Upload
makis-et
View
215
Download
0
Embed Size (px)
DESCRIPTION
κείμενο περιγραφής
Citation preview
Μ Ε Τ Α Π Ο Ι Η Σ Η
Τ Ο Υ Ι Δ Ι Ο Υ
ἈλγοσαρωνικόςΠλέθρον, 1987
Τά ἄλεκτα τοῦ ἈλέξανδρουΠλέθρον, 1994
Ἡ κοίμηση τοῦ κειμένουΠλέθρον, 1997
Κυλιόμενο φῶςΓαβριηλίδης, 2001
Οἱ καλύτερες προθέσειςΓαβριηλίδης, 2004
Ράμπο, ὅπως ΡεμπώΓαβριηλίδης, 2008
Β Α Σ Ι Λ Η Σ Ν Τ Ο Κ Ο Σ
ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Γ Α Β Ρ Ι Η Λ Ι Δ Η ΣΑ Θ Η Ν Α 2 0 1 2
Στή μνήμη τοῦ πατέρα μου
«Μήν ἐλπίσεις παρ᾽ ἐμοῦ οὔτε στίχους οὔτε ἄλλο τι.Μόνον διά τῆς λύπης εἶμαι εἰσέτι ποιητής. Ὅλοι οἱ ἄλλοι παράγοντες ἐξέλιπον.»
Ἀπό ἐπιστολή τοῦ ποιητῆ Ν. Καμπᾶ πρός τόν Κ. Παλαμᾶ
Γ Ε Ν Ε Α Λ Ο Γ Ι Α
Αὐτό τό χαρτίκάποτε ἦταν δέντρο
Κι αὐτό τό ποίημακάποτε ἦταν ποίηση
[ 9 ]
Δ Ε Ν Τ Ρ Ο Κ Α Ι Π Ο Ι Η Μ Α Μ Α Ζ Ι
Στήν ἐξοχή λανθάνει ὁ χρόνοςΣτό ἀμετάκλητα ἐξημερωμένορολόι τῆς φύσηςτά δέντρα φτάσαν πιό νωρίςἀπό ἐμᾶς στή γνώσηπώς ὅλη ἡ κίνηση σοβεῖμέσ’ στήν ἀκινησίατοῦ ὑλοτόμου εὐθείανά διασχίσει τή σιωπήἐσώτερη φυλλορροήτοῦ δάσους πού ἀδειάζεικαί τόν προετοιμάζεινά κόψει ἀπ’ τό τέλοςτήν ἀρχήτοῦ ξυλοκόπου ἐσοχήστό ποίημα πού ὡριμάζεικι ὅλο τ’ ἀλλάζειἐδῶ κι ἐκεῖσάν ἀκυβέρνητη κοπήτό ποίημα στό δέντρομοιάζειἔτσι πού ἀλλάζειἡ ἀρχήκαί καταλήγουν στό χαρτίδέντρο καί ποίημα μαζίσάν ἕνας πάρωρος καρπόςπού τοῦ βαραίνει ὁ κλῶνοςνά παραλλάσσουν τήν ἀρχή :Στήν ἐξοχή λαθεύει ὁ χρόνος
[ 10 ]
Κ Ρ Υ Φ Τ O 2
Μικρός τά φύλαγα στό δέντροκι οἱ φίλοι τρέχαν νά κρυφτοῦν
Τώρα στό ποίημα τά φυλάωκι οἱ φίλοι πάλι τρέχουν νά κρυφτοῦνπίσω ἀπ’ τά πρόσωπά τους
[ 11 ]
Μικρούς μᾶς μάγευαν τά εὑρήματαΜεγάλους πιά τά εὕρετρα
[ 12 ]
A Γ Ο ΡΑ I Ο
Κύλινδρος χρόνος καί τυπώνειτό φῶς σέ πεντακόσιαπού κυλιόμενο θά πεῖςπρίν τό ἐξαργυρώσειςστήν ἀγοραία του τιμήμέ δέκα εὐρώ τή συλλογήπόσο πάει τό ποίημαὁ στίχος καί τό στοίχημαπώς θά περάσεις σέ νησίἀβρόχοις ποσί τή βάρκατῶν ἐκλεπτύνσεών σου ;
Eἶσαι βρεγμένος καί μαθαίνειςστό ποίημα νά δίνει ρέστα
[ 13 ]
Ἡ ποίηση εἶναι ἕνα κλειδίπού ὅμως κανένας ποτέ δέν θά βρεῖσέ ποιά πόρτα ταιριάζει
[ 14 ]
O Δ O Κ Ι Μ Ο Σ
Πόσο σβηστός ἀντανακλᾶσαι στήν ἐρήμωσητοῦ παλατιοῦ παλατινός ἀπό τή μάνα σουτήν ὥρα πού σοῦ ’πρεπε ἀναμμένοςκι ἀναμενόμενος σάν ποίημαπαλατινῆς ἀνθολογίας τό ἀνάγνωσμανά σοῦ προσάπτει ἕνα νί ὁ Κριναγόραςἤ ἕνα σίγμα πού ψευδίζεις ὁ Μελέαγροςτή λύση λήθη νά μή λές
[ 15 ]
Μ Ε Τ E Ω Ρ Ο Σ Λ O Γ Ο Σ
«Tό σύννεφο τοῦ πιθανοῦ σήμερα
βροχή τοῦ πραγματικοῦ αὔριο»
Φερνάντο Πεσσόα
Σέ ὅ,τι σ’ ἀφορᾶστό βυθό κάθε πρόγνωσηςκαθρεφτίζεσαι ἄναυδοςνά ἀλέθεις καιρό καί προβλέψειςβαρομετρικοῦ χαμηλοῦ ὑποθέσειςσ’ ἕναν χάρτη ἀνοιχτόκαρφωμένα τά σύννεφα τά καρφώνει ἡ βροχή νά μή φύγουνἀπ’ τό μάτι τῆς πρόβλεψηςτό ἀκοίμητο μάτιπού τό κλείνεις γιά λίγο σινιάλογιά ὀμπρέλας τό ἄνοιγμασέ αἰθρίας τό αἴνιγμαἤ γιά κάτι πολύ πιό μεγάλο
[ 16 ]
ΓΑ Λ A Ζ Ι Ο
Δέν ἔχει ἀποχρώσεις τό γαλάζιο
Ἄν γίνει σύννεφο εἶναι ἄσπροἄν γίνει θάλασσα εἶναι μπλέκι ἄν γίνει λέξη εἶναι μαῦροἄν γίνει στίχος γκριζωπό
Δέν ἔχει ἀποχρώσεις τό γαλάζιο
Μόνο στό κέντρο τ’ οὐρανοῦἐκεῖ πού ἦταν ἡ ἀράχνηκαί τώρα εἶναι τό κενό
ἄλλοτε λέγεται γαλάζιοκι ἄλλοτε πάλι γαλανό
[ 17 ]
E Σ Π Ε Ρ Ι Ν O
Τυλίγει γαλάζιο τ’ οὐρανοῦἡ φτερωτή τῆς μέρας
Στό τέλος ἔχει ξηλωθεῖὅλο τό πρόσχημά της
[ 18 ]
Χ Ρ Ω Μ ΑΤΑ
Λευκό τῆς ἐγκαρτέρησηςγαλάζιο τῆς συγγνώμηςπώς πράσινο διάπλασηςτό κόκκινο τῆς ρώμηςσάν κίτρινο ψευδαίσθησηςπορτοκαλί τῆς λήθηςτό ρόζ κάποιας παραίσθησηςστά μώβ πώς ἀνελήφθης
Πῶς ἀπό τόσα χρώματατό μαῦρο σέ κερδίζει;
Εἶπες: “Τά χρώματα εἶναι χώματαμιᾶς ὅρασης θαμμένης στήν προφάνεια”
[ 19 ]
Τυφλοί δέν εἶναι αὐτοί πού δέν βλέπουνΕἶναι αὐτοί πού ἔχουν στά μάτια δεμένο σφιχτάτό μαντήλι τῆς ὅρασης
[ 20 ]
D E J A V U
Ἀργομισθία τῶν ματιῶντοῦ προφανοῦς μαιτρέσα
Ἡ πόρτα τῶν διαψεύσεωνἀνοίγει μόνο ἀπό μέσα
[ 21 ]
Μ ΑΤΑ Ι Α Μ ΑΤ Ι Α
Πεθαίνει ἡ μέραἜλυτρο φῶς ἑρμητικόσκεπάζει ὅσα δέν βλέπεις
Μητέρα – νύχτα τά φυλάειμήν τά ἀπαξιώσουνἄδικα μάτια κρίνονταςμονάχα ἀπ’ τήν ὄψημάτια ἐθισμένα στά ρηχάτοῦ προφανοῦς θιασῶτες
στή νύχτα φυγόμαχα δειλάτά μάταιά σου μάτια
δυό ἄσφαλτοι καθρέφτες
[ 22 ]
Κοιτάζω ἄρα δέν βλέπω
[ 23 ]
Τ Ο Μ Ε Τ Ρ Η Μ Α
Κύκλος παιδίμετρᾶ τά ἔτηκι ὅλο τοῦ βγαίνουν παραπάνω
Μετά Χριστόν καί πρό Χριστοῦὀπωροφόρο μέτρημασάν λέγοντάς τα ν’ αὐγαταίνουν
Πῶς πλεονάζει ὁ καιρός;
Κάπου περίσσεψε ζωήκαί μένει ἀπέθαντη ἐκεῖσ’ ἑνός παιδιοῦ τά λόγια
[ 24 ]
Ο Κ Υ Κ Λ Ο Σ Η Ρ Ο Δ Α Κ Α Ι Τ Ο Π Α Ι Δ Ι
Ὑπάρχει ἕνα χέρι καί μιά γραμμήπού τή γραμμή τήν τραβάει τό χέριὙπάρχει ἕνας κύκλος κι ἕνα χαρτίπού τό χαρτί τό γεμίζει ὁ κύκλοςὙπάρχει μιά ρόδα κι ἕνα παιδίπού τό παιδί τό ἀλλάζει ἡ ρόδαἌν στό παιδί ἀνήκει τό χέριπού ζωγραφίζει ἕναν κύκλογιά νά μᾶς δείξει μία ρόδατότε ὁ κύκλος εἶναι φαῦλοςκαί δέν θ’ ἀποδράσουμε ποτέ
[ 25 ]
Τ Ο Υ Χ Ο Ρ Η Γ Ο Υ
Φαντάσου τόν κύκλο ἄν μπορεῖςμιά τυλιγμένη εὐθεία
Ὕστερα βάλε πάνω τουνά τρέξει ἡ Ἱστορία
Ποιός περισσεύει ἀπ’ τή σφαγήστό τέλος κάθε γύρου;Ποιός τερματίζει δεύτεροςτρέχοντας μοναχός τουπώς προηγεῖται ἡ ἠχώἀπ’ τή σιωπή ἐντός του;
Ὁ χορηγός ἀδημονεῖνά τρέξει ἡ Ἱστορία
Ξετύλιξέ τον ἄν μπορεῖςτόν κύκλο σέ μιά εὐθεία
[ 26 ]
Οἱ πιό βαθιές πληγές μαςεἶναι ἀπ’ τίς μάχες πού δέν δώσαμε
[ 27 ]
Δ Ι Κ Α Ι Ω Σ Η
Τό οὐράνιο τόξο τῆς βροχῆςτί ἦταν προτοῦ λυγίσει ;
Εὐθεία τό ἄλλοθι τοῦ κύκλουΓιά νά τό κάνεις πιστευτότόν ξετυλίγεις ὥς τό τέλος
Σ’ ἀρέσει πού δικαιώνεσαι
Ἀκόμη κι ἕνα χαλασμένο ρολόιἔχει δυό φορές τή μέρα δίκηο
[ 28 ]
O Β Υ Σ Σ Ι Ν Ο Κ Η Π Ο Σ
Ἐκεῖ πού ἀρχίζουν οἱ καλοίτελειώνει ἡ καλοσύνη
Στόν κῆπο μέ τίς βυσσινιέςἀγγίξαμε τέλος καί ἀρχή
Ὁ κύκλος πίσω ἀπ’ τή ζωήτ’ ἀγκάθινο στεφάνι μας
[ 29 ]
Ο Κ Υ Κ Λ Ο Σ
Κάθε μορφή εἶναι κλεψύδραὍταν τοῦ τέλειωσε ὁ χρόνοςγύρισε τή ζωή τό μέσα ἔξω
Τότε πιά φάνηκε ἡ ραφήτοῦ τέλους μας μέ τήν ἀρχή
τότε πιά φάνηκε ὁ κύκλος
[ 30 ]
Γ Ε Ω Μ Ε Τ Ρ Ι Α
Κάθε εὐθεία εἶναιἕνας καλά μεταμφιεσμένος κύκλος
Καί κάθε κύκλος εἶναιμία καλά μεταμφιεσμένη ἔλλειψη
[ 31 ]
Φ Α Ι Ν Ο Μ Ε Ν Ο Θ Ε Ρ Μ Ο Κ Η Π Ι Ο Υ
Οἱ ἐποχές πάντα φθονοῦναὐτό πού ἔχει περάσειΤό πρώιμο φθινόπωρομεταμορφώθηκε ξανάσέ ὄψιμο καλοκαίριΣτόν χαραγμένο ἀπ’ τή βροχήἀέραπρολάβαμε νά διαβάσουμετό σχέδιο μιᾶς πρόνοιαςγιά πάντα ξεχασμένης:νά κοιμηθοῦμε σάν παιδιάστήν ἀγκαλιά τοῦ κύκλουἬδη νανουριζόμαστανἀπό τόν μετρονόμομίας ζωῆς προβλέψιμηςσέ κάθε σκίρτημά τηςὍλα κυλοῦσαν ὁμαλάμέχρι πού ἡ ἄδεια μουσικήπίσω ἀπό τίς ζωές μαςσταμάτησε πιά νά παίζειΤό καρουζέλ ἀκίνητοἔδειχνε καλοκαίριἝνα ἀτέλειωτο ζεστόἀνίσκιο καλοκαίριπού οἱ ἐποχές πάντα φθονοῦναὐτό πού θά μᾶς φέρει
[ 32 ]
Φυσάει σπασμένος οὐρανόςΒοριάς ἤ ἀνατολικός;Ἔγκυος στό δίλημμα ἡ κουρτίνα
[ 33 ]
Σ Ο Υ Ρ Ο Υ Π Ο
Φυσάει μιά σάρωση τυφλήὉ ἀέρας μᾶς κολλάει στό στῆθος χαρτιάνά παίρνουν μερίδιο ἀπ’ τήν ἀνάσα μαςἐνῶ ταυτόχρονα λειαίνει τά πράγματα μέχρι νά γίνουνε καθρέφτεςκι ὅ,τι κοιτᾶμε μᾶς κοιτάζει μέ τά μάτια μαςΚατά τά ἄλλα εἴμαστε ἄνθρωποι κανονικοίμιά μέρα σάν ὅλες τίς ἄλλες
Ὅμως ἐσύ κοιτᾶς στό σούρουποτίς τελευταῖες συσπάσεις στῆς μέρας τό πρόσωποπῶς προδίδουν αὐτόπού τά σύννεφα πᾶν νά καλύψουν
[ 34 ]
Ο Θ Ε Ρ Ι Σ Μ Ο Σ
Τό στάχυ πού κοίταζες στό φῶςστήν ἄλλη εἰκόνα θερισμένο
Ὅσο δουλεύει ὁ θεριστήςοἱ μέρες χάνουν τή σειρά τους
Ἀνάμεσα Τρίτης καί Τετάρτηςτό Σάββατο πού γεωργεῖς
[ 35 ]
Η Π Ρ Ο Β Α
Κάθε ὕπνος εἶναι μιά πρόβα θανάτου
Στό τέλος ὅταν πεθαίνουμεεἴμαστε ὅλοι πειστικοί
[ 36 ]
Ε Λ Ε Γ Ε Ι Α
Τό σεντόνι ἀλλοιώνει τόν ὕπνο
Τόν κάνει χιονισμένη βουνοπλαγιάπού κατεβαίνεις ἀνέμελοςπρίν τή χιονοστιβάδα τοῦ ξυπνήματος
Τό πρωί στόν καθρέφτη κοιτᾶςτά χιόνια-χρόνια στά μαλλιά σου
[ 37 ]
Ἡ τέχνη τοῦ θνήσκειν συνίσταταιστό νά κάνεις τό πεπρωμένο σου ποίηματό γραφτό σου, γραπτό
[ 38 ]
Ζ Η Τ Η Μ Α Φ Ω Τ Ο Σ
Προορισμός: ἡ ἄλλη ὄψη τῆς περιπλάνησηςγι’ αὐτόν πού γνώρισε βαθιάτί ἐξορία ἡ ἀγκαλιάκι ὅτι τό δέντρο τ’ ὡριμάζει ὁ καρπόςπαρά τόν καρπό τό δέντρο
Πώς κατά βάθος εἶναι ζήτημα φωτός
Εὔθραυστο φῶς ἠλεκτρικότό παραμόνευεἡ νύχτα κουλουριασμένη στούς διακόπτες
[ 39 ]
Τ Ο Ξ Ε Φ Ω Τ Ο
Προκειμένου νά κρατήσουν τό σχῆμα τουςπληγώνουν τόν ἄνεμο τά δέντρακλαδί κλαδάκι ἡ πληγήτό νῆμα τοῦ ἀνέμου ξετυλίγεινά δέσουν καρπό τά ἄκαρπαἁφή τά ξεχασμέναστό ξέφωτο πού ἐγκυμονοῦνκαθώς φυλλορροοῦνεμιά φυλλοβόλο θέλησηστό ξέφωτο νά βγοῦνεστήν ξυρισμένη γύμνια τουἀφαίρεση τοῦ ἄβατου
Τό δέντρο πιό πράσινο ἐκεῖἀπ’ ὅτι στήν πρασινάδα του
[ 40 ]
Η Ο Σ Μ Ω Σ Η
Ξεχώρισέ τους ἄν μπορεῖςστό ξέφωτο πού λάμνουν
Σιγά σιγά μέ τήν τριβήτή λεία καί τόν κυνηγόλειαίνει ἡ ἄφευκτη φθοράἀπ’ τό κυνήγι
Περνώντας τά χρόνια κι ὁ καιρόςμέ μία ὄσμωση ἀργήσιγά σιγά ὁ κυνηγόςγίνεται αὐτό πού κυνηγοῦσε
κι αὐτό μέ τή σειρά τουσάν νά ’ταν συμφωνημένογίνεται ὁ κυνηγός του
[ 41 ]
Η Ε Ι Σ Β Ο Λ H
Κάθομαι στό σαλόνικαί περιμένωτήν εἰσβολή τοῦ δάσους
Ἤδη τά ἔπιπλασαλεύουν ἀνεπαίσθητα
Πετάει κλαδιά ἡ πολυθρόνακαί κάτι θροΐζει ὁ καναπές
Ὅσο νυχτώνειτόσο φτάνουν
ἀσφόδελοι ἔρωτες κυρτοίγεμάτοι σπασμένες ἀγκαλιές
[ 42 ]
« Μ Ε Μ Ν Η Σ Ο Λ Ο Υ Τ Ρ Ω Ν . . . »
Ποιός ζήτησε τήν κάθαρση;Τά χέρια μας συναντήθηκανστίς στρόφιγγες ἐπάνωΣάν γνώμη ἀνέβλυσε νερόοὐδέτερο ἀπ’ τή ντουζιέραοὔτε καλό οὔτε κακόοὔτε ζεστό οὔτε κρύογερμένος καταιονισμόςἀλφάδι ἀναπαυμένοστή λήθη μιᾶς ἀπόκλισηςἀπ’ τό κανονικό
Τά ὄνειρα δέν κρατοῦν πολύὍ,τι δοσμένο μιά στιγμήτραβήχτηκε γιά πάντα
Ποιός ζήτησε τήν κάθαρση;Ποιός ζήτησε τήν καθαίρεσηχεριῶν ἀπ’ τά καρφιά τους;
[ 43 ]
Νά ζήσεις τό ὄνειρο ἀπ’ τήν ἀνάποδηΝά νοσταλγεῖς τήν πραγματικότητα
[ 44 ]
Δ Ι Η Γ Η Σ Η
Τό διηγήθηκες τόσο καλάπού πῆρε σάρκα καί ὀστάγυρνώντας ἀνάμεσά μαςσάν ἕνα ζῶο δαμασμένο ἀπ’ τό φῶςτῶν ἐκλεπτύνσεών μας
Ἀπό τότε μεγαλώνει μαζί μαςγεμίζοντας τήν ἀπόστασηἀνάμεσα στό ὄνειρο καί τό ὀνειρικόἀνάμεσα στή χίμαιρα καί τή χειμέρια νάρκημίας ζωῆς πού πέρασε ἀνέγγιχτη ἀπό μπροστά μας
Ἀμόλησέ το στά σκυλιάΣτή βία θά μάθει πιό καλάπώς τό πιό ἄπιαστο ὄνειροεἶναι ἡ πραγματικότητα
[ 45 ]
Η Θ Ε Ω Ρ Ι Α Τ Η Σ Σ Χ Ε Τ Ι Κ Ο Τ Η ΤΑ Σ
Δέν μπαίνεις δυό φορές στό ἴδιο ποτάμι
Ἡράκλειτος
Πάντα θά παίζουν τά ὄνειρά σουστούς ρυθμούς τῆς πιό ἀπρόσωπης πόληςἤ τῆς πιό ἀφύσικης ἐξοχῆς
Ὅμως ποτέ πλέον δικά σουστό κενό πού πέφτουνε μόλιςτραβᾶς τό χαλί τῆς ἐποχῆς
Τά πάντα εἶναι σχετικάΤά ὄνειρα πού βλέπεις στό τέλοςδέν εἶναι τά ὄνειρα πού στό τέλος κοιτᾶςκαί αὐτό πού ὀνειρεύεσαι ἐσύδέν εἶναι αὐτό πού ἐσύ ὀνειρεύεσαι
Ἐκτός κι ἄν μπαίνεις δυό φορέςστήν ἴδια φράση
[ 46 ]
Μ Ε Τ Ε Μ Ψ Υ Χ Ω Σ Η
Δέν μπαίνεις δυό φορέςστό ἴδιο ποτάμι
Ὅμως στήν ἴδια φυλακή;
[ 47 ]
Δέν θυμᾶμαι τίποταἀπό ὅ,τι θά μοῦ συμβεῖ
[ 48 ]
Η Π Λ Α Ν Η
Κι ἔρχεται κάποτε ἡ στιγμήπού εἶναι τό μέλλον πιό παλιόἀπό τό παρελθόν σουνά θυμᾶσαι αὐτά πού θά γίνουνκαί νά ἐπινοεῖς αὐτά πού ἤδη ἔγινανεἶναι ἕνας τρόπος νά περάσειςἀπό τήν πλάνη κάθε γνώσηςστή γνώση αὐτῆς τῆς πλάνης σουπώς εἶναι ὁ χρόνος γραμμικόςπώς εἶναι ὁ χρόνος δρόμος
[ 49 ]
Ὁ πιό σύντομος δρόμος γιά τήν ἀλήθειαπερνάει ἀπ’ τήν πλάνη πώς ὑπάρχει
[ 50 ]
Η Α Μ Π Ω Τ Η
Τελικά τά πράγματα εἶναιαὐτό πού φαίνονται;
Κι ἡ στέρηση ὁ παραμορφωτικόςκαθρέφτης πού τ’ ἀλλάζει;
Τήν ὥρα τῆς ἄμπωτης κοιτᾶμε σάν νά βλέπουμε
Ὅμως στό χεῖλος τοῦ καλοκαιριοῦπήραμε τό μερτικό μας σέ ὅρασηΚαθώς ἡ θάλασσα τραβιότανἀπ’ τά σώματατό ἁλάτι μαζεύτηκεγύρω ἀπ’ τά μάτια μαςκι ὅ,τι βλέπαμε ἦταν ἄσπροὁ οὐρανός ἕνας γλάρος πού ἔπεφτε
Τό καλοκαίρι πέρασεὅμως ἐμεῖς μέναμε ἐκεῖστήν ἴδια πάντα θέσηπού ἡ ἄμπωτη μᾶς ἄφησεκοιτάζοντας σάν νά βλέπαμεβλέποντας σάν νά ξέραμεξέροντας σάν νά μάθαμε
[ 51 ]
Υ Π Ν Ο Β ΑΤ Ε Σ
Ἄν ἀπ’ τήν πρόοδο ἔμεινετό τόξο ἑνός κύκλουτότε τό ὅτι ἀνοίξαμε τά βλέφαρα μέσ’ στόν ὕπνοδέν σήμαινε πώς ξυπνήσαμε
[ 52 ]
Ο Ι Ν Α Ν Ο Ι
Πόση ἐξιδανίκευση στό δυτικό σου βλέμμα
Ὡστόσο ἦταν φυσικό
Τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἔδυεἡ σκιά κάθε νάνου μεγάλωνεσάν τή σκιά ἑνός γίγαντα
[ 53 ]
A U T O P O E M S
1
Porsche 911BMW M3 Convertible
Τό μέλλον πού κομίζουνεἤδη ἔχει συμβεῖφτάνει νά βλέπεις τήν αὐγήκοιτώντας πρός τή Δύση
[ 54 ]
2
Ἵπποι 220καί τελική 300
Ὅμως μέσ’ στούς καθρέφτες τουτ’ ἀνάδρομο ταξίδι
[ 55 ]
3
Lotus Esprit V10Ferrari F50
Τεχνολογίας θαύματαδυό πύραυλοι ὀνειρεμένοι
Ὡστόσο τή χελώναστοῦ Ζήνωνα τό παράδοξοποτέ δέν θά τή φτάσουν
[ 56 ]
4
Ἔβρεξε βρώμικη βροχή
Στόν λερωμένο καθρέφτη τοῦ αὐτοκινήτουοἱ ἐκτάσεις πού ἀφήναμε πίσω μαςἀντί γιά γνώριμα τοπίασχημάτιζαν ἕναν λεκέἀχαρτογράφητο
[ 57 ]
5
Ἔβγαλε φλάς ἀριστερόΣέ ποιά στροφή θά στρίψει;Τοῦ δρόμου ἤ τοῦ ποιήματος;
[ 58 ]
Σ Ι Ω Π Η
Μακριά στίς ἐξόδους τῆς πόληςἡ σιωπή ξαναβρίσκει τό ἄλλοθιμιᾶς ξεχασμένης ἐξοχῆς
Ἀπό κεῖ ξεκινοῦν οἱ ἀνεμῶνεςκαί ἐκεῖ καταλήγουν τά κρίνατοῦ «μή κρῖνε ἵνα μή κριθῆς»
[ 59 ]
Π Ρ Ο Π ΑΤ Ο Ρ Ι Κ Ο
Κόκκινη κλωστή δεμένηστήν ἀνέμη τυλιγμένη
Μᾶς βάρυνε ἡ ἐνοχήγι’ αὐτά πού ἔγιναν χωρίςνά ἔχουνε ποτέ συμβεῖ
[ 60 ]
Μ Ε Ι Ο Ν
Ἄλικο δάγκωμασέ ἄδικο καρπό
Ὅλα θά ξαναγίνουνε πάλι Παραδεισένιαφτάνει νά βγάλουμε ἀπ’ τό πάζλ ἕνα κομμάτι τέτοιοὥστε αὐτό πού θά ’μενε νά ἦταν ἡ ἴδια εἰκόναμεῖον τήν αὐταπάτη μας πώς τήν κατανοοῦμε
[ 61 ]
Ν Υ Χ Τ Ε Ρ Ι Ν Ο
Ζεστή ἄπνοη νύχτα.
κοιτᾶς τόν ἔναστρο οὐρανόἀπό ἕνα παράθυρο ἀνοιχτόπρός τή δημιουργία
Φυσάει ἀέρας ξαφνικόςΠέφτει ἡ κουρτίνα λαιμητόμοςκαί τό φεγγάρι αἱμορραγεῖ
Ὁ δήμιος δημιουργεῖ;
[ 62 ]
Α Π Ε Ι Ρ Ο Σ
Μέ ρωτᾶς γιατί περισσεύει ἡ κακίακαί γιατί τόση πολλή δυστυχία
Δέν εἶχε φτιάξει ἄλλον κόσμοΠρώτη φορά τοῦ τ’ ἀναθέσαν
Ναί ὄντως ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος
[ 63 ]
Κ Α Π Ν Ο Σ
Μέρα ἀνήλιαγη μουντήἜρχονται σύννεφα πυκνάΠάλι καπνίζει ὁ Θεόςκαί πήζει ἡ μοίρα σου χυμένη στό καλούπιτοῦ παθητικοῦ καπνιστῆ
Κι ὅμως δεσμεύτηκες σέ τοῦτο τό Θεόπού φυσᾶ τόν καπνό πρός τά δῶνά ὑπομείνεις τήν ἀχλή τουκαί νά εἰκάζεις μιάν ἀγάπηστήν ὁμίχλη του
Πόσο κρατάει μία δέσμευση θαμπή;
Δαχτυλίδια καπνοῦεὔθρυπτοί μου ἀρραβῶνεςΜέ τό πρῶτο ἀεράκι σκορπίσατε
[ 64 ]
Α Λ Ε Ε Σ
Νύχτα θαμπήἜξω στούς δρόμους τῆς ἀχλῆςτά δέντρα διασταυρώνονταιμέ τούς περαστικούςκαί μέσα στόν ἄψυχο καθρέφτη σουμιά συστάδα ἀνθρώπωνπεριμένει νά ὑπάρξει
Ὅμως τό θαῦμα πού σοβεῖδέν εἶναι ἀπό μετάξι
[ 65 ]
Γ Ε Ν Ε Σ Ι Σ
«Ἐν ἀρχῆ ἦν ὁ λόγος» τούς εἶπε«Ἐν ἀρχῆ οἰνολόγος» κατάλαβανκαί φέραν ὅλοι τά κρασιά τους
Χιλιάδες χρόνια ἀπό τότεκερνοῦν καί πίνουν ἀπ’ τ’ ἀνείπωτο
[ 66 ]
Ξ Η Μ Ε Ρ Ω Μ Α
Χαράζει μέρα χθεσινήστό σῶμα τῆς καινούριας
Τό φῶς μέ βιντεοσκοπεῖγιά τίς εἰδήσεις τῶν ὀχτώ
τηλένδυτος νά εἰσχωρῶστήν ὁμοιομορφία
[ 67 ]
Φ Ι Λ Μ
Σιγά σιγά συνηθίζεις στή μέριμναπραγμάτων δίχως πραγματικότητα
Αὐτό σέ φέρνει πιό κοντάστό τζάμι πού σέ χωρίζειἀπό μιά ἀνάγλυφη ζωή
Ἁπλώνεις τό χέρι σάν κλαδίἐμποδισμένου δέντρουΤό τζάμι γιά λίγο ὑποχωρεῖ
Τότε μπροστά σου ξετυλίγεται τό φίλμτῆς παιδικότητάς σουγιρλάντα ὄψιμη ἀπόμακρης γιορτῆς
Γιά ὅ,τι θετικό σοῦ συνέβηπρέπει νά ἀνατρέξεις στ’ ἀρνητικά τουγιά ὅ,τι λευκό στό μαῦρο
Τό ξετυλίγεις ὥς τό τέλοςΤότε τά πράγματα ἀτονοῦνἀδειάζουν κι αἰωροῦνται
Ὅ,τι ἀγγίζεις ὄνειροὅ,τι ἐγείρεις ὕπνος
Μάταια ὅμωςΣάν κάνεις ν’ ἀγγίξεις τό παιδίτό τζάμι εἶναι πάλι ἐκεῖχωρίζοντάς σε ἀπό μιά ἀνάγλυφη ζωή
[ 68 ]
Τ Ο Τ Ζ Α Μ Ι
Ἄλλη μιά μέρα ἐπάνω στή Γῆ
Ἄλλη μιά μέρα μασώντας τά λόγια σουκάτω ἀπ’ τό τζάμι τοῦ οὐρανοῦφτύνοντας κάθε λίγο καί λιγάκιτό κουκούτσι τοῦ ποιήματος
Τά αὐτοκόλλητα τοῦ ἥλιου καί τῶν ἄστρωνμέριμνα ἑνός φιλεύσπλαχνου Θεοῦνά μήν τρακέρνουμε στό τζάμι
[ 69 ]
Τ Ο Π Ε ΡΑ Σ Μ Α
Τό πέρασμα ἀπ’ τή ζωήστήν ἀντανάκλασή της
Πολύ νωρίς γιά νά τό δεῖςἀργά γιά νά τ’ ἀποτρέψεις
Πρώιμο εἴδωλοσέ ὄψιμο καθρέφτη
[ 70 ]
YA H O O
Ζωή στόν προσομοιωτή
Παιδιά μιᾶς ἄψαυστης ἀγάπηςἐρχόμαστε ἀπ’ τό κενόσέ ἕναν κόσμο εἰκονικό
Κάποιος εἶπε πώς εἴμαστεμίας καινούργιας ἐποχῆςοἱ προσωπιδοφόροι
καί κάποιος ἄλλος πώς ἀρκεῖγιά νά χαθοῦμε ἕνα ἄγγιγμα
[ 71 ]
Ἡ ἐτυμολογία ὅλων τῶν λέξεωνεἶναι στό σῶμα μας
[ 72 ]
Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ι Κ Ο
Χαράζει ἡ μέραἔμπιστο φῶς ἑραλδικόν’ ἀνοίξεις τή ματιά σου
Δές τό ποντίκι σουστή φάκα τῆς ὀθόνης
Ὅλα σκανάρονταικαί ὅλα μένουν ἴδια
Ἀπ’ τίς εἰκόνες στά εἰκονίδιαὁ ἴδιος καθρέφτης σέ διχάζει
[ 73 ]
Ο Ν Τ Ο Φ Α Ν Ε Ι Α
Στό ἀπυρόβλητο μασοῦσες τόν καρπότῶν ψευδαισθήσεων τό μηρυκαστικόμίας ζωῆς ἀνέγγιχτης καί ἐξαϋλωμένηςβόσκεις ὀθόνη καί οὐρανόχωνεύεις χρῆμακρίμα τό μπόι σου μποροῦσες καγκουρόστό National Geographic ἤ σέ ντοκυμαντέρπῶς θά ἀνέβαινες σάν νά ’σουνα ἐξπέρσέ ἱεραρχία ζώωνκαί πῶς στό βάθος τῶν ὁρμῶνλανθάνεις ἄνθρωπος
[ 74 ]
Δ Ο Υ Ρ Ε Ι Ο Σ Ι Π Π Ο Σ
Καί μή φοβοῦ τούς Δαναούς
καί δῶρα κι ἐλπίδες φέροντας
γιατί ἡ κοιλιά τοῦ ἀλόγου τους
ἔχει σκατά μονάχα
Τό νά ἁλώσεις τό μυαλόεἶναι πολύ πιό εὔκολοτοῦ νά τό κάνεις νά σκεφτεῖἅλωση τί σημαίνει
Στό σπίτι μας μπῆκε ὁ ἐχθρόςντυμένος Ἄη Βασίληςἀπό τήν καμινάδαΤῶν δώρων του προηγήθηκανχιλιόμετρα ἄσπρο μούσιΔιάψευση ἐκ τῶν προτέρων;Mόνο γιά ὅσους τό πέρασανγιά φρέσκο ἀφράτο χιόνι
Οἱ ὑπόλοιποι ἤδη ἀνοίγαμετό πιό μεγάλο δῶρο του:ἕνα πακέτο ἀδειανόἡ ὑπόλοιπη ζωή μας
(Πάντως πρέπει νά εἶσαι ψευδόςγιά νά πεῖς τήν ἅλωση ἄλλοθι)
[ 75 ]
Μ Ε Θ Ε Ο Ρ Τ Ι Ο
Στόν οὐρανό οἱ μπαμπακιέςδέν κάνουν σύννεφα
Τό ἄσπρο πού βλέπεις εἶναι χιόνιπού ἐπέστρεψε στόν οὐρανό
σάν ξεστολίσαμε τήν πόληἀπ’ τά Χριστούγεννα
[ 76 ]
Δέν φέρνει χαρές τό ἀληθινόἩ λέξη ἀλήθεια ξεκινάειμέ τό ἄλφα τό στερητικό
[ 77 ]
Α Φ ’ Υ Ψ Η Λ Ο Υ
Νά περνᾶς τήν ἀλήθειαγι’ ἀλήθεια σου
Νά ποτίζεις συχνάτό εἴδωλό σου
Νά μή θυμᾶσαι τίποτα ἄλλοπαρά τήν ἐπιτηδευμένη πραγματικότητατῶν χιονισμένων κορυφῶν τῶν βουνῶνπού στίς κοιλάδες τους κοιμᾶται ἡ λάσπη
[ 78 ]
Α Π Ο Σ Τ Ρ Ο Φ Η
Τότε ἀπέστρεψες τό βλέμμα ἀπό κεῖπού εἶδες τό πρόσωπό σου
Πόση ἀφέλεια νά λές πώς ἡ χαρά ἀρκοῦσε
Ζητήσαμε τό ὄνειροχωρίς τήν πραγματικότηταπού τοῦ ἀναλογοῦσε
[ 79 ]
Π Ε Ρ Σ Ο Ν Α 2
Πάντοτε ἤμουν διχασμένοςσέ δύο πρόσωπα
Ὥσπου μιά μέρα τά ἔπιασανά ἀλληλοκοιτάζονται
Καί δέν ἔβλεπαν κανέναν
[ 80 ]
Τ Ο Π Ρ Ο Σ Ω Π Ο Τ Η Σ Ν Υ Χ ΤΑ Σ
Ἀσυζητητίεἶσαι τό πρόσωπο τῆς νύχταςκαθώς κεντᾶς τά ὄνειραστή φόδρα ἑνός ὕπνουπού θέλει τά μάτια ἀνοιχτάκαί τό σεντόνι ροῦχολινό τοῦ ὑπνοβάτηπατᾶς τήν πίσσα τοῦ ἄσφαλτουκενοῦ κάτω ἀπό τ’ ἄστρασκάβεις τό βράδυ μιᾶς ζωῆςπροβλέψιμης ὥς τό τέλοςκαί βγάζεις ἀπ’ τό σκοτάδι τουτά ὀρυκτά μιᾶς λύπηςἐξιδανικευμένηςὅσο κι αὐτό τό ποίημαπού λέει γιά τή νύχταχωρίς νά βάφεται ἀπ’ αὐτήν
Ἀσυζητητίεἶσαι τό πρόσωπο τῆς νύχταςἄν ὄχι ἡ νύχτα τοῦ προσώπουὅταν δέν ἔχει πιά αἰτίανά στραφεῖ
[ 81 ]
Α Ν Τ Ι ‑ Ο Ι Δ Ι Π Ο Υ Σ
Ὁ ἀναγραμματισμός τοῦ Ἅμλετεἶναι τό τέλμαἌμα στή νύχτα ἀποτύχειςσκέτο γιουχάισμα ἡ μέραἈπ’ τό πρωί ὅλο τό φῶςμι’ ἀποδοκιμασίαμέχρι πού ὁ ἥλιος δύονταςσπασμένο αὐγό στό τζάμι…
Μέσ’ στό σκοτάδι ἔπλενεὁ Οἰδίπους τήν ὅρασή τουἘσένα ἄθυρμα φωτόςΚι ὅλη σου ἡ τραγικότητατό πού δέν εἶσαι τραγικός
[ 82 ]
Μέσ’ στήν ἐλευθερία τοῦ νά γράψεις αὐτό πού θέλειςὑπάρχει ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ νά γίνεις αὐτός πού εἶσαι
[ 83 ]
Η Σ Υ Ν ΤΑ Γ Η
Ὄμορφη μέρα ἄγουρηλιακάδα Νοεμβρίουὅταν μέ δίχως σύννεφαξεκίνησε νά βρέχειΑὐτή ἡ ἀπρόσμενη βροχήμιά λίστα ἀπ’ τόν οὐρανόμέ τοῦ Θεοῦ τά ψώνιαγιά τήν πιό κάτω συνταγή:διακόσια γραμμάρια βούτυροἕνα κιλό ἀλεύριἑνάμισυ λίτρο γάλαδύο κιλά ἀπόγνωσητρία ἐπιθυμίεςκι ἕνα πακέτο προσευχέςἈπόψε θά μαγειρέψουνΠατήρ Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμαγονυκλισίας γλυκασμούςἀκροστασίας ἰριδισμούςἬδη μυρίζει ὁ οὐρανόςκαψαλισμένη πίστηκι ὁ κόσμος ἀναρωτιέταιστούς τρεῖς ποιός νά ’ναι ὁ τέταρτος
[ 84 ]
Kάθε μαγείρεμα εἶναι λήθηἘξοῦ κι ὁ σπασμός τοῦ σφαγμένου ζώουδέν φτάνει ποτέ στό τραπέζι μας
[ 85 ]
Ε Ι Ν Α Ι Ν Α Ε Ι Σ Α Ι
Καλό δέν εἶναι νά ’σαι ἁγνόςεἶναι νά εἶσαι ἐξαγνισμένος
Κακό δέν εἶναι νά ’σαι ἁπλόςεἶναι νά εἶσαι ἁπλοϊκός
Ὁ ἐμπρηστής σέ ἕνα σπίρτοσυνοψίζει τό δάσος
[ 86 ]
Ε Ι Ρ Μ Ο Σ
Τά δέντρα φθέγγονται τό πῶςστ’ ἀπόσιγο ἀεράκιἀνάρρωση περιγραφῆς ἑωθινοῦ τοπίου…Μά ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι
Πιάσε τό νῆμα ἀπ’ τήν ἀρχή
Στήν ἄλλη του ἄκρη ὁ ὄψιμοςσπασμός μιᾶς μαριονέτας
[ 87 ]
Χ Ι Α Σ Τ Ι
Τό νῆμα τῆς στάθμης χιαστίστό νῆμα τῆς μαριονέτας
Τόση σημείωνε ἡ ψυχήἀπόκλιση ἀπ’ τό σῶμα
ὅσο κοιτοῦσε σέ φωνήκαί ἄκουγε σέ χρῶμα
[ 88 ]
Σ Ε Α Σ Π Ρ Ο – Μ ΑΥ Ρ Ο
Kαθώς ξημερώνει ἡ πρώτη μέρατοῦ ὑπολοίπου τῆς ζωῆς σουκαί ἡ ἤρεμη βία τοῦ πρωινοῦσέ παρασέρνει μέσ’ στή δίνη της-δουλειές συναναστροφέςπροσωπεῖα καί ρόλοιμοιρασμένα καί πάλι ἀπό τήν ἀρχή-ἀνατέλλεις στό ἀγκάθι τῆς ὅρασηςἑνός κόσμου πού δέν θέλει νά δεῖπίσω ἀπ’ τήν τάξη τῶν πραγμάτωντήν ἀταξία ἑνός Θεοῦπού τρυπᾶ τό μπαλόνι τοῦ αὔριομέ τήν καρφίτσα τοῦ «ὄχι πιά»
Ὄχι ἄλλο πιά νερό στό αὐλάκιμιᾶς ἄδειας διαλεκτικῆς
Τό ἄσπρο καί τό μαῦρο ὑπάρχουν μαζίχωρίς νά τό ζητήσει κανείς
[ 89 ]
Καί τό πλέον ἀβέβαιο μέλλονδέν παύει νά εἶναι τετελεσμένο
[ 90 ]
Μ Η Δ Ι Α Β Α Ζ Ε Τ Ε ΑΥ Τ Ο Τ Ο Π Ο Ι Η Μ Α
Ποιός συρράπτει τίς μέρες μαςσ’ αὐτό πού λέμε ζωή;Σέ ἕνα ἀνοιγοκλείσιμο τῶν ματιῶντά δύο ἄκρα συμπίπτουνΑὐτό πού βλέπεις γίνεταιαὐτό πού κοιτᾶςκι αὐτό πού μαθαίνειςαὐτό πού ἤδη ἤξερες:Ὁ χρόνος δέν ὑπάρχεικαί γι’ αὐτό μᾶς νικάειἩ μέρα πού περιμένειςδέν θά ἔρθει ποτέΚαί τό νά παραμυθιάζεσαιμέ ἕνα ποίημα σάν αὐτόεἶναι σάν νά χάνεις τόν χρόνο σουδιαβάζονταςτό «Ἀναζητώντας τόν χαμένο χρόνο»(Λογοπαίγνιο ἦταν. Τό παίρνω πίσω)
Κοίταξε πίσω ἀπό τό ποίημα:καθώς ὁ ἥλιος βασιλεύειἡ ὥρα εἶναι πιό ἁπτήἀπ’ τό ρολόι σου
[ 91 ]
Ο Κ Τ Ω
Τά ὀνόματα κάποτε δύουνπίσω ἀπ’ τό μάταιο ὄνειροτῆς ταύτισης μέ τά πράγματαἈντί ὀνομάτων ἀντωνυμίεςἐκεῖνος ἐκεῖνο ἐκείνηἐκκίνηση γιά τό ποίημαἡ ἑτερότητά τουςξανθοί ὡραῖοι γελαστοίσάν τόπος γεωμετρικόςμιᾶς ἄφατης εὐτυχίαςπρᾶοι διαβάτες χαρωποίκοιτάζουνε τό τίποτα μέ αἰσιοδοξίααὐτό τ’ ἀνάλαφρο φορτίοπού τόσο σέ γονατίζεικαθώς ἀγγίζεις θέσφατοτήν ἧττα σου ἀπ’ τό Εἶναιμιᾶς νόθας πραγματικότητας
Θές φάτο, δέ θές μήν τό φᾶςπάντως ἡ οὐσία εἶναι μία:ὀκτώ φορές τήν κάλεσεςγυμνή τήν πραγματικότηταστό πλάι σου νά ξαπλώσεικαί τίς ὀκτώ σ’ ἀρνήθηκελές καί τό σκέφτηκε ἡ ρουφιάναπώς τό 8 ξαπλωμένογίνεται ἄπειρο
[ 92 ]
Π Α Ρ Ο Ι Μ Ι Ω Δ Ε Σ
Ὁ σκοπός δέν ἁγιάζει τά μέσαὡστόσο τό ἔξυπνο πουλίἀπό τή μύτη πιάνεται
Κι ὅ,τι λάμπει δέν εἶναι χρυσόςἄν ὅσα δέν φτάνει ἡ ἀλεπούτά κάνει κρεμαστάρια
Ὅμως σάν κύλησε ὁ τέντζερης καί βρῆκε τό καπάκιπόσων ἐτῶν ἡ ἀλεπού καί πόσο τ’ ἀλεπουδάκι;
Τοῦ ἀρέσανε πάντα τά ποιήματαπού παραβίαζαν ἀνοιχτές πόρτες
Στό κάτω κάτω τῆς γραφῆςκάποιο λάκκο εἶχε ἡ φάβα
[ 93 ]
Α Ν Ε Π Ι Δ Ο Τ Ο
Ὅ,τι ἀρθρώσειςὅ,τι γράψειςεἶναι σκαμμένο ἀπό κάτωἀπό τήν ἴδια του τή ρίζακαθώς ἁπλώνεται νά φτάσειστό σῶμα πού ἤδη γέρασεκλειστό νά περιμένειτό μέλλον πού ἤδη πέρασεβυθίζοντάς το σιωπηλάστήν πρωθύστερη λήθη τουσάν γράμμα πού ξεχάστηκεπροτοῦ ἀκόμη διαβαστεῖἀπό τόν παραλήπτη τουσ’ ἕνα συρτάρι ἀφημένοπαλιώνοντας ἡ γραφή τουκαί ξεθωριάζοντας ἀργάσάν ἀπό νοσταλγίαστό τέλος ἐπιστρέφονταςστήν ἄγραφη σελίδαπού ὑπῆρξε στήν ἀρχήἀνάδρομα κυλώνταςἡ ἀδιάβαστη γραφήστό χέρι πού τήν ἔγραψεστό χέρι πού τήν ἔστειλεστό χέρι πού ἐπιμένειμέ μιά ἀνεπίδοτη γραφήτό σκάμμα νά βαθαίνει
[ 94 ]
Α Ν
Κοιτάζεις τήν ἄγραφη σελίδαΠοιός εἶναι ἡ κουκκίδα μέσ’ στό χιόνιἑνός ἀνίδωτου Θεοῦπίσω ἀπό τόσο ἄσπρο;Εἶσαι ἐσύμέ τά ἀγγεῖα τοῦ παλτοῦ σου κομμένακαί τίς τσέπες γεμᾶτες αἷμαὍμως ποιά θά ἦταν ἡ ἔκβασηἄν τό ἄγραφο ἦταν γραμμένοὁ κύκλος εὐθείακι ὁ αἰώνας στιγμή;Ἀλλά τό ξέχασαΣέ ὑποθετικές ἐρωτήσειςδέν ἀπαντοῦν οἱ ἄν-θρωποι
[ 95 ]
Στήν πόρτα τῆς ποίησης μάταια χτυπᾶςἄν δέν εἶσαι ἀπό μέσα ν’ ἀνοίξεις
[ 96 ]
Ο Τ Ρ Υ Γ Ο Σ
Λίγο πολύὅλοι μας ζοῦμεσέ ἕνα ἀτέρμονο παρόνστό μάκρος τῶν προσπαθειῶνγιά μιᾶς ψευδαίσθησηςτόν τρύγο
Τόσο πολύγιά τόσο λίγο
[ 97 ]
Τό νά φοβᾶσαι τόν θάνατο εἶναι σάν νά μή θέλεις νά γεννηθεῖςΝά βγεῖς ἀπ’ τήν κοιλιά τῆς ζωῆςσ’ ἕνα βαθύτερα ἐξωτερικό πράγμα
[ 98 ]
Κ Υ Κ Ν Ε Ι Ο Α Σ Μ Α
Λευκοί ἄσπιλοι κύκνοιγλιστρᾶνε πάνω στό γυαλί τῆς ἀποβίβασής τουςστήν φωτογραφική
Ἡ πόζα τελεσιδικεῖ;
Μή μοῦ τούς κύκνους τάραττε
[ 99 ]
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Η
Τά ποιήματα «Γενεαλογία», «Δέντρο καί ποίημα μαζί»,
«Μετέωρος λόγος», «Νυχτερινό» καί «Κύκνειο ἄσμα» δη-
μοσιεύτηκαν πρώτη φορά στό περιοδικό Ποιητική, τεῦχος
ἕκτο.
[ 103 ]
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Γενεαλογία σελ. 9
Δέντρο καί ποίημα μαζί 10
Κρυφτό 2 11
Μικρούς μᾶς μάγευαν τά εὑρήματα... 12
Ἀγοραῖο 13
Ἡ ποίηση εἶναι ἕνα κλειδί... 14
Ὁ δόκιμος 15
Μετέωρος λόγος 16
Γαλάζιο 17
Ἑσπερινό 18
Χρώματα 19
Τυφλοί δέν εἶναι αὐτοί πού δέν βλέπουν... 20
Deja vu 21
Μάταια μάτια 22
Κοιτάζω ἄρα δέν βλέπω... 23
Τό μέτρημα 24
Ὁ κύκλος ἡ ρόδα καί τό παιδί 25
Τοῦ χορηγοῦ 26
Οἱ πιό βαθιές πληγές μας... 27
Δικαίωση 28
Ὁ βυσσινόκηπος 29
Ὁ κύκλος 30
[ 107 ]
Γεωμετρία 31
Φαινόμενο θερμοκηπίου 32
Φυσάει σπασμένος οὐρανός... 33
Σούρουπο 34
Ὁ θερισμός 35
Ἡ πρόβα 36
Ἐλεγεία 37
Ἡ τέχνη τοῦ θνήσκειν συνίσταται... 38
Ζήτημα φωτός 39
Τό ξέφωτο 40
Ἡ ὄσμωση 41
Ἡ εἰσβολή 42
«Μέμνησο λουτρῶν...» 43
Νά ζήσεις τό ὄνειρο ἀπ᾽ τήν ἀνάποδη... 44
Διήγηση 45
Ἡ θεωρία τῆς σχετικότητας 46
Μετεμψύχωση 47
Δέν θυμᾶμαι τίποτα... 48
Ἡ πλάνη 49
Ὁ πιό σύντομος δρόμος γιά τήν ἀλήθεια... 50
Ἡ ἄμπωτη 51
Ὑπνοβάτες 52
Οἱ νάνοι 53
Auto poems [1-5] 54
Σιωπή 59
Προπατορικό 60
Μεῖον 61
Νυχτερινό 62
Ἄπειρος 63
Καπνός 64
Ἀλέες 65
Γένεσις 66
Ξημέρωμα 67
Φίλμ 68
Τό τζάμι 69
Τό πέρασμα 70
Yahoo 71
Ἡ ἐτυμολογία ὅλων τῶν λέξεων... 72
Λογισμικό 73
Ὀντοφάνεια 74
Δούρειος ἵππος 75
[ 108 ]
Μεθεόρτιο 76
Δέν φέρνει χαρές τό ἀληθινό... 77
Ἀφ᾽ ὑψηλοῦ 78
Ἀποστροφή 79
Περσόνα 2 80
Τό πρόσωπο τῆς νύχτας 81
Ἀντί-Οἰδίπους 82
Μέσ᾽ στήν ἐλευθερία... 83
Ἡ συνταγή 84
Κάθε μαγείρεμα εἶναι λήθη... 85
Εἶναι νά εἶσαι 86
Εἱρμός 87
Χιαστί 88
Σέ ἄσπρο-μαύρο 89
Καί τό πλέον ἀβέβαιο μέλλον... 90
Μή διαβάζετε αὐτό τό ποίημα 91
Ὀκτώ 92
Παροιμιῶδες 93
Ἀνεπίδοτο 94
Ἄν 95
Στήν πόρτα τῆς ποίησης μάταια χτυπᾶς... 96
Ὁ τρύγος 97
Τό νά φοβᾶσαι τόν θάνατο εἶναι... 98
Κύκνειο ἄσμα 99
Σημείωση 101
[ 109 ]
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΝΤΟΚΟΥ
ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΜΠΟΥΝΤΡΗΦΙΛΜΟΓΡΑΦΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΥΡΛΙΔΗΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ
ΘΑΝΑΣΗ ΔΑΛΑΡΗ ΚΑΙ ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΕΝΤΖΕΛΟΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2012
ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕΟ ΠΟΙΗΤΗΣ
© 2012 Βασίλης Ντόκος& ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Αγίας Ειρήνης 17, Αθήνα 10551τηλ. 210 3228839
www.gavrielidesbooks.gr
ISBN 978-960-336-748-2