652

ΙΟ ΠΡΩΤΟ - Ancient Lightsancientlights.org/text/ariadnes_brother_in_Greek.doc · Web viewΟι ιερές τοιχογραφίες της Κνωσού με τις παρελάσεις

  • Upload
    others

  • View
    15

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

ΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Της μινοικης κρητης

ΚΑΛΕΝΤΗΣ

«Το βάθος των γνώσεων που αποκαλύπτεται σ' ετούτες τις σελίδες με άφησε κατάπληκτο, όπως επίσης και η ικανότητα του Ντέμπσεϊ να συνδυάζει τόσα πολλά πράγματα σ' ένα ενιαίο και συνεκτικό σύνολο.»

Άρθουρ Έβανς, συγγραφέας του The God of Ecstasy: Sex-Roles and the Madness of Dionysos St. Martin's Press

«Έργο που αποπνέει φως... ένα ισχυρό και σπάνιο μείγμα δημιουργικής ενέργειας και σχολαστικής έρευνας, με την υπογραφή ενός πραγματικού λόγιου.»

Μπάρμπαρα Μορ, συν-συγγραφέας του The Great Cosmic Mother: Rediscovering the Religion of the Earth

Harper & Row

Ο αδελφός της Αριάδνης

ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΙΝΩΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

ISBN 960-219-090-6

Σειρά: ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ

Υπεύθυνος σειράς: ΝΙΚΟΣ ΚΑΔΕΝTHΣ

Τίτλος πρωτοτύπου: ARIADNE’S BROTHER

Συγγραφέας: JOHN DEMPSEY

Μετάφραση από τα αγγλικά: BIKY XATZΟΠΟΥΛΟΥ

Επιμέλεια: Κ. I. ΤΣΑΟΥΣΗΣ

Εξώφυλλο: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑΚΗE

Φωτοστοιχειοθεσία - φιλμ - μοντάζ LEGATO επε

Εκτύπωση: X. ZAXAPOΠOYΛOΣ – Δ. ΣITAPAΣ – Σ. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Βιβλιοδεσία: ΣΑΚΗΕ ΜπAςΤAΣ

·

Copyright © John Dempsey, 1996

© 1999 Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ Μαυρομιχάλη 5,106 79 ΑΘΗΝΑ Τηλ.: 36.01.551 - FAX: 36.23.553

ΚΑΛΕΝΤΗΣ, 1999

ΤΖΟΝ ΝΤΕΜΠΣΕΪ

Ο αδελφός της Αριάδνης

ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣΤΗΣ ΜΙΝΩΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΒΙΚΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΕΠΙΛΟΓΟΣΚ. I. ΤΣΑΟΥΣΗΣ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 9

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ 11

μερος πρωτο Στο άντρο του Μινώταυρου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ο τραυματισμός του Θηρίου 23

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Το Τέρας αποκρίνεται 109

μερος δευτερο Θυγατέρες και γιοι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Ένας Ταύρος στην καρδιά του Οίκου 211

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Ποιος διδάσκει ποιον314

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Το τέλος του Παιχνιδιού 372

μερος τρίτο Η Προσφορά

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Το Τέλος του Κόσμον 475

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Συνέχεια 554

επίλογος Ο ποιητής Τζον Ντέμπσεϊ (του κ. ι. τσαούση) 651

Περιεχόμενα

σεi δείγμα της αναντίρρητης ύπαρξης του κόσμον των ανθρώπων, για χιλιετίες ολόκληρες, πριν αρχίσει η κυριαρχούμενη από τον άντρα Ιστορία. Ό,τι ωραίο υπάρχει εδώ, είναι της Κρήτης, όχι δικό μου.

Στόουνχαμ, Μασαχουσέτη Μάιος 1995

Με τις 1300, αρχικά, σελίδες του, ετούτο το βιβλίο συμβολίζει μια δεκα- πεντάχρονη έρευνα, σε «μινωικές» και άλλες πηγές, από τη μυθολογία ως την αρχαιολογία και την ανθρωπολογία των θρησκειών, από τον σερ Άρθουρ Έβανς ως τη δρα Νανώ Μαρινάτου, και αντιπροσωπεύει μιαν άποψη που δεν ταυτίζεται απόλυτα με καμιά τους. Παρ’ όλο που εκτυλίσσεται στην Κρήτη γύρω στο 1450 π.Χ., έχω συμπεριλάβει επίσης ορισμένα γεγονότα που απέχουν κάπως από τη συγκεκριμένη εποχή, με το σκοπό να παρουσιάσω πιο ολοκληρωμένα την ηγεμονία της Κρήτης. (Το Ακρωτήρι, για παράδειγμα, στη σημερινή Σαντορίνη, καταστράφηκε ολο- σχερώς από το ηφαίστειο περίπου μια γενιά πριν από την ιστορία μας και το ιερό στ’Ανεμοσπήλια της Κρήτης ακόμα νωρίτερα· ο κρητικός εμπορικός σταθμός της Ρόδου, από την άλλη μεριά, πιθανότατα καταστράφηκε μετά την πτώση της Κνωσού.)

Η Δύση, στα πρώτα της βήματα τότε, βρέθηκε σε μιαν ιδιαίτερα κρίσιμη πολιτισμική καμπή κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα π.Χ. και «Ο αδελφός της Αριάδνης» αναπλάθει την «άποψη των Κρητικών» πάνω στα γεγονότα της εποχής, έτσι ώστε να ανανεώσει τη γενικότερα αποδεκτή, παραδοσιακή εικόνα της πρώιμης Δύσης (όπως απεικονίζεται, για παράδειγμα, στο «Ο βασιλιάς πρέπει να πεθάνει» της Mary Renault, 1958) μέσ’ από ένα πιο σύγχρονο πλαίσιο αρχαιολογικής και πολιτισμικής ανάλυσης, που επικράτησε σχεδόν τα τελευταία σαράντα χρόνια.

Η ελλιπής στίξη στο τέλος των παραγράφων είναι μια απλή προσπάθεια να μιμηθώ με τεχνάσματα της γλώσσας την τεχνοτροπία της αρχαίας τέχνης των Κρητών και ιδιαίτερα το αβίαστο παιχνίδισμα ανάμεσα στην υποκειμενικότητα και στον περίγυρο.

Παρ'όλο λοιπόν, που πιστεύω πως η ίδια η φύση της δουλειάς του συγγραφέα απαιτεί από τη διαίσθηση και τη μεροληψία (ιδιαίτερα ως σύγχρονος άντρας που γράφει για τις γυναίκες ενός αρχαίου πολιτισμού!) να καλύψει τα κενά στα «συμβάντα», ελπίζω πως η ιστορία μας θ’ αποτελέ-

Σημείωμα του συγγραφέα

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Τα μυθολογήματα των αρχαίων για τη «Μινωική» Κρήτη — Πασιφάη η νυμφομανής κτηνοβάτις, Μίνωας ο τύραννος, Αριάδνη η «χαζοβιόλα» — αποτελούσαν (όπως έχει παρατηρήσει ο Ρόμπερτ Γκρέιβς) «πολιτικές καρικατούρες» της Εποχής του Χαλκού. Αυτά τα μυθολογήματα όμως, δεν περιορίστηκαν εκεί: έγιναν τα πρώτα σημεία αναφοράς των Δυτικών για τον άνθρωπο και την πολιτική.

Τι θα γινόταν όμως αν οι Δυτικοί μάθαιναν αρχικά στο σχολείο ότι η Πασιφάη ήταν μια από τις πολλές «μεγάλες μανάδες» των απαρχών του πολιτισμού τους; Τι θα γινόταν αν η παιδεία υπογράμμιζε το γεγονός ότι ο «Μίνωας» είχε τη διακυβέρνηση της πιο μακρόχρονης ειρηνικής περιόδου στο Δυτικό πολιτισμό και ότι η Αριάδνη δεν ήταν «αφελής», αλλά μια θεόπνευστη οραματίστρια που ενεργούσε στο όνομα των ανθρώπων της, ενός λαού που υμνούσε τη ζωή;

Καινούργιος μύθος; Μάλλον μια προσπάθεια να συγκεντρωθούν όλα τα γεγονότα των πρόσφατων ανακαλύψεων, ως και τα πλέον ασήμαντα, και να περιληφθούν σ’ ένα καινούργιο όραμα — στην ιστορία της Κρήτης που δεν ειπώθηκε ποτέ, της Κρήτης όπως ήταν, ξεκινώντας από την «πτώση» της σαν πρώτο επεισόδιο της Δυτικής ιστορίας.

Ετούτη την ιστορία την ακούσαμε πρώτα από τους γνωστούς μας «Ομηρικούς» εχθρούς των «Μινωιτών». Αυτοί οι απροκάλυπτα επιθετικοί Μυκηναίοι «ιππότες των κουπιών» πρωτοπάτησαν το πόδι τους στην Κρήτη πολύ μετά το 2000 π.Χ., κατάφεραν να εξουδετερώσουν τη μεγάλη «θαλασσοκράτειρα» Κρήτη και ξεκίνησαν μια λεηλασία του Αιγαίου που κράτησε δυο αιώνες, με «ένδοξη» κορωνίδα την καταστροφή της Τροίας. Πώς ήταν όμως η ζωή στο Μινωικό σύμπαν πολύ παλιότερα; Πώς είδαν την απαρχή της «Ιστορίας που γνωρίζουμε» οι Κρήτες, οι πολύ πιο εκλεπτυσμένοι εκπρόσωποι των Δυτικών;

Οι σύγχρονες φυσικές και κοινωνικές επιστήμες υποδηλώνουν ότι ουσιαστικά η Κρήτη δεν είχε μεγάλες διαφορές από αυτό που ελπίζουμε

Πρόλογος

να φέρει ο 21ος αιώνας: ήταν ένας πολιτισμός «υψηλής τεχνολογίας», σχετικής ισότητας, απόλυτης πραότητας, από εμπόρους-εξερευνητές του κόσμου, των οποίων η θρησκεία, ο αθλητισμός, οι τέχνες και η κοινωνική ζωή ήταν συνυφασμένα με τη λατρεία και την εξύμνηση του ολοζώντανου μυστικιστικού δεσμού που ένωνε τους ίδιους με τους προγόνους τους και με τη Γη.

Πώς είναι όμως δυνατόν ένας τέτοιος λαός, τόσο φημισμένος στην εποχή του, να παραμένει σε μας άγνωστος, με εξαίρεση λίγους συκοφαντικούς μύθους;

Η απάντηση κρύβεται μέσα στον υποτιθέμενο «παραλογισμό» της ύπαρξης γυναικών με πραγματική πολιτική εξουσία. Αναρωτιόμαστε, για παράδειγμα, αν όντως υπήρχε κάποια «Βασίλισσα Πασιφάη» που κυβερνούσε τον Λαβύρινθο της Κνωσού. Γεγονός: δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ισχυρή Κρήτη που εξευγένισε τον πρωτόγονο τρόπο ζωής των νησιών και της χερσονήσου υπήρξε· και όσο πιο κοντά ερχόμαστε στους πυρήνες της δύναμής της, τόσο περισσότερο συναντάμε την εικόνα της Γυναίκας — να αποθεώνεται με τόση κομψότητα και χάρη, με έναν έρωτα σχεδόν ανεπανάληπτο.

Μ’ αυτά τα δεδομένα, η ανάγκη του κατακτητή Της να πλάσει ένα συκοφαντικό θρύλο για έναν τέτοιο πολιτισμό και για μια τέτοια Γυναίκα — ένα παραμύθι, για να αμαυρωθεί ένας έξοχος και με πανάρχαιη εξουσία «εχθρός», που λέγεται «πολιτική αναγκαιότητα» — αποτελεί ίσως την καλύτερη απόδειξη που έχουμε για την αρχική κραταιή ύπαρξη της Πασιφάης. Το μόνο σίγουρο είναι ότι «Αυτή που Λάμπει για Όλους» δεν θεωρήθηκε ποτέ ανθρώπινο πλάσμα: ο Δυτικός κόσμος (προς μεγάλη του απώλεια) δεν έχει ξεπεράσει ακόμα το φόβο του για τις δυνατές έξοχες γυναίκες. Κι όμως, είτε σαν πραγματική οντότητα είτε σαν σκιά, η Πασιφάη — οι μανάδες της, οι κόρες της, οι αδελφές της — άρχισε ό,τι καλύτερο υπάρχει στη Δύση.

Και η Αριάδνη; Η αρχαία Κρήτη (για να μην πούμε για τη σημερινή Ελλάδα!) ήταν γεμάτη από εμπνευσμένες και εφευρετικές νέες γυναίκες. Γνωρίζοντας ότι η Κρήτη πρωτοδίδαξε στους Μυκηναίους κατακτη- τές της τα περισσότερα απ’ όσα ονομάζουμε σήμερα πολιτισμό (ακόμα και την ίδια τη γραφή), ίσως αυτή η ιέρεια/πριγκίπισσα ν’ αποτελεί ενσάρκωση των κρίσιμων αποφάσεων που έπαιρναν οι Κρητικοί σχετικά με τις πιο οξύθυμες μαθήτριές τους. Ποιος μπορεί ν’^ρνηθεί ότι η μοίρα της Αριάδνης — το παραγκωνισμένο όραμα, η προδομένη πίστη — ενσαρκώνει αυτό που ο οικουμενικός πια πολιτισμός της κατάκτησης επι

ΤΖΟΝ ΝΤΕΜΠΣΕΪ

12

βάλλει στις κόρες του, με χίλιους δυο τρόπους; Η ίδια η Ιλιάόα, που ο Αλέξανδρος κρατούσε παραμάσχαλα, αρχίζει με τις απαγωγές δυο νεαρών γυναικών και τον Ουσιαστικό φόνο ακόμα μιας, της Ιφιγένειας. Τι σήμαινε όμως για τψ Αριάδνη το τέλος του κόσμου της;

Και ο Μίνωας, ο «Μινώταυρος»; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι άγριοι ταύροι της Κρήτης έγιναν σύμβολο του παλαιού καθεστώτος· όπως επίσης και αυτή η εικόνα, που εναρμονίζει τη γήινη, ζωώδη, προσωρινή δύναμη και τη βαθιά ερωτική πνευματικότητα, σήμαινε εντελώς διαφορετικά πράγματα για τους Κρητικούς και για τους «Ομηρικούς» Μυκη- ναίους. Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν κάποιοι που τολμούν να προτείνουν ότι «ο Μίνωας» αποτελούσε πολιτικό «δημιούργημα» των ηγετικών ματρόνων της «φυλής» του (όπως ακόμα συμβαίνει σε όλες τις φυλές των ιθαγενών της Αμερικής, που επίσης παραγκωνίστηκαν και αποστομώθηκαν βίαια από τους δικούς της κατακτητές). Μήπως ήταν τα θέλγητρα του κοσμοπολίτικου πολιτισμού της Κρήτης που «καταβρόχθιζαν» τελικά τους νέους της χερσονήσου;

Ο πειρασμός της πολιτιστικής «εξομοίωσης» με τους ιθαγενείς, της ένωσης με τους «άλλους» αποτελούσε πάντοτε πρόβλημα για τις εθνικιστικές («Εμείς είμαστε ο μοναδικός λαός») πατριαρχίες σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Η μισητή προπαγάνδα και η βία, που ήταν απαραίτητες προκειμένου να αποτραπεί αυτή η φυσική ανθρώπινη σύζευξη, γεμίζουν τις σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως και τα γραπτά των Αμερικανών αποικιοκρατών. Οι Χαναναίοι, οι Φιλισταίοι (που ήταν όντως Κρητικοί, της περιόδου μετά την κατάκτησή τους!) και οι «Ινδιάνοι» της Αμερικής, ονομάστηκαν όλοι τους ζώα, κανίβαλοι, τέρατα...

Πού είναι η διαφορά λοιπόν; Βασικά στην αυξανόμενη ανισορροπία ανάμεσα στη «δημοφιλή άποψη» για την Κρήτη και στα πρωτοφανή πολιτισμικά της επιτεύγματα. Ακριβώς αυτά τα επιτεύγματα όμως είναι που πρέπει να μάθουμε ετούτη τη στιγμή: μπορούν να βοηθήσουν εμάς να οραματιστούμε ένα κοσμοπολίτικο μέλλον που ξεπερνάει τους εφιάλτες τόσο του κομουνισμού όσο και της μετατροπής μας σε καταναλωτικά προϊόντα, από τους οποίους προσπαθούμε να ξυπνήσουμε (χωρίς μεγάλη βοήθεια από τα «μίντια»). Με την «πτώση» της Κρήτης όλος ο κόσμος γύρω της σίγουρα έχασε κάτι, κάτι πολύ λεπτό και ουσιώδες — αυτό το κάτι που προσκάλεσε τους ζωγράφους της Κρήτης στις μεγάλες αίθουσες της Αιγύπτου, τους αριστοκράτες και τους τεχνίτες της στις αυλές της Μέσης Ανατολής και που ωθούσε όλους αυτούς τους τόπους (και πολλούς άλλους) να στέλνουν τον πολιτιστικό τους «φόρο» στο νησί και να σννεχί-

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

13

σονν να τον στέλνουν για πάνω από 600 χρόνια μετά το ολοκαύτωμα της Κνωσού. Υπάρχουν χειροπιαστές αποδείξεις γι’ αυτό και είχαν εκτεθεί πέρυσι το καλοκαίρι στο μεγάλο «Μινωικό» μουσείο του Ηρακλείου.

Και όπως αυτά τα τεχνουργήματα καταθέτουν μπροστά στα μάτια μας, η Γυναίκα ήταν και παρέμεινε κοντά στην καρδιά αυτού του «κάτι». Δεν είναι τυχαίο που ο λαός της «Θήρας», ή Σαντορίνη, κάποτε το καμάρι των «Μινωικών» Κυκλάδων, ήταν αυτός που «ανακάλυψε» τη φυσική αντισυλληπτική ουσία σίλφιο και άλλους «Κυρηναϊκούς χυμούς» που διατηρούσαν τον έλεγχο των γεννήσεων κυρίως στα χέρια των γυναικών. Όπως φαίνεται από πρόσφατες μελέτες, χρειάστηκε η καθιέρωση της αναγεννησιακής ανδροκρατούμενης ιατρικής για να καταφέρει σχεδόν να εξαλείψει αυτήν την πολύτιμη γνώση* ακριβώς όπως η ίδια η «ιστορία» και η σύγχρονη «παιδεία» αποκρύπτουν τα επιτεύγματα της Κρήτης. Το τέλος όμως του εικοστού αιώνα καθιστά καθημερινά ολοφάνερο ότι η παιδεία, στο μεγαλύτερο μέρος της, έχει σχέση με την «εκπαίδευση» όσο και η δημοσιογραφία με την «ενημέρωση». Η αποθέωση της βίας και η απερίσκεπτη ανάγκη για ανταγωνισμό σ’ έναν κόσμο που έχει ακόμα πολλά να προσφέρει σε όλους, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουμε, δεν είναι παρά Μυκηναϊκό «εγχείρημα». Ο «ανταγωνισμός» είναι πόλεμος σε καιρό ειρήνης.

Στο επαγγελματικό μου έργο πασχίζω να μάθω για, και από, τους ιθαγενείς λαούς της Αμερικής. Η μόνιμη παράκληση που έχουν για τους καλοπροαίρετους παρείσακτους είναι πρώτα να μάθουμε «εμείς» τον δικό μας πολιτισμό. Αυτή λοιπόν αποτελεί μια από τις πρωταρχικές αξίες του να γνωρίσουμε την αρχαία Κρήτη σαν αυτόνομη πολιτισμική παρουσία. Διαπιστώνουμε ότι «ακόμα και η Δύση» ξεκίνησε σαν πολιτισμός που άκμασε χαρμόσυνα τιμώντας τη Γη, τους προγόνους μας, τις γυναίκες, τα ανθρώπινα σώματά μας. Και αντιλαμβανόμαστε καλύτερα ότι η σύγχρονη «ελεύθερη αγορά» — της οποίας «ιδανικό» είναι να μην πληρώνει τίποτα για όλα αυτά που καρπώνεται — μπορεί πράγματι να ισοπεδώσει ό,τι δεν κατάφεραν 4000 χρόνια ηφαιστειακών καταστροφών, πειρατείας και στρατιωτικής επιβολής.

Κανείς Δυτικός δεν μπορεί να θεωρηθεί καλλιεργημένος χωρίς να γνωρίζει τα επιστημονικά δεδομένα και την ποιητική αλήθεια της πρώιμης ιστορίας της Κρήτης. Και όσοι επιθυμούν ένα μέλλον^αλύτερο από αυτό που σέρνεται προς το μέρος μας μέσ’ από την «ιστορία», θα μπορέσουν να το χτίσουν καλύτερα εφόσον γνωρίζουν από πού κατάγονται. Πολύ ταπεινά, ετούτο το έργο σκοπό έχει να βοηθήσει σ’ αυτήν τη γνώση.

ΤΖΟΝ ΝΤΕΜΠΣΕΪ

14

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

15

Θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες μου στη μεταφράστρια Βίκυ Χατζοπούλου για τον επαγγελματισμό στη δουλειά και στο πνεύμα της· στους εκδότες και ευγενείς φίλους μου Νίκο, Αλέξανδρο και Μαριάννα Καλέντη· και στον Κ. I. Τσαούση που κόπιασε να κάνει αυτό το μερικές φορές δύσκολο κείμενο περισσότερο προσιτό. Και πάνω απ’ όλα ευχαριστώ τη γη και τους ανθρώπους της Κρήτης, του παρελθόντος και του παρόντος.

John Dempsey

Στόουνχαμ, Μασαχουσέτη, 1998

Άλλ’ ό,τι τού ζην φίλτερον άλλο σκότος άμπίσχων κρύπτει νεφέλαις όυσέρωτες δη φαινόμεθ’ δντες τοϋδ’ ότι τοϋτο στίλβει κατά γην, δι’ άπειροσύνην άλλον βιότον κούκ άπόδειξιν των υπό γαίας μύθοις ό’ άλλως φερόμεσθα.

[Ό,τι άλλο είναι απ’ τη ζωή καλύτερο

σύννεφο το τυλίγει, σκοτάδι

και ό,τι στη ζωή λάμπει αχόρταγα τ’ αποζητούμε

γιατί τι πιο πέρα από τη ζωή νπάρχει

ποιος το ξέρει;

Μύθους απλά πιστεύουμε.]

ΕΥΡΙΠΙΔΗ, «Ιππόλυτος»

(Μετάφραση Κώστας Τοπούζης, ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ)

και στημνήμη της Εύας - Ελένης Βίλκοβιτς1960-1980

l’ antica fiamma... mi fu rapita... vali

Με όλη μου την ευγνωμοσύνηστη Γυναίκα

Εικόνα εξωφύλλου: Μουσείο Ηρώίλείον.

Θεά των όφεων από φαγεντιανή (Κνωσσός γύρω στα 1.600 π.Χ.)

Στο άντρο

του Μινώταυρου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΡΧΟΤΑΝ... Ο ΟΓΚΩΔΗΣ κάβος στην ανατολική πλευρά του λιμα-νιού του Αμνισου υψωνόταν μαύρος με φόντο έναν ουρανό απόρόδινο χρυσάφι. Εδώ, στην παραλία, όπου όλοι εμείς του Λαβύ-

ρινθου την περιμέναμε παραταγμένοι τελετουργικά μπρος στα νερά τουπελάγους που ξυπνούσε, το φως είχε αρχίσει ν’ απλώνεται καθαρά πιακι ήταν ακριβώς εκείνη τη στιγμή της ημέρας που τα αρμυρίκια σηκώνο-νται από τον ύπνο και τα πρώτα πουλιά εμφανίζονται χωρίς να ξέρει κα-νείς από πού. Η πρεσβύτερη ιέρειά μας, η Πέρδικα, δεν κούνησε παράτα μάτια της παίρνοντας το προκαθορισμένο σινιάλο που της έκαναν οισκοποί μας από την κορυφή του κάβου - ξεσκέπασαν ένα μοναδικό λυ-χνάρι - ότι η τελετουργική λέμβος της Αριάδνης είχε αποπλεύσει κι ερ-χόταν προς το μέρος μας* και τότε η Πέρδικα ύψωσε στην αυγή τον ψηλόστιλβωμένο Διπλό Πέλεκυ που κρατούσε και μαζί ύψωσαν και τους δι-κούς τους οι άλλες έξι αδελφές κατά μήκος του μισοφέγγαρου που σχη-ματίζαμε, ώσπου τα γεμάτα βραχιόλια δυνατά μπράτσα τους ορθώθηκανκαι ακινητοποιήθηκαν κάθετα. Η θάλασσα απλωνόταν ήσυχη σαν λίμνημπρος μας, το πρωινό ανοιξιάτικο αεράκι μόλις που το νιώθαμε· δενκουνιόταν φύλλο πάνω στα στειλιάρια των μεγαλόπρεπων πελεκιών, μετα πλατανόφυλλα και τους λευκούς υάκινθους που ήταν τυλιγμένα πάνωτους σε σπείρες

Παρακολουθούσα την Πασιφάη*, Βασίλισσα και μητέρα μου, περι- μένοντας το νόημα που θα μου έκανε να βγω μπροστά στο πλήθος. Φορούσε το ανοιχτό στο στήθος κοντό γιλέκο της και τη ριγωτή χυτή φούστα από σαφράνι που έλαμπε στην αυγή, και στάθηκε έτσι στο κέντρο του μισοφέγγαρου που σχηματίζαμε και σήκωσε τα χέρια της αργά προς

*Η εξαιρετικά φανερή, η περιφανής.

E

Ο τραυματισμός του Θηρίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

24

ΤΖΟΝ ΝΤΕΜΠΣΕΪ

τη θάλασσα και το νησί της Δίας, τρία μίλια απέναντι από το λιμάνι. Κάπου ανάμεσα στις υψωμένες παλάμες της και στις πλαγιές του νησιού στο βάθος, που φάνταζε μες στη θάλασσα σαν τον γοφό ορθοκάπουλης γυναίκας που κοιμάται στο πλευρό της, οι ιέρειες της Αριάδνης οδηγούσαν τη λέμβο της προς την ακτή μας. Η στάση σιωπηλής προσευχής της μάνας μας είχε έτσι συγχρονιστεί με την τελετουργία εδώ στην παραλία, ώστε η κορύφωσή της να συμπέσει με την άφιξη της κόρης της: Αριάδνη, η Αρίδηλη, η αδελφή μου* πάντα μου έδινε δύναμη να στέκομαι μπροστά στο λαό σαν συγγενής της κι ας κουβαλούσε η θέση τέτοιο βάρος, σήμερα όμως η μέρα θα με μάθαινε ν’ αντέχω πιο πολύ κι από τα δύο. Ολόκληρο το πλήθος κατά μήκος του γιαλού την πρόσμενε ανυπόμονα αλλά ήσυχα, μιας και αυτή η τελετή θα την έφερνε ένα ακόμα δημόσιο βήμα πιο κοντά στο θρόνο μας

Κάτω από τον απλό κοντό μανδύα μου, η πάχνη και η δροσιά της θάλασσας όπως μ’ άγγιξαν έβγαλαν μέσ’ από το μεδούλι μου μιαν άλλη μνήμη, έναν πόνο ακριβώς κάτω από το τελευταίο αριστερό πλευρό μου, εκεί που μια λωρίδα φουσκωμένης σάρκας σημάδευε περήφανα την πληγή από το δόρυ κάποιου επιδρομέα. Ένιωθα μ’ όλο μου το κορμί τη βία μέσα σ’ αυτήν την πράξη, και την καλή μου τύχη όμως μαζί, μιας και συχνά άλλοι πέθαιναν από πληγές που ούτε πλησίαζαν τη δική μου. Κι όμως, λυπόμουν που την είχα σήμερα, γιατί ήθελα να θυμάμαι τον αδελφό μου όπως τον ήξερα πριν από τη ναυμαχία: στεκόταν με τον πατέρα μας, τον Μινώταυρο, στα δεξιά της Πασιφάης στην κεφαλή των λευκο- φορεμένων ιερέων τους, των Κουρήτων. Για το πλήθος που ήταν μαζεμένο γύρω μας ο πατέρας κι ο αδελφός μου, φορώντας τις ολόλαμπρες κεντητές τους φούστες και τα χρυσόφυλλα διαδήματα, έμοιαζαν ομοίωμα του ίδιου άντρα με το δαίμονα στα μάτια και το ηλιοκαμένο δέρμα στη γέρικη, αντίστοιχα, και τη νεανική μορφή του. Θύμωνα όμως - ιδιαίτερα μιας κι η τρομερή ιερότητα της τελετουργικής μοίρας του πατέρα μας δεν ήταν και τόσο μακριά του πια - που έβλεπα τον αδελφό μου να δανείζεται το συγκροτημένο χαμόγελο του Μίνωα, ενός ανθρώπου που ζούσε μέσα στην Παρουσία, σμιλεύοντάς το όμως μέσα στη δική του πολεμική στάση. Στεκόταν εκεί, με τα πόδια ανοιχτά, σαν σε κατάστρωμα, και τα βαριά του χέρια στη μέση

Ταίριαζε με το χαραχτήρα του Πάλισου αυτή η προβολή της βαρύτητας των δεκαεννιά του χρόνων ήθελε να ’ναι σίγουρος πως ήταν σε όλους ορατή η ρώμη του, η δύναμη αυτή που θα χρησιμοποιούσε με σκοπό να τους υπηρετήσει. Εκεί, στα πόδια του πελάγους, έβλεπες πια ν’

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ

25

ανοίγεται ο κόσμος του άξαφνου αδιάκριτου θανάτου που εκείνος διαφέντευε καιρό πριν από μένα· μπροστά μου τον είχα σε όλη μου τη ζωή, από τα πρώτα κυνήγια μας ως τα Ταυροκαθάψια και από κει ως το θρόνο που θα περνούσε στα χέρια μου όταν θα ’ρχόταν η σειρά μου. Ο Πά- λισος πάντα με τιμούσε και τελευταία δεν έχανε ευκαιρία να διηγηθεί πώς ο μικρός του αδελφός ο Δευκαλίωνας έσωσε εκείνο το νησιωτόπου- λο, τον Ίκαρο, από ένα φλεγόμενο εμπορικό καράβι μες στην καρδιά της μάχης. Τι είχε μπει, λοιπόν, ανάμεσά μας; Φόβος, με όσα συνέβαι- ναν στους ανθρώπους και στο βασίλειό μας· ο δικός μου φόβος και οργή μαζί, για τις λύσεις που σκόπευε να δώσει σ’ αυτά τα προβλήματα όταν ο τίτλος του Μινώταυρου θα γινόταν ολότελα δικός του. Ευχήθηκα να μην παρατήρησε κανείς την άγρια έκφραση που ξαφνικά ένιωσα ν’ απλώνεται στο πρόσωπό μου και στράφηκα στον πόνο στα παΐδια μου για να του πω ότι σίγουρα οι μανάδες μας, τα έθιμα και η ίδια η Αριάδνη θα του έκοβαν τη φόρα· παρακαλούσα όμως τις Δυνάμεις να μου μάθουν καλύτερα πώς να υποφέρω και μαζί να λάμπω, όπως όλοι αυτοί οι άνθρωποι γύρω μου

Η μητέρα γύρισε προς το μέρος μου και έγνεψε, Έλα, Δευκαλίωνα, κι εγώ παραδόθηκα ολόκληρος στο προνόμιο κι έκανα ένα βήμα μπροστά, κρατώντας το λαγήνι με το διάκοσμο από βάγια που κουβαλούσα σε όλη τη διάρκεια της λιτανείας από την κοιλάδα της Κνωσού και του Λαβύρινθου. Τα μέλη της πάτριάς που παρακολουθούσαν με ευλάβεια πίσω μας μπορεί να μ’ έβλεπαν σαν κάποιον από αυτούς τους νεαρούς δωρητές που είχαμε ζωγραφισμένους πάνω στους τοίχους μας, μόνο που σήμερα μου είχαν ζητήσει να ντυθώ πιο απλά, για χάρη του Πάλισου, κι έτσι δεν είχα καν βάψει τα μάτια μου. Όταν έφτασα μπροστά στην Πασιφάη, εκείνη έβαλε τα χέρια της επάνω στο λαγήνι, έμεινε ακίνητη για μια στιγμή και ύστερα σήκωσε το καπάκι του* η αναγουλιαστική μεταλλική οσμή που ανάδινε το αίμα της θυσίας όπως το ’χαν ανακατέψει με κρασί χτύπησε βίαια τα ρουθούνια μου

Από τόσο κοντά, μπορούσα να διακρίνω τις ρυτίδες του γέλιου που αυλάκωναν τη μαύρη μολυβιά γύρω από τα μάτια της μητέρας μου, τα χρυσά πρόσωπα των ταύρων στα σκουλαρίκια της· δίπλα της ένιωθες πάντα μιαν ήρεμη ζεστασιά, παρ’ όλο που τώρα ήταν μάλλον απρόσωπη, και ήταν απόλαυση και για τους τρεις μας να μας καθοδηγεί μέσ’ από τις διάφορες φάσεις των δημόσιων ρόλων μας. Την έβλεπα με το παιδικό μυαλό μου να ζυμώνει και να πλάθει το τελετουργικό κριθαρόψωμο και μύριζα τη ζεστασιά του σπιτικού φούρνου, το άρωμα της κόρας που είχε

26

ΤΖΟΝ ΝΤΕΜΠΣΕΪ

πλάσει με τα χέρια της. Μου είχαν επιτρέψει συνοδεύοντας τον Πάλισο και τους ιερείς να κάνω την πρώτη προσφορά του ψωμιού στην Αριάδνη πριν το μοιράσουνε στους βωμούς μας, στους Νεκρούς και στο λαό μας που είχε συγκεντρωθεί στο προαύλιο της Κνωσού. Τώρα όμως που αντρωνόμουν, είχα άλλα πράγματα να μάθω και τράβηξα αργά μια βαθιά ανάσα από το βαρύ υγρό ανάμεσά μας, κοίταξα τα κεφάλια των ταύρων κάτω από τις κρεμαστές μαύρες μπούκλες της μητέρας μου ενώ η ραχοκοκαλιά μου ακόμα σπινθήριζε με τη θέρμη της ζωής αυτών των ζώων. Ζούσαν ακόμα τόσο ξεκάθαρα και έντονα μέσα σ’ αυτό το αίμα, που σχεδόν πνίγηκαν μες στην παρουσία τους τα ερωτήματά μου για τη λάμψη και τον πόνο στο πλευρό μου. Τι μεγαλόπρεπος ο αδελφός της γενιάς του Ταύρου που στάθηκε σήμερα μπροστά στους βωμούς μας τινάζοντας τα στεφανωμένα κέρατά του την πρώτη κυανή ώρα ετούτης της αυγής, ένα τέρας απόλυτης δύναμης που δονείται γεμάτο αρχοντική ιερότητα· κι όμως ένιωθες την εμπιστοσύνη και ίσως και μια γλυκύτητα μέσα στην απύθμενη ηρεμία του σώματός του και στην αγριάδα που έκρυβε το ολόμαυρο του μάτι

Ο Χορός ξαναδίνει στον Ταύρο την ευκαιρία να πάρει το αίμα Του πίσω, μου εκμυστηρεύτηκε μια φορά η Αριάδνη - δεν είναι όμως κάπως παράταιρο, ένα τέτοιο κτήνος να υποκύπτει σε οτιδήποτε; Ναι· και μόνο που κάλπαζαν δίπλα μας στις λιτανείες αυτά τα τέρατα των βουνών μας αρκούσαν και με το παραπάνω για να φανεί το μεγαλείο της Κνωσού. Περισσότερο της άρεσαν τα χρυσά χειροτεχνήματα των πιο τολμηρών καλλιτεχνών μας που απεικόνιζαν τον Ταύρο να λευτερώνεται από τα δίχτυα μας τινάζοντας τους παγιδευτές Του στον αέρα. Δεν δείλιασε, όμως, ποτέ της μπροστά σ’ αυτό που οι γονείς μας ονόμαζαν Αναγκαιότητα. Τα χτυπήματα της μάνας μας και της Αριάδνης με το ακιδωτό ρόπαλο και τη λάβρυ* ήταν υπόδειγμα σταθερότητας για το λαό - ξυπνούσαν την πίστη του στις Δυνάμεις και στον τρόπο που είχανε πλάσει τον κόσμο έτσι όπως κρατούσε γερά, καθώς το ζώο μούγκριζε γοερά και τρέκλιζε και η ζωή του χυνόταν μέσ’ από το σώμα του καυτή και πανίσχυρη. Όχι, τίποτα δεν μπορούσε να επουλώσει τη θύμηση αυτών των αισθαντικών ματιών που έσβηναν, εκτός από το να ισιώσεις ακόμα περισσότερο την πλάτη σου, σαν τους γονείς μας και τους ιερείς (και σαν τον αδελφό μου, δηλαδή) και να σεργιανάς τον κόσμο με την περήφανη

*Λάβρυς (-υος)· αμφίστομος πέλεκυς, πολεμικό όπλο στους αρχαίους λαούς, σπουδαιότατο θρησκευτικό έμβλημα του Μινωικού και του Αιγαίου γενικά πολιτισμού.

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ

27

ανάλαφρη ευλυγισία της Αριάδνης, σαν γνήσιο βλαστάρι του Οίκου του Διπλού Πελέκεως. Και μόνο η γεύση της θαλασσινής αύρας και του αίματος έφτανε για να πλημμυρίσει το κορμί μου από δέος που όλα αυτά τα έργα στο λιμάνι, οι αρχαίοι πέτρινοι κυματοθραύστες που έσκιζαν τη θάλασσα και η πανέμορφη ροδόχρωμη πέτρα του λιμεναρχείου, τα αγκυροβόλια και ο Αμνισός που σκαρφάλωνε στους παράκτιους λόφους, ήταν γέννημα των μεταναστεύσεων της οικογένειάς μας και της ανάμειξής της με ξένο αίμα* και είναι βέβαιο, ό,τι κι αν φτάναμε να γίνουμε, πως θα ’μασταν δημιούργημα ετούτων των γυναικών που κατανοούσαν την Αναγκαιότητα και λαχταρούσαν την ομορφιά. Κι όπως τα δελφίνια, που πολύ παλιά είχαν οδηγήσει την προμήτορά μας, την Ευρώπη, εδώ στην Κρήτη, έτσι και τώρα, μπρος στα μάτια μου, οι Δυνάμεις δέχονταν να συνεργαστούν μαζί μας* γιατί η Αριάδνη ερχότανε και η θάλασσα απλωνόταν ήσυχη και ασάλευτη σαν Ταύρος που σκύβει πειθήνια το κεφάλι μπρος στη Βασίλισσα

Η μητέρα έπιασε τώρα το λαγήνι, το τράβηξε κοντά στο σώμα της και, κρατώντας το έτσι που όλοι να βλέπουν τη δύναμη των ζωγραφισμένων φοινικόδεντρων και την υπόσχεση της αναγέννησης που έδιναν, άρχισε να κάνει κύκλους από τα δεξιά προς τ’ αριστερά γύρω από το μισοφέγγαρό μας χύνοντας συνεχώς στο χώμα τη ζωή που είχαν εμπιστευτεί στα χέρια της. Μ’ αυτόν τον τρόπο καλούσε τους Νεκρούς και τους Αγέννητους να κάνουν ό,τι έκανε κι αυτή εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό για το χατίρι της Αριάδνης και να κλείσουν τον πιο μεγάλο Κύκλο* γιατί, αν δεν δίναμε ζωή στους Νεκρούς μας μ’ αυτές τις τελετές που κάναμε για να Τους θυμόμαστε και να Τους τρέφουμε, ούτε σοδειά θα είχαμε ούτε τη δύναμη να κάνουμε παιδιά χωρίς Αυτούς. Μας έλεγαν πως οι Νεκροί, απ’ όλους τους μεγάλους Μύστες, ήταν (συνήθως) φίλοι μας: να μάθετε από Αυτούς να παίζετε με τις Δυνάμεις του κόσμου που εμείς ονομάζουμε Θεά

Σχεδόν τελειώσαμε. Κι ενώ η μητέρα μου συνέχιζε αργά το έργο της, ακούγονταν πια τα χείλη Τους που ρουφούσαν αχόρταγα τη νοτισμένη άμμο ενώ ο πατέρας μου ο Μίνωας κρατούσε με επισημότητα τον τρίση- μο ρυθμό κρούοντας το τύμπανο των Κουρήτων από βοϊδόδερμα. Παρατηρούσα την αυγή να αναδείχνει σιγά σιγά τη λάμψη από τα μύρια κοσμήματα, το ασήμι και τα πλούσια σχέδια στις φορεσιές των ανθρώπων μας, με τη βοήθεια του φωτός που ερχόταν μέσ’ από το πέλαγος και μέσα σ’ αυτό το επιπλέον δώρο της καλοκαιρίας· τα βαριά στήθια της μητέρας και η χυτή της φούστα ταλαντεύτηκαν λιγάκι καθώς ερχόταν προς το με-

28

ΤΖΟΝ ΝΤΕΜΠΣΕΪ

ρος μου και οι ιέρειες την τίμησαν ανεβοκατεβάζοντας συγχρονισμένα τους πελέκεις στο πέρασμά της. Καημένη μητέρα! Αποφασισμένη σαν τον Μίνωα κι αυτή να φτάσει το τέλος της βασιλείας της με χάρη. Το πλευρό μου είχε σταματήσει να χτυπάει, ξαναπήρα το λαγήνι και σήκωσα το δεξί μου χέρι με τη γροθιά στο μέτωπο σε χαιρετισμό· έτσι μείναμε μαζί ακίνητοι ώσπου το πλήθος επανέλαβε την κίνησή μου, τους άκουσα, κι ύστερα απομακρύνθηκα ενώ επάνω μου αντανακλούσε η γαλήνια ικανοποίηση της Πασιφάης. Χάρηκα που την ικανοποίησα, όπως επίσης χαιρόμουνα και για τον δευτερεύοντα ρόλο που είχα προς το παρόν και που με άφηνε ελεύθερο

Στην πραγματικότητα με περίμεναν και άλλα ιερατικά καθήκοντα στον Λαβύρινθο πριν καλά καλά ολοκληρωθούν οι τελετές εδώ, αλλά, όπως όλοι, ήθελα κι εγώ να δω την Αριάδνη να βγαίνει στην ακτή. Άφησα το λαγήνι στην άκρη για τους ιερείς μας και βρήκα μια καλή θέση να σταθώ μετά από κάμποσες χαιρετούρες* τότε έπιασα τον εαυτό μου να γλυκοκοιτάζει ένα ντόπιο κοριτσόπουλο στην ανατολική μεριά του πλήθους, στην ηλικία μου περίπου, με τις καστανές μπούκλες της μαζεμένες πάνω από τους γυμνούς της ώμους και με μεγάλα μάτια, που έπαιζε με ένα κλαδάκι ιτιάς από το περιδέραιό της παρακολουθώντας τη Βασίλισσα. Μμμ... λιγάκι να τη δάγκωνα, εκεί ακριβώς που έπεφταν μπούκλες τα μαλλιά δίπλα στ’ αφτιά της - ουφ! Οι Νεκροί είχαν τον τρόπο Τους να σπέρνουν νέες γενιές στον κόσμο και μες στα νιάτα μου αναρίγησα στη σκέψη ότι το αίμα που έτρεχε και στις δικές μου φλέβες ήταν από τα πιο ανήμερα του Οίκου. Ωστόσο, δεν έπρεπε να αμελεί κανείς και τις συνετότερες πατριές. Μια Βασίλισσα μπορούσε να παντρευτεί κι έναν κηρο- ποιό ακόμα, αν την ικανοποιούσε και είχε παρουσία λαμπρότερη από οποιονδήποτε δανδή του παλατιού, και δεν μπορούσα ν’ αφήσω τον αδελφό μου με τα καμώματά του να με κάνει να φαίνομαι παιδί στα μάτια των άλλων. Χαιρόμουνα που δεν του είχα πολυμιλήσει μετά τη ναυμαχία, χαιρόμουνα που το είχαν πάρει είδηση οι περισσότεροι

Αίφνης ένα χέρι στον ώμο μου: ήταν ο Γλαύκος, ένας από τους ευνοούμενους πρεσβευτές των γονιών μας στα νησιά, κοντά στα τριάντα, ένας εντυπωσιακά ψηλός και πολυταξιδεμένος ευγενής. Πολύ εγκάρδιος, αδροπλασμένος, όχι ιδιαίτερα συγκαταβατικός με το νεαρό της ηλικίας μου - ήξερα όμως πως είχε πάρει διαταγές να «πές#ει» πάνω μου τελευταία, πριν αρχίσει η χρονιά των δικών του καθηκόντων, για να βοηθήσει να συμφιλιωθούμε με τον Πάλισο. Τον συμπαθούσα και ζήλευα τις ιστορίες και τα πάρε δώσε του με τις ξένες βασίλισσες σαν απεσταλμένος του

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ

29

πατέρα μου, αλλά γιατί να μη στείλει το Παλάτι κάποιον σαν κι αυτόν και προς τον Πάλισο; Η Πασιφάη, με την ιριδίζουσα πτυχωμένη φορεσιά της, στράφηκε τώρα στη θάλασσα ανοίγοντας τα χέρια της με τις παλάμες προς τα κάτω ενώ ιέρειες και ιερείς έψελναν καταπραϋντικά. Όταν τελείωσε κι αυτό, οι Κουρήτες βρόντηξαν τα ακόντιά τους πάνω στις ψηλές ασπίδες από βοϊδόδερμα για να δώσουν στην τελετουργία μεγαλύτερη ένταση* στο τέλος, η μητέρα σήκωσε το επίσημο άσπρο βούκινο του Οίκου μας και σάλπισε τρεις φορές τραχιά και μακρόσυρτα. Ο Γλαύκος έριξε στην πλάτη τη μαύρη χαίτη των πυκνών μαλλιών του* είχε τη χαραχτη- ριστική γαμψή μύτη του λαού μας, και το περιδέραιο από χρυσά κοχύλια που φορούσε ανασηκώθηκε μαζί με το στέρνο του όπως μου χαμογέλασε, κουνώντας κι αυτός το κεφάλι του με ανυπομονησία

Η Αριάδνη ερχόταν: ο θαλασσινός αέρας γαργαλούσε τον πόθο μας να τη δούμε και πολλά ζευγάρια μάτια αγνάντευαν τη θάλασσα μήπως και ξεκρίνουν τη μικρή βάρκα που θα μας την έφερνε από τον Δεντρόκηπο του μικρού νησιού απέναντι. Δε φαινόταν ακόμα με τις λουλουδια- σμένες καταπράσινες πλαγιές πίσω του, αλλά όσοι είχαν πιάσει το γιαλό στριμώχτηκαν πιο μπροστά, κάνοντας νόημα στα παιδιά, στα ζωηρά σκυλιά και στους καθυστερημένους συγγενείς να σωπάσουν αμέσως μετά το τριπλό σάλπισμα της Βασίλισσας. Παρά τα τραγούδια και την ακατά- παυστη φλυαρία που συνόδευαν την πομπή του Οίκου μας ως εδώ από το χάραμα, τώρα ήταν όλοι τους πιο ήσυχοι και από τη θάλασσα και από τους σπουργίτες μες στους κυπάρισσους ψηλά στην παραλία. Παλιοί μας θαλασσόλυκοι και ηλικιωμένες κυράδες που έγερναν πάνω στα μπαστούνια τους, σακάτηδες και άνθρωποι με πόνους που δε φαίνονται ήταν ήσυχα καθισμένοι κάτω από τα δέντρα πίσω μας, όπως έκαναν πάντα κρατώντας τις ατέρμονες ανάγκες τους στο περιθώριο των δημόσιων τελετών μας* δεν υπήρχε αμφιβολία, η Αριάδνη θα τους καλούσε κι εκείνους να πλησιάσουν, κι αυτή η ευλαβική σιωπή, βέβαια, θα διαρκούσε μοναχά ως τη στιγμή που κάποιος θα την έβλεπε. Ο Γλαύκος (πάλι να ψαρέψει πήγαινε;) κάποια παρατήρηση έκανε ότι κατά μήκος της ακτής πλανιόταν ένας άλλος φόβος, κάτι που ξεπερνούσε τις συνηθισμένες εποχιακές ανησυχίες για τη σπορά, εγώ όμως είχα κάνει τις δικές μου εκτιμήσεις για τους παριστάμενους - εύποροι της Κνωσού και των γειτονικών πόλεων με τα κρεμαστά τους σκουλαρίκια, γενιές ολόκληρες από την κάθε πάτριά, λιμενεργάτες, ξένοι και αγρότες - που είχαν έρθει για να παρακολουθήσουν αυτήν την αυτοσχέδια τελετή

Είχαμε ολοκληρώσει πια τις παραδοσιακές τελετές για τούτο το τε-

30

ΤΖΟΝ ΝΤΕΜΠΣΕΪ

λευχαίο φεγγάρι που έφερε πρώιμα την άνοιξη, είχαμε ανοίξει τις αποθήκες με το καινούργιο κρασί και το σπόρο και είχαμε εξαπολύσει Τους Νεκρούς από τους προγονικούς πίθους της ταφής Τους, εκεί που κι εμείς θα μπαίναμε μια μέρα για να γευτούμε με τη σειρά μας την τιμημένη ζωή που Τους είχαμε τόσον καιρό προσφέρει. Τους είχαμε θρέψει πλουσιοπάροχα, είχαμε προσπαθήσει να κατευνάσουμε την πείνα Τους, να μαλακώσουμε την οργή Τους αν ήταν δυνατόν. Με τις τελετές, Τους είχαμε δείξει τη λαμπρή υπόσχεση που έδιναν η Αριάδνη και ο Πάλισος καθώς πλησίαζε η ανάρρησή τους* και ύστερα με κατράμι και λευκαγκαθιά και βέργες από σημύδα Τους αποδιώξαμε να γυρίσουνε στα καταλύματά τους, απ’ όπου θα μας μιλούσαν, θα μας καθοδηγούσαν και θα μας επέπλητταν με την οικειότητα οποιουδήπο- τε ζωντανού. Δε θα μπορούσαμε, όμως, να Τους κρατήσουμε στη σωστή απόσταση χωρίς αυτό το κράμα διακριτικότητας και αποφασιστικότητας του κλήρου μας - αντίθετα με τους Αιγύπτιους και άλλους, όπως είχα μάθει, εμείς απλώς κάναμε στην άκρη τα παλιά οστά μέσα στις κρύπτες για να χωρέσουν τα καινούργια ενώ τους πείθαμε με κολακείες πως έτσι θα ήταν καλύτερα, αφού ετοιμάζονταν να ’ρθουν κι άλλα μέλη της οικογένειας. Θα αναζητούσαμε, λοιπόν, κι ετούτη τη χρονιά την περηφάνια και την ισχύ Τους για να θρέψουμε τη δική μας· κι αυτό, γιατί Εκείνοι ζούσαν από τη σάρκα μας και, για να μπορέσουν να συνεχίσουν να ζουν, έσπρωχναν να βγει το κριθάρι που μας έτρεφε

Καλή θα ήταν η χρονιά μπροστά μας κι ετούτη η εποχή ήταν η πιο γλυκιά της: τα σπαρτά ήδη είχαν σηκώσει δυνατά χρυσά κεφάλια, οι λόφοι μας είχαν αρπάξει φωτιά από τις παπαρούνες κι ήταν πνιγμένοι στον άγκρουστο*, στο θυμάρι και στις πικροδάφνες* σπίνοι, αηδόνια και τσαλαπετεινοί κούρνιαζαν στα περίλαμπρα δέντρα, τα μαντριά ήταν γεμάτα από ολοκάθαρα νεογέννητα μοσχαράκια, πολλές γυναίκες είχαν κοιλιά που δε χωρούσε στη στολή του χορευτή και ο χειμώνας που είχε περάσει ήταν άγριος και βροχερός, καλός για το δέσιμο της ελιάς. Ούτε ίχνος περονόσπορου στα μούρα. Φέτος όμως, από τις τελετές κι ύστερα, με όποιον σχεδόν κι αν μιλούσες, θα σου ’λεγε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δεν ήταν ξεκάθαρο, υπήρχε μια έλλειψη ισορροπίας ανάμεσά μας. Φέτος, σε όλα τα ιερά άδυτα,

*Άγρωστις η λευκή (Agrostis alba)· κτηνοτροφικά αγρωστώδες, που βρίσκεται αυτοφυές στην Ελλάδα στα περισσότερα φυσικά λιβάδια.

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ

31

από την Κνωσό ως τα κορφοβούνια και τις σπηλιές, εκεί όπου κατέφευγαν οι άνθρωποι για τελετές και χρησμούς που θα τους καθοδηγούσαν στη ζωή τους, τα ανησυχητικά σημάδια ήταν πάρα πολλά - σημάδια σαν βροντή που μαζεύεται κάτω από τη γη, όπως ψιθύριζαν κάποιοι* μια απτή αλλά ακατανόητη οργή έβραζε ανάμεσά μας, μια ανυποχώρητη αναστάτωση. Ήταν πάρα πολλές οι φήμες ότι είχε διακοπεί η μύηση νεαρών στα χωριά και κάποιες κηδείες αγροτικών οικογενειών - για να μη μιλήσουμε για τις απλούστερες τελετές που διατηρούσαν την τάξη στο βασίλειο - από αλλόκοτους, παραμορφωμένους και μερικές φορές βίαιους χρησμούς, που θα έπρεπε φυσιολογικά να προσφέρουν γαλήνη και παρηγοριά, ή από διάφορα προβλήματα με άμφια ή δοχεία κι άλλα εργαλεία που τόσο προσεχτικά αποθήκευαν οι ιερείς μας, από ξαφνικά σπασίματα, σκουριές και απο- κρουστικές δυσωδίες από άγνωστες πηγές. Μας είχαν μάθει πως το Παλάτι δεν έπρεπε να μένει πίσω από τους αγρότες ούτε μια πιθαμή σε τέτοια θέματα κι έτσι οι γονείς μας και οι ιέρειες ζητούσαν εξηγήσεις από τους αρμόδιους του κάθε τόπου, αλλά δεν είχαν βρει ούτε έναν που να πει πως γνώριζε τι κρυβόταν στη ρίζα όλης αυτής της αναστάτωσης. Το χειρότερο μέχρι τώρα όμως ήταν ότι περισσότερο από μια δυο φορές σε κάθε φεγγάρι φέτος, κριάρια, κατσίκες, ακόμα και ταύροι σε ορισμένες μεγάλες τελετές είχαν αγριέψει ξαφνικά πηγαίνοντας προς το βωμό. Γιατί να πήρε τόση χαρά η ιερατική καρδιά μου ακούγοντας τέτοια νέα; Άσχημα τα πράγματα, άσχημα, έλεγαν οι γεροντότεροι, αυτό σήμαινε κατάλυση της εξουσίας, τα ζώα το ’νιω- θαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά και δεν το μαρτυρούσαν ούτε στην Πέρδικα ούτε στον Κράτο, τους Άρχοντες των Κοπαδιών του Οίκου μας. Και τις ζωές αυτές, που βοηθούσαν να διατηρηθεί ο κόσμος μας όπως ήτανε, δε θα μπορούσαμε ποτέ να τις εξαναγκάσουμε να κάνουν κάτι άθελά τους. Θα ήταν σαν να εξαναγκάζαμε τον ίδιο τον Μινώταυρο. Στα βουνά της Κρήτης, ο άγριος Ταύρος ήταν όσιος: ο Ταύρος σ’ έκανε ιερό, όχι εσύ αυτόν. Δεν ήταν όμως παράξενο που η απελευθέρωση ενός τέτοιου ζώου μπορούσε μόνο μεγαλύτερη ανισορροπία να προκαλέσει;

Σας λέω όμως, για την Πασιφάη και τον Μίνωα δεν ήταν αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημα της Κρήτης εκείνες τις ημέρες. Κι όμως, αυτήν την ανεξήγητη υπόγεια οργή, αυτήν την ανησυχία δεν την ένιωθα μόνο εγώ* και καθώς οι ιερείς μας δεν μπορούσαν να βρουν τη ρίζα του κακού, είχαν κάνει έκκληση στο θρόνο να λάβει προληπτικά μέτρα. Δεν ήταν κα

32

ΤΖΟΝ ΝΤΕΜΠΣΕΪ

θόλου φρόνιμο ν’ αφήνεις τη Γη να αναταράζεται πολύ κάτω από τα πόδια σου

Αυτός ήταν λοιπόν ο λόγος για το τριήμερο ταξίδι της Αριάδνης στον Δεντρόκηπο μαζί με δυο πρεσβύτερες ιέρειες. Λίγα χρόνια πιο πριν, τη βαθιά κοινωνία που χάριζε αυτός ο τόπος - το σημείο (έλεγαν) όπου η Μάνα Ευρώπη πρωτοβγήκε στη στεριά και φύτρωσαν όλα τα δέντρα- συμβολα του ιερού μας έτους - θα είχε καθήκον η μητέρα μας να την αναζητήσει. Αλλά στα μάτια της, όπως και στα μάτια της γιαγιάς μας της Παρίας, η Αριάδνη στα δεκαεφτά της ήταν έτοιμη για μια τέτοια αποστολή, σοβαρή μαζί και απλή όσο άρμοζε για το ξεκίνημα της αφιέρωσής της στα δημόσια καθήκοντα. Και όπως οι μανάδες μας φημίζονταν για τον έντεχνο χειρισμό σημείων και τελετών, έργο της Αριάδνης ήταν να γίνει και η ίδια ένα νέο έθιμο που θα βοηθούσε - με την ανάρρησή της πρώτα πρώτα - να προετοιμαστεί το έδαφος για την επικείμενη μεταβίβαση της εξουσίας στην Κρήτη

Νομίζω ότι διάλεξα αυτήν την ανοιξιάτικη μέρα για ν’ αρχίσω, επειδή ήταν η τελευταία φορά που είδα τον αδελφό και την αδελφή μου μαζί δημόσια ζωντανούς και ευτυχισμένους. Ο Γλαύκος, όμως, είχε δίκιο, δεν ήταν μόνο η ανησυχία για τη σπορά που είχε φέρει τόσους ανθρώπους στο λιμάνι ξημερώματα· δεν είχαν σταματήσει ν’ απλώνονται πάνω στους λόφους της ακτής κι έσπρωχναν αυτούς που ήταν μπροστά τους όλο και πιο κοντά στο νερό* δεν μπορώ λοιπόν ν’ αφήσω κατά μέρος τα θέματα που έτρεφαν άμεσα την ανησυχία μας

Καταρχήν, το τέλος του Μεγάλου Έτους, και μάλιστα μόλις το δεύτερό μας, είχε φτάσει. Τέσσερις εποχές μετά από αυτήν την άνοιξη, μια στροφή ακόμα του Τροχού του Χρόνου και ο Μίνωας, ο πατέρας μας, θα έπρεπε να κάνει την Προσφορά της ζωής του ενώ η μάνα μας θ’ αποσυρόταν, όπως είχε κάνει και η γιαγιά, σε μιαν έπαυλη δίπλα στον Λαβύρινθο. Πρόσφατα μόνο - μετά τα Ταυροκαθάψια και τη ναυμαχία - άρχισα να συνειδητοποιώ το τεράστιο νόημα που έκρυβε ο τρομαχτικός σεβασμός που έδειχναν οι πατριές μας στον Οίκο του Μινώταυρου και πόσο σύντομος θα πρέπει να είχε φανεί ο χρόνος στον πατέρα μου, που είχε την εξουσία στα χέρια του δεκαεννέα χρόνια συνολικά, περισσότερο από οποιονδήποτε Βασιλικό Σύζυγο της Κρήτης εκτός από της Παρίας. Δεν ήταν και μικρό πράγμα για τις πατριές μας ν’ αφησουν τέτοια μεγάλη δύναμη σε τόσο λίγα χέρια για τόσο πολύν καιρό. Αυτό το καινούργιο σύστημα υπολογισμού του χρόνου και της ανώτατης εξουσίας, βλέπετε, ο συνδυασμός, δηλαδή, παλαιότερων συστημάτων που είχαν ως βάση τη

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ

33

Σελήνη και τον Ήλιο, βρισκόταν ακόμα σε δοκιμαστικό στάδιο μετά την υιοθέτησή του από τους μεγαλύτερους οίκους μας. Για πολλούς άντρες, το Μέγα Έτος είχε ισορροπήσει (επιτέλους) τις εξουσίες του θρόνου μας, είχε δώσει και στις δύο οικογένειες από την πλευρά των μανάδων το χρόνο να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις τους εποικοδομητικά για το βασίλειο. Στις προηγούμενες γενιές - λιγότερο σίγουρες για όσα έπαιρναν από τη γη ή λιγότερο ευσεβείς, ανάλογα με ποιον μιλούσες - το αίμα του Βασιλικού Συζύγου έρρεε μια φορά κάθε χρόνο. Ο πατέρας μας ήταν βλαστάρι της γενιάς του Ανθρώπου που Τόλμησε: μέσα στο αίμα του ζούσε ακόμα εκείνος που είχε πρώτος δώσει τη ζωή του ως ανάθημα με αξία αρκετή να μαλακώσει τη δουλεμένη, στραγγισμένη γη κι Εκείνους από κάτω της. Η προθυμία αυτή του Βασιλικού Συζύγου να οργώσει την ίδια του τη ζωή μες στο χώμα, και μάλιστα από το απόγειο του πλούτου και της δύναμης του κόσμου ετούτου, ήταν ο πυρήνας του μεγαλείου του, αυτό που οι λυράρηδες ονόμαζαν η μεγάλη του καρδιά

Με το πέρασμα τόσων γενεών όμως, που είχαν δει τις ισχυρές οικογένειες του νησιού μας ν’ ανθούν στο εμπόριο, η καθεμιά με τις δικές της διασυνδέσεις, ένας Βασιλικός Σύζυγος που ζούσε τόσο λίγο δημιουργούσε πολύ μεγάλη αστάθεια ανάμεσα στις πάτριες μας, γιατί πάρα πολλές σχέσεις πίστης και αφοσίωσης πέθαιναν μαζί του ή αδρανούσαν περνώντας στη Βασίλισσά του. Οι μανάδες, πάλι, και οι ιερείς μας (όπως και οι τεχνίτες μας) ποτέ δε έπαψαν να σκέφτονται πώς να εξομαλύνουν τα πράγματα, κι όλος αυτός ο κόσμος σήμερα ήταν αλάνθαστο σημάδι ότι το έργο τους περνούσε από έλεγχο. Οι ιερές τοιχογραφίες της Κνωσού με τις παρελάσεις των νεαρών δωρητών απ’ όλη την Κρήτη ήταν ο δικός μας τρόπος να μνημονεύουμε τη συμφωνία μας για τον πρακτικό στόχο του βασιλείου μας: το θέμα δεν ήταν να αλληλοσκοτωθούμε για τα πλούτη, μιας και υπήρχαν άφθονα για όλους τους θαλασσομάχους - το ουσιαστικό ζήτημα ήταν πώς να φέρουμε τον πλούτο αυτόν στα σπίτια μας και ταυτόχρονα να χάσουμε όσο το δυνατόν λιγότερα παιδιά από τις πατριές μας. Η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του στόλου κι ένα σύστημα ναυτολόγησης των πληρωμάτων πιο δίκαιο δεν είχαν πάψει, ακόμα και τώρα, να προκαλούν διενέξεις ανάμεσα σε μένα και στον Πάλι- σο, όπως θα δείτε. Αν, λοιπόν, οι γονείς μας - που οι δυνάμεις και ικανό- τητές τους είχαν διατηρήσει τα χωράφια και την τάξη ανάμεσά μας σε μια περίοδο σχεδόν καταστροφική και είχαν φέρει τον αποδεκατισμένο στόλο μας στις παλιές του δόξες - άξιζαν κάθε έπαινο και θα τον έπαιρναν την ερχόμενη μέρα του Μεσοκαλόκαιρου που η Πανσέληνος της Βα-

Ο αδελφός της Αριάδνης - 3

34

ΤΖΟΝ ΝΊΈΜΠΣΕΪ

λανιδιάς και ο Ήλιος στο ζενίθ του θ’ αντάμωναν πάνω από τη Γη*, ήταν η σειρά της Αριάδνης και του Πάλισου ν’ αποδείξουν ότι τα πράγματα θα συνέχιζαν όπως πάντα, και να λάμψουν. Με τα μάτια των ανθρώπων που είχαν μαζευτεί στην ακρογιαλιά, ένα ολόκληρο βασίλειο γεμάτο έντονα προσωπικά συμφέροντα παρακολουθούσε πώς ο Λαβύρινθος σκόπευε ν’ ανταποκριθεί στο τέλος της μιάς εποχής και στην αρχή μιάς άλλης μπρος στους αιώνες του μέλλοντος

Πρέπει όμως να ξέρετε ότι απ’ όλους τους ανθρώπους εδώ δεν ήμουν ο μοναδικός που, αν του ζητούσαν να μιλήσει για τη ρίζα του κακού, θα έδειχνε βόρεια (καταρχήν), πέρ’ από τη Δία, εκεί όπου έπιανες την αχνή μαρμαρυγή του χιονιού που μερικές φορές στοίχειωνε τον ορίζοντά μας. Ήταν ο ήλιος που έπεφτε πάνω στις πλάτες ενός βουνού της φωτιάς με το όνομα Βέλκανος, τεράστιο και τόσο πολύ κοντά μας, δεν απείχε παρά μιάς ημέρας ταξίδι από την Κρήτη, που με τέτοιον καλό καιρό, με χιόνι ή χωρίς, διέκρινες μια χαρά μέσα στο μπλε την καφετιά μουτζούρα του σκεβρωμένου κρατήρα του. Μερικοί, στις κατηγορίες τους για τις αγωνίες μας, μόνο προς τα κει κουνούσαν την ανήμπορη γροθιά τους κι έριχναν στο βουνό το φταίξιμο για τις αχρείαστες αλλαγές μέσα σε μια γενιά, επειδή είχε ξεβράσει φλόγες και βροντές εδώ και πολλά χρόνια. Είχε χτυπήσει τις ορθάνοιχτες ακτές μας με κύματα που σκότωσαν εκατοντάδες, έκαναν θρύψαλα πάνω από το ένα τρίτο των πλοίων μας, εμπορικών και πολεμικών, και ύστερα για μήνες έβρεχε γκρίζο δηλητήριο που απλωνόταν πάνω τα χωράφια μας

Για να πούμε την αλήθεια, αυτό είχε συμβεί πάνω από μια φορά στις είκοσι δύο γενιές από την ίδρυση του Λαβύρινθου. Και, όπως καυχιούνταν οι συντηρητικοί κύκλοι της γιαγιάς, πάντα τον ξαναχτίζαμε και μάλιστα ακόμα καλύτερον από πριν ρωτήστε, αν θέλετε, την Ίριδα ή τον Κό- δρο, τους επικεφαλής των Δαιδαλίδων, των τεχνιτών μας, πόσο είχαν εκμεταλλευτεί οι προκάτοχοί τους την πρώτη μεγάλη καταστροφή του Παλατιού μας. Μια πιο μεγαλόπρεπη σκάλα εδώ ή ένας καινούργιος σωλήνας νερού εκεί που πριν δεν υπήρχε, αποχωρητήρια κοντά στα ιερά εύπορων οικογενειών για μεγαλύτερη ευκολία - οι τεχνίτες μας ήταν ιδιαίτερα περήφανοι γι’ αυτές τις μικρές πανουργίες τους και η γη πάντα σειό

*Μια φορά κάθε εννιά χρόνια η Σελήνη και ο Ήλιος έρχονται σε συζυγία πάνω από τη Γη, την ημέρα του χειμερινού ή του θερινού ηλιοστασίου. Το Μέγα Έτος δηλαδή, συμπληρώνεται τη δεύτερη φορά που η Σελήνη θα βρεθεί σε συζυγία με τον Ήλιο, μετά δεκαοχτώ χρόνια.

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ

35

ταν αρκετά ώστε να γίνονται στόχος πειραγμάτων γι’ αυτή τους τη μανία Η διαφορά ήταν ότι τον τελευταίο καιρό έπρεπε ν’ ανταγωνιζόμαστε, ακόμα και να φυλαγόμαστε από μιαν ιδιαίτερα ενοχλητική φυλή ξενόφερτων μαθητών μας: από τους Αχαιούς, όπως λέγονται, που ήταν απόγονοι μιας νομαδικής ορδής γενειοφόρων καβαλάρηδων οι οποίοι πριν από εκατοντάδες χρόνια είχαν κατέβει νότια, στα ηπειρωτικά της χώρας, στη γη των Πελασγών πέρ’ από τα νησιά. Χωρίς να διαθέτουν ούτε μια λέξη για το Μεγάλο Πράσινο της θάλασσας, όπως μου είπαν. Στο λόγο της τιμής μου, δεν ήταν και πολλά από την καλή ζωή τους, από τις ρίζες που έπιασαν, που να μην τους τα έχουμε εμείς διδάξει. Το ήξεραν και οι πέτρες στην Κρήτη πως οι τεχνίτες των προγόνων μας είχαν χτίσει μεγάλα σπίτια στο βορρά για τις αρχοντικές οικογένειες αυτών των Αχαιών, όπως είχαμε βοηθήσει και τους Πελασγούς (τους πρωτογέννητους του τόπου) και άλλους πολλούς εκεί επάνω να φτιάξουν δρόμους, ν’ αποξηράνουν βάλτους, να υφάνουν πανί, να μάθουν να λογαριάζουν, οτιδήποτε θα μας έφερνε το εμπόριό τους ή θα μας άνοιγε το δρόμο για τα μέταλλα στο χώμα τους

Από τη στιγμή όμως, που αυτοί οι νομάδες άρχισαν βίαια να εκτοπίζουν τις φυλές των Πελασγών πάνω στο βορρά - καίγοντας, για παράδειγμα, τον μεγάλο πολύχρωμο Οίκο της Λέρνας δίπλα στη θάλασσα και αντικαθιστώντας τον με την οχυρωμένη Τίρυνθα και εξαναγκάζοντας ολόκληρα χωριά στην υποτέλεια - αντί να εγκατασταθούν κι αυτοί και να ενώσουν τα αίματά τους, εμείς τι μπορούσαμε να κάνουμε πια; Εκεί πάνω, ν’ ανοίξουμε πόλεμο, στην ξηρά; Η δύναμή μας όλη ήταν στα καράβια που είχαν για πλήρωμα τους νέους και τις νέες μας και στην ενότητα των οίκων μας: γι’ αυτό μπορούσες να φτάσεις σχεδόν ανενόχλητος σε όλες τις βασιλικές αυλές της Κρήτης και σε όλες τις παραθαλάσσιες πόλεις. Και που βοηθήσαμε τους Πελασγούς να εγκατασταθούν σε νέους τόπους και ν’ ανοίξουν νέους εμπορικούς δρόμους, δε μας βοήθησε για πολύ· γιατί, όπως μας διηγήθηκε η γιαγιά, με τον καιρό το άρωμα της θάλασσας (που είναι ο πλούτος) χτύπησε τις αχαϊκές μύτες και μέσα σε λίγες γενιές δεν είχανε μάθει μόνο τη λέξη για τη Μεγάλη Πράσινη, αλλά και να την αρμενίζουνε μια χαρά. Και τώρα, μετά την τελευταία μας συμφορά εξαιτίας του Βέλκανου και τον δυνατό βοριά που μας πασπάλισε με τη στάχτη του, οι Αχαιοί είχαν αρχίσει ν’ ακολουθούν παντού πια φανερά τα εμπορικά μας πλοία, να χτυπούν με προσφορές πανάρχαιες συμμαχίες με στόχο το εποχιακό κέρδος και να συμπεριφέρονται σαν να ήταν ίσοι μας και κάτι περισσότερο. Στο παλάτι έφταναν κάπου κάπου φήμες και για επιδρομές ακόμα που είχαν κάνει σε πόλεις των νησιών

36

ΤΖΟΝ ΝΤΕΜΠΣΕΪ

και της ανατολής κάποιοι όμαιμοι τους - ανόητοι νεαροί και βαριεστη- μένοι ευγενείς που λαχταρούσαν να ξαναζήσουν αυτήν την ανεγκέφαλη συγκίνηση που τους έδιναν οι καλές, παλιές εποχές της περιπλάνησης

Αυτό έκανε το αίμα μου να βράζει όπως και του αδελφού μου και πολλοί άνθρωποι είχαν έρθει αυτό ακριβώς να ξαναδούν σήμερα, την υπόσχεση που έδινε η στάση του κορμιού του, ιδιαίτερα μετά απ’ όσα είχε κάνει στη θάλασσα. Έριξα μια ματιά γύρω από τον Γλαύκο και κατάλαβα ότι, παρ’ όλο που ορισμένοι Κρητικοί εύχονταν στον Μινώταυρο ένα ακόμα Μεγαλύτερο Έτος, άλλοι, που γνώριζαν καλά την Αίγυπτο και μέρη της Χαναάν και του βορρά, διαμαρτύρονταν ότι λίγο είχε ωφελήσει όλους τους άλλους τόπους ο διορισμός ισόβιων βασιλιάδων. Ο νέος Φαραώ είχε βάλει ήδη ν’ αφαιρέσουν το θυρεό της μητέρας του από τα μνημεία τους, και τέτοια μαντάτα πάντα ταξίδευαν γρήγορα· μάλιστα, είχαμε πρόσφυγες από τη Λιβύη και από τη Χαναάν που ορκίζονταν ότι έτσι ήταν και μάλιστα είχαν έρθει εδώ για να ξεφύγουν από το ένδοξο Όνομά του

Ο γερο-Κράτος και άλλοι ιερείς σαν κι αυτόν έλεγαν ότι όλα άλλαζαν σ’ αυτό που σήμαινε να είσαι άντρας και μάλιστα προς το χειρότερο· καταλάβαινα την ανησυχία τους μέσ’ από τον Γλαύκο που είχε γίνει η σκιά μου τελευταία, μιας και ήταν άνθρωπος που θα μπορούσε πολλά να μάθει σ’ ένα ισχυρό πριγκιπόπουλο. Ήταν ψηλός και λυγερός, ψηλότερος από τους περισσότερους άντρες σε όλη την παραλία, είχε την καλλίγραμμη μέση και τους δυνατούς μηρούς που τόσο άρεσαν στους ζωγράφους μας και μιαν εγκάρδια παρουσία που διέψευδε όσους τον χαραχτή- ριζαν άγριο και απότομο* είχε επίσης γκρίζα μάτια και για πολλούς η πάτριά του (από τον Πραίσο, μια πόλη στ’ ανατολικά του νησιού) ήταν από τις καλύτερες αυτών των γραικών που είχε σμίξει ποτέ το αίμα της η Κρήτη. Ήταν σαν σύμβολο για ένα πιθανό μέλλον, σαν γόνος εκείνης της ομάδας των πρεσβύτερων Αχαιών που ήταν κι αυτοί παρόντες, σαν επισκέπτες, εκείνο το πρωί και είχαν μπει στη γραμμή πίσω από τους Κουρήτες του πατέρα μου, ψηλόκορμοι άντρες με γένια και μαλλιά στο χρώμα του ξεραμένου θαλασσόχορτου ή στο κόκκινο του βαλανιδιού. Φορούσαν όλοι τους, όπως συνήθως, μακριούς χιτώνες που σκέπαζαν τους γοφούς και το στήθος τους με τα κεντημένα σύμβολα των αρχόντων της ηπειρωτικής χώρας: ηλιακά σύμβολα, λιοντάρια, λευκούς ταύρους και άλογα όρθια στα πισινά τους πόδια. Είχαμε σχεδόν μεγαλώσει με την παρουσία αυτών των αντρών που πηγαινοέρχονταν ανάλογα με τις συμφωνίες επιτροπείας που είχαν υπογράφει. Η αλήθεια βέβαια ήταν

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ

37

ότι δεν υπήρχε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια ανάμεσα σ’ εκείνους και στον Πάλισο* ο Γλαύκος όμως αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα πως μερικές φορές τέτοιοι άντρες μπορούσαν πράγματι να χωνευτούν στην Κρήτη και να ιδρύσουν καλούς οίκους, όπως είχαν κάνει και οι δικοί του πρόγονοι από την Αιολίδα, στο βορρά. Η δική μας φυλή ήτανε βέβαια αρχαία, αλλά ήταν σίγουρα φυλή μπασταρδεμένη εδώ στα μέρη μας' ακόμα και το αίμα του πατέρα μου (αυτός που μου είπαν δηλαδή ότι ήταν ο πατέρας μου) είχε κατέβει από το βορρά περίπου την ίδια εποχή με την πάτριά του Γλαύκου κι ύστερα υιοθετήθηκε από τη Μητέρα Ευρώπη, όπως έλεγε η παράδοσή μας

Μπορείτε τώρα να καταλάβετε καλύτερα πώς γεννήθηκε το Μέγα Έτος μας: σαν ολοκλήρωση μιας περιόδου πιέσεων για αλλαγές, σαν ελπίδα για μια καλύτερη εξισορρόπηση των Δυνάμεων που έκαναν τον Τροχό του κ�