κάτι ιδιαίτερα σοβαρό ή σπάνιο που δεν

επιδέχεται θεραπευτική αντιμετώπιση. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι πολλές φορές το άκουσμα και

μόνο του ονόματος μιας ψυχικής διαταραχής (π.χ., σχιζοφρένεια, ψυχωσική διαταραχή) προκαλεί

από μόνο του σε πολλούς ανθρώπους έντονες αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις.

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ

H ανάπτυξη και εδραίωση μιας ικανοποιητική σχέσης εμπιστοσύνης, η οποία συναντάται

συνήθως στη βιβλιογραφία με τον όρο ‘’εργασιακή συμμαχία’’ (working alliance), ανάμεσα στον

κλινικό και στον εξεταζόμενο θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ, όχι μόνο για την επιτυχία της

κλινικής συνέντευξης αλλά και για την επίτευξη μιας αποτελεσματικής ψυχοθεραπείας. Η

εργασιακή συμμαχία συνίσταται σε μια καλή και θετική σχέση μεταξύ των δύο εμπλεκομένων,

δηλαδή χαρακτηρίζεται από αισθήματα χαλάρωσης, εμπιστοσύνης, άνεσης, σεβασμού, καλής

επικοινωνίας και ψυχολογικής ασφάλειας. Οι συνθήκες αυτές επιτρέπουν στο άτομο να

αποκαλύψει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του, χωρίς να προβάλλει άμυνας ή να προσποιείται.

Αντίθετα, εάν η σχέση μεταξύ κλινικού και εξεταζόμενου είναι αρνητική, δηλαδή εάν δεν

επιτευχθεί η εγκαθίδρυση της εργασιακής συμμαχίας, τότε ο δεύτερος δεν επιθυμεί να μοιραστεί τις

σκέψεις και τα συναισθήματα του με τον εξεταστή, δεν τον βοηθά με τη συμπεριφορά του να

κατανοήσει τη φύση των προβλημάτων του και δεν είναι διατεθειμένος να επεξεργαστεί τα όσα

αναφέρονται και σχολιάζονται κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.

Στη βιβλιογραφία έχουν προταθεί διάφορες στρατηγικές για την ανάπτυξη και εγκαθίδρυση

της εργασιακής συμμαχίας μεταξύ κλινικού και συνεντευκτή, οι οποίες συνήθως περιλαμβάνουν: α)

την ύπαρξη κατάλληλου κλίματος/περιβάλλοντος ώστε ο εξεταζόμενος και ο κλινικός να

αισθανθούν άνετα μεταξύ τους, β) τον εντοπισμό του και την έκφραση συμπάθειας και συμπόνιας

από την πλευρά του κλινικού, γ) την αξιολόγηση της εναισθησίας του εξεταζόμενου ατόμου

απέναντι στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει και την ανάπτυξη θετικής διαπροσωπικής σχέσης

ανάμεσα στους δύο εμπλεκόμενους, για την οποία θα πρέπει να τονιστεί ότι είναι αυστηρά

επαγγελματικής φύσεως, αποφεύγονται τυχόν άλλες συναλλαγές και ισχύει το επαγγελματικό

απόρρητο, δ) το γεγονός ότι ο κλινικός είναι ειδικός και ικανός να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ε)

η ανάληψη των αντίστοιχων ρόλων του συνεντευκτή και του συνεντευξιαζόμενου από τους δύο

εμπλεκόμενους, και τέλος ε) η εξισορρόπηση μεταξύ των ρόλων του ακροατή που ακούει και

αντιμετωπίζει τον εξεταζόμενο με ενσυναίσθηση, του επιστήμονα-ειδικού που γνωρίζει το

πρόβλημα και έχει εκπαιδευθεί σε διάφορους τρόπους παρέμβασης και αντιμετώπισής του και του

ατόμου που έχει τον έλεγχο της διαδικασίας της συνέντευξης.

10

Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και εγκαθίδρυση της εργασιακής συμμαχίας μεταξύ

κλινικού και εξεταζόμενου έχουν τα στοιχεία της προσωπικότητας του κλινικού και η εν γένει

στάση του απέναντι στον εξεταζόμενο, η κοινωνική του θέση (status), η εμφάνιση, η ηλικία, το

φύλο του κλινικού, κλ.π. Η ικανότητα του κλινικού να είναι άμεσος, φυσικός, γνήσιος, συνεπής,

και ειλικρινής απέναντι στον εξεταζόμενο και να διακρίνεται από συμφωνία και εναρμόνιση μεταξύ

των όσων λεει, πράττει και αισθάνεται επιδρά καταλυτικά υπέρ της ανάπτυξης μιας θετικής

εργασιακής συμμαχίας. Tαυτόχρονα, ο κλινικός χρειάζεται να αφήνεται ελεύθερος να αισθανθεί

ό,τι αισθάνεται ο εξεταζόμενος, δηλαδή να μπει στη θέση του, χωρίς όμως να χάνει την

αντικειμενικότητά του, η οποία απαιτείται για την περαιτέρω διερεύνηση των προβλημάτων του

εξεταζόμενου. Επίσης, κρίνεται σκόπιμο ο κλινικός να αποφεύγει τις πρόωρες διαβεβαιώσεις προς

τον εξεταζόμενο, όταν ακόμη δεν έχει διερευνήσει επισταμένα την κατάσταση, και να μην

υποβαθμίζει πιθανούς φόβους που ο εξεταζόμενος αναφέρει κατά τη διάρκεια της κλινικής

συνέντευξης.

Επειδή πολλές φορές ο κλινικός αισθάνεται ότι κάποιες από τις προσωπικές του αγωνίες,

προσπάθειες και προσδοκίες αφυπνίζονται κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, είναι σημαντικό να

μπορεί να αναστέλλει την παρόρμησή του αυτή, δεδομένου ότι δεν συνιστά καλή πρακτική η

αφήγηση εκ μέρους του κλινικού των προσωπικών του εμπειριών προς τον εξεταζόμενο που

βρίσκεται απέναντί του. Ο εξεταστής θα πρέπει λοιπόν να παραμένει σε αυστηρά επαγγελματικά

πλαίσια και να αποκαλύπτει στον εξεταζόμενο μόνο τις πληροφορίες που αφορούν στην

εκπαίδευσή του, στα επαγγελματικά του προσόντα, στο επίπεδο εμπειρίας και στις δεξιότητες που

έχει αποκτήσει για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του θεραπευόμενου.

Η ΛΗΨΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ

Tο ιστορικό ενός εξεταζόμενου περιλαμβάνει στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν στη

ζωή του και παρέχει στον κλινικό τη δυνατότητα να κατανοήσει ποιος είναι ο εξεταζόμενος και να

αξιολογήσει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του, των δυνατοτήτων

και των αδυναμιών του συμπεριλαμβανομένων, ώστε να προβεί σε διάγνωση, πρόγνωση ή/και

θεραπευτική παρέμβαση. Ο κλινικός μπορεί επίσης να λάβει πληροφορίες και στοιχεία για το

ιστορικό του εξεταζόμενου και από άλλες πηγές, όπως είναι τα συγγενικά πρόσωπα του

εξεταζόμενου ατόμου, ιατρικές και ψυχολογικές υπηρεσίες, νοσηλευτικά ιδρύματα, άλλους

ειδικούς, κλ.π., επειδή, τα άτομα που πάσχουν από σοβαρές ψυχικές διαταραχές που βρίσκονται σε

έξαρση, πολλές φορές δεν μπορούν να αντιληφθούν την έκταση και την ένταση των συμπτωμάτων

τους, δεν έχουν επίγνωση της κατάστασης (έλλειψη εναισθησίας) στην οποία βρίσκονται, δεν

γνωρίζουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν ή προσπαθούν να το αποκρύψουν.

11

Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που λαμβάνει ο κλινικός από το ιστορικό του ατόμου

αφορούν κυρίως στις ακόλουθες κατηγορίες:

Δημογραφικά Στοιχεία του Εξεταζόμενου

Ο κλινικός συλλέγει πληροφορίες που αφορούν στα στοιχεία ταυτότητας του εξεταζόμενου,

στην ηλικία, στο επάγγελμα, στην ιδιότητά του, στον τόπο γέννησης, στον τόπο κατοικίας, στα

άτομα με τα οποία διαμένει

Κύριο Αίτημα του Εξεταζόμενου – Παρούσα Ενόχληση

Ο κλινικός συλλέγει πληροφορίες σχετικές με το λόγο για τον οποίο το άτομο επισκέπτεται τον

ειδικό/το λόγο της παραπομπής, ποιο θεωρεί ότι είναι το πρόβλημα, τι νομίζει πως θα το βοηθούσε

να αντιμετωπίσει την κατάσταση, αν υπήρξαν στο παρελθόν άλλες αξιολογήσεις της κατάστασης,

τι συνέβη σ’αυτές τις περιπτώσεις, αν βοήθησαν το άτομο, αν ήταν αποτελεσματικές και για ποιο

λόγο, κλπ

Ιστορικό Παρούσας Νόσου

Ο κλινικός συλλέγει πληροφορίες που αφορούν στην έναρξη και στους προδιαθεσικούς

παράγοντες για την εμφάνιση της παρούσας νόσου.

Προηγούμενα Νοσήματα

Ο κλινικός συλλέγει πληροφορίες που αφορούν στην ύπαρξη οργανικών διαταραχών, δηλαδή

πιθανά προβλήματα στην υγεία του ατόμου, τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση, τη συμμόρφωση

του ατόμου με τη θεραπευτική αγωγή, κατά πόσο θεωρεί το ίδιο το άτομο ότι η συγκεκριμένη

θεραπεία το βοήθησε, πιθανά ελλείμματα ή δυσκολίες που προκάλεσαν τα προβλήματα υγείας στην

καθημερινότητα του ατόμου και με ποιο τρόπο αυτό τα αντιμετώπισε, πιθανές ψυχολογικές

επιδράσεις που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της σωματικής του ασθένειας, κλπ.

Επίσης, ο κλινικός συλλέγει πληροφορίες για την ύπαρξη ψυχολογικών διαταραχών, οι οποίες

αφορούν στο χρόνο εμφάνισης του προβλήματος και των συμπτωμάτων, πότε άρχισε να γίνεται

ιδιαίτερα έντονο και σοβαρό, ποιος ήταν ο λόγος που το άτομο προσήλθε για θεραπεία, ποιος έκανε

τη διάγνωση και πού, προηγούμενες προσπάθειες θεραπείας και πόσο διήρκεσαν, τι

περιελάμβαναν, ποια θεραπευτική παρέμβαση ήταν η περισσότερο αποτελεσματική και ποια η

λιγότερο αποτελεσματική, αν υπήρξε παρακολούθηση του ατόμου μετά τη λήξη της θεραπείας του

(follow-up) και κατά πόσο το άτομο ακολούθησε αυτή τη διαδικασία, πώς αντέδρασε η οικογένεια,

ποιο μέλος της ήταν το περισσότερο υποστηρικτικό και ποιο προκαλούσε δυσκολίες και εμπόδια,

πώς λειτουργεί μετά από όλα αυτά η οικογένεια ώστε να προλάβει τα προβλήματα πριν γίνουν

ιδιαίτερα έντονα και σοβαρά για τα μέλη της.

Χρήση Ουσιών, Επιθετικότητα/Παρορμητική ή Αυτοκαταστροφική Συμπεριφορά

Όσον αφορά στο ιστορικό χρήσης αλκοόλ ή άλλων ουσιών, ο κλινικός διερευνά πληροφορίες,

όπως ο χρόνος έναρξης της χρήσης, το ιστορικό της έναρξης χρήσης ουσιών, το χρονικό διάστημα

12

κατά τη διάρκεια του οποίου γίνεται χρήση, ο βαθμός εξάρτησης από την ουσία, πιθανά

προβλήματα που έχουν προκύψει από τη χρήση, προσπάθειες απεξάρτησης, παρούσα κατάσταση

σε σχέση με τη χρήση και την εξάρτηση από ουσίες, κλπ.

Σε ότι αφορά στην επιθετική, παρορμητική συμπεριφορά, ο κλινικός διερευνά αν το άτομο

υπήρξε ποτέ επιθετικό ή βίαιο στη σχέση του με άλλα άτομα ή στη δουλειά του, πιθανή εμπλοκή

της αστυνομίας ή πιθανή σύλληψή του, εάν αυτό το γεγονός συνέβη υπό την επίδραση κάποιας

ουσίας ή γεγονότος/κατάστασης, κλπ.

Σε ότι αφορά στην αυτοκαταστροφική συμπεριφορά ο κλινικός διερευνά αν το άτομο επέδειξε

αυτοκαταστροφική συμπεριφορά στο παρελθόν, εάν έχει διαπράξει απόπειρες αυτοκτονίας, εάν

αυτό το γεγονός συνέβη υπό την επίδραση κάποιας ουσίας ή γεγονότος/κατάστασης, κλπ.

Αναμνηστικό Ιστορικό

Ο κλινικός συλλέγει πληροφορίες για το προγεννητικό και περιγεννητικό ιστορικό του ατόμου,

τον τοκετό, τα εξελικτικά στάδια της ανάπτυξής του (δηλαδή, πρώιμη, μέση και όψιμη παιδική

ηλικία, εφηβεία, ενήλικη ζωή και γεροντική ηλικία), τη μετάβαση από το ένα εξελικτικό στάδιο στο

άλλο, πιθανά ψυχοτραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας του ατόμου (όπως, σωματική ή

σεξουαλική κακοποίηση, παραμέληση, συναισθηματική κακοποίηση ή απόρριψη, νοσηλεία, άλλα

ειδικά συμβάντα, όπως φωτιά, σεισμός, κλπ.), άτομα που συμμετείχαν στην ανατροφή του ατόμου

(πχ., παππούδες, ευρύτερη οικογένεια, άλλα άτομα, κλπ.) και μέχρι ποια χρονική περίοδο, τι άλλαξε

στη συνέχεια στη ζωή του ατόμου, πιθανά στρεσογόνα, συγκρουσιακά και οδυνηρά γεγονότα που

συνδέονται με τις διάφορες περιόδους της ζωή του ατόμου, την προσωπικότητα του ατόμου κατά

την παιδική και εφηβική του ηλικία (όπως, αν ήταν δύσκολο παιδί, αν υπήρχαν προβλήματα

συμπεριφοράς, κλπ).

Εκπαίδευση

Ο κλινικός συλλέγει πληροφορίες για το συλλέγει πληροφορίες για το επίπεδο εκπαίδευσης του

ατόμου, τον αριθμό των σχολείων στα οποία φοίτησε, τις πιθανές αποτυχίες, επιτυχίες, προαγωγές

και επαίνους, τις υψηλότερες-καλύτερες και χαμηλότερες αξιολογήσεις στα διάφορα μαθήματα και

γνωστικά αντικείμενα, τις δυσκολίες του ατόμου στο διάβασμα, στο γράψιμο, στην ορθογραφία και

στα μαθηματικά τόσο κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας όσο και σε ότι αφορά στην

παρούσα κατάσταση, πιθανά προβλήματα και δυσκολίες στη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της

παιδικής και εφηβικής ηλικίας, την έμφαση-σημασία που έδωσε η οικογένεια στο σχολείο και στη

μάθηση, πιθανή ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, κλπ.

Επαγγελματικό Ιστορικό

Ο κλινικός συλλέγει πληροφορίες για τη στάση του ατόμου απέναντι στην εργασία και στην

απασχόληση, το επάγγελμά του, την ηλικία έναρξης του επαγγέλματος, το συνολικό χρόνο που

διέθεσε για το επάγγελμά του, πιθανά προβλήματα που προέκυψαν από την άσκηση του

13

επαγγέλματος, τα περισσότερο θετικά και αρνητικά στοιχεία που αφορούν στην επαγγελματική

δραστηριότητα του ατόμου, τις πιθανές περιόδους ανεργίας, το λόγο της ανεργίας, τα καλύτερα και

χειρότερα επαγγέλματα που το άτομο άσκησε μέχρι τώρα, ποια θεωρεί ότι είναι τα πιο καλά και τα

χειρότερα επαγγέλματα, καθώς και ποια είναι η ιδανική απασχόληση-επάγγελμα για το άτομο, κλπ.

Ιστορικό Γάμου και Σχέσεων

Ο κλινικός διερευνά το ιστορικό γάμου και σχέσεων του ατόμου με το άλλο φύλο, όπως πιθανά

διαζύγια, χωρισμούς από σχέσεις και ανάπτυξη εξωσυζυγικών σχέσεων, τις καθημερινές

δραστηριότητες του ατόμου, την πιθανότητα άσκησης σωματικής ή σεξουαλικής βίας, την ύπαρξη

ενεργού σεξουαλικής ζωής την τρέχουσα περίοδο, την ύπαρξη ερωτικής σχέσεως και ποια είναι τα

στοιχεία συμφωνίας-συμβατότητας και διαφωνιών του ατόμου με το σύντροφό του, την ύπαρξη

παιδιών (αριθμός, ηλικία, ονόματα), την ύπαρξη του άλλου γονέα, τον τόπο διαμονής, την

τρέχουσα επικοινωνία και επαφή των παιδιών με το άτομο που εξετάζεται, τη θρησκεία και τη

σημασία της για το άτομο, τη σχέση του με τον κοινωνικό περίγυρο και την πατρική οικογένεια και

κατά πόσο αυτή διατηρείται με επισκέψεις και επικοινωνία ανάμεσά τους, την ύπαρξη φίλων και

κοινωνικών σχέσεων, πιθανές συγκρούσεις με την πατρική οικογένεια σε θέματα κουλτούρας, κλπ.

Στρατιωτική Θητεία

Ο κλινικός συλλέγει πληροφορίες που αφορούν στη στρατιωτική θητεία και την προσαρμογή

του στο στρατό, εάν υπηρέτησε κανονικά, είχε μειωμένη θητεία ή απαλλάχθηκε, κλ.π.

Θρησκεία

Ο κλινικός συλλέγει πληροφορίες που αφορούν στις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου, στη

σχέση του με τη θρησκεία, κλ.π.

Κοινωνική Δραστηριότητα

Ο εξεταστής συλλέγει πληροφορίες για την κοινωνική δραστηριότητα του εξεταζόμενου, για

την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων και το χρονικό διάστημα διατήρησής τους κατά τη διάρκεια της

ζωής του ατόμου.

Τρέχουσες Συνθήκες Διαβίωσης

Ο εξεταστής συλλέγει πληροφορίες για την τρέχουσα κατάσταση διαβίωσης του ατόμου, τις

παρούσες κοινωνικο-οικονομικές, πολιτισμικές συνθήκες της ζωής του, κλ.π.

Προηγούμενα με το Νόμο

Ο εξεταστής συλλέγει πληροφορίες που αφορούν στο νομικό ιστορικό του εξεταζόμενου, όπως

παραβατική συμπεριφορά, φυλάκιση, σωφρονισμός, κλ.π.

Ψυχοσεξουαλικό Ιστορικό

Ο εξεταστής συλλέγει πληροφορίες που αφορούν: στο σεξουαλικό προσανατολισμό, πρώτη

ερωτική επαφή, ηλικία έναρξης αυνανισμού, κλ.π.

Οικογενειακό Ιστορικό

14

Ο εξεταστής συλλέγει πληροφορίες για τον αριθμό των μελών της οικογένειας, τον αριθμό των

αδελφών, τις ενδοοικογενειακές σχέσεις του, πιθανό χωρισμό, διαζύγιο ή θάνατο μέλους της

οικογένειας και με ποιο τρόπο η οικογένεια αντιμετώπισε το γεγονός, αλκοολισμό, εξάρτηση από

ουσίες ή ασθένειας ενός μέλους της οικογένειας, τις σχέσεις του ατόμου με τον κάθε γονέα του,

άλλα πρόσωπα που θεωρεί σημαντικά στη ζωή του, το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας, την

κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και τις αξίες της οικογένειας, την τρέχουσα σχέση του ατόμου

(ως ενήλικας) με την οικογένειά του και την αλληλεπίδραση ανάμεσά τους.

Αξίες και Στάσεις Ζωής του Ατόμου

Ο εξεταστής συλλέγει πληροφορίες που αφορούν στις γενικότερες αξίες και στάσεις ζωής του

ατόμου, στα όνειρά του για το μέλλον και στον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται να τα

πραγματοποιήσει, κλ.π.

EΞΕΤΑΣΗ ΨΥΧΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ

H εξέταση των ψυχικών λειτουργιών αποτελεί μια εκτίμηση της λειτουργικότητας του

εξεταζόμενου στην τρέχουσα ψυχική του κατάσταση. Για την αξιολόγησή της, ο κλινικός θα πρέπει

να διαθέτει, μεταξύ άλλων, την ικανότητα προσεκτικής παρατήρησης της εξωτερικής εικόνας του

εξεταζόμενου ατόμου και εντοπισμού σημείων που αφορούν στο επίπεδο λειτουργικότητας της

σκέψης, του συναισθήματος και της συμπεριφοράς.

Εξωτερική εμφάνιση και γενική συμπεριφορά.

Η εμφάνιση του εξεταζόμενου αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά στοιχεία που είναι

διαθέσιμα για παρατήρηση από τον κλινικό από την πρώτη στιγμή που θα βρεθεί απέναντι στον

εξεταζόμενο. Η ηλικία του εξεταζόμενου λαμβάνεται υπόψη και ο κλινικός διερωτάται εάν ο

εξεταζόμενος δείχνει μεγαλύτερος ή μικρότερος της χρονολογικής του ηλικίας, γεγονός που ίσως

αντανακλά σε ποιο βαθμό έχει ταλαιπωρηθεί σωματικά ή/και ψυχικά το άτομο στη ζωή του.

Εξετάζεται κατά πόσο ο ασθενής προσέρχεται καθαρός και επιμελημένος, εάν η ενδυμασία

του είναι η αναμενόμενη για την περίσταση και κατά πόσο σχετίζεται με το πολιτισμικό,

κοινωνικο-οικονομικό και θρησκευτικό πλαίσιο στο οποίο ζει το άτομο, κλ.π. Ο καταθλιπτικός και

ο ψυχωσικός ίσως έχουν απεριποίητη εμφάνιση (π.χ, είναι αχτένιστοι) και βρώμικα ρούχα. Ο

ιδεοψυχαναγκαστικός είναι προσεκτικά ντυμένος, με κάθε λεπτομέρεια. Ο μανιακός χρησιμοποιεί

ενδυμασία με πολύ έντονα χρώματα και υπερβολικό μακιγιάζ.

Η στάση του σώματος και το βάδισμα δίνουν πολλές πληροφορίες. Ο καταθλιπτικός

περπατάει και κάθεται σκυφτός. Ο μανιακός είναι ευθυτενής και βαδίζει σαν να είναι ο κυρίαρχος

του κόσμου.

15

Η οπτική επαφή που διατηρεί το άτομο με το συνομιλητή του επίσης προσφέρει πολλές

πληροφορίες. Ο φοβισμένος και ντροπαλός εξεταζόμενος αποφεύγει το βλέμμα του κλινικού. Ο

καχύποπτος εξεταζόμενος κοιτάζει κλεφτά και διερευνητικά τον κλινικό, όταν ο κλινικός έχει

στραμμένο το βλέμμα του αλλού, ή κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο επιθετικότητα. Ο καταθλιπτικός

κοιτάζει το πάτωμα ή έχει «σβησμένο» βλέμμα, ενώ ο μανιακός κοιτάζει τον εξεταστή του

κατάματα και με αίσθηση υπεροχής. Τα ιστριονικά άτομα συχνά κοιτάζουν με αυταρέσκεια

κατευθείαν τα μάτια του εξεταστή με έκδηλη διάθεση φλερτ.

Η γενική ψυχοκινητική δραστηριότητα του ατόμου δίνει πολλές πληροφορίες. Στην

κατάθλιψη υπάρχει πολλές φορές ψυχοκινητική επιβράδυνση, ενώ και οι αγχώδεις καταθλίψεις δεν

είναι σπάνιες. Στη μανία υπάρχει αυξημένη ψυχοκινητική δραστηριότητα. Επί υψηλών επιπέδων

άγχους το άτομο μπορεί να αδυνατεί να καθίσει σε ένα μέρος και σε ακραίες περιπτώσεις βαδίζει

πάνω κάτω στο γραφείο του κλινικού.

Όταν υπάρχουν στερεοτυπίες (δηλ. η επανάληψη κινήσεων ή λέξεων ή φράσεων) μπορεί να

έχουμε ψυχαναγκαστική καταναγκαστική διαταραχή ή σχιζοφρένεια, αλλά επίσης διαταραχή

μυοσπασμάτων (τικ) ή όψιμη δυσκινησία (παρενέργεια που συνοδεύει τη διακοπή αντιψυχωσικών

φαρμάκων μετά από παρατεταμένη χρήση).

Συναίσθημα

Καταγράφεται το κατά πόσον υπάρχει έκφραση συναισθήματος (χαρά, λύπη, θυμός, φόβος) ή

το συναίσθημα είναι αμβλυμένο ή επίπεδο. Επίσης, καταγράφεται η διακύμανση του

συναισθήματος και το κατά πόσο το συναίσθημα συμφωνεί με το περιεχόμενο της σκέψης. Η

έκφραση του προσώπου προδίδει κατάθλιψη (πεσμένα χαρακτηριστικά, με τις γωνίες των χειλιών

προς τα κάτω, κλ.π.) ή ευφορία (πλατύ χαμόγελο, κλ.π.). Επίσης, από την έκφραση του προσώπου

διαγιγνώσκει ο εξεταστής το φόβο (ή το άγχος) και το θυμό. Το συναίσθημα είναι επίπεδο

(έκφραση παίκτη πόκερ) στην παρανοειδή σχιζοφρένεια ή μεταβάλλεται σε φυσιολογικό ή

υπερβολικό βαθμό. Οι μεγάλες και γρήγορες διακυμάνσεις μεταξύ αντίθετων συναισθημάτων

χαρακτηρίζουν την ιστριονική διαταραχή της προσωπικότητας και τα οργανικά ψυχοσύνδρομα.

Στις συναισθηματικές διαταραχές η έκφραση του προσώπου είναι ανάλογη και συμφωνεί με το

περιεχόμενο της σκέψης (καταθλιπτικό ή ευφορικό), ενώ στη σχιζοφρένεια χαρακτηριστικό είναι

το αλλόκοτο ή απρόσφορο συναίσθημα (ο ασθενής γελάει περιγράφοντας καταθλιπτικά γεγονότα ή

κλαιει ενώ τη σκέψη του απασχολούν ευχάριστα θέματα).

Σκέψη

Διακρίνουμε περιεχόμενο και διαδικασίες σκέψης. Όσον αφορά στο περιεχόμενο, αυτό

παρουσιάζει καταθλιπτικές, ευφορικές, αγχώδεις ή φοβικές, επιθετικές, κλ.π. σκέψεις ανάλογα με

το είδος της διαταραχής (κατάθλιψη, μανία, αγχώδεις διαταραχές), ενώ η επιθετικές σκέψεις

μπορούν να συνοδεύουν σχεδόν όλες τις ψυχικές διαταραχές, πχ., ο καταθλιπτικός εκφράζει

16

επιθετικότητα κατά του εαυτού του (ιδέες αυτοκτονίας), αλλά πολλές φορές και κατά αγαπημένων

του προσώπων (χαρακτηριστικό το σύνδρομο της μητέρας Μήδειας, η οποία σκοτώνει τα παιδιά

της για να μην υποφέρουν, πριν αυτοκτονήσει). Στη μανία, το άτομο γίνεται επιθετικό συνήθως

όταν κάποιος «δεν πάει με τα νερά του» ή προσπαθεί να εμποδίσει την αυξημένη ψυχοκινητική ή

σεξουαλική δραστηριότητά του. Στην σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου, ο ασθενής επιτίθεται για να

αμυνθεί, στα πλαίσια των παραληρηματικών του ιδεών. Επίσης, τρεις στους είκοσι σχιζοφρενείς

είναι γνωστό ότι τερματίζουν τη ζωή τους με αυτοκτονία. Τέλος, το περιεχόμενο της σκέψης

μπορεί να κατακλύζεται από ιδεοληψίες ή άλλα συμπτώματα χαρακτηριστικά της εμμονής της

σκέψης σε ορισμένα θέματα ανάλογα με τη διαταραχή, πχ., σε άτομο που πάσχει από στέρηση

οπιοειδών, το περιεχόμενο της σκέψης του περιστρέφεται γύρω από την επιθυμία του να πάρει

ηρωίνη ή γύρω από τα συμπτώματα στέρησης, τα οποία βιώνει.

Στο περιεχόμενο της σκέψης ανήκουν και όλες οι παραληρηματικές ιδέες (διώξεως,

ζηλοτυπίας, αμαρτίας ή ενοχής, μεγαλείου, θρησκευτικές, σωματικές, αναφοράς, ελέγχου, ότι οι

σκέψεις διαβάζονται, εκπομπής σκέψης, παρεμβολής σκέψης και απόσυρσης σκέψης) (βλέπε ειδικό

κεφάλαιο Περί Ψυχωσικών Εκδηλώσεων).

Όσον αφορά στην διαδικασία της σκέψης, έχουμε τα ακόλουθα θετικά ψυχωσικά

συμπτώματα: τη χάλαση του συνειρμού, την εκτροπή της απάντησης, την ασυναρτησία, τις

παράλογες ή αλλόκοτες σκέψεις, την περιττολογία, την πίεση λόγου, το λόγο που διασπάται και την

ηχολαλία. Τα παραπάνω συμπτώματα χαρακτηρίζουν κυρίως την σχιζοφρένεια, αλλά πολλά από

αυτά και την μανία (περιττολογία, πίεση λόγου, λόγος που διασπάται, κλ.π.). Πρέπει να τονιστεί ότι

σε πολλά εγχειρίδια ψυχιατρικής και κλινικής ψυχολογίας, αναφέρεται ότι κανένας κλινικός που

σέβεται τον εαυτό του δεν αποπειράται τη διαφορική διάγνωση μεταξύ οξείας παρανοειδούς

σχιζοφρένειας και οξείας παραληρηματικής μανίας.

Η αφαιρετική ικανότητα της σκέψης (ζητείται από τον εξεταζόμενο να αναφέρει τις

ομοιότητες μεταξύ αντικειμένων, π.χ., ερωτάται τι κοινό έχει μια καρέκλα και ένα τραπέζι, εάν

λάβουμε υπόψη μας ότι ένα μήλο και ένα τσαμπί σταφύλι έχουν ως κοινό το γεγονός ότι και τα δύο

είναι φρούτα) και η κρίση (ζητείται από τον εξεταζόμενο να μας δώσει την εξήγηση ορισμένων

παροιμιών ή να μας πει τη λύση σε ένα απλό πρόβλημα, πχ., τι θα κάνει με ένα γράμμα, το οποίο

βρίσκει κοντά σε κάποιο ταχυδρομικό κιβώτιο, το οποίο γράμμα έχει διεύθυνση στην οποία

απευθύνεται και φέρει τα ανάλογα γραμματόσημα) πρέπει να αξιολογούνται σε κάθε εξεταζόμενο.

Αντίληψη

Οι διαταραχές της αντίληψης χωρίζονται σε παραισθήσεις (διαταραγμένη αντίληψη ενός

εξωτερικού ερεθίσματος) και ψευδαισθήσεις (διαταραγμένη αντίληψη χωρίς εξωτερικό ερέθισμα).

Οι ψευδαισθήσεις χωρίζονται σε ακουστικές (φωνές που σχολιάζουν και φωνές που συνομιλούν),

οπτικές, σωματικές ή ψευδαισθήσεις αφής και οσφρητικές. Πρέπει να τονιστεί ότι οι υπνοπομπικές

17

(όταν το άτομο βρίσκεται στη διαδικασία αφύπνισης) και οι υπναγωγικές (όταν το άτομο βρίσκεται

στη διαδικασία να κοιμηθεί) ψευδαισθήσεις στερούνται της ψυχοπαθολογικής σημασίας των

κανονικών ψευδαισθήσεων, οι οποίες χαρακτηρίζουν κατά κύριο λόγο τις ψυχώσεις. Επίσης, στο

σημείο αυτό πρέπει να συζητηθούν και τα φαινόμενα της αποπροσωποποίησης (το άτομο

αντιλαμβάνεται ότι «δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του», πχ., βλέπει τον εαυτό του «σαν ξένο» ή «σαν

σε όνειρο») και της αποπραγματοποίησης (το άτομο αντιλαμβάνεται το προηγούμενα οικείο σε

αυτόν περιβάλλον του «σαν ξένο» ή «σαν σε όνειρο»). Τόσο η αποπροσωποποίηση, όσο και η

αποπραγματοποίηση, συνήθως συνοδεύουν καταστάσεις πολύ υψηλού άγχους και από μόνες τους

δεν αποτελούν ψυχωσική εκδήλωση.

Επίπεδο συνείδησης

Το επίπεδο συνείδησης –που εκτείνεται από την πλήρη διαύγεια μέχρι το κώμα-, αποτελεί

αντικείμενο προσεκτικής αξιολόγησης. Η εμβροντησία (stupor) αποτελεί κατάσταση μειωμένου

επιπέδου συνειδήσεως κατά το οποίο το άτομο αντιδρά λεκτικά με δυσκολία ή καθόλου σε

εξωτερικά λεκτικά ερεθίσματα. Έτσι, το άτομο δεν δύναται να δώσει απάντηση στα ερωτήματα του

εξεταστή και συνήθως βρίσκεται ξαπλωμένο και ακίνητο. Στις περιπτώσεις αυτές, η διαφορική

διάγνωση, αφού αποκλεισθούν οι σωματικές αιτίες, πρέπει να γίνει μεταξύ: α) καταθλιπτικής

εμβροντησίας, β) κατατονικής σχιζοφρένειας και γ) μεγάλης υστερικής κρίσης. Η διαφορική

διάγνωση θα γίνει με βάση το ιστορικό και την κλινική εικόνα.

Το φυσιολογικό επίπεδο συνείδησης αντανακλάται στη φυσιολογική συγκέντρωση και

προσοχή του ατόμου στην εξέταση, καθώς και στον φυσιολογικό προσανατολισμό στον χρόνο

(ημέρα, μήνας, έτος), στον τόπο, στον εαυτό και τους άλλους και στην κατάσταση.

Χαρακτηριστικά, υπάρχουν διαταραχές στη συγκέντρωση, στην προσοχή και στις διάφορες

παραμέτρους του προσανατολισμού στα οργανικά ψυχοσύνδρομα, π.χ., delirium tremens (ντελίριο

λόγω στέρησης αλκοόλ) και η άνοια τύπου Alzheimer.

Μνήμη

Η άμεση, πρόσφατη και απώτερη μνήμη, καθώς και τα αποθέματα γνώσης αποτελούν

αντικείμενο της αξιολόγησης της παρούσας ψυχικής κατάστασης. Στα χρόνια οργανικά

ψυχοσύνδρομα πρώτα χάνεται η πρόσφατη μνήμη και τελευταία η απώτερη μνήμη. Όταν το άτομο

γνωρίζει δύο ή περισσότερες γλώσσες, τελευταία χάνεται η μητρική του γλώσσα. Επίσης,

συναισθηματικά φορτισμένο υλικό (π.χ., τόπος γέννησης, ονόματα παιδιών, κ.α.) συγκρατείται

στην μνήμη περισσότερο. Στα οξέα οργανικά ψυχοσύνδρομα υπάρχουν επίσης διαταραχές τόσο

στην πρόσφατη όσο και στην απώτερη μνήμη.

Εναισθησία

Εναισθησία ονομάζεται η επίγνωση του νοσηρού. Υποτίθεται ότι απουσιάζει στις ψυχωσικές

διαταραχές. Το κατά πόσο όμως ο εξεταζόμενος «παραδέχεται» την ψυχική του διαταραχή στον

18

εξεταστή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων και οι ακόλουθοι: 1. Ποιες είναι

οι επιπτώσεις, πραγματικές ή φανταστικές, μιας τέτοιας παραδοχής. 2. Ποιες είναι οι κοινωνικές

αναπαραστάσεις της ψυχικής διαταραχής τόσο στο μυαλό του εξεταζόμενου όσο και στην κοινωνία

στην οποία ζει. 3. Πόσο ο εξεταστής εμπνέει εμπιστοσύνη στον εξεταζόμενο. 4. Κατά πόσο η

ψυχική διαταραχή θεωρείται από τον εξεταζόμενο ως παροδική και ιάσιμη. Τέλος, η εναισθησία

είναι μερική ή ολική, μεταβάλλεται στο χρόνο και επηρεάζεται από το είδος της θεραπείας.

19