157
Κωνσταντίνου θεοτόκη Κ α τ ά δ ι κ ο ς Διήγημα Βιβλιοθήκη “Έ λευδέρου ’Ανθρώπου,, Άδήναι 19-34 k . »Ι*ΑΙΟ·ΗΚΗ Α,ΠΑΠΑΚΩΤΓΛ

ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

  • Upload
    ekozani

  • View
    173

  • Download
    7

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Citation preview

Page 1: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κωνσταντίνου θεοτόκη

Κ α τ ά δ ι κ ο ς

Διήγημα

Βιβλιοθήκη“ Έ λ ε υ δ έ ρ ο υ ’ Α ν θ ρ ώ π ο υ , ,

Ά δήναι 19-34k . » Ι * Α Ι Ο · Η Κ Η

Α,ΠΑΠΑΚΩΤΓΛ

Page 2: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

i M f ë f z m M i o m m » w m m m m m

1 2 1 1 7 2

Page 3: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Ή τανε Μάρτης. To μεσημέρι είχε περάσει dm) δύο ώρες κι’ ο ¡ίλιος £ψ?%β λαμπρός και καυτερός ακόμη μέσα στον καθαρό γαλάζιο ουρανό, υϊεου χάπόια σύν­νεφα ασπρα καί Μταχτυα ανάλαφρα ¿τα'ςίδευαν. "Ολοι οι χα)ριάτες ήταν στον' κάμπο' εδούλευαν παντού isk χω­ράφια: έσκαφτα»' την γη, ξερίζοιναν το πράσινο χόρτο, Ισπερναν tijν <Μ|·ιμϋί και, κείνην tf|V ώρα μάλιστα, '§

' εργασία ήταν σ’ ofojr την fivat|»'| της, σά να βι«ζό- τουν καδένας εκείνο τό απομεσήμερο ¡| να τελειώσει το Ιργο τον, η ν’ αφήσει λιγώτ^η δουλειά « ώ tijv ημέρα που ΐ)ά ξημέρωνε;.

Κι’ ό ϊΛίόργης Άόά'{! υ·μ.ος επιστατούσε τοργιομα του χωραφιού- τον. Είχε fcm*Xu|<fk » ’ υ ίδιος δλΐ} μέ­ρα κ’ «καΟότουν τώρα δίπλα στην μικρή πόρτα τού άχυρενιου καλυβιού του, άπάνον σ ’ ενα χον<>ρό μακρύ ξύλο, στον ίσκιο πώρριχνε τό ίδιά τό καλύβι. Ή ταν ενας άντρας σαραντάρης, μέτριος στο ανάστημα και λιγνός, μέ γαλάζια μάτια, μέ 'ξανθά μακρνα μουστάκια πον τονπεφταν ως στο λαιμό, μέ αξύριστα γένεια. Έ - φοροδσε μίαν -ψάίία στο κεφάλι, είχε ριχτή τη ζακέχτα τον πάνον στις πλάτες, 'ήταν %νπάλΐ\τος κ έκάπνιζε ενα χοντρό τσιγάρο. "Ενας άσκημος σκύλος μαύρος κι’ άσπρος ήταν «ουλονριασμένος στα πόδια του.

Μπροστά του' $:τλωνότουν· το μεγάλο χωράφι. τοι\

Page 4: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

4 Κατάδικος

τριών μουτζονοιών vfj, Τσιο δλο, ημερωμένο, μέ καρποφόρα τριγύρω, και μέ μία μεγάλη συκιά οιιιά οτό καλύβι' κι’ υ ’Αράθυμος, δλο καπνίζοντας τό χοντρό του τσιγάρο, εκαμάρωνε τη γη του, κ’ έλογά- ριαζε μέ τό νοΰ του τά γεννήματα ποΰ $ά συνέμπαζε από τό σπόρο.

«Τουρκόγιαννε» ¿φώναξε μ’ ενα χαμόγελο «οι δού­λοι δεν σώνονται ποτέ' ό άνθρωπος σώνεται. . . Καί τά ζά τον I . . Μην τά βιάζεις.»

«Θά σκολάσουμε σέ λίγο», του άπήντησε μια δυνα­τή φωνή από τό χωράφι. «Άάχ, Περδίκι], άάχ!»

Ή ταν ή φωνή του Τουρκόγιαννου πού ελάτοευε και ποΰ μέ τό παράξενο φωνατό του εβιαζε τά ζώα ν’ ανασύρουν τό βαρύ τά σβώλο. Kat τά δύο ίίεώρα- τα ζωντανά, κόκκινο τό ενα, μαΰρο γυαλιστερό τό άλ­λο, εσκυφταν κάτου από τον βαρύ ζυγό τό κεφάλι τους ως στη γη, είχαν άκουμπήσει τό ενα απάνου στ’ άλλο, και μια στιγμή έπεναν τιορα σταματημένα, ρί­χνοντας μέ δΰναμι δλο τό βάρος του μεγάλου κορμιού τους στα εμπρός, στέκοντας δρίϊά στα τρία πόδια κ’ έτοιμα μέ τό τέταρτο νά προχωρήσουν, υταν ό σβώλος θά ξεκολλούσε' καί τά μούσκουλά τους, ποΰχαν φου- σκο>σει, έδειχναν πώς εκείνην τή στιγμή έβαζαν δλα τά δυνατά τους" καί καθαυτό τή στιγμή πού <5 Τουρκό- γιαννος είχε φωνάξει έκαμαν μια τελευταία προσπά­θεια, έμούτρισαν έξαφνα πρός τά εμπρός, έκαμαν δύο τρία βιαστικά πηδήματα σαν νάθελαν νά πέσουν, συρ­μένα από τήν ίδια τους τή δύναμι, ένφ τό γυννί δ - πίσω τους άναπέταζε μέσα από τά βάθη τής γης ενα·' χοντρό, γυαλιστερό, μαΰρο σβώλο, γεμάτον άσπρες, ρίζες άγριου χόρτου, κ’ ¿στάθηκαν τέλος- το γυ,ννί ε-

Page 5: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάύίχος .>

λαμψε' καί σε μ,»« στιγμή τά ζώα πάλι ψά, μια καηΌνογια .tooo-ittÌisiu.

ΙΙίσω τους ο Τονρκόγιαννος, σκευριαμένος πού; τί| δεξιά μεριά, κρατονσε μέ τώ δυό του χέζΆά' τί| χε§ο- λάβα καί μέ τά δάκτυλά του τά δύο σκοινιά rroD έρχον­ταν από τά κέρατα τών βωδιών, ενα σε §άΐ/ε χέοι, κρατώντας p i το ζεβοι καί τη βοι^έντο«, ενα μακρέ οαβόί μ1 ενα καρφί στην κορφή του. Καί ίΐότε έπλά- κ«νε μέ -δυναμι τη χερολάβα, πότε την άνασήν.<υγ? με τά δυο χέρια, πότε την ucptvs ytù νά οδηγήσει l| vù κεντήσει τά ζώα, και μέ τη φωνή τά επαινούσε, τά παρακινούσε στο βαρί' τους έργο, τού; φώναξε τά ο­νόματα τους: Περδίκι) έλεγαν το να, γιατί ήταν y/irr κινο, ΙΙαρασκευά τά'λλο, γιατί είχε γεννηθεί μέρα ΙΙαρασκει>ή.

ΤΗταν κι’ ό Τουρ/.όγιαννος σαραντάρης. Μαυρειδέ- ρός, λιγνός κ’ εκείνος, οχι ψηλός, μέ μάτια μικρά μαΐρα (ίύ.ν άποκοιμημένα λιγάκι, μέ μικρό μουστάκι κ’ uqijù γένεια, μέ μακρυά μαλλιά, πον του κατέβαιναν σά φιυτίλια στον τράχηλο' καί το μακρούλιι του πρόσωπο μολογοϋσε τη γαλήνη τής ψυχής του καί της καρδιάς του την καλωσύνη. Έφορουσε μόνο ενα πουκάμισο ανοιχτό τόσο παΰ άφινε vù φαίνεται υλο το τοιχίο» του στήάος, κ’ ενα παίηο Λολυμπαλωμένο βρακί, α- νασκονμπίομένο ιος τώ γόνατα, είχε κι’ αυτός φάιία στο κεφάλι καί τά πόδια του ήταν γυμνά.

«Γειά σου. ΙΙαρασκευά, νταή μου!* έφώναίε, «Ά ά χ !» ένω ¿πλάκωνε τή χερολάβα κι' εβυίΐιζότουν ετσι το γυννί μέσα στη γη. Καί τά ζφα ξαναρχίζον­τας την προσπάθεια τους, ανασάλεψαν ivr.r άλλο «βώλο, που ήταν πάρέτοιμος τάιρα νά άναπεταχτΓί.

Page 6: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

6 Α'αϊάύτκος

Έχοίταϊε αίσν) ΐ*.<ν. 'Ένα Mädi οχτώ χρόνον τον ά- κολορΟο&οε ψΆ vù oi/.vf crcmgu σπειρι, το αραπο­σίτι στ’ αδλάκι πο·& έσκαφτε τ’ άροτρο, */.’ ¿κείνην τη ΜΡ/μ?1 *» 3βθΦΙ εi?ß âquiQSϋεΐ κ’ s ’r/ε σταματήσει, κοιτάζοντας κάποιο πουλί .τοίχε πετάξε-ι σιμά toi·. kV ο TovQKÔviavvoç τοδκε: <Προβάτει, θαναοοΰλη’ μην ;ελωλαίνεΐ5 ! — Κι’ δφώναςε μέ καποια δ*η}<η*χί·α, κοιτάζοντας πλιο πίσω έναν άντρα και μίαν' γυναίκα, -το.υ μέ τές άξίνες to-gj βιαστικά εχτιιποΓ*σ«ν, έ'σπαι- ναν κ' ?tQtßav τους σβώλον* και σκόφτοντας ξεδιά­λεγαν τές ρίξε; :— Μην ξεμένετε τόσο πίσθ ! καί σιοβολάτε MÛÀ το χαιράφι γιά να χωΪ·ιατ*-σει* τά οβωλάρια πνίγουν τύ φυτό !»

'Η γυναίκα ήταν fj νοικοκυρά τον Γιώργη Ά ρ ά - ί1νμο·ν κι’ ό άντρας ό γείτονας τους, Πέτρος Πέππο- νας τονομ,ά τον. Είχε Ιρδει σήμερα vù δουλέψη δα­νεικά στό χο>ράφι χονς, γιατί στό δικό του τουχαν στείλει τον Τουρκογιαννο να τόνε βοηθήσει μια ολά­κερη μέρα. Ή γυναίκα ήταν ' ωμορφη. Τα μαϋρα της ματιά έλαμπαν &m μακρυά μέσα στο μικρό πρό­σωπό της. Ήτ&ν κεηχχλο δεμένη μ’ ενα κόκκινο πανί πάτου από την άσπρη μπόλια της. Δεν ηταν -ψηλή· κ’ είχε μικρά καί νόστιμα του προσώπου -της τά πι-δέμα­τα· καί μάλιστα τό στόμα. Είχε άνασηκωμένα τά μα­νίκια του σκονισμένου πουκαμισιοΰ της, κι’ άνασηκώ- μένο και ίο παληό της μαύρο μάλλινο cpoi'cxàvt· που στόν ποδόγυρο του ήταν γεμάτο ξεφτίδια &’ εδώ κ* εκεί τρύπιο. Ή γυναίκα εκανε ζωηρά κινήματα χτυ­πώντας μέ την άξίνα τους χωματένιους σβάΛους, η σκύβοντας για νά τινάξει τές ρίζες. Την ελεγαν Μαρ­γαρίτα.

Page 7: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

'Ο άλλος ήταν «κόμη νέος' τςκκντα πεντε χρον&ν άνθρωπος" μέ στριμμένο μαϋοο μονστάν.ι, μέ ώμορφο πρόσωπο χαΐ ζωηρά μαΰρα μάτια' ζαλα .ξυρισμένος, •ψηλό; καί μέ πλατεία στήθη. ’’Ηταν λίγο ντυμένος

εκείνος. Το ζωηρό του μάτι συχνά εκοίταζε τί) %*Ά~ ναΐκα καί συχνά αναστέναζε κρυφά και, της μιλούσε μέ χαμηλή φωνή για νά μην δκοΰεται.

Ή Μαργαρίτα τοΰγερνε εκείνην τη στιγμή τές πλάτες κ’ είχε σκύψει πολί> στηρίζοντας τό δεξί . της χέρι, στο στηλιάρι της ά.ξίνας της και τινάζοντας μέ ταλλο τές άσπρες ρίζες της αγριάδας ποδχαν περι­πλέξει ένα ξεκολημένο σβωλάρι. Κι’ ό ΓΙέππονας την έκοίταζε. Στο μάτι του εφαινότουν ένας άπειρος αχόρ­ταστος πόθος' στο στόμα του ήταν ενα πικρό χαμόγελο.

Της είπε σιγαλά, σά νά μουρμούριζε:— «Έ τσι ΰαναι πάντα, Μαργαρίτα;»

«Π ώς ετσι;ν τοΰ απάντησε χωρίς νά τον τηράξει. ■"καί πολλά που γίνονται.*

«Πρέπει», της εΐπε μ’ απόφαση, «νά πάρω άλλη γυναίκα γιά νάναι δική μου.·

«Μέ τής ΰγειές σου !» τοΰ άποκρίίΐηκε ταραγμένη. Κι’ αθέλητα εΰρέθηκε ορθή σιμά του. Καί για να κρύψει τό απότομο κίνημά της έ'ρριξε μακρυά ένα μι- σοτιναγμένο χορτάρι. Μά ό Πέτρος είδε μια σπίβα στα μάτια της # είδε πώς τό ιδρωμένο της πρόσωπο είχε αλλάξει λίγο χρώμα. « ’Αλήθεια αΐ ;» ξακολοΰ- θησε χαμηλάφωνα έπειτα από μια στιγμή" «και πότε; και ποιάνε ;»

Δεν της απάντησε' έχτΰπησε μέ δύναμη δυό, τρείς φορές τη γή μέ την άξίνα, ίσιοβόλησε τό χώμα κ’ ¿προχώρησε Ινα βήμα.

Καζύύιχο^ 7

Page 8: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καίάόικσς

«*Α, δέ μοΓ· αποκρίνεται, ό λεβέντης μου!* το? ςανάπαι πειραχτικά ή Μαργαρίτα' «έχουμε και φο|3έ- ρες! ναΐσκε, ναίσκε, φοβέρες!— Πότε, Πέτρο, καί ποιάνε; :■>

<:Τήν κυρά Χάραινα!» της απάντησε πειραγμένος, «Μά λες /.’ είναι ζωή ή δική μοι> ; Έσκλαβώθηκα και τώρα πάμε μπροστά έτσι πέντε χρόνια ! και μοΰ- δωκες φαρμάκια, έγνοια σου πόσα ! Καί ·9ά πάμε, φαίνεται, μπροστά ετσι γιά πάντα! Καί κάδε φέΞη και κάθε χάση μοναχά θά μέ θυμάσαι, κι’ δλον τον άλλο καιρό. . - σ ’ εχει αυτός ? . . . »

« Άκολουθατε ! »¿φώναξε από μακρυά ο Τουρκό- ■γιαννος που κάθε τόσο ανήσυχος έγΰριζε καί τούς ¿κοίταζε «στον άγερμό θά σας πέσει πολυ δουλειά ! — Άάχ, ΓΙερδίκΐ] ! άάχ, Παρασκευά

«Στον άγερμό θά λχ'σιουμε!» εφώναξε από τή θέ- σι του ό ’Αράθυμος' «τοιγάρις θά ξεκάμω τά ζά μου ; Μέ δουλεύουνε από πριν τον .ήλιο' αύριο, δνο τρεις ώρες καν τελειώσαμε!»

Ό σκΰλος ξύπνησε μέ τή φωνή το ¡3 κυρίου του, ¿χασμονρήθηκε, ετανύστηκε καί ςανακάθησε χάμου μέ άπλιοτά τά μπροστινά του πόδια κι’ ορθό τό κε­φάλι. Ό ήλιος είχε πάρει τον κατήφορο κ’ είχε κοκ- κινήσει.

Κ ’ ή Μαργαρίτα είπε, μιλώντας γοργά του Πέτρου καί χωρίς >*’ άνασηκώσει τό κεφάλι: «Μ ’ αΰτόνε έδέθηκα και πρέπει νά ζήσω μαζή του' δ,τι μπορεΐ γίνεται' θέλεις νά καταντήσουμε ρεζίλι, νά μιλήσει, ό κόσμος, νά χαθούμε κ’ οΐ δυό, νά χαθούν τά παιδιά μου, νά. ■ ■ ; » Κ ’ ¿κοίταξε περίτρομη γύρω της και τό βλέμμα της σταμάτησε άπάνου στον άντρα της

Page 9: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάδικος ρ

που από μακρυα έφαινότουν πώς του: ¿πρόσεχε. — «Μή μέ χάσει; !» έψιθνρισε φοβισμένη' «δεν εχεις μΛ'αλό!» ,

«Του γυρίζω τέ; πλάτες καί δέ μέ βλέπει!*' τής απάντησε ατάραχος.

«Φτάνει ί» τουπέ άνυπόμονα' «αν μπορέσω, έρχο­μαι αύριο τη βραδεία στο καλύβι, αλλά λόγο δεν σοϋ δίνω γιατί τώρα μέ παραφυλάει κι’ δ Τουρκόγιαννος. ?

«Κι’ ό Τουρκόγιαννο; I»' τής άποκρίθηκε σαστισμέ­νος’ «μά κι’ αυτός τί ζητεί: . . . ΤΑ έτσι, δεν μποοεί αυτή ή ιστορία νά βαστάξει... "Ακου !...»

Δεν του άποκρίθηκε κ’ Ιμάκρυνε λίγο από σιμά τον. «Θέλω» ξακολούΟησε δ ΙΙέτρος «καί γώ λίγη λευ­

τεριά !— θ ά κάμω εγώ τον άντρα σου νά φΰγει από τό χωριό μας! τότες -&άσαι τέλεια δική μου! θ ά τόνε κάμω νά πάει στη φυλακή I Ναί 1 στη φυλακή.»

Ή Μαργαρίτα τοΰρριξε στενοχωρημένη μια ματιά κοιτάζοντας τον ανάποδα. «Έ τσι, τής ςανάπε, «δέ βαναι σιμά του !:>

Κι’ άκούστηκε ή φωνή τον ’Αράθυμου πώλεγε στον Τουρκόγιαννο: «Λΰσε! Είναι αργά !»

Τά ζώα είχαν φτάσει σιμά στη σοΰδα του χωραφιού, που ήταν λογγιασμένη από τές πυκνές βατσινιές κι’ από άλλα άγρια χαμόδεντρα, κ’ επρεπε τώρα νά γυ­ρίσουν γιά νά ξαναρχίσουν εναν καινούριο δρόμο' μά ή ώρα δεν τό συχωροΰσε. Κι’ ό Τουρκόγιαννο;, ΰπα- κοΰοντας στην προσταγή του νικοκυρη, εμπηξε το γυννί δσο βαθύτερα έμποροΰσε μέσα στο χώμα, έτρά- ,βη'ξε μέ δύναμη τά σκοινιά κ’ εσταμάτησε έ'τσι τά δύο ζώα, % εΰτυς έκαμε τό σταυρό του. ’Έπειτα επήρε

..μια βαίίειάν ανάσα, έκοίταςε μέ συμπάθεια τά δύο

Page 10: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

JO Κατάδικος

καματερά rrop ήταν l&qorjdm ~αι.'ύ κ’ έπαιρναν γορ­γά την πνοή τον?, τον? χαμογέλασε κ’ έφερε όλόγν- ρά του το βλέμμα Χωρώντας τό εργο τής μέρα;. Ή καλλιεργημένη γη; ήταν κατάμαυρη δλη, κ5 ίσια, κ’ ελαμπ^. Τής χαμογέλασε καί κείνη;. Έπήρε έπει­τα από τα χέρια τοΐ» παιδιού τη σακκοΐ'λα μέ τή σπο­ρά, τήν Ιδεσε σφιχτά, του τήν |ανάδο>κ« για να την ποίρε; στο καλύβι, κι’ άρχισε αμέσως ve λυεί τό ζευ­γάρι, ενώ 6 Πέτρος κ’ ή Μαργαρίτα, σιωπηλοί τώρα, δλο καί τον εζόγωναν, χτυπώντας μέ τις άςίνες τους; υστέρους σβώλους ποΰχε ανακατέψει τ’ αλέτρι.

Καί, τώ ζώα. άφον τάλνσε, ξεκίνησαν μοναχά τους βαρεία, βαρεία, τονα κατόπι στ’ άλλο προςτήν καλύ­βα καί è εν ■ σταμάτησαν παρά στο συνετισμένο τους δέντρο. Κ’ έκεΐ δ Τουρκόγιαννος, που χ&χε ακολου­θήσει, ταδεσε τονα σιμά στ" άλλο. Είχαν ήσνχάσει τιάρα κ’ επερίμεναν τή βραδινή τροφή τους. Και τό μαύρο βώδι, ό ΙΙαρασκευας, έβαλε τό μεγάλο κεφάλι του πάνου στον τράχηλο του άλλου καί τό καί) ένα τους εβγαλε ένα βροντερό μουγγαλητό, ποϋ αντήχησε πέρα σ’ δ'λες τές ράχες κι’ ως στη Βάλασα. Κι’ ο Τουρκόγιαννος τούς έφερε στην αγκαλιά του, ξανά- κανε τό σταυρό του κ ηρίίε κ’ έκάΰησε σιμά στον Αράθυμο, ευχαριστημένος από το έργο της ημέρας.

Αυτήν τή στιγμή εφτασαν σιμά του κι’ ό Πέτρος μέ τή Μαργαρίτα, πουχαν αποτελειώσει ώς τόσο τή δουλειά τους, κ’ έκάδησαν ά εκείνοι χαμόν για νά. δειλινήσουν.

Page 11: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κί',ζάδϊχος

"Ητανε Λπόγιωμα αργά τήν άλλη jiggu. \> ίίλιο; Ικόντδυε νά βασιλέψει, κ7 ένα φως κόκκινο ήταν χυ­μένο παντον, σαν ψιλή;' χρυσή fl-αμπή σκίνη, σ’ δ/.ον τον αέρα κ’ έτρύπωνε μέσα στο πυκνό .φύλλωμά τών έληών, άπλιονότουν σαν καταχνιά αάνον απο τ ’ αμπέ­λια, που ολοένα Ιβλάσταιναν, πάνου από τα νιόργοπτα χο.:ράφια, ποΰ καί'ένα τους είχε και τδ χρώμα τΟ», στες λακκιές, στα πλάγια,; στα σιάδια, κ’ έκοκκίνιζε όλα πάντα κι.’ ωμόρφαινε τα πάντα, καί δεν άφινε χλο>μο*οΰτε δέντρο κανένα, οΰτε πρόσωπο ανθρώπου κανένα. Κ ’ εκείνην τήν ώρα ό Πέτρος κατερΗνε συλ­λογισμένος τον άσκημο κατήφορο, που έρχότουν ώπο το χωριό, κ’ επηγαινε στην παράμερη κατοικία, όπου ή Μαργαρίτα ερχότουν κάποτε για να τον ευρει. Έφοροϋσε, εκείνο τό βράδυ, ριχτή τή ξακέττα του πάνου στον έναν ώμο και. στο κεφάλι του τή μεγάλη Ijifctta κατεβάσμένην ώς τά βλέφαρα. Δεν εκοίταζε τίποτα, καί τό βλέμμα τον ήταν -προσηλωμένο χάμου κι’ ουτε δεν υποψιαζε τή φεγγοβολή ωμορφιά που τον τριγύριζε. Μήνες τώρα δεν τήν είχε ανταμώσει μο­ναχή της. Καί καθώς κατέβαινε το ρόβολο έροκιότουν μ.έ τό voö του : «Θάρί)ει;» Κι’ άντίς νά δώκει άπάν- ΐηση στον εαυτό του έσφιγγε στες παλάμες του τά. νύχια. Κ ’ έγλιγώρευε το περπάτημά του σά νά ßca- ζότουν νά φτάσει στο ακατοίκητο καλύβι προτήτερά της, μ,’ ολο που ήξερε -θετικά πώς, κι’ αν έμελλε νάρίίη, ί!άπρεπε νά τήν προσμείνει ακόμη πολληυίρα, άφοΰ τά νερά Οαχαν 'ξεβάψει, αργά τό σοΰροπο. Και στο νοΰ του εφεξε με μιας χρυσή ή ελπίδα, φωτεινή κ’ εκείνη,

2

Page 12: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

σαν τό φως τοΰ ήλιου, .τοΰ ¿πήγαινε νά βασιλέψει, μια ελπίδα .του πέρασε σαν αστραπή μεσαίε από τήν ψυχή του καί που δεν έτολμοΰσε αυτός ξάστερα να τήν εξηγήσει στον εαυτό του : βαρχότουν ίσως εκείνο τό βράδυ! Κ ’ ή ελπίδα τούτη τοΰ ξανάφερε στο νοΰ του τό ύστερο αντάμωμα, τήν άκρατη χαρά του που έκανε νά κυλούν χοντρά δάκρυα μέσαίίε από τά μάτια του, δάκρυα που έλάφραιναν τήν τή βαρύθυμη ψυχή του καί πουχαν βρέξει τωμορφό της το πρόσωπο, κ’ εθυμήθηκε τό λαμπερό βλέμμα τής γυναικός που τήν άγαποΰσε.μ’ δλην τή λάβρα τής καρδιάς του, και πουχε έρθει, εθελούσια για να τοΰ παραδοθεΐ, αψηφώντας, σέ μια στιγμή παραφοράς κ’ εκείνη, τήν αμαρτία καί τον κίντυνο καί σιγάζοντας κάθε άλλη φρόνι,μη σκέψη. Καί μια στιγμή κλειώντας τά μάτια του τή είδε να περ- πατεϊ στο δρόμο κ’ εκείνη, ανάλαφρα καί καμαρω- μένα, ν’ ανεβαίνει τό γνωστό ρόβολο ποΰ οδηγούσε στο ακατοίκητο καλύβι, ν ’ ανοίγει τήν πόρτα ρίχνον­τας γύρο της μία περίφοβη ματιά καί κοιτάζοντας τον στο ύστερο σταματημένη στο κατώφλι, μ’ ενα βλέμμα που τοΰδινε άλλη ζωή, ποΰ τουκανε τήν ψυχή και νού­ρια, μ’ ενα βλέμμα γεμάτο αγάπη, ποΰ άναβε μέσα του μίαν αβάσταχτη ορμή, εναν άπειρον πόί)ο.

Είχε κατέβει ως τόσο δλο τό πλάγι, κ’ εβρισκότουν σ ’ ενα σιάδι ανάμεσα σέ δυο μεγάλες σφαλιές από βα­τούς γεμάτους άνθη καί μοΰρα. Γυναίκες έπαιρναν τον ανήφορο γυρίζοντας στό χωριό μέ τά γίδα τους καί μέ τάρνάκια τους, μιλώντας πρόσχαρα αναμεταξύ τους καίγνέΟονιας μαλλί από τή ρόκα τους. Τον έχαι- ρέτησαν όλες" καί τά ζώα τους ποΰ έγέμιζαν δλον τον δρόμο αναμέρισαν για νά τον άφήκουν νά περάσει'

12 Κηζάδικο;

Page 13: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάόικο'

·/.’ απάντησε στο χαιρέτιο τους μέ το χέρι καί μ’ έ'να χαμόγελο, μά ουτε δε σταμάτησε για νά τές κουβεν­τιάσει, οί'τε δεν έγνιορισε ποιες ήταν, γιατί ό νους του ήταν άλλου, βυθισμένος στη σκέψη, που τοΰ Ξανάφερνε στη θύμηση τόσες ηδονικές εικόνες, κ’ ή ίίύμηση τοΰδινε την πλάνα υπόσχεση πώς δ ονειρεμέ­νος παράδεισος θά γινότουν σέ λίγο πραγματικότητα. -—· ‘Ώ κι’ αν έρθη!» εψιθΰοισαν τά χείλη του «τί παί'ηγΰρι της ψυχής!» Αίστάνθ-ηκε πώς τα χέρια έ.κρΰωσαν κ’ ίδρωσαν, κ’ έρώτησε τον εαυτό του πώς μπορούσε ή γυναίκα εκείνη νά τον συνταράξει τόσο καί νά τον κάνει νάναι αδιάφορος για δλες τές άλλες καί νά μην ορέγεται άλλην καμία καί νά μή βρίσκει «μορφήν άλλην καμία παρά εκείνην’ κ’ έκοΰνησε πι­κρά το κεφάλι.

’Έστρεφε τιάρα σ’ έ'να μονοπάτι κι’ άρχισε ν’ ανε­βαίνει μία χέρση ράχη, άνάρηα φυτεμένην μ’ έληές χαμηλές, λιανές, λιγόκλαρες καί γεροπιασμένες. Στη φτώχιά γης τής ράχης έφΰτρωναν ρίκια καί μυρτιές καί τά ξέφωτα μέρη ήταν λογγιασμένα, γεματα αγκα­θερούς άσπαλάθ-ρους, βατσινιές καί φτέρες. Κι5 6 δουλευτής τής γης εξΰπνησε μέσα στήν ψυχή του % είπε μέ τό νοΟ του: «Τί κρίμα που κάθεται ολη τούτη ή γης! Νά μην ήταν χτήμα αρχοντικό, θαταν συγυρισμένη, θάΦρεφε μία ολάκερη οικογένεια!» Μά ό στοχασμός του αυτός δεν εβάσταξε παρά μία στιγμή κ’ ή σκέψη του επέταξε αμέσως πάλι στη Μαργα­ρίτα, ποΰ γι’ αυτήν έπήγαινε τώρα στο καλύβι, καί τοΰ σκλάβωσε πάλι τό νοϋ, διώχνοντας κά-θε άλλη,, ιδέα. ’Ώ ί ή Μαργαρίτα! αυτή καί μόνη ήταν ή ζωή του, ή άπειρη χαρά του, ήταν τό σκληρό κι’ αβά-

Page 14: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

1( Κα:άύι:ίο~

ατν:;το βασανιστήριό Su’, ήταν κκείΐ'ΐ] ηοΐ' τον ¿χώ­ριζε θ.πύ τή ζωή, ενώ ήταν. τον ίδιον καιρό και ή ζωή το>>. Καί πως tip àyaxovm ! ο> πι»; τήν αγα­πούσε ! καί κάθε της έλάττωμα ! πώς αγαπούσε νχè -ο ν ; πονονς που τν,ν έκανε νά όποφέρνει. Ti;r Ικρινε δύστροπη, φιλύπκΐ), Ιειλι'ι, ήςερε πώς το παραμικρό την εκέίνε κακή, πώς ανησυχία ποΓ> εΐμπορούσενά τής δοχιεί η αγάπη του, τήν όργιζε, πώς τυν ήθελε υποτεταγμένον στη θέλησή της, υπομονητικόν, απα- ραπόνητον και πώς ήθελε νά τών βλέπει νά υποφέρει καί và διψάει πάντα «χόρταιττη <ίγάπη. Μά τήν αγα- πονσκΊ . ■

Είχε φτάσει πλιώ στην κορφή τής ράχης κ’ εσί- μων? τώρα στο καλύβι» Έσταμάτησε κ’ εκοίταξε ολό­γυρά του.. Ταυτιά του ακουαν τη θεϊκιά ησυχία τοΓ> κάμπου ποί* δαλωνάτονν ολόγυρά του. Το μούγ- γρισμα κάποιου καματερό«, το μακρυνό αλύχτισμα κάποιου σκύλου, ή φωνή κάποιας γυναίκας δέ βα- «πο.δσαν παρά λίγες στιγμές καί δε μπορούσαν νά ταράζουν το καθολικό μυστήριο. Τα σπιτάκια που δώ ■/,’ εκεί εφαννονταν σπαρμένα, τώ χωριά που άσπριζα1.' μακρυά Σπανοί' στες πράσινες ράχες ήταν βουβά' πέρα ή Μάλασσα γαλάζια, ωχρή καί σαν ασπρουλιάρικη με χρυσές αναλαμπές, άνάδινε μία θαμπή καταχνιά, που έχρυσιζε καί κείνη, κ’ ήταν ήουχη §λη, φοπεινή κι’ απέραντη. ’Αέρας δεν έφυσουσε' κι’ 6 'ήλιος κατέβαινε σσ. μεγάλος δίσκος κατακόκκινος, αλλάζοντας κάθε στιγμή λάμψη τσήν κυματωτή τον Ιπιςράνεια, πρός τα χρυσοβαμμένα ού- ρίίνοθέμελα καί παρέτοιμος να βυθιστεί οτό πέλαγο, δεν ε θάμπωνε πλιά τα μάτια. Καί τής σιγής το μι>-

Page 15: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

οτΓίριο καί ή λαμπρή μεγαλοπρέπεια έκαμαν τον Πέ­τρο βαρύθυμο, τού στάλαξαν στην ψυχή μια βαθειά καί μαύρη απελπισία’ αϊσθανότουν τον εαυτό τον μι- κρόν, αδύνατον, μηδενισμένογ, υποταγμένον σέ ασά­λευτοι’.; καί άσπλαχνους νόμους, που εκυβερνοΰσαν τά πάντα καί πον του άνΟριοπου ή θέληση δεν μπο­ρούσε νά τούς αλλάξει" καί τήν ίδια Ιντυπωση θοί- κανε βέβαια τδ μεγαλόπρεπο βασίλεμα σ’ ΰλους τούς . άλλους ανθρώπους καί στα ζώα καί στα δέντρα, γιατί τά χωριό, τά λιβάδια, οί κάμποι ολα εκεί νη την ίιψηλή στιγμή *σα.ν τρομαγμένα έσώπαιναν.

«“Α χ ! αναστέναξε ό Πέτρος κ’ έσταμάτησε στου καλυβιού τήν πόρτα. « Θάρ ιιει; δέ θάρίίει; — Τώρα Λαραφυλάει κι’ δ Τουρκόγιαννος.»

Το στόμα του ήταν ψρυμένο' τά χέρια του ήταν πάντα κρνα κ’ είχαν υγράνει περισσότερο. Γιατί είχε ςανάρθει απο τήν ξενητιά κ’ εκείνος; γιατί «Χχε πάει δούλος στο σπίτι τού ’Αράθυμου; Κι’ αυτός ο στο­χασμός τον έκαμε νά Ονμη-θεΐ καί λ*« ίδεί μπροστά του, τον τρισευτυχισμένον άνθρωπο, τόνΓ άντρα της Μαργαρίτας, στη θέση πού έκ«·θότουν χτες κ’ έκά- Λνιζε μπρος στο καλύβι του, κ’ εφαντάστηκε πώς αυτή ν τή στιγμή ή Μαργαρίτα, ή γυναίκα πού αυτός αγαπούσε, ήταν καί-πάλι σιμά στον άντρα της, ανάμεσα σέ τρία παιδιά πού τοίχε κάμει, κι’ άνανοήθηκε πώς ό Γιώργης μπορούσε νά τήν εχει δική του, πάσα στιγμή, πάσα ώρΐι, δταν τού έβουλότουν αυτή ήταν ή αχώρι­στη συντρόφισσα τής ζωής του.

Κ’ έσυλλογίστηκε έπειτα ό Πέτρος πώς ή Μαργα­ρίτα είχε φέρει στον ’Αράθυμο όλες τές ευτυχίες. Τίποτε δεν έλειπε στο ευλογημένο σπίτι, πού τό στο-

Καζάδιχος 1$

Page 16: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάόιχος

λιζε, τουδινε ζωή και το δρόσιζε ή παρουσία της. Ό 'Αράθυμος είχε χτήματα δικά του, μά όταν την είχε πάρει, δώδεκα χρόνους δπίσω, ήταν ναυαγισμένος. Τδξερε δλο τό χωριό. Ώ ς καί για να της κάμει το χάρισμα του γάμου, είχε χρεο^θεΐ τά εκατό τάλλαρα .του έχρειαζότουν. eO πατέρας του άδοχίλης κα'ι αμε­λής είχε αφήκει τό χτήμα του να ρημάξει, χέρισο, κα­κορίζικο, ακαλλιέργητο' κ’ ή γης ετσι δεν τουδινε πλιά τίποτα καί έξέπεφτε από χρόνο σέ χρόνο κ’ εβαζε χρέη πού τουτρο^γαν επειτα δλην τή σο^ιά σαν έγενότουν τό λάδι. Κι’ δλο μέ μιας δταν ό Γιώργης. έπήρε τη Μαργαρίτα, τά πράματα άλλαξαν. Έβαλθή- καν δλοι στη δουλειά' άπόχτησαν σέ λίγο ζευγάρι' έπήραν πρόβατα' έξεχρέωσαν καί κάτου από τό βλέμ­μα τής ■ Μαργαρίτας τά γεννήματα τής γης έγινόταν

' χρυσά, οι έληές έβάϊζαν από τον πολύ καρπό, τό χω­ράφι έγινότουν μία -θάλασσα από πρωϊμιές κι’ από οψιμιές, τά χρήσιμα δέντρα εφορτονόνταν δλο τό κα­λοκαίρι με κάθε λογής δπωρικά, από- τότες τίποτα πλιά δεν ελειψε μέσα στο σπίτι του ’Αράθυμου.

Τοίχε κάμει κι’ δλας τρία παιδιά, τό £να καλύ­τερο από τό άλλο' ενα κορίτσι μεγάλο τώρα, ποΰ έπήγαινε μέ τάρνιά στον κάμπο κ’ εκανε καί αλλα. θελήματα του σπιτιού, και δύο αγόρια πού έπήγαιναν κάθε πρωΐ σχολείο κ’ έμάθαιναν γράμματα... Χαρά θεού τό σπιτικό τοΰ ’Αράθυμου.

Κι’ δλοι τούτοι ο! στοχασμοί τοΰχαν έρθει στο νού μαζή, σέ μια στιγμή, ξαλλάζοντας μέ τής αστραπής τή γλιγώράδα' ό νούς του έβλεπε μονομιάς δλα μαζή τά πράματα καθώς τό μάτι τού ανθρώπου ποΰ ανε­βαίνει σέ ψηλό κορφοβούνι βλέπει τριγύρω έναν κό­

Page 17: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κ αζάόιχος 17

σμο. Μά έξαφνα ή σκέψη του ¿σταμάτησε' τον είχε ζαλίσει.

Τώρα δ ήλιος είχε δΰσει και στα σπάνια δέντρα της χέρσης ράχης ελαλοΰσαν κάποιο, πουλάκια ποΰ- χαν ξανάβρει το μελωμένο τραγούδι τους. Ή θαμπή χρυσή σκόνη είχε χαθεί από τον αέρα και μόνο τά διαβατάρικα σύγνεφα ερόδιζαν ακόμη τον άσπρον άχρωμάτιστον ουρανό. Κι’ δ Πέτρος άνοιξε τοΰ καλυ- βιοϋ την πόρτα κ’ έκοίταξε μέσα ξεταστικά τό σκο­τάδι- κ’ έχαμογέλασε πικρά, απαντώντας σέ κάποια ιδέα ποϋ την είχε γεννήσει στην καρδιά ο πόθος.* “Ηθελες κι’ ολας νά προσμένει!» είπε τοΰ εαυτού του- «πώς θαταν από τά τώρα εδώ ώς κι’ αν επρεπε νάρθει;»

Έπήγε μέσα, έκάθησε σέ μίαν άκρη, εκεί ποϋ έκαθότουν πάντα μαζή της, % έκλεισε μία στιγμή τά μάτια προσπαθώντας νά την ονειρευτεί σιμά του, δπως ήταν την τελευταία φορά, μά δεν έαπόρεσε νά θυμη­θεί ξεχωριστά τά πιθέματά της, δσο κι’ άν προσπα­θούσε νά τά ξαναφένει στο νοϋ του- κι’ αυτό συχνά τοΰ συνέβαινε. Μία στιγμή τήν εβλεπε εμπρός του, μά οταν ήθελε ν < προσέξει τά μαϋρα γλυκά της μά­τια, τό μικρό κόκκινο στόμα της, κάποιο σημάδι τοΰ άσπρου κορμιού της, δλη ή μορφή της έσβηννότουν μέ μιας σάν ωχρό φάντασμα- δεν μπορούσε νά θυμη­θεί καθαυτό οΰτε τό χρώμα της, οΰχε τή λάμψη της, οΰτε τό τρεμούλιασμα τών ματιών της, που τόσες φο- φ ζ τώχε κοιτάξει μ’ δλο του τον πόθο, οΰτε τών χει- λιών της τές γραμμές, οΰτε τή γλυκάδα τοΰ χαμόγελου

Κατάδικοξ 2

Page 18: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

18 Καζάδιχος

τους’ δεν μχοροίσε πλιά νά -θυμηθεί πώς έκεΐνα τα χείλια έκολλοϋσαν στο στόμα του, σέ ποιο μέρος τον άγγιζαν, πώς Ιρουφοΰσε την πνοή τους... Κ ’ είπε πάλι μέ πόθο: <’Ώ νάρχότουν τώρα, τώρα εΰτΰς!...» Κ ’ εσηκώθηκε και μισοάνοιςε την πόρτα και έπρόβαλε τό κεφάλι κ’ έκοίταξε εςω σ’ δλα τά μέρη. Μά δεν άνυπομόνησε ακόμη. Έμπήκε πάλι μέσα κ’ εκαμε λίγα πατήματα κρατώντας χαμηλά τό κεφάλι. Έθυ- μότουν πάλι τά λόγια τη ς : <Τώρα παραφυλάει κι’ ό Τουρκόγιαννος !» — «Γιατί παραφύλαγε; γιατί», ξα- νασυλλογίστηκε ανήσυχος, <νά ξανάρθει από την ξενητειά καί νά γίνει δοϋλος στο σπήτι τοϋ ’Αράθυ­μου ; > Κα'ι τον ξαναθυμήθηκε κ’ εκείνον δπως τόν «Ιχε ίδεί χτες ποϋ άλέτρευε, λιγνόν μέ τάρηά του γέ- νεια και τά μακρά, μαδρα μαλλιά ποϋ τοΰπεφταν σά ςρυτίλια στον τράχηλο' θυμήθηκε τά αγαθά παιδιαρίσια μάτια τοΰ ανθρώπου καί τό γλυκό χαμόγελο ποΰχε πάντα στά χείλη καί ποϋ καμία λΰπη, κανένας κόπος ποτέ δεν τοΰ τοσβηναν. Ό άνθρωπος εδοΰλευε πιστά ιό σπίτι τοϋ ’Αράθυμου, από την αυγή ως τό βράδυ στη δουλειά, γιά νά τιμήσει, ώς ελεγε, τό ψωμί ποϋ τοΰδιναν, μά θυμήθηκε κι’ δλας ό Πέτρος πώς ε'τρεμε πάντα ή αδύνατη φωνή του δταν μιλούσε μέ τή Μαρ­γαρίτα καί πώς έκατέβαζε τό βλέφαρο μπροστά της, σάν νά έφοβότοι ν νά τήν κοιτάξει κατάματα, καί μέ πόσο σέβας έστεκότουν όμπρός στην ομορφιά της, σά νατον δμπρός σέ μιά από τές όμορφες εικόνες ποϋ εστόλιζαν την πλούσια κι’ ωραία έκκλησιά τοΰ χωριοΰ τους. Κ’ εδάγκωσε τήν άκρη της καρδιάς του ή υπο­ψία πώς κι’ ό Τουρκόγιαννος αγαπούσε τή Μαργα­ρίτα. Ώ ς κι’ αυτός, άχ ! τήν είχε σιμά του δσο ήθελε»

Page 19: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

ϋαζάδικος 19

τής μιλούσε όταν ήθελε, ειμποροΰσε κάθε ώρα καί •στιγμή νά τη βλέπει, έζοϋσε μέσα στο σπίτι της !... κι’ , •αν ή Μαργαρίτα έ'στεργε... ειμποροΰσε'νά... Μά άπβ- διωξε τρομαγμένος αυτήν την υποψία. <Ή Μαργα- ,ρίτα, ή Μαργαρίτα!» είπε άνοίγοντας τα μάτια. Καί ή Ιδέα αυτή δέν ήθελε νά τον άφήκει καί τον έβασά- νισε πολλήν ώρα. ’Αθέλητα τοΰρθε στο νοϋ μία άπαι- οια καί τρομαχτική εικόνα. Ό Τουρκόγιαννος χλωμός, αμίλητος, δακρυσμένος, περίφοβος από την ευτυχία του, κρατούσε τρέμοντας δλος στήν αγκαλιά του τή Μαργαρίτα' κρΰος ίδρος τοΰβρεξε δλο το σώμα' άνα- •σοΰφρωσε τό μέτωπό του' ή τρέλλα τοΰ πάθους τον «κυρίευε. «ΓΥ αυτό» ειπε μέ τό νοΰ του «την παρα­φυλάει!» Κ ’ έκαμε πάλι καμπόσα πατήματα μέσα στο καλύβι, κ’ ήρθε πάλι στήν πόρτα, κ’ έκοίταξε δξω : «Δένερχεται! κι’ οΰτε θάρθει!» είπε απελπισμένα. Ξαναμπήκε στο καλύβι κι’ εστάθηκε ορθός μέ τό κε­φάλι ψηλά, κοιτάζοντας τό φως που έμπαινε από κά- ποια χαραμάδα. ’Έφερε τό χέρι του στο μέτωπο καί μέ τό φρυμένο του χείλι έκαμε έναν πικρό μορφασμό.· Κ ’ είπε τοΰ Ιαυτοΰ του : «Τί δνείρατα είναι αυτά ποΰ ,βλέπεις; Οΰτε ή Μαργαρίτα είναι τέτοια, οΰτε κι’ δ Τουρκόγιαννος!» Μά ή υποψία του δέν ήθελε νά •■ησυχάσει. «Ο.ί άντρες είμαστε δλοι πονηροί... μά ώ ς κ ’ οί γυναίκες. Καθένας θέλει τό καλό του. Κ ’ είναι τέτοια γυναίκα ή Μαργαρίτα!» Καί σε μια στιγμή «συλλογίστηκε: «Μά οχι, δ'χι, οχι!... δέν πάει μέ τον Τουρκόγιαννο !... ώ νάρχότουνα γλίγωρα !... ώ νάτουν Ιδώ !... Μά γιατί γιατί νά τής μιλει ε'τσι, τόσο περί­φοβα ό Τουρκόγιαννος, γιατί νά την τηράζει έτσι, σαν .άγια εικόνα, δπως εγώ τον πρώτο καιρό ; Δέν εγεινε

Page 20: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

20 Κατάόιχος

τίποτα... Ποιος ξέρει; δχι τίποτα! μά... μά, την αγα­πάει βέβαια!... αχ νάταν Ιδώ! αχ, νάρχότουν!...»

Κ ’ έκοίταξε πάλι από την πόρτα. 'Η ζήλεια τον έβασάνιζε' ή άνυπομονηοία τον καταστενοχωροΰσε' τα. χείλη του έφρΰγονταν πάντα περσότερο και νερό δεν είχε για νά τά δροσίσει, μά για δλον τον κόσμο δέ θάφευγε άπο το καλύβι για νά κατεβεϊ στη βρυσούλα, πώτρεχε άκατάπαυστα στα ρίζα τής ράχης απ’ την άλλη μεριά τοΰ δρόμου. "Ενας κόμπος τοΰσφιγγε τό. λαιμό, ενας κόμπος άσκημος ποϋ δεν τον άφινε νά καταπίνει. <Καλά ο άντρας της» ξανάπε, «υπομονή I μά ώς κι’ αυτός!... ’Έτσι σαν τον πρώτον καιρό μαζή. μου !... Είναι δυνατό;... δχι, δχι, δχι!»

'Κ ’ έ-θυμήθηκε σέ μία στιγμή τον πρώτον καιρό, πέντε χρόνους όπίσω ή και περισσότερο. Πότε άρχισε„ ποΰ, και πώς, δεν τδξερε μήτε ό ϊδιος. Έσυχνοδοΰλευε στοϋ ’Αράθυμου, τοΰ γείτονα του, και την "εβλεπε συ­χνά, κι’ εβλεπε τό σέβας καί την ΰπακοή τοΰ άντρός της σ ’ εκείνην. Πάντα ή γνώμη της έκυρίευε" πάντα έ'λεγε εκείνη τό σωστό' πάντα ό ’Αράθυμος έθυμότουν πώς ή. Μαργαρίτα τον είχε βγάλει από τές στενοχώριες και τές συφορές ποΰ έφοβέριζαντό σπίτι του. Κι’ ό Πέτρος ειχε θάρρος μαζή της, γιατ'ι στο ίδιο τό χωριό είχαν γεννηθή, γιατί κ’ έγνωριζόνταν άπ’ δταν είχαν γνο>- ρίσει τον κόσμο. Κ ’ ετσι ολες οί κουβέντες τους ήταν ανοιχτές, σαν νά μή ήταν ξένοι, κ’ έμιλοΰσαν θαρρετά κ εμετωριζόνταν σάν καλοί σύντροφοι, δχι σάν άντρας καί γυναίκα. ’Όχι ποτέ. Ό Πέτρος ήιανε ακόμη ανύ­παντρος κι’ αυτή τον ορμήνευε συχνά νά πάρη γυναί­κα. Καί κάποτες ό Πέτρος είχε καταλάβει δταν ήταν σιμά της, πώς ή σκέψη του άξαφνα σταματούσε, πώς

Page 21: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάδικος 21

την εβλεπε κ’ έφανταζότουν πώς ζεΐ μέσα σ’ δνειρο, καί τότες δεν εΐξερε τί νά απαντήσει, αν τού μιλούσε, η αν άλλος, τοϋ κουβέντιαζε. Καί του άρεσε τόσο νά την ακούει, δ,τι κι’ αν ελεγε! Και κατάλαβε πώς συ­χνά, δταν ή Μαργαρίτα τοϋ μιλοΰσε, η μιλοΰσε άλλου- νοϋ ανθρώπου, αυτός δεν εννοιωθε πλιά τά λόγια της, γ.άι μαγεμένος άκουε μόνο τής γλυκείας φωνής της τούς τόνους, σά νάταν ή φωνή εκείνη ένα μαγευτικό ό'ργανο, πού λαλοϋσε αγγελικούς σκοπούς, καί θά μπορούσε νά κάθεται ώρες ωρών ν’ ακούει εκείνην τη φωνή, χωρίς νά βγάζει έννοια καμία. Πόσος και­ρός είχε περάσει ετσι, δεν τόξερε. Δεν εΐξερε οΰτε καί τώρα, αν ή Μαργαρίτα είχε καταλάβει κάτι από τη βαθειά του ζάλη, δταν ήταν μπροστά της. Εΐξερε μόνο πώς μια μέρα, ήταν ή αρχή τού καλοκαιριού, -εδούλευαν μαζή, κ’ είχαν βρεθεί μόνοι, ανάμεσα στους ψηλούς σανούς, πού τούς εκοφταν οι δυό τους. Κ ’ ήταν ή καρδιά τού μεσημεριού καί καυτερό τό λιο­πύρι. Κ ’ εκείνην τή στιγμή τοΰχε άφαιρεθεΐ τέλεια ό νους, κ’ είχε ζήσει σά σέ δνειρο, βλέποντας εμπρός του μόνο τή Μαργαρίτα. *Ηταν μονάχοι κ’ οι δυό, στον άνοιχτόν αέρα, ντυμένοι λίγο, ζεστοί από τήν εργασία. Κ ’ ή Μαργαρίτα ήταν σ ’ δλην της τήν δμορ- ςιά , ηλιοκαμένη κομμάτι, γερή, νέα, κ’ ήτανε σιμά του, σιμά του τόσο πού στα ρουθούνια του έρχότουν ή μυρωδιά τοϋ ιδρού της, ανακατεμένη μέ τήν ευωδία τοϋ κομμένου χόρτου. Κι’ αυτή ή μυρωδιά τον εμέ- θυσε. Κ’ έκατάλαβε τότες πώς άπ’ δσα τούλεγε ή Μαργαρίτα, αυτός δεν εννοιωθε πλιά ούτε μια λέξη, ■μόνο άκουε, άκουε, άκουε, άκουε τάνεβοκατεβάσματα τής αρμονικής φωνής, πού αντηχούσε μέσα στ’ αν-

Page 22: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

ν ίψ ! ' 'τιά του, σά μουσική αγγέλων κι’ άξαφνα από τόν- κόσμο δεν είδε πλιά τίποτα άλλο παρά τά δυο λαμ­περά μάτια τής Μαργαρίτας, ποΰ έτρεμούλιαζαν και ποΰ και τώρα ακόμη δεν μπορούσε νά τά θυμηθεί και νά τά ξαναφέρει στο νοΰ του μέ τό χρώμα τους καί μέ τή γλυκάδα τους, κι δλα τά πάντα γύρω σ* εκείνα τά μάτια ήταν θολά και κόκκινα, κ ’ έκρυβε τά πάντα ή κοκκινάδα. Κ’ εύρέθηκε όλυμεμιάς σιμά της» Και την ά'δραξε σά φτερό στην πλατεία αγκαλιά του κ’ εζητοΰσε τά χείλη της για νά τά φιλήσει... Κ’ εκεί­νη τοΰχε άνεγύρει πρώτα τό πρόσωπο για νά ξεφύ- γει τό φιλί του, και δειλά δειλά τον Ι'σπρωχνε γιά νά την αφήσει καί μέ δειλή φωνή, σά μέ παρακάλιο* τοΰλεγε : «Φεύγα, φεύγα!» Μά έκατάλαβε πώς ή αν­τίστασή της ήταν μικρή και πώς από στιγμή σέ στιγ­μή ολιγόστευε. Κι’ όλομεμιάς εύρεθήκαν κ’ οί δυό- τους χάμου, πάνου σ’ ένα κρεββάτι από σανό, μέσα στα ψηλά πυκνά χορτάρια, ποΰ έ'κλεισαν άπάνουθέ τους, σκεπάζοντάς του μ’ ένα πράσινο θολωτό κου- βούκλι. "Η γης άνέδινε μυρωμένη φλόγα κι’ δ αέρας Ιρχότουν ζεστός καί πυρωμένος στα πλεμόνια τους... Κ’ έθυμότουν δ Πέτρος πώς δταγ είχε συνέρθει άπ<> τη μέθη τής ηδονής καί τήν ευχαριστούσε γιά την- τόση ευτυχία πού τον εΐχε κάμει νά δοκιμάσει, ή Μαργαρίτα είχε κρεμάσει τό πρόσωπο καί τοΰχε πει ντροπιασμένη: «Μέ τί πρόσωπο θά σέ κοιτάζω; εχωτώρα δύο άντρες εν τή ζωή’»— ’Έτσι ήταν ή άρχή.^

Κι’ από τότες ή αγάπη του είχε μείνει αχόρταστη πάντα και καθημερινά τον πότιζε φαρμάκια, γιατί ή, ζήλεια τον τυραννοΰσε καί γιατί ή Μαργαρίτα σπάνιες.

22 Κατάδικος-

Page 23: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάδικος 23

φορές εστεργε νά τοΰ παραδοθεΐ, γεμάτη φροντίδα για το καλό της όνομα, για την ησυχία τοΰ σπητιοΰ της, για τά τρία της παιδιά, κα'ί τον ύστερον καιρό μάλιστα, απ’ δταν δ Τουρκόγιαννος είχε ξανάρ-θει «πο την ςενητεια, επρόσεχε κ’ έπροφυλαγότουν ακόμα περισσότερο, γιατί, καθώς ελεγε η ϊδια, ό ζευγουλά- της την παραφύλαγε. Κι' δ Πέτρος ξαναρώτησε τον εαυτό του: «Γιατί; Και πώς τοξερε ή Μαργαρίτα ποΰ την παραφύλαγε;»

«Τώρα ποΰ θαρθει, αμέσως θά τή ρωτήσω!» είπε μέ το νοΰ του. «Μά θάρθει;»— Τό φως είχε λιγο­στέψει· και δ Πέτρος ξαναπρόβαλε το κεφάλι του άπο τήν πόρτα. Τά δένδρα είχαν χάσει το χρώμά τους, ήταν δλα σταχτυά. Τά βουνά είχαν ξεθωριάσει και κάποιο άστρο είχε ξεμυτήσει, μικρό ακόμη μέσα στο σταχτύ φως τουρανοϋ. Κ5 έσκέφτηκε πάλι π »ς πολ­λές κ άλλες φορές ειχε αποφασίσει νά της κάμει πολ­λά ρωτήματα, κι’ υστέρα η δεν την ξεμονάχιαζε κα­θόλου, η δταν την εβλεπε τά λησμονούσε δλα κ’ έπα- ραδινόταν ολόψυχα στη μεγάλη χαρά τής σπάνιας στιγμής, θέλοντας νά χορτάσει αγάπη. Καί μπροστά δεν ήξερε παρά πώς νά παινέσει καί νά δοξολογή­σει τά κάλλη της.

Μά αργούσε απόψε πάρα πολΰ' επρεπε τώρα ναναι ατο καλύβι! Και ή στενοχώρια του κάθε στιγμή έμε- γάλωνε. Έβάλθηκε πάλι νά περπατεϊ μέ μεγάλα βή­ματα, άνασήκωνε μέ τά δάχτυλα τά μαλλιά του, εδάγ- κανε τό μαΰρο μουστάκι του και τά νΰχια τοΰ ζερ- βιοϋ χεριού του, εκλειοϋσε τά μάτια του, άνάσαιγε γοργά και μέ κοντή πνοή, και κάθε στιγμή έπήγαινε στήν πόρτα, ιή μισάνοιγε μέ προφύλαξη, έπρόβαλε τό

Page 24: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

24 Καίάόικος

κεφάλι κ’εκοίταξε, Iκοίταξε για πολληώρα τό δρομί ως την άκρην του, οπου άρχιζε νά ροβολάει στο χέρισο πλάϊ. Δεν ερχότουν οΰτε τώ ρα ! Κ ’ Ιστεν·χωριότουν κι’ άνυπομονοϋσε : Δεν ερχότουν !...

Καί δίπλα στήν ανυπομονησία ηον κάθε στιγμή αΰ- ξαινε, τον τυραννοΰσε καί ή παράλογη ζήλια, καί τοΰ- σφίγγε την καρδιά' καί έπαίδευε ως τόσο την φαντα­σία του ζητώντας νά μαντέψει τί εκανε εκείνην τή στιγμή ή Μαργαρίτα, πον επρεπε νάχε έρθει καί άν- τίς δεν ερχότουν ακόμα. Ώ πόσο θάταν διαφορετικές οι στιγμές του, άν ήταν Ικεϊ καί πόσο γλίγωρα θά- φευγε : Μά δεν ερχότουν ακόμα! ’Ακόμα !

Έκάθησε πάλι στήν ΐδιαν ακρη, δπου τήν τελευ­ταία φορά είχε καθησει σιμά στή Μαργαρίτα, έσ^κώ- θηκε σε μια στιγμή, έκοίταξε πάλι εξω, ξανακάθησε, ξανασηκώθηκε, ξαναπερπάτησε, ξανακοίταξε. Ό τόπος δεν τον βαστοΰσε. ’Ό ξω τό φως είχε λιγοστέψει ακόμη κι’ από στιγμή σέ στιγμή λιγόστευε περσότερο και γλιγωρότερα. ’Ά ν δεν ερχότουν τώρα, τώρα, ή σέ μία στιγμή, η σ’ ένα λεφτό, ή σέ λιγάκι δεν θάρχότουν πλιά! ’'Αχ θέ θάρχότουν! Κ ’βπερίμενε σαν τρελός κι’αύ- τιαζότουν κ’Ιτραβοΰσε τις τρίχες από τά φρύδια του κι’ από τό μαλλιαρό του στήθος. Δέ θάρχότουν! Κι’άφο- κραζότουν κάθε μικρόν κρότο, κάθε φΰλλο ποΰ επε- <ρτε από τήν πιο σιμοτινή εληά πάνου στοϋ καλυβιού τα κεραμυδια, κάθε τρίξιμο ξΰλου ή κλαριού, κά-θε περπάτημα ζωυφίου πάνω στή στέγη, καί κάδε φορά ή καρδιά του αναπηδούσε μέσα στα στήθη του ή έλί- γωνε γιατί ξανάφεγγε μέσα του δειλή καί πλάνα ελπίδα πώς θαταν τά πατήμανά της, καί τότες άνιικρατοΰσε τήν πνοή του' έκλειοϋσε τά μάτια, έσήκωνε τό κεφάλι,

Page 25: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάδικος 25

•για νά την άκοΰσει νά ζυγώνει, δλο νά ζυγώνει, νάρχε- ται... Μά ό κρότος έσβηννότουν σέ μια στιγμή κϊ •εκανε μαζή του φτερά κ’ ή ελπίδα. Δεν ήταν αυτή! Δεν έρχότουν! Δεν θάρχότουν !

Κι’ δσο λιγόστευε τό φως, καταλάβαινε πώς λιγό­στευε και ή πιθανότητα. Ή Μαργαρίτα ποτέ δεν περ­πατούσε τή νύχτα, και δ άντρας της ήταν από ενωρίς •κάθε βράδυ στο σπήτι. Και τώρα δ Πέτρος αίσθανό- τουν τον εαυτό του κουρασμένον από τή μακρύνή ανα­μονή, κ’ ήταν δλος λουσμένος σ’ εναν ΐδρο αγωνίας, -συντελεμένος από μία κατάκαρδη βαρυθυμία, μή βρί- ■σκοντας παρηγοριά στη μαύρη απελπισία εκείνης τής στιγμής. Αποφασιστικά είπε : «Αέ θάρθει!»

Άκούονταν τώρα μέσαθε από τές σούδες των χωρα- <ριών κι’ από τή βρύση, πώτρεχε στα ριζά τής ράχης, στην άλλη μεριά της, τά μονότονα λαλήματα των καλο- χαιρώιών καί τό κράξιμο κάποιου βατράχου, πώκραζε τή βροχή' μέσα στο καλύβι ήτ*ν βαθύ σκοτάδι και -μόνο οί χαραμάδες τής πόρτας και κάποια τρΰπα στο» ■καλυβιού τή στέγη άσπριζαν ακόμη λιγάκι. <’Ώ δέ θάρθει βέβαια!» είπε αποφασιστικά μέ τό νοΰ του. ■<*Άς φύγω!— “Οχι, ας προσμείνω ακόμη μιά στιγμή! — Κι’άλλη μία!— '"Ας προσμείνω ακόμη λίγο, άφοΰ «κάθισα τό πολΰ, μή λάχει κ’ ερθει και δέ μ’ εΰρει!.. Κ ’ έπέρασε ακόμη ενα τέταρτο τή ώρας μεγάλη αγω­νία. Μά ατό ύστερο άπελπισθηκε. Τώρα πλιά ήταν θε­τικός πώς δέ θάρχότουν. Και μολονότι ή θλίψη του ήταν μεγάλη, ¿κατάλαβε πώς ή θετικότητα ήταν πλιο «ΰκολοβάσταχτη από τήν άναμονήν καί τήν αγωνία. Ή λύπη ήταν πβλλή, μά ή αγωνία επαψε.

« Τί πέρασο!» είπε <δλο τούτο τό βράδυ!» Κ ’ εκά-

Page 26: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

26 Κ α τάδικ ος-

θισε αναστενάζοντας μέσα στα σκοτάδια. Είχε δυνατόν πονοκέφαλο, δυνατόν τόσο ποΰ επρεπε νά τον προσέ­χει. Κ* εκανε ετσι ο «όνος τή σκέψη του νά ςβδίνει.. Σκεφτικός ε!ίτε πάλι: «Έ τσι δεν μπορώ νά π ά ω εμ­πρός, κάτι πρέπει νά κάμω, κάτι πρέπει νά κατα<ρέ— ρ ω !... Νάλειπε ό Γιώργης από τη μέση!— Οΐ'ψ ' τα κεφάλι μου!...»

Κ’ή συνείδηση τον όρμήνε-ψε νά μισέψει, νά ζητή­σει τή γιατρειά του πάθους από την ϊδια τή λΰπη τον· σχληροΰ χωρισμοί, νά γλυτώσει ετσι από τόσα άλλα φαρμάκια. Και μέ κακία έσκέφτηκε πώς σ’ αυτόν τον τρόπο ·3ά κακοφάνιζε και την άσπλαγχνη γυναίκα, τή Μαργαρίτα, που τίποτα και τίποτα, δεν ήθελε νά θυ­σιάσει στην τόση αγάπη του. Μά από τάλλο μέρος τον· καρφίόθηκε στο νοΰ ή ιδέα πώς θά την άψινε τότες ελεΰτερη τέλεια, ανάμεσα στά χέρια τοΰ άντρός της και τοΰ καταραμένου τοΰ Τουρκόγιαννον, ποΰ αυτός, ήταν τώρα ή αιτία άπ’ δλη του τή λύπη ! Αυτός ήταν ή αιτία ποΰ δεν είχε ερθει!... Κι’ ό Πέτρος εθΰμα>σε. Μιά στιγμή ξαναλησμόνησε τον πονοκέφαλο του, γιατί τοΰ γεννήθηκε στο νοΰ μία άλλη ά'σκημη υποψία : 'Η Μαργαρίτα τον εϊχε καρφώσει επίτηδες έκεΐ μέσα στο· καλύβι, ολην τή βραδεία, για νάναι ελεΰτερη καί νά μη ψ*βάται τήν παρουσία του. Κάτι ά'λλο είχε νά μη φοβάται τήν παρουσία του. Κάτι άλλο είχε νά κά­μει εκείνο τό βράδυ. Μά δ πονοκέφαλος εξετόπισε καί αυτή τή φροντίδα.

«Ναλειπε, νά'λειπε ο Γιώργης!» είπε πάλι μέ τό ­νον του. Κ’ έκατάλαβε πώς τό πάθος του ήθελε νά τον παρασύρει σ’ έ'να δρόμο ποΰ ακόμη δεν τον ειχε πα­τήσει. Ή καρδιά του έχτΰπησε δυνατά. Έθυμήθηκε:

Page 27: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάδιχος

ο,τι είχε πατήσει. Ή καρδιά του εχτν^ησε δυνατά.. Έθυμήθηκε ο,τι είχε πει ψες τής Μαργαρίτας : θ α τον εκανε νά πάει στη φυλακή, κ ή'ίερε τον τρόπο. Ναι τον ήξερε. Θαμενε άγρυπνος άπόιμε ολην την νύχτα για νά ζυγίσει καλά την πράξη, κι’αςτον δονού­σε δσο ήθελε το κεφάλι!

Ό έρωτας τον εσπρωχνε σ’ έναν κατήφορο που ,τλιά δέ -θα μπόρειε νά τον ξανανεβεϊ, καί τδβλεπε κι’ ύ Ι­διος. Μά δε μπορούσε πλιά ν’ αγωνίζεται μέ τόν εαυ­τό του, όπως και στην αρχή δεν είχε μπορέσει νά ξε- φύγει από τά βρόχια τής θλιβερής του αγάπης! Κ εθυ- μήθηκε τό δοξασμένο ηλιοβασίλεμα εκείνου του βρα- δυοΰ, ποΰ τό'χε ιδεϊ ανεβαίνοντας στο καλύβι καί ποΰ τουχε φανερώσει 51ων των δόλων τοΰ ανθρώπου την τιποτένια αδυναμία. Ό λη ή φύση ήταν υποταγμένη] σέ νόμους σκληρής ανάγκης, κ’ ενας τέτοιος νόμος ήταν για τόν άνθρωπο κι’ ο ’Έρωτας !

Μ’ αυτόν τόν στοχασμό έβγήκε από τό καλύβι. Είχε νυχτώσει.

3

Τό σπίτι του ’Αράθυμου ήταν στην αρχή ταΰ χω­ρίου τό πρώτο στο μεγάλον τό δρόμο, που έμπαινε άναφόρητος μέσα στο χωριό. Ή ταν χτισμένο σ’ ενα στενόχωρο σιάδι, δύο όργυιές ψηλότερα από τό δρόμο, έκεΐ πού άρχιζε το ανηφόρι. Ξερότοιχοι ολόγυρα χορ­ταριασμένοι εβαστοΰσαν τοΰ σιαδιού τά χώματα. Κ* ήταν τό σπίτι μονόπατο, μέ τέσσαρα παραθυράκια στην μπροστινή του Οψη, μέ αλλα δύο στην πλάγια καί στε- νώτερη μεριά. Τρία κακοχτισμένα καί ανώμαλα σκα—

Page 28: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάδτχος

■λοπάτια ανέβαζαν στην πλατεία καί χαμηλή πόρτα του, το μόνο άνοιγμά ποΰχαν οι τοίχοι στο χαμώγι. Ή πόρτα καί τά παραθυρόφυλλα ήταν αχρωμάτιστα,μαυ- ρισμένα diti τες βροχές, σκασμένα από τυύς ήλιους, παλιά πολύ καί ξεκάρφωτα' οι τοίχοι δεν είχαν σο­βατιστεί ποτέ, απ’ δταν τδχαν χτίσει. Πίσω είχε έναν ευρύχωρο κήπο, ποΰ από το μεγάλο δρόμο δεν έφαι- •νότουν, κ’ εκεί εφΰτευε δ Αράθυμος λαχανικά, κρεμ- ,μύδια καί σκόρδα. Καί στον κήπο, κολλημένο μέ τή ■μία του πλευρά στο σπίτι, ήταν ενα μεγάλο, μονόχυτο ^αλΰβι, από μιάμιση χιλιάδα κεραμΰδια, δ στάβλος

' για τα δύο καματερά, τάρνιά, τή γίδα καί το γουροΰνι τοΰ Ά ρ ¿θυμού. Μέσα στό σπίτι δεν είχε χωρίσματα. TÒ χαμώγι ήταν ενα μεγάλο μαγαζί. Έκεΐ σε μίαν άκρη, πάνου σέ μία παληά, στενή, μακρυά κασσέλλα, μέ ξεθωριασμένα χρωματιστά σκαλίσματα, εκοιμότουν Ó Τουρκόγιαννος πάνου σε μίαν ψάθα που την εστρω- νε κάθε βράδυ καί την ξέστρωνε κάθε αυγή. Καί δί­πλα στην κασσέλλα ηταν ή στενή ξύλινη σκάλα, ανοιχ­τή καί δίχως κάγγελα, που ανέβαζε στο άπάνου πά­τωμα. Στην άλλη μεριά, στά δεξιά τής πόρτας ήταν στημένα άπάνου σέ δοκάρια τρία βαρέλια μέ κρασί,

-:ενα πατητήρι γυρισμένο ανάποδα, δυο λαυριά μέ τυρί• καί μ’ εληές, μία πέτρινη πίλα μέ ξύλινο σκέπασμα, κλειδωμένη κ’ εκείνη καί γεμάτη λάδι. Καί κάτου από τή σκάλα, καθαυτό αντίκρυ από τήν πλατεία μπασιά τοΰ σπιτιού, ήταν μια μικρή στενόχωρη πόρτα, που «οδηγούσε στο μαγειριό, ενα ξεχωριστό μονόχυτο μικρό .χαμώγι, άκουμπημένο κ’ εκείνο στο σπίτι, μ’ ενα μι- .κρό τετράγωνο παραθυράκι, ψηλά απέναντι από τήν -•πόρτα.

Page 29: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάδικος 2ί ·

Τό άπάνου πάτωμα ήταν δ'λο μία μόνη χαμηλη κάμαρη, πολύ μεγάλη, χωρίς τζάμια στα παράθυρα και χωρίς νταβάνι. Στα μαδέρια ήταν κρεμασμένα ακόμη πολλά κίτρινα στάχυα από αραποσίτι, δεμένα πολλά μαζή σέ πλεχτές όρμαθιές, φυλάμε να έ'τσι γιά τή σπορά των χωραφιών. Στή δεξιά -μεριά, και σιμά στα δύο παράθυρα, ήταν ενα μεγάλο, πλατύ, καθαρό· κρεββάτι, σκεπασμένο μ’ ενα χρωματιστό καί πλουμι­στό πάπλωμα, τό κρεββάτι τής φαμίλιας ιού ΆράΟυ- μου. Έκεϊ έκοιμόνταν στή σ«ρά ο νοικοκύρης, ή; Μαργατίτα, ή θυγατέρα τους και τά δυο αγόρια. Έ να. ξύλινο τραπέζι στρωμένο μ’ ενα μάλλινο σειρωτό μεσ- σάλι, άσπρο, γαλάζιο και κόκκινο καί δύο μπάγκοι, μακρυοί, από τή μιά και την ά'λλη μεριά του, ήταν στην άλλη άκρη, καί δίπλα στο κρεββάτι, μιά ά'λλη. κασσέλλα όμοια μ’ εκείνην ποΰ τήν ειχε γιά κρεββάτι. ό Τουρκόγιαννος, μά πολύ πλιό καινούρια, ή κασ- σέλλα ποΰ ήταν ρούχα γεμάτα καί ποΰ τήν είχε πάρει, προίκα ή Μαργαρίτα, καί τρία μεγάλα χσσσόνια κλει­δωμένα καί εκείνα καί γεμάτα ακόμη φασόλια καί. αραποσίτι, δ'λο τό ψωμί τού σπιτιού, ως τήν καινούρ­για σοδειά. Τέσσερα καπνισμένα κονίσματα Ικρεμόν— ταν ανάμεσα στα δύο παράθυρα, σιμά στό κρεββάτι. καν πίσω από ενα γυάλινο καντήλι, καί δίπλα τους ενα~ παλαιό, μακρύ, φτενό ντουφέκι τού κυνηγιού, πάντα* γεμάτο. Αυτά όλα ήταν τά έπιπλα τού σπιτιού τον ’Αράθυμου.

Ή τανε ακόμη σκοτάδι" δύο ώρες νά ψέξει’ κ' εβρεχε, μά δεν εκανε κρύο. Κ5 αυτήν τήν ώραν ό·· Τουρκόγιαννος επήδησε άπό τό κρεββάτι του, δπον* Ικοιμότουν ντυμένος, εκαμε ιό σταυρό του, έπρόφερε

Page 30: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

30 Καζάύτχος

μία κοντοσύλλογη προσευχή δική του, άναψε το καν­τήλι του ποΰχε σβη'στεί, άνοιξε την πόρτα για νά Ιδει από τάστρα την ώρα καί τον καιρό που έκανε, έπήγε κι’ αναψε φωτιά στο μαγειριό κ’ έβαλε νερό να βρά­σει, ςανάρθε καί ξέστρωσε το κρεββάτι του, κι’ άνι­φτος ακόμη, έπήρε στο ένα του χέρι παραμάσκαλα το .χόρτο πουχε φέρει την περασμένη βραδεία στο χω- ■ριό, έπήρε σταλλο ένα κατάμαυρο λυχνάρι, ποϋ τα- ναψε από xò καντήλι, κ’ έπήγε στο κα?νύβι για νά ταγίσει, σαν κάθε μέρα, τά δυο βώδια. Ή βροχή έπε­φτε ψιλή από τον ουρανό, το φεγγάρι έ’φεγγε πίσω από τα θολά σύγνεφα.

'Ο Τουρκόγιαννος άνοιξε την πόρτα του μεγάλου καλυβιού, κι’ ό στάβλος άνάδωσε μια ζεστή πνοή καί μια βαρεία μυρωδιά από τά διάφορα ζώα. Τά δυο μεγάλα βώδια ήτανε πλαγιασμένα πάνου στα βρωμερά κι’ υγρά αποφάγια τολ̂ ς κι’ άπάνου στες κοπριές τους κι5 αναχάραζαν ήσυχα. Τά κοίταξε μ’ αγάπη, τούς .χαμογέλασε καί τούς είπε μοιράζοντας του ταχυρο :— «Νά, μωρέ Περδίκη' νά- Παρασκευα !» Έκοίταξε έπειτα καί τάλλα ζώα, τά τέσσερα αρνιά πού έκοιμόν- ταν ακόμη τδνα πολύ σιμά στάλλο, τή γίδα, που ήταν ξυπνή καί ποϋ καθώς τήν είδε έ'βλιαξε, καί το γου­ρούνι πού δεμένο από το πόδι καί γκροΰζοντας άνά- σκαφτε τή γή, καί ξαναγΰρισε ευχαριστημένος στο σπήτι. Έσυγυρίστηκε τότες κ’ ήρθε έπειτα κ’ έκά- θησε σιμά στη φωτιά μέσα στον καπνό του

¡μικρού μαγειριού κ’ έπερίμενε νά φέξει. 'Ο γάτος τού σπιτιού, ενα μικρό παρδαλό καί άσκημο ζώο, έπήδησε άπάνου στον ώμο του, εχαϊδεΰτηκε στο .κεφάλι του, έκάΰησε κι’ άρχισε τή μουσική του.

Page 31: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

.Καζάδικος 31

Σέ κάμποση- ώρα άκουσε τους νοικοκυραίους άπο­νου, ποϋ έξυπνοΰσαν ένας ένας. Πρώτη ή Μαργαρίτα ■ανεγύρισε στό κρεββάτι, καί σέ μία στιγμή έχασμου- ρήθηκε. Τά δυο της αγόρια επήδησαν εύτΰς στό πά- τωμα, κι’ ά'κουσε τά τρεχαρίκια τους, μέ γυμνά ακόμη τά πόδια και τές φωνές τους. Κατόπι ακουσε νά ση­κώνεται ή Μαργαρίτα και σέ μια στιγμή ή θυγατέρα της κι’ ό ίδιος ό ’Αράθυμος. Τούς ά'κουσε νά μιλούν χαμηλόφωνα, ενώ .έντυνόνταν, καί σέ λίγο τούς ά'κου- σε νά κατεβαίνουν τή στενή ξύλινη σκάλα καί τούς εΐδε στό χαμώγι, και τούς καλημέρισε. Μόνον ή θυ­γατέρα τους έμενε ακόμη άπάνου. Τά δυο αγόρια ήρθαν σιμά του πρώτα και τονς χαΐδεψε το κεφάλι χαμογελώντας, επειτα εΐδε νά μπαίνει στό μαγειριό ή Μαργαρίτα κ’ έπαραμέρισε, έκατέβασε τά βλέφαρα, καί την άφισε νά ετοιμάσει τον καφέ χωρίς νά τής μιλήσει.

Ό γάτος έπήδησε άπό τον ώμο του και τά παι - διά τον άδραξαν γελώντας. ’Αλλά τό ζώο εβάλθηκε νά φωνάζει. Τώρα ειχε ξημερώσει.

«Μην τό τυραγνάτε, παιδιά», τούς είπε γλυκά δ Τουρκόγιαννος’ «αφήστε το!»

«Θά τοΰ δώσουμε ψωμί!» έφώναξαν και τά δύο Γμαζή.

«Ελάτε εδώ καλήτερσ!» τούς ξανάπε ό Τουρκό­γιαννος.

«Μάς χορεύεις και σήμερα;» τοΰπε δ Θανασοΰ-' λης, τό μεγαλήτερο αγόρι, άφίνοντας τό γάτο, που «βγήκε τρέχοντας οξω, περνώντας άπό μία τρύπα κα- ■μωμένην επίτηδες στην πόρτα, κ’ εσίμωσε στά γό­νατα τον Τουρκόγιαννου. Τό αδέρφι του ακολούθησε

Page 32: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

32 Κ αζάόιχος-

τό Θαναπονλη γελώντας. Καί τ ανέβασε στα γόνατα τον νΧ άρχιζε νά ιά χορεύει, μουρμουρίζοντας ένα. τραγούδι.

«5'0χι, δχι>, τούπε σέ μια στιγμή 6 Γιαννούλης,. τό μικρότερο, γλιστρώντας χάμου μέ βία, «θέλουμε νά χορέι|)εις έσΰ!»

Ό Τουρκόγιαννος Ιγέλαοε.«’Ώ τώρα:> ε!πε ή Μαργαρίτα ϊ-θά σταυρώσετε

τον άνθρωπο'»Ό Τουρκόγιαννος μέ το βλέμμα τήν ευχαρίστησε

για τήν καλωσύνη της ·λ εσηκώ&ηκε, και μέ τά δυο παιδιά επήγε στη μέση τοϋ χαμωγιοΰ. Τά'βαλε επειτα. στη γραμμή, τάζαμε νά πιασθοΰν από τό χέρι, επιασε κ’ εκείνος τό χέρι τοϋ μεγαλήτερου και κάνοντας το- βιοίι μέ το στόμα έβάλθηκε αδέξια νά χορεύει τό χω­ριάτικο χορό. Τά παιδιά χορεύοντας κι* εκείνα ¿'ξε­καρδίζονταν από τά γέλια κ’ οϊ μεγάλοι έγέλασανμαζη- =

Αυτήν τή στιγμή κατέβηκε από πάνου και ή Αένη. ή -θυγατέρα τοΰ ’Αράθυμου, μία κόρη δέκα χρόνων, και τον έκαλημέρισε. Καί ό Τουρκόγιαννος τελειό- νοντας τό χορό του τής είπε, γελώντας: «‘Ύστερη,, άπ ολονς ή κυράτσα μου- κι’ αργά, αργά, οάν τήν άρχόντισα! Αλησμόνησε, πουχε νά πάει στο πλύμα,, κι’ Ιγώ τής ετοίμασα τό νερό 1»

«Καλά εκαμε» είπε ή Μαργαρίτα’ «γιατί νά τρέ­χει σά ζωζονλικό τή νύχτα στους κάμπους;»

"Επιναν δλοι τώρα σέ μεγάλα φλυτζάνια τό μαΰρο καψψέ τους σκορπισμένοι μέσα στο σπίτι. Κ ’ ή Αένη αμέσως έπειτα έβάλθηκε νά περιχύνει τήν μπουγάδα της που ήταν ετοιμασμένη στο κανίστρι από τό βράδυ.

Page 33: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καΐάδχκος 33

«01 κοπέλες» είπε σοβαρά δ Τουρκόγιαννος «πρέ­πει νά μάθουν από πρώιμα στη δουλειά! Παντρεύονται, μικρές και πάνε σ’ άντρός χέρια“ καϊ οι μαννάδες παίρ­νουν ανάθεμα, άν δεν τές μάθουν. ’Άλλο πράμα ταγά­ρια».

Είχε βγει ώς τόσο δ ήλιος, μά δεν Ιςραινότουν, και ή Αένη, άψοϋ ετοίμασε τή μπουγάδα επήγε στα καλύβι, ε'βγαλε εξω τα πρόβατα, τή γίδα και τό γουροΰνι, Ιπήρε τή βαρεία κάνιστρά μέ τά ρούχα στο κεφάλι κ’ εςεκίνησε μ’ ολην τή βροχή, για τό ποτάμι. Ταγό- ρια ετοιμαστήκαν για τό σχολειό, κι5 δ ’Αράθυμος για τό χωριό.

■«Βρέχει σήμερα» είπε τον Τουρκόγιαννου βγαίνον­τας' «τό ζευγάρι δέ θα δουλέψει' κάμε δ,τι θέλημα μπορέσεις».

Σέ λίγο εμειναν στό σπίτι μόνοι δ Τουρκόγιαννος κ’ ή Μαργαρίτα.

’Έβρεχε ακόμη. Τό νερό επεφτε από τόν ουρανό πολύ καί σιγαλό, γεμίζοντας δλον τόν αέρα χαρακιές ’ίσιες, και πυκνές πυκνές, ποϋ φθάνοντας σχή γη εχα- λιόνταν σέ μυριάδες σταγόνες κι’ άνασήκοναν λάσπη. "Ανεμος δεν εφυσοϋσε, κι’ ακουότουν δ σάλαγος του νεροΰ ποϋ κυλοϋσε στους τάφρους και στα χαντάκια μαζή μέ την αντάρα τής βροχής ποϋ εδερνε τή γη. Κι’ ήταν άκόμα πρωί, κ’ ή μέρα ήταν χλιαρή καί τό φως λίγο* καί τά φύλλα των δέντρων, τρυφερά ακόμα, Ιϊτταζαν κ’ έλαμπαν, σά σκεπασμένα μ’ ασήμι.

Κ «τ«£ιχβ; 3

ΒΑΝίΐΠΐΐΓΓΗΜ!© Κ Ρ Η Τ * *ΚΙΒΛίΟ©«ΚΜ·

Page 34: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

34 Κατά4ικ&ς

. «Καθησιό σήμερα, ολη μέρα!» εΐπε δειλά ο Τουρ- κόγιαννος της Μαργαρίτας' «δεν ήρθε ακόμη 6 Γεώρ- γης ; » κ’ έκοίτα'Ξε ολόγυρά του.

«”Οχι~·,τοϋ άποκρίθην.ε εκείνη από το μικρό μαγει­ριό' μά φέρε μου το πιάτο σου νά σοΰ δώσοο νά φας ως τόσο».

Ό Τουρκόγιαννος την κοίταξε μέ τά μεγάλα του αθώα μάτια σά για νά την ευχαριστήσει, έ στάθηκε στο κατώφλι της μικρής πόρτας τοΰ μαγειριού καί μέ το βλέμμα Ιζήτησε το χοντρό πήλινο πιάτο του. Έζΰ- γωσε Ιπειτα ενα κανίστρι ποϋ εκρεμότουν από εν* δοκάρι της στέγης, κ ήρθε μέ το πιάτο καί μ’ ενα ξύλινο κουτάλι σιμά στη Μαργαρίτα, βασζώντας χα­μηλωμένα τά βλέφαρα.

«Τα παιδιά», είπε ή Μαργαρίτα κενόνοντας το φα­γητό τοΰ Τουρκόγιαννου, «θα γιοματίσουν το μεσημέρι στο γυρισμό τους' ή Λένη έπηρε κάτω το ·ψωμί( της... δέ Μ ρθει παρά βράδυ... Έσύ δεν Ιχεις καμία δου­λειά !» Καί λέγοντας ετσι τοΰδωσε στο χέρι το πιάτο ολο γεμάτο φαγητό, χωρίς νά σηκώσει τά μάτια.

Ό Τουρκόγιαννος εκαμε το σταυρό του, εκάθησε χαμοί: άπάνου σ’ Ινα χοντρό ξύλο, %’ άρχισε νά τρώει. «Θ ά κάμω» της απάντησε «δ,τι μέ διατάξετε! Λέω νά φτιάσω τάλετροπόδι ποϋ μοϋ χάλασε. ΙΙοΰ είνε το σκεπάρνι ; Χαλάλι του ! εκαμε τόση δουλειά».

Ή Μαργαρίτα εμεινε σκεφτική' ανακάτωσε το φα­γητό μέ την κουτάλα, τη χτύπησε δύο τρεις φορές άπάνου στα χείλη του τεντζεριοϋ καί το κατέβασε από το σιδερένιο τριπόδι.

«Το σκεπάρνι ;» τουπέ' «δεν είναι μέσα στην κα­σέλα;» Κ’ επειτα ζυγίζοντας τα λόγια της, σά να μην

Page 35: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάύιχο' 35

ήθελε νά πει περισσότεαα απ δσα είχε προμελετήσει τον ξανάπε: «Τό βαρέθηκα, Γιάννη, το ζευγάρι! Τδχω τόσα χρόνια! Είναι πάρα μεγάλος ό κόπος πάρα μεγάλη ή έγνοια δλον τό χρόνο! . . . Είναι αλή­θεια πώς οπού εχει ζωντανά, είναι ζωντανός, κι’ αυτά μάς κάνανε ν’ αφήσου μ ε για τής φτώχειας, μά τώρα τά παιδιά άξήσανε, μπορώ νά τούς πάρω μια μοσκάρα καί νά την κουναρήσουνε' ή ωφέλεια θάνε ή ίδια στο χρόνο και ■&’ απολείπουνε τά'λλα τά έξοδα. Παίρνω λοιπόν μέτρα νά τό ξεκάμω τό ζευγάρι!» Κ ’ εκήγε νά τοΰ φέρει ψωμί.

«Τό ζευγάρι!» τής άπήντησε μέ πόνο ό Τουρ/.ό- γιαννος, χωρίς οΰτε τότες νά την κοιτάξει.

«Τώρα» τουπέ, «καί οί δουλειές ετελειώσανε για εφέτος' έ’ξοδο μοναχά θάχει, σκουτοΰρες!... Κ ’ νιτεοα, δταν επαντρεΰτηκα, δεν επήρα ζευγουλάτη... δ Γιώρ- γης δεν μπορεί νά πει τίποτα, αν εγώ τό ζευγάρι δεν τό θελήσω!»

«Τό ζευγάρι!» ξανάπε λυπημένος δ Τουρκόγιαννος· «Τέτοιο ζευγάρι! Τό καλήτερο σ’ δλα τά χωριά! . . . Δύο ζά παλληκάρια, τον Περδίκη καί τον Παρασκευά μου, ποΰνε μαύρος σάν Άράπης, κ’ ή προβειά του λάμπει στον ήλιο ! Τόνε λέμε ετσι γιατί γεννήθηκε Παρασκευή μέρα* καί νά τά πουλήσετε τά καημένα τά ζά. Δεν λέω τίποτα, γιατί νοικοκύρης δεν είμαι' εϊσαστε εσείς μέ τής υγείες σ α ς ! δικό σας τό πράμα* μά δυο τέτοια ζά, νά τά δώσετε γιά μαχαίρι, δεν εί­ναι κρίμα!... "Αχ, ετσι τά δώρισε δ Θεός γιά τή σφαγή! «Θΰσον καί φάγε !» τδπε δ ϊδιος. Μά εμένα ώ ς τόσο μέ πονεΐ! . . .

Τά ζώα, σά νάχαν καταλάβει που εμιλοϋσαν γι*

Page 36: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

i 8 Καζάόιχοζ

το μετάνοιωσα, κανένας èèv το 'ξέρει. Ή νειση7 Μ-1 είχε ξεβγάλει αχό τά δριά μου, καί μ’ είχε μαγέψει ή φωνή σου... ή φωνή...»

«Κ ’ ήθελες να μέ φίλησες τότες» τουπέ γελώντας καταφρονητικά.

Έκατέβασε το βλέφαρο ντροπιασμένος. «Έ γώ, val εγώ ! Ή νειότη σέ σκέφτεται. Μά μέ συμπάθησες» Μου τώπες!»

«Τότες Ιγώ σ’ έβρισα ! Ηέρεις ποιανού είσαι π αιδίρ«Μοϋ το ρώτησες καί τότες! tò θυμάσαι;— Ένοΰ

Τοΰρκου καί δεν ξέρω ποιανού. Έτσιμοΰπε ή μάννα μου.— Τή μάννα μου την ειχε ληστέψει καί την είχε δυστυχέψει ένας Τοΰρκος σ ’ ένα βουνό τής Χει- μάρας. Κ’ ή μάννα μου έπειτα είχε έρθει στο χω­ριό σας μ’ άλλες γυναίκες πατριώτισσές της μία σοδειά για να μαζεύει εληές κ’ εδώ ατό χωριό σας έκατάλαβε πώς ήτανε εγκυα η καημένη ή μάννα μου, καί δεν ξανάγυρε πλιά στόν τόπο της μέ τές άλ­λες γυναίκες, γιατί έντρεπότουν τους χωριανούς της κ ’ εφοβότουν τούς γονειοΰς της. Κι’ ό πατέρας σου,. Μαργαρίτα, την ευκή του ναχουμε ! την εβαλε σ’ ενα καλύβι του καί μ ’ εκαμε έμενα κι’ αντις να με σκο­τώσει, κι’ άντίς να μέ ρίξει στο σπιτάλι, καί ν ’ άπο- λείψει ετσι από τά τόσα βάσανα, ποϋ τής έκόστισα, κι’ άντίς να γυρέψει να παντρευτεί, αυτή ή άναντρη γυναίκα, μ’ εβάσταξε σιμά της, εδονλεψε για μέ, κα- ταφρονέθηκε γιά μέ, εκακολογήθηκε για μέ, κ’ έμεινε ανύπαντρη δσο ποϋ πέθανε' κ’ Ιζητιάνευε για νά μέ κουναρήσει καί μ’ έπαιρνε κατόπι της για νά μή μέ αφήνει μοναχό καί γιά νά μην προβατεϊ μοναχή της λ εκείνη' κ’ εζητιάνευα χαί γώ" καί ό κόσμος μάς

Page 37: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

ΚΰζάόΐΧΟζ 39

εδινε τό άγιο ψωμί, οσο ποΰ άξησα εγώ κ’ επιασα δουλειά και μποοοΰσα νά της φέρνω τό ψωιιί της. Και τότες... τότες..." μοΰδωκε την ευχή της κ’ εκλεισε τα μάτια της, τά καλά της τά μάτια, σά νά μην είχε 'ίήσει παρά νά μέ άναστήσει!...» Δυο δάκρυα Ικΰλη- βαν στα μάτια τοΰ Τουρκόγιαννου, κ’ εμεινε σιωπηλός για ώρα. ’Έπειτα εσηκώθηκε, έκαμε τό σταυρό του και τά χείλη του έμουρμοΰρισαν μίαν προσευχή.

«Π ως μπορούσα νά πάρω άντρα ένα ζητιάνο!» είπε τέλος σκεφτικά ή Μαργαρίτα.

«Δεν μπορούσες!» τής απάντησε πικρά* δεν μπο- βοϋσες βέβαια! Κι5 δταν έκαμα δ,τι έκαμα, έντράπηκα τόσο τον πατέρα σου, κι’ ας ήξερα πώς δέ θά μολο- γοΰσες, ποΰ ¿μίσεψα αμέσως. Κ ’ ήμουνα τότες κα­κός άνθρωπος, χειρότερος από τούς κακούς ποΰ βρί- «κονται στες φυλακές, κι’ άλλους ανθρώπους τούς άγαποϊσα, άλλους τούς εμισοΰσα, καί τούς εζήλευα βλους, κι’ είχα κατάβαρος στη δόλια μου τή μάννα, γιατί μ5 είχε κάμει. Τώρα ή ξενητειά μ’ έδίδαξε και μ’ εβαλε σ’ έναν άλλο δρόμο. ’Έφυγα μέ την από­φαση νά κάμω προκοπή, νά βρω μίαν άλλη Μαργα­ρίτα, σέ τόπο ποΰ δέ μέ γνώριζαν, καί νά ζήσω' κι’ «ντίς, εύρηκα στην ξενητειά ανθρώπους καλούς, ένα δάσκαλο μάλιστα πολύ σοφόνε, ποΰ μαζή του θά ήμουνα ακόμη, αν δ Θεός δεν τον έκραζε σιμά του, κ5 είδα μ’ αυτούς τριγύρω μου τόση ανθρώπινη δυ- στυχζα, γέρους, γυναίκες, παιδιά, ποΰ εβασανιζόνταν

μιά γης τόσο καλή κάτου από έναν ήλιο πώφεγγε για δλους, ποΰ έλησμόνησα τά δικά μου τά πάθη κ’ έβάλθηκα ν’ αγαπάω δλους τούς ανθρώπους . . . Κι’ «ποφάσισα νά ρωτήσω και ρωτιόμουνα και ο ίδιος,

Page 38: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

40 Κατάδικος

γιατί ήταν αρά γε δ κόσμος ετσι φιασμένος, καί γε- ρόντοι καί παπάδες μούλεγαν δλοι: Μυστήριο ! . . . >

«Δεν πας για τά ζώα» τουπέ ή Μαργαρίτα βαρυ- μένη κομμάτι από τές κουβέντες του.

«Τώρα τούς ερριξα νά φδνε», άποκρίθηκε ό Τουρ- κόγιαννος' «μά άφησε με νά τελειώσω, άφοΰ μάλι­στα πρέπει καί πάλι νά μισέψω!» Κι’ άνε στέναξε. «Γράμματα δεν ξέρω» ¿ακολούθησε <κ’ είμαι γι* τοϋτο θεόστραβος! Μά ό δάσκαλος εϊςερε. Κι’ αυτός καί κάποιοι άλλοι μοΰπαν πώς είναι λίγοι οί ευτυχι­σμένοι άνθρωποι η εκείνοι που αλαφραίνουν του άλ λουνοϋ τον πόνο η οί κακοί ποϋ μετανοιώνουν. Αυτοί λαβαίνουν τή λύτρωση . . . Κι’ ώς τόσο ή άλλη Μαρ­γαρίτα δεν εύρισκότουν κι’ οΰτε τή ζητούσα καί την προκοπή την ήθελα κάθε μέρα καί λιγώτερο καί δεν κυνηγούσα πλιά τό πολύ κέρδος, κι’ από ο,τι εκέρδιζα βαστοϋσα μόνο ό,τι μοΰ χρειαζότουν γιά νά θρέφω τον εαυτό μου, πολύ λίγο, κι’ ολα ταλλα τά σκόρπιζα, καλά κακά, όπου μοΰ φαινότουν πώς ήταν ανάγκη. Κ ’ ετσι έμεινα ώς τά τώρα φτωχός, όπως μ’ είχε γεν- νηαει ή καημένη μου ή μάνα. Κι’ απ’ ολες τές δου- λιές έπροτιμοΰσα τούτην.που κάνω σήμερα’ μ’ άρεσε νάμαι δοΰλος, μέσα σέ φαμελιές μέ παιδιά, γιατί Ικουναρήθηκα, βλέπεις, ορφανός' κι’ αγάπησα τόσα παιδιά, σέ τόσους τόπους! κι’ αυτά μ ’ αγαπούσανε λίγο, ετσι καθώς καί τά δικά σου τά παιδιά, Μαργα­ρίτα ! ’Ώ τά παιδιά, ή ευλογία τοΰ Θεοϋ, καί ή αθώα ■ψυχή τους!»

«Μά δε σ’ αγαπάνε’ γελιέσαι!»«Μ ’ αγαπάνε λίγο, κ’ εχουνε δίκηο ! είμαι ξένος καί

δούλος’ προτιμάνε τούς άλλους.’Από μένα τ ίθ ’ άπολά-

Page 39: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάδιχοζ 41

ψουν;— Μά αςρησέ με νά τελειώσω.— Κι’ δταν άρχιζα νά καλοκαθίζω σέ κάποιο σπίτι, κι’ αποφάσιζα νά μείνω σ’ αυτό ολη μου τή ζωή, κ’ έκανα γνωριμία μέ τόσους καλούς ανθρώπους, ποδ ποτέ μου δέ θά τούς λησμονήσω, εΰρισκότουν πάντα κάποια σκοΰντρα, κά­ποιο ανάποδο πράμα, κ’ ήμουνα πάντα εγώ ή αίτια, και ο καημένος δ Τουρκόγιαννος έδενε σ ’ ενα μικρό μπόγο τά λίγα του παληά κουρέλια, τά κρεμούσε στην άκρη του ραβδίου του, ταβαζε στον ώμο, κ’ επαιρνε δρόμο πικραμένος πρός τό αγνώριστο μελλάμενό του... Και μια φορά κάπου ήταν ενα κορίτσι μ’ αγαθή καί •φιλάνθρωπη ψυχή, καί μ’ ενα πρόσωπο παρόμοιο μέ μπουμπούκι. Κ’ είχε μία φωνή που ή γλυκάδα της μοΰ -θύμιζε πάντα τον τόπο σας, Μαργαρίτα, καί τό χωριό σας... καί κακοσύνη δεν είχε καμιά ή καρδιά του, οΰτε καί τό κορμί του κανένα ψεγάδι. Μά κάθε άντρας που τδβλεπε, ητανε δύσκολο νά μή βάλει πο­νηρή ιδέα στο νοϋ του, καί τάνύπανδρα παιδιά του χωρίου είχαν ξετρελλαθεΐ δλα μέ τά μεγάλα αθώα μάτια τής κορασίδας καί μέ τή γλύκα τής φωνής της πώβγαινε από ενα στόμα αγγέλου. Κι’ ή μοίρα της τής έγραφε πολλά καί μεγάλα πάθη, γιατί, Ινφ τόσοι καί τόσοι νέοι την ήθελαν, πλούσιοι καί φτωχοί, στο χωριό της καί σ ’ άλλα, εκείνη έμπλεξε μίαν ήμερα μ’ εναν άνθρωπο ποΰχε γυναίκα καί ποϋ, χωρίς κι’ αυτός νά τό θέλει, τον είχε φλογερά αγαπήσει. Κι* άκούστηκε τότες τδνομά της σ ’ δλον τον κόσμο' κ’ ητανε θλίψη μεγάλη γιά κείνους .ποϋ γνώριζαν την ομορφιά τοΰ προσώπου της καί την καλωσύνη τής •ψυχής τη ς! Τόση ώμορφιά μαζή καί τόση άβκήμια* .μυστήριο! Κ’ ήρθε σέ βαρειά απελπισία κ’ έκιντΰ-

Page 40: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

42 Κατάδικος·

νευε νά πεθάνει, γιατί ή ίδια δεν ήθελε τη ζωή της, και δεν τολμούσε νά λυπηθεί κανένας τήν άντρογυ- νοχωρίοτρα, παρά μοναχά δ Τουρκόγιαννος. Της έπροσφέρθηκα νά την πάρω γυναίκα μου, νά την πάρο) μα'ζή μου στα ξένα καί νά την ζώ από τούς κόπους μου, όπως είχα αρχίσει νά κάνω για την καλή μου μητέρα. Καί εγελοΟσαν στο χω­ριό ο! άντρες καί, μ* έπείραζαν, μά δ Τουρκόγιαν- ν©ς είχε απόφαση νά γλυτώσει μία θλιμμένη κι’ αγα­θή ψυχή, και δεν ά'κουε κανένα περιγέλιο, % έκλειοΰ- ®ε τ αυτιά του δταν τοΰλεγαν πως βέβαια άλλη γυ­ναίκα δέ θά'βρισκε αυτός από μιάν απελπισμένη. Μά σ’ αυτόν τον τρόπο έκαταφρονιότουν και τό δύστυχο πλάσμα, ποΰχε άμαρτήσει και έδείλιαζε στην άποφα- βή του. Κι’ δ άντρας εκείνος που τοχε δυστυχήσει, δεν ήμπόρεσε νά σβήσει στην καρδιά του τή φωτιά τής αμαρτωλής αγάπης του, την ήθελε ακόμη & ίδιος και δεν ήθελε νά την αφήσει ούτε νά φύγει ούτε νά- πεθάνει. Καί δ Πειρασμός τούβαλε στο νοϋ μια κο­λασμένη Ιδέα νά τή δώσει γυναίκα στον ανήλικο ά- ίερψό του και νά τήν εχει ετσι πάντα σιμά του, % ή. δυστυχισμένη ά'κουσε τήν δρμήνεια του, κι’ άρνήθηκε ν5 άδράςει τό χέρι τού Τουρκόγιαννου ποϋ τής πρόσ- φερνε τή σωτηρία, γιατί, είπε, θά ξέπεςρτε πολύ παίρ­νοντας εναν άπιστο δούλο, ενφ κάνοντας δ,τι τής ε- λεγε & άλλος θάφραζε κι’ δλας τά στόματα του κόσμου πού τήν κατεγοροΰσε. Κ ’ ετσι επήρε τό άθώο παιδί ποϋ κι’ δ άδερφός του μαξή της ήθέλησαν νά τό γελά­σουν, Μά κ5 εκείνο τρελλά τήν αγάπησε. Κι’ από τό­τες τού Θεού ή κατάρα εμπήκε σ’ έκεΐνο τό σπίτι και τό άνεμοσκόρπισε, εγενήκαν δλοι μαλλιά κουβάρια,

Page 41: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Katáéixoc 43

aitò ταδέρφια o ένας βρίσκεται από κάτω από της γης καί δ άλλος κλειστός μέσα στη φυλακή

«Αυτά μοϋ τάπες κι’ άλλη φορά» τουπέ ή Μαργα­ρίτα κατεβάζοντας ντροπιασμένη το βλέφαρο.

«’Ά φ ησε με νά τελειώσω;> της απάντησε μ’ Iva χα­μόγελο « . . . Καί μια από τές φορές ποϊ μ5 έδιωξαν από το σπίτι δπου εδοΰλευα, μέ έκυρίεψε δ πόθος νά ξαναϊδώ το χωριό σας- εδυμήΐίηκα, Μαργαρίτα, τό σπί­τι σου καί τή φωνή σου ποΰ μι’ ε!χε ζαλίσει, κι5 απο­φάσισα νά διαβώ άλλη μία φορά τα χώματα πσΐ μ’ είχαν κουναρήσει, νά ίδώ τής καλής μου μητέρας τον τάφο, νά ίδώ...καί μίαν άλλη γυναίκα, καί ή νά κα- Όησω για πάντα ύ άναπάψω εδώ τό κόκκαλό μου η νά μισέψω χαί πάλι για τό αγνώριστο μελλάμενό μου. Καί μέ πήρε δ άντρας σου ζευγουλάτη στο βλοημένο τό σπίτι σου. 'Ώ Μαργαρίτα I Καί τα ζά σου μ’ αγα­πήσανε καί οι άν θρωποι μ’ αγαπήσανε, εμένα τό δό­λιο τον ξένο. Ό Θεός νά σάς τό άνταποδώκει ! Μ« μ ’ εφτόνησε πάλι ή Τνχη ! Κι’ ό Τουρκόγιαννος πρέ­πει ν« μαζέψει τά παληά του κουρέλια, νά κάμει τβ μπόγο του, καί νά μισέψει μέ τό ραβδί του στον ώμο, “Έφαγε ημημένα τό ψωμί του. ’Έλα νά ίδεΐς, Μαρ­γαρίτα, δεν παίρνω τίποτα περισσότερο άπ’ δτι Ιφερα εδω μέσα. Τό ψωμί μου έφαγα τιμημέναΐ*

«Καημένε Γιάννη!» τοΰπε συγκινημένη" καί ή καρ­διά της την ορμήνεψε πάλι νά χαλάσει την άπόφάσή της καί νά βαστάξει τον καλάν άνθρωπο σπίτι της. Μά εσκέφτηκε δλομεμιάς πώς επρεπε νά λευτερωθεί από τό παραφΰλαμά του, γιατί στον κόσμο αυτή είχε λ Iva άλλο χρέος.

« Ό καλός σου δ άντρας* ξακολοΰθησε ο Τουρκ«-

Page 42: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάδικος

γιαννος μ’ έμπασε σπίτι του, μ’ έβαλε νοικοκύρη στα τόσα καλά του. Το ψωμί του τό τίμησα.»

’Αναστέναξε κ’ έσώπασε. Καί για πρώτη φορά άνα- σήκωσε τά μάτια του κ’ Ικοίταξε κατάμματα τή Μαρ­γαρίτα. Αυτή ήταν ωχρή κ’ εκστέβασε αμέσως τό βλέ­φαρο. Έκατάλαβε έ'ξαφνα πώς δ Τουρκόγιαννος ήξε­ρε τό μυστικό της κ επρόσμενε παρέτοιμη τώρα νά υπερασπιστεί. Καί'τούτη ή σκέψη έςραρμάκωσε όλο- μεμιάς τήν τρυφερή συγκίνηση ποΰ λίγο πριν είχε δοκιμάσει.

«Θά που?.ήσετε λοιπόν τό ζευγάρι», τής είπε σο­βαρά δ Τουρκόγιαννος' «μά οΰτε σύ δεν τό θέλεις νά στείλεις στο μακελλιό τά καλά σου βώδια!»

«Τά ζώα» τοΰ απάντησε, «λένε τά ιδια τοΰ ανθρώ­που: ή φάε μας ή σέ τρώμε!»

«Δέ μάς τρώνε, μάς θρέφουν!» άπολογήθηκε μέ γλυκάδα ό Τουρκόγιαννος.

«Πρέπει νά σοΰ πώ τήν αλήθεια, για νά βγάλω από μέσα μου ενα βάρος, πριν φύγω’ θά γινότουνε άλλοιώς φίδι καί θά μ1 έδάγκανε!... Πονλεΐς τό ζευ­γάρι γιατί θέλεις νά μέ βγάλεις από τό σπίτι σου' καί δεν θέλεις νά τό πεις τοΰ άντρός σου.»

«Τί λες;» τοΰπε μέ μια άγρια ματιά.« Ό Τουρκόγιαννος δ, τι εχει στήν καρδιά, τδχ,ει

καί στο χείλι. Δέ θ* αφήσει τό σπήτι σου, χωρίς νά πει δ,τι εκρυβε στην καρδιά του" τό μυστικό, σοΰπα, εινε οχιά καί μου δαγκάνει τήν άκρη τής καρδιάς.»

Τον ξανακοίταξε ανήσυχη.«Μή φοβάσαι» τής είπε" «δ Τουρκόγιαννος είναι

άνθρωπος μυστικός" δ Τουρκόγιαννος δεν μολογάει, δεν κάνει άνακατώματα. Πονει κι’ αγαπάει. ΠόυλεΤς

Page 43: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάδικος 45

το ζευγάρι, γιατί ετσι σ’ όρμήνεψε δ Πέτρος ! > Κ! έ- κοίταξε ολόγυρά του για νά ΐδεΐ μήπως τον είχε « - ν.ονΰίΐ κανένας.

Ό ξω ή βροχή επεφτε δαρτή τώρα. Ή λάμψη μια- νης αστραπής εφώτισε μέσα το σπίτι καί σέ λίγες στιγμές ή βροντή εκυλησε στον ουρανό γεμίζοντας πάταγο τον αέρα.

ίΞηγήσου» τοΰπε μέ βραχνή φωνή' <·τί μπαίνει 6 Πέτρος;»

«Μά Έκείνονε ποΰ βροντάει», της άποκρίθηκε σι­γά καί σά φοβισμένος δ Τουρκόγιαννος, <·δ Πέτρος δεν πράζει καλά! θέλει νά σέ σΰρει στο κακό!»

Ή γυναίκα έθΰμωσε δλομεμιάς' εβγαλε από τό κε­φάλα τή μπόλια της καί κουβαριάζοντάς την τήν ερ- ριξε χάμου μέ όρμή.

<Μή θυμώσεις!» τής ξαναπε γλυκά δ Τ ουρκόγιαν­νος «ή οργή είναι θανάσιμη αμαρτία* μπορείς νά μήν υποψιάζεσαι, μά εκείνος θέλει' κ’ ή γυναίκα εί­ναι αδύνατο μέρος!»

«Δεν κοιτάζεις τό θέλημά σου, κακομοίρη Τουρκό- γιαννε ; ■> τοΰπε χαμογελώντας πικρά. «Μάλιστα, δί- κηο έ'χω νά πουλήσω τό ζευγάρι για νά σέ βγάλω απ’ ωδε μέσα' ή γλωσσά σου μ’ δλην της τή γλύκα, είναι σπα^ί!»

«Μή φωνάζεις, μήν έρθει ο ά'νδρας σου κι’ άκούσει!»«Θά του τά πώ ή ίδια!»«”Α ς μοΰ κοπεί τό κεφάλι, μά θά μιλήσω!.., Μπο-

ρει εσύ νά μή θέλεις καί νά μήν υποψιάζεσαι, μά ε­κείνος θέλει! ή γυναίκα είναι αδύνατο μέρος! "Οσον καιρό είμαι εδώ ατό σπίτι σου σ’ Ιφύλαγα για νά μήν παραστρατήσεις, γιατί θέλω νά σέ σέβομαι σάν πα-

Page 44: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

46 Καιάδιχοζ

ναγία μου, ως που νά πεθάνω! Γι’ αυτό σοΰ μίλησα !>«Δεν κοιτάζεις τή γύμνια σου και την όρφάνεια

«ου !» τοΰπε θυμωμένη. «Μάλιστα ένας ζητιάνος θα μάς ορμηνεύει τώρα. Φεύγα, χάσου από τό σπίτι μου!»

«'Ό σον καιρό ήμουνα εδώ σέ φύλαξα, λέω, καί μου τό παραπονέθη/.ες τόσες φορές, κ’ εγώ έκανα τον κουτόνε. Μ5 εΰαισκες τόσες φορές μπροστά σου, δπον κι’ αν επήγαινες, και σοΰλεγα τάχα πώς ήτανε τής ' τύχης. Τώρα που φευγιό, κοίταξε, Μαργαρίτα, νά τι­μήσεις τό στεφάνι σου, κι’ αν δεν μπορεϊς άλλοιώς πάρε τον ΙΙέτρο καί φεύγα, φεύγα μέ τον Πέτρο !>

'Η Μαργαρίτα έθύμωνε από στιγμή σέ στιγμή πε­ρισσότερο' τό πρόσωπό της ειχε κοκκινήσει κι’ ερ- ριχνε ανήσυχη τριγύρω τά μάτια. «Τά λες αυτά» τοί φώναξε <γιά νά μέ καταφέρεις! Θά μένεις μωρέ, μέ την όρεξη, οπως καί τότες!» Κ ’ εχτύπησε δρθο τό μεγάλο δάχτυλο τοΰ δεξιού χεριού της στην αρι­στερή της παλάμη. «Πονηρός είσαι, σαν δφις!»

«’Ό χ ι! :>«Άκούς ΙκεΙ!» ξανα φώναξε δυνατά' «δ κούταβλος

δ Τουρκόγιαννος Ιδέα πώβαλε στο νοΰ του! Τοΰ την ξβαλε βέβαια δ διάβολος! Έ γώ νά γένω αγαπητικιά του;» Κ’ Ιγέλασε δυνατά. «Πήγαινε, μωρέ, στά τσα­κίσματα" δεν πίνει ή γάτα ζουμί!» Κι’ άνοιγόκλεισε τά δάχτυλα τού ενού χεριού της κάτω από τό πηγού­νι της, σκυφτοντας πρός απάνω του, καί βάζοντας τό γρόθο τού αριστερού χεριού της στη μέση της.

«Δέν τδβαλε ποτέ δ νούς μου!» Τής είπε μέ γλυ- κάδα, χαμογελώντας καί κιτρινίζοντας.

«Σέ ξέρω, σέ ξέρω ! Λές ποΰ μέ τές φοβέρες σου θά σού εσύγκλινα, α ΐ; Νάξερες, μωρέ Τουρκόγιαννε,

Page 45: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

τι σόϊ είμαι έγώ κι’ από που γενιοκρατιέμαι ! Τές συ­κοφαντίες σου τές εχω εκεΐί» Καί σηκόνοντας πρός τα οπίσω τό ίνα της πόδι Ιχτΰπησε μέ τό χέρι τήν πατούσα της. «"Ολα θά τοϋ τά πω, καημένε, τοϋ κουτα- βλου τοϋ άντρός μου, και θα ιδεΐς τί θά περάσεις ! Θά φύγεις απ’ ώδε μέσα κακήν κακώς ! »

«Τό ψωμί μου τό τίμησα ! »«Κάνε, κάνε, τον κουτό, μωρέ Τουρκόγιαννε ! Έ γ »

καλά τοϋ ταπα τοϋ κυρ Γιώργη να μή σέ μπάσει εδώ μέσα ! Τίποτα αυτός'δέ μ’ακαυε' τον έμάγεψες! Μωρέ παμπόνηρε ! Καλά τοϋ στέκει ! Και σ’ έθρόνιασε εδώ μέσα νά σ’ εχουμε μάρτυρα σ’ δ,τι κάνουμε. Κόπιασε τέλος πάντων στο γέρο τό διάολο καί ξεφορτώσου μας! Είσαι κάλτσα του διαβόλου, κουτός, πονηρός καί κακός ! . . .

<:Σοΰ μίλησα,;;· της είπε μέ τήν Υδια γλυκάδα, «για­τί ελεγα πώς είχα τό χρέος. Κάμε δ,τι θέλεις, Μαρ­γαρίτα !» Κ ’ έζήτησε μέσα στην κασέλα, δπου εκοι- μότουν, τό σκεπάρνι κι’ εβγήκε γιά να φτιάσει τό χα­λασμένο αλετροπόδι. “Ήθελε κι’ αυτήν τήν ημέρα νά δουλέψει τό ψωμί του.

Ή γυναίκα από μέσα από τό σπίτι δεν επαψε νά τόνε βρίζει. Τό νερό είχε σταματήσει τώρα, κι’ό Τουρ- κόγιαννος Ισήκωσε τό βλέμμα κ’ Ικοίταξε τά μαΰρα σΰννεφα που εδιάβαιναν φορτωμένα βροχή. «ΤΙ •θανάι» ειπε μέ τό νοΰ του αναστενάζοντας, «το άγνω­στο μελλούμενο;» Κ 1 επήγε στον κήπο κι’ άρχισε νά δουλεύει.

Σέ λίγο βγήκε ή Μαργαρίτα στην πόρτα της κ’ ε- κάθησε στο υγρό κατώφλι, χωρίς νά τό καταλάβει.

Καζάόικος 4ΐ

Page 46: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Ή ταν ωχρή πολύ, και σνίλογισμένη, Άκουμπησε τό κεφάλι της στο χέρι κ’ εχτυποΰσε ρυθμικά μέ τδνα ; ΐϊ|ς πόδι tò παληό σκαλοπάτι. Κι' από μπροστά της εδιάβηκε τότες ό Πέτρος κα'ι την καλημέρισε μ’ ενα πικρό χαμόγελο' Ικοίταξε τριγύρω του κ’ εστάθηκε ομπρος της.

«Τ ί τρέχει;» της είπε ανήσυχας και.μέ χαμηλότατη φωνή· «τον εδιωςες, οΐ;».

«Έχαθήκαμε» τοΰ απάντησε κουνώντας απελπι­σμένα το κεφάλι της' «δ Τουρκόγιαννος τά ξέρει δλα και θά τά μολοήσει βέβαια! Έμαλώσααε, μάς ακον- σ^ς; καν τον Ιδιωξα. Θα γίνουμε βαυρδαΰλιο I »

«Μπα!» είπε ήσυχος' «άφησε να τρέξει το νερό στ’ 1 αυλάκι του!» ;

«Τί εχεις νά χάσεις εαύ U τουπέ μέ μίσος. «*Αμή εγώ; Πήγαινε μή μάς ίδοΰν J Πήγαινε τώρα.!*

Ό Πέτρος εχαμογέλααε και ρώτησε : «Ποΰ είναι ο· άντρας σου;»

«Πάει στο χωριό από την αυγή», τοΰ απάντησε..Την εχαιρέτησε κ’ εφυγε χαρούμενος.t . —»

Tèv εδοηκε στο μαγαζί τοϋ Σάββα Αυγέρη, στο φόρο τοΰ χωριοΰ. ’Έπαιζε τά χαρτιά μέ τρεις άλλους, χωριάτες. Tò μαγαζί εΐτανε σκοτεινό καϊ στενάχωρο, χωρίς πλάκες στο έδαφος, γεμάτο λάσπη ποΰ την ' κουβαλοΰσαν μέσα τά πόδια των άν-θρώπων. μέ δοκά-* ρια ατό νταβάνι κατάμαυοα dito tòv καπνό. Μία αψιά μυρουδιά' από ψάρια παστά, από πιοτά κι’ από κα­πνό εκυριαρχοΰσε. Ό μαγαζάτορας, ενας παχύς καί χα-

48 Κ αζ άδικος

Page 47: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κβΐιϊάιχος

μηλός μισόκοπος άνθρωπος, μέ πλαταβράκι καί ψάθα οτά κεφάλι, ήταν ορθός πίσω από τό μπάγκο του καί σοβαρός επονλοϋσε τά εΐδη του κ5 έκοίταζε τά κακο­γραμμένα καί λέρικα κατάστιχά του. Πίσω του, στον τοίχο, ήταν άραδιασμενες σε ράφια καμπόσες σκονι­σμένες μπουκάλες, άδειες οΐ περισσότερες· καί πάνον στον μπάγκο ήταν κατά σειρά μία λεκάνη με / ίγο νε­ρό. δπου δ μαγαζάτορας έπλενε τά ποτήρια, δύο μα- στραπάδες μέ κρασί, μία στάμνα μέ νερό κ’ ένας πα- ληδς μπρούντζινος δίσκος μέ κάμποσα ποτήρια. Λύο βαρέλια μέ παστά ψάρια άχουμποϋσαν στο μπάγκο.

Ό Πέτρος έμπήκε στο μαγαζί, ¿καλημέρισε δλους, έδιάταξε καφέ κ’ ήρθε κ εκάδισε σιμά στο τραπέζι δπου οί άλλοι έπαιζαν χαρτιά.

♦ Καλώς τά διασκεδάζετε» τούς είπε' «τί παίζετε :3«Τό σόλιο» τοϋ άποκρίθηκε έ'νας από τονς παίχτες

απέναντι του, έ'νας αξύριστος καί κοκκαλιάρης.«Κι’ από πόσο:» έρώτησε ο Πέτρος ¿διάφορα.«’Από μία πεντάρα τήν πούλια» τοϋ άποκρίθηκαν

βά μέ περηφάνεια.«Μά Ó "Αης Βασίλης επέρασε !» είπε ό Πέτρος

γελώντας.«Γιά νά ξεσκάσω!» τοϋ άποκρίθηκε ό Γιώργης δ

Αράθυμος’ «ή νοικοκυρά μου δέ θέλει να ναι πιλιο ζευγολάτισσα' δέ μ’ επήρε, βλέπεις, ζευγουλάτη' καί θέλει νά πουλήσω τά βίόδια’ καί ξέρεις τί ζ« έ'χω' δύο καματερά παλληκάρια, που λέει κι’ δ Τουρκό­γιαννος, μοσκάρια ακόμα, πέντε χρόνων! Τί νά τής κάμω, άφοΰ δεν τά θέλει! Τής είπα νά τό πει ή ΐδια τοϋ Τουρκόγιαννου.»

Κατάδικος 4

Page 48: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

ΰΟ Καεάόιχος

Ό ρήγας : είπε <5 ένας από τούς παίχτες,ρίχνοντας στη μέση τοϋ τραπεζιού τό τελευταίο του φύλλο, ενα χαρτί λερό τόσο πού μετσβίας Ιφαινόνταν τά χρώματα τής φιγούρας. « Κ ’ ή στερνή δική μας ! * Κ.* έβάλθηκε αμέσως νά μετράει τά κερδεμένα χαρ­τιά καί νά λογαριάζει τούς πόντους.

< Καλά κάνει ή Μαργαρίτα ! ■> άποκρίθηκε δ Πέτρος.«Π ως καλά;·, είπε δ Αράθυμος κοιτάζοντά τον.εΚι’ άλλο ζευγάρι φεύγε” από το χωριό μας fs είπε

ένας άλλος.<··Θά παίξομε η θά κουβεντιάσετε ;» είπε παρά­

ξενα ένας άλλος ποίχε 5i δλ'ΐς ¿νακατέψει τά χαρτιά καί που τά μοίραζε τέσσερα.

«Καλά κάνει» ςαναπε δ Πέτρος" «το ζευγάρι εχει έξοδα, κόπους, έγνοιες, κιντυνεύει από ψόφο’ χρειά­ζεται κι’ άνθρωπο.»

«Έ τσι λέει κ’ ή φαμελιά μου» είπε δ ’Αράθυμος' «θέλει λέει, νά πάρει των παιδιώνε μία δαμάλα για νά την κουναρήσουνε, κ3 έτσι το διάφορο, λέει, θαναι το ϊδιο, καί θά λείψει, λέει, ή φασαρία.»,

«Το τρία> κούπα» έκραξε ένας «καί παιζω ντινέρι !» Καί ρίχνοντας τό χαρτί, Ιχτύπησε μέ τή ράχη τοϋ χεριού του τό τραπέζι. «Γιώργη, παίζε!»

«Δέ θέλω νά μου διαβάζεις τά χαρτιά» είπε τοϋ Πέτρου δ παίχτης ποΰ ήταν καθισμένος σιμά το\). «εσύ τά μολογδς !» Κ ’ εκοίταξε ενα ενα τά φύλλα του, καμαρόνοντάς τα, γιατί είχε καταφέρει μέ τρόπο νά βαστάξει για τον εαυτό του τά καλύτερα.

«Γλυτώνει κι’ από τον άνθρωπο»., είπε δ Πέτρος.«Μά αυτός τό ψωμί του τό πλέρωνε», είπε δ ’Αρά­

θυμος, «ολη μέρα δουλεύει σά σκύλος!»

Page 49: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

«Μά είχανε γρίνια σπίτι σονΝ τουπέ αδιάφορα δ Πέτρος.

sΓρά'ΐα;» τού άποκρίΟηχε. «Και πώς το ξέρει;;»ΙΙώς παίζεις ετσι» είπε θυμωμένο: τοϋ ’ Αράθυ­

μου δ σύντροφός τ ο ν - πρόσεχε εδώ, αν θέλεις' μοδ .χαντάκωσες το παιγνίδι!... ’Ά φησε μας, Πέτρο, στη ζωή σου! Πάει έχάσαμε !. Κ ’ εβλαστήμησε θυμωμέ­νος, χτυπώντας ανάποδα μέ τό δεξί του χέρι τά χαρ­τιά, πον τά βαστοΰσε απλωμένα στ’ άλλο.

Έσώπασαν κάμποση ώρα ώς ποϋ τό χέρι ετελείωσε.«Έπρεπε ναχες παίξει μπαστούνι, ποΰ σ ’ έ/.ά­

λεσα !λ είπε δ ίδιος τοΰ Αράθυμου’ «βλέπεις τί ε/.α- μες; Δεν έπιάσαμε οντε μια χαρτωσιά! Χάνουμε δώ­δεκα πούλιες. Δεν παίζω αλλο. νΑς παίξει δ Πέτρος ά θέλει. 2 Κ ’ έσηκώθηκε, ελογαριάστηκε κ’ επλέρωσε.

«Π ώς τό ξέρεις;» ξαναρώτησε δ Γιώργης τον Πέ­τρο ξαναπιάνοντας την πρώτη κουβέντα- «ή Μαργα­ρίτα δε μοί'πε τίποτα.»

«Σ ά φρόνιμη γυναίκα» του απάντησε χαμηλόφωνα και κρυφοκοίταζα ντάς τον «ώς και σήμερα όμως τούς ακονσα, την ώρα ποϋ διάβαινα, εμεγαλοφωνούσανε πότε ή Μαργαρίτα, πότε δ Τουρκόγιαννος. Είχανε ■μαλλώματα-'.

« Αυτόν τό Γΰφτο θά κάνεις καλά νά τόνε διώξεις από τό σπίτι σου!:> είπε σοβαρά δκοκκαλιάρης γέρον­τας, πουχε καταλάβει τί ήθελε νά πεϊ δ Πέτρος. «Ξέ­ρεις ποιανής είναι γιός! Τήνε θυμόσαστε τή μάννα του; "Ολοι σας βέβαια. Τήνε ρωτούσες: «πώς σέ έλνε;» Και σοΰ άπαντοΰσε: «-’Αρετή, πρώτη που- τάνα!» "Ετσι άντρόπιαστα. "Εβαλε απάνου της ή συ­χωρεμένη, Τούρκους, Όβρηοΰς, δεν εσυχαινόντανε

Καίάόιχος . 31

Page 50: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

κανένα!'· Κ : είχε βρωμ,έψει τό χωριό μας!»Έγελάσανε ολοι, μόνο ¡5 Γιώργης εμεινε σκαφτικός.* Ποιανού θα μοιάσει ό γνιός της; - είπε ενας

άλλος, θέλοντας ναναι κι’ αυτός μέ τών πολλών τη γνώμη : - Κ’ είναι ενας υποκριτή;' ω, ώ ! Κΰριε φύ­λαξε ! Λές νά κοινωνήσεις από τά χέρια τον. Κ’ εχει iva μέλι στο στόμα του !... Μά από τό σιγαλό ποτάμι νά φοβάσαι!...»

(■ Ξένον τρέφεις, οφιν τρέφεις ! > είπε κακόβουλα 4 κοκκαλιάρης γέροντας.

<.Τί σάς εκαμε το ορφανά παιδί καί τό κατηγο- ρατε;» είπε μέσαθε από τό μπάγκο του δ μαγα­ζάτορας. Έ γώ τό γνώρισα πάντα φρόνιμο' ποτέ του- δεν άκοΰστηκε στο παραμικρό, ουτε σέ κλεψιές, οΰτε σέ καυγάδες, οΰτε σέ τίποτα! Κανενοΰ δέ χρωστάει. Έκουναρή ίΐηκε ορφανό' */.’ έρχεται εδώ καί ψωνίζει, πάντα και πλ.ερο>γει ταχτικά, και είναι ταπεινό, καί...»

«Σιγά, σιγά ϋά γένει «γιος!» είπε μέ κακία δ Π έ­τρος. «-Εγώ ποΰ μιλώ ξέρω τί λέω. *Η Μαργαρίτα δμως είναι, είναι ή πλιό φρόνιμη γυναίκα του χω­ρίου !»

«Γιατί φρόνιμη;» έρώτησε ό ’Αράθυμος συλλογι - σμένος κι’ άνησυχημένος.

«Αΰτή κάτι θά ξέρει» είπε δ Πέτρος.■«Βέβαια!» εϊπε κάποιος άλλος.«Κάτι θα ξέρει;·> ξαναοώτησε ο Αράθυμος σου-

φρόνοντας τό μέτωπο. «Τί;»«Βάζεις το κακό στή μέση · » είπε του Πέτρου δ·

μαγαζάτορας' & είναι ¿ϊμαρτίοτ, .Πέτρο! Δέν άφίνεις, να ζήσει μέ τον κόπο του ενα φτωχό παιδί. Γιατί ετοι ; :> . . .

52 Καζάόικος

Page 51: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Λ" ας^σοί’ΐ« λ·ηπόν ìsòy Τουρκόγιαννο νά κάνει ο,τι τού περνάει ά.το τον νον ! "Ετσι αί > του όπο- Λογήθηκε 6 Πέτρος πεισμωμένος.

Αϊ βέβαια!· είπε γελώντας ό κοκκαλιάρης γέρον­τας· αντοΰ θά τελειώσει στό ύστερο. Λέγε λέγε το ,κοπέλλι, κάνει τη γρηά καί θέλει ! >

Τί λες; έφώναξε δ ’Αράθυμος κοκκινίζοντας κι"' ανοίγοντας πολύ τά μάτια τον. Κ ’ έσηκώθηκε ορθός .πίσω ά:το τυ τραπέζι.

«Στ!:> είπε ò Πέτρος φέροντας το ενα του δάχτυλο στα χείλη" «στ! ή Μαργαρίτα τον εσυγΰρισε όπως τουπρεπε! »

«Κ’ είναι, λες, άνθρωπος ίσιος;» είπε του μαγα­ζάτορα δ γέρος.

«Τί τουπέ;? ερώτησε δ ’Αράθυμος, κάνοντας νά βγει από το περιορισμένο μέρος. «Τί τοΰπε;»

e Ό λα δεν τδκουσα» «ποκρί θηκε δ Πέτρος- «κατα­λαβαίνεις έδιάβαινα' δεν ¿σταμάτησα καί πολύ, μά τον εβριζε- τον είπε Γύφτο’ τουπέ που δεν πίνει ή γάτα ζουμί ■ τουπέ τουπέ ί τοΰπε ! τοδπε πώς θα τοϋ -δείξεις τοΰ λόγοι» σου !...»

«Και πώς δέν τοϋ χάλασε τά μοΰτρα'» είπε δ γέ­ροντας μέ κακία.

«νΩ μην πιστεύεις ! » ειπε τοϋ Αράθυμου δ μαγα­ζάτορας. e Μωρέ ψυχή που θα δώσεις τοΰ Θεοΰ !» ξανάπε τοϋ γέρου.

Ό Αράθυμος εΐτανε τώρα θυμωμένος. Είχε κατα­λάβει πλιά τί τοΐ'λεγαν. Ό Τουρκόγιαννος λοιπόν είχε πειράξει τί} φαμελιά του; «νΕτσι αΤ ; » είπε’ «εμπήκε σπίτι μου 6 γιος της ’Αρετής για νά μέ ξανθσωπί- osi ! Μ’ αυτόν το σκοπό ! Καί δέν εϊξερα τίποτα !

Κ^ΐάδιχ^ς Sii

Page 52: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Και τδξερε λοιπόν ολο το χωρίο. '0 ψωμοπάτης, & πΰξιος καί δείίιος! Πες μουτε εσείς τι νά τον κάμω !»-

■ Μήν πέσεις σέ καμία φυλακή!» τουπέ κάποιος.■ Δεν άςίζει ο κόπος yiä εναν δνθρω.τον δύω ,πα~

ραδιώνε ! > ε ιπε ενας άλλος.Ό μαγαζάτορας τονς απεδοκίμασε μ' ενα νόημα.* Του τά λες και μπροστά του είπε ό Γιώργης

του Πέτρου. Καί σέ μια στιγμή, βλέποντας τον Πέ­τρο νά τοΰ λέει λχιι μέ το κεφάλι, ξαναπε : «Έ χ ω διό μάρτυρες : τή φαμελιά μου καί τον Πέτρο' βρί­σκομαι εν τώ δικαίφ. 'Έλα, ίΐέτρο, πάμε! Πρέπει νά φύγει άμέσοκ από το σπίτι μου" αμέσως, αμέ­σως !...

# # « σου βρει χίλιες αφορμές μέ την πονηριά του !> είπε δ Πέτρος' «μά πάμε!»

Κ’ ενίο ξεκινούσαν ο! δυο τους, δ ’Αράθυμος θυμωμένος περσότερο είπε :

« Είίρηκε τον άνθρωπο για νά τονέ πιστεύει!»Κ’ δ μαγαζάτορας εφώναξε, ενώ ήταν κι’ δλας στο»

δρόμο : «Πέστε ο,τι θέλέτε* μά Ιγώ λέω ως τόσο πώς, δ Τουρκόγιαννος είναι άνθρωπος τοΰ Θεοϋ!»

6

’Ανέβαιναν, καί οι δυο τον ανήφορο πρός τό σπήχι τοΰ ’Αράθυμου σιωπηλοί: κι’ δ Πέτρος άκουε στήν καρδιά του μίαν κρυφή χαρά. Σέ λίγο θά'λειπαν τά περσότερα εμπόδια. Ό Τουρκόγιαννος θά'φευγε βέ­βαια διωγμένος από τό σπίτι τοϋ ’Αράθυμου, θάλει-* παν ετσι τά παραφυλάματά του, κ’ ετσι θά την ειχε αυτός τή Μαργαρίτα όταν ήθελε I Και τό πάθος δεν

δί Κ β ζ ά ό ιχ ο ς

Page 53: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

το ν «φινε νά ϊδή το μεγάλο κακό ποδχε ετοίμασε:. Κ' είπε τοϋ Γιώργη χαμηλόφωνα: Ό Τουρκόγιαννος είναι, τό ξέρεις, χεροδύναμος. Κρατιέται από Τούρ­κοι*;? Μην τον αγγίξεις!»

«Νά μην τον αγγίξω ! Τί μάς λές ; Λέ θέλω μόνο νά τονβ σκοτώσω, γιατί δέ Θέλω νδχω ψυχή στο λαι­μό μου, μά θά τονε σημαδέψω για νά μέ θυμάται ίίατε νά ζεϊ. Βρίσκομαι 1ν τφ δικαίφ !»

• Πάρε καλά τα μέτρα σου!»«Μ ά είμαστε δυ ο !»«*Α εγώ δέ βάζω χέρι* δεν μουκαμε τίποτα' πάρε

καλά τά μέτρα σου, άν θέλεις. = Αρματα έχεις.»Ό ’Αράθυμος τον έκοίταξε, σά φοβισμένος, κι’ δ

άλλος έπρόσθεσε : ■·” Ειδεμή μην κάμεις τίποτα παρά διώξε τον.»

Δεν τοϋ άποκρίθηκε κι’ ώς τόσο εφτασαν στο σπί­τι. Ή Μαργαρίτα Ικαθότουν ακόμη στο κατώφλι συλ­λογισμένη κι’ ωχρή, κ’ άμα τους είδε εσηκώθηκε κ’ έμπήκε μέσα. 'Η καρδιά της έχτΰπησε δυνατά' άνα- νοήθηκε ανήσυχη, πώς ή στιγμή εκείνη ήτανε κρίσιμη και θα αποφάσιζε ολην τήν ζωή της. Κ’ οι δύο ά'ν- τρες τήν άκολού-θησαν κ’ εμειναν ορθοί μπροστά της.

«Γιατί Ιμάλωσες;» τής είπε μέ στενοχώρια ό Γ ιώργης.

«*Α, τίποτα καλέ! > του άποκρί-θηκε σουφρώνοντας τό μέτωπο' «τώρα θά φύγει, κ’ ησυχάζουμε ετσι !>

«Γιατί τον εβρισες;» ξαναρώτησε' «γιατί μου κρύ­βεσαι;»

«Δεν εχωτίποτα νά κρύψω»,τοΰάπήντησε βαρύθυμα.«Έ μάλωσε; τον εβρισε;» έρώτησε ό Αράθυμος

τον Πέτρο.

Κ α ’ άόιχοζ ίπ

Page 54: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

cXcft, ' ibroxeuhjxs μέ σταθερή φωνή, θέλοντας να το βεβαιώσει καί κείνη. ::Μά ή Μαργαρίτα είναι, φρόνιμη γυναίκα καί δε θέλει νά μπλέξεις σέ μπελ*ά, j i amò δέ μιλεϊ, Είναι ετσι ; > tìj ρώτησε.

Έκεινη^δέν απήντησε.¿Τι σοϋπε;* είπε <5 Αράθυμο;.«”Ας λησμονηθούνε-·■ τοϋ αποκοίθηκε' «τώρα ini

φΰγει' κι’ «λλον δνθρωπο ξένο δέ θέλω στο σπίτι μας. »«TC ακουσεςί-» ερώτησε τον Πέτρο' «ή Μαργαρίτα

δέ θέλει να μιλήσει. Γιατί ; »<;’Ίσως γιατί είμαι εγώ εδώ» άποκρίθηκε δ Πέτρος.<:’Άκουσα που τον «φώναξε Τουρκόγυφτο- άκουσα

νά τοΰ λέει πώς ή γάτα δεν πίνει ζουμί, πως ή ιδια ή Μαργαρίτα δέ μοιάζει τής μάνας του, πώς θα μεί­νει μέ τον καημό του.... κι’ άλλα, ποϋ νά τά θυμηθώer* *ο Λα ! »

'Η Μαργαρίτα Ικοίταξε τον Πέτρο κι’ ανατρίχιασε. Κ1 έσυλλογίστηκε φοβισμένη σέ τί δρόμο την είχε σΰρει ή παράνομη αγάπη του. Τον έλυπήθηκε μ’ολην της την καρδιά καί τοΰρριξε ένα βλέμμα που εκείνος δ'μως δεν τό κατάλαβε. ’Έμεινε καμπόσες στιγμές σιωπηλή, εννοκοσε πώς ε'πρεπε ν’ απαντήσει, ερώτησε τον εαυτό της, αν έ'πρεπε ν’ ακολουθήσει τον Πέτρο σ’ εκείνον τον κατήφορο, καί πριν μπορέσει νά λάβει μίαν απόφαση έκατέβασε το βλέφαρο κι* άποκρίθηκε μέ χτυποκάρδι γιατί εκατάλαβε πώς επρεπε νά μιλή­σει : «Ταπα!»

«Καί γιατί ;■-> ερώτησε δ Ριώργης κιτρινίζοντας.«Μπροστά μας είναι ένας ξένος άνθρωπος !» είπε

θέλοντας νά ςεφυγει' « δεν καταλαβαίνεις πώς δλα δεν μπορώ νά τα λέω;» Καί μέ φόβο άνανοή&ηκε πώς

56 Κατάδικος

Page 55: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

uè tù λόγια τη; έφερνε τό άντίθειο αποτέλεσμα, έ’δι- νε σταθερώτερη βάση στές ϋ^οψ,ες τοί* άντρο; τη;. Κ’ είτε μέ τό νοϋ της : «Π ω ς μπορώ νά συκοφαντώ ετσι εναν καλόν άνθρωπο ; ■>

Μά ο άντρας τη; άποκρινοτουν ώς τόσο : ■ @| /,«- βει δ,τι του πρέπει ! »

'"Ω μ ή τόνε σκοτώσει; U |φώγΐί;β τςομάCovra;, κ' ήταν παρέτοιμη νά προδοθή.

Μά τά λόγια τοϋ ’Αράθυμου την ησύχασαν, «Δέ θά πάρω τή γύφτικη ψυχή του στο λαιμό μου !» είπε. Καί με το βλέμμα εξέτασε μέσα στο σπίτι ζητώντας τή μαγκούρα του, ποϋ τι'ιν έ'περνε γιά τούς σκνλονς, όταν έβγαινε κάποτε; τή νύχτα, καί τό μεγάλο σκουρ- γιασμένο μαχαίρι του που έκρεμοτουν στον τοίχο, πάνουΟε από τήν κασέλα δπου εκοιμότουν δ Τουρ- κόγιαννος. Το ξεκρέμασε κ’ είπε τού Πέτρου. «Πάμε!»

«Ποϋ θά πάτε;> είπε περίφοβη" «Τί θά κάμεις;»«Μη σκιάζεσαι» τής είπε' «θα βρούμε τον Τουρ-

κόγιαννο».«Μά είναι δώ ! Ά κ ου τον! στον κήπο τσουκανάει"

διορθώνει τάλετροπόδι.»«Κράξε τον|ί τήν- επρόσταξε σουφρόνοντας το μέ­

τωπο.'Η στεναχώρια της αύξησε. «Τουρκόγιαννε, Γιάν­

νη!» έκραξε τρέμοντας.Σέ μιά στιγμή ο άνθροοπος Ιμπήκε στο σπίτι,

κ’ εκοίταξε μέ το αθώο του βλέμμα τους άλλους εναν εναν' έκατέβασε περίλυπος τό βλέμμα του, εσταμά- τησε σιμά στήν πόρτα μέ τό κεφάλι σκυμμένο καί τους ειπε μέ ταπεινή φωνη άναδακρύζοντας : «Έ<5ώ είμαι ! Τί μέ θέλετε ;

.¡Καζ άδικος ~ή

Page 56: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

• Τί είχες και μάλωσε; σπίτι μου ;:> τουπέ αγρια όλομεμιάς ο Γ ιώργης * δ νοικοκύρης είμαι εγώ ! Σ ’ αρέσει δέ σ ’ αρέσει θά πουλήσω σήμερα τά καματερά και συ θά φύγεις! -·

«Τό ξέρω!» απάντησε περίλυπος" «δ Περδίκης μον κι’ ό Παρασκευάς, τόνε λέμε ε’τσι γιατί γεννήθηκε Παρασκευή ημέρα, θά πάνε στο μακελλιό!... 'Έτσι τό διώοισε δ Θεός!... Μά γιατί;... Μυστήριο!»

Κι’ ό Αράθυμος αιστάνθηκε πως τά λόγια αυτά τον ημέρωναν καί πώς <5 θυμός του επεφτε. Μά αύ- τδ τον κακοφάνησε. Π ώ ς ; Λεν είχε ντροπή μέσα του; Έκοίταξε τον Πέτρο καί κατόπι τή γυναίκα του κ’ έσκέφτηκε μια στιγμή, ρωτώντας τον εαυτό του, γιατί τοΰκαναν αυτά τά ανακατέματα. Κ’ είδε πώς ή Μαρ­γαρίτα ήταν ωχρή πολύ κ’ ετρεμε σύγκορμη.

Κι’ δ Πέτρος είπε αμέσως τοΰ Τουρκόγιαννου.«*Α κλαΐς, αι; γιατί θά φύγεις άπ’ ώδε μέσα!»«Ώ ς καί γι’ αΰτό > απάντησε 6 Τουρκόγιαννος μέ

γλυκάδα καί θλίψη. «Τά παιδιά τους είναι σά δικά μου' έφαγα τό ψωμί τους καί τούς αγαπάω...»

Καί για πολλές στιγμές έκοίταξε τρυφερά τή Μαρ­γαρίτα καί τό χείλι του κάτι εψιθύρισε. Οι ματιές τους ανταμωθήκαν. Κι’ ό Γιώργης βλέποντας τους, ξαναθύμωσε υποψιασμένος. Τό πρόσωπό του εκοκκί- νησε κ' εσφιξε τά δόντια.

«Τί είναι αυτά πωβαλε ό νοϋς σου ;3 τοΰπε φοβε­ρίζοντας πρώτα τή Μαργαρίτα καί κατόπι τον Πέτρο.

«Νά μέ ντροπιάσεις μέσα στο σπίτι μου, εσύ ενας Γύφτος!»

«Ε γ ώ ;»«Τό λέει ή γυναίκα' τό λέει καί τούτος π’ ά'κουσε !»■

58 Κατάδικος

Page 57: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Άκονσα > έβεβαίωσε 6 Πέτρος.< Γιατί» απάντησε ήσυχα δ Τουρκόγιαννος «συκο­

φαντείς έ'ναν ορφανόν άνθρωπο που δεν εχει ποΰ τήν κεφαλήν κλΐναι και ποΰ, τό ξέρεις, είναι άθώος:- Πώς μπορείς νά κάνεις τέτοια αμαρτία ;■>

Ή Μαργαρίτα ¿κιτρίνισε ακόμα .τεοσότερο. Το χείλι της έκαμε νά κινηθή, ή καρδιά της την ορμή­νευε νά μιλήσει, αλλά ή φωνή δέ βγήκε από τό 7.ά- ρΰγγα της. ’Ένοιωσε νά λιιγαν τά γόνατά της « ’ έκά- θισε χαμόν. Κ’ εκατάλαβε τρομάζοντας πώς άν δ Τουρκόγιαννος μιλούσε, ήταν γυναίκα χαμένη. Τοΰ- ριξε μια παρακαλεστική ματιά κι’ δ Τουρκόγιαννος τήν κοίταξε μέ τρυφεράδα, σά ναχε καταλάβει γιατί τον παρακαλοΰσε.

«Γιατί τήν κοιτάζεις;3 τοΟ φώναξε μέ λύσσα δ Αράθυμος’ «φτάνει ως ε δ ώ !» Κ ’ έρρίχτηκε κατά πό­νου του. «Είναι αλήθεια, λοιπόν, είναι αλήθεια 1 Κ’ αιστάνθηκε πώς ή οργή του περίσσευε κ’ εμεγάλωνε κάθε στιγμή που περνούσε. «Γκρεμίσου από δώ, Τουρκόσπορε, Τουρκόγυφτε !;> Καί τον εδραξε από τον ώμο καί τον ετίναζε προσπαθώντας νά τόνε ρίξει όξω.

«Έναν ά'νθριοπο ορφανό Γ;> ξανάπε παραπονεμένα δ Τουρκόγιαννος.

« ’Άτιμε!» τον εβριζεο Γιώργης’ «ό'φη, ·ψωμοπάτη!» Κι’ αυτήν τή στιγμή βρέθηκε σιμά του’ ή μαγγούρα. Τήν εδραξε αυτός, καί του κατάφερε μια δυνατή χτυ- πησιά στον δεξιον ώμο.

«"Αχ!* έφώναξε δ Τουρκόγιαννος από τον πόνο. Καί για πρώτη φορά, υστέρα από πολλά χρόνια έκα­τάλαβε πώς εθΰμωνε καί πώς δεν ήμποροΰσε να

Κ α τά δ ικ ο ς 58

Page 58: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

60 Καζιι\)χο^

υποφέρει τόση προσβολή. Άνανοήθηκε κ’ δλας πω; ο Γιώργης στο θυμό τον ϋά τον άπετελείωνε, καί ί; »δια του ψυχή τον έπρόσταξε νά υπερασπίσει αυτήν τή στιγμή τη ζωή τον. ’Έσφιξε τ ι ; παλάμες του κ’ Ιστάθηκε αντιμέτωπος στο Γιώργη, σιμά του πολύ, γιά νά μή μπορεί νά τόνε χτυπήσει μέ τή μαγγονρα. Και πριν προφτάσει ό ’Αράθυμος νά τραβηχτεί πίσω καί να του καταφέρει τό δεύτερο χτύπημα, ό Τουρ- κόγιαννος τον αγκάλιασε πάνουΟεν άπό τά δυο χέρια καί τον εσψιξε δνλ'ατά άπάνου του. Μια στιγμή οϊ δύο άντρες ε πάλεψαν, μά κανένας δέ μπόρεσε νά νι­κήσει τον άλλον.

*’Ώ σκοτόνονται» ¿φώναξε ή Μαργαρίτα πιανον- τας τό κεφάλι της κ’ έλιγοθύμησε.

Κι’ ό Πέτρος τους εζύγωσε φωνάξοντας: <:Τί κά­νετε ! τί κάνετε ! τί κάνετε ί» Κ ’ έκανε πώς ήθελε νά τούς ξεχωρίσει, μά δεν εβαζε δλη του τή δύναμη, γιατί ήθελε δ ένας νά νικηθεί. Κι’ ο Γίώργης τέλος εκατάφερε νά ξεσκλαβώσει τό ενα του χέρι, κ’ έσυρε τον Τουρκόγιαννο ώς σιμά στη κασέλα δπου είχε πι­θώσει τό σκουριασμένο μαχαίρι. “Ηταν κατακόκκινος στο πρόσωπο, Ιδρωμένος κ’ επερνε γοργά τί)ν πνοή του. Κι’ δ Τουρκόγιαννος άνανοήθηκε πώς είχε έρθει ή τελευταία στιγμή του.

«Μή μέ σκοτώσεις, αδερφέ;·, τουπέ' «μή χύσης αίμα α θ ώ ο !»

Μά δ ’ Αράθυμος δεν τον άκουσε. Είχε πάρει την απόφαση κ’ ήταν έτοιμος νά χτυπήσει. Κ ι’ δ Τουρ- κόγιαννος τον άδραξε δλομεμιάς από τό λαιμό, τον ετιναξε για πολλήν ώρα καί τον Ισώριασε χάμου, κρα­τώντας του πάντα σφιχτά τό λαρύγγι. Ό Γιώργης

Page 59: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

δεν μπόρεσε αϋτε να φωνάξει. Τα μάτια του Ιβγή- καν από χές κώχες του, το πρόσωπό του εμαύρισε.

«Τόν εμεινες!- Ιφώναξε ό Πέτρος μ’ ένα σκληρό χαμόγελο.

Κ5 ή φωνή του Πέτρου εκαμε ολομεμιάς τον Τουρ- κόγιαννο νά συνέρθει, άφησε τό λαιμό τοϋ Γιώργη καί τον έκοίταζε περίτρομος, μην δ ά'λλος τοΰχε πεϊ ΐήν ώλήθεια.

*'Α , Τοΰδα! - τουπέ «εσύ ταχαμες!».Μά ό Γιώργης δεν είχε πεδόνει, είχε ζαλιστεί μο­

νάχα κ ήταν κουρασμένος πολύ. Άνασηκώθηκε κ’ έμεινε καθισμένος χάμου κοιτάζοντας άγρια τον Τουρ- κόγιαννο. Μά τό μαχαίρι τοΰχε πέσει από τά χέρια κ' ήταν μακρυά τον. Κι’ δ Τουρκόγιαννος εγονάτισε μπροστά του κλαίόντας τουπέ.

«’Ώ συμπάθησε, συμπάθησε, αδερφέ! Σκότωσε με! Τί έπήγα νά κάμω! Θανάτωσε με, άν θέλεις, δέ θά σοϋ άντισταθώ!» Καί γυρίζοντας πρός τον Πέτρο του ζανάπε ?ΤΑ ’ Ιούδα! εμένα έναν δσφανόν άν­θρωπο νά με φέρεις σ ’ αυτήν τήν ακμή! Ό θεός §£ σε σπλαχνιστεί, είναι μεγάλος, κι1 ας σου χαρίσει τή μετάνοια». Κ ’ έσηκώθηκε % ερριξε μια τελευταία ματιά στ ή Μαργαρίτα που ήταν λιγοθυμημένη ακόμη κ’ εβγήκε από τήν πόρτα.

Τώρα κι’ δ Γιώργης εΐχε σηκωθεί. Κρατούσε χα­μηλωμένο τό κεφάλι, μά δ θυμός του είχε πέσει.

«Τον άφίνεις καί φεύγει!» τουπέ δ Πέτρος, ποδ· εβλεπε νά χάνεται δλο του τό σκέδιο.

«Δέ μέ βαστάει ή καρδιά νά τόνε σκοτώσω» άπο- κοίθηκε' «τώρα αυτός έφυγε!»

Σέ μια στιγμή δ Τουρκόγιαννος εστάθηκε έξω από·

Καζάδιχος 61

Page 60: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

την .-χόρτα και του: χαιρέτισε μ’ ένα ήσυχο χαμόγελο. <”Ω συμπαθήστε με , του; είπε' - νάγετε ζωή και καλή καρδιά ! >

Τό νερό είχε ξαναπιάσει κ’ ήταν πλιά άπόγιωμα. Κι’ & Τούρκονιαννο: μέ το μικρό του τό μπόγο στην άκρη τοΰ ραβδίου του, επήρε ό ορφανός άνθρωπος δρόμο πρός άγνωστο μελλούμενο.

7

Την άλλη μέρα δ Γιώργης Αράθυμο·, ώδήγησε τά δύο καματερά του στη χώρα για νά τά πουλήσει. Και τήν ακόλουθην ήμερα εμαθε ό κόσμος στο χω­ριό, πώς στο γυρισμό του τήν νύχτα τον είχαν σκο­τώσει και τον είχαν ληστέψει στό δρόμο καί πώς θά τον έφερναν μέ τή μέρα επειτα μέ τό αμάξι για νά τον θάψουν ̂ τό κοιμητήριο τής έκ/.λησάς τους.

8

Ή ταν μια φαιδρή ήλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα πρός τά Χριστούγεννα. Τό Δικαστήριον συνεδρίαζε. Τό φως εμπαινε απ’ δλα τά παράθυρα μέσα στή σάλα ποΰ ήταν γεμάτη κόσμο, πολίτες, χωριάτες, φτωχούς και πλούσιους, καί τό κρύο ετσι δεν άκουότουν εκεί μέσα. Σέ μίαν πλατειάν εξέδρα, ψηλότερα από τό ακροατήριο, στό βάθος τής σάλας ήταν καθισμένοι, κάτου από ένα κόκκινο βελουδένιο κουβοΰκλι, οί τρεις σύνεδροι, δ πρόεδρο; στή μέση, ενας άνθρωπος νέος ακόμη μέ σταχτιά ρούχα, μέ ζωηρά μάτια, μέ κομ­μένο μουστάκι, καί δεξιά του κι’ αριστερά του ενας

62 Κατάδικος

Page 61: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καΐάόιχύ'

μεσόκοπος άνθρωπος παχύς και σαν αποκοιμισμένος κάτου από τά ματογυάλια τον, κ' Μνας γέρος ζωηρός καί πρόσχαρος. Πάνου στην ίδιαν εξέδρα έκαθόντουν σέ δύο αράδες οΐ δώδεκα ένορκοι, κάθε λογης πρό­σωπα, κάθε λογης ηλικίας, μέ κάθε λογης φορέματα. ’Απέναντι τους στη δεξιά μεριά τής εξέδρας καθότουν δ εισαγγελέας, ένας άντρας περασμένος στα χρόνια, άσκημος στο πρόσωπο, ψηλός, λιγνός καί χλωμός, μέ λαμπερά μάτια, μέ σταχτυά κοντή γενειάδα, μέ μαύρη μακρυά ρεδιγκότα, σκεφτικός καί αγέλαστος. Σιμά του ήταν καθισμένοι μερικοί δικηγόροι καί δυο τρεΐ; κυ­ρίες ποΓ'^αν έ'ρθει ν’ άκούσουν τη δίκη. Ή ψηλή εξέ­δρα. έ'κανε ημικύκλιο' καί τά δύο ά’κρα της ήταν Ινω ■ μένα μαζή μέ χαμηλά σιδερένια κάγγελα, καί σϊόν άδειο τόπο ποΰ έμενε έ'τσι στη μέση ήταν δύο τρα­πέζια, τό έ'να μέ τούς υπερασπιστές δικηγόρους, τό άλλο για τό γραμματέα καί τούς γραφιάδες. Καί πίσω •από τά τραπέζια, σιμά στά κάγκελα καί κάτου από το σκληρό βλέμμα τού εισαγγελέα, σ ’ εναν ξύλινο μπά­γκο, στή μέση από δύο αγροίκους χωροφύλακες, κα- κονιτυμένους καί μέ εφόπλου τή λόγχη, καί σιμά σ' άλλους χωροφύλακες ποϋ εφύλαγαν, ήταν καθισμένος ό Γιάννης, δ λεγόμενος Τουρκόγιαννος, αγνώστου .πατρός, πού εδικαζότουν σήμερα για ληστεία καί •φόνο.

Είχε λιγνέψει στί| φυλακή. Τά αγαθά του γαλάζια μάτια είχαν βαθουλώσει μέσα στες πλατιές τών κώ­χες' ήταν χλωμός πολύ σά νάβγαινε από μακρυνή άρ- ρώστεια. Τά γένεια του είχαν μεγαλώσει, άρηά άρηά, αμελημένα καί μαϋρα, σκεπάζοντας ενα μέρος τοϋ λαιμού του. Τά μαλλιά του κατέβαιναν πάνοιι στ’

Page 62: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

αν τι« του κα'ι στον τράχηλό του φυτίλια, και ή δ'ψη του είχε τόσο μίαν ήμερη πικράδα άνακατεμένην μέ ειρηνική γαλήνη, σαν ή δ'-ψη ένοΰ ωμορφου λεί­ψανου. Έφοραΰσε εκείνην την ήμερα τα πειό καλά ίου ροΰχα, που τάχε φέρει άπα την ξενιτιά, μία μάλ­λινη πλατεία, καστανή βράκα, άσπρες μάλλινες κάλ­τσες ;:αι κόκκινα τσαρούχια- ενα μαϋρο λουρί τοΰ- σφιγγε τή μέση" τό ξελαιμισμένο μαϋρο σεγγοΰνι,ποδ εκουμπονοτουν στο πλευρό, ά'φιΐ'ε νά φαίνεται το άσπρο ποκάμισο, .< ’ ενα πλατύ, μάλλινο, χοντρό πα­νωφόρι, καστανό καί κείνο, καί μέ πλατεία μανίκια που τοϋ κατέβαιναν <δς τα δάχτυλα, τοϋ σκέπαζε δλο τό κορμί. Τά χέρια του μόνο ήταν ανήσυχα" άνάπνεε γλιγωρα κ’ εκρατοϋσε άναγνρμένο λίγο τό κεφάλι τη- ράζοντας τό ταβάνι.

'Η δίκη είχε αρχίσει. ■Ό γραμματέας είχε διαβάσει τό κατηγορητήριο,;

κι’ ό Πρόεδρος έπειτα από τά τυπικά ρωτήματα εφώ- ί ναξε τοϋ κατηγορουμένου : ;

«Κατηγοριέσαι πώς την είκοσι Μαρτίου, τοΰτου ; τοϋ χρόνου, εφόνεψες μέ προμελέτη κ’ ¿λήστεψες στό-ί δρόμο, στη θέση Παναγία, τό Γιιοργη ’ Αράθυμο....» |

«Έ γ ώ δχι» τόνάντίσκοψε ό Τουρκόγιαννος. 1 ' « ’Άκουσε» ξακοΛοΰ&ησε ό Πρόεδρος «προσεκτικά

τη διαδικασία και τούς μάρτυρας για να άπολογη-θεΐς στο τέλος.»— Και σέ μία στιγμή ξεφυλλίζοντας κά- ποια χαρτιά είπε: «"Ας ε'λθει δ πρώτος μάρτυρας τής κατηγορίας, ή χήρα τοΰ Γιώργη ’Αράθυμου.»

Ό κλητήρας έκραξε μέ δυνατή φωνή δυο - τρεις φορές τδνομά της.

Καί σέ μια στιγμή εφανερώθηκε ή γυναίκα, βγαί­

64 Καζάδιχος

Page 63: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κ αΐάδιχοζ 6»

νοντας από μία πόρτα στην άλλη άκρη της σάλας κ’ εσκισε ολο tò ακροατήριο.

Ό λα τά βλέμματα την εχοίταζαν. Έφοοοΰσε ακό­μη ρονχα λυπημένης, μουντή τή μπόλια στο κεφάλι, καί γαλάζια γαϊτάνια στο κεφαλόδεμα καί στη φασκιά της, ποϋ ήταν γυρισμένη ανάποδα από την άσπρη με- οιά της, ενας μαύρος μικρός φιόγκος κρατούσε κλει- «ριένο το ποκάμ,ισό της, και τά γαϊτάνια τοϋ γελέκου της ήταν μαϋρα κ’ εκείνα' κ’ ήταν χλωμή* κ’ ή μελα- 5§ροινή της ωμορς^άδα έφάνταζε περσότερο μέ τ* γαλάζιο χρώμα.

Κι’ ο Τουρκόγιαννος βλέποντας την από τό κάθι- *μά του άλλαξε δλα τα χρώματα, εγεινε κόκκινος καί δέ μια στιγμή χλωμός. ’Οχτώ μήνες τώρα δεν την ειχε ϊδεί, μά τές περσότερες ώρες την εσυλλογιζότουν. Καί τά μάτια του εκινήθηκαν ζωηρά κ’ εκαμε έξαφνα κά- ηοιο κίνημα για να σηκωθεί από τή θέση του και νά τη ζυγώσει. Μά οι χωροφύλακες τον έκρατησαν. Κ5 ή γυναίκα τον εκοίταξε και τοϋ φάνηκε πώς μέ την «κρη τοϋ χειλιοϋ της τοϋ χαμογέλασε. Κι’ «κουσε τό­τες την καρδιά του να χτυπάει δυνατά καί μία γλυ- κ<κδα χαράς την έπλημμΰρισε.

«Ή Μαργαρίτα» ειπε μέ το νοϋ του «δε μέ πιστεύει <βοντ)ά ! :> Καί ή χαρά του καί ή θέα τής γυναικος τον Ιξάλισαν.

Έπειτα από τά τυπικά ρωτήματα ό Πρόεδρος τής εϊτεε : «Ξέρβις ποιος σκότωσε τον άντρα σου;»

«"Ολος é κόσμος λέει> βποκρί#ηκε μ’ εναν ανα­στεναγμό, «π »ς TÓvs σκότΛβί ο Τουρκόγιαννος. Έγά> ίέν μπορ» ν* τ·ν π * § · *τήί· ψυχή μου. Μά οίτε

Κ&τάδίΧφς 5

Page 64: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

66 Κατάδικος

μπορώ vù πώ πώς 5èv εσκότιοσε αυτός, ftorri ttà μ| κακολογούσαν. >

Γνωρίζει; αύτό το μαχαίρι ;Είναι τοΰ Τουρκόγί αγνού.·*

■■ 'U Τουρκόγιαννος εμεινβ sïttt&è ΰπηρετιι; στ* σπίτι οαζ' εϊσαστε ευχαριστημένοι από κείνον;-!·

t Πάντα μ « ; ευχαρίστησε’ πάντα αγαπούσε και τ« παιδιά μας όλη τή φαμίλια και tà Ζωντανά, σά v i­ra ν διχά roi·.*

Ό ΤουρΛόγιαννο; την κοίταξε μ ’ ευγνωμοσύνη και τό βλέμμα του ελαμψε. Κ’ εθυμηθηκε ό δόλιος δλες τές μέρες πουχε ζήσει ευτυχισμένος στο σπίτι τοδ ’ Αράθυμου καί δύο δάκρυα εκΐ’λησαν στα μάγουλά ; τον. Και τώρα πλιά δεν εννοιωθε τι ελεγαν γυρω του κι’ ουτε το νόημα πονχαν τα λόγια της Μαργαρίτας, παρά άκουε μαγεμένος τή γητεΰτρα φωνή της, ετσι καθώς την ήμερα που ήταν είκοσι χρόνων και ποΰ ήθέλησε νύ. την αγκαλιάσει, πριν φύγει για τή μα- j κοννή ξενητειά. Τώρα εϊξερε μόνο π ο ; ή Μαργαρίτα ‘ δεν ήθελε νά καταδικαστεί. Τί καλή ποΰ ήταν fj Μαργαρίτα !

«Γιατί τον διώξατε Ρ ρωτούσε ως τόσο ό Πρόεδρος. «Ήθελήσαμε νά πουλήσουμε τά καματερά μας, και ;

δουλειά πλιά δέν είχε.» ;-Στήν ανάκριση είπες, καί το βεβαίωσε % ένας a λ- ί

λος μάρτυρας, πώς Ιμαλώσατε μέ τον Τουρκογιανν» την ήμερα πώφυγε. »

<; Σπίτι του καθένας συγχίζεται μέ τό δοΰλα του», ; εΐπε ή Μαργαρίτα. :

«"Ενας μάρτυρας λεει πώς επιβουλεΰτηκε τήν · τιμή σου.·> 1

Page 65: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάδιχος

Ή Μαργαρίτα κατέβασε ντροπαλά το κεφάλι κι’ α­πάντησε μέ χαμηλή φ ω νή : «Μούχε περάσει ή Ιδέα πώς μ’ ε παίρνε κατόπι και δεν εϊςερα γιατί. Μά αν είναι αλήθεια η ΰχι πώς μέ έπιβουλεΰτηκε δεν μπο- ¿ώ νά τό πάρω στην ψυχή μου ί»

«Κατηγορούμενε,» είπε δ πρόεδρος «γιατί την α­κολουθούσες ;?

Ή Μαργαρίτα έκοίταξε φοβισμένη τον Τουρκο- γιαννο. Θά μιλούσε τώρα ; Θάλεγε μπροστά στο δι­καστήριο, μπροστά σ ’ δλον τόν κόσμο, δσα τής είχε είπεΐ στο σπίτι, για νά ελαφρύνει τή θέση του ; Μά τον είδε βυθισμένο στη χαρά του, με τό κεφάλι ά- πανου, μέ τό βλέμμα ασάλευτο, κ’ ήσύχασε. Αυτός δεν άκουε πλιά τίποτα, αδιάφορος σ’ δ,τι Ιγενότουν τριγύρω του και σά*νά μην εδικαζότουν αυτός 6 ϊδιος.

«Ή Μαργαρίτα* έλεγε μέ τό νοΰ του «δέν έπί- ■στευε την ενοχή του, κ’ εμιλοϋσε, έμιλοΰσε, έμιλοΰσε τόσο γλυκά!! Και τόν έκοΐταζε μέ τόση συμπάθεια!»

Κ’ έ'τσι δεν άποκρίθηκε, γιατί δεν ειχε ακούσει την ερώτηση.

Κι’ δ Πρόεδρος ήταν τώρα παρέτοιμος ν’ απολύσει τη Μαργαρίτα, μά ενας ένορκος έζήτησε νά ρωτήσει. 'Ηταν έ'νας μεσόκοπος άντρας, μικρόσωμος, ά'σκημος στο πρόσωπο, πρόστυχα ντυμένος, αλλά γερός καί δυνατός. Ιί’ ήταν γιατρός. «Μίαν ερώτηση, κύριε Πρόεδρε», είπε.

“Ολοι τόν έκοίταςαν.«Δέν είχε σκέση καμμιά μέ τόν κατηγορούμενο;»

ξαναπε σοβαρά δείχνοντας τή Μαργαρίτα.«Τι σκέση, Κύριε !» ερώτησε κοκκινίζοντας.«Σκέση, ολοι ξέρουμε' σαν άντρας καί γυναίκα.»

Page 66: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

«Μέ βρίζεις, Κύριε!* είπε ή Μαργαρίτα κάνοντας πώς εθΰμωνε.

« Γ Α δχι» της απάντησε μ: ενα χαμόγελο παρά­ξενο για την άσκημη μορφή του, < μά οί γυναίκες....«ϊ, ξέρουμε...»

Ό Πρόεδρος εσήμανε το κουδούνι, χαμογελώντας κ’ εκείνος. Κι·’ 6 εισαγγελέας τοΰ ζήτησε σοβαρά νέ προστατέψει τήν ΐπόληψη της γυναίκας. Μά 6 για­τρός έσήκωσε τές πλάτες του σά νά μην είχε κατα­λάβει καί ξακολοΰθησε :— «Και μ’ άλλον άντρα;... μέ κανέναν;... τό παίρνεις στην -ψυχή σου;»

«Τί μοΰ λες, Κΰριε τοΰ φώναξε μέ χτυποκάρδι πριν προλάβει νά σκεφτει τί ελεγε. Μά <5 γιατρός εκατάλαβε πώς ή οψι της είχε γίνει κίτρινη καί π«ς τά χείλη της ετρεμαν.

«“Ας ρωτηθεί καί πάλι δ κατηγορούμενος» είπε ο γιατρός.

Μά δ Τουρκόγιαννος δεν είχε άν.ονοει βυθισμένος στο χαρμόσυνο δ'νειρό του. Κ ’ έχρειάστηκε νά ξανα- ειπεΐ δ πρόεδρος τήν ερώτηση και νά τον σκουντή- βουν οι χωροφυλακές για νά ξυπνήσει. ’Έφερε τ* βλέμμα γύρω του, έκοίταξε τρυφερά τή Μαργαρίτα και τον φάνηκε πώς τον εκοίταςε κ’ εκείνη μέ τήν «κρη τοΰ ματιοΰ της και πώς τον παρακαλοΰσε καί πώς τοΰ ζητούσε νά σιωπήσει. Κι’ απάντησε τότες «νοίγοντας τον πόθο τής ψυχής.— «ΤΩ ! ή Μαργαρίτα, ή Μαργαρίτα είναι σαν τδ περιστέρι, είναι άθάα σ«ν τό μικρό παιδί!! "Ο,τι αμάρτημα κάμει, οάν άνθρω­πος, τό μετατοιώνει άμέσίβς καί τήν κάτα άγνη «ή «νβμάρτητη ή μετάνβια. Αέν τ» βλέπετε πώς δέ §έ-

ί* Καζάδίχο

Page 67: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

AEt νά μέ στείλει στην κρεμάλα, γιατί, ξέρει ζ&ς η’ Ικείνη μ5 αδίκησε ; :>

V γιατρός εσήκωσε απελπισμένα τις πλάτες, κΣτήν ανάκριση είπε ό Πρόεδρο; «ό κατηγορούμενος εβε- βαίωσε πως τές δΰο μέρες, ποϋ άκολούθηάαν το διώ­ξιμό του από το σπίτι σας έμεινε κλεισμένος σ ’ Ινα ακατοίκητο καλύβι σας. Έκατέβηκες σ’ αυτό τό κα­λύβι εκείνες τές μέρες καί τον είδες;*·

«Ό χι» είπε έπειτα από μία στιγμή φοβισμένη ή Μαργαρίτα κι’ ωχρή, καί γυρίζοντας πρός τον Τουρ- κόγιαννο καί κοιτάζοντας τον κατάμματα,

«"Ας ρωτηθεί κι’ ο κατηγορούμενος» είπε δ για-τ&ός:«’Απάντησε!» τουπέ δ Πρόεδρος.

•ί’Ό χι!» είπε δειλά δ Τ ουρκόγιαννος μ’ εναν αναστε­ναγμό κατεβάζοντας το άνάβλεμμά του.

«Έχασες, γιατρέ J·» ειπε γελώντας ενας άλλος ένορ­κος, ενας νέος μέ ματογυάλια, μέ παιδιάστικο πρ#- <τωπο, λιανός καί καλοςυρισμένος.

«Δέ θέλει νά μιλήσει!» απάντησε απελπισμένα ο γιατρός. «Ποιος ξέρει τί κρύβει αυτή fj ψυχή!»

’Ερώτησαν ακόμη τή Μαργαρίτα για τον καυγα ποδχε κάμει ο άντρας της μέ τό Τουρκόγιαννο και για τό διώξιμό του άπό τό σπίτι καί τέλος την απέλυσαν.

Εκείνη έφυγε μ’ εναν αναστεναγμό, σά νά'χε ελευ­θερωθεί άπό φοβερό δνειροπλάκωμα, μά τό βλέμμα ιοΰ Τουρκόγιαννου θλιβερό την ακολούθησε, ως κον Ιβγήκε από τό Δικαστήριο.

Έχβάχθηκε δ δεύτερος μάρτυρας, ό Πέτρος Πέπ- πο^ας. Α ϊτός δεν εγνώριζε τό μαχαίρι, μά έγνώριζε ■otea πολλά. Έγνώριζε από παιδί τον Τουρκόγιανν®·

Καζάύικοζ 68

Page 68: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

70 Καζάόϊχος

6 Τονρ'/.ό'/ιαννο: ητανε μεγαλύτερος του' είχε άνα· θρεφτεί μέ κακές συντροφιές, είχε κουναρηθεϊ μ! τα κλεψιμιά του., εκλεφτε μέ τη μάννα του τήν ’Αρετή, τήν Άρβανίτισσα, πού τον ¿δασκάλευε. "Ητανε καί ζητιάνος. Κι’ δλο τό χωρίο τον εϊξερε για υποκριτή κι’ όλοι έφυλαγόνταν §χό εκείνον. βΟ ίδιος ήταν κα- ταπεισμένος πώς δ Τουρκόγιαννος είχε κάμει τον ά­σπλαχνο φόνο, από εκδίκηση καί για νά ληστέψει, ετσι ελεγε όλο τό χωριό κι’ αί·τό τδνομα είχε δ Ίονρκό- γιαννος, ήτανε υποκριτής, φοβερό; υποκριτής!

Ό Τουρκόγιαννος «κουσε ασυγκίνητος τήν κατά­θεση τοΰ Πέτρου, κ’ έπροσπαθοΰσε μάλιστα νά μη προσέχει στα μοχθηρά του λόγια. Μά δ ίΐρόεδρος ε- ρώτησε τον μάρτυρα: < Ξέρεις αν είχε μαλώσει δ κα­τηγορούμενος με τή Μαργαρίτα!»

«Έδιάβαινα από τδ σπίτι τοΰ ’Αράθυμου καί τούς ά'κουσα» είπε, «εγώ ειδοποίησα τον άντρα της.»

«Ξέρεις γιατί ¿μάλωναν,»• Τής είχε γίνει φόρτωμα. Την ξάτρεχε οπου κι’ αν

έπήγαινε' δεν την αφινε σέ χλωρό κλαρί. Τον εβρισε μέ τό δίκηο τι̂ ς καί τον εδιω ;ε!»

. «*Ω ’ Ιούδα!» τοΰπε ήσυχα ό Τουρκόγιαννος' «α­κόμη δέ σουδώσε δ Θεός τί| χάρη τής μετάνοιας, καί μέ κυνηγάς ακόμη, εμέ, έναν δρφανόν άνθρωπο, χα­μένη ψυχή I... Μά οχι I® επροσθεσε σκεφτικός «χα­μένη δεν είνε καμία ψυχή, γιατί μπορεϊ εναν καιρό νά μετανοιώσει, η τήν βίρα τοΰ θανάτου, η και στον άλλον κόσμο κι’ Ινας που μετανοιώνει γίνεται φίλος τον Θεον. Κι’ απόδειξη είναι, πώς οί ψυχές τών αν­θρώπων ποΰ πεθαίνουν στήν αμαρτία, βαραές από τό κρίμα τους, βρυκολακχάζουν καί σκιάζουν τούς ζων~

Page 69: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάόίχος 71

τηνοΰς, ώς ποΰ τους δίνει ό Θεός τή χάρη τής με­τάνοιας και πορεύονται τότες στην ειρήνη τους και χάνονται άπο την οψη τής γης ! ~

Τό δικαστήριο Iγέλασε κι ο πρόεδρος στενοχωρη­μένος εσήμανε το κουδοΰνι του.

< Τί δλλο ξέρεις!» ερώτησε τον Πέτρο ό Πρόεδρο;. £ Ξέρω5 ειπε «πώς άφοΰ ειδοποίησα τον άδικοθά-

νατο, τον Ισυντρόφεψα σπίτι μου. Έχει έπιάστηκαν μέ τον Τοχ'ρκόγιαννο. ’’Ητανκ5 ή Μαργαρίτα μπροστά, μά σέ λίγο ¿λιποθύμησε. 'Ο Άρά&υμος Ιδειρε γερα τον Τουρκόγιαννο, κι’ ό Τουρκόγιαννος (.ορκίστηκε στα κόκκαλα της Αρετής πώς θά τοϋ τό π/ιέραηε. Μά είχε τον καιρό νά 'ξεΰυμάνει δύο ολάκερες μέρες!3·

<Ώ Ίοΰδα!» ξανάπε ήσυχα πάλι ό Τουρκόγιαννος. «Μή βρίζεις τό μάρτυρα», είπε δ Πρόεδρος, «γιατί

Μ διατάξω νά σέ πάρουν όξω 1><Θέλεις νά στείλει; στην κρεμάλα ε'ναν ορφανό ν

«νθρωπο, ποϋ δέ σ’ έπείραςε ουτε ατό νύχι! Δεν πει­ράζει-Ό Θεός ας σπλαχνιστεί την κακοσύνη σου, κι’ $ς είμαι εγώ ή αφορμή ποϋ θα γίνεις καλός μίαν ημέρα. Έ γώ δεν έσκότοίσα" τό ξέρεις!»

Τό δικαστήριο έγέλασε πάλι κι’ <5 γιατρός εθύμωσε μέ τον Τουρκόγιαννο και μέ τήν ανόητη θεολογία του. «Αυτά σου τά κάνει ή θεολογία,» τουπέ. «νΑ I ή θρη­σκεία εχει τρομερά αποτελέσματα!»

Δυο τρεΤς ένορκοι εγέλασαν μέ το θυμό του. Τον εΐξευραν άθεο καί φανατισμένο εχθρό κάθε θρησκείας.

Μά ό Τουρκόγιαννος ξακολοΰθ-ηαε: « 'Η κακία εί­ναι εύκολη, Πέτρο, ή καλωσύνη είναι τό δύσκολο. Στήν ξενητειά, ποϋ περπάτησα, τό'λεγε εκείνος δ δά­σκαλος, θά ήμουνα ακόμη μαζή του, αν ό Θεός δεν

Page 70: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

τον είχε κράξει σιμά του σέ καλύτερον τόπο, ’Αρετή, ελεγε, εχει νά ειπεΐ άνιρειά, για τούτο ή αρετή θέ­λει θυσία! >

«Σιωπή!» έπρόσταζε 6 Πρόεδρος' «θα πας οξω έοροΰ δεν έχεις σεβασμό για τό μέρος δπου βρίσκεσαι και βρίζεις τό μάρτυρα. Θά δικαστείς αναπολόγητος!»

<Τόν ιεροκήρυκα ήρθες νά κάμεις εδώ ;* τουπέ χλευαστικά ο γιατρός.

«Περίεργα γράμματα!» είπε ένας άλλος ένορκος.Κι’ ο γιατρός συλλογισμένος τοΰ απάντησε, θέλον­

τας νά τόνε φέρει στά νερά του : «Μπορεΐ ενας τέ- τειος άνθρωπος ναναι φονηάς; Κρίνε ο ίδιος!» Καί κοιτάζοντας τον Πρόεδρο ξακολοΰθησε: «”Ας ρωτη­θεί, παρακαλώ, δ μάρτυρας, άν διάβηκε από τό ακα­τοίκητο καλύβι αυτές τές δΰο μέρες*.

«Διαβαίνω κάθε μέρα» απάντησε αμέσως δ Πέ­τρος’ κι’ αυτές τές δΰο μέρες εδιάβηκα. Δεν ήταν κανένας μέσα! *

«Ή μουνα εγώ, Πέτρο,» τοΰ απάντησε δ Τουρ- κόγιαννος «καί μ’ είδες και σ ’ είδα!»

Ό Πέτρος εκοκκίνησε' έσφιξε τά δόντια και τους γρόνθους καί παίζοντας τώρα τό πλιό δυνατό χαρτί του, τουπέ μέ χτυποκάρδι: «Κ’ ήμουνα μοναχός;»

Ό Τουρκόγιαννος εβάλθηκε νά τρέμει. Έκατέβασε τό βλέφαρο κ’ εμεινε σιωπηλός.

«Είδατε ψέματα ποΰ λέει», είπε στους ενόρκους * νέος συνάδελφός τους’ «έπιάστηκε στά γερά !» κ’ εγέλασε.

Κι’ δ Τουρκόγιαννος είπε τέλος τοΰ μάρτυρα: Ίοΰδα, εσύ θά πρόδινες καί τόν αφέντη τό Χριστό!» Καί τά μάτια του »δάκρυσαν % εθυμήθηκε πώς καί

72 Κατάδικος

Page 71: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

τότες ακόμη είχε προφνλάξει από την αμαρτία τη Μαργαρίτα.

'Ο Πρόεδρος θυμωμένος εσήμανε και πάλι δυνατά τό κουδούνι, αλλά δεν έ'δωκε τέλος στή φοβέρα του. Κι’ ό ένορκος γιατρός εφώναξε τού Τ ο υρ κό γιαννου : "Αφησε, μωρέ, τές -θεολογίες σου κι’ δλες τές σαχλο­κουβέντες σου, καί πες τα σλα! Είμαστε εδώ για νά βέ δικαιώσουμε, αν είσαι α θ ώ ος !»

Ό Τουρκόγιαννος δεν απάντησε.«’Α θ ώ ος !» είπε πικροχαμογελώντας δ νέος ένορκος

μέ τά ματουγιάλια’ «άν ήτανε αθώος, δέ ϋάτανε εδώ ί»«Πολύ σωστά,» είπε ενας άλλος’ «για νάναι δώ θά

πει πώς δ εισαγγελέας τον εδρηκε ένοχο’ καί για νά τον βρίβκει δ εισαγγελέας ένοχο, θά πει ποϋ είναι ένοχος !»

Ό γιατρός τούρριξε μία άγρια ματιά. «Είσαι πάρα καταδικαστικός» τούπε μέ περιφρόνηση.

« Ό ένορκος πούνε στο ύψος του» είπε δ νέος πούχε πρόσωπο από παιδάριο, «πρέπει νάναι καταδι- καστικώτερος κι’ από τον εισαγγελέα 1»

Ό Πρόεδρος εσήμανε δυνατά το κουδούνι.Εξετάστηκαν κατόπι κι’ άλλοι μάρτυρας, χωριανοί

τοΰ Τουρκόγιαννου, ποϋ τον εβάρυναν δλοΐ’ οί άνθρω­ποι ποΰχαν βρεϊ τό σκοτωμένον στή θέση Παναγία στους δρόμους, οί χωροφύλακες που τον είχαν συλ- λάβει στην εκκλησία τοΰ χωριού' διαβάστηκε επειτα ή γιατροδικαστική Ικθεση, κ’ επειδή ή υπεράσπιση δεν είχε μάρτυρες, δ Πρόεδρος εκάλεσε τέλος τον κατηγορούμενο ν’ άπολογηθεΐ.

«’Άκουσες», τουπέ, δσα σ’ έκατηγορούσανε. Αέγε μας, εκαμες αυτήν την πράξη ;»

Καζ άόιχσς 73

Page 72: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

«'Όχι , είπε σταθερά 6 Τουρκόγιαννος' «άποψήν ήμερα .τον μ’ -¿βάλατε στη φυλακή σάς τό λέω δεν τήν έκαμα! ■>

<·:’Άν θελήσεις · , ξαναπε ύ Πρόεδρος «νά αναγνω­ρίσεις το έγκλημά σου, δσο μεγάλο κι’ αν είναι, θα ελαφρύνεις σημαντικά τή θέση σου, τό δικαστήριο ομως δέ σε υποχρεώνει.»

«Είναι γραμμένο», απάντησε ήσυχα «Δέ θα σκο­τώσεις. Καί δεν εσκόποσα! Είναι γραμμένο: Δέ θά κλέψεις. Καί δέν έκλεψα! 'Ο Τουρκόγιαννος δεν κά­νει τέτοιο κρίμα, γιατί δ Τουρκόγιαννος ξέρει πώς ο Χάρος είναι άγγελος ταΰ Θεοΰ, ποϋ παρουσιάζεται στον άνθρωπο δταν μέλλει νά πεθάνει, για νά τοΰ πάρει την ψυχή, μέ χαροΰμενην όψη αν είναι αγαθός. Για τοΰτο τόν είπαν Χάροντα' μά στο ψονηα, την ύστερή του ώρα τοΰ παρουσιάζεται τρομερός καί παίρνει την είδη τοΰ σκοτωμένου καί τρομάζει την ■ψυχή πουναι έτοιμη νά βγει και ν’ άφήκει τό σώμα, καί μακραίνει τη φοβερή αγωνία' μά δλα αυτά γένον- ται μόνο καί μόνο για νά μετανοιώσει ό αμαρτωλός, ως καί στην ύστερη ώρα καί νάχει τή χάρη νά ϊδεϊ φιλικό τδ πρόσωπο του δημιουργοί του».

« Ό κύριος Πρόεδρος», είπε ό Εισαγγελέας «πρέ­πει νά άναγκάσει τόν κατηγορούμενο νά αποφεύγει τές θεολογικές θεωρίες' δέν έχουν τή θέση τους στο στόμα ενός εγκληματία!»

«Εγκληματία!» έμουρμούρισε δ Τουρκόγιαννος, χωρίς νά δώσει άλλην απάντηση.

Ό Πρόεδρος έκαμε ένα νόημα τοΰ γραμματέα κ’ είπε τοΰ Τουρκόγιαννου: «Γνωρίζεις αυτό τό μα­χαίρι;»

74 Καζάότκος

Page 73: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κ ύ ζά & ιχ ο ζ

«Καί' ήταν δικό μου- σάς τό λέ<» απ’ δταν μέ κλεί­σατε στη φνλακή.», : Με αυτό εσκοτώθηκε,» ξανάπε δ Πρόεδρος >'■§

Γιώργης ’Αράθυμος Π ώς εΰρέθΐ]κε σιμά στον σκο- τομένον;»

«Λεν ξέρω» απάντησε αναστενάζοντας' «τό μαχαί­ρι μου την ωρα ποϋ έφυγα από τό σπίτι τοϋ ’Αρά­θυμου, το Λησμόνησα εκεΓ δεν ξέρα) ποιος τό πήρε" δεν ξέρω ποιος εσχότωσε

«Τί εκανες,» έρώτησε ό Πρόεδρος «από την ώρα πώφυγες από τό σπίτι του ’Αράθυμου, ως τή στιγμή ποϋ σ’ εσνλλαβαν οΐ χωροφύλακες;»

«"Οταν μ’ εδιώξανε,» άποκρίθηκε συγκινημένος< ητανε τόση ή θλίψι μου, ποϋ τραβήχτηκα σ’ ένα παραιτημένο καλύβι τον ’Αράθυμου, έμεινα εκεί αυτές τές δύο μέρες καί την άλλη νύχτα, χωρίς νά φάω, χωρίς νά πιω, χωρίς ούτε καί νά κοιμηθώ, καί την τρίτη μέρα Ιπείνασα. Κ ’ ήρθα στο χωριό για ν αγοράσω ενα κομμάτι ψωμί, κ’ εκεί μ’ εκοίταξαν δλοι περίεργα καί κάτι εμουρμούριζαν στο διάβα μου. Κ’ ήταν ή ώρα ποϋ έκήδευαν τό λείψανο τοϋ άδικοθα- νάτου, την εΰκή του ας εχουμε, διατί αυτός επλέρωσε τές αμαρτίες του, καί πήγα ώς καί γώ στην εκκλησία, καί τον εκλαψα, γιατί ειχα φάει ψωμί πολύ από τά χέρια του, καί γιατί τόν αγαπούσα’ αγαπούσα υλ δλη ίου τή φαμίλια και τά ζά του. Καί εκεί μ’ επιασαν οί χωροφύλακες καί μ’ εφεραν δεμένο στη χώρα καί μ’ έβαλαν στη φυλακή. Σάς είπα την αλήθεια.»

«Καί δέ σ’ είδε κανείς σ’ αυτό τό καλύβι;» ερώ- τησε δ Πρόεδρος.

Μια στιγμή δ Τουρκόγιαννος έμεινε σκεφτικός καί

Page 74: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κ ατάϊίχος

κατόπι ¿κατέβασε τό βλέφαρο, έκούνησε τό κεφάλι, λέγοντας ναί, καί άποκρίθηκε :— «“Ενας άντρας καί μία γυναίκα ήρθαν εκεί τή δεύτερη μέρα γιά ν ’ άμαρ- ιησουν. Μέ κατάλαβαν κ’ έφυγαν. Δεν τό μαρτύρησαν;»

Τό δικαστήριον έγέλασε. 'Ο Πρόεδρος Ισήμανε τό κουδούνι κ’ έρώτησε : -'Ποιοι ήταν αυτοί; ̂

«Δέ θά τούς προδώσω! > άποκρίθηκε μέ σταθερή ■φωνή. « Ό Τουρκόγιαννος είναι άνθρωπος μυστικός, ξέρει να κρατεί τή γλώσσα του' κι’ δ,τι ξέρει ή. καρ­διά του εΐναι κλεισμένο σά μέσα σ ’ έ'ναν τάφο !»

« Ό τρόπος σου είναι παράξενος», τουπέ δ Προε- ■δρος, «θα ήταν προτιμότερη γιά σέ κάθε άλλη υπε­ράσπιση !»

01 ένορκοι εκοίταξαν 6 ενας τον άλλον κ’ εχαμο- γέλασαν.

«Γιατί», ξανάπε ό Πρόεδρος «σ’ εδιωξε δ Α ρ ά ­θυμος από τό σπίτι του;»

«Γιατί ήθέλησε να πουλήσει τό ζευγάρι. Δύο κα­ματερά παλληκάρια, τό ενα τό λέγαμε Περδίκη, μαύ­ρο τάλλο, τό λέγαμε Παρασκευά γιατί είχε γεννηθεί...»

«Αυτά δέ μάς φωτίζουν», τον άντίσκοψε δ Πρόε­δρος' «καί θά νυχτώσουμε μέ τή φλυαρία σου. ’Από τη διαδικασία άποδείχτηκε καί σύ δ ίδιος τό μολό- γησες στην ανάκριση, πως πριν φύγεις άπο κείνο τό βπίτι, εμαλώσατε μέ τον ’Αράθυμο- Εΐναι έτσι;»

«Μάλιστα. Ό Πέτρος Πέππονας μ’ έχτρει»εται, γιατί δεν τό ξέρω, εμένα εναν δρφανόν άνθρωπο ! τό ςέρει εχείνος' ρωτήστε τον!... Ό Πέτρος άναψε τον ’Αράθυμο Ιναντίο μου κι’ δ ’Αράθυμος μ’ έβρισε καί μέ χτύπησε κ’ ήθελε νά μέ βαρέσει μέ τό μαχαίρι. Κ’ είίρέθηκα στην ανάγκη νά διαφεντρέψω τή ζωή

Page 75: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

μου καί τον έξαρμάτωσα. Κ ’ ήταν καλό δικό του, γιατί δεν έπήρε τέτοια κόλα σι και δεν έπήγε κριμα­τισμένος στον άλλον κόσμο. Ά λλο κακό δεν τοΰκαμα,’ Ηταν εκεί καί ή Μαργαρίτα, ή γυναίκα τοΰ Ά ρά - Ουμου, αλλά είχε λιγοθυμήσει! *

«’Από τή διαδικασία άποδείχτηκε πως είχατε μα­λώσει τό πρωΐ μέ τή Μαργαρίτα" είναι αλήθεια;»

«Μάλιστα αυτή μέ πρωτόδιωξε.»«Καί γιατί;^■■-Σάς τόπε ή ίδια. ’Αφορμή εγώ δεν τής εδωκα!»«Ή ’ίδια είπε πώς τήν παρακολουθούσες δπου κι’

αν επήγαινε, πώς ήθελες νά τήν άπατη σεις καί πώς γι’ αυτό ήθέλησε νά πουλήσει τα ζα της καί νά σέ διώξει, για νά μή μιλήσει κι’ δ κόσμος.»

«Δέ θαπε ετσι. Κι’ αν τόπε, γελιέται. Κι’ όμως εΐξερε πώς τήν αγαπούσε ο Τουρκόγιαννος, κ’ έκεί- νηνε καί τό σπίτι της!» ΚΓ αναστέναξε.

Οί ένορκοι καί τό δικαστήριον έδειχναν ανυπομονη­σία. 'Ο τρόπος τοΰ κατηγορουμένου τούς Ικούραζε.^Καί τώρα ενας ένορκος, έ'νας -ψηλός καλοντυμένος κύριος, μέ ματουγυάλια κι’ αυτός στ’ άσκημο καί -ψυχρό πρό­σωπό του, παρεκάλεσε μέ ζητημένη ευγένεια τόν· Π ρόεδρο:

«Ρωτήσετε, παρακαλώ, κΰριε Πρόεδρε, τον κατη­γορούμενο, αν είχε ποτέ ερωτική σχέση μέ τή γυναίκα τοΰ φονευμένου;»

« ’Απάντησε, κατηγορούμενε:?, είπε δ Πρόεδρος.«Είναι γραμμένα:» είπε σοβαρά ό Τουρκόγιαννος.« Αέ θα ευχαριστήσεις τή σάρκα σου παρά μέ τή στε-

φανοτικιά σου γυναίκα, κ’ εγώ είμαι ανύπαντρος. νΑς %θβ··ν ·λοι ·ϊ γι&τρ·ί τής χώψας νκ μέ ξετάσβυν.

Κΐ'.ζόύιχίκ 77

Page 76: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

78 Κα:άύιχος

Αέν έπεσα ποτέ μον με γυναίκα. Το σώμα τοΰ άν­θρωπον, λένε. γνωρίζεται. ̂

"Ολο τό δικαστήριο έγέλασε γιύ πολλή ώρα. 'Ο Πρόεδρος ξανασήμανε τέλος τό κουδούνι, κι’ ό Τουρ- κόγιαννος ασυγκίνητος ξακολούθησε: <:Τό ψωμί μου τόφαγα τιμημένο στο σπίτι τοΰ ’Αράθυμοι·, ας το μαρτυρήσει ή Μαργαρίτα.»

< Πόσα χρόνια εμεινες σ’ αυτό τό σπίτι«Λίγο. Δέ θυμούμαι. "Ενα χρόνο ; δύο... περσοτερο >.Κ ’ έπειτα τον ερώτησε πάλι ό Πρόεδρος για την

περασμένη ζωή του, κ’ εδιηγήθηκε τά χρόνια τής ξε- νητειας του, καί τά παιδικά του χρόνια και τή γέν­νησή του, και μόνο για την αγάπη του, τή μοναχή τον αγάπη δεν έμίλησε, ούτε επρόφερε τόνομα τής Μαρ­γαρίτας.

Ό Πρόεδρος ερώτησε τον εισαγγελέα πρώτα και κατόπι την υπεράσπιση αν εΐχαν κι’ αυτοί νά ρωτή­σουν κάτι. Καί μόνο δ δικηγόρος του Τουρκόγιαν- νου, ένας νέος ψηλός, λιγνός, κοντόφθαλμος πολύ καί ποινικολόγος περίφημος, σηκώθηκε κι’ είπε :

«Παρακαλώ, κύριοι ένορκοι, σημειώσατε δτι άπο τον παράδοξο καί ιδιόρρυθμο τρόπο τοΰ κατηγορου­μένου προκύπτει καθαρά κάποια του φρενοβλάβεια. Ό Λομπρόζο θά τον καταλόγιζε μεταξύ τών μυστι­κοπαθών, ή έγκράτειά του είναι τρανή απόδειξη. Ό κατηγορούμενος πρέπει νά θεωρηθεί ακαταλόγιστος.»

«Δεν είμαι!» τον άντίσκοψε ήσυχα δ Τουρκόγιαν- νος. «’Έγεινε ψυχιατρική εξέταση ;» ξαναροκησε δ δι­κηγόρος.

«Δεν υπάρχει καμμία έκθεση», είπε δ Πρόεδρος.«Προτείνω», είπε πάλι δ δικηγόρος «νά αναβληθεί

Page 77: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Kazàèìxoc

ή δίκη καί να εξεταστεί ό κατηγορούμενος αχό ειδι­κούς γιατρούς. »

Ot ένορκοι εδειςαν αμέσως την ευχαρίστησή τους, •θα ετελείωναν ενωρίς αυτήν την ήμερα, δε ϋάχαν κι’ δλας να βγάλουν μια βαρεία απόφαση . Ό Πρόεδρος εσήμανε το κουδούνι καί διέκοψε τή συνεδρίαση για Ινα τέταρτο τής ωρας. ’Έπειτα έπήοε ατό χέρι τύ βιβλίο τού ποινικού νόμου, το άνοιξε έκρυψε πίσω dar* αί’τό τό πρόσωπό του, Ικαμε νόημα στούς άλλους συνέδρους νά σκύψουν σιμά τον, κ’ έτσι καί οι τρεις πίσω από τό βιβλίο, εσυζήτησαν χαμηλόφωνα λίγες στιγμές, κ’ έβγαλαν την απόφαση. Ό ένας σύνεδρος έπειτα βγήκε για νά καπνίσει.

Μισή ωρα έπειτα ξανάρχισε ή συνεδρίαση. Ό πρόε­δρος έδιάβασε τή απόφαση πουχαν βγάλει. Τό δικα­στήριο δεν παραδεχόταν τή πρόταση τού δικηγόρου.

< Μία έροότηση, κύριε Πρόεδρε», είπε πάλι ανυπό­μονα ό ένορκος γιατρός. «Παρατηρήθηκαν στα ρούχα τού κατηγορουμένου κηλίδες από αίμα;»

« Ή ανάκριση», είπε ο Πρόεδρος συγχυσμένος κά­πως «δεν αναφέρει τίποτα !»

«Μπορεΐ, γιατρέ», ειπε ο ένορκος μέ τύ παιδιά­στικο πρόσωπο, « νάλλαξε ρούχα για τό έγκλημα καί τα αφάνισε επειτα.»

<·Κ’ εύρέθηκαν», ξαναροίτησε ό γιατρός «τά χρή­ματα;»

«'Η ανάκριση δέν αναφέρει τίποτα», ξανάπε ο Πρόεδρος, κ’ έσήμανε νευρικός τό κουδούνι.

«Δέν ήτανε κουτός για νά τα βαστάξει απάνω του!» είπε ο νέος:

«Μια άλλη ερώτηση, Κύριε Πρόεδρε», ειπε δ για--

Page 78: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

80 Κατάδικος

τρός. Έςέιασε ο ανακριτής αν πραγματικά κανείς è εν επήγε στο ακατοίκητο καλύβι ;s>

«Αυτό «ποδείχτηκε από τή διαδικασία-, είπε ό Πρόεδρος.

«Ποιανού χτήμα είναι το καλύβι», έροίτησε ο για­τρός.·■ «Τοΰ ’Αράθυμου, τού Λόικοσκοτωμένου& άποκρί-

'■θηκε ό Τουρκόγιαννος.«Τώρα». είπε ό νέος ένορκος <?θά καθίζουμε εδ<*

να ξενυχίζουμε κάθε ψέμα τού κατηγορουμένου ; Δέ βαριέσαι γιατρέ!»

eO Πρόεδρος ξανασήμανε το κουδούνι του κι’ » γιατρός ερριξε ένα τρομερό βλέμμα στο συνάδελφό του.

« ‘Ο Εισαγγελέας εχει το λόγο», είπε ο Πρόεδρος. Κι’ άρχισε αμέσως να μιλεΐ με δυνατή φωνή καί,

μέ πολλή ρητορία ό περίφημος Εισαγγελέας. Δέκα φορές, ενφ εμιλούσε, ό Τουρκόγιαννος ήθέλησε νά σηκωθεί καί νά άντισκόψει, μά οι χωροφυλακές τον κρατούσαν καί τοΰ Ικλειοΰσαν μέ το χέρι το στόμα δταν άρχιζε νά προφέρει κάποια λέξη. Κι’ ό άγριος άνθρωπος, ενώ ερητόρευε, τον έ'δειχνε μέ το δάχτυλο, τον εκοίταζε τρομερά, άσπλαχνα καί μέ μίσος, κάθε του λόγος ήταν μια βρισιά, καταφρόνια, μια συκο­φαντία, τον ελεγε κάθε τόσο ληστή, φονηά, κλέφτη, υποκριτή, μαΰρη ψυχή, μεγάλον κακούργο καί άνθρ»- πο πολύ επικίνδυνο. Κι’ ο Τουρκόγιαννος είχε πλια απελπιστεί καί μία λύπη βαθειά καί βαρειά είχε πλα­κώσει τήν ορφανή καρδιά του. Ίδρώς κρύος τον Ιλοϊ- ξε, γιατί έντρεπότουν τον κόσμο πού άκουε τόσες βρισιές, καί τά μάτια του έσταζαν αδιάκοπα κι’ ανα­στέναζε μέ πκρβίπον·. Ό Εισαγγελέας εμίλησε σ’ αύ-

Page 79: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζόόιχοζ 81

τον τρόπο για μισή ώρα καί τελεί όνο ντας έζήτησε τί] θανατική ποινή.

Έμίλησε κατόπι κι’ 6 συνήγορος. ’Απ’ όταν άνοιξε τό στόμα Ιφάνηκε πώς οΰτε αυτός δεν επίστευε αλη­θινά στην αθωότητα του Τουρκόγιαννου. Τον Ιχαρα- χτήρισε ανισόρροπο καί επομένως ανεύθυνο. Ά νέ- φερε τον Λομπροζο, τον Κράψτ Έβνιγκ, τον Καρά- ρα, κι’ άλλους εγκληματολόγους και σοφούς, είπε πως ο κατηγορούμενος ήταν τόσο θρήσκος που ήταν αδύ­νατο νά χόν υποθέσει κανείς εγκληματία, ή τουλά­χιστο κοινόν εγκληματία. Ειπε πώς μάρτυρας του φό­νου δεν είχε παρουσιαστεί κανένας, καί μολονότι επαί­νεσε την άγόρευσι του Εισαγγελέα που θάφινε βέ­βαια εποχή στά δικαστικά χρονικά, ειπε πώς οί ένορ­κοι δεν επρεπε νά παραδεχθούν την πρότασή του καί μέ τήν ετυμηγορία τους νά στείλουν τον άνθρωπο στη λαιμητόμο, γιατί ενδεχόμενο ήταν νά εθανάτω- ναν ετσι εναν αθώο, μά πώς τό ενάντιο, αν είχαν σχηματίσει πεποίθηση πώς ήταν Ινοχος, άπρεπε νά

■παραδεχθούν τουλάχιστον τή μέτρια σύγχυση καί νά τοϋ χαρίσουν ετσι τή ζωή, άφοϋ μάλιστα, κι’ άν οί ένορκοι δεν επαραδέχονταν πώς ό Τουρκόγιαννος υπό- φερνε από; φρενοβλάβεια, καθώς καθαρά έφαινότουν από τή μυστικοπάθειά του, αυτός θάχέ κάμει τήν πράξη θυμωμένος ακόμη, γιατί δυο μέρες πρίν ο Αράθυμος τον είχε δείρει, και, ή νευρική ταραχή, σύμφωνα μέ νομικές και γιατρό δικαστικές εξοχότητες; και'δύο και τρεις καί περισσότερες μέρες...

Κί,^σ κάλ0£ δικηγόρος δεν ' 'εϊξερέ νά, εξηγήσει, οΰτε νά κάμει νά αίστανΟοΰν οι άλλοι τήν άπειρη καλω-

Κατάδιχβς 6

Page 80: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

32 Κατάόιχος

ο ν , ¡1 καί την &γίί|ίϊ|, ~οϋ .|.ι/.ημμΰριζαν τήν δθώα χαώιάΰ,ηχ)} καρδιά τον μάρτυρα !

Ό Εισαγγελέας δεν Ιδεντερολόγησε. Ό Πρόεδρος Ιδιακοιμε τήν συνεδρίαση και οί ένορκοι αποσύρθη­καν στο δωμάτιό τους για νά συσκεφτοϋνε. 'Έμειναν πολλές ώρες κ/^ισμένοι. Και στην Ιτυμηγορία τέλος παρεδέχτηκαν ιό φόνο καί τή μέτρια σύγχυση καί το •Δικαστήριο κατεδίκασε τον Τουρκόγιαννο σέ ισόβια δεσμά.

9

Μετά βίας έμπόρεσε νά καταλάβει την καταδίκη του. 'Ήθελε νά φωνάξει, νά μιλήσει, νά πεί στους δικαστές του πώς είχαν γελαστεί. Δεν είχε αποδειχτεί αρκετέ* σ’ ολη τή δίκη πώς οι κατήγοροί του ελεγαν ψέματα, δεν έφαινότουν αρκετά πώς αυτός ο ίδιος δεν μπορούσε ναναι φονηας; Γιατι λοιπόν τον έπαιρ­ναν στη φυλακή επιζα>ή του, και γιατί είχε άφήσει ό Θεός νά τοϋ γίνει τέτοια αδικία; Μά 6 Πρόεδρος ώς τόσο είχε διαλύσει τή συνεδρίαση, καί οι χωροφύλα­κες. τού φόρεσαν αμέσως τές σιδερένιες χεροπέδες., τον έ'δεσαν μ’ ένα σκοινί καί τον επρόστοίξαν ναρθεΐ μαζή τους. Στο ακροατήριο ήταν ακόμα κόσμος πολύς, καί τον Ικοίταζαν ολοι μέ περιέργεια καί κάτι ¿μουρμούριζαν στο διάβα του, καί φαίνονταν ευχα­ριστημένοι από τή δίκαια απόφαση. Κ ’ επειτα στο δρόμο, στο φως τής ήμέρας, (ήταν ακόμα απόγευμα) ο Τουρκόγιαννος δεμένος επερπατοΰσε με χαμηλω­μένο βλέφαρο, εντρεπότουν τούς ανθρώπους ποΰ τον εβλεπαν στη μέση από τούς χωροφύλακες κ! εσταμα-

Page 81: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζά&ιχοζ 88

τονσαν στο διάβα τον γιά νά τον κοιτάζουν. 31 ά ¡-πή­γαινε περίλνχος, ξέροντας πώς δεν μπορούσε ν’ αντί- σταθεί σ ’ εκείνην την ατυχία, κι’ δλον το δρόμο δέν επρόφερε οΰτε μία λέξη, ώς που σε κάμποση ώρα εφτασε στο Σωφρονιστήριο, έξω it.ro τή χώρα...

Έκεϊ τό ϊδιο βράδι·· τόν εκοόρεψαν. χον ςνρισαν τό γένι, του φόρεσαν αμέσως τή στολή τής φυλακής, τουκαμε ό άρχιφύλακας μία μακρινή θεωρία, που δέν την έκατάλαβε και τον παρέλαβε τέλος Ινας δεσμό- φΰλακας, ένας νέος ήμερος στην υψη, του άνοιξε πρώτα μία μεγάλη σιδερένια πόρτα, και μία μικρό­τερη ν έπειτα, τόν πέρασε άπό μίαν τριγωνική αυλή, τον έφερε σ’ εν« μικρό κελλί, τον έκλεισε μέσα καί τόν κλείδωσε με δύο χοντρά μάνταλα που εστριξαν τρομερά στ’ αυτιά τον. Κι’ ό κρότος αυτός τόν εξύ- πνησε σαν άπό ενα βαθυν ΰπνο, ποΰ νά τόν είχε βυ­θίσει σ’ όνειρα τρομερά άλλου κόσμου" κ’ έκυίταξε τρομαγμένος Ολόγυρά του τό μικρό σκοτεινό κελλί. Ή ταν ολομόναχος. Αισθανόταν μίαν απέραντη λύπη ποΰ τού πάγωνε την καρδιά καί μία ζέστη στο μυαλό ποΰ δέν τόν άφινε νά καταλιίβει ξάστερα τί πραγμα­τικά του συνέβαινε, κ’ έσυνόδευε κείνη τή ζάλη ένας αόριστος φόβος ποΰ τόν έκανε νά τρέμει, καί κάθε τόσο περνούσε μπρος στα μάτια του λυπημένη ή •θωριά τής Μαργαρίτας, δπιύς τήν είχε ιδεϊ στό κρι­τήριο, καί κείνη ή θωριά τόν έκανε κι’ δλας νά θυμά­ται τόν Πέτρο Πέππονα, ποΰχε βουλή θεΐ νά τόν ανε­βάσει στη λαιμητόμο καί ποΰ αυτός τόν είχε κλείσει σε κείνην τή φυλακή. Καί τ’ αυτιά του εβούϊζαν καί τά μάτια του δέν έβλεπαν ξάστερα,, κ’ ή ζάλη του δλο ¿μεγάλωνε κ’ έμοιαζε σάν μιά άσκημη μέθη, ποΰ τοϋ

Page 82: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

84 Καταόιχοζ

σκότιζε χή σκέψη, του σύγχυζε δλες τές Ιδέες, τον εκανε νά λησμονά τά τωρινά καί νά θυμάται κομμα­τιαστά τά περασμένα, χωρίς νά μπορεΤ ο νους του νά τά συναρμολογήσει. Δεν είχε καταλάβει οΰτε τή σοβα­ρή διδαχή τοϋ αρχιφΰλακα, οΰτε τές άγριες φοβέρες χοϋ φύλακα μέ την ήμερη δψη, κι’ οΰτε στην τριγω­νική αΰλή τής φυλακής δεν είδε τους άλλους καταδί­κους που τον άνάμεναν, άλλοι μ’ ενα χαμόγελο θαυ­μασμοί γιάτδ μεγάλο του έγκλημα και ποΰ ήθελαν νά γιορτάσουν τον ερχομό του,· άλλοι μ ενα συμπονετικό άνάβλεμμα, κ έςυπνησε μόνομία στιγμή για ν’ άκοΰσει νά μανταλώνεται άπ’ εξω ή μικρή πόρτα τόΰ κελλιοΰ καί νά στρίζέι φοβερά τό μεγάλο κλειδί στη βαρεία κλειδαριά της, Κ’ εκείνο τό στρί’ξιμο τοϋ ξαναρχότουν αδιάκοπα στ’ αυτιά, κ’ ενα βαρΰ χέρι τοΰσφιγγε τή'ν καρδιά καί τό λαρύγγι' καί μία ανατριχίλα στενοχοίριας εδιάβαινε άπ’ δλο τό σαστισμένο κορμί του. : -:ϊΛ;Γί

Έκοίταςε πάλι ολόγυρά του τό μικρό πλακοστρω­μένο καί κρύο κελλί τού που θάταν για πάντα,- για δλα τά χρόνιά τής ζωής του ή κατοικία του Τ Για πάντα! "Αλλα έπιπλα δεν είχε παρά ένα στενό κρεβ- βάτι χωρίς στρώμα, κ? ενα κόνισμα στό σόβαντισμένρ τοΐχό. Μία μαύρη καί θλιβερή απελπισία τον Ικυρίε-- ψε. «Για πάντα κατάδικος!» είπε μία στιγμή με το νόΰ τον* Κίν εκάθισέ πάνου στο7 χαμηλό κρεββάτι κ’ άκοΰμπησε στά δυό του χέρια τό κεφάλι κι’ αναστέ­ναξε πονεμένα. Κ’ έφάντάστηκε πώς ή -μάννα του'ή ’Αρετή, μέ τά κουρελιασμένα της ροΰχάί ε.χόρευε μέσα στο καλύβι τόΰ πάτερα τής Μαργαρίτας, δπόυ είχαν κατοικήσει στά παιδικά του χρόνια, Αι3 ο ΓΓέτρόςΤΙέ·- άόνάς ητάν σιμά της.' -Τον είχε παιδί της: Κι’ 1 ή 'Μάρ-

Page 83: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κζάαόιχος

γαβίτα ήταν άντρας κ’ έμΰοϋσε πειραχτικά τής μάν­νας τον, οπως τόσοι άντρες, σέ τόσα χωριά, δπου μαζή του, σαν ήταν άγνωρο παιδί, είχε ζητιανέψει, κ' ήταν εκεΐ κι’ ό Γιώργης Αράθυμος μέ τή μεγάλη πληγή στο στήθος κ’ έγελοϋσε' κ’ ή πληγή ήταν βριιση, επλημμΰριζε αιματα δλο τό καλύβι, τόσο ποΰ ή κουρελιάρα χορεύτρα δεν είχε πλιά ποΰ νά πα­τήσει.— Κ' Ιπανήρθε στον εαυτό του κατατρομαγμέ- νος. «Για πάντα κατάδικος» ξαναπε μέ τό νοΟ toy. ^'Q 1 τρελλαίνομαι!» Κι’ ο καλός άνθρωπος αναζητού­σε μέσα τον ποια σφάλματα της ζωής του τον είχαν φέρει σέ τόση. δυστυχία, ποια ήταν ή αιτία ποΐχε κά­μει νά τυφλωθούν τόσοι άνθρωποι, ο! χωριανοί του, ot δικαστές, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, ποΰ είχαν μαρ­τυρήσει εναντίον του καί τον είχαν καταδικάσει, ενώ αυτός ειςερε,πως ο κοσμος.ηταν καλός., σπ/.αγχνικος, δίκαιος, γιατί με τό ελεός του είχε ζήσει .αυτός παιδί κ' ή μάννα τον μία ξένη ζητιάνα, κι’ ως τφ τώρα από ξένα χέρια παντοϋ είχε βρει γλυκό ψωμί- κι’ από τό­σες· καλές, καρδιές ιίεοτική συμπάθεια.. Καί δεν εδρι- σκε κρίμα κανένα a δλην την αθώα ζωή του- καμ- μία κακοσύνη ποΰ vù μπορούσε νά ,ξηγήσει τή φοτ βερήτιμωρία!—-Καί πάλι ο νους τού αναστατώθηκε^ κι' δχασε. τή σκέψη για κάμποση ώρα..— Κ\οταν πάλι. συνηρ&ε, τρέμοντας ολος,.έκατάλαβε πως περπατούμε μέσα στο στενόχωρο κελλι του. "Ηταν στενό, πολύ στενό, κ’ ήταν κλεισμένο ! Έκοίταξε ,οξω από τό μι- ϊφό.φεγγίτη την αυλή τής..φυλακής τρΐ|, ’Εκείνην ίην <§ρα /ήταν.. §ρημη. Αΰτιάστηκε την άκρα σιωπή ποδ Ιβασίλευε σ’ ολο τό .μεγάλο χτίριο,' σά νά . μήν ήταν χαχόλον κατοικημένο, vJ % στενοχώρια του ,εμεγά~

Page 84: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

86 h'¡mi fo Χ0~

Ί.ιοσε. Ό κόμπος πούχε αίστανθεϊ στο λαιμό του Ικόν-' τενε νά τον πνίξει. .'’Απελπισμένο'? έπεσε στο ζ.ρερ- βάτι του, Γ)ταν κουρασμένος πολύ χ* ήθέληαε νά κλά- ψει. Μά τά δάκρυα δέν ήθελησαν νά festa fiatò τα στεγνά του μάτια καί τον έπνιγαν καί τον επονονσαν κ’ επείί-ύμησε τότες ολομεμιάς τή λντρωβη τοϋ if uva ■ τον. Τά μαλλιά του ι «^ιέΰηκαν καί τά μάτια του άνοιξαν κ’ επετάχτη:· .̂ άπο τό κρεββάτι κ5 εΰρέ- θηκε ορθό; στη μέση τοϋ κελλιοΰ του. Για πρώτη φορά στη ζοοή του Ιδοκίμαζε τώρα μίσος γιά τήν άθλια ζωή, ή ψυχή του επαναστατούσε ενάντια στήν απόφαση των αόικων ανθρώπων που τον είχαν ρίξει σ ’ εκείνην τή φυλακή για όλο το μάκρος της αχαρης ζωής του, Ινώ έίω, στον έλεντερο κόσμο, ή ζωή ήταν τόσο ώμορφη, όλη γεμάτη χρήσιμο έργο, καί οι άν­θρωποι τόσο καλοί ! Καί πρώτη φορά στή ζωή του έθύμωσε μέ τον εαυτό του, γιατί αναντρα ειχε ¿ψή­σει νά τον κλείσουν εκεί μέσα καί δέν είχε άντιστα­θεί, οΰτε στους χωροφύλακες πού τον επιασαν στήν εκκλησία, οΰτε ατούς δεσμοφύλακες που τον εκλείδω- σαν σ’ εκείνο το κελλί, καί δέν είχε προτιμήσει νά πεθάνει. Κ’ ή ψυχή του τοϋ έπρόσταξε νά κάμει τώρα μια μδγάλη πράξη : να λευτερωθεί ή νά μηδενίσει ΐήν ύπαρξή του. Μά τά μάνταλ,α ήσαν δυνατά κι’ αν­θρώπου χέρι βέβαια δε -8α μπορούσε νά τά χαλά­σει, καί οι πόρτες τής φυλακής ήταν σιδερένιες καί φύλακες εφύλαγαν παντού καί στρατιώτες μέ εφ’ όπλου τή λόγχη καί οί τοίχοι τής φυλακής ήταν πολύ ψηλοί, διπλοί καί χοντροί. Κι’ απελπισμένος από αυ­τούς τούς στοχασμούς ο κατάδικος επεσε καταγής κ5 εκτύπησε μέ δύναμη τό κεφάλι του στες πλάκες για να

Page 85: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κβτάόίχο; 8:7

tò σπάσει. "Ακουσε ενα δυνατό αόνο, Ι'φερε τό χέοι στό κούτελο κ’ εν.ατάλαβζ δμως πώς δέν τδχε ¿νοίίει. Έβάλθηκε τότε νά τό χτυπά δυνατότερα καί χωρί; διακοπή. Μά δ πόνος τέλος τον έσταμάτησε, κ οΐ χτύποι τον έκαμαν νά λιγοθυμήσει. Κι’ όταν πάλι σν- νήρθε έκατάλαβε πώς ήταν νύχτα, κ’ ήταν. ΰλος πα­γωμένος κ5 εκρΰωνε κ* ετρεμε κ’ ετουρτούριζαν τά δόντια τον άχο το κρύο. ’Αθέλητα I σηκώθηκε, έ Ζή­τησε μέσα στο σκοτάδι τό κρεββάτι του, ¡¡τυλίχτηκε με τή μάλλινη κουβέρτα κ" εξαπλώθηκε ανάσκελα. Κ' εμεινε ετσι μέ τά μάτια ανοιχτά, μέ τ αυτιά τεντω­μένα παραμονεύοντας τής νυχτός τό σκοτάδι. Τό κρύο τον ετίναζε για κάμποση ώρα. Κ ' έπειτα είδε πάλι ονείρατα. Ή ταν μισεμένος κ" εβλεπε σά σ’ όνειρα τό μακρ L'vò χωριό του. Καί τό χωριό του ήταν σαν ένας άλλος δμορφος κόσμος μέ τές πολλές του παληές ευ­λογημένες έληές σ'" δλες του τες ράχες, σ’ όλες του τές λογγάδες, σ ’ ολα του τά πλάγια.

Τά κυπαρίσια εμαύριζαν εδώ κ! εκεί, βγαίνοντας μέσα από τούς ελαιώνες, προσπαθώντας νά φθάσουν μέ την κορφή τους τά ουράνια, τά λιβάδια επρασίνι- ζαν τά πλούσια χωράφια ήταν θάλασσες από γεννή­ματα, τή φαιδρή τροφή τοΰ ανθρώπου.., ή μεγάλη θυγατέρα τής Μαργαρίτας επαιρνε μέ το σκοινί τήγ αγαπημένη προβατίνα" τά δύο αγόρια Ιπήγαιναν σχο­λείο, τραγουδώντας τό ενα, σφυρίζοντας τάλλο, μ5 ενα μεγάλο κομμάτι καθάριο ψωμί τό καθένα στο χέρι τους· τά δύο καλά καματερά, ό Περδίκης κι’ ο Παρα- σκευας— τον ελεγαν ετσι, γιατί είχε γεννηθεί μέρα Πα­ρασκευή— δέν είχαν σφαχτεί, κ’ ήταν δεμένα κάτου «πό τήν ποριοκαλιά, σιμά στο καλύβι του ’Αράθυμου,

Page 86: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

88 Καιάόίχος

■λ έκουνονσαν τές ουρές τους για νά διώχνουν τές μύ­γες, κι’ ό Περδίκης εξυοϋσε τον τράχηλό του πάνο» στον κορμό του δέντρου. Κι’ ο ’Αράθυμος δεν είχε πε- θάνει, είχε γιατρευτεί από τή μεγάλη κατάστηθη πλη­γή του η είχε άναστηθεϊ άπό τον άλλο κόσμο...

Κι7 αντί] ή είκόνα τοΰ ϊανάψεοε στο νοΰ τον ’Αρά­θυμο, σκοτωμένον, ξαπλωμένον στη μέση της άμορ­φης Ικκλησιρίς. τοΰ χωριοΰ, ποΰ ήταν γεμάτη κόσμα καί σιμά στο λείψανο ήταν ή Μαργαρίτα, ποΰ εδερνό- τουν, έμοιρολογοΰσε κ’ έ'κλαιγε, κι’ ο Πέτρος ο Πέ πο­νάς μέ τό πικρό του χαμόγελο στο χείλι καί οΐ παπά-: δες έψαλαν τό λείψανο τοΰ . άδικοσκοτωμένου. . . Κ’ επειτα είδε μέσα σ’ εκείνην την έκκλησιά καί τον εαυ­τό του μέ τά μακρύά μαλλιά που δεν ταχε πλιά στο κεφάλι καί σκέπαζαν τ’ αυτιά και ποΰ κατέβαιναν σά ψυτήλια στον τράχηλο μέ τά άρηά του γένειβ, που πλιά τώρα δεν ταχε, ούτε κ’ εκείνα, μέ τό στραβό ρα­βδί του στο να χέρι καί με το μικρό του μπόγο στάλλό του χέρι, κ’ είδε τέλος τούς χωροφυλακές που ΙκεΓ στην εκκλησία καί μπρος σ’ ολον τον κόσμο εχυμοϋ- σαν επάνω του σά γιά νάτόνε σκοτώσουν κ’ εκείνον, τον ερ;ζ>ιχ;ναν χάμου, τον Ισφιχτόδεναν καί' ιόν πρό- σταζαν %'ά τούς ακολουθήσει, χωρίς αυτός νά ςέρει ποΰ · τόν έπαιρναν, οΰτε γιατί τον είχαν δέσει. ,.' επειτα είδε την ά'λλη'.φυΛακή-δπου: τόν είχαν κλείσει> γιά προφυλάκιση, μία φυλακή πρόσχαρη, γεμάτη κό­σμο. Ό λοι οί φυλακισμένοι ήταν μαζή' κόσμος ήμε­ρος καί άγαθός, ποΰχαν κάμει κάποιαν παράνομη πράξή σέ μια στιγμή θυμοί·, μέθης, ή ανάγκης, ^ ποΰχαν κάμει κάτι ποΰ βέβαια λάθος δεν ήταν. /Ώ αυτή' ή φυλακή, δεν είχε, διάφορά άπό τόν άλλον κά*

Page 87: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καί4όίχσζ 39

<τμο! Καί ξανάβλεπε μέ το νοϋ rot' Iva Iva ολα τά πρόσωπα των ανθρώπων πού μαζή του είχαν μείνει δέκα μήνες, καί- πού τώρα πλιά δέ θά τούς ξανά­βλεπε... Κ’ εθυμηθηκε τή σημερινή του δίκη ! αΩ πώς τον είχε ζαλίσει ή φωνή τής Μαργαρίτας ! ·/' ήθέλη- σε να την ξανακούσουν ταύτιά του εκείνην τη φωνήνα βγαίνει μέσα άπο τό σκοτάδι τής φυλακής του....Κι’ άντίς δέν άκουσε τίποτα γιά πολλήν ώρα. Τώρα ειχε ζεσταθεί κομμάτι. Κι’ δλομεμιάς τον εσκιαξε tò -φωνατό τοϋ φρουροΰ ποδ από τρίτο καμίνι έκραζε μ’ οση δύναμη είχε.— «Φύλακες, γρηγορεΐτε !» κ’ επει- τα ή βαθειά σιωπή που Ιγίνηκε μονομιάς !...

Τώρα ούτε ή θρησκεία δέν τούδινε παρηγορία, γιατί είχε κλονιστεί ή αθώα του πίστη στη Δικαιοσύνη καί την καλωσύνη τής θείας Πρόνοιας. Γιατί νάνοι αυτός στη φυλακή, κ ο κακούργος πουχε αληθινά σκοτώσει τον ’ Αράθυμο να χαίρεται τον ώμορφο κό­σμο καί να χαίρεται τό. κέρδος τής Ληστείας; Καί ποιος ήταν αυτός & φονηας ; Ό Τουρκόγιαννος δεν ■ειξερε, οχι δενεϊξερε, δέν ήθελε, ούτε νά τον ύπο- ■ψιάσει ί... ¡8$ δ| θατάν ο Πέτρος, δχι.,. και σε' κ«θε περίσταση δέ θάξερε τίποτα ή Μαργαρίτα.., καί δεν ήταν βέβαια άγαπητικιά του, τώρα που είχε χηρέψει... Κ 5 Ι'φερε πάλι στο νοϋ του τό μεγάλο πρόβλημα : γιαρ τόσοι άλλοι κακοποιοί άνθρωποι περπατούσαν Ιλεύτεροι στον κόάμο έχάιρόνταν τά^ θ ά . τον, καί Ισπέρναν παντού, τή διχόνοια καί τΐ>ν πόνο καί τό μί­σος [ Γιατί εβασίλευε τόση αδικία,. .κ’ δπόψερναν tà àya^à-ià πλάσματα, , τ’ 0 .φ α . ¡¡ίαιδάκιά,. οί νάγαθοϊ άνθρωποι και τ’ αγαθά ΐ® ζώα, σαν τα καματερά ,τρή Ά ρ ά β - ύ μ ο υ . .. . .. , . .

Page 88: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καί μία παρήγορη δειλή φωνή το tale ciao τά βΰ&η της καρδιάς τον, πώς τό μυστήριο αυτό οπως ν.αι τό­σα άλλα μυστήρια τής δημιουργίας, μόνο οί πεθαμέ­νοι, πηγαίνοντας στον κόσμο τής ’Αλήθειας μπορού­σαν νά τό ξεδιαλύνουν, καί θυμήθηχε τότες τον κα­λό δάσκαλο της ςενητειάς πού ακόμη θαταν μαζί} το«, αν δ θεός δεν τον είχε κράξει σ ιμά του. Κ' αναστέ­ναξε. Κ ’ εζήλεφε πάλι τή λύτρωση του θανάτου. Για­τί δεν ιόν εκραζε κι’ αυτόν αμέσως δ Θεος οιμά του, σιμά στον άλλο δάσκαλο του τώρα θδχε μάθει τόσαάλλα μυστήρια ;------ -

Site καθώς αναστέναξε που πόνεσε δυνατά το κε­φάλι κ έκατάλαβε πώς δέ Μχε ποτέ τή δύναμη νά τό συντρίψει κι’ «πεφάσισε νά βρεϊ άλλον εΰκολώτεροθάνατο- νά πεθάνει τής πείνας.-------

Μ^αδιήν την απόφαση εκλεισε τά βλέφαρα" κ’ενα κλάμα δυνατό και πολύδακρυ, πώβγαινε άπο xà βάθη τής καρδιάς του, τον έτίναξε σύγκορμον, και τό κλάμα αυτό Ιβάσι’αξε ώρα πολλή μεσ’ στη σιγή τής νύχτας καί τον «λάφρωσε. Καί ο ΰπνος τέλος τον βκαμε νά λησμονήσει ως στην αυγή τή'βαρεία συμφορά του....

10

’Ήταν πάλι άνοιξη. Μάρτης. Τό μεσημέρι είχε περάσει από δΰο ¡δρες, κι’ δ ήλιος έφεγγε λαμπρός και καυτερός ακόμη μέσα αχόν καθάριο γα?«.άζιον ουρανό» οπου σύγνεφα άσποα καί αταχτνά ανάλαφρα εταξί- δευαν. Κι’ δλοι οι χωριάτες ήταν στον κάμπο κ’ εδού- λειιαν παντού τα χωράφια : έσκαφταν τή γή, ξερίζω­ναν τό πράσινο χόρτο, εσπαιρναν ϊήν όψιμιά, καί κεί-

SO ’ Karà-hxoc

Page 89: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Kalàòixo; 91

vijv τήν ώρα μάλιστα ή εργασία ήταν σ' δλην τήν ανοψή της, σά να βιαζότουν καθένας Ικεϊνο το απο­μεσήμερο νά τελειώσει το έργο του. fj ν’ άψήσ& λιγώτερη δουλειά γιά τήν ήμερα που θά ξημέρωνε.

Κι’ ό Πέτρος Πέππονας επιστατούσε στδογωμα τον χωραφιού τοΰ σκοτωμένου. Είχε δουλέψει κι’ ο ίδιος δλη μέρα κ5 «καθότουν τώρα δίπλα στή μικρή πόρτα τον άχνρένιου καλνβιον, άπάνου σ ’ ενα χοντρό μακρύ ξύλο, στον ίσκιο πώοριχνε το ίδιο ιό καλύβι" ο άσκη­μος μαΰοος κι’ άσπρος σκύλο; του ’Αράθυμου ήταν κουλουριασμένος μπροστά στα πόδια του.

Καί σκεφτικός Ικοίταζε το ζευγάρι ποϋ έβάδιζε δκνά, οκνά μέσα στο μεγάλο χωράφι, άνασηκώνοντας μέ το γυννί τά χώματα' κι' δ ξένος ζευγολάτης από π-ίσω έφώναζε παράξενα τα ζά του καί τά κεντούσε για να μήν άποκοιμιώνται. Και τά δυο θεώρατα ζώα, κόκκινα καί τά δύο, εσκυφταν κατου από το βαρύ ζυ­γό τό κεφάλι τους ως τη γη, είχαι άκουμπήσει τό ενα άπάνου στ άλλο κ’ έμεναν μία στιγμή σταματημένα, ρίχνοντας ολο τό βάρος τοϋ μεγάλου κορμιού τους στα εμπρός, στέκοντας ορθά στά τρία πόδια λ Ιτοιμα μέ τό τέταρτο νά προχωρήσουν, οταν δ σβώλος θα ξεκολλούσε από τά σπλάχνα τής γης, καί τά μούσκου- λά τους ήταν φουσκωμένα κ’ Ιδειχναν πώς έβαζαν ολα τά δυνατά τους* καί καθαυτό τή στιγμή που 6 ζευγολάτης είχε βάλει ενα παράξενο φωνατό έκαμαν μίαν τελευταία προσπάθεια, εμούτρισαν έξαφνα πρός τα εμπρός, έκαμαν δύο τρία βιαστικά πατήματα, σά ναθελαν νά πέσουν, συρμένα από τήν ϊδια τους τή δύναμη, ενώ τό γυννί άναπέταξε ενα χοντρό γυαλιστε­ρό μαΰρο σβώλο, γεματον άσπρες ρίζες αγρίου χόρ­

Page 90: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

του, % έστάθηκαν τέλος. Τό γυννί Ιλαμψε στον ήλιο καί σέ μία στιγμή τά ζώα αναστηλώθηκαν πάλι για ¡*.ία καινούργια προσπάθεια.

Κι’ ακολουθοΰσε τ* άροτρο, το ίδιο τά παιδί της Μαργαρίτας, δ Θανασοΰλης, για να ρίχνει το αραπο­σίτι σπειρί σπειρί στό αυλάκι, που ανάσκαφταν τά βώ~ δια, καί κατόπι ή Μαργαρίτα μέ. τή θυγατέρα της έτριβαν μέ τις αξίνες τους σβώλους καί σκάφτοντας ξεδιάλεγαν τές άγριες ρίζες* κ’ ήταν. εκείνο τδ βράδυ ή Μαργαρίτα βαρΰθυμη κ’ εμιλουσε. λίγο. Κ ’ «δούλε­ψαν ετσι δύο ολόκληρες ώρες ακόμη.

«Στον άγερμδ θά λύσουμε;»; ταυ φώναξε ο Π έ­τρος από τή θέση τόυ. -■ , . .

Κι’ αυτά τα λόγιά αντήχησαν παράξενα μέσα στην ψυχή τής Μαργαρίτας, γιατί τήν ε^μαν νά θνμηθεΐ, πώς πέρσι την ίδια ωρα ταχε προφέρει κι" δ ’ Αράθυ­μος άπό τή θέση, υπου Ικαθότοΰν, δίπλα στη μι­κρή πόρτα του αχυρένιου καλυβιοΰ. Κι’ άνασηκω^ε τό κεφάλι .της, σά νά τον \ υρεύε, % εκοίταξε τον Πέτρο κι’ δνάσχ^ναξε. ■■·. . ... -. «Τον ¿θύμήθηκε πάλι,», Ισυλλόγίστηκε πικρά ο Πέ­τρος.. Καί σέ μια στιγμή ξαναφώναξε τοΰ ζευγολάτη: «Αΰσε 12έ. δυο τρεις ώρες αύριο τελειώνονμβ!»

Ό σκύλος είχε ξυπνήσει, Ιχώμουρήθηκε καί ξανα- κάθησε. χάμου μ! απλωτά τά μπραστινά του ίκόδια κι’ kjpb το κεφάλι. 'Ο^ηλιος είχε πάρει,τον κ&τηψρ.ρρ κ’ είχε κοκκινίσει. K? ή Μαργαρίτα ανατινάχτηκε., πάλι κ εκοίταξε κατά τό καλύβι σά για να , βεβαιωθεί πως η προσταγή-εκείνη βεγ ειχ£. βγεϊ αληθινά ά|δ;τά χεί­λη τοΰ ’Αράθυμου. , . . ......... -

Καί ό ζευγολάτης εμπηξε $αθειά τό γυννί στή γ^

92 Κανάδιχοζ

Page 91: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

% ελυσε αμέσως τά ζώα κι’ αυτά ξεκίνησαν βαρεία βαρεία προ; την καλύβα καί δέ σταμάτησαν καρά στο συνέιθισμενο δέντρο, οπου εκεί ό Τουρκόγιαννος εδενε πάντα τά δυο καματερά τους, τον Περδίκι; καί τον Παρασκευά, ποϋ τώρα πλιά δεν έζοϋσαν οΰτε κείνα. Ιίαί κατόπι στο ζευγολάτη έρχόταν ή Μαργα­ρίτα μέ τά δύο παιδιά της κ’ έσμιξαν δλοι tòv Πέ­τρο σιμά σταΰ καλυβιού την πόρτα.

«Τί έ'χεις ;■» τής είπε χαμηλόφωνα καί χωρίς να ανασηκώσει οΰτε τά μάτια.

«Έστάθηκε πάντα τόσο καλός μαζη μου !» τοΰ άποκρίθηκε... «Κ ’ Ι'λαβε τέτοιο θάνατοί...; Κ’ ακόμα θά ζοΰσε, αν δεν τον έκανα να πουλήσει τα βώδια!»

ί ’Ήτανε τυχερό .του !» είπε ό Πέτρος βαρύθυμος. <:νΕΑαβε τέτοιο θάνατο !» ζανάπε αναστενάζοντας

ή Μαργαρίτα. ; ■ - - ■'■·'.·,· ■■·■■«Ή ζωή είναι για τούς ζωντανούς!» ξανάπε δ

Πέτρος μέ βραχνή φωνή. 'Κι’ ή Μαργαρίτα εμέινε ακίνητη μπροστά τοίί, εχα-

μήλωσε το βλέμμα κ’ εσταύρωσε τα χέρια της. Τής ερχότουν στο νοΰ 6 αγαθός χωριάτης μέ τά μακρυά του ξάνβά μουστάκια, που μαζή του- είχε ζήσει τόσα χρόνια, καί, πον κακό δεν είχε γνωρίσει από το χέρι του. Πόση- διαφορά είχε. αύτδς από τούς άλλους αν- δρες ! "Εδερναν &λοι τές γυναίκες τους, εκείνος ποτέ !

Κι’ αυτή τον έγελοϋσε το δόλιο μέ τον Πέτρο, πέντε ολάκερα χρό-,ια' και ή αγαθή καρδιά τού δεν είχε ΰπσψιάσει τίποτα, παρά είχε' πεθάνει πιστεύον­τας στη φρονιμάδα της, στο μυαλό της, στή νοικοκυ­ροσύνη τήςνίΥ αύτό την είχε αληθινά λυπήσει δ θά­νατό: του' καΐ δέν τής ?Τχε περάσει από το νόΰ ή

Κ αζαάϊχος 9S

Page 92: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

34 Κ α ζά όικ ος

Ιδέα, πως το τέλος ζον έφερνε δ ιό ρ α σ η στή ζ©ή της % είχε σταΰεΐ τόσο σκληρό, τόσο μαρτυοημενο εκείνο το τέλος, ποδ ύέν εΐαζοοονσε νά λησμονήσει άκόμη πώς αυτή ή ίδια είχε σταθεί η άφορμή του... Έκεΐ* νον δέν τον είχε πάρει άπό άγάπη, ουτε αίιτός τή Μαργαρίτα’ αλλά στο σπίτι τους ό Θεός είχε δοακει την ευλογία του' καί -8« περνούσε μαζη του ησυχη κι’ ατάραχη ή ζωή. Sv δέν είχε βρεθεϊ οιμά της ό Πέτρος... Ό Πέτρος, που ήταν άντρας τη; τώρα !....

Τον Ικοίταςε μέ μία γλυκεία ματιά κ’ εκαμάρωσε τα πλατεία του στήίίη καί το άντρικιο πρόαοΜΟ. του, κι’ αυτός τής χαμογέλασε.

Τώρα ό ζευγολάτης είχε καθίσει σιμά στον Πέτρο ■λ είχε αρχίσει νά κουβεντιάζει αδιάφορα μαζί] του, κάτου από τό δέντρο τα 5ΰο ζώα Ιμασοΰσαν υπο­μονητικά το άχυρό τους, κι’ ό ήλιος κατακόκκινος εζΰγωνε πρός τή δΰση του χρυσόνοντας τά πάντα. Κ’ ή Μαργαρίτα άνανοήθηκε πώς επρεπε να ετοιμάσει το δειλινό τοΰ δουλευτή της % εμπήκε στο καλύβι.

Κ ’ Ισυλλογίστηκε πάλι : « Ό Πέτρος δέν τοξερε οΰτε αυτός, πώς ή ιστορία ί)ά τελείωνε τόσο αίματω- μένα, Οταν την ορμήνευε νά πουλήσει το ζευγάρι για νά φΰγει ό Τουρκόγιαννος από το σπίτι τους" δχι όέν το'ξερε, αυτό ήταν βέβαιο, δέν τδξερε, δχι, δχι ! Ό Πέτρος είχε τάδικο μόνο που την αγαπούσε τόσο τρο­μερά !... Αυτός μοναχά είχε αληθινά αγαπήσει' την ήθελε δταν ήταν κορίτσι" μά τότες την ήθελαν καί τόσοι άλλοι τοΰ χωρίου της, κ’ ήταν πάρα μικρή στά χρόνια τότες για νά . μπορεΐ νά ξεχα>ρίσει την αλη­θινή αγάπη- κ’ ήτανε πάρα υπάκουη στους γονιούς της, που δεν ήθέλησαν νά τής τόν δώσουν, γιατί Ιπρο-

Page 93: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

τιμούσαν άλλους γαμπρούς, τον Γιώργη μαλ-στα τον ’Αράθυμο, που ήταν από καλό σπίτι... Την είχε Αγα­πήσει κι’ ό Τουρκόνιοννος Ó δΰστυχος !... Αϊτός τιάρα από ένα χρόνον ετηζότουν στή φυλακή του ! Γιατί rev είχε βαρύνει τόσο δ Πέτρο; με τι} μαρτύριά του : Γιατί τον ¡Ιζήλευε; Μονάχα γιατί τόν εζήλευε ;... Μί,ν είχε κι άλλες αίτιες ; Μά τί αιτίες;...

Έβγήκε πάλι ¿beò το καλύβι φέρνοντας το φωμί χαΐ το προσφάγι τοϋ ανθρώπου ·/.' Ικάόισε παράμερα μόνη. Οί δύο άντρες ^ακολούθησαν την κουβέντα τους. Ή θυγατέρα της εσυναζε τάρνιά της κ’ ετοιμα- ζότονν να γυρίσει στο σπίτι, ταγάρια ήθελαν να χήν ακολουθήσουν, γιατί τα τρία αδέρφια άγαπιώνταν τρυφερά ακόμη.

Κι’ <5 νους της τώρα πάλι ¿δούλευε : ’Ήτανε ζη ­λιάρης, δ Πέτρο;, ναι ζηλιάρης πολύ, εζήλευε ώς καί τόν ίσκιο του' μά γιατί ; βέβαια γιατί την αγαπούσε. Καί τί ωραίος άντρας ητουν 1 Τόν εβλεπε εκεί μπρο­στά της μέ τόσο πλατεία στήθια, μέ τόσο πλατεία αγ­καλιά ! Την επαίζε στα χέρια του σά μικρό παιδάκι, αύτήνε μεγάλη γυναίκα καί την είχε αγαπήσει μέ τό­ση μανία, κ’ ητανε τόσος καιρός ποΰ την αγαπούσε, ειχε δοκιμαστεί τώρ-z τιλιά ή αγάπη του ! — Μά δεν τον αγαπούσε κ ’ ή ίδια; ”0 ναί, ώ βέβαια πολύ, μά πολύ" άλλα τότες ποΰ ο άλλος εζοΰσε, άκόμα περισ­σότερο !... Κ’ έδιόρθα)σε μοναχή της το οτοχασμό της : δχι, δεν επρεπε ετσι, επρεπε τώρα περισσότερο !... καί μή δεν εγνώριζδ, ώς καί τώρα, στιγμές ποΰ ό κό­σμος έχανότουν μπρος από τά μάτια της ! Μά εγνοί- ριζε καί μίαν άλλην αγάπ?], δυνατώτερη, την αγάπη για τά παιδιά της, μ’ εκείνην δεν έμοιαζε ό "Έρωτας'

Κατάδικος 93

Page 94: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

9€ Κατάδικος

τά παιδιά της, τά προτιμούσε από τον Π έτρο! Μά και για τον Πέτρο τί δεν είχε κάμει; Είχε γελάσει τόν άντρα της" είχε φοβηθεί, είχε υποφέρει! ’Αδιά­φορα αν συχνά είχε μετα νοιώσει για τό πρώτο παρα­στράτημα καί μάλιστα στες δύσκολες στιγμές, δταν <5 Τουρκόγιαννος επαραφύλαγε... Τόν είχε αγαπήσει. Δεν ήταν απόδειξη τό τοίχε στέρξει νά πουλήσει τό ζευγάρι, γιατί είχε γροινήσει -ψυχοπόνια για τόν άνθρω­πο ποϋ εστενοχωριόταν κ’ υπόφερνε τόσα εξ αιτίας τ η ς ;— — =

Μά εκείνη ή απόφαση είχε φέρει κατόπι της μία κοσμοχαλασιά. Ό άντρας της είχε φύγει τό ίδιο βρά­δυ με τά δυο ώμορφα καματερά τους, τόν Περδίκη κα'ί τόν Παρασκευά, κι’ είχε βρει απάνθρωπα στο δρόμο τόν άδικο θάνατό του... μά αυτόν τόν θάνατο ή ίδια δέ τόν είχε ποτέ επιθυμήσει, κ’ είχε σκεφτεί μονάχα πώς βγάζοντας τόν Τουρκόγιαννο από τό σπί­τι της, θά έβόλευέ τά πάντα, θά έχορτάινε τέλος ο ΓΙέτρος άγάπη καί θά ησύχαζε! Π ώς νά προβλέπει ή δόλια ολα τά κακά ποδχαν προέλθει’ την όρφάνεια των παιδιών της, τη φυλακή του'άτυχου ανθρώπου; Καί ποιος είχε αληθινά σκοτώσει; ! δ Τόυρκόγιαν- νος δχίΓ Αυτός είχε κλειστεί απελπισμένος στο έρημο καλύβι, ΙκεΤ τόν είχε ιδεΐ την ήμέρα που δ ’Αράθυ­μος έπουλόΰσε τά καματερά στη χώρα... έκρυβότουν περίλυπος σε μια’ γωνιά καί τόν είχε ΐδεί νά κλαίει.,, "Οχι 5 Τουρκόγιαννος δεν. μπορ >ϋσε νά σκοτώσει! Μά οΰτε ,δ Πέτρος είχε σκοτώσει! Μά γιατί τηζ έρχό- τουν τώρα στο νου δ Π έτρος; ’Όχι όχι, ουτε αΰτος ήταν τέτοιος, πώς. θά. μπορούσε' νά άγαπάειΓ τόσο Ινάς φόνήας δολερόζ;.'.. Μία Ιδέα τέτοιά δεν επρέπε

Page 95: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάάιχος 97

να τη; περνά Saco to ν οδ ! Π ώς θά μπορούσε νΛναι τόσο βκληρός ό Πέτρο;, για νά βυθίσει στην καρδιά ένοΰ άνθρωποί·1 αδικημένου από ’κείνον ενα τόσο με­γάλο μαχαίρι καί νά του ανοίξει τέτοια πληγή ; . . . *2 την εθυμότουν Ικείνην την πληγή στα ατήθεια τοϋ άνδρός της’ παρόμοια μ’ εκείνη πώβλεπε στα σφαγμέ­να τά ζ ώ α . . . ετσι θιιχαν σφαχτεί καί τά ώμορφα κα­ματερά τους, ό Περδίκης κι’ ό Παρασκευάς... γιατί τά θυμόταν* κ’ εκείνα πάντα;... ’Όχι, όχι, μία τέτοια Ιδέα δεν έπρεπε οΰτε από νοδ νά τής περνάει! Π ώς θά μπορούσε ενας άνθρωπος, λίγες ώρες πρίν κάμει ενα φόνο, κι5 ολο μελετώντας τό φόνο, νά παραδοθεί <5λό~ •ψυχα στη μέθη τής παράφορης αγάπης του; Κι' άλη~ ϋινά ποτέ της δεν τον είχε ιδιΐ τόσο εξω τοΰ έαυ- τοΰ του, δσο εκείνο τό βράδυ, που ό ‘ Αράθυμος ελει- πε στη χώρα. Ποτέ τά φιλήματα του δεν ήταν τόσο φλογερά, ποτέ τάγκαλιάσματά του τόσο αχόρταγα, ποτέ δεν έτρεχαν τόσα δάκρυα από τά μάτια του αλαφραί­νοντας, καθώς ελεγε, τή βαρεμένη καρδιά του, ποτέ ή χαρά του δεν είχε σταθεί μεγαλήτερη, οσο εκείνο τό βράδυ ! Είχαν φύγει μαζή από τό καλύβι, γιατί εκεί είχε βρεθεί ο Τουρκόγιαννος που εκλαιγε τό διώξιμό του καί ποϋ μέ τό δειλό του βήξιμο την εψόβισε, κ* είχαν αποφασίσει νά βρεθούν εκείνη την ιδια νύχτα στό σπίτι τοϋ Πέτρου. Κι5 αυτή, δταν είχε γίνει σκο­τάδι, περνώντας μέ χτυποκάρδι από τούς κήπους εΐχε βαστάξει το λόγο της... Ή ταν μία άκό τές σπάνιες στιγμές τελειωτικής ελευτεριάς και για τούς δυό τους. Την Ιπρόσμενε βαρύθυμος κι’ ανυπόμονος καθώς πάντα, άλλα εΐξερε πώς εκείνην τή νΰχτα θάρχότουν

Κ«τάδικ©5 7

Page 96: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

«σφαλτα.,.Κ’ εθυμότουν πώς είχβ σπρώςει άνάλαφρα την πόρτα τοϋ μικρού σπιτιού του...Ή μικοή ίταμπή φλόγα του καντηλιού ερριχνε εν« μικρό φώς ποϋ εχα- νότουν σέ μια μαυρίλα χωρίς όρια. Ινα'ι στην άρχί) τό σκοτάδι την εσκιαζε, αλλά δεν την ¿δείλιασε, ·/' έμ- 3ΐ·ήκε μέσα μ' εναν αναστεναγμό κι’ αμέσως ευρέθηκε στην πλατεία αγκαλιά τον·...

Ιίώς θά μπορούσε νά σκοτώσει λίγες ώρες Ιπειτα ■δ άνθρωπος ποΰ ά/απο~·σε τόσο; Μά γιατί τήν εβα- σάνιζε εκείνη ή σκέψη ,...

Καί τουπέ μέ θλιμμένη φωνή: - Εΐν’ολα σαν έπέρσ«!»«ΕΙν’ ο/.α σαν επέρσυ,» της απάντησε βραχνά, σά

νά δνειρευότουν.«Μόνο εκείνος λείπει!» τοϋ ςανδπε αναστενάζοντας.«Μόνο εκείνος» απάντησε σουφρώνοντας τδ μέτωπο.Κι’ ακολούθησε μία λυπηρή σιωπή.« Και τά βώδια είναι άλλα!»«Καί τά βώδια είναι άλλα !»«Καί ό ζευγουλάτης άλλος ! »« ’Άλλος !» τής άποκρίθηκε σαν πειραγμενος, καί

τήν έκοίταξε κατάμματα.Συχνά μέσα στο χρόνο τοΰχε μιλήσει για τον Τουρ-

^.όγιαννο, γιά τό άδικο μαρτύριο τοϋ αθώου ανθρώ­που πουχε αγαπήσει τόσο πολύ τό σπίτι της κι’ αυτήν τήν ϊδια, συχνά καί τά παιδιά της δθυμόνταν κι’ αυ­τόν και τούς χορούς του % εϊξερε πώς τώρα πάλι θά τοϋ μιλούσε γιά κείνον.

«'Ο καημένος δ Τουρκόγιαννος !» τουπέ λυπημένη' «είναι στή φυλακή" γιά πάντα...β , γιατί ήθέλησες νά τόν ανεβάσεις στην κρεμάλα ;»

«Δέ θυμάσαι δσα μάς εκαμε;» τή ρώτησε!

98 Κ αζά-^ικοζ

Page 97: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

(~Μά, άφον ο Γιώργης εϊτανε πεθαμένο;, εΐ'ξερΞς •πώς θά μ’ έπαιρνε;. Γιατί νά μαρτν{}ήσει; τόσα ενάν­τιο του και νά τόνε χάσβι; :

Κι5 ακολούθησε πάλι μία βαρεία σιωπή. Κι’ αυτές οί στιγμές ήταν τώρα συχνές, γιατί συχνά τον μιλού­σαν για τύ θάνατο του Αράθυμου. Τ,ιόρα Ιπράσμενε την απάντηση του.

«Γιατί, γιατί ; > τΓ̂ ς είπε τέλος· «γιατί αυτός εσχό- τω σε !»

■ζ’Ώ , οχι» τού δπάντησε δμέσως1 «κάποιος άλλος στο δβόμο, για νά τοΰ πάρει τό χρήμα...Λέν είναι

«τσι, ΠέτροΚι’ δ Πέτρο; εσηκώθηκε στενοχωρημένος. ’Ήθελε

νά τελειά>σει αυτί] τη συνομιλία ν! ήθελε νάναι μό­νος. Κ ’ έπΓ|γε ως την ακρη του χωραφιού κάνοντας πώς έκοίταζε τό έργο τής ημέρας. 'Η καρδιά του ήταν πάλι βαρεία εκείνο τό βράδυ καί ή •ησυχία που έγε- νότουν ολοένα γύρω του την εκανε βαρύτερη. Μαύροι στοχασμοί του ανέβαιναν στο νοΰ, τουπνιγαν κάθε

πρόσχαρη σκέψη, τον έκαναν αδιάφορο για τή δου­λειά του. Γιατί οΰτε ή Μαργαρίτα δέ Λησμονούσε τέ­λος τά περασμένα; γιατί δεν άρχιζε μίαν καινούργια ζωή σιμά τον, μόνο ήθελε νέ στηρίξει τή σημερινή ■ύπαρξή της στον περασμένο καιρό καί νά την ενώσει .μ’ εκείνον ;... Κι’ άθελά του ή σκέψη του επήγε στο •φόνο . . .

Ή τανε καί τότες άνοιξη, Μάρτης, μια μέρα σαν τή σημερινή, που αποφάσισε τό φόνο !... "Αν δεν έρχό- τουν εκείνο τό βράδυ, ή Μαργαρίτα στο καλύβι, εΐξε- <>ε πώς επρεπε κάτι νά κάμει, γιατί τό πάθος ανυ­πόφερτο τόν είχε κύριε^'¿ι, κ’ είχε καταλάβει πώς ετσι

Μαζάδιχοζ 93

Page 98: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

103 Κατάδικος

λ/λ ί δέ θά μπορούσε νά ζήσει την τυραγνισμένη ζωή, του !.... Κ’ ή Μαργαρίτα τόν είχε άκοΰσει, κ’ είχανε διώξει τόν Τουρκόγιαννο από τό σπίτι, καί την ίδια μέρα δ ’Αράθυμος είχε πάρει τά καματερά του νά τά. πουλήσει στη χώρα, και τό ϊδιο βράδυ ή Μαργαρίτα εΐχε ερθει ατό καλύβι- μά δ Τουρκόγιαννος είχε βρε­θεί κ’ εκεί μπροστά τους, κ’ είχε βήξει δειλά από την άκρη του, κ είχε πάρει τό φύγι φοβισμένη ή Μαργα­ρίτα, κ’ ή παρουσία τοΰ Τουρκόγιαννου είχε στερεοί-· σει μέσα στην καρδιά του τή σκληρή απόφαση. Εϊξε- ρε πώς επρεπε, επρεπε, έπρεπε νά σκοτώσει, για να. λευτερωθεί απ’ δλα τά εμπόδια.

Και τό ΐδιο βράδυ ή Μαργαρίτα είχε ερθει σπίτι του, κ’ ειχε παραδοθεΐ ολόψυχα στην παράφορη χαρά. τής αγάπης του, κ’ είχε λησμονήσει γιά λίγη ώρα δ,τι έμελετοΰσε νά κάμει. Μά και τής χαράς οΐ ώρες εί­χαν περάσει, άφίνοντας μέσα του εναν ά'σβεστο πόθο.. Κ ’ είχε βρεθεί πάλι ολομόναχος, κ’ εϊξερε πώς άν· άφινε τά πράματα ν ακολουθήσουν τό δρόμο τους,, δύσκολα θά ξαναρχότουν ή σπάνια στιγμί) τής ευ­τυχίας....

Κ ’ ετσι εΐχε φΰγει γιά τό μεγάλο τό δρόμο, χωρίς, νάχει πάρει την τελευταία απόφαση, αλλά θέλοντας, νά δοκιμάσει άν αληθινά θά μπορούσε χωρίς κίνδυνο- νά σκοτώσει τόν άνθρωπο, πού θά ξαναρχότουν εκεί­νην την νΰχτα από τή χώρα.

Κ ’ εβάδιζε, κ’ έβάδιζε βυθισμένος στην πικρή συλ­λογή του. Ή νύχτα ήταν άφέγγαρτ) καί σ όν ουρανό- έλαμπαν αμέτρητα αστέρια χύνοντας τό φως τους.... Ό αέρας ήταν ακόμη κρΰος και τον μάργωνε τά δά­χτυλα καί κάπου κάπου οι πλάτες του ανατρίχιαζαν..

Page 99: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

.Καίάόιχοζ 101

Κ’ ήβέλησε ίΚΪ γυρίσει πίσω, στη ζέστη τοΰ κρεβ- βατιοΰ τον, καί νά άναπαυτεϊ, μά δεν το §κα- τάφερε νά σταματήσει τον εαυτό τον, τά ίδια τον τά πόδια τον τραβούσαν δμπρός. Κ'έβάδιζε, κ’ εβά- διζε. Τί ϋ&χανε δν τον εβλεπε νάρχεται μοναχός στο δρόμο, κι"' ην τό μέρος ¡'¡τανε έρημο ; Καί χωρίς νά το θέλει έψαξε τότες τή ζώνη κ’ εκατάλαβε πώς είχε μαζή του τό μαχαίρι τοΰ Τουρκογιαννου, ποϋ τδχε φορέσει από τήν αυγή, στο σπίτι τοΰ Αράθυμου. Και καίϊώς τ' άγγιξαν τά δάχτυλά του ήθέλησε νά τό πε~ τάξει πέρα μέσα στες λογγιασμένες έληές γιά νά μην τδβρει, ώς κι’ δν εψαχνε κατόπι, κ’ ετσι νά μή μπο­ρέσει νά σκοτώσει τον ανϋρω:το, ως κι’ αν τον αντά­μωνε σ’ έρημο μέρος, μά δεν εΐξερε ουτε αυτός, γιατί όλομεμιάς άντικρατήίίηκε, και γιατί, άντίς νά τό ρίξει είχε σφίξει τό χέρι του του μαχαιριού τό μανίκι κλειών- τας μέ δύναμη τό στόμα. Κ 1 έφαντάσθηκε αμέσως τί επρεπε νά κάμει γιά νά σκοτώσει- κ’είδε τον εαυτό του, σά φάντασμα μπροστά στα μάτια του, ν’ άνεμίζει τό μαχαίρι σηκωτά και καρφωτά" θαπρεπε έσυλλογίστηκε κι’ δλας νά βαστά την πνοή του, νά σφίγγει τά δόν­τια, νά καταφέρει τό χτύπημα α άκριβό μέρος στη σφαγή στό λαιμό, η στην καρδιά καλήτερα, καί μέ προσοχή, γιατί τό μαχαίρι, αν δεν εβρισκε τον άλλονε, ειμποροϋσε νά τόνε λαβώσει, τον ίδιον, καθώς θά κατέβαινε... Και τον ετρομαξε ή καθάρια του σκέψη, κ’ έϋνμωσε με τον εαυτό του, κ’ ήθέλησε πάλι νά ρίξει μακρυά τό μαχαίρι καί νά γυρίσει ξανά στό χω­ριό του, μά δεν- εμπόρεσε : ουτε δ νους του, ουτε τά .πόδια του δεν τον ΰπάκουαν. Κ’ εβάδιζε κ’ ΐβάδιζε. Κ ’ εφτασε τέλος σ ’ εναν έρημον τόπο, σιμά σε μίαν

%

Page 100: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

102 Καΐάύιχαζ·

Ι’ρν,μη οτ,μασμένη την Παναγία στον; δρό­μου:. Έ χε! ήταν σκοτάδι. Ο", μεγάλε; μαύρε; έλτ,έ; Ιπεριπλέκονταν μέ τά πυκνά κλαριά τους ή μία μέ την άλλη, καί δεν άΥμναν να περνά το φως των αστρω ν μόνο ο δρόμος άσπριζε λιγάκι κατου -.Ixü té; θεώρατες εληές. ’Άκρα σιωπή έβασίλευε σ’ εκείνο τα μέρος. Κ ’ έ;:εΐ δ Πέτρος ¿σταμάτησε κ" εκά·3ησε στ» ρίζα iiíuvf!; εληδς κ’ εβάλθηκε περίτρομος λ·;:·; προ­σμένει. Έκατάπιε μέ δυσκολία το σάλιο του κ* ερώ- τησε τον εαυτό τον : 'Ήθελε νά τον Ιδεϊ που διάβαινε, οχι βέβαια για νά τόνε σκοτώσει, νά ϋιι δοκίμαζε ευχαρίστηση μέ την Ιδέα πω; ΰα μ.τοραδσε εκείνην τή στιγμήν“ '¿ν’ύ ΐϊ δπάνον το.· και νά τελειώσει!... Κ ’ εφερε πάλι τό χέρι στο ζωνάρι του, και μ.’ ανατρι­χίλα ξανάπιαίτε τοΰ μαχαιριό“’ το μανίκι καί τοσφιξε στο χέρι του. Κι’ ,αυτήν τή στιγμή tría αυρα κρύα εκαμε νά (ρρίξουν τά φΰλλα των Ιληων πάναν από το κεφάλι του κι’ ολόγυρά του- κι,’ 6 μικρός εκείνος ψί­θυρος τον έκαμε ν’ ανατριχιάσει. Έρχότουν κ’ δλας δ ’Αράθυμος; "Ανοιξε τά μάτια του, έκοίταξε ςετα- στικα τό σκοτάδι κι’ άνέμενε" ή αυρα τώοα είχε διά- βεί καί ή ησυχία πάλι έβασίλεψε. Κ ’ ή συνείδησή σου τον δρμήνεΐ!.ιε νά πετάξει μ.κρυά στο σκοτάδι τό δπλο, γιατί κάβε στιγμή ποϋ περνούσε, τό έγκλημα εγινότουν γι’ αυτόν εΰκολώτερο, άλλα εχαμογέλασε χλευαστικά περγελώντας τον εαυτό του : Πώς ; ητανε τόσο αδύνατος, ώστε νά μή μπορεΐ νά'βαστάξει τον εαυτό του ; ΓΙως είχε βασταχίίεΐ τόσα χρόνια; Καί ή ζωή του, μά την αλήθεια, δεν είχε σταθεί ουτε εύ­κολη, ουτε ευτυχισμένη... καί θαβρισκε αλήθεια τώρα. τήν ωρα ατό σκοτάδι, στο δρόμο; Κ ’ ήξερε ομιος;.

Page 101: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κ'αΐάίιχος 108

">ΐ>ς ελεγε ν?μαατα τοΰ εαυτόν του, γιατί κάθε άλλο μέσα του ανάβραζε, καί στ;; ¡ϊΚίΟντερη ακόμη συνεί­δησή τον τούλεγε πώς εκείνην τη νύχτα, ί/άν.ανε τό κρίμα, ί)α τύκανε ! . . . Μηχανικά εφεπε το χέρι το.ί οτήν τσέπη καί έβάλϋηκε να στρίψει- ενα τσιγάρο. Μά άνανοηθηκε πώς η φωτιά ΰά φαινότοι·;· άπο· μακρυά κι5 άφησε τον καπνύ νά τον πέσει ά,πδ τα χέ­ρια. Και τί τον έμελλε δν τον είίλεπαν; γιατί Ιφυλα- γότουν; ά, σοβαρά λοιπόν είχε στήσει κηρτεοι τοΰ ανβρώφη·, σοβαρά ήθελε νά τόνε σκοτώσει!... Καί πέρασε πάλι κάμποση ώρα άγο3νίας. Κ ’ έδυμήθηκε την δλλη άγωνία του τής περασμένης μέρας, ποΰ έ.τρόσμενε τοΰ ζύζον στο καλύβι τη Μαργαρίτα, κ’ έπειτα τοίΌ&αν στο νον οί γλυκέ; στιγμές ποϋχε πε- ράσει εκείνο το βράδυ μαζή της, καί ποϋ ή γλυκά τους δέν είχε άκόμα οβηστεϊ, κ’ αναστενάζοντας Ιρώ- τησε τον εαυτό του: Ποΰ ϋ.ά ξανάβρισκε, καί πώς καί πότε ;... έχτός αν... καί στο νοδ χ·η*· ξεδιπλιόΰηκε ξανά σε μία στιγμή δλο τό έγκλημα.— Αύριο, εσυλ- λογίστηκε ανατριχιάζοντας, δ άντρας της β&ταν πάλι στο χωριό, και ϋά παραφύλαγε, κ’ έπρεπε νά λείψονν οί άΟρώποι, κ’ οί δυο, νιά νά μπορέσει δ ίδιος νά ζήσει I... ώ γιατί δέν τον είχε βοηθήσει ή Τύχη καί δέν Ικανέ πάλι τη Μαργαρίτα ¿Χεντερη, υπιος ητανε

■ τύ σωστό καί το δίκη ο ;... Μά αυτός ητανε έκεΐ αυτήν την ώρα γιά νά διορθώσει την άδικη τύχη! . . . Λοιπόν, λοιπόν, είπε φοβισμένος από τον εαυτό του, λοιπόν ϋά σ κ ό τ ω ν ε γι’ αϋτό ήταν έκεΐ; ’Όχι, όχι I...

Τώρα άκουσε από μακρυά πατήματα. 'Η καρδιά του έβάλθηκε δυνατά νά χτυπά« ι' εγίνηκε όσο μπο­ρούσε μικρότερος στη ρίζα τής έληάς, όπου έκαθό-

Page 102: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

10 4 Κ αί άδικος

τουν, κ’ επρόσεξε κοιτάζοντας τά σκοτάδια. Τά βή­ματα Ισίμωναν. Τί. ξαναρχόταυν κι’ ολας δ ’Αράθυμος από τή χώρα; Γιατί δεν εμενε εκεί καλήτερα δλη τή νΰχτα; Καί τά βήματα εσίμιοναν άκόαη. "Έσφιξε τά δόντια, εφερε πάλι τό χέρι του στο ζωνάρι κ’ εΰτύς το άποτράβηξε, σά νά το είχε κάψει άξαφνα τοϋ μαχαι­ριού τό μανίκι που τδχαν αγγίζει τά δάχτυλά του. Κι5 ως τόσο τά βήματα είχαν σιμώσει κι’ άλλο, ;<Γ αυτιάστηκε. Δεν ήταν ένας ά'νθ-ρωπος μονάχα' δεν ήταν μοναχός του ό Αράθυμος καί φυσικό ήτα», γιατί δέ θάθελε νά προβατήσει τή νΰχτα ολομόναχος μέ τόσα χρήματα έπάνου του. Κ’ εχάρηκε γιά μια στιγμή στα βάθη τής καρδιάς του. Ό Θεός τον εφΰλαγε σέ μια δύσκολη ώρα τής ζωής του, δ Θεός ποϋ κυβερ- νοΰσε τον κόσμο καί ποΰ δεν άφινε τά πλάσματά του νά πέφτουν στο έγκλημα 1... Μά ή %αρά του δεν Ιβά- σταξε παρά μία στιγμή, γιατί τοΰρθε πάλι στο νοΰ ή ζωή ποΰ τον άνέμενε από αΊρνο στο χωριό: Στή ζωή ολομόναχος! χωρισμένος γιά πάντα άπό τή Μαργα­ρίτα, χωρισμένος άπ’ δτι αγαπούσε! Καί ο ά'λλος νά γεύεται κάθε ευτυχία!

Τώρα οί διαβάτες περνούσαν σιμά του χ εμιλοΰ- σαν ξέγνοιαστοι, μεγαλόφωνα μέσα στή νΰχτα. *Ω δεν ήταν μαζή τους ό ’Αράθυμος; ήταν ά'λλοι, έρχονταν καί κείνοι βέβαια από τή χώρα. Κι’ άκουσε την κου­βέντα τους. Έμιλοΰσαν γιά τον ’Αράθυμο καί τά κα­ματερά του, Ταχε πουλήσει σέ καλή τιμή, γιατί τό κρέας ήταν άκριβό, κ’ ερχόταν φορτωμένος χρήμα στο χωριό. Τον είχαν αφήσει δπίσω τους, μά δέ θάργοΰ- σε νά περάσει... Καί σιγά σιγά οι φωνές τους Ιγενόν- ταν πλιό αδύνατες μέσα στο σκοτάδι καί ϊήν ήσυχία

Page 103: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

τής νύχτας, καθώς οί άνθρωποι 'Ξεμάκραιναν καί σέ λίγο και τά βήματά τους πλιά δεν άκονονταν.

Κι’ άλάμεινε πάλι χωρίς νά τό θέλει. Κ ’ εβαλε στο νοΰ του, πώς αν ξημέρωνε γλίγωρα, ή μέρα θά τόν εμπόδιζε νά κάμει την κολασμένη πράξη. Μά θ ’ αρ­γούσε ακόμη νά φέξει, κι4 αυτός δεν είμποροΰσε νά •φύγει, κ’ Ιπερίμενε έπερίμενε ακόμη ... κι’ ακόμη!...

Κι’ άκουσε τώρα πάλι πατήματα άπό μακρυά ' κ Ιβάλθηκε σιίγκορμος νά τρέμει. Τώρα ήταν θετικός: Ιρχότουν δ ’Αράθυμος, δ ’ Αράθυμος κ’ δχι άλλος, δχι κανένας άλλος; *Ω δέ θά τον Ισκότωνε! Αυτός έβά- •διζε γλίγωρα, και γοργά εσίμωναν τά πατήματά του. Καί μέ χτυποκάρδι τόν είδε από μακρυά σαν ενα μαυράδι, που έκινιόταν στον άπειρο δρόμο, κ’ έγνώ- ρισε τον άνθρωπο στήν ξανάμιση, εκεί που άρχιζε το σύδενδρο μέρος. Έρχότουν περπατώντας στήν άκρη τον δρόμου, γιά νά ξεφεύγει τές πέτρες, ανυποψία­στος μέσα στη νύχτα, καί σέρνοντας λίγο τά πόδια του, γιατί έφοροϋσε τσαρούχια... Τώρα θά περνούσε σιμά του, άπό μπρος του καί σε μία στιγμή θά διά­βαινε... Kl’ δ ίδιος, χωρίς ούτε νά καταλάβει τί Ικα­νέ, εύρέθηκε μ’ ενα πήδημα ορθός καί μ’ ενα άλλο «φράξε τό δρόμο στο διαβάτη. Καί μέ τή γλιγωράδα τής αστραπής τονα του χέρι άνάσυρε τό μαχαίρι, ενώ εφερνε τά'λλο στο μέτωπο τοΰ ’Αράθυμου γιά νά τόν άδράξει. Κ’ ή παλάμη άγγιξε τό μέτωπο τοϋ ανθρώ­που, κ’ αιστάν&ηκε πώς ίδρος κρύοςτοβρεχε κ’ έκατά- λαβε πώς δ τρόμος τόν είχε έξαφνα παγώσει. Κι’ ο ’Αράθυμος εβαλε μια μεγάλη φωνή, που αντήχησε μακρυά μέσα στο σκοτάδι τής νύχτας, κ’ εκαμε ενα βήμα πρός τά όπίσω, κ’ εκεί τούλειψε δ τόπος, γιατί

Κατάδικος 105

Page 104: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

100 Καζάδικος·

περπατούσε στήν Staq'i), κ’ · έπεσε κάτον από το δρόμο,, γιατί στο μέρο; έκεινο ήταν φηλότεοα, ανάσκελα· πόνου σέ μαλακά χορτάρια... Κ* έϋυμότουν τώρα 6 Πέτρος, ¡ίώς είχε γναηοει ¿.χάνον του ολομεμιάς, γο­νατίζοντας δπάνον στο στήθος τον κι’ αδράζοντάς του τό κεφάλι. 'Ü δύστυχος ετρεμε μ’ δλο του το κορμί y.yt. τοϋλεγε : «“Ανθρωπε, τά χρήματα πόρτα, μά μή μέ σκοτώσει;!» Κι’ αυτήν τη στιγμή ή αχτίδα ενός μεγά­λοι· άστρου ετρύπωσε μέσα από τά φύλλα τών Ι/.ηών κ’ εφώτιζε τό μάτι -οΰ ’ Αράθυμου, κ’ είχε ίδεί ο Πέ­τρο; πώς περίτρομι ¿κοίταζε ψηλά τό λαμπερό μα­χαίρι. X 5 έπροσπαΰοϊσε τώρα να τοΰ ςενύρει τό κε­φβία ποός τον ώμο για νά τον αφήσει γυμνό τό λαι­μό καί νά τοΰ καταφέρει τό -θανάσιμο χτύπημα' κι* άντιστεκότουν δ άτυχος μ’ δλα τά δυνατά του, αλλά σέ λίγο τον ένίκησε' τό χέρι του δμως δεν εμπόρεσε νά χτυπήσει· χίλιες ιδέες τοΰ πέρασαν από τό νοϋ μέ τή γλιγωράδα τής αστραπής, .καί τον σταματούσαν. Καί μέσα του ή καλοσύνη δγωνιζότουν για νά νική­σει, δταν ό άλλος τον αναγνώρισε, καί περίτρομος καί μέ σβησμένη φωνή τούπε : — < Πέτρο Πέτρο, τί κά­νεις ; θέλεις νά μέ σκοτοίσεις για νά μου πάρεις τη Μαργαρίτα ;» Κ’ εβαλε πάλι μια φωνή. Ιν’ αυτός τό­τες είχε «νανοηθεΐ πώς ΰάταν χαμένος αΐ^πωπος, αν ό άλλος εζονοε, καί τό χέρι του επεσε αμέσως βαρύ άπάνου στό γυμνό λαιμό, εκατάλαβε ανατριχιάζοντας πώς τό μαχαίρι εμπαινε βαΰειά μέσα σέ σάρκες καί τό φιονατό τοΰ ’Αράθυμου μεταμορφώθηκε σ’ ένα.. βραχνό γαργαρητό, γιατί τό αίμα τον έπνιγε, κι’ ολο· του τό κορμί άνασαλεύοτουν κ’έσπαρτάριζε κάτου άπο- τό γόνα ποΰ τον ε.τατοϋσε. Τιάρα ήςερε πώς ό Ά ρ ά -

Page 105: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Kaàôixoq

θνμος επρεπε và πείΜνει, κ HtqcJ¡fis το μαχαίρι από την πληγή sou τονγ,ε äycusi καί το? τομπηξε κατάκαρδα και c i λίγες στιγμές έκατάλαβε, %'ύγηαι- μ,ος τώρα, πώς ύ ανόρωπος είχε πεόάνει. Καί τον :<$φηχε το μαχαίρι στα στήθη καί μέσα arto την τΐέ.τη κι’ δπό το ζωνάρι τοΰ πήρε όλα τά '/:. ηιιατά.

Ιν5 ήταν ¿κόμη νύχτα, όταν είχε ςαναρβεί στο χω­ριό tovç. καί δεν είχε καταλάβει ο ντε ό ϊδιος τό Sgo­tto ποΰχε κάμει, συ βόρεια μεΰναμένος, οί·τε είχε κα­ταλαβει πως έπαιρνε τά πα§ρστράπα η èèiàfiaire από φραγμένοι'; κάμπους για và φτάζει στο σπίπ - του. Αέν έθυμότου·/τώρα πλιά αυτές τές στιγμές. ’Ήξερε μόνο πώς ίδρωμένος από τον αγώνα, από την κούρα­ση, ΰπό τύ δρόμο, την ¿'ina ποΰ 6 οίρανυς έφοίτιζε, αυτός χωρίς và β ;άλει τά ματωμένα. ρονχα. του είχε ριχτεί στο κρεββάτι τον καί τον είχε πάρει αμέσως ενας ύπνος βαρύς καί βαθύς, ,σά ναχε μισέψει τότες σ' ä/.λον κόσμο ή ψυχή του.

Κι’ ητανε μέρα πλατεία, μεσημέρι, όταν εξΰπνησε,. καί τρομαγμένος εθυμήΰηκε την ανόσια πράξη, καί' δεν ήθελε và πιστέψει πώς αληθινά αυτός είχε σκο­τώσει τον άνθρωπο, αλλά ¿νόμισε πώς σ’ εκείνον τά βαθύ καί βαούν νπνο είχε ΐδει ενα τρομερό όνειρο,

: που ακόμα ξοκολουθοΰσε, τρελλαίνοντάς του ιό vç»fy, παρουσιάζοντας του σαν αληθινή μια πράξη, που βέ­βαια δεν την εΐχε κάμει! Σε λίγο θαβλεπε τον Ά ρά - θυμο γυρισμένον στο χωριό από τή χώρα, θα μιλούσε μαζή τοι*, ί?ά τόνε ρωτονοε srov xai πόσο είχε που­λήσει τά καματερά του και θα ησύχαζε. Μά καθώς : Ικανέ τούτην τή σκέ-ψη, το βλέμμα του επεσε τρο­μαγμένο απάνου στα ματωμένα του ρούχα και ava-

Page 106: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

108 Λ αζάόιχοζ

Ίοίχιασε κι’ άνοιξε τά μάτια του που Ικοκκίνησαν « ’ εξάβωσε τό άπόξερο στόμα του, κ’ εφερε το ¿έρι του στο κεφάλι που ήταν βαρύ και .του τον πονοίσε. Ά λ ­λα και μ’ αυτήν την πιαστή απόδειξη δεν ήθελε ακό­μη νά πιστέψει, κ* Ιπροσπαθοϋσε να καταπείσει τον «αυτό τοιι πώς ξυπνός εκοιμότουν ακόμα καί πώς το άσκημο όνειρο εξακολουθούσε. Κ’ έθυμήθηκε πώς είχε λ?]στέψει το λείψανο τοΰ σφαγμένου άνίίρώπον, κ’ ε'φερε τό χέρι στην τσέπη του, για νά ιδεΐ αν ήταν μέσα πραγματικά τά χρήματα ποΰ τοίχε κλέψει' καί τανρηκε δεμένα μ* επιμέλεια μέσα σ ’ ένα κίτρινο χαρ­τί και αηδιασμένος τά πέταξε χάμου στή μέση τοί( σπιτιού του και τά κλώτσησε μέ τό πόδι ώς στή γωνιά, δπου ή φωτιά ήταν σβυμένη.

Μά δεν ήθελε, δέν ήθελε νά πιστέψει!— Ινι’ ως τόσο τά χρήματα ήταν εκεί, κι’ ώς τόσο ήταν δλος αίματωμένος, τά φορέματα του, τά χέρια του, ποΰ εκολλούσαν, βέβαια και τό πρόσωπό του, γιατί τδχε -γγίξει μέ τά χέρια, βέβαια καί τά μαλλιά του, γιατί ίιχε ξΰσει τό κεφάλι του. Κ ’ ¿κοιτάχτηκε σ ’ εναν μι- κρόν καθρέφτη, ποΰ ήταν καρφωμένος σ’ εναν από τούς τοίχους του μικρού σπιτιού, κ’ είδε πώς ήταν ■ωχρός καί κίτρινος σά λείψανο, και μόνο κάπου στο -πρόσωπο και στά μαλλιά του είχε ωχρά κόκκινα σημά­δια, ποΰ θάβγαιναν εύκολα μέ τό νερό. Κι’ έξαφνα •ανατρόμαξε. Θά τον εβλεπαν έτσι μέ κείνα τά ρούχα, .μέ κείνα τά χέρια, κάποιος μπορούσε νά τόνε ζητήσει στο σπίτι' μήπως άνοιγε ή πόρτα; και τί θάκανε, τί θάλεγε; "Ηταν καλά μανταλωμένη ή πόρτα; τήν ¿κοίταξε. Ναι, ήταν καλά κλεισμένη. Κι’ άρχισε αμέ­σω ς νά γδύνεται στή μέση τοΰ σπιτιού βιαστικά βια­

Page 107: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κ α τά ύ ιχ ο ς

στικά, λαχανιάζοντας από τον αγώνα και σέ μια στι­γμή Γνρέϋηκε γυμνός όλος. Κι’ άνατρόμαξε πάλι μέ ι ί }ιδ έ α πώς δεν είχε νερό στο σπίτι κ’ έκοίταξε τή στάμνα καί την ανασάλεψε. Είχε, μά λίγο. Και γΐιϊ να φύγουν τόσα αϊματα από πάνου του έχρειαζόνταν βρύσες ! Ώ ς τ<νο έβαλθηκε νά πλένει τα χέρια δυνατά' οσο μπορούσε, κ’ έπειτα τό κεφάλι του και τό πρόσω­πό τον κ’ ¿καθαρίστηκε. Κ ’ εφόρεσε έπειτα τά λερά του ρονχα που ήταν ακόμη κάτου από τό κρεββάτι τον, κ’ έλειπε μόνο νά αφανίσει τάλλα, καί τότες θά μπορούσε πάλι κι’ δ ίδιος νά πιστεύει πώς δεν είχε κάμει τό έγκλημα. Αΰτιάστηκε πρώτα μην οί γειτο­νιά ήτανε σπίτι τους, καί μην άκοΰοντας οντε μιλιά ούτε ΰόρνβο, άνοιξε δειλά δειλά την πόρτα του κ’ είδε όξω τό μεγάλο ςρώς τής ημέρας κι’ αθέλητα εκοίτα- ξε πρώτα τά χέρια του, αν ήταν καθαρισμένα κ’ έ'φε- ρε έπειτα τριγύρω τό βλέμμα του. "Ολα τά σπίτια, ήταν αυτήν τήν ώρα κλειστά, γιατί πώς ήταν φυσικό έδουλεναν δλοι στους κάμπους. Καί ξαναμπήκε στό· σπίτι, κ’ εκλειδώίΐηκε, κ’ επιασε μέ προφύλαξη δλα τά- ματωμένα ρουχ«, τάρριξε στη γωνιά καί κείνα, χωρίς, νά θυμηθεί τά χαρτονομίσματα,έ'ρριξε άπάνουθε μπό­λικο λάδι καί ταναψί. Καί τά ρονχα εκρυφόκαψαν- πρώτα για πολλή ωρα καπνίζοντας καί αναδίνοντας. άσκημη οσμή καί τέλος ξεπέταξαν μια μεγάλη λαμπρή φλόγα πώφτανε ώς τή στέγη τοΰ σπητιοϋ. Κι’ δ κα­πνός κ’ ή βαρεία μυρωδιά τον έδιωξε από τό σπίτι, κ’ ήρθε τότες κ’ εκάθησε στο κατώφλι του ήσυχασμένος κομμάτι Κι’ έκεΐ εθυμήθηκε, πώς μαζή μέ τά ροϋχα. του εκαίονταν καί τά ληστεμένα χρήματα καί μια στι­γμή εσκέφτηκε, πώς επρεπε νά τά γλυτώσει. Καί ξα -

Page 108: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καναδικό*

ναμπήκε στο σπίτι κι’ ανακάτεψε τη ίρωτια μΓ ενα μακρύ Ξύλο ■/' ¿τράβηξε ά.ιό μέσα. το κίτρινο δέμα, ποί τώρα ήταν ολόμαυρο και ΛΛδ τοχαν Αρπάξει ολο οΐ φλόγες, καί το χτύπησε.· μέ το ξύλο, καί τό πάτησε μέ τδ πόδια, κι αίτυ δέν έαβυνότονν παρά Ιγινότουν χιλιάδες μαϊ’οα κομμάτια πον εκαιαν ακόμα, καΡώς ξεκολλούσαν, κ! έκατάλαβε πώς τό χρήμα ήταν χαμένο κ’ άγροίκιοε για τοδτο χαρά !

Ξαναβγήκε δξο). Ξανακο·ταξε στον ήλιο τό χέρι του ώς οτον αγκώνα, εκά&ησε πάλι μια στιγμή στο κα­τώφλι και ξανασηκώβηκε. "Ήταν ανήσυχος. Έκατά-• λαβε αώς επρεπε κάτι να κάμει καί ξαναμπήκε στο σπίτι. Τώρα ή φλόγα είχε σβόσει κ’ είχε γεμίσει το σπίτι και το κρεββάτι καψάΟρες από καμμένα ρούχα, μά δεν εφαινότουν πλιά τίποτα από τό έγκλημα. Κ ’ εύχαςιστήθηκε. Κ ’ επήρε την άξίνα του για νά σκάψει στον κήπο. Κ ’ έβάλϋηκε νά δουλεύει βαθειά και γλήγωρα στη χέρση γή, θέλοντας νά κουράσει τον εαυτό του και προσπαθώντας νά λησμονήσει μέ τον ,βαρύν κόπο δ,τι είχε κάμει εκείνην την νύχτα και κά- •θε τόσο τό βλέμμα του επεφτε άπάνου στο χέρι πού- χε κρατήσει τό μαχαίρι και προσεκτικά τό εξέταζε, αν αληθινά είχε καθαρίσει.

Κ’ είχε -δουλέψει ετσι ώς τό απόγευμα κ’ είχε ησυ­χάσει. Τώρα τδξερε. "Ηταν φονηάς! αυτός 6 ίδιος είχε σκοτώσει. Είχε σκοτώσει για τή Μαργαρίτα, πώ- πρεπε τώρα νά την πάρει! Σε τί θά τον ωφελούσε ή μετάνοια, ο παραδαρμός, ή ανησυχία ; τό καμωμένο -δεν εξεγενόιΌυν ! Ή Οχλε νά μην είχε κάμει τή σκλη­ρή πράξη, αλλά αφού τήν είχε κάμει, επρεπε νά ώφε- -λη-θ'εϊ από αυτήν δσα μπορούσε. Τώρα τού κακοφαι-

Page 109: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κ α ζά α ό ιχ ο ς 111

■νότοαν κι' δλας ποδχαν καεί τα χρήματα, αέ τί ΰά τον Ιπεωαζαν, αν τάχε φυ?.ά;?ι, γ β ίϊ φυσικά Γ|Τ«ν §|κά τον;. Ναι θα την επαιρνε' ϋά τήν έκανε γι ναΐκα τον Μ τήν είχε δσο ηΰ?λε, υταν ήί)ελε, οποις Ι̂ ϋεΛ?·, θά την'εξούσιαζε, αυτός ό ’ίδιος! Γι’ αί'ΐδ είχε σκοτώσει! είχε διορΰώσει μέ τό χέρι του την τύχη, αδτος ητανε Ανώτερος από τούς άλλους ανθρώπους, γιατί έτο?4# §» σε Ποιο; είχε ιδεί το σκοτωμό; ΙΙοιδς τον νπονίαζε ! -ποιο; μπορούσε νά τον ΰποψιάσει; Ή ζωή ήταν ανοιχτή τώρα μπροστά του, μία ζωη γεμάτη εί-τνχίε·;, είχαν περάσει αλιά οί στενόχωρες ώρες, ή Μαργαρίτα θάταν δική του I

Κ’ έθυμήθηκε την ψεσινή χαρά, ποδχε τελειώσει μέ τήν άγρια νύχτα, τό παράφορο ερωτικό μεθύσι του, ΛΟύχε τελειώσει μέ τό φονικό. Κ’ αίστάν&ηκε μέσα <ττί|ν καρδιά του μια σκληρή περηφάνεια, γιατί είχε τολμήσει! Άλλα σέ μία στιγμή έ ντράπηκε δ ίδιο; τούς στοχασμούς του καί εςανακοίταξε τό χέρι του, ποΰ τοχε ιδεϊ ματωμένο, κ’ εζατάλαβε πώς ή ψυχή του ευρισκε αληθινή ησυχία μόνο, δταν δεν επίστευε στο κρίμα ή δταν ϋά λησμονούσε, κ’ εβάλ&ηκε πάλι νά δουλεύει μέ δλα του τά δυνατά τη γη για νά κουρά­σει τό κορμί του καί νά πνίςει στον κόπο τές βα­ρείες φαντασίες του.

Κ’ ειχε Ι'ρδει ώς τόσο τό βράδυ- κ’ ετοιμαζότουν νά ■φύγει, δταν εμπρός του είδε τον Τουρκόγιαννο, Είχε στον ώμο, τήν άκρη του ραβδίου του τδ μικρό του τον μπόγο' ήτανε κάτωχρος κ’ ετρεμε. Τον είδε νά σταματά αμίλητος εμπρός του για ώρα, νά τον κοι­τάζει ξεταστικά μέ δακρυσμένα μάτια καί τον φοβή­θηκε... Κι’ δ Τονρκόγιαννος είχε καταλάβει την τα­

Page 110: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

ραχή τον καί τονπε τότε; χαμηλόφωνα:«Τον εφεραν μέ τό ύ,αά'ίι!»«Πυιόί*ε;·> έρώτησε τρομασμένος χωρίς νά τό θέ­

λει.Κι’ δ Τουρκόγιαννος βεβαιωμένος τότες, ξαναπε

αναστενάζοντας:•¡.ΤΩ ’ Ιούδα, γιατί μάς τον εσκότωσες;» Κ’ έβάλθη-

κε νά κλαίει.Και δέν τοίχε δώσει άπ·.;ντηση, άλλα τρομασμένος

είχε καταλάβει πώς αν ό Τουρκόγιαννος μιλούσε, η­τανε χαμένος, και τρέχοντας εκατέβηκε στον κήπο του κ’ εΰρέΰηκε σε μία στιγμή ανάμεσα στον κόσμο στη μέση τοΰ χωριού, δπου δλοι μιλούσαν για τό φονικό. Κ ’ εκατάλαβε πώς επρεπε νά μιλήσει, νά δείξει τή λΰπη τον, νά ρίξει τές υποψίες τοΰ κόσμου σέ κά­ποιον ά'λλον' κι’ αυτός ό ίδιος πρωτομίλησε τονομα τον Τουρκόγιαννου και διηγή-θηκε τό διώξιμό του από τό σπίτι τοΰ Αράθυμου, χωρίς δμως νά φανεί πώς τον κατηγορούσε. Κ ’ εκατάλαβε πώς επρεπε νά βρίσκεται από τούς πρώτους μέ τό λείψανο κ’ ετρεξε στην εκ­κλησία.

’Αλλά καθώς είδε τό σκοτωμένο, τού χρειάστηκε ολη του ή δύναμη γιά νά μην προδοθεΐ κ’ εκόντεψε νά λιγοθυμήσει κ’ είδε πώς ό κόσμος είχε παρατηρή­σει την ταραχή του, αλλά την εξηγούσε σά λύπη γιά. τον ά’δικο θάνατο τοΰ φίλου του, κ’ εκατάλαβε τότες πώς. ό Τουρκόγιαννος ως κ’ ά'ν έμιλοΰσε, δέ θάταν πιστευτός, και πώς αυτός ήταν ασφαλισμένος.

Κ ’ έπειτα είδε τή Μαργαρίτα νά μπαίνει φωνάζον- τας μέσα στην εκκλησία μαζή μέ τά παιδιά της πού· εκλαιγαν καί κείνα καί τον εμοιρολόγησε μπροστά σ*

112 Κατάδικος

Page 111: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάόιχος 113

ολον τον κόσμο, καί εκατηγοροΰσε τόν ¿avrò της, πουχε σταθεί ή αιτία του κακού, γιατί είχε βουληθεΐ να πουλήσει τά βώδια. Κι’ αυτά; πρώτος την είχε παρηγορήσει μέ λόγια γλυκά, κι’ αυτός την είχε κα­ταφέρει νά φύγει από την εκκλησία, δταν οί παπά­δες άπρεπε νά άρχίσουν να ψάλλουν τό λείψανο.

Ή τανε τώρα πάλι ψύχραιμος τέλεια.Μά δταν άρχισε ή νεκρώσιμη ακολουθία, αίσθάν-

θηκε πάλι καποιαν ανησυχία, βλέποντας που πολλά μάτια τον εκοίταζαν. Είχε ριχτή τή ζακέτα του στο δεςίν ώμο κι’ οίκουσε νά μερμυγκίζει από κάτου τό χέρι του, γιατί τό φαντάστηκε αίματωμένο, κ’ ?στε- νοχωρέθηκε. Και ή θέα τοϋ σκοτωμένου, μέ τές με­γάλες πληγές, ποΰ τοΰχε ανοίξει, τοϋ ήταν τώρα ανυ­πόφερτη. Κ5 Ισυλλογιζότουν καί τον Ταυρκόγιαννσ.

Άλλα τόν είχε δει τέλος στην εκκλησία, μέ τό μικρό του τόν μπόγο στο έ'να χέρι καί τό στραβό ρα­βδί του στάλλο’ κ’ είχε ιδεϊ τους χωροφύλακ*ς ποΰ τόν ερριχναν χάμου καί τον σφιχτόδεναν, κ5 εύχαρι- στήθηκε τότες πάλι ή καρδιά του, γιατί από αυτή τή στιγμή αισθάνθηκ* τόν εαυτό του τελείως άσφαλι- σμένον.

Τώί. a δεν έθυμότουν πλιά πως είχαν περάσει οί ακόλουθες μέρες. Ή ταν σ«ν αποβλακωμένος. Έ ξέ- φευγε τή συντροφιά των ανθρώπων έργαζότουν πολύ, είχε βαλθεΐ νά πίνει μονάχος. Κ’ έθυμότουν μόνο πώς δλες εκείνες τές μέρες είχε συγκεντρώσει την προσπάθεια του για νά λησμονήσει τές άγριες στιγμές του φόνου, καί να δικαιώσει στη συνείδησή του τόν εαυτό του, γιατί είχε κάμει την πράξη πιεσμένος από

Κατάδικος 8

Page 112: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

114 Κ α τά δ ικ ο ς

την ανάγκη. Στιγμές, στιγμές ·<ι' ολας Iθάμαζε τ»;ν τόλμη του. Κ ’ είχε δουλέψει γερά εκείνην την ¿Ενοι'ξη, αλλά οΰτε αυτός πλια δεν ει'ςερε otite πώς olire πότε. Τόσο γερά ποΰτό καλοκαίρι, έπειτα είχε θερίσει πλού­σια γεννήματα. Κ’ εκείνον τάν καιρό è'fJXeste λίγο τη Μαργαρίτα' μόνο κάπου κάπου, διαβαίνοντας άπό το σπίτι της, γιατί εφυβότουν μήπως μπρυστά σιή -θλίψη ΐης επροδινότουν καί γιατί πάντα ο! δικοί της, άντρες καί γυναίκες, της βαστοΰσαν συντροφιά για να την παρηγορήσουν..

Κ ’ Ιπειτα εΐχε αρχίσει ή ανάκριση. Κ ’ Ικατάλαβε πώς τότες πάλι τοΰ χρειαζότουν ολη ή δύναμή του για νά μην προδοθεΐ μπροστά στές άρχες, % είχε φανταστεί πώς επρεπε νά παλαίψ -ι καί να πολεμήσει, σώμα με σώμα, μέ τον Τουρκόγιαννο, γιατί αυτός ί;ά μιλούσε βέβαια για νά υπερασπίστεΐ, Ίίαλεγε βέβαια

‘ 8,τι Ιγνώριζε για την αγάπη του, γιά τι] Μαργαρίτα, ■dà φανέρωνε τες υποψίες του, κ’ ετσι ·0άβγαιναν δλα εξω, στον κόσμο... Κ ’ έθυμοτουν πώς ίσια ΐσια εκεί­νες τες ημέρες είχε πρωτοϊδεί, έ'πειτα άπό το φονικό, τή Μαργαρίτα μονάχη της στο έρημο καλύβι. Εκεί­νην τη φορά την είχε προσμείνει πολλές ώρες,τοΰ φ ί- νηκε μάλιστα πώς είχε βιαστεί νάρθει. Κ ! εκείνη τή φορά δεν είχε δοκιμάσει, καθώς πάντα, τό παράφορο μεΜσι τής αγάπης, μά άπό την πρώτη στιγμή, και οί δυό τους «γρίκησαν μίαν ανυπόφερτη στενοχώρια. Δεν εΰρισκαν λόγια γιά νά μιλήσουν. Αυτή Ισυχνοκοίιαζε τα μαΰρα της ροϋχα, αυτός ερριχνε σά φοβισμένος κρυ­φά βλέμματα στο όεξί του το χέρι. Κ ’ έθυμότουν ακό­μα τώρα ο Πέτρος δσα ειχεν είπεί εκείνο τό βράδυ- Έφοβόνταν καί οί δυο μήπ&ς ο Τουρκόγιαννος μι·*

Page 113: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καΐάόιχας 115

λούσε, μην ελεγε τές υποψίες του. Και τον Ιρωτοΰσε τί επρεπε νά -κάμει για νά μην άκουστει στον κόσμο τό δνομά της, γιατί έντρεπότουν πολύ, κι’ ούτε 6 γά­μος θά μπορούσε νά σβήσει εκείνην την ατιμία.— Κι’ αυτός δεν ή'Εερε νά τής απαντήσει, γιατί είχε κ’ άλλα βαρεία μυστικά, πού επρεπε ώζ ηΓ από αυτήν νά τά κοόβει, κι’ ο Τουρκόγιαννος είμποροοσε νά τά φανε­ρώσει ώ : και κείνα, γιατί αυτός τάχε μαντέψει!

Κ’ ή συνομιλία τους εκόμπιαζε έ'τσι, καί δεν ετολ- μοΰσαν ν’ αγκαλιαστούν, σά νά φοβούνταν μην παρου- •σιαζόνταν άξαφνα κάτι από τον άλλον κόσμο, καί Ι'φερ- ναν γύρω τά βλέμματά τους βέβαιοι πώς εκείνο το βράδυ ϋαβλεπαν κάτι στο έρημο καλύβι.. . .

Κ’ εμίλησαν για τον Τουρκόγιαννο. Ή Μαργαρίτα ■δεν τον έπίστευε ένοχο' εκείνος έπάσχιζε νά τ>)ν κα­τηχήσει πώς ό Τουρκόγιαννος ήταν ο ψόνηας καί την Ερμήνευε νά μαρτυρήσει εναντίον του, χωρίς ουεε νά πει τό ψέμα’ κ’ ή Μαργαρίτα δεν το παραδεχότουν.

Κ ’ ειχε περάσει κάμποση ώρα.Καί τέλος επεθύμησαν κ’ οϊ δυό τους τές παρήγο-

ρες στιγμές της αγάπης επειτα από τόσον καιρό χω­ρισμόν! Μά εύΐύς από τά πρόκα φιλήματα ¿κατάλα­βαν λυπημένοι κ’ οι δύο, π ώ ςοί στιγμές εκείνες ήταν για πάντα χαμένες, γιατί τούς χώριζε εκείνη ή ψυχή ποΰχε υποφέρει τόν άδικο -θάνατο...

Καί μίαν άλλη μέρα, υστέρα από τη δίκη του Τουρ- «όγιαννου, ή Μαργαρίτα πρώτη φορά τοδ μίλησε γιά την ανυπόφερτη εκείνην στενοχώρια που την επι ινε, όταν ήταν σιμά του. Τώρα πλιά δεν ήταν ο φόβος -ποΰ τής την εγεννοδσε, γιατί δ Τουρκόγιαννος ο 6ύ- ■στυχος δεν είχε μιλήσει, θυσιάζοντας τόν εαυτό του

Page 114: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

\στην íWS*f¡nt του «γάπη, xas ήυαν· και χήβα » ’ ελευτερ ̂καί κανένας δέν τήν εξούσιαζε' καί δειλά τον Ιρεότηοε, ¡ αν δέν επρεπε νά κόψουν γιά rrcma αυτό τα σκοινί καί νά χωριστή ϋν, καί νά ζητήσει ό καθένας τους άλλην ̂ την ήσυχία. Καί τότες αυτός εθΰμωσε μονομιάς, καί το βλέμμα του εβγα/.ε ¿¿γριές σπίθες καί τόν εφυ^ιί- \ θηκε η Μαργαρίτα, τόσο που Ιβάλΰηκε νά τρέμει" χ’ ! έθνμότουν ο Πέτρος πως εκείνη την ήμερα την είχε βρίσει γιά πρώτη φορά στη ζωή του, καί πώς μιλών­τας της εσς ιγγε τά δόντια του, καθώς εκείνην τή νύχτα ποΰχε οκοτώσει, καί oto θυμό του αναθεμάτισε τόν άδικοθανατωμένον ανθρίοπο, χ επάννιασε ή Μαρ­γαρίτα βλέποντας ολομεμιας τόση αγριότητα καί τής i πέρασε από τό νοΰ ή υποψία, πως δ Πέτρος ήταν άληθινά ο φονηας, καί τοΰ τδπε τρομασμένη σκυφτον- ; τας τό κεφάλι της, σά νά πρόσμενε πώς ΐίά τήνε χτυ- ¡ jcovae. Κι άντίς ή οργή του αμέσως είχε πέσει κ’ ειχε βαλθεΐ αμέσως νά κλαίει, βλέποντας πως τή στιγμή ; τ% παραφοράς έχαλοϋσε τά πάντα, κ’ ή Μαργαρίτα ήθέλησε νά πιστέψει στην αθωότητα του, καί σέ μια στιγμή μέθης που ακολούθησε ξανάβρηκαν κάπως την . παλαιά τους αγάπη κι’ αποφάσισαν τό χαρμόσυνο γάμο!...

Ή ταν τώρα παντρεμένοι από τίς Άποκρηές, μόλις είχε κλείσε;, της λύπης ο χρόνος, κ’ Ιδοΰλευαν εκείνην την ήμερα αντάμα τό χτήμα της. Ό ζευγολάτης είχε «&ς τόσο φύγει από τό χωράφι μέ τά δ*ΰο μεγάλο, του ζώα, κι’ από μακρυά τόν είχε καλονυχτίσέι' μά δ Πέτρος δέν τόν είχε amvau. Τά παιδιά είχαν φύγει καί κεί­να μέ τά πρόβατα, καί τώρα άρχιζε νά νυχτώνει. Κ’ ή ή Μαργαρίτα τοΰ φώναξε ανήσυχη: «Τί κ ?νεις εκεί

J116

Page 115: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Χαΐάύιχος 117

μοναχός σου, τόσες έδρες, δέ θά φύγουμε;» Κι’ άνα- οτενα'Ξε, γιατί «συλλογίστηκε πώς δεν ήταν πλιά εΐΊΓχισμένη...

«’Έρχομαι, έρχομαι U της άποκρίθηκε ζυγώνοντας, *αι to πρόσωπό του ήταν σοβαρό και σαν κουρασμένο ¿3ΐό την πολύωρη σκέψη του. Τά μάτια του ίμαν ανοιχτά, θολά και δέν έκοίταζαν τίποτε. Την εζύγωσε αμίλητος.

«Τί έχεις;» τον ξαναρακησε.Ό Πέτρος δεν ειμπόρεσε νά της δώσει απάντηση.

Εϊξερε πώς επρεπε νά τής μιλήσει για τή δουλειά πονχε κάμει εκείνην την ήμερα το ζευγάρι, για τό σπόρο ποΰ θά εχρειαζότουν ακόμη, για το έργο ποΰ

; άπόμενε άκάμωτο, αλλά ή γλωσσά του δεν έλυότουν ; γιατί εκείνο τό βράδυ ή ψυχή του ειχεν αναστατωθεί

και τον εσπρωχνε νά κάμει κάποια πράςη μεγάλη γιά νά έλευτερωθεϊ από το ανυπόφερτο μυστικό, που την ετυραννοΰσε.

Τον εκοίταζε φοβισμένη. «Καλήτερα ήταν σάν έζοΰ- σε !» τοϋπε.

«Καλήτερα» τής είπε αναστενάζοντας.«Δεν τδλεγες οΰτε στ’ όνειρό σου πώς θαμαι γυ­

ναίκα σου! Και δέν ευχαριστιέσαι;»I «Οΰτε στ’ όνειρό μου» τής απάντησε πικρά' «πως | νά μην τό ευχαριστιέμαι■ «Δεν ξέρω !> του ξανάπε’ αλλά ουτε στον ΰπνο

σου ήσυχία δέ βρίσκεις!»« Ή ψυχή» τής είπε σοβαρά καί χαμηλώνοντας τό

βλέφαρο «είναι κάτι αγαθό, ετσι ε'λεγε ο Τουρκό- I γιαννος' και τά κρίματά μας βαραίνουν, γι’ αυτύ ά- | γρυπνη εκείνη μας άνησυχάει στον ΰπνο, ζητώντας τή

Page 116: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

118 Καζάόιχος

λντρωοή της...» Καί λέγοντας ε'τσι έκοίταζε φοβισμέ­νος ολόγυρά του γιατί επίστεψε μια στιγμή πώς είχβ παραδοϋεΐ. Κι’ ανατρίχιασε.

Κι’ ώς τόσο ή Μαργαρίτα τρομαγμένη τοΰ απάντη­σε μ’ ένα χαμόγελο :

«Μά, χριστιανέ, τά κρίματά σου δέν είναι και τόσο μεγάλα !...»

Αυτός έμεινε ασάλευτος καμποσες στιγμές καί την έ/,ϋίταζε επειτα κατάμματα μ’ ενα γυάλινο βλέμμα, mC όλομεμιάς έγρίκησε στην καρδιά τυν 'έναν ακυρί­ευτο πόθο νά μιλήσει για νά ελευτεραίθεϊ τέλος άπό τό βαρύ μυστικό ποΰ τον επνιγε. Στην του εφά- νηκε μία ασυνήθιστη σκληράδα κ’ έσφιγγε τά δόντια, οπως ειχε κάμει τή στιγμή πουχε σκοτώσει. Και τον Ιφοβήθηκε τότες ακόμη περισσότερο και δέν εΐςερε τί έ'πρεπε νά κάμει. Καταλάβαινε πώς άπό τά χείλη του θα'βγαινε τώρα κάποιος τρομερός λόγος ποϋ δέν ήθε­λε, που δέν έ'πρεπε νά τον άκοΰσει, καί θέλοντας νά τελειώσει εκείνην τή σκηνή, εσκυτψε, εσυγύρισε ενα στρογγυλό κανίστρι, τοβα,λε στο κεφάλι της καί βαρύ­θυμη τοΰ ξαναπε. «Πάμε τώρα* tlvcxt αργά».

«Σταμάτησε» τής άποκρίθηκε μέ βραχνή φωνή* «θά σου μιλήσω h

«°Ώ μή μου πεις!» τον παρακάλεσε περίτρομη.«Σταμάτησε:; τής ξαναπε αποφασισμένος.Κ ’ εσώπασαν κ’ ο! δυο, κ’ έκοιταχτήκαν κατάμμα­

τα. Όλόγυρά τους ή σιγή έβασίλευε, στον σκοτινεια- σμένον κι’ άχρωμάτιστον αέρα τοΰ σούρουπου, σά ναχε σβήσει πλιά ή ζωή άπάνου στή γης, καί τό μυ­στήριο εκείνης τής ώρας ’έκανε πιο δυσκολοβάσταχτη την ταραχή τους. Ή Μαργαρίτα ειχε βάλει τό κανί-

Page 117: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάδιχο~ 119

στρι στο κεφάλι κ’ επρόβμενε τρέμοντα:, κι’ 6 Πέ­τρος την εσίμωσε τότε: και μέ σβη<τμέ\'Τ| φωνή τη: είπε στ’ αντί τη :: ■’’Έ γώ τον εσκότωσα!·> Κι’ αμέ­σως έκαμε δυο βήματα πίσω ίινοίγοντας αναποδογυ­ρισμένες χές παλάμες τον και την εκοίταζε μέ ορθά­νοιχτα μάτια, παίρνοντας γοργά την πνοή του, χωρίς νά καταλαβαίνει τί είχε κάμει. Κ ’ ή Μαργαρίτα εσα- λεΰτηκε, σά νάθελε νά λιποθυμήσει, εκατέβασε σιγά το κανίστρι από τό κεφάλι της, εκάίίισε χάμου παν- νιασμένη κ’ ή·θέλ.ησε νά κλάψει, αλλά δεν ήμπόρεσε. Δεν επίστευε στα αυτιά της. Κι’ ώς τόσο μέσα στην ψυχή της αντηχούσαν φοβερά εκείνα τά λόγια, κ’ ει- ξερε πως ο ά'νδρας της της ε ΐρ είπεϊ αυτήν την στιγ­μή την άλήίϊεια. ’Έτσι εξηγιώνταν δλα τά μυστήρια* γι’ αυτό δ Πέτρος ή θέλησε ν’ άνεβάαει στην κρεμάλα τον Τουρκογιαννο! Και τέλος ενα βαρύ άναφυλλητό τής άνασήκωσε τά στήθη καί τά μάτια της εγέμισαν δάκρυα: « ’Εσύ εσύ'» τουπέ, «ω τί εκαμες, ω τί εκαμες!...»

«Έ γώ* τής ξανδπε πάλι λυπημένος κ’ απελπισμέ­νος, γιατί ούτε μέ την ξεμ.ολόγηση εβρισκε την ησυ­χία* «εγώ τον εσκότωσα! ’Ήτανε νΰχτα, ερημιά, στην Παναγία στους δρόμους, κ’ εκεί σαν αρνί τον έσφαξα* τουχα στήσει καρτέρι ί...» «Έσύ, έσυ;» τοϋ ξαναπε' «πώς ·8αμαι γυναίκα σου;» Καί τον εκοίταξε μέ την άκρη τοϋ ματιού της περίτρομη, καί σκΰφτοντας σά νά ςεφΰγει τό χτύπημά του τουπέ μέ μίσος: «’Ώ δεν μπορώ νά <>έ βλέπω, φονηα! Όρφάνεψες τά παιδιά μου καί μέ πήρες !»

Κι’ αυτός άξαφνα έδνμωσε, βλέποντας πώς εκεί­νην την στιγμή έχαλοΰσε δλομεμιάς ή οικοδομή,

Page 118: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

120 Καζάόιχύς

πουχε χτίσει, αυτός μέ τόσους αγώνες, και χωρίς ομως νά μετανοιώσει, γιατί είχε μιλήσει, τής είπε, θέλοντας ή γυναίκα ίκείνη νά τον αγαπάει τέτοιον καθώς αλη­θινά ητουν.

«Γιατί σ’ αγαπούσα!»«Δέ μπορώ νά σέ βλέπω » του ξανάπε απελπισμένα

«είσαι ό φονηάς!»Μια στιγμή δεν της άπαντησε, /.αί τέλος τΓ|ς είπε

σκληρά.« Σ ’ εξουσιάζω! ν' είσαι γυναίκα μου! Θά σ’ εχω

γυναίκα μου!»Δεν ίοΰ άποκρίθηκε- έσηκώθηκε αναστενάζοντας,

επήρε τό κανίστρι της ατό κεφάλι κ’ έξεκίνησε για τό χωριό. Κι’ αυτός την ακολουθούσε αμίλητος, καί ξα­νάβρισκε τώρα μέσα του τδν αποφασισμένο άνθρωπο που τή νύχτα, στο σκοτάδι, είχε σκοτώσει τον Γεώργη

,’Αράθυμο.11

«...Γιατί», ελεγε ό Τονρκόγιαννος στην αυλή τής φυλακής του, «ευτυχισμένοι στον κόσμο δεν είναι παρά εκείνοι που κάνουν πάντα τό καλό, η εκείνοι ποΰ δταν κάμουν τό κακό μετανοιώνουν!»

«Γι’ αυτό έσκότωσες κ’ έλήστεψες' για νά μετα- νοιώσεις κατόπι!» τουπέ γελώντας ένας κατάδικος ποΰ ήταν καθισμένος σιμά του, ενας μεσόκοπος άν­τρας μαυριδερός και μέ άγριο βλέμμα.

«Έ γώ δχί!» είπε δ Τουρκόγιαννος’ «είναι γραμ­μένο : δέ θά σκοτώσεις καί δέν έσκότωσα, είναι γραμ­μένο : δέ θά κλέψεις καί δέν εκλέψα!»

Ό άλλος κατάδικος τον εκοίταξε σά νά μην τον

Page 119: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάόικο^ WÊ

Ιίάστευε, και τοδπε γελώντας σαρκαστικά : . Έ·ίώ δεν είναι δικαστήριο κι’ ανάγκη δέν ê'/ΐΐ; νά κρύβεσαι' τα κρίματα είναι δλα σνμπαθημένα εδώ μέσα, γιατί κριματισμένοι είμαστε δλοι, κι’ οσο τό κρίμα είναι μεγαλήτερο, τόσο κ’ ή υπόληψη του άνθρωπον είναι !δώ μέσα μεγαλείτερη, γι’ αίτό είναι περήφανοι χά- -ποιοι για δ,τι εχουνε κίίμει !»

Δυο τρεις άλλοι, ποΰ σκεφτικά τού; α'κουαν, χαμο­γελούσαν. Κ’ ενας μικρόσωμος, .άλλα δυνατός άνθρω­πος, ποΰ εστεκε μπροστά στον ΤουρκογιανίΌ χ εκεί­νην τή στιγμή Ιχάίδευε το πηγούνι του, είπε κ/.εαϋν- τας τα μάτια του: «Ό Τουρκόγιαννο; είναι άνθρω­πος δίκαιος, κ’ άδί«»ς είναι κλεισμένος HK& μέσα!-

Ό άνθρωπος αυτός είχε γεράσδΐ σεή φυλακή, είχε ασπρα μαλλιά η άσπρο μικρό μουστάκι, και τα πρώι­μα γεράματα είχαν ημερώσει τη»’ οψη του.

Ό ΐονρκόγιαννος τον ¿κοίταξε μ ’ ευγνωμοσύνη, τον εΐξερε φίλο του. Αυτός τοδχε πρωτομιλήσει στη φυλακή» την ήμερα πουχε πρ»τοβγεϊ από το xslU του σαν αλαλιασμένος, γιατί ώς κ’ ή πείνα τον είχε νική · σει. Δειλά δειλά είχε προβάλει τό κεφάλι του πρίοτα Ι|ο> από τή μικρή πόρτα τοΟ κελλιοϋ του, ποΰ ο φύ­λακας τήν είχε ανοίξει* κ’ είδε πώς ή αυλή τής φυλα­κής ήταν αί’τήν τήν ώρα γεμάτη άγνωστους άν&ρώ- stouç πού εσιγομιλοΰσαν μεταξύ τους, ή σεργιάνιζαν στον ήλιο' καί κανένας τότες δεν τον έκοίταξε* καί σιγά, σιγά βγήκε κ’ εκείνος εξω κ’ εκάΟησε στο κα­τώφλι του, κρύβοντας οσο μπορούσε τό πρόσωπό του. Κ ’ είχε μείνει ετσι κάμποση ώρα μονάχος του, προ- •σμένοντας νά χορτάσει τήν πείνα του, κι’ δ κατάδικος mcoC τώρα ήταν φίλος του, τον είχε σιμώσει καί μέ

Page 120: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

122 Κατάδικος

γλνκειά φωνή τοίχε μιλήσει: «Λεν είμαστε θεριά», τουλεγε-’ί-εΐμαστε άνθρωποι κσί μεΐς* κι’ αν ΰπ;:φέ- ρει; θα σέ παρηγορήσαμε’ κι’ αν σ’ εμίσησε δ κό­σμος για δσα έκαμες, εδω θα βρεις σνμπάθεια!...»

Κ ’ είχε καϋησει πολλές ώρες μαζή τον καί μαζη τον ο Τουρκόγιαννος είχε πρωτοδοκιμάσει τό ψωμί τής φυ­λακής, κι’από τό στόμα του είχε άκοΰ^ει α?’τήν τί·ν ΐ;Ήα μέρα τόσες φοβερές ιστορίες των άνίίρώπων ποΰ περ­νούσαν κάθε τόσο από μπρος τους. Καί τοΰχε ρω­τήσει δ Τουρκόγιαννος τδνομά τον, καί τοίχε απ αν­τήσει ό ά'λλος κατεβάζοντας τό βλέφαρο : «Έ δω >..έσα με λένε Κάη ! Στον κόσμο ομως είχα δνομα άλλο Κ ’ εφίπνότονν ποΰ δ άνθρεοπς νπόφερνε, γιατί είΗ>- μότουν πάλι τό κρίμα ιον. Κι’ δ Τουρκόγιανος είχε θυμηθεί τότες τό κορίτσι πούχε γνωρίσει κάπου στην ξενητειά, πονχε αγαθή καί φιλάνθρωπη ψυχή καί πρό­σωπο παρόμοιο μέ μπουμποΐκι... Καί τό κορίτσι εκεί­νο είχε αμαρτωλά αγαπήσει εναν άντρα πονχε γυναί­κα, κ’ είχε ερθει σέ βαρεία απελπισία κ* έκιντΰνενε νά πεθάνει. Καί τδχε λυπηθεί αυτός δ Τουρκόγιαν­νος, κ’ ήΒέλησε νά τό γλυτώσει, καί χιορίς ν’ άκοΰει τά περγέλια τοϋ κόσμου, ί.προσφέρίΐηκε νά τό στεφα­νωθεί καί νά τό πάρει στα ξένα γιά νά ζήσουν μαζή από τον κόπο του. Μά δ άντρας ποΰ τδχε απαντήσει δεν τ ’ αφηκε, εβουλήΟηκε νά τό δώσει γυναίκα στον αδερφό τον, ποΰ εμελλε ναρθει από την ξενητιά, κι’ από τότες ή κατάρα τοΰ Θεοϋ είχε μπει σ’ εκείνο τό σπίτι καί τό άνεμοσκόρπισε. Έγινήκαν ό'λοι μαλλιά κουβάρια’ δ ενας αδερφός ήταν από κάτω από τή γης. κι’ δ ά'λλος κλειστός στή φυλακή.— Άλλα ό Τούρκο- γιαννος τότες δεν τοΰχε ρωτήσει τίποτα ά'λλο, ουδέ

Page 121: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάύιχος 123

« p p δείξει πώς ήταν κι’ ο ϊ&ος μπλεγμένος στην ίπτορία, του, μόνο τον είχε κοιτάξει μέ τρνψερί} συμ­πόνια ■/.’ είχε καταλάβει στην καρδιά τον πώς απο κείνην τη στιγμή ύγαποδσε αυτόν τον άνθρωπο.

Kt’ άποκρίθηκε τώρα στον Κάη : ' Ποιος γνωρίζει του Θεοί τά θελήματα ; Γιατ'ι ύπο·φέρνονν σ’ αυτόν τον κόσμο ο! αθώοι ; »

Ό άλλος κατάδικος εγέλασε περιφρονητικά' κι’ εση- χώθηχε κουνιώντας το κεφάλι, κ’ έβάλΗηκε vit csq- γιανάει μονάχος στην αίν.ή τής φυλακής.

«Κάποιοι» είπε τότε δ Κάής αναστενάζοντας εει- ναι περήφανοι για ό’σα Ικάμανε* εγώ δμω ; οχι '■>

« Σ ’ έχει βάλει, δ Θεός στο δρόμο του ;» τοΰπε δ Τουρκόγιαννος χαρούμενος και λησμονώντας μια στιγ- μό τόν πόνο του.

« Ή -ψυχή μου είναι χαμένη !» είπε δ άλλος βραχνά, «Μσ. δεν εμετάνοιωσες ; Γιατί λοιπόν απελπίζεσαι ;» Τά μάτια του Κάη άστραψαν σκληρά. «Λεν εμε-

τάνοαοσα» αποκρίθηκε' «αν δ άνθρωπος ποϋ μ’ εφε- ρε εδώ μέσα εζοϋσε ακόμα’, θα τόν σκότωνα αλλη μία φορά ! »

Κι’ δ Τουρκόγιαννος τόν Ικοίταςε ίίλιβερά καί δεν τοϋ μίλησε. Μέσα στη σκληρή λάμψη των ματιών το« είδε σά μίαν αχτίδα καλωαϊ>νης, κ’ εκατάλαβε πώς δ άνθρωπος εκείν< ς, ποΰχε σκοτώσει τον αδελφό του, προαπαιτούσε ν’ άποσκληρννει την καρδιά του, καλ­λιεργώντας μέσα του ενα πικρό μίσος, ποϋ τδχε σπεί­ρει βέβαια ή αδικία, για τοϋτο δεν ήθελε να μετα- νοιώσει, αλλά θαί)ελε νά μην είχε βρεθεί στην· ανάγκη νά γίνει δ φονηας τοϋ αδελφόν του.

Κ αι στην καρδιά του Τουρκόγιαννον εφεξε ενα αλ~

Page 122: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

124 h αζάύικο;

λο φ ω ς : ή ελπίδα πώς προορισμένος ήταν, αυτός δ ίδιος, νά οδηγήσει εκείνον τον άνθρωπο αχό δρόμο του λυτρωμοϋ του" ι'σως κι’ άλλους ανθρώπους, ποϋ ήταν μαζή του σ’ αυτήν τή φυλακή ή ποϋ θά έρχον­ταν, κ’ έφαντάστηκε πώς ή βουλή τής θείας Πρό­νοιας τον είχε ρίςει εκεί μέσα μ’ εναν αγαθοεργό σκο­πό, μέ τό σκοπό νά γλυτώνει ανθρώπινες αμαρτωλές ψυχές, κι’ όλομεμιάς τό πρόσωπό του ξαναπήρε τή •φαιδρή γαληνή συνειθισμένη του Οψη καί ή ανήσυχη καί ταραγμένη ψυχή του όλομεμιάς έπράϋνε. Το μυ­στήριο ςεδιαλυνόταν στην καρδιά του : ή ζωή του εκεί μέσα είχε ένα σκοπό, κι’ άνώτερον παρά στον ελεύ­θερον κόσμο. Κι’ άφοΰ ήταν ετσι, τί έπείραζε, uv εί­χε υποφέρει, αν είχε συκοφάντηθεϊ, άν είχε καταδι­καστεί άδικα, αν θά'πρεπε ακόμα νά υποφέρει; καί τί έπείραζε ακόμα, άν είχε σκοτωθεί ο Α ράθυμος; Μέ τά μέσα τοΰτα μία ανώτερη θέληση θά λύτρωνε πολ­λούς ανθρώπους ή καί μονάχα μία ψυχή. Αυτός θά- ταν δ τελευταίος καρπός από δλες του τές περιπέτειες------ Κ ’ είπε γλυκά στό συνομιλητή του : « ’ Αδερφέ μου,τό βλέπω, ή πράξη σου σέ βαραίνει.»

Ό άλλος έσοιϊφρωσε άγρια τό μέτωπό του κ’ είπε :— «’Ήθελα νά μην ειχα γεννηθεί!»« Ή νά μην τον είχες αδερφό!» τουπέ δ Τουρκό-

γιαννος κοιτάζοντας τον μέσα στά μάτια.Τό πρόσωπο τοϋ Κάη έχρωματίστηκε καί οί φλέ­

βες τοϋ λαιμού του έφοΰσκωσαν: «’Ώ ναι» είπε- «δέ θάχα καταντήσει εδώ μέσα !»

Κ ’ εκείνην τή στιγμή δ Τουρκόγιαννος έκατάλαβε £ώς κι’ δ Κάης έγινότουν φίλος του, κ’ έδοκίμασε μία καινούρια χαρά. Καί τοΰπε: «"Οσα κακά κι’ αν

Page 123: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάδικος 12:

σουκαμε δ άδερφος, Ιον τούκανες απ’ δλα τό χειρό­τερο' του πήρες τή ζωή !... Περσοτερο δεν μπορού­σες.— Πρέπει τώρα νασαι ευχαριστημένος, ποΰ πλε- ρώνεις ίι'ώ τήν αδικία U

<;’Ώ χ !» ε!πε αναστενάζοντας ο άλλος’ εγιατί !στά- •βηκε τόσο κοντός ;->

Κ ’ έπειτα διηγήθηκε πώς κ’ εκείνος ήταν επιζωή- της, καταδικασμένος πρώτα σέ θάνατο, "α είχε γερά- σει πρώιμα στη φυλακή, κ’ είχε ϊδει έκεϊ μέσα πλή­θος ανθρώπων, άλλους πονχαν ερθει προτήτερά του κ’ είχαν τελειώσει την ποινή τους, άλλους πονχαν μπει στεροκερα καί ποΰ ήταν ελεύτεροι κ’ εκείνοι σήμερα, άλλους ποΰ Μ ελευτερονόνταν σέ λίγο’ κι’" αυτός είχε σαπίσει τόσους καιρούς ίκεΐ μέσα, χωρίς νά ελπίζει πλιά ούτε yj ίρη. Τούς εγνώριζε τούς κατα­δίκους εναν εναν, καί καθενοΰ την Ιστορία του, καί καΰενοΰ το χαρακτήρα του, κ’ επρεπε νά τούς γνωρί­σει κι’ δ Τουρκόγιαννος, άφοΰ κι’αυτός χϊά περνούσε δλη του χή ζωή στη φυλακή, βσα χρόνια κι’ αν έζοΰ- σε.— Τοϋ διηγή-θηκε επειτα πώς δ αδερφός του, ο· σκοτωμένος, ήταν δ αληθινός κακούργος, καί πΑς είχε λάβει μόνο δ,τι τούπρεπε καί πολύ λιγώτερο βέ­βαια απ’ δτι τούπρεπε, μά δ νόμος έτσι είχε θελή­σει, νά παιδευτεί άντίς % εκείνος μέ χό δίκηο του L Τοϋ διηγήθηκε πώς κι’ αυτός ήταν χωριάτης, βου­λευτής ήσυχος καί τιμημένος ώς την ήμερα πώχε πέσει στο έγκλημα, δχι οπο ίά-θος του, άλλα έξαιτίας τοϋ ϊδιου σκοτωμένου. Αυτόν τον είχε ξενητέ'ψει πρώτα γιά χρόνια, τον είχε δλόχελα φτωχύνει, δεν τούδωσε τίποτα dito τό πατρικό τους χτήμα, ιόν είχε παντρέψει μία μέρα, άφοΰ είχε γυρίσει από την. ξένη-

Page 124: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

126 Κατάδικος

τειά, κ’ έπειτα τοίχε πάρει αυτήν τή γυναίκα, .του την αγαπούσε περσότερο από τον εαυτό του, κι’ απ’ ολον τον κόσμο καί ποΰ την έλεγε τίμια! Κι’ ό κό­σμος έλεγε ποΰ επίτηδες τοΰ τήν είχε δώκει για νά την έχει κι’ ο ίδιος, γιατί κι’ αυτός τήν αγαπούσε καί δεν είχε άψηκβι νά πάρει εναν ξένον. Κ ’ ετσι τον Ισκότωσε. Μά τό δικαστήριο δέν τον είχε πιστέψει. Ήθέλησε παραδειγματικά νά παιδέψει τήν άδελφο- κτονία, καί μάλιστα τό σκληρόν τρό.το τοΰ σκοτωμού, γιατί αληθινά ό Κάης είχε βασανίσει τό λείψανο, ζη­τώντας ακόμη εκδίκηση...— Κ’ επειτα τοΰ ιστόρησε τά μακρυνά χρόνια τής φυλακής του, τή μονότονη και στερημένη ζωή του, δσο μάλιστα ήταν ακόμη νέος, ανάμεσα σ’ άνθρωπος, ποΰ πολλοί τους είχαν ξαλλάξει τό καλό μέ τό κακό, καί ποΰ ε·3αΰμαζαν, ό'χι για οσα αδίκως έπάΌαινε καί για τή μεγάλη κι’ άδικη τιμωρία, άλλα γιά τό σκληρό έγκλημα καί τον απάν­θρωπο τρόπο τοΰ φόνου, λ υιός ο μ ως δέν είχε καυ- χη&εΐ ποτέ του γιά οσα έκαμε. Κ5 είπε κι’ δλας πώς μέσα στή φυλακή τους τώρα αυτός έπρώτευε ανάμεσα σ’ δλους τους άλλους καταδίκους- δ λόγος του εγινό- τουν ακουστός ή μέ τό καλό, ή μέ τό κακό, γιατί τοΰ έπι ίϋονταν δλοι .ο! άλλοι καί τον ¿φοβούνταν. Κ ’ Ιστό­ρησε τότες στον Τουρκόγιαννο, πώς χρόνια πίσω, δύο φορές ειχε δοκιμάσει τοΰ κάκου νά φύγει από τή φυλακή, καί μίαν τρίτη φορά τδχε πραγματικά κατα­φέρει κ’ είχε φτάσει ώς τό χωριό του. Κ ’ έκεϊ είχε ϊδεϊ τή δυστυχή γυναίκα τον, ποδ τότες ήσυχη εζοΰσε μ’ εναν ξένον άνθρωπο, κ’ είχε Ιδεΐ τά παιδιά του νά ζητιανεύουν στο δρόμο'καί δέν τής είχε φανερωθεί, γιατί δέν ήθέλησε νά χαλάσει τήν ησυχία τής πολύ-

Page 125: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καΐάύιχος

παΟης γυναίκας' και δεν τον είχε γνωρίσει κανένας χωριανό; του' παρά μό νο Ικείνη ή ί'δια' κ’ είχε κρυ­φτεί, κ' είχε φοβηθεί, και τον ¿κατάδωσε αμέσως, γιατί ελελε π·>·ς y tu την σκότωνε.

Κ’ ενώ Ιδιηγότουν ut-τα τά περιστατικά, τά μάτια του έβγαζαν άγριες σχίϋκς κ’ εσφιγγε τά δόντια του. 'Η ίδια του ομιλία τον ερέθιζε, ή φωνή του έγινό- τουν βραχνή, χό πρόσωπό του ¿κοκκίνιζε, οί φλέβες τοΰ λαιμού του εφοΰσκωναν ο Κ ης, ώς καί υστέρα -από τόσα χρόνια, δεν εΐχε ακόμα ξεθυμώνει, καί ή αγάπη είχε γίνει μίσος μέσα στην παθιασμένη καρ­διά του.— Καί τέλος είπε ; «Δεν είναι ετσι; ’Ά ν δεν είχε σταθεί τόσο κακός αδερφός, θάμουνα εγώ εδώ μέσα; Ό χι βέβαια! Θάμουνα σπίτι μου, μέ τη γυ­ναίκα μου, μέ τά παιδιά μου... δέ θάμουνα μία χα­μένη ψυχή ! »

«Είναι γραμμένο τοΰ άποκρίθηκε σοβαρά δ Τουρ- κόγιαννος, «πώς οι άγγελοι έχουν στον ουρανό πανη­γύρι, όταν ενας αμαρτωλός μετανοιώνει. Καί ή αξία τοΰ μετανοιωμένου είναι πολύ μεγαλείτερη από τοΰ άνιΐρώπου ποΰ δεν εχει άμαρτήσει. . . Σέ λυπιέμαι, αδερφέ μου!»

Κι’ δ κατάδ κος τόν εκοίταξε πάλι σά φοβισμένος, «ταράχθηκε δλος, τό πρόσωπό του εχλώμιανε, καί δυο δάκρυα χοντρά έσταξαν άπάνου ατά μάγουλά τον, κ’ έκΰλησαν χάμου, αγιάζοντας ετσι τό χώμα της φυλα­κής. Κι’ ο Τουρκόγιαννος εσηκώθηκε για νά ξαναμπεΐ <ηο κελλί του, του εκοίταξε κατάματα χαμπόσες στιγ­μές, κι’ αναστέναξε κ’ εκείνος. Όλομεμιάς εθυμότουν τό σπίτι τοΰ ’Αράθυμου, τά βώδια του, τά παιδιά του, καί στ’ αυτιά του αντηχούσε ή μαγεύτρα φωνή τής

Page 126: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Μαργαρίτας, πού ίσως καί κείνη τώρα Μ τον έθυ- μότουν μέ κακοσύνη.

Μά δ Κάης ήταν τώρα πλιά στο δρόμο τον· λυ- τρωμοϋ του.

12

Είχε περάσει καιρός. Οί νύχτες ήταν μακρύΙς ακό­μη κ ήταν αργά το βράδυ. Στο σπίτι τοΰ ’Αράθυμου δεν είχαν κοιμηθεί ακόμη' ο Πέτρος έ’λειπε, τα δυο αγόρια ήταν καθισμένα χάμου σέ μίαν άκρη τής με­γάλης κάμαρας κ' εδιάβαζαν σ’ ενα λερωμένο βιβλίο τοΰ σκολείου τους, ή Αένη, μεγάλη κόρη τώρα, έκα- θότουν μπροστά στον αργαλειό της κ’ ΰφαινε' ή Μαρ­γαρίτα εστεκότουν σκυμμένη δίπλα στη θυγατέρα της καί μέ το βλέμμα ακολουθούσε τή σαγίττα, πώς έπη- γαινοερχότουν ανάμεσα στα στημόνια. Το κατάμαυρο λυχνάρι κρεμασμένο άπό το άρθάρι τοΰ αργαλειού εκαιε το λάδι του κ’ ϊρριχνε ενα δειλό μαυροκόκκινο φώς στην κάμαρα, το ξυλόχτενο εβροντοΰσε ρυθμικά και κάπου κάπου ή Αένη εμουρμοΰριζε χαμηλόφωνα ενα παληό τραγούδι.

«Δεν έρχεται ακόμη !» είπε σέ κάμποση ώρα ή Μαργαρίτα άνησυχη κ’ έ'ρριξε μια ματιά στη σκάλα.

Το ξυλόχτενο εχτΰπησε.«Νυστάζουμε» είπε ό Θανασοΰλης' «κοίτα, μάννα,

Αποκοιμήθηκε κι’ δλας άπάνου μου».Κι’ αληθινά το μικρότερο αγόρι είχε ξεγΰρειτό κε­

φάλι τον πάνω στον ώμο τοΰ αδερφού του κ’ εκοιμό- τονν, ξεγέρνοντας κάθε τόσο πρός τά1 εμπρός μ’ δλο το κορμί του.

«Θα σοΰ κάμει ή Λένη συντροφιά για να περιμέ­

128 Καζώϊιχσς

Page 127: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

νεις», ξανάπε της μάννα; του ο Θανασονλης.Καί λέγοντας έτσι ετιναξε τον αδερφό τον, τον «ξύ­

πνησε, τον επιασε από το χέρι κ’ έσηκώθηκε μαζί τον για νά κατέβει οτό χαμώγι. οπού τώρα τά τρία παι­διά τής Μαργαρίτας εκοιμώνταν, απ’ δταν είχε στε­φανώσει τον Πέτρο.

Τό ξνλόχτενο έβρόντησε πάλι. .«Καλή νΰχτα» τούς είπε αναστενάζοντας ή μητέρα ενώ εκατέβαιναν.

« Ό Θανασονλίΐς*, είπε χαμογελώντας ή Λένη «προσέχει τον αδερφό του σά δεχίτερη μάννα!>

Ή Μαργαρίτα εκάθηξίε απάνου στην κασσέλα της, ποΰ ήταν δίπλα στον αργαλειό, καί καμπόσες στιγμές δέν εμίλησε. Έπειτα έ κοίταξε μπροστά της τό σκο­τάδι τής κάμαρας κ’ είπε σα μέ παράπονο :----- -

«■“Οταν εζοΰσε ό πατέρα σας, εδώ μέσα ήταν ολη ή ευλογία τοΰ Θεοΰ! Παράδεισος !... Τί νά τοΰ πρω- τοθυμηθοΰμε; Τές καλωσύνες του ; Την καλή του καρδιά ; Τούς καλούς του τούς τρόπους; Τώρα την ευχή του ας έ'χουμε... Τον εχει δ Θεός στον κόρφο του, άφοϋ ελαβε τέτοιο θάνατο !...» Κι’ αναστέναξε' κ’ εσώπασε καμπόσες στιγμές κ ακολούθησε μέ τό βλέμμα τή σαγίττα ποΰ έτρεχε μέσα στα στημόνια κι’ ά'κουσε δΰο φορές τό βρόντο τοΰ ξυλόχτενου. Καί ξακολούθησε : «Τοόρα πρέπει νά σάς εχω εγώ την έγνοια, γιατί εϊσαστε ορφανά !... Κ’ εσύ έμεγάλωσες' χρειάζεσαι προικιά... Ποιος άλλος θα σου τά κάμει;» Κ ’ εσώπασε καμπόσες στιγμές.

«Δέν μπορει νά μονιάσει στο σπίτι του!» ξαναπε. «Γιατί;» είπε ή Λένη σταματώντας τή δουλειά της

καί κοιτάζοντας τή μάννα της.Κκτάδικβς 9

Κατάύιχος 129

Page 128: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Ή Μαργαρίτα έσήκωσε τές πλάτες : «Ποιος το ξέρει ! Κάτι τόνε πιάνει εδώ μέσα! Σαν τρέλλα !... Και 'ξεδίνει δλη μέρα σταργαστήρια μέ φίλους και πίνει... κι’ οσα εχει τ’άνεμοσκορπάει...»

«Άλλα μάς αγαπάει !» είπε ή Αένη ξαναχτυπώντας τό ξυλόχτενο. «Είναι καλός άνθρωπος. Και τά παι­διά τον αγαπάνε’ τόνε φοβούνται κ’ δλας, γιατί ξέρει νά ορίζει !»

« ’Αλήθεια!» είπε πικρά ή Μαργαρίτα, «ξέρει νά ορίζει ! "Ανθρωπος δέν μπορεϊ νά τόνε γελάσει ! Ό καημένος ό πατέρας μας ητανε άλλοιώτικος' μαζή μέ τον Τουρκόγιαννο δέν εσήκωναν δλη μέρα τό κεφάλι από τή δουλειά τους...3

«'Ο Τουρκόγιαννος !...3>ειπε χαμογελώντας ή Αένη· «αυτός δέν εΐξερε νά ορίζει...» Κ ’ εχασμουρήΟηκε καί ξανάρχισε τό εργο της. Κάμποση ώρα εσώπασαν πάλι % οί δΰο. Τέλος ή Μαργαρίτα είπε : « ’Α ργεί!»

«” Ας πάμε νά κοιμηθούμε....»«’Ά δ χ ι ! είπε ή Μαργαρίτα σά φοβισμένη' «έπει­

τα ή νύχτα μέ τρομάζει στο κρεββάτι! αργά αργά, οποις έρχεται !»

«Ποιος ξέρει κι’ αν ερθει !» είπε ή Λεν,η. «Δέν είπες πώς ο! χωροφύλακες τον ξετρέ/ουν ; Μην τον επιασαν ;»

«Μην τον επιασαν ;» είπε ή Μαργαρίτα μ’ ένα δειλό χαμόγελο, σά νά ευχαριστιότουν' καί σκεφτικά πάλι ξανάπε : «”Ω αυτός ξέρει νά φυλαχτεί ! Σέ λίγο θάναι εδώ !» Κ’ έ'ρριξε τό βλέμμα της στη σκάλα. «Σου κόπηκε ενα στημόνι, κόμπιασε το !» τής είπε σε λίγο.

«”Ω μάννα, νυστάζω !»

130 Καζάδικος

Page 129: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάόιχος 131

« ’Από τά τώρα, καημένη I Ή νΰχτα είναι τόσο μεγάλη' στο κρεββάτι θά πούμε αμάν ! ώς ποϋ να φέ- ξει! Δέ θέλω νά προσμείνω μοναχή μου!» Καί σέ μια στιγμή ξανάπε: « Ό πατέρας σας ερχόντανε σπίτι από το σονροΐ’.το' δεν ανακατευόντανε σέ ξένες δου­λειές!»

«Ποιος θά τόνε κατηγορήσει γιά κείνο πωκαμε; Τό χωριό τον έχει γιά Θεόνε!»

«°Άς πάει λοιπόν τώρα στη φυλακή !»«Ό νόμος παιδεύει δσους κάνουν τό καλό' ώς κι’

ό Τουρκόγιαννος είναι μέσα κλεισμένος" αυτός stoü δεν εσκότωσε ! »

«Τί δουλειά είχε στο χωριό!» είπε μέ πείσμα ή Μαργαρίτα.

«Μ ά άφοϋ εύρέθηκε έκεΐ τι επρεπε νά κάμει; Κ ’ ητανε τόσος κόσμος μαζεμένος στο φόρο* επρεπε νά άφήσουν νά τούς πάρει ό κλητήρας από τά χέρια τους, αυτόν τόν. δυστυχον άνθρωπο, γιατί έχρεωστοΰ- σ ε ; . . . Κ ’ επειτα, λένε, αν ξαναρχίσουνε οι άαχόντοι αυτόν τό χαβά, αλλοίμονο μας! λένε. Σήμερα ό Σπΰ- ρος, αΰριο ό Κώστας, μεθαύριο ό Γιώργης, λένε. Γενόμαστε πάλι ραγιάδες, λένε, σά μια φορά ! Καλά έκαμε! i>

«Κι’ άντιστάθηκε στην αρχή! Και θά πάει φυλα­κή!» % εχαμογέλασε.

«Θά πάει δταν θέλει αυτός!» είπε μέ περηφάνεια ή Αένη καί ξανάρχισε νά χτυπά τό ξυλόχτενο.

'Η Μαργαρίτα έσηκώθηκε, ξεφυτίλίσε τό λυχνάρι κ’ έστοχάσθηκε ανήσυχη. «Έχτές ήταν κα?.ά! Είχε ερθει ενωρίς στό σπίτι, ήταν δλα τά παιδιά σηκωμένα" καί κρασιομένος είχε πέσει ευθύς στό κρεββάτι κ’

Page 130: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

είχε αποκοιμηθεί αμέσως. 01;τε τού; είχε μιλήσει ! «Μά απόψε ; » Κ 5 ή Αένη δέ βαστοΰσε ττλιά, δλο έχα- σμοι ριότουν κ’ είχε δίκηο. Τά παιδιά πρέπει ·\ά χορ­ταίνουν ιόν ύπνο' κι’ αυτή τά τνραννονοε* εκείνα επλέρωναν τά σφάλματά τη;!... Θ ’ αργούσε ακόμα σήμερα! Και θά την εύρισκε μοναχή... ω δεν ήθελε, δεν ήθελε νά τον έ'χει άντρα τη ς! Τί στιγμές ήταν αυτές κάθε φορά πού την αγκάλιαζε!... Ή καρδιά της ε'μενε κάθε φορά... τό αίμα της επάγωνε δλο... καί δέν είχε ούτε τή δύναμη νά τοΰ ξεφύγει... και τον εφοβότουν κι’ ολας μήν την εσκότωνε μέ τό βαρύ του χέρι... μπορούσε νά τής ζουπήσει το λαρύγγι, σαν έ'να, φλίκουρο... Κ ’ Iκοίταζε τον αργαλειό κ’ είπε τής θυ­γατέρας τη ς: «Έσφαλες τήν ποδαριά' ή σάριζα θά γίνει σειρή' ξέφτισε τηνε!...»

« Ο υφ!» τής απάντησε «θά πάω νά πλαγιάσω τώρα!» % έκαμε νά σηκωθεί.

« ’Ακόμα μια στιγμή» τήν παρεκάλεσε. Καί ξακο- λούθησε τή σκέψη της : Εψές, εψές καλά ειχε γλυτώ­σει, δέ βρέθηκαν ούτε στιγμή μοναχοί τους- δέν είχε πάει στο κρεββάη παρά δταν τον είχε άκονσει νά ρουχαλίζει' και σιγά σιγά νά μήν τόνε ξυπνήσει, κ’ είχε σηκωθεί νύχτα' κ’ είχε σηκώσει ενωρίς τά παι­διά της... κ’ είχε φύγει γιά τό θέλημά της στο κάμπο... Κι’ αυτός ήτανε ολη μέρα στο χωριό I Καλά πού τά- ρεσε τό άργαστήρι! "Αν ήταν κι’ αυτός σάν τον ’ Αρά­θυμο, δλη μέρα σπίτι... θάταν χειρότερη κόλαση!... Τ ώ ραθά πήγαινε κι’αύτός γιά κάμποσους μήνες τουλά­χιστο στή φυλακή...θάχε ήσυχία γιά κάμποσους μήνες!... Θάρχότουνε ΐσως κι’ απόψε μ’ αυτήν τήν άφαντασιά στο σπίτι, καί θά τήν άφινε... Κι’ ώ πώς τον έφοβό-

132 Κατάδικος

Page 131: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάύιχοΐ

τουν !... Και τά παιδιά της ανι’ί; τον ά\·ααονσανε... δεν ήξεραν τά δόλια ποΰ του; είχε σκοτώσει ιόν πα­τέρα... Μ « κι’ αυτή ή ίδια δεν τον είχε αγαπήσει έχεϊ- ,νον τον ΐδιον άνθρωπο Λεν έκαμε την άμαρτία μαζή τ^υ, γελώντας τόν άντρα της, ¿νηφώνιας τό κίνδυνο, σ ’ εκείνο το καταραμένο το καλύβι!.. Καί δ ν ελεγε πώς μέσα στην αγκαλιά του ητανε σά μέσα στον κόρφο τον Θεοΰ Μά τόϊζς ό Πέτρας δεν είχε σκοτώσει... δεν είχε· εκείνο τι, σκληοό βλέμμα, ποΰ την εκανε ν’ ανατριχιάζει... "Ητανε κι’ αυτός σαν τούς άλλους ανθρώπους... κ’ ήτανε γλυκεία ή αγάπη του...Γλυκεία τότες που δεν τον είχε καταλάβει, που εϊξερε πώς καμία αδικία δεν τόν ξίπ.ταζε !... πώς δεν μπορούσε νά σκοτώσει τον αν:οα της και νά γίνει πατέρας των παιδιών της· καί νά ανεβάσει στην κρε­μάλα εναν ά&ώον, εναν άγιον άνΑ ρ^ο... τόν Τουρ- κόγιαννο !... ”Ω αυτός μέ τη δειλή του αγάπη, μέ τά σβησμένα μάτια που την ¿κοίταζαν, σαν την άγια ει­κόνα τής Παναγίας, στην ώμιρφί) εκκλησία του χ ω - ριοΰ... πώς έκαθότουν πάντα μπροστά της μέ χαμη­λωμένο κεφάλι... πώς τής μιλούσε με τρεμούλα, λιγ­νός καί αδύνατος, δ άνθρωπος ποΰ όποταζόνταν στην πικρή του την τύχη καί δεν ήξερε νά ορίζει !... -

Τώρα ή Λένη χωρίς νά τής μιλήσει είχε σηκωθε_ από ιόν αργαλειό της, τήν εκαλονύχτιασε, κ’ έκατέ, βαίνε τή σκάλα. Κ’ η Μαργαρίτα ανατριχιάζονται είπε μέ τό νοΰ της... «”Ω δέ βαστάει τό δύστυχο ι" Άπόψει απόψε, πώς νά γλνΐώσω !... Τώρα θαρθε σέ λίγο !».

Και τρομαγμένη τόν είδε μέ τό νοΰ της ν’ ανεβαί­νει τή σκάλα, να προβάλει λίγο λίγο άπάνου καί νά

Page 132: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

134 Λ ατάόιχας

σταματά τέλος εμπρός της !... "Ω αντός δεν εμοιαίε τοΰ Τουρκόγιαννου ! δεν έμοιαζε οίπε τοΰ ’Αράθυ­μου!... 1 Ηταν μεγάλος, πλατύς, ωραίος πολύ, μέ μαύ­ρο στριμμένο μουστάκι, μέ λαμπερό βλέμμα!... Πώς: βαστοϋσε ψηλά τό κεφάλι του !... Ποιος θά τολμούσε νά τόνε γελάσει, νά παίξει μαζή τ ο υ Μ ο ν α χ ά ή βροντερή φωνή του εσκιαξε !... Ιν’ ήξερε αυτός νά ■θέλει, καί νά εξουσιάζει.., κ’ ήξερε τί ήθελε, κ’ ήξερε νά υποτάξει την Τύχη!...

Κι’ αχ ! ητανε τόσο αχόρταστη ή αγάπη του! Καί τής τόλεγε! Αυτή ή Μαργαρίττα ητανε ή μόνη χαρά του! Σαν ά'κουε τή φωνή της, κάτι έλαλοΰσε μέσα του καί τόσο γλυκά που του σήκωνε τό νοΰ καί τον εμά- γευε ή 'θωριά της, τό βλέμμα της, τά ροδοκόκκινα μάγουλα, τό μικςρ της τό στόμα !... Έ τσι έ'λεγε!... Κι’ αν είχε στην καρδιά του τήν ησυχία δέ θάφευγε οΰτε στιγμή από σιμά της... μά ά'κουε νά βογγάει τό αίμα δπου μ αν εΰρισκότουν, κ’ εκείνη, άπ’ δταν είχε μάθει τό φοβερό μυστικό, μέ τήν τρεμούλα της πάντα τοΰ θύμιζε τό έγκλημα, κ’ έγΰρευε γιά τοδτο ξεφάν- τωση μέ τό κρασί, μέ τούς φίλους, μέ τό παιγνίδι !... Μά αχ τήν αγαπούσε! ”Ω! πως τή φιλούσε αχόρταστα ενώ εκείνη έλίγωνε, στά μάγουλα, στα μάεια, στο στόμα! Πώς τής έσφιγγε μέσα στή μιά του παλάμη τό μικρό της τό κεφάλι I Ή τανε μεγάλο τό χέρι του, κείνο τό χέρι πονχε σκοτώσει!...

Έ νας βαρύς αναστεναγμός τής βγήκε από τά χείλη. Θάδελε νάταν πεθαμένη ! ας περπατούσαν στον κόσμο ορφανά τά παιδιά της! Δεν τήν ήθελε αυτήν τήν άσχημη, τήν τρομερή του αγάπη, πού γι’ αύτήνε ήταν μαρτύριο. Δεν τήν ήθελε! Μά τον Ισκιαζόνταν και

Page 133: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καιάδικος 135

δεν εΐξί-ρε πώς \’ άντισχα^εΐ.— Χδταν γρηά τοΰλάχι- στο, νδχανε κάθε ¿μορφιά, κάθε χάρη τον κορμιού της ! Θάρριχνε τότες άλλου τα μάτια Έθν ! Θάφερνε ίσως στο καλύβι, δπου είχε κατοικήσει ΐ| Αρετή, την Παρασκευή, ή μίαν α'λλη δμοια της χαμένη γυναίκα, ποΰ Ιτριγύριζε δούλα στα σπίτια, * ’ Ικανέ κάίίε χρόνο κ’ iva παιδί μ’ δποιο νοικοκύρη Ιδοΰϊϊνε ! Έ τσι μόνο θάβρισκε ησυχία ! ~Ω τά μάτια της, γιατί δεν έσβη­ναν, γιατί το πρόσωπό της δεν Ιγενόνταν σάν τής λεπρής, άγριο καί χωρίς φρύδια, γιατί δεν επρισκό- ταν το στόμα της, για να γίνει ολη ενα πράμα σνγα- μερό, ποΰ ο κόσμος να τό ψυχοπονιέται ;.·■ Αυτήν την ψυχοπόνια ήθελε τώρα, γιατί ήταν τόσο δυστυ­χισμένη !... Κι? απελπισμένα ¿χτύπησε τα στήθια της, αιμάτωσε μέ τά νύχια τά μάγουλά της κ’ εβάλδηκε νά κλαίει...

Τά πλέρια βήματα τοΰ Πέτρου στο λιθόστρωτο, κάτου από τό σπίτι, την άνατρόμαξαν. "Ενας ίδρος ■ψιλός εκρνωσε τό μέτωπό της. Τον άκουσε ν’ ανε­βαίνει καί σέ μία στιγμή τον είδε νά σταματά μπρο­στά της. Είχε ριχτή τη ζακέτα του στον ώμο, έκρα- τοϋσε περήφανος ψήλα τό κεφάλι, ήταν ώμορφος πολΰ, κ’ εστριφε μέ τόνα χέρι τό μαΰρο μουστάκι του.

«”Ω ή καλή μου γυναίκα, ποΰ αγρύπνησε προσμέ- νοντας» τής εϊπε τρυφερά.

Έκεάη ανατρίχιασε κ’ εσκυψε τό κεφάλι. «Θά πας στη φυλακή !» τοΰπε δειλά δειλά δειλά.

«Τί ήθελες νά κάμω καί εγώ» τής άπήντησε μα­γεμένος από τή φωνή της, «νδφινα νά μάς πάρουν τον άνθρωπο από μπροστά μ ας; καί νάρχονται έπειτα κάθε μέρα στο χωριό μας οι κλητήρες, να παιδεΰ-

Page 134: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

136 Κα'άόιχος

ow e τη φτώχια, νά χάνουνε κατάσχεσες καί vet πιά­νουν τον κόσμο, καί να ξανάρθουμε έτσι ατά παλαια τα χρόνια ραγιάδες οI χωριάτες τον άρχόντου καί τοϋ πλουσίου ·

Καί βλέποντας πως δεν τοϋ απαντούσε ξακολού- θησε : «"Ημουνα μέσα στο μαγαζί έπαιζα χαρτιά κ’ επίναμε... ’Άξαφνα ενας άνθρωπο; εροίχτηκε μέσα χλωμός καί λαχανιασμένος' δι<ο χωροφύλακες κι’ ο κλητήρας τον κυνηγούσαν, κ’ εΰρεθηκαν στη στιγμή στο μαγαζί καί κείνοι. ’Απ’ οξω εΐχε μαζευτεί κό­σμος. Έθύμωσα ! Επέταξα τα χαρτιά κ’ Ιβγηκα στην πόρτα. Κ ’ εφώνα-α ; «Είμαστε άτιμο χω^ιό, αν μάς πάρουν τον άνθρωπο από μπρός μας!» Κι’ όλομε- μιάς ο κόσμος αναστατώθηκε, κ’ επήρε στη στιγμή τον άνθρωπο από τα χέρια τού κλητήρα, πώς δεν τον έσκότωσαν!... Ποιος θ ί πει πώς έκαμα κακά; TÒ χωριό μ’ εχει τώρα για θεόνε του. Μά οι χωροφύλα- κες μέ γυρεύουν για νά μέ πάνε στη φυλακή...»

«Γιατί δεν έπλέρωνε;» είπε πάλι δειλά ή Μαργα­ρίτα.

«Γιατί δεν είχε !>«Π ώς θά ζήσει κι’ ο άρχοντας ; "Αν κανένας δεν

πλερώνει, γίνεται κι’ αΰεός σαν εμάς' δ Θεός δεν το θέλει !...»

Την Ικοίταξε περίεργος' μ« βλέποντας τώμορφο πρόσωπό της άκουσε την καρδιά του νά χτυπάει. «Αέ μέ μέλει» της είπε «η φυλακή, μόνο ποΰ σέ ξεχωρί­ζομαι ! Γιατί, ξέρεις, η αγάπη σου είναι ενα κρασί ποΰ δσο κανείς το πίνει τόσο περσότερο % αρέσει !»

«’Ώ » άναστέναξε ή Μαργαρίτα ανατριχιάζοντας πάλι.

Page 135: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάάιχος 13Τ

Τής ερριςε τά χέρια γύρω στο λαιμό κ5 Ιπάσχισε νά τής φιλήσει τά χείλη* μά την εφτασε μόνο στο κρύο ·/' ΙδρωμΙνο μέτωπο. Τί έχεις;> τη ριότησε.

Δεν του απάντησε κι’ ανάστρεψε το κεφάλι της. "Έκλεισε χά μάτια κι’ άκουσε τή καρδιά της να στα­ματά και νά παγώνει και στη στιγμή έ'νας ίδρος κρύος τής εβρε'ξε δλο το κορμί. Ό νοίς τη; δεν δδοΰλευε, τά ^έρια της δεν μπορούσαν νά σαλέψουν Αυτός τή βαστοΰσε τώρα δυνατά από τή μέση, τής φιλούσε τά ωχρά μάγουλα μέ μανία, την είχε σηκώ­σει άπα τό μέρος απως εκαθόταν καί την εσποωχνε πρός τό κρεββάτι, "Ολομεμιάς ανοίξε περίτρομα τά μάτια της, Ικάρφωσε τό βλέμμα της στο συσκοτο χολ με σβημένη φωνή τουπέ: «Μας κοιτάζει!...» Κ ’ εβάλθηκε νά τρέμει.

<Τά παιδιά κοιμούνται ολ α !; τής ειπε μ’ ενα άσχημο γέλοιο.

«"Οχι αυτά !» είπε ~δχι!... δ Γεώργης...»Μία στιγμή -¿χαλάρωσε το σφίξιμό του και χωρίς

νά τό θέλει εκοίταςε τό χέρι του.Άπ’ όταν είχε σκο­τώσει, κάθε φορά πού έταραζότουν, τό κοίταζε πάντα. « Ό Γεώργης» τής είπε πασχίζοντας νά χαμογελά­σει, <αυτός πάει τώρα, είναι από κάτω από τή γης ]> Καί την έφίλησε δυνατά πάλι στο μέτωπο, γιατί *δέν είίρηκε τό στόμα- κ5 αισΟάνθηκε πως ήταν ίδρωμένο καί κρυ'ο. Έ φερε τό κορμί του δπίσω καί την έκοί- τα ξε : ήταν κατακίτρινη, είχε κλειστά τά μάτια, καί έφαινότουν σά νεκρή, λιγνή καί σουρωμένη κ’ έτρεμε σύγκορμη. «Τί εχεις ;» τής ξαναπε.

«’Ό δχι τώρα, οχι τώρα» τον παρακάλεσε- δεν μπο­ρώ ν’ άνοίςω τά μάτια, γιατί τόνε βλέπω' είναι εδώ

Page 136: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

188 Καζάύιχος

μέσα, κοντά μας, καί μάς τηράζει, ώ άφησε με, νά ζήσης ¡L.» ^

Ένόμισε πώς Ιλιγοθυμοΰσε στα χέρια του, κ’ εθΰ- μωσε. Την ετίναξε δυνατά, εκοκκίνισε, την εκοίταςε άγρια -λ εκείνη άνοιξε τότες λίγο τ ί μάτια, τον είδε καί τον ε<ροβΐ]0ηκε. Τέτοια θαταν εσκέφθηκε ή οψη του δταν έκρατοΰσε στά χέρια τον τον ’Αράθυμο και τον εμαχαίρωνε.

Της είπε βραχνά' «Τον έβγαλα από τη μέση για να σ’ ε'χω οταν θέλω !... Είσαι γυναίκα μου !».

Τή βαστοϋσε σφιχτά. Με το κορμί της εκαμε δειλό κίνημα για να τοΰ ξεφΰγει, κι’ άνοιξε πάλι λίγο τά μάτια.

«Τί άντρας θάμουνα» ξαναπε αν dà σ ’ είχα μο­νάχα δταν εσύ το θέλεις !...:>

Και την εσπρωξε μέ δύναμη ως το κρεββάτι καί την ξάπλο^σε άπάνου. Αυτή εκρυωσε ακόμα περισσό-s ■■■■** a / ς» 9/ \ /γ .&<— 3 Sτερο, τοσο που ετοχ>ρτουριι,ε, ακουσε να ροιι^ουν τ αυ­τιά της, τα χείλη της έμαρά^ηκαν, % ενώ δ άντρας της τής πετοΰσε βιαστικά τά ροϋχα από πάνου της καί την έγδυνε, ά'κουε νά τρέχει παγωμένος στο κορ­μί της ο 'ίδρος.

’Ήτανε τώρα δ Πέτρος πάνωθέ της. ’Ανάστρεψε το κεφάλι "λ εκραταϋσε κλειστά τά μάτια για νά μή βλέ­πει το λαμπρό του βλέμμα και να μη μυρίζεται την πνοη του’, ή αγάπη του ήτανε μαρτύριο ! Κ’ ελιγο- θΰμησε ! . . .

Κι’ è Πέτρος ενόμισε πώς είχε στην αγκαλιά του Iva λείψανο κρΰο, μά δεν την άφησε για τοϋτσ... τέ­λος εξέγυρε σιμά της κι’ αποκοιμήθηκε βαρεία βα­ρεία, χωρίς νά προφέρει αλλη λέξη.

Page 137: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κατάδικος 139

“Ήτανε καλοκαίρι' κ’ ητανε ακόμα αρο3Ϊ, μά από ενωρίς δ ήλιος είχε φλογίσει τή γή xoù τον αέρα. “Ανε­μος δεν εφυσοϋσε, καί ή πνοή, ποϋ έρχότονν κάπου κάπου από τήν ήσυχη και ωχρή θάλασσα, ήταν πυρω­μένη κ’ εκείνη· τά τζιτζίχια Ιλαλοΰσαν ακατάπαυτα πάνου σ’ δλα τα δέντρα" το χορτάρι είχε ξεραθεί παν­τού κι’ δλος ό κόσμος είχε θωριά κίτρινη καί δικα­σμένη.

ΚΓ αυτήν την ώρα στη ράχη τ ΰ Σωφρονιστηρίου οί κατάδικοι έφτιαναν κεραμίδια και τούβλα. "Ολοι ομοια ντυμένοι μ5 ενα ποκάμισο μόνο, Iva λερό άσπρο βρακί από χοντρό καραβόπανο καί μέ μία ψάθα πρό­στυχη στο κεφάλι. Τέσσεροι μέ βαρειούς κασμάδες έχτυπονσαν τη ράχη, σ’ ενα γκρέμισμα, ξεκολλώντας κάθε τόσο χοντρά κομμάτια λεμκάργας, πον άλλοι τα παΐρναν από σιμά τους καθώς Επεφταν καί τα κου­βαλούσαν στον ήλιο για ν' ανοίξουν. Δύο άλλοι έπαιρ­ναν το χώμα στο τσικοΰρι, σ ’ εναν πλατύ λάκκο, δπου τέσσεροι πηλοπάτες επατοΰσαν μέ άγων a τή λάσπη, χώνοντας ώς το γόνα στ ην ΐλυ τά πόδια τους, κΓ άλ­λοι εφερναν τή ζυμωμένη λάσπη στους κοφτάδες, ποϋ Ιδοΰλευαν στον ήλιο,ορθοί μπρος στα ξεκάρφωτα λα­σπωμένα τραπέζια τους, κ’ έβγαζαν, από τά τυπάρια τους κι’ από τά καλοΰπια τους, κεραμίδια καί τούβλα’ οι ριχτάδες τέλος τάπαιρναν από τά χέρια τους, και τάρριχναν ν& φρύγουν στον ήλιο, στο μεγάλο τάλώνι.

Πολλοί φυλακές μέ τές στολές τους εφνλαγαν τους καταδίκους, καί στρατιώτες εφρουροΰσαν ολόγυρα μέ εφόπλου τή λόγχη.

13

Page 138: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

140 Καζάδιχος

Κι’ ο Τονρκόγιαννος έθονλευε μέ χό βαρύ κασμά. Έχτυποΰσε ρυθμικά καί μέ δύναμη τη σκληρή λεν- κάργα, χωρίς να παίρνει δνάσ«, πνιγμένος στόν ιδρό, που δεν τον Ισφόγγιζε' κι’ αϊτός ίβγαζε μέσα από τά σπλάχνα τής ράχης τά πλιό χοντρά κομμάτια. *Ηταν •χλωμός σαν άρρωοτημένας. Αυτό τό πρωί είχε πρω- τοβγεϊ από τό σκοτεινό κελλί, οπου τον είχαν κλείσει για οχτώ μερόνυχτα, γιατί μία μέρα πριν ή φυλακή είχε αναστατωθεί, καί κανείς δεν ηςερε την αιτία' οι φυλακισμένοι είχαν πιαστεί μεταξύ τους, κ’ είχαν Ιρ- ΐε ι οτήν αχτίνα δλοι οι φύλακες καί μαζή στρατιώτες οπλισμένοι, που έχτύπησαν δεξιά αριστερά τούς αν­θρώπους μέ τον κόπανο τού τουφεκιού, κάποιους μά­λιστα τόσο βαρειά πού αρρώστησαν. Καί οι φύλακες είχαν αναφέρει τον Τουρκόγιαννο, γιατί συχνά τον εί­χαν άκούσει νά μιλεΐ «.ιέ τούς καταδίκους γιά την ωραία λευτεριά καί γιά λύτρωση' κ είχε τιμωρηθεί αδίκως ο Τουρκόγιαννος, μά είχε δεχτεί φαιδρά την τιμωρία καί δεν ήθέλησε νά καταδώσει κανέναν.

Καί ή αιτία ήταν πού ένα μέρος από τούς φυλα­κισμένους εμισούσε τον Τουρκόγιαννο καίεπεργελούσε τό κήρυγμά του, γιατί τούς στενοχωρούσε" κι’ αυτοί μέσα στη φυλακή είχαν συνηθίσει νά του κάνουν χί­λια δυο πειράγματα, πού τά δεχόταν ομως δλα μ1 αδιά­φορο χαμόγελο. Μά αυτήν την ημέρα ό Κάης είχε θυ­μώσει καί πρώτος είχε χτυπήσει εναν από τούς Ιχτρούς τού Τουρκόγιαννου, κι5 δ καυγάς έπειτα εγενικεύτηκε σ ’ δλην τήν αχτίνα. Μά τον Τουρκόγιαννο κανένας δεν τον είχε χτυπήσει.

Καί τώρα έδούλευε πάλι στον άνοιχτόν αέρα κ’ ηταν •ευχαριστημένος. Κι’ δλο χτυπώντας μέ τή δυνατή άξί-

Page 139: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

να τ>ι ςάχη, έρ£ΰτιόχϋΐ*ν. αν αληθινά ή βεία Πρόνοια χ(λ· Ικανέ νά πλερώνει τΰ αδικήματα των άλλων νιά να λντρόνονται ¿μκ^τωλέ; ’^νχες, ή αν υπόψερνε τοΰ ν:«κον, γιατί Τπίος μία Αέληση τΐ'ψλή καί παράλογη τκνβερνοίαε τοδιβν τον κόσμο. Ό Κάης τον εγνώριζε τώρα -¡όσους καιρόν; ·/' εμενε ακόμη σκληρό;“ έμισοδ- ο-ε ποίρα πολί- ι&γ άδερφό τον, πάρα πολύ, καί τή φυ­λακή τον.

’Αριστερά τού δυο ά'λλοι χατάδικοι ποϋ εδούλευαν στο ίδιο εργο εμιλοΰσαν χαμηλόφωνα:

■ι Λεκάξη χρόνια ακόμα!» έλεγε ό ένας άντρας. ακόμα νέος, μέ μάτια ζωηρά καί πονηρά’ «μια ζω ή ! "Ω αν ενρισκα τρόπο νά φ ν γ ω Θ ά μπορούσα εγώ νά ζήοω κρυμμένος, γιατί ηά χρήματα που εκλεψα είναι καλά φυλαμένα!*

< Καί τοΰ άποκρινότουν ό σύντροφός τον, νέος ακό­μη καί αυτός, βαρυποινίτης, καί που πρώτα ήταν άγιογράφας κ’ είχε παραχαράςει Επειτα λίγα χαρτονο­μίσματα, δταν ή τέχνη δεν τοΰδινε :τλιά αρκετά για νά ζήσει τι) φτώχιά κι’ άχαρη ζωή του : «Κ ’ εγώ κατόπι σου! Μά πώς νά φύγει κανείς από τέτοια φυλακή;— Κ ’ επειτα εδώ είναι νησί καί -0ά μας έπιαναν . . . Ό Κάης, παναπει, κάποτε; τάχε καταφέρει, αυτός θά μποροΓσε νά μάς πει καί τον τρόπο !...»

'Ο Κάης έδοΰλευε κι’ αυτός στά δεξιά τοΰ Τουρκό- γιαννου" έχτυποϋσε τή γη σιγά σιγά μέ τον κασμά του, %’ έφαινότουν συλλογισμένος. Άκοΰονίας τδνομά του, τούς ερριξε μια λοξή ματιά.

« ’ Αφέντες» ειπε πονηρά δ κλέφτης «έκάμαμε νά πάει στο μπουντρούμι, τον ” Αη— Γιάννη τον Τουρ- κόγιαννο, που νά μάς δώκει πίστη.»

Κ αιάονίο; . 141

Page 140: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

«Δεν είναι αυτό» άποκρίθηκε μ’ εναν αναστεναγμό ο Κάης' «έγέρασα τώρα ! πώς θα ζοϋσα στον κόσμο; Κάνοντας τό ληστή, γιατί αλλοιώς δέ θά μπορούσα ναμαι ελεύθερος εργάτης... και τι θά καταλάβαινα νά φ ο ρ το ίσ ω κρίματα κι’ άλλα τή χαμένη ψυχή μου; Περιμένω καλύτερα !...»

Ό Τουρκόγιαννος τουρριςε μια ματιά και τοϋ χαμο­γέλασε. *

«Μά άφοΰ είναι χαμένη;» είπε ό κλέφτης «τίθά πάθει κι’ άλλο ;»

«Ή ψυχή ! εγέλασε δ άγιογράφος* «μά κι’ δ άν­θρωπος ψοφάει όπως κι’ δ πα/.ηογάϊδαρος! "Ολοι δσοι είναι εδώ έτσι τό λένε, έχτός από τον παπά ποΰ πλερώνεται, και τον Τουρκόγιαννο, ποΰναι κουτός.— Έ γώ έκανα αγίους, μά δεν τούς πιστεύω !» Κ ’ έγέ- λασε κατεβάζοντας μέ δύναμη τον κασμά του.- « Ό χ ι !» είπε γλυκά δ Τουρκόγιαννος αναστενάζον­τας κι’ άφίνοντας μία στιγμή τό έργο νου' «δεν πρέ­πει κανείς ν’ απελπίζεται' ϊδέστε εμένα, είμαι κατά­δικος κ’ είμαι αθώος !»

«Μά την έγλέντησες καλά τή Μαργαρίτα σου, καημένε!» τοΰπε πειραχτικά δ κλέφτης' «τώρα ποΰ δεν την έχεις, μάς κάνεις εδώ τον άγιο-ςύλινο !...»

«Κ 5 είμαι αθώος» ξαναπε δ Τουρκόγιαννος, σά νά μήν τον είχε άκοΰσει' «κ’ εγώ θάχα τό μεγαλύτερο δίκηο ν’ απελπίζομαι γιά τοΰ Θεοΰ τή δικαιοσύνη, αν δεν έ'βλεπα στα παθήματα μου τό χέρι του ! ’Ήμουνα Ιγώ είκοσι χρόνων κ’ ήθελα τή Μαργαρίτα γιά γυ­ναίκα μου, έγώ δ Γιάννης τοΰ Τούρκου ! Είχε δίκηο καί μ’ έ'διωξε !... Κ ’ επήγα στην ξενητειά γιά νά προ­κόψω, κ’ εκεί άρχιζα νά προκόβω κ’ έλεγα πώς τό

142 Καζάύιχος

Page 141: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

κορίτσι τοΰ σπιτιού οπού εδοΐ'λευα θαταν για μέ μία άλλη Μαργαρίτα, μ’ εδιώςανε, και τότες έμοίρασα δ,τι είχα οικονομήσει ιττους φτωχούς, ■/.' έβαλα τό ραβδί μου στον ώμο μέ τό μικρό μου τό μπόγο, κ’ Ιφευγα για νά γίνω κιιλόγηρος, απελπισμένος από τούτον τον κό- σοο.— Καί ή τύχη μ" εφερε ατό σπίτι Ινοδ σοφού δασκάλου, ποΰ τής καρδιάς του ή καλωσΰνη τον εκα- νε νά βλέπει τοΰ Θεοΰ τά μυστήρια' και θαμαυνα ακόμα μαζή του, αν δεν τον είχε κράξει σιμά row. Κ" εγύρισα τότες στο χωριό μου, κ’ εκατάνχησά εδώ κ’ είμαι μαζή σας' κα'ι τώρα ξέρω γιατί εγινήκαν δλα τοΰτα: για νά παρηγορήσω ψ υχές πονεμένες' αυτός ήταν 6 προορισμός μου!»

Έπιασε πά/x τή δουλειά του βλέποντας τό φύλακα νά ζυγώνει, κ’ είπε ακόμη συλλογισμένος:— «Καλά σας λέει δ Κάης' γιατί νά φύγει; σέ λίγο ϋά λάβει τή χάρη του, και θά γνωρίσει γλυκεία λευθεριά !— Κι’ άντίς· νά μι/εις αδιάντροπα, μολόγησε ποΰ εχεις κρυμ­μένα τά «λεψιμιά σου, κι’ άλαφρώσου από κείνα, καί μην παρασέρνεις σέ κόλαση κι5 άλλους ανθρώπους, ποΰ αν σ ’ άκουαν, ή θά ζοΐσαν ληστάδες ή ΰά'τρωγαν ψωμί απο τό κρίμα σου, γιατί είναι γραμμένο; «Δέ -θά κλέψεις! και δεν επρεπε νά κλέψεις!..,»

Καμπόση ώρα εσώπασαν δλοι κι’ ακολούθησαν τό έργο τους.

Τέλος ό άγιογράφος ςανάπε -«Καλά έκαμα και σ’ ερρίξα στο μπουντρούμι! Οι οχτώ μέρες σοΰ πρέ- πανε!...»

«•Και γιατί;» τοΰπε γλυκά ο Τουρκόγιαννος.«Παληόσκυλο \» ειπε ο Κάής ρίχνοντας στον

Κατάδικος 1£3

Page 142: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

κλέφτη μια ματιά γεμάτη μίσος’ «"κ’ εσέ κι’ αύτόνε σας. έχουνε σπιούνους οΐ φύλακες!»

«Ναί !> είπε άντροπιαστα δ άγιογράφος" «καί σεις φτιαχτείτε. Μ5 αυτόν τον τρόπο εγώ περνάω τές μέ­ρες μου καλήτερά σας’ ·α εσείς τυραγνιόσαστε!...» κ= Ιγέλασε.

«Μά νά προδ(δσεις τον “Αη-Γιάννη τον Τουρκό­γιαννο» είπε μέ φρίκη ο Κάης.

«“Αν εκατάδινα ά'λλονε» είπε δ άγιογράφος «ποιος ξέρει τί Μ τραβούσε τό τομάρι μου!... Καί θέν τοχω γιά πέταμα!»

«Τέτοιο παληοτόμαρο !» είπε καταφρονετικά δ Κάης.

«Είναι κι’ αυτό πλάσμα Θεού !» είπε δ Τουρκόγιαν- νος αναστενάζοντας.

Και σέ λίγο έπρόσθεσε σκεφτικός: « 'Η καταδίκη είναι γιά ολους τιμωρία, μά δ'χι καί σωφρονισμός!...»

'Ο κλέφτης Ιγέλασε. 'Ο άγιογράφος εκοίταξε τον Τουρκόγιαννο % Ιμεινε λίγες στιγμές σκεφτικός, θω- ρώντας τή γαλήνια παθιασμένη του δ-ψη καί στο ύστε­ρο Ιγέλασε καί κείνος καί τουπέ : «Μά τί κουτός εί­σαι, καημένε *Άη - Γιάννη Τουρκόγιαννε!»

Καί δεν επρόφεραν πλιά η οι τέσσεροι λέξη γιατί δ φύλακας τούς Ιπιστατοϋσε.

14

Σέ λίγο μια δυνατή σφυριξιά έκραξε τούς καταδί­κους νά προγευματίσουν. "Αφηκαν δλοι αμέσως τό έ'ργο τους κ’ εσυνάχτηκαν σιμά στους φύλακες, κάτου από τον ϊσκιο των σπάνιων δέντρων' δ καθένας έπήρε

1·ί4 Καζά'ϊιχοζ

Page 143: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάδιχοζ

το ψωμί τον. κ’ ένα κομμάτι tvQl γιά προσφάγι, -λ ο. περισσότεροι εκάΐίηοαν χαμόν.

Μά ό Κάης δέν ήταν μαζή τον;- κι' ό Τουρκόγιαν- νος τοχε καταλάβει. Είχε άποτραβηχτεΐ μονάχος, κά- τον άπό ένα μικρό δέντρο ■/.' έτρωγε αργά τό ψωμί τον, συλλογισμένος σαν νατουν ό νους του σ ' ¿03.ον κόσμο. Και δέν ήταν τώρα ή πρώτη φορά ποϋ ο Κάης έζητοΰσε τή μοναξιά- και οι άλλοι κατά δικοί είχαν παρατηρήσει πώς άπό μέρες οί τρόποι του εί­χαν άλλάΕει, και ό σύντροφός του δ άγιογράφος είχε νποψιάσει πώς μελετούσε ξανά τή φυγή κ’ εσυμπέ- ραινε πώς έκραιούσε μυστικό τό σχέδιό ταυ, ή γιατί δέν είχε πίστη σ' αυτόν, ή γιατί τον Iνόμιζε μόνο εμπόδιο c δ,τι ήθελε νά κάμει. Πραγματικά οΐ δνά τους, ελεγε μέ το νοΰ τον, ο κλέφτης καί δ Κάης, θαφεβγαν εύκολώτερα, κι’ ευκολώτερα καί περσότε- ρον καιρό θά ζοΰσαν στο κόσμο μέ τά φιλαμένα κλε- ψιμιά. Καί κάποια στιγμή είχε Ϊδεϊ τον κλέφτη νά ζυγώνει τον Ινάη καί νά τού κρυφομιλεϊ καί τότες ή υποψία του έγένηκε βεβαιότητα. Κ ’ αϊσθάνθηκε όλο- μεμιάς τόσο μίσος για τους δυο συντρόφους του, ποϋ έ σίμωσε τό φύλακα, του χαμογέλασε καί τού ψιθύ­ρισε κάτι στ’ αυτί, δείχνοντας του μέ τό δάχτυλο τούς δυο καταδίκους, τον Κάη καθισμένον κάτου άπό τό μικρό δέντρο, καί τον κλέφτη ποΰ αυτήν τή στιγμή επήγαινε νά τον εΰρει. «Μελετούνε νά φύγουν!» τουπέ μυστικά.

Κι’ δ Τουρκόγιαννος ποΰχε ιδεί κ5 είχε καταλάβει ολα, ευρέθηκε όλομεμιάς σιμά στον άγιογράφο καί τούπε λυπημένος καί μέ τρεμάμενη φω νή : «νΩ Ίού-

Κατάίικβξ 10

Page 144: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Ιίΰ Καζάίικα;

ba, κα τα.το ο δ ί νε (ς το»· άνθρωπο στην ί $ φ «για στιγ­μή του! >

Κ’ έκαμε νά ριχεεΐ πρός τό φύλακα καί νά τόνε σταματήσει, μά ενας άλλος φύλακας «γριά τον εμπό­δισε και τον εκαμε νά σωπάσει! <Τί εχουμε ε δ ώ ;» τοϋ φώναξε τινάζοντας τον από το μανίκι.

«*Ω!> εκαμε πικρά ο Τουρκόγιαννος % Ιτήραξε δακρυσμένος τον Κάη.

"Ως τόσο ό άλλος φύλακας, δ νέος, μέ την {¡μέρη δ'ψη, είχε φτάσει μέ δυο πηδήματα στο δέντρο, πριν από τον κλέφτη, κι’ άδραξε τον Κάη από τον ώμο και ■θυμωμένος τον έτίναξε. <Τί κάνεις εδώ, μονάχος σου;» τουπέ άγρια. < Γιατί ήρθες εδώ ; Γιατί προ­σμένεις αυτόν τόν αλλονε;»

'Ο Κάης εχλώμιασε και δεν ήξερε νά δώσει κα­μίαν απάντηση.

<Τί θέλεις εδώ, μονάχος σου; γιατί δεν είσαι μέ τούς ά'λλους;» τοϋ ξαναφώναξε χωρίς νά τόν άφίνει από τά χέρια του.

ΚΓ ο Κάης δεν τοί'δινε απάντηση.« Θέλεις νά μέ χάσεις; εμέ, τή γυναίκα μου και τά

παιδιά μου; Ιναλήτερα νά χαθείς εσύ, χαμένη ψυχή! >Ό Κάης δεν είπε λέξη.«Γιατί ήρθες εδώ» τοϋ ςανφώναξε νεμδτος θυμό

δ φύλακας.«Ή ρ θ α !» άποκρίθηκε τώρα αδιάφορος.Ό φύλακας τόν εκαμε τότες νά σηκωθεί ορθός καί

τόν έχτΰπησε τέσσερες φορές δυνατά στο πρόσωπο, άρθά κι5 ανάποδα, ξεματώνοντάς του _τή μύτη καί τό στόμα. Τό βλέμμα τοϋ Κάη άστραψε άξαφνα’ αχούσε τό αίμα ν’ αναβράζει μέσα του καί νά τού ανεβαίνει

Page 145: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

στό κεφάλι, εσφιξε τούς γρό3ους του, κ: έθυμήθηκε πώς παρόμοια ζάλη τον είχε άδράξει δταν είχε χτυ­πήσει τον αδερφό του. Έκοίταξε ολόγυρά τον σά νά ζητούσε βοήθεια από τούς άλλους καταδίκους, κι’ άν- τίκρυσε από μακρυά τον Ταυρκόγιαννο, ποΰ ¿στεκό­ταν ορθός κι’ ωχρός τον έκοίταζε μέ τό γαληνό του τό βλέμμα. Κ’ έΛυμήθηκε πάλι δλο τό φόνο τοΰ αδερ­φού, κι’ αναστέναξε καί υποτάχτηκε χωρίς ούτε ένα παράπονο.

Κι’δ Τουρκόγιαννος έψιθύρισε τρέμοντας :— «Στηνπλιό άγια στιγμή τής ζωής του!----------Στην πλιό άγιαστιγμή !------ :■ Κ ’ εσήκωσε στον ουρανό τά μάτια του.

'Ως τόσο ο φύλακας έσπρωχνε τον Κάη πρός τόν -ανήφορο, βρίζοντας τον, καί τον εφερε σιμά σ ’ εναν πάλο πού ήταν πηγμένος στή γη και τόν εδεσε στον ήλιο, παίρνοντάς του από τό κεφάλι τήν -ψάθα.

Κι’όταν πάλι ή σφυρίχτρα εκραξε ξανά τους ανθρώ­πους στο έργο τους, δ Τουρκόγιαννος έπέρασε από τόν πάλ.0, δπου ό Κάης εμενε δεμένος κ’εκλαιγε τώρα, και τούπε μέ σεβασμό: «Χαρά σ’ εσέ, αδερφέ! Σ ’αδί­κησε στήν πλιό άγια στιγμή ! Έλυτρώθηκες ! ·>

Ό άγιογράψος κι’ ό κλέφτης τόν αχούσαν κ’ εξέ­σπασαν στα γελοία.

« ”Ας τές έφαγε είπε ό πρώτος «κ’ είναι καλά λυ­τρωμένος ! »

Κ ’ ή δουλειά ξανάρχισε πάλι ώς τό μεσημέρι. Και τότες πάλι ή σφυρίχτρα εκραξε τούς καταδίκους νά γε- ματίσουν καί νά αναπαυτούν γιά δυο ώρες. Κι’ ό φύ­λακας μέ τήν ήμερη όψη επήγε κ’ έλυσε τόν Κάη άπο τόν πάλο.

'Ο κατάδικος ήταν καταϊδρωμένος και μαυρισμένος,

Καζάδιχος 141

Page 146: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

148 Καζάόικος

από τη λάβρα ίοΰ ήλιου- το σκοινί είχε τυπωθεί στές σάρκες του, σ’ ολο τό κορμί ίου' οί μΰγες τον είχαν βασανίσει' αλλά άκουε μέσα τον μία άδιήγητη ησυχία,, μαζή μέ τή λύπη τής μετάνοιας, κ’ έκοίταξε χωρίς, άγανάχιηση τό. φύλακα κι’ αναστενάζοντος από τά βάθη τής καρδιάς του τουπέ : Πόσο καλό που μού- καμες! Θά τό θυμάμαι!»

«Τό βλέπεις ;> τουπέ χαμογελώντας χωρίς κακία ό φύλακας' «θά χανόσουνα καί σν, γιατί βέβαια οί στρα­τιώτες θά σ' είχαν πυροβολήσει, καί θαχανες ώς και μένα, ενα φαμελίτη άνθρωπο ! Τό βλέπεις ;— Δέ θά. σ’ αναφέρω.»

Κ ’ έσμιξαν κ’ οι δυο τούς άλλους καταδίκους κάτω> από ενα δέντρο.

Εκείνοι έτρωγαν’ κι’ δ Τουρκόγιαννος χλωμός καί τρέμοντας, γιατί είχε ϊδεϊ του λυτρωμοΰ τό μυστήριο,, εμιλοΰσε μέ κάποιους κ1 έλεγε : «"Οταν είδα νά οδη­γούν στή σφαγή τά αγαθά καματερά του ’Αράθυμοι',, (την ευχή του ας έχουμε, γιατί αυτός μέ τον άδικο θάνατο επλέρωσε κάθε του αμαρτία) τά καματερά, τον Περδίκη μου καί τόν Παρασκευά, (τον ελέγαμε ετοι γιατί εΐχε γεννηθεί Παρασκευή μέρα,) είπα πώς καί τά καλά τά ζώα, που ελάβαιναν θάνατο τέτοιο, θά γνώριζαν καί κείνα κάποια λύτρωση, σ’ εναν ά’λλον καλήτερον κόσ %ο! άλλοιώς ό Θεός, μεγάλο, τδνομάτου, θάτανε ά δ ικ ος !----- Κι’ άδικος θάτανε, άν έκό-λαζε, γιά πάντα, τόν άνθρωπο, τό πλάσμα του, αφοί αυτός εκαμε τόν κόσμο, καθώς τό%· ήθέλησε. Ή με­τάνοια άντίς αγιάζει ή μετάνοια λυτρώνει, αυτή ελύ- τρωσε τόν Κ άη !-------Καί μπορεΐ μία αμαρτωλή ψυ­χή νά λυτρωθεί στή φοβερή ώρα τοϋ θανάτου, μπο-

Page 147: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καΐάόιχοζ

•ρεϊ καί στον άλλον κόσμο νά βρει τη μετάνοια. Γιατί θάταν άκαρπη εκεί μιανής ζωντανής ψυχής ή συν­τριβή;— Έ τσι μουλεγε στην ξενητειά, οποί» επερπά- τησα τόσα χρόνια, ό σοφός καί καλός δάσκαλος. Δέ •θαχα χωριστεί ποτέ από σιμά του, αν ό Θεός δέν τον -εκραζε μαζή του, γιατί tò χέρι του ήθελε νά με φέρει εδώ μέσα, γιά νά παρηγορήσω κονεμένους άνθρώ- πους. Κ ’ Ι'λεγε κι’ σ'λας αυτός, πώς tò πολν μία κακή ψυχή, ζωντανού η ανθρώπου, μπορούσε νά τελειώνει μέ τό θάνατο, άφοϋ έκανε στον κόσμο τον προορι­σμό της, έγινότουν οργανο γιά νά δοκιμαστεί καί νά νικήσει ή καλωσΰνη, μά άναιώνια κόλαση βέβαια δέν ΐπάρχει, καί γι’ αυτό είναι γραμμένο, πώς υπου πε­θαίνει στην αμαρτία, άπέθανε γιά μία. Έ φ ’ άπας.— — Κ ’ είχε διαβάσει 6 καλός δάσκαλος πολλά κι’ άλλα σοφά βιβλία, παλαιά, ποδ ςηγοϋσαν πώς 6 Θεός, με­γάλο τδνομά του, είχε πλάση τον κόσμο, γιατί ήθελε ν’ αγαπάει. Κ’ ήθελε ν’ αγαπάει τάγαθά πλάσματα, ποϋ θά τοΰμοιαζαν. Μά ή αρετή είναι αντρεία, κ’ ή αντρεία γνωρίζεται μόνο στον κίνδυνο, γι’ αυτό στον κόσμο, μέ πειρασμούς δοκιμάζεται ή καλωσύνη. Καί υπάρχει καί μία άλλη άγιωσύνη, κι’ αυτήν τήν δίνει μέ γαληνή φαιδρότητα ή μετάνοια' γι’ αυτό ό Θεός άφίνειτά πλάσματά του ν’ άμαρταίνουν. Τώρα ό Κάης, ό φονηάς τοϋ αδερφού του, εμετά νοιώσε, επα&ε κ’ έλυτρώθηκε !»

Οί κατάδικοι έκοίταξαν ο ένας τον άλλον κ έπειτα «κοίταξαν μέ σεβασμό τον Κάη, ποϋ συλλογισμένος -είχε άκοΰσει τή διδαχή, κι’ αναστέναξε καί πικρά .χαμογελούσε.

Page 148: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

150 Κα:άύιχος

Ή τανε άπόγιωμα, κ’ είχε έρθει τό χινόπωρο. Τήν αυλή τής φυλακής ελουζε δ ήλιος στο βαθυγάλαζον ου­ρανό, δπου ανάλαφρα ανάλαφρα έταςίδευαν άσπρα δια- βατ ίρικα σύγνεφα. Κ’ οι κατάδικοι, συντροφιές συν­τροφιές, εκουβέντιαζαν μεταξύ τους, άλλοι ορθοί, άλ­λοι καθισμένοι, άλλοι κάνοντας περίπατο. Μαζή τους δεν ήταν πλιά ούτε δ Κάης, ποδχε λάβει τή χάρη του,, ουτε δ άγιογράφος που μήνες πίσω είχε χτικιάσει, είχε μολύνει κ’ άλλους καταδίκους κ’ είχε πεθάνει μονάχος μια νύχτα στο κελλί του, ούτε δ κλέφτης ποΰχε καταφέρει νά φύγει από τή φυλακή κ’ είχε πάει νά ζήσει μέ τά ψυλαμένα χρήματα του. Κι’ από τους άλλους κάποιοι είχαν μετατεθεί σ’ άλλες φυλα­κές, άλλοι ήταν έλεύτεροι, κ’ είχαν έρθει άντίς και­νούργια πρόσωπα αυτές τές μέρες που τό κακουργο- δικείο πάλι έδούλευε, άλλοι για πολλά, άλλοι γιά λίγα χρόνια, ένας κι’ ολας γιά ολη του τή ζωή. Κι’ αυτήν τήν ώρα δ Τουρκόγιαννος ήτανε μέσα στο κελλί του κ’ είχε ξαπλωθεί στο σκληρό του κρεββάτι συλλογι­σμένος. Αυτός ξακολουθοΰσε πάντα το εργο του, μά ή φυλακή τον είχε γεράσει. Τά κομμένα μαλλιά του και τό ακατάστατο μουστάκι του είχαν ασπρίσει, οι πλάτες του είχαν σκενρώσα περσότερο, τό μέτωπό του είχε ζαρώσει, μά ή ο·ψη του ήταν πάντα φαιδρή, κ’ ήσυχα τά γαληνά του κι’ αθώα μάτια.

"Η σιδερένια πόρτα άνοιξε και μαζή μ’ ένα φύλακα εμπήκε μέσα δ Πέτρος Πέππονας. Είχε δικαστεί αυ­τήν τήν ημέρα.

Έκοίταξε έ'ναν έ'ναν τοΰς καταδίκους, ηά νά ζέταζβ·

15

Page 149: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καΐάόιχοζ 151

αν έγνιόριζε κανέναν, καί τούς χαμογέλαγε, ενώ ο φύ­λακας μέ τά βαρεία κλειδιά τοι* άνοιγε ενα μανταλω­μένο κελλί.

«Θά κοιμάσαι εδώ μέσα^ ιοόπε αδιάφορα' καί οί άλλοι κατάδικοι έκατάλαβαν πώς θάμενε λίγον καιρό μόνο στη φυλακή τους.

Ό Ιπιζωήτης τον έσίμωσε καί τονπε : - Καλώ; ¡¡ρ- τϊες’ ελα μαζή μας καί πες μας τί γίνεται οχόν εξ© κόσμο ·»

Τρεις τεσσεροι άλλοι ήρθαν τότες σιωπηλό! σιμά τους κ’ έκαμαν κύκλο μπροστά του. « Είναι αλήθεια» είπε κάποιος «πώς άλλαξε ή Κυβέρνηση, κ’ εχει σκο­πό νά δώσει πολλές χάρες;»

■-Δεν ξέρω» είπε δ Πέτρος' «ήμουνα έξη μήνες προφυλάκιση.» Και βλέποντας πώς εκατέβαζαν λυπη­μένοι τό β/έφαρο, ξανάπε μέ ψυχοπόνια. <Μά τ’άκου- σα εκεί μέσα' είναι βέβαιο, λένε!»

«Καί θά καλητερέψει και τό φαγί» ειπε ενας άλ­λος' «αυτό που μάς δίνουν τώρα μάς άρώστησε' ό διαφεντής μας, λένε, τό κλέφτει. Ή τανε βλέπεις κομ­ματάρχης τοΰ άλλουνοϋ 'Υπουργείου.»

«"Ωχ I» είπε ενας άλλος’ «τήν τύχη μας την ξέρου­με!... ’Από κακοΰ σέ χειρότερο!...»

«Καί πόσο θά μείνεις μαζή μας !...» έρώτησε τον Πέτρο ο έπιζωήτης.

«’Άλλους έξη μήνες» τάποκρίθηκε κοιτάζοντας τον μέ καλοσύνη’ «ή κατηγορία ήτανε βαρειά, μά είχα καλούς μαρτ«ραι>ς' όλο τό χωριό μοϋ πήρε τό μέρος' μά ή δουλειά μοϋ στοίχισε !...:>

« Παιγνίδια !> είπε μέ χλευασμό <5 έπιζωήτης.«Έμενα* ειπε ενας άλλος, «τούς μάρτυρες, πουχα

Page 150: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

152 Κατάδικος

ηλερωμένου;, τό δικαστήριο δεν τούς πίστεψε' κάποιος έκόντεψε μάλιστα νά πάει μέσα, %’ εκείνος' και μέ καταδίκασε είκοσι χρόνια. Μια ζωή ’ ...

«5Ά ς είμαι ευχαριστημένος» είπε 6 Πέτρος' «ω ς νά σπαρθεϊ το στάρι και νά ωρμάσει, θαμαι πάλι στο σπίτι μου. και θα ξανάβρω τή γυναίκα μου !... Και το χωριό μου θά μ’ αγαπάει, γιατί βέβαια κλητηρας μέ όρδινιές δέ θα τό ξαναπατήσει!...» Κ ’ εδιηγήθηκε σύντομα την πράξη του περήφανος, % έξανακοίταξε επειτα έναν έναν τους καταδίκους κ’ επειτα από λίγο ξαναπε : «Φτηνά την εγλΰΐίοσα !... Κν οταν βγω, αδέρφια, μέ το καλό από τή φυλακή, κάθε φορά ποΰ θά σμίγω μ ’ έναν από σάς, -θα του κάνω τό γιώμά 1 Καί κρασί δσο θέλει !...

«Στοιχηματίζω» είπε πάλι χλευαστικά δ έπιξωήτης «πώς είσαι κάποιος νοικοκύρης τοΰ χωριοΰ σου, φρό­νιμος κ’ ήσυχος !. Οΰτε σύ δέ μου παίρνεις τά πρω­τεία πώχω εδώ μέσα- εμέ τδνομά μου αχονεται_ σε καλόν κόσμο' καί δύσκολα θά λησμονηθεί L .— Π ώς σέ λένε ;»

«Πέτρο Πέππονα I».«Κι’ από ποΰ είσαι ;»Είπε τδνομα τοΰ χωριοΰ του κ’ εκοίταξε πρός τό

κελλί τοΰ Τουρκόγιαννου, ποΰ τώρα ήταν καθισμένος στο κατώφλι του, κ’έμιλοΰσε μ’έ'να νέον ανήλικο ακό­μη, καθισμένον καί κείνον κατά γης μπροστά του, καί τοΰλεγε: «...Γιατί στον κόσμο δεν μπορεΐ νάναι ευτυ­χισμένοι παρά η εκείνοι ποΰ κάνουν τό καλό, η εκεί­νοι ποΰ δταν άμαρτήσουν αληθινά μετανοιώνουν. Γιατί ή "ψυχή καί τοΰ κακοΰ τοΰ ανθρώπου, βαστάει μία θεϊκιά αχτίδα, ποΰ τήνε φωτίζει' είναι πλάσμα

Page 151: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάδιχσζ

θεού ως κι’ αυτή. Καί ή θείκιά εκείνη αχτίδα είναι ή καλωσύνη. Κι’ δταν ο νους δέν εξουσιάζει την ψυχή μάλιστα την ώρα ποϋ θα πέσει 6 άνθρωπας στον ίλτνο τόνε κυριεύει εκείνη ή καλωσύνη, κ’ ή συνείδηση τον ελέγχει για την κακία τον. Παρόμοια θα ναι καί ή φο­βερή ωρα τοΰ θανάτου, δταν για το φονηά παίρνει ο Χοίρος την Οψη τοΰ σκοτωμένοι·. Καί παρόμοια, δταν οι άνθρωποι κρύβουμε στην καρδιά κάποια λύπη βαρεία καί μεγάλη, ΰσο ό νους εξουσιάζει ατόν ςυπνο, μάς φαίνεται αυτή ή λύπη λησμονημένη καί νεκρή, μά τη στιγμή που μάς κλεΐ τα μάτια ό ύπνος, αν α­ρταίνεται μέσα μας καί μάς χαλάει την άνάπαψη ! »

Καί ό νέος τον άκσνε προσεχτικά, τον έκοίταζε μέ τρυφερό βλέμμα καί τά μάτια του έδάκρυζαν.

Κι’ ο Πέτρος οίκουε από μακρυά τή γνωστή φωνή, εκοίταξε αθέλητα το χέρι του, άνοιξε τά μάτια του, εχασε το χρώμα του κ’ έρώτησε, έλπίζοντας πώς δέν ήταν εκείνος, γιατί δέν τόν είχε ϊδεί ακόμη μέ κομ­μένα μαλλιά καί μέ ξυρισμένα τά άρηά του γένεια: <-'Ποιος είναι αυτός;»

« Ό "Αης - Γιάννης ό Τουρκόγιαννος; τουπέ ενας κατάδικος.

«'Όλο από αυτά λέει δλη μέρα ! > είπε χλευαστικά ό Ιπιζωήτης. «Είναι ζουρλός γιά δέσιμο, καί δέν ςέ- .ρει κανείς γιατί τόν άφίνουνε ως τώρα εδώ μέσα. Αέει πώς δεν έκαμε τίποτα" καί μάς σκοτίζει δλη μέρα το κεφάλι δλο θεολογίες, θεολογίες ! καί δός του θεο- ■λογίες ! Δέν ξέρει κανείς τί εΐναι έδώ ; Εκκλησία ή -φυλακή!» Κ’ εστραβοκοίταξε τόν Τουρκόγιαννο κ’ .«γέλασε.

«Εΐναι από το χωριό σου!» είπε ενας άλλος.

Page 152: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

151 Καζάόιχος-

«Πές μας έσίο είπε ενα; άλλο; «ϋσκότωσε δ Τουρ­κόγιαννος fj δχ,ι ;»

Ό Πέτρος δεν τοΰ άποκρίθη^ε" τώρα είχε συνέρ- fet από την ταραχή του και σοβαρός είπε σά ν’ απαντούσε στα λόγια τοΰ 'Γουρκόγιαννου- «'Υπάρχει στον κόσμο κι άλλη ευτυχία, κι’ αυτή είναι ή αληθινή*’ του ανθρώπου ποΰ εξουσιάζει' εκείνος υποτάξει την- τΰχη του, ή θέλησή του γίνεται, καί νικάει δλα τά. εμπόδια 1 a Κ ’ ‘¿κοίταξε ολόγυρά του τούς ανθρώπους ποΰ τον άκουαν μ’ ενα χαμόγελο καί ξαναπε' « Τί ·θα- μουνα εγώ, αν δεν ήμουνα τέτοιος; Τό κλοτσοσκούφι τής Τύχης ! Κι’ άντίς τώρα εχω χτήμα, εχω γυναίκα, θα κάμω καί παιδιά- κι’ ό κόσμος με μακαρίζει' τώρα μέ σέβεται κι’ δλας, σάς τοπα!» «Κ 5είσαι ευτυχισμέ­νος;» τον ερώτησε κάποιος.

4 Πές μας> τον ξαναρώτησε δ άλλος κατάδικος' «εσκότωσε δ Τουρκόγιαννος ή οχι ; »

Ό Πέτρος ξανακοίταξε ανήσυχος το χέρι του. «Καί θά πάρεις τά καλά σου στον άλλον κόσμο ;»

τουπέ δ άλλος.«Στον άλλον κόσμο;» έπεργέλασε δ έπιζωήτης*

κοιτάζοντας τον θυμωμένος.«Πές μας!> ξανάπε τοΰ Πέτρου ό άλλος.« ’Έχει δίκηο δ Πέτρος» είπε δ έπιζωήτης- «αλλά

πρέπει κανείς νά τά καταφέρνει ! Έμέ η Τΰχη μ’ έκυ- νήγησε καί λίγο ελεΐ'ψε νά μοϋ πέσει το κεφάλι!» Κ’ εφώναξε : «"Αη-Γιάννη Τουρκόγιαννε, ελα δώ* ήρθε κάποιος àjtò το χωριό σου I»

Κι’ δ Τουρκόγιαννος εγΰρισε τό κεφάλι σά νάβγαινε από ενα βαθύ όνειρο, εκοίταξε πρώτα τον έπιζωήτη, «κάρφωσε επειτα τό βλέμμα του στα μάτια τοΰ Πέ~

Page 153: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κ α ζ ά ύ ι χ ο ς

τρου, ποϋ εκατέβασε άμέσ»; τά βλέφαρα, άλλαξε πολ­λές φοο'ες χρώμα ά ’ άναστεναίΟντας Ξαναμπηκε στο κελλί τον.

Κι' ό Πέτρος επάνιασε" έστριψε το μαϋρο μου­στάκι του κ5 έμεινε σιωπηλός γιά παλληώρα.

«Πες μας? τον ξαναροίτησε ό άλλος κατάδικος «εσκότωσε δ Τουρκόγιαννος í¡ δχι; γιατί δέ μάς απο­κρίνεσαι ;»

ΚΓ ό Πέτρος είπε τώρα ζυγίζοντας τά λόγια του και σά φοβισμένος μην επροδινότουν : <· Δεν τό ξέ­ρω !— Ή τανε πάντα μπόδιο στο δρόμο μου, έπαρα- q νλαγε τή Μαργαρίτα, τή γυναίκα τοΰ σκοτωμένου" κ’ ήτανε πανταγον παρών" κ’ εγώ την αγαπούσα τη Μαργαρίτα, ήμουνα παθιασμένος για τή Μαργαρίτα, κ’ είχε μαλλιάσει ή καρδιά μου. Σήμερα είναι γυναί­κα μου’ καλά δ άντρας της, μά κι’ αυτός! Κ’ ή Μαρ­γαρίτα δέ μοΰ ερχόντανε’ κ’ εγώ ίδρωνα αίμα . . . Κ’ επειτα ¿σκοτώθηκε ο άντρας της" κ’ εντεσε αυτός" κ’ εγώ τον εβούλιαξα! . . . ατό δικαστήριο εκόντεψα νά τόνε στείλω στην κρεμάλα. Μά ή Μαργαρίτα λέει πώς είναι «θώος καί μ5 επαίδενιε νά βρω τόπο για νά βγει από τη φυλακή!...»

«Είναι αθώος!» είπε δ άλλος.«Πάμε νά τοϋ μιλήσεις!» είπε ο έπιζοοήτης καί

τον επιασε από τό χέρι καί τον εσυρε πρός τό κελλί τοί Τουρκόγιαννου.

'Η μικρή πόρτα ήταν ανοιχτή κι’αυτός ΙκαΊότουν πάνου στο κρεββάτι του σκεπτικός κ5 εβαστοΰσε μέ τά δυο του χέρια τό κεφάλι, σκυμμένος πρός τή γη.

«“Αη— Γιάννη Τουρκόγιαννε > τοϋ φώναξε ό έπι- ζωήτης.

Page 154: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Αυτός έσήκωσε τό βλέμμα καί λυπημένο; εκοίταζε -γιά πολληώρα τον Πέτρο : « Σ ’ άφηκε» τοΰπε αναστε­νάζοντας «6 Θεός νά πέσεις και σ ’ άλλο κρίμα γιά νά μετανοιώσεις και νά δοξαστεί τδνομά του;»

<Έσκότ(οσε" ό Τουρκόγιαννος Τ] δχι;> ερώτησε δ έπιζωήτης.

«Δέν ξέρω!» είπε ο Πέτρος κοιτάζοντας πάλι αθέ­λητα τό χέρι του.

« “Ω Ίοΰδα !» ανέκραζε ό Τουρκόγιαννος «εσύ ζέ- ρεις ποϋ δέν έσκότωσα, καθώς είναι γραμμένο! καί μ’ έκννήγησες, Ιμένα έναν δρφανόν άνθρωπο, κ’ ήθέ- -λησες νά μ ’ ανεβάσεις στην κρεμάλα! Τί θά σουκα- να;» Καί τό χείλι του ξακολοΰθησε να τρέμει σά να μουρμούριζε ακόμη κάτι.

* Ποιος εσκότωσε!» είπε ανυπόμονα ό επιζβήτης.«"Ας τό πει ! είπε ταραγμένος δ Τουρκόγιαννος"

«εγώ όχι!» Καί έκοίταζε τώρα τον Πέτρο καίτά χείλη του έκουνιόνταν αδιάκοπα" ήθελε ακόμα νά ειπεί κάτι, μά δεν τδλεγε, σά να έφοβότουν. Τέλος έκατέβασε τά μάτια καί σιγαλά είπε: «Κ’ ή Μαργαρίτα;» καί το -μέτωπό του ίδρωσε.

«Είναι γυναίκα μου !» τοΰ απάντησε αμέσως ό Πέ­τρος ταραγμένος.

«’Ώ την επηρες !» τοΰπε ανατριχιάζοντας" «την -επήρες ; Πώς εμπόρεσες !»

Κι’ ό έπιζωήτης είπε όλομεμιάς τοΰ Πέτρου μ’ ένα άσκημο καί δυνατό γέλοιο, κοιτάζοντάς τον πράβτα καί χτυπώντας του επειτα τον ώμο : «Στοιχηματίζω, Πέτρο ΙΤέππονα, το κεφάλι μου, που έκόντεψε vii ..πέσει, πώς εσύ δ ϊδιος έσκότωσες γιά νά πάρεις τη .γυναίκα, καί τον άδικόβαλες ! »

-156 Καζαύιχσ~

Page 155: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Καζάόιχος 157-

Ό Τουρκόγιαννος έτρεμε όλος τώρα, ήταν ώχρός, τά μάτια ίου έδάκρυζαν κ’ είχε σηκωθεί από τό κρεββάτι. Κι’ ό Πέτρος άκουσε αυτήν τή στιγμή κάτι νά τοϋ σφίγγει το λάρυγγα, κι’ αλαλιασμένος έκοί- ταζε τον έναν κατόπι στον άλλον. 'Η ψυχή του ανα­στατώθηκε. Ό νους του δέν μπορούσε πλιά νά τήν κυβερνήσει' κ’ έδιάβηκε μέ μιας εμπρός του δλο τό έγκλημα: ό σφαγμένος ’Αράθυμος, ή νύχτα τοδ φ ο ­νικού, τό καρτέρι στό σκοτάδι, τό μαρτύριο τοϋ αν­θρώπου ’ ποΰχε καταδικαστεί μέ τή δολερή μαρτυρία του- ό γάμος του" κι” αυτήν τήν ώρα άκουσε πάλι μέσα του τήν ανάγκη νά μολσγήσει τά πάντα και ν’ άλαφρώσει τήν άποσκληρημένη καρδιά του. Έπάλεψε κάμποση ώρα μέ τον εαυτό του και ό αγώνας εκεί­νος εζβγραφιζότουν στο πρόσωπό τον, πού πότε έκοκκίνιζε, πότε έκιτρινιζε, πότε ίδρωνε, στό φοβι­σμένο κι’ αλλόκοτο βλέμμα του, στες φλέβες τοϋ λαιμού του που έφοΰσκωναν, στή δίπλα ποΰκαναν τά ώχρά του χείλη, στό νευρικό ψηλάφισμα πώκα- ναν τά δάχτυλά του' τό μυστικό τον έπνιγε! 'Η δύ­ναμη που ήθελε νά τόνε κάμει νά μιλήσει ήτανε ακα­τανίκητη' έκλεισε τά μάτια του που τώρα ήταν θαμπά και μεγάλα, κ’ είπε τοΰ Τουρκόγιαννου: «”Ω συμπά­θησε !>

Καί ζαλισμένος έβάλθηκε νά τρέμει σόγκορμοςκαί τά μάτια του έγέμισαν δάκρυα κ’ έπειτα ένα κλαμα δυνατό τον ετίναςε, κρΰος ίδρος τόν ελουσε, γίνηκε κατακίτρινος, κ’ έρώτησε τόν εαυτό του πώς θά μπο­ρούσε αμέσως ν’ αφανιστεί γιά Λα μην τόν βλέπουν- οϊ άνθρωποι οί άλλοι, καταλαβαίνοντας αυτήν τη στιγμή πώς τούς είχε αδικήσει ολους μέ τό σκληρά-

Page 156: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

153 Katàòitcoζ

φονικό, κ’ έκρυψε το πρόσωπό τοί’ στα χέρια του κ’ ¿σωριάστηκε χαμού. Τώρα πλιά δεν μπορούσε κα­θόλου ν’ άντισταθεΐ σ ’ εκείνην τή δύναμη ποϋ τον έσπρωχνε άκατανίκητη στο χαλασμό του. Κ’ είπε μέ ξερή φωνή, μαζεύοντας δσο μπορούσε το κεφάλι μέσα στες πλάτες του : «Έ γώ έσκότωσα ! Τή νύχτα στο σκοτάδι τοΐ’χα στήσει καρτέρι!» Κ ’ αίστάνθηκε σά νάβγαινε από μέσα του μια φλόγα, άφίνοντάς του πονεμένα τα σπλάγχνα.

Καί οί άλλοι κατάδικοι έμειναν ολόγυρά του σά φοβισμένοι από τή φριχτή στιγμή, κ’ ¿κοίταζαν ό ενας τον άλλον χλωμοί κ’ εκείνοι στο πρόσωπο.

Μόνο ό έπιζωήτης ¿γελούσε ακόμα μέ ένα άβκημο χλευαστικό γελοίο κ’ είπε : «Μεγάλος δέ βαστάχτηκες ως το τέλος !

Κι’ ό Τουρκόγιαννος είχε βγει τώρα από το κελλί του, χαμογελούσε περίτρομος, είχε δακρυσμένα τά μάτια κ’ έτρεμε μ’ δλο του το κορμί, πανέτοιμος νά βλογήσει τον ΙΙέτρο. Κι’ άξαφνα ε’λαμψε μέσα στο νοΰ του ή εικόνα τής Μαργαρίτας, κ’ ¿θυμήθηκε τά ορφανά τού ’Αράθυμου. Κ! είπε έπειτα από ώρα μέ, τό συνειθισμένον χ ήσυχον τρόπο του: «Δεν ¿σκό­τωσε ! Έ γώ σάς γελούσα ! »

Κι’ ό Πέτρος εΰρέθηκε μέ μιας ορθός καί τον έσί- μωσε κ’ έπεσε γονατιστός μπροστά του καί ξακολού- θησε νά κλαίει χωρίς να προσφέρει λέξη. Μά ο Τουρ­κόγιαννος ήσυχα πάλι ξανάπε : «Λέει ψέματα! Έ γώ έσκότωσα κι’ ,έγώ έτιμωρήθηκα' τόσο καιρό σάς γε­λούσα!»

( ’Απ’ δταν ¿σκότωσα» ξανάπε ό Πέτρος «ό ίσκιος του δέ μ ’ άφηκε γλυκεία στιγμή' μοΰ φανερονότοι,ν

Page 157: ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Κ α ζ ά δ ιχ ϋ ζ 159

και στον υχνο, ·λ έζητονσε δεντερη φορά νά τόνε σκοτώσω, αφού είχα πάρει τη Μαργαρίτα, καί δέ θέ­λει ακόμη νά μέ λησμονήσει!-

<■Λέει ψέματα! ςανάπε 6 Τουρκόγιαννος' «εγώ εσκότωσα κ’ έτιμωρή»*ηκα.»

«*{1 συμπάθησε! τον Ξανα.τε ό Πέτρος παραχα- λώντας. - Θά σου δώσουνε τώρα τή χάρη I

« Καί π·5 νά πάω ; > είπε ό Τονρκόγιαννο; αναστε­νάζοντας' «εγώ ενα; ορφανό; άνθρωπος; 'Η Μαρ­γαρίτα πρέπει νά μάθει καί νά ζήσει ευτυχισμένη μαζη σου, καί στον κόσμο δέν έχω πλιά τίποτα ; Έ δώ μέσα για μέ είναι ό κόσμο;" δέν τή θέλω τή χάρη κ’ έδώ θά πεθάνω, γιατί πονεμένες ψυχές ζητούν πα­ρηγοριά στή μετάνοια !>

Αυτήν τή στιγμή ό φύλακας μέ την ήμερη δψη «κράξε τον ΙΙέτρο' «Πέτρο ΙΙέππονα τουπέ" <ή γυ­ναίκα σου σε ζητεί άπό τά σίδερα για νά σέ χαιρετή­σει !»

Κι’ ό Τουρκόγιαννος εγυρε τό βλέμμα του πρός τή σιδερένια πόρτα, ¿κοίταζε μιά στιγμή τή Μαργα­ρίτα, αναστέναξε κ’ εμπήκε ξανά κλαΐοντας στο κελ- λί του.

Τ Ε Λ Ο Σ