37
0+1 0+1 0+1 0+1 #5 Ιούλης 2013

Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

  • Upload
    xen-mak

  • View
    230

  • Download
    1

Embed Size (px)

DESCRIPTION

5ο και τελευταιο

Citation preview

Page 1: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

0+10+10+10+1 #5

Ιούλης 2013

Page 2: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Περιεχόμενα:

Editorial: Ξενοφώντας Μακρόπουλος

Πολιτικά Κείμενα:

Στρατευμένος καλλιτέχνης: Ιάκωβος Εφταλιώτης

Γιατί δεν έγινα μέλος στο σωματείο μου: Ξ.Μ

Διηγήματα και λογοτεχνικά κείμενα

Παναγία: Ι.Ε.

Μητέρα Ι.Ε.

Ψυχεδέλεια(κινηματική): Διονύσης Ρακόπουλος

Ένα καφέ στις νέες πολιτείες: Άρθουρ Ζεν

Ποίηση

Ο μέτριος ποιητής: Α.Ζ.

Πολιτικές και άλλες ασυναρτησίες: Α.Ζ.

Αμερική: Drazen

Νικοτίνη: ΞΜ

Πώς θα είναι η ζωή σου χωρίς εμένα: Δ.Ρ

Κυριακή: Ξ.Μ.

Καλώς ήρθατε στην πόλη μου: Ξ.Μ.

Θέλω να ξημερώσει μια μέρα: Δ.Ρ.

Οι Φράουλες: Ι.Ε.

Η δύσκολη ώρα: Γίρι Βόλκερ - μετάφραση Ιάκωβος Εφταλιώτης

Ψυχιατρείο ο «Παράδεισος»: Χρήστος Δημουλάς

Το φεγγάρι στη στοά: Χ.Δ.

Αποκεφαλισμός: Δερβίσης

Επικράτηση της τάξης έναντι του χάους: Δερβίσης

Ριζοσπαστισμός: Δερβίσης

Ποτέ και πουθενά: Δερβίσης

Mατιά στο μέλλον: Δερβίσης

Page 3: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Editorial

Οκτώβρης 2012 – Ιούνης 2013 σχεδόν 10 μήνες που δεν άλλαξαν ούτε τον κόσμο,

ούτε τη λογοτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα. Καθώς μπαίνει το καλοκαίρι και οι

εκπορευόμενες από το χειμώνα γραμμές δίνουν τη θέση τους σε μουσικό(πολιτικά)

φεστιβάλ και diy live, σκεφτήκαμε να κάνουμε την αυτοκριτική μας σαν μηδέν και

ένα. Πράγμα που είναι πολύ λογικό αν συλλογιστεί κανείς ότι το παρόν τεύχος είναι

και το τελευταίο καθώς αποτελεί έναν κύκλο που έκλεισε βιαίως υπό το καθεστώς

των πραγματικών υποχρεώσεων της ζωής για παράδειγμα το τέλος των σπουδών

του Πολύγωνου(Ιάκωβος Εφταλιώτης στο παρόν) και την μετακίνηση του στη

βόρεια Ελλάδα προς εργασία (και χαρά;).

Προσπερνώντας την ιεράρχηση των υποχρεώσεων είναι λογικό να αναρωτηθεί ο

καθένας ακόμα και για το κατά ποσο αποτελεί η καλλιτεχνική δραστηριότητα

υποχρέωση της ζωής. Αν η απάντηση μας είναι ένα στείρο όχι που θα ακολουθείται

από μια σειρά καλοδεχούμενες αλλά ρηχές λέξεις όπως «αυτοέκφραση» και

«Χόμπυ» τότε αργά ή γρήγορα θα τεθεί το ερώτημα του ποιοί και με ποιά μέσα

είναι σε θέση να συνεχίσουν το χόμπυ τους ή την αυτοέκφραση τους. Και η

απάντηση επίσης θα έρθει γρήγορα, μα φυσικά αυτοί που θα το κάνουν επάγγελμα

και θα το αντιμετωπίσουν έτσι. Κι όταν κάτι γίνει επάγγελμα στον καπιταλισμό,

έχεις αφεντικό, υποχρεώσεις, τάργκετ γκρουπς, νόρμες παραγωγικότητας και

φυσικά πάντα το ενδεχόμενο της απόλυσης.

Ευτυχώς όμως πέρα από το δίπολο της παύσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας και

της μετατροπής της σε ένα οποιοδήποτε επάγγελμα, υπάρχει και μια άλλη λύση. Να

αρνηθείς εξ’αρχής τη λογική του χόμπυ και να θεωρήσεις την αυτοέκφραση όχι

σκοπό μα κάτι που –no matter what- προχωράει μαζί με την δημουργία. Η τέχνη δεν

είναι μια ασχολία για τον ελεύθερο χρόνο, και η αυτόκφραση του δημιουργού δεν

είναι παρά ένα από τα πολλά εκπορευόμενα της.

Όλα αυτά λοιπόν προυποθέτουν να δούμε την τέχνη και δε τη λογοτεχνία με την

οποία ασχοληθήκαμε περισσότερο αυτούς τους μήνες στο Μηδέν και Ένα, ως μια

βασική υποχρέωση της ίδιας της ζωής, μια κίνηση που ξεκινάει αυθόρμητα και ίσως

ανώριμα μα γίνεται στην πορεία συνειδητή και στοχευμένη, τροφοδοτείται από τις

αντιφάσεις της ζωής και όχι από παγιωμένες καταστάσεις και έτοιμες εντολές. Η

τέχνη για να είναι τέχνη πρέπει να χει αισθητική, μα η αισθητική χωρίς την ηθική

Page 4: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

δεν μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα της ζωής και ως εκ τούτου δεν μπορεί να

είναι απ τα καθήκοντα της.

Συνοψίζοντας και αφήνοντας στην άκρη τη φιλοσοφία. Το Zine μας ήταν αυτό

ακριβώς μια προσπάθεια που ταλαντευόμενη από τις εσωτερικές της αντιφάσεις

προσπάθησε από αυθόρμητη και ανώριμη να αποκτήσει το χαρακτήρα μιας

συνειδητά στρατευμένης καλλιτεχνικής παρέμβασης. Σαφώς και δεν έδωσε θετικές

απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που τέθηκαν αλλά επίσης σίγουρα βοήθησε

δημιουργούς,συνεργάτες και αναγνώστες να πάνε ένα βήμα μπροστά.

Και το μέλλον λοιπόν; Το μέλλον ,όπως πολλές φορές έχω γράψει τόσο στο Μηδέν

μας που έγινε Μηδέν και Ένα μέσα στους μήνες κυκλοφορίας του, βρίσκεται σε

τίποτα λιγότερο από τη συλλογικά οργανωμένη καλλιτεχνική δημιουργία που θα

έχει εκτός από αισθητικά χαρίσματα, ηθικές προεκτάσεις και πολιτικό λόγο. Μια

ηθική και μια πολιτική θέση, παράλληλη και συμπορευόμενη με την επαναστατική

αντικαπιταλιστική ιδεολογία αλλά όχι εκπορευόμενη από αυτή. Για να μη χαθεί το

στοιχείο της αυτοέκφρασης και της αισθητικής είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε

την τέχνη, ως τον πιο πιστό σύμμαχο της επανάστασης που έρχεται και όχι ως

εκτελεστικό της όργανο. Και αυτό δεν είναι ιδεολογική έκπτωση. Είναι προσπάθεια

να μείνει η στρατευμένη τέχνη, τέχνη και να μη γίνει έμμετρο πολιτικό μάνιφεστο,

που άλλωστε τίποτα δε θα είχε να προσφέρει στον κοινωνικό αγώνα.

Καλό καλοκαίρι λοιπόν από εμάς στο Μηδέν και Ένα και αναμένετε νέα μας από

Σεπτέμβρη...

Page 5: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Πολιτικά Κείμενα:

( Γράφει ο Ιάκωβος Εφταλιώτης και ο Ξενοφώντας Μακρόπουλος )

Στρατευμένος καλλιτέχνης

1. Ο στρατευμένος καλλιτέχνης έχει όπως έχω ξαναγράψει δυο πρόσωπα. Είναι

ο καλλιτέχνης που ως άτομο με την ιδιότητα του εργάτη ,του ανέργου ,του

επιστήμονα ,του Ατόμου συμμετέχει στο κίνημα σε κοινωνικό και κινηματικό

επίπεδο .Αυτό είναι το πρώτο στάδιο . Βέβαια υπάρχουν και καλλιτέχνες των

όποιων η αυτοέκφραση δεν ταιριάζει με την στρατευμένη τέχνη .Δεκτό

,εφόσον παλεύουν μέσα από τις γραμμές του κινήματος.

Ωστόσο υπάρχουν και αυτοί των οποίων το έργο δεν είναι απλή αυτοέκφραση ,είναι

συνεισφορά στο κίνημα. Πρώτον βοηθάει μέσα από την τέχνη στην εκλαΐκευση της

πολιτικής του κινήματος ,είτε παρουσιάζοντας την προοπτική του σοσιαλισμού-

κομμουνισμουύ μέσα από τα έργα τους ή την αναγκαιότητα του, είτε καταγγέλλουν

διάφορες πλευρές του καπιταλισμού σφαιρικά ή αποσπασματικά.

Βέβαια προϋπόθεση στράτευσης αποτελεί η συμμετοχή ,ενεργά λιγότερο ή

περισσότερο στο κίνημα. Δεν μπορείς να είσαι στρατευμένος και να αράζεις στον

καναπέ σου.

Επίσης το ότι κάποιος είναι στρατευόμενος δεν σημαίνει πως πρέπει να υποτάσσετε

σε φόρμες και κανόνες που θέτουν άλλοι. Δεκτή η κριτική όταν είναι καλοπροαίρετη

ή όταν κάποιος διαφωνεί με αυτά που γράφει ο δημιουργός. Ωστόσο η θεοποίηση

κάποιων μορφών έκφρασης πχ της αναγκαιότητας για παρουσίαση της ηρωικής

εργατιάς ή της εξύμνησης των αγώνων του κινήματος με τρόπο απροκάλυπτο (χωρίς

αυτό να ναι κακό ,το αντίθετο ,αρκεί να μην γίνεται υποχρεωτική φόρμα) αποτελεί

τροχοπέδη στην ανάπτυξη μιας νέας στρατευμένης τέχνης που θα αποτελεί

διαλεκτική συνέχεια παλιότερων Μεγάλων αλλά και μικρότερων δημιουργών.

Ακραίο παράδειγμα αποτελεί ο εκφυλισμός του σοσιαλιστικού ρεαλισμού την

Page 6: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

εποχή της δεκαετίας του 60 και του 70 οπού αν και προέκυψαν κάποια πολύ

αξιόλογα έργα ,μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής αποτελούσε κιτς χωρίς

καλλιτεχνική μα ούτε και πολιτική αξία. Εργάτες εξυμνούνταν για να εξυμνούνται

,γιατί αυτό καθόριζε η φόρμα που κυριαρχούσε εις βάρος άλλων. Πολλοί ατάλαντοι

ή ελάσσονες συγκρατείς μετατράπηκαν σε κόλακες της εργατικής τάξης ,του

κόμματος και του σοσιαλισμού ,χωρίς καμιά κριτική ματιά, χωρίς καμία πρωτοτυπία

,χωρίς ψυχή. Έτσι η σοσιαλιστική τέχνη εξαντλημένη δεν επιβίωσε των ανατροπών.

Χωρίς με αυτό να θεωρώ ανάξιο των σοσιαλιστικό ρεαλισμό, απλά η τέχνη δεν είναι

δόγμα, αν γίνει τότε αργά η γρήγορα εξαντλεί τις δυνάμεις της. Ένας στρατευμένος

καλλιτέχνης λοιπόν έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζεται όπως θέλει και για όποιο

θέμα θέλει εφόσον δεν οδηγείται στον αντικομουνισμό . Μπορεί να δημιουργήσει

έργα που υμνούν τους αγώνες των λαϊκών τάξεων, μπορεί να γράψει για πουτάνες

και πρεζόνια αρκεί να αναδεικνύει την ανάγκη ο βρόμικος κόσμος που περιγράφει

να αλλάξει, να μην περιορίζεται στην περιγραφή της παρακμής ,αλλά και στα αίτια

της και να προτείνει λύση ή αν δεν την προτείνει να βάζει τον αναγνώστη να την

επιθυμεί ως αντίδραση στο αίσχος που βλέπει. Ακόμα έχει δικαίωμα να ασχοληθεί

και με πιο προσωπικά ζητήματα όπως υπαρξιακά ,ερωτικά κτλπ. Ένας στρατευμένος

δημιουργός δεν είναι μόνο εθελοντής στο μέτωπο του πόλεμου της τέχνης και των

ιδεών που αυτή περνάει. Είναι και άνθρωπος, άτομο που ζει σε έναν κόσμο και

γεύεται την γλύκα και την πίκρα του. Οι μεγάλοι δημιουργοί πχ Ρίτσος ,Βάρναλης

κτλπ είναι ανθρώπινοι. Πολύ ανθρώπινοι….

2. Επίσης είναι λάθος να ζει στην σκιά των παλαιών δημιουργών ο νέος

δημιουργός. Δηλαδή όλη η πολιτισμική δραστηριότητα του κινήματος να

περιορίζεται στην πολύ σωστά βεβαίως προώθηση της βάσης της

στρατευμένης τέχνης ,της πηγής μέσα, από την Μελέτη των Κλασικών της

τέχνης αυτής πχ τα επιστημονικά Συνέδρια για Μπρεχτ, Βάρναλη, Ρίτσο και η

μη προώθηση νέων καλλιτεχνών.

Δεν νομίζω οι Κλασικοί να ήθελαν κάτι τέτοιο . Κατ εμέ αυτό αποτελεί ασέβεια προς

το έργο τους και την μνήμη τους. Αλλά μεγαλύτερη ασέβεια αποτελεί η απαξίωση

του νέου .Το παλιό αντιμετωπίζεται <<σαν φαινόμενο που δεν επιδέχεται κριτική

και επιβάλλει τον θαυμασμό>> .Ο Βάρναλης ήταν ο πρώτος που γκρέμισε ένα

τέτοιο είδωλο ,τον Σολωμό στο έργο του <<Σολωμός χωρίς Μεταφυσική>>. Και

αυτό δεν σημαίνει ασέβεια ,σημαίνει υγιή συνέχεια και εξέλιξη ,όπως κινείται όλη η

ιστορία. Η στασιμότητα δεν υπάρχει ή αποτελεί αργό θάνατο που οδηγεί στο

πισωγύρισμα .Οι Κλασικοί είναι φως που πάντα καίει όχι σκιά που πνίγει. Δυστυχώς

υπάρχει ένας Α κόσμος ο όποιος έχει άλλη γνώμη, κόσμος που κατά μεγάλο μέρος

δεν έχει πραγματική επαφή με την τέχνη τους. Μα φυσικά τα φυσικά φαινόμενα

είναι δεδομένα ,γιατί να τα μελετάμε ,ας τα αφήσουμε στους ειδικούς….

Page 7: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

3. Μα υπάρχει και η γενικότερη ιδέα για την συνεισφορά του στρατευμένου

δημιουργού. Είναι εκείνη του πολιτικού στρατιώτη στον πολιτισμικό πόλεμο.

Αυτό είναι το καθήκον μας. Αρκεί να νιώσουμε έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Τι

είναι όμως ο πολιτισμικός πόλεμος.

Πολιτισμικός πόλεμος είναι ο αγώνας που διεξάγεται στο πεδίο της κουλτούρας και

των ιδεών που προωθούνται μέσα από αυτήν. Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του

ταξικού αγώνα, βέβαια έχει κάποιες ιδιαιτερότητες .Ο καλλιτέχνης συχνά δεν είναι

εργάτης ή δεν θέλει να δένεται από αναγκαίες συμβάσεις που ισχύουν στον

πολίτικο ή τον οικονομικό αγώνα. Για αυτό οι καλλιτέχνες πρέπει να έχουν μια άλφα

αυτονομία από τον πολιτικό φορέα του κινήματος εκτός και αν είναι μέλη του

Κόμματος του οποίου προφανώς η πειθαρχεία πρέπει να υπερέχει της δημιουργίας

,χωρίς να στραγγαλίζει βέβαια τον καλλιτέχνη αν αυτός κινείται μέσα σε κάποια

πλαίσια.

Ο πολιτισμικός πόλεμος διεξάγεται από όσους αποφάσισαν να στρατευτούν ενάντια

στον πολιτισμό της υποταγής. Μα ο αστικός πολιτισμός σαν την λερναία Ύδρα έχει

πολλά πρόσωπα. Καταρχάς μια διευκρίνηση. Το ότι θέλουμε μια ισχυρή και

εύρωστη ταξική τέχνη δεν σημαίνει απόρριψη μεγάλων ,έως και αστών δημιουργών

του παρελθόντος εφόσον μπορούν να προσφέρουν δημιουργικά ερεθίσματα.

Βέβαια αντιμετωπίζονται κριτικά από την ταξική σκοπιά περά από το κριτήριο της

λογοτεχνικής αξίας τους. Η απόρριψη πχ ου Παλαμά ή του Καρυωτάκη και η

απαξίωση τους δεν οδηγεί πουθενά αλλού από το να χάνετε ο,τι θετικό μπορεί να

προσφέρει το έργο τους ως έμπνευση και ως μάθημα και από την άλλη αφήνει

αυτούς τους δημιουργούς στα χέρια των αστών ως όπλο εναντίων μας αλλά και στα

βέβηλα χέρια των κάθε λογής αριστερούληδων, μεταμοντερνιστών και φασιστών .

4. Πολεμάμε το παρακμιακό πνεύμα του αστικού πολιτισμού. Αυτόν με τα

τέσσερα πρόσωπα. Κοινώς μπορεί να χωριστεί σε δυο ζεύγη. Σκοταδισμός-

μεταμοντερνισμός και λαϊκό κιτς και σνομπισμός των διανοουμενίσκων.

Ο σκοταδισμός εκδηλώνεται κυρίως από την άκρα δεξιά ,τους φασίστες ,τους

συντηρητικούς ,τους νεορθόδοξους και άλλους. Έχει να κάνει με την προβολή της

παράδοσης απογυμνωμένης από κάθε προοδευτικό στοιχείο. Με την

προγονοπληξία, τον άκρατο ιδεαλισμό ,το τρίπτυχο πατρίς- θρησκεία-οικογένεια

όπου οι όροι έχουν καθαρά σκοταδιστικό και αυταρχικό χαρακτήρα. Είναι η

απόρριψη του διαφωτισμού και του παιδιού του του σοσιαλισμού μέσα από την

υπεράσπιση παρωχημένων αξιών κενών από ουσία. Βλέπε ναζιστική τέχνη. Δεν

παράγει έργα άξια λόγου. Δεν είναι υπεράσπιση της παράδοσης αλλά η

διαπόμπευση της και η απονέκρωση της ζωής που αυτή έχει μέσα της.

Μα εμείς δεν είμαστε κατά της παράδοσης ,μα την θέλουμε ζωντανή και με

προοδευτικό χαρακτήρα. Παίρνουμε ο,τι καλό έχει να μας προσφέρει και το

Page 8: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

μεταφέρουμε στον αιώνα μας ,όπλο μαζί με την σοσιαλιστική σκέψη και κουλτούρα

απέναντι στην λαίλαπα του μεταμοντερνισμού .Αλλά πολεμάμε την Αντίδραση που

θέλει την παράδοση κειμήλιο και δικαιολογία για άρνηση του ανθρωπισμού, της

δικαιοσύνης, του σοσιαλισμού.

Ο Μεταμοντερνισμός αποτελεί επίθεση από τα αριστερά στις ιδέες του

διαφωτισμού. Αποτελεί αμφισβήτηση κάθε αλήθειας, κάθε πραγματικότητας, κάθε

δυνατότητας αντικειμενικής ερμηνείας του κόσμου από την ηθική, τον ορθό λόγο

και την επιστήμη(μεταξύ άλλων του Μαρξισμού).Προβάλλεται σαν πρόοδος ενάντια

στον σκοταδισμό αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί άλλη μια μορφή αστικής

αντίδρασης . Καταργεί κάθε παράδοση ή την μετατρέπει σε κιτς χωρίς άξια .

Υποδομεί τα πάντα και αφήνει τον άνθρωπο του μόχθου χωρίς [παράδοση ,χωρίς

ταξικούς και εθνικούς δεσμούς, χωρίς Αλήθεια της ζωής, χωρίς δυνατότητα

ερμηνείας του κόσμου ώστε αυτός να αλλάξει. Οι αστοί δεν θέλουν να αλλάξει ο

κόσμος ,εμείς το έχουμε ανάγκη. Με τα εφόδια που έχουμε πολεμάμε το αίσχος

αυτό. Τα περισσότερα έργα του είτε δεν έχουν καλλιτεχνική αξία, αν και λίγα έχουν

.Από την άλλη τυγχάνει τεράστιας προβολής μέσω lifestyle εντύπων. Καλλιεργεί το

απολιτίκ. Και οι πολιτικές του εκδηλώσεις είναι ακατανόητες ή κενές ουσίας. Στον

πολιτικό τομέα οι μεταμοντερνιστές είναι υπέρμαχοι της δικτατορίας της αστικής

τάξης.

Απάντηση στον μεταμοντερνισμό είχε δοθεί μεταξύ άλλων από τον Μπρεχτ στον

Ιονέσκου (αξιόλογο δημιουργό της τότε ακόμα παραγωγικής μετανεωτερικής τέχνης

πριν αυτή περάσει εντελώς στην πλευρά της αντίδρασης)

Ιιονέσκου-Μα δεν μπορείς να γνωρίσεις τον κόσμο.

Μπρεχτ-Πως το ξέρεις?

Μια προέκταση όπου συναντιούνται ο μεταμοντερνισμός με τον σκοταδισμό

αποτελεί η απολιτίκ τέχνη ή lifestyle.Η πολιτική απαξιώνεται και ταυτίζεται είτε με

κάτι που δεν αφορά τον μέσο άνθρωπο είτε ως κάτι σάπιο το οποίο δεν είναι άξιο

ώστε να χουμε σχέση μαζί του.

Μπορεί να υπάρχει μη στρατευμένη τέχνη αλλά όχι απολιτίκ. Τέχνη που μιλάει για

χέστρες ,προβατάκια που βόσκουν ,αιδία κτλπ δεν έχει καμία αξία και αποτελεί

αντίδραση ,μια επιστροφή των μαζών στην πολιτική αδράνεια της προβιομηχανικής

Ευρώπης.

Το άλλο δίπολο αποτελείται από το λαϊκό κιτς και τον σνομπισμό των δήθεν

διανοουμένων που την έχουν δει φιλόσοφοι βασιλείς ή ολύμπιοι θεοί.

Page 9: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Όπως είπε ο Έβολα ,φασίστας ,μεταξύ άλλων και κριτικός του δυτικού πολιτισμού

από την αντιδραστική σκοπειά, είναι το δίπολο μαργαριτάρια που ρίχνονται σε

χοίρους και μαργαριτάρια που ρίχνονται σε σνομπ.

Από την μια έχουμε μια παρηκμασμένη λαϊκή καλυτέρα λαϊκιστική τέχνη ,κενή από

κάθε αναζήτηση ή πολιτικό νόημα. Πολλές φορές είναι ειλικρινής ως προς το ότι δεν

προσφέρει τίποτα πέρα από διασκέδαση. Είναι ένδειξη της κατάπτωσης του

πολιτισμού της εργατικής τάξης αν και οι περισσότεροι από μας μετέχουν αυτης τη

ς(υπο) κουλτούρας ,και πολλά μέλη του κινήματος. Το πρόβλημα δεν είναι η μορφή

αλλά το ότι για πολλούς αποτελεί την μόνη επαφή τους με την τέχνη και θεωρείται

πως Αυτή είναι η τέχνη που εκφράζει τον λαό. Το απολιτίκ λαϊκό κιτς που

προωθήθηκε από την Χούντα εδώ στην Ελλάδα.

Ο σνομπισμός περιγράφεται πολύ καλά στο άρθρο «Φίκι-Φίκι,Κλαψ-Κλαψ, Μπαμ-

Μπουμ» του Διονύση Ρακόπουλου(http://pareklinonasti.blogspot.gr/). Αποτελεί μια

αποδέσμευση της τέχνης από την κοινωνία .Τέχνη για την τέχνη ,βασικά τέχνη για

να ναι δυσνόητη και πνευματικό και δημιουργικό αυνανισμό. Απολιτίκ μη τέχνη της

βλακείας των μορφωμένων ηλιθίων. Καλλιεργεί τον ελιτισμό χωρίς αιτία και τον

αντιδιανοουμενισμό στα λαϊκά στρώματα.

5. Αν το προσέξουμε τα δυο ζεύγη αυτοτροφοδοτούνται. Και δημιουργούν ένα

πανίσχυρο πλέγμα του παρηκμασμένου αστικού πολιτισμού που πρέπει να

γκρεμίσουμε .Η έστω να πολεμήσουμε επιδιώκοντας έναν σοσιαλιστικό

Διαφωτισμό στο πεδίο του καπιταλισμού και μια Αναγέννηση ,μια

πολιτισμική επανάσταση που θα λάβει χώρα στο έδαφος του σοσιαλισμού.

Ο σκοταδισμός τροφοδοτεί τον μεταμοντερνισμό ,με τις ξεπεσμένες και κενές αξίες

του σπρώχνοντας κόσμο που δεν καλύπτεται από αυτές στον μεταμοντερνισμό .Εκεί

που όλα είναι ταμπού ξαφνικά όλα επιτρέπονται χωρίς καμία ευθύνη. Ο

μεταμοντερνισμός στέλνει κόσμο που δεν τον κατανοεί ή που αντιδρά στην

αποδόμηση κάθε παράδοσης και κάθε αξίας στον σκοταδισμό ως Αντίδραση στη <<

τυφλή πρόοδο χώρος προορισμό>>. Και τα δυο επιτίθενται στον Διαφωτισμό ,στην

διαλεκτική και στο αναγκαίο αποτέλεσμα τους την σοσιαλιστική προοπτική.

Το λαϊκό κιτς αποξενώνει την διανόηση από τον λαό και ο σνομπισμός και η τέχνη

του δυσνόητου για το δυσνόητο ή το παράλογο για το παράλογο αποξενώνει τον

λαό από κάθε ανώτερη μορφή τέχνης.

6. Μας μένει λοιπόν να πολεμήσουμε για την αλήθεια ,για την αναγκαιότητα,

για τα όνειρα που πρέπει να πάρουν εκδικηση.

Χρειαζόμαστε δίκτυα καλλιτεχνών όπου θα γίνεται γόνιμη δουλειά και

αλληλοεπίδραση. Θέλουμε ένα πνευματικό κίνημα που θα διαλέγεται δημιουργικά

με το εργατικό κίνημα του οποίου μέρος αποτελεί.

Page 10: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Το κίνημα θα μπορούσε κατ εμέ να βοήσει στη προβολή των καλλιτεχνών που το

στηρίζουν με όσα μέσα διαθέτει. Πχ τηλεόραση, ιντερνέτ ,βοήθεια στην δημιουργία

εντύπων, στήριξη μέσα από τον κομματικό τύπο, διοργάνωση διαγωνισμών και

εκδήλωσαν…..

Δυο υστερόγραφα:

1. Ο αστικός Διαφωτισμός αντιμετωπίζεται ως αυτός που είναι. Ο συγγραφέας

του παρόντος άρθρου είναι της άποψης πως ο κομουνισμός αποτελεί το πρωιών

μιας εξέλιξης που ξεκινά με αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, συνεχίζεται μέσα από

την χριστιανική φιλοσοφία, την αναγέννηση και τον Διαφωτισμό. Αποτελεί παιδί

του Διαφωτισμού τον οποίον ξεπερνά αφού είναι φορέας του Ανθρωπισμού της

εργατικής τάξης και όχι της αστικής. Αλλά δεν τον αρνείται παίρνει ο,τι προοδευτικό

έχει αυτός να προσφέρει και το μεταπλάθει διαλεκτικά μέσα στο πλαίσιο της

σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής ιδεολογίας δίνοντας του νέο νόημα. Μπορούμε να

πούμε πως ο κομμουνισμός αποτελεί το τελευταίο στάδιο της εξέλιξης του δυτικού

πολιτισμού. Και μοναδικό υπερασπιστή των αξιών του με το να τις κάνει επιτέλους

ανθρώπινες για τις εργαζόμενες μάζες .

2.Η αναφορά στον Έβολα οφείλεται στην καθαρά εργασιακή χρήση του

ως κριτικού του πολιτισμού της αστικής παρακμής .Δεν έχει να κάνει με καμιά

μορφή θαυμασμού ή αποδοχής των αντιδραστικών και αντικομουνιστικών

απόψεων του. Δεν επιδιώκουμε καμία Συντηρητική Επανάσταση. Βέβαια οι

παράδοση μπορεί να επιβιώσει μόνο σε μια προοδευτική ,σοσιαλιστική δηλαδή

κοινωνία ως κάτι ζωντανό . Εδώ θα μπορούσε να μπει ο προβληματισμός για κάθε

πολιτισμικά συντηρητικό εργαζόμενο. Απλά η κριτική από τα δεξιά αποτελεί

χρήσιμο εργαλείο όταν στρέφεται ενάντια σε όλο το φάσμα των αστικών

πολιτισμικών εκδηλώσεων. Αποτελεί μια μορφή ηγεμονίας ιδεών που δεν είναι

κομμουνιστικές, από κομμουνιστές και προοδευτικούς ενάντια σε αυτούς που τις

παράγουν.

Χρησιμοποιήθηκε απόσπασμα από το βιβλίο Κώστας Βάρναλης Μελέτες ,του

Μιχάλη Παπαιωάννου ,εκδώσεις Σύγχρονη Εποχή.σ76.

Ιάκωβος Εφταλιώτης Αθήνα 1η Μαΐου 2013

Page 11: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Γιατί δεν έγινα μέλος στο σωματείο μου

χωρίς άλλες ιστορίες

Χθές εργάστηκα. Κάρφωσα μια πρόκα στον τοίχο για να στηρίξει καλύτερα έναν

πίνακα ζωγραφικής που μου είχε κάνει δώρο μια φίλη στα γενέθλια μου. Ένιωσα

υπέροχα. Όχι λόγω κάποιου εργατισμού που κάνει τους (καλούς αναλόγως)

μικροαστούς μας να λατρεύουν οτιδήποτε έχει σχέση με το τμήμα εκείνο της

εργατικής τάξης που εργάζεται χειρονακτικά. Όχι καμία σχέση. Απλά είναι

ευχάριστο μια στο τόσο να είσαι απλά ο τύπος που καρφώνει μια πρόκα στον τοίχο.

Τι χτύπημα και αυτό για την αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου-τοίχου ε;

Όμορφα...Ο Μπούκτσιν έλεγε ότι το προλεταριάτο τότε επαναστατεί, όταν ακριβώς

παύει να είναι προλετάριατο. Όταν αρνηθεί τη θέση που έχει μέσα στην

παραγωγική διαδικασία και σταματήσει να καρφώνει πρόκες ή να πατάει κουμπιά.

Η Έλλη Παπά έγραφε πώς αυτά που αγαπάμε στην εργατική τάξη είναι πράγματα

καθαρά συστημικά. Πειθαρχία; Συγκεντρωτισμός; (δημοκρατικός ή μη)

Στρατιωτικού τύπου μαχητικότητα; Κατασκευές της καταστολής των αφεντικών,των

αστυνόμων και των μισθοφόρων της αστικής τάξης.

Λίγα χρόνια πριν ο σύντροφος Ιωσήφ έγραφε ότι με τη σοσιαλιστική επανάσταση το

προλεταριάτο παύει να είναι πια προλεταριάτο και αρνείται τη συγκεκριμένη θέση

στην κοινωνία. Λατρεύω να πετάω αυτό το τσιτάτο σε αναρχικούς ή ακόμα

χειρότερα σοσιαλ-νεοφιλελεύθερους φίλους μου και στη συνέχεια να τους βάζω τη

ταμπέλα του «Σταλινιστή». «Αυτό που λες το έχει πει πρώτος ο Στάλιν» ή

εναλλακτικά τους φέρνεις παραδείγματα από μερικές βλακείες του Τρόσκυ για να

αναγκαστούν να σταματήσουν αν και έχω φροντίσει να έχω ελάχιστους τροσκιστές

φίλους.

Page 12: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Και αφού τσακωθείτε πάτε για κρασί, μέχρι να συμφιλιωθείτε στη βάση ενός

μίνιμουμ προγγράματος που περιλαμβάνει τον εργατικό έλεγχο,τα ποιήματα της

γώγου,τις γκόμενες που θέλουμε να πηδήξουμε και ότι τέλος πάντων «ενότητα ρε

παιδιά».

Αλήθειες που μου έχει μάθει το κίνημα:

Α) Είναι πολύ καλύτερα να μη τα σκαλίζεις τα πράγματα, λέγε λίγα και κάνε πολλά,

αλλά κατα βάση λέγε λίγα. Παίζε μουσική, γίνε ποδοσφαιριστής και κόψε το

ίντερνετ και το τηλέφωνο.

Πάρε ένα κινητό όμως για να σε βρίσκει ο λαός ε;

Β) Η δημοκρατία είναι έννοια ταξική

Η ταξικότητα είναι έννοια γενική

Γ) Είναι πιο εύκολο να έχεις άδικο και να σαι μετριοπαθής απ’ ότι να χεις δίκιο και

να το φωνάζεις

-Α και αυτό δε σημαίνει ότι έχω δίκιο ε;-

Τέλος πάντων επιστρέφουμε στην πρόκα. Έφτιαξα τον πίνακα όπως θα έπρεπε και

κόλλησα λίγο πιο πάνω μια αφίσα με τον Μπρέχτ. Χαλάλι, στον απέναντι τοίχο η

Γώγου συναντά το Λιβαδείτη και μια Σοβιετική σημαία αγκαλιάζει τη σημαία της

επαναστατημένης ενάντια στο φασισμό Ισπανίας.

Σκατά στους φασίστες και σκατά σε αυτούς που λένε σκατά στους φασίστες.

Το κίνημα έχει καταντήσει μια ατελείωτη χέστρα σκατοσυμπεριφορών και ηλίθιων

νοοτροπιών , φυσικά και είναι πιο εύκολο να πεις σκατά στο κράτος από το να

καθαρίσεις τον κώλο σου. Και γιαυτό άλλωστε και είμαι με το ΚΚΕ γιατί τουλάχιστον

έχει σταθερή συνδικαλιστική παρουσία στον χώρο της καθαριότητας.

Εργάτριες όλου του κόσμου διαβάστε Μαρξ

Φοιτήτριες όλου του κόσμου ακούστε καλή μουσική

Μακροπρόθεσμα θα κερδίσουμε όλοι

Σκατά στο κράτος;

Χαρτί υγείας στο κίνημα

Τουλάχιστον στο φοιτητικό, γιατί όταν πήγα χθες να γραφτώ στο σωματείο και είπα

ότι είμαι ποιητής που καρφώνει πρόκες στον τοίχο και θέλω να γίνω μέλος με

διώξανε.Τελικά κατέληξα να δώσω 3 ευρώ για στήριξη του ΚΕΘΕΑ, όχι από

αλληλεγγύη ή φιλανθρωπία. Απλά μπορεί και να πάνε σε μένα κάποια στιγμή αυτά

τα λεφτά.

Page 13: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Σαπόρτ δε αντεργκράουντ κέντρα απεξάρτησης από τις ψυχότροπες ουσίες

σύντροφοι!

Διηγήματα και λογοτεχνικά κείμενα

( γράφουν οι Ιάκωβος Εφταλιώτης, Άρθουρ Ζεν και Διονύσης

Ρακόπουλος )

Η ΠΑΝΑΓΙΑ

Είμαι παιδί του Αιγαίου ,εκείνου του γαλάζιου πελάγους που είναι η μοίρα της

Ελλάδας. Εκεί κάπου στα μέσα του αιώνα της ελεύθερης Ελλάδας ,επί Όθωνα

ακόμα ακουστήκαν τα πρώτα μου κλάματα στο σπίτι του παπά του χωριού. Και έτσι

γνώρισα τον κόσμο και την φτώχεια ,μα και την ομορφιά που χάρισε ο Θεός στον

άνθρωπο.

Ήμασταν φτωχοί, ο παπάς ενός χωριού σε ένα ξεχασμένο από την Αθήνα νησί δεν

είναι δεσπότης με επίχρυσο ράσο .Ο πατέρας ζούσε μαζί με τους χωρικούς, δίπλα

τους, μοιραζόταν τις χαρές τους και τις λύπες τους και τις στερήσεις. Με τα λίγα

κολλυβογράμματα που ήξερε ήταν το φως στο σκοτάδι της αγραμματοσύνηςτους

αφού το σκολείο ήταν μακριά, στην Χώρα και πολλοί δεν είχαν χρόνο για γράμματα.

Ήθελε να γίνω σπουδαγμένος και προσπαθούσε να με στείλει στο σκολείο ,μα

συχνά έπρεπε να βόσκω τα πρόβατα του κυρ Γιώργου ,του πρόκριτου του τόπου.

Έτσι για να φέρω λίγο ψωμί στο τραπέζι για να χορτάσουν τα έξι στόματα που

έφεραν ο Πατέρας και η Μάνα στον κόσμο.

Page 14: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Με μεγάλωσε με την βίβλο και το συναξάρι, ο Θεός ήταν εκεί μέσα στην φτώχεια

μου όταν εγώ ονειρευόμουν γράμματα .Μου έμαθε τα λίγα γράμματα που ήξερε

.Το πρώτο αναγνωστικό ήταν η αγία γραφή .Έμαθα στα 13 όλους τους ύμνους.

Και τότε το πάθος άναψε μέσα μου και κατέστρεψε για πάντα την αγνή

μακαριότητα μου .Άρχισα να κοιτώ τις κοπελιές. Μα ντρεπόμουν να τις πλησιάσω.

Ήθελα να γίνω Παπάς, μα σπουδαγμένος παπάς. Και έτσι πάλευε το πάθος που όλο

και πιο πολύ μου έκαιγε το κορμί και τα βράδια δεν με άφηνε σε ησυχία, όταν

γυμνές νύμφες χάιδευαν το σώμα μέσα στα όνειρα μου και τα ερωτικά τραγούδια

τους έπνιγαν τους ύμνους τον αγγέλων. Και τότε ξυπνούσα βουτηγμένος μέσα στο

αμαρτωλό πάθος. Η δυστυχία με πλημύρισε ,άρχισα να φεύγω όλο και πιο πολύ με

τα κοπάδια στα πιο μακρινά και απόκρημνα μέρη του νησιού ,μακριά από

πειρασμούς που με κάναν να κοκκινίζω και το σώμα μουνα παραδίδεται στην

λαγνεία.

Πόσες φορές ο δάσκαλος που με χε για έξυπνο δεν ήρθε στον πατέρα και δεν με

τράβηξε από αυτί στο σχολείο? Από τότε μόνο γράμματα θυμάμαι και εκείνα τα

ωραία λόγια των αρχαίων γραμμένα στη καθαρεύουσα. Για νύμφες, ήρωες και

κύκλωπες .Για τον Αχιλλέα που κατανίκησε τον θηριώδη Έκτορα και για τον δούρειο

Ίππο που με αυτόν πάτησαν οι Έλληνες στην Τροία και για την Μικρά Ασία που πάλι

δικιά μας θα ναι.

Και μια μέρα είδα εκείνη την κοπελίτσα που έκανε μπάνιο στην θάλασσα. Και τότε

δεν μπόρεσα να μην κοιτάξω και έγινα ένας μικρός Αυνάν .Μα ο Θεός δεν με

σκότωσε. Με τιμώρησε με την ντροπή αφού η Σμαρώ με είδε και εγώ έγινα ρεζίλι σε

όλο το νησί. Έκανα μήνες να φανώ στην Χώρα και ο Πατέρας έκλαψε, δεν με

χτύπησε ,ούτε με έβρισε μα τα δάκρυα του χαράκωσαν την ψυχή μου σαν

ρομφαίες.

Πέρασαν χρόνια και εγώ συνέχιζα να βόσκω τα αιγοπρόβατα. Η Σμαρώ ξέχασε τι

έγινε και που και που ερχόταν τα βράδια και σμίγαμε κάτω απ τα αστέρια. Την

ήμερα μου κρατούσαν συντροφιά η φύση ,η θάλασσα ,το χορτάρι, η συμφωνία των

τζιτζικιών και εκείνα τα βιβλία που μου ‘δωσε ο Δάσκαλος. Όμηρος, Σοφοκλής,

Πλάτωνας ,Κοραής ,Οι άθλοι του Μεγάλου Αλέξανδρου.

Και κάποτε ήρθε η ώρα να φύγω .Ο πατέρας και ο δάσκαλος με ήθελαν να

σπουδάσω ,και πήγα στον θειο εκεί στην Αθήνα. Μα τα λεφτά ήταν λιγοστά και έτσι

έπιασα δουλειά στο Λιμάνι και αφέθηκα στον ,Μεγάλο Κόσμο όπου το βλέμμα του

θεού δεν μπορεί να διακρίνει τις μικρές αμαρτίες. Θα γινόμουν δάσκαλος και θα

δίδασκα στο νησί γράμματα. Μα εγώ θα ‘μουνα δάσκαλος γραμματιζούμενος .

Θυμάμαι το κρασί ,τα μπουρντέλα ,τις βαμμένες κοκέτες και της γυναίκες της

Πόλης. Πολύ προκλητικές για μένα .Ξέχασα την Σμαρώ που της είχα τάξει έρωτες.

Page 15: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Ξέχασα τον Θεό που μου έμαθε να μια εγκρατής. Μα κάποτε έγινε εκείνο που με

χάλασε. Εκεί σε ‘κείνο το σπίτι με το κόκκινο φαναράκι. Εκείνη η ξανθούλα που μου

πε πως μητέρα και πατέρα δεν έχει ,και πως αφήνει το κορμί της βορά στο πάθος

των αντρών για λίγο ψωμί ώστε να ταΐσει τα τέσσερα της αδέλφια. Κάτι έσπασε.

Εκείνο το τριαντάφυλλο μέσα στον κόπρο που τον έπνιγε κάθε μέρα ,με έκανε να

νιώσω ξανά αγάπη .Αγνή αγάπη .Και την ζήτησα. Μα μετά από κάτι μήνες ο

αγαπητικός της, ένας αξιωματικός με κάτι μουστάκια σαν χέλια μου τηνε πήρε. Και

εγώ δεν ήθελα άλλη λαγνεία ,μα ούτε αγάπη γυναίκας. Τώρα αγαπούσα μόνο την

Παναγιά.

Και έτσι γύρισα στο Νησί και έζησα σαν μοναχός .Μα δεν φόρεσα το ράσο. Δεν

ένιωσα άξιος .Και τα χρόνια περνούν .Μα τίποτα δεν αλλάζει. Η φτώχεια είναι εδώ

μα η γαλήνη είναι ποια μακριά. Εκείνα τα παράξενα βιβλία κάποιου γερμανού που

τα μετάφρασε πρόχειρα ένας γραμματιζούμενος που ‘χα γνωρίσει στην Αθήνα με

‘καναν να χάσω τα γυαλιά. Δεν μπορούσα ποια να μια μακάριος ,τώρα ήξερα τι

είναι η αδικία και πως η φτώχεια μας δεν είναι θέλημα Κυρίου ,αφού ο θεός είναι

δικαιοσύνη όπως μου ‘μαθε ο πατέρας ,αλλά η καλοπέραση του Κυρ Γιώργου. Η

Σμαρώ παντρεύτηκε. Τα αδέρφια μου συνέχισαν να ζουν φτωχικά, ο πατέρας

γέρασε .Η μάνα γέμισε ρυτίδες στο όμορφο της πρόσωπο. Και έτσι εγώ την ήμερα

ήμουν δάσκαλος και τα βράδια άραζα στο ταβερνείο ,μα πριν κοιμηθώ σκεφτόμενα

μόνο Εκείνη την ,Παναγιά, την παρηγοριά μέσα στον πόνο της δικής μου αμαρτίας

και της σκληρότητας του κόσμου. Ο μόνος Έρωτας.

Πολλές φορές ένιωθα το πάθος να φουντώνει και να θέλει να ανεβάσει το φουστάνι

της χείρας στρουμπουλής ταβερνιάρισσας ή καμιάς χωριατοπούλας ,αλλά άσο και

να με έκαιγαν οι φλόγες, εγώ έπρεπε να μαι δυνατός για την Παναγιά. Μόνο εκείνη

αγαπώ, μόνο για αυτή γράφω ποιήματα γεμάτα έρωτα. Μα δεν είναι η λιπόσαρκη

μητέρα του Κυρίου η Παναγιά μου. Είναι μια κοπέλα απλή γεμάτη τραχιά ομορφιά

και απλοϊκή καλοσύνη, το πρόσωπο της ηλιοκαμένο και η καρδιά της γεμάτη θέρμη

της συζύγου ,της συντρόφου της ερωμένης. Γλυκιά σαν μέλι με αναλογίες

ανθρώπινες και μεγάλα ,γεμάτα ζωή στήθη. Και τα βράδια την νιώθω να με φιλά, να

με χαϊδεύει, το στήθος της στα χέρια μου και στα χείλη μου. Και το κορμί μου να

ενώνεται με το δικό της χαρίζοντας μου θεία ηδονή. Και μετά η ενοχή ,για την

αμαρτία της Πόλης που έζησα, για την φτώχεια που με έκανε να χάσω αυτήν που η

καρδιά μου επέλεξε για έναν παχυλό μισθό κάποιου καραβανά. Για το ότι ξέρω πως

η αδικία είναι έργο ανθρώπου και πως αξίζει ζωή καλύτερη σε Μας που την γη

οργώνουμε και τον πλούτο της βγάζουμε για να τον αρπάζουν οι Λίγοι. Και για τότε

σμίγω με την Παναγιά που σαν γυναίκα με αγνή και ζεστή καρδία λογίστηκα. Σαν

φωτίτσα που ζεσταίνει τον χειμώνα του κόσμου που μας έδωσε ο Θεός και εμείς

του φερόμαστε με αδικία ξεχνώντας τα λόγια του Χριστού.

Page 16: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Μα ο Θεός δεν είναι εκεί για να μας χαρίσει πλούτη ,εμείς πρέπει να τα πάρουμε

από όσους μας τα αρπάζουν .Και κάθε βραδύ όταν το κρασί δεν με κάνει να

λησμονώ αυτά τα λόγια στο μυαλό μου έρχονται. Ενοχή και ανάγκη . Με οδηγό την

δική μου Παναγιά….

Και μια μέρα το στόμα θα ανοίξει και η Αλήθεια θα ακουστεί στης Γης,ή καλυτέρα

στου νησιού τα πέρατα. Και τότε η αμαρτία θα ξεπλυθεί με θάρρος και εγώ θα

μπορώ να αποκτήσω την δική που Παναγιά όχι μόνο στου νου την μακρινή Γη της

Κολχίδος μα εδώ στο μικρό μου νησί . Ο Θεός συγχωρεί.

Mητέρα

Οι μέρες που δεν δουλεύω είναι μέρες χαλάρωσης, είναι οι μέρες που προσπαθώ

να μείνω μακριά από τον κόσμο όπου αναγκάστηκα να ζήσω. Για λίγο νιώθω

καθαρός. Εκεί έξω είμαι Ο Δαμιανός ο πρίγκιπας της πορνογραφίας, εδώ στον

μικρόκοσμο μου είμαι ο Δαμιανός ο άνθρωπος με τους λίγους καθαρούς από την

παρακμή φίλους του και τελευταία και Αυτήν ,το Αγγελικό Πρόσωπο.

Είναι γύρω στα 30 ,καμιά δεκαπενταριά χρόνια μικρότερη μου .Έχει ένα πολύ λεπτό

,κοκαλιάρικο θα έλεγα σώμα και ένα πρόσωπο γεμάτο μια αλλόκοτη ομορφιά και

μια θλίψη, το πρόσωπο ενός μελαγχολικού αγγέλου. Κάποτε ζούσε ,με έναν τύπο

και είχε γενήσει και ένα παιδί.

Μα αυτός έφυγε στο Μέτωπο και δεν γύρισε ξανά. Το παιδί αρρώστησε και πέθανε.

Θα μπορούσε να ζήσει αλλά ήταν άνεργη και δεν μπορούσε να πληρώσει τα

φάρμακα. Για χρόνια γύριζε στους δρόμους με μια κούκλα ,το παιδί της. Ζητιάνευε

για να αγοράσει λίγο γάλα και που και που καθάριζε στα πλατό και έτσι την

γνώρισα.

Και μια μέρα, δεν ξέρω γιατί ,πραγματικά δεν ξέρω, βρέθηκε να κοιμάται στο

κρεβάτι μου. Όχι τότε δεν την άγγιξα ,απλά ο ένας ζέσταινε νε την μοναξιά του

άλλου, και με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου έφευγε μα κάθε βράδυ γύριζε . Από τότε

Page 17: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

που ξεκίνησα να κάνω την ζωή που κάνω κοιμήθηκα με αρκετές γυναίκες ,μα τώρα

ήταν πολύ διαφορετικά .Σαν να μου έβαζε βάλσαμο στην πληγή που μου άνοιξε η

βία του κόσμου. Ούτε η Λυδία δεν μπόρεσε να το κάνει αν και το ξέρω είναι

ερωτευμένη μαζί μου….

Κάποια μέρα με φίλησε η ίδια και τότε κάναμε έρωτα ,απλό ,ανθρώπινο ,ζεστό. Δυο

ατελή κορμιά, το δικό μου με τις ουλές του και το ασθενικό δικό της φτιάξαμε ένα

κουβάρι από αγάπη. Και το πρωί όταν ξύπνησα αυτή ήταν εκεί ,διπλά μου και μου

χαμογελούσε σιωπηλά, τα μάτια της με χάιδευα με ένα βλέμμα θλιμμένης,

συγκρατημένης χαράς.

Κάθε μέρα, όταν γύριζα από τα γυρίσματα έχοντας σιχαθεί το εμπόριο της σάρκας

δια του υάλινου φακού, αυτή ήταν εκεί ,με περίμενε ,δεν μιλούσαμε πολύ. Έτρωγα

το φαγητό που μου μαγείρευε ,την κρατούσα από το χέρι και μετά έμπαινα μέσα

της γεμίζοντας φλογερά φιλιά γεμάτα επιθυμία για ζωή ,φιλιά που ήθελαν να

ουρλιάξουν ότι την αγαπώ .Δεν της το έχω πει ποτέ. Φοβάμαι αυτήν την λέξη

,φοβάμαι από Τότε που φίλος και σύντροφος πήρε αυτήν που αγαπούσα.

Αλλά η αγάπη μου είναι πράξη όχι λόγια. Ναι ακόμα κοιμάμαι που και που με την

Λυδία, αλλά είναι κάτι που δεν μπορώ και δεν θέλω να το σταματήσω, έξαλλου

Αυτή δεν νοιάζεται, ξέρει πως είμαι βρόμικος από την κορυφή ως τα νύχια. Αλλά

την αγαπώ, είναι το δέντρο που μου δίνει σκιά μέσα σε μια έρημο όπου ο

καύσωνας σαρώνει αδυσώπητα τα πάντα. Το απόγευμα που γυρίζω πάντα φέρνω

ένα κόκκινο τριαντάφυλλο για Αυτήν και το βραδύ την κρατάω στην αγκαλιά μου

και θέλω να είμαι εκεί για αυτήν, να τη ζεστάνω, να κρατήσω μακριά κάθε κίνδυνο,

κάθε πόνο, κάθε θλίψη .Και τότε νιώθω πάλι πως το κεφάλι μου είναι ψηλά, πως

είμαι Άντρας και όχι ένας σπασμένος μολυβένιος φαντάρος που ζει στην σκιά του

πόνου και του φόβου ,ναυάγιο μιας ταξικής μάχης που έχει χαθεί. Είμαι απλά ένας

άνθρωπος που προσπαθεί να ζήσει πάλι με αξιοπρέπεια μέσα σε έναν κακό κόσμο,

με την περηφάνια του ψηλά.

Αλλά μόλις φεύγω όλα αυτά μένουν πίσω ,στο διαμέρισμα μου. Έξω

συναναστρέφομαι με πορνογράφους ,πόρνες, πρεζάκια, καταραμένους καλλιτέχνες

σαν και μένα, κόσμο που πουλάει το σώμα του στην κρεαταγορά της βιομηχανίας

του Σεξ και άλλα πολύ χειρότερα άτομα όπως μαφιόζους ,πλούσιους πρεζέμπορους,

πολιτοφύλακες, διεφθαρμένους κρατικούς υπαλλήλους και άλλους . Δεν μπορώ να

κρατήσω χαρακτήρα .Ζω σε έναν κόσμο που δεν δέχεται κάτι άλλο,η υπερβολική

ανθρωπιά τσακίζεται ,εγώ απλά μπορώ να προσπαθήσω να είμαι όσο πιο

ανθρώπινος μπορώ. Όταν συναντάω τον Πρίγκιπα μετά από άλλη μια νύχτα όπου

έκανε πιάτσα για να πάρει την πρέζα του και με δακρυσμένα μάτια μου λέει πως

κανείς δεν τον αγαπάει ή όταν ο Γιαννάκης μου λέει για ματωμένους εφιάλτες που

τον σταχώνουν από μικρό, Εγώ απλά μπορώ να είμαι εκεί αλλά δεν μπορώ να

αλλάξω κάτι. Αυτός είναι ο κόσμος μας ,η αστική Αθήνα του 2032 ,ένα μέρος

Page 18: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

βρόμικο που δεν δέχεται καθαρούς ανθρώπους. Δεν είμαι ήρωας, οι ήρωες στον

κόσμο μας χάνονται σε σάκους πνιγμένοι στον πάτο της θάλασσας αν είναι τυχεροί.

Μα μαζί Της είναι διαφορετικά, κάθε νύχτα αυτό που νιώθω γίνεται όλο και πιο

δυνατό ,μια φωτίτσα που έγινε πυρκαγιά. Σταμάτησα να βλέπω την Λυδία. Της

κόστισε και εμένα το ίδιο μα δεν της άξιζε τέτοια ζωή ,έχει καλή καρδιά και ωραίο

κορμί ας βρει κάποιον που θα την φροντίσει. Και έφτασε μια μέρα που κατάλαβα

πως για αυτήν την γυναίκα είμαι ικανός να κάνω τα πάντα…..

Είναι βράδυ του καλοκαιριού ,εγώ και αυτή είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι ,πάνω

στα ιδρωμένα σεντόνια ,στο δωμάτιο παίζει μια ανάλαφρη μπαρόκ μελωδία για να

καλύπτει τους ήχους του δρόμου που έρχονται από το ανοιχτό παράθυρο του έκτου

ορόφου όπου μένω. Τους πυροβολισμούς ,τους καβγάδες, τις σειρήνες των

περιπολικών ,τις κραυγές των θυμάτων και των θυτών ,τους αναστεναγμούς των

πρόσκαιρων εραστών της μιας νύχτας που σμίγουν στα στενά σοκάκια, το

κλαψούρισμα της γάτας….

Κοιμάται πάνω μου ,το στήθος της πάνω στο δικό μου. Η καρδιά της να κτυπάει

πάνω στην δική μου. Ξαφνικά ξυπνάει ,μου δίνει ένα απαλό φιλί ,παίρνει το

αριστερό μου χέρι, εκείνο που είναι πιο κοντά στην καρδιά, και το βάζει πάνω στην

κοιλιά της. Η ήρεμη και απαλή φωνή της μου λέει ,<<Η καρδούλα μου χτυπάει, την

ακούς?>>.

Και εγώ ξέρω πως για εκείνη την γυναίκα και εκείνο το αγέννητο παιδί που ζει μέσα

της, το δικό Μας παιδί ,θα κάνω οτιδήποτε για να ζήσουν καλύτερα απ ότι μέχρι

τώρα. Το ξέρω. Είναι ο,τι πιο όμορφο μπόρεσε να στολίσει την ερημιά της ψυχής

του παρηκμασμένου αστικού μας κόσμου. Είναι η ηλιαχτίδα που φέρνει την ελπίδα

για το Αύριο, και εκείνη είναι η Ελπιδοτόκος,η Παναγιά του 21ΟΥ

αιώνα, η δική μου

Παναγιά ,η μητέρα του Ανθρώπου όπως έμαθα όταν κάποτε αναζήτησα την

λύτρωση μέσα από τον ΘΕΟ πριν χάσω κάθε πίστη σε αυτόν. Η γυναίκα μου, η

ερωμένη μου, η σύντροφος μου .Μπορώ να σκοτωθώ και να σκοτώσω για αυτήν, να

αλυσοδεθώ στον Καύκασο όπως ο Προμηθέας ,να σηκώσω κάθε σταυρό στον

Γολγοθά ,να παλέψω δίπλα στους λιγοστούς συντρόφους που έμειναν πιστοί και με

κίντυνο της ζωής τους αγωνίζονται στις εργατικές συνοικίες μα και εδώ στο Γκέτο,

την χωματερή του Καπιταλισμού εν Ελλάδι.

Την φιλάω και της λέω κάτι που δεν περίμενα ποτέ να πω, Σας αγαπώ……

Μα η χαρά σε αυτόν τον κόσμο φέρνει και τον φόβο. Δεν είναι ασφαλής….. Θα κάνω

τα πάντα για να είναι όμως.

Page 19: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Ψυχεδέλεια (Κινηματική)

Σαπιο το κεφάλι , είμαι τελείως για πέταμα

ένα ακόμα ρεμάλι που εκπλιπαρεί για έρωτα

μπορεί να ήξερα κάποτε μα πλέον ξέχασα

Πώς πάνε τα πράγματα;

παλιά μου λέγανε ότι πάνε καλά και εγώ τους πίστευα

τώρα όλοι αμφιβάλλουν και δε βρίσκω λόγο να διαφωνίσω

σ’αγαπώ πολύ αλλά δεν πρέπει να μιλήσω

δεν πρέπει να μιλήσω γιατί ίσως χάσει κάτι η ταξική πάλη

σιγά, άλλωστε για κάθε εναν που πεθαίνει από κρεπάλη

πρέπει να υπάρχουν εκατομμύρια που δε φίλησαν τη γυναίκα που ήθελαν

Για να γραφτεί μια νουβέλα του Ντε Σαντ έπρεπε να δημιουργηθούν 10.000.000

μοναστήρια, και για κάθε Ισπανικό εμφύλιο έπρεπε να νικάει ενας Φασίστας στο

τέλος

θα προχωρίσω , θα προχωρίσω ναι

ίσως μέχρι κάποιο μπουρδέλο ή μέχρι το γραφείο της ψυχολόγου

ίσως δεν υπάρχει διαφορά απλά ψάχνω κάτι όσο το δυνατόν λιγότερο

αντεπαναστατικό

θα πούλαγα την επανάσταση αλλά έχει γίνει αξία μου

άλλωστε κανείς δεν αγοράζει επαναστάσεις από νεκρόφιλες ψυχολογικές οντότητες

όλοι προτιμούν να εξαγοράζουν προέδρους σωματείων, κομμουνιστές και

διευθυντές αυτοργανωμένων ραδιοφωνικών σταθμών. Δεν είμαι χρήσιμος στον

καπιταλισμό και γιαυτό θα με αφήσουν να σαπίσω.

Page 20: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

θα μπορούσα να πεθάνω από τη λύπη μου για εσάς απλά όταν σκέφτομαι το Γκάντι

ξερνάω, ξερνάω και απ’ το πολύ κρασί επίσης αλλά τουλάχιστον ξερνάω

χαμογελόντας. Θα σκοτώσω το χίπη μέσα μου και θα πάω στους εργάτες, ναι το

υπόσχομαι θα πάω στους εργάτες αν δεν με προλάβει ο μικροαστικός εκφυλισμός

μου, μικροαστός κι ας μην έχω φράγκο στην τσέπη, σιγά...άλλωστε η ταξική θέση

στην κοινωνία δεν είναι κάτι το αντικειμενικό, μπορείς να είσαι ότι θες αρκει να

θεωρείς αντιστοίχως γαμάτο τον εαυτό σου, μπράβο ρε...φοβάμαι να σε ρωτήσω τι

καταλάβαινεις από την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ίσως ακόμα και

εγώ να μην έχω καταλάβει τίποτα. Έχω να σου προτείνω πράγματα αλλά τα ξέρεις,

έχεις να μου προτείνεις πράγματα τα οποία τα ξέρω και εγώ. Εγώ σου προτείνω να

ρίξεις το σύστημα και εσύ μου προτείνεις να βρω Γκόμενα. Το σύστημα το ρώτησες;

Ένα καφέ στις Νέες Πολιτείες

Η άχαρη ξανθιά αεροσυνοδός με τα ψηλά πόδια μου έδειξε χαμογελαστή τη θέση

μου στο αεροπλάνο. Ήταν παράθυρο. Όχι βέβαια ότι αν ήταν αλλού δε θα

μπορούσα να κάτσω σε παράθυρο, αλλά για τους τύπους και μόνο έπρεπε να με

καθοδηγήσει στην θέση που έγραφε το εισιτήριο μου. Το αεροπλάνο ήταν άδειο.

Μονάχα τρεις στρατιωτικοί, ντυμμένοι με τις λαδί στολές τους και παραγεμισμένοι

με παράσημα στο πέτο, ένα ζευγάρι, ο άντρας μέσα σε ένα μπλε κοστούμι και η

γυναίκα σε ένα μπλε ταγιέρ, με έναν χαρτοφύλακα ο καθένας παραμάσχαλα, και

ένας γεράκος με ένα πλατύ χαμόγελο χαραγμένο στο προσωπό του, κάπου στα

ογδόντα, με καθαρά Αμερικάνικα χαρακτηριστικά, που προφανώς θα είχε ξεμείνει

στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο και επιτέλους γυρνούσε στην πατρίδα. Και μετά

ήμουν κι εγώ...

Εγώ βέβαια πήγαινα συχνά στις Νέες Πολιτείες - όσο συχνά μπορούσα δηλαδή. Το

Λονδίνο γίνεται ανυπόφορο όταν μπαίνει το φθινόπωρο. Τα κίτρινα σύννεφα που

μετά τον πόλεμο άρχισαν να κάνουν την εμφανισή τους στην Ευρώπη και πλέον

είναι τα μόνα σύννεφα που βλέπεις στον ουρανό γίνοντε τόσο πυκνά όταν έρχεται ο

Οκτώβρης - πιο πυκνά κι από ομιχλή - που η ορατότητα χάνεται στα τρία μέτρα και

οι βροχές που ρίχνουν καθημερινά τσουρουφλίζουν το δέρμα και καίνε τα μάτια.

Στις Νέες Πολιτείες το κλίμα είναι καλύτερο, και γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια τις

επισκέπτομουν τουλάχιστον μια φορά κάθε φθινόπωρο, κι αν ήταν εφικτό και

περισσότερο. Όχι για πολύ βέβαια. Αν ήμουν τυχερός και κολλούσα τα ρεπό μου

μπορούσα να βγάλω μια βδομάδα. Συνήθως όμως δεν ήμουν, και πήγαινα για

Page 21: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

τέσσερις μέρες μονο, Παρασκευή, Σαββατοκύριακο και Δευτέρα. Έχω βέβαια

απόλυτη γνώση των κινδύνων, αλλά πια δε μ’ ενδιαφέρουν τόσο οι κίνδυνοι, το

μόνο που θέλω είναι να αποφεύγω όσο μπορώ απ’ το Λονδίνο. Τέλος πάντων, δε

θέλω να μιλήσω γι’ αυτό, θέλω μονάχα να εξηγήσω την κατάσταση στις Νέες

Πολιτείες, τώρα που πλέον κανένας δε μιλάει γι’ αυτές και κανένας δεν ασχολείται.

Φυσικά την τελευταία δεκαετία είναι γεγονός πώς δεν υπάρχει τίποτα στις

Πολιτείες για τους μη-Αμερικάνους. Οι τελευταίες επιχειρήσεις που είχαν μείνει να

εξάγουν προϊόντα στον υπόλοιπο κόσμο έχουν κλείσει εδώ και χρόνια, και ότι

παράγεται στις Νέες Πολιτείες μένει στις Νέες Πολιτείες και απευθύνεται

αποκλειστικά και μόνο στους κατοίκους τους. Δεν γίνεται καμία είδους συναλλαγή

με άλλα κράτη, ούτε οικονομική, ούτε πολιτιστική, ούτε τίποτα. Γενικότερα δεν

υπάρχει καμία επαφή με άλλα κράτη, η Αμερική είναι τελείως αποκομμένη, κάτι

που βέβαια είχε ξεκινήσει να γίνεται και πριν τον πόλεμο και πριν την επίδραση του

S2R3.

Η ιστορία λίγο πολύ είναι γνωστή σε όλους... Μετά τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την

νίκη των Συμμάχων, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με την προσθήκη της Αλμπέρτα απ’ τον

Καναδά, της Μπάχα Καλιφόρνια και της Σονόρα από το Μεξικό και των νησιών της

Καραϊβικής, μετονομάστηκαν σε Νέες Πολιτείες και, αν και με απώλειες πολλών

εκατομμυρίων, κατέφεραν να παραμείνουν η μεγαλύτερη δύναμη του πλανήτη για

τα επόμενα λίγα χρόνια. Κι όμως, σήμερα, σαράντα σχεδόν χρόνια μετά το τέλος

του πολέμου, οι Νέες Πολιτείες είναι ξεγραμμένες - κι αυτό επειδή είχαν αγνοήσει

τη μόνη ουσιαστική επίθεση του Κινεζορώσικου Άξονα, το ψέκασμα με το χημικό

αέριο S2R3. Το S2R3, γνωστό και ως “αέριο της τρέλας” δημιουργημένο από

κάποιον άγνωστο Ρώσο επιστήμονα, είχε σκοπό να οδηγήσει σε μια κατάσταση

σχιζοφρένειας τον αμερικάνικο στρατό, αλλά και τους πολίτες. Το άεριο απέτυχε. Οι

Αμερικάνοι όχι μόνο δεν τρελάθηκαν, αλλά αντιθέτως σε πολλές περιπτώσεις έγιναν

πιο βίαιοι και ικανοί στρατιώτες απ’ ότι ήταν πριν.

Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου όμως άρχισαν να παρουσιάζοντε τα πρώτα

συμπτώματα. Πολλοί στρατιώτες που είχαν έρθει σε άμεση επαφή με το αέριο

άρχισαν να παρουσιάζουν διάφορες ψυχολογικές διαταραχές, όχι τόσο

σχιζοφρένεια, αλλά περισσότερο προβλήματα στην επικοινωνία και την αντίληψη

του τι είναι κοινωνικά αποδεχτό και τι όχι. Οι συζητήσεις μεταξύ των

προσβεβλημένων απ’ το αέριο άρχισαν να γίνοντε σουρεαλιστικές, πράγμα που

βέβαια όσο έμενε μεταξύ των στρατιωτών δεν δημιουργούσε ιδιαίτερο πρόβλημα,

αφού οι περισσότεροι ήταν ακόμα σε θέση να ακολουθήσουν εντολές, ακόμα κι αν

οι εντολές που τους δίνονταν αντηχούσαν τελείως κενές νοήματος μέσα στ’ αυτιά

τους. Το χημικό όμως άρχισε με γοργούς ρυθμούς να εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα,

μέσω του εδάφους, των τροφίμων, της ατμόσφαιρας και του υδροφόρου ορίζοντα.

Μέρα με τη μέρα όλο και περισσότεροι απλοί πολίτες άρχιζαν να έχουν

προβλήματα στην επικοινωνία και αδυναμία στο να καταλάβουν πως να

συμπεριφερθούν και τι έπρεπε να πουν σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις. Και

Page 22: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

αυτό φυσικά ήταν εμπόδιο για τις συναλλαγές των Αμερικάνων με τον υπόλοιπο

κόσμο. Θυμάμαι μάλιστα τις αμερικάνικες σειρές που προβάλλονταν στην

τηλεόραση μια εικοσαετία μετά τον πόλεμο στην Αγγλία, σειρές που από ένα

σημείο και μετά άρχισαν να δημιουργούν οργισμένες αντιδράσεις στους Άγγλους,

αφού παρουσίαζαν το κωμικό ως τραγικό και το τραγικό ως κωμικό με έναν τρόπο

τουλάχιστον προσβλητικό. Και φυσικά και οι οικονομικές συναλλαγές γίνονταν όλο

και δυσκολότερες, αφού οι Αμερικάνοι επιχειρηματίες, έμποροι και διοικώντες

άρχισαν να μην μπορούν να συνεννοηθούν με τους Ευρωπαίους αλλά και τους

Ασιάτες, Αφρικάνους, Νοτιοαμερικάνους και Αυστραλούς συναδέλφους τους.

Τριάντα χρόνια μετά τον πόλεμο δεν υπήρχε κανένας πολίτης που να μην έχει

προσβληθεί απ’ το χημικό, και έτσι, φυσικά, δεν υπήρχε και καμία οικονομική, αλλά

και ούτε άλλου είδους σχέση από κανένα κράτος με τις Νέες Πολιτείες. Είχανε

αποκλειστεί στο σουρεαλιστικό μικροκοσμό τους. Αλλά, μεταξύ μας, δε ζούσαν κι

άσχημα...

Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις βγήκα απ’ το αεροδρόμιο και πήρα το τραίνο για

την πόλη της Νέας Υόρκης, - μια απ’ τις πόλεις που είχαν βγει με τις λιγότερες ζημιές

από τον πόλεμο - και πριν καν πάω στο ξενοδοχείο για ν’ αφήσω τα πραγματά μου,

ήταν να επισκεφτώ ένα μικρό καφενεδάκι κάτω στην Μανχάταν Άβενιου. Ήταν το

πρώτο πράγμα που έκανα κάφε φορά που πήγαινα στις Νέες Πολιτείες, να

επισκέπτομαι ένα καφέ και να ακούω τις συζητήσεις από τα διπλανά τραπεζάκια.

Μου έφτιαχνε πάντα τη διάθεση, ακόμα κι αν πολλές φορές μου φαίνονταν ακραία

αυτά που άκουγα... Ο σερβιτόρος ήταν ένα παληκάρι γύρω στα είκοσι με ξυρισμένο

κεφάλι κι ένα πολύ λεπτό μουστάκι κάτω απ’ τη μύτη του. Φορούσε ένα πράσινο

παντελόνι, ένα πορτοκαλί πουκάμισο τύπου Χαβάης και μια τεράστια για το μπόι

του κατάμαυρη γραβάτα. Όταν με είδε μου έκανε νόημα αυτός και χωρίς να πει

τίποτα ήρθε και κάθισε στο διπλανό τραπέζι. Του ζήτησα έναν καφέ κι αφού έμεινε

για μερικά δευτερόλεπτα να με κοιτάζει στα μάτια αμίλητος σηκώθηκε, έκανε μια

βαθιά υπόκλιση και έφυγε τρέχοντας για την κουζίνα.

Ακριβώς από πίσω μου κάθονταν δυο τύποι γύρω στα πενήντα που φορούσαν τα

ίδια ρούχα: ένα βρώμικο και κακόγουστο γκρι πουκάμισο, πάνω στο οποίο

διέκρινες τους ίδιους λεκέδες από λάδια και σάλτσες, κι ένα πολύ καθαρό και

ακριβό γκρι παντελόνι με τσάκιση. Έστησα αυτί και άκουσα την κουβέντα τους όσο

περίμενα για τον καφέ:

«Και που λες είχα πάει προχτές σ’ ένα μπουρδελάκι κάτω στο Μπρούκλιν άλλο

πράμμα!»

«Έλα;!»

«Ναι, ναι, σου λέω εξαιρετικό! Κάτι πολυθρόνες κόκκινες σατέν ανετότατες, κάτι

Page 23: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

καναπέδες δερμάτινοι τρία μέτρα, φοβερό, φοβερό! Και που ν’ ακούσεις για τα

τραπεζάκια...»

«Για πες!»

«Παιδί μου κάτι τραπεζάκια... δε μπορείς να φανταστείς...»

«Ξύλινα;»

«Μασίφ...»

«Άντε...»

«Ναι, ναι, και σκαλισμένα στο χέρι! Με κάτι σχεδιάκια, κάτι συννεφάκια, κάτι

δεντράκια, κάτι σκατουλάκια, άσε...»

«Πωπω!»

«Ναι, αφού σου λέω έλεγα μήπως πάρω ένα για το σπίτι - ήταν τέσσερα συνολικά -

γιατί σκέφτηκα θα ταιριάζει και με κείνη την ξύλινη την κουνιστή καρέκλα, αυτή

που αγόρασα τις προάλλες, στο ‘χα πει νομίζω...»

«Α ναι, το θυμάμαι...»

«Αλλά δεν πήρα τελικά.»

«Γιατί όχι;»

«Ε ντράπηκα μωρέ τώρα να το ζητήσω απ’ την τσατσά - αν και ήταν πολύ καλή

κοπέλα, εξυπηρετικότατη... Ααα, κι ένα λαμπατέρ επίχρυσο παλαιωμένο το κάτι

άλλο. Μια σταλίτσα ήταν κι όμως φώτιζε ολόκληρο το δωμάτιο - και μια δωματιάρα

εκατό τετραγωνικά σου λέω!»

«Σώπα...»

«Ναι, ναι!»

«Και τα προϊόντα; Πώς ήταν;»

«Α, ήταν απίστευτα! Και τεράστια ποικιλία μιλάμε. Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία, Κίνα,

Αφρική, Βραζιλία, ό,τι θες!»

«Άντε!..»

«Αμέ, αμέ, και φοβερά όλα τους, σπουδαγμένα στα καλύτερα πανεπιστήμια του

κόσμου, με πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, τα πάντα.»

«Έλα...»

«Ναι σου λεω! Κι εγώ πήρα ένα γαλλικό άλλο πράμμα! Μέχρι και πτυχίο απ’ το

Χάρβαρντ είχε...»

«Ναι καλά!»

«Ναι σου λέω άλλο πράμμα!»

«Μπράβο, μπράβο! Και που είναι αυτό το μπουρδέλο;»

«Δε θυμάμαι τη διεύθυνση, αλλά θα τη βρω και θα σου πω. Πρέπει να πας

οπωσδήποτε!»

«Ε ναι, θα πάρω και τον Τσίκο και θα πάμε μαζί...»

Ο σερβιτόρος γύρισε βιαστικός απ’ την κουζίνα, ξανακάθισε στο διπλανό τραπέζι

και άρχισε πάλι να με κοιτάει. Του χαμογέλασα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μου είπε

μπερδεμένος:

«Σερ, μας τελείωσε ο καφές... Χίλια συγγνώμη... Ένα εκατομμύρια συγγνώμη... Ένα

Page 24: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

δις συγγνώμη...»

«Καλά, δεν πειράζει, φέρε μου μια ζεστή σοκολάτα,» του είπα.

«Σερ, μου είπε και έριξε το βλέμμα του στο πάτωμα. Σερ... Σερ, επανέλαβε για τρίτη

φορά αγχωμένος... Σερ, μας τελείωσε και η ζεστή σοκολάτα... Χίλια συγγνώμη...

‘Ενα εκατομμύρια συγγνώμη... Ένα δις συγγνώμη...»

«Καλά, μη στενοχωριέσαι. Τσάι έχετε;»

Σήκωσε απότομα το κεφάλι του και με ξανακοίταξε. Τα μάτια του είχαν αστράψει,

μα το στόμα του δεν έλεγε να χαμογελάσει. Κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι του και

είπε βιαστικά:

«Ναι, ναι, σερ, ναι, τσάι έχουμε... Έχουμε τσάι...» και αμέσως πετάχτηκε όρθιος και

έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε πίσω στην κουζίνα.

Γύρισα αριστερά για να αντικρύσω ένα άλλο ζευγάρι τύπων, πιο νέοι απ’ τους

προηγούμενους, γύρω στα τριάντα - τριανταπέντε. Ο ένας φορούσε ένα χοντρό

μάλλινο φούτερ που είχε για στάμπα τη σημαία των Νέων Πολιτειών και μια λεπτή

γαλάζια βερμούδα. Είχε μακριά καστανά μαλλιά μέχρι τους ώμους και φορούσε ένα

χοντρό σκουλαρήκι στο δεξί αυτί που έμοιαζε με κοχύλι. Ο άλλος ήταν ντυμμένος

στα άσπρα, με εξαίρεση το καφέ καπέλο Παναμά που είχε στο κεφάλι του. Απ’ το

πηγούνι του έβγαινε ένα μακρύ μα λεπτό μουσάκι που έφτανε μέχρι το στήθος του,

και στο αριστερό του χέρι ήταν ένα ακατανόητο χρωματιστό τατουάζ.

«Α, δεν τα ‘μαθες εσύ;»

«Όχι, για πες...»

«Πέθανε ο παππούς!..»

«Πέθανε;! Τι λες τώρα;! Πότε; Πώς;»

«Ναι, ναι, άσε... Την Τετάρτη...»

«Πωωω!»

«Ναι, στα χέρια μου...»

«Στα χέρια σου;!»

«Ναι, τον είχα πάρει να τον ρίξω στη μπανιέρα να ξεβρωμίσει λιγάκι - είχε να πλυθεί

δυο μήνες κι αυτός ο σιχαμένος, είχαν κάνει φωλιά μες στο σωβρακό του

κατσαρίδες - ε και μας άφησε χρόνους...»

«Πω ρε γαμώτο...»

«Άσε, άσε...»

«Και τι είπε ο γιατρός; Έμφραγμα;»

«Ο γιατρός είπε ότι έπαθε στομαχική δηλητηρίαση επείδη δεν έχεζε... Αλλά δεν το

πιστεύω, εγώ προσωπικά τον έβαζα κάθε μέρα στη λεκάνη και τον ξεσκάτιζα. Εγώ

πιστεύω ότι πήγε από τσίμπημα.»

«Τσίμπημα; Τι τσίμπημα;»

«Δεν ξέρω, μάλλον σκορπιού.»

«Άκου να δεις...»

«Ναι, ναι...»

«Και το πτώμα; Τι το ‘κανες;»

Page 25: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

«Ε το ‘ριξα στους σκύλους, τρεις βδομάδες είχα να τους ταίσω τους κακόμοιρους,

είχανε λαλήσει απ’ την πείνα.»

«Ε ντάξει, καλά έκανες...»

«Ε ναι μωρέ, δε βαριέσαι...»

Ο σερβιτόρος μου έφερε μια κούπα με κρύο νερό και δίπλα, σ’ ένα πιατάκι, μερικά

αποξηραμένα φύλλα, και κάνοντας ξανά μια βαθιά υπόκλιση και χωρίς να πει λέξη,

γύρισε στην κουζίνα. Έτσι σερβίρανε το τσάι στις Νέες Πολιτείες. Τις πρώτες φορές

που το ΄χα πιει μου είχε προκαλέσει αναγούλα, και μάλιστα τη δεύτερη φορά είχα

καταλήξει με διάρροια. Μα μετά από λίγο καιρό άρχισα να το συνηθίζω - μιας και

και ο καφές τους και η σοκολάτα τους ήταν πάντα εξίσου απαίσια. Έριξα τα φύλλα

στο νερό και τα άφησα να του δώσουν εκείνο το αποκρουστικό κίτρινο χρώμα. Ήπια

τρεις γουλιές, μα αυτή τη φορά ήταν χειρότερο από κάθε άλλη. Δεν άντεξα να πιώ

άλλο. Και εξάλλου ο πονοκέφαλος απ’ το τζετ λαγκ είχε αρχίσει να κάνει την

εμφανισή του, κι ο μόνος τρόπος να τον πολεμήσω είναι να πέσω να κοιμηθώ.

Άφησα κάτω απ’ το φλυτζάνι δυο δολλάρια και, χωρίς να τραβήξω καθόλου την

προσοχή, σηκώθηκα, πήρα τη βαλίτσα μου στο χέρι και έφυγα για το ξενοδοχείο...

Page 26: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Ποιήματα

( γράφουν οι: Άρθουρ Ζεν, Drazen, Ξενοφώντας Μακρόπουλος,

Ιάκωβος Εφταλιώτης, Διονύσης Ρακόπουλος, Δερβίσης )

Ο Μέτριος Ποιητής

Ο Μέτριος Ποιητής προχώρησε πέντε βήματα.

Κοίταξε το ρολόι.

Είχε αργήσει πάλι...

Πολιτικές και άλλες Ασυναρτησίες

Κλεμμένα πανωφόρια στην πλατεία.

Τα μαζέψαμε και τα πετάξαμε.

Φωτιά στις δημόσιες βιβλιοθήκες.

Ο πρωθυπουργός στο μπαλκόνι με το σώβρακο,

η γυναίκα του νεκρή στο σαλόνι,

αίματα μέχρι το τζάκι.

Μια σύριγγα πεταμένη στη γωνία,

μια ψιλή που δε σουταρίστηκε ποτέ,

κι ένας μπάτσος ξαπλωμένος στην ταράτσα.

Σκατά στις εξώπορτες.

Ο απέναντι μου ρίχνει περίεργα βλέμματα,

μάλλον με γουστάρει.

Αυτά γι' απόψε,

δεν προλαβαίνω άλλα,

όπου να 'ναι το φεγγάρι πέφτει στο κεφάλι μου...

Page 27: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Αμερική

Καλώς ήρθες στην χώρα των χαμένων προβάτων,

Όπου οι άνθρωποι είναι κενοί και πάντα σιωπηλοί

Εξερεύνησε μαζί μου την έλλειψη χρωμάτων

Κι ίσως να συναντήσουμε τον λύκο κάπου εκεί.

Δες τα δυτικά προσωπεία, την δίψα για ανωτερότητα

Δες τους ανατολικούς εφιάλτες, την πείνα για αντιφάσεις

Ζήσε την εύκολη ζωή, την εικονική πραγματικότητα

Κι αν δεν μπορείς να ζήσεις, τότε μπορείς να γιορτάσεις.

Καλώς ήρθες στην χώρα των αιματοβαμμένων πτωμάτων

Όπου οι άνθρωποι είναι πάντα, μα πάντα σιωπηλοί

Εξερεύνησε μαζί μου τα καμώματα των ανόητων αφεντάδων

Καλώς ήρθες φίλε μου στην Αμερική.

Page 28: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Νικοτίνη

Αυτά εδώ τα σβησμένα τσιγάρα

είναι τα ποιήματα που έχουν το όνομα σου

αυτό που καίει ακόμα

είναι αυτό που θα γράψω απόψε

Να το

το έγραψα

Πώς θα είναι η ζωή σου χωρίς εμένα

Είσαι μορφή χόρτου

Κανείς γραφειοκράτης δεν είναι σαν και μένα

εγώ θα χαιδεύω τα μαλλία μετά την πίπα

και θα σου γράφω ποιηματάκια μετά απ’ τα χαστούκια

Κανείς βουλευτάκος δεν είναι σαν και μένα

θα καταλάβεις το λάθος σου μετά από χρόνια

και από τύψεις θα ψηφίζεις την επανάσταση

Θα καταλάβεις την επανάσταση μετά από χρόνια

και από τύψεις

θα ψηφίζεις τον έρωτα

Θα καταλάβεις τον έρωτα μετά από χρόνια

κι αν δεν αυτοκτονίσεις

τουλάχιστον θα σταματήσεις να ψηφίζεις

Page 29: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Κυριακή

Καλώς ήρθες αγαπημένη Κυριακή

σε βρήκα στα πατώματα,

γεμάτη πτώματα

νυχτερινών περιπετειών,

οργασμών που χαπακώνονται με ιχνοστοιχεία

για να ξυπνήσουν μια Δευτέρα

μια Δευτέρα της δουλειάς

της καριέρας

της αγάπης

Το Αιδίο σου γεμάτο

πρασινοκόκκινα φωτάκια,

Γκάνγκστερς που θέλαν να περάσουνε με κόκκινο

μα είχαν φίλους στην τροχαία

και γίναν όλοι καλλιτέχνες

Κυριακή!

Πυρπολημένα μαγαζιά μικροαστών

Φωτεινές επιγραφές πολυεθνικών

Κι εσύ διαβάζεις Γκράμσι

ενώ δίπλα σου μια ξεχασμένη απ’ το θεούλη Τρίτη

εκσπερμάτωνει στο πρόσφατο εξώφυλλο του playboy

Αχ...

Εγώ δεν φταίω

έγραψα πολλά ποιήματα για την εργατική τάξη

και πάντα μ’άρεσαν οι κοκκινομάλλες

Page 30: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Καλώς ήρθατε στην πόλη μου

Ένα ατελείωτο

γκέτο σκοταδισμού...

Η Αθήνα

Τις πύλες τις φυλάνε νεοναζί

τις εκκλησίες δημοκράτες

τα χρηματιστήρια οι αριστεροί

Καλώς ήρθατε στην πόλη μου

Θέλω να ξημερώσει μια μέρα

Όπως λέει κι ο τίτλος

θέλω να ξημερώσει μια μέρα

χωρίς φασίστες

χωρίς καπιταλισμό

χωρίς γυναίκες που λένε όχι

Να ξημερώσει μια μέρα

που να ναι μέρα

επιτέλους

Page 31: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Ματιά στο μέλλον

Η ξύλινη σαρακοφαγωμένη εξώπορτα ήταν ανοιχτή, σάμπως όλοι ήθελαν να

επαναφέρουν στο μυαλό τους μια θύμηση. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να

υποδεικνύει μια υγιή κοινωνική ζωή. Σ’ έναν ενδεχόμενο παραλληλισμό του

γεγονότος με την πραγματικότητα το μυαλό κούτσαινε. Η υποσυνείδητη προσμονή

για ελευθερία, κατακερματίζονταν σαν άνθρωπος που πέφτει στο κενό. Όσοι

κυκλοφορούσαν έκαναν απεγνωσμένη προσπάθεια να αποβάλουν τις άτοπες

σκέψεις, μα η ματαιότητα των συνειρμών τους, καταπλάκωνε την ψυχική τους

ισορροπία.

Γεμάτοι δρόμοι, βουβοί δρόμοι, ζωή και θάνατος σε συνεχείς εναλλαγές ρόλων.

Το λευκό πιάτο στόλιζε το τραπέζι, παρέα με το λευκό περιεχόμενο του. Μια φέτα

μισομουχλιασμένο ψωμί και ένα κομμάτι δαγκωμένο τυρί βρίσκονταν καρφωμένα

εκεί. Ανάμεναν την ώρα που θα συναντούσαν αποφάγια άλλων οικογενειών, άλλων

τραπεζιών. Και εκείνος; Δε λυπόταν τάχα εκείνος τα πεταμένα φαγητά; Μα πότε οι

όμοιοι του –οι διαλλακτικοί και φιλάνθρωποι, αναγκαία γρανάζια– λυπήθηκαν των

ιδρώτα των ανθρώπων, των υποτελών; Το μόνο που σεβάστηκαν εκείνοι ήταν τα

περιττώματα τους –που τόσο τους έμοιαζαν– , αυτά που περιστασιακά έπρατταν

κάποιου είδους ανέλιξη, καλή ώρα.

Ισχυρά πρότυπα αναζητούνται για την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.

Δυο μικρά παιδιά αλληλοκοιτιούνται ενώ από το βλέμμα τους ξεχειλίζει μπερδεμός.

Το μικρότερο, κλαίει έντονα με λυγμούς, προσπαθώντας να υπενθυμίσει κάτι.

Ψάχνει τους χαμένους γονείς του, κάποιες κουβέντες να τους πει. Γνωρίζει καλά

πως ποτέ δεν κατάλαβαν την ουσία του κλάματος του. Το κατά τρία χρόνια

μεγαλύτερο αδερφάκι του, το κοιτάζει μ’ ένα αισχρό, χαιρέκακο βλέμμα,

πλαισιωμένο από μια ομάδα ανδρών, ντυμένη στα χακί.

Ο τόπος βρωμάει θάνατο, μα κανείς δεν είναι νεκρός, τουλάχιστον έτσι φαίνεται.

Page 32: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Αποκεφαλισμός

Μικρά κεφάλια αχνοφαίνονταν,

ο ορίζοντας, θολός τα πλαισίωνε,

και κάπου εκεί, ένα μεγαλόπρεπο,

ψηλότερο απ’ τ’ άλλα.

Τι λέει η λογική; Ας το κρατήσουμε.

Ας το κόψουμε λοιπόν.

Μη με κουράζεις, χεσμένο τον έχω τον Στάλιν,

τέτοια λάθη όμως είναι ασυγχώρητα.

Επικράτηση της τάξης έναντι του χάους

Για τον καπιταλισμό, φορέα ποικίλων ελευθεριών

Άδειασε και ‘κείνη η κάμαρα,

χθες,

χαίρομαι, υποθέτω.

Τη θυμάμαι,

γεμάτη ασχήμια αγκάλιαζε χίλια δυο μπιχλιμπίδια.

Την αναποδογύρισαν,

μα τι θαυμαστές αποκαλύψεις,

τι επικίνδυνη σέχτα!

Στην άκρη, μια στίβα δαγκωμένα βιβλία,

σωθήκαμε – λέει – από κανιβαλισμό.

Ριζοσπαστισμός

Δεν ξέρω αν πρέπει να το περηφανεύομαι,

αλλά ποτέ κάποιο βιβλίο δε διαμόρφωσε τη βασική ιδεολογική μου κατεύθυνση.

Φοβάμαι για τα λόγια μου μα η ελεύθερη σκέψη είναι κβαντισμένη,

Υποσημείωση –προς αποφυγήν παρεξηγήσεων– :

το σύμπαν είναι τεράστιο.

Όταν είμαι μόνος,

ανάμεσα στις βαθειά εγωιστικές σκέψεις μου,

φαντάζομαι εκείνα τα κοπάδια μοναξιάς,

αυτά που συνθέτουν τις ανθρώπινες σχέσεις.

Κάπως έτσι προσέγγισα τον αντικαπιταλισμό.

Ξεχωρίζουν οι ριζοσπάστες!

Page 33: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Ποτέ και πουθενά

Κρίμα που πάλι δε με κοίταξε,

πάλι δεν την άγγιξα,

είναι το τίμημα για κάθε διήγημα που άφησα στη μέση,

για κάθε ποίημα θυσιασμένο στο βωμό του χαμένου χρόνου.

Μισώ τις τύψεις,

σαν μ’ επισκέπτονται τις φιλοξενώ εγκάρδια,

βυθισμένος στην αγκαλιά της καλοσύνης, της πολιτικής ορθότητας.

Πνίγηκα στις μέσες λύσεις, ακόλουθος μου η στατιστική.

Είπα πως θα κλωτσήσω τις τύψεις σαν ξανάρθουν,

μα το ‘χα σπασμένο το πόδι μου,

είπα πως θα σου μιλήσω όταν ξανακοιτάξεις,

μα βουβάθηκα,

είπα να κάψω τις μέσες λύσεις,

τώρα παρέα με τη μοναξιά μου,

μέχρι να με διαψεύσει εκείνη,

ξέρεις ποια.

Σαν σου μιλώ γίνομαι ο πιο αμφιλεγόμενος άνθρωπος,

δολοφόνος και ευεργέτης ταυτόχρονα

και τότε παρέα αγκαλιάζουμε την αιωνιότητα,

κάθε γουλιά κρασί και ένα χαμόγελο

κάθε χαμόγελο και ένα φιλί

κάθε φιλί και ένα βήμα προς τη Ζωή.

Αδιαφορώντας για ό,τι μεσολαβεί.

Page 34: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Οι φράουλες

Φράουλες κόκκινες ,της γης της Ηλείας τα βλαστάρια

Φράουλες νόστιμες που στην γλώσσα λιώνουν

Μα κάτι σκοτεινό μέσα τους υπάρχει

Είναι ο ιδρώτας που τα μέτωπα των μελαμψών εργατών ποτίζει

Ιδρώτας αλμυρός και πικρός

Είναι τα δάκρυα της οργής και της λύπης

Που δούλοι είναι στις φραουλοφυτίες

Και ο μισθός ένα όνειρο απατηλό

Την τσέπη του άπληστου Φραουλά να γεμίζει

Μα όχι, δεν είμαστε στο Μισισιπή εδώ είναι Ελλάδα

Είναι τα παραπήγματα όπου σαν ζώα σας έχουν στοιβάξει

Το πάτωμα που τα κουρασμένα κορμιά χωρίς κρεβάτι

Τις νύχτες ξαπλώνετε

Και μόλις ο ήλιος ανατείλει πάλι στην απλήρωτη εργασία

Είναι το αίμα που χύθηκε σε κείνη την γη

Όταν ο εργάτης ζήτησε σαν άνθρωπος να ζήσει

Και τον ταπεινό του μισθό

Από τον κλέφτη ΕΡΓΟΔΟΤΗ να πάρει

Μα είναι και η σφιγμένη γροθιά του Έλληνα εργάτη

Που το δικό σου χέρι σύγχρονε δουλοπάροικε πιάνει

Για να σηκωθείς

Και κάτω από λάβαρα ματωμένα

Απ το αίμα όσων έπεσαν στον αγώνα για το ψωμί

Όλοι μαζί ενωμένοι προς την ανθρωπιά ας βαδίσουμε

Page 35: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΩΡΑ

Στον Α.Μ. Πίσα

Ήρθα στον κόσμο

Για να κτίσω σε μένα την ζωή

Καθ ομοίωση της καρδιάς μου

Η Δύσκολη ώρα

Η νεανική καρδιά είναι τραγούδι στην αρχή

Το σχέδιο του αρχοντικού ,που στους ανθρώπους όπως στην αγαπημένη θα δινες

στην γιορτή

Αλλά η καρδιά του άντρα είναι χέρια και μώλωπες

Που με το αίμα τους τον πόνο στα τούβλα θα δώσουν ζωη

Για να στέκετε έστω ένα πραγματικό χάνι εδώ στου δρόμου την άκρη

Για τους περιπλανώμενους ταξιδιώτες και για τις ταξιδιώτισσες

Σήμερα είναι πια η δύσκολη ώρα

Η νεανική καρδιά μου πέθανε και μόνος στο φέρετρο την πάω στον τάφο

Και ενώ από την νεκρή υποφέρω, υποφέρω και απ αυτό που στο στήθος μου

ξεκινάει να γεννιέται

Σήμερα είναι η δύσκολη μου ώρα

την Μια καρδιά την έθαψα και την άλλη δεν την έχω ακόμα

από την αγονία, από την μοναξιά εξασθενημένος

μάταια αμύνομαι στους ωχρούς τείχους

του δωματίου μου

του ειρωνικού

Γράμμα της Ερωμένης, λάμπα, του φίλου βιβλίο,

Πράγματα από αγάπη γεννημένα, φως και πίστη,

Σήμερα δίπλα μου σταθείτε και τρεις φορές πιο πολύ πιστά σε μένα να είστε

Αφού έμεινα στον κόσμο μόνος,

Και προσευχηθείτε

Να μου φυτρώσει καρδιά θαρραλέα και ασυμβίβαστη,

Και πιστέψτε σήμερα για μένα πως έτσι θα ναι,

Και πιστέψτε σήμερα για μένα

Πως θα κτίσω καθ εικόνα Της

Ζωή δικαίου ανθρώπου

Εγώ αρρενωπή καρδιά ακόμα δεν έχω

Μόνος στην δύσκολη μου ώρα

Και έτσι δεν πιστεύω.

Page 36: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Γίρι Βόλκερ (1900-1924)

Μετάφραση Γερακόπουλος Ιάκωβος -Λίγο πριν την αποχώρηση από την Αθήνα

Ψυχιατρείο «Παράδεισος»

Για παράδεισο ξεκίναγες

μα σ’εφαγε η βενζίνη

γκάζι πάτησες για μια ζωή

μα σου φαγε το λάστιχο η ηρωίνη

Άγγελος άσπρος της νιότης σου τα γέλια

μα θανάτου κέρβερος σε σήκωσε στα χέρια

Η μάνα σου χαμένη

πατέρας πουθενά

από μικρή κολουμπούσες στο ποτό

και ξέρναγες μετά

Τώρα μες το ψυχιατρείο

γυρεύεις γιατρειά

άλλοι ήτανε να μπούνε μέσα

μα σου προσφέραν τη σειρά

Το φεγγάρι στη στοά

Μπήκε το φεγγάρι στη στοά

κι έμαθε τη σκόνη από μέρα

έστρεψε στα διπλανά στενά

κι άρχισε τα «έγια-μόλα-έγια λέσα»

Του κεράσανε και σκόνη

μαζί με τα φεγγαράκια τ’άλλα

μα σε λίγο όλα ξεράσανε

της μανούλας τους το γάλα

Μα έγινε ανάγκη η σκόνη

και πώς να αντέξει στη νηστεία

βρίσκει μόνο μία λύση

και το ρίχνει στη ληστεία

Page 37: Μηδέν και ένα τεύχος ιούλη

Τρέχα τώρα φεγγαράκι

στα στενά της ομονοίας

γίνει και συ ο κυνηγός

μιας παραμύθας ευτυχίας