32

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩmedia.public.gr/Books-PDF/9786180204537-1101692.pdf · λαστή και πρότεινε το μάγουλό της για να εισπράξει

  • Upload
    others

  • View
    1

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ,Σ’ ΑΓΑΠΩ

Σειρά: ΣYΓXPONH ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛOΓOΤΕΧNΙΑ

Ιωάννα Νοταρά, Ψηλά τα χέρια, σ’ αγαπώ

© Ιωάννα Νοταρά και εκδόσεις Μίνωας, 2015

Παραγωγή: MINΩAΣ A.E.E. 1η έκδοση: Απρίλιος 2015

Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης ΚαραδήμαςΣχεδιασμός εξωφύλλου: Ιάκωβος ΨαρίδηςΣελιδοποίηση: Δήμητρα ΜυτσκίδουΦωτογραφίες εξωφύλλου: © Irene Lamprakou / Trevillion Images,© photoiva / Shutterstock.com

Copyright © για την παρούσα έκδοση: Εκδόσεις MINΩAΣΤ.Θ. 504 88, 141 10 N. Hράκλειο, AΘHNA τηλ.: 210 27 11 222 – fax: 210 27 11 056 www.minoas.gr • e-mail: [email protected]

ISBN 978-618-02-0453-7

ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ,Σ’ ΑΓΑΠΩ

Έκτακτο δελτίο ειδήσεων:

«Κυρίες και κύριοι, καλημέρα σας. Διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για μια έκτακτη είδηση: ο γνωστός σε όλους μας ως “ο μοναχικός ληστής των τραπεζών” χτύπησε πριν από λίγο, στο Περιστέρι αυτή τη φορά. Δεν υπάρχουν τραυματίες. Ανεπιβεβαίωτες πληροφο-ρίες σχετικά με τη λεία του κάνουν λόγο για το ποσόν των τριάντα χιλιάδων ευρώ. Η αστυνομία εντείνει τις προσπάθειές της προκειμένου να φτάσει στα ίχνη του “μοναχικού ληστή”. Αναλυτικό ρεπορτάζ στις δύο με τη Λήδα Αργυρίου».

Η Λήδα πέταξε το μπουρνούζι της και κάτι σιγομουρ-μούρισε στο άκουσμα της είδησης. Τα μαλλιά της έσταζαν, δεν είχε επιλέξει ακόμη τα ρούχα της και έπρεπε σε λιγό-τερο από μία ώρα να βρίσκεται στο κανάλι. Επιτάχυνε τις κινήσεις της, πέρασε βιαστικά μια πετσέτα από τα μαλλιά της, φόρεσε σχεδόν βρεμένη τα εσώρουχά της και άνοιξε την ντουλάπα. Έπιασε ένα λευκό φόρεμα με τιράντες και λίγο πριν το περάσει στο σώμα της το άφησε να προσγειω-θεί στο πάτωμα.

Ο Ιούνιος είχε δέκα σήμερα κι αυτή δεν είχε βρέξει ακό-μη ούτε πόδι στη θάλασσα! Το λευκό φόρεμα θα έδειχνε αίσχος στο επίσης λευκό δέρμα της, συλλογίστηκε στρα-

8 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

βομουτσουνιασμένη. Στις 14 Αυγούστου άρχιζε η άδειά της, συνέχισε μηχανικά τις σκέψεις της. Τελευταία των τε-λευταίων, αλλά οι εποχές δεν ήταν για γκρίνιες, ούτε για απαιτήσεις, ασχέτως που εκείνη ήταν από τις τυχερές!

Λήδα Αργυρίου! Δημοσιογράφος, ετών είκοσι εννέα, κι ενώ οι περισσότεροι συνάδελφοι που γνώριζε δεν ήλπιζαν πλέον, όχι για μια θέση σε τηλεοπτικό κανάλι, αλλά ούτε για ένα αρθράκι σε εφημερίδα δεύτερης επιλογής, η Λήδα, μόλις δύο χρόνια μετά την πρόσληψή της, το τελευταίο οκτάμηνο είχε επιλεγεί να παρουσιάζει καθημερινά το κε-ντρικό μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων, καθώς και το βραδι-νό δελτίο δύο Σαββατοκύριακα τον μήνα.

Κατέληξε σ’ ένα πράσινο αρκετά κοντό φόρεμα, το οποίο πέρασε με γρήγορες κινήσεις στο σώμα της, έπειτα άπλωσε νευρικά την κρέμα ημέρας στο πρόσωπό της, λίγο απαλό κραγιόν στα χείλη, άρπαξε την τσάντα της νευρικά και βγήκε. Πίεσε το κουμπί του ασανσέρ και περίμενε με αδημονία. Στις έντεκα έπρεπε να βρίσκεται στο μακιγιάζ και στις δώδεκα είχε συνάντηση με τους συνεργάτες της προκειμένου να μιλήσουν για τις τελευταίες λεπτομέρειες του δελτίου.

Το διαμέρισμά της βρισκόταν στον Άλιμο και της χρει-αζόταν κάπου μισή ώρα ώσπου να φτάσει στο Χαλάνδρι. Εκεί βρισκόταν το τηλεοπτικό κανάλι ORA News, ένα από τα τρία δημοφιλέστερα της χώρας, συχνά πρώτο σε τηλε-θέαση και σταθερά πρώτο στα δελτία ειδήσεων!

Έριξε μια φιλάρεσκη ματιά στον καθρέφτη του ασαν-σέρ. «Χάλι μαύρο έχεις, Λήδα…» μουρμούρισε με μια γκρι-μάτσα δυσαρέσκειας και φόρεσε τα μεγάλα μαύρα γυαλιά

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ 9

του ήλιου. Έφτασε στο υπόγειο γκαράζ της νεόκτιστης πολυκατοικίας, πάτησε το κουμπί, απενεργοποίησε τον συναγερμό του αυτοκινήτου της και πέρασε μέσα. Πέτα-ξε την τσάντα της στα πίσω καθίσματα, έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Βγαίνοντας στον δρόμο δέχτηκε τις επιθέσεις δύο «εχθρών». Της αφόρητης ζέστης, αν και Ιούνιος ακό-μη, αλλά και του μποτιλιαρίσματος. Έβαλε στο φουλ τον κλιματισμό και ξεφύσησε.

Άνοιξε το ραδιόφωνο. Πάλι για τον ληστή έλεγαν. Άλ-λαξε γρήγορα σταθμό. Τα ίδια. Άγγιξε με τα περιποιημένα χέρια της ένα κουμπί στο καντράν του αυτοκινήτου και το αγαπημένο της σιντί έφερε στα αυτιά της μια γλυκιά με-λωδία της Αντέλ. «Someone like you»! Το αγαπημένο της τραγούδι. «Υπέροχα!» αναφώνησε σιγοντάροντας ψιθυρι-στά τον σκοπό του τραγουδιού. Με τον ληστή θα έτρωγε όλη της τη μέρα σήμερα, μιας και θα ήταν το πρώτο θέμα που θα κουβέντιαζε με τους συνεργάτες της πριν και μετά το δελτίο.

1

Έντεκα και είκοσι έδειχνε το ρολόι την ώρα που πέρασε σαν σίφουνας στον χώρο του μακιγιάζ.

«Καλώς το Ληδάκι μας!» «Καλή σου μέρα, Καίτη. Πώς είναι τα κέφια μας σήμερα;

Τι λέει εδώ;»Η Καίτη ήταν η προσωπική μακιγέζ και θαυμάστρια της

Λήδας. Όμως τη Λήδα όλοι τη θαύμαζαν! Τη θαύμαζαν και την πρόσεχαν, γνωρίζοντας ότι ήταν η αδυναμία του γενι-κού διευθυντή ειδήσεων. Η Λήδα Αργυρίου ήταν κόρη του Αντώνη Αργυρίου. Από τα μεγαλύτερα ονόματα της δη-μοσιογραφίας και τώρα πια της αστυνομικής λογοτεχνίας, καθώς και πολύ καλός φίλος του γενικού διευθυντή.

Κάπως έτσι είχε βρεθεί η Λήδα σ’ αυτή τη θέση και, όχι μόνο είχε βρεθεί, αλλά φέτος είχε απογειωθεί αναπάντεχα, η αλήθεια ήταν, στο μεσημεριανό κεντρικό δελτίο ειδήσεων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ψιθυρίζεται συχνά στους δια-δρόμους το όνομά της. Άξιζε η Λήδα Αργυρίου γι’ αυτή τη θέση ή ο μπαμπάς…

Ο μπαμπάς ναι, είχε παίξει κι αυτός τον ρόλο του, ωστό-σο κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τα προσόντα

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ 11

της. Τις πανεπιστημιακές της σπουδές στα ΜΜΕ, το διε-τές μεταπτυχιακό της στην Αμερική, καθώς και την άψογη εμφάνιση και χάρη της. Μέτριο ύψος, σωστές αναλογίες, πλούσια καστανόξανθα μαλλιά. Τα μεγάλα της μάτια εί-χαν το χρώμα του κεχριμπαριού, τα χείλη της ελαφρώς σαρκώδη, λεπτό πιγούνι, ψηλός λαιμός, υπέροχο βλέμμα και χαμόγελο.

Όλο αυτό το πακέτο είχε προκαλέσει τεράστιο ενδια-φέρον γύρω από το πρόσωπό της. Οι συνάδελφοί της, παρότι την εκτιμούσαν, ενδόμυχα δεν είχαν πειστεί όλοι πως μόνο η Αργυρίου διέθετε τα προσόντα για όσα είχε πετύχει, αλλά και για όσα ψιθυριζόταν ότι θα πετύχαινε. Εν πολλοίς, τη ζήλευαν…

«Καίτη μου, πρέπει να με τελειώσεις γρήγορα. Τα μαλ-λιά μου, όπως βλέπεις, είναι μούσκεμα, η κομμώτρια θα μου πάρει ώρα και δυστυχώς ήρθα καθυστερημένη…»

«Μη νοιάζεσαι, κούκλα μου. Α, θα σε μαλώσω. Τι έχουν τα ματάκια σου; Μαύροι, κατάμαυροι κύκλοι… Πάλι ξημε-ρώθηκες; Να υποθέσω το πρόσωπο;»

«Να υποθέσεις, Καίτη. Ο Μάριος μ’ έχει καψουρευ-τεί…»

«Ενώ εσύ;»«Η Λήδα δεν τα πάει καλά με την καψούρα. Περνάει,

σαγηνεύει, παίρνει για όσο θέλει και φεύγει…»Η Λήδα αναγνώρισε τη φωνή της Εριέττας. Γύρισε γε-

λαστή και πρότεινε το μάγουλό της για να εισπράξει το φιλί της ημέρας. Η Καίτη τη μάλωσε. Παρεμπόδιζε τη δου-λειά της, παραπονέθηκε.

«Τι έγινε, Εριέττα μου; Πότε ήρθες;»

12 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

«Πριν από λίγο, αγάπη μου».«Τι έκανες χτες;»«Τι να κάνω; Τίποτα δεν έκανα. Σπίτι. Ο αγαπημένος

μου δεν… άσε που ο ληστής ξαναχτύπησε και μ’ έτρεχαν άρον άρον στο Περιστέρι. Τώρα γύρισα. Σου έχω ρεπορ-τάζ, αλλά όχι πολύ πλούσιο. Κουβέντα δεν τους έπαιρνες, αλλά δεν πειράζει, ες αύριον τα σπουδαία, αγαπητή μου! Πέτυχα ραντεβού με έναν “μεγάλο” της αστυνομίας!»

«Καλά, αυτά θα μου τα πεις σε λίγο στη συνάντηση. Για τον άλλο όμως; Πάλι δεν τον άφησε η “αντιπαθητική” του γυναικούλα; Αχ, βρε Εριέττα… χάθηκαν οι ελεύθεροι;»

«Ο Μάνος θα τη χωρίσει και λέω να αλλάξουμε θέμα. Δεν έχω όρεξη να αρχίσω τέτοια κουβέντα. Βλέπεις, δεν είμαστε όλες τυχερές…»

Η Καίτη και η Λήδα αντάλλαξαν στον αέρα μια κλεφτή ματιά. Αυτό ήταν ένα ακόμα θέμα που ψιθυριζόταν στους διαδρόμους. Αφορούσε την οφθαλμοφανή ζήλια που έτρε-φε η Εριέττα για τη Λήδα. Μόνο η Λήδα δεν το αποδεχό-ταν, συλλογίστηκε για πολλοστή φορά η Καίτη. «Δεν με ζηλεύει» επέμενε η Λήδα δικαιολογώντας τη συμπεριφορά της Εριέττας. Η ακατάστατη προσωπική ζωή της έφταιγε, συνήθιζε να λέει και το πίστευε. Αν δεν είχε μπλέξει με τον ακατονόμαστο… Εξαιτίας του εκσφενδόνιζε δηλητηριώδη σχόλια ώρες ώρες. Μόνο που αυτές οι… ώρες ολοένα και αυξάνονταν, σκεφτόταν η Καίτη συνεχίζοντας σιωπηλή τη δουλειά της.

Η Εριέττα ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερη της Λήδας και εργαζόταν ήδη δύο χρόνια πριν από την πρόσληψη της Λήδας στο κανάλι. Σχεδόν από τον πρώτο καιρό οι δυο

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ 13

κοπέλες είχαν μια καλή επικοινωνία μεταξύ τους, ενώ γρή-γορα άρχισαν να κάνουν παρέα εκτός γραφείου. Σήμερα, ήταν αχώριστες!

Για του λόγου το αληθές βέβαια, κανείς δεν περίμενε, όταν τέθηκε θέμα για την παρουσιάστρια των μεσημερια-νών ειδήσεων, και περισσότερο η Εριέττα, ότι εντέλει θα ήταν αυτή που θα έχανε την πολυπόθητη θέση από τη νεο-φερμένη φίλη της. Έτσι, όταν η Λήδα βρέθηκε στο γυαλί, ενώ η Εριέττα, αν και παλαιότερη και εξίσου εμφανίσιμη, στους δρόμους για εξωτερικό ρεπορτάζ με τις ζέστες, τα κρύα, τις βροχές, κάτι άλλαξε στη συμπεριφορά της Εριέτ-τας. Κάτι που η Λήδα αρνιόταν να διακρίνει.

Η Εριέττα όμως, αφού πρώτα είχε αψηφήσει τα αδιαμ-φισβήτητα παραπάνω πανεπιστημιακά προσόντα της Λή-δας, καθώς και το ταλέντο της στο γυαλί όταν γίνονταν τα δοκιμαστικά, δεν είχε καταφέρει να χωνέψει αυτή την ανα-τροπή. Ευκαιρίας δοθείσης λοιπόν, εκτόξευε –στην Καίτη κυρίως– τα καυστικά της σχόλια, τα σχετικά με τη Λήδα. «Εμ βέβαια, η Λήδα έχει τον μπαμπά! Και μήπως ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει με τον γενικό κάθε φορά που κλεί-νεται με τις ώρες στο γραφείο του;» δεν δίσταζε να λέει στην Καίτη, τραβώντας ωστόσο άδικα το σχοινί πολύ πιο πέρα. Αυτό μάλιστα με τον γενικό το είχε επινοήσει τον τε-λευταίο μήνα, αδιαφορώντας προφανώς, είχε συμπεράνει η Καίτη, για το ότι ήταν πιθανό να φτάσει μέχρι τα αυτιά της Λήδας.

Η Καίτη, ευτυχώς, δεν είχε διανοηθεί να ανοίξει το στό-μα της για να μην πικράνει τη Λήδα. Όσο για τους άλλους που τ’ άκουγαν, δεν τόλμαγαν, για την ώρα τουλάχιστον,

14 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

να μεταφέρουν λόγια. Φοβούνταν αφενός μη χάσουν τη δουλειά τους, κι αφετέρου στο βάθος συμπαθούσαν τη Λήδα που ήταν καταδεχτική και γλυκιά με όλους. Στο κάτω κάτω, κι αν ακόμα ήταν έτσι όπως τα ’λεγε η Εριέττα, τι έφταιγε η Λήδα αν ο πατέρας της…

Περασμένες δώδεκα η Λήδα αγκαζέ με την Εριέττα πέρα-σαν στο γραφείο συσκέψεων του καναλιού. Οι υπόλοιποι τρεις δημοσιογράφοι της ομάδας ήταν ήδη εκεί, χαιρετή-θηκαν, αντάλλαξαν δυο τρία αστεία μεταξύ τους και οι δυο κοπέλες πήραν τη θέση τους στο στρογγυλό τραπέζι. Λίγο πριν από τη μετάδοση των ειδήσεων, η ομάδα είχε απο-φασίσει για τη σειρά με την οποία θα μετέδιδε η Λήδα τα μεσημεριανά νέα.

Πρώτες ήταν πάντα οι ειδήσεις που αφορούσαν τις οι-κονομικές εξελίξεις. Εξελίξεις που τα τελευταία τρία χρό-νια άλλαζαν πλέον όχι από μέρα σε μέρα, αλλά από ώρα σε ώρα! Ωστόσο, για σήμερα ειδικά, θα αφιέρωναν τα πρώτα λεπτά του δελτίου τους στη ληστεία, που αυτή τη φορά είχε συμβεί στο Περιστέρι. Ο «μοναχικός ληστής» εδώ και πολύ καιρό ήταν ο πονοκέφαλος της αστυνομίας, αλλά και το θέμα συζήτησης της κοινής γνώμης. Γι’ αυτό, αμέσως μετά την ανακοίνωση της είδησης, θα διέθεταν ακόμα λίγο χρόνο στο σύντομο ρεπορτάζ που είχε ετοιμάσει η Εριέττα με τους συνεργάτες της. Η Λήδα θα της έθετε επιλεγμένες αλλά σύντομες ερωτήσεις σχετικές με το θέμα και θα συ-νέχιζαν με την προκαθορισμένη ροή των ειδήσεων.

Τα λίγα λεπτά που είχαν απομείνει στη Λήδα πριν περά-

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ 15

σει στο στούντιο, τηλεφώνησε στην Κοραλία. Η Κοραλία της! Η μικρότερη αδελφή του πατέρα της που την είχε με-γαλώσει αντικαθιστώντας άψογα τη μητέρα της. Δεν είχε παντρευτεί από δεοντολογία. Υπήρξε πανέμορφη, και σή-μερα στα πενήντα της ήταν ακόμη ερωτεύσιμη, σύγχρονη και ανεξάρτητη γυναίκα. Από τα δεκατρία της η Λήδα είχε πάψει να την προσφωνεί «θεία» και ήταν το πιο αγαπημένο και έμπιστο άτομο στη ζωή της.

«Κοραλάκι μου…»«Κορίτσι μου! Είσαι έτοιμο; Μη φοβάσαι, μάτια μου,

εσύ ό,τι κι αν κάνεις θα έχεις όλη τη θετική ενέργεια που σου στέλνω και θα πετυχαίνεις. Μην ανησυχείς για τίποτα. Είμαι ήδη μπροστά στην τηλεόραση και περιμένω να σε καμαρώσω».

«Εντάξει, Κοραλία μου. Γι’ αυτό σε πήρα και… τι λες να περάσω μετά να πάμε για φαγητό;»

«Μα το ρωτάς; Θα σε περιμένω…»

«Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας. Ο “μοναχικός ληστής” ξαναχτύπησε σήμερα στις εννέα και μισή το πρωί στο Περιστέρι. Οι πρώτες πληροφορίες κάνουν λόγο για λεία τριάντα χιλιάδων ευρώ. Ακολουθεί ανα-λυτικό ρεπορτάζ από τη ρεπόρτερ μας Εριέττα Παπα-δάκη».

Λίγο πριν εμφανιστεί η Εριέττα, οι τηλεθεατές είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν ένα σύντομο στιγμιό-τυπο από τις κάμερες ασφαλείας της τράπεζας. Διακρι-νόταν ο ληστής ψύχραιμος να απειλεί με το όπλο του το

16 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

προσωπικό, αλλά και τους λιγοστούς πελάτες εκείνη τη στιγμή. Τότε εμφανίστηκε στην εικόνα η Εριέττα:

«Καλησπέρα κι από μένα. Μόλις παρακολουθήσατε ένα σύντομο στιγμιότυπο από τις κάμερες ασφαλείας της τρά-πεζας. Η αστυνομία σ’ αυτή τη φάση των ερευνών έχει επι-λέξει να δίνει ελάχιστες πληροφορίες. Ωστόσο, από απο-κλειστικές πληροφορίες που συλλέξαμε, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι πρόκειται για τον γνωστό σε όλους μας τρομο-κράτη-αναρχικό Μενέλαο Σπανό, ο οποίος καταζητείται εδώ και μήνες από τις αρχές. Ο Σπανός, υπενθυμίζω, είναι ο αρχηγός της τρομοκρατικής οργάνωσης “Ενάντια στην εξουσία”, δύο μέλη της οποίας έχουν ήδη συλληφθεί και καταδικαστεί.

»Παρά το ότι ο ληστής, όπως όλα δείχνουν, έχει επιλέξει να μεταμφιέζεται, ο σωματότυπος είναι αυτός του Σπανού, που θεωρείται ένοχος για τρεις τουλάχιστον βομβιστικές ενέργειες, για ληστείες σε τράπεζες και σουπερμάρκετ. Πα-λαιότερα είχε καταδικαστεί και εκτίσει ποινή πέντε ετών.

»Αυτή τη φορά, όπως διακρίνετε και στο βίντεο, ο λη-στής μέσα από το μαύρο του καπέλο τύπου τζόκεϊ είχε επι-λέξει μακριά και ξανθά μαλλιά, λεπτό μούσι γύρω από το πιγούνι και φυσικά τα μάτια του ήταν κρυμμένα πίσω από μαύρα γυαλιά».

Στη συνέχεια η Λήδα έθεσε ένα δυο ερωτήματα στην Εριέττα σχετικά με τις μεταμφιέσεις του ληστή και έκλεισε το θέμα υπενθυμίζοντας στο κοινό τις έως τώρα ληστείες του κακοποιού.

* * *

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ 17

Ο Χάρης Μπάλτσας, τυλιγμένος με μια πετσέτα από τη μέση και κάτω και αδιαφορώντας για τα νερά που έσταζαν από το σώμα του, πέρασε τα χέρια του από τα κοντοκου-ρεμένα καστανά μαλλιά του και… ίσως να χαμογέλασε. Έπειτα κατέβασε μονορούφι ένα ποτήρι κρύο νερό και έκλεισε την τηλεόραση. Κάθισε ξεφυσώντας στον τριθέσιο μπεζ καναπέ, ακούμπησε το κεφάλι του πίσω και έκλεισε τα μάτια του διατηρώντας ακόμη εκείνο το… «σχεδόν» χαμόγελο.

Να ’ταν χαμόγελο ευτυχίας, μυστηρίου ή θλίψης; ανα-ρωτήθηκε μόνος του μην έχοντας κατά νου να δώσει απά-ντηση. Στύλωσε το βλέμμα του πρώτα στο ταβάνι και ύστερα το έσυρε αφηρημένα στον χώρο. Απέναντι από τον καναπέ όπου καθόταν, ήταν η τηλεόραση πλάσμα, που μόλις είχε κλείσει. Αριστερά ο τοίχος ήταν ολόκληρος μια βιβλιοθήκη όπου πολλά στριμωγμένα βιβλία έστεκαν λες δυσανασχετώντας. Δεξιά από τον καναπέ βρισκόταν η μο-ναδική μπαλκονόπορτα, η οποία ήταν ερμητικά κλειστή διατηρώντας σκοτεινό και δροσερό τον χώρο. Ένα τραπε-ζάκι σαλονιού ήταν τοποθετημένο μπροστά από τον κανα-πέ. Μια πολυθρόνα ακόμα δίπλα από την τηλεόραση, και αυτό ήταν το καθιστικό του Χάρη Μπάλτσα, ετών τριάντα επτά, διδάκτορα των οικονομικών!

Ξαφνικά πετάχτηκε επάνω και άρπαξε τα δυο ποτήρια που βρίσκονταν ξεχασμένα ίσως από προχθές πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Κατευθύνθηκε προς τη μικρή κουζίνα τού μόλις πενήντα πέντε τετραγωνικών διαμερί-σματός του, άνοιξε τη βρύση και καταπιάστηκε να πλένει τα ποτήρια. Ύστερα σκούπισε σχολαστικά τα νερά που

18 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

έσταζαν ακόμη από το σώμα του και τέλειωσε με μια προ-σεχτική ματιά στον χώρο.

Ησύχασε. Όλα ήταν ταχτοποιημένα! Ο Χάρης μισούσε την ακαταστασία. Την ακαταστασία στον χώρο του, στο μυαλό, στη ζωή του… Αυτή η τελευταία σκέψη τού προ-κάλεσε ένα φτερούγισμα στο μέρος της καρδιάς. Ένιωσε το γνωστό του, ενοχλητικό πια χτύπημα στα μηνίγγια και πέταξε νευριασμένος την πετσέτα από πάνω του.

Πέρασε στην κρεβατοκάμαρα. Ένα ημίδιπλο στρώμα-υπόστρωμα προσεχτικά στρωμένο με μπλε σεντόνια, απέ-ναντι οι εντοιχισμένες ντουλάπες, ενώ από την αριστερή πλευρά του κρεβατιού βρισκόταν ένα κομοδίνο σε χρώμα ανθρακί που ίσα χώραγε ένα πορτατίφ, ένα μικρό ηλεκτρο-νικό ρολόι και το βιβλίο που διάβαζε. Νέμεσις του Τζο Νέ-σμπο…

Άνοιξε την ντουλάπα να βγάλει καθαρά εσώρουχα και ρούχα. Ο ολόσωμος καθρέφτης τράβηξε την προσοχή του. Στάθηκε παρατηρώντας το είδωλό του. Είχε αδυνατίσει τον τελευταίο καιρό, πρόσεξε, αλλά του άρεσε. Το σώμα του ήταν ψηλό, οι πλάτες του φαρδιές, η μέση του λεπτή, η κοιλιά του επίπεδη. Επικεντρώθηκε στο πρόσωπό του. Μεγάλο μέτωπο, μάτια ελαφρώς σχιστά, λίγο πιο σκούρα από τα καστανά μαλλιά του, τα χείλη του σχεδόν λεπτά και καλοσχηματισμένα, το πιγούνι του…

Έκλεισε τον καθρέφτη και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τα μά-τια του έτρεχαν πάλι. Έτρεχαν και μούσκευαν το πρόσωπό του. Δάκρυα που δεν ήταν αλμυρά. Πικρά ήταν και προέρ-χονταν κατευθείαν από την ψυχή του. Επειδή η ψυχή του Χάρη ήταν πικρή σαν δηλητήριο…

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ 19

Πριν κλείσει τα μάτια του έριξε μια ματιά στην ώρα. Κόκκινοι οι αριθμοί έδειχναν 15.50. Στις έξι είχε ραντεβού με τη Μυρσίνη. Με τη Μυρσίνη που…

Πέρασε τις παλάμες πάνω από το πρόσωπό του και σφάλισε τα μάτια του. Τότε ήρθαν στον νου του οι σκέ-ψεις. Σκέψεις που δυο χρόνια σχεδόν είχαν γίνει ο εχθρός του. Στην αρχή έξυναν απαλά, σχεδόν ηδονικά τον νου του, αλλά στη συνέχεια τον έγδερναν, τον πλήγωναν, τον πονούσαν… Και, όταν ο Χάρης συνειδητοποίησε ότι αδυ-νατούσε πια να ελέγξει τη λογική του, άφησε τις σκέψεις να προχωρούν ανενόχλητες, μέχρι που ο νους του σιγά σιγά άλλαξε. Σαν να μην ήταν πια ο γνωστός σ’ αυτόν Χά-ρης, αλλά ένας άλλος άνθρωπος που κάποτε δεν χωρούσε ούτε στη φαντασία του. Σήμερα ωστόσο, ο Χάρης γνώριζε πως ό,τι δεν είχε πετύχει η φαντασία το είχαν κατορθώσει ύπουλα οι σκέψεις του.

16.40 έδειχναν οι κόκκινοι αριθμοί πλάι του όταν άνοιξε τα μάτια του. Είχε περάσει κάμποση ώρα. Ανώφελη ώρα, έκανε τη σκέψη, όμως ειδικά σήμερα είχε πολλά να κάνει. Πρώτα πρώτα να τηλεφωνήσει της Μυρσίνης. Αν δεν της τηλεφωνούσε θα ερχόταν στις έξι κι εκείνος έπρεπε να φύ-γει απόψε. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι, ντύθηκε βιαστικά, έβαλε καφέ και πήρε το κινητό στα χέρια του.

«Χάρη μου; Στη δουλειά είσαι ακόμη;»«Τώρα φεύγω, αλλά δεν γίνεται να βρεθούμε σήμερα…»«Γιατί, βρεθήκαμε χθες; Μήπως προχθές; Τι τρέχει,

Χάρη;» ρώτησε η Μυρσίνη επιθετικά, παραβλέποντας την αδιαφορία με την οποία είχαν βγει οι λέξεις απ’ το στόμα του.

20 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

«Τίποτα δεν τρέχει. Είμαι κουρασμένος και πρέπει να πάρω δουλειά στο σπίτι, Μυρσίνη. Γιατί θα πρέπει κάτι να τρέχει;» συνέχισε εκείνος στον ίδιο αδιάφορο τόνο.

«Εντάξει, Χάρη, ό,τι πεις. Εγώ θα βγω με την παρέα μου απόψε. Θα πάμε μπουζούκια. Είχα αρνηθεί όταν μου το πρότειναν, αλλά αφού είσαι απασχολημένος… Μήπως θυ-μάσαι πόσο καιρό έχουμε να πάμε μπουζούκια;»

Ένιωσε το αίμα να βάφει κατακόκκινο το πρόσωπό του. Πώς είχε μπλέξει μ’ αυτή την ηλίθια; Πώς την ανεχό-ταν τόσο καιρό; Από την αρχή έπρεπε να την είχε ξεφορ-τωθεί, αλλά τότε βλέπεις ήταν αλλιώς τα πράγματα. Είχε πιστέψει κι αυτός ότι είχε ξεφύγει απ’ τη μιζέρια… Αλλά ως εδώ.

«Μυρσίνη, όχι, δεν θυμάμαι πόσο καιρό δεν έχουμε πάει μπουζούκια και ούτε θα ξαναπάμε. Και… θέλω να χωρί-σουμε!»

Μια απόφαση απρογραμμάτιστη, συνειδητοποίησε ο Χάρης όταν πια οι λέξεις είχαν διαπεράσει τη γραμμή του τηλεφώνου. Ωστόσο ανακουφίστηκε. Ένα μικρό βάρος, απ’ τα τόσα που τον βάραιναν, είχε φύγει.

«Να χωρίσουμε; Το εννοείς;» η σχεδόν υστερική φωνή της γύρισε τον Χάρη στο διά ταύτα.

«Απόλυτα!» της απάντησε δίχως δισταγμό.«Χάρη, είμαστε ένα χρόνο μαζί και…»«Δεν έπρεπε να μείνουμε τόσο. Δικό μου λάθος και σου

ζητάω συγγνώμη».«Και… δηλαδή… εντάξει, ας χωρίσουμε, αλλά θέλω να

με κοιτάς στα μάτια όταν θα μου το ξαναπείς».«Αύριο στις επτά στο Da capo».

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ 21

«Όχι στο σπίτι σου;»«Όχι, Μυρσίνη. Έξω θα μιλήσουμε».«Μα, Χάρη μου, τι συνέβη τόσο ξαφνικά; Μήπως παίζει

άλλη;» το επιθετικό της φωνής της είχε μετατραπεί σε τρυ-φερότητα, σε νάζι…

«Τίποτα δεν παίζει, θέλω να είμαι μόνος και τώρα σε κλείνω. Τα λέμε αύριο».

Αρκετά λεπτά μετά το κλείσιμο της γραμμής, η Μυρσίνη, κόρη γνωστού επιχειρηματία, κοιτούσε ακόμη την τελευ-ταίας τεχνολογίας συσκευή του έξυπνου κινητού της. Στη συνέχεια βολεύτηκε στον καναπέ της σκεφτική. Δεν ήταν έτοιμη να χωρίσει με τον Χάρη, αλλά… η αλήθεια ήταν ότι δεν ταίριαζαν. Όσο κι αν είχε μορφωθεί και ζήσει στο εξω-τερικό κατά τη διάρκεια της διατριβής του, όσο κι αν είχε μια αξιοπρεπή δουλειά, δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος που μεγάλωσε στην επαρχία και που στο τέλος τέλος θα έμενε για το υπόλοιπο της ζωής του ένας υπάλληλος. Οικονομι-κός σύμβουλος του γενικού διευθυντή της COSMOS. Μιας εταιρείας κινητής τηλεφωνίας που είχε έδρα στην Ελλάδα και υποκαταστήματα στην Κύπρο.

Πολύ συχνά η Μυρσίνη σκεφτόταν πως ο πατέρας της, αν κάποτε προέβαιναν σε επισημοποίηση αυτής της σχέ-σης, δεν θα συμφωνούσε ποτέ μ’ έναν γαμπρό υπάλληλο. Εκείνος έκανε όνειρα για τον γιο του φίλου του του μεγα-λοεπιχειρηματία.

Αλλά δεν ήταν προετοιμασμένη να χωρίσει με τον Χάρη. Ο Χάρης της άρεσε, ίσως και να τον αγαπούσε. Ήταν

22 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

ωραίος άνδρας! Ωραίος και στο κρεβάτι! Κανείς έως σήμε-ρα δεν την είχε κάνει να τρέμει από πόθο στην αγκαλιά του! Κανείς δεν την είχε φτάσει στην απόλυτη σεξουαλική κορύφωση! Η Μυρσίνη ήταν ανεκτά εμφανίσιμη και πλού-σια. Παρά τα είκοσι τέσσερα χρόνια της, είχε περάσει από πολλούς εραστές. Ούτε που θυμόταν πόσους. Εντούτοις, ποτέ δεν είχε γνωρίσει αυτό το κάτι για το οποίο κουβέ-ντιαζαν οι φίλες της.

Δεν το είχε ομολογήσει επειδή ντρεπόταν. Και όλα αυτά μέχρι που γνώρισε τον Χάρη, για την ακρίβεια, μέχρι που έκαναν έρωτα! Τα αγγίγματα του Χάρη διαπερνούσαν αργά και γλυκά το κορμί της, μέχρι που παραδινόταν σ’ έναν άλλον υπέροχο και άγνωστο γι’ αυτήν κόσμο! Για όλα αυτά θα έκανε το παν αύριο μήπως τον ξανακέρδιζε. Ίσως να είχε τα νεύρα του σήμερα. Ίσως ήταν κουρασμένος, ίσως… ό,τι κι αν ήταν θα το προσπέρναγε. Η Μυρσίνη είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της σε σχέση με τους άνδρες και ήξερε να κερδίζει ό,τι επιθυμούσε!

2

Η ώρα επτά και μισή το απόγευμα η Λήδα έκλεινε τον υπο-λογιστή στο γραφείο της έτοιμη να αποχωρήσει, όταν χτύ-πησε το κινητό της. «Εριέττα» έγραφε στην οθόνη.

«Λήδα…»«Εριέττα, κλαις;»«Περίπου… Ο Μάνος δεν θα περάσει από το σπίτι μου.

Τι κάνεις απόψε;»«Είμαι πτώμα… Έχω κανονίσει να φάμε με την Κοραλία

και θα πάω στο σπίτι μου».«Έλεγα να βγαίναμε… Δεν αντέχω τη μοναξιά απόψε,

βρε Λήδα, αλλά… να που τελικά δεν υπάρχει κανείς για μένα…»

«Άσε τα μεγάλα λόγια, βρε Εριέττα! Άκου δεν υπάρχει κανείς για σένα… Τελειώνοντας με την Κοραλία θα σου τη-λεφωνήσω από τον δρόμο. Θα έρθεις στο σπίτι μου, θα πιού-με τα ποτάκια μας στη βεράντα και θα κοιμηθείς σ’ εμένα».

«Ο Μάριος;»«Ποιος νοιάζεται για τον Μάριο; Λοιπόν, χαλάρωσε και

θα τηλεφωνηθούμε αργότερα. Εντάξει; Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα πρηστείς στο κλάμα μέχρι να βρεθούμε;»

«Έγινε, Λήδα. Καλά να περάσεις. Τα λέμε αργότερα».

24 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

* * *

Η Λήδα οδηγούσε χαλαρή προς τη Γλυφάδα. Εκεί ήταν το κινέζικο εστιατόριο όπου συνήθιζαν να τρώνε με την Κοραλία, τη γυναίκα που είχε το μαγικό ραβδί για να την ηρεμεί, που ήξερε να της δίνει δύναμη και κουράγιο όταν καμιά φορά τα νούμερα τηλεθέασης παρουσίαζαν πτώση, που… ήταν η μόνη που σκέπαζε τις όποιες, και ήταν πολ-λές, ανασφάλειες που την ταλαιπωρούσαν. Επειδή η Κο-ραλία ήταν η μάνα, η αδελφή, η φίλη και η ασφάλεια μιας ψυχής που έπασχε από το «σύνδρομο» της εγκατάλειψης.

Η Κοραλία βρισκόταν στο εστιατόριο μισή ώρα νωρίτε-ρα από το καθορισμένο τους ραντεβού. Πάντα έτσι έκανε ώστε πριν έρθει η αγάπη της, η Λήδα της, να έχει χαλαρώ-σει απολαμβάνοντας με μικρές γουλιές το κρασί της. Και πάντα σ’ εκείνο το ημίωρο έκανε τις ίδιες σκέψεις, έβλεπε τις ίδιες εικόνες.

Ήταν μόλις δύο ετών η Λήδα όταν η Ελπίδα Τακτικού, η μητέρα της, εγκατέλειψε σύζυγο και κόρη. Είχε φύγει με τον καλύτερο φίλο του άνδρα της και νονό της Λήδας για τη μακρινή Βραζιλία και, απ’ όταν έφυγε, δεν έμαθε κανείς τίποτα γι’ αυτήν. Τον πρώτο καιρό ο Αντώνης Αργυρίου περίμενε. Περίμενε ένα γράμμα, ένα κάτι… Μη συμφιλιω-μένος με το δράμα που ζούσε, συνέχισε, για τρία τουλάχι-στον χρόνια, να ελπίζει σε μια λογική εξήγηση, έστω, από μέρους της γυναίκας του, η οποία όμως εξήγηση δεν έφτα-σε ποτέ. Η Ελπίδα ήταν σαν να υπήρξε μόνο στη σφαίρα της φαντασίας του!

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ 25

Στο μεταξύ η Κοραλία, που όλα αυτά τα έβλεπε καθη-μερινά στα μάτια του αδελφού της, επέμενε να αρνείται τις πιέσεις του για την πρόσληψη μιας νταντάς για το παιδί. Εκείνη θα αναλάμβανε εξολοκλήρου την ανιψιά της και μόνο για μια βοήθεια στις δουλειές του σπιτιού είχε συ-ναινέσει.

Όταν η Λήδα έφτασε στην εφηβεία, άρχισε να συνειδη-τοποιεί την πραγματικότητα: Η μητέρα της την είχε εγκατα-λείψει… Και εκεί, γύρω στα δεκαοκτώ, η Λήδα είχε ξεστομί-σει την ατάκα που η Κοραλία δεν ξέχασε ποτέ: «Εγώ τελικά, Κοραλία μου, δεν γεννήθηκα, φύτρωσα…». Ωστόσο, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει, η Λήδα επέμενε να το κουβε-ντιάζει με την Κοραλία σε κάθε μοναχική τους συνάντηση. Τότε η Κοραλία την άκουγε υπομονετικά επαναλαμβάνο-ντας τις ίδιες και τις ίδιες ανεξήγητες εξηγήσεις…

Ποτέ δεν θα ξεχνούσε η Κοραλία εκείνο το απόγευμα της Τετάρτης. Ήταν αυτή που είχε βρει τις λίγες, βιαστι-κά γραμμένες και χωρίς συναίσθημα λέξεις, σ’ ένα επίσης βιαστικά στραβοκομμένο από τετράδιο χαρτί. Ο Αντώνης έλειπε στη συμπρωτεύουσα για δουλειά της εφημερίδας όπου εργαζόταν τότε.

Την προηγούμενη ημέρα –η Κοραλία θυμόταν τα γεγο-νότα σαν να ’ταν χθες– η Ελπίδα τής είχε τηλεφωνήσει. Την είχε παρακαλέσει με τον πιο γλυκό της τρόπο, αν μπο-ρούσε, να παρέμενε με τη μικρή εκείνο το βράδυ, επειδή θα ήθελε πολύ να παραβρεθεί στο πάρτι γενεθλίων της πιο καλής της φίλης. Είχε δεχτεί με χαρά η Κοραλία! Έτσι κι αλλιώς ευκαιρίες έψαχνε για να μένει περισσότερες ώρες με την ανιψιά της.

26 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

«Να μείνεις όσο αργά θέλεις, Ελπίδα μου, και να είσαι ξέγνοιαστη. Να διασκεδάσεις, να ευχαριστηθείς και, έν-νοια σου, εγώ δεν θα αφήσω λεπτό το Ληδάκι μας από τα μάτια μου» της είχε πει ανυποψίαστη πως εκείνο το «μας» θα γινόταν «μου»…

Μέχρι τη μία το μεσημέρι εκείνης της Τετάρτης, η Κο-ραλία είχε βγει με τη μικρή στην παιδική χαρά για να αφή-σουν τη μαμά να κοιμηθεί. Κι όταν γύρισαν με το παιδί λερωμένο και ιδρωμένο απ’ το παιχνίδι, η Κοραλία την είχε πλύνει πρόχειρα στην κουζίνα για να μην ενοχλήσουν την Ελπίδα που κοιμόταν, μιας και είχε ξενυχτήσει στο πάρτι.

Περασμένες τέσσερις, κι ενώ η μικρή κοιμόταν ακόμη ανέμελη, η Κοραλία είχε αρχίσει να ανησυχεί. Μήπως της είχε συμβεί κανένα κακό στο κρεβάτι; Πώς ήταν δυνα-τόν να κοιμόταν η Ελπίδα τόσες ώρες; Δεν πρόφτασε να σκεφτεί περισσότερα… Το τηλέφωνο που κουδούνιζε τη σταμάτησε. Ήταν ο Αντώνης, ο αδελφός της. Ζήτησε τη γυναίκα του. Εκείνη του εξήγησε και ο Αντώνης την παρό-τρυνε αυστηρά και φανερά ανήσυχος να ανοίξει την κρε-βατοκάμαρα αμέσως και να την ξυπνήσει.

Πρώτη η Κοραλία είχε δει το κρεβάτι άθικτο και δεν χρειάστηκε να εμπλακεί ο νους της σε σενάρια ατυχήμα-τος. Το βλέμμα της άγγιξε το πρόχειρο χαρτί που ξεχώρι-ζε πάνω στις κόκκινες μαξιλαροθήκες! Το έπιασε με χέρια που έτρεμαν νιώθοντας το κακό προαίσθημα να διαπερνά-ει το κορμί της.

Αντώνη, συγγνώμη… έφυγα με τον Πέτρο. Αγαπιόμα-στε πάνω από έναν χρόνο. Το σχεδιάζαμε, το σκεφτό-

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ 27

μαστε, το υπολογίζαμε, αλλά διστάζαμε. Όμως η αγά-πη μας νίκησε σκέψεις, λογικούς υπολογισμούς και δισταγμούς. Θα ζήσουμε στη Βραζιλία. Εκεί ο αδελ-φός του, το ξέρεις, έχει δύο εστιατόρια. Είμαι έγκυος, Αντώνη. Περιμένω το παιδί του Πέτρου. Συγγνώμη, και… να προσέχεις την κόρη μας…

Αντίο

«Κοραλία μου, δεν άργησα, εσύ ήρθες νωρίτερα…» η αγαπημένη φωνή της Λήδας την έβγαλε ευτυχώς από τις οδυνηρές εικόνες που, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει, δεν έλεγαν να σβήσουν από τη μνήμη της.

«Καλώς το μωρό μου! Φυσικά και δεν άργησες. Χλωμή μου φαίνεσαι όμως και σαν να έχεις αδυνατίσει. Δεν τρως καλά, ε;»

«Μια χαρά τρώω, κουρασμένη είμαι». Η Λήδα πρώτα φίλησε τη θεία της πεταχτά, ύστερα κά-

θισε, άναψε τσιγάρο ταυτόχρονα με την Κοραλία, κι αφού άρπαξε τον κατάλογο από το τραπέζι, άρχισε να κάνει αέρα στο πρόσωπό της σχολιάζοντας τη ζέστη και κοιτάζοντας την Κοραλία επίμονα.

«Κοραλία, όσο πας κι ομορφαίνεις! Μήπως μου κρύβεις κάτι;»

«Εγώ να κρύψω από σένα; Είσαι η πρώτη που θα το μά-θαινες. Όμως δεν νοιάζομαι πια για τους άνδρες. Ξέρεις, αγάπησα και αγαπήθηκα πολύ, φτάνει. Βέβαια, άμα τύχει κάτι ενδιαφέρον… δεν θα το αφήσω να πάει χαμένο…»

«Γι’ αυτό σε χαίρομαι, βρε Κοραλία!»«Εσύ, γλυκιά μου; Με τον Μάριο καλά;»

28 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

«Και ναι και όχι…»«Άντε πάλι τα ίδια… Για κάνε μου λοιπόν μια ανάλυση

για το “ναι” και άλλη μία για το “όχι”…»«Δεν χρειάζονται αναλύσεις. Ο Μάριος ίσως και να μ’

αγαπάει, αλλά δεν είναι αυτός που έχω στο μυαλό μου. Δεν είναι ο άνδρας που με εμπνέει… Θα του ζητήσω να χω-ρίσουμε πριν την καλοκαιρινή άδειά μου. Φέτος θέλω να περάσω τις διακοπές τελείως μόνη».

«Μα γιατί, βρε κούκλα μου;» Η Λήδα της εξηγούσε τρώγοντας με όρεξη ότι δεν είχε

συναντήσει στη ζωή της αυτό που λένε «μεγάλος έρωτας»! Πως, όταν και εφόσον τον συναντούσε, θα το καταλάβαινε από την πρώτη στιγμή και πως παρακαλούσε να το ζήσει. Έπειτα διέκοψε την κουβέντα απότομα και παρέμεινε σιω-πηλή στοχεύοντας στο κενό. Η Κοραλία ήξερε τη συνέχεια και επιβεβαιώθηκε στα επόμενα λεπτά.

Άκουσε πάλι την αγαπημένη της κόρη –κόρη της τη θεωρούσε…– να λέει για την ανασφάλεια που της προκα-λούσε ο έρωτας, πως τον φοβόταν και ότι δεν πίστευε στην αληθινή αγάπη. Και γιατί να πιστέψει δηλαδή, όταν η ίδια της η μάνα την είχε εγκαταλείψει; Κι αν αφηνόταν κάποτε και αγαπούσε αλλά εκείνος την άφηνε;

«Αχ, βρε Ληδάκι μου… πρέπει να ξεκολλήσεις απ’ αυτά. Όλα μες στη ζωή είναι, καρδιά μου. Δεν λέω πως έχεις άδι-κο, αλλά δεν γίνεται να σημαδέψει το υπόλοιπο της ζωής σου η απερισκεψία μιας γυναίκας».

«Της μάνας μου εννοείς. Όχι της όποιας γυναίκας».«Λήδα, τα έχουμε ξαναπεί. Και μιας και το γύρισες πάλι

στη μητέρα σου, θα σου πω κάτι που δεν έχω τολμήσει έως

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ 29

τώρα να πω: Τη μάνα σου ένας μεγάλος έρωτας την έκανε να χάσει τη λογική της! Κοίτα λοιπόν να ζήσεις, επειδή ο έρωτας είναι η ζωή! Αν όμως φοβάσαι, θα είναι μπροστά σου ο έρωτας αλλά εσύ θα του γυρίζεις την πλάτη…»

«Α, όσο γι’ αυτό, μην ανησυχείς… Θα τον μυριστώ και θα τον απολαύσω! Έχεις νέα του πατέρα μου; Το κινητό του είναι συνέχεια κλειστό» άλλαξε αμέσως θέμα η Λήδα.

«Όχι, αλλά τον ξέρεις τον πατέρα σου. Σε κάποια γωνιά της Ελλάδας θα βρίσκεται και θα γράφει το νέο του βιβλίο. Έτσι δεν κάνει πάντα;»

«Χα, θα γράφει το νέο του βιβλίο παρέα με τη νέα του κατάκτηση. Τη μούσα του, αυτή που τον εμπνέει κάθε φορά. Κάθε βιβλίο και καινούρια αγάπη ο πατέρας μου… Ας είναι, ελπίζω να είναι καλά».

Τον αναστεναγμό ανακούφισης του Χάρη συνόδευσε ο χαρακτηριστικός ήχος λήξης της τηλεφωνικής συνομιλίας του με τη Μυρσίνη. Τουλάχιστον είχε ξεφορτωθεί ένα από τα τόσα δυσάρεστα της ζωής του, ασχέτως που θα προτι-μούσε να μην υπήρχε στο μυαλό του η αυριανή, τελευταία του συνάντηση μαζί της.

Στράγγιξε την τελευταία γουλιά από τον καφέ του, έπλυνε το λευκό φλιτζάνι και το τοποθέτησε στο στραγγι-στήρι. Έπειτα πήρε με αργές κινήσεις τη χάρτινη σακούλα –γνωστού καταστήματος ηλεκτρονικών–, τα κλειδιά του και κατέβηκε στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας. Το μικρό, αγορασμένο με δάνειο διαμέρισμά του βρισκόταν στο Γα-λάτσι.

30 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ

Έβαλε μπρος τη μηχανή και άναψε τσιγάρο. Έμεινε για λίγο στο αυτοκίνητο παρακολουθώντας αφηρημένος τα σχήματα του καπνού και ούτε που πρόσεξε την κυρία του διπλανού του διαμερίσματος. Εκείνη στο μεταξύ μόλις είχε βγει από το δικό της αυτοκίνητο και τον παρατηρούσε με-λετώντας μέσα της αν έπρεπε να τον ενοχλήσει. Φαινόταν πολύ σκεφτικός, προβληματισμένος ίσως, ωστόσο:

«Καλησπέρα σας, κύριε Μπάλτσα. Ξέρετε, ο διαχειρι-στής ετοιμάζει μια συνάντηση με τους ιδιοκτήτες την προ-σεχή Πέμπτη. Για τον κηπουρό πρόκειται…»

Άργησε να φτάσει η φωνή της στα αυτιά του και όταν αυτό συνέβη είχε προλάβει να ακούσει κάτι για τον κηπου-ρό. Δεν τον ενδιέφερε, στην ουσία τού φαινόταν αστείο. Εντούτοις τη χαιρέτησε ευγενικά, της είπε ότι θα ήταν σύμφωνος σε ό,τι επρόκειτο να αποφασίσουν, στο ενδεχό-μενο που την ημέρα εκείνη αδυνατούσε να παραβρεθεί. Η κυρία τού χαμογέλασε θαυμάζοντας μέσα της την ευγένεια και το στιλ αυτού του άνδρα. Ό,τι έπρεπε θα ήταν για τη μεγάλη της κόρη… Μορφωμένος, καλή δουλειά, εξαιρε-τικά εμφανίσιμος! Τον καληνύχτισε, ο Χάρης ανταπέδωσε και άνοιξε με το κοντρόλ την γκαραζόπορτα.

Η ώρα πλησίαζε επτά. Πριν από τις εννιά δεν επρόκει-το να έχει φτάσει στον προορισμό του, υπολόγισε. Τέλεια! συλλογίστηκε. Θα είχε σκοτεινιάσει, έτσι ακριβώς όπως έπρεπε… Η κίνηση στους δρόμους ήταν πυκνή, αλλά ο Χάρης δεν βιαζόταν. Άνοιξε το ραδιόφωνο στις οκτώ ακρι-βώς. Αναλυτικές ειδήσεις και πρώτη είδηση ο «μοναχικός ληστής». Η αστυνομία, όπως μετέδιδε ο εκφωνητής, πα-ρέμενε φειδωλή στις σχετικές με την έρευνα πληροφορίες.

ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ 31

Ωστόσο, από έγκυρες πηγές, προέκυπτε ότι οι υποψίες βά-ραιναν τον γνωστό τρομοκράτη Μενέλαο Σπανό.

Έκλεισε το ραδιόφωνο μη θέλοντας να ακούσει τη συ-νέχεια του ρεπορτάζ. Συνέχισε να οδηγεί αφοσιωμένος στις σκέψεις του, έκπληκτος πάντως με την είδηση που αφορούσε τον Μενέλαο Σπανό. Από πού είχε ξεφυτρώσει πάλι αυτό το σενάριο με τον τρομοκράτη; αναρωτήθηκε δίχως όμως διάθεση να το αναλύσει.

Σχεδόν μιάμιση ώρα κράτησε η διαδρομή μέχρι να φτά-σει στον προορισμό του, που ήταν το τεσσαρακοστό δεύ-τερο χιλιόμετρο της λεωφόρου Σουνίου. Μέχρι τη Βάρκι-ζα είχε πολλή κίνηση. Κάμποσα χιλιόμετρα μετά, ο ήλιος, συνεχίζοντας ακούραστος την αιώνια πορεία του, έδυε. Ο Χάρης ξέκλεψε μια ματιά προς τη θάλασσα δεξιά του. Κόκ-κινο της φωτιάς, ίδιο με τη λάβα που έκαιγε την ψυχή του, πέρασε η σκέψη από τον νου του και συγκεντρώθηκε πάλι στην οδήγηση.

Διαβάστε τη συνέχεια στο βιβλίο.

32 ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ